ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ
ΝΕΦΕΛΕΣ
423 π.Χ. γ΄ βραβείο
ΠΡΟΣ ΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
ΥΠΗΡΕΤΗΣ του Στρεψιάδη
ΜΑΘΗΤΕΣ του Σωκράτη
Σ ΚΡΑΤΗΣ
ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛ Ν
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
ΑΝΕΙΣΤΗΣ Α
ΑΝΕΙΣΤΗΣ Β
ΥΠΟΘΕΣΗ
Ο Στρεψιάδης, αγρότης, καταχρεωμένος όπως ήταν, παρασύρθηκε από τις ιδέες της εποχής
του και θέλησε να διδαχθεί και αυτός την ρητορική, για να κατορθώσει με την τέχνη αυτή και
να αποφύγει τους δανειστές του και να εξαπατήσει τους δικαστές.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ούφ! ε βαστάω… Ατέλειωτες οι νύχτες σου, είναι, ω ία!
Μα πότε πια θα πει να ξημερώσει; Έχει ώρα που λαλήσαν οι πετεινοί.
Κι οι σκλάβοι ροχαλίζουν, ενώ πρώτα ξυπνούσαν αξημέρωτα.
Κατάρα στους πολέμους! ε μπορούμε πια μηδέ να τους μαλώσουμε τους σκλάβους.
Κι αυτός εδώ ο προκομμένος γιος μου δεν το κουνάει ολονυχτίς μα κλάνει
σε πέντε κουβέρτες κουκουλωμένος.
Άντε κι εγώ να ροχαλίσω λίγο στη ζεστασιά! Που να με πάρει ο ύπνος!
με κατατρώει του γιού μου το σαράκι: τα έξοδα, τα χρέη και τ' άλογά του!
Μα εκείνος το χαβά του. Άλλο δεν κάνει: Μακριά μαλλιά, ιππασία και βόλτες με την άμαξα.
Και στον ύπνο του άλογα ονειρεύεται!
Κι εγώ χάνομαι ο δόλιος, άμα βλέπω, πως οι μήνες περνούνε και αυξάνονται οι τόκοι.
(ξυπνάει έναν από τους σκλάβους)
Μπρος ν' ανάψεις το λυχνάρι, φέρε και το τεφτέρι μου να δω
σε ποιους χρωστάω και πόσο πήγαν οι τόκοι.
(Ο σκλάβος φέρνει το λυχνάρι και το τεφτέρι)
Τι χρωστάω; Στον Πασία δώδεκα μνές.
Γιατί δώδεκα; Πότε τις δανείστηκα;
Α ναι! Για ν' αγοράσω εκείνο το άλογο το κορθιανό.
εν έβγαζα καλύτερα την κόρη του ματιού μου με μια πέτρα!
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
(παραμιλώντας στον ύπνο του)
Φίλωνα, κάνεις ζαβολιές, μη βγαίνεις απ' τη γραμμή σου!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Να τη η συμφορά μου! Και κοιμισμένος κάνει ιπποδρομίες.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Και τα πολεμικά τ' αμάξια πόσους δρόμους θα τρέξουν:
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Πιότερους δρόμους, εμένα, τον πατέρα σου, μ' έκανες να τρέχω!
(Ξανακοιτάει το τεφτέρι του)
Ύστερα απ' τον Πασία σε ποιον χρωστάω;
Τρεις μνες στον Αμυνία για δυο τροχούς
κι ένα καθισματάκι τ' αμαξιού.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Τράβα στο στάβλο τ' άλογο, αφού πρώτα το κυλίσεις στη σκόνη να ξεϊδρώσει.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Εμένα για καλά μ' έχεις κυλήσει έξω απ' τα υπάρχοντά μου.
Έχω ως τώρα καταδίκες σωρό
και για τους τόκους πολλοί ζητάν ενέχυρα.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
(ξυπνώντας)
Πατέρα τι γυροφέρνεις άυπνος όλη νύχτα;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Γιατί με τρώει ο εισπράχτορας του δήμου σαν ψύλλος.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Άφησέ με να κοιμηθώ λιγάκι.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ψοφολόγα όσο θες, μα όλα τα χρέη θα πέσουνε στο κεφάλι σου μια μέρα.
Αλίμονο!
Στο διάβολο να πάει η προξενήτρα αυτή, που μου ξεσήκωσε το νου
να παντρευτώ τη μάνα σου. Τι ωραία περνούσα τη χωριάτικη ζωή μου
ρέμπελος και αξύριστος, όπου λάχει να κοιμάμαι κι είχα όλα τα αγαθά
πολλά μελίσσια, πρόβατα και λάδια.
Μα πήγα και παντρεύτηκα, χωριάτης εγώ, την αδερφή του Μεγακλή από σόι
πρωτευουσιάνα, πλουσιομαθημένη και ψηλομύτα.
Κι όταν στο κρεβάτι πέφταμε τη νύχτα πλάι - πλάι
μύριζα εγώ κρασίλα, σύκα και προβατίλα μπόλικη - κι εκείνη
ευώδιαζε από μύρα, κι ήταν αχόρταγη γι' αγάπη, όμοια με δημόσια Αφροδίτη!
Μα πώς να τ' αρνηθώ; Ήτανε προκομμένη. Συνέχεια ύφαινε!
Κι εγώ το φτωχικό μου παλτό δείχνοντάς της της έλεγα,
γυναίκα, θαρρώ παραξοδεύεις το μαλλί!
(Σβήνει το λυχνάρι)
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
εν έχει λάδι το λυχνάρι, αφέντη.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Άναψες πάλι το μεγάλο λύχνο;
Έλα δω να σε δείρω.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Μα τι φταίω;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Έβαλες το χοντρότερο φυτίλι
(Ο υπηρέτης φεύγει με το λυχνάρι)
Λοιπόν, όταν γεννήθηκε τούτος,
καυγαδίζαμε η μάνα του κι εγώ πώς να τον βγάλουμε.
Ήθελε εκείνη κάποιο όνομα, που να 'χει μέσα το "ίππος":
Ξάνθιππο, Καλιπίδη, Χάριππο.
Όμως τ' όνομα του παππού του ήθελα εγώ:
Φειδωνίδη.
Στο τέλος συμφωνήσαμε κι ενώσαμε τα ονόματα τα δυο
και βγάλαμε το γιο μας Φειδιππίδη.
Τον έπαιρνε στα χέρια, τον κανάκευε:
"Πως θα σε καμαρώνω, άμα μεγαλώσεις
και μπαίνεις στην Αθήνα πάνω στο άρμα
ντυμένος την πορφύρα του παππού σου του Μεγακλή"!
Κι εγώ έλεγα: "θα καμαρώνω, όταν θα βόσκεις με του μπαμπά σου
την κάπα τη φθαρμένη τα κατσίκια!"
εν μ' άκουσε κι η αλογομανία μου ρημάζει τα υπάρχοντά μου τώρα.
Ζητώντας όλη νύχτα κάποιο δρόμο, για να σωθώ, βρήκα ένα μονοπάτι
διαβολικά έξυπνο κι αν με βοηθήσει αυτός εδώ, πάει σώθηκα για πάντα.
Μα πρώτα ας τον ξυπνήσω. Με ποιον τρόπο γλυκότερα θα τον ξυπνήσω; Πως;
Φειδιππίδη, καλό Φειδιππιδάκι!
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Τι είναι πατέρα;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Φίλησέ με πρώτα
και δος μου το δεξί σου το χεράκι.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Να! Μα τι τρέχει;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Πες μου, μ' αγαπάς;
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Ναι, μα τον αλογάρη τον Ποσειδώνα.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Μη μου τον μελετάς τον αλογάρη, γιατί είναι τούτος η καταστροφή μου.
Αν μ' αγαπάς με την καρδιά σου, γιέ μου, θα κάνεις ό,τι σου πω.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Τι πράγμα;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ν' αλλάξεις το ταχύτερο συνήθεια. Έλα κοντά μου να σε δασκαλέψω.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Λέγε, τι θες;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Και θα μ' ακούσεις;
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Ναι, μα το Βάκχο.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Κοίτα εκείνο πέρα το σπιτάκι με τη μικρή πορτούλα.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Το βλέπω! Γιατί τάχα μου το δείχνεις;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Είναι σχολειό σοφών ανθρώπων. Μέσα υπάρχουνε δασκάλοι που σε πείθουν,
πως ο ουράνιος θόλος είναι φούρνος κι εμείς εντός του κάρβουνα αναμμένα.
Και σου μαθαίνουν, αν καλοπληρώσεις, την τέχνη να κερδίζεις με τα λόγια
πάντα, κι αν έχεις δίκιο κι αν δεν έχεις.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Και ποιοι είναι αυτοί;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
εν ξέρω τ' όνομά τους,
είναι όμως άξιοι και σπουδαίοι δασκάλοι.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Πω! πω! Τους ξέρω. Φαύλοι κι αλαζόνες
ξυπόλυτοι, κατάχλωμοι:
ο γρουσούζης ο Σωκράτης, κι αντάμα ο Χαιρεφώντας…
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ε! ε! σώπα! Μη λες κουταμάρες.
Αν θέλεις το καλό μου, τρέχα εκεί και τ' άλογα παράτησέ τα.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Ποτέ μου, να μη σώσω, κι αν μου χάριζες
τους περίφημους φασιανούς που εκτρέφει ο Λεωγόρας.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Γιόκα μου, φως των ματιών μου, τρέχα να σπουδάσεις εκεί.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Τι να σπουδάσω;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Μπορούνε να διδάσκουν όπως ακούω τον άδικο το λόγο και τον δίκαιο.
Και λένε, πως αυτός ο άδικος λόγος κερδίζει πάντα, όσο άδικο και να 'χει.
Αν σπουδάσεις τον άδικο το λόγο,
απ' τα χρέη, που φορτώθηκα για σένα, δε θα πληρώσω ούτε μια πεντάρα.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
ε δέχομαι ! Πως θα κοιτάω με πρόσωπο κατάχλωμο τους άλλους καβαλλάρηδες;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Μα τότε, μα τη ήμητρα, ούτε εσύ ούτε τ' άλογά σου δεν θα ξαναφάτε από μένα.
Σε διώχνω από το σπίτι.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Ο θείος μου ο Μεγακλής, δε θα μ' αφήσει χωρίς άλογα.
Φεύγω και σ' αψηφώ.
(Φεύγει)
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ (μόνος)
Μα κι εγώ δε θα πέσω να πλαγιάσω.
Την προσευχή μου στους θεούς θα κάνω και θα πάω να σπουδάσω μοναχός μου.
(Έρχεται μπροστά στην πόρτα του σχολείου μα διστάζει να χτυπήσει)
Μα γέρος ξεχασιάρης, χοντροκέφαλος πως θα μάθω τη λεπτολόγα τέχνη,
τη λογική, στα δάχτυλα να παίζω;
Άιντε λοιπόν! Τι κοντοστέκομαι έτσι και δε χτυπάω την πόρτα;
(Χτυπάει και φωνάζει)
Ε! παιδί!
ΕΝΑΣ ΜΑΘΗΤΗΣ
(από μέσα)
Ανάθεμά σε! Ποιος χτυπάει την πόρτα;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ο Στρεψιάδης του Φείδωνα απ' τα Κίκυννα.
ΜΑΘΗΤΗΣ
(Ανοίγοντας την πόρτα)
Αλήθεια, είσαι απαίδευτος χωριάτης.
Κλωτσάς την πόρτα αξένιαστα και μού κοψες στη μέση κάποιο πρόβλημα, που το 'βρα.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Με το συμπάθειο, είμαι άνθρωπος καμπίσιος.
Μα τι πρόβλημα σου έκοψα στη μέση;
ΜΑΘΗΤΗΣ
Αυτά στους μαθητές μονάχα λέγονται.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Πες μου το θαρρετά, γιατί κι εγώ να μαθητέψω στο σχολείο σας ήρθα.
ΜΑΘΗΤΗΣ
Θα σου το πω. Μα πρέπει να το ξέρεις πως είναι μυστικά και μεταξύ μας.
Το Χαιρεφώντα ρώτησε ο Σωκράτης πόσες φορές το μάκρος της πατούσας του
πηδάει ο ψύλλος.
Γιατί κάποιος ψύλλος, αφού του Χαιρεφώντα δάγκασε το φρύδι,
πήδηξε στη φαλάκρα του Σωκράτη.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Και πως λοιπόν το μέτρησε;
ΜΑΘΗΤΗΣ
Σπουδαία.
Πήρε κερί και το λυωσε και μέσα εβούτηξε του ψύλλου τα ποδάρια
και το κερί σαν έπηξε, του βγάζει τα δυο μικρά κερένια παπουτσάκια
και μέτρησε με κείνα την απόσταση.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Μεγάλε ία, εξυπνάδα και μυαλό!
ΜΑΘΗΤΗΣ
Και τι θα πεις, αν μάθεις του Σωκράτη άλλο εξυπνότερο εύρημα;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Για πες μου!
ΜΑΘΗΤΗΣ
Ρώτησε το Σωκράτη ο Χαιρεφώντας από πού τραγουδάνε τα κουνούπια:
από το στόμα ή απ' τον πισινό τους;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Και τι λοιπόν απάντησε ο Σωκράτης;
ΜΑΘΗΤΗΣ
Είπε, πως το κουνούπι έχει στενό άντερο και ο αέρας που περνάει
με δυσκολία πάει προς την ακροτρυπίδα που μοιάζει με χωνί,
και, καθώς βγαίνει πάλι με ζόρι, ηχεί και κουδουνίζει.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Των κουνουπιών ο πισινός τρομπέτα!
Μακάριος, που έτσι δα αντερολογάει!
Πόσο θα τα κατάφερνε στις δίκες, αφού μπαίνει στων κουνουπιών τις τρύπες!
ΜΑΘΗΤΗΣ
Μα τελευταία τον έκανε μια σαύρα να τα χάσει.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Πως έγινε; Για πες μου.
ΜΑΘΗΤΗΣ
Ενώ του φεγγαριού το δρόμο εξέταζε
και την περιστροφή του με στόμα ολάνοιχτο παρατηρούσε
τον λέρωσε η σαύρα απ' το ταβάνι.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Γουστόζικο το λέρωμα της σαύρας!
ΜΑΘΗΤΗΣ
Το βράδυ εψές δεν είχαμε να φάμε..
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Και τι λοιπόν σοφίστηκε ο Σωκράτης;
ΜΑΘΗΤΗΣ
Πασπάλισε με στάχτη το τραπέζι της παλαίστρας, πήρε μετά τη σούβλα
τη λύγισε στα δυο σαν διαβήτη κι ενώ κοιτάζαν όλοι τι θα κάνει
σούφρωσε ένα σφαχτάρι απ' το βωμό.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Τι ναι ο μέγας Θαλής μπροστά σε αυτόν!
Άνοιγέ μου, άνοιγέ μου να μπω μέσα και το Σωκράτη αμέσως δείξε μού τον.
Μ' έπιασε λύσσα για σπουδή, άνοιγέ μου.
(Ο μαθητής ανοίγει. Από την πόρτα φαίνονται μέσα οι μαθητές του Σωκράτη, που μελετούν σε
διαφορετικές στάσεις. Είναι όλοι τους χλωμοί και κοκκαλιάρηδες)
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
θεέ μου! Τι λογής θεριά είναι τούτα!
ΜΑΘΗΤΗΣ
Τι τα χασες; Και τι θαρρείς πως είναι;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Έχουνε χάλια σαν τους αιχμαλώτους τους Σπαρτιάτες, που πιάσαμε στην Πύλο.
(-είχνει μερικούς, που είναι σκυμμένοι χάμω)
Και τούτοι εδώ τι ψάχνουνε σκυμμένοι;
ΜΑΘΗΤΗΣ
Ψάχνουνε να βρουν κάτου απ' το χώμα…
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Α ναι, βολβούς.
(Φωνάζοντας σ' αυτούς)
Ε μη χασομεράτε, ξέρω που είναι οι μεγάλοι και καλοί.
(-είχνει τους άλλους που είναι πεσμένοι μπρούμυτα στο πάτωμα)
Και κείνοι εκεί, που είναι πεσμένοι χάμου;
ΜΑΘΗΤΗΣ
Αυτοί ψάχνουν τα σκότη του Ταρτάρου.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Γιατί βλέπει τα ουράνια ο πισινός τους;
ΜΑΘΗΤΗΣ
Σπουδάζει αστρονομία ο πισινός τους.
(Οι μαθητές μαζεύονται στην πόρτα από περιέργεια να ιδούνε τι τρέχει)
ΜΑΘΗΤΗΣ
(Στους άλλους μαθητές)
Μπάτε μέσα να μη σας δει ο Σωκράτης.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ας μείνουνε. Να τους ρωτήσω θέλω τη γνώμη τους για τα ζητήματά μου.
ΜΑΘΗΤΗΣ
Μα δεν του επιτρέπεται να μένουν ώρα πολλή στον ανοιχτόν αέρα.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
(Κοιτάζοντας μέσα τα διάφορα αστρονομικά και
γεωμετρικά όργανα: σφαίρες, μέτρα κ.λπ.)
Για το θεό! Τι σύνεργα είναι τούτα;
ΜΑΘΗΤΗΣ
Αυτό είναι αστρονομία.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Και κείνο εκεί;
ΜΑΘΗΤΗΣ
Γεωμετρία.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Και τι σας χρησιμεύει;
ΜΑΘΗΤΗΣ
Να μετράμε τη γη.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ποια γη; Εκείνην που η πολιτεία μοιράζει στους κληρούχους;
ΜΑΘΗΤΗΣ
Ολάκερη τη γη.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Έξυπνο πράγμα και ωφέλιμο και πατριωτικό!
ΜΑΘΗΤΗΣ
(Του δείχνει ένα χάρτη)
Είναι της γης ολόκληρος ο κύκλος. Να την η Αθήνα.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Μπα; εν σε πιστεύω, γιατί πουθενά δε βλέπω δικαστές!
ΜΑΘΗΤΗΣ
Και τούτη η μεγάλη χώρα είναι η Αττική.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Και που είναι οι χωρικοί μου οι Κικυννιώτες;
ΜΑΘΗΤΗΣ
Εδώ κοντά. Και παραπέρα η Εύβοια απλώνεται πάρα πολύ μακρόστενη.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Εμεις κι ο Περικλής την μακρύναμε!
Και που είναι η Σπάρτη;
ΜΑΘΗΤΗΣ
Να τηνε κι η Σπάρτη.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Πολύ κοντά μας είναι! Προσπαθήστε πάρα πολύ μακριά μας να την πάτε.
ΜΑΘΗΤΗΣ
εν μπορεί.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Θα μας κάψει η γειτονιά της.
(Βλέπει ξαφνικά το Σωκράτη κρεμασμένο μέσα σ' ένα καλάθι)
Ποιος είναι αυτός, που κρέμεται στον αέρα;
ΜΑΘΗΤΗΣ
Είναι αυτός!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ποιος αυτός;
ΜΑΘΗΤΗΣ
Καλέ, ο Σωκράτης!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Α! Σωκράτη!
(Στο μαθητή)
Φώναξέ τον εσύ πιο δυνατά!
ΜΑΘΗΤΗΣ
Φώναξέ τον μονάχος. εν αδειάζω.
(Φεύγει)
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ε! Σωκράτη! Σωκρατάκη!
Σ ΚΡΑΤΗΣ
(Μέσα από το καλάθι)
Τι με φωνάζεις σκούληκα;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Για πες μου πρώτα εκεί ψηλά τι κάνεις;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Αεροβατώ και μελετάω τον ήλιο!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Από κοντά λοιπόν κοιτάζεις τους θεούς και τους περιφρονείς;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
ε θα μπορούσα να εξετάσω καλά τα ουράνια πράγματα,
αν το νου μου δεν κρέμαγα ψηλά και τη σκέψη δεν έσμιγα λεπτή
με τον λεπτόν αγέρα.
Αν από χάμου κοιτούσα απάνω, τίποτα δεν θάβρισκα.
Η γη τραβάει και πίνει το χυμό της σκέψης, καθώς πίνει και του κάρδαμου.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Τι μου λες; Έχουν σκέψη τα κάρδαμα;
Εμπρός λοιπόν κατέβα, Σωκρατάκι, να μου μάθεις την τέχνη, που ζητάω.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
(Κατεβαίνει μαζί με το καλάθι)
Και τι ζητάς;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ρητορική να μάθω.
Μ' έχουν τρελάνει οι τόκοι, οι δανειστές
τα πράγματα μου ενέχυρα τα παίρνουν.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Πως τόπαθες να καταχρεωθείς;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Μ' έφαγε των αλόγων η μανία!
Αχ! μάθε μου τον άδικο το λόγο, για να τραβήξω σπάγγο.
Για τον κόπο σου ό,τι γυρέψεις θα σου το μετρήσω,
μα τους θεούς!
Σ ΚΡΑΤΗΣ
(Θυμωμένος)
Ποιους θεούς! Να ξέρεις, πως δεν περνάει σε μας τέτοιο νόμισμα.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Σε ποιο λοιπόν νόμισμα έχετε εμπιστοσύνη;
Στο σιδερένιο του Βυζάντιου;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Θέλεις σωστά να μάθεις σαν τι πράγμα είναι οι θεοί;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ναι, μα τον ία, το θέλω.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Και να δεις με τα μάτια τις Νεφέλες τις δικές μας θεές,
να κουβεντιάσεις μαζί τους;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ναι!
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Κάτσε λοιπόν σε κείνο το άγιο σκαμνί.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
(Κάθεται)
Έκατσα, να!
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Και φόρα τούτο το στεφάνι.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Βάι! Σκοπεύεις σαν τον Αθάμα να με θυσιάσεις;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Όχι δα! Όμως έτσι κάνουν πάντα οι πρωτάρηδες.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Κι ύστερα ποιο τ' όφελος;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Θα σε κάνω ξεφτέρι και ροδάνι και πάσπαλη στα λόγια. Μην κουνιέσαι!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
εν με κοροϊδεύεις; Και φυσικά θα γίνω πάσπαλη, αφού με ψιλοκοπανίσεις.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Σώπα, γέροντα, κι άκου σεμνά την ευχή, που θα κάνω.
Που βαστάς κρεμασμένη τη γη μας, αμέτρητε Αέρα
και λαμπρότατε Αιθέρα. Και σεις, που βροντάτε, ω Νεφέλες
σηκωθείτε κυράδες, ψηλά, του δασκάλου φανείτε.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Όχι ακόμα! Σταθείτε! Να ρίξω την κάπα μου πρώτα
στο κεφάλι, μη γίνω μουσκίδι. εν πήρα ούτε σκούφο.
(Κουκουλώνεται με το μανδύα του)
Σ ΚΡΑΤΗΣ
θεές τιμημένες, ελάτε, φανείτε σ' αυτόν.
Κι αν ψηλά στις χιονάτες κορφές, του Ολύμπου γυρνάτε
κι αν τον άγιο χορό με τις Νύμφες χορεύετε αντάμα
στ' ωκεάνειο περιβόλι κι αν τάχα στο δέλτα του Νείλου
με βαθιά χρυσοκάνατα παίρνετε πλήθιο νερό
κι αν στη λίμνη Μαιώτη ή στου Μίμα τον κάβο σταματήσατε,
την ευχή μου δεχτείτε καλόκαρδα και τη θυσία.
ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛ Ν
(Οι Νεφέλες βροντάνε από μακριά και τραγουδούνε)
Ας υψωθεί, ω αιώνιες αδερφάδες,
απ' του πατέρα κεανού τα βροντερά τα μάκρη
απάνου απ' τις δασές βουνοκορφάδες
ψηλά τ' ανεμοτάξιδο και δροσερό κορμί μας
από εκεί ν' αγναντέψουμε την άκρη του κόσμου,
τη γη την ωργωμένη με τα πλούσια
τα φύτρα, τους καρπούς, τα ποτάμια,
τη θάλασσα με τη βαρειά βουή της.
Το μεγάλο μάτι τ' ουρανού απέναντί μας,
πλημμύρισε με φως την πλάση.
Ας ρίξουμε απ' την άφθαρτη ουσία μας
τη βρόχινη άχνα κι ας θαυμάσει
το μάτι μας την γη την ποθητή μας.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Χαρά μου, οι μεγαλόχαρες στο κάλεσμά μου φτάνουν.
(Στο Στρεψιάδη)
Άκουσες τις φωνές των θεών και τις βροντές τους;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Σας προσκυνώ, κυράδες μου, και θ' απαντήσω
στο βρόντημά σας με κρότους, τέτοια τρομάρα που μ' έπιασε!
Είναι δεν είναι σωστό, το βρακί, όπου νάναι θα γεμίσω.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Μη βλαστημάς, ως βλαστημούν οι κωμικοί ποιητές.
Σώπα, φτάνει τραγουδώντας το σμήνος των θεών.
ΧΟΡΟΣ
Παρθένες βροχοφόρες, πάμε μαζί
στην πλούσια χώρα, που γεννάει τα παλλικάρια,
στης Παλλάδας, στου Κέκροπα το θαύμα!
Εκεί μυστήρια ανείπωτα, ιερά
γιορτάζονται κάθε φορά
κι ανοίγει τ' άδυτα ο ναός στους μύστες μόνο.
Εκεί αγάλματα και ναοί των θεών,
εκεί γίνονται πομπές, θυσίες και γλέντια όλο το χρόνο
κι όταν ο κάμπος λουλουδίζει,
βαστά χαρούμενη η γιορτή του Βάκχου πολλές μέρες
κι η χώρα αστράφτει και βουίζει
από χορούς, τραγούδια και φλογέρες.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Α ! μα το ία, ποιες είναι αυτές, που τραγουδήσαν έτσι
σεμνά και μεγαλόπρεπα; Μου φαίνονται να είναι ηρωίδες
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Όχι! Αυτές είναι οι Νεφέλες, ουράνιες και μεγάλες
θεές των τεμπέληδων. ίνουνε νου και γνώση
συζήτηση και φλυαρία, την τέχνη
πώς να χτυπάς και να ξεφεύγεις στις λογομαχίες.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Γι' αυτό πετάρισε η ψυχή μου από χαρά, μόλις τις άκουσα,
διψά συζήτηση περί ανέμων και υδάτων
με λόγο κοφτερό σπαθί να απαντάει σε λόγο.
Και φανερά έχω τη λαχτάρα να τις δώ μπροστά μου.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Κοίτα κατά την Πάρνηθα, που κατεβαίνουν σιγά σιγά.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Σε ποια μεριά;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Ζυγώνουν πολλές μαζί κοπάδι
μέσα από δάση και πλαγιές κι από φαράγγια.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
ε βλέπω. Που είναι;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Να ! Απέναντι.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
(Σκύβοντας δίπλα)
Τώρα τις βλέπω μόλις.
(Ο χορός των Νεφελών μπαίνει στην ορχήστρα)
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Τις βλέπεις, αν οι τσίμπλες σου δεν είναι μεγάλες σαν κολοκύθια.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ναι μα το ία, τον ουρανό και τα βουνά τα σκέπασαν.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
εν ήξερες πως είναι Θεές και δεν τις προσκυνούσες μέχρι τώρα;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Όχι, νόμιζα ότι είναι δροσιά, καπνός και καταχνιά.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
εν ξέρεις πως καθοδηγούν τους σοφιστές,
τους ψευτομάντηδες τους κομπογιαννίτες γιατρούς
τους τεμπέληδες με τα μακριά νύχια και τα δαχτυλίδια,
τους επιδέξιους τραγουδιστές και χορευτές
και τους αστρολόγους; Τους ταϊζουν
με το να γράφουνε γι' αυτές τραγούδια και παιάνες.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Λοιπόν για αυτό τραγουδάνε την ορμή των Νεφελών,
την αστραφτερή και τη φιδίσια
του εκατοκέφαλου Τυφώνα τις λυσσομανούσες
τις θύελλες και το πέταγμα το αέρινο
τις νεροποντές και τ' αητονύχικα όρνια
των Νεφελών και γι' αμοιβή περιδρομιάζουν
κέφαλους τεράστιους και τσίχλες ολόπαχες.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Και τάχα δεν το αξίζουνε;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Τι πάθανε, για πες μου,
κι αν και είναι Νεφέλες, έμοιασαν με θνητές γυναίκες;
Είναι άλλο πράγμα εκεί ψηλά.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Και τι θαρρείς πως είναι εκεί;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
εν ξέρω καλά, αλλά νομίζω, ότι είναι σαν ιπτάμενες
τούφες από μαλλί - κι αυτές εδώ έχουν στήθια και μύτη!
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Απάντα μου σε ό,τι σε ρωτάω.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Σύντομα λέγε, ακούω.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
ε σου 'λαχε ποτέ να τις δεις να μοιάζουν με Κενταύρους,
με λύκους, με λεοπάρδαλεις και ταύρους;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ναι, τις είδα.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Όποια μορφή θελήσουνε, την παίρνουν. Κι άμα ιδούνε
κανένα μαλλιαρό κομήτη σαν τον Ξενοφάντη,
για να τον κοροϊδέψουν παίρνουν μορφή Κενταύρου.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Κι όταν δουν κανέναν άρπαγα των δημοσίων χρημάτων,
σαν τον Σίμωνα;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Γίνονται αμέσως λύκοι για να δείξουν την άτιμη φύση του.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Παρόμοια μεταμορφώθηκαν σε ελάφια χτες,
όταν είδαν τον φοβιτσιάρη τον Κλεώνυμο, που τόσκασε απ' τη μάχη.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Τώρα γίνανε γυναίκες, γιατί είδαν τον Κλεισθένη.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
(Χαιρετάει τις Νεφέλες)
Χαίρετε, παντοκρατόρισσες κυράδες
βγάλτε μια ουρανομήκη κραυγή και για μένα
να σας ακούσω.
ΝΕΦΕΛΕΣ
Χαίρε κι εσύ φιλόμουσε και κυνηγέ των λόγων
γέροντα. Και συ ιερέα της μπούρδας
της ψιλοκοσκινισμένης, για πες μας τι θέλεις;
Κανέναν από τους τωρινούς καιροσοφιστές
εκτός από τον Πρόδικο κι εσένα, δεν ακούμε.
Εκείνον για την μεγάλη σοφία και ο μυαλό του,
εσένα γιατί περπατάς στη στράτα κορδωμένος,
κοιτάς δεξιά κι αριστερά και πλήθος κακά
παθαίνεις για το χατήρι μας ξυπόλυτος αλλά μεγάλος.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Μάνα Γη, τι ιερά και σεβαστά λόγια!
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Αυτές μονάχα είναι θεοί και κανένας άλλος.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Κι ο ίας ο βασιλιάς του Ολύμπου δεν είναι; Πες μου!
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Ποιος ίας; Για σταμάτα, ανόητε, δεν υπάρχει ίας.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Μα τότε πες μου, δάσκαλε, ποιος βρέχει από τον ουρανό;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
(-είχνοντας τις Νεφέλες)
Αυτές εδώ και θα σου φέρω αδιάσειστη απόδειξη.
Είδες ποτέ πουθενά να βρέχει δίχως σύννεφα;
Ας βρέξει με ξαστεριά λοιπόν, χωρίς να χρησιμοποιήσει αυτές ο ίας.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
ναι, μα τον Απόλλωνα, το βρήκες.
Πίστευα πως κατουράει ο ίας μέσα από κόσκινο.
Μα τότε, πες μου, τι βροντάει και μου κόβει τα ήπατα;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Αυτές εδώ κάνουν τις βροντές καθώς κατρακυλάνε.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Πως;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Άμα γεμίσουνε νερό κι αρχίσουν να κινούνται
από το βάρος πέφτουν προς τα κάτω
και η μια την άλλη καθώς πέφτουν σκάζουν και βροντάνε.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Και ποιος τις κάνει να κινούνται, αν όχι ο μεγάλος ίας;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Ο αιθέριος Σίφουνας.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Αχ μάνα μου, τι ήταν αυτό που μου ήρθε στο κεφάλι!
εν είναι ο ίας; Ο Σίφουνας βασιλεύει στα ουράνια;
Αλλά για τις αστραποβροντές δεν μου εξήγησες.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
εν άκουσες; Είπα είναι γεμάτες νερό οι Νεφέλες
και καθώς χτυπάνε η μια την άλλη σκάνε και βροντάνε.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ένα παράδειγμα;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Παράδειγμα βάλε τον εαυτό σου.
Στα Παναθήναια, σαν γεμίζεις την κοιλιά σου με σάλτσες,
δε νιώθεις μέσα σου γουργουρητά και ξαφνικά
αρχίζεις να βγάζεις κρότους;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ναι, μου ταράζουν το στομάχι οι σάλτσες
και ξαφνικά αρχίζουν να βροντούν.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Με λίγο αέρα στην κοιλιά βροντάς κι εσύ
φαντάσου λοιπόν πόσο πρέπει να βροντάει ο απέραντος αγέρας!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Γι' αυτό και οι λέξεις μοιάζουν με βροντή.
Μα τώρα τους φλογερούς κεραυνούς για πες μου ποιος τα ρίχνει;
Κι άλλους μας καίνε ζωντανούς κι άλλους μας καψαλίζουν;
Λένε πως τα στέλνει ο ίας σε όσους πατάνε τον όρκο τους.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Βρε ανόητε, αν τους έστελνε σε όσους πατάνε τον όρκο τους,
γιατί δεν έκαψε τον Κλεώνυμο, το Θέωρο, το Σίμο,
που είναι ξακουστοί επίορκοι;
Αλλά και τους ίδιους τους ναούς του τους καίει
όπως το περήφανο Σούνιο και τις μεγάλες βελανιδιές;
Μου φαίνεται πως δεν πατάνε τον όρκο τους τα δέντρα.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Σα να έχεις δίκιο! Τι είναι λοιπόν ο κεραυνός;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Ξερός αέρας απ' τη γη καθώς υψώνεται και μπαίνει
μέσα στα σύννεφα, τα παραφουσκώνει και μετά
απ' το τέντωμα, σκάζουν εκείνα σαν ασκιά,
κι ο αέρας με βροντές ανάβει από την πολλή του την ορμή.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ναι μα το ία, αυτό το έπαθα κι εγώ σε κάποιο γλέντι.
Έψηνα μια ολόκληρη πατσά πάνω στα κάρβουνα
επειδή δεν μπόρεσα να την ανοίξω
και αυτή σαν φούσκωσε πολύ
έσκασε και τινάχτηκε και με έκαψε στα μάτια μου.
ΝΕΦΕΛΕΣ
Άνθρωπε που λαχτάρησες ν' ανέβεις στην ψηλή
κορφή της μάθησης, να γίνεις στην Αθήνα
και στην Ελλάδα ολόκληρη πολύ ευτυχισμένος,
αν έχεις νου, αν θυμάσαι καλά και σκέφτεσαι σωστά,
και αν αντέχει στα βάσανα η ψυχή σου, αν δεν κουράζεσαι
να στέκεσαι ώρες πολλές ορθός και ώρες πολλές να περπατάς
αν δεν χτυπάνε τα δόντια σου στο κρύο, αν δεν τρως ωραία φαγητά
αν δεν πίνεις σταλιά και δεν πας καθόλου στις παλαίστρες
αλλά νομίζεις ότι είναι για άντρα έξυπνο,
αναγκαία η νίκη της πράξης της σκέψης και της λογομαχίας.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Με τέτοια ατσάλινη ψυχή, υπνοκαταλύτρα σκέψη,
στομάχι φειδωλό και λαχανοφάγο
αντέχω να με κοπανάνε με τα σφυριά στο αμόνι.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Από εδώ και πέρα κανέναν άλλο θεό δεν θα πιστεύεις
παρά το Χάος και τις Νεφέλες και τη Γλώσσα. Αυτά τα τρία.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Καμιά κουβέντα δεν θα έχω με άλλους, κι ας βρεθούν μπροστά μου
ούτε θυσίες, ούτε σπονδές, ούτε λιβάνια.
ΝΕΦΕΛΕΣ
(Στο Στρεψιάδη)
Άντε και πες μου με θάρρος τι θες, και δεν θα βγεις χαμένος
αν μας τιμάς κι αν μας σέβεσαι κι αν θές να μιλάς όμορφα.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Κυράδες σας ζητώ μια πολύ μικρή χάρη:
Να ξεπερνώ εκατό μίλια τους Έλληνες όλους στα λόγια.
ΝΕΦΕΛΕΣ
Με πολλή χαρά θα στην κάνουμε τη χάρη
και σε καμιά λαοσύναξη κανένας δε θα μπορεί
ούτε να σε νικά ούτε να τα βγάζει πέρα μαζί σου.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
εν ζητάω μεγάλα πράγματα και βαθιές ιδέες, παρά μόνο
να μπορώ να στρεψοδικώ και να ξεγλιστράω σαν χέλι
από των δανειστών μου τα νύχια.
ΝΕΦΕΛΕΣ
Ναι, θα γίνει ό,τι λαχταρά η καρδιά σου.
εν είναι πολύ. Τώρα κάνε κουράγιο, και στους δασκάλους μας
παράδωσε το πνεύμα σου.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Μετά χαράς! Εμπιστεύομαι το πνεύμα μου σε σας, γιατί ζορίζομαι.
Του γιου μου τα άλογα με έκαψαν και μαζί ο γάμος μου.
(Τραγουδάει και χορεύει)
εν με νοιάζει τώρα πια
κι ας βουρλίζονται για μενα
κι ας βαράνε σα σουπιά
το κορμί μου θυμωμένα.
Πείνα, δίψα, κρύο και κάμα
δεν τα λογαριάζω, ας πάρουν
το κορμί μου με μια κάμα
να το κόψουν, να το γδάρουν.
Φτάνει να γλιτώσω εδώ
απ' τα χρέη μου, τους πνίχτες,
κι άσπρη μέρα πια να ιδώ
και να κοιμηθώ τις νύχτες.
Ας με δείχνουνε με κακία
κι ας με κράζουν (τι με μέλει!)
στο παζάρι, στα σοκάκια
ο καθένας ό,τι θέλει:
Του σκοινιού, του παλουκιού,
πρωτοψεύτη, κατεργάρη,
και ξετσίπωτη μαϊμού
και σαλιάρη και τομάρι,
μαλαγάνα, απατεώνα,
κάλπη, λέρα και τσιγκούνη
της δικολαβίας κορώνα
και καθήκι και γουρούνι.
Ας τα λένε απανωτά
κι από πίσω και μπροστά μου
κι ας σερβίρουνε ψητά
στο Σωκράτη τ' άντερά μου.
ΝΕΦΕΛΕΣ
Έχει θέληση και πνεύμα
κι όταν πετσωθεί στο ψέμα,
τότε η δόξα του θα πάει
πέρ' απ' τ' ουρανού τα χάη.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Αλήθεια;
ΝΕΦΕΛΕΣ
Ναι, γιατί μαζί θας θα είσαι
ευτυχισμένος πάντα και δοξασμένος.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Πότε λοιπόν, θ' αξιωθώ, κυράδες;
ΝΕΦΕΛΕΣ
Θα έρχεται πολύς λαός έξω από την πόρτα σου
παρακαλώντας να σε δει και να σου μιλήσει
για σπουδαιότατες δίκες, για δουλειές με πολλά λεφτά,
και θα ζητούν την άξια συμβουλή και γνώμη σου.
(Στο Σωκράτη)
Αρχίνα, δάσκαλε, τα μαθήματα τώρα,
και δοκίμασε την κρίση του και το μυαλό του.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
(Στο Στρεψιάδη)
Λέγε μου λοιπόν τι ξέρεις, για να μπορέσω
σε αυτά να προσθέσω καινούργιες μηχανές.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Θέλεις να με κάνεις πολεμιστή των τειχών;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Όχι, ζητάω να καταλάβω, αν έχεις μνημονικό.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Α! Είναι διπλό το πράγμα.
Αν μου χρωστάνε, δεν ξεχνάω ποτέ.
Αλλά αν χρωστάω, αμέσως ξεχνάω.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Έχεις, καλέ, το χάρισμα του λόγου;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Όχι του λόγου, αλλά έχω της απάτης.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Και πως θα μάθεις;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Έννοια σου, θα μάθω!
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Άντε να δω, θ' αρπάξεις με το πρώτο
μια σοφή μου κουβέντα για τα ουράνια;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Έτσι λοιπόν θ' αρπάξω τη σοφία,
όπως οι σκύλοι το ψωμί που τους πετάνε στον αέρα;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Είσαι άνθρωπος αμαθής και βάρβαρος σαν ξύλο απελέκητο.
Τι κάνεις άμα σε δέρνουν;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Στέκομαι και τις τρώω και μετά
ψάχνω να βρω μάρτυρες
και τραβάω γραμμή για το δικαστήριο.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Γδύσου τώρα.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Μα τι κακό έχω κάνει;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Είναι ο κανονισμός. Όσοι πρωτομπαίνουν στο σχολείο μου, μπαίνουν μέσα γυμνοί.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
εν ήρθα εδώ για να ψάξω, μη με κλέψατε για να γδυθώ.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Λίγα τα λόγια σου! Γδύσου!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Αν μελετώ και γρήγορα τα καταλαβαίνω,
σε ποιον από τους μαθητές σου θα μοιάσω;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Του Χαιρεφώντα μου, θα γίνεις ίδιος και απαράλλαχτος!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Α! Συμφορά μου! θα γίνω μισοπεθαμένος.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Άσε τα λόγια κι ακολούθησέ με και κούνα τα πόδια σου.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
ος μου πρώτα να βαστάω μια μελόπιττα,
γιατί τρομάζω σαν να κατεβαίνω στο Τροφώνιο άντρο.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Εμπρός! Τι στέκεσαι στην πόρτα και σκύβεις και κοιτάς; Προχώρα!
ΧΟΡΟΣ
(Στο Στρεψιάδη)
Τράβα, γεια σου και χαρά σου!
Και για την παλληκαριά σου
χίλια μπράβο, χίλια μπράβο!
Αν και πέρασες τον κάβο
της ζωής, πάντα η καρδιά σου
θέλει πράγματα γενναία
κι επιστήμη πάντα νέα
γνώση, γράμματα, σοφία
στα βαθιά γεράματά σου.
(Στο ακροατήριο)
καλοί μου ακροατές, θα σας πω όλη την αλήθεια
ελεύθερα, ναι μα τον Βάκχο το μεγάλο δάσκαλό μου!
Άξιος είμαι για να πάρω το στεφάνι, όσο άξιοι
είστε σεις σαν κριτές των πνευματικών αγώνων.
Και την κωμωδία μου ετούτη περισσά μαστορεμένη
με λαχτάρα την προσφέρω πρώτοι εσείς να τη χαρείτε,
που μου κόστισε πολλούς κόπους και πολλά ξενύχτια.
Κι όμως άδικα μου πήραν το στεφάνι, άλλοι απατεώνες.
Είναι το παράπονό μου, φωτισμένο ακροατές μου,
που για σας μονάχα γράφω. Κι όμως κακία δεν κρατάω
μια και κάποτε εδώ πέρα άνθρωποι, που καταλαβαίνουν,
παίνεσαν τον Σώφρονά μου και τον Καταπύγωνά μου.
Τότε ήμουνα παρθένα, δεν μπορούσα να γεννήσω
φανερά στην κοινωνία κι έτσι το μπαστάρδικό μου
το έριξα στο δρόμο κι άλλη πονετική ψυχή μου το πήρε
και του λόγου σας μ' αγάπη τ' αναθρέψατε γενναία.
Κι από τότε μεταξύ μας μπέσα κάναμε κι αγάπη,
Τώρα αυτή η κωμωδία μου σαν τη μυθική Ηλέκτρα
έρχεται και ψάχνει να βρει γύρω εδώ σοφούς κριτές
κι όπου πρέπει, θα το γνωρίσει του αδελφού της τη πλεξούδα.
Για κοιτάχτε την πως ήρθε ντροπαλή και μετρημένη!
Μπρος της δεν κουνάει ραμμένη μια πετσένια μαλαπέρδα
μ' ολοκόκκινο κεφάλι να γελούν τα μωρουδέλια.
Και σαχλά δεν κοροϊδεύει τα φαλακροκέφαλα
ούτε χορεύει κόρδακα, τον ξετσίπωτο χορό,
ούτε ανεβάζει γέροντα ν' απαγγέλνει και συνάμα
να βαράει με το ραβδί του όποιον βρεθεί κοντά του
να σκεπάσει με το ξύλο τα σιχαμερά του αστεία.
Ούτε στη σκηνή πηδώντας με δαδιά αναμμένα σκούζει,
μα βασίζεται μονάχα στην αξία της και στην τέχνη.
Είμ' εγώ μεγάλος ποιητής κι ας μην έχω οργιά την τρίχα
ούτε στη σκηνή ανεβάζω δυο και τρεις φορές τα ίδια
για να σας γελάσω τάχα. Το μυαλό μου κατεβάζει
πάντα θέματα καινούρια κι όλα διαφορετικά κι ωραία.
Και τον Κλέωνα όταν ήταν παντοδύναμος λαοπλάνος,
του έλυσα τον αφαλό του, μα όταν πέθανε, η καρδιά μου
δεν το βάσταξε και πάλι στο κουφάρι του να πέσω.
Όμως οι ανταγωνιστές μου τον Υπέρβολο τον μαύρο,
μόλις εύκολο τον βρήκαν, τον τσαλαπατούνε όλοι
και τη μάνα του με δαύτον. Ο Εύπολις στο "Μαρικά" του
έκλεψε τους δικούς μου τους "Ιππείς" και μάλιστα άσχημα,
μόνο πρόσθεσε μια στρίγγλα, μια μεθυσμένη να χορεύει
κόρδακα - κι αυτήν πρώτα ο Φρύνιχος την είχε βάλει,
που στο τέλος τη μπαμπόγρια το σκυλόψαρο την τρώγει.
Τον Υπέρβολο τον πήραν στο ψιλό και πλήθος άλλοι
σαν τον Έρμιππο, - όλοι μαζί δαγκάνουν τον Υπέρβολο
και μιμούνται την εικόνα τη δικιά μου για τα χέλια,
πως ψαρεύονται μονάχα μέσα σε νερά βουρκωμένα.
Κάποιον που γελάει με τέτοια αστεία, δεν τον θέλω θαυμαστή μου.
Κι όσοι στα εφευρήματά του βρίσκετε χαρά κι ουσία
θα'χετε σε πάσαν ώρα και μυαλό και δίκαιη κρίση.
Προσκαλώ το ία να φτάσει
τον βασιλιά των υψών
στου χορού μας τη γιορτή
κι ύστερα τον Ποσειδώνα,
παντοδύναμο Πατέρα
με την τρίαινα τη φοβερή,
που τραντάζει και κουνά
τα πελάγη και τα βουνά.
Και τον πάνσεμνον Αιθέρα,
ζωοδότη των πλασμάτων,
και τον άρχοντα των ασμάτων,
που μας δίνει φως και μέρα,
το θεό τον αλογάρη
νάρθει θάμπωμα και χάρη.
(Στους θεατές)
σοφώτατοι Αθηναίοι, δώστε βάση εδώ κι ακούστε
το βαρύ παράπονό μας και κατάμουτρα το λέμε:
Αν κι εμείς σας ωφελούμε πιο πολύ απ' όλους τους θεούς,
δε μας κάνετε θυσίες και σπονδές, σε μας μονάχα
τις προστάτισσες. Κι αν πάτε σε ανόητη εκστρατεία, αμέσως
βρέχουμε ή βροντάμε. Κι όταν θέλατε να κάνετε όλοι
στρατηγό σας τον αντίθεο Παφλαγόνα,
εσουφρώσαμε τα φρύδια, πιάσαμε τ' αστραποβρόντι,
το φεγγάρι άλλαξε δρόμο και μαζεύοντας ο ήλιος
τα φυτίλια του εσκοτίσθη με σκοπό να μην ξανάβγει,
αν ο Κλέωνας στρατηγός γινόταν: Κι όμως τον εκλέξατε
Στραβοκέφαλ' η Αθήνα πολιτεία και πεισματάρα!
Μα οι θεοί τα σφάλματά σας πάντα σε καλό τα βγάζουν.
Να και τώρα σε καλό σας θα βγει, αν ξαφνικά γραπώστε
τον ξαδιάντροπο τον Κλέωνα, τον αχόρταγο το γλάρο,
για τα δώρα, που μαζεύει, και για τις κλοπές, που κάνει,
και στο φάλαγγα περάστε το σκληρό του σβέρκο πάλι.
Όλες σας οι κουτουράδες σαν και πριν θα πάνε καλιά τους.
Έλα εδώ κοντά μου πάλι
Φοίβε, ήλιε χρυσομάλλη
πόχεις κατοικία σου θεία
την κατάκορφη Κυνθία.
Έλα χρυσοπάλατη Ήρα
της Εφέσου καλομοίρα
τιμημένη απ' τις Λυδές
μ' άνθη, δώρα και σπονδές.
Κι ω Παλλάδα, ντόπια θεά μας
βάστα πάλι πάνω μας
τη γοργόνα σου. μεγάλε
χαροκόπε Βάκχε, βάλε
στις Βακχίδες, στα δαδιά σου
τη μανία και τη φωτιά σου.
(Στο ακροατήριο)
Όταν κατά δω, Αθηναίοι, ξεκινάγαμε ναρθούμε
μας απάντησε η Σελήνη και παράγγειλέ μας πρώτα
χαιρετίσματα τσουβάλι και για σας και τους συμμάχους.
Και κατόπιν να σας πούμε, πως βαριά είναι κακιωμένη:
εν την τιμάτε, ως πρέπει, μ' όλες τις ευεργεσίες
που σας κάνει πάντα μ' έργα κι όχι λόγια. Μια δραχμούλα
ο καθένας σας κερδίζει κάθε μήνα απ' το δαδί
κι όταν έξω από το σπίτι βγαίνετε τα βράδια, λέτε
"το δαδί τι να το κάνω; λάμπει το φεγγάρι μέρα"!
Και σας κάνει ακόμα κι άλλα αμέτρητα καλά, Αθηναίοι,
όμως εσείς το καλαντάρι θάλασσα τόχετε κάνει
και δεν έχουν καμιά τάξη σταθερή του χρόνου οι μέρες.
Οι θεοί τη φοβερίζουν, πως εκείνη φταίει, σαν τύχει
και δεν φάνε τα σφαχτάρια της θυσίας, που τα προσμένουν,
γιατί λάθος τις ημέρες λογαριάζετε. Σαν είναι
ωρισμένη για θυσία μέρα εσείς δικάζετε.
Κι όταν οι θεοί νηστεύουν και πενθούν το Σαρπηδόνα
και το Μέμνονα, θυσίες κάμνετε, γλεντοκοπάτε.
Κι άμα στείλατε, Αθηναίοι, ιερομνήμονα για φέτος
τον Υπέρβολο, του πήραμε απ' το κεφάλι το στεφάνι,
για να μάθει τις ημέρες να μετράει με το φεγγάρι.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
(Μόνος)
Μα την Πνοή, το Χάος και τον Αέρα, δεν είδα άλλον κανένα τόσο πολύ χωριάτη
χοντροκέφαλο και ξεχασιάρη, που να του μαθαίνεις κάτι ψιλοπράγματα
κι αμέσως να τα ξεχνάει πριν τα μάθη.
(Στο Στρεψιάδη, που είναι κάτω στο υπόγειο)
Βγες από κάτω, κι έλα εδώ στο φως!
Εσένα στο λέγω, που είσαι; Ανέβα επάνω
πάρε και το κρεβάτι.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
εν το αφήνουν,
οι κοριοί, το βαστάνε με τα δόντια !
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Τέλειωνε, βάλτο εδώ και πρόσεχέ με.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Να.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Λέγε μου τι θέλεις να πρωτομάθεις;
Θες μέτρα και ρυθμούς και στιχουργία;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Θέλω μέτρα, γιατί ένας αλευράς
μου έκλεψε μιαν οκά προχτές στο ζύγι.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
ε σου μιλάω για τέτοια μέτρα, αλλά
σε ρώτησα από της ποίησης τα μέτρα ποιο σου αρέσει;
Τρίμετρο ή τετράμετρο;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Το μέτρο των τεσσάρων χοινικιών.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Είσαι βλάκας.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Στοιχηματίζω, αν θες, πως τέσσερα χοινίκια έχει ο τετράμετρος.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Άει να χαθείς χοντροκέφαλε!
Γρήγορα θα γίνεις, βλέπω, στους ρυθμούς ξεφτέρι!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ψωμί δε θα μου δώσουν οι ρυθμοί σου!
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Στις συντροφιές θα φαίνεσαι σπουδαίος
και μορφωμένος, άμα ξεχωρίζεις
τους ρυθμούς, τον ενόπλιο από το δάχτυλο.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
άχτυλο;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Ναι.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Το ξέρω!
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Λέγε μου το.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Να το!
(τεντώνει το μεσαίο δάχτυλο)
Γι' αυτό δε λες; Στα παιδικά μου χρόνια τούτο το δάχτυλο είχε αξία!
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Ξετσίπωτε χωριάτη!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
εν ζητάω να μάθω τέτοια πράγματα.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Λοιπόν;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Τον άδικο το λόγο! Να τι θέλω!
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Μα πρώτα έχουν σειρά άλλα μαθήματα.
Για πες μου λίγα αρσενικά ζώα…
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Αν δεν τα έχω χαμένα,
αρσενικά είναι ο τράγος, ο ταύρος, ο σκύλος, ο κούκος…
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Βλέπεις το λάθος; Κούκο λες μαζί και το αρσενικό και θηλυκό πουλί.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Και πώς να λέω, μα τον Ποσειδώνα;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Θα λες το ένα κούκο και το άλλο κούκισσα!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Κούκισσα; Μπράβο, μα τον Άνεμο!
Ώστε γι' αυτό το μάθημα θα σου γεμίσω
τη σκάφη σου τον "κάρδοπο" με αλεύρι;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Άλλο και τούτο! Η λέξη είναι θηλυκειά
και την λες αρσενική.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Μα πως την λέγω αρσενική;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Παρόμοια κάνεις αρσενικό και τον Κλεώνυμο.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Μα δεν καταλαβαίνω!
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Να ο Κλεώνυμος και το σκαφίδι
η "κάρδοπο" είναι το ίδιο.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Μα ποτέ του δεν είχε εκείνος κάρδοπο!
Ζύμωνε το ψωμί του ο κακομοίρης σε στρογγυλό γουδί.
Από εδώ και πέρα πως θα λέω σωστά τη λέξη;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Πάντα θα λες καρδόπη καθώς λες Σωστράτη.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Καρδόπη;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Ναι. Κι αυτό είναι το σωστό.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Θα λέω και τον Κλεώνυμο Κλεωνύμη;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Πρέπει ακόμα να μάθεις να γνωρίζεις τα δυο γένη και στα κύρια ονόματα.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Το ξέρω.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Πες μου λίγα θηλυκά.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Λύσιλλα, Κλειταγόρα, ημητρία…
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Κι αρσενικά;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Χιλιάδες! Αμυνίας, Φιλόξενος και Μελησίας.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Μα τούτα δεν είναι αρσενικά, δυστυχισμένε.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
εν είναι αρσενικά;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Καθόλου! Αν τύχει και δεις τον Αμυνία, πως θα τον φωνάξεις;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Όπως πάντα. Ψιτ! Έλα εδώ, Αμυνία!
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Να το! Αμέσως τον έκανες γυναίκα!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Άδικα τάχα, αφού δεν πάει στρατιώτης;
Μα γιατί μου μαθαίνεις γνωστά πράγματα;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Γνωστά; Καθόλου! Τώρα ξάπλωσε επάνω στο κρεβάτι…
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Να κάνω τι;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Σοφίσου κάποια λύση για τα ζητήματά σου.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Όχι, να χαρείς, σε τούτο το κρεβάτι!
Άσε να πλαγιάσω καλύτερα χάμω.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
ε μπορεί.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
(Ξαπλώνεται στο κρεβάτι)
Συμφορά μου! Στους κοριούς
όλα τα κρίματά μου θα πληρώσω!
ΝΕΦΕΛΕΣ
Στοχάσου τώρα, όσο μπορείς πιο βαθιά, και
μάζεψε το γέρικο μυαλό σου.
Κι άμα δεν σε βολεύει
σαν γρήγορο πουλί
σε θέματα πολλά
πήδα - και παντοτεινά τον ύπνο αποχαιρέτα!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Βάι, βάι, βάι, βάι και πωπωπω!
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Τι τρέχει; Τι παθαίνεις;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Χάθηκα! Χυμήξανε μεσ' από το κρεβάτι
Κορθιανοί κοριοί μεγάλοι
τις δαγκάνες τους μου μπήζουν μου ματώνουν τα παϊδια
μου ξεσκίζουν τ' απαυτά μου και μου πίνουν την ψυχή
και στον πάτο τον παχύ μπηκανε και τον τρυπάνε,
δε γλυτώνω, θα με φάνε!
ΧΟΡΟΣ
Μη φωνάζεις!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Τι να κάνω,
που τα χρήματά μου χάνω,
το πετσί μου
τη ζωή μου
τα τσαρούχια μου, τα πάντα,
κι από σας ριχτός εδώ
καραούλι τραγουδώ
και όλοι μου φωνάζετε από πάνω!
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Ε! συ, τι κάνεις και δε συλλογιέσαι.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ναι, μα τον Ποσειδώνα, συλλογιέμαι.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Και τι λοιπόν κατάφερες να βρεις;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Πως οι κοριοί σταλιά δεν θα μ' αφήσουν ήσυχο.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Α να χαθείς!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Για το χαμένο λες;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Φοβάσαι τους κοριούς; Σκεπάσου κι άντε
να βρεις καμιά καλή κατεργαριά και κόλπο για να σωθείς από τα χρέη.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Και ποιος θα μου ρίξει προβιές
να μου ζεστάνει το μυαλό μου για να γεννήσει ιδέες;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Για να τον δω τι κάνει; Ε! συ, κοιμάσαι;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Όχι μα τον Απόλλωνα!
Σ ΚΡΑΤΗΣ
εν έχεις πιάσει τίποτα;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Τίποτα!
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Καθόλου;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Μονάχα κάτι εδώ με τη φούχτα!
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Σκεπάσου λοιπόν για να σκεφτείς.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Τι να σκεφτώ; Για πες μου εσύ, Σωκράτη.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Ό,τι θες. Κι άμα το βρεις, μου λες.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Χίλιες φορές σου τοπα, στο ξανάπα:
Τούτο θέλω, να μη πληρώνω τόκους.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Σκεπάσου λοιπόν και ανάλυσε το ζήτημα κι άμα τα βρίσκεις σκούρα,
σταμάτα και ξανάρχιζε πάλι το θέμα και καλοζύγιασέ το.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Γλυκό μου Σωκρατάκι!
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Τι είναι παππού;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Βρήκα ένα κόλπο για να μην πληρώσω.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Για να το δούμε!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Πες μου πρώτα…
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Τι;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Αν μάγισσα πληρώσω Θεσσαλή
για να μου κατεβάσει το φεγγάρι
κι ύστερα σε μια θήκη στρογγυλή
σαν καθρέφτη κλεισμένο το κρατάω…
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Και τι θα ωφελήσει;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Και το ρωτάς;
Άμα δεν ανατέλλει το φεγγάρι
δε θα πληρώνω τόκους.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Πως θα γίνει αυτό;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Με το μήνα πληρώνονται όπως ξέρεις, οι τόκοι.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Να, κι εγώ να σε ρωτήσω:
Αν ξαφνικά σε καταγγέλναν ότι χρωστάς πεντέξι τάλαντα,
τι θα κάνεις, για να ξεφύγεις την κατηγορία;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Τι θα κάνω; εν ξερω! Να σκεφτώ…
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Τη σκέψη σου μην τηνε σφίγγεις μέσα σου.
Αμόλα την να πάει ψηλά, όπως πάει
χρυσόμυγα δεμένη απ' το ποδάρι.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Βρήκα τον τρόπο να τα σκαπουλάρω
και μπράβο θα μου πεις.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Για λέγε! Ακούω.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
ε σου λαχε να δεις στα φαρμακεία
εκείνη την ωραία διάφανη πέτρα,
που ανάβει τη φωτιά;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Μπα! Το κρύσταλλο λες;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Θα πάρω το κρύσταλλο κι όταν γράφει ο γραμματέας τη μήνυση,
θα πάω στον ήλιο να σταθώ
και τις αχτίδες δέσμη θα ρίξω στο κερί του απάνω
και θα λιώσω τα γράμματα. Τι λες;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Έξυπνο, μα τις Χάριτες!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Χαρά μου!
Γλίτωσα πέντε τάλαντα άψε σβήσε.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Και τώρα απάντα μου σ' αυτό…
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Σ' ακούω.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Πως θα γλυτώσεις από καταδίκη σίγουρη, όταν σου λείπουνε μάρτυρες;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Εύκολα κι εξυπνότατα.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Για λέγε!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Όταν θα μείνει μια μονάχα δίκη πριν από τη δική μου,
και πριν φωνάξουν τ' όνομά μου,
θα το σκάσω τρέχοντας και θα κρεμαστώ.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Βλακείες!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Καθόλου! Όταν εγώ πεθάνω
δε θα μπορέσουν πια να με δικάσουν.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Κούτσουρο, φεύγα! Πια δεν σε μαθαίνω.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
(Παρακαλεστικά)
Μα τους θεούς, τι σου έκανα, Σωκράτη;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Ό,τι σου μάθω, το ξεχνάς αμέσως.
Ορίστε: Πες μου τι σε πρωτοδίδαξα.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Για στάσου: Αλήθεια, τι με πρωτοδίδαξες.
Τη σκάφη, που ζυμώνουν το ψωμί!
Μα πως την είπες; Συμφορά μου!
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Χάσου! Ξεροκέφαλε, γεροξεκούτη!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Αλίμονο, τι θ' απογίνω ο μαύρος,
αν δε μάθω να λέω ωραία λόγια;
Χάθηκα, συμβουλεύτε με, ω Νεφέλες.
ΧΟΡΟΣ
Μια συμβουλή μονάχα θα σου δώσω:
Αν έχεις γιο που καταλαβαίνει,
φερ' τονε να σπουδάσει αντί για σένα.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Έχω λεβέντη γιο, σπίρτο μονάχο.
Μα τι να πω; εν αγαπάει τα γράμματα!
ΧΟΡΟΣ
Και τον αφήνεις;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Είναι χειροδύναμος
κι όλος ζωή κι από την οικογένεια κρατιέται
της Κοισύρας το ψηλομύτικο.
Μα πάω να τον βρω κι αν δε θελήσει
να ρθει, θα τον διώξω από το σπίτι.
(στο Σωκράτη)
Περίμενέ με λίγο, μέχρι να γυρίσω.
ΝΕΦΕΛΕΣ
(Στο Σωκράτη)
Θα σου δώσουμε καλά
πολύ μεγάλα και πολλά
μόνο εμείς απ' όλους τους θεούς.
Τον βλέπεις, τον ακούς
αυτόν; Αμέσως θα κάνει
ό,τι θελήσεις.
Και κοίταξε να τον χαρείς
γρήγορα και όσο μπορείς.
Έχει μυαλά φουσκωμένα
και μέχρι να μετρήσεις ένα
αλλάζει γνώμη και χαβά
και σε άλλο δρόμο τραβά.
(Ο Σωκράτης μπαίνει μέσα στο σχολείο)
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
(Σπρώχνοντας το γιο του)
Μα την Ομίχλη, φεύγα, ξεκουμπήσου
απ' το σπίτι μου. Πήγαινε και τρώγε
τις κολόνες του Μεγακλή του θείου σου!
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Τρελλάθηκες πατέρα; Τι σου ήρθε;
Μα τον Ολύμπιο ία, κάτι έχεις πάθει!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
(γελώντας)
Βρε ποιον Ολύμπιο ία; Ντροπή σου
να πιστεύεις στο ία κοντζάμ μαντράχαλος!
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Μα τι γελάς;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Τι κουτός είσαι
και μυαλό έχεις γεμισμένο με σκουριά!
Έλα κοντά τα μάτια να σου ανοίξω,
να γίνεις άντρας, κάτι θα σου πω
μα κοίτα κανενός δεν θα το πεις.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Λέγε, σ' ακούω.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ορκίζεσαι στο ία;
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Ορκίζομαι!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Να λοιπόν τι αξίζει η γνώση.
εν υπάρχει ίας μάθε.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Και ποιος υπάρχει λοιπόν;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Τον έχει ρίξει ο Σίφουνας το ία
και βασιλεύει αυτός.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Πω πω παλαβομάρα!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Κι όμως είναι αλήθεια.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Ποιος τα λέει;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ο Σωκράτης ο Μηλιώτης και
ο Χαιρεφώντας που βρήκε τα ίχνη των ψύλλων.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Τόσο λοιπόν τρελλάθηκες, πατέρα
για να πιστεύεις τέτοιους παλαβούς;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Σώπα! σώπα! Μην πεις κακό για ανθρώπους που τα έχουν τετρακόσια.
Κι είναι τόσο οικονόμοι, που μήτε στον κουρέα δεν πηγαίνουν ούτε σε λουτρό.
Και λάδι δεν αλείφουν το σώμα τους.
Μα εσύ μου τρως το βιος μου, λες κι έχω πεθάνει.
(Τον τραβά από το χέρι)
Πάμε να μάθεις για λογαριασμό μου.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Και τι καλό μπορούνε να μου μάθουν;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Πως! Όλη την ανθρώπινη σοφία.
Τότε θα καταλάβεις πόση αμάθεια
και χοντροκεφαλιά σε δέρνει, γιε μου.
Περίμενέ με μια στιγμή και φτάνω.
(Μπαίνει μέσα στο σπίτι του)
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Τι να τον κάνω; Ο γέρος πάει τρελάθηκε!
Στους δικαστές να τον πάω κι αυτόν
να μου τον κηρύξουν σ' απαγόρευση.
(Ο Στρεψιάδης βγαίνει κρατώντας στο κάθε χέρι κι από ένα πουλί)
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Για δες και πες μου: Τι πουλί είναι αυτό;
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Κούκος.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
ραία! Κι αυτό το θηλυκό;
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Κούκος.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Μα κούκος και τα δύο, βρε ρεζίλη;
Το λοιπόν από εδώ και πέρα μάθε
να λες το ένα κούκο το άλλο κούκισσα.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Κούκισσα; Αυτά σου μάθαν τα σπουδαία
εδώ μέσα εκείνου οι εκεί οι κατωκοσμίτες;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Κι άλλα πολλά, που τα ξεχνούσα αμέσως μόλις μου τα μάθαιναν.
Γέρασα βλέπεις.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Έχεις για αυτό χάσει το μανδύα σου;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
εν τον έχασα. Τα θρανία τον έφαγαν.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Αμέ και τα παπούτσια σου που τα έχεις και βόσκουνε, βρε ξεμωραμένε;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Τα έχω ακουμπισμένα σε καλή μεριά,
όπως ο Περικλής τα τάλαντά μας χωρίς λογαριασμό να δίνει.
Τράβα, άκουσέ με κι ας μην τα καταφέρεις.
Έτσι κι εγώ, όταν ήσουνα παιδάκι και τραύλιζες, έξι χρονών,
σε άκουσα και με τον πρώτο οβολό, που πήρα μισθό σαν δικαστής,
σου αγόρασα ένα μικρό μικρό αμαξάκι για να παίζεις.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
(Ακολουθεί χωρίς κέφι)
Κάποτε για όλα αυτά θα μετανιώσεις.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Μπράβο σου, να μ' ακούς.
(φωνάζει έξω από το σχολείο του Σωκράτη)
Ε! συ Σωκράτη,
άνοιξε και σου φέρνω το γιο μου.
(Ο Σωκράτης βγαίνει)
εν ήθελε, μα εγώ τον κατάφερα.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Είναι νιάνιαρο ακόμα και δεν ξέρει ο φτωχός την κρεμαστή σοφία!
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Αν σε κρεμούσα, θα ήσουνα σοφώτερος!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Σκασμός! Στο δάσκαλό σου αντιμιλάς;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
(Μιμείται τη φωνή του Φειδιππίδη)
"Αν σε κρεμούσαν"! Πόσο ηλίθια το είπε
με τα χείλη ανοιχτά μια πήχη!
Πως θα μπορεί τέλος πάντων να γλιτώνει στις δίκες,
να καλεί ψευδομάρτυρες τους δικαστές να απατά;
Για τούτα ένα τάλαντο πλήρωσε ο Υπέρβολος!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Μη σε νιάζει, δασκάλευέ τον. Έχει ευρετικό μυαλό από τη γέννα του.
Σαν ήταν παιδάκι, έφτιαχνε σπίτια από λάσπη και σκάλιζε βαρκούλες από ξύλο,
μαστόρευε αμαξάκια από πετσί και απ' του ροδιού τις φλούδες
έπλαθε βατραχάκια. Τι θαρρείς!
Τώρα να μάθει πρέπει τους δυο λόγους
δηλαδή το δίκαιο λόγο και τον άδικο
αυτόν που με τα ψέματα τουμπάρει τον άλλον. Κι αν όχι και τους δύο,
με κάθε τρόπο ας μάθει καν τον ψεύτη!
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Θα του τα μάθουν οι ίδιοι Λόγοι, να τους!
Εγώ πηγαίνω.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Μην ξεχνάς, πως πρέπει
ν' αναποδογυρίζει όλα τα δίκαια!
(Όλοι φεύγουν. Η σκηνή αδειάζει. Βγαίνουν ο -ίκαιος κι ο Άδικος Λόγος μαλώνοντας)
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Άντε πρόβαλε και δείξε την αξία σου στο κοινό
μ' όλην την ξετσιπωσιά σου.
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Όσο μεγαλύτερο το πλήθος
τόσο κι ευκολώτερα θα σε κοπανήσω.
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Εσύ; Και ποιος είσαι;
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Λόγος είμαι.
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Λόγος Άδικος.
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Κι ωστόσο σε νικώ το ίκαιο εσένα.
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Με ποια τέχνη, ποια σοφία;
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Βρίσκω πάντα νέες ιδέες.
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Όλα αυτά περνούν και πιάνουν σήμερα σε τέτοιους βλάκες.
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Ποιος το είπε; Είναι σοφοί.
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Θα σε καταστρέψω.
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Πως;
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Μιλώντας δίκαια και σωστά.
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Ό,τι λες θα το μπαντάρω με έξυπνες αντιλογίες.
εν υπάρχει ικαιοσύνη.
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
εν υπάρχει;
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
είξε μου την.
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Στους θεούς ψηλά!
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Τι κουβέντα!
Αν υπήρχε εκεί, πως μένει ατιμώρητος ο ίας,
που έχει δέσει τον μπαμπά του!
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Με έπιασε αναγούλα!
εν κρατιέμαι! Τη λεκάνη!
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Παλαβέ, γεροξεκούτη…
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Ξεσκισμένε, σκυλομούρη!
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Με τριαντάφυλλα με ραίνεις!
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Βλάστημε και θεομπαίχτη!
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Κρινοστέφανα μου βάζεις.
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
έρνεις τον πατέρα σου!
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Μάθε, πως με πασπαλίζεις με μαλαματόσκονη.
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
ς τα τώρα με λυωμένο σε ζεμάτιζα μολύβι.
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Όλα τώρα είναι τιμή μου.
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Θρασύτατος είσαι!
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Κι εσύ είσαι πολύ παλιός!
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Εξ αιτίας σου δεν πατάει κανένας νέος στο σχολείο μου.
Μα θα έρθει καιρός να νιώσουν οι Αθηναίοι
τι δασκαλεύεις τους ανόητους.
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Μυρίζεις πολύ άσχημα!
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Τώρα κάνεις τον καμπόσο μα πρωτύτερα πεινούσες
και σακκί ζητιάνου κράταγες και παράσταινες τον κακομοίρη
τον Τήλεφο τον ξεπεσμένο το βασιλιά της Μυσίας.
Κι έτρωγες απ' το σακκί σου ξερό ψωμί,
κάνοντας ατιμίες σαν αυτές του Πανδέλετου.
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Τι σοφία!
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Μα και τι τρέλλα.
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Τρέλλα ποιανού;
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Η δική σου
και της δόλιας της πολιτείας
που σε τρέφει και χαλάς τα καημένα τα παιδάκια.
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
(δείχνοντας το Φειδιππίδη)
Μαθητής σου δεν θα γίνει
αυτός εδώ, επειδή είσαι παλιός.
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Ναι, αν θέλει να σωθεί
κι όχι μονάχα τη γλώσσα του να ακονίσει για να κόβει.
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
(στο Φειδιππίδη)
Άστονε κι έλα σε μένα.
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Θα σε δείρω, αν τον αγγίξεις.
ΧΟΡΟΣ
(μπαίνοντας στη μέση για να μην αρπαχτούν)
Πάψτε τους καυγάδες πια
πάψτε τις βρισιές!
(στο -ίκαιο Λόγο)
Κι άντε δείξε πρώτα εσύ
τους παλιούς τι τους μάθαινες.
(στον Άδικο Λόγο)
Και συ δείξε την καινούργια τέχνη σου,
για να μπορέσει να διαλέξει από τους δυο σας
όποιον θέλει ο νεαρός.
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Αυτό θέλω.
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Κι εγώ το ίδιο.
ΧΟΡΟΣ
Ποιος θα κάνει την αρχή;
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Του παραχωρώ τη θέση.
Κι όταν θα έχει τελειώσει με μικρές έξυπνες φρασούλες
και με στοχασμούς καινούριους θα τον κατασαγιτέψω.
Κι αν τολμήσει γρυ να κάνει θα του πρήξω μούτρα, μάτια
με της γνώμης μου τις σφήκεςτις φαρμακερές.
ΧΟΡΟΣ
Άντε δείξτε μας οι δυο σας πόσο είστε επιδέξιοι
και στη σκέψη και σε λόγια και σε έξυπνα γνωμικά,
ποιος είναι από σας το καλύτερο παλικάρι.
Της σοφίας το βραβείο ποιος από τους δυο σας θα πάρει!
Είναι μεγάλος ο κίνδυνος και δύσκολη η μάχη.
(Στο -ίκαιο Λόγο)
Εσύ που στεφάνωσες με πλήθος αρετών την παλιά γενιά
μίλα μας δυνατά, όσο θέλεις, να μας μάθεις το ποιος είσαι.
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Να πως μορφώνονταν οι παλιότεροι Αθηναίοι,
όταν εγώ ήμουν δάσκαλος επιτυχημένος
το δίκαιο και η αρετή βασίλευε παντού στην πολιτεία αυτή.
Μικρό παιδί δεν άκουγες να μιλάει.
Στο δρόμο όλα τα παιδιά της γειτονιάς πηγαίνανε με τάξη
στο σπίτι του κιθαριστή γυμνά ακόμα και με χιόνια.
Και τους μάθαινε πρώτα, αφού αυτά κάθονταν κάτω,
τα ονομαστά τραγούδια.
"Γεια σου Παλλάδα φοβερή και καστροπολεμίστρα"
ή "λύρα, βγάλε τη φωνή σου τη δυνατή και τη γλυκειά"
κι αυτά με την παλιά εκείνη προγονική αρμονία.
Κι άμα κανένας έπαιζε κάποιο πρόστυχο τραγούδι
ή αν έκανε τσακίσματα σαν του Φρύνη,
επειδή ατίμαζε τις Μούσες, έτρωγε μπόλικο ξύλο.
Κάθονταν σεμνά στου γυμναστή
για να μη βλέπουν τίποτα το πονηρό απ' έξω.
Και μόλις σηκωνόνταν απ' την άμμο, την έφτιαχναν,
να μην φαίνονται εκεί σημάδια από την ήβη.
Κανείς δεν αλειφότανε λάδι κάτω από τον αφαλό του
κι έτσι στα σακουλάκια τους επάνω ανθοβολούσε
δροσιά και χνούδι, όπως πάνω στα φρέσκα κυδώνια.
Με λιγωμένη τη φωνή και κλείνοντας το μάτι
κανένας δεν εζύγωνε τον αγαπητικό του
σαν να ρουφιάνευε μονάχος τον εαυτό του.
Ποτέ κανείς δεν άρπαζε ραπανάκια στο δείπνο
ούτε άνηθο και σέλινο, μπροστά στους μεγάλους.
Λίγο έτρωγε, δεν χαχάνιζε σαν τσίχλα και δε σταύρωνε
τα πόδια το ένα πάνω στο άλλο.
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Παλιές συνήθειες απ' τον καιρό που χτίστηκε ο κόσμος
κι οι Αθηναίοι φορούσανε τζιτζίκια στα μαλλιά τους!
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Κι όμως με αυτά ανάθρεψα τους Μαραθωνομάχους.
Μα τώρα εσύ τα νέα παιδιά πολύ βαριά τα ντύνεις,
που σαν τα κοιτώ στα Παναθήναια, πνίγομαι,
καθώς βαστάνε την ασπίδα εμπρός τους
χορεύοντας οκνά αντί να οράνε
στον ενόπλιο χορό της Τριτογένειας.
(Στο Φειδιππίδη)
Και τώρα, παλληκάρι,
δάσκαλο εμένα, το ίκαιο Λόγο πάρε -
εν θα συχνάζεις στα λουτρά, στην αγορά καθόλου,
θα έχεις σεβασμό, να ντρέπεσαι, αλλά όταν σε πειράξουν
φωτιά θα παίρνεις.
Κι όταν πλησιάζουν γέροι, θα σηκώνεσαι
απ' το σκαμνί που κάθεσαι μ' ευγένεια
και θα τιμάς τους γονιούς σου, και δεν θα κάνεις τίποτα
που να λερώνει την εικόνα της Αιδώς εντός σου.
εν θα πηγαίνεις να χαζεύεις με ανοιχτό το στόμα
εκεί που κουνιούνται οι χορεύτριες
για να μη σου ρίξει καμία μικρούλα
κανένα κυδώνι αγάπης
και άσχημα μπλέξεις και χάσεις την υπόληψή σου.
Και δεν θα αντιμιλάς ποτέ στο γέρο σου πατέρα,
δεν θα τον λες Ιαπετό, δεν θα τον συγχύζεις
αυτόν που σε ανάστησε από μικρό παιδάκι.
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
(στο Φειδιππίδη)
Αν πας, παλληκαράκι μου, μ' αυτόν, μα τον Βάκχο,
θα μοιάσεις με τα ανόητα τ' αγόρια του Ιπποκράτη
και θα σε φωνάζουν παντού κόπανο και χαζό.
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Αλειμμένος λάδι το κορμί, με ροδοκόκκινη όψη
θα συχνάζεις στα γυμναστήρια και όχι στο παζάρι
όπως κάνουν οι τωρινοί νεαροί, που όλοι σαχλαμαρίζουνε.
Ποτέ για ψύλλου πήδημα
δεν θ' αρχινάς συζήτηση μικρή και ασήμαντη.
Θα τρέχεις στης Ακαδημίας τα ελαιόδεντρα από κάτω
με άλλα φρόνιμα παιδιά στεφανομένος άσπρα καλαμόφυλλα
και θα ευωδιάζεις λεύκα και πράσινο βάτο και ξεγνοιασιά.
Θα χαίρεσαι τα καλοκαίρια, όταν σιγά θροούνε στον άνεμο αντικρυστά
οι κλώνοι του πλάτανου και της φτελιας.
(Σε τόνο ζωηρότερο)
Όσα εγώ σου λέω αν τα κάνεις
και καλά τα βάλεις στο μυαλό σου
θα έχεις ατσαλένιο στήθος
και τριανταφυλλένιο πρόσωπο.
Θα έχεις πλάτες δυνατές
γλώσσα τόσο δα μικρή.
Κι άμα κάνεις ό,τι τώρα
κάνουν όλοι οι νέοι στη χώρα
θα χεις πρόσωπο ωχρό
και στήθος μικρό και στενό
γλώσσα μια πιθαμή.
Το μυαλό σου θα νομίζει
την τιμή πράγμα κακό
και καλό τη ρουφιανιά.
Και στο τέλος θα σου κολλήσει
ο άσχημος χαρακτήρας του Αντιμάχου
η αισχρότητα.
ΧΟΡΟΣ
Μες στα λόγια σου, ω δάσκαλε της υψηλής σοφίας
τι γλυκά της φρονιμάδας το άνθος μοσχοβόλησε!
Τι ευτυχισμένα, αλήθεια, ζούσαν οι παλιοί προγόνοι!
(στον Άδικο Λόγο)
Τώρα εσύ μεγάλε τεχνίτη της γλώσσας
πες μας κάτι καινούργιο. Μια χαρά ο αντίπαλός σου
τα κατάφερε και πρέπει με μεγάλα πια εφευρήματα
του μυαλού να τον τουμπάρεις δίχως να γίνεις ρεζίλι.
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Πλακώθηκαν τα στήθια μου, δεν κρατιόμουν
απ' το να συνταράξω τα λόγια του με αντίλογα.
Μ' έχουνε πει κατώτερο λόγο οι φιλόσοφοι,
γιατί εγώ πρώτος τόλμησα να βγω παλληκαρήσια
να αρνηθώ τη δικαιοσύνη, να αντιλέξω τους νόμους.
Και τούτη η αξία μου κάνει χιλιάδες τάλαντα
να υποστηρίζω δηλαδή το άδικο και να νικάω στο τέλος.
(Στο Φειδιππίδη)
Για κοίτα εγώ πως θα ξετινάξω την παλιά ανατροφή
που τόσο την παίνεσε ο αντίπαλος.
Σκέψου, πως θα σου απαγορεύσει τα ζεστά λουτρά.
(Στο -ίκαιο Λόγο)
εν μας λες να μάθουμε κι εμείς, γιατί τ' απαγορεύεις;
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Είναι βλαβερό συνήθειο, κάνει δειλό τον άντρα.
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Στάσου, σε άρπαξα απ' τη μέση και δε θα μου ξεφύγεις.
Για πες μου, απ' όλα τα παιδιά του ία, ποιος έχει
πιο γενναία ψυχή και άντεξε στους πιο μεγάλους κόπους;
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Ποιος άλλος από τον Ηρακλή; Κανείς δεν τον περνάει.
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Είδες ποτέ τα λουτρά του Ηρακλή να 'ναι κρύα;
Κι όμως η αντρεία του ήταν η πρώτη σ' όλο τον κόσμο.
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Εγώ μιλάω για εκείνα, που πάνε τα παιδιά
και όλη τη μέρα σαχλολογούν και έτσι γεμίζουν
της πόλης τα λουτρά, και αδειάζουν οι παλαίστρες.
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Εσύ κατηγορείς, μα εγώ παινεύω την αγορά. Αν ήταν
κακό πράγμα, δεν θα μιλούσε για "αγορητάδες" ο Όμηρος
όπως δηλαδή για το Νέστορα και τόσους άλλους ήρωες.
Λες ακόμα ότι δεν πρέπει να γυμνάζουνε τη γλώσσα οι νέοι.
Κι εγώ σου λέω, πως πρέπει και μάλιστα πολύ.
Κι ακόμα τους συστήνεις να είναι πάντοτε φρόνιμοι -
άλλο κακό κι αυτό.
Είδες κανένα φρόνιμο ποτέ σου να προκόψει;
Λέγε μου λοιπόν, αν μπορείς, βγάλε με ψεύτη.
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Να λοιπόν! Για τη φρονιμάδα του, του χάρισαν του Πηλέα
μαχαίρι οι θεοί να πολεμάει με τα θηρία του δάσους.
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Μαχαίρι; Αστείο κέρδος είχε για πληρωμή
της αρετής του ο κακομοίρης!
Ενώ για δες ο Υπέρβολος εξαιτίας της πονηριάς του
έβγαλε απ' τα λυχνάρια πολλά τάλαντα
ανακατεύοντας με τέχνη χαλκό και μολύβι.
Αυτό είναι κέρδος, όχι εκείνο το γελοίο μαχαίρι!
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Μα επειδή ήταν φρόνιμος, παντρεύτηκε τη Θέτιδα.
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Και εκείνη τον παράτησε, γιατί δεν ήταν υβριστής
ούτε καλός στο κρεβάτι τα βράδυα.
Γιατί η γυναίκα τα θέλει αυτά.
Μ' ακούς παλιάλογο;
(Στο Φειδιππίδη)
Και τώρα, παλληκάρι,
για σκέψου πόσα έχει μέσα της κακά
η φρονιμάδα
και πόσες ηδονές πρόκειται να στερηθείς
γι' αυτήν.
Χωρίς αυτά είναι μαύρη η ζωή,
ποιος θέλει να τη ζήσει!
Ας πάμε τώρα σε άλλο ζήτημα: στις ανάγκες τις φύσης μας.
Αμάρτησες, ερωτεύτηκες, μοίχευσες, πιάστηκες.
Χάθηκες αν δεν μπορεί να κόβει η γλώσσα σου.
Ενώ μαζί μου, μπορείς να χορταίνεις την κάθε σου επιθυμία
χόρευε, γέλα, γράψε την ντροπή στα παλιά τα παπούτσια σου.
Κι αν σε πιάσουνε με άλλου γυναίκα
θα λες: " εν φταίω εγώ, πιάστε το ία και βγάλτε του τα μάτια.
Γιατί κι εκείνος ξεμυαλίζεται απ' τις όμορφες γυναίκες.
Εγώ ο θνητός θα γίνω ανώτερος απ' τους θεούς;"
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Κι άμα τον πιάσουν και τον ραφανιδώσουν,
κι αν τον καψαλίσουν με χόβολη;
Θ' αρνιέται το αμάρτημά του, τι λες;
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Και τι θα πάθει τάχα κι αν το αρνηθεί κι αν όχι;
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Υπάρχει μεγαλύτερο κακό και ρεζιλίκι;
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Και τι θα πεις αν σου αποδείξω πως δεν έχεις δίκιο;
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Θα καταπιώ τη γλώσσα μου.
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Θα σε ρωτάω και απάντα μου:
Ποιοι γίνονται συνήγοροι;
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Οι ξεσκισμένοι.
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Πολύ σωστά.
Και τραγωδίες ποιοι γράφουνε;
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Οι ξεσκισμένοι.
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Πολύ καλά.
Και ποιοι δημηγορούν;
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Οι ξεσκισμένοι.
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Τώρα, το κατάλαβες, ότι δεν ξέρεις τι μας λες;
Για κοίτα γύρω σου το κοινό
και πες μας ποιοι περισσεύουν.
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Να! Κοιτάζω!
Α ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Και τι βλέπεις;
ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Πως είναι περισσότεροι οι ξεσκισμένοι.
(-είχνει με το δάχτυλο μερικούς από τους θεατές)
Να τος εκείνος, να κι αυτός
κι ο τριχωτός, από εκεί!
(προς το κοινό)
, εσείς, την πατήσαμε!
Και τώρα, να με δεχθείτε
πετάω τα ιμάτιά μου
και τρέχω να μπω ανάμεσά σας.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
(Στο Στρεψιάδη)
Λοιπόν θα πάρεις πίσω τον γιο σου
ή θα μου τον αφήσεις να του μάθω
να πηγαίνει η γλώσσα του ροδάνι;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Μάθε τον μου
και δέρνε τον κι ακόνισε το στόμα του,
τη μια μασέλα για τις μικροδίκες,
την άλλη για μεγάλα ζητήματα.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Θα σου τον κάνω πανέξυπνο σοφιστή.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Έχω την εντύπωση πως θα τον κάνεις κακομοίρη και κατάχλωμο.
ΧΟΡΟΣ
Προχωρείτε!
(Ο Άδικος Λόγος και ο Φειδιππίδης μπαίνουν στο σχολείο. Ο χορός απευθύνεται στον
Στρεψιάδη)
Μα θα το μετανιώσεις.
(Γυρίζοντας προς το κοινό)
Να τι πρόκειται να κερδίσουν οι κριτές, άμα δώσουν
δίκαιη ψήφο στο χορό μας, τώρα θα σας το πω.
Το φθινόπωρο, όταν πρέπει να οργώσετε τα χωράφια σας,
για σας πρώτα θα ρίχνουμε νερό κι ύστερα για τους άλλους.
Τα σταφύλια, τα σπαρτά σας θα σας τα φυλάμε,
κι ούτε η βροχή θα τα σαπίζει ούτε η κάψα θα τα καίει.
Κι αν κάποιος θνητός τολμήσει να μας αδικήσει,
ας τεντώσει το αυτί του να ακούσει τι θα πάθει.
εν θα παίρνει από το κτήμα του κανένα εισόδημα. Κρασί ή λάδι.
Μόλις αρχίζουν να βλασταίνουν τα λιόδεντρα ή τα αμπέλια του
με το χαλάζι θα σπάμε τα μπουμπούκια.
Κι αν θέλει να αποξηράνει τα κεραμίδια του,
εμείς θα βρέχουμε ακόμα περισσότερο
και θα ρίχνουμε χαλάζι να του σπάμε τη σκεπή του.
Κι αν αυτός ή συγγενής του ή φίλος του έχει γάμο,
εμείς θα βρέχουμε όλη νύχτα, ώστε να λέει:
Καλύτερα να ψηνόμουν στη Λιβύη παρά εδώ
στην Αθήνα να είμαι άδικος κριτής.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Υπολογίζω : εικοσιέξι, εικοσιεφτά,
εικοσιοχτώ και εικοσιεννιά του μήνα,
και τέλος να τριάντα, η μαύρη μέρα,
που τη μισώ, την τρέμω, τη σιχαίνομαι.
Πάει το παλιό φεγγάρι, αρχίζει νέο.
Πεισματικά οι δανειστές μου πηγαίνουν
στο πρυτανείο πληρώνοντας
τα έξοδα της δίκης για να με καταστρέψουν.
Κι εγώ σωστά τους λέω παρακαλώντας:
"Αυτά μην τα ζητάς τώρα. ώσε μου αναβολή
για τα άλλα. Πάρε τούτα".
Μα εκείνοι δεν ακούν. Με τέτοιο τρόπο
ποτέ, μου λένε, δε θα τους ξοφλήσω.
Και με βρίζουν, με λένε απατεώνα,
και δος του με τραβούν στα δικαστήρια.
Μα τώρα να κι αν πανε να κι αν δεν πάνε!
ε με νοιάζει, αν ο γιος μου έχει μάθει
να ρητορεύει, να δικολαβεί.
Ας πάω να δω τι κάνει στο σχολειό του.
(Χτυπάει την πόρτα)
Παιδί! Παιδί μου!
Σ ΚΡΑΤΗΣ
(Ανοίγοντας την πόρτα)
Καλώς τον Στρεψιάδη!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Καλώς σε βρήκα
(Του δίνει ένα σακκουλάκι αλεύρι για δώρο)
Πρέπει ο καθένας να δίνει του δασκάλου.
Και πες μου τώρα, αν έμαθε ο γιος μου
τον Άδικο το λόγο, τον καινούργιο
που τελευταία πήρες για βοηθό σου.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Έμαθε.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Μπράβο Απάτη παντοκρατόρισσα!
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Τώρα πια μη φοβάσαι καμία δίκη.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Κι αν υπάρχουν μάρτυρες ότι δανείστηκα;
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Και χίλιοι να είναι, τόσο το καλύτερο.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
(Πηδώντας ενθουσιασμένος)
Θα φωνάξω τώρα,
με όλη μου τη δύναμη
κλάφτε τοκογύφοι,
χάσατε τους τόκους
και τα κεφάλαια!
Ξέφυγα απ' τα νύχια σας!
Έχω γιο κανακάρη
που σπουδάζει εδώ μέσα,
νάχει γλώσσα δίκοπη
σωτήρας του σπιτιού του
καταφύγιο του πατέρα
των εχθρών του φοβέρα
και λυτρωτή των βασάνων μου.
(Στο Σωκράτη)
Τρέχα, φέρε το παιδί μου.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
(Φωνάζοντας από την πόρτα)
Ε! παιδί, παιδί!
Βγες έξω να σε δει ο πατέρας σου. Σε θέλει.
(Βγαίνει ο Φειδιππίδης)
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
, γλυκό παιδί μου, μέλι μου!
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Τώρα πάρε τον και φύγε.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
, παιδάκι μου, ω καμάρι μου!
Τι χαρά που σε βλέπω κίτρινο!
Άντε να δούμε τώρα αν έχεις μάθει
ν' αντιλέγεις επιδέξια και ν' αρνιέσαι το δίκιο
κι αν μπορείς χαριτωμένα να ρωτάς κάθε τόσο: "εσείς τι λέτε;"
τους άλλους να αδικείς και να ρημάζεις
κι όμως να κάνεις τον αδικημένο.
Στο πρόσωπό σου λάμπει η πονηρία η αθηνιώτικη.
Κάνε ό,τι μπορείς να με σώσεις, αφού εσύ με κατάστρεψες.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Και τι φοβάσαι;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Το παλιό φεγγάρι που τελειώνει
και το νέο που αρχίζει.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Τι είναι αυτό το παλιό και το νέο φεγγάρι;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Η μέρα, που τρέχοντας οι δανειστές
θα καταθέσουν τα έξοδα της δίκης.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Θα τα χάσουνε. Με κανέναν τρόπο
δεν μπορούν οι δυο μέρες να γίνουν μία.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
εν μπορούν;
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Φυσικά! Πως μπορεί μια γυναίκα να είναι και νέα και γριά μαζί;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Έτσι είναι ο νόμος.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
εν τον εξηγούν σωστά το νόμο.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Και τι λέει ο νόμος;
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Ο δοξασμένος Σόλωνας που αγάπαγε στ' αλήθεια το λαό…
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Τι σχέση έχει αυτό με το παλιό και το καινούργιο φεγγάρι;
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Αυτός όρισε δυο μέρες για την κλήση της δίκης. το παλιό και το νέο φεγγάρι
για να πηγαίνουν την πρωτομηνιά να καταθέτουν τα έξοδα οι αντίδικοι.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Τι χρειαζότανε τότε η τελευταία μέρα του μήνα, το παλιό φεγγάρι;
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Να χουν καιρό μπροστά τους μιαν ημέρα, για να συμβιβαστούνε.
Αλλιώς χαράματα θα χουν σκοτούρα με τα δικαστήρια.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Γιατί λοιπόν δεν δέχονται οι ταμίες τα χρήματά μας την πρώτη του μήνα
αλλά μας τα ζητάνε από τις τριάντα;
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Όπως το ψητό οι πεινασμένοι πριν στρωθεί το τραπέζι, έτσι και τούτοι
μια μέρα πριν τσιμπάνε τα λεφτά!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
(Γυρίζοντας στο κοινό)
Γιατί λοιπόν καθόσαστε, χαζοί,
νούμερα, αρνιά, σα τσουκάλια σωριασμένα;
Για μένα και το γιο μου τραγουδήστε εγκώμιο θριαμβευτικό,
που τα βολέψαμε!
μακάριε Στρεψιάδη,
από μικρός ήσουν σοφός
κι έχεις γιο ξεφτέρι!
Έτσι θα μου λενε μαζί φίλοι μου και χωριανοί:
"Είστε άξιοι και μεγάλοι".
Όταν βλέπουν στη σειρά όλες τις δίκες να τις κερδίζεις
και θα με ζηλεύουν.
Μα πάμε να σου κάνω το τραπέζι.
(Μπαίνει ο Α΄ -ανειστής ο Πασίας μαζί μ' ένα μάρτυρα)
ΠΑΣΙΑΣ
Είναι σωστό κανείς τα χρήματά του να τα σκορπάει; Καθόλου.
Έπρεπε τότε να βάλω κατά μέρος τη ντροπή
και ν' αρνηθώ, για να μην έχω μπελάδες.
Να τώρα που σε τραβάω στα δικαστήρια
για μάρτυρα να τρέχω
να γίνω εχθρός μ' ένα συγχωριανό μου.
Στη ζωή μου δεν θα ντροπιάσω την πατρίδα. Εμπρός.
Θα του κάνω αγωγή του Στρεψιάδη.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ποιος είναι τούτος;
ΠΑΣΙΑΣ
Έφτασε ο καιρός:
Είναι τριάντα και πρωτομηνιά.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
(Στο μάρτυρα)
Σ' έχω μάρτυρα. υο ημερομηνίες μου δήλωσε!
(Στον Πασία)
Γιατί με φοβίζεις;
ΠΑΣΙΑΣ
Για τις δώδεκα μνες, που σου δάνεισα
τ' άλογο το ψαρό για ν' αγοράσεις.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Άλογο; Τον ακούσατε; Όλοι ξέρουν,
πως τ' άλογα τα μισώ και τα σιχαίνομαι.
ΠΑΣΙΑΣ
Έδινες όρκο, πως θα με πληρώσεις.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Γιατί ακόμα δεν είχε μάθει τον ανίκητο λόγο ο Φειδιππίδης.
ΠΑΣΙΑΣ
Και γι' αυτό θ' αρνηθείς τα χρέη σου τώρα;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Αυτό το κέρδος έχω απ' τη σπουδή μου.
ΠΑΣΙΑΣ
Κι αν στους θεούς σε βάλω να ορκιστείς
και πάλι θ' αρνηθείς, πως μου χρωστάς;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ποιους θεούς;
ΠΑΣΙΑΣ
Όποιους θελήσω εγώ.
Στο ία, στον Ποσειδώνα, στον Ερμή.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
ίνω τρεις οβολούς από την τσέπη μου,
για να σου κάνω αυτό τον όρκο που θέλεις.
ΠΑΣΙΑΣ
Ου ! να χαθείς αδιάντροπε, αφιλότιμε!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Να σ' αλατίσω για να μη βρωμήσεις!
ΠΑΣΙΑΣ
Με κοροϊδεύεις!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Έξι αγγεία θα γέμιζες με το ξύγκι σου.
ΠΑΣΙΑΣ
ε θα μου γλιτώσεις, μα τους θεούς και το μεγάλο ία.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
(ξεσπώντας στα γέλια)
Με κάνεις και γελώ με τους θεούς σου!
Αυτός που ορκίζεται στο ία φαίνεται ανόητος
στα μάτια των σοφών.
ΠΑΣΙΑΣ
Να μα την πίστη μου θα λογοδοτήσεις για όλα αυτά μια μέρα.
Λέγε τώρα: Θα με πληρώσεις ή όχι, για να φεύγω;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Περίμενε λιγάκι κι αμέσως θα σου απαντήσω ορθά κοφτά.
(Ο Στρεψιάδης μπαίνει μέσα)
ΠΑΣΙΑΣ
(Στο μάρτυρα)
Τι πάει να κάνει; Λες να με πληρώσει;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
(Βγαίνοντας με μια σκάφη ζυμώματος (κάρδοπο) στο χέρι)
Που είναι αυτός, που ζητάει να τον πληρώσω;
(Βλέπει τον Πασία και του δείχνει την κάρδοπο)
Τι είναι αυτό;
ΠΑΣΙΑΣ
Τι είναι αυτό; Κάρδοπος είναι!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Κι έχεις μούτρα να μου ζητάς πίσω τα δανεικά σου,
αγράμματε, χωριάτη;
ε δίνω μια πεντάρα σ' όποιον λέει κάρδοπο
την καρδόπη.
ΠΑΣΙΑΣ
Μια πεντάρα;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ναι! Άδειαζέ μου τώρα τη γωνιά
και στρίβε από δω.
ΠΑΣΙΑΣ
Να μη χαρώ τη ζωή μου,
αν δεν σε πάω στο πρυτανείο.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Αντάμα με τις δώδεκά σου μνες
της αγωγής τα έξοδα θα χάσεις.
Γιατί είπες την καρδόπη ηλίθια κάρδοπο.
(Φεύγουν ο Πασίας με το μάρτυρά του και μπαίνει ο Β΄ -ανειστής, ο Αμυνίας)
ΑΜΥΝΙΑΣ
Αλίμονό μου! ιμένανε!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ποιος είναι αυτός, που κλαψουρίζει;
Μήπως κανένας θεός του τραγικού Καρκίνου;
ΑΜΥΝΙΑΣ
Ρωτάς ποιος είμαι εγώ; Κατατρεγμένος από τη μοίρα.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Τράβα σ' άλλη πόρτα.
ΑΜΥΝΙΑΣ
αίμονα κακοδαίμονα και μαύρη τύχη
τροχοτσακίστρα του αμαξιού μου
και Παλλάδα Αθηνά, με καταστρέψατε!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Τι σού κανε ο Τληπτόλεμος και σκούζεις;
ΑΜΥΝΙΑΣ
Μην κοροϊδεύεις, πες του γιου σου να βγει
να πληρώσει τα χρήματα που πήρε,
γιατί βρίσκομαι σε μεγάλη ανάγκη.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ποια χρήματα;
ΑΜΥΝΙΑΣ
Εκείνα που του δάνεισα.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Είχες δίκιο να κλαις! Τώρα το βλέπω.
ΑΜΥΝΙΑΣ
Αχ! Τ' άλογά μου με γκρεμοτσακίσαν!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Και κλαις σαν ναχεις πέσει από γαϊδούρι!
ΑΜΥΝΙΑΣ
Κλαίω και φωνάζω. Θέλω τον παρά μου!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Θαρρώ, καλά δεν είσαι!
ΑΜΥΝΙΑΣ
Και γιατί;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Μου φαίνεται, πως σου έστριψε η βίδα.
ΑΜΥΝΙΑΣ
Μου φαίνεται πως θα σε κουβαλήσω
στο δικαστήριο, αν δεν πληρώσεις τώρα.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Για πες μου! Ο ίας κάθε φορά, που βρέχει,
ρίχνει νερό καινούργιο ή μήπως ο ήλιος
ξανατραβάει απάνω το παλιό;
ΑΜΥΝΙΑΣ
εν ξέρω ν' απαντήσω ούτε με νοιάζει.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Πως θες να πληρωθείς, αφού δεν ξέρεις
τίποτ' απ' τα μυστήρια τ' ουρανού;
ΑΜΥΝΙΑΣ
Πλήρωσέ μου, αν τυχόν δεν ευκολύνεσαι τώρα,
τους τόκους.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Τι θεριό είναι ο τόκος;
ΑΜΥΝΙΑΣ
Είναι ο παράς, που μέρα με τη μέρα
και μήνα με το μήνα, όσο περνάει ο καιρός,
τόσο αυξαίνει και πληθαίνει.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Πολύ καλά! Για πες μου πότε η θάλασσα
είχε νερό περισσότερο, στα χρόνια
τα περασμένα ή στα τωρινά;
ΑΜΥΝΙΑΣ
Το ίδιο νερό έχει πάντα, μα την πίστη μου.
εν είναι λογικό να έχει περισσότερο.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Μα τότε, κακομοίρη, πως η θάλασσα
δεν πληθαίνει με τα πολλά ποτάμια,
που δέχεται, και θες τα χρήματά σου
να πληθαίνουν; Γκρεμοτσακίσου γρήγορα!
Φέρτε μου τη βουκέντρα!
ΑΜΥΝΙΑΣ
Θάχω μάρτυρες.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ακόμα εδώ είσαι; εν έφυγες;
(Τον βαράει με την βουκέντρα)
ΑΜΥΝΙΑΣ
Πως! Με βαράς;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Θα φύγεις ή θ' αρχίσω
με το σουβλί να σου τρυπώ τον πισινό,
για να τρέχεις σαν άλογο άγριο;
(Ο Αμυνίας το βάζει στα πόδια)
Φεύγεις; Αλλιώς θα σε κουνούσα εγώ
μαζί με τους τροχούς σου και με τ' άλογα.
(Μπαίνει μέσα)
ΧΟΡΟΣ
Κακό να θέλει ο άνθρωπος
τ' άδικο και το κρίμα.
Έτσι κι ο γέρος βάλθηκε
να φάει το ξένο χρήμα.
Και γι' αυτό θα βρει,
όπου νάναι τον μπελά του.
Κι αν είναι πρωτομάστορας
στην κατεργαριά
σήμερα του μέλλεται
τιμωρία βαριά.
Από καιρό τον ήθελε
τον γιο του πονηρό
τους νόμους και τα δίκαια
να τα τουμπάρει.
Όποιον τύχει μπροστά του
να τον μπερδεύει πάντα.
Όμως τώρα ο ανόητος
ο γέρος προτιμά
ο γιος του να ήτανε μουγγός!
(Βγαίνουν από μέσα ο Στρεψιάδης τρέχοντας και πίσω του ο Φειδιππίδης τον κυνηγάει και τον
βαράει)
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Βάι! Βάι! Βάι!
Γειτόνοι, συγγενείς και χωριανοί μου,
όπως μπορείτε, σώστε με απ' το ξύλο!
Αχ! το κεφάλι μου! χ ! η μασέλλα μου!
Άτιμε τον πατέρα σου χτυπάς;
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Ναι, πατέρα!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Τ' ακούτε; Το ομολόγησε!
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Φυσικά!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Λωποδύτη, πατροκτόνε!
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Λέγε όσα θέλεις τέτοια! εν το ξέρεις
πως χαίρομαι πολύ ν' ακούω βλαστήμιες;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ξεσκισμένε!
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Ρόδα μυρωμένα!…
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Τον πατέρα σου δέρνεις;
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Μα το ία, θα σου αποδείξω,
πως σε δέρνω δίκαια!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Είναι δίκαιο να δέρνεις τον πατέρα σου;
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Θα τ' αποδείξω ευθύς και συζητώντας
θα σε νικήσω.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Εσύ θα με νικήσεις;
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Και πάρα πολύ εύκολα. Μόνο διάλεξε
τον ένα απ' τους δύο λόγους, όποιον θέλεις.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ποιους λόγους;
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Για το δίκαιο, για τον άδικο.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Σε σπούδασα, κανάγια, ν' αντιστρέφεις
τα δίκαια κι ορίστε τώρα έχεις βαλθεί
να με πείσεις, πως είναι ωραίο και δίκαιο
να δέρνουν τα παιδιά τους πατεράδες.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Είμαι σίγουρος, ναι πως θα σε πείσω,
και μαζί μου τελικά θα συμφωνήσεις.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Άντε! Πολύ το θέλω να σ' ακούσω.
ΧΟΡΟΣ
Κοίτα, γέρο
πως θα τον φέρεις βόλτα.
Αν δεν πίστευε πολύ
στην καπατσωσύνη του,
α! δε θα είχε τόσο θράσος
αυτός ο άσσος της δικολαβίας.
(Στο Στρεψιάδη)
Και τώρα γύρνα κατά εδώ και εξήγα στο χορό μας
και με το νι και με το σίγμα πως άρχισε η διαμάχη.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ακούστε πως αρχίσαμε να λογοφέρνουμε.
Όντας μέσα τρώγαμε και φτάσαμε στο κέφι
τον θερμοπαρακάλεσα: Πάρε τη λύρα αυτή
και παίξε και τραγούδησε τον Κριό του Σιμωνίδη.
"Συνήθεια του παλιού καιρού είναι" μου απάντησε
"όταν πίνεις, να κάθεσαι να τραγουδάς και
να παίζεις κιθάρα,
όπως κάνουν οι νοικοκυρές, όταν αλέθουν κριθάρι".
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Έπρεπε ευθύς να σου ριχτώ και να σε πατήσω κάτω
που μου έλεγες να τραγουδήσω σαν να ήμουν τζιτζίκι.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Τέτοια μου έλεγε κι εμένα, καθώς τα λέει τώρα
κι επέμενε, πως είναι κακός ποιητής ο Σιμωνίδης.
Κι εγώ, όπως τον άκουγα, κρατιόμουν με δυσκολία.
Μετά τον παρακάλεσα να πάρει κλωνί μυρτιάς
και να μου ψάλλει κάτι από τα χορικά του Αισχύλου.
Μα αμέσως ξαναπαίρνει φωτιά και γυρίζει και μου λέει:
"Ο πρώτος ασυνάρτητος μέσα στους ποιητές,
αερολόγος, και τερατολεξοπλάστης είναι αυτός".
Αν και η καρδιά μου αναπήδησε και έγινα άνω κάτω
κατάπια τα φαρμάκια και του είπα: "Λοιπόν πες μου
κάποιο από τα καινούρια σου τα σοφά τραγούδια".
Κι αυτός αμέσως άρχισε να μου τραγουδά Ευριπίδη
το πώς (αχ! Θεέ μου φύλαγε!) αδερφός την αδερφή του
τη χάλασε! Μα τότε πια δεν άντεξα, τον αρχίζω στο βρισίδι.
Αφού ο καυγάς μας φούντωσε λόγο με το λόγο, πηδάει επάνω μου
και με αρπάζει απ' το λαιμό, να με πνίξει, με τσαλαπατούσε
και με έκανε τ' αλατιού.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Γιατί τον Ευριπίδη μας
δεν τον παραδεχόσουν για σοφότατο.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Σοφότατο; … Μα τι να πω; Θα μου τις βρέξει πάλι.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Φυσικά και μ' όλο μου το δίκαιο.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ποιο δίκιο; Εμένα, αδιάντροπε, που σ' έχω μεγαλώσει,
που όταν ήσουν μωρό και τραύλιζες, μάντευα τι ζητούσες;
Έλεγες "μπρου" κι έτρεχα αμέσως νεράκι να σου φέρω,
έμεγες "μαμ" κι έτρεχα αμέσως φαγάκι να σου φέρω,
και μόλις έλεγες "κακά" σ' άρπαζα και έξω από την πόρτα
πετιόμουνα κι εκεί σε βάσταγα να τα κάνεις.
(Ζωηρότερα)
Κι όταν πριν απ' το λαρύγγι μ' έσφιγγες και σου φώναζα:
"Θα τα κάνω επάνω μου"
δεν σταμάτησες για να με πας έξω απ' την πόρτα αλλά με έπνιγες
κι ο δόλιος πάνω μου τα έκανα.
ΧΟΡΟΣ
Λαχταρά η καρδιά σας
να ακούσετε, παιδιά,
και το γιο του. Αν με τα λόγια
νικήσει τον γέρο τον κουτό
δεν θα αξίζει βραβείο
αλλά ρεβύθι θα του δώσουμε.
(Στο Φειδιππίδη)
, θεμελιωτή της καινούργιας λογικής,
πείσε μας τώρα, όπως μπορείς, πως έχεις δίκιο.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
! τι χαρά είναι να κατέχεις νέα και επιδέξια πράγματα,
να γράφεις στα παπούτσια σου τους νόμους της πολιτείας.
Όταν είχα το νου μου στα άλογα και στα αμάξια,
δεν έβγαζα τρεις λεξούλες χωρίς να κάνω λάθος
κι από τότε που ο δάσκαλος ο Σωκράτης τα μάτια μου άνοιξε
και παίζω στα δάχτυλα μου τη σκέψη και τη γλώσσα
ακούστε με, πως είναι δίκαιο στο γιο τον πατέρα να δέρνει.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Γιε μου, ρίξε το ξανά στα άλογα, όπως πρώτα.
Καλύτερα να τρέφω τέσσερα άλογα παρά να τρώω ξύλο.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Από το μέρος που μου έκοψες την κουβέντα, αρχίζω
και σε ρωτώ: Σαν ήμουνα παιδί, με ξυλοφόρτωνες;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ναι. Για καλό σου και γιατί σ' αγάπαγα.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Και τώρα δεν είναι δίκαιο, κι εγώ να σ' αγαπάω
και για το καλό σου να ζητώ να σε τιμωρήσω,
αφού το να δέρνεις κάποιον θα πει τον αγαπάς πολύ;
εν είναι σωστό το δικό μου το κορμί να είναι μαύρο
απ' το ξύλο και το δικό σου ανέγγιχτο. Κι εγώ λεύτερος είμαι!
Πως! Θα τις τρώνε τα παιδιά και όχι οι πατεράδες;
Θα πεις: Είναι δουλειά των παιδιών να δέρνονται και να κλαίνε.
Κι εγώ σου λέω, πως οι γέροντες είναι δυο φορές παιδιά,
γι' αυτό ίσα ίσα και διπλό ξύλο πρέπει να τρώνε,
αφού λιγότερο πρέπει να κάνουν σφάλματα.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Κανένας νόμος δεν το επιτρέπει πουθενά, ακούς;
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Ο νομοθέτης ήταν άνθρωπος κι όμως έπειθε
εκείνους τους αρχαίους που ψήφισαν το νόμο.
Γιατί κι εγώ δεν μπορώ να βάλω ενάντιο νόμο;
Από δω και πέρα δηλαδή τα παιδιά να δέρνουν τον πατέρα;
Κι όσο ξύλο φάγαμε στα παιδικά μας χρόνια
αυτό τους το χαρίζουμε και δεν ζητάμε εκδίκηση.
Για κοίτα πως κάνουν τα ζώα και τα κοκόρια:
Επιτίθενται στον πατέρα τους, κι ωστόσο
δεν διαφέρουν απ' τους ανθρώπους
μόνο που ψηφίσματα δεν γράφουν.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Αφού λοιπόν μιμείσαι τον κόκορα σε όλα, τότε
γιατί δεν τρως κοπριά και δεν κοιμάσαι σε κοτέτσι;
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
εν είναι το ίδιο! Ρώτα, αν θέλεις, και το Σωκράτη ακόμα.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Μη δέρνεις τον πατέρα σου, θα μετανιώσεις πολύ πικρά.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Πως;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Είναι δίκαιο τώρα εγώ να σε βαράω κι αργότερα εσύ να βαράς το γιο σου.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Κι αν δεν κάνω γιο;
Εσύ θα πεθάνεις γελαστός κι εγώ ξυλοφορτωμένος.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
(Στο κοινό)
Νομίζω, πολύ καλά τα λέει, ω συνομήλικοί μου.
Πρέπει να του αναγνωρίσουμε τα δικαιώματά του.
Όταν δεν πράττουμε καλά, πρέπει να μας τις βρέχουν.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Άκου μιαν άλλη γνώμη τώρα.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Πάει, χάθηκα ο καημένος!
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Κι όμως το ξύλο, που έφαγες, θα σου φανεί ελαφρότερο.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Πως αυτό; Για μίλα μου να δω τι κέρδος θα έχω.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Θα δείρω και τη μάννα μου, όπως έδειρα κι εσένα.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Τι λες; Μεγαλύτερη ατιμία δε γίνεται!
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
(Ζωηρά)
Άντε! Και αν με τον άδικο
το λόγο σε πείσω,
πως πρέπει να δείρω
τη μάννα μου, τι θα πεις;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Ντροπή σου, γιέ μου, ντροπή!
Τότε να πας να πέσεις στο Βάραθρο,
μαζί με το Σωκράτη
κι εκείνο το ζαγάρι τον Άδικο το Λόγο
και οι τρεις σας σ' ένα σάκο!
(Στις Νεφέλες)
Για σας Νεφέλες, τα παθαίνω όλα αυτά
που πήγα και σας εμπιστεύτηκα
τα βάσανά μου!
ΧΟΡΟΣ
Εσύ φταις, που ζήταγες
με την κατεργαριά να ξεφύγεις.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Γιατί από τότε δεν μου τα λέγατε
αλλά με γελούσατε που με βρήκατε γέρο και χωριάτη;
ΧΟΡΟΣ
Έτσι κάνουμε πάντα: Όταν μυριστούμε
πως κάποιος αγαπάει τις πονηριές,
τον μπλέκουμε σε άσχημες δουλειές,
να μάθει να φοβάται τους θεούς.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Αλίμονό μου! Είναι κακό το σύστημά σας,
μα δίκαιο, γιατί δεν έπρεπε να θέλω
να φάω το ξένο χρήμα που είχα δανειστεί.
(Στο Φειδιππίδη)
Και τώρα, γιέ μου, βοήθα με να καταστρέψουμε
αυτούς εδώ τους βρωμερούς
Σωκράτη και Χαιρεφώντα, που μας εξαπατούσαν.
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
εν κάνω στους δασκάλους μου κακό.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Σεβάσου τον πατρογονικό θεό μας το ία!
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Ποιο ία μου κοπανάς; Κοιμάσαι ακόμα!
Υπάρχει ίας;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Υπάρχει!
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
εν υπάρχει!
Τον έδιωξε και βασιλεύει ο Σίφουνας.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
εν τον έδιωξε, εγώ το φανταζόμουν
και φταίει αυτός ο σίφουνας.
(Του δείχνει ένα ποτήρι γεμάτο κρασί)
Αλίμονό μου
ήταν ποτήρι και θεό τον έλεγα!
ΦΕΙ ΙΠΠΙ ΗΣ
Κάτσε και λέγε μόνος σου ανοησίες.
(Φεύγει)
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Τι κουταμάρα! Με έκανε ο Σωκράτης
κι έδιωξα τους θεούς απ' την καρδιά μου.
Όμως Ερμή καλέ μου, μη μου θυμώνεις:
Συμπάθα με και μη μ' εκδικηθείς.
Χαζολόγησα πολύ με την κουταμάρα.
Συμβούλευσέ με, αν πρέπει να τους πάω στα δικαστήρια.
Αν όχι, τι να κάνω;
(Βάζει τ' αυτί του στο άγαλμα και κάνει, πως άκουσε την απάντηση του θεού)
Καλά μου λες: Μακριά απ' τους δικαστές!
Φωτιά θα βάλω στων απατεώνων το σπίτι. Εμπρός!
Έλα, Ξανθία, τρεχάτος,
φέρε μια σκάλα, φέρε και μια τσάπα,
κι ανέβα στου σχολείου τα κεραμίδια
και γκρέμισέ τα να σε χαρώ
ώστε να πέσει η σκεπή και να τους πλακώσει.
(Ο Ξανθίας ανεβαίνει στη σκεπή και αρχίζει να γκρεμίζει)
Και δώστε μου ένα κούτσουρο αναμμένο
για να τους δείξω εγώ, πως εκδικιέμαι
τους φαφλατάδες και τους παλιανθρώπους.
ΜΑΘΗΤΗΣ
(Από μέσα)
Πωπω! Πω πω!
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Βγάλε, δαδί μου, φλόγα μεγάλη!
ΜΑΘΗΤΗΣ
Μωρέ, τι κάνεις;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Με ρωτάς τι κάνω;
Με τα δοκάρια συζητώ!
ΜΑΘΗΤΗΣ Β΄
(Από μέσα)
Ανάθεμά τον, ποιος μας καίει το σχολείο;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Εκείνος που του πήρατε το ιμάτιο.
ΜΑΘΗΤΗΣ Β΄
Μας σκότωσες.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Αυτό κι εγώ θέλω.
Φτάνει να μη μου σπάσει η τσάπα
κι ούτε να πέσω χάμω και να τσακιστώ.
Σ ΚΡΑΤΗΣ
(Βγάζοντας το κεφάλι του από το παράθυρο)
Ε! συ! Τι κάνεις πάνω στη σκεπή;
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Αεροβατώ και μελετάω τον ήλιο!
Σ ΚΡΑΤΗΣ
Αχ! Με έπνιξε η καπνιά!
ΜΑΘΗΤΗΣ Β΄
Κι εγώ όπου να'ναι, καίγομαι σαν λαμπάδα.
ΣΤΡΕΨΙΑ ΗΣ
Τι σας μπήκε να βρίζετε τα θεία,
τον πάτο της Σελήνης να ερευνάτε;
(Στον Ξανθια)
Κυνήγα τους και βάρα τους αλύπητα,
αφού περιφρονούσανε τα θεία!
ΧΟΡΟΣ
Και τώρα ας πάμε. Σήμερα χορέψαμε αρκετά.
ΤΕΛΟΣ