Οι γυναίκες στην Αρχαία Σπάρτη
101
4
1
2
Οι γυμνές γυναίκες της Σπάρτης που πάλευαν, έτρεχαν και πέταγαν ακόντιο μπροστά στους άνδρες. Το τέχνασμα των Σπαρτιατών για να είναι οι νέοι πάντα «πρόθυμοι ερωτικά» και να τεκνοποιούν.
Οι Σπαρτιάτισσες είναι οι γυναίκες που έχουν υμνηθεί, αλλά και συκοφαντηθεί περισσότερο απ΄ όλες τις Ελληνίδες, από την αρχαιότητα έως σήμερα. Ήταν οι μόνες Ελληνίδες για τις οποίες η πολιτεία είχε φροντίσει τη δημόσια εκπαίδευσή τους, η οποία έδινε κυρίαρχη θέση στη σωματική άσκηση. Όλοι οι άντρες της Σπάρτης εκπαιδεύονταν για να γίνουν πολεμιστές και το κύριο καθήκον των γυναικών ήταν να γεννήσουν πολεμιστές.
Απαγορευόταν όμως να επιδίδονται σε βάναυσες χειρωνακτικές εργασίες ή εργασίες με σκοπό το κέρδος. Οι Σπαρτιάτισσες ήταν οι μόνες γυναίκες που αθλούνταν γυμνές, όπως οι άντρες που εξασκούνταν και έκαναν άθλητισμό σε μόνιμη βάση.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο και τον Ξενοφώντα και τα κορίτσια στη Σπάρτη λάμβαναν αθλητική εκπαίδευση. Τα νιόπαντρα ζευγάρια συχνά δεν κοιμόντουσαν μαζί, ενώ υπήρχε η συνήθεια να ντύνεται η νύφη με αντρικά ρούχα...
Περιγράφει ο Πλούταρχος: «Ο Λυκούργος (νομοθέτης και βασιλιάς της Σπάρτης) πρώτα σκληραγώγησε σωματικά τα κορίτσια βάζοντάς τα να τρέχουν, να παλεύουν, να πετάνε δίσκο και ακόντιο. Με αυτόν τον τρόπο τα έμβρυα που θα γεννιούνταν έκαναν μια δυνατή αρχή σε σφριγηλά σώματα και έτσι θα αναπτύσσονταν καλύτερα, ενώ οι ίδιες οι γυναίκες θα έφερναν σε πέρας την εγκυμοσύνη τους με σθένος. Απέρριψε κάθε σεμνοτυφία, την υπερπροστασία των παιδιών από τους γονείς και τη μαλθακότητα κάθε είδους.
Ανάγκασε τα νέα κορίτσια το ίδιο όπως και τα αγόρια, να μεγαλώνουν συνηθίζοντας να κάνουν πορεία γυμνά, καθώς επίσης να χορεύουν και να τραγουδούν σε ορισμένες γιορτές μπροστά στους νέους άντρες και κάτω από τα βλέμματά τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα κορίτσια μπορούσαν να κάνουν πειράγματα στα αγόρια κριτικάροντάς εποικοδομητικά τα λάθη τους.
Δεν υπήρχε τίποτα αισχρό και ατιμωτικό στη γύμνια των κοριτσιών. Ήταν τελείως αθώα και δεν υπήρχε ίχνος ανηθικότητας. Αντιθέτως ενθάρρυνε την απλότητα, τον λιτό τρόπο ζωής και την άθληση δίνοντας στο γυναικείο φύλο μια γεύση ανδρικής γενναιότητας. Αποτέλεσμα αυτού ήταν οι γυναίκες να μιλούν και να σκέφτονται με τον τρόπο που λέγεται ότι μίλησε η γυναίκα του Λεωνίδα, η Γοργώ. Όταν κάποια γυναίκα ξένη της είπε, «εσείς οι Σπαρτιάτισσες είστε οι μόνες που μπορείτε να εξουσιάζετε τους άντρες» εκείνη της απάντησε «γιατί είμαστε οι μόνες που γεννάμε άντρες».
Το έθιμο της απαγωγής της νύφης Υπήρχε επίσης δέλεαρ για τους άντρες να παντρευτούν. Οι παρελάσεις των κοριτσιών και η γύμνια στους αγώνες, που παρακολουθούσαν οι νέοι άντρες, παρακινούμενοι από μια ώθηση όχι πνευματικού τύπου, αλλά από μια ερωτική έλξη.
Ο Λυκούργος στέρησε ορισμένα πολιτικά δικαιώματα σε εκείνους που έμεναν ανύπαντροι, αφού τους απέκλεισε από το θέαμα των γυμνοπαιδιών. Το έθιμο ήταν να απαγάγουν τις γυναίκες για να τις νυμφευθούν, όταν ήταν στην ακμή της νιότης τους και έτοιμες για γάμο. Η αποκαλούμενη «νυμφεύτρια» αναλάμβανε το αιχμάλωτο κορίτσι. Πρώτα ξύριζε τελείως το κεφάλι της μετά την έντυνε με αντρικά ρούχα και σανδάλια και την ξάπλωνε μόνη της σε ένα στρώμα, στα σκοτεινά. Ο γαμπρός που δεν ήταν μεθυσμένος, αλλά νηφάλιος, έπρεπε πρώτα να δειπνήσει στο συσσίτιο και μετά μπορούσε να γλιστρήσει στο δωμάτιο, να λύσει τη ζώνη της και να τη μεταφέρει στο κρεβάτι.
Οι Σπαρτιάτες έβλεπαν τις γυναίκες στο φως της ημέρας όταν έκαναν παιδιά Αφού περνούσε λίγη ώρα μόνο μαζί της, έπρεπε να αναχωρήσει διακριτικά για να κοιμηθεί εκεί όπου κοιμόταν συνήθως, δηλαδή μαζί με άλλους άντρες. Και αυτή ήταν η πρακτική που θα ακολουθούσε από τούδε και στο εξής.
Μπορούσε να επισκέπτεται κρυφά τη νεόνυμφη, φοβισμένος και παίρνοντας όλες τις προφυλάξεις, γιατί ήταν ντροπή να τον αντιληφθεί κάποιος στο σπίτι. Η νύφη ταυτοχρόνως μηχανεύονταν τεχνάσματα και τον βοηθούσε να καταστρώσει σχέδια, ώστε να μπορούν να συναντιούνται απαρατήρητοι τις κατάλληλες στιγμές. Κι αυτό δε γινόταν για ένα μικρό διάστημα, αλλά όσο ήταν απαραίτητο μέχρι να αποκτήσουν παιδιά.
Νωρίτερα δεν μπορούσαν να δουν τις γυναίκες τους στο φως της ημέρας. Τέτοιες συναντήσεις δεν ήταν μόνο μια άσκηση αυτοελέγχου και αυτοσυγκράτησης, αλλά σκοπό είχαν να είναι οι σύντροφοι γόνιμοι, πρόθυμοι για έρωτα και έτοιμοι για συνουσία, αντί να είναι κορεσμένοι και χλωμοί από την απεριόριστη ερωτική δραστηριότητα. Επιπλέον, κάποια άσβεστη φλόγα πόθου και αγάπης έμενε πάντα και στους δύο»
Οι Σπαρτιάτισσες είναι οι γυναίκες που έχουν υμνηθεί, αλλά και συκοφαντηθεί περισσότερο απ΄ όλες τις Ελληνίδες, από την αρχαιότητα έως σήμερα. Ήταν οι μόνες Ελληνίδες για τις οποίες η πολιτεία είχε φροντίσει τη δημόσια εκπαίδευσή τους, η οποία έδινε κυρίαρχη θέση στη σωματική άσκηση. Όλοι οι άντρες της Σπάρτης εκπαιδεύονταν για να γίνουν πολεμιστές και το κύριο καθήκον των γυναικών ήταν να γεννήσουν πολεμιστές.
Απαγορευόταν όμως να επιδίδονται σε βάναυσες χειρωνακτικές εργασίες ή εργασίες με σκοπό το κέρδος. Οι Σπαρτιάτισσες ήταν οι μόνες γυναίκες που αθλούνταν γυμνές, όπως οι άντρες που εξασκούνταν και έκαναν άθλητισμό σε μόνιμη βάση.
Περιγράφει ο Πλούταρχος: «Ο Λυκούργος (νομοθέτης και βασιλιάς της Σπάρτης) πρώτα σκληραγώγησε σωματικά τα κορίτσια βάζοντάς τα να τρέχουν, να παλεύουν, να πετάνε δίσκο και ακόντιο. Με αυτόν τον τρόπο τα έμβρυα που θα γεννιούνταν έκαναν μια δυνατή αρχή σε σφριγηλά σώματα και έτσι θα αναπτύσσονταν καλύτερα, ενώ οι ίδιες οι γυναίκες θα έφερναν σε πέρας την εγκυμοσύνη τους με σθένος. Απέρριψε κάθε σεμνοτυφία, την υπερπροστασία των παιδιών από τους γονείς και τη μαλθακότητα κάθε είδους.
Ανάγκασε τα νέα κορίτσια το ίδιο όπως και τα αγόρια, να μεγαλώνουν συνηθίζοντας να κάνουν πορεία γυμνά, καθώς επίσης να χορεύουν και να τραγουδούν σε ορισμένες γιορτές μπροστά στους νέους άντρες και κάτω από τα βλέμματά τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα κορίτσια μπορούσαν να κάνουν πειράγματα στα αγόρια κριτικάροντάς εποικοδομητικά τα λάθη τους.
Δεν υπήρχε τίποτα αισχρό και ατιμωτικό στη γύμνια των κοριτσιών. Ήταν τελείως αθώα και δεν υπήρχε ίχνος ανηθικότητας. Αντιθέτως ενθάρρυνε την απλότητα, τον λιτό τρόπο ζωής και την άθληση δίνοντας στο γυναικείο φύλο μια γεύση ανδρικής γενναιότητας. Αποτέλεσμα αυτού ήταν οι γυναίκες να μιλούν και να σκέφτονται με τον τρόπο που λέγεται ότι μίλησε η γυναίκα του Λεωνίδα, η Γοργώ. Όταν κάποια γυναίκα ξένη της είπε, «εσείς οι Σπαρτιάτισσες είστε οι μόνες που μπορείτε να εξουσιάζετε τους άντρες» εκείνη της απάντησε «γιατί είμαστε οι μόνες που γεννάμε άντρες».
Το έθιμο της απαγωγής της νύφης Υπήρχε επίσης δέλεαρ για τους άντρες να παντρευτούν. Οι παρελάσεις των κοριτσιών και η γύμνια στους αγώνες, που παρακολουθούσαν οι νέοι άντρες, παρακινούμενοι από μια ώθηση όχι πνευματικού τύπου, αλλά από μια ερωτική έλξη.
Ο Λυκούργος στέρησε ορισμένα πολιτικά δικαιώματα σε εκείνους που έμεναν ανύπαντροι, αφού τους απέκλεισε από το θέαμα των γυμνοπαιδιών. Το έθιμο ήταν να απαγάγουν τις γυναίκες για να τις νυμφευθούν, όταν ήταν στην ακμή της νιότης τους και έτοιμες για γάμο. Η αποκαλούμενη «νυμφεύτρια» αναλάμβανε το αιχμάλωτο κορίτσι. Πρώτα ξύριζε τελείως το κεφάλι της μετά την έντυνε με αντρικά ρούχα και σανδάλια και την ξάπλωνε μόνη της σε ένα στρώμα, στα σκοτεινά. Ο γαμπρός που δεν ήταν μεθυσμένος, αλλά νηφάλιος, έπρεπε πρώτα να δειπνήσει στο συσσίτιο και μετά μπορούσε να γλιστρήσει στο δωμάτιο, να λύσει τη ζώνη της και να τη μεταφέρει στο κρεβάτι.
Οι Σπαρτιάτες έβλεπαν τις γυναίκες στο φως της ημέρας όταν έκαναν παιδιά Αφού περνούσε λίγη ώρα μόνο μαζί της, έπρεπε να αναχωρήσει διακριτικά για να κοιμηθεί εκεί όπου κοιμόταν συνήθως, δηλαδή μαζί με άλλους άντρες. Και αυτή ήταν η πρακτική που θα ακολουθούσε από τούδε και στο εξής.
Μπορούσε να επισκέπτεται κρυφά τη νεόνυμφη, φοβισμένος και παίρνοντας όλες τις προφυλάξεις, γιατί ήταν ντροπή να τον αντιληφθεί κάποιος στο σπίτι. Η νύφη ταυτοχρόνως μηχανεύονταν τεχνάσματα και τον βοηθούσε να καταστρώσει σχέδια, ώστε να μπορούν να συναντιούνται απαρατήρητοι τις κατάλληλες στιγμές. Κι αυτό δε γινόταν για ένα μικρό διάστημα, αλλά όσο ήταν απαραίτητο μέχρι να αποκτήσουν παιδιά.
Νωρίτερα δεν μπορούσαν να δουν τις γυναίκες τους στο φως της ημέρας. Τέτοιες συναντήσεις δεν ήταν μόνο μια άσκηση αυτοελέγχου και αυτοσυγκράτησης, αλλά σκοπό είχαν να είναι οι σύντροφοι γόνιμοι, πρόθυμοι για έρωτα και έτοιμοι για συνουσία, αντί να είναι κορεσμένοι και χλωμοί από την απεριόριστη ερωτική δραστηριότητα. Επιπλέον, κάποια άσβεστη φλόγα πόθου και αγάπης έμενε πάντα και στους δύο»
Κλεομήδης: Ο πυγμάχος της Αρχαιότητας που σκότωσε τον αντίπαλό του και 60 παιδιά
16
1
0
1
Στην 71η Ολυμπιάδα στην Ολυμπία, το 496 π.χ. το όνομα ενός αθλητή χαράσσεται με μαύρα γράμματα στην ιστορία της διοργάνωσης. Πρόκειται για τον πυγμάχο Κλεομήδη, ο οποίος είχε καταγωγή από την Αστυπάλαια και ήταν ένας μεγαλόσωμος και σπουδαίος αθλητής. Οι αναμετρήσεις στις οποίες συμμετείχε πολλές όπως και οι διακρίσεις του.
Ο κόσμος τον στήριζε και τον αγαπούσε μέχρι την στιγμή που έγινε ο δολοφόνος του αντιπάλου του. Στην συγκεκριμένη Ολυμπιάδα ο Κλεομήδης είχε αντίπαλο τον Ίκκο από την Επίδαυρο. Ο αγώνας έδειχνε αμφίρροπος, καθώς και ο Ίκκο ήταν ένας από τους καλύτερους αθλητές της εποχής. Στο μυαλό του Κλεομήδη όμως δεν χωρούσε η λέξη ήττα.
Το δολοφονικό χτύπημα στον αντίπαλο του
Ο αγώνας ξεκίνησε με τον Κλεομήδη να συνειδητοποιεί ότι ο αντίπαλος του έχει τις ίδιες πιθανότητες με εκείνον να κερδίσει. Η σκέψη και μόνο τον έκανε έξω φρενών με αποτέλεσμα να μην καταφέρει να τιθασεύσει την οργή του και να γίνει ανεξέλεγκτος. Η κακιά στιγμή δεν άργησε να έρθει. Ο Κλεομήδης εκτός εαυτού δίνει ένα αντικανονικό χτύπημα στον αντίπαλο του και τον σκοτώνει. Με τον τρόπο αυτό κερδίζει τον αγώνα, παραβιάζοντας όμως τους ιερούς κανόνες και τα ολυμπιακά ιδεώδη. Στη συνέχεια οι ελλανοδίκες του αφαίρεσαν τη νίκη και το δάφνινο στεφάνι που τόσο ποθούσε δεν κατάφερε να το φορέσει ποτέ. Του επιβλήθηκε μάλιστα και πρόστιμο, το οποίο αντιστοιχούσε σε 40 τάλαντα, ποσό που για την εποχή ήταν υπερβολικό ακόμη και για κάποιον που ήταν εύπορος. Έτσι ο Κλεομήδης από κορυφαίος αθλητής γίνεται δακτυλοδεικτούμενος, με τον κόσμο να αρχίζει να τον απαξιώνει και να τον περιφρονεί.
Η εισβολή στο σχολείο και ο θάνατος 60 παιδιών
Η ψυχολογική κατάσταση του γίγαντα Κλεομήδη πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, με αποτέλεσμα για μια ακόμη φορά να μην μπορέσει να ελέγξει τον θυμό του. Έτσι μια μέρα εισέβαλε σε ένα σχολείο την ώρα που γινόταν μάθημα. Το μόνο που ήθελε, όπως ισχυρίστηκε, ήταν να δείξει στα παιδιά πόσο δυνατός είναι. Έπιασε λοιπόν την κεντρική ξύλινη κολόνα και άρχισε να την κουνά δυνατά. Η συγκεκριμένη κολόνα όμως στήριζε την στέγη, η οποία κατέρρευσε και εξήντα παιδάκια βρήκαν τραγικό θάνατο. Οι γονείς άρχισαν να τον κυνηγούν για να πάρουν εκδίκηση για το θάνατο των παιδιών τους. Εκείνος για να αποφύγει τον λιθοβολισμό, βρίσκει άσυλο στο ναό της Αθηνάς και κρύβεται σε ένα κασόνι που βρισκόταν στο ιερό. Έπειτα από λίγες ημέρες οι κάτοικοι της Αστυπάλαιας μπήκαν στο ναό και έσπασαν το κασόνι, με έκπληξη όμως διαπίστωσαν ότι εκείνος δεν ήταν μέσα.
Τον έσωσε το μαντείο των Δελφών
Ο θρήνος των γονιών για τα παιδιά που είχαν σκοτωθεί δεν είχε τέλος. Προσπαθούσαν να βρουν ένα τρόπο να λυτρωθούν, έτσι σε μια ύστατη προσπάθεια να τον εντοπίσουν καταφεύγουν στο μαντείο των Δελφών. Το μαντείο τους έδωσε την εξής απάντηση: «Ύστατος ηρώων Κλεομήδης Αστυπαλαιεύς, όν θυσίαις τιμάθ΄ατε μηκέτι θνηντόν εόντα», δηλαδή «Ο τελευταίος των ηρώων ο Κλεομήδης από την Αστυπάλαια, πρέπει να τιμάται με θυσίες και να μη θεωρείται πια θνητός!». Η ψυχή των κατοίκων της Αστυπάλαιας ηρέμησε και μαζί της βρήκε την ηρεμία του και ο Κλεομήδης ο οποίος κάθε φορά που έχανε τον έλεγχο δημιουργούσε και μια νέα τραγωδία
Ο κόσμος τον στήριζε και τον αγαπούσε μέχρι την στιγμή που έγινε ο δολοφόνος του αντιπάλου του. Στην συγκεκριμένη Ολυμπιάδα ο Κλεομήδης είχε αντίπαλο τον Ίκκο από την Επίδαυρο. Ο αγώνας έδειχνε αμφίρροπος, καθώς και ο Ίκκο ήταν ένας από τους καλύτερους αθλητές της εποχής. Στο μυαλό του Κλεομήδη όμως δεν χωρούσε η λέξη ήττα.
Το δολοφονικό χτύπημα στον αντίπαλο του
Ο αγώνας ξεκίνησε με τον Κλεομήδη να συνειδητοποιεί ότι ο αντίπαλος του έχει τις ίδιες πιθανότητες με εκείνον να κερδίσει. Η σκέψη και μόνο τον έκανε έξω φρενών με αποτέλεσμα να μην καταφέρει να τιθασεύσει την οργή του και να γίνει ανεξέλεγκτος. Η κακιά στιγμή δεν άργησε να έρθει. Ο Κλεομήδης εκτός εαυτού δίνει ένα αντικανονικό χτύπημα στον αντίπαλο του και τον σκοτώνει. Με τον τρόπο αυτό κερδίζει τον αγώνα, παραβιάζοντας όμως τους ιερούς κανόνες και τα ολυμπιακά ιδεώδη. Στη συνέχεια οι ελλανοδίκες του αφαίρεσαν τη νίκη και το δάφνινο στεφάνι που τόσο ποθούσε δεν κατάφερε να το φορέσει ποτέ. Του επιβλήθηκε μάλιστα και πρόστιμο, το οποίο αντιστοιχούσε σε 40 τάλαντα, ποσό που για την εποχή ήταν υπερβολικό ακόμη και για κάποιον που ήταν εύπορος. Έτσι ο Κλεομήδης από κορυφαίος αθλητής γίνεται δακτυλοδεικτούμενος, με τον κόσμο να αρχίζει να τον απαξιώνει και να τον περιφρονεί.
Η εισβολή στο σχολείο και ο θάνατος 60 παιδιών
Η ψυχολογική κατάσταση του γίγαντα Κλεομήδη πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, με αποτέλεσμα για μια ακόμη φορά να μην μπορέσει να ελέγξει τον θυμό του. Έτσι μια μέρα εισέβαλε σε ένα σχολείο την ώρα που γινόταν μάθημα. Το μόνο που ήθελε, όπως ισχυρίστηκε, ήταν να δείξει στα παιδιά πόσο δυνατός είναι. Έπιασε λοιπόν την κεντρική ξύλινη κολόνα και άρχισε να την κουνά δυνατά. Η συγκεκριμένη κολόνα όμως στήριζε την στέγη, η οποία κατέρρευσε και εξήντα παιδάκια βρήκαν τραγικό θάνατο. Οι γονείς άρχισαν να τον κυνηγούν για να πάρουν εκδίκηση για το θάνατο των παιδιών τους. Εκείνος για να αποφύγει τον λιθοβολισμό, βρίσκει άσυλο στο ναό της Αθηνάς και κρύβεται σε ένα κασόνι που βρισκόταν στο ιερό. Έπειτα από λίγες ημέρες οι κάτοικοι της Αστυπάλαιας μπήκαν στο ναό και έσπασαν το κασόνι, με έκπληξη όμως διαπίστωσαν ότι εκείνος δεν ήταν μέσα.
Τον έσωσε το μαντείο των Δελφών
Ο θρήνος των γονιών για τα παιδιά που είχαν σκοτωθεί δεν είχε τέλος. Προσπαθούσαν να βρουν ένα τρόπο να λυτρωθούν, έτσι σε μια ύστατη προσπάθεια να τον εντοπίσουν καταφεύγουν στο μαντείο των Δελφών. Το μαντείο τους έδωσε την εξής απάντηση: «Ύστατος ηρώων Κλεομήδης Αστυπαλαιεύς, όν θυσίαις τιμάθ΄ατε μηκέτι θνηντόν εόντα», δηλαδή «Ο τελευταίος των ηρώων ο Κλεομήδης από την Αστυπάλαια, πρέπει να τιμάται με θυσίες και να μη θεωρείται πια θνητός!». Η ψυχή των κατοίκων της Αστυπάλαιας ηρέμησε και μαζί της βρήκε την ηρεμία του και ο Κλεομήδης ο οποίος κάθε φορά που έχανε τον έλεγχο δημιουργούσε και μια νέα τραγωδία
Πώς έπιναν το κρασί παγωμένο οι αρχαίοι Έλληνες;
17
0
0
1
ίχαν οι αρχαίοι Έλληνες υποκατάστατα των σημερινών ψυγείων; Είχαν τη δυνατότητα να ψύχουν τα διάφορα ποτά τους; Και στα δύο αυτά ερωτήματα η απάντηση είναι θετική(...)
Όπως είναι γνωστό, το κατ' εξοχήν ποτό των αρχαίων Ελλήνων ήταν ο «θείος οίνος». Άνδρες, γυναίκες και παιδιά γεύονταν το ένθεο αυτό ποτό και ιδιαίτερα οι πρώτοι, που συνομιλούσαν και φλυαρούσαν ατέλειωτες ώρες κάθε μέρα στους ανδρώνες πίνοντας κρασί.
Οι συμμετέχοντες στις κρασοκατανύξεις αυτές συνήθως δεν έχαναν τη διαύγεια του νου τους επειδή το κρασί που κατανάλωναν ήταν νερωμένο. Σπάνια, και για πολύ συγκεκριμένους σκοπούς, οι αρχαίοι Ελληνες έπιναν ανέρωτο κρασί, «άκρατον οίνον».
Η ανάμειξη του κρασιού με το νερό γινόταν μέσα σε μεγάλα ευρύστομα αγγεία, γνωστά ως κρατήρες, και η συνήθης αναλογία ήταν τρία μέρη νερού προς ένα οίνου. Αυτή την αναλογία προτείνει και ο Ησίοδος, ο ποιητής της υπαίθρου, δεν λείπουν ωστόσο γραπτές μαρτυρίες που κάνουν λόγο για μείξη με νερό σε μεγαλύτερη αναλογία.
Αυτή ακριβώς η κυριαρχία του νερού ήταν που απέτρεπε πολλές δυσάρεστες καταστάσεις για τους πότες. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια που βάζει ο κωμικός ποιητής Αλέξις (4ος-3ος αι. π.Χ.) στο στόμα του Σόλωνα: «Ηδη από τα κάρα τον πουλάνε (τον οίνον) νερωμένο, όχι βέβαια για να κερδίσουν κάτι παραπάνω, αλλά γιατί προνοούν για τους αγοραστές, να έχουν μετά την οινοποσία το κεφάλι ελαφρύ» (μτφρ. Μ. Κοπιδάκη).
Το νερό που χρησιμοποιούσαν για το αραίωμα του κρασιού φρόντιζαν να προέρχεται από «σκιαράν παγάν» (πηγή), από «κρήνην αέναον και απόρρυτον» ή από «ψυχρόν φρέαρ». Ετσι μαζί με τη μείξη του κρασιού τους οι αρχαίοι πετύχαιναν συγχρόνως και την ψύξη του. Πολύ διαδεδομένη ήταν και η πρακτική να χρησιμοποιούν και νερό που προερχόταν από λιώσιμο χιονιού, το οποίο, ως γνωστόν, το συντηρούσαν ακόμη και το καλοκαίρι και το εμπορεύονταν. Ωστόσο είχαν εφεύρει και ιδιαίτερους τρόπους ψύξης του κρασιού.
Γύρω στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. επινόησαν ένα αγγείο ειδικής κατασκευής που επέτρεπε την ψύξη του οίνου και τη διατήρησή του σε ψυχρή κατάσταση όσο αυτός βρισκόταν αποθηκευμένος σε μεγάλα στενόστομα αγγεία, στους αμφορείς, προτού μεταφερθεί στους κρατήρες. Πιο συγκεκριμένα κατασκεύασαν έναν ειδικό τύπο αμφορέα με κύριο γνώρισμα τα διπλά του τοιχώματα.
Με τη βοήθεια των εσωτερικών τοιχωμάτων δημιουργούνταν ο κατ' εξοχήν χώρος του αγγείου, μέσα στον οποίο έχυναν, από το στόμιό του, το κρασί. Ο χώρος που σχηματιζόταν από τα εξωτερικά τοιχώματα και περιέβαλλε τον εσωτερικό γέμιζε με τη βοήθεια μιας προχοής που βρισκόταν στο πάνω μέρος με ψυχρό νερό ή χιόνι. Ετσι πετύχαιναν τη μόνιμη ψύξη του κρασιού, αφού εύκολα μπορούσαν να ανανεώνουν το ψυκτικό μέσο, όταν αυτό έλιωνε και ζεσταινόταν, με φρέσκο. Διά μέσου μιας οπής που βρισκόταν στο κάτω μέρος του αγγείου απομάκρυναν το ζεστό νερό και στη συνέχεια, σφραγίζοντάς την, έριχναν στον εξωτερικό χώρο του φρέσκο χιόνι ή κρύο νερό.
Τέτοια αγγεία, γνωστά στους αρχαιολόγους ως αμφορείς - ψυκτήρες, κατασκευάζονταν στο δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ. στην Αθήνα, αλλά και σε ένα άλλο μέρος του αρχαίου ελληνικού κόσμου, πιθανόν στο Ρήγιο της Μεγάλης Ελλάδας, στη Ν. Ιταλία. Ανάλογες κατασκευαστικές λεπτομέρειες που πετύχαιναν την ψύξη του κρασιού και γενικότερα υγρών συναντούμε σποραδικά και σε άλλα οινοφόρα αγγεία των αρχαίων Ελλήνων, όπως π.χ. σε οινοχόες.
Μέσα στο τρίτο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. αθηναίοι κεραμείς βρήκαν έναν άλλο τρόπο ψύξης κρασιού που εξυπηρετούσε καλύτερα τις ανάγκες των συμποσιαστών. Ο προηγούμενος, που μόλις περιγράψαμε, απαιτούσε τη γρήγορη κατανάλωση του κρασιού από τη στιγμή που αυτό περνούσε από τον αμφορέα - ψυκτήρα στον κρατήρα. Αν όμως ο ρυθμός κατανάλωσης ήταν αργός, τότε το κρασί μέσα στον κρατήρα θα έχανε τη δροσιά του. Ετσι δημιουργήθηκε η ανάγκη να εφευρεθεί ένας άλλος τρόπος που θα εξασφάλιζε μόνιμη ψύξη του κρασιού.
Δηλαδή, όταν αυτό θα γέμιζε τα κρασοπότηρα των αρχαίων γλεντζέδων, γνωστά κυρίως ως κύλικες, θα έπρεπε να είναι ακόμη κρύο ή δροσερό. Επινοήθηκε έτσι ένα χαρακτηριστικό μανιταρόσχημο αγγείο, το οποίο, αφού το γέμιζαν με κρασί, το τοποθετούσαν μέσα στον κρατήρα που ήταν γεμάτος με κρύο νερό ή χιόνι. Πετύχαιναν δηλαδή έναν τρόπο ψύξης που θυμίζει αυτόν με τον οποίο σήμερα διατηρούμε κρύο ένα μπουκάλι σαμπάνιας ή κρασιού καθώς το τοποθετούμε μέσα σε δοχείο που περιέχει παγάκια. Το κρασί το αντλούσαν από το στενόστομο μανιταρόσχημο αγγείο, τον ψυκτήρα, όπως ονομαζόταν στην αρχαιότητα, με τη βοήθεια μιας κουτάλας που είχε μακριά λαβή.
Το σκεύος αυτό οι αρχαίοι το ονόμαζαν αρύταινα ή κύαθο. Είναι πολύ πιθανό ότι το κρασί στους ψυκτήρες αυτούς ήταν ανέρωτο, οπότε το αραίωμά του γινόταν εκ των υστέρων, μέσα στα ίδια τα κρασοπότηρα, με κρύο νερό που έφερναν με ένα κανάτι, την αρχαία οινοχόη. Ετσι, εκτός από τη μείξη του κρασιού, πετύχαιναν συγχρόνως και την καλύτερη ψύξη του.
Οτι οι μανιταρόσχημοι ψυκτήρες, οι οποίοι με το ψηλό πόδι και το φουσκωτό σώμα τους «επέπλεαν» μέσα στο κρύο νερό (ή στο χιόνι) του κρατήρα, περιείχαν κρασί είναι σήμερα βέβαιο. Εκτός από ορισμένες σχετικές παραστάσεις, το μαρτυρούν και τρία ιδιόμορφα αγγεία που έγιναν σχετικά πρόσφατα γνωστά στην έρευνα. Πρόκειται ουσιαστικά για τρεις κρατήρες που στο εσωτερικό τους έχουν ενσωματωμένο έναν ψυκτήρα.
Δηλαδή, κρατήρας και ψυκτήρας αποτελούν στις περιπτώσεις αυτές ένα ενιαίο κατασκευαστικά σύνολο και γι' αυτό τα αγγεία αυτά τα αποκαλούμε κρατήρες - ψυκτήρες. Στο κάτω μέρος τους φέρουν προχοή, η παρουσία της οποίας δικαιολογείται μόνο αν δεχθούμε ότι διά μέσου αυτής απομακρυνόταν το ζεστό πια νερό του αγγείου, όταν ανανέωναν το ψυκτικό υλικό του.
Επομένως το κρασί υποχρεωτικά πρέπει να βρισκόταν στον ψυκτήρα των αγγείων αυτών. Αλλωστε, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα αγγεία αυτά είχαν λειτουργία ανάλογη με αυτήν των αμφορέων - ψυκτήρων που είδαμε παραπάνω. Ο τρόπος ψύξης που μόλις περιγράψαμε ήταν σε χρήση για 80 περίπου χρόνια και πιο συγκεκριμένα από το 530 ως το 460/50 π.Χ.
Οπωσδήποτε οι κρατήρες - ψυκτήρες δεν φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα συχνοί στην αρχαιότητα. Σποραδικά απαντώνται και σε άλλες εποχές, όπως π.χ. ένας που βρέθηκε στη μυκηναϊκή Τίρυνθα και χρονολογείται στον 13ο αι. π.Χ. Η σπανιότητά τους πρέπει να οφείλεται στο γεγονός ότι οι αρχαίοι προτιμούσαν λίγο περισσότερο το κόκκινο κρασί που δεν απαιτεί ιδιαίτερη ψύξη. Κυρίως όμως στο ότι, όπως ήδη είπαμε παραπάνω, το νερό με το οποίο αραίωναν το κρασί φρόντιζαν να είναι «παγωμένο» έτσι ώστε δεν απαιτούνταν καμία φροντίδα για περαιτέρω ψύξη του θείου αυτού ποτού.
[Πηγή: Μιχάλης Α. Τιβέριος [Κυριακή 4 Ιουλίου 1999 | Εφημερίδα το Βήμα via erroso.blogspot.gr]
Όπως είναι γνωστό, το κατ' εξοχήν ποτό των αρχαίων Ελλήνων ήταν ο «θείος οίνος». Άνδρες, γυναίκες και παιδιά γεύονταν το ένθεο αυτό ποτό και ιδιαίτερα οι πρώτοι, που συνομιλούσαν και φλυαρούσαν ατέλειωτες ώρες κάθε μέρα στους ανδρώνες πίνοντας κρασί.
Οι συμμετέχοντες στις κρασοκατανύξεις αυτές συνήθως δεν έχαναν τη διαύγεια του νου τους επειδή το κρασί που κατανάλωναν ήταν νερωμένο. Σπάνια, και για πολύ συγκεκριμένους σκοπούς, οι αρχαίοι Ελληνες έπιναν ανέρωτο κρασί, «άκρατον οίνον».
Αυτή ακριβώς η κυριαρχία του νερού ήταν που απέτρεπε πολλές δυσάρεστες καταστάσεις για τους πότες. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια που βάζει ο κωμικός ποιητής Αλέξις (4ος-3ος αι. π.Χ.) στο στόμα του Σόλωνα: «Ηδη από τα κάρα τον πουλάνε (τον οίνον) νερωμένο, όχι βέβαια για να κερδίσουν κάτι παραπάνω, αλλά γιατί προνοούν για τους αγοραστές, να έχουν μετά την οινοποσία το κεφάλι ελαφρύ» (μτφρ. Μ. Κοπιδάκη).
Το νερό που χρησιμοποιούσαν για το αραίωμα του κρασιού φρόντιζαν να προέρχεται από «σκιαράν παγάν» (πηγή), από «κρήνην αέναον και απόρρυτον» ή από «ψυχρόν φρέαρ». Ετσι μαζί με τη μείξη του κρασιού τους οι αρχαίοι πετύχαιναν συγχρόνως και την ψύξη του. Πολύ διαδεδομένη ήταν και η πρακτική να χρησιμοποιούν και νερό που προερχόταν από λιώσιμο χιονιού, το οποίο, ως γνωστόν, το συντηρούσαν ακόμη και το καλοκαίρι και το εμπορεύονταν. Ωστόσο είχαν εφεύρει και ιδιαίτερους τρόπους ψύξης του κρασιού.
Γύρω στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. επινόησαν ένα αγγείο ειδικής κατασκευής που επέτρεπε την ψύξη του οίνου και τη διατήρησή του σε ψυχρή κατάσταση όσο αυτός βρισκόταν αποθηκευμένος σε μεγάλα στενόστομα αγγεία, στους αμφορείς, προτού μεταφερθεί στους κρατήρες. Πιο συγκεκριμένα κατασκεύασαν έναν ειδικό τύπο αμφορέα με κύριο γνώρισμα τα διπλά του τοιχώματα.
Με τη βοήθεια των εσωτερικών τοιχωμάτων δημιουργούνταν ο κατ' εξοχήν χώρος του αγγείου, μέσα στον οποίο έχυναν, από το στόμιό του, το κρασί. Ο χώρος που σχηματιζόταν από τα εξωτερικά τοιχώματα και περιέβαλλε τον εσωτερικό γέμιζε με τη βοήθεια μιας προχοής που βρισκόταν στο πάνω μέρος με ψυχρό νερό ή χιόνι. Ετσι πετύχαιναν τη μόνιμη ψύξη του κρασιού, αφού εύκολα μπορούσαν να ανανεώνουν το ψυκτικό μέσο, όταν αυτό έλιωνε και ζεσταινόταν, με φρέσκο. Διά μέσου μιας οπής που βρισκόταν στο κάτω μέρος του αγγείου απομάκρυναν το ζεστό νερό και στη συνέχεια, σφραγίζοντάς την, έριχναν στον εξωτερικό χώρο του φρέσκο χιόνι ή κρύο νερό.
Τέτοια αγγεία, γνωστά στους αρχαιολόγους ως αμφορείς - ψυκτήρες, κατασκευάζονταν στο δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ. στην Αθήνα, αλλά και σε ένα άλλο μέρος του αρχαίου ελληνικού κόσμου, πιθανόν στο Ρήγιο της Μεγάλης Ελλάδας, στη Ν. Ιταλία. Ανάλογες κατασκευαστικές λεπτομέρειες που πετύχαιναν την ψύξη του κρασιού και γενικότερα υγρών συναντούμε σποραδικά και σε άλλα οινοφόρα αγγεία των αρχαίων Ελλήνων, όπως π.χ. σε οινοχόες.
Μέσα στο τρίτο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. αθηναίοι κεραμείς βρήκαν έναν άλλο τρόπο ψύξης κρασιού που εξυπηρετούσε καλύτερα τις ανάγκες των συμποσιαστών. Ο προηγούμενος, που μόλις περιγράψαμε, απαιτούσε τη γρήγορη κατανάλωση του κρασιού από τη στιγμή που αυτό περνούσε από τον αμφορέα - ψυκτήρα στον κρατήρα. Αν όμως ο ρυθμός κατανάλωσης ήταν αργός, τότε το κρασί μέσα στον κρατήρα θα έχανε τη δροσιά του. Ετσι δημιουργήθηκε η ανάγκη να εφευρεθεί ένας άλλος τρόπος που θα εξασφάλιζε μόνιμη ψύξη του κρασιού.
Δηλαδή, όταν αυτό θα γέμιζε τα κρασοπότηρα των αρχαίων γλεντζέδων, γνωστά κυρίως ως κύλικες, θα έπρεπε να είναι ακόμη κρύο ή δροσερό. Επινοήθηκε έτσι ένα χαρακτηριστικό μανιταρόσχημο αγγείο, το οποίο, αφού το γέμιζαν με κρασί, το τοποθετούσαν μέσα στον κρατήρα που ήταν γεμάτος με κρύο νερό ή χιόνι. Πετύχαιναν δηλαδή έναν τρόπο ψύξης που θυμίζει αυτόν με τον οποίο σήμερα διατηρούμε κρύο ένα μπουκάλι σαμπάνιας ή κρασιού καθώς το τοποθετούμε μέσα σε δοχείο που περιέχει παγάκια. Το κρασί το αντλούσαν από το στενόστομο μανιταρόσχημο αγγείο, τον ψυκτήρα, όπως ονομαζόταν στην αρχαιότητα, με τη βοήθεια μιας κουτάλας που είχε μακριά λαβή.
Το σκεύος αυτό οι αρχαίοι το ονόμαζαν αρύταινα ή κύαθο. Είναι πολύ πιθανό ότι το κρασί στους ψυκτήρες αυτούς ήταν ανέρωτο, οπότε το αραίωμά του γινόταν εκ των υστέρων, μέσα στα ίδια τα κρασοπότηρα, με κρύο νερό που έφερναν με ένα κανάτι, την αρχαία οινοχόη. Ετσι, εκτός από τη μείξη του κρασιού, πετύχαιναν συγχρόνως και την καλύτερη ψύξη του.
Οτι οι μανιταρόσχημοι ψυκτήρες, οι οποίοι με το ψηλό πόδι και το φουσκωτό σώμα τους «επέπλεαν» μέσα στο κρύο νερό (ή στο χιόνι) του κρατήρα, περιείχαν κρασί είναι σήμερα βέβαιο. Εκτός από ορισμένες σχετικές παραστάσεις, το μαρτυρούν και τρία ιδιόμορφα αγγεία που έγιναν σχετικά πρόσφατα γνωστά στην έρευνα. Πρόκειται ουσιαστικά για τρεις κρατήρες που στο εσωτερικό τους έχουν ενσωματωμένο έναν ψυκτήρα.
Δηλαδή, κρατήρας και ψυκτήρας αποτελούν στις περιπτώσεις αυτές ένα ενιαίο κατασκευαστικά σύνολο και γι' αυτό τα αγγεία αυτά τα αποκαλούμε κρατήρες - ψυκτήρες. Στο κάτω μέρος τους φέρουν προχοή, η παρουσία της οποίας δικαιολογείται μόνο αν δεχθούμε ότι διά μέσου αυτής απομακρυνόταν το ζεστό πια νερό του αγγείου, όταν ανανέωναν το ψυκτικό υλικό του.
Επομένως το κρασί υποχρεωτικά πρέπει να βρισκόταν στον ψυκτήρα των αγγείων αυτών. Αλλωστε, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα αγγεία αυτά είχαν λειτουργία ανάλογη με αυτήν των αμφορέων - ψυκτήρων που είδαμε παραπάνω. Ο τρόπος ψύξης που μόλις περιγράψαμε ήταν σε χρήση για 80 περίπου χρόνια και πιο συγκεκριμένα από το 530 ως το 460/50 π.Χ.
Οπωσδήποτε οι κρατήρες - ψυκτήρες δεν φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα συχνοί στην αρχαιότητα. Σποραδικά απαντώνται και σε άλλες εποχές, όπως π.χ. ένας που βρέθηκε στη μυκηναϊκή Τίρυνθα και χρονολογείται στον 13ο αι. π.Χ. Η σπανιότητά τους πρέπει να οφείλεται στο γεγονός ότι οι αρχαίοι προτιμούσαν λίγο περισσότερο το κόκκινο κρασί που δεν απαιτεί ιδιαίτερη ψύξη. Κυρίως όμως στο ότι, όπως ήδη είπαμε παραπάνω, το νερό με το οποίο αραίωναν το κρασί φρόντιζαν να είναι «παγωμένο» έτσι ώστε δεν απαιτούνταν καμία φροντίδα για περαιτέρω ψύξη του θείου αυτού ποτού.
[Πηγή: Μιχάλης Α. Τιβέριος [Κυριακή 4 Ιουλίου 1999 | Εφημερίδα το Βήμα via erroso.blogspot.gr]
Η Επιφάνεια (Θεοφάνεια) των Θεών και το καθαρτήριο ύδωρ στον ελληνικό πολιτισμό ( http://www.schizas.com/site3/index.php?option=com_content&view=article&id=58093:2018-01-05-16-33-21&catid=50:mathaino-tin-ellada&Itemid=336 )
H πίστη στην εμφάνιση του Θείου στους ανθρώπους, προκειμένου να τους βοηθήσει ή να τους νουθετήσει, ανήκει στις δοξασίες όλων των λαών. Ομοίως, και το νερό ως μέσο καθαρμού και εξαγνισμού απαντάται στη λατρευτική ζωή πολλών Θρησκειών. Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε n Επιφάνεια, n πεποίθηση για την εμφάνιση της θεϊκής δύναμης.
Η Επιφάνεια είναι n αποκάλυψη της θεότητας στα μάτια των θνητών με σκοπό την προστασία ή την καθοδήγηση των τελευταίων. H εδραία πίστη του αρχαίου ανθρώπου στην ύπαρξη της θεότητας τον οδήγησε στην απεικόνιση του Θείου με ποικίλες μορφές. Για το λόγο αυτό τα στοιχεία τα οποία διαθέτουμε για την Επιφάνεια προέρχονται κατά κανόνα από το χώρο της τέχνης, n οποία αρχικώς ανεπτύχθη για να απαθανατίσει τις Θρησκευτικές δοξασίες και τις λατρευτικές συνήθειες, όχι μόνον στην αρχαία Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο.
Περισσότερα ... (
Η Επιφάνεια (Θεοφάνεια) των Θεών και το καθαρτήριο ύδωρ στον ελληνικό πολιτισμό ( http://www.schizas.com/site3/index.php?option=com_content&view=article&id=58093:2018-01-05-16-33-21&catid=50:mathaino-tin-ellada&Itemid=336 )
Τι εόρταζαν οι Αρχαίοι Έλληνες την περίοδο Χριστουγέννων;
14
0
0
3
Οι αρχαίοι Έλληνες κατά την χειμερινή τροπή του ήλιου γιόρταζαν την γέννηση του Διονύσου. Ο Διόνυσος αποκαλούταν «σωτήρ» και θείο «βρέφος», το οποίο γεννήθηκε από την παρθένο Σέμελη.
Ήταν ο καλός «Ποιμήν», του οποίου οι ιερείς κρατούν την ποιμενική ράβδο, όπως συνέβαινε και με τον Όσιρη. Τον χειμώνα θρηνούσαν το σκοτωμό του Διονύσου από τους Τιτάνες, αλλά στις 30 Δεκεμβρίου εόρταζαν την αναγέννησή του.
Οι γυναίκες-ιέρειες ανέβαιναν στην κορυφή του ιερού βουνού και κρατώντας ένα νεογέννητο βρέφος φώναζαν «ο Διόνυσος ξαναγεννήθηκε.
Ο Διόνυσος ζει» , ενώ σε επιγραφή αφιερωμένη στον Διόνυσο αναγράφεται:«Εγώ είμαι που σε προστατεύω και σε οδηγώ, εγώ είμαι το ‘Αλφα και το Ωμέγα».
Αυτή η αρχαία Ελληνική γιορτή, είχε επίσης ταυτιστεί και με την γιορτή του Ηλίου, τον οποίο οι αρχαίοι λαοί είχαν θεοποιήσει. Συγκεκριμένα στους Έλληνες, είχε ταυτιστεί με τον Φωτοφόρο Απόλλωνα του Ηλίου, ο οποίος απεικονιζόταν πάνω στο ιπτάμενο άρμα του να μοιράζει το φως του Ηλίου.
Οι αρχαίοι λαοί αναπαριστούσαν την κίνηση του ήλιου με την ζωή ενός ανθρώπου που γεννιόταν κατά την χειμερινή τροπή του ήλιου που μεγάλωνε βαθμιαία καθώς αυξάνονταν και οι ώρες που ο ήλιος φωταγωγούσε την Γη, και πέθαινε ή ανασταίνονταν τον Μάρτιο την ημέρα της Εαρινής Ισημερίας, συμβολίζοντας με αυτόν τον τρόπο την αναγέννηση του φυτικού βασιλείου μέσα από την μήτρα της Γης.
Το χειμερινό Ηλιοστάσιο 22-25 Δεκεμβρίου σημαίνει την αρχή του χειμώνα, και ο Ηλιος αρχίζει βαθμιαία να αυξάνει την ημέρα έως ότου εξισωθεί με την νύχτα, κατά την Ιση-μερία τον Μάρτιο. Τότε ο Ήλιος νικά το σκοτάδι, και έρχεται η άνοιξη, η εποχή της αναγέννησης για την φύση.
Η εορτή αυτή πέρασε και στην αρχαία Ρώμη με τις δημοφιλείς γιορτές των Σατουρνάλιων, προς τιμήν του Κρόνου τον Δεκέμβριο αλλά και της θεάς Δήμητρας, γι΄ αυτό και έκαναν θυσίες χοίρων για την ευφορία της γης . Τα Σατουρνάλια ήταν από τις σημαντικότερες και ονομάζονταν: « DIES INVICTI SOLIS », δηλαδή «Ημέρα του αήττητου ήλιου». Μια γιορτή που φυσικά την είχαν πάρει απο την γιορτή του Φωτοφόρου Απόλλωνα – Ηλίου!
Στην αρχαία Ρώμη, η εορτή άρχιζε στις 17 Δεκεμβρίου και διαρκούσε επτά ήμερες. Στην εορτή αυτή αντάλλασσαν δώρα, συνήθως λαμπάδες και στα παιδία έδιναν πήλινες κούκλες και γλυκά σε σχήμα βρέφους για να θυμίζουν το Κρόνο, που τρώει τα παιδιά του. Σταδιακά λοιπόν τα γενέθλια του θεού Ήλιου μετατράπηκαν σε γενέθλια του Υιού του Θεού.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι «εθνικοί» αποκαλούσαν την Πρώτη Ημέρα της εβδομάδας Ημέρα του θεού-Κυρίου Ήλιου, ορολογία την οποία αργότερα χρησιμοποίησαν και οι εκκλησιαστικοί Πατέρες για λόγους σκοπιμότητας ίσως. Κάτι που διασώζεται έως σήμερα στα Αγγλικά ως SUN-DAY, στα Γερμανικά SONN-TAG.
Ο Ιουστίνος ο μάρτυς (114-165 μ.Χ.) γράφει στη 2η απολογία του για τον Ιησού «…σταυρώθηκε, πριν το Σάββατο, ΠΟΥ ΗΤΑΝ Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ «ΚΡΟΝΟΥ» και την επόμενη ημέρα ΠΟΥ ΗΤΑΝ Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ (θεού) «ΗΛΙΟΥ» και η οποία μετονομάσθηκε σε ΚΥΡΙΑΚΗ, αναστήθηκε και εμφανίσθηκε στους μαθητές Του…»
Οι Αιγύπτιοι στις 25 Δεκεμβρίου εόρταζαν την γέννηση του θεού-ήλιου Όσιρη. Μετά την δολοφονία του ένα δένδρο ξεφύτρωσε στο οποίο ο Ίσις,σε κάθε επέτειο της γέννησης του στις 25 Δεκεμβρίου, άφηνε δώρα γύρω από το δένδρο. Οι Βαβυλώνιοι, και οι Φοίνικες ονόμαζαν το θεό-ήλιο Βαάλ , οι Πέρσες λάτρευαν τη γέννηση του Αήττητου-ήλιου και θεού Μίθρα Βασιλιά, ενώ οι Βραχμάνοι στην γέννηση του ψάλλουν: «Εγέρσου ω βασιλιά του κόσμου, έλα σε μας από τις σκηνές σου».
Εκτός όμως της ημέρας της γέννησης και πολλές από τις παραδόσεις που συνδέονται με τα Χριστούγεννα (ανταλλαγή δώρων, στολισμοί, κάλαντα, Χριστουγεννιάτικο δέντρο κλπ.) έχουν τις ρίζες τους σε παλαιότερες θρησκείες. Πιο συγκεκριμένα τα κάλαντα!
Κάλαντα – Αγερμοί
Πίσω από τα κάλαντα κρύβεται ένα αρχαίο Ελληνικό έθιμο με το όνομα Ειρεσιώνη, που αναφέρεται ήδη από τον Όμηρο, ο οποίος ευρισκόμενος στην Σάμο, σκάρωσε διάφορα τραγούδια τα οποία μαζί με μια ομάδα παιδιών τα τραγουδούσαν στα σπίτια των πλουσίων ευχόμενοι πλούτο, χαρά και ειρήνη. Συμβόλιζε την ευφορία και γονιμότητα της γης και εορτάζονταν δυο φορές το χρόνο, μια την άνοιξη με σκοπό την παράκληση των ανθρώπων προς τους θεούς κυρίως του Απόλλωνος-ήλιου και των Ωρών για προστασία της σποράς και μια το φθινόπωρο, για να τους ευχαριστήσουν για την συγκομιδή των καρπών. Ταυτόχρονα με τις ευχαριστίες προς τους θεούς, έδιναν ευχές και στους συνανθρώπους.
Τα παιδιά γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας ελιάς ή δάφνης στολισμένα με μαλλί (σύμβολο υγείας και ομορφιάς) και καρπούς κάθε λογής, τραγουδώντας για καλύτερη τύχη και γονιμότητα της γης. Πολλά από τα παιδιά έφεραν τον κλάδο σπίτι τους και τον κρεμούσαν στην πόρτα όπου έμενε όλο το έτος.(κάτι που συνηθίζουμε να κάνουμε σήμερα την Πρωτομαγιά).
Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Αποστόλου Αρβανιτόπουλου, σχετικό με τα έθιμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου και των καλάνδων, μας σώζει ο Φίλιππος Βρετάκος στο βιβλίο του «Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των». Σε αυτό το βιβλίο του ο Φίλιππος Βρετάκος μας λέει:
«Το χριστουγεννιάτικον δένδρον συμβολίζει την αιωνιότητα της ζωής, διότι δεν γηράσκει και δεν χάνει, επομένως, την νεότητά του. Το δένδρον όμως των Χριστουγέννων δεν το ευρίσκω, εγώ τουλάχιστον, ως ξενικήν συνήθειαν, ως νομίζεται γενικώς, αλλ’ εν μέρει ως αρχαίαν ελληνικήν. Είναι, δηλαδή, υπολείμματα της περιφήμου «ειρεσιώνης», και της «ικετηρίας» των αρχαίων Ελλήνων, και μάλιστα των αρχαίων Αθηναίων.
Ήσαν δε η μεν Ικετηρία κλάδος ελαίας, από του οποίου εκρέμων ποκάρια μαλλιού, και έφερον αυτόν όσοι ήθελον να ικετεύσουν τον Θεόν ομαδικώς, δια την απαλλαγήν του τόπου από δεινού τινός κακού, π.χ. από νοσήματος, πανώλους, χολέρας ή ομοίου. Ως επί το πολύ, όμως, εβάσταζε την Ικετηρίαν άνθρωπος, ο οποίος ήθελε να τεθή υπό την προστασίαν θεού και της ανωτέρας αρχής, για να προβή εις αποκαλύψεις εναντίον ισχυρών ανθρώπων ή αρχόντων.» («Κληρονομία του αρχαίου κόσμου», εφημερίς «Εθνος», 31 Δεκεμ.1937)
Το χριστουγεννιάτικο δέντρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Γερμανία στο τέλος του 16ου, αλλά έως τις αρχές του 19ου αιώνα δεν ήταν διαδεδομένο ευρέως – τοποθετούνταν μόνο στις εκκλησίες. Το δέντρο ως Χριστιανικό σύμβολο, συμβολίζει την ευτυχία που κρύβει για τον άνθρωπο η γέννηση του Χριστού. Σταδιακά το δένδρο άρχισε να γεμίζει με διάφορα χρήσιμα είδη- κυρίως φαγώσιμα κι αργότερα ρούχα κι άλλα είδη καθημερινής χρήσης, (κάτι που γινόταν στους αρχαίους Ελληνικούς ναούς) συμβολίζοντας την προσφορά των Θείων Δώρων.
Στην σύγχρονη Ελλάδα το έθιμο το εισήγαγαν οι Βαυαροί με τον στολισμό στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833. Μετά τον το Β’ παγκόσμιο πόλεμο το δέντρο με τις πολύχρωμες μπάλες μπήκε σε όλα τα ελληνικά σπίτια.
Άγιος Βασίλης και Θεός Ήλιος
Φυσικά μεγάλη εντύπωση προκαλεί και το μυθολογικό γεγονός του «Αγιοβασίλη» με το έλκηθρο του που το κινούν οι ιπτάμενοι τάρανδοι. Ούτε αυτό όπως καταλαβαίνετε, δεν θα μπορούσε να μην παρθεί απο την Αρχαία Ελλάδα. Όπως αναφέραμε πιο πρίν , τον μήνα Δεκέμβριο, οι Έλληνες γιόρταζαν τον Διόνυσο αλλά και τον Φωτοφόρο Απόλλωνα-Ηλίου παριστάνοντας τον πάνω στο ιπτάμενο άρμα του, να μοιράζει το φως. Το άρμα έγινε έλκηθρο, τα άλογα έγιναν τάρανδοι και το «δώρο» του φωτός που μοίραζε στους ανθρώπους …έγινε κυριολεκτικά «μοίρασμα δώρων».
Τέλος το κόψιμο της βασιλόπιτας αποτελεί εξέλιξη του αρχαίου Ελληνικού εθίμου του εορταστικού άρτου, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες πρόσφεραν στους θεούς σε μεγάλες αγροτικές γιορτές, όπως τα Θαλύσια και τα Θεσμοφόρια.
Ήταν ο καλός «Ποιμήν», του οποίου οι ιερείς κρατούν την ποιμενική ράβδο, όπως συνέβαινε και με τον Όσιρη. Τον χειμώνα θρηνούσαν το σκοτωμό του Διονύσου από τους Τιτάνες, αλλά στις 30 Δεκεμβρίου εόρταζαν την αναγέννησή του.
Οι γυναίκες-ιέρειες ανέβαιναν στην κορυφή του ιερού βουνού και κρατώντας ένα νεογέννητο βρέφος φώναζαν «ο Διόνυσος ξαναγεννήθηκε.
Αυτή η αρχαία Ελληνική γιορτή, είχε επίσης ταυτιστεί και με την γιορτή του Ηλίου, τον οποίο οι αρχαίοι λαοί είχαν θεοποιήσει. Συγκεκριμένα στους Έλληνες, είχε ταυτιστεί με τον Φωτοφόρο Απόλλωνα του Ηλίου, ο οποίος απεικονιζόταν πάνω στο ιπτάμενο άρμα του να μοιράζει το φως του Ηλίου.
Οι αρχαίοι λαοί αναπαριστούσαν την κίνηση του ήλιου με την ζωή ενός ανθρώπου που γεννιόταν κατά την χειμερινή τροπή του ήλιου που μεγάλωνε βαθμιαία καθώς αυξάνονταν και οι ώρες που ο ήλιος φωταγωγούσε την Γη, και πέθαινε ή ανασταίνονταν τον Μάρτιο την ημέρα της Εαρινής Ισημερίας, συμβολίζοντας με αυτόν τον τρόπο την αναγέννηση του φυτικού βασιλείου μέσα από την μήτρα της Γης.
Το χειμερινό Ηλιοστάσιο 22-25 Δεκεμβρίου σημαίνει την αρχή του χειμώνα, και ο Ηλιος αρχίζει βαθμιαία να αυξάνει την ημέρα έως ότου εξισωθεί με την νύχτα, κατά την Ιση-μερία τον Μάρτιο. Τότε ο Ήλιος νικά το σκοτάδι, και έρχεται η άνοιξη, η εποχή της αναγέννησης για την φύση.
Η εορτή αυτή πέρασε και στην αρχαία Ρώμη με τις δημοφιλείς γιορτές των Σατουρνάλιων, προς τιμήν του Κρόνου τον Δεκέμβριο αλλά και της θεάς Δήμητρας, γι΄ αυτό και έκαναν θυσίες χοίρων για την ευφορία της γης . Τα Σατουρνάλια ήταν από τις σημαντικότερες και ονομάζονταν: « DIES INVICTI SOLIS », δηλαδή «Ημέρα του αήττητου ήλιου». Μια γιορτή που φυσικά την είχαν πάρει απο την γιορτή του Φωτοφόρου Απόλλωνα – Ηλίου!
Στην αρχαία Ρώμη, η εορτή άρχιζε στις 17 Δεκεμβρίου και διαρκούσε επτά ήμερες. Στην εορτή αυτή αντάλλασσαν δώρα, συνήθως λαμπάδες και στα παιδία έδιναν πήλινες κούκλες και γλυκά σε σχήμα βρέφους για να θυμίζουν το Κρόνο, που τρώει τα παιδιά του. Σταδιακά λοιπόν τα γενέθλια του θεού Ήλιου μετατράπηκαν σε γενέθλια του Υιού του Θεού.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι «εθνικοί» αποκαλούσαν την Πρώτη Ημέρα της εβδομάδας Ημέρα του θεού-Κυρίου Ήλιου, ορολογία την οποία αργότερα χρησιμοποίησαν και οι εκκλησιαστικοί Πατέρες για λόγους σκοπιμότητας ίσως. Κάτι που διασώζεται έως σήμερα στα Αγγλικά ως SUN-DAY, στα Γερμανικά SONN-TAG.
Ο Ιουστίνος ο μάρτυς (114-165 μ.Χ.) γράφει στη 2η απολογία του για τον Ιησού «…σταυρώθηκε, πριν το Σάββατο, ΠΟΥ ΗΤΑΝ Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ «ΚΡΟΝΟΥ» και την επόμενη ημέρα ΠΟΥ ΗΤΑΝ Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ (θεού) «ΗΛΙΟΥ» και η οποία μετονομάσθηκε σε ΚΥΡΙΑΚΗ, αναστήθηκε και εμφανίσθηκε στους μαθητές Του…»
Οι Αιγύπτιοι στις 25 Δεκεμβρίου εόρταζαν την γέννηση του θεού-ήλιου Όσιρη. Μετά την δολοφονία του ένα δένδρο ξεφύτρωσε στο οποίο ο Ίσις,σε κάθε επέτειο της γέννησης του στις 25 Δεκεμβρίου, άφηνε δώρα γύρω από το δένδρο. Οι Βαβυλώνιοι, και οι Φοίνικες ονόμαζαν το θεό-ήλιο Βαάλ , οι Πέρσες λάτρευαν τη γέννηση του Αήττητου-ήλιου και θεού Μίθρα Βασιλιά, ενώ οι Βραχμάνοι στην γέννηση του ψάλλουν: «Εγέρσου ω βασιλιά του κόσμου, έλα σε μας από τις σκηνές σου».
Εκτός όμως της ημέρας της γέννησης και πολλές από τις παραδόσεις που συνδέονται με τα Χριστούγεννα (ανταλλαγή δώρων, στολισμοί, κάλαντα, Χριστουγεννιάτικο δέντρο κλπ.) έχουν τις ρίζες τους σε παλαιότερες θρησκείες. Πιο συγκεκριμένα τα κάλαντα!
Κάλαντα – Αγερμοί
Πίσω από τα κάλαντα κρύβεται ένα αρχαίο Ελληνικό έθιμο με το όνομα Ειρεσιώνη, που αναφέρεται ήδη από τον Όμηρο, ο οποίος ευρισκόμενος στην Σάμο, σκάρωσε διάφορα τραγούδια τα οποία μαζί με μια ομάδα παιδιών τα τραγουδούσαν στα σπίτια των πλουσίων ευχόμενοι πλούτο, χαρά και ειρήνη. Συμβόλιζε την ευφορία και γονιμότητα της γης και εορτάζονταν δυο φορές το χρόνο, μια την άνοιξη με σκοπό την παράκληση των ανθρώπων προς τους θεούς κυρίως του Απόλλωνος-ήλιου και των Ωρών για προστασία της σποράς και μια το φθινόπωρο, για να τους ευχαριστήσουν για την συγκομιδή των καρπών. Ταυτόχρονα με τις ευχαριστίες προς τους θεούς, έδιναν ευχές και στους συνανθρώπους.
Τα παιδιά γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας ελιάς ή δάφνης στολισμένα με μαλλί (σύμβολο υγείας και ομορφιάς) και καρπούς κάθε λογής, τραγουδώντας για καλύτερη τύχη και γονιμότητα της γης. Πολλά από τα παιδιά έφεραν τον κλάδο σπίτι τους και τον κρεμούσαν στην πόρτα όπου έμενε όλο το έτος.(κάτι που συνηθίζουμε να κάνουμε σήμερα την Πρωτομαγιά).
Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Αποστόλου Αρβανιτόπουλου, σχετικό με τα έθιμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου και των καλάνδων, μας σώζει ο Φίλιππος Βρετάκος στο βιβλίο του «Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των». Σε αυτό το βιβλίο του ο Φίλιππος Βρετάκος μας λέει:
«Το χριστουγεννιάτικον δένδρον συμβολίζει την αιωνιότητα της ζωής, διότι δεν γηράσκει και δεν χάνει, επομένως, την νεότητά του. Το δένδρον όμως των Χριστουγέννων δεν το ευρίσκω, εγώ τουλάχιστον, ως ξενικήν συνήθειαν, ως νομίζεται γενικώς, αλλ’ εν μέρει ως αρχαίαν ελληνικήν. Είναι, δηλαδή, υπολείμματα της περιφήμου «ειρεσιώνης», και της «ικετηρίας» των αρχαίων Ελλήνων, και μάλιστα των αρχαίων Αθηναίων.
Ήσαν δε η μεν Ικετηρία κλάδος ελαίας, από του οποίου εκρέμων ποκάρια μαλλιού, και έφερον αυτόν όσοι ήθελον να ικετεύσουν τον Θεόν ομαδικώς, δια την απαλλαγήν του τόπου από δεινού τινός κακού, π.χ. από νοσήματος, πανώλους, χολέρας ή ομοίου. Ως επί το πολύ, όμως, εβάσταζε την Ικετηρίαν άνθρωπος, ο οποίος ήθελε να τεθή υπό την προστασίαν θεού και της ανωτέρας αρχής, για να προβή εις αποκαλύψεις εναντίον ισχυρών ανθρώπων ή αρχόντων.» («Κληρονομία του αρχαίου κόσμου», εφημερίς «Εθνος», 31 Δεκεμ.1937)
Το χριστουγεννιάτικο δέντρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Γερμανία στο τέλος του 16ου, αλλά έως τις αρχές του 19ου αιώνα δεν ήταν διαδεδομένο ευρέως – τοποθετούνταν μόνο στις εκκλησίες. Το δέντρο ως Χριστιανικό σύμβολο, συμβολίζει την ευτυχία που κρύβει για τον άνθρωπο η γέννηση του Χριστού. Σταδιακά το δένδρο άρχισε να γεμίζει με διάφορα χρήσιμα είδη- κυρίως φαγώσιμα κι αργότερα ρούχα κι άλλα είδη καθημερινής χρήσης, (κάτι που γινόταν στους αρχαίους Ελληνικούς ναούς) συμβολίζοντας την προσφορά των Θείων Δώρων.
Στην σύγχρονη Ελλάδα το έθιμο το εισήγαγαν οι Βαυαροί με τον στολισμό στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833. Μετά τον το Β’ παγκόσμιο πόλεμο το δέντρο με τις πολύχρωμες μπάλες μπήκε σε όλα τα ελληνικά σπίτια.
Άγιος Βασίλης και Θεός Ήλιος
Φυσικά μεγάλη εντύπωση προκαλεί και το μυθολογικό γεγονός του «Αγιοβασίλη» με το έλκηθρο του που το κινούν οι ιπτάμενοι τάρανδοι. Ούτε αυτό όπως καταλαβαίνετε, δεν θα μπορούσε να μην παρθεί απο την Αρχαία Ελλάδα. Όπως αναφέραμε πιο πρίν , τον μήνα Δεκέμβριο, οι Έλληνες γιόρταζαν τον Διόνυσο αλλά και τον Φωτοφόρο Απόλλωνα-Ηλίου παριστάνοντας τον πάνω στο ιπτάμενο άρμα του, να μοιράζει το φως. Το άρμα έγινε έλκηθρο, τα άλογα έγιναν τάρανδοι και το «δώρο» του φωτός που μοίραζε στους ανθρώπους …έγινε κυριολεκτικά «μοίρασμα δώρων».
Τέλος το κόψιμο της βασιλόπιτας αποτελεί εξέλιξη του αρχαίου Ελληνικού εθίμου του εορταστικού άρτου, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες πρόσφεραν στους θεούς σε μεγάλες αγροτικές γιορτές, όπως τα Θαλύσια και τα Θεσμοφόρια.
Γαυγάμηλα: Η τελευταία και αποφασιστική μάχη του Μεγάλου Αλεξάνδρου (βίντεο)
9
1
0
0
Ως μάχη των Γαυγαμήλων ή μάχη στα Άρβηλα εννοείται η τελευταία, μεγαλύτερη και πιο αποφασιστική μάχη του Αλέξανδρου Γ΄ Μακεδόνα κατά του Δαρείου Γ΄ Κοδομανού το 331 ΠΚΕ, χάρη στην οποία ο Αλέξανδρος έκαμψε την τελευταία αντίσταση του μεγάλου βασιλέα στην πορεία του για την κατάληψη της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών.
Κατέχοντας ο Αλέξανδρος τα παράλια της Αν. Μεσογείου και έχοντας εξουδετερώσει (έτσι) τον περσικό στόλο, ήταν έτοιμος να περάσει στη Μεσοποταμία.
Κατέχοντας ο Αλέξανδρος τα παράλια της Αν. Μεσογείου και έχοντας εξουδετερώσει (έτσι) τον περσικό στόλο, ήταν έτοιμος να περάσει στη Μεσοποταμία.
Αριστοτέλης: Ποιες ήταν οι τελευταίες επιθυμίες του; (φωτό)
0
0
1
0
Τα όσα σημαντικά αποκαλύπτονται τις τελευταίες μέρες για τον τάφο του Αριστοτέλη στα αρχαία Στάγειρα της Χαλκιδικής αναζωπύρωσαν το ενδιαφέρον για τη ζωή του. Ειδικά για τις συνθήκες θανάτου του στη Χαλκίδα και τη μεταφορά της τέφρας του στη γενέτειρά του. Σύμφωνα με πηγές, αδιαμφισβήτητης εγκυρότητας, «όταν ο Αριστοτέλης πέθανε στη Χαλκίδα (Οκτώβριος 322 π.Χ.), οι Σταγειρίτες έστειλαν και έφεραν την τέφρα του στην πατρίδα τους, την τοποθέτησαν μέσα σε χάλκινη υδρία και κατόπιν απέθεσαν την υδρία αυτή σε μια τοποθεσία που την ονόμασαν Αριστοτέλειον. Κάθε φορά που είχαν σημαντικές υποθέσεις και ήθελαν να λύσουν δύσκολα προβλήματα, συγκαλούσαν σε αυτόν τον τόπο τη συνέλευσή τους».
Αραβικά και βυζαντινά χειρόγραφα, βασισμένα σε αρχαίες πηγές, προσθέτουν κι άλλες σχετικές πληροφορίες. Όπως ότι «τα Στάγειρα, που είχαν καταστραφεί από τον Φίλιππο (349 π.Χ. όταν ανήκε στο αντιμακεδονικό «Κοινό των Χαλκιδέων»), πέτυχε ο Αριστοτέλης (την περίοδο που ήταν δάσκαλος του Μ. Αλεξάνδρου) να ανοικοδομηθούν από τον βασιλιά και καθόρισε ο ίδιος εγγράφως τους νόμους και τη μορφή του πολιτεύματός τους… Οι συμπολίτες του, από την άλλη, λόγω αυτών των ενεργειών, με τέτοια τιμή τίμησαν αυτόν, ώστε να καθιερώσουν την τέλεση ετήσιων γιορτών και αγώνων, όσο ακόμη ήταν ζωντανός…».
Ο χώρος του ταφικού μνημείου, όπως τον έχει αποκαλύψει ο αρχαιολόγος Κ. Σισμανίδης και κάνει τον γύρο του κόσμου μετά τον εντοπισμό του.
Ο Αριστοτέλης πέθανε από στομαχική πάθηση (καρκίνο του στομάχου) στο πατρικό σπίτι της μητέρας του Φαιστιάδας. Ήταν τότε 63 χρόνων. Παραδόσεις για αυτοκτονία του, όπως ο Σωκράτης, είτε ότι «έσκασε από το κακό» του και τη στενοχώρια του κινούνται στον χώρο των παραμυθιών.
Στη Χαλκίδα (απ΄ όπου προέρχονταν και οι πρώτοι οικιστές των Σταγείρων) είχε αυτοεξοριστεί αμέσως μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου (323 π.Χ.), την επικράτηση του αντιμακεδονικού «κόμματος» στην Αθήνα, τις κατηγορίες εναντίον του για αθεΐα-ασέβεια και τις παρεπόμενες απειλές για τη ζωή του. Γι΄ αυτό εγκατέλειψε την Αθήνα, αφήνοντας διάδοχό του στο Λύκειο, αλλά και την τεράστια βιβλιοθήκη του στον στενό φίλο και συνεργάτη του Θεόφραστο.
Ειδικά για τις συνθήκες θανάτου του στη Χαλκίδα και τη μεταφορά της τέφρας του στη γενέτειρά του. Σύμφωνα με πηγές, αδιαμφισβήτητης εγκυρότητας, «όταν ο Αριστοτέλης πέθανε στη Χαλκίδα (Οκτώβριος 322 π.Χ.), οι Σταγειρίτες έστειλαν και έφεραν την τέφρα του στην πατρίδα τους, την τοποθέτησαν μέσα σε χάλκινη υδρία και κατόπιν απέθεσαν την υδρία αυτή σε μια τοποθεσία που την ονόμασαν Αριστοτέλειον. Κάθε φορά που είχαν σημαντικές υποθέσεις και ήθελαν να λύσουν δύσκολα προβλήματα, συγκαλούσαν σε αυτόν τον τόπο τη συνέλευσή τους».
Αραβικά και βυζαντινά χειρόγραφα, βασισμένα σε αρχαίες πηγές, προσθέτουν κι άλλες σχετικές πληροφορίες. Οπως ότι «τα Στάγειρα, που είχαν καταστραφεί από τον Φίλιππο (349 π.Χ. όταν ανήκε στο αντιμακεδονικό «Κοινό των Χαλκιδέων»), πέτυχε ο Αριστοτέλης (την περίοδο που ήταν δάσκαλος του Μ. Αλεξάνδρου) να ανοικοδομηθούν από τον βασιλιά και καθόρισε ο ίδιος εγγράφως τους νόμους και τη μορφή του πολιτεύματός τους… Οι συμπολίτες του, από την άλλη, λόγω αυτών των ενεργειών, με τέτοια τιμή τίμησαν αυτόν, ώστε να καθιερώσουν την τέλεση ετήσιων γιορτών και αγώνων, όσο ακόμη ήταν ζωντανός…».
Ο Αριστοτέλης πέθανε από στομαχική πάθηση (καρκίνο του στομάχου) στο πατρικό σπίτι της μητέρας του Φαιστιάδας.Ηταν τότε 63 χρόνων. Παραδόσεις για αυτοκτονία του, όπως ο Σωκράτης, είτε ότι «έσκασε από το κακό» του και τη στενοχώρια του κινούνται στον χώρο των παραμυθιών.
Στη Χαλκίδα (απ΄ όπου προέρχονταν και οι πρώτοι οικιστές των Σταγείρων) είχε αυτοεξοριστεί αμέσως μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου (323 π.Χ.), την επικράτηση του αντιμακεδονικού «κόμματος» στην Αθήνα, τις κατηγορίες εναντίον του για αθεΐα-ασέβεια και τις παρεπόμενες απειλές για τη ζωή του. Γι΄ αυτό εγκατέλειψε την Αθήνα, αφήνοντας διάδοχό του στο Λύκειο, αλλά και την τεράστια βιβλιοθήκη του στον στενό φίλο και συνεργάτη του Θεόφραστο.
Αναπαράσταση του τάφου του.
Στη Χαλκίδα έγραψε και τη διαθήκη του, η οποία σώζεται από τον γνωστό βιογράφο των φιλοσόφων Διογένη Λαέρτιο (3ος αιώνας μ.Χ.). Αλλά και σε μεταγενέστερες αραβικές πηγές, που αντλούν από παλαιότερους και αρχαίους συγγραφείς. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για γνήσια διαθήκη και οι αντιρρήσεις που έχουν εκφραστεί από ορισμένους κατά καιρούς δεν ευσταθούν. Μέσα από το κείμενο αυτό αναδεικνύεται ο άνθρωπος Αριστοτέλης. Ο χαρακτήρας και το ήθος του. Η ευσέβεια προς το δίκαιο, τους θεσμούς και τους θεούς. Η φιλευσπλαχνία και η αγάπη του για την οικογένεια. Αλλά και ο φιλελευθερισμός του για να χρησιμοποιηθεί ένας σύγχρονος όρος.
Έτσι, οι γνωστές απόψεις στα συγγράμματά του για την κατωτερότητα των γυναικών και τη θέση των δούλων «υπονομεύονται», με μια έννοια, απ΄ όσα ορίζονται εκεί. Παραγγέλλει την απελευθέρωση και την οικονομική ενίσχυση των δούλων του. Δίνει όχι απλώς την άδεια στη σύζυγό του να ξαναπαντρευτεί, αλλά και να κατοικήσει σε όποιο πατρικό του σπίτι επιθυμεί, αφού πρώτα εξασφαλιστεί οικονομικώς.
Κατά κοινή ομολογία των αριστοτελιστών, μέσα από το κείμενο αυτό προβάλλει «η ζωηρή φροντίδα του για τους συγγενείς και υπηρέτες του. Ενα δείγμα νηφάλιας και γνήσιας φιλανθρωπίας». Στη διαθήκη του δεν διατυπώνει επιθυμία για τον τόπο της ταφής του. Σημειώνει, όμως, ότι όπου ταφεί ο ίδιος να τοποθετηθούν και τα λείψανα της πρώτης γυναίκας του, όπως η ίδια ήθελε.
Προτομή του φιλοσόφου Θεόφραστου, διαδόχου του Αριστοτέλη στο Λύκειο. Μέχρι τον θάνατό του ο φίλος και «συμφιλόσοφος» φρόντιζε για τους απογόνους του Σταγειρίτη.
Σύμφωνα με ορισμένες παραδόσεις, η Πυθιάς υπήρξε και «βοηθός» του Αριστοτέλη στη συλλογή στοιχείων για ορισμένα έργα του. Το όνομά της, μάλιστα, συγκαταλέγεται και σε κατάλογο γυναικών επιστημόνων της αρχαιότητας.
Πρόκειται για την Πυθιάδα, ανιψιά ή θετή κόρη του Ερμεία, ηγεμόνα του μικρασιατικού Αταρνέα και προστάτη του Αριστοτέλη (είχε ορφανέψει μικρός). Μια αριστοτελική ωδή προς τιμή του δολοφονημένου από τους Πέρσες Ερμεία ήταν η αφορμή για την κατηγορία της «αθεΐας» το 323 π.Χ. στην Αθήνα. Από τον γάμο με την Πυθιάδα απέκτησε κόρη, που πήρε το όνομα της μητέρας της.
Μετά τον θάνατο της γυναίκας του ο Αριστοτέλης είχε δεύτερη σύζυγο τη Σταγειρίτισσα Ερπυλλίδα. Εχει χυθεί αρκετό μελάνι αν ήταν νομίμως γυναίκα του ή παλλακίδα (το πιθανότερο). Σημασία εδώ έχει η αγάπη και η φροντίδα που εκδηλώνεται γι΄ αυτήν στη διαθήκη. Μαζί της ο Αριστοτέλης απέκτησε τον Νικόμαχο (σ΄ αυτόν αφιερώνονται και απευθύνονται τα «Ηθικά Νικομάχεια»). Ο γιος ήταν ανήλικος όταν πέθανε ο πατέρας του (μεγάλωσε με τη φροντίδα των επιτρόπων της διαθήκης, αλλά σκοτώθηκε νέος σε κάποια μάχη).
Τα σενάρια για τους κληρονόμους
Οι μελετητές της διαθήκης διχάζονται ως προς το πρόσωπο που ήταν ο νόμιμος κληρονόμος του Αριστοτέλη. Τρεις είναι οι πιθανότητες:
• Η κόρη του Πυθιάς ως «επίκληρος» (μοναχοκόρη κληρονόμος της πατρικής περιουσίας, που έπρεπε να παντρευτεί συγγενή από την πλευρά του πατέρα).
• Ο Νικάνωρ, ο οποίος ήταν μάλλον «εισποίητος» (υιοθετημένος) από τον Αριστοτέλη.
• Ο Νικόμαχος, με την προϋπόθεση ότι η Ερπυλλίδα ήταν νόμιμη σύζυγος ή ότι είχε υιοθετηθεί κι αυτός.
Η διαθήκη, πάντως, προϋποθέτει έναν δεδομένο γενικό κληρονόμο, αφού με αυτήν ο Αριστοτέλης ορίζει ειδικά κληροδοτήματα και δεν γίνεται εκεί αναφορά στο σύνολο της περιουσίας του. Διότι προφανώς και σπίτι είχε στην Αθήνα (πέραν των οικογενειακών στα Στάγειρα και στη Χαλκίδα) και άλλη περιουσία.
Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΟΠΩΣ ΣΩΖΕΤΑΙ ΣΕ ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΗΓΕΣ
«Εκεί που θα με θάψουν να βάλουν και τα οστά της γυναίκας μου, όπως εκείνη επιθυμούσε»
Το άγαλμα του Αριστοτέλη στη γενέτειρά του (αρχαία Στάγειρα). Πρότυπο για τη μορφή του αποτελεί ρωμαϊκό αντίγραφο της προτομής του.
…Για όλα και για πάντα επίτροπος να είναι ο Αντίπατρος. Μέχρι να αναλάβει ο Νικάνωρ, να έχουν τη φροντίδα ο Αριστομένης, ο Τίμαρχος, ο Ιππαρχος, ο Διοτέλης και ο Θεόφραστος, αν θέλει και μπορεί, των παιδιών, της Ερπυλλίδας και της περιουσίας μου. Οταν φτάσει η κοπέλα σε ηλικία γάμου, να την παντρευτεί ο Νικάνωρ. Αν της συμβεί κάτι -πράγμα που απεύχομαι- πριν από τον γάμο ή αφού παντρευτεί και δεν έχει αποκτήσει παιδιά, τότε να αναλάβει ο Νικάνωρ… τη φροντίδα και της κοπέλας και του αγοριού, σαν να είναι πατέρας και αδελφός τους. Αν συμβεί κάτι στον Νικάνορα … ο Θεόφραστος να ζήσει μαζί με την κοπέλα. Διαφορετικά να αποφασίσουν από κοινού οι επίτροποι με τον Αντίπατρο…
Οι επίτροποι να φροντίσουν και τον Νικάνορα, αναλογιζόμενοι εμένα, και την Ερπυλλίδα, που για μένα σήμαινε πολλά… Οταν θελήσει να παντρευτεί να φροντίσουν να πάρει άντρα αντάξιο του ονόματός μας. Να της δώσουν επίσης και ασήμι αξίας ενός ταλάντου από την περιουσία μου και τρεις υπηρέτριες… Αν θέλει να κατοικήσει στη Χαλκίδα, να της παραχωρήσουν τον ξενώνα κοντά στον κήπο, αν θέλει στα Στάγειρα, το πατρικό σπίτι. Ο,τι από τα δύο επιλέξει …να το εξοπλίσουν έτσι, που και σε κείνους να φαίνεται καλό και την Ερπυλλίδα να ικανοποιεί.
Ο Νικάνωρ να φροντίσει και τον Μύρμηκα, έτσι που να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μου με τα υπάρχοντα που πήραμε απ΄ αυτόν (ο Αριστοτέλης μάλλον ήταν »κηδεμόνας» του).
Η Αμβρακίδα (δούλη) να ελευθερωθεί και, όταν παντρευτεί, να της δοθούν πεντακόσιες δραχμές και η μικρή που έχει. Να δοθούν και στον Θαλή, μαζί με τη μικρή που έχει και που την αγοράσαμε χίλιες δραχμές και μια υπηρέτρια. Ο Σίμων, εκτός από τα χρήματα που του δόθηκαν πριν για άλλον υπηρέτη, ή να αγοράσει υπηρέτη ή να πάρει χρήματα (Θαλής και Σίμων φαίνεται ότι ήταν ήδη απελεύθεροι δούλοι).
Ο Τύχων να ελευθερωθεί, όταν παντρευτεί η κόρη μου, καθώς επίσης ο Φίλων και ο Ολύμπιος και το παιδί του. Κανείς από τους μικρούς που με εξυπηρετούσαν να μην πουληθεί…
Οταν ενηλικιωθούν να αφεθούν ελεύθεροι, αν το αξίζουν… (σ.σ. Σε συνέχεια γίνεται λόγος για αναθηματικές εικόνες-ανδριάντες). Εκεί που θα με θάψουν να βάλουν και τα οστά της Πυθιάδας, όπως εκείνη επιθυμούσε. Για τη σωτηρία του Νικάνορα, που ήταν ευχή δική μου, να αφιερωθούν λίθινα αγάλματα ύψους τεσσάρων πήχεων στους σωτήρες Δία και Αθηνά στα Στάγειρα».
(Η μετάφραση από τα άπαντα του Διογένη Λαέρτιου των εκδόσεων «Κάκτος»)
Οι επίτροποι και οι υποψήφιοι γαμπροί για την κόρη του, Πυθιάδα
Πρωταγωνιστής ο Νικάνωρ, διάδοχος ο Θεόφραστος
Επίτροπος «πάντων και διά παντός» ορίζεται ο Αντίπατρος. Πρόκειται για τον στρατηγό-αντιβασιλιά της Μακεδονίας (έως τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου) και επιμελητή-αυτοκράτορα της μακεδονικής επικράτειας κατά την πρώτη φάση του πολέμου των διαδόχων.
Για τους τρεις από τους πέντε επιμελητές της διαθήκης (Αριστομένης, Τίμαρχος και Διοτέλης) δεν υπάρχουν στοιχεία. Μάλλον ήταν συνοδοιπόροι του στο Λύκειο.
Ο Ιππαρχος αναφέρεται στη διαθήκη του Θεόφραστου, ως φίλος, συσχολιαστής και συμφιλοσοφών. Ισως ήταν ο διαχειριστής της Περιπατητικής Σχολής. Ο Θεόφραστος τον όρισε εκτελεστή και της δικής του διαθήκης.
Ο Θεόφραστος (371-287/285) είναι ο γνωστός διάδοχος και συνεχιστής του Αριστοτέλη στην Περιπατητική Σχολή. Ορίζεται υπό αίρεση επιμελητής της αριστοτέλειας διαθήκης («εάν βούληται…»).
Το εντυπωσιακό είναι ότι αν επιθυμεί μπορεί να αντικαταστήσει τον Νικάνορα. Να πάρει δηλαδή αυτός ως σύζυγο την κόρη του Αριστοτέλη, αν ο Νικάνωρ πεθάνει πριν από τον γάμο. Δεν αποτελεί έκπληξη για τα δεδομένα της εποχής η ηλικία του (είναι περίπου 50 χρόνων και η μέλλουσα νύφη, Πυθιάς, ανήλικη ακόμη).
Στην αυλή του Μεγαλέξανδρου
Ο Νικάνωρ είναι ο «πρωταγωνιστής» στη διαθήκη. Γιος του Προξένου, φίλου της οικογένειας και προστάτης του Αριστοτέλη από τα χρόνια της παραμονής του στη Μικρά Ασία και της φοίτησής του στην Ακαδημία του Πλάτωνα.
Φαίνεται ότι από πολύ νωρίς και ενώ ακόμη η Πυθιάς ήταν μικρή, ο Αριστοτέλης «εμνήστευσεν αυτήν προς τον Νικάνορα». Ισως τον τελευταίο να είχε υιοθετήσει ο φιλόσοφος μετά τον θάνατο του Πρόξενου. Διατυπώνεται η άποψη ότι κατά την εποχή θανάτου του Αριστοτέλη και νωρίτερα είτε απουσίαζε όντας στην αυλή του Μ. Αλεξάνδρου ή κάπου αλλού είτε ότι ασθενούσε (ο Αριστοτέλης φροντίζει για τα σχετικά «τάματα» υπέρ της σωτηρίας του). Ισως, όμως, να ήταν απλώς ανήλικος γι΄ αυτό ορίζονται και επιμελητές μέχρι να αναλάβει την περιουσία.
Ο Νικάνωρ έγινε πράγματι σύζυγος της Πυθιάδας. Πέθανε σχετικά νέος και η Πυθιάς παντρεύτηκε άλλες δύο φορές (έναν Σπαρτιάτη κι έναν Αθηναίο γιατρό). Απέκτησε τρεις γιους, που μαθήτευαν στο Λύκειο.
Ανάμεσά τους και τον Αριστοτέλη. Για τον τελευταίο ο Θεόφραστος παραγγέλλει στη δική του διαθήκη να τον φροντίζουν οι φίλοι του ώστε «να προαχθεί στη φιλοσοφία».
Πράγμα που δείχνει ότι πολλά χρόνια μετά εξακολουθούσε να φροντίζει για τους απογόνους του Αριστοτέλη.
Αραβικά και βυζαντινά χειρόγραφα, βασισμένα σε αρχαίες πηγές, προσθέτουν κι άλλες σχετικές πληροφορίες. Όπως ότι «τα Στάγειρα, που είχαν καταστραφεί από τον Φίλιππο (349 π.Χ. όταν ανήκε στο αντιμακεδονικό «Κοινό των Χαλκιδέων»), πέτυχε ο Αριστοτέλης (την περίοδο που ήταν δάσκαλος του Μ. Αλεξάνδρου) να ανοικοδομηθούν από τον βασιλιά και καθόρισε ο ίδιος εγγράφως τους νόμους και τη μορφή του πολιτεύματός τους… Οι συμπολίτες του, από την άλλη, λόγω αυτών των ενεργειών, με τέτοια τιμή τίμησαν αυτόν, ώστε να καθιερώσουν την τέλεση ετήσιων γιορτών και αγώνων, όσο ακόμη ήταν ζωντανός…».
Ο Αριστοτέλης πέθανε από στομαχική πάθηση (καρκίνο του στομάχου) στο πατρικό σπίτι της μητέρας του Φαιστιάδας. Ήταν τότε 63 χρόνων. Παραδόσεις για αυτοκτονία του, όπως ο Σωκράτης, είτε ότι «έσκασε από το κακό» του και τη στενοχώρια του κινούνται στον χώρο των παραμυθιών.
Στη Χαλκίδα (απ΄ όπου προέρχονταν και οι πρώτοι οικιστές των Σταγείρων) είχε αυτοεξοριστεί αμέσως μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου (323 π.Χ.), την επικράτηση του αντιμακεδονικού «κόμματος» στην Αθήνα, τις κατηγορίες εναντίον του για αθεΐα-ασέβεια και τις παρεπόμενες απειλές για τη ζωή του. Γι΄ αυτό εγκατέλειψε την Αθήνα, αφήνοντας διάδοχό του στο Λύκειο, αλλά και την τεράστια βιβλιοθήκη του στον στενό φίλο και συνεργάτη του Θεόφραστο.
Ειδικά για τις συνθήκες θανάτου του στη Χαλκίδα και τη μεταφορά της τέφρας του στη γενέτειρά του. Σύμφωνα με πηγές, αδιαμφισβήτητης εγκυρότητας, «όταν ο Αριστοτέλης πέθανε στη Χαλκίδα (Οκτώβριος 322 π.Χ.), οι Σταγειρίτες έστειλαν και έφεραν την τέφρα του στην πατρίδα τους, την τοποθέτησαν μέσα σε χάλκινη υδρία και κατόπιν απέθεσαν την υδρία αυτή σε μια τοποθεσία που την ονόμασαν Αριστοτέλειον. Κάθε φορά που είχαν σημαντικές υποθέσεις και ήθελαν να λύσουν δύσκολα προβλήματα, συγκαλούσαν σε αυτόν τον τόπο τη συνέλευσή τους».
Αραβικά και βυζαντινά χειρόγραφα, βασισμένα σε αρχαίες πηγές, προσθέτουν κι άλλες σχετικές πληροφορίες. Οπως ότι «τα Στάγειρα, που είχαν καταστραφεί από τον Φίλιππο (349 π.Χ. όταν ανήκε στο αντιμακεδονικό «Κοινό των Χαλκιδέων»), πέτυχε ο Αριστοτέλης (την περίοδο που ήταν δάσκαλος του Μ. Αλεξάνδρου) να ανοικοδομηθούν από τον βασιλιά και καθόρισε ο ίδιος εγγράφως τους νόμους και τη μορφή του πολιτεύματός τους… Οι συμπολίτες του, από την άλλη, λόγω αυτών των ενεργειών, με τέτοια τιμή τίμησαν αυτόν, ώστε να καθιερώσουν την τέλεση ετήσιων γιορτών και αγώνων, όσο ακόμη ήταν ζωντανός…».
Ο Αριστοτέλης πέθανε από στομαχική πάθηση (καρκίνο του στομάχου) στο πατρικό σπίτι της μητέρας του Φαιστιάδας.Ηταν τότε 63 χρόνων. Παραδόσεις για αυτοκτονία του, όπως ο Σωκράτης, είτε ότι «έσκασε από το κακό» του και τη στενοχώρια του κινούνται στον χώρο των παραμυθιών.
Στη Χαλκίδα (απ΄ όπου προέρχονταν και οι πρώτοι οικιστές των Σταγείρων) είχε αυτοεξοριστεί αμέσως μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου (323 π.Χ.), την επικράτηση του αντιμακεδονικού «κόμματος» στην Αθήνα, τις κατηγορίες εναντίον του για αθεΐα-ασέβεια και τις παρεπόμενες απειλές για τη ζωή του. Γι΄ αυτό εγκατέλειψε την Αθήνα, αφήνοντας διάδοχό του στο Λύκειο, αλλά και την τεράστια βιβλιοθήκη του στον στενό φίλο και συνεργάτη του Θεόφραστο.
Αναπαράσταση του τάφου του.
Στη Χαλκίδα έγραψε και τη διαθήκη του, η οποία σώζεται από τον γνωστό βιογράφο των φιλοσόφων Διογένη Λαέρτιο (3ος αιώνας μ.Χ.). Αλλά και σε μεταγενέστερες αραβικές πηγές, που αντλούν από παλαιότερους και αρχαίους συγγραφείς. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για γνήσια διαθήκη και οι αντιρρήσεις που έχουν εκφραστεί από ορισμένους κατά καιρούς δεν ευσταθούν. Μέσα από το κείμενο αυτό αναδεικνύεται ο άνθρωπος Αριστοτέλης. Ο χαρακτήρας και το ήθος του. Η ευσέβεια προς το δίκαιο, τους θεσμούς και τους θεούς. Η φιλευσπλαχνία και η αγάπη του για την οικογένεια. Αλλά και ο φιλελευθερισμός του για να χρησιμοποιηθεί ένας σύγχρονος όρος.
Έτσι, οι γνωστές απόψεις στα συγγράμματά του για την κατωτερότητα των γυναικών και τη θέση των δούλων «υπονομεύονται», με μια έννοια, απ΄ όσα ορίζονται εκεί. Παραγγέλλει την απελευθέρωση και την οικονομική ενίσχυση των δούλων του. Δίνει όχι απλώς την άδεια στη σύζυγό του να ξαναπαντρευτεί, αλλά και να κατοικήσει σε όποιο πατρικό του σπίτι επιθυμεί, αφού πρώτα εξασφαλιστεί οικονομικώς.
Κατά κοινή ομολογία των αριστοτελιστών, μέσα από το κείμενο αυτό προβάλλει «η ζωηρή φροντίδα του για τους συγγενείς και υπηρέτες του. Ενα δείγμα νηφάλιας και γνήσιας φιλανθρωπίας». Στη διαθήκη του δεν διατυπώνει επιθυμία για τον τόπο της ταφής του. Σημειώνει, όμως, ότι όπου ταφεί ο ίδιος να τοποθετηθούν και τα λείψανα της πρώτης γυναίκας του, όπως η ίδια ήθελε.
Προτομή του φιλοσόφου Θεόφραστου, διαδόχου του Αριστοτέλη στο Λύκειο. Μέχρι τον θάνατό του ο φίλος και «συμφιλόσοφος» φρόντιζε για τους απογόνους του Σταγειρίτη.
Σύμφωνα με ορισμένες παραδόσεις, η Πυθιάς υπήρξε και «βοηθός» του Αριστοτέλη στη συλλογή στοιχείων για ορισμένα έργα του. Το όνομά της, μάλιστα, συγκαταλέγεται και σε κατάλογο γυναικών επιστημόνων της αρχαιότητας.
Πρόκειται για την Πυθιάδα, ανιψιά ή θετή κόρη του Ερμεία, ηγεμόνα του μικρασιατικού Αταρνέα και προστάτη του Αριστοτέλη (είχε ορφανέψει μικρός). Μια αριστοτελική ωδή προς τιμή του δολοφονημένου από τους Πέρσες Ερμεία ήταν η αφορμή για την κατηγορία της «αθεΐας» το 323 π.Χ. στην Αθήνα. Από τον γάμο με την Πυθιάδα απέκτησε κόρη, που πήρε το όνομα της μητέρας της.
Μετά τον θάνατο της γυναίκας του ο Αριστοτέλης είχε δεύτερη σύζυγο τη Σταγειρίτισσα Ερπυλλίδα. Εχει χυθεί αρκετό μελάνι αν ήταν νομίμως γυναίκα του ή παλλακίδα (το πιθανότερο). Σημασία εδώ έχει η αγάπη και η φροντίδα που εκδηλώνεται γι΄ αυτήν στη διαθήκη. Μαζί της ο Αριστοτέλης απέκτησε τον Νικόμαχο (σ΄ αυτόν αφιερώνονται και απευθύνονται τα «Ηθικά Νικομάχεια»). Ο γιος ήταν ανήλικος όταν πέθανε ο πατέρας του (μεγάλωσε με τη φροντίδα των επιτρόπων της διαθήκης, αλλά σκοτώθηκε νέος σε κάποια μάχη).
Τα σενάρια για τους κληρονόμους
Οι μελετητές της διαθήκης διχάζονται ως προς το πρόσωπο που ήταν ο νόμιμος κληρονόμος του Αριστοτέλη. Τρεις είναι οι πιθανότητες:
• Η κόρη του Πυθιάς ως «επίκληρος» (μοναχοκόρη κληρονόμος της πατρικής περιουσίας, που έπρεπε να παντρευτεί συγγενή από την πλευρά του πατέρα).
• Ο Νικάνωρ, ο οποίος ήταν μάλλον «εισποίητος» (υιοθετημένος) από τον Αριστοτέλη.
• Ο Νικόμαχος, με την προϋπόθεση ότι η Ερπυλλίδα ήταν νόμιμη σύζυγος ή ότι είχε υιοθετηθεί κι αυτός.
Η διαθήκη, πάντως, προϋποθέτει έναν δεδομένο γενικό κληρονόμο, αφού με αυτήν ο Αριστοτέλης ορίζει ειδικά κληροδοτήματα και δεν γίνεται εκεί αναφορά στο σύνολο της περιουσίας του. Διότι προφανώς και σπίτι είχε στην Αθήνα (πέραν των οικογενειακών στα Στάγειρα και στη Χαλκίδα) και άλλη περιουσία.
Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΟΠΩΣ ΣΩΖΕΤΑΙ ΣΕ ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΗΓΕΣ
«Εκεί που θα με θάψουν να βάλουν και τα οστά της γυναίκας μου, όπως εκείνη επιθυμούσε»
Το άγαλμα του Αριστοτέλη στη γενέτειρά του (αρχαία Στάγειρα). Πρότυπο για τη μορφή του αποτελεί ρωμαϊκό αντίγραφο της προτομής του.
…Για όλα και για πάντα επίτροπος να είναι ο Αντίπατρος. Μέχρι να αναλάβει ο Νικάνωρ, να έχουν τη φροντίδα ο Αριστομένης, ο Τίμαρχος, ο Ιππαρχος, ο Διοτέλης και ο Θεόφραστος, αν θέλει και μπορεί, των παιδιών, της Ερπυλλίδας και της περιουσίας μου. Οταν φτάσει η κοπέλα σε ηλικία γάμου, να την παντρευτεί ο Νικάνωρ. Αν της συμβεί κάτι -πράγμα που απεύχομαι- πριν από τον γάμο ή αφού παντρευτεί και δεν έχει αποκτήσει παιδιά, τότε να αναλάβει ο Νικάνωρ… τη φροντίδα και της κοπέλας και του αγοριού, σαν να είναι πατέρας και αδελφός τους. Αν συμβεί κάτι στον Νικάνορα … ο Θεόφραστος να ζήσει μαζί με την κοπέλα. Διαφορετικά να αποφασίσουν από κοινού οι επίτροποι με τον Αντίπατρο…
Οι επίτροποι να φροντίσουν και τον Νικάνορα, αναλογιζόμενοι εμένα, και την Ερπυλλίδα, που για μένα σήμαινε πολλά… Οταν θελήσει να παντρευτεί να φροντίσουν να πάρει άντρα αντάξιο του ονόματός μας. Να της δώσουν επίσης και ασήμι αξίας ενός ταλάντου από την περιουσία μου και τρεις υπηρέτριες… Αν θέλει να κατοικήσει στη Χαλκίδα, να της παραχωρήσουν τον ξενώνα κοντά στον κήπο, αν θέλει στα Στάγειρα, το πατρικό σπίτι. Ο,τι από τα δύο επιλέξει …να το εξοπλίσουν έτσι, που και σε κείνους να φαίνεται καλό και την Ερπυλλίδα να ικανοποιεί.
Ο Νικάνωρ να φροντίσει και τον Μύρμηκα, έτσι που να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μου με τα υπάρχοντα που πήραμε απ΄ αυτόν (ο Αριστοτέλης μάλλον ήταν »κηδεμόνας» του).
Η Αμβρακίδα (δούλη) να ελευθερωθεί και, όταν παντρευτεί, να της δοθούν πεντακόσιες δραχμές και η μικρή που έχει. Να δοθούν και στον Θαλή, μαζί με τη μικρή που έχει και που την αγοράσαμε χίλιες δραχμές και μια υπηρέτρια. Ο Σίμων, εκτός από τα χρήματα που του δόθηκαν πριν για άλλον υπηρέτη, ή να αγοράσει υπηρέτη ή να πάρει χρήματα (Θαλής και Σίμων φαίνεται ότι ήταν ήδη απελεύθεροι δούλοι).
Ο Τύχων να ελευθερωθεί, όταν παντρευτεί η κόρη μου, καθώς επίσης ο Φίλων και ο Ολύμπιος και το παιδί του. Κανείς από τους μικρούς που με εξυπηρετούσαν να μην πουληθεί…
Οταν ενηλικιωθούν να αφεθούν ελεύθεροι, αν το αξίζουν… (σ.σ. Σε συνέχεια γίνεται λόγος για αναθηματικές εικόνες-ανδριάντες). Εκεί που θα με θάψουν να βάλουν και τα οστά της Πυθιάδας, όπως εκείνη επιθυμούσε. Για τη σωτηρία του Νικάνορα, που ήταν ευχή δική μου, να αφιερωθούν λίθινα αγάλματα ύψους τεσσάρων πήχεων στους σωτήρες Δία και Αθηνά στα Στάγειρα».
(Η μετάφραση από τα άπαντα του Διογένη Λαέρτιου των εκδόσεων «Κάκτος»)
Οι επίτροποι και οι υποψήφιοι γαμπροί για την κόρη του, Πυθιάδα
Πρωταγωνιστής ο Νικάνωρ, διάδοχος ο Θεόφραστος
Επίτροπος «πάντων και διά παντός» ορίζεται ο Αντίπατρος. Πρόκειται για τον στρατηγό-αντιβασιλιά της Μακεδονίας (έως τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου) και επιμελητή-αυτοκράτορα της μακεδονικής επικράτειας κατά την πρώτη φάση του πολέμου των διαδόχων.
Για τους τρεις από τους πέντε επιμελητές της διαθήκης (Αριστομένης, Τίμαρχος και Διοτέλης) δεν υπάρχουν στοιχεία. Μάλλον ήταν συνοδοιπόροι του στο Λύκειο.
Ο Ιππαρχος αναφέρεται στη διαθήκη του Θεόφραστου, ως φίλος, συσχολιαστής και συμφιλοσοφών. Ισως ήταν ο διαχειριστής της Περιπατητικής Σχολής. Ο Θεόφραστος τον όρισε εκτελεστή και της δικής του διαθήκης.
Ο Θεόφραστος (371-287/285) είναι ο γνωστός διάδοχος και συνεχιστής του Αριστοτέλη στην Περιπατητική Σχολή. Ορίζεται υπό αίρεση επιμελητής της αριστοτέλειας διαθήκης («εάν βούληται…»).
Το εντυπωσιακό είναι ότι αν επιθυμεί μπορεί να αντικαταστήσει τον Νικάνορα. Να πάρει δηλαδή αυτός ως σύζυγο την κόρη του Αριστοτέλη, αν ο Νικάνωρ πεθάνει πριν από τον γάμο. Δεν αποτελεί έκπληξη για τα δεδομένα της εποχής η ηλικία του (είναι περίπου 50 χρόνων και η μέλλουσα νύφη, Πυθιάς, ανήλικη ακόμη).
Στην αυλή του Μεγαλέξανδρου
Ο Νικάνωρ είναι ο «πρωταγωνιστής» στη διαθήκη. Γιος του Προξένου, φίλου της οικογένειας και προστάτης του Αριστοτέλη από τα χρόνια της παραμονής του στη Μικρά Ασία και της φοίτησής του στην Ακαδημία του Πλάτωνα.
Φαίνεται ότι από πολύ νωρίς και ενώ ακόμη η Πυθιάς ήταν μικρή, ο Αριστοτέλης «εμνήστευσεν αυτήν προς τον Νικάνορα». Ισως τον τελευταίο να είχε υιοθετήσει ο φιλόσοφος μετά τον θάνατο του Πρόξενου. Διατυπώνεται η άποψη ότι κατά την εποχή θανάτου του Αριστοτέλη και νωρίτερα είτε απουσίαζε όντας στην αυλή του Μ. Αλεξάνδρου ή κάπου αλλού είτε ότι ασθενούσε (ο Αριστοτέλης φροντίζει για τα σχετικά «τάματα» υπέρ της σωτηρίας του). Ισως, όμως, να ήταν απλώς ανήλικος γι΄ αυτό ορίζονται και επιμελητές μέχρι να αναλάβει την περιουσία.
Ο Νικάνωρ έγινε πράγματι σύζυγος της Πυθιάδας. Πέθανε σχετικά νέος και η Πυθιάς παντρεύτηκε άλλες δύο φορές (έναν Σπαρτιάτη κι έναν Αθηναίο γιατρό). Απέκτησε τρεις γιους, που μαθήτευαν στο Λύκειο.
Ανάμεσά τους και τον Αριστοτέλη. Για τον τελευταίο ο Θεόφραστος παραγγέλλει στη δική του διαθήκη να τον φροντίζουν οι φίλοι του ώστε «να προαχθεί στη φιλοσοφία».
Πράγμα που δείχνει ότι πολλά χρόνια μετά εξακολουθούσε να φροντίζει για τους απογόνους του Αριστοτέλη.
Από τι έπασχαν Κύκλωπας, Κέκροπας και Κουασιμόδος
Η τύφλωση του Πολύφημου από τον Οδυσσέα σε φράγμα από κρατήρα του 7ου αι. π.Χ. (Αρχαιολογικό Μουσείο Αργους)
Μήπως ο Πολύφημος - ο κύκλωπας που τύφλωσε ο πολυμήχανος Οδυσσέας - δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας του Ομήρου, αλλά υπήρξε στην πραγματικότητα και έπασχε από κυκλωπία; Υπάρχει περίπτωση ο μυθικός πρώτος βασιλιάς της Αθήνας, ο Κέκροπας - που ήταν μισός άνθρωπος και μισός φίδι - να αποτέλεσε ιστορικό πρόσωπο με συμπτώματα ιχθύασης; Και ενδέχεται ο διασημότερος κωδωνοκρούστης της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο Κουασιμόδος, να μην ήταν δημιούργημα του Βίκτωρος Ουγκό, αλλά ένας ασθενής με νευροϊνωμάτωση;
40 επιστήμονες
Γιατροί, οδοντίατροι, γενετιστές, ιστορικοί, αρχαιολόγοι, ιστορικοί τέχνης, ψυχολόγοι και ειδικοί στη φιλοσοφία, συνολικά 40 επιστήμονες, στην πλειονότητα τους πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, επιχειρούν να δώσουν απαντήσεις μέσα από τις 330 σελίδες της επίτομης δίγλωσσης (στα ελληνικά και τα αγγλικά) έκδοσης «Υβριδικά και ιδιότυπα όντα. Αποκλίσεις από την "κανονικότητα" στην Αρχαία Ελληνική Μυθολογία και στη Σύγχρονη Ιατρική» που επιμελήθηκαν οι καθηγητές στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Παναγιώτης Ν. Σουκάκος (Ορθοπεδικής), Αριάδνη Γκάρτζιου-Τάττη (Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας) και Μηνάς Πασχόπουλος (Μαιευτικής-Γυναικολογίας). Αποτέλεσμα του συμποσίου που διοργανώθηκε τον Μάιο από το Τμήμα Ιατρικής της Σχολής Επιστημών Υγείας και το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, ο συλλογικός αυτός τόμος παρουσιάζεται την ερχόμενη Κυριακή στο πλαίσιο του εορτασμού των σαράντα χρόνων από την Ιδρυση της Ιατρικής Σχoλής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Ποια αλήθεια κρύβεται λοιπόν πίσω από τους πρωταγωνιστές της ελληνικής - και όχι μόνο - μυθολογίας, η παρουσία και μόνο των οποίων προκαλεί τις περισσότερες φορές τρόμο και σπέρνει το κακό - χωρίς βεβαίως να υπάρχουν και οι εξαιρέσεις; «Τέρας είναι αυτό που αποκαλύπτει τη θεϊκή βούληση στους ανθρώπους, γι' αυτό και τα ουράνια φαινόμενα ως θεόσταλτα σημάδια ονομάζονται τείρεα και ο Δίας ως κατ' εξοχήν θεός των οιωνών λατρεύεται και ως Τεράστιος» επισημαίνουν οι συγγραφείς. Κάτι που θα αλλάξει στην εποχή του Αριστοτέλη (4ος αι. π.Χ.) με αποτέλεσμα το τέρας, από θεόσταλτο σημάδι με εξέχουσα θρησκευτική σημασία, να εξελιχθεί σε συνώνυμο της γενετικής ανωμαλίας. «Πιθανότατα η γέννηση των όντων αυτών ανάγεται στην εποχή της πρώτης ανακάλυψης ζωικών απολιθωμάτων από τον προϊστορικό άνθρωπο, μια συνάντηση που πιθανόν δεν συνέβη μόνο μία φορά και μόνο σε ένα μέρος. Γνωρίζουμε ότι στην εποχή του περιηγητή Παυσανία (2ος αι. μ.Χ.) απολιθώματα επιδεικνύονταν για να τεκμηριώσουν την ύπαρξη μυθικών τεράτων, τα οποία οι αρχαίοι είχαν εντάξει στους κοσμογονικούς τους μύθους και τη μυθολογική και θρησκευτική εικονογραφία τους. Τα παλαιοντολογικά απολιθώματα κυρίως της Πλειστόκαινου στην Ελλάδα αφθονούν, με πιο συχνά μεγαλόσωμα είδη τους ελέφαντες, τα μαμούθ, τους ρινόκερους, τους πάνθηρες, τις ύαινες, τις καμηλοπαρδάλεις και τα ελάφια. Και οι άνθρωποι της Εποχής του Χαλκού (3η και 2η χιλιετία π.Χ.) που δεν μπορούσαν να τα ερμηνεύσουν δημιούργησαν εξωτικούς προγονικούς κόσμους και μεταφυσικά φυσικά περιβάλλοντα για τα όντα αυτά», σημειώνεται στον τόμο.
Γι' αυτό και θεωρείται κατά μία εκδοχή ότι ο μύθος των Κυκλώπων σχετίζεται με τον εντοπισμό σε διάφορα σημεία της Μεσογείου (Κρήτη, Κύπρος, Σικελία, Μάλτα κ.λπ.) κρανιακών οστών νάνων ελεφάντων. Η κοιλότητα της προβοσκίδας πιστευόταν ότι είναι κοιλότητα του ενός κεντρικού ματιού, όπως αυτό του Πολύφημου. Μια διαφορετική εκδοχή ωστόσο παρουσιάζουν οι επιστήμονες σε άλλα άρθρα της έκδοσης. Εκτιμούν ότι τα πάσχοντα από κυκλωπία - μια χρωμοσωματική ανωμαλία κατά την οποία τα μάτια έχουν μερικά ή ολικά ενωθεί «σε ένα μέσο οφθαλμό που κατασκηνώνει σε ένα μονήρη οφθαλμικό κόγχο» - νεογέννητα ενέπνευσαν τον μύθο των κυκλώπων. Αιτία δε για την ανωμαλία αυτή ενδέχεται σύμφωνα με τον Ιπποκράτη να αποτελεί ο λευκός ελλέβορος, ένα φυτό τερατογόνο που μπορεί να προκαλέσει μια ιδιαίτερα σοβαρή συγγενή διαταραχή του κεντρικού νευρικού συστήματος και ειδικότερα του προσθίου εγκεφάλου με αποτέλεσμα την αδυναμία διαχωρισμού και του οπτικού συστήματος σε δύο οφθαλμούς.
Κέκροπας και Εχιδνα
Επιστημονική εξήγηση ωστόσο φαίνεται να υπάρχει και για όσους ήταν κατά το ήμισυ φίδια, όπως ο βασιλιάς των Αθηνών Κέκροπας, και η σύζυγος του τιτάνα Τυφώνα, Εχιδνα. Εστιάζοντας στις βλάβες του δέρματος, θα μπορούσε να εξηγηθεί η παθολογική εικόνα του Κέκροπα στο πλαίσιο των κληρονομούμενων διαταραχών κερατινοποίησης και συγκεκριμένα των ιχθυάσεων, που δίνουν την αίσθηση ότι ο ασθενής έχει σκληρά λέπια στην επιδερμίδα του.
Οσο για τον ήρωα της Παναγίας των Παρισίων, τον Κουασιμόδο με την εξαιρετικά σημαντική κυφοσκολίωση και ένα εξόγκωμα που κάλυπτε τον αριστερό οφθαλμό, η οποία του προσέδιδε μια εικόνα ιδιόμορφου «κύκλωπα», οι επιστήμονες διατείνονται ότι ενδέχεται να έπασχε από νευροϊνωμάτωση. Μια πάθηση στην οποία παρατηρείται παραμόρφωση της σπονδυλικής στήλης με ανάπτυξη παρασπονδυλικών όγκων (που θα μπορούσε να αντιστοιχεί στην «καμπούρα» του ήρωα καθώς και όγκων στην περιοχή των οφθαλμών).
INFO:
Ο συλλογικός τόμος «Υβριδικά και ιδιότυπα όντα. Αποκλίσεις από την “κανονικότητα” στην Αρχαία Ελληνική Μυθολογία και στη Σύγχρονη Ιατρική» (Iατρικές Εκδόσεις Κωνσταντάρας) παρουσιάζεται την Κυριακή στις 11.00 στον Πολιτιστικό Χώρο Δ. Χατζής (παλαιά Σφαγεία), στα Ιωάννινα
INFO:
Ο συλλογικός τόμος «Υβριδικά και ιδιότυπα όντα. Αποκλίσεις από την “κανονικότητα” στην Αρχαία Ελληνική Μυθολογία και στη Σύγχρονη Ιατρική» (Iατρικές Εκδόσεις Κωνσταντάρας) παρουσιάζεται την Κυριακή στις 11.00 στον Πολιτιστικό Χώρο Δ. Χατζής (παλαιά Σφαγεία), στα Ιωάννινα
Aϊνού: Οι Έλληνες που αποίκισαν την Ιαπωνία μετά την πανάρχαια εκστρατεία του Διονύσου
0
1
0
0
Η δύναμη του Ελληνισμού και αυτό που τον κάνει να στέκεται όρθιος μέσα στον χρόνο είναι οι αξίες, τα ήθη, ο πολιτισμός που πρεσβεύει, μα πάνω απ’ όλα οι άνθρωποι που διατηρούν αναλλοίωτα αυτά τα στοιχεία.
Τέτοιους ανθρώπους δεν θα συναντήσει κανείς μόνο στην Ελλάδα αλλά ακόμα και στο πιο «απίθανο» σημείο του πλανήτη… Ανθρώπους που μπορεί να έχουν διαφορετική εθνικότητα, να μιλούν άλλη γλώσσα, να πιστεύουν σε άλλη θρησκεία αλλά στους οποίους υπάρχει μέσα τους το ελληνικό DNA.
Απόδειξη αποτελούν συν τοις άλλοις και οι Αϊνού (< Ίωνες) ή πιο σωστά Αϊνώ, «η λευκή φυλή» της Ιαπωνίας, όπως τους αποκαλούν. Στις αρχές του 20ου αιώνα οι Αϊνώ αριθμούσαν περί τα 3.000.000!
Ζουν στο Χοκκαΐντο, στην νότια Σαχαλίνι και στην Φορμόζα (γνωστή ως Ταϊβάν).
Ελληνικό βλέμμα Αϊνώ, το πρώτο χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει τους Έλληνες μεταξύ των οποίων και ο Καθηγητής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου του Phoenix, Thomas S. Anderson, υποστηρίζουν ότι οι Ίωνες έφτασαν στην Ιαπωνία το 7000 π.Χ., στοχεύοντας στο να την χρησιμοποιήσουν ως εφαλτήριο για τον αποικισμό τους στην Αμερική.
Άλλες πληροφορίες τους θέλουν να έχουν σταλεί για συγκεκριμένη αποστολή στην «χώρα του ανατέλλοντος Ηλίου» κατά τα Διονυσιακά, την πανάρχαια εκστρατεία των Ελλήνων στην Ασία περί το 3.000 π.Χ. Κατά την άποψή μας, αυτό είναι και το πιθανότερο σενάριο.
Και οι ίδιοι οι Ιάπωνες δέχονται πως οι Αϊνώ υπήρξαν οι πρώτοι κάτοικοι της Ιαπωνίας ακόμα και πριν από την κατάκτηση των ιαπωνικών νησιών από τις κίτρινες πολεμικές φυλές της ηπειρωτικής Ασίας. Η επίσημη ιστορία τους αναφέρει μάλιστα πως όταν οι πρώτοι Ιάπωνες διέσχισαν την Κίνα κι έφτασαν στην Ιαπωνία, συνάντησαν μία λευκή γενειοφόρα φυλή (φαινόμενο εξαιρετικά σπάνιο στην γη της Ανατολίας), τους Αϊνώ, που ήταν δεινοί πολεμιστές και κυνηγοί. Οι Ιάπωνες και γενικά οι Ασιάτες δεν διαθέτουν πυκνές γενειάδες, αφού τα γένια τους είναι αραιά.
Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, οι Αϊνώ είναι λευκοί στην όψη, κάποιοι έχουν γαλάζια μάτια και είναι ψηλοί στο ανάστημα.
Δυστυχώς, όπως μας πληροφορεί και ο Ιωάννης Πασάς στο βιβλίο του: «Η Αληθινή Προϊστορία, «οι πληροφορίες περί των Αϊνώ είναι ανεπαρκείς και, συνεπώς, δεν υπάρχουν στοιχεία για την ζωή και την δράση των λευκών αυτών ανθρώπων, που είχαν φθάσει και εγκατασταθεί στην Άπω Ανατολή».
Από τα λίγα όμως που γνωρίζουμε για εκείνους, μπορούμε να διακρίνουμε τις ομοιότητές τους με τους αρχαίους Έλληνες στον τρόπο διοίκησης, στην ενδυμασία, στην γλώσσα, κλπ.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι προστάτιδα της φυλής τους θεωρούν την «Ματεράσου» (< μη\α\τέρα σου), όπως και τα ονόματα που έχουν δώσει σε κάποια από τα χωριά τους, όπως Ιτάμι (< όπως το βουνό Ίταμος της Θεσσαλίας), Αρία (< Αρεία< Άρη, θεό του πολέμου), Ογκάκι (< Όγκα: προσωνύμιο των Θηβαίων προς την θεά Αθηνά), κ.α. Θεωρούν μάλιστα την κουκουβάγια ως το πουλί της σοφίας, που ως γνωστόν αποτελούσε σύμβολο της θεάς Αθηνάς για τους αρχαίους Έλληνες.
ainoΟι στολές τους είναι κεντημένες με αρχαιοελληνικούς μαιάνδρους ενώ συνηθίζουν να φορούν στο κεφάλι ένα είδος στεφανιού ανάλογο με αυτό που φορούσαν οι πιστοί του Διονύσου στις Διονυσιακές γιορτές (πλέγμα κισσού και άμπελου).
Οι αρχαίοι Έλληνες άλλωστε συνήθιζαν να φορούν σε αρκετές περιστάσεις στεφάνια, όπως οι Ολυμπιονίκες, οι νικητές σε διαγωνισμούς δράματος (ο Αριστοφάνης είχε φορέσει στεφάνι ελιάς), οι μυημένοι στα Ελευσίνια Μυστήρια, κλπ.
Οι γυναίκες από την άλλη φορούν στο κεφάλι σκυθικό σκούφο, δερμάτινο με σχήμα περικεφαλαίας.
Η ουσία είναι πως κανείς δεν ακούει ή δεν θέλει να ακούσει αυτούς τους ανθρώπους που δηλώνουν μέσα από τον πολιτισμό τους Έλληνες και θα μπορούσαν να αποτελέσουν, γιατί όχι, τμήμα του απόδημου Ελληνισμού, εάν κάποια πράγματα στην Ελλάδα δούλευαν σωστά, πάντα στα πλαίσια της πολιτιστικής διπλωματίας και της ειρηνικής ανταλλαγής απόψεων μεταξύ των λαών.
Τέτοιους ανθρώπους δεν θα συναντήσει κανείς μόνο στην Ελλάδα αλλά ακόμα και στο πιο «απίθανο» σημείο του πλανήτη… Ανθρώπους που μπορεί να έχουν διαφορετική εθνικότητα, να μιλούν άλλη γλώσσα, να πιστεύουν σε άλλη θρησκεία αλλά στους οποίους υπάρχει μέσα τους το ελληνικό DNA.
Απόδειξη αποτελούν συν τοις άλλοις και οι Αϊνού (< Ίωνες) ή πιο σωστά Αϊνώ, «η λευκή φυλή» της Ιαπωνίας, όπως τους αποκαλούν. Στις αρχές του 20ου αιώνα οι Αϊνώ αριθμούσαν περί τα 3.000.000!
Ελληνικό βλέμμα Αϊνώ, το πρώτο χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει τους Έλληνες μεταξύ των οποίων και ο Καθηγητής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου του Phoenix, Thomas S. Anderson, υποστηρίζουν ότι οι Ίωνες έφτασαν στην Ιαπωνία το 7000 π.Χ., στοχεύοντας στο να την χρησιμοποιήσουν ως εφαλτήριο για τον αποικισμό τους στην Αμερική.
Άλλες πληροφορίες τους θέλουν να έχουν σταλεί για συγκεκριμένη αποστολή στην «χώρα του ανατέλλοντος Ηλίου» κατά τα Διονυσιακά, την πανάρχαια εκστρατεία των Ελλήνων στην Ασία περί το 3.000 π.Χ. Κατά την άποψή μας, αυτό είναι και το πιθανότερο σενάριο.
Και οι ίδιοι οι Ιάπωνες δέχονται πως οι Αϊνώ υπήρξαν οι πρώτοι κάτοικοι της Ιαπωνίας ακόμα και πριν από την κατάκτηση των ιαπωνικών νησιών από τις κίτρινες πολεμικές φυλές της ηπειρωτικής Ασίας. Η επίσημη ιστορία τους αναφέρει μάλιστα πως όταν οι πρώτοι Ιάπωνες διέσχισαν την Κίνα κι έφτασαν στην Ιαπωνία, συνάντησαν μία λευκή γενειοφόρα φυλή (φαινόμενο εξαιρετικά σπάνιο στην γη της Ανατολίας), τους Αϊνώ, που ήταν δεινοί πολεμιστές και κυνηγοί. Οι Ιάπωνες και γενικά οι Ασιάτες δεν διαθέτουν πυκνές γενειάδες, αφού τα γένια τους είναι αραιά.
Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, οι Αϊνώ είναι λευκοί στην όψη, κάποιοι έχουν γαλάζια μάτια και είναι ψηλοί στο ανάστημα.
Δυστυχώς, όπως μας πληροφορεί και ο Ιωάννης Πασάς στο βιβλίο του: «Η Αληθινή Προϊστορία, «οι πληροφορίες περί των Αϊνώ είναι ανεπαρκείς και, συνεπώς, δεν υπάρχουν στοιχεία για την ζωή και την δράση των λευκών αυτών ανθρώπων, που είχαν φθάσει και εγκατασταθεί στην Άπω Ανατολή».
Από τα λίγα όμως που γνωρίζουμε για εκείνους, μπορούμε να διακρίνουμε τις ομοιότητές τους με τους αρχαίους Έλληνες στον τρόπο διοίκησης, στην ενδυμασία, στην γλώσσα, κλπ.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι προστάτιδα της φυλής τους θεωρούν την «Ματεράσου» (< μη\α\τέρα σου), όπως και τα ονόματα που έχουν δώσει σε κάποια από τα χωριά τους, όπως Ιτάμι (< όπως το βουνό Ίταμος της Θεσσαλίας), Αρία (< Αρεία< Άρη, θεό του πολέμου), Ογκάκι (< Όγκα: προσωνύμιο των Θηβαίων προς την θεά Αθηνά), κ.α. Θεωρούν μάλιστα την κουκουβάγια ως το πουλί της σοφίας, που ως γνωστόν αποτελούσε σύμβολο της θεάς Αθηνάς για τους αρχαίους Έλληνες.
ainoΟι στολές τους είναι κεντημένες με αρχαιοελληνικούς μαιάνδρους ενώ συνηθίζουν να φορούν στο κεφάλι ένα είδος στεφανιού ανάλογο με αυτό που φορούσαν οι πιστοί του Διονύσου στις Διονυσιακές γιορτές (πλέγμα κισσού και άμπελου).
Οι αρχαίοι Έλληνες άλλωστε συνήθιζαν να φορούν σε αρκετές περιστάσεις στεφάνια, όπως οι Ολυμπιονίκες, οι νικητές σε διαγωνισμούς δράματος (ο Αριστοφάνης είχε φορέσει στεφάνι ελιάς), οι μυημένοι στα Ελευσίνια Μυστήρια, κλπ.
Οι γυναίκες από την άλλη φορούν στο κεφάλι σκυθικό σκούφο, δερμάτινο με σχήμα περικεφαλαίας.
Η ουσία είναι πως κανείς δεν ακούει ή δεν θέλει να ακούσει αυτούς τους ανθρώπους που δηλώνουν μέσα από τον πολιτισμό τους Έλληνες και θα μπορούσαν να αποτελέσουν, γιατί όχι, τμήμα του απόδημου Ελληνισμού, εάν κάποια πράγματα στην Ελλάδα δούλευαν σωστά, πάντα στα πλαίσια της πολιτιστικής διπλωματίας και της ειρηνικής ανταλλαγής απόψεων μεταξύ των λαών.
Αλλο ένα «ινδοευρωπαϊκό» παραμύθι κατέρρευσε: Αποδείχτηκε η συνέχεια και η αυτοχθονία του Ελληνισμού - Το DNA μίλησε
2235
21
34
10
Άλλο ένα «ινδοευρωπαϊκό» παραμύθι κατέρρευσε καθώς πριν λίγους μήνες αποδείχτηκε η συνέχεια και η αυτοχθονία του Ελληνισμού κάτι που φυσικά δεν βολεύει τους εχθρούς που με διάφορους τρόπους επιχειρούν να «κοντύνουν» την Ιστορία του
Το DNA μίλησε και όπως πάντα δεν ψεύδεται.
Φως στον μυστηριώδη αρχαίο μινωικό πολιτισμό της Κρήτης, αλλά και στον αντίστοιχο λαό στην ελληνική ηπειρωτική χώρα, τους Μυκηναίους. Ο μινωικός πολιτισμός υπήρξε περίπου από το 2600 μέχρι το 1100 π.Χ., ενώ οι Μυκηναίοι έζησαν περίπου από το 1700 μέχρι το 1050 π.Χ. όπως αναφέρει το indeepanalysis.gr
Προσοχή! Η έρευνα δημοσιεύθηκε από το αμερικανικό Fox News
Να ποσθέσουμε ότι βάση της ελληνικής Μυθολογίας που είναι η αρχέγονη Ιστορία του Ελληνισμού υπό μορφή... κώδικα, ο Δώρος, ο Ίωνας, ο Αίολος και ο Αχαιός ήταν άμεσοι συγγενείς.
Για την ακρίβεια ο Έλληνας ο οποίος είναι ο γενάρχης της ελληνικής Φυλής γέννησε τον Δώρο (γενάρχη των Δωριέων), τον Ξούθο (γενάρχη Ιώνων και Αχαιών που είναι το ίδιο φύλο σχεδόν) και τον Αίολο (οι Αιολείς). Aπό τον Ξούθο γεννήθηκαν ο Ίωνας και ο Αχαιός και προέρχονται οι Ίωνες και οι Αχαιοί
Είναι σαφές λοιπόν ότι για τους αρχαίους Έλληνες δεν υπήρχαν «κάθοδοι» Αχαιών και Δωριέων και άλλες ιστορίες που κάποιοι τις επέβαλαν ως θέσφατα και διδάσκονται ακόμα και στα ελληνικά σχολεία!
Οι Μίνωες για χρόνια προβλημάτιζαν τους ιστορικούς. Ήταν ένας λαός που δημιούργησε το πρώτο σύστημα γραφής και έχτισε πελώρια και περίπλοκα ανάκτορα με εντυπωσιακή τέχνη, αλλά φαινόταν να έχει εμφανιστεί από το πουθενά.
Τώρα όμως, ερευνητές από το Max Planck Institute for the Science of Human History και η Ιατρική Σχολή του Harvard έκαναν έρευνες σε αρχαίο DNA για να βρουν απαντήσεις.
Ανάλυσαν γονιδιακά στοιχεία από 19 άτομα, συμπεριλαμβανομένων Μινώων, Μυκηναίων, έναν από τη νεολιθική αρχαία Ελλάδα, και άτομα της Εποχής του Χαλκού από τη Νοτιοδυτική Ανατολία, που βρίσκεται στην Τουρκία, σήμερα. Συγκρίνοντας, στη συνέχεια, τις πληροφορίες που άντλησαν με προηγούμενα δεδομένα από περίπου 3.000 ανθρώπους, αρχαίους και σύγχρονους, μπόρεσαν να βρουν τις σχέσεις μεταξύ των πληθυσμιακών ομάδων.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι Μίνωες είναι γενετικά πολύ όμοιοι με τους Μυκηναίους. Άτομα και από τους δύο πολιτισμούς έχουν κοινό πάνω από το 75% της καταγωγής τους με αγροτικό πληθυσμό που ζούσε στην Ελλάδα και τη Δυτική Τουρκία κατά τη Νεολιθική περίοδο.
«Αυτό είναι πολύ σπουδαίο – πρόκειται για γενετική συνέχεια με τους πρώτους αγρότες της Ευρώπης – εγκαταστάθηκαν στην περιοχή περίπου 4.000 χρόνια πριν τους Μίνωες και τους Μυκηναίους», επισημαίνει η Δρ. Alissa Mittnik, ερευνήτρια στο Max Planck Institute for the Science of Human History.
«Αυτό προκαλεί έκπληξη, διότι οι Μυκηναίοι από πολλές απόψεις ήταν πολιτισμικά διαφορετικοί από τους Μίνωες: η τέχνη τους και οι τάφοι τους είναι γεμάτοι όπλα, είχαν άλογα, άρματα και αυστηρή ιεραρχική δομή, επειδή έθαβαν τους αρχηγούς τους με πολύ μεγάλες ποσότητες χρυσού και έχτιζαν τις “κυκλώπειες” ακροπόλεις τους με πελώρια ασβεστολιθικά τούβλα», προσθέτει ο Ιωσήφ Λαζαρίδης, μεταδιδακτορικός υπότροφος στην Ιατρική Σχολή του Harvard. «Οι ύστεροι Μυκηναίοι συνήθως ταυτίζονταν με τους Αχαιούς της ομηρικής Ιλιάδας, που ήταν αυτοί που κυρίευσαν την Τροία».
Ο κ. Λαζαρίδης εξήγησε ότι το υπόλοιπο της καταγωγής των Μινώων και των Μυκηναίων προήλθε από την Αρμενία, τη Γεωργία και το Ιράν. Η καταγωγή των Μυκηναίων επίσης φτάνει μέχρι και την Ανατολική Ευρώπη και τη Σιβηρία, ενώ επεσήμανε ότι οι σύγχρονοι Έλληνες γενετικά είναι αρκετά όμοιοι με τους Μυκηναίους.
«Οι Μίνωες και οι Μυκηναίοι δεν είχαν κάποια ξεχωριστή καταγωγή: δημιουργήθηκαν από το ίδιο “υλικό” όπως άλλοι λαοί από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Έτσι, δεν μπορούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα γιατί αυτοί οι πολιτισμοί άνθισαν χιλιάδες χρόνια πριν, αλλά μπορούμε τουλάχιστον να ρίξουμε λίγο φως στο ποιοι ήταν και από πού ήρθαν», αναφέρει ο κ. Λαζαρίδης.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Nature.
Το DNA μίλησε και όπως πάντα δεν ψεύδεται.
Φως στον μυστηριώδη αρχαίο μινωικό πολιτισμό της Κρήτης, αλλά και στον αντίστοιχο λαό στην ελληνική ηπειρωτική χώρα, τους Μυκηναίους. Ο μινωικός πολιτισμός υπήρξε περίπου από το 2600 μέχρι το 1100 π.Χ., ενώ οι Μυκηναίοι έζησαν περίπου από το 1700 μέχρι το 1050 π.Χ. όπως αναφέρει το indeepanalysis.gr
Να ποσθέσουμε ότι βάση της ελληνικής Μυθολογίας που είναι η αρχέγονη Ιστορία του Ελληνισμού υπό μορφή... κώδικα, ο Δώρος, ο Ίωνας, ο Αίολος και ο Αχαιός ήταν άμεσοι συγγενείς.
Για την ακρίβεια ο Έλληνας ο οποίος είναι ο γενάρχης της ελληνικής Φυλής γέννησε τον Δώρο (γενάρχη των Δωριέων), τον Ξούθο (γενάρχη Ιώνων και Αχαιών που είναι το ίδιο φύλο σχεδόν) και τον Αίολο (οι Αιολείς). Aπό τον Ξούθο γεννήθηκαν ο Ίωνας και ο Αχαιός και προέρχονται οι Ίωνες και οι Αχαιοί
Είναι σαφές λοιπόν ότι για τους αρχαίους Έλληνες δεν υπήρχαν «κάθοδοι» Αχαιών και Δωριέων και άλλες ιστορίες που κάποιοι τις επέβαλαν ως θέσφατα και διδάσκονται ακόμα και στα ελληνικά σχολεία!
Οι Μίνωες για χρόνια προβλημάτιζαν τους ιστορικούς. Ήταν ένας λαός που δημιούργησε το πρώτο σύστημα γραφής και έχτισε πελώρια και περίπλοκα ανάκτορα με εντυπωσιακή τέχνη, αλλά φαινόταν να έχει εμφανιστεί από το πουθενά.
Τώρα όμως, ερευνητές από το Max Planck Institute for the Science of Human History και η Ιατρική Σχολή του Harvard έκαναν έρευνες σε αρχαίο DNA για να βρουν απαντήσεις.
Ανάλυσαν γονιδιακά στοιχεία από 19 άτομα, συμπεριλαμβανομένων Μινώων, Μυκηναίων, έναν από τη νεολιθική αρχαία Ελλάδα, και άτομα της Εποχής του Χαλκού από τη Νοτιοδυτική Ανατολία, που βρίσκεται στην Τουρκία, σήμερα. Συγκρίνοντας, στη συνέχεια, τις πληροφορίες που άντλησαν με προηγούμενα δεδομένα από περίπου 3.000 ανθρώπους, αρχαίους και σύγχρονους, μπόρεσαν να βρουν τις σχέσεις μεταξύ των πληθυσμιακών ομάδων.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι Μίνωες είναι γενετικά πολύ όμοιοι με τους Μυκηναίους. Άτομα και από τους δύο πολιτισμούς έχουν κοινό πάνω από το 75% της καταγωγής τους με αγροτικό πληθυσμό που ζούσε στην Ελλάδα και τη Δυτική Τουρκία κατά τη Νεολιθική περίοδο.
«Αυτό είναι πολύ σπουδαίο – πρόκειται για γενετική συνέχεια με τους πρώτους αγρότες της Ευρώπης – εγκαταστάθηκαν στην περιοχή περίπου 4.000 χρόνια πριν τους Μίνωες και τους Μυκηναίους», επισημαίνει η Δρ. Alissa Mittnik, ερευνήτρια στο Max Planck Institute for the Science of Human History.
«Αυτό προκαλεί έκπληξη, διότι οι Μυκηναίοι από πολλές απόψεις ήταν πολιτισμικά διαφορετικοί από τους Μίνωες: η τέχνη τους και οι τάφοι τους είναι γεμάτοι όπλα, είχαν άλογα, άρματα και αυστηρή ιεραρχική δομή, επειδή έθαβαν τους αρχηγούς τους με πολύ μεγάλες ποσότητες χρυσού και έχτιζαν τις “κυκλώπειες” ακροπόλεις τους με πελώρια ασβεστολιθικά τούβλα», προσθέτει ο Ιωσήφ Λαζαρίδης, μεταδιδακτορικός υπότροφος στην Ιατρική Σχολή του Harvard. «Οι ύστεροι Μυκηναίοι συνήθως ταυτίζονταν με τους Αχαιούς της ομηρικής Ιλιάδας, που ήταν αυτοί που κυρίευσαν την Τροία».
Ο κ. Λαζαρίδης εξήγησε ότι το υπόλοιπο της καταγωγής των Μινώων και των Μυκηναίων προήλθε από την Αρμενία, τη Γεωργία και το Ιράν. Η καταγωγή των Μυκηναίων επίσης φτάνει μέχρι και την Ανατολική Ευρώπη και τη Σιβηρία, ενώ επεσήμανε ότι οι σύγχρονοι Έλληνες γενετικά είναι αρκετά όμοιοι με τους Μυκηναίους.
«Οι Μίνωες και οι Μυκηναίοι δεν είχαν κάποια ξεχωριστή καταγωγή: δημιουργήθηκαν από το ίδιο “υλικό” όπως άλλοι λαοί από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Έτσι, δεν μπορούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα γιατί αυτοί οι πολιτισμοί άνθισαν χιλιάδες χρόνια πριν, αλλά μπορούμε τουλάχιστον να ρίξουμε λίγο φως στο ποιοι ήταν και από πού ήρθαν», αναφέρει ο κ. Λαζαρίδης.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Nature.
Απαγορευμένη Ιστορία: Χημικά και βιολογικά όπλα στην πολιορκία της Τροίας; (βίντεο)
146
5
2
0
Ο Τρωικός πόλεμος στην ελληνική μυθολογία ήταν μία δεκαετής πολεμική σύγκρουση των Ελλήνων (Αχαιοί ή Αργείοι ή Δαναοί στον Όμηρο, όπως αποκαλούσε τους Μυκηναίους) με τους Τρώες, κάτω από τα τείχη της Τροίας. Η κύρια αφορμή του πολέμου ήταν η αρπαγή της Ελένης, της συζύγου του βασιλιά της Σπάρτης, Μενέλαου, από τον πρίγκιπα της Τροίας Πάρι.
Ο πόλεμος αυτός είναι από τα κύρια γεγονότα της Ελληνικής Μυθολογίας και αποτέλεσε πηγή αστείρευτης έμπνευσης για την αρχαία ελληνική λογοτεχνία, συμπεριλαμβανομένων και των έργων του Ομήρου: της Ιλιάδας, που εξιστορεί ένα χρονικό διάστημα από το τελευταίο έτος του πολέμου και της Οδύσσειας, που εξιστορεί το ταξίδι της επιστροφής στη πατρίδα του Οδυσσέα, ενός από τους Αχαιούς ηγέτες. Άλλα γεγονότα, σχετικά με τον Τρωικό πόλεμο περιγράφονται στον τρωικό επικό κύκλο, από τον οποίο έχουν διασωθεί μόνο μικρά αποσπάσματα.
Γεγονότα του πολέμου ενέπνευσαν επίσης την αρχαία ελληνική τραγωδία, την λατινική λογοτεχνία (Αινειάδα του Βιργίλιου) και πολυάριθμα νεώτερα έργα λογοτεχνίας, εικαστικών τεχνών και μουσικής.
Τα αίτια του πολέμου ανάγονται στην θεϊκή διαμάχη μεταξύ Αθηνάς, Ήρας και Αφροδίτης, την οποία προκάλεσε η Έριδα δίνοντάς τους ένα χρυσό μήλο με την αναγραφή στην ομορφότερη (τη καλλίστῃ).
Ο Δίας θέλοντας να δώσει λύση στην διαμάχη για το ποια αξίζει το μήλο, τις παρέπεμψε στον Τρώα πρίγκιπα Πάρι, που επέλεξε την Αφροδίτη.
Ως ανταμοιβή για την κρίση του, η Αφροδίτη τον αντάμειψε κάνοντας την Ελένη, την πιο όμορφη θνητή γυναίκα, να τον ερωτευθεί και να τον ακολουθήσει στην Τροία. Αμέσως μετά την αρπαγή της, ο Αγαμέμνονας, ο βασιλιάς των Μυκηνών και αδελφός του άντρα της Ελένης, Μενέλαου, ηγήθηκε γενικευμένης εκστρατείας των Ελλήνων και πολιόρκησε την Τροία για δέκα χρόνια.
Μετά τον θάνατο πολλών ηρώων, όπως του Αχιλλέα και του Αίαντα του Τελαμώνιου καθώς και των Τρώων, Έκτορα και Πάρι, η πόλη αλώθηκε χάρη στο τέχνασμα του Δούρειου Ίππου. Η κατάληψη της πόλης από τους Αχαιούς συνοδεύτηκε από σφαγή και ολοσχερή της καταστροφή καθώς και από βεβήλωση των ιερών. Αυτή η ενέργεια προκάλεσε την οργή των θεών, οι οποίοι εκδικήθηκαν πολλούς από τους επιζήσαντες Αχαιούς βασιλιάδες.
Ελάχιστοι από αυτούς κατάφεραν να συνεχίσουν ειρηνικά τη ζωή τους στις πατρίδες τους. Οι Ρωμαίοι πίστευαν ότι ο Τρώας ήρωας Αινείας, μετά την πτώση της πόλης κατέφυγε στο Λάτιο, στην ιταλική χερσόνησο και ότι θεωρείται πρόγονός τους.
Οι Αρχαίοι Έλληνες, πίστευαν ότι ο Τρωικός πόλεμος (όπως και τα περισσότερα γεγονότα της μυθολογίας) ήταν ιστορικό γεγονός που έλαβε χώρα τον 13ο ή το 12ο αιώνα π.Χ. και ότι η Τροία βρισκόταν στην ασιατική πλευρά του Ελλησπόντου (Δαρδανέλια). Μόλις το 1870, ο Γερμανός αρχαιολόγος Ερρίκος Σλήμαν, μετά από ανασκαφές ανακάλυψε, την μέχρι τότε εντελώς μυθική, Τροία.
Σήμερα το σύνολο της αρχαιολογικής κοινότητας συμφωνεί ότι πράγματι η συγκεκριμένη τοποθεσία είναι η Τροία και ότι σίγουρα υπάρχει κάποιος ιστορικός πυρήνας, όσον αφορά τον πόλεμο.
Το ερώτημα πλέον είναι κατά πόσο κάποια συγκεκριμένα γεγονότα και πρόσωπα που εξιστορούνται ήταν πραγματικά ή απλώς μυθεύματα. Ερευνητές έχουν υποστηρίξει ότι η χρονολογία που δίνει ο αρχαίος ιστορικός Ερατοσθένης: 1194-1184 π.Χ., είναι η πιο αντιπροσωπευτική, καθώς συμφωνεί και με αρχαιολογικά στοιχεία που υποδεικνύουν ότι στην πόλη τότε ξέσπασε καταστροφική πυρκαγιά και συγκεκριμένα στο στρώμα VIIa της Τροίας.
Ο πόλεμος αυτός είναι από τα κύρια γεγονότα της Ελληνικής Μυθολογίας και αποτέλεσε πηγή αστείρευτης έμπνευσης για την αρχαία ελληνική λογοτεχνία, συμπεριλαμβανομένων και των έργων του Ομήρου: της Ιλιάδας, που εξιστορεί ένα χρονικό διάστημα από το τελευταίο έτος του πολέμου και της Οδύσσειας, που εξιστορεί το ταξίδι της επιστροφής στη πατρίδα του Οδυσσέα, ενός από τους Αχαιούς ηγέτες. Άλλα γεγονότα, σχετικά με τον Τρωικό πόλεμο περιγράφονται στον τρωικό επικό κύκλο, από τον οποίο έχουν διασωθεί μόνο μικρά αποσπάσματα.
Ο Δίας θέλοντας να δώσει λύση στην διαμάχη για το ποια αξίζει το μήλο, τις παρέπεμψε στον Τρώα πρίγκιπα Πάρι, που επέλεξε την Αφροδίτη.
Ως ανταμοιβή για την κρίση του, η Αφροδίτη τον αντάμειψε κάνοντας την Ελένη, την πιο όμορφη θνητή γυναίκα, να τον ερωτευθεί και να τον ακολουθήσει στην Τροία. Αμέσως μετά την αρπαγή της, ο Αγαμέμνονας, ο βασιλιάς των Μυκηνών και αδελφός του άντρα της Ελένης, Μενέλαου, ηγήθηκε γενικευμένης εκστρατείας των Ελλήνων και πολιόρκησε την Τροία για δέκα χρόνια.
Μετά τον θάνατο πολλών ηρώων, όπως του Αχιλλέα και του Αίαντα του Τελαμώνιου καθώς και των Τρώων, Έκτορα και Πάρι, η πόλη αλώθηκε χάρη στο τέχνασμα του Δούρειου Ίππου. Η κατάληψη της πόλης από τους Αχαιούς συνοδεύτηκε από σφαγή και ολοσχερή της καταστροφή καθώς και από βεβήλωση των ιερών. Αυτή η ενέργεια προκάλεσε την οργή των θεών, οι οποίοι εκδικήθηκαν πολλούς από τους επιζήσαντες Αχαιούς βασιλιάδες.
Ελάχιστοι από αυτούς κατάφεραν να συνεχίσουν ειρηνικά τη ζωή τους στις πατρίδες τους. Οι Ρωμαίοι πίστευαν ότι ο Τρώας ήρωας Αινείας, μετά την πτώση της πόλης κατέφυγε στο Λάτιο, στην ιταλική χερσόνησο και ότι θεωρείται πρόγονός τους.
Οι Αρχαίοι Έλληνες, πίστευαν ότι ο Τρωικός πόλεμος (όπως και τα περισσότερα γεγονότα της μυθολογίας) ήταν ιστορικό γεγονός που έλαβε χώρα τον 13ο ή το 12ο αιώνα π.Χ. και ότι η Τροία βρισκόταν στην ασιατική πλευρά του Ελλησπόντου (Δαρδανέλια). Μόλις το 1870, ο Γερμανός αρχαιολόγος Ερρίκος Σλήμαν, μετά από ανασκαφές ανακάλυψε, την μέχρι τότε εντελώς μυθική, Τροία.
Σήμερα το σύνολο της αρχαιολογικής κοινότητας συμφωνεί ότι πράγματι η συγκεκριμένη τοποθεσία είναι η Τροία και ότι σίγουρα υπάρχει κάποιος ιστορικός πυρήνας, όσον αφορά τον πόλεμο.
Το ερώτημα πλέον είναι κατά πόσο κάποια συγκεκριμένα γεγονότα και πρόσωπα που εξιστορούνται ήταν πραγματικά ή απλώς μυθεύματα. Ερευνητές έχουν υποστηρίξει ότι η χρονολογία που δίνει ο αρχαίος ιστορικός Ερατοσθένης: 1194-1184 π.Χ., είναι η πιο αντιπροσωπευτική, καθώς συμφωνεί και με αρχαιολογικά στοιχεία που υποδεικνύουν ότι στην πόλη τότε ξέσπασε καταστροφική πυρκαγιά και συγκεκριμένα στο στρώμα VIIa της Τροίας.
H διαχείριση του δημόσιου χρήματος στην Αρχαία Αθήνα - Για αυτό έκτιζαν Παρθενώνες
0
0
0
0
Την ώρα που μισθοί και συντάξεις έπαιρναν τον κατήφορο, τιμολόγια έρχονταν στο φως που αποκάλυπταν πως υπήρχαν δήμοι που ξόδευαν 23.100 ευρώ για μια γιορτή ή για την κοπή μιας πίτας. Πριν κατηγορήσει κάποιος όμως για σπατάλη τους δημόσιους λειτουργούς, μήπως θα έπρεπε να σκεφτεί ότι δεν έφταιγαν οι ίδιοι αλλά η κληρονομικότητα που κουβαλούν από την αρχαιότητα;
Διότι οι αρχαίοι Αθηναίοι – οι δημιουργοί της δημοκρατίας και της αρμονίας στην αρχιτεκτονική και την τέχνη – θα περίμενε κάποιος πως θα είχαν πετύχει τουλάχιστον τη στοιχειώδη ισορροπία στα δημοσιονομικά τους.
Οι ιστορικοί υποστηρίζουν όμως ότι οι αρχαίοι Αθηναίοι δεν είχαν καμία ιεραρχία στις προτεραιότητές τους. Και αντί να ξοδεύουν περισσότερα χρήματα για πολεμικές δαπάνες, η πλειονότητα των κονδυλίων τους πήγαινε για γιορτές, θυσίες και πανηγύρια.
Κι αν δεν πιστεύετε τους ιστορικούς, υπάρχει και ο κορυφαίος ρήτορας Δημοσθένης αλλά και ο ιστορικός Πλούταρχος που υποστηρίζουν ότι οι Αθηναίοι ξόδεψαν περισσότερα χρήματα για να ανεβάσουν στη σκηνή τις ατυχίες της Μήδειας και της Ηλέκτρας, τις «Φοίνισσες», τις «Βάκχες» και τον «Οιδίποδα» από όσα διέθεσαν για να διατηρήσουν την αυτοκρατορία τους και να αγωνιστούν για την ελευθερία τους κατά των Περσών.
Τέλος σε αυτή την παρεξήγηση έρχεται να βάλει ο λέκτορας στο Τμήμα Ιστορίας, Φιλοσοφίας, Θρησκείας και Κλασικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Κουίνσλαντ, δρ Ντέιβιντ Πρίτσαρντ, ο οποίος βρέθηκε προχθές στην Αθήνα καλεσμένος του Αυστραλιανού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και έδωσε διάλεξη με θέμα «Γιορτές, Δημοκρατία και Πόλεμος: Οι προτεραιότητες στις δαπάνες της δημοκρατικής Αθήνας».
Κομβικό σημείο στην έρευνά του υπήρξε η προσεκτική μελέτη των οικονομικών στοιχείων οκτώ δεκαετιών – από το 430 π.Χ. έως το 350 π.Χ. – που αποδεικνύει πως οι Αθηναίοι μπορεί να ξόδευαν πολλά χρήματα για θεατρικές παραγωγές, γιορτές και θυσίες προς τους θεούς – ποσά που καλύπτονταν από πολίτες ως εναλλακτική μορφή φορολόγησης -, αλλά τελικά το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού τους πήγαινε στις αμυντικές δαπάνες.
«Υπολογίζεται πως η Αθήνα διέθετε περί τα 100 τάλαντα ετησίως για εορταστικές εκδηλώσεις, ενώ για τις ένοπλες δυνάμεις της το κονδύλι δεν έπεφτε κάτω από τα 500 τάλαντα», λέει ο δρ Πρίτσαρντ που επιχείρησε να υπολογίσει τις δαπάνες του αθηναϊκού κράτους βασιζόμενος και σε νεότερες έρευνες, σε αντίθεση με τις έως τώρα θεωρίες που είχαν βασιστεί κυρίως σε κείμενα και όχι σε αριθμούς.
Την πιο γεμάτη πολεμική δραστηριότητα δεκαετία, δε, 433-423 π.Χ. (το 431 π.Χ. ξεκινά ο Πελοποννησιακός Πόλεμος) οι δαπάνες για θέματα άμυνας έφταναν και τα 1.500 τάλαντα.
«Συκοφαντίες όσα λέει ο Δημοσθένης»
«Όσα λέει ο Δημοσθένης δεν είναι παρά συκοφαντίες. Αρκεί να σκεφτεί κάποιος ότι με τα 36 τάλαντα που ξόδευαν οι Αθηναίοι ετησίως για τις δυο μεγάλες αθηναϊκές γιορτές, τα Εν Αστει Διονύσια και τα Μεγάλα Παναθήναια (σ.σ. τα Παναθήναια γιορτάζονταν ανά τετραετία, αλλά ο ερευνητής έχει υπολογίσει το κόστος ανά έτος) αρκούσαν μόλις να συντηρήσουν για έναν μήνα έναν στόλο 30 πλοίων», εξηγεί ο ερευνητής.
Για ποιον λόγο όμως ο Δημοσθένης και ο Πλούταρχος διαβάλλουν τόσο τους Αθηναίους παραποιώντας την αλήθεια; O μεν Δημοσθένης με τη ρητορική στρατηγική του προσπαθούσε να κάνει τον δήμο να αισθανθεί άσχημα και να πάρει τα όπλα κατά του Φιλίππου που κατέβαινε ακάθεκτος προς την Αθήνα.
Ο δε Πλούταρχος (1ος αι. μ.Χ.) με τη χρονική απόσταση που τον χώριζε από τα γεγονότα προτίμησε να επιδοθεί σε μια επίδειξη ρητορείας που «δεν αποτελεί σοβαρή ανάλυση της κλασικής Αθήνας, με τρομερές υπερβολές σχετικά με τις οικονομικές προτεραιότητες», επισημαίνει ο δρ Πρίτσαρντ.
Και καταλήγει: «Η αθηναϊκή δημοκρατία είχε καταφέρει με μεγάλη επιτυχία να διαχειριστεί το δημόσιο χρήμα. Θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα τόσο για τους σύγχρονους Έλληνες πολιτικούς όσο και για τους ψηφοφόρους».
Google +
Διότι οι αρχαίοι Αθηναίοι – οι δημιουργοί της δημοκρατίας και της αρμονίας στην αρχιτεκτονική και την τέχνη – θα περίμενε κάποιος πως θα είχαν πετύχει τουλάχιστον τη στοιχειώδη ισορροπία στα δημοσιονομικά τους.
Οι ιστορικοί υποστηρίζουν όμως ότι οι αρχαίοι Αθηναίοι δεν είχαν καμία ιεραρχία στις προτεραιότητές τους. Και αντί να ξοδεύουν περισσότερα χρήματα για πολεμικές δαπάνες, η πλειονότητα των κονδυλίων τους πήγαινε για γιορτές, θυσίες και πανηγύρια.
Τέλος σε αυτή την παρεξήγηση έρχεται να βάλει ο λέκτορας στο Τμήμα Ιστορίας, Φιλοσοφίας, Θρησκείας και Κλασικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Κουίνσλαντ, δρ Ντέιβιντ Πρίτσαρντ, ο οποίος βρέθηκε προχθές στην Αθήνα καλεσμένος του Αυστραλιανού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και έδωσε διάλεξη με θέμα «Γιορτές, Δημοκρατία και Πόλεμος: Οι προτεραιότητες στις δαπάνες της δημοκρατικής Αθήνας».
Κομβικό σημείο στην έρευνά του υπήρξε η προσεκτική μελέτη των οικονομικών στοιχείων οκτώ δεκαετιών – από το 430 π.Χ. έως το 350 π.Χ. – που αποδεικνύει πως οι Αθηναίοι μπορεί να ξόδευαν πολλά χρήματα για θεατρικές παραγωγές, γιορτές και θυσίες προς τους θεούς – ποσά που καλύπτονταν από πολίτες ως εναλλακτική μορφή φορολόγησης -, αλλά τελικά το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού τους πήγαινε στις αμυντικές δαπάνες.
«Υπολογίζεται πως η Αθήνα διέθετε περί τα 100 τάλαντα ετησίως για εορταστικές εκδηλώσεις, ενώ για τις ένοπλες δυνάμεις της το κονδύλι δεν έπεφτε κάτω από τα 500 τάλαντα», λέει ο δρ Πρίτσαρντ που επιχείρησε να υπολογίσει τις δαπάνες του αθηναϊκού κράτους βασιζόμενος και σε νεότερες έρευνες, σε αντίθεση με τις έως τώρα θεωρίες που είχαν βασιστεί κυρίως σε κείμενα και όχι σε αριθμούς.
Την πιο γεμάτη πολεμική δραστηριότητα δεκαετία, δε, 433-423 π.Χ. (το 431 π.Χ. ξεκινά ο Πελοποννησιακός Πόλεμος) οι δαπάνες για θέματα άμυνας έφταναν και τα 1.500 τάλαντα.
«Συκοφαντίες όσα λέει ο Δημοσθένης»
«Όσα λέει ο Δημοσθένης δεν είναι παρά συκοφαντίες. Αρκεί να σκεφτεί κάποιος ότι με τα 36 τάλαντα που ξόδευαν οι Αθηναίοι ετησίως για τις δυο μεγάλες αθηναϊκές γιορτές, τα Εν Αστει Διονύσια και τα Μεγάλα Παναθήναια (σ.σ. τα Παναθήναια γιορτάζονταν ανά τετραετία, αλλά ο ερευνητής έχει υπολογίσει το κόστος ανά έτος) αρκούσαν μόλις να συντηρήσουν για έναν μήνα έναν στόλο 30 πλοίων», εξηγεί ο ερευνητής.
Για ποιον λόγο όμως ο Δημοσθένης και ο Πλούταρχος διαβάλλουν τόσο τους Αθηναίους παραποιώντας την αλήθεια; O μεν Δημοσθένης με τη ρητορική στρατηγική του προσπαθούσε να κάνει τον δήμο να αισθανθεί άσχημα και να πάρει τα όπλα κατά του Φιλίππου που κατέβαινε ακάθεκτος προς την Αθήνα.
Ο δε Πλούταρχος (1ος αι. μ.Χ.) με τη χρονική απόσταση που τον χώριζε από τα γεγονότα προτίμησε να επιδοθεί σε μια επίδειξη ρητορείας που «δεν αποτελεί σοβαρή ανάλυση της κλασικής Αθήνας, με τρομερές υπερβολές σχετικά με τις οικονομικές προτεραιότητες», επισημαίνει ο δρ Πρίτσαρντ.
Και καταλήγει: «Η αθηναϊκή δημοκρατία είχε καταφέρει με μεγάλη επιτυχία να διαχειριστεί το δημόσιο χρήμα. Θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα τόσο για τους σύγχρονους Έλληνες πολιτικούς όσο και για τους ψηφοφόρους».
Όρκοι αρχαίων Ελλήνων πολεμιστών
2
0
1
0
Ὅρκος Ἀθηναίων ἐφήβων
…πλείω δὲ καὶ ἀρείῳ…
Κρατώντας τὰ ὅπλα ποὺ τοῦ ἐμπιστευόνταν ἡ Πατρίδα, ὁ
Ἀθηναῖος ἔφηβος μπροστὰ στὸ ναὸ τῆς Ἀγραύλου ἔδιδε τὸν
παρακάτω ὅρκο:
Οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα, οὐδ᾿ ἐγκαταλείψω τὸν προστάτην ὢ ἂν στοίχῳ, ἀμυνῶ δὲ καὶ ὑπὲρ ἱερῶν καὶ ὁσίων, καὶ μόνος καὶ μετὰ πολλῶν, καὶ τὴν πατρίδα οὐκ ἐλάττω παραδώσω, πλείω δὲ καὶ ἀρείῳ ὅσης ἂν παραδέξωμαι. Καὶ συνήσω τῶν ἀεὶ κρινόντων, καὶ τοῖς θεσμοῖς τοῖς ἱδρυμένοις πείσομαι, καὶ οὓς τίνας ἄλλους ἱδρύσεται τὸ πλῆθος ἐμφρόνως. Καὶ ἂν τὶς ἀναιρεῖ τοὺς θεσμοὺς ἣ μὴ πείθηται οὐκ ἐπιτρέψω, ἀμυνῶ δὲ καὶ μόνος καὶ μετὰ πάντων. Καὶ τὰ ἱερὰ τὰ πάτρια τιμήσω. Ἵστορες θεοὶ Ἄγραυλος, Ἐνυάλιος, Ἄρης, Ζεύς, Θαλλώ, Αὐξώ, Ἡγεμόνη
Δὲ θὰ ντροπιάσω τὰ ὄπλα μου, οὔτε θὰ ἐγκαταλείψω τὸν συμπολεμιστή μου ὅπου κι ἂν ταχθῶ νὰ πολεμήσω, θὰ ὑπερασπίζω τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια, καὶ μόνος καὶ μὲ πολλούς, καὶ τὴν πατρίδα δὲν θὰ παραδώσω μικρότερη, ἀλλὰ μεγαλύτερη καὶ μαχητικότερη ἀπ᾿ ὅση θὰ μοῦ παραδοθεῖ. Θὰ πιστεύω στοὺς Θεοὺς καὶ στοὺς ἰσχύοντες νόμους θὰ ὑπακούω, καὶ σὲ ὅσους ἄλλους νόμιμα θεσπισθοῦν. Κι ἂν κάποιος ἀναιρέσει τοὺς θεσμοὺς ἢ ἀμφισβητήσει, δὲν θὰ τὸ ἐπιτρέψω, θὰ τὸν πολεμήσω εἴτε μόνος εἴτε μὲ ὅλους. Καὶ τὶς ἱερὲς παρακαταθῆκες τῶν πατέρων θὰ τιμήσω. Μάρτυρές μου οἱ θεοὶ Ἄγραυλος, Ἐνυάλιος, Ἄρης, Ζεύς, Θαλλῶ, Αὐξώ, Ἡγεμόνη.
Παιᾶν Σπαρτιατῶν
Βαδίζοντας προς τη μάχη, οι σπαρτιάτες πολεμιστές έψαλλαν
τον παιάνα…
Ἄγετ᾿, ὢ Σπάρτας εὐάνδρω κῶροι πατέρων πολιατᾶν λαιᾷ μὲν ἴτυν προβάλεσθε, δόρυ δ᾿ εὐτόλμως ἄνχεσθε, μὴ φειδόμενοι τὰς ζωάς· οὐ γὰρ πάτριον τᾷ Σπάρτᾳ!
Ἐμπρὸς ὢ τῆς εὐάνδρου Σπάρτης τέκνα πατέρων πολιτῶν, διὰ τῆς ἀριστερᾶς χειρὸς τὴν ἀσπίδαν προβάλετε, διὰ δὲ τῆς δεξιᾶς μὲ τόλμη τὸ δόρυ ὑψώσατε, μὴ φειδόμενοι τὴν ζωὴ γιατὶ αὐτὸ δὲν εἶναι πατροπαράδοτον στὴν Σπάρτη!
Ὅρκος Ἑλλήνων στὶς Πλαταιές:
Οὐ ποιήσομαι περὶ πλειονος τὸ ζῆν τῆς ἐλευθερίας. Οὐδὲ ἐγκαταλείψω τοὺς ἡγεμόνας, οὔτε ζῶντας, οὔτε ἀποθανόντας. ἀλλὰ τοὺς ἐν τῇ μάχῃ τελευτήσαντας τῶν συμμάχων ἁπάντας θάψω. καὶ κρατήσας τῷ πολέμῳ τοὺς βάρβαρους,τῶν μὲν μαχεσαμένων ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος πόλεων οὐδεμίαν ἀνάστατον ποιήσω. τὰς δὲ τὰ τοῦ βάρβαρου προελομένας ἅπασας δεκατεύσω. καὶ τῶν ἱερῶν ἐμπρησθέντων καὶ καταβληθέντων ὑπὸ τῶν βάρβαρων οὐδὲν ἀνοικοδομήσω παντάπασιν. ἀλλὰ ὑπόμνημα τοῖς ἐπιγιγνομένοις ἐάσω καταλείπεσθαι τῆς τῶν βάρβαρων ἀσεβείας.
Δὲν θὰ ἐκλάβω ὡς πολυτιμότερη τὴ ζωὴ ἀπὸ τὴν ἐλευθερία. οὔτε θὰ ἐγκαταλείψω στὴ μάχη κανέναν ἀπὸ τοὺς ἡγέτες μας, οὔτε ζωντανό, μὰ οὔτε καὶ νεκρό. ἀλλὰ καὶ τοὺς πεσόντες στὴ μάχη ἀπὸ τοὺς συμμάχους μας ὅλους θὰ ἐνταφιάσω. καὶ ἀφοῦ ἐπικρατήσουμε στὸν πόλεμο κατὰ τῶν βάρβαρων, ἀπὸ τὶς πόλεις ποὺ ἔδωσαν μάχη ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος καμία νὰ μὴν καταστρέψω. ὅσες ὅμως στὴ μάχη συνετάχθησαν μὲ τοὺς βάρβαρους ὅλες νὰ ἀποδεκατίσω. καὶ ἀπὸ τοὺς ναοὺς ποὺ πυρπολήθηκαν καὶ κατεδαφίστηκαν ἀπὸ τοὺς βαρβάρους, κανέναν καθόλου νὰ μὴν ανοικοδομήσω. ἀλλὰ ὡς ὑπενθύμιση στὶς ἐπερχόμενες γενεὲς νὰ ἐπιτρέψω νὰ ἀφεθοῦν, τῆς τῶν βάρβαρων ἀσεβείας.
Google +
…πλείω δὲ καὶ ἀρείῳ…
Κρατώντας τὰ ὅπλα ποὺ τοῦ ἐμπιστευόνταν ἡ Πατρίδα, ὁ
παρακάτω ὅρκο:
Οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα, οὐδ᾿ ἐγκαταλείψω τὸν προστάτην ὢ ἂν στοίχῳ, ἀμυνῶ δὲ καὶ ὑπὲρ ἱερῶν καὶ ὁσίων, καὶ μόνος καὶ μετὰ πολλῶν, καὶ τὴν πατρίδα οὐκ ἐλάττω παραδώσω, πλείω δὲ καὶ ἀρείῳ ὅσης ἂν παραδέξωμαι. Καὶ συνήσω τῶν ἀεὶ κρινόντων, καὶ τοῖς θεσμοῖς τοῖς ἱδρυμένοις πείσομαι, καὶ οὓς τίνας ἄλλους ἱδρύσεται τὸ πλῆθος ἐμφρόνως. Καὶ ἂν τὶς ἀναιρεῖ τοὺς θεσμοὺς ἣ μὴ πείθηται οὐκ ἐπιτρέψω, ἀμυνῶ δὲ καὶ μόνος καὶ μετὰ πάντων. Καὶ τὰ ἱερὰ τὰ πάτρια τιμήσω. Ἵστορες θεοὶ Ἄγραυλος, Ἐνυάλιος, Ἄρης, Ζεύς, Θαλλώ, Αὐξώ, Ἡγεμόνη
Δὲ θὰ ντροπιάσω τὰ ὄπλα μου, οὔτε θὰ ἐγκαταλείψω τὸν συμπολεμιστή μου ὅπου κι ἂν ταχθῶ νὰ πολεμήσω, θὰ ὑπερασπίζω τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια, καὶ μόνος καὶ μὲ πολλούς, καὶ τὴν πατρίδα δὲν θὰ παραδώσω μικρότερη, ἀλλὰ μεγαλύτερη καὶ μαχητικότερη ἀπ᾿ ὅση θὰ μοῦ παραδοθεῖ. Θὰ πιστεύω στοὺς Θεοὺς καὶ στοὺς ἰσχύοντες νόμους θὰ ὑπακούω, καὶ σὲ ὅσους ἄλλους νόμιμα θεσπισθοῦν. Κι ἂν κάποιος ἀναιρέσει τοὺς θεσμοὺς ἢ ἀμφισβητήσει, δὲν θὰ τὸ ἐπιτρέψω, θὰ τὸν πολεμήσω εἴτε μόνος εἴτε μὲ ὅλους. Καὶ τὶς ἱερὲς παρακαταθῆκες τῶν πατέρων θὰ τιμήσω. Μάρτυρές μου οἱ θεοὶ Ἄγραυλος, Ἐνυάλιος, Ἄρης, Ζεύς, Θαλλῶ, Αὐξώ, Ἡγεμόνη.
Παιᾶν Σπαρτιατῶν
Βαδίζοντας προς τη μάχη, οι σπαρτιάτες πολεμιστές έψαλλαν
τον παιάνα…
Ἄγετ᾿, ὢ Σπάρτας εὐάνδρω κῶροι πατέρων πολιατᾶν λαιᾷ μὲν ἴτυν προβάλεσθε, δόρυ δ᾿ εὐτόλμως ἄνχεσθε, μὴ φειδόμενοι τὰς ζωάς· οὐ γὰρ πάτριον τᾷ Σπάρτᾳ!
Ἐμπρὸς ὢ τῆς εὐάνδρου Σπάρτης τέκνα πατέρων πολιτῶν, διὰ τῆς ἀριστερᾶς χειρὸς τὴν ἀσπίδαν προβάλετε, διὰ δὲ τῆς δεξιᾶς μὲ τόλμη τὸ δόρυ ὑψώσατε, μὴ φειδόμενοι τὴν ζωὴ γιατὶ αὐτὸ δὲν εἶναι πατροπαράδοτον στὴν Σπάρτη!
Ὅρκος Ἑλλήνων στὶς Πλαταιές:
Οὐ ποιήσομαι περὶ πλειονος τὸ ζῆν τῆς ἐλευθερίας. Οὐδὲ ἐγκαταλείψω τοὺς ἡγεμόνας, οὔτε ζῶντας, οὔτε ἀποθανόντας. ἀλλὰ τοὺς ἐν τῇ μάχῃ τελευτήσαντας τῶν συμμάχων ἁπάντας θάψω. καὶ κρατήσας τῷ πολέμῳ τοὺς βάρβαρους,τῶν μὲν μαχεσαμένων ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος πόλεων οὐδεμίαν ἀνάστατον ποιήσω. τὰς δὲ τὰ τοῦ βάρβαρου προελομένας ἅπασας δεκατεύσω. καὶ τῶν ἱερῶν ἐμπρησθέντων καὶ καταβληθέντων ὑπὸ τῶν βάρβαρων οὐδὲν ἀνοικοδομήσω παντάπασιν. ἀλλὰ ὑπόμνημα τοῖς ἐπιγιγνομένοις ἐάσω καταλείπεσθαι τῆς τῶν βάρβαρων ἀσεβείας.
Δὲν θὰ ἐκλάβω ὡς πολυτιμότερη τὴ ζωὴ ἀπὸ τὴν ἐλευθερία. οὔτε θὰ ἐγκαταλείψω στὴ μάχη κανέναν ἀπὸ τοὺς ἡγέτες μας, οὔτε ζωντανό, μὰ οὔτε καὶ νεκρό. ἀλλὰ καὶ τοὺς πεσόντες στὴ μάχη ἀπὸ τοὺς συμμάχους μας ὅλους θὰ ἐνταφιάσω. καὶ ἀφοῦ ἐπικρατήσουμε στὸν πόλεμο κατὰ τῶν βάρβαρων, ἀπὸ τὶς πόλεις ποὺ ἔδωσαν μάχη ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος καμία νὰ μὴν καταστρέψω. ὅσες ὅμως στὴ μάχη συνετάχθησαν μὲ τοὺς βάρβαρους ὅλες νὰ ἀποδεκατίσω. καὶ ἀπὸ τοὺς ναοὺς ποὺ πυρπολήθηκαν καὶ κατεδαφίστηκαν ἀπὸ τοὺς βαρβάρους, κανέναν καθόλου νὰ μὴν ανοικοδομήσω. ἀλλὰ ὡς ὑπενθύμιση στὶς ἐπερχόμενες γενεὲς νὰ ἐπιτρέψω νὰ ἀφεθοῦν, τῆς τῶν βάρβαρων ἀσεβείας.
Λαΐδα και Δημοσθένης: Η φάρσα της πιο γνωστής ιερόδουλης της αρχαίας Ελλάδας στον φιλόσοφο (φωτό)
5
3
0
0
Η ιστορία των αρχαίων Ελλήνων είναι γεμάτη διδάγματα που έχουν απήχηση ακόμη και στην σημερινή εποχή. Η σοφία τους είναι διαχρονική που την μελετήσουμε και καταφέρουμε να την κατανοήσουμε θα μπορέσουμε να ξεκλειδώσουμε πολλά από τα μυστήρια που μας ταλαιπωρούν μέχρι και σήμερα.
Ο Διογένης ο Κυνικός ήταν πολλά πράγματα. Αν κάτι δεν ήταν, είναι ένα συνηθισμένος άνθρωπος. Στην πραγματικότητα ο Διογένης ήταν αναρχικός ακόμα κι αν τότε που έζησε, το συγκεκριμένο κοινωνικόπολιτικό ρεύμα δεν είχε ιδρυθεί.
Ο τρόπος σκέψης του και ο τρόπος ζωής του τον έκαναν να ξεχωρίζει. Οι ατάκες του και οι φαρμακερές απαντήσεις του σε όσους προσπαθούσαν να τον μειώσουν ή να τον εκθέσουν έχουν δημιουργήσει μια ολόκληρη σχολή για το πώς πρέπει κάποιος να αντιδρά απέναντι σε όσους θέλουν να τον μειώσουν.
Ο Διογένης δεν ήταν ένας εύκολος ή απλός άνθρωπος. Θεωρείται ο εμβληματικός πρωτοπόρος των Κυνικών που είχαν σαν έμβλημά τους τον Κύων (τον σκύλο) και οι οποίοι διατείνονταν ότι διέφεραν από τους άλλους σκύλους διότι εκείνοι δεν δάγκωναν τους εχθρούς αλλά τους φίλους, για να τους διορθώσουν!
Είναι ο πρώτος που δήλωσε «πολίτης του κόσμου» και το εννοούσε, σε μια εποχή που το βασικό γνώρισμα των ανθρώπων ήταν η πατρίδα και οι πρόγονοι. Σε κάθε ευκαιρία που του δινόταν φρόντιζε να ισοπεδώνει όλους τους καθωσπρεπισμούς της κοινωνίας. Αυνανιζόταν δημόσια (είχε… ιδιαίτερη αδυναμία στην Αθηναϊκή αγορά), ουρούσε και αφόδευε σε περίτεχνες κολόνες και ιερούς ναούς.
Αρνητής του πολιτισμού και των Νόμων, πίστευε πως ο άνθρωπος είναι από τη φύση εφοδιασμένος με όλα όσα χρειάζεται και δεν έχει ανάγκη από περιττά πράγματα.
Είναι ενδεικτικό πως όταν μια μέρα είδε ένα μικρό παιδί να πίνει νερό με τη χούφτα του χεριού του, πήρε στα χέρια του το κύπελλο, με το οποίο έπινε νερό και το πέταξε μακριά με δύναμη, αναφωνώντας «παιδίον μὲ νενίκηκεν εὐτελεία!» (ένα παιδί με ξεπέρασε στην απλότητα).
Η γέννηση, η εξορία, η περιπλάνηση και η φιλοσοφία
Ο Διογένης γεννήθηκε στη Σινώπη περίπου το 412 π.Χ. (σύμφωνα με άλλες πηγές το 399 π.Χ.).
Ο πατέρας του, Ικεσίας, ήταν κατασκευαστής νομισμάτων και ο Διογένης έμαθε την τέχνη δίπλα του.
Το 370 π.Χ., ωστόσο, τον συνέλαβαν για την παραχάραξη νομισμάτων και τον εξόρισαν.
Έτσι βρέθηκε στην Αθήνα όπου διέμενε όλες τις εποχές του χρόνου εκτός από το καλοκαίρι όπου έφευγε για την Κόρινθο.
Υπήρξε μαθητής του ιδρυτή της Κυνικής φιλοσοφίας, Αντισθένη, διαπρεπούς μαθητή του Σωκράτη.
Ο Διογένης ξεπέρασε το δάσκαλό του σε φήμη και προσκόλληση στον Κυνικό τρόπο ζωής.
Συχνά κυκλοφορούσε την ημέρα με ένα αναμμένο φανό και όταν τον ρωτούσαν «γιατί κρατάς φανό, ημέρα;» αυτός απαντούσε «αναζητώ τον Άνθρωπο».
O Διογένης έψαχνε να βρει ένα ανθρώπινο ον, αλλά έλεγε πως έβλεπε μόνο «κατεργάρηδες και αχρείους».
Με τη διδασκαλία του, η οποία ουσιαστικά ήταν επαναστατική και άκρως ανατρεπτική για την τάξη που επικρατούσε τότε, έθιξε αποκλειστικά κοινωνικά και ηθικά προβλήματα.
Βλέποντας, για παράδειγμα, μία ημέρα τους αξιωματούχους να οδηγούν στη φυλακή κάποιο ταμία, που είχε κλέψει ένα κύπελλο είπε: «Οι μεγάλοι κλέπται τον μικρόν άγουσι».
Ο μύθος του Διογένη γιγαντώθηκε με τον χρόνο τόσο που η γέννησή του όσο και ο θάνατός του συνδέθηκαν (με βάση τη σημειολογία και όχι φυσικά τις πραγματικές ημερομηνίες) με σπουδαία γεγονότα.
Είναι χαρακτηριστικό πως ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Σωκράτης πέθανε την ημέρα της γέννησης του Διογένη, ενώ ο Διογένης ο Λαέρτιος είχε γράψει πως ο σπουδαίος αυτός κυνικός φιλόσοφος είχε γεννηθεί την ημέρα που ο Μέγας Αλέξανδρος πέθαινε στη Βαβυλώνα.
Οι ιστορίες που έχουν διασωθεί και αφορούν τον τρόπο με τον οποίο ο Διογένης αντιμετώπιζε διάφορες καταστάσεις είναι γνωστές και δείχνουν ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τη ζωή.
Ποιος άλλωστε δεν γνωρίζει την ιστορία της συνάντησης με τον Μέγα Αλέξανδρο όπου ο Διογένης του είχε πει το θρυλικό «σταμάτα να μου κρύβεις τον ήλιο», όταν εκείνος στάθηκε μπροστά του αγέρωχος μέσα στην αστραφτερή του πανοπλία και τον βασιλιά των Μακεδόνων, εκστασιασμένο να λέει το περίφημο: «Εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν Διογένης».
Ακόμα και γνωστοί ιστορικοί έχουν γράψει για εκείνη την πόρνη. Ο Ρωμαίος ποιητής, Προπέρτιος είχε γράψει πως «όλη η Ελλάδα έλιωνε από πόθο μπροστά στην πόρτα της».
Είχε όμορφες ξανθές μπούκλες, λεπτό και καλλίγραμμο σώμα, με δύο στήθη «σαν κυδώνια».
Η Λαΐδα έζησε την περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου, από το 431 π.Χ. μέχρι το 404 π.Χ. Η φήμη της ήταν τέτοια που την πλησίαζαν άνδρες από κάθε γωνιά της Ελλάδας.
Εκείνη το εκμεταλλεύτηκε ζητώντας υπέρογκα ποσά για να κοιμηθεί μαζί τους. Λέγεται, μάλιστα, πως τα ποσά αυτά σε σημερινά χρήματα ξεπερνούσαν κατά πολύ τις 2.000 ευρώ για μια νύχτα!
Στα πόδια της είχε όποιον άνδρα ήθελε, ωστόσο, η διάσημη εταίρα ενοχλήθηκε από την… πρωτοφανή αδιαφορία που έδειχνε για εκείνη ο Διογένης όταν τα καλοκαίρια πήγαινε στην Κόρινθο.
Έτσι σκέφτηκε να κάνει κάτι που θα τον εξέθετε.
Μία ημέρα τον πλησίασε και του είπε πως τον θαυμάζει και πως θα του επιτρέψει να κοιμηθεί μαζί της για ένα βράδυ αρκεί στο δωμάτιο που θα συνευρεθούν να μην υπάρχει το παραμικρό φως.
Ο Διογένης δέχθηκε και έτσι το ραντεβού κλείστηκε. Ο σπουδαίος φιλόσοφος βρέθηκε στο σκοτεινό δωμάτιο και πέρασε τη νύχτα του στο πλάι μιας άσχημης και ηλικιωμένης υπηρέτριας της φημισμένης εταίρας.
Την επόμενη μέρα, και αφού θεωρούσε πως πέτυχε τον σκοπό της, η Λαΐδα άρχισε να διαδίδει την παγίδα που έστησε στον Διογένη, μέσα στην οποία έπεσε ο φιλόσοφος, με σκοπό να τον εξευτελίσει.
Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε για το αν είναι πραγματικότητα όλα αυτά που διαδίδονται σε βάρος του, απάντησε: «Λύχνου σβεσθέντος, πάσα γυνή Λαϊς», δηλαδή «στο σκοτάδι, όλες οι γυναίκες σαν τη Λαΐδα είναι»!
Η απάντηση αυτή έκανε την διάσημη πόρνη να καταλάβει πως ο Διογένης δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος και τότε του έκανε δώρο μια πραγματική νύχτα μαζί της. Κάτι που φυσικά ο κυνικός φιλόσοφος δέχθηκε με χαρά!
Στα «πικάντικα» παραλειπόμενα εκείνης της ιστορίας, υπάρχει και αυτό που έγινε με τον φιλόσοφο Αρίστιππο, ιδρυτή της ηδονιστικής σχολής, που εκείνη την περίοδο θεωρούταν ο πιο «τακτικός» πελάτης της Λαΐδας!
Τόσο τακτικός που είχε γίνει ο περίγελος της περιοχής καθώς όλοι τον κορόιδευαν για τα τεράστια ποσά που ξόδευε για να αγοράζει τη συντροφιά της.
Όταν μαθεύτηκε ότι η διάσημη εταίρα προσέφερε δωρεάν το κορμί της στο Διογένη, όλοι περίμεναν την έντονη αντίδραση του Αρίστιππου στον οποίο ουδέποτε είχε κάνει ένα τέτοιο δώρο.
Όταν, ωστόσο, εκείνος το έμαθε απάντησε με εξίσου φιλοσοφική διάθεση, που πιθανότατα θα ζήλευε ακόμα και ο ίδιος ο Διογένης.
«Την πληρώνω για να ευχαριστεί εμένα, όχι για να μην ευχαριστεί άλλους», είπε απόλυτα ήρεμος!
Σε ότι αφορά την ίδια την Λαΐδα λέγεται πως έζησε αρκετά χρόνια και συνέχισε να εξασκεί το επάγγελμά της έως ότου πέθανε (σύμφωνα με τα επικρατέστερα σενάρια) είτε από πνιγμό, όταν ένα κουκούτσι ελιάς κόλλησε στον λαιμό της, είτε από ανακοπή καρδιάς, κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης!
Google +
Ο Διογένης ο Κυνικός ήταν πολλά πράγματα. Αν κάτι δεν ήταν, είναι ένα συνηθισμένος άνθρωπος. Στην πραγματικότητα ο Διογένης ήταν αναρχικός ακόμα κι αν τότε που έζησε, το συγκεκριμένο κοινωνικόπολιτικό ρεύμα δεν είχε ιδρυθεί.
Ο τρόπος σκέψης του και ο τρόπος ζωής του τον έκαναν να ξεχωρίζει. Οι ατάκες του και οι φαρμακερές απαντήσεις του σε όσους προσπαθούσαν να τον μειώσουν ή να τον εκθέσουν έχουν δημιουργήσει μια ολόκληρη σχολή για το πώς πρέπει κάποιος να αντιδρά απέναντι σε όσους θέλουν να τον μειώσουν.
Είναι ο πρώτος που δήλωσε «πολίτης του κόσμου» και το εννοούσε, σε μια εποχή που το βασικό γνώρισμα των ανθρώπων ήταν η πατρίδα και οι πρόγονοι. Σε κάθε ευκαιρία που του δινόταν φρόντιζε να ισοπεδώνει όλους τους καθωσπρεπισμούς της κοινωνίας. Αυνανιζόταν δημόσια (είχε… ιδιαίτερη αδυναμία στην Αθηναϊκή αγορά), ουρούσε και αφόδευε σε περίτεχνες κολόνες και ιερούς ναούς.
Αρνητής του πολιτισμού και των Νόμων, πίστευε πως ο άνθρωπος είναι από τη φύση εφοδιασμένος με όλα όσα χρειάζεται και δεν έχει ανάγκη από περιττά πράγματα.
Είναι ενδεικτικό πως όταν μια μέρα είδε ένα μικρό παιδί να πίνει νερό με τη χούφτα του χεριού του, πήρε στα χέρια του το κύπελλο, με το οποίο έπινε νερό και το πέταξε μακριά με δύναμη, αναφωνώντας «παιδίον μὲ νενίκηκεν εὐτελεία!» (ένα παιδί με ξεπέρασε στην απλότητα).
Η γέννηση, η εξορία, η περιπλάνηση και η φιλοσοφία
Ο Διογένης γεννήθηκε στη Σινώπη περίπου το 412 π.Χ. (σύμφωνα με άλλες πηγές το 399 π.Χ.).
Ο πατέρας του, Ικεσίας, ήταν κατασκευαστής νομισμάτων και ο Διογένης έμαθε την τέχνη δίπλα του.
Το 370 π.Χ., ωστόσο, τον συνέλαβαν για την παραχάραξη νομισμάτων και τον εξόρισαν.
Έτσι βρέθηκε στην Αθήνα όπου διέμενε όλες τις εποχές του χρόνου εκτός από το καλοκαίρι όπου έφευγε για την Κόρινθο.
Υπήρξε μαθητής του ιδρυτή της Κυνικής φιλοσοφίας, Αντισθένη, διαπρεπούς μαθητή του Σωκράτη.
Ο Διογένης ξεπέρασε το δάσκαλό του σε φήμη και προσκόλληση στον Κυνικό τρόπο ζωής.
Συχνά κυκλοφορούσε την ημέρα με ένα αναμμένο φανό και όταν τον ρωτούσαν «γιατί κρατάς φανό, ημέρα;» αυτός απαντούσε «αναζητώ τον Άνθρωπο».
O Διογένης έψαχνε να βρει ένα ανθρώπινο ον, αλλά έλεγε πως έβλεπε μόνο «κατεργάρηδες και αχρείους».
Με τη διδασκαλία του, η οποία ουσιαστικά ήταν επαναστατική και άκρως ανατρεπτική για την τάξη που επικρατούσε τότε, έθιξε αποκλειστικά κοινωνικά και ηθικά προβλήματα.
Βλέποντας, για παράδειγμα, μία ημέρα τους αξιωματούχους να οδηγούν στη φυλακή κάποιο ταμία, που είχε κλέψει ένα κύπελλο είπε: «Οι μεγάλοι κλέπται τον μικρόν άγουσι».
Ο μύθος του Διογένη γιγαντώθηκε με τον χρόνο τόσο που η γέννησή του όσο και ο θάνατός του συνδέθηκαν (με βάση τη σημειολογία και όχι φυσικά τις πραγματικές ημερομηνίες) με σπουδαία γεγονότα.
Είναι χαρακτηριστικό πως ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Σωκράτης πέθανε την ημέρα της γέννησης του Διογένη, ενώ ο Διογένης ο Λαέρτιος είχε γράψει πως ο σπουδαίος αυτός κυνικός φιλόσοφος είχε γεννηθεί την ημέρα που ο Μέγας Αλέξανδρος πέθαινε στη Βαβυλώνα.
Οι ιστορίες που έχουν διασωθεί και αφορούν τον τρόπο με τον οποίο ο Διογένης αντιμετώπιζε διάφορες καταστάσεις είναι γνωστές και δείχνουν ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τη ζωή.
Ποιος άλλωστε δεν γνωρίζει την ιστορία της συνάντησης με τον Μέγα Αλέξανδρο όπου ο Διογένης του είχε πει το θρυλικό «σταμάτα να μου κρύβεις τον ήλιο», όταν εκείνος στάθηκε μπροστά του αγέρωχος μέσα στην αστραφτερή του πανοπλία και τον βασιλιά των Μακεδόνων, εκστασιασμένο να λέει το περίφημο: «Εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν Διογένης».
«Λύχνου σβεσθέντος, πάσα γυνή Λαϊς»Μια ιστορία, ωστόσο, έχει ιδιαίτερη σημασία. Έχει πρωταγωνιστές τον ίδιο τον Διογένη και μια εντυπωσιακή, πανέμορφη και διάσημη πόρνη, την Λαΐδα από την Κόρινθο.
Ακόμα και γνωστοί ιστορικοί έχουν γράψει για εκείνη την πόρνη. Ο Ρωμαίος ποιητής, Προπέρτιος είχε γράψει πως «όλη η Ελλάδα έλιωνε από πόθο μπροστά στην πόρτα της».
Είχε όμορφες ξανθές μπούκλες, λεπτό και καλλίγραμμο σώμα, με δύο στήθη «σαν κυδώνια».
Η Λαΐδα έζησε την περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου, από το 431 π.Χ. μέχρι το 404 π.Χ. Η φήμη της ήταν τέτοια που την πλησίαζαν άνδρες από κάθε γωνιά της Ελλάδας.
Εκείνη το εκμεταλλεύτηκε ζητώντας υπέρογκα ποσά για να κοιμηθεί μαζί τους. Λέγεται, μάλιστα, πως τα ποσά αυτά σε σημερινά χρήματα ξεπερνούσαν κατά πολύ τις 2.000 ευρώ για μια νύχτα!
Στα πόδια της είχε όποιον άνδρα ήθελε, ωστόσο, η διάσημη εταίρα ενοχλήθηκε από την… πρωτοφανή αδιαφορία που έδειχνε για εκείνη ο Διογένης όταν τα καλοκαίρια πήγαινε στην Κόρινθο.
Έτσι σκέφτηκε να κάνει κάτι που θα τον εξέθετε.
Μία ημέρα τον πλησίασε και του είπε πως τον θαυμάζει και πως θα του επιτρέψει να κοιμηθεί μαζί της για ένα βράδυ αρκεί στο δωμάτιο που θα συνευρεθούν να μην υπάρχει το παραμικρό φως.
Ο Διογένης δέχθηκε και έτσι το ραντεβού κλείστηκε. Ο σπουδαίος φιλόσοφος βρέθηκε στο σκοτεινό δωμάτιο και πέρασε τη νύχτα του στο πλάι μιας άσχημης και ηλικιωμένης υπηρέτριας της φημισμένης εταίρας.
Την επόμενη μέρα, και αφού θεωρούσε πως πέτυχε τον σκοπό της, η Λαΐδα άρχισε να διαδίδει την παγίδα που έστησε στον Διογένη, μέσα στην οποία έπεσε ο φιλόσοφος, με σκοπό να τον εξευτελίσει.
Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε για το αν είναι πραγματικότητα όλα αυτά που διαδίδονται σε βάρος του, απάντησε: «Λύχνου σβεσθέντος, πάσα γυνή Λαϊς», δηλαδή «στο σκοτάδι, όλες οι γυναίκες σαν τη Λαΐδα είναι»!
Η απάντηση αυτή έκανε την διάσημη πόρνη να καταλάβει πως ο Διογένης δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος και τότε του έκανε δώρο μια πραγματική νύχτα μαζί της. Κάτι που φυσικά ο κυνικός φιλόσοφος δέχθηκε με χαρά!
Στα «πικάντικα» παραλειπόμενα εκείνης της ιστορίας, υπάρχει και αυτό που έγινε με τον φιλόσοφο Αρίστιππο, ιδρυτή της ηδονιστικής σχολής, που εκείνη την περίοδο θεωρούταν ο πιο «τακτικός» πελάτης της Λαΐδας!
Τόσο τακτικός που είχε γίνει ο περίγελος της περιοχής καθώς όλοι τον κορόιδευαν για τα τεράστια ποσά που ξόδευε για να αγοράζει τη συντροφιά της.
Όταν μαθεύτηκε ότι η διάσημη εταίρα προσέφερε δωρεάν το κορμί της στο Διογένη, όλοι περίμεναν την έντονη αντίδραση του Αρίστιππου στον οποίο ουδέποτε είχε κάνει ένα τέτοιο δώρο.
Όταν, ωστόσο, εκείνος το έμαθε απάντησε με εξίσου φιλοσοφική διάθεση, που πιθανότατα θα ζήλευε ακόμα και ο ίδιος ο Διογένης.
«Την πληρώνω για να ευχαριστεί εμένα, όχι για να μην ευχαριστεί άλλους», είπε απόλυτα ήρεμος!
Σε ότι αφορά την ίδια την Λαΐδα λέγεται πως έζησε αρκετά χρόνια και συνέχισε να εξασκεί το επάγγελμά της έως ότου πέθανε (σύμφωνα με τα επικρατέστερα σενάρια) είτε από πνιγμό, όταν ένα κουκούτσι ελιάς κόλλησε στον λαιμό της, είτε από ανακοπή καρδιάς, κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης!
Απαγορευμένη Ιστορία: Η αρχαία πόλη της Πέτρας στην Ιορδανία (βίντεο)
24
0
0
0
Πέτρα, για αυτή την πόλη που είναι λαξευμένη μέσα στο βράχο ο Τζον Μπέργκον έδωσε το χαρακτηρισμό «Η ροδοκόκκινη πόλη που είναι αρχαία σαν το μισό του χρόνου».
Το όνομα της πόλης
Το όνομα που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι της πόλης, οι Ναβαταίοι ή Ναμπάτου όπως τους αποκαλούσαν οι Μεσοποτάμιοι λαοί, ήταν Ράκμουπου σημαίνει «Βράχος με χρωματιστές ραβδώσεις».
Σύμφωνα με τον αρχαίο Έλληνα ιστορικό του 4ου αιώνα π.Χ. Ιερώνυμο τον Καρδιανό, το όνομα Πέτρα δόθηκε από τους Έλληνες εμπόρους επειδή οι κάτοικοι της πόλης γιόρταζαν την εποχή της άνοιξης μια θεότητα στην οποία προσέφεραν διάφορα αγαθά, ως θυσία, πάνω σε μια μεγάλη πέτρα. Η μεγάλη αυτή πέτρα βρίσκεται νοτιοδυτικά της αρχαίας πόλης και σήμερα ονομάζεται Ουμ-αλ-Μπιγιάρα.
Οι εξερευνητές της Πέτρας
Ο πρώτος δυτικός εξερευνητής που είδε την πόλη Πέτρα, μετά την εγκατάλειψη της από τους κατοίκους της, ήταν ο Ελβετός Γιόχαν Λούντβιχ Μπούρκχαρντ, ο οποίος έφυγε τον Αύγουστο του 1812 από τη Δαμασκό και μέσω της πόλης Αμμάν και της Οδού των Βασιλέων ταξίδεψε προς το νότο. Φτάνοντας στην κοιλάδα Ουάντι Μούσα ζήτησε να προσφέρει θυσία στο Τζεμπέλ Χαρούν, πάνω στο όρος Ααρών εκεί που βρίσκεται ο τάφος του αδερφού του Μωυσή. Για να φτάσει στο όρος πέρασε μέσα από την εγκαταλελειμμένη πόλη της Πέτρας όπου κατέγραψε όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία για αυτήν στο ταξιδιωτικό του ημερολόγιο το οποίο εκδόθηκε το 1822. Το 1818 δύο Άγγλοι περιηγητές, ο Τσάρλς Λέοναρντ Άιρμπι και ο Τζέιμς Μανγκλς από το όρος Ααρών, από 1510 υψόμετρο είδαν το ναό της Πέτρας το Εντ-Ντεΐρ, που σημαίνει το Μοναστήρι. Το 1828 ο Γάλλος Λεόν ντε Λαμπόρντ έφτασε στην Πέτρα με ασφάλεια και έμεινε οκτώ μερόνυκτα εκεί για να σχεδιάσει διάφορα εικονογραφικά ντοκουμέντα για την πόλη τα οποία δημοσίευσε με την επιστροφή του στο Παρίσι. Το 1835 ο Γάλλος Κατρμέρ επισκέφθηκε την πόλη και υποστήριξε ότι την έκτισαν οι Ναβαταίοι. Το 1883 ο Γερμανός Γιούλιους Όιτινγκ και ο Γάλλος Σαρλ Ιμπέρ μελέτησαν εκτενέστερα τα ερείπια της περιοχής και υποστήριξαν τη θεωρία του Κατρμέρ. Το 1896 οι Δομινικανοί ιερείς Λαγκράνς και Βενσάν οργάνωσαν ανασκαφικές αποστολές έως το 1907 μαζί με τη βοήθεια του Γκούσταφ Ντάλμαν.
Η ιστορία της Πέτρας
Γύρω από την περιοχή της Πέτρας κατοικούσαν διάφοροι λαοί, τροφοσυλλέκτες και κυνηγοί, ενώ η πρώτη μόνιμη εγκατάσταση έγινε την 9η χιλιετία π.Χ.. Από το 4500 π.Χ. μέχρι το 2000 π.Χ., δηλαδή κατά την Εποχή του Χαλκού, έχουμε παράλληλα στην περιοχή μόνιμους γεωργικούς οικισμούς, αλλά και καταυλισμούς κτηνοτροφικών νομαδικών πληθυσμών.
Από την Έξοδο της Παλαιάς Διαθήκης, η οποία τοποθετείται από τους μελετητές στον 13ο αιώνα π.Χ., μαθαίνουμε ότι η περιοχή κατοικείτο εκείνο τον καιρό από τους Εδωμίτες, τους απογόνους του Ησαύ γιου του Ισαάκ. Μέχρι τον 7ο αιώνα π.Χ. οι Εδωμίτες κατοικούσαν σε όλη τη γύρω περιοχή, γνωστή ως Εδώμ, ώσπου έκαναν την εμφάνισή τους οι Ναβαταίοιαπό την αραβική χερσόνησο.
Η εγκατάστασή τους στην περιοχή έγινε με πολύ αργούς ρυθμούς και συγκεκριμένα ολοκληρώθηκε τον 3ο αιώνα π.Χ., ενώ η πόλη της Πέτρας πήρε τη μορφή που έχει σήμερα τον 1ο αιώνα μ.Χ.
Την πρώτη μαρτυρία για την ύπαρξη των Ναβαταίων αποτελούν ευρήματα του 3ου αιώνα π.Χ. από την πόλη της Πέτρας και συγκεκριμένα όπλα ελληνικής και αραβικής τεχνοτροπίας, που πιθανότατα δηλώνουν κάποια σύγκρουση Ελλήνων και Ναβαταίων. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, ο Ιώσηπος Φλάβιος και ο Ιερώνυμος ο Καρδιανός αναφέρουν ότι ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος, επίγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και βασιλέας της Συρίας, έστειλε έναν Έλληνα στρατηγό, τον Αθηναίο από τη Σάμο, να επιτεθεί στην Πέτρα.
Ο Αθηναίος, επικεφαλής 4000 πεζών και 600 ιππέων, επιτέθηκε και λεηλάτησε την Πέτρα. Η λεία του ήταν 500 τάλαντα ασημένια και μεγάλη ποσότητα λιβανιού την οποία έφερναν οι Ναβαταίοι μαζί με άλλα αρωματικά από την περιοχή της «Ευδαίμονος Αραβίας» όπως την αποκαλούσαν οι Έλληνες, αλλά δεν χάρηκε για πολύ τη νίκη του καθώς οι Ναβαταίοι επιτέθηκαν νύχτα στο ελληνικό στρατόπεδο, στο δρόμο επιστροφής των Ελλήνων για τη Συρία και συνέτριψαν το στράτευμά του. Ο πρώτος ηγεμόνας των Ναβαταίων, με έδρα του την Πέτρα, ήταν ο Αρέτας ο Α΄ που μνημονεύεται και στην Παλαιά Διαθήκη.
Οι περισσότεροι ηγεμόνες των Ναβαταίων επηρεάστηκαν από τον ελληνιστικό πολιτισμό, με πρώτο τον Αρέτα Γ΄ τον Φιλάδελφο (87 π.Χ.-62 π.Χ.) και εν συνεχεία τον Οβόδα τον Γ΄ (30 π.Χ.–9 π.Χ.) αλλά και τον τελευταίο ηγεμόνα των Ναβαταίων τον Ραβέλ Β΄ (70 π.Χ.–106 π.Χ.).
Επιρροές από τον ελληνισμό είχε δεχθεί και ο Εβραίος μέγας ιερέας Ιάσων, ο οποίος βρήκε καταφύγιο όταν εξορίστηκε στην Πέτρα διαδίδοντας τον ελληνικό πολιτισμό ακόμα περισσότερο. Το 24 π.Χ. ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αύγουστος έστειλε τον στρατηγό Αίλιο Γάλλο να κατακτήσει την Ευδαίμονα Αραβία. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας ήθελε να αποφύγει να πληρώνει δασμούς στους Ναβαταίους για τα εμπορεύματα που μεταφέρονταν από τους χερσαίους εμπορικούς δρόμους.
Με 10.000 στρατιώτες ο Γάλλος ξεκίνησε την εκστρατεία του αλλά συνετρίβη στην πόλη Μαρίμπ, πρωτεύουσα του βασιλείου του Σαβά. Μετά την αποτυχημένη εκστρατεία, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας ακολουθούσε μια προστατευόμενη θαλάσσια οδό για τη μεταφορά των αγαθών, παρακάμπτοντας την Πέτρα. Αυτό σήμανε την αρχή του τέλους για τους Ναβαταίους. Το 106 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Τραϊανός προσάρτησε το βασίλειο των Ναβαταίων και ίδρυσε την επαρχία της Αραβίας με πρωτεύουσα την Πέτρα. Το 3ο αιώνα μ.Χ., όταν ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός άλλαξε την πρωτεύουσα της επαρχίας και ταυτόχρονα άρχισαν οι εισβολές των Σασσανιδών Περσών, ο πληθυσμός της Πέτρας άρχισε να την εγκαταλείπει με αποτέλεσμα στον επόμενο αιώνα να είναι ήδη μια πόλη φάντασμα.
Η θρησκεία των κατοίκων της Πέτρας
Οι πρώτοι Ναβαταίοι κάτοικοι της Πέτρας προέρχονταν από την Αραβία και ήταν στενά συνδεδεμένοι με τη λατρεία των βράχων και των πνευμάτων που κατοικούσαν σε αυτούς. Γι' αυτό το λόγο είχαν ανοίξει πολυάριθμες κόγχες στους βράχους της Πέτρας και τοποθετούσαν μια λαξευμένη στήλη στο εσωτερικό. Οι στήλες αυτές ονομάζονταν βαίτυλοι, που σημαίνει το σπίτι του Θεού, στα αραμαϊκά μπετ-ελ. Με αυτό τον τρόπο τιμούσαν τον Αλ-Ούτσα και την κυρίαρχη θεότητα της θρησκείας τους, τον Ντουσχάρα, προστάτη της οικογενείας και του εμπορίου και σύμβολο σταθερότητας. Οι Ναβαταίοι επηρεάστηκαν από τους γειτονικούς πολιτισμούς και ασπάσθηκαν πολλές θεότητές τους: από τους Εδωμίτες τον θεό Κάους, από τους Έλληνες τον Ηρακλή, τον Δία, τον Ήφαιστο και τη Δήμητρα, από τους Αιγυπτίους τον Θωθ. Επίσης δανείσθηκαν πολλά στοιχεία από τη λατρεία του Ζαρατούστρα, των Περσών. Αλλά κατά βάση παρέμεναν πιστά προσκολλημένοι στη λατρεία των βράχων. Το πολυθεϊκό σύστημα λατρείας εγκαταλείφθηκε εντελώς με την έλευση του χριστιανισμού.
Τα μνημεία
Όλη η πόλη της Πέτρας με τα κτίσματα της είναι λαξευμένη πάνω σε μαλακά ψαμμιτικά πετρώματα και αποτελεί ένα ζωντανό μνημείο ενός αξιοθαύμαστου πολιτισμού. Η αρχιτεκτονική της πόλης έχει έντονη την επίδραση των Ελλήνων και των Ρωμαίων, ειδικά των τελευταίων που αφού την κατέκτησαν ήθελαν να αφήσουν το στίγμα της εξουσίας τους και σε αυτή τη γωνία της αυτοκρατορίας τους.
Τα καλύτερα διατηρημένα κτίρια είναι το θησαυροφυλάκιο ή αλλιώς Χαζνέ Φαραούν με μια πρόσοψη ύψους 40 μέτρων, το Μοναστήρι, το ρωμαϊκό θέατροχωρητικότητας 15000 ατόμων, τα λουτρά, ο εμπορικός δρόμος, ο βασιλικός τάφος της Υδρίας, ο τάφος του Ρωμαίουστρατιώτη, η πέτρα Ουμ-αλ-Μπιγιάρα που τοποθετούσαν τις προσφορές τους οι Ναβαταίοι για να λατρέψουν την άνοιξη, το δρόμο Σικ που αποτελεί το πέρασμα για να μπει κανείς στην πόλη της Πέτρας με τοίχους ύψους 50 μέτρων και τέλος τη μεγάλη τελετουργική πλατεία Ζιμπ Ατούφ με δυο οβελίσκους ύψους 6 μέτρων αφιερωμένους στους Αλ-Ούτσα και Ντουσχάρα που ταυτίζονταν με την Αφροδίτη και το Δία αντίστοιχα.
Google +
Το όνομα της πόλης
Το όνομα που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι της πόλης, οι Ναβαταίοι ή Ναμπάτου όπως τους αποκαλούσαν οι Μεσοποτάμιοι λαοί, ήταν Ράκμουπου σημαίνει «Βράχος με χρωματιστές ραβδώσεις».
Οι εξερευνητές της Πέτρας
Ο πρώτος δυτικός εξερευνητής που είδε την πόλη Πέτρα, μετά την εγκατάλειψη της από τους κατοίκους της, ήταν ο Ελβετός Γιόχαν Λούντβιχ Μπούρκχαρντ, ο οποίος έφυγε τον Αύγουστο του 1812 από τη Δαμασκό και μέσω της πόλης Αμμάν και της Οδού των Βασιλέων ταξίδεψε προς το νότο. Φτάνοντας στην κοιλάδα Ουάντι Μούσα ζήτησε να προσφέρει θυσία στο Τζεμπέλ Χαρούν, πάνω στο όρος Ααρών εκεί που βρίσκεται ο τάφος του αδερφού του Μωυσή. Για να φτάσει στο όρος πέρασε μέσα από την εγκαταλελειμμένη πόλη της Πέτρας όπου κατέγραψε όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία για αυτήν στο ταξιδιωτικό του ημερολόγιο το οποίο εκδόθηκε το 1822. Το 1818 δύο Άγγλοι περιηγητές, ο Τσάρλς Λέοναρντ Άιρμπι και ο Τζέιμς Μανγκλς από το όρος Ααρών, από 1510 υψόμετρο είδαν το ναό της Πέτρας το Εντ-Ντεΐρ, που σημαίνει το Μοναστήρι. Το 1828 ο Γάλλος Λεόν ντε Λαμπόρντ έφτασε στην Πέτρα με ασφάλεια και έμεινε οκτώ μερόνυκτα εκεί για να σχεδιάσει διάφορα εικονογραφικά ντοκουμέντα για την πόλη τα οποία δημοσίευσε με την επιστροφή του στο Παρίσι. Το 1835 ο Γάλλος Κατρμέρ επισκέφθηκε την πόλη και υποστήριξε ότι την έκτισαν οι Ναβαταίοι. Το 1883 ο Γερμανός Γιούλιους Όιτινγκ και ο Γάλλος Σαρλ Ιμπέρ μελέτησαν εκτενέστερα τα ερείπια της περιοχής και υποστήριξαν τη θεωρία του Κατρμέρ. Το 1896 οι Δομινικανοί ιερείς Λαγκράνς και Βενσάν οργάνωσαν ανασκαφικές αποστολές έως το 1907 μαζί με τη βοήθεια του Γκούσταφ Ντάλμαν.
Η ιστορία της Πέτρας
Γύρω από την περιοχή της Πέτρας κατοικούσαν διάφοροι λαοί, τροφοσυλλέκτες και κυνηγοί, ενώ η πρώτη μόνιμη εγκατάσταση έγινε την 9η χιλιετία π.Χ.. Από το 4500 π.Χ. μέχρι το 2000 π.Χ., δηλαδή κατά την Εποχή του Χαλκού, έχουμε παράλληλα στην περιοχή μόνιμους γεωργικούς οικισμούς, αλλά και καταυλισμούς κτηνοτροφικών νομαδικών πληθυσμών.
Από την Έξοδο της Παλαιάς Διαθήκης, η οποία τοποθετείται από τους μελετητές στον 13ο αιώνα π.Χ., μαθαίνουμε ότι η περιοχή κατοικείτο εκείνο τον καιρό από τους Εδωμίτες, τους απογόνους του Ησαύ γιου του Ισαάκ. Μέχρι τον 7ο αιώνα π.Χ. οι Εδωμίτες κατοικούσαν σε όλη τη γύρω περιοχή, γνωστή ως Εδώμ, ώσπου έκαναν την εμφάνισή τους οι Ναβαταίοιαπό την αραβική χερσόνησο.
Η εγκατάστασή τους στην περιοχή έγινε με πολύ αργούς ρυθμούς και συγκεκριμένα ολοκληρώθηκε τον 3ο αιώνα π.Χ., ενώ η πόλη της Πέτρας πήρε τη μορφή που έχει σήμερα τον 1ο αιώνα μ.Χ.
Την πρώτη μαρτυρία για την ύπαρξη των Ναβαταίων αποτελούν ευρήματα του 3ου αιώνα π.Χ. από την πόλη της Πέτρας και συγκεκριμένα όπλα ελληνικής και αραβικής τεχνοτροπίας, που πιθανότατα δηλώνουν κάποια σύγκρουση Ελλήνων και Ναβαταίων. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, ο Ιώσηπος Φλάβιος και ο Ιερώνυμος ο Καρδιανός αναφέρουν ότι ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος, επίγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και βασιλέας της Συρίας, έστειλε έναν Έλληνα στρατηγό, τον Αθηναίο από τη Σάμο, να επιτεθεί στην Πέτρα.
Ο Αθηναίος, επικεφαλής 4000 πεζών και 600 ιππέων, επιτέθηκε και λεηλάτησε την Πέτρα. Η λεία του ήταν 500 τάλαντα ασημένια και μεγάλη ποσότητα λιβανιού την οποία έφερναν οι Ναβαταίοι μαζί με άλλα αρωματικά από την περιοχή της «Ευδαίμονος Αραβίας» όπως την αποκαλούσαν οι Έλληνες, αλλά δεν χάρηκε για πολύ τη νίκη του καθώς οι Ναβαταίοι επιτέθηκαν νύχτα στο ελληνικό στρατόπεδο, στο δρόμο επιστροφής των Ελλήνων για τη Συρία και συνέτριψαν το στράτευμά του. Ο πρώτος ηγεμόνας των Ναβαταίων, με έδρα του την Πέτρα, ήταν ο Αρέτας ο Α΄ που μνημονεύεται και στην Παλαιά Διαθήκη.
Οι περισσότεροι ηγεμόνες των Ναβαταίων επηρεάστηκαν από τον ελληνιστικό πολιτισμό, με πρώτο τον Αρέτα Γ΄ τον Φιλάδελφο (87 π.Χ.-62 π.Χ.) και εν συνεχεία τον Οβόδα τον Γ΄ (30 π.Χ.–9 π.Χ.) αλλά και τον τελευταίο ηγεμόνα των Ναβαταίων τον Ραβέλ Β΄ (70 π.Χ.–106 π.Χ.).
Επιρροές από τον ελληνισμό είχε δεχθεί και ο Εβραίος μέγας ιερέας Ιάσων, ο οποίος βρήκε καταφύγιο όταν εξορίστηκε στην Πέτρα διαδίδοντας τον ελληνικό πολιτισμό ακόμα περισσότερο. Το 24 π.Χ. ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αύγουστος έστειλε τον στρατηγό Αίλιο Γάλλο να κατακτήσει την Ευδαίμονα Αραβία. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας ήθελε να αποφύγει να πληρώνει δασμούς στους Ναβαταίους για τα εμπορεύματα που μεταφέρονταν από τους χερσαίους εμπορικούς δρόμους.
Με 10.000 στρατιώτες ο Γάλλος ξεκίνησε την εκστρατεία του αλλά συνετρίβη στην πόλη Μαρίμπ, πρωτεύουσα του βασιλείου του Σαβά. Μετά την αποτυχημένη εκστρατεία, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας ακολουθούσε μια προστατευόμενη θαλάσσια οδό για τη μεταφορά των αγαθών, παρακάμπτοντας την Πέτρα. Αυτό σήμανε την αρχή του τέλους για τους Ναβαταίους. Το 106 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Τραϊανός προσάρτησε το βασίλειο των Ναβαταίων και ίδρυσε την επαρχία της Αραβίας με πρωτεύουσα την Πέτρα. Το 3ο αιώνα μ.Χ., όταν ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός άλλαξε την πρωτεύουσα της επαρχίας και ταυτόχρονα άρχισαν οι εισβολές των Σασσανιδών Περσών, ο πληθυσμός της Πέτρας άρχισε να την εγκαταλείπει με αποτέλεσμα στον επόμενο αιώνα να είναι ήδη μια πόλη φάντασμα.
Η θρησκεία των κατοίκων της Πέτρας
Οι πρώτοι Ναβαταίοι κάτοικοι της Πέτρας προέρχονταν από την Αραβία και ήταν στενά συνδεδεμένοι με τη λατρεία των βράχων και των πνευμάτων που κατοικούσαν σε αυτούς. Γι' αυτό το λόγο είχαν ανοίξει πολυάριθμες κόγχες στους βράχους της Πέτρας και τοποθετούσαν μια λαξευμένη στήλη στο εσωτερικό. Οι στήλες αυτές ονομάζονταν βαίτυλοι, που σημαίνει το σπίτι του Θεού, στα αραμαϊκά μπετ-ελ. Με αυτό τον τρόπο τιμούσαν τον Αλ-Ούτσα και την κυρίαρχη θεότητα της θρησκείας τους, τον Ντουσχάρα, προστάτη της οικογενείας και του εμπορίου και σύμβολο σταθερότητας. Οι Ναβαταίοι επηρεάστηκαν από τους γειτονικούς πολιτισμούς και ασπάσθηκαν πολλές θεότητές τους: από τους Εδωμίτες τον θεό Κάους, από τους Έλληνες τον Ηρακλή, τον Δία, τον Ήφαιστο και τη Δήμητρα, από τους Αιγυπτίους τον Θωθ. Επίσης δανείσθηκαν πολλά στοιχεία από τη λατρεία του Ζαρατούστρα, των Περσών. Αλλά κατά βάση παρέμεναν πιστά προσκολλημένοι στη λατρεία των βράχων. Το πολυθεϊκό σύστημα λατρείας εγκαταλείφθηκε εντελώς με την έλευση του χριστιανισμού.
Τα μνημεία
Όλη η πόλη της Πέτρας με τα κτίσματα της είναι λαξευμένη πάνω σε μαλακά ψαμμιτικά πετρώματα και αποτελεί ένα ζωντανό μνημείο ενός αξιοθαύμαστου πολιτισμού. Η αρχιτεκτονική της πόλης έχει έντονη την επίδραση των Ελλήνων και των Ρωμαίων, ειδικά των τελευταίων που αφού την κατέκτησαν ήθελαν να αφήσουν το στίγμα της εξουσίας τους και σε αυτή τη γωνία της αυτοκρατορίας τους.
Τα καλύτερα διατηρημένα κτίρια είναι το θησαυροφυλάκιο ή αλλιώς Χαζνέ Φαραούν με μια πρόσοψη ύψους 40 μέτρων, το Μοναστήρι, το ρωμαϊκό θέατροχωρητικότητας 15000 ατόμων, τα λουτρά, ο εμπορικός δρόμος, ο βασιλικός τάφος της Υδρίας, ο τάφος του Ρωμαίουστρατιώτη, η πέτρα Ουμ-αλ-Μπιγιάρα που τοποθετούσαν τις προσφορές τους οι Ναβαταίοι για να λατρέψουν την άνοιξη, το δρόμο Σικ που αποτελεί το πέρασμα για να μπει κανείς στην πόλη της Πέτρας με τοίχους ύψους 50 μέτρων και τέλος τη μεγάλη τελετουργική πλατεία Ζιμπ Ατούφ με δυο οβελίσκους ύψους 6 μέτρων αφιερωμένους στους Αλ-Ούτσα και Ντουσχάρα που ταυτίζονταν με την Αφροδίτη και το Δία αντίστοιχα.
Έλληνες παντού: Οι άγνωστοι «Γκρεκίγια» της Τυνησίας από την... Λέσβο!
11
1
1
0
Θα ασχοληθούμε με μία εκ των χωρών της Βορείου Αφρικής, που δεν είναι άλλη από την Τυνησία ή Τυνίδα, όπως την καλούσαν κατά τα αρχαία χρόνια.
Η συγκεκριμένη χώρα, αν και η μικρότερη της Βορείου Αφρικής, έχει συνδέσει τον εαυτό της με την άνοδο και πτώση των Αυτοκρατοριών με κέντρο την Μεσόγειο. Μαζί με το Μαρόκο και την Αλγερία αποτελούν την Μικρή Αφρική.
Η Τυνησία κατοικούνταν από τα αρχαία κιόλας χρόνια από ελληνικούς πληθυσμούς, κάτι που φαίνεται και από την γενικότερη ελληνική κινητικότητα στην περιοχή της Λιβύης, όπου «Λιβύη» συνήθιζαν να ονομάζουν οι αρχαίοι Έλληνες όλη την Βόρειο Αφρική.
Στην περιοχή Ντούγκα υπήρχε η αρχαία ελληνική πόλη «Άμμωνος πόλις» (=πόλη του Δία). Υπάρχει ακόμη το νησί Τζέρμπα, που δεν πρόκειται για άλλο παρά για το νησί των Λωτοφάγων που περιγράφει ο Όμηρος στην Οδύσσεια. Αλλά και η πόλη της Μπιζέρτα ονομαζόταν Ιπποδιάρυκτος, επειδή η θάλασσα που την περιβάλλει είναι γεμάτη ιππόκαμπους.
Σύμφωνα με την παράδοση, και η σύγχρονη πόλη Ναμπέλ ήταν η αρχαία Νεάπολη, αποικία των Ελλήνων, με το επιχείρημα της παραφθοράς του ονόματος.
Το Ελληνικό στοιχείο είναι διάχυτο παντού, γεγονός που μαρτυρούν τα πολυάριθμα μνημεία, τα οποία είναι διάσπαρτα κατά μήκος ολόκληρης της Τυνησίας!
Χαρακτηριστικά παραδείγματα η πεδιάδα Μεντζέρντα στα Σαέλ, οι κοιλάδες Φεριάνα, Φουσάνα και Κασερίν, οι οποίες παρόλο που σήμερα είναι ερημικές, πιστοποιούν μέσω των ερειπίων που βρίσκονται σε αυτές την ύπαρξη μεγάλων ελληνικών διωρύγων, μύλων, δεξαμενών, πιεστηρίων και αρδευτικών έργων, που είχαν καταστήσει το έδαφος καλλιεργήσιμο.
Σημαντική είναι και η πεδιάδα της Ντάκλα, όπου κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, χτίστηκαν οικοδομήματα πάνω σε ελληνικούς οικισμούς αλλά και η Μπούλλα Ρέτζια, στην οποία έχουν ανακαλυφθεί θέρμες με ψηφιδωτά, αψίδες, κλπ.
Στην Τυνησία υπάρχει ακόμα το αρχαίο θέατρο κατά μίμηση του ελληνικού και σώζονται η ορχήστρα, το προσκήνιο και σειρές καθισμάτων αριθμημένες με ελληνικά γράμματα!
Μεγάλος αριθμός ναών αφιερωμένων στο Ελληνικό πάνθεον ξεπροβάλλει σε πολλές γωνιές της εν λόγω χώρας. Μεταξύ άλλων και ναός προς τιμήν του Απόλλωνα και του Δία. Πολλές είναι ακόμη οι αρχαιότητες στην πόλη Σμπίτλα στην νότια Τυνησία, μεταξύ αυτών αψίδες, τείχη, πύλες, ναοί, κ.α.
Τα χρόνια πέρασαν και οι Καρχηδόνιοι, που «έλυναν κι έδεναν» στην περιοχή ηττήθηκαν από τους Ρωμαίους. Μπορεί η χώρα να πέρασε στα χέρια τους, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αφανίστηκε ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής. Μέχρι και τους μεταβυζαντινούς χρόνους οι Έλληνες απάρτιζαν ένα σημαντικό τμήμα της εγχώριας κοινότητας.
Παράδειγμα οι μεγάλοι εκκλησιαστικοί πατέρες, Τερτυλιανός, Κυπριανός και Αυγουστίνος, που γεννήθηκαν εκεί.
Το σημείο, όμως, στο οποίο πρέπει να σταθούμε είναι το χωριό Ελ Μετλίν στην βόρεια Τυνησία. Ο λόγος;
Οι κάτοικοί του κατάγονται από τη Μυτιλήνη, από όπου έφυγαν μετά την κατάληψη του νησιού από τους Οθωμανούς. Σε όλο το χωριό επικρατεί το γαλανόλευκο χρώμα.
Ισχυρίζονται μάλιστα πως τους αποκαλούν «Γκρεκίγια» (<Γραικοί) και όταν αναφέρονται στην πατρίδα τους, κάνουν λόγο για ένα νησί κάπου βόρεια, όπως καταγράφει στο βιβλίο του «Γκρεκίγια, οι Έλληνες της Τυνησίας», ο Δημήτρης Αλεξάνδρου.
Στις αρχές του 20ου αιώνα οι Έλληνες αριθμούσαν περί τις 60.000 ψυχές, ενώ σήμερα έχουν μειωθεί σε μεγάλο βαθμό…
Ας μην ξεχνάμε και το Μουσείο Μπαρντό, το οποίο στεγάζει τα περισσότερα ελληνικά και παλαιοριστιανικά μωσαϊκά (1000 περίπου) από το σύνολο των μουσείων ανά τον κόσμο! Περιέχει ακόμη εκθέματα από το ελληνικό ναυάγιο του 1980, πολλά από τα οποία μεταφέρθηκαν στην Βόννη της Γερμανίας, με στόχο την καλύτερη αποκατάσταση και συντήρησή τους.
Τα μνημεία, όπως μπορεί κανείς να αντιληφθεί, είναι ακόμα εκεί και δεν θα σταματήσουν ποτέ να τραγουδούν την ιστορία των Ελλήνων σε εκείνα τα μέρη…
Η συγκεκριμένη χώρα, αν και η μικρότερη της Βορείου Αφρικής, έχει συνδέσει τον εαυτό της με την άνοδο και πτώση των Αυτοκρατοριών με κέντρο την Μεσόγειο. Μαζί με το Μαρόκο και την Αλγερία αποτελούν την Μικρή Αφρική.
Η Τυνησία κατοικούνταν από τα αρχαία κιόλας χρόνια από ελληνικούς πληθυσμούς, κάτι που φαίνεται και από την γενικότερη ελληνική κινητικότητα στην περιοχή της Λιβύης, όπου «Λιβύη» συνήθιζαν να ονομάζουν οι αρχαίοι Έλληνες όλη την Βόρειο Αφρική.
Σύμφωνα με την παράδοση, και η σύγχρονη πόλη Ναμπέλ ήταν η αρχαία Νεάπολη, αποικία των Ελλήνων, με το επιχείρημα της παραφθοράς του ονόματος.
Το Ελληνικό στοιχείο είναι διάχυτο παντού, γεγονός που μαρτυρούν τα πολυάριθμα μνημεία, τα οποία είναι διάσπαρτα κατά μήκος ολόκληρης της Τυνησίας!
Χαρακτηριστικά παραδείγματα η πεδιάδα Μεντζέρντα στα Σαέλ, οι κοιλάδες Φεριάνα, Φουσάνα και Κασερίν, οι οποίες παρόλο που σήμερα είναι ερημικές, πιστοποιούν μέσω των ερειπίων που βρίσκονται σε αυτές την ύπαρξη μεγάλων ελληνικών διωρύγων, μύλων, δεξαμενών, πιεστηρίων και αρδευτικών έργων, που είχαν καταστήσει το έδαφος καλλιεργήσιμο.
Σημαντική είναι και η πεδιάδα της Ντάκλα, όπου κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, χτίστηκαν οικοδομήματα πάνω σε ελληνικούς οικισμούς αλλά και η Μπούλλα Ρέτζια, στην οποία έχουν ανακαλυφθεί θέρμες με ψηφιδωτά, αψίδες, κλπ.
Στην Τυνησία υπάρχει ακόμα το αρχαίο θέατρο κατά μίμηση του ελληνικού και σώζονται η ορχήστρα, το προσκήνιο και σειρές καθισμάτων αριθμημένες με ελληνικά γράμματα!
Μεγάλος αριθμός ναών αφιερωμένων στο Ελληνικό πάνθεον ξεπροβάλλει σε πολλές γωνιές της εν λόγω χώρας. Μεταξύ άλλων και ναός προς τιμήν του Απόλλωνα και του Δία. Πολλές είναι ακόμη οι αρχαιότητες στην πόλη Σμπίτλα στην νότια Τυνησία, μεταξύ αυτών αψίδες, τείχη, πύλες, ναοί, κ.α.
Τα χρόνια πέρασαν και οι Καρχηδόνιοι, που «έλυναν κι έδεναν» στην περιοχή ηττήθηκαν από τους Ρωμαίους. Μπορεί η χώρα να πέρασε στα χέρια τους, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αφανίστηκε ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής. Μέχρι και τους μεταβυζαντινούς χρόνους οι Έλληνες απάρτιζαν ένα σημαντικό τμήμα της εγχώριας κοινότητας.
Παράδειγμα οι μεγάλοι εκκλησιαστικοί πατέρες, Τερτυλιανός, Κυπριανός και Αυγουστίνος, που γεννήθηκαν εκεί.
Το σημείο, όμως, στο οποίο πρέπει να σταθούμε είναι το χωριό Ελ Μετλίν στην βόρεια Τυνησία. Ο λόγος;
Οι κάτοικοί του κατάγονται από τη Μυτιλήνη, από όπου έφυγαν μετά την κατάληψη του νησιού από τους Οθωμανούς. Σε όλο το χωριό επικρατεί το γαλανόλευκο χρώμα.
Ισχυρίζονται μάλιστα πως τους αποκαλούν «Γκρεκίγια» (<Γραικοί) και όταν αναφέρονται στην πατρίδα τους, κάνουν λόγο για ένα νησί κάπου βόρεια, όπως καταγράφει στο βιβλίο του «Γκρεκίγια, οι Έλληνες της Τυνησίας», ο Δημήτρης Αλεξάνδρου.
Στις αρχές του 20ου αιώνα οι Έλληνες αριθμούσαν περί τις 60.000 ψυχές, ενώ σήμερα έχουν μειωθεί σε μεγάλο βαθμό…
Ας μην ξεχνάμε και το Μουσείο Μπαρντό, το οποίο στεγάζει τα περισσότερα ελληνικά και παλαιοριστιανικά μωσαϊκά (1000 περίπου) από το σύνολο των μουσείων ανά τον κόσμο! Περιέχει ακόμη εκθέματα από το ελληνικό ναυάγιο του 1980, πολλά από τα οποία μεταφέρθηκαν στην Βόννη της Γερμανίας, με στόχο την καλύτερη αποκατάσταση και συντήρησή τους.
Τα μνημεία, όπως μπορεί κανείς να αντιληφθεί, είναι ακόμα εκεί και δεν θα σταματήσουν ποτέ να τραγουδούν την ιστορία των Ελλήνων σε εκείνα τα μέρη…
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΠΟΥ ΑΠΟΚΑΛΥΨΑΝ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΙΩΝΕΣ ΠΡΙΝ! Αυτή είναι η διατροφή του Πυθαγόρα και του Ιπποκράτη που εξαφανίζει το 95% των ασθενειών
Η εκπαίδευση στην αρχαία Ελλάδα αποτελεί το θεμέλιο του δυτικού πολιτισμού
Translate this page
Google +
0
Η Ελλάδα υπήρξε ένας από τους εκπαιδευτές του κόσμου, με τρόπο που ακόμη και ο Περικλής δεν τόλμησε να φανταστεί. Τα διανοητικά, αισθητικά και πολιτικά επιτεύγματα της κλασικής Ελλάδας μαγεύουν εδώ και αιώνες τους μελετητές του δυτικού πολιτισμού. Η ήδη αχανής βιβλιογραφία συνεχίζει να αυξάνεται και η πλήρης κατανόηση του ελληνικού πολιτισμού απαιτεί κοπιαστική μελέτη των διαφορετικών του όψεων.
Μία από αυτές τις όψεις είναι η εκπαίδευση, η οποία συνδέεται άρρηκτα με κάθε είδους πολιτισμική ανάπτυξη. Αναμφίβολα, είναι γνωστό πως η εκπαίδευση στην αρχαία Ελλάδα επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη ενός δυναμικού πολιτιστικού συνεχούς, που συνδέει το παρελθόν με το μέλλον, επεκτάθηκε στην ευρωπαϊκή ήπειρο και τις κτήσεις της και είναι γνωστό σήμερα με το γενικό όρο «δυτικός πολιτισμός».
Ωστόσο, οποιαδήποτε μελέτη των επιδράσεων της αρχαίας ελληνικής εκπαίδευσης στο σύγχρονο κόσμο απαιτεί γνώση του ίδιου του αντικείμενου της εκπαίδευσης, έτσι όπως αναπτύχθηκε στις διαφορετικές πόλεις-κράτη της ελληνικής επικράτειας. Στο συγκεκριμένο άρθρο, λοιπόν, θα προσπαθήσουμε -έστω και συνοπτικά εξαιτίας του περιορισμένου χώρου- να δούμε πώς γινόταν η εκπαίδευση καταρχήν στη Σπάρτη και την Κρήτη και κατόπιν στην Αθήνα, καθώς το παράδειγμα των Αθηνών μιμήθηκε σχεδόν όλη η υπόλοιπη Ελλάδα.
Η Εκπαίδευση στη Σπάρτη και την Κρήτη
Σύμφωνα με το μύθο ο Σκύθης Ανάχαρσις, επιστρέφοντας από τα ταξίδια του, αναφέρει πως οι Σπαρτιάτες ήταν ο μόνος ελληνικός λαός με τον οποίο κατόρθωσε να συζητήσει λογικά, γιατί μόνον αυτός είχε το χρόνο να είναι σοφός. Παρόλες τις αντιρρήσεις του Ηρόδοτου, φαίνεται πως οι Σπαρτιάτες είχαν άφθονο χρόνο στη διάθεσή τους, όντας απελευθερωμένοι από την ανάγκη του πλουτισμού. Δεν ασκούσαν εμπόριο μήτε ήταν απασχολημένοι με κάποιο επάγγελμα. Έτσι, περνούσαν όλο το χρόνο τους αφιερωμένοι στην εκπαίδευσή τους σύμφωνα με τα σπαρτιατικά ιδεώδη. Ο χρόνος τους μοιραζόταν ανάμεσα στη φυσική εξάσκηση, τη στρατιωτική εκπαίδευση, το κυνήγι, τα δημόσια πράγματα και τις «λέσχες», στις οποίες δεν επιτρέπονταν οι συζητήσεις για δουλειές, παρά μόνο για ό,τι θεωρείτο ευγενές.
Σε αυτό το απόλυτα οργανωμένο κράτος το αγόρι έμενε σπίτι του ως τα επτά του χρόνια. Ακόμη και τότε, όμως, οι γονείς τους φρόντιζαν να τα παίρνουν μαζί τους στα φειδίτια ή φιλίτια, τις κοινές τράπεζες των Σπαρτιατών. Ακούγοντας τις συζητήσεις τους πάνω σε πολιτικά θέματα, τα αγόρια ήδη εκπαιδεύονταν στον σπαρτιατικό τρόπο ζωής. Τα κορίτσια έμεναν στο σπίτι και έπαιρναν το γεύμα μαζί με τη μητέρα τους. Στα φειδίτια οι γονείς ήταν υποχρεωμένοι να συνεισφέρουν κάθε μήνα ένα μέδιμνο κριθάρι, οκτώ χοές οίνου, πέντε μνας τυρί και μισή μνα σύκα. Αν ήταν τόσο φτωχοί, που δεν μπορούσαν να συνεισφέρουν, τότε έχαναν τα δικαιώματά τους ως πολίτες και τα παιδιά τους δεν ήταν δυνατόν να εκπαιδευτούν στα σπαρτιατικό σύστημα. Γενικά, λοιπόν, τα σπαρτιατικά σχολεία ήταν μόνο για τους ομοίους, δηλαδή για εκείνους που μπορούσαν να πληρώσουν την εγγραφή σε είδος.
Ωστόσο, γίνονταν επίσης δεκτά και άλλα παιδιά, αρκεί κάποιος να συνεισέφερε εκ μέρους τους το απαιτούμενο τίμημα, προκειμένου να συνοδεύουν τα παιδιά του στο σχολείο. O αριθμός αυτών των σχολικών συνοδών εξαρτάτο άμεσα από το μέγεθος της συνεισφοράς σε είδος, αλλά δε γίνονταν πολίτες όταν μεγάλωναν. Η απόδοση της ιδιότητας του πολίτη γινόταν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η αξία τους ή οι υπηρεσίες ήταν τέτοιες που η πόλη-κράτος τις αναγνώριζε. Aλλοι μαθητές παρόμοιου είδους ήταν οι μόθωνες ή μόθακες και οι τρόφιμοι. Η διαφορά με τους τρόφιμους βρίσκεται στο γεγονός ότι ήταν παιδιά ελεύθερων Σπαρτιατών και συνεπώς είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Σε μεταγενέστερες περιόδους, στην εποχή της φθοράς του θεσμού πόλης-κράτους εξαιτίας του μεγάλου δημογραφικού προβλήματος των ελληνικών πόλεων-κρατών, όσοι απολάμβαναν της σπαρτιατικής εκπαίδευσης αποκτούσαν και πολιτικά δικαιώματα.
Μετά τα επτά τους χρόνια τα αγόρια απομακρύνονταν από το σπίτι και οργανώνονταν σε έναν ιδιαίτερα συστηματικό τρόπο εκπαίδευσης -ανάλογο με εκείνον της Κρήτης- σε αγέλες ή βούες. Υποδιαιρέσεις των αγελών ήταν οι ίλες, οι οποίες πιθανώς είχαν δύναμη 64 αγοριών. Οι αγέλες τρέφονταν, κοιμούνταν και έπαιζαν μαζί και βρίσκονταν υπό την εποπτεία του παιδονόμου, ενός πολίτη που απολάμβανε του γενικού σεβασμού και κατείχε υψηλή θέση. Βοηθοί του ήταν οι μαστιγοφόροι, οι οποίοι επέβαλαν τη σκληρή πειθαρχία, για την οποία τόσο φημισμένη ήταν η σπαρτιατική κοινωνία. Ακόμη και όταν έλειπε ο παιδονόμος ή οι μαστιγοφόροι, φαίνεται πως η πειθαρχία διατηρείτο ακέραια υπό την εποπτεία του βουαγόρα ή αγελάρχη, δηλαδή του περισσότερο θαρραλέου και λογικού αγοριού σε κάθε αγέλη. Επίσης, σε κάθε σχολείο τοποθετείτο ένας νέος που είχε συμπληρώσει το 20ο έτος της ηλικίας του και ονομαζόταν είρην ή ιρήν. Εκείνος παρακολουθούσε προσεκτικά τις μάχες τους και τους χρησιμοποιούσε ως υπηρέτες στο σπίτι του για το γεύμα του. Τα μεγαλύτερα αγόρια του έφερναν ξύλα για τη φωτιά, ενώ τα μικρότερα μάζευαν λαχανικά. Βέβαια, ο μοναδικός τρόπος για να αποκτηθούν αυτές οι προμήθειες ήταν η κλοπή από τους κήπους ή τις λέσχες των ανδρών, γεγονός που αύξανε τις ικανότητες των νέων στην ανίχνευση. Αφού γευμάτιζαν όλοι μαζί, τότε ο είρην τους προέτρεπε να τραγουδήσουν και κατόπιν να συζητήσουν θέματα ηθικής ή πολιτικής.
Ο είρην, ο παιδονόμος, ή οποιοσδήποτε πρεσβύτερος ασχολείτο με την εκπαίδευση ελεύθερα και εθελοντικά. Τούτο το σύστημα, βέβαια, εξαιτίας της απλότητάς του δεν κόστιζε στην πόλη-κράτος. Επίσης, ήταν ένα σύστημα απόλυτα φυσικής εκπαίδευσης. Ο Πλούταρχος αναφέρει πως «μάθαιναν γράμματα γιατί κάτι τέτοιο ήταν χρήσιμο». Στην πραγματικότητα οι γραπτοί νόμοι ήταν πολύ λίγοι και περνούσαν από γενιά σε γενιά μέσω της προφορικής παράδοσης. Φυσικά, η ρητορική απαγορευόταν σε αντιπαράθεση με τις ελεγείες του Τυρταίου, αλλά η δύναμη του λόγου ήταν πανταχού παρούσα. Ο Πλάτωνας στον Πρωταγόρα λέγει πως «αν συζητήσεις με ένα Λάκωνα, στην αρχή σου φαίνεται απλά ηλίθιος. Ξαφνικά, σε ένα κρίσιμο σημείο, πετάει λίγα λόγια και τότε οι συνομιλητές του φαίνονται μικρά παιδιά μπροστά του».
Οπωσδήποτε, το αντικείμενο της σπαρτιατικής εκπαίδευσης δεν ήταν η συσσώρευση γνώσης και η διανοητική οξύτητα, αλλά αυτό δε σημαίνει πως η Σπάρτη δεν ήταν αφεαυτής μια εκπαιδευτική δύναμη. Στην πραγματικότητα είναι λίγα τα όσα γνωρίζουμε, προκειμένου να έχουμε μια αντικειμενική άποψη και σε ορισμένες περιπτώσεις τα συμπεράσματά μας είναι αυθαίρετα ή αντιφατικά. Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι οι Σπαρτιάτες εκτιμούσαν πολύ τον Όμηρο για το ηρωικό του ύφος, παρόλο που τρόπος ζωής που περιέγραφε ήταν Ιωνικός και όχι Δωρικός. Σύμφωνα με τον Βέρνερ Τζάγκερ στο έργο του Παιδεία, η πεποίθηση πως η σπαρτιατική εκπαίδευση δεν ήταν τίποτε άλλο από στρατιωτική εκπαίδευση, προήλθε από τις αφηγήσεις του Αριστοτέλη στα Πολιτικά και του Πλάτωνα στους Νόμους, όπου περιγράφει το πνεύμα του συντάγματος του Λυκούργου. Ωστόσο, είναι πολύ πιθανό τούτες οι απόψεις να είναι προϊόν των συγκυριών της εποχής της παρακμής της Σπάρτης, η οποία κυριευμένη από δίψα για δύναμη έχασε την παλιά ευνομία της, την οποία τόσο θαύμασε όλος ο ελληνικός κόσμος.
Με τη σειρά του το κρητικό σύστημα εκπαίδευσης ήταν παρόμοιο με εκείνο της Σπάρτης από πολλές απόψεις. Κατά τον ίδιο τρόπο η διδασκαλία παρεχόταν από ένα πρεσβύτερο μέλος της κοινότητας, αλλά στην Κρήτη η εκπαίδευση κόστιζε στους γονείς ακόμη λιγότερα απ ό,τι στη Σπάρτη, καθώς τα παιδιά τρέφονταν κυρίως με δημόσια έξοδα. Οι γυναίκες έπειρναν το γεύμα τους στο σπίτι, ενώ οι άνδρες σε λέσχες που αποκαλούνταν ανδρεία. Στα ανδρεία συμμετείχαν όλα τα αρσενικά της οικογένειας. Συνήθως τα αγόρια δικαιούνταν το μισό της τροφής των ενήλικων, εκτός από τα ορφανά που δικαιούνταν πλήρη μερίδα στη λέσχη του νεκρού πατέρα τους.
Στην πραγματικότητα η κρητική λέσχη είναι ένα αμάλγαμα αρκετών οικογενειών σε ένα είδος πατριάς, όλα τα αρσενικά μέλη της οποίας δειπνούσαν μαζί. Τα αγόρια τούτης της πατριάς κοιμούνταν πιθανώς μαζί σε κοιτώνες της λέσχης και σχημάτιζαν ένα ξεχωριστό σχολείο. Στα κοινά συσσίτια με την παρουσία των πρεσβύτερων ενθαρρύνονταν οι συζητήσεις γύρω από ηθικά και πολιτικά θέματα, τα οποία όφειλαν να διδαχθούν. Οι πρεσβύτεροι εξέλεγαν κάποιον να υπηρετήσει ως παιδονόμος ή επιστάτης των αγοριών της λέσχης. Κάτω από την επίβλεψή του τα αγόρια μάθαιναν γράμματα, γυμνάζονταν διαρκώς, εκπαιδεύονταν στη χρήση των όπλων -ιδιαίτερα του τόξου- και στους πολεμικούς χορούς, όπως ο χορός των Κουρητών και ο Πυρίχειος. Μάθαιναν σαν τραγούδι τους νόμους της πατρίδας τους, για να τους αποστηθίζουν, μια και η άγνοια των νόμων δε δικαιολογείτο. Ο παιάνας ήταν η κύρια μορφή τραγουδιού τους και ήταν εκπαιδευμένοι στο λιτό ύφων των λακεδαιμόνιων συναδέλφων τους.
Οι νεαροί Κρήτες εκπαιδεύονταν στην ατομική και την ομαδική μάχη ενάντια σε άλλες λέσχες-σχολεία. Επίσης, διδάσκονταν την αντοχή σε πολλών ειδών δυσκολίες. Χειμώνα-καλοκαίρι φορούσαν τον ίδιο κοντό χιτώνα -όπως και οι Σπαρτιάτες- και μάθαιναν να αψηφούν τη ζέστη και το κρύο, τα ορεινά μονοπάτια και τα χτυπήματα που δέχονταν στα γυμνάσια και τις μάχες. Στα σχολεία παρέμεναν ως τα δέκα επτά τους χρόνια, οπότε και γίνονταν έφηβοι με ειδική τελετή, τα Εκδύσια. Όπως οι νέοι της Αθήνας, έδιναν όρκο υπακοής στο κράτος και μίσους ενάντια στους εχθρούς του και κατόπιν έμπαιναν σε αγέλες, τις οποίες συγκέντρωναν γύρω τους πλούσιοι και διακεκριμένοι έφηβοι. Ο αριθμός των ατόμων που συγκέντρωνε μια αγέλη εξαρτάτο κυρίως από τον πλούτο και τη δημοτικότητα του νέου, γεγονός που προσδίδει στο θεσμό ένα αριστοκρατικό στοιχείο, σε αντίθεση με τη Σπάρτη.
Ο πατέρας του νεαρού αρχηγού ήταν συνήθως ο αρχηγός της αγέλης -αγελάτης- και είχε πλήρη εξουσία. Καθοδηγούσε τους νέους στο κυνήγι και τους δρόμους, δηλαδή τα γυμνάσια των εφήβων. Μάλιστα, οι Κρήτες που δεν είχαν ακόμη εισέλθει σε αγέλες εξαιρούνταν αυτών των γυμνασίων και ονομάζονταν απόδρομοι. Ο αρχηγός της αγέλης μάζευε τους την αγέλη όπου επιθυμούσε και είναι πολύ πιθανό πως οι νέοι έτρωγαν και κοιμούνταν στο σπίτι του προστάτη τους. Η ζωή τους περιβαλλόταν από μια πολεμική ατμόσφαιρα και θεωρούσαν πολύτιμα αγαθά τη στρατιωτική στολή και τα όπλα τους. Στις αγέλες οι νεαροί Κρήτες έμεναν ως τη μέρα του γάμου τους, οπότε επέστρεφαν στα σπίτια και τις λέσχες τους.
Από πρακτικής άποψης δεν μπορούμε να πούμε πολλά για την κρητική εκπαίδευση. Από την ημέρα που ο Ιδομενέας σαλπάρισε από την Τροία, η Κρήτη σχεδόν χάνεται από την ελληνική ιστορία. Πολύ ισχυρή για να της επιτεθούν οι γείτονές της και συνάμα πολύ αδύναμη εξαιτίας των πολλών φέουδων παρέμεινε απομονωμένη από την ηπειρωτική Ελλάδα και το αρχιπέλαγος ως το τέλος της περιόδου της ελληνικής ανεξαρτησίας.
Αθήνα και οι άλλες πόλεις της Ελλάδας
Στη Λακωνία και την Κρήτη –κυρίως αγροτικές περιοχές που στηρίζονταν στο σύστημα της γαιοκτησίας- δεν υπήρχε η ανάγκη εκπαίδευσης σε θέματα που σχετίζονταν με το εμπόριο ή τη βιοτεχνία. Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς να ανακαλύψει πολλά τέτοια στοιχεία στους Αθηναίους ή τους Ίωνες της Μ. Ασίας. Η πραγματικότητα, όμως, ήταν εντελώς διαφορετική. Για τον Έλληνα η λέξη εκπαίδευση σήμαινε εκπαίδευση του χαρακτήρα, αρμονική ανάπτυξη του σώματος, του νου και της φαντασίας και συνεπώς κάθε είδους τεχνική εκπαίδευση αποκλειόταν από τα ελληνικά σχολεία ως βάναυσος. Ο Ηρόδοτος ισχυρίζεται πως απέκτησαν αυτή την άποψη από τους λαούς που τους περιέβαλαν. Με τη σειρά του ο Πλάτωνας θεωρεί τον έμπορο ή τον τεχνίτη ακατάλληλο ως ενεργό πολίτη, όπως και ο Αριστοτέλης, ο οποίος θεωρεί ανάξιο ό,τι παρεμβάλλεται στη σωματική ή τη διανοητική ανάπτυξη.
Πώς, λοιπόν, διδάσκονταν οι τέχνες και το εμπόριο στην αρχαία Ελλάδα; Από τις μαρτυρίες που διαθέτουμε, οι τέχνες ή το εμπόριο ήταν κυρίως κληρονομική ενασχόληση. «Οι γιοι των τεχνιτών μαθαίνουν την τέχνη του πατέρα τους, όσο μπορούν οι πατέρες και και οι όμοιοί τους να τη διδάξουν». Στη Δημοκρατία ο Πλάτων αναφέρει πως οι παίδες, των κεραμιστών -μια λέξη που περιλαμβάνει τους γιους και τους μαθητευόμενους- είναι στην πραγματικότητα υπηρέτες και βοηθοί για μακρύ χρονικό διάστημα, πριν τους επιτραπεί να φτιάξουν το δικό τους κεραμικό. Οι μαθητές ενός γιατρού που ονομαζόταν Πιτταλός αναφέρονται από τον Αριστοφάνη, ενώ ο κωμωδιογράφος Σωσίπατρος βάζει έναν μάγειρα να λέει πως οι μαθητές του πρέπει να γνωρίζουν αστρολογία, αρχιτεκτονική και στρατηγική, πριν έρθουν να μαθητεύσουν δίπλα του. Με τη σειρά του ο Σόλων, προκειμένου να ενθαρρύνει τους αθηναίους τεχνίτες, έλεγε πως «ο πατέρας που δε δίδαξε το γιο του κάποια τέχνη, δεν μπορεί να απαιτεί βοήθεια στα γεράματά του».
Υπήρχε, λοιπόν, ένα σύστημα μεταβίβασης της γνώσης, σε ό,τι αφορούσε το εμπόριο και τις τέχνες, αλλά η γενική άποψη ήταν πως: «η τεχνική καθοδήγηση και όλη η διδασκαλία που αποβλέπει στην οικονομική απολαβή είναι χυδαία και δε δικαιούται το όνομα της εκπαίδευσης. Η αληθινή εκπαίδευση στοχεύει αποκλειστικά στην αρετή, η οποία ωθεί το παιδί να είναι καλός πολίτης, ικανός να κυβερνήσει και να υπακούσει». Έτσι, οι Σπαρτιάτες και οι Κρήτες δεν ήταν μόνοι. Είχαν την υποστήριξη όλης της Ελλάδας στην απόφασή τους να εξορίσουν από τα σχολεία τους κάθε ιδέα τεχνικής ή επαγγελματικής εκπαίδευσης.
Παρόλα αυτά η εκπαίδευση και πάλι έμεινε μισή, συγκρινόμενη με τα δεδομένα των σύγχρονων κοινωνιών. Και τούτο γιατί απευθυνόταν μόνο στα αγόρια της οικογένειας. Οι γυναίκες ζούσαν περίπου σε καθεστώς ανατολίτικου περιορισμού, εκτός ίσως από τη Χίο, τη Λοκρίδα, την Κρήτη και φυσικά τη Σπάρτη. Σύμφωνα με τον Περικλή δια στόματος Θουκυδίδη, η Αθηναία μητέρα οφείλει να ζει τόσο αποσυρμένη ζωή, ώστε το όνομά της να μην ακούγεται ανάμεσα στους άνδρες, είτε για καλό ή για κακό. Ο Πλάτων είναι ο πρώτος που ενδιαφέρεται για την εκπαίδευση των γυναικών, τις συζύγους των φυλάκων της κοινότητας. Στην πραγματικότητα τις θεωρεί όχι μόνον σύζυγους αλλά και φύλακες. Θεωρεί πως οι γυναίκες των φυλάκων είναι ικανές για δημιουργική συνεισφορά στο κτίσιμο της κοινότητας, αλλά δεν περιμένει πως αυτό θα το κάνουν μέσω της οικογενειακής ζωής. Με αυτόν τον τρόπο αντιτίθεται στην επικρατούσα άποψη πως οι γυναίκες είναι μόνο για να κάνουν παιδιά και να φροντίζουν το νοικοκυριό τους. Παραδέχεται πως διαθέτουν λιγότερη σωματική ρώμη, αλλά αυτό δεν μπορεί να τις εμποδίσει από το να μοιράζονται τα καθήκοντα των φυλάκων. Αν, λοιπόν, είναι ικανές να κάνουν την ίδια δουλειά, τότε δικαιούνται τροφής και παιδείας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να εκπαιδεύονται στη μουσική, τη γυμναστική και τον πόλεμο, όπως ακριβώς οι άνδρες.
Τούτη η άποψη είναι στην πραγματικότητα μια επαναστατική ανανέωση, που πιθανώς ξεσήκωσε πολύ γέλιο στην εποχή της. Είναι δυνατόν οι γυναίκες να γυμνάζονται γυμνές στην παλαίστρα, όταν μάλιστα σύμφωνα με τα λόγια του Ηρόδοτου η γυναίκα χάνει τη σεμνότητά της μαζί με τα ρούχα της; Όμως ο Πλάτων δε θεωρεί πως κινδυνεύει η ηθική από τους κανόνες που θέτει. Σκέπτεται πως ήταν οι βάρβαροι εκείνοι που επέβαλαν τη άποψη ότι η γύμνια είναι ατιμωτική ακόμη και για τους άνδρες, επηρεάζοντας τους Έλληνες της Μ. Ασίας. Η άποψή του συμβολίζει τις γενικότερες κοινωνικές αλλαγές του 4ου αιώνα, μια εποχή κατά την οποία οι καλλιτέχνες άρχισαν να απεικονίζουν τη γυναίκα γυμνή. Από την άλλη οι γυναίκες είναι επιτυχημένες στην ιατρική και τη μουσική. Γιατί όχι. Λοιπόν, και στα αθλητικά ή το χειρισμό των όπλων; Επιπλέον, ο αυξανόμενος αριθμός των γυναικείων ρόλων στην τραγωδία δείχνει πως η γυναίκα σε αυτή την εποχή ανακαλύπτεται ως ανθρώπινο ον και πως συζητείται πλέον δημόσια το δικαίωμά της στην εκπαίδευση. Ο Πλάτων προσθέτει μερικές σπαρτιατικές πινελιές στο σχέδιό του. Αν, όμως, αφαιρεθούν ορισμένα από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, αυτό που μένει είναι ένα σύγχρονο πρόγραμμα για την εκπαίδευση των γυναικών. Ας κλείσουμε εδώ, όμως, αυτό το θέμα, που οπωσδήποτε δικαιούται γενικότερης ανάλυσης και ερμηνείας, γιατί ερμηνεύει σκοτεινές πτυχές ενός λαμπρού κατά τα άλλα πολιτισμού, επηρεασμένου ωστόσο σαφώς από το μύθο της πατριαρχίας και ας επιστρέψουμε στην προσπάθειά μας να καταγράψουμε -έστω και συνοπτικά- την εκπαίδευση στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Θα δούμε τώρα πώς ήταν διαρθρωμένη η παιδεία στην Αθήνα και τις άλλες πόλεις. Το σύνηθες σύστημα της πρωτοβάθμιας -θα μπορούσαμε να πούμε- εκπαίδευσης στην Αθήνα είναι ευθύνη των γραμματιστών, των κιθαριστών και των παιδοτρίβων. Οι γραμματιστές δίδασκαν γραφή, ανάγνωση και στοιχεία αριθμητικής και δίδασκαν τους μαθητές τους να διαβάζουν και να μαθαίνουν από στήθους τους μεγάλους ποιητές -Όμηρο Ησίοδο κ.α. Οι κιθαριστές με τη σειρά τους δίδασκαν τα αγόρια πώς να παίζουν την επτάχορδη λύρα και να τραγουδούν τα έργα των λυρικών ποιητών. Οι παιδοτρίβες φρόντιζαν για τη φυσική τους ανάπτυξη με τρόπο επιστημονικό. Τους δίδασκαν την πάλη, το παγκράτιο, την πυγμαχία, το τρέξιμο, τη ρίψη του δίσκου, το άλμα και ποικίλες άλλες ασκήσεις στην παλαίστρα. Σε αυτό το τριπλό σύστημα ενίοτε προστίθετο και το σχέδιο ή η ζωγραφική, ειδικότερα από τα τέλη του 4ου αιώνα. Ωστόσο, το σύνηθες σύστημα εκπαίδευσης περιελάμβανε λογοτεχνία, μουσική και αθλητικά.
Ποιο απ’ όλα διδασκόταν πρώτο; Μάλλον διδάσκονταν όλα ταυτόχρονα, αν και η φυσική εκπαίδευση σε απλουστευμένη μορφή ήταν η πρώτη ενασχόληση των αγοριών από το 6ο έτος της ηλικίας τους. Για τις πιο περίπλοκες ασκήσεις και τεχνικές έπρεπε να περιμένουν τουλάχιστον ως τα δώδεκα. Ωστόσο, τόσο ο Πλάτωνας όσο και ο Αριστοτέλης επιμένουν πως η φυσική προετοιμασία πρέπει να ξεκινά αρκετά χρόνια πριν από κάθε είδους διανοητική εκπαίδευση. Την κύρια ευθύνη για τη σειρά προετοιμασίας και τη διευθέτηση τέτοιων θεμάτων είχε ο παιδαγωγός της οικογένειας, ο οποίος ανήκε στο υπηρετικό προσωπικό.
Σε παλαιότερες εποχές τούτη η πρωτοβάθμια εκπαίδευση διαρκούσε ως τα δέκα οκτώ. Αλλά προς το τέλος του 5ου αιώνα δημιουργήθηκε ένα δευτεροβάθμιο σύστημα εκπαίδευσης. Η πιο σημαντική μαρτυρία έρχεται από τον Πλάτωνα, ο οποίος περιγράφει στη Δημοκρατία ένα σύστημα μαθητείας στα μαθηματικά λίγο πριν την εφηβεία. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη εφαρμοζόταν τρία χρόνια πριν την εφηβεία, αν και στην πραγματικότητα η παρακολούθηση των μαθημάτων δεν ήταν αυστηρά καθορισμένη. Ενίοτε οι γιοι των φτωχών ολοκλήρωναν γρήγορα το πρόγραμμα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ οι γόνοι των πλουσίων την καθυστερούσαν όσο ήθελαν, γεγονός που ο Ξενοφών θεωρεί απαξιωτικό για την αθηναϊκή εκπαίδευση.
Μετά τα δέκα οκτώ οι νεαροί Αθηναίοι προχωρούσαν στην πολεμική τους εκπαίδευση. Τον πρώτο χρόνο αυτής της εκπαίδευσης τον περνούσαν στην Αθήνα και τον δεύτερο σε φρούρια των συνόρων και σε στρατόπεδα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου μάλλον διέθεταν λίγο χρόνο για διανοητικές ενασχολήσεις. Ωστόσο, όταν κατέρρευσε η στρατιωτική δύναμη των Αθηνών υπό την μακεδονική κυριαρχία, τα στρατιωτικά καθήκοντα των εφήβων έγιναν εθελοντικά και η εκπαίδευσή τους αντικαταστάθηκε από μαθήματα φιλοσοφίας και λογοτεχνίας. Το στρατιωτικό σύστημα έγινε Πανεπιστήμιο, το οποίο παρακολουθούσαν λίγοι εύποροι νέοι ή πλούσιοι ξένοι. Ως πρόδρομος του πρώτου πανεπιστημίου, η δίχρονη εκπαίδευση των εφήβων δικαιούται τον τίτλο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, παρόλο που ως τον 3ο αιώνα παρείχε μόνο στρατιωτική εκπαίδευση.
Η αθηναϊκή εκπαίδευση, όπως και η εκπαίδευση των άλλων πόλεων, διαιρείται σε τρία στάδια: Το Πρωτοβάθμιο, από τα έξι ως τα δέκα τέσσερα, το Δευτεροβάθμιο από τα δέκα τέσσερα έως τα δέκα οκτώ και το τριτοβάθμιο από τα δέκα οκτώ έως τα είκοσι. Από τα τρία στάδια το τρίτο μόνο ήταν υποχρεωτικό και το παρείχε η πόλη-κράτος. Το δεύτερο ήταν εντελώς προαιρετικό και μάλλον για τους εύπορους. Από το πρωτοβάθμιο τα γράμματα ήταν μάλλον δια νόμου υποχρεωτικά, όπως φαίνεται από έναν παλιό νόμο που αποδίδεται στο Σόλωνα και ο οποίος αναφέρει πως το παιδί πρέπει να διδάσκεται γράμματα και κολύμπι. Μετά από αυτό οι φτωχοί μπορούν να στρέψουν την προσοχή τους στη γεωργία και το εμπόριο, ενώ οι πλουσιότεροι στη μουσική, την ιππασία, τη γυμναστική, το κυνήγι και τη φιλοσοφία.
Φαίνεται από τα παραπάνω πως η παιδεία των αρχαίων στην πλήρη μορφή της υπήρξε προνόμιο των εύπορων τάξεων, κάτι που αδιάκριτα συμβαίνει ως τη σύγχρονη εποχή μας με συγκαλυμμένο ή απροκάλυπτο τρόπο. Ωστόσο, είναι φανερό πως ο στόχος της ελληνικής εκπαίδευσης στην αρχαιότητα θεωρητικά και πρακτικά ήταν η παραγωγή του καλύτερου δυνατού πολίτη και όχι ο πλουτισμός –σε αντιστροφή προς τη σύγχρονη πραγματικότητα. Αναζητούσε το καλό της κοινότητας και όχι το καλό του ατόμου. Βέβαια οι μέθοδοι και τα υλικά της μαθητείας διέφεραν από περιοχή σε περιοχή, όμως το ζητούμενο ήταν το ίδιο, η εκπαίδευση του χαρακτήρα, κάτι που οι Έλληνες γονείς ζητούσαν επίμονα από τους διευθυντές των σχολείων.
Επίσης σημαντική -αν και όχι στην περίπτωση της Σπάρτης ή της Κρήτης, όπου το ιδανικό ζητούμενο ήταν η ανδρεία, η τόλμη, η στρατιωτική μαθητεία και η διακυβέρνηση- ήταν η αναζήτηση της αισθητικής και της φαντασίας, μέσω της τέχνης και της μουσικής. Τούτο γινόταν μέσω της εξατομίκευσης και της απομάκρυνσης του παιδιού από τις επιρροές της οικογένειας. Τόσο ο νεαρός Σπαρτιάτης όσο και ο νεαρός Αθηναίος ή Εφέσιος από τα έξι μόλις χρόνια του περνούσε όλη την ημέρα του μακριά από το σπίτι, με τη συντροφιά των συνομηλίκων του στην παλαίστρα ή τους δρόμους. Μάθαινε να ξεκόβει από την οικογένειά του και να σχετίζεται με τους αυριανούς συμπολίτες του. Αναμφίβολα έχανε πολλά από αυτό το σύστημα, αλλά έτσι εξασφαλιζόταν η ενότητα και η συνέχεια της πόλης-κράτους. Όλα εξασφάλιζαν πως το παιδί θα συνειδητοποιούσε ότι είναι μέλος μιας κοινότητας, για την ευτυχία και την ευημερία της οποίας η προσωπική τους επιθυμία ή ευχαρίστηση έπρεπε να υποτάσσεται. Με αυτόν τον τρόπο αναπτύχθηκε και έμεινε στην ιστορική μνήμη η αίσθηση της αυτοθυσίας για χάρη της πολιτείας ή της κοινότητας. Τώρα στο χέρι μας είναι να συγκρίνουμε τα αποτελέσματα της παιδείας στο παρελθόν με τα αποτελέσματα της παιδείας στο παρόν. Στο χέρι μας είναι να εξάγουμε συμπεράσματα, για το πού μας οδηγεί αλάθητα η παρούσα νοοτροπία μας σε εκπαιδευτικά θέματα. Και όλα αυτά γιατί η μελέτη του παρελθόντος δεν είναι αυτοσκοπός ή ξερή επιστημονική έρευνα. Είναι η μελέτη ενός παραδείγματος, με την αυστηρά επιστημονική έννοια, που μπορεί να μας δείξει το δρόμο για την ατομική και συλλογική ολοκλήρωση.
Μία από αυτές τις όψεις είναι η εκπαίδευση, η οποία συνδέεται άρρηκτα με κάθε είδους πολιτισμική ανάπτυξη. Αναμφίβολα, είναι γνωστό πως η εκπαίδευση στην αρχαία Ελλάδα επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη ενός δυναμικού πολιτιστικού συνεχούς, που συνδέει το παρελθόν με το μέλλον, επεκτάθηκε στην ευρωπαϊκή ήπειρο και τις κτήσεις της και είναι γνωστό σήμερα με το γενικό όρο «δυτικός πολιτισμός».
Ωστόσο, οποιαδήποτε μελέτη των επιδράσεων της αρχαίας ελληνικής εκπαίδευσης στο σύγχρονο κόσμο απαιτεί γνώση του ίδιου του αντικείμενου της εκπαίδευσης, έτσι όπως αναπτύχθηκε στις διαφορετικές πόλεις-κράτη της ελληνικής επικράτειας. Στο συγκεκριμένο άρθρο, λοιπόν, θα προσπαθήσουμε -έστω και συνοπτικά εξαιτίας του περιορισμένου χώρου- να δούμε πώς γινόταν η εκπαίδευση καταρχήν στη Σπάρτη και την Κρήτη και κατόπιν στην Αθήνα, καθώς το παράδειγμα των Αθηνών μιμήθηκε σχεδόν όλη η υπόλοιπη Ελλάδα.
Σύμφωνα με το μύθο ο Σκύθης Ανάχαρσις, επιστρέφοντας από τα ταξίδια του, αναφέρει πως οι Σπαρτιάτες ήταν ο μόνος ελληνικός λαός με τον οποίο κατόρθωσε να συζητήσει λογικά, γιατί μόνον αυτός είχε το χρόνο να είναι σοφός. Παρόλες τις αντιρρήσεις του Ηρόδοτου, φαίνεται πως οι Σπαρτιάτες είχαν άφθονο χρόνο στη διάθεσή τους, όντας απελευθερωμένοι από την ανάγκη του πλουτισμού. Δεν ασκούσαν εμπόριο μήτε ήταν απασχολημένοι με κάποιο επάγγελμα. Έτσι, περνούσαν όλο το χρόνο τους αφιερωμένοι στην εκπαίδευσή τους σύμφωνα με τα σπαρτιατικά ιδεώδη. Ο χρόνος τους μοιραζόταν ανάμεσα στη φυσική εξάσκηση, τη στρατιωτική εκπαίδευση, το κυνήγι, τα δημόσια πράγματα και τις «λέσχες», στις οποίες δεν επιτρέπονταν οι συζητήσεις για δουλειές, παρά μόνο για ό,τι θεωρείτο ευγενές.
Σε αυτό το απόλυτα οργανωμένο κράτος το αγόρι έμενε σπίτι του ως τα επτά του χρόνια. Ακόμη και τότε, όμως, οι γονείς τους φρόντιζαν να τα παίρνουν μαζί τους στα φειδίτια ή φιλίτια, τις κοινές τράπεζες των Σπαρτιατών. Ακούγοντας τις συζητήσεις τους πάνω σε πολιτικά θέματα, τα αγόρια ήδη εκπαιδεύονταν στον σπαρτιατικό τρόπο ζωής. Τα κορίτσια έμεναν στο σπίτι και έπαιρναν το γεύμα μαζί με τη μητέρα τους. Στα φειδίτια οι γονείς ήταν υποχρεωμένοι να συνεισφέρουν κάθε μήνα ένα μέδιμνο κριθάρι, οκτώ χοές οίνου, πέντε μνας τυρί και μισή μνα σύκα. Αν ήταν τόσο φτωχοί, που δεν μπορούσαν να συνεισφέρουν, τότε έχαναν τα δικαιώματά τους ως πολίτες και τα παιδιά τους δεν ήταν δυνατόν να εκπαιδευτούν στα σπαρτιατικό σύστημα. Γενικά, λοιπόν, τα σπαρτιατικά σχολεία ήταν μόνο για τους ομοίους, δηλαδή για εκείνους που μπορούσαν να πληρώσουν την εγγραφή σε είδος.
Ωστόσο, γίνονταν επίσης δεκτά και άλλα παιδιά, αρκεί κάποιος να συνεισέφερε εκ μέρους τους το απαιτούμενο τίμημα, προκειμένου να συνοδεύουν τα παιδιά του στο σχολείο. O αριθμός αυτών των σχολικών συνοδών εξαρτάτο άμεσα από το μέγεθος της συνεισφοράς σε είδος, αλλά δε γίνονταν πολίτες όταν μεγάλωναν. Η απόδοση της ιδιότητας του πολίτη γινόταν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η αξία τους ή οι υπηρεσίες ήταν τέτοιες που η πόλη-κράτος τις αναγνώριζε. Aλλοι μαθητές παρόμοιου είδους ήταν οι μόθωνες ή μόθακες και οι τρόφιμοι. Η διαφορά με τους τρόφιμους βρίσκεται στο γεγονός ότι ήταν παιδιά ελεύθερων Σπαρτιατών και συνεπώς είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Σε μεταγενέστερες περιόδους, στην εποχή της φθοράς του θεσμού πόλης-κράτους εξαιτίας του μεγάλου δημογραφικού προβλήματος των ελληνικών πόλεων-κρατών, όσοι απολάμβαναν της σπαρτιατικής εκπαίδευσης αποκτούσαν και πολιτικά δικαιώματα.
Μετά τα επτά τους χρόνια τα αγόρια απομακρύνονταν από το σπίτι και οργανώνονταν σε έναν ιδιαίτερα συστηματικό τρόπο εκπαίδευσης -ανάλογο με εκείνον της Κρήτης- σε αγέλες ή βούες. Υποδιαιρέσεις των αγελών ήταν οι ίλες, οι οποίες πιθανώς είχαν δύναμη 64 αγοριών. Οι αγέλες τρέφονταν, κοιμούνταν και έπαιζαν μαζί και βρίσκονταν υπό την εποπτεία του παιδονόμου, ενός πολίτη που απολάμβανε του γενικού σεβασμού και κατείχε υψηλή θέση. Βοηθοί του ήταν οι μαστιγοφόροι, οι οποίοι επέβαλαν τη σκληρή πειθαρχία, για την οποία τόσο φημισμένη ήταν η σπαρτιατική κοινωνία. Ακόμη και όταν έλειπε ο παιδονόμος ή οι μαστιγοφόροι, φαίνεται πως η πειθαρχία διατηρείτο ακέραια υπό την εποπτεία του βουαγόρα ή αγελάρχη, δηλαδή του περισσότερο θαρραλέου και λογικού αγοριού σε κάθε αγέλη. Επίσης, σε κάθε σχολείο τοποθετείτο ένας νέος που είχε συμπληρώσει το 20ο έτος της ηλικίας του και ονομαζόταν είρην ή ιρήν. Εκείνος παρακολουθούσε προσεκτικά τις μάχες τους και τους χρησιμοποιούσε ως υπηρέτες στο σπίτι του για το γεύμα του. Τα μεγαλύτερα αγόρια του έφερναν ξύλα για τη φωτιά, ενώ τα μικρότερα μάζευαν λαχανικά. Βέβαια, ο μοναδικός τρόπος για να αποκτηθούν αυτές οι προμήθειες ήταν η κλοπή από τους κήπους ή τις λέσχες των ανδρών, γεγονός που αύξανε τις ικανότητες των νέων στην ανίχνευση. Αφού γευμάτιζαν όλοι μαζί, τότε ο είρην τους προέτρεπε να τραγουδήσουν και κατόπιν να συζητήσουν θέματα ηθικής ή πολιτικής.
Ο είρην, ο παιδονόμος, ή οποιοσδήποτε πρεσβύτερος ασχολείτο με την εκπαίδευση ελεύθερα και εθελοντικά. Τούτο το σύστημα, βέβαια, εξαιτίας της απλότητάς του δεν κόστιζε στην πόλη-κράτος. Επίσης, ήταν ένα σύστημα απόλυτα φυσικής εκπαίδευσης. Ο Πλούταρχος αναφέρει πως «μάθαιναν γράμματα γιατί κάτι τέτοιο ήταν χρήσιμο». Στην πραγματικότητα οι γραπτοί νόμοι ήταν πολύ λίγοι και περνούσαν από γενιά σε γενιά μέσω της προφορικής παράδοσης. Φυσικά, η ρητορική απαγορευόταν σε αντιπαράθεση με τις ελεγείες του Τυρταίου, αλλά η δύναμη του λόγου ήταν πανταχού παρούσα. Ο Πλάτωνας στον Πρωταγόρα λέγει πως «αν συζητήσεις με ένα Λάκωνα, στην αρχή σου φαίνεται απλά ηλίθιος. Ξαφνικά, σε ένα κρίσιμο σημείο, πετάει λίγα λόγια και τότε οι συνομιλητές του φαίνονται μικρά παιδιά μπροστά του».
Οπωσδήποτε, το αντικείμενο της σπαρτιατικής εκπαίδευσης δεν ήταν η συσσώρευση γνώσης και η διανοητική οξύτητα, αλλά αυτό δε σημαίνει πως η Σπάρτη δεν ήταν αφεαυτής μια εκπαιδευτική δύναμη. Στην πραγματικότητα είναι λίγα τα όσα γνωρίζουμε, προκειμένου να έχουμε μια αντικειμενική άποψη και σε ορισμένες περιπτώσεις τα συμπεράσματά μας είναι αυθαίρετα ή αντιφατικά. Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι οι Σπαρτιάτες εκτιμούσαν πολύ τον Όμηρο για το ηρωικό του ύφος, παρόλο που τρόπος ζωής που περιέγραφε ήταν Ιωνικός και όχι Δωρικός. Σύμφωνα με τον Βέρνερ Τζάγκερ στο έργο του Παιδεία, η πεποίθηση πως η σπαρτιατική εκπαίδευση δεν ήταν τίποτε άλλο από στρατιωτική εκπαίδευση, προήλθε από τις αφηγήσεις του Αριστοτέλη στα Πολιτικά και του Πλάτωνα στους Νόμους, όπου περιγράφει το πνεύμα του συντάγματος του Λυκούργου. Ωστόσο, είναι πολύ πιθανό τούτες οι απόψεις να είναι προϊόν των συγκυριών της εποχής της παρακμής της Σπάρτης, η οποία κυριευμένη από δίψα για δύναμη έχασε την παλιά ευνομία της, την οποία τόσο θαύμασε όλος ο ελληνικός κόσμος.
Με τη σειρά του το κρητικό σύστημα εκπαίδευσης ήταν παρόμοιο με εκείνο της Σπάρτης από πολλές απόψεις. Κατά τον ίδιο τρόπο η διδασκαλία παρεχόταν από ένα πρεσβύτερο μέλος της κοινότητας, αλλά στην Κρήτη η εκπαίδευση κόστιζε στους γονείς ακόμη λιγότερα απ ό,τι στη Σπάρτη, καθώς τα παιδιά τρέφονταν κυρίως με δημόσια έξοδα. Οι γυναίκες έπειρναν το γεύμα τους στο σπίτι, ενώ οι άνδρες σε λέσχες που αποκαλούνταν ανδρεία. Στα ανδρεία συμμετείχαν όλα τα αρσενικά της οικογένειας. Συνήθως τα αγόρια δικαιούνταν το μισό της τροφής των ενήλικων, εκτός από τα ορφανά που δικαιούνταν πλήρη μερίδα στη λέσχη του νεκρού πατέρα τους.
Στην πραγματικότητα η κρητική λέσχη είναι ένα αμάλγαμα αρκετών οικογενειών σε ένα είδος πατριάς, όλα τα αρσενικά μέλη της οποίας δειπνούσαν μαζί. Τα αγόρια τούτης της πατριάς κοιμούνταν πιθανώς μαζί σε κοιτώνες της λέσχης και σχημάτιζαν ένα ξεχωριστό σχολείο. Στα κοινά συσσίτια με την παρουσία των πρεσβύτερων ενθαρρύνονταν οι συζητήσεις γύρω από ηθικά και πολιτικά θέματα, τα οποία όφειλαν να διδαχθούν. Οι πρεσβύτεροι εξέλεγαν κάποιον να υπηρετήσει ως παιδονόμος ή επιστάτης των αγοριών της λέσχης. Κάτω από την επίβλεψή του τα αγόρια μάθαιναν γράμματα, γυμνάζονταν διαρκώς, εκπαιδεύονταν στη χρήση των όπλων -ιδιαίτερα του τόξου- και στους πολεμικούς χορούς, όπως ο χορός των Κουρητών και ο Πυρίχειος. Μάθαιναν σαν τραγούδι τους νόμους της πατρίδας τους, για να τους αποστηθίζουν, μια και η άγνοια των νόμων δε δικαιολογείτο. Ο παιάνας ήταν η κύρια μορφή τραγουδιού τους και ήταν εκπαιδευμένοι στο λιτό ύφων των λακεδαιμόνιων συναδέλφων τους.
Οι νεαροί Κρήτες εκπαιδεύονταν στην ατομική και την ομαδική μάχη ενάντια σε άλλες λέσχες-σχολεία. Επίσης, διδάσκονταν την αντοχή σε πολλών ειδών δυσκολίες. Χειμώνα-καλοκαίρι φορούσαν τον ίδιο κοντό χιτώνα -όπως και οι Σπαρτιάτες- και μάθαιναν να αψηφούν τη ζέστη και το κρύο, τα ορεινά μονοπάτια και τα χτυπήματα που δέχονταν στα γυμνάσια και τις μάχες. Στα σχολεία παρέμεναν ως τα δέκα επτά τους χρόνια, οπότε και γίνονταν έφηβοι με ειδική τελετή, τα Εκδύσια. Όπως οι νέοι της Αθήνας, έδιναν όρκο υπακοής στο κράτος και μίσους ενάντια στους εχθρούς του και κατόπιν έμπαιναν σε αγέλες, τις οποίες συγκέντρωναν γύρω τους πλούσιοι και διακεκριμένοι έφηβοι. Ο αριθμός των ατόμων που συγκέντρωνε μια αγέλη εξαρτάτο κυρίως από τον πλούτο και τη δημοτικότητα του νέου, γεγονός που προσδίδει στο θεσμό ένα αριστοκρατικό στοιχείο, σε αντίθεση με τη Σπάρτη.
Ο πατέρας του νεαρού αρχηγού ήταν συνήθως ο αρχηγός της αγέλης -αγελάτης- και είχε πλήρη εξουσία. Καθοδηγούσε τους νέους στο κυνήγι και τους δρόμους, δηλαδή τα γυμνάσια των εφήβων. Μάλιστα, οι Κρήτες που δεν είχαν ακόμη εισέλθει σε αγέλες εξαιρούνταν αυτών των γυμνασίων και ονομάζονταν απόδρομοι. Ο αρχηγός της αγέλης μάζευε τους την αγέλη όπου επιθυμούσε και είναι πολύ πιθανό πως οι νέοι έτρωγαν και κοιμούνταν στο σπίτι του προστάτη τους. Η ζωή τους περιβαλλόταν από μια πολεμική ατμόσφαιρα και θεωρούσαν πολύτιμα αγαθά τη στρατιωτική στολή και τα όπλα τους. Στις αγέλες οι νεαροί Κρήτες έμεναν ως τη μέρα του γάμου τους, οπότε επέστρεφαν στα σπίτια και τις λέσχες τους.
Από πρακτικής άποψης δεν μπορούμε να πούμε πολλά για την κρητική εκπαίδευση. Από την ημέρα που ο Ιδομενέας σαλπάρισε από την Τροία, η Κρήτη σχεδόν χάνεται από την ελληνική ιστορία. Πολύ ισχυρή για να της επιτεθούν οι γείτονές της και συνάμα πολύ αδύναμη εξαιτίας των πολλών φέουδων παρέμεινε απομονωμένη από την ηπειρωτική Ελλάδα και το αρχιπέλαγος ως το τέλος της περιόδου της ελληνικής ανεξαρτησίας.
Αθήνα και οι άλλες πόλεις της Ελλάδας
Στη Λακωνία και την Κρήτη –κυρίως αγροτικές περιοχές που στηρίζονταν στο σύστημα της γαιοκτησίας- δεν υπήρχε η ανάγκη εκπαίδευσης σε θέματα που σχετίζονταν με το εμπόριο ή τη βιοτεχνία. Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς να ανακαλύψει πολλά τέτοια στοιχεία στους Αθηναίους ή τους Ίωνες της Μ. Ασίας. Η πραγματικότητα, όμως, ήταν εντελώς διαφορετική. Για τον Έλληνα η λέξη εκπαίδευση σήμαινε εκπαίδευση του χαρακτήρα, αρμονική ανάπτυξη του σώματος, του νου και της φαντασίας και συνεπώς κάθε είδους τεχνική εκπαίδευση αποκλειόταν από τα ελληνικά σχολεία ως βάναυσος. Ο Ηρόδοτος ισχυρίζεται πως απέκτησαν αυτή την άποψη από τους λαούς που τους περιέβαλαν. Με τη σειρά του ο Πλάτωνας θεωρεί τον έμπορο ή τον τεχνίτη ακατάλληλο ως ενεργό πολίτη, όπως και ο Αριστοτέλης, ο οποίος θεωρεί ανάξιο ό,τι παρεμβάλλεται στη σωματική ή τη διανοητική ανάπτυξη.
Πώς, λοιπόν, διδάσκονταν οι τέχνες και το εμπόριο στην αρχαία Ελλάδα; Από τις μαρτυρίες που διαθέτουμε, οι τέχνες ή το εμπόριο ήταν κυρίως κληρονομική ενασχόληση. «Οι γιοι των τεχνιτών μαθαίνουν την τέχνη του πατέρα τους, όσο μπορούν οι πατέρες και και οι όμοιοί τους να τη διδάξουν». Στη Δημοκρατία ο Πλάτων αναφέρει πως οι παίδες, των κεραμιστών -μια λέξη που περιλαμβάνει τους γιους και τους μαθητευόμενους- είναι στην πραγματικότητα υπηρέτες και βοηθοί για μακρύ χρονικό διάστημα, πριν τους επιτραπεί να φτιάξουν το δικό τους κεραμικό. Οι μαθητές ενός γιατρού που ονομαζόταν Πιτταλός αναφέρονται από τον Αριστοφάνη, ενώ ο κωμωδιογράφος Σωσίπατρος βάζει έναν μάγειρα να λέει πως οι μαθητές του πρέπει να γνωρίζουν αστρολογία, αρχιτεκτονική και στρατηγική, πριν έρθουν να μαθητεύσουν δίπλα του. Με τη σειρά του ο Σόλων, προκειμένου να ενθαρρύνει τους αθηναίους τεχνίτες, έλεγε πως «ο πατέρας που δε δίδαξε το γιο του κάποια τέχνη, δεν μπορεί να απαιτεί βοήθεια στα γεράματά του».
Υπήρχε, λοιπόν, ένα σύστημα μεταβίβασης της γνώσης, σε ό,τι αφορούσε το εμπόριο και τις τέχνες, αλλά η γενική άποψη ήταν πως: «η τεχνική καθοδήγηση και όλη η διδασκαλία που αποβλέπει στην οικονομική απολαβή είναι χυδαία και δε δικαιούται το όνομα της εκπαίδευσης. Η αληθινή εκπαίδευση στοχεύει αποκλειστικά στην αρετή, η οποία ωθεί το παιδί να είναι καλός πολίτης, ικανός να κυβερνήσει και να υπακούσει». Έτσι, οι Σπαρτιάτες και οι Κρήτες δεν ήταν μόνοι. Είχαν την υποστήριξη όλης της Ελλάδας στην απόφασή τους να εξορίσουν από τα σχολεία τους κάθε ιδέα τεχνικής ή επαγγελματικής εκπαίδευσης.
Παρόλα αυτά η εκπαίδευση και πάλι έμεινε μισή, συγκρινόμενη με τα δεδομένα των σύγχρονων κοινωνιών. Και τούτο γιατί απευθυνόταν μόνο στα αγόρια της οικογένειας. Οι γυναίκες ζούσαν περίπου σε καθεστώς ανατολίτικου περιορισμού, εκτός ίσως από τη Χίο, τη Λοκρίδα, την Κρήτη και φυσικά τη Σπάρτη. Σύμφωνα με τον Περικλή δια στόματος Θουκυδίδη, η Αθηναία μητέρα οφείλει να ζει τόσο αποσυρμένη ζωή, ώστε το όνομά της να μην ακούγεται ανάμεσα στους άνδρες, είτε για καλό ή για κακό. Ο Πλάτων είναι ο πρώτος που ενδιαφέρεται για την εκπαίδευση των γυναικών, τις συζύγους των φυλάκων της κοινότητας. Στην πραγματικότητα τις θεωρεί όχι μόνον σύζυγους αλλά και φύλακες. Θεωρεί πως οι γυναίκες των φυλάκων είναι ικανές για δημιουργική συνεισφορά στο κτίσιμο της κοινότητας, αλλά δεν περιμένει πως αυτό θα το κάνουν μέσω της οικογενειακής ζωής. Με αυτόν τον τρόπο αντιτίθεται στην επικρατούσα άποψη πως οι γυναίκες είναι μόνο για να κάνουν παιδιά και να φροντίζουν το νοικοκυριό τους. Παραδέχεται πως διαθέτουν λιγότερη σωματική ρώμη, αλλά αυτό δεν μπορεί να τις εμποδίσει από το να μοιράζονται τα καθήκοντα των φυλάκων. Αν, λοιπόν, είναι ικανές να κάνουν την ίδια δουλειά, τότε δικαιούνται τροφής και παιδείας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να εκπαιδεύονται στη μουσική, τη γυμναστική και τον πόλεμο, όπως ακριβώς οι άνδρες.
Τούτη η άποψη είναι στην πραγματικότητα μια επαναστατική ανανέωση, που πιθανώς ξεσήκωσε πολύ γέλιο στην εποχή της. Είναι δυνατόν οι γυναίκες να γυμνάζονται γυμνές στην παλαίστρα, όταν μάλιστα σύμφωνα με τα λόγια του Ηρόδοτου η γυναίκα χάνει τη σεμνότητά της μαζί με τα ρούχα της; Όμως ο Πλάτων δε θεωρεί πως κινδυνεύει η ηθική από τους κανόνες που θέτει. Σκέπτεται πως ήταν οι βάρβαροι εκείνοι που επέβαλαν τη άποψη ότι η γύμνια είναι ατιμωτική ακόμη και για τους άνδρες, επηρεάζοντας τους Έλληνες της Μ. Ασίας. Η άποψή του συμβολίζει τις γενικότερες κοινωνικές αλλαγές του 4ου αιώνα, μια εποχή κατά την οποία οι καλλιτέχνες άρχισαν να απεικονίζουν τη γυναίκα γυμνή. Από την άλλη οι γυναίκες είναι επιτυχημένες στην ιατρική και τη μουσική. Γιατί όχι. Λοιπόν, και στα αθλητικά ή το χειρισμό των όπλων; Επιπλέον, ο αυξανόμενος αριθμός των γυναικείων ρόλων στην τραγωδία δείχνει πως η γυναίκα σε αυτή την εποχή ανακαλύπτεται ως ανθρώπινο ον και πως συζητείται πλέον δημόσια το δικαίωμά της στην εκπαίδευση. Ο Πλάτων προσθέτει μερικές σπαρτιατικές πινελιές στο σχέδιό του. Αν, όμως, αφαιρεθούν ορισμένα από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, αυτό που μένει είναι ένα σύγχρονο πρόγραμμα για την εκπαίδευση των γυναικών. Ας κλείσουμε εδώ, όμως, αυτό το θέμα, που οπωσδήποτε δικαιούται γενικότερης ανάλυσης και ερμηνείας, γιατί ερμηνεύει σκοτεινές πτυχές ενός λαμπρού κατά τα άλλα πολιτισμού, επηρεασμένου ωστόσο σαφώς από το μύθο της πατριαρχίας και ας επιστρέψουμε στην προσπάθειά μας να καταγράψουμε -έστω και συνοπτικά- την εκπαίδευση στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Θα δούμε τώρα πώς ήταν διαρθρωμένη η παιδεία στην Αθήνα και τις άλλες πόλεις. Το σύνηθες σύστημα της πρωτοβάθμιας -θα μπορούσαμε να πούμε- εκπαίδευσης στην Αθήνα είναι ευθύνη των γραμματιστών, των κιθαριστών και των παιδοτρίβων. Οι γραμματιστές δίδασκαν γραφή, ανάγνωση και στοιχεία αριθμητικής και δίδασκαν τους μαθητές τους να διαβάζουν και να μαθαίνουν από στήθους τους μεγάλους ποιητές -Όμηρο Ησίοδο κ.α. Οι κιθαριστές με τη σειρά τους δίδασκαν τα αγόρια πώς να παίζουν την επτάχορδη λύρα και να τραγουδούν τα έργα των λυρικών ποιητών. Οι παιδοτρίβες φρόντιζαν για τη φυσική τους ανάπτυξη με τρόπο επιστημονικό. Τους δίδασκαν την πάλη, το παγκράτιο, την πυγμαχία, το τρέξιμο, τη ρίψη του δίσκου, το άλμα και ποικίλες άλλες ασκήσεις στην παλαίστρα. Σε αυτό το τριπλό σύστημα ενίοτε προστίθετο και το σχέδιο ή η ζωγραφική, ειδικότερα από τα τέλη του 4ου αιώνα. Ωστόσο, το σύνηθες σύστημα εκπαίδευσης περιελάμβανε λογοτεχνία, μουσική και αθλητικά.
Ποιο απ’ όλα διδασκόταν πρώτο; Μάλλον διδάσκονταν όλα ταυτόχρονα, αν και η φυσική εκπαίδευση σε απλουστευμένη μορφή ήταν η πρώτη ενασχόληση των αγοριών από το 6ο έτος της ηλικίας τους. Για τις πιο περίπλοκες ασκήσεις και τεχνικές έπρεπε να περιμένουν τουλάχιστον ως τα δώδεκα. Ωστόσο, τόσο ο Πλάτωνας όσο και ο Αριστοτέλης επιμένουν πως η φυσική προετοιμασία πρέπει να ξεκινά αρκετά χρόνια πριν από κάθε είδους διανοητική εκπαίδευση. Την κύρια ευθύνη για τη σειρά προετοιμασίας και τη διευθέτηση τέτοιων θεμάτων είχε ο παιδαγωγός της οικογένειας, ο οποίος ανήκε στο υπηρετικό προσωπικό.
Σε παλαιότερες εποχές τούτη η πρωτοβάθμια εκπαίδευση διαρκούσε ως τα δέκα οκτώ. Αλλά προς το τέλος του 5ου αιώνα δημιουργήθηκε ένα δευτεροβάθμιο σύστημα εκπαίδευσης. Η πιο σημαντική μαρτυρία έρχεται από τον Πλάτωνα, ο οποίος περιγράφει στη Δημοκρατία ένα σύστημα μαθητείας στα μαθηματικά λίγο πριν την εφηβεία. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη εφαρμοζόταν τρία χρόνια πριν την εφηβεία, αν και στην πραγματικότητα η παρακολούθηση των μαθημάτων δεν ήταν αυστηρά καθορισμένη. Ενίοτε οι γιοι των φτωχών ολοκλήρωναν γρήγορα το πρόγραμμα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ οι γόνοι των πλουσίων την καθυστερούσαν όσο ήθελαν, γεγονός που ο Ξενοφών θεωρεί απαξιωτικό για την αθηναϊκή εκπαίδευση.
Μετά τα δέκα οκτώ οι νεαροί Αθηναίοι προχωρούσαν στην πολεμική τους εκπαίδευση. Τον πρώτο χρόνο αυτής της εκπαίδευσης τον περνούσαν στην Αθήνα και τον δεύτερο σε φρούρια των συνόρων και σε στρατόπεδα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου μάλλον διέθεταν λίγο χρόνο για διανοητικές ενασχολήσεις. Ωστόσο, όταν κατέρρευσε η στρατιωτική δύναμη των Αθηνών υπό την μακεδονική κυριαρχία, τα στρατιωτικά καθήκοντα των εφήβων έγιναν εθελοντικά και η εκπαίδευσή τους αντικαταστάθηκε από μαθήματα φιλοσοφίας και λογοτεχνίας. Το στρατιωτικό σύστημα έγινε Πανεπιστήμιο, το οποίο παρακολουθούσαν λίγοι εύποροι νέοι ή πλούσιοι ξένοι. Ως πρόδρομος του πρώτου πανεπιστημίου, η δίχρονη εκπαίδευση των εφήβων δικαιούται τον τίτλο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, παρόλο που ως τον 3ο αιώνα παρείχε μόνο στρατιωτική εκπαίδευση.
Η αθηναϊκή εκπαίδευση, όπως και η εκπαίδευση των άλλων πόλεων, διαιρείται σε τρία στάδια: Το Πρωτοβάθμιο, από τα έξι ως τα δέκα τέσσερα, το Δευτεροβάθμιο από τα δέκα τέσσερα έως τα δέκα οκτώ και το τριτοβάθμιο από τα δέκα οκτώ έως τα είκοσι. Από τα τρία στάδια το τρίτο μόνο ήταν υποχρεωτικό και το παρείχε η πόλη-κράτος. Το δεύτερο ήταν εντελώς προαιρετικό και μάλλον για τους εύπορους. Από το πρωτοβάθμιο τα γράμματα ήταν μάλλον δια νόμου υποχρεωτικά, όπως φαίνεται από έναν παλιό νόμο που αποδίδεται στο Σόλωνα και ο οποίος αναφέρει πως το παιδί πρέπει να διδάσκεται γράμματα και κολύμπι. Μετά από αυτό οι φτωχοί μπορούν να στρέψουν την προσοχή τους στη γεωργία και το εμπόριο, ενώ οι πλουσιότεροι στη μουσική, την ιππασία, τη γυμναστική, το κυνήγι και τη φιλοσοφία.
Φαίνεται από τα παραπάνω πως η παιδεία των αρχαίων στην πλήρη μορφή της υπήρξε προνόμιο των εύπορων τάξεων, κάτι που αδιάκριτα συμβαίνει ως τη σύγχρονη εποχή μας με συγκαλυμμένο ή απροκάλυπτο τρόπο. Ωστόσο, είναι φανερό πως ο στόχος της ελληνικής εκπαίδευσης στην αρχαιότητα θεωρητικά και πρακτικά ήταν η παραγωγή του καλύτερου δυνατού πολίτη και όχι ο πλουτισμός –σε αντιστροφή προς τη σύγχρονη πραγματικότητα. Αναζητούσε το καλό της κοινότητας και όχι το καλό του ατόμου. Βέβαια οι μέθοδοι και τα υλικά της μαθητείας διέφεραν από περιοχή σε περιοχή, όμως το ζητούμενο ήταν το ίδιο, η εκπαίδευση του χαρακτήρα, κάτι που οι Έλληνες γονείς ζητούσαν επίμονα από τους διευθυντές των σχολείων.
Επίσης σημαντική -αν και όχι στην περίπτωση της Σπάρτης ή της Κρήτης, όπου το ιδανικό ζητούμενο ήταν η ανδρεία, η τόλμη, η στρατιωτική μαθητεία και η διακυβέρνηση- ήταν η αναζήτηση της αισθητικής και της φαντασίας, μέσω της τέχνης και της μουσικής. Τούτο γινόταν μέσω της εξατομίκευσης και της απομάκρυνσης του παιδιού από τις επιρροές της οικογένειας. Τόσο ο νεαρός Σπαρτιάτης όσο και ο νεαρός Αθηναίος ή Εφέσιος από τα έξι μόλις χρόνια του περνούσε όλη την ημέρα του μακριά από το σπίτι, με τη συντροφιά των συνομηλίκων του στην παλαίστρα ή τους δρόμους. Μάθαινε να ξεκόβει από την οικογένειά του και να σχετίζεται με τους αυριανούς συμπολίτες του. Αναμφίβολα έχανε πολλά από αυτό το σύστημα, αλλά έτσι εξασφαλιζόταν η ενότητα και η συνέχεια της πόλης-κράτους. Όλα εξασφάλιζαν πως το παιδί θα συνειδητοποιούσε ότι είναι μέλος μιας κοινότητας, για την ευτυχία και την ευημερία της οποίας η προσωπική τους επιθυμία ή ευχαρίστηση έπρεπε να υποτάσσεται. Με αυτόν τον τρόπο αναπτύχθηκε και έμεινε στην ιστορική μνήμη η αίσθηση της αυτοθυσίας για χάρη της πολιτείας ή της κοινότητας. Τώρα στο χέρι μας είναι να συγκρίνουμε τα αποτελέσματα της παιδείας στο παρελθόν με τα αποτελέσματα της παιδείας στο παρόν. Στο χέρι μας είναι να εξάγουμε συμπεράσματα, για το πού μας οδηγεί αλάθητα η παρούσα νοοτροπία μας σε εκπαιδευτικά θέματα. Και όλα αυτά γιατί η μελέτη του παρελθόντος δεν είναι αυτοσκοπός ή ξερή επιστημονική έρευνα. Είναι η μελέτη ενός παραδείγματος, με την αυστηρά επιστημονική έννοια, που μπορεί να μας δείξει το δρόμο για την ατομική και συλλογική ολοκλήρωση.
Οι «αφροδισιακές» τροφές των αρχαίων Ελλήνων
Translate this page
Οι ιστορικοί μας πληροφορούν ότι οι αρχαίοι Έλληνες, δεν ήταν αδιάφοροι στις υποσχέσεις που προέρχονταν από διάφορες πηγές για καλύτερη ερωτική ζωή και ευεξία.
«Ο όρος αφροδισιακό αφορά οτιδήποτε φαγητό ή φάρμακο που μπορεί να διεγείρει ή να εντατικοποιήσει το σεξουαλικό ένστικτο. Προέρχεται από την Αφροδίτη, τη θεά του έρωτα, της αγάπης και της ομορφιάς».
Περιγράφονται πολλά φαγητά και ποτά στην αρχαία Ελλάδα που θεωρούνταν αφροδισιακά. Π.χ. η προσθήκη σκόρδου και τυριού στο κρασί που έπιναν. Επίσης από τα λαχανικά, οι βολβοί γενικά (π.χ κρεμμύδι, σκόρδο, παντζάρι), ήσαν περιβόητοι για τις θετικές τους επιδράσεις στη σεξουαλική ορμή των ανθρώπων.
Τι έλεγαν οι αρχαίοι σοφοί:
Ο Ιπποκράτης, ο πατέρας της Ιατρικής, συνιστούσε τις φακές. Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης, υιοθέτησε τις θέσεις του Ιπποκράτη για τις φακές. Επίσης, σύστησε το μαγείρεμα των φακών μαζί με σαφράνι (ή αλλιώς κρόκος, ένα από τα πιο ακριβά μπαχαρικά που υπάρχουν στο κόσμο). Ο Πλούταρχος σύστηνε τη φασολάδα. Ο Διοσκουρίδης και ο Πλούταρχος αναφέρονται σε ένα είδος άγριας ορχιδέας που θεωρούσαν ως εξαίρετο αφροδισιακό.
Αναφορικά με το δυόσμο οι απόψεις διίστανται. Ο Ιπποκράτης θεωρούσε ότι η συχνή κατανάλωση δυόσμου να κουράζει το σώμα. O Αριστοτέλης θεωρούσε ότι ο δυόσμος σε οποιαδήποτε μορφή και εάν καταναλωνόταν, είχε εξαιρετικές αφροδισιακές ιδιότητες.
Πίσω στο χρόνο...
Οι σύντροφοι του Οδυσσέα, τα ξέχασαν όλα και επιδόθηκαν σε ακόρεστες σεξουαλικές πράξεις όταν έφαγαν λωτούς. Στην αρχαία Ελλάδα και αργότερα στη Ρώμη, τα σύκα ήταν must σε ένα Ελληνικό συμπόσιο, ή Ρωμαϊκό όργιο. Ανέβαζαν κατακόρυφα τη διάθεση. Το ρόδι, ήταν το φρούτο της Αφροδίτης, της θεάς του έρωτα (και του σεξ). Το αποκαλούσαν «μήλο της αγάπης».
Στο Μεξικό, οι Αζτέκοι την πρώτη νύχτα του γάμου τους, έτρωγαν τους καρπούς από τα «δέντρα όρχεις». Έτρωγαν αβοκάντο, δηλαδή, το οποίο πίστευαν ότι ανέβαζε τις σεξουαλικές τους ορμές. Γενικά τα φρούτα, αλλά και τα λαχανικά όπως τα σπαράγγια, είναι γεμάτα βιταμίνες και μέταλλα, σημαντικοί παράγοντες δηλαδή, για την παραγωγή σεξουαλικών ορμονών. Πλούσιες και καλές σεξουαλικές ορμόνες εγγυώνται διέγερση και απόλαυση.
Η έκφραση «έφαγε καρύδια με μέλι» έχει παραμείνει ακόμη και σήμερα όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος, ή κάποια, βρίσκεται συνέχεια σε κατάσταση σεξουαλικών ορμών. Στη μεσαιωνική Ευρώπη οι νεόνυμφοι, έπιναν μέλι με ζεστό κρασί κάθε βράδυ για να αντέχουν στους ερωτικούς μαραθωνίους.
Το μέλι εκτός από την υπέροχη γεύση που χαρίζει, εξάπτει τη φαντασία και βοηθάει τα διάφορα ερωτικά παιχνίδια μεταξύ του ζευγαριού. Περιέχει σάκχαρα που βοηθούν την καρδιά, αυξάνει τα αιμοσφαίρια και το ποσοστό αιμοσφαιρίνης στο αίμα, και το κυκλοφορικό μαζί με την καρδιά λειτουργούν άψογα. Ότι δηλαδή χρειάζεται μια καλή σεξουαλική πράξη. Εκτός από το μέλι, όμως υπάρχουν και οι ξηροί καρποί. Τα καρύδια για παράδειγμα είναι πλούσια σε Ω3 και σε φυλλικό οξύ.
Φυσικά και δεν θα μπορούσε από τον μακρύ κατάλογο των αφροδισιακών να λείπει το κακάο και κατ’ επέκταση η σοκολάτα. Ο θρυλικός για τις σεξουαλικές του επιδόσεις, βασιλιάς των Αζτέκων, ο Μοντεζούμα, έπινε (λέει ο μύθος), καθημερινά 50 ποτήρια σοκολάτα με μέλι. Μάλιστα ο ίδιος μύθος λέει πως κάθε φορά έκανε πρόποση, σήκωνε το ποτήρι ψηλά αλλά κοίταζε χαμηλά, και χαιρετούσε το πέος του!
Η σοκολάτα κατεβάζει την αρτηριακή πίεση, και βελτιώνει την κυκλοφορία του αίματος μέσα στα αιμοφόρα αγγεία. Η σοκολάτα επίσης βοηθά να βγάλει ο οργανισμός, ενδορφίνες συστατικά που έχουν άμεση σχέση με την ερωτική διάθεση αλλά και την εγκεφαλική ευχαρίστηση...
«Ο όρος αφροδισιακό αφορά οτιδήποτε φαγητό ή φάρμακο που μπορεί να διεγείρει ή να εντατικοποιήσει το σεξουαλικό ένστικτο. Προέρχεται από την Αφροδίτη, τη θεά του έρωτα, της αγάπης και της ομορφιάς».
Περιγράφονται πολλά φαγητά και ποτά στην αρχαία Ελλάδα που θεωρούνταν αφροδισιακά. Π.χ. η προσθήκη σκόρδου και τυριού στο κρασί που έπιναν. Επίσης από τα λαχανικά, οι βολβοί γενικά (π.χ κρεμμύδι, σκόρδο, παντζάρι), ήσαν περιβόητοι για τις θετικές τους επιδράσεις στη σεξουαλική ορμή των ανθρώπων.
Ο Ιπποκράτης, ο πατέρας της Ιατρικής, συνιστούσε τις φακές. Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης, υιοθέτησε τις θέσεις του Ιπποκράτη για τις φακές. Επίσης, σύστησε το μαγείρεμα των φακών μαζί με σαφράνι (ή αλλιώς κρόκος, ένα από τα πιο ακριβά μπαχαρικά που υπάρχουν στο κόσμο). Ο Πλούταρχος σύστηνε τη φασολάδα. Ο Διοσκουρίδης και ο Πλούταρχος αναφέρονται σε ένα είδος άγριας ορχιδέας που θεωρούσαν ως εξαίρετο αφροδισιακό.
Αναφορικά με το δυόσμο οι απόψεις διίστανται. Ο Ιπποκράτης θεωρούσε ότι η συχνή κατανάλωση δυόσμου να κουράζει το σώμα. O Αριστοτέλης θεωρούσε ότι ο δυόσμος σε οποιαδήποτε μορφή και εάν καταναλωνόταν, είχε εξαιρετικές αφροδισιακές ιδιότητες.
Πίσω στο χρόνο...
Οι σύντροφοι του Οδυσσέα, τα ξέχασαν όλα και επιδόθηκαν σε ακόρεστες σεξουαλικές πράξεις όταν έφαγαν λωτούς. Στην αρχαία Ελλάδα και αργότερα στη Ρώμη, τα σύκα ήταν must σε ένα Ελληνικό συμπόσιο, ή Ρωμαϊκό όργιο. Ανέβαζαν κατακόρυφα τη διάθεση. Το ρόδι, ήταν το φρούτο της Αφροδίτης, της θεάς του έρωτα (και του σεξ). Το αποκαλούσαν «μήλο της αγάπης».
Στο Μεξικό, οι Αζτέκοι την πρώτη νύχτα του γάμου τους, έτρωγαν τους καρπούς από τα «δέντρα όρχεις». Έτρωγαν αβοκάντο, δηλαδή, το οποίο πίστευαν ότι ανέβαζε τις σεξουαλικές τους ορμές. Γενικά τα φρούτα, αλλά και τα λαχανικά όπως τα σπαράγγια, είναι γεμάτα βιταμίνες και μέταλλα, σημαντικοί παράγοντες δηλαδή, για την παραγωγή σεξουαλικών ορμονών. Πλούσιες και καλές σεξουαλικές ορμόνες εγγυώνται διέγερση και απόλαυση.
Η έκφραση «έφαγε καρύδια με μέλι» έχει παραμείνει ακόμη και σήμερα όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος, ή κάποια, βρίσκεται συνέχεια σε κατάσταση σεξουαλικών ορμών. Στη μεσαιωνική Ευρώπη οι νεόνυμφοι, έπιναν μέλι με ζεστό κρασί κάθε βράδυ για να αντέχουν στους ερωτικούς μαραθωνίους.
Το μέλι εκτός από την υπέροχη γεύση που χαρίζει, εξάπτει τη φαντασία και βοηθάει τα διάφορα ερωτικά παιχνίδια μεταξύ του ζευγαριού. Περιέχει σάκχαρα που βοηθούν την καρδιά, αυξάνει τα αιμοσφαίρια και το ποσοστό αιμοσφαιρίνης στο αίμα, και το κυκλοφορικό μαζί με την καρδιά λειτουργούν άψογα. Ότι δηλαδή χρειάζεται μια καλή σεξουαλική πράξη. Εκτός από το μέλι, όμως υπάρχουν και οι ξηροί καρποί. Τα καρύδια για παράδειγμα είναι πλούσια σε Ω3 και σε φυλλικό οξύ.
Φυσικά και δεν θα μπορούσε από τον μακρύ κατάλογο των αφροδισιακών να λείπει το κακάο και κατ’ επέκταση η σοκολάτα. Ο θρυλικός για τις σεξουαλικές του επιδόσεις, βασιλιάς των Αζτέκων, ο Μοντεζούμα, έπινε (λέει ο μύθος), καθημερινά 50 ποτήρια σοκολάτα με μέλι. Μάλιστα ο ίδιος μύθος λέει πως κάθε φορά έκανε πρόποση, σήκωνε το ποτήρι ψηλά αλλά κοίταζε χαμηλά, και χαιρετούσε το πέος του!
Η σοκολάτα κατεβάζει την αρτηριακή πίεση, και βελτιώνει την κυκλοφορία του αίματος μέσα στα αιμοφόρα αγγεία. Η σοκολάτα επίσης βοηθά να βγάλει ο οργανισμός, ενδορφίνες συστατικά που έχουν άμεση σχέση με την ερωτική διάθεση αλλά και την εγκεφαλική ευχαρίστηση...
Ποιες οι απόκρυφες δυνάμεις των αρχαίων Ελλήνων
Translate this page
Η γνώση των προγόνων μας στις απόκρυφες δυνάμεις του ανθρώπου είναι εντυπωσιακές . Αυτό φαίνεται στα επιτεύγματά τους που μερικές φορές είναι ακατανόητα σε μας.
Χειρίζονταν την δύναμη το πνεύματος έναντι της ύλης.
Η πνευματική δύναμη(Πυρ) κατακτά οτιδήποτε με κατώτερο κραδασμό, διότι είναι υψηλότερου κραδασμού.
Γιατί ο νους επιδρά στιγμιαία στους κραδασμούς της ύλης και τους ανασχηματίζει.
Οι αληθινοί μύστες χρησιμοποιούν το συγκεντρωμένο πνευματικό Πυρ και το κατευθύνουν μετουσιώνοντας την ύλη.
Το γεγονός αυτό φαίνεται στην επιτέλεση των «θαυμάτων» και των «θεραπειών» που πραγματοποιούνταν στα ιερά τους.
Πολλά σύμβολα της μύησής τους δείχνουν την κατεύθυνση της αγάπης(έρωτα) προς τα ανώτερα πεδία.
Σαν τον Λευκό Αετό που πετάει προς τον Ήλιο, που συμβολίζει την ανύψωση από τα γήινα προς το πνευματικό Φως(Πυρ).
Οι λαμπρές τελετουργίες με αγάπη στο Δία συμβόλιζαν το δυαδικό σημείο, όπου ανοίγουν δυο δρόμοι.
Ο μυούμενος στο σημείο αυτό είχε αναπτύξει με την εκγύμναση τις ευγενείς και λεπτές ψυχοδυναμικές ιδιότητες.
Για το λόγο αυτό μπορούσε να ισορροπήσει στα δυο αντίθετα πεδία (δεξί και αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου) με μεγάλα αποθέματα δύναμης ….
Πηγή: xorisorianews.gr
Google +
Google +
Google +
Χειρίζονταν την δύναμη το πνεύματος έναντι της ύλης.
Η πνευματική δύναμη(Πυρ) κατακτά οτιδήποτε με κατώτερο κραδασμό, διότι είναι υψηλότερου κραδασμού.
Ο νους δρά πολύ ταχύτατα πάνω στην ύλη. Υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που έχουν διαπεραστεί από μαχαίρια χωρίς να χυθεί αίμα. Άλλες περιπτώσεις ατόμων που ήρθαν σε επαφή με την φωτιά χωρίς να καούν.
Οι αληθινοί μύστες χρησιμοποιούν το συγκεντρωμένο πνευματικό Πυρ και το κατευθύνουν μετουσιώνοντας την ύλη.
Το γεγονός αυτό φαίνεται στην επιτέλεση των «θαυμάτων» και των «θεραπειών» που πραγματοποιούνταν στα ιερά τους.
Πολλά σύμβολα της μύησής τους δείχνουν την κατεύθυνση της αγάπης(έρωτα) προς τα ανώτερα πεδία.
Σαν τον Λευκό Αετό που πετάει προς τον Ήλιο, που συμβολίζει την ανύψωση από τα γήινα προς το πνευματικό Φως(Πυρ).
Οι λαμπρές τελετουργίες με αγάπη στο Δία συμβόλιζαν το δυαδικό σημείο, όπου ανοίγουν δυο δρόμοι.
Ο μυούμενος στο σημείο αυτό είχε αναπτύξει με την εκγύμναση τις ευγενείς και λεπτές ψυχοδυναμικές ιδιότητες.
Για το λόγο αυτό μπορούσε να ισορροπήσει στα δυο αντίθετα πεδία (δεξί και αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου) με μεγάλα αποθέματα δύναμης ….
Πηγή: xorisorianews.gr
Πως αντάλλασαν πληροφορίες στην Αρχαία Ελλάδα;
0
0
0
0
Οι αρχαίοι Έλληνες αντάλλασσαν χωρίς προβλήματα και γρήγορα πληροφορίες, τόσο κατά την περίοδο των πολέμων όσο και σε περίοδο ειρήνης.
Με το εφευρετικό τους μυαλό είχαν κατορθώσει να σχεδιάσουν ένα σύστημα από μηχανισμούς που τους επέτρεπαν να φτάσει στο τελικό δέκτη οποιοδήποτε μήνυμα ήθελαν, διανύοντας ακόμα και 700χλμ σε περίπου μία ώρα. Ας δούμε με ποιο τρόπο γινόταν αυτό.
Το πρώτο σχέδιο των ελλήνων για τη μεταφορά πληροφοριών αποτελεί η χρήση των ημεροδρόμων. Ήταν άνθρωποι γνωστοί για τις ικανότητές τους στο τρέξιμο στουςοποίους εμπιστεύονταν τη μεταφορά μηνυμάτων σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ο πιο γνωστός ημεροδρόμος που έμεινε και στην ιστορία ήταν ο Φειδιππίδης, ο οποίος πήγε από την Αθήνα στο Μαραθώνα και μετά πάλι πίσω στην Αθήνα το μήνυμα της νίκης χωρίς καμία στάση και πέθανε από εξάντληση.
Οι ημεροδρόμοι είχαν αποκτήσει το σεβασμό και κοινωνική καταξίωση σε σημείο να τους έχουν αφιερωθεί και ναοί (Τάλβυθος ημεροδρόμος του Αγαμέμνωνα στον οποίο οι Σπαρτιάτες αφιέρωσαν ναό). Ενδέχεται κάποιοι από τους ημεροδρόμους να ήταν έφιπποι ειδικά όταν ήταν να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις.
Αυτή ήταν η αρχική μορφή του συστήματος των ημεροδρόμων που στη πορεία αναβαθμίστηκε και βελτιώθηκε με τη δημιουργία σταθμών στους οποίους οι αγγελιαφόροι πλέον άλλαζαν τα άλογά τους και ξεκουράζονταν ή άλλαζε και ο αγγελιαφόρος.
Ο Μ. Αλέξανδρος ήταν ο πρώτος που συνέλαβε τη ιδέα της αναπαραγωγής ήχων μέσω του ακουστικού τηλέγραφου ο οποίος μπορούσε να μεταφέρει τους ήχους μέσω του αέρα σε μακρυνές αποστάσεις. Αποτελούνταν από ένα τρίποδο ύψους τεσσάρων μέτρων ενωμένο στη κορυφή, απο την οποία ξεκινούσε ένα σκοινί που συγκρατούσε ένα στρογγυλό ηχητικό κέρας μεγάλου μεγέθους.
Οι φρυκτωρίες
Η φωτιά και κατ' επέκταση το φως ήταν βασική προϋπόθεση για να μεταφερθεί το μήνυμα σύντομα και σε μεγάλη απόσταση. Η χρήση φωτεινών σημάτων κυρίως χρησιμοποιήθηκε στο πόλεμο για να μεταφέρουν τις διαταγές των ανωτέρων. Τα οπτικά σήματα μπορούσαν να αναπαράγουν πληροφορίες μεγάλης ποικιλίας. Για παράδειγμα η Μήδεια, υψώνοντας ένα αναμμένο πυρσό ειδοποίησε τους Αργοναύτες να σπεύσουν στη Κολχίδα.
Για τη μετάδοση των οπτικών σημάτων με έντονους καπνούς ή στήλες καπνού ήταν απαραίτητη η κατασκευή ειδικών κτισμάτων σε υπερηψωμένα σημεία, τα οποία ονομάζονταν φρυκτωρίες. Για τα φωτεινά σήματα που ανταλλάσσονταν μέσω των φρυκτών (πυρσών) είχαν συμφωνήσει εκ των προτέρων και οι δύο πλευρές για τη μετάφραση των μηνυμάτων.
Όπως εκτιμούν οι μελετητές ο πρώτος που χρησιμοποίησηε τηλεπικοινωνιακούς πύργους για τη μετάδοση μηνυμάτων ήταν ο Ηρακλής, ο οποίος σε δύο κωμοπόλεις της Δυτικής Μεσογείου, την Αβύλη και την Κάπλη, έστησε τις γνωστές Ηράκλειες Στήλες, που έπαιζαν το ρόλο φάρου στα διέρχομενα πλοία. Από τα γνωστότερα παραδείγματα μετάδοσης μηνυμάτων με σήματα φωτιάς ήταν η είδηση της πτώσης της Τροίας στον εκπληκτικό χρόνο ρεκόρ για την εποχή της μιας ημέρας.
Το μήνυμα ταξίδεψε από την Τροία στο Ερμαίο της Λήμνου, από κει στον Άθω, στις κορυφές του Μακίστου στην Εύβοια και στη κορυφή του Κιθαιρώνα. Από κει το μήνυμα μεταφέρθηκε στη λίμνη Γοργώτη, στο Αγίπλαγκτο (Μέγαρα) και στη συνέχεια η φωτεινή λωρίδα υπερπήδησε το Σαρωνικό κόλπο κι έτασε στο Αραχναίον κοντά στις Μυκήνες κι από κει ημεροδρόμοι το μετέφεραν στο ανάκτορο των Ατρειδών.
Τηλέγραφος του Αινεία
Ο Αινείας ο Τακτικός συνδύασε τους πυρσούς και τη μηχανική έτσι ώστε η επικοινωνία μεταξύ του αποστολέα και του δέκτη να περιέχει σαφείς πληροφορίες, όπως,για παράδειγμα, "πεζικό με βαρύ οπλισμό" κ.α. Βασική προϋπόθεση για τη σωστή μετάδοση του μηνύματος ήταν οι υδραυλικοί τηλέγραφοι να είναι όμοιοι. Θα έπρεπε επίσης τα κεραμικά αγγεία να έχουν το ίδιο μέγεθος σε πλάτος και βάθος.
Τις ίδιες διαστάσεις είχαν και οι φελλοί, στους οποίους στηρίζονταν μεταλλικές ράβδοι, οι οποίοι ήταν χωρισμένοι σε ίσα μέρη, τριών δαχτύλων το καθένα. Εκεί υπήρχε ευκρινής διαχωρισμός και σε κάθε ράβδο αναγράφονταν τα κυριότερα και τα γενικότερα που συνέβαιναν στους πολέμους.
Επίσης μια ακόμα βασική προϋπόθεση για να διαβαστεί σωστά το μήνυμα ήταν οι τρύπες των αγγείων να έχουν την ίδια διάμετρο έτσι ώστε να φεύγει η ίδια ποσότητα νερού. Οι υδραυλικοί τηλέγραφοι βρίσκονταν πάντα σε υψόμετρα, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η καλύτερη οπτική επαφή. Η απόσταση που είχαν μεταξύ τους δύο ή περισσότεροι τηλέγραφοι δεν ήταν σταθερή, παρ' όλα αυτά μπορούμε να πούμε ότι συνήθως ξεπερνούσε τα δεκάδες χιλιόμετρα.
Όταν όλα ήταν έτοιμα, οι χειριστές του τηλέγραφου άναβαν πυρσούς. Όταν η μία πλευρά ήθελε να δώσει κάποιο μήνυμα κατέβαζε τον πυρσό και συγχρόνως οι δύο άνοιγαν τη διαρροή του νερού. Όταν η ράβδος όπου αναγράφονταν οι πληροφορίες που ήθελαν να μεταβιβαστούν έφτανε στο στόμιο του αγγείου έκλειναν τη ροή και ξανασήκωναν τον πυρσό. Τότε και οι απέναντι έκλειναν τη διαρροή του νερού και διάβαζαν το σημείο στο οποίο είχε σταματήσει η δική τους ράβδος.
Αλφαβητικός Κώδικας
Όταν οι χρήστες του υδραυλικού τηλέγραφου με την πάροδο του χρόνου διαπίστωσαν δυσκολίες στην ακριβή περιγραφή των πληροφοριών όπως αναφορά σε αριθμητικές δυνάμεις του εχθρού, ήρθε ή ώρα που οι Κλεόξενος και Δημόκλειτος παρουσλιασαν την "Πυρσεία" ή αλλιώς "οπτικό τηλέγραφο".
Η λειτουργία του είχε ως εξής: αρχικά διαίρεσαν το αλφάβητο σε πέντε μέρη ανά πέντε γράμματα τα οποία αναγράφονταν σε πινακίδες τις οποίες θα έπρεπε να έχουν μαζί τους όσοι θα συνομιλούσαν. Πριν εγκαταστήσουν και τα υπόλοιπα εξαρτήματα του τηλέγραφου υπήρχε η συνεννόηση ότι οι πρώτοι -δύο στον αριθμό- πυρσοί που θα σηκώνονταν θα ήταν από εκείνον που ήθελε να αναγγείλει κάτι. Η μεταφορά των πληροφοριών θα ξεκινούσε αν κι από την απέναντι πλευρά σηκώνονταν δύο πυρσοί.
Όταν κατέβαιναν όλοι οι πυρσοί, τότε εκείνος που ήθελε να αναφέρει κάτι σήκωνε τους πρώτους πυρσούς από τα αριστερά, δηλώνοντας με αυτό το τρόπο στο δέκτη ποια πινακίδα έπρεπε να εξετάσει.
Αν για παράδειγμα σήκωνε τον πρώτο πυρσό, εννοούσε τη πρώτη πινακίδα κ.ο.κ. Η δεύτερη ομάδα πυρσών χρησιμοποιούνταν για να υποδείξουν τα γράμματα που θα σχημάτιζαν τη λέξη του μηνύματος. Για την καλύτερη καταγραφή των εναλλασσόμενων πυρσών οι χρήστες χρησιμοποιούσαν κατάλληλες διόπτρες.
Για την αποφυγή λαθών, εκείνος που θα σήκωνε ή θα κατέβαζε τους πυρσούς, ήταν πίσω από ένα πρόχειρα κατασκευασμένο τοίχο με σύνηθες ύψος τα δέκα μέτρα. Επειδή η συμπλήρωση ενός πλήρους μηνύματος απαιτούσε χρόνο, οι χρήστες αναγκάστηκαν να βρουν τις λέξεις με τα λιγότερα γράμματα, χωρίς όμως να χάνει το πληροφοριακό της περιεχόμενο η πρόταση.
Για να επιτευχθεί σωστά και γρήγορα η μετάδοση του μηνύματος, οι χρήστες της Πυρσείας, οι οποίοι ήταν πολίτες με άριστη γνώση ανάγνωσης, γραμματικής και ορθογραφίας, εκπαιδεύονταν καθημερινά ώστε να συνηθίσουν στον τρόπο γραφής και μετάδοσης των μηνυμάτων. Με την παροδο του χρόνου κάποιοι βελτίωσαν τον οπτικό τηλέγραφο κάνοντας στην αρχική μορφή κάποιες παρεμβάσεις, αλλάζοντας τα γράμματα των πλακών έτσι ώστε να αποφευχθεί η υποκλοπή του μηνύματος
Google +
Google +
.
Με το εφευρετικό τους μυαλό είχαν κατορθώσει να σχεδιάσουν ένα σύστημα από μηχανισμούς που τους επέτρεπαν να φτάσει στο τελικό δέκτη οποιοδήποτε μήνυμα ήθελαν, διανύοντας ακόμα και 700χλμ σε περίπου μία ώρα. Ας δούμε με ποιο τρόπο γινόταν αυτό.
Το πρώτο σχέδιο των ελλήνων για τη μεταφορά πληροφοριών αποτελεί η χρήση των ημεροδρόμων. Ήταν άνθρωποι γνωστοί για τις ικανότητές τους στο τρέξιμο στουςοποίους εμπιστεύονταν τη μεταφορά μηνυμάτων σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ο πιο γνωστός ημεροδρόμος που έμεινε και στην ιστορία ήταν ο Φειδιππίδης, ο οποίος πήγε από την Αθήνα στο Μαραθώνα και μετά πάλι πίσω στην Αθήνα το μήνυμα της νίκης χωρίς καμία στάση και πέθανε από εξάντληση.
Αυτή ήταν η αρχική μορφή του συστήματος των ημεροδρόμων που στη πορεία αναβαθμίστηκε και βελτιώθηκε με τη δημιουργία σταθμών στους οποίους οι αγγελιαφόροι πλέον άλλαζαν τα άλογά τους και ξεκουράζονταν ή άλλαζε και ο αγγελιαφόρος.
Ο Μ. Αλέξανδρος ήταν ο πρώτος που συνέλαβε τη ιδέα της αναπαραγωγής ήχων μέσω του ακουστικού τηλέγραφου ο οποίος μπορούσε να μεταφέρει τους ήχους μέσω του αέρα σε μακρυνές αποστάσεις. Αποτελούνταν από ένα τρίποδο ύψους τεσσάρων μέτρων ενωμένο στη κορυφή, απο την οποία ξεκινούσε ένα σκοινί που συγκρατούσε ένα στρογγυλό ηχητικό κέρας μεγάλου μεγέθους.
Οι φρυκτωρίες
Η φωτιά και κατ' επέκταση το φως ήταν βασική προϋπόθεση για να μεταφερθεί το μήνυμα σύντομα και σε μεγάλη απόσταση. Η χρήση φωτεινών σημάτων κυρίως χρησιμοποιήθηκε στο πόλεμο για να μεταφέρουν τις διαταγές των ανωτέρων. Τα οπτικά σήματα μπορούσαν να αναπαράγουν πληροφορίες μεγάλης ποικιλίας. Για παράδειγμα η Μήδεια, υψώνοντας ένα αναμμένο πυρσό ειδοποίησε τους Αργοναύτες να σπεύσουν στη Κολχίδα.
Για τη μετάδοση των οπτικών σημάτων με έντονους καπνούς ή στήλες καπνού ήταν απαραίτητη η κατασκευή ειδικών κτισμάτων σε υπερηψωμένα σημεία, τα οποία ονομάζονταν φρυκτωρίες. Για τα φωτεινά σήματα που ανταλλάσσονταν μέσω των φρυκτών (πυρσών) είχαν συμφωνήσει εκ των προτέρων και οι δύο πλευρές για τη μετάφραση των μηνυμάτων.
Όπως εκτιμούν οι μελετητές ο πρώτος που χρησιμοποίησηε τηλεπικοινωνιακούς πύργους για τη μετάδοση μηνυμάτων ήταν ο Ηρακλής, ο οποίος σε δύο κωμοπόλεις της Δυτικής Μεσογείου, την Αβύλη και την Κάπλη, έστησε τις γνωστές Ηράκλειες Στήλες, που έπαιζαν το ρόλο φάρου στα διέρχομενα πλοία. Από τα γνωστότερα παραδείγματα μετάδοσης μηνυμάτων με σήματα φωτιάς ήταν η είδηση της πτώσης της Τροίας στον εκπληκτικό χρόνο ρεκόρ για την εποχή της μιας ημέρας.
Το μήνυμα ταξίδεψε από την Τροία στο Ερμαίο της Λήμνου, από κει στον Άθω, στις κορυφές του Μακίστου στην Εύβοια και στη κορυφή του Κιθαιρώνα. Από κει το μήνυμα μεταφέρθηκε στη λίμνη Γοργώτη, στο Αγίπλαγκτο (Μέγαρα) και στη συνέχεια η φωτεινή λωρίδα υπερπήδησε το Σαρωνικό κόλπο κι έτασε στο Αραχναίον κοντά στις Μυκήνες κι από κει ημεροδρόμοι το μετέφεραν στο ανάκτορο των Ατρειδών.
Τηλέγραφος του Αινεία
Ο Αινείας ο Τακτικός συνδύασε τους πυρσούς και τη μηχανική έτσι ώστε η επικοινωνία μεταξύ του αποστολέα και του δέκτη να περιέχει σαφείς πληροφορίες, όπως,για παράδειγμα, "πεζικό με βαρύ οπλισμό" κ.α. Βασική προϋπόθεση για τη σωστή μετάδοση του μηνύματος ήταν οι υδραυλικοί τηλέγραφοι να είναι όμοιοι. Θα έπρεπε επίσης τα κεραμικά αγγεία να έχουν το ίδιο μέγεθος σε πλάτος και βάθος.
Τις ίδιες διαστάσεις είχαν και οι φελλοί, στους οποίους στηρίζονταν μεταλλικές ράβδοι, οι οποίοι ήταν χωρισμένοι σε ίσα μέρη, τριών δαχτύλων το καθένα. Εκεί υπήρχε ευκρινής διαχωρισμός και σε κάθε ράβδο αναγράφονταν τα κυριότερα και τα γενικότερα που συνέβαιναν στους πολέμους.
Επίσης μια ακόμα βασική προϋπόθεση για να διαβαστεί σωστά το μήνυμα ήταν οι τρύπες των αγγείων να έχουν την ίδια διάμετρο έτσι ώστε να φεύγει η ίδια ποσότητα νερού. Οι υδραυλικοί τηλέγραφοι βρίσκονταν πάντα σε υψόμετρα, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η καλύτερη οπτική επαφή. Η απόσταση που είχαν μεταξύ τους δύο ή περισσότεροι τηλέγραφοι δεν ήταν σταθερή, παρ' όλα αυτά μπορούμε να πούμε ότι συνήθως ξεπερνούσε τα δεκάδες χιλιόμετρα.
Όταν όλα ήταν έτοιμα, οι χειριστές του τηλέγραφου άναβαν πυρσούς. Όταν η μία πλευρά ήθελε να δώσει κάποιο μήνυμα κατέβαζε τον πυρσό και συγχρόνως οι δύο άνοιγαν τη διαρροή του νερού. Όταν η ράβδος όπου αναγράφονταν οι πληροφορίες που ήθελαν να μεταβιβαστούν έφτανε στο στόμιο του αγγείου έκλειναν τη ροή και ξανασήκωναν τον πυρσό. Τότε και οι απέναντι έκλειναν τη διαρροή του νερού και διάβαζαν το σημείο στο οποίο είχε σταματήσει η δική τους ράβδος.
Αλφαβητικός Κώδικας
Όταν οι χρήστες του υδραυλικού τηλέγραφου με την πάροδο του χρόνου διαπίστωσαν δυσκολίες στην ακριβή περιγραφή των πληροφοριών όπως αναφορά σε αριθμητικές δυνάμεις του εχθρού, ήρθε ή ώρα που οι Κλεόξενος και Δημόκλειτος παρουσλιασαν την "Πυρσεία" ή αλλιώς "οπτικό τηλέγραφο".
Η λειτουργία του είχε ως εξής: αρχικά διαίρεσαν το αλφάβητο σε πέντε μέρη ανά πέντε γράμματα τα οποία αναγράφονταν σε πινακίδες τις οποίες θα έπρεπε να έχουν μαζί τους όσοι θα συνομιλούσαν. Πριν εγκαταστήσουν και τα υπόλοιπα εξαρτήματα του τηλέγραφου υπήρχε η συνεννόηση ότι οι πρώτοι -δύο στον αριθμό- πυρσοί που θα σηκώνονταν θα ήταν από εκείνον που ήθελε να αναγγείλει κάτι. Η μεταφορά των πληροφοριών θα ξεκινούσε αν κι από την απέναντι πλευρά σηκώνονταν δύο πυρσοί.
Όταν κατέβαιναν όλοι οι πυρσοί, τότε εκείνος που ήθελε να αναφέρει κάτι σήκωνε τους πρώτους πυρσούς από τα αριστερά, δηλώνοντας με αυτό το τρόπο στο δέκτη ποια πινακίδα έπρεπε να εξετάσει.
Αν για παράδειγμα σήκωνε τον πρώτο πυρσό, εννοούσε τη πρώτη πινακίδα κ.ο.κ. Η δεύτερη ομάδα πυρσών χρησιμοποιούνταν για να υποδείξουν τα γράμματα που θα σχημάτιζαν τη λέξη του μηνύματος. Για την καλύτερη καταγραφή των εναλλασσόμενων πυρσών οι χρήστες χρησιμοποιούσαν κατάλληλες διόπτρες.
Για την αποφυγή λαθών, εκείνος που θα σήκωνε ή θα κατέβαζε τους πυρσούς, ήταν πίσω από ένα πρόχειρα κατασκευασμένο τοίχο με σύνηθες ύψος τα δέκα μέτρα. Επειδή η συμπλήρωση ενός πλήρους μηνύματος απαιτούσε χρόνο, οι χρήστες αναγκάστηκαν να βρουν τις λέξεις με τα λιγότερα γράμματα, χωρίς όμως να χάνει το πληροφοριακό της περιεχόμενο η πρόταση.
Για να επιτευχθεί σωστά και γρήγορα η μετάδοση του μηνύματος, οι χρήστες της Πυρσείας, οι οποίοι ήταν πολίτες με άριστη γνώση ανάγνωσης, γραμματικής και ορθογραφίας, εκπαιδεύονταν καθημερινά ώστε να συνηθίσουν στον τρόπο γραφής και μετάδοσης των μηνυμάτων. Με την παροδο του χρόνου κάποιοι βελτίωσαν τον οπτικό τηλέγραφο κάνοντας στην αρχική μορφή κάποιες παρεμβάσεις, αλλάζοντας τα γράμματα των πλακών έτσι ώστε να αποφευχθεί η υποκλοπή του μηνύματος
Οι Μαραθωνομάχοι και η ηρωική πορεία να προλάβουν τον περσικό στόλο στον Πειραιά μετά την μάχη του Μαραθώνα (φωτό)
4
1
0
0
Το 490 π.Χ. 10.000 Αθηναίοι και Πλαταιείς συνέτριψαν μια υπερδιπλάσια περσική δύναμη, στον Μαραθώνα, σώζοντας την Αθήνα, τον νεότατο θεσμό της δημοκρατίας και κατ’ επέκταση τον δυτικό πολιτισμό. Όλοι οι μελετητές της περιόδου θεωρούν ότι η νίκη οφείλεται:
-στο ευφυές σχέδιο του στρατηγού Μιλτιάδη
-στον ανώτερο οπλισμό των Αθηναίων οπλιτών
-και στην αποφασιστικότητα που έδειξαν υπερασπίζοντας την πατρίδα τους.
Οι περισσότεροι όμως λησμονούν κάτι εξίσου σημαντικό.
Τη σωματική δύναμη, την ευλυγισία, την αντοχή, την επιδεξιότητα και την συγχρονισμένη κίνηση των οπλιτών.
Όλα αποτελέσματα της αθλητικής και στρατιωτικής παιδείας στην οποία εισάγονταν οι Αθηναίοι από τα παιδικά τους χρόνια.
Παράσταση του αγωνίσματος του οπλίτη δρόμου. Ουσιαστικά τέτοιου είδους αγωνίσματα αποτελούσαν πολεμικές ασκήσεις. Παράσταση αμφορέα του 5ου αιώνα π.Χ. (Μόναχο, Αρχαιολογικό Μουσείο).
Η μάχη ξεκίνησε πιθανότατα στις 5.30. Στις 8.30 οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς έστηναν τρόπαιο νίκης. Είχαν πολεμήσει τρεις ώρες, προφανώς υπό συνθήκες σχετικής ζέστης καθώς η μάχη έγινε Αύγουστο ή Σεπτέμβριο.
Επιπλέον κάθε οπλίτης έφερε οπλισμό που ήταν περίπου 34 κιλά.
Φυσικά η αξιοθαύμαστη αντοχή τους δεν ήταν επίκτητη, αλλά αποτέλεσμα πολύχρονης, εντατικής και επίπονης σωματικής προετοιμασίας.
Η ενασχόληση με τα αθλήματα του οπλίτη δρόμου, του παγκρατίου, της πάλης, της πυγμαχίας, του ακοντισμού κτλ, είχαν «χτίσει» πολλά χρόνια πριν, τα θεμέλια της νίκης.
Η σύγκριση των απωλειών είναι από μόνη της ικανή να καταδείξει το ανώτερο επίπεδο των Ελλήνων οπλιτών. Περίπου 6000 Πέρσες κείτονταν νεκροί έναντι 192 Αθηναίων.
Λιγότερο γνωστή ωστόσο, είναι η άμεση επιστροφή των Αθηναίων οπλιτών στην Αθήνα!
Τα περσικά πλοία απέπλευσαν από τον Μαραθώνα με κατεύθυνση το Σούνιο. Ο αρχηγός των Περσών Αρταφέρνης σκόπευε να φθάσει στο Φάληρο, να πραγματοποιήσει απόβαση και να κινηθεί εναντίον της Αθήνας προτού επιστρέψουν οι Αθηναίοι από τον Μαραθώνα.
Αρχαίοι Έλληνες οπλίτες. Η πανοπλία, βάρους 32-34 κιλών, θα αποτελούσε μεγάλο πρόβλημα για την πορεία των Μαραθωνομάχων.
Λες και δεν είχαν κάνει ήδη αρκετά οι Έλληνες πολεμιστές, μετά από μια τρίωρη εξαντλητική μάχη με το άγχος της επιβίωσης, έπρεπε να τρέξουν να σώσουν την πόλη τους.
Είναι πράγματι αξιοθαύμαστο το πώς οι Αθηναίοι μετά από τρεις ώρες μάχης είχαν το κουράγιο όχι μόνο να ξεκινήσουν μια αγωνιώδη πορεία, αλλά και να τη πραγματοποιήσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ το φυσιολογικό θα ήταν να μην μπορούν να σύρουν τα πόδια τους.
Αποδύθηκαν, με όσες δυνάμεις τους είχαν απομείνει σε ένα σχεδόν απίστευτο αγώνα δρόμου.
Ξεκίνησαν από το Μαραθώνα, κουβαλώντας ο καθένας τα 34 κιλά του οπλισμού του και έφτασαν στον προορισμό τους εγκαίρως, κατά τις 4.30-5.00. Χρειάστηκαν δηλαδή 7 με 8 ώρες.
Ωστόσο δεν έκαναν τα 42 χιλιόμετρα του κλασικού μαραθωνίου που τερματίζει στο καλλιμάρμαρο, αλλά πολύ περισσότερα αφού έφθασαν στο Φάληρο. Εκεί ετοιμάστηκαν να υποδεχτούν το περσικό στόλο που είχε ξεκινήσει από το Μαραθώνα, με στόχο να κάνει απόβαση και να καταλάβει την ανυπεράσπιστη Αθήνα. Δε φαντάστηκαν όμως ότι οι υπερασπιστές θα έκαναν την ίδια διαδρομή με τα πόδια.
Μόλις οι Πέρσες αντιλήφθηκαν ότι οι Αθηναίοι τους περίμεναν, σήκωσαν πανιά και «ξεκίνησαν και πάλι πίσω για την Ασία» (Ηρόδοτος 6, 116).
Η διαδρομή που πιθανότατα ακολούθησαν ήταν η εξής: Ραφήνα-Πικέρμι-Παλλήνη-Σταυρός Αγίας Παρασκευής-Χαλάνδρι-Αθήνα-Φάληρο. Αυτή περίπου είναι και η διαδρομή στο σύγχρονο μαραθώνιο.
Πόσοι όμως θα μπορούσαν να τερματίσουν έστω, αν κουβαλούσαν πλήρη οπλισμό και είχε συσσωρευτεί στο κορμί τους η κόπωση που είχαν οι Αθηναίοι οπλίτες μετά τη μάχη; Βέβαια οι Αθηναίοι είχαν πάρει ιερότερο κίνητρο, που ήταν η ανάγκη να υπερασπιστούν τα παιδιά, τους γονείς και τις συζύγους τους, που παρέμεναν στην ανυπεράσπιστη Αθήνα, αφού όλοι οι πολεμιστές ήταν στο Μαραθώνα.
Η αγάπη για την πατρίδα, την ελευθερία και τους οικείους τους, ήταν το ισχυρότερο αναβολικό!
Ήταν όμως αρκετό; Μάλλον όχι. Στην περίπτωση των προγόνων μας και το πνεύμα ήταν πρόθυμο και το σώμα σε ετοιμότητα με καθημερινές προπονήσεις, εξ απαλών ονύχων στο γυμναστήριο, που εκπαίδευαν το νου και τους μύες εξίσου.
Δρομείς συνωστίζονται στην αφετηρία του «αυθεντικού» Μαραθωνίου της Αθήνας.
Σήμερα, προς τιμή αυτής της πορείας των οπλιτών και του άγνωστου αγγελιαφόρου που πλήρωσε με τη ζωή του την αναγγελία της νίκης (ακολουθώντας όμως διαφορετική διαδρομή), διεξάγεται το αγώνισμα του Μαραθωνίου.
Οι αθλητές βέβαια σήμερα τερματίζουν στο κέντρο της πόλης και τρέχουν σε φιλικό έδαφος στρωμένο με άσφαλτο και όχι σε χώμα και ανώμαλο έδαφος όπως τότε.
Ο μέσος χρόνος των πρωταθλητών είναι δύο ώρες και δεκαπέντε λεπτά. Για ένα μέσο ερασιτέχνη αθλητή όμως, απαιτούνται 4 ώρες και 30 λεπτά.
-στο ευφυές σχέδιο του στρατηγού Μιλτιάδη
-στον ανώτερο οπλισμό των Αθηναίων οπλιτών
Οι περισσότεροι όμως λησμονούν κάτι εξίσου σημαντικό.
Τη σωματική δύναμη, την ευλυγισία, την αντοχή, την επιδεξιότητα και την συγχρονισμένη κίνηση των οπλιτών.
Όλα αποτελέσματα της αθλητικής και στρατιωτικής παιδείας στην οποία εισάγονταν οι Αθηναίοι από τα παιδικά τους χρόνια.
Παράσταση του αγωνίσματος του οπλίτη δρόμου. Ουσιαστικά τέτοιου είδους αγωνίσματα αποτελούσαν πολεμικές ασκήσεις. Παράσταση αμφορέα του 5ου αιώνα π.Χ. (Μόναχο, Αρχαιολογικό Μουσείο).
Η μάχη ξεκίνησε πιθανότατα στις 5.30. Στις 8.30 οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς έστηναν τρόπαιο νίκης. Είχαν πολεμήσει τρεις ώρες, προφανώς υπό συνθήκες σχετικής ζέστης καθώς η μάχη έγινε Αύγουστο ή Σεπτέμβριο.
Επιπλέον κάθε οπλίτης έφερε οπλισμό που ήταν περίπου 34 κιλά.
Φυσικά η αξιοθαύμαστη αντοχή τους δεν ήταν επίκτητη, αλλά αποτέλεσμα πολύχρονης, εντατικής και επίπονης σωματικής προετοιμασίας.
Η ενασχόληση με τα αθλήματα του οπλίτη δρόμου, του παγκρατίου, της πάλης, της πυγμαχίας, του ακοντισμού κτλ, είχαν «χτίσει» πολλά χρόνια πριν, τα θεμέλια της νίκης.
Η σύγκριση των απωλειών είναι από μόνη της ικανή να καταδείξει το ανώτερο επίπεδο των Ελλήνων οπλιτών. Περίπου 6000 Πέρσες κείτονταν νεκροί έναντι 192 Αθηναίων.
Λιγότερο γνωστή ωστόσο, είναι η άμεση επιστροφή των Αθηναίων οπλιτών στην Αθήνα!
Τα περσικά πλοία απέπλευσαν από τον Μαραθώνα με κατεύθυνση το Σούνιο. Ο αρχηγός των Περσών Αρταφέρνης σκόπευε να φθάσει στο Φάληρο, να πραγματοποιήσει απόβαση και να κινηθεί εναντίον της Αθήνας προτού επιστρέψουν οι Αθηναίοι από τον Μαραθώνα.
Αρχαίοι Έλληνες οπλίτες. Η πανοπλία, βάρους 32-34 κιλών, θα αποτελούσε μεγάλο πρόβλημα για την πορεία των Μαραθωνομάχων.
Λες και δεν είχαν κάνει ήδη αρκετά οι Έλληνες πολεμιστές, μετά από μια τρίωρη εξαντλητική μάχη με το άγχος της επιβίωσης, έπρεπε να τρέξουν να σώσουν την πόλη τους.
Είναι πράγματι αξιοθαύμαστο το πώς οι Αθηναίοι μετά από τρεις ώρες μάχης είχαν το κουράγιο όχι μόνο να ξεκινήσουν μια αγωνιώδη πορεία, αλλά και να τη πραγματοποιήσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ το φυσιολογικό θα ήταν να μην μπορούν να σύρουν τα πόδια τους.
Αποδύθηκαν, με όσες δυνάμεις τους είχαν απομείνει σε ένα σχεδόν απίστευτο αγώνα δρόμου.
Ξεκίνησαν από το Μαραθώνα, κουβαλώντας ο καθένας τα 34 κιλά του οπλισμού του και έφτασαν στον προορισμό τους εγκαίρως, κατά τις 4.30-5.00. Χρειάστηκαν δηλαδή 7 με 8 ώρες.
Ωστόσο δεν έκαναν τα 42 χιλιόμετρα του κλασικού μαραθωνίου που τερματίζει στο καλλιμάρμαρο, αλλά πολύ περισσότερα αφού έφθασαν στο Φάληρο. Εκεί ετοιμάστηκαν να υποδεχτούν το περσικό στόλο που είχε ξεκινήσει από το Μαραθώνα, με στόχο να κάνει απόβαση και να καταλάβει την ανυπεράσπιστη Αθήνα. Δε φαντάστηκαν όμως ότι οι υπερασπιστές θα έκαναν την ίδια διαδρομή με τα πόδια.
Μόλις οι Πέρσες αντιλήφθηκαν ότι οι Αθηναίοι τους περίμεναν, σήκωσαν πανιά και «ξεκίνησαν και πάλι πίσω για την Ασία» (Ηρόδοτος 6, 116).
Η διαδρομή που πιθανότατα ακολούθησαν ήταν η εξής: Ραφήνα-Πικέρμι-Παλλήνη-Σταυρός Αγίας Παρασκευής-Χαλάνδρι-Αθήνα-Φάληρο. Αυτή περίπου είναι και η διαδρομή στο σύγχρονο μαραθώνιο.
Πόσοι όμως θα μπορούσαν να τερματίσουν έστω, αν κουβαλούσαν πλήρη οπλισμό και είχε συσσωρευτεί στο κορμί τους η κόπωση που είχαν οι Αθηναίοι οπλίτες μετά τη μάχη; Βέβαια οι Αθηναίοι είχαν πάρει ιερότερο κίνητρο, που ήταν η ανάγκη να υπερασπιστούν τα παιδιά, τους γονείς και τις συζύγους τους, που παρέμεναν στην ανυπεράσπιστη Αθήνα, αφού όλοι οι πολεμιστές ήταν στο Μαραθώνα.
Η αγάπη για την πατρίδα, την ελευθερία και τους οικείους τους, ήταν το ισχυρότερο αναβολικό!
Ήταν όμως αρκετό; Μάλλον όχι. Στην περίπτωση των προγόνων μας και το πνεύμα ήταν πρόθυμο και το σώμα σε ετοιμότητα με καθημερινές προπονήσεις, εξ απαλών ονύχων στο γυμναστήριο, που εκπαίδευαν το νου και τους μύες εξίσου.
Δρομείς συνωστίζονται στην αφετηρία του «αυθεντικού» Μαραθωνίου της Αθήνας.
Σήμερα, προς τιμή αυτής της πορείας των οπλιτών και του άγνωστου αγγελιαφόρου που πλήρωσε με τη ζωή του την αναγγελία της νίκης (ακολουθώντας όμως διαφορετική διαδρομή), διεξάγεται το αγώνισμα του Μαραθωνίου.
Οι αθλητές βέβαια σήμερα τερματίζουν στο κέντρο της πόλης και τρέχουν σε φιλικό έδαφος στρωμένο με άσφαλτο και όχι σε χώμα και ανώμαλο έδαφος όπως τότε.
Ο μέσος χρόνος των πρωταθλητών είναι δύο ώρες και δεκαπέντε λεπτά. Για ένα μέσο ερασιτέχνη αθλητή όμως, απαιτούνται 4 ώρες και 30 λεπτά.
Η Πυθαγόρεια διατροφή που εξαφανίζει το 95% των ασθενειών (φωτό)
Ἐξ Ἀναξιµένους ἄρχεσθαι & Αντιφιλοσοφισμού* παύεσθαι
ΑΝΑΞΙΜΕΝΗΣ ΕΥΡΥΣΤΡΑΤΟΥ ΜΙΛΗΣΙΟΣ 585/4 - 528/5
«Ἀναξιμένης τόν ἀέρα (δηλ. θεόν εἶναι)· δεῖ δ᾽ὑπακούειν ἐπί τῶν οὕτως λεγομένων τάς ἐνδιηκούσας τοῖς στοιχείοις ἤ τοῖς σώμασι δυνάμεις» (Αέτιος 7, 13).
[= Ο Αναξιμένης λέει ότι ο αέρας (είναι θεός·) πρέπει όμως σύμφωνα με αυτή την αντίληψη να εννοεί τις δυνάμεις που διαπερνούν τα υλικά στοιχεία ή τα σώματα].
“PrincipiumPhilosophiaeesseinscientiam”
(Kικέρων, 106-43, “Περί της φύσεως των θεών” βιβλίο 1o).
(= Αρχή της Φιλοσοφίας είναι η άγνοια)
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΕΧΕΙ ΓΕΥΣΗ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΑΛΛΑ και ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ
Για τους Έλληνες, ο πολιτισμός περιστρέφεται γύρω από την Ομορφιά, υποστηρίζει ο Μέγας Ελληνιστής του 20ού αιώνα Ζαν Πιερ Βερνάν (1914-2007). Ο Όμηρος άφησε ένα είδος οικουμενικής γνώσης και η Ελληνική Μυθολογία μια - μη θρησκευτική - Ηθική αξιών. Δεν πρόκειται για ηθική της απαγόρευσης, της αμαρτίας, της τύψης ή της ενοχής. Είναι μια Ηθική των αξιών. Και αξία για τους Έλληνες είναι το ΑΓΑΘΟΝ. Η ουσία βρίσκεται στον τρόπο που ζεις, που δρας, που μιλάς, που υποδέχεσαι τον άλλον, που συμπεριφέρεσαι απέναντι σ’ εχθρούς και φίλους. Όλα αυτά καθορίζουν ό, τι οι Έλληνες αποκαλούν “Καλόν κἀγαθόν”. Ο Φιλόσοφος Bερνάν, που αφιέρωσε τη ζωή του στην Αρχαία Ελλάδα βρήκε στην Ελληνική Μυθολογία έναν άλλο Ουμανισμό, μια διαφορετική θέαση του κόσμου.
«Το να μυηθείς στην Ελληνική Κουλτούρα σού επιτρέπει να απελευθερωθείς από την αταξία των σύγχρονων αξιών, όπου βασιλεύουν ο Ανταγωνισμός και η Ωμότητα».
Αυτό που υπερισχύει στους Έλληνες δεν είναι η χρησιμοθηρία ούτε κάποια αρετή υπαγορευμένη από το Υπερπέραν, αλλά η γεύση της Ελευθερίας και της Πνευματικής μάχης που κάνουν τη ζωή πιο όμορφη. Ακριβώς στο σημείο αυτό είναι που ο Ελληνικός Πολιτισμός διαφοροποιείται από τον αιγυπτιακό ή τον βαβυλώνιο.
Η Μυθολογία (σ.σ. Προϊστορία) επιβεβαιώνει την ιδέα ότι δεν υπάρχει πρόβλημα που να μην μπορεί να επιλυθεί μέσω της Διανοητικής Έρευνας και του Πολιτισμικού Διαλόγου.
«Ο Όμηρος είναι ένα είδος Οικουμενικής Γνώσης. Ακόμη και στο Μεσαίωνα, όλα τα έπη επηρεάστηκαν απ’ την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Πρόκειται για το θεμέλιο του πολιτισμού μας».
«Για τους Έλληνες αλλά και για όσους παγκοσμίως θεωρούν την Παρακαταθήκη του Ελληνικού Πολιτισμού ως Συστατική της ταυτότητάς τους, το έργο του Βερνάν θα συνεχίσει να χρησιμεύει ως καθρέφτης στον οποίο μπορούμε να ατενίσουμε όχι μόνο το Παρελθόν, αλλά και τις προοπτικές του Μέλλοντός μας» (Δήλωση του Κ. Καραμανλή όταν έγινε γνωστός ο θάνατος του Ζαν-Πιερ Βερνάν).
ΑΗΡ Η ΑΡΧΗ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ
Στην Ιπποκρατική Ιατρική η ποιότητα των ανέμων, ψυχρών, θερμών, καθορίζει την ποιότητα των υδάτων. Στο συνδυασμό του αέρινου και υδάτινου στοιχείου ο Ιπποκράτης αναζητεί τις κλιματικές συνθήκες που επενεργούν θετικά ή αρνητικά στους κατοίκους ενός συγκεκριμένου τόπου. Ανάμεσα στις επιπτώσεις είναι η ποιότητα της φωνής - καθαρή, βαριά, βραχνή - και η εμφάνιση ασθενειών στον πληθυσμό: σπασμοί, δύσπνοιες κ.λπ. και η “ιερά νούσος”, η επιληψία.
«Ενεφύσησεν πνοήν ζωής...»
Στην Ιουδαιο-χριστιανική θρησκεία ο ΑΗΡ, ως πνοή Θεού, δίνει ψυχή στο δημιούργημα, τον Αδάμ: «και ενεφύσησε εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γεν. Β’, 7).
“ΑΕΡΙΝΕΣ” ΧΡΗΣΕΙΣ και ΣΗΜΑΣΙΕΣ
Στην ταπεινή καθημερινότητα, εξάλλου, πλήθος εκφράσεων που απηχούν το συλλογικό φαντασιακό δανείζονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αέρα για να σχολιάσουν ανθρώπινες συμπεριφορές - “πήραν τα μυαλά του αέρα” (= αποθρασύνθηκε, παραφέρθηκε) «πετάει στα σύννεφα» (= μακριά απ’ την πραγματικότητα), «είναι όλο λόγια του αέρα» (= λόγια χωρίς αξία, χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα), «ανεμομαζώματα διαβολοσκορπίσματα» (= για πράγματα που έγιναν ή αποκτήθηκαν με πρόχειρο ή και παράνομο τρόπο και μπορεί εύκολα να χαθούν ή να ξοδευτούν), «αλλάζω αέρα» (= αλλάζω παραστάσεις ταξιδεύοντας), «βγαίνω στον αέρα» (= εμφανίζομαι στα ραδιο-τηλεοπτικά μέσα - ως μαϊντανός συνήθως (σ.σ.), «Όπου φυσάει ο άνεμος» (= πρόσωπο που δεν έχει σταθερές πεποιθήσεις, που προσαρμόζεται καιροσκοπικά στις εκάστοτε ευνοϊκές συνθήκες προκειμένου να επωφεληθεί απ’ αυτές), «όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες» (= όποιος προκαλεί για ιδιοτελείς σκοπούς έκρυθμες καταστάσεις - έριδες, διχόνοιες - υφίσταται τελικά πολύ χειρότερες συνέπειες κ.λπ.
Ο άνεμος (από το ἄω ἤ ἄημι = πνέω, ἄεμος και με πλεoνασμό του ν άνεμος), το ρεύμα που διαπερνά τις αισθήσεις, δίνει στους Λατίνους τη λέξη anima για να αποδοθεί το πνεύμα, η ψυχή, το στοιχείο που διαφοροποιεί τη ζώσα απ’ τη νεκρή ύλη.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΛΑΜΑ
Με τη γέννηση, το βρέφος (από το φέρβω = τρέφω, το δεόμενον τροφής ή από το εἰς φῶς βαίνειν - έρχεται στη ζωή), εγκαταλείπει το μητρικό σώμα και το υδάτινο περιβάλλον του αμνιακού υγρού και εκτίθεται στον ατμοσφαιρικό αέρα. Η γέννηση σηματοδοτεί τον βιολογικό αποχωρισμό από το μητρικό σώμα. Η αντανακλαστική κίνηση της αναπνοής εκδηλώνεται με το πρώτο κλάμα -κραυγή του νεογέννητου. Συνδυάζεται με την πρώτη εμπειρία της δυσαρέσκειας, καθώς τα πρώτα αισθητηριακά βιώματα μεταφέρονται από το δερμικό περίβλημα μέσω της επαφής του με το άγνωστο μέχρι τότε στοιχείο του ατμοσφαιρικού αέρα. Ενώ η φυσιολογική λειτουργία της αναπνοής εξασφαλίζει, μαζί με την θρέψη, την επιβίωση του βρέφους, ο ατμοσφαιρικός αέρας γίνεται ο φορέας των πρώτων στοιχείων που θα το καταστήσουν ψυχικό ον.
Το βρέφος με τη χρήση του αέρα μέσα στην στοματοφαρυγγική κοιλότητα, δημιουργεί ηχητικές μορφές απαραίτητες για την επικοινωνία του.
Το “πνεύμα - αέρας” είναι διάχυτο παντού, περιβάλλει και πληροί τα πάντα, χαρίζει στα έμβια ζωή και, επιπλέον, στο σκεπτόμενο ον, τον άνθρωπο, το μοναδικό προνόμιο να μπορεί να “δρα εν πνεύματι”ανεμπόδιστος από υλικούς και χρονικούς περιορισμούς. Αυτή η ριζική διαπίστωση διατρέχει με ποικίλο περίβλημα την ανθρώπινη σκέψη απ’ τη μυθική (προϊστορική) ως την επιστημονική. Όλη η σκέψη που έχει παραχθεί απ’ τον άνθρωπο από καταβολής κόσμου δείχνει μια επίμονη τάση συνταύτισης του “ανώτερου” με το “πνευματικό”.
Η τάση αυτή, που διαποτίζει τους προθρησκευτικούς “φυσικούς” μύθους, κορυφώνεται στην απόλυτη πνευματοποίηση του θεϊκού “απερινόητου” (= ακατάληπτου - ακατανόητου) και στην απάρνηση κάθε υλικότητας. Και αυτή υπάρχει ακατάλυτη στην ταύτιση της Υψηλοφροσύνης με την “πνευματική καλλιέργεια” και της Ελευθερίας με το “ανυπότακτο πνεύμα”.
Ο Αήρ περιβάλλει τα σωματικά όρια της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι το βασικό ζωτικό στοιχείο που εισέρχεται στο εσωτερικό του σώματος, μέσω της λειτουργίας της αναπνοής.
Η σχέση του ανθρώπου με τον αέρα είναι συνεχής και αδιάλειπτη και ίσως γι’ αυτό η δύναμή του η ζωοφόρος κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στην ανθρώπινη σκέψη και στα δημιουργήματα του ανθρώπινου πνεύματος.
Ο Αναξιμένης θεωρούσε τον αέρα δομικό στοιχείο των απαρχών του σύμπαντος. Ο κόσμος περιβάλλεται από πνοή και αγέρα, και στα έμψυχα όντα η ψυχή είναι ο αγέρας που συγκρατεί το ον.
«οἷον ἡ ψυχή, φησίν, ἡ ἡµετέρα ἀήρ οὖσα συγκρατεῖ ἡµᾶς, καί ὅλον τόν κόσµον πνεῦµα και ἀήρ περιέχει· λέγεται δέ συνωνύµως ἀήρ και πνεῦµα»
(Αέτιος ο Αντιοχεύς, 1ος - 2ος μ.Χ., ο Δοξογράφος, “Συναγωγή περί αρεσκόντων” και Αναξιμένης Fragment 2,3).
(= όπως η ψυχή μας, λέει, μας συγκρατεί όντας αέρας, έτσι και ολόκληρο τον κόσμο τον περιβάλλει πνοή και αέρας - οι λέξεις αέρας και πνεύμα είναι συνώνυμες).
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΕΡΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΣΜΟΥ
και ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Ο Ελληνικός λαός είναι ο μοναδικός στον κόσμο που εορτάζει την κήρυξη/έκρηξη του πολέμου (28.10.1940) και όχι τη μεγαλειώδη στιγμή της απελευθέρωσής του από τα ναζιστικά - χιτλερικά στρατεύματα το ηλιόλουστο πρωινό της Πέμπτης 12 Οκτωβρίου 1944. Είναι καιρός να αλλάξουμε την ημερομηνία της εθνικής μας επετείου ή να εορτάζουμε και τις δύο ισότιμα.
Το περίεργο είναι ότι συνεχίζουμε ακόμη να στενάζουμε κάτω από τη γερμανική μπότα/κατοχή, χωρίς καμμία ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ!
«Ευτυχισμένος είναι εκείνος που όταν δίνει δεν θυμάται και όταν παίρνει δεν ξεχνά» (Ερνέστο Τσε Γκεβάρα,
1928-1967).
――――――
* Ἀντιφιλοσοφισµός: νεότευκτη, νεότοκη, λέξη του Συντάκτη αντί της Αφιλοσοφίας που σημαίνει απαξίωση και περιφρόνηση της φιλοσοφίας. Τάση, στάση, διάθεση, πνεύμα αντίθετο προς το φιλοσοφικό στοχασμό. Κίνηση, αντίληψη αντίθετη προς την αγάπη για τη γνώση, τη μελέτη και την έρευνα: Μισοφιλοσοφία από το μισοφιλόσοφος = ο μισών, ο αποστρεφόμενος, ο αντιπαθών το ερευνητικό πνεύμα, την αμερόληπτη και τεκμηριωμένη κριτική αξιολόγηση και το γόνιμο, ανήσυχο και σοβαρό προβληματισμό.
(αναδημοσίευση από την εφημερίδα «ΕΒΔΟΜΗ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ”)
Οι μυστικές γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων
Επίκουρος: «O θάνατος για μας είναι ένα τίποτα!»
30
0
0
1
Το μεγάλο πρόβλημα για τον άνθρωπο σχετικά με τον θάνατο είναι ο φόβος, τον οποίο νιώθει στην προοπτική του φυσικού του τέλους. «Το ανθρώπινο είδος είναι το μόνο που γνωρίζει ότι θα πεθάνει» έλεγε ο Βολτέρος.
Η γνώση του θανάτου του δημιουργεί στον άνθρωπο φόβο, από τον οποίο ορισμένοι φιλόσοφοι, προσπάθησαν να τον βοηθήσουν να απαλλαγεί. Ένας από αυτούς ήταν ο Επίκουρος ο Αθηναίος, ο ιδρυτής της σχολής του Κήπου.
Κοίτα να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα.
Κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθηση μας όμως θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης.
Γι’ αυτό η σωστή εκτίμηση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά να χαρούμε τη θνητότητα του βίου: όχι επειδή μας φορτώνει αμέτρητα χρόνια αλλά γιατί μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας. …
Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φοβερό στη ζωή του ανθρώπου που ‘χει αληθινά συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις.
Άρα είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο,
όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει,
αλλά επειδή υποφέρει με την προσδοκία του θανάτου.
Γιατί ότι δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν,
δεν υπάρχει λόγος να σε στεναχωρεί όταν το προσδοκείς.
Το πιο ανατριχιαστικό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς.
Ο θάνατος λοιπόν δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι τελευταίοι δεν υπάρχουν πια.
Βέβαια, οι πολλοί άλλοτε πασχίζουν ν’ αποφύγουν το θάνατο σαν να ‘ναι η πιο μεγάλη συμφορά, κι άλλοτε τον αποζητούν για ν’ αναπαυθούν από τα δεινά της ζωής.
Απεναντίας ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται ούτε την ανυπαρξία φοβάται.
Γιατί δεν του είναι δυσάρεστη η ζωή αλλά ούτε και θεωρεί κακό το να μη ζει.
Κι όπως με το φαγητό δεν προτιμά σε κάθε περίπτωση το πιο πολύ μα το πιο νόστιμο, έτσι και με τη ζωή: δεν απολαμβάνει τη διαρκέστερη μα την ευτυχέστερη.
Κι είναι αφελής όποιος προτρέπει τον νέο να ζει καλά και τον γέρο να δώσει ωραίο τέλος στη ζωή του’ όχι μόνο γιατί η ζωή είναι ευπρόσδεκτη αλλά γιατί το να ζεις καλά και να πεθαίνεις καλά είναι μία και η αυτή άσκηση.
Όμως πολύ χειρότερος είναι εκείνος που λέει πως καλό είναι να μη γεννηθείς «αλλά μιας και γεννήθηκες, βιάσου να διαβείς τις πύλες του Άδη» Αν το λέει επειδή το πιστεύει, γιατί δεν αποσύρεται από τη ζωή;
Στο χέρι του είναι να το κάνει, αν το ‘χει σκεφτεί σοβαρά.
Αν πάλι το λέει στ’ αστεία, είναι ελαφρόμυαλος σε πράγματα που δεν σηκώνουν αστεία.»
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ: «Επιστολή προς Μενοικέα».
Η γνώση του θανάτου του δημιουργεί στον άνθρωπο φόβο, από τον οποίο ορισμένοι φιλόσοφοι, προσπάθησαν να τον βοηθήσουν να απαλλαγεί. Ένας από αυτούς ήταν ο Επίκουρος ο Αθηναίος, ο ιδρυτής της σχολής του Κήπου.
Κοίτα να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα.
Γι’ αυτό η σωστή εκτίμηση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά να χαρούμε τη θνητότητα του βίου: όχι επειδή μας φορτώνει αμέτρητα χρόνια αλλά γιατί μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας. …
Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φοβερό στη ζωή του ανθρώπου που ‘χει αληθινά συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις.
Άρα είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο,
όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει,
αλλά επειδή υποφέρει με την προσδοκία του θανάτου.
Γιατί ότι δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν,
δεν υπάρχει λόγος να σε στεναχωρεί όταν το προσδοκείς.
Το πιο ανατριχιαστικό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς.
Ο θάνατος λοιπόν δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι τελευταίοι δεν υπάρχουν πια.
Βέβαια, οι πολλοί άλλοτε πασχίζουν ν’ αποφύγουν το θάνατο σαν να ‘ναι η πιο μεγάλη συμφορά, κι άλλοτε τον αποζητούν για ν’ αναπαυθούν από τα δεινά της ζωής.
Απεναντίας ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται ούτε την ανυπαρξία φοβάται.
Γιατί δεν του είναι δυσάρεστη η ζωή αλλά ούτε και θεωρεί κακό το να μη ζει.
Κι όπως με το φαγητό δεν προτιμά σε κάθε περίπτωση το πιο πολύ μα το πιο νόστιμο, έτσι και με τη ζωή: δεν απολαμβάνει τη διαρκέστερη μα την ευτυχέστερη.
Κι είναι αφελής όποιος προτρέπει τον νέο να ζει καλά και τον γέρο να δώσει ωραίο τέλος στη ζωή του’ όχι μόνο γιατί η ζωή είναι ευπρόσδεκτη αλλά γιατί το να ζεις καλά και να πεθαίνεις καλά είναι μία και η αυτή άσκηση.
Όμως πολύ χειρότερος είναι εκείνος που λέει πως καλό είναι να μη γεννηθείς «αλλά μιας και γεννήθηκες, βιάσου να διαβείς τις πύλες του Άδη» Αν το λέει επειδή το πιστεύει, γιατί δεν αποσύρεται από τη ζωή;
Στο χέρι του είναι να το κάνει, αν το ‘χει σκεφτεί σοβαρά.
Αν πάλι το λέει στ’ αστεία, είναι ελαφρόμυαλος σε πράγματα που δεν σηκώνουν αστεία.»
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ: «Επιστολή προς Μενοικέα».
.
Το πολιτικό σύστημα της αρχαίας Σπάρτης και η μακροχρόνια σταθερότητά του (φωτό)
8
0
0
0
Το «πολίτευμα του Λυκούργου» ήταν μία σύνθεση δημοκρατικών, μοναρχικών και ολιγαρχικών στοιχείων που είχε στόχο την αποτροπή πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων και την εξασφάλιση της μακροχρόνιας σταθερότητας.
Ήταν ένα πολίτευμα που προκάλεσε αντιφατικές αποτιμήσεις από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη μέχρι τους μαρξιστές και τους ναζιστές αλλά εν τέλει καθόρισε τη δύναμη, τη διάρκεια και την αίγλη της Αρχαίας Σπάρτης.
Η πραγματική πολιτική ηγεσία της Σπάρτης, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Ελληνικά, 3.3.), ήταν η αποκαλούμενη «Μικρή Εκκλησία» την οποία συγκροτούσαν οι δύο Βασιλείς, η Γερουσία (28 Γέροντες) και οι πέντε Έφοροι, που εκλέγονταν από την Απέλλα (τη συνέλευση των ομοίων / πολιτών).
Οι τρεις αυτοί πολιτειακοί θεσμοί με αλληλοσυμπληρούμενες αλλά και αντικρουόμενες εξουσίες, διασφάλιζαν με αυστηρότητα τη σταθερότητα της πόλης αλλά και την διαχρονική διατήρηση της ηγετικής – και προδήλως προνομιούχου – θέσης τους στην Σπαρτιατική κοινωνία.
Α. Οι δύο βασιλείς
Η προέλευση του θεσμού της διπλής βασιλείας έχει προκαλέσει πληθώρα εικασιών με επικρατέστερη εκείνη που θέλει την Σπάρτη να προκύπτει από τη συνένωση δύο βασιλείων, τα οποία είχαν δημιουργηθεί μετά την κάθοδο των Δωριέων στην περιοχή. Η εποίκηση των Δωριέων είχε ερμηνευτεί από τους Σπαρτιάτες, όχι ως βίαια εισβολή αλλοφύλων, αλλά ως αποκατάσταση των απογόνων του πρωταρχικού «κυρίου» της Πελοποννήσου, του Ηρακλή, στη γη που του είχε παραχωρήσει ο Δίας. Οι βασιλείς της Σπάρτης συντηρούσαν αυτό τον μύθο για την καταγωγή τους και με τον τρόπο αυτό ανήγαγαν το δικαίωμα της εξουσίας τους στον θεό Δία.
Η διπλή βασιλεία μοιραζόταν σε δύο οικογένειες: τους Αγιάδες (κατάγονταν σύμφωνα με την παράδοση απευθείας από τον Ηρακλή και θεωρούνταν ως οι πλέον ευγενείς) και τους Ευρυποντίδες (που κατάγονταν από τον γιο του Ηρακλή, Ύλλο).
Αρχικά είχαν ως βασικές αρμοδιότητες τη διοίκηση του στρατεύματος και την ανίχνευση της θεϊκής βούλησης (προσφυγή στο μαντείο των Δελφών, προσφορά θυσιών και παρατήρηση φαινομένων) βαθμιαία όμως, οι απόλυτες εξουσίες τους υποχώρησαν, καθώς οι όμοιοι/πολίτες έβλεπαν όλο και με μεγαλύτερη καχυποψία την προσπάθειά τους να κυριαρχήσουν πάνω στους άλλους θεσμούς.
Έχαιραν πάντα ιδιαίτερων τιμών, όπως μεγαλύτερα μερίδια από τα πολεμικά λάφυρα και τιμητικές θέσεις στα κοινά συσσίτια, αλλά κατά τους κλασσικούς χρόνους ελέγχονταν αυστηρά από τους Εφόρους, ενώ ήταν υποχρεωμένοι κάθε μήνα να ορκίζονται ότι θα ασκήσουν τη βασιλική εξουσία σύμφωνα με τους νόμους.
Η ανάρρηση στη βασιλεία γινόταν κληρονομικά. Στη διαδοχή προηγούταν ο γιός που θα γεννιόταν μετά την ανακήρυξη κάποιου ως Βασιλιά και όχι ο πρωτότοκος.
Σε περιπτώσεις αμφισβήτησης της πατρότητας ενός διαδόχου, η επιλογή του Βασιλιά γινόταν από την Γερουσία και επικυρώνονταν από τη συνέλευση. Ο συντηρητικός και θρησκευτικός χαρακτήρας των Σπαρτιατών εξηγεί το γεγονός ότι ο θεσμός της βασιλείας δεν αμφισβητήθηκε ποτέ αλλά παρέμεινε ως αυτοδύναμος παράγοντας μέχρι την παρακμή της Σπάρτης.
Β. Οι πέντε Έφοροι
Η πολιτειακή οργάνωση της Σπάρτης καθοριζόταν από την «ρήτρα» του (πιθανώς μυθικού) Λυκούργου. Στη «ρήτρα» δεν γινόταν λόγος για «Έφορους» αλλά κρίθηκε αναγκαίο να θεσπιστεί αυτή η νέα αρχή, η οποία θα επόπτευε το πολίτευμα, ουσιαστικά θα επαγρυπνούσε εναντίον εκείνων που θεωρητικά θα μπορούσαν να το απειλήσουν, δηλαδή των βασιλέων.
Η ακριβής αρχή του θεσμού των Εφόρων δεν έχει προσδιοριστεί ιστορικά, όπως δεν έχουμε και ακριβείς μαρτυρίες για τον τρόπο εκλογής τους, θεωρητικά όμως κάθε Σπαρτιάτης «όμοιος», μεγαλύτερος από 30 ετών, μπορούσε να γίνει Έφορος μετά από την εκλογή του «δια βοής» από τη συνέλευση των πολιτών, την Απέλλα, για έναν μόλις χρόνο και χωρίς να έχει δικαίωμα επανεκλογής.
Εν ονόματι της διατήρησης της τάξης, οι πέντε Έφοροι είχαν ένα μεγάλο εύρος εξουσιών. Διηύθυναν τις συνεδριάσεις της Απέλλας και επόπτευαν την υλοποίηση των αποφάσεών της, ενώ μπορούσαν ακόμα και να μεταφέρουν χρονικά τις αποφάσεις της, εάν αφορούσαν στην κήρυξη πολέμου. Είχαν την εποπτεία της διαπαιδαγώγησης των νέων, και τον έλεγχο της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών, καθώς και βασικές δικαστικές αρμοδιότητες, όπως την εκδίκαση όλων των αστικών υποθέσεων, την εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων που εμπλέκονταν είλωτες και ξένοι και την εισαγωγή σε δίκη των άλλων πολιτειακών φορέων.
Οι έφοροι είχαν την εξουσία να παραπέμψουν τους Βασιλείς ενώπιον μίας Ανωτάτης Επιτροπής Ενόρκων (την οποία συνιστούσαν Έφοροι και Γερουσία), η οποία είχε την εξουσία να τους δικάσει, ακόμα και να τους εκθρονίσει. Για την ακρίβεια, οι Έφοροι είχαν το δικαίωμα να παραπέμψουν μόνο τον ένα από τους δύο βασιλείς, ώστε να μη διασαλευθεί ο χαρακτήρας τους πολιτεύματος.
Οι Έφοροι ελάμβαναν τις αποφάσεις κατά πλειοψηφία και απολάμβαναν ιδιαίτερα τιμητικά δικαιώματα, όπως το να στέκονται μπροστά από τους Βασιλείς ή να υπογράφουν συμβάσεις, αλλά η κατάληψη της θέσης του Εφόρου δεν συνιστούσε την απαρχή μίας πολιτικής σταδιοδρομίας. Δεν είναι τυχαίο ότι στην ιστορία έμειναν ελάχιστα ονόματα Εφόρων σε αντίθεση με ονόματα Βασιλιάδων και στρατηγών.
Γ. Οι εικοσιοκτώ Γέροντες
Το «κριτήριο της αρχαιότητας» χαρακτηρίζει όλον τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Στους Νόμους του Πλάτωνα, η νεότητα είναι το άγριο τμήμα της ζωής που απλά πλαισιώνει τους Γέροντες, οι οποίοι είναι εκείνοι που θα πρέπει να διοικούν της ιδανική πολιτεία.
Η Σπάρτη ήταν μία πόλη / κράτος που κυβερνούσαν οι Γέροντες. Χωρίς το «Συμβούλιο Γερόντων», δεν μπορούσε να ληφθεί καμία σημαντική απόφαση εξωτερικής ή εσωτερικής πολιτικής. Όλες οι αποφάσεις της Λαϊκής συνέλευσης προετοιμάζονταν από την Γερουσία: εκείνη έπρεπε να αποφασίσει ποιες προτάσεις θα έφταναν στη λαϊκή συνέλευση για να συζητηθούν και ποιες όχι. Είχε το δικαίωμα ακόμα και να ακυρώσει τις προτάσεις της Απέλλας και να διαλύσει τη συνεδρία της, όταν διαπίστωνε ότι οδηγείται σε λανθασμένες, κατά την άποψή της, αποφάσεις.
Η Γερουσία αποτελούσε επίσης το ανώτατο ποινικό δικαστήριο της πόλης, εκδικάζοντας υποθέσεις στις οποίες η ποινή μπορούσε να ήταν ο θάνατος, η εξορία ή η στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Η δομή και η οργάνωσή της Γερουσίας υποδεικνυόταν από την «ρήτρα». Απαρτιζόταν από 28 μέλη που έπρεπε να είναι μεγαλύτερα των 60 ετών, δεν λογοδοτούσαν σε κανέναν για τις αποφάσεις τους, ενώ η θητεία τους ήταν ισόβια. Παρόλο που τα ιστορικά στοιχεία δεν είναι επαρκή, το συμβούλιο των Γερόντων δεν φαίνεται να ήταν το αντιπροσωπευτικό όργανο των ευγενών, με την κλασσική έννοια του όρου, αφού στη Σπάρτη δεν υπήρχε οργανωμένη τάξη ευγενών, όπως στην Αθήνα (μέλη Αρείου Πάγου) ή αργότερα στη Ρώμη με τους Συγκλητικούς. Παρόλα αυτά, ο περιορισμένος αριθμός των μελών της Γερουσίας και η ισόβια θητεία του αξιώματος, περιόριζαν σημαντικά τη δυνατότητα ανάρρησης των απλών πολιτών στο αξίωμα.
Ο τρόπος εκλογής των μελών της Γερουσίας, αν και καυτηριάστηκε τον 4ο αι. π.Χ. από τον Αριστοτέλη ως «παιδαριώδης» (ο Αριστοτέλης καυτηρίασε επίσης και τη μεγάλη ηλικία των μελών της Γερουσίας καθώς «γηράσκει όχι μόνο το σώμα αλλά και το πνεύμα»), παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς τότε εμφανίζεται για πρώτη φορά το σύστημα της «ταξινομικής ψήφου».
«Ο καλύτερος στους καλούς»
Mία αδρή περιγραφή του τρόπου ανάδειξης κάποιου Σπαρτιάτη στη θέση εκλιπόντος γερουσιαστή, μας μεταφέρει ο Πλούταρχος στον Λυκούργο: Υποψήφιος για την θέση μπορούσε να ήταν κάθε όμοιος / πολίτης που ήταν πάνω από 60 χρονών.
Τη θέση καταλάμβανε ο «πιο ενάρετος από αυτούς» με μία διαδικασία που αναφέρεται ως «διαγωνισμός» και μάλιστα «ο πιο μεγάλος κι ο πιο περίτεχνος διαγωνισμός» που σκέφτηκαν οι άνθρωποι. Η διαδικασία ήταν απαραίτητη διότι δεν υπήρχαν αντικειμενικά κριτήρια εκλογής.
Δεν κρινόταν «ο πιο γρήγορος στους γρήγορους», ούτε «ο πιο δυνατός στους δυνατούς», αλλά «ο καλύτερος στους καλούς» και «ο γνωστικότερος στους γνωστικούς». Το «έπαθλο» ήταν οι μεγάλες τιμές και η εξίσου μεγάλη δύναμη που έδινε το αξίωμα.
Ο διαγωνισμός διεξάγονταν με τον εξής τρόπο: κάποιοι κριτές απομονώνονταν σε ένα οίκημα από όπου δεν έβλεπαν (ούτε μπορούσε κάποιος να τους δει) παρά μόνο άκουγαν τις φωνές των πολιτών.
Κάθε υποψήφιος λοιπόν εισερχόταν στον χώρο όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι πολίτες σιωπηλός και δεχόταν τις επευφημίες του κόσμου. Οι έγκλειστοι κριτές διέθεταν πινακίδες και «βαθμολογούσαν» την ένταση των κραυγών, χωρίς να ξέρουν για ποιόν προορίζονταν, παρά μόνον ότι ήταν για τον πρώτο, για τον δεύτερο, για τον τρίτο κατά σειρά εμφάνισης υποψήφιο.
Καθοριστική παράμετρος της διαδικασίας ήταν ότι η σειρά που εμφανίζονταν οι υποψήφιοι μπροστά στους συγκεντρωμένους πολίτες αποφασίζονταν με κλήρωση (ήταν δηλαδή απολύτως τυχαία), λίγο πριν ξεκινήσει η διαδικασία.
Ο τρόπος αυτός εκλογής των Γερουσιαστών ήταν θωρακισμένος από ενδεχόμενα εξαγοράς ψήφων ή απλής εύνοιας της κριτικής επιτροπής, ενώ εισήγαγε ένα τρόπο βαθμολόγησης από τους κριτές που ονομάστηκε αργότερα από τους μελετητές «ταξινομική ψήφος».
Σύμφωνα με την ταξινομική ψήφο ο κάθε κριτής έδινε και από ένα «βαθμό» σε κάθε υποψήφιο με βάση συγκεκριμένη κλίμακα. Έδινε διαφορετικό «βαθμό» στον πρώτο, διαφορετικό στον δεύτερο, άλλον στον τρίτο κ.ο.κ..
Έπρεπε να βαθμολογήσει όλους τους υποψηφίους και όχι απλώς, όποιον θεωρούσε ότι ξεσήκωσε τις δυνατότερες επευφημίες.
Έτσι η τελική καταμέτρηση ήταν το άθροισμα της κρίσης όλων των κριτών. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, ο υποψήφιος που είχε πάρει δύο «άριστα» και δύο κακούς βαθμούς να χάσει τη θέση από άλλον που είχε πάρει πέντε «λίαν καλώς» (αν και η διαδικασία των φωνών μάλλον δεν επέτρεπε τόσο μεγάλη διαφορά βαθμολόγησης των υποψηφίων από τους κριτές).
Εκείνος που τελικά εκλεγόταν στη Γερουσία, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, πήγαινε στεφανωμένος στα ιερά των Θεών, ακολουθούμενος από νέους που τον δοξολογούσαν και από γυναίκες που μακάριζαν τη ζωή του.
Η πόλη όλη τον τιμούσε και του έδινε δεύτερη μερίδα στο συσσίτιο (μεγάλο προνόμιο σε μία κοινωνία ομοίων).
Ήταν ο νικητής μίας δημοκρατικής διαδικασίας για ένα ολιγαρχικό αξίωμα του μοναδικά περίπλοκου και προκλητικά ιδιόμορφου Σπαρτιατικού πολιτεύματος.
Ήταν ένα πολίτευμα που προκάλεσε αντιφατικές αποτιμήσεις από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη μέχρι τους μαρξιστές και τους ναζιστές αλλά εν τέλει καθόρισε τη δύναμη, τη διάρκεια και την αίγλη της Αρχαίας Σπάρτης.
Η πραγματική πολιτική ηγεσία της Σπάρτης, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Ελληνικά, 3.3.), ήταν η αποκαλούμενη «Μικρή Εκκλησία» την οποία συγκροτούσαν οι δύο Βασιλείς, η Γερουσία (28 Γέροντες) και οι πέντε Έφοροι, που εκλέγονταν από την Απέλλα (τη συνέλευση των ομοίων / πολιτών).
Α. Οι δύο βασιλείς
Η προέλευση του θεσμού της διπλής βασιλείας έχει προκαλέσει πληθώρα εικασιών με επικρατέστερη εκείνη που θέλει την Σπάρτη να προκύπτει από τη συνένωση δύο βασιλείων, τα οποία είχαν δημιουργηθεί μετά την κάθοδο των Δωριέων στην περιοχή. Η εποίκηση των Δωριέων είχε ερμηνευτεί από τους Σπαρτιάτες, όχι ως βίαια εισβολή αλλοφύλων, αλλά ως αποκατάσταση των απογόνων του πρωταρχικού «κυρίου» της Πελοποννήσου, του Ηρακλή, στη γη που του είχε παραχωρήσει ο Δίας. Οι βασιλείς της Σπάρτης συντηρούσαν αυτό τον μύθο για την καταγωγή τους και με τον τρόπο αυτό ανήγαγαν το δικαίωμα της εξουσίας τους στον θεό Δία.
Η διπλή βασιλεία μοιραζόταν σε δύο οικογένειες: τους Αγιάδες (κατάγονταν σύμφωνα με την παράδοση απευθείας από τον Ηρακλή και θεωρούνταν ως οι πλέον ευγενείς) και τους Ευρυποντίδες (που κατάγονταν από τον γιο του Ηρακλή, Ύλλο).
Αρχικά είχαν ως βασικές αρμοδιότητες τη διοίκηση του στρατεύματος και την ανίχνευση της θεϊκής βούλησης (προσφυγή στο μαντείο των Δελφών, προσφορά θυσιών και παρατήρηση φαινομένων) βαθμιαία όμως, οι απόλυτες εξουσίες τους υποχώρησαν, καθώς οι όμοιοι/πολίτες έβλεπαν όλο και με μεγαλύτερη καχυποψία την προσπάθειά τους να κυριαρχήσουν πάνω στους άλλους θεσμούς.
Έχαιραν πάντα ιδιαίτερων τιμών, όπως μεγαλύτερα μερίδια από τα πολεμικά λάφυρα και τιμητικές θέσεις στα κοινά συσσίτια, αλλά κατά τους κλασσικούς χρόνους ελέγχονταν αυστηρά από τους Εφόρους, ενώ ήταν υποχρεωμένοι κάθε μήνα να ορκίζονται ότι θα ασκήσουν τη βασιλική εξουσία σύμφωνα με τους νόμους.
Η ανάρρηση στη βασιλεία γινόταν κληρονομικά. Στη διαδοχή προηγούταν ο γιός που θα γεννιόταν μετά την ανακήρυξη κάποιου ως Βασιλιά και όχι ο πρωτότοκος.
Σε περιπτώσεις αμφισβήτησης της πατρότητας ενός διαδόχου, η επιλογή του Βασιλιά γινόταν από την Γερουσία και επικυρώνονταν από τη συνέλευση. Ο συντηρητικός και θρησκευτικός χαρακτήρας των Σπαρτιατών εξηγεί το γεγονός ότι ο θεσμός της βασιλείας δεν αμφισβητήθηκε ποτέ αλλά παρέμεινε ως αυτοδύναμος παράγοντας μέχρι την παρακμή της Σπάρτης.
Β. Οι πέντε Έφοροι
Η πολιτειακή οργάνωση της Σπάρτης καθοριζόταν από την «ρήτρα» του (πιθανώς μυθικού) Λυκούργου. Στη «ρήτρα» δεν γινόταν λόγος για «Έφορους» αλλά κρίθηκε αναγκαίο να θεσπιστεί αυτή η νέα αρχή, η οποία θα επόπτευε το πολίτευμα, ουσιαστικά θα επαγρυπνούσε εναντίον εκείνων που θεωρητικά θα μπορούσαν να το απειλήσουν, δηλαδή των βασιλέων.
Η ακριβής αρχή του θεσμού των Εφόρων δεν έχει προσδιοριστεί ιστορικά, όπως δεν έχουμε και ακριβείς μαρτυρίες για τον τρόπο εκλογής τους, θεωρητικά όμως κάθε Σπαρτιάτης «όμοιος», μεγαλύτερος από 30 ετών, μπορούσε να γίνει Έφορος μετά από την εκλογή του «δια βοής» από τη συνέλευση των πολιτών, την Απέλλα, για έναν μόλις χρόνο και χωρίς να έχει δικαίωμα επανεκλογής.
Εν ονόματι της διατήρησης της τάξης, οι πέντε Έφοροι είχαν ένα μεγάλο εύρος εξουσιών. Διηύθυναν τις συνεδριάσεις της Απέλλας και επόπτευαν την υλοποίηση των αποφάσεών της, ενώ μπορούσαν ακόμα και να μεταφέρουν χρονικά τις αποφάσεις της, εάν αφορούσαν στην κήρυξη πολέμου. Είχαν την εποπτεία της διαπαιδαγώγησης των νέων, και τον έλεγχο της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών, καθώς και βασικές δικαστικές αρμοδιότητες, όπως την εκδίκαση όλων των αστικών υποθέσεων, την εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων που εμπλέκονταν είλωτες και ξένοι και την εισαγωγή σε δίκη των άλλων πολιτειακών φορέων.
Οι έφοροι είχαν την εξουσία να παραπέμψουν τους Βασιλείς ενώπιον μίας Ανωτάτης Επιτροπής Ενόρκων (την οποία συνιστούσαν Έφοροι και Γερουσία), η οποία είχε την εξουσία να τους δικάσει, ακόμα και να τους εκθρονίσει. Για την ακρίβεια, οι Έφοροι είχαν το δικαίωμα να παραπέμψουν μόνο τον ένα από τους δύο βασιλείς, ώστε να μη διασαλευθεί ο χαρακτήρας τους πολιτεύματος.
Οι Έφοροι ελάμβαναν τις αποφάσεις κατά πλειοψηφία και απολάμβαναν ιδιαίτερα τιμητικά δικαιώματα, όπως το να στέκονται μπροστά από τους Βασιλείς ή να υπογράφουν συμβάσεις, αλλά η κατάληψη της θέσης του Εφόρου δεν συνιστούσε την απαρχή μίας πολιτικής σταδιοδρομίας. Δεν είναι τυχαίο ότι στην ιστορία έμειναν ελάχιστα ονόματα Εφόρων σε αντίθεση με ονόματα Βασιλιάδων και στρατηγών.
Γ. Οι εικοσιοκτώ Γέροντες
Το «κριτήριο της αρχαιότητας» χαρακτηρίζει όλον τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Στους Νόμους του Πλάτωνα, η νεότητα είναι το άγριο τμήμα της ζωής που απλά πλαισιώνει τους Γέροντες, οι οποίοι είναι εκείνοι που θα πρέπει να διοικούν της ιδανική πολιτεία.
Η Σπάρτη ήταν μία πόλη / κράτος που κυβερνούσαν οι Γέροντες. Χωρίς το «Συμβούλιο Γερόντων», δεν μπορούσε να ληφθεί καμία σημαντική απόφαση εξωτερικής ή εσωτερικής πολιτικής. Όλες οι αποφάσεις της Λαϊκής συνέλευσης προετοιμάζονταν από την Γερουσία: εκείνη έπρεπε να αποφασίσει ποιες προτάσεις θα έφταναν στη λαϊκή συνέλευση για να συζητηθούν και ποιες όχι. Είχε το δικαίωμα ακόμα και να ακυρώσει τις προτάσεις της Απέλλας και να διαλύσει τη συνεδρία της, όταν διαπίστωνε ότι οδηγείται σε λανθασμένες, κατά την άποψή της, αποφάσεις.
Η Γερουσία αποτελούσε επίσης το ανώτατο ποινικό δικαστήριο της πόλης, εκδικάζοντας υποθέσεις στις οποίες η ποινή μπορούσε να ήταν ο θάνατος, η εξορία ή η στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Η δομή και η οργάνωσή της Γερουσίας υποδεικνυόταν από την «ρήτρα». Απαρτιζόταν από 28 μέλη που έπρεπε να είναι μεγαλύτερα των 60 ετών, δεν λογοδοτούσαν σε κανέναν για τις αποφάσεις τους, ενώ η θητεία τους ήταν ισόβια. Παρόλο που τα ιστορικά στοιχεία δεν είναι επαρκή, το συμβούλιο των Γερόντων δεν φαίνεται να ήταν το αντιπροσωπευτικό όργανο των ευγενών, με την κλασσική έννοια του όρου, αφού στη Σπάρτη δεν υπήρχε οργανωμένη τάξη ευγενών, όπως στην Αθήνα (μέλη Αρείου Πάγου) ή αργότερα στη Ρώμη με τους Συγκλητικούς. Παρόλα αυτά, ο περιορισμένος αριθμός των μελών της Γερουσίας και η ισόβια θητεία του αξιώματος, περιόριζαν σημαντικά τη δυνατότητα ανάρρησης των απλών πολιτών στο αξίωμα.
Ο τρόπος εκλογής των μελών της Γερουσίας, αν και καυτηριάστηκε τον 4ο αι. π.Χ. από τον Αριστοτέλη ως «παιδαριώδης» (ο Αριστοτέλης καυτηρίασε επίσης και τη μεγάλη ηλικία των μελών της Γερουσίας καθώς «γηράσκει όχι μόνο το σώμα αλλά και το πνεύμα»), παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς τότε εμφανίζεται για πρώτη φορά το σύστημα της «ταξινομικής ψήφου».
«Ο καλύτερος στους καλούς»
Mία αδρή περιγραφή του τρόπου ανάδειξης κάποιου Σπαρτιάτη στη θέση εκλιπόντος γερουσιαστή, μας μεταφέρει ο Πλούταρχος στον Λυκούργο: Υποψήφιος για την θέση μπορούσε να ήταν κάθε όμοιος / πολίτης που ήταν πάνω από 60 χρονών.
Τη θέση καταλάμβανε ο «πιο ενάρετος από αυτούς» με μία διαδικασία που αναφέρεται ως «διαγωνισμός» και μάλιστα «ο πιο μεγάλος κι ο πιο περίτεχνος διαγωνισμός» που σκέφτηκαν οι άνθρωποι. Η διαδικασία ήταν απαραίτητη διότι δεν υπήρχαν αντικειμενικά κριτήρια εκλογής.
Δεν κρινόταν «ο πιο γρήγορος στους γρήγορους», ούτε «ο πιο δυνατός στους δυνατούς», αλλά «ο καλύτερος στους καλούς» και «ο γνωστικότερος στους γνωστικούς». Το «έπαθλο» ήταν οι μεγάλες τιμές και η εξίσου μεγάλη δύναμη που έδινε το αξίωμα.
Ο διαγωνισμός διεξάγονταν με τον εξής τρόπο: κάποιοι κριτές απομονώνονταν σε ένα οίκημα από όπου δεν έβλεπαν (ούτε μπορούσε κάποιος να τους δει) παρά μόνο άκουγαν τις φωνές των πολιτών.
Κάθε υποψήφιος λοιπόν εισερχόταν στον χώρο όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι πολίτες σιωπηλός και δεχόταν τις επευφημίες του κόσμου. Οι έγκλειστοι κριτές διέθεταν πινακίδες και «βαθμολογούσαν» την ένταση των κραυγών, χωρίς να ξέρουν για ποιόν προορίζονταν, παρά μόνον ότι ήταν για τον πρώτο, για τον δεύτερο, για τον τρίτο κατά σειρά εμφάνισης υποψήφιο.
Καθοριστική παράμετρος της διαδικασίας ήταν ότι η σειρά που εμφανίζονταν οι υποψήφιοι μπροστά στους συγκεντρωμένους πολίτες αποφασίζονταν με κλήρωση (ήταν δηλαδή απολύτως τυχαία), λίγο πριν ξεκινήσει η διαδικασία.
Ο τρόπος αυτός εκλογής των Γερουσιαστών ήταν θωρακισμένος από ενδεχόμενα εξαγοράς ψήφων ή απλής εύνοιας της κριτικής επιτροπής, ενώ εισήγαγε ένα τρόπο βαθμολόγησης από τους κριτές που ονομάστηκε αργότερα από τους μελετητές «ταξινομική ψήφος».
Σύμφωνα με την ταξινομική ψήφο ο κάθε κριτής έδινε και από ένα «βαθμό» σε κάθε υποψήφιο με βάση συγκεκριμένη κλίμακα. Έδινε διαφορετικό «βαθμό» στον πρώτο, διαφορετικό στον δεύτερο, άλλον στον τρίτο κ.ο.κ..
Έπρεπε να βαθμολογήσει όλους τους υποψηφίους και όχι απλώς, όποιον θεωρούσε ότι ξεσήκωσε τις δυνατότερες επευφημίες.
Έτσι η τελική καταμέτρηση ήταν το άθροισμα της κρίσης όλων των κριτών. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, ο υποψήφιος που είχε πάρει δύο «άριστα» και δύο κακούς βαθμούς να χάσει τη θέση από άλλον που είχε πάρει πέντε «λίαν καλώς» (αν και η διαδικασία των φωνών μάλλον δεν επέτρεπε τόσο μεγάλη διαφορά βαθμολόγησης των υποψηφίων από τους κριτές).
Εκείνος που τελικά εκλεγόταν στη Γερουσία, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, πήγαινε στεφανωμένος στα ιερά των Θεών, ακολουθούμενος από νέους που τον δοξολογούσαν και από γυναίκες που μακάριζαν τη ζωή του.
Η πόλη όλη τον τιμούσε και του έδινε δεύτερη μερίδα στο συσσίτιο (μεγάλο προνόμιο σε μία κοινωνία ομοίων).
Ήταν ο νικητής μίας δημοκρατικής διαδικασίας για ένα ολιγαρχικό αξίωμα του μοναδικά περίπλοκου και προκλητικά ιδιόμορφου Σπαρτιατικού πολιτεύματος.
Πώς ήταν η αρχαία Ελληνική μουσική; (φωτό, βίντεο)
11
0
0
0
Μεταξύ 750 π.Χ. και 400 π.Χ., οι Αρχαίοι Έλληνες συνέθεταν τραγούδια συνοδεύονταν από λύρα, αυλό και διάφορα κρουστά όργανα. Ύψιστη η θέση της μουσικής στην αρχαία Ελληνική κοινωνία
Περισσότερο από 2.000 χρόνια μετά, οι σύγχρονοι μελετητές βρήκαν τελικά τον τρόπο να ανακατασκευάσουν και να παρουσιάσουν αυτά τα τραγούδια με (όπως υποστηρίζουν) 100% ακρίβεια.
Γράφοντας στην ιστοσελίδα του BBC, ο Armand D’Angour, μουσικός και δάσκαλος της κλασικής μουσικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, σημειώνει:
[Τα αρχαία Ελληνικά] όργανα είναι γνωστά από τις περιγραφές, τους πίνακες και τα αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία μας επιτρέπουν να καθορίσουμε τα ηχοχρώματα και την έκταση του τόνου που παράγουν.
Και τώρα, έχουν γίνει νέες αποκαλύψεις σχετικά με την Αρχαία Ελληνική μουσική, από δεκάδες αρχαία έγγραφα χαραγμένα με μια φωνητική σημειογραφία που δημιουργήθηκε περίπου το 450 π.Χ., αποτελούμενη από γράμματα της αλφαβήτου και σύμβολα τοποθετημένα πάνω από τα φωνήεντα των Ελληνικών λέξεων.
Οι Έλληνες είχαν επεξεργαστεί τις μαθηματικές αναλογίες των μουσικών διαστημάτων – μια οκτάβα είναι 2:1, μια Πέμπτη 3:2, μια Τετάρτη 4:3 και ούτω καθεξής. Ο συνδυασμός δίνει μια ακριβή ένδειξη του σχετικού τόνου.
Επομένως, πώς ακουγόταν η Ελληνική μουσική;
Παρακάτω μπορείτε να ακούσετε τον David Creese, έναν κλασικιστή από το Πανεπιστήμιο του Newcastle να παίζει «ένα αρχαίο Ελληνικό τραγούδι, παρμένο από επιγραφές πάνω σε πέτρες, σε ένα οκτάχορδο «κανόνι» (ένα όργανο που μοιάζει με σαντούρι) με κινούμενες γέφυρες».
Η μελωδία ανήκει στον Σείκιλο, σύμφωνα με το Archaeology Magazine.
Ο Σείκιλος έζησε στις Τράλλεις της Μικράς Ασίας κατά το 200 π.Χ.
Είναι γνωστός για το αρχαιότερο παγκοσμίως γνωστό τραγούδι, του οποίου σώζονται πλήρως και οι στίχοι και η μουσική.
Η μουσική στήλη
Ο Σείκιλος έγραψε το τραγούδι του μετά το 200 π.Χ. σε επιτύμβια κυλινδρική στήλη που έχει ύψος 40 εκατοστά και περιέχει στην κοινή ελληνική της ελληνιστικής εποχής ένα επίγραμμα δώδεκα λέξεων και ένα μέλος (τραγούδι) δεκαεφτά λέξεων μαζί με τη μουσική του.
Στην κορυφή της στήλης, το επίγραμμα αναφέρει τον άνθρωπο που το έγραψε, καθώς και το σκοπό για τον οποίο το έγραψε:
ΕΙΚΩΝ Η ΛΙΘΟΣ ΕΙΜΙ. ΤΙΘΗΣΙ ΜΕ ΣΕΙΚΙΛΟΣ ΕΝΘΑ ΜΝΗΜΗΣ ΑΘΑΝΑΤΟΥ ΣΗΜΑ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΟΝ
(Εγώ η πέτρα είμαι μια εικόνα. Με έβαλε εδώ ο Σείκιλος ως διαχρονικό σήμα αθάνατης μνήμης).
Στη μέση υπάρχουν οι στίχοι του τραγουδιού μαζί με τα σύμβολα της μελωδίας, η οποία είναι του λεγόμενου φρυγικού τύπου:
ΟΣΟΝ ΖΗΣ ΦΑΙΝΟΥ, ΜΗΔΕΝ ΟΛΩΣ ΣΥ ΛΥΠΟΥ. ΠΡΟΣ ΟΛΙΓΟΝ ΕΣΤΙ ΤΟ ΖΗΝ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΑΠΑΙΤΕΙ
(Όσο ζεις λάμψε, καθόλου μη λυπάσαι. Για λίγο διαρκεί η ζωή, ο χρόνος καθορίζει το τέλος).
Ο «επιτάφιος» του Σείκιλου, σε αρχαιοελληνική μουσική σημειογραφία.
Στο κάτω μέρος της στήλης αναγράφεται η αφιέρωση ΣΕΙΚΙΛΟΣ ΕΥΤΕΡΠΗΙ (Ο Σείκιλος στην Ευτέρπη), αλλά δεν γίνεται κατανοητό εάν πρόκειται για τη σύζυγο, την ερωμένη, τη φίλη, την αδελφή ή την κόρη του, ή και απλώς την Μούσα της μουσικής.
Το μήνυμα αυτό αντιστοιχεί στο επικούρειο απόφθεγμα «όσο ζούμε πρέπει να χαιρόμαστε όπως οι θεοί» γιατί ο θάνατος είναι το τέλος και δεν υπάρχει συνέχεια. Εμφανώς επικούρεια είναι όλα τα αναφερόμενα συστατικά του μέλους: η ηδονή της ζωής, η αταραξία, καθώς και το τελικό όριο της ζωής, ο θάνατος.
Η επιτύμβια στήλη ανακαλύφθηκε το 1883 στην τουρκική πόλη Αϊδίνιο, όπως είναι το σύγχρονο όνομα των αρχαίων Τραλλέων.
Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922 η στήλη χάθηκε και πολλά χρόνια αργότερα ξαναβρέθηκε σε έναν κήπο τουρκικού σπιτιού.
Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού είχε κόψει τη βάση της στήλης για να την χρησιμοποιήσει ως βάζο για λουλούδια. Σήμερα φυλάσσεται στο Εθνικό Μουσείο της Δανίας στην Κοπεγχάγη. Πιστά αντίγραφά του υπάρχουν σε διάφορα μουσεία.
Google +
Google +
Περισσότερο από 2.000 χρόνια μετά, οι σύγχρονοι μελετητές βρήκαν τελικά τον τρόπο να ανακατασκευάσουν και να παρουσιάσουν αυτά τα τραγούδια με (όπως υποστηρίζουν) 100% ακρίβεια.
Γράφοντας στην ιστοσελίδα του BBC, ο Armand D’Angour, μουσικός και δάσκαλος της κλασικής μουσικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, σημειώνει:
Και τώρα, έχουν γίνει νέες αποκαλύψεις σχετικά με την Αρχαία Ελληνική μουσική, από δεκάδες αρχαία έγγραφα χαραγμένα με μια φωνητική σημειογραφία που δημιουργήθηκε περίπου το 450 π.Χ., αποτελούμενη από γράμματα της αλφαβήτου και σύμβολα τοποθετημένα πάνω από τα φωνήεντα των Ελληνικών λέξεων.
Οι Έλληνες είχαν επεξεργαστεί τις μαθηματικές αναλογίες των μουσικών διαστημάτων – μια οκτάβα είναι 2:1, μια Πέμπτη 3:2, μια Τετάρτη 4:3 και ούτω καθεξής. Ο συνδυασμός δίνει μια ακριβή ένδειξη του σχετικού τόνου.
Επομένως, πώς ακουγόταν η Ελληνική μουσική;
Παρακάτω μπορείτε να ακούσετε τον David Creese, έναν κλασικιστή από το Πανεπιστήμιο του Newcastle να παίζει «ένα αρχαίο Ελληνικό τραγούδι, παρμένο από επιγραφές πάνω σε πέτρες, σε ένα οκτάχορδο «κανόνι» (ένα όργανο που μοιάζει με σαντούρι) με κινούμενες γέφυρες».
Η μελωδία ανήκει στον Σείκιλο, σύμφωνα με το Archaeology Magazine.
Ο Σείκιλος έζησε στις Τράλλεις της Μικράς Ασίας κατά το 200 π.Χ.
Είναι γνωστός για το αρχαιότερο παγκοσμίως γνωστό τραγούδι, του οποίου σώζονται πλήρως και οι στίχοι και η μουσική.
Η μουσική στήλη
Ο Σείκιλος έγραψε το τραγούδι του μετά το 200 π.Χ. σε επιτύμβια κυλινδρική στήλη που έχει ύψος 40 εκατοστά και περιέχει στην κοινή ελληνική της ελληνιστικής εποχής ένα επίγραμμα δώδεκα λέξεων και ένα μέλος (τραγούδι) δεκαεφτά λέξεων μαζί με τη μουσική του.
Στην κορυφή της στήλης, το επίγραμμα αναφέρει τον άνθρωπο που το έγραψε, καθώς και το σκοπό για τον οποίο το έγραψε:
ΕΙΚΩΝ Η ΛΙΘΟΣ ΕΙΜΙ. ΤΙΘΗΣΙ ΜΕ ΣΕΙΚΙΛΟΣ ΕΝΘΑ ΜΝΗΜΗΣ ΑΘΑΝΑΤΟΥ ΣΗΜΑ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΟΝ
(Εγώ η πέτρα είμαι μια εικόνα. Με έβαλε εδώ ο Σείκιλος ως διαχρονικό σήμα αθάνατης μνήμης).
Στη μέση υπάρχουν οι στίχοι του τραγουδιού μαζί με τα σύμβολα της μελωδίας, η οποία είναι του λεγόμενου φρυγικού τύπου:
ΟΣΟΝ ΖΗΣ ΦΑΙΝΟΥ, ΜΗΔΕΝ ΟΛΩΣ ΣΥ ΛΥΠΟΥ. ΠΡΟΣ ΟΛΙΓΟΝ ΕΣΤΙ ΤΟ ΖΗΝ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΑΠΑΙΤΕΙ
(Όσο ζεις λάμψε, καθόλου μη λυπάσαι. Για λίγο διαρκεί η ζωή, ο χρόνος καθορίζει το τέλος).
Ο «επιτάφιος» του Σείκιλου, σε αρχαιοελληνική μουσική σημειογραφία.
Στο κάτω μέρος της στήλης αναγράφεται η αφιέρωση ΣΕΙΚΙΛΟΣ ΕΥΤΕΡΠΗΙ (Ο Σείκιλος στην Ευτέρπη), αλλά δεν γίνεται κατανοητό εάν πρόκειται για τη σύζυγο, την ερωμένη, τη φίλη, την αδελφή ή την κόρη του, ή και απλώς την Μούσα της μουσικής.
Το μήνυμα αυτό αντιστοιχεί στο επικούρειο απόφθεγμα «όσο ζούμε πρέπει να χαιρόμαστε όπως οι θεοί» γιατί ο θάνατος είναι το τέλος και δεν υπάρχει συνέχεια. Εμφανώς επικούρεια είναι όλα τα αναφερόμενα συστατικά του μέλους: η ηδονή της ζωής, η αταραξία, καθώς και το τελικό όριο της ζωής, ο θάνατος.
Η επιτύμβια στήλη ανακαλύφθηκε το 1883 στην τουρκική πόλη Αϊδίνιο, όπως είναι το σύγχρονο όνομα των αρχαίων Τραλλέων.
Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922 η στήλη χάθηκε και πολλά χρόνια αργότερα ξαναβρέθηκε σε έναν κήπο τουρκικού σπιτιού.
Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού είχε κόψει τη βάση της στήλης για να την χρησιμοποιήσει ως βάζο για λουλούδια. Σήμερα φυλάσσεται στο Εθνικό Μουσείο της Δανίας στην Κοπεγχάγη. Πιστά αντίγραφά του υπάρχουν σε διάφορα μουσεία.
Η Μυθολογία των Ελλήνων - Αντιγόνη: Η γυναίκα που είπε «Όχι» (βίντεο)
24
1
0
Google +
0
Η Αντιγόνη ήταν ένα από τα τέσσερα παιδιά του Οιδίποδα. Είχε δύο αδέλφια, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη, και μια αδελφή, την Ισμήνη.
Μια ημέρα, η αδελφή της την ενημέρωσε ότι τα δύο αδέλφια τους, που ήταν κληρονόμοι στο θρόνο της Θήβας, πολεμούσαν για την εξουσία. Είχαν συμφωνήσει να έχουν την εξουσία εναλλάξ, αλλά όταν ήρθε η ώρα του Ετεοκλή να παραδώσει το στέμμα στον Πολυνείκη, το αρνήθηκε. Ένας αναπόφευκτος πόλεμος ακολούθησε.
Η Αντιγόνη έσπευσε να τους συνετίσει , αλλά χωρίς αποτέλεσμα, και η διαμάχη κατέληξε στον θάνατο των δύο ανδρών. Ο Κρέοντας, αδελφός του Οιδίποδα, και αντιβασιλέας της εξουσίας, αποφάσισε να επιβάλει το νόμο. Απαγόρευσε να γίνει η τελετουργία της ταφής για τον Πολυνείκη, και διέταξε να εγκαταλειφθεί σώμα του στο πεδίο της μάχης. Η Αντιγόνη, που δεν μπόρεσε να αντέξει την απόφαση του Κρέοντα, αψήφησε την απαγόρευση: είπε "Όχι".
24
1
0
0
Η Αντιγόνη ήταν ένα από τα τέσσερα παιδιά του Οιδίποδα. Είχε δύο αδέλφια, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη, και μια αδελφή, την Ισμήνη.
Μια ημέρα, η αδελφή της την ενημέρωσε ότι τα δύο αδέλφια τους, που ήταν κληρονόμοι στο θρόνο της Θήβας, πολεμούσαν για την εξουσία. Είχαν συμφωνήσει να έχουν την εξουσία εναλλάξ, αλλά όταν ήρθε η ώρα του Ετεοκλή να παραδώσει το στέμμα στον Πολυνείκη, το αρνήθηκε. Ένας αναπόφευκτος πόλεμος ακολούθησε.
Η Αντιγόνη έσπευσε να τους συνετίσει , αλλά χωρίς αποτέλεσμα, και η διαμάχη κατέληξε στον θάνατο των δύο ανδρών. Ο Κρέοντας, αδελφός του Οιδίποδα, και αντιβασιλέας της εξουσίας, αποφάσισε να επιβάλει το νόμο. Απαγόρευσε να γίνει η τελετουργία της ταφής για τον Πολυνείκη, και διέταξε να εγκαταλειφθεί σώμα του στο πεδίο της μάχης. Η Αντιγόνη, που δεν μπόρεσε να αντέξει την απόφαση του Κρέοντα, αψήφησε την απαγόρευση: είπε "Όχι".
Μια ημέρα, η αδελφή της την ενημέρωσε ότι τα δύο αδέλφια τους, που ήταν κληρονόμοι στο θρόνο της Θήβας, πολεμούσαν για την εξουσία. Είχαν συμφωνήσει να έχουν την εξουσία εναλλάξ, αλλά όταν ήρθε η ώρα του Ετεοκλή να παραδώσει το στέμμα στον Πολυνείκη, το αρνήθηκε. Ένας αναπόφευκτος πόλεμος ακολούθησε.
Η Αντιγόνη έσπευσε να τους συνετίσει , αλλά χωρίς αποτέλεσμα, και η διαμάχη κατέληξε στον θάνατο των δύο ανδρών. Ο Κρέοντας, αδελφός του Οιδίποδα, και αντιβασιλέας της εξουσίας, αποφάσισε να επιβάλει το νόμο. Απαγόρευσε να γίνει η τελετουργία της ταφής για τον Πολυνείκη, και διέταξε να εγκαταλειφθεί σώμα του στο πεδίο της μάχης. Η Αντιγόνη, που δεν μπόρεσε να αντέξει την απόφαση του Κρέοντα, αψήφησε την απαγόρευση: είπε "Όχι".
Σωκράτης: Το μυστικό για να πετύχεις ότι επιθυμείς στη ζωή
44
0
0
1
Αυτή ήταν η ερώτηση που έκανε κάποτε ο Πλάτων, στον δάσκαλό του Σωκράτη, ένα πρωινό σε μια βόλτα τους στο δάσος.
Ο Σωκράτης γύρισε τον κοίταξε, αλλά δεν είπε τίποτα συνεχίζοντας τον περίπατό του μαζί με τον Πλάτων.
Μετά από λίγο ο Πλάτων τον ρώτησε ξανά τον δάσκαλό του,αλλά πάλι εκείνος παρέμεινε αμίλητος.
Ο Πλάτων έβραζε στο ζουμί του αλλά από την αγάπη και τον σεβασμό που είχε στον δάσκαλό του δεν είπε τίποτα.
Λίγο πριν φτάσουν για να πιουν νερό στην γνωστή πηγή με την στερνούλα της ο Πλάτων δεν άντεξε και ξαναρώτησε τον Σωκράτη αρκετά ενοχλημένος:
Δάσκαλε κάτι σε ρώτησα "πως θα ξέρω ότι μπορώ να πετύχω στην ζωή;"
Ο Σωκράτης παρέμεινε αμίλητος συνεχίζοντας την βόλτα του ώσπου έφτασαν στην πηγή για να πιουν νερό.
Όπως εσυνηθίζετο πρώτος έπινε νερό ο δάσκαλος και μετά έσκυψε να πιει νερό ο Πλάτων.
Εκείνη την στιγμή ο Σωκράτης έπιασε βίαια, από τα μαλλιά τον Πλάτων και έχωσε το κεφάλι του μέσα στην γούρνα , ώσπου άρχιζαν να ανεβαίνουν φυσαλίδες και τότε άφησε ελεύθερο το κεφάλι του και ο Πλάτων με φόρα τραβήχτηκε μέσα από το νερό παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.
Ο Σωκράτης αφού άφησε για λίγο να συνέλθει ο Πλάτων είπε:
"Θα πετύχεις μόνον όταν στην επιθυμία σου βάλεις, την ίδια δύναμη που έβαλες τώρα για να ζήσεις."
Οι άνθρωποι Πλάτων έχουν επιθυμίες, που αν δεν γίνουν σφοδρές επιθυμίες θα παραμείνουν μόνον φαντασιώσεις.
πηγή
Ο Σωκράτης γύρισε τον κοίταξε, αλλά δεν είπε τίποτα συνεχίζοντας τον περίπατό του μαζί με τον Πλάτων.
Μετά από λίγο ο Πλάτων τον ρώτησε ξανά τον δάσκαλό του,αλλά πάλι εκείνος παρέμεινε αμίλητος.
Λίγο πριν φτάσουν για να πιουν νερό στην γνωστή πηγή με την στερνούλα της ο Πλάτων δεν άντεξε και ξαναρώτησε τον Σωκράτη αρκετά ενοχλημένος:
Δάσκαλε κάτι σε ρώτησα "πως θα ξέρω ότι μπορώ να πετύχω στην ζωή;"
Ο Σωκράτης παρέμεινε αμίλητος συνεχίζοντας την βόλτα του ώσπου έφτασαν στην πηγή για να πιουν νερό.
Όπως εσυνηθίζετο πρώτος έπινε νερό ο δάσκαλος και μετά έσκυψε να πιει νερό ο Πλάτων.
Εκείνη την στιγμή ο Σωκράτης έπιασε βίαια, από τα μαλλιά τον Πλάτων και έχωσε το κεφάλι του μέσα στην γούρνα , ώσπου άρχιζαν να ανεβαίνουν φυσαλίδες και τότε άφησε ελεύθερο το κεφάλι του και ο Πλάτων με φόρα τραβήχτηκε μέσα από το νερό παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.
Ο Σωκράτης αφού άφησε για λίγο να συνέλθει ο Πλάτων είπε:
"Θα πετύχεις μόνον όταν στην επιθυμία σου βάλεις, την ίδια δύναμη που έβαλες τώρα για να ζήσεις."
Οι άνθρωποι Πλάτων έχουν επιθυμίες, που αν δεν γίνουν σφοδρές επιθυμίες θα παραμείνουν μόνον φαντασιώσεις.
πηγή
Η Κούπα του Λυκούργου και τα "Δαμασκηνά σπαθιά" - Εξαίρετα δείγματα αρχαίας νανοτεχνολογίας
5
1
0
Google +
0
Ο αρχαίος κόσμος είναι γνωστός για τα επιβλητικά επιτεύγματα υψηλής τεχνολογίας, με τον δικό μας Παρθενώνα, τις Πυραμίδες της Αιγύπτου και το Μάτσου Πίτσου στο Περού, να αποτελούν μερικά από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα. Ωστόσο, οι τεχνίτες της αρχαιότητας έχουν δώσει εξαιρετικά τεχνολογικά δείγματα όχι μόνο στη μεγάλη αλλά και στη μικρή κλίμακα. Αυτή που σήμερα αποκαλούμε νανοτεχνολογία.
Ο χειρισμός υλικού σε ατομική ή μοριακή κλίμακα για τη δημιουργία νέων λειτουργιών και ιδιοτήτων μοιάζει εντελώς σύγχρονη. Ωστόσο, τεχνίτες του παρελθόντος είχαν καταφέρει να ελέγχουν την ύλη σε μικροσκοπικές κλίμακες. Αυτό τουλάχιστον αναφέρει άρθρο του Guardian, που μιλάει για μια σειρά διάσημων αρχαίων αντικειμένων, τα οποία κατασκευάστηκαν από τεχνίτες που γνώριζαν τη χρήση νανοσύνθετων υλικών.
Η Κούπα του Λυκούργου, που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο, είναι ένα περίτεχνο, εξαιρετικής τεχνικής, γυάλινο αντικείμενο του 4ου αι. μ.Χ. Είναι το μοναδικό δείγμα ενός πολύ ειδικού τύπου γυαλιού, γνωστό ως διχροϊκό, που αλλάζει χρώματα όταν το κρατά κανείς κοντά σε φως. Η αδιαφανής πράσινη επιφάνειά του μετατρέπεται σε ένα λαμπερό ημιδιαφανές κόκκινο όταν το διαπερνά το φως. Το γυαλί του περιέχει μικροσκοπικές ποσότητες κολλοειδούς χρυσού και ασημιού, που δίνει αυτές τις ασυνήθιστες οπτικές ιδιότητες.
Η περίφημη «Κούπα του Λυκούργου»: τα αιχμαλωτισμένα στο κρύσταλλό της ιχνοστοιχεία χρυσού και αργύρου διεγείρονται από το φως και σχηματίζουν μια «ρευστή ασπίδα πλασμονίων». Όταν το φως είναι εξωτερικό, η ασπίδα αυτή ανακλά στα μάτια μας κυανοπράσινο φως. Όταν είναι εσωτερικό, βλέπουμε αυτό που της ξεφεύγει, το κόκκινο.
Τα χαλύβδινα ξίφη της Δαμασκού κατασκευασμένα μεταξύ 300 και 1700 μ.Χ. είναι γνωστά για την εντυπωσιακή τους αντοχή και τις εξαιρετικά κοφτερές αιχμές τους. Οι ατσάλινες λεπίδες τους περιέχουν ειδικές δομές σε νανοκλίμακα, που ενισχύουν τις ιδιότητες του υλικού από το οποίο έχουν κατασκευαστεί.
Μια αντιδιαβρωτική γαλάζια χρωστική ουσία, γνωστή ως βαφή Μπλε Μάγια (Maya Blue), που πρωτοεμφανίστηκε το 800 μ.Χ., ανακαλύφθηκε στην προ-Κολομβιανή πόλη των Μάγια, την Τσίτσεν Ίτζα. Το σύνθετο υλικό της περιέχει πηλό με μικροσκοπικούς πόρους, όπου το λουλακί χρώμα συνδυάζεται χημικά με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργεί μια σταθερή χρωστική ουσία.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι οι τεχνίτες αυτών των υλικών ήταν νανοτεχνολόγοι; Στο άρθρο αναφέρεται η γνώμη δύο ειδικών, του Ίαν Φριστόουν από το Ινστιτούτο Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του Λονδίνου UCL, που μελέτησε την Κούπα του Λυκούργου και του Πίτερ Πόφλερ, από το Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Δρέσδης, ο οποίος ασχολήθηκε με την έρευνα των δαμασκηνών σπαθιών.
Και οι δύο πιστεύουν ότι δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο. «Ήταν άτομα υψηλής εξειδίκευσης, αλλά σίγουρα δεν ήταν νανοτεχνολόγοι. Δεν γνώριζαν ότι δούλευαν σε νανοκλίμακα» δηλώνει ο Ίαν Φριστόουν. Από την πλευρά του ο Πίτερ Πόφλερ θεωρεί ότι ανέπτυξαν υλικά με τη δοκιμή, χωρίς να γνωρίζουν τις διαδικασίες που συμβαίνουν μέσα στα στερεά.
Τα περίφημα χαλύβδινα "Δαμασκηνά σπαθιά", με τα χαρακτηριστικά μοτίβα τους, υπήρξαν διάσημα για την αντοχή τους και την εξαιρετικά αιχμηρή λεπίδα τους. Η παράδοση λέει ότι μπορούσαν με ένα κτύπημα να κόψουν τα ευρωπαϊκής κατασκευής σπαθιά, όπως και βράχους.
Στη σύγχρονη έρευνα χρησιμοποιήθηκε υψηλή μικροσκοπική ανάλυση για την ανακάλυψη της νανοδομής αυτών των αντικειμένων, αλλά τα συμπεράσματα δεν αποδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάστηκαν. «Πώς διέλυαν αυτά τα μέταλλα στο γυαλί; Με ποιο τρόπο έπαιρναν μια τόσο ομογενοποιημένη κατανομή νανοσωματιδίων; Μπορούμε μόνο να υποθέσουμε, καθώς στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε πώς τα κατάφεραν», δηλώνει ο Φρίστοουν για τους κατασκευαστές γυαλιών της ρωμαϊκής εποχής, που έφτιαξαν την περίφημη Κούπα.
Ένα μειονέκτημα όμως της χρήσης υψηλής μικροσκοπικής ανάλυσης είναι ότι μέρος των πολύτιμων αντικειμένων θα πρέπει να καταστραφεί. Όταν πρόκειται για άφθονο υλικό, όπως η ανθεκτική βαφή Μπλε Μάγια, η απόσπαση ενός μικρού τμήματος για ανάλυση δεν είναι τόσο σημαντική. Όταν όμως η έρευνα αφορά σπάνια ευρήματα, τότε τα πράγματα δυσκολεύουν. «Σε καμία περίπτωση δεν είναι αποδεκτή η απόσπαση δείγματος από την Κούπα του Λυκούργου. Είναι τόσο μοναδικό, τόσο πολύτιμο εύρημα. Ευτυχώς για εμάς, μερικά κομμάτια γυαλιού που βρέθηκαν στη μεταλλική βάση του πριν από δεκαετίες έχουν διασωθεί», δηλώνει ο Φρίστοουν.
Στην περίπτωση του χαλύβδινου ξίφους, οι επιμελητές του Ιστορικού Μουσείου της Βέρνης, που το δώρισαν στην έρευνα, στάθμισαν τα πιθανά οφέλη από την απώλεια ενός σπαθιού από τη συλλογή. Είναι θυσίες που, σύμφωνα με το άρθρο, αξίζουν τον κόπο, καθώς κάποιες από τις μελέτες δίνουν νέες κατευθύνσεις στην έρευνα της νανοτεχνολογίας.
Για παράδειγμα, η κατανόηση του μηχανισμού μικροσκοπικής κλίμακας που κρύβεται πίσω από τη βαφή των Μάγια, προσφέρει νέα στοιχεία στους επιστήμονες που ερευνούν σταθερές υβριδικές νανοδομημένες χρωστικές ουσίες. Οι έρευνες που γίνονται από το Γαλλικό Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών έχουν οδηγήσει στην ανακάλυψη μιας ποικιλίας υλικών με μικροσκοπικούς πόρους που βοηθούν στη σταθεροποίηση οργανικών βαφών. Επίσης, ερευνητές του Πανεπιστημίου του Τορίνο μελετούν τη μέθοδο παρασκευής της βαφής των Μάγια ως προς τις δυνατότητες παραγωγής ανθεκτικών χρωμάτων.
Με τον ίδιο τρόπο, η κατανόηση των ιδιοτήτων της Κούπας του Λυκούργου μπορεί να βοηθήσει στην παρασκευή ειδικών ταινιών που περιέχουν νανοσωματίδια χρυσού, οι οποίες αντανακλούν τις υπέρυθρες ακτίνες και ταυτόχρονα μεταδίδουν το φως. Οι ταινίες αυτές θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε παράθυρα κτιρίων σε ζεστές χώρες για να αντανακλούν τη θερμότητα, επιτρέποντας την είσοδο του φωτός, μειώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη χρήση των κλιματιστικών.
Η γνώση αυτή είναι αποτέλεσμα εκατοντάδων χρόνων δοκιμών και πειραματισμών, με τους τεχνίτες να την περνούν από γενιά σε γενιά. Οι νανοτεχνολόγοι μπορούν να στηριχθούν πάνω στην αρχαία σοφία και μέσα από τη σύγχρονη κατανόηση της συμπεριφοράς των ατόμων και των μορίων να φτιάξουν συναρπαστικά νέα προϊόντα και συσκευές.
5
1
0
0
Ο αρχαίος κόσμος είναι γνωστός για τα επιβλητικά επιτεύγματα υψηλής τεχνολογίας, με τον δικό μας Παρθενώνα, τις Πυραμίδες της Αιγύπτου και το Μάτσου Πίτσου στο Περού, να αποτελούν μερικά από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα. Ωστόσο, οι τεχνίτες της αρχαιότητας έχουν δώσει εξαιρετικά τεχνολογικά δείγματα όχι μόνο στη μεγάλη αλλά και στη μικρή κλίμακα. Αυτή που σήμερα αποκαλούμε νανοτεχνολογία.
Ο χειρισμός υλικού σε ατομική ή μοριακή κλίμακα για τη δημιουργία νέων λειτουργιών και ιδιοτήτων μοιάζει εντελώς σύγχρονη. Ωστόσο, τεχνίτες του παρελθόντος είχαν καταφέρει να ελέγχουν την ύλη σε μικροσκοπικές κλίμακες. Αυτό τουλάχιστον αναφέρει άρθρο του Guardian, που μιλάει για μια σειρά διάσημων αρχαίων αντικειμένων, τα οποία κατασκευάστηκαν από τεχνίτες που γνώριζαν τη χρήση νανοσύνθετων υλικών.
Η Κούπα του Λυκούργου, που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο, είναι ένα περίτεχνο, εξαιρετικής τεχνικής, γυάλινο αντικείμενο του 4ου αι. μ.Χ. Είναι το μοναδικό δείγμα ενός πολύ ειδικού τύπου γυαλιού, γνωστό ως διχροϊκό, που αλλάζει χρώματα όταν το κρατά κανείς κοντά σε φως. Η αδιαφανής πράσινη επιφάνειά του μετατρέπεται σε ένα λαμπερό ημιδιαφανές κόκκινο όταν το διαπερνά το φως. Το γυαλί του περιέχει μικροσκοπικές ποσότητες κολλοειδούς χρυσού και ασημιού, που δίνει αυτές τις ασυνήθιστες οπτικές ιδιότητες.
Η περίφημη «Κούπα του Λυκούργου»: τα αιχμαλωτισμένα στο κρύσταλλό της ιχνοστοιχεία χρυσού και αργύρου διεγείρονται από το φως και σχηματίζουν μια «ρευστή ασπίδα πλασμονίων». Όταν το φως είναι εξωτερικό, η ασπίδα αυτή ανακλά στα μάτια μας κυανοπράσινο φως. Όταν είναι εσωτερικό, βλέπουμε αυτό που της ξεφεύγει, το κόκκινο.
Τα χαλύβδινα ξίφη της Δαμασκού κατασκευασμένα μεταξύ 300 και 1700 μ.Χ. είναι γνωστά για την εντυπωσιακή τους αντοχή και τις εξαιρετικά κοφτερές αιχμές τους. Οι ατσάλινες λεπίδες τους περιέχουν ειδικές δομές σε νανοκλίμακα, που ενισχύουν τις ιδιότητες του υλικού από το οποίο έχουν κατασκευαστεί.
Μια αντιδιαβρωτική γαλάζια χρωστική ουσία, γνωστή ως βαφή Μπλε Μάγια (Maya Blue), που πρωτοεμφανίστηκε το 800 μ.Χ., ανακαλύφθηκε στην προ-Κολομβιανή πόλη των Μάγια, την Τσίτσεν Ίτζα. Το σύνθετο υλικό της περιέχει πηλό με μικροσκοπικούς πόρους, όπου το λουλακί χρώμα συνδυάζεται χημικά με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργεί μια σταθερή χρωστική ουσία.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι οι τεχνίτες αυτών των υλικών ήταν νανοτεχνολόγοι; Στο άρθρο αναφέρεται η γνώμη δύο ειδικών, του Ίαν Φριστόουν από το Ινστιτούτο Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του Λονδίνου UCL, που μελέτησε την Κούπα του Λυκούργου και του Πίτερ Πόφλερ, από το Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Δρέσδης, ο οποίος ασχολήθηκε με την έρευνα των δαμασκηνών σπαθιών.
Και οι δύο πιστεύουν ότι δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο. «Ήταν άτομα υψηλής εξειδίκευσης, αλλά σίγουρα δεν ήταν νανοτεχνολόγοι. Δεν γνώριζαν ότι δούλευαν σε νανοκλίμακα» δηλώνει ο Ίαν Φριστόουν. Από την πλευρά του ο Πίτερ Πόφλερ θεωρεί ότι ανέπτυξαν υλικά με τη δοκιμή, χωρίς να γνωρίζουν τις διαδικασίες που συμβαίνουν μέσα στα στερεά.
Τα περίφημα χαλύβδινα "Δαμασκηνά σπαθιά", με τα χαρακτηριστικά μοτίβα τους, υπήρξαν διάσημα για την αντοχή τους και την εξαιρετικά αιχμηρή λεπίδα τους. Η παράδοση λέει ότι μπορούσαν με ένα κτύπημα να κόψουν τα ευρωπαϊκής κατασκευής σπαθιά, όπως και βράχους.
Στη σύγχρονη έρευνα χρησιμοποιήθηκε υψηλή μικροσκοπική ανάλυση για την ανακάλυψη της νανοδομής αυτών των αντικειμένων, αλλά τα συμπεράσματα δεν αποδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάστηκαν. «Πώς διέλυαν αυτά τα μέταλλα στο γυαλί; Με ποιο τρόπο έπαιρναν μια τόσο ομογενοποιημένη κατανομή νανοσωματιδίων; Μπορούμε μόνο να υποθέσουμε, καθώς στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε πώς τα κατάφεραν», δηλώνει ο Φρίστοουν για τους κατασκευαστές γυαλιών της ρωμαϊκής εποχής, που έφτιαξαν την περίφημη Κούπα.
Ένα μειονέκτημα όμως της χρήσης υψηλής μικροσκοπικής ανάλυσης είναι ότι μέρος των πολύτιμων αντικειμένων θα πρέπει να καταστραφεί. Όταν πρόκειται για άφθονο υλικό, όπως η ανθεκτική βαφή Μπλε Μάγια, η απόσπαση ενός μικρού τμήματος για ανάλυση δεν είναι τόσο σημαντική. Όταν όμως η έρευνα αφορά σπάνια ευρήματα, τότε τα πράγματα δυσκολεύουν. «Σε καμία περίπτωση δεν είναι αποδεκτή η απόσπαση δείγματος από την Κούπα του Λυκούργου. Είναι τόσο μοναδικό, τόσο πολύτιμο εύρημα. Ευτυχώς για εμάς, μερικά κομμάτια γυαλιού που βρέθηκαν στη μεταλλική βάση του πριν από δεκαετίες έχουν διασωθεί», δηλώνει ο Φρίστοουν.
Στην περίπτωση του χαλύβδινου ξίφους, οι επιμελητές του Ιστορικού Μουσείου της Βέρνης, που το δώρισαν στην έρευνα, στάθμισαν τα πιθανά οφέλη από την απώλεια ενός σπαθιού από τη συλλογή. Είναι θυσίες που, σύμφωνα με το άρθρο, αξίζουν τον κόπο, καθώς κάποιες από τις μελέτες δίνουν νέες κατευθύνσεις στην έρευνα της νανοτεχνολογίας.
Για παράδειγμα, η κατανόηση του μηχανισμού μικροσκοπικής κλίμακας που κρύβεται πίσω από τη βαφή των Μάγια, προσφέρει νέα στοιχεία στους επιστήμονες που ερευνούν σταθερές υβριδικές νανοδομημένες χρωστικές ουσίες. Οι έρευνες που γίνονται από το Γαλλικό Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών έχουν οδηγήσει στην ανακάλυψη μιας ποικιλίας υλικών με μικροσκοπικούς πόρους που βοηθούν στη σταθεροποίηση οργανικών βαφών. Επίσης, ερευνητές του Πανεπιστημίου του Τορίνο μελετούν τη μέθοδο παρασκευής της βαφής των Μάγια ως προς τις δυνατότητες παραγωγής ανθεκτικών χρωμάτων.
Με τον ίδιο τρόπο, η κατανόηση των ιδιοτήτων της Κούπας του Λυκούργου μπορεί να βοηθήσει στην παρασκευή ειδικών ταινιών που περιέχουν νανοσωματίδια χρυσού, οι οποίες αντανακλούν τις υπέρυθρες ακτίνες και ταυτόχρονα μεταδίδουν το φως. Οι ταινίες αυτές θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε παράθυρα κτιρίων σε ζεστές χώρες για να αντανακλούν τη θερμότητα, επιτρέποντας την είσοδο του φωτός, μειώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη χρήση των κλιματιστικών.
Η γνώση αυτή είναι αποτέλεσμα εκατοντάδων χρόνων δοκιμών και πειραματισμών, με τους τεχνίτες να την περνούν από γενιά σε γενιά. Οι νανοτεχνολόγοι μπορούν να στηριχθούν πάνω στην αρχαία σοφία και μέσα από τη σύγχρονη κατανόηση της συμπεριφοράς των ατόμων και των μορίων να φτιάξουν συναρπαστικά νέα προϊόντα και συσκευές.
Ο χειρισμός υλικού σε ατομική ή μοριακή κλίμακα για τη δημιουργία νέων λειτουργιών και ιδιοτήτων μοιάζει εντελώς σύγχρονη. Ωστόσο, τεχνίτες του παρελθόντος είχαν καταφέρει να ελέγχουν την ύλη σε μικροσκοπικές κλίμακες. Αυτό τουλάχιστον αναφέρει άρθρο του Guardian, που μιλάει για μια σειρά διάσημων αρχαίων αντικειμένων, τα οποία κατασκευάστηκαν από τεχνίτες που γνώριζαν τη χρήση νανοσύνθετων υλικών.
Η Κούπα του Λυκούργου, που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο, είναι ένα περίτεχνο, εξαιρετικής τεχνικής, γυάλινο αντικείμενο του 4ου αι. μ.Χ. Είναι το μοναδικό δείγμα ενός πολύ ειδικού τύπου γυαλιού, γνωστό ως διχροϊκό, που αλλάζει χρώματα όταν το κρατά κανείς κοντά σε φως. Η αδιαφανής πράσινη επιφάνειά του μετατρέπεται σε ένα λαμπερό ημιδιαφανές κόκκινο όταν το διαπερνά το φως. Το γυαλί του περιέχει μικροσκοπικές ποσότητες κολλοειδούς χρυσού και ασημιού, που δίνει αυτές τις ασυνήθιστες οπτικές ιδιότητες.
Η περίφημη «Κούπα του Λυκούργου»: τα αιχμαλωτισμένα στο κρύσταλλό της ιχνοστοιχεία χρυσού και αργύρου διεγείρονται από το φως και σχηματίζουν μια «ρευστή ασπίδα πλασμονίων». Όταν το φως είναι εξωτερικό, η ασπίδα αυτή ανακλά στα μάτια μας κυανοπράσινο φως. Όταν είναι εσωτερικό, βλέπουμε αυτό που της ξεφεύγει, το κόκκινο.
Τα χαλύβδινα ξίφη της Δαμασκού κατασκευασμένα μεταξύ 300 και 1700 μ.Χ. είναι γνωστά για την εντυπωσιακή τους αντοχή και τις εξαιρετικά κοφτερές αιχμές τους. Οι ατσάλινες λεπίδες τους περιέχουν ειδικές δομές σε νανοκλίμακα, που ενισχύουν τις ιδιότητες του υλικού από το οποίο έχουν κατασκευαστεί.
Μια αντιδιαβρωτική γαλάζια χρωστική ουσία, γνωστή ως βαφή Μπλε Μάγια (Maya Blue), που πρωτοεμφανίστηκε το 800 μ.Χ., ανακαλύφθηκε στην προ-Κολομβιανή πόλη των Μάγια, την Τσίτσεν Ίτζα. Το σύνθετο υλικό της περιέχει πηλό με μικροσκοπικούς πόρους, όπου το λουλακί χρώμα συνδυάζεται χημικά με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργεί μια σταθερή χρωστική ουσία.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι οι τεχνίτες αυτών των υλικών ήταν νανοτεχνολόγοι; Στο άρθρο αναφέρεται η γνώμη δύο ειδικών, του Ίαν Φριστόουν από το Ινστιτούτο Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του Λονδίνου UCL, που μελέτησε την Κούπα του Λυκούργου και του Πίτερ Πόφλερ, από το Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Δρέσδης, ο οποίος ασχολήθηκε με την έρευνα των δαμασκηνών σπαθιών.
Και οι δύο πιστεύουν ότι δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο. «Ήταν άτομα υψηλής εξειδίκευσης, αλλά σίγουρα δεν ήταν νανοτεχνολόγοι. Δεν γνώριζαν ότι δούλευαν σε νανοκλίμακα» δηλώνει ο Ίαν Φριστόουν. Από την πλευρά του ο Πίτερ Πόφλερ θεωρεί ότι ανέπτυξαν υλικά με τη δοκιμή, χωρίς να γνωρίζουν τις διαδικασίες που συμβαίνουν μέσα στα στερεά.
Τα περίφημα χαλύβδινα "Δαμασκηνά σπαθιά", με τα χαρακτηριστικά μοτίβα τους, υπήρξαν διάσημα για την αντοχή τους και την εξαιρετικά αιχμηρή λεπίδα τους. Η παράδοση λέει ότι μπορούσαν με ένα κτύπημα να κόψουν τα ευρωπαϊκής κατασκευής σπαθιά, όπως και βράχους.
Στη σύγχρονη έρευνα χρησιμοποιήθηκε υψηλή μικροσκοπική ανάλυση για την ανακάλυψη της νανοδομής αυτών των αντικειμένων, αλλά τα συμπεράσματα δεν αποδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάστηκαν. «Πώς διέλυαν αυτά τα μέταλλα στο γυαλί; Με ποιο τρόπο έπαιρναν μια τόσο ομογενοποιημένη κατανομή νανοσωματιδίων; Μπορούμε μόνο να υποθέσουμε, καθώς στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε πώς τα κατάφεραν», δηλώνει ο Φρίστοουν για τους κατασκευαστές γυαλιών της ρωμαϊκής εποχής, που έφτιαξαν την περίφημη Κούπα.
Ένα μειονέκτημα όμως της χρήσης υψηλής μικροσκοπικής ανάλυσης είναι ότι μέρος των πολύτιμων αντικειμένων θα πρέπει να καταστραφεί. Όταν πρόκειται για άφθονο υλικό, όπως η ανθεκτική βαφή Μπλε Μάγια, η απόσπαση ενός μικρού τμήματος για ανάλυση δεν είναι τόσο σημαντική. Όταν όμως η έρευνα αφορά σπάνια ευρήματα, τότε τα πράγματα δυσκολεύουν. «Σε καμία περίπτωση δεν είναι αποδεκτή η απόσπαση δείγματος από την Κούπα του Λυκούργου. Είναι τόσο μοναδικό, τόσο πολύτιμο εύρημα. Ευτυχώς για εμάς, μερικά κομμάτια γυαλιού που βρέθηκαν στη μεταλλική βάση του πριν από δεκαετίες έχουν διασωθεί», δηλώνει ο Φρίστοουν.
Στην περίπτωση του χαλύβδινου ξίφους, οι επιμελητές του Ιστορικού Μουσείου της Βέρνης, που το δώρισαν στην έρευνα, στάθμισαν τα πιθανά οφέλη από την απώλεια ενός σπαθιού από τη συλλογή. Είναι θυσίες που, σύμφωνα με το άρθρο, αξίζουν τον κόπο, καθώς κάποιες από τις μελέτες δίνουν νέες κατευθύνσεις στην έρευνα της νανοτεχνολογίας.
Για παράδειγμα, η κατανόηση του μηχανισμού μικροσκοπικής κλίμακας που κρύβεται πίσω από τη βαφή των Μάγια, προσφέρει νέα στοιχεία στους επιστήμονες που ερευνούν σταθερές υβριδικές νανοδομημένες χρωστικές ουσίες. Οι έρευνες που γίνονται από το Γαλλικό Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών έχουν οδηγήσει στην ανακάλυψη μιας ποικιλίας υλικών με μικροσκοπικούς πόρους που βοηθούν στη σταθεροποίηση οργανικών βαφών. Επίσης, ερευνητές του Πανεπιστημίου του Τορίνο μελετούν τη μέθοδο παρασκευής της βαφής των Μάγια ως προς τις δυνατότητες παραγωγής ανθεκτικών χρωμάτων.
Με τον ίδιο τρόπο, η κατανόηση των ιδιοτήτων της Κούπας του Λυκούργου μπορεί να βοηθήσει στην παρασκευή ειδικών ταινιών που περιέχουν νανοσωματίδια χρυσού, οι οποίες αντανακλούν τις υπέρυθρες ακτίνες και ταυτόχρονα μεταδίδουν το φως. Οι ταινίες αυτές θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε παράθυρα κτιρίων σε ζεστές χώρες για να αντανακλούν τη θερμότητα, επιτρέποντας την είσοδο του φωτός, μειώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη χρήση των κλιματιστικών.
Η γνώση αυτή είναι αποτέλεσμα εκατοντάδων χρόνων δοκιμών και πειραματισμών, με τους τεχνίτες να την περνούν από γενιά σε γενιά. Οι νανοτεχνολόγοι μπορούν να στηριχθούν πάνω στην αρχαία σοφία και μέσα από τη σύγχρονη κατανόηση της συμπεριφοράς των ατόμων και των μορίων να φτιάξουν συναρπαστικά νέα προϊόντα και συσκευές.
Ποια είναι η αρχαιότερη πόλη της Ελλάδας;
11
0
0
Google +
0
Πέρασε καιρός και η γη άρχισε να κατοικείται από ανθρώπους, αφού οι μεγαλύτερες και οι μικρότερες θεότητες, οι δυνάμεις και οι μορφές του σύμπαντος, οι αρχέγονες παρουσίες της ζωής ένιωθαν αδιάκοπα το κίνητρο του έρωτα και της αναπαραγωγής.
Αλλά η επιλογή κάποιου μεταξύ των αθανάτων είχε γίνει αυστηρά επιλεκτική. Σύμφωνα με τον Παυσανία (2, 15,5), οι τοπικοί μύθοι ανέφεραν ότι ο πρώτος άνθρωπος που κατοίκησε την Αργολίδα ήταν ο Φορωνέας, γιος του θεού-ποταμού Ίναχου και της νύμφης Μελίας.
Ο Ίναχος είχε επιλεγεί ως κριτής στη διαμάχη μεταξύ της Ήρας και του Ποσειδώνα για την κατοχή της περιοχής και προφανώς, εκτιμώντας τους συναισθηματικούς δεσμούς της θεάς με τη γη που είχε φιλοξενήσει το πρώτο αγκάλιασμα με τον άντρα της, αποφάσισε υπέρ της.
Από τότε η Ήρα τύγχανε ιδιαίτερης λατρείας στο Άργος. Ο Ποσειδώνας όμως πήρε πολύ άσχημα την αποτυχία που ματαίωνε τις φιλοδοξίες του να κατακτήσει ένα ζωτικό χώρο στη στεριά. Μια ανάλογη ήττα υπέστη και αλλού, όπως μαρτυρεί το πρώτο επεισόδιο της αθηναϊκής μυθολογίας.
Εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του ως βασιλιά της θάλασσας και όλων των υδάτων, ξέρανε τον Ίναχο και τον κατάντησε ένα χείμαρρο που γεμίζει νερό μόνο την εποχή των βροχών” και η τιμωρία επεκτάθηκε σ” ολόκληρη την περιοχή του Άργους, το οποίο η lλιάδα (Δ, στ. 171) περιγράφει με το επίθετο «πολυδίψιον».
Στο ίδιο εδάφιο, ο Παυσανίας αναφέρει ότι ο Φορωνέας «ο γιος του Ινάχου, συγκέντρωσε πρώτος τους ανθρώπους σε κοινωνικό σύνολο. Πριν οι οικογένειες ζούσαν σποραδικά και μόνες.
Ο τόπος όπου για πρώτη φορά συγκεντρώθηκαν ονομάστηκε Φορωνικόν. Αυτή η ένδοξη πρωτιά συνδυάζεται, στα πλαίσια της γενιάς του, με μια άλλη, εξίσου τιμητική.
Ο Φορωνέας απόκτησε μια κόρη με το όνομα Νιόβη, την οποία δεν πρέπει να συγχέουμε με την ομώνυμη και κακότυχη ηρωίδα που μεταμορφώθηκε σε πέτρα από τον πόνο για το θάνατο των παιδιών της, όπως διαβάσαμε στη μυθολογία της Θήβας.
Η Νιόβη της Αργολίδας δοξάστηκε, όπως αναγνωρίζουν ομόφωνα οι μυθογράφοι, όντας η πρώτη θνητή γυναίκα με την οποία ενώθηκε ερωτικά ο Δίας, αφού η μοίρα ήθελε εκείνη η γη να αποτελέσει για την Ήρα την αρχή του καλού και του κακού που έχουν ως αιτία, και για τους θεούς όπως και για τους ανθρώπους, την ηδονή του έρωτα.
Από τη λαμπρή ένωση γεννήθηκε ο ήρωας Άργος. Δεν είναι σαφές αν αυτός έδωσε το όνομά του στην πόλη του Φορωνέα ή αν σ” αυτόν οφείλεται η ίδρυση μιας νέας πόλης. Σε κάθε περίπτωση, οι Έλληνες θεωρούσαν το Άργος την αρχαιότερη πόλη της χώρας τους.
Κόσμησαν αυτό τον ασύγκριτο τίτλο ευγενείας μ” ένα στέμμα από θαυμάσιους μύθους, οι οποίοι αφήνουν να διαφανούν τα γεγονότα που έδωσαν μορφή στον ελληνικό πολιτισμό μέσω των σχέσεων με τους άλλους πολιτισμούς της ανατολικής Μεσογείου.
Στην lλιάδα οι πολεμιστές της Ελληνικής στρατιάς αποκαλούνται Αχαιοί, αλλά και Αργείοι και Δαναοί, ένα άλλο όνομα το οποίο, όπως θα δούμε, ανήκει στη μυθολογική παράδοση του Άργους.
Έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες γι” αυτό το γεγονός. Ίσως όμως θα πρέπει να αναγνωρίσουμε και σ” αυτό τα ίχνη της πανάρχαιης παράδοσης που συνέδεε το Άργος με τις πρώτες εκδηλώσεις της οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης στην Ελληνική Γη.
~ Από το βιβλίο των dario & lia del corno «στη γη του μύθου» Εκδοτικός Οίκος Λιβάνη
11
0
0
0
Πέρασε καιρός και η γη άρχισε να κατοικείται από ανθρώπους, αφού οι μεγαλύτερες και οι μικρότερες θεότητες, οι δυνάμεις και οι μορφές του σύμπαντος, οι αρχέγονες παρουσίες της ζωής ένιωθαν αδιάκοπα το κίνητρο του έρωτα και της αναπαραγωγής.
Αλλά η επιλογή κάποιου μεταξύ των αθανάτων είχε γίνει αυστηρά επιλεκτική. Σύμφωνα με τον Παυσανία (2, 15,5), οι τοπικοί μύθοι ανέφεραν ότι ο πρώτος άνθρωπος που κατοίκησε την Αργολίδα ήταν ο Φορωνέας, γιος του θεού-ποταμού Ίναχου και της νύμφης Μελίας.
Ο Ίναχος είχε επιλεγεί ως κριτής στη διαμάχη μεταξύ της Ήρας και του Ποσειδώνα για την κατοχή της περιοχής και προφανώς, εκτιμώντας τους συναισθηματικούς δεσμούς της θεάς με τη γη που είχε φιλοξενήσει το πρώτο αγκάλιασμα με τον άντρα της, αποφάσισε υπέρ της.
Από τότε η Ήρα τύγχανε ιδιαίτερης λατρείας στο Άργος. Ο Ποσειδώνας όμως πήρε πολύ άσχημα την αποτυχία που ματαίωνε τις φιλοδοξίες του να κατακτήσει ένα ζωτικό χώρο στη στεριά. Μια ανάλογη ήττα υπέστη και αλλού, όπως μαρτυρεί το πρώτο επεισόδιο της αθηναϊκής μυθολογίας.
Εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του ως βασιλιά της θάλασσας και όλων των υδάτων, ξέρανε τον Ίναχο και τον κατάντησε ένα χείμαρρο που γεμίζει νερό μόνο την εποχή των βροχών” και η τιμωρία επεκτάθηκε σ” ολόκληρη την περιοχή του Άργους, το οποίο η lλιάδα (Δ, στ. 171) περιγράφει με το επίθετο «πολυδίψιον».
Στο ίδιο εδάφιο, ο Παυσανίας αναφέρει ότι ο Φορωνέας «ο γιος του Ινάχου, συγκέντρωσε πρώτος τους ανθρώπους σε κοινωνικό σύνολο. Πριν οι οικογένειες ζούσαν σποραδικά και μόνες.
Ο τόπος όπου για πρώτη φορά συγκεντρώθηκαν ονομάστηκε Φορωνικόν. Αυτή η ένδοξη πρωτιά συνδυάζεται, στα πλαίσια της γενιάς του, με μια άλλη, εξίσου τιμητική.
Ο Φορωνέας απόκτησε μια κόρη με το όνομα Νιόβη, την οποία δεν πρέπει να συγχέουμε με την ομώνυμη και κακότυχη ηρωίδα που μεταμορφώθηκε σε πέτρα από τον πόνο για το θάνατο των παιδιών της, όπως διαβάσαμε στη μυθολογία της Θήβας.
Η Νιόβη της Αργολίδας δοξάστηκε, όπως αναγνωρίζουν ομόφωνα οι μυθογράφοι, όντας η πρώτη θνητή γυναίκα με την οποία ενώθηκε ερωτικά ο Δίας, αφού η μοίρα ήθελε εκείνη η γη να αποτελέσει για την Ήρα την αρχή του καλού και του κακού που έχουν ως αιτία, και για τους θεούς όπως και για τους ανθρώπους, την ηδονή του έρωτα.
Από τη λαμπρή ένωση γεννήθηκε ο ήρωας Άργος. Δεν είναι σαφές αν αυτός έδωσε το όνομά του στην πόλη του Φορωνέα ή αν σ” αυτόν οφείλεται η ίδρυση μιας νέας πόλης. Σε κάθε περίπτωση, οι Έλληνες θεωρούσαν το Άργος την αρχαιότερη πόλη της χώρας τους.
Κόσμησαν αυτό τον ασύγκριτο τίτλο ευγενείας μ” ένα στέμμα από θαυμάσιους μύθους, οι οποίοι αφήνουν να διαφανούν τα γεγονότα που έδωσαν μορφή στον ελληνικό πολιτισμό μέσω των σχέσεων με τους άλλους πολιτισμούς της ανατολικής Μεσογείου.
Στην lλιάδα οι πολεμιστές της Ελληνικής στρατιάς αποκαλούνται Αχαιοί, αλλά και Αργείοι και Δαναοί, ένα άλλο όνομα το οποίο, όπως θα δούμε, ανήκει στη μυθολογική παράδοση του Άργους.
Έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες γι” αυτό το γεγονός. Ίσως όμως θα πρέπει να αναγνωρίσουμε και σ” αυτό τα ίχνη της πανάρχαιης παράδοσης που συνέδεε το Άργος με τις πρώτες εκδηλώσεις της οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης στην Ελληνική Γη.
~ Από το βιβλίο των dario & lia del corno «στη γη του μύθου» Εκδοτικός Οίκος Λιβάνη
Αλλά η επιλογή κάποιου μεταξύ των αθανάτων είχε γίνει αυστηρά επιλεκτική. Σύμφωνα με τον Παυσανία (2, 15,5), οι τοπικοί μύθοι ανέφεραν ότι ο πρώτος άνθρωπος που κατοίκησε την Αργολίδα ήταν ο Φορωνέας, γιος του θεού-ποταμού Ίναχου και της νύμφης Μελίας.
Ο Ίναχος είχε επιλεγεί ως κριτής στη διαμάχη μεταξύ της Ήρας και του Ποσειδώνα για την κατοχή της περιοχής και προφανώς, εκτιμώντας τους συναισθηματικούς δεσμούς της θεάς με τη γη που είχε φιλοξενήσει το πρώτο αγκάλιασμα με τον άντρα της, αποφάσισε υπέρ της.
Εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του ως βασιλιά της θάλασσας και όλων των υδάτων, ξέρανε τον Ίναχο και τον κατάντησε ένα χείμαρρο που γεμίζει νερό μόνο την εποχή των βροχών” και η τιμωρία επεκτάθηκε σ” ολόκληρη την περιοχή του Άργους, το οποίο η lλιάδα (Δ, στ. 171) περιγράφει με το επίθετο «πολυδίψιον».
Στο ίδιο εδάφιο, ο Παυσανίας αναφέρει ότι ο Φορωνέας «ο γιος του Ινάχου, συγκέντρωσε πρώτος τους ανθρώπους σε κοινωνικό σύνολο. Πριν οι οικογένειες ζούσαν σποραδικά και μόνες.
Ο τόπος όπου για πρώτη φορά συγκεντρώθηκαν ονομάστηκε Φορωνικόν. Αυτή η ένδοξη πρωτιά συνδυάζεται, στα πλαίσια της γενιάς του, με μια άλλη, εξίσου τιμητική.
Ο Φορωνέας απόκτησε μια κόρη με το όνομα Νιόβη, την οποία δεν πρέπει να συγχέουμε με την ομώνυμη και κακότυχη ηρωίδα που μεταμορφώθηκε σε πέτρα από τον πόνο για το θάνατο των παιδιών της, όπως διαβάσαμε στη μυθολογία της Θήβας.
Η Νιόβη της Αργολίδας δοξάστηκε, όπως αναγνωρίζουν ομόφωνα οι μυθογράφοι, όντας η πρώτη θνητή γυναίκα με την οποία ενώθηκε ερωτικά ο Δίας, αφού η μοίρα ήθελε εκείνη η γη να αποτελέσει για την Ήρα την αρχή του καλού και του κακού που έχουν ως αιτία, και για τους θεούς όπως και για τους ανθρώπους, την ηδονή του έρωτα.
Από τη λαμπρή ένωση γεννήθηκε ο ήρωας Άργος. Δεν είναι σαφές αν αυτός έδωσε το όνομά του στην πόλη του Φορωνέα ή αν σ” αυτόν οφείλεται η ίδρυση μιας νέας πόλης. Σε κάθε περίπτωση, οι Έλληνες θεωρούσαν το Άργος την αρχαιότερη πόλη της χώρας τους.
Κόσμησαν αυτό τον ασύγκριτο τίτλο ευγενείας μ” ένα στέμμα από θαυμάσιους μύθους, οι οποίοι αφήνουν να διαφανούν τα γεγονότα που έδωσαν μορφή στον ελληνικό πολιτισμό μέσω των σχέσεων με τους άλλους πολιτισμούς της ανατολικής Μεσογείου.
Στην lλιάδα οι πολεμιστές της Ελληνικής στρατιάς αποκαλούνται Αχαιοί, αλλά και Αργείοι και Δαναοί, ένα άλλο όνομα το οποίο, όπως θα δούμε, ανήκει στη μυθολογική παράδοση του Άργους.
Έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες γι” αυτό το γεγονός. Ίσως όμως θα πρέπει να αναγνωρίσουμε και σ” αυτό τα ίχνη της πανάρχαιης παράδοσης που συνέδεε το Άργος με τις πρώτες εκδηλώσεις της οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης στην Ελληνική Γη.
~ Από το βιβλίο των dario & lia del corno «στη γη του μύθου» Εκδοτικός Οίκος Λιβάνη
Η αναρχία στην αρχαιότητα (φωτό)
2
0
0
Google +
0
Αν κάποιος μας ζητούσε να πούμε τις πρώτες λέξεις που συνειρμικά θα έρχονταν στον νου μας με τη φράση «αρχαία Ελλάδα», οι περισσότεροι θα αναφέραμε, μεταξύ άλλων, τη δημοκρατία, τον Νόμο, τον πολυθεϊσμό, τη δουλεία. Τόσο άρρηκτα συνυφασμένες είναι οι έννοιες αυτές με τη σκέψη και τον τρόπο ζωής του αρχαίου Έλληνα, τόσο θεμελιώδης ήταν ο ρόλος τους στη γένεση και εξέλιξη του τελειότερου για την αρχαιότητα ελληνικού πολιτισμού.
Κι όμως, μέσα στην ακλόνητη σταθερότητα των αξιών αυτών, μέσα στην αδιάλειπτη για αιώνες συνεχειά τους, ακούστηκαν σκόρπιες οι «παραφωνίες» λιγοστών ανθρώπων, που με το οξύ πνεύμα τους ξεπέρασαν την εποχή τους. Το κάλεσμά τους για μια διαφορετική θεώρηση του κόσμου έπεσε τότε στο κενό, «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Μάταια ο Αντιφών καταδίκαζε τη δουλεία διακηρύσσοντας ότι όλοι οι άνθρωποι είναι φύσει όμοιοι. Tο ίδιο μάταια και ο Ξενοφάνης εκθρόνιζε τους 12 ανθρωπόμορφους θεούς του Oλύμπου, για να ανεβάσει στο βάθρο τους τον έναν και μοναδικό Θεό. Kαι είναι επίσης γνωστό ότι ο «προ Xριστού χριστιανός» Σωκράτης κατηγορήθηκε, γιατί αμφισβητούσε την παραδοσιακή θρησκεία των Eλλήνων.
O ρους της ιστορίας, ωστόσο, ανέδειξε τους «αιρετικούς» της αρχαιότητας σε απόστολους και προφήτες του σύγχρονου πολιτισμού. Tο δουλοκτητικό σύστημα, αν και όψιμα, κατέρρευσε και μόνο η ντροπή του έχει επιβιώσει στη μνήμη της ανθρωπότητας. O χριστιανικός μονοθεϊσμός έχει διαποτίσει στο πέρασμα είκοσι αιώνων όχι μόνο τις θεολογικές αντιλήψεις των δυτικών λαών, αλλά και τον πολιτισμό τους στο σύνολό του, παραμένοντας η κυρίαρχη θρησκεία του δυτικού κόσμου. Kάποιες άλλες παράταιρες αντιλήψεις αρχαίων φιλοσόφων εγκλωβίστηκαν στη λήθη, για να επανέλθουν όμως σφοδρότερες χιλιάδες χρόνια μετά, πάλι ως προκλήσεις και αποκλίσεις από τους σύγχρονους κοινωνικούς κανόνες.
O αναρχισμός στα νεώτερα χρόνια
Eδώ θα συναντήσουμε τη θεωρία του αναρχισμού, που αν και προσέλκυσε πολλούς στοχαστές και φιλοσόφους στο διάβα των αιώνων, παραμένει ακόμη στη σφαίρα της ουτοπίας. Kατά τη διάρκεια του 19ου αι. ο αναρχισμός ως θεωρία και κίνημα άνθησε στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες και απέκτησε τους σημαντικότερους υπερασπιστές του (Mπακούνιν, Kροπότκιν, Προυντόν). Tον επόμενο αιώνα ο αναρχισμός βρίσκει απήχηση στην Aμερική και στην Iαπωνία, η γεωγραφική, όμως, εξάπλωση δεν αποτρέπει την παρακμή του, που επήλθε λόγω του ανταγωνισμού από τον κομμουνισμό, της εμπλοκής οπαδών του σε βίαιες ενέργειες και της καχυποψίας των κυβερνώντων. Mε το τέλος του B’ Παγκοσμίου Πολέμου ο αναρχισμός επιστρέφει δριμύτερος και δίνει το στίγμα του στην ειρηνικη αντίσταση του Γκάντι κατά της αγγλικής κυριαρχίας στην Ινδία, στα φοιτητικά κινήματα στην Ευρώπη, στις Η.Π.Α. και στην Ιαπωνία, στο ρεύμα αμφισβήτησης των σύγχρονων βιομηχανικών κοινωνιών από πολίτες ή οργανώσεις σε όλο τον κόσμο.
Η γένεση του αναρχισμού στην αρχαία Ελλάδα Αλλά το διφορούμενο δόγμα του αναρχισμού, που δέχτηκε τις μεγαλύτερες επικρίσεις και τους μεγαλύτερους επαίνους, δεν είναι γέννημα και πρωτοτυπία των Ευρωπαίων στοχαστών του 19ου αι. Πολύ πριν από αυτούς, Έλληνες φιλόσοφοι είχαν διακηρύξει τις βασικές αρχές μιας αναρχικής κοινωνίας και είχαν προτείνει έναν τρόπο ζωής εναρμονισμένο όχι με τους νόμους του κράτους, αλά με το φυσικό δίκαιο που κάθε άνθρωπος κατέχει. Είναι βέβαια απορίας άξιο πώς γεννήθηκαν τέτοιες αντιλήψεις σε έναν λαό που είχε συγκροτήσει δεκάδες τέλεια οργανωμένα κράτη (τις πόλεις –κράτη) και που είχε τάξει τη ζωή του στην υπηρεσία του Νόμου, του υπέρτατου για τους Έλληνες άρχοντα.
Το ανήσυχο ελληνικό πνεύμα, η πολυφωνία, η ελευθερία σκέψης και λόγου, που σφράγισαν τον αρχαίο πολιτισμό μας, δίνουν βέβαια εύλογες εξηγήσεις για το παράδοξο αυτό. Σ’ αυτά πρέπει να προστεθεί και η αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων για το νόημα του Νόμου. Ο Νόμος, λοιπόν, για τον αρχαίο Έλληνα, είναι δισυπόστατος: είναι το σύνολο των γραπτών νόμων που εξασφαλίζουν την ευρυθμία και την ευημερία της πόλης και των πολιτών, αλλά και το άγραφο δίκαιο που είναι έμφυτο και επιβάλλεται όχι από τον φόβο κυρώσεων, αλλά από το αίσθημα της αιδούς, που, όπως διαβάζουμε στον «Πρωταγόρα» του Πλάτωνα, μοίρασε ο Ερμής σε όλους τους ανθρώπους. Η σχέση ανάμεσα στο γραπτό και άγραφο δίκαιο και η υπεροχή του ενός έναντι του άλλου απασχόλησαν στην αρχαιότητα πολλούς ανθρώπους του πνεύματος και αποτέλεσαν την αφετηρία για τους αναρχικούς φιλοσόφους.
Πριν γνωρίσουμε τους πρώτους αυτούς «αναρχικούς», είναι χρήσιμο να δούμε τι πρεσβεύει γενικά το δόγμα του αναρχισμού. Ο αναρχισμός, λοιπόν, απορρίπτει τους νόμους που έχουν θεσπιστεί από ανθρώπους, καταδικάζει την ατομική ιδιοκτησία και την ύπαρξη εξουσίας, θεωρεί μάλιστα και τις δύο γενεσιουργές αιτίες του εγκλήματος. Αντίθετα, η ανυπαρξία νόμων, ιδιοκτησίας και εξουσίας, οδηγεί στην πραγματική δικαιοσύνη και στη δημιουργία μιας ελεύθερης, φυσικής κοινωνίας που βασίζεται στην αλληλοβοήθεια.
Αυτές τις αντιλήψεις θα τις συναντήσουμε και στη φιλοσοφική σκέψη αρχαίων Ελλήνων, διάσπαρτες όμως ή παραλλαγμένες ή ειπωμένες με ηπιότερο τόνο. Κι αυτό, γιατί στην αρχαιότητα δεν δημιουργήθηκε κάποιο φιλοσοφικό κίνημα αμιγώς αναρχικό με τη σημερινή έννοια του όρου, ούτε κάποιος φιλόσοφος προσδιόρισε τον εαυτό του ως τέτοιον. Επομένως, οι όροι «αναρχικός» και «αναρχισμός» είναι αδόκιμοι για την εποχή που θα εξετάσουμε και ίσως ξενίζουν, ωστόσο μόνο αυτοί μπορούν να αποδώσουν με τον όσο πιο δυνατόν εύστοχο τρόπο ανάλογες ιδέες της αρχαιότητας.
Αντιφών ο Αθηναίος
Ο πρώτος που αμφισβήτησε τους θεσμούς της πολιτείας ήταν ο Αντιφών ο Αθηναίος. Στην καρδιά της κλασικής εποχής (μέσα 5ου αι. π.Χ.) ο σοφιστής αυτός διατύπωσε δύο αδιανόητες για τότε απόψεις: α) όλοι οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους όμοιοι, β) οι νόμοι της πολιτείας είναι αυθαίρετοι κανονισμοί. Για τον Αντιφώντα οι νόμοι της πολιτείας είναι αμοιβαίες συμφωνίες ανάμεσα στους ανθρώπους και επίκτητοι. Απέναντί τους στέκονται, σαφώς ανώτεροι, οι νόμοι της φύσης, που υπαγορεύονται από την ανάγκη. Η φύση, περισσότερο από τον νόμο, βρίσκεται κοντά στην αλήθεια και σ’ αυτήν οδηγεί τον άνθρωπο με αρωγό τον ορθό λόγο. Ως εδώ, οι ιδέες του Αντιφώντα δεν ακούγονται και τόσο ακραίες. Προχωρώντας όμως ακόμη πιο πέρα, ο Αντιφών ταυτίζει τον νόμο με τον ανθρώπινο πολιτισμό, τον οποίο επίσης απορρίπτει. Διότι ο πολιτισμός αντιτίθεται στην ισότητα που υπαγορεύει η φύση και παραβιάζει τη φυσική δικαιοσύνη, αφού χαρακτηρίζεται από εθνικές και κοινωνικές διακρίσεις. Από αυτή την άποψη, οι πρωτόγονες φυλές, κατά τον Αντιφώντα, βρίσκονται πιο κοντά στην ευτυχία απ’ ό,τι οι πολιτισμένοι λαοί.
Μόνο η φύση και ο πρωτογονισμός, βέβαια, δεν αρκούν, για να εξασφαλίσουν στους ανθρώπους έναν τρόπο ζωής ομαλό και εποικοδομητικό. Προϋποθέσεις απαραίτητες που ορίζει ο Αντιφών είναι η ομόνοια ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας, δηλαδή η σύμπνοια αντιλήψεων, και η παιδεία. Σχετικά με τη σημασία της τελευταίας στην εξέλιξη του ανθρώπου, ο Αντιφών χρησιμοποιεί ως σημείο αναφοράς ―τι άλλο;― τη φύση: όπως και η ποιότητα του σπόρου που φυτεύεται καθορίζει την ανάπτυξη του φυτού και το θωρακίζει απέναντι στη βροχή ή στην αμβροσία, όμοια και το είδος της παιδείας επιδρά στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και δημιουργεί στον άνθρωπο ισχυρές εσωτερικές αντιστάσεις απέναντι σε εξωτερικούς αλλοτριωτικούς παράγοντες.
Ζήνων ο Κιτιεύς
Τη φύση ως πρότυπο ζωής προέβαλε και ο Ζήνων ο Κιτιεύς (από το Κίτιο της Κύπρου, 335-263 π.Χ.), ιδρυτής τους Στωικισμού. Οι άνθρωποι πρέπει να ζουν «ομολογουμένως τη φύσει», δηλαδή ανάλογα προς τη φύση, η οποία είναι και ο γενικός νόμος του κόσμου. Ο Θεός, που είναι η ψυχή του κόσμου αυτού και ταυτίζεται με τον ορθό λόγο, μεριμνά με την απόλυτη σοφία του για την τάξη και τον ρυθμό του Σύμπαντος. Συγκεκριμένα ο Ζήνων έλεγε: «Ως σκοπός ορίζεται η ζωή σε συμφωνία με τη φύση, ή, μ’ άλλα λόγια, σε συμφωνία με την ίδια μας την ανθρώπινη φύση, όπως επίσης και μ’ εκείνη του Σύμπαντος, μια ζωή στην οποία αποφεύγουμε κάθε πράξη που απαγορεύεται από τον κοινό για όλα τα όντα νόμο, δηλαδή τον ορθό λόγο, που διαποτίζει όλα τα όντα και ταυτίζεται με τον Δία, αφέντη και κυρίαρχο των πάντων».
Ο άνθρωπος μπορεί να κατακτήσει την ευδαιμονία, όταν η ζωή του εναρμονίζεται με τη φύση και τον θείο λόγο και όταν θέτει ως μοναδικό σκοπό της ζωής του την αρετή. Τα εξωτερικά αγαθά, όπως η υγεία και ο πλούτος, ελάχιστη σημασία έχουν και είναι μάλλον άξια περιφρόνησης. Αναφέρεται μάλιστα και κάποιο περιστατικό από τη ζωή του Ζήνωνα: Όταν το καράβι με το οποίο ταξίδευε ναυάγησε και έχασε όλη την περιουσία του, ο Κύπριος φιλόσοφος είπε την περίφημη ρήση: «Τώρα που ναυάγησα, έχω καλό ταξίδι». Την επιζήμια επίδραση του πλούτου και το άδικο της ατομικής ιδιοκτησίας στιγμάτιζε επίσης, όταν έλεγε πως «η πολυτέλεια κάνει φτωχό τον πλούσιο και διπλασιάζει τη δυστυχία των φτωχών» και πως «οι καρποί ανήκουν σε όλους, η γη σε κανέναν».
Ακόμη πιο κοντά στα ιδεώδη του αναρχισμού μας φέρνει η «Πολιτεία» του Ζήνωνα, έργο από το οποίο ελάχιστα αποσπάσματα έχουν σωθεί. Στον κόσμο που φαντάζεται ο Ζήνων δεν υπάρχουν δικαστήρια, όργανα τάξης, στρατός, ναοί, χρήματα, ούτε καν σχολεία και γάμοι. Οι άνθρωποι ζουν όλοι μαζί, σαν αγέλη, σε μία οικουμενική κοινότητα που λειτουργεί με τα ίδια ήθη και τους ίδιους φυσικούς νόμους. Σε αυτήν την «ακρατική» κοινωνία, που διέπεται από πλήρη ελευθερία και ισότητα, δεν υπάρχει περιουσία ούτε οικογένεια. Το πώς οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν με αυτές τις συνθήκες ειρηνικά εξηγείται απλά και αυτονόητα: εκτός από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, κάθε άνθρωπος έχει μέσα του και το κοινωνικό ένστικτο, που τον οδηγεί στη σύνδεση και στη συνεργασία με τους συνανθρώπους του με σκοπό το κοινό καλό. Αν, λοιπόν, οι άνθρωποι ακολουθούν τα έμφυτα ένστικτά τους αλλά και τη λογική, η οποία μπορεί να καθορίσει την ηθικότητα, θα ζουν αρμονικά, και ο πειθαναγκαστικός ρόλος των νόμων και των θεσμών θα είναι πια άχρηστος.
Ο Κροπότκιν, ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του αναρχισμού, απέδωσε στον Ζήνωνα τον τίτλο του «καλύτερου εκφραστή της αναρχικής φιλοσοφίας στην αρχαία Ελλάδα». Οι ιδέες του επιβίωσαν και στους πνευματικούς απογόνους του για αιώνες. Οι Στωικοί, που συνέχισαν την παράδοση της Σχολής που ίδρυσε ο Ζήνων, εμμένουν στη βασική αρχή ότι ο άνθρωπος πρέπει να ζει έλλογα και σύμφωνα με τη φύση, ενώ καταδικάζουν κάθε αυθαιρεσία του ατόμου. Θεωρούν την αρετή το ύψιστο αγαθό και τη σοφία απαραίτητο όρο για το λειτούργημα του πολιτικού, του ρήτορα, του παιδαγωγού. Εξακολουθούν βέβαια να πιστεύουν ότι όλα τα κράτη είναι κακά, επειδή ο πολιτικός, λόγω της ίδιας της φύσης του κράτους, κάποιες φορές θα πρέπει να δυσαρεστήσει ή τους θεούς ή τον λαό.
Στα μεταχριστιανικά χρόνια ο Επίκτητος, απελεύθερος δούλος, χάρισε στον Στωικισμό την τελευταία του αναλαμπή. Μαζί του και ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος Αντωνίνος, που όμως πρόδωσε τις αρχές του με τον καθόλου στωικό διωγμό που εξαπέλυσε κατά των χριστιανών (2ος αι.). Ο Επίκτητος ταύτισε τη φυσική ζωή με την αρετή, διακηρύσσοντας ότι «το κατα φύσιν ζην, τουτ’ oστι κατ\ αρετήν ζην». Πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος είναι εκείνος ο οποίος πράττει πάντα κατά τη δική του θέληση και τον οποίο κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει. Η ικανοποίηση των επιθυμιών μας δεν πρέπει ούτε να εναποτίθεται στα χέρια κανενός ούτε να μας υποτάσσει σε πράγματα και ανθρώπους.
Διογένης και Κυνικοί
Αν στους Στωικούς συναντούμε την αναρχική θεωρία, στους Κυνικούς θα βρούμε την αναρχική πράξη με την πανηγυρική και προληπτική διάλυση κάθε αξίας και θεσμού της οργανωμένης κοινωνίας. Ο περίφημος Διογένης ο Σινωπεύς (412-323 π.Χ.), ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του κινήματος των Κυνικών, δεν συγκρότησε ένα θεωρητικό σύστημα αξιών, αλλά με τις πράξεις του γελοιοποίησε, εξευτέλισε κυριολεκτικά τις κυρίαρχες κοινωνικές συμβάσεις, σε σημείο που δύσκολα θα έφτανε και ο πιο ριζοσπαστικός αναρχικός της εποχής μας. Το έδαφος είχε ήδη προλειάνει ο Αντισθένης, ιδρυτής των Κυνικών, ο οποίος κήρυττε δημοσίως ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει κυβέρνηση, ατομική ιδιοκτησία, επίσημη θρησκεία, γάμος.
Για τον Διογένη μόνο η ικανοποίηση των φυσικών αναγκών οδηγεί στην ευτυχία και καμία σωματική ανάγκη δεν μπορεί να θεωρηθεί ανήθικη, αφού η φύση τις δημιουργεί όλες. Ωστόσο, οι φυσικές ανάγκες μπορούν να δαμαστούν με την άσκηση, δηλαδή με το να ασκεί κάποιος το σώμα του, ώστε να περιορίζονται οι ανάγκες του στο ελάχιστο δυνατό. Αυτό θα βοηθήσει τον άνθρωπο να αποκτήσει αυτάρκεια: όσο πιο λίγες και απλές είναι οι ανάγκες του, τόσο πιο εύκολα θα μπορεί να τις ικανοποιεί. Η παράδοση στις σωματικές απολαύσεις συνιστά αδυναμία αλλά και αδικία. Στον ευτραφή ρήτορα Αναξιμένη έλεγε σαρκαστικά ο Διογένης: «Αναξιμένη, δώσε λίγη κοιλιά και στους φτωχούς». Είναι γνωστό πως ο Διογένης ζούσε σε ένα πιθάρι και ανάμεσα στα λιγοστά πράγματά του είχε και ένα ποτήρι. Κάποτε, όμως, που πήγε σε μια πηγή για να ξεδιψάσει, είδε ένα παιδί να πίνει νερό με τα χέρια του. Κατάλαβε τότε πως το ποτήρι ήταν κάτι περιττό, μια ψεύτικη ανάγκη, και το πέταξε μακριά.
Ο Διογένης και οι μεταγενέστεροί του Κυνικοί απορρίπτουν ό,τι σηματοδοτεί τον ανθρώπινο πολιτισμό. Ο Νόμος δεν έχει καμία απολύτως αξία απέναντι στη φύση, διότι οι νόμοι είναι ανθρώπινα έργα και διαφέρουν από χώρα σε χώρα, επομένως δεν έχουν αντικειμενικό κύρος και είναι ανάξιοι σεβασμού. Για τον λόγο αυτό, ακριβώς, κανένα δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να κρίνει τις πράξεις κάποιου, ούτε και οποιαδήποτε εξουσία έχει το δικαίωμα να καθορίζει τη ζωή των ανθρώπων. Θυμόμαστε εδώ την παρρησία με την οποία απάντησε σαν ίσος προς ίσο ο Διογένης στον Μέγα Αλέξανδρο, όταν τον ρώτησε τι επιθυμεί να κάνει γι’ αυτόν: «Να πας πιο πέρα, γιατί μου κρύβεις τον ήλιο».
Το χρήμα είναι κι αυτό άχρηστο και επιζήμιο και απερίφραστα ο Διογένης πρόσταζε: «Καταστρέψτε το νόμισμα». Κι έχει σημασία να θυμηθούμε εδώ πως οι λέξεις «νόμισμα» και «νόμος» έχουν στην ελληνική την ίδια ρίζα. Και τον πόλεμο τον καυτηρίασε ο Διογένης με τον δικό του, ιδιότυπο τρόπο: Οι Κορίνθιοι προετοιμάζονταν πυρετωδώς για να πολεμήσουν τον Φίλιππο της Μακεδονίας και για να μη φανεί ότι ο Διογένης μένει άπρακτος, πήρε κι αυτός το πιθάρι του και άρχισε να το τσουλάει πάνω κάτω! Η ισχύουσα ηθική δεν θα ξέφευγε βεβαίως από το στόχαστρο του καυστικού φιλόσοφου και ήταν τέτοια η περιφρόνηση για τους κοινωνικούς κανόνες και η αναισχυντία του που δεν δίσταζε να συνευρίσκεται με κοινές γυναίκες στη μέση του δρόμου.
Ο Διογένης άφησε πίσω του μαθητές που ακολούθησαν τον ίδιο τρόπο ζωής και καυτηρίασαν έμπρακτα την αφύσικη και τεχνητή ζωή του πολιτισμού. Από τους πιο γνωστούς συνεχιστές του είναι ο Κράτης o Θηβαίος, που έζησε ως επαίτης, έχοντας μάλιστα στο πλευρό του την Ιππαρχία, κοπέλα από αρχοντική οικογένεια και αδελφή τού επίσης Κυνικού Μητροκλή.
Ο Κυνισμός μας εκπλήσσει όχι μόνο με τις ανατρεπτικές αρχές του, αλλά και με τη μακροβιότητά του. Το 362 μ.Χ. ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιουλιανός γράφει σε κάποιον σύγχρονό του Κυνικό, τον Ηράκλειο, αναφερόμενος στον επίσης Κυνικό Οινόμαο, που έζησε τα ρωμαϊκά χρόνια: «Αυτός λοιπόν είναι ο στόχος του, να υπονομεύσει κάθε σεβασμό προς τους θεούς, να γελοιοποιήσει όλη την ανθρώπινη σοφία, να ποδοπατήσει όλους τους νόμους για την τιμή και τη δικαιοσύνη και επιπλέον, να ποδοπατήσει εκείνους τους νόμους οι οποίοι χαράχτηκαν από τους θεούς στις ψυχές μας… Οι ληστές βρίσκουν καταφύγιο σε έρημες περιοχές, ενώ αντίθετα οι Κυνικοί πηγαινοέρχονται ανάμεσά μας, υπονομεύοντας τους κοινωνικούς θεσμούς».
Η αθηναϊκή δημοκρατία
Οι Κυνικοί λοιπόν, που ζούσαν σαν τα σκυλιά (κύων=σκύλος) και «γάβγιζαν» για την πλάνη των συνανθρώπων τους και τις ανόητες κοινωνικές συμβάσεις, υπήρξαν ξεκάθαρα, όπως και οι Στωικοί, οι «αναρχικοί» της αρχαιότητας. Ούτε όμως οι Κυνικοί ούτε οι Στωικοί κατάφεραν ν’ αλλάξουν την κοινωνία και να τη θεμελιώσουν πάνω σε αναρχικά ιδεώδη. Αυτό ωστόσο το είχε ήδη πετύχει πριν από αυτούς ο αθηναϊκός δήμος. Κι αν αυτό ακούγεται απίστευτο, αρκεί να αναλογιστούμε πώς λειτουργούσε η αθηναϊκή πολιτεία. Ποιοι έπαιρναν τις αποφάσεις; Ποιοι ψήφιζαν νόμους; Ποιοι δίκαζαν; Σε κάθε απάντηση θα βρούμε τους Αθηναίους πολίτες, τον ίδιο τον λαό.
Με τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα, του Κλεισθένη (6ος αι. π.Χ.), του Εφιάλτη και του Περικλή (5ος αι. π.Χ.), η εξουσία πέρασε σταδιακά εξ ολοκλήρου στα χέρια του αθηναϊκού δήμου και μόνο το δικαστήριο του Αρείου Πάγου παρέμεινε στους ευγενείς, διατηρώντας ωστόσο περιορισμένες αρμοδιότητες. Από τον Σόλωνα ήδη θεσπίστηκε η Ηλιαία, λαϊκό δικαστήριο που το αποτελούσαν 6.000 πολίτες, εκλεγμένοι με κλήρο, και που απέκτησε μεγάλη δύναμη τα επόμενα χρόνια.
Με κλήρο πάλι ορίζονταν τα μέλη της Βουλής, η οποία επόπτευε και συντόνιζε οτιδήποτε αφορούσε τον δημόσιο βίο: θέματα εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής, θρησκευτικές εκδηλώσεις, διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, πολεμική προπαρασκευή. Τέλος, επεξεργαζόταν τα θέματα που θα υποβάλλονταν για συζήτηση στην εκκλησία του δήμου. Για το αθηναϊκό πολίτευμα είχε τόσο μεγάλη σημασία το να μπορούν να συμμετέχουν στη Βουλή ακόμη και οι πιο απλοί πολίτες, ώστε είχε οριστεί και χρηματική αποζημίωση για τους βουλευτές κατά τη διάρκεια της θητείας τους.
Η καρδιά βέβαια της αθηναϊκής δημοκρατίας ήταν η εκκλησία του δήμου, στην οποία συμμετείχαν όλοι οι Αθηναίοι πολίτες άνω των 20 ετών. Συνεδρίαζε τακτικά και εκτάκτως περίπου 40 φορές τον χρόνο και οι δικαιοδοσίες της ήταν περισσότερες και από αυτές μιας σύγχρονης δημοκρατικής κυβέρνησης: ψήφιζε νόμους, εξέλεγε κάποιους άρχοντες, επέβαλλε ποινές ακόμη και θανατικές, εξόριζε ή δήμευε την περιουσία επικίνδυνων πολιτών, ακύρωνε αποφάσεις δικαστηρίων, έλεγχε τα όργανα της διοίκησης, αποφάσιζε την κήρυξη πολέμου ή τη σύναψη ειρήνης, οργάνωνε τις πολεμικές επιχειρήσεις, καθόριζε την οικονομική πολιτική του κράτους. Η απεριόριστη δύναμη των πολιτών φαίνεται και από τη διαδικασία του οστρακισμού, με τον οποίο οι Αθηναίοι ύστερα από ψηφοφορία εξόριζαν για 10 χρόνια όποιον θεωρούσαν απειλή για τη δημοκρατία τους.
Ο τελευταίος μοχλός του αθηναϊκού πολιτεύματος ήταν οι δέκα στρατηγοί. Εκλέγονταν από την εκκλησία του δήμου και είχαν μονοετή θητεία, στο τέλος της οποίας λογοδοτούσαν ενώπιον του λαού. Αν και είχαν τέτοιο δυναμισμό και κύρος, ώστε να μπορούν να πείθουν τα πλήθη, ήταν απλώς εκτελεστικά όργανα της λαϊκής βούλησης, την οποία έπρεπε να ικανοποιούν, καθώς ο έλεγχος από τους πολίτες και τη Βουλή ήταν διαρκής και ασφυκτικός.
Αν και το αθηναϊκό πολίτευμα ονομαζόταν δημοκρατία, καταλαβαίνουμε από τα παραπάνω ότι λειτουργούσε πολύ διαφορετικά από τη δημοκρατία των σύγχρονων κρατών. Βεβαίως, στην Αθήνα υπήρχαν εξουσίες, νόμοι και ιδιοκτησία, υπήρχαν δηλαδή όλοι εκείνοι οι θεσμοί που έχουν συγκεντρώσει τα πυρά των αναρχικών. Από την άλλη πλευρά, όμως, η αθηναϊκή δημοκρατία βασίστηκε στην ολοκληρωτική και παντοειδή συμμετοχή του λαού στη δημόσια ζωή ―το κύριο αίτημα των αναρχικών έφτασε κοντά στην πραγμάτωση του αναρχισμού περισσότερο από κάθε άλλο πολίτευμα στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή
Αυτή η πολιτεία ήταν που ενέπνευσε την πνευματική της αφρόκρεμα να υμνήσει την αναρχική φύση του ανθρώπου που εκδηλώνεται πανίσχυρη, όταν το απαιτήσουν οι περιστάσεις. Ο Σοφοκλής δημιούργησε μια Αντιγόνη που δεν φοβάται να συντρίψει την έπαρση του βασιλιά Κρέοντα, ο οποίος θέλησε να καταπατήσει το φυσικό δίκαιο με μία ανόσια διαταγή (να μείνει άταφος ο Πολυνείκης, αδελφός της Αντιγόνης). Η Αντιγόνη επιλέγει χωρίς δεύτερη σκέψη να υποταγεί στους άγραφους νόμους και να θάψει τον αδελφό της, θυσιάζοντας τη ζωή της. Κι όταν έκπληκτος ο Κρέων τη ρωτά πώς είχε το θράσος να παραβεί τη διαταγή του, εκείνη, πάντα αγέρωχη μα και ανθρώπινη, του απαντά:
Δεν ήταν ο Δίας που με διέταξε
ούτε η Δίκη που κατοικεί μαζί με τους θεούς του κάτω κόσμου
όρισε τέτοιους νόμους στους ανθρώπους.
Ούτε και πίστευα πως οι δικές σου διαταγές έχουν τόση δύναμη ώστε εσύ, αν και θνητός,
να μπορείς να περιφρονείς τους άγραφους κι ακλόνητους νόμους των θεών.
Γιατί αυτοί δεν υπάρχουν μόνο σήμερα και χθες, αλλά από πάντα κι ούτε κανείς γνωρίζει πότε φάνηκαν.
Εγώ λοιπόν, δεν είχα σκοπό από φόβο μπροστά στην έπαρση ενός ανθρώπου, να τους παραβώ και να τιμωρηθώ ενώπιον των θεών.
Η Αντιγόνη οδηγείται στον θάνατο με ηρωικό μεγαλείο, ενώ ο Κρέων, ολοκληρωτικά συντετριμμένος, απομένει μια άθλια σκιά του εαυτού του, κραυγάζοντας σιωπηλά ότι η σύγκρουση με το άγραφο δίκαιο είναι μονόδρομος που οδηγεί στην καταστροφή.
Αναρχική διαμαρτυρία βρίσκουμε και στα τρία αντιπολεμικά έργα του Αριστοφάνη.
Στους «Αχαρνής» ο καυστικός κωμωδιογράφος απευθύνει έκκληση στους συμπολίτες του για μαζική πολιτική ανυπακοή ως πίεση για τον τερματισμό του Πελοποννησιακού Πολέμου. Στην «Ειρήνη» οι άνθρωποι του λαού απελευθερώνουν την έγκλειστη σε σπηλιά ειρήνη και βάζουν τέλος στον πολυετεή πόλεμο. Στη «Λυσιστράτη», τέλος, οι γυναίκες όλης της Ελλάδας κηρύσσουν σεξουαλική απεργία ως αντίποινα για τον πόλεμο και αναγκάζουν τους άνδρες σε ειρήνη. Οι πολεμοκάπηλοι και οι πολιτικοί, που «για να βρίσκουν τον τρόπο να κλέβουν / ξεσηκώνουν γι’ αυτό αναμπουμπούλες», μπαίνουν στην άκρη και ο ίδιος ο λαός με επαναστατικό οίστρο παίρνει τη ζωή στα χέρια του και ορίζει τη μοίρα του.
Σωκράτης και Πλάτωνας
Τέλος, Αθηναίοι φιλόσοφοι άφησαν στη σκέψη τους και μια χαραμάδα για τον αναρχισμό, παρότι ο στοχασμός και ο τρόπος ζωής τους απείχαν πολύ από ανάλογα ιδεώδη. Ο Σωκράτης δεν πρόδωσε την ατομική του συνείδηση ούτε όταν άκουσε από το στόμα των δικαστών του την καταδικαστική απόφαση σε βάρος του. Δεν προσπάθησε με την απολογία του να ευχαριστήσει το ακροατήριό του ούτε και ζήτησε άφεση αμαρτιών, αντίθετα στους δικαστές που τον καταδίκασαν σε θάνατο απάντησε με νηφάλια αξιοπρέπεια: «Δεν θεώρησα πως για τον κίνδυνο του θανάτου έπρεπε να κάνω οτιδήποτε ανελεύθερο, ούτε τώρα μετανιώνω για την απολογία μου, αλλά προτιμώ πολύ περισσότερο να πεθάνω με τέτοια απολογία, παρά να ζήσω με άλλο τρόπο».
Και ο Πλάτων, αν και στην ιδεατή Πολιτεία του δέχεται τη διάκριση των πολιτών και την εξουσία, απαγορεύει εντούτοις την προσωπική περιουσία και παραγκωνίζει τους νόμους. Στη θέση των τελευταίων δεν βάζει φυσικά την αναρχία ούτε καν τη δημοκρατία που επίσης αντιπαθούσε, αλλά τους άρχοντες. Και όμως, το επιχείρημα που χρησιμοποιεί στον «Πολιτικό» του θα μπορούσαμε κάλλιστα να το ακούσουμε από το στόμα ενός αναρχικού: «Δεν θα μπορούσε ποτέ ο νόμος να συμπεριλάβει το καλύτερο και ταυτόχρονα το δικαιότερο για όλους με ακρίβεια, έτσι ώστε να εκδίδει τις πιο ωφέλιμες διαταγές… (δεν μπορεί) να βγάζει για ένα ζήτημα κάποιον απλό κανόνα που να ισχύει για όλες τις περιπτώσεις και για πάντα». Ψήγματα αναρχικής σκέψης συναντούμε και σε άλλους Έλληνες φιλοσόφους, όπως στον Αρίστιππο τον Κυρηναίο και στον Επίκουρο.
Κοινός παρονομαστής παραμένει η υπεροχή της φυσικής εξουσίας του ατόμου έναντι της κρατικής, με έμφαση όμως εδώ στη σημασία της ηδονής. Με όλες πάντως τις διαφορές και τα γενικότερα φιλοσοφικά πλαίσια που περιβάλλουν τα αναρχικά κηρύγματα της αρχαιότητας, γεγονός είναι ότι ο αναρχισμός βρήκε την αρχή και δόμησε τις αρχές του χάρη στο όχι πάντα αναρχικό, αλλά οπωσδήποτε άναρχο πνεύμα των Ελλήνων
.
2
0
0
0
Αν κάποιος μας ζητούσε να πούμε τις πρώτες λέξεις που συνειρμικά θα έρχονταν στον νου μας με τη φράση «αρχαία Ελλάδα», οι περισσότεροι θα αναφέραμε, μεταξύ άλλων, τη δημοκρατία, τον Νόμο, τον πολυθεϊσμό, τη δουλεία. Τόσο άρρηκτα συνυφασμένες είναι οι έννοιες αυτές με τη σκέψη και τον τρόπο ζωής του αρχαίου Έλληνα, τόσο θεμελιώδης ήταν ο ρόλος τους στη γένεση και εξέλιξη του τελειότερου για την αρχαιότητα ελληνικού πολιτισμού.
Κι όμως, μέσα στην ακλόνητη σταθερότητα των αξιών αυτών, μέσα στην αδιάλειπτη για αιώνες συνεχειά τους, ακούστηκαν σκόρπιες οι «παραφωνίες» λιγοστών ανθρώπων, που με το οξύ πνεύμα τους ξεπέρασαν την εποχή τους. Το κάλεσμά τους για μια διαφορετική θεώρηση του κόσμου έπεσε τότε στο κενό, «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Μάταια ο Αντιφών καταδίκαζε τη δουλεία διακηρύσσοντας ότι όλοι οι άνθρωποι είναι φύσει όμοιοι. Tο ίδιο μάταια και ο Ξενοφάνης εκθρόνιζε τους 12 ανθρωπόμορφους θεούς του Oλύμπου, για να ανεβάσει στο βάθρο τους τον έναν και μοναδικό Θεό. Kαι είναι επίσης γνωστό ότι ο «προ Xριστού χριστιανός» Σωκράτης κατηγορήθηκε, γιατί αμφισβητούσε την παραδοσιακή θρησκεία των Eλλήνων.
O ρους της ιστορίας, ωστόσο, ανέδειξε τους «αιρετικούς» της αρχαιότητας σε απόστολους και προφήτες του σύγχρονου πολιτισμού. Tο δουλοκτητικό σύστημα, αν και όψιμα, κατέρρευσε και μόνο η ντροπή του έχει επιβιώσει στη μνήμη της ανθρωπότητας. O χριστιανικός μονοθεϊσμός έχει διαποτίσει στο πέρασμα είκοσι αιώνων όχι μόνο τις θεολογικές αντιλήψεις των δυτικών λαών, αλλά και τον πολιτισμό τους στο σύνολό του, παραμένοντας η κυρίαρχη θρησκεία του δυτικού κόσμου. Kάποιες άλλες παράταιρες αντιλήψεις αρχαίων φιλοσόφων εγκλωβίστηκαν στη λήθη, για να επανέλθουν όμως σφοδρότερες χιλιάδες χρόνια μετά, πάλι ως προκλήσεις και αποκλίσεις από τους σύγχρονους κοινωνικούς κανόνες.
O αναρχισμός στα νεώτερα χρόνια
Eδώ θα συναντήσουμε τη θεωρία του αναρχισμού, που αν και προσέλκυσε πολλούς στοχαστές και φιλοσόφους στο διάβα των αιώνων, παραμένει ακόμη στη σφαίρα της ουτοπίας. Kατά τη διάρκεια του 19ου αι. ο αναρχισμός ως θεωρία και κίνημα άνθησε στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες και απέκτησε τους σημαντικότερους υπερασπιστές του (Mπακούνιν, Kροπότκιν, Προυντόν). Tον επόμενο αιώνα ο αναρχισμός βρίσκει απήχηση στην Aμερική και στην Iαπωνία, η γεωγραφική, όμως, εξάπλωση δεν αποτρέπει την παρακμή του, που επήλθε λόγω του ανταγωνισμού από τον κομμουνισμό, της εμπλοκής οπαδών του σε βίαιες ενέργειες και της καχυποψίας των κυβερνώντων. Mε το τέλος του B’ Παγκοσμίου Πολέμου ο αναρχισμός επιστρέφει δριμύτερος και δίνει το στίγμα του στην ειρηνικη αντίσταση του Γκάντι κατά της αγγλικής κυριαρχίας στην Ινδία, στα φοιτητικά κινήματα στην Ευρώπη, στις Η.Π.Α. και στην Ιαπωνία, στο ρεύμα αμφισβήτησης των σύγχρονων βιομηχανικών κοινωνιών από πολίτες ή οργανώσεις σε όλο τον κόσμο.
Η γένεση του αναρχισμού στην αρχαία Ελλάδα Αλλά το διφορούμενο δόγμα του αναρχισμού, που δέχτηκε τις μεγαλύτερες επικρίσεις και τους μεγαλύτερους επαίνους, δεν είναι γέννημα και πρωτοτυπία των Ευρωπαίων στοχαστών του 19ου αι. Πολύ πριν από αυτούς, Έλληνες φιλόσοφοι είχαν διακηρύξει τις βασικές αρχές μιας αναρχικής κοινωνίας και είχαν προτείνει έναν τρόπο ζωής εναρμονισμένο όχι με τους νόμους του κράτους, αλά με το φυσικό δίκαιο που κάθε άνθρωπος κατέχει. Είναι βέβαια απορίας άξιο πώς γεννήθηκαν τέτοιες αντιλήψεις σε έναν λαό που είχε συγκροτήσει δεκάδες τέλεια οργανωμένα κράτη (τις πόλεις –κράτη) και που είχε τάξει τη ζωή του στην υπηρεσία του Νόμου, του υπέρτατου για τους Έλληνες άρχοντα.
Το ανήσυχο ελληνικό πνεύμα, η πολυφωνία, η ελευθερία σκέψης και λόγου, που σφράγισαν τον αρχαίο πολιτισμό μας, δίνουν βέβαια εύλογες εξηγήσεις για το παράδοξο αυτό. Σ’ αυτά πρέπει να προστεθεί και η αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων για το νόημα του Νόμου. Ο Νόμος, λοιπόν, για τον αρχαίο Έλληνα, είναι δισυπόστατος: είναι το σύνολο των γραπτών νόμων που εξασφαλίζουν την ευρυθμία και την ευημερία της πόλης και των πολιτών, αλλά και το άγραφο δίκαιο που είναι έμφυτο και επιβάλλεται όχι από τον φόβο κυρώσεων, αλλά από το αίσθημα της αιδούς, που, όπως διαβάζουμε στον «Πρωταγόρα» του Πλάτωνα, μοίρασε ο Ερμής σε όλους τους ανθρώπους. Η σχέση ανάμεσα στο γραπτό και άγραφο δίκαιο και η υπεροχή του ενός έναντι του άλλου απασχόλησαν στην αρχαιότητα πολλούς ανθρώπους του πνεύματος και αποτέλεσαν την αφετηρία για τους αναρχικούς φιλοσόφους.
Πριν γνωρίσουμε τους πρώτους αυτούς «αναρχικούς», είναι χρήσιμο να δούμε τι πρεσβεύει γενικά το δόγμα του αναρχισμού. Ο αναρχισμός, λοιπόν, απορρίπτει τους νόμους που έχουν θεσπιστεί από ανθρώπους, καταδικάζει την ατομική ιδιοκτησία και την ύπαρξη εξουσίας, θεωρεί μάλιστα και τις δύο γενεσιουργές αιτίες του εγκλήματος. Αντίθετα, η ανυπαρξία νόμων, ιδιοκτησίας και εξουσίας, οδηγεί στην πραγματική δικαιοσύνη και στη δημιουργία μιας ελεύθερης, φυσικής κοινωνίας που βασίζεται στην αλληλοβοήθεια.
Αυτές τις αντιλήψεις θα τις συναντήσουμε και στη φιλοσοφική σκέψη αρχαίων Ελλήνων, διάσπαρτες όμως ή παραλλαγμένες ή ειπωμένες με ηπιότερο τόνο. Κι αυτό, γιατί στην αρχαιότητα δεν δημιουργήθηκε κάποιο φιλοσοφικό κίνημα αμιγώς αναρχικό με τη σημερινή έννοια του όρου, ούτε κάποιος φιλόσοφος προσδιόρισε τον εαυτό του ως τέτοιον. Επομένως, οι όροι «αναρχικός» και «αναρχισμός» είναι αδόκιμοι για την εποχή που θα εξετάσουμε και ίσως ξενίζουν, ωστόσο μόνο αυτοί μπορούν να αποδώσουν με τον όσο πιο δυνατόν εύστοχο τρόπο ανάλογες ιδέες της αρχαιότητας.
Αντιφών ο Αθηναίος
Ο πρώτος που αμφισβήτησε τους θεσμούς της πολιτείας ήταν ο Αντιφών ο Αθηναίος. Στην καρδιά της κλασικής εποχής (μέσα 5ου αι. π.Χ.) ο σοφιστής αυτός διατύπωσε δύο αδιανόητες για τότε απόψεις: α) όλοι οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους όμοιοι, β) οι νόμοι της πολιτείας είναι αυθαίρετοι κανονισμοί. Για τον Αντιφώντα οι νόμοι της πολιτείας είναι αμοιβαίες συμφωνίες ανάμεσα στους ανθρώπους και επίκτητοι. Απέναντί τους στέκονται, σαφώς ανώτεροι, οι νόμοι της φύσης, που υπαγορεύονται από την ανάγκη. Η φύση, περισσότερο από τον νόμο, βρίσκεται κοντά στην αλήθεια και σ’ αυτήν οδηγεί τον άνθρωπο με αρωγό τον ορθό λόγο. Ως εδώ, οι ιδέες του Αντιφώντα δεν ακούγονται και τόσο ακραίες. Προχωρώντας όμως ακόμη πιο πέρα, ο Αντιφών ταυτίζει τον νόμο με τον ανθρώπινο πολιτισμό, τον οποίο επίσης απορρίπτει. Διότι ο πολιτισμός αντιτίθεται στην ισότητα που υπαγορεύει η φύση και παραβιάζει τη φυσική δικαιοσύνη, αφού χαρακτηρίζεται από εθνικές και κοινωνικές διακρίσεις. Από αυτή την άποψη, οι πρωτόγονες φυλές, κατά τον Αντιφώντα, βρίσκονται πιο κοντά στην ευτυχία απ’ ό,τι οι πολιτισμένοι λαοί.
Μόνο η φύση και ο πρωτογονισμός, βέβαια, δεν αρκούν, για να εξασφαλίσουν στους ανθρώπους έναν τρόπο ζωής ομαλό και εποικοδομητικό. Προϋποθέσεις απαραίτητες που ορίζει ο Αντιφών είναι η ομόνοια ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας, δηλαδή η σύμπνοια αντιλήψεων, και η παιδεία. Σχετικά με τη σημασία της τελευταίας στην εξέλιξη του ανθρώπου, ο Αντιφών χρησιμοποιεί ως σημείο αναφοράς ―τι άλλο;― τη φύση: όπως και η ποιότητα του σπόρου που φυτεύεται καθορίζει την ανάπτυξη του φυτού και το θωρακίζει απέναντι στη βροχή ή στην αμβροσία, όμοια και το είδος της παιδείας επιδρά στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και δημιουργεί στον άνθρωπο ισχυρές εσωτερικές αντιστάσεις απέναντι σε εξωτερικούς αλλοτριωτικούς παράγοντες.
Ζήνων ο Κιτιεύς
Τη φύση ως πρότυπο ζωής προέβαλε και ο Ζήνων ο Κιτιεύς (από το Κίτιο της Κύπρου, 335-263 π.Χ.), ιδρυτής τους Στωικισμού. Οι άνθρωποι πρέπει να ζουν «ομολογουμένως τη φύσει», δηλαδή ανάλογα προς τη φύση, η οποία είναι και ο γενικός νόμος του κόσμου. Ο Θεός, που είναι η ψυχή του κόσμου αυτού και ταυτίζεται με τον ορθό λόγο, μεριμνά με την απόλυτη σοφία του για την τάξη και τον ρυθμό του Σύμπαντος. Συγκεκριμένα ο Ζήνων έλεγε: «Ως σκοπός ορίζεται η ζωή σε συμφωνία με τη φύση, ή, μ’ άλλα λόγια, σε συμφωνία με την ίδια μας την ανθρώπινη φύση, όπως επίσης και μ’ εκείνη του Σύμπαντος, μια ζωή στην οποία αποφεύγουμε κάθε πράξη που απαγορεύεται από τον κοινό για όλα τα όντα νόμο, δηλαδή τον ορθό λόγο, που διαποτίζει όλα τα όντα και ταυτίζεται με τον Δία, αφέντη και κυρίαρχο των πάντων».
Ο άνθρωπος μπορεί να κατακτήσει την ευδαιμονία, όταν η ζωή του εναρμονίζεται με τη φύση και τον θείο λόγο και όταν θέτει ως μοναδικό σκοπό της ζωής του την αρετή. Τα εξωτερικά αγαθά, όπως η υγεία και ο πλούτος, ελάχιστη σημασία έχουν και είναι μάλλον άξια περιφρόνησης. Αναφέρεται μάλιστα και κάποιο περιστατικό από τη ζωή του Ζήνωνα: Όταν το καράβι με το οποίο ταξίδευε ναυάγησε και έχασε όλη την περιουσία του, ο Κύπριος φιλόσοφος είπε την περίφημη ρήση: «Τώρα που ναυάγησα, έχω καλό ταξίδι». Την επιζήμια επίδραση του πλούτου και το άδικο της ατομικής ιδιοκτησίας στιγμάτιζε επίσης, όταν έλεγε πως «η πολυτέλεια κάνει φτωχό τον πλούσιο και διπλασιάζει τη δυστυχία των φτωχών» και πως «οι καρποί ανήκουν σε όλους, η γη σε κανέναν».
Ακόμη πιο κοντά στα ιδεώδη του αναρχισμού μας φέρνει η «Πολιτεία» του Ζήνωνα, έργο από το οποίο ελάχιστα αποσπάσματα έχουν σωθεί. Στον κόσμο που φαντάζεται ο Ζήνων δεν υπάρχουν δικαστήρια, όργανα τάξης, στρατός, ναοί, χρήματα, ούτε καν σχολεία και γάμοι. Οι άνθρωποι ζουν όλοι μαζί, σαν αγέλη, σε μία οικουμενική κοινότητα που λειτουργεί με τα ίδια ήθη και τους ίδιους φυσικούς νόμους. Σε αυτήν την «ακρατική» κοινωνία, που διέπεται από πλήρη ελευθερία και ισότητα, δεν υπάρχει περιουσία ούτε οικογένεια. Το πώς οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν με αυτές τις συνθήκες ειρηνικά εξηγείται απλά και αυτονόητα: εκτός από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, κάθε άνθρωπος έχει μέσα του και το κοινωνικό ένστικτο, που τον οδηγεί στη σύνδεση και στη συνεργασία με τους συνανθρώπους του με σκοπό το κοινό καλό. Αν, λοιπόν, οι άνθρωποι ακολουθούν τα έμφυτα ένστικτά τους αλλά και τη λογική, η οποία μπορεί να καθορίσει την ηθικότητα, θα ζουν αρμονικά, και ο πειθαναγκαστικός ρόλος των νόμων και των θεσμών θα είναι πια άχρηστος.
Ο Κροπότκιν, ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του αναρχισμού, απέδωσε στον Ζήνωνα τον τίτλο του «καλύτερου εκφραστή της αναρχικής φιλοσοφίας στην αρχαία Ελλάδα». Οι ιδέες του επιβίωσαν και στους πνευματικούς απογόνους του για αιώνες. Οι Στωικοί, που συνέχισαν την παράδοση της Σχολής που ίδρυσε ο Ζήνων, εμμένουν στη βασική αρχή ότι ο άνθρωπος πρέπει να ζει έλλογα και σύμφωνα με τη φύση, ενώ καταδικάζουν κάθε αυθαιρεσία του ατόμου. Θεωρούν την αρετή το ύψιστο αγαθό και τη σοφία απαραίτητο όρο για το λειτούργημα του πολιτικού, του ρήτορα, του παιδαγωγού. Εξακολουθούν βέβαια να πιστεύουν ότι όλα τα κράτη είναι κακά, επειδή ο πολιτικός, λόγω της ίδιας της φύσης του κράτους, κάποιες φορές θα πρέπει να δυσαρεστήσει ή τους θεούς ή τον λαό.
Στα μεταχριστιανικά χρόνια ο Επίκτητος, απελεύθερος δούλος, χάρισε στον Στωικισμό την τελευταία του αναλαμπή. Μαζί του και ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος Αντωνίνος, που όμως πρόδωσε τις αρχές του με τον καθόλου στωικό διωγμό που εξαπέλυσε κατά των χριστιανών (2ος αι.). Ο Επίκτητος ταύτισε τη φυσική ζωή με την αρετή, διακηρύσσοντας ότι «το κατα φύσιν ζην, τουτ’ oστι κατ\ αρετήν ζην». Πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος είναι εκείνος ο οποίος πράττει πάντα κατά τη δική του θέληση και τον οποίο κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει. Η ικανοποίηση των επιθυμιών μας δεν πρέπει ούτε να εναποτίθεται στα χέρια κανενός ούτε να μας υποτάσσει σε πράγματα και ανθρώπους.
Διογένης και Κυνικοί
Αν στους Στωικούς συναντούμε την αναρχική θεωρία, στους Κυνικούς θα βρούμε την αναρχική πράξη με την πανηγυρική και προληπτική διάλυση κάθε αξίας και θεσμού της οργανωμένης κοινωνίας. Ο περίφημος Διογένης ο Σινωπεύς (412-323 π.Χ.), ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του κινήματος των Κυνικών, δεν συγκρότησε ένα θεωρητικό σύστημα αξιών, αλλά με τις πράξεις του γελοιοποίησε, εξευτέλισε κυριολεκτικά τις κυρίαρχες κοινωνικές συμβάσεις, σε σημείο που δύσκολα θα έφτανε και ο πιο ριζοσπαστικός αναρχικός της εποχής μας. Το έδαφος είχε ήδη προλειάνει ο Αντισθένης, ιδρυτής των Κυνικών, ο οποίος κήρυττε δημοσίως ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει κυβέρνηση, ατομική ιδιοκτησία, επίσημη θρησκεία, γάμος.
Για τον Διογένη μόνο η ικανοποίηση των φυσικών αναγκών οδηγεί στην ευτυχία και καμία σωματική ανάγκη δεν μπορεί να θεωρηθεί ανήθικη, αφού η φύση τις δημιουργεί όλες. Ωστόσο, οι φυσικές ανάγκες μπορούν να δαμαστούν με την άσκηση, δηλαδή με το να ασκεί κάποιος το σώμα του, ώστε να περιορίζονται οι ανάγκες του στο ελάχιστο δυνατό. Αυτό θα βοηθήσει τον άνθρωπο να αποκτήσει αυτάρκεια: όσο πιο λίγες και απλές είναι οι ανάγκες του, τόσο πιο εύκολα θα μπορεί να τις ικανοποιεί. Η παράδοση στις σωματικές απολαύσεις συνιστά αδυναμία αλλά και αδικία. Στον ευτραφή ρήτορα Αναξιμένη έλεγε σαρκαστικά ο Διογένης: «Αναξιμένη, δώσε λίγη κοιλιά και στους φτωχούς». Είναι γνωστό πως ο Διογένης ζούσε σε ένα πιθάρι και ανάμεσα στα λιγοστά πράγματά του είχε και ένα ποτήρι. Κάποτε, όμως, που πήγε σε μια πηγή για να ξεδιψάσει, είδε ένα παιδί να πίνει νερό με τα χέρια του. Κατάλαβε τότε πως το ποτήρι ήταν κάτι περιττό, μια ψεύτικη ανάγκη, και το πέταξε μακριά.
Ο Διογένης και οι μεταγενέστεροί του Κυνικοί απορρίπτουν ό,τι σηματοδοτεί τον ανθρώπινο πολιτισμό. Ο Νόμος δεν έχει καμία απολύτως αξία απέναντι στη φύση, διότι οι νόμοι είναι ανθρώπινα έργα και διαφέρουν από χώρα σε χώρα, επομένως δεν έχουν αντικειμενικό κύρος και είναι ανάξιοι σεβασμού. Για τον λόγο αυτό, ακριβώς, κανένα δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να κρίνει τις πράξεις κάποιου, ούτε και οποιαδήποτε εξουσία έχει το δικαίωμα να καθορίζει τη ζωή των ανθρώπων. Θυμόμαστε εδώ την παρρησία με την οποία απάντησε σαν ίσος προς ίσο ο Διογένης στον Μέγα Αλέξανδρο, όταν τον ρώτησε τι επιθυμεί να κάνει γι’ αυτόν: «Να πας πιο πέρα, γιατί μου κρύβεις τον ήλιο».
Το χρήμα είναι κι αυτό άχρηστο και επιζήμιο και απερίφραστα ο Διογένης πρόσταζε: «Καταστρέψτε το νόμισμα». Κι έχει σημασία να θυμηθούμε εδώ πως οι λέξεις «νόμισμα» και «νόμος» έχουν στην ελληνική την ίδια ρίζα. Και τον πόλεμο τον καυτηρίασε ο Διογένης με τον δικό του, ιδιότυπο τρόπο: Οι Κορίνθιοι προετοιμάζονταν πυρετωδώς για να πολεμήσουν τον Φίλιππο της Μακεδονίας και για να μη φανεί ότι ο Διογένης μένει άπρακτος, πήρε κι αυτός το πιθάρι του και άρχισε να το τσουλάει πάνω κάτω! Η ισχύουσα ηθική δεν θα ξέφευγε βεβαίως από το στόχαστρο του καυστικού φιλόσοφου και ήταν τέτοια η περιφρόνηση για τους κοινωνικούς κανόνες και η αναισχυντία του που δεν δίσταζε να συνευρίσκεται με κοινές γυναίκες στη μέση του δρόμου.
Ο Διογένης άφησε πίσω του μαθητές που ακολούθησαν τον ίδιο τρόπο ζωής και καυτηρίασαν έμπρακτα την αφύσικη και τεχνητή ζωή του πολιτισμού. Από τους πιο γνωστούς συνεχιστές του είναι ο Κράτης o Θηβαίος, που έζησε ως επαίτης, έχοντας μάλιστα στο πλευρό του την Ιππαρχία, κοπέλα από αρχοντική οικογένεια και αδελφή τού επίσης Κυνικού Μητροκλή.
Ο Κυνισμός μας εκπλήσσει όχι μόνο με τις ανατρεπτικές αρχές του, αλλά και με τη μακροβιότητά του. Το 362 μ.Χ. ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιουλιανός γράφει σε κάποιον σύγχρονό του Κυνικό, τον Ηράκλειο, αναφερόμενος στον επίσης Κυνικό Οινόμαο, που έζησε τα ρωμαϊκά χρόνια: «Αυτός λοιπόν είναι ο στόχος του, να υπονομεύσει κάθε σεβασμό προς τους θεούς, να γελοιοποιήσει όλη την ανθρώπινη σοφία, να ποδοπατήσει όλους τους νόμους για την τιμή και τη δικαιοσύνη και επιπλέον, να ποδοπατήσει εκείνους τους νόμους οι οποίοι χαράχτηκαν από τους θεούς στις ψυχές μας… Οι ληστές βρίσκουν καταφύγιο σε έρημες περιοχές, ενώ αντίθετα οι Κυνικοί πηγαινοέρχονται ανάμεσά μας, υπονομεύοντας τους κοινωνικούς θεσμούς».
Η αθηναϊκή δημοκρατία
Οι Κυνικοί λοιπόν, που ζούσαν σαν τα σκυλιά (κύων=σκύλος) και «γάβγιζαν» για την πλάνη των συνανθρώπων τους και τις ανόητες κοινωνικές συμβάσεις, υπήρξαν ξεκάθαρα, όπως και οι Στωικοί, οι «αναρχικοί» της αρχαιότητας. Ούτε όμως οι Κυνικοί ούτε οι Στωικοί κατάφεραν ν’ αλλάξουν την κοινωνία και να τη θεμελιώσουν πάνω σε αναρχικά ιδεώδη. Αυτό ωστόσο το είχε ήδη πετύχει πριν από αυτούς ο αθηναϊκός δήμος. Κι αν αυτό ακούγεται απίστευτο, αρκεί να αναλογιστούμε πώς λειτουργούσε η αθηναϊκή πολιτεία. Ποιοι έπαιρναν τις αποφάσεις; Ποιοι ψήφιζαν νόμους; Ποιοι δίκαζαν; Σε κάθε απάντηση θα βρούμε τους Αθηναίους πολίτες, τον ίδιο τον λαό.
Με τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα, του Κλεισθένη (6ος αι. π.Χ.), του Εφιάλτη και του Περικλή (5ος αι. π.Χ.), η εξουσία πέρασε σταδιακά εξ ολοκλήρου στα χέρια του αθηναϊκού δήμου και μόνο το δικαστήριο του Αρείου Πάγου παρέμεινε στους ευγενείς, διατηρώντας ωστόσο περιορισμένες αρμοδιότητες. Από τον Σόλωνα ήδη θεσπίστηκε η Ηλιαία, λαϊκό δικαστήριο που το αποτελούσαν 6.000 πολίτες, εκλεγμένοι με κλήρο, και που απέκτησε μεγάλη δύναμη τα επόμενα χρόνια.
Με κλήρο πάλι ορίζονταν τα μέλη της Βουλής, η οποία επόπτευε και συντόνιζε οτιδήποτε αφορούσε τον δημόσιο βίο: θέματα εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής, θρησκευτικές εκδηλώσεις, διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, πολεμική προπαρασκευή. Τέλος, επεξεργαζόταν τα θέματα που θα υποβάλλονταν για συζήτηση στην εκκλησία του δήμου. Για το αθηναϊκό πολίτευμα είχε τόσο μεγάλη σημασία το να μπορούν να συμμετέχουν στη Βουλή ακόμη και οι πιο απλοί πολίτες, ώστε είχε οριστεί και χρηματική αποζημίωση για τους βουλευτές κατά τη διάρκεια της θητείας τους.
Η καρδιά βέβαια της αθηναϊκής δημοκρατίας ήταν η εκκλησία του δήμου, στην οποία συμμετείχαν όλοι οι Αθηναίοι πολίτες άνω των 20 ετών. Συνεδρίαζε τακτικά και εκτάκτως περίπου 40 φορές τον χρόνο και οι δικαιοδοσίες της ήταν περισσότερες και από αυτές μιας σύγχρονης δημοκρατικής κυβέρνησης: ψήφιζε νόμους, εξέλεγε κάποιους άρχοντες, επέβαλλε ποινές ακόμη και θανατικές, εξόριζε ή δήμευε την περιουσία επικίνδυνων πολιτών, ακύρωνε αποφάσεις δικαστηρίων, έλεγχε τα όργανα της διοίκησης, αποφάσιζε την κήρυξη πολέμου ή τη σύναψη ειρήνης, οργάνωνε τις πολεμικές επιχειρήσεις, καθόριζε την οικονομική πολιτική του κράτους. Η απεριόριστη δύναμη των πολιτών φαίνεται και από τη διαδικασία του οστρακισμού, με τον οποίο οι Αθηναίοι ύστερα από ψηφοφορία εξόριζαν για 10 χρόνια όποιον θεωρούσαν απειλή για τη δημοκρατία τους.
Ο τελευταίος μοχλός του αθηναϊκού πολιτεύματος ήταν οι δέκα στρατηγοί. Εκλέγονταν από την εκκλησία του δήμου και είχαν μονοετή θητεία, στο τέλος της οποίας λογοδοτούσαν ενώπιον του λαού. Αν και είχαν τέτοιο δυναμισμό και κύρος, ώστε να μπορούν να πείθουν τα πλήθη, ήταν απλώς εκτελεστικά όργανα της λαϊκής βούλησης, την οποία έπρεπε να ικανοποιούν, καθώς ο έλεγχος από τους πολίτες και τη Βουλή ήταν διαρκής και ασφυκτικός.
Αν και το αθηναϊκό πολίτευμα ονομαζόταν δημοκρατία, καταλαβαίνουμε από τα παραπάνω ότι λειτουργούσε πολύ διαφορετικά από τη δημοκρατία των σύγχρονων κρατών. Βεβαίως, στην Αθήνα υπήρχαν εξουσίες, νόμοι και ιδιοκτησία, υπήρχαν δηλαδή όλοι εκείνοι οι θεσμοί που έχουν συγκεντρώσει τα πυρά των αναρχικών. Από την άλλη πλευρά, όμως, η αθηναϊκή δημοκρατία βασίστηκε στην ολοκληρωτική και παντοειδή συμμετοχή του λαού στη δημόσια ζωή ―το κύριο αίτημα των αναρχικών έφτασε κοντά στην πραγμάτωση του αναρχισμού περισσότερο από κάθε άλλο πολίτευμα στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή
Αυτή η πολιτεία ήταν που ενέπνευσε την πνευματική της αφρόκρεμα να υμνήσει την αναρχική φύση του ανθρώπου που εκδηλώνεται πανίσχυρη, όταν το απαιτήσουν οι περιστάσεις. Ο Σοφοκλής δημιούργησε μια Αντιγόνη που δεν φοβάται να συντρίψει την έπαρση του βασιλιά Κρέοντα, ο οποίος θέλησε να καταπατήσει το φυσικό δίκαιο με μία ανόσια διαταγή (να μείνει άταφος ο Πολυνείκης, αδελφός της Αντιγόνης). Η Αντιγόνη επιλέγει χωρίς δεύτερη σκέψη να υποταγεί στους άγραφους νόμους και να θάψει τον αδελφό της, θυσιάζοντας τη ζωή της. Κι όταν έκπληκτος ο Κρέων τη ρωτά πώς είχε το θράσος να παραβεί τη διαταγή του, εκείνη, πάντα αγέρωχη μα και ανθρώπινη, του απαντά:
Δεν ήταν ο Δίας που με διέταξε
ούτε η Δίκη που κατοικεί μαζί με τους θεούς του κάτω κόσμου
όρισε τέτοιους νόμους στους ανθρώπους.
Ούτε και πίστευα πως οι δικές σου διαταγές έχουν τόση δύναμη ώστε εσύ, αν και θνητός,
να μπορείς να περιφρονείς τους άγραφους κι ακλόνητους νόμους των θεών.
Γιατί αυτοί δεν υπάρχουν μόνο σήμερα και χθες, αλλά από πάντα κι ούτε κανείς γνωρίζει πότε φάνηκαν.
Εγώ λοιπόν, δεν είχα σκοπό από φόβο μπροστά στην έπαρση ενός ανθρώπου, να τους παραβώ και να τιμωρηθώ ενώπιον των θεών.
Η Αντιγόνη οδηγείται στον θάνατο με ηρωικό μεγαλείο, ενώ ο Κρέων, ολοκληρωτικά συντετριμμένος, απομένει μια άθλια σκιά του εαυτού του, κραυγάζοντας σιωπηλά ότι η σύγκρουση με το άγραφο δίκαιο είναι μονόδρομος που οδηγεί στην καταστροφή.
Αναρχική διαμαρτυρία βρίσκουμε και στα τρία αντιπολεμικά έργα του Αριστοφάνη.
Στους «Αχαρνής» ο καυστικός κωμωδιογράφος απευθύνει έκκληση στους συμπολίτες του για μαζική πολιτική ανυπακοή ως πίεση για τον τερματισμό του Πελοποννησιακού Πολέμου. Στην «Ειρήνη» οι άνθρωποι του λαού απελευθερώνουν την έγκλειστη σε σπηλιά ειρήνη και βάζουν τέλος στον πολυετεή πόλεμο. Στη «Λυσιστράτη», τέλος, οι γυναίκες όλης της Ελλάδας κηρύσσουν σεξουαλική απεργία ως αντίποινα για τον πόλεμο και αναγκάζουν τους άνδρες σε ειρήνη. Οι πολεμοκάπηλοι και οι πολιτικοί, που «για να βρίσκουν τον τρόπο να κλέβουν / ξεσηκώνουν γι’ αυτό αναμπουμπούλες», μπαίνουν στην άκρη και ο ίδιος ο λαός με επαναστατικό οίστρο παίρνει τη ζωή στα χέρια του και ορίζει τη μοίρα του.
Σωκράτης και Πλάτωνας
Τέλος, Αθηναίοι φιλόσοφοι άφησαν στη σκέψη τους και μια χαραμάδα για τον αναρχισμό, παρότι ο στοχασμός και ο τρόπος ζωής τους απείχαν πολύ από ανάλογα ιδεώδη. Ο Σωκράτης δεν πρόδωσε την ατομική του συνείδηση ούτε όταν άκουσε από το στόμα των δικαστών του την καταδικαστική απόφαση σε βάρος του. Δεν προσπάθησε με την απολογία του να ευχαριστήσει το ακροατήριό του ούτε και ζήτησε άφεση αμαρτιών, αντίθετα στους δικαστές που τον καταδίκασαν σε θάνατο απάντησε με νηφάλια αξιοπρέπεια: «Δεν θεώρησα πως για τον κίνδυνο του θανάτου έπρεπε να κάνω οτιδήποτε ανελεύθερο, ούτε τώρα μετανιώνω για την απολογία μου, αλλά προτιμώ πολύ περισσότερο να πεθάνω με τέτοια απολογία, παρά να ζήσω με άλλο τρόπο».
Και ο Πλάτων, αν και στην ιδεατή Πολιτεία του δέχεται τη διάκριση των πολιτών και την εξουσία, απαγορεύει εντούτοις την προσωπική περιουσία και παραγκωνίζει τους νόμους. Στη θέση των τελευταίων δεν βάζει φυσικά την αναρχία ούτε καν τη δημοκρατία που επίσης αντιπαθούσε, αλλά τους άρχοντες. Και όμως, το επιχείρημα που χρησιμοποιεί στον «Πολιτικό» του θα μπορούσαμε κάλλιστα να το ακούσουμε από το στόμα ενός αναρχικού: «Δεν θα μπορούσε ποτέ ο νόμος να συμπεριλάβει το καλύτερο και ταυτόχρονα το δικαιότερο για όλους με ακρίβεια, έτσι ώστε να εκδίδει τις πιο ωφέλιμες διαταγές… (δεν μπορεί) να βγάζει για ένα ζήτημα κάποιον απλό κανόνα που να ισχύει για όλες τις περιπτώσεις και για πάντα». Ψήγματα αναρχικής σκέψης συναντούμε και σε άλλους Έλληνες φιλοσόφους, όπως στον Αρίστιππο τον Κυρηναίο και στον Επίκουρο.
Κοινός παρονομαστής παραμένει η υπεροχή της φυσικής εξουσίας του ατόμου έναντι της κρατικής, με έμφαση όμως εδώ στη σημασία της ηδονής. Με όλες πάντως τις διαφορές και τα γενικότερα φιλοσοφικά πλαίσια που περιβάλλουν τα αναρχικά κηρύγματα της αρχαιότητας, γεγονός είναι ότι ο αναρχισμός βρήκε την αρχή και δόμησε τις αρχές του χάρη στο όχι πάντα αναρχικό, αλλά οπωσδήποτε άναρχο πνεύμα των Ελλήνων
.
Κι όμως, μέσα στην ακλόνητη σταθερότητα των αξιών αυτών, μέσα στην αδιάλειπτη για αιώνες συνεχειά τους, ακούστηκαν σκόρπιες οι «παραφωνίες» λιγοστών ανθρώπων, που με το οξύ πνεύμα τους ξεπέρασαν την εποχή τους. Το κάλεσμά τους για μια διαφορετική θεώρηση του κόσμου έπεσε τότε στο κενό, «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Μάταια ο Αντιφών καταδίκαζε τη δουλεία διακηρύσσοντας ότι όλοι οι άνθρωποι είναι φύσει όμοιοι. Tο ίδιο μάταια και ο Ξενοφάνης εκθρόνιζε τους 12 ανθρωπόμορφους θεούς του Oλύμπου, για να ανεβάσει στο βάθρο τους τον έναν και μοναδικό Θεό. Kαι είναι επίσης γνωστό ότι ο «προ Xριστού χριστιανός» Σωκράτης κατηγορήθηκε, γιατί αμφισβητούσε την παραδοσιακή θρησκεία των Eλλήνων.
O ρους της ιστορίας, ωστόσο, ανέδειξε τους «αιρετικούς» της αρχαιότητας σε απόστολους και προφήτες του σύγχρονου πολιτισμού. Tο δουλοκτητικό σύστημα, αν και όψιμα, κατέρρευσε και μόνο η ντροπή του έχει επιβιώσει στη μνήμη της ανθρωπότητας. O χριστιανικός μονοθεϊσμός έχει διαποτίσει στο πέρασμα είκοσι αιώνων όχι μόνο τις θεολογικές αντιλήψεις των δυτικών λαών, αλλά και τον πολιτισμό τους στο σύνολό του, παραμένοντας η κυρίαρχη θρησκεία του δυτικού κόσμου. Kάποιες άλλες παράταιρες αντιλήψεις αρχαίων φιλοσόφων εγκλωβίστηκαν στη λήθη, για να επανέλθουν όμως σφοδρότερες χιλιάδες χρόνια μετά, πάλι ως προκλήσεις και αποκλίσεις από τους σύγχρονους κοινωνικούς κανόνες.
Eδώ θα συναντήσουμε τη θεωρία του αναρχισμού, που αν και προσέλκυσε πολλούς στοχαστές και φιλοσόφους στο διάβα των αιώνων, παραμένει ακόμη στη σφαίρα της ουτοπίας. Kατά τη διάρκεια του 19ου αι. ο αναρχισμός ως θεωρία και κίνημα άνθησε στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες και απέκτησε τους σημαντικότερους υπερασπιστές του (Mπακούνιν, Kροπότκιν, Προυντόν). Tον επόμενο αιώνα ο αναρχισμός βρίσκει απήχηση στην Aμερική και στην Iαπωνία, η γεωγραφική, όμως, εξάπλωση δεν αποτρέπει την παρακμή του, που επήλθε λόγω του ανταγωνισμού από τον κομμουνισμό, της εμπλοκής οπαδών του σε βίαιες ενέργειες και της καχυποψίας των κυβερνώντων. Mε το τέλος του B’ Παγκοσμίου Πολέμου ο αναρχισμός επιστρέφει δριμύτερος και δίνει το στίγμα του στην ειρηνικη αντίσταση του Γκάντι κατά της αγγλικής κυριαρχίας στην Ινδία, στα φοιτητικά κινήματα στην Ευρώπη, στις Η.Π.Α. και στην Ιαπωνία, στο ρεύμα αμφισβήτησης των σύγχρονων βιομηχανικών κοινωνιών από πολίτες ή οργανώσεις σε όλο τον κόσμο.
Η γένεση του αναρχισμού στην αρχαία Ελλάδα Αλλά το διφορούμενο δόγμα του αναρχισμού, που δέχτηκε τις μεγαλύτερες επικρίσεις και τους μεγαλύτερους επαίνους, δεν είναι γέννημα και πρωτοτυπία των Ευρωπαίων στοχαστών του 19ου αι. Πολύ πριν από αυτούς, Έλληνες φιλόσοφοι είχαν διακηρύξει τις βασικές αρχές μιας αναρχικής κοινωνίας και είχαν προτείνει έναν τρόπο ζωής εναρμονισμένο όχι με τους νόμους του κράτους, αλά με το φυσικό δίκαιο που κάθε άνθρωπος κατέχει. Είναι βέβαια απορίας άξιο πώς γεννήθηκαν τέτοιες αντιλήψεις σε έναν λαό που είχε συγκροτήσει δεκάδες τέλεια οργανωμένα κράτη (τις πόλεις –κράτη) και που είχε τάξει τη ζωή του στην υπηρεσία του Νόμου, του υπέρτατου για τους Έλληνες άρχοντα.
Το ανήσυχο ελληνικό πνεύμα, η πολυφωνία, η ελευθερία σκέψης και λόγου, που σφράγισαν τον αρχαίο πολιτισμό μας, δίνουν βέβαια εύλογες εξηγήσεις για το παράδοξο αυτό. Σ’ αυτά πρέπει να προστεθεί και η αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων για το νόημα του Νόμου. Ο Νόμος, λοιπόν, για τον αρχαίο Έλληνα, είναι δισυπόστατος: είναι το σύνολο των γραπτών νόμων που εξασφαλίζουν την ευρυθμία και την ευημερία της πόλης και των πολιτών, αλλά και το άγραφο δίκαιο που είναι έμφυτο και επιβάλλεται όχι από τον φόβο κυρώσεων, αλλά από το αίσθημα της αιδούς, που, όπως διαβάζουμε στον «Πρωταγόρα» του Πλάτωνα, μοίρασε ο Ερμής σε όλους τους ανθρώπους. Η σχέση ανάμεσα στο γραπτό και άγραφο δίκαιο και η υπεροχή του ενός έναντι του άλλου απασχόλησαν στην αρχαιότητα πολλούς ανθρώπους του πνεύματος και αποτέλεσαν την αφετηρία για τους αναρχικούς φιλοσόφους.
Πριν γνωρίσουμε τους πρώτους αυτούς «αναρχικούς», είναι χρήσιμο να δούμε τι πρεσβεύει γενικά το δόγμα του αναρχισμού. Ο αναρχισμός, λοιπόν, απορρίπτει τους νόμους που έχουν θεσπιστεί από ανθρώπους, καταδικάζει την ατομική ιδιοκτησία και την ύπαρξη εξουσίας, θεωρεί μάλιστα και τις δύο γενεσιουργές αιτίες του εγκλήματος. Αντίθετα, η ανυπαρξία νόμων, ιδιοκτησίας και εξουσίας, οδηγεί στην πραγματική δικαιοσύνη και στη δημιουργία μιας ελεύθερης, φυσικής κοινωνίας που βασίζεται στην αλληλοβοήθεια.
Αυτές τις αντιλήψεις θα τις συναντήσουμε και στη φιλοσοφική σκέψη αρχαίων Ελλήνων, διάσπαρτες όμως ή παραλλαγμένες ή ειπωμένες με ηπιότερο τόνο. Κι αυτό, γιατί στην αρχαιότητα δεν δημιουργήθηκε κάποιο φιλοσοφικό κίνημα αμιγώς αναρχικό με τη σημερινή έννοια του όρου, ούτε κάποιος φιλόσοφος προσδιόρισε τον εαυτό του ως τέτοιον. Επομένως, οι όροι «αναρχικός» και «αναρχισμός» είναι αδόκιμοι για την εποχή που θα εξετάσουμε και ίσως ξενίζουν, ωστόσο μόνο αυτοί μπορούν να αποδώσουν με τον όσο πιο δυνατόν εύστοχο τρόπο ανάλογες ιδέες της αρχαιότητας.
Αντιφών ο Αθηναίος
Ο πρώτος που αμφισβήτησε τους θεσμούς της πολιτείας ήταν ο Αντιφών ο Αθηναίος. Στην καρδιά της κλασικής εποχής (μέσα 5ου αι. π.Χ.) ο σοφιστής αυτός διατύπωσε δύο αδιανόητες για τότε απόψεις: α) όλοι οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους όμοιοι, β) οι νόμοι της πολιτείας είναι αυθαίρετοι κανονισμοί. Για τον Αντιφώντα οι νόμοι της πολιτείας είναι αμοιβαίες συμφωνίες ανάμεσα στους ανθρώπους και επίκτητοι. Απέναντί τους στέκονται, σαφώς ανώτεροι, οι νόμοι της φύσης, που υπαγορεύονται από την ανάγκη. Η φύση, περισσότερο από τον νόμο, βρίσκεται κοντά στην αλήθεια και σ’ αυτήν οδηγεί τον άνθρωπο με αρωγό τον ορθό λόγο. Ως εδώ, οι ιδέες του Αντιφώντα δεν ακούγονται και τόσο ακραίες. Προχωρώντας όμως ακόμη πιο πέρα, ο Αντιφών ταυτίζει τον νόμο με τον ανθρώπινο πολιτισμό, τον οποίο επίσης απορρίπτει. Διότι ο πολιτισμός αντιτίθεται στην ισότητα που υπαγορεύει η φύση και παραβιάζει τη φυσική δικαιοσύνη, αφού χαρακτηρίζεται από εθνικές και κοινωνικές διακρίσεις. Από αυτή την άποψη, οι πρωτόγονες φυλές, κατά τον Αντιφώντα, βρίσκονται πιο κοντά στην ευτυχία απ’ ό,τι οι πολιτισμένοι λαοί.
Μόνο η φύση και ο πρωτογονισμός, βέβαια, δεν αρκούν, για να εξασφαλίσουν στους ανθρώπους έναν τρόπο ζωής ομαλό και εποικοδομητικό. Προϋποθέσεις απαραίτητες που ορίζει ο Αντιφών είναι η ομόνοια ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας, δηλαδή η σύμπνοια αντιλήψεων, και η παιδεία. Σχετικά με τη σημασία της τελευταίας στην εξέλιξη του ανθρώπου, ο Αντιφών χρησιμοποιεί ως σημείο αναφοράς ―τι άλλο;― τη φύση: όπως και η ποιότητα του σπόρου που φυτεύεται καθορίζει την ανάπτυξη του φυτού και το θωρακίζει απέναντι στη βροχή ή στην αμβροσία, όμοια και το είδος της παιδείας επιδρά στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και δημιουργεί στον άνθρωπο ισχυρές εσωτερικές αντιστάσεις απέναντι σε εξωτερικούς αλλοτριωτικούς παράγοντες.
Ζήνων ο Κιτιεύς
Τη φύση ως πρότυπο ζωής προέβαλε και ο Ζήνων ο Κιτιεύς (από το Κίτιο της Κύπρου, 335-263 π.Χ.), ιδρυτής τους Στωικισμού. Οι άνθρωποι πρέπει να ζουν «ομολογουμένως τη φύσει», δηλαδή ανάλογα προς τη φύση, η οποία είναι και ο γενικός νόμος του κόσμου. Ο Θεός, που είναι η ψυχή του κόσμου αυτού και ταυτίζεται με τον ορθό λόγο, μεριμνά με την απόλυτη σοφία του για την τάξη και τον ρυθμό του Σύμπαντος. Συγκεκριμένα ο Ζήνων έλεγε: «Ως σκοπός ορίζεται η ζωή σε συμφωνία με τη φύση, ή, μ’ άλλα λόγια, σε συμφωνία με την ίδια μας την ανθρώπινη φύση, όπως επίσης και μ’ εκείνη του Σύμπαντος, μια ζωή στην οποία αποφεύγουμε κάθε πράξη που απαγορεύεται από τον κοινό για όλα τα όντα νόμο, δηλαδή τον ορθό λόγο, που διαποτίζει όλα τα όντα και ταυτίζεται με τον Δία, αφέντη και κυρίαρχο των πάντων».
Ο άνθρωπος μπορεί να κατακτήσει την ευδαιμονία, όταν η ζωή του εναρμονίζεται με τη φύση και τον θείο λόγο και όταν θέτει ως μοναδικό σκοπό της ζωής του την αρετή. Τα εξωτερικά αγαθά, όπως η υγεία και ο πλούτος, ελάχιστη σημασία έχουν και είναι μάλλον άξια περιφρόνησης. Αναφέρεται μάλιστα και κάποιο περιστατικό από τη ζωή του Ζήνωνα: Όταν το καράβι με το οποίο ταξίδευε ναυάγησε και έχασε όλη την περιουσία του, ο Κύπριος φιλόσοφος είπε την περίφημη ρήση: «Τώρα που ναυάγησα, έχω καλό ταξίδι». Την επιζήμια επίδραση του πλούτου και το άδικο της ατομικής ιδιοκτησίας στιγμάτιζε επίσης, όταν έλεγε πως «η πολυτέλεια κάνει φτωχό τον πλούσιο και διπλασιάζει τη δυστυχία των φτωχών» και πως «οι καρποί ανήκουν σε όλους, η γη σε κανέναν».
Ακόμη πιο κοντά στα ιδεώδη του αναρχισμού μας φέρνει η «Πολιτεία» του Ζήνωνα, έργο από το οποίο ελάχιστα αποσπάσματα έχουν σωθεί. Στον κόσμο που φαντάζεται ο Ζήνων δεν υπάρχουν δικαστήρια, όργανα τάξης, στρατός, ναοί, χρήματα, ούτε καν σχολεία και γάμοι. Οι άνθρωποι ζουν όλοι μαζί, σαν αγέλη, σε μία οικουμενική κοινότητα που λειτουργεί με τα ίδια ήθη και τους ίδιους φυσικούς νόμους. Σε αυτήν την «ακρατική» κοινωνία, που διέπεται από πλήρη ελευθερία και ισότητα, δεν υπάρχει περιουσία ούτε οικογένεια. Το πώς οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν με αυτές τις συνθήκες ειρηνικά εξηγείται απλά και αυτονόητα: εκτός από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, κάθε άνθρωπος έχει μέσα του και το κοινωνικό ένστικτο, που τον οδηγεί στη σύνδεση και στη συνεργασία με τους συνανθρώπους του με σκοπό το κοινό καλό. Αν, λοιπόν, οι άνθρωποι ακολουθούν τα έμφυτα ένστικτά τους αλλά και τη λογική, η οποία μπορεί να καθορίσει την ηθικότητα, θα ζουν αρμονικά, και ο πειθαναγκαστικός ρόλος των νόμων και των θεσμών θα είναι πια άχρηστος.
Ο Κροπότκιν, ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του αναρχισμού, απέδωσε στον Ζήνωνα τον τίτλο του «καλύτερου εκφραστή της αναρχικής φιλοσοφίας στην αρχαία Ελλάδα». Οι ιδέες του επιβίωσαν και στους πνευματικούς απογόνους του για αιώνες. Οι Στωικοί, που συνέχισαν την παράδοση της Σχολής που ίδρυσε ο Ζήνων, εμμένουν στη βασική αρχή ότι ο άνθρωπος πρέπει να ζει έλλογα και σύμφωνα με τη φύση, ενώ καταδικάζουν κάθε αυθαιρεσία του ατόμου. Θεωρούν την αρετή το ύψιστο αγαθό και τη σοφία απαραίτητο όρο για το λειτούργημα του πολιτικού, του ρήτορα, του παιδαγωγού. Εξακολουθούν βέβαια να πιστεύουν ότι όλα τα κράτη είναι κακά, επειδή ο πολιτικός, λόγω της ίδιας της φύσης του κράτους, κάποιες φορές θα πρέπει να δυσαρεστήσει ή τους θεούς ή τον λαό.
Στα μεταχριστιανικά χρόνια ο Επίκτητος, απελεύθερος δούλος, χάρισε στον Στωικισμό την τελευταία του αναλαμπή. Μαζί του και ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος Αντωνίνος, που όμως πρόδωσε τις αρχές του με τον καθόλου στωικό διωγμό που εξαπέλυσε κατά των χριστιανών (2ος αι.). Ο Επίκτητος ταύτισε τη φυσική ζωή με την αρετή, διακηρύσσοντας ότι «το κατα φύσιν ζην, τουτ’ oστι κατ\ αρετήν ζην». Πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος είναι εκείνος ο οποίος πράττει πάντα κατά τη δική του θέληση και τον οποίο κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει. Η ικανοποίηση των επιθυμιών μας δεν πρέπει ούτε να εναποτίθεται στα χέρια κανενός ούτε να μας υποτάσσει σε πράγματα και ανθρώπους.
Διογένης και Κυνικοί
Αν στους Στωικούς συναντούμε την αναρχική θεωρία, στους Κυνικούς θα βρούμε την αναρχική πράξη με την πανηγυρική και προληπτική διάλυση κάθε αξίας και θεσμού της οργανωμένης κοινωνίας. Ο περίφημος Διογένης ο Σινωπεύς (412-323 π.Χ.), ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του κινήματος των Κυνικών, δεν συγκρότησε ένα θεωρητικό σύστημα αξιών, αλλά με τις πράξεις του γελοιοποίησε, εξευτέλισε κυριολεκτικά τις κυρίαρχες κοινωνικές συμβάσεις, σε σημείο που δύσκολα θα έφτανε και ο πιο ριζοσπαστικός αναρχικός της εποχής μας. Το έδαφος είχε ήδη προλειάνει ο Αντισθένης, ιδρυτής των Κυνικών, ο οποίος κήρυττε δημοσίως ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει κυβέρνηση, ατομική ιδιοκτησία, επίσημη θρησκεία, γάμος.
Για τον Διογένη μόνο η ικανοποίηση των φυσικών αναγκών οδηγεί στην ευτυχία και καμία σωματική ανάγκη δεν μπορεί να θεωρηθεί ανήθικη, αφού η φύση τις δημιουργεί όλες. Ωστόσο, οι φυσικές ανάγκες μπορούν να δαμαστούν με την άσκηση, δηλαδή με το να ασκεί κάποιος το σώμα του, ώστε να περιορίζονται οι ανάγκες του στο ελάχιστο δυνατό. Αυτό θα βοηθήσει τον άνθρωπο να αποκτήσει αυτάρκεια: όσο πιο λίγες και απλές είναι οι ανάγκες του, τόσο πιο εύκολα θα μπορεί να τις ικανοποιεί. Η παράδοση στις σωματικές απολαύσεις συνιστά αδυναμία αλλά και αδικία. Στον ευτραφή ρήτορα Αναξιμένη έλεγε σαρκαστικά ο Διογένης: «Αναξιμένη, δώσε λίγη κοιλιά και στους φτωχούς». Είναι γνωστό πως ο Διογένης ζούσε σε ένα πιθάρι και ανάμεσα στα λιγοστά πράγματά του είχε και ένα ποτήρι. Κάποτε, όμως, που πήγε σε μια πηγή για να ξεδιψάσει, είδε ένα παιδί να πίνει νερό με τα χέρια του. Κατάλαβε τότε πως το ποτήρι ήταν κάτι περιττό, μια ψεύτικη ανάγκη, και το πέταξε μακριά.
Ο Διογένης και οι μεταγενέστεροί του Κυνικοί απορρίπτουν ό,τι σηματοδοτεί τον ανθρώπινο πολιτισμό. Ο Νόμος δεν έχει καμία απολύτως αξία απέναντι στη φύση, διότι οι νόμοι είναι ανθρώπινα έργα και διαφέρουν από χώρα σε χώρα, επομένως δεν έχουν αντικειμενικό κύρος και είναι ανάξιοι σεβασμού. Για τον λόγο αυτό, ακριβώς, κανένα δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να κρίνει τις πράξεις κάποιου, ούτε και οποιαδήποτε εξουσία έχει το δικαίωμα να καθορίζει τη ζωή των ανθρώπων. Θυμόμαστε εδώ την παρρησία με την οποία απάντησε σαν ίσος προς ίσο ο Διογένης στον Μέγα Αλέξανδρο, όταν τον ρώτησε τι επιθυμεί να κάνει γι’ αυτόν: «Να πας πιο πέρα, γιατί μου κρύβεις τον ήλιο».
Το χρήμα είναι κι αυτό άχρηστο και επιζήμιο και απερίφραστα ο Διογένης πρόσταζε: «Καταστρέψτε το νόμισμα». Κι έχει σημασία να θυμηθούμε εδώ πως οι λέξεις «νόμισμα» και «νόμος» έχουν στην ελληνική την ίδια ρίζα. Και τον πόλεμο τον καυτηρίασε ο Διογένης με τον δικό του, ιδιότυπο τρόπο: Οι Κορίνθιοι προετοιμάζονταν πυρετωδώς για να πολεμήσουν τον Φίλιππο της Μακεδονίας και για να μη φανεί ότι ο Διογένης μένει άπρακτος, πήρε κι αυτός το πιθάρι του και άρχισε να το τσουλάει πάνω κάτω! Η ισχύουσα ηθική δεν θα ξέφευγε βεβαίως από το στόχαστρο του καυστικού φιλόσοφου και ήταν τέτοια η περιφρόνηση για τους κοινωνικούς κανόνες και η αναισχυντία του που δεν δίσταζε να συνευρίσκεται με κοινές γυναίκες στη μέση του δρόμου.
Ο Διογένης άφησε πίσω του μαθητές που ακολούθησαν τον ίδιο τρόπο ζωής και καυτηρίασαν έμπρακτα την αφύσικη και τεχνητή ζωή του πολιτισμού. Από τους πιο γνωστούς συνεχιστές του είναι ο Κράτης o Θηβαίος, που έζησε ως επαίτης, έχοντας μάλιστα στο πλευρό του την Ιππαρχία, κοπέλα από αρχοντική οικογένεια και αδελφή τού επίσης Κυνικού Μητροκλή.
Ο Κυνισμός μας εκπλήσσει όχι μόνο με τις ανατρεπτικές αρχές του, αλλά και με τη μακροβιότητά του. Το 362 μ.Χ. ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιουλιανός γράφει σε κάποιον σύγχρονό του Κυνικό, τον Ηράκλειο, αναφερόμενος στον επίσης Κυνικό Οινόμαο, που έζησε τα ρωμαϊκά χρόνια: «Αυτός λοιπόν είναι ο στόχος του, να υπονομεύσει κάθε σεβασμό προς τους θεούς, να γελοιοποιήσει όλη την ανθρώπινη σοφία, να ποδοπατήσει όλους τους νόμους για την τιμή και τη δικαιοσύνη και επιπλέον, να ποδοπατήσει εκείνους τους νόμους οι οποίοι χαράχτηκαν από τους θεούς στις ψυχές μας… Οι ληστές βρίσκουν καταφύγιο σε έρημες περιοχές, ενώ αντίθετα οι Κυνικοί πηγαινοέρχονται ανάμεσά μας, υπονομεύοντας τους κοινωνικούς θεσμούς».
Η αθηναϊκή δημοκρατία
Οι Κυνικοί λοιπόν, που ζούσαν σαν τα σκυλιά (κύων=σκύλος) και «γάβγιζαν» για την πλάνη των συνανθρώπων τους και τις ανόητες κοινωνικές συμβάσεις, υπήρξαν ξεκάθαρα, όπως και οι Στωικοί, οι «αναρχικοί» της αρχαιότητας. Ούτε όμως οι Κυνικοί ούτε οι Στωικοί κατάφεραν ν’ αλλάξουν την κοινωνία και να τη θεμελιώσουν πάνω σε αναρχικά ιδεώδη. Αυτό ωστόσο το είχε ήδη πετύχει πριν από αυτούς ο αθηναϊκός δήμος. Κι αν αυτό ακούγεται απίστευτο, αρκεί να αναλογιστούμε πώς λειτουργούσε η αθηναϊκή πολιτεία. Ποιοι έπαιρναν τις αποφάσεις; Ποιοι ψήφιζαν νόμους; Ποιοι δίκαζαν; Σε κάθε απάντηση θα βρούμε τους Αθηναίους πολίτες, τον ίδιο τον λαό.
Με τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα, του Κλεισθένη (6ος αι. π.Χ.), του Εφιάλτη και του Περικλή (5ος αι. π.Χ.), η εξουσία πέρασε σταδιακά εξ ολοκλήρου στα χέρια του αθηναϊκού δήμου και μόνο το δικαστήριο του Αρείου Πάγου παρέμεινε στους ευγενείς, διατηρώντας ωστόσο περιορισμένες αρμοδιότητες. Από τον Σόλωνα ήδη θεσπίστηκε η Ηλιαία, λαϊκό δικαστήριο που το αποτελούσαν 6.000 πολίτες, εκλεγμένοι με κλήρο, και που απέκτησε μεγάλη δύναμη τα επόμενα χρόνια.
Με κλήρο πάλι ορίζονταν τα μέλη της Βουλής, η οποία επόπτευε και συντόνιζε οτιδήποτε αφορούσε τον δημόσιο βίο: θέματα εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής, θρησκευτικές εκδηλώσεις, διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, πολεμική προπαρασκευή. Τέλος, επεξεργαζόταν τα θέματα που θα υποβάλλονταν για συζήτηση στην εκκλησία του δήμου. Για το αθηναϊκό πολίτευμα είχε τόσο μεγάλη σημασία το να μπορούν να συμμετέχουν στη Βουλή ακόμη και οι πιο απλοί πολίτες, ώστε είχε οριστεί και χρηματική αποζημίωση για τους βουλευτές κατά τη διάρκεια της θητείας τους.
Η καρδιά βέβαια της αθηναϊκής δημοκρατίας ήταν η εκκλησία του δήμου, στην οποία συμμετείχαν όλοι οι Αθηναίοι πολίτες άνω των 20 ετών. Συνεδρίαζε τακτικά και εκτάκτως περίπου 40 φορές τον χρόνο και οι δικαιοδοσίες της ήταν περισσότερες και από αυτές μιας σύγχρονης δημοκρατικής κυβέρνησης: ψήφιζε νόμους, εξέλεγε κάποιους άρχοντες, επέβαλλε ποινές ακόμη και θανατικές, εξόριζε ή δήμευε την περιουσία επικίνδυνων πολιτών, ακύρωνε αποφάσεις δικαστηρίων, έλεγχε τα όργανα της διοίκησης, αποφάσιζε την κήρυξη πολέμου ή τη σύναψη ειρήνης, οργάνωνε τις πολεμικές επιχειρήσεις, καθόριζε την οικονομική πολιτική του κράτους. Η απεριόριστη δύναμη των πολιτών φαίνεται και από τη διαδικασία του οστρακισμού, με τον οποίο οι Αθηναίοι ύστερα από ψηφοφορία εξόριζαν για 10 χρόνια όποιον θεωρούσαν απειλή για τη δημοκρατία τους.
Ο τελευταίος μοχλός του αθηναϊκού πολιτεύματος ήταν οι δέκα στρατηγοί. Εκλέγονταν από την εκκλησία του δήμου και είχαν μονοετή θητεία, στο τέλος της οποίας λογοδοτούσαν ενώπιον του λαού. Αν και είχαν τέτοιο δυναμισμό και κύρος, ώστε να μπορούν να πείθουν τα πλήθη, ήταν απλώς εκτελεστικά όργανα της λαϊκής βούλησης, την οποία έπρεπε να ικανοποιούν, καθώς ο έλεγχος από τους πολίτες και τη Βουλή ήταν διαρκής και ασφυκτικός.
Αν και το αθηναϊκό πολίτευμα ονομαζόταν δημοκρατία, καταλαβαίνουμε από τα παραπάνω ότι λειτουργούσε πολύ διαφορετικά από τη δημοκρατία των σύγχρονων κρατών. Βεβαίως, στην Αθήνα υπήρχαν εξουσίες, νόμοι και ιδιοκτησία, υπήρχαν δηλαδή όλοι εκείνοι οι θεσμοί που έχουν συγκεντρώσει τα πυρά των αναρχικών. Από την άλλη πλευρά, όμως, η αθηναϊκή δημοκρατία βασίστηκε στην ολοκληρωτική και παντοειδή συμμετοχή του λαού στη δημόσια ζωή ―το κύριο αίτημα των αναρχικών έφτασε κοντά στην πραγμάτωση του αναρχισμού περισσότερο από κάθε άλλο πολίτευμα στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή
Αυτή η πολιτεία ήταν που ενέπνευσε την πνευματική της αφρόκρεμα να υμνήσει την αναρχική φύση του ανθρώπου που εκδηλώνεται πανίσχυρη, όταν το απαιτήσουν οι περιστάσεις. Ο Σοφοκλής δημιούργησε μια Αντιγόνη που δεν φοβάται να συντρίψει την έπαρση του βασιλιά Κρέοντα, ο οποίος θέλησε να καταπατήσει το φυσικό δίκαιο με μία ανόσια διαταγή (να μείνει άταφος ο Πολυνείκης, αδελφός της Αντιγόνης). Η Αντιγόνη επιλέγει χωρίς δεύτερη σκέψη να υποταγεί στους άγραφους νόμους και να θάψει τον αδελφό της, θυσιάζοντας τη ζωή της. Κι όταν έκπληκτος ο Κρέων τη ρωτά πώς είχε το θράσος να παραβεί τη διαταγή του, εκείνη, πάντα αγέρωχη μα και ανθρώπινη, του απαντά:
Δεν ήταν ο Δίας που με διέταξε
ούτε η Δίκη που κατοικεί μαζί με τους θεούς του κάτω κόσμου
όρισε τέτοιους νόμους στους ανθρώπους.
Ούτε και πίστευα πως οι δικές σου διαταγές έχουν τόση δύναμη ώστε εσύ, αν και θνητός,
να μπορείς να περιφρονείς τους άγραφους κι ακλόνητους νόμους των θεών.
Γιατί αυτοί δεν υπάρχουν μόνο σήμερα και χθες, αλλά από πάντα κι ούτε κανείς γνωρίζει πότε φάνηκαν.
Εγώ λοιπόν, δεν είχα σκοπό από φόβο μπροστά στην έπαρση ενός ανθρώπου, να τους παραβώ και να τιμωρηθώ ενώπιον των θεών.
Η Αντιγόνη οδηγείται στον θάνατο με ηρωικό μεγαλείο, ενώ ο Κρέων, ολοκληρωτικά συντετριμμένος, απομένει μια άθλια σκιά του εαυτού του, κραυγάζοντας σιωπηλά ότι η σύγκρουση με το άγραφο δίκαιο είναι μονόδρομος που οδηγεί στην καταστροφή.
Αναρχική διαμαρτυρία βρίσκουμε και στα τρία αντιπολεμικά έργα του Αριστοφάνη.
Στους «Αχαρνής» ο καυστικός κωμωδιογράφος απευθύνει έκκληση στους συμπολίτες του για μαζική πολιτική ανυπακοή ως πίεση για τον τερματισμό του Πελοποννησιακού Πολέμου. Στην «Ειρήνη» οι άνθρωποι του λαού απελευθερώνουν την έγκλειστη σε σπηλιά ειρήνη και βάζουν τέλος στον πολυετεή πόλεμο. Στη «Λυσιστράτη», τέλος, οι γυναίκες όλης της Ελλάδας κηρύσσουν σεξουαλική απεργία ως αντίποινα για τον πόλεμο και αναγκάζουν τους άνδρες σε ειρήνη. Οι πολεμοκάπηλοι και οι πολιτικοί, που «για να βρίσκουν τον τρόπο να κλέβουν / ξεσηκώνουν γι’ αυτό αναμπουμπούλες», μπαίνουν στην άκρη και ο ίδιος ο λαός με επαναστατικό οίστρο παίρνει τη ζωή στα χέρια του και ορίζει τη μοίρα του.
Σωκράτης και Πλάτωνας
Τέλος, Αθηναίοι φιλόσοφοι άφησαν στη σκέψη τους και μια χαραμάδα για τον αναρχισμό, παρότι ο στοχασμός και ο τρόπος ζωής τους απείχαν πολύ από ανάλογα ιδεώδη. Ο Σωκράτης δεν πρόδωσε την ατομική του συνείδηση ούτε όταν άκουσε από το στόμα των δικαστών του την καταδικαστική απόφαση σε βάρος του. Δεν προσπάθησε με την απολογία του να ευχαριστήσει το ακροατήριό του ούτε και ζήτησε άφεση αμαρτιών, αντίθετα στους δικαστές που τον καταδίκασαν σε θάνατο απάντησε με νηφάλια αξιοπρέπεια: «Δεν θεώρησα πως για τον κίνδυνο του θανάτου έπρεπε να κάνω οτιδήποτε ανελεύθερο, ούτε τώρα μετανιώνω για την απολογία μου, αλλά προτιμώ πολύ περισσότερο να πεθάνω με τέτοια απολογία, παρά να ζήσω με άλλο τρόπο».
Και ο Πλάτων, αν και στην ιδεατή Πολιτεία του δέχεται τη διάκριση των πολιτών και την εξουσία, απαγορεύει εντούτοις την προσωπική περιουσία και παραγκωνίζει τους νόμους. Στη θέση των τελευταίων δεν βάζει φυσικά την αναρχία ούτε καν τη δημοκρατία που επίσης αντιπαθούσε, αλλά τους άρχοντες. Και όμως, το επιχείρημα που χρησιμοποιεί στον «Πολιτικό» του θα μπορούσαμε κάλλιστα να το ακούσουμε από το στόμα ενός αναρχικού: «Δεν θα μπορούσε ποτέ ο νόμος να συμπεριλάβει το καλύτερο και ταυτόχρονα το δικαιότερο για όλους με ακρίβεια, έτσι ώστε να εκδίδει τις πιο ωφέλιμες διαταγές… (δεν μπορεί) να βγάζει για ένα ζήτημα κάποιον απλό κανόνα που να ισχύει για όλες τις περιπτώσεις και για πάντα». Ψήγματα αναρχικής σκέψης συναντούμε και σε άλλους Έλληνες φιλοσόφους, όπως στον Αρίστιππο τον Κυρηναίο και στον Επίκουρο.
Κοινός παρονομαστής παραμένει η υπεροχή της φυσικής εξουσίας του ατόμου έναντι της κρατικής, με έμφαση όμως εδώ στη σημασία της ηδονής. Με όλες πάντως τις διαφορές και τα γενικότερα φιλοσοφικά πλαίσια που περιβάλλουν τα αναρχικά κηρύγματα της αρχαιότητας, γεγονός είναι ότι ο αναρχισμός βρήκε την αρχή και δόμησε τις αρχές του χάρη στο όχι πάντα αναρχικό, αλλά οπωσδήποτε άναρχο πνεύμα των Ελλήνων
.
Χαβρίας: Ο Αθηναίος που σταμάτησε τους Σπαρτιάτες
0
0
0
Google +
0
Ο Χαβρίας ο Αθηναίος ήταν υιός του Κτησίππου καταγόμενος από την Αιξωνή (σημερινή Γλυφάδα Αττικής) και συγκαταλέγεται μεταξύ των πλέον επιφανών στρατηγών έχοντας επιτύχει πολλά αξιομνημόνευτα κατορθώματα.
Εξ’ αυτών το πλέον γνωστό είναι η οπλιτική τακτική σε μάχη που έδωσε το 378 π.Χ στις Ελευθερές των Θηβών, καθ’ οδόν προς ενίσχυση των Βοιωτών.
Στην εν λόγω συμπλοκή, όταν ο μεγάλος Σπαρτιάτης στρατηγός Αγησίλαος ΙΙ αισθάνθηκε σίγουρος για τη νίκη και τα αντίπαλα μισθοφορικά στρατεύματα είχαν τραπεί σε φυγή, ο Χαβρίας διέταξε την φάλαγγα του να παραμείνει στην θέση της και να αντιμετωπίσουν την επίθεση του εχθρού με το γόνατο τοποθετημένο σταθερά πίσω από την ασπίδα και την λόγχη προτεταμένη.
Ο Αγησίλαος, βλέποντας αυτόν τον σχηματισμό, δεν θέλησε να διακινδυνεύσει περαιτέρω απώλειες Σπαρτιατών και ζήτησε από τους άντρες του, που εν τω μεταξύ είχαν σπεύσει προς τα εμπρός, να υποχωρήσουν.
Αυτή η επινόηση συζητήθηκε ευρέως και απέκτησε μεγάλη φήμη σε όλη την Ελλάδα, ώστε να αναγερθεί προς τιμήν του στην αγορά άγαλμα δημοσία δαπάνη, αναπαριστώντας την συγκεκριμένη πολεμική στάση.
Συνέπεια αυτού ήταν η καθιέρωση ανέγερσης αγαλμάτων στους στρατηγούς που είχαν επιτύχει σημαντικές νίκες, με την αναπαράσταση των στάσεων μάχης, στα πρότυπα του αγάλματος του Χαβρία.
Υπήρξε σημαίνον στέλεχος της Β’ Αθηναϊκής Συμμαχίας μαζί με τον Ιφικράτη και τον Τιμόθεο και κατήγε σημαντικές νίκες κατά των Σπαρτιατών όπως στην ναυμαχία της Νάξου το 376 π.Χ.
Ο Χαβρίας ως στρατηγός των Αθηναίων, συμμετείχε σε πολλούς πολέμους, όπως όταν μετέβη στην Αίγυπτο κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας, για να συνδράμει τον βασιλέα Νεκτάναβι, στην διασφάλιση του θρόνου του.
Πραγματοποίησε επίσης εκστρατεία στην Κύπρο το 388 π.Χ προκειμένου να βοηθήσει τον βασιλέα Ευαγόρα εναντίον των Περσών, όπου με το πέρας της εκστρατείας είχε κατακτήσει όλο το νησί, επίτευγμα που απέφερε μεγάλη δόξα στους Αθηναίους.
Το 360 π.Χ ξέσπασε πόλεμος μεταξύ Αιγύπτου επί ηγεμονίας Φαραώ Ταώς και Περσών, όπου οι Αθηναίοι συμμάχησαν με τον Αρταξέρξη και οι Λακεδαιμόνιοι με τους Αιγυπτίους, από τους οποίους ο βασιλέας Αγησίλαος έλαβε μεγάλη ανταμοιβή.
Ο Χαβρίας βλέποντας την καλοτυχία του Αγησιλάου και θεωρώντας τον εαυτό του ισάξιο, έσπευσε να τους βοηθήσει με δική του πρωτοβουλία αναλαμβάνοντας την διοίκηση του Αιγυπτιακού στόλου, ενώ ο Αγησίλαος των χερσαίων δυνάμεων.
Αυτό είχε ως συνέπεια οι Πέρσες να στείλουν αντιπροσώπους στην Αθήνα, για να παραπονεθούν ότι ο Χαβρίας αντιμάχεται τον βασιλέα τους με την πλευρά των Αιγυπτίων.
Οι Αθηναίοι τότε έθεσαν προθεσμία στον Χαβρία να επιστρέψει στην Αθήνα και σε αντίθετη περίπτωση θα καταδικαζόταν σε θάνατο.
Ο Χαβρίας υπάκουσε και επέστρεψε στην Αθήνα, αλλά δεν έμεινε εκεί περισσότερο από ότι ήταν απαραίτητο, καθότι στα μάτια των συμπατριωτών του διεφάνη ότι απέκλινε από την συνήθη στάση του (να ζει με τιμή υπερασπιζόμενος τις επιλογές του).
Διότι ένα κοινό φαινόμενο στα μεγάλα και ελεύθερα κράτη, είναι ότι «ο φθόνος είναι ο μόνιμος συνοδός της δόξας» και ότι οι άνθρωποι πρόθυμα υποβαθμίζουν εκείνους που βλέπουν να υψώνονται πάνω από τους άλλους.
Ο Χαβρίας έκτοτε επέλεξε να ζει μακριά από την πατρίδα του.
Φυσικά δεν ήταν ο μόνος που οικειοθελώς απείχε από την Αθήνα, αλλά σχεδόν όλοι οι μεγάλοι άνδρες της εποχής του έπραξαν το ίδιο, θεωρώντας ότι θα παρέμεναν μακριά από το φθόνο, όσο ήταν μακριά από την πατρίδα τους.
Ενδεικτικά, ο Κόνων έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κύπρο, ο Ιφικράτης στη Θράκη, ο Τιμόθεος στη Λέσβο, ο Χάρης στο Σίγειο.
Ο Χαβρίας σκοτώθηκε το 357 π.Χ κατά τον Συμμαχικό πόλεμο με τον ακόλουθο τρόπο. Κατά την πολιορκία της Χίου από τους Αθηναίους, επέβαινε στον στόλο ως απλός στρατιώτης, αλλά είχε μεγαλύτερη επιρροή από ότι οι διοικούντες.
Οι στρατιώτες πίστευαν σε αυτόν και ακολουθούσαν πιστά τις κινήσεις του.
Αυτό το γεγονός επιτάχυνε το θάνατό του, διότι αδημονώντας να είναι ο πρώτος που θα εισέλθει στο λιμάνι, προέτρεψε τον κυβερνήτη να στρέψει το πλοίο προς την κατεύθυνση αυτή, αλλά τα υπόλοιπα πλοία του Αθηναϊκού στόλου δεν ακολούθησαν.
Σύντομα βρέθηκε περικυκλωμένος από εχθρούς και ενώ μαχόταν με μεγάλη γενναιότητα, το πλοίο του εμβολίστηκε και άρχισε να βυθίζεται.
Παρόλο που θα μπορούσε να ξεφύγει από τον κίνδυνο, αν είχε πηδήξει στη θάλασσα, επέλεξε να πεθάνει, παρά να εγκαταλείψει το πλοίο, ενώ το υπόλοιπο πλήρωμα κολυμπώντας διέφυγε και έφθασε στα υπόλοιπα πλοία του Αθηναϊκού στόλου.
Εκείνος από την άλλη πλευρά προτίμησε τον ένδοξο θάνατο, από την ατίμωση, πολεμώντας με τον εχθρό μέχρι τέλους.
0
0
0
0
Ο Χαβρίας ο Αθηναίος ήταν υιός του Κτησίππου καταγόμενος από την Αιξωνή (σημερινή Γλυφάδα Αττικής) και συγκαταλέγεται μεταξύ των πλέον επιφανών στρατηγών έχοντας επιτύχει πολλά αξιομνημόνευτα κατορθώματα.
Εξ’ αυτών το πλέον γνωστό είναι η οπλιτική τακτική σε μάχη που έδωσε το 378 π.Χ στις Ελευθερές των Θηβών, καθ’ οδόν προς ενίσχυση των Βοιωτών.
Στην εν λόγω συμπλοκή, όταν ο μεγάλος Σπαρτιάτης στρατηγός Αγησίλαος ΙΙ αισθάνθηκε σίγουρος για τη νίκη και τα αντίπαλα μισθοφορικά στρατεύματα είχαν τραπεί σε φυγή, ο Χαβρίας διέταξε την φάλαγγα του να παραμείνει στην θέση της και να αντιμετωπίσουν την επίθεση του εχθρού με το γόνατο τοποθετημένο σταθερά πίσω από την ασπίδα και την λόγχη προτεταμένη.
Ο Αγησίλαος, βλέποντας αυτόν τον σχηματισμό, δεν θέλησε να διακινδυνεύσει περαιτέρω απώλειες Σπαρτιατών και ζήτησε από τους άντρες του, που εν τω μεταξύ είχαν σπεύσει προς τα εμπρός, να υποχωρήσουν.
Αυτή η επινόηση συζητήθηκε ευρέως και απέκτησε μεγάλη φήμη σε όλη την Ελλάδα, ώστε να αναγερθεί προς τιμήν του στην αγορά άγαλμα δημοσία δαπάνη, αναπαριστώντας την συγκεκριμένη πολεμική στάση.
Συνέπεια αυτού ήταν η καθιέρωση ανέγερσης αγαλμάτων στους στρατηγούς που είχαν επιτύχει σημαντικές νίκες, με την αναπαράσταση των στάσεων μάχης, στα πρότυπα του αγάλματος του Χαβρία.
Υπήρξε σημαίνον στέλεχος της Β’ Αθηναϊκής Συμμαχίας μαζί με τον Ιφικράτη και τον Τιμόθεο και κατήγε σημαντικές νίκες κατά των Σπαρτιατών όπως στην ναυμαχία της Νάξου το 376 π.Χ.
Ο Χαβρίας ως στρατηγός των Αθηναίων, συμμετείχε σε πολλούς πολέμους, όπως όταν μετέβη στην Αίγυπτο κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας, για να συνδράμει τον βασιλέα Νεκτάναβι, στην διασφάλιση του θρόνου του.
Πραγματοποίησε επίσης εκστρατεία στην Κύπρο το 388 π.Χ προκειμένου να βοηθήσει τον βασιλέα Ευαγόρα εναντίον των Περσών, όπου με το πέρας της εκστρατείας είχε κατακτήσει όλο το νησί, επίτευγμα που απέφερε μεγάλη δόξα στους Αθηναίους.
Το 360 π.Χ ξέσπασε πόλεμος μεταξύ Αιγύπτου επί ηγεμονίας Φαραώ Ταώς και Περσών, όπου οι Αθηναίοι συμμάχησαν με τον Αρταξέρξη και οι Λακεδαιμόνιοι με τους Αιγυπτίους, από τους οποίους ο βασιλέας Αγησίλαος έλαβε μεγάλη ανταμοιβή.
Ο Χαβρίας βλέποντας την καλοτυχία του Αγησιλάου και θεωρώντας τον εαυτό του ισάξιο, έσπευσε να τους βοηθήσει με δική του πρωτοβουλία αναλαμβάνοντας την διοίκηση του Αιγυπτιακού στόλου, ενώ ο Αγησίλαος των χερσαίων δυνάμεων.
Αυτό είχε ως συνέπεια οι Πέρσες να στείλουν αντιπροσώπους στην Αθήνα, για να παραπονεθούν ότι ο Χαβρίας αντιμάχεται τον βασιλέα τους με την πλευρά των Αιγυπτίων.
Οι Αθηναίοι τότε έθεσαν προθεσμία στον Χαβρία να επιστρέψει στην Αθήνα και σε αντίθετη περίπτωση θα καταδικαζόταν σε θάνατο.
Ο Χαβρίας υπάκουσε και επέστρεψε στην Αθήνα, αλλά δεν έμεινε εκεί περισσότερο από ότι ήταν απαραίτητο, καθότι στα μάτια των συμπατριωτών του διεφάνη ότι απέκλινε από την συνήθη στάση του (να ζει με τιμή υπερασπιζόμενος τις επιλογές του).
Διότι ένα κοινό φαινόμενο στα μεγάλα και ελεύθερα κράτη, είναι ότι «ο φθόνος είναι ο μόνιμος συνοδός της δόξας» και ότι οι άνθρωποι πρόθυμα υποβαθμίζουν εκείνους που βλέπουν να υψώνονται πάνω από τους άλλους.
Ο Χαβρίας έκτοτε επέλεξε να ζει μακριά από την πατρίδα του.
Φυσικά δεν ήταν ο μόνος που οικειοθελώς απείχε από την Αθήνα, αλλά σχεδόν όλοι οι μεγάλοι άνδρες της εποχής του έπραξαν το ίδιο, θεωρώντας ότι θα παρέμεναν μακριά από το φθόνο, όσο ήταν μακριά από την πατρίδα τους.
Ενδεικτικά, ο Κόνων έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κύπρο, ο Ιφικράτης στη Θράκη, ο Τιμόθεος στη Λέσβο, ο Χάρης στο Σίγειο.
Ο Χαβρίας σκοτώθηκε το 357 π.Χ κατά τον Συμμαχικό πόλεμο με τον ακόλουθο τρόπο. Κατά την πολιορκία της Χίου από τους Αθηναίους, επέβαινε στον στόλο ως απλός στρατιώτης, αλλά είχε μεγαλύτερη επιρροή από ότι οι διοικούντες.
Οι στρατιώτες πίστευαν σε αυτόν και ακολουθούσαν πιστά τις κινήσεις του.
Αυτό το γεγονός επιτάχυνε το θάνατό του, διότι αδημονώντας να είναι ο πρώτος που θα εισέλθει στο λιμάνι, προέτρεψε τον κυβερνήτη να στρέψει το πλοίο προς την κατεύθυνση αυτή, αλλά τα υπόλοιπα πλοία του Αθηναϊκού στόλου δεν ακολούθησαν.
Σύντομα βρέθηκε περικυκλωμένος από εχθρούς και ενώ μαχόταν με μεγάλη γενναιότητα, το πλοίο του εμβολίστηκε και άρχισε να βυθίζεται.
Παρόλο που θα μπορούσε να ξεφύγει από τον κίνδυνο, αν είχε πηδήξει στη θάλασσα, επέλεξε να πεθάνει, παρά να εγκαταλείψει το πλοίο, ενώ το υπόλοιπο πλήρωμα κολυμπώντας διέφυγε και έφθασε στα υπόλοιπα πλοία του Αθηναϊκού στόλου.
Εκείνος από την άλλη πλευρά προτίμησε τον ένδοξο θάνατο, από την ατίμωση, πολεμώντας με τον εχθρό μέχρι τέλους.
Εξ’ αυτών το πλέον γνωστό είναι η οπλιτική τακτική σε μάχη που έδωσε το 378 π.Χ στις Ελευθερές των Θηβών, καθ’ οδόν προς ενίσχυση των Βοιωτών.
Στην εν λόγω συμπλοκή, όταν ο μεγάλος Σπαρτιάτης στρατηγός Αγησίλαος ΙΙ αισθάνθηκε σίγουρος για τη νίκη και τα αντίπαλα μισθοφορικά στρατεύματα είχαν τραπεί σε φυγή, ο Χαβρίας διέταξε την φάλαγγα του να παραμείνει στην θέση της και να αντιμετωπίσουν την επίθεση του εχθρού με το γόνατο τοποθετημένο σταθερά πίσω από την ασπίδα και την λόγχη προτεταμένη.
Αυτή η επινόηση συζητήθηκε ευρέως και απέκτησε μεγάλη φήμη σε όλη την Ελλάδα, ώστε να αναγερθεί προς τιμήν του στην αγορά άγαλμα δημοσία δαπάνη, αναπαριστώντας την συγκεκριμένη πολεμική στάση.
Συνέπεια αυτού ήταν η καθιέρωση ανέγερσης αγαλμάτων στους στρατηγούς που είχαν επιτύχει σημαντικές νίκες, με την αναπαράσταση των στάσεων μάχης, στα πρότυπα του αγάλματος του Χαβρία.
Υπήρξε σημαίνον στέλεχος της Β’ Αθηναϊκής Συμμαχίας μαζί με τον Ιφικράτη και τον Τιμόθεο και κατήγε σημαντικές νίκες κατά των Σπαρτιατών όπως στην ναυμαχία της Νάξου το 376 π.Χ.
Ο Χαβρίας ως στρατηγός των Αθηναίων, συμμετείχε σε πολλούς πολέμους, όπως όταν μετέβη στην Αίγυπτο κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας, για να συνδράμει τον βασιλέα Νεκτάναβι, στην διασφάλιση του θρόνου του.
Πραγματοποίησε επίσης εκστρατεία στην Κύπρο το 388 π.Χ προκειμένου να βοηθήσει τον βασιλέα Ευαγόρα εναντίον των Περσών, όπου με το πέρας της εκστρατείας είχε κατακτήσει όλο το νησί, επίτευγμα που απέφερε μεγάλη δόξα στους Αθηναίους.
Το 360 π.Χ ξέσπασε πόλεμος μεταξύ Αιγύπτου επί ηγεμονίας Φαραώ Ταώς και Περσών, όπου οι Αθηναίοι συμμάχησαν με τον Αρταξέρξη και οι Λακεδαιμόνιοι με τους Αιγυπτίους, από τους οποίους ο βασιλέας Αγησίλαος έλαβε μεγάλη ανταμοιβή.
Ο Χαβρίας βλέποντας την καλοτυχία του Αγησιλάου και θεωρώντας τον εαυτό του ισάξιο, έσπευσε να τους βοηθήσει με δική του πρωτοβουλία αναλαμβάνοντας την διοίκηση του Αιγυπτιακού στόλου, ενώ ο Αγησίλαος των χερσαίων δυνάμεων.
Αυτό είχε ως συνέπεια οι Πέρσες να στείλουν αντιπροσώπους στην Αθήνα, για να παραπονεθούν ότι ο Χαβρίας αντιμάχεται τον βασιλέα τους με την πλευρά των Αιγυπτίων.
Οι Αθηναίοι τότε έθεσαν προθεσμία στον Χαβρία να επιστρέψει στην Αθήνα και σε αντίθετη περίπτωση θα καταδικαζόταν σε θάνατο.
Ο Χαβρίας υπάκουσε και επέστρεψε στην Αθήνα, αλλά δεν έμεινε εκεί περισσότερο από ότι ήταν απαραίτητο, καθότι στα μάτια των συμπατριωτών του διεφάνη ότι απέκλινε από την συνήθη στάση του (να ζει με τιμή υπερασπιζόμενος τις επιλογές του).
Διότι ένα κοινό φαινόμενο στα μεγάλα και ελεύθερα κράτη, είναι ότι «ο φθόνος είναι ο μόνιμος συνοδός της δόξας» και ότι οι άνθρωποι πρόθυμα υποβαθμίζουν εκείνους που βλέπουν να υψώνονται πάνω από τους άλλους.
Ο Χαβρίας έκτοτε επέλεξε να ζει μακριά από την πατρίδα του.
Φυσικά δεν ήταν ο μόνος που οικειοθελώς απείχε από την Αθήνα, αλλά σχεδόν όλοι οι μεγάλοι άνδρες της εποχής του έπραξαν το ίδιο, θεωρώντας ότι θα παρέμεναν μακριά από το φθόνο, όσο ήταν μακριά από την πατρίδα τους.
Ενδεικτικά, ο Κόνων έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κύπρο, ο Ιφικράτης στη Θράκη, ο Τιμόθεος στη Λέσβο, ο Χάρης στο Σίγειο.
Ο Χαβρίας σκοτώθηκε το 357 π.Χ κατά τον Συμμαχικό πόλεμο με τον ακόλουθο τρόπο. Κατά την πολιορκία της Χίου από τους Αθηναίους, επέβαινε στον στόλο ως απλός στρατιώτης, αλλά είχε μεγαλύτερη επιρροή από ότι οι διοικούντες.
Οι στρατιώτες πίστευαν σε αυτόν και ακολουθούσαν πιστά τις κινήσεις του.
Αυτό το γεγονός επιτάχυνε το θάνατό του, διότι αδημονώντας να είναι ο πρώτος που θα εισέλθει στο λιμάνι, προέτρεψε τον κυβερνήτη να στρέψει το πλοίο προς την κατεύθυνση αυτή, αλλά τα υπόλοιπα πλοία του Αθηναϊκού στόλου δεν ακολούθησαν.
Σύντομα βρέθηκε περικυκλωμένος από εχθρούς και ενώ μαχόταν με μεγάλη γενναιότητα, το πλοίο του εμβολίστηκε και άρχισε να βυθίζεται.
Παρόλο που θα μπορούσε να ξεφύγει από τον κίνδυνο, αν είχε πηδήξει στη θάλασσα, επέλεξε να πεθάνει, παρά να εγκαταλείψει το πλοίο, ενώ το υπόλοιπο πλήρωμα κολυμπώντας διέφυγε και έφθασε στα υπόλοιπα πλοία του Αθηναϊκού στόλου.
Εκείνος από την άλλη πλευρά προτίμησε τον ένδοξο θάνατο, από την ατίμωση, πολεμώντας με τον εχθρό μέχρι τέλους.
Τα ιερά ποτάμια της αρχαίας Ελλάδας (φωτό)
9
1
0
0
Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησιόδου τα παιδιά της Γης και του Ουρανού, ο Ωκεανός και η Τηθύς, γέννησαν 3000 κόρες (τις Ωκεανίδες) και ισάριθμους γιούς (τους Ποταμούς)
Στην Αθήνα υπήρχαν τρεις ποταμοί, ο Κηφισός, ο lλισσός και ο Ηριδανός.
Ο Κηφισός είναι ο κυριότερος ποταμός της Αττικής (στην αρχαιότητα θεωρούνταν ως τοπική θεότητα). Πηγάζει από το Πεντελικό, κοντά στην Κηφισιά. Παλιά, βρισκόταν δυτικά και σε αρκετή απόσταση από την πόλη. Σήμερα, το τελευταίο αυτό ποτάμι του λεκανοπεδίου διατηρεί ακόμη μέρος από την ομορφιά του.
O Ιλισσός ήταν ονομαστός ποταμός των αρχαίων που πήγαζε από τη ΒΔ πλευρά του Υμηττού. Ένας βραχίονάς του περνούσε από την περιοχή του εγκαταλελειμμένου μοναστηριού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Κυλούσε μπροστά από το Στάδιο και από το νοτιοανατολικό τείχος της Αθήνας κατευθυνόταν προς τον Κηφισό, ανάμεσα από τους λόφους του Φιλοπάππου και της Σικελίας.
Σύμφωνα με μαρτυρία του Στράβωνα, ο Ιλισσός ήταν «χειμαρρώδης, το πλέον θέρος δε μειούται τελείως» (το μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού), ενώ ο Πλάτων τον αποκαλεί «υδάτιον» (ρεματάκι).
Η περιοχή του Ιλισσού ήταν ο αγαπημένος τόπος για μελέτη και περισυλλογή των αρχαίων Αθηναίων. Στο «Φαίδρο» του Πλάτωνα υπάρχουν στοιχεία για τη φύση και το τοπίο του Ιλισσού. Ο Σωκράτης, αφού περνούσε ξυπόλυτος μέσα από την κοίτη του ποταμού, που είχε λίγα αλλά «χαρίεντα και διαφανή» νερά, γιατί ήταν καλοκαίρι, καθόταν στον ίσκιο ενός μεγάλου πλατανιού με συντροφιά το αδιάκοπο τραγούδι των τζιτζικιών και το θρόισμα των φύλλων από τη δροσερή πνοή του ανέμου. Στο τοπίο του «Φαίδρου» με την «αμφιλαφή και υψηλήν πλάτανον» υπήρχε και μικρή αλλά «χαριεστάτη πηγή μόλα ψυχρού ύδατος» και μεγάλη και σύσκια λυγαριά, που με τα άνθη της ευωδίαζε τον αέρα.
Το ποτάμι, εδώ και χρόνια, έχει καλυφθεί.
Ένας από τους Θεούς-ποταμούς ήταν ο Ηριδανός.
Σύμφωνα με τον Στράβωνα, οι πηγές του Ηριδανού ποταμού βρίσκονταν κοντά στους νότιους πρόποδες του Λυκαβηττού, απέναντι από τις πύλες του Διοχάρους, όπου βρίσκεται και η Πάνοπος κρήνη.
Ο Παυσανίας στα Αττικά του πιστοποιεί την παρουσία του Ηριδανού στην Αθήνα και μάλιστα αναφέρει ότι τα νερά του κατέληγαν στον Ιλισσό ποταμό . Σήμερα ο Ηριδανός, με εμφανή τα φυσικά χαρακτηριστικά ενός ποταμού (κοίτη, φυσικά και τεχνητά αναχώματα), είναι ορατός μόνο στον αρχαιολογικό χώρο των ανασκαφών του Κεραμεικού.
Στην αρχαιότητα, που οι πηγές και τα ποτάμια ήταν ιερά, οι Αθηναίοι θεωρούσαν το νερό ύψιστο αγαθό και αναπόσπαστο μέρος του πολιτισμού τους αλλά και της καθημερινότητάς τους γενικότερα. Σύμφωνα με τον Όμηρο ο ποταμός είναι : ιερός, δίος, λάβρος, ωκύρροος, δινήεις, αργυροδίνης, βαθυδίνης και κελάδων.
Το νερό, πολύτιμη πηγή ζωής και αναπόσπαστο μέρος του φυσικού πλούτου, φαίνεται πως ήταν απαραίτητο όχι μόνο για τους ζωντανούς, αλλά και για τους νεκρούς. Κάτω από τον ίσκιο των δέντρων και τη δροσιά των νερών οι αποθανόντες «απολάμβαναν» την αιώνια γαλήνη και «εξασφάλιζαν» την ανάπαυση των ψυχών τους.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι πιο περιποιημένοι κήποι ήταν εκείνοι που περιέβαλαν νεκροταφεία! Το υγρό στοιχείο σε συνδυασμό με την πλούσια βλάστηση έδινε τη δυνατότητα στους ανθρώπους για ηρεμία πνεύματος και ψυχής καθώς και περισυλλογής. Έτσι λοιπόν, προϋπόθεση για την καλή λειτουργία των φιλοσοφικών σχολών ήταν ένα φυσικό περιβάλλον απότελούμενο από ολάνθιστους κήπους και τρεχούμενα νερά.
Ένα σχόλιο στον Πίνδαρο (Πύθια,4,145) αναφέρει ότι οι αρχαίοι έκοβαν τις παιδικές τους μπούκλες και τις αφιέρωνανα στους ποταμούς, που «..άντρες αντρώνουν (κουρίζουσι)..», επειδή πίστευαν ότι το νερό συμβάλλει στην αύξηση των πάντων.
Στην Αρκαδία, τα νεαρά αγόρια και κορίτσια μαζεύονταν κάθε χρόνο, μια επίσημη μέρα, στις όχθες της Νέδας, για να κόψουν εκεί τα μαλλιά τους, που τα αφιέρωναν στον ποταμό. Αυτή η συνήθεια ανάγεται στους πρώτους χρόνους της Ελλάδας. Βρίσκουμε μια περίεργη μαρτυρία γι’ αυτή στην 23η ραψωδία της Ιλιάδας (Ψ144-151).
Ο Αχιλλέας απευθυνόμενος στον Σπερχειό ποταμό, λέει: « Σπερχειέ, του κάκου αλήθεια σου’ταξεν ο κύρης μου ο Πηλέας στην ποθητή πατρίδα αν γύριζα κει πέρα, τα μαλλιά μου στη χάρη σου να κόψω, κάνοντας τρανή θυσία από πάνω : πενήντα κριάρια πλάι στους όχτους σου βαρβάτα να σου σφάξω, πα στις πηγές, όπου’ναι το άλσος σου κι ο ευωδιαστός βωμός σου. Τέτοιαν ευκή είχε κάμει ο γέροντας, μα εσύ το ναι δεν το’πες!
Τώρα που πίσω πια δεν έρχομαι στη γη την πατρική μου, ας πάρει τα μαλλιά μου ο Πάτροκλος ο αντρόκαρδος μαζί του.» (Μετάφραση : Ν.Καζαντζάκη-Ι.Θ.Κακριδή) Αυτή η συγκινητική προσφορά δείχνει καλά ποιες θρησκευτικές ιδέες οι ποταμοί ξυπνούσανε στις ψυχές των Ελλήνων, που έφταναν και ως τη θυσία των μαλλιών τους προς αυτούς, των μαλλιών τους που ήταν αναγκαίο στόλισμα εκείνης της φυσικής τους ομορφιάς, για την οποία ήταν τόσο περήφανοι.
Πίστευαν επίσης πως βρίσκανε στα νερά τους μια δύναμη κάθαρσης, ανάλογη με εκείνη που αναζητούσαν στα ιερά του Απόλλωνα. «Ποτέ των αείρροων ποταμιών τ’ομορφοκύλιστο νερό να μήν περνάς με τα πόδια, προτού να προσευχηθείς κοιτάζοντας την όμορφη ροή, νίβοντας τα χέρια στο πολυαγάπητο νερό. Όποιος περάσει ποτάμι με το κακό μέσα του και μ’άνιφτα χέρια, μ’αυτόν οι θεοί οργίζονται και βάσανα του δίνουν μετά».(Ησίοδος : Έργα και Ημέραι,737-741)
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα (Κριτίας,V105-118) πριν το μεγάλο κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, η Ακρόπολη ήταν τόσο μεγάλη, που έφτανε ως τον Ηριδανό και τον Ιλισσό και έπαιρνε μέσα και την Πνύκα και είχε σύνορό της το Λυκαβηττό .
Ήταν δε όλη σκεπασμένη με χώμα και είχε νερά μπόλικα και εξόν από λίγα μέρη ήταν στο πάνω μέρος ίσιωμα. Ο καιρός ήταν κάθε εποχή καλός. Κάποτε έπεσε πάρα πολύ βροχή και ξέγδαρε όλο το γύρω από αυτή χώμα και την έκανε γυμνή. Από την αρχαιότητα το «λεπτόγειον» και οι περιορισμένες βροχές έκαναν το πρόβλημα της λειψυδρίας μεγάλο για την Αθήνα. (βρίσκεται στον 38ο παράλληλο του βορείου ημισφαιρίου σε γεωγραφικό πλάτος 37΄΄58΄18΄68΄΄ και γεωγραφικό μήκος 23΄43΄, μέση θερμοκρασία 17,7ο και μέση θερμοκρασία Ιουλίου-Αυγούστου 32,4ο και 98 ημέρες του χρόνου βροχή, με ύψος νερού 393 χιλιοστόμετρα) Οι Αθηναίοι φρόντιζαν για την υδροδότηση ανοίγοντας πηγάδια, κατασκευάζοντας δεξαμενές για τη συλλογή βρόχινου νερού, κρήνες και υδραγωγεία. Κάποτε το λεκανοπέδιο Αττικής διασχιζόταν από μερικές εκατοντάδες ρέματα.
Ο Κηφισός, ο Ιλισός και ο Ηριδανός, μαζί με δύο μικρούς παραπόταμους, τον Κυκλοβόρο και το Σκίρωνα, άρδευαν την πεδιάδα των Αθηνών.
Στην Αθήνα υπήρχαν τρεις ποταμοί, ο Κηφισός, ο lλισσός και ο Ηριδανός.
Ο Κηφισός είναι ο κυριότερος ποταμός της Αττικής (στην αρχαιότητα θεωρούνταν ως τοπική θεότητα). Πηγάζει από το Πεντελικό, κοντά στην Κηφισιά. Παλιά, βρισκόταν δυτικά και σε αρκετή απόσταση από την πόλη. Σήμερα, το τελευταίο αυτό ποτάμι του λεκανοπεδίου διατηρεί ακόμη μέρος από την ομορφιά του.
Σύμφωνα με μαρτυρία του Στράβωνα, ο Ιλισσός ήταν «χειμαρρώδης, το πλέον θέρος δε μειούται τελείως» (το μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού), ενώ ο Πλάτων τον αποκαλεί «υδάτιον» (ρεματάκι).
Η περιοχή του Ιλισσού ήταν ο αγαπημένος τόπος για μελέτη και περισυλλογή των αρχαίων Αθηναίων. Στο «Φαίδρο» του Πλάτωνα υπάρχουν στοιχεία για τη φύση και το τοπίο του Ιλισσού. Ο Σωκράτης, αφού περνούσε ξυπόλυτος μέσα από την κοίτη του ποταμού, που είχε λίγα αλλά «χαρίεντα και διαφανή» νερά, γιατί ήταν καλοκαίρι, καθόταν στον ίσκιο ενός μεγάλου πλατανιού με συντροφιά το αδιάκοπο τραγούδι των τζιτζικιών και το θρόισμα των φύλλων από τη δροσερή πνοή του ανέμου. Στο τοπίο του «Φαίδρου» με την «αμφιλαφή και υψηλήν πλάτανον» υπήρχε και μικρή αλλά «χαριεστάτη πηγή μόλα ψυχρού ύδατος» και μεγάλη και σύσκια λυγαριά, που με τα άνθη της ευωδίαζε τον αέρα.
Το ποτάμι, εδώ και χρόνια, έχει καλυφθεί.
Ένας από τους Θεούς-ποταμούς ήταν ο Ηριδανός.
Σύμφωνα με τον Στράβωνα, οι πηγές του Ηριδανού ποταμού βρίσκονταν κοντά στους νότιους πρόποδες του Λυκαβηττού, απέναντι από τις πύλες του Διοχάρους, όπου βρίσκεται και η Πάνοπος κρήνη.
Ο Παυσανίας στα Αττικά του πιστοποιεί την παρουσία του Ηριδανού στην Αθήνα και μάλιστα αναφέρει ότι τα νερά του κατέληγαν στον Ιλισσό ποταμό . Σήμερα ο Ηριδανός, με εμφανή τα φυσικά χαρακτηριστικά ενός ποταμού (κοίτη, φυσικά και τεχνητά αναχώματα), είναι ορατός μόνο στον αρχαιολογικό χώρο των ανασκαφών του Κεραμεικού.
Στην αρχαιότητα, που οι πηγές και τα ποτάμια ήταν ιερά, οι Αθηναίοι θεωρούσαν το νερό ύψιστο αγαθό και αναπόσπαστο μέρος του πολιτισμού τους αλλά και της καθημερινότητάς τους γενικότερα. Σύμφωνα με τον Όμηρο ο ποταμός είναι : ιερός, δίος, λάβρος, ωκύρροος, δινήεις, αργυροδίνης, βαθυδίνης και κελάδων.
Το νερό, πολύτιμη πηγή ζωής και αναπόσπαστο μέρος του φυσικού πλούτου, φαίνεται πως ήταν απαραίτητο όχι μόνο για τους ζωντανούς, αλλά και για τους νεκρούς. Κάτω από τον ίσκιο των δέντρων και τη δροσιά των νερών οι αποθανόντες «απολάμβαναν» την αιώνια γαλήνη και «εξασφάλιζαν» την ανάπαυση των ψυχών τους.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι πιο περιποιημένοι κήποι ήταν εκείνοι που περιέβαλαν νεκροταφεία! Το υγρό στοιχείο σε συνδυασμό με την πλούσια βλάστηση έδινε τη δυνατότητα στους ανθρώπους για ηρεμία πνεύματος και ψυχής καθώς και περισυλλογής. Έτσι λοιπόν, προϋπόθεση για την καλή λειτουργία των φιλοσοφικών σχολών ήταν ένα φυσικό περιβάλλον απότελούμενο από ολάνθιστους κήπους και τρεχούμενα νερά.
Ένα σχόλιο στον Πίνδαρο (Πύθια,4,145) αναφέρει ότι οι αρχαίοι έκοβαν τις παιδικές τους μπούκλες και τις αφιέρωνανα στους ποταμούς, που «..άντρες αντρώνουν (κουρίζουσι)..», επειδή πίστευαν ότι το νερό συμβάλλει στην αύξηση των πάντων.
Στην Αρκαδία, τα νεαρά αγόρια και κορίτσια μαζεύονταν κάθε χρόνο, μια επίσημη μέρα, στις όχθες της Νέδας, για να κόψουν εκεί τα μαλλιά τους, που τα αφιέρωναν στον ποταμό. Αυτή η συνήθεια ανάγεται στους πρώτους χρόνους της Ελλάδας. Βρίσκουμε μια περίεργη μαρτυρία γι’ αυτή στην 23η ραψωδία της Ιλιάδας (Ψ144-151).
Ο Αχιλλέας απευθυνόμενος στον Σπερχειό ποταμό, λέει: « Σπερχειέ, του κάκου αλήθεια σου’ταξεν ο κύρης μου ο Πηλέας στην ποθητή πατρίδα αν γύριζα κει πέρα, τα μαλλιά μου στη χάρη σου να κόψω, κάνοντας τρανή θυσία από πάνω : πενήντα κριάρια πλάι στους όχτους σου βαρβάτα να σου σφάξω, πα στις πηγές, όπου’ναι το άλσος σου κι ο ευωδιαστός βωμός σου. Τέτοιαν ευκή είχε κάμει ο γέροντας, μα εσύ το ναι δεν το’πες!
Τώρα που πίσω πια δεν έρχομαι στη γη την πατρική μου, ας πάρει τα μαλλιά μου ο Πάτροκλος ο αντρόκαρδος μαζί του.» (Μετάφραση : Ν.Καζαντζάκη-Ι.Θ.Κακριδή) Αυτή η συγκινητική προσφορά δείχνει καλά ποιες θρησκευτικές ιδέες οι ποταμοί ξυπνούσανε στις ψυχές των Ελλήνων, που έφταναν και ως τη θυσία των μαλλιών τους προς αυτούς, των μαλλιών τους που ήταν αναγκαίο στόλισμα εκείνης της φυσικής τους ομορφιάς, για την οποία ήταν τόσο περήφανοι.
Πίστευαν επίσης πως βρίσκανε στα νερά τους μια δύναμη κάθαρσης, ανάλογη με εκείνη που αναζητούσαν στα ιερά του Απόλλωνα. «Ποτέ των αείρροων ποταμιών τ’ομορφοκύλιστο νερό να μήν περνάς με τα πόδια, προτού να προσευχηθείς κοιτάζοντας την όμορφη ροή, νίβοντας τα χέρια στο πολυαγάπητο νερό. Όποιος περάσει ποτάμι με το κακό μέσα του και μ’άνιφτα χέρια, μ’αυτόν οι θεοί οργίζονται και βάσανα του δίνουν μετά».(Ησίοδος : Έργα και Ημέραι,737-741)
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα (Κριτίας,V105-118) πριν το μεγάλο κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, η Ακρόπολη ήταν τόσο μεγάλη, που έφτανε ως τον Ηριδανό και τον Ιλισσό και έπαιρνε μέσα και την Πνύκα και είχε σύνορό της το Λυκαβηττό .
Ήταν δε όλη σκεπασμένη με χώμα και είχε νερά μπόλικα και εξόν από λίγα μέρη ήταν στο πάνω μέρος ίσιωμα. Ο καιρός ήταν κάθε εποχή καλός. Κάποτε έπεσε πάρα πολύ βροχή και ξέγδαρε όλο το γύρω από αυτή χώμα και την έκανε γυμνή. Από την αρχαιότητα το «λεπτόγειον» και οι περιορισμένες βροχές έκαναν το πρόβλημα της λειψυδρίας μεγάλο για την Αθήνα. (βρίσκεται στον 38ο παράλληλο του βορείου ημισφαιρίου σε γεωγραφικό πλάτος 37΄΄58΄18΄68΄΄ και γεωγραφικό μήκος 23΄43΄, μέση θερμοκρασία 17,7ο και μέση θερμοκρασία Ιουλίου-Αυγούστου 32,4ο και 98 ημέρες του χρόνου βροχή, με ύψος νερού 393 χιλιοστόμετρα) Οι Αθηναίοι φρόντιζαν για την υδροδότηση ανοίγοντας πηγάδια, κατασκευάζοντας δεξαμενές για τη συλλογή βρόχινου νερού, κρήνες και υδραγωγεία. Κάποτε το λεκανοπέδιο Αττικής διασχιζόταν από μερικές εκατοντάδες ρέματα.
Ο Κηφισός, ο Ιλισός και ο Ηριδανός, μαζί με δύο μικρούς παραπόταμους, τον Κυκλοβόρο και το Σκίρωνα, άρδευαν την πεδιάδα των Αθηνών.
Κότταβος: Το αρχαιοελληνικό παιχνίδι μετά από «γενναίες» κρασοκατανύξεις και ερωτικές σπονδές (φωτό, βίντεο)
81
3
1
Google +
0
Η αρχαία Ελλάδα συνεχίζει και συναρπάζει αν και έχουν περάσει τόσοι αιώνες. Τόσο για την συμβολή της στις τέχνες, τα γράμματα και τον πολιτισμό αλλά και σε πολλές ακόμη πτυχές της σύγχρονης ζωής μας.
Τί όμως γινόταν όταν οι αρχαίοι Έλληνες διασκέδαζαν; Πώς περνούσαν τον χρόνο τους μετά από όλες αυτές τις πολεμικές εκστρατείες; Πώς εκμαίευαν τα φιλοσοφικά δόγματα πάνω στα οποία έχει χτιστεί η σύγχρονη κοινωνία;
Το να χύσεις σήμερα κόκκινο κρασί σε μια μάζωξη ισοδυναμεί με σωστή καταστροφή, πόσο μάλλον όταν προσγειωθεί στο χαλί του οικοδεσπότη.
Για τους αρχαίους Έλληνες όμως ένα πάρτι δεν ήταν ποτέ καλό εκτός και αν έρρεε άφθονο το κρασί. Και όχι απαραίτητα στα ποτήρια!
Γιατί όταν το γλέντι φούντωνε και τα αλκοολικά αίματα άναβαν, τότε οι πρόγονοί μας εκσφενδόνιζαν το κρασί προς πάσα κατεύθυνση, μετατρέποντας τις αίθουσες των συμποσίων σε μικρά εγκλήματα πιτσιλίσματος.
Αυτό ήταν το παιχνίδι που έπαιζαν στις συγκεντρώσεις τους, ένα κάμωμα με κρασί και στόχους στο οποίο διακυβευόταν τόσο το έπαθλο όσο και η τιμή των παικτών. Και το έκαναν πρωτίστως για διασκέδαση, αν και κάποιες φορές είχε να κάνει και με οιωνούς για την έκβαση ενός έρωτα.
Ο κότταβος ήταν ένα παιχνίδι επιδεξιότητας που παιζόταν με τους παίκτες μεθυσμένους και περιλάμβανε πάντα έναν στόχο, αν και υπήρχαν αρκετές εκδοχές του, καθώς οι παίκτες ήταν ελεύθεροι να καθορίσουν κάθε φορά τους κανόνες του.
Με τόσο κρασί εξάλλου και τις συνειδήσεις ναρκωμένες, πώς να θυμηθείς τα πώς και τα γιατί…
Μια παρτίδα κότταβου
Ο κότταβος είχε δύο βασικές εκδοχές, αν και η πλέον αγαπημένη (κότταβος κατακτός), αυτή για την οποία διαβάζουμε στα θεατρικά και βλέπουμε στα αγγεία, είχε να κάνει με έναν μπρούτζινο στύλο (ράβδος). Ένας μικρός μεταλλικός δίσκος, η πλάστιγγα (πλάστιγξ), ισορροπούσε σε μια δοκό και ο σκοπός ήταν να την εκτρέψεις από τη θέση της εκσφενδονίζοντας κρασί και να χτυπήσει αυτή σε έναν μεγαλύτερο μεταλλικό δίσκο (λεκανίς) που βρισκόταν από κάτω της, στα 2/3 του ύψους της δοκού.
Κάποιες φορές αντί για πλάστιγγα τοποθετούσαν στην κορυφή του κοτταβείου ένα μεταλλικό αγαλμάτιο (μάνης) που απεικόνιζε έναν άντρα με ανυψωμένα το δεξί πόδι και χέρι. Τρία παιχνίδια παίζονταν σε αυτό το κοτταβείο. Στο πρώτο, οι παίκτες προσπαθούσαν να γεμίσουν με τόσο κρασί την πλάστιγγα ώστε αυτή να ανατραπεί και να χτυπήσει στη λεκάνη. Στη δεύτερη, γινόταν το ίδιο ακριβώς πράγμα, μόνο που η πλάστιγγα όφειλε να χτυπήσει και τον μάνης, ο οποίος προσαρμοζόταν εδώ στη ράβδο πριν από τη λεκάνη.
Στην τρίτη εκδοχή, αντικαθιστούσαν απλώς την πλάστιγγα με το μεταλλικό αγαλματάκι και παιζόταν όπως και στις άλλες εκδοχές.
Απλός στη σύλληψη, ο κότταβος γινόταν δύσκολος στην εκτέλεσή του. Γιατί βλέπετε οι παίκτες το έπαιζαν γερμένοι καθώς ήταν στα ανάκλιντρά τους και εκσφενδόνιζαν τις τελευταίες γουλιές του κρασιού είτε με το στόμα τους είτε, στην παραδοσιακή εκδοχή του, με τα κύπελλά τους. Σχημάτιζαν έναν κύκλο ή ένα τετράγωνο με τα ανάκλιντρα γύρω από τον στύλο και γινόταν κακός χαμός!
Η κύλικα εξάλλου, το ρηχό και πλατύ αυτό αγγείο με τις δύο λαβές από το οποίο έπιναν το κρασί τους, έμοιαζε ιδανική για το παιχνίδι, καθώς στα μαεστρικά χέρια των καλυτέρων μετατρεπόταν σε σφενδόνα οίνου. «Λάταγες» αποκαλούσαν οι Έλληνες τις λιγοστές σταγόνες κρασιού που απέμεναν στον πυθμένα της κύλικας και «λαταγείο» το χάλκινο αγγείο που έβαζαν στόχο.
Η δεύτερη εκδοχή του κότταβου (κότταβος δι᾽ ὀξυβάφων) εγκατέλειπε την πλάστιγγα για μια μεγάλη λεκάνη με νερό, μέσα στην οποία επέπλεαν μικρότερα πήλινα δοχεία (οξύφαβα), τα οποία έπρεπε να βυθίσουν οι αρχαίοι με το κρασί τους. Ο νικητής ήταν εδώ αυτός που θα βύθιζε τα περισσότερα δοχεία με μια καλοζυγισμένη εκτόξευση κρασιού. Και μιας και έλειπε εδώ ο κρότος που έκανε η πλάστιγγα ή ο μάνης όταν χτυπούσε τον μεταλλικό δίσκο, αυτή η εκδοχή θεωρούνταν περισσότερο πολιτισμένη, όντας αθόρυβη.
Ο νικητής και στις δύο εκδοχές έπαιρνε προσυμφωνημένα έπαθλα, βρώσιμα αντικείμενα συνήθως (μήλα και αυγά), σανδάλια ή ακόμα και την ίδια πλάστιγγα, που ήταν εδώ μια πιατέλα. Αν και κάποιες φορές τα έπαθλα ήταν πραγματικά πολύτιμα, όταν ήθελαν να κάνουν το παιχνίδι λίγο πιο «πιπεράτο».
Αυτοί ήταν οι βασικοί κανόνες, αν και οι αρχαίοι Έλληνες, λάτρεις της τελειότητας, δεν αποζητούσαν απλώς το πετυχημένο αποτέλεσμα, αλλά και τη χάρη της βολής, την καλοσχηματισμένη τροχιά της κίνησης και την ακρίβειά της φυσικά. Στα «συν» προσμετρούσαν και το γεγονός ότι το κρασί δεν έπρεπε να χυθεί πάνω σου, ακόμα και την καλαισθησία με την οποία έπιανες την κύλικα.
Όσο μεγαλύτερη καμπύλη διέγραφε η τροχιά του κρασιού, ας πούμε, τόσο πιο ευγενής ήταν η ριξιά, όπως ακριβώς και με το ακόντιο στον πόλεμο. Το ίδιο συνέβαινε και με τον τρόπο που έπιανες την κύλικα, προσαρμόζοντας δύο δάχτυλα του δεξιού χεριού (πάντα του δεξιού χεριού) στο εσωτερικό της λαβής: τα δάχτυλα όφειλαν να κινηθούν με παρόμοιο τρόπο με την κίνηση που διέγραφαν μέσα στη δερμάτινη λαβή του ακοντίου. Οι καλύτεροι στον κότταβο ήταν και οι καλύτεροι ακοντιστές, συνεκδοχικά, μια αρετή που εκτιμούσαν ιδιαιτέρως πολύ.
Παρά τη χάρη και την καλαισθησία που αποζητούσαν βέβαια οι συμποσιαστές στις βολές τους, ο κότταβος άφηνε το δωμάτιο σωστό πεδίο μάχης. Και ήταν αυτή η εξόχως βρόμικη φύση του παιχνιδιού που το έκανε κατάλληλο για τις προχωρημένες ώρες των συμποσίων, όταν η μέθη δεν άφηνε άλλα περιθώρια για φιλοσοφικές συζητήσεις και πολιτικούς διαξιφισμούς.
Ο κότταβος ξεκίνησε από τη Μεγάλη Ελλάδα ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ., όντας δημοφιλέστατος στη Σικελία, πριν περάσει στον ελλαδικό χώρο και εξαπλωθεί σε όλη την ελληνική επικράτεια κατά τον 5ο και 4ο αιώνα, από τη Θεσσαλία ως και τη Ρόδο. Τις μεγαλύτερες δόξες του τις έζησε βέβαια στην κλασική Αθήνα.
Και δεν ήταν απλώς ο παιχνιδιάρικος τρόπος που συνόδευε απαρέγκλιτα ένα συμπόσιο, αλλά στη Σικελία τουλάχιστον χτίζονταν ακόμα και ειδικά κτίρια για τον κότταβο, κυλινδρικές κατασκευές με τα ανάκλιντρα διαταγμένα ολόγυρα από τον στύλο ώστε να παίζεται γρήγορα και αποτελεσματικά.
Συχνά πυκνά μάλιστα το κοτταβείο έμοιαζε και με ερωτικό μαντείο, μιας και το παιχνίδι είχε και μια τέτοια πτυχή. Ο συμποσιαστής ονομάτιζε το αντικείμενο του πόθου του πριν από τη βολή του και η επιτυχημένη ή όχι έκβασή της προοιώνιζε και το τι θα συνέβαινε τελικά στο φλερτ. Ακόμα και από την τροχιά του κρασιού ή την ελεύθερη πτώση της πλάστιγγας έβγαζαν ερωτικά συμπεράσματα οι πρόγονοί μας στις οινοπνευματώδεις μαζώξεις τους.
Κι ενώ κότταβο έπαιζαν αποκλειστικά οι άντρες, δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο να παίρνουν μέρος και εταίρες, καθώς όπως είπαμε το παιχνίδι είναι πάντα και μια «βρόμικη» φύση. Έπαθλα ήταν κάποιες φορές ένα φιλάκι από την εταίρα. Ο κωμωδιογράφος Κρατίνος ο Αθηναίος μας λέει εξάλλου σε ένα ποίημά του ότι μια εταίρα αφιέρωσε τη βολή της στα γεννητικά όργανα του κορίνθιου φίλου της!
Και καθώς η τύχη έπαιζε πάντα έναν καλό ρόλο, κάτι που αποδέχονταν οι αρχαίοι, ο κότταβος είχε αναγκαστικά και μια διάσταση οιωνού για τη μελλοντική επιτυχία των συμποσιαστών στη ζωή τους, ειδικά σε ζητήματα αγάπης. Γι’ αυτό και τα έπαθλα ήταν μια στο τόσο μεγάλης αξίας, για να ανεβαίνουν τα στοιχήματα και να διακυβεύονται περισσότερα από μερικά μήλα ή σεξουαλικές χάρες…
Πώς ξέρουμε για τον κότταβο
Ο Κριτίας, ο Αθηναίος πολιτικός, φιλόσοφος και ποιητής του 5ου αιώνα π.Χ., μας λέει για την «ένδοξη εφεύρεση» που ήρθε από τη Σικελία και εγκαθιδρύθηκε στα πέρατα του ελληνικού κόσμου. Και δεν είναι φυσικά ο μόνος, καθώς το παιχνίδι εμφανίζεται στα γραπτά πάμπολλων, όπως ο μεγάλος Αλκαίος, ο λυρικός ποιητής Ανακρέων, ο Πίνδαρος, ο Βακχυλίδης, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης και ο αθηναίος κωμωδιογράφος Αντιφάνης.
Όλοι μιλούν με τα καλύτερα λόγια για τον κότταβο, ο οποίος εμφανίζεται εξάλλου και σε πλήθος ερυθρόμορφων αγγείων της εποχής. Μόνο που πρέπει να πέθανε πιο σύντομα από όσο θα ήθελαν οι Έλληνες της κλασικής εποχής, καθώς οι γραφιάδες των Ρωμαίων και των ελληνιστικών χρόνων μιλούν για τον κότταβο ως ένα παιχνίδι του παρελθόντος που δεν παιζόταν πια. Για τη λατινική φιλολογία μάλιστα, ήταν κάτι ολότελα άγνωστο.
Έκτοτε αρκετοί ακαδημαϊκοί έχουν εργαστεί για να τον φέρουν ξανά στη ζωή, όχι πλέον σε συμπόσια, αλλά στον πανεπιστημιακό χώρο. Μεγάλη συμβολή είχε εδώ η δρ Heather Sharpe, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης στο West Chester University της Πενσιλβάνια των ΗΠΑ, που συναντούσε συνεχώς τον κότταβο στα αρχαιοελληνικά αγγεία που την ενδιέφεραν και είπε κάποια στιγμή να παίξει μερικές παρτίδες με τους μαθητές της.
Ακόμα και ομοιώματα των αυθεντικών κυλίκων των αρχαίων τής έφτιαξε ο συνάδελφός της, Andrew Snyder, με τη βοήθεια 3D εκτυπωτή. Αντί για κρασί, χρησιμοποίησαν αραιωμένο με νερό μούστο, για να μοιάζει περισσότερο με το νερωμένο κρασί των Ελλήνων της εποχής. «Μέσα σε μισή ώρα, υπήρχε παντού αραιωμένος μούστος, κάτι που με έκανε να συνειδητοποιήσω πως θα γίνονταν αρκετά χάλια οι αρχαίοι», είπε η Sharpe για την εμπειρία της.
Και συνέχισε: «Σκοπεύεις τον στόχο, το αστείο όμως είναι ότι αυτά τα συμπόσια διοργανώνονταν συνήθως σε περισσότερο ή λιγότερο τετράγωνα δωμάτια και είχες συμποσιαστές στις 3,5 πλευρές. Αν έχανες λοιπόν τον στόχο σου, δεν θα ήταν καθόλου δύσκολο να βρεις κάποιον στην απέναντι πλευρά».
Και όπως εξομολογήθηκαν και οι φοιτητές της στην αναβίωση του παιχνιδιού, δύσκολα κρατήθηκαν να μην πετύχουν εσκεμμένα τον συνάδελφό τους απέναντι. Γεγονός που μας μαρτυρά και ο Αισχύλος, όταν βάζει τον Οδυσσέα να μας πει πως σε ένα παιχνίδι κότταβου ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης, ο πανούργος Ευρύμαχος, σημάδευε επίτηδες το κεφάλι του Οδυσσέα αντί την πλάστιγγα, ώστε να τον ταπεινώσει.
Βλέπετε ο κότταβος, παρά τη μεθυσμένη του φύση, ήταν άλλο ένα παιχνίδι που έπαιζαν οι πάντα ανταγωνιστικοί πρόγονοί μας και κανείς δεν ήθελε να χάσει. «Είναι αστείο, γιατί εμφανίζονταν να το έπαιρναν πολύ στα σοβαρά όλο αυτό», μας λέει και η Sharpe, «οι Έλληνες, με έναν παράξενο τρόπο, λάτρευαν να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο, είτε στα συμπόσια είτε στο γυμναστήριο».
Ήταν ωστόσο αυτή η ελευθεριακή και χωρίς φραγμούς φύση του κότταβου που δεν τον άφησε να μακροημερεύσει. Προς τα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. εξαφανίζεται μαγικά από λογοτεχνικά έργα και αγγεία, κάτι που υποδεικνύει πως η μόδα του είχε παρέλθει. Για ενδεχόμενη αναβίωσή του σήμερα ούτε συζήτηση φυσικά, καθώς οι εποχές μας δεν επιτρέπουν τέτοια καμώματα.
Ρωτήστε τον Hugh Johnson, ας πούμε, μέγα γνώστη του οίνου και συγγραφέα, ο οποίος δοκίμασε το παιχνίδι: «Έφτιαξα μια συσκευή για τον κότταβο και ασκήθηκα επιμελώς», μας λέει στο βιβλίο του «The Story of Wine», «από προσωπική εμπειρία, μπορώ να πω πως δεν είναι καθόλου εύκολο. Και δημιουργεί ένα τρομερό χάος στο πάτωμα».
Και πια δεν έχουμε σκλάβους να καθαρίζουν, παρατηρεί πικρόχολα…
81
3
1
0
Η αρχαία Ελλάδα συνεχίζει και συναρπάζει αν και έχουν περάσει τόσοι αιώνες. Τόσο για την συμβολή της στις τέχνες, τα γράμματα και τον πολιτισμό αλλά και σε πολλές ακόμη πτυχές της σύγχρονης ζωής μας.
Τί όμως γινόταν όταν οι αρχαίοι Έλληνες διασκέδαζαν; Πώς περνούσαν τον χρόνο τους μετά από όλες αυτές τις πολεμικές εκστρατείες; Πώς εκμαίευαν τα φιλοσοφικά δόγματα πάνω στα οποία έχει χτιστεί η σύγχρονη κοινωνία;
Το να χύσεις σήμερα κόκκινο κρασί σε μια μάζωξη ισοδυναμεί με σωστή καταστροφή, πόσο μάλλον όταν προσγειωθεί στο χαλί του οικοδεσπότη.
Για τους αρχαίους Έλληνες όμως ένα πάρτι δεν ήταν ποτέ καλό εκτός και αν έρρεε άφθονο το κρασί. Και όχι απαραίτητα στα ποτήρια!
Γιατί όταν το γλέντι φούντωνε και τα αλκοολικά αίματα άναβαν, τότε οι πρόγονοί μας εκσφενδόνιζαν το κρασί προς πάσα κατεύθυνση, μετατρέποντας τις αίθουσες των συμποσίων σε μικρά εγκλήματα πιτσιλίσματος.
Αυτό ήταν το παιχνίδι που έπαιζαν στις συγκεντρώσεις τους, ένα κάμωμα με κρασί και στόχους στο οποίο διακυβευόταν τόσο το έπαθλο όσο και η τιμή των παικτών. Και το έκαναν πρωτίστως για διασκέδαση, αν και κάποιες φορές είχε να κάνει και με οιωνούς για την έκβαση ενός έρωτα.
Ο κότταβος ήταν ένα παιχνίδι επιδεξιότητας που παιζόταν με τους παίκτες μεθυσμένους και περιλάμβανε πάντα έναν στόχο, αν και υπήρχαν αρκετές εκδοχές του, καθώς οι παίκτες ήταν ελεύθεροι να καθορίσουν κάθε φορά τους κανόνες του.
Με τόσο κρασί εξάλλου και τις συνειδήσεις ναρκωμένες, πώς να θυμηθείς τα πώς και τα γιατί…
Μια παρτίδα κότταβου
Ο κότταβος είχε δύο βασικές εκδοχές, αν και η πλέον αγαπημένη (κότταβος κατακτός), αυτή για την οποία διαβάζουμε στα θεατρικά και βλέπουμε στα αγγεία, είχε να κάνει με έναν μπρούτζινο στύλο (ράβδος). Ένας μικρός μεταλλικός δίσκος, η πλάστιγγα (πλάστιγξ), ισορροπούσε σε μια δοκό και ο σκοπός ήταν να την εκτρέψεις από τη θέση της εκσφενδονίζοντας κρασί και να χτυπήσει αυτή σε έναν μεγαλύτερο μεταλλικό δίσκο (λεκανίς) που βρισκόταν από κάτω της, στα 2/3 του ύψους της δοκού.
Κάποιες φορές αντί για πλάστιγγα τοποθετούσαν στην κορυφή του κοτταβείου ένα μεταλλικό αγαλμάτιο (μάνης) που απεικόνιζε έναν άντρα με ανυψωμένα το δεξί πόδι και χέρι. Τρία παιχνίδια παίζονταν σε αυτό το κοτταβείο. Στο πρώτο, οι παίκτες προσπαθούσαν να γεμίσουν με τόσο κρασί την πλάστιγγα ώστε αυτή να ανατραπεί και να χτυπήσει στη λεκάνη. Στη δεύτερη, γινόταν το ίδιο ακριβώς πράγμα, μόνο που η πλάστιγγα όφειλε να χτυπήσει και τον μάνης, ο οποίος προσαρμοζόταν εδώ στη ράβδο πριν από τη λεκάνη.
Στην τρίτη εκδοχή, αντικαθιστούσαν απλώς την πλάστιγγα με το μεταλλικό αγαλματάκι και παιζόταν όπως και στις άλλες εκδοχές.
Απλός στη σύλληψη, ο κότταβος γινόταν δύσκολος στην εκτέλεσή του. Γιατί βλέπετε οι παίκτες το έπαιζαν γερμένοι καθώς ήταν στα ανάκλιντρά τους και εκσφενδόνιζαν τις τελευταίες γουλιές του κρασιού είτε με το στόμα τους είτε, στην παραδοσιακή εκδοχή του, με τα κύπελλά τους. Σχημάτιζαν έναν κύκλο ή ένα τετράγωνο με τα ανάκλιντρα γύρω από τον στύλο και γινόταν κακός χαμός!
Η κύλικα εξάλλου, το ρηχό και πλατύ αυτό αγγείο με τις δύο λαβές από το οποίο έπιναν το κρασί τους, έμοιαζε ιδανική για το παιχνίδι, καθώς στα μαεστρικά χέρια των καλυτέρων μετατρεπόταν σε σφενδόνα οίνου. «Λάταγες» αποκαλούσαν οι Έλληνες τις λιγοστές σταγόνες κρασιού που απέμεναν στον πυθμένα της κύλικας και «λαταγείο» το χάλκινο αγγείο που έβαζαν στόχο.
Η δεύτερη εκδοχή του κότταβου (κότταβος δι᾽ ὀξυβάφων) εγκατέλειπε την πλάστιγγα για μια μεγάλη λεκάνη με νερό, μέσα στην οποία επέπλεαν μικρότερα πήλινα δοχεία (οξύφαβα), τα οποία έπρεπε να βυθίσουν οι αρχαίοι με το κρασί τους. Ο νικητής ήταν εδώ αυτός που θα βύθιζε τα περισσότερα δοχεία με μια καλοζυγισμένη εκτόξευση κρασιού. Και μιας και έλειπε εδώ ο κρότος που έκανε η πλάστιγγα ή ο μάνης όταν χτυπούσε τον μεταλλικό δίσκο, αυτή η εκδοχή θεωρούνταν περισσότερο πολιτισμένη, όντας αθόρυβη.
Ο νικητής και στις δύο εκδοχές έπαιρνε προσυμφωνημένα έπαθλα, βρώσιμα αντικείμενα συνήθως (μήλα και αυγά), σανδάλια ή ακόμα και την ίδια πλάστιγγα, που ήταν εδώ μια πιατέλα. Αν και κάποιες φορές τα έπαθλα ήταν πραγματικά πολύτιμα, όταν ήθελαν να κάνουν το παιχνίδι λίγο πιο «πιπεράτο».
Αυτοί ήταν οι βασικοί κανόνες, αν και οι αρχαίοι Έλληνες, λάτρεις της τελειότητας, δεν αποζητούσαν απλώς το πετυχημένο αποτέλεσμα, αλλά και τη χάρη της βολής, την καλοσχηματισμένη τροχιά της κίνησης και την ακρίβειά της φυσικά. Στα «συν» προσμετρούσαν και το γεγονός ότι το κρασί δεν έπρεπε να χυθεί πάνω σου, ακόμα και την καλαισθησία με την οποία έπιανες την κύλικα.
Όσο μεγαλύτερη καμπύλη διέγραφε η τροχιά του κρασιού, ας πούμε, τόσο πιο ευγενής ήταν η ριξιά, όπως ακριβώς και με το ακόντιο στον πόλεμο. Το ίδιο συνέβαινε και με τον τρόπο που έπιανες την κύλικα, προσαρμόζοντας δύο δάχτυλα του δεξιού χεριού (πάντα του δεξιού χεριού) στο εσωτερικό της λαβής: τα δάχτυλα όφειλαν να κινηθούν με παρόμοιο τρόπο με την κίνηση που διέγραφαν μέσα στη δερμάτινη λαβή του ακοντίου. Οι καλύτεροι στον κότταβο ήταν και οι καλύτεροι ακοντιστές, συνεκδοχικά, μια αρετή που εκτιμούσαν ιδιαιτέρως πολύ.
Παρά τη χάρη και την καλαισθησία που αποζητούσαν βέβαια οι συμποσιαστές στις βολές τους, ο κότταβος άφηνε το δωμάτιο σωστό πεδίο μάχης. Και ήταν αυτή η εξόχως βρόμικη φύση του παιχνιδιού που το έκανε κατάλληλο για τις προχωρημένες ώρες των συμποσίων, όταν η μέθη δεν άφηνε άλλα περιθώρια για φιλοσοφικές συζητήσεις και πολιτικούς διαξιφισμούς.
Ο κότταβος ξεκίνησε από τη Μεγάλη Ελλάδα ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ., όντας δημοφιλέστατος στη Σικελία, πριν περάσει στον ελλαδικό χώρο και εξαπλωθεί σε όλη την ελληνική επικράτεια κατά τον 5ο και 4ο αιώνα, από τη Θεσσαλία ως και τη Ρόδο. Τις μεγαλύτερες δόξες του τις έζησε βέβαια στην κλασική Αθήνα.
Και δεν ήταν απλώς ο παιχνιδιάρικος τρόπος που συνόδευε απαρέγκλιτα ένα συμπόσιο, αλλά στη Σικελία τουλάχιστον χτίζονταν ακόμα και ειδικά κτίρια για τον κότταβο, κυλινδρικές κατασκευές με τα ανάκλιντρα διαταγμένα ολόγυρα από τον στύλο ώστε να παίζεται γρήγορα και αποτελεσματικά.
Συχνά πυκνά μάλιστα το κοτταβείο έμοιαζε και με ερωτικό μαντείο, μιας και το παιχνίδι είχε και μια τέτοια πτυχή. Ο συμποσιαστής ονομάτιζε το αντικείμενο του πόθου του πριν από τη βολή του και η επιτυχημένη ή όχι έκβασή της προοιώνιζε και το τι θα συνέβαινε τελικά στο φλερτ. Ακόμα και από την τροχιά του κρασιού ή την ελεύθερη πτώση της πλάστιγγας έβγαζαν ερωτικά συμπεράσματα οι πρόγονοί μας στις οινοπνευματώδεις μαζώξεις τους.
Κι ενώ κότταβο έπαιζαν αποκλειστικά οι άντρες, δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο να παίρνουν μέρος και εταίρες, καθώς όπως είπαμε το παιχνίδι είναι πάντα και μια «βρόμικη» φύση. Έπαθλα ήταν κάποιες φορές ένα φιλάκι από την εταίρα. Ο κωμωδιογράφος Κρατίνος ο Αθηναίος μας λέει εξάλλου σε ένα ποίημά του ότι μια εταίρα αφιέρωσε τη βολή της στα γεννητικά όργανα του κορίνθιου φίλου της!
Και καθώς η τύχη έπαιζε πάντα έναν καλό ρόλο, κάτι που αποδέχονταν οι αρχαίοι, ο κότταβος είχε αναγκαστικά και μια διάσταση οιωνού για τη μελλοντική επιτυχία των συμποσιαστών στη ζωή τους, ειδικά σε ζητήματα αγάπης. Γι’ αυτό και τα έπαθλα ήταν μια στο τόσο μεγάλης αξίας, για να ανεβαίνουν τα στοιχήματα και να διακυβεύονται περισσότερα από μερικά μήλα ή σεξουαλικές χάρες…
Πώς ξέρουμε για τον κότταβο
Ο Κριτίας, ο Αθηναίος πολιτικός, φιλόσοφος και ποιητής του 5ου αιώνα π.Χ., μας λέει για την «ένδοξη εφεύρεση» που ήρθε από τη Σικελία και εγκαθιδρύθηκε στα πέρατα του ελληνικού κόσμου. Και δεν είναι φυσικά ο μόνος, καθώς το παιχνίδι εμφανίζεται στα γραπτά πάμπολλων, όπως ο μεγάλος Αλκαίος, ο λυρικός ποιητής Ανακρέων, ο Πίνδαρος, ο Βακχυλίδης, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης και ο αθηναίος κωμωδιογράφος Αντιφάνης.
Όλοι μιλούν με τα καλύτερα λόγια για τον κότταβο, ο οποίος εμφανίζεται εξάλλου και σε πλήθος ερυθρόμορφων αγγείων της εποχής. Μόνο που πρέπει να πέθανε πιο σύντομα από όσο θα ήθελαν οι Έλληνες της κλασικής εποχής, καθώς οι γραφιάδες των Ρωμαίων και των ελληνιστικών χρόνων μιλούν για τον κότταβο ως ένα παιχνίδι του παρελθόντος που δεν παιζόταν πια. Για τη λατινική φιλολογία μάλιστα, ήταν κάτι ολότελα άγνωστο.
Έκτοτε αρκετοί ακαδημαϊκοί έχουν εργαστεί για να τον φέρουν ξανά στη ζωή, όχι πλέον σε συμπόσια, αλλά στον πανεπιστημιακό χώρο. Μεγάλη συμβολή είχε εδώ η δρ Heather Sharpe, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης στο West Chester University της Πενσιλβάνια των ΗΠΑ, που συναντούσε συνεχώς τον κότταβο στα αρχαιοελληνικά αγγεία που την ενδιέφεραν και είπε κάποια στιγμή να παίξει μερικές παρτίδες με τους μαθητές της.
Ακόμα και ομοιώματα των αυθεντικών κυλίκων των αρχαίων τής έφτιαξε ο συνάδελφός της, Andrew Snyder, με τη βοήθεια 3D εκτυπωτή. Αντί για κρασί, χρησιμοποίησαν αραιωμένο με νερό μούστο, για να μοιάζει περισσότερο με το νερωμένο κρασί των Ελλήνων της εποχής. «Μέσα σε μισή ώρα, υπήρχε παντού αραιωμένος μούστος, κάτι που με έκανε να συνειδητοποιήσω πως θα γίνονταν αρκετά χάλια οι αρχαίοι», είπε η Sharpe για την εμπειρία της.
Και συνέχισε: «Σκοπεύεις τον στόχο, το αστείο όμως είναι ότι αυτά τα συμπόσια διοργανώνονταν συνήθως σε περισσότερο ή λιγότερο τετράγωνα δωμάτια και είχες συμποσιαστές στις 3,5 πλευρές. Αν έχανες λοιπόν τον στόχο σου, δεν θα ήταν καθόλου δύσκολο να βρεις κάποιον στην απέναντι πλευρά».
Και όπως εξομολογήθηκαν και οι φοιτητές της στην αναβίωση του παιχνιδιού, δύσκολα κρατήθηκαν να μην πετύχουν εσκεμμένα τον συνάδελφό τους απέναντι. Γεγονός που μας μαρτυρά και ο Αισχύλος, όταν βάζει τον Οδυσσέα να μας πει πως σε ένα παιχνίδι κότταβου ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης, ο πανούργος Ευρύμαχος, σημάδευε επίτηδες το κεφάλι του Οδυσσέα αντί την πλάστιγγα, ώστε να τον ταπεινώσει.
Βλέπετε ο κότταβος, παρά τη μεθυσμένη του φύση, ήταν άλλο ένα παιχνίδι που έπαιζαν οι πάντα ανταγωνιστικοί πρόγονοί μας και κανείς δεν ήθελε να χάσει. «Είναι αστείο, γιατί εμφανίζονταν να το έπαιρναν πολύ στα σοβαρά όλο αυτό», μας λέει και η Sharpe, «οι Έλληνες, με έναν παράξενο τρόπο, λάτρευαν να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο, είτε στα συμπόσια είτε στο γυμναστήριο».
Ήταν ωστόσο αυτή η ελευθεριακή και χωρίς φραγμούς φύση του κότταβου που δεν τον άφησε να μακροημερεύσει. Προς τα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. εξαφανίζεται μαγικά από λογοτεχνικά έργα και αγγεία, κάτι που υποδεικνύει πως η μόδα του είχε παρέλθει. Για ενδεχόμενη αναβίωσή του σήμερα ούτε συζήτηση φυσικά, καθώς οι εποχές μας δεν επιτρέπουν τέτοια καμώματα.
Ρωτήστε τον Hugh Johnson, ας πούμε, μέγα γνώστη του οίνου και συγγραφέα, ο οποίος δοκίμασε το παιχνίδι: «Έφτιαξα μια συσκευή για τον κότταβο και ασκήθηκα επιμελώς», μας λέει στο βιβλίο του «The Story of Wine», «από προσωπική εμπειρία, μπορώ να πω πως δεν είναι καθόλου εύκολο. Και δημιουργεί ένα τρομερό χάος στο πάτωμα».
Και πια δεν έχουμε σκλάβους να καθαρίζουν, παρατηρεί πικρόχολα…
Τί όμως γινόταν όταν οι αρχαίοι Έλληνες διασκέδαζαν; Πώς περνούσαν τον χρόνο τους μετά από όλες αυτές τις πολεμικές εκστρατείες; Πώς εκμαίευαν τα φιλοσοφικά δόγματα πάνω στα οποία έχει χτιστεί η σύγχρονη κοινωνία;
Το να χύσεις σήμερα κόκκινο κρασί σε μια μάζωξη ισοδυναμεί με σωστή καταστροφή, πόσο μάλλον όταν προσγειωθεί στο χαλί του οικοδεσπότη.
Γιατί όταν το γλέντι φούντωνε και τα αλκοολικά αίματα άναβαν, τότε οι πρόγονοί μας εκσφενδόνιζαν το κρασί προς πάσα κατεύθυνση, μετατρέποντας τις αίθουσες των συμποσίων σε μικρά εγκλήματα πιτσιλίσματος.
Αυτό ήταν το παιχνίδι που έπαιζαν στις συγκεντρώσεις τους, ένα κάμωμα με κρασί και στόχους στο οποίο διακυβευόταν τόσο το έπαθλο όσο και η τιμή των παικτών. Και το έκαναν πρωτίστως για διασκέδαση, αν και κάποιες φορές είχε να κάνει και με οιωνούς για την έκβαση ενός έρωτα.
Ο κότταβος ήταν ένα παιχνίδι επιδεξιότητας που παιζόταν με τους παίκτες μεθυσμένους και περιλάμβανε πάντα έναν στόχο, αν και υπήρχαν αρκετές εκδοχές του, καθώς οι παίκτες ήταν ελεύθεροι να καθορίσουν κάθε φορά τους κανόνες του.
Με τόσο κρασί εξάλλου και τις συνειδήσεις ναρκωμένες, πώς να θυμηθείς τα πώς και τα γιατί…
Μια παρτίδα κότταβου
Ο κότταβος είχε δύο βασικές εκδοχές, αν και η πλέον αγαπημένη (κότταβος κατακτός), αυτή για την οποία διαβάζουμε στα θεατρικά και βλέπουμε στα αγγεία, είχε να κάνει με έναν μπρούτζινο στύλο (ράβδος). Ένας μικρός μεταλλικός δίσκος, η πλάστιγγα (πλάστιγξ), ισορροπούσε σε μια δοκό και ο σκοπός ήταν να την εκτρέψεις από τη θέση της εκσφενδονίζοντας κρασί και να χτυπήσει αυτή σε έναν μεγαλύτερο μεταλλικό δίσκο (λεκανίς) που βρισκόταν από κάτω της, στα 2/3 του ύψους της δοκού.
Κάποιες φορές αντί για πλάστιγγα τοποθετούσαν στην κορυφή του κοτταβείου ένα μεταλλικό αγαλμάτιο (μάνης) που απεικόνιζε έναν άντρα με ανυψωμένα το δεξί πόδι και χέρι. Τρία παιχνίδια παίζονταν σε αυτό το κοτταβείο. Στο πρώτο, οι παίκτες προσπαθούσαν να γεμίσουν με τόσο κρασί την πλάστιγγα ώστε αυτή να ανατραπεί και να χτυπήσει στη λεκάνη. Στη δεύτερη, γινόταν το ίδιο ακριβώς πράγμα, μόνο που η πλάστιγγα όφειλε να χτυπήσει και τον μάνης, ο οποίος προσαρμοζόταν εδώ στη ράβδο πριν από τη λεκάνη.
Στην τρίτη εκδοχή, αντικαθιστούσαν απλώς την πλάστιγγα με το μεταλλικό αγαλματάκι και παιζόταν όπως και στις άλλες εκδοχές.
Απλός στη σύλληψη, ο κότταβος γινόταν δύσκολος στην εκτέλεσή του. Γιατί βλέπετε οι παίκτες το έπαιζαν γερμένοι καθώς ήταν στα ανάκλιντρά τους και εκσφενδόνιζαν τις τελευταίες γουλιές του κρασιού είτε με το στόμα τους είτε, στην παραδοσιακή εκδοχή του, με τα κύπελλά τους. Σχημάτιζαν έναν κύκλο ή ένα τετράγωνο με τα ανάκλιντρα γύρω από τον στύλο και γινόταν κακός χαμός!
Η κύλικα εξάλλου, το ρηχό και πλατύ αυτό αγγείο με τις δύο λαβές από το οποίο έπιναν το κρασί τους, έμοιαζε ιδανική για το παιχνίδι, καθώς στα μαεστρικά χέρια των καλυτέρων μετατρεπόταν σε σφενδόνα οίνου. «Λάταγες» αποκαλούσαν οι Έλληνες τις λιγοστές σταγόνες κρασιού που απέμεναν στον πυθμένα της κύλικας και «λαταγείο» το χάλκινο αγγείο που έβαζαν στόχο.
Η δεύτερη εκδοχή του κότταβου (κότταβος δι᾽ ὀξυβάφων) εγκατέλειπε την πλάστιγγα για μια μεγάλη λεκάνη με νερό, μέσα στην οποία επέπλεαν μικρότερα πήλινα δοχεία (οξύφαβα), τα οποία έπρεπε να βυθίσουν οι αρχαίοι με το κρασί τους. Ο νικητής ήταν εδώ αυτός που θα βύθιζε τα περισσότερα δοχεία με μια καλοζυγισμένη εκτόξευση κρασιού. Και μιας και έλειπε εδώ ο κρότος που έκανε η πλάστιγγα ή ο μάνης όταν χτυπούσε τον μεταλλικό δίσκο, αυτή η εκδοχή θεωρούνταν περισσότερο πολιτισμένη, όντας αθόρυβη.
Ο νικητής και στις δύο εκδοχές έπαιρνε προσυμφωνημένα έπαθλα, βρώσιμα αντικείμενα συνήθως (μήλα και αυγά), σανδάλια ή ακόμα και την ίδια πλάστιγγα, που ήταν εδώ μια πιατέλα. Αν και κάποιες φορές τα έπαθλα ήταν πραγματικά πολύτιμα, όταν ήθελαν να κάνουν το παιχνίδι λίγο πιο «πιπεράτο».
Αυτοί ήταν οι βασικοί κανόνες, αν και οι αρχαίοι Έλληνες, λάτρεις της τελειότητας, δεν αποζητούσαν απλώς το πετυχημένο αποτέλεσμα, αλλά και τη χάρη της βολής, την καλοσχηματισμένη τροχιά της κίνησης και την ακρίβειά της φυσικά. Στα «συν» προσμετρούσαν και το γεγονός ότι το κρασί δεν έπρεπε να χυθεί πάνω σου, ακόμα και την καλαισθησία με την οποία έπιανες την κύλικα.
Όσο μεγαλύτερη καμπύλη διέγραφε η τροχιά του κρασιού, ας πούμε, τόσο πιο ευγενής ήταν η ριξιά, όπως ακριβώς και με το ακόντιο στον πόλεμο. Το ίδιο συνέβαινε και με τον τρόπο που έπιανες την κύλικα, προσαρμόζοντας δύο δάχτυλα του δεξιού χεριού (πάντα του δεξιού χεριού) στο εσωτερικό της λαβής: τα δάχτυλα όφειλαν να κινηθούν με παρόμοιο τρόπο με την κίνηση που διέγραφαν μέσα στη δερμάτινη λαβή του ακοντίου. Οι καλύτεροι στον κότταβο ήταν και οι καλύτεροι ακοντιστές, συνεκδοχικά, μια αρετή που εκτιμούσαν ιδιαιτέρως πολύ.
Παρά τη χάρη και την καλαισθησία που αποζητούσαν βέβαια οι συμποσιαστές στις βολές τους, ο κότταβος άφηνε το δωμάτιο σωστό πεδίο μάχης. Και ήταν αυτή η εξόχως βρόμικη φύση του παιχνιδιού που το έκανε κατάλληλο για τις προχωρημένες ώρες των συμποσίων, όταν η μέθη δεν άφηνε άλλα περιθώρια για φιλοσοφικές συζητήσεις και πολιτικούς διαξιφισμούς.
Ο κότταβος ξεκίνησε από τη Μεγάλη Ελλάδα ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ., όντας δημοφιλέστατος στη Σικελία, πριν περάσει στον ελλαδικό χώρο και εξαπλωθεί σε όλη την ελληνική επικράτεια κατά τον 5ο και 4ο αιώνα, από τη Θεσσαλία ως και τη Ρόδο. Τις μεγαλύτερες δόξες του τις έζησε βέβαια στην κλασική Αθήνα.
Και δεν ήταν απλώς ο παιχνιδιάρικος τρόπος που συνόδευε απαρέγκλιτα ένα συμπόσιο, αλλά στη Σικελία τουλάχιστον χτίζονταν ακόμα και ειδικά κτίρια για τον κότταβο, κυλινδρικές κατασκευές με τα ανάκλιντρα διαταγμένα ολόγυρα από τον στύλο ώστε να παίζεται γρήγορα και αποτελεσματικά.
Συχνά πυκνά μάλιστα το κοτταβείο έμοιαζε και με ερωτικό μαντείο, μιας και το παιχνίδι είχε και μια τέτοια πτυχή. Ο συμποσιαστής ονομάτιζε το αντικείμενο του πόθου του πριν από τη βολή του και η επιτυχημένη ή όχι έκβασή της προοιώνιζε και το τι θα συνέβαινε τελικά στο φλερτ. Ακόμα και από την τροχιά του κρασιού ή την ελεύθερη πτώση της πλάστιγγας έβγαζαν ερωτικά συμπεράσματα οι πρόγονοί μας στις οινοπνευματώδεις μαζώξεις τους.
Κι ενώ κότταβο έπαιζαν αποκλειστικά οι άντρες, δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο να παίρνουν μέρος και εταίρες, καθώς όπως είπαμε το παιχνίδι είναι πάντα και μια «βρόμικη» φύση. Έπαθλα ήταν κάποιες φορές ένα φιλάκι από την εταίρα. Ο κωμωδιογράφος Κρατίνος ο Αθηναίος μας λέει εξάλλου σε ένα ποίημά του ότι μια εταίρα αφιέρωσε τη βολή της στα γεννητικά όργανα του κορίνθιου φίλου της!
Και καθώς η τύχη έπαιζε πάντα έναν καλό ρόλο, κάτι που αποδέχονταν οι αρχαίοι, ο κότταβος είχε αναγκαστικά και μια διάσταση οιωνού για τη μελλοντική επιτυχία των συμποσιαστών στη ζωή τους, ειδικά σε ζητήματα αγάπης. Γι’ αυτό και τα έπαθλα ήταν μια στο τόσο μεγάλης αξίας, για να ανεβαίνουν τα στοιχήματα και να διακυβεύονται περισσότερα από μερικά μήλα ή σεξουαλικές χάρες…
Πώς ξέρουμε για τον κότταβο
Ο Κριτίας, ο Αθηναίος πολιτικός, φιλόσοφος και ποιητής του 5ου αιώνα π.Χ., μας λέει για την «ένδοξη εφεύρεση» που ήρθε από τη Σικελία και εγκαθιδρύθηκε στα πέρατα του ελληνικού κόσμου. Και δεν είναι φυσικά ο μόνος, καθώς το παιχνίδι εμφανίζεται στα γραπτά πάμπολλων, όπως ο μεγάλος Αλκαίος, ο λυρικός ποιητής Ανακρέων, ο Πίνδαρος, ο Βακχυλίδης, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης και ο αθηναίος κωμωδιογράφος Αντιφάνης.
Όλοι μιλούν με τα καλύτερα λόγια για τον κότταβο, ο οποίος εμφανίζεται εξάλλου και σε πλήθος ερυθρόμορφων αγγείων της εποχής. Μόνο που πρέπει να πέθανε πιο σύντομα από όσο θα ήθελαν οι Έλληνες της κλασικής εποχής, καθώς οι γραφιάδες των Ρωμαίων και των ελληνιστικών χρόνων μιλούν για τον κότταβο ως ένα παιχνίδι του παρελθόντος που δεν παιζόταν πια. Για τη λατινική φιλολογία μάλιστα, ήταν κάτι ολότελα άγνωστο.
Έκτοτε αρκετοί ακαδημαϊκοί έχουν εργαστεί για να τον φέρουν ξανά στη ζωή, όχι πλέον σε συμπόσια, αλλά στον πανεπιστημιακό χώρο. Μεγάλη συμβολή είχε εδώ η δρ Heather Sharpe, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης στο West Chester University της Πενσιλβάνια των ΗΠΑ, που συναντούσε συνεχώς τον κότταβο στα αρχαιοελληνικά αγγεία που την ενδιέφεραν και είπε κάποια στιγμή να παίξει μερικές παρτίδες με τους μαθητές της.
Ακόμα και ομοιώματα των αυθεντικών κυλίκων των αρχαίων τής έφτιαξε ο συνάδελφός της, Andrew Snyder, με τη βοήθεια 3D εκτυπωτή. Αντί για κρασί, χρησιμοποίησαν αραιωμένο με νερό μούστο, για να μοιάζει περισσότερο με το νερωμένο κρασί των Ελλήνων της εποχής. «Μέσα σε μισή ώρα, υπήρχε παντού αραιωμένος μούστος, κάτι που με έκανε να συνειδητοποιήσω πως θα γίνονταν αρκετά χάλια οι αρχαίοι», είπε η Sharpe για την εμπειρία της.
Και όπως εξομολογήθηκαν και οι φοιτητές της στην αναβίωση του παιχνιδιού, δύσκολα κρατήθηκαν να μην πετύχουν εσκεμμένα τον συνάδελφό τους απέναντι. Γεγονός που μας μαρτυρά και ο Αισχύλος, όταν βάζει τον Οδυσσέα να μας πει πως σε ένα παιχνίδι κότταβου ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης, ο πανούργος Ευρύμαχος, σημάδευε επίτηδες το κεφάλι του Οδυσσέα αντί την πλάστιγγα, ώστε να τον ταπεινώσει.
Βλέπετε ο κότταβος, παρά τη μεθυσμένη του φύση, ήταν άλλο ένα παιχνίδι που έπαιζαν οι πάντα ανταγωνιστικοί πρόγονοί μας και κανείς δεν ήθελε να χάσει. «Είναι αστείο, γιατί εμφανίζονταν να το έπαιρναν πολύ στα σοβαρά όλο αυτό», μας λέει και η Sharpe, «οι Έλληνες, με έναν παράξενο τρόπο, λάτρευαν να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο, είτε στα συμπόσια είτε στο γυμναστήριο».
Ήταν ωστόσο αυτή η ελευθεριακή και χωρίς φραγμούς φύση του κότταβου που δεν τον άφησε να μακροημερεύσει. Προς τα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. εξαφανίζεται μαγικά από λογοτεχνικά έργα και αγγεία, κάτι που υποδεικνύει πως η μόδα του είχε παρέλθει. Για ενδεχόμενη αναβίωσή του σήμερα ούτε συζήτηση φυσικά, καθώς οι εποχές μας δεν επιτρέπουν τέτοια καμώματα.
Και πια δεν έχουμε σκλάβους να καθαρίζουν, παρατηρεί πικρόχολα…
Ποιοι ήταν οι υπεραθλητές που όλοι θαύμαζαν και σέβονταν στην Αρχαιότητα;
0
0
0
Google +
0
Η εκγύμναση των Αθηναίων από την παιδική ηλικία έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην έκβαση της μάχης!
Τα γεγονότα της μάχης του Μαραθώνα είναι λίγο πολύ γνωστά. Το 490 π.Χ. 10.000 Αθηναίοι και Πλαταιείς συνέτριψαν μια υπερδιπλάσια περσική δύναμη σώζοντας την Αθήνα, τον νεότατο θεσμό της δημοκρατίας και κατ’ επέκταση τον δυτικό πολιτισμό. Όλοι οι μελετητές της περιόδου θεωρούν ότι η νίκη οφείλεται: -στο ευφυές σχέδιο του στρατηγού Μιλτιάδη -στον ανώτερο οπλισμό των Αθηναίων οπλιτών -και στην αποφασιστικότητα που έδειξαν υπερασπίζοντας την πατρίδα τους. Οι περισσότεροι όμως λησμονούν κάτι εξίσου σημαντικό.
Τη σωματική δύναμη, την ευλυγισία, την αντοχή, την επιδεξιότητα και την συγχρονισμένη κίνηση των οπλιτών. Όλα αποτελέσματα της αθλητικής και στρατιωτικής παιδείας στην οποία εισάγονταν οι Αθηναίοι από τα παιδικά τους χρόνια.
Πριν η μάχη να δοθεί στην πεδιάδα του Μαραθώνα είχε ήδη κερδηθεί στις παλαίστρες και τα στάδια.
Αμέσως μόλις οι Πέρσες αποβιβάστηκαν στον Μαραθώνα ένας ημεροδρόμος, ίσως ο Φειδιππίδης, εστάλη στη Σπάρτη για να ζητήσει βοήθεια. Ο Αθηναίος αγγελιοφόρος διένυσε 440 χιλιόμετρα (προφανώς υπό συνθήκες ζέστης εφόσον ήταν Αύγουστος ή Σεπτέμβριος) μέσα σε τέσσερις ημέρες (δύο να πάει και άλλες δύο να επιστρέψει) και πιθανότατα μέχρι να λάβει απάντηση από τους Σπαρτιάτες είχε στη διάθεση του για να αναπαυτεί μια ημέρα. Σήμερα ο αγώνας που γίνεται προς τιμή του γεγονότος, το Σπάρταθλον, θεωρείται παγκοσμίως, από τους πιο επίπονους.
Η πρωτοπόρα στρατηγική του Μιλτιάδη
Όταν οι δύο αντίπαλοι παρατάχθηκαν στον Μαραθώνα ο Μιλτιάδης συνέλαβε ένα τολμηρό σχέδιο προκειμένου να εκμηδενίσει την αριθμητική υπεροχή των αντιπάλων. Οι Πέρσες και οι Μήδοι αποτελούσαν τα επίλεκτα σώματα του στρατού και ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν μέχρι θανάτου. Αντίθετα, οι υποτελείς στρατιώτες δεν έδειχναν την ίδια μαχητικότητα. Γι’ αυτό το λόγο οι Πέρσες διοικητές έτασσαν τα υποτελή στρατιωτικά σώματα στα πλευρά της παράταξης τους. Ο Μιλτιάδης παρέταξε τους συμπατριώτες του με τρόπο αντιστρόφως ανάλογο των Περσών δηλαδή με ισχυρές πλευρές και σχετικά αδύναμο κέντρο.
Ο Αθηναίος στρατηγός εκτιμούσε ότι το κέντρο των Περσών θα προχωρούσε, τη στιγμή που τα πλευρικά τους τμήματα θα υποχωρούσαν κάτω από την πίεση των ισχυρών πτερύγων της δικής του παράταξης. Έτσι, το περσικό κέντρο τη στιγμή που θα είχε πιστέψει ότι λύγισε τον αντίπαλο του θα βρισκόταν κυκλωμένο. Βέβαια αυτό το σχέδιο απαιτούσε δύσκολους ελιγμούς της φάλαγγας, αλλά η εντατική και συνεχής εκπαίδευση των οπλιτών, μπορούσε να εγγυηθεί ότι οι ελιγμοί θα γίνονταν με την απαιτούμενη ακρίβεια.
Το «σπρίντ» των Αθηναίων τους προστάτευσε από τα περσικά βέλη
Η ώρα ήταν 5.30, όταν από τις ελληνικές γραμμές δόθηκε το σύνθημα της επίθεσης. Η οπλιτική φάλαγγα κινήθηκε με ταχύ βήμα, αλλά διατηρώντας τη συνοχή της. Την ίδια στιγμή οι Πέρσες τέντωναν τα τόξα τους. Η «βροχή» των βελών πίστευαν ότι θα διασπούσε τον συντονισμό και την ορμή των επιτιθέμενων. Το βεληνεκές των περσικών τόξων έφθανε τα 200 μέτρα.
Στα 100-150 μέτρα οι έμπειροι Πέρσες τοξότες ήταν θανάσιμα ακριβείς. Έτσι, οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς στα τελευταία 200 μέτρα άλλαξαν το ταχύ βήμα σε «δρομέα έφοδο», ώστε να αποφύγουν, όσο το δυνατόν, τις απώλειες από τα πυκνά βέλη. Μόλις οι Αθηναίοι εισήλθαν εντός βεληνεκούς, οι Πέρσες τοξότες εξαπέλυσαν μια καταιγίδα από βέλη. Όμως η Αθηναίοι με την αιφνιδιαστική αλλαγή ταχύτητας, χάλασαν την απόσταση που είχαν υπολογίσει οι τοξότες. Οι οπλίτες κάλυψαν 200 μέτρα σε 40 δευτερόλεπτα και ο ισχυρός αμυντικός οπλισμός τους επέτρεψε να ξεπεράσουν την εναέρια επίθεση με αμελητέες απώλειες.
Οι αντιρρήσεις των ερευνητών
Αρκετοί σύγχρονοι ερευνητές υποστήριξαν, ότι ήταν σχεδόν αδύνατο τόσο βαριά οπλισμένοι άνδρες να διανύσουν τρέχοντας αυτή την απόσταση χωρίς να εξαντληθούν. Αυτό που δεν εξηγούν όμως, είναι πως μπόρεσαν οι οπλίτες να πολεμήσουν αμέσως μετά, για τρεις ολόκληρες ώρες, αφού δεν ήταν σε θέση να διανύσουν τρέχοντας 200 μέτρα. Άλλωστε, οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν συμπεριλάβει τυχαία το αγώνισμα, του οπλίτη δρόμου, στους Ολυμπιακούς και σε άλλους αγώνες.
Η τελική επίθεση
Οι τρείς πρώτες σειρές της φάλαγγας με τα δόρατα προτεταμένα έπεσαν με σφοδρότητα στο εχθρικό μέτωπο. Οι υπόλοιπες σειρές άρχισαν να σπρώχνουν ασκώντας απίστευτη μηχανική πίεση. Η ώθηση των οπλιτών ήταν τρομερή, καθώς, ακουμπώντας την ασπίδα στον αριστερό τους ώμο πίεζαν τους άνδρες των μπροστινών σειρών. Εννοείται ότι η άσκηση αυτής της πίεσης αλλά κυρίως η ανθεκτικότητα των οπλιτών των πρώτων σειρών στο σπρώξιμο των συμπατριωτών τους, απαιτούσε μεγάλη μυϊκή δύναμη και σωματική διάπλαση που είχαν αποκτηθεί με τα χρόνια στις παλαίστρες.
Ελιγμοί χιλιάδων ανδρών σαν ένα σώμα
Το σχέδιο του Μιλτιάδη πήγε κατ’ ευχήν. Οι περσικές πτέρυγες διαλύθηκαν και το κέντρο βρέθηκε απομονωμένο καταδιώκοντας το αντίστοιχο αθηναϊκό που υποχωρούσε συντονισμένα. Στο σημείο αυτό ο παράγοντας χρόνος αποδείχθηκε πολύ σημαντικός. Οι δύο ελληνικές πτέρυγες έπρεπε να ενωθούν προτού το ισχυρό περσικό κέντρο προλάβει να αναστραφεί και να επιτεθεί πρώτο.
Σε αυτή την κρίσιμη φάση η ελληνική πειθαρχία και εκπαίδευση απέδειξε την αξία της. Τα τμήματα των δύο πτερύγων παρέμειναν συντεταγμένα, με μεταξύ τους απόσταση 500-600 μέτρων. Σύμφωνα πάντα με το σχέδιο, πραγματοποίησαν ελιγμό αναστροφής και συνένωσης σε μια ενιαία φάλαγγα. Για να καταδειχθεί το επίπεδο εκπαίδευσης των οπλιτών, αρκεί να επισημάνουμε ότι οι ελιγμοί αυτοί πραγματοποιήθηκαν σε λιγότερο από δύο λεπτά. Χρόνος που θα ζήλευαν σύγχρονες ομάδες γυμναστικής. Στην επόμενη φάση, η νεοσχηματισμένη φάλαγγα επιτέθηκε εναντίον του περσικού κέντρου. Το τελευταίο διαλύθηκε και οι άνδρες του τράπηκαν σε φυγή.
Σε αυτή τη φάση οι Αθηναίοι, «μεθυσμένοι» από την επιτυχία τους διέσπασαν τις γραμμές τους και επιδόθηκαν σε μια άγρια καταδίωξη. Ακολούθησαν σκληρές συμπλοκές σώμα με σώμα. Άριστα εκπαιδευμένοι στη ρίψη δοράτων και στη σπαθομαχία οι Έλληνες ώθησαν τους Πέρσες προς τη θάλασσα. Όσοι δεν είχαν πλέον όπλα μάχονταν με τα χέρια. Η συντριπτική πλειοψηφία των οπλιτών διέθετε τουλάχιστον βασικές γνώσεις πάλης, πυγμαχίας και παγκρατίου.
Ενώ ανάμεσά τους βρίσκονταν και διακεκριμένοι αθλητές των παραπάνω αγωνισμάτων. Όπως είναι εύκολο να υποθέσει κανείς τα πράγματα για τους Πέρσες ήταν πολύ δύσκολα. Πανικόβλητοι κατέφυγαν στα πλοία τους. Στις 8.30 οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς έστηναν τρόπαιο νίκης. Είχαν πολεμήσει τρεις ώρες, προφανώς υπό συνθήκες ζέστης και φέροντας 32 κιλά οπλισμού. Φυσικά η αξιοθαύμαστη αντοχή τους δεν ήταν επίκτητη, αλλά αποτέλεσμα πολύχρονης, εντατικής και επίπονης σωματικής προετοιμασίας. Η σύγκριση των απωλειών είναι από μόνη της ικανή να καταδείξει το ανώτερο επίπεδο των Ελλήνων οπλιτών. Περίπου 6000 Πέρσες κείτονταν νεκροί έναντι 192 Αθηναίων.
Επιστροφή τροχάδην στην Αθήνα μετά τη μάχη Ωστόσο ο κίνδυνος δεν είχε περάσει. Τα περσικά πλοία απέπλευσαν από τον Μαραθώνα με κατεύθυνση το Σούνιο. Ο αρχηγός των Περσών Αρταφέρνης σκόπευε να φθάσει στο Φάληρο, να πραγματοποιήσει απόβαση και να κινηθεί εναντίον της Αθήνας προτού επιστρέψουν οι Αθηναίοι από τον Μαραθώνα. Λες και δεν είχαν κάνει ήδη αρκετά οι Έλληνες πολεμιστές, έπρεπε να τρέξουν να σώσουν την πόλη τους. Είναι πράγματι αξιοθαύμαστο το πώς οι Αθηναίοι μετά από τρεις ώρες μάχης είχαν το κουράγιο όχι μόνο να ξεκινήσουν μια σύντομη πορεία αλλά να σύρουν έστω τα πόδια τους.
Αποδύθηκαν, με όσες δυνάμεις τους είχαν απομείνει σε ένα σχεδόν απίστευτο αγώνα δρόμου. Έφτασαν στον προορισμό τους εγκαίρως, κατά τις 4.30-5.00. Χρειάστηκαν δηλαδή 7 με 8 ώρες. Μόλις οι Πέρσες αντιλήφθηκαν ότι οι Αθηναίοι τους περίμεναν, σήκωσαν πανιά και «ξεκίνησαν και πάλι πίσω για την Ασία» (Ηρόδοτος 6, 116). Σήμερα προς τιμή αυτής της πορείας των οπλιτών και του άγνωστου αγγελιαφόρου που πλήρωσε με τη ζωή του την αναγγελία της νίκης, διεξάγεται το αγώνισμα του Μαραθωνίου. Ο μέσος χρόνος των αθλητών είναι δύο ώρες.
Πόσοι όμως θα μπορούσαν να τερματίσουν έστω, αν κουβαλούσαν πλήρη οπλισμό και είχε συσσωρευτεί στο κορμί τους η κόπωση που είχαν οι Αθηναίοι οπλίτες μετά τη μάχη; Οι τελευταίοι υπεράσπιζαν στον Μαραθώνα τις οικογένειες τους και την πατρώα γη. Κίνητρα ισχυρά προκειμένου να αντιπαραταχθούν απέναντι στους αήττητους, μέχρι τότε, Πέρσες. Τα κίνητρα αυτά όμως δεν θα μετουσιώνονταν ποτέ σε νίκη αν οι Έλληνες οπλίτες δεν προετοίμαζαν τα σώματά τους χρόνια πριν.
0
0
0
0
Η εκγύμναση των Αθηναίων από την παιδική ηλικία έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην έκβαση της μάχης!
Τα γεγονότα της μάχης του Μαραθώνα είναι λίγο πολύ γνωστά. Το 490 π.Χ. 10.000 Αθηναίοι και Πλαταιείς συνέτριψαν μια υπερδιπλάσια περσική δύναμη σώζοντας την Αθήνα, τον νεότατο θεσμό της δημοκρατίας και κατ’ επέκταση τον δυτικό πολιτισμό. Όλοι οι μελετητές της περιόδου θεωρούν ότι η νίκη οφείλεται: -στο ευφυές σχέδιο του στρατηγού Μιλτιάδη -στον ανώτερο οπλισμό των Αθηναίων οπλιτών -και στην αποφασιστικότητα που έδειξαν υπερασπίζοντας την πατρίδα τους. Οι περισσότεροι όμως λησμονούν κάτι εξίσου σημαντικό.
Τη σωματική δύναμη, την ευλυγισία, την αντοχή, την επιδεξιότητα και την συγχρονισμένη κίνηση των οπλιτών. Όλα αποτελέσματα της αθλητικής και στρατιωτικής παιδείας στην οποία εισάγονταν οι Αθηναίοι από τα παιδικά τους χρόνια.
Πριν η μάχη να δοθεί στην πεδιάδα του Μαραθώνα είχε ήδη κερδηθεί στις παλαίστρες και τα στάδια.
Αμέσως μόλις οι Πέρσες αποβιβάστηκαν στον Μαραθώνα ένας ημεροδρόμος, ίσως ο Φειδιππίδης, εστάλη στη Σπάρτη για να ζητήσει βοήθεια. Ο Αθηναίος αγγελιοφόρος διένυσε 440 χιλιόμετρα (προφανώς υπό συνθήκες ζέστης εφόσον ήταν Αύγουστος ή Σεπτέμβριος) μέσα σε τέσσερις ημέρες (δύο να πάει και άλλες δύο να επιστρέψει) και πιθανότατα μέχρι να λάβει απάντηση από τους Σπαρτιάτες είχε στη διάθεση του για να αναπαυτεί μια ημέρα. Σήμερα ο αγώνας που γίνεται προς τιμή του γεγονότος, το Σπάρταθλον, θεωρείται παγκοσμίως, από τους πιο επίπονους.
Η πρωτοπόρα στρατηγική του Μιλτιάδη
Όταν οι δύο αντίπαλοι παρατάχθηκαν στον Μαραθώνα ο Μιλτιάδης συνέλαβε ένα τολμηρό σχέδιο προκειμένου να εκμηδενίσει την αριθμητική υπεροχή των αντιπάλων. Οι Πέρσες και οι Μήδοι αποτελούσαν τα επίλεκτα σώματα του στρατού και ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν μέχρι θανάτου. Αντίθετα, οι υποτελείς στρατιώτες δεν έδειχναν την ίδια μαχητικότητα. Γι’ αυτό το λόγο οι Πέρσες διοικητές έτασσαν τα υποτελή στρατιωτικά σώματα στα πλευρά της παράταξης τους. Ο Μιλτιάδης παρέταξε τους συμπατριώτες του με τρόπο αντιστρόφως ανάλογο των Περσών δηλαδή με ισχυρές πλευρές και σχετικά αδύναμο κέντρο.
Ο Αθηναίος στρατηγός εκτιμούσε ότι το κέντρο των Περσών θα προχωρούσε, τη στιγμή που τα πλευρικά τους τμήματα θα υποχωρούσαν κάτω από την πίεση των ισχυρών πτερύγων της δικής του παράταξης. Έτσι, το περσικό κέντρο τη στιγμή που θα είχε πιστέψει ότι λύγισε τον αντίπαλο του θα βρισκόταν κυκλωμένο. Βέβαια αυτό το σχέδιο απαιτούσε δύσκολους ελιγμούς της φάλαγγας, αλλά η εντατική και συνεχής εκπαίδευση των οπλιτών, μπορούσε να εγγυηθεί ότι οι ελιγμοί θα γίνονταν με την απαιτούμενη ακρίβεια.
Το «σπρίντ» των Αθηναίων τους προστάτευσε από τα περσικά βέλη
Η ώρα ήταν 5.30, όταν από τις ελληνικές γραμμές δόθηκε το σύνθημα της επίθεσης. Η οπλιτική φάλαγγα κινήθηκε με ταχύ βήμα, αλλά διατηρώντας τη συνοχή της. Την ίδια στιγμή οι Πέρσες τέντωναν τα τόξα τους. Η «βροχή» των βελών πίστευαν ότι θα διασπούσε τον συντονισμό και την ορμή των επιτιθέμενων. Το βεληνεκές των περσικών τόξων έφθανε τα 200 μέτρα.
Στα 100-150 μέτρα οι έμπειροι Πέρσες τοξότες ήταν θανάσιμα ακριβείς. Έτσι, οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς στα τελευταία 200 μέτρα άλλαξαν το ταχύ βήμα σε «δρομέα έφοδο», ώστε να αποφύγουν, όσο το δυνατόν, τις απώλειες από τα πυκνά βέλη. Μόλις οι Αθηναίοι εισήλθαν εντός βεληνεκούς, οι Πέρσες τοξότες εξαπέλυσαν μια καταιγίδα από βέλη. Όμως η Αθηναίοι με την αιφνιδιαστική αλλαγή ταχύτητας, χάλασαν την απόσταση που είχαν υπολογίσει οι τοξότες. Οι οπλίτες κάλυψαν 200 μέτρα σε 40 δευτερόλεπτα και ο ισχυρός αμυντικός οπλισμός τους επέτρεψε να ξεπεράσουν την εναέρια επίθεση με αμελητέες απώλειες.
Οι αντιρρήσεις των ερευνητών
Αρκετοί σύγχρονοι ερευνητές υποστήριξαν, ότι ήταν σχεδόν αδύνατο τόσο βαριά οπλισμένοι άνδρες να διανύσουν τρέχοντας αυτή την απόσταση χωρίς να εξαντληθούν. Αυτό που δεν εξηγούν όμως, είναι πως μπόρεσαν οι οπλίτες να πολεμήσουν αμέσως μετά, για τρεις ολόκληρες ώρες, αφού δεν ήταν σε θέση να διανύσουν τρέχοντας 200 μέτρα. Άλλωστε, οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν συμπεριλάβει τυχαία το αγώνισμα, του οπλίτη δρόμου, στους Ολυμπιακούς και σε άλλους αγώνες.
Η τελική επίθεση
Οι τρείς πρώτες σειρές της φάλαγγας με τα δόρατα προτεταμένα έπεσαν με σφοδρότητα στο εχθρικό μέτωπο. Οι υπόλοιπες σειρές άρχισαν να σπρώχνουν ασκώντας απίστευτη μηχανική πίεση. Η ώθηση των οπλιτών ήταν τρομερή, καθώς, ακουμπώντας την ασπίδα στον αριστερό τους ώμο πίεζαν τους άνδρες των μπροστινών σειρών. Εννοείται ότι η άσκηση αυτής της πίεσης αλλά κυρίως η ανθεκτικότητα των οπλιτών των πρώτων σειρών στο σπρώξιμο των συμπατριωτών τους, απαιτούσε μεγάλη μυϊκή δύναμη και σωματική διάπλαση που είχαν αποκτηθεί με τα χρόνια στις παλαίστρες.
Ελιγμοί χιλιάδων ανδρών σαν ένα σώμα
Το σχέδιο του Μιλτιάδη πήγε κατ’ ευχήν. Οι περσικές πτέρυγες διαλύθηκαν και το κέντρο βρέθηκε απομονωμένο καταδιώκοντας το αντίστοιχο αθηναϊκό που υποχωρούσε συντονισμένα. Στο σημείο αυτό ο παράγοντας χρόνος αποδείχθηκε πολύ σημαντικός. Οι δύο ελληνικές πτέρυγες έπρεπε να ενωθούν προτού το ισχυρό περσικό κέντρο προλάβει να αναστραφεί και να επιτεθεί πρώτο.
Σε αυτή την κρίσιμη φάση η ελληνική πειθαρχία και εκπαίδευση απέδειξε την αξία της. Τα τμήματα των δύο πτερύγων παρέμειναν συντεταγμένα, με μεταξύ τους απόσταση 500-600 μέτρων. Σύμφωνα πάντα με το σχέδιο, πραγματοποίησαν ελιγμό αναστροφής και συνένωσης σε μια ενιαία φάλαγγα. Για να καταδειχθεί το επίπεδο εκπαίδευσης των οπλιτών, αρκεί να επισημάνουμε ότι οι ελιγμοί αυτοί πραγματοποιήθηκαν σε λιγότερο από δύο λεπτά. Χρόνος που θα ζήλευαν σύγχρονες ομάδες γυμναστικής. Στην επόμενη φάση, η νεοσχηματισμένη φάλαγγα επιτέθηκε εναντίον του περσικού κέντρου. Το τελευταίο διαλύθηκε και οι άνδρες του τράπηκαν σε φυγή.
Σε αυτή τη φάση οι Αθηναίοι, «μεθυσμένοι» από την επιτυχία τους διέσπασαν τις γραμμές τους και επιδόθηκαν σε μια άγρια καταδίωξη. Ακολούθησαν σκληρές συμπλοκές σώμα με σώμα. Άριστα εκπαιδευμένοι στη ρίψη δοράτων και στη σπαθομαχία οι Έλληνες ώθησαν τους Πέρσες προς τη θάλασσα. Όσοι δεν είχαν πλέον όπλα μάχονταν με τα χέρια. Η συντριπτική πλειοψηφία των οπλιτών διέθετε τουλάχιστον βασικές γνώσεις πάλης, πυγμαχίας και παγκρατίου.
Ενώ ανάμεσά τους βρίσκονταν και διακεκριμένοι αθλητές των παραπάνω αγωνισμάτων. Όπως είναι εύκολο να υποθέσει κανείς τα πράγματα για τους Πέρσες ήταν πολύ δύσκολα. Πανικόβλητοι κατέφυγαν στα πλοία τους. Στις 8.30 οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς έστηναν τρόπαιο νίκης. Είχαν πολεμήσει τρεις ώρες, προφανώς υπό συνθήκες ζέστης και φέροντας 32 κιλά οπλισμού. Φυσικά η αξιοθαύμαστη αντοχή τους δεν ήταν επίκτητη, αλλά αποτέλεσμα πολύχρονης, εντατικής και επίπονης σωματικής προετοιμασίας. Η σύγκριση των απωλειών είναι από μόνη της ικανή να καταδείξει το ανώτερο επίπεδο των Ελλήνων οπλιτών. Περίπου 6000 Πέρσες κείτονταν νεκροί έναντι 192 Αθηναίων.
Επιστροφή τροχάδην στην Αθήνα μετά τη μάχη Ωστόσο ο κίνδυνος δεν είχε περάσει. Τα περσικά πλοία απέπλευσαν από τον Μαραθώνα με κατεύθυνση το Σούνιο. Ο αρχηγός των Περσών Αρταφέρνης σκόπευε να φθάσει στο Φάληρο, να πραγματοποιήσει απόβαση και να κινηθεί εναντίον της Αθήνας προτού επιστρέψουν οι Αθηναίοι από τον Μαραθώνα. Λες και δεν είχαν κάνει ήδη αρκετά οι Έλληνες πολεμιστές, έπρεπε να τρέξουν να σώσουν την πόλη τους. Είναι πράγματι αξιοθαύμαστο το πώς οι Αθηναίοι μετά από τρεις ώρες μάχης είχαν το κουράγιο όχι μόνο να ξεκινήσουν μια σύντομη πορεία αλλά να σύρουν έστω τα πόδια τους.
Αποδύθηκαν, με όσες δυνάμεις τους είχαν απομείνει σε ένα σχεδόν απίστευτο αγώνα δρόμου. Έφτασαν στον προορισμό τους εγκαίρως, κατά τις 4.30-5.00. Χρειάστηκαν δηλαδή 7 με 8 ώρες. Μόλις οι Πέρσες αντιλήφθηκαν ότι οι Αθηναίοι τους περίμεναν, σήκωσαν πανιά και «ξεκίνησαν και πάλι πίσω για την Ασία» (Ηρόδοτος 6, 116). Σήμερα προς τιμή αυτής της πορείας των οπλιτών και του άγνωστου αγγελιαφόρου που πλήρωσε με τη ζωή του την αναγγελία της νίκης, διεξάγεται το αγώνισμα του Μαραθωνίου. Ο μέσος χρόνος των αθλητών είναι δύο ώρες.
Πόσοι όμως θα μπορούσαν να τερματίσουν έστω, αν κουβαλούσαν πλήρη οπλισμό και είχε συσσωρευτεί στο κορμί τους η κόπωση που είχαν οι Αθηναίοι οπλίτες μετά τη μάχη; Οι τελευταίοι υπεράσπιζαν στον Μαραθώνα τις οικογένειες τους και την πατρώα γη. Κίνητρα ισχυρά προκειμένου να αντιπαραταχθούν απέναντι στους αήττητους, μέχρι τότε, Πέρσες. Τα κίνητρα αυτά όμως δεν θα μετουσιώνονταν ποτέ σε νίκη αν οι Έλληνες οπλίτες δεν προετοίμαζαν τα σώματά τους χρόνια πριν.