Η ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΤΗΣ 21ης ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1967 ΑΠΟ ΤΟΥΣ Κ. ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ ΚΑΙ Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ
Αγαπητοί φίλοι, η αλήθεια δεν έχει χορηγό.
Γνωρίζω ότι θα απογοητεύσουμε πολλούς που επένδυσαν στην δήθεν αντιστασιακή τους δράση.
Οι παραπάνω επενδυτές στην μεταπολίτευση ήταν οι πλέον φανατικοί Δημοκράτες για να αποδειχθούν στο τέλος ότι ήταν τενεκέδες
Δικαίωση της 21ης Απριλίου δια στόματος Μητσοτάκη: «Η 21η Απριλίου δεν ήταν αμερικανοκίνητη και ξενοκίνητη αυτό είναι μύθος»...
Για αρκετό καιρό πριν από την επέμβαση του Στρατού το 1967 επικρατούσε χάος και πολιτική αναρχία στην κοινωνία αλλά και εντός του κοινοβουλίου.
Οι βουλευτές αντί να ανταλλάσσουν επιχειρήματα έπαιζαν ξύλο στην κυριολεξία και βρίζονταν με τις πιο αισχρές εκφράσεις.
Σε αυτήν την κατάσταση κλήθηκε να δώσει ένα τέλος ο στρατός τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967.
Μετά την πτώση του καθεστώτος σχεδόν όλοι οι παλαιοί πολιτικοί έσπευσαν να το στηλιτεύσουν και να διεκδικήσουν δάφνες για ανύπαρκτες αντιστασιακές δράσεις, αλλά η δικαίωση των αξιωματικών ήρθε από τον κυριότερο, ίσως, εκπρόσωπο του πολιτικού κατεστημένου της εποχής τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ο οποίος μιλώντας τέτοιες ημέρες, Τρίτη του Πάσχα ήταν του 2007 στον δημοσιογράφο Παύλο Τσίμα δήλωσε τα εξής:
«Η εκτροπή ήταν μία ιδέα η οποία κυκλοφορούσε πολύ στην Δεξιά.
Ακόμη και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν υπέρ της Αναστολής Άρθρων του Συντάγματος.
Είχα πάει να τον δω στο Παρίσι και πιάσαμε την κουβέντα . Μου λέει:
«Καλά τα κάνατε την 15η Ιουλίου, αλλά κάματε ένα λάθος.
Έπρεπε να αναστείλετε άρθρα του Συντάγματος!
Εμένα μου το είπε αυτό ο Καραμανλής…
Δεν είχα ποτέ μου την αίσθηση ότι κινδυνεύουμε από τον Στρατό.
Εάν έκανε σωστά την δουλειά του ο ελληνικός πολιτικός κόσμος , δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση ο στρατός να κάνει πραξικόπημα.
Δηλαδή η δικτατορία οφείλεται σε αδυναμία του πολιτικού κόσμου, σε δική μας αδυναμία.
Δεν θα γινόταν ποτέ δικτατορία».
Επιτέλους ήρθε η δικαίωση για τους Αξιωματικούς οι οποίοι δικαιώνονται κάθε ημέρα με τα χάλια της πατρίδας μας και τους δικαιώνουν και όλοι οι παλαιοπολιτικοί που φέρουν μεγάλη ευθύνη για το χάος στην Ελλάδα πριν την 21η Απριλίου.
Μετά από τρία και πλέον χρόνια ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κατέθεσε την μαρτυρία του στον Νίκο Θεοδώρου λέγοντας:
«Εμείς οι πολιτικοί φέρουμε ευθύνη και για την 4η Αυγούστου 1936 αλλά και για τον ερχομό της 21ης Απριλίου 1967.
Σταθήκαμε ανίκανοι να σχηματίσουμε μία κυβέρνηση της προκοπής και το ‘36 και ’67.
Η 21η Απριλίου δεν ήταν αμερικανοκίνητη και ξενοκίνητη αυτό είναι μύθος.
Εμείς φέρουμε την ευθύνη!
Και λέμε ότι μας φταίνε οι ξένοι.
Η ευθύνη των Παπανδρέου πατήρ και υιού είναι τεράστια.»
Ένα χρήσιμο συμπέρασμα Τα εγκληματικά λάθη των αστών πολιτικών και ο Ανδρέας Παπανδρέου, με μαθηματική ακρίβεια οδηγούσαν την Ελλάδα στον τέταρτο κομμουνιστικό γύρο.
Όλοι περίμεναν την 21η Απριλίου.
Την επομένη επικρατούσε πλήρης ησυχία και ασφάλεια και ο ελληνικός λαός ήταν μονιασμένος και νέος άνεμος εθνικής αναδημιουργίας έπνεε στην πατρίδα μας.
Οι σάπιοι πολιτικάντηδες είχαν μπει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος ζητούσε την άδεια των «φίλων» και «συμμάχων» Αμερικανών να επιβάλλει δικτατορία με τον τότε χαλαρόφρωνα πρωθυπουργό Παναγιώτη Κανελλόπουλο.
Οι Αξιωματικοί της 21ης Απριλίου τους πρόλαβαν όλους και μάλιστα χωρίς να πάρουν την έγκριση των Αμερικανών.
Ο Φίλιπ Τάλμποτ πήγε να πάθει εγκεφαλικό εκείνη την ημέρα, δεν ήξερε τι συνέβη και όταν το έμαθε, το μόνον που τον ενδιέφερε αυτόν αλλά και τους Αμερικανούς ήταν να μην πάθει τίποτα ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Η 21η Απριλίου ήρθε φυσιολογικά και ο ελληνικός λαός την περίμενε και την δέχτηκε με μεγάλη ανακούφιση.
Οι πολιτικοί της περιόδου εκείνης ήταν ανίκανοι να κυβερνήσουν σωστά τον ελληνικό λαό.
Σήμερα μετά από πολλά χρόνια από την πτώση του Στρατιωτικού Καθεστώτος και την επάνοδο των πολιτικών στην εξουσία τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα.
Ίσως αυτό να είναι σκληρό για εμάς αλλά αυτή είναι η πραγματική δικαίωση των Αξιωματικών, μαζί φυσικά με την παραδοχή για την ανικανότητα του πολιτικού κόσμου από τους αντιπάλους τους».
Σχετικά με την Κύπρο, για τον Κίσινγκερ, τον Μακάριο, τον Καραμανλή ρωτήστε την έγκριτο δημοσιογράφο κ. Φανούλα Αργυρού.
Αγαπητοί συμπατριώτισσες και συμπατριώτες,
Η Ελλάδα σιωνοκρατείται και η Πατρίδα μας στερείται μίας ασπίδος ασφαλείας, πέραν και πάνω από κόμματα.
Το πολίτευμα μας ονομάζεται «κομματοκρατία και συναλλαγή» όπου η ψυχική και σωματική κακοποίηση των παιδιών (παιδεραστία..) αποτελεί κριτήριο για τη ανέλιξη των πολιτικών μας
Τότε δεν είχαμε Δημοκρατία, αλλά είχαμε ελευθερία, ασφάλεια, ψωμί, δωρεάν παιδεία και το σπουδαιότερο είχαμε μέλλον…….
«ΕΙΘΕ Η ΛΑΜΠΕΡΑΔΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ ΝΑ
ΘΕΡΑΠΕΥΣΗ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΟΥ»
Για την «Πατριωτική Ένωση-Ελληνική Λαϊκή Συσπείρωσι»
Στέργιος Σμυρλής
Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου
Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 | |||
---|---|---|---|
Το έμβλημα του νέου καθεστώτος | |||
Χρονολογία | 21 Απριλίου 1967 | ||
Τόπος | Ελλάδα | ||
Αίτια | Πολιτική αστάθεια | ||
Μέθοδοι | Κατάληψη δημοσίων κτιρίων και οργανισμών από τις ΕΔ | ||
Έκβαση | Ανατροπή της κυβερνήσεως Κανελλόπουλου Κήρυξη στρατιωτικού νόμου Εγκαθίδρυση στρατιωτικού καθεστώτος | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
| |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
|
Στις 21 Απριλίου 1967, και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, μια ομάδα αξιωματικών του στρατού, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Γεωργίου Παπαδόπουλου, με τη συμμετοχή του ταξίαρχου τεθωρακισμένων Στυλιανού Παττακού και του συνταγματάρχη Νικόλαου Μακαρέζου, όπως και άλλων αξιωματικών του στρατού ξηράς, κατέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα, το οποίο οι ίδιοι ονόμαζαν «εθνοσωτήριο επανάσταση» ή «Επανάσταση της 21ης Απριλίου». Την πράξη τους, οι πραξικοπηματίες δικαιολόγησαν ως απαραίτητη προκειμένου να αποφευχθεί αναρχία την οποία σχεδίαζαν κεντροαριστερές ομάδες,[1] υποστηρίζοντας ότι έχουν «τρανταχτές» αποδείξεις. Το δημοκρατικό πολίτευμα καταλύθηκε και στην χώρα επιβλήθηκε δικτατορία η οποία κράτησε για επτά χρόνια. Στις 20 Ιουλίου 1974, η ξαφνική εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο ανάγκασε το καθεστώς της Χούντας του Ιωαννίδη ο οποίος είχε ανατρέψει τον Παπαδόπουλο, να εγκαταλείψει την εξουσία. Η Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων, με το Δ΄ ψήφισμα στις 8 Ιανουαρίου 1975 χαρακτήρισε την κίνηση της 21ης Απριλίου 1967 ως πραξικόπημα. Οι τρεις πρωταίτιοι καταδικάστηκαν σε θάνατο ως στασιαστές, ποινή που μετατράπηκε σε ισόβια με απόφαση της κυβέρνησης Καραμανλή.
Προηγούμενο γενικό πολιτικό πλαίσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 28/11/2018) |
Μετά τον Εμφύλιο του 1946-49 ήταν διάχυτος ο φόβος της επικράτησης του κομμουνισμού παρά την ήττα του ΔΣΕ και την εξορία των ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ. Οι κυβερνήσεις λάμβαναν μέτρα όπως η απαγόρευση του ΚΚΕ, η εκτόπιση αντιφρονούντων κ.λπ. Ορισμένοι αξιωματικοί στο στρατό, στην αστυνομία/χωροφυλακή, στην ΚΥΠ και αλλού θεωρούσαν ότι οι πολιτικοί δε λάμβαναν αρκετά μέτρα ή ότι δεν ήταν αρκετά ικανοί να αποτρέψουν τον κίνδυνο και είχαν ουσιαστικά αυτονομήσει την δράση τους, δημιουργώντας το λεγόμενο «παρακράτος». Δημιουργήθηκαν ομάδες αξιωματικών, οι οποίες συνέρχονταν και αποφάσιζαν κοινή δράση χωρίς να λογοδοτούν ή να ελέγχονται από την πολιτική ηγεσία. Ταυτόχρονα με ψευδείς εκθέσεις ή με προβοκάτσιες προσπαθούσαν να πείσουν ότι η αριστερά είχε οργανωμένη δράση για την κατάληψη της εξουσίας. Οι κυβερνήσεις της εποχής κατά τις δεκαετίες '50 και '60 δε στάθηκε δυνατόν να ελέγξουν αυτούς τους παρακρατικούς μηχανισμούς είτε διότι δεν αντιλαμβάνονταν τη σοβαρότητα του κινδύνου για τη δημοκρατία, είτε διότι πολλές φορές τα ανάκτορα παρενέβαιναν υπέρ τους, νομίζοντας ότι οι παρακρατικοί είναι ως επί το πλείστον ορκισμένοι φιλομοναρχικοί. Δείγματα της δράσης των παρακρατικών ήταν το σχέδιο «Περικλής», ως ένα βαθμό η «βία και νοθεία» στις εκλογές του 1961 και η δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963.
Η δράση των αντιδημοκρατικών ακροδεξιών ομάδων αυτών εντάθηκε μετά τη νίκη στις εκλογές του 1963 της Ενώσεως Κέντρου με αρχηγό τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος ήταν μεν αντικομμουνιστής, πίστευε όμως ότι η πολιτική διώξεων κατά των κομμουνιστών μάλλον τους ενίσχυε παρά τους αποδυνάμωνε. Οι πραξικοπηματίες φοβούνταν την πιθανότητα νέας νίκης της Ενώσεως Κέντρου στις προσεχείς εκλογές. Μια νίκη της θα σήμαινε ενίσχυση της πτέρυγας του Ανδρέα Παπανδρέου και πιθανή κάθαρση του στρατεύματος από τα υπερδεξιά στοιχεία. Μια τέτοια κάθαρση αναμφισβήτητα θα περιλάμβανε πολλά από τα ηγετικά στελέχη του κινήματος. Η προηγούμενη προσπάθεια ελέγχου του στρατεύματος από την κυβέρνηση είχε καταλήξει σε σύγκρουση με τα ανάκτορα και την Αποστασία του 1965. Αν η Ένωση Κέντρου επανεκλεγόταν, η παρέμβαση των ανακτόρων θα ήταν πολύ πιο δύσκολη.
Την ίδια στιγμή οι αντιαμερικανικές δηλώσεις του Ανδρέα Παπανδρέου, η χείρα φιλίας που έτεινε προς την ΕΔΑ και οι προτροπές του για ενίσχυση της φιλίας με τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας είχαν θορυβήσει όλους τους δεξιούς θεσμικούς και εξωθεσμικούς παράγοντες, περιλαμβανομένων και των Αμερικανών. Λόγω της προχωρημένης ηλικίας του Γ. Παπανδρέου ο Α. Παπανδρέου διαφαινόταν ως ο διάδοχός του σε περίπτωση νίκης στις επερχόμενες εκλογές.
Το χρονικό του πραξικοπήματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι συνωμότες διστάζουν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός και ο συνταγματάρχης Νικόλαος Μακαρέζος συναντήθηκαν στο αρχηγείο των τεθωρακισμένων στο Γουδί, στις 11.30΄ της Πέμπτης 20ης Απριλίου. Ο Παπαδόπουλος δεν είχε λάβει ακόμα κάποιες πληροφορίες και πρότεινε να αναβάλουν το πραξικόπημα κατά είκοσι τέσσερις ώρες. Ο Παττακός αρνήθηκε κι η διαφωνία τους κράτησε αρκετή ώρα. Τελικά ο Παττακός ανακοίνωσε στους άλλους συνωμότες ότι εκείνος θα ξεκινούσε το κίνημα είτε τον ακολουθούσαν, είτε όχι [2] και τότε συμφώνησαν κι οι υπόλοιποι. Ωστόσο, το πραξικόπημα είχε ήδη καθυστερήσει κατά μία ώρα και οι πρώτες μετακινήσεις μονάδων άρχισαν μετά τη 1 π.μ. Ο λόγος που δίσταζε ο Παπαδόπουλος ήταν γιατί το μεσημέρι της ίδιας μέρας κάποιος είχε τηλεφωνήσει ανώνυμα στη γυναίκα του συνταγματάρχη Λάζαρη και της είχε πει ότι η πολιτική ηγεσία ήξερε για τη βραδινή κίνηση.[εκκρεμεί παραπομπή]
Την ίδια μέρα, ο αρχηγός Στρατού Γρηγόριος Σπαντιδάκης κάλεσε σε σύσκεψη 6 αντιστράτηγους, τους πιο έμπιστους, και τους τόνισε ότι έφτασε η ώρα για επέμβαση του στρατού. Όλοι συμφώνησαν μαζί του και τον εξουσιοδότησαν να συναντηθεί με τον Κωνσταντίνο και να του ζητήσει εκ μέρους όλων να δώσει την εντολή εκτέλεσης του σχεδίου "Ιέραξ ΙΙ" για τη διενέργεια του πραξικοπήματος. Κανόνισαν νέα σύσκεψη έπειτα από ένα τετραήμερο, για τη Δευτέρα 24 Απριλίου, αν μέχρι τότε ο βασιλιάς δεν είχε διατάξει να γίνει το πραξικόπημα. Η CIA ήταν πλήρως ενημερωμένη για το περιεχόμενο της σύσκεψης των στρατηγών.
Σύμφωνα με αμφιλεγόμενης αξιοπιστίας μαρτυρίες από τον κύκλο των πραξικοπηματιών και δη του Στυλιανού Παττακού, ο οποίος είχε τη μικρότερη γνώση των πραγματικών παρασκηνίων της συνωμοσίας, ο αντιστράτηγος Ζωιτάκης ενημέρωσε τον Νικόλαο Μακαρέζο για την απόφαση των στρατηγών να στείλουν τον Σπαντιδάκη στον Κωνσταντίνο κι έτσι οι συνταγματάρχες αποφάσισαν να κάνουν το δικό τους πραξικόπημα την ίδια κιόλας νύχτα, για να προλάβουν το πραξικόπημα των στρατηγών.
Έλεγχος τηλεπικοινωνιών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πρώτα κινήθηκαν τα τμήματα των καταδρομέων (ΛΟΚ). Αποτελούσαν τον ακρογωνιαίο λίθο της επιτυχίας του κινήματος, που θα είχε πιθανότητες επικράτησης μόνο αν οι μονάδες αυτές κατόρθωναν να καταλάβουν όλα τα τηλεπικοινωνιακά κέντρα χωρίς να δοθεί το σήμα συναγερμού. Δεν έπρεπε να ειδοποιηθούν και να κινητοποιηθούν ο βασιλιάς, οι στρατηγοί και η κυβέρνηση πριν ολοκληρωθούν οι βασικοί στόχοι του κινήματος. Οι τηλεπικοινωνίες –κτίριο της ΕΡΤ (τότε ΕΙΡ), τηλεόραση, ραδιοφωνικοί σταθμοί, τηλεφωνικό κέντρο και στρατιωτικές εγκαταστάσεις ασυρμάτου- κατελήφθησαν μεταξύ 1 και 1.30΄ π.μ. χωρίς να δοθεί το σήμα του συναγερμού. Στους δρόμους επικρατούσε ησυχία, αφού δεν είχαν ακόμα κινηθεί τα τανκς και δεν κυκλοφορούσαν ομαδικά διάφορα στρατιωτικά καμιόνια. Οι στρατιώτες μετακινούνταν γρήγορα και αθόρυβα, κατά μικρές ομάδες, στους προκαθορισμένους στόχους δίχως να κινούν την προσοχή ή την περιέργεια. Ένα τζιπ γεμάτο στρατιώτες δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο στους αθηναϊκούς δρόμους. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά οι στρατιώτες της χούντας είχαν θέσει υπό το λειτουργικό έλεγχό τους όλα τα τηλεπικοινωνιακά κέντρα.
Πλαστογράφηση – Σχέδιο Προμηθεύς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Παπαδόπουλος είχε ετοιμάσει μια γραπτή διαταγή που όριζε τις μετακινήσεις των αναγκαίων στρατιωτικών μονάδων, πλαστογραφώντας το όνομα του βασιλιά. Οι συνωμότες απευθύνθηκαν στους αγουροξυπνημένους στρατιώτες διαβάζοντας τη, δήθεν υπογεγραμμένη από το βασιλιά, διαταγή και τους ανέπτυξαν το σχέδιο μάχης, στο όνομα του βασιλιά. Στη συνέχεια, ο Παπαδόπουλος έστειλε το κωδικό σήμα για την ενεργοποίηση του Σχεδίου Προμηθεύς, σχέδιο εκτάκτης ανάγκης του ΝΑΤΟ. Το συγκεκριμένο σχέδιο προορίζονταν για την αναγκαστική ανάληψη εξουσίας από το στρατό με σκοπό την εξουδετέρωση κομμουνιστικής εξέγερσης, σε περίπτωση που εισέβαλαν στην Ελλάδα δυνάμεις του σοβιετικού στρατού[3]. Βασικό στοιχείο του σχεδίου ήταν ότι έθετε όλες τις στρατιωτικές μονάδες υπό την άμεση ηγεσία του υπουργού Άμυνας ή του αρχηγού ΓΕΣ, στρατηγού Σπαντιδάκη ή του βασιλιά, απαγορεύοντας ρητά την υπακοή τους σε οποιαδήποτε άλλη διαταγή.
Ο έμπιστος του βασιλιά αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, στρατηγός Γ. Σπαντιδάκης, αντικαταστάθηκε από τον Οδυσσέα Αγγελή. Ο Αγγελής κάνοντας χρήση του νέου του αξιώματος έδωσε εντολή στο Γ' Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη να εφαρμόσει το Σχέδιο Προμηθεύς σε όλη τη χώρα.
Συλλήψεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Έχοντας πια στη διάθεσή τους τηλέφωνα και ασυρμάτους, οι κινηματίες ήταν έτοιμοι να προχωρήσουν στην επόμενη φάση του σχεδίου τους, στις συλλήψεις. Υπό τη διεύθυνση του Ιωάννη Λαδά εξόρμησαν πολυάριθμα μικρά αποσπάσματα της ΕΣΑ και διαφόρων στρατιωτικών σχηματισμών, τα οποία άρχισαν, σύμφωνα με σχέδιο λεπτομερώς κατηρτισμένο, τις συλλήψεις πολιτικών και στρατιωτικών προσωπικοτήτων που κατείχαν καίριες θέσεις στον μηχανισμό του κράτους, με πρώτο στόχο τον πρωθυπουργό Παναγιώτη Κανελλόπουλο.
Την ίδια ώρα κατελήφθη το συγκρότημα του Πενταγώνου με συνδυασμένη επιχείρηση από μέσα και απ' έξω, υπό τη γενική διεύθυνση του διοικητή της ΕΣΑ συνταγματάρχη Ιωάννη Λαδά. Ο Παπαδόπουλος έφτασε στο Πεντάγωνο, όπου τον περίμεναν ο συνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς και ο αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Ασλανίδης. Οι στασιαστές όρμησαν μέσα και κατέλαβαν το κτίριο, χωρίς πάλι να δοθεί το σήμα του συναγερμού. Δώδεκα τανκς κι οκτώ θωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού κύκλωσαν το Πεντάγωνο, ενώ άλλα τανκς βρέθηκαν μπροστά στα κτίρια της τηλεόρασης, των ραδιοφωνικών σταθμών και των τηλεφωνικών κέντρων, ώστε να αποκρουστεί κάθε απόπειρα ανακατάληψής τους. Κι αφού είχαν δρομολογηθεί οι συλλήψεις, διάφορες μονάδες, με μυημένους αξιωματικούς, κινήθηκαν και κατέλαβαν στρατηγικά σημεία της Αθήνας, στην πλατεία Συντάγματος, μπροστά από μεγάλα ξενοδοχεία (Χίλτον) και τανκς σφράγιζαν τους δρόμους που οδηγούσαν από την επαρχία στην Αθήνα. Αποκλείστηκε και το αεροδρόμιο του Ελληνικού, ενώ στο στρατόπεδο Διονύσου ο διοικητής των ΛΟΚ συνταγματάρχης Κ. Ασλανίδης παρέμενε με τον όγκο της δύναμής του ως γενική εφεδρεία.
Τέλος, μια σημαντική δύναμη ελαφρών αρμάτων με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο, κύκλωσε τα ανάκτορα Τατοΐου, το ομώνυμο γειτονικό αεροδρόμιο και την έπαυλη όπου έμενε η Φρειδερίκη με τις κόρες της[4].
Η πρώτη ειδοποίηση που πήρε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος για όσα συνέβαιναν ήταν από τον υπασπιστή του, ταγματάρχη Μιχάλη Αρναούτη, όταν είδε ομάδα στρατιωτών να εισβάλλει στην κατοικία του στο Παλαιό Ψυχικό. Το τηλέφωνό του όμως νεκρώθηκε και τελικώς συνελήφθη και οδηγήθηκε στο Πεντάγωνο. Από τις βροντές των πυροβολισμών, ξύπνησε και η Μαργαρίτα Παπανδρέου[5]. Η κατοικία του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν γειτονική του Μιχάλη Αρναούτη. Ένας λοχαγός και τέσσερις κομάντος εισέβαλαν στην οικία και μετά από επεισοδιακή καταδίωξη συνέλαβαν τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Κωνσταντίνος αμέσως τηλεφώνησε στον πρωθυπουργό Παναγιώτη Κανελλόπουλο όπου ο τελευταίος τον πληροφορούσε ότι τον συνελάμβαναν εκείνη ακριβώς τη στιγμή, στις 2.23’ το πρωί.
Η δεύτερη ειδοποίηση ότι βρισκόταν σε εξέλιξη πραξικόπημα ήρθε στις 2.10΄ το πρωί, όταν ο αστυνομικός διευθυντής της Αθήνας Τασιγιώργος άκουσε τις κινήσεις των στρατιωτικών μονάδων και τηλεφώνησε στον υπουργό Δημοσίας Τάξης Γεώργιο Ράλλη. Ο Ράλλης προσπάθησε να τηλεφωνήσει στο Τατόι, αλλά το τηλέφωνό του είχε νεκρωθεί. Κατευθύνθηκε στο γειτονικό αστυνομικό τμήμα, από όπου κατόρθωσε μέσω ασυρμάτου Motorola να συνδεθεί με το βασιλιά. Ο βασιλιάς έδωσε εντολή στον Ράλλη να επικοινωνήσει με τους αξιωματικούς υπηρεσίας των Σωμάτων Στρατού στη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα και σε άλλες πόλεις, να τους θέσει σε κατάσταση συναγερμού και να κινηθούν προς την Αθήνα. Ο Γεώργιος Ράλλης προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον επιτελάρχη του Γ΄ Σώματος Στρατού, ταξίαρχο Ορέστη Βιδάλη, για να κινητοποιήσει τις δυνάμεις στη Θεσσαλονίκη. Δεν πρόλαβε, αφού το σχέδιο Προμηθεύς είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή με αποτέλεσμα ο ταξίαρχος Βιδάλης να αγνοήσει το σήμα του Ράλλη. Μόλις έλαβε το σήμα, ο Βιδάλης βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία. Έσπευσε να ζητήσει οδηγίες από το ΓΕΣ και ο στρατηγός Σπαντιδάκης τον διαβεβαίωσε, ψευδώς, στο τηλέφωνο ότι ο βασιλιάς ήταν σύμφωνος με ό,τι είχε γίνει και ότι έπρεπε να ανγνοήσει τη διαταγή Ράλλη[6].
Ο Λεωνίδας Κύρκος και ο Μανώλης Γλέζος ήταν από τα πρώτα μέλη της Αριστεράς που συνελήφθησαν. Ο Γεώργιος Παπανδρέου συνελήφθη από αξιωματικούς στις 2.45΄ λέγοντάς τους, με τα προτεταμένα όπλα προς αυτόν: «Είναι η πέμπτη φορά που μου συμβαίνει!».
Πριν η ώρα πάει 3.00 π.μ., οι πραξικοπηματίες είχαν θέσει υπό τον απόλυτο έλεγχό τους την Αθήνα. Είχαν εγκλείσει τους σημαντικότερους κρατούμενούς τους στους θαλάμους των υποψηφίων εφέδρων αξιωματικών, στο δεύτερο όροφο της Σχολής Τεθωρακισμένων στο Γουδί, εκτός τον Κανελλόπουλο που μεταφέρθηκε στο Πεντάγωνο, όπου είχαν μεταφερθεί και οι στρατιωτικές προσωπικότητες. Πλήθος αριστερών πολιτών συσσωρεύτηκε στον Ιππόδρομο, στο γήπεδο της Α.Ε.Κ., στο Φαληρικό Δέλτα, στο γήπεδο Καραϊσκάκη στο Νέο Φάληρο και στο γήπεδο του Παναθηναϊκού στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου μεταφέρθηκε κι αυτός στο Γουδί, τραυματισμένος στο πόδι από πτώση κατά τη σύλληψή του, καθώς προσπάθησε να διαφύγει.
Ολόκληρη η πολιτική ηγεσία συνελήφθη με καταπληκτική ευκολία. Δεν διέφυγε κανένας. Όλοι περίμεναν πραξικόπημα, όλοι μιλούσαν γι' αυτό αλλά κανένας δεν ήταν έτοιμος να το αντιμετωπίσει. Ούτε η Αριστερά. Κατά τραγική ειρωνεία η Αυγή δημοσίευε εκείνες τις ημέρες τρία προγραμματισμένα άρθρα υπό τον τίτλο "Γιατί δεν πρόκειται να γίνει δικτατορία". Δεν πρόλαβε να τα ολοκληρώσει. Είχαν δημοσιευθεί μόνο τα δύο. Το τρίτο έμεινε στο τυπογραφείο, τη νύχτα του πραξικοπήματος.
Στις 4.30 τα χαράματα ο Αμερικανός στρατιωτικός ακόλουθος Γουίλιαμς τηλεφώνησε στα θερινά ανάκτορα στο Τατόι, όπου βρισκόταν ο Κωνσταντίνος, ο οποίος ήταν πανικόβλητος: "Έχουν περικυκλώσει το σπίτι του αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων ναύαρχου Αυγέρη και ίσως να έχουν ήδη συλλάβει τον στρατηγό Σπαντιδάκη, αν και δεν είμαι βέβαιος. Έρχονται τώρα προς τα εδώ. Ειδοποιήστε τον Έκτο Στόλο, ενημερώστε την Ουάσινγκτον και πείτε τους να στείλουν τον στρατό σας!".
Διαπραγματεύσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στις 5.30΄ το πρωί, ο Ράλλης τηλεφώνησε πάλι στον βασιλιά, του ανέφερε τις προσπάθειές του να επικοινωνήσει με τα Σώματα και του συνέστησε: «Παθητική αντίσταση Μεγαλειότατε, και ίσως αργότερα κάτι μπορέσετε να κάμετε» .[7]
Στις 6.30΄ το πρωί της 21ης Απριλίου, ο ραδιοφωνικός σταθμός των ενόπλων δυνάμεων άρχισε να μεταδίδει την ανακοίνωση: "Λόγω της δημιουργηθείσης εκρύθμου καταστάσεως, από του μεσονυκτίου ο στρατός ανέλαβε την διακυβέρνησιν της χώρας. Ακολούθησε η ανάγνωση υποτιθέμενου βασιλικού διατάγματος:
"Κωνσταντίνος Βασιλεύς των Ελλήνων.
Έχοντες υπ' όψιν το άρθρον 91 του Συντάγματος και κατόπιν εισηγήσεως της Κυβερνήσεως, αναστέλλομεν τας διατάξεις των άρθρων 5, 6, 8, 10, 11, 12, 14, 18, 20, 95 και 97 του εν ισχύι Συντάγματος καθ' όλον το Κράτος λόγω εκδήλου απειλής κατά της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας της χώρας εξ εσωτερικών κινδύνων. Ο ημέτερος επί των Εσωτερικών Υπουργός δημοσιεύσει και εκτελέσει το διάταγμα τούτο.
Εν Αθήναις τη 21η Απριλίου 1967
Κωνσταντίνος Βασιλεύς των Ελλήνων
Το υπουργικόν Συμβούλιον
Ο Πρόεδρος, τα μέλη..."
Αυτό σήμαινε ότι δεν ίσχυαν πια οι διατάξεις που προέβλεπαν:
- Ότι κανένας δε συλλαμβάνεται χωρίς δικαστικό ένταλμα,
- Το δικαίωμα της ελεύθερης συγκέντρωσης προσώπων,
- Το δικαίωμα της ίδρυσης και συμμετοχής σε σωματεία,
- Το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου,
- Το απαραβίαστο της αλληλογραφίας.
- Το άρθρο 18 απαγόρευε την επιβολή θανατικής ποινής σε πολιτικά εγκλήματα και έτσι μπορούσαν πλέον να συσταθούν και να λειτουργήσουν, χωρίς ειδικό νόμο, έκτακτα στρατοδικεία.
Στη συνέχεια επήλθε η πειθαρχημένη διαβίωση:
"Μέχρι νεωτέρας διαταγής απαγορεύεται η κυκλοφορία εις τας οδούς της πόλεως πάσης φύσεως οχημάτων και πεζών
Μέχρι νεωτέρας διαταγής απαγορεύεται η ανάληψις καταθέσεων εκ των τραπεζών και των ταμιευτηρίων
Μέχρι νεωτέρας διαταγής απαγορεύεται η αγορά χρυσών λιρών και γενικώς ξένου συναλλάγματος
Μέχρι νεωτέρας διαταγής διακόπτονται τα μαθήματα των σχολείων...".
Στις 8.00΄ το πρωί οι κινηματίες ζήτησαν συνάντηση με τον βασιλιά στο περικυκλωμένο από τανκς Τατόι. Αφού παρέδωσαν τα όπλα τους στο φυλάκιο εισόδου συνάντησαν τον Κωνσταντίνο από τον οποίο και ζήτησαν να υπογράψει διακηρύξεις, οι οποίες θα επέτρεπαν το σχηματισμό κυβέρνησης[8]. Επικαλέσθηκαν τον κομμουνιστικό κίνδυνο και την προστασία του θρόνου και, στις αρνήσεις του Κωνσταντίνου, ο Παττακός του δήλωσε: "Οι Επαναστάτες δεν συζητούν, απαιτούν!"[9]. Τελικά, ο Κωνσταντίνος δέχθηκε να μεταβεί στο Πεντάγωνο για μια τελική συνάντηση. Εκεί είχαν μεταφερθεί και κορυφαίοι πολιτικοί ηγέτες καθώς και ο πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Πριν μεταβεί στο Πεντάγωνο, ο Κωνσταντίνος πέρασε από την κατοικία της μητέρας του, Φρειδερίκης στο Παλαιό Ψυχικό, μάλλον για να τη συμβουλευτεί. Στο Πεντάγωνο επικρατούσε χαώδης κατάσταση. Καθώς οι ώρες περνούσαν και δεν διαφαινόταν κάποια λύση, κατώτεροι αξιωματικοί απειλούσαν ανοιχτά, κραυγάζοντας, τους ανωτέρους τους. Ο Κωνσταντίνος μπόρεσε και συνάντησε τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο για λίγα λεπτά. Ο Π. Κανελλόπουλος εισηγήθηκε στον βασιλιά να διατάξει τους αξιωματικούς να καταθέσουν τα όπλα. Ο βασιλιάς, όμως, δεν έλεγχε κανέναν από αυτούς που οπλοφορούσαν.
Ο βασιλιάς υποχωρεί, η χούντα νομιμοποιείται[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αργά το μεσημέρι οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία. Ο βασιλιάς δέχτηκε να αναλάβουν υπουργεία στρατιωτικοί και οι πραξικοπηματίες δέχτηκαν να γίνει πρωθυπουργός μη στρατιωτικός. Ο Κωνσταντίνος πρότεινε τον Κωνσταντίνο Κόλλια, εισαγγελέα του Αρείου Πάγου[10]. Η επιλογή προκάλεσε γενική έκπληξη, ο δε Παπαδόπουλος αναγκάστηκε να ρωτήσει ποιος ήταν αυτός ο Κόλλιας. Ο Γρηγόριος Σπαντιδάκης ανέλαβε υπουργός Άμυνας με υφυπουργό τον στρατηγό Γεώργιο Ζωιτάκη και οι συνωμότες Γ. Παπαδόπουλος υπουργός Προεδρίας, Στυλ. Παττακός υπουργός Εσωτερικών και Νικ. Μακαρέζος υπουργός Συντονισμού.
Στις 8.30 το βράδυ μεταδόθηκε νέα ανακοίνωση:
"Την 7ην εσπερινήν ώραν της σήμερον ωρκίσθη ενώπιον της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως εις τα Ανάκτορα Αθηνών υπό του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος η νέα Εθνική Κυβέρνησις υπό τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Κόλλιαν Κωνσταντίνον, η σύνθεσις της οποίας έχει ως ακολούθως:
Πρόεδρος κυβερνήσεως ο εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου κ. Κόλλιας Κωνσταντίνος.
Αντιπρόεδρος κυβερνήσεως και υπουργός Εθνικής Αμύνης ο αρχηγός του ΓΕΣ αντιστράτηγος κ. Σπαντιδάκης Γρηγόριος.
Υπουργός Συντονισμού ο συνταγματάρχης Πυροβολικού κ. Μακαρέζος Νικόλαος.
Υπουργός Εσωτερικών ο ταξίαρχος κ. Παττακός Στυλιανός.
Υπουργός Προεδρίας της Κυβερνήσεως ο συνταγματάρχης Πυροβολικού κ. Παπαδόπουλος Γεώργιος.
Μετά την ορκωμοσίαν της κυβερνήσεως συνήλθε το υπουργικόν συμβούλιον εις πρώτην συνεδρίασιν. Τα ονόματα ετέρων μελών της Εθνικής Κυβερνήσεως θα ανακοινωθούν εις νεώτερα δελτία μας".
Σύμφωνα με τον Αμερικανό πρεσβευτή Φίλιπς Τάλμποτ, ο οποίος επισκέφθηκε τον βασιλιά Κωνσταντίνο στα ανάκτορα της οδού Ηρώδου Αττικού λίγο μετά την ορκωμοσία, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος του αποκάλυψε ότι δεν έλεγχε πλέον το στράτευμα και πως «Ορισμένοι απίστευτα βλάκες ακροδεξιοί μπάσταρδοι, που είχαν τον έλεγχο των τανκς, οδήγησαν την Ελλάδα στην καταστροφή». Ο βασιλιάς ισχυρίστηκε ότι σκέφθηκε προς στιγμή να εκτελέσει τους πραξικοπηματίες, όταν έφτασαν στα ανάκτορα για να ορκιστούν. Σκέφθηκε, όμως, ότι η κίνησή του δεν θα είχε καμία αξία, μιας και τα ανάκτορα ήταν περικυκλωμένα από τανκς επανδρωμένα από αξιωματικούς που τους ήταν πιστοί. Ο Κωνσταντίνος δεν ήταν καθόλου βέβαιος για τις επόμενες κινήσεις του και σκεπτόταν σοβαρά αν θα ήταν καλύτερα να μείνει ή να φύγει από τη χώρα. Ρώτησε τον Τάλμποτ πόσος χρόνος θα χρειαζόταν για να φτάσουν στο Τατόι αμερικανικά ελικόπτερα, προκειμένου να μεταφέρουν τον ίδιο και την οικογένειά του εκτός Ελλάδας και αν υπήρχε περίπτωση να αποβιβαστούν Αμερικανοί πεζοναύτες στην Ελλάδα για να τον βοηθήσουν να ανακτήσει τον έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων [11].
Στην Ουάσινγκτον ο Ουόλτερ Ραστόου, σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του προέδρου Λίντον Τζόνσον, του έστειλε σημείωμα στο οποίο τόνιζε μεταξύ άλλων: "Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ υποστηρίζει ότι θα πρέπει να αποφύγουμε οποιοδήποτε σχόλιο σήμερα το πρωί για να μην ενθαρρύνουμε βίαιες ενέργειες εναντίον της κυβέρνησης των πραξικοπηματιών... Έχουν δώσει διαβεβαιώσεις για την πίστη τους στο ΝΑΤΟ... Σε κάποια στιγμή, σχετικά σύντομα, πιστεύω ότι θα πρέπει να εκφράσουμε -έστω και απαλά- τη λύπη μας για την παραβίαση των δημοκρατικών διαδικασιών".
Ο υπουργός Εξωτερικών των Η.Π.Α. Ντιν Ρασκ έδωσε εντολή να μη γίνει καμία απολύτως δήλωση εναντίον του πραξικοπήματος. Ήταν προφανές ότι η Ουάσινγκτον δεν ήθελε να επιδράσει αρνητικά με κανέναν τρόπο ούτε με δηλώσεις σκοπιμότητας, στην πορεία σταθεροποίησης της εξουσίας των πραξικοπηματιών.
Στις 23 Απριλίου ο πρεσβευτής Φίλιπς Τάλμποτ έγραψε σε απόρρητη αναφορά του προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ: "Αν το πραξικόπημα αποτύγχανε, αφού έχει εκδηλωθεί, η καταστροφή θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη... Η Ελλάδα θα είχε οδεύσει σίγουρα στο δρόμο που οι δεξιοί φοβούνται ότι θα την είχε βάλει ο Ανδρέας Παπανδρέου... Αν και είναι νωρίς να αποφασίσει κανείς ποια ήταν τα αίτια που οδήγησαν στο πραξικόπημα, η προσωπικότητα και η πολιτική του Ανδρέα είναι ίσως ο κύριος λόγος που στην Ελλάδα επικρατεί σήμερα δικτατορία", υπογράμμιζε ο Αμερικανός πρεσβευτής.
Την επομένη, 24 Απριλίου, ο Τάλμποτ επιχειρηματολόγησε, σε απόρρητο τηλεγράφημά του προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, εναντίον της ενθάρρυνσης του Κωνσταντίνου να αντισταθεί στη χούντα γιατί θα έπρεπε να ηγηθεί στρατιωτικών μονάδων εναντίον των πραξικοπηματιών, οπότε θα αναγκαζόταν να ζητήσει τη βοήθεια και της Αριστεράς για να κινητοποιήσει τον λαό υπέρ του, οπότε, κατά την αναφορά του Αμερικανού πρέσβη, ένα πραξικόπημα θα καθιστούσε τον Κωνσταντίνο "αιχμάλωτο των κομμουνιστών".
Δεν είχε περάσει ούτε μία εβδομάδα από το πραξικόπημα και την Τετάρτη 26 Απριλίου ο Κωνσταντίνος πήρε μέρος στην πρώτη πανηγυρική συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου της χούντας όπου δήλωσε μεταξύ άλλων: "Πράγματι η Ελλάς κατά τον τελευταίον καιρόν εδοκιμάσθη σκληρότατα. Οι δημοκρατικοί θεσμοί του πολιτεύματος είχον υποσκαφθή. Το Έθνος, η Βασιλεά, αι Ένοπλαι Δυνάμεις, η Δικαιοσύνη εθίγοντο συνεχώς... Και η δική μου διακαής επιθυμία είναι η ταχυτέρα δυνατή επάνοδος της χώρας εις τον κοινοβουλευτισμόν".
Ο πρωθυπουργός Κόλλιας στην προσφώνησή του εξήγησε γιατί έγινε το πραξικόπημα: "Μεγαλειότατε, από μακρού χρόνου χάριν ευτελών κομματικών σκοπών προετοιμάζετο σατανικώς υπό των εχθρών της Ελλάδος και από τινος χρόνου εξελίσσετο μεθοδικώς μία επανάστασις" αλλά "ευτυχώς ο διά την εσωτερικήν και εξωτερικήν ασφάλειαν της χώρας τεταγμένος στρατός, διά κεραυνοβόλου και αριστοτεχνικής και αναιμάκτου αντεπαναστατικής επεμβάσεως εματαίωσε την τελευταίαν στιγμήν τον αφανισμόν της Ελλάδος". "Τιμή και δόξα εις τον ελληνικόν στρατόν. Και πρέπει, μεγαλειότατε, να είσθε υπερήφανος διότι ηγείσθε τοιούτου γενναίου στρατού", υπογράμμισε ο Κ. Κόλλιας.
Συνέντευξη Παπαδόπουλου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στις 27 Απριλίου ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, με την ιδιότητα του υπουργού Προεδρίας, έδωσε συνέντευξη τύπου σε Έλληνες και ξένους δημοσιογράφους[12]. Δικαιολόγησε το πραξικόπημα λέγοντας πως η επέμβαση του στρατού ήταν επιβεβλημένη εξαιτίας της πορείας της χώρας προς τον κομμουνισμό. Ως αιτίες αυτής της πορείας παρουσίασε την αδυναμία συνεννόησης των πολιτικών μεταξύ τους και με τον βασιλιά, καθώς και μια σχεδόν καθολική αντίληψη αναρχίας στην ελληνική κοινωνία. Κατά τον Παπαδόπουλο ο στρατός ήταν η μόνη πολιτικά ουδέτερη δύναμη ικανή να αποτρέψει την καταστροφή.
Ισχυρίστηκε πως το πραξικόπημα ήταν αναίμακτο. Προσδιόρισε τους πολιτικούς που είχαν τεθεί υπό περιορισμό σε περίπου 25 και είπε πως σύντομα θα ήταν ελεύθεροι. Επίσης ανέφερε πως είχαν συλληφθεί περίπου 5.000 επικίνδυνοι κομμουνιστές, η τύχη των οποίων θα κρινόταν από επιτροπές ασφαλείας. Υποστήριξε πως είχε βρεθεί υλικό, για τη συγκέντρωση του οποίου απαιτήθηκαν 70 φορτηγά, που αποδείκνυε ότι προετοιμαζόταν κομμουνιστικό πραξικόπημα.
Ως πρωταρχικό στόχο του νέου καθεστώτος παρουσίασε την ανάπλαση της κοινωνίας ώστε να αποβληθεί η αναρχική αντίληψη. Για την τύχη της Αριστεράς είπε πως θα δημιουργούνταν συνθήκες τέτοιες που θα έκαναν τον κομμουνισμό ακίνδυνο, όπως στις μεγάλες χώρες της δυτικής Ευρώπης. Όταν ρωτήθηκε αν υπήρχε πρόθεση να κληθεί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όταν θα γινόταν μετάβαση από τη στρατιωτική διακυβέρνηση σε πολιτική, το διέψευσε[13]. Για να δικαιολογήσει τα κατασταλτικά μέτρα χρησιμοποίησε το παράδειγμα του ασθενούς που πρόσκαιρα ακινητοποιείται πάνω στο χειρουργικό τραπέζι προκειμένου να αποκατασταθεί η υγεία του. Σε ερώτηση δημοσιογράφου αν η ασθένεια ήταν το ενδεχόμενο αποτέλεσμα των προκηρυχθεισών εκλογών το αρνήθηκε. Είπε πως στόχος ήταν να αποτραπεί η πορεία προς τον κομμουνισμό μέσω του κοινοβουλίου, κατά το παράδειγμα της Τσεχοσλοβακίας. Ο Παπαδόπουλος αναφερόταν στο Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας το οποίο το 1946 είχε κερδίσει τις ελεύθερες πολυκομματικές εκλογές, είχε σχηματίσει κυβέρνηση και δύο χρόνια αργότερα, από θέση ισχύος, ανέτρεψε το αστικό καθεστώς της χώρας και ίδρυσε λαϊκή δημοκρατία.
Την ίδια μέρα που έδωσε τη συνέντευξη ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο Νταν Μπρούστερ, υπεύθυνος στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τις ελληνικές υποθέσεις, ανησυχούσε από την υπερβολική δημόσια ταύτιση της χούντας με την αμερικανική κυβέρνηση και πίεσε με απόρρητη αναφορά του για κάποια δήλωση που να σώζει τουλάχιστον τα προσχήματα[14].
Ο υπουργός Εξωτερικών Ντιν Ρασκ, όμως, ο οποίος γνώριζε περισσότερα για το πραξικόπημα, αρνήθηκε κατηγορηματικά να συμπεριλάβει στη δήλωση που έκανε στις 28 Απριλίου οποιαδήποτε επίκριση κατά τη χούντας[15][16].
Στις πρώτες σελίδες του αθηναϊκού Τύπου εμφανίστηκε εντολή του αρχηγού του ΓΕΣ για τις "Υποχρεώσεις των πολιτών":
"Απεφασίσαμεν και διατάσσομεν
Απαγορεύομεν
-Τας εν υπαίθρω συγκεντρώσεις άνω των πέντε ατόμων.
-Τας εν κλειστώ χώρω συγκεντρώσεις πλην των δημοσίων θεαμάτων.
-Την καθ' οιονδήποτε τρόπον άσκησιν αντεθνικής προπαγάνδας.
-Την προσωρινήν περίθαλψιν κατ' οίκον προσώπων μην ενοικούντων μετά της οικογενείας ήτις παρέχει την περίθαλψιν, εάν τούτο δεν δηλωθή εντός δύο ωρών εις την οικείαν Αστυνομικήν Αρχήν.
-Την κατοχήν, εγκατάστασιν και λειτουργίαν ερασιτεχνικών ραδιοφωνικών σταθμών και παντός μέσου ανταποκρίσεων και διαβιβάσεων...
Οι παραβάται της παρούσης θα παραπέμπτωνται εις το Έκτακτον Στρατοδικείον.
Αγγελής Οδυσσεύς
Αντιστράτηγος - Αρχηγός ΓΕΣ"
Ο ελληνικός λαός δέχθηκε το πραξικόπημα με απάθεια. Η σύλληψη δεκάδων χιλιάδων ατόμων, ιδίως πολιτικών και συνδικαλιστικών στελεχών, σε πρώτη γραμμή της Αριστεράς, είχε ως αποτέλεσμα να μην εκδηλωθεί κανενός είδους μαζική αντίσταση στο δικτατορικό καθεστώς ούτε καν με τη μορφή απλής διαδήλωσης. Όλες οι ρητορικές εξάρσεις και οι κορόνες περί "εξεγέρσεων", "απεργιών" ή ακόμη και "εμφυλίου πολέμου" σε περίπτωση πραξικοπήματος αποδείχθηκαν εντελώς αβάσιμες μεγαλοστομίες άνευ αντικρίσματος. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι εκτός από τα έντυπα της Αριστεράς που έκλεισε η χούντα, μόνο η Ελένη Βλάχου είχε το ψυχικό σθένος να κλείσει οικειοθελώς τις εφημερίδες της Καθημερινή και Μεσημβρινή σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το πραξικόπημα και τη λογοκρισία, παρά τις πιέσεις που δέχθηκε προσωπικά από τον Παπαδόπουλο και τον Παττακό για να μη σταματήσει την κυκλοφορία τους[17].
Επιβολή δικτατορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το καθεστώς που επιβλήθηκε στην Ελλάδα από τον Απρίλιο του 1967 έως τον Ιούλιο του 1974 έμεινε γνωστό ως «Δικτατορία των Συνταγματαρχών» ή «Χούντα των Συνταγματαρχών» ή «επταετία». Οι υποστηρικτές του το αποκαλούν «Επανάσταση της 21ης Απριλίου».[18] Το νέο καθεστώς προχώρησε από τις πρώτες ώρες σε κήρυξη στρατιωτικού νόμου για αόριστο χρονικό διάστημα, απαγόρευση κάθε πολιτικής δραστηριότητας και καθιέρωση αυστηρής λογοκρισίας. Όσοι εξέφραζαν την αντίθεσή τους παραπέμπονταν σε έκτακτα στρατοδικεία. Πολλοί συλλαμβάνονταν χωρίς δικαστικό ένταλμα, κρατούνταν χωρίς την απαγγελία κατηγοριών και αντιμετώπιζαν βασανιστήρια. Παρά τις εξαγγελίες τους, οι δικτάτορες προετοίμαζαν το έδαφος για μακρόχρονη παραμονή τους στην εξουσία, προβαίνοντας σε μαζικές εκκαθαρίσεις αντιφρονούντων ή υπόπτων σε πολλούς τομείς, στη δημόσια διοίκηση, στην παιδεία, σε οργανισμούς και κυρίως στις ένοπλες δυνάμεις.[19]
Η πρώτη κυβέρνηση μετά την επικράτηση του κινήματος περιλάμβανε δικαστικούς, τεχνοκράτες και ελάχιστους στρατιωτικούς. Ωστόσο, η ουσιαστική εξουσία ανήκε στους γενικούς γραμματείς των υπουργείων οι οποίοι προέρχονταν από το περιβάλλον των πραξικοπηματιών. Σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό η 14μελής «Επαναστατική Επιτροπή», την οποία αποτελούσαν οι συνταγματάρχες πρωτεργάτες του πραξικοπήματος, ασκούσε τον έλεγχο της κυβέρνησης και έπαιρνε τις βασικές αποφάσεις. Το «Επαναστατικό Συμβούλιο» με 41 μέλη, που αποτελούνταν από αξιωματικούς από το βαθμό του λοχαγού έως το βαθμό του συνταγματάρχη λειτουργούσε ως ένα είδος στρατιωτικής βουλής. Τα δύο αυτά όργανα λειτούργησαν ελάχιστα, καθώς ο Παπαδόπουλος σταδιακά εξουδετέρωσε όλα τα κορυφαία στελέχη της χούντας πυροδοτώντας συνεχώς έριδες μεταξύ των ομάδων που έλεγχε ο καθένας από αυτούς. Μέχρι τα τέλη του 1968 η συλλογική διακυβέρνηση είχε μετατραπεί σε δικτατορία του ενός ανδρός, του Παπαδόπουλου.[20] Το Δεκέμβριο του 1967 ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επιχείρησε ανεπιτυχώς να τους ανατρέψει, αρνήθηκε να συνεχίσει να συνεργάζεται μαζί τους και αυτοεξορίστηκε στην Ιταλία.
Το Νοέμβριο του 1973, ομάδα σκληροπυρηνικών αξιωματικών με επικεφαλής το Δημήτριο Ιωαννίδη, οι οποίοι ήταν αντίθετοι με την απόπειρα φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος, ανέτρεψαν και έθεσαν σε κατ' οίκον περιορισμό τον Παπαδόπουλο. Στις 15 Ιουλίου 1974 ανέτρεψαν τον Πρόεδρο της Κύπρου. Η ενέργεια αυτή έδωσε την αφορμή στην Τουρκία, πέντε μέρες αργότερα, να επέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο προβάλλοντας ως δικαιολογία την προστασία της τουρκοκυπριακής μειονότητας. Μπροστά στο βάρος των ευθυνών τους και στο ορατό ενδεχόμενο ελληνοτουρκικού πολέμου οι αρχηγοί των ενόπλων δυνάμεων κάλεσαν πολιτικά πρόσωπα της προ-δικτατορικής περιόδου για να σχηματίσουν κυβέρνηση. Η πράξη αυτή σηματοδότησε την οριστική απόσυρση του στρατού από την πολιτική στην Ελλάδα. Μέσα στους επόμενους μήνες οι πολιτικές εξελίξεις οδήγησαν στην επαναφορά της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, την κατάργηση, μετά από δημοψήφισμα, της μοναρχίας και την ψήφιση νέου συντάγματος.
Δικαστική διερεύνηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το καλοκαίρι του 1974, ξεκίνησε δικαστική διερεύνηση που αφορούσε τα γεγονότα του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967. Οι ποινικές διώξεις κατά των πρωταιτίων της δικτατορίας δεν έγιναν αυτεπάγγελτα από κάποια δικαστική αρχή ή κυβερνητική πρωτοβουλία αλλά ύστερα από μηνύσεις ιδιωτών. Ωστόσο, για να φτάσουν οι υποθέσεις αυτές στην αίθουσα του δικαστηρίου χρειάστηκε να εκδοθούν από την κυβέρνηση μία σειρά από διατάγματα και συντακτικές πράξεις. Αυτοί οι νόμοι ακύρωναν την αμνηστία που είχαν χορηγήσει στον εαυτό τους οι δικτάτορες κατά τη διάρκεια της επταετίας ενώ ταυτόχρονα εξαιρούσαν τις πράξεις τους από την αμνήστευση των υπόλοιπων πολιτικών εγκλημάτων του παρελθόντος. Η κυριότερη δίκη ήταν αυτή των επικεφαλής πραξικοπηματιών η οποία έλαβε χώρα στο πενταμελές εφετείο Αθηνών το καλοκαίρι του 1975. Άλλες δίκες αφορούσαν τους φόνους της Μαρίας Καλαβρού, του Βασίλη Πεσλή και του Παναγιώτη Ελή.
Ένα από τα πρώτα μελήματα της νέας κυβέρνησης εθνικής ενότητας ήταν να αφήσει ελεύθερους τους πολιτικούς κρατούμενους της δικτατορίας και αντιστασιακούς. Στις 26 Ιουλίου 1974, τρεις ημέρες μετά την πτώση της δικτατορίας, εξέδωσε προεδρικό διάταγμα για την αμνήστευση των πολιτικών κρατούμενων. Το διάταγμα όριζε την αμνήστευση όσων είχαν καταδικαστεί ως μέλη του κομμουνιστικού κόμματος, για απόπειρα ανατροπής του καθεστώτος ή για αντιστασιακή δράση την περίοδο της δικτατορίας. Όριζε επίσης ότι εκκρεμείς υποθέσεις θέτονταν στο αρχείο. Ερμηνεύοντας το διάταγμα πολλοί Έλληνες πολίτες, αφού δεν έγινε ρητή εξαίρεση, θεώρησαν ότι αμνηστεύτηκαν και οι πραξικοπηματίες για την προπαρασκευή και την επιβολή της δικτατορίας και όσοι έλαβαν μέρος στην άσκηση της εξουσίας κατά τη διάρκεια της δικτατορικής περιόδου.[21]
Η ασάφεια αυτή εξέλιπε στις αρχές Οκτωβρίου του 1974, όταν η ελληνική κυβέρνηση εξέδωσε συντακτική πράξη, η οποία διευκρίνιζε ότι οι πρωταίτιοι της προπαρασκευής και εκτέλεσης του πραξικοπήματος δεν καλύπτονταν από τη χορηγούμενη αμνηστία.[22] Με αυτόν τον τρόπο άνοιξε ο δρόμος για να εξεταστούν οι πρώτες μηνύσεις για εσχάτη προδοσία και για την κατάλυση της δημοκρατίας. Στις 18 Ιανουαρίου 1975 η Βουλή που προέκυψε από τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974 υιοθέτησε το Δ΄ Ψήφισμα. Ο νόμος αυτός χαρακτήριζε πραξικόπημα και όχι επανάσταση την επέμβαση του στρατού στις 21 Απριλίου 1967 και τις κυβερνήσεις που προήλθαν από αυτή κυβερνήσεις βίας. Επίσης, ακύρωνε νομοθετικό διάταγμα των χουντικών με το οποίο αμνήστευαν τους εαυτούς τους για όποιες αξιόποινες πράξεις, όριζε το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών ως αρμόδιο για να τους δικάσει και καθόριζε περίοδο τριών μηνών για την υποβολή μηνύσεων από τα θύματα της δικτατορίας.[23]
Στις 2 Ιουλίου 1975, η ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με βούλευμά της, χαρακτήρισε «στιγμιαίο» το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας των πραξικοπηματιών. Το ανώτατο δικαστήριο δέχτηκε ότι το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας ολοκληρώθηκε με την αποστέρηση του βασιλιά από τις συνταγματικές εξουσίες του και η κατάσταση που προέκυψε μετά ήταν απλή συνέπεια και όχι παράταση της εγκληματικής πράξης. Έτσι έπαυσε οριστικά η δίωξη των προσώπων που είχαν υπηρετήσει σε πολιτικές θέσεις, μέλη της κυβέρνησης, γενικοί γραμματείς, νομάρχες, δήμαρχοι, και είχαν διωχθεί ως συνεργοί γιατί στήριξαν το καθεστώς της δικτατορίας.[22][24]
Η δίκη των πραξικοπηματιών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1974 υποβλήθηκε στον αρμόδιο Εισαγγελέα η πρώτη μήνυση για το πραξικόπημα από τον δικηγόρο Αλέξανδρο Λυκουρέζο κατά 15 ατόμων. Η κατηγορία εναντίον τους ήταν εσχάτη προδοσία, κατά παράβαση των άρθρων 134, 8α και 8β του Ποινικού Κώδικα. Η μήνυση αυτή, δυο μέρες αργότερα, διαβιβάστηκε από την Εισαγγελία Αθήνας στην Στρατιωτική Δικαιοσύνη, επειδή οι μηνυθέντες όταν τέλεσαν τα αδικήματα ήταν στρατιωτικοί.[25]
Το καλοκαίρι του 1975 οι πρωταίτιοι του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου δικάστηκαν ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με τις κατηγορίες της στάσης και της εσχάτης προδοσίας, αδικήματα που ενέπιπταν στα άρθρα 134 και 135 του Ποινικού Κώδικα και 63 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα.
Η σύνθεση του δικαστηρίου ήταν η ακόλουθη: Ιωάννης Ντεγιάννης, πρόεδρος, μέλη: Παναγιώτης Λογοθέτης, Παναγιώτης Κωνσταντινόπουλος, Ιωάννης Γρίβας και Γεώργιος Πλαγιανάκος, αναπληρωματικά μέλη: Ηλίας Γιαννόπουλος και Δημήτριος Τζούμας, εισαγγελείς: Κωνσταντίνος Σταμάτης και Σπύρος Κανίνιας.[26] Μετά από ακροαματική διαδικασία που διήρκεσε περίπου ένα μήνα (28 Ιουλίου - 23 Αυγούστου 1975) το δικαστήριο επέβαλε τις ακόλουθες ποινές στους κατηγορούμενους ανώτερους και ανώτατους αξιωματικούς:
- Θάνατος για στάση, ισόβια κάθειρξη για εσχάτη προδοσία και καθαίρεση στους:
- Ισόβια κάθειρξη για εσχάτη προδοσία, δέκα χρόνια κάθειρξη για στάση και πέντε χρόνια στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων στους:
- Είκοσι χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για στάση και εσχάτη προδοσία και πέντε χρόνια στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων στους:
- Δεκαπέντε χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για στάση και εσχάτη προδοσία και πέντε χρόνια στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων στους:
- Δώδεκα χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για στάση και εσχάτη προδοσία και πέντε χρόνια στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων στο:
- Οκτώ χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για στάση και εσχάτη προδοσία και πέντε χρόνια στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων στον:
- Πέντε χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για στάση και εσχάτη προδοσία και έκπτωση στον:
- Αθώοι λόγω αμφιβολιών κηρύχθηκαν οι:
Το δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό περί άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης, το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου, καθώς και ότι ωθήθηκαν στην πράξη τους από μη ταπεινά αίτια. Για τους Γεώργιο Παπαδόπουλο, Στυλιανό Παττακό και Νικόλαο Μακαρέζο το δικαστήριο δέχτηκε ότι υπήρξαν υποκινητές και επικεφαλής της στάσης, γι' αυτό και τους επεβλήθη η εσχάτη των ποινών, η θανατική ποινή.
Μετά από απόφαση της κυβέρνησης Καραμανλή, η θανατική ποινή για τους τρεις καταδικασθέντες μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Στον ίδιο τον Κωνσταντίνο Καραμανλή αποδίδεται η ιστορική φράση «Και όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια». Η πράξη επιείκειας αντιμετωπίσθηκε με σφοδρότητα από το σύνολο της αντιπολίτευσης, κυρίως για το γεγονός της κυβερνητικής παρέμβασης σε αποφάσεις της δικαιοσύνης.
Οι 18 καταδικασθέντες αξιωματικοί για το πραξικόπημα της 21 Απριλίου καθαιρέθηκαν με προεδρικό διάταγμα και υποβιβάστηκαν οριστικά στο βαθμό του στρατιώτη μετά την επικύρωση από τον Άρειο Πάγο της απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου, στις 21 Ιουνίου 1976. Διαγράφτηκαν επίσης από τους καταλόγους των στελεχών της εφεδρείας και οι οικογένειές τους θα έπαιρναν μειωμένες συντάξεις.[27]
Ο Δημήτριος Σταματελόπουλος ήταν ο μόνος από τους καταδικασθέντες, που του αναγνωρίστηκαν τα ελαφρυντικά του προηγουμένου εντίμου βίου του και ότι έδειξε αληθινά μεταμέλεια για τις πράξεις του και για πολύ καιρό μετά τις πράξεις η συμπεριφορά του ήταν καλή. Παρότι πρωταίτιος, διαφώνησε σύντομα μετά την 21η Απριλίου 1967 με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και ανέπτυξε αντιστασιακή δράση. Έγινε ευρύτερα γνωστός από τα άρθρα του στη Βραδυνή, στα οποία ασκούσε έντονη κριτική στο δικτατορικό καθεστώς και τα οποία είχαν μεγάλη απήχηση στο αστικό κοινό, οδηγώντας την εφημερίδα Βραδυνή σε ρεκόρ κυκλοφορίας. Ο Σταματελόπουλος βοήθησε την αντίσταση. Η προσφορά του καταχωρήθηκε στο ενεργητικό του και γι' αυτό τού αναγνωρίστηκαν ελαφρυντικά, σημαντικά ελαφρυντικά.[28] Αποφυλακίστηκε με χάρη τον Απρίλιο του 1977.
Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- ↑ Εφημερίδα "Έθνος", πρωτοσέλιδο άρθρο της 24 Απριλίου 1967, με τίτλο: "Σχέδιον μαχητικής εκδηλώσεως της Κεντροαριστεράς προεκάλεσε την ανάληψιν της Αρχής υπό του Στρατού"
- ↑ Συνέντευξη Στυλ. Παττακού στον Αλέξη Παπαχελά, Οι Φάκελοι, Μega Τηλεόραση, Απρίλιος 2002
- ↑ Καράγιωργας 2003
- ↑ Η μετέπειτα βασίλισσα της Ισπανίας, Σοφία, θυμάται για κείνο το βράδυ:
"Γύρω στις τρεις με τέσσερις τα ξημερώματα, μας ξύπνησε η μητέρα μου: "Σηκωθείτε, συμβαίνει κάτι πολύ σημαντικό και δεν ξέρω περί τίνος πρόκειται...". Πράγματι το σπίτι ήταν κυκλωμένο από ένστολους. Ανοίξαμε το ραδιόφωνο. Ακούγονταν στρατιωτικά εμβατήρια. Και ξαφνικά είπαν ότι τρεις επικεφαλής, ο ταξίαρχος Παττακός και οι συνταγματάρχες Μακαρέζος και Παπαδόπουλος, είχαν ξεσηκωθεί στο όνομα του βασιλιά. Απ' εκεί κι έπειτα η σύγχυση. Οι πραξικοπηματίες έπεισαν τους κατώτερους αξιωματικούς και το στράτευμα ότι ενεργούσαν υπέρ του βασιλιά και ότι επιχειρούσαν να καταπνίξουν μια εξέγερση των ακροαριστερών κομμουνιστών. Ένας αξιωματικός, φτάνοντας στο Ψυχικό, μας είπε:
- Ο βασιλιάς είναι καλά... είναι σώος... τον σώσαμε...
Μέσα σε λίγα λεπτά είχαμε γύρω από το σπίτι μας τανκς, που αντί να στοχεύουν προς τα έξω, προς τον επιτιθέμενο, σημάδευαν εμάς. Ένας αξιωματικός των δυνάμεων που "προστάτευαν" το σπίτι μίλησε με τη βασίλισσα Φρειδερίκη σε τόνο ξερό, κοφτό κι αυταρχικό:
- Εγώ εκτελώ διαταγές κι απ' εδώ δεν φεύγει κανείς!
Η μητέρα μου εξακολουθούσε να πιστεύει πως ήρθαν να μας προστατεύσουν από κάποια επίθεση... Μέχρι που είδε ότι δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με το γιο της απ' το τηλέφωνο...". - ↑ Εφιάλτης στην Αθήνα (Nightmare in Athens), Μαργαρίτα Παπανδρέου, Εκδόσεις Prentice-Hall (1970), ISBN 0-13-622423-7
- ↑ Πολιτικές Εκμυστηρεύσεις 1950-1989, Γεωργίου Ι. Ράλλη, Εκδόσεις Προσκήνιο, σελ 106, ISBN 960-7057-00-7
- ↑ Πολιτικές Εκμυστηρεύσεις (1950-1989), Γεώργιος Ι. Ράλλης, σελ 106
- ↑ Τη σκηνή της παρουσίασης των αρχηγών του πραξικοπήματος στον βασιλιά, περιγράφει ως εξής ο ίδιος ο Στυλιανός Παττακός:
"Προχωρούντες εις το εσωτερικόν του κήπου των Ανακτόρων, εφθάσαμεν εις έτερον φυλακείον, ο σκοπός του οποίου ήνοιξε την πύλην άνευ καθυστερήσεως. Προφανώς, είχε λάβει εντολήν παρά του υπασπιστού Υπηρεσίας. Από εκεί μας παρέλαβαν αξιωματικός Χωροφυλακής, ο οποίος μας ωδήγησεν εις τον υπασπιστήν υπηρεσίας, ο οποίος παρεκάλεσε να αφήσωμεν εις το γραφείον του τα περίστροφά μας. Το πράγμα μάς εφάνη αστείον, αφού κοντά μας ευρίσκοντο επαναστατημέναι δυνάμεις, πάνοπλοι με πάσης φύσεως και διαμετρήματος οπλισμόν, τυχόν δε προσπάθεια εξουδετερώσεώς μας θα είχεν ως συνέπειαν την, άνευ ημετέρας επεμβάσεως, δυναμικήν επέμβασιν αυτών, ικανών και αποφασισμένων να συντρίψουν πάσαν αντίδρασιν. Αφήσαμε τα περίστροφα και ωδηγήθημεν πεζή εις τον Βασιλέα. Μας υπεδέχθη με ύφος βασιλικόν, αγέρωχον, αυστηρόν, αινιγματικόν, διερευνητικόν, θα ηδυνάμην να το χαρακτηρίσω βλοσυρόν ή και αλαζονικόν, περιέχον την έννοιαν της αποστροφής. Ελάβομεν θέσιν ενώπιόν του, εν προσοχή παρατεταγμένοι, εις το μέσον εγώ, δεξιά μου ο Παπαδόπουλος, αριστερά μου ο Μακαρέζος. Ως κατά βαθμόν ανώτερος έλαβον πρώτος τον λόγον, αλλά μου τον αφήρεσεν ο Βασιλεύς, επιβλητικός και απειλητικός:
- Γιατί ξεσηκώσατε τις Ένοπλες Δυνάμεις, γιατί διεκόψατε τις τηλεπικοινωνίες μου, γιατί βάλατε στρατεύματα στις πόρτες μου, γιατί μου στερείτε το δικαίωμά μου να επικοινωνήσω με τον πρωθυπουργόν μου....
Θα συνέχιζε τας ητιολογημένας -δι' άλλιν περίπτωσιν- ερωτήσεις του εάν δεν τον διέκοπτα, παραδίδων την επιστολήν του Α/ΓΕΣ:
- Μεγαλειότατε, σας υποβάλλω αυτήν την επιστολήν του κ. Α/ΓΕΣ εις την οποίαν περιέχονται αι απαντήσεις εις τας ερωτήσεις σας...
Παρέλαβεν την επιστολήν, ήρχισε την ανάγνωσιν, δεν νομίζω ότι έφθασεν εις το τέλος. Ήτο επιτεθικός...". - ↑ Συνέντευξη Στυλ. Παττακού στον Αλέξη Παπαχελά, Οι Φάκελοι, Mega Τηλεόραση, Απρίλιος 2002
- ↑ Ο Κωνσταντίνος σε συνέντευξή του στον Αμερικανό δημοσιογράφο Σ. Σουλτσμπέργκερ, αφηγήθηκε αργότερα:
"Δύο ώρες πάλευα για να αναγκάσω τους τρεις να δεχθούν μια κυβέρνηση από μη στρατιωτικούς. Ήθελαν πρωθυπουργό τον Σπαντιδάκη. Είπα:
- Πρέπει να είσαστε εντελώς τρελοί. Αρκετά άσχημα είναι τα πράγματα με το στρατιωτικό πραξικόπημα, και τώρα θέλετε έναν στρατιωτικό επικεφαλής της κυβερνήσεως.
Εκείνοι μου είπαν ότι ο στρατός πρέπει να διευθύνει και ότι οι Αμερικανοί είναι με το μέρος τους. Είπα ότι το καλύτερο θα ήταν ίσως να μπουν ορισμένοι μη στρατιωτικοί στην κυβέρνηση για να κερδίσουμε χρόνο και σκέφθηκα τον Κόλλια, συντηρητικό, που έχει την εμπιστοσύνη του στρατού". - ↑ Αλέξης Παπαχελάς, Ο βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας, Εκδόσεις Εστία, σελ 325, ISBN 960-05-0748-1
- ↑ Μακεδονία 28/4/1967
- ↑ Ζαούσης, σελ. 442.
- ↑ "Είναι συμφέρον για μας να ενισχύσουμε την εντύπωση πως δεν είχαμε ενημερωθεί προηγουμένως για το πραξικόπημα, ότι δεν το εγκρίναμε όταν υλοποιήθηκε και ότι έπειτα από πολλούς δισταγμούς αποφασίσαμε να συνεργαστούμε με την κυβέρνηση, αφού πρώτα πειστήκαμε ότι οι ηγέτες της σκοπεύουν να κινηθούν στη γενική κατεύθυνση της συνταγματικής δημοκρατίας", τόνιζε στο υπόμνημά του ο Αμερικανός αξιωματούχος.
- ↑ Αντιθέτως, ουσιαστικά τη στήριξε δηλώνοντας: "Βρίσκω ενθαρρυντική την πρώτη δημόσια δήλωση του βασιλιά Κωνσταντίνου, με την οποία ζητεί σύντομη επιστροφή σε κοινοβουλευτική κυβέρνηση. Αναμένουμε τώρα απτές αποδείξεις πως η νέα κυβέρνηση θα καταβάλει κάθε προσπάθεια για την επαναφορά των δημοκρατικών θεσμών, που υπήρξαν αναπόσπαστο μέρος της ελληνικής πολιτικής ζωής. Νιώθω ικανοποίηση διότι η Ελλάδα θα συνεχίσει τη σταθερή υποστήριξή της προς το ΝΑΤΟ. Σημειώνω επίσης πως ο υπουργός Παπαδόπουλος είπε στη χθεσινή του συνέντευξη προς τον Τύπο ότι πρόσωπα της πολιτικής ηγεσίας της Ελλάδας που τελούν υπό κράτηση θα αφεθούν ελεύθερα εντός των ημερών. Πιστεύω πως η υπόσχεση αυτή θα τηρηθεί".
- ↑ Ο Ανδρέας Παπανδρέου ερμήνευσε από τη δική του σκοπιά τη στάση των Η.Π.Α. απέναντι στη χούντα των συνταγματαρχών, γράφοντας στο βιβλίο του "Η Δημοκρατία στο απόσπασμα":
"Οι υπεύθυνοι για την αμερικανική πολιτική στην Ελλάδα αποφάσισαν πως η Ελλάδα θα μπορούσε να περισωθεί για το ΝΑΤΟ μόνο με δικτατορία. Αφού απέτυχε ο Τάλμποτ να μαγειρέψει πολιτική λύση, είχε έλθει η ώρα να πάρει τα πράγματα στα χέρια του ο κλάδος Σχεδίων και Επιχειρήσεων της CIA. Αλλά γιατί δεν διάλεξαν το βασιλιά και τους στρατηγούς σαν συνενόχους τους;... Ο Παπαδόπουλος και οι συνεργάτες του στην ΚΥΠ ήταν κυριολεκτικά άνθρωποι της CIA και θα μπορούσε να τους εμπιστευθεί η CIA την εκτέλεση διαταγών... Ο βασιλιάς και οι στρατηγοί δεν είχαν καμία ελπίδα να εξουδετερώσουν τη λαϊκή αντίδραση και να δημιουργήσουν λαϊκή βάση. Είχαν συνταυτισθεί με ένα διεφθαρμένο κατεστημένο... Οι συνταγματάρχες δεν κατάφεραν ποτέ να δημιουργήσουν λαϊκή βάση... Ένας λόγος βέβαια ήταν το γεγονός πως ο λαός αντιλήφθηκε πως ήταν εγκάθετοι της CIA και του Πενταγώνου και σαν τέτοιοι δεν θα μπορούσαν να ελπίζουν πως θα συγκινούσαν την ψυχή του ελληνικού λαού". - ↑ Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, σελ. 44-51, Ιστορικό Λεύκωμα 1967, Καθημερινή (1997)
- ↑ Δείτε «Γεώργιος Παπαδόπουλος. Ο θεμελιωτής της νεωτέρας Ελλάδος». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Αυγούστου 2015. Ανακτήθηκε στις 26 Ιουνίου 2014., ιστοχώρος αφιερωμένος στο Γ. Παπαδόπουλο, καθώς και τις μαρτυρίες των Ν. Μακαρέζου (2010), Σ. Παττακού (1996), Κ. Κόλλια (1984), Σ. Καραμπέρη (2011).
- ↑ Ζαούσης, σελ. 464.
- ↑ Κάτρης, σελίδες 300–304.
- ↑ Κρεμμυδάς, σελίδες 27–28.
- ↑ 22,022,1 Σακελλαρόπουλος, Σπύρος (Απρίλιος-Ιούνιος 2011). «Στρατός και καθεστώς της 21ης Απριλίου». Θέσεις (Εκδόσεις Νήσος) (Τεύχος 115). Ανακτήθηκε στις 26 Απριλίου 2014.
- ↑ Κρεμμυδάς, σελ. 8.
- ↑ Κρεμμυδάς, σελ. 75.
- ↑ Κρεμμυδάς, σελ. 32.
- ↑ Κασιμάτης, σελ. 40.
- ↑ Κρεμμυδάς, σελ. 127.
- ↑ Ντεγιάννης, Γιάννης (1990). Η Δίκη. Αθήνα: Εκδόσεις "Γνώση". σελ. 159, 194.
Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- Βουρνάς, Τάσος (2007) [1986]. Ιστορία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας. τ.ΣΤʹ (8η έκδοση). Πατάκης. ISBN 978-960-600-529-9.
- Ζαούσης, Αλέξανδρος Λ. (1997). Ο εμπαιγμός. τ.Αʹ. Παπαζήσης. ISBN 978-960-02-1208-2.
- Κακαουνάκης, Νίκος (1976). 2650 μερόνυχτα συνωμοσίας. τ.Αʹ (12η έκδοση). Παπαζήσης. ISBN 978-960-02-2513-6.
- Καραμπέρης, Στέφανος (2011). Η επανάστασις της 21ης Απριλίου 1967 και τα κινήματα βασιλέως και Ιωαννίδη. Πελασγός. ISBN 978-960-522-283-3.
- Κασιμάτης, Γεώργιος Ι. (2005). Η μετάβαση στη δημοκρατία και το σύνταγμα του 1975. Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων. ISBN 978-960-88397-4-8.
- Κάτρης, Γιάννης (1974). Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα. Παπαζήσης.
- Κόλλιας, Κωνσταντίνος (1984). Βασιλεύς και επανάστασις. Ιδιωτική έκδοση. Unknown parameter
|τόπος=
ignored (βοήθεια) - Κοντογιαννίδης, Τάσος (1997). Η άγνωστη νύχτα της 21ης Απριλίου 1967. Ρήσος. ISBN 978-960-522-054-9.
- Κρεμμυδάς, Γιώργης Θ. (1984). Οι άνθρωποι της χούντας μετά τη Δικτατορία. Εξάντας.
- Μακαρέζος, Νικόλαος Ι. (2010). Πως οδηγηθήκαμε στην 21η Απριλίου 1967. Ίρις - Α.Σ. Φιλιππότης. ISBN 978-960-7422-18-7.
- Παττακός, Στυλιανός Γ. (1996) [1992]. 21η Απριλίου 1967: Διατί; Ποιοι; Πώς; (3η έκδοση). Βιοβίβλ. ISBN 960-85323-3-7.
- Πικραμένος, Πάνος & Μπεντρουβάκης, Εμμανουήλ (Μαΐος 2006). «21η Απριλίου 1967. Το πραξικόπημα. Ο σχεδιασμός και η επιχείρηση». Πολεμικές Μονογραφίες (Τεύχος 59).
Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- 21η Απριλίου-4η Αυγούστου-Σχέσεις στοργής (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ)
- Αφιέρωμα στην 21η Απριλίου (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ)
- Νέοι Φάκελοι: 21η Απριλίου
21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1967: Η δικτατορία σώζει την Ελλάδα από τους Έλληνες
του Τάκη Κατσιμάρδου //
Πως η ίδια η χούντα περιέγραφε με κωμικοτραγικό τρόπο τους «εθνικούς κινδύνους » και δικαιολογούσε τις πρώτες μέρες του πραξικοπήματος γιατί ο στρατός κατέλαβε την εξουσία κατασκευάζοντας εικονικές πραγματικότητα.
Τα παρανοϊκά άλλοθι των δικτατόρων του 1967 μπορεί να προκαλούν των υστέρων θυμηδία και στον καιρό τους να ήταν κωμικοτραγικά. Αν 48 χρόνια μετά έχει κάποιο νόημα, όμως, ν΄ ανακληθούν στη μνήμη οι πρώτες και αμέσως μετά την επιβολή της χούντας δικαιολογίες για το στρατιωτικοφασιστικό πραξικόπημα, αυτό δεν βρίσκεται στη φαιδρότητα της κατάστασης. Αλλά σε μια άλλη διαχρονικότητα.
Ιδού περί τίνος πρόκειται, προς άρση τυχόν παρεξηγήσεων. Για την επιβολή της δικτατορίας, σε πρώτη φάση, κατασκευάστηκε από το κράτος και παρακράτος της Δεξιάς, τους στρατοκράτες και τους φορείς, γενικώς, της αντίδρασης μια δήθεν πραγματικότητα. Με βασικό υλικό την κινδυνολογία και τον φόβο.
Ο πυρήνας της ήταν πως «η Ελλάδα κινδυνεύει». Επομένως όλα επιτρέπονται για να …σωθεί η πατρίδα.
Μετά, εν ονόματι αυτής ακριβώς της εικονικής πραγματικότητας, αμφισβητήθηκε η αναγκαιότητα της ελευθερίας, δημοκρατίας, του κοινοβουλευτισμού, των δικαιωμάτων κτλ.
Το ίδιο σχήμα, χωρίς τανκς και κάνες όπλων «αφρόνων αξιωματικών» στη χώρα μας, διαφορετικά αλλού, βρίσκεται σήμερα σε πλήρη ισχύ. Άλλου είδους πραξικοπηματικές ανατροπές επιχειρούνται, μ΄ άλλους τρόπους χαλκεύονται δεσμά ή επιχειρείται να προωθηθούν μεταδημοκρατικές υποδουλώσεις, αλλά αυτή είναι η ουσία.
Ίσως μετά από τρεις-τέσσερις δεκαετίες, σημερινές εικονικές πραγματικότητες να προκαλούν ιλαρότητα, όπως συμβαίνει στις μέρες μας με την προπαγάνδα της χούντας και του …αθάνατου κράτους της Δεξιάς.
Σε μια τέτοια βάση ιδωμένο το 1967 δεν απέχει 48 χρόνια από το 2015…
Το σύνθημα από τη Θεσσαλονίκη
Η συνομωσία κατά της Ελλάδας θα κορυφωνόταν στις 23 Απριλίου 1967. Θ΄ άρχιζε από τη Θεσσαλονίκη και θα εξαπλωνόταν σ΄ όλη τη χώρα. Το σύνθημα της εξέγερσης είχε δοθεί στις 18 Απριλίου. 30000 άνδρες των Λαμπράκηδων και 2000 πεπειραμένοι σαμποτέρ ήταν έτοιμοι να δράσουν . Οι αρχές ασφαλείας, που αριθμούσαν μόλις 27000, δεν μπορούσαν ν΄ αντιμετωπίσουν τον εσωτερικό εχθρό, γι΄ αυτό και καταφύγανε το στρατό. Οι στρατιωτικοί, όμως, προκειμένου να μη αιματοκυλιστεί ο τόπος έδρασαν προληπτικά. Συλλάβανε τους εμπειροπόλεμους σαμποτέρ του «Λαικού Μετώπου» της Ενωσης Κέντρου –κομμουνιστών, όπως επίσης κι ελάχιστους άλλους πολιτικούς, που κινδύνευαν να τους σκοτώσουν οι συνωμότες κι έτσι η Ελλάδα σώθηκε. «Ο στρατός ανέλαβε την διακυβέρνησιν της χώρας δια να προλάβη τον εμφύλιον σπαραγμόν, να αποκαταστήση την τάξιν και να επαναφέρη την ενότητα του Εθνους….»
Φαίνεται απίστευτο, αλλά ακριβώς αυτό ήταν το αρχικό επίσημο σενάριο της χούντας για να …εξηγήσει στους Ελληνες την επιβολή της δικτατορίας.
Κυκλοφόρησε τρεις μέρες μετά το πραξικόπημα και ήταν η πρώτη «διαφωτιστική» έκδοση της «επαναστάσεως της 21ης Απριλίου 1967».
Βρίσκεται στ΄ αρχεία του υπουργείου Παιδείας κι έχει δημοσιοποιηθεί από τον καθηγητή Π. Πετρίδη στη σειρά των απόρρητων ντοκουμέντων («Εξουσία και παραεξουσία στην Ελλάδα 1957-1967», εκδόσεις «Προσκήνιο», 2000).
Αργότερα θα επιχειρηθεί ν΄ αμβλυνθεί ο πρωτογονισμός του πρώτου σεναρίου, το οποίο θα γραφεί και θα ξαναγραφεί.
Μια παραλλαγή του, με ουσιώδεις αλλαγές, θα δει το φως σε μπροσούρα της χούντας υπό τον τίτλο «21 Απριλίου 1967. Ο στρατός μας έσωσε την Ελλάδα. Η Ελλάδα πρέπη να ζήση και θα ζήση».
Άλλο θα εκπονήσουν, στην πρώτη επέτειο της «επανάστασης» (Μάρτιος 1968) οι γκαιμπελίσκοι της «Γενικής Διευθύνσεως Τύπου και Πληροφοριών του Υπουργείου Προεδρίας Κυβερνήσεως», που έχει καταλάβει ο αρχηγός της χούντας Γ. Παπαδόπουλος.
Η πρώτη «διαφωτιστική» έκδοση θ΄ αποσυρθεί, αλλά θα παραμένει για πάντα για να προκαλεί τη νοημοσύνη. Αν και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τότε δεν υπήρχαν μεν παρανοϊκοί συγγραφείς, αλλά δεν έλειπαν και ανεγκέφαλοι αναγνώστες…
Όλα έτοιμα από τις 18 Απριλίου
Τις παραμονές της 21ης Απριλίου όλα ήταν έτοιμα για την καταστροφή της Ελλάδας. Διαβάζουμε στο προοίμιο του τερατολογικού σεναρίου: «Οι Παπανδρέου και ο τύπος ωμίλουν απεριφράστως περί επαναστάσεως και τα στελέχη των έθετον ζήτημα μεταβολής του καθεστώτος καδύνου: τά τρόπον παράνομον. Οι κομμουνισταί διεκήρυσσον τα σχέδιά των δι΄ εξεγέρσιν…»
Όλα ήταν έτοιμα και «την 18ην Απριλίου ο Αρχηγός των καταδικασθέντων δια την συνομωσίαν του «Ασπίδα» Α. Παπατέρπος απηύθυνεν από τας φυλακάς μήνυμα προς τους οπαδούς του «Λαικού Μετώπου» διακηρύσσων ότι «ήλθεν η ώρα» και καλών τούτους να επιδείξουν αδάμαστον αγωνιστικότητα και αποφασιστικότητα». Προφανώς ήτο το σύνθημα…»
Αμέσως μετά το σύνθημα «την ιδίαν ημέραν, μαχητικά στελέχη κομμουνιστών ήρχισαν να κινούνται από όλην την χώραν προς την Θεσσαλονίκην, όπου την 23ην Απριλίου θα ωμίλει εις υπαίθριαν συγκέντρωσιν ο κ. Γ. Παπανδρέου. Ο τελευταίος προανήγγειλεν ήδη καθαρώς ανατρεπτικά συνθήματα στρεφόμενα κατά του καθεστώτος, του Βασιλέως, των συμμάχων των Ενόπλων Δυνάμεων και του Συντάγματος, υπέρ της βίας και της επαναστάσεως…» Φυσικά, ο « ραδιοσταθμός του ΚΚΕ από την Ανατολικήν Γερμανίαν έρριπτεν ανατρεπτικά συνθήματα, ενώ κινεζόφιλοι ωμίλουν επισήμως περί αμέσου εξεγέρσεως τόσον δια των εντύπων των όσον και δια των αλβανικών ραδιοσταθμών…. »
30.000 οι Λαμπράκηδες, 27.000 οι αστυνομικοί
Μερικά ακόμη αποσπάσματα είναι εξίσου αποκαλυπτικά για το μέγεθος του …κινδύνου :
– «Ο εσωτερικός κομμουνισμός ηδυνήθη να συγκροτήση μαχητικά τμήματα υπό την επωνυμίαν «Νεολαία Λαμπράκη» με 30000 μέλη έναντι 27.000 ανδρών των Σωμάτων Ασφαλείας…»
– «Περί τα 2000 στελέχη (της παλαιάς κομμουνιστικής ανταρσίας του 1946-1949) εκπαιδευθέντα εις ειδικάς Σχολάς της Ανατολικής Ευρώπης και της Σοβιετικής Ενώσεως κατέφθασαν δια να επανδρώσουν τον ανατρεπτικόν μηχανισμόν της ΕΔΑ…»
– «Εκ των εκλογών (του 1963) ο Γ. Παπανδρέου εκέρδισεν 171 έδρας επί συνόλου 300 και κατέστη Κυβέρνησις. Εκ των βουλευτών όμως, 35 έως 40 ήσαν κομμουνισταί ή όργανά των… Οι πράκτρορές των, ως απεκαλύφθη κατέλαβον τας υπηρεσίας πληροφοριών, ασφαλείας και εθνικής προπαγάνδας. Υπό το πρόσχημα του εκδημοκρατισμού εξαπελύθη άγριος διωγμός εναντίον παντός αντικομμουνσιστικού στοιχείου εις τον κρατικόν μηχανισμόν, τα Σώματα Ασφαλείας και τα Ενόπλους Δυνάμεις…Η παιδεία παρεδόθη εις τους κομμουνιστάς…»
– «Μαχητικά στελέχη των κομμουνιστών αφικνούνται στην πρωτεύουσα και φιλοξενούνται σε σπίτια κομμουνσιτών… Εχουν φθάσει ήδη 15000…»
– «Ελήφθη απόφασις συλλήψεως του βασιλέως…»
– «Ρώσος με ειδική εντολή αφίχθη εις Αθήνας για να δώση γραμμή εις την ΕΔΑ…»
– «Στην Πάτρα θα αποβιβαστούν από ρωσικά πλοία όπλα…»
– «Οι κομμουνιστές θα ανατινάξουν στρατιωτικές εγκαταστάσεις…»
– «Ρωσικά πλοία θα διέλθουν από τα Δαρδανέλλια και θα πλέυσουν στο Αιγαίο…»
– «Το ΕΑΜ υπάρχει και δρα σε όλες τις υπηρεσίες… Ελέγχει το 100% του υπουργείου Γεωργίας, το 60% του υπουργείου Παιδείας, το 25% της Αστυνομίας Πόλεων… Η διοίκησις περιήλθεν εις τα χέρια τους»
– «Οπλοστάσιον εις τον Ταύγετον, εις την Εύβοιαν, εις την Λάρισαν…»
Καθώς η …πατρίδα κινδύνευε, λοιπόν, «αι αστυνομικαί αρχαί (!) εδήλωσαν υπευθύνως ότι αδυνατούν να αναλάβουν την τήρησιν της τάξεως την 23ην Απριλίου….» Ετσι «εζητήθη από τον στρατόν να αναλάβη το έργον.» Αλλά οι «αρμόδιοι αξιωματικοί», ενώ βεβαίως θα μπορούσαν να το κάνουν, « εκτιμήσαντες τας σχετικάς πληροφορίας και την όλην κατάστασιν, διεπίστωσαν ότι η αιματοχυσία και μάλιστα εις ευρείαν κλίμακα καθίστατο αναπόφευκτος. Κατόπιν τούτου ο αρχηγός του ΓΕΣ (Γρ. Σπαντιδάκης) και οι αρμόδιοι συνεργάται του εκ των αξιωματικών, προς αποφυγήν της αιματοχυσίας απεφάσισαν να θέσουν εις εφαρμογήν το σχέδιον προληπτικής δράσεως…»
Έτσι «το σχέδιον επραγματοποιήθη την 21ην Απριλίου ομαλώς, επιτυχώς και αναιμάκτως» κι έτσι ωραία και απλά όλα τα΄ σκιαξε η φοβέρα και τα πλάκωσε η σκλαβιά!
«Ανακούφιση» με 10.000 συλλήψεις
Η απάντηση για το πως κι έγινε δυνατή η πραγματοποίηση του σχεδίου, σε μια χώρα την οποία είχε αλώσει ο εσωτερικός εχθρός είναι λακωνική: «Στρατός, ναυτικό και αεροπορία επέδειξον απόλυτον συνοχήν και αποφασιστικότητα. Ουδεμία αντίδρασις του λαού υπήρξεν. Αντιθέτως ο λαός υπεδέχθη την επέμβασιν του στρατού με ανακούφισιν. Τα δυο μοναδικά θύματα εσημειώθησαν εκ τυχαίων λόγων. Το 99% των συλληφθέντων αποτελείται από γνωστούς σεσημασμένους κομμουνιστάς με πλουσίαν ανατρεπτικήν δράσιν, επαγγελματικά στελέχη του ΚΚ και επαναπατρισθέντας κατά το 1964-65 ειδικούς των εξεγέρσεων και των οδομαχιών και του σαμποτάζ.» Αλλά γιατί συνελήφθησαν μέλη της κυβέρνησης και η πολιτική ηγεσία ; Η απάντηση είναι απολύτως σχιζοφρενική: «Μόνον το 1% των συλληφθέντων αποτελείται από πολιτικά πρόσωπα τα πλείστα των οποίων ετέθησαν υπό προσωρινήν κράτησιν χάριν ασφαλείας των» !
Παραδόξως, εδώ υπήρχε και μια αλήθεια. Αυτό το 1% «μεταφραζόταν» σε 100 περίπου πολιτικούς, ενώ συνολικά οι πολίτες που συνελήφθησαν τη νύχτα της 21ης Απριλίου έφταναν τις 10.000…
************
Οι κίνδυνοι, όμως, που απειλούσαν την Ελλάδα έπρεπε μετά την επίκλησή τους και την πραγματοποίηση του πραξικοπήματος ν΄ αποδειχτούν. Αλλά αυτό ήταν το τελευταίο, που απασχολούσε. Το παν ήταν η επίκλησή, τα υπόλοιπα αδιάφορα και η σχετική …επιχειρηματολογία παραπέμπει σε θυμίζει τρελοκομείο.
Ιδού τα τεκμήρια: «Κατά την επακολουθήσασαν έρευναν εις τα γραφεία της ΕΔΑ και των παρακομμουνιστικών οργανώσεων ευρέθησαν άφθονα χρήματα, εντοιχισμένοι ράβδοι χρυσού, όπλα, ασύρματοι, κείμενα εντολών δια την σχεδιαζόμενην μαχητικήν ενέργειαν της 23ης Απριλίου η οποία εκ Θεσσαλονίκης θα εξηπλούτο εις ολόκληρον την χώραν, οδηγίαι δι΄επαναστατικήν δράσιν και κατάλογοι προγραφών με την σημείωσιν ότι η εξόντωσις των εις αυτούς αναφερομένων προσώπων θα επραγματοποείτο συντόμως…»
Όσο για τα πειστήρια της εξέγερσης συνομωσίας, που θα προσαχθούν, τα δυο πρώτα εικοσιτετράωρα μετά την επιβολή της χούντας, είναι πράγματι αδιάσειστα: ένα χαρτονόμισμα των 10 ρουβλίων, κατάλογοι μελών της ΕΔΑ κατά συνοικία και επάγγελμα, έπιπλα γραφείου και εκδόσεις της ΕΔΑ.. Παραδόξως ούτε ένα όπλο, έτσι για τα μάτια, δεν προσκόμισαν. Αλλά την τρίτη μέρα είπαν πως ανακάλυψαν αποθήκη με στολές αστυφυλάκων, που υποτίθεται θα χρησιμοποιούσαν οι κομμουνιστοσυμμορίτες. Μόνο που δεν μπήκαν στον κόπο να παρουσιάσουν ούτε ένα πηλήκιο. Την επομένη καταφύγανε σε δημοσίευμα της εφημερίδας του Καίρου Αλ Αχράμ. Αυτή επιβεβαίωνε συγκέντρωση κομμουνιστικών στρατευμάτων εισβολής στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα….
Μετά την επικράτησή η χούντα δεν χρειαζόταν αποδείξεις για τις εθνικές απειλές.
Ο κίνδυνος να γελοιοποιηθεί, κατασκευάζοντας αποδείξεις, παραμόνευε, καθώς ή ίδια ήταν ακριβώς ο εχθρός. Άλλωστε τα παραμύθια ήταν χρήσιμα προ της 21ης Απριλίου. Τώρα απαιτούνταν η βία, οι διώξεις, οι φυλακές τα δεσμά…
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΒΑΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ