Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο: Οι δύο μεγάλες μάχες του ελληνικού στρατού
Στις 11 Νοεμβρίου 2018 ολοκληρώνονται 100 χρόνια από το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, με εκδηλώσεις να είναι σε εξέλιξη σε όλη την Ευρώπη, ως υπενθύμιση πως κάποτε η (τόσο «μοντέρνα» και «πολιτισμένη» σήμερα) ήπειρός μας αποτέλεσε θέατρο τρομακτικών συγκρούσεων στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν- και μάλιστα θα τις επαναλάμβανε περίπου 30 χρόνια αργότερα, σε έναν «δεύτερο γύρο», εξίσου καταστροφικό.
Η κληρονομιά του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, αν και συχνά επισκιάζεται από αυτήν του Δευτέρου, είναι βαριά από πολλές απόψεις- και κάποιες χώρες τη φέρουν μεγαλύτερη, δεδομένης της συμμετοχής τους. Στην περίπτωση της Ελλάδας, θα έλεγε κανείς ότι είναι σε μεγάλο βαθμό ξεχασμένη (τουλάχιστον, συγκριτικά με αυτήν της Μικρασιατικής Εκστρατείας και Καταστροφής που ακολούθησε, και μετέπειτα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου), ωστόσο ο «Μεγάλος Πόλεμος» επηρέασε βαθύτατα και τη χώρα μας, η οποία είχε βγει νικηφόρα από τους Βαλκανικούς Πολέμους, έχοντας διπλασιάσει τα εδάφη της.
Η στάση της Ελλάδας
Η Ελλάδα τήρησε ουδέτερη στάση στην αρχή του πολέμου, το 1914 μεταξύ των δυνάμεων της Αντάντ (Entente- Γαλλία, Βρετανία, Ρωσία) και της συμμαχίας των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανία, Αυστροουγγαρία και Ιταλία, η οποία όμως δεν τάχθηκε στο πλευρό των άλλων δύο κατά τον πόλεμο- αντ’αυτού, με τις κεντρικές δυνάμεις συντάχθηκαν η Βουλγαρία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία). Η δολοφονία του διαδόχου του αυστροουγγρικού θρόνου, αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου, και της συζύγου του στο Σεράγεβο, επέφερε την κήρυξη πολέμου της Αυστροουγγαρίας στη Σερβία στις 15/28 Ιουλίου 1914 (η πρώτη ημερομηνία αντιστοιχεί στο παλιό, ιουλιανό ημερολόγιο που χρησιμοποιούσε η Ελλάδα ως το 1923 και η δεύτερη στο δυτικό, γρηγοριανό), και ακολούθησαν η κήρυξη πολέμου από τη Γερμανία στη Ρωσία και τη Γαλλία και μετά από τη Βρετανία στη Γερμανία.
Πέραν της ουδετερότητάς της, η Ελλάδα είχε δεσμευτεί προς τη Σερβία ότι θα ενεργοποιούσε την ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας εάν η Βουλγαρία στρεφόταν εναντίον της. Επίσης, τον Σεπτέμβριο του 1915 αποβιβάστηκαν στη Θεσσαλονίκη αγγλογαλλικά στρατεύματα προς υποστήριξη των Σέρβων, με την Αντάντ να υποστηρίζει, πως είχε, βάσει του ισχύοντος διεθνούς δικαίου, δικαίωμα να στείλει στρατεύματα στο ουδέτερο ελληνικό έδαφος. Ως εκ τούτου δημιουργήθηκε το Μακεδονικό Μέτωπο- και ακολούθως κλιμακώθηκε αυτό που θα γινόταν γνωστό ως Εθνικός Διχασμός, με την Ελλάδα να χωρίζεται σε δύο πλευρές: Αυτή του βασιλιά Κωνσταντίνου, που ήθελε συνέχιση της ουδετερότητας, και του Ελευθερίου Βενιζέλου, που ήθελε η Ελλάδα να περάσει στο πλευρό της Αντάντ.
Εν τέλει, δημιουργήθηκαν δύο κυβερνήσεις- της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, όπου ο Βενιζέλος εγκατέστησε το 1916, μαζί με τον Παύλο Κουντουριώτη και τον Παναγιώτη Δαγκλή, την Κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης και συγκρότησε στρατιωτικές δυνάμεις. Στην αντιπαράθεση αυτή επικράτησε ο Βενιζέλος, ο οποίος επέστρεψε στην Αθήνα και κήρυξε τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις, με τον Κωνσταντίνο να εκθρονίζεται τελικά το 1917: Είχε προηγηθεί έντονη σύγκρουση του βασιλιά με την Αντάντ, η οποία κορυφώθηκε με αγγλογαλλική επίθεση στην Αθήνα, στο πλαίσιο της οποίας βομβαρδίστηκαν και τα ανάκτορα από τον γαλλικό στόλο- ενώ έλαβε επίσης χώρα γερμανοβουλγαρική εισβολή στη Μακεδονία, με παράδοση του οχυρού Ρούπελ κατόπιν εντολής της Αθήνας και παράδοση του Δ′ Σώματος Στρατού, που εστάλη στο Γκέρλιτς της Γερμανίας).
Από τον Σεπτέμβριο του 1916 η προσωρινή κυβέρνηση του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη είχε οργανώσει τρεις μεραρχίες, τη Μεραρχία Σερρών, τη Μεραρχία Αρχιπελάγους και τη Μεραρχία Κρήτης. Μετά την κήρυξη του πολέμου στις Κεντρικές Δυνάμεις, οι προσπάθειες για την ανασυγκρότηση του Στρατού επιταχύνθηκαν, με αποτέλεσμα το πρώτο εξάμηνο του 1918 η Ελλάδα να έχει παρατάξει στο πλευρό των Συμμάχων δέκα μεραρχίες. Οι συγκεκριμένες μονάδες εντάχθηκαν στις υπόλοιπες συμμαχικές δυνάμεις του Μακεδονικού Μετώπου.Οι κυριότερες μάχες στις οποίες έλαβε μέρος ο Ελληνικός Στρατός κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η Μάχη του Σκρα (17/30 Μαΐου 1918) και η Μάχη της Δοϊράνης (5/18 Σεπτεμβρίου 1918).
Μάχη του Σκρα
Στις 22 Μαρτίου/4 Απριλίου 1918 ο Αρχιστράτηγος Γκυγιωμά, διοικητής της Συμμαχικής Στρατιάς Ανατολής, διέταξε τον στρατηγό Ζερόμ, διοικητή της 1ης Ομάδας Μεραρχιών, να εκτελέσει ευρεία επίθεση, με σκοπό την αγκίστρωση των εχθρικών δυνάμεων στον τομέα ευθύνης του. Η ζώνη ευθύνης της 1ης Ομάδας Μεραρχιών εκτεινόταν από το χωριό Νότια έως τον Αξιό ποταμό και διέθετε την 122α Γαλλική Μεραρχία και το Σώμα Στρατού Εθνικής Άμυνας. Το ελληνικό Σώμα, υπό τον Αντιστράτηγο Εμμανουήλ Ζυμβρακάκη, αποτελείτο από τη Μεραρχία Αρχιπελάγους, τη Μεραρχία Κρήτης και τη Μεραρχία Σερρών. Απέναντι από τις συμμαχικές δυνάμεις βρισκόταν η η 5η Βουλγαρική Μεραρχία, η οποία αποτελείτο από επτά συντάγματα. Οι εχθρικές θέσεις ήταν οργανωμένες από τον Δεκέμβριο του 1917 και ήταν ενισχυμένες με ανθεκτικά καταφύγια και συρματοπλέγματα.
Στόχος της 1ης Ομάδας Μεραρχιών ήταν η κατάληψη του Σκρα ντι Λέγκεν: Σε πρώτο χρόνο θα καταλαμβανόταν το ύψωμα Σκρα και σε δεύτερο χρόνο θα καταλαμβάνονταν τα υψώματα Τουμουλούς και Σερφ Βολάν. Την κύρια επίθεση εναντίον του Σκρα θα αναλάμβανε η Μεραρχία Αρχιπελάγους, ενώ η Μεραρχία Σερρών θα κάλυπτε το δυτικό πλευρό της Μεραρχίας Αρχιπελάγους και θα καταλάμβανε τη γραμμή Λαγκαδιά-ύψωμα Σαγράδα-ύψωμα Μπλοκ Ροσέ. Η Μεραρχία Κρήτης θα κάλυπτε το δεξιό πλευρό της Μεραρχίας Αρχιπελάγους και θα καταλάμβανε τα υψώματα 789 και 459.
Στις 16/29 Μαΐου το συμμαχικό πυροβολικό έπληξε τους αντικειμενικούς σκοπούς της επίθεσης, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας εκτελέστηκαν βολές παρενοχλήσεως και καταστροφής. Την επομένη, στις 0455, εκτοξεύτηκε η κύρια επίθεση από τη Μεραρχία Αρχιπελάγους εναντίον του υψώματος Σκρα, με την υποστήριξη πυρών πυροβολικού. Ο καιρός ήταν νεφελώδης και βροχερός και ευνοούσε την επίθεση, γιατί τύφλωνε τα εχθρικά παρατηρητήρια. Όμως το απόκρημνο έδαφος και οι ισχυρά οργανωμένες εχθρικές θέσεις επέτειναν τις δυσχέρειες της επίθεσης. Η μεραρχία επιτέθηκε υποστηριζόμενη από το συμμαχικό πυροβολικό και μετά από σύντομο αλλά σκληρό αγώνα, τα ελληνικά τμήματα κατάφεραν μέχρι τις 0700 να καταλάβουν τα υψώματα Σκρα, Τουμουλούς και Σερφ Βολάν. Η αντίδραση του εχθρού περιορίστηκε σε εκτέλεση πυκνών φραγμών πυροβολικού επί του Σκρα. Αντεπιθέσεις που εκδηλώθηκαν από τα βουλγαρικά στρατεύματα για την ανακατάληψη των εδαφών, τόσο κατά το απόγευμα όσο και κατά τη διάρκεια της νύχτας, αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία από τα συμμαχικά στρατεύματα. Από την επομένη, 18/31 Μαΐου, άρχισε η οργάνωση των καταληφθέντων θέσεων. Συνελήφθησαν 1.835 Βούλγαροι αιχμάλωτοι και κυριεύθηκε άφθονο πολεμικό υλικό. Οι απώλειες της Μεραρχίας Αρχιπελάγους ανήλθαν σε 24 αξιωματικούς και 314 οπλίτες νεκρούς και 54 αξιωματικούς και 1.723 οπλίτες τραυματίες. Υπήρχαν, επίσης, 2 αξιωματικοί και 162 οπλίτες αγνοούμενοι.
Παράλληλα με τη Μεραρχία Αρχιπελάγους, η Μεραρχία Κρήτης εξαπέλυε και αυτή την επίθεσή της: Σε σύντομο χρονικό διάστημα κατέλαβε το ύψωμα 789, με την κατάληψη του υψώματος 459 να ολοκληρώνεται λίγο αργότερα. Συνελήφθησαν 210 Βούλγαροι αιχμάλωτοι, ενώ οι απώλειες της Μεραρχίας ανήλθαν σε 71 νεκρούς και 314 τραυματίες. Η Μεραρχία Σερρών, στο αριστερό, εξαπέλυσε επίθεση στις τα ξημερώματα της 17ης/30ής Μαΐου. Η μεραρχία κατάφερε μέχρι στις 0645 να καταλάβει τη γραμμή Λαγκαδιά-Σαγράδα-Μπλοκ Ροσέ, χωρίς να συναντήσει ισχυρή εχθρική αντίσταση. Συνελήφθησαν δεκαοκτώ Βούλγαροι αιχμάλωτοι και κυριεύτηκε μικρή ποσότητα πολεμικού υλικού. Οι απώλειες της Μεραρχίας ανήλθαν σε 32 νεκρούς και 113 τραυματίες.
Η νίκη των ελληνικών δυνάμεων στη μάχη του Σκρα αποτέλεσε την πρώτη σημαντική συμβολή του Ελληνικού Στρατού στη συμμαχική προσπάθεια κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, προκαλώντας ιδιαίτερα θετική εντύπωση στους Συμμάχους.
Μάχη της Δοϊράνης
Η μάχη της Δοϊράνης εντασσόταν στο ευρύτερο σχέδιο διάσπασης του Μακεδονικού Μετώπου του αρχιστρατήγου Φρανσέ ντ’ Εσπερέ, διοικητή της Συμμαχικής Στρατιάς Ανατολής.Το σχέδιο προέβλεπε κύρια επίθεση στην περιοχή Ντοπροπόλιε-Βέτερνικ-Κόζιακα και δύο δευτερεύουσες, μία στον τομέα Αξιού-Δοϊράνης και μία στον τομέα του Στρυμόνα.
Στον τομέα Αξιού-Δοϊράνης θα δρούσε η Βρετανοελληνική Στρατιά, υπό τον στρατηγό Μιλν, αποτελούμενη από δύο σώματα Στρατού. Στην τοποθεσία αμύνονταν τμήματα της 1ης Βουλγαρικής Στρατιάς. Η περιοχή μεταξύ του Αξιού ποταμού και της Δοϊράνης συνιστούσε μια ισχυρά οργανωμένη τοποθεσία, με πολυάριθμα βαθιά χαρακώματα και πλατιές ζώνες συρματοπλέγματος.
Το 12ο Σώμα Στρατού εκδήλωσε την επίθεσή του στις 5/18 Σεπτεμβρίου 1918, με την 22η Βρετανική Μεραρχία αριστερά και τη Μεραρχία Σερρών στα δεξιά, κατά της αμυντικής τοποθεσίας του υψώματος Πυραμίδα (Γκράν Κορονέ). Ο αγώνας υπήρξε σκληρός με βαρύτατες και από τις δύο πλευρές απώλειες. Η Μεραρχία Σερρών κατά την επίθεσή της κατάφερε να προωθηθεί εντός της εχθρικής τοποθεσίας, καταλαμβάνοντας τους πρώτους αντικειμενικούς σκοπούς, δηλαδή τα υψώματα Δοϊράνης, Τέτον και 340. Συνεχίζοντας την επίθεση, το 1ο Σύνταγμα Σερρών επιτέθηκε εναντίον του υψώματος Χιλτ. Όμως η 22η Βρετανική Μεραρχία συνάντησε σθεναρή εχθρική αντίσταση και, παρ’ όλο που ενισχύθηκε με το 3ο Σύνταγμα Σερρών, δεν κατάφερε να προωθηθεί εντός της εχθρικής τοποθεσίας. Τελικά η βρετανική μεραρχία αναγκάστηκε να υποχωρήσει, αφήνοντας ακάλυπτο το αριστερό πλευρό του 1ου Συντάγματος Σερρών, το οποίο συμπτύχθηκε για να μην αποκοπεί.
Στις 6/19 Σεπτεμβρίου το 12ο Σώμα Στρατού συνέχισε την επίθεσή του στο δυτικό τμήμα της λίμνης Δοϊράνης, χωρίς όμως επιτυχία. Η Μεραρχία Σερρών, παρά τα συνεχή πυρά του εχθρικού πυροβολικού, κατάφερε να καταλάβει το ύψωμα Χιλτ. Όμως και πάλι η αποτυχία της βρετανικής μεραρχίας αλλά και η ενίσχυση των βουλγαρικών τμημάτων είχαν ως αποτέλεσμα τη συγκέντρωση των εχθρικών δυνάμεων εναντίον του Χιλτ, την ανακατάληψή του από τα βουλγαρικά τμήματα και τη σύμπτυξη της ελληνικής Μεραρχίας. Τελικά το 12ο Σώμα Στρατού διέκοψε τις ενέργειές του και συμπτύχθηκε στις αρχικές θέσεις εξορμήσεως. Οι απώλειες της 22ης Βρετανικής Μεραρχίας ανήλθαν σε 165 αξιωματικούς και 3.155 οπλίτες νεκρούς και τραυματίες και των Ελλήνων σε 173 αξιωματικούς και 2.514 οπλίτες.
Παράλληλα, το 16ο Βρετανικό Σώμα Στρατού εξαπέλυσε την επίθεσή του στις 0300 της 5ης/18ης Σεπτεμβρίου, ανατολικά της λίμνης Δοϊράνης κατά του τομέα της Μπλάνγκα Πλάνινα. Την επίθεση ανέλαβε εξ ολοκλήρου η Μεραρχία Κρήτης, καλυπτόμενη από δεξιά από την 84η Ταξιαρχία της 28ης Βρετανικής Μεραρχίας. Η ελληνική Μεραρχία επιτέθηκε με δύο Συντάγματα στην πρώτη γραμμή, το 9ο και το 29ο. Τα ελληνικά τμήματα κατόρθωσαν να διανοίξουν διαδρόμους στα εχθρικά συρματοπλέγματα και να εισχωρήσουν σε μικρό βάθος εντός της εχθρικής αμυντικής τοποθεσίας. Δέχτηκαν όμως σφοδρότατα πυρά πυροβολικού και πεζικού, καθώς και αλλεπάλληλες αντεπιθέσεις, και καθηλώθηκαν. Παρά την ενίσχυσή τους δεν επιτεύχθηκαν σημαντικά αποτελέσματα. Την επομένη επικράτησε ηρεμία στον τομέα και σταδιακά άρχισε η αντικατάσταση των ελληνικών τμημάτων πρώτης γραμμής.
Οι απώλειες της Μεραρχίας Κρήτης ανήλθαν σε 10 αξιωματικούς και 96 οπλίτες νεκρούς και 34 αξιωματικούς και 540 οπλίτες τραυματίες, ενώ των Βρετανών ανήλθαν σε 100 νεκρούς και τραυματίες.
Η επίθεση της Βρετανοελληνικής Στρατιάς στην περιοχή της Δοϊράνης είχε αποτύχει, αφού οι απώλειες ήταν μεγάλες και τα εδαφικά και τακτικά κέρδη ελάχιστα. Σύμφωνα με το Γενικό Επιτελείο, η κύρια αιτία της αποτυχίας ήταν η ανεπαρκής και αναποτελεσματική υποστήριξη των ελληνικών δυνάμεων από το βρετανικό πυροβολικό.
Το τέλος του πολέμου
Η συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας και της Τουρκίας σήμανε την παύση των εχθροπραξιών στα Βαλκάνια. Ακολούθησε η Συνδιάσκεψη των Παρισίων, κατά την οποία υπογράφτηκαν η συνθήκη των Βερσαλλιών, μεταξύ των Συμμάχων και της Γερμανίας, η συνθήκη του Αγίου Γερμανού, μεταξύ των Συμμάχων και της Αυστρίας, η συνθήκη του Νεϊγύ, μεταξύ των Συμμάχων και της Βουλγαρίας και η συνθήκη των Σεβρών, μεταξύ των Συμμάχων και της Τουρκίας.
Με τις συνθήκες Νεϊγύ και Σεβρών επιδικάστηκαν στην Ελλάδα ολόκληρη η Θράκη μέχρι τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης και τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος, ενώ παράλληλα της παραχωρήθηκαν κυριαρχικά δικαιώματα στην περιοχή της Σμύρνης, στα παράλια της Μικράς Ασίας- υλοποιώντας την πλειοψηφία των ελληνικών διεκδικήσεων, δημιουργώντας προσωρινά την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών.
huffingtonpost.gr