Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
Ο ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΚΑΙ ΓΡΑΙΚΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
– Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΙ –
|
Ενημέρωσις
01/12/07
|
Ὅταν εἰσῆλθε ὁ Χριστιανισμός εἰς τήν Ἑλλάδα ὡς ἑβραϊκή αἵρεσις, μέσω τοῦ Φαρισαίου Παύλου, πού εἶχε νοθεύσει τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ μέ τήν ἐβραϊκή παράδοσι, βρῆκε πρόσφορο ἔδαφος λόγω τῆς πνευματικῆς παρακμῆς καί ἐξαχρείωσης τῶν ἠθῶν, πού ἡ ρωμαιοκρατία εἶχε ἐπιφέρει. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ μπολιάστηκε ἀπό τίς κυραιρχοῦσες πλατωνικές ἱερατικές δοξασίες καί ἡ δύναμις τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος μετέβαλε τήν ἰουδαϊκή του φύσι σέ πλατωνικό δόγμα. Ἐν ἀντιθέσει μέ τούς Καθολικούς καί τούς Προτεστάντες, ὁ ἑλληνικός κλῆρος καί οἱ πιστοί ἦσαν προσηλωμένοι περισσότερο στήν Καινή Διαθήκη καί στούς Ἁγίους Πατέρες, παρά στήν Παλαιά Διαθήκη, ἑλληνοποιώντας σύν τῶ χρόνω τήν θρησκεία καί ἀφαιρώντας πλεῖστα ἰουδαϊκά στοιχεῖα, ὅπως ὁ Μωσαϊκός νόμος τῆς περιτομῆς, ὁ νόμος τοῦ θανάτου διά λιθοβολισμοῦ, τά κιπούρ (καπελάκια τῶν Ἑβραίων) κ.ἄ.
Προϊόντος τοῦ χρόνου ἡ ἑλληνική διάνοια χωρίστηκε σέ δυό κόμματα τόν νέο-πλατωνισμό καί τόν παραδοσιακό πρεσβύτερο πλατωνισμό. Οἱ μέν νέο-πλατωνιστές ἐπερειδόμενοι στήν αὐθεντία τοῦ παρελθόντος καί βασιλικώτεροι τοῦ βασιλέως, διαφωνοῦσαν νά ὁμολογήσουν θρήσκευμα τόν χριστιανισμό, ἐνῶ οἱ πλατωνιστές μπολιάζοντας μέ πλατωνικά θεολογικά στοιχεῖα τόν χριστιανισμό καί τόν οἰκουμενικό του χαρακτήρα ἀσπάζονται τόν χριστιανισμό.
Ὡσαύτως ὁ ἑλληνισμός τέμνεται σέ δυό ἀντίθετα σημεῖα στόν χριστιανισμό ὡς θρησκεία καί στήν νεοπλατωνική φιλοσοφία πολέμιος τοῦ χριστιανισμοῦ. Οἱ μέν θεολόγοι ἔχουν ὡς ἕδρα τήν φιλοσοφική σχολή Ἀθηνῶν καί αἰχμή τοῦ δόρατός τους, τόν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη, τόν Ἀθηναγόρα, τούς τρεῖς Καππαδόκες τόν Μέγα Βασίλειο, τόν Γρηγόριο Ναζιανζηνό (μαθητές ἀμφότεροι τοῦ Λιβανίου ὅστις ἦτο μέγας πολέμιος τοῦ χριστιανισμοῦ), καί τόν Γρηγόριο Νύσση, ἐπίσης τόν ἐξ Ἀντιοχείας Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο (μαθητής τοῦ Λιβανίου), πού εἰρήσθω ἐν παρόδῳ ἡ Ἀντιόχεια εἶχε δική της σχολή σέ ἀντίθεση πρός τήν σχολή τῆς Ἀλεξανδρείας, τόν Συνέσιο τόν Κυρηναῖο ὅστις ἐμυήθη στά μυστήρια τῆς νέοπλατωνικῆς φιλοσοφίας καί ἐνυμφεύθη μία χριστιανή καί ἔγινε ἐπίσκοπος Πτολεμαϊδος, τόν Ἀθανάσιο τῆς Νικαίας καί ἄλλους.
Report this ad
Οἱ δέ τῆς νεοπλατωνικῆς φιλοσοφίας ἔχουν ὡς ἕδρα τήν πόλιν τῆς Ἀλεξανδρείας καί αἰχμή τοῦ δόρατός τους ἔχουν τόν Λιβάνιο, Ἰουλιανό, Ζώσιμο, Ἀμμιανό Μαρκελλίνο, Πρόκλο, Ἰάμβλιχο, Πορφύριο, Πλωτίνο, Ὠριγένη, Ἰουστίνο, Κέλσο καί ἄλλους πολλούς, δεινούς ρήτορες, ἅπαντες καί στούς δυό κομματικούς χώρους Ἕλληνες στήν γλῶσσα καί στήν σοφία. Ἡ πνευματική τάξις βρίσκεται σέ ἕναν ἀκήρυχτο πνευματικό πόλεμο πού διαρκεῖ τρεῖς αἰῶνες καί ὁ λαός μή δυνάμενος νά συμμερισθῆ τούς διανοητικούς ἀγῶνες τῶν πεπαιδευμένων σιγᾶ, ἔχοντας τήν πίστη του ὅμως βαθιά ριζωμένη μέσα τους.
Τό θρησκευτικό κίνημα τῶν θεολόγων ὑπερισχύει ἔναντι τοῦ φιλοσοφικοῦ καί ἀπηνής διωγμός ξεσπᾶ στήν ἐμφύλια διαμάχη πού θά φανεῖ καί χειροτέρα τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου. Ἔκτοτε Ἐθνικός καί Ἕλλην διακρίνουν τόν εἰδωλολάτρη ἀπό τόν χριστιανό καί ἡ Θεία Πρόνοια, προϊόντος του χρόνου, ἀπό πόλεις κράτη πού ἐπί αἰῶνες ἦσαν διηρημένοι οἱ Ἕλληνες, θέλει ἑνοποιήσει τό γένος εἰς μίαν ἀμιγῆ ἐθνότητα. Ὅτι δέν πέτυχε ἡ σάρισσα τοῦ Ἀλέξανδρου καί τοῦ Φιλίππου τό πέτυχε ὁ Λόγος τοῦ Χριστοῦ δηλ. τήν ἀδελφοποίησι τῶν Ἑλλήνων καί τό νεό πνευματικό τέκνο τῆς ἐμφύλιας πνευματικῆς διαμάχης τόν ἑλληνοχριστιανισμό ἤ Βυζαντινό πολιτισμό[1].
– ΠΡΩΪΜΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ –
Ὅσο ἡ ρωμαϊκή αὐτοκρατορία ἐπεκτείνετο πρός τά ἑλληνιστικά κέντρα τῆς Ἀνατολῆς τόσο οἱ ἀνωμαλίες καί ἡ ἀναρχία ἐμφυλοχωροῦσαν στήν διοικητική δομή τῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ αὐτοκρατορία ἔχρηζε μεταρρυθμίσεως ἥτις δέν ἄργησε νά ἔλθη ἀπό τόν Διοκλητιανό ὅστις ἀναδιάρθρωσε πλήρως τόν διοικητικό τομέα συγκεντρώνοντας τίς ἱερατικές καί κοσμικές ἐξουσίες στόν ἀπόλυτο μονάρχη πρός ὄφελος τῶν Ρωμαίων. Ἡ διοικητική δύναμις εἶχε δοθῆ σέ δυό Αὐγούστους, ἕναν στήν Ἀνατολή καί ἕναν στήν Δύσι, ἀναγνωρίζοντας τήν διαφορά μεταξύ Ἑλληνικῆς Ἀνατολῆς καί Λατινικῆς Δύσεως. Ἦτο ἀδύνατον νά ἀνατεθῆ στό ἴδιο πρόσωπο[2] γιά προφανεῖς λόγους. Κάθε Αὔγουστος εἶχε ἕνα Καίσαρα ὡς βοηθό ὑπό τήν πλήρη ἐξουσία του.
Ὁ Κωνσταντῖνος ὅμως ἀποκεφάλισε τήν Ρώμη καί μετέφερε τήν ἕδρα τῆς αὐτοκρατορίας εἰς Κωνσταντινούπολιν ὑλοποιώντας ἕνα ὅραμα τοῦ Ἰουλίου Καίσαρα[3] καί ἐνισχύωντας τήν γεωπολιτικήν θέσι τῶν Ἑλλήνων. Τήν περίοδο ἐκείνη ἡ Ἑλλάς ἦτο διηρημένη σέ δυό στρατόπεδα σ΄ αὐτούς πού ἠρνοῦντο τήν θεία φύσι τοῦ Χριστοῦ καί σ’ αὐτούς πού ἐλάτρευαν τόν Χριστό ὡς Θεόν. Μία ἦτο ἡ λύσις νά συγκαλέσουν Οἰκουμενική Σύνοδο ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα στήν Βιθυνία τῆς Νικαίας τό 325 μέ ἱερεῖς τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως, ὅπου ἐκπρόσωποι τῶν ἀντιμαχωμένων παρατάξεων ἦσαν, ἀπό τήν μία ὁ Ἄρειος, ὅπου τό δόγμα τοῦ ἐδίδασκε, ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἦτο ἕνα κτίσμα ὅπως ὅλα τά ἄλλα κτίσματα τοῦ Θεοῦ καί γενέτειρα τοῦ δόγματος ἦτο ἡ πόλις τῆς Ἀντιοχείας ὅπου εἶχε ἱδρύσει θεολογική σχολή ὁ Λουκιανός καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὁ ρήτωρ Ἀθανάσιος ὑποστηρίζοντας ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ «γεννηθεῖς καί οὐ ποιηθεῖς, ὁμούσιος τῷ Πατρί». Ἡ εὐγλωττία τοῦ Ἀθανασίου ἐνίκησε καί ὁ Ἄρειος μέ τούς ὁμοιδεάτες τοῦ ἐτέθησαν ἑκποδῶν καί γιά 500 χρόνια, ἀπό Κωνσταντίνου τοῦ Χλωροῦ ἕως τοῦ Βασιλείου τοῦ Μακεδόνος, ὁ Ἀρειανισμός ὡς αἵρεσις πλέον ταλαιπώρησε, τό ἐπίσημο δόγμα τῆς ἐκκλησίας.
Ἡ ροπή ὅμως τοῦ γένους μας πρός τήν πολυμορφία καί τήν πνευματική ἐλευθερία, ὁδήγησε σέ πολλά αἱρετικά σχήματα ὅπως τῶν Μονοθελητῶν, Μονοφυσιτῶν, τῶν Εἰκονομάχων πού ταλάνισαν τό ἐπίσημο χριστιανικό δόγμα ἐπί αἰῶνες καί γιά τήν καταπολέμησί τους ὡς εἰδωλολατρικά κατάλοιπα τῆς πολυθεϊκῆς διαφιλοσοφήσεως, συγκροτοῦσε Οἰκουμενικές Συνόδους.
Στήν 2η Οἰκουμενική Σύνοδο ἐπί Θεοδοσίου τό 381 πού ἔλαβε χώρα ἐν Κωνσταντινουπόλει, οἱ ἱερεῖς πού ἔλαβαν μέρος ἦσαν ἀποκλειστικῶς ἀπό τήν Ἑλληνική Ἀνατολή δηλ. καθαρά ἑλληνική ὑπόθεση. Ἤδη ἀπό τήν 2η Οἰκουμενική Σύνοδο ἀρχίζει νά διαφαίνεται ἕνα πρώϊμο σχίσμα, ἀφοῦ ἡ Ἀνατολική ἱερατική τάξις ἔπαιρνε τά ἡνία τοῦ χριστιανικοῦ δόγματος θέτοντας σέ δευτερεύοντα ρόλο τήν λατινική ἐκκλησία.
Τό 457 ὁ Ἕλλην αὐτοκράτωρ Λέων ὁ Θράξ, ὁ ἀποκαλούμενος «Μέγας» σκοτώνοντας τόν Βάρβαρο Ἄσπαρ καί μέλη τῆς οἰκογενείας του, πού ἀσκοῦσαν ἐπιρροή στήν Βυζαντινή αὐλή, κατορθώνει νά ἐλαττώσει τήν ἐπιρροή τῶν Γότθων Βαρβάρων καί νά ἐθνικοποιήση τό στρατό πού μέχρι τότε ἀπετελεῖτο κατά πλειοψηφία ἀπό Γότθους. Ὁ Λέων ἀθετεῖ τό πολίτευμα τοῦ Κωνσταντίνου, καί ἐγκαινιάζει πολίτευμα ἰθαγενές, δεχόμενος τά σκῆπτρα παρά τῆς ἐγχωρίου Συγκλήτου, τό δέ στέμμα ἀπό τά χέρια τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς ἑλληνικῆς ἐκκλησίας. Τά κοσμικά καί ἱερατικά δικαιώματα τῆς αὐτοκρατορίας ἔχουν πλήρως μεταφερθῆ εἰς Κωνσταντινούπολιν δηλ. στούς Ἕλληνες.
Ἡ Ἀνατολική βασιλεύουσα πέμπει Πάπες Ἕλληνες εἰς Ρώμην, αὐτοκράτορες ὅμως ἀπό τήν Ρώμην δέν ἀντιδέχεται. Ἀπό τόν Θεοδόσιο ἕως τόν τελευταῖο Κωνσταντῖνο ἀνεβαίνουν στόν θρόνο αὐτοκράτορες ἀπό Ἀρμενία, Συρία ἀλλά Λατίνος αὐτοκράτωρ δέν ἀνεβαίνει στόν θρόνο. Ἡ Ρώμη πλέον ἔχει ἀπολέσει πλήρως τά ἡνία τῆς αὐτοκρατορίας τά ὁποία ἔχουν περιέλθη εἰς χείρας Ἑλλήνων.
Τό 476 ἦλθε τό τελειωτικό χτύπημα στήν Ρώμη, ὅπου ὁ τελευταῖος Λατίνος αὐτοκράτωρ τῆς Δύσεως, ὁ Ρωμύλος Αὐγουστίλος ἐκθρονίζεται ἀπό τούς Γότθους καί ἐγκαθιδρύεται Ὀστογοτθικό βασίλειο. Ἡ Ρώμη ὑποδουλώνεται στούς Βαρβάρους καί κατ’ οὐσίαν ἡ αὐτοκρατορία περνάει ὁριστικῶς εἰς χείρας Ἑλλήνων. Τό 540 ὁ Ἰουστινιανός μέ τόν Ἕλληνα στρατηγό του, Βελισσάριο νικᾶ τούς Ὀστρογότθους καί ἀπελευθερώνει τούς Λατίνους ἀλλά δέν μπορεῖ νά κρατήση γιά πολύ ἐλεύθερη τήν Δυτική Αὐτοκρατορία, ἀφοῦ τό 568 ἕνα νέο γερμανικό φῦλο οἱ Λογγοβάρδοι μέ συμμάχους τούς Ἀβάρους καί μερικούς Σάξωνες κατακτοῦν τήν Ρώμη καί ὅλη τήν Βόρεια Ἰταλία γιά περισσότερο ἀπό 150 χρόνια. Ἡ παρακμή τῆς Ρώμης λόγω βαρβαρικῆς κατοχῆς εἶναι ἔκδηλη ὅπου ἡ ἀπαιδευσία καί ἡ παχυλή ἀμάθεια τῶν κληρικῶν ἀλλοιώνουν τήν λατινική γλῶσσα πού μετατρέπεται σέ λατινοβάρβαρη.
Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ἡ ἀνεξαρτησία τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος καί ἡ κατάργησις τοῦ Δυτικοῦ δεσπωτισμοῦ ἐπέφερε μία σειρά ἀπό ἀναταραχές καί διχόνοιες στίς δυό ἐκκλησίες καί ἔκτοτε προοιωνίζετο τό σχίσμα, δεδομένου ὅτι τό 586 ἐπί αὐτοκράτορος Μαυρικίου στήν συγκροτηθεῖσα Σύνοδο καθ’ ἥν παρίστατο ὁ Βασιλεύς καί ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἀνεκυρήχθη Οἰκουμενικός, προκαλῶντας τήν ὀργή τοῦ πάπα Γρηγορίου πού ἀπειλοῦσε μέ σχίσμα. Κάτ΄ οὐσίαν στήν Σύνοδο ἐκείνη οἱ Πατέρες διεκήρυξαν τήν ἀνεξαρτησία τοῦ ἑλληνισμοῦ ὑπό τό πέπλο τῆς Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ὁ Μαυρίκιος μάλιστα κατέστησε ὡς ἐπίσημη γλῶσσα τήν ἑλληνική ἀντί τῆς λατινικῆς βάζοντας ἄφ΄ ἑνός ταφόπλακα στά σχέδια τῶν Λατίνων ἄφ΄ ἑτέρου τά θεμέλια γιά τόν ἐξελληνισμό τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας.
Ὁ μετέπειτα αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος, μετωνόμασε τήν σύζυγό του Φαβία ἐπί τό ἑλληνικώτερον Εὐδοκία καί τόν υἱό τοῦ Φάβιον εἰς Ἠρακλειώνα καί τά νομοθετικά του διατάγματα τάς Νεαράς ἑλληνηστί συνέταξε. Ἀφοῦ κατενίκησε τόν μεγαλύτερο ἔχθρο της αὐτοκρατορίας, τούς Πέρσες αἴφνης μία νέα δύναμις, κράμα Ἰουδαιοχριστιανισμού ἐνεφανίσθη στήν παγκόσμια ἱστορία καί ἦλθε σέ ἔντονες διαμάχες μέ τούς Βυζαντινούς, ὁ Μωαμεθανισμός λαμβάνοντας τό ὄνομα τοῦ ἰδρυτοῦ της Μωάμεθ, τέκνο Ἑβραίας μάνας. Οἱ Μωαμεθανοί Ἄραβες σημητικής καταγωγῆς, ἀσπάζονται τήν περιτομή ὡς Μωσαϊκό νόμο καί ἀρχίζουν ἀνηλεῆ θρησκευτικό πόλεμο κατά χριστιανῶν. Τό ἱερό βιβλίο τῶν Μωαμεθανῶν τό κοράνι ἀποκαλεῖ σέ πολλά σημεῖα τούς Βυζαντινούς, Γραικούς καί τούς χριστιανούς, εἰδωλολάτρες[4], ἀπόδειξις τῆς ἑλληνικότητος τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας ἤδη ἀπό τά πρώϊμα χρόνια της.
Ἡ νέα αὐτή ἀλλόθρησκος δύναμις, βάρβαρος καί αἱμοσταγής ἰσχυροποιεῖ τούς δεσμούς τοῦ γένους μας πρό τοῦ Ἀραβικοῦ κινδύνου καί ἔντονο πατριωτικό καί θρησκευτικό συναίσθημα πλημμυρίζει τήν αὐτοκρατορία. Τήν ἐποχή ἐκείνη δυό ἦσαν οἱ κυρίως τάξεις τοῦ Βυζαντίου, οἱ ὀρθόδοξοι καί οἱ Ἀττικιστές, ὅπου οἱ μέν ἐδίωκαν τήν ὑπερουράνια ὑπερφυούς καί ἀγγελοπρεπούς πολιτεία, οἱ δέ ἀντιπροσώπευαν τό ἑλληνικό παρελθόν καί τήν ἀναδρομή στήν ἐποχή τοῦ Περικλέους. Καί οἱ δυό αἰθεροβατοῦσαν καί ἔμπροσθεν στόν ἄμεσο κίνδυνο τῶν Σαρακηνῶν καρκινοβατοῦσαν. Μία νέα τάξις ἐνεφανίσθη, τῶν ὀρθολογιστῶν καί φιλοπάτριδων πού ἔβλεπαν τήν πατρίδα νά συρρικοῦται καί αἷμα ἑλληνικό νά ρέει στίς πόλεις πού κατελάμβαναν οἱ Σαρακηνοί. Ἀξίζει νά σημειώσουμε ὅτι τότε οἱ Ἄραβες ἐκυρίευσαν 36.000 πόλεις καί φρούρια, κατεδάφισαν 4000 χριστιανικούς ναούς, καί αἰχμαλώτισαν 180.000 χριστιανούς.
Ἐκείνη τήν ἐποχή ἕνα νέο θρησκευτικό ρεῦμα μέ ἔντονα στοιχεῖα καθαροποιήσεως τῆς χριστιανικῆς πίστης ἀνεφάνει τό κίνημα τῶν Παυλικιανῶν, οἵτινες ἀπεκήρυσσον τήν Π. Διαθήκη καί ἐδέχοντο μόνο τόν Λόγου τοῦ Ι. Χριστοῦ, ἀπέρριπταν τίς εἰκόνες καί ἀπέβαλλαν τά λείψανα τῶν ἁγίων. Ἡ περίοδος τῆς αἱματηρῆς εἰκονοκλαστικῆς περιόδου ἔφτανε μέ γοργά βήματα.
– ΕΙΚΟΝΟΚΛΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ –
Ἡ εἰκονομαχία ἐβλάστησε ἐκτός Βυζαντινῆς αὐλῆς καί συγκεκριμένα στήν Ἀνατολή ὅπου κάποιος Ἑβραῖος μάγος ἐκ Συρίας[5] ὀνόματι Σαραντάπηχος καί κάποιος Σύριος ὀνόματι Βεσήρ κατέστρεφαν καί προσηλύτιζαν ἀντιστοίχως κατά σεπτῶν εἰκόνων. Ὅταν ἀνέβηκαν στόν θρόνο αὐτοκράτορες ἀπό τήν Ἰσαυρία στήν Ἀνατολή, συγκεκριμένα ὁ Λεών ὁ Ἰσαυρος (717-741) καί οἱ διάδοχοί του, ἐπεχείρησαν νά ἐπιβάλλουν τό εἰκονοκλαστικό τους πρόγραμμα σέ ὅλη τήν αὐτοκρατορία προκαλῶντας τήν ὀργή τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ ὅπου ἡ λαϊκή πίστης ἦτο ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τίς θαυματουργές εἰκόνες.
Ἡ εἰκονολατρεία ἐθεωρήθη εἰδωλολατρικό κατάλοιπο καί ἀπηνεῖς διωγμοί ἐξέσπασαν, ὅπως ἡ πυρπόλησις τοῦ Διδασκαλείου Κωνσταντινουπόλεως ὅπου φρικτό θάνατο βρῆκαν οἱ διδάσκοντες τῆς σχολῆς ἀλλά καί 36.000 τόμοι ἔγιναν παρανάλωμα τοῦ πυρός. Νέα ἐμφύλια διαμάχη ἐξέσπασε στόν ἑλληνικό χῶρο πού θύμιζε τά πρώϊμα βυζαντινά χρόνια μεταξύ χριστιανῶν θεολόγων καί φιλοσόφων. Ἡ γλῶσσα τῆς ἐκκλησίας ἐκφυλίζεται καί ἀπό ἀττική μεταπίπτει στήν δημοτική τῆς ἐποχῆς καί ἔκτοτε ἡ ἑλληνική γλῶσσα εἰσέρχεται σέ μία νέα φάση τῆς ἱστορία της. Ἡ ζῶσα ἀττική διάλεκτος ἀπονεκρώνεται πρός τέρψιν τῶν προοδευτικῶν τῆς ἐποχῆς.
Τότε ξεσπᾶ ἡ ἑλλαδική ἐπανάστασις, ὅπου οἱ Ἕλληνες τῆς Βοιωτίας, Ἀττικῆς, Πελοποννήσου καί Κυκλάδων ἀποκηρύσσουν τόν Λέοντα καί ἀναγορεύουν αὐτοκράτορα τόν Κοσμᾶ. Καίτοι, κατασκεύασαν ἰσχυρό στόλο μέ ἐπικεφαλῆς τόν ναύαρχο Στέφανο καί ἰσχυρό στρατό μέ στρατηγό τόν Ἀγαλλιανό κατετροπώθησαν ἀπό τόν αὐτοκρατορικό στόλο.
Οἱ εἰκονομάχοι κάτ΄ οὐσίαν, μέ τό μεταρρυθμιστικό τους πρόγραμμα πού ἐπέσπευσαν νά ἐπιβάλλουν, ἤθελαν νά χτυπήσουν τήν βαθιά προσήλωση στόν Θεό δηλ. τά τάγματα τοῦ μοναχισμοῦ διότι ὅλος ὁ ἀνθός τῆς νεολαίας ἐκλείοντο στά μοναστήρια καί δέν ὑπῆρχαν στρατιῶτες νά ὑπηρετήσουν ἀπέναντι στόν πολυάριθμο στρατό τῶν Ἀράβων. Θεωροῦσαν ὅτι ὁ μοναχισμός ἔκανε κακό στόν πατριωτισμό πού ἄν μή τί ἄλλο ἐκείνη τήν ἐποχή οἱ Βυζαντινοί εἶχαν ἀνάγκη καί οἱ εἰκονοκλάστες μετέτρεπαν τά μοναστήρια σέ στρατῶνες. Ὑπολογίζεται ὅτι ἐκείνη τήν ἐποχή περισσότεροι ἀπό 100.000 μοναχοί ἦσαν ἐσώκλειστοι στά μοναστήρια καί πλούτιζαν. Ἡ μεταρρύθμισις ἀπέτυχε λόγω τῆς πίεσης χρόνου, ἐνῶ στήν Εὐρώπη οἱ ἀντίστοιχοι εἰκονοκλάστες Καλβῆνος καί Λουθῆρος ἐπέτυχαν τήν μεταρρύθμισιν. Τά συγγράμματα τῶν εἰκονοκλαστῶν κατεκάησαν ἀπό τούς νικητές καί δέν ἔχουμε σαφῆ εἰκόνα αὐτῶν, ἀφοῦ οἱ φανατισμένοι νικητές εἰκονομάχοι θεωροῦνται ἀναξιόπιστοι συγγραφεῖς λόγω τοῦ θρησκευτικοῦ τους ζήλου.
Ὁ φιλόπατρις Λέων ἦτο ὁ πρῶτος αὐτοκράτωρ πού ἔκοψε νόμισμα μέ ἑλληνικά γράμματα ἀντικαθιστώντας τήν ἐπιγραφή «Caesar» ἤ «Αugustus» μέ τό «ΒΑΣΙΛΕΥΣ»[6] καί τό λατινικό «LEO» ἐπί τό ἑλληνικώτερον «LEON» καί ἐν΄ γένει ἡ ἑλληνική γλῶσσα ὁριστικῶς ἐπανωρθώθη ἔναντι τῆς λατινικῆς. Οἱ λατίνοι στίς ἐπιστολές ἀποκαλοῦν τήν Ἀνατολική αὐτοκρατορία Graeciam, Γραικία ἀναγνωρίζοντας τήν ἐθνότητα τῶν Ἑλλήνων ἤδη ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 8ου αἰῶνος.
Οἱ εἰκονομάχοι ἐπίστευαν ὅτι μέ τήν ἐνσάρκωσι τοῦ Χριστοῦ οὐδέν χρεία ὑπῆρχε διαμεσολαβητοῦ διά τήν οὐράνια βασιλεία καί τήν ἕνωσι μέ τόν Θεό. Ἡ κατάργησις τῶν εἰκόνων χειραφετοῦσε τήν πίστιν καί ἀπελευθέρωνε τούς πιστούς ἀπό τούς ποιμένες τους καί θά μποροῦσαν νά ἐστρατεύοντο γιά τήν ὑπεράσπισιν τῆς πατρίδος. Ἔτσι οἱ εἰκόνες, τά λείψανα τῶν Ἁγίων, μνημόσυνα, ἑορτές, νηστεῖες ἐτέθησαν ἑκποδῶν στέλνοντας πολλούς ἱερεῖς καί μοναχούς πού ἔπνεαν τά μένεα κατά αὐτοκράτορος, νά βροῦν φιλόξενη στέγη στήν ἀγκαλιά τοῦ πάπα, μεταφέροντας τό μένος τους κατά Ἀνατολῆς ἀλλά καί τά ἱερά τούς κειμήλια ὅπως ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Ἀποστόλου Λουκᾶ καί τό σῶμα τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ.
Πάνω ἀπό εἴκοσι (20) Γραικικά μοναστήρια ἱδρύονται ἐν Ἰταλίᾳ μέ τίς βιβλιοθῆκες τους, ἀφοῦ πλῆθος βιβλίων μεταφέρονται ἐκεῖ. Ἡ ἵδρυσις τῆς Ἀκαδημίας ἐν Βενεβενδῷ μέ τριάντα δυό (32) φιλοσόφους καί πλῆθος βιβλιοθηκῶν φέρει τήν 2η Ἀναγέννησι μετά τήν ἐποχή τοῦ Πλουτάρχου καί τοῦ Πολυβίου ἀλλά ὄχι καί τήν τελευταία πού ἦτο μέ τήν ἅλωσι τῆς πόλεως ἀπό τούς Ὀθωμανούς. Ἡ ἀναγέννησις τῆς περιόδου ταύτης καταδεικνύει ἀφ ΄ ἑνός τήν πνευματική καί πολιτισμική διαφορά τῆς Ἀνατολῆς ἕναντι τῆς Δύσεως, ἀφ΄ ἑτέρου τήν ἑλληνικότητα τοῦ Βυζαντίου ὅπου τό κυριαρχόν ἑλληνικό πνεῦμα μεταλαμπαδεύεται εἰς Δύσιν.
Ὁ πάπας ἐκμεταλλεύτηκε στό ἔπακρο τήν ἐσωτερική ἀναταραχή στούς κόλπους τῆς Ἀνατολικῆς ἐκκλησίας καί μέ τήν συνδρομή τῶν Λογγοβάρδων ἐκήρυξε ἰδίον δημοκρατικό πολίτευμα. Ἡ συμμαχία πάπα μέ Λογγοβάρδους ἀναγκάζει τόν Λέοντα νά ἐπιβάλλη νέους φόρους, τό ὁποῖο ὁ πανοῦργος πάπας τό ἐκμεταλλεύεται στέλνοντας ἐπιστολές σέ ὅλους τους Δυτικούς (Ἐνετούς, Φράγγους, Λογγοβάρδους) κατηγορῶντας τόν Λέοντα. Ἡ διαμάχη κορυφώνεται μέ τόν νέο πάπα τόν Γρηγόριο τόν Γ΄, ὅστις ἀναθεματίζει τούς Γραικούς καί ἀναγκάζει τόν Λέοντα νά στείλη μεγάλο στόλο κατά Ρωμαίων καί Λογγοβάργων, ὁ ὁποῖος ἀδόξως ναυαγεῖ στόν Ἀδριατικό κόλπο πρός τέρψιν τοῦ πάπα.
Τό 732 οἱ Ἄραβες συντρίβονται ἀπό τούς Φράγγους τοῦ Καρόλου Μαρτέλλου καί 375.000 ἐφονεύονται στήν μάχη τοῦ Poitiers. Οἱ Φράγγοι εἶναι ἡ ἀνερχόμενη δύναμις στήν Εὐρώπη. Τά δυό αὐτά γεγονότα, ἡ καταστοφή τοῦ στόλου τοῦ Λέοντος καί ἡ νίκη τῶν Φράγγων ἄλλαξαν πλήρως τά δεδομένα καί ὁ πάπας θέλησε πλήρως νά ἀποτινάξη τόν γραικικό δεσπωτισμό καλώντας τόν Κάρολο νά τόν ἀναγορεύση ὡς «Ὕπατο» κατά παράβαση διότι μόνο ὁ αὐτοκράτωρ εἶχε τοιοῦτο δικαίωμα. Ἡ Γαλλική παρέμβασις ἀλλάζει τήν σημασία τοῦ «Ρωμαίου» καί ἀρχίζει πλέον νά λαμβάνη ἀπό οἰκουμενική πού εἶχε καί ἐσήμαινει ὁ πολίτης τῆς αὐτοκρατορίας, ἐθνική σημασία. Δηλαδή πλέον ἀπό πολιτικός ὅρος πού ἦτο ἐπανακτᾶ τήν χαμένη ἐθνική καί ἐγχώρια σημασία δηλώνοντας τόν κάτοικο τῆς Ρώμης καί τῆς Ἰταλίας.
Συνοψίζοντας, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι τέσσερεις ἦσαν οἱ αἰτίες πού συνέβαλαν στά γενέθλια του Ἑλληνικοῦ Ἐθνικισμοῦ. Ἡ σκληρότητα τοῦ ἀλλοθρήσκου Μωαμεθανισμοῦ, ἡ Εἰκονομαχία πού ἐνεφύσησε πατριωτικό φρόνημα στούς Ἕλληνας, ὁ Παπισμός καί ἡ Φραγκική ἐπέμβασις.
Ἡ μεταφορά τῶν λειψάνων τοῦ Αὐγουστίνου στήν Ρώμη, ἐξαγορασθέντα παρά τοῦ Ρηγός τῶν Λογγοβάρδων, προσδίδουν τήν παλαιά αἴγλη στήν πόλιν. Ὁ πάπας Γρηγόριος ἀναγορεύεται σέ ἡμίθεος συνεπικουρούμενος ἀπό τήν παρακμή τοῦ ἱερατικοῦ πλήθους πού ἀπώλεσε κάθε ἐπαφή μέ τό πνεῦμα τῆς ἀρχαιότητος λόγω τῆς ἀπό τό 476 βαρβαροκρατίας. Πρίν πεθάνει καλεῖ τόν Μαρτέλλο Κάρολο νά ἀπελευθερώση τήν Ἰταλία ἀπό τόν Γραικικό καί Λογγοβαρδικό ζυγό.
Μετά τόν Γρηγόριο ἀνέλαβε τόν ἱερατικό θρόνο τῆς Ρώμης ὁ τελευταῖος Ἕλλην καί φιλόμουσος πάπας ὁ Ζαχαρίας πού ἵδρυσε τήν βιβλιοθήκη τοῦ Βατικανοῦ καί προβίβασε τά ἑλληνικά γράμματα ἐν Ἰταλίᾳ. Ὁ διαδεχθεῖς τόν Ζαχαρία, Στέφανος ζητᾶ ἀπό τόν Πεπίνο, υἱό τοῦ Καρόλου πού μόλις εἶχε ἀνέβη στόν θρόνο τῆς Γαλλίας μετά τόν θάνατο τοῦ πατρός του, νά ἐπέμβη ἄμεσα ὅστις κατέρχεται ἐν Λογγοβαρδίᾳ καί νικᾶ τούς Λογγοβάρδους. Ὁ πάπας κατά παράβαση ἔγραφε στόν Πεπίνο ὡς ἐνσάρκωσις τοῦ Ἁγίου Πέτρου[7] ἀθετῶντας τά οὐσιώδη δόγματα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Δεύτερο καί ἀκόμη μεγαλύτερο ἀτόπημα τοῦ Παπισμοῦ, μετά τήν κατά παράβαση ἀναγόρευσι τοῦ Καρόλου ὡς «Ὕπατο» ἐγκαθιδρύει ἕνα θεοκρατικό σύστημα ἐξουσίας, ἀθετῶντας τά ψηφίσματα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ὁ διπρόσωπος πάπας ἄφ΄ ἑνός δέν παύει νά ὑπογράφεται ὡς ὑπήκοος τῆς αὐτοκρατορίας, ἄφ΄ ἑτέρου νά ἐξαπατᾶ τούς φίλους Λογγοβάρδους καί νά προσεταιρίζεται τούς Φράγκους. Ὁ Λιουτπράνδος βασιλεύς τῶν Λογγοβάρδων καί ὁ Πεπίνος βασιλεύς τῶν Φράγγων θέλοντας νά ἐπιτείνουν τό σχίσμα μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως, κατέλαβαν πόλεις τῆς Γραικικῆς αὐτοκρατορίας καί τίς ἔδωσαν στόν πάπα πρός ἐνίσχυσιν τῆς ἡγεμονίας του καί ἀποχωρισμό ἀπό τόν Γραικικό Δεσποτισμό. Βεβαίως, ὅσο ἀνεξαρτητοποιεῖται ὁ πάπας τόσο ἡ ἑλληνική ἐθνότητα ἀποχτᾶ ἰσχυρή ὀντότητα.
– ΡΩΜΑΪΚΗ ΚΑΙ ΓΡΑΙΚΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ –
Τήν ἐποχή ἐκείνη στόν βυζαντινό θρόνο εἶχε ἀνέβει μέ συνωμοσία ἡ Εἰρήνη κάτι πού δέν διέφυγε τῆς προσοχῆς τοῦ πάπα, ὅστις δέν ἔχασε τήν εὐκαιρία νά καταμηνύση τήν Εἰρήνη σέ ὅλη της Δύσι, προπαγανδίζοντας ὅτι ἐχήρευσε ὁ θρόνος ἄφ΄ ὅτου μεμολυσμένο γύναιο ἀνέβη στόν αὐτοκρατορικό θρόνο ὑπό ἀνδροφονίας καί τεκνοφονίας καί ἐπιζητοῦσε διακαῶς τήν διάζευξιν Ἀνατολῆς καί Δύσεως, προσβλέποντας στόν Κάρολο, βασιλεύς τῆς Γαλλίας.
Report this ad
Ἡ Γαλλία ἐκείνη τήν ἐποχή ἦτο ἡ ὑπερδύναμις τῆς Εὐρώπης. Εἰσέβαλε στήν Γερμανία καί κατέβαλε βαθμηδόν τούς Σάξωνες, κατετρόπωσε Λογγοβάρδους, Οὕννους, Σαρακηνούς, Δανούς, Βρετανούς καί τό 774 μετά ἀπό πρόσκλησι τοῦ πάπα, ὁ Πεπίνος ἐστέφετο ἐκτός ἀπό βασιλεύς Λογγοβαρδίας καί αὐτοκράτωρ καταπατώντας τίς Γραικικές ἀξιώσεις. Δυό αὐτοκράτορες καί δυό «Ρωμαῖοι» πολίτες δέν συνάδει καί τό σχίσμα ἐπισπεύδεται διαχωρίζοντας Ἀνατολή καί Δύσι ὄχι πλέον ὡς γεωγραφική ὀντότητα ἀλλά πρωτίστως ὡς ἐθνική.
Ἔγιναν διαπραγματεύσεις γιά τήν ὁριοθέτησι τῶν δύο αὐτοκρατοριῶν τῆς Νεολατινικῆς καί τῆς Γραικικῆς πού ἀρχίζει πλέον καί λαμβάνει ὀντότητα μέ τήν διαφαινόμενη θεολογική ρῆξι πού ἐπενόησαν οἱ Λατίνοι ἱερεῖς μέ τό filiοque, ἑλληνιστί «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ» δηλ. ἡ ἐκπόρευσις τοῦ Ἄγ. Πνεύματος ὄχι μόνο ἐκ τοῦ Πατρός ἀλλά καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Τό filiοque πάλι κατά παράβαση τῆς Α΄ Οἰκ. Συνόδου, πού ὥρισε τό σύμβολο τῆς πίστεως, ἀφ’ ἑνός ἐξυπηρετοῦσε τά σχέδια ἀνεξαρτητοποιήσεως τῶν Λατίνων ἀφ’ ἑτέρου ὡς ὁ μόνος ἐκπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς τό filioque, ἰσχυροποιοῦσε τά θεοκρατικά του σχέδια. Ὁ πάπας ὁ Λέων ὁ Γ΄ ὄντως προνοητικός καί πιστός στά διατάγματα τῆς Α΄ Οἰκ. Συνόδου, ἐχάραξε τό σύμβολο τῆς πίστεως χωρίς τήν προσθήκη τοῦ filioque ἐπί δυό ἀργυρῶν πινάκων ἑλληνιστί καί λατινιστί. Οἱ διαδοχοί του ὅμως, ἀποκαθήλωσαν τίς ἐπιγραφές ὀνομάζοντας τούς Γραικούς σχισματικούς.
Οἱ Λατίνοι πλέον ὁριστικῶς παύουν νά ἀποκαλοῦν τούς Ἕλληνας «Ρωμαίους» καί τούς ἀποδίδουν τό πανάρχαιο προσωνύμιο «Γραικοί[8]». Τήν περίοδο ἐκείνη τελειώνει ἡ εἰκονοκλαστική περίοδος καί βρίσκει τούς Ἕλληνες ἑνωμένους, ὁμοδοξοῦντες μέ ἀναπτερωμένο τό ἐθνικό φρόνημα, κοντά στήν ἐκκλησία, στήν ὀρθοδοξία καί τήν Κυριακή τῆς πρώτης τεσσαρακοστῆς τοῦ 842 ἑορτάζεται ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας πού ὁρίζει τό τέλος τῆς εἰκονομαχίας. Ὅλοι οἱ εἰκονομάχοι αὐτοκράτορες, πλήν Λέοντος πέθαναν γρήγορα, ἐνῶ οἱ ἑπόμενοι, πού στερεοῦται ἡ ὀρθοδοξία, πεθαίνουν σέ βαθιά γεράματα. Ἡ λαϊκή δεισιδαιμονία ἑνώνει τόν λαό γύρω ἀπό τήν ἐκκλησία. Ἡ εἰκονομαχία ἔφερε μία ἀλλαγή, ὁ κλῆρος δέν ἐπεμβαίνει πλέον στά πολιτικά δρώμενα καί οἱ ἀττικιστές πού ὅσο κυνηγήθησαν ἀναγεννοῦν τό ἑλληνικό πνεῦμα ἐξοστρακίζοντας ἀκόμα καί μέσα ἀπό τήν Αὐλή τήν λατινική γλῶσσα.
Ἕνας μεγάλος πνευματικός ἱεράρχης ἀνεβαίνει στόν πατριαρχικό θρόνο, ὁ Φώτιος ὅστις ἐξυβρίζει τόν πάπα καί τήν γλῶσσα τῶν Λατίνων ἀποκαλεῖ βάρβαρον γλῶττα. Οἱ Νορμανδοί εἰσβάλλουν στήν βόρεια Ἰταλία καί καταλύουν τήν Φραγκική ἐπικυριαρχία μή δυνάμενος νά ἀντιδράση ὁ πάπας. Στόν βυζαντινό θρόνο ἀνεβαίνει ὁ Ἕλλην τό γένος Βασίλειος τῆς Μακεδονικῆς δυναστείας καί συνάπτει συμμαχία μέ τούς Γάλλους. Ὁ Λουδοβίκος βασιλεύς τῆς Γαλλίας στά ἐπίσημα διπλωματικά ἔγγραφα ἀποκαλεῖται αὐτοκράτωρ Αὔγουστος Ρωμαίων καί ὁ Βασίλειος Αὐτοκράτωρ Νέας Ρώμης καί τούς πολίτες Γραικούς. Εἶναι πλέον σαφές ὅτι στά διπλωματικά ἔγγραφα τῆς ἐποχῆς ἡ Ἀνατολική Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία ὠνομάζετο Γραικία ἤ Γραικική αὐτοκρατορία καί ἀμφισβητεῖται πλέον γιά τούς Ἕλληνες τό ὄνομα «Ρωμαϊκή».
Report this ad
Οἱ Φράγκοι εἶχαν δίκαιο. Δέν μποροῦσαν οἱ Ἕλληνες νά ὀνομάζονται «Ρωμαῖοι» ἀφοῦ ἀπώλεσαν πλήρως τήν ρωμαϊκή διάλεκτο καί ἐθνισμό. Κάτ΄ συνέπειαν σφετερίζονται τό ὄνομα τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας πού πλέον ἀνήκει στούς Φράγκους. Ἔτσι ἀφορίζεται ὁ λατινοκατήγορος Φώτιος καί ἐπανέρχεται ἡ τεταμένη ἀτμόσφαιρα τῆς εἰκονομαχικῆς περιόδου. Ὁ Βασίλειος ὅμως δέν ἤθελε τόν χωρισμό τῆς αὐτοκρατορίας του καί χρησιμοποιοῦσε ὁ ὄνομα «Ρωμαῖος» ἀφοῦ λειτουργοῦσε ὡς συνεκτικός δεσμός στήν μεγάλη του αὐτοκρατορία πού ἔφτανε μέχρι Ἀρμενία.
Τό 962 μία νέα γερμανική δύναμις μέ ἀρχηγό τόν Ὄθωνα καταλαμβάνει τήν Ρώμη καί στέφεται αὐτοκράτωρ Ρωμαίων ἱδρύοντας τήν «Ἁγία Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους». Δυό Ρωμαῖοι Αὐτοκράτορες δέν γίνεται. Ἔπρεπε ὁ σφετεριστής Κωντσταντινουπόλεως νά παύση νά καπηλεύεται τό ὄνομα τῶν Ρωμαίων. Ὁ πάπας Ἰωάννης σέ ἐπιστολή πρός τόν αὐτοκράτορα Κωντσταντινουπόλεως προσαγορεύει τόν Νικηφόρο Αὐτοκράτορα Γραικῶν Imperator Graecorum καί τόν Ὄθωνα Αὐτοκράτορα Ρωμαίων Imperator Augustus Romanorum.
Σέ ἀπομνημονεύματα μάλιστα, τοῦ ραδιούργου καί κατασκόπου τοῦ Ὄθωνος, Λιουτπράνδου υἱοῦ τοῦ ἐπισκόπου Κρεμώνης, ἀναφέρεται ὅτι ἐπειδή οἱ Ἕλληνες, τούς ὁποίους ἀποκαλεῖ ἀλλαχοῦ Δαναούς, ἄλλαξαν τήν γλῶσσα, τά ἔθιμα καί τήν ἐνδυμασία τους, ὁ πάπας ἀφήρεσε τό ὄνομα «Ρωμαῖος» καί τούς ἔδωσε τό ὄνομα «Γραικός». Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ ὅτι κατά συνείδησιν καθολικήν ὁ Γραικός τοῦ 10ου αἰῶνος ἐσήμαινει ὁ ἀκραιφνής, γνήσιος ἀπόγονός τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φυλῆς, συνεπῶς τά περί σλαβοποιήσεως τῆς Ἑλλάδος καί ὅτι τό Βυζάντιο δέν εἶναι ἑλληνικό εἶναι ἀστεία πράγματα καί μόνο τήν χλεύη προκαλοῦν, ὅταν οἱ χειρότεροι ἐχθροί του Ἑλληνισμοῦ σέ ὅλη της Εὐρώπη μᾶς ἀνεγνώριζαν σέ ὅλα τά διπλωματικά ἔγγραφα ὡς ἀπογόνους τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων.
Ἔκτοτε, ὁ ὅρος «Αὐτοκρατορία τῶν Ἑλλήνων Χριστιανῶν» χρησιμοποιεῖται σέ ὅλη τήν διεθνῆ διπλωματία καί ἀναφέρω ἐπιγραμματικά, ἀντλῶντας τίς πληροφορίες μου ἀπό τό ἔργο τοῦ Vasilief «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας 324-1453» τά πιό ἀξιόλογα κατά τήν γνώμη μου σημεῖα πού δηλώνουν τήν ὀντότητα τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους.
o Ὁ Ἀλέξιος Κομνηνός (1081-1118) στήν ἀλληλογραφία του μέ τόν Ροβέρτο τόν κόμη τῆς Φλάνδρας περιγράφει τήν ἀπελπιστική κατάστασι τῆς « Ἱερᾶς Αὐτοκρατορία τῶν Ἑλλήνων Χριστιανῶν» εἰς τό ὁποῖο συνηγορεῖ καί ὁ δεινός βυζαντινολόγος Vasilievsky[9].
Report this ad
o Ἕνας Γάλλος ἡγούμενος ἔγραφε ἐπί λέξει στόν Βασιλέα τῆς Σικελίας «ἀνήκουστη προδοσία τῶν Ἑλλήνων καί τοῦ μισητοῦ Βασιλέως τους….»
o Οἱ Γερμανοί αὐτοκράτορες ἔχοντας ἀποκτήσει τήν δύναμή τους ἀπό τούς Ρωμαίους αὐτοκράτορες ἔπρεπε νά διοικοῦν ὄχι μόνο τήν Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία, ἀλλά καί τό «Ἑλληνικό Βασίλειο»[10].
o Ἕνας δυτικός ἱστορικός τοῦ μεσαίωνος ἀποκαλεῖ τήν Ἀνατολική Αὐτοκρατορία τοῦ Ἀνδρονίκου Κομνηνοῦ (1183-1185) Regno Grecorum[11] «Βασίλειο τῶν Ἑλλήνων».
o Ἡ συμμαχία τοῦ Φρειδερίκου Β΄ μέ τόν Ἰωάννη Βατάτζη (1222-1254) ἐπεσφραγίσθη μέ τόν γάμο τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννου Βατάτζη μέ τήν κόρη τοῦ Φρειδερίκου, Κωνσταντία. Ἡ Κωνσταντία, μετά ἀπό χρόνια γεμάτα περιπέτειες, πέθανε στήν Ἱσπανική πόλη Βαλένθια, ὅπου διασώζεται στήν μικρή ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου ( St. John- of the Hospital) τό ἑξῆς ἐπιτάφιον ἐπίγραμμα «Ἐνθάδε κεῖται ἡ Κωνσταντία, ἡ Αὐγούστα Αὐτοκράτειρα τῆς Ἑλλάδος»[12].
o Οἱ μετά τόν Ἰωάννη Βατάτζη γενεές τόν ἐνεθυμοῦντο ὡς «Πατέρα τῶν Ἑλλήνων[13]».
o Ὁ Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις (1254-1258) ἔστρεψε τό ἐνδιαφέρον του στόν στρατό, προσπαθῶντας νά τόν ἐξελληνίση βαδίζοντας ἀντίθετα πρός τήν συνήθεια ὅλων τῶν προηγουμένων αὐτοκρατόρων πού χρησιμοποιοῦσαν μισθοφορικό στρατό ξένων.
– ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ –
Μέχρι τόν 5ο αἰώνα ἡ πόλις τῶν Ἀθηνῶν ὑπῆρξε τό μορφωτικό κέντρο τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ὅμως μετά τήν κάθοδο τῶν Ὀστρογότθων τά φιλοσοφικά κέντρα παρήκμασαν καί τό τελειωτικό κτύπημα ἐπέφερε τό ὑπό Θεοδοσίου νεοϊδρυθέν Πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τριάντα ἕνα (31) καθηγητές ἐδίδασκαν ρητοτική, γραμματική, δίκαιο, φιλοσοφία, μέ δυό ἕδρες Δικαίου καί μία Φιλοσοφίας.
Ἤδη ἀπό τόν 6ο αἰώνα μεγάλες πνευματικές μορφές ἀναδεικνύει τό Βυζάντιο, ὅπως ὁ Ἠσύχιος ὁ Μιλήσιος πού συνέγραψε τό περίφημο Λεξικό, ὁ Ἰωάννης Μαλάλας πού κατέγραψε τήν μυθική ἱστορία τῆς Αἰγύπτου. Τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ ἐπιρροή τοῦ Πλάτωνος στούς Πατέρες τῆς ἐκκλησίας ἀρχίζει νά ἀντικαθίσταται ἀπό τήν ἐπιρροή τοῦ Ἀριστοτέλους.
Τήν ἐποχή τοῦ Μιχαήλ Γ΄ (842-867), ὁ θεῖος του ὁ Βάρδας ὠργάνωσε τό ἐν Κωνσταντινουπόλει Πανεπιστήμιο μέσα στά Ἀνάκτορα ὅπου ἐδιδάσκοντο ἑπτά (7) μαθήματα παίρνοντας αὐτά ἀπό τούς φιλοσόφους πού ὠνομάζοντο «εἰδωλολάτρες». Τά μαθήματα ἐλέγοντο «ἐλευθέρια μαθήματα» καί διαιροῦνται σέ δυό ὁμάδες στήν trivium γραμματική, ρητορική, διαλεκτική καί quadrivium ἀριθμητική, γεωμετρία, ἀστρονομία καί μουσική. Ἡ φιλοσοφία καί οἱ ἀρχαῖοι κλασσικοί συγγραφεῖς ἐδιδάσκοντο καί ἡ φοίτησις ἦτο δωρεάν. Ἀπό τό Πανεπιστήμιο αὐτό ξεπήδησε ἡ μεγάλη μορφή τοῦ Βυζαντίου, ὁ Φώτιος καί ὁ Ἀπόστολος τῶν Σλάβων Κύριλλος.
Οἱ λόγιοι βυζαντινοί συνέταξαν τό περίφημο λεξικόν τοῦ Σουϊδα, πού ἀποτελεῖ τήν κορωνίδα τῆς φιλοπονίας τῶν βυζαντινῶν, ὅπως ἐπίσης ὁ ψευδό-Λουκιανός διάλογος «φιλοπατρίς» ἦτο δεῖγμα τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος. Τό 1045 ἱδρύεται νέο Πανεπιστήμιο, Νομική καί Φιλοσοφική Σχολή ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ Ψελλοῦ βάζοντας ἰσχυρά θεμέλια γιά τήν πνευματική ἀναγέννησιν τῶν Ἑλλήνων πού δέν ἄργησε νά ἔλθη. Ὁ Ἡσίοδος, ὁ Ὅμηρος, ὁ Πλάτων, ὁ Θουκυδίδης, ὁ Πολύβιος, ὁ Ἰσοκράτης, ὁ Δημοσθένης καί οἱ Ἕλληνες τραγωδοί μέ τόν Ἀριστοφάνη γίνονται ἀντικείμενο μελέτης καί μιμήσεως. Δεῖγμα τῆς μελέτης ἡ ἔντονη στροφή πρός τήν ἀττική διάλεκτο χωρίς νά παραμελεῖται ἡ καθομιλουμένη δημοτική τῆς ἐποχῆς.
Δείγματα τῆς βυζαντινής ἀναγεννήσεως ἡ ἱστορία τοῦ Νικηφόρου Βρυέννιου ἐπηρεασμένη τά μάλα ἀπό τόν Ξενοφώντα, ἡ Ἄννα Κομνηνού συγγραφεύς τῆς «Ἀλεξιάδας» μέ ἐξαιρετική ἀγωγή καί μόρφωσι μελετώντας Ὅμηρο, λυρικούς, Ἀριστοφάνη, Θουκυδίδη, Πολύβιο, Ἰσοκράτη, Δημοσθένη, Ἀριστοτέλη καί Πλάτωνα, υἱοθετεῖ τήν ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα. Ὁ αὐτοκράτωρ Μανουήλ (1143-1180) στέλνει στόν βασιλέα τῆς Σικελίας τό περίφημο ἔργο τοῦ Πτολεμαίου «ἀλμαγέστη» καί βάσει τοῦ χειρογράφου αὐτοῦ, ἔγινε ἡ πρώτη μετάφραση στά λατινικά.
Ἱστορικοί καί ποιητές ἀσχολοῦνται ἐμβριθῶς μέ τούς ἀρχαίους συγγραφεῖς, ὅπως ὁ Ἰωάννης Κίνναμος πού γράφει τήν ἱστορία τοῦ Μανουήλ ἀκολουθώντας τόν Ἡρόδοτο καί τόν Ξενοφώντα, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Μιχαήλ Ἀκομινάτος, θαυμαστῆς της ἀρχαιότητος, φιλόλογος καί ποιητής χρησιμοποιῶντας ἰαμβικό ἐλεγεῖο πρός τιμήν τῶν Ἀθηνῶν, ἀναπολεῖ τό παλαιό κλέος καί πιστεύοντας βαθιά στήν γενεαλογική συνέχεια τῶν Ἀθηναίων τούς παρώτρυνε νά ἀκολουθοῦν τόν εὐγενή τρόπο τῶν προγόνων τούς τοῦ Ἀριστείδου, τοῦ Διογένους, τοῦ Περικλέους, τοῦ Θεμιστοκλέους καί ἄλλων. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Θεσ/νίκης Εὐστάθιος γράφει ἐκτενῆ σχόλια στήν Ἰλιάδα, τήν Ὀδύσσεια καί στόν Πίνδαρο, ὁ Τιμαρίον γράφει κατά τό πρότυπο τῶν νεκρικῶν διαλόγων τοῦ Λουκιανοῦ, τόν διάλογο «Τιμαρίον» περιγράφοντας τήν μετάβασι στόν Ἅδη καί τίς συζητήσεις μέ τούς νεκρούς. Θεωρεῖται τό κορυφαῖο ἔργο ἀπομιμήσεως τοῦ Λουκιανοῦ.
Ὁ πνευματικός ὀργασμός δέν σταματᾶ ἐδῶ, ὁ Ἰωάννης Ἰταλός δεινός Ἀριστοτελιστής ἀπαιτοῦσε τόν διαχωρισμό φιλοσοφίας καί θεολογίας, κατηγορήθη διότι δέν ἀσπαζόταν τό δόγμα τῆς ἐκκλησίας καί ἀνῆκε στήν Νεοπλατωνική Σχολή. Ὁ Ἰωάννης Τζέτζης πάμφτωχος καί βαθύς μελετητής τῶν ἀρχαίων, συνέγραψε γιά τόν Ὅμηρο, τόν Ἡσίοδο, τόν Ἀριστοφάνη ἀλλά ἀναγκάστηκε νά πουλήση ὅλα του τά βιβλία, ἐκτός τοῦ Πλουτάρχου, γιά νά μπορέσει νά ζήση.
Τό 1204 μετά τήν ἅλωσι ἀπό τούς Φράγκους, ἡ Νίκαια ἦτο «μία ἀρχαία Ἀθήνα μέ ὅλη τήν ἀφθονία τῶν λογίων». Ὁ Νικηφόρος Βλεμμύδης ἐσπούδασε στό ἐν Κωνσταντινουπόλει Πανεπιστήμιο ρητορική, ποίησι, λογική, φιλοσοφία, φυσικές ἐπιστῆμες, ἰατρική, ἀριθμητική, γεωμετρία, φυσιολογία, καί ἀστρονομία. Τά φιλοσοφικά του ἔργα ἔχουν ὡς βάση τόν Ἀριστοτέλη, ἡ «Ἐπιτομή Φυσικῆς» καί ἡ «Ἐπιτομή Λογικῆς» καί ὁ A. Heisenberg πού ἐξέδωσε τήν αὐτοβιογραφία τοῦ Βλεμμύδη παρατήρησε ὅτι «ἔχουν πραγματικά καταστήσει ἀθάνατο τό ὄνομα τοῦ συγγραφέως[14]».
Ὁ Θεόδωρος Β’ Λάσκαρης (1254-1258), μεμυημένος στίς ἰδέες τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί ἔκθαμβος ἀντικρίζοντας τά μνημεῖα τῆς Περγάμου, ἀφιέρωσε τήν ζωή του στήν φιλοσοφία καί εἰδικώτερα στήν μελέτη τοῦ Ἀριστοτέλους. Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἰωάννης Ἀπόκαυκος ἀπέκτησε κλασσική καί θεολογική μόφωσι τρέφοντας μεγάλη ἀγάπη στόν Ὅμηρο, τόν Ἀριστοφάνη, τόν Εὐριπίδη, τόν Θουκυδίδη, τόν Ἀριστοτέλη καί ἄλλους.
Τό ἀποκορύφωμα τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως ἀλλά καί τό κύκνειο ἄσμα τοῦ ἑλληνισμοῦ ὑπῆρξε ἡ μεγαλειώδης μορφή τοῦ Νεοπλατωνιστοῦ Γεωργίου Γεμιστοῦ Πλήθωνος, ἐπικεφαλῆς μία ὁμάδας φιλοσόφων, μελετητῶν τοῦ Πλάτωνος καί Ἀριστοτέλους ἀλλά καί ἐν γένει τῶν κορυφαίων ἔργων τῆς κλασσικῆς ἀρχαιότητος. Τό ἐνδιαφέρον γιά τόν Ἀριστοτέλη καί τόν Πλάτωνα δέν ἔπαψε νά ὑπάρχη στό Βυζάντιο καί ὁ ἀγών μεταξύ τῶν δυό φιλοσοφικῶν κινήσεων κορυφώθηκε τήν ἐποχή τοῦ Πλήθωνος. Τήν σημασία τῆς πλατωνικῆς φιλοσοφίας ἐν συγρίσει μέ τήν τοῦ Ἀριστοτέλους, μετέφερε εἰς τήν Πλατωνική Ἀκαδημία τῆς Φλωρεντίας προκαλῶντας ρίγη ἐνθουσιασμοῦ. Ἔγραψε τήν διατριβή «Περί τῆς διαφορᾶς μεταξύ τοῦ Ἀριστοτέλους καί Πλάτωνος» ἀλλά τό σπουδαιότερο ὅλων εἶναι ἡ «Νόμων συγγραφή» πού ἀποκαθιστοῦσε τήν ἀρχαία ἑλληνική θρησκεία στά ἐρείπια τοῦ χριστιανισμοῦ.
Ἐν κατακλεῖδι, ἀναφέρουμε τόν Δημήτριο Τρικλίνιο, μία αὐθεντία στούς ἀρχαίους συγγραφεῖς καί εἰδικώτερα στόν, Εὐριπίδη, Σοφοκλῆ, Ἀριστοφάνη, Αἰσχύλο, Θεόκριτο, καί Πίνδαρο. Τῆς ἐποχῆς εἶναι καί τό ἔπος «Ἀχιλλήις» πού ὑπενθυμίζει τόν Ὅμηρο καί τόν Τρωϊκό πόλεμο.
Μέ τήν εἰσβολή τῶν Τούρκων στήν Ἑλλάδα, πού ὁ πάπας Πίος Β΄ χαρακτηρίζει ὡς τόν δεύτερο θάνατο τοῦ Ὁμήρου καί τοῦ Πλάτωνος, ἀναρίθμητα βιβλία τοῦ Βυζαντίου γιά τρίτη φορά μετεφέρθησαν ἀπό τούς βυζαντινούς λογίους καί τό στοχαστικό τους πνεῦμα ἐνέσπειρε ἐν Ἰταλίᾳ καί Εὐρώπη τά νάματα τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως.
Δυστυχῶς στίς μέρες μας, πολλοί ὄψιμοι ἀρχαιοελληνιστές ἀφοῦ ἀφιέρωσαν τήν ζωή τους στόν ὑλιστικό μαρξισμό, τώρα στά γεράματά τους ἀνεκάλυψαν ἀσθμαίνοντας τόν Δία καί φορώντας τήν ἀρχαιοελληνική χλαμύδα κατηγοροῦν τό Βυζάντιο ὡς ἀνθελληνικό. Τί ἦτο ὅμως τό Βυζάντιο δέν μᾶς λένε. Ρωμαϊκό; Ἀφοῦ ἡ Ρώμη ἔχει ὑποδουλωθῆ στούς Βαρβάρους ἀπό τό 476. Δέν τολμοῦν οὔτε κάν νά ψελίσουν ὅτι ἦτο Ἑλληνικό. Τούς παραδίδω στήν χλέυη τῆς ἱστορίας. Τό Βυζάντιο εἶναι ἡ συνέχεια τῆς ἑλληνιστικῆς περιόδου πού ἀποτίναξε τόν Ρωμαϊκό ζυγό μέ τήν δύναμι τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος. Χρέος κάθε Ἕλληνος, νά ἐμβαπτισθῆ στά νάματα τοῦ ΄21 καί νά συνεχίση τό ἡμιτελές ἔργο τῶν ἀγωνιστῶν του, ἐπανορθώνοντας τήν Βυζαντινή Αὐτοκρατορία μέσω τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ κλασσικοῦ πνεύματος.
Τί ἐννοῦμε ἐπανόρθωσις τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας; Ἡ Βυζαντινή αὐτοκρατορία συναποτελεῖται ἀπό μία τριαρχία ἐνωτικῶν ὅρων, πού εἶναι τό χριστιανικόν, τό ἑλληνικόν καί τό ρωμαϊκόν. Τό χριστιανικόν ἑνοποιεῖ ὅλους τους πρό χριστιανισμοῦ διηρημένους Ἕλληνες εἰς ἕνα ἀρραγές σύνολον, ὑπό τό πέπλο τῆς ἐν Χριστῷ ὁμολογίας, τῆς ὁμοουσίου καί ἀδιαιρέτου Τριάδος πού ἀποτελεῖ τό σύμβολο τῆς Πίστεώς μας μέ ὀρφικοπυθαγόρειες καταβολές, τό ἑλληνικόν συνδέει τούς Ἕλληνες μέ τό ἀπώτατο παρελθόν τῆς φυλῆς καί τοῦ γένους μας δηλ ἀποτελεῖ τήν ἱστορική καί πολιτισμική συνέχεια τῆς Ἑλλάδος καί τό ρωμαϊκόν προσδιορίζει, ὁριοθετεῖ τόν γεωγραφικό χῶρο τῆς ἑλληνικῆς ἐπικρατείας ἤ καλλίτερα τά συμπαγῆ σύνορα τοῦ ἑλληνισμοῦ.
Στέφανος Γκίκας © Copyright
[6] Τά πρῶτα ἑλληνικά νομίσματα ἦσαν α) ΚΟΝΣΤΑΝΤΙΝΟS ΒΑΣ. ΙΡΙΝΗ ΑΥΓΟΥΣΤΗ β) ΚΟΝΣΤΑΝΤΙΝΟS S IRINI ΕΚ ΘΕΟΥ ΒΑΣΙΛΙS
[7] « Ego Petrus Apostolous dum a Chisto, Dei vivo filio….Pipino, Carolo, et Carolomanno, tribus Regibus.»
[8] «Illi Imperatores Romani, qui nune Graecorum appellantur», Anast. Bibl. In proefat. At Conc. Constantinop. IV. ap. Harduin T. 5. col 757 – Rodeta, T.I. p. 150
[10] Vasiliev «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453», Εκδ. Πελεκάνος (ut non solum Romanum imperium nosto disponatur moderamine, verum etiam regnum grecie ad nutum nostrum regi et sub nostro gubernari debeat impetio)
[11] «Annales Colonienses Maximi, s. A. 1185» εἰς Periz «Monumenta Germaniae Historica Skriptores» XVII, 791.
[12] Schlumberger, Byzance et Croisades», 57-58. Charles Diehl «Constance de Hohenstaufen, imperatrice de Nicee» (εις «Figures byzantines», II, 207-225. C. Marinesco, «Du Nouveau sur Constance de Hohenstaufeb, imperatrice de Nicee», «Byzantion», I, 1924, 451-468 ( μερικά νέα στοιχεῖα ἀπό τά ἀρχεῖα τῆς Βαρκελώνης ).
[13] W. Miller, «The Emperor of Nicaea and the Recovery of Constantinople» (Cambridge Medieval History, IV, 500).
[14] Heisenberg «Curriculum vitae et carmina» Ιxviii
Διαφημίσεις