Μια συγκλονιστική ομιλία για την ελληνική γλώσσα και την αυθεντική ελληνική γραφή της (αλφάβητο) που δεν προέρχεται από τους Φοίνικες και τους ανύπαρκτους «Ινδοευρωπαίους», θεωρία που ζητά να αφαιρεθεί από τα σχολικά βιβλία, έκανε στην Ακαδημία Αθηνών ο απερχόμενος πλέον Πρόεδρός της, Ακαδημαϊκός Αντώνιος Κουνάδης στις 14 Ιανουαρίου 2019 μ.Χ., κλείνοντας την εκεί ετήσια θητεία του.
Το παρακάτω κείμενο της ομιλίας του, πρωτοδημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της Εφημερίδας «Εστία» σε ατόφια πολυτονική γραφή.
Για την καλύτερη και ευκολότερη κατανόηση και μελέτη, το ΝΟΙΑΖΟΜΑΙ πρόσθεσε υπογραμμίσεις, τίτλους παραγράφων και οπτικό υλικό.
Διαβάστε την. Αξίζει!
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ: ΠΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΓΡΑΠΤΗΣ
Ομιλία τοῦ τ. προέδρου τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν Ἀντωνίου Κουνάδη
εκφωνήθηκε στην Ακαδημία Αθηνών στις 14 Ἰανουαρίου 2019 μ.Χ.
ΥΨΙΣΤΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΑΓΑΘΟ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
«Η προβληθείσα τόν 18ο αἰῶνα ἄποψη, ὅτι ἡ Ἑλληνική γλῶσσα ἀνήκει στήν Ἰνδοευρωπαϊκή οἰκογένεια γλωσσῶν, καθώς καί ἡ ἄποψη ὅτι τό Ἑλληνικό ἀλφάβητο εἶναι Φοινικοσημιτικῆς προελεύσεως ἀπετέλεσαν ἀντικείμενα συνεχιζομένων μέχρι σήμερα ἐντόνων συζητήσεων καί ἀμφισβητήσεων.
Δύο θέματα, τά ὁποῖα δέν πρέπει νά ἀφήνουν ἀδιάφορο κανένα Ἕλληνα, ἀφοῦ τό ὑψίστης σημασίας ἀγαθό τῆς πολιτισμικῆς μας κληρονομιᾶς, ἡ Ἑλληνική γλῶσσα, προφορική καί γραπτή, ἀρρήκτως συνδεδεμένη μέ τήν ταυτότητα, τήν συνέχεια, τήν ἐπιβίωση καί τήν προοπτική τοῦ Ἑλληνισμοῦ, εἶναι ὑπόθεση ὅλων μας.
Βεβαίως καί τοῦ ὁμιλοῦντος, λόγω τῆς μακρόχρονης ἐνασχόλησής μου μέ τήν Ἐκπαίδευση καί τήν συναφῆ ἀρθρογραφία μου, μέ τήν ὁποία ἐστηλίτευσα τίς ὀλέθριες νομοθετικές παρεμβάσεις στή γλῶσσα μας, μέ τόν ψευδεπίγραφο χαρακτηρισμό ὡς Ἐκπαιδευτικῶν Μεταρρυθμίσεων.
Δεδομένου ὅτι τά δύο αὐτά θέματα εἶναι διεπιστημονικοῦ χαρακτῆρα καί μάλιστα ἀντικείμενο πολλῶν διαφορετικῶν ἐπιστημῶν, ἡ ἐν προκειμένω προσπάθειά μου εἶναι νά παρουσιάσω αὐθεντικές γνῶμες γλωσσολόγων, ἀρχαιολόγων, ἱστορικῶν, ἀνθρωπολόγων, παλαιοντολόγων, ὥστε νά χυθεῖ περισσότερο φῶς στά δύο αὐτά περίπλοκα καί σκοτεινά ἀκόμη θέματα, βάσει καί τῶν νεοτέρων εὑρημάτων καί τῶν ἐξελίξεων στήν ἀνθρώπινη ἀρχαιογενετική (αDNA) καί τήν πληθυσμιακή γενετική. Ἐξελίξεων, οἱ ὁποῖες ἀνέτρεψαν ἤ καί ἐπιβεβαίωσαν προγενέστερες ὑποθέσεις.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΖΕΙΝ ΕΣΤΙΝ ΤΟ ΟΡΘΩΣ ΟΝΟΜΑΖΕΙΝ
Στόν Κρατύλο τοῦ Πλάτωνος πού ἀποτελεῖ διάλογο γιά τήν ὀρθότητα τῶν ὀνομάτων μέ συνομιλητές τόν Ἑρμογένη, τόν φιλόσοφο-μαθηματικό Κρατύλο (ἱδρυτή φιλοσοφικῆς σχολῆς τόν 5ο π.X. αἰ.) καί τόν Σωκράτη, βρίσκονται οἱ ἀπαρχές τῆς Συγκριτικῆς Γλωσσολογίας σ’ ὅ,τι ἀφορᾶ ὀνόματα βαρβάρων (δηλ. ἀλλοεθνῶν) καί τῆς συγκριτικῆς μεθόδου (ὅσον ἀφορᾶ τίς διαλέκτους τῆς Ἑλληνικῆς, π.χ. Αἰολικῆς, Δωρικῆς, Ἰωνικῆς, Ἀττικῆς κ.λπ.), καθώς καί οἱ ἀπαρχές τῆς Ἐτυμολογίας γιά τό πῶς καθορίζεται ἡ ὀρθή ὀνοματοθέτηση (ὀνοματοδοσία) τῶν λέξεων (ὀνομάτων), φύσει ἤ νόμω.
Σύμφωνα μέ τόν φύσει καθορισμό (κατά τόν Κρατύλο), ὑπάρχει συμφωνία μεταξύ ὀνόματος (λέξεως) καί τοῦ ἐννοιολογικοῦ περιεχομένου του ἐτυμολογικῶς (δηλ. μεταξύ σημαίνοντος καί σημαινομένου), ἐνῶ σύμφωνα μέ τόν νόμο καθορισμό τῶν ὀνομάτων (λέξεων) ἡ ὀνοματοθέτηση εἶναι συμβατική Ἡ Ἑλληνική γλῶσσα εἶναι κατ’ ἐξοχήν ἐννοιολογική ἤ νοηματική, δηλαδή ὑπάρχει αἰτιώδης σχέση μεταξύ ὀνομάτων-λέξεων καί τῆς ἐτυμολογικῆς σημασίας τους.
Κατά τόν Πλάτωνα (Κρατύλος, 435-436) «ὅς ἄν τά ὀνόματα ἐπίσταται, ἐπίσταται καί τά πράγματα». Πρῶτος ὁ Διονύσιος ὁ Ἁλικαρνασσεύς (1ος π.Χ. αἰ.) στό ἔργο του «Περί συνθέσεων ὀνομάτων» θεωρεῖ τόν Πλάτωνα θεμελιωτή τῆς Ἐτυμολογίας γράφοντας:
«Τόν ὑπέρ ἐτυμολογίας λόγον πρῶτος εἰσήγαγε Πλάτων πολλαχῇ μέν καί ἄλλοθι, μάλιστα δέ ἐν τῷ Κρατύλῳ.». Γιά τήν ἀξία τῆς νοηματικῆς ἰδιότητας τῶν ὀνομάτων ὁ Ἀριστοτέλης ἐπισημαίνει:
«Ὁ λόγος, ἐάν μή δηλοῖ, οὐ ποιήσει τό ἑαυτοῦ ἔργον.» (Τέχνη ρητορική Γ. 2149), στή συνέχεια δέ ἐξαίρει τήν Ἑλληνική μέ τήν φράσιν: «Τό Ἑλληνίζειν ἐστίν τό ὀρθῶς ὀνομάζειν.» (Τέχνη ρητορική Γ. 4.1407).
ΝΟΜΠΕΛΙΣΤΑΣ ΧΑΪΖΕΝΜΠΕΡΓΚ ΓΙΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Ἀλλά καί στούς νεώτερους χρόνους ὁ Γερμανός φιλόσοφος-φυσικός Βένερ Χάιζενμπεργκ (Βραβεῖο Νομπέλ 1932) εἶχε δηλώσει:
«Ἡ θητεία στήν ἀρχαία Ἑλληνική γλῶσσα ὑπῆρξε ἡ σπουδαιότερη πνευματική μου ἄσκηση.
Στή γλῶσσα αὐτή ὑπάρχει ἡ πληρέστερη ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στήν λέξη καί τό ἐννοιολογικό περιεχόμενο.».
Ἄν τό πρῶτο ἀλφάβητο (ἀκριβέστερα σύστημα γραφῆς) εἶναι Σημιτικοφοινικικό καί ἄν οἱ Φοίνικες (κλάδος σημιτικῆς φυλῆς πού διακρίθηκε στήν ναυτιλία καί στό ἐμπόριο) τό πῆραν ἀπό τούς Ἑβραίους καί τό μετέδωσαν στούς Ἕλληνες, ἔχει γίνει ἀντικείμενο πολλῶν συζητήσεων καί ἀμφισβητήσεων.
Συναφῆ θέματα πρός διερεύνηση εἶναι τό πότε οἱ Φοίνικες μετανάστες ἐγκαταστάθηκαν στή Φοινίκη καί ποιές οἱ ἀρχαιότερες ἐπιγραφές ἤ γραπτά κείμενα τοῦ Φοινικικοῦ πολιτισμοῦ.
ΗΡΟΔΟΤΟΣ: «μου φαίνεται…»
Γιά τήν ὑπάρχουσα ἄποψη περί τῆς καταγωγῆς τοῦ Ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου ἀπό τά «φοινικικά γράμματα», δηλαδή ἀπό τό φοινικικό οὐσιαστικῶς «Συλλαβάριο», ἀξίζει νά παρατηρηθεῖ ὅτι τήν ἄποψη αὐτή οἱ «Φοινικιστές ἐστήριξαν κυρίως στή γνωστή ρήση τοῦ Ἡροδότου:
«Οἱ Φοίνικες …ἐσήγαγον διδασκάλια ἐς τούς Ἕλληνας καί δή καί γράμματα, οὐκ ἐόντα πρίν Ἕλλησι, ὡς ἐμοί δοκέειν…».
Δηλαδή ὁ Ἡρόδοτος διατυπώνει τοῦτο μέ ἐπιφύλαξη (ὡς ἐμοί δοκεῖ), ἀναφερόμενος ἀορίστως σέ γράμματα καί ὄχι στά γράμματα συγκεκριμένης γραφῆς.
ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ: «οι Φοίνικες τα πήραν από άλλους»
Μέ τήν ἄποψη ὅμως τοῦ Ἡροδότου δέν συμφωνεῖ ὁ ἱστορικός Διόδωρος ὁ Σικελιώτης (Ε 74), ὁ ὁποῖος διευκρινίζει ὅτι τά λεγόμενα «Φοινίκεια γράμματα» δέν εἶναι ἐφεύρεσις τῶν Φοινίκων ἀλλά διασκευή ἄλλων γραμμάτων, δηλαδή τῶν Ἑλληνικῶν-Κρητικῶν, δηλώνοντας: «φασί τούς Φοίνικας οὐκ ἐξ ἀρχῆς εὑρεῖν, ἀλλά τούς τύπους τῶν γραμμάτων μεταθεῖναι μόνον,…».
ΔΕΝ ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΠΟΤΕ ΦΟΙΝΙΚΙΚΕΣ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ
Ἄς σημειωθεῖ ὅτι οἱ Φοίνικες, ὅπως φαίνεται ἀπό διάφορες ἱστορικές πηγές, ἐγκατεστάθησαν στήν Φοινίκη (σημερινός Λίβανος καί ἐν μέρει Συρία) ἀναμειχθέντες μέ τούς αὐτόχθονες Χαναανίτες μεταξύ 1.200 καί 1.100 π.Χ. Γραπτά κείμενα ἤ ἐπιγραφές γιά τόν Φοινικικό πολιτισμό δέν ἔχουν εὑρεθεῖ μέχρι σήμερα.
ΥΠΗΡΧΕ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΦΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΤΡΩΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ (1.200 π.Χ.)
Βάσει ἱστορικῶν δεδομένων, ἐπιγραφῶν καί πολλῶν ἀναφορῶν σέ (γνωστά) κείμενα ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων, ἔχει γίνει δεκτό ἀπό τήν διεθνῆ ἐπιστημονική κοινότητα ὅτι ἡ Ἑλληνική (ἀλφαβητική) γραφή ὑπῆρχε πιθανότατα πρίν ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Τρωϊκοῦ πολέμου.
(Δέν ἐννοοῦμε τήν Γραμμική Α΄ ἤ Β΄ οὔτε βεβαίως τήν ἀρχαιότερη Κρητική μέσω ἰδεογραμμάτων ἱερογλυφική γραφή.)
Ὡστόσο, ἡ Ἑλληνική (ἀλφαβητική) γραφή φαίνεται ὅτι βάσει ἱστορικῶν πηγῶν ὑπῆρχε πρίν ἀπό τούς χρόνους τοῦ Ὁμήρου. Π.χ. στήν Ἰλιάδα (περιγράφουσα τόν Τρωικό Πόλεμο) ὁ Ὅμηρος, ἀναφερόμενος στόν Βελλερεφόντη, γράφει «σήματα λυγρά γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ θυμοφθόρα πολλά».
(Ἐπιστολή Προίτου πρός τόν πενθερό του, τόν Ἰοβάτη. Ζ 169.)
Ἐπίσης ὁ Ὅμηρος κατά τόν φιλόσοφο καί ἱστορικό Πορφύριο (3ος μ.Χ. αἰ.) ἔγραψε τήν Ἰλιάδα «οὔχ ἅμα, οὐδέ κατά τό συνεχές, καθάπερ σύγκεινται, ἀλλ’ αὐτός μέν ἑκάστην ῥαψῳδίαν γράψας καί ἐπιδειξάμενος ἐν τῷ περινοστεῖν τάς πόλεις τροφῆς ἕνεκεν ἀπέλιπεν…» (Λεξικό Σούδα ἤ Σουίδα).
Ὁ Μιστριώτης ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἀπολλόδωρος (180-110 π.Χ.) μᾶς γνωρίζει ὅτι ὁ Οἴαξ, κατά τόν Τρωϊκό Πόλεμο, ἔγραψε τήν εἴδηση τοῦ θανάτου τοῦ ἀδελφοῦ του, τοῦ Παλαμήδη, ἐπάνω σέ πηδάλιο, τό ὁποῖον τά θαλάσσια κύματα μετέφεραν στόν πατέρα τους τόν Ναύπλιο.
Ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ Ἐπιστημονική Ἀνακοίνωση τῶν Ἑλλήνων ἐρευνητῶν Σταύρου Παπαμαρινόπουλου καί τῶν συνεργατῶν του, τήν ὁποία παρουσίασα στήν Δημόσια Συνεδρία τῆς Ἀκαδημίας (19/10/2017) μέ τίτλο «Ἀστρονομικές Χρονολογήσεις τοῦ τέλους τοῦ Τρωϊκοῦ Πολέμου καί τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ Ὀδυσσέα» (Πρακτικά Ἀκαδημίας, τ. 92 Α΄, 2017).
Ἡ Ἀνακοίνωση καταλήγει στό συμπέρασμα ὅτι τό τέλος τοῦ Τρωικοῦ Πολέμου χρονολογεῖται πρό τοῦ 1200 π.Χ.
Ἡ χρονολογία αὐτή ὑποδηλοῖ τήν ὕπαρξη γραφῆς κατά τούς χρόνους τοῦ Τρωϊκοῦ Πολέμου, ἐνόψει καί τῶν προεκτεθέντων ἀπό τόν Ὅμηρο περί τοῦ Βελλερεφόντη καί ἀπό τόν Μιστριώτη – Ἀπολλόδωρο γιά ὅσα ἀναφέρουν γιά τόν Οἴακα.
Ἐάν πράγματι ὑπῆρχε γραφή πρίν ἀπό τό 1200 π.Χ., τά ὑποστηριζόμενα ὅτι δῆθεν οἱ Ἕλληνες πῆραν τό σύστημα γραφῆς (Συλλαβάριο) ἀπό τούς Φοίνικες κλονίζονται, στερούμενα ἀξιοπιστίας.
Βεβαίως τό ζήτημα αὐτό παραμένει ἀνοικτό ἐλλείψει ἀποδείξεων, διότι οἱ ὑπάρχουσες ἐνδείξεις δέν ἀρκοῦν.
ΕΒΑΝΣ: ΟΙ ΦΟΙΝΙΚΕΣ ΠΗΡΑΝ ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ
Κατά τόν Sir Arthur Evans «ἡ γραφή τῆς Κρήτης εἶναι ἡ μήτηρ τῆς Φοινικικῆς», ἐνῶ κατά τόν Ρενέ Ντυσσώ «Οἱ Φοίνικες εἶχαν παραλάβει πρωιμότατα τό ἀλφάβητόν των παρά τῶν Ἑλλήνων, οἵτινες εἶχαν διαμορφώσει τοῦτο ἐκ τῆς Κρητο-Μυκηναϊκῆς γραφῆς».
(Βλ. καί Γκεόργκιεφ, Προβλήματα τῆς Μινωικῆς Γλώσσας, Σόφια 1953.)
ΦΟΙΝΙΚΙΚΑ ΧΩΡΙΣ ΦΩΝΗΕΝΤΑ.
Τό Φοινικικό δέν εἶναι ἀλφάβητο, ἀλλά «Συλλαβάριο», χωρίς φωνήεντα, μέ 22 σύμφωνα καί χωρίς τά σύμφωνα Ξ, Φ, Ψ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφάβητου.
Ἀλλά καί κατά τό Κέντρο τοῦ Πανεπιστήμιου Irvain TLG (Thesaurus Linguae Graecae), ὁ Κρητικός ἱστορικός Δωσιάδης (συγγράψας τήν τοπική ἱστορία τῆς Κρήτης) ἀναφέρει ὅτι τό ἀλφάβητο εὑρέθη ἀπό τούς Κρῆτας.
ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ «ΑΛΦΑ»
Ὁ Πλούταρχος (Προβλήματα 737) θεωρεῖ ἀφελῆ τήν ἄποψη ὅτι τό γράμμα «ἄλφα» εἶναι Φοινικικό ἐκ τοῦ «Ἄλεφ» πού ὀνόμαζαν τόν βοῦν (θεωρούμενον πρῶτον ἐκ τῶν ἀναγκαίων).
Κατά τό Μέγα Ἐτυμολογικό Λεξικό, το γράμμα «ἄλφα» προέρχεται ἐκ τοῦ ρήματος ἄλφω (= εὑρίσκω), διότι «πρῶτον γάρ τῶν ἄλλων στοιχείων εὑρέθη.»
ΙΩΝΙΚΟ ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ
Ἡ κάθε πόλις-κράτος ἤ περιοχή στόν ἀρχαϊκό ἑλληνικό κόσμο εἶχε τό δικό της ἀλφάβητο, (μέ μικρές παραλλαγές ἀπό ἐκεῖνα τῶν ἄλλων πόλεων.)
Τό σημερινό Ἑλληνικό ἀλφάβητο εἶναι τό ἐπικρατῆσαν Ἰωνικό, μέ 24 γράμματα, ἀπό τό 403 π.Χ. ἐπί ἄρχοντος Εὐκλείδου.
Τό Κορινθιακό, ἐπίσης, διαθέτει 24 γράμματα, τό Κρητικό 21, τῆς Μιλήτου 24, τό Χαλκιδικό 25, ἀπό τό ὁποῖον προῆλθε τό σημερινό Λατινικό, μετά ἀπό προσαρμογή ἀπό τούς κατοίκους τοῦ Λατίου τῆς Ἰταλίας, (οἱ ὁποῖοι, ὡς φαίνεται, τό παρέλαβαν ἀπό Ἕλληνες τῆς Κύμης.)
Ἀπό τό Ἑλληνικό, ἐπίσης, ἀλφάβητο προῆλθαν τό Ἐτρουσκικό, τό Κυριλλικό, τό ἀρχαῖο Φρυγικό, τό ἀλφάβητο τῆς Λυκίας, τό Λυδικό, τό Ἀρμενικό, τό Κοπτικό, τό Γοτθικό κ.λπ.
ΠΑΝΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΓΡΑΦΕΣ
Πηγές γιά τίς ἀπαρχές τῆς Ἑλληνικῆς γραφῆς ὑπάρχουν πολλές, μεταξύ τῶν ὁποίων:
1) Ἡ πινακίδα τοῦ Δισπηλιοῦ τῆς Καστοριᾶς πού ἔφερε σέ φῶς τό 1993 ὁ καθηγητής Γ. Χουρμουζιάδης, τήν ὁποίαν ἀρχαιομέτρες τόσο ἀπό τό Ἐρευνητικό Κέντρο «Δημόκριτος» ὅσο καί τοῦ ἐξωτερικοῦ χρονολόγησαν στό 5250 π.Χ.
2) «Τό Ὄστρακο στήν Ἐρημονησίδα Γιούρα τῶν Σποράδων», τό ὁποῖον εὑρῆκε ὁ ἀρχαιολόγος Ἀδάμ Σαμψών μέ Ἑλληνική ἐπιγραφή τοῦ 5500 π.Χ., στήν ὁποία διακρίνονται εὐκρινῶς τά γράμματα Α Υ Δ χωρίς βεβαίως νά εἶναι γνωστή ἡ φωνητική τους ἀξία καί
3) «Τό Ὄστρακο στήν Περιοχή Πιλικάτα τῆς Ἰθάκης», χρονολογούμενο τό 2700 π.Χ., στό ὁποῖον ὑπάρχουν χαραγμένα συμβολικά σχήματα παρόμοια μέ αὐτά τῶν Γραμμικῶν Γραφῶν Α΄ καί Β΄.
ΓΡΑΠΤΩΣ ΜΕΤΑΦΕΡΟΝΤΑΝ ΤΑ ΕΠΗ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ
Ἐν προκειμένω, εὔλογο τίθεται τό ἐρώτημα πῶς εἶναι δυνατόν χιλιάδες στίχων τῶν Ὁμηρικῶν Ἐπῶν νά διατηροῦνται καί μεταφέρονται ἐπί πολλούς αἰῶνες ἀναλλοίωτοι μέ θαυμαστή ἀκρίβεια.
Γι’ αὐτό καί ὁ Μιστριώτης στό ἔργο του «Ἱστορία τῶν Ὁμηρικῶν Ἐπῶν» (Τύποις Σακελλαρίου, Ἀθήνα 1903, ἔκδοση Β΄) ἀναφέρει: «Τό πολύμορφον καί ἡ ἀστασία ἐν τῇ ἐκτάσει καί συστολῇ φωνηέντων, οὐ δύναταί τις ἀποδοῦναι τῇ ἐλλείψει τῆς γραφῆς.».
Ὁ καθηγητής Τζίλμπερτ Χάιγκετ δηλώνει ὅτι ἕνα ποίημα ὅπως ἡ Ἰλιάδα εἶναι ἀδύνατον νά εἶχε παραδοθεῖ χωρίς γραφή (Ἡ Κλασσική παράδοση, Ἐκδ. ΜΙΕΤ), ἐνῶ ὁ διάσημος συγγραφέας Χόρστ Μπλάνκ (Ἐκδ. Παπαδήμα, σελ. 148) βεβαιώνει ὅτι:

«Σήμερα ἕνα μεγάλο μέρος φιλολόγων κλείνει πρός τήν ὑπόθεση ὅτι ἡ σύνταξη τῶν Ὁμηρικῶν Ἐπῶν εἶχε ἤδη καταστήσει ἀπαραίτητη τήν γραπτή παγίωση τοῦ κειμένου… οἱ ραψωδοί κουβαλοῦσαν μαζί τους τό γραπτό χειρόγραφο ἀντίτυπό τους.».
Ἐπίσης, ἡ Γαλλίδα Ἑλληνίστρια Ζακλίν Ντέ Ρομιγύ δηλώνει κατηγορηματικά: «Ὅμηρος καί γραφή συνυπάρχουν.».
(Γιατί ἡ Ἑλλάδα, Ἐκδ. Τό «Ἄστυ», σελ. 28.) Tό δακτυλικό ἑξάμετρο στά Ὁμηρικά Ἔπη βασίζεται στήν προσωδία (μακρά καί βραχέα φωνήεντα, διπλά σύμφωνα, δίφθογγοι κ.λπ.).
Ἡ ἄποψη ὅτι οἱ Φοίνικες δάνεισαν κάποια σύμφωνα καί ἀμέσως οἱ Ἕλληνες ἔγραψαν ὀρθογραφημένα τά Ἔπη, δέν ἔχει ἰσχυρά ἐπιχειρήματα, ὅπως ἀναφέρει τό Λεξικό Σούδα ἤ Σουίδα (βλ. Φοινίκη πόλις).
ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΝΤΟΥΡΑΝΤ: ΟΙ ΦΟΙΝΙΚΕΣ ΤΟ ΠΗΡΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ
Χαρακτηριστική εἶναι καί ἡ ἀναφορά τοῦ Ἀμερικανοῦ ἱστορικοῦ/φιλοσόφου, συντάκτη τῆς παγκόσμιας ἱστορίας πολιτισμοῦ, William Durant:
«Οἱ Φοίνικες δέν ἦσαν οἱ ἐφευρέται τοῦ ἀλφαβήτου, τό κυκλοφόρησαν μόνο ἀπό τόπο σέ τόπο.
Τό ἐπῆραν ἀπό τούς Κρῆτες καί τό μετέφεραν στήν Τύρο, στήν Σιδῶνα, στήν Βύβλο καί ἄλλες πόλεις τῆς Μεσογείου.
Ὑπῆρξαν οἱ “γυρολόγοι” καί ὄχι οἱ ἐφευρέται τοῦ ἀλφαβήτου.».
Ὁ ἀρχαιολόγος-ἐπιγραφικός Ἀπόστολος Ἀρβανιτόπουλος εἶχε δηλώσει:
«Τό ἀλφάβητο ἐπενόησαν καί ἐφήρμοσαν οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες… ἐδώρισαν δέ αὐτό εἰς ἅπασαν τήν ἀνθρωπότητα ὡς κοινόν κτῆμα αὐτῆς.». Ὑπάρχουν ἀρκετές μαρτυρίες μέ κείμενα ἀρχαίων ἱστορικῶν καί συγγραφέων (μεταγενέστερα τῆς ἐποχῆς τοῦ Ὁμήρου), τά ὁποῖα ὑποστηρίζουν ὅτι ὑπῆρχε γραπτή Ἑλληνική γλῶσσα (διάφορος τῆς Γραμμικῆς Β΄) περί τό 1200 π.Χ., δηλαδή πρίν ἀπό τό Φοινικικοσημιτικό Συλλαβάριο. Ὡστόσο, τεκμήρια (π.χ. ἐπιγραφές) γιά τήν ὕπαρξη Ἑλληνικῆς γραφῆς πού ἀνάγεται σ’ αὐτήν τήν περίοδο δέν ὑπάρχουν.
ΓΚΙΛΜΠΕΡΤ ΜΑΡΡΕΪ: Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΝΑΙ Η ΤΕΛΕΙΟΤΕΡΗ ΓΛΩΣΣΑ
Γι’ αὐτήν τήν ἀσύγκριτης τελειότητας γλῶσσα πού ἐμεῖς οἱ ἴδιοι κακοποιήσαμε, ἐνῶ γιά τούς ξένους ἑλληνιστές καί γλωσσολόγους ἀποτελεῖ ἀντικείμενο θαυμασμοῦ καί μελέτης, χαρακτηριστική εἶναι ἡ δήλωση τοῦ διακεκριμένου Ἑλληνιστοῦ καθηγητοῦ στό Πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόρδης Gilbert Murray: «[…] μία σκέψη μπορεῖ νά διατυπωθεῖ μέ ἄνεση καί χάρι στήν Ἑλληνική, ἐνῶ γίνεται δύσκολη καί βαρειά στήν Λατινική, Ἀγγλική, Γαλλική, Γερμανική.
Ἡ Ἑλληνική εἶναι ἡ τελειότερη γλῶσσα, ἐπειδή ἐκφράζει τίς σκέψεις τελειοτέρων ἀνθρώπων.».
Ὁ διακεκριμένος Ἑλληνιστής καί γλωσσολόγος Ἱσπανός καθηγητής F.R. Adrados, ξένος ἑταῖρος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, ἔχει ἐπανειλημμένα δηλώσει ὅτι οἱ Δυτικοευρωπαϊκές γλῶσσες εἶναι ἡμιελληνικές ἤ κρυπτοελληνικές.
Ο ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ ΤΟΝΩΝ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΩΝ
Ἀξίζει, ἐπίσης, νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Ἀριστοφάνης ὁ Βυζάντιος (2ος π.Χ. αἰ.) θεωρεῖται ὅτι πρῶτος ἐπενόησε καί ἐφήρμοσε τούς τόνους καί τά πνεύματα.
Ο ΔΙΣΚΟΣ ΤΗΣ ΦΑΙΣΤΟΥ
«Στόν “δίσκον τῆς Φαιστοῦ” χρονολογούμενον πρό τοῦ 1200 π.Χ. (ὁ ὁποῖος εὑρέθη στήν Κρήτη καί δέν ἔχει ἀποκρυπτογραφηθεῖ μέχρι σήμερα) φαίνονται εὐκρινῶς “τυπωμένα” τά γράμματα Β Γ Λ Υ.
ΠΗΛΙΝΑ ΕΓΓΡΑΦΑ 2.000 π.Χ.
Οἱ Michael Ventris καί John Chadwick ὑπεστήριξαν γιά πρώτη φορά ὅτι οἱ πινακίδες “ἀπό ψημένο πηλό, ἀπό τήν δεύτερη χιλιετία π.Χ., οἱ ὁποῖες βρέθηκαν στή Πύλο, στήν Κνωσό, στίς Μυκῆνες καί ἄλλα μέρη, περιεῖχαν ἑλληνικά ἔγγραφα πού προέρχονταν ἀπό τά ἀρχαῖα Μυκηναϊκά Βασίλεια”».
Τά Μυκηναϊκά, ὅπως πρόσφατα ἐτόνισε ὁ F.R. Adrados (ἐν συνεχεία ἄλλων), ἦταν ἑλληνικά, γραμμένα μέ τήν βοήθεια μίας ἀρχαίας συλλαβικῆς γραφῆς πού στήν συνέχεια ξεχάστηκε.
ΟΣΒΑΛΝΤ ΠΑΝΑΓΚΛ: Η ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
Ἐπίσης, σέ ὁμιλία του στήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν (8-10 Μαρτίου 2013) ὁ διακεκριμένος Αὐστριακός γλωσσολόγος καί Μυκηνολόγος Osvald Panagl ἀνέφερε ὅτι:
Οἱ ὡς ἄνω πινακίδες (Κνωσοῦ, Πύλου, Μυκηνῶν) ἦταν γραμμένες σέ μία ἀρχέγονη παραλλαγή τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς, 500 χρόνια προγενέστερης τοῦ γλωσσικοῦ ἰδιώματος τῶν Ὁμηρικῶν Ἐπῶν. Συνεπῶς, ἡ χρονολογία τους ἀνάγεται περί τό 1300 π.Χ.
ΙΚΛΑΙΝΑ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ: ΓΡΑΜΜΙΚΗ Β’  ΤΟΥ 1450 π.Χ.
Ο Αρχαιολόγος Μ. Κοσμόπουλος στην Ίκλαινα Μεσσηνίας με Γραμμική Β΄ του 1450 π.Χ.
(ιστοσελίδα ανασκαφής iklaina.wordpress.com)

Πρόσφατα στήν Ἴκλαινα τῆς Μεσσηνίας (14 χλμ. ἀπό τήν Πύλο) ὁ ἀρχαιολόγος Μιχαήλ Κοσμόπουλος, καθηγητής στό Πανεπιστήμιο τοῦ Μιζούρι τῶν ΗΠΑ (ὑπεύθυνος ἀνασκαφῶν ἀπό τό 1998 στό χῶρο αὐτό), βρῆκε «μέσα σέ μπάζα καί σκουπίδια» τήν ἀρχαιότερη μέχρι σήμερα πήλινη πινακίδα Γραμμικῆς Β΄ χρονολογούμενη μεταξύ 1450 καί 1400 π.Χ., ὅπως μοῦ ἐγνώρισε μέ σχετική ἐπιστολή του.
ΟΙΝΟΧΟΗ ΤΟΥ ΔΙΠΥΛΟΥ
Οινοχόη Δίπυλου Κεραμεικού του 740 π.Χ. με τα γράμματα:
«ΗΟΣ ΝΥΝ ΟΡΧΕΣΤΟΝ ΠΑΝΤΟΝ ΑΤΑΛΟΤΑΤΑ ΠΑΙΖΕΙ ΤΟ ΤΟΔΕ ΚΑΝ ΜΙΝ…»
που κατά Μπαμπινιώτη σημαίνει «1. Όποιος από τους ορχηστές χορεύει πιο ανάλαφρα απ’ όλους 2α. σε αυτόν ανήκει τούτο (το αγγείο, η οινοχόη) και αν τον [δεις, ευχήσου του κάθε ευτυχία] 2β. αυτός να το πάρει (το αγγείο)»
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Πάντως, ἡ ἀρχαιότερη ἀλφαβητική ἐπιγραφή, χαραγμένη σέ πήλινο ἀγγεῖο, στήν «Οἰνοχόη τοῦ Διπύλου» εἶναι τοῦ Η΄ π.Χ. αἰ.: «ΗΟΣ ΝΥΝ ΟΡΧΕΣΤΟΝ ΠΑΝΤΟΝ ΑΤΑΛΟΤΑΤΑ ΠΑΙΖΕΙ ΤΟΤΟ ΔΕΚΑΝ MΙΝ».
Ὡστόσο, ἐνόψει τῶν προεκτεθέντων, ἡ ἐπιγραφή αὐτή δέν πρέπει νά εἶναι ἡ ἀρχαιότερη. Λαμβάνοντας ὑπόψη ὅτι μέχρι σήμερα ποσοστό μικρότερο τοῦ 5% τῆς Ἑλληνικῆς Γραμματείας ἔχει γίνει γνωστόν, εἶναι εὔλογο νά ἀναμένει κανείς ὅτι στό μέλλον νεώτερα εὑρήματα θά φέρει σέ φῶς ἡ ἀρχαιολογική σκαπάνη.
ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ
Κατά τόν γλωσσολόγο καθηγητή στό Πανεπιστήμιο Charles Sturt τῆς Αὐστραλίας Γεώργιο Καναράκη (ἀλλά καί ἄλλους ἐρευνητές), βάσει τῆς ἱστορικοσυγκριτικῆς γλωσσολογίας, «ἡ ἑλληνική γλῶσσα δέν ἀνήκει σέ καμμία ἀπό τίς γλωσσικές ὁμάδες τῆς Ἰνδοευρωπαϊκῆς οἰκογενείας καί συνεπῶς κατατάσσεται ὡς μεμονωμένη γλῶσσα (isolate) μέσα στό πλαίσιο τῆς ὁμογλωσσίας αὐτῆς.»
Ὁ ὅρος Ἰνδοευρωπαῖοι εἰσήχθη τό 1813 ἀπό τόν Βρεταννό γλωσσολόγο, ἰατρό καί φυσικό Thomas Young (1779-1829).
Ὁ κορυφαῖος διεθνῶς γλωσσολόγος – ἑλληνιστής F.R. Adrados σέ ἀνακοίνωσή του στήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν εἶπε ὅτι οἱ Μινωίτες «τούς ὁποίους δέν ξέρουμε πῶς νά ὁρίσουμε μέ ἀκρίβεια, ἀλλά Ἰνδοευρωπαῖοι δέν ἦταν – δέν ἦταν Εὐρωπαῖοι οἱ ἄνθρωποι πού ἔγραψαν τόν “δίσκο τῆς Φαιστοῦ”, οὔτε αὐτοί πού ἔγραψαν τήν Μυκηναϊκή γραφή.».
aDNA
Ἡ ἐπικρατοῦσα ἄποψη, ἀντίθετη ἐκείνης τοῦ Sir Arthur Evans (κατά τήν ὁποία Λύβιοι καί Αἰγύπτιοι μετανάστευσαν στή Κρήτη ἀναπτύξαντες τόν Μινωικό πολιτισμό), εἶναι ὅτι οἱ Μινωίτες δέν ἀνήκουν στούς γλωσσικά Ἰνδοευρωπαϊκούς πληθυσμούς πού ἐποίκησαν τήν Εὐρώπη τήν Νεολιθική ἐποχή.
Ὡστόσο, ἡ ἐρευνητική ὁμάδα τοῦ Καθηγητοῦ Γενετικῆς καί Γενετικῆς Ἰατρικῆς στό Πανεπιστημίου G. Washington Γεωργίου Σταματογιαννόπουλου, σέ συνεργασία μέ Ἕλληνες καί ξένους ἐπιστήμονες διαφόρων εἰδικοτήτων, ἀπομόνωσε τό αDNA (ancient DNA) ἀπό Μινωικά ὑπολείμματα 4.300 χρόνων καί καθόρισε τούς πολυμορφισμούς τοῦ μιτοχονδριακοῦ, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τά χαρακτηριστικά τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ.
Ἐξαιρετικά ἐνδιαφέρουσα εἶναι πρόσφατη δημοσίευση τοῦ ἴδιου καί συνεργατῶν του μέ τίτλο «Ἡ Πληθυσμιακή Γενετική καί ἡ Θεωρία Περί Δῆθεν Ἀφανισμοῦ τῶν Ἑλλήνων τῆς Πελοποννήσου κατά τόν Μεσαίωνα» πού ἀνακοίνωσα στήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν (27/4/2017), μέ τήν ὁποία ἀπεδεικνύετο ὅτι ἡ Πληθυσμιακή Γενετική μπορεῖ νά διευκρινίσει σημαντικά θέματα καταγωγῆς καί ἱστορίας τοῦ Ἀνθρώπινου πληθυσμοῦ.
ΤΑ ΣΑΝΣΚΡΙΣΤΙΚΑ ΣΤΗΡΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Ὁ διακεκριμένος Γερμανός γλωσσολόγος Franz Bopp (συντάκτης τῆς Συγκριτικῆς Γραμματικῆς τό 1857) ἔχει ὑποστηρίξει ὅτι τά Σανσκριτικά στηρίζονται στά Ἑλληνικά, καί ὄχι τό ἀντίστροφο.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Μέ βάση τά προεκτεθέντα μποροῦμε νά καταλήξουμε στά ἀκόλουθα συμπεράσματα:
1. Ὁ Πλάτων ἔθεσε τίς βάσεις τῆς Ἐτυμολογίας τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας, ἡ ὁποία εἶναι κατ’ ἐξοχήν νοηματική (ἐννοιολογική), δηλαδή ὑπάρχει αἰτιώδης σχέση μεταξύ τῶν λέξεων καί τῆς ἐτυμολογικῆς σημασίας τους.
2. Ἔρευνες μέσω τοῦ αDNA ἔδειξαν ὅτι ὑπῆρξαν ἐπεκτάσεις πληθυσμιακῶν ὁμάδων ἀπό τίς Ρωσικές στέπες τόσο Δυτικά (πρός Κεντρική καί Δυτική Εὐρώπη) ὅσο καί Ἀνατολικά τῆς Εὐρώπης, μέσω τῶν Ἀσιατικῶν στεπῶν.
Γενετική ὑπογραφή μεταναστεύσεων πρός τήν Ἑλλάδα δέν ἐπιβεβαιώνεται μέχρι σήμερα, ἄν ὅμως ὑπάρξει τέτοια κατά τόν κορυφαῖο γλωσσολόγο J. Mallory θά εἶναι πολύ μικρή ἐν σχέσει μέ τόν τότε ἐγκατεστημένο στόν Ἑλλαδικό χῶρο πληθυσμό αὐτοχθόνων.
3. Ὁ ὅρος Ἰνδο-Ευρωπαῖοι εἶναι καθαρά γλωσσικός καί δέν ὑποδηλοῖ ὁποιοδήποτε φυλετικό τύπο ἀνθρώπου.
Ἡ ὕπαρξη Ἰνδο-Ευρωπαϊκῆς φυλῆς ἀμφισβητεῖται ἐντόνως ἀπό κορυφαίους εἰδικούς ἐπιστήμονες, μέ βάση πρόσφατα γενετικά δεδομένα.
Καιρός εἶναι πλέον ἡ παλιά Ἰνδο-Ευρωπαϊκή ὑπόθεση νά ἀφαιρεθεῖ ἀπό τά σχολικά βιβλία.
4. Ἡ ἔνταξη τῆς Πρωτο-ελληνικῆς στήν Ἰνδο-Ευρωπαϊκή ὁμογλωσσία δέν ἀμφισβητεῖται, παραμένει, ὅμως, ἄγνωστη ἡ μητέρα-γλῶσσα τῆς ὁμογλωσσίας αὐτῆς.
Ὡστόσο, ὡς προεξετέθη, ἡ Πρωτο-ελληνική φαίνεται νά ὑπερτερεῖ τῶν ὑπολοίπων γλωσσῶν (συμπεριλαμβανομένων τῶν Σανσκριτικῶν), τό ζήτημα ὅμως τοῦ χρόνου ἐμφανίσεώς της στόν Ἑλλαδικό χῶρο παραμένει ἀνοικτό (κατά τόν Δρ. Ι. Λαζαρίδη).
5. Στόν Ἑλλαδικό χῶρο, καί συγκεκριμένα στήν Κρήτη, ἐμφανίζεται πρίν ἀπό 5.000 χρόνια τό πρῶτο σύστημα γραφῆς μέ ἰδεογράμματα (ἱερογλυφικά), ἀκολουθεῖ πρίν ἀπό περίπου 4.000 χρόνια ἡ Γραμμική γραφή Α΄ (πού δέν ἔχει ἀκόμη ἀποκρυπτογραφηθεῖ), τήν ὁποία διαδέχεται πρίν ἀπό 3.500 χρόνια (15ος π.Χ. αἰ.) ἡ Γραμμική γραφή Β΄ (περιλαμβάνουσα καί φωνήεντα), τήν ὁποία ἀποκρυπτογράφησε ὡς Ἑλληνική ὁ Βρεταννός ἀρχιτέκτων Μ. Ventris.
Κατά τόν διάσημο γλωσσολόγο – Μυκηνολόγο Osvald Panagl, οἱ πινακίδες Κνωσοῦ καί Μυκηνῶν χρονολογοῦνται περί τό 1300 π.Χ., τῆς δέ Πύλου περί τό 1200 π.Χ., ἐνῶ ὁ διαπρεπής ἀρχαιολόγος Μ. Κοσμόπουλος ἀνεκάλυψε στήν Ἴκλαινα (14 χλμ. ἀπό τή Πύλο) τήν ἀρχαιότερη μέχρι σήμερα πήλινη πινακίδα Γραμμικῆς Β΄, χρονολογούμενη περί τό 1450-1400 π.Χ.
6. Στή Μέση Ἀνατολή καί συγκεκριμένα στήν πρώην Φοινίκη ἐμφανίζεται περί τό 1150 π.Χ. τό καλούμενο Φοινικικοσημιτικό σύστημα γραφῆς, τό ὁποῖο δέν εἶναι ἀλφάβητο ἀλλά συλλαβάριο χωρίς φωνήεντα, μέ 22 σύμφωνα, (στά ὁποῖα δέν περιλαμβάνονται τά ἑλληνικά σύμφωνα Ξ, Φ, Ψ.)
Ἄν ὑπῆρχε γραφή κατά τούς χρόνους τοῦ Τρωικοῦ Πολέμου (δηλ. πρίν ἀπό τό 1200 π.Χ.), ἡ ὑπόθεση ὅτι οἱ Ἕλληνες πῆραν τό σύστημα γραφῆς (Συλλαβάριο) ἀπό τούς Φοίνικες κλονίζεται, στερούμενη ἀξιοπιστίας.
7. Τό πρῶτο ἀλφάβητο στόν κόσμο εἶναι τό Ἑλληνικό, τοῦ 8ου π.Χ. αἰ. Ἀρχικῶς εἶχε 27 γράμματα, ἀπό δέ τό 403 π.Χ. 24 γράμματα, μετά τήν ἀφαίρεση τοῦ δίγαμμα, τοῦ Κόπα καί τοῦ σαμπί.
Ὡστόσο, ὑπάρχουν σοβαρές ἐνδείξεις βάσει ἱστορικῶν πηγῶν (Ὁμηρικά Ἔπη, Μιστριώτης κτλ) καί ἀρχαιολογικῶν εὑρημάτων, ὅτι τό Ἑλληνικό ἀλφάβητο εἶναι πολύ ἀρχαιότερο, ἀναγόμενο πιθανότατα στά χρόνια τοῦ Τρωικοῦ Πολέμου (Μιστριώτης , Ἀπολλόδωρος, κ.ἄ.), πολύ δέ πιθανότερο εἶναι τά Ὁμηρικά Ἔπη νά εἶχαν παραδοθεῖ γραπτά (Μιστριώτης, Τζ. Χάιγκετ, Χ. Μπλάνκ, Ζακλίν Ντέ Ρομιγύ).
Ἐν ὄψει τῶν προεκτεθέντων, εἶναι ἀναγκαία ἡ συνέχιση τῆς διεπιστημονικῆς ἔρευνας, τῆς ὁποίας τά συμπεράσματα τῶν διαφορετικῶν ἐπιστημῶν θά πρέπει νά συγκλίνουν ἰδιαίτερα μάλιστα πρός ἐκεῖνα τῆς Ἀρχαιογενετικῆς καί τῆς Πληθυσμιακῆς Γενετικῆς, λόγω τῶν ραγδαίων ἐξελίξεών τους.
Ἡ Ἑλληνική γλῶσσα, φαινόμενο συνέχειας καί ἀκτινοβολίας, ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ἀντικείμενο θαυμασμοῦ καί σπουδῆς ἀπό κορυφαίους γλωσσολόγους, ἑλληνιστές καί διανοουμένους.
Κατά μέν τόν παγκοσμίως γνωστόν ἑλληνιστή καί καθηγητή γλωσσολογίας F.R. Adrados, ἡ Ἑλληνική ἔχει θέσει ἀνεξίτηλη τήν σφραγῖδα της σ’ ὅλες τίς δυτικοευρωπαϊκές γλῶσσες πού θεωροῦνται ἡμιελληνικές ἤ κρυπτοελληνικές, κατά δέ τόν ἐπιφανῆ ἑλληνιστή καθηγητή στό Πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόρδης Gilbert Murray ἡ Ἑλληνική εἶναι ἡ τελειότερη γλῶσσα τοῦ κόσμου.
Πράγματι, ἡ Ἑλληνική γλῶσσα, γραπτή καί προφορική, ἀποτελεῖ ἐπίτευγμα τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος ἀνυπερβλήτου τελειότητος».
Ακούστε παρόμοια ομιλία του Ακαδημαϊκού Αντώνιου Κουνάδη, τον Μάρτιο του 2013 μ.Χ.


 



Γαλλική ένωση ζητά από την UNESCO να θεωρούνται τα αρχαία ελληνικά παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά


Προκόπης Παυλόπουλος : Η Συμβολή της Ελληνικής Γλώσσας στην εξέλιξη των Μαθηματικών

Προκόπης Παυλόπουλος : Η Συμβολή της Ελληνικής Γλώσσας στην εξέλιξη των Μαθηματικών

Προκόπης Παυλόπουλος: Η συμβολή της Ελληνικής Γλώσσας στην εξέλιξη της Επιστήμης των Μαθηματικών

 

Αθήνα, 9.2.2023

Μιλώντας στην εκδήλωση της Ακαδημίας Αθηνών για την Ημέρα της Ελληνικής Γλώσσας, με θέμα: «Επισημάνσεις για την συμβολή της Ελληνικής Γλώσσας στην εξέλιξη της Επ[ιστήμης των Μαθηματικών», ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ κ. Προκόπιος Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

«                                           Πρόλογος

 

   Το παράδειγμα της ανάπτυξης της Επιστήμης των,  υπό την ευρεία του όρου έννοια, Μαθηματικών στην Αρχαία Ελλάδα  μέσω και της Ελληνικής Γλώσσας είναι άκρως ενδεικτικό της συνεισφοράς του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος – με αφετηρία την Σκέψη των Προσωκρατικών – στην ανακάλυψη της Επιστημονικής Μεθόδου.  Η αρχή ανάγεται στον 5ο π.Χ. αιώνα, κυρίως με τον Λεύκιππο και τον Δημόκριτο, στο πεδίο της Ατομικής Θεωρίας και τον Πυθαγόρα στο πεδίο των Μαθηματικών.  Άκρως αποκαλυπτική είναι η συνέχεια, πρωτίστως με τον Θαλή και τον Ευκλείδη στην Γεωμετρία και τον Διόφαντο στην Άλγεβρα, βεβαίως κατά το επιστημονικό όνομα που πήρε αυτή αργότερα.  Είναι απαραίτητο να διευκρινισθεί περισσότερο εκείνο που ήδη επισημάνθηκε, ακροθιγώς, ως προς την σύνδεση της Επιστήμης των Μαθηματικών στην Αρχαία Ελλάδα με την Ελληνική Γλώσσα. Και τούτο διότι αποφασιστική, από πλευράς επιστημονικής δημιουργίας, υπήρξε -φυσικά μεταξύ άλλων- η «συνάντηση» της Ελληνικής Γλώσσας με την Επιστήμη των Μαθηματικών.  Και αυτή η «συνάντηση» ήταν η αιτία, η οποία εξηγεί το γιατί και άλλοι, βεβαίως, Λαοί στην Αρχαιότητα είχαν αξιοσημείωτη γνώση στον ευρύτερο χώρο των Μαθηματικών.  Πλην όμως οι Έλληνες πρωτοπόρησαν στην θεμελίωση της Επιστήμης των Μαθηματικών, με κολοφώνα τα «Στοιχεία» του Ευκλείδη, το έργο του Ευδόξου και του Αρχιμήδη -σχετικά με το είδος των Μαθηματικών,  που είναι γνωστά από τον 17ο αιώνα και μετά ως «απειροστικά μαθηματικά»- και την εν γένει μαθηματική σκέψη του Διοφάντου όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τα εξής:

 Ι.  Η υφή της Ελληνικής Γλώσσας

    Προφανώς, κάτι υπήρχε ειδικώς στην γλωσσική υφή της Ελληνικής Γλώσσας που αποδείχθηκε πρόσφορο για την σχέση, η οποία διαμορφώθηκε μεταξύ αυτής και των Μαθηματικών.

Α.  Και τούτο εντοπίζεται, κατά κύριο λόγο, στις εξής δύο «ιδιομορφίες» της: Κατά πρώτο λόγο σε μια ειδική γραμματική προϋπόθεση της Ελληνικής Γλώσσας, συγκεκριμένα στην ύπαρξη του οριστικού άρθρου, κάτι ανύπαρκτο π.χ. στην λατινική γλώσσα.  Το οριστικό άρθρο εξελίχθηκε στην μεθομηρική Ελληνική Γλώσσα από την αντωνυμική χρήση του «ο, η, το».  Το άρθρο, προτασσόμενο σε συγκεκριμένες γραμματικές δομές της γλώσσας, δημιουργεί «αφηρημένη έκφραση».  Και αυτή, στην χρονική συνέχεια, οδηγεί στο «αφηρημένο ουσιαστικό».  Το δε «αφηρημένο» είναι, εξ ορισμού και εκ φύσεως, η βάση του σχηματισμού λογικών προτάσεων και συλλογισμών, ένα στοιχείο σύμφυτο με την ανάπτυξη της Μαθηματικής Σκέψης, ιδίως στην πρώιμη φάση της.

Β.  Και, κατά δεύτερο λόγο, η ως άνω ευνοϊκή γραμματική προϋπόθεση συμπορεύθηκε, ως προς την σχέση μεταξύ της Ελληνικής Γλώσσας και της  Μαθηματικής Σκέψης, μ’ ένα γενικότερο όρο που διέπει εξ αρχής την Ελληνική Σκέψη: Την «ακατάσχετη» και «καθολική» ροπή προς την κατεύθυνση της εύρεσης της «ατομικής μονάδας» σε κάθε χώρο του επιστητού.  Είναι η ροπή που «απομόνωσε», στον εκφερόμενο και ακουόμενο λόγο, τον «φθόγγο», ως την έσχατη ατομική και αδιαίρετη ακουστική μονάδα, που υπήρξε η βάση του μετασχηματισμού του φοινικικού αλφαβήτου σ’ Ελληνικό.  Και είναι αυτή η ροπή η οποία «απομόνωσε», με την μέθοδο ιδίως του Δημοκρίτου, το άτομο, αναδεικνύοντάς το ως την έσχατη, άτμητη και αδιαίρετη, μονάδα της ύλης.

ΙΙ.  Τα Μαθηματικά στην Αρχαία Ελλάδα

    Καθώς παρατηρεί ο J.L.Gardies (L’organisation des mathématiques grecques de Théétète à Archimède, Paris, εκδ. Vrin, 1997, σελ. 270 και κυρίως 276 επ.), μοναδική υπήρξε η συμβολή των Αρχαίων Ελλήνων στον τομέα των Μαθηματικών, σε ό,τι αφορά την σύνθεση προβλήματος και απόδειξης. 

 Α.  Και για την ακρίβεια, σε ό,τι αφορά από την μια πλευρά την διαμόρφωση του προβλήματος, μέσω της διατύπωσης του θεωρήματος με την μαθηματική εκείνη ιδιότητα, η οποία του προσδίδει την πιο γενική μορφή.  Και, από την άλλη πλευρά, την προσθήκη, στην διαδικασία λύσης του προβλήματος, της κατάλληλης απόδειξης.  Επιπροσθέτως, στο σημείο αυτό δεν πρέπει να υποτιμάται το ότι η παραγωγή και η επαγωγή αναπτύχθηκαν στην Ελληνική διανόηση πολύ ενωρίς, με την εμφάνιση της εμπειρικής γλώσσας των Ιώνων στην Φιλοσοφία και ήδη στην Αρχαϊκή Ποίηση.

Β. Μέσα, λοιπόν, από αυτή την εμβληματική «διαδρομή» η Ελληνική Γλώσσα κατέστησε εφικτή και την δημιουργία γλωσσικών διατυπώσεων τέτοιας «αφαιρετικότητας», ώστε να μπορεί να «συντονίζεται» ευχερώς ακόμη και με ακραίως αφηρημένες μαθηματικές έννοιες.  Γι’ αυτό και η Ελληνική Γλώσσα αναδείχθηκε στην πιο κατάλληλη «μεταγλώσσα» ως προς τα Μαθηματικά, προκαλώντας την «έκρηξη» της εν γένει μαθηματικής γνώσης.

ΙΙΙ. Η Ελληνική Γλώσσα και τα «σύμβολα»

Η προαναφερόμενη όμως -μοναδική όπως τονίσθηκε- συμβολή των Αρχαίων Ελλήνων στην δημιουργία της Επιστήμης των Μαθηματικών κατέστη δυνατή μέσω της εξίσου μοναδικής ιδιοσυστασίας της Ελληνικής Γλώσσας. Εξ ού και Λαοί που δεν διέθεταν το κατάλληλο «γλωσσικό εργαλείο» δεν κατάφεραν να κάνουν ανάλογα επιστημονικά βήματα.

 Α.  Κατ’ ουσία δε, η ως άνω ιδιοσυστασία έγκειται, πρωτίστως, στο ότι η Ελληνική Γλώσσα είναι οιονεί «ιδανική» στο πεδίο της παραγωγής «συμβόλων», ικανών ν’ απεικονίσουν επαρκώς την Σκέψη, έτσι ώστε να δομηθεί η αναγκαία, για την συνολική επιστημονική δημιουργία, «κιβωτός γνώσεων».  Κυρίως δε η «κιβωτός γνώσεων» που άνοιξε τον δρόμο στην θεμελίωση και εξέλιξη της Επιστήμης των Μαθηματικών (βλ., αντί άλλης παραπομπής, Χρ. Φίλη «Οι Αρχαιοελληνικές Καταβολές των Σύγχρονων Μαθηματικών», εκδ. Παπασωτηρίου, Αθήνα, 2010, σελ. 877).

 Β.  Είναι ιδιαιτέρως ενδεικτικό προς αυτή την κατεύθυνση ότι τα σύμβολα διευκόλυναν καθοριστικώς και την χρήση των αριθμών ως,  κατά την φύση τους και τον προορισμό τους, βάσης της μαθηματικής σκέψης, όπως συνάγεται και από τα εξής: Ετυμολογικώς η λέξη «αριθμός» προκύπτει από την σύνθεση του ρήματος «αραρίσκω» – αναδιπλασιασμένος τύπος του «άρω» – που σημαίνει, μεταξύ άλλων, την αρμονική σύνδεση δεδομένων μεταξύ τους,  και του ουσιαστικού το «ίθμα», που σημαίνει το «βήμα».  Με άλλες λέξεις,  ο «αριθμός» είναι το μέσο για να τεθεί κάτι στην σωστή του θέση σε σχέση με συγγενή δεδομένα, και υπ’ αυτό το πρίσμα ο αριθμητικός συλλογισμός μπορεί να κάνει τα επόμενα βήματα, κυρίως για την διατύπωση ενός προβλήματος.  Ακριβώς αυτή την λειτουργία των αριθμών διευκόλυναν καθοριστικώς, όπως προεκτέθηκε, τα σύμβολα, κατ’ εξοχήν ως προς την διατύπωση ενός προβλήματος.  Πολλώ μάλλον αφού, όπως η ίδια η Ιστορία των Επιστημών έχει τεκμηριώσει, προ της χρήσης των συμβόλων,  με «όχημα» διαμόρφωσής τους την Ελληνική Γλώσσα, δεν είχε «αναδυθεί» επαρκώς η επιστημονική προσέγγιση και καλλιέργεια των Μαθηματικών.

Γ.  Μέσω των «εργαλείων» της Ελληνικής Γλώσσας εξελίχθηκε και η μαθηματική σκέψη του Διοφάντου του Αλεξανδρέως. 

  1. Και τούτο, διότι η ιδιοσυστασία της Ελληνικής Γλώσσας επέτρεψε στον Διόφαντο ν’ ανοίξει τον δρόμο στην «πρόδρομη» κατάσταση της διαμόρφωσης ενός μαθηματικού προβλήματος, υπό όρους που καταλήγουν στις λεγόμενες «πολυωνυμικές αλγεβρικές εξισώσεις», όπως είναι η «διώνυμη εξίσωση» αxn =bxm ή η «τριώνυμη εξίσωση» . Καθώς επίσης γίνεται δεκτό, ότι η αναζήτηση των λεγόμενων «Πυθαγόρειων τριάδων» -ήτοι ακέραιων λύσεων της εξίσωσης «χ2 + ψ2 = γ2»- αποτελεί μέρος των κλασικών προβλημάτων της όλης ανάλυσης του Διοφάντου. Δικαίως, λοιπόν, τ’ «Αριθμητικά» του Διοφάντου -σε δεκατρία βιβλία, από τα οποία σώζονται έξη στην Ελληνική Γλώσσα και τέσσερα σε αραβική μετάφραση- θεωρούνται, και σήμερα, «θεμέλιο» της δημιουργίας της παράδοσης, η οποία οδήγησε στην δημιουργία της αλγεβρικής σκέψης και ανάλυσης της νεότερης εποχής. Διότι, όπως έχει γράψει ο J.Klein, η «σύγχρονη άλγεβρα και ο σύγχρονος φορμαλισμός προέκυψαν από την ενασχόληση του Viète με τον Διόφαντο» (βλ. J. Klein, «Ο κόσμος της Φυσικής και ο “φυσικός” κόσμος», μετ. Δ. Λάππας, Μ. Μυτιληναίος, Γ. Σαγιάς, Τ. Σπύρου, Γ. Χριστιανίδης, Νεύσις 7 (1998), 41-74. Το αγγλικό κείμενο δημοσιεύθηκε το 1981, στο περιοδικό «The StJohns Review» και ανατυπώθηκε στην συλλογή, R.B. Williamson and E. Zucherman (επιμ.) «Jacob Klein: Lectures and Essays», Annapolis, Maryland, St. John’s College Press, 1985, 1-34).
  2. Ας σημειωθεί ότι ο όρος «Άλγεβρα» ανήκει στον Πέρση μαθηματικό, αστρονόμο και γεωγράφο Αμπού Μουσά αλ-Χουαρίζμι. Ο οποίος πολύ αργότερα, τον 9ο αιώνα -κοντά 500 χρόνια μετά τον Διόφαντο- παρουσίασε, είναι αλήθεια για πρώτη φορά, την συστηματική επίλυση της δευτεροβάθμιας πολυωνυμικής εξίσωσης. Αξίζει, λοιπόν, ν’ αναρωτηθούμε: Θα είχε, άραγε, οδηγηθεί ο αλ-Χουαρίζμι, έστω και στα χρόνια του, στην αλγεβρική του ανάλυση δίχως την πρωτοποριακή μαθηματική «παρακαταθήκη» του Διοφάντου αναφορικά με την δημιουργία των, «πρόδρομων» κατά τ’ ανωτέρω, αλγεβρικών τεχνικών επίλυσης προβλημάτων, μέσω της «αφαιρετικής» δύναμης της Ελληνικής Γλώσσας;

ΙV. Η διαμόρφωση της Παραγωγικής Μεθόδου

Σ’ επίρρωση των ανωτέρω αξίζει να γίνει, εν προκειμένω, ειδική αναφορά στο σύγγραμμα του Reviel Netz, Καθηγητή Ελληνικών Μαθηματικών και Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Stanford των ΗΠΑ -ενός εκ των κορυφαίων μελετητών του έργου του Αρχιμήδη- με τίτλο: «Η διαμόρφωση της Παραγωγικής Μεθόδου στα Ελληνικά Μαθηματικά-Μια μελέτη υπό το πρίσμα της γνωσιακής επιστήμης» (απόδοση στα ελληνικά Β. Σπυρόπουλου, επιστημονική επιμέλεια Γ. Χριστιανίδη και Μ. Σιάλαρου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2019).

Α. Στο σύγγραμμα αυτό μελετάται ένα θέμα κεφαλαιώδους σημασίας για την όλη ιστορία του Δυτικού Πολιτισμού.  Ήτοι η διαμόρφωση της παραγωγικής απόδειξης στα Κλασικά Ελληνικά Μαθηματικά.  Η εντυπωσιακή, κυριολεκτικώς, πρωτοτυπία του ως άνω έργου του Reviel Netz έγκειται στο γεγονός ότι ο συγγραφέας εστιάζει την ανάλυσή του σε δύο, θεμελιώδη, χαρακτηριστικά της πρακτικής των Ελληνικών αποδείξεων, το εγγράμματο διάγραμμα και την τεχνική, λογοτυπική γλώσσα.  Δίχως μάλιστα να παραλείπει, έστω και κατ’ ελάχιστο, την ανάδειξη των υλικών και κοινωνικών συνθηκών αλλά και των πρακτικών, εντός των οποίων τα κατά τ’ ανωτέρω χαρακτηριστικά «αναδύθηκαν», μέσα στην πορεία της εξέλιξης των Ελληνικών Μαθηματικών.

 Β. Ειδικότερα, ο Reviel Netz ανέδειξε ότι οι τεχνικές που τότε ανέπτυξαν οι Έλληνες Μαθηματικοί -εστιάζοντας την μελέτη του στον Ευκλείδη, τον Αρχιμήδη και τον Απολλώνιο- για την κατασκευή γραμμάτων στα διαγράμματά τους και, συνακόλουθα, η συνεχής αλληλεπίδραση μεταξύ του κειμένου και του διαγράμματος στις αποδείξεις τους, υπήρξαν καίριας σημασίας για την «γέννηση» της παραγωγικής απόδειξης. Με τον τρόπο αυτόν ο Reviel Netz κατάφερε ν’ αποσαφηνίσει, επαρκώς, και τις υποκείμενες γνωστικές διαδικασίες.

                            Επίλογος

   Το γεγονός, όμως, αυτό έχει και μια δεύτερη, ευρύτερη, σημασία που αφορά την πορεία της όλης Επιστήμης στην Δύση, άρα την πορεία αυτού τούτου του Δυτικού Πολιτισμού.  Είναι δε χαρακτηριστικά τα όσα, συνοπτικώς, υπογραμμίζει ο ίδιος ο Reviel Netz στην εισαγωγή, την οποία έγραψε για την ελληνική έκδοση του προμνημονευόμενου συγγράμματός του: «Οι Έλληνες μαθηματικοί ανακάλυψαν μια συγκεκριμένη πρακτική και ένα συγκεκριμένο σύνολο εργαλείων, που κατέστησαν δυνατό ένα συγκεκριμένο έργο: Την συνεπή άσκηση της παραγωγικής απόδειξης.  Αυτό θα παίξει ουσιαστικό ρόλο στην ανάδυση της δυτικής επιστήμης.  Η προοπτική της απόδειξης οδήγησε στην μαθηματικοποίηση του συνόλου της επιστήμης, και εν τέλει στο νευτώνειο πρόγραμμα το οποίο, με την επιτυχία του, άνοιξε το δρόμο για την βιομηχανική επανάσταση και την άνοδο της Δύσης» (όπ. παρ., σελ. XV-XVI).»

archaia-latinika-1200x799

Γαλλική ένωση ζητά να περιληφθούν τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά της UNESCO

Την εγγραφή των αρχαίων γλωσσών στον κατάλογο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco ζήτησε σήμερα μια γαλλική ένωση, κατά τη διάρκεια ενός συνεδρίου στο οποίο συμμετείχε και ο υπουργός Παιδείας της Γαλλίας.

«Θεωρήσαμε απαραίτητο να διαφυλάξουμε τη διδασκαλία των λατινικών και των (αρχαίων) ελληνικών, που είναι οι βάσεις της γαλλικής γλώσσας και της ευρωπαϊκής ιστορίας», εξήγησε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο καθηγητής αρχαιολογίας Βενσάν Μερκενμπρέκ, ο πρόεδρος της ένωσης Human-Hist.

Η ένωση αυτή υπέβαλε το αίτημα με ένα μανιφέστο που παρουσιάστηκε σήμερα, με την ευκαιρία της έναρξης της «Β΄ Διεθνούς Συνάντησης των αρχαίων γλωσσών», ενός διήμερου συνεδρίου που διεξάγεται στο Οτέν. Στη συνάντηση αυτή συμμετέχουν 80 ερευνητές και πανεπιστημιακοί από τη Γαλλία και άλλες χώρες. Οι συζητήσεις σε κάποια από τα στρογγυλά τραπέζια γίνονται στα λατινικά ή τα αρχαία ελληνικά.

«Είναι επίσης μια ευκαιρία να δείξουμε στο κοινό τη σπουδαιότητα και την ικμάδα των αρχαίων γλωσσών», πρόσθεσε ο Μερκενμπρέκ.

Στο συνέδριο έδωσε το παρών, σήμερα το πρωί, και ο υπουργός Εθνικής Παιδείας Ζαν-Μισέλ Μπλανκέ ο οποίος χαρακτήρισε το μανιφέστο της Human-Hist «εμβληματικό και ουσιώδες» για την υπεράσπιση των αρχαίων γλωσσών που είναι «το ζωντανό σφρίγος της δικής μας γλώσσας».

«Τα ελληνικά και τα λατινικά δεν είναι ούτε απαρχαιωμένες, ούτε ελιτιστικές (γλώσσες) και πρέπει να τις προωθήσουμε», πρόσθεσε ο υπουργός, εκφράζοντας την υποστήριξή του στους διδάσκοντες οι οποίοι «μεταλαμπαδεύουν αξίες».

Ένας 13χρονος μαθητής που συμμετείχε στις εργασίες του συνεδρίου, ο Αντρέ, δήλωσε ότι έχει πάθος με τα λατινικά και τα αρχαία λατινικά γιατί βοηθούν «να γνωρίζει το παρελθόν, να κατανοεί το παρόν και να εξηγεί το μέλλον».

Η παρουσίαση του μανιφέστου στο Οτέν, το αρχαίο Augustodunum, δεν έγινε τυχαία: τα λατινικά και τα αρχαία ελληνικά διδάσκονται στην πόλη αυτή αδιαλείπτως εδώ και 2.000 χρόνια, όπως εξήγησε ο Μερκενμπρέκ. Το γεγονός αυτό πιστοποιεί η πρόσφατη ανακάλυψη μιας Σχολής Δικαίου και Γραμμάτων (Ecoles Meniennes) που ιδρύθηκε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και θεωρείται "το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο της ρωμαϊκής Γαλατίας", σημείωσε ο αρχαιολόγος.
archaia-latinika-1200x799

Γαλλική ένωση ζητά να περιληφθούν τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά της UNESCO

Την εγγραφή των αρχαίων γλωσσών στον κατάλογο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco ζήτησε σήμερα μια γαλλική ένωση, κατά τη διάρκεια ενός συνεδρίου στο οποίο συμμετείχε και ο υπουργός Παιδείας της Γαλλίας.

«Θεωρήσαμε απαραίτητο να διαφυλάξουμε τη διδασκαλία των λατινικών και των (αρχαίων) ελληνικών, που είναι οι βάσεις της γαλλικής γλώσσας και της ευρωπαϊκής ιστορίας», εξήγησε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο καθηγητής αρχαιολογίας Βενσάν Μερκενμπρέκ, ο πρόεδρος της ένωσης Human-Hist.

Η ένωση αυτή υπέβαλε το αίτημα με ένα μανιφέστο που παρουσιάστηκε σήμερα, με την ευκαιρία της έναρξης της «Β΄ Διεθνούς Συνάντησης των αρχαίων γλωσσών», ενός διήμερου συνεδρίου που διεξάγεται στο Οτέν. Στη συνάντηση αυτή συμμετέχουν 80 ερευνητές και πανεπιστημιακοί από τη Γαλλία και άλλες χώρες. Οι συζητήσεις σε κάποια από τα στρογγυλά τραπέζια γίνονται στα λατινικά ή τα αρχαία ελληνικά.

«Είναι επίσης μια ευκαιρία να δείξουμε στο κοινό τη σπουδαιότητα και την ικμάδα των αρχαίων γλωσσών», πρόσθεσε ο Μερκενμπρέκ.

Στο συνέδριο έδωσε το παρών, σήμερα το πρωί, και ο υπουργός Εθνικής Παιδείας Ζαν-Μισέλ Μπλανκέ ο οποίος χαρακτήρισε το μανιφέστο της Human-Hist «εμβληματικό και ουσιώδες» για την υπεράσπιση των αρχαίων γλωσσών που είναι «το ζωντανό σφρίγος της δικής μας γλώσσας».

«Τα ελληνικά και τα λατινικά δεν είναι ούτε απαρχαιωμένες, ούτε ελιτιστικές (γλώσσες) και πρέπει να τις προωθήσουμε», πρόσθεσε ο υπουργός, εκφράζοντας την υποστήριξή του στους διδάσκοντες οι οποίοι «μεταλαμπαδεύουν αξίες».

Ένας 13χρονος μαθητής που συμμετείχε στις εργασίες του συνεδρίου, ο Αντρέ, δήλωσε ότι έχει πάθος με τα λατινικά και τα αρχαία λατινικά γιατί βοηθούν «να γνωρίζει το παρελθόν, να κατανοεί το παρόν και να εξηγεί το μέλλον».

Η παρουσίαση του μανιφέστου στο Οτέν, το αρχαίο Augustodunum, δεν έγινε τυχαία: τα λατινικά και τα αρχαία ελληνικά διδάσκονται στην πόλη αυτή αδιαλείπτως εδώ και 2.000 χρόνια, όπως εξήγησε ο Μερκενμπρέκ. Το γεγονός αυτό πιστοποιεί η πρόσφατη ανακάλυψη μιας Σχολής Δικαίου και Γραμμάτων (Ecoles Meniennes) που ιδρύθηκε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και θεωρείται "το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο της ρωμαϊκής Γαλατίας", σημείωσε ο αρχαιολόγος.