Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ΙΑ΄ Δραγάτσης
Αυτοκράτορας του Βυζαντίου κατά την περίοδο 1449-1453. Γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου(1391-1425) και της Ελένης Δραγάτση και νεώτερος αδερφός του αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου(1425-1448).
Γεννήθηκε το 1405, παρέμεινε για μικρό χρονικό διάστημα στην Ταυρική και τελικά πήγε στην Πελοπόννησο, όπου με τους αδερφούς του Θεόδωρο και Θωμά ανέλαβαν τη διοίκηση του δεσποτάτου ολοκληρώνοντας την ανάκτηση των φραγκοκρατούμενων περιοχών. Από το 1443 ως το 1449 αφιερώθηκε με ζήλο στη στρατιωτική και διοικητική αναδιοργάνωση του δεσποτάτου, με απώτερο σκοπό την ενίσχυση της άμυνας της Πελοποννήσου έναντι της τούρκικης απειλής.
Μετά το θάνατο του Ιωάννη Η΄, στέφθηκε αυτοκράτορας στον Μυστρά στις 6 Ιανουαρίου 1449 και πήγε στην Κωνσταντινούπολη έχοντας πολλές ελπίδες για το μέλλον της Αυτοκρατορίας.
Δυστυχώς οι πολιτικές και πολεμικές αρετές του Κωνσταντίνου δεν είναι δυνατόν να ανατρέψουν τον διαμορφωμένο συσχετισμό δυνάμεων, η άνοδος δε στην εξουσία του φιλόδοξου σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ το 1451 έκανε αισθητότερο τον κίνδυνο για τη Βασιλεύουσα. Η ανέγερση στο Βόσπορο του υψηλού φρουρίου Ρούμελι Χισάρ και οι στρατιωτικές προετοιμασίες των Τούρκων συντονίζονταν με τελικό στόχο την άλωση της Πόλης. Οι εκκλήσεις του Κωνσταντίνου προς τη Δύση για ενισχύσεις αντιμετωπίζονται με περίεργη αδιαφορία. Ο πελοποννήσιος καρδινάλιος και προηγουμένως μητροπολίτης Ρωσίας Ισίδωρος που έφθασε στην Πόλη με ελάχιστες δυνάμεις δε μπόρεσε να προσφέρει ελπίδες. Οι 3.000 Έλληνες και οι 2.000 περίπου ξένοι, από τους οποίους 700 Γενουάτες υπό τον Ιουστινιάνη ήταν πολύ λίγοι για να αποκρούσουν τις επιθέσεις των βαρβάρων.
Στις 28 Μαΐου 1453 ο Μωάμεθ αποφασίζει την τελική επίθεση...Ο Κωνσταντίνος μετά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας στον ναό της Αγίας Σοφίας ενθάρρυνε τη φρουρά στον ηρωικό αγώνα για την απόκρουση της μεγάλης επίθεσης. Πράγματι η πρώτη επίθεση αποκρούστηκε αλλά η αναπλήρωση των απωλειών της ηρωικής φρουράς ήταν αδύνατη. Ο τραυματισμός του Γενουάτη Ιουστινίανη υπήρξε σοβαρό πλήγμα. Ο Κωνσταντίνος αγωνιζόταν με αυτοθυσία στο πλευρό των στρατιωτών ως απλός στρατιώτης, έχοντας βγάλει τα αυτοκρατορικά άμφια, ως απλός στρατιώτης. Τελικά οι Τούρκοι εισήλθαν στην Πόλη από την...αφύλακτη Κερκόπορτα το πρωί της 29ης Μαΐου του 1453. Η Πόλις Εάλω!
Στην κορυφαία αυτή στιγμή του πατριωτικού χρέους και του ηρωισμού, ο γενναίος Αυτοκράτορας αναζητούσε έναν Χριστιανό για να τον θανατώσει. “Ουκ έστι τις τών χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν μου απ’ εμού;”. Τότε έπεσε ο εκφραστής του πνεύματος ένδεκα αιώνων ένδοξης ιστορίας του ελληνογενούς Βυζαντίου και ο ενσαρκωτής της ψυχής του Ελληνισμού σαν ένας νέος Λεωνίδας. Όμως ο Βασιλεύς δεν απέθανε... “καί τινες μέν ελθόντες έλεγον ότι έφυγεν κεκρυμμένον, άλλοι δε τεθνάναι μαχόμενον” (Φραντζής, ιστορικός της Άλωσης)
Και το πρόσωπό του πέρασε στους θρύλους του Γένους μας...
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν σκοτώθηκε στη μάχη με τους Τούρκους αλλά “ήρθε άγγελος Κυρίου και τον άρπαξε και τον πήγε σε μια σπηλιά βαθιά στη γη κάτω, κοντά στην Χρυσόπορτα. Εκεί μένει μαρμαρωμένος ο βασιλιάς και καρτερεί την ώρα να’ ρθει πάλι ο άγγελος να τον σηκώσει...Όταν είναι θέλημα Θεού, θα κατέβει ο άγγελος στη σπηλιά και θα τον ξεμαρμαρώσει και θα του δώσει στο χέρι πάλι το σπαθί που είχε στη μάχη. Και θα σηκωθεί πάλε ο Βασιλιάς και θα μπει στην Πόλη από την Χρυσόπορτα και κυνηγώντας με τα φουσάτα του τους Τούρκους θα τους διώξει ως την Κόκκινη Μηλιά και θα γίνει μεγάλος σκοτωμός, που θα κολυμπήσει το μουσκάρι στο αίμα.”
Ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ
"Επί 480 χρόνια τα παιδιά των Ελλήνων, απανταχού της γης, ρωτούσαν μελαγχολικά: -Τον είδες με τα μάτια σου, γιαγιά, τον βασιλέα; Τον πρόμαχο του λαού, τον στρατιώτη κι αυτοκράτορα του γένους; -΄Αγγελοι τον παρέλαβαν, τον λούσανε, με μόσχο και με μύρο έπλυναν τις πληγές του, του έστρωσαν να κοιμηθεί σε κλίνη από βύσο κι αρχάγγελοι με πύρινες ρομφαίες τον φυλάνε, μέχρι να έρθει η ώρα του για να τόνε ξυπνήσουν"Σ. Ράνσιμαν - Η ΄Αλωση της Κωνσταντινουπόλεως
«Πέθανε ο βασιλέας, δεσποινίς Μαρία;» Στο αστικό σαλονάκι του σπιτιού της, στην Κωνσταντινούπολη, η ερώτηση ακουγόταν φυσική σαν την ανάσα. «Ζει ο βασιλέας, δεσποινίς Μαρία ή πέθανε; Πες μου, πες μου, Μαρία, εσύ, η προστάτισσα του ονείρου, εσύ, η φυλακή νυκτός...» «Κοίτα, κόρη μου --μάτια βουρκώνουν, γεμίζουν, τρέχουν-- εμείς μάθαμε να μη μιλούμε, μα το ΄χεις κλειστό αυτό;» «Ναι, δεσποινίς Μαρία, είναι κλειστό το κασετόφωνο». «Εμείς δε μιλάμε, μα μες στην καρδιά μας το ξέρουμε, ο βασιλέας μας ζει, μαρμάρωσε κι εγώ σου λέω και τα ψάρια στο Μπαλουκλί θα ξαναγυρίσουν στο τηγάνι κι ο βασιλέας μας θα ξεμαρμαρωθεί, αλλιώς κανένας μας δεν θα ζούσε, κόρη μου, κανένας, θα είχαμε πεθάνει. Γιατί να ζεις αλλιώς; Να σου φέρω λίγο νεραντζάκι ακόμη, που το έκαμα με τα χεράκια μου», λέει και σκουπίζει ευγενικά τα δάκρυά της.
Μνήμη Κωνσταντινουπόλεως, 1991.
Ο βασιλέας πεθαίνει στην Πόλη του, στην πόλη που ο ίδιος ονόμαζε «Ελπίδα και χαρά πάντων των Ελλήνων», την πόλη του Κωνσταντίνου, μα πεθαίνει κι αλλού. Ο τελευταίος Κωνσταντίνος της Κωνσταντινούπολης, εκείνος που βάφτισε ξανά την πόλη με το αίμα του, πέθανε, λένε οι ιστορικοί -- ο Ράνσιμαν, πίστευε μάλιστα πως είναι σοβαρή η πιθανότητα να θάφτηκε κάτω από τον τόπο που κάποτε φιλοξενούσε την Αγία Τράπεζα στον ναό της Αγίας Θεοδοσίας, το σημερινό Τέμενος των Ρόδων (Γκιουλ Τζαμί). Και η ξεχασμένη λαϊκή παράδοση τον θέλει θαμμένο στο Βεφά Μεϊντάνι, καταγράφει ο Ν. Πολίτης στις «Παραδόσεις».
«Ω, Κωνσταντίνε Βασιλεύ, Δραγάζη το πινόμι,
ειπέ μου που ευρίσκεσαι; Εχάθης ή εκρύβης;
Η λαϊκή μούσα ήταν η πρώτη και ο Ελύτης ο πιο πρόσφατος που θρήνησε, με το μοναδικό του λόγο:
"Θε μου, και τώρα τι
Που ΄χε με χίλιους να παλέψει
χώρια με τη μοναξιά του
Ποιος;
Αυτός που ΄ξερε μ΄ ένα λόγο του να δώσει ολάκερης της
γης να ξεδιψάσει
Τι;
Που όλα του τα ΄χαν πάρει
και τα πέδιλά του τα σταυρόδετα με το τρικάνι του το
μυτερό και το τοιχίο που κουβαλούσε κάθε απομεσήμερο
να κρατάει τα γκέμια ενάντια στον καιρό σαν ζόρικο και πηδηχτό βαρκάκι...
Μεσημέρι από νύχτα
Και μητ΄ ένας πλάι του
Μονάχα οι λέξεις του οι πιστές που ΄σμιγαν όλα τους τα χρώματα
να αφήσουν μες στο χέρι του μια λόγχη
από άσπρο φως...
πάντοτε με μια λέξη μες στα δόντια του
άσπαστη κειτώμενος
Αυτός,
ο τελευταίος Έλληνας!"
Όλοι οι ποιητές. Όλοι όσοι σήμαναν κάτι γι΄ αυτόν τον τόπο, αναζήτησαν καινούριες λέξεις να ντύσουν τον ίδιο, τον αιώνιο θρήνο, τον ακατάπαυστο θρήνο κάθε καρδιάς ελληνικής. Ακόμα και ο «απαισιόδοξος», ο «καταραμένος» Καρυωτάκης, ακόμα κι αυτός, έντυσε το θρήνο με τις ελπίδες του λαού:
... Κι εσφάλισε --οϊμένανε!-- για πάντα αυτό το στόμα
που κάθε πίκρα ρούφαγε κι έχυν΄ ελπίδες μόνο.
Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολύ δεν θα προσμένεις.
Ένα πρωί απ τα νερά του Βόσπορου κει πέρα
Θε να προβάλει λαμπερός μιας λευτεριάς χαμένης
ο ασημένιος ήλιος. Ω, δοξασμένη μέρα!
Κι οι ποιητές κι οι ζωγράφοι κι οι συγγραφείς -- ο αιώνιος αναζητητής, ο Καζαντζάκης, «αναμερίζει πατωσιές τις θύμησες που στοιβάζονται» και είναι σίγουρος μονάχα για ένα πράγμα: πως ο Παλαιολόγος ήταν διάδοχος όσων φύλαξαν Θερμοπύλες, αγωνίστηκαν στο Μαραθώνα... Ο Παλαιολόγος ήταν ο τελευταίος Έλληνας -- πόσα σημαίνει αυτή η φράση... Ο τελευταίος Έλληνας ζωγραφίστηκε ολοζώντανος απάνω στο άλογό του από τον Θεόφιλο, και αργότερα, μετά το ΄22, νεκρός, να τον θρηνούν η Ρωμιοσύνη και η Ορθοδοξία, από τον Κόντογλου... Και δεν ήταν μόνο οι Ρωμιοί. Ήταν κι οι ξένοι, από τη ρομαντική Τζοάνα Μπέιλι, που ύμνησε τον Παλαιολόγο, τοποθετώντας τον δίπλα στον δικό της ήρωα, τον Γουίλιαμ Γουάλας (Braveheart), ως τον Στ. Τσβάιχ.
Ακόμα κι οι πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες του τόπου, «που στις φλέβες τους είχαν αίμα ελληνικό», τίμησαν τη μνήμη αυτού του Κωνσταντή, του Μικροκωνσταντάκη, που «αύριο δεν παντρεύεται, μα αύριο πεθαίνει», που στοίχειωνε τις προσδοκίες τους. Ο Κολοκοτρώνης αντέταξε στον ερχομό του Όθωνα εκείνη τη μεγαλειώδη, αντρίκια ρήση: «Έχουμε βασιλέα τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο στην Πόλη». Όταν τον Αύγουστο του 1920 ο Βενιζέλος κλήθηκε να υπογράψει τη Συνθήκη των Σεβρών, προσήλθε δύσθυμος, γιατί οι υπογραφές μπήκαν ημέρα Τρίτη, τη μέρα που ο βασιλέας μαρμάρωσε και η Πόλις Εάλω. Και όπως σημειώνει ο Ράνσιμαν, ο μαρμαρωμένος βασιλιάς, «ο τελευταίος του γένους Αυτοκράτορας ήταν κι ο πρώτος που ξεσηκωνόταν σε όλες τις επαναστάσεις της φυλής και ο αρχιστράτηγος των απανταχού της Ελλάδας μαχητών», ήταν ο οδηγός των επαναστατών του 1821, ο επικεφαλής του Ελληνικού Στρατού το 1912-13 και το 1916-22. «Τις βυζαντινές σημαίες που έφεραν οι τελευταίοι υπερασπιστές της Πόλης στην Κρήτη, ύψωναν οι Κρητικοί σε κάθε εξέγερση κατά των κατακτητών. Με βυζαντινές σημαίες ο Κορκόδειλος Κλαδάς αντιμετώπισε τους Τούρκους πριν σβήσει ο πρώτος της συγκλονιστικής ΄Αλωσης απόηχος... Οι αυτοσχέδιες κατά φλάμπουρο και μπαϊράκι σημαίες κλεφτών και αρματολών έφεραν τον δικέφαλον για να υποδηλώσουν τον στρατιωτικό τους δεσμό με τον τελευταίο αυτοκράτορα και την αυτοκρατορία».
ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΥΘΟ
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έζησε 48 χρόνια ως άνθρωπος και ζει πάνω από 500 χρόνια ως ημίθεος, με μοναδική λάμψη και ωραιότητα, σε κάθε «πραγματικά ελληνική καρδιά»*. Διότι δεν ήταν μόνο η θυσία του σημείο αναφοράς. Ήταν και εκείνα τα λόγια που έσβησαν κάθε πολιτική του ενέργεια με την οποία διαφώνησε ο ευσεβής λαός, ήταν εκείνα τα γενναία λόγια ενός νεώτερου Λεωνίδα, προς τον Μωάμεθ: «Το την Πόλιν σοι δούναι, ουτ΄ εμόν εστί ουτ΄ άλλου των κατοικούντων ενταύθα. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν μη φειδώμενοι της ζωής ημών».
Πώς γεννιέται ένας θρύλος, πώς ένας θρύλος μπορεί να εμπνέει αιώνες το σκλαβωμένο ρωμέικο και να του δίνει τη δύναμη, τέσσερις αιώνες μετά, να σηκώσει κεφάλι; Ο σπόρος του μεγαλύτερου θρύλου που γέννησαν τα τελευταία 2.000 χρόνια της ιστορίας μας, του θρύλου του Μαρμαρωμένου Βασιλιά, βρίσκεται στο τραγικό μεγαλείο του τελευταίου μας Αυτοκράτορα που, σε αντίθεση με τους προκατόχους του, δεν θέλησε να τα βρει με τους Τούρκους στην τελευταία πράξη, πήρε μιαν απόφαση --την απόφαση της αντίστασης μέχρι τέλους-- να μην εξαργυρώσει τη ζωή του και κάποιο μικρό βασίλειο στο Μυστρά ή τα νησιά με τη Βασιλεύουσα. Η ζωή που θυσίασε ήταν η μόνη στρατιωτικο-πολιτική περηφάνια τής κάποτε πανίσχυρης αυτοκρατορίας, που οι σάρκες της είχαν κατασπαραχτεί ήδη από Τούρκους και Φράγκους κι είχε απομείνει η απογυμνωμένη πρωτεύουσά της, ένα μικρό χωριό, ή μάλλον «μερικά διάσπαρτα μικρά χωριά μες στα τείχη» μιας πόλη-φαντάσματος του παλιού της εαυτού της. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄, ο τελευταίος Αυτοκράτορας, υπήρξε θνητός ως τη στιγμή που, ξεπερνώντας την ίδια την ανθρώπινη φύση, θυσιάστηκε «αυτοπροαιρέτως», χωρίς να λυπάται τη ζωή του. Η Κερκόπορτα ήταν κι η πύλη της δικής του αθανασίας.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος Δραγάσης, ο γεννημένος στις 9 Φλεβάρη του 1404 και «μαρμαρωμένος» στις 29 Μαΐου του 1453, ήταν διγενής. Τέταρτος γιος και όγδοο από τα παιδιά του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου και της πριγκιποπούλας της Σερβίας, της Ελένης Δραγάση. Ήταν ο μόνος από τα παιδιά του ζεύγους που χρησιμοποιούσε και το επίθετο της μητέρας του (Ντραγκάς-Δράκος) και γι΄ αυτό συχνά χαρακτηριζόταν ή παρομοιαζόταν με δράκοντα στη γραμματεία της εποχής, ενώ ο λαός τού χάρισε με θαυμασμό το παρατσούκλι Δράκων, μετά τις μεγάλες του νίκες σε Αχαΐα και Βοιωτία. Μεγάλωσε υπό τη Δεσποτεία του αδελφού του Θεόδωρου, που είχε αναλάβει τον Μοριά από το 1407. Η εξαιρετικά καλλιεργημένη αυλή του Δεσποτάτου ήταν το σχολειό του και πρώτος του «δάσκαλος» ο Πλήθωνας Γεμιστός. Από τα πιο κοντινά του σε ηλικία αδέλφια, δέθηκε με τον ασθενικό Θωμά, παρά με τον Δημήτριο, τον κακότροπο, φιλόδοξο κι αδίστακτο, που επιβουλευόταν το Δεσποτάτο, αλλά και τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Δημήτριος ήταν αυτός που το 1442 συμμάχησε με τους Τούρκους ελπίζοντας να καταλάβει την Πόλη και το θρόνο της. Τότε, ερχόμενος τάχιστα με στρατό, ο Κωνσταντίνος έσωσε το βασιλέα του κι αδελφό του, τον Ιωάννη Ι΄ -- εκείνη την περίοδο έχασε και τη δεύτερη σύζυγό του, την Αικατερίνη Γατελούζου. Είχε προηγηθεί ένας σύντομος γάμος (πολιτικού) συμφέροντος. Το Μάρτη του 1428, ο Κωνσταντίνος ήρθε σε γάμο με την πριγκίπισσα Μαγδαλένα της Ηπείρου, ανιψιά του κυβερνήτη της Ηπείρου Μάριο Τόκκο, η οποία πέθανε δύο χρόνια αργότερα. Η προίκα του γι΄ αυτόν το γάμο ήταν όλα τα εδάφη του Τόκκο στην Πελοπόννησο, από όπου και ξεκίνησε τις εκστρατείες του κατά των Φράγκων και των Τούρκων.
Από νεαρή ηλικία επέδειξε στρατιωτικές και διοικητικές ικανότητες. Ξεχώριζε από όλα τα αδέρφια για τον καλό αν και αυστηρό του χαρακτήρα. Νέος ακόμα διοίκησε τις γαίες του κυρ-Μανουήλ στην Ταυρική Χερσόνησο και οι ικανότητές του ήταν τέτοιες που γρήγορα κλήθηκε να αναλάβει, μαζί με τα αδέλφια του, τη διοίκηση του Δεσποτάτου του Μορέως. Όταν ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης Ι΄ Παλαιολόγος μετέβη στην Ιταλία για την περίφημη «Σύνοδο της Φεράρας-Φλωρεντίας» και οι αδερφοί του ανέλαβαν τα ηνία στην Πελοπόννησο, εν έτει 1437, εκείνος ανέλαβε τη διοίκηση της Κωνσταντινούπολης. Ο αδερφός του Θεόδωρος ενοχλήθηκε, συνειδητοποιώντας ότι ο Ιωάννης προετοίμαζε για διάδοχό του τον Κωνσταντίνο. Η σχέση τους αποκαταστάθηκε κάπως όταν ο Κωνσταντίνος δέχτηκε να ανταλλάξει τις κτήσεις που είχε στη Θράκη με το Δεσποτάτο του Μυστρά.
Ο Θεόδωρος ήθελε να είναι κοντά στην Κωνσταντινούπολη για να καταλάβει το θρόνο μόλις πέθαινε ο Ιωάννης, αλλά τον πρόλαβε η πανώλη. Πέθανε στη Θράκη, το καλοκαίρι του 1448, τρεις μήνες πριν από τον Αυτοκράτορα. Ο νέος δεσπότης του Μυστρά, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, τοποθέτησε τον αδελφό του, τον Θωμά, δεσπότη στη Γλαρέντζα για να φυλά τη δυτική ακτή και άρχισε να προετοιμάζει τη μεγάλη του εκστρατεία για την απελευθέρωση Ρούμελης και Θεσσαλίας -- το βασίλειό του σύντομα εκτεινόταν ως την Πίνδο. Ο στρατός του Μοριά, υπό τον Κωνσταντίνο, απελευθέρωσε την Πελοπόννησο από τους Φράγκους της Αχαΐας, που είχαν εγκατασταθεί εκεί από την εποχή των Σταυροφοριών. Οι τελευταίες νίκες στην ιστορία του Βυζαντίου ήταν δικές του -- ο «Δράκος» μαζί με τον αδελφό του, τον Θωμά, απελευθέρωσαν Ρούμελη και Θεσσαλία. Οι γαίες αυτές επανακτήθηκαν το 1446 από τον Μουράτ Β΄, τον εμπνευστή των ταγμάτων των γενιτσάρων --οι Τούρκοι ήταν εδώ και δεκαετίες στα Βαλκάνια και οι δυνάμεις τους ήταν ισχυρές-- αλλά αυτό μάλλον έδινε μεγαλύτερη βαρύτητα στις ρωμέικες νίκες.
Με την επιστροφή του Ιωάννη, το 1440, έφυγε και πάλι για το Μοριά για να επιστρέψει το 1442, βοηθώντας στρατιωτικά τον αδερφό αυτοκράτορα, που ήταν αντιμέτωπος με το στρατό του Δημητρίου Παλαιολόγου, ενισχυμένο από δυνάμεις του σουλτάνου. Το 1443 επέστρεψε στην Πελοπόννησο. Η αναδιοργάνωση της διοίκησης --στρατιωτικής και πολιτικής-- και η άμυνα της Πελοποννήσου ήταν από τα πρώτα μελήματά του Δεσπότη. Έχτισε τείχη (Εξαμίλι), ανασυγκρότησε το στρατό, αλλά δεν κατόρθωσε να σταματήσει τις δυνάμεις του Μουράτ Β΄ και το βαρύ του πυροβολικό, που έριξε τα τείχη. Έγινε φόρου υποτελής στον Μουράτ, που είχε σπείρει το θάνατο στην Πελοπόννησο -- οι τουρκικές δυνάμεις είχαν κατασφάξει τον άμαχο πληθυσμό, ανοίγοντας το δρόμο τους για την Αχαΐα και δίνοντας τέλος στα όποια όνειρα του Κωνσταντίνου για αντεπίθεση. Ωστόσο, ο αγώνας του κι η προσωπικότητά του τον έκαναν αγαπητό σε όλο το ρωμέικο. Με το θάνατο του άτεκνου Ιωάννη, στις 31 Οκτωβρίου 1448, εκλέχτηκε Αυτοκράτορας Κωνσταντινουπόλεως και στέφθηκε στο Μυστρά, στις 6 Ιανουαρίου του 1449. Η επιλογή του --παρότι ήδη διεκδικούσε το θρόνο ο Δημήτριος, που έφτασε αμέσως στην πόλη-- έγινε από την εστεμμένη μητέρα τους. Η Ελένη επέμεινε και κέρδισε το θρόνο για τον Κωνσταντίνο, με την υποστήριξη του λαού της Πόλης και του Θωμά, εκ των αδελφών.
"Και σεις, ευγενέστατοι άρχοντες και ενδοξότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί και γενναιότατοι συστρατιώτες και όλος ο πιστός και τίμιος λαός, ξέρετε καλά πως έφθασε η ώρα και ο εχθρός της πίστης μας θέλει με κάθε τρόπο και μηχανικό μέσο να μας πιέσει σφροδρότερα και να κάνει ορμητικό πόλεμο με μεγάλη συμπλοκή και σύγκρουση από στεριά και θάλασσα με όλες του τις δυνάμεις, για να χύσει σαν φίδι το δηλητήριο και να μας καταβροχθίσει σαν ανήμερο λιοντάρι. Γι αυτό σας λέω και σας παρακαλώ να σταθείτε παλικαρίσια και με γενναία ψυχή, όπως κάνατε πάντοτε ως τώρα, ενάντια στους εχθρούς της πίστης μας. Σας παραδίδω αυτή την ενδοξότατη και περίφημη πόλη και πατρίδα μας και βασίλισσα των πόλεων. Ξέρετε λοιπόν καλά, αδελφοί, ότι για τέσσερα πράγματα έχουμε κοινή υποχρέωση όλοι να προτιμήσουμε να πεθάνουμε παρά να ζούμε° πρώτα για την πίστη και την ευσέβειά μας, δεύτερο για την πατρίδα, τρίτο για τον βασιλιά που έλαβε την εξουσία με χρίσμα και τέταρτο για συγγενείς και φίλους. Λοιπόν, αδελφοί, αν έχουμε καθήκον να αγωνιζόμαστε μέχρι θανάτου για ένα από τα τέσσερα αυτά, πολύ περισσότερο έχουμε για όλα αυτά, όπως καθαρά βλέπετε, και όλα πρόκειται να τα χάσουμε. Αν για τις δικές μου αμαρτίες ο Θεός παραχωρήσει τη νίκη στους ασεβείς, ριχνόμαστε στον κίνδυνο για την πίστη μας την αγία, την οποία ο Χριστός μας χάρισε με το δικό του αίμα° και αυτό είναι το κυριότερο από όλα. Γιατί, αν κερδίσει κανείς τον κόσμο όλο και χάσει την ψυχή του, ποιο είναι το όφελος; Δεύτερο, με τον τρόπο αυτό στερούμαστε περίφημη πατρίδα και τη λευτεριά μας. Τρίτο, η βασιλεία την άλλοτε σπουδαία και τώρα ταπεινωμένη και ντροπιασμένη και εξουθενωμένη θα τη χάσουμε και θα εξουσιάζεται από τύραννο και ασεβή. Τέταρτο, θα στερηθούμε και τα πολυαγαπημένα μας παιδιά και τις γυναίκες και τους συγγενείς μας"
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ
Κ.ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΕ ΒΑΣΙΛΙΑ
Και ρίχτηκε με τ' άτι του μες στων εχθρών τα πλήθια,
το πύρινο το βλέμμα του σκορπούσε την τρομάρα,
και το σπαθί του τη θανή. Στα χάλκινά του στήθια,
εξέσπασε η όργητα σε βροντερή κατάρα.
Εθόλωσαν τα μάτια του. Τ' αγνό το μέτωπό του,
θαρρείς ο φωτοστέφανος της Δόξας τ' αγκαλιάζει.
Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Θρηνήστε το χαμό του.
Μα, μη! Σε τέτοιο θάνατο ο θρήνος δεν ταιριάζει.
Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Κυλίστηκε στο χώμα,
ένας Τιτάν π' ακόμα χτες εστόλιζ' ένα θρόνο,
κι εσφάλισε - οϊμένανε! - για πάντ' αυτό το στόμα,
που κάθε πίκρα ρούφαγε κι έχυν' ελπίδες μόνο,
Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολύ δε θα προσμένεις.
Ένα πρωί απ' τα νερά του Βόσπορου κει πέρα
θε να προβάλει λαμπερός, μιας Λευτεριάς χαμένης,
ο ασημένιος ήλιος. Ω, δοξασμένη μέρα!
Ο τελευταίος Παλαιολόγος – Γεώργιος Βιζυηνός
Απ’ τες σαράντα κι ύστερα Θεός τον παραγγέλνει
- Για του λαού τα κρίματα είναι γραφτό να γίνη, προσκύνα τον Σουλτάνο!
Μ'αυτός το χέρι στο σπαθί πεισμώνεται,δε θέλει!
- Πριν μπρος σε Τούρκο τύραννο το γόναττό του κλίνει, πες κάλλιο ν'αποθάνω!
Έξω απ'το κάστρο χύνεται με σπάθα γυμνωμένη και σφάζει Τούρκων κατοστές κι Αγαρηνών χιλιάδες.
Εκείνος κι ο στρατός του.
Μα ητ'ολίγος ο στρατός, κι οι πρώτοι λαβωμένοι!
Έπεσαν τ'αρχοντόπουλα, έφυγαν οι Ρηγάδες
κι απέμεινεν μόνος του.
Όσον τον ζώνουν τα σκυλιά τόσο χτυπά και σφάζει,
σαν πληγωμένος λέοντας, σαν τίγρις της ερήμου,
που τα παιδιά της σκώσουν.
Μα κει του πέφτει τ'άλογο. Και πέφτει αυτός και κράζει:
- Δε βρίσκεται ένας Χριστιανός να πάρ'την κεφαλή μου
πριν πάν και με σκλαβώσουν;
Μια τρίχα και τον σκότωνεν αράπικη λεπίδα!
Μα δεν το'θελε ο Θεός.Δεν ήθελε ν'αφήσει των Χριστιανών το Γένος
αιώνια δίχως βασιλιά κι ελευθεριάς ελπίδα.
Γι'αυτό προστάζει έναν άγγελο να πα να τον βοηθήσει
σαν ήταν κυκλωμένος.
Κι αυτός τον μαύρο λακπατά, τον Βασιλέα γλυτώνει.
Το κοφτερό του το σπαθί του παίρνει απ'το χέρι τους Τούρκους διασκορπίζει.
Πα στα λευκά του τα φτερά τον Βασιλέα σκώνει,
μες στο πλατύ το σπήλαιο, που σ'είπα, τόνε φέρει κι εκεί τόνε κοιμίζει.
Επάνω απ'το κεφάλι του η ασπίδα παραστέκει.
Κι εκεί που το χρυσόπλεκτο, το ψηφωτό ζωνάρι τη μέση του κατέχει.
Σαν αστραπή π'απέμεινε χωρίς αστροπελέκι
ζερβιά, ως κάτου κρέμεται τ'αστραυτερό θηκάρι,
μέσα σπαθί δεν έχει.
- Γιατί γιαγιά πού είναι το!
- Βαμμένο μες στο αίμα
ακόμα ως τώρα βρίσκεται σ'ενός αγγέλου χέρι,στον ουρανόν επάνου...
Ήτανε τότε που η Τουρκιά την Πόλιν επολέμα.
Μέσα μια χούφτα ελεύθεροι, απ΄έξω μύριο ασκέρι οι σκλάβοι του Σουλτάνου.
Κι ο Μωχάμετ ο ίδιος του πα στ'άγριο του το άτι.
- Δος μου της Πόλες τα κλειδιά! του Κωννσταντίνου κράζει, και το σπαθί σου δός μου!
- Έλα και πάρ' τα! λέγει αυτός του Τούρκου του μουχτάρη.
Εγώ δε δίνω τίποτα. Τποτα ενόσω βράζει μια στάλα γαίμα εντός μου!
Κι επρόβαλαν τα λάβαρα, κι αρχίνησεν η μάχη!
Σαράντα μέρες πολεμούν, σαράντα μερονύχτια
χτυπιούνται και χτυπούνε
οι Τούρκοι σαν τα κύματα, κι οι Χριστιανοί σαν βράχοι.
Κι ούτε των Φράγκων...προδοσίες ούτε των φλάρων δίχτυα, τον Βασιλέα σειούνε.
- Τον είδες με τα μάτια σου, γιαγιά, τοον Βασιλέα,
ή μήπως και σε φάνηκε, σαν όνειρο να πούμε, σαν παραμύθι τάχα;
- Τον είδα με τα μάτια μου, ωσάν και σένα νέα, πα να γενώ εκατό χρονών κι ακόμα το θυμούμαι
σαν νάταν χθες μονάχα.
Στην Πόλη, στην Χρυσόπορτα, στον πύργον από κάτου, είναι ένα σπήλαιο πλατύ, στρωμένο σαν
παλάτι, σαν άγιο παρακκλήσι.
Κανένας Τούρκος δε μπορεί να κρατηθεί κοντά του, κανείς της σιδερόπορτας να έβρει το μονοπάτι,
να πα να το μηνύσει.
Μόνο κανένας Χριστιανός, κανένας που το ξέρει
περνά απ'αυτό κρυφά, κρυφά και το σταυρό του κάνει με φόβο και μ'ελπίδα.
Έτσι κι εγώ, βαστούμενη στο πατρικό μου χέρι, επήγα και προσκύνησα. Και εδ'αυτού μ'εφάνη.Όχι
μ'εφάνη! Είδα:
Μες στο σκοτάδι το βαθύ έν' άστρο, σαν λυχνάρι
σαν μια φλόργα μυστική απ' τον Θεό αναμμένη, γαλάζια λάμψη χύνει.
Και φέγγει την φεγγόχλωμη του Βασιλέως χάρη, πού με κλεισμένα βλέφαρα εξαπλωμένος μένει στην
αργυρή του κλίνη.
- Απέθανε γιαγιά;
- Ποτέ παιδάκι μου! Κοιμάται, κοιμάται μόνο! Τη χρυσή κορώνα στο κεφάλι, το σκήπτρο του στο χέρι.
Και σαν παλιοί του σύντροφοι, πιστοί του παραστάται, στα στήθη του ο Σταυραετός, στα πόδια
του προβάλλει δικέφαλο ξαφτέρι.
- Και τώρα πια δεν ημπορεί, γιαγιάκα, να ξυπνήσει;
- Ω βέβαια! Καιρούς καιρούς σηκώνει το κεφάλι, στον ύπνο το βαθύ του, και βλέπει αν ήρθεν η
στιγμή, πόχ' ο Θεός ορίσει, και βλέπει αν ήρθεν άγγελος για να του φέρει πάλι το κοφτερό σπαθί του.
- Και θά' ρθει, ναι, γιαγιάκα μου;
- Θά' ρθει παιδί μου, θά'ρθει.
Και όταν έρθει, τί χαρά στη γη στην οικουμένη, σ'όποιους θα ζούνε τότε!
Διπλό, τριπλό θα πάρουμεν αυτό που μας επάρθη κι η Πόλις κι η Αγιά Σοφιά δική μας θε να γένει.
- Πότε γιαγιά μου πότε;
- Όταν τρανέψει γιόκα μου, κι αρματωθείίς και κάμεις τον όρκο στην ΕλευTεριά, σύ κι όλη η
νεολαία σα σώσετε τη χώρα.
Τότε θε νάρθει ο άγγελος κι αγγελικαί δυνάμεις,να μβούνε να ξυπνήσουμε, να πουν στο Βασιλέα
πώς ήλθεν πιά η ώρα!
Κι ο Βασιλέυς θα σηκωθεί τη σπάθα του να δράξει και, στρατηγός σας, θε να μβει στο πρώτο του Βασίλειο,
τον Τούρκο χτυπήσει.
Και χτύπα χτύπα θα τον πά μακρά να τον πετάξει
πίσω στην Κόκκινη Μηλιά και πίσ' από τον ήλιο, ΠΟΥ ΠΙΑ ΝΑ ΜΗ ΓΥΡΙΣΕΙ!!
ΑΠΟ ΤΙΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ
http://www.geocities.com/patriotismos/palaiologos.html
http:www.phorum.gr./viewtopic.php?p=460473
Μην κλαις κυρά Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις...Πάλε με χρόνια με καιρούς πάλε δικά μας θα’ ναι.