AMPHIKTYONBOOKS

TRANSLATION IN MANY LANGUAGES

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ


ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ

(Τελευταία ενημέρωση: Μάιος του 2014)


Ι. Θεοδωρακόπουλος  Κων/νος Τσάτσος  Κορνήλιος Καστοριάδης

Κάθε πολιτισμένο σύγχρονο κράτος καλλιεργεί τη φιλοσοφία σύμφωνα με τις προδιαγραφές του και τις επιδιώξεις του. Έτσι μπορούμε να μιλάμε για σύγχρονη αγγλική, αμερικανική, γερμανική κλπ. φιλοσοφία. 
Οι σύγχρονοι Έλληνες φιλόσοφοι έχουν το επιπρόσθετο μέλημα να οικειοποιούνται και να αναμετριούνται με την τεράστια φιλοσοφική τους παράδοση: την αρχαία, τη βυζαντινή και τη νεότερη ελληνική φιλοσοφία.
Ως συμβατική χρονολογία εκκίνησης της σύγχρονης ελληνικής φιλοσοφίας θέτουμε τα μέσα του 19ου αιώνα.
Εδώ παραπέμπουμε σε βιογραφικά-βιβλιογραφικά στοιχεία νεοελλήνων φιλοσόφων, των οποίων έργα παρουσιάζονται ή συζητιούνται από το 1980 έως σήμερα.

 Α    Βα-Βελ     Βεν-Βω   Γ     Δ     Ε     Ζ     Η     Θ     Ι     Κα-Κε    Κι-Κω  Λ     Μ     Ν      Ξ     Ο      Παγ-Παπ    Παρ-Πω    Ρα-Ρη      Ρο-Ρω    Σ    Τ   Υ      Φ     Χ    Ψ   Ω



Η ΑΠΑΞΙΩΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΔΙΕΘΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΑΞΗ
E-mail Εκτύπωση PDF

(Πεμ. 26/11/15 - 12:11)
ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΟ COLLOQUE A L' UNIVERSITE VALAHIA (TARGOVISTE), 17-18.10.2014-ESPACES EUROPEENS
Της ΜΑΡΙΑΣ ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΗ-ΔΕΛΙΒΑΝΗ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το θέμα της εισήγησής μου,  στο  φετινό συνέδριο του Πανεπιστημίου μας –θέλω να πιστεύω ότι μπορώ να το λέω «μας» και εγώ – κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για ένα τεράστιο πρόβλημα, που αν και παραλύει ουσιαστικά την ομαλή λειτουργία της οικονομίας, έχει ωστόσο τραγικά παραμεληθεί. Πρόκειται, για την προϊούσα αδυναμία προσέγγισης και επίλυσης οποιουδήποτε οικονομικο-κοινωνικού προβλήματος, με τα κλασικά θεωρητικά εργαλεία.
Αναφέρομαι, συγκεκριμένα, στις νέες και δραματικές μεταβολές των προηγμένων οικονομιών,  που θέτουν σταδιακά  εκτός χρήσης  την πεμπτουσία της κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας.  Είναι, πράγματι, αναμφισβήτητο ότι τα νέα  και σε εξέλιξη  χαρακτηριστικά του μεταβιομηχανικού  αναπτυξιακού σταδίου, που τώρα διανύει η ανθρωπότητα,  καθιστούν πεπερασμένο  το σύνολο σχεδόν των  οικονομικών θεωρημάτων, πεποιθήσεων και υποθέσεων. Ένα  σημαντικό τμήμα του κλασικού περιεχομένου της Πολιτικής  Οικονομίας, όπως αυτή διδάσκονταν και εξακολουθεί εν πολλοίς να διδάσκεται στα πανεπιστήμια της υφηλίου, δεν είναι πια σε θέση να ερμηνεύσει τη νέα πραγματικότητα, και να προσφέρει λύσεις στα ακανθώδη προβλήματά της. Μας χρειάζονται, λοιπόν,  νέα ερμηνευτικά εργαλεία, τα οποία  όμως δεν είναι, προς το παρόν, διαθέσιμα. Θεωρώ ανεξήγητη, όσο και θανάσιμα επικίνδυνη αυτήν την αδιαφορία, που μετατρέπει σε χάος και ζούγκλα τη λειτουργία των σύγχρονων οικονομιών.
Η αποδιοργάνωση αυτή της παγκόσμιας οικονομίας δεν εξηγείται μόνο, αλλά ούτε κυρίως από την υιοθέτηση, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ενός  συστήματος, παρεμφερούς με αυτό του laissez-faire,  laissez-passer,. Γιατί, η απλή έλλειψη κρατικού παρεμβατισμού δεν καταργεί,  με τόσο δραστικό τρόπο, τους οικονομικούς νόμους επάνω στους οποίους στηρίζονται οι βασικές λειτουργίες της οικονομίας. Αντιθέτως, ο εξοβελισμός τους πραγματοποιείται, όπως προκύπτει από τις σύγχρονες εξελίξεις, εξαιτίας των παράλληλων επιδράσεων της παγκοσμιοποίησης, του περάσματος του καπιταλισμού σε μεταγενέστερο του βιομηχανικού στάδιο ανάπτυξης, της υιοθέτησης του νεοφιλελευθερισμού, και όλα αυτά εμποτισμένα από την ενσυνείδητη επιβολή ακραίων ιδεολογιών.
Πιστεύω, συνεπώς,  ότι  οι κάθε μορφής βαρβαρότητες που βιώνουμε σε καθημερινή βάση είναι, κατά κύριο λόγο, το συνδυασμένο αποτέλεσμα αναπότρεπτων εξελίξεων, που όμως γίνονται εντονότερες εξαιτίας  παρεμβάσεων  προς την ίδια κατεύθυνση, αλλά και εξαιτίας αποχής παρεμβάσεων.
Κρίνω, εξάλλου,  απαραίτητο να τονίσω ότι η εδώ  προσέγγιση του ευρύτατου αυτού θέματος, δηλαδή  της διαπίστωσης και  ανάλυσης  των μεταμορφώσεων  που υφίστανται,  μετά τη δεκαετία του’70, τα  παραδοσιακά θεωρητικά εργαλεία ερμηνείας της οικονομικής πραγματικότητας, αποτελεί απλή εισαγωγή. Αποβλέπει, συγκεκριμένα,  στη  συγκέντρωση  ενδιαφέροντος  και άλλων ερευνητών στο μέλλον, καθώς  υπάρχει αδήριτη   ανάγκη εξεύρεσης νέων ερμηνευτικών  βοηθημάτων, που θα υποκαταστήσουν όλα όσα οι εγκάρσιες μεταβολές των οικονομικών συστημάτων έθεσαν σε αχρησία. Γιατί, χωρίς αυτά, θα είναι δύσκολο εφεξής να αναφερόμαστε σε επιστήμη της οικονομίας.
Να προσθέσω,  τέλος, εισαγωγικά, ότι το θέμα με το οποίο αποφάσισα να ασχοληθώ, στην παρούσα εισήγησή μου, αναμοχλεύει όχι μόνο  τα προβλήματα της Ευρώπης, αλλά  και ολόκληρης της υφηλίου. Ειδικότερα, τώρα, που η παγκοσμιοποίηση δεν επιτρέπει την πολυτέλεια υιοθέτησης εθνικών πολιτικών.
Στο Μέρος Ι της εισήγησής μου θα αναφερθώ επιλεκτικά σε ορισμένες, μόνο, μεταβολές που κρίνω ότι είναι  καταλυτικής σημασίας, και που αποσταθεροποιούν επικίνδυνα ολόκληρο το οικοδόμημα της παραδοσιακής οικονομικής θεωρίας, ενώ στο Μέρος ΙΙ, που θα είναι πιο σύντομο,  θα στραφώ προς τις συνέπειές τους, προσπαθώντας να αφουγκραστώ προς τα πού οδεύει  η οικονομία: ευρωπαϊκή και παγκόσμια.
          
ΜΕΡΟΣ Ι. Η  ΕΛΛΕΙΨΗ ΚΑΝΟΝΩΝ ΣΤΟ ΝΕΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ  
Στο εδάφιο 1  του Μέρους Ι θα αναφερθώ στο χαώδες νέο οικονομικό περιβάλλον, που επικρατεί καταρχήν στο χώρο της εργασίας και στη συνέχεια  σε αυτόν της παραγωγής και της κατανομής του προϊόντος. Παράλληλα, θα θιγούν και ορισμένες από τις μεταμορφώσεις, που επήλθαν στις επιλογές, καθώς  και στη συμπεριφορά του επιχειρηματία. Στο εδάφιο 2 θα προσπαθήσω να εξετάσω το πώς ορισμένες ενσυνείδητες κυβερνητικές  επιλογές επιτείνουν τις δυσχέρειες αντιμετώπισης των νέων προβλημάτων .
1. ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΠΟΥ ΚΑΤΑΡΓΟΥΝ ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ  
1α) Στο συντελεστή «εργασία»:
*Συνδυασμός ωρών εργασίας και ωρών ανάπαυσης.
Η κυρίαρχη οικονομική θεωρία διδάσκει ότι ο εργαζόμενος  ισορροπεί συνδυάζοντας ώρες εργασίας και ώρες ανάπαυσης, με τρόπο ώστε  η δυσαρέσκεια από την τελευταία εργάσιμη   ώρα να ισούται με την  ωφέλεια που προκύπτει από την αμοιβή αυτής της  τελευταίας ώρας.  Η ανάλυση αυτή των καμπυλών αδιαφορίας της προσφοράς εργασίας βασίζεται στην υπόθεση μεγιστοποίησης της ωφέλειάς του από τον συνδυασμό ωρών εργασίας και ωρών ανάπαυσης, με  απόρριψη των δύο άκρων, που αποκλείουν δυνατότητες  συνδυασμού:    δηλαδή το ένα άκρο είναι έστω οι 16 ώρες εργασίας – που αποτελεί ανώτατο φυσικό όριο- και το δεύτερο άκρο είναι ο ανώτατος μισθός, που μπορεί ο εργαζόμενος να εξασφαλίσει, αν δεχθεί να εργάζεται για  16 ώρες, έστω 100 Ευρώ ημερησίως. Με τις συνθήκες αυτές θα έχει  μηδέν ώρες ανάπαυσης –εκτός του  οκτάωρου ύπνου.
Η δυνατότητα επιλογών του εργαζόμενου, ανάμεσα σε ώρες εργασίας και ώρες ανάπαυσης αντιμετώπιζε ανέκαθεν ορισμένες δυσκολίες που προέρχονταν, ανάμεσα και σε άλλα,  από τις συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες καθόριζαν τις ώρες εργασίας, για το σύνολο των εργαζόμενων. Εκτός, όμως, από το ότι  αυτός ο γενικός διακανονισμός υποτίθεται ότι έκφραζε περίπου το σημείο ισορροπίας της εργατικής μάζας, υπήρχε πάντοτε, τουλάχιστον θεωρητικά, η δυνατότητα για όσους ήθελαν να εξασφαλίσουν πρόσθετες ή και λιγότερες ώρες εργασίας, σε σχέση με  τον γενικότερο διακανονισμό.
Με το νέο καθεστώς, όπως αυτό διαμορφώνεται με πιο καταπιεστικό τρόπο, κυρίως στα πλαίσια της ΕΕ- αλλά και σε ηπιότερο βαθμό, στην παγκόσμια οικονομία-, αποκλείεται σχεδόν παντελώς η δυνατότητα επιλογών των εργαζόμενων, σε ώρες εργασίας και ανάπαυσης, και ιδού γιατί:
-Πρώτον, με ανεργία που  φθάνει το 10,4% του ενεργού πληθυσμού στην ΕΕ, και κυρίως με ανεργία που έχει πια αποκτήσει μόνιμο χαρακτήρα, ο εργαζόμενος δεν έχει ευχέρεια επιλογών,- όταν έχει την τύχη να  εξασφαλίσει απασχόληση,- αλλά αντιθέτως είναι υποχρεωμένος, σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό, να ισοπεδώνεται στις απαιτήσεις του εργοδότη: απροσδιόριστο και συνεχώς μεταβαλλόμενο ωράριο εργασίας, εργασία και την Κυριακή και τις γιορτές, και αμοιβή που δεν αποτελεί πια θέμα διαπραγμάτευσης, αλλά επιβάλλεται μονομερώς από τον εργοδότη.
-Δεύτερον, δεν είναι δυνατόν να γίνεται πια λόγος για στήριξη του εργαζόμενου, που στο παρελθόν του παρέχονταν  χάρη στην ύπαρξη «εργατικής τάξης» και «εργατικής συνείδησης» ικανά να υπερασπιστούν και να διεκδικήσουν  εργατικά  δικαιώματα. Η συνδικαλιστική συρρίκνωση, σε όλες σχεδόν τις χώρες,  στο διάστημα των δύο τελευταίων δεκαετιών,   μείωσε την πυκνότητα  σε μόλις  20%.H μεταβιομηχανική κοινωνία κατέστρεψε τους κοινωνικοοικονομικούς θεσμούς και την αλληλεγγύη για κοινές δημοκρατικές διεκδικήσεις.  Τρεις  είναι κυρίως οι λόγοι αυτής της  μεταβολής. Ο πρώτος αναφέρεται στις ριζικές αλλαγές, που η παγκοσμιοποίηση επέφερε στον τρόπο παραγωγής της μεταβιομηχανικής κοινωνίας, μετατρέποντας την εργασία της πλήρους απασχόλησης σε άτυπης μορφής εργασία. Ο δεύτερος λόγος αφορά στο ότι η παραγωγή δεν λαμβάνει πια χώρα μέσα σε εργοστάσιο, όπου οι εργαζόμενοι είχαν τη δυνατότητα να οργανώσουν τα αιτήματά τους, σχετικά με πιο ανθρώπινους  όρους εργασίας και εξασφάλισης δίκαιης  αμοιβής τους. Αντιθέτως, η παραγωγή είναι κατακερματισμένη και συνήθως διασπαρμένη σε περισσότερες της μιας χώρες, καθώς η διανοητική εργασία που έχει, εν πολλοίς, υποκαταστήσει τη μυϊκή του βιομηχανικού σταδίου μπορεί να λάβει χώρα οπουδήποτε. Και, τέλος,  ο τρίτος  λόγος, που συμπληρώνει τους  προηγούμενους υπογραμμίζει  την ύπαρξη  πολλών ειδών απασχόλησης, στη μεταβιομηχανική κοινωνία, που αποκλείουν τη συσπείρωση και την κοινή δράση των εργαζόμενων,  και επιπλέον  καθιστούν ανεφάρμοστη την εξάρτηση της αμοιβής τους από την παραγωγικότητά τους, όπως το προβλέπει, αλλά και το απαιτεί η κυρίαρχη θεωρία. Γιατί, με ποια, αλήθεια, θεωρητικά εργαλεία θα μπορούσε να ερμηνευθεί η διαφορά ανάμεσα στον υψηλότερο μισθό των αφεντικών μεγάλης εταιρίας  και στο μέσο μισθό εργαζόμενων στην ίδια εταιρία, που ενώ το  1989 ήταν 45 φορές,  το 1999  έφθασε  στις 475 φορές αντίστοιχα; Οπωσδήποτε, όχι με τη βοήθεια της διαφοράς στην παραγωγικότητά τους.
-Τρίτον, όταν ο μισθός βρίσκεται, για μακροχρόνιο διάστημα στο κατώτατο δυνατό επίπεδο, όπως είναι η περίπτωση σε ολοένα μεγαλύτερη κλίμακα, ιδίως στον χρεωμένο ευρωπαϊκό Νότο, ο εργαζόμενος είναι υποχρεωμένος να εργάζεται τον ανώτατο δυνατό αριθμό ωρών ημερησίως και εβδομαδιαίως-εφόσον, φυσικά, εξασφαλίζει απασχόληση-και συνεπώς δεν έχει την πολυτέλεια συνδυασμού ωρών εργασίας και ωρών ανάπαυσης
- Και τέλος, το προϊόν της μεταβιομηχανικής κοινωνίας δεν είναι πια υλικό ή αποκλειστικά υλικό, όπως αυτό του βιομηχανικού σταδίου. Αποτελείται από νέες ιδέες και άυλα στοιχεία που καθιστούν εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, τον υπολογισμό της παραγωγικότητας των εργαζόμενων. Καθώς, ο παλιός τρόπος υπολογισμού της παραγωγικότητας των εργαζόμενων δεν έχει υποκατασταθεί από κάποιον νεώτερο και σε  διαφορετική βάση, ο εκάστοτε προσδιορισμός της εργατικής αμοιβής ακολουθεί μεθοδεύσεις απροσδιόριστες και συγκυριακές, που ευνοούν την κάθε μορφής εκμετάλλευση. Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν περιορίζεται στο χώρο των κοινωνικών αδικιών, εφόσον κατά την κυρίαρχη οικονομική θεωρία των νεοκλασικών, του Marx αλλά και του Keynes η μη απόδοση της παραγωγικότητας, στον καθένα από τους συντελεστές παραγωγής, που χρησιμοποιήθηκαν σε συγκεκριμένη παραγωγική διαδικασία, ειδικά και όταν πρόκειται για παγιωμένη τακτική, είναι πρόξενος σοβαρών ανισορροπιών και κρίσεων.  
*Υπολογισμός της παραγωγικότητας της εργασίας
Η γνώση  του ύψους της παραγωγικότητας της εργασίας, σε κάθε παραγωγική διαδικασία  αποτελεί sine qua non προϋπόθεση της κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας, για μια σειρά από ενέργειες, που εντάσσονται  στο γενικότερο πλαίσιο της  πραγματοποίησης ισορροπίας  της επιχείρησης,  των επί μέρους συντελεστών της παραγωγής, αλλά και αθροιστικά του συνόλου της οικονομίας. Όμως, στις νέες συνθήκες που επικρατούν στη μεταβιομηχανική- παγκοσμιοποιημένη οικονομία, ο υπολογισμός της παραγωγικότητας της εργασίας -όπως άλλωστε και του κεφαλαίου-θα έλεγα ότι είναι, ουσιαστικά, αδύνατος. Και τούτο, επειδή:
         Πρόκειται, εν πολλοίς, για υπηρεσίες και όχι για υλικά αγαθά, στα οποία ο τύπος εξεύρεσης της παραγωγικότητας, που απαιτεί οριακούς υπολογισμούς, είναι ανεφάρμοστος επειδή, κυρίως,  η τιμή των νέων προϊόντων, στη νέα οικονομία δεν συνδέεται με το κόστος παραγωγής τους. Και πιο συγκεκριμένα οι εταιρίες  επιδιώκουν μεγιστοποίηση των κερδών τους, χάρη στην αύξηση της τιμής των μετοχών τους, που δεν έχουν συνήθως σχέση με το κόστος παραγωγής.
         Και επιπλέον το μεγαλύτερο τμήμα του κόστους των νέων προϊόντων είναι, και αυτό άυλο, καθώς οι σταθερές δαπάνες είναι  πολύ περιορισμένες. Εξάλλου, ο κατακερματισμός της παραγωγής σε διάφορα στάδια και γεωγραφικές τοποθεσίες επιδιώκει την εξασφάλιση φορολογικών παράδεισων, με αποφυγή καταβολής φόρων.  
Η ουσιαστική αδυναμία υπολογισμού της παραγωγικότητας της εργασίας, στους νέους οικονομικούς καιρούς, προκύπτει και από το γεγονός ότι η σημασία της  υποβαθμίζεται από τους αρμοδίους, ανά την υφήλιο, ως βάση καθορισμού του μισθού των εργαζόμενων. Αλλά, αν αυτή η παραδοσιακή βάση έχει, ουσιαστικά, περιπέσει σε αχρησία, ποια άλλη την έχει αντικαταστήσει; Και αν δεν υπάρχει αντικαταστάτρια, πως προσδιορίζεται τελικά ο μισθός στις σύγχρονες οικονομίες; Είναι φανερό το πόσο πολλές και επικίνδυνες ανισορροπίες μπορεί να προκαλέσει αυτός ο «τυχάρπαστος», τελικά,  τρόπος καθορισμού του ύψους της εργατικής αμοιβής.  
*Ο κλασικός επιχειρηματίας εξαφανίστηκε;
Στη νέα εποχή της παγκοσμιοποίησης, του νεοφιλελευθερισμού και  του μεταβιομηχανικού σταδίου ανάπτυξης, η μορφή, οι αρμοδιότητες, οι στόχοι  και η όλη συμπεριφορά του κλασικού επιχειρηματία έχει υποκατασταθεί από ένα πολυπρόσωπο ον, το οποίο σε τίποτε δεν  αναπαράγει τη σχετική περιγραφή τουJ. Schumpeter για τον επιχειρηματία. Οι βασικές διαφορές μεταξύ του κλασικού επιχειρηματία και του σχήματος που τον αντικατέστησε μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
- Δεν υπάρχουν πια   επιχειρηματίες, όπως τους περιγράφουν τα κλασικά οικονομικά συγγράμματα, που να εμφανίζονται  ως επικεφαλής της επιχείρησης, αλλά και όταν υπάρχουν αυτοί δεν είναι ιδιοκτήτες της. Οι πραγματικοί ιδιοκτήτες της σύγχρονης επιχείρησης είναι ταλαντούχα άτομα, που έχουν την επιχείρηση στο μυαλό τους. Και από την άλλη πλευρά, η αμοιβή των παραδοσιακών συντελεστών της παραγωγής συμπιέζεται, καθώς το ειδικό τους βάρος στην τελική αξία του προϊόντος- που είναι συνήθως άυλο- μειώνεται. Στη σύγχρονη μορφή επιχείρησης το κεντρικό πρόσωπο είναι ο  manager, του οποίου η αμοιβή είναι συχνά αστρονομική, και ο οποίος πρέπει να διαθέτει εξαιρετικές και πολύπλευρες ικανότητες.
-Οι νέοι επικεφαλής των σύγχρονων επιχειρήσεων είναι νεωτεριστές και δημιουργοί ιδεών, ικανών να εξασφαλίσουν  μονοπώλια και υψηλά  μονοπωλιακά κέρδη, τα οποία καθιστούν ξεπερασμένες προηγούμενες πρακτικές. Εξάλλου, συχνά, η εμφάνιση νέων προϊόντων-υπηρεσιών της πληροφορικής δεν είναι αρκετή για τη δημιουργία κερδών, αν η αγορά έχει κερδηθεί από νέες ιδέες-προϊόντα αντιπάλων.
-Υπάρχουν ισχυρά εμπόδια στην είσοδο για την επικράτηση νέων ιδεών. Αυτή   προϋποθέτει απαιτητική εκπαίδευση, την οποίαν είναι σε θέση να  εξασφαλίσει μικρός αριθμός ταλαντούχων παιδιών, με εξαιρετική έφεση, από νεαρή ηλικία, επίλυσης προβλημάτων των νέων τεχνολογιών, και με την προϋπόθεση ότι στη συνέχεια μπορούν να χρηματοδοτήσουν  το υψηλό κόστος αυτής της ιδιαίτερης εκπαίδευσης. Πρόκειται, ουσιαστικά, για κλειστό κύκλωμα, τα μέλη του οποίου συναντιούνται και ανταλλάσσουν γνώσεις και απόψεις, έτσι που οι νέες ιδέες καταλήγουν να έχουν σωρευτικά αποτελέσματα.
-Το περιβάλλον της  νέας τεχνολογίας αχρηστεύει, εξάλλου, και το τεράστιο κεφάλαιο της επικρατούσας οικονομικής θεωρίας, που αναφέρεται στο  σχηματισμό των τιμών. Έχουμε διδαχθεί ότι πωλητές και αγοραστές συναντιούνται στην αγορά και σχηματίζουν την τιμή των προϊόντων. Αλλά, ο τρόπος αυτός ορισμού της τιμής ανήκει, εν πολλοίς, στο παρελθόν δεδομένου ότι στο νέο οικονομικό περιβάλλον, με την προϋπόθεση ότι το περί ου ο λόγος προϊόν/υπηρεσία, αν  δεν έχει στενό υποκατάστατο, είναι πολύ ενδεχόμενο η τιμή πώλησής του  να μην έχει σχέση με το κόστος παραγωγής ή, ακόμη, και με το βαθμό σπανιότητάς του. Θα μπορούσε, βέβαια, να υποστηριχθεί ότι η τιμή είναι συνάρτηση της κοινωνικής χρησιμότητας του αγαθού/υπηρεσίας, και αυτή υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των χρηστών. Ωστόσο, και το περιεχόμενο της «κοινωνικής χρησιμότητας, κάθε άλλο παρά ξεκάθαρο είναι στην νέα οικονομία, δεδομένου ότι ο αριθμός των χρηστών προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό την τιμή της μετοχής της εταιρίας, ενώ η πραγματική αξία των εταιριών είναι καταρχήν απροσδιόριστη, και ο υπολογισμός της δύσκολος αν όχι και αδύνατος. Πράγματι, η τιμή των μετοχών εταιριών, που για κάποιο χρονικό διάστημα εξασφάλισε υψηλά κέρδη, ενδέχεται να αποδειχθούν εκ των υστέρων αποτυχημένες επενδύσεις, το ίδιο όπως και πολυάριθμες συγχωνεύσεις, για τις οποίες  εκ των υστέρων διαπιστώνεται ότι απέκρυψαν ανεπιθύμητα χαρακτηριστικά τους. Να τονιστεί ακόμη σχετικά ότι  η σαφής τάση συρρίκνωσης του ειδικού βάρους της μεσαίας τάξης, στις σύγχρονες οικονομίες, επιτείνει την αστάθεια των προτιμήσεων των καταναλωτών, που απεικονίζεται και στις τιμές των αγαθών/υπηρεσιών, στη νέα οικονομία.  
1β) Στον τρόπο  κατανομής του προϊόντος
Η κυρίαρχη οικονομική θεωρία κάνει δεκτή,  την υπόθεση της  μακροχρόνιας  σταθερότητας των μεριδίων εργασίας και κεφαλαίου, κυρίως, βέβαια στο βιομηχανικό τομέα, όπου το 1/3 του προϊόντος αμείβει το κεφάλαιο και τα 2/3 την εργασία. Και τα μερίδια αυτά προκύπτουν από την οριακή παραγωγικότητα του κεφαλαίου και της εργασίας, επί τον αριθμό των μονάδων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία. Η σταθερότητα αυτή επαληθεύτηκε για ολόκληρο το χρονικό διάστημα,  από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου μέχρι και πριν από δύο περίπου δεκαετίες  από σήμερα, σε πείσμα των απαιτητικών και εκ πρώτης όψης δύσκολων να εφαρμοστούν προϋποθέσεων.   Η σταθερότητα των μεριδίων των δύο βασικών συντελεστών παραγωγής,  εργασίας και κεφαλαίου, σε όλη τη μακρότατη αυτή χρονική περίοδο, πραγματοποιήθηκε χάρη σε συμψηφισμούς και σε υποκατάσταση, ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο. Η αρχή που γίνεται, γενικά,  δεκτή είναι ότι η οριακή παραγωγικότητα του συντελεστή, του οποίου ο ρυθμός αύξησης της προσφοράς του είναι ταχύτερος από τον αντίστοιχο του δεύτερου, εξασφαλίζει μικρότερη αμοιβή –που ισούται πάντοτε με την οριακή του παραγωγικότητα-και κάθε επιπλέον μονάδα του αυξάνει το προϊόν λιγότερο από μια επιπλέον μονάδα του δεύτερου συντελεστή.
Όλα, ωστόσο, τα παραπάνω δεν επαληθεύονται πια τις δύο τελευταίες δεκαετίες, αλλά αντιθέτως διαπιστώνεται μια σημαντική πτώση του μεριδίου της εργασίας, προς όφελος του κεφαλαίου. Συγκεκριμένα, και με βάση εκτιμήσεις   του ΔΝΤ,  το μερίδιο των μισθών στις οικονομίες  του G7 μειώθηκε κατά 5.8 ποσοστιαίες μονάδες, κατά την περίοδο 1983-2006, και πιο συγκεκριμένα κατά 8.8 μονάδες στις χώρες-μέλη της ΕΕ. Εξάλλου, στις 51 από τις 73 χώρες της υφηλίου, για τις οποίες εξασφαλίστηκαν σχετικά στατιστικά δεδομένα, το μερίδιο των μισθών  υποχώρησε σταθερά τα 20 τελευταία χρόνια. Και να προσθέσω, ακόμη, πρόσφατα  ευρήματα στις εξελίξεις της λειτουργικής κατανομής, που επικυρώνουν τα παραπάνω. Σύμφωνα με αυτά  το μερίδιο της εργασίας ήταν, κατά μέσο όρο, 64,3% για ολόκληρη την περίοδο 1947-2000, και την προτελευταία της παρούσας δεκαετία δεν είναι πια παρά 57,8%. Η σημαντική και  μόνιμου πια  χαρακτήρα ανεργία, ειδικά στην Ευρώπη-με ελάχιστες εξαιρέσεις-, θα δικαιολογούσε ενδεχομένως αυτή την εξέλιξη, με την υπόθεση σχετικής αφθονίας της εργασίας, έναντι του κεφαλαίου, που συνεπάγεται την πτώση του μεριδίου της στο ΑΕΠ. Ωστόσο, η υπόθεση αυτή είναι δύσκολο να υποστηριχθεί, δεδομένου ότι και το κεφάλαιο βρίσκεται σε αφθονία, όπως μαρτυρεί το πολύ χαμηλό επιτόκιο των τελευταίων δεκαετιών, καθώς και η γενικευμένη αποβιομηχάνιση, που   επιβεβαιώνεται άλλωστε και από την πτώση  του ποσοστού της επένδυσης στο ΑΕΠ της ΕΕ. Ένα κεφάλαιο, ωστόσο, που στρέφεται προς την αποθησαύριση και την κερδοσκοπία.   Τα παραπάνω συνδυασμένα αυτά αποτελέσματα  συμβαδίζουν με την υπόθεση της μη απόδοσης της παραγωγικότητας των εργαζόμενων στους μισθούς, της παρακράτησής  της δηλαδή  υπέρ του κεφαλαίου. Όπως προκύπτει από  σχετικές εκτιμήσεις, μεταξύ των ετών 1999-2007, σε παγκόσμιο επίπεδο, η παραγωγικότητα των εργαζομένων αυξήθηκε κατά 30%, ενώ οι πραγματικοί μισθοί μόνο κατά 18%.
Ο βασικός λόγος για τον οποίον δεν λειτουργεί πια η μέθοδος κατανομής, που βασίζεται στην Cobb-Douglas συνάρτηση, παρότι υπήρξε αποτελεσματικός για μεγάλο  χρονικό διάστημα, θα πρέπει πρωταρχικά να αποδοθεί στο είδος της τεχνικής προόδου, που φαίνεται να επικρατεί στο μεταβιομηχανικό στάδιο ανάπτυξης.  Σε αντίθεση με την ενσωματωμένη τεχνική πρόοδο, που δέσποζε στο προηγούμενο στάδιο της βιομηχανίας, και αύξανε   την παραγωγικότητα  και των δύο βασικών συντελεστών της παραγωγής, αν και περισσότερο του κεφαλαίου, τώρα πρόκειται για την μη ενσωματωμένη τεχνική πρόοδο, η εφαρμογή της οποίας    ουδόλως απαιτεί τη  διενέργεια προηγούμενης επένδυσης παγίου κεφαλαίου, επειδή  εμφανίζεται με τη μορφή βελτιωμένων  ανθρώπινων γνώσεων.  Η μη ενσωματωμένη εξασφαλίζει βελτίωση της παραγωγικότητας και των δύο βασικών συντελεστών της παραγωγής, αλλά βέβαια  όχι αναγκαστικά στο ίδιο ποσοστό. Που σημαίνει ότι η μη ενσωματωμένη τεχνική πρόοδος  συνεπάγεται ταυτόχρονη πτώση  των λόγων Κεφάλαιο/Προϊόν, καθώς και Εργασία/Προϊόν. Η πολύ σημαντική διαφορά, ανάμεσα στις δύο αυτές μορφές τεχνικής προόδου, που βρίσκεται άλλωστε και στη ρίζα των δυσχερειών του νέου αναπτυξιακού σταδίου, είναι το γεγονός ότι η μη ενσωματωμένη τεχνική πρόοδος δημιουργεί ποιοτική και όχι πια ποσοτική  αύξηση της παραγωγικότητας,  που είναι πολύ δύσκολα μετρήσιμη. Η έλλειψη θεωρητικών εργαλείων, που να αντικαθιστούν τα πεπερασμένα της συνάρτησηςCobb-Douglas, αφήνουν ελεύθερο το πεδίο για την εκμετάλλευση του συντελεστή «εργασία». Αλλά, και η ανισορροπία αυτής της μορφής, ειδικά και επειδή είναι διαρκής και όχι παροδική, είναι πρόξενος σοβαρών μακροοικονομικών προβλημάτων στις σύγχρονες οικονομίες. Αυτά τα προβλήματα, στο χώρο του τρόπου κατανομής του εισοδήματος συνοψίζονται στη διαπίστωση, ότι ο ρυθμός αύξησης του κεφαλαίου είναι ταχύτερος του αντίστοιχου του ΑΕΠ. Να υπογραμμιστεί, εδώ, ότι οι συνέπειες της κορυφούμενης εισοδηματικής  ανισοκατανομής αποδεικνύουν, περίτρανα, ότι οι οικονομολόγοι που παραβλέπουν τους κινδύνους της, με το επιχείρημα ότι «αυτό που έχει σημασία είναι η αύξηση του ΑΕΠ και  όχι η κατανομή του», δεν έχουν δίκαιο.      
1γ) Στο χώρο της οικονομικής μεγέθυνσης  και ανάπτυξης
Στις σύγχρονες οικονομίες γίνεται, ολοένα πιο αισθητή η υποβάθμιση της σημασίας της αναπτυξιακής διαδικασίας. Πρόκειται για  αυτόνομη εξέλιξη της νέας διεθνούς οικονομικής τάξης, αλλά πρόκειται και για ενσυνείδητη  επιλογή  των αρμοδίων, προκειμένου να προστατεύσουν τις ελεύθερες μετακινήσεις του κεφαλαίου, που αναζητεί το μέγιστο κέρδος,  από το ένα άκρο της Γης στο άλλο. Στο εδάφιο αυτό θα αναφερθώ στην αυτόνομη υποβάθμιση της ανάπτυξης.    Είναι σαν χάρτινος πύργος που όταν αρχίσει να τραντάζεται καταρρέει στο σύνολό του. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει μετά το τέλος των 30 ένδοξων ετών, δηλαδή από τα μέσα της  δεκαετίας του ’70 και μέχρι σήμερα. Η ανάπτυξη και η οικονομική μεγέθυνση δεν αποτελούν πια προτεραιότητα στις προηγμένες οικονομίες, διότι υπάρχουν εγγενείς δυσχέρειες για την  επίτευξή τους. Πρόκειται, κυρίως, για την οικονομική ωριμότητα, η οποία μετά  από ένα ορισμένο κρίσιμο όριο ανάπτυξης, λειτουργεί συρικνωτικά, αποτρέποντας τη συνέχιση των ταχύρυθμων αναπτυξιακών  ρυθμών του παρελθόντος. Εκτός των  δυσμενών συνεπειών της οικονομικής ωριμότητας στην αναπτυξιακή διαδικασία  η παραμέλησή  της, στις σύγχρονες οικονομίες φαίνεται να είναι  αναπότρεπτη, εφόσον  αυτή ανήκει στην πραγματική οικονομία, της οποίας η σημασία υποχώρησε κατακόρυφα σε σύγκριση με την χρηματιστηριακή. Αρκεί να αναφερθεί ότι μεταξύ των ετών 1992-2007 καταγράφεται αύξηση του μεγέθους της χρηματιστηριακής αγοράς, κατά 150 φορές από την πορεία των πραγματικών οικονομικών μεγεθών. Επιπλέον, όμως, δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί και το γεγονός ότι η παραδοσιακή επιδίωξη της επιτάχυνσης των αναπτυξιακών ρυθμών δυσχεραίνεται πολύ σοβαρά και εξαιτίας της   ανεπαρκούς ζήτησης, που εξασθενεί το σύνολο των παραγωγικών ροπών: της κατανάλωσης, της αποταμίευσης, της επένδυσης και του νεωτερισμού. Στη νέα οικονομική πραγματικότητα, στην οποία επικρατούν οι κορυφούμενες ανισότητες, οι πλούσιοι δεν επενδύουν στην πραγματική οικονομία, αλλά αποθησαυρίζουν τα κέρδη τους και/ή προτιμούν την τοποθέτησή τους στη χρηματιστηριακή αγορά , επιδιώκοντας εύκολα και  γρήγορα κέρδη.
Η υποβάθμιση της σημασίας της ανάπτυξης είναι, ιδιαίτερα εμφανής στα πλαίσια της Ευρωζώνης, εξαιτίας των ιδιομορφιών του ευρώ, του οποίου η επιβίωση χρειάζεται  περιβάλλον ύφεσης, το οποίο εξασφαλίζεται χάρη στην  εφαρμογή συνεχούς λιτότητας. Στην Ευρωζώνη, εξάλλου, η επιδίωξη της ανάπτυξης δυσχεραίνεται και από το γεγονός ότι το ευρώ  είναι, ουσιαστικά, νόμισμα ουδέτερο, δηλαδή δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία πληθωρισμού ή και αντιπληθωρισμού.

2. ΕΝΣΥΝΕΙΔΗΤΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΤΩΝ ΕΚΑΣΤΟΤΕ ΑΡΜΟΔΙΩΝ, ΠΟΥ ΕΠΙΤΕΙΝΟΥΝ ΤΗΝ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ
2α) Ανεργία και ανισότητες αποτελούν ανομολόγητες επιλογές
Ίσως γίνεται δύσκολα πιστευτό, και ίσως ακόμη να  κατηγορηθώ ότι προσπαθώ να ερμηνεύσω ορισμένες εξελίξεις στον κοινωνικοοικονομικό χώρο των σύγχρονων καπιταλιστικών χωρών, με τάσεις και επιλογές, που δεν συνδέονται μεταξύ τους με σχέση αιτίου και αιτιατού. Η σχέση αυτή, σε αρκετές περιπτώσεις δεν είναι, ενδεχομένως, άμεση ούτε ίσως απολύτως εμφανής, αλλά ωστόσο πιστεύω ότι κάθε είδους υποψίες είναι  τώρα πια  δικαιολογημένες, κατά την προσέγγιση  αυτών των ακανθωδών οικονομικών θεμάτων,  εξαιτίας της, ας το πω έτσι, «επισημοποίησης» των παρακολουθήσεων και συνωμοσιών από και προς τους πάντες, που δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολιών για την ύπαρξη σκοτεινών   καταστάσεων,  επιμελώς κεκαλυμμένων  πίσω από τις επίσημες.
Να αρχίσω, λοιπόν,  με την «ανταγωνιστικότητα», για την  οποία  η φρενήρης επιδίωξη καθώς και οι σχετικές μεθοδεύσεις για την επίτευξή της είναι, κατά τη γνώμη μου, σε θέση να ερμηνεύσουν πολλά από τα δεινά των σύγχρονων, και κυρίως, των ευρωπαϊκών οικονομιών. Δεν θα επεκταθώ στην ανάλυση του περιεχομένου της «ανταγωνιστικότητας». Θα αρκεστώ να παρατηρήσω, σχετικά,  ότι με την εισαγωγή ενός νέου Συμφώνου στους κόλπους της ΕΕ, αυτό της Ανταγωνιστικότητας, η Γερμανία καλεί τα κράτη-μέλη να την εκλάβουν, ουσιαστικά, ως υπόδειγμα και να προσπαθήσουν να γίνουν εξίσου ανταγωνιστικά με την ίδια. Εκτός του ότι μια τέτοια  προσπάθεια απομίμησης της Γερμανίας, στον τομέα αυτό, δεν είναι δυνατόν να καταλήξει σε θετικά αποτελέσματα ακολουθήσουν τις ίδιες γερμανικές προδιαγραφές, θα καταλήξει επιπλέον σε  οικονομικό μαρασμό, στο εσωτερικό της κάθε χώρας. Η ανταγωνιστικότητα, σε αντίθεση με τον υγιή ανταγωνισμό, έχει έντονα επιθετικό και εχθρικό χαρακτήρα, επειδή  χωρίς αναγκαστικά να επιτυγχάνει μεγιστοποίηση του οικονομικού αποτελέσματος, αποβλέπει πρωτίστως στην εξαφάνιση των αντιπάλων. Πρόκειται για στρατηγική που εξέρχεται του κλασικού και νεοκλασικού περίγυρου, όπου όλοι οι συναλλασσόμενοι στο διεθνές εμπόριο υποτίθεται ότι ωφελούνται, αφού η άνοδος της ανταγωνιστικότητας της  Α οικονομίας, συνεπάγεται πτώση της ανταγωνιστικότητας της Β. Πράγματι, από τον τρόπο που η ανταγωνιστικότητα  εφαρμόζεται, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν  σαφείς προδιαγραφές της, συνάγεται ότι ο κυρίαρχος στόχος της είναι η μεγιστοποίηση του μεριδίου του εξωτερικού εμπορίου της κάθε οικονομίας, που αναγκαστικά περιορίζει τα μερίδια των αντιπάλων της. Ιδιαίτερη, βέβαια, σημασία έχουν τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την υλοποίηση της ανταγωνιστικότητας, γιατί ακριβώς αυτά δημιουργούν το σύγχρονο οικονομικό χάος. Σπεύδω να επισημάνω ότι το κυριότερο  μέσο με το οποίο επιχειρείται η αύξηση της ανταγωνιστικότητας είναι η συμπίεση του εργατικού κόστους. Αυτή επιδιώκεται, πρώτον με  την ελαχιστοποίηση της εργατικής αμοιβής, μέτρο που   υποχρεώνει τις σύγχρονες οικονομίες να ανταγωνίζονται αναμεταξύ τους για το ποια θα  περιορίσει περισσότερο το επίπεδο των μισθών, αφαιρώντας μερίδιο εξαγωγών από τις ανταγωνίστριές της. Η συμπίεση των μισθών, στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία, διευκολύνεται αποφασιστικά από την ανοχή ή και την ενθάρρυνση της παράνομης μετανάστευσης, καθώς και από τις ευκολίες, που εξασφαλίζει η   μετεγκατάσταση επιχειρήσεων, από τις πιο προηγμένες στις αναδυόμενες οικονομίες, αλλά  ακόμη και η απειλή  απλής πρόθεσης μετεγκατάστασης.  Εξάλλου, η επιδίωξη μείωσης του επιπέδου μισθού δεν αρκείται στον άμεσο, αλλά επιτίθεται και στον έμμεσο ή κοινωνικό μισθό, απενεργοποιώντας σταδιακά σημαντικές λειτουργίες  του κράτους Πρόνοιας. Αλλά, και δεύτερον,  να υπογραμμίσω ότι η συμπίεση του εργατικού κόστους επιδιώκεται με μαζικές απολύσεις, που συρρικνώνουν τον όγκο της απασχόλησης. Συνεπώς, η επιδίωξη ενίσχυσης της «ανταγωνιστικότητας» των σύγχρονων οικονομιών εμπεριέχει και την ανοχή, εκ μέρους τους, της  ανερχόμενης ανεργίας, επίσημης ή κεκαλυμμένης, εφόσον έμμεσα πλην σαφώς αναγνωρίζεται ότι, ακριβώς, η ανεργία  προωθεί τους στόχους τους, και έτσι ερμηνεύεται η μη λήψη μέτρων για την απορρόφησή της. Η «ανταγωνιστικότητα» αναδεικνύεται, έτσι, ως ο υπ’ αριθμόν 1 εχθρός των εργαζόμενων, γιατί είναι σαφές ότι αποστασιοποιείται από την προσπάθεια αύξησης της παραγωγικότητας, που κατανέμεται ανάμεσα στους δύο βασικούς συντελεστές της παραγωγής, την εργασία και το κεφάλαιο. Αντιθέτως, η ανταγωνιστικότητα ανέρχεται χάρη στον περιορισμό του εργατικού μισθού και ωφελεί αποκλειστικά το κεφάλαιο. Με τις συνθήκες αυτές η κορύφωση των ανισοτήτων κατανομής του εισοδήματος, που εξετάζεται διεξοδικά στο εξαιρετικό σύγγραμμα του Thomas Piketty, είναι η συνέπεια αυτών των τεραστίων  ανισορροπιών, που αν δεν αντιμετωπιστούν με αποτελεσματικό τρόπο,  κινδυνεύουν να ενταθούν στο προσεχές μέλλον και να αποσταθεροποιήσουν πλήρως την παγκόσμια οικονομία. Για τον περιορισμό των ανισοτήτων, όπως είναι γνωστό, η προοδευτική φορολογία είναι το μέσο, που σε πείσμα των ατελειών του, αποδεικνύεται το αποτελεσματικότερο όλων. Και, όμως, η προοδευτικότητα της φορολογίας, από κοινού με τη φορολόγηση του κεφαλαίου, υποχωρεί στις σύγχρονες προηγμένες οικονομίες. Οι ανισότητες, όμως,  ενισχύονται και από την αύξηση του ειδικού βάρους της σκιώδους οικονομίας, η οποία γίνεται σιωπηρά ανεκτή από τους νεοφιλελεύθερους, ως μία από τις σημαντικές εκφράσεις της ατομικής ελευθερίας.  Στο πλαίσιο αυτής της μορφής ατομικής ελευθερίας, ουσιαστικά, δεν καταβάλλονται φόροι, και έτσι δημιουργείται δυισμός ανάμεσα στην επίσημη και στην ανεπίσημη οικονομία. Να προσθέσω, ακόμη, για τη συμπλήρωση αυτού του εδαφίου, ότι το περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης, σε συνδυασμό με τον άκρατο φιλελευθερισμό, ενθαρρύνει σιωπηρά  τη φοροδιαφυγή, σε πείσμα της υπογραφής, από το G20, τον Αύγουστο του 2009, της υποχρέωσης λήψης ισχυρών μέτρων για την καταπολέμηση των φορολογικών παραδείσων. Γι αυτό και οι καταθέσεις στους παραδείσους παρέμειναν, ουσιαστικά, ανέπαφες για την περίοδο 2007-2011
2β) Οι σύγχρονες οικονομίες αδιαφορούν για την ανάπτυξη
Η κυρία επιδίωξη των σύγχρονων οικονομιών, με έμφαση στην ΕΕ, είναι αποκλειστικά και μόνο  η καταπολέμηση του πληθωρισμού, ή και απλώς η  καταπολέμηση  της σκιώδους απειλής του, με την προσφυγή σε  συνεχή αντιπληθωριστική πολιτική, που υλοποιείται με την εφαρμογή  αδιάκοπης λιτότητας. Έχει, στο μεταξύ, εντελώς λησμονηθεί, ωσάν ουδέποτε να έχει υπάρξει η κεϋνσιανή επανάσταση, που αμέσως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έφερε στο προσκήνιο την κρατική παρέμβαση, ως  παράγοντα δημιουργίας πλήρους απασχόλησης και  ταχύρρυθμης οικονομικής μεγέθυνσης. Έχει, έτσι, περιπέσει σε πλήρη αχρησία το 50% των διαθέσιμων πάλαι ποτέ μέτρων πολιτικής, εφόσον μόνο η νομισματική πολιτική χρησιμοποιείται, αλλά και αυτή μόνο στο σκέλος της δημιουργίας αντιπληθωρισμού. Αντιθέτως, η δημοσιονομική πολιτική, και ειδικότερα αυτή του ελλειμματικού προϋπολογισμού, που όταν δεν οφείλεται σε επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, είναι σε θέση να επιτύχει πλήρη απασχόληση και αναζωογόνηση της οικονομίας, έχει πλήρως  αποκλειστεί. Σε πλήρη αχρησία έχουν, επίσης, περιέλθει οι δύο αρχές του πολλαπλασιαστή και  της επιτάχυνσης, που με τη θετική τους λειτουργία, και κάτω πάντοτε από προϋποθέσεις, μπορούν να συμβάλλουν αποφασιστικά στην έξοδο οικονομίας, από την κρίση. Είναι ξεκάθαρο ότι οι επιλογές των σύγχρονων προηγμένων οικονομιών δεν είναι ούτε η πραγματοποίηση της πλήρους απασχόλησης, αλλά ούτε και η οικονομική ανάκαμψη και η επιστροφή σε ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης. Αντιθέτως, οι επιλογές τους είναι η, κατά το δυνατόν,  δημιουργία κλίματος  ασφάλειας, για την τοποθέτηση των κεφαλαίων στα χρηματιστήρια, όπου «ο καπιταλισμός δεν έχει πια οικονομική λειτουργία, δεν χρησιμοποιεί μηχανές, δεν εκμεταλλεύεται νέες πρώτες ύλες, δεν επεκτείνει τις αγορές, αλλά υπηρετεί ένα κεφάλαιο που δεν παράγει πια κεφάλαιο».  
2γ) Και εναντίον του κράτους Πρόνοιας
Η σταδιακή κατεδάφιση του κράτους Πρόνοιας, αρχικά στην Ελλάδα, και στη συνέχεια στο σύνολο της ΕΕ, οφείλεται κύρια και πρωταρχικά στους φανατικούς νεοφιλελεύθερους, που το θεωρούν όχι μόνο άχρηστο και  αναποτελεσματικό, αλλά και υπαίτιο δυσθεώρητης σπατάλης. Σχετικά με την άποψη περί  υπερβολικής σπατάλης,  που είναι η επικρατούσα μεταξύ των  νεοφιλελεύθερων, αυτή  ωστόσο διαψεύδεται από τα αποτελέσματα εντελώς πρόσφατης έρευνας, από την οποία προκύπτει ότι πρόκειται για  «λανθασμένη  άποψη, καθώς   το κόστος του κράτους Πρόνοιας υπολείπεται του αντίστοιχου των ιδιωτικών ασφαλίσεων εξαιτίας της λειτουργίας σε αυτό οικονομιών κλίμακας». Η ενσυνείδητη απίσχνανση του κράτους Πρόνοιας, από τους αρμόδιους των σύγχρονων κυβερνήσεων, εντείνει τις ανισότητες σε όλους τους τομείς, και δημιουργεί ένα γενικότερο κλίμα ανασφάλειας, που αποθαρρύνει την οικονομική δραστηριότητα.
    
ΜΕΡΟΣ ΙΙ. ΟΙ ΑΝΑΠΟΤΡΕΠΤΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
Το περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργεί το νέο διεθνές οικονομικό κατασκεύασμα του συνδυασμού παγκοσμιοποίησης, άκρατου νεοφιλελευθερισμού και μεταβιομηχανικού σταδίου ανάπτυξης, είναι άναρχο και εφοδιάζει,  όλους τους τομείς  με αταξία και όχι με  τάξη. Πρόκειται για συνονθύλευμα, που αναβιώνει συνθήκες που ενθαρρύνουν την επικράτηση των νόμων της ζούγκλας, που νομιμοποιεί καταστάσεις πολυεπίπεδης εκμετάλλευσης, που  υποβαθμίζει τη σημασίας των εθνικών συνόρων, που εξαφανίζει τη στοιχειώδη ανθρώπινη αλληλεγγύη και που υποθάλπει το έγκλημα, σε όλες του τις μορφές. Πρόκειται για χαώδη κατάσταση, η οποία επικρατεί στην παγκόσμια, όπως και στις επί μέρους εθνικές οικονομίες, και της οποίας οι εμφανέστερες συνέπειες είναι δυνατόν να συνοψιστούν ως εξής:  
Α) Χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και υψηλή ανεργία
Ειδικά στην Ευρώπη, οι αναιμικοί ρυθμοί ανάπτυξης μετά τα 30 ένδοξα χρόνια, αλλά και η προοπτική συνέχισής τους και στο μέλλον. Ωστόσο, θεωρώ αναμφισβήτητη την πολύ αρνητική επίδραση που είχε και εξακολουθεί να έχει η παγιωμένη μακροοικονομική πολιτική της στραγγαλιστικής λιτότητας, που επιβάλλεται σε αυτήν  χάριν μεγαλύτερης ανταγωνιστικότητας, που εξασφαλίζεται μόνο υπέρ της Γερμανίας, με σαφείς ήδη τάσεις υποχώρησής της ακόμη και εκεί. Ο σκληρός πυρήνας αυτής της πολιτικής είναι, αναμφίβολα, η παραδοχή του μισθού αποκλειστικά ως δαπάνης παραγωγής- που οφείλει με κάθε θυσία να μειωθεί-και όχι ταυτόχρονα και ως παράγοντας ενεργού  ζήτησης. Έτσι, η Ευρώπη λειτουργεί, σε μόνιμη πια βάση, κάτω από συνθήκες ισορροπίας υποαπασχόλησης.  Που σημαίνει ανεργία και μέγεθος ΑΕΠ κατώτερο του δυνητικού. Είναι εμφανές ότι η ευρωπαϊκή οικονομία λειτουργεί  σε περιβάλλον ώριμου καπιταλισμού, όπως αυτό αναλύεται από τονMarx και τον Keynes, δηλαδή πάσχει από  ανεπαρκή ενεργό ζήτηση και αντιπληθωριστικές τάσεις, που τροφοδοτούν ανερχόμενη συνεχώς ανεργία. Αυτή, στους κόλπους της ΕΕ, αγγίζει  τα 25,7 εκατομμύρια, ή το 10,5% του ενεργού πληθυσμού τον Μάρτιο του 2014. Στο εσωτερικό οικονομιών με τέτοιες προδιαγραφές, όλες οι βασικές αναπτυξιακές ροπές είναι υποτονικές. Και η ροπή της κατανάλωσης, και η της αποταμίευσης, και αυτή της επένδυσης και του νεωτερισμού, γι αυτό και η ύφεση ανακυκλώνεται. Η κατανάλωση υπολείπεται, μόνιμα,  από την αντίστοιχη της πλήρους απασχόλησης, επειδή εφαρμόζονται τα οικονομικά της προσφοράς, που υποβαθμίζουν  τη ζήτηση. Με ανεπαρκή ζήτηση και απίσχνανση της πραγματικής οικονομίας, προς όφελος της χρηματιστηριακής, η αποταμίευση κατευθύνεται, κυρίως, προς κερδοσκοπικές τοποθετήσεις ή αποθησαύριση. Είναι, κατά πρώτο και κύριο λόγο οι πλούσιοι που δεν επενδύουν στην πραγματική οικονομία, και που το ειδικό τους βάρος ανέρχεται εξαιτίας της κορύφωσης των ανισοτήτων, επειδή προτιμούν να διατηρούν υψηλή ρευστότητα, προστατεύοντας έτσι την περιουσία τους και αποφεύγοντας τη φορολογία, ή τοποθετώντας τα κέρδη τους  στο χρηματιστήριο, επειδή τα κέρδη προστίθενται μόνο στο κεφάλαιο και όχι και στην εργασία. Αλλά και οι νεωτερισμοί επιβραδύνονται σε οικονομίες με μόνιμη ισορροπία υποαπασχόλησης και μεγάλες ανισότητες, επειδή αργοπορεί η έλευση του σχετικού κορεσμού των παραδοσιακών βιομηχανικών προϊόντων, και δεν δημιουργείται επαρκής ζήτηση για προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Με τις συνθήκες αυτές δεν δικαιολογούνται ελπίδες απορρόφησης της ανεργίας.  
Β) Κορυφούμενη ανασφάλεια
Η παράβαση  βασικών οικονομικών  κανόνων, οι οποίοι είχαν καθιερωθεί και ίσχυαν απαρεγκλίτως  για μακρό χρονικό διάστημα  στο παρελθόν, γενικεύει την ανασφάλεια στις σύγχρονες οικονομίες, εγκαθιστά τη δυσαρέσκεια μεταξύ των ευρωπαίων πολιτών και επιφέρει σοβαρό πλήγμα στη δημοκρατία. Θα αρκεστώ σε δύο  ακραίων συνεπειών αναφορές:
α) Η πρώτη αναφέρεται στην απόλυτη εμπιστοσύνη, με την οποία είναι απαραίτητο να περιβάλλεται η  ιδιωτική αποταμίευση, που όμως στο τελευταίο διάστημα υπέστη ανεπανόρθωτο πλήγμα. Πρόκειται καταρχήν για τη ληστεία που υπέστησαν οι καταθέσεις ιδιωτών σε ορισμένες τράπεζες της Κύπρου, τον Απρίλιο του 2013, με τη χρησιμοποίηση του δημόσιου χρέους ως αλόγου της Τροίας. Αυτό το κούρεμα ιδιωτικών καταθέσεων που υπερέβαιναν τις 100.000Ε δεν αποκλείεται να εφαρμοστεί και αλλού, σε περίπτωση έλλειψης άλλων μέσων εξόφλησης των χρεών, όπως ανακοινώθηκε από επίσημα ευρωπαϊκά χείλη, και μάλιστα πιθανόν χωρίς  να σώζονται και καταθέσεις κατώτερες των 100.000Ε.  Πρόκειται, στη συνέχεια, για το απροειδοποίητο άνοιγμα ιδιωτικών λογαριασμών, στην Ελλάδα, και δήμευση ποσών τα οποία  οι καταθέτες χρωστούν στην εφορία.
Είναι ξεκάθαρο ότι οι αποταμιευτές δεν μπορούν, εφεξής,  να έχουν εμπιστοσύνη στις τράπεζες, και η διαπίστωση αυτή καταργεί ουσιαστικά τη φύση της  αποταμίευσης, που είναι η βασική κινητήρια δύναμη  της ανάπτυξης. Και στο σημείο αυτό τα οικονομικά που διδάσκονταν και διδάσκονται ακόμη στα Πανεπιστήμια, ουδόλως χρησιμεύουν για την ερμηνεία της πραγματικότητας. Γιατί, ήδη, βρισκόμαστε  στο καπιταλιστικό στάδιο της ληστείας και της  αρπαγής.
β) Και η δεύτερη, από τις δύο επιλεγμένες παραπάνω αναφορές, σχετίζεται με τη σταδιακή κατάργηση  όλων των εργατικών δικαιωμάτων, και μάλιστα χωρίς προειδοποίηση και σχετική δικαιολόγηση. Ουσιαστικά, δεν επρόκειτο γιαδικαιώματα, αλλά για προσπάθεια περιορισμού της, sine-qua-non μειονεκτικής θέσης του μεμονωμένου εργαζόμενου, απέναντι στον εργοδότη. Της προσπάθειας δηλαδή εξουδετέρωσης,  στο μέτρο του δυνατού,  των εργοδοτικών προνομίων, έτσι ώστε η συμφωνία εργασίας  μεταξύ τους  να μην είναι λεόντεια και ορθάνοικτη σε παντός είδους εκμετάλλευση και εκβιασμούς. Η έντονη ανασφάλεια που επικρατεί, κυρίως, βέβαια στην Ελλάδα όπου δεν έμεινε ανέπαφο  κανένα σχεδόν εργασιακό δικαίωμα, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, στην οποία άρχισε η κατεδάφιση του «καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο», διαχέεται σε ολόκληρη την  υφήλιο με  δυσμενείς γενικότερες συνέπειες.  
Γ) Ρήξεις
Η χαώδης λειτουργία των σύγχρονων οικονομιών μπορεί, σε κάποιο βαθμό, να συγκεκριμενοποιηθεί με την προσπάθεια απαρίθμησης των ρήξεων, που έχει ανελέητα υποστεί ο βασικός τους κορμός. Πρόκειται για διαλυτικής υφής αποκολλήσεις, συνόλων, ομάδων και τομέων, των οποίων η συμπόρευση εξασφαλίζει την οικονομική και κοινωνική ισορροπία, ενώ ο βίαιος διαχωρισμός τους καταλήγει σε οδυνηρές και ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Ως πρώτη ρήξη θα αναφέρω αυτήν, που ενσυνείδητα προκαλείται, ανάμεσα στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Η ομαλή λειτουργία της οικονομίας απαιτεί τη συνύπαρξή τους, την αλληλοσυμπλήρωσή τους, τη στενή τους συνεργασία. Ωστόσο, η πλήρης επικράτηση, μετά τη δεκαετία του’70, της ακραίας νεοφιλελεύθερης θεώρησης εκλαμβάνει το δημόσιο τομέα ως εξάμβλωμα και ως ανωμαλία του συστήματος, και επεξεργάζεται κάθε δυνατό μέσο για τον εξοστρακισμό του. Να υπενθυμίσω ότι μια παρόμοια κούρσα, αλλά προς την διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση, ακολουθήθηκε μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και μέχρι τη δεκαετία του ’70, με εχθρό τότε τον ιδιωτικό τομέα, και με την προσπάθεια ελαχιστοποίησης της σημασίας του, μέσω μαζικών κρατικοποιήσεων. Αυτές οι βίαιες εναλλαγές, βρίσκονται δυστυχώς στα πλαίσια παραλογισμών και θα πρέπει με κάθε θυσία να αποφευχθούν  στο μέλλον, εφόσον καταλήγουν στο να αποστερούν την οικονομία, από τις δυνατότητες και τα πλεονεκτήματα της μισής ύπαρξής της.
Μια άλλη τραυματική ρήξη, στις σύγχρονες οικονομίες, είναι το ολοένα διευρυνόμενο χάσμα, ανάμεσα στην ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, παγκόσμια και ιδιαίτερα ευρωπαϊκή, και στις επιθυμίες των πολιτών, που δεν λαμβάνονται υπόψη. Πράγματι, σε μια από τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, στους  κόλπους της ΕΕ, το 60% των ερωτηθέντων, έναντι ενός 16%, πιστεύει ότι υπάρχουν καλύτερες λύσεις από τη λιτότητα. Τα πιο υψηλά ποσοστά κατεγράφησαν στην Ελλάδα (94%), στην Πορτογαλία (81%) και στην Ισπανία (80%). Μόνο το 22% των Ευρωπαίων εκτιμά ότι οι πολιτικές λιτότητας ωφελούν όλη την Ευρώπη, έναντι του 67% που πιστεύει ότι οι πολιτικές αυτές δεν ευνοούν παρά ορισμένα κράτη μέλη. Όταν τούς ζητήθηκε να κατονομάσουν χώρες, ανέφεραν πρώτη τη Γερμανία (77% των απαντήσεων), με δεύτερη τη Γαλλία (48%) και τρίτη τη Βρετανία (39%). Πάνω από το 50% των Ευρωπαίων εκτιμά ότι οι πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται από την αρχή της κρίσης απέτυχαν. Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση, το 51% των πολιτών της ΕΕ εκτιμά ότι οι πολιτικές λιτότητας που εφαρμόστηκαν για την ανάταξη των δημοσιονομικών δεν έχουν αποτέλεσμα. Μόνο το 5% πιστεύει το αντίθετο. Εξάλλου, το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών αντανακλά μια σαφή απόρριψη των κομμάτων εξουσίας που συνδέθηκαν ή συνδέονται με τη λανθασμένη και άδικη αντιμετώπιση της κρίσης στην ευρωζώνη. Σε όλες τις εκλογές τα τελευταία χρόνια οι ψηφοφόροι ψήφισαν για αλλαγή και στο τέλος βρέθηκαν περίπου στα ίδια - ακριβώς εξαιτίας των κοινών πολιτικών που εφαρμόστηκαν παντού και των νέων δημοσιονομικών κανόνων που υπαγορεύει το Βερολίνο και υλοποιούν οι Βρυξέλλες. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει ότι η απουσία ικανών εναλλακτικών λύσεων στρέφει αρκετούς ψηφοφόρους προς τα άκρα, που εκφράζουν αντιευρωπαϊσμό. Και, όμως, η πολιτική της λιτότητας συνεχίζεται, και μάλιστα σύμφωνα με  πρόσφατες δηλώσεις του νέου επιτρόπου της Commission, «αυτή θα συνεχιστεί επ’ αόριστον».
Τέλος, μια τρίτη  δραματική ρήξη είναι ο διαχωρισμός  των σύγχρονων  οικονομικών επιδιώξεων, από την ευημερία των πολιτών, όπως κατεξοχήν υλοποιείται με την επιδίωξη της ανταγωνιστικότητας. Ανταγωνιστικότητα για ποιους ακριβώς, δεδομένου ότι, όπως τονίστηκε παραπάνω, το μέσο επίτευξής της είναι η ελαχιστοποίηση του επιπέδου μισθού. Δηλαδή, η εξαθλίωση του 85% του συνολικού ενεργού πληθυσμού των προηγμένων οικονομιών. 
   
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Στο παρελθόν, συχνά, η οικονομία κατηγορήθηκε ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις, για να αναγνωριστεί ως επιστήμη. Γι αυτό, και έγινε μια γιγαντιαία προσπάθεια απόδειξης του αντιθέτου, με τη σχεδόν μαζική  προσφυγή στην οικονομετρία, που συνδυάζει στατιστική, μαθηματικά και βέβαια οικονομική θεωρία. Η αίγλη της οικονομετρίας, όμως, από την οποία αναμενόταν η δυνατότητα αποδείξεων, αλλά και προβλέψεων, αμαυρώθηκε σημαντικά, εξαιτίας της αδυναμίας της να προβλέψει τη δεύτερη μεγάλη οικονομική κρίση του 2007, αλλά και εξαιτίας  αποτελεσμάτων, που δεν είχαν σχέση με την οικονομική πραγματικότητα. Οπωσδήποτε, ωστόσο, υπήρχαν τα  γερά θεμέλια της οικονομικής θεωρίας, που σε πείσμα των δυσχερειών εφαρμογής αρκετών υποθέσεών της, καθώς και σε πείσμα της ανάγκης, μετά το 1936, επιλογής τής, εκάστοτε, ακολουθητέας  οικονομικής πολιτικής ή του συνδυασμού της,  ανάμεσα σε ελεύθερη αγορά και παρεμβατισμό,  ήταν πάντοτε εφικτός ο αντίλογος στις επικρίσεις περί έλλειψης επιστημοσύνης  της.
Μετά, όμως, από την εγκαθίδρυση της παγκοσμιοποίησης, με συνοδούς έναν φανατικό φιλελευθερισμό και την αποβιομηχάνιση, που έφερε στο προσκήνιο το μεταβιομηχανικό στάδιο, δεν είναι υπερβολική η διαπίστωση ότι η παγκόσμια οικονομία οδεύει  χωρίς πυξίδα στο χάος.
Θέλω να ελπίζω  ότι μπόρεσα να προσκομίσω αρκετές  αποδείξεις, για την αδήριτη ανάγκη  συνέχισης της σχετικής  έρευνας για την εξεύρεση νέων θεωρητικών εργαλείων ανάλυσης της νέας οικονομικής πραγματικότητας. Γιατί, παρότι, οι αρμόδιοι  συμπεριφέρονται ωσάν να   υπακούν δήθεν σε κάποιες θεωρητικές εντολές, που εξασφαλίζουν ισορροπίες, ουσιαστικά, ουδέν απέμεινε  από τους κλασικούς ρυθμιστικούς κανόνες λειτουργίας της μικρο και μακροοικονομίας.  Όσο κι αν ακούγεται τρομακτικό, η αλήθεια είναι ότι δεν είμαστε πια σε θέση να αποφανθούμε για το πώς διαμορφώνονται οι τιμές, για πως αποφασίζεται το επίπεδο των μισθών, για το πώς διενεργείται η διανομή του παραγόμενου προϊόντος, για το πώς λειτουργούν οι αποφασιστικές ροπές της οικονομίας, για το ποιες επιλογές οικονομικής πολιτικής απαιτούνται  ώστε να απορροφηθεί η ανεργία και να αρχίσει η ανάκαμψη. Ακόμη, η Ευρωζώνη λειτουργεί,  χωρίς κανονικό νόμισμα, καθώς το ευρώ είναι, ουσιαστικά, ουδέτερο ή σκιώδες νόμισμα. Εξάλλου, στον τομέα της οικονομικής πολιτικής, έχει πλήρως αχρηστευθεί η φαρέτρα των μέτρων που βοηθά την οικονομία να μετριάσει  τις δυσμενείς συνέπειες της κατιούσας φάσης του κύκλου και πιο μακροχρόνια να της εξασφαλίσει ταχύρρυθμη ανάπτυξη, ενώ οι δυνατότητές της έχουν απελπιστικά συρρικνωθεί σε μια συνεχή μάχη εναντίον ενός ανύπαρκτου πληθωρισμού. Ο παραδοσιακός επιχειρηματίας, που επένδυε τα κέρδη του, αναλάμβανε κινδύνους που δικαιολογούσαν αυτά τα κέρδη του, και που είχε αποφασιστική συμβολή στην ανάπτυξη της χώρας του αποτελεί μακρινή ανάμνηση. Τώρα, αντιθέτως, δεσπόζουν στον πάλαι ποτέ επιχειρησιακό χώρο τα «χρυσά αγόρια», που αγοράζουν, παράγουν και πωλούν αέρα,  έναντι αστρονομικών αμοιβών, που δεν δικαιολογούνται με την πρώτη ματιά, και οπωσδήποτε δεν έχουν σχέση με την, όπως και να προσδιοριστεί, παραγωγικότητά τους. Ο κρατικός τομέας, στον οποίο, ακριβώς, με τις παρούσες συνθήκες θα έπρεπε να γίνεται ευρύτατης έκτασης προσφυγή, προκειμένου να μετριαστούν αδικίες και να περιοριστεί το χάος, έχει χαρακτηριστεί «εχθρός της προόδου». Στον κρατικό τομέα, εξάλλου, επιρρίπτονται συλλήβδην όλα τα δεινά των σύγχρονων οικονομιών και εκλαμβάνεται ως αποδιοπομπαίος τράγος. Στο όνομα μιας κακώς εννοούμενης ατομικής ελευθερίας, με αποτέλεσμα να μην είναι πια δυνατή η συνέχιση του κράτους Πρόνοιας.
Όσο σκληρή και αν είναι η διαπίστωση,  όλα όσα οι παλαιότεροι οικονομολόγοι έχουν διδαχθεί, ακόμη και στα καλύτερα Πανεπιστήμια της υφηλίου, αποτελούν σύνολο άχρηστων γνώσεων, για τις σημερινές συνθήκες. Οι σύγχρονες οικονομίες, χορεύουν στο ρυθμό του κέρδους, που επιδιώκεται και αποκτάται με οποιονδήποτε- έστω και στα όρια του εγκλήματος-  τρόπο και υπακούν στις συγκυριακές επιθυμίες και στις εντολές των πολυεθνικών. Αναφορικά με τη διδασκαλία των οικονομικών, αυτή έχει συρρικνωθεί σε ορισμένες σχολές διοίκησης επιχειρήσεων, που έχουν ως σύμβολα αρπακτικά όρνια και σαρκοβόρα ψάρια, και που δεν έχουν καμία σχέση με την παραδοσιακή οικονομική θεωρία. Δυστυχώς, τώρα, όσοι στο παρελθόν υποστήριζαν ότι η οικονομία δεν είναι επιστήμη, δικαιώνονται απολύτως.
Το αγωνιώδες ερώτημα είναι: υπάρχει διέξοδος; Υπάρχει οδός επιστροφής στην οικονομική επιστήμη, που στο παρελθόν  ανήκε  στις κοινωνικές επιστήμες;
Ένα ερώτημα, που όπως και άλλα πολλά σχετικά, δεν διαθέτει εμφανή, ούτε εύκολη, ούτε γενικής παραδοχής απάντηση. Οι δυσκολίες αυτές οφείλονται στο ότι εισέδυσαν στο χώρο  φανατισμοί, ακραίες  ιδεολογίες,  ισχυρά επενδυμένα συμφέροντα, αλλά και σε κάποιο, ευτυχώς, μικρό ποσοστό, και αναπότρεπτες εξελικτικές διαδικασίες.
Με πολλούς δισταγμούς, καθώς και με την αίσθηση ότι η συμβολή και οι προτάσεις μου σε αυτό το κεφάλαιο είναι, εντελώς, εισαγωγικές, θα τελειώσω με κάποιες σκέψεις, αυτή την εισήγηση.
Όπως ανέφερα και στην αρχή, είναι κατεπείγουσα  η ανάγκη εξασφάλισης νέων θεωρητικών εργαλείων, που να είναι σε θέση να ερμηνεύσουν τα νέα στοιχεία της οικονομικής πραγματικότητας, και πάνω από όλα, να αποτρέψουν τη συνέχιση της άναρχης πορείας της παγκόσμιας οικονομίας.
Η εύκολη διαπίστωση, σχετικά, με την ανάγκη εξασφάλισης νέων θεωρητικών εργαλείων είναι ότι αυτά, προς το παρόν, δεν υπάρχουν. Ότι απαιτούν την εμφάνιση νέας θεωρίας που να υποκαταστήσει τις επικρατούσες. Και, ακόμη, ότι είναι άγνωστο το πότε ή και το αν αυτή θα εμφανιστεί.
Προς το παρόν, διαθέτουμε δύο και μόνο δύο επικρατούσες οικονομικές θεωρίες,  βασικά στοιχεία των οποίων δεν είναι πια εφαρμόσιμα στις σύγχρονες οικονομίες, εξαιτίας των ριζικών μεταβολών που έχουν υποστεί. Δεν υπάρχει, όμως, άλλη λύση εκτός από την προσπάθεια να πορευτούμε, όσο γίνεται, με αυτές, για να αποφύγουμε το πλήρες οικονομικό χάος, την απόλυτη αποσύνθεση, την απρόσκοπτη επικράτηση  των συμφερόντων των ολιγαρχών στις σύγχρονες κοινωνίες.
Δύο είναι, κατά τη γνώμη μου, τα κλειδιά αυτής της προσπάθειας:
*πρώτον, ο συνδυασμός των δύο οικονομικών κοσμοθεωριών και όχι ο αποκλεισμός από τη μία  της άλλης, και
*δεύτερο, η έντονη παρουσία του κράτους και του κράτους Πρόνοιας- με παράλληλη, και όσο γίνεται πιο αποτελεσματική καταπολέμηση της διαφθοράς, των προνομιακών/πελατειακών σχέσεων- στην οικονομία, απαραίτητης τώρα, όσο ποτέ άλλοτε στο παρελθόν.        
Επιλεκτική βιβλιογραφία  
*Artus, P.,/M.P. Virard (2008), Globalisation, le pire est à venir, La Découverte,Paris
* Bianco, Α., and  L. Lavelle (2000),  « The CEO Trapp », Business Week, 11/12
*Business Week, 28.08.2000
*Commission Européenne
*Dewey, D., (1965), Modern Capital Theory, New York
* Dolan, M (2014), “Why the rich are hoarding their cash” INYT, 12.06
*Duval, Gu., (2011), “Faut-il imiter l’Allemagne?”, Alternatives Εconomiques, No 300, Mars
*Fleck, S., J. Glacer and S.Sprague (2011), US Bureau of Labor Statistics. Monthly Labor Statistics
* Laurent, E., (2014),”Les liens libèrent”,  Alternatives Economiques
*Manière de voir, no 102, “Le crack du libéralisme » de 2008-janvier 2009
*Negreponti-Delivanis,M., (1974), “Réflexions sur le rendement du progrès technique », Mélanges en l’Honneur du Professeur Emile James
*Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, M., (1977), Οικονομική Ανάλυση, Μακροοικονομική Ισορροπία στον Καπιταλισμό και στο Σοσιαλισμό, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα (ελληνικά)
*Νεγρεπόντη-Δελιβάνη,Μ., (1983), Μικροοικονομική Ανάλυση, Τόμος Ι,  Μέρος ΙΙ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Β’Έκδοση (ελληνικά)
* Negreponti-Delivanis,M., (1990), Europe’s life-buoy: its less developed regions,ed. Paratiritis (και ελληνικά από εκδόσεις Παρατηρητής)
* Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, Μ., (1993), Iδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις, Eκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη (ελληνικά)
*Negreponti-Delivanis, Μ., (2002), La mondialisation conspiratrice, Paris, L’Harmattan, , chapitre 2, III (και ελληνικά)
*  Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, Μ., (2004) Η τύχη του ευρώ, μετά την κηδεία του Συμφώνου Σταθερότητας, Εκδόσεις Ιδρύματος Δελιβάνη και  Κορνηλία  Σφακιανάκη: Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη)
*Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, M., (2007), Μεταρρυθμίσεις, Το ολοκαύτωμα των εργαζομένων στην Ευρώπη,  Εκδόσεις Ιδρύματος Δελιβάνη και Λιβάνη, Αθήνα
* Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, M., (2014), Η εν ψυχρώ δολοφονία της Ελλάδας και η διέξοδος, η δραχμή, Εκδόσεις Ιδρύματος Δελιβάνη και Ιανός ( μεταφρασμένο γαλλικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις  L’Harmattan, Παρίσι)
*Picketty, Th., (2013), Le capital au XXIe siècle, Seuil, Paris
* Reich, R.,  (1997),  Interview au Journal  Le Monde, 7.9,
* Robinson, R., (1964), “Factor Prices not Equalized”, Quarterly Journal of Economics, May 1964
*Solow, R.M., (1960), “Investment and Technical Progress in Mathematical Methods in the Social Sciences, K.J.Arrow ed., Stanford
*The Economist, 08.05.1999
* Touraine, Α., (2013), La fin des sociétés, Seuil Paris
*G. Zucman, G., (2024)“Knocking on haven’s door, LSE Connect, Summer
-----------------------------------------


Σάββατο, 28 Απριλίου 2018

Γ. Κοντογιώργης, Η αριστερή κομματοκρατία ως η επιτομή της φασιστικής λογικής της πολιτικής- 26.4.2018







Γ. Κοντογιώργης, Η αριστερή κομματοκρατία ως η επιτομή της φασιστικής λογικής της πολιτικής. Η κοινωνία ως "ετερόκλητος όχλος". Η ανάγκη μεταβολής πολιτείας - 26.4.2018
https://yt3.ggpht.com/a-/AJLlDp05gyqBeIQbgzpA9QAr9oYJLMWiOGtcn3tblg=s88-mo-c-c0xffffffff-rj-k-no
Δημοσιεύτηκε
στις 26 Απρ 2018
Ο Καθηγητής
Πολιτικής Επιστήμης και πρώην Πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργος
Κοντογιώργης στην εκπομπή του Kontra Channel "Επί του Πιεστηρίου" της
26.4.2018 και στον Σπύρο Γκουτζάνη.

Τετάρτη, 25 Απριλίου 2018

Γ.Κοντογιώργης : Ιμιοποίηση της Ελλάδας


Γ.Κοντογιώργης: Ιμιοποίηση της
Ελλάδας

Οι στρατηγικές ήττες οργανώνονται στο εσωτερικό 
μίας χώρας

https://www.neakriti.gr/article/editors-blogs/giorgos-sahinis-blog/1506922/gkodogiorgis-imiopoiisi-tis-elladas/
https://www.youtube.com/watch?time_continue=119&v=-0_fNTzrqOY
Η Τουρκία βλέπει από το 1996 και μετά, ότι μπορεί να επιτύχει όχι απλά την Φιλανδοποίηση
της Ελλάδας, αλλά την Ιμιοποίηση της, ασκώντας κυριαρχία σε Αιγαίο και Κύπρο σε
σημεία που ουδέποτε είχε φανταστεί, πατώντας ουσιαστικά στην λογική
συνθηκολόγησης εδώ και δύο δεκαετίες της πολιτικής ελίτ της χώρας μας, είπε ο
καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Γιώργος Κοντογιώργης , στον 98.4.
Οι στρατηγικές ήττες οργανώνονται στο εσωτερικό μίας χώρας,  όταν για χρόνια
καλλιεργείται η συνθηκολόγηση με τον απέναντι όπως η Τουρκία. Κυρίως όταν στην
Ελλάδα , συστηματικά διαλύεται ο συνεκτικός ιστός μίας κοινωνίας να προασπιστεί
την κυριαρχία του κράτους της και του έθνους που το συγκροτεί, λέει ο
πανεπιστημιακός Γιώργος Κοντογιώργης. Ταυτόχρονα αναλύει γιατί κατά την γνώμη
του η ισχυροποίηση Ερντογάν στο εσωτερικό του, γίνεται εργαλείο άσκησης
 της εξωτερικής του πολιτικής με όρους ισχύος . Μάλιστα υποστήριξε ότι η
Τουρκία βλέπει από το 1996 και μετά, ότι μπορεί να επιτύχει όχι απλά την
Φιλανδοποίηση  της Ελλάδας, αλλά την Ιμιοποίηση της, ασκώντας κυριαρχία
σε  Αιγαίο και Κύπρο σε σημεία που ουδέποτε είχε φανταστεί.

Σάββατο, 21 Απριλίου 2018

Γιώργος Κοντογιώργης, Η κομματοκρατία, ο ΣΥΡΙΖΑ και η συνθηκολόγηση

 
Γιώργος Κοντογιώργης,                            
Η κομματοκρατία, ο ΣΥΡΙΖΑ και η συνθηκολόγηση
Δημοσιεύθηκε 21 Απριλίου 2018 - Γιώργος ΚοντογιώργηςΓιώργος Κοντογιώργης 318


Γράφει ο Γιώργος Κοντογιώργης  – 
Με την είσοδο της Ελλάδας στη μνημονιακή περίοδο, η Αριστερά συντάχθηκε με το μέτωπο των αντιμνημονιακών, προσάπτοντας σε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ ότι υπετάγησαν στους δανειστές και δεν διαχειρίσθηκαν σθεναρά μια εναλλακτική λύση. Υποσχέθηκε μια άλλη πολιτική, που θα “έσκιζε τα μνημόνια” και θα διαπραγματευόταν με τους δανειστές, κάνοντάς τους να χορεύουν στον ρυθμό της “πεντοζάλης” και του “ζουρνά”. Περαιτέρω, θα απάλλασσε περαιτέρω την Ευρώπη από τις πολιτικές της λιτότητας και τη γερμανική ηγεμονία και θα την επανέφερε στο αξιακό περιβάλλον της «δημοκρατίας, της αλληλεγγύης, και των δικαιωμάτων».
Οι διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν, με την άνοδό της συριζαίας Αριστεράς στην εξουσία, η ηγεσία της απέληξε σε μια άνευ προηγουμένου συνθηκολόγηση της χώρας με τους δανειστές και σε ένα νέο μνημόνιο. Προφανώς μη αναγκαίο, αλλά αναπόφευκτο στο μέτρο που η συριζαία Αριστερά παραμένει εμμονικά καθεστωτική και σαφώς επαχθέστερο από τα προηγούμενα, αφού ολοκληρώνει την αποδόμηση του παραγωγικού και κοινωνικού ιστού της χώρας, οδηγώντας την σε μια παραδειγματική εξαθλίωση.
Η συριζαία Αριστερά προσφέρει το μέτρο για να αντιληφθούμε το γιατί της ελληνικής κακοδαιμονίας και της αδυναμίας της χώρας να βγει από την κρίση. Πρωταρχικά διότι η άνοδός της στην εξουσία ανέδειξε αυτό που απέκρυπτε επιμελώς, πλην όμως εφάρμοζε με σύστημα όπου βρέθηκε σε θέσεις εξουσίας. Την βαθιά της αντιδραστική της φύση, μια εκφυλισμένη ιδεολογική προσήλωση στην ολιγαρχική κομματοκρατία και, ιδίως, μια προσωποπαγή αντίληψη της εξουσίας και ιδιοκτησιακή προσέγγιση του κράτους.
Πριν καλά καλά παρέλθει το εξάμηνο στην διακυβέρνηση της χώρας, εξεδήλωσε απροσχημάτιστα το πραγματικό της πρόσωπο: από τον λαό που ανήλθε μαζί της στην εξουσία, στον λαό, που εφόσον αντιδρά στην εξομοίωσή της με τη Δεξιά, είναι όχλος. Στη συνέχεια, διότι κατεδείχθη πως η μακρόχρονη θητεία των στελεχών της στην πολιτική αντιπολίτευση, απέβλεπε στο παρασιτικό τους βόλεμα στους θεσμούς του κράτους, στη μεταβολή κυριολεκτικά του δημοσίου χώρου σε ιδιωτικό φέουδο.
Άγνωστος τόπος
Η πολιτική τους πράξη εξαντλείτο στη νομή του κράτους, στην χειραγώγηση της κοινωνίας, με όπλο την ιδεολογική της αλλοτρίωση, ή τον έλεγχο των θεσμών και των “διαδικασιών”. Όπως απεδείχθη, για όσους δεν τους γνώριζαν, η συσσώρευση πολιτικής γνώσης και εμπειρίας με σκοπό την θεραπεία του κοινού συμφέροντος, ή έστω την προώθηση μιας ταξικής ιδεολογίας αποτέλεσε σταθερά άγνωστο τόπο για την Αριστερά.
Η επίκληση της αριστερής ιδεολογίας υπήρξε εξ ολοκλήρου προσχηματική. Αφενός διότι ούτως ή άλλως η Αριστερά δεν έχει πια τίποτε να πει και αφετέρου επειδή οι θαμώνες της κομματικής της νομενκλατούρας δεν έχουν καμία σχέση ούτε με το παρελθόν της ούτε με το μέλλον της προόδου. Όπως και τα δεξιά ή άλλα κόμματα, έτσι και τα αριστερά, δεν είναι παρά προθήκες μηχανισμών για τη στέγαση των λυμεώνων του κράτους.
Σ’ αυτόν το σκοπό θητεύουν, τη νομή της εξουσίας θεραπεύουν, αποτελώντας ουσιαστικά ξένο σώμα στην ψυχή της χώρας. Τα εθνικά ζητήματα, τα ζητήματα γενικότερα της εξωτερικής πολιτικής, στα οποία εμπλέκεται η χώρα, η παραγωγική δόμηση της οικονομίας, η λειτουργία του κράτους με μια στοιχειώδη αρμονία με τις ανάγκες του πολίτη, κλπ αντιμετωπίζονται καφενειακώ τω τρόπω και ως έτυχε.
Θύμα των εξωτερικών επιλογών
Η προσέγγιση και ιδίως η διαχείριση της ελληνικής κρίσης από την Αριστερά παρουσιάζει ως προς αυτό ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον. Με την είσοδο στην κρίση, ο ΣΥΡΙΖΑ έδειξε με όλους τους τρόπους να μην αντιλαμβάνεται τον χαρακτήρα της και την φύση του ελληνικού προβλήματος. Απέδωσε την κρίση στον παγκόσμιο καπιταλισμό και, σε ότι αφορά στην ΕΕ, στο “ευρώ”, υπονοώντας ότι η χώρα είχε πέσει θύμα των εξωτερικών της επιλογών από τις κυβερνήσεις της Δεξιάς και του ΠΑΣΟΚ.
Επομένως, στο εσωτερικό της δεν είχε τίποτε να πράξει ως προς αυτό. Η σταδιακή εναρμόνιση της ρητορικής της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στο κεκτημένο της ΕΕ και του ευρώ δεν απομάκρυνε την ηγεσία του από το κεντρικό της επιχείρημα ότι η ελληνική κρίση όφειλε να αντιμετωπισθεί αποκλειστικά έξω από τα σύνορα της χώρας, στο πλαίσιο της ΕΕ.
Η επιλογή αυτή, έφερνε εξ αντικειμένου την συριζαία κυβέρνηση αντιμέτωπη με την θεμελιωδώς αντιμνημονιακή της στρατηγική. Διότι οποιαδήποτε διαπραγμάτευση με την τρόικα έθετε αυτοδικαίως ζήτημα συνομολόγησης ενός νέου μνημονίου. Για να στηρίξει την στρατηγική της, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προέβαλε το επιχείρημα ότι θα έπειθε τους δανειστές και θα έκαμπτε τη γερμανική αδιαλλαξία με τη δύναμη του λόγου ή, εναλλακτικά, ότι θα τους εξανάγκαζε, αφού η Ελλάδα αποτελούσε “συστημικό” κίνδυνο για την παγκόσμια οικονομία, για το ευρώ και για την συνοχή της ΕΕ.
Άτακτη συνθηκολόγηση
Πού σκόνταψε τελικά η παταγώδης αποτυχία της ελληνικής πλευράς; Να υποθέσουμε ότι δεν διέθετε όντως επιχειρήματα ή ότι η συνολική βαρύτητα της χώρας δεν επαρκούσε για να οδηγήσει σε ένα διαφορετικό αποτέλεσμα; Νομίζω ότι η άτακτη συνθηκολόγηση της χώρας εξηγείται μόνο από το γεγονός ότι εξακολουθεί να κυβερνάται από το πνεύμα και το καθεστώς της δυναστικής κομματοκρατίας.
Πρώτα πρώτα διαπιστώνεται μια πλήρης απουσία στρατηγικής σε ότι αφορά στο στόχο, στις προτεραιότητες, στη διαχείριση της ελληνικής υπόθεσης και εννοείται στην γνώση των διεθνών συσχετισμών. Εάν όντως ο στόχος ήταν για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ η εξυπηρέτηση των συμφερόντων της χώρας και όχι η μεταβολή της σε λάφυρο στα χέρια των λυμεώνων της Κουμουνδούρου, θα είχε επιστρατεύσει ό,τι πιο σημαντικό σε ανθρώπινο δυναμικό διαθέτει η ελληνική κοινωνία. Θα είχε συγκροτήσει πριν από την άνοδό της στην εξουσία μια κρίσιμη μάζα στελεχών με γνώση και σκέψη, προκειμένου να αναλάβουν τη διακυβέρνησή της.
Αντ’ αυτού, επέλεξε όλα τα παρασιτικά στοιχεία της βαθιάς Αριστεράς για να στελεχώσουν τους κρίσιμους τομείς του πολιτικού συστήματος και του κράτους. Τα οποία όχι μόνον δεν γνώριζαν το παραμικρό από το αντικείμενο που είχαν να διαχειρισθούν, αλλά ούτε την πρόθεση είχαν να μάθουν, ή την ικανότητα να απολακτίσουν τις παλαιές τους έξεις και να υπηρετήσουν την χώρα.

Τετάρτη, 18 Απριλίου 2018

Γ.Κοντογιώργης: Η "πολιτεία" ως ξένο σώμα έναντι της κοινωνίας και του πολιτικού της πολιτισμού




Γ.Κοντογιώργης: Η
"πολιτεία" ως ξένο σώμα έναντι της κοινωνίας και του πολιτικού της
πολιτισμού.
Δημοσιεύτηκε
στις 17 Απρ 2018
Γ.Κοντογιώργης
ομ.καθηγητής στο Πάντειο κ Πέτρος Ιωάννου στον Σπορnews 90,1 της Λάρισας, στην
εκπομπή :''ακροβάτες του ονείρου'' .(17.4.2018).για το διαδίκτυο
sportnews901.gr , κάθε μέρα 10.15 -11.15 π.μ.

Κυριακή, 15 Απριλίου 2018

Γιώργος Κοντογιώργης, Για τον πόλεμο και την ειρήνη. Σχετικά με τα αίτια του πολέμου



Γιώργος Κοντογιώργης

H κρίση της ειρήνης και οι ρίζες του πολέμου. Το ερμηνευτικό έλλειμμα της νεοτερικότητας[1]
                      
La crise de la paix et les racines de la guerre. Le déficit interprétatif de la modernité  (L'original en français à la fin du texte grec)
     Όλες οι θεωρίες του πολέμου και της ειρήνης λαμβάνουν ως δεδομένη την κρατοκεντρική συγκρότηση της ανθρωπότητας. Με τον όρο κρατοκεντρισμός ορίζουμε την προσέγγιση του συνόλου κοσμοσυστήματος ως του αθροίσματος των πολιτικά συγκροτημένων (ή κρατικών) κοινωνιών που συνυπάρχουν στο εσωτερικό του και εν προκειμένω στον πλανήτη γη. 
των κοινωνιών που συνυπάρχουν στον πλανήτη γη. Εκτιμάται δηλαδή ότι η δομή αυτή του κοσμοσυστήματος είναι οριστική, έτσι ήταν ανέκαθεν και, επομένως, θα είναι ανεξέλικτη και στο μέλλον. Απόρροια του γεγονότος αυτού είναι και η επιλογή της νεοτερικής επιστήμης να μη συνδέει το ζήτημα του πολέμου και της ειρήνης με το είδος και, κατ'επέκταση, με την τυπολογία των κοινωνιών παρά μόνο με τη μορφολογία των πολιτευμάτων που απαντώνται στην εποχή μας.
     Εντούτοις, το ερώτημα της εξελιξιμότητας ή μη της κρατοκεντρική δομής το κόσμου παραμένει ανοιχτό, όπως ακριβώς και οι φάσεις του ενγένει κοσμοσυστήματος, καθώς από αυτές εξαρτάται το αντικείμενο του πολέμου ή το κοινωνικό πλαίσιο της ειρήνης.
1.     Οι κρατούσες θεωρίες για τον πόλεμο και την ειρήνη.
     Η καθολικά αποδεκτή άποψη είναι ότι η διαλεκτική του πολέμου και της ειρήνης είναι νομοτελειακά αναπόφευκτη[2]. Ως εκ τούτου η προσοχή εστιάζεται στη δικαιολόγηση ή  στην καταδίκη του πολέμου, στην θέσπιση ορίων και κανόνων για την διεξαγωγή του και, συνακόλουθα, για την μείωση της σκληρότητάς του. Συγχρόνως, καταβάλλεται προσπάθεια οικοδόμησης διαδικασιών για τη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ των κρατών, οι οποίες να εξαντλούν τις δυνατότητες της ειρήνης. Στο πλαίσιο αυτό, οι πόλεμοι ταξινομούνται σε δίκαιους και άδικους, σε επιθετικούς και αμυντικούς και, ακόμη, σε συνάρτηση με το σκοπό τους[3].
     Ως προς την αιτιολογία του φαινομένου του πολέμου διατυπώνονται διάφορες υποθέσεις, οι οποίες εκπορεύονται από τις γενικότερες θεωρήσεις του κόσμου, όπως για παράδειγμα εκείνες του φιλελευθερισμού και του μαρξισμού. Υποθέσεις που ουσιαστικά διαφοροποιούνται μόνον ως προς τις ειδικότερες εκδηλώσεις του διακυβεύματος, όπως η διερμήνευση των συμφερόντων (οικονομικάταξικά, εθνικά, θρησκευτικά κλπ) που λειτουργούν ως κίνητρο ή η αναζήτηση των συνεπαγομένων ψυχολογικών “αιτίων” του πολέμου κλπ[4].
     Συνοδός του εγχειρήματος να ανασυγκροτηθεί η παγκόσμια τάξη, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, υπό την ηγεσία του αγγλοσαξονικού παράγοντα, υπήρξε η επεξεργασία μιας πλήρους θεωρίας που συνδέει το διακύβευμα του πολέμου και της ειρήνης με τον πολιτισμό. Το ιδιαίτερο της θεωρίας αυτής έγκειται στο ότι διατείνεται αφενός ότι ο πολιτισμός είναι περίπου ταυτολογικό ισοδύναμο της θρησκείας και αφετέρου ότι η οικείωση ή όχι μιας κοινωνίας με τη «δημοκρατία» συνδέεται ευθέως με το θρησκευτικό της βίωμα. Η θεωρία της “δημοκρατικής ειρήνης” διατείνεται ακριβώς ότι η διάχυση της δημοκρατίας στον κόσμο θα φέρει την ειρήνη[5].
     Η υπόθεση αυτή λαμβάνει ως δεδομένο ότι η δημοκρατία είναι στενά συνυφασμένη με την ειρήνη, εν αντιθέσει προς τα λοιπά και, συγκεκριμένα, με τα αυταρχικά καθεστώτα που είναι περισσότερο επιρρεπή στον πόλεμο. Στην ίδια ουσιαστικά κατεύθυνση κινούνται επίσης διάφορα “ειρηνιστικά”, όπως αυτοαποκαλούνται, κινήματα τα οποία επιχειρούν να συνδέσουν την ειρήνη άλλοτε με το είδος της πολιτείας άλλοτε της οικονομίας και συχνά με άλλα στοιχεία της διακρατικής λειτουργίας[6]
     Οι υποθέσεις αυτές θα έπρεπε λογικά να συνοδεύονται από ένα εδραίο αποδεικτικό υλικό που να συγκροτεί την θεωρητική του βάση. Τούτο όμως δεν συμβαίνει, καθώς όλες παραμένουν εγκιβωτισμένες στη στατιστική παρατήρηση και κατευθύνονται μάλλον από ιδεολογικές επιλογές παρά από τη γνωσιολογία της επιστήμης. Ακόμη, όμως, και τα συμβάντα του Μεσοπολέμου, που πιστεύεται ότι αναδεικνύουν τη συγγένεια του ολοκληρωτικού φαινομένου με τον πόλεμο, μπορούν να ερμηνεύσουν την καθόλα μεταβατική από ανθρωποκεντρική άποψη εποχή που διερχόταν τότε ο ευρωπαϊκός κόσμος, δεν είναι όμως ικανά να λειτουργήσουν ως παράδειγμα για τη σπουδή του φαινομένου. Θα λέγαμε μάλιστα ότι εάν επιχειρούσαμε να υποβάλουμε τους πολέμους της μετά τον Β’ Μεγάλο Πόλεμο εποχής σε στατιστική δοκιμασία θα προέκυπτε ότι στο σύνολό τους σχεδόν επιχειρήθηκαν από “δημοκρατικές” δυνάμεις στο όνομα της “δημοκρατίας”, της “οικονομίας της αγοράς” κλπ. Η νομιμοποίηση, εν προκειμένω, των πολέμων αυτών με την κατάταξή τους στην κατηγορία του “δίκαιου πολέμου”, δυνάμει του υποτιθέμενου “κινήτρου” τους (της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων, της ελευθερίας) δεν αναιρεί την εν λόγω διαπίστωση.
     Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η επισήμανση ότι η προβληματική για τη συσχέτιση του πολέμου (ή της ειρήνης) με το είδος της πολιτείας περιορίζεται στην πολιτική τυπολογία της νεότερης εποχής. Το ιδιαίτερο της τυπολογίας αυτής είναι ότι λαμβάνει ως αυτονόητα ορισμένα ερωτήματα που εξορισμού όφειλαν να είναι ζητούμενα. Το ένα, ότι ο κόσμος γενικά έχει να επιλέξει μονοσήμαντα ανάμεσα στα δημοκρατικά και στα αυταρχικά καθεστώτα. Το άλλο, ότι το σημερινό σύστημα είναι δημοκρατικό.
     Στο πλαίσιο αυτό, ορισμένοι διανοητές επιχείρησαν να διατυπώσουν μια γενική θεωρία της ειρήνης με φιλοδοξία καθολικής εφαρμογής και πρόσημο την κατάργηση του πολέμου. Ονομαστότερη είναι αυτή του Εμμανουήλ Καντ[7].
     Σε ό,τι μας αφορά εκτιμούμε ότι οι θεωρίες αυτές δεν έχουν καμία  επιστημονική και, κατ’επέκταση, πραγματολογική θεμελίωση. Ταξινομούνται, ως εκ τούτου, στην περιοχή των διανοητικών ασκήσεων (οι θεωρίες περί της «αιώνιας» ή της διαρκούς ειρήνης) ή είναι απολογητικές της ηγεμονικής τάξης που κυριαρχεί κάθε φορά στον κόσμο. Επιπλέον, στο μέτρο που οι θεωρίες περί της «διαρκούς» ειρήνης δεν εγγράφονται στην προοπτική μιας καθολικής γνωσιολογίας που να επιβεβαιώνεται από την φύση του κοινωνικού φαινομένου ορίζονται ως ουτοπικές.
     Στις σελίδες που ακολουθούν θα επιχειρήσουμε να διαγράψουμε τη διαλεκτική του πολέμου και της ειρήνης με βάση την κοσμοσυστημική γνωσιολογία.


2.     Ο πόλεμος ως παράγωγο φαινόμενο του κρατοκεντρισμού.
     Θεμελιώδης αιτία του πολέμου είναι, κατά την κοσμοσυστημική γνωσιολογία, ο κρατοκεντρισμός. Εννοούμε με αυτό τη συγκρότηση της ανθρωπότητας σε πολιτειακές κοινωνίες/κράτη που όλα μαζί αρθρώνουν οργανικά ένα ή περισσότερα κοσμοσυστήματα. Η πολυπολιτειακή αυτή συγκρότηση του κόσμου τροφοδοτεί τη διαφορετικότητα των συμφερόντων, κυρίως όμως παρέχει την πολιτική δυνατότητα στις κοινωνικές ομάδες να τα υποστηρίζουν με το επιχείρημα της ισχύος. Το κανονιστικό πλαίσιο που ρυθμίζει τις διακρατικές σχέσεις συγκροτεί “τάξη” όχι “σύστημα”, πράγμα που σημαίνει ότι νομιμοποιεί την “αυτοδικία” ή, με διαφορετική διατύπωση, επιδιώκει απλώς την τακτοποίηση των όρων επίκλησης της ισχύος και όχι την υποταγή της σε ένα κανονιστικό πλαίσιο που θα έθετε τον πόλεμο εκτός νόμου[8].
     Πρέπει να ειπωθεί ότι η κρατοκεντρική αυτή αντίληψη του κόσμου αποτελεί την αξιωματική βεβαιότητα τόσο της (κλασικής) ελληνικής όσο και της νεότερης γραμματείας. Εάν, επομένως, αποδεχθούμε την άποψη ότι ο κρατοκεντρισμός αποτελεί την τελεολογικά αδιαμφισβήτητη  πολιτειακή συγκρότηση της ανθρωπότητας, η προβληματική μας για τη διαλεκτική του πολέμου και της ειρήνης θα όφειλε να εγγραφεί ως υποκεφάλαιο στη λογική της.
     Η διαβεβαίωση αυτή εγείρει επομένως το ερώτημα εάν είναι αληθές πως το τέλος του πολέμου θα επέλθει εξ ανάγκης μόνο με το τέλος των κρατών. Η αξία της διερώτησης αυτής οφείλει να παραλληλισθεί με το δόγμα του Κ. Μαρξ ότι το τέλος του κράτους θα επέλθει με το τέλος των τάξεων και ότι, επομένως, η κατάργηση των τάξεων θα επιφέρει επίσης το τέλος του πολέμου. Πέραν του ότι οι υποθέσεις αυτές ελέγχονται για τη γνωσιολογική τους επάρκεια, πρέπει να ειπωθεί ότι δεν διευκρινίζουν τι θα διαδεχθεί το τέλος του κράτους ή, από μια άλλη άποψη, το τέλος των τάξεων. Επιπλέον, εδράζονται σε δυο διακριτές μεν αλλά εξίσου εσφαλμένες λογικά αφετηρίες. Η πρώτη είναι ότι το κράτος ενσαρκώνει εκ φύσεως, δηλαδή νομοτελειακά το πολιτικό σύστημα, οπότε συνάγεται ότι δεν είναι νοητή η συγκρότηση των κοινωνιών χωρίς τη διαφοροποίηση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων και, κατ'επέκταση, η ενσάρκωση του πολιτικού συστήματος από την κοινωνία των πολιτών. Και η δεύτερη, ότι το σύνολο κοσμοσύστημα δομείται μονοσήμαντα στη βάση του κρατοκεντρισμού. Οι αφετηρίες αυτές, είναι λογικά εσφαλμένες διότι ανάγουν ένα συγκεκριμένο στάδιο της ανθρωποκεντρικής εξέλιξης των κοινωνιών, στο οποίο αντιστοιχούν, σε καθολικό και ανυπέρβλητο διακύβευμα. Το γεγονός ακριβώς αυτό κάνει ώστε να συλλαμβάνονται ως γνωσιολογικά και μεθοδολογικά ανεπαρκείς.
     Εντούτοις, η κοσμοσυστημική γνωσιολογία διδάσκει ότι ο κρατοκεντρισμός δεν αποτελεί αξιωματική σταθερά της ανθρώπινης ιστορίας αλλ'απλώς φάση του[9]. Απαντάται ως φαινόμενο κατά την προ-ανθρωποκεντρική εποχή -την πρωτόγονη και τη δεσποτική- καθώς και κατά την πρώτη φάση του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Αυτό σημαίνει ότι, όσον αφορά στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα, αναγνωρίζεται μια περαιτέρω φάση ωριμότητας στην οποία παρακάμπτεται ο κρατοκεντρισμός και, ως εκ τούτου, η θεμελιώδης αιτία του πολέμου. Ποια είναι ακριβώς αυτή η φάση και σε τί έγκειται το πραγματολογικό της υπόβαθρο;
     Για να παρακολουθήσουμε το συλλογισμό αυτό είναι αναγκαίο να επιστρέψουμε στην θεμελιώδη υπόθεση της κοσμοσυστημική γνωσιολογίας. Η υπόθεση αυτή προσεγγίζει τον κόσμο υπό το πρίσμα του συνόλου των κοινωνιών, οι οποίες έχουν κοινά θεμέλια/παραμέτρους, ιδεολογικές και θεσμικές ορίζουσες, δηλαδή εσωτερική αυτάρκεια. Το σύνολο των κοινωνιών αυτών το αποκαλούμε κοσμοσύστημα. Ιστορικά, διακρίνουμε δυο τύπους κοσμοσυστημάτων, το δεσποτικό που προηγήθηκε και το ανθρωποκεντρικό[10].
     Μέτρο για τον ορισμό και, επομένως, για τη διάκριση των δύο αυτών κοσμοσυστημικών τύπων αποτελεί προφανώς η ιδιοσυστασία των κοινωνιών τους και, συγκεκριμένα, η ύπαρξη ή μη της ελευθερίας[11]. Η ελευθερία στην κοσμοσυστημική γνωσιολογία καλύπτει ως έννοια το σύνολο των εκδηλώσεων του κοινωνικού βίου των ανθρώπων. Το ανάπτυγμά της όμως εξαρτάται από το ανθρωποκεντρικό ανάπτυγμα του κοσμοσυστήματος. Κατά τούτο, η ελευθερία προσδιορίζει την εσωτερική τυπολογία, δηλαδή τις εξελικτικές του φάσεις.
     Το κοσμοσύστημα καλύπτει καταρχήν το σύνολο του πλανήτη γη. Λέμε καταρχήν διότι για μια ορισμένη περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας συνέβη να αναγνωρίζεται η συνύπαρξη δύο κοσμοσυστημάτων, τα οποία, αν και επικοινωνούν μεταξύ τους, διαθέτουν ιδίαν εσωτερική λογική/βίο με γνώμονα τα στοιχεία που τα ορίζουν. Αναφέρομαι στο δεσποτικό και στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα, το οποίο εξομοιώνεται ταυτολογικά με τον ελληνισμό επειδή αυτός το δημιούργησε και το διακίνησε ως η μήτρα του έως το τέλος.
     Σε ό,τι μας αφορά εδώ, επισημαίνουμε ότι η ελευθερία προσεγγίζεται υπό ένα διπλό πρίσμα: ως προς την εσωτερικής της ανάπτυξη, δηλαδή σε σχέση με τα πεδία της κοινωνικής ζωής που καλύπτει, τα οποία συμβατικά ταξινομούμε σε ατομικό, κοινωνικό και πολιτικό. Και ως προς το κοσμοσυστημικό της ανάπτυγμα που συμπίπτει με τις εξελικτικές φάσεις του ανθρωποκεντρισμού.
     Και οι δύο αυτές περιοχές της ελευθερίας συνδέονται ευθέως με το ζήτημα του πολέμου. Η πρώτη διότι, όπως θα δούμε, αποφασίζει για το πώς θα ορίσουμε την πολιτική ως φαινόμενο. Η ελευθερία είναι απολύτως ασύμβατη με την πρόσληψη της πολιτικής ως δύναμης και, πολλώ μάλλον, με την έννοια του πολέμου. Η δεύτερη, διότι οριοθετεί το πεδίο της εμπραγμάτωσης της ελευθερίας. Εάν λόγου χάριν η ελευθερία θα περιορισθεί στο εσωτερικό του κράτους ή θα διακτινωθεί πέραν αυτού και, μάλιστα, στο σύνολο κοσμοσύστημα. Στην πρώτη περίπτωση, αφήνεται το έδαφος ελεύθερο ώστε οι διακρατικές σχέσεις να ρυθμισθούν με όρους δύναμης και, συνεπώς, με γνώμονα τον αποκλεισμό της ανθρώπινης αυτονομίας. Στην άλλη, το διακύβευμα της ελευθερίας, στο μέτρο που καλύπτει επίσης το πεδίο των διακρατικών σχέσεων λειτουργεί απαγορευτικά για τη συγκρότηση και τη διαχείριση του πολιτικού φαινομένου υπό το πρίσμα της ισχύος.
     Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η τυπολογία του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος περιλαμβάνει δύο επάλληλα στάδια στην ανάπτυξή του: στο ένα, το κρατοκεντρικό, κατά το οποίο η ελευθερία εμπραγματώνεται αποκλειστικά στο εσωτερικό των θεμελιωδών κοινωνών (στο κράτος), ενώ στο δεύτερο, η ελευθερία ασκείται στο σύνολο ή, τουλάχιστον, σε ένα ευρύ πεδίο του κοσμοσυστήματος.
     Στο μέτρο επομένως που η ελευθερία για να υποστασιοποιηθεί απαιτεί την οικοδόμηση θεσμών που θα κανονικοποιούν το πεδίο της άσκησή της θα πρέπει να υποθέσουμε ότι και στο πέραν του κράτους περιβάλλον απαιτείται η υπέρβαση των σχέσεων ηγεμονίας και, ουσιαστικά, της “αυτοδικίας” ή, με άλλα λόγια, του κρατοκεντρισμού. Ώστε, η εμπραγμάτωση της ελευθερίας στο σύνολο κοσμοσύστημα προϋποθέτει την οικοδόμηση μιας μετα-κρατοκεντρικής ή οικουμενικής πολιτειακής οντότητας που θα διασφαλίζει την απόλαυσή της. Οπωσδήποτε, η μετάβαση στην οικουμένη δεν συνεπάγεται την κατάργηση του κρατοκεντρισμού, αλλά τη συγκρότηση μιας υπερκείμενης πολιτειακής οντότητας που θα λειτουργεί εναρμονιστικά στο σύνολο και θα συμπολιτεύεται με τις θεμελιώδεις πολιτειακές κοινωνίες με πρόσημο την ειρήνη και, κατ’ επέκταση, την ελευθερία[12].
     Η τυπολογική αυτή διακτίνωση του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος σε δύο φάσεις, την κρατοκεντρική και την οικουμενική, δεν αποτελεί εφεύρημα του νου, αλλά σπουδής του εξελικτικού γίγνεσθαι του ελληνικού κόσμου, ο οποίος ενσάρκωσε ιστορικά το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας (της πόλης). Όντως, ο ελληνισμός παρουσιάζει το μοναδικό πλεονέκτημα να μας προσφέρει ένα ολοκληρωμένο ανθρωποκεντρικά κοσμοσυστημικό παράδειγμα. Στο παράδειγμα αυτό, αναδεικνύεται τόσο η διαλεκτική της σχέσης ανάμεσα στην ενδοκρατική ελευθερία -στις διάφορες φάσεις της-και στη διακρατική δεσποτική «βαρβαρότητα» -η πολιτική ως δύναμη- όσο και το αποτέλεσμα της υπέρβασης του κρατοκεντρισμού, με την οικουμενική διακτίνωση της ελευθερίας[13].
     Στο ελληνικό κοσμοσύστημα διαπιστώνουμε λοιπόν ότι ο πόλεμος υπήρξε φαινόμενο της κρατοκεντρικής του φάσης[14]. Εξέλειπε εντούτοις συντοχρόνω με την μετάβαση στην οικουμένη και, ιδίως, με την εμβάθυνσή της, η οποία οδήγησε στην υπαγωγή των κοινωνιών των πόλεων σε μια υπερκείμενη πολιτειακή οντότητα την κοσμόπολη. Η αλεξανδρινή ή ελληνιστική, η ρωμαϊκή και η βυζαντινή εποχή αντιπροσωπεύουν ισάριθμες φάσεις της οικουμενικής κοσμόπολης. Η κοσμόπολη αποδίδει ακριβώς τη σύνθεση των πόλεων, που εξακολουθούν να διατηρούν το ρόλο της θεμελιώδους πολιτειακής κοινωνίας, και της μητρόπολης, η οποία αναλαμβάνει μια λειτουργία κεντρικού πολιτικού συστήματος με αρθρωτική και εναρμονιστική λειτουργία στην επικράτεια της οικουμένης[15]. Οι σχέσεις των πόλεων μεταξύ τους, αλλά και αυτών με την μητρόπολη εισέρχονται σε μια φάση λειτουργικής συμπληρωματικότητας και συνεργειών που αποκλείουν εξορισμού τον πόλεμο. Η μητρόπολη αναλαμβάνει συγκεκριμένα ρόλο εγγυητή της νέας αυτής κοσμο-πολιτειακής πραγματικότητας. Επομένως, η εξουσία της στην επικράτεια ουδέ κατ'ελάχιστον προσομοιάζει στο πολιτικά κυρίαρχο κράτος της πρωτο-ανθρωποκεντρικής περιόδου[16].
          Εάν επιχειρήσουμε να εφαρμόσουμε αναλογικά στο σήμερα το σχήμα της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης που συνάγεται από την κοσμοσυστημική ανάγνωση του ελληνικού κόσμου, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι το διακύβευμα του πολέμου και της ειρήνης θα επιλυθεί οριστικά υπέρ της ειρήνης με την μετάβαση στην εφεξής πλανητική οικουμένη. Η μετάβαση όμως αυτή και η συνακόλουθη οικοδόμηση μιας νέας κοσμόπολης/κοσμοκράτους δεν θα αποφασισθεί στο επιστημονικό εργαστήρι. Εναπόκειται στο βάθος του εξελικτικού γίγνεσθαι του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, δηλαδή στη δυναμική που θα οδηγήσει  στη συνολική ωρίμανση των παραμέτρων που το υποστασιοποιούν και οι οποίες λειτουργούν ως το κοινούν αίτιο της ιστορίας του.
          Η εξελικτική γνωσιολογία του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μας πληροφορεί ότι ο κρατοκεντρικός χρόνος της εποχής μας προόρισται να είναι ακόμη μακρύς, καθώς πριν αντιμετωπισθεί η υπέρβασή του, οφείλει ο νεότερος κόσμος να διατρέξει τη φάση της ολοκλήρωσής του εντός του κράτους[17]. Αν λοιπόν λάβουμε υπόψη ότι οι πολιτειακές κοινωνίες της εποχής μας μόλις διάγουν τη φάση της εδραίωσής τους (οι πρωτοπόρες) ή της υποστασιοποιήσής τους (στις χώρες της περιφέρειας) με όρους (ατομικής) ελευθερίας, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι απομένει ακόμη να διανυθεί πολύς δρόμος έως ότου κατακτηθεί σωρευτικά η καθολική ελευθερία, που αποδίδει πέραν της αντιπροσώπευσης, η δημοκρατία.

3.     Η πολιτική ως δύναμη στον κρατοκεντρισμό και η ελευθερία
Επισημάναμε ανωτέρω τη θεμελιώδη διαφοροποίηση ως προς την πρόσληψη του φαινομένου της πολιτικής στο εσωτερικό και στο εξωτερικό πεδίο του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος στην κρατοκεντρική του φάση. Όντως, η διακρατική πολιτική κυριαρχείται από τη λογική της ισχύος και, συγκεκριμένα, της αυτοδικίας, της οποίας ακραία έκφραση αποτελεί ο πόλεμος.
Την ίδια στιγμή στο εσωτερικό της πολιτειακής κοινωνίας, η πολιτική θεσμίζεται με όρους εξουσίας και στο βάθος της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης -που αποδίδει η δημοκρατία- με πρόσημο την αυτονομία του κοινωνικού σώματος. Είτε ως εξουσία είτε ως αυτονομία η πολιτική εγγράφεται σε ένα κανονιστικό περιβάλλον που προσδιορίζει το πεδίο της πολιτικής λειτουργίας των συντελεστών της. Οι σχέσεις δύναμης δεν εξαλείφονται. Περιορίζεται όμως δραστικά ο ορίζοντας και τα μέσα της δράσης τους, έτσι ώστε να υποτάσσονται στο δικαιϊκό περιβάλλον της πολιτείας. Στην πραγματικότητα, η δύναμη αποτιμάται μάλλον με την επιρροή.
Η λειτουργία της δύναμης, στο μέτρο που συνεπάγεται τον καταναγκασμό τοποθετείται στον αντίποδα της ελευθερίας. Η ελευθερία, ορίζεται ως αυτονομία, δηλαδή ως η δυνατότητα του ανθρώπου να ορίζει τη ζωή του όπως αυτός επιθυμεί. Η απόλυτη κατάργηση της ελευθερίας παραπέμπει στη δεσποτεία, στην οποία το άτομο υποτάσσεται στην ιδιοκτησία του δεσπότη. Η εξουσία του δεσπότη διαφέρει εντούτοις από την εξουσία στον ανθρωποκεντρισμό. Η τελευταία δεν είναι ολοκληρωτική. Απορρέει από τη διατήρηση της ιδιοκτησίας επί του συστήματος (της οικονομίας ή της πολιτικής), ασκείται όμως σε μια κοινωνία της οποίας τα μέλη διατηρούν την ατομική τους ελευθερία. Αιτιολογείται επομένως από την μερική ανθρωποκεντρική ανάπτυξη του κόσμου, προβάλλει το επιχειρησιακό της πρόσημο έναντι της κοινωνίας και διαθέτει συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα που συμπίπτει με τα στάδια που προηγούνται της καθολικής ελευθερίας. Κατά τούτο, η “ανθρωποκεντρική” εξουσία συγκροτεί, όπως και η δεσποτική εξουσία, σύστημα αποστερητικό της ελευθερίας ή, έστω, αναγνωριστικό του ελλείμματός της. Συνοδεύεται ωστόσο με δικαιώματα που οριοθετούν το πεδίο της σχέσης εξουσίας και ελευθερίας και ουσιαστικά κατατείνουν να εξομοιώσουν τη δύναμη με τις σχέσεις επιρροής[18].
         Τί είναι ακριβώς αυτό που δημιουργεί την αντίθεση στον τρόπο πρόσληψης της πολιτικής στις διακρατικές σχέσεις και στην εσωτερική πολιτική σκηνή; Χωρίς αμφιβολία υπεισέρχεται, εν προκειμένω, η διαφορά φύσεως που χαρακτηρίζει την ιδιοσυστασία του διακρατικού και του ενδο-κρατικού περιβάλλοντος. Το τελευταίο συγκροτεί μια «τάξη κρατών», σύνολο κρατών που διαμορφώνει τις σχέσεις του με γνώμονα είτε συμφωνημένες συνέργειες είτε συσχετισμούς δύναμης. Στον αντίποδα, οι κρατικές κοινωνίες συγκροτούνται σε πολιτειακό σύστημα, το οποίο ανεξαρτήτως των κοινωνικο-πολιτικών συσχετισμών που διαμορφώνονται στο εσωτερικό του, εδράζεται στη λογική μιας αντικειμενικής κανονιστικής συνθήκης, η οποία είναι δεσμευτική έναντι όλων. Διασφαλίζεται έτσι ένα ελάχιστο ελευθερίας στα μέλη του κοινωνικού σχηματισμού. Οι κανόνες στο διακρατικό πεδίο εκπορεύονται ευθέως από την ισχύ του ηγεμόνα ή του ηγεμονικού συμπλέγματος της στιγμής. Εξού και αφορούν όχι στην κατάργηση ή στον περιορισμό της ισχύος του ηγεμόνα αλλά στην επιβεβαίωσή της.
         Στη διακρατική τάξη ο σκοπός της πολιτικής καθορίζεται από το συμφέρον που εκπορεύεται από τις σχέσεις δύναμης. Στο ενδο-κρατικό σύστημα διακηρύσσεται η επιδίωξη του δημοσίου, του γενικού ή αναλόγως του κοινού συμφέροντος. Στη διακρατική πολιτική τάξη, ο ηγεμόνας δεν υπόκειται στη δικαιοσύνη. Το ίδιο συμβαίνει, με αποχρώσεις, και στο ενδοκρατικό πεδίο κατά την πρώιμη ανθρωποκεντρική εποχή. Όντως, στην προ-αντιπροσωπευτική πολιτεία είναι η πολιτική τάξη που υπέρκειται της δικαιοσύνης, ενώ στην αντιπροσώπευση και ιδίως στη δημοκρατία εξαιρείται της δικαιοσύνης η κοινωνία των πολιτών/δήμος.
         Η διαφορά εντούτοις γίνεται πλέον ουσιώδης εάν ιδωθεί το ζήτημα αυτό υπό το πρίσμα της θεματικής του. Ο πολιτικός, κάτοχος της πολιτικής εξουσίας, σε ό,τι αφορά στις διακρατικές σχέσεις υπέρκειται του δικαίου για ένα σύνολο δράσεων που είναι μη διανοητές στο πλαίσιο του κράτους. Το διακρατικό/διεθνές δίκαιο δεν καταργεί συγκεκριμένα τον πόλεμο, θέτει απλώς κανόνες για τη διεξαγωγή του ώστε να περιορίσει την περιττή βαρβαρότητα[19].
          Με άλλα λόγια, στην κρατοκεντρική εποχή του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος η πολιτική αρμοδιότητα του κράτους δεν διέρχεται τα όριά του, διότι πέραν αυτού δεν συγκροτεί σύστημα. Επομένως, η πολιτική αρμοδιότητα του κράτους δεν αφορά στις στις διακρατικές σχέσεις, δηλαδή στη διοίκηση του συνόλου κοσμοσυστήματος. Παρόλ'αυτά, η πολιτική διαχείριση των υποθέσεων που αναφύονται στο κοσμοσυστήματος ανήκει στην αρμοδιότητα των κρατών. Το κενό ακριβώς αυτό έρχεται να καλύψει η πολιτική βούληση του κράτους-ηγεμόνα ή του ηγεμονικού συμπλέγματος κρατών, η οποία όμως για να αποκτήσει δύναμη αποφάσεως στο κοσμοσύστημα πρέπει είτε να υιοθετηθεί από τα άλλα κράτη είτε να την επιβάλει στανικώς, ή δια της βίας.
         Ώστε, το ζήτημα  της ειρήνης εναπόκειται στην «ισορροπία των δυνάμεων» που αντιπαρατίθενται στο κοσμοσύστημα, από τις συνθήκες, δηλαδή που είτε την καθιστούν συμφερότερη σε σχέση με τον πόλεμο είτε κάνουν αβέβαιη την έκβαση του πολέμου[20].
          Οι ανωτέρω επισημάνσεις είναι, κατά τη γνώμη μας, αποδεικτικές του γεγονότος ότι η κρατοκεντρική περίοδος του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος ταξινομείται στο πρώιμο στάδιο της εξέλιξής του. Στο στάδιο αυτό, η διακρατική σχέση δεν συμπεριλαμβάνεται στις προτεραιότητές του, έτσι ώστε το πολιτικό διακύβευμα να υπαχθεί στις προδιαγρραφές της ελευθερίας. Πιο συγκεκριμένα η πολιτειακή ελευθερία στον κρατοκεντρισμό εστιάζεται στους συντελεστές του, που είναι τα κράτη, δεν αφορά στα μέλη των κοινωνιών τους. Η ανθρωποκεντρική αναγνωρισιμότητα και εξέλιξη του κοινωνικού ανθρώπου περιορίζεται ουσιαστικά στο περιβάλλον της θεμελιώδους πολιτειακής κοινωνίας του κράτους. Κατά τούτο, η πολιτική πέραν του κράτους, στο μέτρο που ορίζεται ως το ταυτολογικό ισοδύναμο της δύναμης, καταγράφεται ως δεσποτική.
          Η ιδιότητα του πολίτη -που ορίζει τη θέση του ατόμου στην πολιτειακή κοινωνία- είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την χώρα στην οποία ανήκει ο φορέας της. Πέραν αυτής το άτομο γίνεται απλώς ανεκτό,  διαθέτει κατά περίπτωση ορισμένα δικαιώματα που συντρέχουν την ατομική ελευθερία. Όχι όμως την ελευθερία που επάγεται η ιδιότητα του πολίτη. Στην μετα-κρατοκεντρική ή οικουμενική κοσμόπολη, ο πολίτης αναγνωρίζεται επίσης ως κοσμοπολίτης, δηλαδή ως συστατικό μέρος της κοσμόπολης. Εξού και η αρμοδιότητα της επιλογής ως προς τον τόπο άσκησης της πολιτειότητας ανήκει ουσιαστικά στον φορέα της και όχι στην πολιτεία[21].
         Συνάγεται λοιπόν ότι η διαλεκτική της ειρήνης και του πολέμου παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την ανθρωποκεντρική ωρίμανση του συνόλου κοσμοσυστήματος. Όσο περισσότερο η πολιτική ορίζεται ως δύναμη τόσο λιγότερη ελευθερία απολαμβάνουν στον οικείο χώρο τα μέλη της κοινωνίας ή ορισμένες κοινωνίες έναντι άλλων και το αντίστροφο. Όσο διευρύνεται το υπόβαθρο των παραμέτρων που υποστηρίζει την ελευθερία τόσο η λογική της ισχύος υποχωρεί υπέρ των λειτουργιών της ειρήνης. Την προβληματική αυτή αποδίδουν αντιστοίχως τα στάδια του κρατοκεντρισμού και της οικουμένης, από τα οποία προκύπτει ότι η αδυναμία της ειρήνης να επικρατήσει στο νεότερο κόσμο είναι συμφυής με τον πρώιμο ανθρωποκεντρικό της χαρακτήρα, δεν είναι συνάδουσα με την ανθρώπινη φύση.

4.     Οι πολιτείες ενώπιον του πολέμου και της ειρήνης στον κρατοκεντρισμό.
          Η νεοτερικότητα συνοδεύει τη βεβαιότητά της ότι ο κρατοκεντρισμός αποτελεί το φυσικό κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον του ανθρώπου με την αντίληψη ότι η δημοκρατία είναι ως εκ του χαρακτήρος της φιλειρηνική[22]. Επομένως, υποστηρίζει, η διάδοση της δημοκρατίας στον κόσμο θα ενισχύσει την ειρήνη.
     Πριν επανέλθουμε στο λογικό σφάλμα της προσέγγισης αυτής και, οπωσδήποτε, στην ιδεολογική της προσημείωση, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι το πολίτευμα που σταδιοδρομεί στις μέρες μας, με το προσωνύμιο αυτό δεν είναι δημοκρατικό ουδέ καν αντιπροσωπευτικό. Η δημοκρατική αρχή, την οποία αγνοεί ακόμη και ως έννοια η νεοτερικότητα, επαγγέλλεται την ενσάρκωση του συνόλου του πολιτικού συστήματος από τη συγκροτημένη σε δήμο κοινωνία των πολιτών/ société des citoyens. Ο δήμος κατέχει, εν προκειμένω, την καθολική πολιτική αρμοδιότητα. Η αντιπροσώπευση προσομοιάζει στη δημοκρατία κατά το ότι προϋποθέτει την πολιτειακή συγκρότηση της κοινωνίας των πολιτών (σε δήμο). Διαφέρει όμως από αυτήν κατά το ότι επιφυλάσσει στο δήμο μόνο τις αρμοδιότητες που αρμόζουν στην ιδιότητα του εντολέα. Ώστε, στην αντιπροσώπευση, το πολίτευμα επιμερίζεται ανάμεσα στον εντολέα/δήμο και στην εντολοδόχο πολιτική εξουσία[23].
         Στις μέρες μας, το πολίτευμα που αποκαλείται δημοκρατία αποκλείει την κοινωνία από το πολιτικό σύστημα, επιφυλάσσοντάς της ένα ρόλο ιδιώτη και, ακροθιγώς, μια λειτουργία νομιμοποίησης του πολιτικού προσωπικού στην εξουσία. Λειτουργία που σε καμία περίπτωση δεν ενσωματώνει την ιδιότητα του εντολέα. Στη θέση της συντεταγμένης πολιτικά κοινωνίας των πολιτών τοποθετείται η λεγόμενη “κοινωνία πολιτών” (civil society/société civile) και, ουσιαστικά, οι ομάδες που εξέχουν της κοινωνίας[24].
          Οπωσδήποτε, το σύστημα αυτό είναι πιο ανοιχτό σε σύγκριση με τα ποικίλα όσα αυταρχικά ή ημι-αυταρχικά καθεστώτα που απαντώνται σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Το ζήτημα, επομένως, στην εποχή μας τίθεται ως εξής: ποιό από τα δύο γνωστά σ’αυτήν πολιτειακά συστήματα (το προ-αντιπροσωπευτικό ή το αυταρχικό) είναι περισσότερο επιρρεπή στην ειρήνη; Επιβεβαιώνεται όντως ο στερεότυπος ισχυρισμός της νεότερης επιστήμης ότι το προ-αντιπροσωπευτικό σύστημα (το αυτοαποκαλούμενο «δημοκρατία») διαθέτει από τη φύση του μια μεγαλύτερη προσήνεια προς την ειρήνη;
         Δεν είναι στις προθέσεις μας να επανέλθουμε στο ζήτημα αυτό καθόσον ξεπερνάει το σκοπό μας. Ωστόσο, παρατηρούμε ότι, η σημειούμενη στις μέρες μας κοσμοσυστημική διακτίνωση των παραμέτρων του ανθρωποκεντρισμού -ιδίως της χρηματιστικής οικονομίας και της επικοινωνίας- δεν συνοδεύεται, προφανώς, από μια ανάλογη ανασυγκρότηση του συστήματος της πολιτικής. Το τελευταίο παραμένει αυστηρά προσδεδεμένο στο κράτος. Κατά τούτο, η κοσμοσυστημική διακτίνωση ιδίως των οικονομικών και επικοινωνιακών παραμέτρων δεν μπορεί παρά να μεταβάλλει άρδην τον ρόλο του και, κατ'επέκταση, τον χαρακτήρα των διακρατικών σχέσεων, προκειμένου να παρακολουθήσει τον νέο σκοπό της πολιτικής.
          Στην περίπτωση αυτή αλλάζει και η λογική της εκτατικής πολιτικής λειτουργίας του κράτους. Άλλοτε το κράτος -κατά τη φάση της ανθρωποκεντρικής πρωτοοικοδόμησης- απέβλεπε στην εδαφική του επέκταση έτσι ώστε να δημιουργήσει έναν επαρκή ή φιλόδοξο, ανάλογα, εσωτερικό κοινωνικό χώρο, ικανό να υποστηρίξει την ανάπτυξη των παραμέτρων του (της χρηματιστικής οικονομίας κλπ). Η εκτατική αυτή λειτουργία του κράτους της πρωτο-ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης (19ος-20ος αιώνας) αποδόθηκε με το πρόσημο είτε του εθνικισμού είτε της αποικιοκρατίας. Και στις δύο περιπτώσεις το κράτος επιδίωκε τη διεύρυνση της επικράτειάς του.      
          Η εδραίωση των ανθρωποκεντρικών κοινωνιών στις χώρες της πρωτοπορίας συνέπεσε με τη σταδιακή χειραφέτηση και, συνακόλουθα, την αυτονόμηση των θεμελίων του ανθρωποκεντρισμού από το κράτος. Τα οποία θα φιλοδοξήσουν να διακτινωθούν, όπως προείπαμε, πέραν αυτού και μάλιστα να διεισδύσουν στη δεσποτική περιφέρεια του πλανήτη. Εφεξής, οι παράμετροι (η οικονομία κλπ) του ανθρωποκεντρισμού θα διεκδικήσουν μια εταιρική θέση στο διακρατικό πεδίο και, μάλιστα, την αυτονόμησή τους στο όνομα της “αυτορύθμισης” της αγοράς. Σε κάθε περίπτωση, αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής θα είναι να ενσωματωθεί εντέλει το σύνολο των κοινωνιών του πλανήτη στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα.
         Στη φάση της κοσμοσυστημικής διακτίνωσης των παραμέτρων (της οικονομίας κλπ) του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, το δόγμα της πρωτοπορίας διδάσκει ότι η έννοια του πολιτικού εδάφους δεν είναι αναγκαία όσο άλλοτε, καθώς το οικονομικό έδαφος καταλαμβάνει ολοένα και πιο σημαντική θέση. Αυτό όμως δεν υποδηλώνει, χωρίς άλλο, ότι ο πόλεμος καθίσταται άχρηστος, αλλ'ότι μεταλλάσσεται ο σκοπός του. Αντίπαλος εφεξής είναι το πολιτικό καθεστώς που εμμένει στο δόγμα της πολιτικής κυριαρχίας ή στην αμφισβήτηση του διεθνούς καταμερισμού ή της “διεθνούς τάξης” και όχι αυτό καθεαυτό το κράτος. Το κράτος εφεξής δεν καλείται να διασφαλίσει για την “εθνική” οικονομία επαρκές έδαφος ή έστω να την προστατεύει στο πλαίσιο των συνόρων του, αλλά κυρίως στο σύνολο κοσμοσύστημα.
         Η επισήμανση αυτή, συνδυάζεται με το γεγονός ότι όσο περισσότερο ανοιχτό στην ελευθερία είναι ένα καθεστώς τόσο μεγαλύτερη ανάγκη για νέους πόρους έχει, διότι περισσότερες είναι και οι ανάγκες των μελών του. Το ερώτημα είναι εάν οι πόροι αυτοί παράγονται από την ίδια την κοινωνία που τις χρειάζεται ή η πολιτεία καλείται να τις αναζητήσει στο διακρατικό πεδίο[25]. Η διερώτηση αυτή εγείρει αναπόφευκτα το ζήτημα της θέσης ενός εκάστου στη διακρατική τάξη και, συγκεκριμένα, του ελέγχου των πρώτων υλών, των επικοινωνιών, των όρων του εμπορίου κλπ, με δεδομένο ότι το θεμέλιό της εδράζεται στη λογική των σχέσεων δύναμης.
         Στο πλαίσιο αυτό, η λεγόμενη «δημοκρατία» και, συγκεκριμένα, το πολιτικό σύστημα που ως εκ της φύσεώς του προσιδιάζει περισσότερο στο κλίμα της «οικονομίας της αγοράς», θα κληθεί ασφαλώς να αναλάβει την πολιτική διαχείριση της πλανητικής περιμέτρου. Διότι υπερέχει συγκριτικά από το αυταρχικό καθεστώς, το οποίο στις μέρες εμφανίζεται αρωγός των δυνάμεων της συντήρησης. Η «δημοκρατία» επομένως προβάλλει ως το πολιτικό εργαλείο που εξυπηρετεί το «ανοιχτά σύνορα» και, κατ’ επέκταση, το ηγεμονικό σύμπλεγμα που διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων και ελέγχει την οικονομική και την επικοινωνιακή αγορά. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, η εκσυγχρονιστική μεθερμήνευση του κρατούντος πολιτικού συστήματος, προέβαλε ως ζητούμενο την συνάντηση των «ομάδων συμφερόντων» με τους πολιτικούς συντελεστές του κράτους και όχι με το σώμα της κοινωνίας των πολιτών. Η πεμπτουσία της «δημοκρατίας» συμπίπτει εφεξής με το πρόταγμα της «καλής διακυβέρνησης» και της «κοινωνίας πολιτών» που προβάλλει ως σκοπό της πολιτικής το συμφέρον της αγοράς»[26]. Το πρόταγμα ακριβώς αυτό οδήγησε στο τέλος του 20ου αιώνα στην ολοκληρωτική ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ κράτους-κοινωνίας-αγοράς, σε βάρος της κοινωνίας των πολιτών[27].
Σε κάθε περίπτωση, το ηγεμονικό σύμπλεγμα που διακινεί την ιδέα της «δημοκρατίας» (της «διακυβέρνησης», της «κοινωνίας πολιτών», της “αγοράς” κλπ) έχει απέναντί του δυνάμεις (π.χ. η Κίνα) ή συμπλέγματα δυνάμεων (π.χ. οι Άραβες) που επιζητούν την αναθεώρηση των όρων της παγκόσμιας οικονομίας με τη δική τους συμμετοχή ή την αποτροπή της άλωσης της εσωτερικής αγοράς. Εντούτοις, το εγχείρημά τους επικαλείται ευρέως τη λογική και τα «εργαλεία» της εποχής της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους, την οποία εμβολιάζουν με το πρόσημο του αυταρχικού (ή θεοκρατικού) καθεστώτος.
Στην πραγματικότητα, η αντιπαλότητα αυτή, φέρνει αντιμέτωπες τις κοινωνίες της πρωτο-ανθρωποκεντρικής πρωτοπορίας με εκείνες που μόλις επιχειρούν να οικοδομήσουν την απλώς ανθρωποκεντρική τους ιδιοσυστασία και θέση στο σύνολο κοσμοσύστημα. Στις τελευταίες αυτές κοινωνίες επαναλαμβάνεται αναλογικά η διαδικασία της μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό που διένυσαν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες το προηγούμενο διάστημα.

5.     Η δημοκρατία και ο πόλεμος
         Διαπιστώσαμε ήδη πως μολονότι το νεότερο πολιτικό σύστημα δεν είναι δημοκρατικό, παραμένει ανοιχτό στην ατομική ελευθερία και στα κοινωνικο-πολιτικά δικαιώματα, όσο τουλάχιστον το επιτρέπει η αγορά. Αυτό σημαίνει ότι απορρίπτει τη λογική της δύναμης και την συνακόλουθη αυτοδικία στο εσωτερικό του κράτους. Από την άλλη, αν και συγκροτεί το σύστημα της πολιτικής με πρόσημο την πολιτικά κυρίαρχη εξουσία, ισχύει επί της αρχής ό,τι και στη δημοκρατία. Παράγει μεγαλύτερες ανάγκες απ’ ότι ένα δεσποτικό (π.χ. η απόλυτη μοναρχία, η θεοκρατία) ένα ολοκληρωτικό (ο φασισμός, ο υπαρκτός σοσιαλισμός) ή ένα αυταρχικό καθεστώς. Και όπως επισημάναμε ήδη, τις ανάγκες αυτές οι χώρες που δύνανται επιχειρούν να τις ικανοποιήσουν με την εισαγωγή συμπληρωματικών πόρων από το διακρατικό περιβάλλον. Στο επίπεδο αυτό, σημαίνουσα θέση καταλαμβάνουν οι πολιτικές συμμαχίες, δηλαδή η σύνθεση των συμφερόντων που διακινούν οι άρχουσες δυνάμεις των κρατών.
         Οπωσδήποτε, η διαλεκτική αυτή της σχέσης εσωτερικών και εξωτερικών πόρων είναι πολυσήμαντη: έχει να κάνει με την νομιμοποίηση του συστήματος και, κατ’επέκταση, με την αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ κοινωνίας και «αγοράς». Η άρχουσα τάξη των χωρών του ηγεμονικού συμπλέγματος αντλεί από το εξωτερικό την αναπλήρωση των απωλειών που συνεπάγεται η ανταποδοτικότητα στη συναίνεση της κοινωνίας, και συγχρόνως, την συμπληρωματική ισχύ για τη διασφάλιση της πολιτικής της ηγεμονίας. Οι άρχουσες ομάδες των χωρών της περιφέρειας ανταλλάσσουν με τη σειρά τους την εξάρτηση με την εισαγωγή πρόσθετης ασφάλειας.
          Οι επισημάνσεις αυτές αναδεικνύονται κατά τρόπο εύγλωττο στα παράδειγμα της Αθηναϊκής πόλεως, η οποία αποδίδει το πρώτο και μοναδικό παράδειγμα δημοκρατίας στον ιστορικό κόσμο. Όσο η πολιτεία της Αθήνας εξελισσόταν ανθρωποκεντρικά γινόταν εξωστρεφής και επιχειρούσε να  διοχετεύσει την ανάπτυξή της σε έναν συνεχώς διευρυνόμενο περιμετρικά ζωτικό χώρο. Η σταδιακή μετάβαση στην ανθρωποκεντρική και, περαιτέρω, στη δημοκρατική πολιτεία συνάδει με μια ανάλογη ανάπτυξη των παραμέτρων που επέβαλαν την ανάγκη της. Η κοινωνική και η πολιτική ελευθερία (η δημοκρατία) συνεπάγεται την καλλιέργεια πολλαπλασίων αναγκών και, επομένως, την αναζήτηση αντίστοιχων πόρων για την ικανοποίησή τους. Η οικοδόμηση της οικονομικής «αυτοκρατορίας» της Αθήνας και η φιλοδοξία της να ηγεμονεύσει στο ελληνικό κοσμοσύστημα συμβαδίζουν με την  εσωτερική της πορεία προς την ανθρωποκεντρική ολοκλήρωση που επάγεται η δημοκρατία.
          Η εσωτερική αυτή πορεία της Αθηναϊκής πολιτείας θα οδηγήσει στην πρόσληψη και της πολιτικής επίσης ως αυτονομίας, δηλαδή ως του πεδίου εμπέδωσης της καθολικής ελευθερίας των πολιτών της. Στις εξωτερικές της σχέσεις όμως η δημοκρατία αντιστοιχείται με ένα πλήρες «σύστημα» αυταρχικών διευθετήσεων, παρεμβάσεων και πολεμικών αναμετρήσεων με κορυφαία εκείνη του ολοκληρωτικού κοσμοσυστημικού πολέμου που αποκλήθηκε Πελοποννησιακός[28].
          Η Αθήνα είχε στην πραγματικότητα απέναντί της την ομόλογη «ιμπεριαλιστική» πόλη της Κορίνθου η οποία όμως διαμόρφωνε τις πολιτικές της από μια ολιγαρχικά κυρίαρχη χρηματιστική τάξη και όχι προεχόντως από τον δήμο. Εξού και έδινε μεγάλη έμφαση στην οικονομική «διαχείριση» της αυτοκρατορίας της απ’ όσο η Αθήνα η οποία ήταν περισσότερο επεμβατική πολιτικά. Η Σπάρτη, αντιθέτως, κλείστηκε σταδιακά στον εαυτό της και λειτούργησε αμυντικά στις εξωτερικές σχέσεις, αφού ήταν αναγκασμένη να διεξαγάγει ατέρμονους εσωτερικούς πολέμους για τον έλεγχο των ειλώτων.

Συμπέρασμα
         Το διακύβευμα του πολέμου και της ειρήνης σε ό,τι αφορά στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα συναρτάται με τον βαθμό της ολοκλήρωσής του. Αποτελεί συγκεκριμένα φαινόμενο που απαντάται στην κρατοκεντρική του φάση, ενώ κατά την μετα-κρατοκεντρική ή οικουμενική του περίοδο ο πόλεμος εξορίζεται πέραν των συνόρων της κοσμόπολης.
          Στο πλαίσιο του κρατοκεντρισμού, ο πόλεμος επιβεβαιώνει τον περιορισμένο ορίζοντα του ανθρωποκεντρικού του αναπτύγματος. Όντως, η ανθρωποκεντρική ολοκλήρωση κατά την κρατοκεντρική περίοδο εστιάζεται στο εσωτερικό της θεμελιώδους κοινωνίας (του κράτους). Από την άλλη, ο πόλεμος αποβαίνει ολοένα και περισσότερο επιχείρημα της πολιτικής σχέσης όσο οι οικείες κοινωνίες οδεύουν προς τη δημοκρατία. Η ανθρωποκεντρική ολοκλήρωση δημιουργεί μεγαλύτερες ανάγκες και, ως εκ τούτου, η στενότητα των αγαθών βαθαίνει το ρήγμα των αντιθέσεων και, περαιτέρω, την προσφυγή στη βία για την απόκτησή τους.
         Συγχρόνως, το αντικείμενο του πολέμου αλλάζει αναλόγως με την φάση που διέρχεται το δεσποτικό ή το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα. Η παρακολούθηση της αιτιολογίας των πολέμων κατά την περίοδο της μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό και, προφανώς, κατά τη φάση της εδραίωσης της πρωτο-ανθρωποκεντρικής εποχής στον νεότερο ευρωπαϊκό χώρο, επιβεβαιώνει με εύγλωττο τρόπο την επισήμανση αυτή.
         Σε κάθε περίπτωση, το διακύβευμα του πολέμου και της ειρήνης συναρτάται με τον τρόπο πρόσληψης της πολιτικής ως φαινομένου. Η πολιτική ως δύναμη που μαρτυρεί ο πρώιμος ανθρωποκεντρισμός, προσιδιάζει στη δεσποτεία, εν αντιθέσει προς την πολιτική εντός του ανθρωποκεντρικού κράτους που προσλαμβάνεται ως εξουσία (στην προ-αντιπροσωπευτική και εν μέρει στην αντιπροσωπευτική φάση) και εν τέλει ως πεδίο άσκησης της ελευθερίας (στη δημοκρατία). Στην οικουμενική κοσμόπολη, η πολιτική προσαρμόζεται στο διατακτικό της διαπολιτειακής ανθρωποκεντρικής εμπειρίας με αποτέλεσμα το πρόσημό της να αναφέρεται ανάλογα στη δομημένη εξουσιαστικά ή με όρους πολιτικής, ελευθερίας όχι όμως στη δύναμη.
         Κατά τούτο, οι θεωρίες της νεοτερικότητας στο μέτρο που εμπνέονται μονοσήμαντα από τον περιορισμένο ορίζοντα της εποχής της είτε πάσχουν γνωσιολογικά είτε κινούνται απολογητικά προς το ηγεμονικό διατακτικό του κρατοκεντρισμού. Εξού και οι υποθέσεις για την “αιώνια” ή μη ειρήνη συλλαμβάνονται ως ουτοπικές, δηλαδή φύσει ανεδαφικές και, ως εκ τούτου, ανέφικτες. Αποδίδουν επιθυμίες ή διανοητικές κατασκευές, όχι όμως και μια πραγματολογική προσδοκία που να απορρέει από την κοσμοσυστημική γνωσιολογία.


[1]Στο Estudos do seculo XX, (Les crises du XΧeme siècle), n. 10, Coimbra, Imprensa da Universidade de Coimbra, 2010.
[2]           Ενδεικτικά αναφέρουμε ορισμένους κλασικούς συγγραφείς, όπως τους C.vClausewitzRAron,HArentC.Castoriadis etc. Ο Clausewitz, Carl Von (1976, rev.1984). On War. edited and translated by Michael Howard and Peter Paret. PrincetonPrinceton University ) ορίζει τον πόλεμο ως πράξη βίας που αποσκοπεί στον εξαναγκασμό του αντιπάλου να υποκύψει στην θέλησή μας”. Αλλού θα υπογραμμίσει ότι ο πόλεμος είναι πράξη εξαναγκασμού και, επομένως, αποστέρησης ελευθερίας, ενώ δεν παραλείπει να διακρίνει επίσης τους ανατρεπτικούς πολέμους που αποβλέπουν στην ελευθερία. Διευκρινίζεται εν προκειμένω ότι ο Εμφύλιος πόλεμος αποτελεί το σημείο ρήξης του εσωτερικού συστήματος που οδηγεί στην αντιμετώπιση της ενδοκοινωνικής πραγματικότητας με τους όρους της κρατοκεντρικής δικαιοταξίας. Το κείμενο αυτό εξετάζει βασικά το ζήτημα του πολέμου και της ειρήνης στο σύνολο κοσμοσύστημα.
[3]           Michael Walzer,Just and unjust wars : a moral argument with historical illustrations, Basic Books, New York, 1977; R. Aron, Paix et guerre entre les nations, Paris, Calmann Lévy, 1962; J. B. Elshtain, «Just War Against Terror», Journal of Military Ethics, Volume 4/2005, pages 52 - 59; M.Howard,  G.Andreopoulos, M.Shulman, The Laws of War: Constraints of Warfare in the Western World, New Haven, Yale University Press, 1994; P. Deramaix Le poids des armes sur la théorie de la « guerre juste »,[http://membres.lycos.fr/patderam/war2.htm] ; Charles Benjamin, La théorie de la guerre juste face au terrorisme et à la lutte antiterroriste, Centre d'études politiques étrangères et de securité, Université de Montreal, 2007; Jean Colin, Les transformations de la guerre. Une lecture de ColinEconomicaParis, 1989.
[4]           Βλέπε σχετικά την εμπεριστατωμένη ανάλυση του Πα. Κονδύλη, Θεωρία του πολέμου, Αθήνα, Θεμέλιο, 1999.  Επίσης, R. Aron, op.cit.; J.P.Schott, Agression, Sicago, 1958;Boulding Elise, Cultures of peace : the hidden side of history, N.Y., Syracuse University Press, 2000; Boulding Kenneth, Conflict and Defense, New York, Harper and Row, 1962; Burton John, Conflict: Resolution and Prevention, New York, St Martin’s Press, 1990; David Charles-Philippe, La guerre et la paix, Approches contemporaines de la sécurité et de la stratégie, Paris, Presses de Sciences Po, 2006; Galtung Johan, Peace by Peaceful Means: Peace and Conflict, Development and Civilization, London, Sage, 1996; Hermann, Margaret G. and Charles W. Kegley, Jr. 1995, “Rethinking Democracy and International Peace: Perspectives From Political Psychology.” International Studies Quarterly (39) 511-533.
[5]           Ιδρυτής της θεωρίας για τη “σύγκρουση των πολιτισμών” εμφανίζεται ο Samuel P. Huntington (Le Choc des Civilisations, éd. Odile Jacob, Paris 1999 (édition originale : The Clash of Civilizations ad the Remaking of the World Order, 1993). Εντούτοις, οι ρίζες της είναι βαθιές και ανάγονται στην εποχή της Αναγέννησης και της μετέπειτα μετάβασης της δυτικής Ευρώπης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό. Για την αντίκρουση της υπόθεσης αυτής και το αβαθές της γνωσιολογικής της επιχειρηματολογίας, βλέπε G.Contogeorgis,  Du Nouvel Ordre InternationalSamuel Huntington et “le Choc des Civilisations”:“Civilisation religieuse” ou cosmosystème?», in Revista de Historia das Ideias, au Portugal (Coimbra), 2003, σελ. 107-131.
[6]           Όπως για παράδειγμα των Kenneth Boulding (οι θεωρίες της “αδιατάρακτης ειρήνης”), Johan Galtung (η θεωρία της “θετικής ειρήνης”), John Burton (η θεωρία των “θεμελιωδών αναγκών”) κλπ. Η βιβλιογραφία  που συσχετίζει τη “δημοκρατία” με την ειρήνη είναι άφθονη. Βλέπε ενδεικτικάNils Petter Gleditsch and HÅvard Hegre,“Peace and Democracy: Three Levels of Analysis”,  Journal of Conflict Resolution 1997, pp. 41, 283; Zeev Maoz, “The Controversy over the Democratic Peace: Rearguard Action or Cracks in the Wall?”International Security, Vol. 22, No. 1. (Summer, 1997), σελ. 162-198; “An Institutional Explanation of the Democratic Peace”,Bruce Bueno de Mesquita; James D. Morrow; Randolph M. Siverson; Alastair SmithThe American Political Science Review, Vol. 93, No. 4. (Dec., 1999), σελ. 791-807; Arvid Raknerud. and Håvard Hegre The Hazard of War: Reassessing the Evidence for the Democratic Peace Journal of Research 1997; 34; 385; Barkawi, Tarak, and Mark Laffey, Democracy, Liberalism, and War: Rethinking The Democratic Peace Debate (Transformations In Politics and Society), Lynne Rienner Publishers (August 1, 2001); Bremer, Stuart A. "Democracy and Militarized Interstate Conflict, 1816-1965." International Interactions 18 (No. 3, 1993): 231-249; Dixon, William J. 1993. “Democracy and The Management Of International Conflict.” Journal of Conflict Resolution (37:1 March) 42-68; Dixon, William J. 1994. “Democracy and The Peaceful Settlement Of International Conflict.” American Political Science Review (88:1 March) 1-17; Dizerega, Gus. 1995. “Democracies and Peace: The Self-Organizing Foundation For The Democratic Peace.” Review Of Politics (57:2 Spring) 279-308.; Doyle, Michael. "Liberalism and World Politics." American Political Science Review (December, 1986): 1151-1169; Gleditsch, Nils Petter. "Democracy and Peace." Journal Of Peace Research 29 (4, 1992): 369-376; Levy, Jack. 1994. “The Democratic Peace Hypothesis: From Description To Explanation.” Mershon International Studies Review (38 October) 352-354; Macmillan, John. 1998. On Liberal Peace: Democracy, War and The International Order. New York, NY: I.B. Tauris Publishers.
[7]           .Kant Emmanuel, Vers la paix perpétuelle (1796), Paris, Garnier Flammarion, 1993. Επίσης, J.J.Rousseau, στο Jugement du Projet de paix perpétuelle de Monsieur l'Abbé de Saint-Pierre (1756). Στο κλίμα αυτό εγγράφεται η σκέψη πολλών στοχαστών όπως των J.G.FichteHKelsenArnlond Toynbee, Κ.Τσάτσος κλπ. Ο J. Rawls (A Theory of Justice, 1971) συντάσσεται με την ιδέα μιας (ομοσπονδιακής ή μη) συνάντησης των κρατών, για να καταλήξει ότι προϋπόθεση της ειρήνης είναι η “φιλελεύθερη δημοκρατία”. Αυτή ακριβώς αποτελεί και την αφετηρία της νομιμοποίησης του πολέμου, ο οποίος τελικά στρέφεται κατά των εχθρών της φιλελεύθερης και δημοκρατικής νομιμότητας. Οι δημοκρατίες, προφανώς, δεν πολεμούν μεταξύ τους, αλλά μόνο κατά των διακηρυγμένων εχθρών τους. Με ανάλογες προσεγγίσεις καταγίνεται επίσης ο JHabermas (Ο μεταεθνικός αστερισμός, Αθήνα, Πόλις, 2003. Του ιδίου, La paix perpétuelle. Le bicentenaire d’une idée Kantienne. Paris, Les Éditions du Cerf,1996); Kennedy Paul, Preparing for the Twenty-First Century, Clearwater, FL, U.S.A., Random House Inc, 1993.

[8]           Από τους΄Ελληνες κλασικούς έως τους νεότερους στοχαστές, στους οποίους εγγράφεται το σύνολο της επιστήμης των Διεθνών Σχέσεων. Η έννοια της ισχύος διαφέρει εάν αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο του κράτους/συστήματος ή στις διακρατικές σχέσεις. Η ισχύς στο εσωτερικό του κράτους/συστήματος καθώς τοποθετείται σε ένα κανονιστικό περιβάλλον προσομοιάζει με την επιρροή. Το κράτος διεκδικεί για τον εαυτό του το μονοπώλιο της βίας. Από την άλλη, η ισχύς και η δύναμη δεν ταυτίζονται οπωσδήποτε με τον πόλεμο. Ο πόλεμος είναι ο τρόπος της βίαιης αντίθεσης, δηλαδή της δια των όπλων αντιπαράθεσης και επιβολής της βούλησης τρίτου τινός. Για την έννοια της δύναμης περισσότερα στους HArent (On ViolenceHarvest Books, New York: Harcourt, Brace and World, 1970), R.Aron, op.cit.; Bertrand de Juvenel (Power: The Natural History of its Growth,  London, 1945).
[9]           Περισσότερα για την κοσμοσυστημική γνωσιολογία στο Γ.Κοντογιώργης, “Προλεγόμενα για μια κοσμοσυστημική θεώρηση του ιστορικού γίγνεσθαι”, στο Δημ. Κούτρας (επιμ.), Φιλοσοφία της ιστορίας και του πολιτισμού, Αθληνα, (2002), 2004. Επίσης του ιδίου, Το ελληνικό κοσμοσύστημα,τ. Α΄ Η κρατοκεντρική περίοδος της πόλης, Αθήνα, Σιδέρης, 2006, σελ. 17-66.
[10]          Περισσότερα στο Γ. Κοντογιώργης, όπ.παρ., σελ. 203 επ., 279 επ.
[11]          Η ελευθερία, όπως την αντιμετωπίζουμε εδώ, δεν είναι αυτοφυής ούτε συμφυής με τον άνθρωπο. Υπάρχει και αναπτύσσεται υπό την επήρεια των παραμέτρων που υποστασιοποιούν το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα. Οι κοινωνίες της δεσποτείας υποβάλλονται σε ένα ιδιοκτησιακό καθεστώς και επομένως δεν είναι ελεύθερες.
[12]          Βλέπε σχετικά όπ.παρ., σελ. 449 επ.464 επ.
[13]            Όπ.παρ.
[14]          Της εποχής των πόλεων κρατών, από τους κρητομηκυναϊκούς χρόνους έως τον 4ο αιώνα για τον μητροπολιτικό ελληνικό χώρο και την ανατολική παρειά του και έως τη ρωμαϊκή πολιτική κυριαρχία για την ελληνική δύση.
[15]          Για την αιτιολογική βάση της διαδικασίας που οδήγησε στη μετάβαση από τον κρατοκεντρισμό στην οικουμένη βλέπε Γ.Κοντογιώργης, Το ελληνικό κοσμοσύστημα, όπ.παρ., σελ. 449 επ.
[16]          Όπως το σημερινό ή εκείνο της πόλης του Δράκοντα και του Σόλωνα.
[17]          Για τα στάδια αυτά που ανάγονται στην εμπέδωση της ελευθερίας, πέραν του ατομικού, στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο, βλέπε τις μελέτες μας, Το ελληνικό κοσμοσύστημα, όπ.παρ., και Η δημοκρατία ως ελευθερία. Δημοκρατία και αντιπροσώπευση, Αθήνα, Πατάκης, 2007. Επίσης, του ιδίου,  "Democracy and RepresentationThe question of freedom and the typology of politics ",In E.VenizelosA.Pantelis(eds.), Civilization and Public LawLondon, 2005, pp. 79 –92, και μια γαλλική εκδοχή του στο D.Damamme (ed.), La démocratie en EuropeLHarmattanParis, 2004 (« La démocratie comme liberté »).
[18]          Επισημαίνεται ότι η σύνδεση της δύναμης και του πολέμου με τον καταναγκασμό και την αποστέρηση της ελευθερίας δεν αφορά γενικώς την εν γένει λειτουργίας τους. Η υπεράσπιση της ελευθερίας αποτελεί την άλλη διάσταση που εγγράφεται επίσης στη λειτουργία της δύναμης και του πολέμου. Η διάσταση όμως αυτή αφορά στο σκοπό της και όχι στον χαρακτήρα τους αυτόν καθεαυτόν. Βλέπε σχετικά, Κανδύλης, όπ.παρ.
[19]          Το ερώτημα εάν το Διεθνές Δίκαιο οφείλει να νομιμοποιεί και να ρυθμίζει τον πόλεμο ή να τον θέσει εκτός νόμου έχει προφανώς μόνο ρητορική αξία, αλλά και ιστορικό βάθος. (R.Aron, op.cit., Grotius Hugo, Le droit de la guerre et de la paix, Caen, Presses de l’Université de Caen, 1984). Σε κάθε περίπτωση, είναι φύσει εξωπραγματικό ως μη συνάδον με την κρατοκεντρική συγκρότηση του κόσμου.
[20]          Το ζήτημα της ισορροπίας των δυνάμεων αποτέλεσε σταθερά το σημείο της προσοχής καθώς θεωρήθηκε ως το κατεξοχήν μέσον που θα απέτρεπε τον πόλεμο. Ο David Hume στο δοκίμιό του On the Balance of Power διαπιστώνει ήδη ότι στη λογική αυτή στηρίχθηκε η προβληματική για τον πόλεμο και την ειρήνη κατά την κρατοκεντρική περίοδο της πόλης. Στην κατεύθυνση αυτή θα κινηθεί, για παράδειγμα, ο Ιέρων των Συρακουσών με το επιχείρημα ότι “η συγκέντρωση σε μια  και μόνη χώρα δυσανάλογα μεγάλης ισχύος καθιστά τους γείτονες απολύτως ανίκανους να υποστηρίξουν τα δίκαιά τους”. Από την πλευρά του ο R.Aron θα διακρίνει την “ειρήνη δια του δικαίου” και την “ειρήνη δια της αυτοκρατορίας”, κινούμενος ωστόσο στο ίδιο πραγματολογικό πλαίσιο της κρατοκεντρικής δικαιοταξίας (op.cit.). Επίσης Κορνήλιος Καστοριάδης, Μπροστά στον πόλεμο, Αθήνα, χχ. Παρόλ'αυτά ο Θουκυδίδης μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ο θεωρητικός της ισορροπίας των δυνάμεων βάσει της οποίας θα κατοχυρωθεί περισσότερο η ειρήνη στον κρατοκεντρισμό.
[21]          Για τα ζητήματα αυτά καθώς και για την μορφολογία της πολιτειότητας που εισάγει η κοσμοσυστημική γνωσιολογία, βλέπε Γ.Κοντογιώργης, Πολίτης και πόλις. Έννοια και τυπολογία της πολιτειότητας, Αθήνα, Παπαζήσης, 2003. Επίσης, του ιδίου, “Le citoyen dans la cité», B.BadieP.Perrineau (ed.), Le citoyen, ParisLes presses de sciences po., 2000.   
[22]          Για το ζήτημα αυτό παραπέμπουμε στη σχετική βιβλιογραφία, στην υποσημείωση 5. Συμφωνείται γενικώς ότι “η εξωτερική πολιτική μεταβάλλεται μαζί με την αλλαγή του καθεστώτος”, ότι δηλαδή η “εξωτερική δράση των κρατών επηρεάζεται από την ιδεολογία και την κοινωνική οργάνωση” (R.Aron, όπ.παρ.). Συνομολογείται όμως ότι η διαβεβαίωση αυτή οφείλει να επαληθεύεται κάθε φορά ως προς την βαθμό της ακολουθίας της, δεδομένου ότι συντρέχουν και άλλοι λόγοι που καθορίζουν τις σταθερές της εξωτερικής πολιτικής των κρατών.  
[23]          Για το ζήτημα αυτό βλέπε, Γ. Κοντογιώργης, Η δημοκρατία ως ελευθερία, όπ.παρ.
[24]          Όπ.παρ. Η νεοτερικότητα διδάσκει εν προκειμένω ότι πέτυχε το ακατόρθωτο: να “εφεύρει” ένα πολιτικό σύστημα που συστεγάζει δυο φύσει ασύμβατα μεταξύ τους πολιτικά συστήματα (την αντιπροσώπευση και τη δημοκρατία), τη στιγμή που δεν είναι ούτε αντιπροσωπευτικό ούτε πολλώ μάλλον δημοκρατικό.
[25]          Μια ξεχωριστή ως προς τις προεκτάσεις της επιχειρηματολογία στο ζήτημα αυτό αναπτύσσεται στο έργο μας, La théorie des révolutions chez Aristote, ΠαρίσιLGDJ, (1975), 1978 (Η θεωρία των επαναστάσεων στον Αριστοτέλη, ελλ.μτφ. Αθήνα, Λιβάνης, 1982).
[26]          G.Contogeorgis, “Bonne gouvernance et democratie”, in FMaronI.HorgaRde la Bross (dir.), Madia and the Good Governance Facing the Challenge of the E.UEnlergementBruxellesInternational Intstitute of Administrative Sciences, 2005, σελ. 11-26.
[27]          Βλέπε τα έργα μας, “État, marché et société. La question de l’équilibre dans la relation entre société et politique», in Eurolimes, 8/2009, σελ. 129-139 και 12/2008. Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος, Αθήνα, Ιανός, 2009.
[28]          Για τη διαλεκτική της σχέσης μεταξύ δημοκρατίας και διακρατικής βίας στο περιβάλλον της κρατοκεντρικής περιόδου του ελληνικού κοσμοσυστήματος, βλέπε τη μελέτη μας, Το ελληνικό κοσμοσύστημα, όπ.παρ.



                   Georges Contogeorgis


La crise de la paix et les racines de la guerre. Le déficit interprétatif de la modernité[1]

Toutes les théories de la guerre et de la paix prennent comme donnée la constitution statocentrique de l’humanité. Nous entendons par statocentrisme l’approche du cosmosystème global comme la synthèse des sociétés qui politiquement constituées (en États) coexistent en son sein, et en l’occurrence sur la planète. En d’autres termes, on considère que cette structure du cosmosystème est définitive, qu’elle a toujours été ainsi et que, par conséquent, elle n’évoluera pas non plus à l’avenir. Le corollaire en est que la science moderne choisit de ne pas relier la question de la guerre et de la paix au genre et, par extension, à la typologie des sociétés, mais seulement à la morphologie des régimes politiques qui se rencontrent à notre époque.
          Cependant, la question de l’évolutivité ou non de la structure statocentrique du monde reste ouverte, tout comme les phases du cosmosystème en général, car c’est d’elles que dépend l’objet de la guerre ou le cadre social de la paix.

1. Les théories dominantes sur la guerre et la paix

          L’opinion généralement admise est que la dialectique de la guerre et de la paix est inéluctable[2]. En conséquence, l’attention se focalise sur la justification ou la condamnation de la guerre, sur l’établissement de limites et de règles concernant son déroulement, et, par suite, sur l’atténuation de sa cruauté. Parallèlement, on tente de mettre au point des procédures visant à réglementer les relations entre les États et épuisant les chances de paix. Dans ce cadre, les guerres sont classées en justes et injustesagressives et défensives, ou en liaison avec leur but[3].
          Pour ce qui est la motivation du phénomène de la guerre, diverses hypothèses sont formulées, émanant des visions du monde en général, comme par exemple le libéralisme et le marxisme. Hypothèses qui, au fond, ne se différencient que par les manifestations plus particulières de l’enjeu, telles l’interprétation des intérêts (économiques, de classe, nationaux, religieux, etc.) qui agissent comme mobile, ou la recherche des «causes» psychologiques corollaires de la guerre, etc. [4]
          L’entreprise de reconstitution, sous la férule anglo-saxonne, de l’ordre mondial qui a suivi l’effondrement du socialisme réel s’est accompagnée de l’élaboration de toute une théorie associant l’enjeu de la guerre et de la paix avec la civilisation. Le propre de cette théorie réside dans ce qu’elle prétend, d’une part, que la culture est, à peu de choses près, l’équivalent tautologique de la religion et que, d’autre part, la familiarité ou non d’une société avec la «démocratie» est directement liée à son vécu religieux. La théorie de la «paix démocratique» prétend précisément que la diffusion de la démocratie dans le monde apportera la paix[5].
          Cette hypothèse prend pour donné que la démocratie est étroitement liée à la paix, contrairement aux autres régimes et, concrètement, aux régimes autoritaires, plus enclins à la guerre. Vont dans le même sens, en fait, les différents mouvements soi-disant «pacifistes» qui tentent d’associer la paix tantôt au genre de régime politique, tantôt au genre d’économie et souvent avec d’autres éléments du fonctionnement interétatique[6].
          Ces hypothèses devraient normalement s’accompagner de preuves solides, constituant son fondement théorique. Or, tel n’est pas le cas, car toutes restent enfermées dans l’observation statistique et sont guidées par des choix idéologiques plutôt que par la gnoséologie scientifique. Et même les événements de l’entre-deux-guerres, dont on croit qu’ils prouvent la parenté du phénomène totalitaire avec la guerre, peuvent illustrer l’époque tout à fait transitoire, du point de vue anthropocentrique, que traversait alors le monde européen, mais ne sauraient servir de paradigme pour ce qui est de la signification du phénomène. On pourrait même dire que si l’on soumettait les guerres de l’époque postérieure à la Seconde Guerre mondiale à l’épreuve des statistiques, on constaterait qu’elles ont presque toutes été entreprises par des puissances «démocratiques» au nom de la «démocratie», de «l’économie de marché», etc. Le fait que ces guerres aient été légitimées du fait de leur classement dans la catégorie des «guerres justes», en vertu de leur «mobile» supposé (la démocratie, les droits, la liberté), n’enlève rien à cette vérité.
          Non moins intéressante, la remarque que la problématique de la corrélation de la guerre (ou de la paix) avec le genre de régime se limite à la typologie politique de l’époque moderne. Le trait particulier de cette typologie est qu’elle prend comme allant de soi certaines questions qui, par définition, auraient dû être éclaircies: l’une est que le monde en général doit choisir de manière univoque entre les régimes démocratiques et les régimes autoritaires; l’autre est que le système actuel est démocratique.
          Dans ce cadre, certains penseurs ont tenté de formuler une théorie générale de la paix avec l’ambition d’une application globale et sous le signe de l’abolition de la guerre. La plus célèbre est celle d’Emmanuel Kant[7].
          Quant à nous, nous sommes d’avis que ces théories n’ont aucun fondement scientifique ni, par extension, pragmatologique. Elles se situent dans le domaine des exercices intellectuels (théories de la paix «éternelle» ou permanente) ou font l’apologie de la classe hégémonique qui domine chaque fois le monde. En outre, dans la mesure où les théories de la paix «permanente» ne s’inscrivent pas dans la perspective d’une gnoséologie globale confirmée par la nature du phénomène social, elles sont utopiques.
Nous tenterons dans les lignes qui suivent d’esquisser la dialectique de la guerre et de la paix sur la base de la gnoséologie cosmosystémique.

2. La guerre, phénomène dérivé du statocentrisme

          Selon la gnoséologie cosmosystémique, la cause fondamentale de la guerre est le statocentrisme. Nous entendons par là la constitution de l’humanité en sociétés politéiennes/États qui, tous ensemble, structurent organiquement un ou plusieurs cosmosystèmes. Cette constitution polyétatique du monde alimente la divergence des intérêts, mais surtout, offre aux groupes sociaux la capacité politique de soutenir ces intérêts avec l’argument de la force. Le cadre réglementaire qui régule les relations interétatiques constitue un «ordre», non un «système», ce qui signifie qu’il légitime la «justice personnelle» (le fait que l’on  puisse se faire justice soi-même) ou, autrement dit, qu’il vise simplement à ordonner les conditions de l’invocation de la force et non à soumettre celle-ci à un cadre réglementaire qui mettrait la guerre hors-la-loi[8].
          Il faut dire que cette conception statocentrique du monde est une certitude axiomatique de la littérature aussi bien hellénique (classique) que moderne. Par conséquent, si nous admettons que le statocentrisme est la constitution politéienne, incontestable sur le plan téléologique, de l’humanité, notre problématique concernant la dialectique de la guerre et de la paix devrait s’inscrire dans sa logique en sous-chapitre.
          Cette assertion soulève la question de savoir s’il est vrai que la fin de la guerre viendra seulement, par nécessité, de la fin des États. Pour juger de la valeur de cette interrogation, elle doit être mise en parallèle avec le dogme de Karl Marx selon lequel la fin de l’État viendra de la fin des classes et que, partant, l’abolition des classes entraînera aussi la fin de la guerre. Outre que ces hypothèses souffrent d’insuffisance gnoséologique, elles ne précisent pas ce qui viendra après la fin de l’État ou, d’un autre point de vue, après la fin des classes. Par ailleurs, elles partent de deux bases distinctes mais tout aussi fausses logiquement l’une que l’autre: la première est que l’État incarne par nature, c’est-à-dire inéluctablement, le système politique, d’où il s’ensuit que la constitution des sociétés sans différenciation entre gouvernants et gouvernés est inconcevable de même que, par extension, l’incarnation du système politique par la société des citoyens; la seconde est que le cosmosystème global est structuré de manière univoque sur la base du statocentrisme. Ces points de départ sont logiquement erronés parce qu’ils font d’un stade concret de l’évolution anthropocentrique des sociétés, celui auquel ils correspondent, un enjeu universel et indépassable. C’est précisément pour cela qu’ils s’avèrent gnoséologiquement et méthodologiquement insuffisants.
          Cependant, la gnoséologie cosmosystémique enseigne que le statocentrisme n’est pas une constante axiomatique de l’histoire humaine, mais simplement une phase de celle-ci[9]. C’est un phénomène qui se rencontre à l’époque pré-anthropocentrique –primaire et despotique– et à la première phase du cosmosystème anthropocentrique. Cela veut dire que, pour ce qui est du cosmosystème anthropocentrique, on reconnaît une phase ultérieure de maturité, au cours de laquelle le statocentrisme et, par conséquent, la cause fondamentale de la guerre, s’infléchissent. Quelle est donc cette phase, et en quoi consiste son soubassement pragmatologique?
          Pour suivre ce raisonnement, il est nécessaire de revenir à l’hypothèse fondamentale de la gnoséologie cosmosystémique: elle aborde le monde sous l’angle de l’ensemble des sociétés, définies par des fondements ou des paramètres communs, des déterminants idéologiques et institutionnels communs, c’est-à-dire une autarcie interne. Nous appelons cosmosystème l’ensemble de ces sociétés. Historiquement, nous distinguons deux types de cosmosystèmes, le cosmosystème despotique, venu en premier, et le cosmosystème anthropocentrique[10].
          La mesure qui sert à définir et, par conséquent, à distinguer ces deux types cosmosystémiques est évidemment l’essence de leurs sociétés et, concrètement, l’existence ou non de la liberté[11]. En tant que concept, la liberté couvre, dans la gnoséologie cosmosystémique, l’ensemble des manifestations de la vie sociale des hommes. Mais son développement dépend du développement anthropocentrique du cosmosystème. En cela, la liberté détermine la typologie interne de celui-ci, c’est-à-dire ses phases d’évolution.
          Le cosmosystème couvre en principe l’ensemble de la planète. Nous disons en principe parce que, pendant une certaine période de l’histoire humaine, il est arrivé que soit reconnue la coexistence de deux cosmosystèmes qui, bien que communiquant entre eux, disposaient d’une logique et d’une vie internes déterminées par les éléments qui les définissaient. Je pense au cosmosystème despotique et au cosmosystème anthropocentrique, assimilé tautologiquement à l’hellénisme, car c’est ce dernier qui l’a créé et l’a conservé comme matrice jusqu’à la fin.
          Pour ce qui nous intéresse ici, signalons que la liberté est abordée dans une double optique: celle de son développement interne, c’est-à-dire en relation avec les domaines de la vie sociale qu’elle recouvre, que nous classons conventionnellement en individuel, social et politique; celle de son développement cosmosystémique, qui coïncide avec les phases d’évolution de l’anthropocentrisme.
          Ces deux espaces de la liberté sont directement liés à la question de la guerre. Le premier parce que, comme nous le verrons, il décide de la manière dont nous définirons la politique comme phénomène. La liberté est totalement incompatible avec la perception de la politique comme force et, plus encore, avec le concept de guerre. Le second, parce qu’il définit le champ de réalisation de la liberté: par exemple, le fait que la liberté se limitera à l’intérieur de l’État ou rayonnera au-delà de lui, et notamment dans l’ensemble du cosmosystème. Dans un cas, elle laisse le champ libre à une réglementation des relations interétatiques en termes de force et, par conséquent, sur le critère de l’exclusion de l’autonomie humaine. Dans l’autre, l’enjeu de la liberté, puisqu’il couvre également le champ des relations interétatiques, fait obstacle à la constitution et à la gestion du phénomène politique sous l’angle de la force.
          Il en résulte que la typologie du cosmosystème anthropocentrique comporte deux stades successifs de développement: dans l’un, le stade statocentrique, la liberté se réalise exclusivement à l’intérieur des sociétés fondamentales (l’État), tandis que dans l’autre, la liberté est exercée dans l’ensemble du cosmosystème, ou du moins dans un vaste domaine de celui-ci.
          Par conséquent, si, pour prendre substance, la liberté exige l’édification d’institutions normalisant le champ de son exercice, il conviendra de supposer que dans l’environnement situé au-delà de l’État également, les relations d’hégémonie et, en fait, «de justice personnelle» devront être dépassées; c’est-à-dire que le statocentrisme devra être dépassé. Donc, la réalisation de la liberté dans le cosmosystème global présuppose l’édification d’une entité politéienne post-statocentrique ou œcuménique, qui en garantira la jouissance. En tout état de cause, le passage à l’œcuméné n’entraîne pas l’abolition du statocentrisme, mais la constitution d’une entité étatique supérieure qui harmonisera l’ensemble et coexistera avec les sociétés politéiennes/étatiques fondamentales sous le signe de la paix et, par extension, avec la liberté[12].
          Ce développement typologique du cosmosystème anthropocentrique en deux phases, statocentrique et œcuménique, n’est pas une trouvaille de l’esprit, mais résulte d’une étude différenciée du devenir évolutif du monde hellénique, qui a incarné historiquement le cosmosystème anthropocentrique à petite échelle (celle de la cité). En effet, l’hellénisme présente l’avantage unique de nous offrir un paradigme cosmosystémique achevé sur le plan anthropocentrique. Ce paradigme révèle aussi bien la dialectique de la relation entre la liberté intraétatique – dans ses différentes phases – et la «barbarie» despotique interétatique – la politique comme force –, que le résultat du dépassement du statocentrisme, avec l’expansion œcuménique de la liberté[13].
          Nous constatons donc que, dans le cosmosystème hellénique, la guerre fut un phénomène de la phase statocentrique[14]. Mais elle disparut au fil du temps, avec le passage à l’œcuméné et, surtout, avec l’approfondissement de celle-ci, qui aboutit à la soumission des sociétés des cités à une entité politéienne supérieure, la cosmopolis. L’époque alexandrine ou hellénistique, l’époque romaine et l’époque byzantine illustrent autant de phases de la cosmopolis œcuménique. La cosmopolis traduit précisément la synthèse des cités, qui continuent à tenir le rôle de société politéienne fondamentale, et de la métropole, qui assume une fonction de système politique central avec un rôle d’harmonisation sur le territoire de l’œcuméné[15]. Les relations des cités entre elles, mais aussi de celles-ci avec la métropole, entrent dans une phase de complémentarité fonctionnelle et de synergies qui excluent par définition la guerre. La métropole assume concrètement un rôle de garant de cette nouvelle réalité cosmopolitéienne. Par conséquent, son pouvoir sur le territoire ne ressemble absolument pas à l’État politiquement souverain de la période proto-anthropocentrique[16].
          Si nous tentons d’appliquer à aujourd’hui, par analogie, le schéma de l’achèvement anthropocentrique qui résulte de la lecture cosmosystémique du monde hellénique, il conviendra de supposer que l’enjeu de la guerre et de la paix sera résolu définitivement en faveur de la paix par le passage à l’œcuméné planétaire, désormais. Mais ce passage et l’édification consécutive d’une nouvelle cosmopolis / d’un nouveau cosmo-État ne seront pas décidés dans un laboratoire scientifique: cela relève des profondeurs du devenir évolutif du cosmosystème anthropocentrique, c’est-à-dire de la dynamique qui conduira à la maturation globale des paramètres qui lui confèrent substance et qui agissent comme cause efficiente de son histoire.
          La gnoséologie évolutive du cosmosystème anthropocentrique nous enseigne que la phase statocentrique de notre époque risque d’être encore longue car, avant d’envisager son dépassement, le monde moderne devra traverser la phase de son achèvement au sein de l’État[17]. Si, donc, nous considérons que les sociétés politéiennes/étatiques de notre époque en sont à peine à traverser leur phase de consolidation (pour ce qui est des avant-gardes) ou de substantialisation (pour les pays de la périphérie) en termes de liberté (individuelle), nous pouvons conclure qu’il reste encore beaucoup de chemin à parcourir jusqu’à conquérir, en plus, la liberté globale que traduit, au-delà de la représentation, la démocratie.

3. La politique comme puissance dans le statocentrisme, et la liberté

          Nous avons signalé plus haut la différence fondamentale qu’il y a à concevoir le phénomène de la politique dans le champ interne ou dans le champ externe du cosmosystème anthropocentrique à sa phase statocentrique. En effet, la politique interétatique est dominée par la logique de la force et, concrètement, de la «justice personnelle», dont l’expression extrême est la guerre.
          Au même moment, à l’intérieur de la société politéienne/étatique, la politique est établie en termes de pouvoir et, à la fin de l’achèvement anthropocentrique –que traduit la démocratie–, sous le signe de l’autonomie du corps social. Comme pouvoir ou comme autonomie, la politique s’inscrit dans un contexte réglementaire qui définit l’espace de la fonction politique de ses acteurs. Les relations de force ne sont pas éliminées. Mais leur horizon et leurs moyens d’action se trouvent fortement limités, si bien qu’elles sont soumises à l’environnement de droit de la politéia. En réalité, la puissance s’évalue plutôt à l’aune de l’influence.
          La fonction de la puissance, dans la mesure où elle entraîne la contrainte, se situe aux antipodes de la liberté. La liberté est définie comme autonomie, c’est-à-dire comme la possibilité de l’homme de disposer de sa vie comme il l’entend. La suppression totale de la liberté renvoie au despotisme, dans lequel l’individu relève de la propriété du despote. Cependant, le pouvoir du despote diffère de celui de l’anthropocentrisme: ce dernier n’est pas totalitaire. Il émane du maintien de la propriété sur le système (l’économie ou la politique), mais est exercé dans une société dont les membres conservent leur liberté individuelle. Par conséquent, il est justifié par le fait que le développement anthropocentrique du monde reste partiel, il se positionne opérationnellement face à la société et il dispose d’un horizon temporel qui coïncide avec les stades qui précèdent la liberté globale. En cela, le pouvoir «anthropocentrique» est, de même que le pouvoir despotique, un système privatif de la liberté ou, du moins, qui reconnaît son déficit. Mais il est accompagné de droits qui définissent le champ de la relation de pouvoir et tendent à assimiler en fait la force aux relations d’influence[18].
          Qu’est-ce qui fait, exactement, que l’on conçoit de manière différente la politique dans les relations interétatiques et sur la scène politique intérieure? Il est hors de doute qu’intervient ici la différence de nature entre l’essence de l’environnement interétatique et celle de l’environnement intra-étatique. Ce dernier constitue, comme nous l’avons déjà signalé, un «ordre d’États», un ensemble d’États qui élabore ses relations sur l’axe soit de synergies convenues, soit de rapports de force. Aux antipodes, les sociétés étatiques se constituent en un système politéien qui, indépendamment des corrélations socio-politiques qui se dessinent en son sein, repose sur la logique d’une convention réglementaire objective qui les lie toutes. Ainsi se trouve garanti un minimum de liberté aux membres de la formation sociale. Sur le terrain interétatique, les règles émanent directement de la force du leader ou du groupe dirigeant du moment. C’est pourquoi elles concernent non pas l’abolition ou la réduction de la force du leader mais sa confirmation.
          Dans l’ordre interétatique, le but de la politique est défini par l’intérêt qui découle des rapports de force. Dans le système intra-étatique, on proclame poursuivre l’intérêt public, général ou, c’est selon, commun. Dans l’ordre politique interétatique, le leader n’est pas soumis à la justice. La même chose vaut, avec quelques nuances, sur le terrain intra-étatique à l’époque anthropocentrique primaire. En effet, dans la politéia pré-représentative, c’est la classe politique qui est au-dessus de la justice, alors que dans la représentation, et surtout dans la démocratie, c’est la société des citoyens/démos qui est exceptée de la justice.
          Cependant, la différence devient essentielle si l’on considère la question sous l’angle de sa thématique. L’homme politique, détenteur du pouvoir politique, pour ce qui est des relations interétatiques, est au-dessus du droit pour un ensemble d’actes qui ne sont pas concevables dans le cadre de l’État. Le droit interétatique/international n’abolit pas, concrètement, la guerre, mais pose simplement des règles à son déroulement, de sorte à limiter la barbarie superflue[19].
          Autrement dit, à l’époque statocentrique du cosmosystème anthropocentrique, la compétence politique de l’État ne dépasse pas les limites de celui-ci, parce que, au-delà de lui, elle ne constitue pas un système. Par conséquent, la compétence politique de l’État ne concerne pas les relations interétatiques, c’est-à-dire la gestion du cosmosystème global. Malgré cela, la gestion politique des affaires qui surgissent dans le cosmosystème appartient à la compétence des États. C’est précisément ce vide que vient combler la volonté politique de l’État-leader ou du complexe hégémonique d’États, volonté qui, toutefois, pour acquérir une force de décision dans le cosmosystème, doit ou bien être adoptée par les autres États, ou bien être imposée par la force.
Ainsi la question de la paix se situe-t-elle dans «l’équilibre des forces» qui s’opposent dans le cosmosystème et dépend donc des conditions qui ou bien la rendent plus avantageuse que la guerre, ou bien rendent incertaine l’issue de la guerre[20].
Les considérations qui précèdent prouvent, à notre avis, que la période statocentrique du cosmosystème anthropocentrique se classe au premier stade de son évolution. À cette phase, la relation interétatique ne figure pas dans ses priorités, de sorte que l’enjeu politique soit soumis aux prescriptions de la liberté. Plus précisément, dans le statocentrisme, la liberté politéienne se focalise sur les acteurs de celui-ci, qui sont les États, et elle ne concerne pas les membres de leurs sociétés. Le caractère anthropocentrique reconnaissable et l’évolution de l’homme social se limitent en fait à l’environnement de la société politéienne fondamentale de l’État. En cela, la politique au-delà de l’État, dans la mesure où elle est définie comme l’équivalent tautologique de la force, s’inscrit comme despotique.
La qualité de citoyen –qui définit la place de l’individu dans la société politéienne– est indissociablement liée au pays auquel son détenteur appartient. Au-delà, l’individu est simplement toléré, il dispose selon le cas de certains droits qui vont de pair avec la liberté individuelle. Mais non avec la liberté qu’implique la qualité de citoyen. Dans la cosmopolis post-statocentrique ou œcuménique, le citoyen (le politeest aussi reconnu comme cosmopolite, c’est-à-dire comme partie constitutive de la cosmopolis. C’est pourquoi la compétence de choix quant au lieu d’exercice de la citoyenneté appartient en fait à son détenteur et non à la politéia[21].
Il en résulte que la dialectique de la guerre et de la paix suit de près la maturation anthropocentrique du cosmosystème global. Plus la politique est définie comme puissance, moins les membres de la société ou certaines sociétés jouissent de la liberté dans l’espace concerné par rapport à d’autres sociétés, et inversement. Plus le soubassement des paramètres qui supportent la liberté s’élargit, plus la logique de la force recule au profit des fonctions de la paix. Cette problématique se traduit en proportion par les stades du statocentrisme et de l’œcuméné, desquels il ressort que l’incapacité de la paix à s’imposer dans le monde moderne est liée à son caractère proto-anthropocentrique et non à la nature humaine.

4. Les politéias face à la guerre et à la paix dans le statocentrisme

La modernité assortit sa conviction que le statocentrisme est l’environnement social et politique naturel de l’homme de la certitude que la démocratie est pacifiste par nature[22]. Par conséquent, elle soutient que la diffusion de la démocratie dans le monde renforcera la paix.
Avant de revenir sur l’erreur logique de cette approche et, en tout état de cause, sur son préjugé idéologique, rappelons que le régime politique en vigueur de nos jours sous le nom de démocratie n’est pas démocratique ni même représentatif. Le principe démocratique, que la modernité ignore même comme concept, veut que l’ensemble du système politique soit incarné par la société des citoyens constituée en démos. Le démos possède, en l’occurrence, la compétence politique «universelle». La représentation ressemble à la démocratie en ce qu’elle suppose la constitution politéienne de la société des citoyens (en démos). Mais elle en diffère en ce qu’elle réserve au démos seulement les compétences qui conviennent à la qualité de mandant. Si bien que, dans la représentation, le régime se partage entre le mandant/démos et le pouvoir politique mandataire[23].
De nos jours, le régime que l’on appelle démocratie exclut la société du système politique et lui réserve un rôle de particulier et, en surface, une fonction de légitimation du personnel politique au pouvoir. Fonction qui n’incorpore en aucun cas la qualité de mandant. À la place de la société des citoyens politiquement constituée se trouvent ladite «société civile» et, en fait, les groupes qui arrivent à s’extraire de la société tout court[24].
En tout état de cause, ce système est plus ouvert que les divers régimes autoritaires ou semi-autoritaires qui se rencontrent en différents endroits de la planète. Par conséquent, à notre époque, la question se pose comme suit: lequel des deux systèmes politéiens que nous connaissons aujourd’hui (le système pré-représentatif ou le système autoritaire) est plus enclin à la paix? L’argument stéréotypé de la science moderne selon lequel le système pré-représentatif (ladite «démocratie») a par nature une plus grande affinité avec la paix se trouve-t-il vraiment confirmé?
Il n’est pas dans nos intentions de revenir sur cette question, car elle dépasse notre propos. Cependant, observons que le rayonnement cosmosystémique des paramètres de l’anthropocentrisme – notamment l’économie chrématistique et la communication – auquel on assiste de nos jours ne s’accompagne manifestement pas d’une reconstitution analogue du système de la politique. Ce dernier demeure strictement attaché à l’État. En cela, le rayonnement cosmosystémique des paramètres économiques et communicationnels, notamment, ne peut que modifier radicalement son rôle et, par extension, le caractère des relations interétatiques, pour pouvoir suivre la nouvelle finalité politique.
Dans ce cas, la logique de la fonction politique expansive de l’État change également. Jadis l’État –à la phase de la proto-construction anthropocentrique– visait à son expansion territoriale, de sorte à créer un espace social interne suffisant ou, selon le cas, ambitieux, capable de supporter le développement de ses paramètres (l’économie chrématistique, etc.). Cette fonction expansive de l’État de la construction proto-anthropocentrique (XIXe-XXe s.) s’est traduite sous le signe soit du nationalisme, soit du colonialisme. Dans les deux cas, l’État cherchait à élargir son territoire.
La consolidation des sociétés anthropocentriques dans les pays de l’avant-garde a coïncidé avec l’émancipation progressive et, par conséquent, l’autonomisation des fondements de l’anthropocentrisme par rapport à l’État. Ils ambitionneront de s’étendre, comme nous l’avons dit, au-delà de lui et même de s’infiltrer dans la périphérie despotique de la planète. Dorénavant, les paramètres (l’économie, etc.) de l’anthropocentrisme revendiqueront une place de partenaire sur le terrain interétatique et, même, leur autonomie au nom de «l’autorégulation» du marché. En tout cas, en conséquence de cette évolution, l’ensemble des sociétés de la planète sera totalement incorporé au cosmosystème anthropocentrique.
À la phase dl’expansion cosmosystémique des paramètres (telle l’économie, etc.) du cosmosystème anthropocentrique, le dogme de l’avant-garde enseigne que le concept de territoire politique n’est pas aussi nécessaire qu’autrefois, puisque le territoire économique occupe une place de plus en plus importante. Toutefois, cela ne signifie pourtant pas que la guerre devient inutile, mais que son objectif se transforme. Dorénavant, l’adversaire est le régime politique qui persiste dans le dogme de la souveraineté politique ou dans la contestation du partage international des ressources ou de «l’ordre international», et non pas l’État en soi. Désormais, l’État n’est plus appelé à garantir à l’économie «nationale» un territoire suffisant ou même à la protéger dans le cadre de ses frontières, mais principalement dans celui du cosmosystème global.
Cette observation se combine avec le fait que, plus un régime est ouvert à la liberté, plus il a besoin de ressources nouvelles, parce que les besoins de ses membres sont aussi plus nombreux. La question est de savoir si ces ressources sont produites par la société même qui en a besoin ou si la politéia de l’État est appelée à les rechercher sur le terrain interétatique[25]. Cette interrogation soulève inévitablement la question de la place de chacun dans l’ordre interétatique et, concrètement, celle du contrôle des matières premières, des communications, des conditions du commerce, etc., étant donné que le fondement de cet ordre repose sur la logique des rapports de force.
Dans ce cadre, ladite «démocratie» et, concrètement, le système politique qui, par nature, convient le mieux au climat de «l’économie de marché», sera certainement appelée à assumer la gestion politique du périmètre planétaire. Car elle est comparativement supérieure au régime autoritaire, qui de nos jours semble soutenir les forces du conservatisme. Par conséquent, la «démocratie» s’offre comme l’outil politique qui sert les «frontières ouvertes» et, par extension, le complexe hégémonique qui garde l’initiative de mouvement et contrôle le marché économique et des communications. Il n’est pas du tout fortuit que, depuis l’effondrement du socialisme réel, l’explication moderniste du système politique dominant ait proposé comme but la rencontre des «groupes d’intérêts» avec les acteurs politiques de l’État et non avec le corps de la société des citoyens. La quintessence de la «démocratie» coïncide désormais avec le projet de «bonne gouvernance» et de «société civile», qui affiche comme finalité politique l’intérêt du marché[26]. C’est précisément ce projet qui a conduit à la fin du XXe siècle à la rupture complète de l’équilibre entre État, société et marché, au détriment de la société des citoyens[27].
En tous cas, le complexe hégémonique qui véhicule l’idée de «démocratie» (de «gouvernance», de «société civile», de «marché», etc.) a en face de lui des forces (la Chine, par exemple) ou des complexes de  puissances (les Arabes, par exemple) qui cherchent à faire réviser les conditions de l’économie mondiale avec leur propre participation ou à empêcher qu’on ne s’empare de leur marché intérieur. Mais leur argument invoque largement la logique et les «instruments» de l’époque de la souveraineté politique de l’État, qu’ils greffent sur le régime autoritaire (ou théocratique).
En réalité, cette rivalité met en face les sociétés de l’avant-garde proto-anthropocentrique avec celles qui commencent à peine à construire leur essence simplement anthropocentrique et à se faire une place dans le cosmosystème global. Dans ces dernières sociétés se répète analogiquement la procédure du passage du despotisme à l’anthropocentrisme qu’ont vécue les sociétés européennes à l’époque précédente.

5.                 La démocratie et la guerre

Nous avons déjà constaté que, bien que le système politique moderne ne soit pas démocratique, il demeure ouvert à la liberté individuelle et aux droits socio-politiques, du moins tant que le marché le permet. Cela signifie qu’il rejette la logique de la force et son corollaire, la «justice personnelle», à l’intérieur de l’État. D’un autre côté, bien qu’il constitue le système sous le signe du pouvoir politiquement souverain, reste valable, sur le principe, ce qui l’est aussi dans la démocratie: il produit des besoins plus importants qu’un régime despotique (la monarchie absolue, la théocratie, par exemple), un régime totalitaire (le fascisme, le socialisme réel) ou un régime autoritaire. Et comme nous l’avons déjà noté, ces besoins, les pays qui le peuvent entreprennent de les satisfaire par l’importation de ressources complémentaires en provenance de l’environnement interétatique. À ce niveau, la place signifiante est occupée par les alliances politiques, c’est-à-dire la synthèse des intérêts que véhiculent les forces dirigeantes des États.
En tout état de cause, cette dialectique de la relation des ressources intérieures et extérieures a plusieurs sens: elle a à faire avec la légitimation du système et, par extension, avec le rétablissement de l’équilibre entre société et «marché». La classe dirigeante des pays du complexe hégémonique puise à l’extérieur de quoi compléter les pertes qu’entraîne la contrepartie à payer pour le consentement de la société et, en même temps, le complément de puissance nécessaire pour garantir son hégémonie politique. Les groupes dirigeants des pays de la périphérie échangent à leur tour leur dépendance contre l’importation d’un supplément de sécurité.
Ces remarques sont illustrées de manière éloquente par le paradigme de la cité athénienne, qui traduit le premier et unique paradigme de démocratie du monde historique. Tant que la politéia d’Athènes évolua anthropocentriquement, elle resta tournée vers l’extérieur et tenta de diffuser son développement dans un espace vital dont le périmètre ne cessait de s’élargir. Le passage progressif à la politéia anthropocentrique et, au-delà, démocratique, va de pair avec un développement analogue des paramètres qui ont imposé sa nécessité. La liberté sociale et la liberté politique (la démocratie) entraînent la culture de besoins multiples et, par conséquent, la quête de ressources correspondantes pour les satisfaire. L’édification de l’«empire» économique d’Athènes et son ambition d’hégémonie dans le cosmosystème hellénique vont de pair avec son parcours interne vers l’achèvement anthropocentrique qu’entraîne la démocratie.
Ce parcours interne de la politéia athénienne devait conduire à la perception de la politique, aussi, comme autonomie, c’est-à-dire comme champ de consolidation de la liberté globale de ses citoyens. Mais dans ses relations extérieures, la démocratie correspond à un «système» complet d’arrangements autoritaires, d’interventions et de confrontations armées dont le point culminant fut la guerre cosmosystémique que l’on a appelée guerre du Péloponnèse[28].
Athènes avait en réalité en face d’elle la cité non moins «impérialiste» de Corinthe, dont les politiques étaient toutefois élaborées par une classe chrématistique de conception oligarchique et non pas, au premier chef, par le démos. C’est pourquoi elle mettait l’accent sur la «gestion» économique de son empire, alors qu’Athènes était plus interventionniste politiquement. Sparte, au contraire, se renferma progressivement sur elle-même et fonctionna de manière défensive dans ses relations extérieures, car elle était contrainte de mener d’interminables guerres internes pour contrôler ses hilotes.

               Conclusion


L’enjeu de la guerre et de la paix, pour ce qui est du cosmosystème anthropocentrique, dépend de son degré d’achèvement. Concrètement, c’est un phénomène qui se rencontre à sa phase statocentrique, alors que, pendant sa période post-statocentrique ou œcuménique, la guerre est bannie au-delà des frontières de la cosmopolis.
Dans le cadre du statocentrisme, la guerre confirme l’horizon limité du développement anthropocentrique du cosmosystème global. En effet, l’évolution anthropocentrique au cours de la période statocentrique se focalise à l’intérieur de la société fondamentale (l’État). D’un autre côté, la guerre s’affirme de plus en plus comme argument de la relation politique, au fur et à mesure que les sociétés concernées marchent vers la démocratie. L’achèvement anthropocentrique crée des besoins plus importants et, par conséquent, l’étroitesse des biens creuse le fossé des antithèses et, au-delà, favorise le recours à la force pour les acquérir.
Dans le même temps, l’objet de la guerre change en fonction de la phase que traverse le cosmosystème despotique ou anthropocentrique. Le suivi de la justification des guerres à la période de la transition du despotisme à l’anthropocentrisme et, manifestement, à la phase de consolidation de l’époque proto-anthropocentrique dans l’espace européen moderne confirme cette remarque de manière éloquente.
En tout état de cause, l’enjeu de la guerre et de la paix coïncide avec la manière de percevoir la politique en tant que phénomène. La politique en tant que puissance, attestée par l’anthropocentrisme primaire, sied au despotisme, par opposition à la politique à l’intérieur de l’État anthropocentrique, conçue comme un pouvoir (à la phase pré-représentative et en partie à la phase représentative), et enfin comme champ d’exercice de la liberté (dans la démocratie). Dans la cosmopolis œcuménique, la politique s’adapte au dispositif de l’expérience anthropocentrique interpolitéienne, si bien qu’elle se réfère, selon le cas, à la liberté structurée en termes de pouvoir ou en termes d’autonomie politique, mais non à la force.
En cela, les théories de la modernité, dans la mesure où elles s’inspirent de manière univoque de l’horizon limité de son époque, ou bien soufrent sur le plan gnoséologique ou bien font l’apologie du dispositif hégémonique du statocentrisme. C’est pourquoi les hypothèses concernant la paix «éternelle» ou non sont perçues comme utopiques, c’est-à-dire par nature sans fondement dans la réalité et donc impossibles. Elles traduisent des vœux ou des constructions intellectuelles, mais non une attente pragmatologique découlant de la gnoséologie cosmosystémique.



[1]               In Estudos do seculo XX(Les crises du Xxeme siècle), n. 10, Coimbra, Imprensa da Universidade de Coimbra, 2010.
[2]               Citons à titre indicatif certains auteurs classiques, comme Carl von Clausewitz, R. Aron, H. Arent, C. Castoriadis, etc. Dans On War (edited and translated by Michael Howard and Peter Paret, Princeton, Princeton University, 1976, rev. 1984), Clausewitz définit la guerre comme un acte de violence visant à forcer l’adversaire à se soumettre à notre volonté. Ailleurs, il souligne que la guerre est un acte de contrainte et, par conséquent, de privation de la liberté, et il ne manque pas de distinguer les guerres subversives qui visent la liberté. Précisons ici que la guerre civile est le point de rupture du système interne qui amène à envisager la réalité intra-sociale en termes interétatiques. Ce texte examine principalement la question de la guerre et de la paix dans le cosmosystème global.
[3]               Michael Walzer, Just and unjust wars: a moral argument with historical illustrations, Basic Books, New York, 1977; R. Aron, Paix et guerre entre les nations, Paris, Calmann Lévy, 1962; J. B. Elshtain, «Just War Against Terror», Journal of Military Ethics, Vol. 4, Issue April 2005, p. 52-59; M. Howard, G. Andreopoulos, M. Shulman, The Laws of War: Constraints of Warfare in the Western World, New Haven, Yale University Press, 1994; P. Deramaix, Le poids des armes sur la théorie de la «guerre juste», [http://membres.lycos.fr/patderam/war2.htm] ; Charles Benjamin, La théorie de la guerre juste face au terrorisme et à la lutte antiterroriste, Centre d’études politiques étrangères et de sécurité, Université de Montréal, 2007; Jean Colin, Les transformations de la guerre. Une lecture de Colin, Economica, Paris, 1989.
[4]               Voir à cet égard l’analyse circonstanciée de P. Kondylis, Theorie des Krieges. Clausewitz, Marx, Engels, Lenin, Klett-Cotta, Stuttgart, 1988. De même, R. Aron, op. cit.; J. P. Schott, Agression, Chicago, 1958; Elise Boulding, Cultures of peace: the hidden side of history, New York, Syracuse University Press, 2000; Kenneth Boulding, Conflict and Defense, New York, Harper and Row, 1962; John Burton, Conflict: Resolution and Prevention, New York, St Martin’s Press, 1990; Charles-Philippe David, La guerre et la paix, Approches contemporaines de la sécurité et de la stratégie, Paris, Presses de Sciences Po, 2006; Johan Galtung, Peace by Peaceful Means: Peace and Conflict, Development and Civilization, London, Sage, 1996; Margaret G. Hermann et Charles W. Kegley Jr., «Rethinking Democracy and International Peace: Perspectives From Political Psychology», International Studies Quarterly 39 (1995), pp. 511-533.
[5]               On pense d’ordinaire que la théorie du choc des civilisations est due à Samuel P. Huntington (Le Choc des Civilisations, Paris, éd. Odile Jacob, 1999 (édition originale: The Clash of Civilizations ad the Remaking of the World Order, 1993). Mais elle a des racines plus profondes, qui remontent à la Renaissance et à l’époque du passage de l’Europe Occidentale du despotisme à l’anthropocentrisme. Pour une réfutation de son hypothèse et le manque de profondeur de son argumentation gnoséologique, voir G. Contogeorgis, «Du Nouvel Ordre International. Samuel Huntington et ‘le Choc des Civilisations’: ‘Civilisation religieuse’ ou cosmosystème?», Revista de Historia das Ideias, Coimbra, 2003, pp. 107-131.
[6]               Comme par exemple ceux de Kenneth Boulding (les théories économiques de la «paix stable»), Johan Galtung (la théorie de la paix positive), John Burton (les besoins fondamentaux), etc. La bibliographie qui fait le lien entre «démocratie» et paix abonde. Voir, à titre indicatif, Nils Petter Gleditsch and Håvard Hegre, «Peace and Democracy: Three Levels of Analysis», Journal of Conflict Resolution 1997, pp. 41, 283; Zeev Maoz, «The Controversy over the Democratic Peace: Rearguard Action or Cracks in the Wall?», International Security, Vol. 22, No. 1 (Summer, 1997), pp. 162-198; «An Institutional Explanation of the Democratic Peace», dans Bruce Bueno de Mesquita, James D. Morrow, Randolph M. Siverson, Alastair Smith (dir.), The American Political Science Review, Vol. 93, No. 4 (Dec., 1999), pp. 791-807; Arvid Raknerud and Håvard Hegre, «The Hazard of War: Reassessing the Evidence for the Democratic Peace», Journal of Research 1997, p. 34; 385; Tarak Barkawi and Mark Laffey, Democracy, Liberalism, and War: Rethinking The Democratic Peace Debate (Transformations In Politics and Society), Lynne Rienner Publishers (August 1, 2001); Stuart A. Bremer, «Democracy and Militarized Interstate Conflict, 1816-1965», International Interactions 18 (1993, no 3), pp. 231-249; William J. Dixon, «Democracy and The Management Of International Conflict», Journal of Conflict Resolution (37:1 March 1993), pp. 42-68; du même, «Democracy and The Peaceful Settlement Of International Conflict», American Political Science Review (88:1 March 1994), pp. 1-17; Gus Dizerega, «Democracies and Peace: The Self-Organizing Foundation For The Democratic Peace», Review Of Politics (57:2 Spring 1995), pp. 279-308.; Michael Doyle, «Liberalism and World Politics», American Political Science Review (December, 1986), pp. 1151-1169; Nils Petter Gleditsch, «Democracy and Peace», Journal Of Peace Research 29 (1992, 4), pp. 369-376; Jack Levy, «The Democratic Peace Hypothesis: From Description To Explanation», Mershon International Studies Review (38 October 1994), pp. 352-354; John Macmillan, On Liberal Peace: Democracy, War and The International Order, New York, NY: I.B. Tauris Publishers, 1998.
[7]               Kant Emmanuel, Vers la paix perpétuelle (1796), Paris, Garnier Flammarion, 1993. De même, J.-J. Rousseau, dans son Jugement du Projet de paix perpétuelle de Monsieur l’Abbé de Saint-Pierre (1756). La pensée de nombreux penseurs, tels J. G. Fichte, H. Kelsen, Arnold Toynbee, C.Tsatsos, etc., s’inscrit dans cette lignée. J. Rawls (Théorie de la justice (A Theory of Justice, 1971), trad. C. Audard, Paris, Seuil, coll. Points-Essais, 1997) admet l’idée d’une rencontre (fédérale ou non) des États, pour aboutir à la conclusion que la condition de la paix est la «démocratie libérale». C’est précisément là le point de départ de la légitimation de la guerre, qui est dirigée finalement contre les ennemis de la légalité libérale et démocratique. Il est manifeste que les démocraties ne se font pas la guerre entre elles, mais seulement à leurs ennemis déclarés. Ces approches sont à peu près celles de J. Habermas (Die postnationale Konstellation. Polische Essays, Frankfurt am Main, Suhrkamp Verlag, 1998; du même, La paix perpétuelle. Le bicentenaire d’une idée kantienne, Paris, Les Éditions du Cerf, 1996); Paul Kennedy, Preparing for the Twenty-First CenturyClearwater, FL, U.S.A., Random House Inc, 1993.
[8]               Depuis les classiques grecs jusqu’aux penseurs modernes chez lesquels s’inscrive l’ensemble de la science des relations internationales. Le concept de force diffère selon qu’il est envisagé dans le cadre de l’État/système ou dans les relations interétatiques. La puissance à l’intérieur de l’État/système se situant dans un contexte réglementaire, elle ressemble à l’influence. L’État revendique pour lui le monopole de la force. D’un autre côté, la puissance (ou la force) ne s’identifient pas forcément à la guerre. La guerre est un mode d’opposition violente, de confrontation par les armes et d’imposition de la volonté d’un tiers. Sur le concept de puissance, voir plus en détail H. Arent, On Violence, Harvest Books, New York: Harcourt, Brace and World, 1970; R. Aron, op. cit.; Bertrand de Jouvenel, Power: The Natural History of its Growth, London, 1945.
[9]               Plus de détails sur la gnoséologie cosmosystémique dans G. Contogeorgis, «Prolégomènes à une approche cosmosystémique du devenir historique», dans Dim. Koutras (dir.), Philosophie de l’histoire et de la civilisation, Athènes (2002), 2004. Du même, Le cosmosystème hellénique, t. 1, La période statocentrique de la cité, Athènes, Sideris, 2006, pp. 17-66.
[10]             Plus de détails chez G. Contogeorgis, op. cit., p. 203 et suiv., 279 et suiv.
[11]             La liberté telle que nous l’envisageons ici n’est pas naturelle ni inhérente à l’homme. Elle existe et se développe sous l’empire des paramètres qui substantialisent le cosmosystème anthropocentrique. Les sociétés du despotisme sont soumises à un régime de propriété et, par conséquent, ne sont pas libres.
[12]             Voir à ce propos op. cit., p. 449 et suiv., 464 et suiv.
[13]             Op. cit.
[14]             De l’époque des cités-États, des temps créto-mycéniens jusqu’au IVe siècle pour l’espace grec métropolitain et son littoral oriental, et jusqu’à la domination politique romaine pour l’Occident grec.
[15]             Sur la causalité du processus qui conduisit au passage du statocentrisme à l’œcuméné, voir G. Contogeorgis, Le cosmosystème helléniqueop. cit., p. 449 et suiv.
[16]             Comme l’État actuel ou celui de la cité de Dracon et de Solon.
[17]             Sur ces phases, qui concernent le renforcement de la liberté, au-delà du domaine individuel, dans l’espace social et politique, voir mes études: Le cosmosystème helléniqueop. cit., et La démocratie comme liberté. Démocratie et représentation, Athènes, Patakis, 2007. Et aussi «Democracy and Representation. The question of freedom and the typology of politics», dans E. Venizelos, A. Pantelis (dir.), Civilization and Public Law, London, 2005, pp. 79-92. Version en français dans D. Damamme (dir.), La démocratie en Europe, Paris, L’Harmattan, 2004 (La démocratie comme liberté).
[18]             Il est à noter que le lien de la puissance et de la guerre avec la contrainte et la privation de la liberté ne concerne pas leur fonction en général. La défense de la liberté est l’autre dimension, qui s’inscrit également dans la fonction de la puissance et de la guerre. Mais cette dimension concerne son but et non leur caractère en soi. Voir sur ce point Kondylis, op. cit.
[19]             La question de savoir si le droit international doit légitimer et réglementer la guerre ou la mettre hors-la-loi n’a manifestement qu’une portée rhétorique, mais elle a aussi une profondeur historique. Voir R. Aron, op.cit.; Grotius Hugo, Le droit de la guerre et de la paix, Caen, Presses de l’Université de Caen, 1984. En tout cas, elle est par nature hors réalité car elle ne s’accorde pas avec la constitution statocentrique du monde.
[20]             La question de l’équilibre des forces a constamment retenu l’attention car elle a été considérée comme le moyen par excellence d’empêcher la guerre. David Hume, dans son essai On the Balance of Power, constate déjà que c’est sur cette logique que s’est appuyée la problématique de la guerre et de la paix à la période statocentrique de la cité. C’est dans ce sens qu’ira par exemple Hiéron de Syracuse, arguant que «la concentration en un seul pays d’une force disproportionnément grande empêche complètement les voisins de défendre leurs droits». Pour sa part, R. Aron distinguera la «paix par le droit» et la «paix par l’empire», tout en se plaçant dans le même cadre pragmatologique de la «justice personnelle» statocentrique (op. cit.). Dans le même sens, C. Castoriadis, Devant la guerre, Paris, Fayard, 1981. Cependant, c’est Thucydide qui peut être qualifié de théoricien de l’équilibre des forces, sur la base duquel, dans le statocentrisme, la paix sera mieux protégée.
[21]             Sur ces questions et sur la typologie de la citoyenneté qu’introduit la gnoséologie cosmosystémique, voir G. Contogeorgis, Citoyen et cité/État. Concept et typologie de la citoyenneté, Athènes, Papazissis, 2003. Du même, «Le citoyen dans la cité», dans B. Badie, P. Perrineau (dir.), Le citoyen, Paris, Les Presses de Sciences Po, 2000.
[22]             Sur cette question, nous renvoyons à la bibliographie existante, note 5. D’une manière générale, on s’accorde à dire que «la politique extérieure change avec le changement de régime», que «l’action extérieure des États est influencée par l’idéologie et l’organisation sociale» (R. Aron, op. cit.). Mais on convient que cette affirmation est chaque fois à vérifier quant à son degré de conséquence, car il existe d’autres raisons qui déterminent les constantes de la politique extérieure des États.
[23]             Sur cette question, voir G. Contogeorgis, La démocratie comme libertéop. cit.
[24]             Op. cit. La modernité prétend en l’occurrence avoir réussi l’impossible: «inventer» un système politique qui abrite deux systèmes politiques incompatibles (la représentation et la démocratie) entre euxalors qu’il n’est pas représentatif et encore moins démocratique.
[25]             Nous développons sur cette question une argumentation distincte quant à ses prolongements dans notre ouvrage La théorie des révolutions chez Aristote, Paris, LGDJ (1975), 1978.
[26]             G. Contogeorgis, «Bonne gouvernance et democratie», dans F. Maron, I. Horga, R. de la Bross (dir.), Madia and the Good Governance Facing the Challenge of the E.U. Enlergement, Bruxelles, International Institute of Administrative Sciences, 2005, pp. 11-26.
[27]             Voir notre étude «État, marché et société. La question de l’équilibre dans la relation entre société et politique», Eurolimes 8 (2009), pp. 129-139.
[28]             Sur la dialectique de la relation entre démocratie et violence interétatique dans le contexte de la période statocentrique du cosmosystème hellénique, voir notre étude sur Le cosmosystème helléniqueop. cit.