Προσφάτως, ένα άλλο εύρημα από τον Ελλαδικό χώρο ήλθε να αναστατώσει την ακαδημαϊκή κοινότητα και να διαψεύσει τρόπον τινά τον Bogdan Nikolov. Αναφερόμεθα στην προϊστορική σφραγίδα, η οποία ευρέθη στα Γιαννιτσά και χρονολογείται στην 5η χιλιετία π.Χ. Η σφραγίδα διαστάσεων 2,5 χ 5,5 εκ. έχει μακρόστενο σχήμα με επίπεδες και λειασμένες επιφάνειες, εκτός από την εσωτερική και την εξωτερική όψη, οι οποίες είναι εγχάρακτες και έχουν αντίστοιχα κοίλη και κυρτή διαμόρφωσι. Η λίθινη σφραγίδα λειτουργούσε ως μήτρα και ως εκ τούτου επρόκειτο να μεταφέρει ένα μήνυμα με πολλούς αποδέκτες. Τα χαραγμένα σύμβολα ή προϊστορικά γεωμετρικά σημεία είναι διευθετημένα προς τα αριστερά η προς τα δεξιά. Μορφολογικώς δε είναι πανομοιότυπα με αυτά της Vinca, της Γκραντέσνιτσα και του Δισπηλιού. Αναμφισβήτητα λοιπόν υπήρχε ένα σύστημα πρωτογραφής κοινό εν πολλοίς στην Ελλάδα και στην Βορειοανατολική γωνία των Βαλκανίων κατά την Νεολιθική περίοδο[Απ. Λυκέσα, Προϊστορική Σφραγίδα, εφ. ΕΘΝΟΣ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ, φ. 17. Φεβρουαρίου 2002. βλ. Πρακτικά 15ης 'Επιστημονικής Συναντή-σεως για το Αρχαιολογικό Έργο στην Μακεδονία καί την Θράκη, 16 Φεβρουαρίου 2002.]
Ένθεν και ένθεν των χαραγμάτων υπάρχουν μικρές οπές, οι όποιες δηλώνουν ότι υπήρχε και ένα δεύτερο -όμοιο- κινητό μέρος, με αντιθετική όμως προσκόλλησι. Τα δύο τμήματα συνενώνονταν με συνδέσμους, που στερεώνονταν στις οπές, ενώ επειδή τα διάχωρα έχουν διαφορετικό σχήμα, αποτρέπετο οποιαδήποτε περίπτωσις λάθους, δηλαδή ανεστραμμένης τοποθετήσεως των δύο μερών, όταν επρόκειτο να κατασκευασθή ένα σφράγισμα. Επάνω στην επιφάνεια της λίθινης σφραγίδας ήσαν ευδιάκριτα και σε αντιστροφή ανάγλυφα μεμονωμένα γραμμικά αναπτύγματα, άνισα σε μέγεθος και διαφορετικά σε διάταξη. Τα σύμβολα ή προϊστορικά γεωμετρικά σημεία ήσαν διευθετημένα προς τα αριστερά η προς τα δεξιά. Μορφολογικώς είναι πανομοιότυπα με αυτά της Vinca, της Γκραντέσνιτσα και του Δισπηλιού. Παρατηρείται μάλιστα και εδώ ο ίδιος διαχωρισμός της επιφάνειας γραφής σε σειρές. Τα στοιχεία της άνεπτύσσοντο κατά μήκος και σε τρεις σειρές. Όπως φαίνεται, ο χαράκτης ξεκίνησε αφήνοντας ένα μικρό περιθώριο, όμως αναγκάσθηκε να συμπυκνώσει, από κακό υπολογισμό τις ζώνες, ιδίως την τελευταία.
Μέχρι τότε όμως θα ήταν πιο καλά, όταν αναφερώμεθα σε αυτά τα μνημεία γραπτού λόγου να χρησιμοποιούμε τον ορό σήματα ή κώδικες επικοινωνίας ή προϊστορικά γεωμετρικά σημεία, εφ’ όσον δεν έχει ακόμη αποδειχθη, εάν πρόκειται για πραγματική γραφή. Σε κάθε περίπτωσι όμως, όπως έχει παρατηρήσει και ο κ. Χρυσοστόμου, που έφερε στο φως την σφραγίδα των Γιαννιτσών, η δομή των εγχάρακτων συμβόλων διαφέρει από την δομή των Σουμεριακών συμβόλων, τα όποια είναι νεώτερα και χρονολογούνται γύρω στο έτος 3.200 π.Χ.
Από την Πρωτογραφή στην Ιερογλυφική Γραφή
Πράγματι μέχρι σήμερα εθεωρείτο ότι η Σουμεριακή είναι η αρχαιότερα γραφή του κόσμου, βάσει των πρώτων γραφών της Δυναστείας του Kis (2630-2450 π.Χ.), οι οποίες ευρέθησαν στις περιοχές του Τίγρητος και του Εϋφράτου. Ωστόσο τα ευρήματα από την Ταρταρία της Ρουμανίας έχουν αποδείξει την συνύπαρξη της Σουμεριακής και μιας αρχαίας Ελληνικής γραφής, εις την οποία ο Sinclair Hood διείδε την ολοφάνερη συγγένεια με την Κρητική Ιερογλυφική.26 Όστρακα με κρητικά ιερογλυφικά μαθηματικά σύμβολα, όμοια με αυτά που ευρέθησαν στην Ταρταρία, έφεραν στο φως οι ανασκαφές στα Σούσα, την αρχαία πρωτεύουσα του Έλάμ, μαζί με μια επιγραφή χαραγμένη επάνω σε λίθο. Το κείμενο της επιγραφής ήταν δίγλωσσο γραμμένο σε μια γραφή με άγνωστα σύμβολα και στην αρχαία Άκκαδική. Η Marie-Joseph Steve, η οποία έχει μελετήσει τα ευρήματα από τα Σούσα, θεωρεί ότι πρόκειται για πρωτοελαμιτική Γραμμική γραφή, την οποία διακρίνει μάλιστα σε Α΄ και Β΄ και την χρονολογεί στα τέλη της 3ης χιλιετίας π.Χ. Ενώ ο πρώτος μελετητής της επιγραφής, ο F.Bork, εφήρμοσε μια μέθοδο αντίστοιχη με αυτήν του Champollion για να αποκρυπτογράφηση την επιγραφή, στηριζόμενος στο όνομα του βασιλέως Puzur-lnsusinak, που άνεφέρετο στην Άκκαδική γλώσσα, η Marie-Joseph Steve θεωρεί ότι οι δύο γραφές δεν αποδίδουν το ίδιο κείμενο.27 Δυστυχώς δεν έχει λάβει υπ’ όψιν της τα ευρήματα από την Ρουμανία, τα οποία είναι παλαιότερα της 3ης χιλιετίας π.Χ.
Στους καταλόγους της ιστορίας της γραφής έπονται τα ιερογλυφικά της Αιγύπτου, τα οποία επίσης είχαν χαρακτηρισθή ως μία από τις αρχαιότερες γλώσσες και γραφές του κόσμου. Επηρεασμένος από ανάλογες σκέψεις, το 1890, ο Sir Arthur Evans και αφού είχε αντικρίσει το μεγαλείο των Μυκηνών διηρωτήθη πως ήταν δυνατόν οι υπεύθυνοι του ανακτόρου να κρατούν λογαριασμούς, εάν δεν υπήρχε κάποιο σύστημα γραφής. Υπό συνθήκες, λοιπόν, που θυμίζουν μάλλον ταινία νουάρ, ο Evans άρχισε να άναζητεί καποια ίχνη προϊστορικής γραφής στα αθηναϊκά παλαιοπωλεία. Στα κατώγια των ιστορικών πλέον μαγαζιών άνεκάλυψε κάποιους λίθους, οι όποιοι έφεραν ωρισμένους συνδυασμούς σημείων, τα όποια θα μπορούσαν κάλλιστα να αντιπροσωπεύουν ένα είδος γραφής. Ο Άγγλος ερευνητής κατώρθωσε να ανακαλύψει ότι ήσαν κρητικής προελεύσεως και χωρίς δισταγμό πήγε στην Κρήτη, που ήταν ακόμη υποδουλωμένη στους Τούρκους, προς αναζήτηση επί πλέον στοιχείων.
Η Ελληνική γλώσσα και γραφή είχε γεννηθή λοιπόν στην Κρήτη
Σύμφωνα με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου του Μπέρμινχαμ George Thomson, η Ελληνική γλώσσα απλώθηκε στο Αιγαίο χάρις σε μια σειρά μεταναστεύσεων από το αρχικό της κέντρο, την Μακεδονία.28 Φυσικά οταν o George Thomson αναφέρεται στην Μακεδόνικη Γη, την θεωρεί ως ενιαία γεωγραφική οντότητα, περιλαμβάνοντας σε αυτήν και την βορειοανατολική Βαλκανική. Η άποψις αυτή του καθηγητού φαίνεται να συνάδει και με τα νεολιθικά ευρήματα της ευρύτερης Βαλκανικής χερσονήσου, τα όποια προαναφέραμε. Πράγματι, ο Evans διεπίστωσε ότι οι γυναίκες της Κρήτης φορούσαν ανάλογους σφραγιδολίθους με γραπτά σύμβολα, τις περίφημες γαλαζόπετρες, που έμοιαζαν με αυτούς, που είχε αγοράσει από τα παλαιοπωλεία των Αθηνών. Οι Κρητικές θεωρούσαν μάλιστα ότι επρόκειτο για φυλαχτά με αποτροπαϊκά σημεία. Ο Evans εμελέτησε προσεκτικά τους σφραγιδολίθους, που είχε συγκεντρώσει και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι συνδυασμοί των σκαλιστών σημείων ήσαν πράγματι τα δείγματα της πρώτης γραφής -με την σημερινή έννοια του όρου- που είχε χρησιμοποιηθεί στην Ελλάδα. Όταν άρχισαν να έρχωνται στο φως κατά την διάρκεια της ενάρξεως των ανασκαφών του στο νησί και οι πρώτες πινακίδες της Γραμμικής Α΄ και Β΄, ο Evans σύντομα διέκρινε τρεις φάσεις στην Ιστορία της Μινωικής Γραφής:
Πρώτη φάση, από το 2000-1650 π.Χ.,
Δεύτερη φάση, από το 1750 ως το 1450 π.Χ. και
Τρίτη φάση, η οποία ίσως ξεκίνησε γύρω στα 1400 π.Χ.
Στην πρώτη φάση κατέταξε τα εικονιστικά σημεία (είκόνες-ίδεογράμματα), τα όποια είχαν απεικονισθή επάνω σε σφραγιδολίθους και πήλινες ράβδους και στα όποία εύκολα αναγνωρίζει κανείς διάφορα αντικείμενα, όπως ένα κεφάλι, ένα χέρι, ένα άστρο, ένα βέλος, κ.ο.κ. Την γραφή αυτή, προστάδια της οποίας εμφανίζονται ήδη σε προανακτορικές σφραγίδες του τέλους της 3ης χιλιετίας π.Χ.,29 την ωνόμασε Ιερογλυφική, επειδή τα σημεία της ήταν του ιδίου τύπου με τα σημεία της πρώτης εικονιστικής γραφής της Αιγύπτου, αν και, σύμφωνα με τον Άγγλο ερευνητή, δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι πραγματικά μετεδόθη από αιγυπτιακή πηγή. Αυτό αποδεικνύει άλλωστε και η ανακάλυψις των ιερογλυφικών κειμένων από την Ταρταρία της Ρουμανίας. Τα Κρητικά ιερογλυφικά της Τρανσυλβανίας, όπως τα έχαρακτήρισε ο Hood, ήσαν παλαιότερα της 3ης χιλιετίας π.Χ. Η χρονολογία αυτή θα έδιδε αναμφισβήτητη προτεραιότητα στην βορειοβαλκανική ζώνη, αλλά και πάλι δεν θα έλυνε το πρόβλημα, εφ’ όσον οι δύο γραφές θα έπρεπε να έχουν κοινό πρόδρομο.30 Τότε πολλοί εστράφησαν στον Μεσοποταμιακό χώρο. Όπως είδαμε, όμως, στον Ελλαδικό χώρο πριν από 7000 χρόνια είχε διαμορφωθή ήδη ένα σύστημα πρωτογραφής, που προηγείται κατά δύο χιλιετίες έναντι του Μεσοποταμιακού.
Το 1997 η κυρία Έφη Πολυγιαννάκη εδημοσίευσε την μελέτη της αναφορικά με ένα ακόμη εύρημα από την περιοχή του Καυκάσου, ένα όστρακο από κυκλικό πήλινο δίσκο, ο όποιος έφερε στην επιφάνεια του γραμμική ιερογλυφική γραφή σε κυκλική η σπειροειδή διάταξη.31 Οι γραφικοί χαρακτήρες, σύμφωνα με την κ. Πολυγιαννάκη, ακολουθούσαν τις χαραγμένες γραμμές, οι όποιες ήσαν είτε περιφέρειες ομοκέντρων κύκλων είτε μια σπείρα, όπως ο δίσκος της Φαιστού. Αλλά και μεταξύ των δύο δίσκων, αυτού από τον Καύκασο και αυτού της Φαιστού, όπως φαίνεται από τον συγκριτικό πίνακα, που έχει σχεδιάσει η ερευνήτρια, προκύπτει ότι μεταξύ των γραφών υπάρχουν όμοια γραφικά σύμβολα. Έπειτα από τις προσπάθειες, που έχουν γίνει από την κυρία Έφη Πολυγιαννάκη για τον συσχετισμό των Ελληνικών και Αιγυπτιακών Ιερογλυφικών, θεωρούμε ότι δεν είμεθα πολύ μακριά ώστε να προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε αυτήν την κωδικοποιημένη γραφή. Ωστόσο δεν μπορούμε να είμεθα βέβαιοι για την χρονολογία ενάρξεως της. Κι αυτό διότι και ο ίδιος ο Δίσκος της Φαιστού, που φέρει ιερογλυφικά σύμβολα στην επιφάνεια του, προέρχεται από διαταραγμένο αρχαιολογικό στρώμα. Διαπιστώνει σχετικά o Louis Godart, εις εκ των νεωτέρων ερμηνευτών του: η ύπαρξις μεταγενεστέρου υλικού σημαίνει κατά τρόπο αναμφισβήτητο ότι η περιοχή από την οποία προέρχεται ο δίσκος είναι στρωματογραφικά διαταραγμένη και επομένως ότι σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, η ακριβής χρονολόγησις του αντικειμένου είναι αδύνατη.32 Τόσο η χρονολόγησις όσο και η αποκρυ-πτογράφησις του δίσκου λοιπόν παρέμενε ένα μυστήριο, μέχρι που πριν από έξη χρόνια η κυρία Έφη Πολυγιαννάκη, οίκονομολόγος-μαθηματικός προσεπάθησε ως ένας άλλος Ventris να έρμηνεύση τον αινιγματικό δίσκο. Έχοντας χρησιμοποιήσει ένα σύστημα ακροφωνικής αντιστοιχίας η κυρία Πολυγιαννάκη διεπίστωσε την συγγένεια ανάμεσα στις Γραμμικές γραφές και στον Δίσκο της Φαιστού. Όπως σημειώνει η ίδια: η πιθανότητα κάποιας ϊσως λανθασμένης αντιστοιχίας δεν δύναται να ανατρέψη το αποτέλεσμα, το όποιον δίνει ο μεγάλος αριθμός επιτυχημένων αντιστοιχιών, που είναι η ελληνική γλώσσα του ιερογλυφικού κειμένου. Η μόνη διαφοροποίησις, η οποία μπορεί να ύπαρξει εν προκειμένω, είναι το νόημα του περιεχομένου. Άλλα αυτό έχει μικρότερη σημασία.33 Μελετώντας το αποκρυπτογραφημένο κείμενο του δίσκου, δεν δυσκολεύεται κάποιος να πιστεύσει ότι το μυστήριο έχει κατά μέγα μέρος επιλυθεί. Και αυτό, διότι περιγράφεται η ιστορία κάποιου Έλληνα η Πρωτοέλληνα, κατά το δοκούν, ταξιδευτή-θαλασσοπόρου.
Άκουε ...περαιά τε Άϊδι θωκεί.
Άκουε Δόδελα έφυ Kapνaja κακάλω,
Άκουε ναυς με περαίακε. Άμφικάνω!
Άναφερει σε κάποιο σημείο του δίσκου ο γραφεύς και η στροφή επαναλαμβάνεται σαν προσευχή καθ’ όλο το κείμενο. Σε ποιόν ήρωα-ταξιδευτή αναφέρεται αρά γε το κείμενο; Στον Ηρακλή το έμβλημα του οποίου, το ρόπαλο, εμφανίζεται συχνά επάνω στον δίσκο ενίοτε δίπλα σε μια γυμνή ανδρική μορφή ή στην κάθοδο του Όρφέως στον Άδη, όπως περιγράφεται στην Μινυάδα, ένα από τα νεώτερα της Ίλιάδος και της Οδύσσειας επικά ποιήματα;34 Ή μήπως πρόκειται τελικά για μια πρώιμη απεικόνισι της περιπέτειας του ναυαγού, όπως αναφέρεται στο παραμύθι της 12ης Δυναστείας (2000 π.Χ.), που σώζεται στον Αιγυπτιακό πάπυρο No 115 του Έρμιτάζ;
«Μπήκα στην θάλασσα σε ένα καράβι, που είχε μήκος 150 πήχεις, πλάτος 40, με 150 ναύτες από τους πιο καλούς της Αιγύπτου... Όταν ακόμη βρισκώμαστε στην θάλασσα, ξέσπασε ξαφνικά θύελλα. Πλησιάζαμε στην στεριά. Ο άνεμος μας έσπρωχνε προς τα εκεί. Τα κύματα ήσαν πελώρια. Έφθαναν τις 8 πήχεις. Βρήκα ένα κομμάτι ξύλο. Το άρπαξα. Όσο για το καράβι, όλοι που βρίσκονταν μέσα χάθηκαν, δεν γλίτωσε κανείς. Ένα μεγάλο κύμα με έρριξε σε ένα νησί. Πέρασα τρεις μέρες μονάχος με μόνη συντροφιά την καρδιά μου. Ξάπλωσα μέσα σε ένα δάσος. Εκεί που εσχηματίζετο μια κρύπτη και με προφύλασσε η σκιά. Διασκέλισα το δάσος ψάχνοντας να βρω τροφή. Βρήκα σύκα, σταφύλια, κάθε είδος σπόρους, πεπόνια και ψάρια και πουλιά. Άνοιξα ένα λάκκο και άναψα πυρά, έτσι που με την φωτιά να φθάσουν στους θεούς οι προσφορές μου...»
Προφανώς οι προσευχές του ναυαγού εισακούσθηκαν και ο ίδιος άκουσε ξαφνικά έναν κεραυνό να πέφτη. Τα δένδρα κουνήθηκαν, η Γη δονήθηκε και εμφανίσθηκε ένα πελώριο φίδι καλυμμένο με χρυσάφι και χρώμα σαν από σαπφείρι. Άρχισε τότε να κάνει ερωτήσεις στον ναύτη. Ο ναύτης του λέει ότι θα του φέρη προσφορές από την πατρίδα: «Θα σου φέρω ιερά λάδια, αφιερώματα και θυμίαμα από τους ναούς, οπου λατρεύονται οι θεοί». Και το φίδι του απαντάει: «Δεν είσαι αρκετά πλούσιος σε αρώματα, διότι ό,τι έχεις δεν είναι παρά συνηθισμένο λιβανωτό. Όσο για μένα, είμαι πρίγκιπας της Πουντ και έχω πολλά αρώματα. Μόνο το ιερό λάδι, που λες, ότι θα φέρης, αυτό δεν υπάρχει σε τούτο το νησί».35
Ο ναυαγός πήρε τα πλούσια δώρα, που του προσέφερε το φίδι, αρώματα, πολύτιμα ξύλα, λαχανικά, κυπαρίσσια, ελεφαντόδοντο, κυανοπιθήκους, μαϊμούδες και άλλα ακριβά αγαθά, τα φόρτωσε στο πλοίο του και επέστρεψε στην πατρίδα.
Το αιγυπτιακό αυτό παραμύθι θυμίζει πράγματι έντονα τόσο τις περιπέτειες του Οδυσσέως, όσο και την ιστορία του ναυαγού Σιντβάτ, από τις Χίλιες και Μία Νύχτες. Μάλιστα πολλοί αίγυπτιολό-γοι, όπως ο Colenischeff, σ Heibig, σ Victor Berard, ο Alex Moret, κ.α. έθεώρησαν ότι η σκηνή του ναυαγίου, που περιγράφεται στην Οδύσσεια, μοιάζει εκπληκτικά με αυτήν του παπύρου.36 Μήπως ο ποιητής των επών λοιπόν εγνώριζε την ύπαρξη του παπύρου ή μήπως τα ίδια τα Ομηρικά έπη είναι παλαιότερα; Πιστεύουμε ότι την άπάντησι της προελεύσεως της Ιστορίας μας την δίδει ο ίδιος ο δράκοντας του παραμυθιού: «Είμαι πρίγκιπας της Πουντ και έχω πολλά αρώματα. Μόνο το ιερό λάδι, που λες, πως θα φέρης, αυτό δεν υπάρχει σε τούτο το νησί». Στην Κρήτη ωστόσο το ελαιόλαδο ήταν ήδη γνωστό από την 2α χιλιετία π.Χ. Και τα εξωτικά αντικείμενα, που μεταφέρει ο ναυαγός, ομοιάζουν με αυτά που έχουν ευρέθη τόσο στην Μινωική Κρήτη οσο και στους μετέπειτα Μυκηναϊκούς καταλόγους της Γραμμικής Β΄. Δυνάμεθα, λοιπόν, να υποθέσουμε έπειτα από τα ανωτέρω την εθνικότητα του ναυαγού.
Η ιδέα, ότι τα κείμενα της Μινωικής γραφής εξέφραζαν μια πρώιμη Ελληνική γλώσσα, είχε εκφρασθή ακόμη και από Βαλκάνιους επιστήμονες. Έτσι, ο Βούλγαρος γλωσσολόγος Georgiev στο βιβλίο του «Προβλήματα της Μινωικής Γλώσσης» (ρωσ., Σόφια 1953), έπίστευε ότι η μινωική γλώσσα ήταν διάλεκτος μιας ευρύτατα διαδεδομένης προελληνικής γλώσσας, που ωμιλείτο στην Ελλάδα πριν από την Κάθοδο των Ελλήνων, (δηλ. πριν από το 2000 π.Χ.)37 και η οποία ήταν πιθανώς συγγενής της χεττιτικής και άλλων αρχαίων γλωσσών της Μ. Ασίας. Εάν μελετήσουμε προσεκτικά τους συγκριτικούς πίνακες του W. Wright,38 όπου παραβάλλονται τα Κρητικά και τα Χιττιτικά Ιερογλυφικά και τα συγκρίνουμε με τα Κρητικά, τα Αιγυπτιακά και τα Σουμεριακά Ιερογλυφικά,39 φαίνεται ότι η άποψις του Βουλγάρου γλωσσολόγου επιβεβαιώνεται, με την διαφορά ότι κοινή μητέρα όλων αυτών των γλωσσών είναι τελικά η Κρητική. Μελετώντας τις πινακίδες, που είχε φέρει στο φως η σκαπάνη του Evans, ο Georgiev έθεώρησε ότι η γλώσσα των πινακίδων ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος μια αρχαϊκή Ελληνική, η οποία περιείχε όμως πολλά προελληνικά στοιχεία. Το πιο εντυπωσιακό από αυτά τα προελληνικά στοιχεία είναι αναμφιβόλως η παρουσία ενός κεφαλαίου Α, που ομοιάζει εκπληκτικά με αυτό, το όποιο ευρέθη χαραγμένο επάνω στο όστρακο από τα Γιούρα της Αλοννήσου. Η πιο γραμμική εκδοχή του εμφανίζεται πέντε αιώνες νωρίτερα επάνω στην σφραγίδα από τον Νεολιθικό πολιτισμό των Γιαννιτσών. Το εκπληκτικό αυτό εύρημα της Κρητικής Ιερογλυφικής είχε χαραχθεί επάνω σε έναν σφόνδυλο, ο όποιος ευρέθη από τον αείμνηστο γλωσσολόγο Ιωσήφ Χατζηδακι στην Φαιστό. Ο Χατζηδάκις παρέδωσε το εύρημα στον Evans, ο οποίος στην θέα του εθεώρησε ότι πρόκειται για Βυζαντινή γραφή. Τόσο τέλειο έθεώρησε το σχήμα των γραμμάτων: «The characters are so remarkably alphabetic that they might well be taken to belong to much later times -Byzantine for instance».40 Τα αρχαιολογικά συνευρήματα ωστόσο απεδείκνυαν ότι επρόκειτο για εύρημα των Μινωικών χρόνων. Σύμφωνα με τον Evans, τα γράμματα Η και Α, που έχουν χαραχθή επάνω στους σφονδύλους, εμπεριέχονται ανάμεσα στα πρώιμα σύμβολα πρωτογραφής, τα οποία είχε ήδη παρατηρήσει ο Sir Flienders Petrie επάνω στην κεραμεική, που ευρέθη στο Kahun, την συνοικία των κατασκευαστών των Αιγυπτιακών πυραμίδων!41 Στον πίνακα μάλιστα του Evans παρατηρούμε εκτός από τα γράμματα Α και Η, τα Ν, Ε, και Δ. Επί πλέον, παρατηρεί ο Evans, εμφανίζονται κάποιες ομοιότητες ακόμη και με την Κυπριακή γραφή, εφ’ οσον δυνάμεθα να διαβάσουμε το Η και ως Ι, δηλαδή το κυπριακό ve.42 Ταυτόχρονα επάνω στην επιφάνεια των σφονδύλων έχει χαραχθή και το κεφάλι ενός βοδιού, σαν ένα πρώιμο άλεφ, γεγονός, που κάνει τον Evans να αναρωτιέται στο Scripta Minoa I, πως είναι δυνατόν να προϋπάρχη το άλεφ, εφ’ οσον το ανεκάλυψαν οι Φοίνικες τον 10ο π.Χ. αιώνα!43 Οπερ άτοπον. Διαβάζοντας τα λόγια του Sir Arthur Evans και βλέποντας τα αρχαιολογικά ευρήματα από την Φαιστό αναρωτιόμαστε κι εμείς με την σειρά μας: Τελικά ήσαν οι Φοίνικες οι πρώτοι, που ανεκάλυψαν το Α και την αλφαβητική γραφή; Από την στιγμή, που δεν έχει ερευνηθεί και αποκρυπτογραφηθή πλήρως η Κρητική ιερογλυφική γραφή, δεν δυνάμεθα να ομιλούμε για αλφαβητική γραφή. Υπάρχουν ομως οι ενδείξεις. Μία νέα ωστόσο Μινωική γραφή, η οποία διαφοροποιείται από την Κρητική Ιερογλυφική, εμφανίζεται γύρω στα 1750 π.Χ. και θα διατηρηθεί μέχρι το 1450 π.Χ. Ενώ συνεχιζόταν η χρήσις της ιερογλυφικής γραφής κατά την πρώτη Νεοανακτορική φάση , παράλληλα είχε εγκαινιασθή ήδη από το τέλος των Παλαιοανακτορικών χρόνων ένα γραμμικό συλλαβικό σύστημα, το όποιο στην πρώτη του μορφή εχαρακτηρίσθη ως πρωτογραμμικό.44 Τα εικονιστικά σημεία έχουν γίνει τώρα άπλα διγράμματα και η φορά της γραφής είναι από τα αριστερά προς τα δεξιά.
Κεφ. 2
Οι Γραμμικές γραφές
Η Γραμμική ιερογλυφική ευρέθη χαραγμένη επάνω σε επιγραφές (πήλινες ράβδοι, δισκία, δέλτοι, σφαιρίδια), που συνώδευαν προφανώς τα ξύλινα κιβωτίδια, τα όποια περιείχαν τα πραγματικά έγγραφα, γραμμένα σε φθαρτή ύλη (περγαμηνή, πάπυρο, φύλλα φοινίκων).45 Από αυτήν την Πρωτογραμμική έχει άμεσα εξελίχθη το Γραμμικό σύστημα Α΄,46 από το όποιο ανεπτυχθη και στην Κύπρο η παλαιοτέρα Κυπρομινωική γραφή, που ακολούθησε κατόπιν ανεξάρτητη πορεία, κυρίως λόγω της διαφορετικής επιλογής του υλικού, όπως θα δούμε στην συνέχεια. Δεν είναι πάντοτε εύκολο να ξεχωρίση κανείς τα ιδεογράμματα από τα συλλαβογράμματα. Καθώς έχαράσσοντο επάνω στον άψητο πηλό με μυτερό εργαλείο τα σημάδια αυτά έγιναν σταδιακά όλο και πιο έπισεσυρμένα και τοιουτοτρόπως διεμορφώθη η πρωτογραμμική γραφή. Αυτή η μεταβολή υποδεικνύει προφανώς ότι ο κύριος τρόπος γραφής ήταν το μελάνι και συγκεκριμένα το μελάνι σουπιάς, όπως αποδεικνύει ένα κύπελλο από το Μουσείο Ηρακλείου, που φέρει σημεία της Γραμμικής Γραφής Α΄.47 Τα κυριώτερα αρχεία αυτής της γραφής ανεκαλύφθησαν στην έπαυλι της Αγίας Τριάδος και στο ανάκτορο του Ζάκρου. Το περιεχόμενο τους έχει συσχετισθή από αρκετούς ερευνητές με το λογιστικό περιεχόμενο της Γραμμικής Α΄, αλλά χωρίς να έχη καταφέρει κανείς να αποκρυπτογραφήση την γραφή. Πριν από έναν χρόνο ακριβώς, ο κ. Μήνας Δ. Τσικριτσής, καθηγητής πληροφορικής, έπορεύθη και αυτός στα βήματα του Ventris, προσεγγίζοντας την άποκρυπτογράφησι της Γραμμικής Α΄ γραφής μέσα από τις θετικές επιστήμες (Η/Υ, στατιστική, αλγόριθμοι). Ο ίδιος ο Ventris, μολονότι είχε φθάσει πολύ κοντά στην απόδειξι ότι και η Γραμμική Α΄ είναι Ελληνική δεν πρόλαβε να συγγράψη τα νέα του πορίσματα. Καθώς επέστρεφε σπίτι του αργά την νύκτα της 6ης Σεπτεμβρίου του 1956, το αυτοκίνητο του συνεκρούσθη με ένα φορτηγό κοντά στο Hatfield, με αποτέλεσμα τον ακαριαίο θάνατο του.48 Σαρανταπέντε χρόνια αργότερα βάσει αυτής της νεωτέρας μελέτης του Έλληνος επιστήμονος επιβεβαιώνεται ότι και η Γραμμική Α΄ είναι Ελληνική γραφή, η οποία περιέχει λογιστικά αρχεία. Ο καθηγητής Μηνάς Τσικριτσής με μαθηματικές αποδείξεις καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η γλώσσα, την οποία καταγράφει η Γραμμική Α΄, είναι μία πρώιμη αιολική διάλεκτος, που διατηρούσε κάποιον αρχαϊσμό. Φαίνεται μάλιστα ότι δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, εφ’ όσον οι γραφείς της έγραφαν με τον ίδιο τρόπο, που προέ-φεραν τις λέξεις.49
Κατά πόσον η Γραμμική Α΄, αλλά και ο Δίσκος της Φαιστού έχουν άποκρυπτογραφηθή σωστά, θα φανή στην πορεία του χρόνου. Άλλωστε και η θεωρία του Ventris είχε αμφισβητηθή από πολλούς μέχρις ότου κάποιο απόγευμα του Μαΐου του 1953, όταν ο ίδιος συγκινημένος έτηλεφώνησε στον Chadwick, με τρεμάμενη φωνή. Στα χέρια του κρατούσε μια επιστολή, που μόλις είχε λάβει από τον καθηγητή Biegen, τον ανασκαφέα της Πύλου:
Αγαπητε κύριε Ventris,
Από τότε που επέστρεψα στην Ελλάδα, έχω άσχοληθή πολύ με τις πινακίδες της Πύλου, ετοιμάζοντας τις για να φωτογραφηθούν. Σε μερικές από αυτές εφήρμοσα το δοκιμαστικό συλλαβάριό σας. Για να ενημερωθητε, έσωκλείω ένα αντίγραφο της πινακίδας Ρ641, που πιθανώς σας ενδιαφέρει. Προφανώς αναφέρει δοχεία, μερικά με τρία πόδια, μερικά με τέσσερεις λαβές, μερικά με τρία και άλλα χωρίς λαβές. Σύμφωνα με το σύστημα σας, η πρώτη λέξις διαβάζεται τι-ρι-πο-δε και επαναλαμβάνεται ως τι-ρι-πο (ενικός;). Μπροστά από το δοχείο με τις τέσσερεις λαβές υπάρχει η λέξις qε-τε-po-Fε, και από το δοχείο χωρίς λαβές η λέξις α-νο-Ρε. Όλα αυτά φαίνονται απίστευτα. Αποκλείεται αράγε η σύμπτωσις;
Διαβάζοντας τις παρατηρήσεις του Arthur Evans, διαπιστώνουμε τελικά ότι ο προβληματισμός, επάνω στον όποιο θα εργαζόταν σ Ventris σαράντα (40) χρόνια αργότερα, είχε ήδη τεθή. Χρειαζόταν όμως ακόμη αρκετή δουλειά. Πολύτιμη αρωγός στο εγχείρημα του ήταν η έρευνα της Αμερικανίδας αρχαιολόγου Alice Kober, η οποία προσεπάθησε να ανακάλυψη την φύσι της γλώσσας από την γραφή, ξεχωρίζοντας τα γένη, τους αριθμούς και τις κλίσεις των ονομάτων, που είχαν καταγραφή στις πινακίδες (Τριάδες Kober).51 Δυστυχώς δεν έζησε αρκετά, ώστε να δη την θεωρία της να έπαληθεύη. Επάνω σε αυτόν τον προβληματισμό της αρχαιολόγου Alice Kober, την οποία ελάχιστοι επιστήμονες σήμερα θυμούνται, όταν άναφέρω-νται στην άποκρυπτογράφησι της Γραμμικής Β΄, κατέστρωσε και ο Ventris την έσχάρα του. Η εσχάρα απετελείτο από συλλαβογράμματα, που αντιπροσώπευαν συλλαβές με ένα φωνήεν η με σύμφωνο και φωνήεν, ταξινομημένες σε στήλες κάθετες όσες είχαν το ϊδιο φωνήεν, οριζόντιες οσες είχαν το ϊδιο σύμφωνο αλλά διαφορετικό φωνήεν. Βασική προϋπόθεσις, η οποία και ελήφθη υπ’ όψιν, ήταν ότι η γλώσσα των κειμένων ήταν η Ελληνική. Έτσι έγιναν οι πρώτες παρατηρήσεις αναφορικά με τις πτώσεις και τα γένη. Πολύτιμο στοιχείο για την έπαλήθευσι των παρατηρήσεων ήσαν τα ίδια τα ιδεογράμματα, που συνώδευαν ενίοτε τις λέξεις προσδιορίζοντας τις. Κατάφερε έτσι ο Ventris τον σχηματισμό συλλαβών, που είχαν φωνητική αξία. Έπειτα από την άντικατάστασί τους στα κείμενα, ώδήγησαν με ένα είδος αλυσιδωτών αντιδράσεων σε άλλες συλλαβές. Η τοποθέτησίς τους στην έσχάρα προσδιώρισε αυτομάτως πολλές άλλες συλλαβές, στην αρχή υποθετικά, έπειτα ομως με μεγαλύτερη βεβαιότητα.52 Μία βεβαιότητα, που επισφραγίσθηκε με την επιστολή του Biegen προς τον Ventris, αναφορικά με την πινακίδα ΡΥ Τα 641, και έκανε τον Chadwick να πη επτά χρόνια (1961) αργότερα: «Όλοι οι Έλληνες πρέπει να σέβωνται το κομμάτι αυτό του μαυρισμένου πηλού, διότι αυτό κατ’ εξοχήν έπεισε τον κόσμο ότι οι δημιουργήσαντες τον Μυκηναϊκό πολιτισμό ήσαν Έλληνες! Οι σημερινοί Έλληνες μπορούν να αισθάνωνται υπερήφανοι για τον αρχαιότατο προγονό τους που επενόησε με την βοήθεια της Κρητικής γραφής την πρώτη Ελληνική Γραφή. Είμαι πολύ ευτυχής, που είχα την τύχη να παίξω έναν μικρό ρόλο σε αυτήν την ιστορία. Την αφιερώνω τώρα στους Έλληνες φίλους μου με την ελπίδα ότι θα προτρέψη και άλλους αρχαιολόγους να ασχοληθούν με την ανακαλυψι θησαυρών, οι όποιοι κρύβονται στο αγαπημένο Ελληνικό χώμα, καθώς και άλλους επιστήμονες να ασχοληθούν με μελέτες, που θα έχουν σκοπό την λεπτομερή διασαφήνισι της γλώσσας και της ιστορίας των Ελλήνων, των σκαπανέων του Ελληνικού πολιτισμού».
Ο Chadwick θεωρούσε λοιπόν πως η Γραμμική Β΄ αποτελούσε εξέλιξι της Κρητικής γραφής. Αν και η άποψις αυτή δεν εθεωρείτο κάποτε ικανοποιητική, τα τελευταία χρόνια η επιστημονική κοινότητα έχει επαναπροσδιορίσει τις θέσεις της. Το 1996 σ καθηγητής Χρ. Ντούμας ανέφερε σε Διεθνές Συνέδριο για την Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας και γραφής, που έγινε στο Ohlstadt της Γερμανίας: «Ήθελα να παρατηρήσω ότι σαν ομιλητής αυτής της γλώσσας, της Ελληνικής, με εντυπωσιάζει ότι στα κείμενα των μέσων περίπου της 2ας χιλιετίας π.Χ. στις πινακίδες η λίγο μετά, έχουμε λέξεις, ονόματα, που παρουσιάζουν μεγάλη πλαστικότητα: κλίνονται, έχουν πάρα πολλές πτώσεις. Αυτό σημαίνει ότι έχουν περάσει μια διαδικασία αρκετών αιώνων, ώσπου να φθάσουν σε αυτήν την πλαστικότητα». Και σε άλλο σημείο τονίζει σχετικά με τις λέξεις, οι όποιες αναφέρονται στον τομέα της εργασίας και της ναυπηγικής και έχουν καταγραφή στις πινακίδες της Γραμμικής Β΄: «Από τα αρχαιολογικά στοιχεία γνωρίζουμε ότι η διαδικασία για τον καταμερισμό της εργασίας άρχισε ακόμη προς το τέλος της Νεολιθικής, αλλά πλέον με πολύ γοργούς ρυθμούς, στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, δηλ. στην 3η χιλιετία. Αναρωτιέμαι λοιπόν, μήπως όλη αυτή η εξέλιξις, που προδίδουν στην γλώσσα οι πινακίδες και ο καταμερισμός της εργασίας, η οποία έχει προηγηθή πάρα πολλούς αιώνες πριν, μπορούν να συσχετισθούν». Και αναφορικά με τα μέρη του πλοίου λέει: «Η δραστηριότητα, η ενασχόλησις με την θάλασσα από τους κατοίκους του Αιγαίου ανάγεται στην 7η η στην 8η χιλιετία π.Χ. Ήδη στην 3η χιλιετία π.Χ. ξέρουμε πάρα πολύ καλά καί το είδος των πλοίων, που την διέσχιζαν. Συ-νεπώς θα πρέπει να σκεφθή κανείς μήπως και η ορολογία των μερών του πλοίου έχει κι αυτή κάποιες παλαιές ρίζες. Είναι περίεργο ότι, ενώ η Ελληνική γλώσσα θεωρείται ινδογερμανική/ίνδοευρωπαϊκή, δεν έχει καθόλου την ινδογερμανική ρίζα για την θάλασσα, mar, ενώ ο πολιτισμός των λαών, που έζησαν εκεί είναι κατ’ εξοχήν θαλασσινός. Αντίθετα, από την λέξι αλς, η οποία επίσης σημαίνει θάλασσα, έχουμε εκατοντάδες λέξεων, επιθέτων, παραγώγων η συνθέτων, ακόμη και στην μυκηναϊκή γραφή. Και μια τελευταία παρατήρησις: μου έχει κάνει έντύπωσι όλα τα χρόνια, που προσπαθώ να βρω, να ερμηνεύσω τον ελληνικό πολιτισμό μέσα από την γλώσσα, το μεγάλο πλήθος των υποθετικών ριζών της ινδοευρωπαϊκής. Περίπου το 80% η 90% έχουν αστερίσκο, που σημαίνει δεν υπάρχουν».53
Όμοιοτρόπως ο καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης στην Έκθεσι της Ιστορίας της Γραφής, που διωργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, ετόνισε τόσο για τα κρητικά ιερογλυφικά, οσο και για την Γραμμική Α΄: «Πιστεύω ότι το πιο φυσικό και αναμενόμενο θα ήταν ότι επιγραφές - για την ακρίβεια πήλινες πινακίδες - του ελλαδικού χώρου και των ελληνικών χρόνων να περιέχουν και ελληνικά κείμενα».54
Η αλήθεια είναι ότι ενστάσεις θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν, εφ’ όσον η ακριβής χρονολογία κατά την οποία η Γραμμική Α΄ έδωσε την θέσι της στην Γραμμική Β΄ δεν έχει ακόμη καθορισθή. Μερικοί υποθέτουν ότι ένω η Γραμμική Β΄ είχε ήδη είσαχθή στην Κνωσό, η Γραμμική Α΄ εξακολουθούσε να χρησιμοποιήται στην Φαιστό. Συγκριτική ωστόσο χρονολόγησις με αρχαιολογικά στοιχεία δεν μπορεί να γίνη με την ακρίβεια, η οποία απαιτείται. Δεν πρέπει να φαίνεται καθόλου απίστευτο, ότι οι δύο γραφές συνυπήρχαν, αλλά προς το παρόν είναι μία ύπόθεσις, η οποία δεν μπορεί ακόμη να έλεγχθή. Μόνον από τις ενδείξεις, που έχουμε προς το παρόν στην διάθεσί μας, μπορούμε να πουμε ότι η Γραμμική Α΄ εξέλιπε περί το 1450 π.Χ. Άλλωστε και η σχέσις μεταξύ των δύο συστημάτων είναι ασαφής. Ούτε πρόκειται απλώς περί εξελίξεως των πρώτων εικονιστικών σημείων σε απλούστερα και ευκολώτερα σχήματα, όπως υπεστήριξε ο G. Pugliese Caratelli (1945) συγκρίνοντας την μετάβασι από την Γοτθική στην Λατινική γραφή. Και αυτό, διότι μερικά σημεία της Γραμμικής Α΄ είναι πιο απλά από τα αντίστοιχα τους σημεία της Γραμμικής Β΄. Ο Evans υπέθεσε ότι η Γραμμική Β΄ ήταν ένα είδος βασιλικής ορθογραφίας, η οποία ανε-πτύχθη από τους γραφείς του ανακτόρου και επομένως εχρησιμοποιήθη μόνο στην Κνωσό. Η θεωρία αυτή, όμως, διεψεύσθη από την ανακάλυψι των πινακίδων της Γραμμικής Β΄ στην Ηπειρωτική Ελλάδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ώργανωμένο σύστημα συμβόλων επάνω σε αγγεία της Εποχής του Χαλκού, που ευρέθησαν στους Γόννους και την Κυπάρισσο της Θεσσαλίας η οι πινακίδες από την Θήβα, που έφερε στο φως η σκαπάνη του Β. Άραβαντινού.55 Μήπως τελικά πρόκειται για δύο διαφορετικές διαλέκτους της ίδιας γλώσσης, οπως αποδεικνύεται από τις αποκρυπτογραφήσεις; Σύμφωνα με τον Μ. Τσικριτσή, η Γραμμική Α΄ ανταποκρίνεται σε μία αιολική διάλεκτο, ένω η Γραμμική Β΄ στην δωρική, στοιχεία της οποίας έχει εντοπίσει η κ. Έφη Πολυγιαννάκη ήδη στον Δίσκο της Φαιστού.56
Ίσως από την άλλη η χρονολογική έπίλυσις της ενάρξεως της Γραμμικής Β΄ και ο τόπος οπου αυτή εγεννήθη να έλυνε το πρόβλημα της εξελίξεως της από την Γραμμική Α΄. Μία πρότασις είναι να στραφούμε στην περιοχή της Κύπρου. Την εποχή του χαλκού μια συγγενής γραφή, η Κυπρομινωϊκή, ήταν επίσης γνωστή στο νησί της Αφροδίτης. Το πιο σπουδαίο κέντρο αυτής της περιόδου είναι η πόλις Έγκωμη στην ανατολική ακτή της νήσου. Εδώ ευρέθη ένα μικρό τμήμα μιας πινακίδας, που ανάγεται στις αρχές του 16ου π.Χ. αϊ. Εάν ο υπολογισμός είναι σωστός, τότε η Κυπρομινωϊκή είναι παλαιοτέρα της Γραμμικής Β΄. Τα σημεία της διαφέρουν από τα σημεία των άλλων Μινωικών γραφών, αλλά παρουσιάζουν μερικές ομοιότητες με σημεία της Γραμμικής Α΄. Σύμφωνα με τους Evans, Sundwall, Daniel, και Furumark, η Κυπρομινωϊκή γραφή προήλθε από την Γραμμική Α΄. Ένα είδος γραφής, που μοιάζει με την Κυπρομινωϊκή, αλλά και που εύκολα διακρίνεται από αυτήν, ανεκαλύφθη το 1960 στην αρχαία πόλι Ουγκαρίτ, στην σημερινή Ras-Samra, στις ακτές της Συρίας. Δίπλα στην κοινωνία της Ουγκαρίτ, η οποία σύμφωνα με ωρισμένους μελετητές εχρήσιμοποιούσε ένα ιδιότυπο σφηνοειδές αλφάβητο για να γραφή την δική της σημιτική (;) γλώσσα, υπήρχε μία Κυπριακή αποικία, που εχρησιμοποιούσε την γραφή της Μητροπόλεως της, ήδη από το 1600-1100 η 1050 π.Χ.57 Φαίνεται ότι η γένεσις της Ελληνικής γραφής ζυμώθηκε σε αυτά τα εδάφη. Το 1964 οι ανασκαφές στην περιοχή Deir Alla της Ιορδανίας έφεραν στο φως ανάμεσα σε αλλά ευρήματα επιγραφές, οι οποίες εθεωρήθησαν Φιλισταιϊκές, επειδή θύμιζαν έντονα την Γραμμική Β΄ του Αιγαιακού κόσμου. Σύμφωνα με τον Trude Dothan, διευθυντή του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ, πολλοί υπέθεσαν τότε ότι οι Φιλισταίοι έφεραν μαζί τους, στα εδάφη, οπου μετανάστευσαν, την αιγαιακή κληρονομιά τους. Η ιδέα ήταν ελκυστική, αλλά απερρίφθη από τον Trude Dothan, εφ’ όσον οχι μόνον οι πινακίδες δεν είχαν αποκρυπτογραφηθή, αλλά κυρίως επειδή αυτή η γραφή εξαφανίσθηκε τον 11ο περίπου π.Χ. αι., όταν ο κόσμος του Αιγαίου εισήλθε στην περίοδο του αναλφαβητισμού, που είναι συνώνυμη με τους Σκοτεινούς Αιώνες!58 Ως απόδειξι των λεγομένων του ο καθηγητής Trude Dothan επικαλείται δύο σφραγίδες με Κυπρομυκήναϊκή της Υστέρας Εποχής του Χαλκού (1300-1100 π.Χ.), οι οποίες ευρέθησαν στο Ashdod και δεν έχουν ακόμη αποκρυπτογραφηθή. Αλλά και η ίδια η γλώσσα των Φιλισταίων παραμένει ακατανόητη. Εθεώρησε λοιπόν ότι οι Κρήτες-Φιλισταίοι της περιοχής υιοθέτησαν αργότερα τον Χαναανιτικό πολιτισμό και την γλώσσα του. Και όμως οι νεώτερες έρευνες Ελλήνων και Εβραίων αρχαιολόγων στην περιοχή της Ιορδανίας και της Παλαιστίνης φέρνουν στο φως όλο και περισσότερα ευρήματα της Κρητομυκηναίκής κληρονομιάς στην περιοχή.
Αγνοώντας τα νεώτερα στοιχεία, η παλαιότερη έρευνα διετύπωσε το επιχείρημα ότι η γλώσσα της Γραμμικής Β΄ δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθή Ελληνική, εφ’ όσον προφανώς είχε δεχθή μέσω της Κύπρου επιδράσεις από τα παράλια της Φοινίκης, και άρα της σημιτικής γλώσσας. Το αυτό υπεστηρίχθη και για την Κυπριακή. Βασικό επιχείρημα στην ανάπτυξι αυτής της θεωρίας ήταν ότι στην Κύπρο οι πινακίδες ήσαν ψημένες, όπως οι Βαβυλωνιακές και όχι άψητες όπως οι μυκηναϊκές. Το υλικό της γραφής ωδήγησε προφανώς καί τους Κυπρίους στην διαμόρφωσι μιας σφηνοειδούς γραφής. Αν σε μία κοινωνία χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά πηλό για την γραφή αυτή, δεν θα την διατηρούσαν στην μορφή αυτή επί πολύ καιρό. Η γραφή διετήρησε την μορφή της στην Ελλάδα, επειδή στα μέρη αυτά χρησιμοποιούσαν ίσως και κάποιο άλλο υλικό στην θέσι του πηλού, επάνω στο οποίο έγραφαν με πέννα η πινέλλο, χρησιμοποιώντας την μελάνη της σουπιάς. Η θεωρία αυτή επιβεβαιώθηκε πριν από λίγα χρόνια με την άνακάλυψι του αρχαιοτέρου τετραδίου του κόσμου. Οι έρευνες, οι όποιες επραγματοποιήθησαν από το Ινστιτούτο Ναυτικής Αρχαιολογίας κατά τα έτη 1984-1994, στο μυκηναϊκό ναυάγιο του Ουλουμπουρούν, στην αρχαία Αντίφελλο απέναντι από το Καστελλόριζο (σημ. Κάς Τουρκίας) έφεραν στο φως ανάμεσα σε άλλα πολύτιμα ευρήματα το αρχαιότερο βιβλίο του κόσμου, όπως εχαρακτηρίσθη τότε. Το βιβλίο η τετράδιο απετελείτο από δύο ξύλινα πτυσσόμενα φύλλα ενωμένα με ελεφαντοστέϊνους αρμούς. Οϊ εσωτερικές επιφάνειες των φύλλων δημιουργούν κοιλότητες με ορθογώνιο περιχείλωμα, γεγονός που υποδεικνύει ότι εγεμίζοντο με κάποιο άλλο υλικό, προφανώς κερί, επάνω στο όποιο θα έσκάλιζαν η θα έχάρασσαν τα γράμματα. Άλλωστε και ο καθηγητής Αγαπητός Τσοπανάκης ερμηνεύει την ομηρική φράσι «γράψας εν πινάκι πτυκτώ... σήματα λυγρά» τοιουτοτρόπως. Ο πίνακας θα ήταν αλειμμένος με κερί η άλλο υλικό, επάνω στο όποιο θα μπορούσε ένα οξύ εργαλείο να χάραξη σημάδια.59 Σύμφωνα με τον Τούρκο καθηγητή Kemal Pulak, επίκουρο καθηγητή Ανθρωπολογίας στο Ινστιτούτο Αρχαίας Ναυπηγικής του Πανεπιστημίου του Τέξας: οι πινακίδες αντιπροσωπεύουν τα πρωίμώτερα δείγματα τέτοιου τύπου πινακίδων και μπορούν να μας οδηγήσουν στην σκέψι ότι η γραφή ήταν περισσότερο διαδεδομένη από ό,τι έπιστεύαμε μέχρι σήμερα... Η ανακάλυψις αλειμμένων με κερί ξύλινων πινακίδων γραφής, αποδεικνύει ότι η σχετική αναφορά από τον Όμηρο δεν ήταν αναχρονισμός».60 Σύμφωνα μάλιστα με τότε δημοσίευμα της εφημερίδος Ελευθεροτυπίας, που επεμελήθησαν οι Ν. Βαρδιάμπασης, Χρ. Ι. Πιττερός, Γ. Σακελλαράκης, Δ. Θεοφανοπούλου-Κόντου, Ι. Κ. Προμπονάς και Α. Μαζαράκης-Αίνιάν, στο ένα άκρο του «βιβλίου» σώζονται τρία σημεία της Γραμμικής Α΄.61 Το στοιχείο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, διότι πριν από δύο χρόνια Έλληνες δυστυχώς επιστήμονες άρχισαν να αμφισβητούν την καταγωγή του ναυαγίου γράφοντας ότι το πλοίο είχε ξεκινήσει από τις Συροπαλαιστινιακές ακτές και θεωρώντας το ανατολικής προελεύσεως.62 Την ίδια στιγμή κατά την οποία το περιεχόμενο του πλοίου του 14ου η 13ου π.Χ. αι. έμοιαζε να είκονογραφή τους λογιστικούς και οικονομικούς μυκηναϊκούς καταλόγους. Ανάμεσα στα ευρήματα περιελαμβάνοντο ρητίνη τερεβίνθου, τάλαντα ύαλόπαστας τυρκουάζ και μωβ, αιγυπτιακός έβενος, αυγά στρουθοκαμήλου, ελεφαντοστό, κυπριακά αγγεία, χαναανιτικοί αμφορείς, σκαραβαίοι, χάνδρες από γυαλί, αχάτη, φαγεντιανή, κεχριμπάρι, δύο πυξίδες σε σχήμα πάπιας, καβούκι χελώνας, ίσως για την κατασκευή μιας λύρας τύπου χέλυος, ελιές, σταφύλια, ρόδια, κύμινο, κορίανδρος, σιτάρι, κριθάρι, ένας πίθος γεμάτος ελαιόλαδο, ήλεκτρο από την Βαλτική, χάλκινα ξίφη μυκηναϊκού και συριακού τύπου. Και αν ακόμα δεν έχετε πεισθή για την καταγωγή και προέλευσι του πλοίου, αναφέρουμε ότι το κύριο φορτίο του πλοίου ήταν κυπριακός χαλκός σε τάλαντα βάρους 10 τόννων και 1 τόνος κασσιτέρου. Υπήρχαν δηλαδή μέταλλα σε αναλογία 10/1, με άλλα λόγια η ακριβής αναλογία σε περιεκτικότητα μετάλλων των ορειχάλκινων μυκηναϊκών οπλών.63 Το σπουδαιότερο εύρημα όμως εξακολουθεί να είναι το πτυκτό πινάκιο, οχι μόνον διότι επιβεβαιώνει την Ομηρική παράδοσι,64 αλλά και διότι επαληθεύει τους ισχυρισμούς του Chadwick σχετικά με την ονομασία των γραφέων στην προϊστορική Κρήτη. Σύμφωνα με τον καθηγητή Ι. Προμπονά, ασφαλώς και θα υπήρχαν ειδικοί υπάλληλοι επιφορτισμένοι με την τήρησι των λογιστικών βιβλίων των Μυκηναϊκών ανακτόρων. Επρόκειτο μάλιστα για ανακτορικούς γραφείς, οι όποιοι εξεπαιδεύοντο σε σχολεία, όπως αποδεικνύει η μεγάλη ομοιότητα του τρόπου συντάξεως των πινακίδων και της γλώσσας, που εχρησιμοποιείται. Πως απεκαλούντο άρα γε αυτοί οι ειδικοί γραμματείς των ανακτόρων; Αναζητώντας και μην ευρίσκοντας τον παραδοσιακό όρο γραφεύς η το ρήμα γράφω65 στις πινακίδες της Γραμμικής Β΄, ο Chadwick εστράφη στους Κυπρίους της κλασικής περιόδου, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν το ρήμα αλίνω συνώνυμο του ζωγραφίζω. Αν οι συντηρητικοί Κύπριοι λοιπόν είχαν διατηρήσει αυτό το ρήμα, τότε θα έπρεπε να ψάξουμε για μια παρόμοια ρίζα και στην Μυκηναϊκή διάλεκτο. Και πράγματι, σε μία περίπτωσι ευρίσκουμε κάποιους ανθρώπους με παρόμοιο επάγγελμα να χαρακτηρίζωνται ως αλοιφοί η αλείπται, δηλαδή «ζωγράφοι» και οχι «γραφείς». Μία συνήθεια, η οποία θα έπεβίωνε στην Ελληνική γλώσσα μέχρι και τους Μεταβυζαντινούς χρόνους στα έργα των Επτανησίων και Κρητών ζωγράφων: Δομήνικος έποίησεν η έγραψεν. Άλλωστε ο Όμηρος χρησιμοποιεί το ρήμα γράφω με την έννοια του χαράσσω και του κόβω.66 Εάν δεχθούμε λοιπόν ότι υπήρχε κάποιο άλλο είδος γραφίδας, άρα ήταν διαφορετικός και ο όρος με τον όποιο έδηλούτο η ενέργεια. Επί πλέον στα μυκηναϊκά κείμενα διασώζεται ακόμη μία έννοια, που ίσως ανταποκρίνεται σε αυτόν τον κλάδο: di-pte-ra-po-ro, διφθεραφόρος. Απεκαλούντο αρά γε έτσι αυτοί, οι όποιοι μετέφεραν τα δέρματα ή και αυτοί οι οποίοι έγραφαν επάνω σε αυτά τα προϊστορικά τεφτέρια (αρχ. διφθέρες);67 Ίσως και να μην μάθουμε ποτέ. Γενικά φαίνεται ότι οι Μυκηναίοι δεν εθεωρούσαν και τόσο σπουδαίο το επάγγελμα του γραφέως, όπως οι Αιγύπτιοι, που το είχαν θεοποιήσει. Οι γραφείς στην Αρχαία Αιγυπτιακή κοινωνία ήταν μια εξέχουσα τάξις επαγγελματιών. Αυτήν την εξέχουσα ταξί συμβολίζουν και τα γνωστά αγάλματα των γραφέων, που παριστάνονται σε όκλάζουσα στάσι με έναν ανοιγμένο πάπυρο πάνω στα σκέλη τους. Η γραφή ήταν ένα επάγγελμα για λίγους. Δεν επιτρεπόταν στον λαό να μιανη τα θεία λόγια. Μήπως αυτή η μη έντονη προβολή του επαγγέλματος του γραφέως στην Μινωική και Μυκηναϊκή Ελλάδα, υποδεικνύει ακριβώς και το μικρό ποσοστό των αναλφάβητων, που υπήρχαν; Ίσως έτσι να έξηγήται ακόμη και η πρόοδος στον τομέα της γλώσσας, μιας γλώσσας, που διαρκώς εξελίσσεται ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε εποχής. Φθάνουμε έτσι στον 14ο π.Χ. αϊ. να έχουμε διαμορφώσει οχι μόνο γραμματική (κλίσεις, γένη, αριθμοί), αλλά και συντακτικό. Στην Κύπρο ομως φαίνεται ότι η εξέλιξις ήταν βραδύτερη, ϊσως επειδή χρησιμοποιούσαν κυρίως πηλό. Με μιαν οχι και τόσο αιχμηρή γραφίδα, το χάραγμα γίνεται γρηγορώτερο και τα σημεία μικρότερα, μια σπουδαία οικονομία, οταν σκεφθή κανείς πόσο ογκώδης είναι ο πηλός. Γι’ αυτό παρατηρείται ανάλογη τρο-ποποίησις στην εξέλιξι της σφηνοειδούς γραφής και στην Βαβυλώνα. Οι αρχικοί χαρακτήρες, που είναι ευδιάκριτα ιδεογράμματα, αργότερα γίνονται τυποποιημένα σχήματα αποτελούμενα από τρία μόνο σφηνοειδή αποτυπώματα. Με την θεωρία της αλλαγής της γραφικής ύλης φαίνεται να σύμφωνη και το γεγονός ότι στην Κύπρο έψηναν τις πήλινες πινακίδες και δεν τις ξέραιναν στον ήλιο μόνο, όπως γινόταν στις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδος. Οι Μυκηναίοι στην Ελλάδα, αφού έδιδαν σχήμα στον πηλό, τον εχάρασαν και τον άφηναν να ξεραθή. Μέσα σε λίγες ώρες, ιδιαιτέρως το καλοκαίρι, οι πινακίδες ήσαν αρκετά σκληρές, ώστε να μπορούν να αποθηκευθούν, χωρίς να ύπάρχη η δυνατότητα να προστεθή άλλο κείμενο. Η πυρκαϊά, που ξέσπασε στα ανάκτορα τον 15ο (;) π.Χ. αι., εβοήθησε στο ψήσιμο και αρά στην διατήρησί τους. Κάποιες από τις πινακίδες ομως έγιναν με την πάροδο του χρόνου πολύ σαθρές. Κάποτε λοιπόν και ο ίδιος ο Evans, έδοκίμασε μία δυσάρεστη έκπληξι. Ένα βράδυ άφησε μια σειρά πινακίδων, που μόλις είχε φέρει στο φως σε μία αποθήκη. Όλη την νύκτα έπεφτε ασταμάτητη βροχή. Στην οροφή της αποθήκης υπήρχαν κάποια ανοίγματα, με αποτέλεσμα να πέραση μέσα η βροχή και οι πινακίδες να γίνουν λάσπη. Όμοιοτρόπως έπρατταν προφανώς και οι Μυκηναίοι γραφείς, οι όποιοι ξαναχρησιμοποιούσαν τις πινακίδες λιώνοντας τον πηλό μέσα σε δοχεία με νερό. Βέβαια αυτή η τακτική των άοπτων πινακίδων στην συγκεκριμένη περίπτωσι εξυπηρετούσε και έναν άλλο πιο πρακτικό σκοπό, την οικονομία χώρου στα αχανή λογιστικά αρχεία των Μυκηναϊκών ανακτόρων.
Ωρισμένοι ερευνητές, παρ’ όλα αυτά, κρίνουν τα δεδομένα επιφανειακά και ακόπως καταλήγουν στο συμπέρασμα περί ανατολικής προελεύσεως της Ελληνικής γραφής. Τα πράγματα ομως είναι πολύ πιο πολύπλοκα. Σε όλες τις πόλεις που εύρίσκοντο στα παράλια της Φοινίκης ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένος ο θρύλος του βασιλέως Κερέτ ή Κρετ, ο οποίος εθεωρείτο και ο μυθικός ιδρυτής της Φοινίκης. Το 1936, ο Claude F. A. Schaeffer εδημοσίευσε στα πρακτικά των ανασκαφών του από την αποστολή στην Ras-Shamra, τρεις πινακίδες γραμμένες σε σφηνοειδή γραφή, οι οποίες αναφέρονται σε αυτόν τον θρύλο του βασιλέως Κερέτ.68 Στο πρώτο μέρος της πινακίδας Α΄, στους στίχους 39-41 αναφέρεται: Πατήρ του Κερέτ είναι ο θεός Ελ. Ο Ελ είναι γνωστός και ως πατήρ της ανθρωπότητας. Ωστόσο παρά τις διαβεβαιώσεις του πατρός του, ο Κερέτ ανησυχεί τόσο για την έκβασι του πολεμικού αγώνος, τον όποιο ετοιμάζει όσο και για το μέλλον της φυλής του. Γι’ αυτό στο δεύτερο μέρος της πινακίδος, ο Κερέτ παρουσιάζεται να ανεβαίνη επάνω στην κορυφή ενός ανακτόρου για να προσφέρη θυσία στον θεό Sor-ΕΙ, στον θεό ταύρο και στον Βάαλ. Ζητεί την νίκη των κατοίκων της Σιδώνος κατά των εχθρών τους.
Η ιστορία του Κερέτ και τα λατρευτικά έθιμα, που εφαρμόζει στην περιοχή της Σιδώνος, μας θυμίζουν ασφαλώς τις τελετουργίες των Μινωικών ανακτόρων, αλλά και των Σουμερίων επάνω στα Ζιγκουράτ, τις βαθμιδωτές πυραμίδες της Ουρ. Ο Claude F. A. Schaeffer προσεπάθησε να λύση τον γρίφο του θρύλου ετυμολογώντας το ίδιο το όνομα του Κερέτ. Αναφέρει λοιπόν: «Προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε το όνομα του Κερέτ στα Εβραϊκά από την λέξι Krt, δεν βγαίνει κανένα νόημα, ακόμη και αν την διαβάσουμε ως Kφret, εφ’ όσον σημαίνει κόπτω, σκοτώνω τον εχθρό. Το αντίθετο συμβαίνει, εάν το μεταφράσουμε βάσει των Ελληνικών και το συνδέσουμε με την Μινωική θρησκεία (Κέρατος, δηλαδή Μίνως < μηνίσκος, πρβλ. μηνοειδή δίσκο Σελήνης U η κέρατα U)». Αναζητώντας κάποια λύσι στον προβληματισμό του, ο Claude F. A. Schaeffer εστράφη στην Παλαιά Διαθήκη, οπου περιέργως το όνομα δεν απαντάται. Το συνέδεσε λοιπόν με δύο άλλα Εθνικά επίθετα, τα όποια εμφανίζονται στην Άγια Γραφή, το Kerιty και Kerιtym, που μας παραπέμπουν σε δύο τόπους του Negeb, το Nιgeb-hak-Kerιty και το Nιgeb-Kaleb. Oι σχολιαστές της Αγίας Γραφής έχουν μεταφράσει την περιοχή του Nιgeb-hak-Kerιty ως το Κρητικό Nιgeb. Oι αρχαιολογικές ανασκαφές στην περιοχή έχουν πράγματι αποδείξει ότι υπήρχε κάποτε εκεί Μινωική αποικία, η ανάμνησις της οποίας διεσώθη σε αυτό το τοπωνύμιο ως τους ιστορικούς χρόνους. Σε αυτήν την περιοχή έγκατεστάθησαν αργότερα και οι Φοίνικες. Πράγματι, o Rene Dussand, μελετώντας τα Χιττιτικά αρχεία της Ουγκαρίτ, βρήκε στα κείμενα της Ras-Shamra (RHR, 1933, II, Ρ, 33) μία πληροφορία, που επιβεβαιώνει τα λεγόμενα του Ηροδότου ότι οι Φοίνικες ζούσαν αρχικά στα παράλια της Ερυθράς θαλάσσης. Τα αρχαιολογικά ευρήματα αποκαλύπτουν ότι οι Φοίνικες είχαν αρχικά έγκατασταθή στην περιοχή του Negeb και γύρω από τον κόλπο του Έλάθ η Έλάδ, την περιοχή την οποία οι Εβραίοι αποκαλούν μέχρι σήμερα Έλιάδ.69 Ακόμη, όμως, και ο ίδιος o Claude F. A. Schaeffer μοιάζει να αμφιβάλη για το συμπέρασμα εις το όποιο καταλήγει γράφοντας τελικά ότι ο Κερέτ δεν έλκει το όνομα του από την Μινωική Κρήτη, αλλά είναι ένας Σιδώνιος ήρωας. Από την περιοχή της Σιδώνος, την μητρόπολι των Φοινίκων, προήλθε και το ίδιο το όνομα των Φοινίκων, σύμφωνα με μία εκδοχή, που προτείνει ο Stanislav Segert. Η δε γλώσσα τους φαίνεται να προέρχεται από την περιοχή του Dor (Δωρ;) και του Akko, στην Βόρειο Παλαιστίνη, μέσω της Τύρου και της Σιδώνος!70 Και ομως τόσο η επίλυσις της γενέσεως της Γραμμικής Β΄, όσο και του ιδίου του αλφαβήτου τελικά κρύβεται στην περιοχή του Nιgeb-hak-Kerιty. Η απάντησις στο ερώτημα για ποιο λόγο εγεννήθη εκεί είναι απλή. Οι επικοινωνιακές ανάγκες που δημιουργεί το ίδιο το εμπόριο πρέπει να ωδήγησαν τελικά τους ανθρώπους στην ανακάλυψι της γραφής. Οι Μινωίτες, ένας λαός καθαρά εμπορικός, δεν θα μπορούσαν να πράξουν διαφορετικά. Οι επαφές τους με την Κύπρο, όπως απέδειξε σε πρόσφατο συνέδριο η κ. Marta Guzowska, είχαν ήδη ξεκινήσει από τους Μινωικούς χρόνους.71 Μπορούμε να πουμε ίσως ότι η ίδια η Κύπρος ήταν το μέρος, < οπου ζυμώθηκε και τελειοποιήθηκε η Ελληνική πρωτογραφή. Ευρισκομένη λοιπόν κοντά στα παράλια της Φοινίκης η Κύπρος έπαιζε ένα ρόλο μάλλον διεθνιστικό, για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο του συρμού. Για τους ιδίους προφανώς λόγους γεννιέται στην Κύπρο και το Ελληνικό αλφάβητο, το όποιο έχει περάσει στην βιβλιογραφία ως φοινικικό. Και αυτό, διότι οι γλωσσολόγοι επαναπαυόμενοι στα πορίσματα των ιστορικών περί Σκοτεινών Αιώνων, εθεώρησαν ότι οι Έλληνες είχαν ξεχάσει ακόμη και να γράφουν. Αναφέρει σχετικά σ J. Ν. Coldstream: «Η πιο δυσάρεστη πλευρά των Ελληνικών Σκοτεινών Αιώνων ήταν ασφαλώς η απώλεια της γραφής. Μετά την καταστροφή των Μυκηναϊκών ανακτόρων λησμονήθηκε στην Ελλάδα η συλλαβική Γραμμική Β΄ γραφή, η οποία εξυπηρετούσε τις ανάγκες της μυκηναϊκής ανακτορικής διοικήσεως. Δεν γνωρίζουμε λοιπόν καμμία Ελληνική επιγραφή έως την εποχή των πρώτων αλφαβητικών χαραγμάτων σε γεωμετρικά αγγεία, δηλαδή έως το 750 π.Χ.». Σε άλλο σημείο σημειώνει ειρωνικά: «Σχετικά με το θέμα του φωτισμού μπορούμε να πουμε ότι οι Σκοτεινοί Αιώνες διήρκεσαν ως τις αρχές του 7ου αι., διότι τότε εμφανίζονται τα πρώτα λυχνάρια μετά την Μυκηναϊκή Εποχή... Είναι πιθανόν ότι ως την εποχή, που διεδόθη η γραφή, δεν υπήρξε έντονη ανάγκη για τεχνητό φωτισμό, αφού η εστία έδινε αρκετό φως για το συμπόσιο, την απαγγελία, το γνέσιμο και την υφαντική».72
Στην Ελλάδα των Γεωμετρικών χρόνων λοιπόν, η γραφή δεν ξεχάσθηκε σε καμμία περί-πτωσι. Πρέπει με κάποιον τρόπο να έπεβίωσε και να επέστρεψε ακόμη μία φορά επεξεργασμένη μέσω της Κύπρου. Το 1979 ευρέθη στην θέσι Σκάλες της Παλαιπάφου στον τάφο 49 της Γεωμετρικής-Άρχαϊκής εποχής, ένας οβελός, δηλαδή ένα σουβλί με την επιγραφή Οφέλτου στην Κυπροσυλλαβικη γραφή. Ειδικοί μελετητές εχρονολόγησαν την επιγραφή, η οποία έθεωρήθη τότε ως η πρωϊμώτερη μαρτυρία της υπάρξεως της Ελληνικής γλώσσας στην Κύπρο, στα 1050 π.Χ.! Επάνω στον σιδερένιο οβελό έχει χαραχθή σε κυπριακό συλλαβάριο το Ελληνικό όνομα Οφέλτης, στην γενική πτώσι της Αρκαδικής διαλέκτου. Σύμφωνα με την μυθολογική παράδοσι, ο οικιστής της Πάφου ήταν ο Αγαπήνωρ από την Αρκαδία, ο όποιος επιστρέφοντας από τον Τρωικό πόλεμο, εναυάγησε στις ακτές της Κύπρου. Εκεί ίδρυσε την πόλι Πάφο και έκτισε ναό στην Αφροδίτη.73 Η άνακάλυψις λοιπόν της επιγραφής αποδεικνύει κατά κάποιον τρόπον τον μύθο, ανάγοντας τον σε πραγματική ιστορία. Είναι ωστόσο αρκετοί αυτοί, που δεν παραδέχονται την χρονολόγησι του οβελού στον 11ο π.Χ. αϊ. και επιμένουν να χρονολογούν την επιγραφή στους Γεωμετρικούς χρόνους.74
Κεφ. 3
Ο μύθος περί φοινικικού αλφαβήτου
Πράγματι, για τρεις τουλάχιστον αιώνες (Σκοτεινοί χρόνοι), από την Ύπομυκηναϊκή έως και την πρώιμη γεωμετρική εποχή (1100-850 π.Χ.), δεν έχουμε γραπτά κείμενα. Θεωρείται λοιπόν ότι γύρω στον 10ο π.Χ. αι. οι Έλληνες παίρνουν από τους Φοίνικες την συμφωνογραφική γραφή. Οι περισσότεροι λοιπόν ερευνητές θεωρούν ότι ως πρώτη ύλη του ελληνικού αλφαβήτου εχρησίμευσε το βορειοσημιτικό συμφωνογραφικό αλφάβητο. Όπως διαπιστώνει ομως ο καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης, «το θέμα επί του οποίου υπάρχει πλήθος αλληλοσυγκρουόμενων θεωριών είναι η προέλευσις και η δημιουργία του ίδιου του φοινικικού συμφωνογραφικοϋ συστήματος, το όποιο ανάγεται στο πρωτοχαναανικό αλφάβητο του 1700 π.Χ. Άλλοι το ανάγουν στην αιγυπτιακή και σιναϊτική γραφή, άλλοι στην σουμεριακή, την βαβυλωνιακή η την ασσυριακή γραφή, άλλοι το συνδέουν με το κυπριακό συλλαβάριο, άλλοι με την χεττιτική ιερογλυφική, την ιδεογραφική θεωρία η με την ουγκαριτική σφηνοειδή γραφή, ο Evans το συνδέει με τις μινωικές γραφές (Ιερογλυφικά και Γραμμική Α΄), άλλοι με την «ψευδοίερογλυφική» της Βίβλου, άλλοι με την θεωρία των προϊστορικών γεωμετρικών σημείων και άλλοι με άλλες αρχαιότερες γραφές».75 Εμείς θα προσθέσουμε ακόμη έναν προβληματισμό σχετικά και με την ίδια την ύπαρξι των Φοινίκων, οι όποιοι, σύμφωνα με την εύστοχη παρατήρησι του καθηγητού Χρ. Ντούμα «είναι απλώς ένας μύθος η φαντάσματα».76 Εάν ομως θελήσουμε να ερευνήσουμε τις ρίζες της «φοινικικής» θεωρίας, τότε θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω περίπου 2.000 έτη, στον 1ο αι. μ.Χ. Τότε έζησε ο Ιώσηπος, ο Ιουδαίος επαναστάτης στρατηγός, ο οποίος παρεδόθη στους Ρωμαίους και εισήλθε στο στενό περιβάλλον της αυτοκρατορικής αυλής. Ο Ιώσηπος, για να εξιλεωθή ίσως απέναντι στους συμπατριώτες του για την προσχώρησί του στους Ρωμαίους, συνέγραψε το έργο «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία» - μία παραποιημένη απόδοσι της Παλαιάς Διαθήκης ουσιαστικά - με το όποιο όμως κατηγορούσε και ύπε-βίβαζε τον ελληνικό πολιτισμό. Σε άπάντησι ο Έλλην εξ Αλεξανδρείας ιστορικός Απίων συνέγραψε μία πραγματεία με την οποία απέκρουε τις συκοφαντίες του Ιωσήπου. Δυστυχώς η πραγματεία του Απίωνος, σε αντίθεσι με το πλήρες έργο του Ιωσήπου, δεν διεσώθή. Ο δε Ιώσηπος εφρόντισε μάλιστα να συγγράψη μία νέα πραγματεία με τίτλο «Κατά Απίωνος». Από το έργο αυτό προέρχεται το παρακάτω απόσπασμα:
«Οι Έλληνες είναι από τους λαούς, που έμαθαν πολύ αργά και μετά δυσκολίας να γράφουν. Ακόμη κι εκείνοι, που ισχυρίζονται ότι χρησιμοποιούσαν την γραφή από παλιά, υπερηφανεύονται ότι την έμαθαν από τους Φοίνικες και τον Κάδμο. Αλλά ούτε από εκείνη την εποχή έχει κανείς να παρουσίαση επιγραφές, που να έχουν σωθή σε ναούς ή άλλα δημόσια μνημεία, ώστε να αμφισβητήται ακόμη και το κατά πόσο εκείνοι, που πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο, χρησιμοποιούσαν, μολονότι πολύ αργότερα, τα γράμματα, ενώ η αληθινή και επικρατούσα άποψι είναι ότι μάλλον αγνοούσαν την σύγχρονη χρήσι των γραμμάτων. Όλοι οι Έλληνες ανεξαιρέτως θεωρούν οτι δεν υπάρχει αρχαιότερο συγγραφικό έργο από τα ποιήματα του Όμηρου. Αυτός όμως φαίνεται πως έζησε πολύ αργότερα από την εποχή των Τρωικών, ενώ ταυτόχρονα λέγεται γι’ αυτόν ότι δεν άφησε την ποίησί του γραπτώς, αλλά αυτή διεσώθη στα άσματα και κατεγράφη αργότερα. Αυτός είναι και ο λόγος, που υπάρχουν τόσες αντιφάσεις στο έργο του». Να λοιπόν που ευρίσκονται οι ρίζες της περί φοινικικών γραμμάτων θεωρίας, αλλά ακόμα και οι απαρχές του ομηρικού ζητήματος. Ευτυχώς στις ήμερες μας, και παρά τις λυσσαλέες αντιδράσεις, επιχειρείται μία προσπάθεια ανατροπής αυτής της θεωρίας, της εχούσης ήδη ηλικίας 2.000 ετών, με βάσι τα νεώτερα αρχαιολογικά τεκμήρια.
Η νεωτέρα έρευνα έχει αρχίσει πράγματι ολο και περισσότερο να αμφισβητή την προέλευσι του αλφαβήτου από τους Φοίνικες. Ο Andre Lemaire, διευθυντής του τομέα αρχαίας ιστορίας και φιλολογίας στο Παρίσι, αναζητεί τις ρίζες του αλφαβήτου στην Αίγυπτο. Στηριζόμενος από την μία στο απόσπασμα από την Ιστορία των Φοινίκων του Φίλωνος από την Βίβλο, που διασώζει ο Ευσέβιος της Καισαρείας, όπου αναφέρεται ότι αυτός, ο οποίος ανεκάλυψε τα γράμματα ήταν ο Θευθ, και από την άλλη στον Τάκιτο, θεωρεί ότι δεν άνεκάλυψαν πρώτοι το αλφάβητο οι Φοίνικες.77 Αυτοί απλώς διαμεσολάβησαν στην μεταφορά του αλφαβήτου από την Αίγυπτο μέσω των Υκξώς και την διέδωσαν έπειτα χάρις στην θαλασσοκρατορία τους σε ολόκληρη την Μεσόγειο... Το να αποδώσουμε όμως την αλφαβητική γραφή στους Ύκξώς είναι, όπως παραδέχεται και σ ϊδιος, σαν να εξηγούμε το obscurum per obscurium (το σκοτεινό με σκοτεινό, δηλ. τον γρίφο με γρίφο). «Όπως ολα τα γενεσιουργά προβλήματα, η ανακάλυψις του αλφαβήτου μας διαφεύγει, ενώ και η ίδια η γνώσις μας για τους Υκξώς παραμένει περιωρισμένη και προβληματική.78 Τόσο στην Αίγυπτο, όσο και στην Παλαιστίνη ωστόσο, τα αρχαιολογικά και τα επιγραφικά δεδομένα, όχι μόνον δεν μας επιτρέπουν μια λεπτομερή ιστορική προσέγγισι, αλλά και μας δημιουργούν ακόμη πιο σοβαρά χρονολογικά προβλήματα. Ας δούμε λοιπόν αυτά τα ευρήματα, που μας επιτρέπουν να ομιλούμε για αλφαβητική γραφή στα εδάφη της Παλαιστίνης και του σημερινού Ισραήλ. Το πρώτο είναι η επιγραφή επάνω σε ένα εγχειρίδιο μάλλον αίγαιακής τεχνοτροπίας από το Lakish, το οποίο χρονολογείται βάσει των αρχαιολογικών συνευρημάτων περί το έτος 1.600 π.Χ. Ακολουθεί το ενεπίγραφο όστρακο μιας φιάλης από το Gιzer, μαζί με σημάδια κεραμέων, που κατατάσσεται γενικώς στην ίδια περίοδο βάσει παλαιογρα φίκων στοιχείων. Αβέβαιη ωστόσο παραμένει η χρονολόγησις της ασβεστολιθικής πλάκας από το Sichern (Σίκιμα) καθώς και του ενεπίγραφου οστράκου από το Tell-Nagida, νοτιοδυτικούς του Lakish. Οι ανασκαφές στα θρυλικά ορυχεία του Σινά έδωσαν επίσης 45 πρωτοσιναϊτικές επιγραφές, οι οποίες έχρονολογήθησαν ανάμεσα στα 1850-1500 π.Χ. βάσει των αντιστοίχων Αιγυπτιακών επιγραφών, οι όποιες ήσαν ανάμεσα στα συνευρήματα. Τα αρχεία, που ευρέθησαν στο Σινά, δείχνουν ότι είχαν κάποια διοικητική σημασία στις εξερευνητικές αποστολές στα ορυχεία, διότι δεν πρόκειται για άπλα γραφήματα, αλλά για πραγματικά μνημεία λόγου. Ο Andre Lemaire βάσει όλων αυτών των προβληματισμών θεωρεί τελικά ότι η αλφαβητική γραφή εγεννήθη τον 11ο π.Χ. αι., έπειτα από την πολιτική παρακμή των Αιγυπτίων. Η γραφή των Υκξώς, τους οποίους ο συγγραφεύς προφανώς θεωρεί σημιτικής καταγωγής, υιοθετείται τότε ως «εθνική» γραφή από τους βασιλείς των Εβραίων, των Φοινίκων, και των Άραμαίων.79 Όμως τον 11ο αι., ούτε καν η Βίβλος ετόλμα να αναφερθή σε Εβραϊκό βασίλειο. Με αυτήν την θεωρία μοιάζει να συνδέεται και η περίφημη αλφαβητική πινακίδα του Wόrzburg, η οποία θεωρείται πρωϊμώτερή του 8ου π.Χ. αι. Για την προέλευσι της πινακίδας υπάρχουν μόνο γενικές πληροφορίες, οτι η πινακίδα προέρχεται μαζί με τρία (3) ακόμα πλήρως ταυτόσημα κομμάτια από το αιγυπτιακό Φαγιούμ. Ωρισμένοι ερευνητές θεωρούν οτι με αυτήν την χάλκινη πινακίδα τεκμηριώνεται το πρώτο βήμα για το δάνειο του φοινικικού σχεδίου από το ελληνικό αλφάβητο. Πρέπει να τονίσουμε ωστόσο οτι η γνησιότητα αυτών των πινακίδων αμφισβητείται.80 Μελετώντας τον συγκριτικό πίνακα με τα ιερογλυφικά σύμβολα βλέπουμε από την άλλη τις ομοιότητες του φερομένου ως αλφαβήτου των Υκξώς με το Κρητικό και το Αιγυπτιακό και τελικά με το Φιλισταιϊκό. Μήπως λοιπόν τελικά οι Υκξώς δεν ήσαν παρά οι πρώτοι Λαοί της Θαλάσσης, οι οποίοι κατέκτησαν την Αίγυπτο; Γνωρίζουμε οτι ορμητήριο των Υκξώς ήταν η Χαναάν, η σημερινή Συρία, στην οποία όμως είχαν εγκατασταθή οι Μινωίτες ήδη από την 2α π.Χ. χιλιετία. Ενδεχομένως λοιπόν οι Μινωίτες αυτοί να συνέπραξαν και με άλλα εντόπια φύλα, και να συμμετείχαν στην έπιχείρησι κατά της Αιγύπτου. Άρα δυνάμεθα να εικάσουμε οτι υπήρξαν μινωικές επιρροές στην εξέλιξι της γραφής στην περιοχή. Σύμφωνα με τον καθηγητή D. Diringer, το σημιτικό σύστημα γραφής έπενοήθή μεν και εκαλλιεργήθηκε στην Παλαιστίνη και την Συρία, αλλά εδέχθη και επιδράσεις παλαιοτέρων συστημάτων του αιγυπτιακού, του σφηνοειδούς, του κρητικού και ίσως των προϊστορικών γεωμετρικών σημείων. Είναι απίθανο να μην προηγήθησαν των επινοητών της σημιτικής γραφής άλλοι, όπως είναι εξαιρετικά απίθανο ότι ένα αλφάβητο, που επενοήθη στην Παλαιστίνη ή στην Συρία την 2η π.Χ. χιλιετία έμεινε ανεπηρέαστο από τις γραφές της Αιγύπτου, της Βαβυλωνίας ή της Κρήτης. Και η σύλλήψις της συμφωνογραφικής γραφής και η αρχή της άκροφωνίας (αν ίσχυε στο πρωτοσημιτικό αλφάβητο) μπορεί να είναι δάνεια από την Αίγυπτο. Ίχνη της επιδράσεως της βαβυλωνιακής γραφής μπορούν να διαπιστωθούν στις ονομασίες ωρισμένων γραμμάτων. Η επίδρασις της κρητικής γραφής και μερικών προϊστορικών γεωμετρικών σημείων μπορεί να είναι καθαρώς εξωτερική, να επέδρασαν δηλαδή μόνο στην μορφή ορισμένων γραμμάτων.81
Θεωρούμε οτι όταν κάποτε αποκρυπτογραφηθή πλήρως η Κρητική και Φιλισταιϊκή Ιερογλυφική γραφή, θα διαπιστωθή ότι η έπίδρασις δεν είναι μόνον εξωτερική. Ως τότε έχουμε ακόμη αρκετό δρόμο. Δυστυχώς ο επιστημονικός νους εγκλωβισμένος στα τετριμμένα και γενικώς αποδεκτά συμπεράσματα παγιδεύεται συχνά στο παιγνίδι του φοινικίζειν, επηρεασμένος και από το περίφημο χωρίο του Ηροδότου (Ε, 57-58) περί Φοινικηίων η Καδμηίων Γραμμάτων, που τελικά όσον αφορά στον πρώτο επιθετικό προσδιορισμό (φοινικήια), ίσως και να δηλώνη απλώς τον τρόπο γραφής με πορφυρή μελανή. Πολλοί μάλιστα σπεύδουν να χαρακτηρίσουν ακόμη και τον Κάδμο ως φοινικικό ήρωα,82 αγνοώντας την βοιωτική παράδοσι, που τον θεωρούσε γιο του αυτόχθονος Θηβαίου ήρωος Ωγύγου, ο οποίος προϋπήρξε χρονολογικώς του κατακλυσμού του Δευκαλίωνος, βάσει των αρχαίων αντιλήψεων.83 Αλλά ακόμη και στην εκδοχή, που θεωρείται υιός του Αγήνορος και της Τηλέφασσας η Αργιόπης, ο Φοίνιξ, ο επώνυμος ήρωας της Φοινίκης, ο Κίλιξ και η Ευρώπη, είναι αδέλφια του Κάδμου. Οι δε διδάσκαλοι του αλφαβήτου, οι Γεφυραΐοι, όπως τους αποκαλεί ο Ηρόδοτος, έρχονται μαζί με τον Κάδμο από την Φοινίκη. Όπως διαπιστώνει χαρακτηριστικά ο Ι. Σταματάκος, «ούτος (ο Κάδμος) κατά την παράδοσιν, μετέφερεν εκ Φοινίκης εις την Ελλάδα το πάλαιαν έλλήνικόν άλφάβήτον εκ 16 γραμμάτων, α δια τούτο και φοινικήια γράμματα εκαλούντο και α βραδύτερον ηυξήθησαν εις 24 δια της προσθήκης των οκτώ Ιωνικών γραμμάτων (Η, Ω, Θ, Φ, Χ, Ζ, Ξ, Ψ).84 Η ίδια η προσαρμογή της γλώσσης δηλαδή μοιάζει να είναι αποτέλεσμα της ανάγκης, που γεννάει η επικοινωνία μέσω των εμπορικών επαφών. Και στην περίπτωσι που παραδίδει o Andre Lemaire, εάν εξετάσουμε με καθαρόν νου τα δεδομένα, διαπιστώνουμε οτι είναι πολύ πιο πιθανόν τα αρχεία του Σινά να είναι τελικά αποτέλεσμα της συνεργασίας των Αιγυπτίων και των Υκξώς με τους Κεφτι (Κρήτες η Φιλισταίους), που είχαν κοινά συμφέροντα στην περιοχή. Η δε δημιουργία του αλφαβήτου είναι και αυτή δημιούργημα πολυετών προσπαθειών. Είναι αδύνατον το πρωτεϊκό και απλό συνάμα αλφαβητικό σύστημα της γλώσσης να διεμορφώθη μέσα σε μερικές δεκαετίες. Η ίδια η ομηρική γλώσσα με τις λέξεις των Μυκηναϊκών κειμένων, που διατηρούνται ζωντανές στον λόγο του έπους, αποδεικνύει – θεωρούμε - οχι μόνον το οτι η γλώσσα δεν ξεχάσθηκε, αλλά και την Ελληνικότητα της Κυπρομινωϊκής, που επιβιώνει μαζί με τους ομηρισμούς στην σύγχρονη, αλλά πάντοτε αρχαία, Κυπριακή γλώσσα. Η σύγχρονη έρευνα άλλωστε παρουσιάζει την τάσι να αναζητή στην Κύπρο τον σταθμό μεταβάσεως της Φοινικικής γλώσσης στην Ελλάδα. Η Maria Giulia Amadasi Guzzo, αναφέρει ανάμεσα σε άλλους τόπους και την Κύπρο και αυτό, διότι υπήρχε στο νησί και κυρίως στο Κίτιο έντονη Φοινικική παρουσία.85 Δυστυχώς δεν φαίνεται να γνωρίζει την ύπαρξι του οβελού από τις Σκάλες της Παλαιπάφου, μολονότι η ίδια σε άλλο σημείο της μελέτης της αναφέρει οτι ένα Κρητικό ιδίωμα προερχόμενο από την Κρητική συλλαβική γραφή εχρησιμοποιείτο στο νησί της Αφροδίτης και την 1η χιλιετία π.Χ. Και αυτό διότι, όπως η ίδια παραδέχεται παρακάτω, κατά την διάρκεια της εποχής του χαλκού, οι Φοίνικες εχρησιμοποιούσαν ένα άλφαβητο διαφορετικό από αυτό της 1ης χιλιετίας, όπως το γνωρίζουμε. Υποστηρίζει μάλιστα ότι επρόκειτο για έναν τοπικό κώδικα επικοινωνίας στην περιοχή, εφ’ οσον εκείνη την περίοδο η διεθνής γλώσσα επικοινωνίας στην Εγγύς Ανατολή ήταν η Άκκαδική (;). Για την ιστορία να υπενθυμίσουμε οτι στην περίοδο αυτήν έχουν ήδη αρχίσει οι επαφές του Μινωικού κόσμου με την περιοχή. Άλλωστε και η παλαιότερη έρευνα θεωρούσε βάσει των αρχαίων πηγών οτι οι ίδιοι οι Φοίνικες είχαν προσαρμοσθή σε άλλα συστήματα γραφής, που προϋπήρχαν του δικού τους. Και ο ίδιος ο Evans μάλιστα είχε διατυπώσει την θεωρία οτι οι Φοίνικες παρέλαβαν από τους Κρήτες αποίκους, που είχαν αποικίσει τα εδάφη της Παλαιστίνης, την γραφή. Την ίδια εποχή, ο Ρενέ Ντύσω διετύπωσε την άποψι οτι οι Φοίνικες είχαν παραλάβει από πολύ νωρίς το αλφάβητο από τους Έλληνες, οι όποιοι το είχαν διαμορφώσει από την Κρητομυκηναϊκή γραφή.86 Οι διατυπώσεις τους αμφισβητούντα ως γλωσσολογικές θεωρήσεις. Τα τελευταία χρο νια όμως και χάρις στις έρευνες των καθηγητών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Αθ. Παπαδοπούλου και Λ. Κοντορλή-Παπαδοπούλου στην περιοχή της Παλαιστίνης και της Ιορδανίας, οι γλωσσολογικές θεωρίες φαίνεται να επιβεβαιώνωνται από τα κρητομυκηναϊκα αρχαιολογικά ευρήματα.87
Ας εξετάσουμε ομως λεπτομερώς τα επιχειρήματα περί φοινικικής προελεύσεως του αλφαβήτου. Η παλαιότερη αλφαβητική γραφή θεωρείται αυτή, που ευρέθη χαραγμένη επάνω στην σαρκοφάγο του βασιλέως Άχιράμ, ο οποίος έζησε ανάμεσα στα 975-950 π.Χ. Σύμφωνα με τον J.-N.Coldstream, στο τέλος του 8ου π.Χ. αι., οι Φοίνικες είχαν ήδη δημιουργήσει μόνιμες εγκαταστάσεις στην Σαρδηνία.88 Στην γειτονική νήσο Νόρα, ανεκαλύφθη μια φοινικική επιγραφή σε λίθο, με τον χαρακτηριστικό τύπο των φοινικικών (;) γραμμάτων του 9ου π.Χ. αιώνος. Επειδή ομως η επιγραφή έθεωρήθη επαρχιακή, έχα-ρακτηρίσθη και ο τύπος των γραμμάτων μεταγενέστερος και ξεπερασμένος. Στην επιγραφή της Νόρα, αναφέρεται το τοπωνύμιο Tarshish, ένα μακρινό λιμάνι, από όπου ο βασιλεύς Άχιράμ επρομηθεύθη, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη (Α΄ Βασιλειών, Χ, 22) κάποτε χρυσό, ασήμι, ελεφαντοστό, πιθήκους και παγώνια. Η Tarshish έταυτίσθη από ωρισμένους μελετητές με την Ταρτησσό, που αναφέρει σ Ηρόδοτος, καθώς και με το λιμάνι των Γαδείρων.89 Βάσει αυτών των στοιχείων ο J.-N.Coldstream θεωρεί οτι θα πρέπει κάποτε να αναζητήσουμε έναν πρωιμώτερο του 9ου π.Χ. αι. εμπορικό σταθμό στην περιοχή. Σε αυτήν την ιστορική-αρχαιολογική πλάνη, φαίνεται να μας οδηγή μια σειρά συγκυριών. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης90 περιγράφοντας το ταξείδι του Ηρακλέους στην χώρα του Γηρυόνη, αναφέρει ότι κατευθυνόμενος ο Ηρακλής προς την νήσο Έρύθεια, αφού διέπλευσε πρώτα μεγάλο μέρος των βορειοαφρικανικών ακτών, έφθασε κοντά στα Γάδειρα. Την γνώσι αυτή των Ελλήνων εκαπηλεύθησαν αργότερα οι Φοίνικες, όπως τονίζει ο Στράβων: «τον ίβηρικόν πλούτον, εφ’ ον Ηρακλής εστράτευσε και οι Φοίνικες ύστερον, οιπερ και κατέσχον την πλείστην αρχήν».91 Αργοτερα βάσει των αρχαίων πηγών, oι Tύριοι ίδρυσαν εκεί έναν ναό αφιερωμένο στον Ηρακλή, τον όποιον άπεκάλεσαν Μέλκαρτ. Η μετάλλαξις του ονόματος του θρυλικού Έλληνας ήρωος, οφείλεται στην άγνοια της Ελληνικής γλώσσης από την πλευρά των Φοινίκων. Εάν διαβάσουμε το όνομα του Μέλκαρτ από τα δεξιά προς τα αριστερά, δηλαδή επί τα λαιά, βλέπουμε να σχηματίζεται το όνομα του Ηρακλέους. Σύμφωνα με τον αείμνηστο έπιγραφολόγο Α.-Σ.Άρβανιτόπουλο, η γραφή επί τα λαιά, είναι ο αρχαιότερος τρόπος γραφής. Τον τρόπο αυτόν της γραφής, συνεχίζει ο καθηγητής, είχαν ανέκαθεν και μονίμως οι Έλληνες της Κύπρου στο έπιχώριο συλλαβικό αλφάβητο, καθώς και οι Φοίνικες, που τον εκληροδότησαν στους διαδόχους και στους συγγενικούς προς αυτούς λαούς.92 Γι’ αυτόν ίσως τον λόγο παρατηρείται και αυτή η ομοιότης στην φορά των γραμμάτων στις αρχαιότερες Ελληνικές και Φοινικικές επιγραφές.93 Σύμφωνα με τον Αρβανιτόπουλο, οι Έλληνες εγκατέλειψαν πολύ νωρίς αυτόν τον τρόπο γραφής, διότι παρετήρησαν οτι ήταν δυσχερής και επίπονος τόσο για τα χέρια όσο και για την όρασι. Σε αυτό τους καθωδήγησε ακόμη μία φορά η ατέρμονη παρατήρησις της φύσεως. Βλέποντας τον τρόπο με τον οποίο ο αροτριών βους, μετά τον σχηματισμό της πρώτης αύλακος στο χωράφι, εκτελούσε και τις υπόλοιπες κάνοντας στροφή στο τέρμα καθεμιάς αύλακος, άρχισαν να γράφουν βουστροφηδόν. Καθώς έγραφαν κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Έλληνες, παρετήρησαν οτι η εξ αριστερών προς τα δεξιά γραφή διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό και την ορασι και το χέρι. Γι’ αυτό έμειναν σταθεροί σε αυτόν τον τρόπο γραφής από τα 550 π.Χ. Αυτόν τον τρόπο έδιδάχθησαν από τους Έλληνες και εξακολουθούν να χρησιμοποιούν μέχρι σήμερα, σύμφωνα με τον καθηγητή Αρβανιτόπουλο, όλοι οι πολιτισμένοι λαοί. Αυτήν την νέα, αλλά τόσο παλαιά μέθοδο με την οποία γράφουμε εμείς μέχρι σήμερα, οι αρχαίοι Έλληνες την ωνόμαζαν «ες ευθύ».94
Ένα από τα πλέον ισχυρά επιχειρήματα των Φοινικιστών περί προϋπάρξεως της φοινικικής γραφής είναι η χρονολογησις των παλαιοτέρων επιγραφών των Γεωμετρικών χρόνων, οι οποίες έχουν ευρεθή επί των Ελληνικών εδαφών. Σύμφωνα με τον J.-N. Coldstream, πρέπει να φαντασθούμε οτι σε κάποιο μέρος κάποιος αγράμματος, μέχρι τότε, Έλληνας απεστήθισε τα ονόματα των φοινικικών γραμμάτων, επαναλαμβάνοντας τα με την σειρά, που τα άκουσε και έμαθε να συνδέη το κάθε όνομα με ένα από τα σύμβολα, που έζωγράφισε ο Φοίνιξ δάσκαλος του. Γρήγορα πρέπει να κατάλαβε την αρχή της ακροφωνίας, σύμφωνα με την οποία κάθε σύμβολο εκπροσωπεί τον πρώτο ήχο του ονόματος στο οποίο αναφέρεται: π.χ. β για το μπετ, γ για το γκίμελ, δ για το dα-λετ... Μας ενδιαφέρει, συνεχίζει σε άλλο σημείο, η συνεχής γραφή των χαραγμάτων επάνω σε αγγεία και όχι η γραφή των μνημειακών επιγραφών σε λίθο, γιατί εξ αρχής υποθέσαμε την παρουσία ενός Φοίνικα δασκάλου.95 Οι αρχαιότερες αποδείξεις περί υπάρξεως Ελληνικού αλφαβήτου είναι Ευβοϊκού τύπου και τοποθετούνται γύρω στον 8ο π.Χ. αι., έπονται δηλαδή κατά έναν αιώνα των φοινικικών. Ανάμεσα σε αυτά τα ευρήματα περιλαμβάνονται η οινοχόη του Δίπυλου (740 π.Χ. περ.),96 η επιγραφή από την αρχαϊκή Ελληνική αποικία στις Πιθηκούσες (Ισχία), η οποία χρονολογείται ανάμεσα στα 740 και 730-720 π.Χ., το περίφημο κύπελλον του Νέστορος, καθώς και κάποια όστρακα από το Λευκαντί, που χρονολογούνται γύρω στα 750 π.Χ. η και ακόμη παλαιότερα, αν και αυτή η χρονολόγησις, σύμφωνα με την Maria Giulia Amadasi Guzzo, είναι υποθετική.97 Ανάμεσα σε αυτά τα ευρήματα περιλαμβάνεται μια παράξενη άνακάλυψις των τελευταίων χρόνων στην νε-κρόπολι της Osteria dell'Osa. Πρόκειται για μια ελληνική επιγραφή γραμμένη με το ευβοϊκό αλφάβητο, η οποία ευρέθη χαραγμένη επάνω σε ένα αγγείο μάλλον εντόπιας τεχνοτροπίας, το όποιο χρονολογείται πριν από το 750 π.Χ. Σύμφωνα με την Maria Giulia Amadasi Guzzo, το εύρημα αυτό αποδεικνύει οτι πριν από τον Ελληνικό αποικισμό στις Πιθηκούσες, γύρω στα 770 π.Χ., το ευβοϊκό αλφάβητο είχε ήδη φθάσει στην περιοχή των Cabii, χάρις στο εμπόριο με την Κομπανία, με την περιοχή οπού θα ιδρύετο η αποικία των Κυμαίων. Ένα εμπόριο που είχε αναπτυχθή απ’ εύθείας ανάμεσα στους ντόπιους και τους κατοίκους της Εύβοιας. Η επιγραφή στο αγγείο έχει φορά από τα αριστερά προς τα δεξιά, γεγονός που μας επιτρέπει να υποθέσουμε την υιοθέτησι μιας αλφαβητικής γραφής το λιγώτερο στο πρώτο μισό του 8ου π.Χ. αι., εάν οχι ακόμη παλαιότερα. Και εφ’ όσον πρόκειται για γραφή Ευβοϊκού τύπου, μπορούμε να υποθέσουμε ότι το αλφάβητο είχε τότε υιοθετηθή από τους Ευβοείς. Μάλιστα κάποιοι μελετητές αναζητούν την προέλευσι του Ελληνικού αλφαβήτου στην Δύσι εξ αιτίας του ευρήματος από την Osteria dell'Osa.98 Βάσει λοιπόν αυτού του στοιχείου, η Maria Giulia Amadasi Guzzo, θεωρεί οτι οι Έλληνες έμαθαν να γράφουν στο πρώτο τέταρτο του 8ου π.Χ. αι., και οτι οι Ευβοείς ήσαν οι πρώτοι που υιοθέτησαν το φοινικικό αλφάβητο. Η παλαιότερη έρευνα, κυρίως βάσει των μελετών του Ρ. Κ. Me Carter, είχε προτείνει ως χρονολογία διαδόσεως της φοινικικής γραφής το 1100 π.Χ. Η παρατήρησις αυτή ώφείλετο στις ομοιότητες, που είχαν σημειωθή ανάμεσα στο σχήμα των γραμμάτων των αρχαιοτέρων Ελληνικών επιγραφών και κάποιων άλλων, οι οποίες ευρέθησαν στην Παλαιστίνη, των λεγομένων χαναανιτικών η πρωτοχαναανιτικών, που χρονολογούνται γύρω στον 12ο -11ο αι. π.Χ.100 Πρόκειται για την επιγραφή στο όστρακο του Izbet Sartah, και της φιάλης του Qubur el-Walaideh. Σε αυτές τις επιγραφές, η φορά των γραμμάτων δεν είναι πλέον από τα δεξιά προς τα αριστερά και το σχήμα τους δεν είναι σταθερό. Κι όμως η προσεκτική και συγκριτική μελέτη των γραμμάτων επί των επιγραφών αποδεικνύει οτι πρόκειται για την αρχαία προευκλείδειο γραφή. Άλλωστε και οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες, αποκαλούσαν τα προευκλείδεια Ελληνικά «γράμματα αρχαία». Αναφέρεται στα Σχόλια εις την Γραμματικήν Τέχνην του Διονυσίου του Θρακός οτι αυτήν την διαίρεσι είχε εκτελέσει ο Απολλώνιος ο Μεσσηνίας. Σχετικά μάλιστα με την τελειότητα αυτών των αρχαίων γραμμάτων, ελέγετο οτι είχε επιμεληθή του κάλλους τους ο ίδιος ο Πυθαγόρας, «εκ της κατά γεωμετρίαν γραμμής, ρυθμίσας αυτά γωνίας και περιφερείαις και ευθείαις».101 Η Maria Giulia Amadasi Guzzo, θεωρεί ότι η παλαιοτέρα Ελληνική γραφή εμφανίζεται στην Ελλάδα περί τον 8ο αι. π.Χ., γεγονός που επιβεβαιώνει, σύμφωνα με την άποψί της, και η φιλολογική παράδοσις. Έτσι οι πρώτοι νικητές των Ολυμπιακών αγώνων εμφανίζονται στα 776 π.Χ. Οι πρώτοι νόμοι συντάσσονται από τον Ζάλευκο και τον Δράκοντα τον 7ο π.Χ. αι., και τα Ομηρικά έπη τοποθετούνται βάσει φιλολογικής αναλύσεως στον 8ο π.Χ. αι.102 Δυστυχώς τα δύο τουλάχιστον από τα τρία αυτά επιχειρήματα, επάνω στα όποια έχει στηριχθή η επιστήμη του φοινικίζειν είναι άπλα μυθεύματα. Ας τα εξετάσουμε προσεκτικά. Οι πρώτοι νικητές των Ολυμπιακων αγώνων εμφανίζονται, σύμφωνα με την παράδοσι, στα 776 π.Χ. Τόσο αυτή η χρονολόγησις, όσο και η έξέλιξις της Ολυμπίας αυτήν την περίοδο σε πανελλήνιο ιερό, ωφείλετο σε μία συμφωνία, που συνήψε ο βασιλεύς της Ηλείας Ίφιτος με τον Σπαρτιάτη νομοθέτη Λυκούργο και τον Πισάτη βασιλέα Κλεισθένη. Με την συνθήκη αυτή, της οποίας το κείμενο εγράφη σε έναν δίσκο και εφυλάσσετο στο Ηραίο, συνεφωνήθη η εκεχειρία, η θεόσταλτη ειρήνη. Ο λόγος ήταν οι συχνές συγκρούσεις ανάμεσα στους Ηλείους και τους Πισάτες για τον έλεγχο των Ολυμπιακών αγώνων, που σαφώς απέφερε και οικονομικά οφέλη. Σύμφωνα με την παράδοσι, οι αγώνες αρχίζουν το έτος 776 π.Χ. με ένα μοναδικό αγώνισμα, τον δρόμο του ενός σταδίου, στο όποιο εκέρδισε ο Ηλείος Κόροιβος. Η γνησιότητα του καταλόγου των Ολυμπιονικών, που συνέταξε το 400 π.Χ. ο Ιππίας ο Ηλείος, αμφισβητήθηκε ήδη στην αρχαιότητα. Αν σκεφθούμε το πλήθος των αγωνισμάτων, που περιγράφει ο Όμηρος στα έπη του και συγκεκριμένα στα άθλα επί Πατρόκλω, μας παραξενεύει το γεγονός οτι τον 8ο π.Χ. αι. διεξήγετο μόνον ένα αγώνισμα, αυτό του δρόμου. Επίσης, είναι ακατανόητο το οτι στον κατάλογο του Ίππίου η ιπποδρομία αρχίζει με το τέθριππο και όχι με την συνωρίδα, διότι το ευκίνητο αυτό άρμα είναι σύνηθες όχημα της αρχούσης τάξεως και μόνο αυτό το είδος υπήρχε βάσει των αρχαιοτέρων αναθημάτων, τα οποία ευρέθησαν στην Ολυμπία. Αυτές λοιπόν καθώς και άλλες ανακολουθίες, ωδήγησαν στο να αμφισβητηθή η χρονολογία ενάρξεως των Ολυμπιακων αγώνων ήδη από την αρχαιότητα. Ο ίδιος δε ο Παυσανίας επιβεβαιώνει ότι όταν ο Ίφιτος ανανέωσε τους αγώνες, ο κόσμος είχε ξεχάσει τι γινόταν παλαιότερα. Με την πάροδο του χρόνου όμως άρχισαν να θυμούνται τα αγωνίσματα και κάθε φορά που εθυμούντο κάτι έκαναν και μια προσθήκη στους αγώνες. Έτσι φαίνονται να ξεκινούν οι αγώνες πρώτα με το αγώνισμα του δρόμου, στο όποιο ανεδείχθη νικητής ο Ηλείος Κόροιβος. Εάν μελετήσουμε όμως προσεκτικά τις πληροφορίες που μας παραδίδει ο Παυσανίας, διαπιστώνουμε οτι τόσο ο βασιλεύς με τον όποιο ξεκινούν οι Ολυμπιακοι αγώνες (Ίφιτος), όσο και ο πρώτος νικητής (Κόροιβος), καθώς και ο συντάκτης του καταλόγου των Ολυμπιονικων (Ιππίας) κατάγονται από την Ηλεία. Εύλογα θεωρούμε γίνεται αντιληπτή μία τοπικιστική προπαγάνδα (ως αποτέλεσμα της προαιώνιας Ελληνικής διχόνοιας), τα ίχνη της οποίας αναζητούνται τουλάχιστον στον 8ο π.Χ. αι., αλλά ταλαιπωρούν ακόμη τους Νεοέλληνες. Όσον αφορά στο δεύτερο επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο οι πρώτοι νόμοι συνετάχθησαν από τον Ζάλευκο και τον Δράκοντα τον 7ο π.Χ. αι., ούτε και αυτό φαίνεται να ευσταθή. Η αρχαιότερα καταγραφή νομοθεσίας βάσει των αρχαίων ελληνικών πηγών είχε γίνει από τον Μίνωα. Ο Όμηρος αναφέρει στην Οδύσσεια103 οτι σ Μίνως «εννέωρος βασίλευε Διος μεγάλου οαριστής». Σύμφωνα με μία ερμηνεία του επιθέτου «εννέωρος», ο Μίνως κάθε εννέα χρόνια πήγαινε ψηλά στο ορός του Διος (Δίκτη, Ιδαίον άντρον), από όπου και παρελάμβανε τους νόμους της πόλεως από τον ίδιο τον θεό. Έπειτα βάσει των αιρετών αντιπροσώπων του θεού στην γη, δηλαδή του Μίνωος, του Ραδαμάνθυος, και της εκτελεστικής μηχανής τους, του Τάλω, οι πολίτες υπάκουαν στους νόμους. Την γνώσι αυτή διέδωσαν οι Κρήτες, σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη μέχρι την νοτιοανατολική Αραβική χερσόνησο, οπού οι κάτοικοι της, μιλούσαν ακόμη στην εποχή του την Κρητική γλώσσα, και προς επίρρωσιν των ισχυρισμών τους έδειχναν και επιγραφές, τις όποιες έλεγαν, εχάραξε ο Ζευς, όταν έμενε ανάμεσα στους ανθρώπους.104
Όσον άφορα στα ομηρικά έπη, και επειδή δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε το ομηρικό ζήτημα, η γενικώς αποδεκτή θεωρία οτι αυτά χρονολογούνται στον 8ο π.Χ. αι., διότι τότε εδιδάχθησαν οι Έλληνες την γραφή, φαίνεται να καταρρέη έπειτα από τις νέες αρχαιολογικές ανακαλύψεις, που ανεφέρθησαν προηγουμένως.105 Ειδικά το πτυκτό πινάκιο, που ανεσύρθη από τον βυθό της θαλάσσης στις Μικρασιατκές ακτές, αποδεικνύει την ύπαρξι τετραδίων υψηλής αισθητικής και ποιότητος κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους. Η ανακάλυψις της γραφικής ύλης υποδεικνύει λοιπόν έμμεσα και την γνώσι της γραφής επί τετραδίου ήδη από τον 14ο π.Χ. αι. Έτσι επιβεβαιώνεται και ο Χόρστ Μπλανκ, ο όποιος είπε ότι σήμερα ένα μεγάλο μέρος φιλολόγων κλίνει προς την ύπόθεσι οτι η σύνταξις των ομηρικών επών είχε ήδη καταστήσει απαραίτητη την γραπτή παγίωσι του κειμένου... οι ραψωδοί κουβαλούσαν μαζί τους το γραπτό χειρόγραφο αντίτυπο τους.106
Η δημιουργία του αλφαβήτου και η προέλευσις των ονομάτων ήταν προφανώς ένα πρόβλημα, που είχε απασχολήσει και τους Αρχαίους Έλληνες. Θα λέγαμε οτι οι ρίζες της γενέσεως της επιστήμης της γλωσσολογίας θα πρέπει ήδη να αναζητηθούν στην εποχή, κατά την οποία έζησε ο Πλάτων. Με το έργο του «Κρατύλος η Περί Ονοματων Όρθότητος», ο μέγας φιλόσοφος θέτει τον προβληματισμό σχετικά με το εάν η γλώσσα είναι «φύσει» η «έθει», δηλαδή εάν είναι φυσικό δημιούργημα, οπότε η γνώσις των πραγμάτων καθίσταται αντικειμενική η δημιούργημα του ανθρωπίνου πνεύματος, οπότε μόνον υποκειμενική γνώσις είναι δυνατή.107 Εάν φθάσουμε στην ουσία των ονομάτων, που τα έχει πλάσει η ίδια η φύσις, τότε θα έχουμε την αντικειμενική γνώσι. Διότι, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, για να είναι ένα όνομα ορθό, πρέπει να είναι τέτοιο, που να φανερώνη την ουσία του πράγματος. Τα ονόματα είναι μία πράξις μιμήσεως με την βοήθεια της φωνής. Αλλά η μίμησις αυτή δεν πρέπει να είναι μίμησις της φωνής ή του ήχου ή του χρώματος του πράγματος, αλλά μίμησις με γράμματα και συλλαβές της ουσίας του πράγματος. Τα δε ονόματα τα χρησιμοποιούμε ως όργανα με τα οποία καθορίζουμε την φυσική υπόστασι των πραγμάτων. Το ίδιο συμβαίνει και με τα στοιχεία του αλφαβήτου: τα εκφωνούμε με ονόματα και δεν τα προφέρουμε αυτά τα ίδια σαν φθόγγους εκτός από τέσσερα δηλαδή το Ε και το Ι και το Ο και το Ω. Στα άλλα όμως φωνήεντα και τα άφωνα, γνωρίζεις ότι αφού προσθέσουμε κι άλλα γράμματα τα προφέρουμε κάνοντας τα έτσι ονόματα. Αλλά, έως ότου εκφράσωμε την δύναμι, που φανερώνει αυτό, δηλαδή κάθε στοιχείο, είναι ανάγκη να προσθέτωμε γράμματα, ώστε να σχηματισθή το όνομα, που θα μας φανερώνη την ουσία του καθαρά. Παραδείγματος χάριν το «βήτα». Βλέπεις ότι ενώ προσετέθησαν σε αυτό τα γράμματα Η, Τ, Α, καθόλου δεν έβλαψαν ώστε να μη φανέρωση με ολόκληρο όνομα την φύσι του στοιχείου αυτού την οποίαν ήθελεν ο νομοθέτης να εκφράση. Έτσι κατωρθώθη με επιτηδειότητα να δοθούν στα γράμματα ονόματα.108
Γράφοντας σήμερα εις την Έλληνικήν γλώσσα σύμφωνα με τον καθηγητή Αρβανιτόπουλο, μεταχειριζόμεθα τα εκ μακραίωνος παραδόσεως γνωστά 24 γράμματα του Ελληνικού αλφαβήτου, τα οποία οι αρχαίοι Έλληνες ωνόμαζαν ως εξής: άλφα, βήτα, γάμμα, δέλτα, ει, ζήτα, ήτα, θήτα, ιώτα, κάππα, λάμβδα, μυ, νυ, ξει, ου, πει, ρω, σίγμα, ταυ, υ, φει, χει, ψει, ω. Τέσσερα από αυτά τα γράμματα, μετωνομάσθησαν αργότερα από τους αρχαίους γραμματικούς, προκειμένου να γίνουν σαφέστερα. Το ει έγινε ε ψιλον, το ου, ο μικρόν, το υ, υ ψιλόν, και το ω, ω μέγα. Οι ονομασίες αυτές ευρίσκονται ήδη στα Σχόλια εις την Γραμματικήν Τέχνην του Διονυσίου του Θρακός και χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα από τους Νεοέλληνες αναλλοίωτες.109 Γράφοντας λοιπόν σήμερα εις την Έλληνικήν Γλώσσαν, διατηρούμε ζωντανή μία γραμματική 2.406 ετών (2003 + 403/2), επειδή το 403/2 π.Χ. -όταν επώνυμος άρχοντας των Αθηναίων ήταν ο Ευκλείδης - ο ρήτωρ, πολιτικός, συγγραφεύς και στρατηγός Αρχίνος υπέβαλε πρότασι με την οποία καθωρίζοντο τα 24 γράμματα του αλφαβήτου για την συγγραφή των επισήμων κειμένων και την διδασκαλία των παιδιών. Η πρότασις έγινε τότε αποδεκτή στην Εκκλησία του Δήμου και κα θιερώθηκε ως νόμος. Όταν λοιπόν γράφουμε σήμερα με κεφαλαία γράμματα Ελληνικά, είναι σαν να χρησιμοποιούμε την κεφαλαιογράμματη γραφή του Αρχίνου, ηλικίας 2.406 ετών.110
Βάσει λοιπόν της μεταρρυθμίσεως του Αρχίνου, οι Ελληνικές επιγραφές διαιρούνται σε Προευκλειδείους (δηλ. προ του 403 π.Χ.), και σε Μετευκλειδείους (δηλ. μετά το 403 π.Χ.). Η ομάδα των προευκλειδείων επιγραφών διακρίνεται σε τοπικά αλφάβητα, το Αττικονησιωτικόν ή Αττικόν, το Ιωνικόν, το Κορινθιακόν και το Χαλκιδικόν η Δυτικόν λόγω της εκτεταμένης διαδόσεως του στην Δύσι111 μέσω των εκεί Ελληνικών αποικιών.112 Ιδιαιτέρως σπουδαία θέσι για την έξέλιξι της Ελληνικής γλώσσης στην σύγχρονη γεωπολιτική κατάστασι έχει η διάδοσις του Χαλκιδικού αλφαβήτου κατά την διάρκεια των υστέρων γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων. Σύμφωνα με τον Αρβανιτόπουλο, η γραφή του χαλκιδικού αλφαβήτου, μετεδόθη πρωϊμώτατα στους ντόπιους Ιταλικούς λαούς και δη στους Τυρρηνούς (Έτρούσκους), Λατίνους, Οϋμβρίους, Όσκους, Φαλίσκους και κυρίως στους Ρωμαίους. Έτσι ανεπτύχθη από το χαλκιδικό αλφάβητο το Λατινικό. Αυτό μετέδωσαν αργότερα οι Ρωμαίοι στους λαούς της Δυτικής Ευρώπης και έτσι και αυτοί οι άποικοι τους το μεταχειρίζονται μέχρι σήμερα. Προς επίρρωσιν των λεγομένων μας παραθέτουμε ένα απόσπασμα από ένα δοκίμιο του Πρυτάνεως του Πανεπιστημίου του Σικάγου κ. Ι. Καλαρά: Mathematic and geometric theorems and axioms, both practical and theoretic were analyzed by mathematicians. Alphanumeric systems with cryptic or mnemonic coding have been developed. Geometric schemes like the prism, the pyramid, the circle, the parallilogram and other isometric schemes like the pentagon, hexagon, octagon, are analyzed periodically. With diagrams, the periphery, the perimetry, the diameter and the dichotomy are studied.113
Άρα γε γνωρίζει η κ. Διαμαντοπούλου όταν υποστηρίζη τα περί εισαγωγής της Αγγλικής ως επισήμου γλώσσης του Ελληνικού κράτους, οτι όλα τα αλφάβητα των Ευρωπαϊκών εθνών κατάγονται από το Ελληνικό Χαλκιδικό αλφάβητο;114 Εμείς οι Νεοέλληνες δε, εξακολουθούμε να χρησιμοποιούμε ένα αλφάβητο, το οποίο ιστορικά μαρτυρείται (προς το παρόν) από τον 8ο π.Χ. αί. Η καταγωγή δε της γραμματικής και του συντακτικού της Ελληνικής γλώσσης χάνεται στα βάθη των αιώνων, όπως αναδύεται μέσα από τις κλιτές λέξεις και τους επιθετικούς προσδιορισμούς των πινακίδων της Γραμμικής Β΄.
Η Ελληνική γλώσσα έγινε ωστόσο για πρώτη φορά παγκόσμια, ένα είδος lingua franca της εποχής, μέσα από τα μεγάλα εξερευνητικά ταξείδια και τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων του. Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς (Κ. Π. Καβάφης). Οι Ρωμαίοι κατακτητές των Ελλήνων, μαγεμένοι από το υψηλό επίπεδο του Ελληνικού πολιτισμού, θα υποταχθούν με την σειρά τους σε αυτόν αντί να τον υποτάξουν, όπως είπε ένας Γάλλος ιστορικός του προηγουμένου αιώνος. Έτσι θα επιβιώση η Ελληνική γλώσσα μέχρι τους Βυζαντινούς χρόνους στους Έλληνες-Βυζαντινούς, όπως μας αποκαλεί το ίδιο το Κοράνι. Χάρι σε αυτούς θα διασωθή η Ελληνική γραφή και μέσω της αντιγραφής των κειμένων πολλών αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Εάν δεν είχαν μεσολαβήσει αυτοί, θα ήταν δυσχερέστατη η μεταγραφή των Ελληνικών γραμμάτων, τα όποια την περίοδο του Μεσαίω-νος εθεωρούντο ακατανόητα, όπως τα ιερογλυφικά.
Άλλωστε την συμβολή όλων των Ελλήνων διαχρονικά για την σωτηρία της γλώσσης έχει υμνήσει με τον δικό του μοναδικό τρόπο ο Οδ. Ελύτης:
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Όμηρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα Δόξα Σοι!
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου!
Νεολιθικά Σήματα
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Αυτό προκύπτει από την παρατήρησι του Φαίδρου στο τέλος: Ω Σώκρατες, ραδίως συ Αιγυπτίους καί οποδαπούς, αν έθέλης, λόγους ποιείς (375 b). Βλ. Διδακτική Πρακτική Σ.Έ.Λ.Μ.Ε. Θεσσαλονίκης περί Ανθολογίου Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων Γ΄ Λυκείου, 1989, σ. 267.
2 John Noble Wilford, The New York Times, μτφρ. εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: Πότε ο άνθρωπος έγινε άνθρωπος, φ. 3. Μαρτίου. 2002
3 Α.-Σ. Αρβανιτοπούλου, Επιγραφική, εν Αθήναις, 1937, σ. 12-13.
4 Πλάτωνος Κρατύλος
5 Γ.Κουρτέση-Φιλιππάκη, Ή Τέχνη, περ. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ τ.58, Μάρτιος 1996, σ. 85.
6 Α. Πουλιανός, Εργαλειοτεχνία, ΑΝΘΡΩΠΟΣ, τ.13, 1991-1997, σ. 52.
7 σ. 260, πρβλ. Winn M., The Signs of the Vinca culture: an internal
analysis; their role, chronology and independence from Mesopotamia. Ph. D. Diss. University of California, Los Angeles, 1973.
8 Α.Α.Ζώη, Προϊστορική καί Πρωτοϊστορική Αρχαιολογία, Γιάννενα, 1982, σ. 184-5, είκ. 32, 33, σημ. 120-123. πρβλ. Leroi-Gourn, Prihistoire de l'art, 310-311; Kuehn, Erwachen und Aufstieg, 211-213; Narr, Handbuch, l, 324-326; Mueller-Karpe, Handbuch, l, 276, no. 74; Bordes, Le Pateolithique, 166; Sonneville-Bordes, L'ίge de la pierre, 107-108; Hawkes-Wooley, History, 175-6.
9 Μηνάς Δ. Τσικριτσής, ΓΡΑΜΜΙΚΗ Α΄, Ηράκλειο, 2001, σ. 230, σημ. 8. πρβλ. Sarianidis V., Margiana and Protozoroastrism, Αθήναι, 1999, σ. 88.
10 Ο.π., πρβλ. Kόhn, Erwachen und Aufstieg, 212, όπου και βιβλιογραφία.
11 Πρβλ. Eleni Karantzola, Adamadlos Sampson, loannis Liritzis, Some recorded signs of early writing in Greek prehistory: theoretical considerations on a temporal and spatial dimension, Διεθνές Συνέδριο Πανεπιστημίου Αιγαίου: Κάτοικοι καί Κατοίκηση στον Ελλαδικό χώρο 9000-1000 π.Χ., ΡΟΔΟΣ 7-11 Οκτωβρίου 2002, περιλήψεις συνεδρίου, σ. 30. πρβλ. Την δυνατότητα υπάρξεως επικοινωνίας σε αυτούς τους χρόνους όχι μόνον μέσω των χερσαίων, αλλά καί των θαλασσίων οδών, ήδη από τους παλαιολιθικούς χρόνους, όπως απέδειξαν οι εργασίες του διεθνούς συνεδρίου: Θαλάσσιες Μεταφορές καί επικοινωνίες στην Μεσόγειο: Από την Παλαιολιθική εποχή ως τα πρώιμα Ρωμαϊκά χρόνια, πού έλαβε χώρα στην Μήλο στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2002.
12 Γ.Χ.Χουρμουζιάδης, Το Δισπηλιό Καστοριάς. Ένας λιμναίος προϊστορικός οικισμός, Θεσσαλονίκη, 1996, σ. 46.
13 Γ.Χ.Χουρμουζιάδης, Δισπηλιό 7500 χρόνια μετά, Θεσσαλονίκη, 2002, σ. 260, 254.
14 Μ.Τσικριτσή, Γραμμική Α'. Συμβολή στην κατανόηση μιας αίγαιακής γραφής, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο, 2001, σ. 25.
15 Renfrew Κ., Προβλήματα της Ευρωπαϊκής Προϊστορίας, Αθήνα, 1979. πρβλ. Μ.Τσικριτσή, Γραμμική Α'. Συμβολή στην κατανόηση μιας αίγαιακής γραφής, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο, 2001, σ. 25, σημ. 3.
16 Winn M., The signs of the Vinca Culture: an internal analysis: their role, chronology and independence from Mesopotamia. Ph. D. Diss. University of California, Los Angeles, 1973.
17 Hie Tudor, Tezaurul de la Isaiia, στο Mica Enciclopedie "AS", Anuν XI, nr. 493, Δεκέμβριος 2001, σ. 15.
18 Bogdan Nikolov, Αρχαίοι Πολιτισμοί του Κριβοντόλ, (ρωσσικά) 1984, σ. 46, 88.
19 Απ. Λυκέσα, Προϊστορική Σφραγίδα, εφ. ΕΘΝΟΣ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ, φ. 17. Φεβρουαρίου 2002. βλ. Πρακτικά 15ης 'Επιστημονικής Συναντή-σεως για το Αρχαιολογικό Έργο στην Μακεδονία καί την Θράκη, 16 Φεβρουαρίου 2002.
20 Μ.Τσικριτσή, Γραμμική Α΄. Συμβολή στην κατανόηση μιας αίγαιακής γραφής, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο, 2001, σ. 24-25.
21 Ό.π., σ. 24-25, σημ. 1, 2. πρβλ. Sir FI. Petrie, The Formation of the Alphabet, στο Mason W.A. 329, London, 1919.
22 Απ. Λυκέσα, Προϊστορική Σφραγίδα, εφ. ΕΘΝΟΣ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ, φ.17. Φεβρουαρίου 2002. πρβλ. Μ.Τσικριτσή, Γραμμική Α΄. Συμβολή στην κατανόηση μιας αίγαιακής γραφής, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο, 2001, σ. 25, σημ. 4. πρβλ. εφ. ΑΔΕΣΜΕΥΤΟΣ, φ. 21.9.1995.
23 Μ.Τσικριτσή, Γραμμική Α΄. Συμβολή στην κατανόηση μιας αίγαιακής γραφής, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο, 2001, σ. 25. Ανάλογα χρυσά ένώτια ή περίαπτα έχουν βρεθή στο προϊστορικό σπήλαιο της Θεόπετρας του Νόμου Τρικάλων, αλλά καί στην Βάρνα της Βουλγαρίας, καθώς καί στην Ρουμανία.
24 Απ. Λυκέσα, Προϊστορική Σφραγίδα, εφ. ΕΘΝΟΣ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ, φ. 17. Φεβρουαρίου 2002.
25 Dr. Eleni Karantzola, Prof. Dr. Ad. Sampson, Prof. Dr. I. Liritzis, Some recorded sgns of early writing in Greek Prehistory : theoretical considerations on a temporal and spatial dimension, Διεθνές Συνέδριο Πανεπιστημίου Αιγαίου, ΡΟΔΟΣ, 7-11 'Οκτωβρίου 2002, βλ. Περιλήψεις Συνεδρίου, σ. 30.
26 Πρβλ. Γ.Χ. Χουρμουζιάδη, Δισπηλιό. 7500 χρόνια μετά, Θεσσαλονίκη, 2002, σ. 260, είκ. 9, καί Ι.Ε.Ε., τ. Α', σ. 151.
27 Marie-Joseph Steve, Le Syllabaire proto-ιlamite linιaire, βλ. Πρακτικά Συνεδρίου για την Γραπτή Επικοινωνία στην Μεσόγειο, 'Ελληνική Βίλλα Κήρυλος, 14-15 Μαίου 1996, Ίδρυμα Θεοδώρου Ράϊναχ, 2000, σ. 73-84.
28 George Thomson, Ή 'Ελληνική Γλώσσα. Αρχαία καί Νέα, Αθήνα, 1989, β', έκδ., σ. 69.
29 Ι.Έ.Ε., τ.Α', σ. 147. 30Ι.Ε.Ε..Τ. Α',σ. 151.
31 "Εφη Πολυγιαννάκη, όστρακο «Γράμμα» από τη Μαύρη Θάλασσα, ΑΝΘΡΩΠΟΣ, τ. 13 1991-1997, σ. 298-304.
32 Louis Godart, Ό Δίσκος της Φαιστού, σ. 31.
33 Ε. Πολυγιαννάκη, Ό Δίσκος της Φαιστού μιλάει 'Ελληνικά, Αθήναι, 1996, σ. 337.
34 Ν.Παπαχατζή, Παυσανίου. 'Ελλάδος Περιήγησις, Χ, 28. 2.
35 Τρυφ. Μαραγκού, Λαϊκά Παραμύθια καί Τραγούδια της Φαραωνικής Εποχής, έκδ. Θουκυδίδης, 1983, σ.32-36.
36 Τρυφ. Μαραγκού, Λαϊκά Παραμύθια καί Τραγούδια της Φαραωνικής Εποχής, έκδ. Θουκιδίδης, 1983, σ. 31.
37 Βάσει της Ινδοευρωπαϊκής θεωρίας.
38 W.Wright, The Empire of the Hittites, London, 1884; πρβλ. Ι.Ε.Ε., τ.Α', σ. 151.
39 S.N.Kramer, The Sumerians, London, 1963, fig.3.
40 A.Evans, Primitive Pictographs and Script, J.H.S., 1894, σ. 284.
41 Ο.π.
42 Ο.π.
43 Scripta Minoa, I.
44 I.E.E., τ. Α', σ. 209.
45 I.E.E., τ. Α', σ. 150.
46 Ο.π.
47 I.E.E., τ.Α', σ. 150, 209, βλ. είκ.
48 John Chadwick, ΓΡΑΜΜΙΚΗ Β'. Ή πρώτη Ελληνική Γραφή, Αθήναι, 1962, σ. 3.
49 Μηνάς Δ. Τσικριτσής, Γραμμική Α'. Συμβολή στην κατανόηση μιας αίγαιακής γραφής, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο, 2001.
50 Έπετηρίς Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, τ. IV, σ. 57-59.
51 John Chadwick, ΓΡΑΜΜΙΚΗ Β'. Ή πρώτη Ελληνική Γραφή, Αθήναι, 1962, σ. 37κ.έξ.
52 Ι.Ε.Ε., τ. Α', σ. 296. περισσότερες λεπτομέρειες για την μέθοδο άπο-κρυπτογραφήσεως βλ. εις John Chadwick, ΓΡΑΜΜΙΚΗ Β'. Ή πρώτη Ελληνική Γραφή, Αθήναι, 1962, σ. 43 κ.έξ.
53 Ή Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας καί Γραφής, Die Geschichte der Hellenischen Sprache und Schrift, 3-6.10. 1996, Ohlstadt, Oberbayern-Deutschland, σ. 27-38 (αντίλογος στην άνακοίνωσι του G.Neumann, Zur Vor-und Frueh-geschichte der griechischen Sprache: Neuerungen in Morphologie und Wortschatz).
54 Γ.Μπαμπινιώτη "Εκθεση «Ιστορία της Γραφής». Δυο μικρά κείμενα του Πρυτάνεως του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα, 2002.
55 Δρ Κ. Γαλλή, Ενδείξεις για την εξάπλωση μέχρι της Θεσσαλίας, ενός (οργανωμένου συστήματος συμβόλων επί αγγείων κατά την εποχή του χαλκού, περ. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ, τ. 29, Δεκέμβριος 1988, σ. 58-63.
56 Δωρικά στοιχεία έχει εντοπίσει η κ.Έφη Πολυγιαννάκη καί στον Δίσκο της Φαιστού. Βλ. σ. 337-338.
57 Μήνας Δ. Τσικριτσής, Γραμμική Α', Ηράκλειο, 2001, σ. 56.
58 Trude Dothan, Le premiθre apparition de l'ιcriture en Philistine, βλ. Πρακτικά Συνεδρίου για την Γραπτή 'Επικοινωνία στην Μεσόγειο, 'Ελληνική Βίλλα Κήρυλος, 14-15 Μαίου 1996, Ίδρυμα Θεοδώρου Ράίναχ, 2000,σ. 165-169.
59 "Αγ. Τσοπανάκης, Εισαγωγή στον Όμηρο, Θεσσαλονίκη, 1988, σ. 113. Γραφείς ξύλινων πινακίδων αναφέρονται καί σε μια χεττιτική πινακίδα με σφηνοειδή γραφή πού άνεκαλύφθή στο ιερό των Χετταίων του 14ου π.Χ. αιώνος στην Γιαζιλικάγια (Μ.Άσία), όπου έλατρεύετο ο «ίνδοευρωπαίος» Δίας, ο θεός του κεραυνού.
60 Kemal Pulak, To Ναυάγιο του Ούλουμπουρούν, Αρχαία Ναυάγια στην Μεσόγειο, εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, φ. 3ής Σεπτεμβρίου 2000, σ. 24-26. πρβλ. την άποψη της Κ.Δήμακοπούλου, ή οποία αμφισβητεί την μυκηναϊκή καταγωγή του ναυαγίου, στον κατάλογο Θεοί καί Ήρωες της 'Εποχής του Χαλκοϋ. Ή Ευρώπη στίς ρίζες του 'Οδυσσέως, Αθήνα, 2000, σ. 36.
61 Γλώσσα. Ή Ελληνική Γραφή έγινε 4000 ετών, "Ενθετο αφιέρωμα εφ. 'Ελευθεροτυπίας, φ. 24ης Ιουλίου 1999, σ. 23.
62Βλ. Κατάλογο: Θεοί καί Ήρωες της 'Εποχής του Χαλκού. Ή Ευρώπη στίς ρίζες του 'Οδυσσέα, Αθήνα, 2000, σ. 36.
63 Kemal Pulak, To Ναυάγιο του Ούλουμπουρούν, Αρχαία Ναυάγια στην Μεσόγειο, εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, φ. 3ης Σεπτεμβρίου 2000, σ. 24-26, πρβλ. Κατάλογο: Θεοί καί Ήρωες της Εποχής του Χαλκοϋ. Ή Εύρώ-πή στίς ρίζες του 'Οδυσσέα, Αθήνα, 2000, σ. 36.
64 Ζ', 169: γράψας εν πινάκι πτυκτώ ... σήματα λυγρά.
65 Σχετικά με την σημασία του ρήματος στον Όμηρο, βλ. "Αγ. Τσοπανάκης, Εισαγωγή στον Όμηρο, Θεσσαλονίκη, 1988, σ. 113.
66 βλ. Αγ. Τσοπανάκης, Εισαγωγή στον Όμηρο, Θεσσαλονίκη, 1988, σ. 113.
67 Πρβλ. την αποψι του Trude Dothan, Le premiθre apparition de l' ιcriture en Philistine, βλ. Πρακτικά Συνεδρίου για την Γραπτή 'Επικοινωνία στην Μεσόγειο, Ελληνική Βίλλα Κήρυλος, 14-15 Μαίου 1996, Ίδρυμα Θεοδώρου Ράϊναχ, 2000,σ. 165-169. Πρέπει να συμπεράνουμε, αναφέρει σ καθηγητής πώς στην Παλαιστίνη, ό πάπυρος, εδώδιμα φθαρτός, ήταν ή βασική πρώτη ϋλη γραφής για τους Φιλισταίους. Μήπως συνέβαινε λοιπόν το ίδιο καί στην Κρήτη;
68 Mission de Ras-Shamra, dirigιe par Claude F.-A. Schaeffer, La Legend de Keret, Roi des Sidoniens, Paris, 1936.
69 Βλ. M' hamed Hassine Fantar, Les Phιniciens en Mediterranee, 1997.
70 Stanislav Serget, A Grammar of Phoenician and Punic, Muenchen, 1976
71 Dr. Marta Guzowska, The Contexts of Cretan finds in Cyprus or "the case of a musturd pot", Διεθνές Συνέδριο Πανεπιστημίου Αιγαίου, Ρόδος, 7-11 'Οκτωβρίου 2002, βλ. περιλήψεις Συνεδρίου, σ. 9
72 N.Coldstream, Γεωμετρική Ελλάδα, Λονδίνο, 1977, Αθήνα, 1997, σ. 393,413-6.
73 Βλ. Pierre Grimal, Λεξικόν, λ. Άγαπήνωρ.
74 Ιστορία της Κύπρου. Από την Νεολιθική μέχρι καί την Ρωμαϊκή Εποχή, Λευκωσία, 1992, σ. 57
75 βλ. οδηγό Εκθέσεως Ιστορίας της Γραφής, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2002.
76 Ή Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας καί Γραφής, Die Geschichte der Hellenischen Sprache und Schrift, 3-6.10.1996, Ohlstadt, Oberbayern-Deutschland, σ. 300 (αντίλογος στην άνακοίνωσι της Δρ. I. S.Lemos, What is not dark in the so called Greek DarkAge).
77 Andre Lemaire, Les «Hyksos» et les debuts de l'ιcriture alphabitique au Proche-Orient, βλ. Πρακτικά Συνεδρίου για την Γραπτή Επικοινωνία στην Μεσόγειο, Ελληνική Βίλλα Κήρυλος, 14-15 Μαίου 1996, Ίδρυμα Θεοδώρου Ράιναχ, 2000, σ. 103-133.
78 Ό.π.
79 Ό.π.
80 βλ. 'Οδηγό Εκθέσεως, Ή Ιστορία της Γραφής, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2002, σ. 44-45.
81 Γ. Μπαμπινιώτης, Έκθεση. Ιστορία της Γραφής. Δύο Μικρά κείμενα του Πρυ-τάνεως του Πανεπιστημίου Αθηνών, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2002.
82 Maria Giulia Amadasi Guzzo, La transmission de ('alphabet phιnicien aux Grecs, 15 Μαίου 1996, Ίδρυμα Θεοδώρου Ράιναχ, 2000,σ. 231.
83 Pierre Grimal, Λεξικόν, λ. Κάδμος, σ. 336.
84 Ί. Σταματάκου, Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, λ. Κάδμος.
85 Maria Giulia Amadasi Guzzo, La transmission de ('alphabet phιnicien aux Grecs, 15 Μαΐου 1996, Ίδρυμα Θεοδώρου Ράίναχ, 2000,σ. 239.
86 Α. Τζιροπούλου-Ευσταθίου, Σύντομη Προσέγγισις εις το Ιστορικόν της Ελληνικής Γραφής, εφ. Ελληνική Αγωγή, αρ.φ.49, Μάρτιος 2001, σ.10-11.
87 Ε. Παπαδοπούλου, Μινωική καί Μυκηναϊκή παρουσία στην Εγγύς Ανατολή καί είδικώτερα στην κοιλάδα του Ιορδάνη, βλ. περιλήψεις Διεθνούς Συνεδρίου Πανεπιστημίου Αιγαίου, Ρόδος, 7-11 Οκτωβρίου 2002, σ. 26.
88 J.-N.Coldstream, Γεωμετρική 'Ελλάδα, Λονδίνο, 1977, Αθήνα, 1997, σ. 321-322.
89 Ό.π., σ. 322, σημ. 86, 87.
90 Δ΄, 18,2-3.
91 Ειρήνη Λ. Μπουρδάκου, Ηρακλής. Ό εξερευνητής του Αρχαίου Κόσμου, Αθήνα (υπό έκδοσιν)
92 Α.-Σ.Άρβανιτοπούλου, ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΗ, εν Αθήναις, 1937, τ. Ά?, σ. 70-71.
93 Maria Giulia Amadasi Guzzo, La transmission de ('alphabet phιnicien aux Grecs, 15 Μαΐου 1996, Ίδρυμα Θεοδώρου Ράιναχ, 2000,σ. 231. πρβλ. J.-N.Coldstream, Γεωμετρική 'Ελλάδα, Λονδίνο, 1977, Αθήνα, 1997, σ. 321-32, οπού αναφέρει την άνακάλυψι κυπροφοινικικών αγγείων στην περιοχή.
94 Α.-Σ. Αρβανιτοπούλου, ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΗ, εν Αθήναις, 1937, τ. Α', σ. 70, 76.
95 J.-N.Coldstream, ο.π., σ.394, 397.
96 Ο Αρβανιτόπουλος την χρονολογεί γύρω στα 800-850 π.Χ., βλ., ο.π., σ. 32.
97 Maria Giulia Amadasi Guzzo, La transmission de ('alphabet phιnicien aux Grecs, 15 Μαίου 1996, Ίδρυμα Θεοδώρου Ράιναχ, 2000,σ. 234.
98 Ό.π., σ. 240.
99 Ό.π., σ. 235. 100 Ό.π., σ. 236.
101 Α.-Σ. Αρβανιτοπούλου, ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΗ, εν Αθήναις, 1937, τ. Α', σ. 47, σημ.3.
102 ο.π., σ. 238.
103 τ. 179
104 βλ. Ειρήνη Λ. Μπουρδάκου, Ηρακλής. Ό Εξερευνητής του Αρχαίου Κόσμου, υπό έκδοσιν.
105 Πρβλ. Α.Τζιροπούλου-Ευσταθίου, Σύντομη προσέγγισις εις το Ιστορικόν της Ελληνικής γραφής, εφ. Ελληνική Αγωγή, άρ.φυλ. 49, Μάρτιος 2001, σ. 10-11.
106 Ό.π., πρβλ. Χόρστ Μπλάνκ, Το Βιβλίο στην Αρχαιότητα, σ. 148.
107 Β.-ΧΡ.Κριτσέλη, Πλάτωνος. Κρατύλος, Αθήναι, σ. 14.
108 Κρατύλος, 3930.
109 Α.-Σ.Άρβανιτοπούλου, Επιγραφική, εν Αθήναις, 1937, τ. Α', σ. 41-44.
110 Ό.π., σ. 44.
111 Μ.Ελλάς, Ιταλία, Σικελία, Κάτω Ιταλία.
112 Α.-Σ. Αρβανιτοπούλου, Επιγραφική, εν Αθήναις, 1937, τ. Α', σ. 45.
113 Βλ. Έφ.ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, φ. 12.11.2000, πρβλ. Εφ. Ελληνική Αγωγή, άρ.φυλ. 47, Ιανουάριος 2001, σ. 18-19, και το θεμελιώδες έργο της "Α.Τζιροπούλου-Εύσταθίου, Πώς ή Ελληνική γονιμοποίησε τον Ευρωπαϊκό Λόγο, έκδ. Νέα Θέσις και της ιδίας ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ, Αθήναι, 2002.
114 Ό.π., σ. 45.
Βιβλιογραφία.
1 ) Διδακτική Πρακτική Σ.Ε.Λ.Μ.Ε. Θεσσαλονίκης περί Ανθολογίου Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων Γ' Λυκείου, 1989, σ. 267.
2) John Noble Wilford, The New York Times, μτφρ. εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: Πό-
τε σ άνθρωπος έγινε άνθρωπος, φ. 3. Μαρτίου. 2002
3) Α.-Σ.Άρβανιτοπούλου, Επιγραφική, εν Αθήναις, 1937
4) Πλάτωνος, Κρατύλος
5) Γ.Κουρτέση-Φιλιππάκη, Ή Τέχνη, περ. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ τ.58, Μάρτιος 1996,σ.85.
6) Α. Πουλιανός, Έργαλειοτεχνία, ΑΝΘΡΩΠΟΣ, τ.13, 1991-1997, σ. 52.
7) Winn M., The Signs of the Vinca culture: an internal analysis; their role, chronology and independence from Mesopotamia. Ph. D. Diss. University of California, Los Angeles, 1973.
8) Α.Α.Ζώη, Προϊστορική και Πρωτοϊστορική Αρχαιολογία, Γιάννενα, 1982.
9) Leroi-Gourn, Prihistoire de l'ari, 310-311 ; Kuehn, Erwachen und Aufstieg, Narr, Handbuch, l, 324
10) Μηνάς Δ. Τσικριτσής, ΓΡΑΜΜΙΚΗ Α', Ηράκλειο 2001
11) Sarianidis V., Margiana and Protozoroastrism, Αθήναι, 1999
12) Eleni Karantzola, Adamadlos Sampson, loannis Liritzis, Some recorded signs of early writing in Greek prehistory: theoretical considerations on a temporal and spatial dimension, Διεθνές Συνέδριο Πανεπιστημίου Αιγαίου: Κάτοικοι καί Κατοίκηση στον Ελλαδικό χώρο 9000-1000 π.Χ., ΡΟΔΟΣ 7-11 Οκτωβρίου 2002, περιλήψεις συνεδρίου, σ. 30.
13) Γ. Χ. Χουρμουζιάδής, Το Δισπηλιό Καστοριάς. "Ενας λιμναίος προϊστορικός οικισμός, Θεσσαλονίκη, 1996
14) Γ. Χ. Χουρμουζιάδης, Δισπηλιό 7500 χρόνια μετά, Θεσσαλονίκη, 2002.
15) Μ.Τσικριτσή, Γραμμική Α'. Συμβολή στην κατανόηση μιας αίγαιακής γραφής, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο, 2001
16) Renfrew Κ., Προβλήματα της Ευρωπαϊκής Προϊστορίας, Αθήνα, 1979.
17) Winn M., The signs of the Vinca Culture: an internal analysis: their role,
chronology and independence from Mesopotamia. Ph. D. Diss. University of California, Los Angeles, 1973.
18) Hie Tudor, Tezaurul de la Isaiia, στο Mica Enciclopedie "AS", \Anul XI, nr. 493, Δεκέμβριος 2001
19) Bogdan Nikolov, Αρχαίοι Πολιτισμοί του Κριβοντόλ, (ρωσσικά) 1984.
20) Απ. Λυκέσα, Προϊστορική Σφραγίδα, εφ. ΕΘΝΟΣ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ, φ. 17. Φεβρουαρίου 2002.
21)Πρακτικά 15ης Επιστημονικής Συναντήσεως για το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία καί την Θράκη, 16 Φεβρουαρίου 2002.
22) Μ.Τσικριτσή, Γραμμική Α'. Συμβολή στην κατανόηση μιας αίγαιακής γραφής, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο, 2001
23) Marie-Joseph Steve, Le Syllabaire proto-Elamite linιaire, βλ. Πρακτικά Συνεδρίου για την Γραπτή 'Επικοινωνία στην Μεσόγειο, Ελληνική Βίλ-λα Κήρυλος, 14-15 Μαίου 1996, Ίδρυμα Θεοδώρου Ράιναχ, 2000, σ. 73-84.
24) George Thomson, Ή Ελληνική Γλώσσα. Αρχαία καί Νέα, Αθήνα, 1989, β', έκδ
25) "Εφη Πολυγιαννάκη, Όστρακο «Γράμμα» από τη Μαύρη Θάλασσα, ΑΝΘΡΩΠΟΣ, τ. 13 1991-1997, σ. 298-304.
26) Louis Godart, Ο Δίσκος της Φαιστού, σ. 31.
27) Ε. Πολυγιαννάκη, Ό Δίσκος της Φαιστού μιλάει Ελληνικά, Αθήναι, 1996, σ. 337.
28) Ν.Παπαχατζή, Παυσανίου. 'Ελλάδος Περιήγησις, Χ, 28. 2.
29) Τρυφ. Μαραγκού, Λαϊκά Παραμύθια καί Τραγούδια της Φαραωνικής Εποχής, έκδ. Θουκυδίδης, 1983.
30) W.Wright, The Empire of the Hittites, London, 1884" πρβλ. Ι.Ε.Ε., τ. Α', σ. 151.
31) S.N.Kramer, The Sumerians, London, 1963, fig.3.
32) A.Evans, Primitive Pictographs and Script, J.H.S., 1894, σ. 284.
33) John Chadwick, ΓΡΑΜΜΙΚΗ Β'. Ή πρώτη 'Ελληνική Γραφή, Αθήναι, 1962, σ. 3.
34) Έπετηρίς Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, τ. IV, σ. 57-59.
35) John Chadwick, ΓΡΑΜΜΙΚΗ Β'. Ή πρώτη 'Ελληνική Γραφή, Αθήναι, 1962, σ. 37κ.έξ.
36) Ή Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας και Γραφής, Die Geschichte der Hellenischen Sprache und Schrift, 3-6.10. 1996, Ohlstadt, Oberbayern-Deutschland
37) Γ.Μπαμπινιώτη Έκθεση «Ιστορία της Γραφής». Δύο μικρά κείμενα του Πρυτάνεως το Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα, 2002.
38) Δρ Κ. Γαλλή, Ενδείξεις για την εξάπλωση μέχρι της Θεσσαλίας, ενός οργανωμένου συστήματος συμβόλων επί αγγείων κατά την εποχή του χαλκού, περ. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ, τ. 29, Δεκέμβριος 1988, σ. 58-63.
39) Trude Dothan, Le premiere apparition de Γ ιcriture en Philistine, βλ. Πρακπκά Συνεδρίου για την Γραπτή 'Επικοινωνία στην Μεσόγειο, 'Ελληνική Βίλλα Κήρυλος, 14-15 Μαίου 1996, Ίδρυμα Θεοδώρου Ράιναχ, 2000,σ. 165-169.
40) "Αγ. Τσοπανάκης, Εισαγωγή στον Όμηρο, Θεσσαλονίκη, 1988
41) Kemal Pulak, To Ναυάγιο του Ούλουμπουρούν, Αρχαία Ναυάγια στην Μεσόγειο, εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, φ. 3ης Σεπτεμβρίου 2000, σ. 24-26
42) Κ. Δημακοπούλου Θεοί καί Ήρωες της Εποχής του Χαλκού. Ή Ευρώπη στις ρίζες του 'Οδυσσέα, Αθήνα, 2000
43) Γλώσσα. Ή Ελληνική Γραφή έγινε 4000 ετών, Ένθετο αφιέρωμα εφ. 'Ελευθεροτυπίας, φ. 24ης Ιουλίου 1999, σ. 23.
44) Mission de Ras-Shamra, dirigιe par Claude F.-A. Schaeffer, La Legend de Keret, Roi des Sidoniens, Paris, 1936.
45) M'hamed Hassine Fantar, Les Phιniciens en Mediterranee, 1997.
46) Stanislav Serget, A Grammar of Phoenician and Punic, Mόnchen, 1976
47) Dr. Marta Guzowska, The Contexts of Cretan finds in Cyprus or "the case of a musturd pot", Διεθνές Συνέδριο Πανεπιστημίου Αιγαίου, Ρόδος, 7-11 'Οκτωβρίου 2002, βλ. περιλήψεις Συνεδρίου, σ. 9
48) N.Coldstream, Γεωμετρική Ελλάδα, Λονδίνο, 1977, Αθήνα, 199749)
49) Pierre Grimal, Λεξικόν της Ελληνικής καί Ρωμαϊκής Μυθολογίας, Θεσσαλονίκη, 1992.
50) Ιστορία της Κύπρου. Από την Νεολιθική μέχρι καί την Ρωμαϊκή Εποχή, Λευκωσία, 1992, σ. 57
51) Ιστορία της Γραφής, 'Οδηγός Εκθέσεως, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2002.
52) Ή Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας καί Γραφής, Die Geschichte der Hellenischen Sprache und Schrift, 3-6.10. 1996, Ohlstadt, Oberbayern-Deutschlani, σ. 300
53) Andre Lemaire, Les «Hyksos» et les debuts de Γ ιcriture alphabιtique au Proche-Orient, βλ. Πρακτικά Συνεδρίου για την Γραπτή Επικοινωνία στην Μεσόγειο, Ελληνική Βίλλα Κήρυλος, 14-15 Μαίου 1996, Ίδρυμα Θεοδώρου Ράϊναχ, 2000, σ. 103-133.
54) Maria Giulia Amadasi Guzzo, La transmission de ('alphabet phιnicien aux Grecs, 15 Μαίου 1996, Ίδρυμα Θεοδώρου Ράίναχ, 2000,σ. 231.
55) Ί. Σταματάκου, Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης
56) "Α. Τζιροπούλου-Εύσταθίου, Σύντομη Προσέγγισις εις το Ιστορικόν της Ελληνικής Γραφής, εφ. Ελληνική Αγωγή, άρ.φ.49, Μάρτιος 2001, σ.10-11.
57) Ε. Παπαδοπούλου, Μινωική καί Μυκηναϊκή παρουσία στην Εγγύς Ανατολή καί είδικώτερα στην κοιλάδα του Ιορδανή, βλ. .περιλήψεις Διεθνούς Συνεδρίου Πανεπιστημίου Αιγαίου, Ρόδος, 7-11 Οκτωβρίου 2002, σ. 26.
58) "Α.Τζιροπούλου-Εύσταθίου, Έλλήν Λόγος, Αθήνα 2002.
59) Β.-ΧΡ.Κριτσέλη, Πλάτωνος Κρατύλος, Αθήναι, σ. 14.
60) Έφ.ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, φ. 12.11.2000, πρβλ. Εφ. Ελληνική Αγωγή, άρ.φυλ. 47, Ιανουάριος 2001, 63) Α.Τζιροπούλου-Ευσταθίου, Πώς ή Ελληνική γονιμοποίησε τον Ευρωπαϊκό Λόγο.
Μια συγκλονιστική ομιλία για την ελληνική γλώσσα και την αυθεντική ελληνική γραφή της (αλφάβητο) που δεν προέρχεται από τους Φοίνικες και τους ανύπαρκτους «Ινδοευρωπαίους», θεωρία που ζητά να αφαιρεθεί από τα σχολικά βιβλία, έκανε στην Ακαδημία Αθηνών ο απερχόμενος πλέον Πρόεδρός της, Ακαδημαϊκός Αντώνιος Κουνάδης στις 14 Ιανουαρίου 2019 μ.Χ., κλείνοντας την εκεί ετήσια θητεία του.
Το παρακάτω κείμενο της ομιλίας του, πρωτοδημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της Εφημερίδας «Εστία» σε ατόφια πολυτονική γραφή.
Για την καλύτερη και ευκολότερη κατανόηση και μελέτη, το ΝΟΙΑΖΟΜΑΙ πρόσθεσε υπογραμμίσεις, τίτλους παραγράφων και οπτικό υλικό.
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ: ΠΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΓΡΑΠΤΗΣ
Ομιλία τοῦ τ. προέδρου τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν Ἀντωνίου Κουνάδη
εκφωνήθηκε στην Ακαδημία Αθηνών στις 14 Ἰανουαρίου 2019 μ.Χ.
ΥΨΙΣΤΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΑΓΑΘΟ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
«Η προβληθείσα τόν 18ο αἰῶνα ἄποψη, ὅτι ἡ Ἑλληνική γλῶσσα ἀνήκει στήν Ἰνδοευρωπαϊκή οἰκογένεια γλωσσῶν, καθώς καί ἡ ἄποψη ὅτι τό Ἑλληνικό ἀλφάβητο εἶναι Φοινικοσημιτικῆς προελεύσεως ἀπετέλεσαν ἀντικείμενα συνεχιζομένων μέχρι σήμερα ἐντόνων συζητήσεων καί ἀμφισβητήσεων.
Δύο θέματα, τά ὁποῖα δέν πρέπει νά ἀφήνουν ἀδιάφορο κανένα Ἕλληνα, ἀφοῦ τό ὑψίστης σημασίας ἀγαθό τῆς πολιτισμικῆς μας κληρονομιᾶς, ἡ Ἑλληνική γλῶσσα, προφορική καί γραπτή, ἀρρήκτως συνδεδεμένη μέ τήν ταυτότητα, τήν συνέχεια, τήν ἐπιβίωση καί τήν προοπτική τοῦ Ἑλληνισμοῦ, εἶναι ὑπόθεση ὅλων μας.
Βεβαίως καί τοῦ ὁμιλοῦντος, λόγω τῆς μακρόχρονης ἐνασχόλησής μου μέ τήν Ἐκπαίδευση καί τήν συναφῆ ἀρθρογραφία μου, μέ τήν ὁποία ἐστηλίτευσα τίς ὀλέθριες νομοθετικές παρεμβάσεις στή γλῶσσα μας, μέ τόν ψευδεπίγραφο χαρακτηρισμό ὡς Ἐκπαιδευτικῶν Μεταρρυθμίσεων.
Δεδομένου ὅτι τά δύο αὐτά θέματα εἶναι διεπιστημονικοῦ χαρακτῆρα καί μάλιστα ἀντικείμενο πολλῶν διαφορετικῶν ἐπιστημῶν, ἡ ἐν προκειμένω προσπάθειά μου εἶναι νά παρουσιάσω αὐθεντικές γνῶμες γλωσσολόγων, ἀρχαιολόγων, ἱστορικῶν, ἀνθρωπολόγων, παλαιοντολόγων, ὥστε νά χυθεῖ περισσότερο φῶς στά δύο αὐτά περίπλοκα καί σκοτεινά ἀκόμη θέματα, βάσει καί τῶν νεοτέρων εὑρημάτων καί τῶν ἐξελίξεων στήν ἀνθρώπινη ἀρχαιογενετική (αDNA) καί τήν πληθυσμιακή γενετική. Ἐξελίξεων, οἱ ὁποῖες ἀνέτρεψαν ἤ καί ἐπιβεβαίωσαν προγενέστερες ὑποθέσεις.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΖΕΙΝ ΕΣΤΙΝ ΤΟ ΟΡΘΩΣ ΟΝΟΜΑΖΕΙΝ
Στόν Κρατύλο τοῦ Πλάτωνος πού ἀποτελεῖ διάλογο γιά τήν ὀρθότητα τῶν ὀνομάτων μέ συνομιλητές τόν Ἑρμογένη, τόν φιλόσοφο-μαθηματικό Κρατύλο (ἱδρυτή φιλοσοφικῆς σχολῆς τόν 5ο π.X. αἰ.) καί τόν Σωκράτη, βρίσκονται οἱ ἀπαρχές τῆς Συγκριτικῆς Γλωσσολογίας σ’ ὅ,τι ἀφορᾶ ὀνόματα βαρβάρων (δηλ. ἀλλοεθνῶν) καί τῆς συγκριτικῆς μεθόδου (ὅσον ἀφορᾶ τίς διαλέκτους τῆς Ἑλληνικῆς, π.χ. Αἰολικῆς, Δωρικῆς, Ἰωνικῆς, Ἀττικῆς κ.λπ.), καθώς καί οἱ ἀπαρχές τῆς Ἐτυμολογίας γιά τό πῶς καθορίζεται ἡ ὀρθή ὀνοματοθέτηση (ὀνοματοδοσία) τῶν λέξεων (ὀνομάτων), φύσει ἤ νόμω.
Σύμφωνα μέ τόν φύσει καθορισμό (κατά τόν Κρατύλο), ὑπάρχει συμφωνία μεταξύ ὀνόματος (λέξεως) καί τοῦ ἐννοιολογικοῦ περιεχομένου του ἐτυμολογικῶς (δηλ. μεταξύ σημαίνοντος καί σημαινομένου), ἐνῶ σύμφωνα μέ τόν νόμο καθορισμό τῶν ὀνομάτων (λέξεων) ἡ ὀνοματοθέτηση εἶναι συμβατική Ἡ Ἑλληνική γλῶσσα εἶναι κατ’ ἐξοχήν ἐννοιολογική ἤ νοηματική, δηλαδή ὑπάρχει αἰτιώδης σχέση μεταξύ ὀνομάτων-λέξεων καί τῆς ἐτυμολογικῆς σημασίας τους.
Κατά τόν Πλάτωνα (Κρατύλος, 435-436) «ὅς ἄν τά ὀνόματα ἐπίσταται, ἐπίσταται καί τά πράγματα». Πρῶτος ὁ Διονύσιος ὁ Ἁλικαρνασσεύς (1ος π.Χ. αἰ.) στό ἔργο του «Περί συνθέσεων ὀνομάτων» θεωρεῖ τόν Πλάτωνα θεμελιωτή τῆς Ἐτυμολογίας γράφοντας:
«Τόν ὑπέρ ἐτυμολογίας λόγον πρῶτος εἰσήγαγε Πλάτων πολλαχῇ μέν καί ἄλλοθι, μάλιστα δέ ἐν τῷ Κρατύλῳ.». Γιά τήν ἀξία τῆς νοηματικῆς ἰδιότητας τῶν ὀνομάτων ὁ Ἀριστοτέλης ἐπισημαίνει:
«Ὁ λόγος, ἐάν μή δηλοῖ, οὐ ποιήσει τό ἑαυτοῦ ἔργον.» (Τέχνη ρητορική Γ. 2149), στή συνέχεια δέ ἐξαίρει τήν Ἑλληνική μέ τήν φράσιν: «Τό Ἑλληνίζειν ἐστίν τό ὀρθῶς ὀνομάζειν.» (Τέχνη ρητορική Γ. 4.1407).
ΝΟΜΠΕΛΙΣΤΑΣ ΧΑΪΖΕΝΜΠΕΡΓΚ ΓΙΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Ἀλλά καί στούς νεώτερους χρόνους ὁ Γερμανός φιλόσοφος-φυσικός Βένερ Χάιζενμπεργκ (Βραβεῖο Νομπέλ 1932) εἶχε δηλώσει:
«Ἡ θητεία στήν ἀρχαία Ἑλληνική γλῶσσα ὑπῆρξε ἡ σπουδαιότερη πνευματική μου ἄσκηση.
Στή γλῶσσα αὐτή ὑπάρχει ἡ πληρέστερη ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στήν λέξη καί τό ἐννοιολογικό περιεχόμενο.».
Ἄν τό πρῶτο ἀλφάβητο (ἀκριβέστερα σύστημα γραφῆς) εἶναι Σημιτικοφοινικικό καί ἄν οἱ Φοίνικες (κλάδος σημιτικῆς φυλῆς πού διακρίθηκε στήν ναυτιλία καί στό ἐμπόριο) τό πῆραν ἀπό τούς Ἑβραίους καί τό μετέδωσαν στούς Ἕλληνες, ἔχει γίνει ἀντικείμενο πολλῶν συζητήσεων καί ἀμφισβητήσεων.
Συναφῆ θέματα πρός διερεύνηση εἶναι τό πότε οἱ Φοίνικες μετανάστες ἐγκαταστάθηκαν στή Φοινίκη καί ποιές οἱ ἀρχαιότερες ἐπιγραφές ἤ γραπτά κείμενα τοῦ Φοινικικοῦ πολιτισμοῦ.
ΗΡΟΔΟΤΟΣ: «μου φαίνεται…»
Γιά τήν ὑπάρχουσα ἄποψη περί τῆς καταγωγῆς τοῦ Ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου ἀπό τά «φοινικικά γράμματα», δηλαδή ἀπό τό φοινικικό οὐσιαστικῶς «Συλλαβάριο», ἀξίζει νά παρατηρηθεῖ ὅτι τήν ἄποψη αὐτή οἱ «Φοινικιστές ἐστήριξαν κυρίως στή γνωστή ρήση τοῦ Ἡροδότου:
«Οἱ Φοίνικες …ἐσήγαγον διδασκάλια ἐς τούς Ἕλληνας καί δή καί γράμματα, οὐκ ἐόντα πρίν Ἕλλησι, ὡς ἐμοί δοκέειν…».
Δηλαδή ὁ Ἡρόδοτος διατυπώνει τοῦτο μέ ἐπιφύλαξη (ὡς ἐμοί δοκεῖ), ἀναφερόμενος ἀορίστως σέ γράμματα καί ὄχι στά γράμματα συγκεκριμένης γραφῆς.
ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ: «οι Φοίνικες τα πήραν από άλλους»
Μέ τήν ἄποψη ὅμως τοῦ Ἡροδότου δέν συμφωνεῖ ὁ ἱστορικός Διόδωρος ὁ Σικελιώτης (Ε 74), ὁ ὁποῖος διευκρινίζει ὅτι τά λεγόμενα «Φοινίκεια γράμματα» δέν εἶναι ἐφεύρεσις τῶν Φοινίκων ἀλλά διασκευή ἄλλων γραμμάτων, δηλαδή τῶν Ἑλληνικῶν-Κρητικῶν, δηλώνοντας: «φασί τούς Φοίνικας οὐκ ἐξ ἀρχῆς εὑρεῖν, ἀλλά τούς τύπους τῶν γραμμάτων μεταθεῖναι μόνον,…».
ΔΕΝ ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΠΟΤΕ ΦΟΙΝΙΚΙΚΕΣ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ
Ἄς σημειωθεῖ ὅτι οἱ Φοίνικες, ὅπως φαίνεται ἀπό διάφορες ἱστορικές πηγές, ἐγκατεστάθησαν στήν Φοινίκη (σημερινός Λίβανος καί ἐν μέρει Συρία) ἀναμειχθέντες μέ τούς αὐτόχθονες Χαναανίτες μεταξύ 1.200 καί 1.100 π.Χ. Γραπτά κείμενα ἤ ἐπιγραφές γιά τόν Φοινικικό πολιτισμό δέν ἔχουν εὑρεθεῖ μέχρι σήμερα.
ΥΠΗΡΧΕ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΦΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΤΡΩΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ (1.200 π.Χ.)
Βάσει ἱστορικῶν δεδομένων, ἐπιγραφῶν καί πολλῶν ἀναφορῶν σέ (γνωστά) κείμενα ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων, ἔχει γίνει δεκτό ἀπό τήν διεθνῆ ἐπιστημονική κοινότητα ὅτι ἡ Ἑλληνική (ἀλφαβητική) γραφή ὑπῆρχε πιθανότατα πρίν ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Τρωϊκοῦ πολέμου.
(Δέν ἐννοοῦμε τήν Γραμμική Α΄ ἤ Β΄ οὔτε βεβαίως τήν ἀρχαιότερη Κρητική μέσω ἰδεογραμμάτων ἱερογλυφική γραφή.)
Ὡστόσο, ἡ Ἑλληνική (ἀλφαβητική) γραφή φαίνεται ὅτι βάσει ἱστορικῶν πηγῶν ὑπῆρχε πρίν ἀπό τούς χρόνους τοῦ Ὁμήρου. Π.χ. στήν Ἰλιάδα (περιγράφουσα τόν Τρωικό Πόλεμο) ὁ Ὅμηρος, ἀναφερόμενος στόν Βελλερεφόντη, γράφει «σήματα λυγρά γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ θυμοφθόρα πολλά».
(Ἐπιστολή Προίτου πρός τόν πενθερό του, τόν Ἰοβάτη. Ζ 169.)
Ἐπίσης ὁ Ὅμηρος κατά τόν φιλόσοφο καί ἱστορικό Πορφύριο (3ος μ.Χ. αἰ.) ἔγραψε τήν Ἰλιάδα «οὔχ ἅμα, οὐδέ κατά τό συνεχές, καθάπερ σύγκεινται, ἀλλ’ αὐτός μέν ἑκάστην ῥαψῳδίαν γράψας καί ἐπιδειξάμενος ἐν τῷ περινοστεῖν τάς πόλεις τροφῆς ἕνεκεν ἀπέλιπεν…» (Λεξικό Σούδα ἤ Σουίδα).
Ὁ Μιστριώτης ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἀπολλόδωρος (180-110 π.Χ.) μᾶς γνωρίζει ὅτι ὁ Οἴαξ, κατά τόν Τρωϊκό Πόλεμο, ἔγραψε τήν εἴδηση τοῦ θανάτου τοῦ ἀδελφοῦ του, τοῦ Παλαμήδη, ἐπάνω σέ πηδάλιο, τό ὁποῖον τά θαλάσσια κύματα μετέφεραν στόν πατέρα τους τόν Ναύπλιο.
Ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ Ἐπιστημονική Ἀνακοίνωση τῶν Ἑλλήνων ἐρευνητῶν Σταύρου Παπαμαρινόπουλου καί τῶν συνεργατῶν του, τήν ὁποία παρουσίασα στήν Δημόσια Συνεδρία τῆς Ἀκαδημίας (19/10/2017) μέ τίτλο «Ἀστρονομικές Χρονολογήσεις τοῦ τέλους τοῦ Τρωϊκοῦ Πολέμου καί τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ Ὀδυσσέα» (Πρακτικά Ἀκαδημίας, τ. 92 Α΄, 2017).
Ἡ Ἀνακοίνωση καταλήγει στό συμπέρασμα ὅτι τό τέλος τοῦ Τρωικοῦ Πολέμου χρονολογεῖται πρό τοῦ 1200 π.Χ.
Ἡ χρονολογία αὐτή ὑποδηλοῖ τήν ὕπαρξη γραφῆς κατά τούς χρόνους τοῦ Τρωϊκοῦ Πολέμου, ἐνόψει καί τῶν προεκτεθέντων ἀπό τόν Ὅμηρο περί τοῦ Βελλερεφόντη καί ἀπό τόν Μιστριώτη – Ἀπολλόδωρο γιά ὅσα ἀναφέρουν γιά τόν Οἴακα.
Ἐάν πράγματι ὑπῆρχε γραφή πρίν ἀπό τό 1200 π.Χ., τά ὑποστηριζόμενα ὅτι δῆθεν οἱ Ἕλληνες πῆραν τό σύστημα γραφῆς (Συλλαβάριο) ἀπό τούς Φοίνικες κλονίζονται, στερούμενα ἀξιοπιστίας.
Βεβαίως τό ζήτημα αὐτό παραμένει ἀνοικτό ἐλλείψει ἀποδείξεων, διότι οἱ ὑπάρχουσες ἐνδείξεις δέν ἀρκοῦν.
ΕΒΑΝΣ: ΟΙ ΦΟΙΝΙΚΕΣ ΠΗΡΑΝ ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ
Κατά τόν Sir Arthur Evans «ἡ γραφή τῆς Κρήτης εἶναι ἡ μήτηρ τῆς Φοινικικῆς», ἐνῶ κατά τόν Ρενέ Ντυσσώ «Οἱ Φοίνικες εἶχαν παραλάβει πρωιμότατα τό ἀλφάβητόν των παρά τῶν Ἑλλήνων, οἵτινες εἶχαν διαμορφώσει τοῦτο ἐκ τῆς Κρητο-Μυκηναϊκῆς γραφῆς».
(Βλ. καί Γκεόργκιεφ, Προβλήματα τῆς Μινωικῆς Γλώσσας, Σόφια 1953.)
ΦΟΙΝΙΚΙΚΑ ΧΩΡΙΣ ΦΩΝΗΕΝΤΑ.
Τό Φοινικικό δέν εἶναι ἀλφάβητο, ἀλλά «Συλλαβάριο», χωρίς φωνήεντα, μέ 22 σύμφωνα καί χωρίς τά σύμφωνα Ξ, Φ, Ψ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφάβητου.
Ἀλλά καί κατά τό Κέντρο τοῦ Πανεπιστήμιου Irvain TLG (Thesaurus Linguae Graecae), ὁ Κρητικός ἱστορικός Δωσιάδης (συγγράψας τήν τοπική ἱστορία τῆς Κρήτης) ἀναφέρει ὅτι τό ἀλφάβητο εὑρέθη ἀπό τούς Κρῆτας.
ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ «ΑΛΦΑ»
Ὁ Πλούταρχος (Προβλήματα 737) θεωρεῖ ἀφελῆ τήν ἄποψη ὅτι τό γράμμα «ἄλφα» εἶναι Φοινικικό ἐκ τοῦ «Ἄλεφ» πού ὀνόμαζαν τόν βοῦν (θεωρούμενον πρῶτον ἐκ τῶν ἀναγκαίων).
Κατά τό Μέγα Ἐτυμολογικό Λεξικό, το γράμμα «ἄλφα» προέρχεται ἐκ τοῦ ρήματος ἄλφω (= εὑρίσκω), διότι «πρῶτον γάρ τῶν ἄλλων στοιχείων εὑρέθη.»
ΙΩΝΙΚΟ ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ
Ἡ κάθε πόλις-κράτος ἤ περιοχή στόν ἀρχαϊκό ἑλληνικό κόσμο εἶχε τό δικό της ἀλφάβητο, (μέ μικρές παραλλαγές ἀπό ἐκεῖνα τῶν ἄλλων πόλεων.)
Τό σημερινό Ἑλληνικό ἀλφάβητο εἶναι τό ἐπικρατῆσαν Ἰωνικό, μέ 24 γράμματα, ἀπό τό 403 π.Χ. ἐπί ἄρχοντος Εὐκλείδου.
Τό Κορινθιακό, ἐπίσης, διαθέτει 24 γράμματα, τό Κρητικό 21, τῆς Μιλήτου 24, τό Χαλκιδικό 25, ἀπό τό ὁποῖον προῆλθε τό σημερινό Λατινικό, μετά ἀπό προσαρμογή ἀπό τούς κατοίκους τοῦ Λατίου τῆς Ἰταλίας, (οἱ ὁποῖοι, ὡς φαίνεται, τό παρέλαβαν ἀπό Ἕλληνες τῆς Κύμης.)
Ἀπό τό Ἑλληνικό, ἐπίσης, ἀλφάβητο προῆλθαν τό Ἐτρουσκικό, τό Κυριλλικό, τό ἀρχαῖο Φρυγικό, τό ἀλφάβητο τῆς Λυκίας, τό Λυδικό, τό Ἀρμενικό, τό Κοπτικό, τό Γοτθικό κ.λπ.
ΠΑΝΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΓΡΑΦΕΣ
Πηγές γιά τίς ἀπαρχές τῆς Ἑλληνικῆς γραφῆς ὑπάρχουν πολλές, μεταξύ τῶν ὁποίων:
1) Ἡ πινακίδα τοῦ Δισπηλιοῦ τῆς Καστοριᾶς πού ἔφερε σέ φῶς τό 1993 ὁ καθηγητής Γ. Χουρμουζιάδης, τήν ὁποίαν ἀρχαιομέτρες τόσο ἀπό τό Ἐρευνητικό Κέντρο «Δημόκριτος» ὅσο καί τοῦ ἐξωτερικοῦ χρονολόγησαν στό 5250 π.Χ.
2) «Τό Ὄστρακο στήν Ἐρημονησίδα Γιούρα τῶν Σποράδων», τό ὁποῖον εὑρῆκε ὁ ἀρχαιολόγος Ἀδάμ Σαμψών μέ Ἑλληνική ἐπιγραφή τοῦ 5500 π.Χ., στήν ὁποία διακρίνονται εὐκρινῶς τά γράμματα Α Υ Δ χωρίς βεβαίως νά εἶναι γνωστή ἡ φωνητική τους ἀξία καί
3) «Τό Ὄστρακο στήν Περιοχή Πιλικάτα τῆς Ἰθάκης», χρονολογούμενο τό 2700 π.Χ., στό ὁποῖον ὑπάρχουν χαραγμένα συμβολικά σχήματα παρόμοια μέ αὐτά τῶν Γραμμικῶν Γραφῶν Α΄ καί Β΄.
ΓΡΑΠΤΩΣ ΜΕΤΑΦΕΡΟΝΤΑΝ ΤΑ ΕΠΗ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ
Ἐν προκειμένω, εὔλογο τίθεται τό ἐρώτημα πῶς εἶναι δυνατόν χιλιάδες στίχων τῶν Ὁμηρικῶν Ἐπῶν νά διατηροῦνται καί μεταφέρονται ἐπί πολλούς αἰῶνες ἀναλλοίωτοι μέ θαυμαστή ἀκρίβεια.
Γι’ αὐτό καί ὁ Μιστριώτης στό ἔργο του «Ἱστορία τῶν Ὁμηρικῶν Ἐπῶν» (Τύποις Σακελλαρίου, Ἀθήνα 1903, ἔκδοση Β΄) ἀναφέρει: «Τό πολύμορφον καί ἡ ἀστασία ἐν τῇ ἐκτάσει καί συστολῇ φωνηέντων, οὐ δύναταί τις ἀποδοῦναι τῇ ἐλλείψει τῆς γραφῆς.».
Ὁ καθηγητής Τζίλμπερτ Χάιγκετ δηλώνει ὅτι ἕνα ποίημα ὅπως ἡ Ἰλιάδα εἶναι ἀδύνατον νά εἶχε παραδοθεῖ χωρίς γραφή (Ἡ Κλασσική παράδοση, Ἐκδ. ΜΙΕΤ), ἐνῶ ὁ διάσημος συγγραφέας Χόρστ Μπλάνκ (Ἐκδ. Παπαδήμα, σελ. 148) βεβαιώνει ὅτι:
«Σήμερα ἕνα μεγάλο μέρος φιλολόγων κλείνει πρός τήν ὑπόθεση ὅτι ἡ σύνταξη τῶν Ὁμηρικῶν Ἐπῶν εἶχε ἤδη καταστήσει ἀπαραίτητη τήν γραπτή παγίωση τοῦ κειμένου… οἱ ραψωδοί κουβαλοῦσαν μαζί τους τό γραπτό χειρόγραφο ἀντίτυπό τους.».
Ἐπίσης, ἡ Γαλλίδα Ἑλληνίστρια Ζακλίν Ντέ Ρομιγύ δηλώνει κατηγορηματικά: «Ὅμηρος καί γραφή συνυπάρχουν.».
(Γιατί ἡ Ἑλλάδα, Ἐκδ. Τό «Ἄστυ», σελ. 28.) Tό δακτυλικό ἑξάμετρο στά Ὁμηρικά Ἔπη βασίζεται στήν προσωδία (μακρά καί βραχέα φωνήεντα, διπλά σύμφωνα, δίφθογγοι κ.λπ.).
Ἡ ἄποψη ὅτι οἱ Φοίνικες δάνεισαν κάποια σύμφωνα καί ἀμέσως οἱ Ἕλληνες ἔγραψαν ὀρθογραφημένα τά Ἔπη, δέν ἔχει ἰσχυρά ἐπιχειρήματα, ὅπως ἀναφέρει τό Λεξικό Σούδα ἤ Σουίδα (βλ. Φοινίκη πόλις).
ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΝΤΟΥΡΑΝΤ: ΟΙ ΦΟΙΝΙΚΕΣ ΤΟ ΠΗΡΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ
Χαρακτηριστική εἶναι καί ἡ ἀναφορά τοῦ Ἀμερικανοῦ ἱστορικοῦ/φιλοσόφου, συντάκτη τῆς παγκόσμιας ἱστορίας πολιτισμοῦ, William Durant:
«Οἱ Φοίνικες δέν ἦσαν οἱ ἐφευρέται τοῦ ἀλφαβήτου, τό κυκλοφόρησαν μόνο ἀπό τόπο σέ τόπο.
Τό ἐπῆραν ἀπό τούς Κρῆτες καί τό μετέφεραν στήν Τύρο, στήν Σιδῶνα, στήν Βύβλο καί ἄλλες πόλεις τῆς Μεσογείου.
Ὑπῆρξαν οἱ “γυρολόγοι” καί ὄχι οἱ ἐφευρέται τοῦ ἀλφαβήτου.».
Ὁ ἀρχαιολόγος-ἐπιγραφικός Ἀπόστολος Ἀρβανιτόπουλος εἶχε δηλώσει:
«Τό ἀλφάβητο ἐπενόησαν καί ἐφήρμοσαν οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες… ἐδώρισαν δέ αὐτό εἰς ἅπασαν τήν ἀνθρωπότητα ὡς κοινόν κτῆμα αὐτῆς.». Ὑπάρχουν ἀρκετές μαρτυρίες μέ κείμενα ἀρχαίων ἱστορικῶν καί συγγραφέων (μεταγενέστερα τῆς ἐποχῆς τοῦ Ὁμήρου), τά ὁποῖα ὑποστηρίζουν ὅτι ὑπῆρχε γραπτή Ἑλληνική γλῶσσα (διάφορος τῆς Γραμμικῆς Β΄) περί τό 1200 π.Χ., δηλαδή πρίν ἀπό τό Φοινικικοσημιτικό Συλλαβάριο. Ὡστόσο, τεκμήρια (π.χ. ἐπιγραφές) γιά τήν ὕπαρξη Ἑλληνικῆς γραφῆς πού ἀνάγεται σ’ αὐτήν τήν περίοδο δέν ὑπάρχουν.
ΓΚΙΛΜΠΕΡΤ ΜΑΡΡΕΪ: Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΝΑΙ Η ΤΕΛΕΙΟΤΕΡΗ ΓΛΩΣΣΑ
Γι’ αὐτήν τήν ἀσύγκριτης τελειότητας γλῶσσα πού ἐμεῖς οἱ ἴδιοι κακοποιήσαμε, ἐνῶ γιά τούς ξένους ἑλληνιστές καί γλωσσολόγους ἀποτελεῖ ἀντικείμενο θαυμασμοῦ καί μελέτης, χαρακτηριστική εἶναι ἡ δήλωση τοῦ διακεκριμένου Ἑλληνιστοῦ καθηγητοῦ στό Πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόρδης Gilbert Murray: «[…] μία σκέψη μπορεῖ νά διατυπωθεῖ μέ ἄνεση καί χάρι στήν Ἑλληνική, ἐνῶ γίνεται δύσκολη καί βαρειά στήν Λατινική, Ἀγγλική, Γαλλική, Γερμανική.
Ἡ Ἑλληνική εἶναι ἡ τελειότερη γλῶσσα, ἐπειδή ἐκφράζει τίς σκέψεις τελειοτέρων ἀνθρώπων.».
Ὁ διακεκριμένος Ἑλληνιστής καί γλωσσολόγος Ἱσπανός καθηγητής F.R. Adrados, ξένος ἑταῖρος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, ἔχει ἐπανειλημμένα δηλώσει ὅτι οἱ Δυτικοευρωπαϊκές γλῶσσες εἶναι ἡμιελληνικές ἤ κρυπτοελληνικές.
Ο ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ ΤΟΝΩΝ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΩΝ
Ἀξίζει, ἐπίσης, νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Ἀριστοφάνης ὁ Βυζάντιος (2ος π.Χ. αἰ.) θεωρεῖται ὅτι πρῶτος ἐπενόησε καί ἐφήρμοσε τούς τόνους καί τά πνεύματα.
Ο ΔΙΣΚΟΣ ΤΗΣ ΦΑΙΣΤΟΥ
«Στόν “δίσκον τῆς Φαιστοῦ” χρονολογούμενον πρό τοῦ 1200 π.Χ. (ὁ ὁποῖος εὑρέθη στήν Κρήτη καί δέν ἔχει ἀποκρυπτογραφηθεῖ μέχρι σήμερα) φαίνονται εὐκρινῶς “τυπωμένα” τά γράμματα Β Γ Λ Υ.
Οἱ Michael Ventris καί John Chadwick ὑπεστήριξαν γιά πρώτη φορά ὅτι οἱ πινακίδες “ἀπό ψημένο πηλό, ἀπό τήν δεύτερη χιλιετία π.Χ., οἱ ὁποῖες βρέθηκαν στή Πύλο, στήν Κνωσό, στίς Μυκῆνες καί ἄλλα μέρη, περιεῖχαν ἑλληνικά ἔγγραφα πού προέρχονταν ἀπό τά ἀρχαῖα Μυκηναϊκά Βασίλεια”».
Τά Μυκηναϊκά, ὅπως πρόσφατα ἐτόνισε ὁ F.R. Adrados (ἐν συνεχεία ἄλλων), ἦταν ἑλληνικά, γραμμένα μέ τήν βοήθεια μίας ἀρχαίας συλλαβικῆς γραφῆς πού στήν συνέχεια ξεχάστηκε.
ΟΣΒΑΛΝΤ ΠΑΝΑΓΚΛ: Η ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
Ἐπίσης, σέ ὁμιλία του στήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν (8-10 Μαρτίου 2013) ὁ διακεκριμένος Αὐστριακός γλωσσολόγος καί Μυκηνολόγος Osvald Panagl ἀνέφερε ὅτι:
Οἱ ὡς ἄνω πινακίδες (Κνωσοῦ, Πύλου, Μυκηνῶν) ἦταν γραμμένες σέ μία ἀρχέγονη παραλλαγή τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς, 500 χρόνια προγενέστερης τοῦ γλωσσικοῦ ἰδιώματος τῶν Ὁμηρικῶν Ἐπῶν. Συνεπῶς, ἡ χρονολογία τους ἀνάγεται περί τό 1300 π.Χ.
ΙΚΛΑΙΝΑ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ: ΓΡΑΜΜΙΚΗ Β’ ΤΟΥ 1450 π.Χ.
Ο Αρχαιολόγος Μ. Κοσμόπουλος στην Ίκλαινα Μεσσηνίας με Γραμμική Β΄ του 1450 π.Χ.
Πρόσφατα στήν Ἴκλαινα τῆς Μεσσηνίας (14 χλμ. ἀπό τήν Πύλο) ὁ ἀρχαιολόγος Μιχαήλ Κοσμόπουλος, καθηγητής στό Πανεπιστήμιο τοῦ Μιζούρι τῶν ΗΠΑ (ὑπεύθυνος ἀνασκαφῶν ἀπό τό 1998 στό χῶρο αὐτό), βρῆκε «μέσα σέ μπάζα καί σκουπίδια» τήν ἀρχαιότερη μέχρι σήμερα πήλινη πινακίδα Γραμμικῆς Β΄ χρονολογούμενη μεταξύ 1450 καί 1400 π.Χ., ὅπως μοῦ ἐγνώρισε μέ σχετική ἐπιστολή του.
Οινοχόη Δίπυλου Κεραμεικού του 740 π.Χ. με τα γράμματα:
που κατά Μπαμπινιώτη σημαίνει «1. Όποιος από τους ορχηστές χορεύει πιο ανάλαφρα απ’ όλους 2α. σε αυτόν ανήκει τούτο (το αγγείο, η οινοχόη) και αν τον [δεις, ευχήσου του κάθε ευτυχία] 2β. αυτός να το πάρει (το αγγείο)»
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Ὡστόσο, ἐνόψει τῶν προεκτεθέντων, ἡ ἐπιγραφή αὐτή δέν πρέπει νά εἶναι ἡ ἀρχαιότερη. Λαμβάνοντας ὑπόψη ὅτι μέχρι σήμερα ποσοστό μικρότερο τοῦ 5% τῆς Ἑλληνικῆς Γραμματείας ἔχει γίνει γνωστόν, εἶναι εὔλογο νά ἀναμένει κανείς ὅτι στό μέλλον νεώτερα εὑρήματα θά φέρει σέ φῶς ἡ ἀρχαιολογική σκαπάνη.
ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ
Κατά τόν γλωσσολόγο καθηγητή στό Πανεπιστήμιο Charles Sturt τῆς Αὐστραλίας Γεώργιο Καναράκη (ἀλλά καί ἄλλους ἐρευνητές), βάσει τῆς ἱστορικοσυγκριτικῆς γλωσσολογίας, «ἡ ἑλληνική γλῶσσα δέν ἀνήκει σέ καμμία ἀπό τίς γλωσσικές ὁμάδες τῆς Ἰνδοευρωπαϊκῆς οἰκογενείας καί συνεπῶς κατατάσσεται ὡς μεμονωμένη γλῶσσα (isolate) μέσα στό πλαίσιο τῆς ὁμογλωσσίας αὐτῆς.»
Ὁ ὅρος Ἰνδοευρωπαῖοι εἰσήχθη τό 1813 ἀπό τόν Βρεταννό γλωσσολόγο, ἰατρό καί φυσικό Thomas Young (1779-1829).
Ὁ κορυφαῖος διεθνῶς γλωσσολόγος – ἑλληνιστής F.R. Adrados σέ ἀνακοίνωσή του στήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν εἶπε ὅτι οἱ Μινωίτες «τούς ὁποίους δέν ξέρουμε πῶς νά ὁρίσουμε μέ ἀκρίβεια, ἀλλά Ἰνδοευρωπαῖοι δέν ἦταν – δέν ἦταν Εὐρωπαῖοι οἱ ἄνθρωποι πού ἔγραψαν τόν “δίσκο τῆς Φαιστοῦ”, οὔτε αὐτοί πού ἔγραψαν τήν Μυκηναϊκή γραφή.».
aDNA
Ἡ ἐπικρατοῦσα ἄποψη, ἀντίθετη ἐκείνης τοῦ Sir Arthur Evans (κατά τήν ὁποία Λύβιοι καί Αἰγύπτιοι μετανάστευσαν στή Κρήτη ἀναπτύξαντες τόν Μινωικό πολιτισμό), εἶναι ὅτι οἱ Μινωίτες δέν ἀνήκουν στούς γλωσσικά Ἰνδοευρωπαϊκούς πληθυσμούς πού ἐποίκησαν τήν Εὐρώπη τήν Νεολιθική ἐποχή.
Ὡστόσο, ἡ ἐρευνητική ὁμάδα τοῦ Καθηγητοῦ Γενετικῆς καί Γενετικῆς Ἰατρικῆς στό Πανεπιστημίου G. Washington Γεωργίου Σταματογιαννόπουλου, σέ συνεργασία μέ Ἕλληνες καί ξένους ἐπιστήμονες διαφόρων εἰδικοτήτων, ἀπομόνωσε τό αDNA (ancient DNA) ἀπό Μινωικά ὑπολείμματα 4.300 χρόνων καί καθόρισε τούς πολυμορφισμούς τοῦ μιτοχονδριακοῦ, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τά χαρακτηριστικά τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ.
Ἐξαιρετικά ἐνδιαφέρουσα εἶναι πρόσφατη δημοσίευση τοῦ ἴδιου καί συνεργατῶν του μέ τίτλο «Ἡ Πληθυσμιακή Γενετική καί ἡ Θεωρία Περί Δῆθεν Ἀφανισμοῦ τῶν Ἑλλήνων τῆς Πελοποννήσου κατά τόν Μεσαίωνα» πού ἀνακοίνωσα στήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν (27/4/2017), μέ τήν ὁποία ἀπεδεικνύετο ὅτι ἡ Πληθυσμιακή Γενετική μπορεῖ νά διευκρινίσει σημαντικά θέματα καταγωγῆς καί ἱστορίας τοῦ Ἀνθρώπινου πληθυσμοῦ.
ΤΑ ΣΑΝΣΚΡΙΣΤΙΚΑ ΣΤΗΡΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Ὁ διακεκριμένος Γερμανός γλωσσολόγος Franz Bopp (συντάκτης τῆς Συγκριτικῆς Γραμματικῆς τό 1857) ἔχει ὑποστηρίξει ὅτι τά Σανσκριτικά στηρίζονται στά Ἑλληνικά, καί ὄχι τό ἀντίστροφο.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Μέ βάση τά προεκτεθέντα μποροῦμε νά καταλήξουμε στά ἀκόλουθα συμπεράσματα:
1. Ὁ Πλάτων ἔθεσε τίς βάσεις τῆς Ἐτυμολογίας τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας, ἡ ὁποία εἶναι κατ’ ἐξοχήν νοηματική (ἐννοιολογική), δηλαδή ὑπάρχει αἰτιώδης σχέση μεταξύ τῶν λέξεων καί τῆς ἐτυμολογικῆς σημασίας τους.
2. Ἔρευνες μέσω τοῦ αDNA ἔδειξαν ὅτι ὑπῆρξαν ἐπεκτάσεις πληθυσμιακῶν ὁμάδων ἀπό τίς Ρωσικές στέπες τόσο Δυτικά (πρός Κεντρική καί Δυτική Εὐρώπη) ὅσο καί Ἀνατολικά τῆς Εὐρώπης, μέσω τῶν Ἀσιατικῶν στεπῶν.
Γενετική ὑπογραφή μεταναστεύσεων πρός τήν Ἑλλάδα δέν ἐπιβεβαιώνεται μέχρι σήμερα, ἄν ὅμως ὑπάρξει τέτοια κατά τόν κορυφαῖο γλωσσολόγο J. Mallory θά εἶναι πολύ μικρή ἐν σχέσει μέ τόν τότε ἐγκατεστημένο στόν Ἑλλαδικό χῶρο πληθυσμό αὐτοχθόνων.
3. Ὁ ὅρος Ἰνδο-Ευρωπαῖοι εἶναι καθαρά γλωσσικός καί δέν ὑποδηλοῖ ὁποιοδήποτε φυλετικό τύπο ἀνθρώπου.
Ἡ ὕπαρξη Ἰνδο-Ευρωπαϊκῆς φυλῆς ἀμφισβητεῖται ἐντόνως ἀπό κορυφαίους εἰδικούς ἐπιστήμονες, μέ βάση πρόσφατα γενετικά δεδομένα.
Καιρός εἶναι πλέον ἡ παλιά Ἰνδο-Ευρωπαϊκή ὑπόθεση νά ἀφαιρεθεῖ ἀπό τά σχολικά βιβλία.
4. Ἡ ἔνταξη τῆς Πρωτο-ελληνικῆς στήν Ἰνδο-Ευρωπαϊκή ὁμογλωσσία δέν ἀμφισβητεῖται, παραμένει, ὅμως, ἄγνωστη ἡ μητέρα-γλῶσσα τῆς ὁμογλωσσίας αὐτῆς.
Ὡστόσο, ὡς προεξετέθη, ἡ Πρωτο-ελληνική φαίνεται νά ὑπερτερεῖ τῶν ὑπολοίπων γλωσσῶν (συμπεριλαμβανομένων τῶν Σανσκριτικῶν), τό ζήτημα ὅμως τοῦ χρόνου ἐμφανίσεώς της στόν Ἑλλαδικό χῶρο παραμένει ἀνοικτό (κατά τόν Δρ. Ι. Λαζαρίδη).
5. Στόν Ἑλλαδικό χῶρο, καί συγκεκριμένα στήν Κρήτη, ἐμφανίζεται πρίν ἀπό 5.000 χρόνια τό πρῶτο σύστημα γραφῆς μέ ἰδεογράμματα (ἱερογλυφικά), ἀκολουθεῖ πρίν ἀπό περίπου 4.000 χρόνια ἡ Γραμμική γραφή Α΄ (πού δέν ἔχει ἀκόμη ἀποκρυπτογραφηθεῖ), τήν ὁποία διαδέχεται πρίν ἀπό 3.500 χρόνια (15ος π.Χ. αἰ.) ἡ Γραμμική γραφή Β΄ (περιλαμβάνουσα καί φωνήεντα), τήν ὁποία ἀποκρυπτογράφησε ὡς Ἑλληνική ὁ Βρεταννός ἀρχιτέκτων Μ. Ventris.
Κατά τόν διάσημο γλωσσολόγο – Μυκηνολόγο Osvald Panagl, οἱ πινακίδες Κνωσοῦ καί Μυκηνῶν χρονολογοῦνται περί τό 1300 π.Χ., τῆς δέ Πύλου περί τό 1200 π.Χ., ἐνῶ ὁ διαπρεπής ἀρχαιολόγος Μ. Κοσμόπουλος ἀνεκάλυψε στήν Ἴκλαινα (14 χλμ. ἀπό τή Πύλο) τήν ἀρχαιότερη μέχρι σήμερα πήλινη πινακίδα Γραμμικῆς Β΄, χρονολογούμενη περί τό 1450-1400 π.Χ.
6. Στή Μέση Ἀνατολή καί συγκεκριμένα στήν πρώην Φοινίκη ἐμφανίζεται περί τό 1150 π.Χ. τό καλούμενο Φοινικικοσημιτικό σύστημα γραφῆς, τό ὁποῖο δέν εἶναι ἀλφάβητο ἀλλά συλλαβάριο χωρίς φωνήεντα, μέ 22 σύμφωνα, (στά ὁποῖα δέν περιλαμβάνονται τά ἑλληνικά σύμφωνα Ξ, Φ, Ψ.)
Ἄν ὑπῆρχε γραφή κατά τούς χρόνους τοῦ Τρωικοῦ Πολέμου (δηλ. πρίν ἀπό τό 1200 π.Χ.), ἡ ὑπόθεση ὅτι οἱ Ἕλληνες πῆραν τό σύστημα γραφῆς (Συλλαβάριο) ἀπό τούς Φοίνικες κλονίζεται, στερούμενη ἀξιοπιστίας.
7. Τό πρῶτο ἀλφάβητο στόν κόσμο εἶναι τό Ἑλληνικό, τοῦ 8ου π.Χ. αἰ. Ἀρχικῶς εἶχε 27 γράμματα, ἀπό δέ τό 403 π.Χ. 24 γράμματα, μετά τήν ἀφαίρεση τοῦ δίγαμμα, τοῦ Κόπα καί τοῦ σαμπί.
Ὡστόσο, ὑπάρχουν σοβαρές ἐνδείξεις βάσει ἱστορικῶν πηγῶν (Ὁμηρικά Ἔπη, Μιστριώτης κτλ) καί ἀρχαιολογικῶν εὑρημάτων, ὅτι τό Ἑλληνικό ἀλφάβητο εἶναι πολύ ἀρχαιότερο, ἀναγόμενο πιθανότατα στά χρόνια τοῦ Τρωικοῦ Πολέμου (Μιστριώτης , Ἀπολλόδωρος, κ.ἄ.), πολύ δέ πιθανότερο εἶναι τά Ὁμηρικά Ἔπη νά εἶχαν παραδοθεῖ γραπτά (Μιστριώτης, Τζ. Χάιγκετ, Χ. Μπλάνκ, Ζακλίν Ντέ Ρομιγύ).
Ἐν ὄψει τῶν προεκτεθέντων, εἶναι ἀναγκαία ἡ συνέχιση τῆς διεπιστημονικῆς ἔρευνας, τῆς ὁποίας τά συμπεράσματα τῶν διαφορετικῶν ἐπιστημῶν θά πρέπει νά συγκλίνουν ἰδιαίτερα μάλιστα πρός ἐκεῖνα τῆς Ἀρχαιογενετικῆς καί τῆς Πληθυσμιακῆς Γενετικῆς, λόγω τῶν ραγδαίων ἐξελίξεών τους.
Ἡ Ἑλληνική γλῶσσα, φαινόμενο συνέχειας καί ἀκτινοβολίας, ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ἀντικείμενο θαυμασμοῦ καί σπουδῆς ἀπό κορυφαίους γλωσσολόγους, ἑλληνιστές καί διανοουμένους.
Κατά μέν τόν παγκοσμίως γνωστόν ἑλληνιστή καί καθηγητή γλωσσολογίας F.R. Adrados, ἡ Ἑλληνική ἔχει θέσει ἀνεξίτηλη τήν σφραγῖδα της σ’ ὅλες τίς δυτικοευρωπαϊκές γλῶσσες πού θεωροῦνται ἡμιελληνικές ἤ κρυπτοελληνικές, κατά δέ τόν ἐπιφανῆ ἑλληνιστή καθηγητή στό Πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόρδης Gilbert Murray ἡ Ἑλληνική εἶναι ἡ τελειότερη γλῶσσα τοῦ κόσμου.
Πράγματι, ἡ Ἑλληνική γλῶσσα, γραπτή καί προφορική, ἀποτελεῖ ἐπίτευγμα τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος ἀνυπερβλήτου τελειότητος».
Ακούστε παρόμοια ομιλία του Ακαδημαϊκού Αντώνιου Κουνάδη, τον Μάρτιο του 2013 μ.Χ.
Γαλλική ένωση ζητά από την UNESCO να θεωρούνται τα αρχαία ελληνικά παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά
Προκόπης Παυλόπουλος : Η Συμβολή της Ελληνικής Γλώσσας στην εξέλιξη των Μαθηματικών
Προκόπης Παυλόπουλος: Η συμβολή της Ελληνικής Γλώσσας στην εξέλιξη της Επιστήμης των Μαθηματικών
Αθήνα, 9.2.2023
Μιλώντας στην εκδήλωση της Ακαδημίας Αθηνών για την Ημέρα της Ελληνικής Γλώσσας, με θέμα: «Επισημάνσεις για την συμβολή της Ελληνικής Γλώσσας στην εξέλιξη της Επ[ιστήμης των Μαθηματικών», ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ κ. Προκόπιος Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
« Πρόλογος
Το παράδειγμα της ανάπτυξης της Επιστήμης των, υπό την ευρεία του όρου έννοια, Μαθηματικών στην Αρχαία Ελλάδα μέσω και της Ελληνικής Γλώσσας είναι άκρως ενδεικτικό της συνεισφοράς του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος – με αφετηρία την Σκέψη των Προσωκρατικών – στην ανακάλυψη της Επιστημονικής Μεθόδου. Η αρχή ανάγεται στον 5ο π.Χ. αιώνα, κυρίως με τον Λεύκιππο και τον Δημόκριτο, στο πεδίο της Ατομικής Θεωρίας και τον Πυθαγόρα στο πεδίο των Μαθηματικών. Άκρως αποκαλυπτική είναι η συνέχεια, πρωτίστως με τον Θαλή και τον Ευκλείδη στην Γεωμετρία και τον Διόφαντο στην Άλγεβρα, βεβαίως κατά το επιστημονικό όνομα που πήρε αυτή αργότερα. Είναι απαραίτητο να διευκρινισθεί περισσότερο εκείνο που ήδη επισημάνθηκε, ακροθιγώς, ως προς την σύνδεση της Επιστήμης των Μαθηματικών στην Αρχαία Ελλάδα με την Ελληνική Γλώσσα. Και τούτο διότι αποφασιστική, από πλευράς επιστημονικής δημιουργίας, υπήρξε -φυσικά μεταξύ άλλων- η «συνάντηση» της Ελληνικής Γλώσσας με την Επιστήμη των Μαθηματικών. Και αυτή η «συνάντηση» ήταν η αιτία, η οποία εξηγεί το γιατί και άλλοι, βεβαίως, Λαοί στην Αρχαιότητα είχαν αξιοσημείωτη γνώση στον ευρύτερο χώρο των Μαθηματικών. Πλην όμως οι Έλληνες πρωτοπόρησαν στην θεμελίωση της Επιστήμης των Μαθηματικών, με κολοφώνα τα «Στοιχεία» του Ευκλείδη, το έργο του Ευδόξου και του Αρχιμήδη -σχετικά με το είδος των Μαθηματικών, που είναι γνωστά από τον 17ο αιώνα και μετά ως «απειροστικά μαθηματικά»- και την εν γένει μαθηματική σκέψη του Διοφάντου όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τα εξής:
Ι. Η υφή της Ελληνικής Γλώσσας
Προφανώς, κάτι υπήρχε ειδικώς στην γλωσσική υφή της Ελληνικής Γλώσσας που αποδείχθηκε πρόσφορο για την σχέση, η οποία διαμορφώθηκε μεταξύ αυτής και των Μαθηματικών.
Α. Και τούτο εντοπίζεται, κατά κύριο λόγο, στις εξής δύο «ιδιομορφίες» της: Κατά πρώτο λόγο σε μια ειδική γραμματική προϋπόθεση της Ελληνικής Γλώσσας, συγκεκριμένα στην ύπαρξη του οριστικού άρθρου, κάτι ανύπαρκτο π.χ. στην λατινική γλώσσα. Το οριστικό άρθρο εξελίχθηκε στην μεθομηρική Ελληνική Γλώσσα από την αντωνυμική χρήση του «ο, η, το». Το άρθρο, προτασσόμενο σε συγκεκριμένες γραμματικές δομές της γλώσσας, δημιουργεί «αφηρημένη έκφραση». Και αυτή, στην χρονική συνέχεια, οδηγεί στο «αφηρημένο ουσιαστικό». Το δε «αφηρημένο» είναι, εξ ορισμού και εκ φύσεως, η βάση του σχηματισμού λογικών προτάσεων και συλλογισμών, ένα στοιχείο σύμφυτο με την ανάπτυξη της Μαθηματικής Σκέψης, ιδίως στην πρώιμη φάση της.
Β. Και, κατά δεύτερο λόγο, η ως άνω ευνοϊκή γραμματική προϋπόθεση συμπορεύθηκε, ως προς την σχέση μεταξύ της Ελληνικής Γλώσσας και της Μαθηματικής Σκέψης, μ’ ένα γενικότερο όρο που διέπει εξ αρχής την Ελληνική Σκέψη: Την «ακατάσχετη» και «καθολική» ροπή προς την κατεύθυνση της εύρεσης της «ατομικής μονάδας» σε κάθε χώρο του επιστητού. Είναι η ροπή που «απομόνωσε», στον εκφερόμενο και ακουόμενο λόγο, τον «φθόγγο», ως την έσχατη ατομική και αδιαίρετη ακουστική μονάδα, που υπήρξε η βάση του μετασχηματισμού του φοινικικού αλφαβήτου σ’ Ελληνικό. Και είναι αυτή η ροπή η οποία «απομόνωσε», με την μέθοδο ιδίως του Δημοκρίτου, το άτομο, αναδεικνύοντάς το ως την έσχατη, άτμητη και αδιαίρετη, μονάδα της ύλης.
ΙΙ. Τα Μαθηματικά στην Αρχαία Ελλάδα
Καθώς παρατηρεί ο J.L.Gardies (L’organisation des mathématiques grecques de Théétète à Archimède, Paris, εκδ. Vrin, 1997, σελ. 270 και κυρίως 276 επ.), μοναδική υπήρξε η συμβολή των Αρχαίων Ελλήνων στον τομέα των Μαθηματικών, σε ό,τι αφορά την σύνθεση προβλήματος και απόδειξης.
Α. Και για την ακρίβεια, σε ό,τι αφορά από την μια πλευρά την διαμόρφωση του προβλήματος, μέσω της διατύπωσης του θεωρήματος με την μαθηματική εκείνη ιδιότητα, η οποία του προσδίδει την πιο γενική μορφή. Και, από την άλλη πλευρά, την προσθήκη, στην διαδικασία λύσης του προβλήματος, της κατάλληλης απόδειξης. Επιπροσθέτως, στο σημείο αυτό δεν πρέπει να υποτιμάται το ότι η παραγωγή και η επαγωγή αναπτύχθηκαν στην Ελληνική διανόηση πολύ ενωρίς, με την εμφάνιση της εμπειρικής γλώσσας των Ιώνων στην Φιλοσοφία και ήδη στην Αρχαϊκή Ποίηση.
Β. Μέσα, λοιπόν, από αυτή την εμβληματική «διαδρομή» η Ελληνική Γλώσσα κατέστησε εφικτή και την δημιουργία γλωσσικών διατυπώσεων τέτοιας «αφαιρετικότητας», ώστε να μπορεί να «συντονίζεται» ευχερώς ακόμη και με ακραίως αφηρημένες μαθηματικές έννοιες. Γι’ αυτό και η Ελληνική Γλώσσα αναδείχθηκε στην πιο κατάλληλη «μεταγλώσσα» ως προς τα Μαθηματικά, προκαλώντας την «έκρηξη» της εν γένει μαθηματικής γνώσης.
ΙΙΙ. Η Ελληνική Γλώσσα και τα «σύμβολα»
Η προαναφερόμενη όμως -μοναδική όπως τονίσθηκε- συμβολή των Αρχαίων Ελλήνων στην δημιουργία της Επιστήμης των Μαθηματικών κατέστη δυνατή μέσω της εξίσου μοναδικής ιδιοσυστασίας της Ελληνικής Γλώσσας. Εξ ού και Λαοί που δεν διέθεταν το κατάλληλο «γλωσσικό εργαλείο» δεν κατάφεραν να κάνουν ανάλογα επιστημονικά βήματα.
Α. Κατ’ ουσία δε, η ως άνω ιδιοσυστασία έγκειται, πρωτίστως, στο ότι η Ελληνική Γλώσσα είναι οιονεί «ιδανική» στο πεδίο της παραγωγής «συμβόλων», ικανών ν’ απεικονίσουν επαρκώς την Σκέψη, έτσι ώστε να δομηθεί η αναγκαία, για την συνολική επιστημονική δημιουργία, «κιβωτός γνώσεων». Κυρίως δε η «κιβωτός γνώσεων» που άνοιξε τον δρόμο στην θεμελίωση και εξέλιξη της Επιστήμης των Μαθηματικών (βλ., αντί άλλης παραπομπής, Χρ. Φίλη «Οι Αρχαιοελληνικές Καταβολές των Σύγχρονων Μαθηματικών», εκδ. Παπασωτηρίου, Αθήνα, 2010, σελ. 877).
Β. Είναι ιδιαιτέρως ενδεικτικό προς αυτή την κατεύθυνση ότι τα σύμβολα διευκόλυναν καθοριστικώς και την χρήση των αριθμών ως, κατά την φύση τους και τον προορισμό τους, βάσης της μαθηματικής σκέψης, όπως συνάγεται και από τα εξής: Ετυμολογικώς η λέξη «αριθμός» προκύπτει από την σύνθεση του ρήματος «αραρίσκω» – αναδιπλασιασμένος τύπος του «άρω» – που σημαίνει, μεταξύ άλλων, την αρμονική σύνδεση δεδομένων μεταξύ τους, και του ουσιαστικού το «ίθμα», που σημαίνει το «βήμα». Με άλλες λέξεις, ο «αριθμός» είναι το μέσο για να τεθεί κάτι στην σωστή του θέση σε σχέση με συγγενή δεδομένα, και υπ’ αυτό το πρίσμα ο αριθμητικός συλλογισμός μπορεί να κάνει τα επόμενα βήματα, κυρίως για την διατύπωση ενός προβλήματος. Ακριβώς αυτή την λειτουργία των αριθμών διευκόλυναν καθοριστικώς, όπως προεκτέθηκε, τα σύμβολα, κατ’ εξοχήν ως προς την διατύπωση ενός προβλήματος. Πολλώ μάλλον αφού, όπως η ίδια η Ιστορία των Επιστημών έχει τεκμηριώσει, προ της χρήσης των συμβόλων, με «όχημα» διαμόρφωσής τους την Ελληνική Γλώσσα, δεν είχε «αναδυθεί» επαρκώς η επιστημονική προσέγγιση και καλλιέργεια των Μαθηματικών.
Γ. Μέσω των «εργαλείων» της Ελληνικής Γλώσσας εξελίχθηκε και η μαθηματική σκέψη του Διοφάντου του Αλεξανδρέως.
- Και τούτο, διότι η ιδιοσυστασία της Ελληνικής Γλώσσας επέτρεψε στον Διόφαντο ν’ ανοίξει τον δρόμο στην «πρόδρομη» κατάσταση της διαμόρφωσης ενός μαθηματικού προβλήματος, υπό όρους που καταλήγουν στις λεγόμενες «πολυωνυμικές αλγεβρικές εξισώσεις», όπως είναι η «διώνυμη εξίσωση» αxn =bxm ή η «τριώνυμη εξίσωση» . Καθώς επίσης γίνεται δεκτό, ότι η αναζήτηση των λεγόμενων «Πυθαγόρειων τριάδων» -ήτοι ακέραιων λύσεων της εξίσωσης «χ2 + ψ2 = γ2»- αποτελεί μέρος των κλασικών προβλημάτων της όλης ανάλυσης του Διοφάντου. Δικαίως, λοιπόν, τ’ «Αριθμητικά» του Διοφάντου -σε δεκατρία βιβλία, από τα οποία σώζονται έξη στην Ελληνική Γλώσσα και τέσσερα σε αραβική μετάφραση- θεωρούνται, και σήμερα, «θεμέλιο» της δημιουργίας της παράδοσης, η οποία οδήγησε στην δημιουργία της αλγεβρικής σκέψης και ανάλυσης της νεότερης εποχής. Διότι, όπως έχει γράψει ο J.Klein, η «σύγχρονη άλγεβρα και ο σύγχρονος φορμαλισμός προέκυψαν από την ενασχόληση του Viète με τον Διόφαντο» (βλ. J. Klein, «Ο κόσμος της Φυσικής και ο “φυσικός” κόσμος», μετ. Δ. Λάππας, Μ. Μυτιληναίος, Γ. Σαγιάς, Τ. Σπύρου, Γ. Χριστιανίδης, Νεύσις 7 (1998), 41-74. Το αγγλικό κείμενο δημοσιεύθηκε το 1981, στο περιοδικό «The St. Johns Review» και ανατυπώθηκε στην συλλογή, R.B. Williamson and E. Zucherman (επιμ.) «Jacob Klein: Lectures and Essays», Annapolis, Maryland, St. John’s College Press, 1985, 1-34).
- Ας σημειωθεί ότι ο όρος «Άλγεβρα» ανήκει στον Πέρση μαθηματικό, αστρονόμο και γεωγράφο Αμπού Μουσά αλ-Χουαρίζμι. Ο οποίος πολύ αργότερα, τον 9ο αιώνα -κοντά 500 χρόνια μετά τον Διόφαντο- παρουσίασε, είναι αλήθεια για πρώτη φορά, την συστηματική επίλυση της δευτεροβάθμιας πολυωνυμικής εξίσωσης. Αξίζει, λοιπόν, ν’ αναρωτηθούμε: Θα είχε, άραγε, οδηγηθεί ο αλ-Χουαρίζμι, έστω και στα χρόνια του, στην αλγεβρική του ανάλυση δίχως την πρωτοποριακή μαθηματική «παρακαταθήκη» του Διοφάντου αναφορικά με την δημιουργία των, «πρόδρομων» κατά τ’ ανωτέρω, αλγεβρικών τεχνικών επίλυσης προβλημάτων, μέσω της «αφαιρετικής» δύναμης της Ελληνικής Γλώσσας;
ΙV. Η διαμόρφωση της Παραγωγικής Μεθόδου
Σ’ επίρρωση των ανωτέρω αξίζει να γίνει, εν προκειμένω, ειδική αναφορά στο σύγγραμμα του Reviel Netz, Καθηγητή Ελληνικών Μαθηματικών και Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Stanford των ΗΠΑ -ενός εκ των κορυφαίων μελετητών του έργου του Αρχιμήδη- με τίτλο: «Η διαμόρφωση της Παραγωγικής Μεθόδου στα Ελληνικά Μαθηματικά-Μια μελέτη υπό το πρίσμα της γνωσιακής επιστήμης» (απόδοση στα ελληνικά Β. Σπυρόπουλου, επιστημονική επιμέλεια Γ. Χριστιανίδη και Μ. Σιάλαρου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2019).
Α. Στο σύγγραμμα αυτό μελετάται ένα θέμα κεφαλαιώδους σημασίας για την όλη ιστορία του Δυτικού Πολιτισμού. Ήτοι η διαμόρφωση της παραγωγικής απόδειξης στα Κλασικά Ελληνικά Μαθηματικά. Η εντυπωσιακή, κυριολεκτικώς, πρωτοτυπία του ως άνω έργου του Reviel Netz έγκειται στο γεγονός ότι ο συγγραφέας εστιάζει την ανάλυσή του σε δύο, θεμελιώδη, χαρακτηριστικά της πρακτικής των Ελληνικών αποδείξεων, το εγγράμματο διάγραμμα και την τεχνική, λογοτυπική γλώσσα. Δίχως μάλιστα να παραλείπει, έστω και κατ’ ελάχιστο, την ανάδειξη των υλικών και κοινωνικών συνθηκών αλλά και των πρακτικών, εντός των οποίων τα κατά τ’ ανωτέρω χαρακτηριστικά «αναδύθηκαν», μέσα στην πορεία της εξέλιξης των Ελληνικών Μαθηματικών.
Β. Ειδικότερα, ο Reviel Netz ανέδειξε ότι οι τεχνικές που τότε ανέπτυξαν οι Έλληνες Μαθηματικοί -εστιάζοντας την μελέτη του στον Ευκλείδη, τον Αρχιμήδη και τον Απολλώνιο- για την κατασκευή γραμμάτων στα διαγράμματά τους και, συνακόλουθα, η συνεχής αλληλεπίδραση μεταξύ του κειμένου και του διαγράμματος στις αποδείξεις τους, υπήρξαν καίριας σημασίας για την «γέννηση» της παραγωγικής απόδειξης. Με τον τρόπο αυτόν ο Reviel Netz κατάφερε ν’ αποσαφηνίσει, επαρκώς, και τις υποκείμενες γνωστικές διαδικασίες.
Επίλογος
Το γεγονός, όμως, αυτό έχει και μια δεύτερη, ευρύτερη, σημασία που αφορά την πορεία της όλης Επιστήμης στην Δύση, άρα την πορεία αυτού τούτου του Δυτικού Πολιτισμού. Είναι δε χαρακτηριστικά τα όσα, συνοπτικώς, υπογραμμίζει ο ίδιος ο Reviel Netz στην εισαγωγή, την οποία έγραψε για την ελληνική έκδοση του προμνημονευόμενου συγγράμματός του: «Οι Έλληνες μαθηματικοί ανακάλυψαν μια συγκεκριμένη πρακτική και ένα συγκεκριμένο σύνολο εργαλείων, που κατέστησαν δυνατό ένα συγκεκριμένο έργο: Την συνεπή άσκηση της παραγωγικής απόδειξης. Αυτό θα παίξει ουσιαστικό ρόλο στην ανάδυση της δυτικής επιστήμης. Η προοπτική της απόδειξης οδήγησε στην μαθηματικοποίηση του συνόλου της επιστήμης, και εν τέλει στο νευτώνειο πρόγραμμα το οποίο, με την επιτυχία του, άνοιξε το δρόμο για την βιομηχανική επανάσταση και την άνοδο της Δύσης» (όπ. παρ., σελ. XV-XVI).»
Γαλλική ένωση ζητά να περιληφθούν τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά της UNESCO
«Θεωρήσαμε απαραίτητο να διαφυλάξουμε τη διδασκαλία των λατινικών και των (αρχαίων) ελληνικών, που είναι οι βάσεις της γαλλικής γλώσσας και της ευρωπαϊκής ιστορίας», εξήγησε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο καθηγητής αρχαιολογίας Βενσάν Μερκενμπρέκ, ο πρόεδρος της ένωσης Human-Hist.
Η ένωση αυτή υπέβαλε το αίτημα με ένα μανιφέστο που παρουσιάστηκε σήμερα, με την ευκαιρία της έναρξης της «Β΄ Διεθνούς Συνάντησης των αρχαίων γλωσσών», ενός διήμερου συνεδρίου που διεξάγεται στο Οτέν. Στη συνάντηση αυτή συμμετέχουν 80 ερευνητές και πανεπιστημιακοί από τη Γαλλία και άλλες χώρες. Οι συζητήσεις σε κάποια από τα στρογγυλά τραπέζια γίνονται στα λατινικά ή τα αρχαία ελληνικά.
«Είναι επίσης μια ευκαιρία να δείξουμε στο κοινό τη σπουδαιότητα και την ικμάδα των αρχαίων γλωσσών», πρόσθεσε ο Μερκενμπρέκ.
Στο συνέδριο έδωσε το παρών, σήμερα το πρωί, και ο υπουργός Εθνικής Παιδείας Ζαν-Μισέλ Μπλανκέ ο οποίος χαρακτήρισε το μανιφέστο της Human-Hist «εμβληματικό και ουσιώδες» για την υπεράσπιση των αρχαίων γλωσσών που είναι «το ζωντανό σφρίγος της δικής μας γλώσσας».
«Τα ελληνικά και τα λατινικά δεν είναι ούτε απαρχαιωμένες, ούτε ελιτιστικές (γλώσσες) και πρέπει να τις προωθήσουμε», πρόσθεσε ο υπουργός, εκφράζοντας την υποστήριξή του στους διδάσκοντες οι οποίοι «μεταλαμπαδεύουν αξίες».
Ένας 13χρονος μαθητής που συμμετείχε στις εργασίες του συνεδρίου, ο Αντρέ, δήλωσε ότι έχει πάθος με τα λατινικά και τα αρχαία λατινικά γιατί βοηθούν «να γνωρίζει το παρελθόν, να κατανοεί το παρόν και να εξηγεί το μέλλον».
Η παρουσίαση του μανιφέστου στο Οτέν, το αρχαίο Augustodunum, δεν έγινε τυχαία: τα λατινικά και τα αρχαία ελληνικά διδάσκονται στην πόλη αυτή αδιαλείπτως εδώ και 2.000 χρόνια, όπως εξήγησε ο Μερκενμπρέκ. Το γεγονός αυτό πιστοποιεί η πρόσφατη ανακάλυψη μιας Σχολής Δικαίου και Γραμμάτων (Ecoles Meniennes) που ιδρύθηκε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και θεωρείται "το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο της ρωμαϊκής Γαλατίας", σημείωσε ο αρχαιολόγος.
Γαλλική ένωση ζητά να περιληφθούν τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά της UNESCO
«Θεωρήσαμε απαραίτητο να διαφυλάξουμε τη διδασκαλία των λατινικών και των (αρχαίων) ελληνικών, που είναι οι βάσεις της γαλλικής γλώσσας και της ευρωπαϊκής ιστορίας», εξήγησε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο καθηγητής αρχαιολογίας Βενσάν Μερκενμπρέκ, ο πρόεδρος της ένωσης Human-Hist.
Η ένωση αυτή υπέβαλε το αίτημα με ένα μανιφέστο που παρουσιάστηκε σήμερα, με την ευκαιρία της έναρξης της «Β΄ Διεθνούς Συνάντησης των αρχαίων γλωσσών», ενός διήμερου συνεδρίου που διεξάγεται στο Οτέν. Στη συνάντηση αυτή συμμετέχουν 80 ερευνητές και πανεπιστημιακοί από τη Γαλλία και άλλες χώρες. Οι συζητήσεις σε κάποια από τα στρογγυλά τραπέζια γίνονται στα λατινικά ή τα αρχαία ελληνικά.
«Είναι επίσης μια ευκαιρία να δείξουμε στο κοινό τη σπουδαιότητα και την ικμάδα των αρχαίων γλωσσών», πρόσθεσε ο Μερκενμπρέκ.
Στο συνέδριο έδωσε το παρών, σήμερα το πρωί, και ο υπουργός Εθνικής Παιδείας Ζαν-Μισέλ Μπλανκέ ο οποίος χαρακτήρισε το μανιφέστο της Human-Hist «εμβληματικό και ουσιώδες» για την υπεράσπιση των αρχαίων γλωσσών που είναι «το ζωντανό σφρίγος της δικής μας γλώσσας».
«Τα ελληνικά και τα λατινικά δεν είναι ούτε απαρχαιωμένες, ούτε ελιτιστικές (γλώσσες) και πρέπει να τις προωθήσουμε», πρόσθεσε ο υπουργός, εκφράζοντας την υποστήριξή του στους διδάσκοντες οι οποίοι «μεταλαμπαδεύουν αξίες».
Ένας 13χρονος μαθητής που συμμετείχε στις εργασίες του συνεδρίου, ο Αντρέ, δήλωσε ότι έχει πάθος με τα λατινικά και τα αρχαία λατινικά γιατί βοηθούν «να γνωρίζει το παρελθόν, να κατανοεί το παρόν και να εξηγεί το μέλλον».
Η παρουσίαση του μανιφέστου στο Οτέν, το αρχαίο Augustodunum, δεν έγινε τυχαία: τα λατινικά και τα αρχαία ελληνικά διδάσκονται στην πόλη αυτή αδιαλείπτως εδώ και 2.000 χρόνια, όπως εξήγησε ο Μερκενμπρέκ. Το γεγονός αυτό πιστοποιεί η πρόσφατη ανακάλυψη μιας Σχολής Δικαίου και Γραμμάτων (Ecoles Meniennes) που ιδρύθηκε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και θεωρείται "το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο της ρωμαϊκής Γαλατίας", σημείωσε ο αρχαιολόγος.