ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Search
Compose
Labels
2
24
2
2
3
More
More
1 of 2
Πολυτόνισα καί διόρθωσα καί τίς ἑνότητες 5,6,7 ...καί μένουν ἄλλες δύο.
Ἰσμήνη
INTERNATIONAL HELLENIC ASSOCIATION Ὁμάδα
Ἔρευνας καί Μελέτης τῶν Ὁμηρικῶν Ἐπῶν Συντονίστρια: Ἰσμήνη Μαρτίνη e-mail: ismartin797@ gmail.com Ἀθήνα
24/11/2018
Μελέτη Ὁμήρου / Ὀδύσσεια, 7η
ἑνότητα
Ραψωδία α, στίχοι 76-95
ἀλλ' ἄγεθ' ἡμεῖς οἵδε περιφραζώμεθα
πάντες ἀλλά ἐλᾶτε τώρα ἐμεῖς γι' αὐτόν νά
σκεφθοῦμε ὅλοι,
νόστον, ὅπως ἔλθῃσι· Ποσειδάων δὲ
μεθήσει γιά τήν ἐπιστροφή του καί πῶς θά
γυρίσει . κι ὁ Ποσειδῶνας ἄς ἀφήσει
ὃν χόλον· οὐ μὲν γάρ τι δυνήσεται
ἀντία πάντων τήν ὀργή του . διότι δέν μπορεῖ ἐνάντια ὅλων
ἀθανάτων ἀέκητι θεῶν ἐριδαινέμεν
οἶος.» τῶν ἀθανάτων καί χωρίς τήν θέληση τῶν
θεῶν νά ἐρίζει μόνος του.”
τὸν δ' ἠμείβετ' ἔπειτα θεὰ γλαυκῶπις
Ἀθήνη· σ' αὐτόν ἀπάντησε ἔπειτα ἠ θεά γλαυκῶπις
Ἀθηνᾶ
«ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη, ὕπατε
κρειόντων, “ὦ, πατέρα μου Κρονίδη, ὑπέρτατε τῶν
ἰσχυρῶν
εἰ μὲν δὴ νῦν τοῦτο φίλον μακάρεσσι
θεοῖσι, ἐάν αὐτό τώρα εἶναι ἐπιθυμητό στούς
εὐδαίμονες θεούς
νοστῆσαι Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε
δόμονδε, νά επιστρέψει ὁ πολυμήχανος Ὀδυσσέας
στό σπίτι του,
Ἑρμείαν μὲν ἔπειτα, διάκτορον
Ἀργειφόντην, τόν Ἑρμῆ τότε, τόν διάκτορα
Ἀργειφόντη,
νῆσον ἐς Ὠγυγίην ὀτρύνομεν, ὄφρα
τάχιστα στήν νῆσο Ὠγυγία νά παροτρύνουμε, ὥστε
τάχιστα
νύμφῃ ε ὐ πλοκάμῳ εἴπῃ νημερτέα
βουλήν, στήν νύμφη μέ τούς ὡραίους πλοκάμους
νά μεταφέρει (νά πεῖ) ἀληθινή ἀπόφαση
νόστον Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος, ὥς κε
νέηται. γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ ὑπομονετικοῦ
Ὀδυσσέα, καί πώς θά γυρίσει πίσω.
αὐτὰρ ἐγὼν Ἰθάκηνδε ἐλεύσομαι, ὄφρα οἱ
υἱὸν ἔπειτα ἐγώ στήν Ἰθάκη θά πάω, ὥστε τόν
υἱό του
μᾶλλον ἐποτρύνω καί οἱ μένος ἐν φρεσὶ
θείω, πολύ νά ἐνθαρρύνω καί ἐπιθυμία στήν
σκέψη του νά θέσω,
εἰς ἀγορὴν καλέσαντα κάρη κομόωντας
Ἀχαιοὺς σέ συνέλευση νά προσκαλέσει τούς Ἀχαιούς
μέ τίς φροντισμένες κόμες
πᾶσι μνηστήρεσσιν ἀπειπέμεν, οἵ τέ οἱ
αἰεὶ καί σέ ὅλους τούς μνηστῆρες νά
μιλήσει, οἱ ὁποῖοι συνεχῶς
μῆλ' ἁδινὰ σφάζουσι καὶ εἰλίποδας
ἕλικας βοῦς. πρόβατα παχειά σφάζουν καί στρεπτόποδα
ἑλικοειδῆ βόδια.
πέμψω δ' ἐς Σπάρτην τε καὶ ἐς Πύλον
ἠμαθόεντα Θά τόν στείλω δέ στήν Σπάρτη καί στήν
ἀμμώδη Πύλο
νόστον πευσόμενον πατρὸς φίλου, ἤν που
ἀκούσῃ, νά πληροφορηθεῖ γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ
ἀγαπημένου του πατέρα, ἐάν κάπου ἀκούσει,
ἠδ' ἵνα μιν κλέος ἐσθλὸν ἐν
ἀνθρώποισιν ἔχῃσιν.» ὥστε γι'
αὐτόν φήμη καλή, μεταξύ τῶν ἀνθρώπων νά ἀποκτήσει.
Λεξιλόγιο:
ἀλλ' ἄγεθ' ἡμεῖς οἵδε περιφραζώμεθα
πάντες
ἄγω: ὁδηγῶ, μεταφέρω, ὁδηγῶ πρός, ἀνατρέφω, διαπαιδαγωγῶ, τελῶ, τηρῶ, ζυγίζω
(ἀγωγός, ἀγωγή, ἀγώγιμος, ἀγώγιον =φορτίο ἁμάξης, ἀγώνας, ἀγωνία)
ἄγομαι: ἀποκομίζω, λαμβάνω γιά τόν ἑαυτό μου, προφέρω, ἐκφράζω (ἄγω διά
στόματος), ἀναλαμβάνω, ἐπιχειρῶ
οἵδε ( ὅδε, ἥδε, τόδε ) : Δεικτική
ἀντωνυμία: αὐτός ἐδῶ, αὐτήν, αὐτό
περιφραζώμεθα , περιφράζομαι (περί
+φράζομαι): σκέπτομαι γιά κάποιον, ἐξετάζω κάτι
ἀπ' ὅλες τίς πλευρές
φράζω-φράζομαι: λέω, διηγοῦμαι, δηλώνω, κηρύσσω, ἐκφωνῶ, ἐκφράζομαι, δείχνω,
ὑποδεικνύω, σχεδιάζω, ἐπινοῶ, μηχανεύομαι, παρατηρῶ, ἀντιλαμβάνομαι, φυλάσσω,
προφυλάσσομαι (ἐκφράζομαι, φράση, ἔκφραση, εὐφράδεια)
νόστον, ὅπως ἔλθῃσι· Ποσειδάων δὲ
μεθήσει
ἔλθῃσι/ ἔ ρχομαι: ἔρχομαι, πάω, πορεύομαι, ἐπιστρέφω,
γυρίζω πίσω
μεθήσει /μεθίημι (μετά+ ἵ ημι ) : ἀφήνω, χαλαρώνω, λύω, ἀπολύω, ἀπελευθερώνω, ἀπαλλάσσω, ἐγκαταλείπω,
παραδίδω, παραχωρῶ, μεθίημι χόλον: ἀφήνω τόν θυμό μου
ὃν χόλον· οὐ μὲν γάρ τι δυνήσεται
ἀντία πάντων
ὃν: τόν δικό του, του
χόλος: θυμός, ὀργή, μίσος (χολή)
δυνήσεται/δύναμαι:
δύναμαι, εἶμαι ἱκανός νά πράξω κάτι,
εἶμαι ἄξιος, καί ἀξίζω, ἰσοδυναμῶ πρός... (δύναμη: ἐδῶ τονίζεται ἡ
προπαραλήγουσα στήν νέα ἑλληνική παρ' ὅτι ἡ λήγουσα εἶναι μακρά, διότι ἡ
ἀρχική λέξη εἶναι δύναμις. Στήν νέα ἑλληνική τά τριτόκλιτα θηλυκά σέ -ις μετέτρεψαν
τήν κατάληξη σέ -η, χωρίς νά μετακινηθεῖ ὁ τόνος στήν παραλήγουσα:
ἄθλησις, ἔξαψις, ἔκβασις, ἄνωσις, ἐξακρίβωσις κτλ)
ἀντία: ἐνάντια, ἀντίθετα, ἀπέναντι, ἀντίκρυ
ἀντίος: ὁ ἀπέναντι, ὁ ἐνάντιος, ὁ ἀντίθετος, ὁ ἀντίπαλος
ἀθανάτων ἀέκητι θεῶν ἐριδαινέμεν
οἶος.»
ἀέκητι: χωρίς τήν θέληση ἀέκων- ἄ κων (α στερητικό+ ἑκώ ν): αὐτός
πού ἐνεργεῖ παρά τήν θέλησή του, ἐξαναγκαστικά (ἀκούσια, ἑκών ἄκων)
ἑ κών: ἑκούσιος, πρόθυμος, μέ τήν θέλησή του, ὡς ἀπαρέμφατο: εὐχαρίστως,
ἐπίτηδες, σκοπίμως
ἐριδαινέμεν/ἐριδαίνω: λογομαχῶ, διαπληκτίζομαι, μαλώνω, φιλονεικῶ, ἐρίζω (ἔριδα, ἐρίζω,
ἐριστικός)
οἶος: μόνος
εἰ μὲν δὴ νῦν τοῦτο φίλον μακάρεσσι
θεοῖσι,
μακάρεσσι
:δοτική πληθυντικοῦ τῆς λέξεως μάκαρ, μακάριος: εὐλογημένος, εὐτυχής, εὐδαίμων, τυχερός. Ἐπίθετο τῶν θεῶν “μάκαρες θεοί”,
ἀλλά μάκαρες ἀποκαλοῦνταν καί οἱ νεκροί, οἱ ἀπηλλαγμένοι τῶν πόνων
νοστῆσαι Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε
δόμονδε,
πολύφρων (πολύ +φρήν): ἐχέφρων, σοφός, συνετός, εὐφυής, πολυμήχανος (φρόνηση, φρονῶ, φρένες,
φρόνημα)
ὅνδε/ὅν: κτητική ἀντωνυμία, τόν δικό του
δόμονδε: πρός τόν δόμο, οἱ καταλήξεις “-δε και -ζε” δείχνουν κίνηση πρός (Ἀθήναζε=
πρός τήν Ἀθήνα), ἡ κατάληξη “-θεν” δείχνει προέλευση=ἀπό (οἴκοθεν=ἀπό τόν
οἶκο, οὐρανόθεν=ἀπό τόν οὐρανό)
δόμος (λατινικό: domus) : οἰκία,
κατοικία, μέρος τῆς οἰκίας, δωμάτιο, θάλαμος, κάθε δομικό ὑλικό (δόμηση,
δομικό)
Ἑρμείαν μὲν ἔπειτα, διάκτορον
Ἀργειφόντην,
διάκτωρ (δι-ἄγω): ἐπίθετο τοῦ Ἑρμοῦ, ὁδηγός, προπομπός. Ὁ Ἑρμῆς ὁδηγοῦσε τίς ψυχές στόν
Ἄδη.
νῆσον ἐς Ὠγυγίην ὀτρύνομεν, ὄφρα
τάχιστα
ὀτρύνομεν / ὀτρύνω: παροτρύνω, παρακινῶ, παρορμῶ, ἐνθαρρύνω, ἐξωθῶ, ξυπνῶ κάποιον
ὄφρα : γιά νά, μέ σκοπό νά, ἕως, μέχρι, ὥστε
νύμφῃ ε ὐ πλοκάμῳ εἴπῃ νημερτέα
βουλήν,
ε ὐ πλόκαμος / πλέκω: μέ ὡραίους πλοκάμους-πλεξοῦδες, μποῦκλες (πλόκαμοι, πλοκάμια,
πλεκτός)
νημερτέα, νημερτής (νη (ἀρνητικό
μόριο) + ἁ μαρτε ῖ ν) : ἀληθής,
ἀναμάρτητος, ἀλάθητος, ἀλάνθαστος (ἁμαρτία, ἁμαρτάνω, ἁμαρτωλός)
ἁ μαρτάνω: ἀποτυγχάνω, ἀστοχῶ, δέν καταφέρνω κάτι, σφάλλω, χάνω κάτι, ἁμαρτάνω (ἀπό
τό ρῆμα μείρομαι: λαμβάνω τό μερίδιο πού μοῦ ἀναλογεῖ, λαμβάνω κάτι
ὀφειλόμενο, συμμερίζομαι, συμμετέχω. Ε ἵ μαρται: εἶναι τό πεπρωμένο, ἔχει ὁριστεῖ ἀπό τήν Μοῖρα, ἔχει ὁριστεῖ ὡς τό
μερίδιό μας ἀπό τήν Μοῖρα) (ἡ εἱμαρμένη)
ἡ βουλή: ἡ σκέψη, ἡ ἀπόφαση, ἡ θέληση, ὁ σκοπός, τό σχέδιο, ἡ πρόθεση, ἡ συμβουλή,
ἡ γνώμη (Βουλή, βούλομαι, βουλευτής, βούληση)
νόστον Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος, ὥς κε
νέηται.
ὁ ταλασίφρων (τλάω+φρήν): ὁ καρτερικός, ὁ ὑπομονετικός, ὁ γενναιόψυχος (ταλαιπωρία, ταλανίζω)
τλάω: ὑπομένω, καρτερῶ, ὑποφέρω, ἀνέχομαι, ἀντέχω, τολμῶ νά πράξω κάτι (τάλας,
ταλαιπωρία, ταλανίζω)
νέηται, νέομαι: πηγαίνω, ἔρχομαι, ἀπέρχομαι, ἐπανέρχομαι, ἐπιστρέφω
αὐτὰρ ἐγὼν Ἰθάκηνδε ἐλεύσομαι, ὄφρα οἱ
υἱὸν
ἐλεύσομαι: μέλλων τοῦ ρήματος ἔρχομαι, ἔ λευσις: ἡ ἄφιξη, ὁ ἐρχομός (Ἐλευσίνα καί ἐλεύθερος)
μᾶλλον ἐποτρύνω καί οἱ μένος ἐν φρεσὶ
θείω,
μᾶλλον, μάλα, μάλιστα: πολύ, πάρα πολύ, καθ' ὑπερβολήν, ὅλως διόλου, ὁλοτελῶς, ἀληθινῶς
τό μένος : ἡ δύναμη, ἡ σωματική δύναμη, ἡ ρώμη, ἡ ἀνδρεία, ἡ ἰσχύς, ἡ βία, τό
πνεῦμα, ἡ ψυχή, ἡ
ἐπιθυμία, ἡ εὐχή, ἀλλά καί ἡ πρόθεση,
ὁ σκοπός. Γενικῶς, μία ἰδιότητα συνδεδεμένη μέ τήν ζωή, καθώς οἱ νεκροί
στεροῦνται μένους (νεκύων ἀμενηνά κάρηνα: τῶν νεκρῶν τά ἄψυχα κεφάλια
/ (man-men))
θείω/τίθημι: θέτω, τοποθετῶ, ὁρίζω, κανονίζω, ἀπονέμω, καταλογίζω, θεσπίζω, ἱδρύω,
καθορίζω (προστίθημι, πρόσθεση, προσθέτω, προσθήκη)
εἰς ἀγορὴν καλέσαντα κάρη κομόωντας
Ἀχαιοὺς
ἡ ἀγορά: ἡ ἀγορά, ἡ συγκέντρωση, ἡ συνέλευση, ὁ χῶρος συγκέντρωσης, ἡ ἀγόρευση
(ἀγείρω)
καλέσας, καλέω- καλ ῶ: καλῶ, φωνάζω, προσκαλῶ, ἐπικαλοῦμαι,
ἀπευθύνομαι σέ κάποιον μέ τό ὄνομά του, ὀνομάζω κάποιον (προσκαλῶ, ἀνακαλῶ,
καλῶ, πρόσκληση, ἀνάκληση)
κάρη, κάρα: τό κεφάλι, ἡ κορυφή παντός πράγματος (καρύδι, κράνος)
τούς κομόωντας / κομάω: ἀφήνω μακριά κόμη, φροντισμένη, ὡς ἔνδειξη ὑψηλῆς καταγωγῆς (κόμη,
κομμωτήριο)
κομέω: φροντίζω κάτι, ἐπιμελοῦμαι, περιποιοῦμαι (κομίζω, κομιδή, συγκομιδή,
ἱπποκόμος)
πᾶσι μνηστήρεσσιν ἀπειπέμεν, οἵ τέ οἱ
αἰεὶ
πᾶσι:σέ ὅλους
ἀπειπέμεν / ἀ πε ῖ πον: ὁμιλῶ, λέω, ἐλευθεροστομῶ, καί ἀρνοῦμαι, ἀπαρνοῦμαι
οἵ :οἱ ὁποῖοι
αἰεὶ :συνεχῶς, πάντοτε
μῆλ' ἁδινὰ σφάζουσι καὶ εἰλίποδας
ἕλικας βοῦς.
μῆλα: τά πρόβατα, τά αἰγοπρόβατα, ποίμνια προβάτων
ἁδινός: παχύς, πυκνός, πεπιεσμένος ἀλλά καί σφοδρός, βίαιος, δυνατός
εἰλίπους ( ε ἴ λω+πο ῦ ς=
συστρέφω+πόδι): συνήθης
χαρακτηρισμός τοῦ Ὁμήρου γιά τά βόδια: ἑλικόποδα, διότι κατά τήν βάδιση
συστρέφουν ἑλικοειδῶς τά πίσω πόδια
ἕλικες βόες: ἑλικοειδῆ βόδια, χαρακτηρισμός τῶν βοοειδῶν μέ τέ ἑλικοειδῆ κέρατα
ἡ ἕ λιξ : ἡ ἕλικα, πᾶν τό ἑλικοειδές, τό περιεστραμμένο (ἕλικα, ἑλικόπτερο, ἑλίσσω,
ἑλίσσομαι, περιελίσσω)
ἑ λίσσω : ἑλίσσω, περιστρέφω, τυλίσσω, κυλίω. Ὅταν ἀναφέρεται στήν νόηση σημαίνει
ὅτι περιστρέφεται κάτι στόν νοῦ μου, διανοοῦμαι, ἀναπολῶ
πέμψω δ' ἐς Σπάρτην τε καὶ ἐς Πύλον
ἠμαθόεντα
πέμψω/πέμπω: πέμπω, στέλνω, ἀποστέλλω, ὁδηγῶ, συνοδεύω, παρακολουθῶ, διευθύνω, ρίπτω,
ἐκσφενδονίζω. (πομπός, πομπή, ἐκπέμπω)
ἠμαθόεντα, ἠμαθόεις- ἀμαθόεις : ἀμμώδης (Ἠμαθία, ἡ ἀμμώδης)
ἄ μαθος: ἄμμος, ἀμμῶδες ἔδαφος (ἀμαθώδης=ἀμμώδης)
νόστον πευσόμενον πατρὸς φίλου, ἤν που
ἀκούσῃ,
πευσόμενον/πεύθομαι-πυνθάνομαι: μαθαίνω κάτι, πληροφοροῦμαι, ἐρευνῶ, ἐξακριβώνω κατόπιν ἐρεύνης, λαμβάνω
εἴδηση, ζητῶ πληροφορίες γιά κάτι, ἐξετάζω
ἡ πευθή= ἡ εἴδηση, ἡ ἀγγελία
Πυθώ (ἡ ἀρχαιότερη ὀνομασία τῶν Δελφῶν),
Πυθία
Ἀπό τόν Ὅμηρο στήν κλασσική
Ἑλληνική
•οὐσιαστικά: ἡ πευθώ, ἡ πυθόμαντις:
ἡ μάντιδα τοῦ Ἀπόλλωνος
•ἐπίθετα: πευστέον:
αὐτό πού πρέπει νά ρωτηθεῖ, ἀπευθής: αὐτός πού ἀγνοεῖται ἤ ἀγνοεῖ,
πύθιος: αὐτός πού ἀνήκει ἤ σχετίζεται μέ τόν Ἀπόλλωνα, πυθόχρηστος:
αὐτός πού ὁρίζεται μέ χρησμό ἀπό τό μαντεῖο τῶν Δελφῶν
Ἀπό τήν ἑλληνιστική στήν λόγια
βυζαντινή
•οὐσιαστικά: ὁ πευθήν: ὁ
κατάσκοπος, αὐτός πού ἀναζητᾶ πληροφορίες, ἡ πεῦσις: ἡ ἐρώτηση, τό πύσμα:
ἡ ἐρώτηση
•ἐπίθετα: ὁ πευστικός: αὐτός πού
ρωτᾶ, ὁ φιλόπευστος : αὐτός πού τοῦ ἀρέσει νά ρωτᾶ, ὁ ἄπυστος:
αὐτός πού ἀγνοεῖ ἤ ἀγνοεῖται, ὁ ἔκπυστος : αὐτός πού ἔχει γίνει
γνωστός
τοῦ πατρὸς-ὁ
πατήρ: ὁ πατέρας, οἱ πατέρες= οἱ πρόγονοι, οἱ
προπάτορες. Πιθανόν νά σχετίζεται ἐτυμολογικά μέ τήν λέξη: πατέομαι=τρέφομαι,
τρώω ἤ μέ τήν λέξη ὁ φράτηρ-ἡ φρατρία (μέλος φυλῆς-φυλή, γένος,
οἰκογένεια)
ἀκούω: ἀκούω, δίδω προσοχή σέ κάτι, ἀφουγκράζομαι
ἠδ' ἵνα μιν κλέος ἐσθλὸν ἐν
ἀνθρώποισιν ἔχῃσιν.»
ἠδέ: καί, ἐπίσης, ἔτσι, ἔτσι ὅπως, ὅπως ἐπίσης, ὥστε
ἵνα: γιά νά
μιν: αὐτόν, αὐτόν τόν ἴδιο
τό κλέος: ἡ δόξα, ἡ φήμη, ἡ εἴδηση. Κλέα ἡρώων= τά κατορθώματα τῶν ἡρώων πού
τούς
προσδίδουν δόξα καί γίνονται φημισμένοι
(τό συναντᾶμε καί ὡς δεύτερο συνθετικό ὀνομάτων ὅπως: Περικλῆς, Ἀριστοκλῆς
κ.ἄ.)
κλείω-κλέω: κλεΐζω, ἐγκωμιάζω, δοξάζω. Κλειώ, ἡ Μοῦσα τῆς ἐπικῆς ποιήσεως καί τῆς
ἱστορίας (τῶν ἐνδόξων γεγονότων )
ὁ ἐσθλὸς: ὁ αγαθός, ὁ καλός στό εἶδος του, ὁ ἀνδρεῖος, ὁ γενναῖος, ὁ ρωμαλέος, ὁ
εὐγενής, ὁ πλούσιος, ὁ προσηνής, ὁ καλοκάγαθος, ὁ αἴσιος, ὁ εὐοίωνος, ὁ
καλός
ἔχω: ἔχω, κατέχω,
κρατῶ ψηλά, σηκώνω, ἀντέχω, ἀναχαιτίζω, σταματῶ, κατακρατῶ, ἐμποδίζω,
ἀποκρούω, προφυλάσσω, προστατεύω, ἀποτρέπω
Ἀρχικοί Χρόνοι τοῦ ρήματος ἔ χω:
Ἐνεστώτας.: ἔχω Παρατατικός.: εἶχον
Μέλλων.: ἔξω και σχήσω (ἑξῆς, ἡ ἕξις:ἡ συνήθεια, κατάσχω-κατέχω,
παράσχω-παρέχω, ἄσχετος) Ἀόριστος.: ἔσχον Παρακείμενος.: ἔσχηκα
Ὑπερσυντέλικος: ἐσχήκειν
Παραδείγματα:
ὁ ἐχέθυμος (ἔχω+θυμός): ὁ
ἐγκρατής,
ἡ ἐχέτλη: ἡ λαβή τοῦ ἀρότρου,
ὁ ἐχέφρων (ἔχω+φρην): ὁ συνετός,
ἡ ἐκεχειρία (ἔχω+χείρ): μέ τήν ἔννοια:
συγκρατῶ τά χέρια μου, διακόπτω τίς ἐχθροπραξίες, ἡ ἀνακωχή
ὁ ἐχυρός: ὁ ὀχυρός, ὁ ἰσχυρός, ὁ
ἀσφαλής
ἡ εὐεξία (εὐ + ἕξις) : ἔχω καλῶς, εἶμαι
σέ καλή κατάσταση
ὁ ἄσχετος( α +σχεῖν[σχήσω]): ὁ
ἀκατάσχετος, ὁ ἀσυγκράτητος
ἡ ἀνάσχεσις: ἡ ἀνοχή, ἡ
ἐγκαρτέρηση
ὁ ἀνασχετός: ὁ ἀνεκτός, ὁ
ὑποφερτός
ὁ σχέτλιος (σχειν): αὐτός πού μπορεῖ νά
ὑποφέρει, ὁ ἀνθεκτικός, ὁ καρτερικός, ὁ ἄθλιος, ὁ δυστυχής, ἀλλά καί ὁ
σκληρόκαρδος, ὁ ἀνηλεής
τό σχῆμα: ἀπό τό σχεῖν (ἀπαρέμφατο
Μέλλοντος τοῦ ἔχω)
ἡ σχέσις: ἀπό τό σχεῖν (ἀπαρέμφατο
Μέλλοντος τοῦ ἔχω)
ἡ σχολή (σχεῖν): ἡ μή ἀσχολία, ἡ
ἀπραξία, ἡ ἀργία, ἡ ἡμέρα ἀνάπαυσης
ἡ ἐξοχή (ἐξ+ἔχω): ἡ προεξοχή, ἡ ὑπεροχή
(κατ' ἐξοχήν)
ὁ ἔξοχος: ὁ ἐξέχων, ὁ ὑπερέχων, ὁ
ὑπέροχος
ὁ ὄχος : ὁ φέρων, ὁ βαστάζων, ὁ ἔχων, ὁ
συγκρατῶν, ὁ περιέχων. Νηῶν ὄχοι: οἱ λιμένες
εὐωχέω (εὐ + ἔχω) : μεταχειρίζομαι
καλῶς, περιποιοῦμαι, φιλοξενῶ
Ἰσμήνη Μαρτίνη Συντονίστρια Ἐπιτροπῆς
Ὁμήρου ΙΗΑ
Ἀθήνα
3 Attachments
INTERNATIONAL HELLENIC ASSOCIATION Ὁμάδα
Ἒρευνας καί Μελέτης τῶν Ὁμηρικῶν Ἐπῶν Συντονίστρια: Ἰσμήνη Μαρτίνη e-mail: ismarti797@gmail.com Ἀθήνα
10/11/2018
Μελέτη Ὁμήρου / Ὀδύσσεια, 6η
ἑνότητα
Ραψωδία α, στίχοι 63- 75
τὴν δ' ἀπαμειβόμενος προσέφη
νεφεληγερέτα Ζεύς· σ' ἐκείνη ἀπαντῶντας μίλησε ὁ νεφεληγερέτης Ζεύς .
«τέκνον ἐμόν, ποῖόν σε ἔπος φύγεν
ἕρκος ὀδόντων. “ παιδί μου, ποιός λόγος σοῦ ξέφυγε
ἀπό τό φράγμα τῶν δοντιῶν;
πῶς ἂν ἔπειτ' Ὀδυσῆος ἐγὼ θείοιο
λαθοίμην, πῶς θά μποροῦσα ἐγώ μετά ἀπ' αὐτά τόν
θεϊκό Ὀδυσσέα νά λησμονήσω;
ὃς περὶ μὲν νόον ἐστὶ βροτῶν, περὶ δ'
ἱρὰ θεοῖσιν ὁ ὁποῖος ὑπερέχει τῶν ἂλλων θνητῶν
στήν νόηση, ἐνῶ καί περίσσεια ἱερά στούς θεούς
ἀθανάτοισιν ἔδωκε, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν
ἔχουσιν; τούς ἀθανάτους πρόσφερε, πού τόν εὐρύ
οὐρανό κατέχουν;
ἀλλὰ Ποσειδάων γαιήοχος ἀσκελὲς αἰὲν ὅμως ὁ Ποσειδῶν ὁ γαιήοχος ἐπιμόνως πάντα
Κύκλωπος κεχόλωται, ὃν ὀφθαλμοῦ
ἀλάωσεν, γιά τόν Κύκλωπα ἐξοργίζονταν πού τό
μάτι του τύφλωσε,
ἀντίθεον Πολύφημον, ὅ του κράτος ἐστὶ
μέγιστον τόν ἰσόθεο Πολύφημο, αὐτόν πού
διαθέτει τήν μεγίστη δύναμη
πᾶσιν Κυκλώπεσσι· Θόωσα δέ μιν τέκε
νύμφη, σέ ὄλους τούς Κύκλωπες . ἡ Θόωσα τόν γέννησε ἡ νύμφη,
Φόρκυνος θυγάτηρ, ἁλὸς ἀτρυγέτοιο
μέδοντος, τοῦ Φόρκυνος ἡ θυγατέρα, τῆς
ἀκαταπονήτου θαλάσσης κυβερνήτης
ἐν σπέεσι γλαφυροῖσι Ποσειδάωνι
μιγεῖσα. σέ σπήλαια λαξευμένα, σμίγοντας μέ τόν
Ποσειδῶνα.
ἐκ τοῦ δὴ Ὀδυσῆα Ποσειδάων ἐνοσίχθων γι' αὐτό λοιπόν τόν Ὀδυσσέα ὁ ἐνοσίχθων
Ποσειδῶν
οὔ τι κατακτείνει, πλάζει δ' ἀπὸ
πατρίδος αἴης. δέν σκοτώνει, ἀλλά τόν περιπλανᾶ
μακριά ἀπό τήν πατρική του γῆ.
Λεξιλόγιο
τὴν δ' ἀπαμειβόμενος προσέφη
νεφεληγερέτα Ζεύς·
προσέφη / πρόσφημι (πρός+φημί): μιλῶ σέ κάποιον, προσφωνῶ (φήμη, φημισμένος)
νεφεληγερέτης (νέφος+ ἀ γείρω)
:ἐπίθετο τοῦ Διός πού σημαίνει ἐκεῖνος
πού συγκεντρώνει τά νέφη
ἀ γείρω: συγκεντρώνω, συναθροίζω (ἀγορά, πανήγυρις, ἀγύρτης=ὁ
ἐπαίτης συλλέκτης )
«τέκνον ἐμόν, ποῖόν σε ἔπος φύγεν
ἕρκος ὀδόντων.
τέκνον (τίκτω=γεννῶ): τέκνο, τό τεχθέν, τό γεννημένο, ὁ γόνος (τοκετός,
τόκος: τὀ γέννημα τῶν χρημάτων)
ἕρκος ( ε ἴ ργω) : φράγμα, φραγμός, φράκτης, περίβολος, τεῖχος, ἀμυντήριο, ὀχύρωμα,
προπύργιο
ε ἴ ργω- ἔργω: ἐγκλείω, περιορίζω, φράσσω, κλείνω ἒξω, ἐμποδίζω,
συγκρατῶ (εἱρκτή, κάθειρξις)
τούς ὀδόντας, ὁ ὀδούς : δόντι, αἰχμή ἀντικειμένου, ἀλλά καί ὁ δεύτερος
αὐχενικός σπόνδυλος (λόγω τοῦ σχήματός του)
πῶς ἂν ἔπειτ' Ὀδυσῆος ἐγὼ θείοιο
λαθοίμην,
πῶς ἂν ἔπειτ' : πῶς θά μποροῦσα μετά ἀπό αὐτά; (σέ ἐλεύθερη
ἀπόδοση)
λαθοίμην /λανθάνω ἤ λήθω: διαφεύγω τῆς προσοχῆς, εἶμαι ἂγνωστος, παραμένω
ἀθέατος, κάνω κάποιον νά λησμονήσει, λησμονῶ (λανθάνων, λανθάνουσα)
ὃς περὶ μὲν νόον ἐστὶ βροτῶν, περὶ δ'
ἱρὰ θεοῖσιν
τόν νόον-τόν νοῦ
βροτός:ὁ θνητός (βλ. 4η ἑνότητα)
ὃς περὶ μὲν νόον ἐστὶ βροτῶν, περὶ δ'
ἱρὰ θεοῖσιν: ἐδῶ ἡ πρόθεση “περί” λαμβάνει τήν
ἒννοια τῆς πρόθεσης “ὑπέρ”
ἀθανάτοισιν ἔδωκε, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν
ἔχουσιν;
ὁ εὐρὺς: ὁ εὐρύς, ὁ πλατύς, ὁ ἐκτεταμένος, ὁ εὐρύχωρος
ἀλλὰ Ποσειδάων γαιήοχος ἀσκελὲς
αἰὲν
γαιήοχος (γαῖα+ ἔ χω): ἐπίθετο
τοῦ Ποσειδῶνος, ὁ κατέχων τήν γῆ, ὁ βαστάζων τήν γῆ, ἀλλά κι ἐκεῖνος πού τήν
περιβάλλει μέ τήν θάλασσα
ἀσκελὲς: ἐπίμονα, μέ πεῖσμα, μέ ἰσχυρογνωμοσύνη (πιθανές
ἐτυμολογίες: 1. ἀπό τό σκέλλω, 2. ἀπό τό σκολιός)
σκέλλω: ἀποξηραίνομαι, σκελετώνομαι, εἶμαι ἐντελῶς ξηρός,
στεγνός (σκελετός, σκελίδα, σκληρός)
σκολιός: κυρτός, λοξός, στρεβλωμένος, ἀκλόνητος,
ἀμετάπειστος (σκέλος, σκαληνός)
ἀσκελής (α+σκέλος-σκέλλω): ὁ κλινήρης, ὁ καταβεβλημένος, ὁ
κατασκελετωμένος
Κύκλωπος κεχόλωται, ὃν ὀφθαλμοῦ
ἀλάωσεν,
Κύκλωψ ( κ ύ κλος+ ὤ ψ ): κύκλος+ ὀφθαλμός, αὐτός πού ἔχει στρογγυλό ὀφθαλμό
κεχόλωται /παρακείμενος τοῦ χολόω: ταράσσω τήν χολή κάποιου, τόν ἐξοργίζω, τόν θυμώνω
(χολή, χολωμένος)
ὀφθαλμός: ἐκ τοῦ ὀφθῆναι,
ἀπαρέμφατο παθητικοῦ ἀορίστου τοῦ ρήματος ὁράω-ὁρῶ=βλέπω (ἀρχικοί χρόνοι τοῦ ὁράω-ῶ: Ἐν.: ὁρῶ Πρτ.: ἑώρων Μελ.:ὄψομαι Ἀόρ.: εἶδον Πρκ.: ἑώρακα- ὄπωπα
Ὑπρσ.: ἑωράκειν-ὠπώπειν ὅραση, ὅραμα, ὁρατός, ἀπό τό θέμα τοῦ ἐνεστῶτος ὂψη, αὐτόπτης, ὀπτικός,
κάτοπτρο, ὕποπτος, ἀπό τό θέμα τοῦ μέλλοντος εἶδος, εἲδωλο, εἰδύλλιο, ἰδέα,
ἀπό τό θέμα τοῦ ἀορίστου)
ἀλάωσεν / ἀλαόω: προκαλῶ τύφλωση, τυφλώνω, ἀλαός=τυφλός
λάω:
βλέπω, παρατηρῶ (πιθανόν τό ρῆμα νά βρίσκεται στήν λέξη “λάμπω” καί στά
παράγωγά της)
ἀντίθεον Πολύφημον, ὅ του κράτος ἐστὶ
μέγιστον
ἀντίθεος: ἰσόθεος, ἀλλά καί ἀσεβής καί ἐχθρική θεότητα
Πολύφημος (πολύ+φήμη): ἐκεῖνος πού ἒχει ἀποκτήσει μεγάλη φήμη, ἀλλά καί ὁ
θορυβώδης
κράτος-κάρτος: ἡ ίσχύς, ἡ
δύναμη, ἡ ἀνδρεία, ἡ ἐξουσία, ἡ κυβέρνηση, ἡ κυριαρχία, ἡ ὑπεροχή (κρατύς-κρείττων/κρείσσων-κράτιστος)
(κραταιός, κρατερός, καρτερέω, ἀκρατής, ἀκράτεια, ἐγκράτεια,αὐτοκράτωρ)
πᾶσιν Κυκλώπεσσι· Θόωσα δέ μιν τέκε
νύμφη
πᾶς-πᾶσα-πᾶν: πᾶς, ὁλόκληρος, ὅλος (σύμπαν, σύμπασα, παννύχιος,
πάνδημος, πανευτυχής κτλ)
τέκω-τιτέκω-τίκτω: γεννῶ, φέρω στήν ζωή, μεταφορικά: παράγω, προξενῶ,
προκαλῶ, δημιουργῶ
νύμφη: βλ. 2η ἑνότητα
Φόρκυνος θυγάτηρ, ἁλὸς ἀτρυγέτοιο
μέδοντος,
ἁλὸς: γενική ἑνικοῦ τοῦ οὐσιαστικού ἡ ἅ λς: ἡ
θάλασσα, τῆς θαλάσσης
ἀτρυγέτοιο- ἀτρυγέτου/ ἀτρύγετος: αὐτός πού δέν προσφέρει τίποτα πρός τρύγο-συγκομιδή,
ἂκαρπος, ἂγονος, ἀλλά καί ἒρημος, ἐγκαταλελειμμένος, ἀκαταπόνητος (τρύγος,
τρυγάω, τρυγητής)
μέδοντος/μέδω: ἂρχω, κυβερνῶ, βασιλεύω, προστατεύω, μέδων: ὁ
ἂρχων, ὁ κυβερνήτης, ὁ φύλακας, ὁ προστάτης (μέδουσα, μῆτις, ὁ
μέδιμνος=μονάδα μέτρησης βάρους)
μέδομαι: σχεδιάζω, ἐπινοῶ, μηχανεύομαι, φροντίζω γιά κάτι,
προνοῶ
μήδεα: σκέψεις, σχέδια, ἐπινοήσεις, τεχνάσματα,
πανουργίες
ἐν σπέεσι γλαφυροῖσι Ποσειδάωνι
μιγεῖσα.
τό σπέος:σπήλαιο, ἂντρο
ὁ γλαφυρός:βλ. 2η ἑνότητα
μιγεῖσα / μίσγω-μ(ε)ίγνυμι: ἀναμειγνύω, ἀνακατεύω, συνενώνω, φέρω σέ ἐπαφή, ἒρχομαι σέ
σαρκική-ἐρωτική ἐπαφή, συνευρίσκομαι (σμίγω, ἀναμειγνύω, μεῖγμα, μίξη: ἡ μίξη
ἀφορᾶ κυρίως σέ ἀνάμιξη στερεῶν, ἡ κράσις: ὑγρῶν (κρασί) καί τό φύρω: ὑγρό μέ
στερεό/αἱμόφυρτος, φύραμα)
ἐκ τοῦ δὴ Ὀδυσῆα Ποσειδάων
ἐνοσίχθων
ἐνοσίχθων ( ἔ νοσις+χθών: σεισμός-κλονισμός +γῆ): ἐπίθετο τοῦ Ποσειδῶνος, ἐκεῖνος πού σείει τήν γῆ,
πού προκαλεῖ τούς σεισμούς (χθόνιος, καταχθόνιος, ὑποχθόνιος)
Πραγματολογικές παρατηρήσεις
Ἀπό τό γενικότερο πνεῦμα τοῦ ἒπους καί
ἀπό τά ἀναφερόμενα στοιχεῖα σ' αὐτό, ὁδηγήθηκα στό συμπέρασμα ὅτι ὁ Κύκλωπας
πολύ πιθανόν νά συμβολίζει τό ἡφαίστειο τῆς Αἲτνας. Ὁ Ποσειδῶν ἦταν ὁ θεός
τῆς θαλάσσης, τῶν σεισμῶν ἀλλά καί τῶν ἡφαιστειακῶν ἐκρήξεων καί ὁ Πολύφημος
ἦταν τό ἀγαπημένο του παιδί, αὐτό μέ τήν “μεγίστη δύναμη μεταξύ τῶν
Κυκλώπων”.
Στήν ι ραψωδία ἀναφέρονται μεταξύ
ἂλλων τά ἑξῆς:
(Ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἐργασία μου
“Εἲμαστε παιδιά τοῦ Ὁμήρου”)
• καὶ γὰρ θαῦμ ̓ ἐτέτυκτο πελώριον,
οὐδὲ ἐᾐκει ἀνδρί γε σιτοφάγῳ, ἀλλὰ ῥίῳ ὑλήεντι ὑψηλῶν ὀρέων, ὅ τε φαίνεται
οἶον ἀπ ̓ ἄλλων.( ι, στ.190-192)
( κι ἐκεῖ θαῦμα εἶχε δημιουργηθεῖ
πελώριο (ὁ Κύκλωπας), οὒτε ἔμοιαζε μέ ἄνδρα σιτοφάγο, ἀλλά μέ κορυφή δασώδη
ὑψηλῶν ὀρέων, ἡ ὁποία μόνη διακρίνεται ἀπό τίς ἂλλες)
Ἐπισημαίνεται ἡ χρήση τῆς λέξεως
«ἐτέτυκτο», τοῦ ρήματος «τεύχω» (κατασκευάζω, δημιουργῶ) στήν περιγραφή τῆς
μορφῆς τοῦ Κύκλωπος, ἀποτολμώντας τόν συσχετισμό της μέ τήν μορφή ἡφαιστείου,
μέ τό μοναδικό μάτι νά παραπέμπει στόν ἡφαιστειακό κρατῆρα (τό
ἡφαίστειο τῆς Αἲτνας ἲσως;). ............
Ὁ Διόδωρος Σικελιώτης, στήν Ἱστορική
Βιβλιοθήκη, Βίβλος Ε, παρ. 5,2, ἀναφέρει μεταξύ ἂλλων τά ἑξῆς, τοποθετῶντας
τήν γῆ τῶν Κυκλώπων στήν Σικελία:
«οἱ ταύτην οὖν κατοικοῦντες Σικελιῶται
παρειλήφασι παρὰ τῶν προγόνων, ἀεὶ τῆς φήμης ἐξ αἰῶνος παραδεδομένης τοῖς
ἐκγόνοις, ........................, περὶ ὧν καὶ τὸν ἐπιφανέστατον τῶν
ποιητῶν μαρτυρεῖν λέγοντα ἀλλὰ τά γ ́ ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται πυροὶ
καὶ κριθαί, ἠδ ́ ἄμπελοι, αἵτε φέρουσιν οἶνον ἐριστάφυλον, καί σφιν Διὸς
ὄμβρος ἀέξει. ἔν τε γὰρ τῷ Λεοντίνῳ πεδίῳ καὶ κατὰ πολλοὺς ἄλλους τόπους
τῆς Σικελίας μέχρι τοῦ νῦν φύεσθαι τοὺς ἀγρίους ὀνομαζομένους πυρούς. καθόλου
δὲ πρὸ τῆς εὑρέσεως τοῦ σίτου ζητουμένου κατὰ ποίαν τῆς οἰκουμένης γῆν πρῶτον
ἐφάνησαν οἱ προειρημένοι καρποί, εἰκός ἐστιν ἀποδίδοσθαι τὸ πρωτεῖον τῇ
κρατίστῃ χώρᾳ· ................»
Σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ ἴδιου βιβλίου ὁ
Διόδωρος Σικελιώτης ἀναφέρει καί ἒκρηξη τῆς Αἲτνας :
«......ἐν δὲ τῇ Στρογγύλῃ καὶ τῇ Ἱερᾷ
μέχρι τοῦ νῦν ἐκ τῶν χασμάτων ἐκπίπτει πνεύματος μέγεθος καὶ βρόμος
(θόρυβος) ἐξαίσιος· ἐκφυσᾶται δὲ καὶ ἅμμος καὶ λίθων διαπύρων πλῆθος, καθάπερ
ἔστιν ὁρᾶν καὶ περὶ τὴν Αἴτνην γινόμενον. λέγουσι γάρ τινες ἐκ τούτων τῶν
νήσων ὑπονόμους εἶναι κατὰ γῆς μέχρι τῆς Αἴτνης καὶ τοῖς ἐπ ́ ἀμφότερα
στομίοις συνημμένους· διὸ καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐναλλὰξ κάεσθαι τοὺς ἐν
ταύταις ταῖς νήσοις κρατῆρας τῶν κατὰ τὴν Αἴτνην.»
«....ὕστερον δὲ τῆς Αἴτνης ἐν πλείοσι τόποις ἀναφυσήματα πυρὸς ἀνείσης,
καὶ πολλοῦ κατὰ τὴν χώραν ῥύακος ἐκχυθέντος, συνέβη φθαρῆναι τῆς γῆς ἐπὶ
πολὺν τόπον. ἐπ ́ ἔτη δὲ πλείω τοῦ πυρὸς ἐπινεμομένου πολλὴν χώραν, φοβηθέντες τὰ μὲν πρὸς ἕω κεκλιμένα τῆς Σικελίας
ἐξέλιπον, εἰς δὲ τὰ πρὸς δυσμὰς νεύοντα μετῴκησαν. τὸ δὲ τελευταῖον πολλαῖς
γενεαῖς ὕστερον ἐκ τῆς Ἰταλίας τὸ τῶν Σικελῶν ἔθνος πανδημεὶ περαιωθὲν εἰς
τὴν Σικελίαν, τὴν ὑπὸ τῶν Σικανῶν ἐκλειφθεῖσαν χώραν κατῴκησαν.»
Συναφεῖς πληροφορίες μᾶς δίνει καί ὁ
Στράβων στά Γεωγραφικά, βιβλίο Α, παρ. 2.9, 2.14, 3.10, ὁ ὁποῖος
ἀναφέρει ὡς γῆ τῶν Κυκλώπων τήν Σικελία καί συνδέει τίς σχετικές ὁμηρικές
ἀναφορές καί μέ τό ἡφαίστειο τῆς Αἲτνας. Μία ὑπόθεση γιά περαιτέρω ἒρευνα ἀπό τούς Ἐπιστήμονες τῆς
Γεωλογίας.
Ἐπίσης, ὁ Φόρκυς ἦταν δευτερεύων
θαλάσσιος θεός τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Θεωρεῖτο υἱός τοῦ Πόντου καί τῆς Γαῖας ἢ
τοῦ Ὠκεανοῦ καί τῆς Τηθύος, ἀδελφός τοῦ Νηρέα, τοῦ Θαύμαντος,
τῆς Εὐρυβίας καί τῆς Κητοῦς (ἡ ὁποία
παράλληλα ἦταν καί σύζυγός του) καί πατέρας τῶν Γραιῶν καί τῶν
Γοργόνων.
Οἱ ἀρχαῖοι Ἓλληνες τόν ἀπεικόνιζαν ὡς
γέροντα καί πίστευαν ὃτι κατοικοῦσε στήν Τριτωνίτιδα, λίμνη τῆς Λιβύης.
Ἐκ τῆς συγγενικῆς γραμμῆς διαφαίνεται
ὃτι ὁ Φόρκυς ὑπῆρξε Θεότητα στήν ἑλληνική μυθολογία στήν μετά τόν κατακλυσμό
τοῦ Δευκαλίωνος ἐποχή.
(https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A6%CF%8C%CF%81%CE%BA%CF%85%CF%82)
Γραμματική
Β' κλίση οὐσιαστικῶν
Πε ρι λαμ βά νονται ἀρ σε νι κά καί θη
λυ κά οὐ σι α στι κά σέ -ος καί ουὐδέ τε ρα σέ -ον .
Ἀρσενικά & Θηλυκά Προπαροξύτονα
(τονισμένα στήν προπαραλήγουσα)
Παροξύτονα (τονισμένα στήν παραλήγουσα)
Ἑνικός Πληθυντικός Ἑνικός
Πληθυντικός
ὁ ἄνθρωπος
τοῦ ἀνθρώπου
τῷ ἀνθρώπῳ
τὸν ἄνθρωπον
ὦ ἄνθρωπε
οἱ ἄνθρωποι
τῶν ἀνθρώπων
τοῖς ἀνθρώποις
τοὺς ἀνθρώπους
ὦ ἄνθρωποι
ἡ νῆσος
τῆς νήσου
τῇ νήσῳ
τὴν νῆσον
ὦ νῆσε
αἱ νῆσοι
τῶν νήσων
ταῖς νήσοις
τὰς νήσους
ὦ νῆσοι
Ὀξύτονα
(τονισμένα στήν λήγουσα) Ἑνικός Πληθυντικός
ἡ ὁδὸς
τῆς ὁδοῦ
τῇ ὁδῷ
τὴν ὁδὸν
ὦ ὁδὲ
αἱ ὁδοὶ
τῶν ὁδῶν
ταῖς ὁδοῖς
τὰς ὁδοὺς
ὦ ὁδοὶ
Οὐδέτερα
Προπαροξύτονα Παροξύτονα Ἑνικός Πληθυντικός Ἑνικός Πληθυντικός
τὸ ποτήριον
τοῦ ποτηρίου
τῷ ποτηρίῳ
τὸ ποτήριον
ὦ ποτήριον
τὰ ποτήρια
τῶν ποτηρίων
τοῖς ποτηρίοις
τὰ ποτήρια
ὦ ποτήρια
τὸ δῶρον
τὸ δῶρον
τοῦ δώρου
τοῦ δώρου
τῷ δώρῳ
τῷ δώρῳ
τὸ δῶρον
τὸ δῶρον
ὦ δῶρον
ὦ δῶρον
τὰ δῶρα
τὰ δῶρα
τὰ δῶρα
τῶν δώρων
τῶν δώρων
τῶν δώρων
τοῖς δώροις
τοῖς δώροις
τοῖς δώροις
τὰ δῶρα
τὰ δῶρα
τὰ δῶρα
ὦ δῶρα
ὦ δῶρα
ὦ δῶρα
Ὀξύτονα
Ἑνικός Πληθυντικός
τὸ πτηνὸν
τοῦ πτηνοῦ
τῷ πτηνῷ
τὸ πτηνὸν
ὦ πτηνὸν
τὰ πτηνὰ
τῶν πτηνῶν
τοῖς πτηνοῖς
τὰ πτηνὰ
ὦ πτηνὰ
Παρατηρήσεις γιά τόν τονισμό
• Τά ὀξύτονα καί παροξύτονα δευτερόκλιτα διατηροῦν τόν τόνο στήν ἴδια
συλλαβή καθ ̓ ὅλη
τήν κλίση τους (βλ. ὁδός,
δῶρον).
• Γενική καί δοτική ἑνικοῦ καί πληθυντικοῦ πού τονίζεται στήν λήγουσα
παίρνει περισπωμέ-
νη (βλ. ὁδοῦ, ὁδῷ, ὁδῶν, ὁδοῖς).
• Τά προπαροξύτονα δευτερόκλιτα κινοῦν
τόν τόνο τους ἀνάλογα μέ τήν λήγουσα:
• Ἄν ἡ λήγουσα εἶναι μακρά, τονίζουν τήν παραλήγουσα (βλ. Ἀνθρώπου).
• Ἂν ἡ λήγουσα εἶναι βραχεῖα, τονίζουν τήν προπαραλήγουσα (βλ.
Ἂνθρωπος).
Παρατηρήσεις γιά τίς καταλήξεις
• Τά ἀρ σε νι κά καί θη λυ κά δευ τε
ρό κλι τα ἀ κο λου θοῦν τίς κα τα λή ξεις τοῦ ἀρ σε νι κοῦ ἂρ θρου (μέ λι γο
στές ἐ ξαι ρέ σεις).
•Τά οὐδέτερα παρουσιάζουν τρεῖς ὃμοιες
πτώσεις (ὀν., αἰτ., κλητ.) καί στούς δύο ἀριθμούς.
•Τό -α τῶν οὐδετέρων εἶναι βραχύ.
•Τό -οι στό τέλος κλιτῶν λέξεων, ὃταν δέν ἀκολουθεῖται ἀπό ἂλλο
γράμμα, εἶναι βραχύ.
• Δέν ξεχνᾶμε τό -ν τῆς κατάληξης τῶν οὐδετέρων
(https://filologika.gr/lykio/g-lykiou/prosanatolismou/grammatiki-archeas-ellinikis/v-klisi-archea/)
Εὐχαριστῶ Ἰσμήνη Μαρτίνη Συντονίστρια
INTERNATIONAL HELLENIC
ASSOCIATION Ὁμάδα Ἔρευνας καί Μελέτης τῶν Ὁμηρικῶν Ἐπῶν Συντονίστρια: Ἰσμήνη
Μαρτίνη e-mail: ismartin797@gmail.com Ἀθήνα 02/02/2019
Μελέτη Ὁμήρου /
Ὀδύσσεια, 10η Ἑνότητα
Ραψωδία α, στίχοι 118
- 131
τὰ φρονέων μνηστῆρσι
μεθήμενος εἴσιδ' Ἀθήνην, αὐτά σκεφτόταν καθισμένος μέ τούς
μνηστῆρες ὅταν παρατήρησε τήν Ἀθηνᾶ
βῆ δ' ἰθὺς
προθύροιο, νεμεσσήθη δ' ἐνὶ θυμῷ καί πῆγε ἀμέσως στό πρόθυρο, θυμωμένος
μέ τόν ἑαυτό του
ξεῖνον δηθὰ θύρῃσιν
ἐφεστάμεν· ἐγγύθι δὲ στὰς πού ὁ ξένος γιά ὥρα στίς θύρες
στεκόταν . κι ἀπό κοντά στεκόμενος
χεῖρ' ἕλε δεξιτερὴν
καὶ ἐδέξατο χάλκεον ἔγχος, τό χέρι του ἔπιασε μέ τό δεξί καί τοῦ
πῆρε καί τό χάλκινο δόρυ
καί μιν φωνήσας ἔπεα
πτερόεντα προσηύδα · καί σ' αὐτόν, μιλῶντας μέ λόγια
φτερωτά, ἀπευθύνθηκε .
«χαῖρε, ξεῖνε, παρ'
ἄμμι φιλήσεαι · αὐτὰρ ἔπειτα “χαῖρε ξένε, σ' ἐμᾶς εἶσαι
εὐπρόσδεκτος . κι ἀμέσως μετά,
δείπνου πασσάμενος
μυθήσεαι ὅττεό σε χρή.» ἀφοῦ τελειώσεις τό δεῖπνο σου, θά μᾶς
μιλήσεις γι' αὐτό τό ὁποῖο ἔχεις ἀνάγκη.”
ὣς εἰπὼν ἡγεῖθ', ἡ
δ' ἕσπετο Παλλὰς Ἀθήνη. ἔτσι μίλησε καί προχώρησε μπροστά, καί
ἀκολούθησε ἡ Παλλάς Ἀθηνᾶ.
οἱ δ' ὅτε δή ῥ'
ἔντοσθεν ἔσαν δόμου ὑψηλοῖο, ἐκεῖνοι λοιπόν, ὅταν ἦταν μέσα στήν
ὑψηλή αἴθουσα,
ἔγχος μέν ῥ' ἔστησε
φέρων πρὸς κίονα μακρὴν τό δόρυ τοποθέτησε (αὐτός)
μεταφέροντάς το σέ ψηλό κίονα
δουροδόκης ἔντοσθεν
ἐϋξόου, ἔνθα περ ἄλλα μέσα σέ θήκη δοράτων ὡραῖα σκαλισμένη,
ἐκεῖ πού καί τά ὑπόλοιπα
ἔγχε' Ὀδυσσῆος
ταλασίφρονος ἵστατο πολλά, πολλά δόρατα τοῦ καρτερικοῦ Ὀδυσσέα
βρίσκονταν,
αὐτὴν δ' ἐς θρόνον
εἷσεν ἄγω ν, ὑπὸ λῖτα πετάσσας, αὐτήν δέ σέ θρόνο νά καθίσει ὁδήγησε,
στρώνοντας ἀπό κάτω ὕφασμα μαλακό,
καλὸν δαιδάλεον· ὑπὸ
δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν. ὡραῖο περίτεχνο . καί κάτω ἀπό τά
πόδια ἦταν ὑποπόδιο.
Λεξιλόγιο
τὰ φρονέων μνηστῆρσι
μεθήμενος εἴσιδ' Ἀθήνην,
φρονέω: σκέφτομαι, νοῶ,
συλλογίζομαι, εἶμαι συνετός/ἐχέφρων, σκοπεύω, ἐπιδιώκω
μεθήμενος (μετά
+ἓζομαι): κάθομαι μαζί με ἂλλους, κάθομαι μαζί με κάποιον
ἓζομαι: κάθομαι (ἐκ τοῦ ἓδος=
ἓδρα, κάθισμα, θέση, ἓδρα, θρόνος, θεμέλιο, βάση, βάθρον)
εἴσιδε-εἰσοράω: βλέπω ἐντός, παρατηρῶ,
κοιτάζω, κοιτάζω με προσοχή
βῆ δ' ἰθὺς
προθύροιο, νεμεσσήθη δ' ἐνὶ θυμῷ
βῆ -ἔβη-βαίνω: βῆ ( ἀναύξητος ἀόριστος - ἀντί τοῦ ἔ βη)- βαίνω: περπατῶ, βαδίζω,
προχωρῶ, πορεύομαι, ἀνεβαίνω (βῆμα, βάσις, βάσκω-βᾶσκε (πήγαινε, φῦγε),
βιβάζω, διαβιβάζω, μεταβιβάζω, βάθρον, βέβαιος (στερεός, σταθερός, ἀκλόνητος,
ἀξιόπιστος, ἀσφαλής), ὁ βηλός (ὁ οὐδός-τό κατώφλι), ὁ βέβηλος (ἐκεῖ πού
ἐπιτρέπεται νά πατήσει κάποιος, ὁ βατός, αὐτός πού δύναται νά χρησιμοποιηθεῖ.
Ἐπί ἀνθρώπων=ὁ ἀνόσιος, ὁ ἀνίερος, ὁ βέβηλος)
ἰθὺς :εὐθύς ( ἐπί κινήσεως),
καί ὁ εὐθύς (μέ τήν ἠθική ἔννοια), ὁ δίκαιος, ὁ ἀληθής, καί ἐπί
χρόνου:ἀμέσως, πάραυτα, παραχρῆμα
πρόθυρο: ἡ ἐμπρόσθια θύρα, ἡ
θύρα τῆς αὐλῆς, ὁ προθάλαμος, το προστῶο
νεμεσσήθη-νεμεσάω: αἰσθάνομαι δίκαια
ἀγανάκτηση, ὀργίζομαι, εἶμαι δυσαρεστημένος/ στενοχωρημένος / θυμωμένος μέ
τόν ἑαυτό μου, ντρέπομαι
ὁ θυμός: ἡ ψυχή, τό πνεῦμα, ἡ
ζωή, ἡ καρδιά, ὁ νοῦς, ἡ βούληση, ὁ σκοπός, ἡ πρόθεση, ἡ τόλμη, τό θάρρος, τό
φρόνημα
ξεῖνον δηθὰ θύρῃσιν ἐφεστάμεν· ἐγγύθι δὲ στὰς
τόν ξεῖνον -τόν ξένον-ὁ ξένος : ὁ φιλοξενούμενος,
ἀλλά καί ὁ οἰκοδεσπότης, ὁ ξένος πού ἔρχεται ἀπό ἄλλον τόπο
δηθὰ : ἐπί μακρόν, γιά πολλή ὣρα, πολύ
ταῖς θύρῃσιν: (ὁμηρική τεχνική-δοτική πληθυντικοῦ σέ
-ησιν ἀντί σέ :-αις): στίς θύρες
ἐφεστάμεν-ἐφίστημι: στήνω, τοποθετῶ πάνω
σέ κάτι, ἐπιβάλλω, θέτω κάποιον ὡς ὑπεύθυνο, καθιερώνω/ἱδρύω ἀγῶνες, σταματῶ
(ὁ ἴδιος ἤ κάτι ), παρευρίσκομαι, στέκομαι πάνω σε κάτι, στέκομαι δίπλα,
παραστέκομαι
ἵστημι: στήνω κάτι ὄρθιο,
στήνω, τοποθετῶ, στέκομαι, στερεώνω, σηκώνω, ὑψώνω, ἐγείρω οἰκοδομήματα ἤ
ἀγάλματα, στήνομαι, τοποθετοῦμαι, βρίσκομαι σέ κάποια κατάσταση, μένω
σταθερός-ἀκίνητος
Κλίση του Ρήματος ἵστημι:
Ἐνεργητικός Ἐνεστώτας προσωπικές
ἐγκλίσεις ὁριστική ὑποτακτική εὐκτική προστακτική
ἐγώ ἵστημι ἱστῶ ἱσταίην -
σύ ἵστης ἱστῇς ἱσταίης ἵστη οὗτος ἵστησι ἱστῇ ἱσταίη ἱστάτω ἡμεῖς ἵσταμεν ἱστῶμεν ἱσταίημεν/ἱσταῖμεν - ὑμεῖς ἵστατε ἱστῆτε ἱσταίητε/ἱσταῖτε ἵστατε οὗτοι ἱστᾶσι(ν) ἱστῶσι(ν) ἱσταίησαν/ἱσταῖεν ἱστάντων / ἱστάτωσαν
ὀνοματικοί τῦποι
ἀπαρέμφατο μετοχή
ἱστάναι ἱστάς (γεν. ἱστάντος) ἱστᾶσα ἱστάν
Ἐνεργητικός Παρατατικός
προσωπικές ἐγκλίσεις
ὁριστική ὑποτακτική εὐκτική προστακτική
ἐγώ ἵστην - - - σύ ἵστης - - - οὖτος ἵστη - - - ἡμεῖς ἵσταμεν - - - ὑμεῖς ἵστατε - - - οὗτοι ἵστασαν - - -
Ἐνεργητικός Μέλλοντας προσωπικές
ἐγκλίσεις ὁριστική ὑποτακτική εὐκτική προστακτική
ἐγώ στήσω - στήσοιμι - σύ στήσεις - στήσοις - οὖτος στήσει - στήσοι - ἡμεῖς στήσομεν - στήσοιμεν - ὑμεῖς στήσετε - στήσοιτε - οὗτοι στήσουσι(ν) - στήσοιεν - ὀνοματικοί τῦποι
ἀπαρέμφατο μετοχή
στήσειν στήσων στήσουσα στῆσον
Ἐνεργητικός Ἀόριστος Α'
προσωπικές
ἐγκλίσεις ὁριστική ὑποτακτική εὐκτική προστακτική
ἐγώ ἔστησα στήσω στήσαιμι -
σύ ἔστησας στήσῃς στήσαις / στήσειας στῆσον οὖτος ἔστησε στήσῃ στήσαι / στήσειεν στησάτω ἡμεῖς ἐστήσαμεν στήσωμεν στήσαιμεν - ὑμεῖς ἐστήσατε στήσητε στήσαιτε στήσατε οὗτοι ἔστησαν στήσωσι(ν) στήσαιεν / στήσειαν στησάντων / στησάτωσαν ὀνοματικοί τῦποι
ἀπαρέμφατο μετοχή
στῆσαι στήσας στήσασα στῆσαν
ἐγγύθι : ἐγγύς, ἀπό κοντά, πλησίον
στὰς (μετοχή ἀορίστου β' του ρήματος ἵστημι):στάθηκε
χεῖρ' ἕλε δεξιτερὴν καὶ ἐδέξατο χάλκεον ἔγχος,
τήν χεῖρα/ἡ χείρ/ χεῖρε: χέρι και χέρια (χεῖρε:δυϊκός
ἀριθμός=τά δύο χέρια) παράγωγα: ἡ χειράγρα (ἀρθρίτις χειρῶν),
χειραγωγέω, χειραπτάζω ( πιάνω με τα χέρια), ὁ χειριδωτός (μέ
χειρῖδες-μανίκια), τό χειρόκτιον (γάντι), χειροβολέω ( ρίπτω διά τῆς χειρός),
χειρόγραφος, χειροδάϊκτος (φονευθείς διά χειρός), ὁ χειρόδεικτος (χείρ
+δείκνυμι), χειροδικῶ, ὁ χειροήθης (εὐμεταχείριστος), τό χειρόμακτρον (ἡ
πετσέτα χειρῶν), χειρομαχέω, ἡ χειρομύλη, χειρονομέω, ὁ χειροποίητος, ὁ
χειρόσοφος (ὁ δεξιοτέχνης στά χέρια), χειρωτένων (μέ τεντωμένα χέρια), ὁ
χειροτέχνης, χειροτονέω, ὁ χειροτυπής (ὁ χτυπημένος διά τῶν χειρῶν),
χειρουργέω, χειρόω (καθιστῶ ὑποχείριον, ὑποτάσσω, κυριεύω), τό χείρωμα (ἡ
χειροκατασκευή), ὁ χειρῶναξ, ὁ χεριφυρής (ὁ ἀνακατεμένος διά τῶν χειρῶν), τό
χερμάδιον (ὁ χειρόλιθος), ὁ χερνής (αὐτός πού ζεῖ ἀπό τήν ἐργασία τῶν χειρῶν
του), τό χερνίβειον (ἡ λεκάνη πλυσίματος χεριῶν), ὁ χειρόπληκτος
ἕλε (ἀόριστος β' εἷλον) ἐκ τοῦ αἱρέω: λαμβάνω διά τῆς
χειρός, παίρνω, δράττομαι, ἁρπάζω,
ἀφαιρῶ, ἀποκομίζω,
λαμβάνω τί ὑπό τήν ἐξουσία μου, κυριεύω, κατακτῶ, ὑπερισχύω και φονεύω,
συλλαμβάνω, πιάνω, παίρνω μέ τό μέρος μου, κερδίζω, κτῶμαι
δεξιτερὴ: ἡ δεξιά
ἐδέξατο ἐκ τοῦ δέχομαι: λαμβάνω, παραλαμβάνω,
δέχομαι, ἀποδέχομαι, χαιρετίζω, ὑποδέχομαι, ὑποδέχομαι κάποιον ὡς ἐχθρό,
ἀναμένω, περιμένω, προσδοκῶ, διαδέχομαι, ἐπακολουθῶ
δέκομαι: (ἰωνική καί αἰολική
ἐκφορά τοῦ δέχομαι)
παράγωγα: δέκτης
(ἀποδέκτης), δεκτήρ (δέκτης), δεκτός (ἀποδεκτός, εὐπρόσδεκτος), δέκτωρ
(δέκτης)
τό χάλκεον-ὁ χάλκειος: χάλκινος,
ὀρειχάλκινος
παράγωγα: ὁ χαλκάρματος (ἐκεῖνος πού διαθέτει χάλκινο ἅρμα), ὁ χάλκασπις , ὁ
χαλκεγχής (μέ τό χάλκινο ἔγχος), τό χαλκεῖον ( τό ἐργαστήριο τοῦ χαλκέως),
χαλκήλατος (ὁ κατασκευασμένος διά σφυρηλασίας ἀπό χαλκό), χαλκέμβολος,
χαλκεντής ( ὁ φέρων χάλκινη πανοπλία), χαλκεόγομφος (στερεωμένος μέ χαλκίνους
γόμφους-ἥλους-καρφιά), χαλκεοθώραξ, χαλκεοκάρδιος, χαλκεόπεζος (μέ χάλκινα
πόδια), χαλκέοπλος, χαλκοτευχής (ὁπλισμένος μέ χάλκινα ὅπλα), χαλκεόφωνος,
χάλκευμα, χαλκεύς, χαλκευτής, χαλκευτικός, χαλκευτός, χαλκεύω, χαλκήρης
(συναρμοσμένος μέ χαλκό), χαλκίοικος, χαλκίον (χάλκινο σκεῦος, ἀγγεῖο),
χαλκοβαρής (φορτωμένος μέ χαλκό), χαλκοβατής ( ὁ βαίνων ἐπί χαλκοῦ, ὁ
κτισμένος σέ χάλκινα θεμέλια, σέ χάλκινη βάση, στερεός ), χαλκοβόας,
χαλκογένειος, χαλκογλώχις, χαλκοδαίδαλος, χαλκοδάμας, χαλκόδετος, χαλκοθώραξ,
χαλκοκνημῖς, χαλκοκορυστής (μέ χάλκινη πανοπλία), κ.ἄ.
Ἔγχος: τό δόρυ, ἡ λόγχη, κάθε
ὅπλο, τό ξίφος, τό βέλος
καί μιν φωνήσας ἔπεα
πτερόεντα προσηύδα·
μιν :αἰτιατική τῆς
προσωπικῆς ἀντωνυμίας αὐτός, αὐτήν, αὐτό (καί γιά τά τρία γένη)
φωνήσας ἐκ τοῦ φωνέω
(φωνή, ἐτυμολογικά προερχομένη ἀπό το φημί) : ἐκπέμπω φωνή, ἔναρθρο
λόγο, μιλῶ μέ δυνατή φωνή, μιλῶ σέ κάποιον
παράγωγα: φωνῆεν,
φωνήεις, φώνημα, φωνασκέω, φωνασκία
τά ἔπεα: ποιητικός τῦπος τοῦ
Ὁμήρου ἀντί τῆς λέξεως ἔπη ἐκ τῆς λέξεως ἔπος : ὁ λόγος, ἡ διήγηση, τό
νόημα τοῦ λόγου, ἀλλά καί ὁ χρησμός, ἡ προφητεία
πτερόεντα (ἐκ τοῦ
πτερόεις): φτερωτά, ἔπεα πτερόεντα:λόγια φτερωτά, χωρίς “βάρος”, λέγονται
καί “πετᾶνε” στόν ἀέρα παράγωγα: πτερίς ( ἡ φτέρη πού ἔχει σχῆμα πτεροῦ),
πτεροδόνητος ( ὁ κινούμενος διά τῆς δονήσεως τῶν πτερῶν, αὐτός πού πετάει
ψηλά, ὁ μετέωρος) , πτεροποίκιλος, πτερόπους, πτερορρυέω (χάνω τό φτέρωμά
μου), πτεροφόρος, πτεροφυέω (βγάζω φτερά), πτεροφυής
(φτερωτός), πτερόω ( ἐφοδιάζω τί μέ φτερά), πτέρυξ, πτερύγιον, πτερυγωκύς
( αὐτός πού πετάει μέ ταχύτητα διά τῶν φτερῶν), πτερύσσομαι (φτερουγίζω),
πτέρωσις ( τό σύνολο τῶν φτερῶν), πέτομαι (πετάω), πτηνόν
προσηύδα / προσαυδάω: μιλῶ σέ κάποιον,
προσφωνῶ, προσαγορεύω, ἀπευθύνομαι σέ κάποιον (α ὐ δή :ἡ φωνή τοῦ ἀνθρώπου,
ἡ ὁμιλία )
«χαῖρε, ξεῖνε, παρ'
ἄμμι φιλήσεαι· αὐτὰρ ἔπειτα
χαῖρε /χαίρω:εἶμαι πλήρης χαρᾶς,
εἶμαι χαρούμενος, εἶμαι εὐχαριστημένος, ἀλλά καί ἔκφραση χαιρετισμοῦ
(καλωσορίσματος καί ἀποχαιρετισμοῦ)
παράγωγα: χαρά, χάρις,
χαρίεις, χαρίζομαι, χάρμα, χαιρετίζω, χαιρετισμός, χαιρηδών (χαρά,
ἀγαλλίαση)
ξεῖνε/ξένε/ὁ ξένος: ὁ φιλοξενούμενος ἀλλά
καί ὁ οἰκοδεσπότης (ξεινοδόκος:ξένος+δέχομαι- ξενοδοχεῖο), ὁ φίλος ἀπό ἄλλη
πόλη.
ἄμμι :ἡμῖν (δοτική
πληθυντικοῦ τοῦ ἐγώ-ἐμεῖς-σ'ἐμᾶς)
φιλήσεαι ἐκ τοῦ φιλέω: ἀγαπῶ, φέρομαι φιλικά,
φέρομαι τρυφερά, ὑποδέχομαι, εἶμαι φίλος κάποιου, συνηθίζω νά πράττω τί, μοῦ
ἀρέσει κάτι
Ἡ λέξη ἀποτελεῖ πρῶτο συνθετικό πολλῶν ἄλλων λέξεων : φιλάγαθος,
φιλεύσπλαχνος, φίλαγρος, φιλαδελφία, φιλάεθλος, φιλαίματος, φίλανδρος,
φιλάνθρωπος, φιλάργυρος, φίλαρχος, φιλήκοος, φίλος, Φίλιππος, φιλόδημος,
φιλοικτίρμων, φιλόκαλος, φιλονικία, φιλόπατρις, φιλοπόλεμος, κ.ἄ.
δείπνου πασσάμενος
μυθήσεαι ὅττεό σε χρή.»
τό δεῖπνον :τό φαγητό, ἡ ὥρα τοῦ
φαγητοῦ. Στόν Ὅμηρο μέ τήν λέξη δεῖπνο ὀνομάζεται τό κάθε γεῦμα. Ἐπίσης
ὀνομάζεται “ἄριστον” τό πρωινό, καί δόρπος τό ἀπογευματινό γεῦμα
πασσάμενος/ πατέομαι: τρέφομαι, τρώγω,
ἐσθίω, γεύομαι
μυθήσεαι/μυθέομαι: λέγω, ὁμιλῶ, ἀναφέρω,
διηγοῦμαι, ὀνομάζω, σκέπτομαι, συλλογίζομαι, ἐξετάζω
ὅττεο :οὗ τινός, γενική τοῦ
ὅστις (ὅποιος)
χρή/χράω: δίδω χρησμό. Χρή=
πέπρωται, εἶναι ἀναγκαῖο, πρέπει, χρειάζεται νά..., ἁρμόζει,
ἡ χρεία: ἡ ἀνάγκη
χρήζω:ἔχω ἀνάγκη τινός, ἐπιθυμῶ
κάτι σφόδρα, ἀλλά καί δίδω χρησμό, προλέγω τό χρῆμα: τό
χρήσιμο, τό ἀναγκαῖο, τό περιουσιακό στοιχεῖο, πρᾶγμα, ὑπόθεση, ἀσχολία,
ζήτημα, γεγονός παράγωγα: χρηματίζω, χρηματιστής, χρημοσύνη (ἀνάγκη),
χρήσιμος, χρῆσις, χρησμολογέω, χρησμός, χρηστήριον, χρήστης, χρηστός
ὣς εἰπὼν ἡγεῖθ', ἡ
δ' ἕσπετο Παλλὰς Ἀθήνη.
ἡγεῖτο-ἡγέομαι :ἡγοῦμαι, προηγοῦμαι,
προπορεύομαι, δεικνύω τήν ὁδό, ὁδηγῶ, διευθύνω, ὁδηγῶ στρατό, διοικῶ,
προτάσσω, ἀλλά καί νομίζω, θεωρῶ, φρονῶ, ὑποθέτω παράγωγα: ἡγεμών,
ἡγεμόνευμα, ἡγεμονία, ἡγητήρ, ἡγηλάζω
ἕσπετο / ἕπομαι: ἀκολουθῶ
ἕπω: καταγίγνομαι,
ἀσχολοῦμαι μέ κάτι, ἀκολουθῶ, ἔρχομαι κατόπιν, παρακολουθῶ, ὑπακούω,
καταδιώκω
Παλλὰς :τό κατ' ἐξοχήν ἐπίθετο τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς, προερχόμενο ἀπό τό ρῆμα πάλλω:πάλλω,
κραδαίνω, σείω, περιστρέφω, περιδινῶ. Πάλλω ἐμαυτόν=ἀναπηδῶ, σκιρτῶ, ἐξορμῶ,
τρέμω, ἀσπαίρω, ἀνακατεύω διά ἐκπηδήσεως (πάλλω κλήρους)
παράγωγα:παλμός,
παλτός, παλτόν, πελεμίζω, πόλεμος
οἱ δ' ὅτε δή ῥ'
ἔντοσθεν ἔσαν δόμου ὑψηλοῖο,
ἔντοσθεν (ἐντός): ἐκ τῶν ἔσω
ἔσαν -ἦσαν-ἦταν
ἔγχος μέν ῥ' ἔστησε
φέρων πρὸς κίονα μακρὴν
τό ἔγχος: δόρυ, λόγχη, ὅπλο,
ξίφος, βέλος (ὅπως παραπάνω)
ἔστησε ἐκ τοῦ
ἵστημι
φέρω: φέρω, φέρνω, βαστῶ,
σηκώνω, μεταφέρω, ὁδηγῶ σέ τόπο (φορτίο, φορτηγό, φορτώνω, φωριαμός,
ἀμφορεύς, φαρέτρα) φέρω σέ κίνηση, θέτω σέ κίνηση ὑποφέρω, ὑπομένω, πάσχω,
ἀντέχω προσκομίζω, προσφέρω, δίδω, προξενῶ, ἐπιφέρω, προκαλῶ, πληρώνω,
καταβάλλω παράγω, καρποφορῶ-φέρω καρπό, ἀπονέμω, παρέχω
ὁ κίων: ἡ κολώνα, ὁ στῦλος
μακρός (μᾶκος, μῆκος) :ὁ μακρύς σέ μῆκος, σέ
ὕψος καί σέ βάθος, ὁ μακρινός, ὁ μακρᾶς διαρκείας, ὁ μακροχρόνιος
δουροδόκης ἔντοσθεν
ἐϋξόου, ἔνθα περ ἄλλα
ἡ δουροδόκη:ἡ θήκη δοράτων
(δόρυ+δέχομαι)
ὁ εὔξοος: ὁ εὔξεστος, ὁ καλῶς
ἐξεσμένος, ὁ λειασμένος διά ξέσεως
ἔνθα : ἐκεῖ, αὐτοῦ, ὅπου, σ'
αὐτήν τήν περίπτωση, πρός τά εκεῖ, πρός τα ἐδῶ, ὅτι, ὅταν
ἔγχε' Ὀδυσσῆος
ταλασίφρονος ἵστατο πολλά,
ταλασίφρων
(τλάω+φρήν): ὁ καρτερικός, ὁ υπομονετικός, ὁ γενναιόψυχος
ἵστατο -ἵστημι
αὐτὴν δ' ἐς θρόνον
εἷσεν ἄγων, ὑπὸ λῖτα πετάσσας,
θρόνος-θρᾶνος-θρανίον : κάθισμα, ἕδρα, θρόνος
βασιλικός καί τό βασιλικό ἀξίωμα
ὁ θρᾶνος = κυρίως ἡ ἄνω σειρά
τῶν κωπῶν τριήρους
εἷσεν
-εἵσα-ἵζω-ἕζομαι: τοποθετῶ, καθίζω, στήνω (ἐνέδρα
πχ)
ἄγω:ὁδηγῶ, μεταφέρω,
ἡγοῦμαι, τελῶ, τηρῶ
ἄγομαι:ἀποκομίζω, λαμβάνω γιά
τόν ἑαυτό μου
τά λῖτα :μαλακά, λεῖα ὑφάσματα,
λινά καλύμματα
πετάσσας / πετάννυμι: ἁπλώνω, ἀνοίγω,
ἐκτείνω, ἁπλώνω-στρώνω
καλὸν δαιδάλεον· ὑπὸ
δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν.
Δαίδαλος-δαιδάλεος (ἐκ
τοῦ δαιδάλλω): κατασκευασμένος μέ τέχνη,
περίτεχνος
ὁ θρῆνυς :τό ὑποπόδιο, ὁ πάγκος,
τά σανιδωτά καθίσματα τῶν κωπηλατῶν
τοῖς ποσὶν (ὁ ποῦς) : στά πόδια
ἦεν: γ' ἑνικό πρόσωπο τοῦ
εἰμί=ἦταν
Ἐπιτροπῆς Ὁμήρου ΙΗΑ
|