Η ΡΑΤΣΑ... Νικος Καζατζακης
Νίκος Καζαντζάκης
Η Κραυγή δεν είναι δική σου. Δε μιλάς εσύ, μιλούν αρίφνητοι πρόγονοι με το στόμα σου. Δεν πεθυμάς εσύ• πεθυμούν αρίφνητες γενεές απόγονοι με την καρδιά σου.
Οι νεκροί σου δεν κείτουνται στο χώμα. Γένηκαν πουλιά, δέντρα, αγέρας. Κάθεσαι στον ίσκιο τους, θρέφεσαι με τη σάρκα τους, αναπνές το χνότο τους. Γένηκαν Ιδέες και πάθη, κι ορίζουν τη βουλή σου και την πράξη.
Οι μελλούμενες γενεές δε σαλεύουν μέσα στον αβέβαιο καιρό, μακριά από σένα. Ζουν, ενεργούν και θέλουν μέσα στα νεφρά και στην καρδιά σου.
Το πρώτο σου χρέος πλαταίνοντας το εγώ σου είναι, στην αστραπόχρονη τούτη στιγμή που περπατάς στη γης, να μπορέσεις να ζήσεις την απέραντη πορεία, την ορατή και την αόρατη, του εαυτού σου.
Δεν είσαι ένας• είσαι ένα σώμα στρατού. Μια στιγμή κάτω από τον ήλιο φωτίζεται ένα από τα πρόσωπα σου. Κι ευτύς σβήνει κι ανάβει άλλο, νεώτερο σου, ξοπίσω σου.
Η ράτσα σου είναι το μεγάλο σώμα, το περασμένο, το τωρινό και το μελλούμενο. Εσύ είσαι μια λιγόστιγμη έκφραση, αυτή είναι το πρόσωπο. Εσύ είσαι ο ίσκιος, αυτή το κρέας.
Δεν είσαι λεύτερος. Αόρατα μυριάδες χέρια κρατούν τα χέρια σου και τα σαλεύουν. Όταν θυμώνεις, ένας προπάππος αφρίζει στο στόμα σου• όταν αγαπάς, ένας πρόγονος σπηλιώτης μουγκαλιέται όταν κοιμάσαι, ανοίγουν οι τάφοι μέσα στη μνήμη και γιομώνει βουρκόλακες η κεφαλή σου.
Ένας λάκκος αίμα είναι η κεφαλή σου, και μαζώνουνται κοπάδια κοπάδια οι γίσκιοι των πεθαμένων και σε πίνουν να ζωντανέψουν.
"Μην πεθάνεις, για να μην πεθάνουμε!" φωνάζουν μέσα σου οι νεκροι. "Δεν προφτάσαμε να χαρούμε τις γυναίκες που πεθυμήσαμε• πρόφτασε εσύ, κοιμήσου μαζί τους! Δεν προφτάσαμε να κάμουμε έργα τις Ιδέες μας• κάμε τις έργα εσύ! Δεν προφτάσαμε να συλλάβουμε και να στερεώσουμε το πρόσωπο της ελπίδας μας• στερέωσε το εσύ!
"Τέλεψε το έργο μας! Τέλεψε το έργο μας! Μέρα νύχτα μπαινοβγαίνουμε στο κορμί σου και φωνάζουμε. Όχι, δε φύγαμε, δεν ξεκορμίσαμε από σένα, δεν κατεβήκαμε στη γης. Μέσα από τα σωθικά σου ξακλουθουμε τον αγώνα. Λύτρωσε μας!"
Δε φτάνει ν΄ ακούς μέσα σου τη βουή των προγόνων. Δε φτάνει να τους νιώθεις να παλεύουν μπροστά από το κατώφλι του νου σου. Όλοι χύνουνται να πιαστούν από το ζεστό μυαλό σου, ν΄ ανέβουν πάλι στο φως της μέρας.
Μα εσύ να ξεδιαλέγεις. Ποιος πρόγονος να γκρεμιστεί πίσω στα τάρταρα του αίματου σου και ποιος ν΄ ανηφορίσει πάλι στο φως και στο χώμα.
Μην τους λυπάσαι! Κάθου άγρυπνος στην καταβόθρα της καρδιάς σου και ξεδιάλεγε. Τούτος ο ίσκιος, να λες, είναι ταπεινός, σκοτεινός, σα ζώο• να φύγει! Τούτος είναι σιωπηλός και φλεγόμενος, πιο ζωντανός από μένα• ως πιει το αίμα μου όλο!
Φώτισε το σκοτεινό αίμα των προγόνων, σύνταξε τις κραυγές τους σε λόγο, καθάρισε τη βούληση τους, πλάτυνε το στενό τους ανήλεο μέτωπο• αυτό είναι το δεύτερο σου χρέος.
Γιατί δεν είσαι μονάχα σκλάβος. Ευτύς ως γεννήθηκες, μια νέα πιθανότητα γεννήθηκε μαζί σου, ένας λεύτερος σκιρτημός τρικυμίζει τη μεγάλη ζοφερή καρδιά του σογιού σου.
Φέρνεις, θες δε θες, ένα νέο ρυθμό. Μια νέα επιθυμία, μια νέα Ιδέα, μια θλίψη καινούρια. Θες δε θες, πλουτίζεις το πατρικό σου το σώμα.
Κατά που θα κινήσεις; Πώς θ΄ αντικρίσεις τη ζωή και το θάνατο, την αρετή και το φόβο; Όλη η γενεά καταφεύγει στο στήθος σου και ρωτάει και προσδοκάει με αγωνία.
Έχεις ευθύνη. Δεν κυβερνάς πια μονάχα τη μικρή ασήμαντη ύπαρξη σου. Είσαι μια ζαριά όπου για μια στιγμή παίζεται η μοίρα του σογιού σου.
Κάθε σου πράξη αντιχτυπάει σε χιλιάδες μοίρες. Όπως περπατάς, ανοίγεις, δημιουργός την κοίτη όπου θα μπει και θα όδέψει ο ποταμός των απόγονων.
Όταν φοβάσαι, ο φόβος διακλαδώνεται σε αναρίθμητες γενεές και εξευτελίζεις αναρίθμητες ψυχές μπροστά και πίσω σου. Όταν υψώνεσαι σε μια γενναία πράξη, η ράτσα σου αλάκερη υψώνεται και αντρειεύει.
"Δεν είμαι ένας! Δεν είμαι ένας!" Τ όραμα τούτο κάθε στιγμή να σε καίει.
Δεν είσαι ένα άθλιο λιγόστιγμο κορμί• πίσω από την πήλινη ρεούμενη μάσκα σου ένα πρόσωπο χιλιοχρονίτικο ενεδρεύει. Τα πάθη σου κι οι Ιδέες σου είναι πιο παλιά από την καρδιά κι από το μυαλό σου.
Το σώμα σου το αόρατο είναι οι πεθαμένοι πρόγονοι κι οι απόγονοι οι αγέννητοι. Το σώμα σου τ΄ ορατό είναι οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά που ζουν της εδικής σου ράτσας.
Μονάχα εκείνος λυτρώθηκε από την κόλαση του εγώ του που νιώθει να πεινάει όταν ένα παιδί της ράτσας του δεν έχει να φάει, και να σκιρτάει πασίχαρος όταν ένας άντρας και μια γυναίκα του σογιού του φιλιούνται.
Όλα τούτα είναι μέλη του μεγάλου ορατού κορμιού σου. Πονάς και χαίρεσαι σκορπισμένος ως τα πέρατα της Γης μέσα σε χιλιάδες ομοαίματα κορμιά.
Όπως μάχεσαι για το μικρό σου το σώμα, πολέμα και για το μεγάλο. Πολέμα όλα τούτα τα κορμιά σου να γίνουνε δυνατά, λιτά, πρόθυμα. Να φωτιστεί ο νους τους, να χτυπάει η καρδιά τους φλεγόμενη, γενναία, ανήσυχη.
Πως μπορείς να ΄σαι δυνατός, φωτεινός, γενναίος, αν οι αρετές τούτες δεν τρικυμίζουν αλάκερο το μεγάλο σου το σώμα; Πως μπορείς να σωθείς, αν δε σωθεί αλάκερο σου το αίμα; Ένας από τη ράτσα σου να χαθεί, σε συντραβάει στο χαμό του. Ένα μέλος του κορμιού και του νου σου σαπίζει.
Να ζεις βαθιά, όχι σαν Ιδέα, παρά ως σάρκα κι αίμα, την ταυτότητα τούτη.
Είσαι ένα φύλλο στο μέγα δέντρο της ράτσας. Να νιώθεις το χώμα ν΄ ανεβαίνει από τις σκοτεινές ρίζες και ν΄ απλοκαμιέται στα κλαριά και στα φύλλα.
Ποιος είναι ο σκοπός σου; Να μάχεσαι να πιαστείς στέρεα από το κλαρί, κι είτε σα φύλλο είτε σαν άνθος είτε σαν καρπός να σαλεύει μέσα σου, ν΄ ανανεώνεται και ν΄ αναπνέει αλάκερο το δέντρο.
Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους πρόγονους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.
Αγωνία μέσα σου. Κάποιος παλεύει να φύγει, να ξεσκιστεί από τη σάρκα σου, να γλιτώσει από σένα. Ένας σπόρος στα νεφρά σου, ένας σπόρος στο μυαλό σου δε θέλει πια να ΄ναι μαζί σου, δε χωράει πια στο σπλάχνο σου, μάχεται για ελευτερία.
"Πατέρα, δε χωρώ στην καρδιά σου, θέλω να τη συντρίψω, να περάσω Πατέρα, μισώ το σώμα σου, ντρέπουμαι που είμαι κολλημένος μαζί σου, θα φύγω!
"Κατάντησες άλογο οκνό, τα πόδια σου πια δεν μπορούν ν΄ ακλουθούν το ρυθμό της καρδίας μου. Βιάζουμαι. Θα πεζέψω, θα καβαλήσω άλλο κορμί και θα σε αφήσω στο δρόμο!"
Και συ, ο πατέρας, χαίρεσαι γρικώντας την καταφρονετικιά φωνή του παιδιού σου. "Όλα, όλα για το γιο μου!" φωνάζεις. "Εγώ δεν είμαι τίποτα. Εγώ είμαι ο πίθηκος, αυτός ο άνθρωπος. Εγώ είμαι ο άνθρωπος, αυτός ο γιος του ανθρώπου!"
Μια δύναμη μέσα σου, ανώτερη σου, διαπερνάει συντρίβοντας το κορμί σου και το νου σου και φωνάζει: "Παίξε το τωρινό και το σίγουρο, παίξε το για το μελλούμενο κι αβέβαιο!
"Μην κρατάς τίποτα για υστερνή. Μου αρέσει ο κίντυνος. Μπορεί να χαθούμε, μπορεί να σωθούμε. Μη ρωτάς! Απίθωνε κάθε στιγμή στα χέρια του κίντυνου τον κόσμον όλο! Εγώ, ο σπόρος του αγέννητου, τρώγω τα σωθικά της ράτσας σου και φωνάζω!
Mιχαλης Μιχαλακοπουλος fb
Τα τέσσερα ποιήματα του Καζαντζάκη στα “Γράμματα” του 1914
Και μια αφιέρωση του Βάρναλη, στα 1911
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Με σάπισαν το κρίμα και τα χρόνια.
Με διώχνουνε θεοί κι ανθρώποι κι όμως
το δίκιο ανθίζει μέσα μου κι ο νόμος!
Και τʼ αχαμνά μου ετούτα τα λαγόνια,
καθώς του σάπιου δέντρου τʼ ακροκλώνια
μιάς Ανοιξης μπορούν να γίνουν δρόμος
βλαστοί να πεταχτούν γιγάντοι, τρόμος
νʼ αδράξει τους θεούς και καταφρόνια.
Το δίκιο δε σιωπά, βογγάει εντός μου
σα θάλασσα. Τί κι αν λυσσάει του κόσμου
τʼ άδικο μίσος; Στην καρδιά μου εμένα
βιγλίζει ένα Μάτι όξω νου και τόπου
κι αν ο ρυθμός χαθεί στων θεών τα φρένα
ζει στην καρδιά του αδικημένου ανθρώπου.
ΤΑ ΑΙΩΝΙΑ
Πώς χαίρεσαι τʼ απλά χοντρά στολίδια
της γης, φτωχή καρδιά μου! Να, τα βόδια
γυρνούν το δειλινό κι αντάμα εισόδια
τελούν αρνιά, βουκόλοι, ορνίθια, γίδια,
ξωμάχοι. Κʼ οι κοπέλες προς την ίδια
πηγή πάντα τραβούν κʼ οι νύφες ρόδια
σπούν στην αυλή τους, βάσανα και ξόδια
να διώξουνε κʼ οι γέροι, αποτρυγίδια
μασσώντας της ζωής, πέφτουν στον Αδη.
Πηδάει καυτός ο Υμέναιος από στόμα
σε στόμα και ρόδα κεντάει στο φάδι
του τίποτα κι ανθεί βαθιά το χώμα
σα νιόνυφης κορμί. Μην κλαίς, καρδιά μου,
τη λαμπάδα ψηλά κράτα του γάμου!
Η ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ
Κι αν όλοι τρέμουν σκάβοι μεσʼ στα χιόνια,
λεύτερη εγώ μεσʼ στʼ όνειρό μου κραίνω
τη γνώμη μου άφοβα και με άνθια ραίνω
το χώμα μου και νοιώθω χελιδόνια
να μου σπαθίζουν την καρδιά κι αηδόνια
να μου βαράν τη μέση. Απʼ το σκασμένο
φλούδι μου θριαμβικό χυμάει, ζεμένο
σε γέρανους, περδίκια, σπουργιτόνια
το ψίκι της κλεμένης Πριγκιπέσας.
Να, τους ανθούς μου ασώτεψα να διώξω
το φόβο από τις άνανθες κορφές σας,
ώ Φρόνιμοι, τανυώντας τʼ άγιο τόξο
της τρέλας. Τί αν μαδώ χλωμή στʼ αγιάζι;
Φέρνω το Μήνυμα και δε με νοιάζει!
ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ
Σκληρό θέσαμε νόμο να ρυθμίζει
τη γνώμη μας κι ανέλπιδοι κρατάμε
τα στενά της ζωής κι όλοι κινάμε,
καβάλα στʼ όνειρό μας, όπου ορίζει
ο νομοθέτης νούς μας. Μετερίζι
δε θέμε, γιατί ξέρομε πως πάμε
του Χάρου τα κορμιά μας και δε σπάμε
το κύμα των βαρβάρων που χυμίζει
στην Πατρίδα. Μα ο νους εμάς φτερούγες
τανυώντας λεύτερης χάμου τη νίκη
παραιτά κι αητός δικέφαλος ούγες
κεντά με τʼ όνειρό του τη λαμπράδα
κι ανοιεί, στης βάρβαρης νύχτας τη φρίκη,
άνθος λευκό τη νικημένη Ελλάδα.
ΠΕΤΡΟΣ ΨΗΛΟΡΕΙΤΗΣ
Τα τέσσερα ποιήματα του Καζαντζάκη (Πέτρου Ψηλορείτη), δημοσιευμένα το 1914 στα «Γράμματα» της Αλεξάνδρειας (Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου Πατρών)
Η αφιέρωση του Βάρναλη
Και μια αφιέρωση του Βάρναλη, στα 1911
ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ
ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΨΗΛΟΡΕΙΤΗ
Ανοίχτε στα τραπέζιʼ απλοχωριά
για την ωριά,
που με τʼ αψό
κορμί θα μας δειχτεί το μελαψό
χορεύοντας· κι απά στα φειδωτά
ψηφιδωτά
απλώστε, ώ νιοί
σκλάβοι, τα ρόδα σκύβοντας γυμνοί!
Και φέρε σε κροντήρι ξομπλιαστό
κρασί λιαστό
κι άλλο κρασί,
ώ με τα δάχτυλα τα μικρά σύ!
Και στις κολόνες, που πρασινωπά
κλαριά νωπά,
κισσού κλαριά
με τα κομμένα φύλλα και τʼ αριά
τις ζώνουνε για την καλή γιορτή,
ας μπούνε ορτοί
και σιμωτά
καθρέφτες με στεφάνιʼ ασημωτά,
να χιλιάζουν το κάλλι της αχνό
μες τον αχνό,
οπού γιʼ αυτή
θα βγάνει όσο λιβάνι θʼ αναφτεί!...
Ω! υψώστε τις φωνούλες τις ψιλές!
τις αψηλές
δάδες, ώ νιοί,
χαμηλώστε! το ρούχο της ανοιεί
σκίζοντάς το· και λάμπουν στο γερό,
το λυγερό
κορμί, που αχεί,
τα κρυφά, που με σπάνιο έχουν βραχεί,
νάρδο!... Ω! με τους καπνούς της κεφαλής,
- Φαλλής! Φαλλής!-
με την ορμή,
που ακράτητο μας κάνει το κορμί,
ως θέλει κάθε σύντροφος λαμπρός
ας φερθεί μπρός
σʼ όλους, ξηρά
χείλια δαγκάνοντας,-με τη σειρά!...
Κ.Ι. ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Το ποίημα που αφιέρωσε το 1911 στον Καζαντζάκη (Πέτρο Ψηλορείτη) ο Βάρναλης. Είναι από τη «φυλλάδα 9-10», που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο – Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς, λίγο μετά τον κοινό παραθερισμό στο Κράσι (Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου Πατρών)
Τέσσερα άγνωστα ποιήματα της νιότης του Καζαντζάκη και μια αφιέρωση του Βάρναλη, στα 1911
Και μια αφιέρωση του Βάρναλη, στα 1911
Tου Αλέκου Α. Ανδρικάκη andrikakis@patris.gr
Τέσσερα άγνωστα ποιήματα της νιότης του Καζαντζάκη
Σπάνια κείμενα του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα με την υπογραφή των κορυφαίων του πνεύματος, της τέχνης, της πολιτικής και των εθνικών αγώνων
Ο Νίκος Καζαντζάκης είναι γνωστός και θαυμάζεται από τους βιβλιόφιλους, Έλληνες και ξένους, ως κορυφαίος διανοητής και πεζογράφος. Τα πεζά κείμενά του έχουν εκατομμύρια αναγνώστες και εκδόσεις σε δεκάδες γλώσσες σʼ όλο τον κόσμο. Όμως σχεδόν μέχρι το πρώτο μισό του 20ου αιώνα ήταν γνωστός και ως μεγάλος ποιητής, ιδιότητα την οποία σήμερα σπανίως τού αποδίδουμε.
Το περίφημο έμμετρο έργο του «Οδύσσεια», με τους 333.333 στίχους και τις 24 ραψωδίες, που άρχισε να γράφεται στο Ηράκλειο το 1924, ολοκληρώθηκε σε μια πρώτη μορφή στην Αίγινα το 1928, αλλά στην ουσία ξαναγράφηκε άλλες 8 φορές μέχρι το 1938, όταν και εκδόθηκε, είναι η κορωνίδα της ποίησής του. Από τα κορυφαία ποιητικά έργα του, επίσης μεγάλης έκτασης, ήταν ο «Χριστός», γραμμένο το 1928. Ο ίδιος ο Καζαντζάκης θεωρούσε εαυτόν πρωτίστως μεγάλο ποιητή και ακολούθως πεζογράφο ή διανοητή.
Είναι φανερό πάντως ότι σʼ όλη την παραγωγική του πορεία, ο Νίκος Καζαντζάκης είχε σημαντική και υψηλού επιπέδου ποιητική δημιουργία. Φυλλομετρώντας το φιλολογικό – ποιητικό περιοδικό «Γράμματα», που εξέδιδαν στην Αλεξάνδρεια διανοούμενοι της εκεί ελληνικής παροικίας από το 1911 μέχρι το 1921 (η έκδοση συγκέντρωνε το διαρκές ενδιαφέρον του Κωνσταντίνου Καβάφη, ο οποίος δημοσίευσε πολύ συχνά ποιήματά του), εντοπίσαμε 4 άγνωστα, μάλλον από τα νεανικά, ποιήματα του μεγάλου Κρήτα στοχαστή. Τα μικρά στιχουργήματα, ομοιοκατάληκτα, παρουσιάστηκαν στο ίδιο τεύχος, αυτό με αριθμό 21, που είχε κυκλοφορήσει το 1914, στον τέταρτο χρόνο κυκλοφορίας του περιοδικού. Πρόκειται για πανομοιότυπα στην τεχνική ποιήματα, ακόμη και στον αριθμό των στίχων, αφού καθένα απʼ αυτά έχει 14. Έφεραν τους τίτλους, «Οιδίποδας», «Τα αιώνια», «Η αμυγδαλιά» και «Θερμοπύλες». Κάποια απʼ αυτά, έχουν τίτλους με ανάλογα ήδη γνωστά τότε ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη («Οιδίπους», 1896, «Θερμοπύλες», 1903, «Αιωνιότητα», 1895), χωρίς κανείς να μπορεί να υποστηρίξει ότι τα δικά του έργα έδωσαν την αφορμή στον Καζαντζάκη. Πάντως ειδικά στο ποίημα «Θερμοπύλες» μοιάζει να υπάρχουν αφορμές στο αντίστοιχο του Καβάφη (έχουν ίσο αριθμό στίχων και τα δύο), αλλά ακόμη και στο επίσης πασίγνωστο του Αλεξανδρινού «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» (1904).
Όπως προαναφέρθηκε, και οι τέσσερις ποιητικές δημιουργίες του Καζαντζάκη δημοσιεύτηκαν στο ίδιο τεύχος του 1914 και έφεραν την υπογραφή Πέτρος Ψηλορείτης, ένα γνωστό φιλολογικό ψευδώνυμό του. Δεν μπορούμε όμως να ξέρουμε αν αυτά γράφηκαν ειδικά για το συγκεκριμένο περιοδικό, ή αν πρόκειται για αναδημοσίευση από κάποιο άλλο έντυπο. Πάντως στα «Γράμματα» δεν εντοπίζουμε άλλη συνεργασία του Καζαντζάκη.
Η αφιέρωση
του Βάρναλη
Στο ίδιο όμως περιοδικό υπάρχει ένα επίσης άγνωστο ποίημα που σχετίζεται με τον Καζαντζάκη (Πέτρο Ψηλορείτη). Πρόκειται για ένα ποίημα του νεαρού τότε Κώστα Βάρναλη, που είχε συνεργασία με τα «Γράμματα», και το οποίο είχε δημοσιευτεί τρία χρόνια νωρίτερα (φυλλάδα 9-10, Οκτώβριος – Νοέμβριος 1911). Τίτλος του «Συμπόσιον» και ο ποιητής το αφιέρωνε στο φίλο του Πέτρο Ψηλορείτη. Στην αποδελτίωση του στιχουργήματος από το αρμόδιο τμήμα του Πανεπιστημίου της Πάτρας, στις συλλογές του οποίου υπάρχει το αλεξανδρινό φιλολογικό περιοδικό, από παραδρομή αναφέρεται ότι το «Συμπόσιον» είναι ποίημα του Πέτρου Ψηλορείτη. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ποίημα του Βάρναλη αφιερωμένο στον Καζαντζάκη (Ψηλορείτη). Και βέβαια υπάρχει η εξήγηση για την αφιέρωση. Τον Αύγουστο του 1911 οι δύο μεγάλοι των ελληνικών γραμμάτων, που διατηρούσαν επαφές, είχαν περάσει μαζί τις διακοπές τους στο Κράσι. Εκεί παραθέρισαν ως μια παρέα νέων ηλικιακά διανοούμενων, οι οποίοι αργότερα θα είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ελληνική λογοτεχνία. Φιλοξενούμενοι συγγενή του πατέρα της Έλλης και της Γαλάτειας Αλεξίου, βρέθηκαν μαζί με τις δύο αδελφές, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Κώστας Βάρναλης, ο Μάρκος Αυγέρης, αργότερα δεύτερος σύζυγος της Γαλάτειας, ο φίλος του Καζαντζάκη Χαρίλαος Στεφανίδης. Στο φωτογραφικό αρχείο των εκδόσεων Καζαντζάκη έχει διασωθεί φωτογραφία από τον παραθερισμό της παρέας αυτής, αλλά από τον επόμενο Αύγουστο, όταν επαναλήφθηκε η πρόσκληση. Πιθανώς, γοητευμένος από την προσωπικότητα του Καζαντζάκη, ο Βάρναλης τού αφιέρωσε λίγο μετά το ποίημά του.
Πάντως ο Καζαντζάκης δεν ανταπέδωσε τη συγκεκριμένη απόδοση τιμής του Βάρναλη. Μετά από 11 χρόνια, όταν ο Βάρναλης, υπογράφοντας ως Δήμος Τανάλιας, εξέδιδε την εμβληματική ποιητική δημιουργία του «Το Φως που καίει», με την οποία έκανε τη μεταστροφή του στην κοινωνική ποίηση, εισέπραξε μια μάλλον κακεντρεχή κριτική του Καζαντζάκη. Σ' ένα γράμμα του προς τη Γαλάτεια, ο Νίκος Καζαντζάκης έγραφε: «Cherie, τώρα λαβαίνω τις εφημερίδες με το "Νουμά". Ξεφυλλίζοντας το "Νουμά" είδα μια κριτική για κάποιο "Τανάλια". Δεν τολμώ να πιστέψω πως είναι ο Βάρναλης. Θα 'ναι κανείς μαθητής καθυστερημένος του Παλαμά. Σκέψη, στίχος, ρητορεία - όλα Παλαμοφέρνουν. Αν πρόκειται για το Βάρναλη σε παρακαλώ θερμότατα στείλε μου το βιβλίο για να το διαβάσω με προσοχή. Θέλω ν' αλλάξω γνώμη. Αφήνω τη σκέψη του (πόσο είναι "σοσιαλιστικά" πίσω δε λέγεται), ο στίχος, η ποίηση, είναι ανάξια ρητορεία κι αφηρημένες έννοιες και κεφαλαία γράμματα». Φυσικά ο Καζαντζάκης, που θα γνώριζε ότι ο Τανάλιας ήταν ο Βάρναλης δεν είχε δίκιο, αφού το έργο αυτό έχει θεωρηθεί από τις κορυφαίες παραγωγές του Βάρναλη. Αρκετά αργότερα, στα 1939, ο τελευταίος ανταπέδωσε στα ίσα. Όταν πήρε στα χέρια του την «Οδύσσεια», έγραψε με ανάλογη κακεντρέχεια: «Πρόκειται για μια ανοιχτόκαρδη φάρσα»!
Τα ποιητικά έργα
του Καζαντζάκη
Ο Καζαντζάκης έχει μεγάλη παραγωγή ποιητικού έργου και περίπου μέχρι το μισό του 20ου αιώνα θεωρείτο περισσότερο μέγας ποιητής. Τα μεγάλα έργα της συνέχειας («Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», 1946, «Ο Καπετάν Μιχάλης», 1953, «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», 1954, «Ο τελευταίος πειρασμός», 1955, «Ο φτωχούλης του Θεού», 1956, «Αναφορά στον Γκρέκο», 1961, «Οι αδερφοφάδες», 1963) τον κατέταξαν στην κορυφή της πεζογραφίας. Το ποιητικό του έργο όμως που προηγήθηκε θεωρείται επίσης σημαντικό.
Τα ποιητικά έργα του Νίκου Καζαντζάκη είναι: Το 1915, «Οδυσσέας», «Νικηφόρος Φωκάς», «Χριστός». Τα οποία δημοσίευσε το 1922, το 1927 και το 1928 αντίστοιχα. Άρχισε να γράφει την «Οδύσσεια» (Ηράκλειο 1924) την οποία ολοκλήρωσε το 1928 και μέχρι το 1938 που την εξέδωσε, την ξανάγραψε 8 φορές! Την περίοδο 1932-1937 συνέθεσε τα 21 ποιήματα που θα αποτελέσουν τη συλλογή «Τερτσίνες», από τα οποία ως το 1946 θα δημοσιεύσει τα 11. Έγραψε σε στίχο άλλα επτά ποιητικά δράματα, από τα οποία δημοσίευσε τα τρία («Ιουλιανός», 1945, «Προμηθέας Πυρφόρος», 1945. «Ο Καποδίστριας», 1946). Τα έργα, «Βούδας», 1923, «Προμηθέας Δεσμώτης» και «Προμηθέας λυόμενος», 1943-1945 και «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος», 1944 δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό του. Επίσης έγραψε τα δράματα «Μέλισσα», 1937 (παρουσιάστηκε το 1939) σε λυρική πρόζα και «Ο Οθέλλος ξαναγυρίζει», 1937 (δημοσιεύτηκε το 1962) σε ποιητικών διαθέσεων πεζό, ενώ μετέφρασε τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη (1932 και δημοσιεύτηκε το 1934), το πρώτο μέρος του «Φάουστ» του Γκαίτε (1936-1937 και δημοσιεύτηκε το 1942), ποιήματα Ισπανών ποιητών (δημοσίευση 1933-1937) και στίχους από την «Ιλιάδα» (1945-1946).
Ο φιλόλογος – ποιητής, καθηγητής, από το 1980-1991, της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και στη συνέχεια της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νάσος Βαγενάς, έχει υποστηρίζει με θέρμη την ποιητική φυσιογνωμία του Καζαντζάκη και μάλιστα σε μια μελέτη του στο «Βήμα» της 11 Νοεμβρίου 2007, έγραφε με ξεκάθαρο τρόπο:
«Πιστεύω πως μπορούμε σήμερα να διαβάσουμε απροκατάληπτα την ποίηση του Καζαντζάκη, χωρίς τις παρωπίδες που αποτελούν η παρανόηση της έννοιας της φυσικότητας στο ποιητικό λεξιλόγιο και η υποτιθέμενη δυσπιστία προς τις μεγάλες αφηγήσεις. Διότι η Οδύσσεια, οι Τερτσίνες, τα ποιητικά δράματα του Καζαντζάκη, καθώς και οι συγκεκριμένες μεταφράσεις του μεγάλων ποιητικών έργων δεν θα μπορούσαν να είχαν συντεθεί παρά μόνο από έναν ποιητή μεγάλης ποιητικής πνοής και υψηλής στιχουργικής δεξιοτεχνίας. Η συγγραφική φύση του Καζαντζάκη είναι φύση ποιητική. Και τα μυθιστορήματα της τελευταίας του περιόδου μυθιστορήματα ενός ποιητή είναι - και από αυτό απορρέουν ορισμένα ελαττώματά τους που προκαλούν τη δυσφορία αρκετών - Ελλήνων κυρίως - αναγνωστών. Αν η διεθνής επιτυχία τους επέθεσε στην ποιητική ταυτότητα του Καζαντζάκη μια ταυτότητα πεζογραφική, η ταυτότητα αυτή είναι εικονική». Μάλιστα ο Νάσος Βαγενάς παρέθετε και στοιχεία για την αναγνώριση του Καζαντζάκη ως μεγάλου ποιητή από κορυφαίες μορφές της ελληνικής ποίησης, όπως ο Σεφέρης, Σεφέρη, που αναφέρει τον Καζαντζάκη μόνο όταν μιλάει για την ποίησή του, συναριθμώντας τον, το 1938, με εκείνους που θεωρούσε σπουδαιότερους, έως τότε, ποιητές του 20ού αιώνα (με τον Καβάφη, τον Παλαμά, τον Σικελιανό και τον Καρυωτάκη) ο Καζαντζάκης είναι, μαζί με τον Σικελιανό, «οι δύο πιο αξιόλογες φυσιογνωμίες που έχει σήμερα ο τόπος μας» (1940)· για τον Ελύτη ο Καζαντζάκης ανήκει, μαζί με τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Καβάφη, τον Σικελιανό και τον Σεφέρη, «στους μεγάλους μας ποιητές» (1979)· ο Εγγονόπουλος, δηλώνοντας την αγάπη του για παλαιότερους ποιητές της εποχής του, τον αναφέρει μαζί με τον Παλαμά και τον Σικελιανό (1980). Αλλά και νεοτερικοί κριτικοί της γενιάς του '30 κρίνουν το έργο του ως έργο ποιητικό, με ανάλογο τόνο: «Τα δύο πιο φημισμένα ονόματα της γενιάς που ο Κωστής Παλαμάς ήταν ο Πατριάρχης της», γράφει το 1947 ο Νικολαρεΐζης, «λάμπουν ακόμα στο στερέωμα της ελληνικής γραμματείας: τα ονόματα του Σικελιανού και του Νίκου Καζαντζάκη». Και ο Καραντώνης: «Μέσα από τα τελειωμένα "μακρά έργα", ποιητών σαν τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον Καζαντζάκη, ονειρευόμαστε "ερείπια" για να αισθανθούμε περισσότερο, εντονότερα και πιο άμεσα, πιο άκοπα τη μεγάλη ποίηση που είναι διάχυτη ή που υπολανθάνει σε αυτά τα έργα» (1959)».
Υπήρχαν όμως και οι άλλες κρίσεις, μάλλον απαξιωτικές, για τον ποιητή Καζαντζάκη, έγραφε ο Ν. Βαγενάς, όπως οι κρίσεις του Παλαμά (για τη μετάφραση της Θείας Κωμωδίας: «Αυτά εδώ είναι τα μαλλιαρά! Οχι τα δικά μας!», 1934), του Βάρναλη (για την Οδύσσεια: «Μια ανοιχτόκαρδη φάρσα», 1939), του Σικελιανού (που με το διάβασμα της Οδύσσειας «δεν έστρωνε η ψυχή» του, 1942), αλλά και κριτικών της γενιάς του Καζαντζάκη (Αυγέρης: «Στη νέα Οδύσσεια η ποιητικίζουσα έκφραση εκτοπίζει αδιάκοπα την ποιητική έκφραση», 1939), ή ομήλικων της γενιάς του '30 αλλά δύσπιστων στις μοντερνιστικές αναζητήσεις (Βαρίκας: «Ο Καζαντζάκης ποιητής δεν υπήρξε ποτέ», 1939).
Πιο επιφυλακτικός σε σχέση με τη θερμή κρίση του Ν. Βαγενά, ήταν ο πρόσφατα χαμένος συγγραφέας Δημήτριος Σαραντάκος, μελετητής του έργου του Καζαντζάκη, ο οποίος πριν μερικά χρόνια είχε παρουσιάσει σχετική ομιλία στην Αίγινα για τον μεγάλο στοχαστή, με τον εύγλωττο τίτλο «Ένας αμφιλεγόμενος ποιητής». Ο ίδιος βέβαια είχε χαρακτηρίσει στην ίδια ομιλία του τον Καζαντζάκη «αμφιλεγόμενο, μη καθολικής αποδοχής, ποιητή». Ο συγγραφέας επιβεβαίωσε πάντως την άποψη ότι ο ίδιος ο Καζαντζάκης θεωρούσε εαυτόν πρωτίστως μεγάλο ποιητή. «Τα πεζογραφήματά του – σημείωνε- που του χάρισαν δόξα και διεθνή αναγνώριση, τα έβαζε πιο κάτω από τα θεατρικά του έργα (Καποδίστριας, Ο Χριστός στη Ρώμη) ακόμα και από τα φιλοσοφικά δοκίμιά του (Ασκητική, Αναφορά στον Γκρέκο). Ανώτερα από όλα αυτά θεωρούσε τα ποιήματά του και ιδιαιτέρως την «Οδύσσεια», το κορυφαίο κατ΄ αυτόν έργο, που πίστευε πως θα δημιουργήσει σχολή και παράδοση».
Στη συνέχεια αναδημοσιεύουμε τα τέσσερα ποιήματα του Καζαντζάκη, που είχαν δημοσιευτεί στα αλεξανδρινά «Γράμματα» το 1914, καθώς και το «Συμπόσιον» του Βάρναλη, αφιερωμένο στον Καζαντζάκη.
Αρχείο: ΕΦΗΜΕΡΊΔΑ ΠΑΤΡΙΣ
33 αποφθέγματα του Νίκου Καζαντζάκη
Posted by kalinda στο Νοεμβρίου 28, 2015
1) Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι
λέφτερος.
2) Μια αστραπή η ζωή μας… μα προλαβαίνουμε
3) Ό,τι δεν συνέβη ποτέ, είναι ό,τι δεν ποθήσαμε
αρκετά.
4) Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον
παράδεισο και μπες μέσα.
5) Αν μια γυναίκα κοιμηθεί μόνη, ντροπιάζει όλους τους
άντρες.
6) Ο σωστός δρόμος είναι ο ανήφορος.
7) Δεν υπάρχουν ιδέες, υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που
κουβαλούν τις ιδέες, κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τις κουβαλάει.
8) Η πέτρα, το σίδερο, το ατσάλι δεν αντέχουν. Ο
άνθρωπος αντέχει.
9) Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε
μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.
10) Αγάπα τον άνθρωπο γιατί είσαι εσύ…
11) Ολάνθιστος γκρεμός της γυναικός το σώμα.
12) Τα τετραθέμελα του κόσμου τούτου: ψωμί, κρασί,
φωτιά, γυναίκα.
13) Η Ελλάδα επιζεί ακόμα, επιζεί νομίζω μέσα από
διαδοχικά θαύματα.
14) Πού να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι
απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ
15) Tι θα πει λεύτερος; Αυτός που δεν φοβάται το
θάνατο.
16) Η Κρήτη δεν θέλει νοικοκυραίους, θέλει κουζουλούς.
Αυτοί οι κουζουλοί την κάνουν αθάνατη.
17) Η φυγή δεν είναι νίκη, τ” όνειρο είναι τεμπελιά,
και μόνο το έργο μπορεί να χορτάσει την ψυχή και να σώσει τον κόσμο.
18) Η ζωή όλη είναι μια φασαρία. Μόνο ο θάνατος δεν
είναι. Η ζωή είναι όταν λύνεις το ζωνάρι σου και ζητάς φασαρίες.
19) Αν μπορείς κοίταξε τον φόβο κατάματα και ο φόβος
θα φοβηθεί και θα φύγει.
20) Aπό τα καλά κερδεμένα παίρνει ο διάολος τα μισά –
από τα κακά κερδεμένα, παίρνει και το νοικοκύρη.
21) Δεν τον φοβάμαι το Θεό, αυτός καταλαβαίνει και
συχωρνάει. Τους ανθρώπους φοβάμαι. Αυτοί δεν καταλαβαίνουν και δε συχωρνούν.
22) Aλίμονο σε όποιον ζει στην έρημο και θυμάται του
κόσμου.
23) Tίποτα γενναίο δεν μπορεί ο άνθρωπος να κάμει στον
κόσμο, αν δεν υποτάξει τη ζωή του σ” έναν Αφέντη ανώτερό του.
24) Η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο -ένα
ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή της θάλασσας. Τίποτα
άλλο.
25) Αυτό που θέλω ν” αφήσω πίσω μου είναι ένα καμένο
κάστρο. Τίποτ’ άλλο δε θέλω ν’ αφήσω.
26) Κάθε Έλληνας που δεν παίρνει, ας είναι και μια
φορά στη ζωή του, μια γενναία απόφαση, προδίνει τη ράτσα του.
27) Είδα κάποτε μια μέλισσα πνιγμένη μέσα στο μέλι και
κατάλαβα.
28) Όλα μάταια, και μόνο η πράξη, σαν το κρασί, μας
ξεγελάει και μας σηκώνει λίγο.
29) Τι φοβερός ανήφορος από τον πίθηκο στον άνθρωπο,
από τον άνθρωπο στον Θεό.
30) Η αιωνιότητα είναι ποιότητα, δεν είναι ποσότητα,
αυτό είναι το μεγάλο, πολύ απλό μυστικό.
31) Τι με ρωτάς για την καρδιά του αμαρτωλού; Εγώ
κατέχω την καρδιά του ενάρετου, κι είναι όλοι οι δαιμόνοι μέσα.
32) Η ευτυχία απάνω στη γης είναι κομμένη στο μπόι του
ανθρώπου. Δεν είναι σπάνιο πουλί να το κυνηγούμε πότε στον ουρανό, πότε στο
μυαλό μας. Η ευτυχία είναι ένα κατοικίδιο πουλί στην αυλή μας.
33) Ο άνθρωπος βιάζεται, ο Θεός δε βιάζεται.