AMPHIKTYONBOOKS

TRANSLATION IN MANY LANGUAGES

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2019

ΕΚΜΑΘΕΤΕ ΣΥΝΤΟΜΑ ΤΗΝ ΟΜΗΡΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ

ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ
https://i0.wp.com/professors-phds.com/wp-content/uploads/2018/09/D8F677F3-C7FD-4BFA-B2F7-6B145A186A43.jpeg?resize=300%2C224&ssl=1

INTERNATIONAL HELLENIC ASSOCIATION
Ὁμάδα Ἔρευνας καί Μελέτης τῶν Ὁμηρικῶν Ἐπῶν
Συντονίστρια: Ἰσμήνη Μαρτίνη
e-mail: ismartin797@gmail.com
Ἀθήνα 09/06/2019


Μελέτη Ὁμήρου / Ὀδύσσεια, 18η Ἑνότητα

Ραψωδία α, στίχοι 221-233

τὸν δ' αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη· 
σ' ἐκεῖνον πάλι ἀπάντησε ἡ θεά γλαυκῶπις Ἀθηνᾶ

«οὐ μέν τοι γενεήν γε θεοὶ νώνυμνον ὀπίσσω 
« Λοιπόν τήν γενιά σου οἱ θεοί ἀνώνυμη πίσω

θῆκαν, ἐπεὶ σέ γε τοῖον ἐγείνατο Πηνελόπεια
δέν ἄφησαν, ἀφοῦ ἐσένα τέτοιον σέ γέννησε ἡ Πηνελόπη,

ἀλλ' ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον· 
ἀλλά ἔλα πές μου κι αὐτό κι ἀληθινά μίλησε,

τίς δαίς, τίς δὲ ὅμιλος ὅδ' ἔπλετο; τίπτε δέ σε χρεώ; 
ποιό συμπόσιο καί ποιά συνάθροιση εἶναι αὐτή; πρός τί αὐτή ἡ ἀνάγκη;

εἰλαπίνη ἦε γάμος; ἐπεὶ οὐκ ἔρανος τάδε γ' ἐστίν, 
τραπέζι γιορτινό ἤ γάμος; ἐπειδή δεῖπνο συνεισφορῶν αὐτά δέν εἶναι,

ὥς τέ μοι ὑβρίζοντες ὑπερφιάλως δοκέουσι 
καθώς σ' ἐμένα ἀλαζόνες ὑπερφίαλοι μοῦ φαίνεται

δαίνυσθαι κατὰ δῶμα. νεμεσσήσαιτό κεν ἀνὴρ 
ὅτι γευματίζουν στήν αἴθουσα. Θά θύμωνε ἄνδρας

αἴσχεα πόλλ' ὁρόων, ὅς τις πινυτός γε μετέλθοι.» 
τά πολλά αἴσχη βλέποντας, συνετός πού θά ἐρχόταν»

τὴν δ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·  
σ' αὐτήν πάλι ὁ Τηλέμαχος συνετά ἀνταπάντησε

«ξεῖν', ἐπεὶ ἂρ δὴ ταῦτά μ' ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς, 
«ξένε, ἐπειδή γι'αὐτά μέ ρωτᾶς κί ἐπιθυμεῖς νά μάθεις,

μέλλεν μέν ποτε οἶκος ὅδ' ἀφνειὸς καὶ ἀμύμων 
ἔμελλε κάποτε ὁ οἶκος αὐτός ἔτσι πλούσιος καί σεβαστός


ἔμμεναι, ὄφρ' ἔτι κεῖνος ἀνὴρ ἐπιδήμιος ἦεν· 
νά εἶναι, ὅσο ἀκόμη ἐκεῖνος ὁ ἄνδρας ἦταν στήν πόλη.....»


Λεξιλόγιο

τὸν δ' αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη· 

(Τυπική φράση. Τήν ἔχουμε ξαναδεῖ καί θά τήν συναντᾶμε συχνά)

«οὐ μέν τοι γενεήν γε θεοὶ νώνυμνον ὀπίσσω 

οὐ:τό ἀρνητικό μόριο (ἐδῶ συντάσσεται μέ τό ρῆμα «θῆκαν» τοῦ ἑπομένου στίχου)

τοι:(τήν δική) σου

γενεήν-γενεά: γενιά, ἡ γέννησις, ὁ χρόνος γεννήσεως, ἡ ἡλικία, ἡ καταγωγή, τά τέκνα, οἱ ἀπόγονοι
παράγωγα: τό γένος, γενεαλογέω ( μελετῶ τό γενεαλογικό δένδρο), ἡ γενεαλογία, ὁ γενεαλόγος, ἡ γενέθλη ( ἡ γέννησις, ἡ ἀρχή, ἡ προέλευση, ἡ καταγωγή, ὁ τόπος γεννήσεως), ὁ γενέθλιος, τό γένεθλον (ἡ καταγωγή), ἡ γενέτειρα ( ἡ μητέρα, ἀλλά καί ἡ θυγατέρα), ἡ γενετή (ἡ γέννησις, ὁ τοκετός), ὁ γενετήρ-γενέτης-γενέτωρ ( ὁ πατέρας), τό γέννημα, ἡ γέννα (ἡ καταγωγή), ὁ γεννάδας ( ὁ εὐγενής στήν ψυχή ἤ στήν καταγωγή), γεννάω, ἡ γέννησις, ὁ γεννητής (ὁ γονέας), ὁ γεννητός (ὁ γεννηθείς, ὁ θνητός),

νώνυμνος-νώνυμος (τό ἀρνητικό μόριο νή+ὄνυμα:αἰολικός τῦπος τῆς λέξεως ὄνομα) : ὁ ἀνώνυμος, ὁ ἄγνωστος, ὁ ἀφανής, ὁ ἄδοξος, ὁ ἄσημος.
Ἀντίθετο: ὁ ἐπώνυμος.

Ὄνομα, ἰωνικά οὔνομα, αἰολικά ὄνυμα , λατινικά nomen: ὄνομα, δόξα, φήμη καί ψευδές ὄνομα, πρόφασις, πρόσχημα ( ἐπ' ὀνόματι:ὑπό τό πρόσχημα, μέ τήν πρόφαση). Ἐπίσης μπορεῖ νά σημαίνει:λέξη, φράση, ἔκφραση, λόγος, ὁμιλία.
Ὀνομάζω ( ὀνομάζω, καλῶ κάποιον ὀνομαστικά, προφέρω τό ὄνομά του, μιλῶ γιά κάποιον, ἀπευθύνομαι σέ κάποιον ὀνομαστικά),  ὀνομαίνω-ὀνυμαίνω-ὀνυμάζω ( ὀνομάζω, καλῶ κάποιον ὀνομαστικά, ὑπόσχομαι ὅτι θά πράξω κάτι, ὁρίζω, διορίζω, προφέρω, ἐκστομίζω, ὁμιλῶ), ὀνομακλήδην (καλῶ ὀνομαστικά), ὀνομακλυτός (ὁ ἔχων ἔνδοξο ὄνομα, ὁ ξακουστός, ὁ περίφημος), ὀνομαστός, ὀνοματολόγος,

ὀπίσσω-ὀπίσω: πίσω, πρός τά πίσω, κατόπιν τινός, πάλι, ἐκ νέου, στό ἑξῆς, στό μέλλον

ὄπισθε: πίσω, στό πίσω μέρος, τά ὄπισθε : τά νῶτα, ἡ ράχη. Οἱ ὄπισθε: οἱ ἐναπομείναντες πίσω, οἱ ἑπόμενοι. Ἐπί χρόνου:μετά ταῦτα, ἔπειτα, κατόπιν, στό μέλλον.
Ὀπισθοβάμων ( ὁ βαδίζων πρός τά πίσω), ὀπισθόδετος, ὀπισθόδομος ( τό ὀπίσθιο δῶμα τοῦ ναοῦ), ὀπισθονυγής (ὁ νύσσων ἐκ τῶν ὄπισθεν), ὀπισθόπους ( ὁ βαδίζων πίσω ἀπό, ὁ ἀκόλουθος, ὁ ὑπηρέτης), ὀπισθοφυλακή, ὀπισθοφύλαξ, ὀπίστατος ( ὁ ἔσχατος πάντων)

θῆκαν, ἐπεὶ σέ γε τοῖον ἐγείνατο Πηνελόπεια

θῆκαν ( ἐπικός τῦπος τοῦ ἔθηκαν-ἀναύξητος ἀόριστος) -ἀόριστος τοῦ ρήματος τίθημι:  θέτω, τοποθετῶ, ὁρίζω, κανονίζω, ἀπονέμω, καταλογίζω, θεσπίζω, ἱδρύω, καθορίζω  (βλ.11η ἑνότητα)

Ἀρχικοί χρόνοι:
Ἐνεστώτας: τίθημι ( τίθημι,τίθης, τίθησι, τίθεμεν, τίθετε, τιθεῖσι)
Παρατατικός:  ἐτίθην
Μέλλων: θήσω
Ἀόριστος α΄: ἔθηκα
Ἀόριστος β΄:ἔθην
Παρακείμενος: τέθεικα
Ὑπερσυντέλικος: ἐτεθείκειν

τοῖον : τέτοιον

ἐγείνατο-γεννάω: γεννῶ, φέρω στόν κόσμο, παράγω, δημιουργῶ, δίδω ἀρχή σέ κάτι

Πηνελόπη: μία πιθανή ἐτυμολογία ἐκ τοῦ:πηνίον +λέπω= ἡ ἀναλύουσα ὕφασμα, ἡ ὑφάντρα

πήνη, πηνίον: νῆμα ὑφαδίου περιτυλιγμένο σέ καλάμι (ἀδράχτι), τό ἀδράχτι. Πῆνος: τεμάχιο ὑφάσματος

ἀλλ' ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον· 
(τυπική, γνωστή μας φράση)

τίς δαίς, τίς δὲ ὅμιλος ὅδ' ἔπλετο; τίπτε δέ σε χρεώ;

τίς, τί: ἐρωτηματική ἀντωνυμία

Ἐρωτηματικές Ἀντωνυμίες:

1)      τίς, τί (ποιός, ποιά, ποιό)
2)      πότερος, ποτέρα, πότερον ( ποιός ἀπό τούς δύο;)
3)      πόσος, πόση, πόσον
4)      ποῖος, ποία, ποῖον (τί εἴδους;)
5)      πηλίκος, πηλίκη, πηλίκον ( ποιᾶς ἡλικίας)
6)      ποδαπός, ποδαπή, ποδαπόν (ἀπό ποιό μέρος)
7)      πόστος, πόστη, πόστον ( σέ ποιά θέση κατά σειρά)
8)      ποσταῖος, ποσταία, ποσταῖον ( σέ πόσες ἡμέρες)


      Ἑνικός Ἀριθμός                                                                 Πληθυντικός Ἀριθμός                        

Ἀρσενικό & Θηλυκό                 Οὐδέτερο                    Ἀρσενικό & Θηλυκό         Οὐδέτερο             

ὀν.    τίς                                        τί                                     τίνες                              τίνα
γεν.  τίνος ἤ τοῦ                           τίνος ἤ τοῦ                     τίνων                             τίνων
δοτ.  τίνι ἤ τῷ                              τίνι ἤ τῷ                         τίσι (ν)                          τίσι (ν)
αἰτ.  τίνα                                      τί                                     τίνας                             τίνα

δαίς - δαίτη(ἐκ τοῦ δαίω=μοιράζω, διανέμω, βλ. 9η ἑνότητα): μερίδιο κρέατος, φαγητό, συμπόσιο, εὐωχία. Δαιταλεύς (συμπότης, συνδαιτυμών, φιλοξενούμενος), δαιτυμών ( ὁ προσκεκλημένος σέ γεῦμα, ὁ συνδαιτυμών)

ὅμιλος ( ὁμοῦ +ἴλη): συνάθροιση πλήθους, πλῆθος κόσμου, ὄχλος, στῖφος, πλῆθος μαχομένων καί θόρυβος, σύγχυσις
ἴλη-εἴλη-ἴλα (δωρικά): ὁμάδα ἀνθρώπων, πλῆθος κόσμου, ὄχλος, καί τμῆμα ἱππικοῦ:ἴλη ἱππικοῦ καί στράτευμα, τμῆμα στρατοῦ. Εἰληδόν: καθ' ὁμάδες

εἴλω: κυλάω, συστρέφω, περισφίγγω, συμπιέζω, συστέλλω, συμμαζεύω, ἐγκλείω, ὠθῶ, συνωθῶ, ἀπωθῶ βίαια, κτυπῶ, πατάσσω, περιφέρομαι ἐδῶ κι ἐκεῖ, περιστρέφομαι, περιδινοῦμαι, στριφογυρίζω.
Εἰλεός, εἰλίπους ( ἐκεῖνος πού συστρέφει βαριά τά πόδια κατά τήν πορεία. Συνήθης χαρακτηρισμός τοῦ  Ὁμήρου γιά τά βόδια :εἰλίποδες βόες), εἰλύω ( τυλίσσω γύρω ἀπό, περιτυλίσσω, περιβάλλω)

ὅδε:δεικτική ἀντωνυμία( ὅδε, ἥδε, τόδε ):αὐτός ἐδῶ, αὐτή, αὐτό

ἔπλετο-πέλω: εἶμαι ἐν κινήσει, πηγαίνω ἤ ἔρχομαι, ἐγείρομαι, ἐπέρχομαι, εἶμαι πάντοτε, εἶμαι συνήθως, ὑπάρχω, εἶμαι, γίγνομαι

τίπτε: τίποτε

χρεώ-χρειώ:χρέος, χρεία, ἀνάγκη, ἔλλειψις, διακαής πόθος, σφόδρα-κατεπείγουσα ἐπιθυμία
( ἡ φράση ἐδῶ ἀποδίδεται κατά τά συμφραζόμενα:πρός τί αὐτή ἡ ἀνάγκη; δηλ. ὑπάρχει τίποτα πού σέ ἀναγκάζει νά τό πράξεις;)
χρεώστης ( ὁ ὀφειλέτης), χρεωφειλέτης

εἰλαπίνη ἦε γάμος; ἐπεὶ οὐκ ἔρανος τάδε γ' ἐστίν

εἰλαπίνη:τό δεῖπνο, τό ἑορταστικό δεῖπνο, ἡ ἑορτή, τό συμπόσιο. Εἰλαπινάζω:εὐωχοῦμαι, συμποσιάζω, εἶμαι σύνδειπνος, ὁμοτράπεζος, Εἰλαπιναστής: ὁ σύνδειπνος, ὁ ὁμοτράπεζος

γάμος:ὁ γάμος καί ἡ γαμήλια τελετή. Ἐκ τοῦ γαμέω:λαμβάνω γυναῖκα ἤ ἄνδρα ὡς σύζυγο. Ὑπανδρεύομαι (ὑπό-ἀνδρός), νυμφεύομαι. Γαμετή-ἡ σύζυγος, Γαμέτης-ὁ σύζυγος, γαμήλευμα:ὁ γάμος, γαμήλιος, Γαμηλιών:ὁ ἕβδομος μήνας τοῦ Ἀττικοῦ ἔτους, κατά τόν ὁποῖον τελοῦνταν συνήθως οἱ γάμοι, γαμίζω:δίδω θυγατέρα σέ γάμο, ὁ γαμοκλόπος:ὁ μοιχός, ὁ γαμοστόλος:ἐκεῖνος πού προετοιμάζει τόν γάμο, γαμικός:ὁ κατάλληλος πρός γάμο

ἔρανος: δεῖπνο διά συνεισφορᾶς τῶν συμμετεχόντων, ἀποκαλούμενο καί δεῖπνο ἀπό συμβολῶν. Κάθε συνεισφορά, ἡ φιλοφροσύνη, ἡ ἐξυπηρέτηση. 2. ἑταιρεία ἀνθρώπων, σωματεῖο, λέσχη

ὥς τέ μοι ὑβρίζοντες ὑπερφιάλως δοκέουσι 

ὑβρίζοντες-ὑβρίζω: φέρομαι μέ αὐθάδεια, γίνομαι ἀκόλαστος, παρεκτρέπομαι, φέρομαι περιφρονητικά, συμπεριφέρομαι προσβλητικά, κακομεταχειρίζομαι, προσβάλλω, ὑβρίζω, ἐπιφέρω σημαντική βλάβη-ζημία σέ κάποιον, κακοποιῶ, ἐπιτίθεμαι

ὕβρις : αὐθάδης βία, προσβολή, αὐθάδεια, ἀλαζονεία, ἀκολασία, προπέτεια, ἀσέλγεια, λαγνεία, ἡ πράξη τῆς ὕβρεως, ὁ ἐκβιασμός, ἡ κακομεταχείριση, ἡ κάθε εἴδους σωματική κακοποίηση.
Ὕβρισμα, ὑβριστήρ-ὑβριστής, ὑβριστικός, ὕβριστος

ὑπερφίαλος:ὁ ὑπερέχων σέ δύναμη, ὁ αὐθάδης, ὁ θρασύς, ὁ ἀλαζόνας, ὁ ἀγέρωχος, ὁ ὑπερόπτης, ὁ ὑπερήφανος. Ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ :ὑπερφυής ἤ κατ'ἄλλους ἐκ τοῦ ὑπέρβιος -ὑπερβίαλος-ὑπερφίαλος

δοκέω: σκέπτομαι, ὑποθέτω, νομίζω, φαντάζομαι, θεωρῶ, μοῦ φαίνεται, ἐκτιμῶ, ἀποφασίζω .
Τά νομοθετήματα ἄρχιζαν συνήθως μέ τήν φράση: «ἔδοξε τῇ βουλῇ καί τῷ δήμῳ», ἀποφασίστηκε-θεσπίστηκε ἀπό τήν βουλή καί τόν δῆμο...
ἡ δοκή:ἡ γνώμη, τό ὅραμα, ἡ φαντασία
τό δόκημα: τό ὅραμα, ἡ φαντασία, ἡ γνώμη, ἡ προσδοκία
ἡ δόκησις:ἡ γνώμη, ἡ πίστη, ἡ δοξασία, ἡ ἰδέα, ἡ φαντασία, ἡ ὑποψία, καί ἡ καλή φήμη, ἡ δόξα
ὁ δοκησίσοφος: ὁ κατά φαντασίαν σοφός

δαίνυσθαι κατὰ δῶμα. νεμεσσήσαιτό κεν ἀνὴρ 

δαίνυμι-δαίνυμαι (μέση φωνή): διανέμω, μοιράζω, “κάνω τραπέζι”, δίδω γεῦμα ἤ συμπόσιο, εὐοχῶ, γευματίζω, συμποσιάζομαι
εἴδαμε σέ προηγούμενη ἑνότητα τήν λέξη:δαίς- τς δαιτός: μερίδιο κρέατος ἤ φαγητοῦ, φαγητό, συμπόσιο, εὐωχία

τό δῶμα: ἡ οἰκία, ἡ κατοικία, τό παλάτι, τό δωμάτιο, μέρος τῆς οἰκίας, ἡ αἴθουσα, καί ἡ οἰκογένεια.
Δέμω καί δωμάω: κτίζω, οἰκοδομῶ, κατασκευάζω
δόμος: ὀριζόντια σειρά λίθων ἤ πλίνθων σέ οἰκοδομή, σπίτι, οἰκία, δωμάτιο, ναός, διαμέρισμα ναοῦ
παράγωγα: ἰσόδομος, λιθόδομος, μεσόδομος, οἰκοδόμος, ὀπισθόδομος, πρόδομος, ἀγχίδομος (πλησίον τοῦ δόμου), ἀμφίδομος (γύρω ἀπό τόν δόμο), ἀνδρόδομος, θεόδομος, κρυψίδομος, λεπτόδομος, ναοδόμος, πηλόδομος, προσθόδομος, πυργοδόμος, τειχοδόμος, ὑψίδομος, φρουροδόμος, πολεοδόμος, τοιχοδόμος
δέμας :τό σῶμα, τό ἀνάστημα, τό ζωντανό σῶμα ἐν ἀντιθέσει μέ τό νεκρό ( τό πτῶμα ἀναφέρεται ὡς σῶμα)

νεμεσίζομαι: φοβοῦμαι, ὀργίζομαι, ἀγανακτῶ, εὐλαβοῦμαι κάποιον, εἶμαι δυσαρεστημένος κατά τινός, φιλονικῶ, ἐξερεθίζομαι, ἐκπλήττομαι, αἰσχύνομαι, ντρέπομαι, αἰσθάνομαι δέος (βλ. 13η ἑνότητα)

αἴσχεα πόλλ' ὁρόων, ὅς τις πινυτός γε μετέλθοι.» 

αἴσχεα (ὁμηρικός τῦπος τοῦ “αἴσχη”)-αἶσχος: αἰσχύνη, ντροπή, ὄνειδος, καί δυσμορφία, ἀσχήμια (σωματική καί πνευματική)
παράγωγα: αἰσχόω, αἰσχύνω, αἰσχύνη, αἰσχύνομαι, αἰσχρεόμυθος (ὁ ὁμιλῶν αἰσχρά), αἰσχρεόφημος (κακόφημος), αἰσχρήμων ( ἀναίσχυντος, ἀκόλαστος), αἰσχρόγελως ( ὁ αἰσχρῶς γελοῖος), αἰσχροδιδάκτης, αἰσχροεπέω (ὁμιλῶ αἰσχρῶς), αἰσχροεργέω-αἰσχρουργέω ( πράττω αἰσχρῶς), αἰσχροκέρδεια, αἰσχρολογέω, αἰσχρόμητις ( ἐκεῖνος πού καταστρώνει αἰσχρά σχέδια), αἰσχροπάθεια, αἰσχροπρεπής, αἰσχρός, αἰσχρότης,

ὁρόων-ὁράω-ὁρῶ:βλέπω ( βλ. 6η ἑνότητα)

πινυτός : σώφρων, συνετός, φρόνιμος, νοήμων. Πινυτή:ἡ φρόνηση, ἡ σύνεση, ὁ νοῦς. Πινυτόφρων:ὁ συνετά σκεπτόμενος, ὁ σοφός

μετέλθοι-μετέρχομαι: ἔρχομαι καί πάω μεταξύ ἄλλων, διέρχομαι διά μέσου, ἐπέρχομαι, μεταβαίνω,.......( βλ. 11η ἑνότητα)

τὴν δ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα
(ξαναείδαμε τήν φράση-17η ἑνότητα)

«ξεῖν', ἐπεὶ ἂρ δὴ ταῦτά μ' ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς, 

ἀνείρεαι -ἀνέρομαι-ἀνείρομαι:ἐρωτῶ, ἀνακρίνω

μεταλλᾷς-μεταλλάω:ζητῶ ἄλλα πράγματα, ἀναζητῶ, ἐρευνῶ ἐπιμελῶς, ἐξετάζω μέ προσοχή, ρωτῶ, ζητῶ νά μάθω, διεξάγω ἔρευνα. Ἀπό τήν λέξη αὐτή παράγονται καί οἱ λέξεις : μέταλλον : τό ἀναζητούμενο, τό ἀντικείμενο ἐρεύνης καί μεταλλεῖον:ὁ τόπος ἐρεύνης

μέλλεν μέν ποτε οἶκος ὅδ' ἀφνειὸς καὶ ἀμύμων 

μέλλεν-μέλλω:σκέπτομαι, ἔχω κατά νοῦ, σκοπεύω νά πράξω, προτίθεμαι, σχεδιάζω, εἶμαι προορισμένος ἀπό τήν Μοίρα νά πράξω τί..... Ἐπί συμπερασμάτων : εἶναι πιθανόν, φαίνεται βέβαιον. Μέλλει:τό μέλλον νά συμβεῖ, τό ἀποτέλεσμα, αὐτό πού πρόκειται νά συμβεῖ

ποτε : κάποτε, μιά φορά, κάποια ἐποχή, ἄλλοτε

οἶκος :  ὁ οἶκος, ἡ πατρίδα, κάθε τόπος διαμονῆς, ἡ οἰκογένεια, ἡ οἰκιακή περιουσία
οἰκέω: κατοικῶ, διαμένω, κατέχω, ἐξουσιάζω, καταλαμβάνω, ἐγκαθιστῶ κάποιον σέ κάποιο μέρος, ἐγκαθίσταμαι ὡς κάτοικος κάπου. Ἐπί πόλεων: κατοικοῦμαι, κεῖμαι εὑρίσκομαι, κυβερνῶμαι, διοικοῦμαι
παράγωγα: οἰκεῖος, οἴκαδε, οἴκοθεν, οἰκειακός, οἰκειότης, οἰκειόω (καθιστῶ κάποιον οἰκεῖο), οἰκείωσις ( οἰκειοποίηση, ἰδιοποίηση, σφετερισμός), οἰκετεία ( τό σύνολο τῶν οἰκετῶν, τῶν ὑπηρετῶν τοῦ οἴκου), οἰκέτης-οἰκεύς ( ὁ διαμένων στήν οἰκία καί ὁ δοῦλος), οἴκημα, οἰκητήρ, οἰκήτωρ, οἰκητήριον, οἰκητός (κατοικημένος), οἰκιακός, οἰκίδιον, οἰκίζω, οἴκισις, οἰκίσκος, οἰκιστής, οἰκογενής, οἰκοδεσποτέω, οἰκοδεσπότης, οἰκοδομέω, οἰκοδομή, οἰκοδόμημα, οἰκοδομικός, οἰκοδόμος, οἰκονομέω, οἰκονομία, οἰκόπεδον, οἰκοποιός, οἰκόσιτος, οἰκοτριβής, οἰκοτύραννος, οἰκουρέω ( φυλάττω τόν οἶκο), οἰκοφθορέω, οἰκοφύλαξ, οἰκοφθόρος

ἀφνειὸς :πλούσιος, εὔπορος, εὐκατάστατος, ἄφθονος. Ἄφενος:ὁ πλοῦτος, ἡ ἀφθονία

ἀμύμων ( α στερητικό +μῶμος=ψόγος):ὁ ἄμωμος, ὁ ἄψογος, ὁ ἔξοχος, ὁ λαμπρός

ἔμμεναι, ὄφρ' ἔτι κεῖνος ἀνὴρ ἐπιδήμιος ἦεν· 

ἐπιδήμιος : ὁ ἐπί τοῦ δήμου-ἐκεῖνος πού βρίσκεται στόν δῆμο/στήν πόλη, ὁ ἰθαγενής, ὁ ἐγχώριος, ὁ μόνιμος κάτοικος, ὁ διαμένων στήν πατρίδα. Πόλεμος ἐπιδήμιος: ἐμφύλιος πόλεμος (καί 16η ἑνότητα)
Ἐπιδημεύω: διαμένω στήν πόλη. Ἐπιδημία:ἡ διαμονή στήν πατρίδα, ἡ διαμονή σέ κάποιον τόπο. Ἐπίδημος:ὁ ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ, ὁ δημοφιλής

ἦεν: ἦταν


Παρατίθενται στήν συνέχεια ὅλοι οἱ στίχοι πού διδαχθήκαμε μέχρι τώρα γιά ἐπανάληψη καί κατανόηση...καί γιά τό καλοκαίρι

Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ 
γιά τόν ἄνδρα πές μου Μοῦσα τόν κοσμογυρισμένο, ὁ ὁποῖος πάρα πολύ

πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσε· 
περιπλανήθηκε, ἀφοῦ τῆς Τροίας τήν ἱερή πόλη ἐκπόρθησε

πολλῶν δ’ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω,
πολλῶν ἀνθρώπων εἶδε πόλεις καί τόν νοῦ γνώρισε

πολλὰ δ’ ὅ γ’ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν, 
πολλούς δέ αὐτός στό πέλαγος ὑπέφερε πόνους στήν ψυχή του

ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων. 
γιά νά βοηθήσει τήν ζωή καί τήν ἐπιστροφή τῶν συντρόφων.

ἀλλ' οὐδ' ὧς ἑτάρους ἐρρύσατο, ἱέμενός περ· 
ἀλλά καθόλου τούς συντρόφους δέν διέσωσε, ἄν καί τό ἐπιθυμοῦσε.

αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο, 
διότι ἀπό τίς δικές τους ἀτασθαλίες χάθηκαν

νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο 
οἱ ἀνόητοι, οἱ ὁποῖοι τά βόδια τοῦ Ὑπερίωνος Ἡλίου

ἤσθιον· αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ. 
κατέφαγαν ὅμως ἐκεῖνος τούς ἀφαίρεσε τῆς ἐπιστροφῆς τήν ἡμέρα.

τῶν ἁμόθεν γε, θεά, θύγατερ Διός, εἰπὲ καὶ ἡμῖν. 
Γι' αὐτά ἀπό κάπου ξεκίνα θεά, θυγατέρα τοῦ Διός, καί πές μας.

ἔνθ' ἄλλοι μὲν πάντες, ὅσοι φύγον αἰπὺν ὄλεθρον,
τότε λοιπόν οἱ ὑπόλοιποι, ὅσοι διέφυγαν τήν ὁλοσχερή καταστροφή

οἴκοι ἔσαν, πόλεμόν τε πεφευγότες ἠδὲ θάλασσαν· 
στά σπίτια πήγαιναν, ξεφεύγοντας ἀπό τόν πόλεμο καί τήν θάλασσα .

τὸν δ' οἶον, νόστου κεχρημένον ἠδὲ γυναικός, 
αὐτόν ὅμως μόνο, τῆς ἐπιστροφῆς ἔχοντας ἀνάγκη καί τῆς γυναικός,

νύμφη πότνι' ἔρυκε Καλυψώ, δῖα θεάων, 
ἡ σεβαστή νύμφη ἐμπόδιζε ἡ Καλυψώ, ἔξοχη ἐκ τῶν θεῶν,

ἐν σπέεσι γλαφυροῖσι, λιλαιομένη πόσιν εἶναι. 
σέ σπήλαια λαξευμένα, ποθώντας σύζυγός της νά εἶναι.

ἀλλ' ὅτε δὴ ἔτος ἦλθε περιπλομένων ἐνιαυτῶν, 
ἀλλά ὅταν ἐπῆλθε τό ἔτος, ἀφοῦ κύλησαν τά χρόνια,

τῷ οἱ ἐπεκλώσαντο θεοὶ οἶκόνδε νέεσθαι 
γι' αὐτόν ὅρισαν μοῖρα οἱ θεοί στόν οἶκο νά ἐπιστρέψει

εἰς Ἰθάκην, οὐδ' ἔνθα πεφυγμένος ἦεν ἀέθλων 
στήν Ἰθάκη, ἀλλά οὔτε κι ἐκεῖ ξέφυγε τῶν κόπων

καὶ μετὰ οἷσι φίλοισι· θεοὶ δ' ἐλέαιρον ἅπαντες 
κι ἄς ἦταν μέ τούς ἀγαπημένους του οἱ θεοί τόν λυπόταν ὅλοι

νόσφι Ποσειδάωνος· ὁ δ' ἀσπερχὲς μενέαινεν  
ἐκτός ἀπό τόν Ποσειδῶνα . ἐκεῖνος ἀσταμάτητα ὀργίζονταν

ἀντιθέῳ Ὀδυσῆϊ πάρος ἣν γαῖαν ἱκέσθαι. 
μέ τόν ἰσόθεο Ὀδυσσέα πρίν στήν γῆ του φθάσει.

ἀλλ' ὁ μὲν Αἰθίοπας μετεκίαθε τηλόθ' ἐόντας,
ἀλλά αὐτός (ὁ Ποσειδών) στούς Αἰθίοπες πήγαινε πού βρίσκονται μακριά,

Αἰθίοπας, τοὶ διχθὰ δεδαίαται, ἔσχατοι ἀνδρῶν, 
στούς Αἰθίοπες, οἱ ὁποῖοι στά δύο εἶναι χωρισμένοι, ἔσχατοι τῶν ἀνθρώπων,

οἱ μὲν δυσομένου Ὑπερίονος, οἱ δ' ἀνιόντος, 
οἱ μέν κατά τήν δύση τοῦ Ὑπερίωνος, οἱ δέ κατά τήν Ἀνατολή,

ἀντιόων ταύρων τε καὶ ἀρνειῶν ἑκατόμβης. 
γιά νά συναντήσει (νά παρευρεθεῖ σέ) ταύρων καί προβάτων ἑκατόμβη.

ἔνθ' ὅ γε τέρπετο δαιτὶ παρήμενος· οἱ δὲ δὴ ἄλλοι
ἐκεῖ λοιπόν αὐτός τέρπονταν σέ γεῦμα παρευρισκόμενος . ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι

Ζηνὸς ἐνὶ μεγάροισιν Ὀλυμπίου ἁθρόοι ἦσαν. 
στοῦ Διός τά μέγαρα τοῦ Ὀλυμπίου ὁμαδικά πήγαιναν.

τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε· 
σ' αὐτούς μέ λόγους ἄρχισε ὁ πατέρας τῶν ἀνθρώπων καί τῶν θεῶν .

μνήσατο γὰρ κατὰ θυμὸν ἀμύμονος Αἰγίσθοιο, 
διότι θυμήθηκε μέσα ἀπό τήν ψυχή του τόν σεβάσμιο Αἴγισθο,

τόν ῥ' Ἀγαμεμνονίδης τηλεκλυτὸς ἔκταν' Ὀρέστης·
τόν ὁποῖο ὁ Ἀγαμεμνονίδης ὁ ξακουστός σκότωσε Ὀρέστης .

τοῦ ὅ γ' ἐπιμνησθεὶς ἔπε' ἀθανάτοισι μετηύδα·
ἐκεῖνον αὐτός θυμίζοντας μέ λόγια στούς ἀθανάτους μίλησε .

«ὢ πόποι, οἷον δή νυ θεοὺς βροτοὶ αἰτιόωνται. 
Ἀλλοίμονο, μέ ποιόν τρόπο οἱ θνητοί κατηγοροῦν τούς θεούς.

ἐξ ἡμέων γάρ φασι κάκ' ἔμμεναι· οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ 
καθώς λένε ὅτι ἀπό ἐμᾶς ὑπάρχουν οἱ δυστυχίες . ἐνῶ κι αὐτοί οἱ ἴδιοι

σφῇσιν ἀτασθαλίῃσιν ὑπὲρ μόρον ἄλγε' ἔχουσιν, 
ἀπό τίς ἀτασθαλίες τους ὑπερβαίνοντας τήν μοῖρα, ὑποφέρουν λύπες,

ὡς καὶ νῦν Αἴγισθος ὑπὲρ μόρον Ἀτρεΐδαο 
ἔτσι καί τώρα ὁ Αἴγισθος, ὑπερβαίνοντας τήν μοῖρα, τοῦ Ἀτρείδη

γῆμ' ἄλοχον μνηστήν, τὸν δ' ἔκτανε νοστήσαντα, 
παντρεύτηκε τήν σύζυγο, καί τόν σκότωσε ὅταν ἐπέστρεψε

εἰδὼς αἰπὺν ὄλεθρον, ἐπεὶ πρό οἱ εἴπομεν ἡμεῖς, 
γνωρίζοντας τόν φοβερό ὅλεθρο, διότι σ' ἐκεῖνον προείπαμε ἐμεῖς

Ἑρμείαν πέμψαντες,
εὔσκοπον Ἀργειφόντην, 
τόν Ἑρμῆ στέλνοντας, τόν ἄγρυπνο Ἀργειφόντη,

μήτ' αὐτὸν κτείνειν μήτε μνάασθαι ἄκοιτιν· 
οὔτε ἐκεῖνον νά σκοτώσει, οὔτε τήν σύζυγό του νά ποθήσει .

ἐκ γὰρ Ὀρέσταο τίσις ἔσσεται Ἀτρεΐδαο,
διότι ἀπό τόν Ὀρέστη ἡ τιμωρία θά ἔλθει τοῦ  Ἀτρείδη,

ὁππότ' ἂν ἡβήσῃ τε καὶ ἧς ἱμείρεται αἴης. 
ὅταν κάποτε φθάσει στήν ἑφηβεία καί τήν γῆ του ποθήσει.

ὣς ἔφαθ' Ἑρμείας, ἀλλ' οὐ φρένας Αἰγίσθοιο 
ἔτσι τοῦ μίλησε ὁ Ἑρμῆς, ἀλλά το μυαλό τοῦ Αἰγίσθου

πεῖθ' ἀγαθὰ φρονέων· νῦν δ' ἁθρόα πάντ' ἀπέτεισε.»
 
δἐν ἔπειθε κι ἄς ἦταν φρόνιμος . τώρα ὅλα μαζί τα πλήρωσε”

τὸν δ' ἠμείβετ' ἔπειτα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη· 
σ' αὐτόν ἀπάντησε ἔπειτα ἡ θεά γλαυκῶπις Ἀθηνᾶ.

«ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη, ὕπατε κρειόντων, 
“ πατέρα μας Κρονίδη, ὑπέρτατε τῶν ἰσχυρῶν,

καὶ λίην κεῖνός γε ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ, 
ἐκεῖνος μάλιστα ὅπως τοῦ ἁρμόζει κείτεται νεκρός,

ὡς ἀπόλοιτο καὶ ἄλλος ὅτις τοιαῦτά γε ῥέζοι. 
κι ἔτσι ἄς χαθεῖ κι ὅποιος ἄλλος τέτοια πράττει.

ἀλλά μοι ἀμφ' Ὀδυσῆϊ δαΐφρονι δαίεται ἦτορ, 
ἀλλά σ' ἐμένα γιά τόν συνετό Όδυσσέα  καίγεται ἡ καρδιά

δυσμόρῳ, ὃς δὴ δηθὰ φίλων ἄπο πήματα πάσχει 
τόν δύσμοιρο, ὁ ὁποῖος μακριά τῶν ἀγαπημένων ὑποφέρει παθήματα

νήσῳ ἐν ἀμφιρύτῃ, ὅθι τ' ὀμφαλός ἐστι θαλάσσης,
σέ νῆσο περιρρεομένη, ἐκεῖ πού βρίσκεται ὁ ὀμφαλός τῆς θαλάσσης,

νῆσος δενδρήεσσα, θεὰ δ' ἐν δώματα ναίει, 
νῆσος δασώδης, καί θεά σέ παλάτια κατοικεῖ,

Ἄτλαντος θυγάτηρ ὀλοόφρονος, ὅς τε θαλάσσης 
τοῦ ὁλεθρίου Ἄτλαντος θυγατέρα, ὁ  ὁποῖος τῆς θαλάσσης

πάσης βένθεα οἶδεν, ἔχει δέ τε κίονας αὐτὸς 
ὅλης τά βάθη γνωρίζει, καί κατέχει κίονες ὁ ἴδιος

μακράς, αἳ γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχουσι. 
μακρούς, οἱ ὁποῖοι τήν γῆ καί τόν οὐρανό συγκρατοῦν χωριστά.

τοῦ θυγάτηρ δύστηνον ὀδυρόμενον κατερύκει, 
ἐκείνου ἡ θυγατέρα τόν δυστυχή ὁδυρόμενο κατεμποδίζει

αἰεὶ δὲ μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι 
συνεχῶς μέ τρυφερά καί ἑλκυστικά λόγια

θέλγει, ὅπως Ἰθάκης ἐπιλήσεται· αὐτὰρ Ὀδυσσεύς, 
τόν σαγηνεύει, γιά νά λησμονήσει τήν Ἰθάκη . ὅμως ὁ Ὀδυσσέας

ἱέμενος καὶ καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι 
ἐπιθυμεῖ ἀκόμη καί καπνό πού ἀνυψώνεται νά διακρίνει

ἧς γαίης, θανέειν ἱμείρεται. οὐδέ νυ σοί περ 
τῆς πατρίδας του, ποθώντας νά πεθάνει. Ἀλλά τώρα καθόλου

ἐντρέπεται φίλον ἦτορ, Ὀλύμπιε; οὔ νύ τ' Ὀδυσσεὺς
δέν ντρέπεται ἡ καρδιά σου Ὀλύμπιε; δέν εἶναι ὁ Ὀδυσσέας

Ἀργείων παρὰ νηυσὶ χαρίζετο ἱερὰ ῥέζων 
πού στῶν Ἀργείων δίπλα τά πλοῖα σέ εὐχαριστοῦσε ἐκτελώντας ἱεροτελεστίες

Τροίῃ ἐν εὐρείῃ; τί νύ οἱ τόσον ὠδύσαο, Ζεῦ;» 
στήν εὐρεία Τροία; γιατί τώρα μ' αὐτόν τόσο ἔχεις ὀργισθεῖ Ζεῦ;”

τὴν δ' ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·
σ' ἐκείνη ἀπαντώντας μίλησε ὁ νεφεληγερέτης Ζεύς .

«τέκνον ἐμόν, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων.
“ παιδί μου, ποιός λόγος σοῦ ξέφυγε ἀπό τό φράγμα τῶν δοντιῶν;

πῶς ἂν ἔπειτ' Ὀδυσῆος ἐγὼ θείοιο λαθοίμην,
πῶς θά μποροῦσα ἐγώ μετά ἀπ' αὐτά τόν θεϊκό Ὀδυσσέα νά λησμονήσω;

ὃς περὶ μὲν νόον ἐστὶ βροτῶν, περὶ δ' ἱρὰ θεοῖσιν
ὁ ὁποῖος ὑπερέχει τῶν ἄλλων θνητῶν στήν νόηση, ἐνῶ καί περίσσεια ἱερά στούς θεούς

ἀθανάτοισιν ἔδωκε, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν;
τούς ἀθανάτους πρόσφερε, πού τόν εὐρύ οὐρανό κατέχουν;

ἀλλὰ Ποσειδάων γαιήοχος ἀσκελὲς αἰὲν
ὅμως ὁ Ποσειδών ὁ γαιήοχος ἐπιμόνως πάντα

Κύκλωπος κεχόλωται, ὃν ὀφθαλμοῦ ἀλάωσεν,
γιά τόν Κύκλωπα  ἐξοργίζονταν πού τό μάτι του τύφλωσε,

ἀντίθεον Πολύφημον, ὅ του κράτος ἐστὶ μέγιστον
τόν ἰσόθεο Πολύφημο, αὐτόν πού διαθέτει τήν μεγίστη δύναμη

πᾶσιν Κυκλώπεσσι· Θόωσα δέ μιν τέκε νύμφη,
σέ ὅλους τούς Κύκλωπες .  ἡ Θόωσα τόν γέννησε ἡ νύμφη,

Φόρκυνος θυγάτηρ, ἁλὸς ἀτρυγέτοιο μέδοντος,
τοῦ Φόρκυνος ἡ θυγατέρα, τῆς ἀκαταπονήτου θαλάσσης κυβερνήτης

ἐν σπέεσι γλαφυροῖσι Ποσειδάωνι μιγεῖσα.
σέ σπήλαια λαξευμένα, σμίγοντας μέ τόν Ποσειδῶνα.

ἐκ τοῦ δὴ Ὀδυσῆα Ποσειδάων ἐνοσίχθων
γι' αὐτό λοιπόν τόν Ὀδυσσέα ὁ ἐνοσίχθων Ποσειδώνας

οὔ τι κατακτείνει, πλάζει δ' ἀπὸ πατρίδος αἴης. 
δέν σκοτώνει, ἀλλά τόν περιπλανᾶ μακριά ἀπό τήν πατρική του γῆ.

ἀλλ' ἄγεθ' ἡμεῖς οἵδε περιφραζώμεθα πάντες 
ἀλλά ἐλᾶτε τώρα ἐμεῖς γι' αὐτόν νά σκεφθοῦμε ὅλοι,

νόστον, ὅπως ἔλθῃσι· Ποσειδάων δὲ μεθήσει 
γιά τήν ἐπιστροφή του καί πῶς θά γυρίσει . κι ὁ Ποσειδώνας ἄς ἀφήσει

ὃν χόλον· οὐ μὲν γάρ τι δυνήσεται ἀντία πάντων 
τήν ὀργή του . διότι δέν μπορεῖ ἐνάντια ὅλων

ἀθανάτων ἀέκητι θεῶν ἐριδαινέμεν οἶος.»
τῶν ἀθανάτων καί χωρίς τήν θέληση τῶν θεῶν νά ἐρίζει μόνος του.”

τὸν δ' ἠμείβετ' ἔπειτα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη· 
 
σ' αὐτόν ἀπάντησε ἔπειτα ἡ θεά γλαυκῶπις Ἀθηνᾶ

«ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη, ὕπατε κρειόντων, 
“ὦ, πατέρα μου Κρονίδη, ὑπέρτατε τῶν ἰσχυρῶν

εἰ μὲν δὴ νῦν τοῦτο φίλον μακάρεσσι θεοῖσι, 
ἐάν αὐτό τώρα εἶναι ἐπιθυμητό στούς εὐδαίμονες θεούς

νοστῆσαι Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε δόμονδε, 
νά ἐπιστρέψει ὁ πολυμήχανος Ὀδυσσέας στό σπίτι του,

Ἑρμείαν μὲν ἔπειτα, διάκτορον Ἀργειφόντην, 
τόν Ἑρμῆ τότε, τόν διάκτορα Ἀργειφόντη,

νῆσον ἐς Ὠγυγίην ὀτρύνομεν, ὄφρα τάχιστα 
στήν νῆσο Ὠγυγία νά παροτρύνουμε, ὥστε τάχιστα

νύμφῃ εὐπλοκάμῳ εἴπῃ νημερτέα βουλήν, 
στήν  νύμφη μέ τούς ὡραίους πλοκάμους νά μεταφέρει (νά πεῖ) ἀληθινή ἀπόφαση

νόστον Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος, ὥς κε νέηται. 
γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ ὑπομονετικοῦ Ὀδυσσέα, καί πῶς θά γυρίσει πίσω. 

αὐτὰρ ἐγὼν Ἰθάκηνδε ἐλεύσομαι, ὄφρα οἱ υἱὸν 
ἔπειτα ἐγώ στήν Ἰθάκη θά πάω, ὥστε τόν υἱό του

μᾶλλον ἐποτρύνω καί οἱ μένος ἐν φρεσὶ θείω, 
πολύ νά ἐνθαρρύνω καί ἐπιθυμία στήν σκέψη του νά θέσω,

εἰς ἀγορὴν καλέσαντα κάρη κομόωντας Ἀχαιοὺς 
σέ συνέλευση νά προσκαλέσει τούς Ἀχαιούς μέ τίς φροντισμένες κόμες

πᾶσι μνηστήρεσσιν ἀπειπέμεν, οἵ τέ οἱ αἰεὶ 
καί σέ ὅλους τούς μνηστῆρες νά μιλήσει, οἱ ὁποῖοι συνεχῶς

μῆλ' ἁδινὰ σφάζουσι καὶ εἰλίποδας ἕλικας βοῦς. 
πρόβατα παχειά σφάζουν καί στρεπτόποδα ἑλικοειδῆ βόδια.

πέμψω δ' ἐς Σπάρτην τε καὶ ἐς Πύλον ἠμαθόεντα 
Θά τόν στείλω δέ στήν Σπάρτη καί στήν ἀμμώδη Πύλο

νόστον πευσόμενον πατρὸς φίλου, ἤν που ἀκούσῃ, 
νά πληροφορηθεῖ γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ ἀγαπημένου του πατέρα, ἐάν κάπου ἀκούσει,

ἠδ' ἵνα μιν κλέος ἐσθλὸν ἐν ἀνθρώποισιν ἔχῃσιν.» 

ὥστε γι' αὐτόν φήμη καλή, μεταξύ τῶν ἀνθρώπων νά ἀποκτήσει.

ὣς εἰποῦσ' ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα, 
ἔτσι λέγοντας, ὑπέδεσε στά πόδια ὡραῖα πέδιλα

ἀμβρόσια χρύσεια, τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ' ὑγρὴν 
θεϊκά χρυσά, τά ὁποῖα ἔφερε καί ἐπί τῆς ὑγρῆς

ἠδ' ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν ἅμα πνοιῇσ' ἀνέμοιο. 
καί ἐπί τῆς ἀπεράντου γῆς μαζί μέ τίς πνοές τοῦ ἀνέμου.

εἵλετο δ' ἄλκιμον ἔγχος, ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ, 
ἅρπαξε δέ τό μάχιμο δόρυ, μέ τήν ὀξεία χάλκινη αἰχμή

βριθὺ μέγα στιβαρόν, τῷ δάμνησι στίχας ἀνδρῶν
τό βαρύ, μεγάλο καί στιβαρό, πού μ' αὐτό δαμάζει τίς παρατάξεις τῶν ἀνδρῶν

ἡρώων, τοῖσίν τε κοτέσσεται ὀβριμοπάτρη, 
ἡρώων, αὐτές  μέ τίς ὁποῖες ὀργίζεται ἡ ὀβριμοπάτρις,

βῆ δὲ κατ' Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα, 
ἔβη δέ ἀπό τοῦ Ὀλύμπου τίς κορυφές ὁρμώντας

στῆ δ' Ἰθάκης ἐνὶ δήμῳ ἐπὶ προθύροισ' Ὀδυσῆος, 
καί στάθηκε στόν δῆμο τῆς Ἰθάκης στά πρόθυρα τοῦ Ὀδυσσέως,

οὐδοῦ ἐπ' αὐλείου· παλάμῃ δ' ἔχε χάλκεον ἔγχος, 
στό κατώφλι τῆς αὐλῆς . στήν παλάμη κρατοῦσε τό χάλκινο ἔγχος,

εἰδομένη ξείνῳ, Ταφίων ἡγήτορι, Μέντῃ.
μοιάζοντας μέ  ξένο, τόν ἡγεμόνα τῶν Ταφίων, τόν Μέντη.
εὗρε δ' ἄρα μνηστῆρας ἀγήνορας· οἱ μὲν ἔπειτα 
Βρῆκε λοιπόν τούς αὐθάδεις μνηστῆρες . ἐκεῖνοι τότε

πεσσοῖσι προπάροιθε θυράων θυμὸν ἔτερπον, 
μέ πεσσούς μπροστά ἀπό τίς θύρες ἔτερπαν τήν ψυχή τους

ἥμενοι ἐν ῥινοῖσι βοῶν, οὓς ἔκτανον αὐτοί. 
καθισμένοι σέ δέρματα βοδιῶν, τά ὁποῖα σκότωσαν οἱ ἴδιοι.

κήρυκες δ' αὐτοῖσι καὶ ὀτρηροὶ θεράποντες 
κήρυκες σ' αὐτούς καί πρόθυμοι ὑπηρέτες

οἱ μὲν ἄρ' οἶνον ἔμισγον ἐνὶ κρητῆρσι καὶ ὕδωρ,
ἄλλοι μέν οἶνο ἀνακάτευαν στούς κρατῆρες καί νερό,

οἱ δ' αὖτε σπόγγοισι πολυτρήτοισι τραπέζας 
κι ἄλλοι πάλι μέ σπόγγους πολυτρήτους τά τραπέζια

νίζον καὶ πρότιθεν, τοὶ δὲ κρέα πολλὰ δατεῦντο. 
ἔπλεναν καί ἔθεταν μπροστά, κι ἐκεῖνοι κρέατα πολλά μοίραζαν.

τὴν δὲ πολὺ πρῶτος ἴδε Τηλέμαχος θεοειδής·
ἐκείνη πρίν ἀπ' ὅλους εἶδε ὁ Τηλέμαχος ὁ θεοειδής.

ἧστο γὰρ ἐν μνηστῆρσι φίλον τετιημένος ἦτορ,
καθώς καθόταν ἀνάμεσα στούς μνηστῆρες μέ θλιμμένη καρδιά

ὀσσόμενος πατέρ' ἐσθλὸν ἐνὶ φρεσίν, εἴ ποθεν ἐλθὼν
καί φανταζόταν τόν πατέρα του τόν γενναῖο μέ τόν νοῦ του, ἐάν ἀπό κάπου ἐρχόταν

μνηστήρων τῶν μὲν σκέδασιν κατὰ δώματα θείη,
τούς μνηστῆρες νά διασκορπίσει ἀπό τά δώματα τρέχοντας,

τιμὴν δ' αὐτὸς ἔχοι καὶ κτήμασιν οἷσιν ἀνάσσοι.
ὥστε τιμή ὁ ἴδιος νά ἀποκτήσει καί στά ὑπάρχοντά του νά κυβερνᾶ.

τὰ φρονέων μνηστῆρσι μεθήμενος εἴσιδ' Ἀθήνην,
αὐτά σκεφτόταν καθισμένος μέ τούς μνηστῆρες ὅταν παρατήρησε τήν Ἀθηνᾶ

βῆ δ' ἰθὺς προθύροιο, νεμεσσήθη δ' ἐνὶ θυμῷ
καί πῆγε ἀμέσως στό πρόθυρο, θυμωμένος μέ τόν ἐαυτό του

ξεῖνον δηθὰ θύρῃσιν ἐφεστάμεν· ἐγγύθι δὲ στὰς
πού ὁ ξένος γιά ὥρα στίς θύρες στεκόταν . κι ἀπό κοντά στεκόμενος

χεῖρ' ἕλε δεξιτερὴν καὶ ἐδέξατο χάλκεον ἔγχος,
τό χέρι του ἔπιασε μέ τό δεξί καί τοῦ πῆρε καί τό χάλκινο δόρυ

καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
καί σ' αὐτόν, μιλώντας μέ λόγια φτερωτά, ἀπευθύνθηκε .

«χαῖρε, ξεῖνε, παρ' ἄμμι φιλήσεαι· αὐτὰρ ἔπειτα
“χαῖρε ξένε, σ' ἐμᾶς εἶσαι εὐπρόσδεκτος  . κι ἀμέσως μετά,

δείπνου πασσάμενος μυθήσεαι ὅττεό σε χρή.»
ἀφοῦ τελειώσεις τό δεῖπνο σου, θά μᾶς μιλήσεις γι' αὐτό τό ὁποῖο ἔχεις ἀνάγκη.”

ὣς εἰπὼν ἡγεῖθ', ἡ δ' ἕσπετο Παλλὰς Ἀθήνη.
ἔτσι μίλησε καί προχώρησε μπροστά, κι ἀκολούθησε ἡ Παλλάς Ἀθηνᾶ.

οἱ δ' ὅτε δή ῥ' ἔντοσθεν ἔσαν δόμου ὑψηλοῖο,
ἐκεῖνοι λοιπόν, ὅταν ἦταν μέσα στήν ὑψηλή αἴθουσα

ἔγχος μέν ῥ' ἔστησε φέρων πρὸς κίονα μακρὴν
τό δόρυ τοποθέτησε μεταφέροντάς το σέ ψηλό κίονα

δουροδόκης ἔντοσθεν ἐϋξόου, ἔνθα περ ἄλλα
μέσα σέ θήκη δοράτων ὡραῖα σκαλισμένη, ἐκεῖ πού καί τά ὑπόλοιπα

ἔγχε' Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἵστατο πολλά,
πολλά δόρατα τοῦ καρτερικοῦ Ὀδυσσέα βρίσκονταν,

αὐτὴν δ' ἐς θρόνον εἷσεν ἄγων, ὑπὸ λῖτα πετάσσας,
αὐτήν δέ σέ θρόνο νά καθίσει ὁδήγησε, στρώνοντας ἀπό κάτω ὕφασμα μαλακό,

καλὸν δαιδάλεον· ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν.
ὡραῖο περίτεχνο .  καί κάτω ἀπό τά πόδια ἦταν ὑποπόδιο.

πὰρ δ' αὐτὸς κλισμὸν θέτο ποικίλον, ἔκτοθεν ἄλλων 
δίπλα ὁ ἴδιος ἀνάκλιντρο τοποθέτησε περίτεχνο, ἔξω ἀπό τούς ὑπολοίπους

μνηστήρων, μὴ ξεῖνος ἀνιηθεὶς ὀρυμαγδῷ 
μνηστῆρες, μήν δυσαρεστηθεῖ ὁ ξένος ἀπό τήν ὀχλαγωγία

δείπνῳ ἀηδήσειεν, ὑπερφιάλοισι μετελθών, 
καί τό δεῖπνο ἀηδιάσει, ἐρχόμενος μεταξύ τῶν ἀλαζόνων,

ἠδ' ἵνα μιν περὶ πατρὸς ἀποιχομένοιο ἔροιτο. 
ἀλλά καί γιά τόν πατέρα του πού ἀπουσιάζει νά ρωτήσει.

χέρνιβα δ' ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα 
Νερό γιά τά χέρια ἡ ὑπηρέτρια μέ προχόη πού κρατοῦσε ἔχυνε

καλῇ χρυσείῃ, ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος, 
ὡραῖα χρυσή, πάνω ἀπό ἀργυρό λέβητα,

νίψασθαι· παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν. 
γιά νά νιφθοῦν . καί δίπλα σκαλιστό ἅπλωσε τραπέζι.

σῖτον δ' αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα, 
ψωμί ἡ σεβάσμια ταμίας ἔφερε καί παρέθεσε

εἴδατα πόλλ' ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων· 
καί τρόφιμα πολλά ἔβαλε ἐπάνω, γιά νά εὐχαριστήσει τούς παρευρισκομένους.

δαιτρὸς δὲ κρειῶν πίνακας παρέθηκεν ἀείρας 
ὁ διανομέας κρεάτων πινάκια παρέθεσε σηκώνοντάς τα ψηλά

παντοίων, παρὰ δέ σφι τίθει χρύσεια κύπελλα, 
ὅλων τῶν εἰδῶν, καί δίπλα τους τοποθέτησε χρυσά κύπελλα,

κῆρυξ δ' αὐτοῖσιν θάμ' ἐπῴχετο οἰνοχοεύων. 
ἐνῶ κήρυκας σ'αὐτούς συχνά πηγαινοέρχονταν κερνώντας οἶνο.

Ἐς δ' ἦλθον μνηστῆρες ἀγήνορες. Οἱ μέν ἔπειτα
Καί εἰσῆλθαν οἱ αὐθάδεις μνηστῆρες. Αὐτοί ἔπειτα

ἑξείης ἕζοντο κατά κλισμούς τε θρόνους τε
στήν σειρά κάθισαν σέ ἀνάκλιντρα καί θρόνους

τοῖσι δέ κήρυκες μέν ὕδωρ ἐπί χεῖρας ἔχευαν,
καί σ' αὐτούς κήρυκες μέν νερό ἐπάνω στά χέρια τους ἔχυναν,

σῖτον δέ δμωαί παρενήνεον ἐν κανέοισι,
τρόφιμα δέ οἱ δοῦλες σώρευαν στά κάνιστρα,

κοῦροι δέ κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο.
ἐνῶ κοῦροι, κρατῆρες γέμιζαν μέχρι τήν στεφάνη μέ ποτό.

Οἱ δ' ἐπ'ὀνείαθ' ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον .
Ἐκεῖνοι ἔπειτα στά ἕτοιμα φαγητά πού βρίσκονταν μπροστά τους τά χέρια ἔριχναν .

αὐτάρ ἐπεί πόσιος καί ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο
ἔπειτα ἀφοῦ μέ ποτό καί φαγητό χόρτασαν

μνηστῆρες, τοῖσιν μέν ἐνί φρεσίν ἄλλα μεμήλει,
οἱ μνηστῆρες, ἡ ψυχή τους γιά ἄλλα νοιάζονταν,

μολπή τ' ὀρχηστύς τε . τά γάρ τ' ἀναθήματα δαιτός.
γιά μουσική καί χορό . διότι αὐτά εἶναι τά στολίσματα τοῦ φαγητοῦ.

Κῆρυξ δ' ἐν χερσίν κίθαριν περικαλλέα θῆκε
Κήρυκας δέ στά χέρια κίθαριν περίτεχνη ἔθεσε

Φημίῳ, ὅς ῥ' ἤειδε παρά μνηστῆρσιν ἀνάγκῃ.
τοῦ Φημίου, ὁ ὁποῖος τραγουδοῦσε δίπλα στούς μνηστῆρες ἀναγκαστικά.

Ἦ τοι ὁ φορμίζων ἀνεβάλλετο καλόν ἀείδειν,
Ἀλήθεια λοιπόν ἐκεῖνος  φορμίζοντας ἄρχισε ὡραῖα νά τραγουδᾶ,

αὐτάρ Τηλέμαχος προσέφη γλαυκῶπιν Ἀθήνην,
κι ὕστερα ὁ Τηλέμαχος μίλησε στήν γλαυκώπιδα Ἀθηνᾶ,

ἄγχι σχών κεφαλήν, ἵνα μή πευθοίαθ' οἱ ἄλλοι .
κοντά φέρνοντας τήν κεφαλή, γιά νά μήν ἀκούσουν οἱ ἄλλοι .

«ξεῖνε φίλ', ἦ καί μοι νεμεσήσεαι ὅττι κεν εἴπω; 
ξένε φίλε, ἀλήθεια θά σέ δυσαρεστοῦσα ὅ,τι κι ἄν σοῦ ἔλεγα;

τούτοισιν μὲν ταῦτα μέλει, κίθαρις καὶ ἀοιδή, 
σέ τούτους ἐδῶ αὐτά ἐνδιαφέρουν, ἡ κιθάρα καί τό τραγούδι,

ῥεῖ', ἐπεὶ ἀλλότριον βίοτον νήποινον ἔδουσιν,
τά εὔκολα, καθώς ξένη περιουσία χωρίς τιμωρία τρῶνε,

ἀνέρος, οὗ δή που λεύκ' ὀστέα πύθεται ὄμβρῳ 
ἀνδρός, τοῦ ὁποίου κάπου τά λευκά ὀστά σαπίζουν ἀπό τήν βροχή

κείμεν' ἐπ' ἠπείρου, ἢ εἰν ἁλὶ κῦμα κυλίνδει. 
ξαπλωμένα στήν γῆ ἤ στήν θάλασσα τό κῦμα τά κυλάει.

εἰ κεῖνόν γ' Ἰθάκηνδε ἰδοίατο νοστήσαντα, 
Ἄν ἐκεῖνον στήν Ἰθάκη ἔβλεπαν νά ἐπιστρέφει

πάντες κ' ἀρησαίατ' ἐλαφρότεροι πόδας εἶναι 
ὅλοι θά εὔχονταν νά ἦταν ἐλαφρύτεροι στά πόδια

ἢ ἀφνειότεροι χρυσοῖό τε ἐσθῆτός τε. 
παρά πλουσιότεροι σέ χρυσό καί ἐνδύματα.

νῦν δ' ὁ μὲν ὣς ἀπόλωλε κακὸν μόρον, οὐδέ τις ἥμιν 
ἀλλά τώρα ἐκεῖνος ἔτσι χάθηκε ἀπό κακή μοῖρα, καί καμμία σ' ἐμᾶς

θαλπωρή, εἴ πέρ τις ἐπιχθονίων ἀνθρώπων 
θαλπωρή, ἀκόμη κι ἄν κάποιος ἐκ τῶν θνητῶν ἀνθρώπων

φῇσιν ἐλεύσεσθαι· τοῦ δ' ὤλετο νόστιμον ἦμαρ. 
πεῖ ὅτι θά ἐπιστρέψει . διότι χάθηκε ἡ ἡμέρα τῆς ἐπιστροφῆς του.

ἀλλ' ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον· 
ἀλλά ἔλα τώρα αὐτό πές μου κι ἀληθινά μίλα μου .

τίς πόθεν εἰς ἀνδρῶν; πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες;
ποιός ἄνδρας κι ἀπό ποῦ εἶσαι; ἀπό ποῦ εἶναι ἡ πόλη σου καί ποιοί οἱ γονεῖς σου;

ὁπποίης τ' ἐπὶ νηὸς ἀφίκεο; πῶς δέ σε ναῦται 
μέ ποιό πλοῖο ἔχεις φθάσει; πῶς οἱ ναῦτες σου

ἤγαγον εἰς Ἰθάκην; τίνες ἔμμεναι εὐχετόωντο; 
σέ ὁδήγησαν στήν Ἰθάκη; ποιοί ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι;

οὐ μὲν γάρ τί σε πεζὸν ὀΐομαι ἐνθάδ' ἱκέσθαι. 
διότι πεζός δέν νομίζω νά ἔχεις φθάσει μέχρι ἐδῶ.

καί μοι τοῦτ' ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ' εὖ εἰδῶ, 
καί σ' ἐμένα γι'αὐτά νά μοῦ διηγηθεῖς τήν ἀλήθεια γιά νά γνωρίσω καλά

ἠὲ νέον μεθέπεις, ἦ καὶ πατρώϊός ἐσσι 
ἐάν πρώτη φορά μᾶς ἐπισκέπτεσαι, ἤ ἐάν εἶσαι πατρογονικός

ξεῖνος, ἐπεὶ πολλοὶ ἴσαν ἀνέρες ἡμέτερον δῶ 
ξένος, καθώς πολλοί ἦρθαν ἄνδρες στόν οἶκο μας

ἄλλοι, ἐπεὶ καὶ κεῖνος ἐπίστροφος ἦν ἀνθρώπων.» 
ἄλλοι, κι ἐπειδή κι ἐκεῖνος συναναστρέφονταν μέ πολλούς ἀνθρώπους.”

τὸν δ' αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη· 
σ' αὐτόν πάλι ἀπάντησε ἡ θεά γλαυκῶπις Ἀθηνᾶ .

«τοιγὰρ ἐγώ τοι ταῦτα μάλ' ἀτρεκέως ἀγορεύσω. 
 βέβαια ἐγώ σ' ἐσένα γι' αὐτά ἐπ' ἀκριβῶς θά μιλήσω.

Μέντης Ἀγχιάλοιο δαΐφρονος εὔχομαι εἶναι 
ὁ Μέντης τοῦ Ἀγχιάλου τοῦ σοφοῦ ἰσχυρίζομαι πώς εἶμαι

υἱός, ἀτὰρ Ταφίοισι φιληρέτμοισιν ἀνάσσω. 
υἱός, γι' αὐτό στούς Ταφίους πού ἀγαποῦν τά κουπιά κυβερνῶ.

νῦν δ' ὧδε ξὺν νηῒ κατήλυθον ἠδ' ἑτάροισι, 
τώρα ἐδῶ μαζί μέ τό πλοῖο κατέφθασα καί τούς συντρόφους,

πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον ἐπ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους, 
πλεόντας στό σκοτεινό πέλαγος καί σέ ἀλλογλώσσους ἀνθρώπους

ἐς Τεμέσην μετὰ χαλκόν, ἄγω δ' αἴθωνα σίδηρον. 
στήν Τεμέση γιά νά πάρω χαλκό, μεταφέροντας λαμπερό σίδηρο.

νηῦς δέ μοι ἥδ' ἕστηκεν ἐπ' ἀγροῦ νόσφι πόληος, 
τό πλοῖο μου ἐκεῖ στάθηκε στόν ἀγρό μακριά ἀπό τήν πόλη,

ἐν λιμένι Ῥείθρῳ, ὑπὸ Νηΐῳ ὑλήεντι. 
στό λιμάνι Ρεῖθρο, κάτω ἀπό τό δασῶδες Νήιο.

ξεῖνοι δ' ἀλλήλων πατρώϊοι εὐχόμεθ' εἶναι 
ξένοι μεταξύ μας πατρικοί καυχώμεθα ὅτι εἰμαστε

ἐξ ἀρχῆς, εἴ πέρ τε γέροντ' εἴρηαι ἐπελθὼν 
κατ' ἀρχάς, ἄν πήγαινες νά ρωτήσεις τόν γέροντα

Λαέρτην ἥρωα, τὸν οὐκέτι φασὶ πόλινδε 
τόν ἥρωα Λαέρτη, αὐτόν πού λένε ὅτι στήν πόλη

ἔρχεσθ', ἀλλ' ἀπάνευθεν ἐπ' ἀγροῦ πήματα πάσχειν
δέν ἔρχεται, ἀλλά μακριά ἀπό ἐκεῖ, στόν ἀγρό πάσχει ἀπό δυστυχίες

γρηῒ σὺν ἀμφιπόλῳ, ἥ οἱ βρῶσίν τε πόσιν τε 
μαζί μέ τήν γριά ὑπηρέτρια, ἡ ὁποῖα τό φαγητό καί τό ποτό

παρτιθεῖ, εὖτ' ἄν μιν κάματος κατὰ γυῖα λάβῃσιν 
τοῦ παραθέτει, ὅταν ἐκείνου τά γόνατα  ὁ κόπος καταλαμβάνει

ἑρπύζοντ' ἀνὰ γουνὸν ἀλῳῆς οἰνοπέδοιο. 
καθώς σέρνεται στόν εὔφορο οἰνοφόρο ἀμπελώνα.

νῦν δ' ἦλθον· δὴ γάρ μιν ἔφαντ' ἐπιδήμιον εἶναι, 
καί τώρα ἦλθα, καθώς μοῦ εἶπαν ὅτι στόν δῆμο βρίσκεται

σὸν πατέρ'· ἀλλά νυ τόν γε θεοὶ βλάπτουσι κελεύθου. 
ὁ πατέρας σου. Ὅμως σ' ἐκεῖνον τώρα οἱ θεοί ἐμποδίζουν τόν δρόμο.

οὐ γάρ πω τέθνηκεν ἐπὶ χθονὶ δῖος Ὀδυσσεύς, 
διότι δέν πέθανε ἔως τώρα πάνω στήν γῆ ὁ θεϊκός Ὀδυσσέας,

ἀλλ' ἔτι που ζωὸς κατερύκεται εὐρέϊ πόντῳ, 
ἀλλά ἀκόμη κάπου ζωντανός  κρατεῖται μακριά στό εὐρύ πέλαγος,

νήσῳ ἐν ἀμφιρύτῃ, χαλεποὶ δέ μιν ἄνδρες ἔχουσιν, 
σέ νῆσο περιρρεομένη, καί τρομεροί ἄνδρες τόν ἐμποδίζουν

ἄγριοι, οἵ που κεῖνον ἐρυκανόωσ' ἀέκοντα. 
ἄγριοι, οἱ ὁποῖοι ἐκεῖνον κρατοῦν χωρίς τήν θέλησή του.

αὐτὰρ νῦν τοι ἐγὼ μαντεύσομαι, ὡς ἐνὶ θυμῷ  
τώρα λοιπόν ἐγώ σ' ἐσένα θά μαντέψω, ὅπως στήν ψυχή μου

ἀθάνατοι βάλλουσι καὶ ὡς τελέεσθαι ὀΐω, 
οἱ ἀθάνατοι τό ρίπτουν καί ὅπως θά πραγματοποιηθεῖ πιστεύω,

οὔτε τι μάντις ἐὼν οὔτ' οἰωνῶν σάφα εἰδώς. 
χωρίς νά εἶμαι μάντης οὔτε τούς οἰωνούς μέ βεβαιότητα νά γνωρίζω.

οὔ
(ἔσσεται) τοι ἔτι δηρόν γε φίλης ἀπὸ πατρίδος αἴης 
δέν θά βρίσκεται γιά πολύ ἀκόμα μακριά ἀπό τήν ἀγαπημένη πατρική του γῆ

ἔσσεται, οὐδ' εἴ πέρ τε σιδήρεα δέσματ' ἔχῃσι· 
ἀκόμη κι ἄν τόν κρατοῦν μέ σιδερένια δεσμά,

φράσσεται ὥς κε νέηται, ἐπεὶ πολυμήχανός ἐστιν. 
ἀλλά σκέφτεται πῶς θά ἐπιστρέψει, καθώς πολυμήχανος εἶναι.

ἀλλ' ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον, 
ἀλλά ἔλα πές μου κι αὐτό κι ἀληθινά μίλησε,

εἰ δὴ ἐξ αὐτοῖο τόσος πάϊς εἰς Ὀδυσῆος. 
ἐάν ὄντως ἐκείνου τέτοιο παιδί εἶσαι τοῦ Ὀδυσσέως.

αἰνῶς μὲν κεφαλήν τε καὶ ὄμματα καλὰ ἔοικας 
φοβερά μέν στήν κεφαλή καί στά ὡραῖα μάτια μοιάζεις

κείνῳ, ἐπεὶ θαμὰ τοῖον ἐμισγόμεθ' ἀλλήλοισι, 
μ'ἐκεῖνον, ἐπειδή συχνά μ' αὐτόν συναντιόμασταν μεταξύ μας,

πρίν γε τὸν ἐς Τροίην ἀναβήμεναι, ἔνθα περ ἄλλοι  
πρίν μαζί  στήν Τροία ἀνεβοῦμε, ἐκεῖ πού καί οἱ ὑπόλοιποι

Ἀργείων οἱ ἄριστοι ἔβαν κοίλῃσ' ἐνὶ νηυσίν· 
τῶν Ἀργείων οἱ ἄριστοι πῆγαν μέ τά κοῖλα πλοῖα.

ἐκ τοῦ δ' οὔτ' Ὀδυσῆα ἐγὼν ἴδον οὔτ' ἐμὲ κεῖνος.» 
ἔκτοτε οὔτε ἐγώ εἶδα τόν Ὀδυσσέα οὔτε ἐμένα ἐκεῖνος.

τὴν δ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
σ' αὐτήν πάλι ὁ Τηλέμαχος μέ σωφροσύνη ἀνταπάντησε

«τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε, μάλ' ἀτρεκέως ἀγορεύσω.
“και βέβαια ἐγώ σ' ἐσένα ξένε πολύ ἀληθινά θά μιλήσω.

μήτηρ μέν τέ μέ φησι τοῦ ἔμμεναι, αὐτὰρ ἐγώ γε
ἡ μητέρα μου λέει ὅτι ἐκείνου εἶμαι, ὅμως ἐγώ

οὐκ οἶδ'· οὐ γάρ πώ τις ἑὸν γόνον αὐτὸς ἀνέγνω.
δέν τό γνωρίζω. Διότι κανείς ἀκόμη δέν ἔχει γνωρίσει ὁ ἴδιος τόν γόνο του.

ὡς δὴ ἐγώ γ' ὄφελον μάκαρός νύ τευ ἔμμεναι υἱὸς
Ἔτσι ἐγώ ἄς ἦταν μακαρίου τέτοιου νά ἤμουνα υἱός

ἀνέρος, ὃν κτεάτεσσιν ἑοῖσ' ἔπι γῆρας ἔτετμε.
ἀνδρός, πού στά κτήματά του τό γῆρας τόν προφθάνει.

νῦν δ' ὃς ἀποτμότατος γένετο θνητῶν ἀνθρώπων,
τώρα ὁ πιό ἄμοιρος γεννήθηκε τῶν θνητῶν ἀνθρώπων

τοῦ μ' ἔκ φασι γενέσθαι, ἐπεὶ σύ με τοῦτ' ἐρεείνεις.»
καί ἐξ αὐτοῦ λένε γεννήθηκα, ἀφοῦ ἐσύ τοῦτο μέ ρωτᾶς.”

τὸν δ' αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη· 
σ' ἐκεῖνον πάλι ἀπάντησε ἡ θεά γλαυκῶπις Ἀθηνᾶ

«οὐ μέν τοι γενεήν γε θεοὶ νώνυμνον ὀπίσσω 
« Λοιπόν τήν γενιά σου οἱ θεοί ἀνώνυμη πίσω

θῆκαν, ἐπεὶ σέ γε τοῖον ἐγείνατο Πηνελόπεια
δέν ἄφησαν, ἀφοῦ ἐσένα τέτοιον σέ γέννησε ἡ Πηνελόπη,

ἀλλ' ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον· 
ἀλλά ἔλα πές μου κι αὐτό κι ἀληθινά μίλησε,

τίς δαίς, τίς δὲ ὅμιλος ὅδ' ἔπλετο; τίπτε δέ σε χρεώ; 
ποιό συμπόσιο καί ποιά συνάθροιση εἶναι αὐτή; πρός τί αὐτή ἡ ἀνάγκη;

εἰλαπίνη ἦε γάμος; ἐπεὶ οὐκ ἔρανος τάδε γ' ἐστίν, 
τραπέζι γιορτινό ἤ γάμος; ἐπειδή δεῖπνο συνεισφορῶν αὐτά δέν εἶναι,

ὥς τέ μοι ὑβρίζοντες ὑπερφιάλως δοκέουσι 
καθώς σ' ἐμένα ἀλαζόνες ὑπερφίαλοι μοῦ φαίνεται

δαίνυσθαι κατὰ δῶμα. νεμεσσήσαιτό κεν ἀνὴρ 
ὅτι γευματίζουν στήν αἴθουσα. Θά θύμωνε ἄνδρας

αἴσχεα πόλλ' ὁρόων, ὅς τις πινυτός γε μετέλθοι.» 
τά πολλά αἴσχη βλέποντας, συνετός πού θά ἐρχόταν»

τὴν δ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·  
σ' αὐτήν πάλι ὁ Τηλέμαχος συνετά ἀνταπάντησε

«ξεῖν', ἐπεὶ ἂρ δὴ ταῦτά μ' ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς, 
«ξένε, ἐπειδή γι'αὐτά μέ ρωτᾶς κί ἐπιθυμεῖς νά μάθεις,

μέλλεν μέν ποτε οἶκος ὅδ' ἀφνειὸς καὶ ἀμύμων 
ἔμελλε κάποτε ὁ οἶκος αὐτός ἔτσι πλούσιος καί σεβαστός

ἔμμεναι, ὄφρ' ἔτι κεῖνος ἀνὴρ ἐπιδήμιος ἦεν· 
νά εἶναι, ὅσο ἀκόμη ἐκεῖνος ὁ ἄνδρας ἦταν στήν πόλη.....»


Ἔγιναν καί δύο διορθώσεις λαθῶν πού ἔγιναν ἐκ παραδρομῆς στίς λέξεις : θύρες ( στόν τονισμό) καί φορμίζοντας (στό -οντας)

Νά ἔχετε ἕνα καλό Καλοκαίρι καί θά συνεχίσουμε κατ' εὐχήν τό Φθινόπωρο.
Εὐχαριστῶ πού μέ συντροφέψατε στό ταξίδι αὐτό....


Ἰσμήνη Μαρτίνη
Συντονίστρια Ἐπιτροπῆς Ὁμήρου ΙΗΑ
Ἀθήνα