AMPHIKTYONBOOKS

TRANSLATION IN MANY LANGUAGES

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2022

ΜΕΛΕΤH ΕΠΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΥΠΟ ΤΟΥ ΔΙΔΑΚΤΟΡΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ ΦΙΛΑΔΕΛΦΟΥ Μ. ΡΟΥΣΣΟΥ

   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΡΘΡΑ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ

 

ΕΠΙ ΤΟΥ

 

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ

 

ΥΠΟ ΤΟΥ

 

ΔΙΔΑΚΤΟΡΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ ΦΙΛΑΔΕΛΦΟΥ Μ. ΡΟΥΣΣΟΥ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

TWIN CITIES (MINNEAPOLISSAINT PAUL), MINNESOTA, USA

 

2009

 

 


ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

 

Ιωάννης, Νεοκλής Φιλάδελφος, Μάρκου Ρούσσος

 

Γεννήθηκε στο χωριό Κατάπολα της νήσου Αμοργού την 5-11-1954.

Έκτο παιδί εννεαμελούς, απόρου, αγροτικής οικογενείας. Το οικογενειακό, συγγενικό, σχολικό και κοινωνικό περιβάλλον της παιδι­κής ηλικίας του, παρ’ όλες τις αντιφάσεις του, ήταν εξαιρετικά θρησκόληπτο. Μέσα σ’ αυτό ανετράφει σαν κα­λός, πιστός, χρισ­τιανός ο οποίος ποτέ δεν απουσίαζε από τις χριστιανικές, λει­τουργίες, εορτές, μερικές φορές τους εσπερινούς, κλπ. Μάλιστα δε σε μια πε­ρίο­δο της παι­δικής του ηλικίας σκεπτόταν να γίνει παπάς γιατί νόμιζε ότι έτσι θα κέρδιζε σίγουρα την βασιλεία των ουρανών.

Στο δημοτικό σχολείο και το τότε εξατάξιο γυμνάσιο ήταν λίαν καλός έως άριστος μαθητής σε όλα τα μαθήματα, αλλά με ιδιαίτερη κλίση και αφοσίωση στα φυσικομαθηματικά. Τον Σεπτέμβριο του 1972 εισήχθη στην Μαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών μεταξύ των πρώτων. Τον Σεπτέμβριο του 1977 άρχισε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της πολι­τείας Minnesota των Η.Π.Α., λαβών πλήρη υποτροφία εξ’ αυτού του Πανεπι­στη­μί­ου. Από εκεί έλα­βε διπλώματα Masters και διδακτορικού (Ph.D.) στα μαθηματικά.

Εδίδαξε μαθηματικά ως βοηθός και λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της πολι­τείας Minnesota και ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νοτίου Alabama. Από το 1990 μέχρι και σήμερα (2009) είναι τακτικός καθηγητής των μαθηματικών στο Πανε­πι­στή­μιο Hamline της Πολιτείας Minnesota.

Ανάμεσα στα πολλά και διάφορα πέραν των μαθηματικών ενδιαφέροντά του ήταν πάντοτε η ιστορία και η θεολογία. Έτσι λοιπόν από το 1992 αποφάσισε να με­λετήσει ενδελεχώς και επισταμένως την Εβραιοχριστιανική Βίβλο, την Χρι­στιανική θεολογία, κατήχηση, δογματική και ιστορία για να δώσει απαντήσεις στις πάμπολλες απορίες επί του Χριστιανισμού, τις οποί­ες δι­α­τηρούσε παιδιόθεν, και να ελέγξει τις ανεπαρκείς, μη ικανοποιητικές και πολλές φορές σκόπιμες και ψεύ­τικες απαν­τή­σεις πολλών θεολόγων. Η απάντηση που βρήκε κατόπιν εκτετα­μένης, αμε­ρολή­π­του και αντικειμενικής μελέτης συνοψί­ζεται ως εξής:

 

«Ιστορικώς ο Χριστιανισμός ήταν η μεγαλύτερη συμφορά που συνέβη μέχρις στιγ­­μής στην ιστορία του ανθρώπου. Το χειρότερο κακό και η πιο φρικιαστική μάστιγα που στηρίζεται σε ένα φρικώδες, ανόητο και άχρηστο βιβλίο, την Εβ­ραιοχριστιανική Βίβλο. Εκτός από ολίγες γνωστές ηθικές εντολές, τις οποίες επανέλαβε, (για να εί­μαστε πιο ακριβείς, αντέγραψε, χωρίς να αναφέρει την πη­γή,) η θεολογία του είναι, πλα­σ­τή, τεχνητή, αντι­φατική, ανόητη και λανθασμέ­νη. Άκρως επι­κίνδυνη και κατα­στρο­φική τόσο για το άτομο ως μονάδα όσο και για την κοι­νωνία ως σύ­νολο! Ο Ιησούς Χρι­σ­τός των Ευαγγελίων και του Παύ­λου απο­δει­κ­νύεται πλήρως διά των κριτηρίων της ιστο­ρικής επιστήμης ότι εί­ναι μια αλλο­πρόσαλλη και αντι­φα­τική μυθολογία!».

 

Έτσι, αποφάσισε να δημοσιεύει μελέτες επί χριστιανικών ιστορικών και θε­ο­λο­γι­κών θεμάτων και ζητημάτων. Τα άρθρα του τα δημοσιεύει στην Ελληνική και την Αγγλική για να αφυπνίσει το χριστιανικό ποίμνιο κατά δύναμη. Ακόμα, δίπλα στο βαπτιστικό Εβραιο-χριστιανικό όνομα Ιωάννης, το οποίο του εδόθη χωρίς να τον ρωτήσουν όταν ήταν δύο μηνών, παραθέτει το Ελληνικό όνομα Νε­οκλής Φι­λά­δελφος για να υπενθυμίζει σε όλους το φρικτό ιστορικό γεγονός ότι ο Χρι­στι­α­νι­σ­μός κατέστρεψε τον Ελληνισμό, παρά τα φούμαρα της χριστιανι­κής προ­πα­γάν­δας, και ακόμα ότι η Νέα Ελλάς χρειάζεται "Νέο Κλέος", "Φιλία" και "Αδελφό­τητα".

Όσο για τους Χριστιανούς θεολόγους και ανωνύμους απολογητές που τον γνωρίζουν είτε προσωπικώς είτε διά μέσου των γραπτών του, δεν φο­βούνται τον διάλογο μαζί του, διότι ποτέ τους δεν τον κάνουν!


ΑΦΙΕΡΩΣΗ

 

Τό ανά χείρας βιβλίο αφιερώνεται σέ όλους τούς ανθρώπους τού πλανήτη τούς έχον­τες θάρρος, προθυμία καί δύναμη διά έρευνα μέ κρίση καί λογική καί μέ σκοπό τήν καλυτέρευση τής ζωής καί τήν ανώτερη ανάπτυξη τού πνεύματος καί τού πολιτισμού επί τής γής.

 

 

 


ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

 

Εκτός από τους εκδότες και όλους όσους επιμελήθηκαν την έκδοση του βι­β­λί­ου αυτού έχω καθήκον και υποχρέωση να ευχαριστήσω τους φίλους και συ­νερ­γάτες μου που με βοήθησαν τα μέγιστα όλα αυτά τα χρόνια που ερ­γα­ζό­μουν επά­νω σ’ αυτά τα θέματα. Χωρίς την πολύ­πλευρη βοήθειά των, η οποία συνί­στατο σε πα­ροχή γνώσεων, συγγρα­φι­κή και ηθική υποστήριξη και γε­νι­κή εν­θάρρυνση σ’ αυ­τή την προσπάθεια, αυτό το έργο θα είχε παραμείνει ατελές και χωρισμένο σε δι­άφορα ξεχωριστά άρθρα τα οποία κυκλοφόρησαν είτε σε διάφορα περιο­δι­κά είτε στο διαδίκτυο. Τους ευχαριστώ εκ βάθους καρ­δί­ας. Αυτοί είναι οι κάτωθι:

 

Κωνσταντίνος Αγγελίδης, Δωρ          Ευάγγελος Μπεξής

Μαρία Αποστολοπούλου                   Σωτήριος Παράσχος, Δωρ

Γεώργιος Δένδιας                              Καλλιόπη Ρούσσου

Οδυσσέας Επικουρίδης                     Μαρία Ρούσσου

Μιχάλης Καλόπουλος                        Αθανάσιος Σαμπάνης, Δωρ

Χαμπής Κιατίπης                               Ιάσων Σχίζας

Μανόλης Κορρές, Δωρ                        Άννα Στάθη

Κωστής Κωβαίος, Δωρ                       Νικίας Σταυρουλάκης, Δωρ

Διονύσιος Λάππας, Δωρ                     Βασίλειος Τίτσης

Μιχαήλ Μαγουλάς                             Ιωάννης Φραγκούλης

Γεώργιος Μαύρος                              Ελευθερία Ψυχογιού-Βλαβιανού

Άγις Μαρίνης, Δωρ                             Ronald Ezuck, Dor

Παν. Μαρίνης                        Christopher, Ching Wai Ho

Ιωάννης Μασμανίδης                        Joyce, Siu Ping Ho

Μιχαήλ Μενδρινός                            Larry Leininger

 

            Ιδιαιτέραν υποχρέωσιν φέρω προς τον Παν. Μαρίνη. Οι έρευνές του έπαι­ξαν ση­μαντικόν ρόλον στη συγ­γραφή αυτών των κει­μένων. Σε μερικά σημεία έχω χρη­σι­μοποιήσει μερικά από τα στοι­χεία που αυ­τός έχει ήδη δημοσιεύ­σει. Μερικά από τα παρόντα κείμενα έχουν επί­σης εκδοθεί, με περίπου την ίδια ύλη, στο πε­ρι­ο­δικό Ελληνι­κόν Πάνθεον της Ελ­ληνικής Εταιρείας Αρχαιοφίλων ή αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της Εταιρείας υπό την επιμέ­λεια του Άγι­δος Μα­ρίνη και του Παν. Μαρίνη.

            Ιδιαιτέραν υποχρέωσιν φέρω προς τον κ. Ευάγγελο Μπεξή, αρχαιολό­γο, ιδιοκτήτη των εκδόσεων Εύανδρος και του περιοδικού Ιχώρ, ο οποίος είχε την καλοσύνη και προθυμία να δη­μοσιεύσει πολλά αυτούσια ή κάπως τροπο­ποιημένα, κείμενα του παρόντος βιβλί­ου ως άρθρα στο περιοδικό Ιχώρ.

Επίσης υποχρέωσιν φέρω προς τους κ.κ. Ιάσωνα Σχίζα και Χαμπή Κιατί­πη διότι είχαν την καλοσύνη να φιλοξενήσουν μια προηγούμενη έκδο­ση του παρόντος  βιβλίου στις ιστοσελίδες τους.

Τέλος και περισσότερο οφείλω θερμάς ευχαριστίας στον κ. Ιωάννη Φραγκούλη ο οποίος ανεγνώρισε την αξία της παρούσας ύλης και εντε­λώς ανι­διοτελώς προθυμοποιήθηκε να φτιάξει την ειδική ελληνική ιστοσελίδα

 

http://www.roussos.hellasforever.gr/

 

στην οποία αναρτούσε ανελλιπώς και αγογγύστως τις επανεκδόσεις των άρθ­ρων και του βιβ­λί­ου με αποτέλεσμα όλη αυτή η ύλη να καταστεί προσιτή και γνωσ­τή στο ευρύ ελληνικό κοινό.


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

 

1: ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ                                                                                  1

 

2: ΑΦΙΕΡΩΣΗ                                                                                                            3

 

3: ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ                                                                                                       4

 

4: ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ                                                                                        5

           

5: ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ                                                                               12

 

6: ΠΡΟΛΟΓΟΣ                                                                                                          13

 

7: ΜΗΝΥΜΑ ΦΙΛΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΗ                                                                   18

            Σημείωση του Συγγραφέα   

                         ΣΥΝΤΟΜΗ ΣΚΙΑΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΣΜΟΥ                                19

 

8: ΔΙΑΤΙ ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ                                               24

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ                                                                                         24 Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ                                                                                         26

ΤΑ ΕΙΔΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ                                                   28

Α) Θεολογία                                                                                                                             28

Β) Γραμματεία                                                                                                                        30

Γ) Ιστορία                                                                                                        30

Δ) Κοινωνικότητα και Ψυχολογία                                                                 31

ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΩΣ                                                                                 33

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

      Εννέα εγκλήματα του Μεγάλου Αγίου Ισαποστόλου Κωνσταντίνου  43

                                                                                                                       

9: ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ                                                                                                   45

Κλασσικοί Τόμοι:                                                                                           45

Ξενόγλωσσα Βιβλία:                                                                                      46

Μεταφράσεις στα Ελληνικά:                                                                        59

Ελληνική Βιβλιογραφία:                                                                               62

Εκπαιδευτικές Βιντεοταινίες και DVDs:                                                    68

 

10: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ                                69

ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ

ΝΑ ΠΟΥΜΕ ΜΕΤΑ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΟΣ                                                                                 69

Παρεμβολή: Ολίγα απλά παραδείγματα τρομακτικών αντιφάσεων

        και λαθών μέσα στις δύο γενεαλογίες του Ιησού Χριστού

        στην Και­νή Δια­θήκη                                                                                71

Παρεμβολή: Ολίγα περί των Τεσσάρων Κανονικών Ευαγγελίων               83

Σχόλιον και Τό Testimonium Flavianum, υπό Παν. Μαρίνη                       96

Συμπλήρωμα με περισσότερα στοιχεία, υπό του συγγραφέως                  101

Παράρτημα: Υπό Hayyim ben Yehoshua (ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ)                         

                      ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΝΤΑΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ                                                      117

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ                                                                    117

ΜΕΡΟΣ 1Ο: Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΙΗΣΟΥ                                                        121

ΜΕΡΟΣ 2Ο : Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΕΝΔΕΙΞΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ                 145

Διά Περαιτέρω Μελέτη:                                                                               166

 

11: Debunking the Laws of Moses (ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ)                                             168

ΠΡΟ­ΕΙ­ΔΟ­ΠΟΙ­Η­ΣΗ ΚΑΙ ΕΙ­ΣΑ­ΓΩ­ΓΗ (του μεταφραστή)                                          169

Η ΑΠΟΓΥΜΝΩΣΗ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ                                    

        «ΟΙ ΝΟ­ΜΟΙ ΤΟΥ ΚΥ­ΡΙΟΥ ΔΙΑ ΤΗΣ ΧΕΙΡΟΣ ΤΟΥ ΜΩ­Υ­ΣΕ­ΩΣ»                    179 ΟΙ ΚΥ­ΡΩ­ΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ                                                       183

ΝΟ­ΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝΟ­ΧΗΣ ΤΟΥ ΑΘΩ­ΟΥ                                                                              186

ΝΟ­ΜΟΣ ΤΗΣ ΔΟΥ­ΛΕΙΑΣ                                                                                                     190

ΝΟ­ΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝ­ΘΡΩ­ΠΟ­ΘΥ­ΣΙΩΝ                                                                                   191

ΝΟ­ΜΟΣ ΠΕΡΙ ΘΥ­ΣΙΩΝ ΚΑΤΟΠΙΝ ΤΑ­ΜΑ­ΤΟΣ                                                             193 Ο ΝΟ­ΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝ­ΘΡΩ­ΠΟ­ΦΑΓΙΑΣ                                                                                           194

Ο ΝΟ­ΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟ­ΛΕ­ΜΟΥ                                                                                                195

ΝΟ­ΜΟΣ ΜΟΙ­ΧΕΙΑΣ                                                                                                               198

ΝΟ­ΜΟΣ ΔΙΑ­ΖΥ­ΓΙΟΥ                                                                                                             199

ΝΟ­ΜΟΣ ΤΗΣ ΖΗ­ΛΟ­ΤΥ­ΠΙΑΣ                                                                                              201 ΝΟ­ΜΟΣ διά ΕΞΕ­ΤΑ­ΣΗ ΠΑΡ­ΘΕ­ΝΙΑΣ                                                                                      202 ΝΟ­ΜΟΣ ΤΗΣ ΜΑ­ΓΙ­ΚΗΣ ΜΕ­ΤΑΒΙ­ΒΑ­ΣΕ­ΩΣ                                                                         202 Ο ΝΟ­ΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟ­ΛΑΤΡΕΙΑΣ                                                                                        203 Ο ΝΟ­ΜΟΣ ΤΩΝ ΜΑ­ΓΙΣ­ΣΩΝ                                                                                                         204

EX POST FACTO [κα­τό­πιν του πρα­χθέ­ντος, εκ των υστέ­ρων,

      αναδρομικής ισχύος] ΝΟ­ΜΟΙ ΘΑ­ΝΑ­ΤΟΥ                                                            205

IGNORANTIA JURIS NON EXCUSAT

       ΑΓΝΟΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΔΕΝ ΣΥΓΧΩΡΕΙΤΑΙ                                                           207

LEX TALIONIS

       ΝΟΜΟΣ ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΕΩΣ                                                                                          207

ΔΙΆΦΟΡΟΙ ΕΛΑΣΣΟΝΕΣ ΘΕ­ΙΟΙ ΝΟ­ΜΟΙ                                                                       207 LENVOI (ΤΟ ΡΕ­ΦΡΑΙΝ, εν κατακλείδι)                                                                          211

Ε­ΠΙ­ΛΟ­ΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕ­ΤΑ­ΦΡΑ­ΣΤΗ                                                                                      212

ΤΡΕΙΣ ΕΝΗ­ΜΕ­ΡΩ­ΤΙ­ΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩ­ΣΕΙΣ                                                                         218

 

12: ΓΙΑ­ΤΙ Ο ΘΕ­ΟΣ ΗΤΑΝ ΤΟ­ΣΟ ΣΚΛΗ­ΡΟΣ

ΣΤΙΣ ΓΥ­ΝΑΙ­ΚΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΦΙ­ΔΙΑ              

     Μετάφραση Άρ­θρου του Clarence Darrow, του έτους 1929                 220

 

13: ΑΓΑΠΑΤΕ ΑΛΛΗΛΟΥΣ                                                                                   224

1. Εισαγωγή                                                                                                   224

2. Αιρέσεις και έλλειψη «αγάπης»

       στις πρωτοχριστιανικές κοινότητες                                                      225

3. «Ιωάννειος» ιδέα η αγάπη                                                                        231

4. Ουδείς νεωτερισμός έναντι της Παλαιάς Διαθήκης στα λοιπά

 Ευαγγέλια                                                                                                235

5. Αντιφάσεις της Καινής Διαθήκης σχετικώς με την αγάπη                     238

6. Ο «Ύμνος της Αγάπης» και οι αντιφάσεις του Παύλου                         241

7. Κριτική του Sigmund Freud                                                                      244

8. Η συγχώρεση στον Χριστιανισμό                                                             245

9. Εξιλασμός στον Εβραϊσμό – Γιαχβισμό                                                   251

10. Η αγάπη και η συγχώρεση στη ιστορία του Χριστιανισμού                 255

11. Συμπέρασμα: το πραγματικό, ουσιαστικό και θεμελιώδες

            θεολογικό μήνυμα του Χριστιανισμού                                             260

 

14: «ΟΣΤΙΣ ΘΕΛΕΙ ΟΠΙΣΩ ΜΟΥ ΕΛΘΕΙΝ...»                                                   268

 

15: Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ

            (ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ)                                                                                           282

ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΣ                                                                                                         282

ΔΟΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ                                                                                                   283

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΑΥΤΩΝ                                                         287

ΔΟΓΜΑΤΑ ΙΕΡΑΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ.                                                                      288

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΘΕΜΕΛΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ.                           294 ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΚΑΙ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ                                                                  298

ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ                                                                                                          299

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ                                                                                               299

ΙΗΣΟΥΣ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΣ                                                                                    301

ΥΠΟ ΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΝ                                                                            304

ΠΕΜΠΤΟΣ ΑΙΩΝ                                                                                             304

ΕΚΤΟΣ ΑΙΩΝ                                                                                                  305

ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΚΤΟΝ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΑΙΩΝΑ                                       305

ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ ΑΙΩΝΑ                        306

ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΙΕΡΑ ΕΞΕΤΑΣΙΣ                                                                            307

[ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ]                                                              308

[―ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ                                            309

 

16: ΠΕΡΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ KAI ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΙΕΡΑΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ

                ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΩΣ                                                                         311

Εισαγωγή                                                                                                       311

Σύντομο Ιστορικό Περίγραμμα                                                                    311

Κωνσταντίνος – Θεοδόσιος                                                                          312

Ο Αιών του Ιερωνύμου και Αυγουστί­νου                                                    313

Ο Αιών του Ιουστινιανού και Εντεύθεν                                                       317 Το Αξίωμα του Quaesitor = Ανακριτή, Βυζαντινού Ιεροεξεταστή     322

Βασανιστήρια διά Μεταλλικών Οργάνων                                                   322

Άλλα Βασανιστήρια και η Σιδηρά Προσωπίς                                             323

Σύγκριση με την Δύση                                                                                  324

Περί Αγίου Όρους, Σαμοθράκης και Καταστροφών                                  324

Περί Σκυθοπόλεως                                                                                        325

Παντός Είδους Καύσεις, Διωγμοί και Καταστροφές                                  326

Ιεροί Πόλεμοι, Μοναχοί, Εικονομαχία, Αιρετικοί, Απώλεια Περιοχών  327

Τουρκοκρατία και Εκκλησία                                                                       329

Επίλογος                                                                                                         331

Δια περαιτέρω μελέτη                                                                                  331

 

17: ΔΥΟ ΕΠΩΝΥΜΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ

1Ο Pascal – 2O Chesterton                                                                            335

Επιχείρημα πρώτο                                                                                         335

Επιχείρημα δεύτερο                                                                                      342

Σημείωση                                                                                                       365

 

18: ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΖΗΤΑΜΕ ΣΑΦΕΙΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ         366

 

19: Ο ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ   

                  (και όχι μόνoν)                                                                                         372

Σύντομη Εισαγωγή                                                                                        372

Περί Θεωριών                                                                                               372

Περί Περιοδειών του Παύλου                                                                      374

Ερώτημα: Είναι ο Παύλος Ιστορικό Πρόσωπο;                                          376

Κύριοι Σκοποί αυτής της Εργασίας                                                 378

Ποιος ήταν Παύλος Σύμφωνα με τις Ελάχιστες Εσωτερικές Πηγές

      που τον Αναφέρουν                                                                                 380

Περί Επιστολών του Παύλου                                                                      384

Προκαταρκτική Γνωριμία με την Θεολογία του Παύλου και

      οι Αντιφάσεις του με τον Εαυτόν του και όλη την Βίβλο                     386

Νεοπλατωνικά και Γνωστικιστικά Στοιχεία στον Παύλο             392

Αιρέσεις ως Συνέπειες της Διδασκαλίας του Παύλου                                393

Ερώτημα: Οφείλεται στον Παύλο η Επιβίωση του Χριστιανισμού;         395

Παύλος, Καθεστηκυία Τάξη και Νέρων                                                      398

Προκαταρκτική Γνωριμία με την Ισότητα που Διακηρύττει ο Παύλος 403

Η Έννοια της Πίστεως στον Παύλο και Μερικά Δόγματά του                 403

Ο Χριστός του Παύλου                                                                                406

Περιτομή και Ακροβυστία                                                                            427

Αποκαλύψεις και Εσχατολογία στην Θεολογία του Παύλου                     428

Παρέκβαση:                                                                                                  

       Μικρή Ιστορική Αναδρομή περί Ιουδαϊκών Εσχατολογιών                431

Η Πλήρης Απαξία του Φυσικού Κόσμου στην Θεολογία του Παύλου     434

Η Ασθένεια του Παύλου                                                                               435

Η Αγάπη προς τον Θάνατον                                                             436

Οι Μόνοι Απόλυτοι Εθνισμοί στον Παύλο: Πιστός – Άπιστος                  437

Παύλος και Σοφία, Φιλοσοφία, Μισαλλοδοξία, Βία                                  439

Οι Απανταχού Συνδρομές που Ζητούσε ο Παύλος                         440

Παύλος και Γυναίκες                                                                                   442

Παύλος, Γυναίκες και Μωσαϊκός Νόμος                                                     445

Δουλεία και Παύλος                                                                                      450

Ψεύδη, Δολιότητες και Αοριστολογίες του Παύλου                                   453

Η Φοβέρα ως Μέσο του Παύλο                                                                    454 Δαιμονολογία – Διαβολολογία  στον Παύλο                                                455

Παύλος, Ομοφυλοφιλία και Ευνουχισμός                                       455

Η Ουσία της Ισότητας του Παύλου                                                 456

Η Θεοπνευστία και τα Παράλογα του Παύλου                                           459

Ερώτημα: Πώς ο Παύλος Υπερσκέλισε τον Πέτρο;                                   462

            Η Εκτός Πράξεων και Επιστολών Σιγή Περί Παύλου

                  και η Σημασία της                                                                                   464

Περί «Ύμνου της Αγάπης»                                                                           468

Επίλογος                                                                                                         470

ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ                                                                                               471

ΔΟΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ                                                                                                   471

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΑΥΤΩΝ                                                         475

ΔΟΓΜΑΤΑ ΙΕΡΑΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ.                                                                      477

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΘΕΜΕΛΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ.                           483

 

20: ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΗΣ                                          488

1. Εισαγωγή                                                                                                   488

2. Μέθοδοι και Τακτικές                                                                              488

3. Η Επιλεκτική χρήση των γραφών, με παράδειγμα:

          Ο χρόνος ελεύσεως της «βασιλείας των ουρανών»                           498

4. Ανεξέταστη πίστη αντί λογικής συζητήσεως                                          502

5. Επίκληση μαρτυρίων και ασκητισμού                                                    506

6. Θαύματα                                                                                                    508

7. Ιδιορρυθμίες πρωτοχριστιανών                                                                509

8. Αρχαίοι μύθοι και Χριστιανικά μυθολογήματα                           511

9. Εξαφάνιση τεκμηρίων                                                                              515

10. Θρύμματα παπύρων και Ευαγγέλια                                                        516

11. Ψευδεπίγραφα                                                                                         523

12. Οι απολογητές και η χρήση του Ευσεβίου, με παράδειγμα:

    Η υποτιθεμένη Έκλειψη Ηλίου κατά την Σταύρωση του Ιησού     524

13. Καταγωγή του Χριστιανισμού

           και παραχάραξη της Ιουδαϊκής παραδόσεως                                   531

      14. Ερμηνείες, Παρερμηνείες, Ψευτοδικαιολογίες...                                  557

15. Υποτιθέμενα κοινωνικά επιτεύγματα και ηθική διδασκαλία 565

16. Μερικά συμπεράσματα                                                                           570 17. Παραινέσεις                                                                                       572

18. Βιβλιογραφία                                                                                           572 19. Μερική ξενόγλωσση βιβλιογραφία                                                  573 20. Μερική Ελληνική βιβλιογραφία                                                         575

 

21: ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΟΛΥΣΥΖΗΤΗΜΕΝΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΑΤΙΑΝΟΥ

       ΕΠΙ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΚΑΝΟΝΙΚΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΩΝ                      576

Πρόλογος                                                                                                        576 ΤΑΤΙΑΝΟΣ (π. 120 – π. 175 Κ. Ε.)                                                  579

Το Ευαγγέλιον ή η Αρμονία του Τατιανού                                                   579

Δύο από τα Αιρετικά Στοιχεία του Τατιανού                                              582

1. Περί Αθανασίας της Ψυχής                                                                       582

2. Γνωστικιστικές Απόψεις περί Χριστιανικού Θεού

και το Ευαγγέλιο των Εβραίων                                                         582

Επίλογος                                                                                                         584

 

22: ΙΑΤΡΙ­ΚΗ ΚΑΙ ΧΡΙ­ΣΤΙΑ­ΝΙΣΜΟΣ                                                                    585

Επισκόπηση του θέματος                                                                             585

εν­δια­φέ­ρο­ντα ιστο­ρι­κά ση­μεία για με­λέ­τη και έρευ­να:                             588

Δείγ­μα­τα ια­τρι­κής και ια­τρο­δι­κα­στι­κής της Βί­βλου                                 590

Θε­ο­λο­γι­κές θέ­σεις για γυ­ναί­κα και έρω­τα:                                                 595

Άλλα θέματα                                                                                                  597

 

 

23: ΕΡΩΤΙΣΜΟΣ – ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ – ΓΥΝΑΙΚΕΣ – ΓΑΜΟΣ – ΔΙΑΖΥΓΙΟ

            ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ                                                                              603

            ΕΙΣΑΓΩΓΗ                                                                                     603

ΜΩΣΑΪΚΟΣ ΘΕΪΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΠΕΡΙ ΜΟΙ­ΧΕΙΑΣ                                             603

ΜΩΣΑΪΚΟΣ ΘΕΪΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΠΕΡΙ ΠΑΡΘΕΝΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΟΣ                             607

ΠΕΡΙ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑΣ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΚΑΙ ΣΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ

        ΕΒΡΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΘΕΟΥ ΠΑΤΡΟΣ                                                               607

(Α) ΝΟΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑΣ                                                  607

(Β) ΝΟΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΤΕΡΟΦΥΛΕΝΔΕΣΙΑΣ Η΄ ΠΑΡΕΝΔΕΣΙΑΣ                     608

(Γ) ΑΛΛΕΣ ΑΠΑΓΟΡΥΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ                                                                     608

(Δ) Η ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ                                                       608

ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΖΥΓΙΟΝ                                                                                                    610

ΜΩΣΑΪΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΠΕΡΙ ΔΙΑΖΥΓΙΟΥ                                                                        611

ΔΙΑΖΥΓΙΟ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ                                                                                611

ΜΕΡΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ                                                                                               615

ΑΔΕΛΦΟΠΟΙΗΣΗ ΚΛΗΡΙΚΩΝ                                                                                          617

ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΙΑ                                                                                 619

ΟΙ ΚΑΡΠΟΚΡΑΤΙΚΟΙ                                                                                                           621

ΒΙΑ ΚΑΙ ΣΕΞ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ                                                                            624 Δ) Η Αίρεση των Νικολαϊτών                                                                   636

ΜΕΡΙΚΕΣ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ

       ΓΥΝΑΙΚΑ, ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ                                                             638

ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ                                                                                                                    648

Μερική Βιβλιογραφία διά Περαιτέρω Μελέτη                                           649

                                                                       

24: ΠΑΛΛΑΔΑΣ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΑ ΑΠΟ

      ΤΑ ΨΕΥΔΗ ΤΩΝ ΝΕΟΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΑΠΟΛΟΓΗΤΩΝ...                 650

«ΠΑΛΛΑΔΑΣ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ                                                                                       654

Ολίγα ακόμα ψεύδη των νεοελλήνων νεοχριστιανών απολογητών          658

 

25: ΕΝΑ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΒΙΒΛΙΚΟ ΔΕΙΓΜΑ                                                 666

Ποιους να σκοτώνεις                                                                                     666

Ποιους να μισείς                                                                                            666

Οφείλομε να πράττομε αυτά;                                                                       667

Εσχατολογική λατρεία και εμμονή                                                              667

Οικογενειακές και πολιτικές αξίες                                                              667

Μυθικά Τέρατα                                                                                             667

Υπερφυσικές Δυνάμεις και Μαγεία                                                             668

Επιστήμες                                                                                                      668

Η Γέννηση του Ιησού                                                                                    668

Ο Ιησούς όταν είχε καλή μέρα                                                                     669

Ο Ιησούς όταν είχε κακή μέρα                                                                     669

Ποιος είδε τον Θεό (και τον Ιησού)                                                             669

Πιθανές υποκλοπές                                                                                       669

Διάφορες αντιφάσεις                                                                                     669

Ο Θεός και το Κακό                                                                                      670

Μερικές εκ του προχείρου Ερωτήσεις                                                         671

 

26: Απλά παραδείγματα τρομακτικών αντιφάσεων και λαθών μέσα στις δύο γενεαλογίες του Ιησού Χριστού στην Και­νή Δια­θήκη  672

Επεισόδιο                                                                                                       674

ΕΠΙΛΟΓΟΣ Διδακτική Βιβλική Παροιμία:                                               680

 

27: ΜΕΡΙΚΑ ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΣΗΜΕΙΑ που αποδεικνύουν ότι είσαι:

            «Τυφλά Φανατικός Χριστιανός.»                                                                 681

 

28: ΠΕΡΙ ΝΟΜΩΝ «ΕΛΛΗΝΟ-ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ»

ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΚΑΘΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟ        684

 

29: ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΔΕΙΓΜΑ ΜΙΣΑΛΛΟΔΟΞΙΑς, ΑΝΘΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ καΙ          βλακειΑΣ ΜΕΡΙΚΩΝ ΕΚ ΤΩΝ πατερΩν ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ     687

 

30: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ                   692

 

31: ΤΟ «ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ» ΔΥΣΚΟΛΕΥΕΤΑΙ ΝΑ ΕΚΛΕΞΕΙ

               ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ!                                                                                     698

 

32: ΠΕΡΙ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ                                                                                    700

 

33: ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΤΕΛΙΚΟΝ                                                                              710

 

34: ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

            ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΠΙΣΤΗ (ποίημα)                                                  711

 

 

35: ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1Ο                                                                                                                       712

  ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΚΑΘΗΓΗΤΗ,

  ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΠΙΚΟΥΡΙΔΗ                               

  ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΦΘΕΙ Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ

  ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΤΟ

  ΔΙΑΒΑΣΜΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ                                                                                                 712

Όμως τι λένε οι Θεολόγοι για τα ίδια ζητήματα;                                       735

«14. Ο Ιησούς Χριστός ως διδάσκαλος.                                                       736

Οι παραβολές στη διδασκαλία του Ιησού.                                                 736

Λίγα λόγια για την ιστορία των μεταφράσεων από το βιβλίο:

«ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ» του Ιωάννου Καραβιδοπούλου       

καθη­γη­τή στην Θεολογική σχολή του Α.Π.Θ., σελ 44. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ:        761

ΣΗΜΕΙΩΣΗ Δρος Ιωάννου, Νεοκλέους Φιλαδέλφου, Μάρκου Ρούσσου      763

 

 

36: ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2Ο                                                                                               765

  ΔΡΟΣ ΝΙΚΙΑ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΚΗ &

  ΔΡΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ ΦΙΛΑΔΕΛΦΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΡΟΥΣΣΟΥ

  ΕΡΕΥΝΕΣ ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΝΙΚΙΑ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΚΗ ΣΤΗΝ

  ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΥΤΩΝ

 Βασική Βιβλιογραφία επί του Πεδίου του Κενού

 και των δυνάμεων Casimir                                                                          775

 


 

ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ

 

         Διά την αλήθεια της πίστεως και των συλλογισμών των χριστιανών ανα­φέ­ρω ότι το ανά χείρας βιβ­λί­ον χωρίς τα εξώφυλλά του ετυπώθη σε

 

774 = 666+(6×6)+(6×6)+ (6×6)

 

σε­λί­δες επί του υπο­λο­γιστού μου διότι: 666 = ο αρι­θ­μός του θηρί­ου της Αποκα­λύ­ψε­ως. Έτσι, λίγο κόψε λίγο ράψε, πραγμα­το­ποι­ήσαμε για άλλη μια φορά και θεο­πνεύστως αυτόν τον κα­τα­ραμένο πατ­ροπαρά­δοτο αριθμό και μπόλικα εξάρια!

         Τί σου είναι, τί σου φτιάχνουν αυ­τά τα εξά­ρια…;

         Αυτό αποτελεί κα­ταπ­λη­κ­τική απόδειξη του ότι o Γιαχβέχ, ο Γιεσούα και το Άγιο Ρουάχ εί­ναι ο αληθινός τριαδικός Θεός και ότι ο αντίχρι­στος με τον ψευδο­προφήτη έρ­χον­ται ... Ευρίσκονται προ των θυρών! «Αμήν λέγω υμίν, ου μη παρ­έλθη η γενεά αύτη έως αν πάντα ταύτα γένηται».

         Μέχρι το 2013 και μας τσά­κω­σε στη φάκα, φωνάζει και δημοσιεύει σήμερα ο μοναχός καθηγούμενος Μάξιμος! (Μήπως προσέξατε ότι 2+0+1+3 = 6, άλλο ένα εξαράκι? Ρε τί σου φτιάχνει το Άγιο Πνεύ­μα με τα εξάρια του? Όπως και στην ξερή. Περνάνε τα τρία εξάρια και την πατάς στο τέταρτο!).

 

«Ετοιμασθείτε· ήγγικε γαρ η βασιλεία του Αντιχρίστου»!

 

Εεε ρε ... που καταντήσαμε!
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

            Ο άνθρωπος από τότε που απέκτησε την δύναμη τής συνειδήσεως και ακόμα περισσότερο την συ­νείδηση τού ότι έχει συνείδηση και ικανότητα δημιουργίας και αναπτύξεως πολιτισμού, απέκτησε ορισμένες «ατελεύ­τη­τες;» εμμονές και συνειδητο­ποίησε την φθαρτότητα και θνησιμότητά του. Δεν εί­ναι μόνο η εξ­α­σ­φάλιση των πρώ­των αναγκών τροφής, στέγης, ρου­χι­σμού, διατηρή­σε­ως της υγείας και της διαιωνίσε­ως του είδους, αλλά και:

 

(1)   Η αγωνία, η εξιχνίαση και η γνώση του αγ­νώ­σ­του και ειδικά του μέλλοντος· τί κρύβει το άγνωστο και τί του επιφυλάσσει το μέλ­λον μαζί με την ανικανό­τητά του να γνωρίσει και να καταλάβει, εντός του συντόμου χρονικού διαστή­ματος της ενεργής ζωής του, τι ακριβώς συμβαίνει με όσα πράγ­μα­τα από τον περίγυρό του τού κινούν το ενδιαφέρον, προτού απέλθει ανικανοποίητος από την σύντομη ζωή του.

(2)   Τί είναι ο θά­να­τος· είναι άραγε το τέρμα της υπάρξεώς του ή υπάρχει κά­ποια συ­νέχεια· αφού δεν μπορεί να έχει αθάνατη ζωή εδώ στη γη τότε μήπως μπο­ρεί να απο­κτήσει την πολυπόθητη αθανασία μετά τον θάνατο.

(3)   Η αναζήτηση των απαντήσεων στις μετα­φυσικές ερωτήσεις τύπου: ποιός εί­ναι, τί σκοπό έχει, από πού ήλθε και πού πά­ει, κλπ.

 

Όλα αυτά τα ερωτήματα και στοιχεία μαζί με τις διάφορες απαντήσεις που τους εδό­θησαν κατά τόπους και εποχές έπαιξαν και παίζουν έναν τεράστιο ρόλο στην ψυ­χο­λο­γία και στην κουλτούρα όλων των ανθ­ρώπων. Π. χ., ένας σκεπτικιστής στο ερώτημα τί σκοπό έχει η ζωή του ανθρώπου απάντησε ως εξής: Δεν ξέρω αν και τι σκοπό έχει η ζωή του ανθρώπου, αλλά αφού υπάρχομε καλό είναι να ζήσομε αυτή την ζωή κατά τον καλλίτερο δυνατό τρόπο!

 

Οι θρησκείες λοιπόν έρχονται να μας πούνε ότι έχουν απαντήσεις σε όλα αυτά τα μεταφυσικά ερωτήματα. Πολλές ακόμα λένε ότι έχουν απαντήσεις όχι μόνο στα με­ταφυσικά, αλλά και στα φυσικά ερωτήματα και στο πως μπορούμε να καλύψομε τις φυ­σικές ανάγκες μας. Ακόμα ισχυρίζονται ότι «δίνουν» πλήρεις λύσεις όχι μόνο σε όλα τα προβλήματα υγείας της φυσικής ζωής του ανθρώπου αλλά και στην εμμονή του για να αποκτήσει την αθανασία. Η κάθε θρησκεία δίνει τις απαντήσεις της και τις επι­βάλλει με τον δικό της τρό­πο. Εκτός από τις απαντήσεις, αυτός ο τρόπος, στις πιο πολλές περιπτώσεις, είναι τόσο καθοριστικός για την εξέλιξη και τον τρόπο ζωής της κοινωνίας στην οποία απευθύνεται, ώστε να μην ημ­πορεί να αγνοηθεί.

Έτσι μεταξύ των θρησκειών εμφανίστηκαν και οι καταστροφικές θρη­­σκείες. Αυ­τές είναι οι θρησκείες εκείνες οι οποίες εκμεταλλευόμενες την επιθυμία και την αναζήτηση του ανθρώ­που για απαντή­σεις προς τα ανωτέρω ερω­τή­ματα και την τε­ρά­στια προσπάθειά του προς επίλυση των αναγκών του μαζί με την πα­ρεπό­μενη ψυχο­λογία που όλα αυτά δημιουργούν, επι­βάλλουν με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο τις δογματικές απαντή­σεις τους, καπε­λώ­νουν τον άνθρωπο και τον εξα­θλι­ώ­νουν παντοιο­τρό­πως. Το μόνο που τις ενδιαφέ­ρει είναι το ίδιον συμφέρον, ό,τι κι’ αν είναι αυτό όσο διεστραμ­μένο και παράλογο. Διά τούτο θέτουν ως δόγμα τους ότι: «όποιος δεν εί­ναι μαζί τους τότε αυτομάτως είναι εναντίον τους». Αυτές οι θρησκείες είναι κυρίως οι κοσμοπολι­τι­κές θρησ­κεί­ες, εν αν­τι­θέσει προς τις παραδοσι­ακές, με κύρια παρα­δείγ­ματα τον Χρι­σ­τιανισμό και τον Μου­σουλ­μα­νισ­μό, χωρίς βε­βαίως να λησμονούμε τα Γιαχβιστικά μορφώματα του Εβραιο-Ιουδαϊσμού από: τους Ησαΐ­ες (τέσσερις), τον Ιε­ρεμία, τον νεαρό βασιλέα Ιωσία με το λευιτογιαχβικό ιερα­τείο του, τον Ωσηέ, τον ιε­ρέα Έσ­δρα με τον γραμματέα Νεεμία, εν τινι μέτρω τον Ζωροα­σ­τρι­κό δυϊσμό, κ. ά.

Δεν θα καταπιαστούμε εδώ με το να παρουσιάσομε μια πλήρη σύγκριση μετα­ξύ κοσ­μοπολιτικών και παραδοσιακών θρησκειών. Αυτό αποτελεί ένα πολύ μεγάλο και επί­πονο έργο. Θα αρκεστούμε μόνο στο να πούμε τα εξής: Κοσμοπολιτική είναι η θρη­σκεία η οποία συνελήφθη και φτιάχτηκε ως νέα ιδέα ή αίρεση άλλης θρησκείας από ολίγα άτομα τα οποία έπαιξαν συγκεκριμένο ρόλο στην τεχνητή δημιουργία της και η οποία ξε­κι­νώντας από ολίγα καθορισμένα γεωγραφικά σημεία τε­λικά επαν­δ­ρώ­θηκε, ανα­πτύχθηκε και ουσιαστικά έλαβε την τελική μορφή της σε γκέτος μεγαλου­πόλεων, εν μέσω αντι­φατικών και νοσηρών κατασ­τάσεων. Μια τέτοια θρησκεία θέτει ως σκο­πό της την απανταχού εξάπλωσή της, την υποδούλωση ολο­κ­λήρου τους κρά­τους εν­τός του οποίου ευρίσκεται υπό την κυ­ριαρχία της και την διά παντός μέσου επιβολή της δικής της άκαμπτης, ανεξέλικτης και καταστροφικής κουλτούρας. Διά τούτο δεν διστάζει να καταστρέψει τον ήδη υπάρχοντα πολιτισμό μαζί με όλα τα κα­λά και χρήσιμα επιτεύγματά του. Αλλιώς, ως στατική και από­λυ­τα δογματική θρησ­κεία δεν έχει κα­μιά προοπτική για αναδη­μι­ουργία και δι­αι­ώνιση. Την ενδιαφέρει το ανεπι­βε­βαίωτο μέλλον αναλώνεται με αυτό και διά τούτο συνε­χώς προφη­τεύ­ει. Με­ταξύ των μέσων που χρησι­μοποιεί προς επίτευξη των σκοπών της είναι ο φόβος, το ψεύδος, ο παραλογισμός και η βία.

Εν αντιθέ­σει, η παραδοσιακή θρη­σκεία δημιουργήθηκε και αναπ­τύχ­θηκε στην ελεύθερη ύπαι­θ­ρο κατ’ ευ­θείαν και αυθόρμητα από τον ψυχισμό, την αντίληψη ηθι­κής και αισθητικής των ατό­μων μιας ομάδας υπό την επίδραση της γενικής φυσικής νομοτέλειας, του εκεί περιβάλλον­τος, της εκεί υπάρ­χου­σας ιδιαίτερης φυ­σι­κής κατα­στάσεως, των εκεί αναγκών και των συνθηκών εργασίας. Αυτή πέραν του ορατού  και του απωτέρου μέλλοντος αντιμετω­πί­ζει άμεσα το πα­ρόν, όπισ­θεν του οποίου υπάρ­χει ο άχρονος μύ­θος ο οποίος στα αρχικά στάδια με­ταφέρει την συσσωρευόμενη γνώ­ση και αντίληψη με διάφορες ει­κόνες, παρομοιώ­σεις, μεταφορές, και διδακτικές αφηγή­σεις, χωρίς να αποκλείει τις συν τω χρόνω επι­στημονικές ανακαλύψεις και δια­τυπώ­σεις τις οποίες μάλιστα και καλωσορίζει. Πρό­κειται για φυσική θρησκεία ή καλλίτερα κοσμο­θέαση και όχι για ξαφνική δημιουργία επειδή έτ­σι το θέλησε ξαφνικά κάποιος εξω­συμ­παντικός και αποκαλυπτικός θεός. Οι θεοί της είναι ενδοσυμπαντικοί, δημι­ουργήματα του σύμπαντος, και εκπρο­σωπούν ή προσωπο­ποι­ούν τις φυσικές οντότη­τες, ιδιότητες και δυ­νά­μεις οι οποίες τε­λούν κάτω από τον φυσικό νόμο της συνεχούς εξελικτικής βελτιώσεως. Ως δυ­να­μική θρησκεία εκτός του ότι δημι­ουρ­γεί πολυποί­κι­λες μορφές και προωθεί την ανά­π­τυξη πο­λι­τισμού, έχει την ιδιό­τη­τα να ανα­πλά­σε­ται και να εξε­λίσσεται κάτω από τις συνε­χείς προόδους της συ­νει­δήσεως, της γνώσεως και του πολιτισμού. Δεν θέτει ως σκοπό της την μονα­δική επι­κρά­τη­σή της και την απόλυτη δογματι­κό­τη­τά της, πράγματα που ου­δέπο­τε την απασ­χολούν.

Μετά ταύτα, τα φαινόμενα δεικνύουν ότι, από τότε που ο άνθρωπος απέκτησε συν­είδηση η Ιστορία κινείται όπως ένα φύλλο χαρτιού που πέφτει εντός του αέρος υπό την επί­δρα­ση της βαρύτητας. Πάει δεξιά, αριστερά, πάνω, κάτω, κάνει κύκλους, ανα­κυκλώσεις, ευθείες πτώσεις, κ. ο. κ. Έτσι λοιπόν η ιστορία του ανθρώπου είναι γεμάτη με διάφορα διαδοχικά διαστήματα, ακμής και προόδου, παρακμής και δυ­στυ­χημάτων, κλπ.

 

Κατά την εκτίμηση πολλών μεγά­λων ερευνητών όπως και τη δική μας, το με­­γαλύτερο δυστύχημα που έγινε ποτέ στην ιστορία ήταν η επι­κρά­τηση του Χριστιανι­σ­μού, επειδή έτσι το θέλησε ο διεφθαρ­μέ­νος και εγκληματικός Ρωμαίος αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος στις αρχές του τετάρτου αιώνα Κοινής Επο­χής (Κ. Ε.). Οι συνέπειες αυτού του δυσ­τυχή­ματος ήταν τρομακτικά καταστροφικές για κά­θε έκφανση και δρα­στηριότητα βί­ου και πολιτισμού από τότε μέχρι σήμερα και όπως φαίνεται θα συν­εχί­σουν ούτως ακόμη επί μα­κ­ρόν. Η οπι­σθοδρόμηση που επήλθε σε κάθε εκδήλωση ζω­ής και τομέα πολιτισμού ήταν πέ­ραν πάσης προβλέψεως. Η δυστυχία που προέκυψε ήταν τρομακ­τική. Η λέξη «με­σαίων», «μεσαίωνας» για την επακολουθήσασα υπερχι­λιετή εποχή παρακμής και σκοταδισμού έχει μείνει ήδη από πολύ καιρό παροιμιώδης. Δεύτερο μεγάλο δυστύ­χη­μα ήταν η δη­μιουργία και εξάπλωση του Μουσουλμανισ­μού, ο οποί­ος και πάλι παρή­χθη ως νέα Εβραιοχριστιανική αίρεση με νέο πρόγραμμα. Η ανθρω­πότητα ύστε­ρα από πολλούς αι­ώνες αγώνων και αί­ματος φαίνεται να προσ­παθεί να εξέλθει απ’ αυτή την κατά­σταση. Αλλά ακόμα φαίνεται να προσπαθεί, όχι όμως και ότι εξήλ­θε!

Η αναπηρία της ανθρωπότητος ήταν τόσο παραλυτική ώστε ακόμα και σήμε­ρα παρά τις προ­ό­δους της φιλοσοφίας, της επιστήμης και της τεχνο­λογίας, και παρά τις τόσες διδαχές του παρελθόντος και της ιστορίας, και παρά τις τόσες μεγάλες προ­σπά­θειες μεγάλων διαφωτιστών, ανθρωπιστών και ευεργετών, ακό­μα δεν είναι σε θέ­ση να θέσει ένα θετικό τέρμα σ’ αυτή την ιστορική ατυχία. Σ’ αυτό το πρό­β­λημα κα­θοριστικό ρόλο παίζουν και τα υπάρχοντα κοινωνικά, πολιτικά και οικο­νο­μικά συσ­τή­ματα τα οποία δεν επιθυμούν ανθρώπους μορφωμένους με γνώση, σκέψη, κρί­ση, κλπ, αλλά υποτελείς υπηκόους ή καλλίτερα εν τοις πράγμασι δούλους και ρομπότς. Στα υπάρχον­τα συστήματα συμ­φέ­ρει να έχουν και να διατηρούν άτομα τα οποία κατά συντριπτική πλειοψηφία είναι αφιλοσόφητα και προβατο­ποι­ημένα και τα οποία αιω­ρούνται μέσα σε μια συνεχή ανασφάλεια μεταξύ πάτου και κορυφής, αναλώνονται σε ένα συνε­χές κυ­νήγι των προς το ζην, έχουν στόχους διάφορες απα­τη­λές, ή ανόητες ή καταστρο­φι­κές επιδιώξεις και οι ελ­πί­δες των παραμένουν συνεχώς φρούδες.

 

***

 

            Στα κείμενα που έπονται ο συγγραφέας ερευνητής, Δωρ Ιωάννης, Νεοκλής Φι­λάδελφος, Μάρκου Ρούσσος, αναπτύσσει πολλά απ’ αυτά τα θέματα θέλοντας να κα­ταδείξει αυτές ακριβώς τις θέ­σεις με όσο πιο πολλά θεολογικά, ιστορικά, βιβλικά, επιστημονικά, κλπ, στοιχεία που μπορεί να συλλέξει και να παρουσιάσει. Όλα τα στοιχεία που παρουσιάζει εδώ πόρρω απέχουν από όλα όσα υπάρχουν στην παγκόσ­μια βι­βλιογραφία. Επίσης προ­βάλλει όσο πιο πολλά λογικά και φιλοσοφικά επιχειρή­ματα μπορεί. Πα­ρα­καλεί τους αναγνώ­στες όχι μόνο να μελετήσουν με ελεύθερη σκέ­ψη και κρίση αλλά και να ελέγ­ξουν μόνοι τους την αλήθεια όλων όσων γράφει, αν τους ενδιαφέρουν αυτά τα ζητήματα. Καλόν είναι τα κείμενα να διαβαστούν με την σειρά που παρατίθενται. Επειδή όμως είναι αυτοτε­λή μπορούν να διαβαστούν με όποια σειρά επιθυμεί ο αναγνώστης και ανεξαρτήτως του ενός από το άλλο. Αν απ’ αυτά μάθουν κάτι που δεν το ήξεραν ή δεν το είχαν υποψιαστεί, τότε ως υπεύθυνα άτομα που έχουν σεβασμό προς την αλήθεια και την αξιοπρέπεια ας λάβουν και την αρμόζουσα στάση.

            Ένα πλήρες έργο το οποίο απογυμνώνει τον Χριστιανισμό σε κάθε σημαντική λε­πτομέρεια απαιτεί χωρίς υπερβολή πολλές δεκάδες ή και εκατοντάδες μεγάλων τό­μων. Εξαρτάται από το πόσο θέλει να επεκταθεί κανείς. Πλην όμως για μια καλή απομυθοποίηση και απόρριψη αυτής της λαίλαπας αρκεί η μελέτη της Βίβλου, μερι­κών Πατέρων, της αμερόληπτης Ιστο­ρίας και μερικών καλών συγγραμμάτων από την βιβλιογραφία που παραθέτομε.

            Δυστυχώς, ακόμα και σήμερα, η παιδεία που παρέχεται στο δημοτικό, γυμνά­σιο, λύκειο, σε πολλές περιπτώσεις και στο πανεπιστήμιο είναι κατάλληλα μεθο­δευ­μένη, μεροληπτική, διαστρεβλωμένη, ειδικά επιλεγμένη και πολλά­κις ψευ­δής που τε­λικό στόχο έχει να καταντά τα νέα παιδιά θρη­σ­κό­λη­πτους Χριστιανούς με ελλιπέ­σ­τα­τη γνώση γι’ αυτή τη θρησκεία και την ιστορίας της και μέσα σε μια πλήρως αντιφα­τική ζωή. Η εγκε­φα­λι­κή αγ­κύ­λω­ση που προκα­λεί στα νέα, ανώρι­μα και αμαθή παι­διά εί­ναι τόσο ισχυρή ώστε, τις πιο πολλές φορές, δεν εί­ναι πλέον σε θέση να δεχτούν ή να κα­ταλάβουν τί­ποτα πέραν της χριστιανικής μυ­θο­λογίας και προπαγάνδας. Ακό­μα και τις πιο εμφα­νείς παρα­βιά­σεις της απλής λογικής και του κοινού νου ή τις πιο κα­τα­σ­τροφικές για τη ζωή επιταγές δεν είναι σε θέση ούτε να ιδούν ούτε να δι­ορ­θώ­­σουν! Ακόμα και αν ποτέ ιδούν κάτι δεν θέλουν να το παρα­δεχθούν και αλλάζουν την κου­βέν­τα! Στο τέλος-τέλος λένε: εμείς τα πιστεύομε αυτά επει­δή έτσι μας αρέσει. Μα τους λες: καταργείτε την λογική, την επιστήμη, τα γεγονότα; Και σου απαντούν: δεν θέλομε να συζητάμε μαζί σου! Κύριε τάδε: αφού φωνασκείς ότι αυτά σου αρέσουν και τα πιστεύεις, τότε γιατί δεν κάνεις και την ζωή σου σύμφωνη με αυ­τά; Γιατί άλλα λες και άλλα πράττεις και δεν θέλεις να ‘δείς αυτή την ηχηρή αντίφαση; Γιατί δεν εξετάζεις τί τρέχει;

Η χριστιανική εκκλησία ήταν πάντοτε παρασιτική, παράλογη, υπερβολική και αντιδραστική. Μυθώδη πλούτη στα χέρια της, αρχής γενομένης από τον ίδιο τον φαύ­λο Κωνσταντίνο που της έδωσε τα πάντα, ήταν αδρανή ή εχρησιμοποιούντο αν­τι­πα­ραγωγικά, εκτός πολύ ολίγων εξαιρέσεων. Η θρησκεία που διεκήρυττε, αν την δούμε ολικά απ’ όλες τις πλευρές της, ήταν καταστροφική. Πολλές επιταγές και εν­το­λές που έδινε και επέβαλε ήταν καταστροφικές τόσο για το άτομο ως μονάδα όσο και για την κοινωνία ως σύνολο. Η παιδεία και η μόρφωση που προέκυψαν από τότε μέχ­ρι σήμε­ρα είναι τόσο αντιφατικές που καταντούν πρόξενοι σχιζοφρενείας και πολλών νευ­ρωσιακών και άλλων παθήσεων σε πολλά άτομα.

Ακόμα και σήμερα, οι εκκλησιαστικές και παραεκκλησιαστικές οργανώσεις, τα κατηχητικά σχο­λεία καθώς και τα μοναστήρια οργιάζουν ασταμάτητα καταβροχθί­ζοντας και αποβλακώνοντας πολλούς νέ­ους και νέες, στε­ρώντας έτσι τον δημόσιο βίο από τις ανεκτίμητες υπηρεσίες τους. Οι νέοι και οι νέες στα δίχτυα αυτών των οργα­νώσεων καθίστανται ουσιαστικά ζωντανοί νεκροί που έχουν ταχθεί στο να πε­ρι­μέ­νουν την ώρα που θα αποδημήσουν εις Κύριον και να κερδίσουν «την αιώνιον ζωήν». Μέχρι τότε ασχολούνται κυρίως με προ­σευ­χές, νηστείες και χρι­στιανικά κηρύγματα, πέραν ορισμένων υποτυπωδών ασ­χολιών για τα προς το ζήν και ολίγες αγαθοεργίες οι οποίες δεν λύουν κανένα κοι­νω­νικό πρόβλημα.!

            Ενώ μέσα στους καθοδηγητές, κληρικούς, προπαγανδιστές, κλπ., των διαφό­ρων οργανωμένων θρησκειών υπάρχουν πολλοί σκόπιμοι απατεώνες, υστερόβουλοι, συμφε­ροντολόγοι, κακόβουλοι, κλπ., πρέπει να πούμε ότι κατά μέγα μέρος το χρι­στιανι­κό, μουσουλμανικό, κλπ., λαϊκό πλήθος, «ποίμνιον προβάτων», δεν αποτελείται από απα­τεώνες και κα­κεντ­ρεχείς ανθρώπους. Οι άνθρωποι αυτοί απλώς συνεχίζουν να πισ­τεύουν ανεξέταστα αυτά που έχουν διδαχθεί, τους έχουν πει ή τους έχουν επι­βάλλει ως αλήθεια από την βρεφική μέχρι την ώριμη ηλικία. Είναι και αυτοί θύματα απάτης, πλύσεως εγκε­φάλου, ψυχολογικού ενίοτε και φυσικού πειθαναγκασμού, αγ­νοίας, ψυχολογίας της μάζας, αθλιότητας, υπερβολικού μόχθου, κλπ. που δεν έχουν την θέληση, την προθυ­μία, την μόρφωση, την ενέργεια, τον χρόνο, κλπ., για να μελε­τήσουν εις μήκος και πλάτος και να ελέγ­ξουν τα βιβλία και την ιστορία της πίστεώς τους. Καταντούν τόσο απλοϊκοί που το σύνηθες επιχείρημα τους είναι ότι, αφού έτσι πιστεύουν οι πιο πολ­λοί έτσι πρέπει να είναι και η αλήθεια! Επίσης είναι τόσο αδαείς που κάνουν το λάθος να ταυτίζουν την πίστη σε θεό με την πίστη στον δικό τους θεό. Ο Θεϊσμός δεν είναι ούτε Χριστιανισ­μός, ούτε Μουσουλμανισ­μός, ούτε Ιουδαϊσμός, κλπ. Για τους πε­ρισσοτέρους, μια ολοκληρωμένη μετεκπαίδευση αρκεί για να ιδούν πως όντως έχουν πράγματα.

            Κάτω από την πίεση της βαριάς κοινωνικής ευθύνης της γνώσεως, της αλήθει­ας, της λο­γικής και της αξιοπρέπειας αποφά­σι­σα να μιλήσω ευθαρσώς προς την κοι­νω­νία με την ελπίδα να βάλω και εγώ μια μικρή πέτρα στο σταμάτημα αυτού του ξέ­φρενου παραλογισμού, ο οποίος όχι μόνο συνεχίζεται μέχρι και σήμερα αλλά και έχει λάβει ανησυχητική άνοδο παγκοσμίως. Εις δε την Ελλάδα τα πράγματα πήραν πολύ άσχημη τρο­πή και πρέπει όλοι να αντιδρά­σουν σ’ αυτό το αυτοκαστροφικό ξεχαρ­βά­λωμα. Ο Ελληνισμός κινδυνεύει από άμεση εξάλειψη.

 

***

 

Τα παρακάτω κείμενά μου εκυκλοφόρησαν ως άρθρα είτε σε διάφορα πε­ριο­δικά εί­τε στο διαδίκτυο. Εγράφησαν κατόπιν ενδελεχούς μελέτης και σκληρής έρευ­νας κατά την περίοδο των τελευταίων 10 ετών ανά­λο­γα με τις απαιτήσεις διαφόρων περι­στάσεων. Αυτές ήταν είτε να δοθούν κατάλ­λη­λες απαντήσεις σε ορι­σμένους επω­νύ­μους ή ανωνύμους προπαγανδιστικούς κύκλους, είτε για να γίνει διαφώτιση επί ορι­σ­μένων θε­μάτων που δεν ήταν καλώς γνωστά στο ευρύ κοινό. Ήταν επόμενο να υπάρ­χουν ολίγες επαναλήψεις, ειδικά στα σημεία όπου δύο ή περισσότερα θέματα άπτον­ται ιδίων ζητημά­των. Ελπίζομε ότι οι επαναλήψεις αυτές θα συνεισφέρουν στην καλ­λίτερη εκμάθηση και εμπέδωση διαφό­ρων αληθειών, στοιχείων, επιχειρημάτων και γεγονότων που αφορούν αυτά τα σοβαρά ζητήματα, από τους ανα­γνώστες, αντί να θεωρηθούν πλατιασμοί κουρασ­τικοί ή παραπανίσιοι.

Ακόμα πρέπει να πούμε ότι τα θέματα αυτά είναι αχανή και πολυάριθμα ώστε όσο και να γράψει κανείς, κάποιο θέμα και κάποιες λεπτομέρειες θα του ξεφύγουν. Μιλάμε για μια ιστορία 4000 ετών (περιλαμβανομένης και αυτής των Εβραίων) και μια αχανή και αλληλοσυγκρουόμενη βιβλιογραφία επί θεολογίας και δόγματος. Πολ­λά δε μέρη είναι θολά και δαιδαλώδη λόγω ασαφειών, αποκρυφισμού, δεισιδαιμο­νί­ας, ψευδεπιγραφίας, ανοησίας, βλακείας, καταστροφικότητας και ελλείψεως επαρκών στοιχεί­ων. Επ’ αυτών αναδύονται προσ­ωπικές εκ­τι­­μήσεις, ερμηνείες και επιστημονι­κές θεωρίες επί τη βάσει των ήδη υπαρ­χόντων στοιχείων και των νέων στοιχείων που συνεχώς ευρίσκει η Ιστορία και η Αρ­χαιολογία. Διά ταύτα αγαπητοί αναγνώστες έχε­τε κατά νουν ότι καθώς μελετάτε και ερευνάτε αυτά τα ζη­τήματα από την απέραντη βιβλιογραφία που υπάρχει και ‘σεις οι ίδιοι μπορείτε να βρείτε, να παρατηρήσετε και να προσθέσετε πολλά και διάφο­ρα στοι­χεία, πράγματα και εκτιμήσεις.

Εμείς δεν φιλοδοξήσαμε στον παρόντα τόμο να εξαντλήσομε όλα τα σημα­ν­τι­κά θέματα και ζητήματα του χριστιανικού φαινομένου, μόνο ορισμένα ολίγα. Ελ­πί­ζο­με, αν ο χρόνος και οι συνθήκες στο μέλλον μας επιτρέψουν, να μπορέσομε να εκθέ­σομε και μερικά άλλα πολύ σημαντικά. Ελπίζομε ακόμα ότι τα παρόντα θέματα θα δώσουν το έναυσμα στους αναγνώστες να συνεχίσουν μια περαιτέρω δική τους αμε­ρόληπτη έρευ­να και να συνάγουν δικά τους συμπεράσματα όσο πιο αντικειμενι­κώς δύνανται. Μετά ταύτα, ας αποφασίσουν μόνοι τους για την στάση που εφε­ξής οφεί­λουν να διατηρήσουν έναντι αυτών των σοβαρών ζητημάτων.

 

            Σας ευχόμαστε λοιπόν και εμείς καλή μελέτη και σωστή έρευνα, με ορθή κρί­ση, λογική συνέπεια και με απόφαση, θάρρος και αμεροληψία..

 

Δωρ Ιωάννης, Νεοκλής Φιλάδελφος, Μάρκου Ρούσσος

 


ΜΗΝΥΜΑ ΦΙΛΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΗ

 

Στην ανατολή το 21ου αιώνα, ο Ευρωπαϊκός ανθρωπισμός, σύγχρονος διάδο­χος τού Ελληνικού πνεύματος και φορέας της προμηθεϊκής φλόγας, βρίσκεται και πά­λι αντι­μέ­τω­πος με τον προαιώνιο εχθρό, τις δυνάμεις του σκοταδισμού, που αυτή την φορά με όπλο το θρησκευτικό φανατισμό του ισλαμικού κόσμου, προσπαθεί να αιμα­το­κυ­λίσει την ανθρω­πότητα. Αλλά ας μη γελιόμαστε! Οι δυνάμεις του σκοταδισμού δεν εί­ναι αποκλεισ­τικό προνόμιο της Ισλαμικής αίρεσης του Εβραιογνωστικοχριστια­νισμού και βέ­βαια, δεν είναι τώ­ρα, ούτε ήταν ποτέ κάτι το υπερφυσικό. Είναι στυγνοί υπολο­γι­σ­τές που εκμεταλλεύονται την πα­νάρχαια αδυναμία της ανθ­ρώπινης φύσης, την πί­στη, για να πετύχουν τα δικά τους συμφέροντα. Τα τυφλωμένα και φανατισμέ­να στί­φη αψη­φούν τον θάνατο και μάλιστα ο θάνατος στο όνομα της πίστης είναι το ύψιστο αγαθό σ’ αυτόν τον «μάταιο» κόσμο. Έτσι δεν τον φοβούνται και δεν τον λο­γαριά­ζουν.

Η μόνη άμυνα απέναντι σε τέτοιο φο­νικό παραλογισμό είναι ο καθαρός νους, η λογική, που σαν κοφτερή λεπίδα ξεχωρίζει την αλήθεια από το ψέμα, και ξεμπ­ρο­σ­τιάζει τους εκμεταλλευτές της πίστης. Μπορεί εμείς οι σημερινοί «πολιτισμένοι» να περιπαίζο­με την αμάθεια του ισλαμικού κόσμου, αλλ’ ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Είμαστε όλοι ένοχοι της προδοσίας του Ελλη­νι­κού πνεύματος. Ο Δι­ογέ­νης Λαέρτιος αναφέρει ότι, όταν ο ναι και όχι ιδεαλιστής Πλάτωνας είπε σε μα­θη­τές του πως θα επιθυμούσε να μαζέψει όλα τα βιβλία του υλιστή Δημοκρίτου και να τα κάψει, αυτοί του απάν­τησαν ότι κάτι τέτοιο θα ήταν ανθρωπίνως αδύνατο, μιας και ο Δη­μό­κριτος ήταν όχι μόνο πο­λυγραφό­τατος αλλά και τα γραπτά του ήταν τόσο δη­μο­φιλή, που τ’ αντίγραφα που υπήρχαν σ’ όλες τις βιβλιοθήκες του τότε κόσμου ήταν «αμέτ­ρη­τα». (Loeb Classical Library, Diogenes Laertius IX, 40.).

Κι όμως, την «ανθ­ρω­πίνως αδύνατη» επιθυμία αυτή του Πλάτωνα την εξεπλή­ρω­σαν μερικούς αιώνες αργότερα οι «θεοφόροι πατέρες» της χριστιανικής εκκ­λησίας – πολ­λοί των οποίων ήταν Έλληνες το γένος, μα ανθέλληνες την ψυχήν –, οι «προσ­τά­τες των Ελληνικών γραμμάτων», και «φω­στήρες» της υφηλίου, υποκι­νη­μέ­νοι από έναν από τους μεγα­λύ­τερους εμπόρους των λαών, τον «μέγα» και «ισαπόστο­λο» Ρω­μαίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο! Αποτέλεσμα, η ατο­μική θεωρία και τα πα­ράγωγά της (π. χ., χημεία, ατομική φυσική, κλπ.) να χαθούν για δεκαπέντε αιώνες. Αυτό το συμβάν εί­ναι ένα πολύ μικρό παράδειγμα από τα αμέτρητα παραδείγματα τής δύνα­μης των σκοταδισ­τών.

Στην προκειμένη πραγματεία, ο συγγραφέας πέραν του Εβραιογνωστικοχρισ­τιανικού σκο­ταδισμού ξεμπροστιάζει και τον ντόπιο σκοταδι­σμό, που αν και πληγώ­θηκε από τις δυ­νά­μεις του νεοελληνικού διαφωτισμού, κατάφερε από τα μέσα το 19ου αιώνα, σιγά-σιγά να κυριαρχήσει στην Ελληνική κοινωνία με τη μορφή του λεγομέ­νου «Ελ­ληνοχρι­στι­α­νισ­μού», ενός κατασκευάσματος τόσον οξυμώρου, όσο και ο όρος που το περιγράφει. Όπως αποκαλύπτει η συστηματική αυτή μελέτη, από έναν επιστήμονα που εμβάθυνε όχι μόνο στην ιστορία αλλά και στα – κανονικά και μη – ιερά κείμενα της ορθοδόξου και μη χριστιανικής εκκλησίας, τα ψεύδη και τα εγκλή­ματα για τα οποία οι φο­ρείς της χριστιανικής θρησ­κεί­ας ευθύνονται τόσο στον τόπο μας όσο και σ’ ολόκληρη την οικουμένη δεν υστερούν σε τίποτε από τα σύγχρονα εγ­κλήματα κα­τά της ανθρω­πό­τη­τας για τα οποία ευθύνεται ο κατά 600 χρόνια νεώτερος ισλαμικός φανατισμός. Μάλλον τα υπερβαί­νουν.

Ως καλός και υπεύθυνος διδάκτωρ καθηγητής, ο Γιάννης Ρούσσος, προσπαθεί ν’ αφυπνίσει στον σύγχρονο Έλληνα όπως και σε κάθε άνθρωπο την προμηθεϊκή φλό­γα, να βοηθήσει σε μια ανάσταση του πραγμα­τι­κού, ανό­θευ­του Ελληνικού πνεύ­ματος, του μόνου πολιτι­σμού που σ’ όλη την ιστορία της ανθρώπινης περιπέτειας κα­τάφερε να φτάσει τόσο κοντά στο ιδανικό του ελεύθερου ανθρώπου, του πολιτισμού, που γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, δεν είχε, ούτε έχει καμιά απολύτως ανάγκη για «παν­τρειά» με τα χριστιανικά συνοθυλεύματα του Ιησού και του Παύλου, και των αγρίων δολο­φόνων της Υπατίας.

 

Νυκτάλωψ

 

 

Σημείωση του Συγγραφέα

 

ΣΥΝΤΟΜΗ ΣΚΙΑΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΣΜΟΥ

 

            Ο Ισλαμισμός-Μουσουλμανισμός ενεφανίσθη στην Αραβία τον 7ο αιώνα. Την εποχή εκείνη πέρα των Αραβικών φατριών και παραδόσεων της ερήμου υπήρ­χαν και πολλές δια­σ­πα­σ­τικές Χριστιανικές και Εβραϊκές αιρέσεις. Όλες αυτές οι ομάδες δια­μάχοντο σφο­δ­ρώς η μια την άλλη. Τότε ο δαιμόνιος Άραβας καμηλιέρης Μωάμεθ, ο οποίος ερχόταν σε συχ­νή επα­φή με την Αίγυπτο και τη Νότια Παλαιστίνη, συνέλαβε την ιδέα της κατα­σ­κευής μίας ενο­ποι­η­τι­κής θρησκείας με βάση τον Εβραϊσμό, τον Χρισ­τιανισμό και τις Αρα­βικές πα­ραδόσεις.

            Στην αρχή η θρησκεία αυτή δεν είχε την μορφή που έχει σή­μερα. Είχε στε­νό­τερη σχέση με τον Εβραιοχρι­στιανισμό απ’ ότι έχει σήμερα. Μέ­σα σε 4 αιώνες όμως έλαβε σταδιακά την σημερινή μορφή και απέκ­τησε τα ιερά βι­β­λία και τους μύ­θους που γνωρίζομε σή­μερα. (Βλέπε την μελέτη του E. Dermenghem, Χρισ­τιανισ­μός και Ισλα­μισμός, Μετάφρα­ση από τα Γαλ­λικά, Δρ Λε­ω­νίδας Παυλί­δης, Σύγ­χρονη Σκέψη 21, Εκδόσεις Γκοβόστη.). Η τεραστία έκταση που έλαβε οφείλε­ται σε ιερούς πο­λέ­μους, τζιχάντ, και κόστισε τη ζωή εκα­τομμυρίων αθώ­ων θυμάτων. Αν συ­νεχίσει την αύξησή της με τον σημε­ρινό ρυθμό θα εί­ναι αριθμητικά η πρώτη θρη­σ­κεία στον κόσ­μο μέσα σε 50 χρόνια, όπως υπολογίζουν. Τώρα είναι πολύ κοντινή δεύτερη με πρώ­τη τον Χριστι­α­νισμό, αν βάλ­λομε όλες τις χριστιανικές αιρέ­σεις μέσα στο ίδιο τσου­βάλι.

            Έτσι ο Μουσουλμανισμός φτιάχτηκε από Άραβες, και στην αρχή για Άραβες, που πήραν δάνεια από τον Εβραϊσμό και τον Χριστιανισμό τα οποία συνεταίριασαν με δικές τους παραδόσεις και ιδιοσυγκρασίες της ερήμου. Ως γνωστόν οι δύο πατρο­γονικές του θρησκείες, Εβ­ραϊσμός και Χρι­σ­τιανισμός, της ερήμου και αυτές, φτιάχ­τη­καν εξ ολοκλήρου από Εβ­ραίους. Για λίγα χρόνια στην αρ­χή, ως ήταν φυσικό, περιο­ρίστηκε στον Αραβικό κό­σμο. Εντός ολίγου όμως, ως φτιαχτή, κα­ταστρο­φική και κο­σμοπο­λι­τι­κή θρησ­κεία, βγήκε από την έρημο και τις πόλεις της Αραβί­ας και εξη­π­λώ­θη ανά τον κόσμο με τεράστιες σφαγές και καταστροφές.

            Ο Θεός του, ο Αλλάχ είναι ο Θεός των Εβραί­ων Γι­αχ­βέχ και όχι η Αγία Τρι­ά­δα των Χριστιανών του 4ου αιώνος. Ο Ιη­σούς Χρισ­τός εί­ναι απ­λώς ένας προφή­της του και ο Μωάμεθ ο τελευταίος και ύπατος των προ­φη­τών. Όπως πιστεύουν, μετά τον θά­νατό του ανελήφθη στους ουρανούς από το βράχο που ευρίσκεται εντός του τε­μένους του Ομάρ στην Ιερου­σαλήμ (πρώην τόπος του Ναού του Σολομώντος)! Κα­θώς πισ­τεύ­ε­ται, σ’ αυτόν υπαγόρευσε ο αρχάγγελος Γαβρι­ήλ το Κοράνιο σ’ ένα ερη­μικό μέ­ρος λίγα χιλιόμετρα ανατολικά της Μέκκας! Κάθε χρόνο καθ’ οδόν προς τα ‘κεί, τσα­λαπατιόνται και σκοτώνονται ή πεθαίνουν από αφυδά­τωση, κούραση, νυκτερινό ψύ­χος, κλπ. μπόλικοι άνθρωποι, νέοι, γέροι, γυ­ναίκες, παι­διά.

            Oι Άραβες Μουσουλμάνοι θεωρούν ως προπάτορά τους τον μυθικό και ανύ­παρκ­το προπάτορα των Εβραίων Αβραάμ. Δεν προέρχονται όμως από τον υιό της Σάρας Ισαάκ, όπως οι Εβραίοι, αλλά από τον Ισμαήλ που είχε μητέρα την καημένη σκλάβα του Αβρα­άμ Άγαρ, εξ ου και Αγαρηνοί. Στην πόλη Χεβρών της Παλαιστίνης υπάρχει ένα σπή­λαιο το οποίο και οι δύο εθνότητες θεωρούν ως τον τάφο του Αβρα­άμ. Εκεί λοιπόν βγάζουν συνεχώς τα μάτια τους Εβραίοι και Μουσουλμάνοι για τον τάφο ενός ατό­μου που πο­τέ δεν υπήρξε! Αυτό θα πει «πίστις...»!

Στην αρχή ο Μωάμεθ (γύρω στο +622 - 623) κατάφερε να πείσει μόνο μια φούχτα αν­θρώπων στην Μεδίνα και Μέκκα. Εε... αυτό ήταν. Μετά αυτοί οι ολίγοι κατάφεραν με όλα τα θεμιτά και αθέμιτα μέσα να επικ­ρατήσουν στην Αραβία και στη συ­νέχεια να εξαπλωθούν. Σήμερα δε εί­ναι παρόντες σχεδόν σε όλα τα μέρη του πλα­νή­τη. Αυτό δε το γεγονός, ότι δηλαδή ο αμόρφωτος προφήτης τους και ολί­γοι αμόρ­φω­τοι οπαδοί του κατάφεραν αυτό το κατόρθωμα, το χρη­σιμοποιούν οι μουσουλμά­νοι για να απο­δείξουν την εκ θεού προέλευση και αλήθεια της θρησκείας των και ότι ήταν θέλημα του θεού τους, Αλλάχ, η εξάπλωσή της. Ακό­μα δε σκοπό και κα­θήκον έχουν την κα­θολική επικράτησή τους. Τέτοια ανά­λο­γα επι­χειρήματα έχομε και με τους χρισ­τι­α­νούς. Καυχώνται για την αγ­ραμματοσύνη των αλιέων και την «εξ αγίου πνεύματος», βάλε Κων­σ­ταντίνου, «με­τέ­πει­τα καταπληκτική επιτυχία των»... και πολ­λά τοιαύτα.

            Η πλήρης μισαλλοδοξία του Μουσουλμανισμού, όπως και των πατρικών της θρη­σκειών του Εβραϊσμού και του Χριστιανισμού, βασίζε­ται σε πολλά χωρία της Πα­λαι­άς Διαθήκης. Αν και υπάρχουν εκατοντά­δες τέτοια χωρία επιγραμματικά μόνον ανα­φέρομε τα παρακάτω τρία. Μέσα στα κείμενα που ακολουθούν αναφέρομε και πολ­λά άλλα. Μόνοι σας μπορείτε να τα εντοπίσετε όλα με ένα καλό διάβασμα αυ­τού του άχρηστου και αισχρού βιβλίου.

 

1.     Το πα­ρα­κά­τω χω­ρίο εί­ναι το θα­να­τη­φό­ρο διάταγμα που δό­θη­κε στο Σι­νά, όπως το δια­βά­ζομε στην Έξο­δον 22: 20: «Ε­κείνος που θα προ­σφέ­ρει θυ­σία σε άλ­λους θε­ούς θα εξο­λο­θρεύ­ε­ται διά θα­νά­του. Μό­νο στον Γιαχβέχ θα προ­σφέ­ρε­τε θυ­σί­ες.».

2.     Για το ίδιο θέ­μα δια­βά­στε και Δευ­τε­ρο­νό­μιον 17: 1-13.

3.     Το άκρον άω­τον δηλαδή της θε­ϊ­κής νο­μο­θε­σί­ας και ζη­λό­τυ­πης μι­σαλ­λο­δο­ξί­ας βρί­σκε­ται σε αυ­τό εδώ το θε­ό­πνευ­στο τυ­ραν­νι­κό φιρ­μά­νι που με­τα­ξύ άλ­λων πε­ρι­λαμ­βάνε­ται στα κε­φά­λαια 13 και 17 του Δευ­τε­ρονο­μίου. (Πα­ρα­κα­λού­με τον ανα­γ­νώστη να με­λε­τή­σει προ­σε­κτι­κά αυ­τά τα δύο κε­φά­λαια για να απο­κτή­σει πλή­ρη γ­νώ­ση του θέ­ματος. Εδώ θα του υπο­κι­νή­σομε το εν­δια­φέ­ρον με το πα­ρα­κά­τω από­σπα­σ­μα, Δευ­τε­ρο­νό­μιον 17: 7-10). «Ε­άν ο αδελ­φός σου, ο γιος της μη­τέ­ρας σου δη­λα­­δή, ή η κό­ρη σου, ή η σύ­ζυ­γος της καρ­δίας σου, ή ο φί­λος σου που εί­ναι τό­σο δι­κός σου όσο και η ψυ­χή σου, σε πα­ρα­κι­νή­σουν κρυ­φά λέ­γο­ντάς σου, «ας πά­με να λα­τρεύ­σομε άλ­λους θε­ούς», εσύ δεν πρέ­πει να συμ­φω­νή­σεις μ’ αυ­τόν, μή­τε να δώ­σεις προ­σο­χή σ’ αυ­τόν· ού­τε τα μά­τια σου θα τον λυ­πη­θούν, ού­τε πρέ­πει να τον σώ­σεις, ού­τε να τον απο­κρύψεις. Αλ­λά οπωσ­δή­πο­τε πρέ­πει να τον σκο­τώ­σεις· τα χέ­ρια σου οφεί­λουν να εί­ναι τα πρώ­τα που θα πέ­σουν επά­νω του για να τον θα­να­τώ­σουν και έπει­τα τα χέ­ρια όλου του κό­σμου. Και τα χέ­ρια σας θα τον λι­θο­βο­λή­σουν με λί­θους, μέ­χρις ότου απο­θά­νει.».

 

Αυτές οι διατάξεις ισχύουν ακόμα και σήμερα στις ισλαμικές χώρες μαζί με διάφορες άλλες ιδίου τύπου. Διαβάσετε το Κοράνιο να τις βρείτε. Ο Ισλαμικός Νόμος της Σα­ρία δεν δι­α­φέρει πολύ από τον Θεϊκό Μωσαϊκό Νόμο στον οποίον έχουν προσθέσει πολλές δικές τους πα­λαι­ές παραδό­σεις (π. χ., οι παρά μία 40 μαστιγιές είναι κοινή δι­άταξη και στις δύο νομοθεσίες, και πολλά άλλα.). Τα ίδια και χειρότερα ίσχυαν και στις χριστια­νικές χώρες μέχ­ρι πριν λίγα χρόνια.

            Μετά όμως οι Εβραιο-Χριστιανοί και οι Μουσουλμάνοι έχουν την αναίδεια και το θράσος να διαδίδουν ότι ο άνθρωπος είναι ελεύθερος και έχει το δικαίωμα της ελευθέρας βουλήσεως και εκλογής. Αυτή η ελευθερία έρχεται σε πλήρη αντίφαση με πολλά χωρία όχι μόνο του Κορανίου και της Μουσουλμανικής κατηχήσεως (κισμέτ) αλλά ασυγκρί­τως πολύ περισσότερα της Εβραιο-Χριστιανικής Βίβλου και κατηχ­ήσε­ως (προκαθορι­σμός). Πολλά απ’ αυτά τα εκθέτομε στα κείμενα που ακολουθούν.

            Αλλά και η βία και η μισαλλοδοξία της Καινής Διαθήκης συνεπλή­ρωσε το κα­κό. Διαβάστε προσεκτι­κά όλη την Καινή. Στα κείμενα που ακολουθούν αναφέρομε πολλά τέτοια χωρία. Αλ­λά μόνοι σας μπορείτε να τα εντοπίσετε όλα με ένα καλό δι­ά­βασμα αυ­τού του άχρη­σ­του και αισχρού βιβλίου. Π. χ. διαβάστε:

 

Ματ­θαί­ος 3: 10, 12 (φωτιά), 7: 6 «Μη δώτε το άγι­ον τοις κυ­σί μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων, μή­ποτε καταπατή­σωσιν αυτούς εν τοις ποσίν αυτών και στραφέντες ρήξωσιν υμάς.», 8: 22, 10: 21, 32-38, 12: 30, 13: 30, 40 (φωτιά), 15: 13, 18: 34-35 (βα­σανι­στή­ρια), 21: 44, 22: 7, 25: 29-30, .Λου­κάς 3: 9, 17, 11: 23 «ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι, και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπί­ζει.»)., 12: 47-53 (48 ξυ­λο­δαρ­μός), 14: 23 («ανάγ­κασον εισελθείν», το «cogito intra­re» του Ιερού Αυγουστίνου), 26, 17: 34, 19: 27 («πλήν τους εχθ­ρούς μου εκείνους, τους μη θελή­σαν­τάς με βασιλεύ­σαι επ’ αυτούς, αγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυ­τούς έμπροσθέν μου.», 22: 36-38, 49-50, Ιω­άν­νης 12: 48, 15: 6, («εάν μη τις μείνη εν εμοί, εβλήθη έξω ως το κλήμα και εξηράνθη, και συν­άγουσιν αυτά καί εις το πυρ βάλλουσι, και καίεται.»), κλπ.

 

            Όπως και με τους Εβραίους το ίδιο ισχύει και με τους Μουσουλμά­νους για τη μανία των κατά των καλών τεχνών της γλυπτικής και της ζωγραφικής, βασισ­μέ­νοι στην δευτέρα εντολή του έτσι καλουμένου Εβ­ραϊκού «δεκαλόγου» (ενώ πρόκειται για 1192 νομοθετικές διατάξεις, σύμφωνα με την απαρίθμηση του Εβραίου εβραιολόγου Markus Jost), Έξοδος 20: 4 – 6, κ. α.,

 

«ου ποιήσεις σεαυτω είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τω ουρανω άνω και όσα εν τη γη κάτω και όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης. ου προσκυνήσεις αυτοίς, ουδέ μη λατρεύσεις αυτοίς· εγώ γαρ ειμι Κύριος ο Θεός σου, Θεός ζηλωτής, αποδι­δούς αμαρτίας πατέρων επί τέκνα, έως τρίτης και τετάρτης γενεάς τοις μισούσί μεκαι ποιών έλεος εις χιλιάδας τοις αγαπώσί με και τοις φυλάσσουσι τα προστάγματά μου

 

Ενώ οι αντιφατικοί Χριστιανοί από τον δεύτερο αιώνα Κ. Ε. αθετούν αυ­τή την εντο­λή πλήρως και με ζωγραφιστές εικόνες και με γλυπτά, στους Μουσουλμάνους πα­ρα­τη­ρού­με τα λεγόμενα αραβουργήματα, που είναι σχέδια επί επιφανειών φτιαγ­μένα με διάφορες εμπλεκόμενες καμπύλες που πα­ρουσιάζουν διάφορες διατάξεις και συμ­μετ­ρίες, αλλά που δεν δι­δάσκουν τίποτα απολύτως. Καταντούν βαρετά και επικίν­δυ­να διά την ομαλή εξέλιξη του εγκεφάλου και της νοήσεως.

            Όσον αφορά τον θρησκευτικό καμικαζισμό των Μουσουλμάνων που την ση­μερινή εποχή έχει λάβει διάσταση μάστιγας, πέραν των διε­θ­νών πολιτικών αδικιών που συνεχώς διαπράττονται κυρίως, αλλά όχι μόνον, από χριστια­νικά ανεπτυγμένα και ισχυρά έθνη, οφείλεται σε δύο θρησκευ­τικούς λόγους. Ο ένας είναι ότι σ’ αυτές τις χώρες οι πιστοί είναι υπερ­βολικά καταπιεσμένοι και υποφέρουν φρικτά. Ειδικά οι γυναίκες που κοινωνικά και θρησ­κευτικά θεωρούνται κατώτερα όντα «πληρώνουν τα επί­χειρα της κακίας των...»! Έτσι περιμένουν την άλλη ζωή για να απολαύσουν ό,τι έχα­σαν εδώ στη γη. Όσοι δε δώσουν την ζωή τους για την αιτία αυ­τής της θρησκείας θα απολαύσουν τα πάντα που επιθυμούν εδώ στη γη και στον μέγιστο βα­θμό δίπλα στον Αλλάχ! Όλες οι δια­τά­ξεις για το τζιχάντ είναι επισήμως γραμμένες εντός των ιε­ρών βιβλίων τους μαζί με όλες τις μετέπειτα απολαβές «καλώς στοιχειοθετημέ­νες»! Ο κατάλογος των απο­λα­βών του μουσουλμανικού παραδείσου και των τιμωρι­ών της μουσουλμανικής κο­λά­σεως προκαλεί αποβλάκωση και σχιζοφρένια σε όσους τον πισ­τεύουν και γέλωτα με ειρωνεία σε όσους δεν τον πιστεύουν ή τον ακούνε για πρώτη φορά. Πρόκειται για μια πολύ μεθοδευμένη και πονηρή επινόηση για την εξαθλίωση και καταρράκωση των απλο­ϊ­κών!

            Τι οξύμωρο αλήθεια! Οι πιο καταπιεσμένοι από τη ζωή της ερή­μου, τις κοι­νω­νικές επι­βολές, σεξουαλικές καταπιέσεις και αμαρτω­λές απαγορεύσεις που έθεσαν στα κεφά­λια τους, ονειρεύονται μέσω της θρη­σκείας τους ότι μετά θάνατον θα απο­λαύσουν όλες τις υλικές απολαύ­σεις που εστερήθησαν στην εδώ ζωή. Ενώ στην εδώ ζωή αυτές οι απολαύσεις είναι αμαρτίες που τιμωρούνται σκληρά τόσο από τον τωρι­νό ανθρώπινο θρη­σ­κευ­τικό νό­μο όσο και από τον Αλλάχ μετά, στην άλλη ζωή αυτές θα είναι ανταμοιβές δίπ­λα στον Αλλάχ! Σε αντίθεση με τις καταστάσεις τις ερήμου, εδώ θα υπάρχουν δένδρα, ίσκιοι, δροσιές, δροσερά νερά, ξεγ­νασιά, καμία κούραση, ποτά­μια τα μέλια, βουνά τα πιλάφια, λίμνες τα καλά κρασιά και πιοτά και προ πάν­των μέ­γας αριθμός γυναικών τόσο για σεξουαλική ικανο­ποίηση όσο και για τεκ­νο­ποι­ία και ιδιαιτέρως χουρί (νεαρές διαφα­νείς παρθέ­νες που συνεχώς ανακτούν την παρ­θε­νία τους). Οι διά την θρησκεία πεσόντες θα λάβουν 72 χουρί! Οι άλλοι αναλόγως. Κλπ.! Αυτή είναι θρη­σκεία! Πίστευέ την και δώσε την ζωή σου γι’ αυτήν και μετά τον θά­νατό σου θα τρως θα πίνεις και θα ... αιωνίως! Τί άλλο θέλεις...;

            Ο ίδιος τραγέλαφος ισχύει και με τη νηστεία κατά τον μήνα του ραμαντάν. Κατά την διάρκεια της ημέρας οφείλεις να διατηρείς πλήρη αποχή από κάθε φαγητό. Αλλά μόλις δύσει ο ήλιος μπορείς να καταβρο­χ­θίζεις ό,τι θέλεις όλη τη νύχτα. Κοι­μή­σου λοιπόν την ημέρα ή κάνε την ημέρα νύχτα και τη νύχτα ημέρα και όλα μπαί­νουν σε κάποιο δρόμο. Ανθυγιεινό μεν, αλλά αφού έτσι θέλει η θρησκεία πρέπει να υπα­κούσεις!

            Ακόμα η προσκύνηση στον αερόλιθο Κααβά στη Μέκκα, του­λά­χιστον μια φο­ρά στη ζωή του Μουσουλμάνου, είναι απαράβατη εντολή. Αυτοί πιστεύουν ότι τον αερόλιθο αυτόν τον έστειλε ο προφήτης τους Μωάμεθ. Επί τη ευκαιρία πετροβολούν έναν τοίχο για να σκοτώσουν ή να διώξουν τον σατανά με τους διαβόλους του.

            Η κόλαση του Μουσουλμανισμού έχει επτά ορόφους. Περιγράφε­ται και αυτή δι’ υλικών και σωματικών βασανιστηρίων που μόνο νοση­ρές φαντασίες μπορούν να διανοηθούν. Είναι πολύ πιο τρομακτική και βασανιστική από κάθε άλλη κόλαση. Δεν θα επεκταθούμε εδώ στο να την αναφέρομε εν λεπτομε­ρεία. Όποιος ενδιαφέρεται ή έχει την περιέρ­γεια ας μελετήσει την σχετική βιβλιογρα­φία, ειδικά το σχετικό κεφά­λαιο του βιβλίου «Πως Γεννι­όν­ται, Ζουν και Πεθαίνουν οι Θεοί και οι Θεές», Εμ. Για­ροσλάβσκυ, Μετάφραση από τα Ρωσικά, Εκδόσεις «Γνώσεις», ή Μάριος Βε­ρέτ­τας.

            Ο άλλος λόγος θρησκευτικού καμικαζισμού προέρχεται από τον πρώτο θρησ­κευτικό καμικαζισμό που απαντάται στην Παλαιά Διαθήκη με τον Σαμψών: Κριταί ιστ΄: 30 «και είπε Σαμψών· αποθανέτω ψυχή μου μετά των αλλο­φύλων· και εβάσταξεν εν ισχύϊ, και έπεσεν ο οίκος επί τους άρ­χοντας και επί πάντα τον λαόν τον εν αυτω· και ήσαν οι τεθνηκότες, ους εθανάτωσε Σαμψών εν τω θανάτω αυ­τού, πλείους ή ους εθα­νάτωσεν εν τη ζωή αυτού.».

            Εδώ με ολίγες ανεπαρκείς και αδρές γραμμές γράψαμε για τα χάλια, την κατα­στροφικότητα, την αντίφαση και την ανοησία του Μου­σουλμανισμού. Το κεφάλαιο αυ­τό είναι επίσης τεράστιο και θα ήταν ευ­χής έργο να εκτεθεί και να καταγγελθεί παγκοσμίως. Αν κανείς επιθυμεί να επε­κ­τείνει τις γνώσεις του επ’ αυτής της μάστιγας δεν έχει παρά να δι­αβάσει το Κοράνιο, την Ιστορία, τα συγγράμματα των Ibn Warraq, Salman Rushdie, κ. ά. Ειδικά τα συγγράμματα τού ανατραφέντος και γα­λουχηθέντος μουσουλμάνου που τελικά αρνήθηκε τον Μουσουλ­μανισμό Ibn Warraq, φέρουν πολύ μεγάλη βαρύτητα. Έχει γρά­ψει γύρω στα επτά βιβλία πάνω στο ζήτημα αυτό. Ακόμα διαβάστε το βιβλίο του Εμ. Γιαροσλάβσκυ, που προαναφέραμε.

 


ΔΙΑΤΙ ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ

[─ ΕΝ ΣΥΝΤΟΜΙΑ ─]

 

«Ανέγνων, Έγνων, Κατέγνων».

 «Εμελέτησα, Εγνώρισα, Απέρριψα».

 

Αυτοκράτωρ Μέγας Ιουλιανός

 

Ο μέγας Γερμανός διανοητής και φιλόσοφος, θαυμαστής του Ελληνικού Πολι­τισμού ο Ελληνίζων Friedrich Nietzsche, στο Werke in drei Βänden, hg. von Κ. Schlechta, I I, 1914, Seite1234, γράφει (μετάφραση):

 

«Καταδικάζω τον Χριστιανισμό.

Απαγγέλλω κατά της χριστιανικής Εκκλησίας την εσχάτη όλων των κατηγοριών.

Τον θεωρώ ως την μεγαλύτερη διαφθορά ...

Μετέβαλε κάθε αξία σε απαξία,

κάθε αλήθεια σε ψέμα,

καθετί έντιμο σε αχρειότητα.

Τον θεωρώ ως την μεγαλύτερη κατάρα και διαστροφή,

το μεγαλύτερο εκδικητικό ένστικτο,

που προκειμένου να επιβληθεί χρησιμοποίησε κάθε μηχανορραφία

και υποχθόνιο μέσο,

δεν εδίστασε μπροστά σε καμιά μικροπρέπεια. –

Τον ονομάζω το ανεξίτηλο στίγμα της ανθρωπότητας...»

 

Αυτά τα συμπεράσματα τού Nietzsche περί Χριστιανισμού που αλλού τον κα­τονομάζει φοβερό­τερη ασθένεια και παρά φύση πειθαρχία, τα έχουν διατυ­πώσει ίδια ή πιο εμφα­τικά πολλοί και διάφοροι ανεξάρτητοι ερευνητές σε διάφορους τόπους και χρό­νους,!

 

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ

 

            Μια φορά στην παραλία του Αγίου Παντελεήμονος του χωριού Καταπόλων της ιδιαιτέρας μου πατρίδος, της νήσου Αμοργού, ένα καλοκαιρινό μεση­μέρι του 1982, παρακολουθούσα την λο­γομαχία του φίλου μου ΚΚ, με τον γνωστό του ΓΑ, ο οποίος ήταν της προσκολ­λή­σεως στην παρέα του φίλου μου. Ο ΚΚ ήταν (και είναι) δεινός φιλόσοφος παγκο­σ­μί­ου ακ­τινοβολίας, άπιστος, άθ­ρησκος, άθεος. Ο ΓΑ ήταν δι­κηγόρος και Χριστιανός του «πί­στευε και μη ερεύνα», ως συνήθως, δη­λα­δή δεν είχε διαβάσει ουσιαστικά τί­ποτα από χριστια­νι­κή θρη­σ­κεία ή περί αυτής· ήταν πλή­ρως αν­εξέταστος και βασιζόταν μόνο σε ό,τι έτυχε να ακού­σει από άλλους Χριστια­νούς, στις εκκλησίες, στις οποίες όμως πή­γαινε σπα­νί­ως, και στην κα­τευ­θυ­νο­μένη γνώση του δη­μοτικού σχο­λεί­ου και του τότε εξα­ταξίου γυμ­νασίου. Η λο­γομαχία επι­κεντρώθηκε στη θρη­σκευτική πίστη γενικώς και ει­δι­κώς στην πί­στη στον Χρισ­τια­νι­σ­μό.

            Ο ΚΚ ξόδεψε πολύ χρόνο να επιχειρηματολογεί εναντίον της θρη­σκευτικής πίστεως γενικώς και να ρωτά τον ΓΑ διάφορες ερωτήσεις, άλ­λες γενικές και άλλες ει­δικές, για να του δώσει να καταλάβει τους λόγους για τους οποίους πίστευε γενι­κώς και στην συγκεκριμένη θρησκεία του Χριστιανισμού ιδιαιτέρως. Περιττό να προσθέ­σω ότι κάθε απάντηση του ΓΑ συνοδευόταν από κάποια αντίρρηση ή αν­τε­πι­χείρημα του ΚΚ. Σε μια στιγμή όμως ο ΓΑ ρωτά τον ΚΚ: «Εγώ τόση ώρα σου εξηγώ και σου απαντώ γιατί πιστεύω. Τώρα εξήγησέ μου, εσύ γιατί δεν πιστεύεις;».

            Θα περίμενε κανείς μια μακροσκελή απάντηση· αλλά ήταν πολύ σύντομη και απλή: «Διότι δεν υπάρχουν αποδείξεις όλων αυτών που έσύ δια­τείνεσαι για να τα πισ­τέ­ψω.». Όπως ακριβώς μια άλλη φορά ένας άλλος γνωστός μου, ο ΑΑ, μου εδικαιλό­γησε την απιστία του προς τον Χρι­στι­α­νισμό με το εξής και μόνο: «Ήλθε κάποιος στη γη και μας είπε (ή άλλοι μας το σερβίρανε) ότι αυτός είναι ο Θεός (εννοώντας τον Ιη­σού Χριστό) και ‘μεις πρέπει να το χάψο­με;». Τόσο απλό, τόσο λίγο! Αυτό αρκούσε για να μην πιστεύει και ο ΑΑ, και ο ΚΚ, όπως ακριβώς κάνει κάθε σκεπτικιστής. Έχω συναντήσει πολλούς οι οποί­οι κλείνουν τόσο σύντομα και τόσο ικανοποιητικά γι’ αυ­τούς το όλο ζήτημα!

            Βέβαια, ο φιλόσοφος ΚΚ ήξερε ότι κυριολεκτικά η απάντησή του είχε κάποιο λογικό σφάλμα στη διατύπωση. Όταν έχεις επαρκείς αποδεί­ξεις για κάτι, τότε οι απ­ο­δείξεις αυτές θέ­τουν αυτό το κάτι εντός του πε­δίου της γνώσεως και όχι της πί­σ­τεως και προπαντός της θρησ­κευτικής. Στην θρησκευ­τική πίστη ουσιαστικά ισχύει το πίσ­τευε και μη ερεύνα, χω­ρίς να ζητάς αποδείξεις. Μόλις αποκτήσεις δεκτές απο­δεί­ξεις ή εμπειρία, τότε έχεις γνώση και η πίστη είναι πε­ριττή ως παραπανίσια. Ο σκεπ­τι­κι­στής λοιπόν ενδιαφέρεται για τη γνώση του «κάτι» και όχι για την πίστη σε «κάτι».

            Έτσι ο ΚΚ, ως δεινός γνώστης της αναλυτικής φιλοσοφίας, διευ­κρίνισε ευθύς αμέσως ότι με αυτή την απάντηση εννοούσε ακρι­βώς πως αυτόν τον ενδιέφερε η γνώ­ση και όχι η πίστη. Θέλω να γνωρίζω και όχι να πιστεύω! Αλλιώς με το να πιστεύω, μπορώ να πι­σ­τεύω ως αλήθεια και πραγματικότητα ό,τι θέλω και ό,τι μου αρέσει, ακόμα και τα παραμύθια της Χα­λιμάς! Δεν υπάρχει κανένας εμπειρικός ή επιστη­μο­νι­κός τρόπος για να διαψευσθεί η πίστη μου οπότε είμαι ασφαλής. Αλλά αν αυτό που πιστεύω ισχύει στην πραγ­μα­τικότητα ή όχι είναι άλλο θέμα! Το να πιστεύω ότι κάτι είναι «έτσι και έτσι» δεν σημαίνει κα­λά και σώνει ότι στην πραγματικότητα έτσι εί­ναι. Αν δεν ξέρω κάτι, τότε το καλλίτερο που έχω να κά­νω είναι να αποδεχθώ την άγ­νοιά μου και να επαναπαυτώ με αυτήν. Οπότε όταν δεν ξέρω κάτι, ομολογώ την άγ­νοιά μου ευθαρσώς και παρα­μένω μ’ αυτήν μέχρις ότου και αν ποτέ γνωρίσω, και δεν μου χρει­άζεται να κάνω το υπερβατικό άλμα σύμφωνα με το οποίο λέγω: «επειδή δεν το ξέρω το Α, τότε εγώ θα πιστεύω ότι εκείνο ή το άλλο ισχύει όσον αφορά το Α». Το «δεν ξέ­ρω», «δεν γνωρίζω», «αγνοώ την απάν­τηση» είναι σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι μό­νες ει­λι­κρινείς και θεμιτές απαντήσεις που μπορούμε να δώσομε σε θεμιτές ερω­τή­σεις, των οποίων οι απαντήσεις παραμένουν άγνωστες.

            Αυτή ήταν ουσιαστικά και η ιδέα της επιχειρηματολογίας του με­γάλου Άγ­γ­λου διανοητή και φιλοσόφου Bertrand Russell, προδρόμου της αναλυτικής φιλοσο­φί­ας, όταν σε μια ομιλία του, στις 6 Μαρτίου 1927 στο Battersea Town Hall του Λον­δί­νου, εκλήθη να εξηγήσει στο ακρο­α­τήριο γιατί δεν ήταν Χριστιανός. (Αυτή η ομιλία έχει εκδοθεί στο βιβλίο με τίτλο: “Why I am not a Christian”, που έχει με­τα­φραστεί και εκδοθεί στα Ελληνικά με τίτλο «Γιατί δεν είμαι Χριστιανός», εν­τός του συλλογι­κού βιβλίου «Τι Πι­σ­τεύω», Εκδόσεις Αρσενίδη.)

Πέραν όμως αυ­­τής της γενικής φιλοσο­φι­κής ιδέας και στάσεως έναντι της θρησκευτικής πί­στεως, η οποία εφαρμόζεται το ίδιο για κάθε θρησκεία και όχι μόνο για τον Χριστι­α­νι­σμό, ο Russell καταρρίπτει λογικώς και φιλο­σοφικώς και ένα προς ένα τα επιχειρή­ματα-σο­φίσ­μα­τα περί υπάρξεως θεού δημιουργού, τα οποία είχαν προ­ταθεί κυρίως από τον Ιε­ρό Αυγουστίνο, τον Θω­μά Ακυϊ­νά­τη, την Καθολι­κή Εκκλη­σία, τον Γερμανό μετα­φυ­σικό φι­λόσοφο Ιμμάνουελ Καντ, τον αρχιεπίσκοπο Anselm της Canterbury, κ. ά. Αυ­τά τα ψευδο­επι­χειρήματα μάς τα σερβίρουν συ­χνά-πυκνά όλοι ανεξαιρέτως οι επιτή­δειοι όλων των θρησκειών και αιρέσεων που βασίζονται σε θεό δημιουργό. Πρόκει­ται για βλακωδέσ­τατες σοφι­στείες!

            Όλα αυτά τα δήθεν αποδεικτικά επιχειρήματα, ─ της πρώτης αιτίας, του τελεί­ου σχεδίου, της οντολογίας, της τελεολογίας, της δικαιοσύ­νης, της ηθικής, της συ­νει­δήσεως, κλπ. ─ έχουν εμφανή λογι­κά και υπερβατικά άλματα και επιδέχονται και άλ­λες δικαι­ολογήσεις πέραν της αυθαιρέτου δικαιολογίας ότι κάποιος θεός θέλησε και τα κανό­νι­σε έτσι. Μερικά έχουν και εσφαλμένες ή μη ελέγξιμες αυθαίρετες προϋπο­θέσεις. Συνε­πώς δεν αποδει­κ­νύουν τίποτα και όλοι οι αντι­κειμε­νικοί φιλό­σοφοι και οι ειδικοί της Μαθηματικής Λογικής τα έχουν εξαρθρώσει. (Εκτός από το βιβ­λίο του Russell, Why I am not a Christian, βλέπε π. χ., και το εξαιρετικό βιβλίο του Michael Martin (editor), The Cambridge Companion to Atheism, Cambridge University Press, 2007, κεφάλαια 5 και 9-12, κ. ά.). Πολλοί έχουν μά­θει από την κοι­νωνία να τα πα­ρα­δέ­χονται ως εύλο­γα και τους αρέσει απλούστατα να τα δικαιολο­γούν ως δεδομένα εκ θεού. Έτσι μ’ αυτή την εύκολη και απλοϊκή απάντηση δεν βα­σανίζουν καθόλου το κεφάλι τους και έληξε το ζήτημα! Είναι μια απλοϊκή απάντηση που ο καθένας μπορεί να προφέρει χωρίς καμία σκέψη και που «απαντά τα πάντα» αμέσως, χωρίς βάσανα και χωρίς ελεγξιμότητα! Έτσι σ’ αυ­τήν την πε­ρίπτωση έχομε να κάνομε με αυθαίρε­τες μη ελέγξιμες παραδο­χές και τί­ποτα παραπά­νω. Όμως η έρευνα και η πραγματικό­τητα χρειά­ζονται βάσανα και κούραση και είναι ελέγξιμες· δεν είναι απλά πράγματα για τον σύντομο βίο και πεπερασ­μένο νου του ανθρώπου, κλπ!

Αλλά και σαν αξιώματα να τα δούμε και να τα πα­ρα­δεχθούμε, οδηγούν το πο­λύ-πολύ στον Θεϊσμό και όχι στον Χριστιανισμό ή τον Μου­σουλμανι­σ­μό ή τον Εβρα­ϊ­σ­μό, κλπ. Πέ­ραν του Θεϊ­σ­μού δεν έπεται απολύτως καμιά απ’ αυτές τις θρησκείες βά­σει αυτών των αξιωμάτων. Άλλο το να λες ότι πιστεύω σ’ έναν ακα­θόριστο Θεό ως ανω­τέρα δύ­ναμη που έφτιαξε τα πάντα όσο καλίτερα μπο­ρούσε κλπ., και άλλο το να λες ότι ο Θεός στον οποί­ον πι­στεύω είναι καλά και σώνει ο Γιαχβέχ, η Αγία Τριάς, ο Αλλάχ, κλπ. Πλην όμως οι ανειλικρινείς και πο­νη­ροί οπα­δοί αυτών των θρησκειών χρησι­μο­ποιούν αυτά τα ψευ­δοεπιχειρήματα για να εδραι­ώ­σουν και να δι­καιολογή­σουν την δι­κή τους θρησκεία και πίστη, κάνοντας έτσι άλλο ένα παράλογο άλμα που θα το απο­καλούσαμε «άλμα αλμάτων»! Ο Χριστιανός π. χ., δεν λέγει απλώς: «Πισ­τεύω εις έναν Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα, ...», αλλά λέγει ότι αυ­τός ο ένας Θε­ός Πατέ­ρας Παν­τοκράτορας, στον οποίον πιστεύει, είναι οπωσδή­ποτε, και εδώ κά­νει το «άλ­μα αλμά­των», η Αγία Τριάς ─ Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύ­μα ─ εκ πηγών Ισ­ρα­ήλ και επο­μένως ο Γιαχβέχ του Αβραάμ και του Μωυσέως. (Πάλι κα­λά που δεν βγή­κε Αγία Τε­τράς αφού 2 x 2 = 4!). Ο Μουσουλμάνος πάλι θα ισχυριστεί ότι ο Θεός αυτός είναι οπωσδήποτε ο Αλλάχ που στην ουσία είναι ο Εβραϊκός Γιαχβέχ, κ. ο. κ.

            O Russell όμως δεν σταμάτησε μέχρι εκεί. Θέλησε να υποδείξει και μερικά σημεία παρμένα από τον Χριστιανισμό τον ίδιο, τα οποία αντι­βαίνανε προς κάθε έν­νοια πί­στεως περί θείου ή λογικής. Παρέκαμψε τε­λείως το ζήτημα της ιστορικότητας του Ιησού Χριστού, και μίλησε για τον Ιησού Χριστό έτσι όπως τον παρουσιάζουν τα Ευαγγέ­λια, ανεξαρ­τή­τως του αν δεν υπήρχε ή όχι. Μας λέγει λόγου χάρη ότι έχει βρει μερικά σοφά λόγια και ηθικές αρχές στον Ιησού, αλλά δεν τον θεωρεί πιο σοφό ή πιο ηθικό από έναν Σωκράτη, Βού­δα, Κομφούκιο και άλλους. Πολλά από τα σοφά και ηθικά λό­για στα οποία αναφέρεται τα είχε ήδη βρει και σε πολ­λούς άλλους σοφούς πριν τον Ιησού. Όμως, πολλές άλλες ηθικές παραινέσεις του Ιησού ήταν ανεφάρ­μο­σ­τες διότι ήταν ή παράλο­γες, ή αφύσικες, ή εξωπραγματικές υπερβολές και επομένως δεν ήταν σο­φές. Ακόμα προ­σ­έ­θεσε ότι είχε βρει και πολλές ανοησίες τόσο στα λόγια όσο και στα έρ­γα του Ιησού. Λόγου χάρη: Δεν κατάβαλε ποτέ του τί νόημα είχε το να ξε­ρά­νει μια συ­κιά επειδή δεν βρή­κε σύκα να φάει, ενώ δεν ήταν ακόμα και­ρός των σύκων. Δεν μπό­ρεσε να κα­ταλάβει γιατί έβαλε τα δαιμόνια μέσα σε χοίρους οι οποίοι τρό­μα­ξαν και πνίγηκαν, ενώ κάλ­λι­στα θα μπορούσε να τα διώξει μακριά σαν παν­το­δύναμος θε­ός που υποτί­θε­ται πως ήταν. Κλπ.

Ο Russell δεν επεξετάθη σε πολλά τέτοια σημεία έργων και λόγων του Ιησού, μόνο σε ολίγα. Όσα ανάφερε του άρκεσαν για να μεταδώσει αυτό που ήθελε. Αυτού του εί­δους τα σημεία λαθών, ανοησιών, βλακειών, βαρβαροτήτων, θηριωδιών, αν­τι­φά­σεων, ανηθικο­τή­των, υπερβο­λών, κλπ στην Βίβλο ανέρχον­ται σε κά­που (7000 ) επ­τά χιλιά­δες και έχουν κατα­γρα­φεί σε κα­ταλό­γους της διεθ­νούς βιβλιογραφίας. Παρ’ όλα ταύ­τα οι Χριστιανοί έχουν θέσει ως δόγμα τους ότι: «Η Βίβλος είναι βιβλίο θεό­π­νευστο και εκ τούτου αλάν­θα­στο!». Χωρίς αυτό το δόγμα ο Χριστιανισμός κρημνί­ζε­ται σαν χάρ­τι­νος πύργος! «Πολύ πε­ρίεργο...!».

Στο παρόν κείμενο λοιπόν θα ασχοληθούμε με το διατί ιδιαιτέ­ρως απορρίπτο­με τον Χριστιανισμό πέραν της γενικής φιλοσοφικής ιδέας και επιχειρήματος του απί­στου, αγνωστικιστή και αθέου που περιγράψαμε παραπάνω. Επειδή θέλομε το παρόν άρθρο να είναι μικρού μεγέθους και να μην επεκταθεί, θα υποδείξομε επιγραμματικά όλα τα σημεία εκείνα που πρέπει να λάβει υπ’ όψη και να ερευνήσει ο κάθε λογικά και ελεύ­θε­ρα σκε­πτόμενος, ακόμα και ο πιστός που δεν έχει ακόμα υποστεί καθολι­κή αγκύλωση σκέ­ψεως και εγκεφαλικών διεργασιών, και θρησκευτικό παραλή­ρημα από την χριστιανική πίστη και τους Χριστιανούς. Έτσι δεν θα αναφέρομε τις αναφορές από την Βίβλο (Αγία Γραφή), Ιερά Παράδοση και Ιστορία. Όλες υπάρχουν στην διε­θ­νή βιβλιογραφία, σε καταλόγους, σε περιοδικά, σε άρθρα, κλπ. Είναι εύκολο και προ­σιτό για τον καθένα να ελέγξει αυτά που αναφέρομε εδώ, αρκεί να ξοδέψει λίγο χρό­νο και ίσως να αγοράσει και μερικά βιβλία.

Επειδή πολλοί Χριστιανοί δεν έχουν τελικά τίποτα άλλο να προβάλουν παρά το επιχείρημα των θαυ­μάτων και των ιδιαιτέρων όπως λένε ατομικών εμπειριών και βιωμάτων, έχομε να τους πούμε τα εξής: (α) Αυτό το επιχείρημα το προ­βά­λουν εξ ίσου όλες οι θρησκείες και όχι μόνον ο Χριστιανισμός. Αν ίσχυε ούτως, τότε όλες οι θρησκείες θα ήταν εξ ίσου σωστές, πράγμα αντιδιαμετρικώς αδύνατο. (β) Πολλά πα­ράξενα, ιδιάζοντα και απ­ροσδόκητα φαινό­μενα συμβαίνουν παν­τού και πάντοτε. Πέ­ραν των συμπτώσεων, τις πιο πολλές φορές κανείς δεν ασχολείται μαζί τους για τους δώσει εξήγηση ή ακόμα μπορεί η εξήγηση να είναι εξαιρετικά δύσκολη για να βρεθεί. Μετά όμως διάφορες θρη­σ­κευτικές κλίκες ιδιοποιούνται όλα αυτά τα φαινό­μενα και τα παρουσιάζουν ως θαύ­ματα για να αποδεικνύουν την δήθεν ορθότη­τά τους πλανεύ­οντας έτσι τους αδα­είς, τους ολίγον ευφυείς και απερισκέ­πτους. (γ) Κύριοι, δεν μπο­ρούμε να πι­στεύομε ότι 2 + 3 = 12 επει­δή αυ­τός που το ισχυρίζεται μπο­ρεί να περπα­τά επάνω στα νερά· είτε μπορεί και περπατά επάνω στα νερά είτε όχι το 2 + 3 ισούται με 5 και όχι με 12. Αλλιώς να πα­ρα­δε­χθείτε ότι δεν δέχεστε την λογική και τό­τε αν εί­στε ειλικρινείς και συνεπείς να ζήσετε χωρίς αυτήν και να απολαύσετε τις συνέπειες αυτής της επιλογής σας.

 

Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ

 

Μερικές θρησκείες ανεξαρτήτως του αν ήταν επιστημονικά αλη­θείς ή όχι επέ­φε­ραν αρκετά θε­­τικά απο­τε­λέσματα στην ανθρώπινη ζωή, κοινωνία και πο­λιτισμό. Πολλές τέτοιες θρησκείες συμπεριφέρονταν ως κοσμοθεάσεις μάλλον παρά ως αξιω­ματικές θρησκείες δογματικών και αυθαιρέτων «αληθειών». Διά τούτο, αν εξαιρέ­σο­με την «πλάνη» τους, συνετέλεσαν στη παρα­γωγή θετικού έργου διά μέσου της ανθ­ρώπινης ψυχολογί­ας. Πολλές τέτοιες «θρησκείες» σε διάφορα μέρη του κόσμου, με­ταξύ των οποίων και πάνω απ’ όλα είναι η Ελλάς, επέτρεπαν να ανα­πτυχθούν η φιλο­σοφία, η ιατρι­κή, η αστρονομία, η ιστορία, και πάσα επι­στήμη και τέχνη. Πέραν ολί­γων γε­νι­κών συμπαντικών αρχών οι οποίες και αυτές είχαν την δυνατότητα να εξε­λίσσονται κάτω από τις συνεχείς προόδους του πνεύματος και της γνώσεως, διαφω­νί­ες και αιρέσεις εθεω­ρούντο αυτο­νόητες και δεν προκαλούσαν κανέναν δισ­ταγμό ή φόβο, πολλώ μάλλον διωγμό.

 Αλλά ο Χρι­στι­α­νι­σμός ως τέτοια θρησκεία τί έκανε; Κατά την ιστορική δια­δ­ρομή του, αν τα βάλομε όλα κάτω, έδρασε θετικά ή αρνητικά πάνω στην ζωή του αν­θ­ρώ­που και στον ανθρώπινο πο­λιτι­σμό; Ο Χρι­στια­νι­σμός τί απο­τελέ­σμα­τα είχε επά­νω στις ανθρώπινες δραστηριότητες; Πώς καθοδήγησε και πώς διαπαιδαγώγησε τον κόσμο; Ποιο είναι το καθαρό χρεόγραφο της ιστορίας του; Η απάντηση που τεκμη­ρι­ώνεται από τα ει­δι­κά σημεία κατά του Χριστια­νισμού τα οποία εκτίθενται ευθύς αμέ­σως, εί­ναι πέ­ρα για πέρα οικ­τ­ρή και φρικτή.

Κάποιος που δεν ξέρει περισσότερα μπορεί να φέ­ρει ως αντίρρηση έναν κα­τά­λογο ορισμένων ηθικών αρχών, για τις οποίες συνεχώς δια­τεί­νονται οι αδαείς Χρισ­τι­ανοί, όπως π. χ. να κάνεις ελε­ημοσύνη, να συγ­χω­ρείς, να αγα­πάς τους πλησίον σου, ο χρυσούς κανών, κ. ά. Ο Χριστιανισμός όμως δεν φτιάχτηκε για να μας πει αυτά. Αυ­τές οι ηθι­κές αρχές ήταν ήδη γνωστές προτού εμφανισθεί ο Χριστιανι­σμός ο οποί­ος απλώς τις επανέλαβε ή μάλλον τις αντέγραψε χωρίς να ανα­φέρει τις αρχαιότερες πη­γές. Ήδη αναφέραμε παραπάνω ότι ο Bertrand Russell έχει καταγγείλει το γεγονός αυτό στην ομιλία του. Αλλά κατά την ιστο­ρι­κή διαδρομή του, προ­κειμένου να επι­τύ­χει την εδραίωση και το συμφέ­ρον του, ο Χριστιανισμός παρέβη κατά συρροή ακό­μα και αυτές τις ηθικές αρχές όπως και κάθε άλλη ηθική αρχή.

 

ΤΑ ΕΙΔΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

 

Α) Θεολογία

 

1)     Το μήνυμα του Χριστιανισμού, η θεολογική καταξίωσή του, είναι ένα ανό­ητο παραμύθι για να φο­βε­ρίζει τα μωρά παιδιά και να καταντά μωρά τους με­γάλους. Αυτό εί­ναι: «Η σωτηρία από την διαρκή οργή του Πανα­γά­θου και Παν­τοδυνάμου Θεού Γιαχβέχ, ο οποίος καταράστηκε και καταδίκασε όλη την δημι­ουρ­γία του και εις πάντας τους αιώ­νας, ένεκα του προπατορικού αμαρτήματος που δι­έ­πρα­ξαν οι μυθικοί πρωτόπλαστοι Αδάμ και Εύα κάπου 6500 χρόνια πριν! Κλπ.». (Παύλος: Πρός Ρωμαίους 5: 14, 6: 23, Α΄ Πρός Κορινθίους 15: 22, 45, Β΄ Πρός Κορινθίους 11: 3, Α΄ Πρός Τιμόθεον 2: 13-14, όλες οι επεξη­γήσεις των Πατέρων, κλπ.) Αν κα­νείς αμφι­βάλει ότι αυτό είναι παραμύθι, δεν έχει παρά να σκεφ­τεί και να κρί­νει λιγάκι αυτή την θεολογική δικαιολογία, να μελετήσει τα πο­ρίσματα των επιστημών διά την ηλικία της γης και της εξελί­ξεως τού αν­θρώ­που επ’ αυ­τής, να μελετήσει τα πέντε πρώτα κεφά­λαια της Γε­νέσεως για να δι­απιστώσει την τρο­μα­κτικότατη ασυ­ναρτη­σία που υπάρ­χει εκεί μέσα, και ακό­μα να μελετήσει τα Ασ­συ­ριακά, Βα­βυλω­νι­ακά, Ινδικά, Αιγυπτι­ακά, Ελ­λη­νικά και Ερμητικά έπη και μυθολογίες. Όσον αφορά την δημιουργία του κόσ­μου, ο Θεός Γιαχβέχ εδημιούργησε το σύμπαν και τον άνθρωπο, πριν 6500 χρό­νια περίπου, έτσι χάρη γούστου. Κάποια στιγμή βαρέθηκε να είναι μό­νος του και αποφάσισε να δημι­ουργήσει την παρέα του για να ασχο­λείται μαζί της και να της μεταδώσει την ευ­τυχία του! (Ευτυχία; Άλλο τίποτα...!). Από τότε όχι μόνο δεν είναι πια μόνος του, αλλά πριν 2000 χρόνια περίπου έγινε και τρι­αδικός. Επειδή όμως η Εύα και ο Αδάμ έφαγαν από τον καρπό του δένδρου της γνώ­σε­ως του καλού και του κακού ο πανάγαθος Θεός που είναι όλος αγάπη ορ­γίστηκε σε τέτοιο βαθμό που κατα­ράστηκε όλη την δημι­ουργία του απ’ άκρη σ’ άκρη και από τότε πάει και η ευτυ­χία...

2)     Βασίζεται στην υφαρπαγή, παρεξήγηση, διαστροφή και επί τούτου κακοποί­η­ση των Εβ­ραϊκών Γραφών, οι οποίες με τη σειρά τους δεν είναι τίποτα το σπουδαίο και κατά μέγα μέρος αποτελούν οικ­τρή συρραφή μωριών, βαρβαρο­τήτων, θηριωδι­ών, αντιφάσε­ων, αντιεπιστημονισμού, και όλο το κακό συνα­πάντημα.

3)     Βασίζεται στον Ιησού Χριστό ο οποίος όχι μόνο δεν έχει ιστορι­κώς αποδειχ­θεί ότι υπήρξε ποτέ έστω ως κάποιος απλός ή ασήμαντος άνθρωπος, αλλά επιστη­μο­νι­κώς και ιστορικώς αποδεικνύεται πλήρως ότι ο Ιησούς Χριστός των Ευ­αγγε­λίων είναι μύθος, δηλαδή κατασκευασμένο ψέμα! Δηλαδή μιλάμε, θεολο­γού­με και επι­χειρηματολογούμε στο κενό.

4)     Η αρχική θεολογία του Χριστιανισμού (για δύο αιώνες περίπου) ήταν άμεσα εσχατολογική. Δεν ησχoλεί­το δηλαδή με τη θεoλoγι­κή θε­ώ­ρη­ση των εσχά­των, αλ­λά με τo άμεσο τέ­λoς τoυ κό­σ­μoυ το οποίο βρι­σκό­ταν πρo των θυ­ρών και θα συνέβαινε εντός ολίγου. Συνεπώς δεν χρειαζόταν καμία κοινωνική πρόνοια και αντιμετώπιση του αύριο. Η κυριαρχία του κόσμου ανήκε στον σατανά, στους διαβόλους του και στην αμαρτία. Έτσι ο άρχων της δικαιοσύνης θα εμ­φανιζόταν λίαν συντόμως για να αποκαταστήσει τα κακώς κείμενα. Η αποτυ­χία της αμέσου αυτής εσχατολογίας, ανάγκασε τους χριστιανούς να την ανα­βάλουν στο άγνωστο απώτερο μέλλον.

5)     Εκτός από ολίγες γνωστές ηθικές εντολές, τις οποίες επανέλαβε, (για να εί­μα­σ­τε πιο ακριβείς, αντέγραψε, χωρίς να αναφέρει την πηγή,) η θεολογία του εί­ναι, πλα­σ­τή, τεχνητή, αντι­φατική, ανόητη και λανθασμένη. Παίζει με την ψυ­χολογία και πατά και τοκίζει επί των αδυναμιών και των φόβων των ανθ­ρώ­πων και όχι επί της εξ αντι­κειμένου αλήθειας. Διά ταύτα, η θεολογία και δογ­μα­τική του Χρισ­τιανισμού είναι διαρκώς εκφοβιστικές και καθίστανται άκρως επικίνδυνες και καταστρο­φικές τόσο για το άτομο ως μονά­δα όσο και για την κοινωνία ως σύ­­νολο! Πολλές ηθικές εν­το­λές και προτρο­πές της χριστιανικής θεολογίας και ηθικής είναι γε­νικολο­γίες και υπερ­βολές οι οποίες χωρίς τρο­πο­ποιήσεις κατά περίπτωση κα­ταντούν ανόητες ή αποβαίνουν επικίνδυνες. Αυ­τές ούτε η Βίβλος, ούτε οι Χρι­στιανοί τις ετήρη­σαν ποτέ!

6)     Η χριστιανική θεολογία έρχεται σε αγεφύρωτη αντίθεση προς κάθε αρχή, ση­μείο, επι­τυχία, έκφανση, δραστηριότητα, επιστήμη, φιλοσοφία, τέχνη και επί­τευγμα του Ελληνικού και του Ελληνορωμαϊκού πολιτισμού.

7)     Πρόκειται για θεολογία και δογματική: Ανοησίας, αντιφάσεως, τρέλας, σχιζο­φ­ρένιας, ακατα­σ­τασίας, λά­θους, ψεύδους, στρεψοδικίας, αοριστίας, υπεκφυ­γής, γενικολο­γί­ας, συγκαλύ­ψε­ως, παραλο­γι­σμού, θη­ριω­δί­ας, φό­βου, εκφο­βισ­μού, κατα­ναγ­κα­σμού, πολ­λών κα­κών, απα­ξίας της εδώ ζω­ής και του κό­σμου, καταστροφής, εσχατολο­γίας, αποκαλύ­ψεως, θαυμα­το­ποι­ίας, αι­ωνίου τι­μωρίας ή αν­ταμοι­βής, μισαλλο­δοξίας, αντιγ­νώσεως, αντιεπισ­τήμης, αντισο­φί­ας, αντι­φιλο­σοφίας, πέν­­θους, εναντίον κάθε χαράς της εδώ ζωής. Αλλού άλ­λα είναι θέσεις και αλ­λού τα ίδια αντιθέσεις! Αλ­λού άλ­λα επι­τ­ρέ­πονται και αλλού τα ίδια απαγορεύ­ονται! Άκρη δεν βρίσκεις! Παν­τού αλ­λο­π­ρό­σ­αλλη, στρεψόδικη, κλπ.

8)     Αποτέλεσμα όλης αυτής της αλλοπρόσαλλης, καταστροφικής, αν­τιφατικής, ακατάστατης, μισαλλοδόξου, εσχατολογικής, κλπ, θεο­λογίας ήταν ο κατακερ­ματισμός του Χριστιανι­σμού, από τον πρώτον αι­ώ­να μέχρι και σήμερα, σε χι­λι­ά­δες αιρέσεις οι οποίες στο παρ­ελθόν αλληλοσπα­ράχτηκαν χειρότε­ρα από τα άγρια θηρία με τρο­μακτικές δια­χ­ρονικές συνέπειες για ολό­κληρη την ανθ­ρωπότητα και τον πολιτισμό. Σήμερα, ενώ η κάθε χριστιανική αίρεση επιμένει ότι αυτή και μό­νον πρεσβεύει την ορ­θή και αληθι­νή χριστιανική πίστη και όλες οι άλλες είναι εσφαλμένες, όλες τους τε­λούν εν ειρήνηι λυκοφιλίας λό­γω αλλοτρίων αι­τί­ων, συμφερόντων και επιβιώσεως! Επί­σης η άκρατη και συ­νε­χής μισαλ­λο­δο­ξία οδήγη­σε τους Χριστιανούς να κατασπαράξουν ή να εξαφα­νίσουν πλεί­στους όσους λαούς και πολιτισμούς οι οποίοι δεν επείθοντο από το χρισ­τιανικό κή­ρυγμα αλλά ηρκούν­το σε μια ήσυ­χη συνύπαρξη.

 

Β) Γραμματεία

 

Βίβλος, Δευτεροκανονικά Βιβλία, Ιερά Παράδοσις, Σύνοδοι, Δογματικές, Κατηχήσεις, Νομοκάνονα, Πηδάλια, Βίοι Αγίων, κλπ., δεν περιέχουν τίποτα το βα­ρύγδουπο αλλά περι­έχουν ένα τεράστιο πλή­θος από:

 

1)     Πρωτότυπες Ανοησίες

2)     Απίθανες Βλακείες

3)     Αμέτρητες Κραυγαλέες Αντιφάσεις

4)     Εσφαλμένα Επιχειρήματα

5)     Τρελές Ασυναρτησίες

6)     Σχιζοειδείς και Ανήκουστους Παραλογισμούς

7)     Αδιανόητες Θηριωδίες

8)     Τρομακτικές Κακίες

9)     Τετριμμένες Κοινοτυπίες Κοινοτοπίες

10) Καταστροφικές ή Ανήθικες Παραινέσεις

11) Επιστημονικά Λάθη

12) Μαθηματικά Λάθη

13) Ασύστολα Ψεύδη

14) Σκόπιμες Στρεψοδικίες

15) Αόριστες και επικύνδινες Γενικολογίες

16) Βλακώδη Παραμύθια

 

Γ) Ιστορία

 

            Στα μέρη όπου επικράτησε ο Χριστιανισμός και εδραιώθηκε σύμφωνα με τις βασικές αρχές του (βιβλικές, πατερικές, των συνόδων, κλπ.) και αποφάσεις του συνέβησαν:

 

1)     Καταστροφές πάντων των τοπικών ή οικουμενικών πολιτισμικών στοιχείων. Ήταν το μεγαλύτερο δυστύχημα κατά της γνώσεως, της ιστορίας, και του πο­λιτισμού του ανθρώπου! Έχομε ολοκληρωτική εξάλειψη πλήθους πολιτι­σμών όπως: Ελληνικός, Ελληνο-Αλε­ξαν­δρινός, Ελληνο-Ρωμαϊκός, των Σαξόνων, των Σκανδιναβών, των Μάγια, του Μεξικού, του Περού, κλπ.

2)     Καταστροφές πολλών κοινωφελών έργων και ιδρυμάτων: νοσο­κομείων, ασ­κ­ληπιείων, βιβλιοθηκών, γυμναστηρίων, λουτρών, ναών, στα­δί­ων, των βιβ­λί­ων, πασών αρχιτεκτονημάτων και κτηρίων, των έργων τέχνης, κλπ.

3)     Εξάλειψη τοπικών ηθών και εθίμων, γραμμάτων, τεχνών, αθ­λη­τι­σμού, αγώ­νων, κλπ, (Ευρώπης, Μέσης Ανατολής, Αφρικής, Αμερικής, Ειρη­νι­κού Ωκεα­νού, κλπ.).

4)     Οι αιρέσεις ήταν ο φόβος και τρόμος διά τον Χριστιανισμό. Διά τούτο, εκτός από τα αναθέματα και τους αφορισμούς, οι ορθόδοξοι εξαπέλυσαν τρομακ­τι­κούς αιματηρούς και καταστροφικούς διωγμούς εναντίον τους. Κάθε διαφω­νία ή ελαφρά παρέκκλιση εθεωρείτο αίρεση και εδιώκετο πάση θυσία.

5)     Κατάργηση και αναθεματισμός, των μαθηματικών, της αστρονομίας, της ιατ­ρικής, των επι­στημών, των γραμ­μάτων, του θεάτρου, των τεχνών, της φιλο­σο­φίας, κλπ.

6)     Η χριστιανική θεολογία και δογματική είχε σαν αποτελέσματα και τα εξής: Γενοκτονίες, θρησκευτικοί και μη θρη­σκευ­τι­κοί πόλε­μοι, σταυροφορίες, ιερές εξετάσεις, πρωτοφανείς εξοντωτικοί νόμοι, εξολόθρευση των αιρετικών, αφάνταστα βασανιστήρια, εκα­τομ­μύρια αθώ­ων θυμάτων, όλο το κακό συν­α­πάντημα, αμορφωσιά, συμφορά, βία, με­σαίωνας, κλπ, με τρομακτικές διαχρο­νικές συνέπειες για ολόκληρη την ανθρωπότη­τα.

 

Δ) Κοινωνικότητα και Ψυχολογία

 

Στα μέρη όπου επι­κρά­τη­σε ο Χριστιανι­σμός έκανε τα πάντα μαντάρα. Τα πράγματα έγι­ναν τρισ­χειρότερα από ότι ήταν πριν! Από την χριστιανική θεο­λο­γία, γραμματεία και δογματική κατά εποχές και κατά τόπους προέκυψαν:

 

1)     Άνευ Προηγουμένου Δεισι­δαι­μο­νία

2)     Σατανολογία

3)     Δαιμονολογία

4)     Διαβολικά τάγματα

5)     Προστάτες άγγελοι

6)     Αγγελικά τάγματα

7)     Εξορκισμοί

8)     Αγιασμοί

9)     Εσχατολογία

10) Φό­βος

11) Τρόμος

12) Αναχωρη­τι­σμός

13) Ερημιτισμός

14) Στηλιτισμός

15) Μοναχισμός

16) Ενίοτε Ευ­νου­χι­σμός

17) Αντισεξουαλισμός

18) Αντιερωτι­σμός

19) Παρθενία

20) Μισογυ­νι­σμός

21) Αγαμία

22) Ανωμαλία

23) Παιδεραστία

24) Μυστικά Όργια

25) Εμμονή αμαρτίας

26) Μυστικοκοπάθεια

27) Νεύ­ρωση

28) Καχυπο­ψία

29) Ενοχή

30) Απομονωτισμός

31) Αντικοινωνικότης

32) Συμπλεγματισμός

33) Πόνος

34) Θλί­ψη

35) Φό­νος

36) Καταστροφή

37) Αθλιό­τητα

38) Απαξία

39) Βασανιστήρια

40) Βία

41) Θάνατος

42) Εξοντωτικοί Νόμοι

43) Αγραμ­μα­το­σύ­νη

44) Αντιεπιστημονικότης

45) Κατάπτωση των Τεχνών

46) Απόρριψη της Φιλοσοφίας

47) Οπισθοδρόμηση

48) Καταρράκωση της Προσωπικότητας

49) Νηστεία

50) Βρωμιά

51) Απλυσιά

52) Αρρώστια

53) Ευχέλαια

54) Παραλήρημα

55) Μισαλλοδοξία

56) Κατήφεια

57) Δυστυχία

58) Εκ­με­τάλ­λευ­ση

59) Αιρέσεις Διχοστασίες και Σχίσματα

60) Σφαγές

61) Εξοστρακισμός

62) Απόλυτος ρατσισμός

63) Αφορισμός

64) Ανάθεμα

65) Καταναγκασμός

66) Εκφοβισμός

67) Παραλογισμός

68) Κλπ, κλπ, κλπ....

 

Αυτά τα ειδικά σημεία λοιπόν ας τα προσέξουν όλοι όσοι ενδια­φέρονται. Εδώ τα ανακοινώσαμε απλώς και γενικώς ως συμπεράσματα. Λόγω της εδώ συντομίας θα αποφύ­γο­με την οιαν­δήποτε καταγραφή αναφορών, θεολογικών και ιστορικών στοι­χείων και παρα­δειγμά­των που τα πιστοποιούν ενταύθα. Πάρα πολλά απ’ αυτά τα πα­ρουσιάζομε στις ερ­γασί­ες μας που έπονται ευθύς αμέσως. Η κα­τα­γραφή όλων των υπαρκτών στοιχείων που πιστοποιούν πέραν πάσας αμφιβολίας τα συμπεράσματά μας εί­ναι έργο υπέρ­ογκο εκα­τοντά­δων τόμων. Για να δώσουν απαντήσεις στις απορίες που πιθανόν έχουν και για να πιστοποι­ήσουν την αλήθεια όλων των στοιχείων που προβάλομε εδώ τους προ­τεί­νομε να ερευ­νή­σουν: Την Βίβλο, την Ιερά Πα­ράδοσιν, τα Απόκρυφα, τα Ψευ­δεπί­γρα­φα, τις Συ­νό­δους, τις Δογματικές, τις Κατηχή­σεις, τα Νο­μο­κάνονα, τα Πη­δά­λια, τους Βίους Αγί­ων, τους Συναξαριστές, την αντικειμενική Ιστορία, την διεθνή Βι­βλι­ο­γραφία και διάφορα άρθρα πάνω στα θέματα αυτά. Κυ­κλοφορούν και διάφοροι κατά­λογοι δημο­σιευμένοι ως βιβλία ή ευρίσκονται στο διαδίκτυο οι οποίοι περιέχουν τε­ράστιους αρι­θμούς παρα­δειγμά­των και αναφορών. Σε όλες αυτές τις πηγές οι ενδια­φε­ρό­με­νοι θα εντοπίσουν όλα τα θεολογικά, αν­τι­κει­με­νικά, ιστο­ρι­κά, και επιστη­μο­νι­κά στοι­χεία, ζητήματα, αναφορές και απαντήσεις που θα υπεραρ­κέ­σουν για να καλύ­ψουν τα κενά και τις απορίες τους.

 

ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΩΣ

 

Αν κανείς τότε απορεί πως επεκράτησε ο Χριστιανισμός, η Εβραιο­χριστιανική ή και Γνωστικοχριστιανική μάστιγα δηλαδή, έστω στα μέρη όπου επεκράτησε, η απάν­τη­ση είναι απλή. Τους τρεις πρώτους αιώνες ήταν ολιγάριθμος και του περιθω­ρίου και έτσι οι υπόλοιποι δεν του έδιναν μεγάλη σημασία. Το πρώτον αιώνα και στις αρχές του δευτέρου αιώνα ήταν καθαρά Ιουδαϊκή υπόθεση, και τίποτα παραπάνω. Μόνο μερικοί μορφωμένοι Εβραίοι και λί­γο αργότερα μερικοί Εθνικοί έφερναν στην επι­φάνεια ιστορικά δεδομέ­να και ακαδη­μαϊκά ή φιλοσοφικά επιχειρή­ματα εναντίον του.

Αποτελεί πραγματική ειρωνεία το γεγονός ότι χωρίς τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατο­ρία αυτή η παράξενη και αλλοπρόσαλλη δοξασία δεν θα είχε την τύχη να εξαπλωθεί. Κάτω από την Ρωμαϊκή Ειρήνη (Pax Romana) και γνωρίζοντας κάπως την Ελληνική ή την Λατινική γλώσσα μπορούσε κανείς να έλθει σε επαφή με ένα τεράστιο πλήθος λαών. Η διά ξηράς και διά θαλάσσης συγκοινωνία ήταν αρκετά ασφαλής και εύκολη για την μεταβίβαση από τ’ ένα μέρος στ’ άλλο. Έτσι λοιπόν αυτή η Ιουδαϊκή αιρετική υπό­θε­ση, όταν αυτή το θέλησε, εύκολα μεταπήδησε εκτός του Παλαιστινιακού χώρου και των συναγωγών της διασποράς. Η ελευθερία λόγου που υπήρχε τότε δεν την εμ­πό­δι­σε να κάνει κάτι τέτοιο. Αυτή λοι­πόν την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την ασφά­λεια που παρείχε, αυτήν βρήκαν να κατηγορούν και να καταδικάζουν οι Χριστιανοί ένεκα δή­θεν διωγμών

Ουδείς διωγμός κατά των πεποι­θή­σε­ων υπήρξε στη Ρωμαϊκή αυτο­κρατορία όπου επικρατούσε τέτοια θρη­σκευτική ελευθερία που ο σημερινός κόσμος είναι αδύ­νατο να τη φανταστεί. Έχει μείνει παροιμιώδες ότι: «Εις την Ρώμη συναν­τού­σες ευ­κολότερα έναν θεό παρά έναν άν­θρω­πο!». Οι λεγόμενοι «διωγμοί» ήταν τοπικές αντι­δράσεις του κράτους κατά των συνεχών κρουσμάτων απειθείας και των συ­ν­ω­μο­τικών ανατρε­πτικών ενεργειών των χριστιανών. Αν­ε­ζητούντο οι ένοχοι των εγκληματικών πράξε­ων και ου­δείς εθίγετο λόγω των πεποιθήσεών του! Ουδείς συ­στηματικός διωγ­μός υπήρξε! Αντι­θέτως ο Χριστιανι­σμός όταν κατέλαβε την εξουσία εγκαινίασε και εξ­απέ­λυσε τον πραγματι­κό, ανελέητο, ολοκλη­ρωτικό και ιδεολογικό διωγμό!

Οι διωγμοί επί Νέρωνος (+64) και Δομιτιανού (+94 - 96) αναφέ­ρονται διά πρώτην φορά το +170 από τον επίσκοπο των Σάρδεων Μελίτωνα τον ευ­νούχο. Αυτά που γράφει είναι καθαρές υπερβολές. Την εποχή του Νέρωνος οι χριστι­ανοί (αν υπ­ήρχαν) στη Ρώμη ήταν ελάχιστοι και όχι μυριάδες! Άλλες έρευνες, βασι­σμέ­νες σε ισ­τορικά στοιχεία και σε παραδόσεις των ιδίων των χριστιανών έχουν απ­αλ­λάξει τον Αυτοκράτορα Δομιτιανό (+81 - 96 Κ. Ε.) από την χριστιανική φήμη ότι εξαπέλυσε δι­ωγμό κατά των χριστιανών και αι­ματοκύλι­σε την αυτοκρατορία. (Π. χ. βλέ­πε: Κυρτάταs Ι. Δημήτρης, Απόκρυφες Ιστορίες, Μύθοι και Θρύλοι από τον Κόσ­μο των Πρώτων Χριστιανών, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2003-2004, σελίδες 64-65, και Ευ­σεβίου, Εκκλησιαστική ιστορία 10: 20 που βασίζεται στον Εβραιοχριστιανό ιστορικό του 2ου αιώνα Ηγήσιππο, ειδικά για το επεισόδιο των δύο εγγονών του Ιούδα, του μικ­ρού αδελφού του Ιησού, στον οποίον και έχει αποδοθεί η ομώνυμος Επιστολή εν­τός της Καινής Διαθήκης.). Εκείνο που ο Δομιτιανός έκανε ήταν ότι, ανέκρινε μερι­κούς χριστι­α­νούς τα­ρα­ξίες τους οποίους και τιμωρούσε εάν ευρίσκονταν ένοχοι εγκληματι­κών πράξεων. Άλλους φτωχούς κακομοί­ρηδες και αθώους, τους ρωτούσε να του εξη­γήσουν τί πί­στευαν και τί έκαναν και μετά τους άφη­νε ελευ­θέρους, αισθανό­μενος κά­ποια περιφρόνηση για την κα­τάντια και την βλα­κεία τους. Αυτό ακριβώς γράφουν ότι συνέβη με τους δύο εγγονούς του Ιούδα, του μικρού αδελφού του Ιησού, πράγμα που είτε είναι αληθές είτε παραμύθι φανερώνει ότι η Ρωμαϊκή εξουσία δεν εδί­ωκε ανθρώ­πους έτσι χά­ρη γούστου ή για τα πιστεύω τους ή την συγγένεια τους.

Ο Μέγας Δέκιος δεν πρόφθασε να δώσει λύση στο καινοφανές χρι­σ­τιανικό πρόβλημα διότι εφο­νεύ­θει σε μάχη κατά των Γότθων σε ελώδη περιοχή πα­ρά το δέλ­τα του Δουνάβεως το 251 Κ. Ε. προτού καν κλείσει δύο έτη ως αυτοκρά­τωρ. Ο λεγό­μενος διωγμός του Διο­κλητιανού (+302 - 303 Κ. Ε.) δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η μό­νη γενικότερη προσπάθεια ελέγχου των χριστιανών (όχι όμως της ιδεολογί­ας των), οι οποί­οι είχαν πλέον αποθρασυνθεί πέραν κάθε ανοχής και επυρ­πό­λησαν το αυτοκρα­τορικό ανάκτορο στην Βι­θυ­νία της Μικράς Ασίας. Το αίτιο του διωγμού ήταν το γε­γονός ότι κατά την κα­τοχή της Αλε­ξανδρείας υπό της Παλμύρας (+269 - 274) οι χρισ­τια­νοί της πό­λεως ταχ­θέντες υπέρ της Ζηνοβίας (+240 - ;;; , κυ­βερνήτου της Παλ­μύ­ρας) και του εγ­καθέτου της χριστιανού επισκό­που Παύ­λου του Σα­μο­σα­τέως, άρχι­σαν να αποσφάτ­τουν συσ­τηματικώς όσους Έλλη­νες, Ρωμαίους και Εβραίους ηδύναντο!

Πέραν των καρπών της Ρωμαϊκής ειρήνης και ανεξιθρησκίας που ο Χριστιανι­σμός έδρεψε κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, στις αρχές του τε­τάρτου αιώνα του έτυ­χε και το πρώτο λαχείο! Αυτό ήταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος. Ο Χριστιανισμός λοι­πόν, ή η Εβ­ραι­ογνωστικοχριστι­α­νι­κή μάστιγα, αυτή η φτιαχτή και κα­ταστ­ροφική θρησκεία, επ­εκράτησε επει­δή μονομε­ρώς και καπ­ριτσιόζικα το θέ­λησε έτσι ο «Άγιος και Μέ­γας» δια­τα­ραγ­μένος και ανι­σόρ­ρο­πος αυτο­κ­ρά­τωρ Κωνσταντί­νος. Επ­ρόκειτο για δια­τα­ραγμένη, πονηρή, εγ­κλημα­τική και βίαια φυσιογνω­μία με πολλά ει­δε­χθή εγ­κλήματα στο εν­εργητικό της! Αυτός εξόντωσε είτε διά πολέμων είτε διά δό­λου κάθε άλλον υψηλά ιστάμενο πολιτικό της αυτοκρατο­ρίας (όχι αντίπαλό του όπως συνηθίζουν ψευδώς να λένε) που δεν του έφταιξε σε τίποτα και ούτε του έδωσε οποι­αδήποτε αφ­ορμή για να τον φονεύσει ή να τον δολοφονήσει. Μετά χρησι­μοποι­ών­τας κάθε παρα­νο­μία και αυθαι­ρε­σία και με την επιρροή και τις μηχανορραφίες της μάνας του Ελέ­νης, έστριψε απ­λώς έναν διακό­πτη για να παρα­δώσει εν λευ­κώ όλη την Ρω­μαϊ­κή Αυ­τοκρατο­ρία στους ολιγάριθμους Χρισ­τιανούς συν­ωμότες ενώ ταυτοχρό­νως απέκ­λεισε την συντριπτική πλει­ονότητα των υπολοίπων από το κά­θε τι.

     Έχει καθιερωθεί ως γεγονός ότι το 313 Κ. Ε. εξεδόθη το κο­σμο­ϊ­στο­ρι­κό διά­ταγμα των Με­διο­λά­νων από τον Κων­στα­ν­τί­νο με τον γαμπρό του Λι­κι­νί­ο. Με το διά­ταγμα αυτό νο­μο­θε­τή­θη­κε η ανε­ξι­θρησ­κία και ως εκ τού­του ο Χρι­στια­νι­σμός έ­γι­­νε ισό­τι­μη θρη­σκεία με κά­θε άλ­λη. Τού­το ήταν το δεύ­τε­ρο διά­ταγ­μα ανε­ξι­θρη­σκί­ας, εφ­ό­σον το πρώ­το εί­χε εκ­δο­θεί ενά­μι­ση χρό­νο πρω­τύ­τε­ρα από τον σο­βα­ρά ασθε­νού­ντα καίσαρα Γαλέριο. Αυ­τή η αν­ε­ξι­θρησκία ως εκ θαύ­μα­τος κρά­τη­σε πο­λύ μι­κρό χρο­νι­κό διάστη­μα, δι­ό­τι αυτός ο κε­νό­δο­ξος, μαται­ό­δο­ξος και εγκλη­μα­τί­ας Κων­στα­ντί­νος σχεδόν αμέ­σως έδω­σε στους Χριστια­νούς μα­ζί με την «α­νε­ξι­θρη­σκί­α» και το «σιδη­ρούν πά­νω χέ­ρι», ή ακριβέστε­ρα ολόκληρη την αυ­τοκρατορία εν λευκώ! Τό­τε οι Χρι­στια­νοί ξέ­χα­σαν τι θα πει ανε­ξι­θρη­σκί­α, ει­ρή­νη, συγγνώμη, συγχώρεση, άφεση αμαρ­τιών, αγά­πη προς τον πλη­σί­ον, δι­καί­ω­μα σε άλ­λη γνώ­μη, άλ­λη αντί­λη­ψη, κλπ. Ένεκα όλων των συμβάντων και της λύσσας των άρτι νομιμοποιηθέντων Χριστιανών που επακολούθησαν, πολλοί ερευνη­τές έφτασαν στο σημείο να αμφιβάλλουν πάρα πολύ αν έναν τέτοιο διά­ταγμα ανε­ξι­θρησκί­ας εξεδόθη ποτέ από τον Κων­σταν­τί­νον. Εν πά­ση περιπτώσει, το αναμφι­σβή­τητο γε­­γονός που ισχύει και παραμένει είναι το εξής: «Αν το διάταγ­μα της ανε­ξιθρησκίας πράγματι εξεδόθη, ου­δέποτε εφ­αρμόστηκε, εκτός ίσως (και πάλι ίσως) για έξη μόνο με­ταβατικά χρόνια μετά την έκδοσή του!». Από το +320 Κ. Ε. πε­ρί­που και εφε­ξής, πέ­ραν των πολλών ιδιο­τελών, πολι­τι­κών και συγγενικών φόνων που διέπραξε ο Κων­σ­ταντίνος, έγι­ναν οι με­γα­λύ­τε­ρες κα­τα­στροφές, διώ­ξεις και εξοντώσεις που γνώ­ρι­σε πο­τέ η ανθ­ρώ­πι­­νη ιστο­ρία από τους Χριστια­νούς, ενα­ντί­ον όχι μό­νο όλων των άλ­λων θρη­σκει­ών αλ­λά και με­τα­ξύ των χρι­στιανι­κών αι­ρέ­σε­ων και σχι­σμά­των. Η εκκ­λη­σία έκα­νε τον Κωνσταντίνον Άγιο και Ισαπόστολο και τον ονόμασε «Μέ­γα» για τις υπη­ρε­σίες του, παρά το δυσθεόρα­το πλήθος και την βαρβα­ρότητα των εγκλημάτων του!

     Μόλις ο ορθόδοξος καθολικός Χριστια­νι­σμός με την λεγομένη πρώτη οικου­μενική σύνο­δο της Νικαίας, το +325, κατέλαβε πλήρως την εξουσία, ταυτοχρόνως εγ­καινίασε και εξα­πέ­λυσε τον πραγματικό, ανελέητο, εξοντωτικό, ολοκλη­ρω­τικό και ιδεο­λογικό διωγμό! Στους επό­με­νους δυό­μι­σι αιώ­νες, σχη­μα­τί­σθη­κε εκτε­νής νο­μο­θε­σία για την εξά­λει­ψη και κα­τα­βα­ρά­θρω­ση του αρ­χαί­ου κό­σμου και ει­δι­κό­τε­ρα του Ελλη­νι­κού και Ελ­λη­νο­ρω­μα­ϊ­κού Πολι­τι­σμού και όλων των αιρέσεων, που απλώς ζη­τού­σαν συ­νύπαρξη. Η νο­μο­θε­σία αυτή υπάρχει στους κώ­δικες του Θεοδοσίου (του «Με­γά­λου») και του Ιουσ­τι­νια­νού, κ. α. Οι κα­τα­στρο­φές βι­βλιο­θη­κών, σχο­λών, έρ­γων κοι­νής ωφε­λεί­ας, έρ­γων τέχ­νης, βι­βλί­ων, διωγ­μοί κα­θη­γη­τών και κά­θε επι­στη­μο­νι­κής και φι­λο­σο­φι­κής σκέ­ψε­ως και με­λέ­της μα­ζί με όλα τα ανα­πά­ντε­χα κα­κά, συ­να­πε­τέ­λε­σαν την με­γα­λύ­τε­ρη μη­χα­νή κα­τα­στρο­φής πο­λι­τι­σμού που γνώ­ρι­σε η ιστο­ρία ολό­κλη­ρης της ανθ­ρωπότητας.

            Εκτός της εξαφανίσεως ό,τι τυχόν στοιχείων υπήρ­χαν, από τον Ευσέ­βιο και την παρέα του, η αρχαιολογία έχει διαπιστώσει τόσο ελάχισ­τα πράγματα ώστε να αδυνα­τεί να δώσει μια κάποια εικόνα του αρχέγονου μη Ιουδαϊ­κού Χριστιανισμού από το +135 Κ. Ε. μέχρι τον Κωνσταντίνο. Οι κατακόμβες της Ρώμης και τα νεκρο­ταφεία που περιέχουν δεν είναι χριστιανικό ζήτημα, όπως ψευδώς οι χριστιανοί έχουν διαδώ­σει. Οι κατακόμβες δεν ήταν χριστιανικές, παρ’ όλον ότι άρεσε σε χριστιανούς να συ­χνά­ζουν εκεί! Υπάρ­χουν βέβαια χριστιανι­κές και μη χριστιανι­κές τοιχογραφίες αρκε­τά ενδεικτικές για τα ολίγα πράγματα που συν­έβαιναν τότε εκεί και για τις λοι­δορίες μεταξύ χριστια­νών και μη χριστιανών. Έχομε επίσης τα ολίγα αιρετικά ψευδε­πίγραφα Γνωστικοχρι­στια­νικά βιβλία που ευρέθησαν το 1945 στην Περιοχή Ναγκ Χαμμάντι της Άνω Αι­γύπτου και μερικά θρύμματα παπύρων. Πέραν τούτων το μόνο προκωνσ­ταντίνιο ανα­σκαφέν αρχαιολογικό εύρημα είναι ένα μικρό και ενδεές χριστι­α­νικό σπί­τι στην πόλη Δούρα Ευρω­πό που βρίσκεται στην δεξιά όχθη του ποταμού Ευφράτη στην βόρεια Μεσοπο­ταμία εντός της ση­μερινής Συρίας. Η Ελληνιστική και μετά Ελ­ληνορωμαϊκή αυτή πόλη (300 Π. Κ. Ε. – 256 Κ. Ε.) ήταν μεγάλος εμπορι­κός κόμ­βος και διέθετε πλούσια Ιου­δαϊκή συναγωγή και πλούσιο Μιθραίο. Τα εν­τός των κτισμά­των αυτών ευρήματα φυ­λάσσονται σήμερα στο μουσείο της Δαμασκού.

Επί αυτοκράτορος Δεκίου, το +250 στην Σμύρνη κατά τις εορτές της αυτοκ­ρα­το­ρίας, εμφανίσθηκαν μερικοί τα­ρα­χοποιοί μπροστά στον έπαρχο οι οποίοι είχαν αλυσοδέσει τους εαυτούς των και απαιτούσαν να μαρτυρή­σουν (να αποθάνουν δηλα­δή διά μαρ­τυρίου) διότι όπως εφω­νασκούσαν ήταν Χριστιανοί. Ο έπαρχος έκπληκ­τος ανεφώνησε τότε: «Μου φαίνε­ται ότι τρελαθήκαμε όλοι» και συ­νέχισε: «Αν αυτοί θέ­λουν να αποθάνουν τότε να πάνε να πηδήξουν από τον κρημνόν εδώ πλησίον». Αυτή είναι η πρώτη ιστορικώς αποδεδειγμένη μη χριστιανική μαρτυρία περί δημοσίας εμ­φανίσεως των χριστιανών. Κά­θε άλλη μαρτυρία περί χριστιανών προ του +250, προ­έρχεται από εσω­τερικές χριστιανικές πηγές ενώ κάθε εξωχριστιανική μαρτυρία φαίνε­ται να είναι απ­λώς με­τα­γε­νε­σ­τέρα παραχάραξη. Όθεν, άπαντα τα προ του +250 συμ­βάντα που αφο­ρούν τον Χριστιανισμό παρα­μένουν σκο­τεινά! Προ του +250 έχομε μόνο μια σταθε­ρά χρονολογία. Βασιζόμενοι στα έργα του Ειρη­ναί­ου Λυώνος γνωρί­ζομεν ότι τα Ευ­αγγέλια εκυκλοφόρησαν κατά τα έτη +180-185, αλλά υπό κά­ποια μορ­φή κατά μάλλον ή ήττον άγνωστη σε ‘μας!

            Επομένως οι γνώσεις μας περί Χριστιανισμού από το +135 μέχρι τον Κωνσ­ταν­τί­νο είναι εξαιρετικά περιορισμένες και προέρχονται σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν από εσω­τερικές ή ψευδεπίγραφες ή ανώνυμες, κλπ., πηγές. Δεν υπάρχουν επιβεβαιωτικές, ανεξάρτητες και αμερόληπτες διασ­ταυρώσεις. Δεν γνωρίζομε πόσα καθαρά Εβραϊκά, πόσα γνωστικιστικά, πόσα νεοπλα­τω­νικά, πόσα αρχαία φιλοσοφικά, πόσα παγανιστι­κά, κλπ., στοιχεία περιέλαβε. Δεν γνωρίζομε όλες τις δοξασίες, τις αιρέσεις και αποχ­ρώσεις (μόνο μερικές) που εδημιούργησε και τί ακ­ριβώς η κάθε μία ομολογούσε. Οι Χριστια­νισμοί των εποχών εκείνων βρίσκονται εντός μίας πυκνής ομίχλης και από τα ολίγα εσωτερικά (των χριστιανικών ομάδων δη­λαδή) στοιχεία που επέζησαν μέχρις ημών και αυτά που δια­κρίνομε μέσα σ’ αυτή την ομίχλη προσπα­θούμε να σχη­ματίσο­με κά­ποια ιδέα ή εικό­να. Οι Χριστιανισμοί αυτοί παραμένουν ου­σιαστι­κά άγ­νωστοι, ο δε αλλο­πρόσαλλος Χριστια­νισμός που προ­έκυψε μετά ταύτα είναι δημιούργημα τού Κωνσ­ταντίνου και των επι­τελείων του.

Επίσης, η ορθόδοξη μετακωνσταντίνια εκκλησία δεν εφρόντισε να ξεχωρίσει και μας δώ­σει τον κα­τά­λο­γο των μη αιρε­τι­κών και θεοπνεύστων Πατε­ρι­κών κειμένων από τον απέραντο κυκε­ώνα των ανοήτων έρ­γων των Πατέρων της. Έτσι άλ­λα είναι εντελώς αιρετικά, άλ­λα ολί­γον αιρε­τι­κά, άλλα εί­ναι εντάξει ως προς τα μέτρα της, κ. ο. κ., με όλες τις δια­βα­θ­μίσεις αιρετικότητας, χωρίς να βρί­σκει κανείς άκρη ή συν­εν­νόηση. Αυ­τό συμ­βαίνει πολλές φορές και με τα κείμενα ενός και του αυ­τού Πα­τρός. Όπως μας λένε μερικοί θεολόγοι το ίδιο ισχύει και για ορισμένα κεί­με­να της Αγίας Γραφής, (αν είναι δυ­να­τόν!). Επειδή το θέ­μα αυ­τό είναι βεβαί­ως πάρα πολύ μακ­ροσ­κελές δεν θα επε­κ­τα­θούμε σε περισσότερες λεπτομέρειες. Αναφέρομε μόνον ότι η ορ­θόδοξη με­τακωνσταντίνια εκκλησία κατέστρεψε τα περισσότερα γραπτά των τριών πρώτωναιώνων. Πολλά γραπτά, όπως π. χ. αρκετά του Ωριγένη, του Τατι­ανού κ. ά., τα απ­εκήρυξε ως αιρετικά. Ένεκα των ευλόγων λόγων των καιρών έθεσε εκτός των κανόνων της τον ευνουχι­σ­μό, την επίτηδες πρόκληση μαρτυρίου, την παντελή αποχή από την ερωτική πράξη μεταξύ νομίμων συζύγων και άλλες τακτικές και συνήθειες που οι χριστι­α­νοί των προηγουμένων αι­ώνων εφήρμοζαν πολύ συχνά.

Επομένως ο μετακωνσταν­τί­νιος Χρι­στιανισμός δεν εί­ναι συνέχεια του προ­κωνσταντι­νίου, αλλά μια ριζοσπαστική αίρεσή του προσαρ­μοσμένη στους σκο­πούς του Κωνσταντίνου και του κράτους που αυτός διαμόρφωσε, στις κατασ­τάσεις και απαιτήσεις των νέων καιρών, κλπ. Επίσης έχει πάρει τα μαθήματά της από την πρώ­ην αποτυχημένη εσχατολογία, την άρνηση των Ιουδαίων να γίνουν χριστιανοί και την πολεμική Ιουδαίων και Εθνικών. Αλ­λά και πάλι η αποτυχία αυτής της νέας αιρέ­σεως ήταν ολοκλη­ρωτική και παταγώδης.

Η εναπομείνασα μη χριστιανική πλειο­ψηφία που προαναφέραμε δεν ήταν ομοι­ογενής. Υπήρχαν πολλές ομά­δες και τά­σεις. Ποτέ όμως μια ομάδα δεν επεδίωκε επικράτηση εις βάρος των υπολοίπων. Όλες τελούσαν σε μια αφα­νά­τιστη ει­ρηνική συνύπαρξη, ίσως και κάπως αδρανή. Αυτή η αδράνεια, η αβου­λία, η απροσεξία, αλ­λά και η κούραση εκ των μα­κ­ροχρονίων πολέ­μων και οικο­νο­μι­κών δυσχερειών, έδωσε το πράσινο φως στους ολι­γάριθμους, φανα­τι­κούς, νεοφω­τί­σ­τους Χριστιανούς. Με την απόλυτη συνδρομή του Κωνσταντίνου, τις μηχανορραφίες της μάνας του Ελένης και την συμπαράσταση των κρατι­κών μηχανισμών του Κωνσταντίνου αυ­τοί άρπαξαν την ευ­και­ρία και αναρριχή­θηκαν στην εξουσία σαν θηρία ανήμερα.

Μην απορείτε με το ότι μια μικρή μειοψηφία κατάφερε να καπελώσει την συντριπτική πλειοψη­φία. Έχει συμβεί πολλές φορές. Μπορούμε να παραθέσομε αρ­κετά παραδείγματα μερικά των οποίων τα γνωρίζετε. Εκτός του Χριστιανισμού, ένα εξ αυτών είναι και η πιο πρόσ­φατη περίπ­τω­ση του Μουσουλμανισμού. Στην αρχή ο Μωάμεθ (γύρω στο +622-623) κατάφερε να πείσει μια φούχτα αν­θρώπων στην Με­δί­να και Μέκκα. Εε... αυτό ήταν. Μετά αυτοί οι ολίγοι κατάφεραν με όλα τα θεμιτά και αθέμιτα μέσα να επικρατήσουν στην Αραβία και στην συνέχεια να εξαπλωθούν. Σή­μερα δε είναι παρόντες σχεδόν σε όλα τα μέρη του πλανήτη. Αυτό δε το γεγονός, ότι δηλαδή ο αμόρφωτος προφήτης τους και ολί­γοι αμόρφωτοι οπαδοί του κατάφεραν αυτό το κατόρθωμα, το χρη­σι­μο­ποιούν οι Μου­σουλμάνοι για να αποδείξουν την εκ θεού προέλευση και αλήθεια της θρησκείας των και ότι η εξάπλωσή της ήταν το θέ­λημα του θεού τους, Αλλάχ. Ακό­μα δε σκοπό και κα­θήκον έχουν την καθολική επικ­ρά­τη­σή τους. Τέτοια ανάλογα επι­χει­ρή­ματα έχομε και με τους χριστιανούς. Καυχών­ται για την αγραμματοσύνη των «αλι­έ­ων» και την «εξ αγί­ου πνεύματος», βάλε Κωνσ­ταντί­νου, «με­τέ­πει­τα καταπληκτική επιτυχία των»... και πολλά τοιαύτα.

Έτσι ο Κων­σ­ταντίνος κατάφερε και επέβαλε έναν Χριστιανισμό που διαμόρ­φω­σαν ο ίδιος με τον Ευσέ­βιο και τα επιτελεία τους, με ανυπολόγιστες καταστροφι­κές συν­έπειες για την αυτοκρατορία, τους λαούς της, την ιστορική πορεία της υδρο­γείου και τον πο­λι­τι­σμό! Ο Ιουλιανός ως αυτοκράτωρ προειδοποίησε τους μη χριστι­α­νούς, πολ­λές φορές έκρουσε κώδωνα κινδύνου, αλλά αυτοί δεν έδειξαν το απαιτού­μενο σθένος. Φαίνε­ται, δεν φαντάζονταν τι επρόκει­το να επακολου­θήσει και τι τύχη θα είχαν οι ίδιοι στα νύχια των χριστιανών. Μετά την δολοφονία του Ιουλια­νού (το + 363) τα πράγ­ματα είχαν πλέον πάρει εξαιρετικά άσχημη τροπή. Όταν πλέον κατάλα­βαν τι τους πε­ριμένει στα σιδερέ­νια νύχια αυτών των θηρίων ήταν πλέον αρ­γά. Η επ­ανα­φο­ρά, ή έσ­τω μια υπο­τυπώδης δικαιοσύνη, ήταν πλέον φευγα­λέα! Τί να κάνομε; Η ιστο­ρία έχει και ατυχήματα και δυστυ­χή­μα­τα. Αυτό ήταν το με­γαλύ­τε­ρο δυστύ­χη­μα! Η μεγαλύτερη καταστροφική μηχανή...

Το δυστύχημα αυτό δεν οφείλεται καθόλου σε κανένα χάσμα που δημιουργή­θηκε κατά τους καιρούς εκείνους ούτε σε καμία αναγκαιότητα η οποία επεβάλλετο από τις τότε επικρατού­σες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Οι επιδ­ρο­μές και επιθέσεις των διαφόρων γειτόνων λαών κατά της αυτοκρατορίας ανήκουν σε άλλο φαινόμενο και είναι άλλο κεφάλαιο. Ο μετά ταύτα αναρριχηθείς Χριστιανισ­μός ούτε τις σταμάτησε ούτε τις κατέστειλε, και αντιθέτως όλα τα πράγματα και προ­βλήματα χειροτέ­ρε­­ψαν. Το κράτος διαλύθηκε σε 150 χρόνια μέσα.

Αυτή την δι­καιολογία πολύ ατυχώς την ισ­χυρίζονται πολλοί και διάφοροι, με­τα­ξύ των οποίων και σοβαροί επιστήμο­νες. Αυτό το κάνουν επει­δή είτε είναι παιδιό­θεν θύματα της καθιερωμένης προπαγάνδας είτε πι­σ­τεύουν ότι τα πάν­τα βαδί­ζουν βά­σει κάποιας νομοτελείας και η ιστορία δεν μπορεί να έχει τρελές μετα­πτώσεις. Κα­νέ­νας τους όμως δεν μας αποδεικνύει ποια είναι επι­τέλους αυ­τή η νομο­τέλεια που επι­καλούνται, αλλά μας ξεφεύγει ή δεν την γνωρίζομε, ούτε το διατί η ιστο­ρία του ανθ­ρώπου δεν μπο­ρεί να έχει τρελές μεταπτώσεις.

            Το ίδιο ισχύει και διά την ίδρυση της νέας πρω­τεύουσας, Κωνσ­ταν­τινου­πό­λε­ως! Δεν υπήρχε απολύτως καμία ανάγκη ούτε για καλλίτερη πρωτεύουσα ούτε για άμυνα όπως λένε. Η Ρώμη ήταν μια χαρά πρωτεύουσα και στη Βιθυνία, δίπλα στο αρ­χαίο Βυζάντιο, υπήρχε πλήρης στρατιωτικός σταθμός με πολύ στρατό και αυτοκρατο­ρικό ανάκτορο. Η ενέργεια αυτή μαζί με την παράδοση των πάντων στους φανατι­κούς χριστια­νούς και δη επισκόπους και καλογήρους, απετέλεσαν δύο μοιραία συμ­βάντα για την πορεία του κράτους. Με τις ζημιογόνες ενέργειες μερικές των οποίων ήταν: οι άκοπες σπατάλες, η νέα πρωτεύουσα, η καταστρο­φή των υπαρχόντων κτισ­μάτων, τα υπέρογ­κα έξοδα και άχρηστα κτίσματα των χρισ­τιανικών εκκλησιών και μοναστηρίων, η έλλειψη νέων και ικανού στρατού, η βα­ριά φορολογία, κλπ., το κρά­τος κατέρ­ρευσε οικο­νο­μικώς. Μετ’ ολίγον διχοτο­μήθηκε και η Ρώμη έμεινε έκ­θετη σε κάθε εισ­βολέα και κακοποιό. Το +476 κατελύθη πλή­ρως από τους Γότθους! Μετά ταύτα προέκυψε ο υπερχιλιε­τής Μεσαίων, μια σκοτεινή και βάρβαρη εποχή οπισθοδ­ρομήσεως και βίας για την ανθρωπότητα και τον πολιτισμό.

            Ατυχώς και εσφαλ­μέ­νως ο αντιχριστιανός (τί ει­ρωνεία!) ισ­τορικός Edward Gibbon (1737-1794) έγ­ραψε ότι η μεταφορά της πρω­τεύουσας ήταν μια μεγαλοφυής εν­έργεια εκ μέρους του Κων­σ­ταντίνου και μετά ταύ­τα αυτή η εσφαλμένη άποψη παρ­έμεινε ούτως! Βάσει όλων των στοιχείων και δεδομένων που έχομε στην δι­ά­θεσή μας σήμερα, οι απόψεις αυτές έχουν ανατρα­πεί από τους νεωτέρους ιστορικούς και ερευ­νητές (βλέπε π. χ.: Σιμό­που­λος Κυριάκος, Ο Μύθος των «Μεγάλων» της Ιστορίας, Τρίτη Έκ­δοση, Εκδό­σεις Στά­χυ, 2000. και Παν Μαρίνης, Ελληνισμός και Χριστιανισ­μός, Εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήναι 2003, Φωνή Εξυπνισμού εν τώ Αιώνι τής Νυκτός, Εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήναι 2005.). Οι Χριστι­ανοί συ­νεχίζουν να προπαγανδί­ζουν τα ψευδοεπιχει­ρήματα αυτά ακρι­βώς επειδή τους συμφέ­ρουν, παρ’ όλον ότι πολλοί μορ­φωμέ­νοι απ’ αυτούς γνω­ρίζουν πολύ καλά ότι δεν εί­ναι αλήθεια!

Βεβαίως ο ενσυνείδητος και υπεύθυνος άνθρωπος οφείλει αφ’ εαυτού να επα­γρυπνά και να μην αφήνει τις τύχες του σε έναν ανώμαλο Κωνσταντίνο και μερικούς ψεύτες και απαταιώνες επιτελείς του. Αυτό το οφείλει για να μην περιέλθει ο ίδιος και ολόκληρος ο πολιτισμός στην αθλιότητα. Μπορεί να διαλέξει να αδρανεί, αλλά τότε θα βρεθεί προ απροόπτων και θλιβερών κατα­στάσεων και θα πληρώσει πολύ ακ­ριβά την αδράνεια αυ­τή. Στην περίπτωση του Χριστιανισμού αυτό συνέβη πέραν κά­θε προσδοκιών! Σκέψου να έχεις στο κεφάλι σου έναν αρχηγό δικτάτορα σαν τον Κων­σταν­τίνο! Θα ευτυχήσεις με τέτοιον αρχηγό; Πόσοι όμως μέσα σε μια κοινωνία είναι ενσυνεί­δητοι και υπεύθυ­νοι; Μόνον ολίγοι! Κάτι τέτοιο φαίνεται να συνέβηκε τότε και η αδ­ρα­νής και απρόσεκτη πλειοψηφία έπεσε στην παγίδα των ολίγων. Τα επακολουθή­σαν­τα αποτελέσματα ήταν θλιβερά, καταστροφικά και μοιραία.

Όπως δείχνει η Ιστορία, η Ρώμη κατά τον 3ον αιώνα, παρ’ όλο που είχε μερι­κούς καλούς αυτοκράτορες, έχασε τους μηχανισμούς των ασφαλιστικών δικλείδων του πολιτεύματος. Έτσι όσο οι αυτοκράτορες ήταν καλοί τα πράγματα πήγαιναν κα­λά. Αλλά οι άνομοι αυτοκράτορες με τον μισθοφορικό στρατό τους που τώρα πλέον είχε καταντήσει περισσότερο όργανο παρά συνειδητός θεσμός, μπορούσαν και έφερ­ναν τα πά­νω κάτω, χωρίς να υπάρχει κάποια νομική πρόβλεψη και εκτελεστική πράξη εναν­τίον τους! Μοιραίο σφάλμα! Πιθανόν σ’ αυτό να ευθύνεται και η δεισιδαιμονία διότι επίσ­τευαν ότι οι θε­οί της Ρώμης εφώτιζαν τους αυτοκράτορες και θα έσωζαν την αυτοκ­ρα­τορία. Τέτοιο πράγμα όμως δεν έγινε! Π. χ. αρκετά χρόνια πριν τον Κων­σταντίνο, η δια­δο­χή του λαμπρού αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου από τον ανώμαλο γιό του Κόμμο­δον, την 17η Μαρτίου του +180, ήταν ένα μοιραίο γεγονός, χωρίς να το εμποδίσει κα­νένας μη­χανισμός! Πολλοί ιστορικοί, με­τα­ξύ των οποίων ο Γίββων και ο Ερνέστος Ρενάν, θε­ω­ρούν το γεγονός αυτό ως την απ­αρχή της πτώσεως του Ρωμαϊ­κού κράτους.

Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να αναφέρομε και ένα προηγούμενο μοιραίο γεγο­νός. Δεν υπάρχει αμφι­βο­λία ότι ο Οκταβιανός Αύγουστος ήταν σπουδαία προσω­πικό­τητα, ικανός στρατιωτικός και κυ­βερνήτης και πεφωτισμένος αυτοκράτωρ. Ακόμα ήταν μέγας θαυμαστής του Ελληνικού Πολιτισμού και θεράπων των Ελληνικών Γραμμάτων. Έκανε όμως ένα μοι­ραίο σφάλμα διά την ιστορία και την ανθρωπότητα. Διά νό­μου απαγόρεψε την αθεΐα. Χα­ρακτηριστικά την εποχή του η αθεΐα είχε μεγάλη άνοδο. Είναι παροιμιώδης η φράση των αθέων της εποχής αυτής στην Ρωμαϊκή Αυτο­κρατορία: «Εάν οι θεοί αδικούνται, ας φροντίσουν μόνοι τους να διορθώσουν τις αδι­κίες που διαπράττονται εις βάρος τους!».

Άραγε, το έκανε αυτό επειδή ο ίδιος ήταν προϊόν της επο­χής του και δεν μπο­ρούσε να δει πιο πέρα, λόγω ειλικρινούς θρησκευτικότητας, λόγω θρησ­κολη­ψίας, λόγω πο­λιτικών λόγων, επει­δή του άρεσε να τιμάται ως υιός θεού ή επειδή έτσι κα­τά­φερνε να διοικεί το πλήθος; Άγνωσ­τον! Όπως και να ‘χει το πράγμα όμως, κάθε θρη­σκεία και άποψη επιτρεπόταν στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ενόσω οι οπαδοί της απέ­διδαν τις νομοθε­τημένες τιμές στην αυτοκρατορία και στον αυτοκράτορα, εκτός από την ουδέτερη στάση της αθεΐας. Έτ­σι φτάσαμε κατά τον τρίτο αιώνα και τις αρχές του τετάρ­του να έχομε έναν τε­ρά­σ­τιο και ανεπανάληπτο συγκρητισμό θρησκειών απ’ Ανατο­λή και Δύση. Πραγματοποιήθηκε και μια αλλεπάλ­ληλη εισαγωγή Ηλιακών, Περσι­κών, Αι­γυπτιακών θεοτήτων, της Ίσιδος, κ. ά., στη Ρώμη. Κάθε ψίθυρος και θρόισμα ήταν ομιλία θεού ή κάποιου πνεύ­ματος. Τα πάντα ψιθύριζαν και μιλούσαν. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα ήταν πολύ εύκολο για τον Κωνσταντίνο, τη μάνα του την Ελένη, τον Αθανάσιο και τον Ευσέβιο να εισαγάγουν και αυτοί τις δικές τους θρησ­κοληψίες και δολιότητες. Αυτές ήταν ένας παρά­ξενος και δόλιος συγκρητισμός του Χριστιανισμού με πολλά στοιχεία των υπολοίπων θρησ­κειών. Γιατί όχι, αφού τόσοι άλλοι είχαν κάνει το ίδιο πριν απ’ αυ­τούς! Μετά πλέον, τα πάντα πήραν την κακίστη τροπή καταστ­ροφής, μεσαίωνος και σημερινής καταστάσεως που γνωρίζομε.

 Μέσα σ’ ένα τέτοιο ζοφερό κλίμα δεισιδαιμονίας, επόμενο ήταν ένας πονη­ρός αυτο­κ­ράτωρ, όπως ο Κωνσταντίνος, με ένα συνωμοτικό επιτελείο, όπως του Ευ­σεβί­ου, εύ­κολα να μπορεί να κάνει ότι θέλει. Εφ’ όσον, φέρ’ ειπείν, ο οκνηρός και ανίκανος αυτοκράτορας Ελαγάβαλος – Ηλιογάβαλος (+218-222) μπόρεσε να εισαγά­γει με την βοήθεια της γιαγιάς του Ιουλίας, την Συρια­κή ηλιακή θεότητα, τότε γιατί δη­λαδή και ο δαι­μόνιος Κωνσταντίνος να μην επιβάλει την θρησκεία που άρεσε σ’ αυ­­τόν και στη μάνα του την Ελένη έναν αιώνα αργότερα;! Όταν οι πολίτες δεν έχουν σώ­ας «τάς φρένας» με ικα­νό­τη­τα να κρίνουν και να λαμ­βάνουν αποφάσεις και αντί να στέκονται στα πό­δια τους στέ­κονται σε δεκανίκια θρη­σκοληψίας, τότε τα πάντα μπο­ρεί να κατα­φέρει ακό­μα και ένας ανί­κανος, πόσον μάλ­λον ο πανούργος Κωνσταν­τί­νος. Αυ­τό το κλίμα του τρίτου αιώνος οπωσδή­πο­τε συνέ­βα­λε στην απά­θεια και στην αδια­φορία του πλή­θους του τε­τάρτου αι­ώνος, του οποίου μια μεγάλη μερίδα και ο στρατός πήγαιναν όπου φυσού­σε ο άνεμος. Το ίδιο κλίμα πρέπει να βοήθησε και την διά πυ­ρός και σι­δή­ρου μετέ­πειτα επι­κ­ράτη­ση του Χριστιανι­κού τύ­που που εισή­γαγε ο Κων­σταν­τί­νος με την αρωγή του Ευσε­βί­ου. Επει­δή έτσι το θέ­λη­σε αυτός για τους λό­γους του, χωρίς να δώσει καμιά εξήγηση και απο­λογία σε κα­νένα εύκολα έστ­ριψε έναν διακόπτη και προκάλεσε το με­γαλύτερο δυ­στύ­χημα της ισ­τορίας. Όταν οι άλλοι κατάλαβαν τι τους περιμένει ήταν πλέον αρ­γά. Ούτε βρέθηκε κανένας θεός να σώσει τους ίδιους, την Ρώμη και την αυ­τοκρατο­ρία! (Βλέπετε: «Έτσι να μάθετε πως οι Θεοί εκδικούνται αυ­τούς που περιφρονούν τη χάρη τους και τους αποστρέ­φον­ται!», Ortrud, στο κλείσιμο της όπερας Lohengrin του Richard Wagner.)

Αυτή όμως η υπάρχουσα δεισιδαιμονία δεν σημαίνει ότι δημιούργησε μια αναγκαι­ό­τητα για να την αντικαταστήσει μια νέα πολύ χειρότερη! Ο κόσμος θα μπο­ρούσε να συνεχίσει στον ίδιο τρόπο ζωής και θρησκευτικότητας με κάποια εξελικτική πορεία. Αλλά της νέας δεισιδαιμονίας της έτυχε το πρώτο λαχείο και επικράτησε εις βάρος της πα­λαιάς. Βεβαίως δεν ισχυριζόμαστε ότι, εκτός από τις επιδρομές και επι­θέσεις των γει­τό­νων λαών κα­τά τον 3ον και 4ον αιώνα, δεν υπήρχαν τότε άλλα σοβαρά κοι­νωνικά προβ­λήματα και ότι όλα ήταν ρόδι­να και ωραία! Υπήρχαν πολλά κοινωνι­κά και οικονο­μι­κά προβλήματα, που είχαν δημιουργηθεί από τους μακροχρόνιους πο­λέ­­μους και εισβολές, την αυτοκρατορική αναρχία, τις σπατάλες, την υψηλή φορολο­γία, το από πολλές απόψεις ζημιογόνο δουλοκτητικό σύστημα, ή στασιμότητα και μη μεταρρύ­θμιση της παραγωγής, τις φυγόκεντρες τάσεις, κλπ. Αυ­τά όλα ήταν ακόμα επι­λύσι­μα, αλλ’ όχι διά της λύσεως του Κωνσταντίνου. Η λύση του, αν την νόμισε ως τέτοια, απέτυχε παταγωδώς. Τα πράγματα έγιναν τρισχειρότερα. Όλες οι πα­ρά­νο­μες και αυθαίρε­τες εν­­έρ­γειες του Κωνσταντίνου, όλα όσα επακο­λού­θησαν με­τά απ’ αυ­τόν και το γε­γονός ότι κάθε κοινωνική και οι­κονομι­κή δραστη­ριό­τητα εξα­θ­­λι­ώθη­κε σε βαθμό που χρειά­σ­τη­καν τουλάχιστον χίλια χρό­νια για να επ­αν­έλθει το βι­ο­τικό επί­πεδο στο ίδιο ση­μείο. αποδεικνύουν ακριβώς αυτό που εμείς ισχυ­ριζό­μαστε εδώ: «Δεν υπήρχε απο­λύ­τως καμία αναγκαιότης για την επικράτηση του Χριστιανισμού. Η επικράτησή του ήταν δυσ­τύχημα!». Εκτός και ταυ­τολογι­κά δεχθούμε ότι το χάσμα ήταν η απ­ροσεξία και η αδράνεια της πλειο­ψη­φίας, η δε αναγκαιότης ήταν ο ίδιος ο Κωνσ­ταν­τίνος και η καπριτσιοσύνη του, καθ’ όσον δεν υπήρχε μηχανι­σ­μός για να τον βάλει στην θέση του! Μετά δε ταύτα ο νεοσύστατος υπερφανατικός Χρισ­τια­νισμός, παρ’ ελπίδα, έβα­λε όλους στη φάκα! Μόνο έτσι!

Ο Χριστιανισ­μός όχι μόνο δεν απεσόβησε τις έξωθεν επιθέσεις αλλά μέσα σε 150 χρόνια απωλέσ­θηκαν τα δύο τρίτα της αυτοκρατορίας κατόπι ανυπολογίστων κα­ταστροφών. Ο Χρι­στιανισμός δεν έλυσε κανένα από τα κοινωνικά προβλήματα των οποίων την λύση έστω και υπο­τυπωδώς επαγγέλθηκε. Τα πάντα έγιναν πολύ χειρότε­ρα από πριν. Οι μη πιστεύσαντες ή οι αιρετικοί εθανατώθηκαν. Η προηγούμενη δεισι­δαιμονία αντικατεστάθη με μια άλλη πολύ χειρότερη, φανατική και εκδικητική. Η δι­καστική εξουσία εδόθη στα χέρια των χριστιανών και δη των επισκόπων. Το δημόσιο χρήμα, όσο είχε απομείνει μετά τις αλόγιστες σπατάλες του Κωνσταντίνου, εδόθη στους χριστιανούς και ειδικά στους επισκόπους. Αυτοί το εξανέμισαν με το να χτί­ζουν εκκλησίες και μοναστήρια και στα δικά τους ενδιαφέροντα. Ακόμα οι ηλικιω­μέ­νοι, οι χή­ρες και τα ορ­φανά, που σε με­ρι­κές περιπτώσεις μπόρεσαν να περιθάλψουν, ζού­σαν κά­τω από τη σκληρή καταπίεση της χριστιανικής δικτατορίας. Π. χ., δεν επέ­τ­ρε­παν στις νέες χήρες να ξαναπαντρευτούν και όλη η περιου­σία τους και των θανόν­των ανδρών τους περιήρχετο στα χριστιανικά ιδ­ρύματα (όπως στην Βασιλειάδα του Αγίου Βασιλείου, κ. ο.κ.) αυτοδι­καίως. (Για δεύτερη παντρειά, χήρες και ζων­τοχήρες διαβάσετε και: Ματθαίος 19: 9-10, Μάρκος 10: 11-12, Λουκάς 16: 18, Α΄ Πρός Κοριν­θίους 7: 8-9, Α΄ Πρός Τιμόθε­ον 5: 5-16, κλπ.).

Τελι­κά ού­τε η χριστι­α­νι­κή οι­κου­μένη έγι­νε μία ποίμ­νη με έναν ποι­μένα, αλλ’ αντιθέτως πολλές φανατικά αν­τιμα­χόμενες μερί­δες και αι­ρέσεις. Ούτε η αγάπη επε­κ­ράτησε ως οδηγός του κοινωνι­κού βί­ου, αλλ’ αν­τιθέτως η βία, η εκδίκηση και η κατα­­στροφή. Ο Ελλη­νορω­μαϊκός πολιτισμός ισοπε­δώθηκε. Όλα τα επιτεύγ­ματα ενός πολι­τισμού πολλών λαών και άνω των χιλί­ων ετών διεγράφησαν και κατεδαφίστηκαν με μια μο­νοκον­δυ­λιά. Η εμφάνιση χιλιάδων αλληλομισουμένων και αλληλοσκοτωμένων αιρέσεων από την απαρ­χή του Χριστιανισ­μού μέχρι σήμερα και η συνεχής προσπά­θεια για να βρεθεί η σωσ­τή ερμηνεία των Εβραιογνωστικοχριστιανικών Αγίων Γρα­φών και Παραδόσεων απο­τελεί την καλλίτερη απόδειξη του ότι ο Χριστιανισμός (Εβ­ραιογνωστικοχριστιανισ­μός) είναι μια ψεύτικη, φτιαχτή και καταστροφική θρησκεία και όχι η εξ αποκαλύψεως μόνη και αληθινή. Ο Θεός έγινε άνθρωπος και ήλθε στην γη για να μας αποκαλύψει τις αλή­θειες του και να τις επικυρώσει διά της σταυρικής θυσίας και αναστάσεώς του αλλά εμείς ακόμα σκοτωνόμαστε για να βρούμε ποια εί­ναι η σωστή ερμηνεία των αποκα­λυφθεισών θεϊκών αληθειών και ποια η ορθόδοξη αίρεση! Σ’ αυτή την ακατάσ­χετη τραγέλαφο και απόδειξη προστίθεται και ο ολοκλη­ρωτικά βίαιος τρόπος επι­βο­λής και διαδόσεως της Χριστιανικής αλήθειας!

Αν προς στιγμήν δεχθούμε την εκδοχή πως ο Κωνσταν­τίνος νόμισε ή πίστεψε ότι κα­τά την εποχή του ο Χρι­σ­τιανισμός ήταν η καλ­λίτερη ενοποιητική δύναμη και ότι σ’ αυτόν η αυτοκρατορία θα έβρι­σ­κε τις λύ­σεις των προβλημάτων της, υπόθεση που έχει προταθεί από πολλούς και την προπαγανδί­ζουν οι χριστιανοί, τότε όπως ανα­λύσαμε παραπάνω απατήθηκε οικτρά. Δεν έζησε άλλα 250 χρόνια ακόμα για να δει τα χάλια της επιλογής του σε όλο της το μεγαλείο! Πολλοί έχουν απορρί­ψει την άπο­ψη αυτή, πολλοί την θεωρούν πολύ απίθανη και για μας δεν είναι καθό­λου δεδομένη. Όπως φαίνεται τον Χριστιανισμό τον επέβαλε διά ψυχολογικούς και προσωπικούς λό­γους του ιδίου και της μάνας του, της Ελένης, και τίποτα παραπάνω. Για τους ίδι­ους λόγους οικοδόμησε και τη νέα πρωτεύουσα. Προς το τέλος της ζω­ής του μάλλον και ο ίδιος εί­χε καταλάβει το σφάλμα του και γι’ αυτό πα­ρακαθόταν εδώ και ‘κει στη νέα πρωτεύουσά του σαν αχαμνός και άβουλος βρίσκοντας ευχαρί­σ­τηση μόνο στις υπερ­βολι­κές κολακείες των αυλοκολά­κων και χριστιανών σω­τηριολό­γων του και υποκύπτοντας στις απαιτήσεις των επισ­κόπων, όσο παράλογες και αν ήταν. Τόσο είχε υποστεί το σύνδρομο παραιτήσεως που δεν έκανε ούτε την κί­νηση για την σωστή και ομαλή διαδοχή του. Πέθανε το +337 και παράτησε την αυ­τοκρα­το­ρία σύξυλη στους τρεις γιους και δύο ανη­ψιούς του. Αυτοί αλλησ­κοτώθηκαν μέχρις ότου επεκ­ρά­τησε ο γιος του Κων­στάν­τιος 2ος!

Οπότε λοιπόν, ποια ήταν αυτή η εκ των πραγμάτων αναγκαι­ό­της ή το χάσμα που έφε­ραν τον Χρισ­τια­νι­σ­μό στο προσκήνιο με σκοπό να την ή να το καλύψει και να δώσει τις αναγκαίες λύσεις στα υπάρχοντα σοβαρά προβλήματα; Απο­λύτως καμία και κανένα! Απ­λώς ήταν κακή τύχη μέσω του Κωνσταντίνου και της πα­ρέας του. Στον Χριστια­νι­σ­μό λοιπόν έπεσε το πρώτο λαχείο καθαρά από τύχη, απροσεξία αν θέ­λετε, και όχι από αναγ­καιότητα! Για την τε­λι­κή επικράτησή του όμως εκτός από την κακή τύχη των ετών εκείνων ευθύνονται επίσης η αδράνεια, η κούραση, η δει­σι­δαι­μονία, κλπ. Είναι επίσης πολύ πιθανό ότι κανείς δεν πρόσεξε διότι κανείς δεν περίμενε ή δεν φανταζόταν την χριστιανική συμπεριφορά που επηκο­λού­θησε. Τα λόγια του Ιου­λια­νού, όπως τα διαβάζομε ακόμα και σήμερα στα έργα του, φανερώνουν ακριβώς αυτά τα συμπεράσματα.

Μετά τον Κωνσταντίνο τα μέσα διαδόσεως και επικρατήσεως του Χρι­σ­τι­α­νι­σ­μού ήταν τα εξής: Βία, κα­τα­σ­τροφή, ψεύ­δος, δόλος, απάτη, άγνοια, αγραμματο­σύνη, καταρράκωση της λογι­κής, προσηλυτισμός ηγεμόνων (πολλές φορές μετ’ αντιτίμων) εις βάρος των λαών τους, καταστρο­φή της επιστήμης, απεμπόληση της φιλοσοφίας, εκφο­βι­σμός, κα­τα­ναγκα­σμός, καταπίεση, εξον­τω­τι­κοί νόμοι, σφα­γές, πό­­λεμοι, ιε­ροί πόλεμοι, ιερές εξε­τάσεις, αρπακτικότητα, μαζί με όλα τα βιαία, ψυχολογι­κά, συμ­π­λεγματικά και κατα­ναγκαστικά μέ­σα. Ό,τι χειρότερο δηλαδή, πέραν κάθε λογικής, πειθούς και θεμιτής αναγκαιό­τητος! Αν υπήρχε έστω μια κάποια αναγκαιότης, ο Χρι­στιανισμός δεν θα χρειαζόταν στα επόμενα 1600 χρόνια τέτοια μέσα καταστρο­φής και νομοθετημένης βίας για να διαδοθεί και να επικρατήσει. Σε μερικά σχετικά άρθρα παρακάτω θα μι­λήσομε εκ­τενέστερα περί αυτών. Αλλέως πως, διά τον Χρισ­τι­ανισμό τα πράγματα θα έβαιναν ομαλά και ωραία, παρέχοντας και καλή λύση σ’ αυτή την απροσπέλασ­τη αναγκαιότη­τα, χωρίς να έχει καμίαν ανάγκη καταστροφής και νομοθε­τημένης βίας! Τόσο απλό!

Η διά της πει­θούς και κατά τόπους επι­τυχία της μά­στιγας αυτής έχει υπολογι­στεί με με­γά­λη ακρί­βεια. Τους τρεις πρώτους αιώνες κυμαίνεται με­ταξύ 1 και 10 %. (Η διακύμανση αυτή εξηρτάτο από την χρονολογία, την περιοχή και τον υπό εξέταση πλη­θυσ­μό.). Τίποτα παραπάνω! Ο διά της πει­θούς προσηλυτι­σ­μός της ήταν κυ­ρί­ως επιτυ­χής μετα­ξύ των περιθωριακών και περι­έρ­γων στοι­χεί­ων της κοι­νω­νίας και ατό­μων που αντιμετώπι­ζαν διάφορα σοβαρά προ­β­λή­μα­τα (κοινωνι­κά, ψυχολογι­κά, οικο­νομικά, προβλήματα υγείας, κ. ά) και τα οποία επί­στεψαν ότι θα βρουν τη λύ­ση των προ­βλη­μά­των τους στον Χριστιανισμό. Ήταν άτομα που η τότε κοινωνία περιφρο­νούσε και απέρριπτε, π.χ. βλέπε Α΄ Πρός Κορινθίους 4: 12-13, 5: 1-5, Β΄ Πρός Κοριν­θίους 12: 21, Πρός Εφεσίους 4: 28, Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς 2: 2, κλπ.). Ήταν δηλαδή με­τα­ξύ ατό­μων της κοι­νω­νίας που δεν ήταν σε θέση να έχουν αντικειμενική γνώση, απε­ρί­σπα­στη κρί­ση, κα­θαρή ευ­θυ­κ­ρισία και φιλοσοφική σκέψη. Συνεπώς, ακόμα και αυτή η μικρή επι­τυχία του Χρι­στιανισμού δεν ήταν προϊόν καθαρής σκέ­ψεως και γνώσεως αλλά μιας θολής κατα­σ­τάσεως, μια καταναγκαστικής εξαθλιώσε­ως, ενός ψυχολογικού πα­ραλη­ρήμα­τος και ενός υστεροβούλου μεταφυσικού και εσ­χατολογι­κού συμφέροντος. Σπανιότατα οι Χρισ­τιανοί εκέρδι­ζαν «υπό κα­νο­νι­κάς συν­θή­κας» αξιόλογα άτο­μα εκτός των κατη­γοριών αυ­τών (π. χ. Την πορφυροπώλιδα Λυδία, Πράξεις 16: 14.)

Υπάρχουν πολλοί που θα αντιτείνουν ότι όλα όσα καταμαρτυρούμε εδώ δεν γί­νονται σήμερα ή έχουν παύσει να γίνονται εδώ και πολλά χρόνια. Με αυτό το άσ­το­χο επιχείρημα προσπαθούν τεχνηέντως να αθωώσουν τον Χριστιανισμό. Μας συστή­νουν δηλαδή να λησμονήσομε μια καταστροφική ιστορία 1700 ετών! Αλλά διατί να την λησμονή­σομε; Δεν είμαστε προϊόντα αυτής της φρικτής ιστορίας; Ακόμα αποσιω­πούν το γε­γο­νός ότι την αλλαγή αυτή δεν την επέφερε ο Χριστιανισμός επειδή άλλα­ξε, μετανόησε και ζήτησε συγγνώμη αλλά την επέφεραν άλλοι λόγοι τους οποίους θα αναφέρομε αμέσως περιληπτικά παρακάτω και σε άλλα κεφάλαια.

Άλλοι πάλι θα ισχυριστούν ότι στις χριστιανικές χώρες έχομε την μεγίστη ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας. Είναι και αυτό ένα στερεότυπο επιχεί­ρημα των προπαγανδιστών του Χριστιανισμού που είχε τεθεί και στον μέγα διανοητή Bertrand Russell. Η απάν­τηση είναι αυτή που έδωσε ο Russell και είναι πολύ απλή. Αυτό το γεγονός οφεί­λε­ται εντελώς σε άλλα αίτια και όχι στον Χριστιανισμό. Δεν θα καταγράψομε εδώ τα αίτια αυτά. Είναι πολύ απλά και γνωστά. Απλώς ας ενθυμηθού­με τους πολυαί­μα­κτους αγώνες, επα­ναστάσεις, εκδόσεις νόμων και συνταγμάτων, και ένα σωρό άλλα επεισό­δια, που λάμ­βαναν χώρα για μερικούς αιώνες στις χριστιανικές χώρες μέχρι ότου φτάσαμε στο σημερινό ση­μείο σχετικής ελευθερίας και προό­δου. Ας μνημονεύομε πότε-πότε τα πολυάριθμα θύμα­τα που έπε­σαν λόγω της χριστιανικής μανίας και παραληρήματος στον βωμό της γνώ­σε­ως και της προόδου, κλπ.

Μετά μιλάμε για «σήμερα». Σκέφθηκε ποτέ κανείς απ’ αυ­τούς πό­σο θα είχε προοδεύσει η γνώση, η επιστήμη και η τεχνολογία εάν ο Χρι­στι­α­νι­σμός βρισκόταν στο περιθώριο για τα 1700 χρόνια κατά τα οποία ασκούσε τη στυ­γνή και καταδυνασ­τευτική εξουσία του στα μέ­ρη εκείνα όπου είχε επικρατήσει; Παρά δυο – τρία αό­ρισ­τα χωρία περί επιστήμης, τα οποία σημειώστε αναφέρονται μόνο στην Παλαιά Δι­α­θή­κη, ο Χριστιανισμός παν­τού και πάν­τοτε ήταν κατά της γνώσεως, της επιστήμης, των τεχνών και της προ­ό­δου, πράγμα που θεμε­λιώ­νε­ται μέσα σε πολλά χωρία της Καινής Διαθή­κης, το απο­φθεγματικό «πίστευε και μη ερεύ­να» και όπως το αποδεικνύει πλή­ρως ολό­κληρη η παράδοση και ισ­τορία του. Μόνο το κάψιμο όλων των βι­βλι­ο­θηκών και των επι­στημόνων μέ­χρι την Αναγέν­νηση φτάνει. Αν σήμερα έχομε πα­τήσει στην Σελήνη, χωρίς αυτή την κατασ­τ­ροφική λαίλα­πα θα είχαμε πατήσει τον εξώ­τα­το πλα­νήτη Πλούτωνα!

Ο επίσημος Χριστιανισμός ουδέποτε ομολόγησε τα λάθη του, τα εγ­κλήματά του, τις κα­ταστροφές που διέπραξε, κλπ. Ουδέποτε ζήτησε συγγνώμη και συγχώρεση για τα απειράριθμα κακά που επέφερε. Ουδέποτε υποσχέθηκε ότι δεν θα ξανακάνει τα ίδια. Ου­δέ­ποτε άλλαξε τα καταστατικά του και τα δόγμα­τά του. Ουδέποτε εγκα­τέ­λει­ψε οτιδήποτε επισήμως. Παραμένει στα ίδια και καιροφυ­λακτεί! Πώς να ομολο­γή­σει όλα αυτά άλλωστε; Τί να πει; Ότι ο Θεός έκανε λάθη;

Ακόμη όπως εξηγεί ο Max Weber στο βιβλίο του, Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού, Μετάφραση από τα Γερμανικά Μ. Γ. Κυπραίου, Εκδό­σεις Gutenberg, Αθήνα 2002, και ο R. H. Tawney στο βιβλίο του, Religion and the Rise of Capitalism, Transaction Publishers, 1926-1998, με μια διαστροφική δια­δι­κα­σία και εξέλιξη πραγμάτων, ψυχολογία, προτεσταντική εμμονή περί εργασίας, κλπ., προέκυψε το καταστροφικό σύστημα του κα­πιταλισμού μέσω του Προτεσταντισμού.

            Τί να κάνομε τώρα; Μπορούμε να προτείνομε πάρα πολλά. Δεν θα κάνομε όμως εδώ ανάλυση της σημερινής καταστάσεως. Είναι αρκετά γνωστή στους ενδια­φερομένους. Συνοπτικά προ­τείνομε: Μελέτη, κρί­ση, λογική, έρευνα, γνώση, επα­γρύ­πνηση, πολιτική και οικονομική δικαιοσύνη, κα­λώς νοουμένην ελευθερία, υπευθυ­νό­τητα και υπεύθυνη απόφαση με στάση. Όμως, ουαί και αλί­μο­νο στην ανθρωπότητα αν επέλ­θει δεύτερος Μεσαί­ων. Ξέφυγε ανάπηρη και ανήμπορη, κα­κήν κακού, από τον πρώτον... Αλλά από τον πι­θανόν δεύτερο...; Θα δυνηθεί ποτέ άραγε να τον ξεπε­ράσει;

Αλήθεια τί χάσμα υπάρχει ανάμεσα στην εκτίμηση του Γερμανού Ελληνίζον­τος F. Nietzsche για τον Ελληνικό πολιτισμό και λαό και σ’ αυτήν της Εβραιογνωστι­κοχρισ­τιανικής μάστιγας! Ελπίζομε αυτά τα συνοπτικά στοιχεία και αυτές οι συνοπτι­κές σκέψεις να δώ­σουν το έναυσμα σε πολλούς για να ερευνήσουν μόνοι τους και με­τά να επαναλάβουν την μεγάλη ιστορική φράση του Μεγάλου Ιουλιανού:

 

«Ανέγνων, Έγνων, Κατέγνων»,

«Εμελέτησα, Εγνώρισα, Απέρριψα».

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

 

      Διά την ενημέρωση του αναγνώστη παραθέτομε εννέα ειδεχθή εγκλήματα τού Μεγάλου Αγίου Ισαποστόλου Κων­σταντί­νου που αφορούν τον άμεσο πολιτι­κό και συγγενι­κό περί­γυ­ρό του. Όλα τα εγκλή­ματά του είναι πάρα πολλά για να τε­θούν σε καταλόγους. Η βαρβαρότητά των ήταν μάλλον πρωτο­φανής και άκρως ανατ­ριχιαστι­κή. Για ατιμίες, πολέμους, φόνους, δολοφονίες, φρικαλεό­τητές, αυθαιρεσίες, απάτες, κλπ., του ιδίου και της μάνας του Ελένης ανα­φερθείτε τουλάχισ­τον στα σχε­τικά κε­φάλαια των εξής τεσσάρων βιβλίων:

 

1.          Σιμόπουλος Κυριάκος, Ο Μύθος των «Μεγάλων» της Ιστορίας, Τρίτη Έκ­δοση, Εκδό­σεις Στάχυ, 2000.

2.          Joseph Wheless, Forgery in Christianity, Kessinger Publishing.

3.          Robert Taylor, Rev., The Diegesis, Kessinger Publishing, or Health Research.

4.          Christopher Bush Coleman, Ph. D., Constantine the Great and Christianity, Columbia University Press 1914.

 

Στην βιβλιογραφία που έπε­ται έχομε συμπεριλάβει περισσότερα βιβλία τα οποία μπο­ρείτε να εξετάσετε.

Έχομε και λέμε περιληπτικώς:

 

  1. Μαξιμιανός. Πενθερός του και Πενθερός του Πατέρα του. Πατέρας της δεύ­τε­ρης γυναίκας του, Φαύστας. Αυτοκράτωρ. Τον συνέλαβε στην Μασσαλία διά δόλου και τον εκρέμασε. +309-310.
  2. Μαξέντιος. Κουνιάδος του. Γιος του προηγουμένου. Αυτοκράτωρ. Τον εσκό­τωσε διά πολέμου που εκήρυξε ο ίδιος χωρίς λόγο, στην Μιλβία Γέφυρα του ποταμού Τίβερη. +312.
  3. Ρέμος. Γιος του Μαξεντίου και της Γαλερίας. Βρέφος στην κούνια. Έβαλε δι­κούς του ανθρώπους να το στραγγαλίσουν με κορδόνια την ώρα που κοιμώ­ταν δίπλα στη μάνα του. +312
  4. Βασσιανός. Γαμπρός του. Άνδρας της αδελφής του Αναστασίας. Καίσαρ. Τον δολοφόνησε. +314-315.
  5. Φαύστα. Δεύτερη γυναίκα του. Κόρη του Μαξιμιανού. Την εζεμάτιξε μέσα σε καζάνι με καυτό νερό. +320.
  6. Σώπατρος. Διδάσκαλος, σύμβουλος και στενός φίλος του. Φιλόσοφος. Τον εφόνευσε αφού επενόησε και προφασίστηκε ψευδείς κατηγορίες. +321.
  7. Λικίνιος. Γαμπρός του. Άνδρας της αδελφής του Κωνσταντίνας. Συναυτοκρά­τωρ. +325-326.
  8. Λικινιανός. Ανιψιός του. Γιος της αδελφής του Κωνσταντίνας. Δεκατετράχ­ρονο αγόρι που δεν έφταιξε σε τίποτα. Το σκότωσε μπροστά στα μάτια, τα πα­ρακάλια και τους σπαραγμούς της μάνας του, και αδελφής του απτοήτου «Μεγάλου». +326.
  9. Κρίσπος. Πρώτος του γιος από την πρώτη του γυναίκα, Μινερβίνα. Ναύ­αρ­χος και Καίσαρ. Τον αποκεφάλισε ή τον δηλητηρίασε. +326.

 

Για λεπτομέρειες, αίτια, αφορμές, τοποθεσίες, τρόπους εκτελέσεων, κλπ., εκ­τός της δικής μας βιβλιογραφίας, μπορείτε να αναφερθείτε και σε μεγάλες έγκυρες δι­εθνείς εγκυκ­λοπαίδειες.

Πρέπει να πούμε ότι οι διάδοχοί αυτοκράτορες και πολιτικοί του Μεγάλου Αγίου Ισαποστόλου Κωνσταντίνου αρχίζοντας από τους γιους και ανιψιούς του, με μόνη εξ­αίρεση τον Μεγάλο Ιουλιανόν που ήταν αυτοκράτωρ μόνο 20 μήνες, +362-363, τον μιμή­θη­καν και τον συναγωνίστηκαν πολύ κοντά στο έγκλη­μα, την δολοφο­νία, την μηχανορραφία και την κα­ταστροφή.

Μπορεί να λένε ότι οι ιδρυτές του Χριστιανισμού ήταν ο μυθικός Ιησούς, οι μυθικοί απόστολοι και ο ημιμυθικός Παύλος, αλλά οι δημιουργοί του επισήμου, κα­θολικού και ορ­θοδόξου Χριστιανισμού ως έχει από τον τέταρτο αιώνα μέχρι σήμερα, ήταν: ο Μέγας Άγιος Ισαπόστολος Κωνσταντί­νος, η μάνα του Αγία Ελένη (για τους οποίους αναφέραμε ήδη και θα αναφέρομε και άλλα στοιχεία), οι απατεώνες και γλοι­ώδεις αυλο­κόλακες που τους περιστοίχι­ζαν, τύπου: Ευσεβίου Και­σα­ρείας, Λακταντί­ου, Ευσεβί­ου Νικομηδείας, και αγριανθρώπων τύπου Αθανασίου Αλεξανδ­ρείας, κλπ. Λόγω αυτών υπάρχει ως έχει και επιβιώνει! Ο Παύλος έπεισε ελαχίστους! Το πύρ και ο σίδηρος από τον Κωνσταντίνο και εφεξής έπεισε όσους έπεισε και τους υπολοίπους τους εθανάτωσε! Έτσι φτάσαμε μέχρι και σήμερα!

Το μόνο ζεύγος «ανδρός – γυναι­κός» Αγίων που έχει να παρουσι­άσει ο Χρισ­τιανισμός είναι: «υιός και μήτηρ», Κωνσ­ταντίνος και Ελένη. Τους συνεορ­τάζει την 21η Μαΐου κάθε έτους. Έκτός από κάτι απόκρυφα ονόματα τύπου «Ζηνοβίου και Ζη­νοβίας», κλπ., που κανείς δεν ξέρει τίπο­τα έξω από τις απόκρυφες χριστιανικές μικ­ροαφηγήσεις και συναξαριστές, δεν έχει να παρου­σιάζει κα­νένα γνωστό και διάσημο κανονικό ζεύγος «ανδρός – γυναικός» συζύγων.

 

Χριστιανοί σκεφτείτε και αποφασίσετε ειλικρινά!

 

Δρ Ιωάννης, Νεοκλής Φιλάδελφος, Μ. Ρούσσος

Πανεπιστημιακός Καθηγητής Μαθηματικών

Ερευνητής Χριστιανικών και Βιβλικών Ζητημάτων

Twin Cities, Minnesota, USA, 2009


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Ιωάννου Νεοκλέους Φιλαδέλφου Μ. Ρούσσου

επί του χριστιανικού φαινομένου.

 

Παρά το μέγεθός της έχει ακόμα αρκετές ελλείψεις. Αν επί πλέον συγκεντρώναμε τα συγγράμ­μα­τα που αναφέρονται στον βιβλιογραφικό πίνακα κάθε επιστη­μο­νι­κού και σοβαρού βι­βλί­ου που παραθέτομε εδώ σίγουρα θα ξεπερνούσαμε τους 10 000 (δέκα χιλιάδες) τίτλους, γραμμένους από πολλούς μεγάλους και σπουδαίους επιστήμονες των τριών τελευταίων αιώνων, οι οποίοι εμελέτησαν και ερεύνησαν λεπτομερώς και ευσυνειδήτως αυτό το φαινόμενο. Όλοι μαζί αν­τιπροσωπεύουν έναν πολύ με­γάλο αριθμό χωρών του κόσμου. Επ’ αυ­τών των χιλιά­δων τόμων της διεθνούς βι­βλιογραφίας η χριστιανική προπαγάνδα και θε­ολογία ποιεί την νύσσα όσο δύνα­ται. Μόνον όταν προκαλείται δημοσίως μόνο τότε απο­τολμά να δώ­σει μερικές απολογητικές (γράψε διαστρεβλωτικές και σοφιστικοειδείς) απαν­τή­σεις. Παρά ταύτα, ένας τόσο τεράστιος όγκος βιβλίων μάλλον δεν χρειάζεται για να κα­τα­λά­βει κανείς τί συνέβη γύρω απ’ αυτό το θλιβερό φαινόμενο. Η προ­κειμένη βιβλιο­γραφία είναι αρκετή για να δώσει στον ενδιαφερόμενο μελετητή γνώσεις ικανές για να κατα­νο­ή­σει και να κρίνει το περίεργο αυτό ιστορικό συμ­βάν. Εδώ παρα­λείπομε να παραθέσομε πολλά σπουδαία ιστορικά και αντικει­με­νι­κά συγγράμ­μα­τα τα οποία εκθέτουν την Ιστο­ρία των περί τη Μεσόγειο χωρών, της Μέσης Ανα­τολής, Ινδιών, Ευρώπης, και Αμε­ρι­κής, από τους αρχαίους (ίσως και προϊστο­ρι­κούς σε μερικές περιπτώσεις) χρόνους μέχρι προσφάτως. Ένας ερευ­νητής και με­λετητής του χριστιανικού φαινομένου οφείλει να γνωρίζει του­λάχιστον επαρ­κώς την Ιστορία αυτών των χωρών προτού κατα­πιαστεί με αυτό το ζοφώδες και σκο­τεινό ζήτη­μα. Αλλιώς η μελέτη και η κατανόησή του χωρίς γνώση των πραγ­μά­των και της Ιστο­ρί­ας είναι όχι απλώς ανεπαρκής αλλά άκρως επι­σφαλής και επι­κίνδυνη.

 

 

Κλασσικοί Τόμοι:

 

1.     ΒίβλοsΠαλαιά και Καινή Διαθήκη σε 16 εκδόσεις: 4 Ορθόδοξες (5-τομη και 20-τομη Παλαιά Διαθήκη του Σωτήρος μετά Καινής Διαθήκης του Παναγιώτου Ν. Τρεμπέλα, Βίβλος του Ιωάννου Θ. Κολιτσάρα, Βίβλος της Αποστολικής Δια­κο­νί­ας), 4 Αποδόσεις της Βίβλου των Βάμβα, Βελλά, Λόγου και Φίλου, 4 Κα­θο­λικές (DouayRheims, Jerusalem, The Catholic Study Bible, Λατινική Vulgata), 6 Προτεσταντικές (Authorized King James Version, Darby, New American Standard Version, New International Version, New Revised Standard Version, Revised Standard Version), 2 των Μαρτύρων του Ιαχωβά, (Ελληνική Μετάφρα­ση του Νέου Κόσμου, Αγγλική New World Translation), 2 της Βιβλικής Εται­ρείας (Τα Ιερά Γράμματα της Βρεττανικής Βιβλικής Εταιρείας, Η Αγία Γραφή της Ελ­λη­νι­κής Βιβλικής Εταιρείας).

2.     Παλαιά Διαθήκη των Εβδομήκοντα με Απόκρυφα, The Septuagint with Apocry­pha, [γραμμένη στα Ελληνικά των Ο΄(β΄) και μεταφρασμένη στα Αγγλι­κά], Εκ­δό­σεις Brenton.

3.     Novum Testamentum Graece, cum apparatu critico curatit, D. Eberhard Nestle novis curis elaboravit, D. Erwin Nestle adiuvante, D. Kurt Aland Theol. prof. ord. publ., 22 Auflage, 1956, Stuttgart, NS 2541.

4.     Δευτεροκανονικά Βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης

5.     Απόκρυφα Βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης

6.     Απόκρυφα Βιβλία της Καινής Διαθήκης

7.     Απόκρυφα Ευαγγέλια

8.     Μασόρα σε 3 Εκδόσεις: (1) Μesorah – Tanach, The Orthodox Hebrew-English Stone Edition, The ArtScroll Series, Published by Mesorah Publications, ltd. (2) Tanach, Jerusalem Bible English Edition (less accurate than the one before). (3) The Holy Scriptures According to Masoretic Text, A New Translation, The Jewish Publication Society of America, 1917.

9.     Ταλμούδ (Εβραιo-Αγγλική παράλληλη Έκδοση).

10.  Πατρολογία (J. -P. Migne, Loeb Classical Library – Greek-English –, TLG diskette, κλπ.).

11.  J Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Εκδόσεις: 5 Τόμοι, Το Περιβόλι της Παναγί­ας, και 22 Τόμοι, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», κλπ.

 

J Σημείωση: Όσα βιβλία προτάσσονται με το σύμβολο J δεν έχουν να παρουσιά­σουν κανένα ουσιαστικό επιστη­μονικό ενδιαφέρον και από εμάς θεωρούνται εν όλω ή εν μέρει ως συρ­ραφές μωρίας, πολλές φορές αναμεμειγμένες μετά ανοησίας και ψεύ­δους. Πλην όμως επειδή υφίσ­τανται και έχουν μεγάλη κυ­κλοφορία και εντάσσονται εντός του χριστιανικού φαινο­μένου τα συμπεριλαμβάνομε διά να δείξομε σε όλους τους ενδιαφερομένους αφ’ ενός ότι τα γνωρίζομε καλώς και εφ’ ετέρου επι­θυ­μούμε να τα φανερώσομε σε όσους δεν τα γνωρίζουν και να τους δείξομε τί είδους μωρί­ες κυ­κλοφο­ρούν και επικρατούν με­ταξύ των δεισιδαιμόνων πιστών με τις οποίες και επ­αναπαύονται.

 

12.  Τα Έργα του Πλάτωνος, Loeb Classical Library (Greek – English), TLG diskette.

13.  Τα Έργα του Αριστοτέλους, Loeb Classical Library (Greek – English), TLG diskette.

14.  Τα Έργα του Ιουδαίου Φίλωνος του Αλεξανδρινού, Loeb Classical Library (Greek – English).

15.  Τα Έργα του Ιωσήπου Φλαβίου, Loeb Classical Library (Greek – English), και δύο εκδόσεις του Whiston, Kregel Publications.

16.  Τα Ερμητικά Κείμενα ή του Ερμού Τρισμεγίστου.

 

 

Ξενόγλωσσα Βιβλία:

 

5.          Acharya S, Christ in Egypt, The Horus-Jesus Connection, Stellar House Publishing, 2008.

6.          Acharya S, Krishna, Buddha and Christ Unveiled, AUP, 2004.

7.          Acharya S, The Christ Conspiracy, the Greatest Story Ever Sold, AUP, 1999.

8.          Acharya S, The Companion Guide to Zeitgeist, Stellar House Publishing, 2008.

9.          Donald Harman Akenson, Surpassing Wonder, The Invention of the Bible and the Talmuds, Harcout Brace & Company, 1998.

10.       Ben Edward Akerley, The X-Rated Bible, Feral House 1985-1998.

11.       John M. Allegro, The Dead Sea Scrolls and the Christian Myth, Second Revised Edition, Prometheus Books, 1979-1992.

12.       Robert Ambelain, Jesus ou le Mortel Secret des Templiers, Laffont, 1970.

13.       Robert Ambelain, La Vie Secrete de Saint Paul, Laffont, 1971.

14.       Robert Ambelain, Les Lourds Secrets du Golgotha, Laffont, 1974.

→ (Τα τρία προηγούμενα έργα του Γάλλου ερευνητή Robert Ambelain έχουν μετα­φρα­στεί και στα Ελληνικά από τον Μάριο Βερέττα, Εκδόσεις Μάριος Βερέττας, Αθήνα 2002-2003.).

15.       Robert Ambelain, Le Secret d’ Israel, Laffont, 1995.

16.       Carl Anderson, The Astrology of the Old Testament or the Lost World Regained (1892), Kessinger Publishing Company.

17.       Richard Andrews & Paul Schellenberger, The Tomb of God, Little Brown & Company, 1996.

18.       J Herbert W. Armstrong, The United States and Britain in Prophecy, Worldwide Church of God, 1967-1980.

19.       Karen Armstrong, Islam, A Short History, A Modern Library Chronicles Book, 2000.

20.       William F. Arndt & F. Wilbur Gingrich, A Greek-English Lexicon of the New Testament and Other Early Christian Literature, The University of Chicago Press, Chicago, Illinois, & Cambridge at the University Press, 1957.

21.       Steven Ashe, The Qabalah, The Testament of Solomon, Glastonbury Books Edition, 2006.

22.       J Isaac Asimov, Asimov’s Guide to the Bible, (two volumes in one), Wings Books, 1920-1969.

23.       Hector Avalos, The End of Biblical Studies, Prometheus Books, 2007.

24.       Michael Baigent, Richard Leigh, The Dead Sea Scrolls Deception, Touchstone Books, 1991.

25.       Michael Baigent, Richard Leigh, The Inquisition, Penguin Books, 2000.

26.       J. P. V. D. Balsdon, Roman Women, Their History and Habits, Publisher: The Bodley Head, London 1962, and M. I. E. T., 1984.

27.       Malcolm Barber, The Trial of the Templars, The Folio Society, London 2003.

28.       Anne Baring, Jules Cashford, The Myth of the Goddess: Evolution of an Image, Forword by Laurens Van Der Post, Peguin, 1991-1993.

29.       Dan Barker, Losing Faith in Faith, From Preacher to Atheist, FFRF Inc., 2003.

30.       Eli Barnavi, A Historical Atlas of the Jewish People, From the Time of the Patriarchs to the Present, Schocken Books, New York, 1992.

31.       Anthony A. Barrett, Livia, First Lady of Imperial Rome, Yale University Press, 2002.

32.       Walter George Bell, The Great Plague in London, The Folio Society, London 2001.

33.       Hayyim Ben Yehoshua, Refuting the Missionaries, (Important Research Article on Websi­te).

34.       J Dr. Don Bierle, Surprised by Faith, Emerald Books, 1992.

35.       Marcus Borg (Editor), Thomas Moore (introduction), The Lost Gospel Q: The Original Sayings of Jesus, Ulysses Press, Seastone, March 15, 1999.

36.       Gary Bretton-Granatoor, A Jewish Response to Cults, UAHC Press, 1997.

37.       David Brewer, The Greek War of Independence, The Struggle for Freedom from Ottoman Oppression and the Birth of the Modern Greek Nation, The Overlook Press, 2001.

38.       Thomas Bulfinch, Myths of Greece and Rome, Compiled by Bryan Holme, With an Introduction by Joseph Campbell, Penguin Books, 1979.

39.       William Henry Burr, Self-Contradictions of the Bible, Prometheus Books, 1987.

40.       William Butler D. D., Mexico in Transition, Bank of Wisdom, CD Rom, 1987-2000.

41.       Tim Callahan, Bible Prophecy, Failure or Fulfillment?, Millennium Press, 1997.

42.       Tim Callahan, Secret Origins of the Bible, Millennium Press, 2002.

43.       Robert Todd Carroll, The Skeptic’s Dictionary, John Wiley & Sons Inc., 2003.

44.       Luciano Canfora, The Vanished Library, A Wonder of the Ancient World, Translated from Italian by Μartin Ryle, University of California Press, 1987 – 1990.           

Υπάρχει και Ελληνική μετάφραση με Τίτλο: Η Χαμένη Βιβλιοθήκη.

45.       Lionel Casson and The Editors of the Time-Life Books, Ancient Egypt, Time incorporated, New York 1965.

46.       J Constantine Cavarnos, Modern Orthodox Saints, 10, Saint Raphael, Nicholas and Irene of Lesbos, Institute for Byzantine and Modern Greek Studies, Belmont, Massachusetts, 1990 – 2006.

47.       J Henry L. Corrigan Jr. Eternal Wisdom from the Desert, Writings from the Desert Fathers, Paraclete Press, 2001.

48.       Walter Richard Cassels, Supernatural Religion, Two volumes in one, Watts, 1874 – 1902.

49.       Walter Richard Cassels, A Reply to Dr Lightfoot’s Essays, Longmans, Green and Co., 1889

50.       Richard Cavendish, Mythology, An Illustrated Encyclopedia, Barnes & Nobles, 1993.

51.       R. H. Charles, The Book of Enoch, I Enoch, Health Research, 1912-2007.

52.       Edmund D. Cohen, The Mind of the Bible-Believer, New, Updated Edition, Prometheus Books 1983-1988.

53.       Martin Cohen, Wittgenstein’s Beetle and Other Classic Thought Experiments, Blackwell Publishing, 2005.

54.       Christopher Bush Coleman, Ph. D., Constantine the Great and Christianity, Columbia University Press 1914.

55.       J. M. Cook, The Persians, London the Folio Society MCMXCIX, 1983-2002.

56.       Samuel Hazzard Cross and Olgerd P. Sherbowitz-Wetzor, The Russian Primary Chronicle, Laurentian Text, The mediaeval Academy of America, Publication No 60, Third Printing, Cambridge Massachusetts 1973.

57.       Philip Davies, George J. Brooke, Phillip R. Callaway, The Complete World of The Dead Sea Scrolls, Thames & Hudson, 2005.

58.       Richard Dawkins, The God Delusion, Houghton Mifflin Company, Boston - New York 2006.

59.       Daniel Dennett, Breaking the Spell, Religion as a Natural Phenomenon, Penguin Books, 2006-2007.

60.       T. W. Doane, Bible Myths and their Parallels in Other Religions (1882), Kessinger Publishing Company.

61.       Earl Doherty, Challenging the Verdict, A Cross-Examination of Lee Strobel’s “The Case of Christ”, Age of Reason Publications, 2001.

62.       Earl Doherty, The Jesus Puzzle, Did Christianity begin with a mythical Christ?, Canadian Humanist Publications, Ottawa, Canada, 1999.

63.       Tim Dowley, The Baker Atlas of the Christian History, Baker Book House Co, 1996.

64.       Pierre Du Bourguet S. J., Early Christian Painting, Translated from French by Simon Watson Taylor, Compass Books 1966.

65.       Dean Dudley, History of the First Council of Nice, A World’s Christian Convention, A. D. 325, With a Lfe of Constantine, Kessinger Publishing Company.

66.       Maria Dzielska, Hypatia of Alexandria, Translated from Polish by F. Lyra, Harvard University Press, 1995.

Υπάρχει και Ελληνική Μετάφραση με Tίτλο: Υπατία η Αλεξανδρινή.

67.       Bart D. Ehrman Lost Christianities, Oxford University Press 2003.

68.       Bart D. Ehrman Lost Scriptures, Oxford University Press 2003.

69.       Bart D. Ehrman, Misquoting Jesus, A Story Behind Who Changed the Bible and Why, Harper Collins Publishers, 2005.

70.       Bart D. Ehrman, Truth and Fiction in The Da Vinci Code, Oxford University Press 2004.

71.       Enuma Elish, The Seven Tablets of Creation (two volumes) AMS Press, 1902,

72.       Helen Ellebre, The Dark Side of Christian History, Morningstar and Lark, 1996.

73.       Alvar Ellegard, Jesus, One Hundred Years before Christ, The Overlook Press, 1999.

74.       Troels Engberg – Pedersen, Paul in his Hellenistic Context, T & T Clark, Edinburgh.

75.       Epicurus, The extant Works of Epicurus, The extant remains of the Greek text translated by Cyril Bailey with and introduction by Irwin Edman, New York, The Limited Editions Club, MCMXLVII.

76.       Eusebius, Ecclesiastical History (Εκκλησιαστική Ιστορία), Loeb Clas­sical Library (Greek-English).

77.       Julius Evola, Revolt Against the Modern World, Translated from the Italian by Guido Stucco, Inner Traditions International, Rochester, Vermont, 1969-1995

78.       Israel Finkelstein and Neil Asher Silberman, The Bible Unearthed, Archaeology’s New Vision of Ancient Israel and the Origin of its Sacred Texts, Free Press, 2001.

79.       G(eorge) W(illiam) Foote, J(oseph) M(azzini) Wheeler, Crimes of Christianity, Printed by the Coptic Press, 7 Coptic Street, London W. C., obtainable at Pioneer Press, August 1887.

80.       G(eorge) W(illiam) Foote & J(oseph) M(azzini) Wheeler, The Jewish Life of Christ being the Sepher Toldoth Yeshu, Book of the Generation of Jesus, Transla­ted from the Hebrew and Edited (With an Historical Preface and Voluminous Notes), London: R. Forder, 28 Stonecutter Street, E. C., 1885-1896; American Atheist Press, Cranford, New Jersey, 1982-2003.

81.       Robin Lane Fox, Pagans and Christians, Knopf, 1989.

82.       Charles Frazee, Challenges to Orthodoxy in the Eastern Medi­ter­ranean; Contemporary Problems in Historical Perspective, Offprint, Modern Greek Studies Yearbook, University of Minnesota, Minneapolis, Minnesota, Volume 22/23, 2006/2007.

83.       Paula Fredriksen, Jesus of Nazareth King of the Jews, Knopf, 2000.

84.       Charles Freeman, The Closing of the Western Mind, The rise of Faith and the Fall of Reason, Pilmico Edition, 2003.

85.       Timothy Freke & Peter Gandy, The Jesus Mysteries, Was the “Original Jesus” a Pagan God?, Harmony Books, 1999.

86.       Roger French, Medicine before Science, Cambridge University Press, 2003.

87.       Sigmund Freud, Die Zukunft einer Illusion. (In English: The Future of an Illusion.)

88.       Sigmund Freud, Moses and Monotheism, Translated in English (from the German original, 1939) by Katherine Jones, New York, Vintage Books, 1967.

89.       Gerald Friedlander, The Jewish Sources of the Sermon on the Mount, Kessinger Publishing.

90.       Richard Elliott Friedman, Who Wrote the Bible?, Harper Collins, 1989.

91.       D. Furman, Religion and Social Conflicts in the U. S. A., Translated from the Russian by Janice Farrell, Progress Publishers, 1981.

92.       Alan Gardiner, The Egyptians, London the Folio Society MCMXCIX, 1961-2002.

93.       Henry Snyder Gehman, The New Westminster Dictionary of the Bible, The Westminster Press, 1970.

94.       Edward Gibbon, The Decline and Fall of the Roman Empire, Two Volumes, William Benton, Publisher, Encyclopaedia Britannica, Inc.,

95.       T. R. Glover, The Conflict of Religions in the Early Roman Empire, Beacon Press 1960.

96.       Norman Golb, Who wrote the Dead Sea Scrolls?, The Search for the Secrets of Qumran, Touchstone Books, 1995.

97.       Renny Golden, Michael McConnell, Peggy Mueller, Cinny Poppen, Marilyn Turkovich, Dangerous Memories, Invasion and Resistance since 1492, Foreword by Marilyn James, Chicago Religious Task Force on Central America, 1991.

98.       Hyman E. Goldin, The Case of the Nazarene Reopened, The Lawbook Exchange Ltd., 1948-2003.

99.       Lloyd M. Graham, Deceptions and Myths of the Bible, Citadel Press, 1975.

100.    Michael Grant, Constantine the Great, The Man and his Times, Barnes & Nobles Books, New York 1993.

101.    Norman K. Gottwald, The Hebrew Bible, A Socio-Literary Introduction, Fortress Press Phidadelphia, 1985.

102.    Michael Grant, The Twelve Caesars, Barnes & Nobles Books, New York 1975.

103.    Kersey Graves, Bible of Bibles, Fourth Edition, Colby & Rich Publishers, Boston Mass. 1879, reprinted by Health Research, 1970.

104.    Kersey Graves, Biography of Satan, Exposing the Origins of the Devil, Fifth Edition, The Book Tree Publishers, 1924-1999.

105.    Kersey Graves, New Testament Bible Errors, Kessinger Publishing.

106.    Kersey Graves, The Precepts And Practical Life Of Jesus Christ, Kessinger Publishing.

107.    Kersey Graves, The Three Pillars Of The Christian Faith: The Miracles, Prophesies, And Precepts, Kessinger Publishing.

108.    Kersey Graves, The World’s Sixteen Crucified Saviors, Christianity before Christ, Sixth Edition, AUP Publishers, 1875-2001.

109.    Kersey Graves, Two Thousand Bible Errors In The Old Testament, Kessinger Publishing.

110.    Robert Graves, The Greek Myths, Volumes I and II, Folio Society, 1955-2001

111.    A. C. Grayling, Against All Gods, Six Polemics on Religion and an Essay on Kindness, Oberon Books, London 2007.

112.    G. C. F. Grumbine, Melchizedek or, The Secret Doctrine of the Bible, Health Research, 1919-1968.

113.    O. R. Gurney, The Hittites, London the Folio Society MCMXCIX, 1952-2002.

114.    W. R. Halliday, The Pagan Background of Early Christianity, Kessinger Publishing.

115.    W. R. Halliday, The Similarity of Christian and Pagan Ritual, Kessinger Publishing.

116.    Grace Halsell, Journey to Jerusalem, A journalist’s account of Christian, Jewish, and Muslim families in the strife-torn Holy Land, Macmillan Publishing Co, Inc., 1981.

117.    George A. M. Hanfmann, Roman Art, A Modern Survey of the Art of Imperial Rome, W. W. Norton & Company1975.

118.    Michael E. Hardwick, Josephus as an Historical Source in Patristic Literature through Eusebius, Brown Judaic Studies 128, Scholars Press, Atlanta, Georgia, 1988-1989.

119.    Sam Harris, The End of Faith, Religion, Terror and the Future of Reason, W. W. Norton & Company, New York, London, 2004.

120.    James A. Haught, Holy Horrors, An Illustrated History of Religious Murder and Madness, Prometheus Books, 1990.

121.    John Hazel, Who’s Who in the Greek World, Routledge, 2000-2006.

122.    John Hazel, Who’s Who in the Roman World, Routledge, 2000-2006.

123.    Alexander Heidel, The Gilgamesh Epic and the Old Testament Parallels, The University of Chicago Press, 1945.

124.    Robert Held, Inquisition / Inquisición, Torture Instru­ments – Instrumentos de Tortura, Qua d’ Arno, Florence, 1991.

125.    Randel Helms, Gospel Fictions, Prometheus Books, 1989.

126.    Randel Helms, Who Wrote the Gospels? Millennium Press, 1997.

127.    Jim Herrick, Against the Faith, Essays on Deists, Skeptics and Atheists, Prometheus Books, 1985.

128.    Jim Hill and Rand Cheadle, The Bible Tells me So, Uses and Abuses of Holly Scripture, Anchor, 1996.

129.    Christopher Hitchens, god is not Great, How Religion Poisons Everything, 12 Twelve, 2007.

130.    Christopher Hitchens, The Missionary Position: Mother Teresa in Theory and Practice, Verso, LondonNew York, 1995.

131.    Keith Hopkins, A World Full of Gods, Free Press, 1999.

132.    Maude Aline Huttmann, The Establi­shment of Christiani­ty and the Proscri­p­tion of Paga­nism, New York, The Co­lumbia University Press, 1914.

133.    ICCA, Devils’ Drugs and Doctors, A Welcome History of Medicine, Australia 1986-1987.

134.    Robert Ingersoll, Some Mistakes of Moses, Prometheus Books, 1986.

135.    James William Jack, M. A., D. D., The Historic Christ, An Examination of Dr. Robert Eisler's Theory According to the Slavonic Version of Josephus and the Other Sources, London, James Clarke & Company, 1933.

136.    Susan Jacoby, Freethinkers, A History of the American Secularism, Owl Book 2004.

137.    Jasher, The Book of Jasher, Referred to in Joshua and Second Samuel, Faithfully Translated from the Original Hebrew into English, Health Research, 1840-2007.

138.    Paul Johnson, A History of Christianity, Penguin Books, 1976.

139.    A. H. M. Jones, Constantine and the Conversion of Europe, University of Toronto Press, 1904-2001.

140.    Julian, Against the Galileans (Κατά Γαλιλαίων), Loeb Classical Li­brary (Greek – English).

141.    Charles H. Kahn, The Art and Thought of Heraclitus, An edition of the fragments with translation and commentary, Cambridge University Press, 1979.

142.    Michael Kalopoulos, Biblical Religion, Τhe Great Lie, Xlibris, 1995-2003.

143.    Henry Kamen, The Spanish Inquisition, a historical revision, The Folio Society, London 1998.

144.    Immanuel Kant, Prolegomena to Any Future Metaphysics, Translated from the German by Paul Carus and revised by James W. Ellington, Hackett Publishing Company, 1977.

145.    Holger Kersten & Elmar R. Gruber, The Jesus Conspiracy, The Turin Shroud & the Truth about the Resurrection, BCA, 1992.

146.    Charles Kingsley, Hypatia or, New Foes with and Old Face, Merrill and Baker Publishers, New York and London 1889-2008.

147.    Jonathan Kirsch, Moses a Life, Ballantine Books 1999.

148.    J Tolly Kizilos, Tradition and Change, Concerns for Today’s Greek Orthodox Church in America, Light & Life Publishing, Minneapolis, Minnesota, 2000.

149.    J Tolly Kizilos, Decision at Golgotha, A Controversial Devil’s Testament, Authors Choice Press and iUniverse.com, Inc., 2001.

150.    David Klinghoffer, Why the Jews Rejected Jesus, The Turning Point in the Western History, Three Leaves Press, Doubleday, New York, 2005.

151.    John S. Kloppenborg, Q, the Earliest Gospel: An Introduction to the Original Stories and Sayings of Jesus, Westminster John Knox Press, September 15, 2008.

152.    Todd E. Klutz, Testament of Solomon (Σολομωνική, και σε TLG).

153.    Todd E. Klutz, Rewriting the Testament of Solomon, Library of Se­c­ond Temple Studies, 53, T & T Clarc, 2005.

154.    Christopher Knight & Robert Lomas, The Book of Hiram, Freemasonry, Venus, and the Secret Key to the Life of Jesus, Barnes & Noble, 2003-2005.

155.    Klauss Koch, The Prophets, The Assyrian Period, Fortress Press, 1983.

156.    Klauss Koch, The Prophets, The Babylonian and Persian Periods, Fort­ress Press, 1984.

157.    Arthur Koestler, The Thirteenth Tribe, Omni Publications, 1976.

158.    D. G. Kousoulas (Έλλην Καθηγητής), The First Christian Emperor, Τhe Life and the Times of Constantine the Great, Rutledge Βooks Ιnc., 1997.

159.    Ross Shepard Kraemer, Women’s Religions in the Greco-Roman World, Oxford University Press, 2004.

160.    Hans Küng, Does God Exist? An Answer for Today, Translated from the German by Edward Quinn, Doubleday & Company, Inc., 1980.

161.    Paul Kurtz, Science and Religion, Prometheus Books, 2003.

162.    Gerald A. Larue, Freethought Across the Centuries, Toward a New Age of Enlightenment, Humanist Press, 1996.

163.    Henry Charles Lea, A History of the Inquisition of Spain (4 Volumes), Bank of Wisdom, CD Rom, 1987-2000.

164.    Henry Charles Lea, A History of the Inquisition of the Middle Ages in Europe (3 Volumes), Bank of Wisdom, CD Rom, 1987-2000.

165.    Francis Legge, Forerunners and Rivals of Christianity from 330 BC to 330 AD, Kessinger Publishing.

166.    Harold Leidner, The Fabrication of the Christ Myth, Survey Books, 1999.

167.    George Leonard, The Silent Pulse, A Search for the Perfect Rhythm That Exists in Each of Us, Arkana Books, 1978 – 1991.

168.    Joseph Lewis, The Bible Unmasked, Health Research, 1926-1960.

169.    J Hal Lindsey with C. C. Carlson, The Late Great Planet Earth, Bantam Books, 1970-1981.

170.    D. Juan Llorente, The Inquisition of Spain (Former Secretary of the Inquisition of Spain), Bank of Wisdom, CD Rom, 1987-2000.

171.    John W. Loftus, From Minister to Honest Doubter, Why I changed my mind, 2005.

172.    Dr. Jason Long, Biblical Nonsense, A Review of the Bible for Doubting Christians, iUniverse, Inc., 2005.

173.    Lucian, Passing of Peregrinus (Περί Περεγρίνου Τελευτής), Loeb Cla­ssical Library (Greek-English).

174.    Lucian, Philopatris (Φιλόπατρις), Loeb Classical Library.

175.    Lucian, Philopseudes (Φιλοψευδής), Loeb Classical Library.

176.    Edward Lucie-Smith, Sexuality in the Western Art, World of Art, 1972-1991.

177.    Gerd Lüdemann, Early Christianity according to the Traditions in Acts, A commentary, and what Jesus really said and did (translated from German), Fortress Press, Minneapolis 1989.

178.    Gerd Lüdemann, The Great Deception, and what Jesus really said and did (translated from German), Prometheus Books, 1999.

179.    Gerd Luedemann, Paul, Apostle to the Gentiles, Studies in Chronology, (translated from German), Foreword by John Knox Fortress Press, Minneapolis 1984.

180.    Gerd Luedemann, Opposition to Paul in Jewish Christianity (translated from German), Fortress Press, Minneapolis 1989.

181.    Gerd Luedemann, The Resurrection of Jesus, History Experience Theology, (translated from German), Fortress Press, Minneapolis 1994.

182.    Joseph B. Lumpkin, The Lost Book pf Enoch, A Comprehensive Transliteration of the Forgotten Book of the Bible, Fifth Estate Publisher, Alabama, 2004-2005.

183.    Dennis R. MacDonald, The Homeric Epics and the Gospel of Mark, Yale University Press, 2000.

184.    George MacDonald, Thumb Screw and Rack, Austin, Texas, AAP, 1991.

185.    Malleus Maleficarum, Translated from Latin with an Introduction, Bibliography and Notes by Rev. Montague Summers, The Pushkin Press, London, 1928-1951.

186.    Michael Martin, Atheism, A Philosophical Justification, Temple University Press, 1990.

187.    Michael Martin, Atheism, Morality and Meaning, Prometheus Books, 2002.

188.    Michael Martin (editor), The Cambridge Companion to Atheism, Cambridge University Press, 2007.

189.    Michael Martin, The Case against Christianity, Temple University Press 1991.

190.    Gerald Massey, Gnostic and Historic Christianity, Kessinger Publishing 2005-2006 or Sure Fire Press 1985.

191.    Gerald Massey, The Egyptian Book of the Dead & the Ancient Mysteries of Amenta, Health Research, WA or A&B Publishers Group, Brooklyn, New York.

192.    Gerald Massey, The Historical Jesus and the Mythical Christ, Health Research, WA or A&B Publishers Group, Brooklyn, New York.

193.    Manuela Dunn Mascetti, Christian Mysticism, Hyperion, 1998.

194.    Joseph McCabe, The Myth of the Resurrection and other Essays, Pro­metheus Books, 1993.

195.    Josh McDowell, Evidence that demands a verdict, Historical evedences for the Christian faith, Campus Crucade for Christ International, 1972.

196.    Josh McDowell, The Da Vinci Code, A quest for answers, Green Key Books, Holiday Florida, 2006.

197.    C. Dennis McKinsey, Biblical Errancy, Prometheus Books, 1995

198.    C. Dennis McKinsey, The Encyclopedia of Biblical Errancy, A Reference Guide, Prometheus Books, 2000.

199.    Ramsey McMullen, Christianity and Paganism in the Fourth to Eighth Centuries, Yale University Press, 1997.

200.    G. R. S. Mead, Did Jesus Live 100 B.C.?, Kessinger Publishing.

201.    Wayne A. Meeks, The Origins of Christian Morality, The First Two Centuries, Yale University Press, 1993.

202.    Doron Mendels, The Rise and Fall of Jewish Nationalism, Jewish and Christian Ethnicity in Ancient Palestine, Eerdmans, 1992.

203.    Marvin W. Meyer and Richard Smith (Editors), Ancient Christian Magic, Coptic Texts of Ritual Power, Princeton University Press, 1994-1999.

204.    Madeleine S. Miller and J. Lane Miller, Harper’s Bible Dictionary, Seventh Edition, Harper Row, Publishers 1952-1961.

205.    Olin Miller, 4000 Errors and Unfavorable Biblical Verses, Health Research.

206.    David Mills, Atheist Universe, The Thinking Person’s Answer to Christian Fundamentalism, Makes the Case against Intelligent Design, forwarded by Dorion Sagan, Ulysses Press, 2006.

207.    Dr. L. David Moore, The Christian Conspiracy, Pendulum Plus Press, 1994.

208.    H. St. L. B. Moss, The Birth of the Middle Ages 395-814, The Folio Society, London 1998.

209.    M. D. Murdock and Acharya S, Who was Jesus? Fingerprints of The Christ, Stellar House Publishing, November 28, 2007.

210.    National Geographic Society, Great Religions of the World, 1968.

211.    National Geographic Society, The Renaissance, Maker of Modern Man, 1970.

212.    New Larousse Encyclopedia of Mythology, Introduction by Robert Graves, The Hamlyn Publishing Group Limited, 1959-1974.

213.    Eric Newton and William Neil, 2000 Years of Christian Art, Harper & Row, New York 1996.

214.    Michael Novak, Toward a Theology of the Corporation, Second Printing, American Institute for Public Policy Research, Washington and London 1981.

215.    Madalyn O’ Hair, Why I Am An Atheist, Second Revised Edition, American Atheist Press 1991.

216.    Stephen O’ Shea, The Perfect Heresy, Walker& Company 2000.

217.    John Allen Paulos, Irreligion: A Mathematician Explains Why the Arguments for God Just Don’t Add up, Hill and Wang, 2007.

218.    Geoffrey Parrinder, World Religions, From Ancient History to the Present, Facts on File, 1971-1983.

219.    J Blaise Pascal, Pascal’s Pensées, Translated from French, E. P. Dutton, New York 1958.

220.    Yaroslav Pelikan, Jesus Through the Centuries, Mary Through the Centuries, History Book Club 1985-1996.

221.    Kevin Phillips, American Theocracy, Viking, 2006.

222.    Philostratus, The Life of Apollonius of Tyana (Ο Βίος του Απολ­λω­νί­ου Τυανέως), Loeb Classical Library (Greek – English).

223.    Lynn Picknett & Clive Prince, The Templar Revelation, Secret Guardians of the True Identity of Christ, Touchstone, 1997.

224.    Eileen Power, Medieval People, Third Printing, The Folio Society, London 2001.

225.    Eileen Power, Medieval Women, Second Printing, The Folio Society, London 2002.

226.    Father I. B. Pranitis, The Talmud Unmasked, translated from the Russian by Col. E. N. Sanctuary, C P A Books, 1892 – 1985.

227.    W. H. Prescott, History of the Conquest of Mexico, with an Introduction by James Lockhart, The Modern Library Classics, 2001.

228.    W. H. Prescott, History of the Conquest of Peru, Phoenix Press, 1847-2002.

229.    Robert M. Price, Deconstructing Jesus, Prometheus Books, 2000.

230.    Robert M. Price, The Da Vinci Fraud, Why The Truth is Stranger Than Fiction, Prometheus Books, 2005.

231.    Robert M. Price, The Incredible Shrinking of the Son of Man, Prometheus Books, 2003.

232.    Robert M. Price, The Pre-Nicene New Testament, Fifty-four Formative Texts, Signature Books, 2006.

233.    Robert M. Price and Jeffery Jay Lowder, The Empty Tomb: Jesus Beyond the Grave, Prometheus Books, 2005.

234.    James B. Pritchard, The Harper Concise Atlas of the Bible, Harper Collins Publishers 1987-1991.

235.    Elizabeth Clare Prophet, Fallen Angels and the Origins of Evil, Why the Church Fathers Suppressed the Book of Enoch and its Startling Revelations, Summit University Press, Gardiner, Montana, 1983-2000

236.    Father Theodore Pulcini, Orthodoxy and Catholicism, What are the Differences, Cinciliar Press, 1995.

237.    J Robert A. Raines, New Life in the Church, Harper & Row Publishers, 1961.

238.    J Fazale Rana with Hugh Ross, Who was Adam? NavPress 2006.

239.    Rabbi Marcus Eli Ravage, Οn the Εssence of Christianity”. Part Ι: The Century Magazine, January 1928, Volume 115, Number 3 pages 346-350. Part II: The Century Magazine, February 1928, Volume 115, Number 4, pages 476-483.

240.    Uta Ranke-Heineman, Eunuchs for the Kingdom of Heaven (translated from German), Doubleday, 1990.

241.    Reader’s Digest, Who’s Who in the Bible, An Illustrated Biographical Dictionary, 1946-1971.

242.    Bernard M. G. Reardon, Religious Thought in the Nineteenth Century, Illustrated from Writers of the Period, Cambridge University Press, 1966.

243.    David Tablot Rice (Editor), The Dawn of the European Civilization, The Dark Ages, McGraw-Hill Book co. Inc., 1965.

244.    John Μ. Robertson, A Short Ηistory of Christianity, Watts, 1913.

245.    John Μ. Robertson, Pagan Christs, Barnes & Noble Books, New York 1903-1993.

246.    John Romer, The Bible and History, Michael O’ Mara Books Limited, 1988.

247.    Steven Runciman, A History of the Crusades, Three Volumes, (The First Crusade, The Kingdom of Jerusalem, The Kingdom of Acre), The Folio Society, London 1994.

248.    Ralph Lord Roy, Apostles of Discord, A study of organized bigotry and disruption on the fringes of Protestantism, The Beacon Press, Boston 1953.

249.    Kathy Rudy, Sex and the Church, Beacon Press, 1997.

250.    Bertrand Russell, On Ethics, Sex, and Marriage, edited by Al Seckel, Prometheus Books, 1987.

251.    Bertrand Russell, Religion and Science, Oxford University Press, 1935-1961.

252.    Bertrand Russell, Why I am not a Christian, Touchstone Book, 1957.

253.    Carl Sagan, The Demon-Haunted World, Science as a Candle in the Dark, Ballantine Books, 1995-1997.

254.    H. W. F. Saggs, The Babylonians, London the Folio Society MCMXCIX, 1962-2002.

255.    J Jonathan Sarfati, Ph.D., Refuting Evolution, Master Books, Ninth Printing, 2002.

256.    A. H. Sayce and R. Peterson, Race in Ancient Egypt & the Old Testament, Scott-Townsend Publishers, 1993.

257.    Albert Schweitzer, The Quest of the Historical Jesus, (Introduction by James M. Robinson), Collier Books, 1968.

258.    Alan F. Segal, Paul the Convert: The Apostolate and Apostasy of Saul the Pharisee, Yale University Press, 1992.

259.    J Vernon A. P. Serenius, How far can I go and still be a Christian?, U. S. A., 1984.

260.    Desmond Seward, The Monks of War, The Military Orders, The Folio Society, London 2000.

261.    Hershel Shanks, James C. Vanderkam, P. Kyle McCarter, Jr., James A. Sanders, The Dead Sea Scrolls After Forty Years, Biblical Archaeology Society, 1991.

262.    A. N. Sherwin–White, Roman Society and Roman Law in the New Testament, Oxford University Press, 1963.

263.    Ralph E. Shikes, The Indignant Eye, Beacon Press, Boston, 1969.

264.    Ken Smith, B. A., Guide to the Bible, Blast Books, 1995.

265.    Rodney Stark, The Rise of Christianity, Harper Collins Publishers, 1997.

266.    Arianna Stassinopoulos and Roloff Beny, The Gods of Greece, Harry N. Abrams Inc. Publisher, New York, 1983.

267.    Victor J. Stenger, God the Failed Hypothesis, How Science Shows that God Does Not Exist, New Foreword by Christopher Hitchens, Prometheus Books, 2007-2008.

268.    J. J. Stockdale, The History of the Inquisition; Including its Secret Tribunals, (1810), Bank of Wisdom, CD Rom, 1987-2000.

269.    J Lee Strobel, The Case for Christ, Zondervan Publishing House, Grand Rapids, Michigan, 1998.

270.    James Strong, LL.D., S.T.D., The Strongest Strong’s Exhaustive Concordance of the Bible, Zondervan, 2001.

271.    Gaius Suetonius Tranquillus, The Twelve Caesars, Translated by Robert Graves, Tenth Printing, The Folio Society, London, 2001.

272.    Cornelius Tacitus, The Annals of The Imperial Rome, Translated by Michael Grant, The Folio Society, London 2006.

273.    R. H. Tawney, Religion and the Rise of Capitalism, Transaction Publishers, 1926-1998.

274.    Robert Taylor, Rev., The Diegesis, Kessinger Publishing, or Health Rese­arch.

275.    Robert Taylor, Rev., Syntagma of the Evidence of the Christian Religion, Kessinger Publishing.

276.    Robert Taylor, Rev., The Devil’s Pulpit or, Astro-Theological Sermons, with a Sketch of Taylor’s life and an Astronomical Introduction, Kessinger Publishing.

277.    Charles Templeton, Farewell to God, My reasons for rejecting the Christian faith, M&S, 1999.

278.    John Templeton Foundation, Does science make belief in God obsolete?

279.    The Holy Qur’an, Arabic text, English translation and Commentary, Maulana Muhammad Ali, Ahmadiyyah Anjuman Isha‘at Islam Lahore, Inc. USA, 1995.

280.    The Koran with Parallel Arabic Text, Translated with Notes by N. J. Dawood, Penguin Classics, 1956 – 2000.

281.    The Oxford Dictionary of the Christian Church, Edited by F. L. Cross, D. Phil., D.D., Oxford University Press, 1957-1966.

282.    Time-Life Books, The Age of God-Kings, Time Frame 3000-1500 BC, Time Incorporated, New Jersey 1987-1988.

283.    Time-Life Books, The March of Islam, Time Frame AD 600-800, Time Incorporated, New Jersey 1987-1988.

284.    Solomon Tulbure, Christianity Exposed, Writes Club Press, 2001.

285.    Alice K. Turner, The History of Hell, Harvest Books, 1995.

286.    Evaggelos G. Vallianatos (Έλλην Διδάκτωρ), The Passion of the Greeks: Christianity and the Rape of Hellenes, Clock & Rose Press, 1st Edition, December 1, 2006.

287.    Geza Vermes, The Dead Sea Scrolls, The Folio Society, London 2000.

288.    Charles B. Waite, History of the Christian Religion to the Year Two Hundred (200), Fifth Revised Edition, C. V. Waite & Co., Chicago 1900 - 1992.

289.    Robert Wallace and The Editors of Time-Life Books, Rise of Russia, Time Incorporated, New York 1967.

290.    Ibn Warraq, Why I am not a Muslim, Prometheus Books, 1995.

291.    Keith Ward, God, Faith & The New Millennium, Christian Belief in an Age of Science, One World Oxford, 1998.

292.    J Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania, Is Τhere a Creator Who Cares About You?, Watch Tower Bible and Tract Society of New York, Inc., 1998.

293.    J Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania, The Greatest Man Who Ever Lived, Watch Tower Bible and Tract Society of New York, Inc., 1991.

294.    J Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania, What Does the Bible Really Teach?, Watch Tower Bible and Tract Society of New York, Inc. 2005-2006.

295.    Alan Watts, The Supreme Identity, An Essay on Oriental Metaphysic and the Christian Religion, Vintage Book Edition, 1972.

296.    James F. Welles, Ph. D., The Story of Stupidity, Mount Pleasant Press, 1988-1998.

297.    George A. Wells, Did Jesus exist? Revised Edition, Pemberton, London 1975-1986.

298.    George A. Wells, The Historical Evidence for Jesus, Prometheus Books 1988.

299.    George A. Wells, The Jesus Legend, Open Court, Chicago and La Salle Illinois, 1996-1997.

300.    George A. Wells, The Jesus Myth, Open Court, Chicago and La Salle Illinois, 1999.

301.    George A. Wells, Who Was Jesus? Open Court, La Salle Illinois, 1989.

302.    Joseph Wheless, Debunking the Laws of Moses, Haldeman – Julius Publications, Little Blue Books 1332.

303.    Joseph Wheless, Forgery in Christianity, Kessinger Publishing.

304.    Joseph Wheless, Is it God’s Word?, Kessinger Publishing.

305.    Joseph Wheless, The Church that was Founded on Lies and Forgeries, Christian Frauds, Forgeries and Fakeries Exposed, Haldeman – Julius Publications.

306.    Andrew D. White, A History of the Warfare of Science with Theology in Christendom, 2 volumes, Great Mind Series Prometheus Books 1896-1993.

307.    Richard H. Wilkinson, The Complete Gods and Goddesses of Ancient Egypt, Thames & Hudson, 1988-2003.

308.    Gary Wills, Papal Sin, Structures of Deceit, Doubleday, 2000.

309.    Robert R. Wilson, Prophesy and Society in Ancient Israel, Fortress Press, 1984.

310.    J Worldwide Church of God, Is There a Real Spirit World?, 1989.

311.    Hayyim Ben Yehoshua, Refuting the Missionaries, Research Essay on Web­si­te.

312.    Solomon Zeitlin, Josephus on Jesus, With Particular Reference to the Slavonic Josephus and the Hebrew Josippon, The Dropsie College for Hebrew and Cognate Learning, Philadelphia 1931.

313.    Phillip Ziegler, The Black Death, The Folio Society, London 1997.

314.    Frank R. Zindler, The Jesus The Jews Never Knew; with the appendix: Sepher Toldoth Yeshu, and the Quest of the Historical Jesus In Jewish Sources, American Atheist Press, Cranford, New Jersey, 2003.

 

 

Μεταφράσεις στα Ελληνικά:

 

315.    Robert Ambelain, Ο Γολγοθάς & τα Βαριά Μυστικά του, Μετάφραση από τα Γαλλικά Αναθεωρημένη και Συμπληρωμένη Μάριος Βερέττας, Νέα Έκ­δοση, Εκδόσεις Μάριος Βερέττας, Αθήνα 2003.

316.    Robert Ambelain, Ο Απόστολος Παύλος & η Μυστική Ζωή του, Μετάφ­ρα­ση από τα Γαλλικά Αναθεωρημένη και Συμπληρωμένη Μάριος Βερέττας, Νέα Έκδοση, Εκδόσεις Μάριος Βερέττας, Αθήνα 2003.

317.    Robert Ambelain, Το Πραγματικό Ιστορικό Πρόσωπο Ιησούς ή το Θανάσι­μο Μυστικό των Ναϊτών, Μετάφραση από τα Γαλλικά Αναθεωρημένη και Συμπληρωμένη Μάριος Βερέττας, Νέα Έκδοση, Εκδόσεις Μάριος Βερέτ­τας, Αθήνα 2002.

318.    J Dr. E. H. Andrews, Θέσεις Υποθέσεις Θεωρίες, Πόσο Eπιστημονικός εί­ναι ο Νεο-Δαρβινισμός, Μετάφραση από τα Αγγλικά Σπύρος Φίλος, Εκδό­σεις Πέργαμος, Αθήνα 1983.

319.    Peter Brown, Ο Κόσμος της Ύστερης Αρχαιότητας, 150-750 μ. Χ., Μετάφ­ραση από τα Αγγλικά Ελένη Σταμούλη, Δεύτερη Έκδοση, Εκδόσεις Αλε­ξ­άνδρεια, 1971-1989.

320.    Peter Brown, Η Δημιουργίας της Ύστερης Αρχαιότητας, Μετάφραση από τα Αγγλικά Θεοδόσης Νικολαΐδης, Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», Αθήνα 2001.

321.    J David R. Crandall, Μια Εμπειρία Πάνω στο Λόφο του Αρείου Πάγου, Gospel Literature Services, Schaumburg, Illinois, 2003.

322.    E. Dermenghem, Χριστιανισμός και Ισλαμισμός, Μετάφραση από τα Γαλ­λικά Δρ Λε­ωνίδας Παυλίδης, Σύγχρονη Σκέψη 21, Εκδόσεις Γκοβόστη.

323.    Karlheinz Deschner, Η Εγκληματική Ιστορία του Χριστιανισμού, Μετά­φραση Ρουμπίνη Ζαρκάδη και Δέσποινα Βλασσοπούλου από τα Γερμανι­κά, με τίτλο πρωτοτύπου: Kriminalgeschichte des Christentums. 6 Τόμοι, 3418 σελί­δες, Εκδόσεις Κάκτος, 2004.

Τόμος 1ος: Πρώιμα Χρόνια. (Σελίδες 878.).

Τόμος 2ος: Το Τέλος του Αρχαίου Κόσμου. (Σελίδες 710.).

Τόμος 3ος: Αρχαία Χριστιανική Εκκλησία: Α΄ Πλαστογραφίες, Απάτες Θαυ­μάτων – Λειψάνων – Προσκυνημάτων. (Σελίδες 539.).

Τόμος 4ος: Αρχαία Χριστιανική Εκκλησία: Β΄ Σκοταδισμός, Εκμετάλ­λευση, Καταστροφές. (Σελίδες 451.).

Τόμος 5ος: Η Αρχή του Μεσαίωνα: Α΄ Μεροβίγγειοι. (Σελίδες 440.).

Τόμος 6ος: Η Αρχή του Μεσαίωνα: Β΄ Καρολίδες και Καρλομάγνος, Ο Χρι­στιανικότατος Σφαγέας της Ευρώπης. (Σελίδες 400.).

324.    Karlheinz Deschner, Σεξουαλικότητα και Χριστιανισμός, Μετάφρα­ση από τα Γερμανικά, Εκδόσεις Μαύρη Λίστα, 2004.

325.    E. R. Dodds, Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια Εποχή Αγωνίας, Από τον Μάρ­κο Αυρήλιο ως τον Μ. Κωνσταντίνο, Μετάφραση από τα Αγγλικά Κώστας Αντύπας, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1963-1995.

326.    Maria Dzielska, Υπατία η Αλεξανδρινή, Μετάφραση από τα Πολωνικά Γι­ώργος Κουσουνέλος, Εκδόσεις Ενάλιος, 1995-1997.

327.    A. J. Festugière, Ο Επίκουρος και οι Θεοί του, Μετάφραση από τα Γαλλικά Ροζίνα Μπέρκνερ, Εκδόσεις Θύραθεν, 1945 -1999.

328.    National Geographic, Το Ευαγγέλιο του Ιούδα, Από τον Codex Tchacos, Επιμέλεια Ρόντολφ Κάσερ, Μάρβιν Μάϊερ, και Γκρέγκορ Βουρστ, Ερμη­νευτικά σχόλια Μπαρτ Ντ. Έρμιν, Μετάφραση από τα Αγγλικά Παναγιώτης Τσιαμούρας, Ουάσιγκτον, 2006.

329.    Pierre Grimal, Λεξικό της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Μυθολογίας, Επιμέλεια της Ελληνικής Έκδοσης Βασ. Άτσαλος, University Studio Press, Θεσσαλονίνη, 1991.

330.    Victor Davis Hanson, John Heath, Ποιος σκότωσε τον Όμηρο, Μετάφραση από τα Αγγλικά Ρένα Καρακατσάνη, Επιμέλεια Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Εκδόσεις Κάκτος, 1999.

331.    Joseph Holzner, Παύλος, Μετάφρασις από τα Γερμανικά Αρχιμ. Ιερωνύμου Ι. Κοτσώνη, Δρ. Θ., από την 21η Έκδοση, Αθήναι 1948.

332.    Alfred Läpple, Ο Άλλος Ιησούς, Μετάφραση από τα Γερμανικά Ευαγγελία Γεωργούλα, Εκδόσεις Κονιδάρη, 1997-1999.

333.    J James Orr, Ο Θρίαμβος των Γραφών, Μετάφραση από τα Αγγλικά Δρ. Κ. Μεταλληνός, Ελεύθερες Εκδόσεις, Πειραιάς 1991.

334.    James OToole, Η Μέθοδος του Αριστοτέλη, Δημιουργώντας την Καλή Ζωή, Μετάφραση από τα Αγγλικά Θεοδώρα Δαρβίση, Επιμέλεια κειμένου Ηλίας Αλικάκος, Εκδόσεις Ενάλιος, 2005-2006.

335.    Claudio Rutilio, Τα Αίτια της Χριστιανικής Επικρατήσεως, Μετάφραση από τα Ιταλικά Παναγιώτης Καλαμαράς, Εκδόσεις Ανοιχτή Πόλη, 1985-1998.

336.    Carl Sagan, Στοιχειωμένος Κόσμος, Επιστήμη: Κερί μες στο Σκοτάδι, Με­τάφραση από τα Αγγλικά Αιμιλία Μανούση, Έσοπτρον 1998.

337.    Hershel Shanks, Η Περιπέτεια των Χειρογράφων της Νεκρής Θάλασσας, Ιστορικό Δοκίμιο, Μετάφραση από τα Αγγλικά Βανέσσα Λάππα, Εκδόσεις Ενάλιος, 1997.

338.    Max Weber, Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού, Μετάφραση από τα Γερμανικά Μ. Γ. Κυπραίου, Εκδόσεις Gutenberg, Αθή­να 2002.

339.    Ian Wilson, Ιησούς οι Μαρτυρίες, Μετάφραση από τα Αγγλικά Ελένη Ταμ­βάκη, Εκδόσεις Κονιδάρη, 1984-1987.

340.    Ian Wilson, Το Σάβανο Ιησού, Το μυστήριο της Ιεράς Σινδόνης του Τορίνο, Μετάφραση από τα Αγγλικά Βασίλης Κοχλατζής, Εκδόσεις Κονιδάρη, 1979 - 1980.

341.    Ludwig Wittgenstein, Αφορισμοί και Εξομολογήσεις, Επιλογή, Εισαγωγή, Μετάφραση από τα Αγγλικά και Γερμανικά, Σημειώσεις, Επιμέλεια, Κωστή Μ. Κωβαίου, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1993.

342.    Ludwig Wittgenstein, Πολιτισμός και Αξίες, Μετάφραση από τα Αγγλικά και Γερμανικά Μυρτώς Δραγώνα–Μονάχου & Κωστή Μ. Κωβαίου, Σχόλια, Επιμέλεια Κωστή Μ. Κωβαίου, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 2000.

 

 

z

 

 

343.    Αμούσιν Ιωσήφ Ντ., της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, Τα Πανάρχαια Χειρόγραφα της Νεκρής Θάλασσας, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1990.

344.    Βαρόνου του Χόλμπαχ, Αποδιδομένη σ’ αυτόν Πραγματεία, Περί Τριών Απατεώνων, Μωυσής • Χριστός • Μωάμεθ, Μετάφραση από τα Γαλλικά Λία Βουτσοπούλου, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2003.

345.    Γιαροσλάβσκυ Εμ., Πως Γεννιόνται, Ζουν και Πεθαίνουν οι Θεοί και οι Θεές, Εκδόσεις «Γνώσεις», και Μάριος Βερέττας.

346.    Ζιράρ Ρενέ, Κεκρυμμένα από Καταβολής, Μετάφραση από τα Γαλλικά Κωνσταντίνος Ι. Γκότσης, Εκδόσεις Γ. Α. Κουρής, Α. Ε., Αθήνα 1978-1994.

347.    Καίσλερ Άρθουρ, Οι Ρίζες της Σύμπτωσης, ένα ταξίδι στην παραψυχολο­γία, Μετάφραση από τα Αγγλικά Ιωάννας Χατζηνικολή, Εκδόσεις Ι. Χατ­ζη­νικολή, 1972-1974.

348.    Κάνφορα Λουτσιάνο, Η Χαμένη Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας, Μετάφ­ρα­ση από τα Ιταλικά, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1987 – 1990.

349.    Κάουσκυ Καρλ, Η Καταγωγή του Χριστιανισμού, Μετάφραση από τα Γερ­μανικά και Επιμέλεια Γιάννη Ν. Βιστάκη, Εκδόσεις Γερ. Αναγνωστίδη.

350.    Κοράνι, Μετάφραση Λ. Μιλίλη, Εκδόσεις Κάκτος, 1980.

351.    Κυμόν Φρανς, Τα Μυστήρια του Μίθρα, Μυστηριακές Παραδόσεις, Πύρι­νος Κόσμος, Αθήνα 1990.

352.    Λορμπέρ Γιακόμπ, Το Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, Μετάφραση από τα Γαλλικά Χριστίνα Λούμελ, Επιμέλεια Σοφιάννα Δροσοπούλου, Εκδόσεις Πύρινος Κόσμος, Αθήνα 2001.

353.    J Μόρμον, Το Βιβλίο του Μόρμον, Άλλη μια Μαρτυρία για τον Ιησού Χριστό, Έκδοση της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευ­ταίων Ημερών, Γιούτα, Η. Π. Α., 1830-1987.

354.    Νορντάου Μαξ, Τα Κατά Συνθήκη Ψεύδη, Μετάφραση από τα Γερμανικά Πολ. Βοβολίνης, Εκδόσεις Πεζός Λόγος.

355.    Ράσσελ Μπέρτραντ, Τί Πιστεύω, Μετάφραση από τα Αγγλικά Σ. Πρωτό­πα­πα, Εκδόσεις Γιάννη Δ. Αρσενίδη.

356.    Ρενάν Ερνέστος, Η Εμφάνιση του Χριστιανισμού, Μετάφρασις από τα Γαλλικά Δρος Λεων. Παυλίδη, Εκδόσεις Γκοβόστη Σύγχρονη Σκέψη.

357.    Ρίσπεν Ιωάννου (Richepin Jean) της Γαλλικής Ακαδημίας, Ελληνική Μυθο­λογία, Τόμοι Α΄ και Β΄, Επιμέλεια Σπύρου Μαρινάτου, Μετάφρασις Νικο­λάου Τετενέ, Επιμελητής Εκδόσεως Μιχ. Γ. Πετρίδης, Δευτέρα Έκδοσις, Εκδόσεις «Δαρέμα», Αθήναι 1971.

358.    Σμιθ Ιωσήφ, Αυτοβιογραφία, USA.

359.    Ταξίλ Λέο, Διασκεδαστική Βίβλος, Μετάφραση από τα Γαλλικά διά μέσου των Ρωσικών Ευάγγελος Καρέλλας, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2000.

360.    Φρόϋντ Σίγκμουντ, Ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας, και Το Μέλλον μιας Αυταπάτης, Μετάφραση από τα Γερμανικά Μί­νας Ζωγράφου-Μεραναίου, Εκδόσεις Μάρη.

 

 

 Ελληνική Βιβλιογραφία:

 

361.    J Αγαθάγγελος Μοναχός, Η Φυλλάδα του Αγαθαγγέλου.

362.    Αγγελίδης Αλέκος, Ρασοφόροι, Ημέρες και Έργα του Ιερατείου, Εκδόσεις Πλάτωνος, Θεσσαλονίκη 1999.

363.    Αγγέλου Άλκη, Το Κρυφό Σχολειό, Το Χρονικό ενός Μύθου, Τρίτη Έκδο­ση, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1997 – 2007.

364.    Αγουρίδη Σάββα Χ., Ιστορία των Χρόνων της Καινής Διαθήκης, Δ΄ Έκδο­ση, Εκδόσεις Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1985.

365.    Αθανασιάδη Πολύμνια, Ιουλιανός, Μια Βιογραφία, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθ­νικής Τραπέζης, Αθήνα 2001.

366.    Αλεξάνδρου Θεμιστοκλής, Για τους Ελληνικής Καταγωγής Χριστιανούς, Εκδόσεις Δίον, Θεσσαλονίκη 2003.

367.    Ανδρούτσος Χρήστος, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Εκδόσεις Αστέρος, Αθήναι 1956.

368.    J Αντωνίου Σπυρίδωνος Δ., Η Αληθινή του Χριστού Εκκλησία, Έκδοσις Ορθοδόξου Χριστιανικής Αδελφότητος «Ο Ευαγγελισμός», Αθήναι 1959.

369.    J Αντωνοπούλου Ε. Ιωάννου, Οικονομολόγου, Συνομωσία και Αγάπη, Αθήνα 1979.

370.    Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία ήτοι Λόγος Περί Ελευθερίας, Έκδοσις Β΄, Εισαγωγή Επιμέλεια Ν. Β. Τωμαδάκη.

371.    Αξελός Κώστας, Ο Ηράκλειτος και η Φιλοσοφία, μετάφραση από τα Γαλ­λι­κά Δημήτρης Δημητριάδης, Εκδόσεις Εξάντας 1962- 1976.

372.    Αργυρίου Αστέριος, Κοράνιο και Ιστορία, Έκδοση Α΄, Εκδόσεις Αποστολι­κής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1992.

373.    Κώστας Βάρναλης, Το Φως που Καίει, Δεκάτη Εβδόμη Έκδοση, Εκδόσεις «Κέδρος», 1922-1970.

374.    J Βασιλειάδη Νικολάου Π., Χριστιανισμός και Ανθρωπισμός, Εκδόσεις Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», 1981.

375.    J Βασιλείου του Μεγάλου, Aγίου, Πρός τους Νέους, Όπως αν εξ Ελλην­ι­κών Ωφελοίντο Λόγων, Εισαγωγή Κείμενο Μετάφραση Σχόλια Βασιλείου Γ. Μπιλάλη, Δεύτερη Έκδοση, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1966.

376.    Βασιλείου του Μεγάλου, Aγίου, Η Θεία Λειτουργία, Έκδοσις της Αποστο­λικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.

377.    Βασιλάκης Μανώλης, Η Μάστιγα του Θεού, Εκδόσεις Γνώσεις, Αθήνα 2006.

378.    Βελλά Βασιλείου Μ., Απάνθισμα Ρητών της Παλαιάς Διαθήκης, Τρίτη Έκ­δοση, Αποστολική Διακονία της Ελλάδος, 1996.

379.    Βενιζέλος Ευάγγελος, Οι Σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους, Β’ Έκδοση, Πα­ρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2000.

380.    Βερέττας Μάριος, Η Βίβλος και οι Έλληνες, 3 Τόμοι, Εκδόσεις Μάριος Βε­ρέττας, Αθήνα 2001-2004. (1518 σελίδες.).

Τόμος Πρώτος: Βίβλος – Ιωυάν – Φιλισταίοι. (Σελίδες 504.).

Τόμος Δεύτερος: Βίβλος – Πτολεμαίοι – Σελευκίδες. (Σελίδες 560.).

Τόμος Τρίτος: Βίβλος – Ρωμαιοκρατία. (Σελίδες 554.).

381.    Βερέττας Μάριος, Η Ύποπτη Διέλευση του Αποστόλου Παύλου από την Κύπρο, Εκδόσεις Μάριος Βερέττας, Αθήνα 2003.

382.    Βερέττας Μάριος, Η Ύποπτη Δράση του Αποστόλου Παύλου στην Έφεσο, Εκδόσεις Μάριος Βερέττας, Αθήνα 2001.

383.    Βερέττας Μάριος, Η Ύποπτη «Επίσκεψη» του Αποστόλου Παύλου στη Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Μάριος Βερέττας, Αθήνα 2003.

384.    Βερέττας Μάριος, Η Ύποπτη «Επίσκεψη» του Αποστόλου Παύλου στην Αθήνα, Εκδόσεις Μάριος Βερέττας, Αθήνα 2001.

385.    Βερέττας Μάριος, Η Ύποπτη Παραμονή του Αποστόλου Παύλου στην Κό­ρινθο, Εκδόσεις Μάριος Βερέττας, Αθήνα 2001.

386.    Βερέττας Μάριος, Ο Ύποπτος Παράπλους της Κρήτης από τον Απ. Παύλο, Εκδόσεις Μάριος Βερέττας, Αθήνα 2004.

387.    Βερέττας Μάριος, Ο Χριστός για τους Έλληνες, Εκδόσεις Μάριος Βερέτ­τας, Αθήνα 2004.

388.    Βερέττας Μάριος, Τα Χειρόγραφα της Νεκρής Θάλασσας, Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Μάριος Βερέττας, Αθήνα 1997.

389.    J Βολουδάκη Ε. Βασιλείου, Πρεσβυτέρου, Ο Αντίχριστος, Ο Αριθμός 666 και η Ανησυχία των Χριστιανών, β΄ Έκδοση, Εκδόσεις «Ενότης Ορθοδόξου Εκκλησιαστικής Υπακοής», Αθήναι1996.

390.    Γεωργίου Ι. Π., Ιστορία της Ιατρικής, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1978.

391.    Γκεμερέυ Λαυρέντιος, Η Δύση της Δύσης, Η Απομυθοποίηση της Ευρώπης και ο Ελληνισμός, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1977. (Γραμμένο κατ’ ευ­θεί­αν στα Ελληνικά, από τον Αυστριακό ερευνητή και Καθολικό ιερέα Λαυ­ρέντιο Γκεμερέυ.).

392.    Δημαράς Κ. Θ., Ο Ρωσσαγγλογάλλος, Κριτική Έκδοση με Επιλεγόμενα, Εκδόσεις «Πορεία», Αθήνα 1990.

393.    Δημητρόπουλος Παναγιώτης, Κράτος και Εκκλησία Μια δύσκολη σχέση, Πρόλογος: Αντώνης Μανιτάκης, Εκδόσεις Κριτική, 2001.

394.    J Διαμαντοπούλου Λεωνίδου Κ., Αρχιμ., Ιησούς Χριστός ως Ιστορική Προσωπικότης, Εκδόσεις Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», 1978 -1996.

395.    Ειρηναίος, Κατά Αιρέσεων (Adversus Haeresies), Εκδόσεις Αποστολική Διακονία της Ελλάδος.

396.    Ελληνικόν Πάνθεον, Περιοδικόν, Όλα τα Τεύχη, Εκδόσεις της Ελληνικής Εταιρείας Αρχαιοφίλων.

397.    J Ενισλείδου Μ. Χρήστου, π. Θ., Το Πάθος, Από τα Γεγονότα της Μεγά­λης Εβδομάδος, [3 – β], Αθήναι 1965.

398.    Επίκουρος, Επιστολή προς Μενοικέα, Κύριαι δόξαι, Επικούρου προσφώνη­σις, Μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Εκδόσεις Στιγμή, Στοχασμοί 12, Αθήνα 2000.

399.    Επίκουρος, Ηθική, Αρχαίοι Έλληνες Συγγραφείς 1, Εισαγωγή –μετάφραση, σχόλια Γιώργος Ζωγραφίδης, Β΄ έκδοση, Εκδόσεις Εξάντας, 1991-1992.

400.    Επίκτητος, Εγχειρίδιον, Μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Εκδόσεις Στιγμή, Στοχασμοί 6, Αθήνα 1993-1997.

401.    Ζωγράφου Λιλή, Αντιγνώση, Τα Δεκανίκια του Καπιταλισμού, 17η Έκδο­ση, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια,1974 - 1983.

402.    Ηλιάδη Αμαλία Κ., Εικονομαχία και Αντιμοναστική Στροφή, (Κων/νος Ε΄), Τρίκαλα 2003.

403.    Ηλιού Φίλιππος, Οι Ασέβειες ενός Ιστορικού, Τρία Κείμενα για τον Κ. Θ. Δημαρά, Εκδοτική Ερμής, 2003.

404.    Ηλιού Φίλιππος, Τύφλωσον Κύριε τον Λαόν σου, Εκδόσεις Πορεία, Αθήνα 1988.

405.    Ηράκλειτος, Άπαντα, Τάσσος Φάλκος – Αρβανιτάκης, Επίμετρο Ι. Σ. Χρισ­τοδούλου, Εκδόσεις Ζήτρος 1999.

406.    Θεοδωρίδης Χαράλαμπος, Επίκουρος, η Αληθινή Όψη του Αρχαίου Κόσ­μου, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1881-1999.

407.    Ιακώβου του Αδελφοθέου, Αγίου, Η Θεία Λειτουργία, Έκδοσις της Αποσ­τολι­κής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Ανατύπωσις ΙΓ΄, 1997.

408.    Ιερά Σύνοψις, Εκκλησιαστική Βιβλιοθήκη, Εκδόσεις «Φώς», Αθήναι.

409.    Καμάρα Αφροδίτη, Η Αντιπαγανιστική Νομοθεσία της Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέσα από τους Κώδικες, Εισαγωγή – Μετάφραση, Εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα 2000.

410.    Καλόπουλος Μιχάλης Θ., Βιβλική Θρησκεία, Αβραάμ ο Μάγος, Εκδόσεις του Συγγραφέα, Θεσσαλονίκη 2000.

411.    Καλόπουλος Μιχάλης Θ., Βιβλική Θρησκεία, Ο Ένοπλος Δόλος, Εκδόσεις του Συγγραφέα, Θεσσαλονίκη 1998.

412.    Καλόπουλος Μιχάλης Θ., Βιβλική Θρησκεία, Το Μεγάλο Ψέμα, Εκδόσεις του Συγγραφέα, Θεσσαλονίκη 1995.

413.    Καλόπουλος Μιχάλης Θ., Βιβλική Θρησκεία, Το Θέατρο της Σωτηρίας, Εκ­δόσεις του Συγγραφέα, Θεσσαλονίκη 2005.

414.    Καλόπουλος Μιχάλης Θ., Θαύμα ή Απάτη το «Άγιο» Φως της Ιερουσα­λήμ;, Εκδόσεις Χαμένη Βιβλιοθήκη, Θεσσαλονίκη 2003.

415.    Καλόπουλος Μιχάλης Θ., Ο Μάγος που Λύγισε το Μέλλον, (Ιστορικό Μυ­θιστόρημα), Εκδόσεις του Συγγραφέα, Θεσσαλονίκη 2006.

416.    J Καντιώτου Αυγουστίνου Ν. Επισκόπου, Κοσμάς ο Αιτωλός, Έκδοσις ΙΣΤ΄, Έκδοσις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός», Αθήναι 1993.

417.    Καραγιάννης Γιώργος Ν., Η Εκκλησία από την Κατοχή στον Εμφύλιο, Εκ­δόσεις Προσκήνιο, 2001.

418.    Καρανικόλα Γιώργου Δ., Ρασοφόροι, Συμφορά του Έθνους, Δ΄ Έκδοση συμπληρωμένη, Εκδόσεις Θουκυδίδης, Αθήνα 1985.

419.    J Κασφίκης Γεώργιος Χ., Λίγο Πριν..., Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1997.

420.    J Κατράκη Ανδρέα Ν. Αρεοπαγίτη, Η Αμφισβήτηση του Θεού και οι Αν­τιμαχόμενες Αποδείξεις, Αθήνα 1996.

421.    Κέλσος, Αληθής Λόγος, Εκδόσεις Θύραθεν, 2000.

422.    J Κιλίφη Τιμοθέου Κ., Αρχιμανδρίτη, Ρωσία, Σημείο Αντιλεγόμενο, Δεύ­τερη Έκδοση, Αθήνα 1988.

423.    Κιουσοπούλου Τόνια, Βασιλεύς ή Οικονόμος, Πολιτική Εξουσία και Ιδεο­λογία Πριν την Άλωση, Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Πόλις, 2007.

424.    Κοκκινόφτας Μιχάλης, Σχέδιο Αρμαγεδδών, Το Ιερό Μυστικό, Εκδόσεις Δίον, Θεσσαλονίκη 2000.

425.    Κοντογιάννης Παντελής, Η Λεηλασία των Αρχαιοελληνικών Αρχετύπων από τον Χριστιανισμό, Κλεμμένες Μορφές – Έννοιες, Σύμβολα, Εκδόσεις Εύανδρος, Αθήναι 2007.

426.    Κορδάτου Γιάνη, Αρχαίες Θρησκείες και Χριστιανισμός, Εκδόσεις Μπου­κουμάνη, Αθήνα 1973.

427.    Κορδάτου Γιάνη, Η Παλαιά Διαθήκη στο Φως της Κριτικής, Εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1973.

428.    Κορδάτου Γιάνη, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, 2 Τόμοι, Εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1975.

429.    Κορνάρου Θέμου, Άγιον Όρος, Οι Άγιοι Χωρίς Μάσκα, Έκδοση Τετάρτη, Εκδόσεις Α. Καραβία, Αθήνα 1946.

430.    J Κοτσώνη Ιερωνύμου, Αρχιμ., Απαντήσεις εις Σύγχρονα Προβλήματα, Εν Αθήναις 1966.

431.    Κυπαρισσός Ιωάννης, Επιστήμη και Θρησκεία, Η Σύγκρουση Λογικής και Δόγματος, Εκδόσεις Εύανδρος, Αθήνα 2006.

432.    Κυριακάκης Κώστας, Στα Απόκρυφα της Αποκάλυψης του Ιωάννη, Εκδό­σεις Μάριος Βερέττας, Αθήνα 2002.

433.    Κυριακίδου Π., Οι Ιεροί Ύμνοι, Ήτοι Ακολουθία Εσπερινού, Όρθρου και Θείας Λειτουργίας, Λευκωσία Κύπρου, Έκδοσις Α΄, 1970

434.    Κυρτάταs Ι. Δημήτρης, Απόκρυφες Ιστορίες, Μύθοι και Θρύλοι από τον Κόσμο των Πρώτων Χριστιανών, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2003-2004.

435.    Κωβαίου Μ. Κωστή, Φιλοσοφικές Περιηγήσεις, Εκδόσεις Δωδώνη, 1988.

436.    J Μακράκη Αποστόλου, Ερμηνεία Όλης της Καινής Διαθήκης, Ορθόδοξος Χριστιανικός Σύλλογος «Ιωάννης ο Βαπτιστής», Έκδοσις Δευτέρα, Εν Αθή­ναις 1961.

437.    J Μακράκη Αποστόλου, Ερμηνεία εις τήν Πρός Εβραίους Επιστολήν τού Αποστόλου Παύλου, Ορθόδοξος Χριστιανικός Σύλλογος «Ιωάννης ο Βαπ­τι­στής», Έκδοσις Δευτέρα υπό Σ. Β. Μ., Εν Αθήναις 1965.

438.    J Μαξίμου Μοναχού Καθηγουμένου, Ο Αντίχριστος Ήλθε 1983-2013, Ορ­θόδοξος Ιεραποστολικός Σύνδεσμος «Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός», Αθήναι 2006

439.    Μάρας Θωμάς, Οι Αντιφάσεις της Καινής Διαθήκης, Εκδόσεις Σμυρνιώτη, ή Εκδόσεις Νέος Σταθμός, ή Εκδόσεις Δίβρης, Αθήνα 1978 - 1979.

440.    Μαργαρίτης Θανάσης, Ιουλιανός, Τρίτη Έκδοσις, Εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήναι 1997.

441.    Μαρίνη Παν., Ελληνισμός και Χριστιανισμός, Εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήναι 2003.

442.    Μαρίνη Παν., Επανελλήνισις, Εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήναι 2008 - 2009.

443.    Μαρίνη Παν., Η Ελληνική Θρησκεία, Εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήναι 2005.

444.    Μαρίνη Παν., Η Ελληνική Κοσμοθέασις, Εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήναι 1997.

445.    Μαρίνη Παν., Θρησκευτική Ελευθερία, Εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήναι 2006.

446.    Μαρίνη Παν., «Ιδανικοί αυτόχειρες», Εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήναι 2005.

447.    Μαρίνη Παν., Νούς καί Εγκέφαλος, Εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήναι 2009.

448.    Μαρίνη Παν., Ο Προκατακλυσμιαίος Πολιτισμός, Έκδοσις Δευτέρα συμ­π­ληρωμένη, Εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήναι 1998 - 2008.

449.    Μαρίνη Παν., Επιμέλεια, Κείμενο, Πρόλογος και Αρχαία Σχόλια στα: Τα Χαλδαϊκά Λόγια ή, Χρησμοί, Εκδόσεις Ιδεοθέατρον Διμέλη, Αθήναι, 1998.

450.    Μαρίνη Παν., Τά Ψυχικά Φαινόμενα, Εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήναι 2009.

451.    Μαρίνη Παν., Φωνή Εξυπνισμού εν τώ Αιώνι τής Νυκτός, Εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήναι 2005.

452.    J Μεταλληνού Γεωργίου Δ., Χριστιανισμός – Ελληνισμός και η «Συγκ­ρουσιακή Μυθολογία», (Φυλλάδιο) 13 Αυγούστου 2002.

453.    Μισύρης Βασίλης, Τα Άγια Ρεμάλια, Εκδόσεις Ευρώτας, Αθήνα 1989.

454.    J Μουλατσιώτη Νεκταρίου, Αρχιμ., Πότε θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας;, 16η Επανέκδοση βελτιωμένη, Έκδοση Χριστιανικού Ιερα­ποστολικού Κέντρου, Τρίκορφο Φωκίδος 1997.

455.    Μυστική Βιβλιοθήκη, Μυστικές Εταιρίες, Στ΄ Έκδοση, Εκδόσεις Αρχέ­τυ­πο, Θεσσαλονίκη 2002.

456.    J Μωυσείδου Μ. Ιατρού, Αυνανισμός, Κίνδυνοι–Προφυλάξεις–Θεραπεία, Ονειρώξεις–Σπερματόρροια, Βιβλιοθήκη της «Υγείας» Αρ. 1, Αθήναι 1927.

457.    Νεκρώσιμοι και Επιμνημόσυνοι Ακολουθίαι, Έκδοσις της Αποστο­λικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Έκδοσις ΙΓ’, 1999.

458.    J Νεοφύτου Μοναχού του εξ Εβραίων, Τα Ιουδαϊκά, Εκδόσεις Μορφές.

459.    J Νικοδήμου του Αγιορείτου, Ο Αόρατος Πόλεμος, Εκδόσεις «Φώς», Χ. Ε. Ε. Ν., Αθήναι, 1991.

460.    Παπαγιώργης Κωστής, Οργή Θεού, Μια πολιτική ανάγνωση της Βίβλου, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1981.

461.    J Παπανικολάου Θεοδώρου Γ., Το Σύμπαν και η Επιστήμη, Το Πρόβλημα της Αρχής του Παντός, Εκδοτικός Οίκος Ι. Σιδέρη, Αθήναι 1955.

462.    Παπαρηγόπουλος Κωνσταντίνος, Τό έπος τής Εικονομαχίας, Εκδόσεις Ωκεανίδα ΑΕ, 2005.

463.    J Πετροπούλου Νικ. Γ., Η Δίκη του Χριστού, ΄Εκδοσις Β΄, Αθήναι, 1965.

464.    Πλήθωνος Γεωργίου Γεμιστού, Μαγικά Λόγια των από Ζωροά­στρου Μά­γων, Εισαγωγή – Μετάφρασις – Σχόλια: Άγις Μαρίνης, Ιδεοθέατρον, Αθή­ναι 2000.

465.    Πορφύριος, Κατά Χριστιανών, Εκδόσεις Θύραθεν, 2000.

466.    Πoρφυρίου, Περί του εν Οδυσσεία των Νυμφών Άντρου, Ένα κορυφαίον φιλοσοφικόν–θεολογικόν έργον., Εκδόσεις Ιδεοθέατρον, Αθήναι 1998.

467.    Ρασσιάς Βλάσης Γ., Υπέρ της των Ελλήνων Νόσου, 3 Τόμοι, Εκδόσεις Ανοικτή Πόλη, 1992-2002. (551 σελίδες.).

Τόμος Πρώτος: Περί Πατρώων Θεών, γ΄ έκδοση. (Σελίδες 185.).

Τόμος Δεύτερος: Η Συρρίκνωση της Αρχαίας Ψυχής, β΄ έκδοση επαυξη­μέ­νη. (Σελίδες 182.).

Τόμος Τρίτος: Ες Έδαφος Φέρειν.. β΄ έκδοση επαυξημένη. (Σελίδες 184.).

468.    Ρασσιάς Βλάσης Γ., Μια.. Ιστορία Αγάπης (Η Ιστορία της Χριστιανικής Επικρατήσεως), Εκδόσεις Ανοικτή Πόλη, 1999.

469.    Σια­μάκης Κωνσταντίνος Δρ. Θ., Εξωχριστιανικές Μαρτυρίες γιά τό Χριστό καί τούς Χριστιανούς, Εκδόσεις «Άθως», Αθήναι, 2000.

470.    Σιέτος Γεώργιος, Ο Ανθελληνισμός στα Πατερικά και Εκκλησια­στι­κά Κεί­μενα, Εκδόσεις Εύανδρος, Αθήνα 2004.

471.    Σιμόπουλος Κυριάκος, Βασανιστήρια και Εξουσία, Εκδόσεις Στάχυ, Πέμ­π­τη Έκδοση, Αθήνα 2003.

472.    Σιμόπουλος Κυριάκος, Η Διαφθορά της Εξουσίας, Τέταρτη Έκδοση, Εκδό­σεις Στάχυ, Αθήνα 2003.

473.    Σιμόπουλος Κυριάκος, Η Λεηλασία και Καταστροφή των Ελληνικών Αρ­χαιοτήτων, Γ΄ Έκδοση, Εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1999.

474.    Σιμόπουλος Κυριάκος, Μυθοπλαστία όλες οι Θρησκείες της Οικου­μέ­νης, Εκδόσεις Στάχυ, 1999.

475.    Σιμόπουλος Κυριάκος, Ο Μύθος των «Μεγάλων» της Ιστορίας, Τρίτη Έκ­δοση, Εκδό­σεις Στάχυ, 2000.

476.    Σκαρίμπας Γιάννης, Το 1821 και η Αλήθεια, Δύο Τόμοι, Εκδόσεις Κάκτος, 1995.

477.    J Σκαρτσιούνη Δημητρίου Κ., Οι προφήτες Προειδοποιούν (Όλες οι Προ­φητείες για Όσα Θα Συμβούν), Εκδόσεις «Αποκάλυψις», Αθήναι 1993.

478.    Σταγάκης Μανώλης, Ελλάς η Ωραία Κοιμωμένη..., Η Λεηλασία του Ωραίου, του Μεγάλου και του Αληθινού, Εκδόσεις Εύανδρος, Αθήνα 2007.

479.    Σταματιάδου Επαμ. Ι., Οι Καταλανοί εν τή Ανατολή, Βιβλιοθήκη Ιστορι­κών Μελετών 32, 1869.

480.    J Σωφρονίου (Σαχάρωφ) Αρχιμανδρίτου, Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Δέκατη Έκδοση, Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδόμου, Έσσεξ Αγγ­λίας 2003.

481.    Τρεμπέλα Ν. Παναγιώτης, Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλη­σί­ας, 3 Τόμοι, Έκδοσις Τρίτη, Εκδόσεις Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήναι 1997.

482.    Τσακαλίας Αργύρης Δημ., δ. Θεολογίας, Βίβλος Ακατάλληλη δι’ Ενη­λί­κους, Εκδόσεις Μάριος Βερέττας, 1998.

483.    Τσακαλίας Αργύρης Δημ., δ. Θεολογίας, Η Μαύρη Βίβλος των Μονοθεϊ­σ­τών, Εκδόσεις Καλυψώ, 2005.

484.    Τσακυράκης Σταύρος, Θρησκεία Κατά Τέχνης, Εκδόσεις Πόλις 2005-2006.

485.    Τσιρώνης Θεμιστοκλής, Kατά Χριστοδούλου, Εκδόσεις Μάριος Βερέττας, Αθήνα 2001.

486.    Φειδά Βλασείου Ιω., Το Σύγχρονο Πρόβλημα της Ουνίας, (Φυλλά­διο), Αθήναι 1991.

487.    Φίλος Σπύρος, Απάντηση (στο «Παύλος» του Robert Ambelain: Ο Από­σ­τολος Παύλος & η Μυστική Ζωή του, σε προηγούμενη έκδοση από την ανωτέρω της εδώ βιβλιογραφίας), Πρώτη Έκδοση, Εκδόσεις Πέργαμος 59, Αθήνα 1989. (Μερικές αντιρρήσεις του βιβλίου αυτού είναι εύλογες αλλά και μη αποφάνσιμες, πολλές όμως είναι γελοίες.)

488.    J Φίλος Σπύρος, Η Αξιοπιστία των Κειμένων της Καινής Διαθήκης, Εκδό­σεις Πέργαμος, Αθήνα 1999.

489.    J Φίλος Σπύρος, Οι Πατέρες της Εκκλησίας, Ποιοι «Πατέρες» και σε Ποι­ους Ανήκουν;, Αθήνα 1991.

490.    Φούγιας Μεθόδιος, Ελληνισμός και Ιουδαϊσμός, Δεύτερη Έκδοση, Εκδό­σεις «Νέα Σύνορα»-Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1995.

491.    Φούγιας Μεθόδιος, Η Ελληνιστική Ιουδαϊκή Παράδοση, Εκδόσεις «Νέα Σύνορα»-Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1995.

492.    Φούγιας Μεθόδιος, Το Ελληνικό Υπόβαθρο του Ισλαμισμού, Εκδόσεις «Νέα Σύνορα»-Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1994.

493.    J Φραγκόπουλος Χρ., Απολογητικοί Στοχασμοί, 2η Έκδοση, Εκδόσεις Στοχασμοί 1984.

494.    J Χριστιανεπιστημονική Αναδημιουργία «Χριστός Επιστήμη Εθνικοποίη­ση», Επιστήμη Χριστοκεντρικού Ντετερμινισμού στην Ιστορία, Αθήνα 1962 - 1964.

495.    J Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Πόλεμος Κατά του Σατανά, Εκ­δόσεις Χρυσοπηγή.

496.    J Χρυσοστόμου Ιωάννου, Αγίου, Το Χάρισμα της Παρθενίας, Εισαγωγή και Απόδοση στη Νεοελληνική Γεωργία Κουνάβη, Αποστολική Διακονία της Ελλάδος.

497.    Χρυσοστόμου Ιωάννου, Αγίου, Η Θεία Λειτουργία, Έκδοσις της Απο­στολι­κής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.

498.    Ωριγένης, Κατά Κέλσου, Εκδόσεις Αποστολική Διακονία της Ελλάδος, Πα­τρολογία, Tόμοι 9 και 10, 1956-1957.

 

 

Εκπαιδευτικές Βιντεοταινίες και DVD’s:

 

499.    A Brief History of Disbelief

500.    Apocalypse

501.    Archaeology Mysteries of the Holy Land

502.    Christianity, The First Thousand Years

503.    Christianity, The Second Thousand Years

504.    Egypt’s Golden Empire

505.    Sigmund Freud and Lewis Clark

506.    From Jesus to Christ

507.    Galileo Galilei

508.    History of Disbelief

509.    Inside the Vatican

510.    J Jesus

511.    Lives of Jesus

512.    Monkey Trial

513.    Peter and Paul

514.    Pharaohs and Kings, A Biblical Quest

515.    Religulous

516.    Secrets of the Pharaohs

517.    The Forbidden Goddess

518.    The Kingdom of David, The Saga of the Israelites

519.    The Riddle of the Dead Sea Scrolls

520.    Who Wrote the Bible

521.    Zeitgeist

 


ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 

ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΠΟΥΜΕ ΜΕΤΑ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΟΣ

 

Το ζήτημα της ιστορικότητας του Ιησού Χριστού έχει απασχολήσει έντονα ένα μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας από τον 1ον αιώνα Κ.Ε. μέχρι και σήμερα. Επ’ αυτού του θέματος υπάρχουν, κατά κύριο λόγο, οι εξής τρεις κατηγορίες ανθρώπων. (1) Αυτοί που θρησκευτικά πι­στεύ­ουν ό,τι γράφουν τα Ευαγγέλια και οι Κατηχήσεις των διαφόρων χριστιανικών διο­μο­λο­γήσε­ων, για τους οποίους τόσο η θεϊκότητα όσο και η ιστορικότητα του Ιησού Χρι­στού είναι δεδο­μέ­νη. Λόγω θρησκευτικής πίστεως δεν θεωρούν αναγκαίες και δεν αναζητούν επιστημονικές ιστορι­κές αποδεί­ξεις. Αυ­τοί αποκαλούνται πιστοί. (2) Αυτοί πού θεωρούν ότι πράγ­ματι υπήρχε κά­ποι­ος άνθρω­πος που λεγόταν Ιη­­σούς, δεν ήταν θε­ός αλλά αρχηγός κά­ποι­ας κίνησης. Οι οπα­δοί του τον θεοποί­η­σαν και τον χα­ρα­κτή­ρισαν ως τον μυθολογικό Χρι­στό μετά τον θάνα­τό του, με το να πλά­σουν και να του αποδώσουν διάφορες θρυ­λι­κές αφηγήσεις. Δη­λαδή αυτοί δέχονται την ιστορι­κότητα του ανδρός Ιησού αλλά όχι τη θεϊ­­κότητά του. Αυτοί αποκαλούνται ιστορικοποιούντες. Ακόμα και οι αρχαιότεροι χριστιανοί μετα­ξύ των Εβραίων της Παλαιστίνης, οι Εβιωνίτες (= οι πτωχοί, αμ χαάρτες), παραδέ­χονταν ότι ο Ιη­σούς Χριστός ήταν απλώς ένας προφήτης και τίποτα παραπάνω. (3) Αυτοί που θεω­ρούν ότι η επί πολλά έτη υπάρχουσα Ιουδαϊκή μεσ­σι­α­νική ιδέα περί Χριστού (Μεσ­σί­αχ) στο τέλος απε­δό­θη από κάποια μεσσιανική ομάδα σε ανύ­παρ­κτο μυθολογού­με­νο πρόσω­πο του οποίου το όνο­μά για κάποιους λόγους ήταν Ιη­σούς. Αυτοί δη­λαδή απορ­ρίπτουν τόσο τη θεϊ­κό­τητα όσο και την ιστο­ρικό­τη­τα. Αυτοί απο­καλούνται μυ­θικιστές.

Οι θιασώτες εκάστης των τριών κατηγοριών παρου­σι­άζουν πολλούς λόγους για να δικαιολογήσουν τις απόψεις και τις στάσεις τους. Εδώ θα διατυπώσομε τις κυ­ριότερες παρατηρήσεις και συμπεράσματα, αλλά δεν θα ασχοληθούμε με την παρου­σίαση όλων αυτών των λό­γων και με το κατά πόσον ευσταθούν. Ως γνωστόν όλοι αυ­τοί οι λόγοι έχουν ειπωθεί και γραφεί και αναλυθεί πάρα πολλές φορές και ευρίσκον­ται σε μια τε­ρά­σ­τια παγ­κόσμια βιβλιογρα­φία στην οποία μπορεί να ανατρέξει ο κάθε ενδιαφε­ρό­μενος. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι όλοι οι λόγοι που προτείνονται ή γράφονται εί­ναι και αυ­τομάτως αληθείς ή θεμιτοί.

Στην παρούσα ερ­γα­σία ακολουθούμε την επι­στη­μονική τακτική και όχι θρησ­κευ­τική τοιαύτη. Επομένως η θρησκευτική πίστη της πρώτης κατηγορίας δεν θα μας απα­σχολήσει. Η θρη­σκευ­τική πίστη δεν έχει θέση στην επι­στή­μη και δεν πρέ­πει να μπερ­δεύ­εται καθόλου με την εντε­λώς δια­φορετική έννοια της επι­στη­μο­νι­κής πίστης, η οποία ανα­τ­ρέπεται οσάκις τα επιστημονικά δεδομένα υποδείξουν νέα επισ­τημονικά αποτελέ­σ­μα­τα. Η θρησκευτική όμως πίστη είναι η πεποίθηση του φανα­τι­κού που δεν ανατρέπεται και δεν επιδέχεται αποδείξεις ή αν­τιρρήσεις· μόνο αποδοχή ή απόρριψη.

Στην παρούσα ερ­γα­σία λοιπόν, σκοπόν έχομε να διατυπώσοεμ τις κυριότερες παρατηρή­σεις και συμπεράσματα επί της ιστο­ρικότητας του Ιησού Χριστού, οι οποίες συνήθως δεν λαμβάνουν την προσήκουσα προσοχή και έμφαση ενώ κατά τη γνώμη μας εί­ναι οι σπουδαιότερες. Θα παρουσιά­σομε δηλαδή, εν συντομία, μερικούς ισχυρούς και βάσιμους λό­­­γους που δεν τονίζονται όσο πρέπει, ενώ μόνοι τους αυτοί αρκούν για να εξαχθεί το συμ­πέ­ρασμα ότι: «Ο Ιησούς Χριστός της Χριστια­νι­κής θρη­σκείας δεν εί­ναι δυνατό, του­λάχι­στον μέχρις στι­γμής, να θεωρείται Ιστο­ρι­κό πρόσωπο. Όσο για τον Ιησού Χρι­στό των Ευαγγελίων αυτός είναι αποδεδειγμένη μυθολογία!».

Πρέ­πει να τονί­σομε ότι το συμπέ­ρασμα μας αυτό συμφωνεί με την τρίτη κα­τηγορία των μυθικιστών. Συνεπώς εδώ αναι­ρούμε και το συμπέρασμα της δευτέρας κατηγορίας, δηλαδή την ιστο­ρι­κότητα κάποιου Ιησού, αρκετά ασημάντου για να μην τον προσέξει η Ιστορία, στον οποίον οι οπαδοί του είτε εν­ό­σω ζούσε είτε μετά τον θάνατό του, επισύ­να­ψαν διά­φο­ρες μυθολογικές αφηγήσεις για να τον με­τα­ποιήσουν σε έναν Θεϊκό Χριστό, υβρίδιο της Ιου­δαϊκής μυθολογίας.

Όσον αφορά την κατηγορία των πιστών επι­θυμούμε να προσθέσομε και τα εξής ολίγα: Ο χριστια­νι­κός Χριστός δεν είναι ταυ­τό­σημος με τον Χριστό – Μεσσίαχ της Ιουδαϊκής μεσ­σια­νι­κής πα­ραδόσεως, πράγμα που μας το τονίζουν και το αποδει­κ­νύουν οι ίδιοι οι Εβραίοι που είναι ει­δικοί επί των βιβλικών ζητημάτων. Αν και οι Χρι­στι­α­νοί χρησιμοποίη­σαν κα­τά κό­ρον την Εβραϊκή παρά­δοση, εδημι­ούργησαν έναν Χρι­στό υβρίδιο, διότι προκει­μένου να δικαιολογήσουν τις πολλα­πλές και αλλοπ­ρόσαλλες θέ­σεις τους, πα­ρα­ποί­η­σαν και παρερμήνευσαν κατά κόρον τις Ιουδαϊκές γρα­φές και πα­ραδόσεις. Από την Παλαιά Διαθήκη δεν εξάγεται κατ’ ουδέναν τρόπο ο χριστια­νι­κός Χριστός. Παρά το ότι όλες οι χριστιανικές αφηγήσεις περί Ιησού Χρισ­τού είναι έν­τονα αντιφατικές και παρά το ότι μια πρώτη κάπως, αλλά μακρά του εντε­λώς, ορι­σ­τι­κοποι­ημένη μορφή χριστιανικής αφηγήσεως εμ­φανίζεται επί Ειρηναίου, δηλαδή 150 χρό­νια μετά την δράση αυτού του ασύλληπτα ιδιαιτέρου και καταπληκτι­κού ατό­μου, εν­τοσούτω οι πιστοί χριστιανοί πιστεύουν ασυζητητί όλα όσα τα Ευαγγέ­λια και μερικές χριστιανικές πα­ρα­­δόσεις λέγουν. Όσοι δε εξ αυτών έγραψαν, όπως επικα­λούν­ται, εκ­κλησιαστική «Ιστορία» βα­σίστηκαν στην υπόθεση ότι το άτομο αυτό υπήρξε χωρίς να εξετάσουν ή να ανα­φέ­ρουν απολύτως τί­πο­τα ιστορικώς εξακριβώσι­μο διά την ύπ­αρξή του. Δι’ αυτούς, το άτομο αυτό υπήρξε αξιωματικά! Αξιωματικά επίσης επιμέ­νουν ότι, δεν το αναφέρει καμιά επίσημη Ιστορία διότι ήταν ταπεινό και άσημο και η επίσημη Ιστορία δεν γρά­φεται για τέτοια άτομα. Μα καλά: Όσο και αφα­νές να ήταν το άτομο αυ­τό κατά την παιδική του ηλικία, παρ’ όλο που δω­δεκαετές απεστό­μωσε και κατατρόμαξε με τις γνώσεις του όλους τους σοφούς του Ναού του Γιαχβέχ, και όσο ολιγόχρονη δράση και να είχε, ένα έως τρία χρόνια, τα Ευαγγέλια «πιστο­ποι­ούν» ότι: Με μηδαμινή προ­σ­πά­θεια θεράπευσε: λεπρούς, τυφλούς, παραλύ­τους, μουγκούς, δαιμονισ­μένους, κλπ. Οι όχλοι το ακολουθούσαν όπου πήγαινε σαν τρελοί, τους οποί­ους και εχώρτα­σε δυο φορές με τρόφιμα που δεν έφταναν ούτε για δέκα άτομα. Ανέ­σ­τησε τρεις νε­κ­ρούς και μετά ανεστήθη και το ίδιο. Έγιναν τέρατα και ση­μεία κατά την γέννηση, την βάπ­τι­ση, την σταύρωση και την ανάσ­τα­σή του. Ο δε «Ευαγγελι­στής Ιωάννης» κλείνει το Ευαγγέλιό του με τον τρομακτικό στίχο 21: 25 «έστι δε και άλλα πολλά όσα εποίησεν ο Ιησούς, άτινα εάν γράφηται καθ' εν, ουδέ αυ­τόν οίμαι τον κόσ­μον χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία. αμήν.». Και όμως, παρ’ όλα ταύ­τα και όπως αναπ­τύσσομε κα­τωτέρω, πουθενά δεν αναφέ­ρε­ται καμιά ιστορική μαρτυ­ρία ούτε για το άτο­μο αυτό ούτε γι’ αυτά τα «άπειρα» τρομακτικά «γεγονότα» που αφορούν σ’ αυτό! Αν είναι δυνατόν!

Και το χει­ρότερο: Αν προς στιγμή πα­ραδεχθού­με την λανθα­σμένη χριστιανική ημερομηνία της συγγραφής των Ευαγγελίων από το + 70 Κ. Ε. έως το + 95 Κ. Ε., τότε πέρασαν τουλά­χι­στον τέσ­σερις δε­κα­ετίες για να τα γρά­ψουν οι μαθητές και οι οπαδοί του μέσα στα Ευ­αγ­γέ­λια, ενώ προηγουμένως άφησαν τον άσχετο Παύλο να θεωρητι­κολογεί. Μπορεί κανείς αυτόπτης μάρτυς να περιμένει σαράντα χρόνια για να εκθέσει τέ­τοια ανήκουστα «γεγονότα», αφού προηγουμένως αφήσει έναν παρείσακτο να αλω­νί­ζει με τις δικές του θεωρίες; Και πάλι, όπως τα έγραψαν, έστω και μετά από τόσα χρόνια, δεν συμφωνούν μεταξύ των αλλά φάσκουν και αν­τι­φάσκουν, κλπ. Μα καλά, τόσοι ραβίνοι, χρονο­γ­ρά­φοι, ιστορικοί, επιστήνομες, Ιουδαίοι, Ρω­μαίοι, Έλλη­νες, Εθ­νικοί, (όπως, Δίων Χρυσόστο­μος, Δί­ων Κάσιος, Διόδωρος Σικε­λιώ­της, Πλούταρχος, Οι­νομάος, Παυσανίας, Γιου­βενάλ­λης, Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, Σε­νέκας, Φί­λων, Ιούσ­τος, κ. π. ά.), δεν εντυ­πωσι­άσ­τηκαν καθόλου και κανείς τους δεν ση­μείωσε κά­που έσ­τω και ένα απ’ αυτά τα φο­βε­ρά και τρομερά «συμβάντα» που ήταν αδύ­να­τον να διεκ­πε­ραιωθούν στα κρυφά; Στην επί­ση­μη ιστορία εσημειώθηκαν υπο­δε­έσ­τερα συμ­βάντα που δεν θα άλλαζε τί­πο­τα αν είχαν αγνοηθεί τελείως, αλλά από τα πολυάριθμα και ασυνήθιστα συμβάντα γύρω από τον Χριστό δεν πέρασε τί­πο­τα; Αν είναι δυνα­τόν!

Δυ­στυχώς όμως η βίαια χρι­στιανική δογ­ματική πλύ­ση εγκεφάλου που έγινε επί του δυτι­κού ανθρώπου εδώ και 16 αιώνες εί­χε σαν απο­τέ­λεσμα την αποφυγή της κρι­τικής, έρευνας και της παραδο­χής ακόμα και του πιο λο­γι­κού επιχειρήματος! Αντι­θέτως η πλειοψηφία του δυτικού ανθρώπου εί­ναι πρόθυμη να ανεχθεί ή να δεχθεί κά­θε παρά­λογη ιστορία και κάθε ανόητο στοι­χείο, να δικαι­ολογεί αντιφάσεις και να «συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα», ακόμα και αν αυτά αποβαίνουν εις βάρος του.

 

[ Παρεμβολή: Ολίγα απλά παραδείγματα τρομακτικών αντιφάσεων και λαθών μέσα στις δυο γενεαλογίες του Ιησού Χριστού στην Και­νή Δια­θήκη

 

            Ως ένδειξη αντιφάσεως, λάθους, ασυμφωνίας και αρλουμπολογίας αναφέρομε τα κά­τωθι από την Καινή Διαθήκη τα οποία έχουν σχέση και με την ιστορικότητα του Ιη­σού Χριστού. Ο συγγραφέας του παραρτήματος στο τέλος του άρθρου αυτού έχει παραθέσει πολύ περισ­σό­τερα τέτοια στοιχεία.. Απολαύστε τα! Αυτά που πα­ρα­θέτομε στην μικρή αυτή παρεμβολή και όσα περιέχει το παράρτημα είναι μόνο ένα πολλο­σ­τημόριο όλων αυτών των φαινομένων που εμ­φανίζονται στην Καινή Διαθή­κη και σε ολόκληρη την Βίβλο! Ακόμα όσα γράφομε εδώ είναι ένα ελάχιστο μέ­ρος όλων όσων έχουν γραφτεί περί των δύο αυτών γενεαλογιών στην παγκόσμια βι­β­λι­ογραφία. Έχο­με συγκρίσεις, εκθέσεις λαθών, ερμηνείες, ψευ­τοδι­και­ολογήσεις, κλπ. Εδώ θα περιο­ριστού­με στα παρακάτω ολίγα προφανή στοιχεία.

            Στο πρώ­το κε­φά­λαιο­ του Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγγελίου, 1: 1-17, μό­λις δηλαδή ανοί­ξο­με την Και­νή Δια­θήκη, βλέ­πο­με ότι αυ­τός που έγρα­ψε το κε­φά­λαιο αυ­τό θέ­λη­σε να μας δώ­σει τη γε­νε­α­λο­γία του Ιη­σού, αρ­χί­ζοντας από τον Αβρα­άμ.

 

Α) Τα κα­νό­νι­σε, για δικούς του θεολο­γι­κούς λόγους, που δεν θα αναπτύξομε εδώ, να βγά­λει τρία δε­κα­τεσ­σά­ρια γε­νε­ών, στίχος 1: 17 «Πάσαι ουν αι γενεαί από Αβραάμ έως Δαυ­ΐδ γενεαί δεκατέσσαρες, και από Δαυϊδ έως της μετοικεσίας Βαβυλώνος γε­νεαί δε­κα­τέσσαρες, και από της μετοικεσίας Βαβυλώνος έως του Χριστού γενεαί δε­κατέσ­σα­ρες.», δη­λα­δή 3 x 14 = 42 γε­νε­ές συνολικά. Ήθελε να δείξει ότι ο Θεός Πα­τήρ Γιαχ­βέχ εί­χε ένα συμμετ­ρικό κα­νο­νικό σχέ­διο διά την έλευση του Μεσσία και τη λύτ­ρωση του ανθρωπίνου γένους. [Εδώ λίγο χιούμορ: Πολύ ευφυές και κανονικό το σχέδιο των τρι­ών δε­κα­τεσ­σαριών! Άφθαστη αυτή η θεϊκή σοφία! Δεν είν’ έτσι; Γιατί αν ήταν δε­κα­πεντάρια και δεν ήταν τρία, τότε το θεϊκό σχέδιο θα έπεφτε έξω και δεν θα ελυτ­ρώ­νε­το το ανθρώπινο γένος, και τότε θα μας έπαιρνε και θα μας σή­κωνε!].

 

Β) Έλα όμως που δεν πρό­σε­ξε και το τε­λευ­ταίο δε­κα­τεσ­σά­ρι το έβγα­λε δε­κα­τριά­ρι (μα­ζί με το όνο­μα του Χρι­στού)! Πολύ απλά, μετρήσετε τα ονόματα να το δείτε! Εί­ναι να απο­ρεί κα­νείς πώς αυ­τός που έγρα­ψε όλα αυ­τά τα ονό­μα­τα δεν έκα­νε μια δι­ορ­θω­τι­κή επα­νά­λη­ψη, έναν έλεγ­χο, ώστε να βρει το λά­θος και να το διορ­θώ­σει. Έτσι, αυ­τό το λά­θος έχει φτά­σει και σε μας με­τά από χι­λι­ετίες. Δεν γνω­ρί­ζω πό­σοι θε­ο­λό­γοι έχουν με­τρή­σει τα ονό­μα­τα για να δια­πι­σ­τώ­σουν το λά­θος αυ­τό (μάλλον ελάχιστοι), αλ­λά προ­φα­νώς 41 δεν ισού­ται με 42 (αν και για με­ρι­κούς αχα­ρα­κτή­ρι­στους 41 = 42 αφού έτσι το θέ­λη­σε το Άγιο Πνεύ­μα, και φυσικά το Άγιο Πνεύμα δεν κάνει λάθη!). Αναμένομε λοιπόν την εξήγηση αυτού του λά­θους από τους φωστήρες του Χρισ­τιανισμού! Ούτε ο Χρυσόστομός τους δεν το είδε!

Γ) Το κα­κό όμως δεν στα­μα­τά εδώ. Αν ανοί­ξομε το βι­βλίο Α΄ Πα­ρα­λει­πο­μέ­νων στα κε­φάλαια 2 και 3, από τα οποία αντίγραψε ο συγγραφέας, θα δια­­πι­στώ­σομε ότι σε τρεις πε­ρι­πτώ­σεις τα ονό­μα­τα που ανα­φέ­ρο­νται από τον υπο­τι­θέ­με­νο Ματ­θαίο δεν εί­ναι γιοι των αμέ­σως προ­η­γου­μέ­νων, αλ­λά: ο Ιωάθαμ είναι τρισέγγο­νο του Οζία, ο Ιε­χονίας είναι εγγονός του Ιωσία και ο Αβιούδ, αν υπήρξε, είναι μακρυνός απόγονος του Ζο­ρο­βά­βελ. Επίσης σύμ­φωνα με μερικές εκδόσεις της Παλαιάς Διαθήκης, μεταξύ των οποί­ων είναι και η Μασό­ρα, ο Σαλαθιήλ είναι εγγονός και όχι γιος του Ιεχονία και ο Ζορο­βά­βελ είναι εγ­γο­νός και όχι γιος του Σαλαθιήλ. Δηλαδή υπάρχει γενικώς μια τρο­με­ρή ασυμφωνία με την Παλαιά Διαθήκη και την Μασόρα.

 

Δ) Ακόμα ο θεόπνευστος Ματθαίος γράφει στους στίχους 1: 10-11: «Εζεκίας δε εγέν­νησε τον Μανασσή, Μανασσής δε εγέννησε τον Αμών, Αμών δε εγέννησε τον Ιωσί­αν, Ιωσίας δε εγέννησε τον Ιεχονίαν και τους αδελφούς αυτού επί της μετοικεσίας Βα­βυ­λώνος.». Όμως από την Ισ­το­ρία, και το Δ΄ Βασιλειών 21: 26, 22, και 23, ξέρομε ότι αυτός εδώ ο βασιλιάς Ιωσίας ο υιός του Αμών (και της Ιεδιδά, βλέπε και Β΄ Παρα­λει­πομένων 33: 25, 34: 1-32, 35: 1-25, κλπ.), σκοτώ­θη­κε σε μάχη κατά των Αιγυπ­τί­ων το – 609 σε ηλικία 39 ετών. Άφησε τέσσερις γιους: τον Ιωάχαζ ή Ιωανάν, τον Ελι­ακίμ ή Ιωακίμ, τον Ματθανίαν ή Σεδεκίαν, και τον Σαλούμ, Δ΄ Βασιλειών 23: 30, 23: 34, 24: 17, Α΄ Παραλειπομέ­νων 3: 15. Η πρώτη σημαντι­κή μετοι­κε­σία έγινε μεταξύ – 604-602, επί βασι­λέως Ιωακίμ (και Ιωακείμ) δεύτερου γιου του Ιωσία, Δ΄ Βασιλειών 23: 34-37, 24: 1-5, Α΄ Παραλειπομέ­νων 3: 15, Δανιήλ 1: 1-2, κλπ. Ο Ιωακίμ δεν με­τα­φέρθηκε στην Βαβυλώνα, αλλά έγινε υποτελής βασιλεύς του Ναβουχοδονόσορος για 3 χρόνια, μετά επανασ­τάτησε και μετά απέθανε. Περίπου 7 ή 8 χρόνια μετά, μόλις που είχε αναλάβει ο γιος του Ιωακίμ, ονόματι Ιωαχίμ κατά τους Ο΄(β΄) αλλά Ιωαχίν κατά την Μασόρα, την έκδοση του King James, κ. ά., επανεκστρατεύει ο Ναβουχοδο­νόσορ και τιμωρεί με νέα μετετοικεσία Δ΄ Βασιλειών 24: 6-16. Ο Ιωαχίμ-Ιωαχίν με όλη του την οι­κογένεια μεταφέρθηκε στην Βαβυλώνα και αυτός πρέπει να είναι ο Ιε­χονίας του Α΄ Παρα­λει­πομένων 3: 16 και του Ματθαίου ανωτέρω. (Σημειώστε ότι με­ταξύ των βι­β­λ­ων των Βασιλειών και των Παραλειπομένων πολλά ονόματα έχουν πα­ραλλαγές. Εδώ το «ν» της Μασόρας ταιριάζει με το «ν» του Ιεχονία.). Η τελευ­ταία και χειρότερη­ μετοικεσία έλαβε χώρα μεταξύ –586-585, επί βα­σι­λέως Σε­δεκία, τρίτου γιού του Ιω­σία, ο οποίος είχε την τύχη να είναι ο τελευ­ταίος βασιλεύς του βα­σιλείου του Ιούδα, Δ΄ Βα­σι­λει­ών 25: 1-26, Α΄ Παραλειπομέ­νων 3: 15, κλπ. Επο­μένως ο Ιω­σί­ας, υιός Αμών, απέθανε 5-6 χρόνια πριν η Βαβυλώνα αρ­χίσει να επεμ­βαίνει στις Ιου­δαϊκές υποθέσεις με εκστρατείες και μετοικεσίες. Πώς λοιπόν έκανε ο Ιωσίας γι­ους ή εγγό­νια μό­νο με τα κο­κάλα του;! Το ερώτημα που τί­θε­ται είναι, πώς ή με ποιο σκοπό έκα­νε αυτό το με­γά­λο λά­θος ο θεό­π­νευ­σ­τος, ευαγγε­λισ­τής και γραμ­ματισ­μέ­νος (ως πρώ­ην τελώνης) Ματ­θαίος ας μας το εξη­γή­σουν οπωσδήποτε οι Χριστιανοί θε­ο­λό­γοι και ιερείς με την βοή­θεια του Αγίου τους Πνεύματος! Ανα­μέ­νο­με την απάντη­σή τους.

 

Ε) Ενώ λοιπόν βλέπομε ότι για να βγάλει τα δεκατεσσάρια του ο υποτιθέμενος Ματ­θαί­ος έκοψε και έραψε ονό­μα­τα όπου αυτός ενόμισε σκόπιμο, μετά από προσεκτική εξέταση αυ­τού του θέματος των γενεαλογιών αναδύεται και το εξής εύλογο ερώτημα: Από πού πήρε τα ονόματα της γε­νε­α­λο­γίας από τον Αβιούδ και μετά. Αυτά, εκτός από τέσσερις συνωνυμίες οι οποίες απαντώνται σε άλλες μακρινές, προηγούμενες και αρχαιότερες ε­πο­χές, δεν υπάρχουν που­θενά στην Πα­λαιά Διαθήκη. Μήπως λοιπόν εί­ναι μυθοπλα­στι­κά; Αν όχι, τότε να τα βρούνε οι πεφωτισμέ­νοι της χριστιανικής αλή­θειας και να μας τα δείξουν. Το ανα­μένομε και αυτό!

Ζ) Το κα­κό και πά­λι δεν τε­λεί­ω­σε αλ­λά τώ­ρα γί­νε­ται ακό­μα χειρότε­ρο. Ο θε­ό­πνευ­σ­τος Λου­κάς στο κε­φά­λαιο 3: 23-38 του Ευαγ­γε­λί­ου του, μας δί­νει μιαν άλ­λη γε­νε­α­λο­γία του Ιη­σού τό­σο δια­φο­ρετι­κή από εκεί­νη του Ματ­θαί­ου που εί­ναι να χά­νεις το νου σου. Η θεόπνευστη Καινή λοιπόν μας παραδίδει δύο εντελώς διαφορετικές γενε­α­λο­γί­ες για το ίδιο άτομο, τον Ιησού Χριστό! Δεν είναι καταπληκτικό για ένα «ιστο­ρι­κό πρόσωπο»;! Οι γε­νε­ές του Λου­κά φτάνουν μέ­χρι τον Αδάμ. Πριν τον Αδάμ είναι κατ’ ευ­θείαν ο θεός (Γιαχβέχ) κάπου μεταξύ 4000 και 4500 Π. Κ. Ε.! Όπως και του Ματ­θαί­ου έτσι και οι γενεές του Λουκά παρου­σιάζουν πολλά και διάφορα προβ­λή­μα­τα με την Παλαιά Διαθή­κη που δεν θα τα ανα­τρέξομε εδώ. Με­τα­ξύ Αβρα­άμ και Ιη­σού έχει βάλει 56 γε­νε­ές. Μεγάλη η δι­αφορά με τις 42 του Ματ­θαίου. Με­τα­ξύ Αβραάμ και Δαυίδ ο Λουκάς έχει βάλει και το όνομα Ιωράμ που δεν υπάρχει στον Ματθαίο ούτε στα δύο βιβλία των Παραλειπο­μέ­νων. Από τον Δαυ­ίδ μέ­χρι τον Ιωσήφ τον πατριό του Ιησού Χρι­στού μό­νο τρία ονό­μα­τα συμ­­πί­πτουν με αυ­τά του Ματθαίου αλλά και αυ­τά ευρίσκονται σε άλλη θέση και με άλλη σειρά. Αμέσως μετά τον Δαυίδ βάζει τον γιο του τον Νά­θαν, και όχι τον Σολο­μώντα «εκ της του Ου­ρίου» όπως κάνει ο Ματθαίος τόσο εμφατικά! Πόθεν παίρνει τα περισσότερα ονόματα ο Λουκάς εί­ναι άξιον απο­ρί­ας. Ελπίζομε να μας την λύσουν οι φωστήρες του Εβραιοχριστιανι­σ­μού.

            Σας πα­ρα­κα­λού­με να συ­γκρί­νε­­τε μό­νοι σας αυ­τές τις γε­νε­α­λογί­ες για να πει­σ­θείτε πε­ρί τίνος πρό­κειται. Θα βρεί­τε και άλ­λες ου­σιώ­δεις δια­φο­ρές και προ­β­λήμα­τα που έχουν με­τα­ξύ τους. Μα­ζί μ’ αυ­τές ανοί­ξε­τε και το βι­βλίο Α΄ Πα­ραλει­πο­μέ­νων, κε­φά­λαια 2 και 3, για να απολαύ­σε­τε την ασυμ­φω­νία αυ­τή σε όλο της το με­γαλεί­ο. Π. χ., ο Χρι­στός έχει παπ­πού, ως πατέρα του Ιωσήφ, τον Ιακώβ στον Ματ­θαίο 1: 16, ενώ στον Λουκά 3: 23, έχει τον Ηλί. Άραγε ο Ιωσήφ είχε δυο «πα­τερά­δες»; Ας μας εξη­γή­σουν με ποιον θε­όπ­νευ­σ­το τρό­πο γίνεται αυτό, όπως και όλα τα άλλα χιλιάδες λάθη και αντιφάσεις 

Όμως ο Ματθαίος αμέσως μετά μας λέγει: 1: 18 «Του δε Ιησού Χριστού η γέν­νησις ού­τως ην. Μνηστευ­θείσης γαρ της μητρός αυτού Μαρίας τω Ιωσήφ, πριν ή συνελ­θείν αυτούς ευρέθη εν γαστρί έχουσα εκ Πνεύματος Αγίου.». Ο δε Λουκάς λέ­γει: 1: 34-35 «είπε δε Μαριάμ προς τον άγγελον· Πως έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γι­νώσ­κω; και αποκριθείς ο άγγελος είπεν αυτή· Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψί­σ­­του επισκιάσει σοι· διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θε­ού.». Ακόμα ο Λουκάς γράφει: 3: 23 «Και αυτός ην ο Ιησούς ωσεί ετών τριά­κοντα αρχόμενος, ων, ως ενομίζετο, υιός Ιωσήφ, του Ηλί,», δηλαδή ο Ιη­σούς δεν ήταν πρα­γ­ματικός γιος του Ιω­σήφ αλλά απλώς ο κόσμος ενόμιζε ότι ήταν! Και οι δυο τους λοι­πόν τονίζουν καθαρά ότι ο Ιησούς προήλθε από το Άγιο Πνεύμα και την δε­κα­τετ­ρά­χ­ρονη Εβραι­ο­πούλα Παρθένο Μαριάμ (Μιργιάμ). Ο Ιωσήφ δεν είχε να κάνει απο­λύ­τως τίποτα με την δη­μιουργία του Ιησού. Όλο κι’ όλο ήταν αρραβωνιαστικός ή άν­δ­ρας της Μαριάμ. Παρ’ όλα ταύτα και οι δύο γενεαλογίες κα­ταλήγουν στον γέρον­τα Ιω­σήφ. Συνεπώς και εν­τέλει, οι δυο αυτές γε­νε­αλογίες εί­ναι εντελώς άχρηστες δι­ό­τι δεν έχουν να κά­νουν τί­ποτα με τον Ιη­σού Χριστό των Χριστιανών. Η μεν Μαρι­άμ ήταν και παρέμεινε παρ­θέ­νος εσ­α­εί, το δε Άγιο Πνεύ­μα δεν υπέ­κλεψε, ούτε κάν χρει­αζό­ταν, το γεροντικό σπέρ­μα του ογδοη­κοντούτη Ιωσήφ! Συνεπώς, προς τί αυτές οι δύο γενεαλογίες, οι ανόητες αντι­φάσεις και τα κραυγαλέα λάθη; Προς τί, φω­στή­ρες της Εβραιογνωστικο­χρι­στι­νι­κής μάστι­γας; Θα μας πείτε ποτέ να μάθομε; Αν είστε τί­μιοι πρέ­πει ή να μας εξηγή­σε­τε με πειστικό αντικειμενικό τρόπο ή να εγκατα­λεί­ψετε αυτή την μάστιγα!

            Τί λέτε λοιπόν, είχε ή δεν είχε δίκιο εκείνος ο πονηρός που έγραφε στον Τιμό­θεο και στον Τίτο τα εξής:

 

Α΄ Πρός Τιμόθεον 1: 4 μηδέ προσέχειν μύθοις και γενεαλογίαις απεράν­τοις, αίτι­νες ζητήσεις παρέχουσι μάλλον ή οικονομίαν Θεού την εν πίστει·

Πρός Τίτον 3: 9-10 μωράς δε ζητήσεις και γενεαλογίας και έρεις και μάχας νομικάς περιίστασο· εισί γαρ ανωφελείς και μάταιοι..αιρετικόν άνθ­ρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν πα­ραιτού,».

 

Κάτι είχε μυριστεί αυτός ο ύποπτος χριστιανικός φωστήρας που έγραφε αυτά, όποιος κι’ αν ήταν. Πολύ πονηρός ο αθεόφοβος!

            Αλλά και στην αφήγηση της γεννήσεως του Ιησού οι ίδιοι Ευαγγελιστές δια­φωνούν σχεδόν παντού. Διαβάστε και συγκρίνετε το κεφάλαιο 2 του Ματθαίου και το κεφά­λαιο 2 του Λουκά. Εκεί θα βρείτε ούτε και ‘γω δεν ξέρω πόσες αντιφάσεις, ασυμφωνίες και ιστο­ρικές ανακρίβειες. Ως γνωστές και ήδη καταγεγραμμένες από πολλούς τις παραλείπο­με εδώ. Μπορείτε βέβαια να τις βρείτε σε πολλά βιβλία της βι­βλιογραφίας μας! Αν θέλετε όμως, προσπαθήσετε να κάνετε μια σύμφωνη σύνθεση των δύο αυτών κεφαλαί­ων σε ένα συνεπές κεφάλαιο να δούμε αν θα τα καταφέρετε! Κάνετε το ίδιο και με τις τέσσερις αφηγήσεις πάθους και αναστάσεως να δούμε τι θα βγάλετε!

Εσείς λοιπόν αξιότιμοι αναγνώστες τί έχετε να πείτε; Έχομε να κάνομε με Ισ­τορία ή με παραμύθια; Αυτοί που έγραψαν αυτά εδώ δεν τους ενδιέφερε η έρευνα και η δια­πί­σ­τωση της αλήθειας. Το μόνο που τους ενδιέφε­ρε ήταν η τυφλή πίστη εν­τός των κατά τόπους ομά­δων τους, πάει και τε­λεί­ωσε! Δηλαδή πίστευε και δεν πειρά­ζει αν αυτά που πιστεύεις είναι ψεύδη, ή ανοησίες, ή αντιφάσεις, ή καταστροφικές επι­τα­γές. Εσύ πίστευε, έτσι για την πίστη και τίποτα άλλο!

Ύστερα απ’ αυτά και μύρια άλλα τέτοια λάθη και αντιφάσεις εντός της Και­νής Διαθή­κης και όλα τα στοιχεία τα οποία έχουν εκθέσει στρατιές συγ­γ­ραφέων και ερευνητών, όπως και ο συγγραφέας του παραρτήματος στο τέλος, τί Ιστο­ρική βασι­μό­τητα μπορεί να δώσει κανείς σ’ αυτό το βιβλίο; Απολύ­τως κα­μίαν! Κατά τον ίδιο ακ­ριβώς τρόπο δεν υπάρχει και καμία συνέπεια μεταξύ των επί μέρους θε­μά­των και δογμάτων της χριστιανικής θρησκείας! Όπως εξηγεί ο συγγ­ρα­φέας του παραρτήματος παρακάτω η χριστι­ανική θρησκεία είναι τεχνητή και συνεπώς μη παραδοσιακή και ψευδής. Ο Ιησούς των Ευαγγελίων λοιπόν είναι απλώς μια παιδαριώδης μυθολογία και ένα σκανδαλώδες ψέμα!

Τέλος της παρεμβολής και συνεχίζομε: ]

 

Με τους ιστορικοποιούντες έχομε να κάνομε τις εξής γενικές παρατηρήσεις: Όλοι τους απορρίπτουν τον Ιησού Χριστό ως Θεό μαζί με όλα τα θαύματα, τα τέρατα και τα σημεία των Ευαγγελίων ή των παραδόσεων. Τις ελάχιστες γραμμές που απο­μέ­νουν τις θεωρούν ως ιστορικές πληροφορίες. Παρ’ όλο που αυτές οι ελάχιστες γραμ­μές είναι εξαιρετικά ολίγες και ασύνδετες αυτοί τις θεωρούν αρκετές για να αναπλά­σουν την τότε «Ιστο­ρία». Έτσι θέτουν ορισμένες υποθέσεις που βασίζονται σε ό,τι αυ­τοί υποκειμενικά θε­ωρήσουν πιο πιθανό ή εύλογο και μετά αναπτύσσουν «ιστορι­κές» θεωρίες, εκ των οποί­ων καμία δεν συμφωνεί με καμιάν άλλη. Ο καθένας τους, σ’ αυ­τή την προσπά­θειά του, διαλέγει από τα Ευαγγέλια και όλες τις παραδόσεις μόνο ό,τι βοηθά την θε­ωρία του και απορρίπτει οτιδήποτε άλλο. Μια σχεδόν καθολική υπόθεση περί του Ιη­σού των ιστο­ρι­κο­ποιούντων είναι το ότι τον θέλουν να είναι επα­ναστάτης, είτε κατά των Ρωμαίων, εί­τε κατά της τοπικής πολιτικο-θρησκευτικής κα­ταδυνάστευσης, είτε κατά των δύο. Μια άλλη καθολική υπόθεση είναι το ότι ήταν τό­σο αφανής, ταπεινός και ασήμος ώστε να μην τον σημειώσει κάπου έστω και για λίγο η επίσημη Ιστορία. Πε­ρί­εργον όμως! Επ­ανασ­τάτης κατά των Ρωμαίων και της τοπι­κής εκμεταλ­λεύ­σε­ως του Ιουδαϊκού λα­ού την εποχή εκείνη, ο οποίος καταδικάστηκε και εμαρτύρησε με άδικο και άτιμο θάνατο για τις ευγενείς επιδιώξεις του και όμως καμία Ιστορία δεν τον σημεί­ωσε έσ­τω και για λίγο! Εδώ έχει ση­μειώσει άλλους τσαρ­λατάνους και πολύ ασημάν­τους και αυ­τόν με τον οποίο ασχο­λούνται χιλιάδες ερευνη­τές εδώ και τόσους αιώνες, αυτόν βρή­κε να αφήσει έξω; Πε­ρί­εργα πράγματα! Ακόμα τους ακούμε συχνά να λένε την συ­ν­αισ­θη­ματική αντιεπιστημονική ρήση. «Δεν μπο­ρεί, κάποιος πρέπει να υπήρ­χε. Κι’ αν κάτι δεν είναι όπως ακ­ριβώς το εξηγώ εγώ, εεε... τότε κάποια άλλη εξή­γηση θα υπάρχει!». Τοι­ου­το­τ­ρόπως, το γεγονός ότι «κάθε ιστορι­κοποιών επιστή­μων μπορεί να φτιάξει και τελικά φτιάχνει μια δική του ισ­τορία περί Ιη­σού Χριστού εντελώς διαφο­ρετική από τις ιστορίες όλων των άλλων» καταντά απόδει­ξη του ότι ο χριστιανικός Ιησούς δεν είναι ιστορικό πρό­σωπο, ο δε Ιησούς των Ευαγ­γελίων είναι μια παιδαριώ­δης μυθολογία και ένα σκανδαλώδες ψέμα.

 

[Αν κανείς επιθυμεί να καταγράψει ένας μέρος των ονομάτων από τις στρα­τι­ές των ιστορικοποιούντων και των μυθικιστών ερευνητών ας ανατρέξει τουλάχιστον στα βιβλία:

 

  1. Κορδάτου Γιάνη, Αρχαίες Θρησκείες και Χριστιανισμός, Εκδόσεις Μπου­κουμάνη, Αθήνα 1973, σελίδες 207-230. (Σ’ αυτό το βιβλίο ο Γ. Κορδάτος εί­ναι καθαρά μυθικισ­τής, περί τα έτη 1925-1930.).
  2. Κορδάτου Γιάνη, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, 2 Τόμοι, Εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1975, σελίδες 1-52. (Σ’ αυτό το βιβλίο ο Γ. Κορδάτος εμφανίζεται ως ιστορικοποιών, 45 χρόνια μετά!).
  3. Μάρας Θωμάς, Οι Αντιφάσεις της Καινής Διαθήκης, Εκδόσεις Σμυρνιώτη, ή Εκδόσεις Νέος Σταθμός, ή Εκδόσεις Δίβρης, Αθήνα 1978 – 1979, σελίδες 1-65. (Ο Θ. Μάρας είναι καθαρά μυθικιστής.).]

 

Ενώ λοιπόν καθένας από τους ιστορικοποιούν­τες πλάθει την δική του ιστο­ρία διά τον βίον του Ιησού αλλά αφού μηδενίσει την προ­σω­πι­κότητά του, αντίθετα ο κά­θε μυθικιστής με τα στοιχεία που ερευνά, ανακαλύπτει και παρουσιάζει, συμβάλλει λο­γικώς και σταθερώς στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε Ιησούς. Θα ήταν πολύ ακ­ρι­βέ­σ­τε­ρον το να αρχίσει κα­νείς με την υπόθεση ότι όλες οι χριστιανικές παραδόσεις που αφορούν τον Ιησού Χριστό εί­ναι μύθοι ή θρύλοι και να ερευνήσει μήπως μπορεί μέσα απ’ αυτόν τον δαίδαλο των πα­ραπ­λα­νητικών και αντι­φατικών δεδομένων και στοιχεί­ων ανακαλύψει κανένα ιστο­ρι­κό πρό­σωπο. Έτσι τα τελευ­ταία 300 χρόνια πάρα πολ­λοί επι­στήμονες, ιστο­ρικοί, θεο­λό­γοι και ολόκληρες πανε­πιστημια­κές σχολές ξό­δε­ψαν πάρα πο­λύ χρόνο, χρή­μα και ενέρ­γεια μήπως ανα­κα­λύ­ψουν τον ιστορικό Χρισ­τό μέσω των κει­­μέ­νων που τον ανα­φέ­ρουν, δηλαδή των κειμένων θρη­σκευτικής πί­σ­τεως των δια­φό­ρων πολυαρίθμων χρισ­τι­ανι­κών διομο­λο­γήσεων. Αυτά τα κείμενα, εκ­τός από την Παλαιά Διαθήκη και τα Απόκρυφά κείμενα της, είναι: Η Και­νή Διαθήκη, μια εκτενής και πο­λυ­σχιδής από­κ­ρυ­φη βι­β­λιογρα­φία, οι Ιερές Παρα­δό­σεις και οι διά­φορες Κατη­χή­σεις. Τελικά όλες οι προ­σπάθειες κατέληξαν στο μηδέν! Όλοι αυτοί οι μεγάλοι αμερόληπτοι επι­σ­τή­μο­νες, λαμπρά μυαλά, και οι πανεπιστημιακές σχολές βρή­καν έναν Ιησού Χριστό φάν­τασμα και τίποτα παρα­πάνω! [Μια απόδειξη αυτού απο­τελεί το σπουδαίο ερευ­νη­τικό πόνη­μα του Albert Schweitzer, The Quest of the Histo­rical Jesus (Η ανα­ζήτηση του Ιστο­ρικού Ιησού), Introduction by James M. Robinson, Collier Books, 1968, και πολλά άλλα!].

Αν εξαι­­ρέ­σομε την τεράστια πληθώρα αν­τιφά­σε­ων, λαθών, παραλογισμών, κλπ., που όλη αυτή η γραμματεία πε­ριέ­χει, βλέπομε ότι πίσω απ’ όλην αυτή την φι­λο­λο­γία βρί­σκονται αρχι­κά πολλές και διά­φορες πρω­τογενείς χρι­σ­τιανικές, ή καλλίτερα Εβραιοχριστιανικές και μετ’ ολίγον Γνωστικοχριστιανικές, κοινότη­τες, που η κάθε μια λέει τα δικά της περί του θρυ­λι­κού αυ­τού προ­σώπου. Το όνομα Χρισ­τός είναι η μετά­φραση στα Ελληνικά του Μεσσίαχ (= χρισμέ­νος, χριστός) της Εβραϊκής πα­ραδόσεως από το τέλος του 7ου αιώνα Π. Κ. Ε. και με­τά. Στα όνειρα (προφητείες) των Εβ­ραίων, Μεσσίαχ θα ήταν εκείνος ο ελέω Γιαχβέχ χρι­σμένος βασιλεύς που θα κατά­γονταν από τον Δαυίδ που θα επανακτούσε το κρά­τος του Δαυίδ. Έτσι θα έθετε τέρμα στις περιπέτειες και τις θλίψεις του λαού του που τό­σο πολύ αδικούταν από τους γύ­ρω κα­τακτητές. Τίποτα παραπάνω. Από την Ελληνι­κή μετάφραση αυτού του όρου έχομε την ονομασία των Χριστιανών και του Χριστια­νισ­μού.

Με την πάροδο των αιώνων, τα συνεχή παθήματα και την θρησκοληψία του Εβραϊκού λαού, ή έννοια και η αντίληψη περί Μεσσίαχ άλλαζε και προσαρμοζόταν στις νέες κα­τασ­τά­σεις. Έτσι εμφανίστηκαν πολλές αιρέσεις πάνω στο ζήτημα αυτό όπως και μέσα σ’ όλην την Εβραϊκή θρησκεία! Έχομε: Σαδδουκαίους, Ζαδοκίτες, Φαρισαίους, Εσσαίους, Υιούς Φωτός, Νοτζρίμ, Εβιωνίτες, Ζηλωτές, Εσχατολόγους, Αποκαλυ­π­τι­κούς, Θεραπευτές, Χριστιανούς, κλπ. Τελικά στην χριστιανική αίρεση (αποκαλουμένη και οδός ή αίρεσις των Ναζω­ραίων, δεισιδαιμονία στις Πράξεις 9: 2, 24: 5, 22, 25: 19), έχομε τον Μεσσίαχ Χρι­στό να παίρνει τις μορ­φές των διαφόρων Ιη­σούδων των Ευαγ­γελί­ων, του Παύλου, κλπ.!

Αυ­τό που γράφει το Κατά Λου­κάν Ευαγ­γέλιον, 2: 34, «ιδού ού­τος κείται... εις σημείον αν­τιλεγόμε­νον» δεν είναι προφη­τεία για κάποιο μελ­λοντικό εν­δεχόμενο, αλ­λά είναι αυτή αύτη η τότε υπ­άρχουσα κατάσταση. Ήδη από τον 1ον αι­ώνα Κ. Ε. ο Ιη­σούς Χριστός ή­ταν ση­μείο ισ­χυρώς αν­τιλεγόμενο ανά­με­σα στις ήδη πο­λυάριθμες χρι­στια­νικές αι­ρέ­σεις, κοινό­τητες και ομάδες.

Αν και οι χριστιανοί διαθέτουν την ημερομηνία εμφανίσεως των Ευαγγε­λίων με τους τίτλους τους οποίους φέρουν από τον Ειρηναίο περί το 181-185 Κ. Ε., ήτοι 150 χρόνια περίπου μετά τον θάνατο του υποτιθέμένου Ιησού Χρι­σ­τού, μέχρι τό­τες υπήρχαν ήδη περί τις 150 αιρέσεις. Αλλά και πολύ νωρίτερα ο Παύλος και ο Ιω­άννης μέσα στις επιστολές τους ωρύονται κατά των αιρε­τι­κών, ψευδοδιδα­σ­κάλων, αντιχρίσ­των, ψευδοπροφητών, κλπ.. Π. χ.,

 

1)     Α΄ Πρός Κορινθίους 1: 11-13 «εδηλώθη γαρ μοι περί υμών, αδελφοί μου, υπό των Χλόης ότι έριδες εν υμίν εισι. λέγω δε τούτο, ότι έκαστος υμών λέγει· εγώ μεν ειμι Παύλου, εγώ δε Απολλώ, εγώ δε Κηφά, εγώ δε Χριστού. μεμέρισται ο Χριστός; μη Παύλος εσταυρώθη υπέρ υμών; ή εις το όνομα Παύλου εβα­π­τί­σθητε;», που σημαίνει ότι εκτός από τις αιρέσεις οι χριστιανοί του Παύλου στην Κόρινθο ήξεραν τον Χριστό αλλ’ όχι τον Ιησού.

2)     Α΄ Ιωάννου 4: 1-3 «Αγαπητοί, μη παντί πνεύματι πιστεύετε, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστιν, ότι πολλοί ψευδοπροφήται εξεληλύθασιν εις τον κόσμον. εν τούτω γινώσκετε το πνεύμα του Θεού· παν πνεύμα ό ομο­λογεί Ιη­σούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού έστι· και παν πνεύμα ό μη ομο­λογεί τον Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού ουκ έσ­τι· και τούτό εστι το του αντιχρίστου ό ακηκόατε ότι έρχεται, και νυν εν τω κόσμω εστίν ήδη.».

3)     Β΄ Ιωάννου 7 «ότι πολλοί πλάνοι εισήλθον εις τον κόσμον, οι μη ομολογούν­τες Ιησούν Χριστόν ερχόμενον εν σαρκί· ούτός εστιν ο πλάνος και ο αντίχρι­σ­τος.».

4)     Ματθαίος 24: 23-24 «τότε εάν τις υμίν είπη, ιδού ώδε ο Χριστός ή ώδε, μη πι­σ­τεύσητε· εγερθήσονται γαρ ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και δώσουσι ση­μεία μεγάλα και τέρατα, ωστε πλανήσαι, ει δυνατόν, και τους εκλεκτούς.», Μάρκος 13: 21-23 και Λουκάς 17: 21-23, 21: 8.

5)     Κέλ­σου «Αληθής Λόγος» «... Αλλ’ οίδα καί τρίτον γένος είναι τών ονομαζόντων ψυχικούς τινας καί πνευματικούς ετέρους· καί δέ τινας επαγγελομένους είναι γνωστικούς καί τινας τόν Ιησούν αποδεχομένους...».

6)     (Πολλά άλλα παραδείγματα!)

 

Πότε ακριβώς, που και πως πρωτο­εμφανίστηκαν χρι­στια­νι­κές κοι­νό­τη­τες είναι ένα ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί με απόλυτη ακρίβεια αλλά ακό­μα βασανίζει τους ερευνητές. Από τις Πράξεις και τις Επιστολές μαθαίνομε ότι, εκτός από την Ιε­ρουσαλήμ, αυτές υπήρχαν στην Αλεξάνδρεια, Δαμασκό, Αντιόχεια, Ρώμη, κ. α., μερι­κά έτη πριν από την μεταστροφή και την Εβραιοχριστιανική δράση του Παύλου. Για την Αίγυπτο έχομε μαρτυρίες και από άλλες πηγές. Π. χ. βλέπομε τους υπόπτους Ιου­δαίους Ακύλα και Πρίσκιλλα, άρτι αφιχθέντες εξ Ιταλίας, και τον Αλεξανδρινό Ιου­δαίο Απολλώ να συναντούν τον Παύλο στην Κόρινθο και να καταστρώνουν κοινή δρά­ση (Πράξεις 18: 2-3, 24, 19: 1, Πρός Ρωμαίους 16: 4, Α΄ Πρός Κορινθίους 1: 12, 3: 4-6, 16: 12, 19, Πρός Τί­τον 3: 13. Εκτός απ’ αυτές τις αναφορές δεν γνωρίζομε τί­ποτα άλλο για αυτούς.). Ο ίδιος ο Παύ­λος με όλη την Επιστολή Πρός Ρωμαίους που έγρα­ψε από την Κό­ρινθο καθιστά σαφές ότι στη Ρώμη υπήρχε Εβραιο­χρι­στιανική κοι­νότη­τα για πολύ και­ρό προτού αυτός επισκεφθεί την πρωτεύουσα (βλέπε και στίχο 15: 20). Πέ­ραν ει­κασιών και παραδόσεων κανείς δεν γνωρίζει επ­ακ­ριβώς πως βρέθη­καν χριστια­νοί από τόσο ενω­ρίς στην Ρώμη. Ο ευνούχος Μελίτων επίσκοπος Σάρδε­ων, στην Απολογία του προς τον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο (+161 – 180 Κ. Ε.) το­νίζει ότι ο Χριστιανισμός ως θρησκεία άρχισε να διαδίδεται την εποχή του Αυγούσ­του (– 27 Π. Κ. Ε. - +14 Κ. Ε.) (δηλαδή πριν από την αρχή της δράσεως του Ιησού Χριστού, περίερ­γο!). Προσ­θέτει δε ότι ως θρησκεία, ο Χριστιανι­σμός έγινε δεκτός απ’ όλους τους αυ­τοκράτορες εκτός από τον Νέρω­να και τον Δομι­τιανό. Τα στοιχεία αυτά, κ. ά., απο­δει­κνύουν τον ισχυρισ­μό περί υπάρξε­ως πρωτογε­νών Εβραιοχριστια­νικών και μετ’ ολί­γον Γνωστι­κοχριστιανικών κοιν­οτή­των ανά την αυτοκρατο­ρία.

Πολλά έχουν προταθεί περί της ενάρξεως των χριστιανικών κοινοτήτων. Βε­βαίως το επεισόδιο της Πεντηκοστής που περιγράφεται στις Πράξεις 2, είναι εντελώς ξεκομ­μένο από την πραγματικότητα. Όλα δεικνύουν ότι ο Χριστιανισμός άρ­χισε σαν αίρε­ση του Ιουδαϊσμού γύρω στα 200 χρόνια προ Χριστού. Υπάρχουν πολλά κοινά και μη κοινά σημεία μεταξύ όλων των πρω­ταρ­χι­κών χρι­στια­νι­κών κοινο­τήτων. Π. χ. ένα κοι­νό στοιχείο όλων αυ­τών των κοινο­τή­των είναι μια άμεση εσχατο­λο­γία και ολο­κλη­ρω­τική απαξία του υπάρ­χοντος κόσ­μου, δηλαδή το τέλος του κόσμου ευρίσ­κετο προ των θυρών, μαζί με έναν άμεσο αποκα­λυπτικό μεσσιανι­σμό. Φόβος και τρό­μος κυρι­αρ­χούσε σ’ αυ­τές τις κοινότη­τες όχι μόνο διότι, κατά την πί­­στη τους, το τέ­λος του κόσ­μου ευρίσκετο προ των θυ­ρών, αλλά και διότι ο κριτής Μεσσίας θα απο­κα­λυπτόταν όπου να ‘ναι για να ανακαινίσει τα πάντα και αλίμονο και τρις αλί­μο­νο σε κεί­νους που θα τιμω­ρούσε. Ένα άλλο κοινό ση­μείο είναι μια συνεχής αναφορά στις Ιουδαϊκές κανονικές και μη κανονικές γρα­φές (εσχατολογικές, απόκρυφες, απο­καλυ­πτι­κές κλπ.). Κάθε κοινότητα τις χρη­σι­μοποιεί και τις ερμηνεύει κατά το δοκούν. Αυτό είναι ένα μη κοινό στοιχείο.

Τελικώς, όλες οι προσπάθειες των ανεπηρεάστων επι­στη­μό­νων ερευ­νητών και πα­νε­πι­σ­τημια­κών σχολών περί της ιστορικότητος του Ιησού κα­τέ­ληξαν σε ένα φάν­τα­σμα και όχι σε ένα ιστορι­κό πρόσω­πο. Μερικές φο­ρές οι φανατικοί για να «απο­δεί­ξουν», όπως νομίζουν, την ιστορικότητα το Ιησού φέρουν στην επιφάνεια με­ρικές ανα­φορές μηδαμινής σημασίας, πολύ αμ­φιβόλου προελεύσεως και φαιδρές, τις οποίες θα παραβλέψομε εδώ. Όσοι όμως θέλουν να ισχυριστούν ότι ο Ιησούς ήταν «πρα­γμα­τι» Ισ­τορικό πρόσωπο, σύμ­φωνα με τα κριτήρια που απαιτεί η Επιστήμη της Ιστορί­ας, προσκομίζουν κυρίως τις παρακάτω τέσσερις αναφορές, οι οποίες έχουν μελε­τη­θεί πολλαπλώς σε μια απέ­ραντη διεθνή βι­βλι­ο­γραφία.

 

(1) Δύο αναφορές του Ιουδαίου Ιστο­ρι­κού Ιω­σήπου Φλαβίου (Μπεν Ματτι­τι­άου, 37-100 Κ.Ε.). Αυτές βρί­σ­κονται στο σύγ­γραμ­­μά του Ιουδαϊκή Αρχαιολογία που το έγ­ραψε το 93-94 Κ. Ε.

(2) Μία ανα­φορά του Ρω­μαί­ου Πο­λι­τικού και Ιστορι­κού Κορνηλίου Τακίτου (55-120 Κ. Ε.), που βρί­σ­κεται στο σύγ­­­γραμμά του Χρονικά XV, 44. Το έγραψε το έτος 110 Κ. Ε.

(3) Μια ανα­φορά του Ρω­μαίου Ιστο­ρι­κού Γαΐου Τραν­κου­ίλλου Σουετωνίου (69-140 Κ. Ε.), που βρίσκεται στο κεφάλαιο περί αυτοκράτορος Κλαυδίου του συγ­γραμμάτος του Οι Βίοι των Δώ­δεκα Καισά­ρων, που το έγραψε το +110 Κ. Ε.

(4) Μια επιστολή προς τον Αυτοκρά­τορα Τραϊανό του Ρωμαίου Κυβερνήτη της Βι­θυ­νίας της Μικράς Ασίας, Πλι­νί­ου του Νε­ωτέ­ρου (62-113 Κ.Ε.), την οποίαν έγ­ρα­ψε κατά το + 112 Κ. Ε.

 

Η πρώτη αναφορά του Ιωσήπου (Ι. Αρχ. 18: 3: 3 ή 18: 63-64) είναι το κύριο μέ­λη­μά μας και θα την εξετάσσομε και θα κάνομε περισσότερες παρατηρήσεις επ’ αυτής στις επόμενες παραγρά­φους. Είναι η μόνη και μοναδική, άμεση, ισχυρή υπάρ­χουσα μαρτυρία περί Ιησού Χρισ­τού αν και είναι εξαιρε­τικά σύντο­μη (8 γραμμές). Όπως όμως είναι γραμμένη, παρά την αφύσικη συντομία της, σκοπόν έχει την πιστο­ποί­η­ση της ισ­τορικότητας και της θεό­τη­τας του Ιησού Χριστού. Έτσι πολ­λές φορές βλέ­πομε να την πα­ραθέτουν μό­νη της ως αρκετή απόδειξη της ισ­τορικό­τητας του Ιη­σού Χριστού σε σύντομα άρθρα εφη­με­ρί­δων και περι­οδικών. Η δεύ­τερη ανα­φορά του Ιω­σήπου (Ι. Αρχ. 20: 9: 1 ή 20: 200) εί­ναι μό­νο τρεις παρεν­θετι­κές λέξεις εν μέσω άλ­λου σο­βαρού ζη­τή­ματος το οποίο ο Ισ­το­ρικός πολύ περιέρ­γως αναπτύσσει με εξαιρε­τική λι­τότητα. Δεν έχει σκοπό να δώσει μαρτυρία για την ιστο­ρικό­τητα του Ιη­σού (βλ. Ι. Αρχ. 20: 9). Χω­ρίς την πρώτη ανα­φορά ή δεύτερη μόνη της δεν έχει Ιστορική αξία. Θα εξετάσσομε αυτές τις αναφορές πολύπλευρα στα επό­μενα μέρη της παρού­σας εργασίας.

Οι υπό­λοι­πες τρεις αναφορές έχουν τεθεί εν παρόδω και εν μέ­σω άλλων γεγο­νό­­των. Δεν έχουν σκοπό την πιστοποίη­ση της ισ­τορικότητας του Ιη­σού Χριστού.

 

(α) Ο Τάκιτος με αφορμή την μεγάλη πυρκαγιά της Ρώμης επί Νέρωνος (+ 64), ανα­φέ­ρει και απλώς πιστο­ποιεί το ήδη γνωστό γε­γονός της υπάρξεως Χρι­σ­τι­α­νών στη Ρώμη που πιστεύ­ουν σε κά­­ποιον Χριστό που εκτελέστηκε από τον Ποντίο Πιλάτο στην Ιουδαία. Δεν κάνει καμιά άμεση αναφορά περί του Ιησού Χριστού και δεν είχε τέτοιο σκοπό. (Π. χ., το ότι αναφέρεται πως πολ­λοί Ινδοί πισ­τεύουν στον Κρίσνα εδώ και μερικές χιλιάδες χρόνια δεν σημαίνει ότι απεδείχθη ιστορικώς πως υπήρ­χε Κρίσ­να.). Αν ο Τάκι­τος, ως Ρω­μαί­ος ιστο­ρι­κός, έγ­ραφε κατ’ ευθείαν περί Ιησού θα τον αν­έφερε με το πραγματικό όνο­μά του όπως θα το είχαν, αν το είχαν, τα αρ­χεία της αυ­το­κρα­το­ρίας και όχι με την Εβ­ραι­οχριστια­νική προσω­νυ­μία Χριστός.

(β) Ο Σουετώ­νι­ος γράφει: «Judaeos impulsore Chresto assidue tumultuantis Roma expulit», δηλαδή «εξέβαλε τους Ιουδαίους από τη Ρώμη, διότι υποκινούμενοι από (κάποιον) Χρηστο έκαναν (συνεχώς) ταραχές». Γι’ αυτή τη γραμμή γίνεται όλη η φα­σαρία και αυτήν φέρουν οι Χριστιανοί ως βάσιμη ιστορική μαρτυρία περί Ιη­σού Χρι­στού. Εδώ ο Σουετώνιος μιλάει για κάποιον Χρήστο ή Χρηστό που υποκινού­σε τους Ιουδαίους, και όχι τους Χρι­σ­τιανούς, να δη­μιουργούν συνεχώς ταραχές στη Ρώμη. Έτ­σι ο αυτοκρά­τορας Κλαύδιος αναγ­κά­σ­τηκε να εκδι­ώξει τους Ιουδαίους από τη Ρώ­μη, πράγμα που μαρτυρείται και στις Πράξεις των Αποστόλων 18: 2. Εδώ όμως ανα­φέρονται οι Ιουδαίοι και όχι οι Χριστιανοί. Το «Χρήστος ή Χρησ­τός» δεν είναι όνομα αλλά τίτλος όπως και το Χριστός. Πρό­κει­ται άραγε εδώ για ορ­θογραφικό λάθος; Σε μερι­κούς Χριστιανούς έτσι αρέσει να λένε. Αλλά είναι έτσι; Είναι εντελώς ξεκάρφω­το να ισχυρίζονται ότι ο εδώ «Χρηστος» είναι ο Ιησούς Χριστός. Η ιστορία ως επισ­τήμη δεν στηρίζεται στο τι συμφέρει κάποιαν ομάδα! Ο Χριστός ουδέποτε βρέ­θηκε στη Ρώμη πόσο μάλλον να ήταν εκεί και να υποκινούσε τους Ιουδαίους να κάνουν ταρα­χές. Ακόμα, σύμφωνα με τους Χριστιανούς, ο Ιησούς Χριστός έφυγε από την επίγεια ζωή κατά τα έτη +30-35, ενώ ο Κλαύδι­ος ήταν αυτοκράτορας από το +41 έως +54. Αυτή η φράση λοιπόν είναι ελ­λι­πής και ασαφής περί του ποίος ήταν ο «Χρησ­τος». Ο Σουετώνιος δεν μας εξηγεί ποιος ήταν αυτός, αλ­λά τον εννοεί ως κάποιον. Έτσι η φράση παραμένει αινιγματική και έχει λά­βει πολλές πιθα­νές ερμηνείες, τις οποίες παρακάμπτομε εδώ. Επομένως δεν απο­τε­λεί καμία βά­σιμη ιστορική μαρτυρία περί Ιησού, πολλώ μάλλον περί Ιησού Χριστού των Ευαγγε­λίων. Ίσως αυτός ο «Χρη­στος» να ήταν κάποιος Ιουδαίος που πήγε στη Ρώμη και παρουσιάστηκε στους εκεί Ιουδαίους ως Μεσσίας, με αποτέλεσμα όσοι επείσθησαν να δημιουργούν ταραχές εναντίον των Ρωμαίων και των Ιουδαίων που δεν επείσθησαν. Εκείνα τα χρόνια οι Ιουδαίοι Μεσσίες ήταν μπόλικοι κάθε χρόνο!

(γ) Ο Ρωμαίος κυ­βερ­νήτης Πλίνιος ο Νε­ώ­τερος στην επιστολή του αναφέρει ότι ξα­φ­νι­κά ανεκάλυ­ψε την απόκρυφη ομάδα των Χρισ­τι­α­νών. Αυτοί ψάλλουν αντιφω­νι­κούς ύμ­νους προς τι­μήν κάποιου Χριστού τον οποίον πιστεύ­ουν ως θεό. Δεν γράφει το όνομα Ιησούς αλλά τον τίτλο Χριστός! Ακόμα ρωτάει το αυτοκράτορα Τραϊ­α­νό πως να με­τα­χει­ρίζεται τους Χρι­σ­τια­νούς που για πρώτη φορά ανεκάλυψε στην Βι­θυ­νία, ..., κλπ.

 

 Επο­μένως όλα αυτά τα εδάφια εγράφησαν με σκοπό να εκθέσουν συγκεκρι­μένα γεγονότα που δεν έχουν καμία σχέση με τον ιστορικό Ιησού. Δεν μας μεταφέ­ρουν στις περιγραφές ούτε των Ευαγγελίων ούτε των Πράξεων, που είναι τα επίσημα έγραφα των Χριστιανών, και δεν πιστοποιούν τίποτα απ’ αυτές! Ανα­φέ­ρουν κάποιους χριστι­ανούς και ένεκα αυτών κάποιον Χριστό ή Χρήστο και όχι τον Ιη­σού ευ­θέως. Δεν γράφτηκαν δηλαδή για να πιστοποιήσουν τον Ιη­σού Χριστό. Εκ­τός της επι­σ­το­λής του Πλι­νί­ου, οι άλλες έμμεσες ανα­φορές περί Χρι­σ­τού, και όχι περί Χρι­στιανών, που ευρίσκονται εκτός Ιωσήπου δεν γεμί­ζουν ού­τε μια σελίδα όλες μαζί. Έτσι δεν έχουν καμία αξία για την από­δει­ξη της ιστο­ρικό­τητάς του Ιησού Χρι­στού, εκτός ίσως να έχουν αξία για την ιστο­ρι­κότητα των οπαδών του, πράγμα που ποτέ δεν αμφισ­βη­τήθηκε. Αν οι οπαδοί πολ­λών θρησκειών πιστεύουν σε μυθολογικές οντότη­τες, αυτό δεν αποδεικνύει ότι οι οντότητες αυτές είναι ιστορικές.

Η επιστολή του Πλινίου διασώζεται στα έργα του, πάντα υπόπτου, Ευσεβίου Καισαρείας και θεωρείται εν μέρει ή εν όλω πλαστογραφία για τους εξής λόγους:

 

(1) Ο Ευσέβιος ως ιστορικός και ως άτομο δεν χαίρει καμίας εμπιστοσύνης από όλους τους αμερο­λή­π­τους επιστήμονες για πολλούς και διαφό­ρους γνωστούς λό­γους, που αναπτύσσομε εν­τός των κειμένων μας. Θεωρείται πλασ­τογράφος, παραχα­ράκτης, και ψεύτης! (Βλέπε το: Κατά της χριστιανικής απολο­γητι­κής, κ. ά.). Π. χ., ο Ευσέβιος πλαστογράφησε την ανόητη αλληλογραφία του Ιησού Χρι­σ­τού με τον βα­σι­λιά της Εδέσσης της Μεσο­πο­ταμίας Αβγάρου, κλπ.

(2) Φράσεις και μια παράγραφος της επισ­το­λής έχουν ευρε­θεί και σε άλ­λη επιστολή από τον κυβερ­νή­τη της Συρίας Τιβεριανόν προς τον Τραϊα­νόν, όπως κα­τα­δεικνύει ο σπουδαίος ερευ­νητής Hieronymo Xaviero στο βιβλίο του Historia Christi Persice (Η Περσική Ισ­το­ρία του Χριστού) κατά το έτος 1703. Πρέπει να πούμε ότι σ’ αυτό το σπουδαίο έργο ο ερευνητής συγγραφέας αναφέρει τις αρχαιό­τερες πηγές και επίσης καταγγέλλει την αναφορά περί Ιησού εντός του Ιωσήπου ως ξεκάθαρη πλα­σ­τογραφία.

(3) Ο Πλίνιος (+61 - 115) και ο Τάκιτος (+55 - 120) ήταν προσωπικοί φίλοι και πολι­τι­κοί της Ρώ­μης. Ο μεν Τάκιτος εμ­φανίζεται να γνωρίζει τους Χρι­στιανούς στη Ρώ­μη, ενώ κατά την επιστολή (που γράφτηκε ως υποτίθεται το +112) ο Πλίνιος τους ανακα­λύπτει για πρώτη φορά στη Βιθυνία, αφ’ ότου διορίστηκε και μετέβη εκεί ως κυβερνήτης επί Τρα­ϊ­ανού περί το έτος + 98. Αλλά και εκεί δεν είχε δώσει σημασία στους χριστιανούς για ολόκληρα 14 χρόνια (+ 98 - 112), αν τους είχε πάρει χαμπάρι.

 

Βεβαίως αυτό το τελευταίο στοιχείο περί της επιστολής του Πλινίου μπο­ρεί να χρησιμο­ποι­η­θεί και ως επιχείρημα στο ότι η μαρτυρία του Τακίτου περί Χριστι­α­νών στη Ρώμη είναι πλα­σ­τογ­ρα­­φία. Πολλοί μεγάλοι χριστιανολόγοι, όπως Hochart, H. Schiller, P. Fabia, R. Taylor, Α. Drews, Malver, κ. α., θεωρούν το κείμενο αυτό του Τα­κίτου ως καθαρή πλαστογραφία. Όπως εξηγούν αυτοί οι ερευνητές την εποχή του Νέρωνα οι οπαδοί της αιρέσεως του υποτιθεμένου Ιησού Χριστού ήταν άγνωστοι με το Λατινικό Christiani, ενώ αυτό απντάται μέσα στο κείμενο του Τακίτου. (Ο λα­τι­νισμός «χριστιανός» που αναφέρεται στις Πράξεις 11: 26, 26: 28, και στην Α΄ Πέτρου 4: 16, εί­ναι υστε­ρό­τερη παρεμβολή. Βλέπομε ακό­μα ότι, πολύ αργότερα ο Αυτοκρά­τωρ Μέ­γας Ιουλιανός (+331-363) δεν τον χρησιμο­ποιεί, αλλά γράφει Γαλιλαίοι.). Στο κείμενο εντός του Τακίτου ο Πιλάτος αναφέρεται λαν­θασμένως ως procurator αντί του ορθού prefectus. Επειδή ο Τάκιτος ήταν και πο­λιτικός, αυτό το λάθος υποστηρίζει την άποψη περί πλαστογραφημένης παραγράφου. Ο αείμνηστος R. Taylor στο βιβλίο του Diegesis, σελίδες 392-397, αναπτύσσει 20 λόγους διά τους οποί­ους το κείμενο αυτό του Τακίτου οφείλει να είναι παραχάραξη.

Αν πάλι την εποχή του Τακίτου κατά το +110 οι οπαδοί της αιρέσεως του Ιη­σού είχαν γί­νει γνωστοί με το όνομα χριστιανοί και ο Τάκιτος χρησιμοποιεί αυτό το όνομα αναχ­ρονιστικά, τότε πώς είναι δυνατόν ο φίλος του και πολιτι­κός Πλίνιος ο Νεώτερος κα­τά τα ίδια χρόνια να μας λέγει ότι τους ανε­κάλυψε για πρώτη φορά στην Βιθυνία; Η κατά­σταση με τον Τάκιτο γίνεται ακόμα πιο απελπι­στι­κή διότι: Οι πρώτες αναφο­ρές στα έργα του εμφανί­ζονται πολύ πρό­σφα­τα, δηλαδή από το τέλος του 15ου αιώνα και με­τά, όταν στην Βενετία εξεδόθη διά πρώτη φορά ένα κουτσου­ρεμένο αν­τίγραφο των Χρονικών από τον πλούσιο συλλέκτη Johannes de Spire το έτος +1468. Η έκδοση αυ­τή εί­ναι κουτσουρεμένη διότι λείπουν τα κρισιμό­τατα κε­φάλαια περί Γα­ΐου Καλι­γού­λα και Κλαυδίου τα οποία θα μας διαφώτιζαν σε πάρα πολλά πράγματα. Πριν απ’ αυ­τή την έκδοση, δηλαδή για 1300 περίπου χρόνια, ο Τάκιτος αγνοείται παντελώς απ’ όλους τους χριστιανούς Πατέρες και μη Πατέρες, ακόμα και τους Πά­πες της Ρώ­μης. Δεν ανα­φέρεται πουθενά, ούτε υπάρχει νύξη ή υπαινιγμός σ’ αυτόν, ενώ αυ­τή η αναφορά περί μαρτυ­ρί­ων και δι­ωγμών επί Νέρωνος, κλπ., θα αποτελούσε για όλους τους χρι­σ­τιανούς έναν ακό­μα έπαινο και μια ισχυρή διαφήμιση! Ο Νέρων έγινε κακός για τους Χριστιανούς μό­νο μετά το έτος +1468! Τί λέτε; Περίεργο! Αλλά και προς στιγμήν να υποθέσομε ότι η πα­ράγραφος του Τακίτου είναι γνησία, η μαρ­τυρία την οποία φέρει είναι για κάτι Χρισ­τιανούς, οι οποίοι ειρήσθω εν παρόδω πίσ­τευαν σε κά­ποιο Χριστό. Δεν αποτελεί ιστορική αναφορά για τον Ιησού Χριστό.

Για πάρα πολλούς λόγους που έχουν αναπτύξει πάρα πολλοί σπουδασμένοι και κυριότεροι μελε­τητές των τελευταίων 300 ετών (τον κατάλογο των ονομάτων των οποί­ων παραλείπομε εδώ), μεταξύ των οποίων υπήρχαν και πολλοί Χριστιανοί θεο­λό­γοι, όλες αυτές οι ανωτέρω αναφορές είναι σκόπιμες παραχαράξεις και παρεμβολές Χριστιανών αντιγρα­φέ­ων. Άλ­λοι πάλι ισχυρίζονται ότι είναι εν μέρει παραχαράξεις και εντο­πίζουν τα εμ­βόλιμα ση­μεία τους. Τέλος υπάρχουν και οι πιστοί που δέχονται ότι είναι αυ­θεν­τι­κές ως έχουν μόνο και μόνο γιατί αυτό ικανοποιεί την πίστη τους. Όλοι οι λόγοι που οι τρεις ομάδες επι­κα­λούνται έχουν εκτεθεί πλει­στάκις σε εκα­τον­τάδες βιβλίων και άρθρων. Εδώ δεν έχομε σκοπό να ανατρέξομε σ’ αυτούς τους λό­γους ούτε θα ασ­χο­ληθούμε με θρησκευτικές πί­στεις και να επα­ναλάβομε τα ίδια. Ο ενδια­φε­ρόμενος μελετητής μπορεί να βρει και να μελετήσει όλους τους λόγους και των τριών ομά­δων και ας αποφασίσει προς τα πού κλί­νει.

Ας μην ξεχνάμε όμως ότι, τα αρχαιότερα υπαρκτά χει­ρόγραφα των ανωτέρω συγ­γραμμάτων είναι του 11ου αιώνα Κ.Ε. και μετά. Δεν υπάρ­χουν τα πρω­τό­τυπα. Οι ανα­­φο­ρές άλλων συγγραφέων σ’ αυτές τις γραμ­μές έγιναν μερι­κούς αιώνες με­τά τη συγγραφή τους ή μετά την ανακάλυψη των σωζομένων χειρογράφων. Π.χ. η πολύ σπουδαία μαρ­τυ­ρία του Ιωσήπου εμ­φα­νίζεται για πρώτη φορά το 314-325 Κ.Ε. στα γραπτά του Ευσεβίου Και­σα­ρείας και κά­που 70-80 χρόνια μετά στα γραπτά του Ιερω­νύ­μου. Ολόκληρος Ωρι­γέ­νης πρωτύτερα δεν την αναφέρει! Αλλά και πολύ αργότερα, ο Εβ­ραιο­χρι­στιανός Ιωάννης Χρυ­σό­στομος και ο πο­λυσπουδασμένος Ιερός Φώ­τιος την αγ­νοούν.

 Ας υποθέσομε όμως προς στιγμήν ότι όλες αυτές οι αναφορές είναι αυθεν­τι­κές έτσι όπως έχουν φτάσει στα χέρια μας. Εντοσούτω δεν έχουν σημαντική βαρύτη­τα για την απόδειξη της ιστορικής υπάρξεως του Ιησού Χριστού διότι:

 

(1) Εκτός απ’ αυτήν την αναφορά του Ιωσήπου, οι άλλες δεν πιστοποιούν απολύτως τί­ποτα από τους θρύλους των Ευαγγε­λί­ων. Μόνον η πρώτη αναφορά του Ιωσήπου πάει να κά­νει κάτι τέτοιο σε εξαι­ρε­τικά μικρή έκταση, αφού όλη κι’ όλη εί­ναι μια παράγρα­φος 7-8 γραμ­μών. Αν αυτά που αναφέρουν τα Ευαγγέλια είναι αληθι­νά γεγονότα, τότε δεν φτάνουν ούτε 800 γραμμές για την αναφορά, περιγραφή, ανά­λυση και σχολιασμό εκά­στου εξ αυτών, από έναν Ιστορικό του ιδιώματος και της κλάσεως του Ιωσήπου. Και­ρικά και αστρικά φαινόμενα, όχλοι μετακινούνται σαν τρελοί, εκατοντάδες ανήκουστα θαύματα, δίκες, μαρτύ­ρια, αναστάσεις 4 νεκρών, κλπ. Οπό­τε αυτές οι 7-8 γραμμές εκτός του ότι δεν μπορεί να γράφτηκαν από τον Ιώ­σηπο, ευρίσκονται πολύ μακράν από το να πιστοποιήσουν τα πολυάριθμα εκστατικά «γεγονό­τα» των Ευαγγελίων κατά τις απαιτήσεις της επιστήμης της Ιστορίας!

(2) Οι άλλες αναφορές εκτός του ότι είναι πο­λύ μικρού με­γέ­θους και συνεπώς ανε­παρ­κείς, αναφέρονται εν μέσω άλλων ζητημά­των και δεν έχουν σκοπό να φέρουν κά­ποια μαρτυ­ρία για την ιστορικότητα του Ιη­σού.

(3) Όλες οι ανα­φο­ρές εί­ναι πολύ μεταγε­νέστερες και γραμμένες όχι από αυτό­π­τες μάρτυρες ή συγχρό­νους συγ­γρα­φείς.

(4) Ο κυ­ριότερος όμως λό­γος για τον οποίον αποτυγχάνουν οι αναφορές αυτές να έχουν ιστορική σημασία, ακόμα και αν δεν λά­βομε υπ’ όψη το ότι είναι μετα­γε­νέ­στερες, είναι το γεγο­νός ότι δεν μας με­τα­φέρουν στα χρό­νια και στα τόσα πολυάρι­θμα γεγονότα που εκθέτουν τα Ευαγγέλια. Δηλαδή δεν μας μεταφέρουν πριν το 35 Κ.Ε. που είναι το παραδεκτό ανώτερο όριο χρο­νολογίας του θα­νά­­του του Ιησού Χρι­στού των Ευαγ­γε­λίων, ο οποίος έκανε αμέτρητα, πρωτο­φανή τέ­ρατα και σημεία και οι όχλοι τον ακολουθούσαν παντού σαν τρελοί και τους οποίους δυο φο­ρές εχώρτασε κατά χιλιάδας με πέντε ή επτά ψωμιά και τρία ψάρια, κλπ.

 

Επομένως το βάρος της αποδείξεως της ιστορικής υπάρξεως του Ιησού Χρι­σ­τού πέφτει κατά το μέγιστον μέρος στην πρώτη αναφορά του Ιωσήπου και εκεί πά­νω ουσι­α­στικά πατάνε αυτοί που κόπτονται υπέρ της ιστορικότητας. Όπως αυτή εμφα­νί­ζε­ται στα Ελληνικά χειρόγραφα έχει μείνει στην έρευνα υπό τον τίτλο «Testimonium Fla­vi­anum» (Φλαβιανή Μαρτυρία). Αν και έγγραφη 60 χρόνια μετά τον θάνατο του υποτιθεμέ­νου Ιη­σού και όχι από σύγχρονο συγγραφέα (π.χ. τον Ιου­δαίο Φίλωνα τον Αλεξαν­δρι­νόν) ή αυ­τόπτη μάρτυρα (π.χ. τον Πιλάτο), χωρίς αυτήν θα είχαν ου­σι­α­σ­τι­κά λήξει οι αντιπα­ρα­θέ­σεις πε­ρί της ιστο­ρι­κό­τη­τας του Ιησού. Τώ­ρα τίθεται το εξής ερώτη­μα: Ένε­κα του Testi­mo­ni­um Flavianum μπορούμε άραγε να ικανοποι­ή­σομε τα κριτήρια της Επιστήμης της Ιστο­ρίας ώστε να συμπερά­νομε ότι πράγματι υπήρχε ο Ιστορικός Ιη­σούς;

 

Για τη μαρτυρία αυτή έχομε ότι:

 

(1) Είναι κατά 60-65 χρόνια υστερόχρονη.

(2) Αναφέρει εξαι­ρε­τικά λιτά μόνο τρία σημεία μέσα από τις εκατοντάδες εκ­κωφαν­τικών θρύλων των Ευαγγελίων, έκαστος των οποίων θα χρειαζόταν εκατοντάδες γραμμές για να αναφερθεί και αναλυθεί πλήρως.

(3) Δεν την έγρα­ψε σύγχρο­νος ή αυ­τό­πτης μάρτυς.

(4) Πάνω απ’ όλα όμως ισχύει το εξής. Από τον μεγάλο αριθμό των ερευνη­τών αυτού του ζη­τήματος των τε­λευ­­ταίων 300 ετών, το 40% την απορρίπτει πλήρως ως ακραιφνή πα­ρεμ­βο­λή, το 50% δέ­χεται ότι εί­ναι εν μέρει αυ­θεντική και εν μέρει πλαστογραφημένη και ένα 10% την δέ­χεται ως έχει. Και οι τρεις ομά­δες παρα­θέ­τουν κατεβατά από ισχυρούς και ασθενείς λό­γους για να δικαιολογήσουν την άποψή των. Έχουν γραφεί εκατοντάδες βι­βλία και άρ­θρα που εκθέ­τουν και τις τρεις από­ψεις λε­π­τομερώς. Εδώ παρακάμπτομε όλα αυτά τα στοι­χεία διότι δεν έχομε σκοπό να τα γράψομε άλλη μια φορά. Ο εν­διαφερό­μενος με­λε­τητής μπορεί εύ­κολα να τα βρει όλα, να τα μελετήσει και να αποφασίσει για τον εαυ­τόν του. Περιττό να αναφέρω ποιοι είναι αυτοί που ανή­κουν στο τελευταίο 10%.

 

Οπότε για να δούμε τι σημαίνουν όλα αυτά από τη σκοπιά της Επιστήμης της Ιστορίας.

 

(1) Η Ιστορία δεν κατοχυρώνει την ιστορικότητα κάποιου προσώπου, και μά­λι­στα τόσο δικαίως αμφισβητουμένου, επί τη βάσει μίας και μοναδικής, παραγράφου 8 γραμ­μών, υπόπτου γραφής και προελεύσεως.

(2) Απαι­τεί δια­σταυρώσεις με αναφορές άλλων, διαφόρων, αμερολήπτων, αν­εξαρτήτων και φε­ρεγ­γύ­ων συγ­γραφέων. Εδώ δεν υπάρ­χει ούτε μία τέτοια διασταύρω­ση, έστω για δείγμα. Τα Ευαγγέλια είναι ανώνυμα, ακατάστατα και ασύμφωνα προϊ­όντα χριστιανικών αποκρυφιστικών ομά­δων.

(3) Χρειάζεται ανα­φο­ρές από σύγ­χρονους ή κοντά στα γεγονότα συγγραφείς· ει δυ­νατόν από αυτόπτες μάρ­τυ­ρες. Ούτε και τέτοιες αναφορές υπάρχουν καθόλου.

(4) Ψάχνει να βρει και να εξετάσει τυχόντα γραπτά μνη­μεία τα οποία προέρ­χονται είτε από το χέρι του άτο­μου το οποίο εξετάζει είτε από κά­ποιον που το άτομο αυτό του υπαγορεύει ή τον διδάσκει τι να γρά­ψει. Ο Ιησούς δεν άφησε κανέ­να γραπτό είτε από το χέρι του είτε από κάποιον επί τό­που γραμματέα του. Τα Ευαγγέλια είναι ψευδεπίγραφα και γράφτηκαν πολύ αργότερα και καθυστερημένα από τα χρόνια του υποτιθεμένου Ιησού και είναι ασύμφωνα!

(5) Χρησι­μο­ποι­εί ευ­ρήματα και ανα­σκαφές της Επι­στήμης της Αρχαιολογίας και των διαφό­ρων κλά­δων της (π. χ: παπυρο­λο­γία, νο­μι­σμα­το­λογία, επι­γραφολογία, αρχαία κωδικογραφία, χειρόγραφα, κλπ.). Εν προκειμένω τίποτα σχετικό από όλα αυ­τά δεν υπάρ­χει.

(6) Χρειάζεται μια καθορι­σμέ­νη προσωπο­γρα­φία του υπό εξέ­ταση ισ­το­ρικού προσώπου. Ούτε και τέτοια υπάρχει για έναν τόσο διαβόητο ευ­εργέτη, επαναστάτη, κλπ.

(7) Επιζητεί την συμφωνία των ειδικών επιστημόνων ερευνητών επί του θέ­μα­τος. Στο παρόν ζή­τημα όμως, μόνο κα­τάφορη ασυμ­φωνία υπάρ­χει βασισμένη σε πολ­λούς ισ­χυρούς λό­γους. (Π.χ. δεν υπάρχει καμιά ασυμ­φωνία μεταξύ των ειδικών επισ­τημόνων για το ότι ο Σόλων, ο Αθηναίος Νομοθέτης, είναι Ιστορικό πρόσωπο, παρ’ όλο ότι έζησε 600 χρόνια πριν την εποχή εντός της οποίας αντιμε­τω­πί­ζομε το ενταύθα εκ­τι­θέμενο και επιμένον πρόβλημα. Όμως επί του προβλήματος του ιστορικού Ιησού που εξε­τάζομε εδώ οι ασυμφωνίες είναι αγεφύ­ρω­τες παρ’ όλη την χριστιανική ιστο­ρία..).

 

[Παρεμβολή: Ολίγα περί των Τεσσάρων Κανονικών Ευαγγέλιων.

 

Οι περισσότεροι Χριστιανοί πιστοί ισχυρίζονται ότι τα τέσσερα Κανονικά Ευ­αγγέλια εγράφησαν από μαθητές του Χριστού (Ματθαίος και Ιωάννης) και από μαθη­τές των μαθητών (Μάρκος και Λουκάς). Αυτή είναι η επίσημη θέση και το μόνιμο δόγμα της εκκλησίας μαζί με το ότι οι συγγραφείς ήταν εμπνευσμένοι από το Άγιο Πνεύ­μα (θεόπνευστοι). Είναι δηλαδή και τα τέσσερα έργα θεόπνευστα! (Τότε όμως γιατί το Αγιο Πνεύμα χρειαζόταν τέσσερα αντί ενός και μοναδικού και σωστού;)!

Όμως, όλοι οι επιστήμονες μαζί με πολλούς Χρισ­τι­ανούς θεολόγους ομο­λο­γούν, τα Ευαγγέλια εγράφησαν πολύ καιρό μετά τον θάνατο του υποτιθεμένου Χρι­σ­τού και από αγνώστους συγγραφείς. Τα ονόματα των συγγρα­φέων που φέρουν δεν εί­ναι τα ονόματα των πραγματικών συγγραφέων και διά τούτο είναι ψευδεπί­γρα­φα κεί­μενα. Οι δια­φορετικές, απο­κλί­νου­σες, αντιφατικές, λανθασμέ­νες και ασυμβί­βα­σ­τες αφηγήσεις που πε­ριέχουν αποδεικ­νύουν πέραν πάσης αμφι­βο­λίας ότι αυτά δεν εί­ναι δυνατόν να είναι γραμμένα από θε­οπνεύστους μαθητές και αυ­τόπτες μάρτυρες, όπως ο Ματθαίος και ο Ιω­άννης.

Όπως λέγει Ευσέβιος, ο Παπίας άκουσε από κάποι­ον Ιω­άννη Πρε­σβύτερο ότι ο Μάρκος έγ­ραψε όπως μπορούσε από μνήμης όσα άκουσε από τον Πέτρο περί του Κυ­ρίου και ο Ματθαίος έγραψε στα Αραμαϊκά λόγια του Κυρίου. Ο Λου­κάς, όπως άλλοι λέ­νε, ήταν μαθητής του αποστόλου Παύλου και έγραψε ό,τι άκουσε από άλ­λους. Αλ­λά αυτή μαρτυρία του Ευσεβίου μας λέγει καθαρά ότι ο Παπίας άκουσε μό­νο και συ­νε­πώς ούτε ο ίδιος ούτε ο Πρεσβύτερος είχαν αντίγραφα αυτών των κει­μέ­νων, πράγμα εξαιρετικά ενδεικτικό για την μη ύπαρξη των γραπτών κειμένων των κα­νονικών Ευαγγελί­ων κατά τα έτη του Παπία (μέσα 2ου αιώνος). Δεν υπάρχει καμία έν­δειξη ότι ο Ιωάννης Πρεσβύτερος ήταν ο μαθητής Ιω­άννης, όπως ισχυρί­ζον­ται με­ρι­κοί. Δεν πρέπει να έχουν καμία σχέση. Αλλίως ο μαθητής Ιωάννης πρέπει να έζησε κοντά 150 χρόνια! Ακόμα το Ευαγ­γέλιο του Ματθαίου ως έχει σήμε­ρα γράφ­τη­κε στα Ελλη­νικά και επομένως δεν μπο­ρεί να έχει σχέση με κά­ποια Αρα­μαϊκή συλ­λογή Κυ­ριακών λογίων!

Αν ο Μάρκος έγραψε πράγματι αυτά που του είπε ο Πέτρος, τότε είναι πάρα πολύ περίεργο το ότι ξέχασε να μας αναφέρει ότι ο ίδιος ο Ιησούς έδωσε στον Πέτ­ρο την πρωτοκα­θεδ­ρία, τον έκανε θεμελιωτή της εκκλησίας του και του έδωσε τα κλει­διά της βασιλείας των ουρανών, κατά την ομολογία του Μάρκος 8: 27-30, πράγματα που ο Ματθαίος τα θυμόταν και τα αναγράφει σαφώς, Ματθαίος 16: 13-20!

Τα Ευαγγέλια αυτά αναφέρονται για πρώτη φορά ως κάποιο περιεχόμενο το οποίο δεν το έχομε, αλλά με τους τίτλους που σήμερα φέρουν στα γραπτά του Ειρη­ναίου, επισκόπου Λυώνος, κατά το έτος 185 Κ. Ε. Αυτός εσύστησε στο εξής αυτά να εί­ναι τα μόνα κανονικά ορθόδοξα Ευαγ­γέ­λια. (Οι δικαιολογίες του γι’ αυτό είναι εν­τε­λώς ανόητες και έχουν πλάκα!). Όμως και αυτός έγραψε: «Το κατά... Ευ­αγγέλιον» και όχι «Το Ευαγ­γέλιον του ...» ή «Το Ευαγγέλιον γραμμένο από τον...». Σε κανένα Ευαγγέλιο δεν απο­κα­λύ­π­τει ο συγγρα­φέ­ας το όνομά του ούτε κάτι από την βιογραφία του, όπως θα έπ­ρεπε να κάνει εάν επρό­κειτο να γράψει Ιστορία.

Πριν τον Ειρηναίο, κανένας συγ­γρα­φέας δεν τα γνωρίζει ού­τε τα αναφέρει ως έχουν, όπως π. χ. οι απολογητές: Αρι­σ­τεί­δης, Κοδ­ρά­τος, και Ιου­στί­νος ο Μάρτυρας. ο επίσκοπος Ιε­ρα­πόλεως Παπίας. ο πρώ­τος ιστορι­κός της εκκλησίας ο Εβραιοχρι­στια­νός Ηγήσιπ­πος. ούτε ο αρχιαιρεσιάρχης Μαρ­κίων του Πόν­του και ο οποίος επρό­τει­νε τον πρώτο κανόνα της Καινής Διαθήκης κ­ατά την δεκαε­τία +135-145 Κ. Ε., άσχετα αν η εκκλησία της Ρώμης για τους λόγους της τον απέρρι­ψε. Ακόμα στην Απολογία 50 και στον Διάλογο με τον Τρύφωνα 53 ο Ιουστίνος λέγει ότι οι μαθητές του Ιησού έφυ­γαν και διασκορπίστηκαν μετά τη σταύρωσή του, ενώ τα Ευαγγέλια λένε κατά την σύλληψή του. Αυτό δηλώνει ότι είτε ο Ιουστίνος εγνώριζε άλλη παράδοση απ’ αυτήν των υστεροχρόνων Ευαγγελίων είτε τα Ευαγγέλια υπέστησαν αλλοιώσεις, γεγονός επι­βεβαιωμένο!

Αλλά και να δεχθούμε προς στιγμήν την λανθασμένη χρονολογία των ορθοδό­ξων θεολό­γων, ότι δηλαδή τα τέσσερα Κανονικά Ευαγγέλια γράφτηκαν ως έχουν 40-60 χρόνια περίπου μετά τον θάνατον του υποτιθεμένου Ιησού Χριστού, τότε φυσικό­τατα γεννάται το εύλογο ερώτημα: Γιατί οι συγγραφείς και αυτόπτες μάρτυρες καθυ­στέ­ρη­σαν τόσες δε­καετίες για να γράψουν και να παρουσιάσουν τα φοβερά και τρο­μερά θαύματα και σημεία «ά εποίησε» ο Ιησούς; Ποιος μαθητής ή αυτόπτης μάρτυς θα αδ­ρανούσε τόσο καιρό χωρίς να εκθέσει απολύτως τίποτα απ’ αυτά τα ασύλληπτα ση­μεία και εντωμεταξύ να αφήσει τον Παύλο να παρουσιάσει πρώτος έναν εντελώς δια­φορετικό Χριστό, όπως αναπτύσσομε λεπτομερώς παρακάτω. Είναι καθόλου πιθα­νή μια τέτοια εξέλιξη πραγ­μάτων; Π. χ., έγιναν αμέτρητα θαύματα, τέρατα και ση­μεία, ανέστησε 3 νεκρούς και μετά ανεστήθη και ο ίδιος, κλπ., κλπ..., και όμως περί­μεναν 40-60 χρόνια για να τα γράψουν, ενώ εντωμεταξύ ο Παύλος δεν αναφέρει τίπο­τα απ’ αυτά; Δεν ξέρω, αλλά ποιος είναι δυνατόν να πι­στεύει κάτι τέτοιο! Όπως δείχ­νουν τα πράγματα που εξη­γούμε στο παρόν κεί­με­νο, κ. α., οι θεωρίες του Παύλου και ό,τι άλλο αυτός χρησι­μο­ποίησε μάλλον έθεσαν εν μέρει τις βάσεις και εδημι­ούργησαν νύξεις για την συγγραφή και την μυθολογία των υστεροχρόνων Ευ­­αγ­γελί­ων, κάτω από τις νέες καταστάσεις που προέκυψαν μετά τα μοιραία χρόνια (+66-73), τον πλή­ρη δια­χωρι­σμό Φαρισαϊκών Ιουδαίων και Εβραιοχριστιανών (+135) και την οικτρή αποτυ­χία της εσχατολο­γίας των τελευταίων. Τότε και τόσο πολύ καθυστερημέ­να οι Εβραιοχριστια­νοί συγγραφείς και λίγο αργότερα οι Εβραιογνωστικοχριστια­νοί συγγ­ραφείς προσπα­θούν με τα Ευαγγέλια να μας αφηγηθούν εκκω­φαντικά και δή­θεν ισ­το­ρικά «γεγο­νότα», αναμειγνύοντας αδέξια (ευτυχώς) μύθο και πραγματικότητα για να γίνουν πιστευτοί! Αποτυγχάνουν παταγωδώς διότι δεν αντέχουν σε καμία κριτική και συλλαμβάνονται εύκολα! Ήταν αγράμματοι και ανόητοι και απευθύνονται σε τέ­τοι­ους ομοίους των, αγραμμάτους και ανοήτους!

Πρωτότυπα των 4 Κανονικών Ευ­αγ­γελί­ων δεν υπάρχουν πουθενά. Τα ίδια τα κείμενα τού Ειρηναίου δεν διεσώθηκαν! Τα υπάρ­χον­τα 1500 παλαιά αν­τίγραφα που φυλάσσονται στα μουσεία του κόσμου είναι και αυτά αντίγραφα από προηγούμενα. Τα περισσότερα απ’ αυτά δεν περιέχουν ολόκ­λη­ρα τα Ευαγγέλια, πό­σον μάλλον ολό­κληρη την Καινήν, αλλά μέρη των. Από αντι­γ­ρα­φή σε αντιγραφή ο κάθε συγγραφέας ή επιμελητής άλλαζε οτιδήποτε ικανοποιούσε τις ανάγκες τις επο­χής ή της αιρέσεώς του. Οι διορθώσεις οι παρα­ποι­ή­σεις και οι πα­ρ­εμβολές που έχουν γίνει είναι πρόξενοι 80 000 αποκλίσεων. Δεν υπάρχει ούτε μια σελίδα των λεγομένων «πρωτοτύπων» που να μην περιέχει αντιφάσεις. Για παρά­δειγμα, ο γνωστός ανά τον κόσμο Σιναϊτικός Κώ­διξ, ο οποίος εφυλάσσετο κρυφά στην μονή του Σινά μέχρι το 1864 (για ποιον λό­γο άρα­γε), περιέχει 16 000 διορθώσεις που προ­έρχονται από 7 δι­α­φορετικούς διορθω­τές και μερικά τμήματά του αντικατα­σ­τά­θη­καν 3 και 4 φορές. Ο διάσημος Εβραιολό­γος Friedrich Delitz ενετόπισε 3 000 λάθη μόνο εξ αν­τιγ­ραφής. Ο ολίγον αρχαιότερος Βατικανός Κώδιξ έχει ακόμα χειρότερα χάλια!

Περί τα έτη +200 - 210 ο Τερτυλλιανός κτυπά τον Μαρκίωνα με ύβρεις και ψευτιές. Κατηγορεί τον Μαρκίωνα ότι είχε διαφθείρει το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον. Τα αποσπάσματα που αναφέρει από το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον των ημερών του και τα συγκρίνει με τα αντίστοιχα του Ευαγγελίου του Μαρκίωνος για να απο­δείξει την κατηγορία του είναι διαφορετικά απ’ αυτά που το σημερινό Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον περιέχει.

Ο πρώτος κανόνας της Καινής Διαθήκης που έχει διασωθεί μέχρι σήμερα βρέ­θηκε το 1740 στη Αμβροσιανή βιβλιοθήκη του Μι­λάνου από τον βιβλιοθηκάριο και αρ­χειοφύλακα Muratori (Ludovico Antonio 1672-1750). Αποτελείται από 85 γραμμές και χρονολογείται κατ’ αυτά τα έτη του Τερτυλλιανού (190-210). Η αρχή του κανό­νος αυτού έχει χαθεί. Στο διασωθέν κείμενο οι τίτλοι Κατά Ματθαίον και Κατά Μάρ­κον Ευαγγέ­λιο δεν υπάρχουν! Το Κατά Λουκάν και Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο αναφέ­ρονται ούτως. (Δεν περιέχει τις Επισ­το­λές: Πρός Εβραίους, Ιακώ­βου, Α΄ και Β΄ Πέτ­ρου, Γ΄ Ιωάν­νου και το Βιβλίο της Αποκα­λύψεως.). Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι έχει δι­ασωθεί το Ευαγγέλιο του εξ εθνών Λουκά για το οποίο ο Τερτυλ­λιανός κά­νει μεγάλη φασαρία και το Γνωστικιστικό Ευαγγέλιο του Ιωάννου. Ως γνω­στό παρ’ ολί­γον να επικρατήσει ο γνωστικιστικός Χριστιανισμός κατά τον δεύτερο αιώνα. Οπότε, είναι άραγε το γε­γονός αυτό καθαρή σύμπτωση ή έχει βαθύτερα αίτια;

Τα πιο παλαιά χει­ρό­γρα­φα και κώδικες που υπάρ­χουν σήμερα στα μουσεία φτάνουν μέχρι το έτος 350 Κ.Ε. (Βατικανός Κώδιξ και Σιναϊτικός Κώδιξ). Κα­τά το έτος 330 Κ.Ε. ο αμόρφωτος αυτοκρά­τορας Κωνσταντίνος διέταξε τα τέσσερα κανονι­κά Ευ­αγγέλια να ξανα­γ­ρα­φούν και να αναδημοσιευτούν μαζί με ολό­κ­ληρη την Βίβ­λον τα δε αρχικά κεί­μενά των να καταστραφούν σε ολόκληρη τη Ρω­μαϊκή Αυτοκρατορία. Όπως λένε εξεδόθησαν 50 νέα αντίτυπα υπό την γενικήν επι­μέ­λεια του απατηλού ισ­το­ρι­κού της εκκλη­σίας Ευ­σεβίου Καισαρείας. Καθόλου παράξενο λοι­πόν το ότι δεν διαθέτομε χειρόγραφα παλαιότερα του +350 Κ. Ε. Ούτως, τα τέσσε­ρα Κα­νονικά Ευ­αγγέλια ήταν πάν­το­τε κείμενα πίστε­ως και έχουν επα­να­γραφεί και επ­αναπροσαρμοσ­τεί πάρα πολ­λές φορές σύμ­φωνα προς τις διάφορες ανάγκες των επο­χών και των αιρέ­σεων... Έτσι κατάντησαν πέρα για πέρα αντι­φα­τι­κά και χωρίς καμία ιστορική αξία.

Γενικώς μέσα στα τέσ­σε­ρα Κα­νονικά Ευαγγέλια βλέπομε ότι αυτά που γρά­φονται κατά το πλείστον δεν είναι η βιογραφία ενός ιστορικού προσώπου ούτε γρά­φουν ιστορικά συμβάντα. Οι συγγραφείς κατά το πλείστον μεταφέρουν δικές τους ερ­μηνείες και όχι αντικειμενικές ιστορίες και προσπαθούν να φτιάξουν ιστορίες αντί να μας μετα­φέ­ρουν πραγματική Ιστορία. Δεν διηγούνται τίποτα αφ’ εαυτού των αλλά προσπαθούν να διορθώσουν άλλα προϋπάρχοντα. Αυτά τα πιστοποιεί σαφώς η εισ­α­γωγή του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου 1: 1-4 «Επειδήπερ πολλοί επε­χείρησαν ανατάξασ­θαι διή­γησιν περί των πεπληροφορημένων εν ημίν πραγμάτων, καθώς παρέδοσαν ημίν οι απ’ αρχής αυ­τόπται και υπηρέται γενόμενοι του λόγου, έδοξε καμοί, παρηκο­λουθηκότι άνωθεν πά­σιν ακριβώς, καθεξής σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε, ίνα επιγ­νώς περί ων κατηχήθης λόγων την ασφάλειαν.». Μπορούμε να βρούμε τέτοια στοι­χεία και στα άλ­λα Ευαγγέλια επίσης.

Τα Κανονικά Ευαγγέλια όπως και ολόκληρη η Καινή Διαθήκη γέμουν αντιφά­σεων, λαθών, παραλογισμών και ανοησιών. Αντιφάσεις δεν απαντώνται μόνο από ευ­αγγέλιο σε ευαγγέλιο αλλά και μέσα στο ίδιο ευαγγέλιο. Οι γενεαλογίες του Ιησού, οι αφηγήσεις της γεννήσεως, της βαπτίσεως, των πειρασμών, των θαυμάτων, του πά­θους, της αναστάσεως, των επ­ανεμφανίσε­ων και της αναλήψεως είναι αντιφατικές. Δηλαδή τα πάντα είναι αντιφατικά! Πολλές διδασκαλίες και εντολές φάσκουν και αν­τιφάσκουν όχι μόνο από βιβλίο σε βιβλίο αλλά πολλές φορές και εντός του ιδίου βιβ­λίου, κλπ. Όλα αυτά έχουν εξεταστεί και δημοσιευτεί στην διεθνή βιβλιογραφία με απόλυ­τη λεπτομέρεια. Βρείτε τα σ’ αυτή αν σας ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες όλων των στοιχείων αυτών! Γι’ αυτό μέσα σ’ ολόκληρη την Καινή Διαθήκη διακρίνομε τρεις ή και τέσσερις διαφορετικούς Ιησούδες Χριστούς: Έναν ή δύο των Συνοπτικών (Ματθαίου και Μάρκου έναντι του Λουκά), έναν του Ιωάννου και έναν του Παύλου. Μάλλον υπάρχει και άλλος ένας στα υπόλοιπα γραπτά της Καινής. Δεν μπορεί αυτός ο «θεόπνευστος» κυκεώνας να γράφτηκε από τον ίδιο συγγραφέα, ή από ιστορικό, ή από μαθη­τές και αυ­τόπτες μάρτυρες. Είναι μύθοι δηλαδή ψέματα και γι’ αυτό δεν υπάρχει καμία συμ­φωνία. Ο καθένας λέγει ό,τι νομίζει και ό,τι του αρέσει!

Γι’ αυτούς όλους τους παραπάνω λόγους κ. ά. τα Ευαγγέλια δεν έχουν απο­λύ­τως καμία ισ­το­ρι­κή αξία. Όμως οι ιστορικοποιούντες διατείνονται ότι εντός των Ευ­αγγελί­ων υπάρχουν ψήγ­ματα Ιστορίας. Αυτό είναι πιθανόν αλλά ιστορικώς μη βέ­βαιο. Ακόμα, αυτά που έκαστος εξ αυτών υποδεικνύει ως αληθινά ψήγματα Ιστορίας είναι τόσο λίγα και ασύνδετα που δεν μπορεί κανείς να τεκμηριώσει τίποτα. Γι’ αυτό και ο κάθε ιστορι­κοποιών πλάθει μια δική του διαφορετική ιστορία ως πιθανό σενά­ριο κά­ποιων συμβάντων γύρω από έναν Ιησού άσημο ή σημαίνων, άγνωστο ή γνωστό, ειρη­νιστή ή επαναστάτη, που τον ήξερε μό­νο μια μι­κρή ομάδα οπαδών του κλπ. Τελικά κάθε τέτοια ιστορία παραμέ­νει μετέωρη, o δε Ιησούς των Ευαγγελίων παραμένει μια παιδαριώδης μυ­θολογία

Πρέπει ακόμα ο αναγνώστης να λάβει υπ’ όψη του ότι η σύγχρονη ιστορική και θε­ο­λο­γι­κή επιστήμη απορρίπτει ολοσχερώς τις Πράξεις των Αποστόλων ως φορέα ιστορικών στοιχείων – ακόμη και ψηγ­μά­των –. Παρά την αντίθετη γνώμη των φανα­τικών που θεωρούν κάποιον Λουκά ψευδώς και εσκεμμένως ως ιστο­ρικό πρώτης τά­ξε­ως και ο οποίος υποτίθεται ότι τις έγραψε, οι Πράξεις είναι γε­μάτες με μυθεύματα, σφάλματα, αντιγραφές και παρεμβολές, δεν παρέ­χουν χρονο­λογίες και τε­λει­ώ­νουν αφύσικα και απότομα, κλπ. Από την σύγκρισή τους με τα έργα του Ιωσήπου συμπε­ραίνομε χωρίς αμφιβολία ότι ο συγγραφέας τους ή οι χαλκευτές τους έριχναν πολλές μα­τιές σ’ αυτά. Πολλά από θέματα που αντιγράφουν τα έχουν επίσης διαστρέψει και δι­α­δώσει λάθος! Ο Ιωάννης Χρυσόστομος, το έτος +393, μας πληροφορεί ότι το βιβ­λίο αυτό ήταν άγνωστο σε πολλούς ενώ πολλοί άλλοι το είχαν απορρίψει. Θα επανέλ­θομε σ’ αυτό το σημείο παρακάτω στο παράρτημα.

Στις Πράξεις 7: 2-53 διαβάζομε την απολογία του πρωτομάρτυρος Στεφάνου μπροστά στον αρχιερέα και τους αρχηγούς των Ιουδαίων. Αμέσως μετά, 7: 54-60, έχομε το μαρ­τύ­ριό του διά λιθοβολισμού. Αυτά κατά την χριστιανική χρονολόγηση συνέβησαν 1 έως 4 χρόνια μετά τα πάθη, την ανάσταση και την ανάληψη του Ιησού Χριστού. Ο Στέφανος είχε προσχωρήσει και εκλεγεί διάκονος στην χριστιανική εκκ­λησία και εφ’ όσον οι Ιουδαίοι τον εθεώρησαν βλάσφημο κα­τά του Θεού των και πα­ραβάτη του Μωσαϊκού Νόμου, όπως ομολογείται στο προ­ηγούμενο κεφάλαιο, έπρεπε να λιθοβο­ληθεί από το πλήθος σύμφωνα με τις διατάξεις του θεϊκού νόμου των. Όμως όλη η απολογία του αναλώνεται στο να αφηγηθεί στους Ιου­δαίους μια σύντομη και κακοφτιαγμένη αναδ­ρομή στην Παλαιά Διαθήκη από τον Αβ­ραάμ μέχρι τον Ναό του Σολομώντος. Μόνο στον στίχο 52 λέγει: «τίνα των προφη­τών ουκ εδίωξαν οι πα­τέρες υμών; και απέκτει­ναν τους προκαταγγείλαντας περί της ελεύσεως του δικαίου, ου νυν υμείς προδόται και φονείς γεγένησθε·» εννοώντας με τις τελευταίες λέξεις τον Ιησού Χριστό, αν λά­βομε υπ’ όψη τους παρακάτω στίχους 55-56. Τούτα είναι πέ­ρα για πέρα ύποπτα καθ’ όσον αφη­γήθηκε πράγματα που οι αρχηγοί των Ιουδαίων εγ­νώριζαν καλά και αντ’ αυτών δεν άρπαξε την ευκαιρία να τους υπενθυμίσει έργα, θαύματα, διδασκαλία, πάθη, ανάστα­ση, ανά­ληψη του ιδρυτή της νέας πίστεώς του, τα οποία ήταν πολύ πρόσφατα και συ­νέβησαν στον ίδιο εκεί χώρο της Ιερουσαλήμ! Εδώ λοιπόν πρέπει να έχομε μια μυθο­πλασία του συγγραφέα ή συντάκτη των Πράξεων που αποτελεί μια από τις πολλές διαλυτικές αντί­φα­σεις μεταξύ Πράξεων και κανονι­κών Ευαγγελίων, την οποία σας καλούμε να κρίνετε.

Στο παρόν κείμενο και σε μερικά από τα κείμενα που ακολουθούν παρακάτω αναφερό­μαστε στα κανο­νικά Ευαγγέλια και παραθέτομε και άλλα περισσότερα σχετι­κά στοιχεία. Σημειώνετέ τα καθώς τα απαντάτε εάν αυτό το θέμα σας ενδιαφέρει ιδι­αιτέρως.

Τέλος παρεμβολής και συνεχίζομε: ]

 

Συνεπώς η Φλαβιανή Μαρτυρία είτε μόνης της είτε μαζί με τις άλλες, που όπως προα­ναφέραμε είναι ελαχίστης Ιστορικής σημασίας και πολύ αμφιβόλου προε­λεύσεως, δεν αρ­κεί να κατοχυρώσει την ιστορικότητα του Ιησού, ακόμα και αν υπο­θέσομε ότι εί­ναι αυθεντική όπως εί­ναι γραμμένη. Πολύ χειρότερα όμως, εφ’ όσον το 90% των ειδικών ερευνητών επιστημόνων την αμφισβητεί ισχυρότατα ως παρεμβολή ή πα­ραχάραξη.

Το τελικό λοιπόν συμπέρασμα που βγαίνει πέραν πάσης αμφιβολίας είναι ότι: «Ο λόγος για τον οποίον ο Ιησούς της Χριστιανικής Θρησκείας δεν μπορεί να θε­ω­ρείται Ιστο­ρικό πρόσωπο είναι διότι δεν υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία Ιστο­ρι­κώς ικανά να απο­δεί­ξουν πέραν πάσης Ιστορικής αμφι­βο­λίας την Ιστορική του ύπαρξη (όπως και την ανυ­παρξία του)». Αυ­τό σημαί­νει ότι δεν δυνάμεθα να απο­φανθούμε ούτε αν υπήρ­χε ούτε αν δεν υπήρχε. Εν τοι­­­αύτη περιπτώσει ο Ιησούς ο λε­γόμε­νος Χριστός όπως τον έχει παρου­σιάσει για 2000 χρόνια η χρι­στιανική ομάδα, παραμένει μέχρι στιγμής εσωτερικό και θρυ­­λι­κό πρόσωπο αυτής της ομάδας και δεν μπορεί να θεωρείται Ιστο­ρι­κό. Η Καινή Διαθήκη και η χριστιανική η Ιερά Παράδοση δεν έχουν σκοπό να καταγρά­ψουν και να μεταφέρουν Ιστορία, αλλά κάνουν διάφορες παραλλαγές της πλοκής του χριστιανικού μύθου. Διά τούτο όλες αυτές οι αφηγήσεις είναι έντονα αντιφατικές και μεταξύ τους ασύμφωνες.

Από κει και πέρα ο κα­θέ­νας μπορεί να πι­στεύει και να γράφει ό,τι του γου­στά­ρει. Αλ­λά, άλλο πίστη και άλλο επι­στή­μη. Όσοι λένε «εγώ πιστεύω έτσι και έτσι...» ας έχουν λί­γο φιλότιμο και να μην ανακα­τεύ­ουν την επιστήμη για να προσδώσουν εγ­κυρότητα στην πίστη τους. Σ’ εμάς αρκεί το να συμφωνήσομε απόλυτα με όλους τους επιστή­μο­νες που υποστηρίζουν το ανωτέρω συμ­πέρασμα και τη θέση ότι: «Δεν έχομε Ιστο­ρι­κές απο­δεί­ξεις ού­τε για το αν υπήρχε ο Ιησούς που έγινε Χριστός ού­τε για το αν δεν υπήρ­χε. Το ερώ­τημα μέχρι στιγμής πα­ραμένει ανοιχτό, λόγω σχε­δόν πλή­ρους ελλεί­ψεως αν­τικει­μενικών στοι­χεί­ων». Τέτοιοι επιστήμονες εί­ναι «ούκ ολίγοι». Τα υπόλοιπα είναι πί­στεις, θε­ωρίες, υπο­θέσεις, προτι­μήσεις, γούστα, κλπ. Εί­ναι δη­λαδή προσπά­θειες και υπο­κειμε­νικές εκτι­μήσεις οι οποίες από Ιστο­ρική έπο­ψη κα­τα­λήγουν στο μηδέν.

Αυτά τα επιχειρήματα και συμπεράσματα, μαζί με πολλά άλλα που έπονται στα επόμενα δύο μέρη του άρθρου αυτού, χρησιμοποι­ούν­­ται ήδη και εν πολλοίς και από τους μυθικιστές, θιασώτες της τρίτης κατηγορίας, που αναφέραμε στην αρχή. Από όλα τα στοι­χεία που διαθέτομε σήμερα φαίνεται απίθανο το να προ­κύ­ψουν νέα αντι­κειμε­νικά στοι­χεία τα οποία να δίνουν δίκιο στους ιστορικοποιούντες της δεύτερη κατηγορία. Τίποτα όμως δεν απο­κλείεται ακόμα, καθ’ ότι τε­λευταία ακούμε ότι οι αρ­χαιολόγοι βρίσκουν τά­φους και στοιχεία τα οποία ίσως δώσουν κατηγορηματικές απαντήσεις. Τελούμε εν αναμονή και ευχόμαστε να βρεθεί η κατηγορηματική απάν­τηση για να λήξει αυτό το αχρείαστο ζήτημα μια για πάντα. Τώρα ποια θα ήταν η ση­μασία του αν η δεύτερη κα­τηγορία έχει τε­λι­κά δίκιο; Απαντάμε ότι, ακόμα και δίκιο να έχει εν τέλει η δεύτερη κατηγορία, ο Ιησούς Χριστός τον οποίον «ευ­αγγελίζεται» είναι εντελώς κάτι άλλο, εντελώς διαφορετικό, από τον Ιησού Χριστό των Ευαγγε­λί­ων και της Καινής Διαθή­κης στον οποίον πιστεύουν οι πιστοί θρησκόληπτοι. Επο­μέ­νως από χριστιανικής θρησκευ­τι­κής απόψεως ο Ιησούς Χριστός της δεύτερης κατηγο­ρίας εί­ναι το ίδιο κατα­στρε­πτι­κός για την «αλήθεια του Χριστιανισμού» όσο και η πλήρης ανυ­παρ­ξία του, δηλαδή η πλή­ρως αποδεδειγμένη μυθολογικότητά του.

Μπορούμε όμως και μετά βε­βαιότητος να δηλώσομε ότι: ειδικά η περσόνα του Ιησού Χρι­στού της Καινής Διαθήκης είναι μια μυθολογική κατα­σκευή, ακόμα και αν τυ­χόν βασίζεται σε κά­ποιο άγνωστο υπαρκτό πρόσωπο. Υπάρχουν πολυάριθμοι λόγοι οι οποίοι αποδει­κνύουν αυτή τη δήλωση πέραν πά­σης αμ­φιβολίας και οι οποίοι έχουν δημο­σιευθεί σε χι­λιάδες ερευνητικά επιστημονικά βι­βλία και άρθρα. Έτσι δεν θα επεκταθούμε επ’ αυτού. Μόνον λίαν συντόμως αναφέρομεν ότι: Οι ευαγγελιστές (όποιοι είναι αυτοί) και οι διάφορες χρι­στιανικές κοινότη­τες των δύο πρώτων αιώνων πλέκουν έναν αναχρο­νιστικό, αργοπορημένο και εσχατολογικό μύθο. Διά τούτο δεν τους ενδιαφέρει η ιστορι­κή αλήθεια, η ακριβής αναγραφή των υποτιθεμέ­νων συμβάν­των και γεγονότων, η ορθή γεω­γραφική γνώ­ση, η υπάρχουσα πολιτική και πολιτιστι­κή κατάστα­ση των καιρών αυ­τών, η ακριβείς χρονολογίες, κλπ, έστω και αν πολλές φορές, μέσα σ’ αυ­τόν τον μύθο που πλέ­κουν και ανάμεσα στα πολυάριθμα λάθη, φανταστικά και αντιφατικά στοιχεία τους, πα­ρεμ­βάλουν με­ρικά ιστορικά στοι­χεία και μερικά πραγ­ματικά πρό­σωπα ή τοπω­νύ­μια [1], κλπ. Ούτε τους ενδιαφέ­ρει καθόλου να γρά­φουν σε συμ­φω­νία μεταξύ των, αλ­λά παρουσιάζουν μια εκτεταμένη ακαταστασία και αν­τιφατικό­τητα. Μόνο μέσα απ’ αυτά τα πλαίσια και στοιχεία μπορούν να δικαι­ο­λο­γη­θούν και να κα­τανοηθούν οι πο­λυάριθμες και τρομακτι­κές διαφορές, αντι­φάσεις, ασυ­νέπει­ες και λάθη που απαντώνται απαν­ταχού μέσα σε ολόκληρη την Καινή Διαθή­κη και την χριστιανική παράδοση. Όλες οι επί αιώνων προ­σπά­θειες των Χριστιανών πατέρων και θε­ολόγων για να γεφυ­ρώσουν και να ευθυγραμμίσουν όλη αυτή την ακα­τά­σχε­τη ακατα­στα­σία απετύγχαναν οικτρά, όπως και η ανακάλυψη ενός ιστορι­κού Ιησού κατέ­ληγε πάντα στο μηδέν! Ιδι­αι­τέ­ρως στα Ευ­αγ­γέλια και τον Παύ­λο μπο­ρού­με να ξεχω­ρίσο­με και να κα­τασκευά­σο­με τρεις ή και τέσσε­ρις δια­φορετικούς Ιη­σούδες Χρι­στούς, κλπ. «Τί έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;».

 

[Υποσημείωση 1: Στα Ευαγγέλια συναντάμε ανύπαρκτα ή φανταστικά τοπωνύμια, όπως: Ναζαρέτ, Κανά, Γέρσεσα, Βηθανία πέραν του Ιορδάνου, Αινών, Σαλείμ, κ. ά. Από την άλλη με­ριά δεν αναφέρουν την μεγαλύτερη και την πιο ακμάζουσα πόλη, την πρω­τεύουσα της Γαλιλαίας Σεπφορίτι­δα, ευρισκομένη ακριβώς στο κέντρο της Γαλιλαίας. Αυτό και αν είναι αξιοπαρατήρητο και αξιοπε­ρίεργο! Να γράφουν για άγ­νωστα χωριουδάκια και να μην αναφέρουν την με­γα­λύ­τερη πόλη, όταν μάλιστα ολόκ­ληρη η Γαλιλαία είναι μικρό μέρος και όλα τα χω­ριά και οι πόλεις ευρίσκονται το ένα πολύ κοντά με το άλλο! Δεν είχαν να γράψουν για την Σιβηρία, οπότε κάποιος στο Βλαδιβοστόκ δικαιολογείται να μην γνωρίζει το Νο­βοσιμπίρσκ. Όλη η Γαλιλαία άντε να είναι όση η μισή Πελοπόννησος.

Η Ναζαρέτ και η Κανά δεν αναφέρονται σε κανέ­να ιστορικό ή μη ιστορικό σύγγραμμα. Π. χ., ο πολύ μορ­φω­μένος Ιώση­πος ήταν ο στρατηγός του επαναστατικού στρατού στη Γα­λιλαίας κατά τα τρία πρώτα χρόνια της επαναστάσεως των Εβραίων κατά των Ρω­μαίων, 66-73 Κ. Ε.. Έτσι κατέγ­ραψε όλη την Γαλιλαία στο μακ­ροσκελές έργο του με κάθε λεπ­το­μέρεια και αναφέρει την Σεπ­φορί­τι­δα πολλαπλώς. Όμως που­θενά δεν αναφέρει την Ναζαρέτ και την Κανά, όπως και κανένας άλλος Ιουδαί­ος ή εθνικός συγγρα­φέας ή επιστήμων.

Προσ­κυ­νήματα με τα ονόματα αυτά εχτίστη­καν επίτηδες τον τέταρτο αιώ­­να σε θέσεις που οι χριστιανοί υπέθεσαν ότι ευρισκόταν πριν η Να­ζα­ρέτ και η Κα­νά. Μετά σιγά-σιγά αυξήθηκαν σε πολίχνες. Για τα εκτός Γαλι­λαίας φαντα­στικά τοπω­νύ­μια: Γέρ­σε­σα, Αι­νών, Σαλείμ, Βηθα­νία πέραν του Ιορ­δά­νου, κ. ά., δεν υπάρ­χουν ούτε προσκυ­νήματα. Η μεν λέξη Να­ζα­ρέτ προέρχεται από παρεξήγηση της λέξεως Ναζα­ρηνός (Μάρκος 1: 24, 14: 67, 16: 6, Λουκάς 4: 34) όπως ανα­πτύσ­σομε και θα δείτε εν­τός του πα­ρόντος, η δε Κανά προ­έρ­χεται από το Κα­να­νί­της που στα Εβραϊκά σημαί­νει ζηλω­τής. (Παρά­βλεπε: Σί­μων ο Κανανίτης ή Ζηλωτής, Ματ­θαίος 10: 4, Μάρκος 3: 18, Λουκάς 6: 15, Πράξεις 1: 13.). Να υπονοούσε άραγε κάποι­ον τό­πο συγκεντρώ­σε­ως ζη­λω­τών;

Ήδη από τον τέταρτο αιώνα μερικοί εκκλη­σιαστι­κοί πα­τέ­ρες προειδο­ποι­ούν για την απάτη των προσκυ­νη­μάτων και καλούν τους πι­σ­τούς χρισ­τιανούς να τα απο­φεύ­γουν. Συγκε­κρι­μένα ο εκκλησιαστικός πα­τέ­ρας Γρη­γόριος ο Νύσ­σης, αδελφός του «Με­γά­λου» Βασι­λεί­ου, προειδοποιεί: «Μην συχ­νά­ζε­τε εκεί που υπάρ­χουν τα προσκυνήματα διότι εκεί υπάρχει η μεγαλύτερη απάτη.». Το ότι αυ­τά τα το­πωνύμια θεωρούνται πραγματικά από τους πιστούς και το­ποθετούνται σε βιβ­λικούς και άλλους χάρτες οφείλεται μόνο στην αναφορά των Ευαγ­γελίων και σε τί­πο­τα άλλο. Σου λένε ότι: «αφού έτσι γράφουν τα Ευαγγέλια έτσι πρέπει να είναι!...».

Το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον έχει τόσο πολλές και τεράστιες διαφορές με τα άλ­λα τρία Ευαγγέλια, όχι μόνο ως προς τις πρωτοφανείς ιστορίες που περιέχει π. χ. την ανά­σταση τού Λαζάρου και πολλές άλλες, αλλά και ως προς τα κοινά με τα άλλα Ευ­αγ­γέ­λια θέματα που αναφέρει, ώστε να αποτελεί ακόμα ένα ισχυρό στοιχείο υπέρ της μυ­θοπλαστίας του Ιησού Χριστού των Ευαγγελίων και συνεπώς της ανυπαρξίας του. Αναμφιβόλως αυτό είναι και το μόνο Κανονικό Ευαγγέλιο που περιέχει πολλά γνωστικιστικά στοιχεία. Αναφέρομε έναν μικρό αριθμό απ’ αυτές τις τεράστιες δια­φορές σε διάφορα ση­μεία μέσα στα κεί­με­νά μας. Εδώ για παραδείγματα ση­μειώνομε μόνο τρεις.

(1) Δεν υπάρ­χουν πουθενά οι νηστείες του Ιησού και οι πειρασμοί του από τον διάβο­λο στην έρη­μο με­τά την βάπτιση του, που διήρκεσαν 40 μέρες όπως μας περιγράφουν καλά οι άλ­λοι τρεις. Αυτός μας λέγει ότι τις δύο επόμενες μέρες βρή­κε μερικούς μα­θητές και την τρίτη έκανε την πρώτη επίδειξη στο θαύμα της Κανά.

(2) Εκδίωξε τους εμπόρους από τον ναό στην αρχή της δράσεώς του ενώ οι άλλοι τρεις βάζουν το επεισόδιο αυτό πέντε ή έξη μέρες πριν σταυρωθεί.

(3) Τα τρία πρώ­τα Ευαγγέ­λια αφηγούνται μια δρά­ση του Ιησού που διήρκεσε το πολύ ένα έτος, ενώ ο Ιωάννης παρουσιάζει μια δράση που διήρκεσε του­λάχιστον τρία έτη. Κλπ...

Ο Ιω­άν­νης όμως σε μερικά σημεία του Ευαγγελίου του πασχίζει να μας πείσει ότι λέ­γει την αλήθεια, πράγμα που δεν το κάνει κανένας από τους άλλους τρεις! Βέ­βαια μας λέγει και ότι κάνει την προπαγάνδα του και όχι ιστορία: 19: 35 «και ο εωρα­κώς με­μαρτύ­ρη­κε, και αληθινή αυτού εστιν η μαρτυρία, κακείνος οίδεν ότι αληθή λέγει, ίνα και υμείς πιστεύσητε.», «20: 31 ταύτα δε γέγραπται ίνα πισ­τεύσητε ότι Ιη­σούς εστιν ο Χρισ­τός ο υιός του Θεού, και ίνα πιστεύοντες ζωήν έχητε εν τω ονόματι αυτού.». Όλο το κε­φά­λαιο 21 είναι αποδεδειγμένα κατοπινή προσθήκη προς αποκατάσταση της Πετρι­κής παραδό­σε­ως, κ. ά. Αυτός που το προσέθεσε επινόησε και την μυθολογία του ποιος έγραψε ολόκ­ληρο το Ευαγγέλιο.

Ποιόν να πιστέ­ψομε τώρα; Τον Ιωάννην ή έναν από τους άλλους τρεις; Συ­νε­πώς ο Ιη­σούς Χρι­στός των Ευαγγε­λί­ων είναι καθαρά ένας μύθος και τίπο­τα παραπά­νω. Αυτό το μυ­θικό άτο­μο το έφτια­ξαν διάφορα υπαρκτά άτομα τα οποία βασίστηκαν σε ήδη υπάρ­χον μυ­θο­λογικό και πραγματικό υλικό, στην προσπά­θεια των να εν­σωμα­τώσουν τους σκοπούς και τις επιδιώξεις των, οτιδήποτε και αν ήταν αυτά. Ακόμα το μυ­θικό άτομο δεν οφεί­λει να συμπίπτει με κάποιο αφανές πραγματικό!

Ο Θεόφιλος Αντιοχείας (επίσκοπος κατά τα έτη 169 - 177 Κ. Ε.) δεν μπόρεσε να ικα­νοποιήσει την απαίτηση των εθνικών να τους υποδείξει κάποιον αναστημένο νεκρό. Επίσης ο απολογητής Minucius Felix (μέσα 2ου αιώνος) προσπαθεί με δικές του κατη­γο­ρίες κατά των πα­γανιστικών θεών να ανταπεξέλθει στις κατηγορίες των εθνικών ότι οι χριστια­νοί λατ­ρεύουν σταυρούς και έναν που σταυρώθηκε. Δεν ομιλεί για ανά­σταση!

Όπως ο Θωμάς Μάρας στο βιβλίο του Οι Αντιφάσεις της Καινής Διαθήκης, Εκδόσεις Σμυρνιώτη, ή Εκδόσεις Νέος Σταθμός, ή Εκδόσεις Δίβρης, Αθήνα 1978 – 1979, έτσι και ο σπουδαίος ερευνητής Earl Doherty στο βιβλίο του Challenging the Verdict, A Cross-Examination of Lee StrobelsThe Case of Christ, Age of Reason Publica­tions, 2001, έχει εξετάσει πολλές αντιφάσεις, αλλ’ όχι όλες, και πολλά λάθη των Ευ­αγγελίων και όλων των Επιστολών και σε πολλά σημεία έχει βγάλει και κα­ταγ­γείλει το συμπέρασμα ότι ο Ιησούς Χριστός των Ευαγγελίων είναι μύθος, δηλαδή ψέ­μα. Ο κάθε συγγραφέας αυτών των ψευδεπιγράφων κειμένων φτιάχνει ένα κατασκευ­άσ­μα που εξυπηρετεί την θεολογία του! Ομοίως και ο Ιησούς Χριστός του Παύλου είναι απλώς αποκύημα της νοσηρής φαντασίας του!

Τα ίδια αποδεικνύει με καταπληκτική τεκμη­ρίωση και ο σπουδαίος ερευνητής Hyman E. Goldin στο εξαίσιο και πλούσιο σε σημειώσεις σύγγραμμά του, The Case of the Nazarene Reopened, The Lawbook Exchange Ltd., 1948-2003.]

 

Ο αείμνηστος Robert Taylor [2], συ­χνά αναφέρει στα συγ­γράμματά [3] του ένα από τα πιο πειστικά, κατά τη γνώμη του, κριτήρια για την απόρριψη της ιστο­ρικό­τη­τας του Ιη­σού και όλων όσων πρεσβεύει η Χριστιανική θρη­σκεία! Αυτό είναι το ότι ο ίδι­ος και όλοι οι ορθολογιστές και σκεπτικιστές μέχρι την εποχή του έπρεπε να υπο­φέ­ρουν στον ύψιστο βαθμό το μίσος, την ατιμία, τη διαβολή και στο τέλος φυλακί­σεις και βασανι­στή­ρια από τους Χρι­στιανούς απολογητές και αξιωματούχους, για τις ερωτήσεις και αν­τιρ­ρήσεις που τους υπ­έβαλαν. Έτσι και ο Taylor, εκτός από διάφορα χρηματικά πρόστιμα που του επε­βλήθησαν, υβρί­στη­κε, συκο­φαντήθηκε και στο τέλος φυλακί­στηκε και βασα­νί­στηκε δύο φορές. Στα συγ­γράμματά του λοιπόν, αρκετές φο­ρές γράφει ότι επί τέλους κατάλα­βε, εξ ιδίας πείρας, ποια είναι τα μόνα πει­στικά και αποστο­μωτικά επι­χει­ρήματα των Χριστιανών...! Βλέ­πο­με λοιπόν ότι αν οι Χρι­στι­ανοί απολογητές και ιστορικοί είχαν πειστικά κριτήρια για την ιστορικότητα του Ιη­σού θα μας τα παρείχαν με καθαρό τρόπο ευθύς εξαρχής και το θέμα θα είχε λήξει. Αντ’ αυ­τών όμως μας παρέ­χουν αναπόδεικτες υποθέσεις και τους διακα­τέχει μια ξέ­φρενη και επιθετική μα­νία να εξουδε­τε­ρώσουν τους σκεπτικιστές και ορθο­λογι­στές με κάθε αθέμιτο και βίαιο τρόπο.

 

[Υποσημείωση 2: Robert Taylor, Edmon­ton της Αγγλίας 18-8-1784, Tours της Γαλ­λί­ας 5-6-1844. Αγγλικανός ευαγγελικός ιερέας που απεσκίρτησε από τον Χριστιανι­σ­μό όταν μελέτησε αρκετά και ανεκάλυψε την τρομακτική αν­τιφα­τι­κό­τη­τα, τα λάθη, την ανακολουθία και την καταστροφικότητα αυτής της θρη­σκείας. Στο τέλος κατέ­λη­ξε απλώς θεϊστής όπως γράφει ο ίδιος.]

 

[Υποσημείωση 3: (1) The Diegesis, Kessinger Publishing, or Health Rese­arch Publi­cations. (2) Syntagma of the Evidence of the Christian Religion, Kessinger Publi­shing. (3) The Devil’s Pulpit, Kessinger Publishing.]

 

Μπορεί κάποιος να πει ότι το ανωτέρω κριτήριο του Taylor, είναι κάπως υπο­κει­μενικό. Εδώ όμως παραθέτομε την εξής σημαντικότατη ιστορική πληροφορία η οποία δεν έχει προσεχθεί και αναλυθεί όσο θα έπρεπε. Και να υποθέσο­με ότι πραγ­μα­τικά υπήρ­χε κάποιος Ιησούς πίσω απ’ όλα αυτά που μυθολογούν τα Ευαγ­γέλια τό­τε πρέπει να ήταν εντελώς ασήμαντος διότι είναι πρόσωπο της εσωτερικής χρι­στιανικής μυθολογίας και δεν το αναφέρει κανείς ιστορικός, συγγραφέας, πολιτικός, ρα­βίνος, κρατικό αρχείο της επο­χής του, όχι μόνον εξ όσων γνωρίζομε σήμερα αλλά στο έργο του Κατά Γαλι­λαίων (Loeb Classical Library, Τόμος ΙΙΙ, σελίδες 374 – 377, παρά­γρα­φος 201 Ε - 206 Β) ο Aυτο­κρά­τορας Μέγας Ιουλιανός (332?-363 Κ. Ε.), ομιλών προς τους Χριστιανούς του καιρού του, κάνει την εξής μεγάλης ιστορικής σημασίας δήλω­ση και πρόκληση στο τέ­λος αυτής της παραγράφου.

 

 «... ών [εκ τών ανδρών, Ιησούς, Παύλος, Κορνήλιος, Σέργιος Παύλος, τούς οποίους αναφέρει πριν σ’ αυτήν την παράγραφο, κά.] είς εάν φανή τών τη­νι­καύτα γνωριζομένων επιμνησθείς ―επί Τιβερίου γάρ ήτοι Κλαυδίου ταύ­τα εγίνε­το―, περί πάν­των ότι ψεύδομαι νομίζετε.».

 

Μετάφραση: «Αλλά εάν μπορείτε να μου δείξετε ότι εξ’ αυτών των ανδρών [Ιησούς, Παύλος, Κορνήλιος, Σέργιος Παύλος, κά.] έστω και ένας ανα­φέρεται από τους γνωστούς συγγρα­φείς του καιρού εκείνου, ― διότι [όπως εσείς λέτε] αυτά τα συμ­βάντα έγιναν κατά την βασιλεία του Τιβε­ρί­ου ή του Κλαυδίου ―, τότε έχετε το δικαί­ω­μα να νομίζετε ότι ψεύδομαι περί πάντων των πραγ­μά­των.».

 

            Επειδή η παράγραφος αυτή περιέχει πολλά στοιχεία και δηλώσεις μεγάλης σημα­σίας και σπουδαιότητας αξίζει να μελετηθεί και να εξεταστεί προσεκτικά. Διά τούτο την πα­ραθέτομε ολόκληρη μεταφρασμένη, εντός της οποίας υπογραμμίζομε μερικά σημαν­τι­κά σημεία και εσείς μόνοι σας προσέξετε και τα υπόλοιπα.

«Τί είναι επί τέλους αυτό για το οποίο οι Εβραίοι καυχώνται ότι τους δό­θη­κε από τον Θεόν, από τους οποίους εσείς πείθεστε αφού [προ­η­γου­μέ­νως] αυτομολήσατε από εμάς; Εάν πάλι είχατε ακούσει προσεκ­τικά τα λό­για εκείνων [των Εβραίων], δεν θα είχατε δυσπραγήσει στα πάντα, αλλά αν και θα είσαστε χειρότερα από πριν, όταν δη­λαδή είσα­στε μαζί μας, παρ όλα ταύτα θα είσαστε σε μια κατάσταση ανεκτή και υπο­φερτή. Διότι τότε θα λατρεύατε έναν θεό, που δεν είναι άνθρωπος, αντί πολλών [θε­ών], ή μάλλον­ πολλών δυστυχών ανθρώπων. Και ακό­μα θα χρησιμοποιούσατε νόμο σκληρό μεν και τραχύ και που περιέχει πολλά άγρια και βάρβαρα [διατάγματα] αντί των ιδικών μας επιεικών και φιλανθρώπων νόμων, και κατά τα άλλα θα είσαστε σε χειρότερη κα­τάσταση από εμάς, αλλά θα εί­σαστε αγνότεροι και καθαρότεροι από ότι είστε τώρα ως προς τις λατρείες σας. Τώρα όμως με σας συνέβη ότι ακριβώς συμ­βαί­νει με τις βδέλλες, να σας ελκύει [δηλαδή] το χειρό­τε­ρο αίμα [που προέρχεται] από εκεί [τον Εβραϊσμό δηλαδή] και να αφήνετε το καθαρότερο. Ακόμη και ο Ιησούς αφού εκέρ­δισε το χει­ροτερο μέρος από σας, είναι γνωστός μόνο κατ’ όνομα για λίγο πε­ρισ­σό­τε­ρο από τριακόσια χρόνια: και κατά την διάρ­κεια της ζωής του δεν κατάφερε τίποτα άξιον ακοής, εκτός και κά­ποι­ος νομίζει ότι το να θεραπεύσει τους κουτσούς και τους τυφλούς και να εξορ­κί­ζει τους δαιμονόπληκτους στα χωριά της Βησθαϊδάς και της Βη­θανίας είναι εκ των μεγίστων κατορθωμάτων. Όσον αφορά την αγ­νότητα [του] δεν την γνωρίζετε τόσο καλά όσο μνημονεύετε· αλλά συ­ν­αγωνίζεστε τους Ιουδαίους στην οργή και στην πικρία και γκρε­μί­ζετε τα ιερά και τους βωμούς και απεσφάξατε όχι μόνο αυτούς από εμάς που παρέμειναν [πιστοί] στα πατρώα [έθιμα, διδάγματα, κλπ.], αλλά και τους αιρετικούς που ήταν εξ ίσου με σας πεπλα­νη­μένοι επειδή δεν θρηνούν τον νεκρόν με τον ίδιο τρόπο όπως τον ιδικόν σας. Αλλά αυτά [που δια­πράτ­τετε] είναι μάλλον δικά σας [κα­μώματα]· διότι πουθενά ούτε ο Ιησούς σας παρέδωσε τέτοιες εντο­λές και σας επρό­σταξε [να τις εφ­αρμόσετε] ούτε ο Παύλος. Ο λόγος δε εί­ναι ότι ποτέ τους δεν έλπιζαν πως εσείς θα φτάνατε ποτέ σε τέτοιο σημείο δυνάμεως. Διότι αυτοί ικανο­ποιούνταν με το να εξαπατούν υπη­ρέτριες και δούλους και μέσω αυ­τών γυναίκες και άνδρες όπως ο Κορνήλιος και ο Σέργιος. Αλλά εάν μπορείτε να μου δείξετε ότι εξ’ αυ­τών των ανδρών [Ιησούς, Παύλος, Κορνήλιος, Σέργιος Παύλος, κά.] έστω και ένας ανα­φέρεται από τους γνωστούς συγγρα­φείς του καιρού εκείνου, ―δι­ό­τι [όπως εσείς λέτε] αυτά [τα συμ­βάντα] έγιναν κατά την βασιλεία του Τιβε­ρί­ου ή του Κλαυδίου―, [τότε έχετε το δι­καί­­ω­μα] να νομίζετε ότι ψεύδομαι περί πάντων των πραγ­μά­των.».

 

Αυ­τά λοιπόν γράφει ο Μέγας Ιουλιανός ο οποίος ήταν ακέ­ραιος χαρακτήρας, φι­λόσο­φος, μελετητής, ερευνητής και ως αυ­τοκρά­το­ρας είχε στη διάθεσή του όλα τα κρα­τι­κά αρχεία και τις πηγές. Ο Ιουλιανός αναφέ­ροντας την βασιλεία του Τιβερίου έχει συμ­πε­ρι­λάβει και τα χρό­νια του υποτιθε­μένου Ιη­σού τον οποίον και αναφέρει ευθέως μέσα σ’ αυτή την παράγραφο. Ακόμα έχει συμπεριλάβει και τα αρχικά χρόνια του Απο­στό­λου Παύλου τον οποίον και αναφέρει ευθέως μέσα στην ίδια παράγραφο αλλά και ο Σέργιος (Παύλος), τον οποίον επίσης ο Ιουλιανός αναφέρει, αναφέρεται από τους Χριστιανούς μό­νο σε σχέ­ση με τον Απόστολο Παύλο στις Πράξεις 13: 6-12. Ο Κορνήλιος και η μετα­στροφή του έχει να κάνει με τον Πέτρο και αναφέρεται στις Πράξεις 10: 1-43. Ο Ιουλια­νός δηλαδή αναφέ­ρε­ται σε μια πολύ κα­λώς ιστορη­θεί­σα εποχή κατά την οποίαν, ως υπο­τίθεται, έζησαν και έδρασαν τα πρόσω­πα αυτά. Επο­μέ­νως ο Ιη­σούς Χριστός και οι άλ­λοι ΔΕΝ είναι εξ ορισμού ιστορικά πρόσωπα, διότι ιστορικά πρόσωπα εί­ναι όσα ρη­τώς ανα­φέρονται στις κα­τά­λληλες πηγές.

 Θεωρούμε αξιοπαρατή­ρη­το το γεγο­νός ότι ο Ιουλιανός δεν αναφέρει τον Γάιο Καλιγού­λα, ο οποίος ήταν o αυτο­κράτορας με­τα­ξύ Τιβε­ρί­ου και Κλαυδίου! Ίσως υπάρ­χει κά­ποιο μυ­στήριο πίσω απ’ αυτό, ίσως όχι! Μία εξήγηση μάλλον είναι ότι τα μεν επει­σόδια περί Ιησού Χριστού όπως και η πρώτη εμφάνιση του Αποστόλου Παύ­λου ως διώ­κτου των Χριστιανών έλαβαν χώρα κατά την βασιλεία του Τι­βερίου (+14-37) τα δε περί αν­θυπάτου Σεργίου Παύλου και εκατοντάρχου Κορνηλίου επί βασι­λεί­ας Κλαυδίου (+41-54).

(Τελικά, ο πρώτος αυτοκράτορας που δη­λώ­νει τον χρι­στι­α­νι­κό μύθο ως αλή­θεια και διά της βίας τον επι­βάλλει, είναι ο αιμοσταγής και δια­τα­ραγμένος Κων­σταν­τίνος, ο οποίος με­τά θάνατον αγιοποιήθηκε και απο­κλήθηκε «Μέγας» από την χρι­στι­ανι­κή εκ­κλησία.).

Την εποχή του Ιουλιανού (+331-363) οι Χριστιανοί μπορούσαν να συμβου­λευτούν τα γρα­πτά κάθε συγγραφέως, πολιτικού, τα κρατικά αρχεία, κλπ, χωρίς κανέ­να εμπόδιο. Είχαν δι­κούς τους ανθρώπους σε κάθε θέση! Παρ’ όλα ταύτα οι Χριστια­νοί δεν επέ­δει­ξαν κα­μίαν αναφορά είτε γνωστού είτε αγνώστου συγγρα­φέως ούτε και κάποιου κρατι­κού αρ­χείου σ’ αυτήν την κατά μέτωπο ισχυρή πρόκληση του μεγάλου αυ­το­κράτορος τον οποίον και μι­σούσαν θανάσιμα. Επομένως αυτή η αναφο­ρά έχει πολύ μεγάλη ιστο­ρική ση­μασία, παρ’ όλον ότι πολλοί ημπορούν να ισχυρι­στούν ότι στο Κατά Γαλιλαίων έργο του ο Ιουλιανός δεν θέτει ζήτημα ιστορικότητος των εν λό­γω ατόμων. Με τον τρόπο που ο ίδιος ομιλεί προς τους Χριστιανούς του καιρού του στην εν λόγω παράγραφο, θέλει πρωτίστως να το­νί­ζει την παντελή ασημαντότητα των προ­σώπων που αναφέρει (Ιησούς, Παύλος, Κορνή­λιος, Σέργιος Παύλος, κά.), καθ’ ότι δεν άφησαν πίσω τους τίπο­τε το αξιοσημείωτο και ούτε τα ση­μείωσε κάπου κανείς φερέγγυος. Αυτό το γεγονός όμως αποτελεί από μόνο του ιστορικό κριτή­ριο κατά της ιστορικότητος αυτών των ατόμων! Ακό­μα ο Ιου­λια­νός θέλει να τονί­ζει ότι τα άτομα αυτά και αν υπήρξαν, δεν είχαν δώσει ποτέ εν­το­λές στους οπα­δούς τους να κα­τα­στρέφουν και να ρημάζουν τα πάντα που έβρι­σκαν μπρο­στά τους και να σκο­τώ­νουν όσους δεν τους ασπάστηκαν αλλά παρέμειναν πιστοί στην παρα­δοσιακή τους θρησκεία ή είναι δικοί τους αιρετικοί. Εδώ λοι­πόν έχομε μια σαφή ιστο­ρι­κή μαρτυρία επισήμου άτομου για την ποι­ό­τη­τα του χαρακτή­ρος των μόλις προ ολίγου νομο­ποι­η­θέντων Χριστιανών τον τέταρ­τον αι­ώνα. Ήταν πλή­ρεις κα­κότητας, φαυ­λό­τητας, φονι­κό­­τη­τας, καταστροφικότητας, κλπ, ιδι­ό­τητες που εί­χαν εκ­δηλώσει σαφώς ήδη από τον δεύτερο αιώνα. Μετά έχουν το θράσος να ομιλούν για αγά­πη, συγχώ­ρε­ση, ανεκτι­κό­­τητα και όλα αυτά τα φούμαρά τους! Όλο κι’ όλο που ο Ιου­λι­α­νός ήθελε να πραγ­μα­το­ποι­ήσει κατά την συντομότατη εικοσάμηνη βα­σιλεία του ήταν πλήρης ανεξι­θρη­σκία και αμοιβαία ανοχή. Ο πρόωρος και ύποπτος θά­νατός του (φο­νεύ­τηκε σε ηλικία 32 ετών κά­τω από ασαφείς και ύποπτες συνθήκες, 331 - 363 Κ. Ε.) μα­ταί­ω­σε την επιτυχία αυτού του ευγενούς σκοπού. Από εκεί και μετά οι Χριστιανοί δεν εί­χαν απο­λύ­τως κανέναν φραγμό, δεν άφησαν τίποτα όρθιο είτε από άψυχα είτε από έμ­ψυχα! Ωραία νέα τάξη και εξέλιξη πραγμάτων!

Σ’ αυτά τα σημεία δεν διαφωνούμε καθόλου. Αλλά όπως και να εξε­τάσει ή δει κανείς το πε­ριεχόμενο αυ­τού του βιβλίου του Ιουλια­νού, η πρόκληση αυτή αναγκα­σ­τικώς φέρνει στο προσκήνιο το θέμα και το ερώτημα της ιστορικότητας αυ­τών των προ­σώ­πων άμεσα, ζή­τημα πολύ θερμό και κατά την εποχή του Ιουλιανού. Ο λόγος λοιπόν του ότι η αναφο­ρά αυ­τή έχει πολύ μεγάλη ση­μασία, από τη σκοπιά του Ιστορι­κού επιστήμο­να και ερευνητή και του οποίου την προσοχή αμέσως συλλαμβάνει, εί­ναι ο εξής: Ένα από τα σημαντι­κό­τερα κριτήρια ιστο­ρικότητος κάποιου προσώ­που που χρησι­μοποιεί η επι­στήμη της Ιστορίας είναι: «η ύπαρξη βάσιμων, ανεξαρ­τήτων, συμ­φώνων και κατά το δυ­να­τόν συγ­χρό­νων με το άτομο αυτό αναφορών. Πολλές φο­ρές χρησι­μοποιούνται και υστε­ρόχρονες αναφορές αν αυτές κριθούν βάσι­μες, σύμφωνες και οι ειδικοί συμφω­νούν για την βασιμότητα και την ιστορική αξία τους.».

Στην παρούσα πρόκληση όμως οι Χριστιανοί δεν έδωσαν απολύτως καμία απάν­τηση και δεν άρπαξαν την ευκαιρία να παρουσιάσουν ιστορικές αναφορές και έτσι να αποδείξουν την ιστορικότητα αυτών των ατόμων και να κλείσουν το θέμα μια για πάντα, παρ’ όλον ότι κατά την εποχή αυ­τήν και μπο­ρούσαν να αναδιφήσουν στα αρχεία της αυ­τοκρατορίας και ακόμα να επικαλε­σθούν και να προ­βάλλουν οτιδήποτε πη­γές είχαν στα χέρια τους. Κά­τι τέτοιο όμως δεν το έκα­ναν! Αυτό το γεγονός ουσι­αστικά αποδει­κνύει κα­τά ιστορικό και βάσιμο τρόπο ότι κανένα απ’ αυτά τα πρόσω­πα δεν αναφερόταν (όπως και ακόμα δεν αναφέρεται) που­θενά πέραν της εσωτερικής μυθο­λογίας των ιδίων των Χριστιανών. Ούτως, η στάση και η συμπεριφορά τους θέτει εκτός ισχύος το ανωτέρω ισχυρό κριτήριο της ιστορικής επιστήμης. Συνεπώς τα πα­ραπάνω άτομα δεν είναι ιστο­ρι­κά, διότι εκτός του ότι αποδεδειγμένως πλέον δεν πλη­ρούν το ανωτέρω ουσιώδες ιστορι­κό κριτήριο δεν πληρούν και κανένα άλλο ιστο­ρικό κριτήριο. Όπως είπαμε παραπάνω, ένα άτομο είναι εξ ορισμού ιστορικό εάν ανα­φέρεται ρητώς στις κα­τάλληλες πηγές.

Αυτή η δήλωση και πρόκληση του Ιουλιανού μαζί με τη σιγή και την στάση των Χριστιανών αποδεικνύει ότι: ακόμα στα μέσα του 4ου αιώνα οι δύο Φλαβιανές Μαρτυρίες (η μεγάλη και η μικρή όπως ονομάζονται, Φλαβίου Ιωσήπου Ιουδαϊκή Αρ­χαιολογία 18: 3: 3 ή 18: 63-64, και 20, 9: 1, ή 20: 200) ήταν τόσο άγνωστες στον με­λε­τημένο Ιουλιανό όσο και στους Χριστιανούς του καιρού του που δεν του απήν­τη­σαν καθόλου. Ο Αυτοκρά­τωρ Φιλόσοφος ήταν πολύ διαβασμένος ώστε να γνωρίζει καλώς εάν υπήρχαν ή όχι ανα­φορές στον Ιώσηπο ή σε οποιονδήποτε άλλον περί Ιη­σού Χριστού. Ακόμα και μισή ανα­φορά αν υπήρχε στον Ιώση­πο, τον αναγνωρισμένο Ιουδαίο Ιστορικό υποστηρικτή της Ρωμαϊκής Ειρήνης (Pax Romana), ο Ιουλιανός θα το εγνώριζε και σε τέτοια περίπτωση δεν θα τολμούσε να κάνει μια τέτοια δήλωση και πρό­κληση. Μεταξύ δε των Χριστιανών που εγνώριζαν τον Ιουλιανό προσωπικώς ήταν ο Καπ­παδόκης Γρηγόριος Ναζιανζηνός ο θεολόγος και ο Καππαδόκης Βασί­λει­ος ο «Μέ­γας», ως συμμαθητές του στη σχολή των Αθηνών. Ο Βα­σίλειος μάλιστα πρέπει να τον μισούσε θανάσι­μα, αν αναλογισθούμε τη στάση του Βασιλείου γύρω από τον θάνατο του Ιουλιανού [4]. Πλην όμως σε κανένα γρα­πτό των δύο αυ­τών Χρι­στιανών Πατέ­ρων όπως και σε κα­νένα άλλο γραπτό οιουδήποτε άλλου Χριστιανού ή σε οιοδήποτε έγ­γραφο ή ανέκδοτο δεν βρέθηκε καμία απάντηση προς τον Ιου­λιανό και καμία παρουσία­ση μια τέτοιας ανα­φοράς. Σαράντα (40) χρόνια αργότερα, του­λά­χιστον την μεγάλη μαρτυρία την αγνοεί και ο φανα­τι­κός Χριστιανός Συρο-Εβραίος Ιω­άννης Χρυσό­στομος όπως και ο Ιερός Φώτιος τον 9ον αιώνα.

 

[Υποσημείωση 4: Υπάρχει μια επιστολή του Ιουλιανού προς τον Βασίλειον (π. χ., βλέπε Loeb Classical Library, Julian, Volume III, σελίδες 81-83) στην οποία ο Ιουλι­ανός τονί­ζει τη φιλία τους και την αμοιβαία εκτίμησή τους από τα χρόνια που ήταν συμμαθητές στην Ακαδημία των Αθηνών. Αυτή η επιστολή αποτελεί δείγμα της ανε­ξιθρησκίας, του σεβασμού της προ­σ­ωπικής θρησκευτικής κατευθύνσεως, και του δι­καιώματος της από­ψεως του άλ­λου που ο Ιουλιανός πάσχιζε να ισχύσουν. Όμως, οι μόλις προ ολίγου νο­μι­μοποι­η­θέν­τες Χριστιανοί ουδόλως σεβάσθηκαν οτιδήποτε απ’ αυτά. Όσο για τον πρόωρο και θλιβερό και ατυχή θάνατο του Ιουλιανού, ο Βασίλειος ομολόγησε ότι τον είχε ονει­ρευτεί. Κατά ορισμένες χριστιανικές παραδόσεις ο Ιου­λι­α­νός δολοφονήθηκε από κά­ποιον Χριστιανό στρατιώτη, ονόματι Μερκούριο, τον οποίον ο Βασίλειος ευλόγησε για την πράξη του. H χριστιανική εκκλησία προχώρησε ακόμα παραπέρα και τον ανε­κήρυξε άγιο. Παράσταση της δο­λο­φο­νίας του Ιουλιανού από τον Μερκούριο υπάρχει σε μια ει­κόνα του Ναού του Ευαγ­γε­λι­σμού (1547-1551) του Κρεμλίνου στη Μόσχα. (Βλέπε: Πο­λύμνια Αθανασιάδη, Ιουλι­α­νός, Μια Βιο­γρα­φία, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2001.). Υπάρχει και δεύτερη επι­στολή προς τον Βασίλειον (π. χ., βλέπε Loeb Classical Library, Julian, Volume III, σελίδες 284-287) εις την οποία ο Ιου­λι­ανός αντιμε­τωπίζει τις κακιασμένες και κακο­προαίρετες διαδόσεις του Βασιλείου ότι ο Ιουλιανός ήταν ακατάλληλος για να γίνει ή να είναι αυτοκράτορας!]

 

Επομένως: Όλα αυτά τα ανωτέρω στοιχεία αποδει­κνύ­ουν ότι και οι δύο Φλα­βι­α­νές Μαρ­τυρίες εί­ναι εξ ολο­κλήρου παραχαράξεις και παρεμ­βολές, οι οποίες στα χρό­νια του Ιουλια­νού και αργότερα δεν είχαν ακόμα προφθάσει να διαδο­θούν και να γί­νουν ευρέως γνω­στές. Επειδή δε ο πρώ­τος που ανα­φέρει στα γραπτά του την μεγάλη και σπουδαιοτέρα μαρτυρία είναι ο Ευσέ­βιος, κά­­που σαράντα (40) χρό­νια πριν τον Ιου­λια­νό, τότε εύκο­λα βγαίνει το συμπέρασμα ότι την παρα­χάραξη και παρεμβολή αυτή την έκανε ο Ευσέβι­ος.

 

 (Στα επόμενα τρία μέρη αυτής εδώ της εργασίας ανα­πτύσσομε και άλλα πολ­λά ισχυρά στοι­χεία περί των δύο αυ­τών χαλ­κεύ­σε­ων και του ότι ο Ευσέβιος είναι ο δράστης της απάτης που ονομάστηκε Με­γάλη Φλαβια­νή Μαρτυρία, αν όχι και των δύο μαρτυρι­ών.).

 

Για κάποιους παράξενους λόγους αυτή η καθαρή και κατηγορηματική αναφο­ρά του Αυτοκράτορος Ιουλιανού όπως και ολόκληρο το βιβλίο του Κατά Γαλιλαίων δεν έχουν λάβει την απαιτουμένη προσοχή και βαρύτητα που τους αξίζει. Διαπορούμε γι­ατί; Μπορεί κάποιος να εξηγήσει;

Η πρόκληση αυτή του Ιουλιανού συνέβη 34 χρόνια περίπου μετά την εύρεση ενός σταυρού επί του οποίου υποτίθεται ότι σταυρώθηκε ο Χριστός. Το παραμύθι της ευρέσεως του σταυρού αυτού το + 327 από την αγία Ελένη, τη μάνα του διαταραγ­μέ­νου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, είναι πολύ γνωστό. Έχει ήδη κριθεί πλήρως από πολλούς ερευνητές και δεν χρειάζεται να επαναλάβομε εδώ τα ίδια. Είναι και αυτό μια μυθοπλασία όπως και τόσες εκατοντάδες άλλες περί ευρέσεως αγίων αντικειμέ­νων και λειψάνων, όπως π. χ. της ουράς του γαϊδουριού επί του οποίου εκάθησε ο Ιη­σούς! (Π. χ., σας παρα­πέμπομε στο σημαντικό βιβλίο του ερευνητή Joseph Wheless, Forgery in Christianity, Kessinger Publishing, σελίδες 281-293, κ. ά.).

Αυτό το παρα­μυ­θά­κι λοιπόν προσ­κο­μί­ζουν πολλοί απολογητές ως ιστορική απόδειξη περί της υπ­άρξε­ως του Ιησού Χρισ­τού. Δηλαδή για 34 χρόνια ο Ιουλιανός δεν είχε μάθει το μά­θημά του και έπερεπε να περάσουν 300 χρόνια περίπου για βρε­θεί ιστορική μαρτυρία, όπως μας την παρουσίασαν, για τον Ιησού Χριστό. Είτε σταυ­ρώθηκε κάποιος Ιησούς είτε όχι επάνω στον σταυ­ρό της Ελένης, ο Ιησούς Χριστός των Ευαγγελίων παραμένει μυθολο­γία για όλους τους λόγους που έχομε ανα­πτύξει παραπάνω. Ακόμα ο σταυρός αυτός δεν αποτελεί καμία ιστορι­κή από­δειξη για κάποι­ον Ιησού Χριστό. Ο τόπος εκεί ήταν γεμάτος σταυ­ρούς και Ιησούδες. Μέ­χρι και σή­μερα οι αρχαιολόγοι ανασκάπ­τουν σταυρούς γύρω από την Ιε­ρουσαλήμ. Ο Ιώ­ση­πος γράφει ότι κατά την καταστρο­φή της Ιερουσαλήμ το +70 εσώθηκαν τα ξύ­λα της γύρω περιοχής ένεκα των πολλών σταυρών που έφτιαξαν οι Ρωμαίοι για να σταυρώ­σουν τους Εβραίους επαναστάτες. Ο δε «Τίμιος Σταυρός της Ελένης», εκτός του ότι απή­χ­θη από τους Πέρσες στην Κτησι­φώντα (Σελεύκια επί τον Τίγρην Ποταμόν) το + 614, με­τά την επανάκτηση του από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο (+575-641) τε­μα­χί­σ­τηκε σε τόσα πολ­λά ξυλαράκια που θα εφόρτωναν ένα υπερωκεάνιο. Έτσι σήμερα δεν τον δια­θέ­τομε γερό για να τον εξετά­σομε.

Γενικώς, θα ήταν ευχής έργον να ευρεθούν Ιστορικά στοιχεία ικανά και αδι­αμφι­σβήτητα για να δώσουν οριστική απάντηση, είτε θετι­κή είτε αρνητική, σ’ αυ­τό το σο­βα­ρό ερώτημα της ιστορικότητας του Ιησού Χριστού και να λήξει αυτό το ζήτη­μα μια για πάντα. Εύκολα μπορούμε να αραδιάσομε πολλά τέτοια ελλεί­ποντα στοι­χεία. Π. χ αυθεντικά χειρόγραφα του Ιωσήπου (των τριών πρώ­των αιώνων ή ακό­μα και των εννέα πρώτων αιώνων), της Καινής Δια­θήκης, του Ηγησίππου, κλπ.

Επίσης χρειάζε­ται μεγάλη προ­σοχή, διότι από καιρού εις καιρόν εμφα­νίζονται με­ρι­κοί απατεώνες που πα­ρουσιάζουν κί­βδηλα στοιχεία, όπως το σεντόνι του Τορίνο, η οστε­ο­θήκη του Ια­κώβου, κλπ., για να υποστηρίξουν την ιστορικότητα του Ιησού Χρι­στού δι’ αρχαιολογικών ευρημάτων. Σε κάθε τέτοια περίσταση βλέπομε ότι, χω­ρίς εξέ­ταση ή δεύτερη σκέψη, οι θρη­σκό­ληπτοι αρ­πά­ζουν αμέσως την ευκαι­ρία για να κομπά­ζουν περί αποδείξεων. Τα δύο αντικεί­με­να, που μόλις αναφέραμε, ήταν τό­σο καλά σκα­ρω­μένα ώστε η ανακάλυψη και η από­δειξη της κιβδη­λό­τητάς των με επισ­τημονικό και αδιά­βλητο τρόπο χρειά­στηκε πολύ χρόνο και μεγάλη προσπάθεια εκ μέ­ρους των επιστη­μό­νων.

Ειρήσθω εν παρόδω, ότι διάφοροι σπου­δα­σμένοι Εβραίοι –με­ρι­κούς από τους οποί­­­ους έχω ακούσει με τα ίδια μου τα αυ­τιά ή έχω μελετήσει βιβλία ή άρθρα τους– δια­τεί­­νον­ται ότι η Εβρα­ϊ­κή κοινότητα έχει στην κα­το­χή της αξιόπιστο χειρόγραφο του Ιω­σή­που που δεν πε­ριέχει αυτές τις ανα­φο­ρές. Δεν ξέ­­ρω κατά πόσον αυτό αλη­θεύει. Αν το χει­ρόγραφό τους είναι του 11ου αιώνα (όπως εί­ναι αυτό που έχει τίτλο «Jossipon») ή πιο πρό­σφατο, τότε αδί­κως το αναφέρουν. Το αν­τεπιχείρημα για ένα τέτοιο χειρόγραφο έγ­κειται στο ότι είναι δυνατό ο αντιγραφέας ή ο μεταφραστής που το έγραψε, ως Ιουδαί­ος, σκοπίμως να αφαίρεσε τις δύο αναφορές στον Ιησού Χριστό, κλπ. Αν όμως η Εβραϊ­κή κοινότητα έχει διαφυ­λάξει αξιόπιστο χειρό­γρα­φο των τριών πρώτων ή έστω εννέα αι­ώ­νων, τότε θα δια­πρά­ξει τε­ράστια ευεργεσία στην ανθρωπό­τη­τα, αν το παραδώσει στα χέ­ρια των ειδικών, αμε­ρο­λήπτων επιστημόνων για μια σωστή εξέταση. Ο καιρός έχει πια ωριμάσει για να το βγά­λει από τα συρτάριά της χω­ρίς να φοβάται την Ιερά Εξέταση. Με κάθε σεβασμό την προ­σκα­λούμε να το πρά­ξει.

 

 

ôôô

 

Σχόλιον επί τών προηγουμένων

υπό Παν. Μαρίνη

 

Περιοδικόν: ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΠΑΝΘΕΟΝ, Νο 27, σελίδαι 41-43,

Δεκέμβριος 2004-Φεβρουάριος 2005

 

 

Τό Testimonium Flavianum

 

Τό Testimonium Flavianum είναι μία χονδροειδής παραχάραξις τού κειμένου τού Ιωσήπου η οποία δέν γίνεται αποδεκτή παρ’ ουδενός σοβαρού ερευνητού.

Όθεν γεννάται το ερώτημα, διατί αυτό επανήλθε στήν επικαιρότητα; Η απάν­τησις δέν τιμά τήν εποχή μας! Φονταμελιστικαί χριστιανικαί Εκκλησίαι και Πανεπι­στήμια στίς ΗΠΑ περιφρονούν φανερώς πλέον τόν ορθόν λόγον καί τά αυτονόητα!

Περί αυτής τής παραχαράξεως γράφει ο γνωστός θεολόγος κ. Κωνσταντίνος Σια­μάκης, Δρ. Θ., στό βιβλίον του Εξωχριστιανικές Μαρτυρίες γιά τό Χριστό καί τούς Χριστι­ανούς, εκδ. «Άθως», 2000, σελ. 232 καί εις τό κεφάλαιον «36. Ανεπίγραφα ή ψευδεπί­γραφα»:

 

«α΄. Ψευδοϊώσηπος.

Όπως, προαναφέρθηκε, στήν Ιουδαϊκή Αρχαιολογία τού Ιωσήπου έχει σφη­νω­θή ένα νώθο χωρίο γιά τόν Ιησού Χριστό, πού ο συντάκτης του εγκωμιάζει τόν Κύριο καί παραδέχεται τή Θεότητά του, τήν αιώνια αλήθεια τού κηρύγματός του, τά σημεία του, καί τήν ανάστασί του, επαινεί δέ καί κατονομάζει τούς Χρι­στιανούς. Προφανώς είναι κάποιος «Χριστιανός» πλαστογράφος αρχαιότερος τού 330, διότι τό χωρίο αυτό πα­ρα­θέ­τει σάν γνήσιο τού Ιωσήπου ήδη ο Ευσέβιος Καισαρείας (Σφηνώ­νεται στόν Ιώσηπο, Αρχ. 18, 63-64, Ευσέβιος, Εκκλ. Ιστ. 1, 11, 7-8), έχει δέ τό εν λόγω χωρίο ως εξής.

 

Γίνεται δέ κατά τούτον τόν χρό­νον Ιησούς σοφός ανήρ, εί γε άν­δρα αυ­τόν λέ­γειν χρή· ήν γάρ παρα­δό­ξων έρ­γων ποιητής, δι­δά­σκαλος αν­θ­ρώ­πων τών ηδονή τα­λη­θή δεχομένων, καί πολ­λούς μέν Ιουδαίους, πολ­λούς δέ καί τού Ελ­ληνικού απη­γάγετο· ο Χρι­στός ού­τος ήν, καί αυ­τόν εν­δείξει τών πρώ­των αν­δρών παρ’ ημίν σταυ­ρώ επι­τετι­μη­κότος Πιλάτου, ουκ επ­αύ­­σαν­το οι τό πρώ­τον αγαπή­σαν­τες· εφάνη γάρ αυτοίς τρίτην έχων ημέ­ραν πάλιν ζών, τών θείων προ­φη­τών ταύ­τά τε καί άλ­λα μυρία περί αυτού θαυ­μά­σια ειρη­κό­των. Εισέτι τε νύν τών Χριστιανών από τούδε ωνο­μασμέ­νον ουκ επέλι­πε τό φύ­λον

 

Εμφανίζεται δέ αυτόν περί­που τόν καιρό ο Ιησούς, άνδρας σοφός, άν φυσικά πρέπη νά τόν λέμε απλώς άν­δρα· διότι έκανε έρ­γα παράδο­ξα, ήταν διδάσκαλος αν­θρώπων πού χαί­ρονται νά παραδέ­χων­ται τήν αλή­θεια, καί προσείλ­κυσε κοντά του πολλούς Ιου­δαίους καί πολλούς εθνι­κούς· αυτ­ός ήταν ο Χριστός. Κι’ όταν ο Πιλάτος μέ τήν υπόδειξι τών δι­κών μας πρου­χόντων, τόν κατεδίκασε σέ σταυ­ρι­κό θάνατο, εκείνοι πού τόν είχαν αγαπή­σει εξ αρχής δέν έπαυ­σαν νά τόν αγα­πούν· διότι τήν τρίτη ημέ­ρα από τόν θάνατό του παρουσιά­στη­κε πάλι σ’ αυτούς ζων­τα­νός, αφού οι θείοι προ­φή­τες είχαν πή γι’ αυ­τόν κι αυτά καί άπειρα άλ­λα αξιοθαύμα­στα. Καί μέχρι σήμερα δέν έχει εκλείψει η τάξι τών Χρι­στι­ανών πού έχει πάρει τ΄ όνομά της απ΄ αυτόν.

 

 [Σημείωση: Ο διάσημος Άγγλος Xριστιανός θεολόγος και σπουδαί­ος Ελληνιστής Henry St. John Thackeray (1869-1930) του οποίου την μετάφραση τού Ιώσηπου στα Αγγλικά εξέδωσε η Loeb Library του Πανεπιστημίου Harvard, παρατή­ρησε και αυτός ότι η πα­ράγρα­φος αυτή δεν ταιριάζει με το γράψιμο και το πνεύμα του Ιωσήπου και πρέπει να είναι είτε πλήρως παρείσακτη είτε κατά μέγα μέ­ρος πλασ­τογραφημένη. Αυ­τές οι παρατηρήσεις επί του Testimonium Flavianum άρχισαν τον 16ο αιώνα και συ­νεχίστηκαν επί μακρόν με τους διάσημους Γερμανούς θεο­λόγους Scaliger, Eisler, Schürer, Niese, Norden, Zeitlin, Lewy, Juster, κ. ά. Μετά ταύτα δη­μι­ουρ­γήθηκε μια μακροσκελής έρευνα και βιβλιογραφία επ’ αυτού του ζητήματος από επιστή­μονες και θεολόγους όλων των χριστιανικών αιρέσεων και εθνοτήτων! I. Ν. Φ. Μ. Ρούσσος.]

 

Άλλα 22 τέτοια χωρία, μερικά μάλιστα πολύ εκτέταμένα, ανευρίσκονται σάν πα­ρείσακτα στή σλαβονική μετάφρασι τού Ιουδαϊκού Πολέμου του Ιωσήπου, τά οποία διε­ρευνά ιστορικώς καί φιλολογικώς ο καθηγητής Σ. Αγουρίδης στή δι­δακτο­ρι­κή διατριβή του... Ο Αγουρίδης αποδεικνύει ότι τά 22 αυτά χωρία, εκτός τού ότι προ­έρχονται από τό χέρι κάποιου ιδιορρύθμου Φαρισαίου, έχουν επί πλέ­ον υποστή δι­ασ­κευή από κάποιον αιρετικό (πατροπασχίτη [5]) Χριστιανό. Συνεπώς θά ήταν λάθος νά χαρακτηριστούν σάν θύραθεν μαρτυρίες γιά τόν Χριστό».

 

[Υποσημείωση 5: Πατροπασχίτες είναι οι αιρετικοί Χριστιανοί που πιστεύουν ότι κα­τά το «σωτήριον πάθος» έπαθε ο ίδιος ο Πατήρ Θεός και όχι ο Υιός Θεός.]

 

ù ù ù

 

Αποτελεί όθεν ματαιοπονία νά ασχολούμεθα μέ τά αυταπόδεικτα! Όμως άς ιδού­με λεπτομερέστερον τήν χονδροειδή αυτή απάτη!

 

·       Η παράγραφος είναι πράγματι «παρείσακτος» καί επιπλέον ξένη νοηματικώς, κα­θώς αι σκέψεις εκ τής προηγουμένης παραγράφου συνεχίζονται αβιάστως στήν επομένην ενώ ουδεμία σχέσιν έχει μέ τό θέμα τού κεφαλαίου.

 

·       Είναι γνωστόν ότι εξ αρχής οι επικριταί τού Χριστιανισμού ημφεσβήτησαν οξέως τήν ιστορικότητα τού προσώπου τού Ιησού. Έχομε σειράν συγγραφέων οι οποίοι αφ’ ενός έγραψαν εκτενή απολογητικά έργα καί εφ’ ετέρου αποδει­κ­νύεται εκ τών έργων των ότι ήσαν γνώστες τής συγγραφής τού Ιωσήπου (ιδέ Michael Hard­wick, Josephus as an Historical Source in Patristic Literature though Eusebius). Πρό­κειται διά τούς: Ιουστίνο Μάρτυρα, Θεόφιλον Αντιο­χείας, Μελίτωνα Σάρδε­ων, Μινούκιον Φέλιξ, Ειρηναίον, Κλήμεντα Αλεξαν­δ­ρείας, Ιούλιον Αφρικανόν, Ψευ­δοϊουστίνον, Τερτυλλιανόν, Ιππόλυτον Ρώμης, Ωριγένην, Μεθόδιον, Λα­κτάν­τιον. Όμως ουδείς εξ αυτών αναφέρει αυτήν τήν παράγραφον πού θά έλυε αμέ­σως τό θέμα καί θά έδιδε όπλα αποδείξεως προ­σέτι τής θεϊκότητος, τών θαυμά­των κλπ τού εν λόγω προσώπου! Άς σκεφ­θού­με ότι ο Ωριγένης παραθέτει από τόν Ιώ­σηπο διά νά αποδείξη τήν ιστορικό­τη­τα τού Ιωάννου τού Βαπτιστού, παρό­τι αυτή ουδέ­ποτε ημφεσβητήθη! Σώζεται μία λατινική σύνοψις Χριστιανού συγ­γραφέως τού εν λόγω έργου τού Ιωσή­που, προσηρτημένη στήν Λατινική μετά­φρασι τού 6ου - 8ου αιώνος. Καί εκεί ουδέν αναφέρεται!

 

·       Έχει αποδειχθή ότι η γλώσσα τής παραγράφου διαφέρει πλήρως αυτής τού Ιω­σή­που! Τό «επαύσαντο» στερείται αντικειμένου. Τό «ποιητής» τήν εποχήν τού Ιω­σήπου δέν χρησιμοποιείται πλέον υπό τήν γενικήν του έννοιαν αλλά χρησιμο­ποι­είται πλέον όπως σήμερον διά νά χαρακτηρίση τούς λογοτέχνας τού εμμέτρου λό­γου! Τό «παρ’ ημίν» αποτελεί σολικισμόν. Η λέξις «φύλον» έχει κατά τήν αρχαί­αν εποχή ― καί ούτω χρησιμοποιείται 11 φοράς υπό τού Ιωσήπου ― τήν σημερι­νήν έννοια, έθνος, φυλή, καί ουδέποτε χρησιμοποιείται προς χαρακτηρισμόν άλλου είδους ομάδων. Όμως στό λάθος αυτό περιπίπτει ο ίδιος ο Ευσέβιος ― δύο φο­­ρές στήν Εκκλησιαστική Ιστορία!

 

[Όπως εξη­γεί ο Solomon Zeitlin στο βιβλίο του: Josephus on Jesus, With Particular Reference to the Slavonic Josephus and the Hebrew Josippon, The Dropsie College for Hebrew and Cognate Learning, Philadelphia 1931, η λέξη αυ­τή δεν χρησιμοποιείται από κανέναν χριστιανό πατέ­ρα πριν τον Ευσέβιο. Ούτε ο Τερ­τυλλιανός, στον οποίον εν προκειμένω βασί­ζε­ται ο Ευσέβιος όπως ο ίδιος ομολογεί, την αναφέρει. Όλοι τους λένε «οι Χρισ­τιανοί» και όχι «το φύλον των Χριστιανών». Διά τούτο ο Rufinus, αν και γράφει μισό αιώνα μετά τον Ευσέβιο και την Εκκλησιαστική Ιστορία του οποί­ου μετέφρασε στα Λατινικά, δεν την χρη­σιμοποιεί. Ι. Ν. Φ. Μ. Ρ.]

 

Όθεν κατα­λή­γομε ότι η παράγραφος εγ­ράφη από κάποιον ο οποίος δέν εγνώριζε καλώς τήν Ελ­ληνικήν! Ο Ken Olson εις ενδιαφέρουσαν εργασίαν του (Eusebian Fabri­ca­tion of the Testimonivm, 2001) έδει­ξε ότι η παράγραφος συμφωνεί καθ’ όλα μέ τόν τρόπον γραφής τού Ευσεβίου! Εκτός τών άλλων ούτος συν­ι­θίζει νά χρησιμοποιεί τήν περίεργον έκφρασιν «πα­ραδόξων έργων ποιητής» αναφερ­ό­μενος στήν θαυματοποιία! Ο Ευσέβιος επιθυ­μεί νά αποσεί­σει τήν κα­τηγορίαν ότι ο Ιησούς ως παρουσιά­ζε­ται ήτο ένας ταχυ­δακτυ­λουρ­γός, ένας «γόης» καί διά τούτο μάς λέγει ότι ήτο «σοφός» καί ότι οι οπαδοί του εσυ­νέ­χι­σαν νά πι­σ­τεύουν διότι ο οικτρός θά­νατος δέν απετέλεσε δια­ψευ­σιν τών προσ­δοκιών κα­θώς ανέστη! Πρόκειται διά σειράν συλλογισμών πού χρησιμοποιεί συχνάκις ο Ευσέβιος! Η παράγραφος αυτή εγράφη υπό τού Ευσεβί­ου ειδικώς διά να το­νώση τήν πρό αυτής αναπ­τυσ­σο­μένην επιχειρη­μα­τολογίαν εις τό έρ­γον του Ευαγγελική Προπαρασκευή, κατα­λήγει ο Olson.

 

·       Βεβαίως πρέπει νά λάβωμε υπ’ όψιν μας τάς ιδέας τού Ιωσήπου! Ούτος ών οπα­δός τής Ρωμαϊκής ειρήνης, προστατευόμενος προσωπικώς υπό τού Βεσπα­σιανού καί γράφων δι’ ένα ρωμαϊκόν ακροατήριον όχι μόνον δέν παύει νά καταδικάζει όλους όσοι διετάρασσον τήν ειρήνην, λαϊκούς επαναστάτας, περι­φεριακούς θρη­σκολήπτους, αποκαλυπτικούς προφήτας, εχθρούς τής καθ­ε­στη­κυίας τάξεως γενι­κώς, αλλά θεωρεί ότι αυτοί ευθύνονται διά τήν τελικήν κα­ταστροφήν τής Ιερου­σαλήμ! Η δέ φράσις «σοφός ανήρ», αποτελεί τήν υψη­λοτέραν τιμητικήν έκφρα­σιν τού Ιωσήπου τήν οποίαν φυλάσσει διά τόν Σολο­μώντα καί τούς προφήτας! Τά γραφόμενα στήν εν λόγω παράγραφον αφ’ εαυ­τών τήν καθιστούν παραχάραγ­μα!

 

[Δέν είναι δυνατόν ο Ιουδαίος και πολυμαθής Φαρισαίος Ιώσηπος νά αποκαλεί τόν Ιησού Χρισ­τόν «σοφόν» διότι αν ο Ιησούς αντιπροσωπεύεται επαρκώς και επακριβώς από τα Ευαγγέλια, είναι γνωστό τοίς πάσι ότι τά πε­ρισσότερα Κυριακά Λόγια πού περιέχοντα σ’ αυτά, έρχονται σέ κατάφορη αν­τίθεση μέ τόν Φαρισαϊ­κό Ιουδαϊσμό, τήν ορθόδοξη Ιουδαϊκή ερμηνεία τής Παλαιάς Διαθήκης καί τήν κοι­νωνική ζωή τών Ιουδαίων, κα­θώς επίσης πολλές πράξεις καί λόγια τού Ιησού εκτο­ξεύονται σφοδρώς κατά τών Φαρι­σαίων καί τών Ιου­δαίων γενικότερα. Ο Ιώσηπος ήταν Ιουδαίος και Φα­ρισαίος. Ι. Ν. Φ. Μ. Ρούσσος.]

 

*****

 

            Απεδείξαμεν ότι ο Ιώσηπος ουδέν αναφέρει διά τόν Χριστόν ή τούς Χρι­στι­α­νούς. Όμως τούτο θέτει έν άλλον επιτακτικόν ερώτημα! Ο Ιώσηπος αναφέρων λεπτο­μερώς τά γεγονότα τής Παλαιστίνης περί τό +70 καί ασχολούμενος ειδικώς μέ ανα­λό­γους ομάδας, ώφειλε νά αναφέρη κάτι περί τού κινήματος τών Χριστιανών εφ’ όσον γρά­φει πολλά δι’ άλλας κινήσεις οπωσδήποτε ήσσονος σημασίας!     

Αποτελεί δυσεξήτητον γεγονός αυτή η σιωπή! Δι’ ημάς αποτελεί ζήτημα πρώ­της τάξεως! Θεωρούμε ότι πρόκειται δι’ επιχείρημα ex silentio ότι δέν υπήρχον Χρισ­τιανοί στήν Παλαιστίνη τού +70! Τούτο φαίνεται περίεργον;

 

[Ακόμα ό Ιώσηπος εγεννήθηκε το +37 και έζησε εις την Ρώμη από το +74 μέ­χρι τον θάνατό του το + 100 περίπου. Εδημοσίευσε τά έργα του περί τά έτη +93-95. Ουδέν όμως αναφέρει περί τών χριστιανικών κοινοτήτων τής Ρώμης ή έστω τού Πετ­ρικού ή Παυλικού Χριστια­νισ­μού πού υποτίθεται ότι υπήρχε εκεί καί αποτελούσε ύβ­ριν διά τόν Ορθόδοξον Ιου­δαϊκόν Φαρισαϊσμόν! Ι. Ν. Φ. Μ. Ρούσσος.]

 

Εις προσεχή κείμενα θά διερευνήσωμε τήν κατάστασιν! Εδώ άς αναλο­γι­σ­θού­με ότι: Αναμφιβόλως, υπάρχει ένα κύριον ορόσημον εις τήν ιστορίαν τού Χριστιανι­σμού! Ο Χριστιανισμός γίνεται γνωστός τόσον στό κοινόν, όσον καί στάς κρατικάς αρ­χάς τώ +250. Τότε ο αυτοκράτωρ Δέκιος [6] εις τά πλαίσια τής εθνοποιητικής δια­δι­κα­σί­ας καί τής, απαραιτήτου διά τήν άμυναν κατά τών Βαρβάρων, τονώσεως τού εθνικού φρο­νήματος, ωργάνωσε εθνικάς εορτάς εις όλας τάς πόλεις τής Ελληνικής Οικουμένης. Τότε έκπληκτοι οι αξιωματούχοι είδαν κάποιους ταραχοποιούς οίτινες αυτοβούλως ύβρι­ζον τόν Ελληνικόν Πολιτισμόν καί τήν Αυτοκρατορίαν, ονο­μά­ζον­τες εαυτούς Χριστια­νούς [7]! Από τότε εκκινεί η δημοσία ιστορία τού Χριστια­νι­σμού!

 

[Υποσημείωση 6: Ο Μέγας Δέκιος δεν πρόφθασε να δώσει λύση στο καινοφα­νές χρι­σ­τιανικό πρόβλημα διότι εφο­νεύ­θει σε μάχη κατά των Γότθων σε ελώδη περιο­χή πα­ρά το δέλτα του Δουνάβεως το 251 Κ. Ε. προτού καν κλείσει δύο έτη ως αυτοκ­ρά­τωρ.

Ουδείς διωγμός κατά των πεποι­θή­σε­ων υπήρξε στη Ρωμαϊκή αυτο­κρατορία όπου επικρατούσε τέτοια θρη­σκευτική ελευθερία που ο σημερινός κόσμος είναι αδύ­νατο να τη φανταστεί. Έχει μείνει παροιμιώδες ότι: «Εις την Ρώμη συναν­τού­σες ευ­κολότερα έναν θεό παρά έναν άν­θρω­πο!». Οι λεγόμενοι «διωγμοί» ήταν τοπικές αντι­δράσεις του κράτους κατά των συνεχών κρουσμάτων απειθείας και των συ­ν­ω­μο­τικών ανατρε­πτικών ενεργειών των χριστιανών. Αν­ε­ζητούντο οι ένοχοι των εγκληματικών πράξε­ων και ου­δείς εθίγετο λόγω των πεποιθήσεών του!. Ουδείς συ­στηματικός διωγ­μός υπήρξε! Αντιθέτως ο Χριστιανι­σμός όταν κατέλαβε την εξουσία εγκαινίασε και εξ­απέ­λυσε τον πραγμα­τικό, ανελέητο, ολοκλη­ρωτικό και ιδεολογικό διωγμό!

Οι διωγμοί επί Νέρωνος (+64) και Δομιτιανού (+94 - 96) αναφέ­ρονται διά πρώτην φορά το +170 από τον επίσκοπο των Σάρδεων Μελίτωνα τον ευ­νούχο. Αυτά που γράφει είναι καθαρές υπερβολές. Την εποχή του Νέρωνος οι χριστι­ανοί (αν υπ­ήρχαν) στη Ρώμη ήταν ελάχιστοι και όχι μυριάδες! Άλλες έρευνες, βασι­σμέ­νες σε ισ­τορικά στοιχεία και σε παραδόσεις των ιδίων των χριστιανών (π. χ., βλέ­πε: Κυρτάταs Ι. Δημήτρης, Απόκρυφες Ιστορίες, Μύθοι και Θρύλοι από τον Κόσμο των Πρώτων Χρι­στιανών, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2003-2004, σελίδες 64-65), έχουν απαλ­λάξει τον Αυτοκράτορα Δομιτιανό (+81 - 96 Κ. Ε.) από την χριστιανική φήμη ότι εξαπέλυσε δι­ωγμό κατά των χριστιανών και αι­ματοκύλι­σε την αυτοκρατορία. Εκείνο που έκανε ήταν ότι, ανέκρινε μερικούς χριστι­α­νούς τα­ρα­ξίες τους οποίους και ετιμώ­ρη­σε εάν ευρέθησαν ένοχοι εγκληματικών πράξεων. Άλλους φτωχούς κακομοί­ρηδες, τους ερώ­τησε να του εξηγήσουν τί πί­στευαν και τί έκαναν και μετά τους άφη­σε ελευ­θέρους, αισθανόμενος κά­ποια περιφρόνηση για την κα­τάντια και την βλα­κεία τους.

Ο λεγόμενος διωγμός του Διο­κλητιανού (+302-303 Κ. Ε.) δεν ήταν τίποτα άλ­λο παρά η μόνη γενικότερη προσπάθεια ελέγχου των χριστιανών (όχι όμως της ιδεο­λογί­ας των), οι οποί­οι είχαν πλέον αποθρασυνθεί πέραν κάθε ανοχής και επυρ­πόλη­σαν το αυτο­κρατορικό ανάκτορο στην Βι­θυ­νία της Μικράς Ασίας. Το αίτιο του διωγ­μού ήταν το γεγονός ότι κατά την κα­τοχή της Αλε­ξανδρείας υπό της Παλμύρας (+269 - 274) οι χριστια­νοί της πόλεως ταχ­θέντες υπέρ της Ζηνοβίας (+240 - ;;; , κυ­βερνήτου της Παλμύρας) και του εγ­καθέτου της χριστιανού επισκό­που Παύ­λου του Σα­μο­σατέ­ως, άρχι­σαν να αποσφάτ­τουν συστηματικώς όσους Έλλη­νες, Ρωμαίους και Εβραίους ηδύναντο!]

 

[Υποσημείωση 7: Π. χ. εις την Σμύρνη κατά τις εορτές αυτές εμφανίσθηκαν τέτοιοι τα­ρα­χοποιοί μπροστά στον έπαρχο οι οποίοι είχαν αλυσοδέσει τους εαυτούς των και απαιτούσαν να μαρτυρή­σουν (να αποθάνουν δηλαδή διά μαρ­τυρίου) διότι όπως εφω­νασκούσαν ήταν Χριστιανοί. Ο έπαρχος έκπληκτος ανεφώνησε τότε πως «μου φαίνε­ται ότι τρελαθήκαμε όλοι» και συ­νέχισε: «Αν αυτοί θέλουν να αποθάνουν τότε να πάνε να πηδήξουν από τον κρημνόν εδώ πλησίον».]

 

Κάθε «εξωχριστιανική μαρτυρία» πρό τού 250 φαίνεται νά είναι απλώς με­τα­γε­νε­στέρα παραχάραξις. Όθεν, άπαντα τά πρό τού +250 συμβάντα παραμένουν σκο­τεινά! Πρό τού 250 έχομε μόνον μία σταθερά χρονολογία. Βασιζόμενοι στά έργα τού Ειρη­ναί­ου Λυώνος [8] γνωρίζομεν ότι τά Ευαγγέλια εκυκλοφόρησαν κατά τώ +180-185!

 

[Υποσημείωση 8: Δεν πρέπει να μένουν πεπλανημένες εντυπώσεις σχετικώς με την κοινωνιολογία και των αριθμό των Χριστιανών. Αυτοί το 185 Κ. Ε., έτος κατά το οποίο εκδίδονται και κυκλοφορούν τα Ευ­αγγέλια ―ενώ έως τό­τε, ας τονισθεί, ουδε­μία παράδοση περί ιστορικού Ιησού υπάρχει ως καλώς γνω­ρί­ζο­με εκ των συγγραμ­μά­των του εν λόγω Ειρηναίου ―, ήσαν ολίγοι και σε πολλές περιοχές της αυτο­κρα­το­ρί­ας όπως η Γαλλία ήσαν ανύπαρκτοι τόσον το έτος 180 όσον και το 280 Κ. Ε.! Ο Ειρηναίος και το εκκλη­σί­ασμα του δεν ήταν παρά μια μικρή ομάδα τεχνιτών οικοδό­μων εκ Μικράς Ασίας οι οποίοι μετέβησαν στην Λυών για ανεύ­ρε­ση εργασίας. Ο Ειρηναίος, καίτοι άγιος και θεοφόρος πατέρας, ως μη έχων το χάρισμα της γλωσ­σο­λαλιάς (Πράξεις 2: 5-12, Α΄ Πρός Κορινθίους 14: 1-25) αντιμετώπισε εκεί μεγάλη δυσ­κολία διότι δεν καταλάβαινε τις κελτικές διαλέκτους της περιοχής. ― Το εκ­κλη­σίασμα των Χριστιανών απετε­λείτο αποκλειστικώς από μέλη της ολιγομελούς τάξεως των ελευθέρων επαγγελματιών όπως αυτό έχει αναλυθεί εκτενέστατα σε πολλές ερευ­νητικές εργασίες επί της κοινω­νιο­λο­γίας του Χριστιανισμού ―.]

 

 

Παν. Μαρίνης

 

 

Συμπλήρωμα με περισσότερα στοιχεία

υπό του συγγραφέως

 

Τώρα συνεχίζομε και εμείς συμπληρώνοντας το παραπάνω σχόλιο του κ. Παν. Μαρίνη, παραθέτοντας μερικούς ακόμα λόγους βάσει των οποί­ων κατα­δει­κνύεται ότι δεν εί­ναι δυ­να­τόν αυτήν την παράγραφο να την έγραψε το χέ­ρι του Ιωσήπου είτε καθ’ ολο­κλη­ρίαν είτε εν μέρει.

Ήδη στο πρώτο μέρος της παρούσας εργασίας εξαγάγαμε και διατυπώσαμε το συμπέ­ρα­σμα ότι: «Η δήλω­ση και πρόκληση του Ιουλιανού μαζί με τη σιγή και την στά­ση των Χριστιανών αποδει­κνύει ότι: ακόμα στα μέσα του 4ου αιώνα οι δύο Φλαβιανές Μαρτυ­ρίες (η μεγάλη και η μικρή όπως ονομάζονται, Φλαβίου Ιωσήπου Ιουδαϊκή Αρ­χαιολογία 18: 3: 3 ή 18: 63-64, και 20, 9: 1, ή 20: 200) ήταν τόσο άγνωστες στον με­λε­τημένο Ιου­λι­α­νό όσο και στους Χριστιανούς που δεν του απήν­τησαν… Επομένως: Όλα αυτά τα ανωτέρω στοιχεία αποδει­κνύ­ουν ότι και οι δύο Φλα­βι­α­νές Μαρ­τυρίες εί­ναι εξ ολο­κλή­ρου παραχαράξεις και παρεμ­βολές, οι οποίες στα χρό­νια του Ιουλια­νού και αργότερα δεν είχαν ακόμα προφθάσει να διαδο­θούν και να γί­νουν ευρέως γνω­σ­τές. Επειδή δε ο πρώ­τος που ανα­φέρει στα γραπτά του την μεγάλη και σπου­δαι­ο­τέ­ρα μαρτυρία είναι ο Ευσέ­βιος, κά­­που σαράντα (40) χρόνια πριν τον Ιου­λια­νό, τότε εύκο­λα βγαίνει το συμ­πέρασμα ότι την παρα­χάραξη και παρεμβολή αυτή την έκανε ο Ευσέβι­ος.».

Στο παρόν μέρος ανα­πτύσσομε και άλ­λα πολλά ισχυρά στοι­χεία περί:

 

1)     Των δύο αυ­τών χαλκεύ­σε­ων.

2)     Του ότι ο Ευσέβιος είναι ο δράστης της απάτης που ονομάστηκε Με­γάλη Φλαβια­νή Μαρτυρία, αν όχι και των δύο μαρτυριών.

3)     Του διατί ήταν αδύνατον το χέρι του Ιωσήπου να έχει γράψει και τις δύο μαρ­τυ­ρί­ες είτε καθ’ ολοκληρίαν είτε εν μέρει.

 

Ενώ κατά τα έτη 1600-1900 η παράγραφος της Μεγάλης Φλαβιανής Μαρτυ­ρίας ήταν ένα μεγάλο ζήτημα έρευ­­νας και υποθέσεων, από το τέλος 19ον αιώ­να ή το πρώ­το ήμισυ τού 20ου ετέ­θη στην αφάνεια και συνεζητάτο μόνο μεταξύ ει­δι­κών και περιστασιακά. Ουδείς υπεύ­θυνος επι­στήμων την ανέφερε πλέον καθ’ ότι εί­χε κρι­θή οριστικώς ως θρα­συτάτη παρα­χά­ρα­­ξη, διά τους ισχυρότατους λόγους που ανα­φέρει ανω­τέρω ο κ. Μαρίνης και μερικούς άλ­λους. Το ζήτημα εθεωρείτο λήξαν. Όμως κατά το δεύτερον ήμι­συ του 20ου αιώνος έως και σήμερα την βλέπο­με να επέρ­χεται δρι­μύ­τερη σε όλα τα κοινωνικά στρώματα των πιστών Χριστιανών. Έτυ­χε να δού­με και σχετικά άρθρα σε κύριες ημερήσιες εφημερίδες που το γράψιμό τους προ­δίδει ότι εγ­ράφησαν από ανε­ξέταστους τυφλοσούρτηδες της χριστιανικής προ­παγάν­δας. Αυτοί όχι μόνον ήταν άσ­χετοι με το ζήτημα (απλώς και μόνον έτυχε να γνω­ρίζουν της ύπαρ­ξη αυτής της πα­ραγράφου και τί­ποτα περισσότερο), αλλά έγραψαν και πολ­λά λάθη (εκτός και εγνώριζαν κάτι περισσότερο που το απέκρυψαν για προ­φανείς ή δι­κούς τους λόγους!). Παρ’ όλο που ανέ­π­τυξαν το θέμα ελλιπέστατα και μερολη­πτικά και πα­ρά τα λάθη που τα άρθρα τους πε­ριείχαν, αυτές οι κύριες εφημερίδες της ημε­ρησί­ας κυκλοφορίας τα εδημο­σίευσαν χω­ρίς καμία επανεξέταση ή ενδοιασμό. Στις μέρες μας ο θρη­σκευ­τι­κός φα­να­τι­σμός και το αν­τι­ε­πισ­τημονικό πα­ρα­λήρη­μα επανέκαμψαν πάλι ισχυ­ρό­τατα και έτσι κάθε μέρα παρατηρούμε κάθε εί­­δους αντιεπι­στη­μο­νικά φαι­νό­με­να προερχό­με­να πανταχόθεν, κυ­ρίως όμως από τις θρη­σκευτικές αιρέσεις των ΗΠΑ και το Βα­τι­κα­νό. Σή­με­ρα πάλι διατρέχομε τον άμε­σο κίν­δυνο ενός δευτέρου Με­σαί­ω­νος πολύ πιο κα­τα­στρο­φι­κού από τον πρώτο.

Πολ­λοί Χρι­στι­ανοί θεολόγοι με κά­ποια επι­στημονική ευ­θύνη που δεν τους επ­έτρεπε να δε­χθούν την παρά­γραφο ως αυ­θεν­τι­κή αλλά και δεν μπο­ρούσαν να την απορ­ρί­ψουν τε­λεί­ως, διότι τό­τε δεν θα είχαν κα­μία ουσιαστική εξω­χρι­στι­ανική ιστο­ρική μαρ­τυ­ρία πε­ρί του Ιησού Χρι­στού τον οποίον πι­στεύουν ως Θεό, σο­φι­στήκανε μια εν­διάμε­ση λύση με το να ισχυ­ρί­ζονται ότι η παρά­γρα­φος εγράφη μερικώς από τον Ιώ­ση­πο και μετά αλ­λοι­ώ­θηκε από κά­ποιον Χριστιανό παρα­χα­ράκτη. Μάλιστα φτά­νουν στο σημείο να μας υπο­δεί­ξουν ποια σημεία της εγρά­φη­σαν από τον Ιώσηπο και ποια συν­α­ποτελούν την πα­ραχάραξη. (Π. χ. βλέπε τις υποσημειώσεις στην έκδοση της Loeb Classical Library, Jewish Antiquities XVIII 63-64, οι οποίες περιέχουν και πάρα πολλά άλλα ενδιαφέροντα σχόλια.). Αν και η εκδοχή αυτή δεν εί­ναι μα­θη­μα­τι­κώς αδύ­νατη, το μέ­γε­θος της παρα­γρά­φου είναι τόσο μικρό ώστε να μην καθιστά κά­τι τέτοιο ευκόλως προσι­τό.

Από όλα τα στοιχεία που δια­θέτομε καταλήγομε στο συμπέ­ρασμα ότι η εν λό­γω πα­­ράγραφος είναι ολικώς παρα­χά­ρα­ξη του Ευσεβίου Καισαρείας, ο οποίος έχει απο­δει­χ­θεί ότι έχει κάνει και πολ­λές άλλες πα­ραχαράξεις, έχει γράψει ψεύδη, έχει κα­τα­στρέ­ψει τις πηγές του, και πολλά άλλα συνω­μοτικά τοι­αύ­τα. Για πολλά χρόνια τώ­ρα πολλά άρθρα και βι­βλία έχουν γραφεί για να κα­ταδείξουν την κιβδηλότητα της Φλα­βιανής Μαρ­τυρίας. Πολλά μάλιστα κυκλοφορούν σε διάφορες ιστοσελίδες του διαδυκτίου και στα οποία μπο­ρεί να βρει κανείς πολλά σπου­δαία επιχειρήματα και παρατηρήσεις. Εδώ θα συμ­πλη­ρώ­σομε τα συμπαραμαρτυρούμενα του εξό­χου ερευ­νητή κ. Μαρίνη με μερι­κούς ακόμα σημαντικούς λόγους και παρατηρήσεις.

 

·       Όπως μας εξηγεί ο Ιώσηπος στο βιβλίο της αυτοβιογραφίας του μετά από τρι­ετή δοκιμαστική περίοδο εγκατέλειψε τους Εσσαίους και έγινε Φαρισαίος όπως ήταν και ο πατέρας του, Ματτιτιάου· παρέμεινε δε ούτω μέχρι το τέλος του βίου του. Οι Φα­ρισαίοι μέχρι και σήμερα όχι μόνο δεν αναγνώρισαν τον Ιησού ως Μεσσία αλλά και αντέταξαν ισχυρότατη επιχειρη­μα­τολογία κατά των Χριστιανών. Δεν εί­ναι δυνατόν ένας ταλαντούχος, ορ­θόδοξος και προνο­μιούχος Φαρισαίος, άπται­στος γνώστης των γραφών της Παλαιάς Διαθήκης, να δηλώνει τόσο εμφαντικώς: «ο Χρι­στός ού­τος ήν,... τών θείων προ­φη­τών ταύ­τά τε καί άλ­λα μυ­ρία περί αυ­τού θαυμά­σια ειρη­κό­των.» μαζί με όλα τα υπόλοιπα. Αυτά απο­τελούν ισχυρές χρι­στια­νι­κές δηλώσεις και καθαρή χριστι­ανική γλώσσα. Ακόμα στα Ευαγγέλια δια­βάζομε ότι όποιος ομολογούσε τον Ιησού ως Χριστό (Μεσσία) τότε οι Φαρι­σαίοι τον εξέ­βαλλαν από την συνα­γω­γή, τον έκαναν αποσυνάγωγον. Βλέπε: Ιω­άννης 9: 22, 33-35, 12: 42, 16: 1-2. Αυτά που ανα­φέρει εδώ ο Ιωάννης ανταπο­κρίνονται απλού­στα­τα στις νέες κα­ταστά­σεις και διαμάχες όπως αυτές διαμορ­φώ­θηκαν με­τά το έτος 71 Κ. Ε., δι­ότι ενώ μας λέγει ότι οι θεραπευμένοι από τον Ιησού, οι πιστεύοντες και ομο­λογούντες αυτόν και οι μαθητές του διέτρεχαν τον κίνδυνο να αποβληθούν από τις συναγωγές (αποσυνάγωγοι), σ’ όλα τα Ευαγγέλια βλέπομε έναν Ιησού να κηρύττει και να θεραπεύει στις συναγωγές μετά πολλών επαίνων! Απλούσ­τατα, αν οι εχθροί του Ιησού Φαρισαίοι έκαναν τον ίδιο τον χειμαρρώδη υβρι­σ­τή τους, τον Ιησού δηλαδή, αποσυνά­γωγο, πράγμα που μπορούσαν αφού ο Ιω­άννης ομολογεί ότι έκαναν όποιον ήθελαν, θα του είχαν κλείσει την πόρτα να μπαινοβγαίνει στις συναγωγές και να εισπράττει τους επαίνους και τους θαυ­μασμούς του κοσμάκη. Όμως, όχι μόνο δεν έκαναν τέ­τοια κίνηση αλλ’ ού­τε και τους πέρασε από την σκέψη τους (πάντα κατά τα Ευαγγέλια). Αυτό προ­φανώς ση­μαίνει ότι, ή ο Ιησούς δεν υπήρχε και είναι εκ των υστέρων κατασ­κευασμένο μυθολόγημα, ή αν υπήρχε κάποιος τότε δεν ήταν αυτός που μας παρουσιάζουν τα Ευαγγέλια. Και στις δύο περιπτώ­σεις τα Ευαγγέλια μας λένε τα αντιφατικά και ασυνάρτητα παραμυθάκια τους! Αργότερα όταν επήλθε η πλήρης ρήξη μεταξύ Εβραιο-Χριστιανών και ορθοδόξων Εβραίων έχομε την Αποκάλυψιν νά λεγει 2: 9 «... και την βλασφημίαν εκ των λεγόντων Ιουδαίους είναι εαυτούς, και ουκ εισίν, αλλά συναγωγή του σατανά.». Δηλαδή η Ιουδαϊκή συναγωγή τώρα που δεν μας βολεύει έχει μετατραπεί σε συναγωγή του Σατα­νά! Αυτό θα πει ρήξη, κλπ! Όσον όμως αφορά τον Ισ­τορικό και σημαίνοντα Ιουδαίο Ιώση­πο γνωρίζο­με ότι ούτε απεβλήθη από κα­μιά συναγω­γή, ούτε πα­ραδέχτηκε τον Ιησού ως Χρι­στό, Μεσσίαχ, αλλά πα­ρέ­μεινε Φαρι­σαίος διά βίου.

 

·       Είναι πέραν πάσης φαντασίας δι’ οιονδήποτε, πόσον μάλλον δι’ έναν που κα­τα­γράφει Ιστορία κατά επιστημονικό τρόπο, όπως ο μορφωμένος Ιώσηπος, να γρά­φει με το χέρι του ως ιστορική αλή­θεια η οποία έλαβε χώρα επί Πον­τί­ου Πιλάτου αυτή την παράγραφο και να ομο­λογεί περί Ιησού ότι: (1) ήταν ο Χριστός, Μεσ­σί­ας, (2) έκανε πολλά θαύματα, έστω και αν δεν μας αναφέρει ού­τε ένα για δείγμα, (3) αναστήθηκε εκ νε­κρών μετά από τρεις ημέρες, (4) τον είχαν προφητεύσει οι θείοι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, (5) ήταν σοφός, (6) δεν αρμόζει να τον αποκαλεί κανείς απλώς άνδρα (άνθρω­πο), και μετά ο ίδιος ο Ιώση­πος αντί να ασπαστεί την νέα θρησκεία του Χρι­στιανισμού, πράγ­μα που όπως η παράγραφος δηλώνει έκαναν πολλοί Ιουδαίοι και εθνικοί, αυ­τός όμως παραμένει διά βίου στην προηγούμενη Φαρισα­ϊ­κή δοξασία. Ποιός επιστήμων θα έβλεπε νεκρό αναστημένο μετά από τρεις μέρες (ή και μισή μέ­ρα) ή θα το έγραφε στην Ιστορία του σαν αληθινό γεγονός και δεν θα άλλαζε αντιλήψεις και κοσμοθεωρία ή δεν θα του συ­νέβαινε κάτι τέλος πάντων; Ακό­μα τί λέτε; Αντί μιας μόνο γραμμής δεν θα αφι­έ­ρωνε μερικές σελίδες για να πε­ριγράψει αυτό το αναπάντεχο φαινόμενο της ανα­στάσεως τριημέρου νεκρού και της δικής του εμπειρίας που ο ίδιος θα είχε σαν αποτέ­λεσμα αυτού του συμβάντος; Θα ξόδευε σελίδες πολλές για να μας περιγράψει τον σπουδαιό­τε­ρο άνθρωπο που ήταν ο ενσαρκωμένος Θεός ή υιός του Θεού!

 

·       Το γεγονός ότι ο πολυγραφότατος Ιουδαίος Φίλων Αλεξανδρινός μέσα στα τόσα έργα του δεν αναφέρει τον Ιησού ούτε κατά διάνοια, συνηγορεί στο ότι ο Ιησούς Χριστός είναι μύθος και η αναφορά του Ιωσήπου είναι πλαστογραφία. Ο Φίλων έζησε από το -15 Π. Κ. Ε. μέχρι +50 Κ. Ε. και είχε αναμειχθεί ενερ­γά στα κοινωνικά, πολιτικά, θρησ­κευτικά κλπ. θέματα της Ιουδαίας και των Εβραίων. Όπως βλέ­πομε το διάστημα της ζωής του αρχίζει αρκετά χρόνια πριν και τελειώνει αρκετά χρόνια μετά την ζωή του υποτιθεμένου Ιη­σού. Αν και σύγχρονος του Ιησού, μέσα στο μακροσκελές έργο του, δεν αναφέρει ούτε μία λέξη γι’ αυ­τόν ή για τα τρο­μερά γεγονότα που χαρακτηρίζουν την ζωή του σύμφωνα με τα Ευαγ­γέ­λια. Άρα κατά τον Φίλωνα Ιησούς Χριστός δεν υπήρχε. Ο κατά 60 χρό­νια υστερό­γραφος Ιώσηπος εγνώριζε καλά το έργο του Φίλω­νος. Τότε πως εί­ναι δυνατόν αυτός να αναφέρει τον Ιησού ενώ ο πρόδρομος του και σύγχ­ρο­νος των συμ­βάντων Φίλων τον αγνοεί; Ο Γαλιλαίος Ιστορικός Ιού­στος της Τι­βε­ριάδος (+35-100 Κ. Ε.) αν και προηγείται του Ιωσήπου στο γρά­ψιμο κατά 15 χρόνια, αλλά υστερεί κατά 5 χρόνια στην δημοσίευση, δεν αναφέρει καθό­λου τον Ιησού και τους Χριστιανούς. Ο διάσημος Ρω­­μαίος φυ­σιοδίφης επισ­τήμων Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (+23-79 Κ. Ε.) ο οποίος κατέ­γρα­ψε τα δι­ά­φορα ανα­πάν­τεχα και ασυνήθη φυσικά φαινόμενα των επο­χών του (σεισ­μούς, εκ­λείψεις ηλίου και σελήνης, κλπ.), και χρονικά έζησε πο­λύ κοντά στα χρόνια του υποτιθεμένου Ιησού, και είχε ταξιδέψει ανά την αυ­τοκρα­το­ρία, δεν ανα­φέρει τίποτα απολύτως από τα διάφορα θαύματα και φαι­νόμενα που αναφέ­ρονται στα Ευαγγέλια γύρω από τον Ιησού. Κανείς δεν του είπε κάτι τι γι΄αυτά!

 

·       [Και η Καινή Διαθήκη μας λέγει πολύ περίεργα πράγματα. Ο αναστηθείς Ιη­σούς δεν πήγε να παρουσιαστεί καθαρά και ξάστερα σ’ αυτούς που τον δίκα­σαν παράνομα (Σαδ­δου­καίους, Φαρισαίους, Γραμματείς και Αρχιερείς), στους εκτελεστές του (Πιλάτο, Ρω­μαί­ους στρατιώτες και Εβραϊκή κουστωδία), και στον Ιουδαϊκό όχλο που τον εγκα­τέ­λειψε και τον πρό­δω­σε, μόνο παρουσιαζό­ταν μόνο στους μαθητές του, στην Μαγδαληνή, κ ά., πότε με «ετέρα μορφή» και πότε με τρόπο που να μην μπορούν να τον αναγνωρίσουν, λες και έπαιζε μαζί τους κρυφτούλι! Γιατί, για ποιο λόγο; Ανόητα πράγματα.... Βλέπε Ματ­θαίος 28: 17, Μάρκος 16: 12, Λουκάς 24: 13-32, Ιωάννης 20: 15, 21: 12, κλπ. Αλλού πάλι εμφανίζεται κανονικά Λουκάς 24: 41-43, Ιωάννης 20: 19-29. Ο ποιητής Κώστας Βάρναλης έδωσε την πρέπουσα σαρκαστική απάντηση σ’ αυτό το εύλογο ερώ­τημα: «Διότι ο κόσμος πιστεύει στα αυτιά του παρά στα μάτια του!».].

 

·       Αυτή η παράγραφος εμφανίζεται διά πρώτη φορά εντός των γραπτών του Ευ­σε­βί­ου Καισαρείας (Εκκλησιαστική Ιστορία, ΙΙ, vi). Κανείς δεν την γνωρίζει πριν απ’ αυτόν. Αλλά και μετ’ αυτόν διάφοροι πατέρες δεν την γνωρίζουν, όπως π. χ. οι πολυγραφότατοι Χρυσόστομος (+347 - 407), Αυγου­στίνος (+354 - 430), Μεθόδιος (9ος αιώ­ν), κ.ά., αν και αυτοί μας λένε ότι εγνώριζαν το έργο του Ιωσήπου πολύ καλά. Συγκεκρι­μένα ο Χρυ­σό­στομος ανα­φέ­ρει: «... Ούτε καν ενθυμούμαι αν ο Ιώ­ση­πος αναφέ­ρει που­θενά το όνομα ή τη λέξη Χρι­στός, σε οποιαδήποτε από τα έργα του εκτός από τη μαρ­τυ­ρία που προανέ­φερα, και το εδάφιο που αφορά τον Ιάκωβο τον αδελφό του Κυρί­ου.» (Αυτό θα το εξε­τάσομε λίγο παρα­κά­τω.). Ο Χρυσό­στομος αναφέρεται στον Ιώση­πο συχνά αλ­λά πουθενά δεν ανα­φέρει την εν λόγω παρά­γραφο. Ούτε ο Ιε­ρός Φώ­τιος (820 - 891) την αναφέρει, σημειώστε, πεντέ­μι­σι αιώνες αργότερα ενώ ψά­χνει για ιστορικές μαρτυρίες περί του Ιησού. Εκ­νευρι­σμένος κατα­στρέ­φει διά της πυρ­ράς και διά παντός το σύγ­γραμμα του Γαλιλαίου ιστορικού Ιούστου της Τι­βε­ριάδος (+35 - 100 Κ. Ε.) επει­δή καίτοι γράφει 15 περίπου χρόνια πριν τον Ιώ­σηπο ουδέν απολύτως πα­ρα­­θέ­τει περί Ιη­σού ή περί Χριστιανών. Ο Φώ­τιος έχει γράψει τρία άρθρα για τον Ιώσηπο αλλά και εκεί δεν γρά­φει τί­­­ποτα για την μαρ­τυρία του. Σε άλλο άρθρο του, περί του Ιούστου της Τι­βε­ριά­δος, ο Φώτι­ος εμφαν­τικώς δηλώνει ότι ο Εβραίος ιστορικός Ιώσηπος δεν έχει ση­μειώσει την πα­ρα­μι­κρή πα­ρατή­ρηση για τον Χριστό τις πράξεις και τα θαύ­μα­τά του. Έξαλλος ο Φώτιος εξαφάνισε διά της πυράς και διά παντός το σύγ­γ­ραμμα του Ιούστου. Όλα αυτά σημαί­νουν ότι αυτοί οι Πατέ­ρες μετά τον Ευ­σέβιο εί­τε δεν είχαν ένα πλαστογραφημένο αν­τί­γραφο του Ιωσή­που στα χέρια τους είτε εγνώριζαν ότι η παράγραφος αυτή ήταν πα­ραχάραξη και συνε­πώς την αγνόησαν. Διά τους Πατέρες πριν τον Ευ­σέβιο αναφέρομε προ­σέτι ότι, ο Κλή­μης Αλεξανδρείας (+150-215), ο οποίος έχει κα­ταγρά­ψει πολλά αποσπά­σ­ματα αρ­χαίων συγγραφέων μέσα στο εκτενές συγ­γρα­φικό του έργο, και ο Απολογητής και Μάρτυς Ιου­στί­νος (+100-165) στον δι­άλογό του με τον Ιου­δαίο Τρύ­φωνα, όπως κ.ά., δεν αναφέ­ρουν τίπο­τα το Testimonium!

 

·       Ας σταθούμε στον Ιουστίνο περιληπτικώς. Γεννημένος στη Σαμάρεια είχε επηρε­αστεί τόσο από τον Εβραϊσμό όσο και τον Ελληνισμό. Όταν όμως μετα­στράφηκε στον Χριστιανισμό στράφηκε με μανία και μίσος εναντίον και των δύο. Λένε πως στον Χριστιανισμό βρήκε την πραγματική φιλοσοφία! Όπως φαίνεται ένεκα αυτού οι χριστιανοί τον έχουν επονομάσει φιλόσοφο, διότι από τα υπάρχον­τα γραπτά του συμπεραίνεται ότι ο άνθρωπος δεν είχε ιδέα από φι­λοσοφία και αν είχε, την απεμπόλησε ένεκα του χριστιανικού παραληρήματός του! Εκτός δύο Απολογιών, έγραψε την πρώτη προς τον αυτοκράτορα Αν­τω­νί­νον τον Πί­ον και την δεύτερη προς την «Ιεράν Σύγκλητον της Ρώμης», έχομε τον Δια­λο­γόν του με τον Ιουδαίο Τρύφωνα και έναν Παραινετικόν Λόγον Πρός Έλληνας. Ήλθε αυτός ο φανατικός ανεπίδεκτος και στρεψόδικος να δώσει πα­ραινέσεις στους Έλληνας! Αν είναι δυνατόν.

 

Στα γραπτά του ουδέποτε κατονομάζει τα κανονικά Ευαγγέλια αλλά επικαλεί­ται κάποιο έργο με τίτλο «Απομνημονεύματα των Αποστόλων». Επειδή ολίγες φρά­σεις αυτού του κειμένου μόνο θυμίζουν κάποιες φράσεις των κανονικών Ευαγγε­λίων πολλοί Χριστιανοί αγόμενοι από το συμφέρον της πίστεώς τους φέρουν αυτό το γεγονός ως απόδειξη υπάρξεως των κανονικών Ευαγγελίων από τα χρό­νια του Ιουστίνου. Πρόκειται βεβαίως για παραποίηση της αλή­θει­ας και για χρι­στι­α­νι­κό ευχολόγιο[9] διότι εσκεμμένα αποσιωπούν το γε­γονός ότι οι πολύ περισσό­τερες φράσεις αυτού του κειμένου όχι μόνο δεν υπάρχουν στα κανονικά Ευαγγέ­λια αλ­λά ούτε καν θυμίζουν φράσεις των. Πολ­λές φρά­σεις του έχουν ευρεθεί σε μερικά απόκρυφα αντικανονικά κείμενα που έχουν φτάσει μέχρις ημών και πολ­λές άλλες πρέπει να προέρχονται από άλλα απόκ­ρυφα αντικανονικά κείμενα και παραδόσεις που έχουν πλέ­ον χαθεί. (Τότε θα πρέπει να κανονικοποιήσομε όλα τα απόκρυφα!).

 

[Υποσημείωση 9: Ανάλογη και χειρότερη παραποίηση της αλήθειας και χριστι­α­νικό ψευδές ευ­χολόγιο ευρίσκομε στην επονομαζόμενη Μαρτυρία του Τατιανού του Σύ­ρου (c. 120 - c.175;), μαθητή του Ιουστίνου και τέλος Γνωστικού αιρετικού. Πρόκει­ται για ελά­χιστες γραμμές που μας μεταφέρει, κυ­ρίως, ο ψευδο-ιστορικός Ευσέβιος και χρη­σιμοποιεί τον παραπλανητικό τίτλο «Διά Τεσσάρων» 150 χρόνια μετά. Ο τίτ­λος αυτός είναι ψευδής επινόηση τού Ευσεβίου όπως παραδέχονται όλοι οι αμερό­ληπτοι επιστήμο­νες. Ο Ευ­σέβιος όμως δεν διέσωσε τα έργα του Τατιανού, ενώ μπο­ρούσε, και έτσι δεν τα έχομε σήμερα στα χέρια μας να δούμε τι γράφει. Ακόμα δεν εί­ναι δυνατόν ο Τατιανός να παραδέχεται ή να αναφέρει τα Ευαγγέλια ως έχουν, ιδίως τα τρία (σημερινά) συνο­πτικά, διότι ήταν ισχυρός Γνωστικός που θεωρούσε την Εβ­ραιο – Ιουδαϊκή θεότητα ως υποδεεστέρα, όπως έκανε και ο Μαρκίωνος, και γι’ αυτό καταδικάστηκε ως αιρετικός από την ορθόδοξη καθολική εκ­κλησία του τετάρτου αι­ώνος. Για περισσότρεη ανάπτυξη του θέματος, αναφερθείτε στο κείμενο μας με τίτλο: ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΟΛΥΣΥΖΗΤΗΜΕΝΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΑΤΙΑΝΟΥ ΕΠΙ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΚΑΝΟΝΙΚΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΩΝ, παρακάτω.]

 

 

Στο παρόν θέμα μας μεγάλη σημασία έχει ο Διάλογος με τον Ιουδαίο Τρύφω­να. Ο Ιουστί­νος προσπαθεί με πάθος να πείσει τον Τρύφωνα να ασπαστεί τον Χριστι­α­νισμό ως τη μόνη αληθινή θρησκεία και δικαίωση του Ιουδαϊσμού. Ο Ιουδαίος Τρύφων όμως ήταν σκληρό καρύδι και δεν πείθεται. Από τα λόγια του λοιπόν γί­νεται φα­νε­ρό ότι ο Ιουστίνος εκνευρίζεται μαζί του. Του ομιλεί για κάποιον Ιη­σού που ήταν ο Χριστός (Μεσσίαχ) της Παλαιάς Διαθήκης κατά τους προ­φήτες, αλλά για τον οποίον δεν παρουσιάζει κανένα βιογραφικό στοιχείο και κανένα κατόρθωμα τής δράσεώς του στον Τρύφωνα. Στο τέλος μέσα σε μια μανία και μί­σος κατά των Ιουδαίων δύο ή τρεις φορές επιμένει στον Τρύφωνα ότι οι Ιουδαίοι τον εσταύρω­σαν και μετά ανεστήθη. Όπως γρά­φει, οι Ιουδαίοι έκαναν την σταύρωση του Ιη­σού μόνοι τους. Τους Ρωμαίους, Πιλά­το, εκατόν­ταρχο, στρατιώτες, σπείρα, κλπ., δεν τους αναφέρει πουθενά. Αυτό βεβαίως αντιβαίνει με όλα όσα γράφουν τα κα­νονικά Ευαγγέλια και με αυτά που μαρ­τυρεί η υποτιθέμενη μαρτυρία του Ιωσή­που.

 

Από την μια μεριά, αν ο Σαμαρεί­της Ιουστίνος εγνώριζε αυτά τα στοιχεία δεν θα τα απέκρυπτε καθόλου, διότι ως φανατικός πιστός Χριστιανός δεν έτρεφε καμία ιδιαίτερη συμ­πάθεια προς τους πα­γανιστές και ιμπεριαλιστές Ρωμαίους και ακό­μα θα έφερνε στη επιφάνεια πει­στι­κά ιστορικά στοιχεία για να πείσει τον σκληρο­τράχηλο Ιου­δαίο συνομιλητήν του. Από την άλλη μεριά πάλι, ούτε ο σκληρός αυ­τός Ιουδαίος, Τρύφων, διεμαρτυρήθει και αντέτεινε στον Ιουστί­νο να ρίξει μια ματιά στα Ευαγγέλια για να δει ότι οι Ρωμαίοι και ο Πιλάτος φέ­ρουν τουλάχιστον το ήμισυ της ενοχής αυτού του διαπραχθέντος εγ­κλή­μα­τος και άλ­λη μια ματιά στον Ιώ­σηπο για να δει ότι κατά την «ιστορική μαρ­τυρία του Ιωσή­που» ο ίδιος ο Πι­λά­τος ήταν αυτός που εσταύρωσε τον Ιησού. Αυ­τά τα στοιχεία για τον Τρύφω­να θα ήταν αθωωτικά για τους Ιουδαίους κατά των οποίων ο Ιουστί­νος επετέθη με μα­νία και μίσος. Οπότε αν τα εγνώ­ριζε και θα τα αντιπαρέθετε και θα τα χρη­σι­μο­ποιούσε για να αθωώσει τους συμπατριώτες του Ιουδαίους, οι οποίοι εκείνον τον καιρό είχαν ανάγκη από τέτοιες αθωώσεις, και έτσι να δια­ψεύ­σει τον φανα­τι­κό εξ­ωμότη Ιου­στίνο. Τέ­τοια πράγματα όμως δεν έλαβαν χώρα μέσα στον διάλογο αυτόν!

 

Από την μελέτη και την ανάλυση αυτού του Διαλόγου συμπεραίνομε ότι τόσον ο Ιουστίνος όσο και ο Τρύ­φων ούτε τα κανονικά Ευαγγέλια γνω­ρί­ζουν ούτε και την μαρτυρία του Ιω­σή­που. Απλούστατα όλα αυτά δεν υπήρχαν τότε αλλά είναι υστερό­χρονα κατα­σκευ­ά­σματα και παρεμβολές. Αυτό αποτε­λεί άλλο ένα επιπρό­σθετο στοιχείο όχι μόνο κατά της Φλαβιανής Μαρτυρίας αλλά και κατά της υπάρξεως των κανονι­κών Ευ­αγγελίων κατά τα έτη του Ιουστίνου. Ακόμα και για άλλη μια φορά αποδεικνύεται η χριστιανική παραχάραξη πλαστογρα­φία και ψευδεπιγραφία.

 

·       Ο Ωριγένης (185-254) στο έργο του «Kατά Κέλσου», βιβλίο 1, κεφά­λαιο 47, γράφει:

 

«Εβουλόμην δ’ άν Κέλσω, προσωποποιήσαντι τόν Ιουδαίον πα­ρα­δε­ξάμενόν πως Ιωάννην ως βαπτιστήν βαπτίζοντα τόν Ιησού, ει­πείν ότι τό Ιω­άν­νην γε­γο­νέ­ναι βαπτιστήν, εις άφεσιν αμαρτημάτων βα­πτίζοντα, ανέγραψέ τις τών μετ’ ου πολύ τού Ιωάννου καί τού Ιησού γεγενημένων. εν γάρ τώ οκτω­καιδεκάτω τής Ιουδαϊκής Αρχαι­ολογίας ο Ιώ­σηπος μαρτυρεί τώ Ιω­άννη ως Βαπτιστή γε­γενημένω καί καθάρσιον τοίς βα­πτι­σαμένοις απαγγελομένω. ο δ’ αυτός, καίτοι γε απιστών τώ Ιησού ως Χριστώ, ζητών τήν αιτίαν τής τών Ιερο­σο­λύμων πτώ­σε­ως καί τού ναού καθαιρέσεως, δέον αυτόν ει­πείν ότι η κατά τού Ιησού επιβουλή τούτων αιτία γέγονε τώ λαώ, επεί απέ­κτη­ναν τον προφητευόμενον Χριστόν· ο δέ καί ώσπερ άκων ου μα­κράν τής αλη­θείας γε­νόμενός φησι ταύτα συμβεβηκέναι τοίς Ιουδαίοις κατ’ εκδί­κη­σιν Ιακώβου τού δικαίου, ός ήν αδελφός Ιησού (τού λεγομένου Χρι­στού) [10], επει­δήπερ δι­καιότατον αυτόν όντα απέκτειναν.».

 

[Υποσημείωση 10: Σε μερικές εκδόσεις έχομε: (τού λεγομένου Χρι­στού) εντός πα­ρεν­θέ­σεων, ενώ σε άλλες εκδόσεις έχομε: «Ιησού τού λεγομένου Χρι­στού» εντός ει­σα­γωγικών.]

 

  Μετάφραση: «Θα επιθυμούσα να ειπώ στον Κέλσο, που αντιπροσωπεύει τον Ιουδαίο εκείνον που κά­πως παραδέχεται τον Ιωάννη ως Βαπτιστή, ο οποίος εβά­πτι­σε τον Ιη­σού, ότι το γεγονός πως ο Ιωάννης έγινε Βαπτιστής, που εβά­π­τιζε εις άφεσιν αμαρ­τιών, κά­ποι­ος το ανέγραψε ο οποίος έζησε όχι πολύ χρόνο μετά τον Ιωάννη και τον Ιησού. Διότι στο δέκατο όγδοο βιβλίο τής Ιου­δαϊκής Αρχαι­ο­λο­γί­ας ο Ιώ­σηπος μαρτυρεί τον Ιωάννη ως υπάρχοντα Βαπτι­στή και υποσχόμενο εξα­γνισμό στους βαπτιζο­μένους. Αν και αυτός [ο Ιώση­πος] δεν πιστεύει τον Ιησού ως τον Χρι­στό, κα­θώς αναζητεί την αιτία της πτώσεως των Ιεροσολύμων και της κατα­στρο­φής του ναού, όφειλε να πει ότι η συ­ν­ω­μοσία τούτων [των Ιουδαίων] κα­τά του Ιησού ήταν η αιτία όλων των κα­κών που έγιναν στον [Ιουδαϊκό] λαό, εφ’ όσον εθα­νάτωσαν τον Χρι­στό ο οποίος ήταν προφήτης· αυ­τός δε [ο Ιώ­σηπος] και ακουσίως χωρίς να πέ­σει μα­κριά από την αλήθεια, λέγει ότι όλα αυτά [τα κακά] έχουν συμ­βεί στους Ιου­δαίους ένεκα εκδικήσεως για τον Ια­κώβον τον δί­καιο, ο οποίος ήταν αδελ­φός του Ιη­σού (του λεγομένου Χρι­στού), επειδή ακριβώς τον εθανά­τω­σαν ενώ αυτός ήταν δικαιότατος.»

 

Εδώ ο ζηλωτής του Χριστιανισμού Ωριγένης τα μασάει και δεν παρα­θέτει τον Ιώ­ση­πο με ακρίβεια. Ο Ωριγένης ως Χριστιανός ζηλωτής δεν απέφυ­γε να κά­νει και αυτός τις παρα­χαρά­ξεις του σε μερικά σημεία. Π. χ. ο Ιώσηπος γράφει κα­θαρά και ξά­στε­ρα ότι το βάπτισμα του Ιωάννου δεν γινόταν «εις άφεσιν αμαρ­τι­ών», αλλά μόνο για καθαρμό και εξαγνισμό του σώματος. Για τον Ιωάννη και τον βαπτιζόμενο το βάπτισμα αυτό ήταν μια απαραίτητη προ­εισαγωγή για να δεχθεί ο βαπτιζόμενος τον Θεόν και όχι για την συγχώρε­ση κάποιων αμαρτιών. Συγκεκρι­μένα γράφει:

 

«...καί προς τόν θεόν ευσεβεία χρωμένοις βαπτισμώ συνιέναι· ούτω γάρ δή καί τήν βάπτισιν αποδεκτήν αυτώ φανείσθαι μή επί τινων αμαρτάδων παραι­τήσει χρω­μέ­νων, αλλ’ εφ’ αγνεία του σώματος, άτε δή καί τής ψυχής δικαι­ο­σύνη προεκκε­κα­θαρμένης.».

 

Για να μην επεκταθούμε πολύ επ’ αυτού στο παρόν άρθρο, εξετάσατε μό­νοι σας τα εδά­φια του Ιωσή­που Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, βιβλίο XVIII (18), στίχοι 116 - 119 και βιβλίο XX (20), στίχος 200. Παρ’ όλα ταύτα και για να μην μακρη­γορούμε βλέπομε τρεις καθοριστικές μαρτυρίες του Ωριγένη σχε­τι­κά με τον Ιώ­σηπο και τον Ιησού. Μας βεβαιώνει ότι:

(1)  Ο Ιώ­σηπος «δεν πιστεύει τον Ιησού ως τον Χριστό» (Μεσσίαχ). (Στο βιβλίο 6, κεφάλαιο 5, παράγραφος 4, ή στίχοι 310-315, του Ιουδαϊκού Πολέμου ο Ιώσηπος θεωρεί ως Μεσσία τον νικηφόρο Ρωμαίο αυτοκ­ράτορα Βε­σπασιανό, ο οποίος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας επί Εβρα­ϊκού εδά­φους, και εξηγεί ότι επάνω σ’ αυτόν ξεπληρώθηκαν παλαιές Εβραϊκές προφητείες. Άραγε είχε και αυτό ο Ωριγένης στο νού του!).

 

(2)  Ο Ιώσηπος «όφειλε να πει ότι η συν­ω­μοσία τούτων [των Ιου­δαίων] κα­τά του Ιησού ήταν η αιτία όλων των κακών που έγιναν στον [Ιουδαϊκό] λαό,», δεν λέει όμως αυ­τό, παρά μόνο τα αποδίδει σε αντε­κδίκηση για την άδικη θανάτωση του Ιακώβου τού Δικαίου από τον αρχιερέα Ανάνον, ο οποίος με συνωμοτική ενέρ­γεια εθα­νά­τωσε έναν δικαιότατον άνθρωπο! Αυτή η ίδια δικαιολο­γία μαζί με την μαρτυρία (του λεγομένου Χριστού) αναφέρεται και από τον Ευσέβιο στην Εκκ­λη­σι­α­στική Ιστορία, βιβλίο 2, κεφάλαιο 23. Το εδάφιο αυτό του Ευσε­βίου αποτελεί σχεδόν αυτολεξεί αντι­γραφή των αντιστοίχων γραμμών του Ωριγένη,

 

(3)  Ο Ιώσηπος αναφέρεται εδώ ως φέρων μαρ­τυρία περί του Ιωάννου του Βαπτιστού, όχι όμως ως ουρανίου απεσταλμένου και προ­δ­ρόμου του Χριστού παρά μόνο ως κάποιου Εβραίου θρησκευ­τι­κού αρχη­γού και βαπτιστού που ενεργούσε για δικό του λογαρι­ασμό. Δεν λέ­γει τί­ποτα απο­λύτως για την αναγνώριση του Ιησού ως Χριστού (Μεσ­σία) και αμνού του Θεού από τον Ιωάννη, για το ότι τον εβάπτισε, και για την επιρροή πού είχε επά­νω στη δρά­ση και στο κήρυγμά του είτε ο ίδιος ο Χριστός είτε η προαναγ­γε­λία του ερχομού του.

 

(4)  [Ειρήσθω εν παρόδω ότι ενταύθα ο Ωριγένης αποκαλεί τον Ιησού ως «τον προ­φητευόμενον Χριστόν·» και τίποτα περισσότερο. Δηλαδή δεν τον ονομά­ζει Υιόν του Θεού, ούτε ένα από τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, κλπ. Τί έχετε να μας πείτε περί αυτού;]

 

Διά την πληρότητα του θέματος αναφέρομε ότι: Η μικρή Φλαβι­ανή μαρτυ­ρία (minor Testimonium Flavia­num) εμφανί­ζε­ται στο έργο του Ιωσήπου Ιουδαϊκή Αρχαιο­λογία, βιβλίο 20, κεφάλαιο 9, παράγραφος 1, ή στίχος 200, και έχει ως εξής:

 

Άτε δή ούν τοιούτος ών ο Άνα­νος, νομίσας έχειν καιρόν επιτή­δειον διά τό τεθνάναι μέν Φήσ­τον, Αλβίνον δ’ έτι κα­τά τήν οδόν υπάρ­χειν, καθίζει συνέδ­ριον κρι­τών καί παραγαγών εις αυτό τόν αδελ­φόν Ιησού τού λεγο­μέ­νου Χριστού, Ιάκωβος όνομα αυ­τώ, καί τινας ετέρους, ως παρανο­μη­σάντων κα­τηγο­ρίαν ποιησά­με­νος παρέδωκε λευθησο­μέ­νους.

 

Τέτοιος [παλιάνθρωπος] ήταν μάλι­στα ο Άνα­νος, που εθεώρησε ότι τώρα είχε την κατάλ­λη­λη ευκαιρία επειδή ο μεν Φήσ­τος εί­χε αποθά­νει, ο δε Αλβίνος ήταν ακόμα καθ’ οδόν [προς ανάληψη καθηκόν­των], και έτσι συνεκάλεσε συνέδριο κριτών [Σαν­χε­δρίν δικαστών] και προσήγαγε σ’ αυτό τον αδελφόν τού Ιησού του λεγομέ­νου Χριστού, το όνομα του οποίου ήταν Ιάκω­βος, και μερικούς άλλους, και αφού κατα­σκεύασε ενα­ντί­ον τους την κατηγορία ότι αυτοί είχαν παρα­βι­ά­σει τον [Μωσαϊκόν] Νό­μον τους πα­ρέδω­σε για να λιθοβολη­θούν.

           

            Η φράση «τού λεγομένου Χρι­στού» που αναφέρεται χωρίς παρένθεση εντός του κειμένου του Ιωσή­που, είναι το επονο­μα­ζόμενο δευ­τερεύον ή μικρότερο Testi­monium Flavia­nun. Όπως και το μείζον Testimonium Flavianum έτσι και το μικρό θεω­ρείται παρ­εμ­βολή από τους αμερόλη­πτους ερευ­νητές. Aυτό θα εξε­τάσομε εν συν­τομία και θα κάνομε ορισμένες σημαντικές παρατηρήσεις. Αυτή ή φράση είναι καθα­ρά χρι­στι­α­νι­κή διότι:

 

(1)  Ο ίδιος ο Ωριγένης στο κείμενο του Κατά Κέλσου έργου του, όπως το είδα­με παραπάνω, τα μα­σά­ει (δεν μιλάει καθαρά και με ακρίβεια), πα­ρα­θέτει τον Ιώσηπο λαν­θα­σμέ­να ―πράγμα απαράδεκτο― περιπίπτει σε κραυ­γαλέα αν­τίφαση εν­τός έξη γραμ­μών. Έχει δε βάλει την φράση αυτή εντός παρεν­θέ­σε­ως. Δεν χρειάζεται να ανατρέξομε πολύ μα­κ­ριά. Ο ίδιος ο Ωρι­γένης μας λέγει ότι ο Ιώ­σηπος «δεν πιστεύει τον Ιησού ως τον Χριστό» και μετά ο ίδι­ος γυρνάει να μας πει ότι ο Ιώσηπος γράφει: «ός ήν αδελφός Ιησού (τού λε­γο­μένου Χρι­στού)». Ο ίδιος Ωριγένης δηλα­δή, έρχεται, σε αντίφα­ση με τον εαυτό του μέσα σε έξη γραμμές, αν είναι δυνατό!

 

(2)  Η φράση «τού λεγομένου Χρι­στού» είναι συχνή χριστιανική φράση. Την βλέπομε αυ­τούσια στην Καινή Δια­θήκη: Ματθαίος 1: 16, 27: 17, 22, Ιωάν­νης 4: 25 και σε άλλη χρι­στι­α­νική γραμμα­τεία. Έτσι κάποιος Χριστιανός αντιγραφέας έχωσε ευκολότατα αυ­τές τις τρεις λέξεις μέσα στο κείμενο του Ιωσήπου αφού το παρόν σημείο του ταίριαζε τέ­λεια. Πιθανόν και να νόμισε ότι αυτόν τον Ιάκωβο εν­νοούσε ο Ιώσηπος και γι’ αυτό έβαλε αυτή την φράση μόνος του σαν επεξήγηση. Αλ­λά η φράση παρέμεινε εντελώς ξεκάρφωτη διότι: Ο Ιώσηπος εκτός του ότι δίδει επεξη­γήσεις για όλα τα πρόσωπα που εισά­γει, εφ’ όσον απευθύνεται στον Ελλη­νο-Ρωμαϊκό κόσμο που δεν γνωρίζει τα θέματα, θα έκανε μνείαν στην μεγά­λη Φλαβι­ανή μαρτυρία, Ιουδαϊκή Αρ­χαιολογία 18: 3: 3 ή 18: 63-64, αν αυτή όντως υπ­ήρχε, αφού η εδώ μικ­ρή Φλαβι­ανή μαρ­τυρία εμφα­νίζεται αργότερα (παράγραφος 20, 9: 1, ή 20: 200) εντός του ιδίου έργου. Δεν αναφέρει όμως τίποτα γι’ αυτήν, ούτε ανα­φέρει έστω και έναν χαρακτηρισμό του Ιησού Χριστού απ’ όλους όσους υπάρχουν σ’ αυτή, παρ’ όλον ότι οσάκις ο Ιώσηπος ανα­φέρεται σε προηγού­μενα μέρη του έργου του το κά­νει με λεπτομερείς ανα­φορές. Αν και αυτές τις τακτικές ο Ιώ­σηπος τις εφαρμόζει ανελλιπώς, εδώ όμως τίποτα απ’ αυτά δεν ισχύει. Εκτός του ότι αυτό το γεγονός είναι αντίθετο προς τον τρόπο γρα­φής του Ιωσήπου, ελλεί­ψει της πρώτης παρα­γράφου η δεύτερη δεν μπορεί να γράφτηκε με αυτήν εδώ την φράση από το χέρι του εν λόγω Ιστο­ρικού!

 

(3)  Για το αν ο Ιά­κωβος ο Δίκαιος του Ιωσήπου, είναι ο Ιάκωβος ο Αδελφό­θεος των Χριστιανών (Πράξεις 15: 13, Πρός Γαλάτας 1: 16, αλλά και Ματθαίος 13: 57, Μάρκος 6: 3, κλπ.), δεν υπάρχουν στοιχεία ικανά για να δώσουν απάντηση. Κατά πά­σα πιθανότητα πρόκειται περί δύο διαφορε­τι­κών προσώπων και πι­θανή υποκλοπή τού πρώ­του από τους Χρι­στι­ανούς για να πορτρά­ρουν το δεύτερο. Στις παρα­δό­σεις τους καθώς και στον Ευ­σέ­βιο βλέπομε ότι οι αφηγή­σεις για τον θάνα­το του Ια­κώ­βου του Αδελ­φο­θέου διαφέρουν, όχι μό­­νον απ’ αυτήν του Ιω­σή­που περί του θανά­του του Ια­κώβου του Δικαίου αλλά και με­ταξύ τους. Ο Ευσέβιος προ­σπαθεί ανεπι­τυχώς (όπως πάν­τα) να συγκε­ράσει τις μαρτυρίες του πρώτου εκ­κλησια­σ­τικού Ιστορικού Εβραίου Ηγησίπ­που (περίπου 110 – 185 Κ. Ε.) και του Κλήμεντος Αλε­ξαν­δρείας (150 – 215 Κ. Ε.) με αυτήν του Ιωσήπου. Γρά­φει ότι, όπως λέ­νε, οι Γραμματείς και Φαρισαί­οι τον κα­τα­κρή­μνισαν από την πτέ­ρυγα του να­ού. Αλλού πάλι λένε ότι ή στο ίδιο επει­σό­διο ή στον λι­θοβολισμό του κάποιος γνα­φεύς (επε­ξ­εργαστής και βαφέας ερίου) μέ­σα από τον όχλο τον απο­τε­λεί­ω­σε διά ισχυρού κτυ­πή­μα­τος με τον ξύ­λινο πά­σαλό του..., κλπ. (Ειρήσθω εν παρόδω ότι, ο Ευσέβιος στην Εκ­κλη­σι­α­σ­τική Ιστορία, βιβλίο 2, κε­φάλαιο 23, μας πλη­ροφορεί ότι ο Ιάκωβος δεν εί­χε πλυθεί, ξυ­ρι­στεί, χτε­νι­στεί, κλπ, ποτέ του. (Ο Ιωάννης Χρυσόστο­μος έχει συμπεριλάβει αυτές τις «τρομε­ρές αρετές» μεταξύ των κανόνων του μονα­χι­σμού. «Εις υγείαν της χρι­στια­νι­κής και ναζιρα­ϊ­κής βρώ­μας και πα­ρα­φ­ροσύ­νης!»). Υπάρχει δη­λαδή πλή­ρης ακα­τα­στασία ακόμα και σ’ αυ­τό το ση­μείο, το οποίο εί­ναι μεγάλης σπου­δαιό­τητας για τους Χρισ­τιανούς. Μα­κάρι να ήταν το μό­νο...! Όπως σε τόσα άλλα έτσι και σ’ αυ­τό τα έχουν κά­νει σα­λάτα. Ακόμα, ο Ευσέβιος πέραν μερικών αποσπασμάτων εξα­φά­νισε τα έρ­γα του Ηγησίππου όπως και πολλών άλλων από προσώπου γης. Γιατί άραγε;

            Η Καθολική Επιστολή του Ιακώβου υποτίθεται ότι γράφτηκε από τον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο. Πλην όμως πουθενά ο συγγραφέας δεν μας λέγει αν ήταν αδελφός του Ιησού εί­τε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Με­ταφορικά σημαίνει ότι είχε λάβει τον τίτλο Αδελφόθεος ως ανήκων στην χριστιανική αδελφότητα και ως αρχη­γός της. Η Επιστολή αρχίζει ως εξής «Ιάκωβος, Θεού και Κυρίου Ιησού Χριστού δούλος, ταις δώδεκα φυλαίς ταις εν τη διασπορά χαίρειν·». Λέγει δούλος και όχι αδελφός! (Τα ίδια ισ­χύουν και διά την Καθολική Επιστολή του Ιούδα.).

      Ο Ιώσηπος και ο Ιουδαϊκός λαός δεν μπορεί να εμέμφοντο τον Αρ­χιερέα Ανάνο για την εκτέλεση κάποιου μισητού αιρετικού χριστιανού και παρα­βά­τη του Μωσαϊκού Νόμου. Μια τέτοια εκτέλεση ήταν θεμιτή κατά τον Μω­σαϊκό Νόμο και δεκτή από τον Φαρισαίο Ιώσηπο και την Ιουδαϊκή κοινω­νία. Ο Ανάνος απλώς βιάστηκε να τον εκτελέσει προτού καταφθάσει ο νέ­ος Ρω­μαίος κυβερνήτης Αλβίνος, για να μην καταπιαστεί με τους Ρω­μαϊ­κούς κανονι­σμούς περί εκτελέσεων, βάσει των οποίων ο Δί­καιος πιθα­νόν να αθωωνό­ταν. Όπως φαίνεται, ο διεφθαρμένος Ανάνος εξετέλεσε κά­ποι­ον αθώο Ιουδαίο βιαστικά και γι’ αυτό ο Ιώσηπος τον μέμφεται! Αν αυτός ήταν ο αρχηγός της χριστιανικής αιρέσεως ούτε που θα τον ένοιαζε και κάτι θα έγραφε για την χριστιανική ιδιότητά του, ομάδα και αίρεση. Όμως δεν γράφει τίποτα απολύτως! Την εποχή εκείνη η δι­αφ­θορά στην Ιουδαία ήταν τόσο υψηλή που την ενθυ­μούν­ται ακόμα και οι σημερινοί Εβραίοι! Λόγω αυτού του στοιχείου, ο Ιά­κω­βος Δίκαιος πρέπει να ήταν άλλος από τον Ιάκωβον Αδελφό­θεον. Κατά πά­σα πιθανότητα οι Χρι­στια­νοί εσφετερί­στηκαν τον Δίκαιον για να πα­ρουσιάσουν μια αναφορά Ιστο­ρικού για τον Αδελφόθεον. (Όπως αναλύο­με στο επόμενο μέρος αυτού του άρθρου οι Πράξεις των Αποστόλων χρη­σιμοποιούν τον Ιώσηπο!).

 

(4)  Ίσως μερικοί προτείνουν την εκδοχή ότι ο Ιάκωβος Δίκαιος ήταν αυτός που είχε αναλάβει κατ’ αυτά τα δύσκολα χρόνια την αρχηγία της Χριστια­νικής Ιου­δαϊ­κής αιρέσε­ως. Κατά την χριστιανική παράδοση, και όπως υπονοεί­ται στις Πράξεις 15: 1-33, Α΄ Πρός Κορινθίους 15: 7, Πρός Γα­λάτας 1: 19, 2: 9, κλπ, ο Ιάκωβος ήταν ο πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων. (Την θεολογική αντίφαση τού ότι αυ­τή η αρχη­γία είχε δοθεί στον Πέτρο από τον ίδιο τον ιδρυ­τή του Χριστιανι­σμού και της εκκλησίας, τον Θεό Ιη­σού Χριστό, όπως μας ομολογούν ο Ματ­θαί­ος 16: 17-19, Ιωάννης 21: 15-19, κλπ, ας μας την ξε­καθαρίσουν οι Χριστιανοί.). Το ότι ο Ιάκωβος ήταν αρχηγός αυτής της ιδιάζουσας αιρέσεως συνηγορεί με το ότι, σύμ­φωνα με τον Ιώ­σηπο όπως αναφέ­ρει στο υπό εξέταση συμβάν, ο Αρχι­ερέας Άνανος τον κατηγό­ρησε μαζί με άλλους (κατά πάσαν πιθανότητα ομοίους του) ότι παραβίαζαν τον Μωσαϊ­κόν Νόμο και ήθελε να τους βγάλει από τη μέση όσο πιο γρήγορα γινόταν. Ο Ιώ­σηπος δυστυχώς δεν αναφέρει συγκε­κρι­μέ­να στοιχεία της κατηγορίας για να βγάλομε οριστικά συμπεράσματα, αλλά απλώς υπονοεί ότι η κατηγορία ήταν πλα­στή και άδικη. Ο Ιά­κωβος ως αρ­χηγός μπορεί να είχε πράγ­μα­τι επιδείξει σύνεση, αυταπάρνηση και δι­και­ο­σύνη και γι’ αυτό να τον είχαν ονομάσει Δί­καιο. Μετά, οι ως συ­νή­θως μυ­θο­λογούντες Χριστιανοί για την παρ­­ρησία και την δικαι­ό­τη­τά του και τι­μής ένεκεν ως πρώτου αρχηγού της χριστιανικής κίνησης, αμέσως (;) μετά τον ιδρυτή της, δεν απο­κλείεται να του επέδω­σαν την προσωνυμία «Αδελ­φό­θεος», ανεξαρτήτως του αν ο Ιησούς Χρι­στός ήταν κά­ποιο υπαρ­κτό ή μυθολογικό πρόσωπο, αδελφός του ή μη. (Για τους Χριστιανούς η ύπαρξη του Ιησού Χρι­στού ήταν παραπάνω από ιστο­ρική, ήταν θρη­σ­κευ­τική πίσ­τη.). Η προσωνυμία αυτή δηλαδή έχει μεταφο­ρική και τιμητική έν­νοια.

            Η πιθανότητα αυτής της εκδοχής είναι εξαιρε­τικά μικρή, διότι ο Ιώ­ση­πος που έζησε στην Ιουδαία και την Γαλιλαία κατ’ αυτά τα πολύ δο­κι­μαστικά χρό­νια (50-74) και ήταν μέτοχος και αυτόπτης μάρτυς ολο­κ­λή­ρου του Ιου­δαϊ­κού πολέμου κατά της Ρώμης (66-73) και των φοβερών γε­γονότων που έλα­βαν χώρα, δεν κάνει πουθενά μνείαν περί Χριστιανών και οιουδήποτε ρόλου που έπαιξαν. Γράφει ωσάν να μην υπάρχουν καθόλου, ή σαν να μην του έχει αναφέρει κανείς τίποτα, ή σαν να είναι εντελώς ανά­ξιοι οιασδή­ποτε αναφο­ράς. Πρόκειται για το “ex silentio” επιχείρημα που ανάφερε προηγουμένως ο Παν. Μαρίνης στο σχόλιό του. Πέρα για πέρα αξιοπε­ρί­εργο και αξιοπρόσεκτο γεγονός που πρέπει να μελετηθεί και να εξε­τασθεί εις βάθος και πλάτος!

 

(5)  Ακόμα πρέπει να πούμε ότι ο Ιώσηπος μιλάει για καμιά εικοσαριά άνδρες που έφε­ραν το όνομα Ιησούς. Επομένως, το «ός ήν αδελφός Ιησού» που υπάρχει στο κεί­μενό του, αν δεν είναι και αυτό μέρος της παρεμβολής, δεν αποδεικνύει τί­ποτα δι­ό­τι δεν λέγει για ποιον Ιησού πρόκειται. (Εκτός και στο πρωτότυπο έλεγε αλλά τώρα δεν λέγει!) Οπότε αν μεν δεν είναι μέρος της παρεμβολής, τό­τε ο Ιώ­ση­πος μιλάει για κά­ποιον άλλον Ιησού για τον οποίον δεν έχομε στοιχεία, και όχι για τον Ιησού Χριστό αφού όπως απο­δείξαμε δεν ασχολείται καθόλου μαζί του διότι δεν τον ξέ­ρει. Αν όμως εί­ναι μέρος της πα­ρεμβολής, τότε το αυθεντικό κείμενο στα­μα­τάει με τις λέ­ξεις «του δι­καί­ου».

 

            Όλη λοιπόν η φασαρία γίνεται για τις τρεις λέξεις «τού λεγομένου Χρι­στού», οι οποίες κατά τον ίδιο τρόπο απαντώνται στα Ευαγγέλια και στην χριστιανι­κή γραμ­ματεία. Αν ο Ιησούς Χριστός ήταν ιστορικό πρόσωπο και ακόμα ο ίδιος ο Μεσσίαχ, τότε γι­α­τί επαναλαμβάνεται αυτή η μετοχή «του λεγομένου» τόσες φορές εδώ και ‘κει, για πολύ καιρό μετά την ανάληψή του; Επειδή τον αποκαλούσαν έτσι, ενώ ο κό­σμος δεν τον πίστευε; Πέραν των Ευ­αγγελίων όμως την επαναλαμ­βά­νουν και μερικοί Χριστιανοί συγγραφείς.

            Όπως αναλύσαμε προηγουμένως ο Φα­ρι­σαί­ος Ιώσηπος δεν γνωρίζει τί­ποτα για τον Ιη­σού Χριστό και είναι αδύνατον να έχει γρά­ψει αυτές τις λέξεις μέσα στο άσ­χετο θέ­μα που πραγματεύεται εδώ, αν η όλη παράγραφος είναι όπως ακριβώς την έγ­ραψε και που σκοπό έχει να ψέξει τον Αρχιερέα Άνανον ως αυταρχικό και διε­φ­θαρμένο παλι­άνθρωπο. Μάλιστα δε το να βάλει μια ­τέτοια ξεκάρ­φω­τη φράση χωρίς να δώσει την προηγουμένη παραπομπή ή καμία πε­ραιτέρω επεξήγηση είτε επί τόπου, είτε πρω­τύ­τε­ρα, εί­τε αργότερα, είναι εντελώς μη χαρακτηριστικό του Ιωσήπου. Σ’ αυ­τή την δια­πί­στωση, όπως εί­δαμε, συνη­γο­ρούν οι μαρτυρίες των: Ιωάννου Χρυσο­στό­μου, Ιε­ρού Φωτίου, κ. α., αλλά ακόμα και η αρχική μαρτυρία του Ωριγένη στην οποία ο ίδι­ος ο Ωριγένης ομολογεί ότι ο Ιώ­σηπος «δεν πι­στεύει τον Ιησού ως τον Χρισ­τό». Όπως όμως βλέπομε είναι πο­λύ εύ­κολο να παρεμβληθούν αυτές οι τρεις λέ­ξεις, στο εν λόγω βολικό σημείο, σε υστε­ρόγρα­φα χειρόγραφα των έργων του Ιωσή­που. Αλλά χωρίς την υποστήριξη της πρώτης μεγαλύτερης παραγράφου, ως αποδεδειγ­μέ­νης πα­ραχαράξεως, αυτές εδώ οι τρεις λέξεις από μόνες τους δεν έχουν καμία ιστορι­κή αξία! Διότι δεν πιστοποιείς την ιστορικότητα κάποιου προσώπου διά μέσου ενός ασχέτου επεισοδίου και τρίτων ονομάτων. Σκεφτείτε να λέγαμε ότι ο Αλέξανδρος εί­ναι ιστορικό πρόσωπο επειδή τον επονόμασαν Μεγάλο και είχε μια αδελφή που την έλεγαν Θεσσαλονίκη;

            Εκτός απ’ αυτές τις τρεις λέξεις, το επεισόδιο το οποίο πραγ­μα­τεύεται ο Ιώση­πος σ’ αυτό το κεφάλαιο θεωρείται γενικώς ως αληθές γράψιμο του Ιου­δαίου Ιστο­ρι­κού. Πολλοί θεωρούν ότι δεν υπάρχει καμία σοβαρή έν­δειξη εναντίον του κει­μέ­νου αυτού. Άλλοι όμως προτείνουν ότι είναι μη χαρακτηριστικό του Ιωσήπου αυτή η συν­τομία για ένα τόσο σημαν­τικό γεγονός. Δεν αναφέρει τα ονόματα των κριτών, των μαρτύ­ρων ή των ψευ­δομαρ­τύρων, τα στοιχεία της δίκης, κλπ. Είναι μια πολύ λιτή πα­ράγ­ρα­φος και γραμ­μένη με μεγάλη βια­σύνη. Έτσι μερικοί εμπειρογνώνομες παρα­μέ­νουν σκεπτικοί, και μερικοί την απορ­ρί­πτουν όλη ως παραχάραξη.

Αφού τα αρχικά αντίγραφα του Ιωσήπου εκλείπουν παντε­λώς δεν μπο­ρού­με να ελέγξομε την κατάσταση. Μπορούμε όμως διά της λογικής επα­γω­γής να συμπε­ρά­νομε ότι: Μάλλον ο ίδιος ο Ωριγένης υπέδειξε αυτή την πα­ραχάραξη με παρένθεση μέσα στα γραπτά του λόγω της μανίας του να χτυπήσει τον Κέλσο. Αυτό υποστηρί­ζε­ται από την ύπαρξη της πα­ρεν­θέ­σεως (τού λε­γο­μένου Χρι­στού) εντός του Κατά Κέλ­σου γραπτού του Ωριγένη και εντός της Εκ­κλησιαστικής Ισ­τορίας του Ευσεβίου, 70 περίπου χρό­νια αργότερα. Στον ίδιο τον Ιώσηπο την παραχάραξη πρέπει να την έκανε ή ο ίδιος ο Ωριγένης, ή κάποιος σύγχρονος του κατά τον ίδιο χρόνο ή λίγο πριν, ή ακόμα την έκανε αργότερα ο Ευσέβιος. Επομένως και λογικώς έχομε τα εξής τινά:

 

(1)   Είτε ο Ωριγένης υπέδειξε την πα­ραχάραξη αυτή με παρένθεση εντός των γραπτών του λόγω της μανίας του να χτυπήσει τον Κέλσο και μετά ταύτα την υιοθέ­τησαν ο Ευσέβιος και οι υπόλοιποι..

 

(2)   Είτε ο ίδιος ο Ωριγέ­νης, είτε κάποιος σύγχρονος του ή ολίγον πριν απ’ αυτόν, έκα­νε την πα­ραχάραξη επίτηδες επειδή αυτό το ση­μείο τον βόλευε θαυμάσια, ή επειδή ενό­μι­σε ότι ο Ιώ­σηπος υπονοούσε τον Χριστό σ’ αυτό το σημείο, αλ­λά δεν τον ανέφερε, και έτσι αυ­τός έβαλε την παρένθεση αυτή ως επε­ξή­γηση.

 

(3)   Είτε κάποιος άλλος, κατά πάσαν ένδειξη ο Ευσέβιος, πιθανώς παρακινού­με­νος από την παρένθεση αυ­τή των γραπτών του Ωριγένη ή και μόνος του, συν­έλαβε την ιδέα και παραχά­ρα­ξε τον Ιώ­σηπο. (Υπάρχει και η ισχυρή υπόθεση του Ψευδο-Ωριγένη – Ψευδο-Κέλσου διά τον Αληθήν Λόγον. Αν αυτή αληθεύ­ει, αυ­τοί ήταν σύγχρονοι του Ευσεβίου και μικρότεροι κατά την ηλικία. Σε τέτοια περίπτωση ο Ευσέβιος έκανε την παραχάραξη.).

 

(4)   Αν όμως ο Ωριγένης δεν διέπραξε τίποτα απ’ αυτά, (πράγμα πολύ πιθανό δι­ό­τι είναι εντελώς απίθανο να έρχεται σε κραυγαλέα αντίφαση με τον εαυτόν του εντός έξη γραμμών), τότε από τα γραπτά του Ευσεβίου και κατά πάσαν ένδειξη, μπορούμε να υπο­πτευθούμε ότι ο ίδιος ο Ευ­σέβιος διέπρα­ξε και την με­γά­λη και την μικρή παρα­χά­ραξη στον Ιώσηπο και ότι ακόμα παρα­χά­ρα­ξε και τον Ωριγένη για να έχει δίπλα του και άλλον συμπαραμαρούντα. (Ο ίδιος ο Ευσέβιος έχει ήδη προφέρει την κα­τα­δί­κη του, βλέπε Εκκλησιαστι­κή Ιστο­ρία, βιβλίο 1, κεφάλαιο 11, και είναι πασίγνωστος για την τσαπατσουλο­σύνη του, απροσεξία του, επιπολαιότητά του, ψευδολο­γία του, κλπ. Αυτός δεν λο­γάριαζε κανένα, ούτε τον Χριστό!)

 

Αλλέως πως δεν διαβλέπει κανείς πως είναι δυνατόν να συμβιβαστούν και να ευθυ­γραμ­μι­στούν όλα αυτά τα αλλο­πρό­σ­αλ­λα και αντιφατικά δεδομένα και υπάρχον­τα στοιχεία που έχομε εκθέσει μέχρις εδώ, ένα των οπίων είναι και η κραυγαλέα αντι­φατικότητα του Ωριγένη που ήδη εξηγήσαμε παραπάνω.

Η πλειοψηφία των ερευνητών θεωρεί τη μικρή Φλαβιανή μαρτυρία, όπως και τη μεγάλη, ως παραχάραξη. Υπάρχουν όμως μερικοί που υποθέτουν ότι ο Ιώσηπος έβαλε την φράση «(τού λε­γο­μένου Χρι­στού)» σ’ αυτό το σημείο μόνο και μόνο για να ξε­χωρίσει αυτόν ειδικά τον Ιησού από τους τόσους άλ­λους Ιησούδες που αναφέρει εδώ και ‘κει, μιας που όπως φαίνεται είχε ακούσει ότι μερικοί αποκα­λού­σαν τον Ιά­κωβο τον Δίκαιον ως «Αδελφόν του Ιησού του Λεγομένου Χριστού». Αυτή η υπό­θε­ση είναι μεν λογική, αλλά έχει πολύ μικρή πιθανότητα να ισχύει, λόγω όλων των επι­χειρημάτων που έχομε ήδη παρα­θέ­σει στην παρούσα εργασία. Αν όμως υποθέσομε ότι ισχύει δι’ αυτόν τον λόγο, τότε και πάλι δεν απο­τελεί ιστο­ρική μαρτυρία για τον Ιησού Χριστόν, καθ’ ότι αυτή η φράση είναι απλώς ανα­φορά στο διακριτικό παρανό­μι του Ιακώβου, που έτυχε να φτάσει στ’ αυτιά του Ιωσή­που, χωρίς όμως ο Ιστορικός να του δώσει σημασία και να ελέγξει τι μπορούσε αυτό να σημαίνει.

 

·       Προσέτι, ο Ωριγένης στο έργο του «Kατά Κέλσου», βιβλίο 1, κεφά­λαια 46, 47 και 68 αντικρούει τον Κέλσο που κατηγορούσε τον Ιησού ότι είχε μάθει τις μαγείες των Αιγυπτίων και τέτοιες ήταν τα θαύματά του. Ο Ωριγένης τον αντι­κρούει λέγοντας ότι τα θαύματα του Ιησού είναι ασυγκρίτως ανώτερα από όλα όσα αναφέρονται στους Ελληνικούς μύθους και ότι ο Ιησούς έκανε τα θαύμα­τά του για να κερδίσει τον κόσμο και να τον μάθει την ανώτερη ηθική διδασ­καλία του, πράγμα προς το οποίο κανένας Αιγύπτιος δεν μπορούσε να παραβ­ληθεί. Εδώ λοιπόν η διακήρυξη «Ιησούς σοφός ανήρ, ... παρα­δό­ξων έρ­γων ποιητής» της Φλαβιανής Μαρτυρίας θα υπηρετούσε τέλεια τον Ωριγένη να την επικα­λε­στεί προς απόδειξη εναντίον του Κέλσου. Αυτό όμως δεν έγινε, που σημαίνει ότι αν και ο Ωριγένης εγνώριζε τον Ιώσηπο πολύ καλά, αυτή η μαρτυρία τού ήταν άγνωσ­τη, και συνεπώς δεν υπήρχε.

 

·       Όπως φαίνεται οι Χριστιανοί εκτός από το συχνά απαντώμενο Εβραϊκό όνομα του Ιακώβου υπέκλεψαν και το πιο συχνά απαντώμενο Εβραϊκό όνομα Ιησούς (Γιοεσούα = ο Γιαχβέχ είναι σωτηρία, ο Γιαχβέχ έχει σώζει) και διάφορες διη­γήσεις από την Παλαιά Διαθήκη, το Ταλμούδ, τον Ιώσηπο και τον Φίλωνα για να πλάσσουν τον ιδικόν τους Ιησού. Διά τούτο και το πρόσωπο αυτό δεν κατ­έ­χει κα­μία ιστο­ρι­κή θέση σε καμία κατάλληλη πηγή. Αλλιώς κάπου στον Φί­λωνα, τον Ιώσηπο, τον Ιού­στο της Τιβεριάδος, το Ταλμούδ και χίλια δυο άλλα συγγ­ράμ­ματα, όπως και ο Μέγας Ιουλια­νός επικα­λεί­ται, κάτι θα είχε σημει­ω­θεί πε­ρί αυτού του φοβερού και τρομερού θαυματοποιού που αναστήθηκε τρι­ήμε­ρος! Η εκδοχή της υποκλοπής αυτής είναι πολύ πιθανή και έχει υποστη­ρι­χθεί από πολ­λούς ερευνητές. Περί διαφόρων χρι­στιανικών υποκλοπών με­λε­τείσετε του­λάχιστον τα εξής μνη­μειώδη ερευνητικά έρ­γα:

 

1.     Gerald Friedlander, The Jewish Sources Of The Sermon On The Mount, Kessinger Publishing.

2.     Hyman E. Goldin, The Case of the Nazarene Reopened, The Lawbook Exchange Ltd., 1948-2003.

3.     Randel Helms, Gospel Fictions, Prometheus Books, 1989.

4.     Harold Leidner, The Fabrication of the Christ Myth, Survey Books, 1999.

5.     Albert Schweitzer, The Quest of the Historical Jesus, Introduction by James M. Robinson, Collier Books, 1968.

6.     Joseph Wheless, Forgery in Christianity, Kessinger Publishing.

7.     Joseph Wheless, Is it God’s Word?, Kessinger Publishing.

8.     Hayyim Ben Yehoshua, Refuting the Missionaries, (Excellent Research Essay on Web­si­te. Βλέπε το Παράρτημα της παρούσας ερ­γα­σίας!).

 

·       Όπως προαναφέραμε η εν λόγω παράγραφος ευρίσκεται σφηνωμένη στο έργο Ιουδαϊκή Αρχαιολογία XVIII, 63-64 και ουδεμία σχέση έχει με την προη­γού­μενη και την επόμενη παράγραφο. Προσέτι δε η προηγούμενη παράγραφος υπάρχει και στο άλλο σπουδαίο έργο του Ιωσήπου, τον Ιου­δαϊκό Πόλε­μο ΙΙ 175-177, και ακο­λουθείτε υπό άλλων παραγράφων στις οποίες ο Ιώσηπος πραγματεύεται άλλα ζη­τήματα άσχετα με την εδώ μαρτυρία. Για ένα τέτοιο άνθρωπο όμως, τον Μεσ­σία Χριστό τον θαυματουργό και τριήμερο ανασ­τη­θέντα, αναμένεται από τον Ιώσηπο να μας παραδώσει πολ­λά περισσότερα στοιχεία, θαύματα και λεπτο­μέρειες, πράγμα που ακριβώς πράττει για πολ­λούς άλλους πολύ υποδεεστέ­ρους. Ακόμα ο Ευσέβιος στην Εκκλησιαστική Ισ­τορία, ΙΙ, vi, γράφει ότι η πα­ράγραφος αυτή ευρίσκεται πριν από τις παραγ­ρά­φους του Ιωσήπου που αναφέρονται στον Πιλάτο. Σήμερα όμως ευρίσκεται μετά απ’ αυτές! Αυτό σημαίνει ότι ούτε η θέση της ήταν σταθερή, πράγμα που δηλώνει παραχάραξη!

 

·       Ο Ιώσηπος μας πληροφορεί ότι ο πατέρας του Ματτιτιάου (Ματθαίος ή Ματ­θίας ή Ματταθίας) ήταν υψη­λόβαθμο μέλος της Φαρισαϊκής αιρέσεως τού Ιουδαϊσμού, ο οποίος ζού­σε και δρούσε κατά τα έτη της διακυβερνήσεως του Πιλάτου και της δράσεως του υποτιθεμένου Ιησού Χριστού. Πουθενά όμως δεν ανα­φέρει τον πατέρα του να του εξιστορεί κάτι, έστω και παραμικρό, γι’ αυτόν τον απίθανο Ιη­σού, ο οποίος ποι­κιλοτρόπως είχε ανα­στατώσει την Γα­λι­λαία και Ιουδαία και είχε ομη­ρικούς καυ­γάδες και υβρεο­λόγια με τους Φα­ρισαίους. Περίεργο;

 

·       Η μανία των Χριστιανών για την χάλκευση του κειμένου του Ιωσήπου δεν απο­δει­κνύεται μόνον από την Λατινική σύνοψη του 8ου-9ου αιώνος και όλα τα αποδε­δειγ­μένα παρείσακτα χωρία και παραχαράξεις που υπάρχουν στον Σλα­βονικό Ιώ­ση­πο, όπως ανέφερε προηγουμένως ο ερευνητής Μαρίνης στο σπου­δαίο σχόλιό του ανωτέρω, αλλά ακόμα και από την παραχάραξη που υπάρχει σε χριστιανικό αρα­βικό χειρόγραφο του 10ου αιώνος. Η Φλαβιανή Μαρτυρία (Ιουδαϊκή Αρχαι­ο­λογία XVIII, 63-64) υπάρχει και εκεί αλλά με ισχυρές δια­φο­ρές από την αντί­στοι­χη Ελληνική. Οπότε εδώ έχομε το φαινό­με­νο παραχα­ρά­ξεως της παραχαράξεως. Αυτή την αραβική αναθεωρη­μένη πα­ράγραφο ανα­φέρει ο Αγάπιος, Χριστιανός Άραβας και Μελκίτης [11], επίσκο­πος Ιεραπό­λε­ως, στο βιβλίο του «Βιβλίο του Τί­τλου». Γενικώς λοιπόν παρατη­ρούμε μια μα­νία των Χριστιανών αντιγραφέων επι­μελητών για παραχά­ραξη και διασυρμό του έργου του Ιωσήπου προς παραγωγή πλαστής ιστορι­κής μαρ­τυρίας για τον Ιησού των Ευαγγελίων. Όπως αναφέρομε στον πρόλογο του παραρτήματος παρακάτω, ο καθηγητής Frank R. Zindler αποδεικνύει ότι η μανία των χριστι­ανικών ομάδων για την χάλκευση του έργου του Ιωσήπου άρχισε κατά τον 2ο αιώνα και κράτησε για πολλούς αιώνες μετά. Αυτή είναι το πειστικότερο στοι­χείο ή μάλ­λον η απόδειξη για την μη ύπαρξη ιστορικών αναφορών στον ιστο­ρικό Ιησού Χριστό. Οι Χριστιανοί μη διαθέτοντες τέτοιες αναφορές και συ­νε­χώς προκαλούμενοι από τους αντιχριστιανούς, παρα­σύρθηκαν στην κατά συρ­ροή και αδέξια παραχάραξη του Ιωσήπου, ως πιο βαρυσημάντου, αμέσου, βο­λικού και προπαντός Ιουδαίου, για να πα­ρουσιάσουν με­ρικές. Το γεγονός αυ­τό ση­μαίνει ότι ιστορικός Ιησούς Χρισ­τός δεν υπήρχε.

 

[Υποσημείωση 11: Μελκίτης:

(Μετάφραση από την ελευθέρα εγκυκλοπαίδεια Wikipedia.)

Ο όρος Μελκίτης (και τα παράγωγά του) χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις διά­φο­ρες χριστιανικές εκκλη­σίες και τα μέλη των που προήλθαν από τη Μέση Ανα­τολή. Η λέξη πα­ράγεται από την Συριακή Μαλκαγιά, που σημαίνει αυτοκρατορικός. Στα Αρα­βι­κά λέξη μεταγλωττίζεται ως Μάλικι (ملكى‎). Ο όρος Μελκίτης χρησι­μο­ποιήθηκε αρ­χικά ως υποτιμητικός ύστερα από την οξυτάτη διασπαση που έλαβε χώρα στον Ανα­τολικό Χρι­στιανισμό μετά την σύνοδο της Χαλκηδόνος (+451). Χρησι­μο­ποιείτο από τους αντιχαλ­κηδονικούς για να αναφέρουν αυτούς που υποστήριζαν την σύνοδο και τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα. Είναι άγνωστο ποια πε­ρίοδο οι Μελκίτες άρ­χισαν να χρησιμοποιούν τον όρο για τους εαυτούς των. Οι Μελκίτες γενικώς ήταν Ελ­λη­νό­φω­νοι κάτοικοι πόλεων που ζού­σαν στην δυτική Μέση Ανατολή και την Αίγυπτο, εν αν­τιθέ­σει προς τους πιο επαρ­χι­ώτες αντιχαλκηδονικούς που ομιλούσαν την Συριακή και Κοπτική. Η εκκλησία των Μελ­κιτών οργανώθηκε σε τρία ιστορικά πατριαρχεία —Αλε­ξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων — υπό την κυριαρχία του Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως. Οι αντι­χαλκηδονικοί έφτιαξαν τα πατρι­αρχεία τους στην Αλε­ξάνδρεια (Κοπτική Ορθόδοξη Εκ­κλησία) και στην Αντιόχεια (Συριακή Ορθόδοξη Εκ­κλησία). Το Νουβιανό βασίλειο της Μακουρίας (στο σημερινό Σουδάν) σε αντι­θέ­σει προς τους Μονο­φυσίτες γείτονές του, ακολούθησε επίσης την πίστη των Μελκι­τών από το +575 μέχρι το +1300 περίπου. Από το +1342, Ρωμαιοκαθολικοί κληρικοί εγ­καταστάθηκαν στη Δαμασκό και σε άλλες πε­ρι­ο­χές και άρχι­σαν την κρυφή με­τα­τ­ρο­πή του Ορθοδόξου κλήρου και λαού στον Καθολι­κι­σμό. Κατ’ αυτόν τον χρόνο, η φύ­ση του Σχί­σματος μεταξύ Ανατολής και Δύσεως δεν ήταν ξεκαθαρι­σμένη, και οι πε­ρισσότεροι των προ­σηλύτων συ­νέχισαν να λατρεύουν και να εργά­ζονται εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως κόμμα υπέρ των Δυτικών. Τo 1724, Κύ­ριλλος VI, ένας επί­σ­κοπος που υπεστήριζε τους Δυτικούς, εξελέγη Πατριάρχης Αν­τι­ο­χείας. Επει­δή αυτό θεωρήθηκε ως προσπάθεια των Καθολικών για κατάληψη της αρχής, ο Ιερεμίας ΙΙΙ της Κωνσταντινουπόλεως διόρισε τον Έλληνα [*] καλόγερο Σύλβεστρο στο Πατρια­ρ­χείο αντί του Κυρίλλου. Η καταπιεστική αρχηγία του Συλ­βέ­στρου έσπρωξε πολ­­λούς να προτιμήσουν την αρχηγία του Κυρίλλου. Ο μόλις τότε εκ­λεγείς Πάπας Βενέ­δι­κτος ΧΙΙΙ ανεγνώρισε την αξίωση του Κυρίλλου επί του Πατρι­αρχείου, και κα­λο­δέ­χτη­κε αυ­τόν και τους ακολούθους του σε κοινωνία με τη Ρώμη. Από το σημείο αυτό και με­τά, η Μελκιτική Εκκλησία διαιρέθηκε μεταξύ των Ορθο­δό­ξων, οι οποίοι συνέχισαν να ανα­γνωρίζουν την δικαι­οδοσία του Πατριάρχη Κωνσ­ταντινουπόλεως, και των Κα­θολι­κών, οι οποίοι ανεγνώριζαν την δικαιοδοσία του Πάπα Ρώμης. Εν τούτοις, αυτή η τελευ­ταία Κα­θολική ομάς ήταν η μόνη που συ­νέχισε να χρησιμοποιεί τον τίτλο Μελ­κί­της. Ού­τω, κατά τη σύγχρονη χρήση, ο όρος απευ­θύ­νεται αποκλειστικώς στους Έλ­λη­νες[*] Καθο­λι­κούς από την Μέση Ανατολή.]

 [* Σημείωση του αρθρογράφου: Εδώ οι λέξεις «Έλληνας και Έλληνες» δεν εννοούν κατ’ ανάγκη διά φυσι­κού εθνισμού Έλλη­νες, αλ­λά περισσότερον Ελληνιστές δηλαδή Ελληνο­φώνους ή Ελληνοσπουδασμένους ή κατοίκους των περι­οχών αυ­τών οι οποίοι ασπαζόταν τον Ελληνικό Πολιτισμό, αλλά κατά την εποχή αυτή ήταν πλέον Χρι­στι­α­νοί. Π. χ., ο Άραβας Αγάπιος, επίσκοπος Ιεραπόλεως Φρυγίας, στην Δυτική Μι­κρά Ασία, του 10ου αιώνος τον οποίον αναφέ­ρα­με εντός του άρθρου.

 Έτι προσθέτομε: Τί να πρωτοπούμε και τί να πρωτοθαυμάσομε απ’ τις χριστιανικές δια­μάχες με­τα­ξύ των χιλιάδων αιρέ­σε­ων αυτής της μόνης και αληθινής θρησκείας, εκ των οποίων ένα ελάχιστο και σχε­τι­κώς ειρηνικό δείγμα είναι το ανωτέρω παράδειγμα των Μελκιτών. Μετά οι Χριστιανοί έχουν το θράσος να δια­φημίζουν το δόγμα τους ότι η Εκ­κλησία τους προστατεύεται και καθοδηγείται από το Άγιο Πνεύμα!]]

 

      Με όλα αυτά κατά νουν αγαπητοί αναγνώστες και με πολλά περισσότερα που τυχόν ή καλλίτερα επί τούτου μελετήσετε, αποφασίσετε μόνοι σας με ποια ομάδα ερευ­νητών συμ­φωνείτε. (1) Με αυ­τούς που δέχονται την Φλαβιανή Μαρτυρία ως πλήρως αυθεντική. (2) Με αυτούς που μας λένε ότι είναι κατά το ήμισυ αυθεντική και κατά το άλλο ήμισυ πλα­στο­γραφία. (3) Με αυτούς που την θεωρούν καθ’ ολοκληρίαν πλαστο­γραφία. (4) Ή ίσως μό­νοι σας φτιάξετε μια καινούργια ομάδα! Μετά όμως έχετε ηθική υποχρέωση να φερθείτε αναλόγως.

            —Συνεχίζομε με το ακόλουθο εξαι­ρετικό παράρτημα.—

 

 

 

*ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ*

 

 

REFUTING MISSIONARIES

ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΝΤΑΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ

 

ΥΠΟ ΤΟΥ ΕΒΡΑΙΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΗ

Hayyim ben Yehoshua

 

 

Μετάφραση από την Αγγλική και σημειώσειςυπό

Δρος Ιωάννου, Νεοκλέους Φιλάδελφου, Μ. Ρούσσου

 

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ

 

Έχω υπ’ όψη μου πολλούς ανεξέταστους και αμελέτητους ή σκόπιμους Χριστι­α­νούς απο­λο­γη­τές και θεολόγους οι οποίοι ισχυρίζονται ότι το Ταλμούδ και η Καινή Διαθήκη φέ­ρουν πει­στικές αναφορές και στοιχεία περί ιστορικού Ιησού Χριστού. Προς τούτο έκα­να τον κόπο να μεταφράσω από την Αγγλική και να παραθέτω εδώ την δημοσι­ευμένη ερ­γα­σία του Ιουδαίου Ραβίνου Hayyim ben Yehoshua, ειδικού με­λετητή και ερευνητή του Ταλ­μούδ και όλης της σχετικής ύλης, την οποία και έχει αν­αρτήσει εις το διαδίκτυο. Η ερ­γασία αυτή είναι πολύ πυκνογραμμένη και τεκμηρι­ω­μένη με πολλά ενδιαφέροντα στοι­χεία. Διά να μην λάβει τεράστια έκταση πολλές φο­ρές ο ερευνητής ανακοινώνει ετοί­μως πολ­λά από τα γνωστά στοιχεία ή τα νέα που αυτός χρησιμοποιεί καθώς και τα συμ­περά­σματα στα οποία κατέληξε ή είναι παραδε­κτά από την αμερόληπτη επιστημονική κοι­νό­τη­τα και μερικές φορές με μια συντομία που ημπορεί να ξαφνιάσει κά­ποιους. Δι’ όλα αυτά η ερ­γασία εφ’ ενός μεν είναι πο­λύ ουσιώδης και εφοδιασμένη με πολλά στοι­χεία, εφ’ ετέ­ρου δε ο ενδια­φε­ρόμενος ανα­γ­νώστης οφείλει να την μελετήσει και να την εξε­­τάσει πολύ προσεκτικώς. Αξί­ζει πο­λύ τον κό­πο! Εκτός του ότι φανερώνει βαθιά γνώ­ση των θεμάτων και των πραγ­μά­των, πολλά των οποίων δεν εί­ναι γνωστά στους περισ­σοτέρους, Χριστιανούς και μη Χρι­σ­τιανούς, όχι μόνο προ­ξε­νεί ανεπανόρ­θωτη βλάβη σε κά­θε τέτοιο σκόπιμο ή ανεξέ­τα­σ­το ισχυ­ρισμό, ότι δηλαδή το Ταλ­μούδ και η Καινή Διαθή­κη ανα­φέ­ρουν τον ιστορικό Ιη­σού Χριστό, αλλά και τον καταρρίπτει πατα­γωδώς.

Ως γνωστόν το Ταλμούδ άρχισε να γράφεται στην Παλαιστίνη και Βαβυλώνα τον δεύτερο αιώνα και τελείωσε τον έκτο. Κατά τους διάφορους Μεσαιωνικούς διωγμούς των Εβραίων στην Ευρώπη, οι Χριστιανοί πολλές φορές προσπάθησαν να καταστρέ­ψουν το Ταλμούδ. Όπως φαίνεται οι μανιασμένες προσπάθειές τους είχαν μόνο με­ρι­κό και προσωρινό αποτέλεσμα. Το Ταλμούδ επανεξεδόθη στην Βασιλεία της Ελβετί­ας τον 16ο αιώνα κάτω από την αυστηρή λογοκρισία των Χριστιανών. Παρ’ όλα ταύτα η Εβραϊκή κοινότητα διαφύλαξε επαρκώς το αρχικό Ταλμούδ και έτσι αυτό που έχει σή­μερα στα χέρια της είναι πιστό στο αρχικό. Η σύγκρισή του με το χριστιανικά λογοκ­ριμένο Ταλμούδ εκθέτει σαφώς όλες τις διαφορές και τις χριστιανικές επεμ­βά­σεις! Ακολούθως, παίζει πολύ ση­μαντικό ρό­λο στην έρευνα από ποιο Ταλμούδ αντ­λούμε αναφορές, το πραγματικό ή το λογοκριμένο. Αυτό το τονίζει παρακάτω ο ειδι­κός γνώ­στης του Ταλμούδ Hayyim ben Yehoshua. Αλλά και οι σχετι­κές­ αναφορές των Χριστιανών στο ύστερο λογοκριμένο (κυρίως Βαβυλωνιακό) Ταλμούδ αποτελούν αν­τιδράσεις που αφορούν τον Χριστιανισμό γενικώς και όχι τον Ιησού Χριστό ειδικώς.

Ο καθηγητής Frank R. Zindler, στο βιβλίο του The Jesus The Jews Never Knew, με το παράρτημα του: Sepher Toldoth Yeshu and the Quest of the Historical Jesus In Jewish Sources, (Ο Ιησούς που οι Ιουδαίοι δεν Γνώρισαν Ποτέ, + Το Βιβλίο της Γενεαλογίας του Ιησού και η Αναζήτηση του Ιστο­ρι­κού Ιησού στις Ιουδαϊκές Πηγές), εξετάζει λεπτομερώς όχι μόνο τα έργα του Ιωσήπου και το Ταλ­μούδ αλλά και όλες τις άλλες Εβραϊκές πη­γές για τις οποίες οι Χριστιανοί λένε ότι υπ­αινίσσονται ή μαρτυ­ρούν τον Ιησού Χρι­στό. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνει και τα Ταλμουδικά στοιχεία τα οποία αναπτύσσει εδώ ο ben Yehoshua. Πρό­κειται για μοναδικό, εξαιρε­τικό και πλή­ρες βιβλίο έρευνας που δί­νει σαφή και τεκμηριωμένη αρνητική απάντηση στο ερώ­τημα αν υπάρχουν Ιουδαϊ­κές πηγές που υπ­αι­νίσσονται ή φέρουν μαρτυρίες για τον Ιστορικό Ιησού Χριστό των Χριστιανών. Πρό­κειται για ένα σύγγραμμα που πρέ­πει να το με­λε­τή­σουν όλοι όσοι ενδια­φέρονται διά την δια­λεύκανση της αλήθειας που αφο­ρά την ισ­το­ρι­κό­τητα του Ιη­σού Χριστού.

Ο Zindler εξετάζει λεπτομερώς το Testi­monium Flavianum και υποστηρίζει την άποψη ότι πα­ρεμβολές και χαλκεύσεις εντός του Ιωσήπου έγιναν σε διάφορα σημεία σταδιακά και εξελικτικά από διαφόρους χριστιανικούς κύκλους, όπως τους οπαδούς του Βα­π­τι­στή, τους οπαδούς του Ια­κώβου του Αδελφοθέου, (διακρίνομε και τους δύο ήδη σε διάφορα σημεία της Καινής Δι­αθήκης), κ. ά. Αυτή την πολύ σοβαρή άποψη υποστη­ρί­ζει ο Zindler με πολλά στοιχεία και τεκμήρια και δίδει απάντηση σε όλα τα ερωτη­μα­τι­κά επί των χαλ­κεύσεων στα έργα του Ιωσήπου.

Η παραχαρακτική δραστη­ρι­ότητα στον Ελληνικό Ιώσηπο, που είναι και ο κύριος Ιώσηπος, είχε αρχίσει πριν απ’ τα χρόνια του Ωρι­γένη. Ο Ευσέβιος «ο Επιμε­λητής», ο οποίος είναι και ο πιο ύπο­π­τος της υπο­θέσεως, επιμε­λήθηκε καλλίτερα όλες τις πα­ρα­χαράξεις που είχαν λάβει χώρα μέχ­ρι τις μέρες του και τις κατέγ­ρα­ψε σε πιο στρω­τή γλώσσα. Βεβαίως, οι παραχαράξεις συνεχίσ­τηκαν και μετά τον Ευσέβιο σε πολλές Ελληνικές, Λατινικές, Αρα­βικές και Σλαβονι­κές εκδόσεις. Έτσι, με αυτές τις χαλ­κεύ­σεις, προέκυψαν δι­άφορα αντίγραφα του Ιωσή­που μέχρι την σήμερον, ενώ όλα τα άλ­λα με την πάροδο των χριστιανι­κών αιώνων εξαφανίστηκαν. Η Λα­τινική μετά­φ­ραση του 9ου αι­ώνος που ξέ­φυγε μόνο εν μέ­ρει παραχαραγμένη, οι μαρ­τυρίες του Ιω­άννου Χρυσοστόμου και αρ­γότερα του Ιερού Φωτίου, κλπ., συνηγορούν πλήρως υπέρ αυτής της εξελίξεως των πραγμάτων. Αλλ’ όχι μόνον αυτές: Ο Zindler ακόμα παρουσιάζει τα κείμενα μαζί με τις εντοπισμένες χρι­στι­ανι­κές παραχαράξεις εντός πολλών χειρογ­ρά­φων του Ιωσήπου τα οποία φυλάσσονται σε διά­φο­ρα μουσεία του κόσ­μου. Τα χει­ρόγραφα αυτά έχουν χρονολογηθεί επακριβώς και τοποθετούνται εντός πολλών και διάφορων αιώνων με­τά τον Ευσέβιο.

Ο Zindler επίσης αναγράφει όλα τα άλλα σημεία και στοι­χεία όλων των Εβραϊ­κών πη­γών που επικαλούνται οι Χριστιανοί μαζί με ολόκληρα τα κείμενα εν­τός των οποίων ευρίσ­κον­ται ώστε να καθίσταται από μόνο του σα­φές στον αναγνώ­σ­τη ότι οι ισχυρισμοί τους είναι ψευδείς. Όπως βλέπει κανείς από τον τίτλο του βιβ­λί­ου αυτού, ο Zindler υποσ­τηρίζει την θέση ότι οι Ιου­δαί­οι ουδέποτε εγνώρισαν τον Ιη­σού Χρι­σ­τό, πράγμα που το υποστηρίζουν πολλοί ερευ­νητές και λο­γικώς έπεται από την ιστο­ρική ανυ­παρ­ξία του.

Τονίζομε ότι είναι άλλο ζήτημα η ιστορικότητα του Ιησού Χριστού και άλ­λο η ισ­τορικότητα της κινήσεως που αργότερα ονομάστηκε χρι­στιανική. Η ιστορι­κό­τητα της κινήσε­ως αυτής ουδέποτε αμφισβητήθηκε και άρ­χι­σε γύρω στο 200 Π. Κ. Ε. Αφού έλαβε διά­φορες μορφές και ονομασίες καθώς και δι­αφό­ρους Χριστούς (Δανιήλ, Παύ­λου, Συνοπτικών, Ιωάννου, Απόκρυφους, Γνωστι­κι­στι­κούς, και πολλούς άλλους) κατ­έληξε σ’ αυτό που σήμερα ονομά­ζο­με Χριστια­νι­σ­μό, με κυρία μορφή τον Χριστό του Κων­σταντίνου (βλέπε κε­φάλαιο 5: Robert M. Price, The Da Vinci Fraud, Why The Truth is Stranger Than Fiction, Prometheus Books, 2005.).

Μετά ταύτα ο Hayyim ben Yehoshua κάνει μια συμπυκνωμένη αλλά πολύ κατα­τοπι­στι­κή ανα­δρομή στα κυ­ρι­ότερα απόκρυφα ή εκτός του Κανόνος της Καινής Δια­θήκης γρα­πτά τα οποία πολλές φορές οι Χριστιανοί χρησιμοποιούν και επικαλούνται και επίσης στα γρα­πτά μερικών γνω­στών Ιστορικών για τους οποίους οι Χριστιανοί δια­τείνονται ότι παρέ­χουν ακριβείς ιστορικές πλη­ροφορίες για τον Ιησού. Ο ben Yehoshua όμως απο­δεικνύει ότι καμία αξιόπιστη, βάσιμη, ιστορική πλη­ροφορία δεν πα­ρέχεται και από τις δύο αυτές κα­τηγορίες γραπτών. Επίσης, σε ολόκληρη την εξέ­ταση γραπτών και στοιχείων που ανα­πτύσσει, κατα­δεικνύει τις σχέσεις των διαφόρων χριστιανικών παραδόσεων και θρύλων με διά­φο­ρα ιστο­ρικά πρό­σωπα εξ Ιου­δαίων και μη Ιουδαίων και με διαφόρους παγανιστι­κούς μύθους.

Ο συγγραφέας παρουσιάζει και αναπτύσσει στοιχεία και θέματα που φτάνουν μέ­χ­ρι τον δεύτερο αιώνα Κ. Ε. Δεν προχωρά παραπέρα, αλλά και πάλι δεν εξαντλεί τα πάντα που υπάρχουν εντός αυτού του χρονικού διαστήματος. Υπάρχουν ακόμα πάρα πολλά στοιχεία μέχρι και τον δεύτερο αιώνα Κ. Ε. που δεν τα αναφέρει. Για να ανα­φερθούν όλα τα στοιχεία και ό,τι αφορά την ιδι­ό­τυπη αίρε­ση του Εβραιο­χρι­στιανισ­μού, έστω μέχρι τον δεύτερο αιώνα Κ. Ε, χρει­άζεται να γραφτεί ένα τε­ράστιο σύγ­γ­ραμμα, όπως του Zindler που αναφέραμε πιο πάνω, και όχι μια μικρή εργασία που σκοπό έχει να παρουσιάσει τα βα­σι­κά στοιχεία και θέματα, νύξεις, διατυπώσεις και συμ­πε­ράσ­μα­τα. Μετά ταύτα, τα υπό­λοι­πα επαφίενται στο ενδιαφέρον του αναγνώστη και του ερευ­νη­τή να βρει και να συμ­πλη­ρώσει τα στοιχεία και να εμβαθύνει τις δικαι­ολο­γή­σεις αυ­τών που πα­ρα­τί­θενται εδώ μαζί με ό,τι άλλο έχει να κάνει μ’ αυτή την ιδιάζουσα αί­ρεση του Ιουδαϊσμού.

Αν και η εργασία γράφτηκε για τους ομοεθνείς του συγγραφέα και απευθύνετε σ’ αυ­τούς για να γνωρίζουν πως να αντιμε­τω­πίζουν τους Χριστιανούς ιεραποστόλους και προ­παγανδιστές, μπορεί εξ ίσου καλά να απευθυνθεί και να χρησιμοποιη­θεί από κάθε άν­θρω­πο που δεν είχε την τύχη να υποστεί ανεπανόρ­θωτη πνευ­ματική αγ­κύ­λω­ση από τους Χριστιανούς. Ακόμα και μερικά από τα στοιχεία της εργασίας να απο­δε­χθεί κανείς, αν όχι όλα καθότι σε ολίγα δεν έχει δοθεί η απαιτουμένη δικαιολόγηση, τα συμ­περάσματα δεν αλλά­ζουν ουσιαστι­κώς. Όντως υπάρχουν πολλά αδιάσειστα στοι­χεία εντός της εργασίας τα οποία δεν είναι θέμα παραδοχής αλλά αντικειμενικής απο­δοχής που εν ανάγκη βασί­ζε­ται σε αμερό­ληπτη έρευνα, εξέταση, γνώ­ση και κρί­ση. Βάσει αυτών των στοιχείων και μόνον τα συμπεράσματα που εξάγονται είναι τα εξής:

 

1.     Τα στοιχεία που περιέχει το Ταλμούδ είναι πολύ επιζήμια για τον επίσημο Χρι­στι­ανισμό. Εντός του Ταλμούδ δεν υπάρχει απολύτως κανένας ιστορικός Ιησούς Χρι­στός. Μερικά στοιχεία που πε­ριέχει, δεικνύουν ότι ο Χριστιανι­σ­μός είχε αρχί­σει πριν από την Χασμονική εποχή (-167 Π. Κ. Ε.) ως μία μικρή και ασήμαντη Ιου­δαϊ­κή, μεσσιανική και εσχατολογική αίρεση, η οποία κατά την Χα­σ­μονική εποχή έγι­νε γνωστότερη και ολίγον ισχυ­ρότερη και ονομα­ζό­ταν Νοτζρί. Οι οπα­δοί της ονομα­ζό­ταν Νοτζρίμ (πληθυντικός). Στις Πράξεις 9: 2, 24: 5, 22, 25: 19 αποκαλείται και οδός ή αίρεσις των Ναζω­ραίων και δει­σι­δαιμονία. Ακόμα, με­ρι­κά στοι­χεία που αναφέ­ρει το Ταλμούδ, χρη­σιμοποιή­θη­καν στην ανάπτυξη του επισή­μου χριστια­νικού μύ­θου. Μέχρι την κα­τα­σ­τ­ροφή του + 66 - 73 Κ. Ε. η αίρεση αυτή ήταν καθαρή Ιουδαϊκή και Εβιωνιτική υπό­θεση. Από την κα­τασ­τ­ροφή του + 70 Κ. Ε. μέχρι την καταστροφή του +132-134 Κ. Ε. η αίρεση αυτή με­τε­ξελί­χ­θη στον Ιου­δα­ϊκό Χριστιανισμό και μετά για να επι­βιώσει αναγκάσ­τηκε να βγει έξω από τα Ιουδαϊκά όρια.

2.     Μερικά άτομα όπως ο Γιέισου μπεν Παν­δέι­ρα, γνω­στός και ως Γιέισου χα – Νοτζρί, ο μπεν Στάδα ή μπεν Σοτήρα ή μπεν Σιτήρα, κ. ά, που αναφέρονται στο Ταλ­μούδ, δεν έχουν να κάνουν τίποτα απο­λύ­τως με τον χριστιανικό Ιησού Χριστό. Επειδή ολίγα περιστατικά των ζωών τους ομοιάζουν σε μικρό βαθμό με με­ρι­κά περί Ιησού Χριστού, οι χριστιανοί προπαγανδιστές προσεπάθησαν να δια­δώσουν ότι αυτοί είναι ο ένας και μοναδικός Ιησούς Χριστός. Αυτή η προπα­γάνδα είναι βεβαίως εσκεμμένη και ψευ­δής διότι επί τούτου αποκρύ­π­τουν το πλήθος των τεραστίων διαφορών μεταξύ αυτών των ατόμων και του Ιησού Χρισ­τού της Καινής Διαθήκης, τις οποίες ο ben Yehoshua αποκαλύπτει πα­ρα­κάτω πλήρως. Αν λοιπόν κάποιος χριστιανός ψευδοαπολογητής αναφέρει το Ταλμούδ ως ιστο­ρική πηγή περί του χριστιανικού Ιησού, κανείς δεν έχει να κάνει τίπο­τα άλ­λο παρά να του παρουσιάσει αυτήν εδώ την εργασία του ben Yehoshua και να τελειώσουν τα προπαγανδιστικά παραμύθια.

3.     Η Καινή Διαθήκη δεν έχει καμία ιστορική αξία και δεν εξάγεται κανένας ιστο­ρικός Ιησούς Χριστός απ’ αυτήν. Ενώ ο Ματθαίος 28: 15 γράφει «... οι δε λα­βόν­τες τα αργύρια εποίησαν ως εδιδάχθησαν. και διεφημίσθη ο λόγος ούτος παρά Ιουδαίοις μέχρι της σήμερον.», το Ταλμούδ δεν αναφέρει απολύτως τί­ποτα διά δωροδοκία των φυλάκων του τάφου.

4.     Πολλά απόκρυφα βιβλία δεν έχουν καμία ιστορική αξία. Μερικά όμως βοη­θούν στο να καταλάβομε την βαθμιαία ανάπτυξη και εξέλιξη του χριστιανικού μύθου και την ανάπτυξη και δράση πολυαρίθμων χριστιανικών αιρέσεων.

5.     Ο Χριστιανισμός υπέκλε­ψε, προσάρμοσε και ενσωμάτωσε πλείστα όσα πράγ­ματα και στοιχεία από τις παγανιστικές φιλοσοφίες, προλήψεις, θρησκείες, εορτές, μυστή­ρια, κλπ. Αντικατέστησε τις πρώην δεισιδαιμονίες με την δική του ισχυρότερη, δογματική και καταστροφική δεισιδαιμονία.

6.     Τελικά δεν έχομε ικανές, αμερόληπτες και φερέγγυες πηγές για να εξάγομε έναν ιστορικό Ιησού Χριστό. Η παντελής έλλειψη τους αποδεικνύει ότι ο Ιη­σούς Χρισ­τός των Ευαγγελίων και της Καινής γενικότερα είναι ένα μύθευμα.

 

Η μετάφραση είναι κατά λέξει αλλά με τις προφανείς και αναγκαίες τρο­ποποι­ή­σεις της γλώσσας στα σημεία που καθίσταται αναγκαία ή τροποποίηση της γραμμα­τι­κής, της συν­τάξεως, και της εκλογής καταλλήλων λέξεων για να αποδοθούν τα νοή­ματα και οι γλωs­σικοί ιδιωματισμοί. Κατ’ αυτό τον τρόπον η μετάφραση επιτυγχάνει την άνετη ροή του λόγου χωρίς όμως να αλλοιώνει καθ­όλου το νόημα. Μερικούς όρους και ονόματα που δεν έχουν καθι­ε­ρωμένους τύπους στην Ελληνική ο μεταφρα­σ­τής τους απέδωσε με το τρόπο που αυτός νό­μισε καλ­λίτερον, είτε φωνη­τικώς είτε γλωσσο­λογικώς. Όσα είναι γραμμένα εντός αγκυ­λών [...] είναι συμπληρω­ματικές ση­μειώσεις του μετα­φραστή. Καλή ανεπηρέ­α­στη μελέτη λοιπόν με εξέταση, κρίση, σύ­νεση, αντικειμενικότητα και αμε­ρο­ληψία.

 

 

PART 1: THE MYTH OF THE HISTORICAL JESUS

 

ΜΕΡΟΣ 1Ο: Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΙΗΣΟΥ

 

Στα Εβραϊκά μέσα ενημερώσεως έχει εκδηλωθεί πολλή ανησυχία που αφορά τις ενέρ­γειες της ομάδας των «Εβραίων για τον Ιησού» και άλλων ιεραποστολικών οργα­νισμών, οι οποίοι βγαίνουν εκτός του σκοπού των για να μεταστρέψουν Εβραί­ους στον Χριστιανι­σμό. Δυστυχώς, πολλοί Εβραίοι είναι ασθενώς προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίζουν τους Χριστιανούς ιεραποστόλους και τα επιχειρήματά τους. Ελπί­ζο­με ότι αυτό το άρθρο θα συνεισφέρει στην διόρθωση αυτής της καταστάσεως.

 

 Όταν κάποιος αντιμετωπίζει Χριστιανούς ιεραποστόλους το σημαντικό ζήτημα εί­ναι ότι οφεί­λει να βασίζει τα επιχειρήματά του σε σωστά γεγονότα. Επιχειρήματα που βασί­ζονται σε γεγονότα λαν­θα­σμέ­να μπορούν εύκολα να αποβούν εις βάρος αυ­τών που τα χρησιμοποιούν και εν τέ­λει να ισχυροποιήσουν τα επιχειρήματα των ιερα­ποστόλων.

 

Είναι πολύ ατυχές το ότι πολλοί καλοπροαίρετοι διδάσκαλοι Εβραϊκών Σπουδών χω­ρίς να το έχουν πάρει χαμπάρι έχουν βοηθήσει τους ιεραποστόλους με το να διδά­σ­κουν Εβραίους μαθητές λανθασμένες πληροφορίες περί της απαρχής του Χριστιανι­σ­μού. Μπο­ρώ και ‘γω να ενθυμηθώ ότι με είχαν μάθει την παρακάτω «ιστορία» για τον Ιησού σε ένα Εβραϊκό κατηχητικό σχολείο που πα­ρακολουθούσα:

 

 «Ο Ιησούς ήταν ένας φημισμένος ραβίνος του πρώτου αιώνα του οποίου το Εβ­ραϊκό όνομα ήταν Ραββί Γιεχόσσουα. Ο πατέρας του ήταν μαραγκός και ονομα­ζό­ταν Ιωσήφ [Γιόσεφ] και το όνομα τής μάνα τους ήταν Μαρία [Μιργιάμ]. Η Μαρία κα­τέ­σ­τη έγκυος προτού παντρευτεί τον Ιω­σήφ. Ο Ιησούς γεν­νήθηκε σε ένα στάβλο στην Βηθλεέμ καθ’ ον χρόνο γινόταν η Ρωμαϊκή απο­γρα­φή. Ο Ιησούς με­γάλωσε στην Να­ζαρέτ και έγινε ένας μορφωμένος ραβίνος. Ταξίδεψε σε όλο το Ισ­ραήλ διδά­σκον­τας ότι ανάμεσα στους ανθρώ­πους πρέπει να αγαπά ο ένας τον άλλον. Μερικοί νό­μι­σαν ότι αυτός ήταν ο Μεσσίας [Μεσ­σίαχ] και αυτός δεν το αρνήθηκε, πράγμα που έκανε τους άλ­λους ραβίνους να θυμώσουν πολύ. Προξένησε έτσι τόσο μεγάλη λο­γο­μαχία που έκανε τον Ρωμαίο δι­οι­κητή Πόντιο Πι­λάτο να διατάξει να τον σταυ­ρώ­σουν. Ετά­φη σε κάποιον τάφο και αργότερα το σώμα του χάθηκε επειδή πιθανώς το είχαν κλέ­ψει οι μαθητές του.»

 

Μερικά χρόνια ύστερα από τότε που είχα διδαχθεί αυτή την φαινομενικά αθώα «ιστο­ρία», εν­δια­φέρ­θηκα μόνος μου να μάθω για τις απαρχές του Χριστιανισμού και απεφά­σι­σα να μελετήσω περισσότερο γι’ αυτόν τον «φημισμένο Ραβίνο Γιεχόσ­σουα». Προς μεγά­λη μου κατάπληξη, ανε­κά­λυψα ότι δεν υπήρχε καμία ιστορική έν­δειξη για αυτόν τον Ρα­βίνο Γιεχόσσουα. Και οι δύο ισχυ­ρι­σμοί, ότι δηλαδή ο Ιησούς ήταν Ραβίνος που ονομαζό­ταν Γιεχόσσουα και ότι το σώμα του είχε πι­θανώς κλα­πεί, απεδείχθησαν ότι ήταν καθαρές εικασίες. Η υπόλοιπη ιστορία δεν ήταν τίπο­τα πε­ρισ­σότερο από μια νερωμένη εκδοχή της εξ­ιστορήσεως την οποία οι Χρι­στι­ανοί πισ­τεύ­ουν σαν ένα μέρος της χριστιανικής θρη­σκείας αλλά η οποία δεν βρίσκει υποστήριξη σε καμία έγκυρη ιστορική πη­γή. Δεν υπήρχε απολύτως καμία ιστορική ένδειξη του ότι ο Ιησούς, ο Ιωσήφ ή η Μαρία υπήρξαν ποτέ, πολλώ μάλλον ότι ο Ιω­σήφ ήταν μα­ραγκός ή ότι ο Ιησούς γεννήθηκε στην Βηθλεέμ και έζη­­σε στην Ναζα­ρέτ.

 

Παρά την έλλειψη ενδείξεων για την ύπαρξη του Ιησού πολλοί Εβραίοι έχουν δι­α­πρά­ξει το τραγικό λάθος να υποθέτουν ότι η «ιστορία» της Καινής Διαθήκης είναι κατά μάλ­λον ή ήττον ορθή και έχουν προσπαθήσει να διαψεύσουν τον Χριστιανισμό προσπαθών­τας να εκλογικεύσουν τα διάφορα θαύματα που υποτίθεται ότι συνέβησαν κατά την διάρκεια της ζωής του Ιησού και μετά τον θάνατό του. Πολυάριθμα βιβλία έχουν γραφεί τα οποία προσεγγίζουν τον Χριστιανισμό μ’ αυτόν τον τρόπο. Η προσ­έγγιση αυτή εν τούτοις εί­ναι απελπιστικά ελαττωματική και τω όντι επικίνδυνη διότι ενθαρρύνει την πίστη στην Καινή Διαθήκη.

 

Όταν οι Ισραηλίτες ήλθαν σε σύγκρουση με την λατρεία του Βαάλ δεν εδέχθησαν στα τυφλά τους αρχαίους Δυτικούς Σημιτικούς μύθους ως Ιστορία. Όταν οι Μακ­κα­βαίοι ήλ­θαν σε σύγκρουση με την Ελληνική θρησκεία δεν εδέχθησαν στα τυφλά την Ελληνική Μυθολογία ως Ιστορία. Τότε γιατί τόσοι σύγχρονοι Εβραίοι δέχονται τυφ­λά την χριστια­νική μυθολογία; Η απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση φαί­νεται να είναι το ότι πολλοί Χριστιανοί δεν έχουν επίγνωση τού ποια είναι η δια­κριση μεταξύ κατοχυ­ρωμένης Ιστορίας και χριστιανικής πίστεως και έχουν μεταβιβά­σει την σύγ­χυ­σή τους και στην Εβραϊκή κοι­νό­τη­τα. Ξεφυλλίζοντας προσφάτως τα βιβλία στο περί θρησκεί­ας τμήμα ενός τοπικού βιβλιο­πωλείου, μου έτυχε ένα βιβλίο το οποίο αξίωνε ότι ήταν μια αντικειμε­νι­κή βιο­γραφία του Ιησού. Όπως όμως απεδείχθη δεν ήταν τίποτα άλλο από μια περίληψη της αφη­γήσεως της συνηθισμένης Καινής Διαθήκης. Ακόμα ισχυρι­ζόταν ότι τα θαύματα του Ιησού εί­χαν επι­βε­βαιωθεί, αλλά λογικές εξηγήσεις γι’ αυτά ίσως να υπάρχουν κάπου αλλού. Πολλά ιστο­ρικά βι­βλία γραμ­μέ­να από Χριστιανούς υι­οθετούν παρόμοια προσέγ­γιση. Μερικοί Χριστιανοί συγγραφείς θα προτεί­νουν ότι τα θαύματα μπορεί να μην είναι τελείως ιστορικά αλλά παρ’ όλα ταύτα αυτοί εξ­ακο­λου­θούν να πιστεύουν την γενική «ιστορία» της Καινής Δια­θήκης. Έτσι η ιδέα ότι υπήρχε ένας πραγ­ματικά ιστορικός Ιησούς έχει περιχαρα­κωθεί στη χριστιανική κοι­νω­νία και οι Εβραίοι που ζούνε στον χριστιανικό κόσμο έχουν φτάσει στο σημείο να δέχονται τυφλά αυτή την πίστη επειδή δεν την έχουν δει ποτέ της να αμφισβη­τείται σο­βαρά.

 

Παρά την πολυδιαδεδομένη πίστη στον Ιησού το γεγονός παραμένει ότι ουδείς ιστορι­κός Ιη­σούς υπάρχει. Για να καταλάβομε τι σημαίνει «ιστορικός Ιησούς», ας θε­ω­ρήσομε τον βασιλιά Μί­δα της Ελληνικής Μυθολογίας. Η ιστοριούλα ότι ο βασι­λιάς Μίδας μετέ­τρεπε σε χρυσάφι οτιδή­πο­τε ήθε­λε αγγίξει κυριολεκτικώς είναι άνευ νο­ή­ματος, παρά ταύ­τα όμως γνωρίζομε ότι πραγματικός βα­σι­λιάς Μίδας υπήρχε. Αρχαι­ο­λό­γοι έχουν ανασκά­ψει τον τάφο του και βρήκαν τα υπολείμματα του σκε­λετού του. Οι Έλληνες που είπαν αυτό το μύθευμα περί Μίδα και του χρυσαφένιου αγγίγ­μα­τός του προφανώς το συνέδεαν με τον πραγματικό Μίδα. Έτσι λοιπόν αν και ο μύθος του χρυ­σα­φένιου αγγίγ­ματος είναι φανταστικός, ο μύθος αφορά ένα πρόσω­πο του οποίου η ύπαρ­ξη είναι γνωστό γεγονός ─ τουτέστιν «ο ιστορικός Μίδας». Στην περίπτωση του Ιησού, εν τούτοις, δεν υπάρχει κα­νέ­να, έστω και ένα, πρόσωπο του οποίου η ύπαρξη είναι γνωστή ως γε­γο­νός και το οποίο επίσης πρόκειται να είναι το υποκεί­μενο των αφηγήσεων περί Ιησού, δηλαδή ού­τως ή άλ­λως δεν υπάρχει ιστορικός Ιη­σούς.

 

Όταν ένας Χριστιανός ιεραπόστολος φέρει κάποιον σε αντιπαράθεση, αυτός ο κά­ποιος πρέπει να υποδείξει αμέσως ότι η ύπαρξη του Ιησούς δεν έχει αποδειχθεί. Όταν οι ιερα­πό­στολοι αντι­λέ­γουν, συνήθως προσφεύγουν στο συναίσθημα παρά στη λογι­κή[*] και προσ­πα­θούν να σε κάνουν να αι­σθάνεσαι άσχημα επειδή αρνείσαι την ιστο­ρικότητα του Ιησού. Η συνήθης απάντησή τους εί­ναι: «Το να αρνείται κανείς την ιστορικότητα του Ιησού δεν εί­ναι σαν να αρνείται την ύπαρξη του Ιου­λίου Καίσαρος και της Βασίλισσας Ελισάβετ;». Μια λαϊκή παραλλαγή αυτής της απάντησης που χρησιμοποιείται ιδιαιτέρως έναντι αντι­παρατιθεμένων Εβραίων είναι: «Το να αρνεί­ται κανείς την ιστο­ρικότητα του Ιησού δεν εί­ναι σαν να αρνείται το ολοκαύτω­μα;». Τό­τε αυτός ο κάποιος πρέπει να υπο­δεί­ξει ότι υπάρχουν άφθονες ιστορικές πη­γές που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του Ιουλίου Καίσαρος και της Βασίλισσας Ελι­σά­βετ ή οποιουδήποτε άλλου ήθελε κατονομασθεί στη συζήτη­ση, ενώ για τον Ιη­σού δεν υπάρχει καμία αντίστοιχη ένδειξη.

[* Μόλις έλθουν στα δύσκολα αντιτείνουν ότι η πίστη στον Χριστό, στην Βίβλο, στον Χριστιανισμό, κλπ., είναι θέμα συναισθήματος, «της καρδίας» όπως τους αρέσει να επιμέ­νουν, και όχι νοή­σε­ως και μυαλού. Αυτό κι’ είναι απάτη! Δηλαδή πιστεύω όχι επειδή εν­στερνίσθηκα ότι έτσι έχουν τα πράγ­ματα και δέχθηκα ότι αυτή είναι αληθώς η πραγμα­τι­κότητα, αλλά επειδή έτσι μου γουστά­ρει ή έτσι επαναπαύομαι ένεκα συν­αισθηματισμού. Λες και η θρησκευτική πίστη και κοσμο­θέ­α­ση είναι θέμα γούστου όπως και το παγωτό. Πάρα πολύ ωραία!...]

 

Για να είσαι τελείως λεπτομερής πρέπει να διαθέσεις χρόνο και να κάνεις έρευνα επί των ιστο­ρικών προσωπικοτήτων που αναφέρθηκαν από τους ιεραποστόλους και να τους παρουσιάσεις τις αδιάρρηκτες ενδείξεις της υπάρξεώς των. Κατά τον ίδιο χρό­νο πρέπει να προκαλέσεις τους ιερα­πο­στό­λους να προσφέρουν ιδίου τύπου ενδεί­ξεις για την ύπαρξη του Ιησού. Πρέπει να τους υπο­δεί­ξεις ότι αν και η ύπαρξη του Ιουλίου Καίσαρος ή της Βασίλισσας Ελισάβετ, κλπ., είναι δεκτή παγ­κο­σμί­ως, το ίδιο πράγμα δεν αληθεύει με τον Ιησού. Στην Άπω Ανατολή, όπου οι κύριες θρη­σκεί­ες εί­ναι Βουδισμός, Σιντοϊσμός, Ταο­ϊ­σμός, και Κομφουκιανισμός, ο Ιησούς θεωρείται μό­νον σαν ένας επί πλέον χαρακτή­ρας της Δυτικής Μυθολογίας, όπως ακριβώς ήταν ο Θώρ, ο Ζευς, και ο Όσιρις. Οι Περισ­σό­τε­ροι Ινδουιστές δεν πιστεύουν στον Ιησού, εκ­τός απ’ εκείνους που τον θεω­ρούν σαν μια από τις πολλές ενσαρκώσεις (αβατάρα) του Ινδού θεού Βίσνου. Οι Μουσουλ­μά­νοι βεβαί­ως πι­στεύ­ουν στον Ιησού αλλά απορρίπτουν την «ιστορία» της Καινής Διαθήκης και θε­ω­ρούν ότι είναι ένας προ­φή­της που ανήγγειλε τον ερχομό του Μωάμεθ. Σαφέστατα και άνευ περιτροπών απορ­ρί­πτουν το ότι σταυρώθηκε ποτέ του.

 

Για να ανακεφαλαιώσομε, δεν υπάρχει καμιά ιστορία του Ιησού, η οποία είναι ομοι­ο­μόρφως αποδε­κτή παγκοσμίως. Αυτό είναι το γεγονός που θέτει το Ιησού σε διαφο­ρε­τικό επίπεδο έναντι των επι­κυρωμένων ιστορικών προσωπικοτήτων. Εάν οι ιεραπόστολοι χρη­σιμοποιήσουν την «απάντηση πε­ρί ολοκαυτώματος», τότε οφείλεις να τους υποδείξεις ότι το ολοκαύτωμα είναι καλά στοιχειο­θε­τημένο και ότι υπάρχουν πολυάριθμες εκθέσεις αυ­τόπτων μαρτύρων. Πρέπει ακόμα να υποδειχθεί ότι οι πε­ρισ­σότεροι απ’ αυτούς που αρ­νούν­ται το ολοκαύτωμα έχουν τελικά αποδειχθεί να είναι αν­τι­ση­μί­τες και άνθρωποι του μίσους με απατηλά τεκμήρια. Από την άλλη μεριά, εκα­τομμύρια τί­μιοι άν­θρωποι στην Ασία, που αποτελούν την πλειονότητα του πλη­θυ­σμού του κόσμου, αδυνατούν να πει­σθούν από τη χριστιανική ιστορία του Ιησού επειδή ακριβώς δεν υπάρχουν αδιάβλητες εν­δεί­ξεις για την αυ­θεντικότητά της. Οι ιε­ραπόστολοι θα επιμένουν ότι η «ιστορία» του Ιη­σού είναι ένα κα­λώς επικυρωμένο γε­γονός και θα αντιτείνουν ότι υπάρχει «πλήθος εν­δεί­ξεων που την υπο­στη­ρί­ζουν». Τό­τε όποιος επιχειρηματολογεί μαζί τους πρέπει να επιμεί­νει να ιδεί αυτές τις ενδείξεις και να αρνηθεί να τους ακούσει περισσότερο μέχρις ότου τις παρουσιάσουν.

 

Εάν ο Ιησούς δεν είναι ιστορικό πρόσωπο, τότε πόθεν προήλθε ολόκληρη η «ισ­τορία» της Και­νής Διαθήκης αρχικώς; Το Εβραϊκό όνομα για τους Χριστιανούς ήταν πάντοτε Νοτζρίμ. Το όνομα αυτό παράγεται από την Εβραϊκή λέξη Νέιτζερ, η οποία σημαίνει πα­ραφυάς ή βλαστός ─ ένα πρό­δηλο Μεσσιανικό σύμβολο [ήδη απαντώ­με­νο στην Πα­λαιά Διαθήκη]. Την επο­χή του Ραβίνου Γιε­χόσ­σουα μπεν Περάχυαχ (γύρω στο -100 Π. Κ. Ε.) υπήρχε ήδη μέ­ρος του Εβραϊκού λαού που ονομαζόταν Νοτζρίμ. Παρ’ όλον ότι οι Χριστιανοί των νεοτέρων χρόνων ισχυ­ρί­ζονται ότι ο Χριστιανισμός άρχισε μόνο κατά τον πρώτον αι­ώ­να Κ. Ε., είναι σαφές ότι οι Χριστιανοί του πρώτου αιώνα στο Ισραήλ θεωρούσαν τους εαυτούς των να είναι η συνέ­χεια της κι­νή­σεως Νοτζρί ή οποία υπήρχε για 150 χρόνια περίπου (δηλαδή από την αρχή της εποχής των Χασμοναίων) [*]. Ένας από τους πιο κακόφημους Νοτζρίμ ήταν ο Γιέισου μπεν Παν­δέι­ρα, γνωστός επίσης ως Γιέισου χα – Νοτζρί. Ταλμουδικοί μελετητές έχουν πάντοτε υποστηρίξει ότι η ιστορία του Ιησού άρχισε με τον Γιέισου. Το Εβραϊκό όνομα Ιη­σούς ήταν πάντοτε Γιέισου και το Εβραϊκό όνομα «Ιησούς Ναζαρηνός» ήταν πάντοτε «Γιέι­σου χα- Νοτζρί». (Το όνο­μα Γιέισου είναι συντετμημένος τύπος του ονόμα­τος Γιεϊσ­σούα, και όχι Γιεχόσ­σουα.). Είναι πολύ σημαντικό να σημειώσομε ότι ο Γιέισου χα – Νοτζρί δεν εί­ναι κά­ποιος ισ­το­ρι­κός Ιησούς διότι ο νε­ότερος Χριστιανισμός αρ­νείται οιανδήποτε σχέση με­ταξύ Ιησού και Γιέισου και επί πλέον, μέ­ρη του μύθου του Ιησού βασί­ζονται σε άλ­λα ισ­το­ρικά πρόσωπα πέραν του Γιέισου.

[* Απ’ όλα τα στοιχεία που γνωρίζομε μπορούμε να συμπεράνομε ότι έστω και αν η ίδια η χριστιανική, μεσ­σι­ανική, εσχατολογική αίρεση δεν είχε αρχίσει σαν συγκρο­τη­μένη ομά­δα, τουλάχιστον οι βάσεις γι’ αυτήν είχαν τεθεί έναν αιώνα πριν από το -167 Π. Κ. Ε., δη­λαδή την έν­αρξη της Χασμονικής εποχής. Εκτός από τα στοιχεία του Ταλμούδ που παραθέτει εδώ ο συγγραφέας τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνουν: Κεί­με­να του αιρετικού Ιουδαϊσμού, διδα­σκαλίες ραβίνων, απόκρυφα κείμενα, μεσ­σιανικά κεί­μενα, ψευδεπί­γρα­φα κείμενα, εσχα­τολογικά κείμενα, δαιμονολογικά κείμενα, αστρο­λογικά κείμενα, κλπ. Τα κείμενα αυτά έχουν τε­ρά­στιες ομοιότητες με αντίστοιχα κεί­μενα εντός: της Και­νής Διαθήκης, των Εβραιοχριστι­ανι­κών κειμένων, των αποκρύ­φων μη-γνωστικιστικών χρι­στι­ανικών αλλά και γνωστικιστικών κειμέ­νων, μερικών πατερικών κει­μένων. κλπ.

Για παράδειγ­μα: Ο κ. Μ. Θ. Καλόπουλος στο βιβλίο του, Βιβλική Θρη­σκεία, Το Θέατρο της Σωτη­ρί­ας, (εκδόσεις του συγγραφέα, Θεσσαλονίκη, 2005), αναπτύσ­σει πολύ επιτυχώς τις ομοιό­τη­τες της δαιμο­νολογίας της Καινής Δια­θήκης και της δαιμο­νολογί­ας της Σολο­μωνικής ή Διαθήκης του Σολομώντος, ενός απαι­σί­ου και διεστραμ­μένου δαιμονολογι­κού κει­μένου που προήλ­θε από τα άρ­ρωστα μυ­α­λά των εποχών αυτών. Σας συ­νι­στού­με να μελετήσετε το βιβλίο αυτό με την Καινή Διαθήκη παραπ­λεύρως για να διαπισ­τώσετε αυτές τις ομοιότητες και να κα­ταλά­βετε τι εστί νοσηρό­της!

Στις παραβολές του αποκρύφου βιβλίου Ενώχ και στο απόκρυφο 4ο Εσδρα, αμ­φό­τερα ψευδεπίγραφα του πρώτου αιώνος Κ. Ε., έχομε περιγραφή του εξωτέρου σκό­τους, της κολάσε­ως με τους φούρνους και τα βασανιστήρια απέναντι από τον παρά­δεισο της τρυφής. Νοση­ρές, σαδιστικές και μαζοχιστικές περιγ­ραφές και σκηνές νο­σηρών φαντασιών όμοιες με αυτές της Καινής Δια­θή­κης.

Ένα άλλο νοσηρότατο δαιμονολογικό βιβλίο της Χριστιανικής Παλαιάς Διαθήκης εί­ναι το βιβλίο Τωβίτ, το οποίο δεν ανήκει στην Εβραϊκή Παλαιά Διαθήκη. Γράφτηκε από άγνω­στο συγγραφέα κατά τις εποχές αυτές του δευτέρου Π. Κ. Ε. αιώνα. Όποιος είναι με τα καλά του απορεί πως υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν σ’ ένα τέτοιο ανόητο τερατούργημα δαιμονολο­γί­ας και δεισιδαιμονίας. Διαβάστε το από περιέργεια να δείτε τι θα πει κρετινισμός, με ερωτύλους δαίμονες, θανάτους, συκώτια και χολές ψαριών, καπνούς, τον αρχάγγελο Ραφαήλ, χρυσές δραχμές, και ένα σωρό ανόητα αν­τιαισθητικά και σαχλά παραμύθια. Ενώ λοιπόν οι Εβραίοι το απέρριψαν οι Χριστι­α­νοί το περιμάζεψαν!

Οι Διδασκαλίες του Σειράχ γρά­φτηκαν από τον γιο (ή τον εγγονό) του Σειράχ, ονόματι Ιη­σού, επί­σης αυτές τις επο­χές. Ενώ η Εβραϊκή Βίβλος δεν τις έχει συμπε­ρι­λάβει στον κα­νόνα της, η Χρι­στιανική Βί­βλος τις έβαλε στον κανόνα με τίτλο Σοφία Σειράχ ή Εκκλη­σι­α­στικός. Πρόκειται για σοβαρό και διδακτικό κείμενο..

Το βιβλίο του Δανιήλ, όπως έχουν αποδείξει οι επιστήμονες, είναι ψευδεπίγραφο και γράφτηκε στο Ισραήλ κατά τα έτη 166 165 Π. Κ. Ε. Δεν γράφτηκε σε καμιά Βα­βυλώνα από κάποιον Δανιήλ μέσα στα έτη της βαβυλωνίου αιχμαλωσίας, -585 535 Π. Κ. Ε., όπως οι Χριστιανοί θεολόγοι λανθασμένα ή ψευδώς κραυγάζουν. Πρό­κειται για ένα ανάκατο, ασουλούπωτο, νοση­ρό, εσχα­τολογικό βιβλίο με πολλά κραυγαλέα ιστο­ρικά λάθη και αντιφάσεις. Ακόμα πολ­λά μέρη του ομοι­ά­ζουν πολύ με αντίστοιχα μέρη του άλλου νοσηρού βιβλίου της Απο­καλύ­ψεως του Ιωάννου. Όλοι οι Χριστιανοί το έχουν περί πολλού. Ενώ ως υστερό­γραφο «δεν προφητεύει τίποτα απολύ­τως για το παρελ­θόν», και ακόμα μερικές προβλέψεις του για τα έτη που γρά­φτη­κε έπεσαν έξω, παρ’ όλα ταύτα οι Χριστιανοί το έχουν κατα­τάξει στα μεγάλα προφητικά βιβλία. Οι Εβ­ραί­οι που πάντα το θεω­ρούσαν ύπο­πτο δεν το έχουν θέσει μεταξύ των Προφητών· απλώς το έχουν κατατά­ξει στα περιθωρι­α­κά και ύπο­πτα Γραπτά. Στην διεθνή βιβλιο­γ­ραφία υπάρχουν πάρα πολλά βιβλία και άρθρα τα οποία εκθέτουν όλα τα λάθη και τις ασυνέπειες του βι­βλίου του Δανιήλ και συνεπώς αποδεικνύουν την κιβδηλότητά του.

Εν συντομία, τα δέκα δευτεροκανονικά βιβλία της Χριστιανικής Παλαιάς Διαθή­κης τα οποία οι Εβραίοι έχουν θέσει εκτός του κανόνα της Τανάχ και το βιβλίο του Δανιήλ γρά­φτηκαν αυτές τις εποχές. Εκτός από την Σοφία Σειράχ, η οποία είναι κεί­μενο σοβαρό και διδακτικό, τα άλ­λα είναι ψευδεπίγραφα, κακέκτυπα, δημιουρ­γήματα νοσηρών φαντασι­ών. Τί να πρωτοπεί κανείς για τέ­τοιες ανοησίες και ψευτιές!... Και όμως, επεκράτησαν!

Και ο κατάλογος τέτοιων ανοησιών και ψευτιών συνε­χίζεται... Ακόμα μελετείστε:

 

  1. Carl Anderson, The Astrology of the Old Testament or the Lost World Regained (1892), Kessinger Publishing Company.
  2. Steven Ashe, The Qabalah, The Testament of Solomon, Glastonbury Books, 2006.
  3. Alvar Ellegard, Jesus, One Hundred Years before Christ, The Overlook Press, 1999.
  4. Gerald Friedlander, The Jewish Sources of the Sermon on the Mount, Kessinger Publishing.
  5. Francis Legge, Forerunners and Rivals of Christianity from 330BC to 330 AD, Kessinger Publishing.
  6. G. R. S. Mead, Did Jesus Live 100 B.C.?, Kessinger Publishing.
  7. Todd E. Klutz, Testament of Solomon (Σολομωνική, υπάρχει και στο TLG).
  8. Todd E. Klutz, Rewriting the Testament of Solomon, Library of Se­c­ond Temple Studies, 53, T & T Clarc, 2005.]

 

 

Για τον Γιέισου χα – Νοτζρί γνωρίζομε πολύ λίγα. Όλες οι σύγχρονες εργασίες που τον ανα­φέ­ρουν βασίζονται σε πληροφορίες παρμένες από την Τοσέφτα [= Πα­ράρτημα, Πρόσθεμα, στο Ταλ­μούδ] και τα Μπαράιτας [= Ερμηνευτικά Σχόλια, στο Ταλμούδ] – γρα­πτά που φτιά­χτηκαν κατά τον ίδιο χρόνο με την Μισνά [= μέρος του Ταλμούδ που σημαί­νει Διδασκαλία] αλλά δεν περιέχονται σ’ αυτήν. Επειδή οι ιστο­ρι­κές πλη­ροφορίες που αφορούν τον Γιέισου είναι τόσο επιζήμιες για τον Χριστια­νι­σμό, οι περισσότεροι Χριστιανοί συγγραφείς (και ακόμα μερικοί Εβραίοι) έχουν προσπα­θή­σει να απορρίψουν το κύρος των πληροφοριών και έχουν επινοήσει πολλά ευ­φυή επι­χει­ρήματα για να επεξηγήσουν την απόρ­ρι­ψή τους. Πολλά από τα επιχει­ρή­μα­τά τους βασίζονται σε λανθα­σμένες κατα­νο­ή­σεις και λανθα­σμέ­νες παραθέσεις αποσ­πασμάτων από τα Μπαράιτας και για να αποκτή­σει κανείς μια ακριβή εικόνα του Γιέ­ισου πρέπει να αγνοήσει τους Χριστιανούς συγγραφείς και να εξετάσει κατ’ ευ­θεί­αν τα Μπαράιτας.

 

Οι πενιχρές πληροφορίες που περιέχονται στα Μπαράιτας είναι ως εξής: Ο Ραβί­νος Γιε­χόσ­σουα μπεν Περάχυαχ μια φορά απώθησε τον Γιέισου με τα δυο του χέρια. Ο κό­σμος πίστευε πως ο Γιέι­σου ήταν μάγος και τον θεώρησε ως κάποιον που οδή­γησε τους Εβραίους σε λάθος δρόμο. Σαν αποτέλεσμα αυτών των κατηγοριών που διατυπώθηκαν εναντίον του (οι λεπτομέρειες των οποίων δεν είναι γνωστές, αλλά που πιθανώς να εμ­πλέ­κουν και μεγάλη προδοσία) ο Γιέισου λιθοβολήθηκε και το σώμα του κρεμάστηκε την πα­ραμονή του Πάσχα [Πεσάχ = Πέρασμα]. Πριν απ’ όλα αυτά δια­πομπεύτηκε γύρω-γύρω για σαράντα μέρες με έναν κήρυκα που πήγαινε εμπρός απ’ αυτόν και ανακοί­νωνε ότι θα ελιθοβολείτο και προσκαλούσε όποιους ήθελαν να προσέλθουν να τον υπερ­α­σπι­στούν. Εν τού­τοις, τίποτα δεν παρουσιάστηκε προς χά­ριν του. Ο Γιέισου είχε πέντε μαθητές: Τον Ματτάι, τον Νακάι, τον Νέι­τζερ, τον Μπουνί και τον Τοδάχ.

 

Στην Τοσέφτα και στα Μπαράιτας ο πατέρας του Γιέισου ονομαζόταν Πανδέιρα ή Παντέιρι. Αυτοί είναι Εβραίο-Αραμαϊκοί τύποι ενός Ελληνικού ονόματος. Στα Εβραϊ­κά το τρίτο σύμφωνο του ονόματος γράφεται ή με δάλετ ή με λετ. Η σύγκριση με άλ­λες Ελλη­νι­κές λέξεις που έχουν με­ταγλωττιστεί μέσα στα Εβραϊκά δεικνύει ότι τα αρ­χικά Ελληνικά πρέπει να είχαν το δέλτα σαν τρί­το σύμφωνο και έτσι η μόνη δυ­να­τό­τητα για το Ελληνικό όνομα του πατέρα του είναι Πανδέρος. Αφού τα Ελληνι­κά ονό­μα­τα ήταν κοινά μεταξύ των Εβραίων κατά τις εποχές των Χασμοναίων δεν εί­­ναι ανάγκη να υποθέσομε ότι αυτός ήταν Έλληνας, όπως μερικοί συγγραφείς έχουν πρά­ξει.

 

Η σύνδεση ανάμεσα στον Γιέισου και τον Ιησού επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι Ματτάι και Τοδάχ, τα ονόματα δύο μαθητών του Γιέισου, είναι τα πρότυπα Εβρα­ϊκά ονό­ματα του Ματθαί­ου και του Θαδδαίου, τα ονόματα δύο μαθητών του Ιησού στην χριστια­νική μυθολογία.

 

Οι πρώιμοι Χριστιανοί εγνώριζαν το όνομα «μπεν Πανδέιρα» για τον Ιησού. Ο πα­γα­νι­στής φι­λόσοφος Κέλσος, ο οποίος ήταν ξακουστός για τα επιχειρήματά του εναν­τίον του Χριστιανισμού, ισχυρίστηκε κατά το έτος + 178 Κ. Ε. ότι είχε ακούσει από έναν Εβραίο ότι τη μητέρα του Ιησού, Μαρία [Μιργιάμ], την είχε χωρίσει ο άν­δ­ρας της, ένας μαραγκός, αφού απεδείχθη ότι ήταν μοιχαλίς. Περι­πλανιόταν από μέρος σε μέρος γε­μάτη ντροπή και εγέννησε τον Ιησού κρυφίως. Ο πραγ­ματικός του πα­τέ­ρας ήταν ένας στρατι­ώ­της με όνομα Πάνθηρας. Σύμφωνα με τον Χριστιανό συγ­γρα­φέα Επι­φά­νειο (π. +320 - 403 Κ. Ε.), ο Χριστιανός απολογητής Ωριγένης (π. +185 - 254 Κ. Ε.) είχε ισχυριστεί ότι «Πάνθηρ» ήταν παρανόμι για τον Ιακώβ τον πατέρα του Ιωσήφ, τον πατριό του Ιη­σού. Πρέπει να ση­μει­ω­θεί ότι ο ισχυρισμός του Ωριγένη δεν βασίζεται σε ιστορικές πληροφορίες. Είναι κα­θαρά μια ει­κα­σία που σκοπό είχε να εξηγήσει την απόρριψη της ιστορίας του Κέλσου για τον Πάνθηρα. Η αφήγηση αυτή [του ανωτέρω Εβραίου προς τον Κέλσο] είναι επίσης μη ιστορική. Η αξίωση ότι το όνομα της μητέρας του Ιησού ήταν Μαρία [Μιργιάμ] και η αξίωση ότι ο άνδρας της ήταν μα­ραγ­κός είναι κατ’ ευθείαν παρμένη από τις χρι­στιανικές πεποιθήσεις. Ο ισχυ­ρι­σμός ότι το όνομα τού πραγματικού πατέρα τού Ιησού ήταν Πάνθη­ρας βασίζεται σε εσφαλ­μένη προσπάθεια για να ξαναφτιάξουν τον αρχικό τύπο του ονό­μα­τος Πανδέι­ρα. Αυ­τή η εσφαλμένη ανακατασκευή πιθα­νώς επηρεάστηκε από το γεγονός ότι το όνο­μα Πάν­θηρας απαντιόταν μεταξύ των Ρωμαίων στρατι­ωτών.

 

Γιατί ο κόσμος πίστευε ότι η μάνα του Ιησού ονομαζόταν Μαρία [Μιργιάμ] και ο σύζυγός της Ιωσήφ; Γι­ατί οι μη Χριστιανοί κατηγόρησαν την Μαρία πως ήταν μοι­χα­λίς ενώ οι Χριστιανοί πίστευαν πως ήταν παρθένος; Για να απαντήσει κανείς αυτές τις ερω­τή­σεις πρέπει να εξετάσει μερικούς θρύ­λους γύρω από τον Γιέισου. Δεν μπο­ρούμε να ελπί­ζο­με ότι θα πε­τύ­χομε απόλυτη αλήθεια σχετικά με τις απαρχές του μύ­θου του Ιη­σού αλλά μπορούμε να δείξομε ότι υπάρχουν εύλογες εναλλαγές στο να αποδεχθούμε τυφλά την Καινή Δια­θή­κη.

 

Το όνομα Γιόσεφ-Ιωσήφ για τον πατριό του Ιησού είναι εύκολο να εξηγηθεί. Η κίνη­ση Νοτζρί ήταν ιδιαιτέρως λαοφιλής μεταξύ των Σαμαρειτών Εβραίων[*]. Ενώ οι Φαρισαίοι περίμεναν τον Μεσ­σία που θα ήταν απόγονος του Δαυίδ, οι Σαμαρείτες ήθελαν έναν Μεσ­σία που θα αποκα­θι­στούσε το βόρειο βασίλειο του Ισραήλ. Οι Σα­μαρείτες έδιναν έμφαση στο ότι μερικώς καταγόταν από τις φυλές των Εφραίμ και Μανασσή(χ), που ήταν απόγο­νοι του Ιωσήφ-Γιόσεφ της Πεντατεύ­χου-Τοράχ. Οι Σα­μα­ρείτες θεωρούσαν τους εαυτούς των να είναι «Μπνέι Γιόσεφ», δηλαδή «υιοί του Γιόσεφ (Ιωσήφ)». Ο Ελληνόφωνος πλη­θυσμός, ο οποίος είχε πολύ λίγη γνώση της Εβραϊκής γλώσσας και των αυ­θεντικών Εβρα­ϊκών παραδόσεων εύκολα μπορούσε να κάνει λάθος στην κα­τα­νόηση αυτού του όρου και υπέθεσε ότι Γιόσεφ – Ιωσήφ ήταν το πραγματικό όνομα τού πατέρα τού Ιησού. Αυτή η ει­κασία επι­βε­βαι­ώ­νεται από το γεγονός ότι σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Ματ­θαί­ου, ο πα­τέρας του Ιωσήφ ονομά­ζε­ται Ιακώβ, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον Ιωσήφ της Το­ράχ. Αργότερα, άλλοι Χριστιανοί, οι οποίοι ακο­λού­θησαν την ιδέα ότι ο Μεσσίας ήταν απόγονος του Δαυίδ προσπάθησαν να ανάγουν τον Ιωσήφ πί­σω στον Δαυίδ. Εφεύραν δύο αντιφατικές γε­νε­αλο­γί­ες γι’ αυτόν, μία καταγεγραμμένη στον Ματ­θαίον και η άλλη στον Λου­κάν. Όταν η ιδέα πως η Μα­ρία ήταν παρθένος πήρε έκταση, ο μυθικός Ιωσήφ μετατέ­θηκε στη θέση τού απλώς συζύγου της και πατριού του Ιησού.

[* Αν κρίνομε απ’ όλη την Καινή Διαθήκη, φαίνεται ότι ελάχιστοι Ιουδαίοι και ειδικά Φαρι­σαίοι προσεχώρησαν στην Εβραιοχριστιανική αίρεση ή ήταν συμπαθούντες ή επιφυ­λακ­τικοί κατά το +70 και μετά. Βλέπε π. χ. Ιωάννης 3: 1 - 21, Πράξεις 5: 34 - 42, κλπ. Οι Σαμαρείτες φαίνεται ότι προσεχώρησαν σ’ αυτήν πολύ περισσότερο. Βλέ­πε π. χ. Λου­κάς 10: 25 - 37, 17: 11-19 (ειδικά στίχος 16), Ιωάννης 4: 1 – 42, Πράξεις 1: 8, κλπ. Αυτά τα εγκώμια για τους Σα­μα­ρείτες εμφανίζονται στα δύο ύστερα κανο­νικά Ευαγγέλια, ενώ το Κατά Ματθαίον Ευ­αγγέλιο γράφει 10: 5-6 «Τούτους τους δώ­δεκα απέστειλεν ο Ιησούς πα­ραγ­γείλας αυτοίς λέγων· εις οδόν εθνών μη απέλθητε και εις πό­λιν Σαμαρειτών μη εισ­έλθητε· πο­ρεύ­εσθε δε μάλλον προς τα πρόβατα τα απο­λωλότα οίκου Ισραήλ.», 15: 24. (Άλλη μια κραυγαλέα αντίφαση! Να ‘ταν η μό­νη ! ...). Κα­θό­λου παρά­ξενο αφού υπήρ­χε έχθ­ρα μεταξύ Ιου­δαί­ων και Σαμαρειτών από την εποχή του Σολο­μώντα μέχρι τότε, η οποία ομολογείται και στον Ιωάννην 4: 9 «λέγει ουν αυ­τώ η γυνή η Σα­μαρείτις· Πως συ Ιουδαίος ων παρ’ εμού πιείν αιτείς, ού­σης γυ­ναικός Σα­μαρείτιδος; ου γαρ συγχ­ρώνται Ιουδαίοι Σαμα­ρείταις.» και 4: 20 «οι πατέ­ρες ημών εν τω όρει τούτω προσ­ε­κύνησαν· και υμείς (οι Ιουδαίοι) λέ­γε­τε ότι εν Ιεροσο­λύ­μοις εσ­τίν ο τόπος όπου δεί προσκυνείν.». Μέχρι σήμερα υπάρχουν Χριστιανοί Σα­μαρείτες ή Μεσσιανι­κοί Εβραίοι οι οποίοι δεν συγχ­ρώνται πολύ καλά με τους επισή­μους Ιου­δαιο-Εβραί­ους. Ο πρωτοχρι­στιανός Ιουστί­νος, μάρτυρας και φιλόσοφος κατά τους χριστιανούς, ήταν Σαμαρείτης και δεν τα βρήκε καθόλου βολι­κά στον Διάλογό του με τον Ιουδαίο Τρύφωνα! Επί των διαμαχών και δι­απλη­κτι­σ­μών μεταξύ των Εβ­ραιοχρι­στιανών και των Φαρισαίων, όπως αυτές προέκυ­ψαν από το +70 και μετά, αναφερό­μαστε σε μερι­κά ακόμα κείμενα του παρόντος βιβλίου.]

 

Για να καταλάβομε από που προήλθε η «ιστορία» της Μαρίας πρέπει να γυρίσο­με σε έναν άλ­λον ιστορικό χαρακτήρα ο οποίος συνέβαλε στον μύθο του Ιησού, ονόματι μπεν Στάδα. Όλες οι πληροφορίες για τον μπεν Στάδα προέρχονται και πάλι από την Τοσέφτα και τα Μπαράιτας. Οι πληροφορίες που υπάρχουν γι’ αυτόν είναι έτι λιγότερες από εκεί­νες για τον Γιέισου. Μερικοί επί­στευαν ότι είχε φέρει μαγικές επι­κ­λήσεις από την Αίγυπτο μέσα σε μια εγκοπή της σάρκας του, και άλλοι νόμισαν ότι ήταν τρελός. Αυτός ήταν απα­τεώνας γόης και συνελήφθη διά της μεθό­δου του συγκε­καλυμμένου μάρτυρα. Λιθοβολή­θηκε στην περιοχή της Λοδ.

 

Στην Τοσέφτα, ο μπεν Στάδα αποκαλείται και μπεν Σοτήρα ή μπεν Σιτήρα. Σο­τή­ρα εί­ναι ο Εβραίο – Αραμαϊκός τύπος του Ελληνικού Σωτήρος. Οι τύποι «Σιτήρα» και «Στά­δα» φαίνεται ότι αναπτύχθηκαν από κακή προφορά και ορθογραφικά λάθη (το Εβρα­ϊκό γράμμα γιόδ αντικατά­στη­σε το βάβ και το δάλετ το ρέις).

 

Αφού οι πληροφορίες που αφορούσαν τον μπεν Στάδα ήταν τόσο λίγες, πολλές ει­κα­σίες δη­μι­ουργήθηκαν γύρω από το ποιος ήταν. Είναι γνωστό από την Γκεμαρά [= Προ­φο­ρική Ερμηνεία των Διδασκάλων της Μισνά στο Ταλμούδ] ότι τον είχαν μπερ­δέ­ψει με τον Γιέισου. Αυτό ήταν πιθανώς αποτέλεσμα του γεγονότος ότι αμφό­τε­ροι εκτελέσθηκαν για προδοτικές διδασκαλίες και είχαν αναμειχθεί με μαγεία. Οι άνθρω­ποι που συνέχυσαν τον μπεν Στάδα με τον Γιέισου έπρεπε ακόμα να εξηγή­σουν γιατί ο Γιέισου απεκαλείτο μπεν Πανδέιρα. Αφού το όνομα «Στάδα» ομοιάζει με την Αρα­μαϊκή έκφραση «στατ δα», που σημαίνει «αυτή πήρε λάθος δρόμο» ενομίσθη ότι «Στάδα» αναφερόταν στην μάνα του Γιέισου και ότι αυτή ήταν μοι­χα­λίς. Συνεπώς, ο κόσμος άρχισε να σκέ­πτεται ότι ο Γιέ­ισου ήταν νόθος γιος του Παν­δέιρα. Αυτές οι ιδέες πράγματι αναφέρονται στην Γκεμαρά και πιθανώς να είναι πολύ παλαιότερες. Επειδή ο μπεν Στάδα ζούσε κατά την Ρωμαϊκή εποχή και το όνομα Πανδέιρα ομοιά­ζει με το όνομα Πάνθηρας που απαντάτο ανάμεσα στους Ρω­μαίους στρατιώτες, υπο­τέθηκε ότι ο Πανδέιρα ήταν Ρωμαίος στρατι­ώ­της στα­θ­μευμένος στο Ισρα­ήλ. Αυτό βεβαίως εξηγεί την ιστορία που αναφέρει ο Κέλσος.

 

Η Τοσέφτα αναφέρει μια φημισμένη περίπτωση μια γυναίκας με όνομα Μιργιάμ μπατ Μπιλ­γ­κάχ που είχε παντρευτεί έναν Ρωμαίο στρατιώτη. Η ιδέα ότι ο Γιέισου είχε γεννηθεί από κάποια Εβραία γυναίκα που είχε μια ερωτική περιπέτεια με Ρωμαίο στρατιώτη είχε πιθανώς ως αποτέ­λε­σμα να μπερδέψουν τη μητέρα του Γιέισου με αυ­τή εδώ την Μιργιάμ. Το όνομα «Μιργιάμ» είναι φυ­σικά ο αρχικός τύπος του [εξελλη­νισμένου] ονό­ματος «Μαριάμ, Μαρία», [Μαίρα και Μαίρη στά Δωρικά και Ιωνικά αντιστοίχως. Στα Λατινικά απαντάτε το όνομα Marius = Μάριος από το mare = θά­λασσα.]. Είναι πράγματι γνωστό από την Γκεμαρά ότι μερικοί που συνέχυ­σαν τον Γιέισου με τον μπεν Στά­δα πίστευαν ότι η μάνα του Γιέισου ήταν η «Μιργιάμ η κομ­μώ­τρια γυναικών».

 

Η ιστορία ότι η Μαρία (Μιργιάμ) η μητέρα του Ιησού ήταν μια μοιχαλίς σί­γου­ρα δεν ήταν δε­κτή από τους πρώτους Χριστιανούς. Το μύθευμα της παρθενικής γεννή­σε­ως πιθανώς εφευ­ρέθηκε για να ξεκαθαρίσουν το όνομα της Μαρία. Οι πρώτοι Χρι­σ­τι­ανοί δεν έβγαλαν αυτό το μύ­θευμα με το να «ρουφούν τα δάχτυλά τους». Αφη­γή­σεις παρ­θενικών γεννήσεων ήταν αρκετά κοι­νές στους παγανι­στικούς μύθους. Οι παρακά­τω μυθο­λογικοί χαρακτήρες επιστεύοντο να έχουν γεν­νηθεί από παρθέ­νους οι οποίες έμειναν έγ­κυοι από θεϊκή επέμβαση: Ρωμύλος και Ρέμος, Περσεύς, Ζωρο­ά­σ­τρης, Μί­θρας, Όσιρις – Αιών, Αγδίστις, Άττις, Ταμμούζ, Κορύβας, Διόνυσος. Η πα­γα­νι­στι­κή πί­στη σε ενώσεις θε­ών και γυναικών, ανεξαρτήτως αν ήταν παρθένοι ή όχι, είναι ακό­μα πιο κοι­νή. Πολλοί χα­ρα­κτή­ρες της παγανιστικής μυθολογίας επι­στεύοντο ότι ήταν γιοι θεϊκών πατέρων και αν­θρω­πί­νων θη­λέ­ων. Η χριστιανική πίστη ότι ο Ιησούς ήταν υιός Θεού που γεννήθηκε από παρθένο είναι τυπική Ρω­μαϊκή πρό­ληψη. Ο Ιου­δαίος φιλόσοφος, Φίλων της Αλεξανδρείας (περίπου -30 Π. Κ. Ε. – +45 Κ. Ε.), προ­ει­δοποιούσε κατά των εξαπλωμένων προληπτικών πίστεων σε ενώσεις μεταξύ αρ­ρένων θεών και ανθρωπίνων γυναικών [*], οι οποίοι επανέ­φεραν τις γυναί­κες στη κα­τά­στα­ση της παρθενίας.

[* Ο Ιώσηπος στο βιβλίο του Ιουδαϊκές Αρχαιολογίες XVIII 66-77, μας περιγράφει ένα τέτοιο πο­λύ σατα­νικό συμβάν με την πιστή στον σύζυγό της Παουλίνα, ευγενούς καταγω­γής, το οποίο εί­χε πολύ άσχημες συνέπειες.]

 

Ο θεός Ταμμούζ, που λατρευόταν από τους παγανιστές στο βόρειο Ισραήλ, λέγε­ται ότι είχε γεννηθεί από την παρθένο Μύρρα. Το όνομα «Μύρρα» επιπολαίως ομοι­ά­ζει με το «Μαρία, Μα­ρι­άμ / Μι­ργιάμ» και είναι δυνατόν αυτή η συγκεκριμένη ιστο­ρία παρθενικής γεννήσεως να επέδρασε στην ιστορία της Μαρίας περισσότερο από τις άλλες. Όπως ο Ιη­σούς, ο Ταμμούζ πάντοτε απεκα­λείτο Άδον [Αδοναΐ], που σημαί­νει «Κύριος». (Ο χαρα­κτήρας Άδωνις στην Ελληνική μυθολογία βασί­ζε­ται στον Ταμ­μούζ.). Όπως θα δούμε αρ­γότερα, η σύνδεση μεταξύ Ιησού και Ταμμούζ προ­χωρεί πολύ περισσότερο απ’ αυτό.

 

Η ιδέα ότι η Μαρία ήταν μοιχαλίς ποτέ δεν εξαλείφθηκε τελείως στην χριστια­νι­κή μυ­θολογία. Αντί της πλήρους εξαλείψεως, ο χαρακτήρας της Μαρία διαχωρίστηκε στα δύο: την Μαρία / Μιργι­άμ την μητέρα του Ιησού, που επιστεύετο ότι ήταν παρ­θέ­νος, και την Μαρία Μαγδαληνή, που επι­στεύετο ότι ήταν μια γυναίκα ανήθικης υπό­ληψης. Η ιδέα ότι ο χαρακτήρας της Μαρίας Μαγ­δαλη­νής προέρχεται επίσης από την Μιργιάμ την μυθική μητέρα του Γιέισου, επιβεβαιώνεται από το γε­γονός ότι το παρά­ξε­νο όνομα «Μαγδαληνή» ομοιάζει καθαρά με τον Αραμαϊκό όρο «μγάδλα νσά­για» που σημαίνει «κομμώτρια γυναι­κών». Όπως προαναφέραμε, υπήρχε η πε­ποί­θη­ση ότι η μάνα του Γιέισου ήταν η «Μιριάμ η κομμώτρια γυναικών». Επειδή όμως οι Χρι­σ­τι­ανοί δεν εγνώριζαν τι εσήμαινε το όνομα «Μαγδαληνή», αργότερα είκαζαν ότι εσή­μαινε αυτήν που καταγόταν από τα Μάγδαλα στα δυτικά της λίμνης Κιννέρετ [Γεν­νη­σα­ρέτ]. Η ιδέα των δύο Μαριών ταίριαζε καλά με τον παγανιστικό τρόπο σκέπτεσθαι. Το απείκασμα του Ιησού που συνο­δευόταν από δύο Μαρίες μας υπεν­θυ­μίζει κτυπητά τον Διόνυσο που συνοδευόταν από την Δήμη­τρα και την Περσεφόνη.

 

Η Γκεμαρά περιέχει έναν ενδιαφέροντα θρύλο που αφορά τον Γιέισου, ο οποίος προ­σπαθεί να διαφωτίσει τα Μπαράιτας τα οποία λέγουν ότι ο Ραβίνος Γιεχόσσουα μπεν Πε­ράχυαχ απώθησε τον Γιέι­σου με τα δυο του χέρια. Σύμφωνα με τον θρύλο όταν ο Χασμο­ναίος βασιλιάς Γιαννάι [*] εσκότωνε τους Φαρισαίους, ο Ραβίνος Γιε­χόσσουα και ο Γιέ­ι­σου διέφυγαν στην Αίγυπτο. Στον γυ­ρισμό πίσω κατέλυσαν σε ένα πανδοχείο. Η Αραμαϊ­κή λέξη «ακσανγιά» σημαίνει και «πανδοχείο» και «πανδο­χεύς [και στα δύο γένη]». Ο Ραβίνος Γιεχόσουα παρατήρησε πόσο ωραίο ήταν το «ακ­σαν­γιά» (εννοώντας το πανδο­χείο). Ο Γιέισου (εννοώντας την πανδοχέα) απάν­τησε ότι τα μά­τια της ήταν πολύ στενά. Ο Ραβίνος Γιεχόσσουα θύμωσε πολύ με τον Γιέισου και τον αναθεμάτισε. Ο Γιέισου ικέ­τευ­σε πολλές φορές για συγχώρεση αλλά ο Ραβίνος Γιεχόσσουα δεν ήθε­λε να τον συγ­χω­ρέ­σει. Μια φορά λοιπόν όταν ο Ραβίνος Γιε­χόσ­σουα απάγγελλε την Σέμα [**], ο Γιέι­σου ήλ­θε κοντά του. Του έκανε ένα νό­η­μα ότι έπρεπε να περιμένει. Ο Γιέισου δεν κατάλαβε σω­στά και νό­μι­σε ότι τον απεποιείτο και πάλι. Τότε ο Γιέισου ενέπαιξε τον Ραβίνο Γιεχόσ­σουα με το να τοπο­θε­τή­σει και να λατρεύει ένα τούβλο. Ο Ραβίνος Γιεχόσσουα τον διέτα­ξε να μετα­νοήσει αλλά αυ­τός αρ­νήθηκε, λέγοντας ότι είχε μάθει απ’ αυτόν τον ίδιο πως οποιο­σ­δήποτε αμαρ­τά­νει και προ­ξενεί πολ­λές αμαρτίες δεν του δίνεται η ευκαιρία να με­τανοήσει.

[* Αλέ­ξαν­δρος Γιανναίος (125 – 76 Π. Κ. Ε.), Χασμοναίος βασιλιάς και αρχιερέας τα έτη (106-103) – (79-76) Π. Κ. Ε.]

[** Η ημερησία προσευχή που αρχίζει με «Σέμα Γισραέλ» και αποτελείται από Δευ­τε­ρο­νόμιο 6: 4-6, 11: 13-21 και Αριθμοί 15: 37-41.]

 

Η παραπάνω ιστορία, μέχρι των συμβάντων στο πανδοχείο, ομοιάζει εξαιρετικά με έναν άλλο θρύλο στον οποίο πρωταγωνιστής δεν είναι ο Ραβίνος Γιεχόσσουα αλλά ο μα­θητής του Γιεχούδα μπεν Ταββαΐ. Σ’ αυτόν τον θρύλο ο Γιέισου δεν κατονο­μά­ζε­ται. Έτσι κάποιος μπορεί να ερωτήσει εάν πραγματικά ο Γιέισου πήγε στην Αίγυπτο ή όχι. Είναι δυ­νατόν ο Γιέισου να είχε μπερδευτεί για κάποιον άλλον μαθητή είτε του Ραβίνου Γιεχόσ­σουα, είτε του Ραβίνου Γιεχούδα. Το μπέρδεμα είχε μάλλον προκλη­θεί από το γεγονός ότι ο Γιέισου είχε συγχυσθεί με τον μπεν Στάδα που είχε γυρίσει από την Αίγυπτο. Από την άλλη μεριά, ο Γιέισου μπορεί πράγματι να είχε καταφύγει στην Αίγυπτο και είχε γυρίσει, και αυτό με τη σειρά του να συνέβαλε στο μπέρδεμα μεταξύ του Γιέισου και του μπεν Στάδα. Όποια και αν είναι η περίπτωση, η πίστη ότι ο Γιέισου κατέφυγε στην Αίγυπτο για να διαφύγει τον θάνατο που θα του επέβαλε ένας σκληρός βασιλιάς, εμφανίζεται να είναι η απ­αρχή της χριστιανικής πίστης ότι ο Ιησούς και η οικογένειά του κατέφυγαν στην Αί­γυπτο για να ξε­φύγουν από τον βασι­λιά Ηρώδη.

 

Αφού οι πρώτοι Χριστιανοί πίστευαν ότι ο Ιησούς είχε ζήσει κατά την Ρωμαϊκή εποχή είναι φυσικό ότι θα είχαν συγχύσει τον κακό βασιλιά που θέλησε να φονεύσει τον Ιησού με τον Ηρώδη, διότι δεν υπήρχαν άλλοι κατάλληλοι κακοί βασιλιάδες κατά τη Ρωμαϊκή εποχή. Ο Γιέισου ήταν ήδη ενήλικας τον καιρό που οι ραβίνοι διέφυγαν από τον Γιαννάι. Διατί οι Χριστιανοί πίστευαν ότι ο Ιησούς είχε καταφύγει στην Αίγυ­π­το όταν ο Ιησούς ήταν βρέφος; Διατί οι Χριστιανοί πίστευαν ότι ο Ηρώδης είχε δια­τάξει όλα τα άρρενα μω­ρά που γεννήθηκαν στην Βηθλεέμ να φονευθούν, ενώ δεν υπάρχει καμία ιστορική ένδειξη δι’ αυτό; Για να απαντήσομε αυτές τις ερωτήσεις πρέ­πει πάλι να εξετάσομε την παγανι­στική μυθολογία.

 

Το θέμα του θεϊκού ή ημι-θεϊκού παιδιού που έχει κατατρομάξει έναν κακό βα­σι­λιά είναι πολύ κοι­νό στην παγανιστική θεολογία. Η συνηθισμένη ιστορία είναι ότι ο κακός βασιλιάς λαμβάνει μια προφητεία ότι ένα συγκεκριμένο παιδί θα γεννηθεί που θα σφε­τε­ρι­στεί τον θρόνο. Σε μερικές ιστο­ρίες το παιδί γεννάται από παρθένο και συ­νήθως είναι υιός θεού. Η μητέρα του παιδιού προσπαθεί να το κρύψει. Ο βασιλιάς συ­νήθως διατάζει την σφαγή όλων των μωρών που πιθανώς να είναι ο προφητε­μένος βασιλιάς. Παραδείγματα τέτοιων μύθων, που ακολουθούν αυτή την πλοκή, είναι οι ιστορίες των γεννήσεων: Ρω­μύ­λου και Ρέμου, Περσέως, Κρίσνα, Διός, και Οιδίποδος. Αν και οι κα­τά γράμ­μα ερμη­νευ­τές της Τοράχ δεν θέλουν να το παραδεχθούν, και η γέννηση του Μωυσέως ομοιάζει με αυτούς τους μύθους (μερικοί των οποίων δη­λώ­νουν ότι η μάνα του τον έβαλε μωρό σε ένα καλάθι και το έριξε σ’ έναν ποταμό). Πι­θανώς υπήρχαν πολλές τέτοιες ιστοριούλες που κυ­κλο­φορού­σαν στην Μέση Ανα­το­λή, οι οποίες έχουν χαθεί. Ο χριστιανικός μύθος της σφαγής των αθώ­ων νη­πίων από τον Ηρώδη είναι απλώς η χριστιανική εκδοχή αυτού του θέματος. Η πλοκή ήταν τό­σο κα­λά γνω­στή που ένας Μιδρασικός λόγιος [*] δεν θα μπο­ρούσε να αντισταθεί στο να την χρη­σι­μο­ποιήσει σαν μια απόκρυφη περιγραφή της γεννή­σεως του Αβρα­άμ.

[* Δηλαδή ο εξηγητής και σχολιαστής των κειμένων της Εβραϊκή Παλαιάς Διαθήκης, Τα­νάχ.]

 

Οι πρώτοι Χριστιανοί πίστευαν ότι ο Μεσσίας γεννήθηκε στην Βηθλεέμ. Αυτή η πίστη βασί­στηκε σε λανθασμένη κατανόηση του προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης Μι­χαία 5: 2, όπου απλώς ονομάζει την Βηθλεέμ ως την πόλη στην οποία άρχισε το Δαυ­ιδικό σόι. Αφού οι πρώτοι Χριστιανοί πίστευαν ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσ­σίας, αυτο­μά­τως πίστευαν ότι γεν­νήθηκε στην Βηθλεέμ. Αλλά τότε γιατί οι Χριστιανοί πιστεύουν ότι έζησε στην Ναζαρέτ; Η απάντηση είναι αρκετά απλή. Οι πρώτοι Χριστιανοί που μιλούσαν Ελ­λη­νι­κά δεν γνώ­ρι­ζαν τι εσήμαινε η λέξη «Ναζαρηνός». Ο πιο πρώιμος Ελληνικός τύπος αυτής της λέ­ξεως είναι «Ναζωραίος», ο οποίος πα­ράγεται από τον «Να­τζορίγια», τον Αραμαϊκό ισοδύναμο τύπο του Εβραϊκού «Νοτ­ζρί». (Θυμηθείτε ότι «Γιέισου χα – Νοτζρί» είναι τα αρχαϊκά Εβραϊκά για τον «Ιησού τον Ναζαρηνό».). Οι πρώτοι Χριστιανοί υπέθε­σαν ότι «Ναζα­ρη­νός» σημαίνει αυτός που κατάγεται από τη Ναζαρέτ και έτσι υποτέθηκε πως ο Ιη­σούς έζη­σε στη Ναζαρέτ. Ακόμα και σή­μερα, οι Χριστιανοί γίνονται φαιδροί όταν συγχέουν τις Εβραϊκές λέ­ξεις «Νοτζρί» (Να­ζα­ρηνός), «Νατζράτι» (Ναζαρεθίτης) και «ναζίρ» (ναζαρί­της), όλες των οποίων έχουν εντε­λώς διαφορετικές σημασίες.

 

Οι πληροφορίες εντός του Ταλμούδ (το οποίο περιέχει την Μισνά, την Τοσέφτα, τα Μπαράιτας και την Γκεμαρά), που αφορούν τον Γιέισου και τον μπεν Στάδα, είναι τόσο επιβλαβείς στον Χρι­στιανισμό ώστε οι Χριστιανοί έχουν λάβει δραστικά μέτρα εναντίον τους. Όταν οι Χριστιανοί ανε­κάλυψαν τις πληροφορίες αμέ­σως προσπάθη­σαν να τις εξα­λείψουν με το να λογοκρίνουν το Ταλ­μούδ. Στην έκδοση του Ταλμούδ της Ελβετικής πό­λεως της Βα­σιλεί­ας (περίπου τα έτη 1578 – 1580) οι Χριστιανοί έσ­βη­σαν όλα τα χωρία σχετικά με τον Γιέ­ι­σου και τον μπεν Στάδα. Ακόμα και σήμε­ρα, εκ­δό­σεις του Ταλμούδ που χρησιμοποιούν Χριστιανοί με­λετητές στερούνται αυτά τα χω­ρία.

 

Κατά την διάρκεια μερικών δεκαετιών στις αρχές του εικοστού αιώνα, σφοδρές ακα­δημαϊκές μάχες οργίαζαν μεταξύ αθέων και Χριστιανών μελετητών περί των απ­αρχών του Χριστιανισμού. Οι Χριστιανοί αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν τις Ταλ­μουδικές ενδεί­ξεις. Δεν μπορούσαν άλλο πια να τις αγνοούν και έτσι αντ’ αυτού απο­φάσισαν να αντεπι­τεθούν. Ισχυρίστηκαν ότι ο Ταλμουδικός Γιέισου ήταν μια πα­ρα­ποίηση του «ιστορικού Ιη­σού». Ισχυρίστηκαν ότι το όνομα «Πανδέιρα» ήταν απλώς μια Εβραϊκή προσπάθεια για να προφέρουν την Ελληνική λέξη «παρθένος». Αν και υπάρχει μια επιπόλαια ομοιότητα μεταξύ των λέξεων αυτών, πρέπει να προσέξει κα­νείς ότι για αν παρα­χθεί το όνομα «Παν­δέιρα» από τη λέξη «παρθένος» το «ν» και το «ρ» πρέπει να αντιμετα­τε­θούν. Αλλά οι Εβραίοι δεν υπέφεραν από κανένα ελάτ­τω­μα ομιλίας, το οποίο θα προκαλούσε αυτό το συμβάν. Η επόμενη χρι­στιανική απάντηση είναι ότι πιθανώς οι Εβραίοι επίτηδες παράλ­λαξαν την λέξη «παρθένος» είτε με το όνομα «Πάνθηρας» (που ευρίσκεται στον Κέλσο) είτε με το «πάν­θηρ -ος» που σημαί­νει πάνθηρ, και το «Πανδέιρα» παράγεται απ’ αυτήν την εσκεμμένως αλλαγ­μέ­νη λέ­ξη. Αυτό το επιχείρημα επίσης αποτυγχάνει διότι το τρίτο σύμφωνο και της αλλαγ­μέ­νης και της μη αλλαγ­μέ­νης λέξεως είναι θήτα. Αυτό το γράμμα στα Εβραϊκά μετα­γρά­­φεται με το γράμμα «ταβ», που οποίου η προφορά κατά την διάρ­κεια των κλασ­σι­κών εποχών ομοίαζε πάρα πολύ με αυτήν του Ελ­ληνικού γράμματος. Εν τούτοις το όνομα «Πανδέιρα» ποτέ δεν γράφεται με «ταβ» αλλά με «δά­λετ» ή με «τετ» που δει­κ­νύ­ει ότι ο αρχικός Ελληνικός τύπος είχε δέλτα στο τρίτο σύμ­φωνο και όχι θήτα. Αυτό το χριστιανικό επιχείρημα μπορεί επίσης να γυρίσει να χτυπήσει το κε­φά­λι του: ίσως ήταν οι Χριστιανοί αυτοί που εσκεμμένως μετάλλαξαν το όνομα «Πάνθηρας» στη λέ­ξη «παρθένος» όταν εφεύ­ραν την ιστοριούλα της παρθενικής γεννήσεως. Πρέπει ακό­μα να σημειωθεί ότι η ομοιότητα ανάμεσα στο «Πάνθηρας» (ή «πάνθηρ –ος») και «παρ­θέ­νος» γίνεται πολύ ολι­γό­τε­ρη όταν οι λέξεις είναι γραμμένες στα Ελληνικά επειδή στην αρ­χική Ελληνική ορθογραφία τα δεύτερα φωνήεντα τους [«η» και «ε»] είναι τελείως διαφο­ρετικά.

 

Οι Χριστιανοί επίσης δεν δέχτηκαν ότι η Μαρία Μαγδαληνή είχε άμεση σχέση με τη Μιργιάμ την υποτιθεμένη μάνα το Γιέισου στο Ταλμούδ. Αντιτείνανε ότι το όνομα «Μαγ­δαληνή» οπωσδή­ποτε σημαίνει τη γυναίκα που κατάγεται από τα Μάγδαλα και ότι οι Εβραίοι εφεύραν την «Μιργιάμ την κομμώτρια γυναικών» («μγδάλα νσάγια») ή για να πε­ριπαίξουν τους Χριστιανούς ή ένεκα των δικών τους παρανοήσεων τού ονό­ματος «Μαγ­δαληνή». Αυτό το επιχείρημα είναι επίσης ψευδές. Πρώτον, αγνοεί την Ελληνική γραμμα­τική: τα σωστά Ελληνικά για τα «Μάγδαλα» είναι «Μαγ­δά­λες» και τα σωστά Ελληνικά για την γυναίκα από τα Μάγδαλα είναι «Μαγδαλαία». Η αρχική Ελ­ληνική ρίζα της «Μαγ­δαληνής» είναι «Μαγδαλήν» με ένα εξόφθαλμο «ν» που δείχνει ότι η λέξη δεν έχει να κά­νει με τα Μάγδαλα. Δεύτερον, τα Μάγδαλα έλαβαν το όνομά τους μόνο μετά τη συγ­γρα­φή των Ευαγγελίων. Πριν απ’ αυτήν ονομαζόταν Μαγαδάν ή Δαλμανούθα. (Αν και το «Μαγα­δάν» έχει ένα «ν», στερείται το «λ» και έτσι δεν μπορεί να παράγει τη «Μαγδα­λη­νή».). Στην πραγ­ματικότητα τα ερείπια αυ­τής της περιοχής επονομάσθηκαν Μάγδαλα από τη χριστιανική κοινότη­τα, εκ των υσ­τέρων, διότι οι Χριστιανοί επίστευαν ότι η Μαρία Μαγδαληνή καταγόταν από εκεί.

 

Οι Χριστιανοί επίσης επιμένουν ότι η λέξη «Νοτζρί» σημαίνει το άνθρωπο που κατά­γεται από την Ναζαρέτ. Αυτό φυσικά είναι ψευδές διότι η αρχική Εβραϊκή λέξη για την Ναζαρέτ είναι «Νατ­ζράτ» και για τον άνθρωπο που κατάγεται απ’ εκεί είναι «Νατζρατί». Η ονομασία «Νοτζρί» δεν έχει το Εβραϊκό γράμμα ταβ της «Νατζράτ» και συνεπώς δεν μπορεί να παράγεται απ’ αυτήν. Οι Χριστιανοί ισχυρίζονται ότι ίσως το Αραμαϊκό όνομα για την Ναζαρέτ ήταν «Νατζαράχ» ή «Νατζι­ράχ» (όπως και το Αραβικό όνομα), το οποίο εξηγεί το ανύπαρκτο ταβ στη λέξη «Νοτζρί». Αυτό επίσης είναι ανοησία γιατί τότε η Αραμαϊκή λέξη για τον άνθρωπο από την Ναζαρέτ θα ήταν «Να­τζαράτιγια» ή «Νατζι­ρά­τι­για» (με ένα ταβ επειδή η θηλυκή κατάληξη «-αχ» θα γινόταν «-ατ» όταν το επίθημα «-ι­για» προστίθεται), και ακόμα ο Αραμαϊκός τύπος δεν θα χρησιμοποιείτο στα Εβραϊ­κά. Οι Χριστιανοί επίσης μηχανεύτηκαν και διάφο­ρα άλλα επιχειρήματα, τα οποία μπορούν να απορ­ρι­φθούν διότι συγχέουν τις Εβρα­ϊ­κές λέξεις «Νοτζρί» και «Ναζίρ» ή δεν γνωρίζουν το γεγο­νός ότι «Νοτζρί» είναι ο αρ­­χαι­ότερος προϋπάρχων τύπος της λέξεως «Ναζα­ρη­νός» [*].

[* Βλέπε Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον, 1: 24, 14: 67, 16: 6 «ο δε λέγει αυταίς· μη εκθαμ­βείσθε· Ιησούν ζη­τείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον· ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε· ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν.». Ο Μάρκος λοιπόν συνηθίζει αυτή την λέξη αλλά την συναντάμε και μια φορά στον Λουκά 4: 34. Στα άλ­λα τρία κανονικά Ευαγγέλια συνα­ν­τάμε την νεώτερη λέξη Ναζωραίος.]

 

Εν κατακλείδι, όλα τα χριστιανικά επιχειρήματα βασίστηκαν σε αδύνατες φωνη­τικές αλλαγές και αδυνάτους γραμματικούς τύπους, και επομένως απερρίφθησαν. Επί πλέον, αν και οι θρύλοι στη Γκεμαρά δεν μπορούν να ληφθούν ως γεγονότα, οι ενδεί­ξεις στα Μπα­ράιτας και στην Τοσέφτα που αφορούν τον Γιέισου μπορούν να αναχ­θούν κατ’ ευθείαν πί­σω στους: Γιεχόσσουα μπεν Παράχυαχ, Σίμον μπεν Σέταχ και Γιεχούδα μπεν Ταββαΐ και στους μαθητές των που ήταν σύγχρονοι του Γιέ­ι­σου, ενώ οι ενδείξεις στα Μπαράιτας και στην Τοσέφτα που αφορούν τον μπεν Στάδα μπορούν να αναχθούν στον Ραβίνο Ελιέζερ μπεν Χυρκάνους και στους μαθητές του που ήταν σύγχρονοι του μπεν Στάδα. Επομένως οι ενδείξεις δύνανται να θεωρούνται ιστορικώς ακριβείς. Διά τούτο οι νεώ­τε­ροι Χριστιανοί δεν επιτίθενται στο Ταλμούδ έτι περισ­σό­τε­ρο αλλ’ αντ’ αυτού αρνούνται κάθε σύν­δεση μεταξύ Ιησού και Γιέισου ή μπεν Στάδα. Απορρίπτουν τις ομοιότητες ως καθαρή σύμπτω­ση. Εντούτοις όμως, ο καθέ­νας πρέπει να γνωρίζει καλώς τις ψεύτικες επιθέσεις κατά του Ταλμούδ δι­ότι πολλά χριστιανικά βιβλία ακόμα και σήμερα τις αναφέρουν και μπορεί να επανέλ­θουν στην επιφάνεια από στιγμή σε στιγμή.

 

Πολλά είναι τα μέρη του μύθου του Ιησού που δεν βασίζονται στον Γιέισου μπεν Στά­δα. Οι περισσότερες χριστιανικές αιρέσεις αξιώνουν ότι ο Ιησούς γεννήθηκε στις 25 Δε­κεμβρίου. Αρ­χι­κώς οι ανατολι­κοί Χριστιανοί πίστευαν ότι είχε γεννηθεί στις 6 Ιανου­α­ρίου. Οι Αρμένιοι Χριστιανοί ακο­λουθούν ακόμα αυτή την πρώιμη πεποίθηση ενώ οι πε­ρισ­σό­τε­ροι Χριστιανοί την θεωρούν ως την ημέρα της προσκυνήσεως των μάγων. Όπως γνωρί­ζο­με κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, οι θεοί Ταμμούζ, Αιών και Όσιρις είχαν ταυ­τι­στεί. Λέ­γεται ότι ο Όσιρις – Αιών είχε γεννηθεί από την παρ­θένο Ίσιδα στις 6 Ιανουαρίου και τού­το εξηγεί την αρχική ημερομηνία των Χριστουγέν­νων. Η Ίσις πολλές φο­ρές αντι­προσω­πευόταν από μια ιερή αγελάδα και ο ναός της από έναν στάβλο, πράγμα που πιθα­νώς είναι η απαρχή της χριστιανικής πίστεως ότι ο Ιησούς γεννήθηκε σε στάβλο. Αν και αυτό μπο­ρεί κάποιος να το βρει σαν τραβηγ­μέ­νο από τα μαλλιά, είναι γνωστό ως γεγονός ότι ορι­σμένες πρώτο-χριστιανικές αιρέ­σεις ταύτιζαν τον Ιησού με τον Όσιρη στα γραπτά τους. Η ημε­ρο­μη­νία της 25ης Δε­κεμβρίου για τα Χριστούγεννα ήταν αρχικώς η πα­γα­νι­στι­κή εορτή του θεού Ηλί­ου, του οποίου η ημέρα της εβδομάδος είναι ακόμα γνωστή ως *Ηλί­ου* ημέ­ρα [*Sun* day στα Αγ­γλι­κά, *Sonn* tag στα Γερμανικά, κ. ο. κ.]. Το φωτοστέ­φανο που συ­νή­θως επιδεικνύεται γύρω από το πρόσωπο του Ιησού και των Χριστιανών αγίων, είναι άλ­λη μια έννοια παρμένη από τον θεό Ήλιο.

 

Το θέμα πειρασμού από ένα πλάσμα που μοιάζει με τον διάβολο βρισκόταν και αυτό στην πα­γανιστική μυθολογία. Συγκεκριμένα η «ιστορία» των πειρασμών του Ιη­σού από τον Σατανά ομοι­ά­ζει με τον πειρασμό του Όσιρη από τον διαβολικό θεό Σετ (Σηθ) στην Αιγυπτιακή Μυθολογία.

 

Έχομε ήδη υποδείξει ότι υπήρχε στενή σχέση μεταξύ του Ιησού και του πα­γα­νισ­τικού θεού Διονύσου. Όπως ο Διόνυσος έτσι και το βρέφος Ιησούς τυλίχθηκε σε φασ­κι­ές και το­πο­θε­τή­θηκε σε φάτνη. Όπως ο Διόνυσος έτσι και ο Ιησούς υπέφερε και εν­επαίχθη. Μερι­κοί Χριστιανοί υποστη­ρί­ζουν ότι ο Ιησούς στην πραγματικότητα δεν γεννήθηκε σε στά­βλο, αλλά σε σπήλαιο, όπως ακρι­βώς και ο Διόνυσος.

 

Πόθεν προήλθε η ιστορία ότι ο Ιησούς σταυρώθηκε; Όπως φαίνεται είναι απο­τέ­λεσμα ενός πλήθους πηγών. Πρώτον, υπάρχουν τρεις ιστορικοί χαρακτήρες κατά την Ρωμαϊκή εποχή που ο κό­σμος νόμιζε ότι ήταν Μεσσίες [*] και που σταυρώθηκαν από τους Ρωμαίους. Ονομαστικώς: Ο Γιε­χού­δα της Γαλιλαίας [Ιούδας ο Γαλιλαίος ή Γαυ­λανίτης, +6 Κ. Ε.], ο Θευδάς (+44 Κ. Ε.), και ο Βενια­μίν ο Αιγύ­πτιος (+60 Κ. Ε.). Επειδή και οι τρεις αυτοί άν­δρες ενομίσθηκαν ότι ήταν Μεσσίες, συγ­χύστηκαν όπως ήταν φυσικό με τον Γιέισου και τον μπεν Στάδα. Ο Γιεχούδα της Γαλιλαίας εκήρυ­ξε στην Γα­λιλαία και συγκέντρωσε πολ­λούς οπαδούς προτού στραυρωθή από τους Ρω­μαίους. Η ιστορία της ιερατικής απο­στολής του Ιησού στη Γαλιλαία φαίνεται ότι βα­σίζεται στην ζωή του Γιε­χούδα της Γαλι­λαίας. Αυτή η ιστορία και η πίστη ότι ο Ιη­σούς έζησε στη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας ενι­σχύ­ουν η μία την άλλη. Η πεποίθηση ότι ο Αγρίππας σκότωσε μερικούς μαθητές του Ιησού κα­τά το έτος + 44 Κ. Ε. φαίνεται να βασίζεται την μοίρα των μαθητών του Θευδά. Αφού ο Μπεν Στά­δα είχε επανέλθει από την Αίγυπτο ήταν φυσικό να είχε συγχυσθεί με τον Βε­νι­αμίν τον Αιγύπτιο. Πιθα­νώς να ήταν και σύγχρονοι. Μερικοί νεότεροι συγγραφείς έφτα­σαν στο σημείο να προτείνουν ότι ήταν το ίδιο πρόσωπο, παρ’ όλον ότι αυτό δεν είναι δυ­νατό διότι οι ισ­τορίες των θανάτων τους εί­ναι εντελώς δια­φορετικές. Στο βιβλίο των Πρά­ξεων στην Καινή Διαθήκη, το οποίο χρησιμοποιεί το βιβλίο του Ιω­σήπου Ιουδαϊ­κές Αρχαι­ολογίες (+93-94 Κ. Ε.) ως πηγή, γίνεται καθαρό ότι ο συγ­γραφέας θεωρούσε τον Ιη­σού, τον Γιε­χούδα της Γαλιλαίας, τον Θευδά, και τον Βενιαμίν τον Αιγύπτιο, να είναι τέσσε­ρις δια­φο­ρετικοί άνθρωποι. Παρά ταύτα, κατ’ αυτόν τον χρόνο ήταν πλέον πολύ αργά για να ανα­τρέψει κανείς τις συγχύσεις, οι οποίες είχαν λάβει χώρα προτού γραφεί η Και­νή Δια­θή­κη, και η ιδέα της σταυρώσεως του Ιησού είχε γίνει αναπόσπα­στο μέρος του μύθου.

[* Στον Ιώσηπο έχομε και άλλους ψευδομεσσίες και Ιησούδες που κάνανε τους προ­φήτες και τους Μεσσίες και οι οποίοι εδεινοπάθησαν στα χέρια των Ρωμαίων. (Μελε­τήσετε τον Ιώσηπο να δείτε τι γίνεται!) Ενδιαφέρον παράδειγμα αποτελεί ο Ιησούς υι­ός Ανανία, ένας αγροίκος αγ­ρό­της, που προφήτευε για μέρες την πτώση της Ιερουσα­λήμ, Ιουδαϊκός Πόλεμος, VI 300-309. Ο καημένος συνελήφθηκε, βασανί­σθη­κε και θα­νατώθηκε από τους Ρωμαί­ους. Ακόμα και οι Πράξεις των Αποστόλων 5: 34-39 ανα­γνωρίζουν το φαινόμενο των αυτοπροβαλλομένων Μεσσιών και φέρουν ως παρα­δείγ­ματα τον Θευδά και τον Ιούδα τον Γαλιλαίο (Γαυλανίτη). Αυτά λοιπόν που γράφον­ται στις Πράξεις και στα χωρία: Ματ­θαίος 7: 15, 24: 23-24 «τότε εάν τις υμίν είπη, ιδού ώδε ο Χρισ­τός ή ώδε, μη πιστεύσητε· εγερ­θήσονται γαρ ψευδόχριστοι και ψευδο­προφήται και δώσουσι σημεία μεγάλα και τέρατα, ώστε πλανήσαι, ει δυνατόν, και τους εκλεκ­τούς.», Μάρκος 13: 21-23, Λουκάς 17: 21-23, 21: 8, Ιωάννης 5: 43, Πράξεις 5: 36-37, 9: 22, Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς 2: 3-10, Α΄ Ιωάννου 2: 18-19, Β΄ Ιω­άννου 7, Αποκάλυ­ψις, κλπ, αντανα­κλούν τα εξής: 1ο) Το γε­γονός ότι στον Ιουδαϊσμό κατ’ αυ­τές τις εποχές Μεσσίες ήταν πολύ της μόδας και εμ­φανιζό­ταν κάθε λίγο και λιγάκι, με τε­λευταίον τον Συμεών Μπαρ Κόκχμπα(χ) τα έτη +132-135. 2ο) Την ακα­τάσχετη άμεση εσχα­το­λο­γία και τον τρόμο περί του από στιγ­μή σε στιγμή τέλους του κόσμου και της ελεύ­σε­ως της βασιλείας των ου­ρανών που διακατείχε τις διάφορες χριστιανι­κές ομάδες των τριών πρώτων αιώ­νων. Αυτό το συμπέρασμα το έχουν τονίσει και υποστηρί­ξει με πολλά στοιχεία και επιχειρήματα και οι παγκοσμίως διαπρεπείς θεο­λόγοι Johannes Weiss και Etienne Trocmé στις με­λέτες τους επί του Αρχεγό­νου Χρισ­τιανισμού, διά τον οποίον γνωρίζομε λίγα πράγματα. Π. χ., στα κοινά τραπέζια, μετά τον τε­μαχισμό του άρ­του το τέλος της προ­σευχής των πρώ­των χριστιανών ήταν: «Ελθέτω χάρις καί πα­ρελ­θέ­τω ο κόσμος ού­τος·μαράν αθά!» ως αυτό διασώζεται στο εγχειρίδιο της εκκ­λησίας κατά το δεύτερο ήμισυ του πρώτου αι­ώνα, Διδαχή (των Δώδεκα Αποσ­τόλων): 10. Στην Α΄ Προς Κοριν­θίους Επισ­τολής του Παύλου 16: 22 συ­ναντάμε επίσης τις αραμαϊκές λέξεις «μαράν αθά.» = Έρχου ώ Κύριε! Τα περισσό­τε­ρα απόκρυφα είναι γεμάτα με φόβο, τρόμο και άμεση εσχατολογία.]

 

Δεύτερον, αναπτύχθηκε η ιδέα του ότι ο Ιησούς εκτελέστηκε την παραμονή του Πά­σχα [Πε­σάχ, Περά­σματος]. Αυτή η πίστη προφανώς βασίζεται στην εκτέλεση του Γιέισου. Το Πάσχα συμ­βαί­νει κατά τον χρόνο της Εαρινής Ισημερίας, ένα συμβάν που εθεωρείτο πολύ σημαντικό από τους αστρολό­γους κατά την διάρκεια της Ρωμαϊ­κής Αυτοκρατορίας. Οι αστρολόγοι νόμιζαν αυτόν τον χρόνο ως τον χρόνο διασταυ­ρώσεως δύο αστρολογικών ουρανίων κύκλων, και αυτό το συμβάν συμβολι­ζό­ταν με ένα σταυρό. Ούτως δημιουργή­θηκε η πίστη ότι ο Ιησούς απέθανε πάνω στον «σταυ­ρό». Η παρανό­ηση αυτού του όρου από εκείνους που δεν ήταν μυημένοι στις αστ­ρο­λογικές αποκρυ­φιστι­κές ομά­δες ήταν άλ­λος ένας παράγοντας που συνέβαλε στην πε­ποίθηση ότι ο Ιησούς σταυρώθηκε. Σε ένα από τα πολύ πρώιμα χριστιανικά γραπτά, την Διδασκαλία των Δώδεκα Απο­στόλων, δεν υπάρ­χει κα­μία αναφορά περί του ότι ο Ιησούς σταυρώθηκε, αλλά το σημείο του σταυ­ρού στον ου­ρανό χρησι­μοποιείται για να αντιπροσωπεύσει τον ερχομό του Ιησού. Πρέπει να σημει­ωθεί ότι το κέντρο των αστρολογικών προλήψεων στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν η Ταρσός στην Μικρά Ασία – το μέ­ρος δηλαδή απ’ όπου καταγόταν ο θρυλικός ιεραπό­στο­λος Παύλος. Η ιδέα ότι ένα ιδιαίτερο άστρο είχε αναγγείλει την γέννηση του Ιησού, και ότι έκ­λειψη Ηλίου συνέβη κατά τον θά­νατόν του, είναι τυπικές Ταρσικές αστρολογικές προλή­ψεις.

 

Τρίτος παράγων που συνέβαλε στην «ιστορία» της σταυρώσεως είναι και πάλι η πα­γανιστική μυ­θολογία. Το θέμα ενός θεϊκού ή ημι-θεϊκού απεσταλμένου που σταυ­ρώθη­κε πάνω σε δένδρο [επί ξύλου], πάσαλο, ή σταυρού, και μετά αναστήθηκε, είναι πολύ κοινό στην παγανιστική μυθολο­γία. Βρισκόταν στις μυθολογίες όλων των δυτι­κών πολιτισμών που επεκτείνονται προς δυσμάς μέχρι της μακρινής Ιρλανδίας και προς ανατολάς μέχρι την Ινδία. Ιδιαιτέρως ευρίσκεται στις μυθο­λογίες του Όσιρη και του Άττη, αμφότεροι των οποίων είχαν ταυτιστεί με τον Ταμμούζ. Ο Όσιρις προσ­κολ­λήθηκε πάνω σ’ ένα δένδρο με τα χέρια του εκτεταμένα όπως και ο Ιησούς πάνω στον σταυρό. Στην λατρεία του Σερά­πι­δος (συνδυασμός του Όσιρη και του Άπιδος) ο σταυρός ήταν θρησκευτικό σύμβολο. Πράγματι, ο χριστιανικός «Λατινικός σταυρός» ως σύμβολο φαίνεται να βασίζεται κατ’ ευ­θείαν στον συμβολικό σταυρό του Όσιρη και του Σέραπη. Οι Ρωμαίοι ποτέ τους δεν χρησι­μο­ποίησαν τον παρα­δο­σι­ακό χριστι­ανικό σταυρό στις σταυρώσεις. Χρησι­μο­ποι­ού­σαν τον σταυρό σχήματος είτε σαν Χ είτε σαν Τ. Το ιερογλυφικό ενός σταυρού επί λόφου ήταν σχετι­σμένο με τον Όσιρη. Αυτό το ιερογλυφικό αντιπροσώπευε τον «Καλόν Έναν», στα Ελληνικά «Χρηστόν», ένα όνομα που το χρησιμοποιούσαν για τον Όσιρη και άλλους παγα­νι­στικούς θεούς. Το μπέρδεμα του ονόματος αυτού με τον «Χριστό» [= «Μεσσίας = χρι­σμένος, κεχ­ρι­σ­μένος διά του ιερού ελαίου, με πρώτο Μεσσιαχ στον Ιουδαϊσμό τον πρώτο βασι­λέα των Εβραίων Σαούλ»] ισχυ­ροποιεί την σύγχυ­ση μεταξύ Ιησού και παγανιστών θεών.

 

Κατά την Εαρινή Ισημερία, οι παγανιστές του βορείου Ισραήλ συνήθιζαν να εορ­τά­ζουν τον θά­νατο και την ανάσταση του εκ παρθένου τεχθέντος Ταμμούζ – Όσιρη. Στην Μικρά Ασία (όπου ιδρύθηκαν οι πρώτες χριστιανικές εκκλησίες) διατηρούσαν μια πανο­μοιότυπη εορτή για τον εκ παρ­θένου τεχθέντος Άττη. Ο Άττις επιδεικνύετο ως απο­θνή­σκων επί δένδρου, θαπτόμενος εντός σπη­λαίου, και αναστημένος κατά την τρίτη ημέρα. Έτσι βλέπομε από που προέρχεται η χριστια­νι­κή ιστορία της αναστά­σε­ως τού Ιησού. Στην λα­τρεία του Βαάλ, επιστεύετο ότι ο Βαάλ εξαπάτησε τον Μαβέτ (τον θεό του θανάτου) κατά τον χρόνο της Εαρινής Ισημερίας. Προσποιήθηκε ότι ήταν νε­κρός αλλά μετά εμφα­νίστηκε ζωντανός. Επέτυχε αυτό το τέχνασμα με το να δώσει τον γιο του ως θυσία.

 

Το ότι το Πάσχα [Πέρασμα] συνέβαινε κατά την ίδια χρονική εποχή του έτους με τους παγανι­στικούς εορτασμούς της «Εόστρας, ή Ισταρ» [= «Easter» στα αγγλικά] δεν είναι απλή σύμ­πτωση. Πολλά έθιμα του Πεσάχ [Πάσχα] σχεδιαστηκαν σαν Εβρα­ϊκές εναλ­λαγές των παγανιστικών εθίμων. Οι παγανιστές πίστευαν ότι όταν ο θεός τους, θεός της φύσεως, (όπως ο Ταμμούζ, ο Όσιρις ή ο Άττις) απέθνησκε και ανασ­ταίνετο, η ζωή του πήγαινε μέ­σα στα φυτά που χρησιμοποιούσαν οι άνθρω­ποι για τροφή. Τα μά­τζα (τα άζυμα ψωμιά) που γινόταν από την ανοιξιάτικη συγκομιδή ήταν το νέο σώ­μα του και το κρασί από τα σταφύλια ήταν το νέο αίμα του. Στον Ιουδαϊσ­μό, τα μάτ­ζα δεν χρη­σιμοποιούντο για να αντιπροσωπεύουν το σώμα κάποιου θεού αλλά το ψω­μί του φτωχού που έφα­γαν οι Εβραίοι πριν φύγουν από την Αίγυπτο. Οι παγανι­στές χρησιμοποιούσαν την πασχαλινή θυ­σία για να αντιπροσωπεύσουν τη θυ­σία ενός θεού ή του μονογενούς υιού του, αλλά ο Ιου­δα­ϊ­σμός τη χρησιμοποίησε για να αντι­προσω­πεύει το δείπνο που έφαγαν οι Εβραίοι προτού φύγουν από την Αίγυ­π­το. Αντί να λέ­γουν «ιστορίες» για το Βαάλ που θυσίαζε τον υιόν του τον πρωτότοκο στον Μα­βέτ, οι Εβραίοι έλεγαν πως ο «μαλ’αχ χα – μαβέτ» (ο άγγε­λος του θανάτου) εφό­νευσε τους πρωτοτόκους υιούς των Αιγυπτίων. Οι παγανιστές έτρω­γαν αυγά για να αντι­προ­σω­πεύσουν την ανάσταση και την αναγέννηση του θεού τους, της φύσεως, αλ­λά τα αυγά στο πιάτο του σέδερ [= δείπνου των Εβραίων προς εορτασμό της Εξό­δου] αντιπροσω­πεύουν την γέννηση του Εβραϊκού λαού που δι­έ­φυ­γε από την δουλεία της Αιγύπτου. Όταν οι Χριστιανοί παρατήρησαν τις ομοιότητες μεταξύ των εθί­μων του Πεσάχ [Πά­σ­χα] και των παγανιστικών εθίμων, έκαναν ολόκληρο κύκλο και με­τέ­στρε­ψαν τα έθι­μα του Πεσάχ πίσω στις παλαιές παγανιστικές διατυπώσεις τους. Το δεί­πνο για το εορ­τασμό της Εξόδου σέδερ έγινε το τελευταίο [ή μυστικό] δείπνο του Ιησού, όμοιο με το τελευταίο δείπνο του Όσιρη που η ανάμνησή του εορταζόταν κα­τά την Εαρι­νή Ισημερία. Τα μά­τζα και το κρασί για άλ­λη μια φορά γινόταν το σώμα και αίμα ενός ψεύτικου θεού, αυτή τη φορά του Ιησού. Τα αυ­γά της Εόστρας τρώγο­ν­ταν πάλι εις ανά­μνη­ση της αναστάσεως ενός «θεού» και ακόμα εις ανά­μνη­ση της «αναγεννή­σε­ώς» του που επετυγχάνετο με το να δεχθεί την θυσία του επί του σταυ­ρού.

 

Ο μύθος του Τελευταίου [Μυστικού] Δείπνου είναι ιδιαζόντως ενδιαφέρων. Όπως προαναφέ­ραμε, η βασική ιδέα το τελευταίο δείπνο να συμβαίνει κατά την Εαρι­νή Ιση­με­ρία προέρχεται από την «ιστορία» του τελευταίου δείπνου του Όσιρη. Στην χριστιανική αφήγηση, ο Ιησούς είναι μαζί με τους δώδεκα αποστόλους. Από που δη­μιουργήθηκε η ιστορία των δώδεκα αποστόλων; Όπως φαίνεται στην πρώιμη εκδοχή της, η αφήγηση αυ­τή εννοείτο ως αλληγορία. Η πρώτη φορά που οι δώδεκα απόσ­το­λοι αναφέρονται είναι στο γραπτό γνωστό ως η Διδασκαλία των Δώδεκα Αποστό­λων. Αυτό το κείμενο προφανώς δημιουργήθηκε ως ένα σχισματικό Ιουδαϊκό έγγραφο που γρά­φτηκε κα­τά τον πρώτον αι­ώνα Κ. Ε., αλλά υιοθετήθηκε από τους Χριστιανούς οι οποίοι του έκαναν ουσιαστικές με­τατροπές και του προσέθεσαν χριστιανικές ιδέες[*]. Στις αρχικές του εκδοχές είναι κα­θα­ρό ότι οι «δώδεκα από­στολοι» είναι οι δώδε­κα υι­οί του Ιακώβ που αντιπροσωπεύουν τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Οι Χριστια­νοί αρ­γό­τερα θεώρησαν τους «δώδεκα αποστόλους» να είναι αλ­λη­γο­ρικοί μαθητές του Ιη­σού.

[* Πολλοί είναι οι ερευνητές, εκ των οποίων μερικοί είναι Εβραίοι, που υποστηρίζουν ότι τα ίδια πράγματα ισχύουν και διά την Αποκάλυψιν του Ιωάννου στην Καινή Διαθή­κη.]

 

Στην Αιγυπτιακή Μυθολογία, ο Όσιρις προδόθηκε κατά το τελευταίο του δείπνο από τον κακό θεό Σετ [Σηθ], τον οποίον οι Έλληνες εταύτισαν με τον Τυφώνα. Αυτό φαί­νεται να είναι η προέ­λευση της ιδέας ότι ο προδότης του Ιησού ήταν παρών κατά το τελευταίο δείπνο του. Η ιδέα ότι ο προδότης αυτός ονομαζόταν «Ιούδας» φτάνει πί­σω στα χρόνια όπου οι δώδεκα απόστολοι ακόμα εννοούνταν ως οι δώδεκα υιοί του Ιακώβ. Η ιδέα του Ιούδα [στα Εβραϊκά Γιούδαχ, Γιεχούδα, που σημαίνει αίνος, εγ­κώ­μιο] που προδί­δει τον Ιησού (τον «υιόν» του Ιωσήφ - Γιόσεφ) υπ­ενθυμίζει ισχυρά την εξιστό­ρηση του Γιό­σεφ της Τοράχ που προδόθηκε από τους αδελ­φούς του με τον Γιε­χούδα ως αρχηγό της συμμορίας. Αυτή η αλληγορία θα ήταν ιδιαιτέ­ρως προσφιλής στους Σαμαρείτες Νοτζρίμ οι οποίοι θεω­ρού­σαν εαυτούς ότι είναι υιοί του Γιόσεφ που προ­δόθηκαν από τους κυρίως Ιου­δαί­ους (που αντιπροσωπεύονταν από τον Ιούδα / Γιεχούδα).

 

      Παρ’ όλα ταύτα, η υπόθεση των δώδεκα απόστόλων έχασε την αρχική της αλλη­γορική ερμη­νεία και οι Χριστιανοί άρχισαν να νομίζουν ότι οι «δώδεκα απόστολοι» ήταν δώδεκα πραγματικοί άν­θρωποι που ακολουθούσαν τον Ιησού. Οι Χριστιανοί προσπάθησαν να βρούνε ονόματα γι’ αυ­τούς τους δώδεκα αποστόλους. Ματθαίος και Θαδδαίος βασίστη­καν στους Ματτάι και Τοδάχ τους δύο μαθητές του Γιέισου. Ο ένας ή και οι δύο από­στο­λοι με όνομα Ιάκωβος είναι δυνατόν να βα­σί­στη­κε (-καν) στον Ιάκωβο τον Κφάρ Σε­κάν­για, έναν πρώτο Χριστιανό γνωστόν στον Ραβίνο Ελι­έ­ζερ μπεν Χυρκάνους, αλλά αυτό εί­ναι καθαρή εικασία. Όπως έχομε δει, ο χαρακτή­ρας του Ιούδα είναι σχεδόν όλος βασι­σμέ­νος στον Γιούδαχ της Τοράχ αλλά ίσως και αν υπάρχει και κάποια σχέ­ση με έναν σύγ­χρο­νο του Γιέισου, τον Γιεχούδα μπεν Ταββαΐ τον μαθητή του Ραβίνου Γιεχόσσουα μπεν Πε­ράχυαχ. Καθώς ήδη προανα­φέρθηκε, η ιδέα του προδότη κατά το τελευταίο δείπνο πα­ρά­χ­θηκε από την μυθολο­γία του Όσιρη ο οποίος προδόθηκε από τον Σετ – Τυφώνα. Ο Σετ – Τυφών εί­χε κόκ­κινα μαλλιά και πιθανόν αυτό να είναι η προέλευση του ισχυρισμού ότι ο Ιούδας είχε κόκ­κινα μαλλιά. Αυτή η ιδέα έχει οδηγήσει στο χριστιανικό στερεότυπο πορ­τραίτο των Ιουδαίων που τους θέλει να έχουν κόκκινα μαλλιά, παρά το γεγονός ότι στην πραγ­ματικότητα, τα κόκκινα μαλλιά είναι πολύ συχνότερα μεταξύ των Αρίων παρά με­τα­ξύ των Ιουδαίων.

     

      Στον Ιούδας εδόθη το συχνά απαντώμενο παρανόμι «Ισκαριώτ – ης ». Σε μερικά ση­­μεία που οι Αγγλικές Καινές Διαθήκες έχουν “Iscariot – Ισκαριότ” το Ελληνικό κεί­μενο γράφει «Ισκαριώτης, – -ου, κλπ.» που σημαίνει ότι καταγόταν από την Κα­ρι­ώτ. Καριώτ ήταν το όνομα μιας πολίχνης στο Ισραήλ, πιθανώς η σημερινή τοπο­θεσία γνωστή στα Αραβικά ως «Καριατεΐν». Βλέπομε δηλαδή ότι το όνομα Ισκα­ρι­ώτης πα­ρά­γεται από το Εβραϊκό «Ις Καριώτ» που σημαίνει «άνθρωπος από την Καριώτ». Αυ­τή πραγματικά είναι η παραδεγμένη χριστιανική σημασία του ονόματος αυτού. Εν τούτοις, στο παρελθόν, οι Χριστιανοί λάθος κατάλαβαν το όνομα αυτό και εμφανί­σ­τηκαν θρύλοι περί του ότι ο Ιού­δας καταγόταν από την πόλη Συχάρ, ότι ήταν μέλος του κόμματος των εξτρεμι­στών γνω­στό ως Σικάριοι [και εκ τούτου νόμισαν ότι Ισκα­ριώτης σημαίνει άνθρωπος του φόνου] και ότι καταγόταν από τη φυλή του Ισσάχερ. Η πιο ενδιαφέρουσα πα­ρα­νόηση του ονόματος είναι η αρχική σύγχυση με τη λέξη «σκορτέα» που σημαίνει «δερ­μά­τινη τσάν­τα χρημά­των». Αυτό οδήγησε στον μύ­θο της Καινής Διαθήκης ότι ο Ιούδας κρα­τούσε μια τέτοια τσάντα, το οποίο με τη σει­ρά του οδήγησε στην πίστη ότι ήταν ο ταμίας των αποστόλων.

 

Ο απόστολος Πέτρος εμφανίζεται ως επί το πλείστον ως φανταστικός χαρακτή­ρας. Σύμφωνα με την χριστιανική μυθολογία, ο Ιησούς τον εξέλεξε να είναι ο «κλει­δο­­κρά­το­ρας της βασιλείας των ουρανών». Αυτό καθαρά βασίζεται στην Αιγυπτιακή πα­γανιστική θεότητα, Πέτρα, η οποία ήταν η θυρωρός των ουρανών και της μετέ­πει­τα ζωής, που την κυβερνούσε ο Όσιρις. Πρέπει επίσης να αμφιβάλομε για την ιστο­ρι­κότητα του Λουκά «του καλού θεραπευτή» που υποτίθεται πως ήταν φίλος του Παύ­λου. Το αρχικό όνομα για το «Λουκάς» είναι «Λύκιος, [= φωτεινός]», το οποίο ήταν άλ­λο ένα όνομα για τον Απόλ­λωνα, τον θεό του «θεραπεύειν, θεραπεύεσθαι».

 

Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής κατά μέγα μέρος βασίζεται σε ένα ιστορικό πρόσωπο που έκανε ιε­ρο­τελεστική εμβάπτιση εντός υδάτων σαν φυσικό συμβολισμό για μετάνοια [βλέπε π. χ. το εδά­φιο του Ιωσή­που Ιουδαϊκές Αρχαιολογίες, βιβλίο XVIII (18), στίχοι 116 - 119.]. Δεν εκτελούσε χριστια­νικού τύπου βαπτίσματα για να καθαρίσει τις ψυ­χές των αν­θρώπων [*]. Τέ­τοια ιδέα ήταν τελείως ξένη με τον Ιουδαϊσμό. Θανατώθηκε από τον Ηρώδη Αντίπα επει­δή φοβότανε ότι αυτός (ο Ιωάννης) επρόκειτο να αρ­χί­σει ανταρσία. Στα Ελ­ληνικά το όνο­μά του ήταν «Ιωάννης» και στα Λατινικά “Johannes”. Αν και ως συνήθως αυτά τα ονό­μα­τα χρησιμοποιούνταν για να αποδώσουν το Εβρα­ϊ­κό όνομα «Γιο­χανάν», είναι πολύ αμφί­βολο ότι αυτό ήταν το πραγματικό Εβραϊκό όνομα του Ιωάν­νου. «Ιωάν­νης» ομοιάζει πολύ με «Ωάννης» το Ελληνικό όνομα για τον παγανιστικό θεό Έα. Ο Ωάννης ήταν ο «Θεός του Οίκου του Ύδατος». Μυσ­τη­ρι­α­κό βάπτισμα για μαγικό κα­θά­ρισμα των ψυχών ήταν μια πρακτική που προφα­νώς προήλθε από την λατρεία του Ωάν­νου. Η πιο πιθανή εξή­γηση τού ονόματος τού Ιωάν­νου και της συνδέσεώς του με το όνο­μα Ωάννης είναι ότι πιθανώς ο Ιωάννης έφερε το πα­ρανόμι «Ωάννης» επειδή έκανε βά­πτισμα, που το είχε προσ­αρμό­σει, από τη λατ­ρεία του Ωάννου. Το όνομα «Ωάννης» συγ­χύσθηκε αργότερα με το «Ιωάν­νης». (Πράγματι, ο θρύλος της Καινής Διαθήκης που αφο­ρά τον Ιωάννη παρέχει την ένδει­ξη ότι το πραγματικό όνομά του ίσως να ήταν Ζαχα­ρί­ας.). Από τα γραπτά του Ιωσή­που γνωρίζομε ότι ο ιστορικός Ιωάννης απέρ­ρι­πτε την πα­γανιστική ερμηνεία του «κα­θαρ­­μού της ψυχής». Οι Χριστιανοί, όμως, επανήλθαν στην αρχική παγανιστική ερμη­νεία.

[* Εδώ πρέπει να σημειώσομε μια μεγάλη αντίφαση και αρλουμπολογία όλων των Ευαγγελίων.

Στα κείμενα ομολογίας του Προφήτου, Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, όπως τον αποκαλούν οι χριστιανοί, περί του Ιη­σού Χρισ­τού και στα κείμενα της Βαπ­τίσεως του Ιησού από τον Ιωάννη Βαπτι­στή, Ματθαίος κεφάλαιο 3, Μάρκος 1: 1-11, Λου­κάς 3: 1-22, Ιωάν­νης 1: 6-37, 3: 22-36 βλέπομε τα εξής:

            Ο δερματοντυμένος, γλίτσης, αγριάνθρωπος της ερήμου της Υπεριορδανίας, ακριδο­τραφείς και κατά πάσαν πιθανότητα Εσσαίος Ιωάννης αποκαλεί τον Ιησού: Αμνό του Θεού, Χριστό, Μεσσία, οπίσω του ερχόμενον, πρώτον του, κλπ. Ομολογεί ότι ού­τε τα κορδό­νια των παπουτ­σιών του δεν μπορεί να λύσει, κλπ. Λέγει στον Ιη­σού ότι αυτός πρέπει να βαπτι­σ­τεί από αυτόν και όχι ο Ιησούς από ‘κείνον. Μιλάει για νέο βάπτισ­μα όχι με ύδωρ αλλά με πνεύμα άγιο και πυρ, και πολλά άλλα τέτοια βομ­βώδη, που μπο­ρείτε να τα διαβάσετε μέσα στις παρα­πομπές που αναγράψαμε.

            Με τα πολλά, ο Ιωάννης τελικά επείσθη από τον Ιησού να τον βαπτίσει. Κατά την βά­πτιση έγιναν τέρατα και σημεία. Άνοιξαν οι ουρανοί. Η φωνή του Θεού Πατ­ρός Γιαχ­βέχ ακούστηκε να λέγει «ούτός εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδό­κη­σα.». Το Πνεύμα κατέβηκε σαν περισ­τέρι και εκάθισε πάνω στην κεφαλή του Ιησού και έτσι εβεβαίωσε του λόγου το ασφαλές. Παραδόσεις, Απόκ­ρυφα Ευαγγέλια και ορ­θόδοξα τροπάρια λέ­νε ότι ο ποταμός «Ιορδάνης εστράφη εις τα οπί­σω» από την τρο­μάρα του, και πολλά άλ­λα τοιαύτα.

            Ολίγον χρόνο μετά, στα ίδια τα Ευαγγέλια διαβάζομε:

 

Ματθαίος 11: 2-6 «Ο δε Ιωάννης ακούσας εν τω δεσμωτηρίω τα έργα του Χρι­στού, πέμψας δύο των μαθητών αυτού είπεν αυτώ· συ ει ο ερχόμενος ή έτε­ρον προσδο­κώμεν; και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς· πορευθέντες απ­αγγείλατε Ιωάννη α ακού­ετε και βλέπετε· τυφλοί αναβλέπουσι και χωλοί πε­ρι­πατούσι, λεπροί καθαρίζονται και κωφοί ακούουσι, νεκροί εγείρονται και πτω­χοί ευαγγελίζονται· και μακάριός εστιν ος εάν μη σκανδαλισθή εν εμοί.»

 

Λουκάς 7: 18-23 «Και απήγγειλαν Ιωάννη οι μαθηταί αυτού περί πάντων τού­των. και προσκαλεσάμενος δύο τινάς των μαθητών αυτού ο Ιωάννης έπεμ­ψε προς τον Ιη­σούν λέ­γων· συ ει ο ερχόμενος ή έτερον προσδοκώμεν; παρα­γε­νόμενοι δε προς αυτόν οι άνδρες είπον· Ιωάννης ο βαπτιστής απέσταλκεν ημάς προς σε λέγων· συ ει ο ερ­χόμενος ή έτερον προσδοκώμεν; εν αυτή δε τη ωρα εθεράπευσε πολλούς από νόσων και μαστίγων και πνευμάτων πονηρών και τυφλοίς πολλοίς εχαρίσατο το βλέπειν. και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυ­τοίς· πορευθέντες απαγγείλατε Ιωάννη α είδετε και ηκούσατε· τυφλοί ανα­βλέπουσι και χωλοί περιπατούσι, λεπροί καθαρίζονται, κωφοί ακούουσι, νεκροί εγείρονται, πτωχοί ευαγγελίζονται· και μακάριός εστιν ος εάν μη σκανδαλισθή εν εμοί.»

 

            Δηλαδή τώρα τι γίνεται; Ο Ιωάννης δεν ξέρει ποιος είναι ο Ιησούς και προσκαλεσάμενος δύο τινάς των μαθητών αυτού ο Ιωάννης έπεμ­ψε προς τον Ιη­σούν λέ­γων· συ ει ο ερχόμενος ή έτερον προσδοκώμεν;

Αν και ο Ιησούς προειδοποιεί, λες και το είχε μυριστεί, «και μακάριός εσ­τιν ος εάν μη σκανδαλισθή εν εμοί.», αυτή η αγεφύρωτη σκανδαλώδης αν­τίφαση που γράφτηκε από τα χέρια των ιδίων θε­οπνεύστων Ευαγγελιστών, τα οποία έγ­ραψαν και όλα τα άλλα, σκανδαλίζει τους θεολόγους από τον δεύτερο αιώνα και μετά. Τί να πούνε;

Ο κακοήθης και ψυχοπαθής Τερτυλλιανός περί το +200 έδω­σε την εξής απάν­τηση: «Ο Ιωάννης όταν εβλήθη στην φυλακή έχασε την θεία χά­ρη και ξέχα­σε όσα εί­χε ομολογήσει και ότι είχε βαπτίσει τον Ιησού.». Εύγε μέγα τέρας Τερ­τυλλι­ανέ με την εφευρετικότητά σου! Δεν σχολιάζομε άλλο αυτή την απάντηση!

Ο Ιωάννης Χρυσόστομος πιο πονηρός και δόλιος είπε με «απόλυτη σιγου­ριά» ότι η αμφιβολία ήταν των μαθητών του Ιωάννη και όχι του ιδίου και γι’ αυτό τους έστειλε για να διαπιστώσουν μό­νοι τους ποιος ήταν αυτός ο Ιησούς. Κάτι τέ­τοιο όμως στα δυο κείμενα δεν υπάρχει. Ο Ματθαίος είναι σαφής: «Ο δε Ιωάννης ακού­σας εν τω δεσμωτηρίω τα έργα του Χρι­στού, πέμψας δύο των μαθητών αυτού είπεν αυ­τώ· συ ει ο ερχόμενος ή έτε­ρον προσδο­κώμεν;». Το «είπεν αυ­τώ·» είναι στον ενι­κό και μιλά ο Ιωάννης όχι άλλοι! Στον Λουκά η λέξη τινάς, στη φράση «δύο τινάς των μαθητών αυτού ο Ιωάννης έπεμ­ψε», ση­μαίνει ότι οι δύο μαθητές που έστειλε ήταν αυτοί που έτυχε να βρει εκείνη την ώρα μπροστά του και δεν τους επέλεξε λόγω του ότι αυτοί οι ίδιοι αμφέβαλαν. Επίσης η μετοχή «λέγων», στον Λουκά, είναι στον ενικό αριθμό και ο «λέγων» είναι ο ίδιος ο Ιωάννης! Πέραν τούτων όμως, η ίδια η απάντη­ση του Ιησού «και αποκριθείς ο Ιησούς εί­πεν αυ­τοίς· πο­ρευθέντες απαγ­γεί­λατε Ιω­άννη α εί­δετε και ηκούσατε·» καθιστά σαφές ότι η εφ­εύρεση του Χρυ­σόστο­μου απορρίπτε­ται παταγωδώς, διότι η απάντηση του Ιησού απευθύνεται κατ’ ευθείαν στον ίδιο τον Ιωάννη, έστω και μέσω αγγελιαφόρων. Η απορία του Ιωάννη παρα­μένει ακράδαντη ακό­μα και αν υπο­θέ­σομε ότι οι δύο ή όλοι οι μαθητές του διατηρούσαν και αυτοί την ίδια απορία. Έτ­σι ο Χρυσόστο­μος απέ­δειξε για μια ακόμη φορά ότι: ή δεν καταλαβαί­νει τί διαβά­ζει ή δεν ξέρει τι γράφει ή ότι είναι βλαξ ή συνω­μότης.

Αλλά είναι δυνατόν ο Ιωάννης, από την ημέρα της βαπτίσεως μέχρις ότου εβ­λήθη στην φυλακή, να μην είχε εξηγήσει στους μαθητές του ποιος ήταν ο Ιησούς τον οποίον συνεχώς ομολογούσε και όλα όσα συνέβησαν κατά την βά­πτισή του; Η όλη ιστορία για τον Βαπτιστή Ιωάννη ήταν ο κηρυττόμενος του οποίου ήταν Πρόδρομος και Προφήτης. Άρα πως ήταν δυνατόν να μην είχε πει τίποτα στους μαθητές του; Ακόμη, κάποιοι μαθητές του Βαπτιστού θα ήταν παρόντες κατά την Βάπτιση! Στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο όμως, βλέπομε καθαρά ότι τέτοια εξήγηση είχε γίνει και ο Ιησούς είχε γνωρίσει μερικούς μαθητές του Ιωάννου, 1: 29-39, 3: 22-36, προτού ο Ιωάννης μπει φυλακή. Επίσης όπως λένε τα Ευαγγέλια, αυτά τα λόγια και πολλά άλ­λα, τα έλεγε σε όλο τον κόσμο, πόσον μάλλον στους μαθητές του! Άρα ο Χρυσόστο­μος αποδεικ­νύεται για μια ακόμη φορά ψεύ­της και συνωμότης.

            Σαν να μην έφτάνε αυτό το μπουρδούκλωμα με τον Ιωάννη Βαπτιστή και τα βαπτίσματά του, έχομε επί πλέον και το εξής ανα­κάτεμά του σε ανύπαρκτες (μυ­θικές) γεωγραφικές τοποθεσίες του Πα­λαι­στινιακού χώρου. Η σημερινή κανονική Καινή Δι­αθήκη γρά­φει:

 

Λουκάς 3: 18 «πολλά μεν ουν και έτερα παρακαλών ευηγγελίζετο τον λαόν

Ιωάννης 3: 23 «ην δε και Ιωάννης βαπτίζων εν Αινών εγγύς του Σαλείμ, ότι ύδατα πολλά ην εκεί, και παρεγίνοντο και εβαπτίζοντο·»

 

Όμως, ο γνωστός και πολύ σημαντικός Ελληνολατινικός κώδικας Bezae, της Καινής Δια­θήκης (φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη του Cambridge της Αγγλί­ας), ακόμα κατά το τέλος του 5ου ή αρχές του 6ου αιώνα γρά­φει:

 

Λουκάς 3: 18 «πολλά μεν ουν και έτερα παραινών ευηγγελίζετο τον λαόν.»,

 

φράση που αποδίδει σαφές νόημα. Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής δηλαδή έδινε παραινέ­σεις και με τις παραινέσεις του ευαγγελιζόταν τον λαό. Όμως οι μετέπειτα διορθωτές που τα Ελληνικά τους ήταν χείριστα, δεν εγνώριζαν την λέξη παραινών και την «δι­όρ­θω­σαν» στην λέξη παρακαλών, πράγμα που τώρα δεν βγάζει νόημα.

            Ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής όμως, όποιος και ήταν αυτός, με τα λίγα πτωχά Ελληνικά που ήξερε αν και θεόπνευστος, υπέθεσε ότι το σωστό πρέπει να είναι παρ’ Αινών, και έτσι έγ­ραψε «βαπτίζων εν Αινών». Είναι ιστορικώς αποδεδειγμένο ότι, αμφότερες οι τοπο­θεσίες Αινών και Σαλείμ δεν υπήρχαν. Ένεκα όμως αυτού του μύ­θου, του Ιωάννου του Ευαγγελιστού, σήμερα και οι δύο τοποθετούνται στους γεωγ­ραφικούς χάρτες της Παλαιστίνης του καιρού εκείνου. (Μερικές φορές ολίγοι πιο ει­λικρινείς θεολόγοι τις βάζουν με ερωτηματικά!)

            Αυτό επίσης αποδεικνύει ότι ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής αν και Εβραίος εντο­πίτης ψαράς δεν ήξερε την γεωγραφία του μικρού Παλαιστινιακού χώρου του και τα μέρη στα οποία τα ύδατα ήσαν πολλά. Το γεγονός αυτό είναι άλλο ένα πρόσθετο στοιχείο της ψευδεπιγραφίας του Ευαγγελίου αυτού, όπως και των τριών άλλων. Τα τέσσερα κα­νο­νι­κά Ευαγγέλια είναι ψευδεπίγραφα και εγράφησαν κατά διαστήματα και με πολλές επαναληπτικές διορθώσεις και προσθήκες από τον δεύτερο αιώνα και μετά. Είναι μυ­θολογικά κείμενα πίστεως που προσαρμόζονταν με το πέρασμα των αι­ώνων στις προ­κύπτουσες ανάγκες της πίστεως που προσπαθούσαν να προωθήσουν. Δεν έχουν κα­μία ιστορική αξία.

            Από θεολογικής απόψεως η Βάπτιση ήταν αχρείασ­τη διότι ο Ιησούς ως Θεός δεν χρεια­ζόταν βάπτισμα. Όπως τα έγραψαν οι: Ματθαίος, Μάρκος και Λουκάς, μπο­ρεί κα­νείς να ισχυριστεί ότι ο Ιησούς πήγε να βαπτισθεί από τον Ιωάννη Βαπτιστή ως απλός αμαρ­τωλός άνθρωπος, προτού πλεχθεί το παραμύθι ότι ήταν θεός. Ο εκ των δώδεκα όμως, Ευαγγελιστής Ιωάννης που πα­ρισ­τάνει και τον θεολόγο, δεν έχει ανα­φέρει την Βάπτιση στο Ευαγγέλιο του παρά μόνο τους ασαφείς στί­χους: 1: 32-33 «και εμαρτύ­ρησεν Ιωάννης [ο Βαπτιστής] λέγων ότι τεθέα­μαι το Πνεύ­μα κατα­βαίνον ως περισ­τε­ράν εξ ουρανού, και έμεινεν επ’ αυτόν. καγώ ουκ ήδειν αυτόν, αλλ’ ο πέμ­ψας με βαπ­τί­ζειν εν ύδατι, εκείνός μοι είπεν· εφ’ ον αν ίδης το Πνεύμα καταβαίνον και μέ­νον επ’ αυ­τόν, ούτός εστιν ο βαπτίζων εν Πνεύματι Αγίω.».

Ολίγον καιρό μετά ταύτα όμως, ο Ιωάννης Βαπτιστής επερωτά τον Ιησού Χριστό: «...συ ει ο ερχόμενος ή έτερον προσδοκώμεν;».

Αν εσείς, όποιοι είστε, βρείτε ποτέ άλλη καλλίτερη εξήγηση αυτής της αντι­φάσεως, από αυτήν του Τερυλλιανού ή του Χρυσοστόμου, να την δημοσιεύσετε διεθ­νώς μήπως και ξελασπώσετε κατά τι την αρλουμ­πολογία και βλα­κεία της Εβραιογνω­στικοχριστιανικής μάστιγας.

            Απ’ αυτό εδώ το βαρύ μπουρδούκλωμα των Ευαγγελίων οι αμερόληπτοι επισ­τημονικοί ερευνητές συμπεραίνουν ότι η Βάπτιση του Ιησού δεν έγινε ποτέ και είναι ένα παρα­μύθι που προστέθηκε αργότερα για να υποκλαπεί η Παγανιστική και η Εσ­σαϊκή τελετή του Βα­πτίσματος από τον Χριστιανισμό. Όπως μόλις αναφέραμε ο Ευ­αγγελιστής Ιω­άννης δεν την έχει βάλλει στο Ευαγγέλιό του, ο δε Παύλος στην Α΄ Πρός Κορινθίους α΄: 14-17 λέγει: «ευχαριστώ τω Θε­ώ ότι ουδέ­να υμών εβάπτισα ει μη Κρίσπον και Γάϊον, ίνα μη τις εί­πη ότι εις το εμόν όνομα εβάπ­τι­σα. εβάπτισα δε και τον Στεφανά οί­κον· λοι­πόν ουκ οί­δα ει τινα άλ­λον εβάπτισα. ου γαρ απέστειλέ με Χρι­στός βαπτίζειν, αλλ’ ευαγ­γελίζεσθαι, ουκ εν σο­φία λόγου, ίνα μη κενωθή ο σταυρός του Χρισ­τού.». Επίσης έχομε αναπτύξει ότι, ο Ιώσηπος, στην Ιου­δαϊ­κή Αρχαιολογία, βιβλίο XVIII (18), στίχοι 116 - 119 και βιβλίο XX (20), στίχος 200, αναφέρει το βάπ­τισμα που έκανε ο Ιωάννης και την έννοιά με την οποία το έκανε και είδαμε ότι ήταν πολύ δι­αφορετικό και με άλλη έννοια από το επίπλασ­το χριστιανικό, «δι’ άφεσιν αμαρτι­ών και απόταξιν του Σατανά»!

 — Και συνεχιζομε με τον Yehoshua:]

 

Ο θεός Ωάννης σχετιζόταν με τον αστερισμό του Αιγόκερω. Και οι δύο, Ωάννης και αστε­ρι­σμός του Αιγόκερω, εν συνεχεία σχετίσθηκαν με το νερό. (Ο αστερισμός υπο­­τί­θε­ται να απεικονίζει ένα μυθικό θαλάσσιο τέρας με σώμα ιχθύος και πρόσθιο μέρος αίγας.). Έχομε ήδη ιδεί ότι στον Ιη­σού εδόθη ή ίδια ημερομηνία γεννήσεως με τον θεό Ήλιο [25 Δεκεμβρίου], όταν ο ήλιος βρίσκεται στον αστερισμό του Αιγό­κε­ρω. Οι παγα­νι­στές νό­μι­ζαν ότι αυτή είναι μια περίοδος που ο θεός Ήλι­ος βυθίζεται μέ­σα στα νερά του Ωάννη και εμφανίζεται αναγεννημένος. (Το Χειμερινό Ηλιοστά­σιο, όταν οι ημέρες αρ­χί­ζουν να γί­νονται μεγαλύτερες, γίνεται κοντά στις 25 Δεκεμ­βρίου.). Αυτός ο αστρολογικός μύ­θος εί­ναι προφανώς η απαρχή της ιστορίας ότι ο Ιησούς βαπτίστηκε από τον Ιωάν­νη. Πιθανώς να άρχισε σαν αλληγορική αστρολογική αφήγηση, αλλά όπως φαίνεται ο θεός Ωάννης αρ­γότερα συγχύσθηκε με το ιστορικό πρόσωπο που πήρε ως παρανόμι το Ωάννης το οποίο μεταλλάχτηκε σε Ιωάννης.

 

Η πίστη ότι ο Ιησούς είχε συναντήσει τον Ιωάννη συνέβαλε στην πίστη ότι η ιε­ρα­τική αποστο­λή και η σταύρωση του Ιησού συνέβηκαν όταν ο Πόντιος Πιλάτος ήταν επίτροπος της Ιουδαίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες ημερομηνίες για τον Ιησού που αναφέρονται από τους Χριστιανούς είναι τελείως ανόητες. Ο Ιη­σούς εν μέρει βασιζόταν στον Γιέισου και τον μπεν Στάδα οι οποίοι έζησαν περισ­σό­τε­ρο από έναν αιώνα χωριστά. Βασίστηκε επίσης στους τρεις ψευδομεσ­σίες, Γιεχού­δα, Θευδά και Βενιαμίν, οι οποίοι εσταυρώθηκαν από τους Ρωμαίους σε δια­φο­ρε­τι­κούς χρόνους. Ένα άλλο γεγονός που συ­νέβαλε στην ανακατωσούρα των ημερομη­νι­ών που αφορούν τον Ιησού ήταν ότι ο Ιακώβ του Κφαρ Σεκανγιά και πιθανώς επίσης και άλλοι Νοτζρίμ, χρησιμο­ποιούσε εκφράσεις όπως: «έτσι εδιδάχ­θη­κα από τον Γιέι­σου χα – Νοτζρί», παρ’ όλον ότι δεν είχε διδαχθεί από τον Γιέισου προσωπικώς. Γνω­ρίζομε από την Γκεμαρά ότι η δήλωση του Ια­κώβ οδή­γη­σε τον Ραβίνο Ελιέζερ μπεν Χυρκάνους να συμπεράνει εσφαλμένως ότι ο Ιακώβ ήταν μαθητής του Γιέισου. Αυτό υποδηλώνει ότι υπήρχαν ραβίνοι που δεν γνώριζαν το γεγονός ότι ο Γιέισου είχε ζή­σει κατά τους χρόνους των Χασμοναίων. Ακόμα και ύστερα όταν οι Χριστιανοί τοπο­θέτησαν τον Ιησού στον πρώτο αιώνα Κ. Ε., η σύγ­χυ­ση συνεχίστηκε ανά­μεσα στους μη Χριστιανούς. Υπήρχε ένας σύγχρονος του Ραβίνου Ακίβα ονομαζόμενος Πάππος μπεν Γιεχούδα που συ­νή­θιζε να κλειδ­αμπαρώνει την άπιστη γυναίκα του. Γνωρί­ζομε από την Γκεμαρά ότι μερικοί άνθρωποι, που μπέρ­δευαν τον Γιέισου και τον μπεν Στά­δα, μπέρδεψαν και τη γυναίκα του Πάππου με την Μιργιάμ την άπιστη μάνα τού Γιέι­σου. Αυτό θα τοποθετούσε τον Γιέισου περισσότερο από δύο αιώ­νες μετά τα χρόνια που πραγματικά έζησε.

 

Οι αφηγήσεις της Καινής Διαθήκης συγχέουν τόσο πολλές ιστορικές περιόδους ώστε να μη υπάρχει κανένας τρόπος να συμφιλιωθούν με την ιστορία. Το παραδο­σι­α­κό έτος της γεννήσεως τού Ιησού είναι το +1 Κ. Ε. Ο Ιησούς όπως υποτίθεται δεν πρέπει να ήταν με­γαλύτερος από δύο έτη όταν ο Ηρώδης διέταξε την σφαγή των αθώ­ων νηπίων. Αλλά, ο Ηρώδης πέθανε πριν από τις 12 Απριλίου του - 4 Π. Κ. Ε. Αυτό το γεγονός οδήγησε μερι­κούς Χριστιανούς να επαναπροσδιορίσουν την ημερο­μηνία της γεννήσεως του Ιησού εντός του χρονικού διαστήματος -6 με - 4 Π. Κ. Ε. Αλλά και πάλι ο Ιησούς υποτίθεται ότι γεν­νήθηκε κατά την διάρκεια της απογραφής του Κυρηνίου. Αυτή η απογραφή έλαβε χώρα μετά την καθαίρεση του Αρχελάου το +6 Κ. Ε. δέκα χρόνια μετά τον θά­νατο του Ηρώδη. Ο Ιησούς όπως υποτίθεται βαπτίσ­τη­κε από τον Ιωάννη ολίγον χρόνο μετά από τότε που ο Ιωάννης άρχισε να βαπτίζει και να κηρύττει κατά το 15ο έτος της βασιλείας του Τιβε­ρί­ου, δηλαδή το +28 – 29 Κ. Ε., όταν ο Πόντιος Πιλάτος ήταν κυβερνήτης της Ιουδαίας, δη­λα­δή +26 – 36 Κ. Ε. Σύμ­φωνα με την Καινή Διαθήκη, αυτό επίσης συνέβη όταν ο Λυσανίας ήταν ο τετράρ­χης της Αβιληνής και ο Άννας και ο Καϊάφας ήταν οι αρχιερείς. Αλλά ο Λυ­σανίας [*] κυ­βερνούσε την Αβιληνή από περίπου το - 40 Π. Κ. Ε. μέχρι το -36 Π. Κ. Ε. δη­λαδή το έτος που εκτελέστηκε από τον Μάρκο Αντώνιο, 60 χρόνια περίπου πριν τον Τιβέ­ριο και 30 χρόνια περίπου πριν από την υπο­τιθεμένη γέννηση του Ιησού. Προσέτι, ποτέ δεν υπήρχαν δύο ταυτόχρονοι αρχιερείς. Ιδιαι­τέ­ρως δε ο Άννας δεν ήταν συναρ­χι­ε­ρεύς με τον Καϊάφα. Ο Άννας εκδιώχθηκε από το αξίωμα του αρχιε­ρέ­ως το +15 Κ. Ε. μετά από υπηρεσία 9 ετών σ’ αυτή τη θέση. Ο Καϊάφας όμως έγινε αρ­χι­ε­ρεύς κατά το έτος +18 Κ. Ε., τρία χρόνια περίπου μετά τον Άννα. Κράτησε το αξίωμα αυτό για 18 περίπου χρό­νια, και έτσι οι ημερομηνίες περί αυτόν είναι σύμφω­νες με τον Τιβέριο και τον Πόντιο Πιλάτο, αλ­λά όχι με τον Άννα και τον Λυσανία. Αν και το βιβλίο των Πράξεων παρου­σιά­ζει τον Γιεχούδα της Γαλιλαίας, τον Θευδά και τον Ιησού ως τρεις διαφορετικούς ανθρώπους, εσ­φαλμένως βάζει τον Θευδά [*](που σταυρώθηκε το +44 Κ. Ε.) πριν από τον Γιε­χού­δα για τον οποί­ον σωστά αναφέρει ότι σταυρώθηκε κατά την απογραφή (το +6 Κ. Ε.). Πολλές απ’ αυτές τις χρο­νολογικές ατοπίες φαί­νονται να βασίζονται σε λανθασμένη ανάγνωση ή λανθασμένη κατανόηση του βιβλίου του Ιω­σή­­που Ιουδαϊκές Αρχαιολογίες το οποίο χρη­σι­μοποιήθηκε ως πηγή από τον συγ­γρα­φέα των Πράξεων, Λουκά ή όποιον άλλον ήταν.

[* Είναι εμφανές ότι το βιβλίο των Πράξεων σε μερικά σημεία αν­τιγράφει από τον Ιώσηπο. (Διαβάσετε τα χωρία που συγκρίνει και χρησιμοποιεί και απ’ τα δύο έργα ο Robert Ambelain στο βιβλίο του Παύλος.). Περιέχει όμως και πολλά ιστο­ρικά λάθη αν αντιπαραβληθεί με αυτόν. Στα δύο ενταύθα κραυγαλέα ιστορικά λάθη οι Χριστια­νοί έδωσαν την εξής απάντηση: «Άλλοι είναι ο Λυσανίας και ο Θευδάς του Ιωσήπου και άλ­λοι του Λουκά και των Πρά­ξε­ων». Μια απάντηση που καθένας θα μπορούσε πολύ εύκολα να προφέ­ρει αφού δεν είναι δυνα­τόν ούτε να πιστοποιηθεί ούτε να απορριφθεί διότι δεν υπάρ­χει απολύτως κανένα στοι­χείο προς καμιά κατεύθυνση. Αν όμως είναι έτσι το ζήτημα, τότε αυτοί δεν αναφέρονται πουθενά αλλού εκτός από το βιβλίο των Πράξε­ων. Αυτό όμως είναι εντελώς απίθανο λόγω της θέ­σεως και της δράσεώς των. Οπότε άντε τώ­ρα να απο­δείξει κανείς διά του κενού εάν οι Χριστιανοί έχουν δί­κιο ή άδικο! Βλέπετε δεν μπορούμε να ταξιδέψομε στο παρελθόν και να ρω­τήσομε πως είχαν τα πράγματα! Άλλο ένα λάθος των Πράξεων 12: 20-25 είναι η περι­γραφή του θανάτου του Ηρώδη Αγρίππα του 1ου το +44. Ο Ιώσηπος παραθέτει τα συμβάντα αλλιώς, Ιουδαϊκές Αρχαιολογίες ΧΙΧ, 346-361. (Υπάρχουν και άλλα ιστο­ρι­κά λάθη στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον και στις Πράξεις που δεν θα παραθέσομε εδώ. Όσα είδαμε αρκούν ως δείγμα.)

Υπάρ­χει και άλλη μια δυνατότητα πέραν της απροσε­ξίας, αγραμματοσύνης ή σκοπι­μότητας του συγγ­ρα­φέα ή συρραφέα των Πράξεων ή των υστερο­χρόνων επι­διορ­θω­τών. Αυτή είναι ότι αυτά τα λά­θη τα έκαναν επί­τηδες πι­σ­τεύοντας ότι αυτή η πρωτο­τυπία θα τους προσέ­διδε ανεξάρ­τητο ισ­το­ρι­κό κύρος εφ’ όσο κα­μία άλλη ιστο­ρική πηγή δεν θα πε­ριείχε τα ονόματα αυτά μέσα στις εποχές που αυτοί τα με­τέθεσαν και τα ανεκάτεψαν. Ακόμα είναι πιθανόν να επί­στευαν ότι οι πραγ­μα­τικές ισ­το­ρι­κές πη­γές θα εξα­φα­νι­ζό­ταν εγκαίρως. (Ίδια δικαιολογία προ­βά­λουν πολλοί απολογητές του Χριστιανισμού και για τον Κυρήνιο του Λουκά 2: 1-2 και την τρομα­κτική αντίφασή του με τον Ματθαίο επί του μυθεύματος της γεννήσεως του Ιησού. Μας λένε ότι άλ­λος είναι ο Κυρήνιος του Λουκά και άλλος ο Κυρήνιος του Ιωσήπου και της επίση­μης Ρωμαϊκής Ιστορίας. Άλλοι πάλι λένε ότι ήταν ο ίδιος Κυρήνιος αλ­λά έκανε δύο απογραφές, και άλλοι λένε άλλα! Είδατε πόσο εύκολα ξεμ­περδεύουν αντιφάσεις και λάθη! Θαυ­μάσια!).]

 

Η αφήγηση της δίκης του Ιησού είναι επίσης πάρα πολύ ύποπτη. Καθαρά προ­σ­παθεί να εξευ­με­νίσει τους Ρωμαίους και να συκοφαντήσει τους Εβραίους. Ο Πόν­τιος Πιλάτος της Ιστορίας ήταν αλα­ζονικός και δεσποτικός. Μισούσε τους Εβραίους και ποτέ του δεν παραχώρησε καμία εξουσία σ’ αυτούς. Παρ’ όλα ταύτα, στην χριστιανι­κή μυθολογία, πε­ριγράφεται σαν ηγεμών που τον ένοι­α­ζε η καλή και σωστή διακυ­βέρνηση, που διαχώριζε τη θέση του από τις κατηγορίες εναντίον των Εβραίων, και που α­ναγ­καζόταν να υπακούει στις απαιτήσεις των Εβραίων. Σύμφωνα με την χριστι­ανική μυθολογία, κάθε Πάσχα, οι Εβραίοι παρακαλούσαν το Πιλάτο να ελευθερώσει οποιονδήποτε εγκληματία που αυτοί θα διάλεγαν. Αυτό φυσικά είναι κραυγαλέο ψέ­μα. Οι Εβραίοι ποτέ δεν είχαν τέτοιο έθιμο για να ελευθερώνουν ενό­χους εγκληματίες το Πεσάχ ή οποιανδήποτε άλλη μέρα του έτους. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Πιλάτος έδωσε στους Εβραίους την επιλογή να ελευθερώ­σει ή τον Ιησού Χριστό ή τον ληστή-φονιά ονόματι Βαραββά. Οι Εβραίοι κατά τις αξιώ­σεις του μύ­θου με ενθουσιασμό επι­λέξανε τον Ιησού Βαραββά. Αυτό το μύθευμα είναι ένα κακόηθες αντισημιτικό ψέ­μα, ένα από τα πολλά τέτοια ψέματα που βρίσκονται μέσα στην Καινή Διαθήκη (που κατά κύριο μέρος γράφτηκε από αν­τιση­μί­τες). Αυτό που είναι ιδιαιτέρως σιχα­μερό μ’ αυτή την ανόητη εξιστό­ρηση είναι το ότι αυτή είναι προ­φανώς διαστροφή μιας προηγούμενης «ιστορίας» η οποία αξίωνε ότι οι Εβραίοι απαί­τη­σαν να ελευ­θε­ρώ­σουν τον Ιησού Χριστό. Το όνομα «Βαραββάς» είναι απλώς ο Ελληνικός τύπος του Αρα­μαϊκού «βαρ Αββά» που σημαίνει «υιός του Πατρός». Έτσι ο «Ιησούς Βα­ραβ­βάς» αρχι­κώς εσή­μαινε «Ιησούς ο υιός του Πατρός», με άλλα λόγια, τον συνήθη χριστια­νικό Ιησού. Όταν λοιπόν η προη­γούμενη «ιστορία» επέμενε ότι οι Εβραίοι θέ­λανε να ελευθερωθεί ο Ιησούς Βαρ­αβ­βάς, αναφερόταν στον συνηθισμένο Ιησού. Κά­ποιος δια­στρέβλωσε την ιστορία με το να αξιώσει ότι ο Ιησούς Βαραββάς ήταν πρό­σωπο διαφο­ρε­τικό από τον Ιησού Χριστό και αυτό ξε­γέλασε τους Ρω­μαίους και τους Έλληνες Χριστιανούς που δεν ήξεραν τι σημαίνει το όνομα «Βα­ραββάς».

 

Και για τελευταίο αναφέρομε ότι, ο ισχυρισμός πως ο αναστημένος Ιησούς εμφα­νί­στηκε στους μαθητές του βασίζεται σε παγανιστικές προλήψεις. Στη Ρωμαϊκή μυ­θο­λογία, ο εκ παρθένου τεχθείς Ρωμύλος εμφανίστηκε στον φίλο του καθ’ οδόν προ­τού αναληφθεί εις τους ουρανούς. Το θέμα της αναλήψεως εις τους ουρανούς ευρίσκεται σε δεκάδες πα­γανιστικών μύθων και θρύλων και σε Εβραϊκές αφηγήσεις. Όπως ισχυ­ρί­ζονται και ο Απολλώνιος Τυανεύς είχε επίσης εμφανισθεί στους μαθητές του μετά την ανάστασή του και πριν την ανάληψή του. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσομε ότι ο ιστο­ρικός Απολλώνιος εί­χε γεννηθεί κατά την ίδια περίπου εποχή της γεννήσεως του μυθολο­γικού Ιησού. Σε θρύ­λους διάφοροι άνθρωποι ισχυρίζονται ότι διέπραξε πολλά θαύματα τα οποία ήταν τα ίδια με εκείνα που αποδόθηκαν στον Ιησού, όπως εξορ­κι­σ­μοί δαιμόνων και ότι ανέστησε νε­κρή κοπέλα, κ. ά..

 

Όταν λοιπόν κάποιος έρχεται αντιμέτωπος με Χριστιανούς ιεραποστόλους πρέπει να τους υπο­δεικνύει όσες πιο πολλές πληροφορίες είναι δυνατόν περί των απαρχών του Χρι­στιανισμού και του μύθου του Ιησού. Σχεδόν ποτέ σας δεν θα κατορθώσετε να τους πείσε­τε[*] ότι ο Χριστιανισμός είναι ψευδής [πλαστή, τεχνητή] θρησκεία. Ποτέ δεν θα μπορέσετε να αποδείξετε πέ­ραν πάσης αμφιβολίας ότι η εξιστόρηση που αφορά τον Ιησού έχει δη­μιουργηθεί κατά τον τρόπο που ισχυριζόμαστε ότι έχει, εφ’ όσον όλες οι ενδείξεις εί­ναι περιστασιακές. Πράγ­ματι δεν μπορούμε να είμαστε βέ­βαιοι για τις ακριβείς αρ­χές πολλών ειδικών σημείων της εξιστορήσεως που αφορά τον Ιησού. Αυτό όμως δεν πειράζει. Εκείνο που είναι σημαντικό είναι το ότι εσείς μό­νοι σας καταλαβαίνετε ότι υπάρχουν λογικές εναλλακτι­κές επιλογές αντί της τυφ­λής πίστεως στους χριστιανι­κούς μύθους και ότι εύλογη αμφιβολία και αμφι­σβήτηση μπο­ρεί να επι­σκι­ά­σει την αφήγηση της Καινής Διαθήκης.

[* Αυτό βεβαίως ισχύει για όσους αρνούνται να καθίσουν να σκεφτούν αλλά επα­να­παύονται μόνο στην πίστη τους και πουθενά αλλού. Δεν οφείλεται στην έλλειψη επι­χειρημάτων και αντικειμενικών στοι­χείων ικανών να αποδείξουν κάτι ή τουλάχι­σ­τον να θέσουν ση­μαντικά ερωτήματα των οποίων οι απαντήσεις αναζητούνται.

Ο Χριστιανισμός παίζει με την ψυχολογία και πατά και τοκίζει επί των αδυναμιών και των φό­βων των ανθρώπων και όχι επί της εξ αντι­κειμένου αλήθειας. Διά ταύτα, είναι πλαστή και τεχνητή θρησκεία και η θεολογία και δογ­ματική του καθίστανται άκρως επικίνδυνες και καταστρο­φικές τόσο για το άτομο ως μονά­δα όσο και για την κοινωνία ως σύ­­νολο!

Κανένα λο­γι­κό και επι­σ­τη­μονικό επιχείρημα δεν μπορεί να κλονίσει την πίστη ενός θρησκευ­τι­κά «πιστού» που εκ προοιμίου αρνείται να καθίσει και να σκε­φτεί. Ο πι­στός ως φα­να­τι­κός και τυ­φλός «τα τ’ ώτα τον τε νουν τε τ’ όμασιν» δεν βά­ζει επί τά­πητος αυτά που πιστεύει και έτσι διακόπτει κάθε συζήτηση και έρευνα περί της αλη­θείας των εν τη γε­νέ­σει. Τα επιχει­ρή­­ματα και τα στοιχεία που υπάρχουν ούτε που θέ­λει να τα εξε­τά­σει έστω και από περιέργεια. Προτιμά να μαρτυρήσει για την πίστη του παρά να αναγνω­ρί­σει τα λάθη του και να ανακαλέσει. Η δι­­α­νο­ητική αγκύ­λωση που έχει πάθει είναι τέτοια που μόνο η πλύση εγκεφάλου ίσως κα­τορθώσει να κάνει κάτι με την περίπτωσή του. Ίσως και σκληρές εμπειρίες, αδυ­σώ­πητα παθήματα και μακροχρόνια μα­θή­ματα της ζωής μπο­ρούν να τον βοηθήσουν.

Πλην όμως, τα όσα αναπτύσσονται εδώ και αλλού έχουν σοβαρή επίδραση στους αν­θρώπους που σκέπτονται με συνέπεια, που αναζητούν την αλή­θεια, που δεν απορ­ρίπ­τουν την λογική και που αναγνωρίζουν την αξία της επιστήμης. Σε όλους αυ­τούς κά­θε έκθεση και ανάπτυξη στοιχείων και επιχειρημάτων, όπως αυτή εδώ και κάθε άλλη, βο­ηθά ώστε να μην πέσουν σαν στρα­βοί μέ­σα στην παγίδα της αγκυλωτικής θρησ­κευτικής πίστης ή αν είναι μέσα να εξέλθουν απ’ αυτήν.]

 

 

PART 2: THE LACK OF HISTORICAL EVIDENCE FOR JESUS

 

ΜΕΡΟΣ 2Ο : Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΕΝΔΕΙΞΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ

 

Η συνήθης χριστιανική απάντηση σε εκείνους οι οποίοι θέτουν υπό αμφισβήτηση την ιστορι­κότητα του Ιησού είναι να πασάρουν διάφορα γραπτά ως «ιστορικές μαρ­τυ­ρίες» για την ύπαρξη του Ιησού. Συνήθως αρχίζουν με τα κανονικά Ευαγγέλια των: Ματθαίου, Μάρκου, Λουκά και Ιω­άν­νου [*]. Ο συνηθισμένος ισχυρισμός είναι ότι: αυ­­τά είναι «ανα­φορές αυτόπτων μαρτύρων του βίου του Ιησούς που έγιναν από μα­θη­τές του». Η απάν­τη­ση σ’ αυτό το επιχείρημα μπορεί να συνοψι­σθεί σε μια μόνο λέ­ξη -*ψευδεπί­γρα­φα*-. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε γραπτές εργασίες των οποίων οι συγ­γραφείς αποκρύ­πτουν τις αληθείς ταυτότητες τους πίσω από θρυλικούς χαρακ­τή­ρες του παρ­ελθόντος. Το ψευδε­πί­γραφο γράψιμο ήταν ιδιαιτέρως λαοφιλές μεταξύ των Εβραίων κατά την Χα­σμο­νι­κή και τη Ρωμαϊκή περίοδο και αυτή η μέθο­δος γρα­ψί­ματος υιοθετή­θηκε από τους πρώ­τους Χριστιανούς.

[* Αλλά και πλήρεις τίτλοι αυτών των Ευαγγελίων δεν λένε ευθέως ότι αυτά εγρά­φη­σαν από τους: Ματθαί­ον, Μάρκον, Λουκάν και Ιω­άν­νην, όπως αυτό υποδηλούται διά της προ­θέσεως «κατά».]

 

Τα κανονικά Ευαγγέλια δεν είναι τα μόνα ευαγγέλια. Για παράδειγμα, υπάρχουν και ευαγγέλια της Μαρίας, του Πέτρου, του Θωμά, του Φιλίππου, κ. ά.[*]. Αυτά τα τέσσερα ευαγγέλια, κ. ά., ανα­γνωρί­ζον­ται ως ψευδεπίγραφα και από Χριστιανούς και από μη Χριστιανούς μελετητές. Δεν παρέ­χουν καμία θεμιτή ιστορική πληροφορία δι­ό­τι βασίστηκαν σε φήμες και πίστεις. Η ύπαρξη αυτών των προφανώς ψευ­δε­πι­γ­ρά­φων ευαγγελίων καθιστά πο­λύ εύλογη την υποψία ότι και τα κανονικά Ευαγ­γέλια είναι μάλλον ψευδεπίγραφα. Το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι πρώτοι Χριστιανοί έγρα­φαν ψευδεπίγραφα ευαγγέλια κατα­δεικνύει ότι στην πραγματικότητα αυτό ήταν το σύ­νη­θες μέτρο. Ως εκ τούτου, εκεί­νο που χρειάζεται απόδειξη είναι ο ισχυρισμός των ιε­ραποστόλων ότι δηλαδή τα κανο­νικά Ευαγ­γέ­­­λια δεν είναι ψευδεπίγραφα.

[* Έχομε γνώση υπάρξεως 65 ευαγγελίων, εκ των οποίων περί τα 35 έχουν διασωθεί είτε ολικώς είτε μερικώς.]

 

Το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον γράφτηκε στο όνομα του Μάρκου, του μαθητή του μυθι­κού Πέ­τρου. (Ο Πέτρος ως επί το πλείστον βασίζεται στην παγανιστική θεότητα Πέτρα, που ήταν η θυρω­ρός του ουρανού και της μετέπειτα ζωής στην Αιγυπτιακή θρη­σκεία.). Ακόμα και στην χριστιανική μυθολογία ο Μάρκος δεν ήταν μαθητής του Ιησού, αλλά φί­λος του Παύλου και του Λουκά. Το Ευ­αγγέλιο του Μάρκον γράφτηκε πριν από τα Ευαγ­γέ­λια του Ματθαίου και του Λουκά (π. +100 Κ. Ε.) αλλά μετά την καταστροφή του Ναού το +70 Κ. Ε., η οποία αναφέρεται εις αυτό. Οι περισ­σό­τε­ροι Χριστιανοί πιστεύουν ότι γρά­φτηκε γύρω στο +75 Κ. Ε. Αυτή η χρονολογία δεν βασίζεται σε Ιστο­ρία αλλά στην πίστη ότι το ιστορικό πρόσωπο Μάρκος έγραψε το Ευαγγέλιο σε μεγάλη ηλικία. Αυ­τό δεν εί­ναι δυνατόν διότι το ύφος της γλώσσας που χρησιμοποιεί ο Μάρκος δεικνύει ότι γράφτηκε (μάλ­λον στη Ρώμη) από έναν Ρωμαίο προσήλυτο στον Χριστιανισμό του οποίου η γλώσ­σα ήταν η Λα­τινική και όχι η Ελλη­νική, η Εβραϊκή ή η Αραμαϊκή [*]. Πραγματικά, αφού όλα τα ευαγγέλια είναι γραμμέ­να σε ονόματα θρυλικών χαρακτήρων του παρελθόντος, το Ευ­αγγέλιο του Μάρκου γρά­φτη­κε πολύ με­τά το θάνατο οποιουδήποτε ιστορικού Μάρκου (εάν υπήρ­χε κάποι­ος). Τα περιεχό­με­να του Μάρκου είναι μια συλλογή μύθων και θρύλων βαλ­μένων μα­ζί για αν σχηματίσουν μια συν­ε­χή αφή­γη­ση. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι βασίστη­κε σε φερέγγυες ιστορικές πηγές. Το Ευαγγέ­λιο του Μάρκου αλλοιώθηκε και λο­γοκ­ρί­­θηκε πολλές φορές, η δε σημερινή μορφή του χρονο­λο­γεί­ται με κάποια πιθανότητα γύρω στο +150 Κ. Ε. [**]. Ο Κλήμης Αλεξανδρείας (π. +150 - 215 Κ. Ε.) γκρί­νι­αζε για τις δια­φοροποιημένες εκδόσεις αυτού του ευαγγελίου οι οποίες ήταν σε κυκλοφο­ρία όταν αυτός ζού­σε. (Οι Καρποκρατικοί, μία πρώτο-χριστιανική αίρεση, θεωρού­σαν την παι­δεραστία αρε­τή και ο Κλήμης γκρίνιαζε για τις ιδικές τους εκδόσεις του Μάρκου οι οποίες ομιλούσαν για τα σεξου­αλικά ανδραγαθήματα του Ιησού με μικρά αγό­ρια.).

[* Εκτός του ότι το όνομα Μάρκος είναι Ρωμαϊκό, το Ευαγγέλιο αυτό περιέχει: (1) Μεταγλωττισμένους Λατινισμούς αντί των Ελληνικών όρων όπως θα έπρεπε. Π. χ.: «Σπεκουλά­τωρ» (εκ του speculator = παρα­τηρητής, κατάσκοπος, εξεταστής. Εδώ ατυχής λατινι­σμός διά τον δήμιον) 6: 27. «Κοδράντης» (εκ του quadrans = τέταρτο. Εδώ για δύο λεπτά της νομισ­ματικής μονά­δας) 12: 42. «Κεντυρίων» (εκ του centurio = εκατόνταρ­χος) 15: 39, 44, 45, κλπ. (2) Γεωγ­ραφικά λάθη όπως «Και πάλιν εξελθών εκ των ορίων Τύρου και Σιδώ­νος ήλθε προς την θάλασσαν της Γαλιλαίας ανά μέσον των ορίων Δεκαπόλεως7: 31. κ. ά. Ανύπαρκτα τοπωνύμια όπως, Ναζαρέτ που αυ­τός την αναφέρει πρώτος, και κάνει λανθασμένη ερμηνεία του ναζαρηνός. (Όπως έχο­με προαναφέρει όλα τα Ευαγγέλια παραθέτουν αρκετά ανύπαρκτα τοπωνύμια.). (3) Ασυν­ταξίες και κακούς Αραμαϊσμούς όπως: «Περιπατών δε παρά την θά­λασσαν της Γα­λιλαίας είδε Σίμωνα και Ανδρέαν...» 1: 16, «Και εκείθεν αναστάς έρχεται εις τα όρια της Ιουδαίας διά του πέραν του Ιορδάνου...» 10: 1, «...ταλιθά, κούμι· ό εστι μεθερ­μηνευ­όμε­νον, το κοράσιον, σοί λέγω, έγειρε.» 5: 41, κλπ.

      Αυτά δεν θα μπορούσε να τα γράφει ένας γηγενής Γαλιλαίος ή Ιουδαίος ή ένας που εγνώριζε την Ελληνικήν αρκετά καλά. Πολλά τέτοια κοινά και μη κοινά λανθασ­μένα στοιχεία ευρίσκομε και στα τρία άλλα Ευαγγέλια, όπως εκθέτομε μέσα στα κείμενά μας. Π. χ. βλέπε Ματθαίος 2: 22-23, 5: 26, 4: 12-13, 19: 1, κλπ. Για περισσό­τερα στοιχεία και λεπτομέριες βλέπε: Robert Taylor, Rev., The Diegesis, Kessinger Publishing, or Health Rese­arch, σελίδες 114-136, και Joseph Wheless, (α) Forgery in Christianity, και (β) Is it God’s Word?, Kessinger Publishing.]

[* * Στους κώδικες του 4ου αιώνος το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο τελειώνει με τον στίχο 16: 8 « … εφο­βούντο γαρ.». Οι υπόλοιποι στίχοι 16: 9-20 είναι κατοπινή προσθήκη για να πούνε δυο λόγια για την εμφάνιση και την ανάληψη του Ιησού. Αλλιώς μόνο μια απλή αναγγελία «… ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε …», 16: 6, δεν αρκούσε πλέον για τη νέα θρησκεία! Το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο λοιπόν, καθώς και τα υπόλοιπα Ευαγγέλια όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, αλλάζονται και προσαρμό­ζονται με το πέρασμα του χρόνου στις προκύπτουσες κα­ταστάσεις και δεν έχουν σκοπό να καταγράψουν Ιστο­ρία. Είναι κείμενα πίστεως που συνεχώς αναπροσδιορίζεται!]

 

Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον δεν γράφτηκε βεβαίως από τον απόστολο Ματ­θαίο. Ο χαρακτή­ρας του Ματθαίου βασίζεται στο ιστορικό πρόσωπο με όνομα Ματ­τάι που ήταν μαθητής του Γιέι­σου μπεν Πανδέιρα (του Γιέισου που έζησε κατά την Χασμονικήν περί­ο­δο, και ήταν ένα από τα ολίγα ιστορικά πρόσωπα στα οποία βα­σί­στηκε ο μυθικός χαρα­κτήρας Ιησούς). Το Ευαγγέλιον του Ματ­θαίου στην αρχή ήταν ανώνυμο και απεδόθη στον Ματθαίο κάποιο χρόνο κατά την διάρκεια του δευτέρου αιώνος Κ. Ε. Η αρχική του μορφή πιθανώς γράφτηκε κατά τον ίδιο χρόνο πάνω κάτω με το Ευαγγέλιον του Λουκά (περίπου το +100 Κ. Ε.) διότι όπως διαφαίνεται το ένα δεν έχει γνώση του άλλου. Αλλοιώθηκε και λογοκρίθηκε περί το +150 Κ. Ε. Τα δύο πρώτα κεφάλαια, που ασχο­λούνται με την παρ­θε­νική γέννηση, δεν υπήρχαν στο πρω­τότυπο και οι Χριστιανοί Εβραϊκής προε­λεύσεως στο Ισ­ραήλ προτιμούσαν αυτή την αρχική του γραφή. Για πηγές χρησιμοποίησε τον Μάρ­κο και μια συλ­λογή διδασ­κα­λι­ών που αναφέρεται ως η Δευτέρα Πηγή (ή το γραπτό Q, [από την Γερμανική λέξη Quelle = πηγή]). Η Δευτέρα Πηγή δεν διεσώθη σαν ξεχωριστό γρα­πτό, αλλά ολό­κλη­ρο το περιε­χό­μενό της ευρίσκεται εντός του Ματθαίου και του Λουκά. Όλες οι διδα­σ­καλίες που περιέχονταν εν­τός αυτής ημπο­ρούν να ευρεθούν στον Ιουδαϊσμό. Οι πλέον εύλογες διδα­σκα­λίες ημπορούν να ευ­ρεθούν στον επικρατούντα Ιουδαϊσμό, ενώ οι ολιγότερο εύλογες στον σχισμα­τι­κό Ιουδαϊσμό. Δεν υπάρχει τίποτα εντός αυ­τού το οποίο θα απαιτούσε να υποθέσομε την ύπαρξη ενός ιστορικού Ιησού. Παρ’ όλον ότι ο Ματθαίος και ο Λουκάς αποδίδουν τις εντός των Ευαγγε­λί­ων τους διδα­σ­καλίες στον Ιη­σού, η Επιστολή του Ιακώβου τις αποδίδει στον Ιάκωβο. Συνεπώς ο Ματθαίος δεν παρ­έχει καμία ιστο­ρική ένδειξη για τον Ιησού.

 

Το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον[*] και το βιβλίο των Πράξεων (τα οποία είναι δύο μέρη μί­ας και ιδί­ας εργασίας) γράφτηκαν στο όνομα του χριστιανικού μυθολογικού χαρα­κτήρα Λου­κά του θε­ρα­πευτή [ιατρού όπως λέγει και η χριστιανική παράδοση] (ο οποίος πιθανώς δεν ήταν ιστορικό πρό­σω­πο αλλά μια χρι­στιανική προσαρ­μο­γή του Έλληνα θε­ραπευτή θεού Λύκου). Ακόμα και στην χριστιανική μυ­θολογία, ο Λουκάς δεν ήταν μαθητής του Ιησού αλλά φίλος του Παύλου. Το Ευαγγέλιο του Λουκά και οι Πράξεις χρησι­μο­ποι­ούν ως πηγή το σύγ­γραμμα του Ιωσήπου Ιουδαϊκές Αρχαιολογίες, και επομένως δεν μπο­ρού­σαν να είχαν γραφτεί πριν το +93 Κ. Ε. Αυτόν τον χρόνο κά­θε φίλος του Παύλου είτε θα είχε πε­θά­νει ή θα ήταν σε προ­χωρημένο γήρας. Πράγ­μα­τι, και οι Χριστιανοί και οι μη Χρισ­τι­α­νοί ερευνητές συμφω­νούν ότι οι αρ­χι­κές εκ­δόσεις των δύο αυτών βιβλίων γράφτηκαν από κάποιον ανώνυμο Χριστιανό κα­τά το +100 Κ. Ε. και μετά αλλοι­ώ­θηκαν και λο­γο­κρίθηκαν τα έτη +150 – 175 Κ. Ε περίπου. Εκτός του συγ­γράμ­μα­τος του Ιωσήπου, το Ευαγγέλιο του Λουκά και οι Πρά­ξεις χρη­σιμοποιούν ακόμα ως ανα­φο­ρές το Ευαγ­γέ­λιο του Μάρκου και την Δευτέρα Πηγή. Αν και ο Ιώσηπος θεωρείται κατά μάλλον ή ήττον αξιόπιστος, ο ανώνυμος συγγραφέας [των Πράξεων] συχνά διάβασε ή κα­τάλαβε τον Ιώσηπο σφαλερώς και επί πλέον, ου­δεμία πληροφορία για τον Ιησού εντός του Ευαγγελίου του Λουκά και των Πράξεων προ­έρ­χεται από τον Ιώσηπο. Έτσι το Ευαγ­γέλιο του Λου­κά και οι Πράξεις δεν έχουν καμία ιστο­ρι­κή αξία.

[* Το Ευαγγέλιον του Λουκά κάνει μια ύποπτη αλλά και πολύ αποκαλυ­πτι­κή εισαγω­γή. Όπως προαναφέραμε στους στίχους 1: 1-4 γράφει: «Επειδήπερ πολλοί επεχείρη­σαν ανατάξασθαι διήγησιν περί των πεπληροφο­ρη­μέ­νων εν ημίν πραγμάτων, καθώς πα­ρέ­δοσαν ημίν οι απ’ αρχής αυτόπται και υπη­ρέ­ται γενό­μενοι του λόγου, έδοξε καμοί, πα­ρ­ηκολουθηκότι άνωθεν πάσιν ακριβώς, καθε­ξής σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε, ίνα επι­γ­νώς περί ων κατηχήθης λόγων την ασφά­λει­αν.». Πα­ρατηρούμε λοιπόν τα εξής: Ομο­λογεί ότι πολλοί επιχείρησαν να γράψουν δι­ηγήσεις και όχι ιστορία. Άρα υπήρ­χαν ήδη πολλά μυθιστορηματικά ευαγγέλια στην κυκλοφορία, πράγμα γνωστό και εξ­ακ­ριβωμένο. Μας λέει ότι τα πράγματα που εγράφοντο ήταν από προ­φορικές αφη­γή­σεις αυτόπτων μαρτύρων και όχι από γραπτά κείμενα του καιρού εκείνου. Περιέργως, δεν μας αναφέρει ούτε έναν απ’ αυτούς τους αυτόπτες μάρτυρες! Ενώ μόνος του δη­μι­ουργεί την ευκαιρία να μας αποκαλύψει το όνομά του και να μας πει ποιος είναι, εν­τού­τοις δεν το κάνει. Αν πράγ­ματι ήταν ο ιατρός Λουκάς και γραμματέας του Απο­σ­τόλου Παύλου τί τον εκώλυε να μην μας πει ποιος είναι. Θα έδινε και μεγαλύτερο κύ­ρος στα επακολουθήσαντα γραπτά του. Αφού όμως υπήρχαν τό­σες και τόσες διη­γή­σεις, όπως ομολογεί, δεν πήρε μία ή μερικές που αυτός ενόμιζε σωστότερες για να τις στεί­λει στον κράτιστον Θεόφιλο, αλλά αποφάσισε να γράψει και να του στεί­λει μια δική του, που όπως φαίνεται θα νόμιζε καλ­λί­τερη από τις άλλες! Εδώ αποδεικ­νύ­ε­ται ότι δι­άφοροι έγρα­φαν ό,τι τους άρεσαν ή ενόμιζαν αληθές από τις προφορικές αφηγή­σεις που έφταναν στα αυτιά τους και όσο για την θεοπνευστία, αυτή... θα ερχόταν αρ­γότερα με τα δόγματα! Το γεγονός ότι το Eυαγγέλιο αυτό περιέχει πολλά κρίσιμα πε­ριστατικά, τα οποία είναι εντελώς διαφορετικά ή δεν υπάρχουν στα άλλα δύο πρωιμό­τερα συνο­π­τικά και φυσικά στου Ιωάννου, αποδεικνύει ότι ο συντάκτης του χρησιμο­ποίησε και άλλες πηγές όπως και την δική του πρωτοβουλία ή φαντασία. Υπάρχει και το ερώτημα ποι­ός να είναι ο κρά­τιστος Θεόφιλος. Όπως φαίνεται πρόκειται για τον επίσκοπο Αντιο­χείας Θεόφιλο, που ήταν επίσκοπος κα­τά τα έτη 169 - 177 Κ. Ε., διότι δεν υπήρχε κα­νένας άλλος κράτι­σ­τος Θεόφιλος πριν απ’ αυτόν. Συνεπώς το Ευ­αγ­γέλιο γράφτηκε ή ανασυντάχθηκε από παραδόσεις και προηγούμενα κείμενα με­τα­ξύ των ετών 170 και 177 Κ. Ε. και ο συντάκτης του έβαλε αυτή την εισαγωγή και ότι άλ­λο του άρεσε. Αυ­τή την εκδοχή την παραδέχεται η Καθολική Εγκυκ­λοπαίδεια και συμφω­νεί με όλα τα στοιχεία που μας έχει παραδώσει ο Πατήρ Ιερώνυ­μος, +342 - 420 Κ. Ε. Εξ αυτών των στοιχείων συμπεραίνομε ότι, οι ορθό­δοξες χριστι­ανικές χρο­νολο­γίες είναι συνω­μο­τι­κές, σκόπιμες, ψεύτικες και γίνονται κου­λουβάχα­τα... Οι επι­στή­μονες και ερευνητές τοπο­θετούν τη συγγραφή ή μια κρίσιμη ανασύν­ταξη των τεσ­σά­ρων κανονικών Ευ­αγ­γελίων την εποχή αυτή (+175 – 185 Κ. Ε.) κατά την οποία έδ­ρα­σε και ο Ειρηναίος Λυ­ώνος. Όσο για τα ορθόδοξα έτη +67 – 95 Κ. Ε., (ή ακόμα +62 – 99 Κ. Ε.), αυτά είναι εντελώς πλα­σματικά και αυθαίρετα, επειδή βο­λεύουν κά­πως αλ­λά μα­κράν του τελεί­ως την μυθολογική χριστιανική κατάσ­ταση. Ακόμα η προ­τεραιό­τητα του Ευαγγελίου του Ματ­θαίου έχει απορ­ριφθεί απ’ όλους τους επιστή­μο­νες και ερευνητές και πρώτο κανονικό Ευαγγέλιο θεω­ρείται του Μάρ­κου. Αν πάλι τα Ευαγγέ­λια ήταν θεόπνευστα, τότε θα υπήρχε μόνο ένα σωστό και πλήρες και όχι τέσ­σερα δι­αφορετικά, ασαφή και αντιφατικά!]

 

Το Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιον γράφτηκε στο όνομα του αποστόλου Ιωάννου αδελ­φού του Ια­κώ­βου, υιού του Ζεβεδαίου. Ο συγγραφέας του Λουκά χρησιμοποίησε όσο πιο πολ­λές πηγές μπορού­σε να μαζέψει αλλά δεν εγνώριζε το Ευαγγέλιο του Ιω­άννου. Έτσι το Ευ­αγγέλιο του Ιωάννου δεν μπορούσε να έχει γραφτεί πριν από το Ευαγγέλιο του Λουκά (το +100 περίπου). Συνεπώς το Ευαγ­γέλιο του Ιω­άννου δεν μπορούσε να έχει γραφτεί από τον ημι-μυθικό χαρακτήρα Ιωάννη τον Από­στολο, ο οποίος υπο­τί­θε­ται ότι φονεύτηκε από τον Ηρώδη Αγρίππα λίγο πριν τον θάνατο του ίδιου του Ηρώ­δη το +44 Κ. Ε. [*] (Ο Απόστο­λος Ιωάννης προφανώς βασίζεται σε έναν ιστορικό μα­θη­τή τού ψευδό-Μεσσία Θευδά ο οποίος σταυρώθηκε από τους Ρωμαίους το +44 Κ. Ε. και του οποίου οι μαθητές όλοι εφο­νεύθηκαν.). Ο πραγμα­τι­κός συγγρα­φέας του Ευαγγελίου του Ιωάννου ήταν τω όν­τι ένας ανώνυμος Χριστιανός από την Έφεσο στην Μικρά Ασία. Το αρχαιότερο κομμάτι του Ευ­αγ­γε­λίου του Ιωάννου που έχει δια­σωθεί μέχρις ημών [**] χρονολογείται το + 125 Κ. Ε πε­ρίπου και έτσι μπο­ρού­με να χρονολογήσομε το Ευαγγέλιο αυτό ανάμεσα στα έτη 100 – 125 Κ. Ε. Βασισ­μέ­νοι σε υφο­λογικές εξετάσεις πολλοί μελετητές σμικρύνουν το χρονο­λο­γικό διάστημα σε 110-120 Κ. Ε. Η αρ­χική έκδοση του Ιωάννου δεν περιείχε το τελευταίο κεφάλαιο το οποίο ασχολείται με τον Ιησού να εμφανίζεται στους μαθητές του. Όπως και τα άλλα κανονικά Ευαγγέλια έτσι και του Ιωάννου έλαβε την ση­μερινή μορφή του γύρω στα +150 – 175 Κ. Ε. [***] Ο συγγραφέας του Ιωάννου χρησι­μο­ποί­ησε τον Μάρκο ελά­χι­στα και έτσι υποπτεύεται κανείς ότι δεν του είχε εμπιστοσύνη. Ακόμα, ή δεν εί­χε δια­βάζει τον Ματθαίο και τον Λουκά ή δεν τους είχε εμπιστοσύνη διότι δεν χρη­σι­μο­ποι­εί καμία πλη­ρο­φο­ρία απ’ αυτούς η οποία δεν ευρισκόταν στον Μάρκο. Το πε­ρισ­σό­τε­ρο μέρος του Ιω­άν­νου αποτελείται από θρύλους με προφανείς αλληγορικές ερμηνείες και υποπτεύεται κα­νείς ότι ο συγ­γραφέας του ποτέ δεν σκόπευε να τους πα­ρουσιάσει ως Ιστορία[****]. Ο Ιω­άν­νης δεν περιέχει κα­μία πληροφορία από έγκυρες ιστο­ρι­κές πηγές.

[* Δεν μπόρεσα να εντοπίσω από που αντλεί αυτήν την όντως αξιοπρόσεκτη πλη­ρο­φο­ρία ο Hayyim ben Yehoshua. Αν ούτως έχουν όντως τα πράγματα, τότε προφανώς αποδεικνύ­εται ότι ούτε Ευαγγέλιον, ούτε τρεις Επιστολές, ούτε Αποκά­λυ­ψιν έγραψε ο Μα­θητής, Απόστολος και Θεολόγος Ιωάννης. Αλλά και λάθος να κά­νει εδώ ο Yehoshua αυτό δεν αποδεικνύει ότι ο Ιωάννης τα έγραψε. Τα υπόλοιπα στοιχεία που παραθέτει εδώ ο Yehoshua δεικνύουν ότι αυτά τα γραπτά είναι ψευδεπίγραφα και τα ερωτήματα ποιος και πότε ακριβώς τα έγραψε παρα­μένουν αναπάντητα. Όπως θα δεί­τε παρα­κά­τω, ο Yehoshua επα­ν­έρχεται στην ίδια πληρο­φορία δύο φορές. Την πρώ­τη, στην πα­ρά­γρα­φο πε­ρί Πα­πία, λέγει ότι η πληροφορία αυτή βασίζεται σε καθι­ε­ρω­μέ­νες χρισ­τι­α­νι­κές παραδό­σεις. Αυτές οι συγκεκριμένες παραδόσεις για την ώρα, είναι άγνωστες σε ‘μας. Αν κανείς τις γνωρί­ζει καλό θα είναι να τις ανα­κοι­νώσει. Πάντως στο κε­φά­λαιο 12 των Πρά­ξεων αναφέ­ρεται ότι ο Ηρώδης Αγρίπ­πας ο 1ος εθα­νά­τωσε μόνο τον αδελφόν του Ιωάν­νου Ιά­κω­βον διά μα­χαί­ρας, λίγο πριν τον θάνατό του, το +44 Κ. Ε. Ακό­μα οι χρι­στιανικές πα­ρα­δόσεις που γνω­ρί­ζομε εμείς λένε ότι ο Ιωάν­νης απεβίωσε στην Έφεσο, στο βαθύ γήρας των 120 ετών, το έτος +99 ή 100 Κ. Ε. Βέ­βαια τίποτα δεν εγ­γυά­ται ότι αυτές οι παραδόσεις εί­ναι αλή­θεια. Αν όμως τα πράγ­μα­τα είναι όπως μας λένε αυτές οι παραδόσεις, τό­τε το +30 Κ. Ε. ο Ιωάννης ήταν 50 χρονών πράγμα που έρχεται σε αντίφαση με την άλλη παρά­δοση που θέλει τον Ιωάν­νη επιστήθιο νεα­νία όπως τον απεικονίζουν στον Μυ­στικόν Δείπ­νον. Το μπέρδεμα μεταξύ Ιω­άννου του Αποστόλου και Ιω­άννου του Πρεσ­βυ­τέ­ρου εί­ναι πολύ δυνατόν να έγινε είτε εξ αγνοίας, είτε επίτηδες, είτε επειδή όλα αυτά στέ­κουν στον αέρα, είτε επειδή έτσι τα σέρβιρε ο Ευσέβιος, κλπ. Ουσιαστικά πα­ρα­μέ­νουν: «άγνωσται αι γνώ­σεις του Κυ­ρί­ου!».]

[** Πρόκειται για ένα μικρό θρύμμα παπύρου. Από τις λέξεις που περιέχει συμπε­ραίνεται ότι ανέ­γραφε τους στίχους: Ιωάννης 18: 31-34, 18: 37-38 στην προσθίαν και οπισθίαν όψη αν­τιστοίχως. Χρονολο­γεί­ται στην παλαιότερη περίπτωση μεταξύ +125-160 Κ. Ε. Αν όμως αυτές οι λέξεις προέρχονται τω όντι από το κεί­μενο του Κατά Ιω­άννην Ευ­αγγελίου και όχι από το κείμενο κάποιου άλλου γραπτού που και αυτό περι­είχε αυτές τις λέξεις, είναι αδύνατον να αποφανθούμε. Τον δεύτερο αιώνα υπήρχαν πολλά όμοια γραπτά και προφορικές αφηγήσεις που κυκλοφορούσαν μεταξύ των χρι­στιανών που περιείχαν κοινές λέξεις, φράσεις, επεισόδια, γραμμένα από συγγραφείς ιδίων ή ομοίων κύκλων, κλπ. Διά ταύτα δεν μπορούμε να συμπεράνομε κάτι με βε­βαιότητα.]

[*** Για τη σημερινή μορφή των τεσσάρων κανονικών Ευαγγελίων πρέπει να προσ­θέσομε τα εξής ολίγα. Ενώ οι συγγραφείς των δεν αποκαλύπτουν την ταυτότητά των, τους σημερινούς τίτλους των: Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, κλπ., τους έγραψε διά πρώ­τη φο­ρά στα γραπτά του ο επίσκο­πος Λυώνος Ειρηναίος περί τα έτη +181-185 Κ. Ε.

      Αλλά και η σημερινή μορφή των κανονικών Ευαγγελίων δεν είναι αυτή που είχε μπροστά του ή συνέ­ταξε ο Ειρηναίος περί +180-185. Αυτά επανεκδόθηκαν το +330 Κ. Ε. υπό την επιμέλεια του Ευσε­βί­ου κατ’ εν­τολήν του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ενώ εφρόντισαν να καταστρέ­ψουν τα προηγούμενα. Αλλά και πάλι, αυτή η έκδοση τους δεν είναι αυ­τή που έχομε σήμερα στα χέ­ρια μας. Αν συγκρίνομε τα Ευαγγέλια που έχο­με σήμερα στα χέρια μας με αυτά που υπάρχουν στους κώδικες και στα χειρόγ­ρα­φα του 4ου και 5ου αιώνα και σε μερι­κούς νεότερους κώδικες και νε­ότερα χειρό­γραφα, που δια­τη­ρούνται σε μου­σεία και συλλογές, ευρίσκομε πολλές ση­μαντικές διαφορές και παρα­νοήσεις. Στίχοι αλ­λαγ­μέ­νοι ή διορ­θω­μένοι, νέα κεφά­λαια που δεν υπήρ­χαν, παρεμ­βο­λές, λέξεις με άλλες έννοιες, λέξεις αλλαγμένες, κλπ. Αν ακόμα δεν το έχετε καταλά­βει είναι καιρός να το κατα­λά­βε­τε: Αυτό είναι που θα πει θεοπ­νευστία η οποία χρειά­ζεται πάνω από μια χιλιετία για να τε­λει­ώ­σει και να κάνει καλά τη δουλειά της!... Πάρα πολύ ωραία!]

[**** Ο Ιω­άν­νης σε μερικά σημεία του Ευαγγελίου του, 19: 35, 21: 24, κλπ., πασχίζει να μας πείσει ότι λέ­γει την αλήθεια, πράγμα που δεν το κάνει κανένας από τους άλ­λους τρεις! Υποπ­τεύ­ε­ται κανείς ότι ο «Ιωάννης» έχει πρόβλημα με αυτά που γράφει. Τελικά μας λέγει και ότι κάνει προπαγάνδα πίστεως και όχι Ιστορία: 19: 35 «και ο εωρακώς μεμαρτύ­ρη­κε, και αληθινή αυτού εστιν η μαρτυρία, κακείνος οίδεν ότι αληθή λέγει, ίνα και υμείς πιστεύσητε.» και 20: 31 «ταύτα δε γέγραπται ίνα πισ­τεύσητε ότι Ιη­σούς εστιν ο Χριστός ο υιός του Θεού, και ίνα πιστεύοντες ζωήν έχητε εν τω ονόματι αυ­τού.».

      Ο Ιωάννης χρησιμοποιεί την φράση «διά τόν φόβον τών Ιουδαίων» 7: 13, 19: 38, 20: 19. Με τον τρόπο που την χρησιμοποιεί δεν μπορεί να έχει χρησιμοποιηθεί από έναν ακραι­φνή Ιουδαίο. Πρέπει να ήταν προσήλυτος άλλης εθνικότητας ή εξωμότης Εβραιοχρι­στιανός, ο οποίος με τις διαμάχες των Εβραιοχριστιανών και Φαρισαϊκών Ιουδαίων, όπως αυτές προέκυψαν μετά την φρικτή έκβαση των ετών +66-73, από την μια ήθελε να επ­αινέσει τους ελαχίστους Ιουδαίους που προσχώρησαν στην Εβραιοχ­ριστιανική αίρε­ση (π. χ. Νικόδημος, Ιωσήφ απ’ Αριμαθαίας) και από την άλλη να χτυπή­σει την συντριπ­τι­κή πλειοψηφία των Ιουδαίων που όχι μόνο δεν προσχώρησαν σ’ αυ­τήν αλλά της εναντιώθηκαν με κάθε τρόπο που μπορούσαν .

      Εκτός του ότι το Ευαγγέλιο αυτό αφηγείται πολλά τρομερά «γεγονότα» που δεν τα είχαν φανταστεί οι άλλοι (π.χ., η μετατροπή του νερού σε κρασί, η ανάσταση του τετ­ραη­μέρου Λαζάρου, κ. π. ά..), μια πασιφανής μεγάλη διαφορά του Ευαγγελίου αυτού με τα άλλα τρία είναι ότι αυτό περιέχει πολλά γνωστικιστικά ή γνωστικίζοντα στοι­χεία.      

      Στον κανόνα ετέθη τελικά περί το τέλος του τετάρτου αιώνος κατόπι διαμάχης Αθα­νασίου Αλεξανδρείας, οποίος το ήθελε εντός του κανόνος, και Ιερού Αυγουσ­τί­νου της Ίππου, ο οποίος ήθελε την Αποκάλυψιν του Ιωάννου. Η διαμάχη έληξε όταν αυτοί οι δύο «Θεοφόροι» Πατέρες συνεφώνησαν να μπούνε και τα δύο βιβλία στον κανόνα! Ως γνωστόν, ο Αθανάσιος ήταν στην κοιτίδα του Γνωστικισμού την Αίγυπ­το, ο δε Αυ­γουστίνος υπέφερε από πολλές τρομερές ψυχολογικές διαταραχές και έτσι τα ανώ­μα­λα γραπτά της Αποκαλύψεως τού παρείχαν «ανακούφιση».]

 

Οι Χριστιανοί θα ισχυριστούν ότι το ίδιο το Ευαγγέλιο του Ιωάννου δηλώνει πως είναι ιστορικό έγγραφο γραμμένο από τον Ιωάννη. Αυτός ο ισχυρισμός βασίζεται στους στίχους του Ιωάννου 19: 35 και 21: 24. Ο στίχος 19: 35 [και ο εωρακώς μεμα­ρ­τύρηκε, και αληθινή αυτού εστιν η μαρτυρία, κα­κεί­­νος οίδεν ότι αληθή λέγει, ίνα και υμείς πιστεύσητε.] δεν ισχυ­ρίζεται ότι το Ευαγγέλιο γρά­φτη­κε από τον Ιω­άννη. Απλώς ισχυρίζεται ότι τα συμβάντα που περιγράφονται στους αμέσως προη­γου­μ­έ­νους στί­χους εξετέθησαν αληθώς από κάποι­ον αυτόπτη μάρτυρα με στόχο να τον πιστέψουν οι άλ­λοι. Το χωρίο είναι ασαφές και δεν είναι καθαρό εάν ο μάρτυρας υποτίθεται πως είναι το ίδιο πρό­σωπο με τον συγγραφέα. Πολλοί ερευνητές είναι της γνώμης ότι η ασάφεια αυτή είναι εσκεμ­μένη και ότι ο συγ­γρα­φέας Ιωάννης σ’ αυτό το χωρίο προ­σπαθεί να διεγείρει τον πόθο των ανα­γνωστών όπως και στα χωρία που ομιλούν για ιστορίες θαυμάτων αλλά με αλληγορικές ερμηνείες. Ο στί­χος 21: 24 [Ού­τός εστιν ο μαθητής ο μαρτυρών περί τούτων και γράψας ταύτα, και οίδαμεν ότι αληθής εστιν η μαρτυρία αυτού.] επίσης δεν ισχυρίζεται ότι συγγραφέας είναι ο Ιω­άν­νης[*]. Ισχυ­ρί­ζε­ται ότι ο μαθη­τής που αναφέρ­θηκε στο χωρίο είναι αυτός που μαρτύρησε και περιέ­γ­ραψε τα γεγο­νότα αληθώς. Όσον αφορά την ερώτηση εάν ο μαθητής είναι το ίδιο πρόσωπο με τον συγγραφέα και πάλι ο στίχος αυτός είναι αξιοσημείωτα ασαφής. Πρέ­πει να σημειωθεί ότι το χωρίο αυτό ευρί­σκεται στο τελευταίο κεφάλαιο του Ιωάν­νου το οποίο δεν ήταν μέρος του αρχικού Ευαγγελίου αλλά προσετέ­θη σαν επίλο­γος από κάποιον ανώ­νυμο συντάκτη. Πρέπει επίσης να γνωρίζει κανείς το γε­γονός ότι πολλές «εκλαϊκευμένες» μεταφράσεις της Καινής Διαθήκης διαστρέφουν τα χωρία που μόλις αναφέραμε έτσι ώστε να απαλείψουν την ασάφεια που υπάρχει στην πρω­τότυπη Ελληνική γραφή. (Το ιδεώδες είναι ότι ο καθένας χρειάζεται να είναι οικείος με το πρωτότυπο Ελληνικό κεί­μενο της Καινής Διαθήκης για να αποφεύγει τις μερο­λη­πτι­κές και διεστραμμένες μεταφράσεις που χρη­σιμοποιούνται από τους φουντα­μεν­ταλιστές Χριστιανούς και ιεραποστόλους.).

[*Ο Ιω­άν­νης όμως σε μερικά σημεία του Ευαγγελίου του πασχίζει να μας πείσει ότι λέ­γει την αλήθεια, πράγμα που δεν το κάνει κανένας από τους άλλους τρεις! Βέβαια μας λέγει και ότι κάνει την προπαγάνδα του και όχι ιστορία: 19: 35 «και ο εωρακώς με­μαρτύ­ρη­κε, και αληθινή αυτού εστιν η μαρτυρία, κακείνος οίδεν ότι αληθή λέγει, ίνα και υμείς πιστεύσητε.», 20: 31 «ταύτα δε γέγραπται ίνα πισ­τεύσητε ότι Ιη­σούς εστιν ο Χρισ­τός ο υιός του Θεού, και ίνα πιστεύοντες ζωήν έχητε εν τω ονόματι αυτού.». Όλο το κε­φά­λαιο 21 είναι αποδεδειγμένα κατοπινή προσθήκη προς αποκατάσταση της Πε­τρι­κής παραδό­σε­ως, του Πετρικού κόμματος, κ. ά. Αυτός που το προσέθεσε επινό­ησε και την μυθολογία του ποιος έγραψε ολόκ­ληρο το Ευαγγέλιο.

      Αναμφιβόλως το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο είναι το μόνο Κανονικό Ευαγγέλιο που πε­ριέχει πολλά γνωστικιστικά στοιχεία. Οι στίχοι 1: 1-5, 9-14, στην αρχή του Ευαγγε­λίου, είναι είναι παρμένοι ή λίγο παραφρασμένοι από μια πραγ­ματεία Πλατωνικής φι­λοσοφίας του Παγανιστή φιλοσό­φου Αμελίου, του έτους +263 (βλέπε: Robert Taylor, Diegesis, σελίδα 185.) .

      Πολλοί Γνωστικοί απορρίπτουν την υπόθεση ότι το Ευαγγέλιο αυτό γράφτηκε από τον μαθητή του Ιησού, Ιωάννη τον θεολόγο, υιό του Ζεβεδαίου. Ο Krejenblum στο έργο του Das Eva­ngelium der Wahrheit (= το ευαγγέλιο της αλή­θει­ας), Berlin 1900-1905, υποστηρίζει την Γνωστική προέλευση του Ευαγγελίου και το αποδίδει στον Μέ­νανδρο τον διδάσκαλο του Βασιλίδη. Δεδομένου ότι ο Γνωστι­κισ­­μός παρ’ ολίγον να εξαλείψει τον ορθόδοξο Χριστιανι­σμό του Ειρηναίου κατά τον δεύτερο αιώνα και το Ευαγγέλιο αυτό θεωρείται το τελευταίο δεν είναι καθόλου πα­ράξενο το ότι εν πολλοίς γνω­στι­κί­ζει!]

 

Για να υποβαστάξουν τους ισχυρισμούς τους ότι τα Ευαγγέλια του Μάρκου και του Ματθαίου γράφτηκαν από τους «πραγματικούς» αποστόλους Μάρκο και Ματ­θαίο και ότι ο Ιησούς είναι ιστο­ρικό πρόσωπο, οι ιεραπόστολοι συχνά υποδεικνύουν τη «καλουμένη μαρτυρία του Παπία». Ο Πα­πίας ήταν επίσκοπος της Ιεραπόλεως (κοντά στην Έφεσο) κα­τά την διάρκεια του μέσου του δευ­τέ­ρου αιώνος Κ. Ε. Τίποτα από τα γραπτά του δεν έχει διασωθεί παρά μόνο ο Χριστιανός «Ιστο­ρι­κός» Ευσέβιος (+ 260 – 339 Κ. Ε.) στο βιβλίο του, Εκκλησιαστική Ιστορία (που γράφτηκε κατά τα έτη +311 – 324 Κ. Ε. περί­που) πα­ρά­φρασε με­ρικά χωρία του βιβλίου του Παπία, Έκ­θεση Χρησμών του Κυ­ρί­ου (γραμμένο κα­τά +140 – 160 Κ. Ε. περίπου). Σ’ αυτά τα χω­ρία, ο Παπίας ισχυρίστηκε ότι είχε γνω­ρίσει τις θυγατέ­ρες του αποστόλου Φιλίππου και επίσης ανέφερε μερικές ιστορίες οι οποίες όπως ισχυ­ρί­στηκε προήλθαν από δύο άνδρες που ονομάζονταν Αριστίων και Ιωάννης ο Πρεσβύ­τε­ρος, οι οποίοι ζούσαν ακόμα κατά την διάρκεια της ζωής του. Ο Ευσέβιος εμ­φα­νίζεται να έχει την πεποί­θηση ότι ο Αριστίων και ο Ιωάννης ο Πρεσβύτερος ήταν μαθητές του Ιησού. Ο Πα­πίας ισχυ­ρίστη­κε ότι ο Ιωάννης ο Πρεσβύτερος είχε πει πως ο Μάρκος ήταν διερ­μη­νέ­ας του Πέτρου και έγραψε κάτω με ακρίβεια οτιδήποτε του είχε πει ο Πέ­τρος για τον Ιησού. Ο Παπίας ακόμα ισχυρίστη­κε ότι ο Ματθαίος είχε περιμαζέψει όλους τους «χρη­σμούς» από τα Εβραϊκά και ο καθένας είχε ερμη­νεύ­σει αυτούς κα­τά τον καλ­λί­τε­ρο τρόπο που μπορούσε. Τίποτα απ’ αυτά, όμως, δεν παρέχει αξι­ό­πι­σ­τη ιστορική έν­δει­ξη περί Ιη­σού και ούτε υποστηρίζει την πεποίθηση ότι τα Ευαγγέλια του Μάρ­κου και του Ματθαίου πραγματικά γράφτηκαν από αποστόλους που έφεραν τα ονόματα αυ­τά. Ο Πα­πίας απλώς αράδιαζε ονόματα και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ήταν ειλι­κρινής όταν ισχυρί­στη­κε ότι είχε συναντήσει τις θυγατέρες του Φιλίππου. Ακόμα και να είχε, αυτό το πολύ-πολύ θα απο­δείκνυε ότι ο απόστολος Φίλιππος της χριστι­α­νικής μυ­θολογίας βα­σι­ζό­ταν σε κάποιο ιστορικό πρό­σωπο. Ο Παπίας ποτέ δεν ισχυρίστηκε ευ­θέως ότι είχε συναν­τήσει τον Αρι­στίωνα και τον Ιωάννη τον Πρε­σβύτερο. Επί πλέον, επειδή ακριβώς ο Ευσέ­βιος κατά τον 4ο αιώνα πίστευε ότι αυτοί ήταν μαθητές του Ιησού δεν σημαίνει ότι ήταν [*]. Τίποτα απο­λύτως δεν είναι γνωσ­τό για το ποίος γή­ι­νος ήταν πραγματικά ο Αρι­στίων. Σίγουρα όμως δεν είναι ένας από τους μαθητές κα­τά την συνήθη χριστια­νική παρά­δοση. Έχω ιδεί βιβλία ορισμένων Χριστιανών φουνταμενταλιστών που διατείνον­ται ότι ο Ιωάννης ο Πρε­σβύ­τε­ρος ήταν ο απόστο­λος Ιωάννης ο υιός του Ζεβεδαίου και ότι αυτός ζούσε ακό­μα όταν ο Παπίας ήταν νέος. Ακόμα ισχυρίζονται ότι ο Παπίας έζησε κατά τα έτη +60 - 130 Κ. Ε. περί­που και ότι έγραψε το βιβλίο του περί το +120 Κ. Ε. Αυτές οι χρονολογίες δεν βασί­ζον­ται σε καμία θεμιτή ιστορική μαρτυρία και είναι τελείως ανόητες. Ο Παπίας ήταν επί­σκο­πος Ιε­ραπόλεως κατά το +150 περίπου και όπως ήδη προαναφέραμε το βιβλίο του γράφτηκε μέσα στο διάστημα των ετών +140 – 160 Κ. Ε. Αλλά και να σπρώξομε τις ημε­ρομηνίες πίσω στο +60 Κ. Ε. δεν τον θέ­τει κατά την διάρκεια της ζωής του απο­στόλου Ιω­άννου ο οποίος σύμφωνα με καθιε­ρω­μένες χρι­στιανικές παραδόσεις φο­νεύ­τηκε το +44 Κ. Ε.[**]. Εκτός τούτου είναι εντελώς απίθανο ότι ο Ιω­άν­νης ο Πρεσ­βύ­τε­ρος είχε τίποτα να κάνει με τον Ιωάννη τον Απόστολο. Σύμφωνα με τον Επι­φάνειο (περί­που +320 – 403 Κ. Ε.), ένας πρώτο-χριστιανός ονόματι Ιωάννης Πρε­σ­βύτερος είχε απο­θά­νει το +117 Κ. Ε. Θα έχομε περισσότερα να πούμε περί αυτού όταν συ­ζη­τήσομε τις τρεις επι­στο­λές που φέ­ρουν το όνομα του Ιωάννου. Όποια και να είναι όμως η περίπτωση, οι αφηγήσεις τις οποί­ες μά­ζεψε ο Παπίας δι­εδίδοντο από στόμα σε στόμα τουλάχιστον για μια δεκαετία μετά την συγγραφή των Ευαγγελίων και των Πράξεων και αντανακλούν αθε­μελίωτες φήμες και προλήψεις πε­ρί της προε­λεύσεως αυ­τών των βιβλίων. Ιδιαιτέρως η αφήγηση για τον Μάρκο που προμηθευ­τή­καμε από τον Ιωάννη τον Πρε­σβύτερο, δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά μια ελαφ­ρά επεξερ­γα­σία του θρύ­λου περί Μάρκου που ευ­ρί­σκε­ται εντός του βιβλίου των Πρά­ξεων και ού­τως δεν μας λέγει τίποτα για τις αληθινές απ­αρ­χές του Ευαγγελίου του Μάρκου. Η αφήγηση περί του ότι ο Ματ­θαίος ανέ­γραψε τους «χρησμούς» είναι απ­λώς μια φήμη, και επί πλέον, δεν έχει να κάνει τίποτα με το Ευαγ­γέ­λιο του Ματ­θαίου. Ο όρος «χρη­σ­μοί» μπορεί μόνο να εννοηθεί σαν αναφορά στα γραπτά γνωστά ως οι Χρη­σμοί του Κυ­ρίου τα οποία αναφέρονται στο βιβλίο του Παπία και κατά πάσαν πι­θανότητα είναι το ίδιο πράγ­μα με την Δευτέρα Πηγή, αλλ’ όχι με το Ευαγγέλιο του Ματ­θαίου.

[* Μην ξεχνάτε ότι όλα αυτά βα­σίζονται μόνο στα γραπτά του κατά πολύ υστερόχρο­νου Ευσε­βί­ου κατά το πρώτο ήμισυ του 4ου αιώνος και ο οποίος δεν χαίρει καμίας εμ­πιστο­σύ­νης από κανέναν αντικειμε­νικό και αμερόληπτο ερευνητή! Το πέρα για πέρα ύποπτο γεγο­νός είναι ότι ενώ ο Ευσέβιος έχει τα γραπτά και τα βιβλία αυτά στα χέρια του όχι μόνο δεν εφρόν­τι­σε να τα δια­σώσει, πλην ελαχίστων χωρίων τα οποία αποδε­δειγ­μένως δι­αστρέβλωσε, αλλά μετά απ’ αυ­τόν όλες αυτές οι πηγές δεν υπάρχουν που­θενά πλέον.]

[** Εδώ είναι το δεύτερο σημείο στο οποίο αναφέρει αυτή την πληροφορία. Ποιες να εί­­ναι αυτές οι καθιε­ρω­μένες χρι­στιανικές παραδόσεις; Νομίζομε ότι ο συγγραφέας όφειλε να τις ανα­φέρει εδώ, καθότι όπως εξηγήσαμε παραπάνω υπάρχουν άλλες καθι­ε­ρω­μένες χρι­στιανικές παραδόσεις που διαφωνούν μ’ αυτές που αυτός εδώ επικα­λεί­ται.]

 

Εκτός από τα κανονικά Ευαγγέλια και τις Πράξεις, οι ιεραπόστολοι χρησιμο­ποι­ούν και διάφορες επιστολές ως απόδειξη του αληθούς της εξιστορήσεως περί Ιησού. Ισχυρίζονται ότι οι επι­στο­λές είναι γράμματα γραμμένα από μαθητές ή οπα­δούς του Ιησού. Εν τούτοις, οι επιστολές (επιστο­λή στα αρχαϊκά Ελληνικά σημαίνει μήνυμα ή εντολή) είναι βιβλια­ρά­κια γραμμένα υπό μορφή γραμμάτων (συνήθως από θρυλικούς χαρακτήρες του παρελθόν­τος), τα οποία αναπτύσσουν δόγ­μα­τα και οδη­γίες. Αυτή η μορφή θρησκευτικού γραψίμα­τος χρησιμοποιείτο από τους Εβραίους των Ελληνιστι­κών και Ρωμαϊκών χρόνων. (Η πιο φημισμένη Εβραϊκή επιστολή είναι η Επιστολή του Ιε­­ρεμίου, η οποία αποτελεί μια μα­κρο­σκελή καταδίκη της ειδωλολα­τρίας και γράφ­τη­κε κατά την Ελ­ληνιστικήν περίοδο υπό μορφή γράμματος στο όνομα του προφήτη Ιε­ρε­μίου προς τους κατοί­κους της Ιερουσαλήμ μόλις πριν φερθούν εξόριστοι στη Βα­βυ­λώνα. [Η Επιστολή αυτή δεν ανήκει στον κανόνα της Τανάχ ενώ οι Χριστιανοί την έχουν βάλει στην δική τους Παλαιά Διαθήκη.]). Όπως και στην περίπτωση των ευ­αγ­γε­λί­ων, υπάρχουν χριστιανικές επιστολές που δεν περιέχονται στην Καινή Δια­θήκη για τις οποίες και οι Χριστιανοί και οι μη Χριστιανοί ερευνητές συμ­φω­νούν ότι είναι ψευδε­πί­γρα­φες και δεν έχουν καμία ιστορική αξία αφού εκθέτουν πί­στεις και όχι Ισ­τορία. Η ύπαρξη ψευδεπιγράφων επιστολών και εν τέλει ολόκληρη η έν­νοια μιας επι­σ­τολής υποδηλεί ότι οι επιστολές ήταν συνήθως ψευδεπί­γραφες. Ούτως και πά­λι οι ισχυρισμοί των Χριστιανών φουνταμενταλιστών και ιερα­πο­στό­λων, ότι δηλαδή οι επι­στολές είναι γνήσια γράμματα, είναι εκείνο ακριβώς που χρήζει αποδείξεως.

 

Η Επιστολή του Ιούδα γράφτηκε στο όνομα του Ιούδα του αδελφού του Ιακώβου. Σύμφωνα με τον Μάρκο και τον Ματθαίο, ο Ιησούς είχε αδελφούς που ονομάζονταν Ιού­­­δας και Ιάκωβος. Η σύγκριση με άλλα γραπτά δείχνει ότι η Επιστολή του Ιούδα γράφτηκε γύρω στο +130 Κ. Ε. και έτσι καθίσταται προφανές ότι είναι ψευδεπί­γρα­φη. Δεν υπάρχει όμως καμία ένδειξη ότι ο συγγραφέας της [όποιος και αν ήταν] χρη­σιμοποίησε οποιεσ­δή­ποτε αξιόπιστες ιστορικές πηγές σε ό,τι αφορά τον Ιησού.

 

Δύο από τις κανονικές επιστολές είναι γραμμένες στο όνομα του Πέτρου. Αφού ο Πέ­τρος είναι μυθική προσαρμογή της Αιγυπτιακής θεότητας Πέτρα, αυτές οι επιστο­λές δεν γράφτηκαν βεβαίως απ’ αυτόν. Μόνο το ύφος και ο χαρακτήρας της Πρώτης Επιστολής του Πέτρου είναι αρκετά για να δείξουν ότι δεν θα μπορούσε να είχε γρα­φ­τεί πριν από το +80 Κ. Ε. περίπου. Αλλά σύμφωνα και με τη χριστιανι­κή παράδοση, ο Πέτρος υποτίθεται ότι είχε πεθάνει κατά τους διωγμούς που είχε εξα­πολύσει ο Νέρων τα έτη +64 – 66 Κ. Ε. και έτσι δεν θα μπορούσε να έχει γράψει αυτήν την επιστο­λή. Ο συγ­γραφέας του Ευαγγε­λίου του Λουκά και των Πράξεων χρησιμοποιούσε όλες τις γραπτές πηγές που μπο­ρού­σε να τσακώσει και έτεινε να τις χρησιμοποιεί αδιακρίτως. Εν τούτοις, δεν ανα­φέρει τίποτα που να υποδεικνύει προς κάποιαν επι­στο­λή γραμμέ­νη από τον Πέτρο. Αυτό δεικνύει ότι η Πρώτη Επιστο­λή του Πέτρου πιθανώς γράφτη­κε μετά το Ευαγγέλιο του Λουκά και τις Πράξεις (το +100 Κ. Ε. πε­ρί­που). Ούτε οι αναφορές στον Ιη­σού στην Πρώτη Επιστολή του Πέτρου ελήφθη­σαν από ιστορικές πηγές αλλά αντί ιστορικών πηγών αντανα­κλούν πίστεις και προλήψεις. Η Δευ­τέ­ρα Επιστολή του Πέτρου ξεφω­νίζει εναντίον των Μαρκιω­νι­στών και συνεπώς πρέπει να έχει γρα­φτεί το +150 Κ. Ε. περίπου. Εί­ναι καθαρά ψευδε­πί­γραφη. Η Δευτέρα Επι­σ­τολή του Πέτρου χρησι­μοποιεί ως πηγές: Την αφήγηση για την μεταμόρ­φωση του Ιη­σού που ευρίσκεται στον Μάρκο, Ματθαίο και Λουκά, την Αποκά­λυ­ψη του Πέτρου και την Επι­στο­λή του Ιούδα. Η μη κανονική Απο­κάλυψη του Πέτρου (γραμμένη μέ­σα στο πρώτο τέταρτο του δευ­τέρου αιώνος Κ. Ε.) αναγνω­ρίζε­ται να είναι μη ιστορική ακόμα και από τους Χριστιανούς φουντα­μενταλιστές. Ούτως και η Δευτέρα Επιστολή του Πέτρου ουδόλως χρησι­μοποιεί θεμιτές ιστορικές πηγές.

 

Τώρα ας εξετάσομε τις επιστολές τις οποίες υποτίθεται ότι έγραψε ο Παύλος. Η Πρώ­τη Επι­στολή του Παύλου Πρός Τιμόθεον προειδοποιεί εναντίον της εργασίας των Μαρκιω­νιστών γνωστή με τον τίτλον «Αντίθεσις». Ο Μαρκίων[*] αποβλήθηκε από την εκκλησία της Ρώμης το +144 Κ. Ε. περί­που και η Πρώτη Επιστολή του Παύλου Πρός Τιμόθεον γράφτη­κε ολίγον μετά. Έτσι είναι καθα­ρό σε άπαντες ότι εδώ έχομε περί­πτωση ψευδεπιγραφίας. Η Δευτέρα Επιστολή του Παύλου Πρός Τι­μό­θεον και η Επι­σ­τολή του Παύλου Πρός Τίτον γράφτηκαν από τον ίδιο συγγραφέα περίπου την ίδια επο­χή. Αυτές οι τρεις επιστολές είναι γνωστές ως οι «ποιμαντορικές επιστολές». Οι υπόλοιπες δέ­κα «μη-ποιμαντορικές» επι­στολές γραμμένες στο όνομα του Παύλου, ήταν γνωστές στον Μαρκί­ω­να περί το +140 Κ. Ε. Μερικές απ’ αυτές δεν ήταν γραμ­μένες μόνο στο όνομα του Παύλου αλλά έχουν μορφή γραμμάτων γραμμένων από τον Παύλο σε συνεργασία με διαφόρους φί­λους όπως ο Σω­σ­θένης, Τιμόθεος, και Σί­λας. Ο συγγραφέας του Ευαγγελίου του Λου­κά και των Πράξεων έφα­γε τον κόσμο για να προμηθευτεί όλες τις διαθέσιμες πηγές και έτεινε να τις χρησι­μο­ποιεί αδια­κρί­τως, αλ­λά δεν χρησιμοποίησε τίποτα από τις Παυλικές Επιστολές. Έτσι μπο­ρούμε να συμ­περάνομε ότι οι μη-ποιμαντορικές επισ­τολές γράφτηκαν μετά το Ευαγγέλιο του Λου­κά και τις Πράξεις μέσα στην περίοδο +100 – 140 Κ. Ε. περίπου. Οι μη-κανονική Πρώτη Επιστολή του Κλήμεντος [Ρώμης, υπο­τί­θεται] Πρός Κορινθίους (γραμμένη πε­ρίπου το +125 Κ. Ε.) χρησιμοποιεί την Πρώτη Επιστολή του Παύλου Πρός Κοριν­θίους ως πηγή και έτσι μπορούμε να μικ­ρύ­νομε την χρονολογία γι’ αυτήν την επιστολή εν­τός των ετών +100 – 125 Κ. Ε. πε­ρί­που. Τελικά, επαφιόμεθα στο συμπέ­ρα­σμα ότι όλες οι Παυλικές επι­στολές είναι ψευ­δεπίγραφες. (Ο ημι-μυθικός Παύλος [**] υποτί­θεται ότι απέ­θα­νε κατά την διάρκεια των διωγμών του Νέρωνος τα έτη + 64 – 66 Κ. Ε.). Είναι εμφανές ότι μερικές από τις Παυλικές Επι­στο­λές αλλοιώθηκαν και ανασυν­τάχτηκαν πολυάριθμες φορές προ­τού απο­κτή­σουν τις ση­μερινές μορφές τους. Ως πη­γές χρησιμοποιούν η μια την άλλη, τις Πράξεις, τα Ευαγ­γέ­λια των Μάρκου, Ματθαίου και Λουκά[***] και την Πρώτη Επιστολή του Πέτρου. Έτσι και επομένως μπο­ρούμε να συμπε­ράνομε ότι δεν παρέχουν καμία ιστορική ένδειξη για τον Ιησού.

[* Ο σπου­δα­σμένος πλούσιος από την Σι­νώπη του Πόν­του, Μαρ­κίων, ήταν φα­νατικός οπαδός του Παύλου και Γνωστικός εσχατολόγος αυστηρο­τά­των ηθών. Κα­τά το πρώ­το ήμισυ του δευτέρου αιώνος έφτιαξε τον πρώτο κα­νόνα Καινής Δια­θήκης. Αυτός περι­είχε μό­νο τις δέκα πρώτες επιστολές του Παύλου από τις οποίες είχε αφαι­ρέσει όλα τα Εβ­ρα­ϊκά στοιχεία. Επίσης η σειρά τους ήταν άλ­λη από την εκ των υστέ­ρων καθιε­ρωμένη. Εκτός κανό­νος είχε θέσει τις επιστολές Α΄ και Β΄ Πρός Τι­μό­θεον, Πρός Τί­τον, Πρός Εβραί­ους, τα δύο τελευταία κε­φάλαια ιε΄, ιστ΄ της Πρός Ρω­μαίους επι­στο­λής, κ. ά.. (Εκτεταμένα μέρη των ποιμαντορικών επιστολών, Α΄ και Β΄ Πρός Τι­μό­θεον και η Πρός Τί­τον, αναφέρονται σε θέματα του δευτέρου αιώνος, άγνωστα για τον Παύλο. Επομένως αυτά δεν μπορεί να εγράφησαν απ’ αυτόν. Π. χ. πώς μπορεί το ίδιο άτομο να γράφει στην Πρός Κορινθίους 7: 1 «...καλόν ανθρώπω γυναικός μη άπτε­σθαι·» και 8 «Λέγω δε τοις αγάμοις και ταις χήραις, καλόν αυτοίς εστιν εάν μείνω­σιν ως καγώ.» και όλα τα τερατώδη που γράφει σε όλο το κεφάλαιο 7, αλλά μετά στην Α΄ Πρός Τιμόθεον 3: 2 να γράφει: «δεί ουν τον επίσκοπον ανεπίληπτον εί­ναι, μιας γυναικός άνδρα,» και 12 «διάκονοι έστωσαν μιας γυναικός άνδρες, τέ­κ­νων καλώς προϊστάμενοι και των ιδίων οίκων.»; Ακόμα οι θεσμοί του επισκόπου και του πρεσβυτέρου δεν υπήρχαν κατά τα χρόνια του Παύλου. Βασισμένοι στην μαρτυρία του Φίλωνος, πρέπει να υπήρ­χαν υπό κάποια μορφή στην Αίγυπτο όπου ο Παύλος δεν πήγε ποτέ. Μετά έγιναν χριστιανικές απομιμήσεις. Άλλα μέ­ρη των Ποι­μαν­τορικών Επιστολών φαί­νονται να εί­ναι είτε του Παύλου είτε παραδόσεις που ανα­φέ­ρονται σ’ αυτόν.). Στον κα­νό­να ο Μαρκί­ων είχε βάλει μό­νο ένα ευαγ­γέ­λιο ομοιά­ζον με το Κατά Λου­κάν Ευ­αγ­γέ­λι­ον, αλ­λά χω­ρίς να περιέχει κανένα Εβρα­ϊκό στοιχείο και θέ­μα­. Ο Εβ­ραϊκός θεός Γιαχ­βέχ ήταν κα­κό δαιμόνιο για τον Μαρ­κίωνα. Η τότε Εβραιοχριστια­νική εκ­κλη­σία της Ρώ­μης, φυ­σικώ τω λό­γω, δεν εδέ­χθη τις προτά­σεις του Μαρκίωνος και εξέ­βαλλε αυτόν από τους κόλ­πους της μετα­ξύ +142 – 144 C. E.     

      Από το περιεχόμενό της φαίνεται ότι η αιρετική, κακογραμμένη και απόκρυφη Επιστολή Πρός Διόγνητον γράφτηκε από έναν αμόρφωτο χριστιανό Μαρκιωνικών τά­σεων. Θεωρεί την Αρχαία Ελληνική θρησκεία ως θρησκεία αψύχων ειδώλων και τον Ιουδαϊσμό ως θρη­σκεία δεισιδαιμονιών που δεν ταιριάζουν στον αληθινό Θεό της Γνώσε­ως (αλλά στην Ορθοδοξία: «Θεόν Κύριον εκ πηγών Ισραήλ.»). Αποφεύγει να κάνει μνεία για την Εβραϊκή καταγωγή και δράση του Υιού τού Θεού του και για το ότι η βάση του Χρι­στιανισμού είναι η Παλαιά Διαθήκη.]

 [** Μην εκπλήττεσθε για το επίθετο ημι-μυθικός επί του Παύλου. Ακόμα και μυθικό να τον ανέφερε δεν θα ήταν υπερβολή. Βεβαίως έχει καθιερωθεί μεταξύ των χριστια­νών η ιστορικότητα του Παύλου να θεωρείται δεδομένη και πέραν πάσης αμφισβητή­σεως. Πολλοί όμως αμερόληπτοι επιστήμονες, ειδικοί επί των θεμάτων αυτών, την αμφι­σ­βητούν και μερικοί φτάνουν στο συμπέρασμα ότι το πρόσωπο αυτό είναι μυθι­κό. Άλ­λοι πάλι δεν την αμφισβητούν και άλλοι απλώς την θεωρούν εύλογη αναγνωρί­ζοντας όμως ότι δεν υπάρχουν αρκετά πειστικές αποδείξεις περί αυτής. Ακόμα και ο νεώτε­ρος ερευνητής Robert Ambelain που προωθεί την άποψη ότι ο Παύλος υπήρχε και ήταν Ιδουμαίος Άραβας εγγονός του βασιλιά Ηρώδη του Μεγάλου. Μέσα στα κείμενα των Πρά­ξεων και των Επιστολών, όπως τα έχομε σή­μερα στα χέρια μας, οι χαρακτήρες Σαούλ, Σαύλος, Παύ­λος και Σίμων ο Μάγος αντιπροσωπέυουν διαφο­ρε­τικές εκδοχές και εποχές του Παύλου. Άλλοι, όπως ο κ. Μά­ρι­ος Βερέττας και κ. Κώ­στας Κυριακάκης, λαμβάνοντας υπ’ όψη τις τρεις Επιστολές του Ιωάννου και την Αποκάλυψιν αποφαίνονται ότι οι όροι «αντίχριστος» και «ψευδοπροφήτης» αναφέ­ρονται στον Παύλο. Άλλοι πά­λι, όπως ο Harold Leidner, τον θέλουν να ζει επ’ ολίγον και με­τά τα γε­γο­­νό­τα του 70-73 Κ. Ε., παρά την χριστιανική χρονολογία του θανάτου του μεταξύ 64 και 67 Κ. Ε. Δη­λαδή, υπάρχει πλήρης ασυμφωνία μεταξύ των ερευνη­τών.

      Αναφέρομε λοιπόν ολίγα μόνο στοιχεία επ’ αυτού του ζητήματος προς ενη­μέ­ρω­ση του αναγνώστη, τα οποία αφήνομε στην κρίση του και στο ερευνητικό του ενδια­φέρον. Π. χ., για την χρονολογία της γεννήσεως του Παύλου δεν υπάρχει καμία σύγχ­ρονη μαρτυρία της εποχής του. Έχομε μόνο εικασίες και υπολογισμούς περί αυ­τής από πολύ υστερόχρονους μελετητές, χριστιανούς και μη. Αν εσείς, όποιοι και αν είσ­τε, γνωρίζετε έστω και μία αν­ε­ξάρτητη, αμε­ρόλη­πτη, βάσιμη, θεμιτή και σύγχρονη ή σχετικώς σύγχρονη με τον Παύλο ιστο­ρική ανα­φορά ή ένδειξη περί Παύλου να την δημο­σι­εύσετε να την μά­θομε κει ‘μεις οι υπό­λοι­ποι οι ανά την υδρόγειον ενδι­α­φε­ρό­μενοι και ερευνητές. Πέραν των εσωτερικών χρισ­τιανικών αφηγη­μα­τικών αναφορών τέτοια αναφο­ρά ή ένδειξη δεν υπάρ­χει πουθε­νά. Οι Χρισ­τι­α­νοί όμως δια­τεί­νονται ότι ο Παύλος όργω­νε τη Ρω­μαϊκή Αυτο­κ­ρα­τορία μέσα στα 30 χρό­νια δράσεώς του (από τον λιθοβολισμό του Στεφάνου και εν­τεύθεν). Είχε σύρει στην φυλακή πολ­λούς, εδί­ωκε μανιωδώς τους χριστιανούς πριν την μεταστροφή του, είχε έλθει σε επαφή ή σύγ­κ­ρου­ση με τους Ιουδαίους αρχηγούς, με Ρωμαίους υπάτους, κυβερ­νή­τες, ασιάρχες, χι­λι­άρ­χους, εκα­τοντάρχους, τον ίδιο τον αυτοκράτορα στη Ρώ­μη, τις τοπικές πο­λιτικές αρ­χές, θρη­σ­κευτικές αρχές, συναγωγές, κόσ­μο πολύ, εδιώχ­θη, «θηριομάχη­σε», δάρ­θη­κε, λιθοβολήθηκε, ήταν πολύ οικείος στα αυτο­κρα­τορι­κά ανάκτορα στα οποία δια­τηρούσε φί­λους, πήγε δύο φορές στη Ρώ­μη όπου παρέμεινε μπόλικο καιρό, και ο κα­τά­λογος συνεχίζε­ται επί μακρόν! Παρ’ όλα ταύτα δεν τον εσημείωσε κάπου κα­νείς ανε­ξάρτη­τος, αντι­κειμενικός και σύγχρο­νός του ιστορικός, πολιτικός, συγγρα­φέ­ας, ραβί­νος, λαϊκός ... έστω και εκ παραδρο­μής! Τί νομίζετε λοιπόν επ’ αυτού; Δεν είναι όν­τως πε­ρί­εργο και πέραν πά­σης πιθα­νό­τη­τας; Απαντή­σετε! Όπως προαναφέραμε ο Μέ­γας αυτοκράτωρ Ιουλια­νός εζήτησε να του προσκομίσουν μια τέτοια αναφορά και για τον Παύλο, αλ­λά απάντηση δεν πή­ρε!

Εδώ πρέπει να τονίσομε όμως ότι καίριο πλήγμα κατά της ιστορι­κό­τητος του Ιησού Χριστού είναι ο Χριστός του Παύλου. Ο Ιησούς Χριστός των Ευαγγε­λί­ων όπως και οιοσδήποτε ιστο­ρι­κός Χριστός ήταν άγνω­στος στον Παύλο. Τότε όμως, αν δεχθούμε ότι ο Παύλος είναι ιστορικό πρόσωπο κατά την εποχή που δι­ατείνονται ότι έζησε, έδ­ρασε και μας πα­ρέδωσε τα γραπτά του, αναγκαστι­κά πρέ­πει να δεχθούμε ότι ο Ιησούς Χριστός δεν ήταν ισ­τορικό πρόσωπο αλλά μυ­θολόγημα! Αλλιώς και ο Παύλος και ο Ιησούς είναι χρι­σ­τιανικά μυθιστο­ρή­ματα και τί­ποτα παραπάνω. Δηλαδή ψευτιές!

Βεβαίως τα γραπτά που αποδίδονται στον Παύλο καθώς και οι προηγούμενες πηγές τους πρέπει να έθεσαν τις βάσεις και νύξεις της συγγραφής και της μυθολογίας των υστεροχρόνων τεσσάρων κανονικών Ευαγγελίων. Μετά τον πλήρη διαχωρισμό Ιουδαίων και Χριστιανών (+135 Κ. Ε.) και την οικτρή αποτυχία της εσχατολογίας των τελευταίων, οι νέες κα­ταστά­σεις που προ­έκυψαν απαιτούσαν νέα κείμενα διαφο­ρετικά απ’ αυτά του Παύ­λου και προπάντων ιστορι­κο­ποιούντα για την δικαιολόγηση και επιβίωση της Εβραι­οχριστια­νικής αιρέσε­ως! Ακό­μα κατά τον δεύτερο αιώνα σφε­τερίστηκαν γνωστικιστικά κείμενα και κακώς νοη­θέν­τα Νεοπλατωνικά στοιχεία. Ως γνωστό, λίγο έλειψε ο Γνωστικισμός τότε να εξα­λείψει τον ορθόδοξο Χριστιανισμό από προσώπου γης. Έτσι στα κείμενα του Παύλου και στο Κα­τά Ιωάννην Ευαγγέλιο απαντάμε πολλά γνωστικιστικά και διαστρεμμένα Νεοπλατωνικά στοιχεία. Τότε υπήρχε αγώνας επικράτησης ανάμεσα στην παράταξη της Πίστης (του δόγματος “πί­στευε και μη ερεύνα”) και στην παράταξη της Γνώσης (Γνωστικισ­μού). Τελικά για λόγους που δεν θα αναπτύξομε εδώ επεκράτησε η Πίστη.

          Αυτά τα συμ­περάσματα αποτελούν το βαρύτερο επιχείρημα των μυ­θι­κι­στών κατά της ιστορικότη­τος του Ιη­σού ή του Παύλου αναλόγως. Αυτό το επιχείρη­μα είναι εξαιρετικά ισχυρό ή μάλλον απροσπέλαστο για τους γνώστες και ει­λικρινείς ερευνη­τές Χριστιανούς, πολλοί των οποίων αφού μελέτησαν και εγνώρησαν τα στοιχεία, απ­εσκίρτησαν από την Εβραιο­γνωστικοχ­ριστιανική μάστιγα. Εσείς αναγνώ­σ­τες τί λέτε;

            Διά την εκτενή μελέτη και ανάπτυξη αυτού του σοβαρού θέματος και επιχει­ρήματος διαβά­στε παρακάτω το τμήμα: «Ο Χριστός του Παύλου» από το κείμενο με τίτλο: «Ο Παύλος μέσα από τις Πράξεις και τις Επιστολές (και όχι μόνον)». Το κεί­με­νο αυτό είναι πολύ κατατοπιστικό διά την ιστορικότητα τό­σο του Ιησού όσο και του Παύ­λου.]

[*** Φαίνεται ότι περί το +140-150 έγινε μια γερή επεξεργασία του Κα­τά Λουκάν Ευ­αγγελίου προς απάντηση κατά του Γνωστικού Μαρκίωνος, αν λά­βομε υπ’ όψη την πο­λεμική του Τερτυλιανού Κατά του Μαρκίωνος. Τότε προσετέθησαν και τα δύο πρώτα κεφάλαια του, τα οποία πάντα εκρίθησαν παρείσακτα από τους ει­δικούς και έρχονται σε μεγάλες αξεπέραστες αντιφάσεις με πολλά θέματα όλων των Ευαγγε­λίων. Μετά επισυνάφθηκαν οι Πράξεις (όχι στην μορφή που τις έχομε σήμερα) για να μας δεί­ξουν: (α) Την χρυσή εποχή της χριστιανικής εκκλησίας προτού η αίρε­ση μπει στη μέ­ση και χαλάσει την ιδανική εικόνα και ομαλή ροή. (β) Ο Παύλος ανή­κε στην ορθόδο­ξη χριστιανική κίνηση των αποστόλων της Ιερουσαλήμ και δεν ήταν διδάσ­κα­λος του Μαρκίωνος, όπως ο ίδιος Μαρκίων είχε ισχυρισθεί.

Μετά ταύτα έγινε η νέα επεξεργασία και ανασύνταξη των Επιστολών του Παύλου για την οποία ομιλεί εδώ ο Yehoshua, με το γραπτό του οποίου συνεχίσετε την μελέτη σας: ]

 

Η Επιστολή Πρός Εβραίους είναι μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα επιστολή επειδή δεν εί­ναι ψευ­δεπί­γραφη αλλά τελείως ανώνυμη. Ο συγγραφέας της ούτε ο όνομά του αποκαλύ­πτει ούτε συγ­γρά­φει στο όνομα κάποιου Χριστιανού μυθολογικού χαρακτή­ρα. Οι Χριστιανοί φουνταμενταλιστές ισχυρίζονται ότι αυτή η επιστολή είναι άλλη μια επιστολή του Παύλου και πραγματικά την αποκα­λούν Επι­στο­λή του Παύλου Πρός Εβραίους. Αυτή η ιδέα, αν και προφανώς χρονολογείται πίσω στο τέλος του τε­τάρτου αιώνος, εντοσούτω δεν είναι δεκτή από όλους τους Χριστιανούς. Σαν πηγή για τις πληρο­φορίες της περί Ιη­σού χρησιμοποιεί υλικό κοινό στον Μάρκο, Ματθαίο και Λουκά, αλλά δεν χρησιμοποίησε τίποτα από αξιό­πι­στες πηγές. Ο συγγραφέας της Πρώτης Επιστολής του Κλήμεντος [αποδίδεται στον πάπα Ρώμης] την χρησιμοποιεί ως πηγή και έτσι πρέπει να έχει γραφτεί πριν από την επιστολή αυτή (το +125 Κ. Ε. περί­που) αλλά τουλά­χι­στον με­τά το Ευαγγέλιο του Μάρκου (περίπου +75 – 100 Κ. Ε.).

 

Η Επιστολή του Ιακώβου είναι γραμμένη στο όνομα ενός υπηρέτη του Ιησού που ονο­μάζεται Ιάκωβος. Όμως, στην χριστιανική μυθολογία υπήρχαν δύο απόστολοι που ονο­μά­ζον­ταν Ιάκωβοι και ο Ιησούς επίσης είχε έναν αδελφό με το όνομα Ιάκωβος. Δεν είναι κα­θαρό για ποιον Ιάκωβο πρόκειται και δεν υπάρχει συμφωνία ακόμα και μεταξύ των ιδίων των Χριστιανών. Αναγράφει λό­για από την Δευτέρα Πηγή αλλά δεν τα αποδίδει στον Ιησού Χριστό όπως κάνουν ο Ματθαίος και ο Λουκάς αλλά τα πα­ρουσιάζει ως λόγια του Ιακώ­βου. Περιέχει ένα σπουδαίο επιχείρημα εναντίον του δόγ­ματος της «σωτηρίας μόνο διά πίστεως» το οποίο αναπτύσσεται στην Επιστολή του Παύλου Πρός Ρωμαίους. Έτσι μπο­ρούμε να συμπεράνομε ότι γράφτηκε κατά την διάρκεια του πρώτου ημί­σεως του 2ου αιώ­νος Κ. Ε., μετά την Πρός Ρωμαίους Επι­σ­το­λήν αλλά πριν από την εποχή που τα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά είχαν γί­νει αποδεκτά από όλους τους Χριστιανούς. Έτσι ανε­ξαρτήτως από τον ποιον Ιάκω­βο πρό­κειται, η Επιστολή του Ιακώβου είναι ψευδεπίγραφη. Δεν λέγει σχεδόν τίποτα για τον Ιησού και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο συγγραφέας είχε οποιεσδή­ποτε ισ­το­ρι­κές πηγές γι’ αυτόν.

 

Υπάρχουν τρεις επιστολές που ονομάστηκαν του αποστόλου Ιωάννου. Καμία απ’ αυ­­τές δεν εί­ναι πραγματικά γραμμένη στο όνομα του Ιωάννου και πιθανώς απεδό­θη­σαν σ’ αυτόν κάποιον χρό­νο μετά το γράψιμό τους. Η Πρώτη Επιστολή του Ιωάννου, όπως και η Επιστολή Πρός Εβραίους, εί­ναι τελείως ανώνυμη. Η ιδέα ότι γράφτηκε από τον Ιωάννη δη­μιουργήθηκε από το γεγονός ότι χρη­σιμοποίησε το Ευαγγέλιο του Ιωάν­νου ως πηγή. Οι άλλες δύο επιστολές που ονομάστηκαν του Ιω­άννου είναι γραμμένες από έναν και μόνον συγγραφέα ο οποίος αντί να γράψει στο όνομα ενός απο­στόλου, εξέλεξε απλώς να ονο­μά­ζει τον εαυτόν του «ο Πρεσβύτε­ρος». Η ιδέα ότι οι δύο επι­σ­το­λές γράφτηκαν από τον Ιω­άννη δημιουργήθηκε από τις πεποιθήσεις ότι η ονο­μα­σία «ο Πρεσβύ­τερος» ανα­φέ­ρε­ται στον Ιωάννη τον Πρεσβύ­τερο και ότι αυτός ήταν το ίδιο πρόσωπο με τον Από­στολο Ιωάν­νη. Στην περίπτωση της Δευτέρας Επιστολής του Ιωάννου αυτή η πεποίθηση ενισχύθηκε και από το γε­γονός ότι αυτή η επιστολή επί­σης χρησιμοποιεί το Ευαγγέλιο του Ιωάννου ως πηγή. Έτσι μπορούμε να συμπε­ρά­νο­με ότι οι δύο πρώτες επιστολές που αποδίδονται στον Ιωάννη γρά­φτηκαν μετά το Ευ­αγ­γέλιο του Ιωάννου (περίπου κατά τα έτη +110 – 120 Κ. Ε.). Συνεπώς καμία από τις τρεις επι­στο­λές δεν θα μπορούσε να είχε γραφτεί από τον Απόστολο Ιωάννη. Πρέ­πει να το­νισθεί ότι είναι πολύ δυνατόν το ψευδώνυμο «ο Πρε­σ­βύ­τερος» πράγματι να αναφέρεται στο πρό­σωπο που ονομαζόταν Ιω­άννης ο Πρε­σβύτερος, αλλά και αυτό να μην είναι έτσι, αυτό το πρόσωπο σίγουρα δεν είναι ο Από­στο­λος Ιωάν­νης. Οι δύο πρώτες επιστολές χρησιμοποιούν μόνο το Ευαγ­γέ­λιο του Ιωάννου ως πηγή για τον Ιη­σού· δεν χρησιμοποιούν οποιεσδήποτε θεμιτές ιστορικές πηγές. Η Τρίτη Επιστολή του Ιω­άννου μό­λις και με­τά βίας αναφέρει τη λέξη «Χριστός» και δεν υπάρχει καμία έν­δειξη ότι χρη­σι­μοποίησε οποιεσδήποτε ιστορικές πηγές γι’ αυτόν.

 

Εκτός από τις επιστολές που ονομάστηκαν του Ιωάννου, η Καινή Διαθήκη επίσης πε­ριέχει και ένα βιβλίο γνωστό ως την Αποκάλυψιν του Ιωάννου. Αυτό το βιβλίο συν­δυάζει δύο μορφές θρη­σκευ­τι­κού γραψίματος, το επιστολογραφικό και το απο­κα­λυπ­τικό. (Οι αποκαλύψεις είναι θρησκευ­τικές εργασίες που είναι γραμμένες υπό μορφήν αποκαλύψεων περί μέλλοντος και που έγιναν από κά­ποιον φημισμένο χαρα­κτήρα του παρελθόντος. Αυ­τές οι αποκαλύψεις συνήθως περιγράφουν κα­κό­τυχα συμ­βάντα που συμβαίνουν κατά τον χρόνο του γραψίματος [*] και ακόμα προσφέρουν κά­ποια ελπί­δα στον αναγνώστη ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν.). Δεν είναι βέβαιο πόσες διορ­θώσεις υπέ­στη η Αποκάλυψις του Ιωάννου και έτσι είναι δύσκολο να χρονολογηθεί επακριβώς. Επειδή ανα­φέ­ρει τους διωγ­μούς που εξαπέλυσε ο Νέρων μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητος ότι δεν γράφτηκε πριν από το + 64 Κ. Ε. Έτσι δεν είναι δυ­νατόν να έχει γραφτεί από τον «πραγματικό Ιω­άν­νη». Οι πρώτοι ολίγοι στίχοι απο­τε­λούν μια εισαγωγή η οποία καθαρά δεν προτίθεται να δείξει ότι προέρ­χεται από τον Ιω­άννη [**], και η οποία παρέχει μια ασαφή παραδοχή ότι το βιβλίο είναι ψευδεπί­γραφο έστω και αν ο συγγραφέας διαισθάνεται ότι το μήνυμά του είναι εμπνευσμένο από τον Θεό. Το ύφος του γραψί­ματος και οι αναφορές στην πρακτική του κριοβο­λή­μα­τος (βάπτισμα σε αί­μα κριού, προβάτου, αμνού, αρνίου) υποδεικνύει ότι ο συγ­γρα­φέ­ας ήταν ένας άνθρωπος Εβραϊ­κής κατα­γω­γής από εκεί­νους που αναμίγνυαν τον Ιουδαϊσμό με παγανιστικές πρακτικές. Υπήρχαν πολ­λοί τέ­τοιοι «παγανι­στές Εβραίοι» κα­­τά την Ρωμαϊκή εποχή και αυτοί ήταν εκείνοι οι οποίοι έγιναν οι πρώ­τοι προσή­λυ­τοι στον Χριστιανισμό, ίδρυσαν τις πρώτες εκκλησίες, και οι οποίοι ήταν επίσης πι­θα­­νώς οι υπ­εύ­θυνοι για την εισαγωγή παγανιστικών μύθων στην αφήγηση πε­ρί Ιη­σού. (Αυτοί ακόμα πα­ραμέ­νουν στην ιστορική μνήμη ένεκα της γελοίας πίστεώς τους ότι ο «Αδονάι Τζεβαώτ» [= Κύ­ριος Σα­βαώθ] ήταν ο ίδιος με τον παγανιστικό Θεό «Σεβάζιο».). Η ανα­φορές στον Ιησού μέ­σα στο βιβλίο είναι ολίγες και δεν υπάρχει κα­μία ένδειξη ότι βασίζονται σε τί­πο­τα άλλο εκτός από πίστη.

[* Στην πραγματικότητα: «ψευδό-επιγραφήματος», εφ’ όσον ο συγγραφέας του πα­ρόντος χρησιμο­ποιεί την ταυτότητα κάποιου σημαί­νοντος προσώπου από το παρελ­θόν.]

[** Βέβαια στους 9 πρώτους στίχους το όνομα του Ιωάννου αναγράφεται τρεις φορές. Μάλλον εδώ ο Hayyim ben Yehoshua έπρεπε να δώσει περισσότερες εξηγήσεις γι’ αυτό που θέλει να πει.

      Πάντως όπως προαναφέραμε, πολλοί είναι οι επιστήμονες και ερευνη­τές, εκ των οποίων μερικοί είναι Εβραίοι, που υποστηρίζουν ότι η Αποκάλυψις του Ιωάν­νου ήταν Εβραϊκό κείμενο αρχικώς το οποίο στη συνέχεια υπεκλάπη από τους Χριστιανούς οι οποίοι του έκαναν τις αναγκαίες χριστιανικές μετατροπές. Ο κορμός τού κειμένου όμως, είναι οι θρηνωδίες και οι κατάρες κάποιου Εβραίου συγγραφέως λόγω της συμ­φο­­ράς του + 70 Κ. Ε., της καταστροφής της Ιερουσαλήμ και της πυρπολήσεως του Να­ού του Γιαχ­βέχ. Γι’ αυτό και παρηγορείται με την σκέψη της αν­τικαταστάσεως της πα­λαιάς και κα­τεστραμμένης Ιερουσαλήμ από μια νέα ουρανοκατέβατη Ιερου­σαλήμ διά μιάς θεϊκής επ­εμβάσεως του Γιαχ­βέχ, κλπ. Αυτή η επιστημονική εκδοχή, η οποία βασίζεται σε υπέρογ­κο πλήθος στοιχείων, καταδεικνύει ότι η νυν Αποκάλυψις του Ιω­άν­νου είναι ένα δια­στρε­βλωμένο και ψευδεπίγραφο βιβλίο. Πρόκειται για Αποκάλυ­ψιν βρωμερού Ιεζεκιη­λικού τύπου και είναι μια από τις πάρα πολλές βλαβώδεις και παραλληρηματικές αποκαλύψεις που έχουν γραφεί και αλλοιωθεί κατά καιρούς.

      Ο ερευνητής Μιχάλης Κοκκινόφτας στο βι­βλίο του Σχέδιο Αρμαγεδδών, Εκδόσεις Δίον, 2000, έχει κάνει μια πολύ ενδια­φέρουσα και σπουδαία ποσοστιαία ανάλυση επί των λέξεων, της γλώσσας και των χωρίων που χρη­σιμο­ποιεί ο συγγρα­φεύς της Απο­καλύ­ψεως. Ανεξαρ­τή­τως ολίγων απόψεων, υποθέσεων και εκτιμήσεων που ο συγγρα­φέας έχει δια­τυπώσει, μερικά πολύ σημαντικά και ελέγξιμα συμπεράσματα της έρευ­νάς του είναι τα εξής: Η γλώσσα της Αποκαλύψεως είναι μια κακί­σ­τη χρήση της Κοι­νής Ελληνιστικής δια­λέ­κτου. Εν κα­τα­κλείδι (σε­λί­δες 356-358), αν­τικειμενικώς υπε­λόγισε (αντικειμε­νι­κώς, διότι οι αριθμοί και οι συγκρίσεις είναι αν­τικειμενικά δεδο­μέ­να που μπορούν να ελεγ­χθούν από τον καθένα και δεν είναι προ­σωπικές απόψεις) ότι: 97.56% των χω­ρίων είναι παρμένα από την Πα­λαιά Δι­αθήκη εί­τε αυτολεξεί, είτε σχε­δόν αυτολεξεί, είτε σε κάποιο βα­θμό πα­ρα­φρα­σμένα αλλά με το ίδιο πε­ρι­ε­χό­μενο και νόημα προς αντίστοιχα χωρία της Πα­λαιάς. Επομένως μόνον 2.44% των χω­ρίων της Απο­κα­λύψεως δύνανται να απο­δο­θούν στον συγγραφέα της! Ως προς τις κύριες λέξεις και έννοιες το 88.21% εξ αυτών είναι δανεισμένες από την Παλαιά Διαθήκη και μόνο 11.79% είναι επινοήσεις του συγ­γραφέως.

      Αυ­τή η ανάλυση αποδεικνύει το συμ­πέρασμα της υπο­κλοπής που αναφέραμε πα­ραπάνω, αν και η Αποκάλυψις περιέχει μερικές κοινές φράσεις και εικόνες με τα Ευ­αγγέλια μερικές Επιστολές και στα Απόκρυφα. Κοινές πηγές αυτών των φράσεων και εικόνων σ’ όλη αυτή την βιβλιογραφία είναι η Παλαιά Διαθήκη και ή άμεση εσχατο­λογία του καιρού αυτού εν­τός των Εβραιογνωστικοχριστιανικών κοινοτή­των. Η ανά­λυση αποδεικνύει επίσης το συμπέρα­σμα του κ. Μι­χάλη Κοκ­κι­νόφτα ότι η Αποκάλυ­ψις δεν είναι κανένα αληθές, ανεξιχνίαστο, δυσχερές, προφητικό, θεόπνευσ­το, αποκα­λυπτικό, κλπ., χριστι­α­νι­κό, βιβλίο. Αυτή η ψευδής θέση, εδώ και πολλούς αιώ­νες μέχ­ρι και σή­μερα, προπα­γανδίζεται από τους Χρι­σ­τι­α­νούς προς εκφοβισμό των μαζών αλλά και με πολλούς αξιόλογους μορ­φωμένους στα θύ­ματά των. Απλού­σ­τα­τα πρόκει­ται για ένα Εβραιογε­νές, αυθαίρετο, ποταπό, πα­ρα­μυ­θο­λό­γη­μα και αισχρό ρυπαρογ­ράφημα γκρίνιας και εκδικήσεως το οποίο περι­έχει υστερότερες (εντοπι­σμένες) χρι­σ­τια­νι­κές και εσχατολογικές πα­ρεμ­βο­λές. Ο αρχι­κός Εβραίος συγγραφέας σκοπόν είχε να εκφράσει το πέν­θος και την θλίψη που επ­έφερε η κατα­στροφή του +66 – 73 Κ. Ε. προς τον Εβραϊκόν θεόν του Γιαχβέχ και να ευχηθεί για σκληρή εκδίκηση εναντίον όλων των ανθρώπων εκ­τός ολίγων εκ των εκλεκτών, για την οποία αηδιαστικά τον εκλιπαρεί να την αποδώ­σει! Ακόμα οραματίζεται την εμφάνιση μιας Νέας Ιερουσα­λήμ τεραστίου μεγέθους και ακατάσχετης φαντασίας. Οι υσ­τερό­τεροι χρι­στιανικοί υποκλοπείς, ανα­συντάκτες και διορθωτές του αισχροτά­του αυτού βιβ­λίου δεν είχαν κα­νέ­ναν άλλον σκο­πό παρά την χρήση του διά τον συνε­χή και δια­χρο­νικό εκφοβισμό και την στυγνή καταπίε­ση των χρι­στια­νι­κών μαζών, από τις ημέρες τους μέχρι τον μυθικό Αρμαγεδδώνα.

         Πρόκει­ται για ένα βλακοδέ­στα­το και μιαρό συμ­πί­λημα μωρίας με απο­λύτως κα­μί­αν αξίαν εκτός του βρα­βεί­ου βλακεί­ας, ατιμίας και πονηρίας που πανηγυρικότατα εισπράττει. Δεν υπάρχει τίποτα το αποκα­λυ­πτι­κό, το προ­φητικό ή το ακατα­νό­η­το μέ­σα σ’ αυτό το ηλίθιο και αηδιαστικό τε­ρα­τούρ­γημα, που χρησιμεύει μόνο για την βάρβαρη καταπίεση και εξαπάτηση ανοήτων, αφελών και απλοϊκών! Αυτό το αισχρό βιβλίο με την ουτοπική δαιμονολογία και τις ακαταλαβίστικες ψευδο-προφητείες του καταφόβιζε και κατα­τυραννούσε την Ευρώπη κατά του μεσαιωνικούς χρόνους. Κάθε πανώλης κάθε συμ­φο­ρά εθεωρείτο εκπλήρωση των βλακωδεστάτων προφητειών του. Ο κοσμάκης πανικο­βάλετο και ετρομοκρατείτο μέχρις εσχάτων. Οι σκηνές που συνέ­βαιναν μονολεκτικά χαρακτηρίζονται ως υπερεαλιστικές. Πόσο αλήθεια υπέφερε η κακόμοιρη ανθρωπότητα και ακόμα υποφέρει απ’ αυ­τές τις βλακείες...

            Περί διαφόρων χρι­στιανικών υποκλοπών με­λετείστε επί πλέον τουλάχιστον τα εξής μνη­μειώδη ερευνητικά έρ­γα:

 

1.     Gerald Friedlander, The Jewish Sources Of The Sermon On The Mount, Kessinger Publishing.

2.     Hyman E. Goldin, The Case of the Nazarene Reopened, The Lawbook Exchange Ltd., 1948-2003.

3.     Randel Helms, Gospel Fictions, Prometheus Books, 1989.

4.     Harold Leidner, The Fabrication of the Christ Myth, Survey Books, 1999.

5.     Albert Schweitzer, The Quest of the Historical Jesus, Introduction by James M. Robinson, Collier Books, 1968.

6.     Joseph Wheless, Forgery in Christianity, Kessinger Publishing.

7.     Joseph Wheless, Is it God’s Word?, Kessinger Publishing.]

 

Εκτός από τις επιστολές εντός του Κανόνος της Καινής Διαθήκης και εκτός από τις επιστολές οι οποίες αναγνωρίζονται ομόφωνα ότι δεν έχουν καμία αξία (όπως η Επι­στολή του Βαρνάβα), υπάρχουν και μερικές άλλες επιστολές οι οποίες ενώ δεν ευ­ρίσκονται εντός του Κανόνος της Και­νής Διαθήκης, θεωρούνται ότι έχουν αξία από μερικούς Χριστιανούς. Πρώτον υπάρχουν οι επιστο­λές που ονομάστηκαν του Κλή­μεν­τος. Στην χριστιανική πα­ράδοση, ο Κλήμης ήταν ο τρίτος στην διαδοχή του Πέ­τ­ρου ως επίσκοπος Ρώμης. Η Πρώ­τη Επιστολή του Κλήμεντος Πρός Κορινθίους στην πραγ­ματικότητα δεν γράφτηκε στο όνο­μα του Κλήμεντος αλλά στο όνομα τής «Εκ­κλησίας του Θεού της Παρεπιδημούσης εν Ρώ­μη». Αναφέρεται σε έναν διωγμό που είχε συμ­βεί το +95 Κ. Ε. υπό του Δομιτιανού, και αναφέρεται στην απόλυση των πρεσβυ­τέ­ρων της Εκκλησίας της Κορίνθου το +96 Κ. Ε. Οι Χριστιανοί πιστεύουν ότι ο Κλήμης ήταν επίσκοπος Ρώμης κατ’ αυτή την εποχή και αυτός είναι προφανώς ο λόγος διατί η επιστολή πήρε αργότερα το όνομά του. Χριστιανοί φουν­ταμενταλιστές πιστεύουν ότι πράγματι γράφτηκε το +96 Κ. Ε. Αυτή η χρονολογία δεν είναι δυνατή διότι η επι­στολή αναφέρει τους επισκόπους και ιερείς σαν ξεχωριστές ομάδες· μια δι­αίρεση η οποία δεν είχε ακόμα συμβεί. Υφολογικές εξετάσεις δεικνύουν ότι γρά­φτη­κε το +125 Κ. Ε. Ως αναφορές χρησιμοποίησε την Επιστολή Πρός Εβραίους και την Πρώτη Επισ­το­λή του Παύλου Πρός Κορινθίους αλλά τίποτα από θεμιτές ιστορικές πη­γές. Η Δευ­τέ­ρα Επιστολή του Κλήμεντος γράφτηκε αργότερα και από συγγραφέα δια­φο­ρε­τικό από αυτόν της Πρώτης. Έτσι μπορούμε επίσης να συμ­περάνομε ότι δεν γρά­φτηκε από τον Κλήμεντα. (Δεν υπάρχει καμία ένδειξη για το ότι είτε η μια εί­τε η άλ­λη επιστολή γράφτηκε από τον Κλήμεντα πριν από την συμπερί­ληψή τους σε μια συλλογή βιβλίων γνωστή ως Codex Alexandrinus [Αλεξανδρινός Κώδικας], κατά τον 5ο αιώνα Κ. Ε.). Ως πη­γές για τον Ιησού, η Δευτέρα Επιστολή χρησιμοποιεί το Ευαγ­γέ­λιο των Αιγυ­πτί­ων, ένα κείμενο που απορρίπτεται ακόμα και από τους πιο φουντα­μεν­ταλιστές Χριστιανούς, και ακόμα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης τα οποία αποδεί­ξα­με ότι δεν έχουν καμία ιστορική αξία. Έτσι και πάλι δεν έχομε καμία θεμιτή ιστορική ένδειξη για τον Ιησού.

 

Μετά έχομε τις επιστολές γραμμένες στο όνομα του Ιγνατίου. Σύμφωνα με την παρά­δοση, ο Ιγνάτιος ήταν ο επίσκοπος Αντιοχείας που φονεύτηκε τον καιρό που αυ­τοκράτωρ ήταν ο Τραϊα­νός, το +110 Κ. Ε. περίπου. (Αν και ο Ιγνάτιος ίσως να είναι βασισμένος σε κάποιο ιστορικό πρόσ­ωπο σχεδόν όλοι οι θρύλοι για το μαρτύριό του είναι δημιουρ­γή­μα­τα φαντασίας.). Υπάρχουν δεκα­πέντε επιστολές γραμμένες στο όνομά του. Απ’ αυτές οι οκτώ αναγνωρίζονται ομόφωνα ότι είναι ψευ­δε­πίγραφες και δεν έχουν καμία αξία όσον αφορά την ιστορικότητα του Ιησού. Οι εναπο­μεί­να­σες επ­τά έχουν δύο τύπους η κάθε μία, τον μακρύτερο και τον κοντύτερο. Οι μακρύτεροι τύ­ποι εί­ναι εμφανώς αλλοιωμένες και διορθωμένες εκδόσεις των κοντυτέρων τύπων. Οι φουνταμεν­τα­λι­στές Χριστιανοί διατεί­νονται ότι οι κοντύτεροι τύποι είναι γνήσια γράμματα που γράφτηκαν από τον Ιγνάτιο. Η Επιστολή του Ιγνατίου Πρός Σμυρναί­ους αναφέρει τους τρεις βαθμούς της ιεροσύ­νης, επι­σκόπους, ιερείς, και διακόνους, οι οποίοι δεν είχαν διαμορφωθεί ακόμα κατά τον θάνατο του Ιγνατίου ο οποίος επήλθε όχι αργότερα από το +117 Κ. Ε., και ίσως συνέβη ενωρίτερα το +110 Κ. Ε. περίπου. Όλες οι επτά κοντύτερες επιστολές επιτίθενται κατά διαφόρων χριστιανικών πεποι­θή­σεων, που απ’ αυτόν τον χρόνο θεωρούνται αιρετικές, και οι οποίες απέκτησαν δύ­να­μη κα­τά τα έτη +140 – 150 Κ. Ε. περίπου. Η κοντύτερη Επιστολή του Ιγνατίου Πρός Ρωμαίους περιέχει μια πα­ρά­θεση από τον Ειρηναίο, που είχε γραφτεί μετά το +170 Κ. Ε. και δημοσιεύτηκε το +185 Κ. Ε. πε­ρί­που. Έτσι μπορούμε να συμπεράνομε ότι οι επτά κοντύτερες επιστολές είναι επίσης ψευ­δεπίγρα­φες. Η κοντύτερη Επιστολή του Ιγνατίου Πρός Ρωμαίους σίγουρα γράφτηκε μετά το +170 Κ. Ε. Αν πράγματι όμως, δεν γράφτηκε από τον Ειρηναίο, τότε πιθανώς να γράφτηκε μετά το +185 Κ. Ε., και οι άλλες έξη δεν γράφτηκαν πριν από την περίοδο +140 – 150 Κ. Ε. περίπου, αν όχι αρ­γότερα. Δεν υπάρχουν πηγές για τον Ιησού στις επιστολές του Ιγνατίου εκτός από τα βιβλία της Και­νής Διαθήκης και τα γραπτά του Ειρηναίου τα οποία και πάλι χρη­σι­μο­ποιούν μόνο την Καινή Διαθήκη. Ως εκ τούτων δεν περιέχουν καμία θεμιτή ένδειξη για τον ιστορικό Ιησού.

 

Υπάρχουν και δύο επί πλέον επιστολές για τις οποίες οι Χριστιανοί ισχυρίζονται ότι εί­ναι γνή­σια γράμματα, συγκεκριμένα η Επιστολή του Πολυκάρπου και το Μαρ­τύ­ριο του Πο­λυκάρπου. Οι Επιστολές του Ιγνατίου και οι επιστολές που αφορούν τον Πολύκαρπο πάν­τοτε σχετίζονται πολύ στενά. Είναι πολύ δυνατόν όλες να γράφτηκαν από τον Χριστιανό συγγραφέα Ειρηναίο και τους μαθητές του. Σίγουρα υπήρχε ένας πραγματικός ιστορι­κός πρώτο-χριστιανός που ονομαζόταν Πο­λύκαρπος. Αυτός ήταν επίσκοπος Σμύρνης και θα­νατώθηκε από τους Ρωμαίους μέσα στην περίοδο +155 – 165 Κ. Ε. Όταν ο Ειρηναίος ήταν παιδί εγνώριζε τον Πολύκαρπο. Φουνταμενταλιστές Χριστιανοί ισχυρίζονται ότι ο Πολύκαρπος ήταν μαθητής του αποστόλου Ιωάννου. Αλλά ακόμα και αν αποδεχθούμε την παράδοση ότι ο Πολύκαρπος έζησε μέχρι την ηλικία των 86 ετών, δεν θα μπο­ρούσε να είχε γεννηθεί πριν από το +67 Κ. Ε. και διά τούτο δεν θα μπορούσε να ήταν μαθητής του Ιωάννου. (Είναι δυνατόν να ήταν μα­θητής του αινιγματικού Ιωάννου του Πρεσβυ­τέ­ρου.). Επειδή ο Ειρηναίος είχε γνω­ρί­σει τον Πολύκαρπο αυτοί επίσης υποθέτουν ότι ο Ει­ρηναίος ήταν τω όντι μα­θητής του, ένας ισχυρισμός για τον οποίον δεν υπάρχει καμία έν­δειξη. Η Επιστολή του Πο­λυ­κάρ­που χρησιμοποιεί τα περισσότερα βιβλία της Καινής Δια­θήκης και τις Επι­σ­το­λές του Ιγνατίου ως αναφορές αλλά δεν χρησιμοποιεί καμία θεμιτή ιστορική πηγή για τον Ιησού. Οι Χριστιανοί εκείνοι που απορρίπτουν τις Επιστολές του Ιγνατίου αλλά πι­στεύουν ότι η Επιστολή του Πολυ­κάρπου είναι ένα γνήσιο γράμμα, ισχυ­ρίζονται ότι οι εντός αυτής αναφορές στις επιστολές του Ιγνατίου είναι υστερόχρονες πα­ρεμβολές. Αυτή η ιδέα βασίζεται σε προσωπική μεροληψία και όχι σε οιεσδήποτε γνήσιες ενδεί­ξεις. Βασισμένοι σ’ αυτή την τυφλή πίστη ότι δηλαδή αυτή η επιστολή είναι γνή­σιο γράμμα, μερικοί Χριστιανοί την χρονολογούν γύρω στο μέσο του δευ­τέρου αιώνος Κ. Ε. λίγο πριν από τον θάνατο του Πολυκάρπου. Παρ’ όλα ταύτα, οι αναφορές στις Επι­στολές του Ιγνατίου δει­κνύουν ότι στην πραγματικό­τητα γράφτηκε κάποιο καιρό κατά τις τελευ­ταίες δεκαετίες του δευ­τέ­ρου αιώνος Κ. Ε., τουλάχιστον μια δεκαετία πε­ρί­που μετά τον θάνατο του Πολυκάρπου αν όχι αρ­γό­τερα.

 

Το Μαρτύριο του Πολυκάρπου γράφτηκε στο όνομα τής «Εκκλησίας της Σμύρνης της Παρε­πι­δημούσης εν Σμύρνηι». Ξεκινά υπό μορφήν ενός γράμματος αλλά το κύριο μέρος εί­ναι γραμμένο σε μορφή μιας συνηθισμένης αφήγησης. Διηγείται το μυθο­λό­γημα του μαρ­τυ­ρίου του Πολυκάρπου. Όπως και η Επιστολή του Πολυκάρπου, και αυ­τό γράφτηκε κά­ποιο καιρό κατά τις τελευταίες δεκα­ετίες του δευ­τέρου αιώνα Κ. Ε. Δυστυχώς, δεν υπάρ­χει καμία ένδειξη ότι χρησιμοποίησε οποιεσδή­ποτε έγκυρες πη­γές γι’ αυτή την εξιστό­ρη­ση, αλλά μόνο φήμες και ακουστά λόγια. Το μυθολόγημα εμφανίζεται πράγματι να είναι πολύ κατά φαντασίαν. Οι αναφορές στον Ιησού δεν έχουν ληφθεί από καμία αξιόπιστη πη­γή.

 

Ούτως έχομε ιδεί ότι οι επιστολές που χρησιμοποιούνται από του ιεραποστόλους ως «ενδεί­ξεις» είναι ακριβώς τόσο νόθες όσο και τα ευαγγέλια. Και πάλι, πρέπει να έχομε κα­τά νουν την απάτη που δημιουργούν οι «εκλαϊκευμένες» μεταφράσεις της Καινής Διαθή­κης διότι παρουσιάζουν τις επιστολές ως «γράμματα», από το οποίο αφήνουν να εννοηθεί εσφαλμένως ότι πρόκειται για πραγμα­τικά γράμ­ματα που γρά­φτηκαν από τους ανθρώπους των οποίων τα ονόματα φέρουν.

 

Τώρα, εκτός των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, και εκτός των επιστολών που σχε­τί­­ζονται με τον Κλήμεντα, τον Ιγνάτιο και τον Πολύκαρπο, υπάρχει επί πλέον ακόμα μία χρι­­στιανική θρη­σκευ­τική εργασία την οποίαν οι Χριστιανοί αξιώνουν ως ιστορική ένδειξη για τον Ιησού, συγκεκρι­μένα η Διδασκαλία των Δώδεκα Αποστόλων που είναι επί­σης γνω­στή με τον τίτλο Διδαχή. Όλες οι άλλες χριστιανικές θρησκευ­τι­κές εργα­σί­ες έχουν είτε πλήρως απορριφθεί από τους νεωτέρους Χριστιανούς είτε έχουν λάβει ολίγη μόνον ανα­γνώριση και δεν θεωρούνται ως κύριες πηγές που αφορούν τον Ιη­σού. Η Διδαχή άρχισε σαν σχι­σματικό Ιουδαϊκό έγγραφο, πιθανώς γραμμένο κατά την περί­ο­δο της αναστατώ­σε­ως του +70 Κ. Ε. Η αρχική της μορφή απετελείτο από ηθικές διδασκαλίες και προ­βλέψεις της κα­ταστροφής της τάξεως πραγμάτων που υπήρχε στον κόσμο. Αυτή η αρχική μορ­φή, η οποία προ­φανώς δεν ανέφερε τον Ιησού, υπε­ξαιρέθηκε από τους Χριστιανούς οι οποίοι την ανασυνέταξαν και την αλλοί­ωσαν πά­ρα πολύ, με το να προσθέσουν την αφήγηση περί Ιησού και τους κανόνες λα­τρεί­ας για τις πρώτο-χριστιανικές κοινότητες. Οι ερευνητές εκ­τι­μούν ότι η πρώτη χριστια­νι­κή έκδοση τής Διδα­χής δεν μπορούσε να είχε γραφτεί πολύ αρ­γότερα από το +95 Κ. Ε. Πιθανώς να τέθηκε στην τελική μορφή της γύρω στο +120 Κ. Ε. περίπου. Όπως φαί­νεται είχε εξυ­πηρετήσει μια απο­μονωμένη χρι­στιανική κοινότητα στη Συρία με όνομα «Εκκλησιαστική Τάξις» κατά την περίοδο +100 – 130 Κ. Ε. περίπου. Αλ­λά δεν υπάρ­χει καμία ένδειξη ότι η αφήγηση για τον Ιησού ήταν βα­σισμένη σε οποι­εσ­δή­ποτε έγ­κυρες πηγές, και όπως έχομε αναφέρει, η αρχική Ιουδαϊκή μορφή δεν είχε τί­πο­τα να κά­νει με τον Ιησού. Στην πραγματικότητα, αυτό το έγγραφο πα­ρέχει εν­δεί­ξεις για το ότι ο μύθος του Ιησού μεγάλωνε βαθμιαίως. Όπως το Ευαγγέλιο του Μάρ­κου και οι πρώι­μες μορ­φές του Ευ­αγ­γελίου του Ματθαίου, η αφήγηση για τον Ιη­σού εντός της Δι­δαχής δεν κάνει καμία αναφορά για την παρθενική γέννηση. Δεν αναφέ­ρει τίποτα για τα θαύματα που αρ­γότερα απεδό­θη­σαν στον Ιησού. Αν και ο Ιησούς αναφέρεται ως «υιός» Θεού, φαί­νεται ότι αυτός ο όρος χρησι­μο­ποιείται μεταφο­ρι­κώς ή συμ­βο­λι­κώς. Οι ενδεί­ξεις που έχο­με περί της προελεύσεως του μύθου της σταυρώ­σεως υπο­δεικνύουν ότι ένα από τα πράγ­μα­τα που οδήγησε σ’ αυτόν τον μύ­θο ήταν το γεγο­νός ότι ο σταυρός ήταν το αστρο­λογικό σύμ­βολο της Εαρινής Ισημερίας η οποία συμβαί­νει κοντά στο Πάσχα, καιρό που όπως πι­στευό­ταν ο Ιησούς είχε θανατωθεί. Ού­τως δεν προ­καλεί έκπληξη όταν ανακα­λύπτομε ότι η αφή­γη­ση τής Διδαχής δεν αναφέρει κα­θόλου το ότι ο Ιη­σούς σταυρώ­θη­κε, ενώ αναφέρει έναν σταυρό στον ου­ρανό ως το σύμβολο του Ιησού. Οι δώδεκα απόστολοι που αναφέ­ρ­θηκαν στον πλή­ρη τίτλο της Διδαχής δεν εμφανίζονται ως οι πραγματικοί δώδεκα μαθητές του Ιησού και ο όρος κα­θαρά αναφέ­ρεται στους δώδεκα υιούς του Ιακώβ οι οποίοι αντι­προσω­πεύ­ουν τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Τοιουτο­τρόπως η Διδαχή παρέ­χει ζωτικά κλειδιά που αφο­ρούν της επίλυση της ανα­πτύξεως του μύθου του Ιησού, αλλά σίγουρα δεν παρέχει κα­μία ένδειξη για κάποιον ιστορικό Ιησού.

 

Αφού λοιπόν κανένα από τα χριστιανικά θρησκευτικά βιβλία δεν παρέχει καμία απο­δεκτή έν­δειξη για τον ιστορικό Ιησού, οι ιεραπόστολοι μετά ταύτα γυρνούν στα μη-χρι­στι­α­νικά βιβλία. Οι Χριστιανοί επιμένουν ότι διάφοροι αξιόπιστοι ιστορικοί κα­τέγραψαν πλη­ροφορίες για τον Ιησού. Αν και μερικοί απ’ αυτούς τους ιστορικούς εί­ναι λίγο-πολύ απο­δεκτοί, θα δούμε ευθύς αμέσως ότι δεν προσφέρουν καμία πλη­ρο­φο­ρία για τον Ιησού.

 

Πρώτον, οι Χριστιανοί επιμένουν ότι ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος κατέγραψε πληρο­φορίες για τον Ιησού στο βιβλίο του Ιουδαϊκές Αρχαιολογίες (που το δημοσίευ­σε το +93-94 Κ. Ε. περί­που). Είναι αληθές ότι αυτό το βιβλίο περιέχει πληροφορίες για τους τρεις ψευδό-Μεσσίες, Γιε­χού­δα της Γαλιλαίας, τον Θευδά και τον Βενιαμίν τον Αιγύπτιο, και είναι επίσης αληθές ότι ο χαρα­κτήρας του Ιησού φαίνεται να βασί­ζεται σε όλους αυτούς μερικώς, αλλά κανένας απ’ αυτούς δεν μπορεί να θεω­ρη­θεί ως ο ιστορικός Ιησούς. Επί πλέον, στο βιβλίο των Πράξεων, αυτοί οι τρεις άν­δρες ανα­φέ­ρονται να είναι διαφορε­τικοί από τον Ιησού και έτσι ο σύγχρονος Χριστιανι­σμός απορ­ρίπτει πράγματι κάθε σύν­δεση μεταξύ αυτών και του Ιησού. Στις διορθω­μένες από τους Χριστιανούς εκδόσεις του βι­βλί­ου Ιουδαϊκές Αρχαιολογίες υπάρχουν δύο χω­ρία που ασχολούνται με τον Ιησού κατά τρό­πον όμοιον με αυτόν που τον πα­ρου­σι­ά­ζουν και οι διάφορες χριστιανικές θρησκευ­τι­κές εργασίες. Κα­νένα απ’ αυτά τα δύο χω­ρία δεν ευρίσκεται στο αρχικό κείμενο των Ιου­δα­ϊ­κών Αρχαι­ολογιών το οποίο δια­φυ­λάχτηκε από τους Εβραίους [*]. Το πρώτο χωρίο (XVII, 3, 3) παρατέ­θηκε από τον Ευσέ­βιο όταν έγραφε το +320 Κ. Ε. περίπου και έτσι μπορούμε να συμπερά­νο­με ότι αυτό προσετέθη κάποιο καιρό μεταξύ του χρόνου που οι Χριστιανοί άρπαξαν τις Ιου­δαϊκές Αρχαι­ο­λογίες και το έτος +320 Κ. Ε. Δεν είναι γνωστό πότε προ­σε­τέθη το άλλο χωρίο (XX, 9, 1) σ’ αυτές. Κανέ­να απ’ αυτά τα χωρία δεν βασί­ζεται σε αξιό­πι­στες πη­γές. Είναι απάτη το να ισχυρίζεται κα­νείς ότι τα χωρία αυ­τά γρά­φτηκαν από τον Ιώσηπο και ότι παρέχουν ενδείξεις για τον Ιησού. Γρά­φτηκαν από Χριστιανούς ανα­συν­τά­κτες και βασιζόταν καθαρά σε χριστιανικές πίστεις.

[* Αυτή την πληροφορία την έχω συναντήσει και σε άλλα Εβραϊκά κείμενα και έχω ακού­σει Εβραίους να την επικαλούνται. Αν είναι όντως αληθής, η Εβραϊκή κοινότητα οφείλει να δημοσι­εύ­σει αυτή την αρχική έκδοση του Ιωσήπου και να παρουσιάσει το παλαιότερο χειρόγραφο που δια­θέτει προς εξέτα­ση.]

 

Μετά οι Χριστιανοί θα υποδείξουν το βιβλίο των Χρονικών του Τακίτου. Στα Χρο­­νικά XV, 44, ο Τάκιτος περιγράφει το ότι ο Νέρων εθεώρησε τους Χριστιανούς ως τους υπευ­θύ­νους για την πυρκαγιά της Ρώμης το +64 Κ. Ε. Αναφέρει ότι το όνομα «Χριστιανοί» προήλθε από ένα πρόσωπο που ονομαζόταν Χριστός ο οποίος εκτελέ­στηκε από τον Πόν­τιο Πιλάτο κατά την διάρκεια της βα­σιλείας του Τιβερίου. Είναι βεβαίως αληθές ότι το όνομα «χριστιανοί» παράγεται από το «Χρι­στός» (= Μεσσίας), αλλά ο ισχυρισμός του Τακίτου ότι εκτελέστηκε από τον Πιλάτο κατά την διάρκεια της βασιλείας του Τιβερίου καθαρά βασίζεται στους ισχυρισμούς που έγιναν από τους ίδι­ους τους Χριστιανούς και υπήρχαν ήδη γραμμένοι μέσα στα ευαγγέλια του Μάρ­κου, του Ματθαίου και του Λουκά τα οποία είχαν ήδη κυκλοφορήσει ευρέως όταν εγ­ράφοντο τα Χρονικά. (Τα Χρονικά δημο­σιεύτηκαν μετά το +115 Κ. Ε. και σίγουρα δεν είχαν γραφτεί πριν από το +110 Κ. Ε.). Έτσι, αν και τα Χρονικά πε­ριέ­χουν μια πρό­ταση στην οποία ο «Χριστός» αναφέρεται σαν πραγματικό πρόσωπο, αυτή η πρό­ταση βασιζόταν καθαρά στις αξιώσεις και τις πίστεις των Χριστιανών οι οποί­ες δεν έχουν καμία ιστο­ρική αξία. Είναι πολύ ειρωνικό το ότι ση­μερινοί Χριστιανοί χρησι­μο­ποι­ούν τον Τάκιτο για να υπο­στηρίξουν τις πεποιθήσεις τους επειδή αυτός ήταν ο λιγότερο ακριβής απ’ όλους τους Ρωμαίους ιστορι­κούς. Ο ίδιος δικαι­ολογεί το μίσος κα­τά των Χριστιανών με το να λέγει ότι αυτοί διέπρατταν πράξεις απεχ­θείς. Εκτός του «Χριστού» ομιλεί επίσης και περί διαφόρων πα­γα­νιστικών θεών σαν να υπάρ­χουν στην πραγματικότητα. Η περίληψη της Ιστορίας της Μέσης Ανα­τολής στο βι­βλίο του Ιστο­ρίες είναι τόσο παραμορφωμένη που είναι για γέλια. Μπο­ρούμε να συμπερά­νομε ότι η μία και μο­ναδική του αναφορά στον Χριστό δεν μπορεί να ληφθεί ως σίγουρη έν­δειξη για τον ιστορικό Ιησού.

 

Μόλις λοιπόν ο Τάκιτος απορριφθεί, οι Χριστιανοί θα ισχυριστούν ότι τα γράμ­μα­τα του Πλι­νί­ου του Νεωτέρου προς τον αυτοκράτορα Τραϊανόν παρέχουν ενδείξεις για τον ιστορικό Ιησού. (Γράμματα Χ, 96.). Το υπό εξέταση γράμμα απλώς αναφέρει ότι ορισμέ­νοι Χριστιανοί είχαν ανα­θε­ματίσει τον «Χριστό» για να αποφύγουν να τι­μω­­ρηθούν. Δεν ισχυρίζεται ότι αυτός ο Χριστός υπήρξε στην πραγματικότητα. Το υπό εξέταση γράμμα γράφτηκε πριν από τον θάνατο του Πλινίου το +114 Κ. Ε. περί­που, αλ­λά μετά το έτος +111 Κ. Ε. κατά το οποίο αυτός εστάλη στην Βιθυνία, μάλλον εγράφη το έτος +112 Κ. Ε. Έτσι δεν προσφέρει τίποτα περισσότερο από μια επιβε­βαί­ω­ση του τε­τριμμένου γεγονότος ότι γύρω στην αρχή της δωδεκάτης δεκαε­τίας Κ. Ε. οι Χριστιανοί συνή­θως δεν ανα­θε­μά­τι­ζαν κάτι που το έλεγαν «Χριστό» αν και μερι­κοί το είχαν πράξει διά να αποφύ­γουν τι­μω­ρίες. Δεν παρέχει λοιπόν καμία ένδειξη για τον ιστορικό Ιησού.

 

Οι Χριστιανοί θα ισχυριστούν επίσης ότι ο Σουετώνιος κατέγραψε ενδείξεις για τον Ιησού στο βιβλίο του Οι Βίοι των Δώδεκα Καισάρων (ακόμα γνωστό και ως Οι Δώδεκα Καίσαρες). Το υπό εξέταση χωρίο είναι στον Κλαύδιο 25, όπου αναφέρει ότι ο αυ­το­κρά­τωρ Κλαύδιος εκδίωξε τους Εβραίους από τη Ρώμη (προφανώς το έτος +49 Κ. Ε.) επειδή αυτοί προκαλούσαν συνεχείς ανατα­ραχές υποκινούμενοι από κάποιον Χρηστόν [με «η» και όχι με «ι»]. Εάν κανείς στα τυφλά υπο­θέ­τει ότι ο «Χρηστός» αναφέ­ρε­ται στον Ιησού τότε, αν μη τι άλλο, το χωρίο αυτό αντιφάσκει με την χριστι­α­νική εξιστόρηση του Ιησού επειδή ο Ιησούς υποτίθετο ότι είχε σταυρωθεί όταν ο Πόντιος Πιλάτος ήταν επίτροπος της Ιουδαίας (+26 – 36 Κ. Ε.) κατά την διάρκεια της βασιλείας του Τιβε­ρί­ου και επί πλέον, ουδέποτε υποτέθηκε ότι ο Ιησούς βρέθηκε στη Ρώμη! [Όπως όμως γράφει ο Σουετώνιος καταλαβαίνει κανείς ότι ο εν λόγω Χρηστός ήταν τότε ζων στη Ρώμη και υποκινούσε τους Εβραίους.] Ο Σουετώνιος έζησε κατά την πε­ρί­οδο (+75 – 150 Κ. Ε. περίπου) και το βιβλίο του Οι Βίοι των Δώδεκα Καισά­ρων, δημοσι­εύ­τηκε κατά την περίοδο +119 – 120 Κ. Ε. και είχε γραφτεί κάποιο καιρό μετά τον θάνατο του Δομι­τιανού το +96 Κ. Ε. Έτσι το συμβάν που περιγράφει συνέ­βη τουλάχιστον 45 χρό­νια πριν αρχίσει να γράφει γι’ αυτό και ούτως δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την ακρίβειά του. Το όνομα Χρη­στός παράγεται από την Ελ­ληνική λέξη «χρηστός» που ση­μαίνει «ο καλός ένας, ηθικός, χρήσιμος» και δεν είναι το ίδιο με τον Χρι­στόν που πα­ρά­γε­ται από την Ελλη­νική λέξη χριστός που σημαίνει «αυ­τός που έχει χρισθεί, ο κεχρισμένος, ο Μεσσίας-Μεσσίαχ στα Εβραϊκά». Εάν λά­βομε το χωρίο ως έχει, τότε αυτό αναφέρεται σε ένα πρό­σωπο του οποίου το όνομα ήταν Χρηστός και το οποίο ήταν στη Ρώμη και δεν είχε να κάνει τί­ποτα με τον Ιησού ή με κανέναν άλλον «Χριστόν». Ο όρος Χρη­στός χρη­σιμοποιείτο συχνά για πα­γανι­σ­τικούς θεούς και πολλοί κάτοικοι της Ρώμης που απο­κα­λούντο «Ιουδαίοι» ήταν στην πραγ­ματικότητα άνθρωποι που αναμεί­γνυαν τις Ιουδαϊκές πίστεις με τις παγανιστικές πίστεις και οι οποίοι δεν ήταν αναγκα­στικώς Ιου­δαϊκής κατα­γωγής. Ούτως εί­ναι επί­σης δυνατόν το χωρίο να αναφέρεται σε δια­μά­χες μεταξύ πα­γα­νι­στών «Ιουδαίων» που ελά­τρευ­αν ένα παγανιστικό θεό (όπως τον Σεβάζιον) με το όνομα Χρηστός. Από την άλλη μεριά οι λέ­ξεις Χρηστός και Χρι­στός συ­χνά συνεχέοντο και έτσι το εδάφιο μπορούσε ακόμα να αναφέρεται σε κά­ποιες δι­α­μάχες μεταξύ Ιουδαίων που πί­στευ­αν ότι κάποιο πρόσωπο ήταν ο Μεσσίας. Αυτό το πρό­σωπο ίσως να είχε και ίσως να μην είχε πάει στη Ρώμη, και απ’ ό,τι γνωρίζομε να μη είναι ιστορικό πρόσωπο. Ο καθένας πρέπει να έχει κατά νουν ότι το περιγραφέν συμβάν έλαβε χώρα μό­νο μερικά χρόνια μετά την σταύρωση του Θευδά το +44 Κ. Ε., και το χωρίο ίσως να αναφέρεται στους οπα­δούς του στη Ρώμη. Οι Χριστιανοί ισχυ­ρί­ζον­ται ότι το χωρίο αναφέρεται στον Ιη­σού και σε δια­μά­χες πού ξεσηκώθηκαν μετά τον χρόνο κατά τον οποίον ο Παύλος έφερε νέα γι’ αυτόν στη Ρώμη και ότι ο Σουε­τώ­νιος έκανε το μόνο λάθος να γράψει ότι ο ίδιος ο Ιησούς ήταν στη Ρώμη. Αλλά αυ­τή η ερμηνεία βασίζεται σε τυφλή πίστη στον Ιησού και στους μύθους περί Παύλου και δεν υπάρχει τίποτα που να υπο­δει­κ­νύει ότι αυτή η ερμηνεία είναι σω­στή [*]. Έτσι μπορούμε να συμπεράνομε ότι και ο Σουετώνιος αποτυγχά­νει να προσφέρει οποια­δή­ποτε έγκυρη ένδειξη για ιστορικό Ιησού.

[* Αυτή η ερμηνεία σίγουρα δεν είναι σωστή διότι ο μυθικός Παύλος, πάντα κατά την χρι­στιανική παράδοση, πήγε διά πρώτη φορά στη Ρώμη περί το +58 – 60 Κ. Ε. όταν αυ­τοκράτωρ ήταν ο Νέρων και επομένως πολύ μετά το +49 Κ. Ε. και τον Κλαύδιο που ήταν αυτοκράτωρ κατά τα έτη +41 – 54 Κ. Ε. Δια­πο­ρούμε λοιπόν πως αυτή η τό­σο απλή και σίγουρη από­δειξη διέφυγε της προσοχής του Hayyim ben Yehoshua!]

 

         Όλοι οι άλλοι συγγραφείς που αναφέρουν τον Ιησού, από τον Ιουστίνο τον Μάρτυρα μέσα στον δεύτερο αιώνα Κ. Ε. μέχρι τους τελευταίους αναλυτές στον εικο­στόν αι­ώ­να, όλοι έχουν βασί­σει τις αναφορές τους στον Ιησού σε πηγές των οποίων το κύρος έχομε καταρ­ρίψει παραπάνω. Συ­νεπώς οι ισχυρισμοί τους είναι άνευ αξίας ως ιστο­ρι­κές ενδεί­ξεις. Τοιουτοτρόπως έχομε μείνει με το συμ­πέ­ρασμα ότι δεν υπάρ­χει απο­λύ­τως καμία έγ­κυρη και αποδεκτή ιστορική ένδειξη περί Ιησού. Όλες οι ανα­φο­­ρές στον Ιησού παρή­χθη­σαν από προλήψεις, πίστεις και μύθους της πρώτο-χρι­στι­α­­νικής κοι­νό­τητας. Η πλειο­νό­της αυτών των πίστεων απέκτη­σε ύπαρξη μόνο μετά τον διωγμό του Νέρωνος και την τρα­γω­δία του +70 Κ. Ε. Πολλές απ’ αυτές τις πίσ­τεις βασίζονται σε πα­γα­νι­στικές παρα­δό­σεις για τον Ταμμούζ, τον Όσιρη, τον Άττη, [τον Κρίσνα, από την Ινδία], τον Διό­νυ­σο, [τον Άχουρα Μάζ­δα και τον Αρι­μάν, των Ζω­ρο­αστρών], τον Μί­θρα, τον θεό Ήλιο, κλπ. Άλ­λοι μύθοι για τον Ιησού φαί­νε­ται ότι βασίζονται σε διάφορα, διαφορετικά, ιστο­ρικά πρόσωπα όπως τον θαυ­ματο­ποιό Ελ­ληνιστή Απολ­λώνιο τον Τυανέα, τους καταδικα­σμέ­νους εγ­κλη­ματίες Γιέισου μπεν Πανδέιρα και μπεν Στάδα, και τους στραυρωθέντες ψευ­δό-Μεσσίες Γιε­χούδα τον Γαυλανίτη ή Ιού­δα τον Γαλι­λαίο, τον Θευδά, τον Βενιαμίν τον Αιγύπτιο και άλ­λους, αλλά κανένας απ’ αυτούς δεν μπο­ρεί να θεωρηθεί ως ιστορικός Ιη­σούς για τον Χρισ­τιανισμό.

 

 

 

 

Διά Περαιτέρω Μελέτη:

 

1)         J. Allegro, The Dead Sea Scrolls and the Christian Myth, Promethe­us Books, reprinted 1991. (Εξετάζει το πόσο εκακοποιήθηκαν οι αρχαίοι μύθοι από την πρώιμη χριστιανική εκκλησία η οποία και κακώς τους παρουσίασε ως Ιστο­ρία.).

2)          J. Campbell, Occidental Mythology, Penguin Books, reprinted 1985. (Μία έκ­θε­ση θρη­σκευτικής μυθολογίας στον δυτικό πολιτισμό. Περιλαμβάνει σπου­δαία στοιχεία που αφορούν τον δανεισμό παγανιστικών μύθων από τον Χρισ­τιανι­σμό.).

3)         E. D. Cohen, The Mind of the Bible-Believer, Pro­me­theus Books, reprinted 1991. (Αποκαλύπτει τους ψυχολογικούς ελιγμούς βάσει των οποίων δημι­ουρ­­γή­θηκε η Καινή Διαθήκη και εκθέτει τις δυσμενείς παρενέργειες του χρι­στια­νι­κού φουνταμενταλισμού.).

4)         R. Helms, Gos­pel Fictions, Prometheus Books, reprinted 1991. (Εκθέτει ότι τα Ευαγγέλια είναι ως επί το πλείστον κείμενα φαντασίας που συνετέθη­σαν ως μια αποκορύφωση σε μια εκτεταμένη μυθολογική παράδοση.).

5)          S. Levine, You Ta­­ke Jesus and I ‘ll Τake God: How to Refute Christian Missionaries, re­vi­sed edition, Hamoroh Press, Los Angeles, 1980. (Εκθέ­τει τα τεχνάσματα που χρησι­μο­ποιούν οι ιεραπόστολοι μαζί με τις εσφαλ­μένες ανα­φο­ρές της Τανάχ [= Εβραϊκής Πα­λαιάς Διαθήκης] εντός της Καινής Διαθή­κης.).

6)          J. M. Robertson, A Short History of Christianity, 2nd Ed., Watts & Co., Lo­ndon 1913. (Μία από τις πρώτες σοβαρές ακαδημαϊκές διερευνήσεις εν­τός των απ­αρχών του Χρι­στιανισμού. Εκθέτει τα περί της αφηγήσεως του Ιησού στοιχεία που είναι δανεισμένα από τους παγανιστικούς μύ­θους.).

7)         The Talmud. (Πρέπει να αποτελεί υποχρεωτική ανάγνωση για όλους τους Εβ­ραίους αν και δυ­στυχώς είναι παραγκωνισμένο κατά τους σημερινούς χρό­νους.).

        [Το ίδιο θα πρέ­πει να ισχύει και για έναν βαθύ ερευνητή του χριστια­νι­κού φαι­­νο­μένου, λόγω της πληθώρας των στοιχείων της Εβρα­ϊ­κής ιστο­ρίας, λαο­γ­ρα­φί­ας, διδασκαλίας, θρησκείας και ερμηνείας που πε­ριέχει. Όλα αυ­τά τα στοιχεία έχουν άμεση σύνδεση με τον Εβραιοχρι­στι­α­νισμό, την ηθι­κή του ή την έλλειψή της και την ιστορικότητα τού Ιησού Χριστού!].

 

ΤΕΛΟΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ


 

 

 

LITTLE BLUE BOOKS NO. 1332

Edited by E. Haldeman-Julius

 

 

 

 

 

Debunking the Laws

of Moses

 

The “Laws of the Lord by the Hand

of Moses”

 

Joseph Wheless

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

HALDEMAN-JULIUS PUBLICATIONS, 1929

GIRARD, KANSAS


ΠΡΟ­ΕΙ­ΔΟ­ΠΟΙ­Η­ΣΗ ΚΑΙ ΕΙ­ΣΑ­ΓΩ­ΓΗ

 

Του με­τα­φρα­στή

 

            Α­γα­πη­τέ ανα­γνώ­στη, προ­τού προ­χω­ρή­σεις στη με­λέ­τη αυ­τού του κειμένου εί­ναι ανα­γκαίο να δια­βά­σεις καλά την πα­ρού­σα ει­σα­γω­γή που θα σε βο­η­θή­σει στο να κα­­τα­νο­ή­σεις κα­λύ­τε­ρα το πε­ριε­χό­με­νο και το σκο­πό του θέ­μα­τός μας.

            Αυ­τό το κείμενο γράφτη­κε και κυκλοφόρησε υπό μορφή μικρού βι­βλί­ου από τον Αμε­ρι­κα­νό νο­μο­μα­θή Joseph Wheless, ο οποί­ος χρημά­τι­σε δι­κη­γό­ρος και δι­κα­σ­τής. Ο Wheless γεν­νή­θη­κε στην πό­λη Nashville της πο­­λι­τεί­ας Tennessee των ΗΠΑ το έτος 1889 και απέ­θα­νε το 1950. Εκ­τός από την μητρική του γλώσ­σα, την αγ­γλι­κή, εγ­νώ­ρι­ζε απταί­στως την ισπα­νι­κή, την γαλ­λι­κή, την ιτα­λι­κή και την γερ­μα­νι­κή κα­θώς επί­σης και Λα­τι­νικά, Αρ­χαία Ελ­λη­νι­κά και Εβρα­ϊ­κά. Αν κρί­νομε από το ύφος και από το πε­ριεχό­με­νο των συγ­γραμ­μά­των του, πρέ­πει να ήταν λά­τρης του αρ­χαί­ου Ελ­ληνι­κού και Ελληνο­ρω­μα­ϊ­κού πο­λι­τι­σμού. Εκτός από πολ­λά βι­βλία που έγρα­ψε σχε­τικά με νο­μο­θε­σί­ες και το επάγ­γελ­μά του, ως ελεύ­θε­ρα σκε­πτό­με­νος και λο­γικός άν­θ­ρω­πος εστρά­φη ενα­ντί­ον δει­σι­δαι­μο­νιών και βλα­κειών. Όπως και σή­με­ρα έτσι και τό­τε η χώ­ρα του μα­στι­ζό­ταν κυριολε­κτι­κά από αι­ρέ­σεις, θρησκο­λη­ψί­ες και προ­λή­ψεις που προ­έρ­χο­νταν από όλες τις θρη­σκεί­ες του πλα­νή­τη, κυρίως όμως από τις εκα­τον­τά­δες αι­ρέ­σεις του Χρι­στια­νισμού, ο οποί­ος με τη σει­ρά του προ­ήλ­θε ως αί­ρε­ση του Ιου­δα­ϊ­σμού πριν 1900 χρόνια. Έτσι ο Wheless εδη­μο­σί­ευ­σε τέσ­σε­ρα βι­βλία πάνω στην απο­γύμνω­ση της χρι­στια­νι­κής θρη­σκεί­ας και της εκ­κλη­σια­στι­κής ιστο­ρί­ας και ταυ­το­χρό­νως μα­ζί τους απο­γυ­μνώ­νει και τον Ιου­δα­ϊ­σμό. Αφού ο Χρι­στια­νι­σμός, όπως εί­πα­με, προ­ήλ­θε από τον Ιου­δα­ϊ­σμό ως αί­ρε­ση, εί­ναι φυ­σι­κό οι δύο θρη­σκεί­ες να μοι­ρά­ζο­νται ένα τε­ρά­στιο κοι­νό μέ­ρος. Συ­γκε­κρι­μέ­να ο Χριστια­νι­σμός έχει ως αρ­χι­κή του βά­ση την Πα­λαιά Δι­α­θή­κη, δη­λα­δή την βά­ση του Ιου­δα­ϊ­σμού. Τα τέσ­σε­ρα βι­βλία τού εξαι­ρε­τικού ερευ­νη­τή Wheless εί­ναι τα εξής:

 

1.     Debunking the Laws of Moses, 1929. Την με­τά­φρα­ση αυ­τού του βι­βλί­ου κρα­τάς τώ­ρα στα χέ­ρια σου.

2.     The Church founded on Lies and Forgeries, 1931. (Η Εκ­κλη­σία που θε­με­λιώ­θη­κε σε Ψέ­μα­τα και σε Πλα­στο­γρα­φί­ες.)

3.     Is it God’s Word?, 1925. (Εί­ναι αυ­τό Λό­γος Θε­ού;)

4.     Forgery in Christianity, 1930. (Πα­ρα­χά­ρα­ξη στον Χρι­στια­νι­σμό.)

 

Σ’ αυ­τά τα τέσ­σε­ρα βι­βλία ο Wheless χτυ­πά αλύ­πη­τα, με επι­στη­μο­νι­κό τρό­πο και με καυ­στι­κό χιού­μορ τον Χρι­στια­νι­σμό και ταυ­το­χρό­νως και τον Ιου­δα­ϊ­σμό. Τα στοι­χεία που χρησι­μο­ποιεί πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται σε ολό­κλη­ρη την Εβραιο­χρι­στια­νι­κή Βί­βλο από διάφορες εκ­δό­σεις, στα βι­βλία του Ελληνι­στή Ιου­δαί­ου ιστο­ρι­κού Ιω­σή­που Φλα­βί­ου, στην Κα­θο­λι­κή Εγκυ­κλο­παί­δεια, στη Βι­βλι­κή Εγκυ­κλο­παί­δεια, στους Πα­τέ­ρες πριν από την πρώ­τη οι­κου­με­νι­κή σύ­νο­δο της Νι­καί­ας (+325 Κ.Ε.), στους Πα­τέ­ρες με­τά τη σύ­νο­δο της Νι­καί­ας, σε πά­ρα πολ­λά ιστο­ρι­κά βι­βλία της αρ­χαί­ας και νέ­ας Ισ­το­ρί­ας και αλ­λού. Η μέ­θο­δός του εί­ναι απλή. Δεν κά­νει ού­τε προ­σπα­θεί να κά­μει μια κά­ποια θε­ω­ρί­α. Πα­ρα­μέ­νει στο «σύ εί­πας» και «σύ έπρα­ξας». Με­τά, με απλή κοι­νή λο­γι­κή, βρί­σκει ότι όλα τα στοι­χεία που μας με­τα­φέ­ρουν οι πα­ρα­πά­νω πη­γές αλ­λη­λο­συ­γκρού­ο­νται ανη­λε­ώς, δη­μιουρ­γώντας έτσι μια αλ­λό­κο­τη σού­πα με ένα τε­ρά­στιο αριθ­μό λα­θών ιστο­ρι­κών και επι­στη­μο­νι­κών, αντι­φά­σε­ων, πα­ρα­λο­γι­σμών, βλα­κειών και δια­φό­ρων άλ­λων μετα­ξύ τους ασυμ­βί­βα­στων πραγ­μά­των. Τα εκ­κλη­σια­στι­κά δόγ­μα­τα πα­τέ­ρων, συνό­δων, κλπ. αυ­ξά­νουν τον κυ­κε­ώνα αυ­τόν κα­τά πο­λύ. Το τε­λι­κό απο­τέ­λε­σμα είναι ότι αυ­τή η σού­πα ού­τε τρώ­γε­ται ού­τε κα­τα­πί­νε­ται, εκτός εάν σε έχουν ναρ­κώ­σει ή με χί­λια ζό­ρια σου τη σπρώ­ξουν με πί­ε­ση κά­τω στο στο­μά­χι σου. Αλ­λιώς δεν πά­ει κά­τω με τί­­πο­τα!

Αυτή η επιχειρηματολογία και τρόπος σκέψεως και κριτικής δεν είναι πρω­το­φα­­νής. Βλέπομε τα ίδια και σε έργα πάρα πολλών διαφόρων Χριστιανών των πρώ­των αιώ­νων που κατατάγησαν στούς αιρετικούς από τους υποτιθε­μέ­νους ορθοδό­ξους. Π. χ. η δια­μάχη του Μανιχαίου Χριστιανού επισκόπου Faustus με τον ιερό Αυγουστί­νο όπως μας την περιγράφει ο ίδιος ο ιερός πατέρας Αυγουστίνος στο εκτενές έργο του Επί της Αιρέσεως των Μανιχαί­ων. Εκεί μεταξύ πολλών άλλων συζητείται και ο φο­βε­ρός Εβραϊ­κός Νόμος του Μωυσέως. Επίσης βλέπομε ότι ακόμα και τότε οι απαν­τή­σεις του «με­γάλου διδά­κτω­ρος» της πίστεως, πατέρα Αυγουστίνου, στις ερω­τή­σεις και αντιρ­ρήσεις του Faustus ήταν οι στερεότυπες, κοινές και ρηχές απαντήσεις υπεκ­φυγής και μπα­λώματος, όπως τις ακούμε συνεχώς μέχρι σήμερα. Είναι να απορεί και να εξί­σταται κα­νείς πώς ο Αυγουστίνος παρά τις βλακείες, τις ανοησί­ες, τις αυθαι­ρε­σίες, τα ψέματα, τους κομ­πλε­ξισμούς, κλπ. που μας έχει αραδιάσει στο συ­νολικό πο­λύτομο έργο του, έχει θεωρηθεί από πολλούς ως μεγάλος διανοητής και φι­λόσοφος. Δεν είχε μάθει το: «Ούκ εν τώ πολλώ τό εύ!». Βέ­βαια για το χριστιανικό κριτήριο δεν είναι ο μόνος «βλαξ» που έγινε μέγας πατέρας, δι­δά­κτωρ και φωστήρας. Υπάρχουν πολ­λοί τέτοιοι «φωστήρες» στον πάγκο που τους δια­φη­μίζουν όχι μόνον ως φιλο­σό­φους (άν­τε τώρα να βρεις το γιατί) αλλά και ως επι­στή­μο­νες, αν αγαπάς τον Θεό σου, ανω­τέ­ρους, άκουσον-άκουσον, και από τον Νεύτωνα! Π. χ., λένε με­ρι­κοί ανόητοι ότι ο Καπ­πα­­δόκης Βασί­λει­ος «ο μέγας άγιος!» είχε ανακαλύψει την Ου­ράνια Μηχα­νι­κή και την Παγ­κό­σμια Έλξη πριν τον Νεύτωνα! Αλλά για τη «σωστή κρίση» και ευπι­στία, για να μην μιλήσομε για την μωροπιστία, των Χριστιανών δεν χρειάζεται να απορεί κανείς!

Ε­δώ ας δώ­σο­με ένα απλό πα­ρά­δειγ­μα από την Και­νή Δια­θή­κη. Στο πρώ­το κε­­φά­λαιο­ του Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγγελίου, 1: 1-17, μό­λις δηλαδή ανοί­ξο­με την Και­νή Δια­θήκη, βλέ­πο­με ότι αυ­τός που έγρα­ψε το κε­φά­λαιο αυ­τό θέ­λη­σε να μας δώ­σει τη γε­νε­α­λο­γία του Ιη­σού, αρ­χί­ζοντας από τον Αβρα­άμ.

(α) Τα κα­νό­νι­σε, για δικούς του θεολο­γι­κούς λόγους που δεν θα αναπτύξομε εδώ, να βγά­λει τρία δε­κα­τεσ­σά­ρια γε­νε­ών 1: 17, δη­λα­δή 3 x 14 = 42 γε­νε­ές συνολικά. Ήθελε να δείξει ότι ο Θεός Γιαχ­βέχ είχε ένα συμμετ­ρικό κα­νο­νικό σχέ­διο διά την έλευση του Μεσσία και την λύτ­ρωση του ανθρωπίνου γένους.

(β) Έλα όμως που δεν πρό­σε­ξε και το τε­λευ­ταίο δε­κα­τεσ­σά­ρι το έβγα­λε δε­κα­τριά­ρι (μα­ζί με το όνο­μα του Χρι­στού). Εί­ναι να απο­ρεί κα­νείς πώς αυ­τός που έγρα­ψε όλα αυ­τά τα ονό­μα­τα δεν έκα­νε μια διορ­θω­τι­κή επα­νά­λη­ψη, έναν έλεγ­χο, ώστε να βρει το λά­θος και να το διορ­θώ­σει. Έτσι, αυ­τό το λά­θος έχει φτά­σει και σε μας με­τά από χιλιε­τί­ες. Δεν γνω­ρί­ζω πό­σοι θε­ο­λό­γοι έχουν με­τρή­σει τα ονό­μα­τα για να δια­πι­στώ­σουν αυ­τό το λά­θος, αλ­λά προ­φα­νώς 41 δεν ισού­ται με 42 (αν και για με­ρι­κούς αχα­ρα­κτή­ρι­στους 41 = 42 αφού έτσι το θέ­λη­σε το Άγιο Πνεύ­μα, και φυ­σικά το Άγιο Πνεύμα δεν κάνει λάθη!).

(γ) Το κα­κό όμως δεν στα­μα­τά εδώ. Αν ανοί­ξο­με το βι­βλίο Α΄ Πα­ρα­λει­πο­μέ­νων στα κε­φά­λαια 2 και 3, από τα οποία αντίγραψε ο συγγραφέας, θα δια­­πι­στώ­σομε ότι σε τρεις πε­ρι­πτώ­σεις τα ονό­μα­τα που ανα­φέ­ρο­ν­ται από τον υπο­τι­θέ­με­νο Ματ­θαίο δεν εί­ναι γιοι των αμέ­σως προ­η­γου­μέ­νων, αλ­λά ο Ιωάθαμ είναι τρισέγγο­νο του Οζία, ο Ιεχονίας είναι εγγονός του Ιωσία και ο Αβιούδ είναι μακρυνός απόγονος του Ζο­ρο­βάβελ. Επίσης σύμ­φωνα με μερικές εκδόσεις της Παλαιάς Διαθήκης, μεταξύ των οποί­ων είναι και η Μασό­ρα, ο Σαλα­θι­ήλ είναι εγγονός και όχι γιος του Ιεχονία και ο Ζοροβάβελ είναι εγ­γο­νός και όχι γιος του Σαλαθιήλ.

(δ) Ακόμα ο θεόπνευστος Ματθαίος γράφει στο στίχο 1: 11 ότι ο Ιωσίας εγ­γέννησε τον Ιεχονίαν και τους αδελφούς αυτού επί μετοικεσίας Βαβυλώνος. Όμως από την Ιστο­ρία, και το Δ΄ Βασιλειών 21: 26, 22, και 23, ξέρομε ότι ο βασιλιάς Ιωσίας σκοτώ­θηκε σε μάχη κατά των Αιγυπτίων το – 609 σε ηλικία 39 ετών. Αυτό το λάθος ας μας το «εξηγή­σουν οι επιφα­νείς θεολόγοι»! Να ήταν το μόνο λάθος και τι καλό στον κόσμο! (Για τον Ιωσία θα ξαναμιλήσομε ολίγον παρακάτω.). Δηλαδή παντού υπάρχει γενικώς μια τρο­μερή ασυμφωνία με την θεόπνευστη Παλαιά Διαθήκη και την Μασόρα.

(ε) Ενώ λοιπόν βλέπομε ότι για να βγάλει τα δεκα­τεσ­σά­ρια του ο Ματ­θαίος έκο­ψε ονό­μα­τα όπου αυτός ενό­μι­σε σκόπιμο, μέσα στη εξέταση αυτού του ζητή­ματος αναδύεται και το εξής εύλογο ερώτημα: Από πού πήρε τα ονόματα της γενεαλογίας από τον Αβιούδ και μετά. Αυτά, εκτός από τέσσερις συν­ωνυμίες άλλων αρ­χαι­οτέρων ε­πο­­χών, δεν υπάρχουν πουθενά στην Πα­λαιά Διαθήκη. Μήπως λοιπόν είναι μυθοπλα­στι­κά; Αν όχι, τότε να μας τα βρούνε οι πεφωτισμένοι της χριστιανικής αλή­θειας.

            Το κα­κό όμως και πά­λι δεν τε­λεί­ω­σε αλ­λά τώ­ρα γί­νε­ται ακό­μα χει­ρό­τε­ρο. Ο θε­ό­πνευ­στος Λου­κάς στο κε­φά­λαιο 3 του Ευαγ­γε­λί­ου του, μας δί­νει μιαν άλ­λη γε­νε­α­λο­γία του Ιη­σού τό­σο δια­φο­ρετι­κή από εκεί­νη του Ματ­θαί­ου που εί­ναι να χά­νεις το νου σου. Οι γε­νε­ές του Λου­κά φτάνουν μέ­χρι τον Αδάμ και παρουσιάζουν διάφορα προβλήματα με την Παλαιά Διαθή­κη. Με­τα­ξύ Αβρα­άμ και Ιη­σού έχει 56 γε­νε­ές και με­τα­ξύ Δαυ­ίδ και Χρι­στού μό­νο τρία ονό­μα­τα συμ­­πί­πτουν και αυ­τά πά­λι σε άλλη σει­ρά, κλπ. Σας πα­ρα­κα­λού­με να συ­γκρί­νε­τε μό­νοι σας αυ­τές τις γε­νε­α­λογί­ες για να πει­σθεί­­τε. Θα βρεί­τε και άλ­λες ου­σιώ­δεις δια­φο­ρές και προ­βλήμα­τα που έχουν με­τα­ξύ τους. Μα­ζί μ’ αυ­τές ανοί­ξε­τε και το βι­βλίο Α΄ Πα­ραλει­πο­μέ­νων 2, 3 για να απο­λαύ­σε­τε την ασυμ­φω­νία αυ­τή σε όλο της το με­γαλεί­ο. Π.χ. ο Χρι­στός έχει παπ­πού τον Ια­κώβ στον Ματθαίο, ως πατέρα του Ιωσήφ, ενώ στον Λουκά έχει παππού τον Ελί. Ας μας εξηγήσουν με ποιον θεόπνευ­στο τρόπο γίνεται αυτό, όπως και τα άλλα!

            Έχω μελετήσει τις διάφορες προσπάθειες των Χριστιανών για να δώσουν εξή­γηση σ’ αυτή την αντίφαση. Να ‘ταν η μόνη! Οι εξηγήσεις που δίνουν είναι τόσο πλαστές και ανόητες που απορεί κανείς με πόση λύσσα προσπαθούν να βρούνε δικαι­ο­­λογίες για τα αδικαιολόγητα. Εκεί βλέπεις ακριβώς τον φανατισμό και την ξεροκε­φαλιά του πιστού. Ελπίζω και ‘σεις να τις βρείτε και να τις μελετήσετε. Κυκλοφο­ρούν εδώ και ‘κει. Αλλιώς ρωτήσετε θεολόγους να δείτε τι θα σας πούνε.

            Αφού όμως ο Ιησούς προήλθε από το Άγιο Πνεύμα και την δεκατετράχρονη Εβραιοπούλα Παρθένο Μαριάμ και αφού και οι δύο γενεαλογίες καταλήγουν στον γέροντα Ιωσήφ, εντέλει είναι εντελώς άχρηστες διότι δεν έχουν να κάνουν τίποτα με τον Ιησού Χρι­στό των Χριστιανών. Η μεν Μαριάμ παρέμεινε παρθένος εσαεί, το δε Άγιο Πνεύ­μα δεν υπέ­κλεψε, ούτε και χρειαζόταν, γεροντικό σπέρμα του ογδοη­κον­τούτη Ιωσήφ. Συνεπώς, προς τί όλες αυτές οι γενεαλογίες, αντιφάσεις και τα λάθη; Προς τί, φω­στή­ρες της Εβραιογνωστικοχριστινικής μάστιγας; Σας παρακαλούμε να μας πείτε για να μάθομε!

            Τώ­ρα ας ανα­φέ­ρο­με μια θε­ό­πνευ­στη ιστο­ρία από την Πα­λαιά Δια­θή­κη. Με­λε­τή­στε μό­νοι σας το κε­φά­λαιο 19 της Γε­νέ­σε­ως. Πρό­κει­ται να θαυ­μάσε­τε το σχέ­διο των δύο θυ­­γα­τέ­ρων του αγί­ου Λωτ για να συ­νου­σια­στούν δια­δοχι­κά με τον υπε­ρε­β­δο­μη­κον­­τού­τη πα­τέ­ρα τους σε δύο δια­δο­χι­κές νύ­χτες. Μια κα­τά­φο­ρη αι­μο­μι­ξία που δη­μιούρ­γη­σε δύο αγό­ρια (τον Αμμάν και τον Μωάβ, γενάρχες των Αμμανιτών και των Μωαβιτών), ένα από την κά­θε μί­α, με τε­ρά­στιες απώ­τε­ρες συ­νέ­πειες. Ο Λωτ έγι­νε πα­τέ­ρας και παπ­πούς ταυ­το­χρόνως και δυο φο­ρές. Η ιστο­ρία αυ­τή εί­ναι ανή­θι­κη πα­ρά τις δι­και­ο­λο­γίες που μας έχουν σερ­βί­­ρει και οι οποίες ού­τως ή άλ­λως δεν στέ­κουν. Τί­πο­τε από εκεί μέ­σα δεν αντέ­χει στην πα­­ρα­μι­κρή κρι­τι­κή. Ο συγ­γρα­φέ­ας του πα­ρό­ντος βι­βλί­ου, o Wheless, ανα­φέ­ρει αυ­τό το επεισό­διο και με­ρι­κές συ­νέ­πειές του στο προ­τε­λευ­ταίο μέ­ρος με τί­τλο «διάφοροι μι­κρό­τε­ροι θε­ϊ­κοί νό­μοι».

            Τα λά­θη, οι αντι­φά­σεις, οι πα­ρα­λο­γι­σμοί, οι ανο­η­σί­ες και άλ­λα τέ­τοια από τη Γέ­νε­σιν μέ­χρι την Απο­κά­λυ­ψιν και σε συν­δυα­σμό με τα δόγ­ματα και τα πε­πραγ­μέ­να της εκ­κλη­σί­ας ανέρ­χο­νται σε χι­λιά­δες χω­ρίς υπερ­βολές. Η σκέ­ψη που έπε­ται εί­ναι απλή και φυ­σι­κή. Ο πάν­σο­φος και πα­ντο­δύ­να­μος Θε­ός δεν μπο­ρεί να κά­νει λά­θη (έσ­τω και ένα), πα­ρε­κτός και κά­νω λά­θος εγώ. Δεν μπο­ρεί να δια­τυ­πώ­νει αντι­φά­σεις (έσ­τω και μί­α), να λέ­ει πα­ρα­λο­γι­σμούς, βλα­κεί­ες, κλπ. Με­τά, οι αρ­χές Του, οι εντο­λές Του, οι λό­γοι Του, οι νό­μοι Του, οι υπο­σχέ­σεις Του, κλπ., θα πρέ­πει να έχουν δια­χρο­νική ισχύ. Δεν μπο­ρούν να αλλά­ζουν από επο­χή σε επο­χή και κα­τά το δο­κούν με­ρι­κών αν­θρώ­πων ή και ολο­κλή­ρων αν­θρω­πί­νων κοι­νω­νιών. Όταν θε­ο­λό­γοι και ιε­ρείς στρι­μω­χτούν άσχη­μα από όλες τις με­ριές λό­γω των ατο­πη­μά­των με τα οποία εί­ναι γε­μά­τη η Βί­βλος και η Χρι­στια­νι­κή Ιστο­ρί­α, τό­τε τρα­βά­νε τον άσ­σο από το μα­νί­κι. Λέ­νε δη­λαδή ότι, «Θε­ός εί­ναι και ότι θέ­λει κά­νει!» ή «ο Θεός ενεργεί με μυστήριους τρό­πους που δεν μπορύμε να καταλάβομε εμείς», κλπ. Τό­τε το με­γά­λο ερώ­τη­μα που ανα­κύ­π­τει εί­ναι το πώς αυ­τοί γνω­ρί­ζουν τί θέ­λει να κά­νει ο Θε­ός, αφού κά­θε τό­σο αλλά­ζει τις θέ­σεις Του. Επί­σης, ποιος ξέ­ρει πό­τε θα αλ­λά­ξει πά­λι τη γνώ­μη Του, τη σκέ­ψη Του, τον νό­μο Του, τις εντο­λές Του, κ.ο.κ., έτσι που να μη βρί­σκομε ησυ­χί­α. Αλλά συνωμοτικά ξεχνούν ότι ο Θεός κατηγορηματικά δηλώ­νει πως είναι δίκαιος, σωστός, τέλειος, δεν αλλάζει γνώμη, δεν μετανοεί, δεν γυρίζει πίσω, κλπ. Βλέπε: Έξοδος 3: 14-15, 34: 6-7, Αρι­θμοί 23: 19, Δευτε­ρο­νό­μιον 32: 4, Α΄ Σαμουήλ Α΄ Βασιλειών) 15: 29, Ψαλ­μοί 19: 7-10 (ή 18: 8-11), 33: 10 (ή 32: 11), Ησαΐας 55: 11, Ιεζεκιήλ 24: 14, Μα­λαχίας 3: 6, Σο­φία Σειράχ 22: 23 (ή 24), Πρός Εβραίους 6: 18 (δεν ψεύδεται), 13: 8, Επιστολή Ιακώβου 1: 17, κλπ. Για το κύρος και την θεοπνευστία των Γρα­φών βλέ­πε: Ιωάννης 10: 35 και Β΄ Πρός Τι­μό­θε­ον 3: 16, κ. α.

            Αλλά όπως παντού και σε καθετί έτσι και εδώ υπάρχει αντίφαση! Ο Βιβλικός Εβραιοχριστιανικός Θεός Πατήρ Γιαχβέχ σε πολλές άλλες περιπτώσεις αλλάζει γνώ­μη, μετα­νο­εί, πισωγυρίζει. Βλέπε: Γένεσις 6: 6-7, Έξοδος 32: 10, Δευτερονόμιον 9: 13, Α΄ Σαμουήλ (Α΄ Βασιλειών) 15: 11, Ψαλμοί 106: 43-45 (ή 105: 44-46), Ιερεμίας 18: 8-10, Ιωήλ 2: 13, Αμώς 7: 3, Ιωνάς 3: 10, κ. α. (Γένεσις, Έξοδος, Προφήτες, Ιώβ, Καινή Διαθήκη, κλπ.).

            Με αυ­τή λοι­πόν τη λο­γι­κή, όπως την ανα­πτύ­ξα­με πε­ρι­λη­πτι­κά, ο Wheless και όσοι άλ­λοι την ασπά­ζο­νται απο­δει­κνύ­ουν ότι τα βι­βλία της Βί­βλου δεν εί­ναι θε­ό­πνευ­στα και ότι τα διάφορα δόγ­μα­τα και απο­φά­σεις πα­τέ­ρων και συ­νό­δων εί­ναι αντι­φα­τι­κά με­τα­ξύ τους. Όλα αυ­τά εί­ναι, τε­λι­κά, έρ­γα δια­φόρων αν­θρώ­πων και δια­φό­ρων επο­χών που δεν τα κα­τα­φέ­ρα­νε να βά­λουν μια κά­ποια τά­ξη, αλ­λά δη­μιουρ­γή­σα­νε μια βα­βυ­λω­νία άνευ προ­η­γου­μέ­νου που δεν συμ­μα­ζεύ­ε­ται με τί­πο­τα. Το πε­ριε­χό­με­νο λοι­πόν όλων αυ­τών των βι­βλί­ων της Γραφής και της Πα­ρά­δο­σης, τα δόγ­μα­τα και οι απο­φά­σεις συ­νό­δων κα­ταρ­ρέ­ουν κάτω από το βά­ρος των λα­θών, των αντι­φά­σε­ων, των πα­ρα­λο­γι­σμών των βλα­κειών κλπ. που πε­ριέ­χουν. Όταν όμως ένα δόγ­μα κα­ταρ­ρεύ­σει (ε­δώ βέ­βαια κα­ταρ­ρέ­ουν πολ­λά ή μάλ­λον όλα) τό­τε επα­γω­γι­κά όλο το θρη­σκευ­τι­κο-κοι­νω­νι­κό οι­κο­δόμη­μα που βα­σί­στη­κε πά­νω σ’ αυ­τά τα δόγ­μα­τα γκρε­μί­ζε­ται στο έδα­φος σαν χάρτι­νος πύρ­γος.

Πολ­λοί αντι­τεί­νουν ότι σαν πο­λύ με την λο­γι­κή εξε­τά­ζο­με το ζή­τη­μα! Τότε λοιπόν ας το εξε­τά­σο­με με τον πα­ρα­λο­γι­σμό και την ανο­η­σί­α! Ζή­τω η σχιζο­φρέ­νεια και η τυ­φλό­της! Μα εί­ναι σο­βα­ρά πράγ­μα­τα αυ­τά; Με­τά ξε­χνούν ότι το Κατά Ιω­άν­νην Ευαγ­γέ­λιο αρ­χί­ζει με το «Εν αρ­χή ήν ο Λό­γος...». Εδώ, η λέ­ξη «Λόγος» (στην γνωστικιστική εισαγωγή του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου) έχει πολ­λές ση­μα­σί­ες. Ανά­με­σα όμως, σε όλες αυ­τές τις ση­μα­σί­ες την προ­έ­χου­σα θέ­ση την κα­τέ­χει η λο­γι­κή. Γι’ αυ­τό εξάλ­λου «Λό­γος» και «Λο­γική» έχουν την ίδια ετυ­μο­λο­γι­κή ρί­ζα. Εί­ναι συ­νε­πώς σο­βα­ρές αυ­τές οι δι­κολα­βί­στι­κες απα­ντή­σεις που εφευ­ρί­σκο­νται μό­νο όταν φτά­σο­με στα ζό­ρια; Δεν σο­βα­ρευό­μα­στε λι­γά­κι; «Ει τί καλό μανθάνη τις μάθημα διά τού λόγου τό μαν­θά­νει. Οι δέ τά σπουδαιότατα επιστάμενοι κάλλιστα διαλέγονται.». Χω­ρίς λο­γι­κή τα πά­ντα επι­τρέ­πο­νται και τα πάντα ταυ­το­χρό­νως απα­γο­ρεύ­ο­νται και τα πά­ντα αλ­λη­λο­α­ναι­ρούν­ται. Δεν υπάρ­χει επι­χεί­ρη­μα και δεν υπάρ­χει συ­μπέ­ρα­σμα για τί­πο­τα. Κα­μιά πρό­ο­δος δεν εί­ναι δυ­να­τή. Ή δε­χό­μα­στε τους γρα­πτούς και άγρα­φους κα­νό­νες της κοι­νής λο­γι­κής ή αλ­λιώς ας πα­ραι­τη­θού­με από τα πά­ντα και να μην συ­ζη­τά­με για τί­πο­τα, προ­τού τρε­λα­θού­με τε­λεί­ως και αμε­τα­κλή­τως. Επίσης στον Ιωάννη 10: 35, κα., πιστο­ποι­είται το κύρος της γραφής

            Σ’ αυ­τό το βι­βλίο ο Wheless αρ­χί­ζει με τους στί­χους των Ψαλ­μών 18 (ή 19): 8-11 (ή 7-10) οι οποί­οι μας βε­βαιώ­νουν για την τε­λειό­τη­τα των νό­μων του Θε­ού και με το υποτι­θέ­με­νο γε­γο­νός ότι ο Μω­σα­ϊ­κός Νό­μος δό­θη­κε από τον ίδιο τον αλη­θι­νό Θεό (Γιαχβέχ) στον Μω­υ­σή. (Βλέ­πε και Δευτερονόμιον 32: 4, Σοφία Σειράχ 24: 23 (ή 24)). Πολ­λοί θε­ο­λό­γοι μας λέ­νε ότι εκτός τις δέκα εντολές το υπόλοιπο­ μέ­ρος του νό­μου δεν δό­θη­κε από τον Θεό Γιαχβέχ ευ­θέ­ως στον Μωυσή αλ­λά απλώς ο Θε­ός το ενέ­πνευ­σε στον Μω­υσή. (Μάλλον πολύ θα επιθυ­μού­σαν να μας πουν ότι ο Θεός δεν ανεμείχθη καθόλου με αυτό το αισχρό μέρος του νό­μου, γιατί του το «ενέπνευσε» στην προκειμένη περί­πτω­ση δεν διαφέρει από του το «υπα­γόρευσε» σαν παντοδύ­να­μος, πάνσοφος, παντογνώστης και πανάγαθος.). Αυ­τό όμως εί­ναι εσκεμμένο ψέμα, διότι συ­νε­χώς και σε κάθε διάταξη του νόμου δια­βάζου­με: «Γιαχβέχ ωμί­λη­σε προς Μω­υ­σή καί εί­πε...» καθώς έχομε και την αναφορά Πρός Εβραίους 3: 5 «και Μωϋσής μεν πιστός εν όλω τω οίκω αυτού ως θερά­πων, εις μαρτύριον των λαληθησομένων». Συνεπώς ο Θεός υπαγορεύει στον «δυνατόν εν τοις λό­γοις» (Πράξεις 7: 22, παρ’ όλο που στην Έξοδο 4: 10 εμφανίζεται ως ψευδός, βραδύ­γλωσσος) Μωυσή τι να γράψει σε κάθε βήμα. Επομένως από πού έβγαλαν οι θεολόγοι το συμπέρασμα ότι ο Θεός δεν ανε­μείχθη; Είναι και αυτό μια από κείνες τις συνωμοτικές δόλιες απαντήσεις τους που βα­σί­ζονται στην άγνοια και την απροθυμία του πλήθους για μάθηση και εξι­χνί­α­ση της αλή­θειας. Με­τά ο Wheless συ­νε­χί­ζει ανα­λύ­ον­τας με­ρι­κούς νό­μους ικα­νούς να μας πεί­σουν για την υπο­τι­θέ­με­νη «τε­λειό­τητα» και «θε­ϊ­κή προ­έ­λευ­σή» τους! Καθ’ οδόν υπο­δει­κνύ­ει και ολί­γες αντιφά­σεις και βλα­κεί­ες από τις αμέ­τρη­τες που υπάρ­χουν, μό­νο και μό­νο επει­δή βρε­θή­κα­νε μέ­σα στα κεί­με­να που ανα­φέ­ρει.

            Ο Νό­μος του Μω­υ­σέ­ως δεν εί­ναι δυ­να­τό να έχει δο­θεί από έναν πάν­σο­φο, παντο­δύ­να­μο, πα­νά­γα­θο (κλπ.) Θε­ό. Με­λε­τή­σετε την ανά­λυ­ση που ακο­λου­θεί για να πει­σθεί­τε. Μπο­ρεί­τε να επε­κτα­θεί­τε και να με­λε­τή­σε­τε ολό­κλη­ρη την Πε­ντά­τευ­χο η οποία πε­ριέ­χει τα πά­ντα πε­ρί του Νό­μου. Αν η Πε­ντά­τευ­χος δεν σας πείθει, τό­τε δια­βά­στε ολό­κλη­ρη τη Βί­βλο (Πα­λαιά και Και­νή). Αν και πά­λι δεν πεισθεί­τε, τό­τε πα­ρα­μεί­νε­τε πι­στοί με την ικα­νο­ποί­η­ση ότι επι­τέ­λους κά­να­τε αυ­τό που έπρε­πε να εί­χα­τε κά­νει από την αρ­χή: δη­λα­δή να με­λε­τή­σε­τε τη Βίβλο σας και την Ιστο­ρία σας. Αυ­τά τα δύ­ο, ως κα­λοί πι­στοί που «ε­ρευ­νά­τε τάς γρα­φάς» πρέ­πει να τα κά­νε­τε, εάν δεν τα έχε­τε κά­νει ήδη. Μό­νο που πρέ­­πει να δια­βά­ζε­τε με με­γά­λη προ­σο­χή και όχι επί τρο­χά­δην ή μό­λις πριν σας πά­ρει ο ύπνος. Αν εί­στε συ­νε­πείς, υπεύ­θυ­νοι και τί­μιοι, δεν νο­μί­ζε­τε ότι οφεί­λετε να γνω­ρί­ζε­τε τι ακρι­­βώς εί­ναι αυ­τά που πι­στεύ­ε­τε; Ή όχι; Μά­λι­στα δε, θα έπρε­πε να με­λε­τή­σε­τε κα­λά πριν απο­φα­σί­σε­τε ότι εντάσσε­στε στην Α ή στην Β θρη­σκεί­α. Έχω ακού­σει πά­ρα πολ­λούς Χριστιανούς να επι­κρί­νουν ορι­σμένους που απο­φα­σί­ζουν να γί­νουν μέ­λη τε­κτο­νι­κών στο­ών προ­τού γνω­ρί­σουν τι πρε­σβεύ­ει ο Τε­κτονισμός. Δεν δια­φω­νώ μα­ζί τους. Αλ­λά ερω­τώ: Για­τί δεν κάνουν το ίδιο για τους εαυ­τούς τους όταν βα­φτί­ζο­νται και ομο­λο­γούν πως είναι Χριστιανοί και με­ρι­κές φο­ρές φα­να­τι­κοί προ­τού καν γνω­ρί­σουν του­λάχι­στον αυ­τά που κα­τα­γρά­φει η Βί­βλος, αν όχι όλα όσα πρε­σβεύ­ει η θρη­σκεία τους;

            Τα βι­βλία που έχουν γρα­φτεί για να εκ­θέ­σουν τις τρο­με­ρές ασυ­νέ­πειες θε­ω­ρί­ας και πρά­ξης όλων των θρη­σκειών (και όλα τα πα­ρά­λο­γα των ιε­ρών βι­βλί­ων τους) με σχό­λια, εξη­γή­σεις, επι­στη­μο­νι­κές έρευ­νες και θε­ω­ρί­ες, αρ­χαιο­λο­γι­κές ανα­κα­λύ­ψεις και άλ­λα στοι­χεία ανέρ­χο­νται σε χι­λιά­δες. Δυ­στυ­χώς σή­με­ρα ζού­με σ’ έναν κό­σμο γε­νι­κής απρο­θυ­μίας για έρευ­να, με­λέ­τη, μά­θη­ση, και κρι­τική. Εκτός από την τε­χνο­λο­γία και ορι­σμέ­νες πρα­κτι­κές επι­στή­μες, η υπό­λοι­πη δρα­στη­ριό­τη­τα του αν­θρώ­που διοχε­τεύ­ε­ται σε ετε­ρό­κλη­τα και τις πιο πολ­λές φο­ρές άχρη­στα πράγ­μα­τα και σε ένα συ­νε­χή αγώ­να επι­βί­ω­σης με ολο­έ­να αυ­ξα­νό­με­νες ανά­γκες και πολυ­τέ­λειες. Έτσι, ο κό­σμος δεν συ­γκε­ντρώ­νε­ται να με­λε­τή­σει σο­βα­ρά ένα θέ­μα, όπως η θρη­σκεί­α, και να στα­θεί απέ­να­ντί του υπεύ­θυ­να. Ού­τε βι­βλία δια­βά­ζει, ού­τε θέ­λει να ακού­ει και να μα­θαί­νει από όσους γνω­ρί­ζουν. Αρ­κεί­ται στο «δεν ξέρω, δεν μι­λώ» ή στο «δεν θέ­λω να μά­θω», απλώς για να μεί­νει ήσυ­χος στην πα­ροδι­κή και ψεύ­τι­κη στιγ­μή της απα­τη­λής ευω­χί­ας. Έτσι χι­λιά­δες βι­βλία του πα­ρελ­θό­ντος έχουν μεί­νει στο πε­ρι­θώ­ριο και μό­νο για λί­γους με­ρα­κλή­δες. Τα τέσ­σε­ρα βι­βλία του Joseph Wheless, κά­νο­ντας την αρ­χή με το παρόν βι­βλί­ο, πρέ­πει να με­τα­φρα­στούν οπωσ­δή­πο­τε στα Ελληνι­κά και σε όλες τις γλώσ­σες και να με­λε­τη­θούν εν­δε­λε­χώς. Με την ευ­και­ρία αυ­τή, θα ήθε­λα να συστή­σω στον ανα­γνώ­στη άλ­λα τέσ­σε­ρα βι­βλία που κύ­ριο σκο­πό έχουν την πα­ρουσί­α­ση των αντι­φά­σε­ων, βλα­κειών, πα­ρα­λο­γι­σμών, λα­θών κλπ. της Βί­βλου χω­ρίς να προ­βάλ­λουν κα­μιά θε­ω­ρί­α, αλ­λά απλώς κά­νο­ντας σύ­ντο­μα σχό­λια, ανα­λύ­σεις, ερω­τή­σεις και σπο­ρα­δι­κές υπο­θέ­σεις:

 

1.    Βί­βλος Ακα­τάλ­λη­λη δι’ Ενη­λί­κους, δι­δά­κτο­ρα θε­ο­λό­γου Αρ­γύ­ρη Δ. Τσα­κα­λία. Εκ­δό­σεις Μά­ριος Βε­ρέτ­τας, 1999.

2.     Δια­σκε­δα­στι­κή Βί­βλος, με­τα­φρα­σμέ­νο από τα γαλ­λι­κά, του Γάλ­λου Λέο Τα­ξίλ. Εκ­δό­σεις Πα­πα­ζή­ση, 2000.

3.    Οι Αντι­φά­σεις της Και­νής Δια­θή­κης, του Θω­μά Μά­ρα. Εκ­δό­σεις Δί­βρης, ή Εκ­δό­σεις Σμυρνιώτη, 1979. Ο συγ­γρα­φέας τι­μω­ρή­θη­κε με φυ­λά­κι­ση 10 μη­νών για την έκ­δο­ση αυ­τού του βι­βλί­ου, το 1980. (Σ’ αυ­τό το βι­βλίο συ­γκε­ντρω­θεί­τε μό­νο στις αντι­φά­σεις της Και­νής Δια­θήκης και αγνο­ή­σε­τε τις πο­λι­τι­κές προ­βλέ­ψεις του συγ­γρα­φέ­α.).

4.    The X-Rated Bible (Η ακατάλληλη Βίβλος, στα αγ­γλι­κά), του αμε­ρι­κα­νού απο­σκιρ­τή­σα­ντος υπο­ψη­φί­ου ιε­ρέ­α, Ben Edward Akerley. Εκ­δό­σεις Feral House Publishers, 1998.

 

Έ­χο­με ακού­σει και άλ­λες πολ­λές ακα­το­νό­μα­στες απα­ντή­σεις στο σύ­νο­λο των αντιρ­ρή­σε­ών μας που προ­έ­κυ­ψαν από εν­δε­λε­χή και πο­λυ­δά­πα­νη με­λέ­τη. Εκτός της απα­ντή­σε­ως ορι­σμέ­νων θε­ολό­γων ότι τη θέ­ση της λο­γι­κής θα πρέ­πει να πά­ρει ο πα­ρα­λο­γι­σμός και η σχι­ζοφρέ­νεια που εί­δα­με πα­ρα­πά­νω, θα ήθε­λα να ανα­φέ­ρω άλ­λες δύ­ο:

            Α) Μας λέ­νε ότι κολ­λά­με στο γράμ­μα, στην τε­λεία, στην υπο­γε­γραμ­μέ­νη και στις μι­κρο­λεπτομέρειες. Απα­ντά­με λοι­πόν ότι όλος ο κυ­κε­ώ­νας των λα­θών —ι­στο­ρι­κών και επι­στη­μο­νι­κών— αντι­φά­σε­ων, παρα­λο­γι­σμών, βλα­κειών κλπ. δεν εί­ναι ού­τε ένα γράμ­μα, ού­τε ένα ση­μείο στί­ξεως, ού­τε μια ξε­χα­σμέ­νη υπο­γεγραμμένη. Αλ­λά εί­ναι μια τε­ρά­στια συλ­λο­γή τέτοιων αρ­νη­τι­κών στοι­χεί­ων που κά­νουν όλο το σύ­στη­μα που οι­κο­δο­μή­θη­κε πά­νω στα βι­βλία αυ­τά να κα­ταρρεύ­σει. Ύστε­ρα όμως επι­μέ­νουν ότι πρό­κει­ται για τον αλη­θι­νό λό­γο του πάν­σο­φου, πα­ντο­δύ­να­μου, πα­νά­γα­θου Θε­ού. Δεν νο­μίζε­τε ότι ένας τέ­τοιος λό­γος θα έπρε­πε να εί­ναι δια­τυ­πω­μέ­νος με από­λυ­τη σα­φή­νεια και σο­φί­α, ώστε να μην πε­ριέ­χει τί­πο­τα από όλα όσα του κα­τα­μαρ­τυρού­με; Επί­σης αυ­τός ο λό­γος δεν θα έπρε­πε να κα­τα­ντά ζή­τη­μα ερ­μη­νεί­ας, με­ταφο­ράς, πα­ρο­μοί­ω­σης, αλ­λη­γο­ρί­ας και κά­θε εί­δους σχή­μα­τος λό­γου που δεν εί­μα­στε σε θέ­ση να κα­τα­λά­βο­με με βε­βαι­ό­τη­τα τι εν­νο­εί. Αν ο λό­γος του Θεού ήταν θέ­μα ερ­μη­νειών, τό­τε ποια εί­ναι επι­τέ­λους η ορ­θή ερ­μη­νεία του; Αυτό εί­ναι θε­με­λια­κή ερώ­τη­ση. Επί­σης, με­τά από πολ­λές αντι­πα­ρα­­­θέ­σεις μάς λέ­νε ότι διάφορα θέ­μα­τα, όπως εκτί­θε­νται, εί­ναι συμ­βο­λι­κά. Μα τό­τε οφεί­λουν να μας εξη­γή­σουν ρη­τά τι εί­ναι αυ­τό που συμ­βο­λί­ζε­ται. Αν αυ­τό δεν μπορούν να το κά­νουν, τό­τε όλοι αυ­τοί οι συμ­βο­λι­σμοί εί­ναι άχρη­στοι σαν τους δια­φόρους μυ­στι­κούς κώ­δι­κες που δεν μπο­ρού­με να απο­κρυ­πτο­γρα­φή­σου­με, ή σαν τα βι­βλία που εί­ναι γραμ­μέ­να σε μια άγνω­στη γρα­φή που δεν μπο­ρού­με να ανα­γνώ­σου­με. Αν λοι­πόν ο αλη­θι­νός λό­γος τους αλη­θι­νού Θε­ού εί­ναι θέ­μα με­τα­φο­ρών, πα­ρο­μοιώ­σε­ων, συμ­βο­λι­σμών, αλ­λη­γο­ριών, ερ­μη­νειών κλπ. που είτε αλ­λά­ζουν σχή­μα και μορ­φή σαν το λά­στι­χο ή τον μυ­θι­κό Πρω­τέ­α, εί­τε δεν μπο­ρού­με να ξέ­ρο­με τι θέ­λουν να μας πουν και να μας δι­δά­ξουν, σύμ­φω­να με το «τίς οί­δε τάς βου­λάς τού Θε­ού», τό­τε έχο­με ένα λό­γο δο­σμέ­νο από τον παντο­δύ­να­μο και πάν­σο­φο Θεό που δεν μπο­ρεί να μας χρη­σι­μεύ­σει σε τί­πο­τα. Αλ­λά τό­τε ένας πα­ντο­δύ­να­μος Θε­ός έχει άρα­γε ανάγ­κη να παί­ζει κρυ­φτού­λι με εμάς τα αδύ­να­μα πλά­σμα­τά του και να μη μας μι­λά­ει κα­θα­ρά και ξά­στε­ρα; Δεν κα­τα­λα­βαί­νο­με για­τί ένας πα­ντο­δύ­να­μος, πάν­σο­φος και πα­νά­γα­θος πα­τέ­ρας του αρέ­σει να μι­λά­ει ακα­τα­λα­βί­στι­κα στα ανή­μπο­ρα παιδιά του. Τί θέ­λει άρα­γε, να παί­ξει μα­ζί τους; Αν βρεί­τε την απά­ντη­ση σε όλα αυ­τά πο­λύ επι­θυμού­με να τη μά­θομε και εμείς.

            Β) Μια άλ­λη επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία που ακού­με συ­χνά εί­ναι ότι ο Θε­ός δεν εί­ναι κά­τι που το ανα­λύ­εις στο ερ­γα­στή­ριο, το εξε­τά­ζεις στο ια­τρεί­ο, στο χη­μεί­ο, σχο­λείο κλπ. Δεν μπο­ρείς να βά­λεις τον Θεό στο μι­κρο­σκό­πιο για να τον δεις και να τον ανα­λύ­σεις! Ωραία λοι­πόν, λέ­με και εμείς τό­τε, ας τον βά­λομε στο τη­λε­σκό­πιο και να τον απο­μα­κρύ­νομε στα απώ­τε­ρα κρά­σπε­δα του σύ­μπα­ντος να μην τον βλέ­πομε και ακού­με κα­θό­λου, αλ­λά απλώς να δε­χό­μα­στε ότι κάπου υπάρ­χει, αν και εί­ναι «πα­ντα­χού πα­ρών», αλ­λά δεν γνω­ρί­ζομε ακρι­βώς που εί­ναι —και όλα αυ­τά τα σχι­ζο­φρε­νικά. Τη­λε­σκό­πιο λοι­πόν αντί μι­κρο­σκόπιο! Τί κα­τα­πλη­κτι­κή σύ­νε­ση και νου­νέ­χεια! Ας δε­χτού­με λοι­πόν αξιω­μα­τι­κά όλες τις με­τα­φυ­σι­­κές δο­ξα­σί­ες έτσι χω­ρίς λο­γι­κή, κρί­ση, εξέ­τα­ση, ανά­λυση κλπ. μό­νο και μό­νο για να δι­καιο­λο­γού­με έν­νοιες χω­ρίς περιεχόμε­νο. Πλήρης προ­βα­τι­σμός και απο­βλά­κω­ση! Έτσι επει­δή το θέ­λουν όλες οι θρη­σκεί­ες και οι αρ­χη­γοί τους για να σέρ­νουν τα πρό­βα­τα από τη μύ­τη! Το κα­τόρ­θω­μα θα ήταν να με­τα­τρέ­ψουν τα πρό­βα­τα σε βο­σκούς των εαυ­τών τους. Το να κρα­τάς ένα βλά­κα στη βλα­κεία του δεν εί­ναι τί­πο­τα δύ­σκολο. Το να κά­νεις ένα βλά­κα έξυ­πνο, αυ­τό εί­ναι σπου­δαία επι­τυ­χία να σου πω το πραγ­μα­τι­κό εύ­γε!

            Ο κα­τά­λο­γος πα­ρο­μοί­ων «ε­πι­χει­ρη­μά­των» εί­ναι τε­ράστιος. Το αξιο­πα­ρα­τήρη­το εί­ναι ότι όλα αυ­τά τα επι­χει­ρή­μα­τα εί­ναι τό­σο στε­ρε­ό­τυ­πα, ώστε να τα ακούς ολό­ι­δια από όλους τους πι­στούς σε όλα τα μή­κη και τα πλά­τη του πλα­νήτη. Σε κά­θε χώ­ρα και γλώσ­σα και τις πιο πολ­λές φο­ρές και θρη­σκεία τα ακού­ει κα­νείς τα ίδια. Αυ­τό δεν εί­ναι τυ­χαί­ο, αλ­λά έχει γί­νει έτσι διό­τι όλα αυτά εί­ναι προ­ϊ­ό­ντα των πα­ρα­σκευα­σμέ­νων δι­καιο­λο­γι­ών δια­φό­ρων πα­τέ­ρων, θεο­λό­γων, συνόδων, ιε­ρω­μέ­νων, κα­λο­γή­ρων κλπ. Όλοι αυ­τοί σε όποια αί­ρε­ση και αν ανή­καν, επί χι­λιε­τί­ες προ­σπα­θού­σαν να ορί­σουν τα αόριστα και να δι­καιο­λο­γή­σουν τα αδι­καιο­λό­γη­τα και έτσι κα­τόρ­θω­σαν να δη­μιουρ­γή­σουν τέ­τοια σο­φί­σμα­τα και ασυ­ναρ­τη­σί­ες. Όλα αυ­τά τα χρη­σι­μο­ποιούν ενα­ντί­ον αυ­τών που προ­βά­λουν αντιρ­ρή­σεις. Οι πι­στοί τους δεν έχουν ανά­γκη, για­τί άγο­νται και φέ­ρο­νται από την τυ­φλή πί­στη χω­ρίς να δη­μιουρ­γούν κα­νέ­να πρό­βλη­μα. Πο­λύ θα επι­θυ­μού­σα­με και εμείς να υ­πάρ­χει ένας Θε­ός πα­νά­γα­θος, πάν­σο­φος και πα­ντο­δύ­να­μος για να επέμ­βει και να τα­κτο­ποι­ή­σει αυ­τόν εδώ τον κό­σμο που έχει εξε­λι­χθεί σε ένα απο­τρό­παιο τέ­ρας αδι­κί­ας, κα­τα­στρο­φής, λύ­πης, θλί­ψης, πό­νου, φό­νου, βα­σά­νων και τό­σων άλ­λων κα­κών. Αλ­λά πού εί­ναι αυ­τός ο Θε­ός; Για­τί κρύ­βε­ται δια­σκε­δά­ζο­ντας με την δυ­στυ­χία μας;

            Για την με­τά­φρα­ση και από­δο­ση των βι­βλι­κών κει­μέ­νων που ανα­γρά­φει ο συγ­γρα­φέ­ας στο πα­ρόν βι­βλίο χρη­σι­μο­ποί­η­σα ως βο­η­θή­μα­τα και τις εξής εκ­δόσεις της Πα­λαιάς Δια­θή­κης:

 

1.     Την πε­ντά­το­μη έκ­δο­ση των Εβδο­μή­κο­ντα(δύ­ο) με ερ­μη­νεία του κα­θη­γη­τού του Πα­νε­πιστη­μί­ου Αθη­νών, Ιω­άν­νου Κο­λι­τσά­ρα, που εί­ναι μάλ­λον η πλέ­ον δια­δε­δο­μέ­νη στην Ελληνι­κή γλώσ­σα.

2.     Την Εβρα­ϊ­κή έκδοση των Μασ­σο­ρι­τών Ρα­βί­νων την οποία οι Εβραίοι θε­ω­ρούν την πιο έγκυ­ρη.

3.     Τις εκδόσεις: The Authorized King James Version, The Revised King James Version και The Standard Revised King James Version που εί­ναι οι πλέ­ον διαδε­δο­μέ­νες εκ­δό­σεις στον Αγ­γλο­σα­ξονι­κό κό­σμο.

 

Ό­πως θα πα­ρα­τη­ρή­σε­τε αρ­κε­τές απο­δώ­σεις μου εί­ναι πε­ρί­που οι ίδιες με αυ­τές του Ιω­άν­νου Κο­λι­τσά­ρα. Άλ­λες όμως εί­ναι παρ­μέ­νες από τους Μασ­σο­ρί­τες και τις εκ­δό­σεις του King James I (του βα­σι­λιά της Αγ­γλί­ας που διέ­τα­ξε και χρη­μα­το­δό­τη­σε αυ­τή την έκ­δο­ση της Βί­βλου, η οποία δη­μο­σιεύ­τη­κε το 1611). Αυ­τές εί­ναι πλη­σιέ­στε­ρες με τις ανα­φο­ρές του συγ­γραφέ­α.

            Υ­πάρ­χουν και άλ­λες πολ­λές εκ­δό­σεις της Βί­βλου. Οι Προ­τε­στά­ντες έχουν πολλές και διάφορες οι οποί­ες ως προς την Πα­λαιά Δια­θή­κη μοιά­ζουν με την Παλαιά Δια­θή­κη των Μασ­σο­ρι­τών χωρίς να είναι εντελώς ίδιες. Το ίδιο ισχύ­ει και για τις τρεις προ­η­γού­με­νες των αγ­γλο­σα­ξο­νι­κών χω­ρών. Οι Κα­θο­λι­κοί με­τά την σύ­νο­δο του Τρέ­ντο το 1546 απο­φά­σι­σαν με «θε­ό­πνευ­στο τρό­πο» να υιο­θε­τή­σουν ως μό­νη έγκυ­ρη Βί­βλο την Vulgata, δη­λα­δή τη με­τά­φρα­ση στα Λα­τι­νι­κά από τα Εβρα­ϊ­κά και τα Ελλη­νι­κά, του πα­τέ­ρα Ιε­ρω­νύ­μου, που την έκα­νε στο τέ­λος του τέ­ταρ­του αιώ­να, δη­λα­δή 1150 χρό­νια νω­ρί­τερα. Οι Έλ­λη­νες θε­ω­ρούν σαν έγκυ­ρη με­τά­φρα­ση της Παλαιάς Δια­θή­κης την με­τά­φρα­ση των Εβδο­μή­κο­ντα(δύο), ενώ άλ­λες εκ­κλη­σί­ες έχουν άλ­λες εκ­δό­σεις δια­φό­ρων βι­βλι­κών εται­ριών. Υπάρ­χει ακόμα στα Ελ­λη­νι­κά μια έκ­δο­ση με τί­τλο «Τα Ιε­ρά Γράμ­μα­τα, Μεταφρα­σθέντα εκ των Θείων Αρχετύπων» η οποία δια­φέ­ρει κατά πολύ στη γλώσ­σα και σε πάρα πολ­λά ση­μεία από την κα­θιε­ρω­μέ­νη έγκυ­ρη Βί­βλο. Αυτή εξεδόθη στην Αγγλία τον 19ο αιώνα, γραμμένη σε μια αρχαΐζουσα Ελλη­νική διάλεκτο. Από τότε έχει επανεκδοθεί πολ­λές φορές. Τον δεύτερο αιώ­να της κοι­νής επο­χής έγι­ναν και άλ­λες τρεις με­τα­φρά­σεις από τα Εβρα­ϊ­κά στα Ελ­λη­νι­κά από τους Εβραιοχριστιανούς Ελληνιστές: Ακύλα, Σύμμαχο και Θεοδο­τί­ωνα. Αν και τότε αυτές οι μεταφράσεις ανταγωνίστηκαν γερά την καθιε­ρω­μένη μετάφρα­ση των Εβδο­μήκοντα(δύο), μόνο αναφο­ρές άλλων και λίγα αποσπάσματα σώζονται σή­μερα και έτσι κατά μέγα μέρος δεν μας εί­ναι γνω­στές.

        Είναι όμως αξιοσημείωτο το γεγονός ότι το δήθεν προ­φη­τικό βι­βλίο του Δα­νι­ήλ που πε­ριέχεται στις σημερινές εκδόσεις των Εβδο­μή­κοντα(δύο) προέρ­χεται από την με­τά­φρα­ση του Θεοδοτίωνος γιατί το αρχικό βι­βλίο των Εβδο­μή­κοντα(δύο) είχε τέτοια χάλια, ώστε να είναι απαρά­δε­κτο. ─Εδώ ας μας επιτραπεί μια μικρή πα­ρέν­θεση πάνω στο βιβλίο του Δα­νιήλ: Το βιβλίο του Δανιήλ είναι θεμελιώ­δους σημα­σίας για τους Χριστιανούς και τη θε­ολογία τους. Αλλά και το αντίγραφο που έχο­με σήμε­ρα στα χέρια μας, παρά την προ­σπά­θεια του Θεο­δο­τί­ω­νος να το συμμαζέψει και να το δι­ορθώσει, είναι τόσο απαράδεκτο ώστε ποιος ξέ­ρει τι θα ήταν τα χάλια του πρω­­τοτύ­που. Το βιβλίο του Δανιήλ, όπως έχουν αποδείξει οι επιστήμονες, είναι ψευ­δεπίγραφο και γράφτηκε στο Ισραήλ κατά τα έτη 166 - 165 Π. Κ. Ε. Δεν γράφτηκε σε καμιά Βα­βυλώνα από κάποιον Δανιήλ μέσα στα έτη της βαβυλωνίου αιχμαλωσίας, 585 - 535 Π. Κ. Ε., όπως οι Χριστιανοί θεολόγοι λανθασμένα ή ψευδώς κραυγάζουν. Πρόκειται για ένα ανάκατο, ασουλούπωτο, νοση­ρό, εσχα­τολογικό βιβλίο με πολλά κραυγαλέα ιστο­ρικά λάθη και αντιφάσεις. Πολ­λά μέρη του ομοι­ά­ζουν πολύ με αντίσ­τοιχα μέρη του άλλου νοσηρού βιβλίου της Απο­καλύ­ψεως του Ιωάννου. Όλοι οι Χρισ­τιανοί το έχουν περί πολλού. Ενώ ως υστερό­γραφο «δεν προφητεύει τίποτα απολύ­τως για το παρελ­θόν», και επί πλέον μερικές προβλέψεις του για τα έτη που γρά­φτη­κε έπεσαν έξω, παρ’ όλα ταύτα οι Χριστιανοί το έχουν κατα­τάξει στα μεγάλα προφητικά βιβλία. Το βιβλίο του Δανιήλ που έχομε σήμερα στα χέρια μας είναι γεμάτο με τέτοια τρομε­ρά ιστορικά λά­θη και εξε­ζη­τη­μέ­να πα­ρα­μύθια που εύ­κολα συμπεραίνεται ότι κανένας Δανιήλ, πρωθυπουργός για 65 χρό­νια και βάλε τεσ­σά­ρων βασιλέων (και τρι­ών ακόμα που παρεμβάλλονται ανάμεσα στους τέσσερις, αλλά τους αγνοεί ο θεόπ­νευ­­στος πρω­θυ­πουργός τους!), δεν το έγραψε τον έκτο αιώνα Π.Κ.Ε. Όπως προ­εί­πα­με, έχει απο­δειχθεί επιστη­μονικώς ότι είναι βιβλίο ψευδεπίγραφο του 165 ± 1 Κ.Ε., που γρά­φτηκε από κάποιον άγνωστον ή κά­ποιους αγνώστους στο Ισραήλ για να φα­να­τί­σει τους Εβ­ραίους εναντίον του Αντιόχου Δ΄ του Επιφα­νούς, των Ελλήνων, των Ελ­ληνι­ζόντων Εβραίων, κ. ά., κατά την επανάσταση των Μακκα­βαίων. Στην επίσημη Εβραϊκή Μα­σόρα το βιβλίο του Δανιήλ δεν κα­τα­τάσ­σεται στα προ­φη­τι­κά βιβλία, αλ­λά στην ομάδα των «γραπτών». Οι Εβραίοι αν και το έχουν βά­λει στον κανόνα τους πάντα το θεω­ρούν ύπο­πτο και το αντιμετωπίζουν με ισχυρή δυσ­πιστία. Έτσι ναι μεν υπάρχει στον κανόνα της Μασόρας αλλά εν αμφιβόλω. Δεν το έχουν θέσει μεταξύ των Προφητών· απλώς το έχουν κατατά­ξει στα περιθωρι­α­κά και ύπο­πτα Γραπτά. Στην δι­εθνή βιβλιο­γ­ραφία υπάρχουν πάρα πολλά βιβλία και άρθρα τα οποία εκθέτουν το πλήθος των τρο­μακτικών ιστορικών λα­θών και ασυνεπειών του βι­βλίου του Δανιήλ και συνεπώς απο­δεικ­νύ­ουν την κιβδη­λότητα και αχρηστότητά του.

            Αν συ­γκρί­νο­με όλες τις εκ­δό­σεις της Βίβλου με­τα­ξύ τους, θα βρού­με πολ­λές ση­μα­ντι­κές δια­φο­ρές σε πά­ρα πολ­λά ση­μεία. Με­ρι­κά δε ση­μεία εί­ναι πο­λύ κρί­σι­μα για τη θε­με­λί­ω­ση και την απο­δο­χή δογ­μά­των. Ακό­μα και μια λέ­ξη μπο­ρεί να δη­μι­ουρ­­γή­σει τε­ρά­στιο θε­ο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα. Βλέ­πομε λοι­πόν ότι ακό­μα και ο λό­γος του αλη­θι­νού Θε­ού δη­μο­σιεύ­τη­κε σε πολ­λές δια­φο­ρε­τι­κές εκ­δό­σεις σαν να μη μπο­ρού­σε να δη­μο­σιευ­τεί σε μό­νο μί­α, τη σω­στή! Με­ρι­κές εκ­δό­σεις εκλα­ϊ­κευ­μέ­νες και μη, σχε­τικά νέες, προ­σπα­θούν να απο­κρύ­ψουν και να εξο­μα­λύ­νουν τις ανο­η­σί­ες, τις βλα­κεί­ες, τους πα­ρα­λο­γι­σμούς, τις πορ­νο­γρα­φί­ες, τις βιαιο­πρα­γί­ες, τις θη­ριω­δίες, τις αντι­φά­σεις, τα λά­θη, κλπ. Αυ­τές τις πε­τά­με στα σκου­πί­δια εφό­σον αποσιω­πούν ή αλ­λά­ζουν μέ­ρη του θεί­ου λό­γου. Εμείς ζη­τά­με τον λό­γο του Θε­ού ακραιφ­νή από το «πρω­τό­τυ­πο» χω­ρίς λο­γο­κρι­σί­α.

            Αξιο­ση­μεί­ω­το εί­ναι και το γε­γο­νός ότι όλες οι εκ­δό­σεις από λί­γο έως πο­λύ δι­α­φέ­ρουν σε πολ­λά ση­μεία από την επί­ση­μη Εβρα­ϊ­κή Πα­λαιά Δι­α­θή­κη των Μασ­σο­ρι­τών όπως και όλες μα­ζί δια­φέ­ρουν από λί­γο έως πο­λύ με τα διά­φορα κεί­με­να που έγι­ναν γνω­στά από τα Χει­ρό­γρα­φα της Νε­κράς Θαλάσ­σης, που βρέ­θη­καν κοντά στο Qumran τα τε­λευ­ταία 62 χρό­νια. Μερικά απ’ αυτά τα χει­ρό­γρα­φα δεν έχουν δη­μο­σι­ευτεί α­κό­μα δυστυχώς! Οι κά­το­χοί τους τα έχουν κρύ­ψει. Για­τί άρα­γε; Ας ση­μειω­θεί επί­σης και το γε­γο­νός ότι τα πρω­τό­τυ­πα Εβρα­ϊ­κά κεί­με­να από τα οποία έγι­νε η μετά­φρα­ση των Εβδο­μή­κο­ντα(δύο) κα­θώς και η αρ­χι­κή με­τά­φρα­ση των Εβ­δο­μή­κον­τα­(δύο) στα Ελληνι­κά έχουν χα­θεί. Η με­τά­φρα­ση των Εβ­δο­μή­κο­ντα(δύο) που έχο­με στα χέ­ρια μας προέρ­χε­ται από τα χει­ρό­γρα­φα του τέ­λους του τρί­του αιώ­να και του τέ­ταρ­του αιώ­να και εί­ναι άμε­σα επη­ρε­α­σμέ­νη από τις ερ­γα­σί­ες του Ωρι­γέ­νη (τα γνωστά Τετραπλά, Εξα­πλά, Οκτα­πλά, Εννε­α­πλά, τα οποία επίσης δεν έχομε). Τα ίδια ανα­λό­γως ισχύουν και με την Και­νή Δια­θήκη. Τα πρω­τό­τυ­πα δεν υπάρ­χουν που­θε­νά. Τί να γί­να­νε άρα­γε; Οι απα­ντή­σεις των θε­ο­λό­γων σ’ αυ­τό το καυ­τό ερώ­τη­μα εί­ναι κά­θε άλ­λο πα­ρά ικα­νοποιητικές.

            Ένα πα­ρά­δειγ­μα παραπλανητικής μεταφράσεως, μέσα σε χιλιάδες παραδείγ­ματα λαθών, παραλήψεων, παρανοήσεων, χαλκεύσεων, κλπ., είναι το όνο­μα του Εβ­ρα­ϊ­κού θε­ού «Γιαχβέχ» ή «Γιε­χό­βα(χ)». Αυτό εμ­φα­νί­ζε­ται από μηδέν έως έξη φο­ρές σ’ ολό­κλη­ρη την Πα­λαιά Δια­θή­κη των διαφόρων με­τα­φράσε­ων και εκδόσεων! Συνε­χώς δια­βά­ζομε τον τί­τλο «Ο Κύριος» ή «Ο Κύ­ριος ο Θε­ός» για το Γιαχ­βέχ ή το Ελω­(χ)ίμ. Αυ­τό εί­ναι ένα ψέ­μα που επα­να­λαμ­βά­νε­ται γύ­ρω στις 6000 φο­ρές για το όνο­μα της Εβρα­ϊ­κής θε­ότη­τας. Η με­τά­φρα­ση αυ­τού του εί­δους απο­κρύ­πτει το γε­γο­νός ότι το προ­σω­πι­κό όνο­μα «Γιαχβέχ» του Εβρα­ϊ­κού θε­ού του Εβρα­ϊ­κού μο­νο­θε­ϊ­σμού ή απλώς το τετ­ρα­γράμ­μα­το ΓΧΒΧ, χρη­σι­μο­ποιεί­ται χι­λιά­δες φο­ρές μέσα στο Εβρα­ϊ­κό κεί­με­νο. Μό­νο έτσι τί­θε­ται σε προ­φα­νή αρ­μο­νία με ολό­κλη­ρη την Βί­βλο, διό­τι στην Έξο­δον, κε­φά­λαιο 6, στί­χος 3, μας ομο­λο­γείται πως «με το όνο­μά μου Γιαχβέχ δεν ήμουν γνωστός στον Αβρα­άμ, Ισα­άκ και Ια­κώβ». Στην Εβρα­ϊ­κή Πα­λαιά Δια­θή­κη ο θε­ός των Εβραί­ων εμ­φα­νί­ζε­ται και με πλή­θος άλ­λων ονο­μά­των, όπως:

 

1.     Α­δω­νάι = Κύ­ριος (α­πα­ντά­ται σαν φοι­νι­κι­κό όνο­μα και εί­ναι πλη­θυ­ντι­κός του Άδω­νις)

2.     Βά­αλ = Κύ­ριος (αρ­χαίο Εβρα­ϊ­κό) που έχει και τη σημασία του «κατόχου»

3.     Ελ = Θε­ός

4.     Ελ Σα­βα­ώθ = Θε­ός των δυ­νά­με­ων (των στρα­τιών)

5.     Ελ Σαδ­δαΐ = Θε­ός δαίμονας μου (και όχι Θεός πα­ντο­δύ­να­μος, όπως κακώς μετα­φράζεται)

6.     Ε­λω(χ)ίμ = πλη­θυ­ντι­κός του Ελ, άρα Θε­οί

7.     (Διάφορα άλ­λα)

 

Στην Εβρα­ϊ­κή έκ­δο­ση της Εξό­δου, κε­φά­λαιο 3, στί­χος 14, βλέ­πομε επί­σης τον Μω­υ­σή να ρω­τά­ει τον απο­κα­λυ­φθέ­ντα σ’ αυ­τόν Θεό «ποιο εί­ναι το όνο­μα σου;». «Και Ελω(χ)ίμ εί­πε στον Μω­υ­σή: «Εί­μαι ό,τι εί­μαι» και εί­πε: έτσι θα πεις στα παιδιά του Ισ­ρα­ήλ, «Εί­μαι» που με έχει στεί­λει σε σας...». Έτσι το όνο­μα Γιαχβέχ ή ΓΧΒΧ λέ­νε πως ση­μαί­νει «Εί­μαι ό,τι εί­μαι». Το όνο­μα αυ­τό του Εβρα­ϊ­κού θε­ού ήταν τέ­τοιο τα­μπού που για χι­λιά­δες χρό­νια απα­γο­ρευό­ταν να προ­φερ­θεί επί ποι­νή θα­νά­του. Έτσι δεν έχομε ακό­μα και σή­με­ρα πλή­ρη γνώ­ση του πώς προ­φέ­ρε­ται, του τί ακρι­βώς ση­μαί­νει και της ετυ­μο­λο­γί­ας του. Στα Εβρα­ϊ­κά εμ­φα­νί­ζε­ται με τα τέσσε­ρα σύμ­φω­να ΓΧΒΧ χω­ρίς φω­νή­ε­ντα. Τα φω­νή­ε­ντα ει­κά­ζο­νται πως εί­ναι τα ‘ια’ και ‘ε’ ανά­με­σα στα σύμ­φω­να. Γι’ αυ­τό αλ­λού το βλέ­­πομε σαν Γιε­χό­βα(χ) αντί Γιαχβέχ. Επίσης υπάρχει και η Σαμαρειτική εκδοχή προ­φοράς «Τζαμπέ» και «Ιόβε». Τόσο φο­βε­ρός και τρο­μα­κτι­κός ήταν αυ­τός ο Θε­ός που ού­τε το όνο­μά του δεν μπο­ρού­σαν να προ­φέ­ρουν ακό­μα και οι εκλε­κτοί του. Τό­τε σκε­φτεί­τε τί γίνε­ται με τους πα­ρα­κα­τια­νούς εθ­νικούς! Ακό­μα και σήμερα, στις μεταφράσεις των συντη­ρη­τι­κών ορθοδόξων ραβίνων της Παλαι­άς Διαθήκης από τα Εβραϊκά στα Αγ­γλικά (π.χ. The Stone Edition από το αρχαιότερο Εβραϊκό χει­ρόγραφο Artscroll που θεωρείται η πιο έγ­­κυρη και που χρη­σι­μοποιείται σήμερα στις αγγλόφωνες συναγωγές) στη θέση του ονό­ματος του Εβραϊ­κού θεού Γιαχβέχ, γραμμένο με Εβραϊκούς χαρακτήρες, βάζουν την Εβραϊκή λέξη «Ha-shem ή Hashem (Χα-σέμ)», γραμμένη με αγγλικούς χαρακτήρες και η οποία ση­μαίνει «το Όνομα του Θεού».

            Για τη σω­στή με­λέ­τη της Βί­βλου θα ήταν κα­λό να χρη­σι­μο­ποιεί­τε μα­ζί με τα αρ­χαία κεί­με­να και πι­στές κα­τά λέ­ξη με­τα­φρά­σεις (ό­χι ερ­μη­νεί­ες) στη νε­οελ­λη­νι­κή γλώσ­σα. Για την Και­νή Δια­θή­κη υπάρ­χει μια πoλύ κα­λή με­τά­φρα­ση παράλ­λη­λη με το αρ­χαίο κεί­με­νο της Απο­στο­λι­κής Δια­κο­νί­ας της Ελ­λάδος. Αλ­λά για την Πα­λαιά Δια­θή­κη δεν υπάρ­χει κα­μιά κα­λή με­τά­φρα­ση. Το 1997 κυ­κλο­φό­ρησε μια με­τά­φρα­ση ολό­κλη­ρης της Βί­βλου από την Ελ­λη­νι­κή Βι­βλι­κή Εται­ρί­α. Αυ­τή δυ­στυ­χώς δεν έχει το αρ­χαίο κεί­με­νο σε αντι­πα­ρά­θε­ση με το νέ­ο. Διάφορα ση­μεία αυ­τής της με­τά­φρα­σης που τα σύ­γκρι­να με τα αντί­στοι­χα ση­μεία του Ιω­άν­νου Κο­λι­τσά­ρα και των Μασ­σο­­ρι­τών τα βρή­κα να έχουν τέ­­τοιες δια­φορές ώστε να την θε­ω­ρή­σω ακα­τάλληλη. Από τις σο­βα­ρές δια­φο­ρές που βρή­κα δεν μπό­ρε­σα να κα­τα­λά­βω ποιο ήταν το πρω­τό­τυ­πο που με­τά­φρα­σαν. Απλώς είναι απόδοση της εκδόσεως των Ιερών Γραμμάτων, που προαναφέραμε, στην καθομιλουμένη νεοελληνική. Πά­ντως δεν εί­ναι ού­τε οι Εβ­δο­­μή­κο­ντα(δύο) ού­τε οι Μασ­σο­ρί­τες. Αν και έχω αυ­τή την έκ­δο­ση στη συλ­λο­γή μου δεν τη συ­νι­στώ για όσους δεν έχουν με­λε­τή­σει την Βί­βλο. Μό­νο όσοι έχουν την υπο­μο­νή να κά­νουν συ­γκρι­τι­κές με­λέ­τες θα μπο­ρού­σαν να την εξε­τάσουν. Αλ­λιώς κα­τά την κρί­ση μου, χω­ρίς το αρ­χαίο κείμε­νο ακρι­βώς δί­πλα στο νέ­ο, μπο­ρεί να πα­ρα­πλα­νή­σει κα­τά πο­λύ την κα­τά­σταση. Όσο για τη με­­τά­φρα­ση της Και­νής που πε­ριέ­χει δεν την έλεγ­ξα, διό­τι αφ’ ενός η Και­νή με­λε­τά­ται πο­λύ πιο εύ­κο­λα από την Πα­λαιά απ’ ευ­θεί­ας από το αρ­χι­κό κεί­με­νο και αφ’ ετέ­ρου εί­μαι ικα­νο­ποι­η­μέ­νος από την με­τά­φραση της Απο­στο­λι­κής Δια­κο­νί­ας.

            Με όλα αυ­τά λοι­πόν κα­τά νουν αγα­πη­τέ ανα­γνώ­στη συ­νέ­χι­σε τη με­λέ­τη σου με το θέ­μα που ανα­πτύσ­σει ο μνη­μειώ­δης με­λε­τη­τής και συγ­γρα­φέ­ας Joseph Wheless και βγά­λε τα συ­μπε­ρά­σμα­τά σου αφού σκε­φτείς καλά και κα­τα­λά­βεις μό­νος σου ανε­πη­ρέ­α­στα. Με­ρι­κές γραμ­μές ή πα­ρα­γρά­φους που θα δεις μέ­σα σε τε­τρά­γω­νες αγκύ­λες [...] εί­ναι σχό­λια σο­βα­ρά ή αστεία του με­τα­φρα­στή και όχι του συγ­γραφέ­α. Ο με­ταφρα­στής έβα­λε και λί­γα στοι­χεία της προ­σω­πι­κής του γνώ­σης και αντί­δρα­σης. Αν αυ­τά σε ενο­χλούν σου ζη­τώ συγνώ­μη για την ενό­χλη­ση, αλ­λά εκτός από τη δι­κή μου εκτό­νω­ση­ (το ομο­λο­γώ) θα υπάρ­χουν και πολ­λοί που θα τους αρέ­σουν και θα γε­λά­σουν λί­γο ή πο­λύ μέ­σα στην αγα­νά­κτη­σή τους. Επί­σης ζη­τώ συ­γνώ­μη για τυ­χόν πα­ρα­λεί­ψεις και λά­θη τυ­πο­γρα­φι­κά και μη. Ελ­πί­ζω και εύ­χο­μαι εκτός από το να δι­δα­χ­θείς να εί­σαι σε θέ­ση να διορ­θώ­σεις ό,τι λά­θη τυ­χόν υπάρ­χουν και να προ­σθέ­σεις και συ όσο πιο πολ­λά απο­δει­κτι­κά στοι­χεία και επι­χει­ρή­μα­τα μπο­ρείς.

 

Η Α­ΠΟ­ΓΥ­ΜΝΩ­ΣΗ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ ΜΩ­Υ­ΣΕ­ΩΣ

 

ΤΟΥ JOSEPH WHELESS

 

ΜΕ­ΤΑ­ΦΡΑ­ΣΗ ΤΟΥ

Δρος ΙΩ­ΑΝ­ΝΟΥ ΝΕ­Ο­ΚΛΕ­ΟΥΣ ΦΙ­ΛΑ­ΔΕΛ­ΦΟΥ Μ. ΡΟΥΣ­ΣΟΥ

 «ΟΙ ΝΟ­ΜΟΙ ΤΟΥ ΚΥ­ΡΙΟΥ ΔΙΑ ΤΗΣ ΧΕΙΡΟΣ ΤΟΥ ΜΩ­Υ­ΣΕ­ΩΣ»

 

            Στους Ψαλ­μούς, [κα­τά τους Μασσορίτες] 19: 7-10 [κατά τους Εβδο­μή­κοντα­(δύ­ο) 18: 8-11], δια­βά­ζομε:

 

«Ο Νό­μος τού Κυ­ρί­ου άμω­μος επι­στρέ­φων ψυ­χάς· η μαρ­τυ­ρία Κυ­ρί­ου πι­στή, σοφί­ζου­σα νή­πια. Τά δι­καιώ­μα­τα Κυ­ρί­ου ευ­θέ­α, ευ­φραί­νο­ντα καρ­δί­αν· η εντο­λή Κυ­ρί­ου τη­λαυ­γής, φω­τί­ζου­σα οφθαλ­μούς· ο φό­βος Κυ­ρί­ου αγνός. Δια­μέ­νων εις αιώ­ναν αιώ­νος· τά κρί­μα­τα Κυ­ρί­ου αλη­θι­νά, δε­δι­καιω­μέ­να επί τό αυ­τό. Eπιθυ­μη­τά υπέρ χρυ­σί­ον καί λί­θον τί­μιον πο­λύν καί γλυ­κύ­τε­ρα υπέρ μέ­λι καί κηρί­ον.».

 

Με­τά­φρα­ση:

 

«Ο Νό­μος του Κυ­ρί­ου εί­ναι τέ­λειος και κά­νει ψυ­χές να επι­στρέ­φουν [στο σωστό δρό­μο]· η μαρ­τυ­ρία του Κυ­ρί­ου εί­ναι πι­στή και κά­νει σο­φούς ακό­μα και τα νή­πια. Οι δια­τα­γές του Κυ­ρί­ου εί­ναι ευ­θεί­ες και ευ­φραί­νουν την καρ­δίαν· η εντο­λή του Κυ­ρί­ου σκορ­πά φως μέ­χρι τα πέ­ρα­τα και φω­τί­ζει τους οφθαλ­μούς· ο φό­βος Κυ­ρί­ου εί­ναι αγνός και δια­τη­ρεί­ται αιώ­νια· οι κρί­σεις και οι απο­φά­σεις του Κυ­ρί­ου εί­ναι αλη­θι­νές και έχουν δι­καιω­θεί πλή­ρως, εί­ναι ακόμα πιο επι­θυ­μη­τές από το χρυ­σά­φι και πολ­λούς πο­λύ­τι­μους λί­θους και εί­ναι πιο γλυ­κεί­ες από το μέ­λι και την κη­ρή­θρα.».

 

            Οι ρα­βί­νοι έχουν φτιά­ξει έτσι τα πράγ­μα­τα ώστε η θεία νο­μο­θε­σία απο­τελεί­ται από «613 νό­μους, 214 εντο­λές, και 365 απα­γο­ρεύ­σεις». Δεν θα επι­χει­ρή­σω να εξε­τά­σω ού­τε το ένα δέ­κα­το αυ­τών των ιε­ρών κα­νό­νων, ού­τε να πι­στο­ποι­ή­σω την ακρί­βεια του υπο­λο­γι­σμού· όποιος έχει την πε­ριέρ­γεια μπο­ρεί να βρει όλα αυ­τά σε κα­τα­λό­γους στην ερ­γα­σία του Jost, Judenthum (Ιου­δα­ϊ­σμός), τό­μος 2 μέ­χρι τέ­λους. [Βλέ­πε ενη­με­ρω­τι­κή ση­μεί­ω­ση (1) στο τέ­λος αυτού του κειμένου.]. Ού­τε πρό­κει­ται να εν­δια­φερ­θώ, εκτός από λί­γο, με τις πο­λυά­ριθ­μες διατά­ξεις του «Νό­μου» οι οποί­ες εί­­ναι κοι­νές σε όλα τα συ­στή­μα­τα αν­θρώ­πι­νης νο­μο­θε­σί­ας εί­τε αρ­χαί­ας εί­τε σύγ­χρο­νης, όπως π.χ. απα­γο­ρεύ­σεις φό­νου, κλο­πής, μοι­χεί­ας, κτλ., και οι οποί­ες για πλεί­στα έθνη δεν χρειά­ζο­νται κα­μιά απο­κά­λυ­ψη του Θε­ού για να γί­νουν γνω­στές στους αν­θ­ρώπους. Τέ­τοια θε­σπί­σμα­τα, στο Μω­σα­ϊ­κό Νό­μο, έχουν πα­ράλ­λη­λα και στον πο­λύ πα­λαιό­τε­ρο κώ­δι­κα του Χα­μου­ρα­μπί, και φέ­ρουν πά­νω τους τις εν­δεί­ξεις της υπο­δη­λω­μέ­νης επιρρο­ής αυ­τού του πα­λαιο­τέ­ρου κώ­δι­κα. Με­ρι­κά όμως θε­σπί­σμα­τα του Μω­σα­ϊ­κού Νό­μου πα­ρου­σιά­ζουν ιδιο­μορ­φί­ες που μπο­ρούν εύ­κο­λα να πα­ρα­τη­ρη­θούν.

            Ε­πί­σης υπάρ­χουν πολ­λά θε­σπί­σμα­τα της θε­ϊ­κής νο­μο­θε­σί­ας που εί­ναι σί­γου­ρα μο­να­δι­κά και τα οποία δεν έχουν κα­νέ­να πα­ράλ­λη­λο ή αντί­στοι­χο θέ­σπισμα, ή ακό­μα κα­μιά προ­σέγ­γι­ση, του­λά­χι­στον όσο έχουν απο­κα­λύ­ψει οι έρευ­νές μου, σε κα­νέ­ναν κώ­δι­κα ή σύ­στη­μα νο­μο­θε­σί­ας που εί­τε έχει απο­κα­λυ­φθεί στο, ή έχει κα­τα­γρα­φεί από το αν­θρώ­πι­νο γέ­νος, οποιου­δή­πο­τε πο­λι­τι­σμι­κού επι­πέ­δου ή ελ­λεί­ψε­ως αυ­τού [του πο­λι­τι­σμι­κού επι­πέ­δου], και τα οποί­α, ένεκα αυ­τού του στοι­χεί­ου, φέ­ρουν εκεί­να [τα εχέγ­γυα] που με­ρι­κοί τα θε­ω­ρούν σαν «ε­σω­τε­ρι­κές εν­δεί­ξεις» της θε­ϊ­κής προ­ε­λεύ­σε­ώς τους. Έτσι πρέ­πει να εί­ναι· για­τί που­θε­νά αλ­λού πά­νω στη γη εκτός από την Ιε­ρά Βί­βλο, σί­γου­ρα δεν έχουν βά­λει στο μυα­λό τους οι άν­θρω­ποι να φα­ντα­στούν ή να μι­μη­θούν «τα πράγ­μα­τα τα οποία προ­ε­τοί­μα­σε ο Θε­ός» στον «τέ­λειο νό­μο» του για να κα­θο­δη­γή­σει τη ζωή και τη συ­μπε­ρι­φο­ρά, τη φώ­τι­ση των οφθαλ­μών, την εύ­φρανση της καρ­δίας και την αγνό­τη­τα, —του εκλε­κτού και «ι­διό­μορ­φου» λα­ού του.

            Ο «Νό­μος του Κυ­ρί­ου» ή Το­ρά(χ), όπως απο­κα­λεί­ται από τους Εβραίους, ευ­ρί­σκε­ται στα τέσ­σε­ρα από τα «πέ­ντε βι­βλία του Μω­υ­σέ­ως» (ελ­λη­νι­στί: Πε­ντά­τευ­χος) που εί­ναι η Έξο­δος, το Λευιτικόν, οι Αριθμοί και το Δευ­τε­ρο­νό­μιον. Στη Γέ­νε­σιν ο μό­νος «νό­μος» εί­ναι αυ­τός της πε­ρι­το­μής· και εκεί κα­τα­γρά­φε­ται μάλ­λον σαν ση­μείο μιας «δια­θή­κης» ή δι­με­ρής συμφω­νί­ας πα­ρά σαν νό­μος. [Σαν νόμος τίθεται στο Λευιτικόν 12: 2-3.]. Αυ­­τό, όπως μας λέ­ει η Γέ­νε­σις 17: 7, εί­ναι ση­μείο (ση­μά­δι) μιας «...πα­ντο­τι­νής υπό­σχε­σης ότι θα εί­μαι δι­κός σου Θε­ός και Θε­ός των με­τέ­πει­τα από σέ­να απο­γό­νων σου». Επί­σης στη Γέ­νε­σιν 17: 9-14 δια­βά­ζομε με­τα­ξύ άλ­λων ότι ο Θε­ός είπε στον Αβρα­άμ:

 

«...Αυ­τή εί­ναι η δια­θή­κη μου: ... κά­θε αρ­σε­νι­κό τέ­κνο σας θα πε­ριτέ­μνε­ται· και εσείς θα πε­­­­ρι­κό­ψε­τε τη σαρ­κι­κή ακρο­βυ­στία σας· και τού­το θα εί­ναι το ση­μείο (ση­μά­δι) της συμ­φω­­­νί­ας μας ανά­με­σα σε μέ­να και σε σάς... και κά­θε απε­ρί­τμη­το αρ­σε­νι­κό... θα εξο­λο­θρεύ­­­ε­ται εκ μέ­σου της φυ­λής του διό­τι κα­τε­φρό­νη­σε και κα­τε­πά­τη­­σε την εντο­λή μου.».

 

Αλ­­­λά η πε­ρι­το­μή δεν ήταν κά­τι το και­νούρ­γιο ακό­μα και σε κεί­νες τις ημέ­ρες των πα­τρι­αρ­­χών, και αυ­τή η ιε­ρο­τε­λε­στία δυ­σκο­λό­τα­τα θα χρει­α­ζό­ταν μια ειδι­κή απο­κά­λυ­ψη από τη Θε­ό­τη­τα για να την κά­μει γνω­στή στον Αβρα­άμ, ή για να ξε­χω­ρί­σει και να δια­κρί­νει τον Εκλε­κτό Λαό ως «ι­διό­μορ­φο» ενώ­πιον του Γιαχβέχ του Θε­ού του Ισ­ραήλ. [Το ακρι­βές όνομα του Εβραϊκού Θεού γράφεται συν­τε­τμημένο ως ΓΧΒΧ και δεν προφέρεται από τους ορθόδοξους Εβραίους.] Η πε­ρι­το­­μή υπήρ­χε και ήταν συ­νη­θι­σμέ­νη πρα­κτι­κή με­τα­ξύ αρ­χαί­ων λα­ών από τους πρώ­ι­μους, αν όχι προ­ϊ­στο­ρι­κούς, χρό­νους. Ευ­ρί­σκε­ται ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νη πά­­νω σε πρω­τό­γο­να αι­γυ­πτι­α­­κά μνη­μεί­α· ακό­μα οι μού­μιες των Φα­ραώ φέ­ρουν στα σώ­μα­τά τους το ίδιο «ση­μείο διαθή­κης το­πο­θε­τη­μέ­νο στη σάρ­κα», – και απ’ αυ­τό το «ση­μεί­ο» πι­θα­νό­τα­τα, αλ­λά εσφαλ­­μέ­νως, να έχουν νο­μι­σθεί για τους Εκλε­κτούς του Γιαχβέχ.

            Παρ’ όλα ταύ­τα, ο­λό­κλη­ρη η «Μω­σα­ϊ­κή» Το­ρά(χ), που βρί­σκε­ται στα τέσ­σε­ρα βι­βλία Έξο­δος, Λευιτικόν, Αριθ­μοί και Δευ­τε­ρο­νό­μιον, απο­δί­δε­ται στον Μωυ­σή, ότι δη­λα­δή αυ­τός την έγρα­ψε, κα­τό­πιν απ’ ευ­θεί­ας «α­πο­κα­λύ­ψε­ως» του Εβρα­ϊ­κού Θε­ού Γιαχ­βέχ. Ως επί το πλεί­στον το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της αποκα­λύ­ψε­ως των νό­μων έγι­νε με­τά την έξο­δο [εξ Αιγύπτου] εί­τε στο όρος Σινά εί­τε κα­τά τη διάρ­κεια των σα­ρά­ντα ετών των πε­ρι­πλα­νή­σε­ων [του Εκλε­κτού Λα­ού] στην έρη­μο Σιν.

            [Σοβαροί και αμερόληπτοι επιστήμονες και ερευνητές αυτών των θεμά­των, ακό­μη και πολλοί Εβραίοι όπως και πολλοί Προτεστάντες, δεν παραδέχονται αυτή την απλο­ϊ­κότα­τη άποψη. Οι λόγοι που προσκομίζουν είναι πάρα πολλοί και αδιάσει­σ­τοι. Μελε­τή­στε π.χ. τα βιβλία του συγγραφέως Joseph Wheless Is it God’s Word?, 1925 (Εί­ναι αυ­τό Λό­γος Θε­ού;) και Forgery in Christianity, 1930 (Πα­ρα­χά­ρα­ξη στον Χρι­στια­νι­σμό) κα­θώς και πολλά άλλα βιβλία επί του θέματος.

Εδώ περιληπτικά μόνον αναφέρομε τα εξής. Ο Μωυσής εί­ναι κατά πάσαν πιθα­νό­τητα μυθικό πρόσωπο. Η Πεντάτευ­χος όπως και όλη η Παλαιά Δια­θή­κη, εκτός από διάφορες παραδό­σεις, λαογραφικά και μερικά ιστορικά στοιχεία των Ισραηλιτών ως λα­ού της ερή­μου, νομαδικού και ποιμενικού, και έπειτα ως λαού εγκατεστημένου στη γη Χαναάν μετά την κατάκτησή της (η οποία δεν έχει αποδειχθεί και αμφισβη­τείται από την σύγ­χρο­νη αρ­χαιολογία), περιέ­χει κακές αντιγραφές διαφό­ρων μύθων, ιστορικών και πολι­τι­στι­κών στοιχείων των Αιγυπτίων, Χαλ­δαίων, Βαβυλωνίων, Ζω­ροα­στρών, Περσών, Φοι­νί­κων, Ελ­λή­νων, κλπ. Όλα αυτά γράφτηκαν και ξαναγρά­φτη­καν πολλές φο­ρές και έλα­βαν την τελική μορφή τους κατά την εποχή του νεαρού, φα­νατι­κά μονοθεϊστή και Γιαχβι­στή βα­σιλιά Ιωσία (τέλος 7ου αιώνος Π.Κ.Ε.). (Επί του θέ­ματος υπάρχει το πολύ εν­διαφέρον βιβλίο Who wrote the Bible? (Ποίος Έγραψε την Βίβλον;) του Δρος καθηγητή Richard Elliott Friedman, Publisher: Harper Collins. Ta επι­στημονικά, ιστορικά και αρ­χαιολογικά στοιχεία που παραθέτει επ’ αυτών των ζη­τημάτων ο καθηγητής Friedman είναι πολύ αξιόλογα και μεγά­λης σημα­σί­ας. Επίσης κάνει πολύ σπουδαίες συγκριτικές μελέτες και συνθέσεις. Διαφωνώ μαζί του όταν συστήνει μερικές υπο­κει­μενικές παραινέσεις και συγκαλύ­ψεις για την όλη απάτη που έχει διεκπεραιωθεί πίσω από όλα αυτά τα γραπτά εδώ και τόσα χρόνια τώρα.). Αλλά τα γρα­πτά της γιαχβικής εποχής του Ιωσία καταστράφηκαν από τον Ναβουχο­δονό­σο­ρα. Έτσι τα γραπτά που έχομε σήμερα στα χέρια μας προέρχονται από ιερέα και γραμματέα Έσ­δρα (μέσα 5ου αιώνος) κατά κύριο λόγο και τον γραμματέα Νεεμία κα­τά δεύτερο λό­γο.

Ο Ιωσίας (648-609 Π.Κ.Ε.) ανέβηκε στον θρόνο μό­λις οκτώ ετών, το 640 Π.Κ.Ε., και σκοτώθηκε σε μάχη κατά των Αιγυπτίων μετά από 31 έτη, το 609 Π.Κ.Ε. Είναι πολύ απλό να καταλάβει κανείς πόσο εύκολο ήταν για το φανατισμένο λευιτο­γιαχβικό ιε­ρατείο να εξουσιάζει το παιδί βασιλιά. Έτσι κατά το δέκατον-όγδοο έτος της βασιλείας του (το 622 Π.Κ.Ε. δηλαδή) ο Ιω­σί­ας με τον τότε αρχιερέα Χελκία ξα­ναβρήκαν, ξαφνικά και ως εκ θαύματος όπως λένε, τον χα­μέ­νο Νόμο κλπ. (βλέπε βι­βλίο 4 Βασιλειών κεφά­λαια 21, 22, 23, όπως και 2 Παραλει­πο­μένων κεφάλαια 33, 34, 35). Ερώτημα: Πώς χάθη­κε ο Νό­μος του Θεού τους τόσα χρόνια χωρίς κανείς να τον αναζητήσει;... Όμως αυτά τα χειρό­γραφα και οτιδήποτε άλλα παλαιότερα υπήρ­χαν κα­ταστράφηκαν από τον βασιλιά των Βα­βυ­λω­νίων Να­βουχοδο­νόσο­ρα κατά την δεύ­τερη πο­λιορκία και καταστροφή της Ιερου­σαλήμ και του πρώτου Ναού το 587-586 Π.Κ.Ε.

Πολύ μετά, ο ιε­ρέας και γραμ­μα­τέ­ας Έσ­δρας κατ­ά την διαβίωσή του στη Βα­βυ­λώ­να και κατά την επάνοδό του στην Ιου­δαία ξα­νά­γραψε τον Νόμο και όλη την Παλαιά Διαθή­κη. Σ’ αυτό το γράψιμο του έβαλε μέσα πολλά στοιχεία των θρησκειών όλων των λαών με τους οποίους έζη­σαν ή ήλθαν σε επα­φή οι αιχμάλωτοι Εβραίοι κα­τά τα εβδο­μήντα χρόνια της αιχμα­λω­σίας και πολλά ακόμη μετά. Ας μην ξεχνάμε ότι, πολλοί Εβραίοι έζησαν εκεί πολλά περισ­σότερα έτη με του Πέρσες, ως ελεύθεροι πλέον, και άλλοι δεν επέ­στρεψαν καθόλου. Την νέα συγγραφή και ανασύνταξη βοή­θησε και ο γραμ­ματέας Νεεμίας (βλέπε τα βιβλία του κα­­νό­νος 1, 2 Έσ­δρας και Νεε­μί­ας). Τότε μάλιστα εμ­φα­νίζεται ο πρώτος Κανών της Πα­λαιάς Δια­θή­κης. Η κανο­νι­κο­ποίηση, δηλαδή η τυποποίηση, βιβλίων ήταν πράγμα άγνωστο πριν. Η επάνο­δος του Έσδρα στην Πα­λαιστίνη έγινε για πολιτικούς λόγους κατ’ εντολήν του βα­σι­λέα των Περσών Αρταξέρξη γύρω στο 450 Π.Κ.Ε., δη­λαδή κάπου 80-85 χρόνια μετά την πρώτη άδεια επανόδου των αιχμαλώτων το 535 Π.Κ.Ε., από τον βασι­λέα των Περσών Κύρον τον Μέγα. Από ‘κει και μετά ό,τι γρα­πτά της Βίβλου έχομε στα χέρια μας βα­σί­­ζονται ου­σιαστικά στα γραπτά του Έσδρα και Νεεμία, αλλά και αυτά έχουν υποστεί πολ­λές αλλαγές, «διορθώ­σεις» και προσθή­κες. Η Ορθόδοξη (των Ο΄β΄) και η Ρω­μαι­οκαθολι­κή (Vulgata του Ιερωνύμου) Παλαιά Διαθήκη έχει επιπλέον ένδέκα ή δώ­δεκα, νέα δευ­τε­ρο­κα­νο­νι­κά, μεταβαβυ­λωνιακά βιβλία τα οποία και ο ραβινικός Εβρα­ϊ­σμός και η Χρι­στι­ανική Διαμαρ­τύ­ρη­ση έχουν απορρίψει ή θέσει εν αμ­φιβόλω. Από την εποχή του Έσ­δρα μέχρι και τον 2ο αιώνα Κ. Ε. έχομε και μια πληθώρα απο­κρύφων, ψευ­δε­πι­γρά­φων, σατα­νολο­γι­κών, δαιμονολογικών κλπ. βιβλίων εκτός του κανόνος μεν, αλλά χρη­σι­μο­ποι­ούνται τό­σον από τους Εβραίους όσο και από τους Χριστια­νούς. Οι χριστιανοί μάλιστα τα χρησιμοποιούν για να αποδώσουν στην Παλαιά Δια­θήκη μια συνέχεια απο τον ΄Εσδρα μέχρι τον Ιησού Χριστό.

Η Mασσόρα, δηλαδή η σημερινή Παλαιά Διαθήκη των Εβραίων, σύμφωνα με την παράδοση, γράφτη­κε κατά τη σύ­νοδο των ραβί­νων στην πό­λη Ιάμνια μετά την κατα­στρο­φή της Ιερουσα­λήμ και του δεύ­τερου Ναού καθώς και των Εβραϊκών χειρο­γρά­φων από τον ρωμαίο στρατηγό Τίτο το 70 Κ.Ε. Αυτή η συνέ­λευ­ση της Ιάμνιας όμως αμφι­σβη­τεί­ται από μερι­κούς ιστορι­κούς. Μετά έχομε πολ­λές χριστιανικές εκ­δόσεις και με­σαιω­νι­κές αντι­γρα­φές με πολλές αλ­λαγές και «δι­ορ­θώ­σεις».

Βεβαίως το τε­λευταίο κεφά­λαιο του Δευτερο­νο­μίου, 34, δεν είναι δυνατόν να το έγραψε ο Μωυσής, αφού περιγράφει εν συντομία τον θάνατό του, την ταφή του και τη διαδοχή του από τον Ιησού του Ναυή. Οι Ορθόδοξοι βρήκαν τη συμ­βι­βαστική λύση ότι όλη η Πεντάτευχος γράφτηκε από τον Μωυσή εκτός από το τελευταίο κε­φά­λαιο φυσι­κά. Αυτό όπως ισχυρί­ζονται το έγραψε ο Ιησούς του Ναυή μαζί με το επό­μενο ομώνυμο βι­βλίο. Δεν προσκο­μί­ζουν όμως καμία απόδειξη ή έν­δειξη αυ­τών των ισχυ­ρισμών. Επί­σης Δευτερονόμιον ση­μαίνει δεύτερος νό­μος, του Θεού Γιαχβέχ. Τί χρειαζόταν τότε αφού υπήρχε ήδη ο πρώτος που είχε επίσης δοθεί στον μέγιστο προ­φήτη Μωυσή από τον ίδιο τον Θεό Γιαχβέχ; Οι επιστήμονες γνωρίζουν ότι το Δευ­τε­ρονό­μιον πρωτοεμφανίζεται επί Ιωσία. Το χρειάζονταν για τους λό­γους τους οι περί τον Ιωσία βίαιοι γιαχβιστές οι οποίοι και το έγραψαν. Είναι πολύ πιθανόν ότι το συνέ­θεσε ο σαμανοπροφήτης Ιερεμίας. Αλλά ας μας δώ­σουν την δική τους απάντηση σ’ αυτή τη θεο­λογική διαπορία οι σοφοί του Εβραιο­χρι­στια­νι­σμού...

Επομένως καταλήγομε: Μόνον καθ’ υπαγόρευση ή θεϊκή έμπνευση ΔΕΝ γρά­φτη­κε η Πεντάτευχος, πράγμα αληθές και για ολόκληρη την Βίβλον. Γράφτηκε με συ­νεχείς αλλαγές, διορθώσεις, ετερόκλητα συμπιλήματα και προσ­θαφαιρέσεις που κρά­τησαν του­λάχιστον πέντε αιώνες. (Για ολόκληρη την Βίβλον χρειάστηκαν πολλοί πε­ρισσότεροι.). Μάλιστα δε, ο κάθε διορ­θωτής δεν σεβόταν το πνεύμα και τις ιστορικές συνθήκες των προκατόχων του, αλλά δια­στρέβλωνε το κείμενο ώστε να συμφωνεί με τις δικές του από­ψεις και να εξυπηρετεί τα συμφέροντα και τις θεο­λο­γίες των καστών για τις οποίες έγρα­φε.]

 

ΟΙ ΚΥ­ΡΩ­ΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ

 

            Το σύ­νταγ­μα του Ισ­ρα­ήλ που επι­κυ­ρώ­θη­κε από τον Θεό ήταν μια θε­ο­κρα­τία ή «κυ­βέρ­νη­ση εκ Θε­ού» που την εκτε­λού­σαν και διεύ­θυ­ναν οι ιε­ρείς, — ένα τέ­λειο πα­ρά­δειγ­μα συγ­χω­νεύσε­ως κρά­τους και ιε­ρα­τεί­ου (εκ­κλη­σί­ας), με το κρά­τος τε­λεί­ως κα­τα­βρο­χθι­σμέ­νο από την ιε­ρο­κρα­τί­α.—. Η πο­λι­τι­κή δια­κυ­βέρ­νη­ση και η δια­χεί­ρι­ση των «νόμων του Κυ­ρί­ου» επεν­δύ­θη­κε κα­τά θε­ϊ­κή δια­τα­γή στην ιε­ρο­κρατία. Οι ιε­ρείς ήταν οι ανώτατοι και τε­λι­κοί δι­κα­στές όλων των εγκλη­μά­των και των πο­λι­τικών αντι­νο­μι­ών. Στο Δευ­τε­ρο­νό­μιον 21: 5 εί­ναι θε­σπι­σμέ­νο ότι:

 

«...και έδω­σε (ο Θε­ός) στους ιε­ρείς το δι­καί­ω­μα να απο­φαί­νο­νται επί πά­σης αμ­φι­σβη­τή­σε­ως και αδικί­ας.».

 

[Είναι όν­τως περίεργο! Δεν υπάρχει πράξη και γραφή του λαού Ισραήλ που να μην περιβάλλεται από μια θεολογική επένδυση και να μην περιστρέφεται γύρω από μια ιερατική επικύρωση, καταπίε­ση και εκτέλε­ση.

Στην Έξοδον των Ο(β)΄, 22: 28 διαβάζομε: «θεούς ου κακολογήσεις και άρ­χοντα του λαού σου ου κακώς ερείς.». Η απόδοση του θεολόγου Γεωργίου Γ. Ψαλ­τάκη στην πο­λύτομη έκδοση της Παλαιάς Διαθήκης του Σωτήρος, σελίδα 121, έχει ως εξής: «Δεν πρέπει να υβρίσης ποτέ του Κριτάς, που σαν εκπρόσωποι του Θεού απο­νέμουν την δικαιοσύνην, ούτε να κακολογήσης άρχοντα του λαού σου (που έλαβε από Εμέ την εξουσίαν του διά την κοινωνικήν ευταξίαν).». Άρα οι ιερείς, γραμματείς βουλευτές και δικαστές είχαν απόλυτη και θεϊκά δοσμένη εξουσία. Ακόμα και αν δεν έκαναν σωστά και δίκαια τη δουλειά τους κανείς δεν είχε το δικαίωμα να τους κρίνει ή να τους μεμφ­θεί.

Το ίδιο πνεύμα απαγορεύσεως κρίσεως αλλά μαζί με παραίτηση για τιμω­ρία και ανταπόδοση συνεχίζεται και στα χωρία:

 

Δευτερονόμιον 32: 35: «εν ημέρα εκδικήσεως ανταποδώσω, εν καιρώ, όταν σφαλή ο πούς αυτών, ότι εγγύς ημέρα απωλείας αυτοίς, και πάρεστιν έτοιμα υμίν.».

Α΄ Σαμουήλ-Βασιλειών 24: 13: «δικάσαι Κύριος ανά μέσον εμού και σου, και εκδικήσαι με Κύριος εκ σου· και η χείρ μου ουκ έσται επί σοί,».

Ματθαίος 7: 1-2, ο Ιησούς δηλώνει: «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε· εν ω γαρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, και εν ω μέτρω μετρείτε μετρηθήσεται υμίν.».

Πρός Ρωμαίους 12: 19, ο Παύλος επαναλαμβάνει: «μη εαυτούς εκδικούντες, αγαπη­τοί, αλλά δό­τε τόπον τη οργή· γέγραπται γαρ· εμοί εκδίκησις, εγώ ανταπο­δώσω, λέγει Κύ­ρι­ος.».

 

Τότε τί χρειάζονται οι νόμοι και τα δικαστήρια. Τί χρειάζεται ο Μωσαϊκός Νόμος αφού ο Κύριος θα φροντίσει όταν έλθει η ώρα.; Παντού αντιφάσεις και αντικοινωνι­κές εντολές. Καμία πολιτισμένη κοινωνία δεν εφάρμοσε τέτοιες εντολές. Η πολιτισ­μένη κοινωνία κρίνει και κρίνεται· έχει νόμους, δικαστήρια και τιμωρεί το έγκλημα.

            Ο Ιησούς όμως διατηρεί το δικαίωμα να κρίνει και να κατακρίνει ο ίδιος, πράγμα που κάνει συ­νεχώς εντός των Ευαγγελίων. Στον δε Ματθαίο παραδίδει το δι­καίωμα αυτό και στους μαθητές του όταν θα έλθει η εσχατολογική παλιγγενεσία: 19: 28 «ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· αμήν λέγω υμίν ότι υμείς οι ακο­λουθή­σαντές μοι, εν τη παλιγγενεσία, όταν καθίση ο υιός του ανθρώπου επί θρό­νου δό­ξης αυτού, καθίσε­σθε και υμείς επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ.». Επίσης στον Ματ­θαί­ον 16: 19, 18: 18, και στον Ιωάννην 20: 23 παραδίδει στους μα­θητές και στους συνεχι­στές των το ανεξέλεγκτο δικαίωμα να συγχωρούν ή να μην συγχωρούν αμαρτίες στη γη και στον ουρανό.

Αναλύσετε αυτά τα χωρία σε σχέση με τον Μωσαϊκό Νόμο και κρίνετε μόνοι σας περί αντιφάσεων και ανακατοσούρας. Συνεχίζομε με τον J. Wheless:]

 

            Το ιε­ρα­τι­κό επάγ­γελ­μα ήταν θε­ϊ­κά ορι­σμέ­νο να εί­ναι ένα αγια­σμέ­νο μο­νοπώ­λιο της οι­κο­γέ­νειας του Αα­ρών ο οποί­ος, μα­ζί με τους τέσ­σε­ρις γιους του, εξελέ­γησαν από τον Γιαχβέχ και χρί­στη­καν από τον Μω­υ­σή ως οι πρώ­τοι ιε­ρείς (Έ­ξο­δος 38: 1, 39: 21) και στην Έξο­δο 40: 10-14, ιδιαι­τέ­ρως στο στί­χο 13, δια­βά­ζου­με:

 

«...Αυ­τό δε το χρί­σμα με το ιε­ρόν έλαιον θα εί­ναι χρί­σμα ιε­ρο­σύ­νης πα­ντο­τινόν εις τους απο­γό­νους αυ­τών.».

 

[Για το μονοπώλιο του ιερατικού αξιώματος από τους Λευίτες και τις υπερβολικά άπ­λη­­στες απολαβές τους διαβάστε επίσης: (70-2) Έξο­δος 28: 1-3, 29, 38: 1, 39: 21, 40: 10-14, (70-2) Λευι­τικόν 8: 1-36, 9: 1-4, 10, (70-2) Αριθ­μοί 3, 8: 5-26, 16: 9-11, 17: 6-28, 18, 25, 35: 1-8, Δευτε­ρο­νό­μιον 18: 1-14. Στο βι­βλίο Α΄ Παραλειπομένων κεφάλαια 16, 23-26 έχομε ξανά δια­τάξεις περί Λευιτών, ιερέ­ων και άλλων αξιωματούχων του Ναού. Πολλές απολαβές του ιερατείου, που τελειωμό δεν έχουν, ξαναγράφονται στο Β΄ Παραλειπομέ­νων κεφάλαιο 31, κλπ. Η Mασ­σό­ρα έχει άλλες ανα­φο­ρές ίδιες και άλ­λες διαφορε­τικές.].

Ο Μω­υ­σής έχο­ντας απο­δώ­σει αυ­τή τη θε­ϊ­κή εξου­σιο­δό­τη­ση αιω­νί­ως στην οικο­γέ­νεια του Αα­ρών [α­δελ­φού του!] ήταν από­λυ­τη ανά­γκη να την επι­κυ­ρώ­σει με φρι­κτές απειλές και τι­μω­ρί­ες, για να εμπο­δί­ζει τις ιε­ρό­συ­λες προστριβές. Διά τού­το ο Θε­ός απο­φά­σι­σε και διάταξε την ποι­νή του θα­νά­του για οποιον­δήπο­τε ήθε­λε να πα­ρέμ­βει στους ιε­ρα­τι­κούς μο­νοπωλητές. Στους Αριθ­μούς 3: 10 δια­βά­ζομε ότι:

 

«Τον Αα­ρών και τους υιούς του θα ορί­σεις για όλα όσα αφο­ρούν τη Σκη­νή του Μαρ­τυ­ρί­ου, να εκτε­λούν δη­λαδή τα ιε­ρα­τι­κά τους κα­θή­κο­ντα τόσο τα ανα­φε­ρό­με­να στο βω­μό [θυ­σια­στή­ριο των ολο­καυ­τω­μά­των], όσο και τα ανα­φε­ρό­με­να στο εσω­τε­ρι­κό του κα­τα­πε­τά­σματος [τα άγια]. Άν­θρω­πος από άλ­λη φυ­λή, ο οποί­ος θα πλη­σιά­σει και θα αγ­γί­ξει [τα κα­θαγιασ­μέ­να σκεύ­η], θα θα­να­τω­θεί.».

 

            Οι ιστο­ρί­ες των όσων συ­νέ­βη­καν στον Να­δάβ και στον Αβιούδ (και οι δύο ήταν γιοι του Αα­ρών), στο Λευ­τι­κόν 10: 17 και στον Κορ­ρέ με τους 250 συ­ντρό­φους του [και τις οι­κο­γέ­νειές τους], στους Αριθ­μούς 16, φα­νε­ρώ­νουν πό­σο αυ­τές οι θα­να­τη­φό­ρες τι­μω­ρί­ες εφαρ­μό­ζο­νταν από τους αγια­σμέ­νους δι­καιού­χους των. Ο θα­να­τη­φό­ρος ζυ­γός της ιε­ρα­τι­κής κυ­ριαρ­χί­ας εί­χε πλέ­ον δι­πλο­καρ­φω­θεί πά­νω στους σβέρ­κους των Εκλε­κτών, σύμ­­φω­να με το ακό­λου­θο θε­ϊ­κό αυ­θαί­ρε­το διάταγμα, που κα­τα­γρά­φε­ται στο Δευ­τε­ρο­νό­μιον 17: 12-13:

 

«Ο Ισ­ρα­η­λί­της εκεί­νος, ο οποί­ος μέ­σα στον εγω­ι­σμό του δεν θα ήθε­λε να υπα­κού­σει στην από­φα­ση του αρ­χιε­ρέα του που προ­σφέ­ρει τις υπη­ρε­σί­ες του πλη­σί­ον του Γιαχβέχ, ή δεν ήθε­λε να υπα­κού­σει τον εντε­ταλ­μέ­νο κρι­τή, ο οποίος δι­κά­ζει κα­τά την πε­ρί­ο­δο εκεί­νη, ο ανυ­πά­κουος αυ­τός άν­θρω­πος θα τι­μωρη­θεί διά θα­νά­του και έτσι θα απο­βάλ­λεις τον πο­νη­ρό μέ­σα από τον ισ­ρα­η­λιτι­κό λα­ό· και όλοι οι άλ­λοι ισ­ρα­η­λί­τες, όταν ακού­σουν αυ­τήν την τι­μω­ρί­α, θα φο­βη­θούν και δεν θα εκτρα­πούν στο εξής σε ασέ­βειες.».

 

            Υ­πα­κοή στον άγιο νό­μο επι­βαλ­λό­ταν με τι­μω­ρί­ες θα­νά­του όπως αυ­τές απο­φασί­ζο­νταν για διάφορες άλ­λες πα­ρα­βιά­σεις και εάν κά­ποιος δεν αγα­πού­σε επαρ­κώς τον κα­λο­ή­θη Θεό που τις νο­μο­θέ­τη­σε, ή για ερω­το­τρο­πί­ες με κάποιον από τους «άλ­λους θε­ούς» που τό­τε πα­ρα­δε­δεγ­μέ­νως υπήρ­χε πλη­θώ­ρα από δαύτους και προς τους οποί­ους ο Γιαχβέχ ήταν τό­σο «ζηλωτής» [ζη­λιά­ρης, ζηλότυπος, δηλαδή ζήλευε πολύ] ώστε έπρε­πε να ανα­γνω­ρι­σθεί ανώ­τε­ρός τους. Στο Δευ­τε­ρο­νό­μιον 4: 7 δια­βά­ζου­με:

 

«Διό­τι ποιο άλ­λο έθνος εί­ναι τό­σο μέ­γα, στο οποίο υπάρ­χει Θε­ός που εί­ναι τό­σο πλη­σί­ον του, όπως ο Γιαχβέχ ο Θε­ός μας, σε κά­θε τι και για κά­θε τι, για το οποίο τον επι­κα­λε­σθού­με;».

 

Και στην Έξο­δον 15: 11 δια­βά­ζου­με:

 

«Ποιος από τους άλ­λους θε­ούς εί­ναι όμοιος με σέ­να Γιαχβέχ; Ποιος εί­ναι όμοιός σου, τό­σο πολύ έν­δο­ξος στους αγί­ους, τό­σο θαυ­μα­στός σε έν­δο­ξες ενέρ­γειες, δη­μιουρ­γός τό­σων κα­τα­πλη­κτι­κών θαυ­μά­των;».

 

Το πα­ρα­κά­τω χω­ρίο εί­ναι το θα­να­τη­φό­ρο διάταγμα που δό­θη­κε στο Σι­νά, όπως το δια­βά­ζομε στην Έξο­δον 22: 20:

 

«Ε­κείνος που θα προ­σφέ­ρει θυ­σία σε άλ­λους θε­ούς θα εξο­λο­θρεύ­ε­ται διά θα­νά­του. Μό­νο στον Γιαχβέχ θα προ­σφέ­ρε­τε θυ­σί­ες.».

 

Για το ίδιο θέ­μα δια­βά­στε και Δευ­τε­ρο­νό­μιον 17: 1-13.

             Το “ne plus ultra” [ου­δέν πλέ­ον πέ­ραν, το άκρον άω­τον δηλαδή] της θε­ϊ­κής νο­μο­θε­σί­ας και ζη­λό­τυ­πης μι­σαλ­λο­δο­ξί­ας βρί­σκε­ται σε αυ­τό εδώ το θε­ό­πνευ­στο τυ­ραν­νι­κό φιρ­μά­νι που με­τα­ξύ άλ­λων πε­ρι­λαμ­βάνε­ται στα κε­φά­λαια 13 και 17 του Δευ­τε­ρονο­μίου. [Πα­ρα­κα­λού­με τον ανα­γνώστη να με­λε­τή­σει προ­σε­κτι­κά αυ­τά τα δύο κε­φά­λαια για να απο­κτή­σει πλή­ρη γνώ­ση του θέ­ματος. Εδώ θα του υπο­κι­νή­σομε το εν­δια­φέ­ρον με το πα­ρα­κά­τω από­σπα­σμα, Δευ­τε­ρο­νό­μιον 17: 7-10: ]

 

«Ε­άν ο αδελ­φός σου, ο γιος της μη­τέ­ρας σου δη­λα­δή, ή η κό­ρη σου, ή η σύ­ζυ­γος της καρ­δίας σου, ή ο φί­λος σου που εί­ναι τό­σο δι­κός σου όσο και η ψυ­χή σου, σε πα­ρα­κι­νή­σουν κρυ­φά λέ­γο­ντάς σου, «ας πά­με να λα­τρεύ­σομε άλ­λους θε­ούς», εσύ δεν πρέ­πει να συμ­φω­νή­σεις μ’ αυ­τόν, μή­τε να δώ­σεις προ­σο­χή σ’ αυ­τόν· ού­τε τα μά­τια σου θα τον λυ­πη­θούν, ού­τε πρέ­πει να τον σώ­σεις, ού­τε να τον απο­κρύψεις. Αλ­λά οπωσ­δή­πο­τε πρέ­πει να τον σκο­τώ­σεις· τα χέ­ρια σου οφεί­λουν να εί­ναι τα πρώ­τα που θα πέ­σουν επά­νω του για να τον θα­να­τώ­σουν και έπει­τα τα χέ­ρια όλου του κό­σμου. Και τα χέ­ρια σας θα τον λι­θο­βο­λή­σουν με λί­θους, μέ­χρις ότου απο­θά­νει.».

 

[Εδώ υπάρχει ο σολοικισμός «λιθο­βολή­σουν με λίθους». Τον συναντάμε παν­τού, από την Εβραϊκή έκδοση, την μετάφραση των Ο΄ (ακριβέστερον των Οβ΄, οι οποί­οι γρά­φουν: «λιθο­βολή­σουσιν εν λίθοις»), μέχρι και όλες τις μετα­φράσεις. Δι’ αυτόν τον λόγο και τον διατηρώ εδώ, ώστε να δείξω ότι στα θεό­πνευστα κείμενα με­ταξύ πολλών άλλων γίνεται και κακή χρήση της γλώσσας. Είναι φιλολογικώς αναν­τίρρητον ότι οι Εβδομή­κοντα(δύο) πιθανώς να ήσαν κατά τα άλλα θεόπνευστοι αλλά ήσαν πολύ κακοί μετα­φρα­στές και είχαν λίαν περιορισμένη γνώση της Ελληνικής!

Επί της ιδίας αγριότητος στους Αριθ­μούς 25: 1-13, δί­δε­ται η δια­τα­γή «...να σκο­τώ­σει ο κα­θέ­νας τον συγ­γε­νή του...» και πε­ρι­γρά­φο­νται φρι­κώ­δεις εκτε­λέ­σεις γυ­ναι­κών. Σας παρα­κα­λού­με να με­λε­τή­σε­τε αυ­τό το κεί­με­νο! Ακόμα βλέπε και Δευ­τε­ρο­νό­μιον 6: 14-15, 7: 10, Ιησούς του Ναυί 24: 16-20, Α΄ Σαμουήλ ή Βασιλειών 2: 30-34, Β΄ Πα­ρα­λειπομένων 15: 13, Ψαλμοί 49 (ή 50): 22, 51 (ή 52): 5-7, κλπ.].

             Δεν έχω στα χέ­ρια μου για να συ­γκρί­νω, τον θρη­σκευ­τι­κό κώ­δι­κα των Απά­τσι [μην ξε­χνά­τε ότι ο συγγραφέας Joseph Wheless ήταν αμε­ρι­κα­νός], αλ­λά αμ­φι­βάλλω ότι πε­ριέ­χει ένα τέ­τοιο αντα­γω­νι­στι­κό νο­μο­θέτημα. Μια τέ­τοια κό­λα­ση γρα­φι­κών τι­μω­ριών κα­ταγ­γέλ­λε­ται ενα­ντί­ον του ατυ­χή Εκλε­κτού Λα­ού ο οποίος «δεν θα τη­ρή­σει όλες αυ­τές τις εντο­λές». Για μια αξιο­θαύ­μα­στη με­λέ­τη πά­νω σ’ αυ­τό με­λε­τή­στε: Λευιτικόν 26: 14-16 και Δευ­τε­ρο­νό­μιον 27: 14-26 και τα κεφάλαια 28, 29 [επίσης και Β΄ Παραλειπομένων 15: 13]. Αυ­τά εί­ναι πο­λύ μα­κρο­σκε­λή για να τα ανα­γρά­ψομε εδώ. [Ο συ­νε­πής ανα­γνώ­στης ό­μως έχει χρέ­ος να τα με­λε­τήσει και να κρίνει...].

 

ΝΟ­ΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝΟ­ΧΗΣ ΤΟΥ ΑΘΩ­ΟΥ

 

Η πρώ­τη ομο­λο­γία των έτσι κα­λου­μέ­νων «Δέ­κα Εντο­λών» απο­κα­λύ­πτει κά­τι που σε κά­θε άλ­λη «ψευ­δή» θρη­σκεία αναμ­φι­βό­λως θα εκλαμ­βα­νό­ταν ότι πρό­κει­ται για μια τρο­με­ρή και άδι­κη θε­ό­τη­τα. Συ­γκε­κρι­μέ­να μέσα στη δεύ­τε­ρη εντο­λή, Έξο­δος 20: 4-6, στον στί­χο 5 και Δευ­τε­ρο­νό­μιον 5: 9 [όπως και Έξο­δος 34: 7, Ιησούς του Ναυί 24: 19] δια­βά­ζομε:

 

«Διό­τι εγώ εί­μαι ο Γιαχβέχ ο Θε­ός σου, Θε­ός ζηλό­τυ­πος, ο οποί­ος επι­βάλ­λει τι­μω­ρί­ες στα τέ­κνα για τις αμαρ­τί­ες των γο­νέ­ων μέ­χρι τρί­της και τε­τάρ­της γε­νε­άς, αυ­τών που με μι­σούν.».

 

            Εί­ναι η ίδια θε­ό­τη­τα η οποία σύμ­φω­να με την απο­κα­λυ­πτι­κή «ιστο­ρία» της Εδέμ, κα­τα­ρά­στη­κε ολό­κλη­ρη την αν­θρω­πό­τη­τα «εις πά­ντας τούς αιώ­νας» επειδή μια άπει­ρη γυ­ναί­κα, αφού απα­τή­θη­κε από «έ­ναν ομι­λού­ντα όφιν», έφα­γε τον καρ­πό του Δέν­δρου της Γνώ­σε­ως προς ανυ­πα­κοή του πρώ­του «δέν θά...» (Γέ­νε­σις κεφάλαιο 3) και είναι η ίδια θε­ό­τη­τα που αρ­γό­τε­ρα έπνι­ξε σχε­δόν όλη τη δη­μιουρ­γία της ένε­κα της οργής της για τα σε­ξουα­λι­κά πα­ρα­πτώ­μα­τα «των υιών των Ελω­χίμ [με τας θυγατέρας των ανθρώπων]» (Γέ­νε­σις 6: 4-8).

[Είναι η ίδια θεότητα η οποία επέτρεψε στον «εκλεκτό και ενάρετο» Νώε να κατα­δι­κάσει τον μικρό εγγονό του Χαναάν και τους απογόνους του σε διαρκή δου­λεία στους απογόνους του Σήμ και του Ιάφεθ. Ενώ δεν έφταιχαν σε τίποτα απολύτως εν τούτοις επέσυραν την κατάρα του Νώε επάνω τους και καταδικάστηκαν αιωνίως ένεκα ενός σφάλματος όχι των ιδίων αλλά του Χαμ, πατέρα του Χαναάν, (αν τελικά ήταν σφάλ­μα το ότι ο Χαμ έτυχε να δει τον πατέρα του Νώε να κυλιέται γυμνός επει­δή είχε με­θύσει, Γενεσις 9: 18-27). Έτσι ετέθησαν οι θρησκευτικές και θεολογικές βά­σεις της στυγνής δουλείας που βασίζεται στην διαφορά φυλής.]

Τώ­ρα λοιπόν η ίδια θε­ό­τη­τα γρά­φει στην πέ­τρα την αμε­τά­κλη­τη δια­τα­γή της πετρω­μέ­νης καρ­διάς της ότι το αγέν­νη­το αθώο θα πλη­ρώ­σει την τι­μω­ρία εκεί­νων των ενό­χων που δεν αγα­πού­σαν έναν τέ­τοιο Θε­ό, όπως ακρι­βώς το Δευ­τε­ρονό­μιον 7: 10 μας λέ­γει γι’ αυ­τούς ότι:

 

 «Έ­τσι ο Γιαχβέχ αντα­πο­δί­δει προ­σω­πι­κώς σ’ αυ­τούς που τον μι­σούν και εξο­λο­θρεύ­ει αυ­τούς. Δεν θα βρα­δύ­νει επί­σης να τι­μω­ρή­σει προ­σω­πι­κώς τους μισού­ντας αυ­τόν και να αντα­πο­δώ­σει σ’ αυ­τούς κα­τά τα έρ­γα των.».

 

            Εν τού­τοις, εί­τε η Εβρα­ϊ­κή θε­ό­τη­τα σε κα­το­πι­νές επο­χές έγι­νε πιο πο­λι­τισμέ­νη εί­τε οι γραμ­μα­τείς της έπε­σαν σε άλ­λη μια από αυ­τές τις ακα­τά­παυ­στες αντι­φά­σεις οι οποί­ες κα­λύ­πτουν ένα τε­ρά­στιο μέ­ρος των θε­ο­πνεύ­στων απο­κα­λύ­ψε­ων του Γιαχβέχ τους. Διό­τι θε­τι­κώς ανα­φέ­ρε­ται, όπως π.χ. Ιε­ζε­κιήλ 18: 1, 20 και Δευ­τε­ρο­νό­μιον 24: 16, ότι:

 

«Και μί­λη­σε Γιαχβέχ προς εμέ ξα­νά λέ­γων... Δεν θα τι­μω­ρη­θούν διά θα­νά­του πα­τέ­ρες εξ αι­τί­ας των τέ­κνων των, ού­τε και τα παιδιά εξ αι­τί­ας των πα­τέ­ρων των. Ο κα­θέ­νας θα τι­μω­ρεί­ται διά τη δι­κήν του αμαρ­τί­α.».

 

[Δη­λα­δή κα­νο­νι­κή Βα­βυ­λω­νία αντι­φά­σε­ων! Αλλά μάλλον εν προκειμένω δεν πρόκειται για αντίφαση, διότι ο Γιαχβέχ ως ορίζει προηγουμένως και αλλαχού αυτός μεν θα τιμωρεί τους απογόνους, αλλά εδώ ορίζει ότι δεν θα τους τιμωρεί η κρατική-ιερατική δικαιοσύνη. Βλέπε και Β΄ Παραλειπομένων 25: 4, κ.α.

Πάν­τως αυτός ο Θεός ετιμώρησε τον Δαυίδ και την Βηρσαβεέ με το να θανα­τώ­σει το πρώτο τέκνο τους, ένεκα των φοβερών αμαρ­τιών τους (μοιχεία και σατανική δολο­φονία συζύ­γου) (Β΄ Σαμουήλ Β΄ Βασιλειών- 11: 1-27, 12: 9-19). (Ανάλογα επεισόδια με τέ­τοιου είδους τιμωρίες υπάρχουν και αλλού μέσα στη θεϊκή Βίβλο.). Εδώ οι εντολές «ού μοιχεύ­σεις», «ού φονεύσεις» και «ουκ επιθυμήσεις...» δεν είχαν καμίαν ισχύν αφού βε­βαίως επρόκειτο για τον εκλεγ­μένο βα­σι­λέα, εκλεκτό φίλο και σύμφωνο της καρ­δίας του Γιαχβέχ...! Κανονικά έπρεπε να θα­νατωθούν και οι δύο διά λιθοβολισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου (Λευιτικόν 20: 10, Αριθ­μοί 35: 16-34, Δευ­τε­ρο­νό­μιον 22: 22 κλπ.). Επίσης, από τις δέκα πο­λυδια­φη­­μι­σ­μένες εντο­λές, Έξοδος 20: 1-17, Δευτε­ρονόμιον 5: 1-33 οι τέσ­σε­ρις πρώ­τες δεν έχουν καμία παγκόσμια ηθική αξία. Είναι απλώς κανόνες της ιδιοσυστα­σίας του τότε Εβρα­ϊ­κού λαού. Στην παρούσα παράγραφο ο συγ­γραφέας καταγγέλλει την αδικία και την βαρβα­ρότητα του δευ­τέρου μέρους της δευ­τέρας εντολής. Επίσης με το πρώτο μέρος αυτής της εντολή κα­ταδικάστηκαν άπαξ οι τέ­χνες της ζωγραφικής και της γλυπτικής. Οι υπόλοιπες έξη εντολές είναι στη γενικότητά τους τόσο κοινή λογική ώστε να υπάρχουν σε κάθε νομοθεσία οιουδήποτε έθνους πριν ή μετά τη μωσαϊκή νομοθεσία και χωρίς αυτό το έθνος να έχει χρειαστεί τη θεϊκή αποκά­λυ­ψη ή επιφοί­τηση!

Οι κατηγορικές προσταγές τύπου «ου φονεύσεις», κλπ. είναι γελοιώδεις και ανε­φάρμοστες. Παρατηρήσατε ότι ο Θεός Γιαχβέχ εις μεν την Γένεσιν 15: 18-20 έχει ήδη δια­τάξει ένδεκα γενοκτονίες! Ιδού Θεός δικαιοσύνης και αγάπης:

 

«εν τη ημέρα εκείνη διέθετο Κύριος τω Άβραμ διαθήκην λέγων· τω σπέρματί σου δώσω την γην ταύτην, από του ποταμού Αιγύ­π­του έως του ποταμού του μεγάλου, ποταμού Ευφράτου, τους Κε­ναίους και τους Κενεζαίους και τους Κεδμωναίους και τους Χετ­ταίους και τους Φερεζαίους και Ραφαείν και τους Αμορραίους και τους Χαναναίους και τους Ευαίους και τους Γεργεσαίους και τους Ιεβουσαίους.».

 

Αλλά λίγο πιο κάτω στο ίδιο το Δευτερονόμιον κεφάλαιο 7, προστάζει «θα φονεύσεις τον Τάδε και τον Τάδε, και τα παιδιά τους και τα κοτόπουλα τους»! Διατάζει επτά ολοκληρω­τι­κές γε­νοκτονίες και επί πλέον συναντάμε το παράδειγμα του πλέον απεχ­θούς Θεοδό­του και Απολύτου Ρα­τσισμού. Μελετείστε όλο αυτό το κεφάλαιο. Εδώ παραθέτομε τους στίχους 1-11:

 

Εάν δε εισάγη σε Κύριος ο Θεός σου εις την γην, εις ην εισ­πο­ρεύη εκεί κλη­ρονομήσαι αυτήν, και εξάρη έθνη μεγάλα από προ­σ­ώπου σου, τον Χετταίον και Γεργεσσαίον και Αμορραίον και Χα­ναναίον και Φερεζαίον και Ευαίον και Ιεβουσαίον, επτά έθνη πολ­λά και ισχυρότερα υμών, και παραδώσει αυτούς Κύ­ρι­ος ο Θεός σου εις τας χείράς σου και πατάξεις αυτούς, αφανι­σμώ αφα­νι­είς αυτούς, ου διαθήση προς αυτούς διαθήκην, ουδέ μη ελεήσητε αυ­τούς, ου­δέ μη γαμβρεύσητε προς αυτούς· την θυγατέρα σου ου δώ­σεις τω υιω αυτού, και την θυγατέρα αυ­τού ου λήψη τω υιώ σου· αποστήσει γαρ τον υιόν σου απ’ εμού, και λατρεύσει θεοίς ετέροις, και οργισθήσεται θυμώ Κύ­ριος εις υμάς και εξολοθρεύσει σε το τάχος. αλλ’ ούτω ποιή­σε­τε αυτοίς· τους βωμούς αυ­τών καθελείτε και τας στήλας αυτών συντρίψετε και τα άλση αυτών εκκόψετε και τα γλυπτά των θε­ών αυτών κατακαύσετε πυρί· ότι λαός άγιος ει Κυρίω τω Θεώ σου, και σε προείλετο Κύριος ο Θεός σου είναι αυ­τώ λα­όν περιούσιον παρά πάντα τα έθνη, όσα επί προσώπου της γης. ουχ ότι πολυπληθείτε παρά πάντα τα έθνη, προείλετο Κύριος υμάς και εξελέξατο Κύριος υμάς, υμείς γαρ έστε ολιγοστοί πα­ρά πάντα τα έθνη, αλλά παρά το αγαπάν Κύριον υμάς και δια­τηρών τον όρκον, ον ώμοσε τοις πατράσιν υμών, εξήγαγεν υμάς Κύριος εν χειρί κραταιά και βραχίονι υψηλω και ελυ­τρώ­σατό σε Κύριος εξ οίκου δου­λείας, εκ χειρός Φαραώ βασιλέως Αιγύ­πτου. και γνώση ότι Κύριος ο Θεός σου, ούτος Θεός, Θεός πιστός, ο φυλάσσων δια­θήκην και έλεος τοις αγαπώ­σιν αυτόν και τοις φυ­λάσσουσι τας εν­τολάς αυτού εις χιλίας γενεάς και απο­δι­δούς τοις μισούσι κατά πρόσωπον εξολοθρεύσαι αυτούς· και ουχί βρα­δυνεί τοις μισούσι, κατά πρόσωπον αποδώσει αυ­τοίς. και φυλάξη τας εντολάς και τα δικαιώματα και τα κρίματα ταύτα, όσα εγώ εντέλ­λο­μαί σοι σή­με­ρον ποιείν.

 

Βλέπε και Έξοδος 33: 2, Δευτερονόμιον 20: 17, Ιησούς του Ναυί κεφάλαιο 24, και πολλά άλλα σημεία του «αγίου» αυτού βιβλίου, όπου ανα­φέ­ρονται οι επτά (7) αυ­τές ειδεχθέστατες γενοκτονίες κατά τρόπον άγιον, τιμητικόν και υπερήφανον. Εις δε την Γένεσιν 15: 18-20, όπως είδαμε παραπάνω, αναφέρονται ένδεκα (11) γενοκτονίες. Αυτό θα πει θεός αγά­πης και δικαι­ο­σύ­νης! Αυτό θα πει σχέδιο «παντοδυνάμου θεού που είναι όλο αγάπη και δι­καιοσύνη» για να λυτρώσει το ανθρώπινο γένος από την κατάρα του και τη συνεχή οργή του. Ιδού τί εστί θρησκεία καταστροφής, ανοησίας και σχι­ζο­φ­ρε­νείας.

            Δεν συγκρατείται ούτε επί μερικές σελίδες ώστε να λησμονήσομε τι μας είπε προ­ηγουμένως! Δείτε και τον Αρχιεπίσκοπον (όπως και όλους τους ιεροκήρυκες) ο οποίος αφού κάμει βαρύγδουπο κήρυγμα περί Δέκα Εντο­λών μετά ευλογεί τα όπλα του «φιλο­χρίστου ημών Στρατού» και κατακεραυνώνει τους Μάρτυρας του Ιαχωβά Χριστιανούς επειδή δεν στρα­τεύονται επειδή εκλαμβάνουν «ου φονεύσεις» «τοις με­τρητοίς» και το τηρούν. Διά τούτο όταν εντολές δεν αξιολογούνται αναλόγως των συνθηκών και του Καιρού, όπως π. χ. συνέβαινε με τους Νόμους του Ελληνικού και Ελληνορωμαϊκού Πο­λι­τισμού, καθίσταν­ται όχι μόνον ανεφάρμοστες αλλά και επικίν­δυνες έως καταστροφι­κές.

Εδώ επίσης αναφέρομεν ένα πολύ σοβαρό στοιχείο για τις δέκα εντολές: Οι κατά­λογοι των δέκα εντολών των δύο παραπάνω κεφαλαίων παρουσιάζουν μερικές διαφορές. Όποι­ος θέλει ας τους συγκρίνει λέξη προς λέξη και ας τους κρίνει. Δη­μι­ουρ­γούνται σί­γουρα μερικά σο­βα­ρά ερωτηματικά, αλλά δεν θα το κάνομε μεγάλο ζή­τημα εδώ. Υπάρ­χει όμως κάτι πολύ παράξενο με το κεφάλαιο 34 της Εξόδου. Εδώ αν­τι­καθίστανται οι πρώτες πλάκες που έσπασε ο Μωυσής πάνω στον θυμό του (Έξο­δος 32: 19, διά τον χρυ­σούν μό­σχον όν εποί­η­σε ο αδελφός του Ααρών..., άλλο μεγάλο ερωτη­μα­τικό, Έξοδος 32: 1-6, 35) με νέες, κατ’ εντολήν του ίδιου του Θεού Γιαχβέχ. Δεν βλέ­πομε όμως τις δέκα εντολές των δύο άλ­λων κεφαλαίων. Εκτός από δυο-τρεις που μοιά­ζουν, οι άλλες εντολές είναι εν­τελώς άσχε­τες και ανήθικες. Διαβάστε λοιπόν τα τρία αυ­τά κεφάλαια περί των δέκα εν­το­λών και ρωτήστε τους πνευμα­τι­κούς σας φωστήρες ποιος είναι επί τέλους ο σωστός κατά­λο­γος των δέκα εντολών. Στην Έξοδο 34: 28 ανα­φέ­ρεται σαφώς η απάντηση ότι αυ­τός είναι ο κατάλογος των δέκα (άλλων αντί άλλων) εντολών! Άλ­λη μια θεό­πνευ­στη αν­τί­φαση με­γάλης ολκής! Τί να ση­μαί­νουν άραγε όλα αυτά;... Όταν βρείτε την απάν­τηση πολύ θα θέ­λαμε να την ανακοι­νώ­σετε για να την μάθομε και εμείς.

Ολόκληρη η δευτέρα εντολή, Έξοδος 20: 4-6, έχει ως εξής: «ου ποιήσεις σεαυ­τώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τω ουρανω άνω και όσα εν τη γη κάτω και όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης. ου προσκυνήσεις αυτοίς, ουδέ μη λατρεύσεις αυ­τοίς· εγώ γαρ ειμι Κύριος ο Θεός σου, Θεός ζηλωτής, αποδιδούς αμαρτίας πατέρων επί τέκνα, έως τρίτης και τετάρτης γενεάς τοις μισούσί με και ποιών έλεος εις χιλιάδας τοις αγαπώσί με και τοις φυλάσσουσι τα προστάγματά μου.». Όταν διδάσκουν στα σχολεία τις δέκα εντολές αναφέρουν μόνο τον στίχο 4 και σκοπίμως παραλείπουν τον 5 και αναγκαστικά και τον 6. Γι’ αυτό χρειάζεται μία πλήρης και προσεκτική μελέτη αυτού του αισχρού βιβλίου που ονομάζεται Βίβλος! Μόνο έτσι μπορεί κανείς να δει όλες τις αισχρότητες, θηριωδίες , λάθη, αντιφάσεις, κλπ., που αναφέρονται εκεί μέσα και μετά να κρίνει

Στην Έξοδο 20: 1-3 η πρώτη εντολή του δεκαλόγου δίδεται ως εξής: «Και ελάλη­σε Κύριος πάντας τους λόγους τούτους λέγων· εγώ ειμι Κύριος ο Θεός σου, όστις εξήγαγόν σε εκ γης Αιγύπτου, εξ οίκου δουλείας. ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλήν εμού

Έτσι που τίθεται, ο Κύριος ο Θεός παραδέχεται ότι υπάρχουν και άλλοι θεοί, αλλά παραγγέλλει στον εκλεκτό λαό του να μην δεχθεί άλλους εκτός απ’ αυτόν, μάλ­λον ένεκα ευγνωμοσύνης επειδή τον έβγαλε από την δουλεία της Αιγύπτου. Οι άλλοι θεοί, ως υπάρχοντες, πιθανώς να διεκδικήσουν την θέση του. Γι’ αυτό και προειδο­ποιεί!

Δεν λέγει ότι αυτός είναι ο μόνος και αληθινός θεός και όλοι οι άλλοι θεοί εί­ναι ψεύτικοι και συνεπώς, αφού τους αποκαλύπτεται και τους αποκαλύπτει αυτή την αλήθεια, δεν μένει τίποτα άλλο στους εκλεκτούς του παρά να έχουν αυτόν ως Θεό ένεκα αποκαλυφθείσας γνώσεως. Οτιδήποτε άλλη εκλογή θεού γι’ αυτούς και οποι­ουσδήποτε άλλους θα ήταν εκτός νοήματος και πραγ­ματικότητας.

Εντός αυτού του πνεύματος λοιπόν κα­τανοούνται ακόμα καλλίτερα αυτά που αναπτύσσονται εδώ γύρω από την φράση της δευτέρας εντολής: «Διό­τι εγώ εί­μαι ο Γιαχβέχ ο Θε­ός σου, Θε­ός ζηλό­τυ­πος, ... », κλπ.].

 

ΝΟ­ΜΟΣ ΤΗΣ ΔΟΥ­ΛΕΙΑΣ

 

            Ο πρώ­τος-πρώ­τος νό­μος με­τά τον έτσι καλού­με­νο «Δε­κά­λο­γο» της Εξό­δου 20 εί­ναι ο νό­μος της ανθρώ­πι­νης δου­λεί­ας για τον λαό που μό­λις πριν τρεις μή­νες δρα­πέ­τευ­­σε από 400 χρό­νια δου­λεί­ας [πράγμα που δηλώνεται σαφώς και στην πρώτην εν­τολή Έξό­δος 20: 2],—όπως ακρι­βώς το πρώ­το-πρώ­το διάταγμα με­τά τη δρα­πέ­τευ­σή τους έχει να κά­νει με τους δού­λους αυ­τών των φυ­γά­δων δού­λων, βλέ­πε Έξο­δος 12: 44 [«και πάντα οικέτην ή αργυρώνητον περιτεμείς αυτόν, και τότε φάγε­ται απ’ αυ­τού·»]. Πα­ρα­κά­τω, στην Έξο­δον 21: 1-11, θε­σπί­ζο­νται λοι­πόν οι σχε­τι­κοί νό­μοι για δού­λους. [Επει­δή όλα τα εδά­φια αυ­τά εί­ναι μα­κρο­σκε­λή για να κα­τα­γρα­φούν εδώ, ανα­φέ­­ρομε μό­νο τα πο­λύ χαρακτηριστικά ση­μεί­α. Εσείς βεβαίως μην πα­ρα­λεί­ψετε να διαβά­σετε τα σχε­τι­κά εδά­φια, ουσιαστικά ολόκληρο το κεφάλαιο 21 της Εξόδου, για να δείτε και τα υπόλοιπα και να κρίνετε: ]

 

«Αυ­τές εί­ναι οι εντο­λές τις οποί­ες θα πα­ρα­θέ­σεις ενώ­πιον αυ­τών: Εάν αποκτή­σεις Εβραίο ως δού­λο...-...(έ­τσι και έτσι). Εάν ο Εβραί­ος δού­λος εί­ναι πα­ντρεμέ­νος με δού­λο του ιδί­ου κυ­ρί­ου και έχουν παι­διά, μπο­ρούν να απο­σπα­στούν και να δια­χωριστούν. Εάν ο δού­λος αγα­πά τη γυ­ναί­κα του και τα παιδιά του και δεν επι­θυ­μεί να απο­σπα­στεί απ’ αυ­τά, τό­τε ο κύ­ριός του θα του τρυ­πή­σει τα αυ­τιά με ένα βε­λό­νι και θα τον κρα­τή­σει σε ισό­βια δου­λεί­α.».

 

             Ένας Εκλε­κτός του Ισ­ρα­ήλ μπο­ρεί να που­λή­σει τη κό­ρη του ως δού­λα (Έ­ξο­δος 21: 7). Ευ­ρέ­ως υπο­δει­κνύ­ε­ται ότι ο κύ­ριος μπο­ρεί να εκτο­νώ­σει επά­νω της τη σε­ξουα­λι­κή ορ­μή του χω­ρίς κα­μιά τι­μω­ρία (Έ­ξο­δος 21: 8). Εάν ένας Εκλε­κτός του Γιαχβέχ σκο­τώ­σει το δού­λο του, διά τραυ­μα­τι­σμού που επι­φέ­ρει αρ­γό και εξα­ντλη­τι­κό θά­να­το «δεν θα τι­μω­ρη­θεί, διό­τι ο δού­λος αυ­τός εί­ναι χρή­μα του» (Έ­ξοδος 21: 21). Εάν ο κύ­ριος κτη­νω­δώς βγά­λει το μά­τι ή το δό­ντι του δού­λου ή της δού­λας του, η μό­νη τι­μω­ρία θα εί­ναι ότι ο δού­λος ή η δού­λα θα ελευ­θερω­θεί (Έ­ξο­δος 21: 26-27). [Ακόμα Έ­ξο­δος 21: 32: «εάν ο ταύρος κτυπήσει με τα κέρατα δούλον ή δούλα, ο μεν ταύρος θα φονευθή διά λιθοβολισμού, ο δε κύριος του ταύρου θα πληρώση εις τον κύριον του δούλου τρίακοντα αργυρά σεκέλς.».]. Οι φτω­χοί του Εκλε­κτού Λα­ού μπο­ρούν να που­λη­θούν ως δού­λοι σε άλ­λους του Εκλε­κτού Λα­ού «μέ­χρι το Ιω­βη­λαί­ον Έτος» (Λευιτικόν 25) το οποί­ον εί­ναι συγ­γε­νές με το κλασ­σι­κό “ad Calendas Grae­cas” [«εις τάς Ελ­λη­νι­κάς Κα­λέν­δας»)] διό­τι κα­νέ­να τέ­τοιο έτος, τύ­που Ιω­βη­λαί­ου, δεν έχει κα­τα­γρα­φεί στην Αγία Γρα­φή να έχει πο­τέ συμ­βεί. [Ό­πως ακρι­βώς δεν υπήρχαν Ελ­λη­νι­κές Κα­λέν­δες για­τί οι Κα­λέν­δες ήταν Ρω­μα­ϊ­κές.]. Επί­σης από τους γει­το­νι­κούς λα­ούς τους «τους ει­δω­λο­λα­τρι­κούς», ανά­με­σα στους οποί­ους ζού­σαν, «από αυ­τούς θα αγο­ρά­ζε­τε δού­λους πά­ντο­τε, κα­θώς επί­σης και από τα παιδιά των ξέ­νων» (Λευι­τι­κόν 25: 41-46).

[Για περισσότερες διατάξεις περί δούλων και αιχμαλωτισθέντων μέσα στο «ιερό» βιβλίο βλέπε και: Έξοδος 22: 1-3, Δευτερονόμιον 20: 13-14, 28: 15, 41, Ιη­σούς του Ναυί 9: 22-27, Ιωήλ 3: 8, κ. α.]

 

ΝΟ­ΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝ­ΘΡΩ­ΠΟ­ΘΥ­ΣΙΩΝ

 

            Πρώ­τον, στην Έξο­δον 13: 1-2 δια­βά­ζου­με:

 

«και Γιαχβέχ μί­λη­σε στο Μω­υ­σή και εί­πε: Αγί­α­σε μου όλα τα πρω­το­γέν­νη­τα, οποιο­δή­πο­τε δια­νοί­γει μή­τρα με­τα­ξύ των τέ­κνων του Ισ­ρα­ήλ, από αν­θρώ­που έως κτή­νους, διό­τι τού­το ανή­κει σε μέ­να.».

 

            Δεύ­τε­ρον, πα­ρα­κά­τω στο ίδιο κε­φά­λαιο 12-13 συ­νε­χί­ζει:

 

«Θα βά­λεις κα­τά μέ­ρος για τον (το Εβρα­ϊ­κό κεί­με­νο λέ­ει, θα προ­σ­φέ­ρεις στον) Γιαχβέχ, όλα που δια­νοί­γουν μή­τρα, αρ­σε­νι­κά,... κλπ.».

 

             Τρί­τον, στο Λευιτικόν 27: 29 έχομε την τρο­με­ρή διάταξη:

 

«και οτι­δή­πο­τε, το οποίο έχει αφιε­ρω­θεί ως τά­μα από τους αν­θρώ­πους δεν ημπο­ρεί να εξα­γο­ρα­στεί, αλ­λά διά θα­νά­του θα θανα­τω­θεί.».

 

[─ Παρέκβαση: Εάν μελετήσετε τις αποδόσεις της Παλαιάς Διαθήκης στη Νεοε­λ­λη­νική και τις συγκρί­νετε με το ίδιο το πρωτότυπο, εάν βεβαίως δεν έχετε δυσκολία με την βι­βλική γλώσσα, ή με την Μασόρα ή μια καλή μετάφρασή της από τα Εβραϊκά, θα πα­ρα­τη­ρή­σε­τε ότι οι αποδόσεις όχι μόνο προσθέτουν πλεονασμούς και θεολογικά παρα­γε­μί­σματα αλ­λά και διαστρέφουν την κα­θαρή αλήθεια, η οποία αποκαλύπτει πράγματα που σοκάρουν τους σημερινούς ανα­γνώστες. Π. χ., ο θεολόγος Γ. Γ. Ψαλ­τάκης που έχει απο­δώσει το εδά­φιο αυτό στην εικο­σάτομη έκδοση της Παλαιάς Δια­θήκης της αδελφότητος θεολόγων ο «Σω­τήρ», Έκδοσις Έκτη 2003, το «αλλά θανάτω θανατωθήσεται» του πρω­τοτύπου των Εβδομήκοντα(δύο) δεν το μεταφράζει όπως πρέπει «αλ­λά (δια θα­νά­του) θα θανατωθεί» μόνο το αποδίδει αλλέως: «αλλά θα είναι αφιερωμένος έως θανάτου εις τον Θεόν.» Το ίδιο ακριβώς λάθος διαπράττουν και οι γνωστοί θεολόγοι Π. Ν. Τρεμπέλας στην Πα­λαιά Διαθήκη της αδελφότητος θεολόγων ο «Σωτήρ», Έκδοσις του 1985, και ο Ι. Θ. Κολι­τσά­ρας στην πεντάτομη έκδοση της Παλαιάς Διαθήκης της αδελφότητος θεο­λό­γων η «Ζωή», Έκδοσις Τρίτη, 1989.

Οι φράσεις «θανάτω θανατωθήσεται», ή «θανάτω θανατούσθωσαν», ή «θα­νά­τω θανατούσθω», και πολλές άλλε παρεμφερείς όπως «λιθοβολήσουσιν ... εν λίθοις», «εξαλείψω εν φόνω μαχαίρας», «ρομφαία...» κλπ., εμφανίζονται εκατοντά­δες φορές εντός του θεοδότου Μωσαϊκού Νό­μου και ολόκλη­ρης της Παλαιάς Δια­θή­κης. Για σύντομο παράδειγμα ανα­γράφομε μό­νον Λευιτικόν 20: 13 «και ος αν κοι­μη­θή μετά άρσενος κοίτην γυναι­κός, βδέλυγμα εποί­η­σαν αμφό­τε­ροι· θα­νάτω θανατού­σθωσαν, ένοχοί εισίν.», και Λευτικόν 20: 15-16 «και ος αν δω κοιτασίαν αυτού εν τε­τράποδι, θανάτω θανα­τούσ­θω, και το τετράπουν αποκτε­νείτε. και γυνή, ήτις προ­σε­λεύσεται προς παν κτή­νος βι­βα­σθήναι αυτήν υπ’ αυτού, απο­κτε­νείτε την γυναίκα και το κτήνος· θανάτω θανα­τούσθωσαν, ένοχοί ει­σίν.». Εδώ αυτοί οι κύριοι μετα­φρά­ζουν κανονικά και σω­στά: «να τιμωρούνται (και οι δύο) διά θανά­του», και «να τι­μω­ρείται με θάνατον», «Να τι­μωρούνται με θάνατον». Γιατί λοιπόν εδώ δεν μετά­φ­ρα­σαν όπως και πριν: «να είναι και οι δύο αφιερωμένοι ο ένας στον άλ­λο μέχρι θα­νά­του», ή «αυτός να αφιε­ρώ­νεται στο τετράποδο μέχρι θανάτου», ή «η γυναίκα να αφιε­ρώνεται στο τετράποδο μέχρι θανάτου»; Και ξαναρωτάμε γιατί; Πλήρης παραποίηση και δια­στροφή των πραγ­μά­των δηλαδή από τους ορθοδόξους Έλληνες θεολόγους. Αυτή η συ­νε­χής και ανερυθρί­αστη απόκρυψη της αλήθειας δεν μπορεί παρά να μας βάλει σε υποψίες περί συνω­μο­σί­ας. Διότι τόσοι μεταφραστές και ερμηνευτές λησμο­νούν ότι τα κείμενα αυ­τά είναι θεόπνευστα ή ακριβέστερον τα ίδια τα λόγια του Θεού και επομένως ότι δεν ημ­πο­ρούν να αλλάξουν ούτε «μίαν κεραίαν» ούτε «ένα ιώτα» έως τον καιρόν της συν­τε­λείας (σύμφωνα με το χριστιανικό δόγμα που προέρχεται από τον Ματθαίον 5: 18-19, την Αποκά­λυ­ψιν 22: 18-19, κλπ.), αλλά τα διαστρε­βλώ­νουν κατά το δοκούν! Αγα­πη­τοί αναγνώστες τί έχετε να πείτε επ’ αυ­τού του ζητή­μα­τος που θέτομε εδώ;

Στις Αγ­γλι­κές Προτεσταντικές Παλαιές Διαθήκες το κείμενο έχει απο­δοθεί σωστά και απ’ αυτές ανα­γράφει ο αείμνη­στος συγγραφέας Joseph Wheless, ο οποίος εγνώριζε άριστα και την Αρχαίαν Ελληνικήν. Έτσι λοιπόν η γνώση της Αρχαίας Ελ­ληνικής παίζει καθοριστικό ρό­λο στη σωστή ανά­γνωση και κατανόηση των χριστια­νι­κών κειμένων και αποτελεί ασφάλεια από το να καταντήσει κανείς έρμαιον απάτης. ─ Τέλος της παρεκβά­σεως.]

            Ο θε­ϊ­κός «λό­γος» γι’ αυ­τή την αφιέ­ρω­ση μέ­χρι θα­νά­του των πρω­το­γεν­νή­των του Εκλε­κτού Λα­ού και των κτη­νών τους, που δί­δε­ται από τον θείο νο­μο­θέ­τη, εί­ναι για να εί­ναι ιε­ρή η μνη­μό­νευ­ση της σφα­γής των πρω­το­γεν­νή­των της Αι­γύ­πτου, όπως σύμ­φω­να με την Έξο­δον 13: 15-16 έχο­με:

 

«Ό­ταν σκλή­ρυ­νε λοι­πόν ο Φα­ραώ για να μην μας αφή­σει να φύ­γου­με, ο Θε­ός απέ­κτει­νε κά­θε πρω­τό­το­κο στη χώρα της Αι­γύ­πτου, από πρω­το­τό­κων αν­θρώ­πων μέ­χρι πρω­το­τό­κων κτη­νών. Και διά τού­το εγώ προ­σφέ­ρω θυ­σία στον Γιαχβέχ οποιο­δή­πο­τε δια­νοί­γει μή­τρα από τα αρ­σε­νι­κά ζώ­α, και κά­θε πρω­τό­το­κο των αν­θρώ­πων μου το εξα­γο­ρά­ζω. Και σε ανά­μνη­ση αυ­τού του γε­γο­νό­τος θα έχεις κά­­ποιο ση­μά­δι στο χέ­ρι σου, το οποίο πά­ντα όταν ­το βλέ­πεις, θα θυ­μά­σαι ότι ο Γιαχβέχ με το πα­ντο­δύ­να­μο χέ­ρι του σε έβγα­λε ελεύ­θε­ρον από την Αί­γυ­πτον.».

 

[Με­λε­τή­στε την κα­θιέρω­ση των πρω­το­τό­κων στον Γιαχβέχ όπως κα­τα­γρά­φε­ται στην Έξοδον 13: 1-16, 22: 29-30, κα. Πράγματι οι ανθρωποθυσίες αποτελούσαν κοινό έθιμο όλων των Σημιτικών λαών. Την ίδια ακριβώς θυσία των πρωτοτόκων απαι­τεί και λαμ­βά­νει ο σημιτικός Θεός Μολώχ της Καρχηδόνος.].

            Κεί­με­να και πά­λι κεί­με­να του εμπνευ­σμέ­νου λό­γου του Θε­ού μάς με­τα­φέ­ρουν το θη­ριώ­δες έθι­μο του ολο­καυ­τώ­μα­τος ζω­ντα­νών παι­διών ως ζωντα­νές αν­θρω­πο­θυ­σί­ες στον Εβρα­ϊ­κό Θεό. Ακό­μα και τα κα­το­πι­νά κεί­με­να που απα­γό­ρευαν αυ­τή την πρα­κτι­κή μαρ­τυ­ρούν, με τη συ­χνή επα­νά­λη­ψη τους, για τη βα­θιά ρι­ζω­μέ­νη θρη­σκευ­τι­κή τε­λε­τή λα­τρεί­ας της αν­θρω­πο­θυ­σί­ας στο Ισρα­ήλ, εί­τε σαν υπα­κοή στους ανω­τέ­ρω θε­ϊ­κούς νό­μους εί­τε ακό­μα σαν αρ­χαιό­τε­ρη πρα­κτι­κή του Εκλε­κτού Λαού. Για πα­ρά­δειγ­μα η εντο­λή του Θε­ού στον Αβρα­άμ να φο­νεύ­σει τον νε­α­ρό γιο του Ισα­άκ, σαν σε­πτή θυ­σία ολο­καυ­­τώ­μα­τος, εί­ναι πά­ρα πο­λύ γνω­στή και απο­κρου­στι­κή για να ανα­φέ­ρομε πε­ρισ­σό­­τε­ρες λε­πτο­μέρειες. Μέ­χρι να τε­λειώ­σει αυ­τό το αρ­χείο της Βί­βλου όλο και περισ­σό­τε­ρα βι­βλία υπο­δει­κνύ­ουν τη συ­νέ­χι­ση των αν­θρω­πο­θυ­σιών ως μιαν ορθό­δο­ξη θρη­σκευ­τι­κή τε­λε­τή προς τον Γιαχβέχ, Θεό του Ισ­ρα­ήλ. Στο βι­βλίο του Ιε­ζε­κι­ήλ 20: 26 δια­βά­ζου­με:

 

«Θα τους θε­ω­ρή­σω μο­λυ­σμέ­νους στις προ­σφο­ρές τους, διό­τι κά­θε δια­νοί­γον μή­τρα (δη­λα­δή πρω­τό­το­κο) το προ­σφέ­ρουν θυ­σία στο πυρ...».

 

Πα­ρα­κά­τω στο βι­βλίο του Ιε­ζε­κι­ήλ των Μασ­σο­ρι­τών 20: 31 έχου­με:

 

«Κά­νεις τους γιους σου να πε­ρά­σουν διά του πυ­ρός... ακό­μα και σή­με­ρον.».

 

Και ακό­μα λί­γο πριν στο ίδιο βι­βλίο 16: 20-21:

 

«Ε­σύ πή­ρες τους γιους και τις θυ­γα­τέ­ρες σου... και θυ­σί­α­σες αυτούς... Εφό­νευ­σες τα παιδιά σου και τα πα­ρέ­δω­σες για να τα ανα­γκά­σουν να περά­σουν διά του πυ­ρός.».

 

             Άλ­λα πα­ρα­δείγ­μα­τα ανα­φο­ρών με το θέ­μα των αν­θρω­πο­θυ­σιών, εί­ναι:

 

  1. Ησα­ΐ­ας 57: 5
  2. Ιε­ρε­μί­ας 7: 31, 19: 5, 39 (Μα­σό­ρας 32): 35
  3. 4 (Μα­σό­ρας 2) Βα­σι­λειών 16: 3, 17: 17-31, 23: 10
  4. Ψαλ­μοί 105 (ή 106): 37-38
  5. (Σχεδόν πα­ντού)

 

[Τί συμπεραίνετε λοιπόν για αυτά τα πράγ­μα­τα που καταγράφομε εδώ;...].

ΝΟ­ΜΟΣ ΠΕΡΙ ΘΥ­ΣΙΩΝ ΚΑΤΟΠΙΝ ΤΑ­ΜΑ­ΤΟΣ

 

            Το ολο­καύ­τω­μα (θυ­σία τε­λείας καύ­σε­ως) προς τον Γιαχβέχ που έγι­νε από τον Ιε­φθάε με την ίδια την παρ­θέ­να κό­ρη του, προς συμ­μόρ­φω­ση με το δι­κό του φα­να­τι­κό τά­μα, ήταν σύμ­φω­νο και με την κατ’ ευ­θεί­αν υπα­κοή στον θε­ϊ­κό νό­μο. Σύμ­φω­να με την πε­ρι­γρα­φή του βι­βλί­ου των Κρι­τών 11: 39: «...ξε­πλή­ρω­σε με αυ­τήν (την κό­ρη του) το τά­ξι­μο που εί­χε τά­ξει...». Έτσι με το τά­ξι­μο και το ξε­πλή­ρω­μα του τα­ξί­μα­τος [του Ιε­φθά­ε] έχομε και μια ιστο­ρι­κή μαρ­τυ­ρία του γε­γο­νό­τος ότι οι αν­θρω­πο­θυ­σί­ες ήταν σύ­νη­θες φαι­νό­με­νο στο Ισ­ρα­ήλ, και κα­ριε­ρώ­θη­καν από τον ίδιο τον νό­μο του Γιαχβέχ. Ιδού και η θε­ϊ­κή «διάταξη» που πρό­στα­ζε αυ­τούς τους φό­νους διά θυ­σιών όπως την ανα­φέ­ρει το Λευιτικόν 27 (ε­δώ ανα­γρά­φομε λί­γα μό­νο στοι­χεία και αφή­νο­με ολό­κλη­ρο το κε­φά­λαιο στον ανα­γνώ­στη):

 

«Ό­ταν κά­ποιος κά­νει τά­μα... δεν θα μπο­ρεί να το αλ­λοιώ­σει ή να το αλ­λά­ξει, κα­λό για κα­κό ή κα­κό για κα­λό... Κα­νέ­να αφιε­ρω­μέ­νο πράγ­μα που κά­ποιος έχει αφιε­ρώ­σει στον Γιαχβέχ από όσα έχει, εί­τε άν­θρω­πο εί­τε κτή­νος... δεν θα που­λη­θεί ή θα εξαγοραστεί. Τί­ποτα αφιε­ρω­μέ­νο που θα έχει αφιε­ρω­θεί από τους αν­θρώ­πους δεν θα εξα­γο­ρά­ζε­ται αλ­λά σί­γου­ρα θα θα­νατώνεται.».

 

Για το ίδιο θέ­μα επίσης δια­βά­στε: Αριθ­μοί 30 και Δευ­τε­ρο­νό­μιον 23: 21-22.

             Ο Εβρα­ϊ­κός Θε­ός ενέ­πνευ­σε απευ­θεί­ας τον υπη­ρέ­τη του Δαυ­ίδ, που ήταν «άν­θρω­πος σύμ­φω­νος με την καρ­δί­αν του Θε­ού» [Πράξεις 13: 22, βλέπε και 7: 45-46] να κά­νει μια μα­ζι­κή και ιδιαι­τέ­ρως θη­ριώ­δη αν­θρω­πο­θυ­σί­α, για να κα­τευ­νά­σει την ορ­γή του ίδιου του Θεού. Ο Γιαχβέχ έστει­λε δρι­μεία πεί­να για τρία χρό­νια πά­νω στη Γη της Επαγ­γε­λί­ας του η οποία «έ­ρεε από γά­λα και μέ­λι». Τε­λι­κά ο Δαυ­ίδ «ε­πε­ρώ­τησε τον Γιαχβέχ» τον λό­γο για τον οποί­ον έγι­νε αυ­τή η μα­κρο­χρό­νια συμφορά. «Και ο Γιαχβέχ απά­ντη­σε: «έ­γι­νε ένε­κα του Σα­ούλ και του μα­τω­μέ­νου σπιτιού του...».» (2 Σα­μου­ήλ ή 2 Βα­σι­λειών 21: 1). Στους πα­λαιούς χρό­νους η ορ­γή των θε­ών έπρε­πε να κα­τευ­να­σθεί με θυ­σί­ες. Έτσι ο Δαυ­ίδ έψα­χνε απε­γνω­σμέ­να για το εί­δος της θυ­σί­ας που θα ήταν τό­σο ισχυ­ρή ώστε να εξορ­κί­σει την τριε­τή κα­τά­δει­ξη της ορ­γής του καλο­κά­γα­θου Γιαχβέχ, και γι’ αυ­τόν τον σκο­πό ο ίδιος ο Γιαχβέχ τον κα­θο­δήγη­σε με θε­ϊ­κό τρό­πο. Έτσι ο Δαυ­ίδ πή­ρε τους δυο γιους του Σα­ούλ από τη γυ­ναί­κα του τη Ρε­σφά και τους πέ­ντε γιους της Μι­χόλ, – αν και η Μι­χόλ, η κό­ρη του Σα­ούλ και του ίδι­ου του Δαυ­ίδ πρώ­τη σύ­ζυ­γος «που τον αγα­πού­σε», δεν είχε κα­νέ­να παι­δί μέ­χρι την ημέ­ρα του θα­νά­του της, σύμ­φω­να με τον στί­χο 6: 23 του 2 Σα­μου­ήλ, ή 2 Βα­σι­λειών, [ζή­τω η αντί­φα­ση!],

 

«και τους εκρέ­μα­σαν πά­νω σε ένα λό­φο ενώ­πιον του Γιαχβέχ. Και θα­­­να­τώ­θη­καν και οι επτά μα­ζί... και με­τά απ’ αυ­τά ο Θε­ός άκου­σε την πα­ρά­κλη­ση για τη χώ­ρα».

 

[Αυ­τά κα­τα­γρά­φο­νται στο βι­βλίο 2 Σα­μου­ήλ ή 2 Βα­σι­λειών στο κε­φά­λαιο 21. Πα­ρα­κα­λού­με τον ανα­γνώστη να με­λε­τή­σει αυ­τό το κε­φά­λαιο για να απο­λαύ­σει «σο­φί­α, σύ­νε­ση και κα­λοή­θεια». Επί­σης προ­σέ­ξε­τε ότι μό­λις πα­ρα­πά­νω ο συγ­γρα­φέ­ας κα­τα­δει­κνύ­ει την αν­­τί­φα­ση με τον στί­χο 6: 23 του ίδιου βι­βλί­ου. Η θε­ό­πνευ­στη Βί­βλος βρί­θει με χι­λι­ά­δες τέ­τοιες θε­ό­πνευ­στες αντι­φάσεις...]

Υ­περ­κο­ρε­σμέ­νος από τη σφα­γή αυ­τής της αν­θρω­πο­θυ­σί­ας, ο Γιαχβέχ με χά­ρη «ε­ξέ­τρε­ψε την ορ­γή του από το λαό του» και έδω­σε τέ­λος στη με­γά­λη πεί­να.

             Αυ­τά λοι­πόν, —σύμ­φω­να με τη θε­ϊ­κή έμπνευ­ση— δεν ήταν απλώς άγριοι ανθρώ­πι­νοι νό­μοι και πρα­κτι­κές. Αυ­τά απο­φα­σί­στη­καν, δια­τά­χθη­καν και επικυ­ρώ­θη­καν από τον ίδιο τον Θεό Γιαχβέχ.

Ο ΝΟ­ΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝ­ΘΡΩ­ΠΟ­ΦΑΓΙΑΣ

 

                    Ο ιε­ρός νό­μος του Γιαχβέχ στα χέ­ρια του Μω­υ­σή ξα­νά και ξα­νά εγκαι­νιά­ζει και επι­βά­λει την αν­θρω­ποφα­γί­α, και μά­λι­στα του πιο απο­κρου­στι­κού εί­δους, σαν τι­μω­ρία πά­νω στα δύ­στυ­χα παιδιά του, ένε­κα της απρο­θυ­μί­ας τους να υπα­κού­ουν με­ρι­κές από τις μονα­δι­κές του εντο­λές και να αγα­πούν δε­ό­ντως τον θε­ϊ­κό γρα­φέα τους.

Ιδού μερι­κά κα­λά πα­ρα­δείγ­μα­τα:

Στο Λευ­τι­κόν 26: 14-46 με­τα­ξύ άλ­λων δια­βά­ζου­με:

 

«Αλ­λά εάν δεν θα υπα­κού­σε­τε σε μέ­να και δεν θα εφαρ­μό­σε­τε όλες αυ­τές τις εντο­λές... και εγώ τό­τε θα κά­νω σε σας αυ­τό... Εσείς θα φά­γε­τε τις σάρ­κες των υιών σας και τις σάρ­κες των θυ­γα­τέ­ρων σας εσείς θα τις φά­γε­τε.».

 

Στο Δευ­τε­ρο­νό­μιον 28: 15-69 με­τα­ξύ άλ­λων δια­βά­ζου­με:

 

«Και συ θα φας τον καρ­πό της ίδιας της κοι­λίας σου, την σάρ­κα των υιών σου και των θυ­γα­τέ­ρων σου,... Εάν δεν τη­ρείς και πράτ­τεις όλες τις εντο­λές αυ­τού του νό­μου.».

 

Βλέ­πε επί­σης: Ιε­ρε­μί­ας 19: 9, Ιε­ζε­κι­ήλ 5: 10 και απα­ντα­χού.

Α­γα­πη­τέ ανα­γνώ­στη, με­λέ­τη­σε κα­λά ολό­κλη­ρα τα κε­φά­λαια των πα­ρα­πά­νω ανα­φο­ρών. [Μελέτησε, κρίνε, αποφάσισε!]

            Για χει­ρο­πια­στές πε­ρι­πτώ­σεις αν­θρω­πο­φα­γί­ας που επε­βλή­θη­σαν κά­τω από αυ­τούς τους άγιους νό­μους με­λε­τή­στε και: Θρή­νοι του Ιε­ρε­μί­ου 4: 1-20 και 4 (Μα­σό­ρας 2) Βα­σι­λειών 6: 26-33 (ειδικά αυτό είναι πολύ κραυγαλέο).

 

            [Στο σύγ­γραμ­μα του Ελληνο­ρω­μα­ϊ­στή Ιου­δαί­ου Ιστο­ρι­κού Ιω­σήπου Φλα­βί­ου, Ιου­δα­ϊ­κός Πό­λε­μος, Βι­βλίο 6, Κε­φά­λαιο 3, Πα­ρά­γρα­φος 4 (στην έκ­δο­ση του Πανεπι­στη­μίου Harvard, Classi­cal Loeb Library, στί­χοι 201-205) έχομε πε­ρι­γρα­φή μαρ­τυ­ρι­κού πα­ρα­δείγμα­τος της Μα­ρί­ας κό­ρης του ευ­γε­νούς Ελε­α­ζά­ρου, η οποία αφού εφό­νευ­σε, έψησε το θη­λά­ζον τέ­κνον της, για να φά­γει τις σάρ­κες του και να σβή­σει την πείνα της, κα­τά την τριε­τή πο­λιορ­κία της Ιε­ρου­σα­λήμ από τον Ρω­μαίο στρα­τη­γό Τί­το, 67-70 Κ.Ε. Ακόμα ομιλεί περί τεκνοφαγίας από μητέρες και πατέρες στην παράγραφο 5 ή στίχους 214-219 του ιδίου κεφαλαίου και πόσο αποκρουστική ήταν διά τον Ρω­μαίο αυτοκράτορα Βασπασιανό. Η Εβρα­ϊ­κή Βί­βλος, σε τέ­τοιες έσχα­τες ανά­γκες, επέ­τρε­πε στους γο­νείς να τρα­φούν με τις σάρ­κες των παι­διών τους, όπως φα­νε­ρώ­νουν όλα τα χωρία που πα­ρα­τί­θε­νται εδώ και αλ­λού, π.χ. Δευτε­ρονόμιον 25: 11-12.].

Ο ΝΟ­ΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟ­ΛΕ­ΜΟΥ

 

Η πιο ορι­στι­κή και κυ­ρί­αρ­χη ιδέα πε­ρί Γιαχβέχ η οποία βρί­σκε­ται στις Εβρα­ϊ­κές γρα­φές εί­ναι αυ­τή του Θε­ού του πο­λέ­μου του Εκλε­κτού Λα­ού Γίσσρα-ελ (δη­λα­δή «στρα­τι­­­ώ­της του Θε­ού»). Κα­ταδιω­κό­με­νοι [οι Ισραηλίτες] από τους Αι­γυ­πτί­ους, στην Έξο­δον 14: 14 [ο Μωυσής τους ανακοινώνει ότι]: «ο Γιαχβέχ θα πο­λε­μή­σει για σας». Πε­ρι­χα­ρής λοι­πόν [ο Μωυσής] για την κα­τα­στρο­φή των Αιγυ­πτί­ων στην Ερυ­θρά Θά­λασ­σα, τρα­γου­δά [ωδή μαζί με τον λαό] όπως μας πε­ρι­γρά­φει η Έξο­δος 15: 3 «…ο Γιαχβέχ εί­ναι ο άνδρας του πο­λέ­μου· Γιαχβέχ εί­ναι το όνο­μά του…». Μια από τις με­γα­λύ­τε­ρες απώ­λει­ες της φι­λο­λο­γί­ας όλων των επο­χών, γνω­στή μό­νο από διάφορες πα­ρα­πο­μπές μέ­σα στην Αγία Γρα­φή, εί­ναι «Το Βι­βλίο των Πο­λέ­μων του Γιαχβέχ», που ανα­φέ­ρε­ται στους Αρι­­­θμούς 21: 14 και αλ­λα­χού, —ένας ολό­κλη­ρος τό­μος των πο­λε­μι­κών κα­τορ­θω­μά­των του Θε­­­ού του πο­λέ­μου Γιαχβέχ του Ισ­ραήλ. Η φρά­ση «η ρομ­φαία (δη­λα­δή το ξί­φος) του Γιαχβέχ» απα­ντά­ται συ­νε­χώς μέσα στα αγια­σμέ­να βι­βλί­α. Για πα­ρά­δειγ­μα, Κρι­ταί 7: 20, 1 Πα­ρα­λει­πο­μέ­νων 21: 12. Ο τί­τλος «Γιαχβέχ Σα­βα­ώθ» που με­τα­φρά­ζε­ται σε «Κύ­ριος των δυ­νά­με­ων (δη­λα­δή των στρα­τιών)» επα­να­λαμ­βάνε­ται άπει­ρες φο­ρές.

            Κα­θώς τα πλή­θη των Εκλεγ­μέ­νων πο­λε­μιστών πα­ρα­κι­νού­νται να κα­τα­λά­βουν τα «ε­πτά έθνη με­γα­λύ­τε­ρα και ισχυ­ρό­τερα» από τον Ισ­ρα­ήλ στη Γη της Επαγ­γε­λί­ας, ο Γιαχ­βέχ τους επα­να­βε­βαιώ­νει, σύμ­φω­να με το Δευ­τε­ρο­νό­μιον 20: 1-4: «Μη φο­βά­σ­τε... Διό­τι ο Γιαχβέχ εί­ναι αυ­τός που έρ­χε­ται μα­ζί σας για να πο­λε­μή­σει για σας». Όμως ο Γιαχβέχ πολ­­λές φορές ανα­κά­λε­σε αυ­τή [την υπό­σχε­ση] και έστει­λε έναν άγ­γε­λο μό­νο και με­ρι­κές με­γά­λες σφή­κες, όπως βλέ­πομε στα χω­ρί­α: Έξο­δος 23: 20, 23, 28, Δευ­τε­ρο­­νό­μιον 7: 20, Ιη­σούς του Ναυή 24: 12. Αλ­λά και σαν υπέρ­τα­τος αρ­χη­γός των στρα­τιών του Ισ­ρα­ήλ, Γιαχβέχ ο Άν­δρας του Πο­λέ­μου, προ­σω­πι­κώς προσ­διό­ρι­σε και δια­κή­ρυ­ξε τους Νόμους του Πο­λέ­μου για να τη­ρού­νται από τους Εκλε­κτούς Πο­λε­μι­στές του κα­τά τις κα­τα­κτη­τι­κές εκ­στρα­τεί­ες μέ­χρι πλή­ρους εξο­λο­θρεύ­σε­ως [των άλ­λων λαών]. Με­τα­ξύ των πο­λυα­ρί­θ­μων στρα­τιω­τι­κών δια­τα­γών της ιδί­ας γε­νι­κής ιδέ­ας αυ­τοί οι νό­μοι πο­λέ­μου του Γιαχβέχ που πα­ρα­θέ­τομε αμέ­σως εί­ναι αντιπ­ρο­σω­πευ­τι­κοί για όλους. Στο Δευ­τε­ρο­νό­μιον 7: 1, 2, 16 δια­βά­ζο­με:

 

«Ό­ταν Γιαχβέχ ο Θε­ός σου σε ει­σά­γει στη χώ­ρα, προς την οποία τώ­ρα πο­ρεύ­εσαι για να την κλη­ρο­νο­μή­σεις... θα πα­ρα­δώ­σει τα επτά έθνη στα χέ­ρια σου, και συ θα τα πα­τά­ξεις και θα τα εξα­φα­νί­σεις πλή­ρως. Δεν θα κά­μεις κα­μιά δια­θήκη (συμ­φω­νί­α) με αυ­τά, και δεν θα τους δεί­ξεις κα­νέ­να έλε­ος... και συ θα ανα­λώσεις όλους τους λα­ούς τους οποί­ους ο Γιαχβέχ ο Θε­ός σου θα σου πα­ρα­δώσει. Το μά­τι σου δεν θα λυ­πη­θεί κα­θό­λου αυ­τούς...».

 

[Βλέ­πε­τε λοι­πόν τι ωραί­α, σο­φά, κα­λο­κά­γα­θα και θε­ό­πνευ­στα τα λέ­ει ενα­ντί­ον άλ­λων εθνών που δεν έφται­ξαν σε τί­πο­τα στον Ισ­ρα­ήλ; Εξα­φά­νι­σέ τα για να πά­ρεις τα σπί­τια τους και τη γη τους διό­τι έτσι εί­ναι το θε­ϊ­κό σχέ­διο της σω­τη­ρί­ας των αν­θρώ­πων... Δια­βά­στε ολόκληρο το κε­φά­λαιο 7 του Δευ­τε­ρο­νό­μιου να δεί­τε περί τί­νος πρό­κει­ται καθώς και για την πυρπόληση πόλεων Δευ­τε­ρο­νό­μιον 13: 1-8, κλπ.]

Αλ­λά ένα τέ­τοιο χτύ­πη­μα ολο­κλη­ρω­τι­κής κα­τα­στρο­φής όλων αυ­τών των εθ­νών θα εί­χε σαν απο­τέ­λε­σμα την απο­στέ­ρη­ση του Εκλε­κτού Λα­ού ενός από τα κυριό­τε­ρα κί­νη­τρα του για κα­τά­κτη­ση —τη λεία των γυ­ναι­κών και λα­φύ­ρων. Γι’ αυ­τό λοι­πόν ο προ­νο­η­τι­κός υπέρ­τα­τος αρ­χη­γός τους τρο­πο­ποί­η­σε τις προ­η­γού­με­νες δια­τα­γές έτσι ώστε να εκ­φρά­σει σφό­δρα τη θε­ϊ­κή επι­κύ­ρω­ση για σε­ξουα­λι­κή εκτό­νω­ση και για λα­φυ­ρα­γώ­γη­ση, όπως το βλέ­πομε στο Δευ­τε­ρο­νό­μιον 20: 13-14:

 

«και όταν ο Γιαχβέχ ο Θε­ός σου έχει πα­ρα­δώ­σει αυ­τήν (την «ε­χθρι­κή πό­λη») στα χέ­ρια σου, εσύ θα εξο­ντώ­σεις κά­θε αρ­σε­νι­κό από κει χά­μω με τη κό­ψη της μα­χαί­ρας. Αλ­λά τις γυ­ναί­κες, και τα μι­κρά παιδιά, και τα ζώ­α, και όλα τα πράγ­μα­τα που υπάρ­χουν σ’ αυ­τή την πό­λη, ακό­μα και τα θρύμ­μα­τα πού μεί­να­νε, εσύ θα τα πά­ρεις για τον εαυ­τό σου.».

[Τί έχετε να πείτε για τού­τον εδώ τον νό­μο;]

 

            Α­κό­μα όμως σα­φέ­στε­ρος εί­ναι ο Νό­μος Πο­λέ­μου του Γιαχβέχ για τις αιχ­μα­λω­τι­σμέ­νες ομορ­φο­νιές, όπως μας τον με­τα­φέ­ρει το Δευ­τε­ρο­νό­μιον 21: 10-14:

 

«Ε­άν εξέλ­θεις σε πό­λε­μο εναντί­ον των εχθρών σου, και Γιαχβέχ ο Θε­ός σου τους πα­ρα­δώ­σει στα χέ­ρια σου,... και συ ιδείς με­τα­ξύ των αιχ­μα­λώ­των γυ­ναί­κα ωραία στην εμ­φά­νι­ση, και την επι­θυ­μή­σεις για να την πά­ρεις ως γυ­ναί­κα σου (Ε­βρα­ϊ­στί: Ισ­σά(χ) = γυ­ναί­κα), τό­τε θα τη βά­λεις μέ­σα στο σπί­τι σου, και θα ξυ­ρί­σεις την κε­φα­λή της, θα κό­ψεις τα νύ­χια της,... θα ει­σέλ­θεις μέ­σα της [σε­ξουα­λι­κά], και θα εί­σαι ο σύ­ζυγός της – (Ε­βρα­­ϊ­στί: Μπα­άλ-θα(χ) = κύ­ριος ή κά­το­χός της) και αυ­τή θα εί­ναι γυναί­κα σου. Και θα ισχύ­ει έτσι ώστε, εάν πο­τές δεν έχεις κα­μιά ευ­χα­ρί­στη­ση σ’ αυ­τή, τό­τε θα την αφή­σεις να φύ­γει οπου­δή­πο­τε αυ­τή θε­λή­σει, αλ­λά δεν θα την πωλή­σεις αντί χρη­μά­των, επει­δή την έχεις ατι­μά­σει.».

[Άλλος ένας σοβαρός θεϊκός νόμος!...]

 

            Οι ευ­φω­νικές λέξεις «η σύ­ζυ­γος» και «ο σύ­ζυ­γος» που χρη­σι­μο­ποιού­νται στις εκ­φρά­σεις του με­τα­φρα­σμέ­νου κει­μέ­νου εί­ναι βελ­τιώ­σεις των απρο­κά­λυ­πτων Εβρα­ϊ­κών «ισσάχ = γυ­ναί­κα» και «μπα­άλ = κύ­ριος ή κά­το­χος» που συ­νε­πά­γε­ται το δι­καί­ω­μα να «πωλή­σεις αντί χρη­μά­των», το οποίο εν προκειμένω απαγορεύεται λό­γω της ατιμάσεως.

            Τε­ρά­στιο μέ­ρος των ιε­ρών βι­βλί­ων μαρ­τυ­ρούν την εκτέ­λε­ση αυ­τών των θε­ϊ­κών νό­μων του πο­λέ­μου. Κα­θώς τα πλή­θη των Ισ­ρα­η­λι­τών, συ­νο­δευό­με­να από τον άγ­γε­λο και τις με­γά­λες σφή­κες, σά­ρω­ναν και κα­τα­κτού­σαν, ξα­νά και ξα­νά, μετά τη μά­χη και τη σφα­γή, κα­τα­γρά­φε­ται στον Ιη­σού του Ναυή 10: 40, και πα­νταχό­θεν, ότι:

 

«... Δεν άφη­σε τί­πο­τα να μεί­νει αλ­λά τε­λεί­ως εξο­λό­θρευ­σε τα πά­ντα που ανά­πνε­αν, όπως ακρι­βώς Γιαχβέχ, ο Θε­ός του Ισ­ρα­ήλ, επρόστα­ξε.».

 

Το μέ­γα κλασ­σι­κό πα­ρά­δειγ­μα (αλ­λά όχι το μό­νο για­τί υπάρ­χουν πολ­λά) σφα­γής και ακο­λα­σί­ας που δια­τά­χθη­κε πο­τέ από τον Θεό εί­ναι ο «Βια­σμός της γης Μα­δι­άμ» όπως πε­ρι­γρά­φε­ται λε­πτο­με­ρώς και με θε­ο­πνευ­στία στους Αριθ­μούς 31. [Σας πα­ρα­κα­λού­με να δια­βά­σε­τε αυ­τό το κε­φά­λαιο προ­σε­κτι­κά και με­τά σκε­φτεί­τε λί­γο...]. Σε μια εκ­στρα­τεία εναν­τί­ον αυ­τού του λα­ού, που ιε­ρέ­ας του ήταν ο Ιο­θόρ, πεν­θε­ρός του Μω­υ­σέ­ως, οι 12000 πο­λε­μι­στές του Γιαχβέχ «ε­φό­νευ­σαν όλους τους αρ­σε­νι­κούς» (συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου και του φτω­χού γέ­ρο­ντα Βα­λα­άμ, που εί­χε εκεί­νη τη γα­ϊ­δού­ρα που μι­λού­σε). [Ε­δώ μη γε­λά­τε για­τί και οι Μου­σουλ­μά­νοι μας δια­βε­βαιώ­νουν ότι και ο γα­ΐ­δα­ρος του «Με­γά­λου Προφή­τη» τους Μω­ά­μεθ μι­λού­σε. Τό­τε για­τί δη­λα­δή να μην υπάρ­χει κά­τι τέ­τοιο και στο βι­βλίο του μό­νου αλη­θι­νού Θε­ού; Προ­σωπικώς, εφ’ όσον τον επιβεβαιώνει ο Μουφτής της Κομοτηνής, που είναι Ανώ­τα­τος Δημόσιος Λειτουργός του Ελληνικού Κράτους, διόλου δεν αμφιβάλομε. Και συ­νε­χί­ζομε περί Μαδιάμ: ] «Έ­κα­ψαν όλες τις πό­λεις με φω­τιά», αλ­λά προς πα­ρα­κοή των Νό­μων Πο­λέ­μου, «έ­λα­βαν όλες τις γυ­ναί­κες των Μα­δια­νι­τών αιχμαλώτους, ακό­μα και τα μι­κρά παιδιά τους» και ό,τι λά­φυ­ρο μπο­ρού­σε να με­τα­φερ­θεί, και τα έφε­ραν πί­σω στο στρα­τό­πε­δο μπρο­στά στον Μωυ­σή. [Ό,τι δεν μπο­ρού­σε να με­τα­φερ­θεί το παρέδω­σαν στη φωτιά.]. Όταν ο Μω­υ­σής εί­δε όλα αυ­τά μπρο­στά του «έ­γι­νε έξω φρε­νών» και φώ­να­ξε τους αρχηγούς και τους μάλωσε: «βρε σώ­σα­τε όλες τις γυ­ναί­κες ζω­ντα­νές;!» Και στο όνο­μα του Θε­ού του πρό­στα­ξε αμέ­­σως, όπως βλέ­πομε στους Αριθ­μούς 31: 14-18: «...Τώ­ρα διά τού­το φο­νεύ­σα­τε κά­θε αρ­σε­νι­κό με­τα­ξύ των μι­κ­ρών παι­διών, και φο­νεύ­σα­τε κά­θε γυ­ναί­κα που έχει «γνω­ρί­σει» άν­δρα (δεν έχει «κοι­μη­θεί» μα­ζί του). Αλ­λά τα [υ­πό­λοι­πα θη­λυ­κά] παιδιά και όλες τις γυ­ναί­κες που δεν έχουν γνω­ρί­σει άν­δρα με το να «κοι­μη­θούν» μα­ζί του, κρατή­σε­τε ζων­τα­νές για τους εαυ­τούς σας.».

             Έτσι γύ­ρω στις 68 000 γυ­ναί­κες σφα­γιά­στη­καν. Με­τά αυ­τός ο ιδιό­μορ­φος «πε­­ριού­σιος λα­ός του Γιαχβέχ με­τα­ξύ όλων των εθνών» (ό­πως μας το λέ­ει η Έξο­δος 19: 5), πή­ρε τις ενα­πο­μεί­να­σες 32 000 νε­α­ρές παρ­θέ­νες για να κο­ρέσει την κα­θα­για­σ­μέ­νη σε­ξουα­λι­κή ορ­μή του επά­νω τους διά βια­σμού που ο ίδιος ο Θε­ός διέ­ταξε. Αλ­λά και ο Γιαχβέχ έλα­βε τη δί­καιη με­ρί­δα του απ’ αυ­τή τη λεί­α, τό­σο από αν­θρώ­πους όσο και από ζώ­α, όπως μας λέ­νε οι Αριθ­μοί 31: 36-42. [Δη­λα­δή άνθρωποι (παρθένες) και ζώα εδό­θη­σαν στους ιε­ρείς του Γιαχβέχ. Δεν γι­νό­ταν να μεί­νουν αυ­τοί έξω από τη μοι­ρα­σιά!...].

[Ύστερα από αυτά τα θηριώδη γεγονότα και πολλά τέτοια τοιαύτα πολύ θα θέ­λαμε να μά­θομε τί είδους πραότητα είχε ο Μωυσής σύμφωνα με την διαφήμιση που του κάνουν οι Αριθμοί 12: 3 ως πράου. Πώς σας φαί­νονται εδώ όλες οι ενέργειες και διαταγές του Μέ­γι­στου Προ­φή­του του Θε­ού Γιαχβέχ, άγιου Μω­υ­σή; Απα­ντή­στε ει­λικρινά.].

             Εάν τέ­τοιες δια­τα­γές εί­χαν δο­θεί και τέ­τοιες πρά­ξεις εί­χαν δια­πραχθεί από έναν πο­λε­μι­κό αρ­χη­γό των Απά­τσι που εί­χε ξε­τρε­λα­θεί από ένα χριστια­νι­κό, ισχυ­ρό, οι­νο­πνευ­μα­τώ­δες πο­τό, με­ρι­κοί θρη­σκο­πα­θείς θα κα­τα­φέρο­νταν ενα­ντί­ον του άγριου Ινδιάνου και θα ήταν σκε­πτι­κοί με το ότι αυ­τός θα έπρε­πε να εί­χε δια­τα­χθεί από το «Μέ­γα Πνεύ­μα» της φυ­λής του.

 

ΝΟ­ΜΟΣ ΜΟΙ­ΧΕΙΑΣ

 

Ο νό­μος στη γε­νι­κό­τη­τά του τί­θε­ται ως εξής: «ου μοι­χεύ­σεις», Έξο­δος 20: 13 [ή 20: 14 εξαρ­τά­ται από την έκ­δο­ση] και Δευ­τε­ρο­νό­μιον 5: 18. Αυ­τή η απα­γό­ρευ­ση ήταν γε­νι­κή μό­νο για τις γυ­ναί­κες. Για τους αγίους άν­δρες των Ισ­ρα­η­λι­τών πε­ριο­ρι­ζό­ταν ρη­τά στον «άν­δρα τον οποίο θα πρά­ξει μοι­χεία με τη γυ­ναί­κα του γεί­το­νά του». Η τι­μω­ρία γι’ αυ­τό το πα­ρά­πτω­μα ήταν θά­να­τος και στους δύο συμ­βαλ­λό­με­νους, όπως μας λέ­ει το Λευιτικόν 20: 10 και το Δευ­τε­ρο­νό­μιον 22: 22-24. Αλ­λά «γεί­το­νας» στους Εβραίους ήταν συ­νώ­νυ­μος με τον πλη­σί­ον Ισ­ρα­η­λί­τη [π. χ. βλέπε Έξοδος 22: 25-26], έτσι ώστε ένας άν­δρας, έστω και πα­ντρε­μέ­νος, μπο­ρού­σε να αφε­θεί με τις γυ­ναί­κες των μη Εβραί­ων χω­ρίς κα­μιά τι­μω­ρί­α, όπως υπάρ­χουν πά­ρα πολ­λές τέ­τοιες πε­ρι­πτώ­σεις, σαν αυ­τή του Δαυ­ίδ με τη Βηρ­σα­βεέ τη γυ­ναί­κα του στρα­τη­γού του, Ου­ρί­ου του Χετ­ταίου (2 Σα­μού­ηλ ή 2 Βα­σι­λειών,11). Μια πλειά­δα γυ­ναι­κών συ­ζύ­γων (Δευ­τε­ρο­νό­μιον 11: 15 και απα­ντα­χού) και εταί­ρων, παλ­λα­κί­δων και υπη­ρε­τριών των γυ­ναι­κών επι­τρέ­πε­ται σα­φώς. Αυ­τές οι πολ­λα­πλές μορ­φές κοι­νω­νι­κής συ­νου­σί­ας και συ­νευ­ρέ­σε­ως δεν θε­ω­ρού­νταν από τον νό­μο του Θε­ού ως μοι­χι­κές.

[Το πα­ρά­δειγ­μα τoυ Δαυ­ίδ έχει γίνει κλασικό. Ο Δαυίδ αναφέρεται πλειστάκις ως ο εκλεγμένος από τον Θεό βασιλιάς, σύμ­φωνος με την καρδία τoυ Θε­oύ (Πράξεις 13: 22 και σε πάρα πολλά σημεία των βιβλίων Α΄, Β΄ Βασιλειών ή Σαμουήλ και Α΄, Β΄ Παραλει­πομένων). Η συμπεριφορά του πρoς την πρώ­τη τoυ γυ­ναί­κα Μι­χόλ, κό­ρη τoυ βα­σι­λιά Σα­oύλ, πoυ τoν αγα­πoύ­σε πo­λύ, ήταν βαρβαρότατη. Όποιος ακόμα δεν γνω­ρίζει τα επει­σό­δια με τη Βηρσαβεέ, τη γυ­ναί­­κα τoυ στρα­τη­γoύ τoυ, Ου­ρί­oυ τoυ Χετ­ταί­oυ, καιρός εί­ναι να τα μελετήσει. Δoλo­φό­νη­σε με σα­τα­νι­κό τρόπo τον στρατηγό του για να πά­ρει τη γυ­ναί­κα του, ενώ εί­χε δι­κό του χα­ρέ­μι με εκα­τό γυ­ναί­κες. Απ’ αυ­τές οι πιο πολ­λές ήταν παλ­λα­κί­δες και λί­γες ήταν οι νό­μι­μες σύ­ζυ­γοι (Β΄ Σα­μoυ­ήλ ή Β΄ Βα­σι­λειών 11, κλπ.). Οι τρεις απ’ τις δέ­κα πα­σί­γνω­στες αυ­στη­ρές εντο­λές, «ου φο­νεύ­σεις», «ου μοι­χεύ­σεις» και «ουκ επιθυμήσεις...». που εί­χε δώ­σει ο ίδιος ο Θε­ός Γιαχβέχ στο όρος Σι­νά (Έ­ξο­δος 20: 13-14, Δευ­τε­ρο­νό­μιον 5: 17-18), δεν δη­μιούρ­γη­σαν κα­νέ­ναν ενδοιασμό στον εκλε­κτό αγα­πη­μέ­νο του Γιαχβέχ βα­σι­λιά Δαυ­ίδ! Σύμ­φω­να με τον Μω­σα­ϊ­κό Νό­μο (Λευιτικόν 20: 10, Αριθ­μοί 35: 16-34, Δευ­τε­ρο­νό­μιον 22: 22 κλπ.) έπρε­­πε να θα­να­τω­θούν (δια λι­θο­βο­λι­σμού) και οι δύο μοι­χοί και δο­λο­φόνοι. Εδώ σημειώστε ότι τα αμαρτήματα και εγ­κλή­ματα του βασιλιά Δαυίδ δεν ήταν μόνον αυτά που διέπραξε με την Βηρσαβεέ εις βάρος του δύστυχου Ουρία, όπως πολύ εσφαλμένα πιστεύεται από τους αδιάβαστους. Τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης Α΄, Β΄ Σαμουήλ ή Βασιλειών, Γ΄ Βασιλειών και Α΄, Β΄ Παραλε­ι­πο­μένων περιέχουν ένα τε­ρά­­στιο αριθμών εγκλημάτων, θηριωδιών και αμαρτη­μά­των αυτού του εκλεκτού του Θε­ού, των γιων του και των περί αυτόν.

 Τα βλέπομε επίσης τα ίδια και με τό­σους άλ­λους υψη­λά ιστα­μένους. Π. χ. τον γιο του Δαυ­ίδ και της Βηρσαβεέ, τον μοι­χό Σο­λο­μώ­ντα, με τις χί­λιες και μία γυ­ναι­κο-παλ­­λα­κί­δες (μία ήταν ή κόρη του Φαραώ, Γ΄ Βασιλειών 3: 1), ο οποίος εσκο­τώ­σε τον πρώ­το του αδελ­φό Αδω­νία (Γ΄ Βα­σι­λειών 2: 13-25) για ανυ­πό­στα­τους και προ­σποιητούς λό­γους και μετά λάτρευσε άλλους θεούς (Γ΄ Βασιλειών 11: 4), προς πα­ρα­κοήν της ογδόης και της πρώ­της των δέκα εντολών, κλπ. Αυ­τό θα πει δι­καιο­σύ­νη για τον λα­ου­τζί­κο! Αυ­τός ο Θε­ός της ερή­μου Γιαχβέχ ήταν όλος δι­και­ο­σύ­νη και αγά­πη! Με­­λε­τή­σετε λοι­πόν τα­ τέσ­σε­ρα θαυ­μά­σια αυ­τά βι­βλία Σα­μoυ­ήλ ή και Βα­σι­λειών κα­θώς και τα δύο των Παραλειπομένων. Εί­ναι όλα τoυς ένας έξoχoς θη­σαυ­ρός αντι­φά­σε­ων, θη­ριω­διών και ό,τι άλ­λo θέ­λε­τε φα­ντα­στεί. Αλ­λά μην ξε­χνά­τε ότι τα βι­βλία αυ­τά εί­ναι θε­ό­πνευ­σ­τα με τα λό­για του Θε­ού (βά­λε Γιαχβέχ!).

Α­κό­μα και ο πρώ­τος δι­δά­ξας το «ου μοι­χεύ­σεις» Μω­υ­σής, άν­θρω­πος και προ­φή­της του Θε­ού, πή­ρε παρανόμως σαν δεύ­τε­ρη γυ­ναί­κα του μια μαυ­ρού­λα Αι­θιοπίδα πα­ρά την κρι­τι­κή που του άσκη­σαν τα αδέλ­φιά του ο Αα­ρών και η Μι­ργιάμ. Πρώ­τον ήταν ήδη πα­ντρε­μέ­νος με τη Σεπ­φώ­ρα, κό­ρη του αρ­χιε­ρέα των Μα­δια­νι­τών Ιο­θόρ, (Έ­ξο­δος 2) και δεύ­τε­ρον πή­ρε μια αλ­λοδαπή. Αυ­τό το με­γά­λο οι­κο­γε­νεια­κό σκάν­δα­λο (Α­ριθ­μοί 12) απο­δει­κνύει ότι ο Μω­υ­σής στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση εί­χε δια­πρά­ξει του­λά­χι­στον δι­γαμί­α. Ασφαλώς δεν παρέβη τον Νόμο με τη διγαμία, διότι ο Νόμος προβλέπει πο­λυγαμία. Το μέγα έγκλημα του Μωυσέως ήταν ότι την πήρε ως σύζυγο και όχι ως σε­ξουαλική σκλά­βα! Πράγματι ο Μωυσής εί­χε πα­ρα­βιά­σει τους δι­κούς του νό­μους για­τί ο Μω­σα­ϊ­κός Νό­μος απα­γό­ρευε Εβραίος(-α) να πα­ντρευ­τεί με ει­δω­λο­λά­τρες και αλ­λο­φύλους. Βλέπε Γέ­νε­σις 24: 3, 28: 1, Έξo­δoς 34: 16, Λευ­ιτι­κόν 18: 18 και κε­φά­λαιο 25, Δευ­τερoνό­μιoν 7: 3-5 «3 ουδέ μη γαμβρεύσητε προς αυτούς· την θυ­γα­τέρα σου ου δώ­σεις τω υιω αυτού, και την θυγατέρα αυτού ου λήψη τω υιω σου·...», και αλ­λoύ, π. χ., Κριταί 14 : 3-4. Αντί όμως ο Μωυσής να συμ­μορ­φω­θεί κα­τά την υπό­δει­ξη των αδερ­φιών του αυ­τός τα τι­μώ­ρη­­σε σκλη­ρά με λέπρα, κλπ. Ο Μωυσής κατά τον Ιησού Χριστό διέπραξε και μοιχεία!

Ακόμα τα βιβλία των Έσδρα και Νεεμία μας αποκαλύπτουν ότι ο Έσ­δρας διέ­λυ­σε τους μι­κτούς γάμους όταν γύρισε στο Ισραήλ, γύρω στο 450 Π.Κ.Ε. από την Βαβυ­λώνα, για να αποκαταστήσει την τάξη κατ’ εντολή του Πέρση βασιλέως. Η έν­νοια αυτών των απαγορεύσεων του Νόμου και των ενεργειών του Έσδρα είναι κα­θα­ρά η διαφύλαξη της φυλετικής καθαρότητος της Ταξικής Κοινωνίας. Ο καθείς δύνα­ται να έχει απεριόριστο αριθμό αλλοδαπών παλλακίδων, σεξουαλικών δούλων, κ.ο.κ. όμως τα τέκνα θεωρούνται εξώγαμα, δηλαδή ισόβιοι δούλοι. Έτσι δεν θα μολυνθεί φυλετικώς η Άρχουσα Τάξη!

Στον κα­τά­λο­γο των με­γά­λων αν­δρών του Γιαχβέχ με τέ­τοιου τύ­που σε­ξουα­λι­κές επι­δώ­σεις, ενώ εί­χαν παν­τρευ­τεί με μία ή μπό­λι­κες γυναί­κες, ανή­κουν: Οι κρι­τές Γε­δε­ών και Σαμ­ψών (αν και να­ζα­ρί­της ή να­ζι­ραί­ος!) και οι βα­σι­λείς Σα­ούλ και Δαυ­ίδ. Αλ­λά ο πιο επι­τυ­χής απ’ όλους ήταν ο γιος του Δαυ­ίδ, Σο­λο­μών με τις 1001 γυ­ναί­κες, επτακόσιες μία σύ­ζυ­γοι και τρακόσιες παλλακίδες. Ο κα­τά­λο­γος αυ­τός μπο­ρεί να συ­νε­χι­σθεί ακό­μα κα­τά πολύ.

Βλέ­πο­με δη­λα­δή ακό­μα μια φο­ρά ότι αυ­τοί οι «ωραί­οι θε­ϊ­κοί και κα­λοί» νό­μοι δεν εύρισκαν εφαρ­μογή στους βα­σι­λιά­δες και στους ισχυ­ρούς. Όσο για τους αδυ­νά­τους και τις πα­ρα­με­λη­μέ­νες γυ­ναί­κες, «ο νό­μος εί­ναι νό­μος»!

Μια φο­ρά συ­ζη­τού­σα το θέ­μα αυ­τό της μοι­χεί­ας με έναν θρη­σκευό­με­νο Εβ­ραίο που πή­γαι­νε ανελ­λι­πώς στη συ­να­γω­γή και με­λε­τού­σε την Εβρα­ϊ­κή Βί­βλο με τους ραβί­νους. Όταν του ανά­φε­ρα αυ­τά τα διάφορα πα­ρα­δείγ­μα­τα, μου εί­πε καθα­ρά ότι η μοι­χεία ήταν αμάρ­τη­μα μό­νο για τις γυ­ναί­κες. Οι άν­δρες μπο­ρού­σαν να κά­νουν ότι ήθε­λαν εκτός από τους λί­γους πε­ριο­ρι­σμούς που εί­δα­με παραπά­νω.

 Η κυρίως απαγόρευση λοιπόν έγκειτο στον αποκλεισμό της νομικής μορφής γάμου με αλλοδαπή. Έτσι αυτή η απαγόρευση διασφάλιζε την Φυλετική Καθαρότητα της Άρχου­σας Τάξεως αποκλείοντας τη νομιμοποίηση των τέκνων της αλλοδαπής.]

ΝΟ­ΜΟΣ ΔΙΑ­ΖΥ­ΓΙΟΥ

 

Μό­νον ο άν­δρας, ο οποί­ος έχει λά­βει σύζυ­γο, και συμ­βεί «ώ­στε αυ­τή να μην ευ­ρί­σκει κα­μί­αν χά­ρη στα όμ­μα­τά του» [κοι­νώς, «του ξί­νι­σε»] μπο­ρεί χω­ρίς πε­ρισ­σό­τε­ρη φα­σα­ρία «να γρά­ψει ένα πιστο­ποι­η­τι­κό δια­ζυ­γί­ου,... και να την εξω­πε­τά­ξει από το σπί­τι του.». Η πε­ρι­φρο­νη­θεί­σα σύ­ζυ­γος, εν τού­τοις, εί­χε ένα δυ­να­τό κα­τα­φύ­γιο ανα­κου­φί­σε­ως: «μπο­ρού­σε να πά­ει και να γί­νει γυ­ναί­κα ενός άλ­λου αν­δρός». Αλ­λά και ο τε­λευταί­ος άν­δρας μπο­ρού­σε με τη σει­ρά του να τη μι­σή­σει και να την πε­τά­ξει έξω από την πόρ­τα με ένα άλ­λο «πι­στο­ποι­η­τι­κό δια­ζυ­γί­ου». «Με­τά από αυ­τό όμως αυ­τή έμε­νε κη­λι­δω­μέ­νη με ατι­μα­σί­α». Αυ­τή η γυ­ναί­κα με­τά και τη δεύ­τε­ρη εκ­δίωξη γι­νόταν ένα εί­δος «πε­ρι­πλα­­νω­μέ­νης Ιου­δαί­ας» και δεν μπο­ρού­σε πια να γυ­ρί­σει πί­σω στον πρώ­ην άν­δρα της (Δευ­τε­­ρο­νό­μιον 24: 1-4).

 

[Αγα­πη­τοί αναγνώστες πώς σας φαί­νε­ται αλήθεια αυ­τός ο θε­ϊ­κός νό­μος δια­ζυ­γί­ου;]

 

Μάλ­λον μια τέ­τοια γυ­ναί­κα θα εί­χε δυ­σκο­λία να βρει έναν τρί­το άν­δρα. Αλ­λά κατ’ ου­δε­μία διάταξη του θε­ϊ­κού νό­μου δεν μπο­ρούσε μια σύ­ζυ­γος να έχει δια­ζύ­γιο [με δι­κή της πρω­το­βου­λί­α], ή «να εκ­δώ­σει πιστο­ποι­η­τι­κό δια­ζυ­γί­ου» στον σύ­ζυ­γό της. Αλ­λά επει­δή από τον Θεό «ε­νώ­θη­κε μα­ζί» με τον άν­δρα της κα­νείς μα κα­νείς – εκτός του αν­δρός της – δεν μπορού­σε να την απο­χω­ρί­σει απ’ αυ­τόν.

 

[«Ό ούν ο Θε­ός συ­νέ­ζευ­ξεν, άν­θρω­πος μή χωριζέτω.» Ματθαίος 19: 6 και Μάρ­κος 10: 9. Άλ­λη μια αντί­φα­ση! Αλλά και οι διατάξεις περί διαζυγίου στην Καινή Δια­θή­κη, Ματ­θαίος 5: 31-32, 19: 1-12, Μάρκος 10: 1-12, Λουκάς 16: 18, Πρός Ρω­μαίους 7: 2-3, Α΄ Πρός Κορινθίους 7: 10-16, 39, εκτός του ότι είναι αντιφατικές με­τα­ξύ τους σε πολ­λά ση­μεία, ανατρέπουν πλήρως τον εδώ νόμο του Μωυσέως.

Στον Ματ­θαίο 19: 8, ο Ιησούς Χριστός δικαι­ο­λογεί τον Μωυσή λόγω της «σκληροκαρδίας» των Εβραίων. Τί ωραία, σοφότατη, θεϊκή και προ πάντων παντοδύ­ναμη δικαιολο­γία που βρήκε! Όπως αναγράφει το Λευιτικόν 26: 46, οι Αριθ­μοί 36: 13, κλπ., εδώ έχομε να κάνομε ξεκά­θαρα με τον Νόμον του ίδιου του Θεού, απλώς γραμ­μένον διά της χειρός του Μωυσέως  Σ’ όλη την Πεντάτευχον βλέπομε ξεκάθαρα ότι δεν ήταν ο Μωυσής που έδω­σε αυτόν τον νόμο στους Εβραίους αλλά ο ίδιος ο Θεός Γιαχβέχ μέσω του Μωυ­σέως. Δεν ήταν ο Μωυσής που υπαγόρευσε αυτόν τον Νόμο αλλά ο ίδιος ο Θεός! Οπότε γι­ατί εδώ ο Ιησούς Χριστός προσπα­θεί να δικαιολογήσει τον Μωυσή αφού δεν φταίει σε τίποτα; Αν ο Ιη­σούς ήταν Θεός και επομένως συνε­πής, σ’ αυτό το ση­μείο έπρεπε να δικαιολογήσει τον ίδιο τον Πατέρα Θεό και τον εαυτόν του μαζί, αφού και αυτός είναι ίδιος με τον Τριαδικό Θεό! Τί να πρωτοθαυ­μά­σει κανείς μ’ αυτή τη Γιαχβική σοφία... και την Χριστιανική θεολογία!

(Μην ξεχνάτε ότι, τόσο η Παλαιά όσο και η Καινή έχουν δοθεί ή εμπνευστεί από τον ίδιο πάν­σο­φο, παν­τοδύναμο και αληθινό Πατέ­ρα Θεό Γιαχβέχ ή την Αγία Τριάδα αν θέλετε!).

Αντίθετα προς τον Μωσαϊκό Νόμο λοιπόν, ο οποίος εδόθη στον Μωυσή από τον «Πατέ­ρα» Θεό του Ιησού Χριστού για να τον φορτώσει στον Εβραϊκό λαό όπως υποτίθεται και πιστεύεται στον Εβραιο­χρισ­τι­α­νισ­μό, ο Ιησούς κατήρ­γη­σε πλήρως το δια­ζύγιο (εκτός ίσως, προσοχή και πάλι ίσως, λόγω μοιχείας) και την παν­τρειά για δεύ­τερη φορά (Ματ­θαίoς 5: 31-32, 19: 1-12, Μάρ­κoς 10: 1-12 και Λoυ­κάς 16: 18). Βρήκε λοιπόν «την σκληροκαρδία του εκλεκτού λαού του» (Ματ­θαί­ος 19: 8, Μάρ­κος 10: 5) σαν δήθεν δικαιολογία για τον Μωυσή και όχι για τον εαυτόν του, τη στιγμή κα­τά την οποίαν, όπως προαναγράψαμε, ο νόμος αυτός εδόθη από τον ίδιο τον Θεό στον Μωυ­σή! Πολύ θεϊκή δικαιολογία ανε­κάλυψε λοιπόν ο Ιη­σούς Χρι­σ­τός! Δεν νο­μίζετε; Δηλαδή ο Παντοδύναμος Θεός υπεχώρησε μπροστά στην σκληροκαρδία των Εβραίων και τους έκανε σκόντο! Πάρα πολύ ωραία!

Θα ήταν συνεπέστερα, αλλά όχι και καλλίτερα, να έλεγε στα ίσια ότι τώρα μου κατέβηκε και ως Θεός που εί­μαι αλλάζω αυτά που είχα δώ­σει πριν μερικό καιρό, αντί να προσπαθεί να βρει δικαιολογί­ες και να ρίξει την ευθύνη σε άλλους· και το χει­ρότε­ρο, βρήκε σαν δικαιολογία αυτή τη σαχ­λαμάρα της υπο­χωρήσεως του ίδιου του Παντοδυνάμου Θεού Πατρός, αλ­λά ρίχνοντας το βάρος στον εκλεκτό και αγαπητό προφήτη του, τον Μωυ­σή... Πού πήγε η θεϊκή του ιδιότητα και παντοδυναμία εδώ; Τί να πει κανείς με δ’ αύ­τα!

Τώρα πάν­τως με την Νέα Διαθήκη και τα συμπληρώματα τού Θεϊκού Νόμου όπως και να έχει το πράγμα, δεν μπο­ρείς να ξαναπαν­τρευ­τείς αν έχεις χη­­ρέ­ψει ή χω­ρί­σει, ακό­μα και για θε­μι­τούς λό­γους. Ού­τε μπο­ρείς να χω­ρί­σεις τον ή την σύ­ζυγο που πή­ρες αλλά δεν σου ταίριασε. Αν έκα­νες λάθος, «σύ όψει», δι­όρ­θω­ση δεν υπάρ­χει. Η κατα­πιε­στι­κή και αντικοι­νω­νι­κή θεολογική τακτική σε όλο της το με­γαλείο!]

ΝΟ­ΜΟΣ ΤΗΣ ΖΗ­ΛΟ­ΤΥ­ΠΙΑΣ

 

Με θε­ϊ­κή έμπνευ­ση ο Γιαχβέχ εφεύ­ρε και διέ­τα­ξε μια και­νούρ­για δο­κι­μή, ένα εί­δος ιε­ρα­τι­κής «δί­κης με οδυ­νη­ρή δο­κι­μα­σί­α» για πε­ρι­πτώ­σεις όπου «το πνεύ­μα της ζη­λο­τυ­πί­ας αφύ­πνι­ζε» τον σύ­ζυ­γο και αυ­τός υπο­πτευό­ταν ότι η γυ­ναί­κα του πλά­για­σε σω­μα­τι­κά με άλ­λον άν­δρα, «και αυ­τό έγι­νε κρυ­φά από τα μά­τια του συ­ζύ­γου της,... και δεν υπήρ­χε κα­νέ­νας μάρ­τυ­ρας ενα­ντί­ον της...».

Συ­γκε­κρι­μέ­να στους Αριθ­μούς 5: 11-31 με­τα­ξύ άλ­λων δια­βά­ζομε τα εξής γι’ αυ­τήν τη μέ­θο­δο του «ύ­δα­τος της ζη­λο­τυ­πί­ας»:

 

«Τό­τε ο άν­δρας θα φέ­ρει τη γυ­ναί­κα του προς τον ιε­ρέα... και ο ιε­ρέ­ας θα φέ­ρει αυ­τήν κο­ντά και θα τη βά­λει μπρο­στά στον Γιαχβέχ, και ο ιε­ρέ­ας θα βά­λει νε­ρό μέ­σα σ’ ένα πή­λι­νο δο­χεί­ο· και από το χώ­μα που βρί­σκε­ται στο πά­τω­μα της Σκη­νής του Μαρ­τυ­ρί­ου ο ιε­ρέ­ας θα πά­ρει και θα το βά­λει μέ­σα στο νε­ρό... το πι­κρό νε­ρό που πε­ριέ­χει και προ­ξε­νεί την κα­τά­ρα· και ο ιε­ρέ­ας θα την ορ­κί­σει με όρ­κο και θα πει στη γυ­ναί­κα: «Ε­άν κα­νέ­νας άν­δρας δεν έχει «κοι­μη­θεί» μα­ζί σου... κλπ.». Και με­τά ο ιε­ρέ­ας θα πει στη γυ­ναί­κα: «Ο Γιαχβέχ να σε κα­τα­ρα­στεί και να σε κα­τα­στή­σει αποκρου­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα ανά­με­σα στο λαό σου, όταν ο Γιαχβέχ δώ­σει και κά­νει να σα­πί­σει ο μη­ρός σου και να πρη­σθεί η κοι­λιά σου· και αυ­τό το νε­ρό που περιέ­χει την κα­τά­ρα θα ει­σχω­ρή­σει εντός των εντέ­ρων σου, και θα κά­νει την κοι­λιά σου να πρη­σθεί και τον μη­ρό σου να σα­πί­σει· και η γυ­ναί­κα πρέ­πει να πει: Αμήν – Αμήν (δη­λα­δή, γέ­νοι­το – γέ­νοι­το)».

      «Και ο ιε­ρέ­ας —(με­τά από διάφορα προ­γε­γραμ­μέ­να ξόρ­κια)— θα εξα­να­γκάσει τη γυ­ναί­κα να πιει αυ­τό το νε­ρό... Τό­τε θα συμ­βεί το εξής: Εάν εί­ναι όντως μο­λυ­σμέ­νη και έχει δια­πρά­ξει προ­σβο­λή κα­τά του κυ­ρί­ου και συ­ζύ­γου της, τό­τε το νε­ρό που πε­ριέ­χει την κα­τά­ρα θα ει­σέλ­θει μέ­σα της και θα γί­νει πι­κρό, και θα πρη­σθεί η κοι­λιά της και ο μη­ρός της θα σα­πί­σει, και η γυ­ναί­κα αυτή θα κα­να­ντή­σει κα­τά­ρα ανά­με­σα στο λαό της. Και εάν η γυ­ναί­κα δεν εί­ναι μολυ­σμέ­νη... τό­τε θα εί­ναι ελεύ­θε­ρη και θα συλ­λά­βει σπέρ­μα. Αυ­τός εί­ναι ο νόμος της ζη­λο­τυπίας.».

 

            Ί­σως κά­ποιος πα­ρα­κι­νη­θεί να σκε­φτεί ότι αυ­τή η δό­ση του βλα­βε­ρού ιε­ρού νε­ρού» θα ήταν πο­λύ απο­τε­λε­σμα­τι­κή για να πά­θει μό­λυν­ση και να πρη­σθεί η κοι­λιά της, και να σα­πί­σει το υπο­γά­στριο της (αυ­τό θα πει «μη­ρός» εδώ) είτε ήταν ένο­χη εί­τε αθώ­α, και ως εκ τού­του αυ­τός ο θε­ϊ­κός τρό­πος δια­πι­στώ­σε­ως της ενο­χής ή της αθω­ό­τη­τάς της να εί­ναι πο­λύ χει­ρό­τε­ρος από την ίδια την αρ­χι­κή υπο­ψία ή την προ­σβολή.

 

            [Ου­δέν σχό­λιον... Τί να πρω­το­πεί κα­νείς για έναν τέτοιο νό­μο ενός παν­σόφου, δικαίου, καλοπροαιρέτου και πα­ντο­γνώ­στη Θε­ού...! Αυ­τός κι’ αν εί­ναι δει­σι­δαι­μο­νί­α! Αλ­λά η δει­σι­δαι­μο­νία εί­ναι υπέρ­τε­ρη από κά­θε θε­ο­πνευ­στί­α... Αυτή η τέλεια, θεϊκή μέθοδος εφαρμοζόταν με­ρικές φορές και στη χριστια­νική Ευρώπη του σκοτεινού χριστιανικού Μεσαίωνα.].

ΝΟ­ΜΟΣ ΔΙΑ ΕΞΕ­ΤΑ­ΣΗ ΠΑΡ­ΘΕ­ΝΙΑΣ

 

             Νο­μο­θε­τή­θη­κε ότι: «Ε­άν οποιοσ­δή­πο­τε άν­δρας λά­βει μια γυ­ναί­κα» και απο­γο­η­τευ­τεί απ’ αυ­τήν και ανα­φέ­ρει ότι «δεν τη βρή­κα παρ­θέ­να» τό­τε ο πα­τέ­ρας της και η μά­να της θα πρέπει να «πα­ρου­σιά­σουν τα διαπι­στευ­τή­ρια τής (αυ­τές οι λέ­ξεις «τα διαπι­στευ­τή­ρια τής» δεν υπάρ­χουν στο Εβρα­ϊ­κό κεί­με­νο) — παρ­θε­νί­ας τής νε­α­ρής κο­πέ­λας στους πρε­σβύ­τε­ρους της πό­λε­ως στην πύ­λη.».

             Τό­τε αυ­τοί οι άγιοι «εξυ­πνά­κη­δες» πρέ­πει να κά­νουν ένα εί­δος σε­βα­σμί­ου γλυ­κο­κοι­τάγ­μα­τος επά­νω και μέ­σα στο σώ­μα της, inquisitio de ventre inspiciendo [ανα­ζή­τη­ση (ψά­ξι­μο) διά κολπικής εξε­τά­σε­ως, ή εξετάσεως των εντο­σθί­ων], και σύμ­φω­να με το Δευ­τε­ρο­νό­μιον 22: 13-21

 

 «... εάν η νε­α­ρή κο­πέλα δεν βρε­θεί να εί­ναι παρθέ­να, τό­τε θα τη φέ­ρουν έξω από τη θύ­ρα του σπι­τιού του πα­τέ­ρα της και οι άν­δρες της πό­λε­ως θα τη λι­θο­βο­λή­σουν με λί­θους μέ­χρι να πε­θά­νει.».

 

            [Τί πα­νέ­μορ­φο θέ­α­μα θα ήταν αυ­τή η εκτέλεση για τους γο­νείς της πα­θού­σας «δι­καί­ως» ή «α­δί­κως»; Όπως όμως έλε­γαν οι Λα­τί­νοι: «Dura Lex sed Lex» (σκλη­ρός νό­μος αλ­λά νό­μος). Αν επί πλέον η κοπέλα ήταν κόρη ιερέα και ευρέθη μη παρ­θένα, είτε επρόκειτο να παντρευτεί είτε όχι, τότε την έκαιγαν ζωντανή σύμφω­να με την διάταξη του Λευιτικού 21: 9. Πάρα πολύ ωραία! ...]

ΝΟ­ΜΟΣ ΤΗΣ ΜΑ­ΓΙ­ΚΗΣ ΜΕ­ΤΑΒΙ­ΒΑ­ΣΕ­ΩΣ

 

Αυ­τή η επι­κε­φα­λί­δα εί­ναι η κα­λύ­τε­ρη που θα μπο­ρού­σε να βρε­θεί για να εκ­φρά­­σει τις ιε­ρο­τε­λε­στί­ες και τα ξόρ­κια μα­γι­κής φύ­σε­ως, που εφευ­ρέ­θη­καν και προ­δια­γρά­φτη­καν από τον Γιαχβέχ και που εφαρ­μό­ζο­νταν από τους ιε­ρείς, για να εξορ­κί­σουν αρ­ρώ­στιες και αμαρτίες από τον άγιο λαό και να με­τα­βι­βά­σουν αυτά τα δεινά σε μάλ­λον αθώα ζώ­α.

Ο θε­ϊ­κός «νό­μος για τη λέ­πρα και τη λευ­κο­πλα­σί­α» στο Λευιτικόν 14 [και 13] είναι ένα τέ­λειο δείγ­μα εξορ­κι­σμών ια­τρο­μα­γεί­ας για τον κα­θαρ­μό του θε­ρα­πευο­μέ­νου λε­πρού και των ρού­χων, σπι­τιού και υπαρ­χό­ντων του.

Νο­μο­θε­τή­θη­κε ότι ο ιε­ρέ­ας, πρό­κει­ται να πά­ρει δύο ζω­ντα­νά πτη­νά, κέ­δρι­νο ξύ­λο, ται­νία από στριμ­μέ­νο κόκ­κι­νο νή­μα και κλω­να­ρά­κι υσσώπου. Με­τά θα σκο­τώ­σει το ένα από τα πτη­νά «μέ­σα σε πή­λι­νο δο­χείο πά­νω από τρε­χού­με­νο νερό». Θα βου­τή­ξει το ζω­ντα­νό πτη­νό και τα άλ­λα τρία «φε­τι­χι­κά» μέ­σα στο αί­μα του σκο­τω­μέ­νου πτη­νού· θα ρα­ντί­σει τον λε­πρό επτά φο­ρές, και με­τά θα «α­φήσει το ζω­ντα­νό πτη­νό ελεύ­θε­ρο να πε­τά­ξει μέ­σα στην πεδιάδα φορ­τω­μέ­νο με την αρ­ρώ­στια. Τό­τε ο λε­πρός, κα­θα­ρός πλέ­ον από την αρ­ρώ­στια, πρέ­πει να «ξυρί­σει όλα τα μαλ­λιά της κε­φα­λής του, τα γέ­νια του και τα φρύ­δια του [τίποτ’ άλ­λο άρα­γε;]», και θα φέ­ρει στον ιε­ρέα δυο αρ­σε­νι­κά αρ­νά­κια, μια αμνά­δα, λάδι κτλ., ως προ­σφο­ρά οφειλήματος.

Ο ιε­ρέ­ας θα σκο­τώ­σει ένα από τα δυο αρ­νά­κια, και κα­τό­πι θα πά­ρει λί­γο αί­μα από την προ­σφο­ρά του οφει­λή­μα­τος και μ’ αυ­τό θα αλεί­ψει την άκρη του δεξιού αυ­τιού, και τον αντί­χει­ρα του δε­ξιού χε­ριού, και το με­γά­λο δά­χτυ­λο του δε­ξιού πο­διού του πρώ­ην λε­πρού, θα βυ­θί­σει το δε­ξί του δά­χτυ­λο μέ­σα σε λίγο λά­δι χυ­μέ­νο μέ­σα στο αρι­στε­ρό του χέ­ρι, και με­τά «θα ρα­ντί­σει το λά­δι με το δά­χτυ­λό του επτά φο­ρές μπρο­στά στον Γιαχ­βέχ» με­τά θα χύ­σει το υπό­λοιπο του λα­διού επά­νω στο κε­φά­λι του λε­πρού και presto! [αμέ­σως, ταχύτατα!] «θα εί­ναι κα­θα­ρός».

Ο­λό­κλη­ρη η πα­ρά­στα­ση πρό­κει­ται να επα­να­λη­φθεί με πε­ρισ­σό­τε­ρο αί­μα και εξ­ορ­κι­σμούς για να απο­λυ­μαν­θούν το σπί­τι και τα αντι­κεί­με­να του λεπρού. Αλλά ού­τε μια λέ­ξη μέ­σα σ’ όλες αυ­τές τις ια­τρι­κές συ­ντα­γές «του Με­γά­λου Ια­τρού» που ονο­μά­ζε­ται «Κύ­ριος ο Θε­ρά­πων» για την πρό­λη­ψη ή την από­λυ­τη ία­ση της λέ­πρας, ή οποιασ­δή­πο­τε άλ­λης μά­στι­γας, ασθέ­νειας, επι­δη­μί­ας κλπ. στην Αγία Γη.

[Τί να πρω­το­γρά­ψομε γι’ αυ­τήν τη μέ­θο­δο θε­ρα­πεί­ας λέ­πρας και απο­λυ­μάν­σε­ως αντι­κει­μέ­νων και σπι­τιού ενός λε­πρού. Τα αφή­νομε στην κρί­ση σας. Εί­ναι να απο­ρεί κα­νείς που οι ιε­ρό­συ­λοι για­τροί σή­με­ρα δεν εφαρ­μό­ζουν αυ­τήν τη μέ­θο­δο!... Τί φο­βε­ρή ιε­ρο­συ­λί­α!]

Ο ΝΟ­ΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟ­ΛΑΤΡΕΙΑΣ

 

            Μια παρόμοια επι­νό­η­ση για την απαλ­λα­γή του αγί­ου λα­ού από την αμαρ­τία εις βά­ρος κά­ποιου ζώ­ου εί­ναι αυ­τή της θυ­σί­ας του «α­πο­διο­πο­μπαί­ου τρά­γου» στον δι­άβολο, [δηλαδή του τράγου που θυσιάζεται στον «αποδιοπομπαίο», τουτέστιν στον Σατανά], όπως προβλέπει ένας από τους πιο πα­ρά­ξενους νό­μους του Γιαχβέχ, όπως θε­­σπί­στη­κε στο Λευιτικόν 16. Η φρά­ση «α­πο­διο­πο­μπαί­ος τρά­γος» εί­ναι λά­θος όρος των με­τα­φρά­σε­ων [όπως των Εβδο­μήκοντα(δύο), κ. α.] ο οποί­ος χρη­σι­μο­ποιεί­ται για να απο­κρύ­ψει ό,τι ονο­μά­ζει το New Standard Bible Dictionary [Νέο Κα­θιε­ρω­μέ­νο Λε­ξικό της Βί­βλου] «ί­χνος πρω­τό­γο­νης Ση­μι­τι­κής Δαι­μο­νο­λο­γί­ας» (Βλέ­πε: Encyclopedia Biblica, Vol. I, col. 395).

            [Ο Σύμμαχος έγραφε «απερχόμενος», ο Ακύλας «απολυόμενος» και πολύ θα θέ­λαμε να ξέραμε τί έγραφε ο Θεοδοτίων. Εκτός από μερικά αποσπάσματα και οι τρεις με­ταφράσεις, όπως και το υποτιθέμενο «Διά Τεσσάρων» του Τατιανού και τα Τετ­ραπλά έως Εν­νεαπλά του Ωριγένη εξαφανίστηκαν μετά τον Κωνσταντίνο και τον Ευσέβιο. Γιατί άραγε;]

Η λέ­ξη που χρη­σι­μο­ποιεί­ται στην Εβρα­ϊ­κή Βί­βλο, και που μπή­κε στο πε­ρι­θώ­ριο του Authorized Bible Version, αλ­λά ει­λι­κρι­νώς απο­κα­θί­στα­ται στο κεί­με­νο του Revised Bible Version, εί­ναι Αζα­ζήλ, ένα Εβρα­ϊκό όνο­μα για τον διάβολο, ο οποί­ος λα­τρευό­ταν από τους αρ­χαί­ους Εβραίους. Η «προ­σφο­ρά αμαρ­τί­ας» στον Γιαχβέχ έπ­ρε­πε να συ­νο­δεύ­ε­ται και με προ­σφορά στον με­γά­λο αντα­γω­νι­στή του τον Σα­τα­νά. Νομο­θε­τή­θη­κε λοι­πόν ότι, με­τά από πο­λυά­ριθ­μες τε­λε­τές :

 

«Ο ιε­ρέ­ας θα πά­ρει δύο τρά­γους και θα τους φέ­ρει ενώ­πιον του Γιαχ­βέχ,... και ο Αα­ρών θα ρί­ξει τα ζά­ρια πά­νω στους δύο τρά­γους, το ένα ζά­ρι για τον Γιαχ­βέχ και το άλ­λο ζά­ρι για τον Αζα­ζήλ.».

 

            Τό­τε με­τά από πα­ρα­τε­τα­μέ­νους και ισχυ­ρούς εξορ­κι­σμούς και ρα­ντί­σμα­τα από το αί­μα του πρώ­του τρά­γου, ο οποί­ος εί­χε θυ­σια­στεί για τον Γιαχβέχ, ο ιε­ρέ­ας θα φέ­ρει πλη­σί­ον του τον ζω­ντα­νό τρά­γο του δια­βό­λου, όπως το βλέ­πομε στο Λευιτικόν 16: 23-26:

 

«Και ο Αα­ρών θα θέ­σει και τα δυο του χέ­ρια πά­νω στο κε­φά­λι του ζω­ντα­νού τρά­γου και θα εξο­μο­λο­γη­θεί επά­νω του όλες τις αδι­κί­ες των τέ­κνων του Ισ­ρα­ήλ,... βά­ζο­ντάς τις πά­νω στο κε­φά­λι του τρά­γου,... και ο τρά­γος θα φέρει επά­νω του όλες τις αμαρ­τί­ες των... και θα αφή­σει τον τρά­γο να φύ­γει στην άγρια φύ­ση... για τον Αζα­ζήλ.».

 

            Αυ­τή η τε­λε­τή δει­κνύ­ει ότι ο λα­ός του Γιαχβέχ λά­τρευε επί­σης τον διάβολο και θυ­σί­αζε σ’ αυτόν. Συ­νέ­χι­σε να κά­νει τέ­τοιες θυ­σί­ες του­λά­χι­στον μέ­χρι της επο­χής του Ρο­βο­άμ, ο οποί­ος και «χει­ρο­τό­νη­σε ιε­ρείς για τους δια­βό­λους», όπως το βλέ­πομε στο 2 Πα­ρα­λει­πο­­μέ­νων 11: 15 [του­λά­χιστον όπως το δια­τυ­πώ­νουν οι Μασ­σο­ρί­τες]. (Α­κό­μα βλέ­πε: Λευιτικόν 17: 7 και Δευ­τε­ρο­νό­μιον των Μασ­σο­ρι­τών 32: 16.).

            Αρ­γό­τε­ρα ένα πιο δρα­μα­τι­κό σχή­μα επι­νο­ή­θη­κε και νο­μο­θε­τή­θηκε από τον Γιαχ­βέχ για να απαλλάσσει τον άγιο λαό του από τις αμαρ­τί­ες του. Διέ­τα­ζαν δυο φτε­ρω­τές γυ­ναί­κες με «φτε­ρού­γες σαν τις φτε­ρού­γες πε­λαρ­γού» να συ­γκε­ντρώ­νουν όλες τις αμαρ­τί­ες που μπο­ρού­σαν να τσα­κώ­σουν, και μετά να τις ζυ­μώ­νουν μέ­σα σ’ ένα «τά­λα­ντο μο­λύβ­δου». Αυ­τή η μά­ζα λοι­πόν επρό­κει­το με­τά να δο­θεί σε «μια γυ­ναί­κα που κα­θό­ταν μέσ’ τη μέ­ση ενός εφάχ» (εί­δος με­γά­λου δο­χεί­ου που χρησιμοποιούταν σαν μέ­τρο χω­ρη­τι­κό­τη­τας). Τότε οι δυο φτε­ρω­μέ­νες γυ­ναί­κες «σή­κω­ναν ψη­λά το εφάχ με­τα­ξύ γης και ου­ρανού» και πε­τού­σαν μα­ζί με το εφάχ μα­κριά στη χώ­ρα Σι­νάχ [αγνοείται αυτή η χώ­ρα], όπου έχτι­ζαν ένα εί­δος φυ­λα­κής για την πα­ντο­τι­νή του φυ­λά­κι­ση. Αυ­τά ανα­φέ­ρο­νται στο βι­βλίο του Ζα­χα­ρία [Μασ­σο­ρι­τών και Προτεσ­ταντών] 5: 5-11.

[Τα σχό­λια πε­ριτ­τεύ­ουν. Βγά­λε­τε μό­νοι σας συ­μπέ­ρα­σμα...].

Ο ΝΟ­ΜΟΣ ΤΩΝ ΜΑ­ΓΙΣ­ΣΩΝ

 

            Μέ­σα στην πρώ­τη φουρ­νιά των θε­ϊ­κών νό­μων που ενε­χει­ριά­στηκαν [στον Μωυ­σή], ήταν και ο εξής, που νο­μο­θε­τή­θη­κε ανά­με­σα στις φλό­γες και στα αστρα­πόβρο­ντα του όρους Σινά. Στην Έξο­δον 22: 18 έχο­με:

 

«Φαρ­μα­κούς ου πε­ρι­ποι­ή­σε­τε» («Μά­γους - μάγισσες δεν θα αφή­σε­τε να ζουν»).

 

Αλ­λά ακό­μα πιο συ­γκε­κρι­μέ­να νο­μο­θε­τή­θη­κε στο Λευιτικόν 20: 27:

 

«Α­νήρ ή γυ­νή οι οποί­οι ήθε­λαν γί­νει εγ­γα­στρί­θυ­μοι ή μά­γοι ψάλλο­ντες μα­γι­κάς ωδάς, θα τι­μω­ρη­θούν και οι δύο διά θα­νά­του. Θα τους εκτε­λέσε­τε διά λιθο­βολισμού. Εί­ναι ένο­χοι.».

 

            Αυ­τό επε­ξετά­θη­κε για να συ­μπε­ρι­λά­βει και ολό­κλη­ρο το αλ­λό­κο­το τσούρ­μο των υπαρκτών και μη πνευ­μα­τι­στών του όρους Brocken, [α­πό τον Faust του Goethe, όπου ένα πλήθος «αλλοκότων» ατόμων, μαγισσών και δαιμόνων εμφανίζε­ται και συγκεντρώ­νε­ται στο όρος Brocken της οροσειράς Harz της Γερμανίας κα­τά τη νύχτα της εορτής της Αγίας Βαλ­πούρ­γης (Walpurgis). Εκεί και τότε αυτό το πλήθος εκτρέ­πεται σε ορ­γιαστικούς εορτα­σμούς και παλυ­πάταγες ορχήσεις – εξ ού η παροιμιώδης έκφραση: «Βαλπούργια Νύ­χτα»], όπως μας πλη­ρο­φο­ρεί το Δευ­τε­ρο­νό­μιον 18: 10-11:

 

«Με­τα­ξύ σας δεν θα ευ­ρε­θεί κα­νέ­νας... ο οποί­ος θα χρη­σι­μο­ποιεί μα­ντεί­ας ή πα­ρα­τη­ρεί ση­μεία και οιω­νούς, διά να εξα­κρι­βώ­σει το μέλ­λον, ή μά­γος που θα ψάλ­λει μα­γι­κάς ωδάς, ού­τε άν­θρω­πος που θα φαί­νε­ται ομι­λών από την κοι­λί­αν, ού­τε τε­ρα­το­σκό­πος που θα πα­ρα­τη­ρεί τέ­ρα­τα στον ου­ρα­νό διά να προ­λέ­γει το μέλ­λον, ού­τε άλ­λος πνευ­μα­τι­στής που θα ερω­τά τους νε­κρούς.».

 

            Αυ­τός ο κα­τά­λο­γος και οι επα­να­λαμ­βα­νό­με­νες θα­να­τη­φό­ρες νο­μο­θε­τή­σεις εναν­τί­ον κα­κο­ποιών για τους οποί­ους συ­νε­χώς γκρι­νιά­ζουν, προ­δί­δει την εξα­πλω­μέ­νη λα­τρευ­τι­κή τρέλα και τις πεί­σμω­νες πρα­κτι­κές που εδώ κα­ταδικάζονται. Έτσι ο Γιαχ­βέχ ο ίδιος και οι αλάν­θα­στοι πά­πες, σύ­νο­δοι και ανα­ρίθ­μη­τοι «θε­ο­λό­γοι» συ­μ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­­νου και του δι­κού μας John Wesley [Βρε­τα­νός κλη­ρι­κός θε­ο­λό­γος (1703-1791) ο οποί­ος θε­με­λί­ωσε την αί­ρε­ση των Με­θο­δι­στών το 1738], έχει σε­βα­σμί­ως επι­βε­βαιώ­σει την πραγ­μα­τι­κή ύπαρ­ξη των μα­γισ­σών και μά­γων. Με­ρι­κά εκα­τομ­μύ­ρια ατυ­χών γε­ρο­ντισ­σών και αν­θρώ­πων με εμ­μο­νές κα­τα­βασ­α­νί­στη­καν και εκτε­λέ­στη­καν ή εκά­ησαν ζω­ντα­νοί μέ­χρι θα­νά­του και τώ­ρα η γη εί­ναι ευ­τυ­χώς απε­λευ­θε­ρω­μέ­νη από την ολέ­θρια πα­ρου­σία τους.

[Ε­δώ μι­λά­ει η θεμελίωση της ιστο­ρί­ας του φό­βου, τρό­μου και φρί­κης που γέννη­σε βα­σα­νι­στή­ρια που δεν βά­ζει ο νους φυ­σιο­λο­γι­κού αν­θρώ­που. Μην ξεχνάτε την μαύρη βί­βλο κατά των μαγισσών και μάγων, το οικτρό εγχειρίδιο Malleus Maleficarum (η Σφύ­ρα κατά των Κακοπραγούντων). Με­λε­τή­στε αυ­τή την Ιστο­ρία από διάφορα κα­λά συγ­γράμματα προς γνώ­ση και συμ­μόρ­φω­ση και εις μνή­μην όλων αυ­τών των εκα­τομ­μυ­ρί­ων αθώ­ων θυ­μά­των...].

 

EX POST FACTO

[κα­τό­πιν του πρα­χθέ­ντος, εκ των υστέ­ρων, αναδρομικής ισχύος]

ΝΟ­ΜΟΙ ΘΑ­ΝΑ­ΤΟΥ

 

          Οι θε­ϊ­κοί νό­μοι ορί­ζουν τις τι­μω­ρί­ες θα­νά­του και λι­θο­βο­λι­σμού με λί­θους [μα κα­λά με τί άλλο;] μέ­χρι θα­νά­του, σχε­δόν για κά­θε αδί­κη­μα μέ­σα στον ιε­ρό κώ­δι­κα. Αλ­λά υπάρ­χουν άλ­λες δια­τά­ξεις τε­λείως ex post facto για πρά­ξεις που εί­χαν ήδη γί­νει, οι οποί­ες επι­βάλ­λουν την ίδια ποι­νή θα­νά­του για τε­τριμ­μέ­νες και ελα­φρές μι­κρο­α­δι­κί­ες, όπως φαί­νεται.

            Καθ’ ον χρό­νον ο Εκλε­κτός Λα­ός ήταν στην άγρια έρη­μο, οι Αριθμοί 15: 32-36 μας πλη­ρο­φο­ρούν ότι:

 

«βρέ­θη­κε άν­δρας να μα­ζεύ­ει ξύ­λα κα­τά την ημέ­ρα του Σαβ­βά­του. Και αυ­τοί... τον έφε­ραν ενώ­πιον του Μω­υ­σέ­ως και του Αα­ρών, και ενώ­πιον του λα­ού· και τον έβα­λαν σε φυ­λα­κή, για­τί δεν γνώ­ριζαν τι να κά­μουν μ’ αυ­τόν. Και ωμί­λη­σε ο Γιαχβέχ προς τον Μω­υ­σή και εί­πε: Ο άν­θρω­πος αυ­τός πρέ­πει να τι­μω­ρη­θεί οπωσ­δή­πο­τε με θά­να­το· και όλος ο λα­ός θα τον λι­θο­βο­λή­σει με λί­θους έξω από το στρα­τόπεδο.».

 

          Το σύ­νταγ­μα κά­θε πο­λι­τεί­ας των Η.Π.Α. απα­γο­ρεύ­ει τιμω­ρία σύμ­φω­να με τους νό­μους που ετέ­θη­σαν σε εφαρ­μο­γή με­τά τη διάπραξη της αδι­κί­ας. [Ασφαλώς κάθε ευνο­μούμενη πολιτεία απαγορεύει τιμωρία σύμφωνα με τους νόμους που ετέθησαν σε εφαρ­μογή μετά τη διάπραξη της αδικίας!]

Αρ­γό­τε­ρα ένας γε­νι­κός νό­μος για τις πε­ρι­πτώ­σεις της θα­να­τικής ποι­νής θε­σπί­στη­κε, ακο­λου­θώ­ντας το προ­η­γού­με­νο που ανω­τέ­ρω εγκα­θι­δρύ­θη­κε, όπως δη­λώ­νε­ται στην Έξο­δον 35: 2, [και επίσης 10: 10-11, 16: 23-36, 31: 12-18, 34: 21] και απαν­ταχού [π.χ. Λευιτικόν 23: 1-3, Δευτερονό­μιον 5: 14-15, όπου εδώ ο στίχος 15 ο οποίος δήθεν δικαιολογεί αυτή την εντολή έρχεται σε κατά­φορη αντίφαση με την δικαιο­λο­γία που δίδεται στον στίχο της Εξόδου 10: 11]:

 

«Έ­ξη ημέ­ρες θα ερ­γά­ζε­σθε, και κα­τά την έβδο­μη ημέ­ρα θα κα­τα­παύ­ε­τε τις ερ­γα­σί­ες σας, διό­τι αυ­τή θα εί­ναι το Άγιον Σάβ­βα­τον, ημέ­ρα ανά­παυ­σης για χά­ρη του Γιαχβέχ. Εκεί­νος που θα ερ­γα­στεί κατ’ αυ­τήν την ημέ­ρα θα τι­μω­ρη­θεί με θά­να­το.».

 

            Μια άλ­λη φο­ρά ένας άν­δρας «α­νά­φε­ρε το όνο­μα του Γιαχβέχ και το βλα­στή­μη­σε». Και αυ­τός «βλή­θη­κε στη φυ­λα­κή μέ­χρις ότου η σκέ­ψη του Γιαχβέχ εκ­δηλω­θεί σ’ αυ­τούς» και όπως μας με­τα­φέ­ρει το Λευιτικόν 24: 10-14 και 23:

 

«... και Γιαχβέχ ωμί­λη­σε προς Μω­υ­σή, λέ­γων: εκ­βά­λε­τε αυ­τόν που βλα­στή­μη­σε έξω από το στρα­τό­πε­δο... και όλος ο λα­ός ελι­θο­βό­λη­σεν αυ­τόν.».

 

            Ό­ταν το θύ­μα πέ­θαι­νε διά λι­θο­βο­λι­σμού, το σκλη­ρό διάταγμα βά­σει του οποί­ου το θύ­μα έφευ­γε από τη μέ­ση δη­μιουρ­γού­σε ένα προ­η­γού­με­νο για ένα γε­νικό νό­μο θα­να­τι­κής ποι­νής για το επι­πό­λαιο πα­ρά­πτω­μα. Στο Λευιτικόν 24: 16 βλέ­που­με:

 

«Ό­ποιος βλα­στη­μή­σει το όνομα του Γιαχβέχ θα θα­να­τω­θεί οπωσ­δή­πο­τε, και όλη η συ­να­γω­γή του λα­ού θα τον λι­θο­βο­λή­σει οπωσ­δή­πο­τε.».

 

            Ε­κτός από αυ­τά τα συγκε­κρι­μέ­να πα­ρα­δείγ­μα­τα επι­βλη­θεί­σας θα­να­τι­κής ποι­νής βά­σει των ex post facto νό­μων και δια­τα­γών του Θε­ού, φαί­νε­ται να υπάρ­χει ένα εί­δος γε­νι­κού συ­γκε­ντρω­τι­κού –omnium gatherum– νό­μου που επι­βάλ­λει θά­να­το δι’ απ­αγχο­νισμού για ένα εί­δος αο­ρί­στων πρά­ξε­ων οι οποί­ες μπο­ρούν να εκ­δι­κα­στούν από τους ιε­ρείς και τους πρεσβύ­τε­ρους ως «α­μαρ­τί­ες που αξί­ζουν θά­να­το», όπως π. χ. απα­ντά­ται στο Δευ­τε­ρο­νό­μιον 21: 22. Φυ­σι­κά τέ­τοια κα­τα­δί­κη λάμβανε χώρα με­τά την διάπραξη [του αδι­κή­μα­τος], αλ­λά χω­ρίς να υπάρ­χει κα­νέ­νας σχε­τι­κός νόμος πά­νω σ’ αυ­τό το αδί­κη­μα.

 

            [Στο Δευ­τε­ρο­νό­μιον 21: 22-23 αναφέρεται ότι όποιος καταδικασθεί και θανα­τω­θεί κρεμάμενος επί ξύλου πρέπει να καταβιβασθεί και να ταφεί την ίδια ημέρα δι­ό­τι αλλιώς «μιαίνεται η γη» καθώς το Δευ­τε­ρο­νό­μιον δηλώνει: «κεκατηραμένος υπό Θεού πας ο κρεμάμενος επί ξύ­λου». Οι Χριστιανοί συνεχώς ευρίσκουν «προφητεί­ας» περί του Χριστού στην Πα­λαιά Διαθήκη, όμως ιδού τώρα και μία Ραβινική: Ορι­σ­μένοι ραβίνοι λέγουν ότι πραγμα­τικά υπήρξε ο Ιησούς, παρ’ ότι ουδέν περί αυτού αναφέρει η Ιουδαϊκή παράδοση, και ότι υπήρξε όργανο παρα­πλανήσεως των πισ­τών. Τούτο, όπως λέγουν, το προείπε ο Θεός Γιαχβέχ και μία τοιαύτη πρόρρηση είναι η προαναφερθείσα. Προσέξετε λοιπόν τώρα τις εξής δύο αλληλοσυγκρουόμενες δυ­ϊ­σ­τι­κές – «γνωστικές» απόψεις: Μερικοί Ρα­βίνοι λέ­γουν: Ο Γιαχβέχ είναι ο Αγαθός Θε­ός, ενώ ο Χριστός που πιθανώς είναι ο ίδι­ος ο Αρ­χαί­κα­κος Όφις είναι ο «αποδιο­πομ­παίος». Μερικοί Γνωστικοί όμως –όπως οι Οφί­τες, ο Μαρ­κίων, ο Τατιανός, κ. ά.– λέ­γουν: Ο δη­μιουργός Γιαχβέχ είναι ο κακός Θεός, ενώ ο Χρι­στός που εί­ναι πιθανώς ο ίδιος «ο πλήρης των πληρών Όφις» (ομιλούν διά τον αυτόν Όφιν που ευρίσκεται στον Πα­ρά­δεισον) είναι ο απεσταλμένος του αγαθού Θεού, ο οποίος είναι άλ­λος από τον Γιαχ­βέχ και επιπολάζει του κόσμου.]

Ignorantia Juris Non Excusat

ΑΓΝΟΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΔΕΝ ΣΥΓΧΩΡΕΙΤΑΙ

 

Η ανω­τέ­ρω αρ­χή ανή­κει στη Ρω­μα­ϊ­κή Νομο­θε­σία η οποία απο­δί­δει ενο­χή για πα­ρα­βί­α­ση προ­ϋ­πάρ­χο­ντος νό­μου, ακό­μα και αν ο νό­μος ήταν άγνω­στος στον δια­πρά­­ξα­ντα την πα­ρά­βα­ση. Ο Νό­μος του Γιαχβέχ ενο­χο­ποιεί ακό­μα και την άγνω­στη και χω­ρίς πρό­­θε­ση αδι­κί­α, όπως το βλέ­πομε στο Λευιτικόν των Μασ­σο­ρι­τών 5: 17:

 

«Ε­άν κα­νείς αμαρ­τή­σει και δια­πρά­ξει κά­τι από αυ­τά που απα­γο­ρεύ­ο­νται να γί­νουν από τον νό­μο του Γιαχβέχ, αν και ακό­μα δεν το ήθε­λε, παρ’ όλα ταύ­τα αυ­τός εί­ναι ένο­χος, και θα φέ­ρει το βάρος της αδι­κί­ας τους.».

Lex Talionis

ΝΟΜΟΣ ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΕΩΣ

 

            Ο ακρο­γω­νιαί­ος λί­θος του Θεϊ­κού κώ­δι­κα εί­ναι ο Νό­μος της αντα­πο­δό­σε­ως [αν­τεκ­δι­κή­σε­ως] που εμ­φα­νί­ζεται σε τρία μέ­ρη: Έξο­δος 21: 23-25, Λευιτικόν 24: 17-21, Δευ­τε­ρο­νό­μιον 19: 21.

 

«Θα δώ­σεις ψυ­χήν αντί ψυ­χής, οφθαλ­μόν αντί οφθαλ­μού, οδό­ντα αντί οδόν­τος, χεί­ραν αντί χει­ρός, πό­δαν αντί πο­δός, έγκαυ­μα αντί εγκαύ­μα­τος, μώ­λω­πα αντί μώ­λω­πος.».

 

            Ο νό­μος αυ­τός όμως, δεν εί­ναι πρω­τό­τυ­πος, με τον Γιαχβέχ να τον έχει πρω­το­φα­νε­ρώ­σει στον Μω­υ­σή, διό­τι εί­ναι φα­νε­ρά μια συλ­λο­γή Νό­μων, 195, κτλ., του αρχαί­ου κώ­δι­κα του Χα­μου­ρα­μπί, που θε­σμο­θε­τή­θη­κε από τον Θεό Βηλ και απο­κα­λύ­φθη­κε από τον Θεό του Ηλί­ου Σα­μάς, όπως πε­ρι­γρά­φε­ται και δη­λώ­νε­ται σ’ αυ­τόν τον κώ­δι­κα.

            [Μετά όμως ο ίδιος Θεός διά του Υιού του, Ιησού Χριστού, μας προτρέπει να στρέφομε και την άλλη πλευρά: Ματθαίος 5: 39 «Εγώ δε λέγω υμίν μη αντισ­τή­ναι τω πονηρώ· αλλ’ όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλ­λην·»! Αλλά στον Ιωάννη 18: 22-23 ο ίδιος δεν τηρεί αυτή την εντολή: «ταύτα δε αυτού ειπόντος εις των υπηρετών παρεστη­κώς έδωκε ράπισμα τω Ιησού ειπών· ού­τως αποκρίνη τω αρχιερεί; απεκρίθη αυτώ ο Ιη­σούς· ει κακώς ελάλησα, μαρτύρη­σον περί του κακού· ει δε καλώς, τι με δέρεις;»! Σχολιάσετε μόνοι σας.]

 

ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΕΛΑΣΣΟΝΕΣ ΘΕ­ΙΟΙ ΝΟ­ΜΟΙ

 

          Ε­άν κά­ποιος από τους Εκλε­κτούς βρει μια φωλιά που­λιών, Ο Γιαχβέχ δια­τά­ζει ότι η μά­να και τα αυ­γά της ή τα μι­κρά της δεν θα παρ­θούν μα­ζί, αλ­λά μπο­ρούν να της κλέ­ψουν τα αυ­γά της ή τα μι­κρά της χωρι­στά με πλή­ρη Θε­ϊ­κή επι­δο­κι­μα­σί­α, διό­τι όπως μας λέ­ει το Δευ­τε­ρο­νό­μιον 22: 6-7 «έ­τσι θα ζή­σεις ευ­τυ­χής και μα­κρο­χρό­νιος επί της γης.».

[Να λοι­πόν ένα σί­γου­ρος τρό­πος για ευ­τυ­χία και μα­κρο­βιό­τη­τα. Βρες μια τέτοια φω­λιά και πρά­ξε όπως μας λέ­ει ο πάνσοφος Θε­ός Πα­τήρ, κτλ.].

            Ε­άν δύο άν­δρες χειροδικούν στον δρό­μο, «και η γυ­ναί­κα του ενός πλη­σιά­σει για να ελευ­θε­ρώ­σει τον άν­δρα της από τα χέ­ρια του άλ­λου που τον κτύπησε, και με τα χέ­ρια της τον αρ­πά­ξει από τα απόκρυ­φα μέ­λη του (στα Εβρα­ϊ­κά, με­μπουσίμ, έχει λι­γό­τε­ρη ευ­φω­νι­κή ση­μα­σί­α), τό­τε θα της κό­ψεις το χέ­ρι. Το μά­τι σου δεν θα τη λυ­πη­θεί.». Έτσι μας τα λέ­ει η θε­ϊκή ­σο­φία του Δευ­τε­ρο­νο­μί­ου 25: 11-12.

[Τί να πρω­το­πού­με για τού­τους εδώ τους θε­ϊ­κούς νό­μους! Αλ­λά αφού εί­ναι δοσμένοι από τον αληθινό Θεό, αυ­τοί πρέ­πει να ισχύ­ουν οπωσδήποτε παντού και πάντοτε! Ή μή­πως κά­νομε λά­θος!].

            Ε­άν ένας άν­θρω­πος έχει «γιο απει­θή, φι­λό­νι­κο και υβρι­στή που δεν υπα­κούει» τον πα­τέ­ρα ή τη μη­τέ­ρα του, ή εί­ναι λαί­μαρ­γος και ακρα­τής, ή μέ­θυ­σος, τότε οι γο­νείς του θα τον φέ­ρουν στους πρε­σβύ­τε­ρους της πό­λης και θα τον καταγ­γεί­λουν σ’ αυ­τούς, και συ­νε­χί­ζει το Θε­ό­δο­το Δευ­τε­ρο­νό­μιον 21: 18-21 «και τό­τε όλοι οι άν­δρες της πό­λε­ως θα τον λι­θο­βο­λή­σουν μέ­χρι θα­νά­του... και οι Ισ­ρα­η­λί­τες θα ακού­σουν το συμ­βάν και θα φο­βη­θούν», και πο­λύ κα­λά θα κάνουν!

[Να για­τί χα­λά­ει η κοι­νω­νία σή­με­ρα. Δεν εφαρ­μό­ζει αυ­τόν τον κα­τα­πλη­κτι­κό Νό­μο του Θε­ού... Μα καλά τί νομοθετούν τα χριστιανικά έθνη και τί η κνέσσετ;].

            Έ­νας άν­δρας που εί­χε την κα­κο­τυ­χία να κου­τσου­ρευ­τεί σε­ξουα­λι­κώς εί­ναι διά πα­ντός αφο­ρι­σμέ­νος από την αγί­αν κοι­νω­νία του Γιαχβέχ, όπως μας το δηλώ­νει ρη­τά το Δευ­τε­ρο­νό­μιον 23: 1 ή 2 (ε­ξαρ­τά­ται από την έκ­δο­ση):

 

«Ε­κεί­νος που τραυ­μα­τί­στη­κε στους όρ­χεις (έ­χει όρ­χεις σπα­σμέ­νους ή κομμέ­νους), ή το από­κρυ­φό του μέ­λος (Ε­βρα­ϊ­στί: Σοπ­κά(χ)) εί­ναι σπα­σμέ­νο ή κομ­μένο, δεν θα ει­σέλ­θει στη συ­νά­θροι­ση του Γιαχβέχ.».

 

[Αυ­τό πά­λι έρ­χε­ται σε κα­τά­φο­ρη αντί­φα­ση με τον Ησα­ΐα 56: 3-5. Δια­βά­στε το από το άγιο θεόπνευστο βιβλίο.].

            Κατ’ αυ­τόν τον τρό­πο ο άν­δρας που πι­θα­νώς γεν­νή­θη­κε με αυ­τό ή άλ­λο σω­ματι­κό ελάτ­τω­μα, ενώ δεν φταί­ει, έγι­νε τα­μπού, όπως μας εξη­γεί το Λευιτικόν 21: 16-23:

 

«... εκεί­νος ο οποί­ος έχει κά­ποιο σω­μα­τι­κό ελάττωμα, κά­ποιαν ανα­πη­ρί­α, ο οποί­ος εί­ναι τυ­φλός, ή χω­λός, ή έχει κο­λο­βή και αντι­φυ­σιο­λο­γι­κώς μι­κρή μύ­τη, ή έχει κομ­μέ­να τα αυ­τιά, ή άν­θρω­πος με σπα­σμέ­νο χέ­ρι ή σπα­σμέ­νο πό­δι, ή εί­ναι κυρ­τός, ή έχει στίγ­μα­τα στο πρό­σω­πό του, ή έχει πρη­σμέ­να και μα­δη­μένα βλέ­φα­ρα, ή έχει άγρια ψώ­ρα, ή λει­χή­νες, ή εί­ναι μο­νόρ­χις ή μη­δε­νόρ­χις, δεν θα πλη­σιά­σει στο θυ­σια­στή­ριο για να προ­σφέ­ρει θυ­σί­ες και δεν θα προ­σφέρει τα δώ­ρα του στον Γιαχβέχ.».

 

[Τί πα­νά­γα­θος και φιλεύσπλαχνος εί­ναι αλή­θεια αυ­τός ο Θε­ός Πα­τήρ Γιαχβέχ; Το βλέ­πε­τε και μό­νοι σας. Εμείς τί να πού­με;...].

            Ε­πί­σης «έ­να μπά­σταρ­δο παι­δί δεν θα προ­σέλ­θει στη συ­νά­θροι­ση του Γιαχβέχ, αυ­τό και οι από­γο­νοί του μέ­χρι δε­κά­της γε­νε­άς», όπως μας το δη­λώ­νει το Δευ­τε­ρο­νό­μιον 22: 2 ή 3. Ολό­κλη­ρες οι φυ­λές των Αμ­μα­νι­τών και των Μω­α­βιτών ήταν κα­τα­ρα­μέ­νες, όπως μας το λέ­ει το Δευ­τε­ρο­νό­μιον 22: 3-6: «Αμ­μα­νί­της και Μω­α­βί­της δεν επι­τρέ­πε­ται να προ­σέλ­θει στη συ­νά­θροι­ση του Γιαχβέχ έως και δε­κά­της γε­νε­άς. Δεν θα ζη­τή­σεις την ει­ρή­νη και την ευ­η­με­ρία με αυτούς όλες τις ημέ­ρες και διά πα­ντός.». Το σφάλ­μα τους ήταν ότι πριν με­ρι­κούς αιώ­νες, εκεί­νοι οι μυ­θι­κοί προ­πά­το­ρες τους, ο Αμ­μάν και ο Μω­άβ, ήταν χω­ρίς να το θέ­λουν από­γο­νοι αι­μο­μι­ξί­ας των δύο θυ­γα­τέ­ρων του [α­γί­ου] Λωτ με τον πα­τέ­ρα τους αφού προ­η­γου­μέ­νως τον μέ­θυ­σαν οι ίδιες, όπως μας πε­ρι­γρά­φει τα γε­γο­νό­τα η θε­ό­πνευ­στη απο­κά­λυ­ψη στη Γέ­νε­σιν 19: 30-38.

[Ε­πο­μέ­νως οι Αμ­μα­νί­τες και οι Μω­α­βί­τες ήταν «ξα­δέλ­φια» τών Εβραί­ων. Και η πολ­λή, ενά­ρε­τη και κα­λή Ρουθ ήταν Μω­α­βί­τισ­σα, αλ­λά τα κα­τά­φε­ρε να πα­ντρευ­τεί τον Εβραίο βα­σι­λιά Βο­όζ, προπάππο του εκλεκτού βασιλέως Δαυίδ, κλπ.].

            Ο «ξέ­νος μέ­σα στη πε­ρι­φέ­ρεια» του Ισ­ρα­ήλ, πα­ρά τις ορι­σμέ­νες αρ­χές «ε­νός νό­μου» για Ιου­δαίο ή Εθνι­κό, υπέκει­το σε με­ρι­κές πε­ρί­ερ­γες δια­κρί­σεις. Στο Δευ­τε­ρο­νό­μιον 23: 19-20 ή 20-21 δια­βά­ζου­με: «δεν θα δα­νεί­σεις με τό­κο στον αδελ­φό σου (Εβραίο)... στον ξέ­νο μπο­ρείς να δα­νεί­σεις με τό­κο.» [βλέπε και Έξοδος 22: 25-26]. Οι Εκλε­κτοί απα­γο­ρευό­ταν να φά­νε πτώ­μα νε­κρού ζώ­ου που βρέ­θη­κε κα­τά τύ­χη, για τους προφα­νείς λό­γους. Αλ­λά όπως μας λέ­ει το θε­ϊ­κό Δευ­τε­ρο­νό­μιον 14: 21: «Θα το δώσεις στον ξέ­νο που βρί­σκε­ται εντός των πυ­λών σου για να το φά­ει, ή μπο­ρεί­τε να το που­λή­σε­τε σε μη Ισ­ρα­ηλί­τη.». Όπως έχομε δει οι Εκλε­κτοί δεν μπο­ρούσαν να αγο­ρά­σουν Εκλε­κτούς για δού­λους εκτός μό­νο για επτά χρό­νια δη­λα­δή «μέ­χρι του Ιω­βη­λαί­ου έτους». Αλ­λά ο Γιαχβέχ θε­σπί­ζει νό­μο ότι μπο­ρούν να αγο­ρά­ζουν ει­δω­λο­λά­τρες και ξέ­νους που ζουν ανά­με­σά τους για ισό­βια δου­λεί­α, όπως μας λέ­ει το Λευ­ι­τικόν 25: 44-45.

            Στο όρος Σι­νά ο Γιαχβέχ ξό­δε­ψε μέ­ρος των 40 ημε­ρών για την πα­ρα­σκευή ενός εί­δους «ιε­ρού ελαί­ου του χρί­σμα­τος» και ενός ιδιαι­τέ­ρου εί­δους «ιε­ροτά­του» αρώ­­μα­τος, και στην Έξο­δον 30: 31-38 δια­τά­ζει για το κα­θέ­να απ’ τα δύο ότι: «Ό­ποιος φτιά­ξει κά­τι σαν και αυ­τό, για να το οσφραί­νε­ται ο ίδιος, θα εξο­λο­θρευ­τεί μέ­σα από τον λαό.».

Μέ­σα στις τρο­με­ρές σκηνές του φλε­γο­μέ­νου Σι­νά, και ξα­νά σαν την τε­λι­κή απα­γό­ρευ­ση των «Δέ­κα Εντο­λών», που ανα­φέ­ρονται στην Έξο­δον 34: 10-27, και ακό­μη ξα­νά για Τρί­τη φο­ρά, ο Γιαχβέχ εκ­δί­δει τη φο­βε­ρή και τρο­με­ρή εντο­λή: «Δεν θα μα­γει­ρέ­ψεις αρ­νά­κι με το γά­λα της μά­νας του.». Αυ­τό λοι­πόν το βλέ­πομε τρεις φο­ρές: Έξο­δος 23: 19, 34: 26 και Δευ­τε­ρο­νό­μιον 14: 21.

[Αυτόν τον Νόμο πρέ­πει να τον γνω­ρί­ζουν καλά οι μά­γει­ρες μην τυ­χόν και κά­νουν αυ­τό το φο­βε­ρό λά­θος. Γι’ αυ­τό και δό­θη­κε τρεις φο­ρές. Αν ακό­μα δεν έχετε φά­ει αρ­νά­κι μα­γει­ρε­μέ­νο στο γά­λα της μά­νας του τό­τε δεν έχε­τε ιδέα τι θα πει φα­γη­τό. Βε­βαί­ως η απα­γό­ρευ­ση εί­ναι μό­νο για αρ­νά­κι και για το γά­λα της μά­νας του. Για άλ­λο ζώο ή γά­λα άλ­λου ζώ­ου (π.χ. γυ­ναί­κας, αφού και οι γυ­ναί­κες εί­ναι σαν τα ζώα για τον Γιαχβέχ απ’ ό,τι έχομε ήδη δει) ο νόμος δεν εί­ναι απα­γο­ρευ­τι­κός. Επο­μέ­νως δεν θα τι­μω­ρη­θεί­τε εάν κά­νε­τε άλ­λον συν­δυα­σμό στο μα­γεί­ρε­μά σας.

Μεταξύ των κα­τα­πλη­κτι­κών, δικαίων και σο­φών νό­μων του Γιαχβέχ μελε­τή­στε ακόμα:

 

  1. Νόμος θεϊκός! Ο απερίτμητος θα εξολοθρεύεται: Γένεσις 17: 14 και απερί­τμητος άρσην, ος ου περιτμηθήσεται την σάρκα της ακροβυστίας αυτού τη ημέρα τη ογδόη, εξολοθρευθήσεται η ψυχή εκείνη εκ του γένους αυτής, ότι την διαθήκην μου διεσκέδασε.

2.     Τον ενδιαφέροντα Νόμο κατά της κτηνοβασίας: Έξοδος 22: 19 «παν κοι­μώ­με­νον μετά κτήνους, θανάτω αποκτενείτε αυτούς.», Λευιτικόν 18: 23, «και προς παν τετράπουν ου δώσεις την κοίτην σου εις σπερματισμόν, εκμιανθήναι προς αυ­τό. και γυνή ου στήσεται προς παν τετράπουν βιβασθήναι, μυσαρόν γαρ εστι.» και 20: 15-16 «και ος αν δω κοιτασίαν αυτού εν τετράποδι, θανά­τω θανατού­σθω, και το τετράπουν αποκτενείτε. και γυνή, ήτις προσελεύ­σε­ται προς παν κτή­νος βι­βα­σθήναι αυτήν υπ’ αυτού, αποκτενείτε την γυναίκα και το κτήνος· θανάτω θανα­τούσθωσαν, ένοχοί εισίν.». Κλπ.

3.     Τον πολύ ενδιαφέροντα Νόμο κατά της ομοφυλοφιλίας: Λευι­τι­κόν 18: 22 «και μετά άρσενος ου κοιμηθήση κοίτην γυναικείαν, βέλυγμα γαρ εστι.», 18: 29 «ότι πας, ος εάν ποιήση από πάντων των βδελυγμάτων τούτων, εξολοθρευ­θήσονται αι ψυχαί αι ποιούσαι εκ του λαού αυτών.» και Λευι­τι­κόν 20: 13 «και ος αν κοιμηθή μετά άρσενος κοίτην γυναικός, βδέλυγμα εποίησαν αμφό­τεροι· θα­νάτω θανατού­σθωσαν, ένοχοί εισιν.», και Δευτερονόμιον 23: 18-19 «Ουκ έσται πόρνη από θυ­γατέρων Ισραήλ, και ουκ έσται πορνεύων από υιών Ισραήλ· ουκ έσται τελεσφό­ρος από θυγατέρων Ισραήλ, και ουκ έσται τελεισ­κόμενος από υιών Ισραήλ. ου προσοίσεις μίσθωμα πόρνης ουδέ άλλαγμα κυ­νός (= ομοφυλοφίλου) εις τον οίκον Κυρίου του Θεού σου προς πάσαν ευχήν, ότι βδέλυγμα Κυρίω τω Θεώ σου εστί και αμφότερα.».

Στην Καινή Διαθήκη οι ομοφυλόφιλοι (αναφερόμενοι ως κύ­νες = σκύ­λοι, μερικές φορές) δεν πρό­κειται να εισέλθουν εις την Βασιλείαν των Ουρα­νών και θα μεί­νουν εκτός της Ουρανίας Πόλεως. Βλέπε: Πρός Ρωμαίους 1: 18-27, Α΄ Πρός Κο­ρινθίους 6: 9-11, Α΄ Πρός Τιμόθεον 1: 8-11, Αποκάλυψις 22: 14-15, κ. α.

4.     Τον Νόμο ειδικά κατά της ετεροφυλενδυσίας ή παρενδυσίας: Δευτερονό­μι­ον 22: 5 «Ουκ έσται σκεύη ανδρός επί γυναικί, ουδέ μη ενδύσηται ανήρ στο­λήν γυ­ναικείαν, ότι βδέλυγμα Κυρίω τω Θεώ σου εστί πας ποιών ταύ­τα.».

5.     Τον Νόμο περί εκτρώσεως: Για την καταστροφή του εμβρύου προς τιμωρία βλέ­πε: Γένεσις 32: 24 «Εγένετο δε μετά τρίμηνον ανηγγέλη τω Ιούδα λέγον­τες· εκπε­πόρνευκε Θάμαρ η νύμφη σου και ιδού εν γαστρί έχει εκ πορ­νείας. Εί­πε δε Ιού­δας· εξαγάγετε αυτήν, και κατακαυθήτω.». Ακόμα βλέπε: Έξο­δος 21: 22-25 «εάν δε μάχωνται δύο άνδρες και πατάξωσι γυναίκα εν γαστρί έχουσαν και εξέλ­θη το παιδίον αυτής μη εξεικονισμένον, επιζήμιον ζημιωθή­σε­­ται· καθότι αν επι­βάλη ο ανήρ της γυναικός, δώσει μετά αξιώματος· εάν δε εξεικονισμένον ή, δώ­σει ψυχήν αντί ψυχής, οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος, χείρα αντί χειρός, πόδα αντί ποδός, κατάκαυμα αντί κα­τα­καύ­μα­τος, τραύμα αντί τραύματος, μώλω­πα αντί μώλωπος.». Ωσηέ 14: 1 των Εβδο­μήκον­τα­(δύο) (ή 13: 16 σε άλ­λες εκ­δό­σεις) «Αφανισθήσεται Σαμά­ρεια, ότι αντέστη προς τον Θεόν αυτής· εν ρομφαία πεσούνται αυτοί, και τα υπο­τίτθια αυτών εδαφισθήσονται, και αι εν γαστρί έχου­σαι αυτών διαρ­ρα­γή­σονται.». Πάρα πολύ ωραία!

6.     Ορίστε και δύο πάνσοφοι θεϊκοί Νόμοι για καλλιέργειες: Δευτερονόμιον 22: 9-10 «Ου κατασπερείς τον αμπελώνα σου διάφορον, ίνα μη αγιασθή το γένη­μα και το σπέρμα, ό εάν σπείρης μετά του γενήματος του αμ­πελώνός σου. ουκ αρο­τ­ριάσεις εν μόσχω και όνω επί το αυτό.

7.     Να και ένας τρομερός θεϊκός Νόμος για ενδυμασία: Δευτερονόμιον 22: 11-12 «ουκ εν­δύση κίβδη­λον, έρια και λίνον, εν τω αυτώ. Στρεπτά ποιήσεις σεαυτώ επί των τεσ­σά­ρων κρασπέυδων των πε­ριβολαίων σου, α εάν περιβάλη εν αυ­τοίς.».

8.     Υπάρχουν ακόμα πολλοί τόσο «σοφοί» νόμοι μέσα στο ιερό βιβλίο που διε­ρωτάσαι αν είναι δυνατόν αυτοί να γράφτηκαν όχι από θεό αλλά από ανθρώ­πους που ήταν με τα καλά τους! Όπως είπε ο συγγραφέας στην αρχή δεν φιλο­δοξεί να εξετάσει ούτε το ένα δέκατο όλων των νομικών διατάξεων εντός του Μωσαϊκού Νόμου. Πιστεύομε όμως ότι συλλάβατε το νόημα. Όποιος έχει πε­ρισσότερο ενδιαφέρον δεν έχει παρά να μελετήσει όλο τον Μωσαϊκό Νόμο από μια καλή Παλαιά Διαθήκη.]

 

LENVOI (ΤΟ ΡΕ­ΦΡΑΙΝ, εν κατακλείδι)

 

          Με­τα­ξύ πολ­λών άλ­λων και μο­να­δι­κών προ­στα­γών που ευρίσκονται στον Μω­σα­ϊ­κό κώ­δι­κα, το Λευιτικόν 26: 46 και οι Αριθ­μοί 36: 13 το­νί­ζουν: «Αυ­τές εί­ναι οι εν­το­λές και οι κρί­σεις και οι νό­μοι, που έκα­νε ο Γιαχβέχ με­τα­ξύ αυ­τού και των τέκ­νων του Ισ­ρα­ήλ στο όρος Σι­νά διά της χει­ρός του Μω­υσέ­ως.». [Ά­ρα εί­ναι σα­φές ότι ο Νό­μος αυ­τός δό­θη­κε από τον ίδιο τον Θεό Γιαχβέχ και όχι όπως πολ­λοί πονηροί ή αμε­τα­νό­η­τοι πά­νε να βγά­λου­νε τον Θεό εκτός...]. Μό­λις πριν τον πρό­ω­ρο θά­να­τό του, στο Δευ­τε­ρο­νό­μιον 27: 11-26, «ο Μω­υ­σής επρό­σταξε το λαό του κα­τά την ημέ­ραν εκεί­νη λέ­γων... Επι­κα­τά­ρα­τος να εί­ναι κά­θε άν­θρω­πος ο οποί­ος δεν μέ­νει στα­θε­ρά υπά­κουος σε όλες τις εν­το­λές αυ­τού του Νό­μου και δεν τη­ρεί αυ­τές. Και όλος ο λα­ός όφει­λε να πει: Αμήν!». [Δη­λα­δή: Γέ­νοιτο, μα­κά­ρι να γί­νει έτσι! Πά­ρα πο­λύ ωραί­α!].

            Ό­λος ο Νό­μος αυ­τός ήταν η ερ­γα­σία Άπει­ρης Σο­φί­ας — κα­τά τη διάρ­κεια 40 ετών — ενός Θε­ού που ξε­χώ­ρι­ζε για τη δι­καιο­σύ­νη του, που την απά­λυ­νε με έλε­ός του. Εάν με­ρι­κοί ρέ­πουν στο να κρι­τι­κά­ρουν σκλη­ρά τη νο­μο­θε­σία της πο­λι­τεί­ας Tenne­ssee και τον πρό­σφα­το «Νό­μο της μαϊμούς, Monkey Law», (βλέ­πε ενη­με­ρω­τι­κή ση­μεί­ω­ση (2) στο τέ­λος του βι­βλί­ου) αυ­τά εδώ τα δείγ­μα­τα του Νό­μου του Κυ­ρί­ου πρέ­πει να κα­τα­στή­σουν αυ­τές τις κρι­τι­κές αρ­κε­τά πιο ήπιες αφού πρό­κει­ται για νο­μο­θε­σί­ες αν­θρώ­πων, και έχο­ν­τας κα­τά νουν αυ­τές τις προ­η­γού­με­νες που μό­λις εί­δα­με και οι οποί­ες προ­έρ­χο­νται από τη θεία αποκά­λυψη.

            [Ας μην ξε­χνά­με ότι ο συγ­γρα­φέ­ας αυ­τού του εγ­χει­ρι­δί­ου, ο αξέ­χα­στος Joseph Wheless, γεν­νή­θη­κε και με­γά­λω­σε στην πο­λι­τεία Tennessee των ΗΠΑ. Στο τέ­λος λοι­πόν συ­γκρί­νει τη νο­μο­θε­σία της πο­λιτεί­ας αυ­τής του Βα­θέως και όπως εθεωρείτο οπισθοδρομικού Νό­του με τη Θε­ό­δο­τη Νο­μο­θε­σία του Μω­υ­σή. Ως δι­κη­γόρος και δι­κα­στής ήταν ίσως ο κα­ταλ­λη­λό­τε­ρος ερευ­νη­τής για να κά­νει αυ­τή τη σύ­γκρι­ση μα­ζί με την ανά­λυ­ση που πε­ριέ­χει αυ­τό το βι­βλια­ρά­κι. Αν και παράβλεψε πολλούς άλλους ανόητους, σκλη­ρούς και βάρβαρους νό­μους και πολλές βλακείες και θηριωδίες της Πεντατεύχου, του Μωυσέως όπως υποτίθεται, και ολόκληρης της Βίβλου νο­μί­ζω ότι όλα όσα κατά­γρα­ψε και ανάλυσε εδώ υπε­ραρ­κούν για την απο­γύ­μνω­ση αυ­τού του φο­­­βε­ρού, απάν­θρω­που και αιμοσταγούς Νό­μου που λέ­­γε­ται Μω­σα­ϊ­κός. Σχεδόν σε κά­θε παράγραφο στερεοτύπως διαβάζομε: «λιθοβολήσουσιν εν λίθοις», «θανάτω θα­νατούσθω ή θανατούσθωσαν», «εξαλείψω εν φόνω μαχαίρας», «ρομφαία...» και πολ­λά παρεμφερή τοιαύτα μερικά από τα οποία έχομε ήδη καταγράψει στα προηγούμενα μέ­ρη του παρόντος βιβλίου.

Αγαπητοί αναγνώστες, πέραν των σχετικώς ολίγων χωρίων που αναγράφομε εδώ, σας συστήνομε να μελετήσετε ολόκληρη την Πεντάτευχο εις την οποία θα βρείτε όλες τις 613+214+365 = 1292 δια­τάξεις αυτού του «απίστευτα Θεοδότου» Μωσαϊκού Νό­μου τον οποίον ο Ιη­σούς Χριστός όχι μόνο δεν καταλύει αλλά τηρεί ή συμπληρώ­νει, όπως πολύ εμφατικά δηλώνει στα Ευαγγέλια (βλέπε: Ματ­θαί­ος 5: 17-18 και Λου­κάς 16: 17.). Θα κάνε­τε όμως πολύ καλλίτερα αν μελετήσετε προσεκτικά και συγ­κ­ρι­τικά ολό­κληρη την θεόπνευστη Γιαχβικοχριστιανική Βίβλο να δείτε μόνοι σας τί νό­η­μα θα εξ­άγετε. Για να μην μακρηγορούμε εδώ και για να δείτε μόνοι σας τι εστί θεϊκή σοφία σας πα­ρακαλούμε εσείς να μελετήσετε τουλάχιστον και τα εξής επί πλέον κε­φά­λαια από μια καλή έκ­δοση της Βίβλου ή μια πιστή μετά­φ­ρασή της:

Έξοδος 4, 7, 17, 21, 34, 35,

Λευιτικόν 3, 11, 12, 15, 18, 20, 22, 24, 26.

Αριθμοί 17, 22, 31

Δευτερονόμιον 7, 13, 14, 17, 19, 22, 28

Πέραν τούτων σε όλη την έκταση της υπολοίπου Βίβλου θα δείτε πως εφαρμόστηκαν κατά τόπους και κατά περιόδους αυτοί οι πολιτισμένοι νόμοι του μόνου, αληθινού, πανσόφου, πανα­γάθου και ελεήμονος θεού, ο οποίος όλος αγάπη εστί.

Οι θεο­φώ­τι­στοι Χριστια­νοί και οι περισσό­τεροι φανατικοί Εβραίοι πι­στεύ­ουν ότι ο Μωσαϊκός Νό­μος εδό­θη από τον ίδιο τον Θεό κατευ­θείαν στον Μω­υ­σή (εί­ναι δόγμα τους). Οφείλουν όμως «λόγον διδόναι» εις πάντα τα έθνη κάτι που απο­φεύ­γουν να πρά­ξουν εδώ και χιλι­ε­τί­ες. Νο­μί­ζω ότι αυ­τή η πί­στη εί­ναι μια από τις χει­ρό­τε­ρες προ­σβο­λές για έ­να Θεό πάν­σο­φο, πα­νά­γα­θο, πα­ν­το­δύ­να­μο, κλπ. Εσείς τί νο­μί­ζε­τε; Απα­ντή­σε­τε ει­λι­κρι­νά, του­λά­χι­στον στους εαυ­τούς σας και μετά διατηρήσετε την ανάλογη στάση πάνω στα θέματα αυ­τά. Εάν όμως οι Γνωστικοί πιστεύουν τα αληθή, τότε τω όντι είναι θεόπνευστος ο Μω­σα­ϊκός Νόμος «αίμασι γάρ χαίρει ο τού κόσμου δεσπότης»!].

 

Ε­ΠΙ­ΛΟ­ΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕ­ΤΑ­ΦΡΑ­ΣΤΗ

           

Με­τά τη με­λέ­τη των προ­η­γου­μέ­νων θε­μάτων θα θέ­λα­με να πα­ρου­σιά­σομε εν συν­το­μία τί σχέ­ση έχουν όλα αυ­τά με την Και­νή Δια­θή­κη και τη χρι­στια­νι­κή θρη­σ­κεία.

Πρώ­τα απ’ όλα η (οι) χρι­στια­νι­κή (-κές) εκ­κλη­σία (-σί­ες) έχει (-ουν) θε­σμο­θε­τή­σει δόγ­μα­τα ότι τό­σον η Πα­λαιά όσο και η Και­νή εί­ναι ισό­τι­μες και έγκυ­ρες πη­γές της χρι­στια­νι­κής πί­στης. Εί­ναι και οι δύο έρ­γα θε­ό­πνευ­στα και η Καινή έρ­χε­ται σαν συ­νέ­χεια και συμ­πλή­ρω­ση της Πα­λαιάς. Η Πα­λαιά βρί­σκει τη δι­καί­ω­σή της στην Και­νή. Ο πρώ­τος θε­ο­λό­γος της χρι­στια­νι­κής πί­στε­ως, ο απόστο­λος Παύ­λος, μας δια­βε­βαιώ­νει στη Β΄ Πρός Τι­μό­θε­ον επι­στο­λή, κε­φά­λαιο 3, στί­χος 16, ότι «πά­σα γρα­φή είναι θε­ό­πνευ­στος». Όσο για τις δι­κές του γρα­φές μας λέ­ει στην Α΄ Πρός Κο­ριν­θί­ους 11: 23, στην Πρός Γα­λά­τας 1: 11-12 κλπ. ότι τις πα­ρέ­λα­βε από τον Κύ­ριο Ιη­σού Χρι­στό «δι’ απο­κα­λύ­ψε­ως». Ακό­μα στην Πρός Γα­λά­τας 3: 15-29, αφού μας λέ­ει κα­θα­ρά ότι ο Μω­σα­ϊ­κός Νό­μος εί­ναι νό­μος δί­καιος και αγα­θός που πα­ρα­δό­θη­κε με τη με­σο­λά­βη­ση των αγ­γέ­λων (στί­χοι3: 17-19, βλέπε και Πράξεις 7: 53) μας εξη­γεί ακό­μη για­τί ο Μω­σα­ϊ­κός Νό­μος έγι­νε για μας «παι­δα­γω­γός εις Χρι­στόν» (στί­χος 24). Μιλά υπέρ του Νόμου και ότι είναι άγιος επίσης στην Πρός Ρωμαίους 2: 13 και 7: 1, 12.Τί να πού­με τό­τε εμείς για ένα τό­σο «κα­λό, άγιο» νό­μο που μας φέρ­νει σαν παι­δα­γω­γός στον υιόν του μόνου αληθινού Θεού τον Ιησού Χρι­στό;! Αφού το λέ­ει ο θεί­ος Παύ­λος έτσι πρέ­πει να εί­ναι! Ύστε­ρα από όσα εί­δα­με, για να δε­χθεί κα­νείς κά­τι τέ­τοιο πρέ­πει να υπο­φέ­ρει από κά­τι... Αλ­λά αφού το λέ­ει η θρη­σκεί­α, η μό­νη και αλη­θι­νή, πρέ­πει να το πι­στεύ­ομε χω­ρίς κα­μιά αν­τίρ­ρη­ση ή ερώ­τη­ση...! Αλλά ο ίδιος ο Παύλος που πρέ­πει σίγουρα να υποφέ­ρει από κάτι έρχεται πολλές φορές σε αντίφαση με τον εαυ­τόν του και μας λέει ότι ο Νόμος δεν εδόθη τέλειος και ακόμα τον καραργεί: π.χ. Πράξεις 13: 39, Πρός Ρωμαίους 7: 1-6, 10: 4-5, Πρός Γαλάτας 2: 16, 21, 3: 25, 5: 2, Β΄ Πρός Κορινθίους 3: 13, Πρός Εφεσίους 2: 15, Πρός Φιλιππησίους 3: 2-3, Πρός Κολασσαείς 2: 14, Πρός Εβραίους 8: 6-7, ακόμα και ο Λουκάς 16: 16.

Ένα χτυπητό παρά­δειγμα αλλοπροσαλλοσύνης και αντιφάσεων σχετικώς με τον Μω­σαϊκό Νόμον αποτελούν οι παρακάτω στίχοι. Είναι πραγματικά για γέ­λια! Μελετείστε τους με τη σειρά που τους παραθέτομε και εξάγετε μόνοι σας τα συμπε­ρασματά σας.

 

Πρά­ξεις ιγ΄: 39, [Ο Παύλος λέγει ότι η πίστη στον Ιησού συμπληρώνει την ισχύν και την ατέλεια του Νόμου: ] και από πάντων ων ουκ ηδυνήθητε εν τω νόμω Μωϋσέως δικαι­ω­θή­ναι, εν τούτω [τω Ιησού] πας ο πιστεύων δικαιού­ται.

Ματ­θαί­ος ε΄: 17-18, [Ο Ιησούς επιβεβαιώνει την πλήρη ισχύν του Νόμου μέ­χρι Δευ­τέρας Παρουσίας: ] Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας· ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι. αμήν γαρ λέγω υμίν, έως αν παρέλθη ο ου­ρα­νός και η γη, ιώτα εν ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νό­μου έως αν πάντα γένη­ται. (Και Λουκάς 16: 17.)

Πρός Ρω­μαί­ους στ΄: 14, [Ο Παύλος καταργεί τον Νόμο] αμαρτία γαρ υμών ου κυριεύσει· ου γαρ εστε υπό νόμον, αλλ’ υπό χάριν.

ζ΄: 1, [Ο Παύλος αντιφάσκει πλήρως προς τον προη­γούμενο στίχο!] Ή αγνοεί­τε, αδελφοί· γινώσκουσι γαρ νόμον λαλώ. ότι ο νόμος κυριεύει του αν­θρώπου εφ’ όσον χρόνον ζη;

ζ΄: 6, [Ο Παύλος σχεδόν αμέσως αναιρεί ό,τι είπε πριν διά του αντίθετου: ] νυ­νί δε κατηρ­γήθη­μεν από του νόμου, αποθανόντες εν ω κατειχόμεθα, ωστε δου­λεύ­ειν ημάς εν καινότητι πνεύματος και ου παλαιότητι γράμματος.

Πρός Γα­λά­τας γ΄: 10, [Ο Παύλος και πάλι επιβεβαιώνει την διαχρονική ισχύν του Νόμου και των διατάξεών του: ] Οσοι γαρ εξ έργων νόμου εισίν, υπό κατά­ραν εισί· γέγραπται γαρ· επικατάρατος πας ος ουκ εμμένει εν πάσι τοις γεγραμ­μένοις εν τω βιβλίω του νό­μου του ποιήσαι αυτά·

Πρός Ρω­μαί­ους δ΄: 14-15, [Ο Παύλος πριν ήλθε σε κατάφορη αντίφαση με τον εαυτόν του εφ’ όσον είχε ήδη ‘πεί: ] ει γαρ οι εκ νόμου κληρονόμοι, κεκέ­νω­ται η πίστις και κατήργηται η επαγγελία· ο γαρ νόμος οργήν κατεργάζεται· ου γαρ ουκ έστι νόμος, ου­δέ παράβασις.

Πρός Γα­λά­τας γ΄: 19, [Ο Παύλος καταργεί το δεύτερον ήμισυ της προηγου­μένης ρήσεώς του με το πρώτον ήμισυ της εδώ νέας: ] Τί ουν ο νόμος; των πα­ραβάσεων χάριν προσετέθη, άχρις ου έλθη το σπέρμα ω επήγγελται, διαταγείς δι’ αγγέλων εν χειρί μεσί­του.

Α΄ Ιω­άν­νου γ΄: 4, [Ο Ιωάννης αγανακτισμένος επιλαμβάνεται του προβλήμα­τος που δημιουργεί η τρομερή ανωμαλία του Παύλου και θέτει τα πράγματα καλλίτε­ρα.] Πας ο ποιών την αμαρτίαν και την ανομίαν ποιεί, και η αμαρτία εστίν η ανομία.

Πρός Ρω­μαί­ους ζ΄: 12, [Εδώ ο Παύλος εξαίρει τον Νόμο ξεχνώντας όλα τα άλλα που έχει πει εναντίον του] ώστε ο μεν νόμος άγιος, και η εντολή αγία και δικαία και αγαθή.

[και συνεχίζει με την πνευματική ισχύν του Νόμου] ζ΄: 14, οίδαμεν γαρ ότι ο νόμος πνευματικός εστιν· εγώ δε σαρκικός ειμι, πεπραμένος υπό την αμαρτίαν.

Πρός Γα­λά­τας γ΄: 22-23, [Ο Παύλος αρνείται αυτά που είπε ο Ιησούς και αυ­τά που είπε ο ίδιος στους Εβραίους της Ρωμης και έτσι στους Εβραίους της Γαλα­τίας ανακοινώνει ότι ο Νόμος τους κρατούσε στα δεσμά της αμαρτίας αλλά η αποκαλυφθείσα πίστη στον Ιησού αχρηστεύει τον Νόμο] αλλά συνέκ­λεισεν η γραφή τα πάντα υπό αμαρτίαν, ίνα η επαγγελία εκ πίστεως Ιησού Χρισ­τού δοθή τοις πιστεύουσι. Προ δε του ελθείν την πί­στιν υπό νόμον εφρουρούμε­θα συγκεκ­λεισμένοι εις την μέλλουσαν πίστιν αποκαλυ­φθήναι.

Πρός Ρω­μαί­ους γ΄: 19, [Ο Παύλος όμως, στους Εβραίους της Ρώμης είχε πει ότι ο Θεός Γιαχβέχ έδωσε τον Νόμον για να βουλώσει κάθε στόμα και όλος ο κόσμος να γίνει ένοχος μπροστά στον Θεό!] Οίδαμεν δε ότι όσα ο νόμος λέγει τοις εν τω νόμω λαλεί, ίνα παν στόμα φραγή και υπόδικος γένηται πας ο κόσ­μος τω Θεώ,

 

            Οι ανα­φο­ρές στον Μω­σα­ϊ­κό Νό­μο που εί­ναι σπαρ­μέ­νες μέ­σα στην Και­νή Δια­θή­κη εί­ναι πά­ρα πολ­λές. Τις πιο πολ­λές φο­ρές η ανα­φο­ρά γί­νε­ται μό­νο με τη λέξη «νό­μος» χω­ρίς το επί­θε­το Μω­σα­ϊ­κός! Μάλ­λον επι­τυ­χώς διό­τι αυ­τός ο νό­μος εί­ναι πράγ­μα­τι ένα μω­σα­ϊ­κό αλ­λο­πρό­σαλ­λο, οπό­τε το Μω­σα­ϊ­κός εξυ­πα­κού­ε­ται. Ο Νόμος αυτός είναι φοβε­ρά απάνθρωπος, σκληρός, βάρβαρος και βλακώδης σε πάρα πολλά σημεία. Έτσι και οι ίδιοι οι ρα­βίνοι είχαν διάφορα προβλήματα, αντιφατικές απόψεις και αντίθετες σχολές περί του θεοδότου αυτού νόμου για το πως να τον ερμηνεύουν και να τον εφαρμόζουν. Τον πρώτον αιώνα Π. Κ. Ε και Κ. Ε., π.χ. υπήρχε η σχολή του Χιλλέλ του Πρεσβυτέρου (παππού του Φαρι­σαί­­ου Γαμα­λιήλ του βιβλίου των Πράξεων) που ερ­μήνευε τον νό­μο σύμφωνα με το πνεύμα του νόμου και η σχολή του Σαμμάς (ή Σαμ­μαΐ) που επέμενε στο γράμμα του νό­μου αφού ο νόμος ή­ταν θε­ϊκός. Ίσως και σ’ αυτό να οφείλεται η ήπια αντι­μετώπιση των Εβραιοχριστιανών από τον Γαμαλιήλ, όπως ομολογούν οι Πράξεις 5: 32-42.

Πρωτύτερα (167-164 Π.Κ.Ε.) ο Αν­τί­ο­χος Δ΄ ο Επιφανής, ό­πως μας λένε τα βι­β­λία των Μακκαβαίων, έβρισκε την ευκαιρία να κάνει τις στρα­τι­­ω­τι­κές επιθέσεις του κατά των Εβραίων τα Σάβ­βα­τα επειδή αυτή την η­μέρα οι Εβραίοι απα­­γο­­­ρευ­όταν ακό­μα και να κι­νηθούν πέραν μιας μι­κρής απόστασης. Μέ­χρι που δεν έπαιρνε άλλο και μια μέρα ξύ­πνη­σε ο Ιούδας ο Μακ­κα­βαίος και εδήλωσε τε­λεία και παύλα με τα Σάβ­βατα. Και ο Ρωμαί­ος στρατηγός Πομπήιος όταν κατέλαβε την Πα­λαιστίνη και την Ιε­ρου­­σαλήμ (63 Π.Κ.Ε.) έτριβε το κεφάλι του για­τί δεν μπορούσε να κα­τα­λάβει αυτή την πα­­ραξενιά της απόλυτης αργίας του Σαβ­βά­του μαζί με τις υπόλοιπες πα­ραξενιές της Εβρα­­ϊκής θρησκείας (π.χ. το άβατον του ναού, την περιτομή, τις διακρίσεις κατά των γυναικών κλπ).

Προ­τού ανα­φερ­θού­με σε δύο ση­μαν­­τι­κές ανα­φο­ρές θέ­λομε να το­νί­σομε το εξής. Η χρι­στια­νι­κή θε­ο­λο­γία μας δι­δά­σκει ότι ο Θε­ός έδω­σε αυ­τόν τον τέ­τοιο νό­μο στον Μω­υ­σή επει­δή στην κοι­νω­νι­κή κα­τά­στα­ση που βρί­σκο­νταν τότε οι τότε ημιά­γ­ριοι Εβραίοι δεν θα μπο­ρού­σαν να κα­τα­λά­βουν και να δεχ­θούν έναν άλ­λο νό­μο που θα ήταν τέ­λειος. Δη­λα­δή ο πάν­σο­φος και πα­ντο­δύ­να­μος Θε­ός έκα­νε κά­ποιους συμ­βι­βα­σ­μούς τους οποί­ους έπρε­πε να διορ­θώ­σει με­τά από χί­λια χρό­νια και βά­λε. Αλ­λά και την επο­χή που έδω­σε την Και­νή Δια­θή­κη, η κοινω­νι­κή κα­τά­στα­ση των Εκλε­κτών του Θε­ού δεν ήταν πο­λύ κα­λύ­τε­ρη. Λί­γη με­λέτη της σχε­τι­κής Ιστο­ρί­ας μας πεί­­θει γι’ αυ­τό. Αν πά­λι ο Θε­ός χρεια­ζό­ταν έναν λαό ο οποί­ος έπρε­πε να κα­τα­λα­βαί­νει τα σχέ­δια του, τό­τε δεν μπο­ρού­σε να βρει κά­ποιον άλ­λο με πιο ανε­βα­σμέ­νο πο­λι­τι­στι­κό και κοι­νω­νι­κό επί­πεδο; Ενώ, όπως δια­βά­ζομε στην Έξο­δον (π.χ. 4: 21, 9: 12, 10: 1, 20, 27, 11: 10, 13: 15, 14: 8 κα., το λέει και ο «μέγας!» Παύλος Πρός Ρω­μαίους 9: 17-18,), όπο­τε ήθε­λε σκλή­ρυ­νε την καρ­δίαν του Φα­ραώ για να τον τι­μω­ρή­σει με­τά αμεί­λι­κτα (σαν να του έστη­νε πα­γί­δα πονηρή!), με τον Εκλε­κτό λαό του δεν μπο­ρού­σε να κά­νει όχι μό­νο την καρδίαν τους πιο μα­λα­κή αλ­λά ού­τε και το μυα­λό τους πιο ικα­νό και επι­δε­κτικό ώστε να κα­τα­λα­βαί­νουν ένα σω­στό και τέ­λειο νό­μο ευ­θύς εξ’ αρ­χής. Κά­τι τέ­τοια μα­σή­μα­τα και ανα­μα­σή­μα­τα ακού­με. Το τρα­γι­κό εί­ναι ότι ο πο­λύς λαός τα χά­φτει χω­ρίς να σκε­φτεί κα­θό­λου. Με­τά λοι­πόν ο Θε­ός εί­τε εν γνώ­ση του από την αρ­χή, εί­τε το έμα­θε στην πο­ρεία, απο­φά­σι­σε να δώ­­σει στους αν­θρώ­πους μια και­νούρ­για Δια­θή­κη διά των δι­δα­σκα­λι­ών και πα­θη­μά­των του Υιού Του Ιη­σού Χρι­στού. Το μυ­στή­ριο εί­ναι ότι αυ­τή τη φο­ρά οι Εκλε­κτοί απέρ­ρι­ψαν τη Νέα Δια­θή­κη του Θε­ού τους και έτσι ανα­γκά­στη­κε ο Θε­ός τους να την πασά­ρει στους εθνι­κούς (π.χ. Λουκάς 20 : 9-18, Ιωάννης 1: 11, Πράξεις 13: 46-48, 18: 6 κα.). Ποιος ξέ­ρει αν θα μας δώσει πά­λι και πότε κα­μιά πιο και­νούρ­για και πιο σω­στή ώστε αυ­τή τη φο­ρά να τη δε­χτού­νε ακόμη και οι Εκλε­κτοί του;

            Ακόμα, στο Ευαγ­γέ­λιο του Ματ­θαί­ου 5: 17-18 και του Λου­κά 16: 17, βλέ­πο­με ότι ο Χρι­στός δη­λώ­νει κα­θα­ρά το εξής: «Μην νο­μί­σε­τε ότι ήλ­θα να κα­τα­λύσω τον νό­μο και τους προ­φή­τες. Δεν ήλ­θα να κα­ταρ­γή­σω αλ­λά να συμ­πλη­ρώ­σω (ή να τον τη­ρή­σω). Αλή­θεια σας λέ­γω, έως ότου πα­ρέλ­θει ο ου­ρα­νός και η γη ού­τε ένα γιώ­τα ή ένα κόμ­μα δεν θα κα­ταρ­γη­θεί από τον νό­μο, μέ­χρις ότου γί­νουν όλα.». Βλέ­πο­με δη­λα­δή ότι ο Χριστός δεν κα­τα­λύ­ει ή κα­ταρ­γεί τί­πο­τα απ’ αυ­τόν τον νό­μο· μό­νο να συμπ­λη­ρώ­σει θέ­λει. Ο νό­μος δη­λα­δή έχει ελ­λεί­ψεις που πρέ­πει να συ­μ­πλη­ρω­θούν. Άρα δό­θη­κε ελ­λι­πής από τον Θεό αρ­χι­κά (π.χ. Πράξεις 13: 39, Πρός Εβραίους 8: 6-7). Αλλά ο Ιάκωβος στην Επιστολή του β΄: 10, έφτασε στην ακρότητα να μας πει ότι το να πα­ρα­βιάσεις μόνο μια εντολή του νό­μου είναι το ίδιο με το να παραβιάσεις όλο τον νόμο «όστις γαρ όλον τον νόμον τηρήση, πταίση δε εν ενί, γέγονε πάντων ένο­χος.». (Χριστιανική Λογική!).

Όταν όμως με­λε­τή­σομε το κε­φά­λαιο 5 του Ματ­θαί­ου πα­ρα­τη­ρού­με ότι σε με­ρι­κά ση­μεία διορ­θώ­νει τον νό­μο, δη­λα­δή κα­ταρ­γεί τα προ­η­γού­με­να και στη θέ­ση τους βά­ζει νέ­α, υπο­τί­θε­ται, πιο σω­στά (ή μάλ­λον σω­στά αυ­τή τη φο­ρά, αλ­λά ποιος μπο­ρεί να ξέ­ρει;). Π.χ. βλέ­πε Ματ­θαί­ος 5: 27-28, 31-32, 33-34, 38-39, 43-44, 15: 11, Μάρκος 2: 18-20, 7: 15, Λουκάς 11: 37-38, 13: 10-16, Ιωάννης 5: 8-11, 8: 4-11 κα. Εδώ δεν έχομε μια απλή συ­μπλή­ρω­ση για κά­τι που λεί­πει ή εί­ναι ελ­λι­πές, αλ­λά διόρ­θω­ση και κα­τάρ­γη­ση, που ση­μαί­νει αντι­κα­τά­στα­ση του ήδη υπάρ­χο­ντος από κά­τι άλ­λο, σω­στό — υ­πο­τί­θε­ται. Αυτό προ­φα­νώς έρ­χε­ται σε αντί­φα­ση με τους στί­χους Ματ­θαί­ος 5: 17-18, Λου­κάς 16: 17, και με τις ίδιες τις δια­τά­ξεις του Μω­σα­ϊ­κού Νό­μου εφό­σον τις αλ­λά­ζει. Το πε­ρί­ερ­γο εί­ναι ότι και οι πα­λαιές και οι νέ­ες δια­τά­ξεις δό­θη­καν από τον ίδιο πάν­σο­φο και πα­ντοδύ­να­μο Θε­ό. Σ’ αυ­τά οι θε­ο­λό­γοι έχουν πα­ρα­σκευά­σει κά­τι στε­ρε­ό­τυ­­πες ψευ­το­δι­και­ολο­γί­ες για­τί δεν αντέ­χουν κα­μιά κρι­τι­κή, όπως τη σύ­ντο­μη κριτι­κή που έχομε κά­νει εδώ. Μό­νο με διάφορες τέ­τοιες σο­φι­στεί­ες πα­ρη­γο­ρούνται, αλ­λά με το δί­κιο τους αφού αυ­τές πιά­νουν τό­πο στα αυ­τιά των αφε­λών. Βλέ­πεις «ο κό­σμος πι­στεύ­ει στα αυ­τιά του πα­ρά στα μά­τια του!».

            Ο Χρι­στια­νι­σμός εκπή­γα­σε ως αί­ρε­ση από τον Ιου­δα­ϊ­σμό. Γι’ αυ­τό βα­σί­ζε­ται στην Πα­λαιά Δια­θήκη και το­νί­ζει «εν εκ­κλη­σί­αις ευ­λο­γεί­τε τον Θε­όν Κύ­ριον εκ πη­γών Ισ­ρα­ήλ». Ο ορ­θό­δο­ξος Ιου­δα­ϊ­σμός κα­τα­δί­ω­ξε την αί­ρε­ση αυ­τή μέ­χρι το 135 Κ. Ε., όταν δηλα­δή έλη­ξε η δεύ­τε­ρη επα­νά­στα­ση των Ιου­δαί­ων ενα­ντί­ον των Ρω­μαί­ων με πατα­γώ­δη απο­τυ­χία και με τον θά­να­το του αρ­χη­γού της (ψευ­δο)μεσ­σία Συμεών Μπαρ Κόκ­χμ­πα(χ) (ή Μπαρ Κοσσίμπα, δηλαδή Υιός Αστέρος). Με­τά, η Ιου­δα­ϊ­κή επι­κρά­τεια εξα­φα­νί­στη­κε και δυο αιώ­νες αργό­τε­ρα τα πράγ­μα­τα αν­τι­στρά­φη­καν. Τώ­ρα οι Χρι­στια­νοί κα­τα­δί­ω­καν του Ιου­δαί­ους παρ’ όλο που συγ­χω­ρού­σαν και αγα­πού­σαν τους εχθρούς τους και διάφορα τέτοια τοιαύτα (Ματθαίος 5: 39, 44, Λου­κάς 6: 27-28, 35, Πρός Ρωμαίους 12: 14, 17-21). Ο Θεός του Μω­υ­σέ­ως εί­ναι ακρι­βώς ο Θε­ός Πα­τήρ των Χρι­στια­νών που υπο­σχέ­θη­κε στους Πρω­το­πλά­στους ότι θα στεί­λει εν και­ρώ τον Υιόν του για να θυ­σια­στεί προς χά­ριν του αν­θρω­πί­νου γέ­νους, να το ελευ­θε­ρώ­σει από την αρ­χι­κή κα­τά­ρα και να το σώ­σει από την αιώ­νια τι­μω­ρία της κο­λά­σε­ως ώσ­τε να κλη­ρο­νο­μή­σει την αιώ­νια βα­σι­λεία του Θε­ού στον ου­ρα­νό (τον Πα­ρά­δει­σο) με­τά θά­να­τον.

            Ο Χρι­στια­νι­σμός υπάρ­χει εδώ και 2000 χρό­νια πε­ρί­που, κά­που 300 χρό­νια στο πε­­ρι­θώ­ριο της κοινω­νί­ας ή διω­κό­με­νος και για κά­που 1700 χρό­νια έχει το πά­νω χέ­ρι εκεί όπου εδραιώ­θη­κε, επειδή έτσι το θέ­λη­σε ο φροκτός Κων­στα­ντί­νος ο «Μέ­γας». Ο Χριστια­νι­σμός με οποια­δή­πο­τε μορφή και αν επι­βλή­θη­κε, τώ­ρα και τό­σα χρό­νια, δεν έλυ­σε κα­νέ­να από τα με­γά­λα προ­βλή­μα­τα των οποί­ων τη λύ­ση επαγ­γέλ­θη­κε. Στα μέ­ρη που επι­κρά­τη­σε, ού­τε ο κό­σμος έγι­νε μία ποί­μνη (Ιωάννης 10: 16), ού­τε η αγά­πη υπε­ρί­σχυ­σε, ού­τε οι εντο­λές και η δι­δα­σκα­λία του στην πρά­ξη έγι­ναν οι απα­ρά­βα­τοι κα­νό­νες του κοι­νω­νι­κού βί­ου. Τί λέ­τε εσείς ανα­γνώ­στες; Πέ­φτω έξω σ’ αυ­τό το συ­μπέ­ρα­σμα; Ή μή­πως ο Χριστια­νι­σμός δεν έγι­νε εκα­το­ντά­δες αι­ρέ­σεις που φα­γώ­θη­καν με­τα­ξύ τους χει­ρό­τε­ρα κι’ από τα άγρια σκυ­λιά;

            Πα­ρα­κά­τω ανα­γρά­φω ένα με­ρι­κό κα­τά­λο­γο ανα­φο­ρών από την Και­νή Δια­θή­κη (για­τί από την Πα­λαιά χά­νεις τον μπού­σου­λα!) για την απο­μυ­θο­ποί­η­ση ορι­σμέ­νων μύ­θων που τό­σο επιδει­κτι­κά οι θε­ο­λό­γοι δια­φη­μί­ζουν σαν με­γά­λους άθλους του Χρι­στια­νι­σμού. Μό­νο θα πα­ρα­κα­λέ­σω τον ανα­γνώ­στη να έχει πα­ρα­πλεύ­ρως την Και­νή Δια­θήκη και να με­λε­τή­σει όχι μό­νο τούς στί­χους που ανα­φέ­ρω αλ­λά και ολό­κλη­ρα τα κε­φά­λαια μέ­σα στα οποία βρί­σκο­νται. Ακό­μα κα­λύ­τε­ρα ας με­λε­τή­σει ολό­κληρη την Και­νή. Έτσι δεν θα έχουν να μας δια­τυ­μπα­νί­ζουν τη φτη­νή δι­καιο­λο­γία ότι βγά­ζομε τους στί­χους έξω από το πε­ρι­βάλ­λον τους. Ύστε­ρα μια κα­λή γνώ­ση της Ιστο­ρί­ας του τί επα­κο­λού­θη­σε θα δια­φω­τί­­σει πλή­ρως τον κα­θέ­να.

 

Α) Μύ­θος Ελευ­θέ­ρας Εκλο­γής και της μη Επι­ση­μο­ποι­η­μέ­νης Βί­ας.

Ε­κτός από τα φο­βε­ρά και τρο­με­ρά που αφη­γεί­ται η Πα­λαιά Δια­θήκη και η Και­νή εί­ναι γε­μά­τη από χω­ρία φό­βου και τρό­μου, απει­λών, θα­να­τώ­σε­ων, γέ­εν­νας πυ­ρός, κό­λα­σης των δια­βό­λων, κατάρων, σκό­τους εξω­τέ­ρου, κλαυθ­μού και βρυγ­μού (τριγ­μού) οδό­ντων, λι­μ­νών πυ­ρός και θεί­ου και πολ­λών τέ­τοιων μαρ­γα­ρι­τα­ριών που απα­ντώ­νται σχε­δόν πα­ντού. Όλα αυ­τά εί­ναι κα­τάλ­ληλα επι­λεγ­μέ­να για να φο­βά­σαι, να πι­στεύ­εις και να υπο­τάσ­σε­σαι στη νέα θρησκεί­α. Ο μη πι­στός θα κα­τα­δι­κα­στεί πά­ει και τε­λεί­ω­σε (Ματ­θαίος 12: 33-45, Μάρ­κος 16: 16, Λου­κάς 12: 46, Ιω­άν­νης 3: 18 και 36, στον Παύ­λο και Απο­κά­λυ­ψη και πα­ντού). Αλ­λά έχομε και άμε­σες δια­τυ­πώ­σεις και εντο­λές κα­θα­ρής και ωμής βί­ας (Ματ­θαί­ος 7: 19 και 10: 34-38. Λου­κάς 12: 45-53, 14: 23 «...ανά­γκα­σον ει­σελ­θείν...». που έγινε το περίφημο «cogito intrare» του Ιερού Αυγουστίνου στα λατινικά, 19: 27 («...και κα­τα­σ­φάξατε αυτούς έμπροσθέν μου...». αυ­τό εί­ναι κραυγαλέο και πρέ­πει να το δια­βά­σετε), 22: 36, 38. Ιω­άν­νης 15: 6 (φω­τιά για την ιε­ρή εξέ­τα­ση). Πρός Εβραίους 10: 28-31 (κα­θα­ρός Γιαχ­βι­σμός της Πα­λαιάς Δια­θή­κης) κλπ.

 

Β) Μύ­θος Κα­ταρ­γή­σε­ως της Δου­λεί­ας.

Ό­πως εί­δα­με, ο Νό­μος του Θε­ού στην Πα­λαιά Δια­θή­κη έχει «κα­τα­πλη­κτι­κές» δια­τά­ξεις για τη δου­λεία και τους δού­λους. Αλ­λά και η Και­νή δεν πά­ει πί­σω. Η φι­λο­λο­γία με διάφορα σχή­μα­τα λό­γου και πα­ρα­βο­λές, στις οποί­ες αναφέρονται οι δούλοι με τους κυρίους τους, α­πο­τε­λούν ειδι­κή προ­τί­μη­ση. Όταν με­λε­τή­σομε προ­σε­κτι­κά αυ­τά τα χωρία, εί­ναι ν’ απο­ρή­σομε για­τί να υπάρ­χει αυ­τή η ιδιαί­τε­ρη προ­τί­μη­ση με τη δου­λεία και τους δού­λους. Ιδιαιτέρως θαυμά­στε Ματθαίος 18: 23-35 (με βασανι­σ­τήρια) και Λουκάς 12: 45-48 (με ξυλοδαρμούς). Αλ­λά για να δού­με από κο­ντά τί πα­ραγ­γέλ­λει άμε­σα πλέ­ον ο πρώ­τος δι­δά­ξας της Και­νής Δια­θή­κης, ο Από­στο­λος των Εθνών, Παύ­λος. Σας πα­ρα­κα­λού­με να με­λε­τή­σε­τε:

 

  1. Πρός Ρω­μαί­ους 14: 4
  2. Α΄ Πρός Κο­ριν­θί­ους 7: 20-24
  3. Πρός Γα­λά­τας 3: 28
  4. Πρός Εφε­σί­ους 6: 5-8
  5. Πρός Κο­λασ­σα­είς 3: 22-25, 4: 1
  6. Α΄ Πρός Τι­μό­θε­ον 6: 1-2
  7. Πρός Τί­τον 2: 9-10

 

Ό­λη η επι­στο­λή Πρός Φι­λή­μονα γρά­φτη­κε από τον Παύ­λο προς τον πλού­σιο Χρισ­τι­α­νό Φι­λή­μονα για να μην κα­κο­με­τα­χει­ρι­στεί τον δρα­πέ­τη δού­λο του Ονί­ση­μο κλπ... Δεν του έγρα­ψε ο Παύ­λος να του χα­ρί­σει την ελευ­θε­ρία και ως πλού­σιος που ήταν να του πλη­ρώ­σει τα με­ρο­κά­μα­τα που του εί­χε κά­νει τζά­μπα κλπ.

            Έ­χομε επί­σης τα ίδια στην Α΄ Πέ­τρου 2: 18-20. Τα ίδια βρί­σκομε και στους Χριστιανούς θε­ο­φό­ρους πα­τέ­ρες. Τί να κά­νου­με; Σόι πά­ει το βα­σί­λειο! Εσείς τί λέ­τε; Πεισθή­κα­τε;

 

Γ) Μύ­θος Ισό­τη­τας της Γυ­ναί­κας και Κα­λυ­τε­ρεύ­σε­ως της Κοι­νω­νι­κής της Θέ­σε­ως.

Γι’ αυ­τό το θέ­μα σας πα­ρα­κα­λού­με να με­λε­τή­σε­τε:

 

  1. Α΄ Πρός Κο­ριν­θί­ους 7: 1-4, 25-40, 11: 3-16, 14: 34-35
  2. Πρός Εφε­σί­ους 5: 22-33
  3. Πρός Κο­λασ­σα­είς 3: 18-19
  4. Α΄ Πρός Τι­μό­θε­ον 2: 9-15
  5. Α΄ Πέ­τρου 3: 1-7

 

Η με­λέ­τη των αγί­ων θε­ο­φό­ρων πα­τέ­ρων για τη γυ­ναί­κα εί­ναι να σε κά­νει να αυ­το­κτο­νή­σεις, αν εί­σαι γυ­ναίκα! Δεν υπάρ­χει πιο αη­δια­στι­κή περίπτωση αι­σχί­στου ψυ­χο­λο­γι­κού συ­μπλέγ­μα­τος από αυ­τήν των πα­τέ­ρων. Αί­σχος και φρί­κη!

 

            Για αιώ­νες κύ­μα­τα Χριστιανών γίνονταν ασκη­τές, ανα­χω­ρη­τές, ερη­μί­τες, στη­λί­τες, πη­γα­δί­τες, τρωγλο­δύ­τες, κα­λό­γε­ροι, μο­να­χοί, μο­να­στές, ησυ­χα­στές, ρα­κέν­δυ­τοι. Άφη­σαν το σώ­μα τους μέσ’ τη βρόμα και την αρ­ρώ­στια ώστε με­ρι­κοί σκου­λή­κια­σαν εν ζω­ή. Άλ­λοι ευ­νού­χι­σαν εαυ­τούς (όπως ο χαλ­κέ­ντε­ρος Ωρι­γέ­νης ο Αλε­ξαν­δ­ρεύς, ο Δωρό­θεος Τύρου, ο Μελίτων Σάρδεων, η ομά­δα των Βα­λε­σί­ων της Αι­γύπ­του, οι αίρεση των Εγκρατιστών, κ.ά., κα­τά τον Ματ­θαίο 5: 28-30, 18: 8-9, το κραυ­γαλέο 19: 12, και Μάρ­κος 9: 43-47, κλπ.). Ήδη από τον πρώ­το αιώ­να ο ευ­νου­χι­σμός των ανδρών και η δια­τή­ρη­ση της παρ­θε­νί­ας στις γυ­ναί­κες θε­ω­ρού­νταν με­γά­λες αρε­τές, ώστε να έχομε τον ανεκ­δι­ή­γη­το πα­τέ­ρα Τερ­τυλ­λια­νό (155-220 Κ.Ε.) να καυ­χιέ­ται γι’ αυ­τούς και να τους εκ­θειά­ζει. Όλα αυ­τά τα έκα­ναν μό­νο και μό­νο για να κλη­ρο­νο­μή­σουν την αιώ­νια ζωή στην εξώ­κο­σμη βα­σι­λεία των ου­ρα­νών. Δη­λα­δή, για να κερ­δί­­σεις την αιώ­νια ευ­τυ­χία μπρο­στά στον πα­τέ­ρα Θεό, πρέ­πει να μην τρως, να μην πί­νεις, να μη μέ­νεις σε σπί­τι, να μη γλε­ντάς, να μη συ­νου­σιά­ζε­σαι, να μη χαί­ρε­σαι, να μη μα­­­θαί­­νεις, να μην απο­λαμβάνεις τί­πο­τα, να υπο­φέ­ρεις, να πονάς, να εί­σαι άρ­ρω­στος, να βρομάς, να απο­βλα­κώνεσαι, να αρ­νιέσαι κά­θε χα­ρά της επί­γειας ζω­ής κλπ. Τί να κά­νου­με; «Η βλα­κεία δεν ηττάται!.». Κα­νέ­να επιχεί­ρη­μα βα­σι­σμέ­νο στη λο­γι­κή δεν μπο­ρεί να εξου­δε­τε­ρώ­σει τη βλα­κεί­α, αφού λο­γι­κή και βλα­κεία εί­ναι πράγ­μα­τα μη συ­γκρί­σι­μα, ασύμ­βα­τα... Την απάρ­νη­ση της εδώ ζω­ής την το­νί­ζει ο Παύ­λος στις επι­στο­λές του και ο Καπ­πα­δό­κης Ελληνι­στής Βα­σί­λειος «ο Μέ­γας» σ’ εκεί­νο το μι­κρό (και άχρη­στο) βι­βλια­ρά­κι «Πρός τούς Νέ­ους: Όπως άν έξ’ Ελ­λη­νι­κών Ωφε­λοί­ντο Λόγων». (Ο Βα­σί­λει­ος ασκή­τευε από και­ρού εις και­ρόν και έγρα­ψε κα­νό­νες του μο­ναστι­κού βί­ου. Στος τέλος μετάνοιωσε και διά τον χρόνο των σπουδών εις τας Αθή­νας! Τον εθεώρησε χαμένο! Τέτοιο μυαλό κουβαλούσε!...) Αυ­τά λοι­πόν απο­τε­λούν την χρι­στια­νι­κή αρετή και σου πα­ρέ­χουν το ει­σι­τή­ριο για τον πα­ρά­δει­σο.

            Αλ­λά και με­τά την επι­κρά­τη­ση αυ­τής της θρη­σκεί­ας και ψυ­χο­λο­γί­ας, οι σφα­γές που έγι­ναν από τα χρι­στια­νι­κά έθνη για λό­γους: θρη­σκευ­τι­κούς, πο­λι­τικούς, οι­κο­νο­μι­κούς, πο­λι­τι­στι­κούς, φυ­λε­τι­κούς, ιδε­ο­λο­γι­κούς κλπ. ενα­ντί­ον άλ­λων χρι­στια­νι­κών εθνών και εθνών άλ­λων θρη­σκειών δεν εί­χαν ού­τε προ­ηγού­με­νο, ού­τε επό­με­νο. Εκ­τός από τις σφα­­γές πολ­λών εκα­τομ­μυ­ρί­ων αθώ­ων θυμά­των εί­χα­με και τη σχε­δόν ολι­κή απαλοιφή της αρ­χαί­ας γνώ­σης και τέ­χνης από τις οποί­ες η αν­θρω­πό­τη­τα και ο πο­λι­τι­σμός εί­χαν πά­ρα πολ­λά να ωφελη­θούν (α­φή­νο­ντας για τα μου­σεία και την Ιστο­ρία τις αρ­χαί­ες θρη­σκεί­ες, δει­σι­δαι­μο­νί­ες, πο­λέ­μους και βλα­κεί­ες).

            Ε­πί­σης οι τε­ρά­στιες χρι­στια­νι­κές φα­γω­μά­ρες, πα­ρα­δο­ξο­λο­γί­ες, αι­ρέ­σεις, τρο­μα­κτι­­κές πιέ­σεις και βα­σα­νι­στή­ρια που έκα­ναν οι Χριστιανοί στα μέρη όπου επε­κρά­τη­σαν φέ­ρουν ένα πο­λύ με­γά­λο μέ­ρος της ευ­θύ­νης για τη δη­μιουρ­γία και την τα­χεία εξά­πλω­ση της άλ­λης μά­στι­γας της αν­θρω­πό­τη­τας, του Μου­σουλ­μα­νι­σμού, και την πτώ­ση των μι­σών χρι­στια­νι­κών πε­ριο­χών στα χέρια των νε­ο­φώτιστων μου­σουλ­μά­νων. Από το Ιράκ και Αρα­βία μέ­χρι το Μα­ρό­κο και την Ισπα­νία εί­χα­με ακραιφ­νείς χρι­στια­νι­κές πε­ριο­χές και τις κοι­τί­δες του Χρι­στια­νι­σμού που μέ­σα σε 50 χρό­νια έγι­ναν ισλα­μι­κές (με πο­λύ μι­κρές χρι­στια­νι­κές μειο­νό­τη­τες κά­που-κά­που). Ως γνω­στόν ο Ισλα­μι­σμός βα­σί­στηκε και αυ­τός στην Πα­λαιά Δια­θή­κη και στην Και­νή. Τι σύ­μπτω­ση!...

            Δεν μέ­νει λοι­πόν τί­πο­τα άλ­λο από το να ανα­λο­γι­σθού­με κα­λά και να εμ­βα­θύ­νομε σε αυ­τά που μας λέ­ει ο Ματ­θαί­ος 7: 17-18, 12: 33 και Λου­κάς 6: 43-44: «Έ­τσι κάθε δέν­­δρον κα­λόν πα­ράγει καρ­πούς κα­λούς, και το σά­πιο δέν­δρον πα­ρά­γει καρ­πούς κα­κούς. Δεν εί­ναι δυ­να­τόν ένα κα­λόν δέν­δρον να φέ­ρη καρ­πούς κα­κούς, ού­τε ένα σά­πιο δέν­δρον να φέ­ρη καρ­πούς κα­λούς». «...διό­τι από τον καρ­πόν γνω­ρί­ζε­τε το δέν­δ­ρον».

Ή όπως μια φο­ρά πο­λύ έξυ­πνα οι αρ­χαί­οι ημών πρό­γο­νοι σε μια δί­κη στη Σι­κε­λία με δέ­ος ανε­φώ­νη­σαν:

 

«Έκ κα­κού κό­ρα­κος κα­κόν ωόν».

 

 

ΤΡΕΙΣ ΕΝΗ­ΜΕ­ΡΩ­ΤΙ­ΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩ­ΣΕΙΣ

 

1)     Isaac Marcus Jost (1793-1860)

Γερ­μα­νο­-Εβραίος Ιστο­ρι­κός. Τα κυ­ριό­τε­ρα έρ­γα του εί­ναι:

Α) Geschichte der Israeliten seit der Zeit der Maccαbäer bis auf unsere Tage (1820-1828) (Ι­στο­ρία των Ισραηλιτών από τον και­ρό των Μακ­κα­βαί­ων μέ­χρι τις μέ­ρες μας), 9 τό­μοι.

Β) Geschichte des Judenthums und seiner Sekten (1857-1859) (Ι­στο­ρία του Ιου­δα­ϊ­σμού και των αι­ρέ­σε­ών του), 3 τό­μοι.

(Αυ­τό εί­ναι το σύγ­γραμ­μα στο οποίο ανα­φέ­ρε­ται ο Joseph Wheless στην αρ­χή του βι­βλί­ου.).

            Ο Jost χρη­μά­τι­σε μέ­λος εκ­δο­τι­κών επι­τρο­πών πολ­λών ιστο­ρι­κών πε­ριο­δι­κών ει­δι­κευ­μέ­νων στην Εβραιο-Ιου­δα­ϊ­κή ιστο­ρία και θρη­σκεί­α. Απέρ­ρι­πτε τον Ιου­δα­ϊ­κό εθνι­κι­σμό και την Ιου­δα­ϊ­κή θρη­σκεία όπως και κά­θε θρη­σκεί­α. Ήταν όμως θε­ϊ­στής.

 

2)     Monkey Law

Ή­ταν ο Νό­μος της Πο­λι­τεί­ας Tennessee που απα­γό­ρευε τη δι­δα­σκα­λία της Θε­ω­ρί­ας της Εξε­λί­ξε­ως του Charles Darwin και άλ­λων σε όλα τα σχο­λεία της εν λό­γω πο­λι­τεί­ας. Ο Νό­μος αυτός προ­σε­βλή­θη από τον κα­θη­γη­τή γυ­μνα­σί­ου-λυ­κεί­ου John Tho­mas Scopes, ο οποίος ήταν δάσκαλος της βιολογίας και προπονητής της ομάδας αμερικα­νικού football του σχολείου της μικρής πόλης Dayton. Ο Scopes επίτηδες ισ­χυρίστη­κε ότι δί­δα­ξε τη θε­ω­­ρία της εξε­λί­ξε­ως στο σχο­λείο του, πα­ρά τη ρη­τή απα­γό­ρευ­ση του Νό­μου. Στο δι­κα­στή­ριο, τον Ιού­λιο του 1925, κύ­ριος ενά­γων και υπε­ρα­σπι­στής του Νό­μου ήταν ο πο­λι­τι­κός των Δημο­κρα­τι­κών (τρεις φορές υποψήφιος για την προ­εδρία, αλλά αποτυχών) Wil­l­iam Jen­nings Bryan. Οι λόγοι του ήταν, ως συ­νή­θως, ψη­φο­θη­ρι­κοί αφού η αδα­ής και θρη­σκό­λη­πτη πλειοψη­φία του λα­ού ήταν υπέρ του Νό­μου, αλλά ήταν και θρη­σκολη­πτι­κοί καθώς διακατείχετο από ατυ­χείς θρησκευ­τικές και αντιεπιστημονικές αντιλήψεις. Εκείνη την εποχή οι ΗΠΑ έβραζαν από θρη­σκευ­τικές διαμά­χες και φανατισμό, πράγμα που ισχύει και σήμερα. Υπε­­ρα­σπι­στής του κα­τη­γο­ρου­μέ­νου ήταν ο πασίγνω­στος, φι­λε­λεύ­θε­ρος, σκεπτικιστής δι­κη­γό­ρος Clarence Darrow (που έγρα­ψε το άρ­θρο στο τέ­λος αυ­τού τού βι­βλί­ου και ήταν φί­λος του Joseph Wheless). Εκεί βρή­κε την ευκαιρία να γελοι­ο­ποιήσει τον Bryan και τις πίστεις του. Για τα προσχήματα όμως, ο Scopes κρί­θη­κε ένο­χος από το δι­κα­στή­ριο και τι­μω­ρή­θη­κε με ένα ευ­τε­λές χρη­μα­τι­κό πρό­στι­μο. Η κα­τα­δί­κη του τελικά αν­τε­στρά­φη δύο χρόνια αρ­γό­τε­ρα κατά την έφεση, ένεκα τε­χνι­κών λό­γων όπως προ­φα­σί­στη­καν. Ο Νόμος μετά απ’ αυτά τα γε­γο­νότα τέθηκε στο περιθώριο. (Ο Bryan συμπ­τωμα­τικώς απέ­θα­νε μια εβδο­μά­δα με­τά τη δί­κη. Όπως είπαν μερικοί σκεπτικιστές, ο Θεός έριξε ένα βέλος για να σκοτώσει τον Dar­row αλλά αστόχησε και σκότωσε τον Bryan.). Η δί­κη αυ­τή έμει­νε στα χρο­νι­κά των ΗΠΑ, όπως και στα παγ­κόσμια χρο­νι­κά, υπό τον τί­τλο Monkey Trial (Η Δί­κη της Mαϊμούς ή του Πιθήκου). Το κανάλι PBS της Αμερι­κα­νικής τηλεόρασης έχει κυκλοφορήσει και μία τηλεοπτική ταινία με τίτλο “Monkey Trial”. (Μή­πως αυ­τή η ιστο­ρία σας θυ­μί­ζει άλ­λες πα­ρό­μοιες;).

 

3)     Westminster Catechism

Εί­ναι η κα­τή­χη­ση που προ­σφέ­ρει στους νε­ο­φωτί­στους της η Πρε­σβυ­τε­ρια­νή Εκ­κλη­σί­α. Πρό­κει­ται για ένα με­γά­λο συγ­γρα­φικό έρ­γο που πε­ριέ­χει όλα όσα δι­δά­σκουν οι Πρε­σβυ­τε­ρια­νοί στα κα­τη­χη­τι­κά σχο­λεία τους. (Α­πο­τε­λούν και αυ­τοί μια από τις εκα­το­ντά­δες αν όχι χι­λιά­δες αι­ρέ­σεις της μό­νης αλη­θι­νής θρη­σκεί­ας, του Χρι­στια­νισ­μού!...).


ΓΙΑ­ΤΙ Ο ΘΕ­ΟΣ ΗΤΑΝ ΤΟ­ΣΟ ΣΚΛΗ­ΡΟΣ

ΣΤΙΣ ΓΥ­ΝΑΙ­ΚΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΦΙ­ΔΙΑ

 

Μετάφραση Άρ­θρου του Clarence Darrow [1], του έτους 1929

 

            Τε­λευ­ταία έχω διε­ρω­τη­θεί αρκε­τά γύρω από μια θε­ο­λο­γι­κή ερώ­τη­ση που ίσως εί­ναι δυ­να­τόν κά­ποιος ανα­γνώ­στης να απα­ντή­σει. Ίσως κά­ποιος άλ­λος να έχει βρει το μπε­λά του μ’ αυ­τήν πρω­τύτε­ρα, αλ­λά εγώ δεν έχω δει αυτό το θέ­μα πο­τέ γραμ­μέ­νο και εί­ναι δυ­να­τό να εί­ναι κα­θα­ρά δι­κή μου ανα­κάλυψη. Εί­ναι φυ­σι­κό ότι, εν­δια­φέ­ρο­μαι πά­ρα πο­λύ για τη θρη­σκεία και έχω με­λε­τή­σει κα­λά την Γέ­νε­σιν, όπως κά­θε ένας οφεί­λει να το κά­νει. Το πώς προ­ήλ­θε το αν­θρώ­πι­νο γέ­νος, για να μη μι­λή­σομε για τη Γη, κα­θί­στα­ται πολύ απλό ερώ­τη­μα στο θε­ό­πνευ­στο βιβλί­ο.

Όταν ο Θε­ός εποί­η­σε τον Αδάμ κα­τά τον κα­λύ­τε­ρο δυ­να­τό τρό­πο που μπο­ρού­σε, με­τά ανα­κά­λυ­ψε ότι ο Αδάμ ήταν μό­νος, και γι’ αυ­τό έφτια­ξε την Εύα για να του κά­νει συντροφιά. Με­τά πλέ­ον δεν ήταν πο­τέ ξα­νά μο­να­χός του. Ο Θε­ός επί­σης εδη­μιούρ­γη­σε όλα τα εί­δη των φυ­τών και των ζώ­ων, και ανά­με­σα σ’ όλα τα ζώα έφτι­α­ξε «τον όφιν» (το φί­δι), και εί­τε ο Θε­ός εί­τε ο γραμ­μα­τέ­ας του είτε κά­ποιος άλ­λος, εί­πε ότι το φί­δι ήταν το «ε­φυέ­στε­ρον» από όλα τα ζώα του αγρού. Εν­νο­εί­ται πως αν εξαι­ρέ­σο­με αυ­τή την ιστο­ρι­ού­λα, με με­γά­λη δυ­σκο­λία θα πί­στευα ότι το φί­δι ήταν το πιο έξυπ­νο από τα ζώ­α. Του­λά­χι­στον δεν έχει το μυα­λό που πολ­λά άλ­λα ζώα διαθέ­τουν. Παρ’ όλα ταύ­τα, αυ­τό δεν εί­ναι το ση­μείο που με απασχολεί. Ο Θε­ός έβα­λε τον Αδάμ και την Εύα στον κή­πο και τους έδω­σε δι­καί­ω­μα να τρώ­νε τα πά­ντα εκτός από τον καρ­πό του Δέν­δρου της Γνώ­σε­ως. Αυ­τό μου φαί­νε­ται αρκε­τά εύ­λο­γο, αφού οι εκ­λεγ­μέ­νοι πρά­κτο­ρες του Θε­ού εδώ στη Γη εί­ναι πάν­το­τε απασχο­λη­μέ­νοι με το να εμ­πο­δί­ζουν τον κό­σμο από το να φά­γει αυ­τό τον καρπό. Σ’ αυ­τή την προ­σπά­θεια έχουν κα­τα­πλη­κτι­κή επι­τυ­χί­α. Αλ­λά αυ­τό όπως και πριν δεν εί­ναι το κύ­ριο ση­μεί­ο. Μια μέ­ρα το φί­δι ήλ­θε στην Εύα και της εί­πε κά­τι για να φά­ει αυ­τό τον απα­γο­ρευ­μέ­νο καρπό. Εκεί λοι­πόν η Εύα εί­πε στο φίδι —η γλώσ­σα στην οποία συ­νο­μί­λη­σαν δεν έχει κα­τα­γρα­φεί— ότι ο Θε­ός τής εί­χε πει, ή του­λά­χι­στον τον εί­χε ακού­σει αφού απ’ αυ­τόν προ­ήλ­θε: «Ε­σείς δεν θα φά­τε απ’ αυ­τόν ού­τε θα τον αγ­γί­ξε­τε για να μην απο­θάνετε.». Και τό­τε λοι­πόν το φί­δι λέ­γει ότι ακό­μα και αν έτρω­γε δεν θα απέθνησκε. Ού­τε αυτό με εν­δια­φέρει. Ποιος έχει δί­κιο θα το αφή­σω με­τα­ξύ του Θε­ού και του φι­διού. Αλ­λά, εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, σε σύ­ντο­μο χρο­νι­κό διάστημα ο Αδάμ και η Εύα άκου­σαν τη φω­νή του Θε­ού που περι­πα­τού­σε μέ­σα στον κή­πο κα­τά το δει­λι­νό εκεί­νης της ημέ­ρας και κρύ­φτηκαν ανά­με­σα στα δέ­νδρα. Και ο Θε­ός μιλώντας στον Αδάμ και τους ρώ­τη­σε για­τί έσπευσαν να κρυ­φτούν, και ο Αδάμ απά­ντη­σε επειδή ήταν γυμνοί. Σ’ αυ­τό το ση­μείο ο Θε­ός εί­χε ένα προ­αί­σθη­μα ότι δεν θα είχαν ανα­κα­λύ­ψει πως ήταν γυ­μνοί εάν δεν εί­χαν φά­γει τον απα­γο­ρευ­μέ­νο καρπό. Ο Θε­ός ρώ­τη­σε τον Αδάμ για­τί τον έ­φαγε. Και ο Αδάμ έρι­ξε όλο το βά­ρος στην Εύα που τον δε­λέ­α­σε. Και όταν ο Θε­ός μί­λη­σε στην Εύα γι’ αυ­τό το ζή­τη­μα, εκεί­νη έρι­ξε όλες τις ευ­θύ­νες στο φί­δι. Έτσι δεν έμει­νε τί­πο­τα για τον Θεό πα­ρά να αναγ­γεί­λει κα­τα­δί­κη, και αρ­χί­ζο­ντας από το φί­δι του λέ­γει: «Εί­σαι κα­τα­ρα­μέ­νο πά­νω από όλα τα ζώα και πά­νω από κά­θε θη­ρίο του αγρού. Πά­νω στην κοι­λιά σου θα προ­χω­ράς και χώ­μα θα τρως όλες τις μέ­ρες της ζω­ής σου. Και θα βάλ­λω εχ­θρό­τη­τα ανά­με­σα σε σέ­να και την γυ­ναί­κα, και ανά­με­σα στο σπέρ­μα σου και το δι­κό της σπέρ­μα [2]. Αυ­τό θα σου συ­ντρί­βει την κε­φα­λή και συ θα του δα­γ­κώ­νεις [3] τη φτέρ­να». Θα ήταν πο­λύ εν­δια­φέ­ρον να μά­θομε πως το φί­δι προχω­ρού­σε πριν από αυ­τή την κα­τά­ρα, αλ­λά δεν υπάρ­χει τί­πο­τα γι’ αυ­τό μέ­σα στη Γέ­νε­σιν ή κα­νέ­να άλ­λο μέ­ρος του αγί­ου βι­βλί­ου. Θα ήταν επί­σης πο­λύ εν­δια­φέ­ρον να μά­θομε πως το φί­δι με­τά απ’ αυ­τή τη στιγ­μή τα κα­τά­φε­ρε να ζει τρώ­γο­ντας χώ­μα, αλ­λά ού­τε κι’ αυ­τό έχει πο­τέ εξη­γη­θεί, μέ­χρις ότου οι φυ­σιο­δί­φες ανα­κά­λυ­ψαν ότι έτρω­γε άλ­λες τρο­φές.

Με­τά την αναγ­γε­λία της κα­τα­δί­κης πά­νω στο ερ­πε­τό, ο Θε­ός γύ­ρι­σε στην Εύα και εί­πε: «Θα πολ­λα­πλα­σιάσω σε με­γά­λο πλή­θος τις λύ­πες σου, τις θλί­ψεις σου και τους στε­ναγ­μούς σου. Με πό­νους θα γεν­νάς τα παιδιά σου, θα εξαρ­τάσαι πά­ντο­τε από τον άν­δρα σου και η επι­θυ­μία σου θα εί­ναι του αν­δρός σου και αυ­τός θα εί­ναι ο κύ­ρι­ός σου.».

Όταν πλη­σί­α­σε τον Αδάμ του εί­πε: «Ε­πει­δή άκου­σες την κα­κή συμ­βου­λή της γυ­ναί­κας σου και έφα­γες από τον καρ­πό του δέν­δρου, από το οποίο και μό­νον σου έδω­σα εντο­λή να μην φας, κα­τα­ρα­μέ­νη θα εί­ναι η γη με τα έρ­γα σου. Με λύ­πες και κό­πους θα κερ­δί­ζεις την τρο­φή σου από τη γη όλες τις μέ­ρες τις ζω­ής σου. Αγκά­θια και τρι­βό­λια θα σου φυ­τρώ­νει η γη και θα τρέ­φε­σαι με τα χόρ­τα του αγρού. Σε όλο το διάστημα της ζω­ής σου με τον ιδρώ­τα του προ­σώ­που σου θα τρως το ψω­μί σου, μέ­χ­ρις ότου απο­θά­νεις και το σώ­μα σου επι­στρέ­ψει στη γη από την οποί­αν έχεις πλα­σ­θεί. Διό­τι χώ­μα εί­ναι το σώ­μα σου και στο χώ­μα θα κα­τα­λή­ξει και χώ­μα θα γί­νει.».

            Το χω­ρίο εί­ναι λί­γο ασα­φές ως προς το λό­γο για τον οποί­ον ο Αδάμ έγι­νε καταρα­μένος. Επει­δή άκου­σε την γυ­ναί­κα του ή επει­δή έφα­γε τον καρ­πό; Αλ­λά και αυ­τό δεν αξί­ζει να συ­ζη­τηθεί διε­ξοδικώς. Ένε­κα αυ­τής της φο­βε­ρής θε­ο­λο­γι­κής αμαρ­τί­ας του φα­γώ­ματος του καρ­πού του δέν­δρου της γνώ­σε­ως, όλοι οι άν­θρω­ποι από κει και πέ­ρα εγεννήθηκαν με το προ­πα­το­ρι­κό αμάρ­τη­μα και μέ­σα στην αθλιό­τη­τα και προ­ορί­σθη­καν για τη φλε­γό­με­νη κό­λα­ση αιω­νί­ως. Για πε­ρισ­σό­τε­ρες λε­πτο­μέ­ρειες δια­βά­στε το βι­βλίο West­minster Catechism [4] ή οποια­δή­πο­τε άλ­λη ορ­θό­δο­ξη εγκε­κρι­μέ­νη πη­γή (κα­τηχήσεως).

            Κα­θέ­νας με αί­σθη­ση δι­καιο­σύ­νης ίσως να έλε­γε ότι ο Αδάμ και η Εύα και το φί­δι έλα­βαν ότι τους άξι­ζε. Ότι η τι­μω­ρία δεν επήκει­το μό­νο για τον Αδάμ και την Εύα και το φί­δι, αλ­λά και για όλους τους «α­πο­γό­νους και κλη­ρο­νό­μους των» μέ­χρι της συ­ντε­λεί­ας του χρό­νου. Προ­φα­νώς όμως ο Θε­ός μα­λά­κω­σε λι­γάκι, και έστει­λε τον μο­νο­γε­νή του υιό για να σταυ­ρω­θεί έτσι ώστε οι άν­θρω­ποι να ανα­κου­φι­στούν από τη φω­τιά της κο­λά­σε­ως και να ει­σέλ­θουν στη χα­ρού­μενη κα­τά­στα­ση της αιω­νί­ας ευ­λο­γί­ας υπό τον μό­νο και απλόν όρο ότι θα πι­στεύουν αυ­τή την «ι­στο­ρί­α». Σί­γου­ρα τί­πο­τε δεν θα μπο­ρού­σε να εί­ναι πιο δε­κτό απ’ αυ­τό, και δεν θα πε­ρί­με­νε κα­νείς κα­μιά με­γα­λύ­τε­ρη αμοι­βή σε φτη­νό­τερη τι­μή. Αλ­λά αυ­τό δεν εί­ναι έτσι.

            Να τι εί­ναι αυ­τό που με ενοχλεί. Επει­δή λοι­πόν ο Μέ­γας Ιε­χω­βάς μα­λά­κω­σε και έστει­λε τον μο­νο­γε­νή του υιό να απο­θά­νει στο σταυ­ρό, όλοι εμείς σω­θή­κα­με από τη φω­τιά της κο­λά­σε­ως εκτός εάν εί­μα­στε τόσο αμαρ­τω­λοί και διε­φθαρ­μέ­νοι που να μην πι­στεύ­ομε αυ­τή την «ι­στο­ρί­α». Αλ­λά τί τρέχει με την Εύα και το φί­δι; Οι θυ­γα­τέ­ρες της Εύ­ας ακό­μα φέ­ρουν την κα­τά­ρα και κά­θε μω­ρό που γεν­νιέ­ται από τό­τε [α­κό­μη και με­τά τον σταυ­ρι­κό θά­να­το του υιού του Θε­ού] έρ­χε­ται στον κό­σμο με πό­νους και τα­λαι­πω­ρί­ες της μά­νας του, και όλα αυ­τά εξ αιτίας της κα­τά­ρας που επιρρίφθηκε στην αρ­χι­κή μη­τέ­ρα του αν­θρω­πί­νου γέ­νους.

            Και με το φί­δι τί έγι­νε; Για­τί ο Θε­ός δεν έδω­σε στην Εύα και στο φί­δι μια ευκαι­ρία όταν ακό­μα ασχο­λιό­ταν με αυ­τά τα πράγ­μα­τα και εί­χε μα­λα­κώ­σει η καρδία του; Για­τί πρέ­πει όλα τα μι­κρά φι­δά­κια που έρ­χο­νται στον κό­σμο, αιωνί­ως να εί­ναι ανα­γκα­σμέ­να να προ­χω­ρούν πά­νω στις κοι­λιές τους αντί να περπα­τούν πά­νω στις ου­ρές τους όπως πι­θα­νόν να έκα­ναν πριν από την κα­τά­ρα; Για­τί άρα­γε πρέ­πει ακό­μα το σπέρ­μα [οι απόγονοι] της γυ­ναί­κας να συ­ντρί­βει [-βουν] τις κε­φα­λές ή τα στό­μα­τα των φι­διών με πέ­τρες ή άλ­λα αντι­κεί­με­να;

            Ε­άν κα­νείς ήθε­λε να κα­θο­ρί­σει τα κί­νη­τρα του Θε­ού όπως κα­θέ­νας θα έκα­νε σε κά­θε άλ­λη πε­ρί­πτω­ση, θα έλε­γε ότι κά­ποιο γρα­νά­ζι του Θε­ού ξε­γλί­στρη­σε ή ότι ο Θε­ός έχει κά­ποια ιδιαί­τε­ρη έχθρα ενα­ντί­ον των γυ­ναι­κών και των φι­διών.

 

Υποσημειώσεις του συγγραφέα και μεταφραστή

 

[1: O Clarence Darrow, 1857-1938, ήταν Α­με­ρι­κα­νός δι­κη­γό­ρος, λέ­κ­το­ρας, συγ­γρα­φέ­ας και μέγας σκε­πτικιστής. Έγινε πολύ διάσημος λόγω των πολι­τι­κών και θρησ­κευ­τικών τοποθε­τή­σε­ών του και λόγω του Νόμου της μαϊμούς ή του πιθήκου (Monkey Law) και της σχετικής δίκης. Ο Νόμος αυτός ή­ταν ο Νό­μος της Πο­λι­τεί­ας Tennessee που απα­γό­ρευε τη δι­δα­σκα­λία της Θε­ω­ρί­ας της Εξε­λί­ξε­ως του Charles Darwin και άλ­λων σε όλα τα σχο­λεία της εν λό­γω πο­λι­τεί­ας. Ο Νό­μος αυτός προ­σε­β­λή­θη από τον κα­θη­γη­τή γυ­μνα­σί­ου-λυ­κεί­ου John Tho­mas Scopes, ο οποίος ήταν δάσ­καλος της βιο­λο­­γίας και προπονητής της ομάδας αμερικανικού football του σχολείου της μικρής πόλης Dayton. Ο Scopes επίτηδες ισχυρίστηκε ότι δί­δα­ξε τη θε­ω­­ρία της εξε­λί­ξε­ως στο σχο­λείο του, πα­ρά τη ρη­τή απα­γό­ρευ­ση του Νό­μου. Στο δι­κα­στή­ριο, τον Ιού­λιο του 1925, κύ­ριος ενά­γων και υπε­ρα­σπι­στής του Νό­μου ήταν ο πο­λι­τι­κός των Δημο­κ­ρα­τι­κών (τρεις φορές υποψήφιος για την προεδρία, αλλά αποτυ­χών) William Jen­nings Bryan. Οι λόγοι του ήταν, ως συ­νή­θως, ψη­φο­θη­ρι­κοί αφού η αδα­ής και θρη­σ­κό­λη­πτη πλειοψη­φία του λα­ού ήταν υπέρ του Νό­μου, αλλά ήταν και θρησ­κολη­πτι­κοί κα­θώς διακα­τείχετο από ατυ­χείς θρησκευτικές και αν­τιεπιστημονικές αν­τιλήψεις. Εκείνη την εποχή οι ΗΠΑ έβρα­ζαν από θρησκευτικές διαμά­χες και φανα­τι­σμό, πράγ­μα που ισ­χύ­ει και σήμερα. Υπε­­ρα­σπι­στής του κα­τη­­γο­ρου­μέ­νου ήταν ο πα­σίγνω­στος, φι­λε­λεύ­θε­ρος, σκεπτικιστής δι­κη­γό­ρος Clarence Darrow. Εκεί βρή­κε την ευ­καιρία να γελοι­ο­ποιήσει τον Bryan και τις πίστεις του. Για τα προσχήματα όμως, ο Scopes κρί­θη­κε ένο­­­χος από το δι­κα­στή­ριο και τι­μωρή­θη­κε με ένα ευ­τε­λές χρη­μα­τι­κό πρό­στιμο. Η κα­τα­­δί­κη του τελικά αν­τε­στρά­φη δύο χρόνια αρ­γό­τε­ρα κατά την έφεση, ένεκα τε­χ­νι­κών λό­γων όπως προ­φα­σί­στη­καν. Ο Νόμος έπειτα απ’ αυτά τα γε­γο­νό­τα τέ­θηκε στο πε­ρι­θώριο. (Ο Bryan συμπτωμα­τικώς απέ­θα­νε μια εβδο­μά­δα με­τά τη δί­κη. Όπως εί­παν μερικοί σκεπτικιστές, ο Θεός έριξε ένα βέλος για να σκοτώσει τον Dar­row αλλά ασ­τόχησε και σκό­τωσε τον Bryan.). Η δί­κη αυ­τή έμει­νε στα χρο­νι­κά των ΗΠΑ, όπως και στα παγ­κόσμια χρονικά, υπό τον τί­τλο Monkey Trial (Η Δί­κη της Mαϊμούς ή του Πιθήκου). Το κανάλι PBS της αμερι­κανικής τηλεόρασης έχει κυ­κλοφορήσει και μία τηλεοπτική ταινία με τίτλο “Monkey Trial”. (Μή­πως αυ­τή η ιστο­ρία σας θυ­μί­ζει άλ­λες πα­ρό­μοι­ες;).]

[2: Η ορθόδοξη Μασόρα στα Εβραϊκά γράφει μια λέξη που στα Αγγλικά την με­τα­φ­ράζει ως «seed, offspring» και άρα στα Ελληνικά είναι «σπόρος, από­γο­νος», όπως την αποδίδουν και μερικές χριστιανικές εκδόσεις της Βίβλου. Εδώ λοιπόν χρησι­μο­ποιείται μια λέξη σε ενικό αριθμό με συνολικό ή συνεκδοχικό νόημα. Όπως π. χ. λέ­με: «χωρίς “χρή­μα” δεν κά­νεις τί­πο­τα!», κλπ. Επειδή οι Εβδομήκοντα(δύο) και μετά απ’ αυτούς η λα­τινική Vulgata χρη­σι­μο­ποιούν τη λέξη «σπέρμα» και «semen», η οποία χρησιμοποι­εί­ται και επί του σπέρ­ματος εξ άρ­ρενος, αλλ’ εδώ όμως έχει την έν­νοια του απογόνου ή τέκ­νου, οι διά­φοροι χρι­σ­τιανοί ερμη­νευτές και δογ­ματιστές μας λένε ότι η χρήση της λέ­ξεως «σπέρμα» επί γυ­ναικός υπο­νοεί τον Ιησού Χρι­σ­τό ως υι­όν της Εβ­ραίας παρθέ­νου Μιρ­γιάμ (Μαρία), ή οποία τον έφερε στον κόσμο δι’ επεμ­βά­σεως τού Αγίου Πνεύματος και άνευ μεσολα­βή­σεως ανδ­ρι­κού σπέρμα­τος! Πώς να βγαί­νει άρα­γε αυτή η αλληλουχία πίσω απ’ αυ­τά;]

[3: Προσέξετε τους εξακολουθητικούς τύπους των μελλόντων χρόνων των ρημάτων. Δεν είναι χρόνοι στιγμιαίοι όπως τους παραφράζουν οι διάφορες χρι­σ­τιανικές μεταφ­ράσεις της Παλαιάς Διαθήκης διά να εξυπη­ρε­τήσουν δήθεν χρι­σ­τι­α­νι­κές προφητείες και την πρώτη αναγγελία περί του Μεσσία Χριστού. Βλέπετε στους Εβδομήκοντα­(δύο) και γενικώς στην αρχαία Ελληνική γλώσσα ο στιγμιαίος και ο εξ­α­κο­λου­θη­τι­κός μέλλων έχουν τον ίδιο τύπο και έτσι οι Χριστιανοί διάλεξαν αυτόν που τους βόλευε. Στις Εβραϊκές γραφές όμως έχομε χρόνους συνεχείας.]

[4: Westminster Catechism: Εί­ναι η κα­τή­χη­ση που προ­σφέ­ρει στους νε­ο­φωτί­στους της η Πρε­σβυ­τε­ρια­νή Εκ­κλη­σί­α. Πρό­κει­ται για ένα με­γά­λο συγ­γρα­φι­κό έρ­γο που πε­ριέ­χει όλα όσα δι­δά­σκουν οι Πρε­σβυ­τε­ρια­νοί στα κα­τη­χη­τι­κά σχο­λεία τους. (Α­πο­τε­λούν και αυ­τοί μια από τις χι­λιά­δες αι­ρέ­σεις της μό­νης αλη­θι­νής θρη­σ­κεί­ας, του Χρι­στια­νι­σμού!...). Οι Ορθόδοξοι έχουν τις δικές τους κατηχήσεις, κ.ο.κ.]

 

Σημείωση του συγγραφέα και μεταφραστή

 

            Η δημιουργία του ανθρώπου που αναφέρεται αντιφατικά σε δύο διαφορετικά μέρη της Γενέσεως, 1: 26-31 και 2: 4-25, μέχρι την εκδίωξη των Πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο, 3: 1-24, αποτελούν κλεψίτυπους και κακο-αντιγραμμένους Αιγυπτια­κούς και μεσανατολιτικούς Σουμεριακούς μύθους από το Εβραϊκό ιερατείο. Η αντι­γ­ραφή και ανάπ­λαση, πέραν όλων όσων διεξοδικά αποκαλύπτει στο εδώ άρθρο του ο αείμνηστος νο­μικός Clarence Darrow, περιέχει: Τρομακτικές ανακο­λουθίες, κραυ­γαλέες αντιφά­σεις, αν­ύπαρκτα μέρη επί της γης, κλπ. Ακόμα, ενώ είμαστε στην έκ­τη ημέρα της δη­μιουρ­γί­ας ο χρυσόλαγνος Εβραϊκός και ταυτοχρόνως απαξιωτικός Χρισ­τια­νικός Θεός ήδη από τότε έβαλε στον νου του την ιδιαίτερη αξία του χρυ­σού και των πολυτίμων λί­θων, 2: 11-12, και μετά μας ομι­λεί διά την ήδη ύπαρξη Αιθιόπων και Ασσυρίων, 2: 13-14. (Περί τούτων δια­βάσε­τε τα τρία πρώτα κεφάλαια της Γενέ­σε­ως, και τις σελίδες 167-176 από το βιβ­λίο του δ. Θε­ολο­γί­ας Αργύρη Δημ. Τσακα­λία: Βίβλος Ακατάλλη­λη δι’ Ενη­λί­κους, Εκ­δόσεις Μά­ριος Βερέττας, 1998. Βλέπε και Λέο Ταξίλ, Διασ­κεδασ­τι­κή Βίβλος, Μετά­φ­ραση από τα Γαλλικά διά μέσου των Ρωσι­κών Ευάγγελος Καρέλ­λας, Εκδόσεις Παπα­ζήση, Αθή­να 2000, σελίδες 34-74. Μετά βγάλετε μόνοι σας τα συμπεράσματά σας.).

 


ΑΓΑΠΑΤΕ ΑΛΛΗΛΟΥΣ

 

 

1. Εισαγωγή

 

Αυτές οι δυο λέξεις αποτελούν μια παροιμιώδη χριστιανική φράση την οποί­α χρησιμοποιούν πολλοί για να μας αποδείξουν ότι το μήνυμα του Χριστιανι­σμού εί­ναι η αγάπη, ότι η εντολή της αγάπης είναι η υπέρτατη εντολή και ότι ο Χριστιανι­σμός είναι η κατ’ εξοχήν θρησκεία της αγάπης.

Αυτή η φράση, ως έχει, εμφανίζεται μόνον στα εξής δύο κείμενα του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου όπου ο Χριστός εν μέσω «θεολογικών» λόγων στα κεφάλαια 13 και 15 λέγει:

 

Ιωάννης 13: 34-35, «εντολήν καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγά­πη­σα υμάς ίνα και υμείς αγαπάτε αλλήλους. εν τούτω γνώ­σονται πάντες ότι εμοί μα­θη­ταί έστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις.».

Ιωάννης 15: 11-17, «Ταύτα λελάληκα υμίν ίνα η χαρά η εμή εν υμίν μείνη και η χαρά υμών πληρωθή. αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς. μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θή υπέρ των φίλων αυ­τού. υμείς φίλοι μου έστε, εάν ποιήτε όσα εγώ εν­τέλλομαι υμίν. ουκέτι υμάς λέγω δού­λους, ότι ο δούλος ουκ οίδε τι ποιεί αυ­τού ο κύριος· υμάς δε είρηκα φίλους, ότι πάν­τα ά ήκουσα παρά του πατρός μου εγνώρισα υμίν. ουχ υμείς με εξελέξασθε, αλλ' εγώ εξελεξάμην υμάς, καί έθηκα υμάς ίνα υμείς υπάγητε και καρπόν φέρητε, καί ο καρ­πός υμών μένη, ίνα ό,τι αν αιτήσητε τόν πατέρα εν τω ονόματί μου, δω υμίν. Ταύ­τα εντέλλο­μαι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους.».

 

            Ας κοιτάξομε προσεκτικά τα κείμενα αυτά. Απ’ αυτά βλέπομε ότι, την εντο­λήν αυτή ο Χριστός την δίνει στους μαθητές του και για του τους μαθητές τους, και ότι εί­ναι μια καινούργια εντολή: «Να αγαπάτε ο ένας τον άλλον όπως και εγώ αγάπη­σα εσάς. Έτσι θα γνω­ρίζουν όλοι ότι είστε μαθητές μου.». Περίεργο! Δεν την ήξεραν νω­ρίτερα;

            Εδώ ο Χριστός τονίζει καθαρά και μόνο στους μαθητές του «αγαπάτε αλλή­λους». Δεν τους είπε να αγαπάνε όλο τον κό­σμο αδιακρίτως, αυτούς που δεν γνωρί­ζουν και αυτούς που διαφέρουν! Η νέα εντολή είναι σαφής και δεν έχει να κάνει με τον καθολι­κό χαρακτήρα της γενικής αγάπης ως Πλατωνικής Ιδέας. Ού­τε υπονοείται η αγάπη όλων των ανθρώ­πων για όλους τους ανθρώπους. Στον Λουκά 19: 27 λέγει: «πλήν τους εχθρούς μου εκείνους, τους μη θελήσαντάς με βασιλεύσαι επ’ αυτούς, αγά­γετε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμπροσθέν μου.», όπως και πολλά άλλα τέτοια για του απίστους, κλπ., που θα καταγράψομε παρακάτω.

Είναι λοιπόν μια εσωτερική εντολή, δηλαδή εντολή διά τους εντός της ομάδος των μαθητών. Εκ των υστέρων και κατ’ επ­έκταση γίνεται εντολή και γι’ αυτούς που θέ­λησαν να γί­νουν μαθητές κατά τις επιτα­γές του Χρισ­τια­νισμού. Είναι δηλαδή εν­το­λή προς τους Χρισ­τιανούς και για τους Χριστιανούς.

            Μπορεί η εντολή αυτή, όπως ανακοινώνεται, να ήταν καινούργια γι’ αυτήν την ομάδα, αλλά αυτό δεν ση­μαίνει ότι οι άνθρωποι δεν την είχαν σκεφτεί και προ­φέ­ρει πριν από την χριστιανική μεσσιανική κίνηση. Οι Στωικοί, οι Πλατωνικοί, ο Κικέ­ρων και άλλα φιλοσοφικά ρεύματα είχαν διακηρύξει την αγάπη πολύ πριν από τα Ευ­αγγέλια είτε με μερικό είτε με καθολικό ανθρωπιστικό χαρακτήρα. Η έν­νοια της αγά­πης είτε εντός μιας ομάδας είτε καθολικά υπήρχε ήδη. Δεν την πρωτο­δί­δαξε ο Χρι­στός στην ανθρω­πότητα. Η ιδέα της αγάπης ήταν ήδη γνωστή.

Η Ιστορία μας διδάσκει ότι η αγάπη των Χριστιανών για τους Χριστιανούς εί­ναι ότι χειρότερο παράδειγμα υπάρχει κατά της εννοίας της αγάπης. Με αυτό βεβαίως εννοούμε όλα όσα συνέβησαν ανάμεσα στις δια­φόρες χριστιανικές αιρέσεις και σχίσ­ματα. Η δε αγάπη των Χριστιανών για μη Χριστιανούς ξεπέρασε κάθε όριο φαντα­σί­ας σε εκδίκηση και θηριωδία. Τί να πρω­το­πούμε...! Όλα αυτά είναι τόσο γνωστά και καταγεγραμμένα που δεν θα καταπιαστούμε μαζί τους στο παρόν άρθρο. Όσοι δεν τα γνωρίζουν ας θελήσουν να τα μάθουν και να φροντίσουν να βρουν τις κατάλ­ληλες πηγές για να τα μελετήσουν.

 

2. Αιρέσεις και έλλειψη «αγάπης» στις πρωτοχριστιανικές κοινότητες

 

            Ειδικά όμως, πέραν των απανταχού εντός των Ευαγ­γελίων συνεχών αμφιβολι­ών των μαθητών περί του Ιησού πριν αλλά και μετά την ανά­στασή του (παραλείπομε τις πολυάριθμες αναφορές των), ήδη εντός όλης της Καινής Διαθήκης συναντάμε δι­χόνοιες, διχοστασίες, φιλονικίες τό­σο με­ταξύ των μα­θη­τών όσο και εν­τός των πρώ­των χρι­στι­α­νικών κοινοτήτων και των κοινοτήτων του Παύλου. Ακόμα βλέπομε και τη δημιουργία πρωτοχριστιανι­κών αιρέσεων ήδη από τα μέσα του πρώτου αιώνα. Πο­λύ περίεργο δεν είναι! Εκ­τός του ότι ένας εκ των μαθητών έγινε προδότης, σύμφωνα με όλες τις σχετικές αφηγή­σεις για την προ­δοσία τις οποίες παραλείπομε εδώ ως πολύ γνωστές, και ότι ο Παύ­λος κηρύττει άλλα αντί άλλων, έχομε και πολλά άλλα πε­ριστα­τι­κά. Π. χ.:

 

  1. Μάρκος 9: 33-34, «Και ήλθεν εις Καπερναούμ· και εν τη οικία γενόμενος επηρώτα αυτούς· τι εν τη οδω προς εαυτούς διελογίζεσθε; οι δε εσιώπων· προς αλλήλους γαρ διελέχθησαν εν τη οδω τις μείζων

Μάρκος 10: 35-41, «Και προσπορεύονται αυτώ Ιάκωβος και Ιωάννης υιοί Ζε­βεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ίνα ό εάν αιτήσωμεν ποιήσης ημίν. ο δε εί­πεν αυτοίς· τι θέλετε ποιήσαί με υμίν; οι δε είπον αυτώ· δος ημίν ίνα εις εκ δεξιών σου και εις εξ ευωνύμων σου καθίσωμεν εν τη δόξη σου. ο δε Ιη­σούς είπεν αυτοίς· ουκ οίδατε τι αι­τείσθε. δύνασθε πιείν το ποτήριον ό εγώ πί­νω, και το βάπτισμα ό εγώ βαπτίζομαι βα­πτισθήναι; οι δε είπον αυτώ· δυ­νά­με­θα. ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· το μεν ποτήριον ό εγώ πίνω πίεσθε, και το βά­πτι­σμα ό εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· το δε καθίσαι εκ δεξιών μου και εξ ευ­ωνύμων ουκ έστιν εμόν δούναι, αλλ’ οίς ητοίμασται. και ακού­σαντες οι δέ­κα ήρξαν­το αγανακτείν περί Ιακώβου και Ιωάννου.».

Παραθέτομε το ίδιο επεισόδιο και από τον Ματ­θαίον 20: 20-24, για να παρα­τηρήσομε και μερικές αντιφάσεις στις αφηγήσεις των δύο κειμένων: «Τότε προσήλθεν αυτώ η μήτηρ των υιών Ζεβεδαίου [όχι οι ίδιοι όπως λέγει ο Μάρ­κος] μετά των υιών αυτής προσκυνούσα και αι­τούσά τι παρ’ αυτού. ο δε είπεν αυτή· τι θέλεις; λέγει αυτώ· ειπέ ίνα καθί­σω­σιν ούτοι οι δύο υιοί μου εις εκ δε­ξιών σου και εις εξ ευωνύμων σου εν τη βα­σιλεία σου. αποκριθείς δε ο Ιησούς εί­πεν· ουκ οίδατε τι αιτείσθε. δύνασθε πι­είν το ποτήριον ό εγώ μέλλω πίνειν, ή το βάπτισμα ό εγώ βαπτίζομαι βαπτι­σθήναι; λέγουσιν αυτώ· δυνάμεθα. και λέ­γει αυτοίς· το μεν ποτήριόν μου πίε­σθε, και το βάπτισμα ό εγώ βαπτίζομαι βα­πτισθήσεσθε· το δε καθίσαι εκ δε­ξι­ών μου και εξ ευωνύμων μου ουκ έστιν εμόν δούναι, αλλ’ οίς ητοίμασται υπό του πατρός μου. και ακούσαντες οι δέ­κα ηγανάκτησαν περί των δύο αδελ­φών.».

 

  1. Ματθαίος 26: 6-16, «Του δε Ιησού γενομένου εν Βηθανία εν οικία Σίμωνος του λε­πρού, προσήλθεν αυτώ γυνή αλάβαστρον μύρου έχουσα βαρυτίμου, και κα­­τέχεεν επί την κεφαλήν αυτού ανακειμένου. ιδόντες δε οι μαθηταί αυτού ηγα­νάκτησαν λέ­γον­τες· εις τι η απώλεια αύτη; ηδύνατο γαρ τούτο το μύ­ρον πραθήναι πολλού και δο­θήναι τοις πτωχοίς. γνούς δε ο Ιησούς είπεν αυτοίς· τι κόπους παρέχετε τη γυναικί; έρ­γον γαρ καλόν ειργάσατο εις εμέ. τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε. Βα­λούσα γαρ αύτη το μύρον τούτο επί του σώματός μου, προς το ενταφιάσαι με εποίησεν. αμήν λέγω υμίν, όπου εάν κηρυχθή το ευαγ­γέλιον τούτο εν όλω τω κόσμω, λαληθήσεται και ό εποίησεν αύτη εις μνημόσυνον αυτής. Τότε πο­ρευ­θείς εις των δώδεκα, ο λεγόμενος Ιούδας Ισκαριώτης, προς τους αρχιερείς εί­πε· τι θέλετέ μοι δούναι, και εγώ υμίν παραδώσω αυτόν; οι δε έστησαν αυτώ τριά­κοντα αργύρια. και από τότε εζήτει ευκαιρίαν ίνα αυτόν παραδώ. Βλέπε και Μάρκος 14: 3-11 και Ιωάννης 12: 1-8.

 

  1. Πράξεις 5: 1-11, «Ανήρ δε τις Ανανίας ονόματι συν Σαπφείρη τη γυναικί αυ­τού επώ­λη­σε κτήμα και ενοσφίσατο από της τιμής, συνειδυίας και της γυ­ναι­κός αυτού, και ενέγ­κας μέρος τι παρά τους πόδας των αποστόλων έθηκεν. Εί­πε δε Πέτρος· Ανανία, δια­τί επλήρωσεν ο σατανάς την καρδίαν σου, ψεύσα­σθαί σε το Πνεύμα το Άγιον και νοσφίσασθαι από της τιμής του χωρίου; ουχί μένον σοι έμενε και πραθέν εν τη σή εξου­σία υπήρχε; τι ότι έθου εν τη καρδία σου το πράγμα τούτο; ουκ εψεύσω αν­θρώ­ποις, αλλά τω Θεω. ακούων δε ο Ανανίας τους λόγους τούτους πεσών εξέψυξε, και εγέ­νετο φόβος μέγας επί πάντας τους ακούοντας ταύτα. αναστάντες δε οι νεώτεροι συ­νέστειλαν αυ­τόν και εξενέγκαντες έθαψαν. Εγένετο δε ως ωρών τριών διάστημα και η γυνή αυ­τού, μη ειδυία το γεγονός, εισήλθεν. απεκρίθη δε αυτη ο Πέτρος· ειπέ μοι, ει τοσούτου το χωρίον απέδοσθε; η δε είπε· ναί, τοσούτου. ο δε Πέτρος είπε προς αυ­τήν· τι ότι συνεφωνήθη υμίν πειράσαι το Πνεύμα Κυρίου; ιδού οι πό­δες των θα­ψάντων τον άνδρα σου επί τη θύρα και εξοίσουσί σε. έπεσε δε πα­ραχρήμα παρά τους πόδας αυτού και εξέψυξεν· εισελθόντες δε οι νεανίσκοι εύρον αυτήν νεκράν, και εξε­νέγ­καντες έθαψαν προς τον άνδρα αυτής. και εγέ­νετο φόβος μέγας εφ’ όλην την εκ­κλησίαν και επί πάντας τους ακού­ον­τας ταύτα.».

 

  1. Πράξεις 6: 1, «Εν δε ταις ημέραις ταύταις πληθυνόντων των μαθητών εγένετο γογγυσμός των Ελληνιστών προς τους Εβραίους, ότι παρεθεωρούντο εν τη διακονία τη καθημερινή αι χήραι αυτών.».

 

  1. Πράξεις 11: 1-18, Ο Πέτρος έρχεται σε αντιπαράθεση με τα μέλη της εκκλησί­ας της Ιερουσαλήμ ένεκα των επεισοδίων με τον Κορνήλιο. Κατάφορη η αντί­φα­ση αυτού του επεισοδίου με Ματθαίον 28: 19-20, «πορευθέντες μαθητεύ­σα­τε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετει­λάμην υμίν·...», Μάρκον 16: 15, Λουκάν 24: 46-48, Πράξεις 1: 8.

 

  1. Πράξεις 15: 36-40, «Μετά δε τινας ημέρας είπε Παύλος προς Βαρνάβαν· επι­σ­τρέψαντες δη επισκεψώμεθα τους αδελφούς ημών κατά πάσαν πόλιν εν αις κατηγγείλαμεν τον λόγον του Κυρίου, Πως έχουσι. Βαρνάβας δε εβουλεύ­σα­το συμπαραλαβείν τον Ιωάννην τον επικαλούμενον Μάρκον· Παύλος δε ηξίου, τον αποστάντα απ’ αυτών από Παμφυλίας και μη συνελ­θόν­τα αυτοίς εις το έργον, μη συμπαραλαβείν τούτον. εγένετο ουν παρο­ξυσμός, ωστε απο­χωρισ­θήναι αυτούς απ’ αλλήλων, τον τε Βαρνάβαν παραλαβόντα τον Μάρ­κον εκπ­λεύσαι εις Κύπρον. Παύλος δε επιλεξάμενος Σίλαν εξήλθε, παρα­δο­θείς τη χά­ριτι του Θεού υπό των αδελφών,».

 

  1. Πρός Ρωμαίους 12: 19, «μη εαυτούς εκδικούντες, αγαπητοί, αλλά δότε τό­πον τη οργή· γέγραπται γαρ· εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύρι­ος.». Προσοχή λοιπόν: Να δίνετε τόπο στην οργή, διότι η εκδίκηση ανοίκει μόνο στον Θεό Γιαχβέχ, κλπ.

Πρός Ρωμαίους 16: 17-18, «Παρακαλώ δε υμάς, αδελφοί, σκοπείν τους τας διχοστασίας και τα σκάνδαλα παρά την διδαχήν ην υμείς εμάθετε ποιούντας, και εκκλίνατε απ’ αυτών· οι γαρ τοιούτοι τω Κυρίω ημών Ιησού Χριστω ου δουλεύουσιν, αλλά τη εαυτών κοιλία, και διά της χρηστολογίας και ευλογίας εξαπατώσι τας καρδίας των ακάκων·»

 

  1. Α΄ Πρός Κορινθίους 1: 10-13, «Παρακαλώ δε υμάς, αδελφοί, διά του ονόμα­τος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ίνα το αυτό λέγητε πάντες, και μη ή εν υμίν σχίσματα, ήτε δε κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοϊ και εν τη αυτη γνώμη. Εδη­λώθη γαρ μοι περί υμών, αδελφοί μου, υπό των Χλόης ότι έριδες εν υμίν εισι. λέ­γω δε τούτο, ότι έκαστος υμών λέγει· εγώ μεν ειμι Παύλου, εγώ δε Απολλώ, εγώ δε Κηφά, εγώ δε Χριστού. μεμέρισται ο Χριστός;».

Α΄ Πρός Κορινθίους 3: 3-4, «όπου γαρ εν υμίν ζήλος και έρις και διχο­στα­σί­αι, ουχί σαρκικοί εστε και κατά άνθρωπον περιπατείτε; όταν γαρ λέγη τις, εγώ μεν ειμί Παύλου, έτερος δε εγώ Απολλώ, ουχί σαρκικοί εστε;».

Α΄ Πρός Κορινθίους 6: 7-8, «ήδη μεν ουν όλως ήττημα υμίν εστιν ότι κρίματα έχετε μεθ’ εαυτών. διατί ουχί μάλλον αδικείσθε; διατί ουχί μάλλον αποστε­ρεί­σθε; αλλά υμείς αδικείτε και αποστερείτε, και ταύτα αδελφούς;», όπως και όλοι οι στίχοι 6: 1-11.

Α΄ Πρός Κορινθίους 11: 17-22, «Τούτο δε παραγγέλλων ουκ επαινώ ότι ουκ εις το κρείττον, αλλ’ εις το ήττον συνέρχεσθε. πρώτον μεν γαρ συνερχομένων υμών εν εκκλησία ακούω σχίσματα εν υμίν υπάρχειν, και μέρος τι πιστεύω· δεί γαρ και αιρέσεις εν υμίν είναι, ίνα οι δόκιμοι φανεροί γένωνται εν υμίν. συ­νερχομένων ουν υμών επί το αυτό ουκ έστι κυριακόν δείπνον φαγείν· έκα­σ­τος γαρ το ίδιον δείπνον προλαμβάνει εν τω φαγείν, και ος μεν πεινά, ος δε μεθύει. μη γαρ οικίας ουκ έχετε εις το εσθίειν και πίνειν; ή της εκκλησίας του Θεού καταφρονείτε και καταισχύνετε τους μη έχοντας; τι υμίν είπω; επαι­νέσω υμάς εν τούτω; ουκ επαινώ.».

 

  1. Μελετείστε τα τραγικότατα γεγονότα όπως περιγράφονται και εξυπακούον­ται στην Α΄ Πρός Κο­ριν­θίους κεφάλαιο 5, με συνέχεια στην Β΄ Πρός Κοριν­θί­ους κεφάλαιο 7.

Αμφότερες οι Επιστολές Πρός Κορινθίους είχαν αφορμή συγγραφής σοβαρά και τραγικά επεισόδια που ελάμβαναν χώρα εντός της Παυλικής ομάδας της Κορίνθου και ο Παύλος επληροφορήθη διά ιδικών του ανθρώπων εν τη απου­σία του. Ο Παύλος λόγω όλων αυτών αναπτύσσει δικά του κοινωνικά, δογμα­τικά και θεολογικά θέματα, απαιτεί τιμωρίες, παραγγέλλει τρόπους δράσεως, τρόπους σχέσεων, κλπ.

 

  1. Β΄ Πρός Κορινθίους 11: 4-5, «ει μεν γαρ ο ερχόμενος άλλον Ιησούν κηρύσ­σει ον ουκ εκηρύξαμεν, ή πνεύμα έτερον λαμβάνετε ό ουκ ελάβετε, ή ευαγ­γέ­λιον έτερον ό ουκ εδέξασθε, καλώς ανείχεσθε. λογίζομαι γαρ μηδέν υστερη­κέναι των υπερλίαν αποστόλων...» και 13-15, «...οι γαρ τοιούτοι ψευδαπόσ­τολοι, εργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εις αποστόλους Χριστού. και ου θαυ­μα­σ­τόν· αυτός γαρ ο σατανάς μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός. ου μέ­γα ουν ει και οι διάκονοι αυτού μετασχηματίζονται ως διάκονοι δικαιοσύνης, ων το τέλος έσται κατά τα έργα αυτών.»

 

  1. Πρός Γαλάτας 1: 7-9, «ό ουκ έστιν άλλο, ει μη τινές εισιν οι ταράσσοντες υμάς και θέλοντες μεταστρέψαι το ευαγγέλιον του Χριστού. αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ’ ό ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω. ως προει­ρήκαμεν, και άρτι πάλιν λέγω· ει τις υμάς ευαγγε­λί­ζε­ται παρ’ ό παρελάβετε, ανάθεμα έστω.».

2: 11-14, «Οτε δε ήλθε Πέτρος εις Αντιόχειαν, κατά πρόσωπον αυτώ αν­τέστην, ότι κατεγνωσμένος ην. προ του γαρ ελθείν τινας από Ιακώβου μετά των εθνών συνήσθιεν· ότε δε ήλθον, υπέστελλε και αφώριζεν εαυτόν, φοβού­μενος τους εκ πε­­ριτομής. και συν­υπε­κρίθησαν αυτώ και οι λοιποί Ιουδαίοι, ωστε και Βαρνάβας συν­α­πήχθη αυτών τη υποκρίσει. Αλλ’ ότε είδον ότι ουκ ορθοποδούσι προς την αλήθει­αν του ευαγγελίου, είπον τω Πέτρω έμπροσθεν πάντων· ει συ Ιουδαίος υπάρχων εθνι­κώς ζής και ουκ ιουδαϊκώς, τι τα έθνη αναγκάζεις ιουδαϊζειν;...».

3: 1, «Ω ανόητοι Γαλάται, τις υμάς εβάσκανε τη αληθεία μη πείθεσθαι, οίς κατ’ οφθαλμούς Ιησούς Χριστός προεγράφη εν υμίν εσταυρωμένος;».

5: 12, «όφε­λον και αποκόψονται οι αναστατούντες υμάς.».

5: 14-15, «ο γαρ πας νόμος εν ενί λόγω πληρούται, εν τω, αγαπήσεις τον πλη­σίον σου ως σεαυτόν. ει δε αλλήλους δάκνετε και κατεσθίετε, βλέπετε μη υπ' αλλήλων αναλωθήτε

 

  1. Πρός Κολασσαείς 2: 18-23, «μηδείς υμάς καταβραβευέτω θέλων εν ταπεινοφ­ροσύνη και θρησκεία των αγγέλων, α μη εώρακεν εμβατεύων, εική φυσιού­μενος υπό του νοός της σαρκός αυτού, και ου κρατών την κεφαλήν, εξ ου παν το σώμα διά των αφών και συνδέσμων επιχορηγούμενον και συμβιβαζόμενον αύξει την αύξησιν του Θεού. Ει ουν απεθάνετε συν τω Χριστω από των στοι­χείων του κόσμου, τι ως ζώντες εν κόσμω δογματίζεσθε, μη άψη μηδέ γεύ­ση μηδέ θίγης - ά εστι πάντα εις φθοράν τη αποχρήσει- κατά τα εντάλματα και διδασκαλίας των ανθρώπων; άτινά εστι λόγον μεν έχοντα σοφίας εν εθελοθρησκία και ταπεινοφροσύνη και αφειδία σώματος, ουκ εν τιμή τινι προς πλησμονήν της σαρκός.»

 

  1. Πρός Φιλιππησίους 2: 1-4: Εδώ ο Παύλος θερμοπαρακαλεί τους δικούς του χριστιανούς να έχουν ενότητα.

 Πρός Φιλιππησίους 4: 2-3: «Ευοδίαν παρακαλώ και Συντύχην παρακαλώ το αυ­τό φρονείν εν Κυρίω· ναί ερωτώ και σε, Σύ­ζυγε γνήσιε, συλλαμβάνου αυ­ταίς, αίτινες εν τω ευαγγελίω συνήθλησάν μοι μετά και Κλήμεντος και των λοιπών συνεργών μου, ων τα ονόματα εν βίβλω ζωής.».

 

  1. Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς 1: 8-9, «εν πυρί φλογός, διδόντος εκδίκησιν τοις μη ειδόσι Θεόν και τοις μη υπακούουσι τω ευαγγελίω του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, οίτινες δίκην τίσουσιν όλεθρον αιώνιον από προσώπου του Κυρίου και από της δόξης της ισχύος αυτού,»

Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς 3: 6-14, «Παραγγέλλομεν δε υμίν, αδελφοί, εν ονό­μα­τι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στέλλεσθαι υμάς από παντός αδελφού ατά­κτως περιπατούντος και μη κατά την παράδοσιν ην παρέλαβον παρ' ημών. αυ­τοί γαρ οίδατε πως δεί μιμείσθαι ημάς, ότι ουκ ητακτήσαμεν εν υμίν, ουδέ δωρεάν άρτον εφάγομεν παρά τινος, αλλ' εν κόπω και μόχθω, νύκτα και ημέ­ραν εργαζόμενοι, προς το μη επιβαρήσαί τινα υμών· ουχ ότι ουκ έχομεν εξου­σίαν, αλλ' ίνα εαυτούς τύπον δώμεν υμίν εις το μιμείσθαι ημάς. και γαρ ότε ήμεν προς υμάς, τούτο παρηγγέλλομεν υμίν, ότι ει τις ου θέλει εργάζε­σ­θαι, μηδέ εσθιέτω. ακούομεν γαρ τινας περιπατούντας εν υμίν ατάκτως, μηδέν ερ­γαζομένους, αλλά περιεργαζομένους· τοις δε τοιούτοις παραγγέλ­λομεν και πα­ρακαλούμεν διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ίνα μετά ησυ­χίας εργα­ζό­μενοι τον εαυτών άρτον εσθίωσιν. Υμείς δε, αδελφοί, μη εκκα­κή­σητε καλοποιούντες. ει δε τις ουχ υπακούει τω λόγω ημών διά της επι­στολής, τούτον σημειούσθε, και μη συναναμίγνυσθε αυτω, ίνα εντρα­πή·»

 

  1. Όλη η Επιστολή Πρός Φιλήμονα.

 

  1. Α΄ Πρός Τι­μόθεον 1: 20, «ων εστιν Υμέναιος και Αλέξανδρος, ους παρέδωκα τω σατανά, ίνα παι­δευ­θώσι μη βλασφημείν.»

 

  1. Α΄ Πρός Τι­μόθεον 6: 20-21, «Ω Τιμόθεε, την παρακαταθήκην φύλαξον, εκτρεπόμενος τας βεβήλους κενοφωνίας και αντιθέσεις της ψευδωνύμου γνώσεως, ην τινες επαγγελλόμενοι περί την πίστιν ηστόχησαν

 

  1. Β΄ Πρός Τιμόθεον 2: 16-18, «τας δε βε­βή­λους κενοφωνίας πε­ρι­ΐστασο· επί πλείον γαρ προκό­ψουσιν ασε­βείας, και ο λόγος αυτών ως γάγγραινα νομήν έξει· ων εστιν Υμέναιος και Φι­λητός, οίτινες περί την αλήθειαν ηστόχη­σαν, λέγοντες την ανά­στα­σιν ήδη γεγονέναι, και ανατρέπουσι την τινων πίστιν.».

 

  1. Πρός Τίτον 1: 5-16, «Τούτου χάριν κατέλιπόν σε εν Κρήτη, ίνα τα λείποντα επιδιορθώση, και καταστήσης κατά πόλιν πρεσβυτέρους, ως εγώ σοι διε­τα­ξά­μην, ει τις εστιν ανέγκλητος, μιας γυναικός ανήρ, τέκνα έχων πιστά, μη εν κα­τηγορία ασωτίας ή ανυπότακτα. δεί γαρ τον επίσκοπον ανέγκλητον είναι ως Θεού οικονόμον, μη αυθάδη, μη οργίλον, μη πάροινον, μη πλήκτην, μη αι­σχ­ροκερδή, αλλά φιλόξενον, φιλάγαθον, σώφρονα, δίκαιον, όσιον, εγκρατή, αν­τεχόμενον του κατά την διδαχήν πιστού λόγου, ίνα δυνατός ή και παρα­κα­λείν εν τη διδασκαλία τη υγιαινούση και τους αντιλέγοντας ελέγχειν. Εισί γαρ πολ­λοί και ανυπότακτοι, ματαιολόγοι και φρεναπάται, μάλιστα οι εκ περι­τομής, ους δεί επιστομίζειν, οίτινες όλους οίκους ανατρέπουσι διδάσκοντες α μη δεί αισχρού κέρδους χάριν. είπέ τις εξ αυτών ίδιος αυτών προφήτης· Κρή­τες αεί ψεύσται, κακά θηρία, γαστέρες αργαί. η μαρτυρία αύτη εστίν αλη­θής. δι’ ην αιτίαν έλεγχε αυτούς αποτόμως, ίνα υγιαίνωσιν εν τη πίστει, μη προσέχοντες Ιουδαϊκοίς μύθοις και εντολαίς ανθρώπων αποστρεφομένων την αλήθειαν. πάντα μεν καθαρά τοις καθαροίς· τοις δε μεμιαμμένοις και απίστοις ουδέν καθαρόν, αλλά μεμίανται αυτών και ο νους και η συνείδησις. Θεόν ομο­λογούσιν ειδέναι, τοις δε έργοις αρνούνται, βδελυκτοί όντες και απειθείς και προς παν έργον αγαθόν αδόκιμοι.».

 

  1. Πρός Εβραίους 10: 26-31, «Εκουσίως γαρ αμαρτανόντων ημών μετά το λα­βείν την επίγνωσιν της αληθείας, ουκέτι περί αμαρτιών απολείπεται θυσία, φοβερά δε τις εκδοχή κρίσεως και πυρός ζήλος εσθίειν μέλλοντος τους υπεναν­τί­ους. αθετήσας τις νόμον Μωϋσέως χωρίς οικτιρμών επί δυσίν ή τρισί μάρ­τυ­σιν αποθνήσκει· πόσω δοκείτε χείρονος αξιωθήσεται τιμωρίας ο τον υιόν του Θεού καταπατήσας και το αίμα της διαθήκης κοινόν ηγησάμενος, εν ω ηγι­άσ­θη, και το Πνεύμα της χάριτος ενυβρίσας; οίδαμεν γαρ τον ειπόντα· εμοί εκδί­κησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος· και πάλιν· Κύριος κρινεί τον λαόν αυτού. φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος

 

  1. Α΄ Ιωάννου 4: 1-6, «Αγαπητοί, μη παντί πνεύματι πιστεύετε, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστιν, ότι πολλοί ψευδοπροφήται εξεληλύθασιν εις τον κόσμον. εν τούτω γινώσκετε το πνεύμα του Θεού· παν πνεύμα ό ομο­λογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού έστι· και παν πνεύμα ό μη ομολογεί τον Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού ουκ έσ­τι· και τούτό εστι το του αντιχρίστου ό ακηκόατε ότι έρχεται, και νυν εν τω κόσμω εστίν ήδη. Υμείς εκ του Θεού εστε, τεκνία, και νενικήκατε αυ­τούς, ότι μείζων εστίν ο εν υμίν ή ο εν τω κόσμω. αυτοί εκ του κόσμου εισί· διά τούτο εκ του κόσμου λαλούσι και ο κόσμος αυτών ακούει. ημείς εκ του Θεού εσμεν· ο γινώσκων τον Θεόν ακούει ημών. ος ουκ έστιν εκ του Θεού ουκ ακούει ημών. εκ τούτου γινώσκομεν το πνεύμα της αληθείας και το πνεύμα της πλά­νης.»

 

  1. Β΄ Ιωάννου 7-12, «ότι πολλοί πλάνοι εισήλθον εις τον κόσμον, οι μη ομολο­γούντες Ιησούν Χριστόν ερχόμενον εν σαρκί· ούτός εστιν ο πλάνος και ο αντί­χριστος. πας ο παραβαίνων και μη μένων εν τη διδαχή του Χριστού Θεόν ουκ έχει· ο μένων εν τη διδαχή του Χριστού, ούτος και τον πατέρα και τον υιόν έχει. βλέπετε εαυτούς, ίνα μη απολέσωμεν α ειργασάμεθα, αλλά μισθόν πλήρη απολάβωμεν.ει τις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν, και χαίρειν αυτώ μη λέγετε· ο γαρ λέγων αυ­τώ χαίρειν κοινωνεί τοις έργοις αυτού τοις πονηροίς. Πολλά έχων υμίν γράφειν, ουκ ηβου­λή­θην διά χάρτου και μέλανος, αλλά ελπίζω ελθείν προς υμάς και στόμα προς στόμα λαλήσαι, ίνα η χαρά ημών ή πεπληρωμένη.».

 

  1. Γ΄ Ιωάννου 9-10, «Έγραψα τη εκκλησία· αλλ’ ο φιλοπρωτεύων αυτών Διο­τρεφής ουκ επιδέχεται ημάς. Διά τούτο, εάν έλθω, υπομνήσω αυτού τα έρ­γα α ποιεί, λό­γοις πο­νη­ροίς φλυαρών ημάς· και μη αρκούμενος επί τούτοις ούτε αυτός επιδέ­χε­ται τους αδελ­φούς και τους βουλομένους κωλύει και εκ της εκκλησίας εκβάλ­λει.».

13-14, «Πολλά είχον γράφειν, αλλ’ ου θέλω διά μέ­λανος και καλάμου σοι γράψαι· ελ­πίζω δε ευθέως ιδείν σε, και στόμα προς στόμα λαλήσομεν.».

 

  1. Επιστολή Ιούδα 4, «παρεισέδυσαν γαρ τινες άνθρωποι, οι πάλαι προγεγ­ραμμέ­νοι εις τούτο το κρίμα, ασεβείς, την του Θεού ημών χάριν μετατι­θέντες εις ασέλγειαν και τον μόνον δεσπότην και Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν αρνού­μενοι

 

  1. Μελετείστε τις επτά Καθολικές Επιστολές (π. χ., Β΄ Πέτρου 2: 1-15) και τα τρία πρώτα κεφάλαια της Αποκαλύψεως του Ιωάννου (ακόμα καλλίτερα ολόκ­ληρη την Αποκάλυψιν). Δεν έχει νόημα να παραθέσομε και να αναπτύ­ξο­με εδώ όλες τις ανα­φορές που καταδεικνύουν τις σκληρές διαμάχες, τις απροσπέ­λαστες δια­φορές και τους άσχημους διαπλη­κτι­σμούς εντός των κα­τά τό­πων χριστιανικών εκκλησιών των πρωτο­χρισ­τιανικών χρόνων και μεταξύ των υψη­λά ισταμένων προσώπων τους. Εκτός τού­των, τα κείμενα αυτά κατα­φέ­ρονται και κατά των ήδη υπαρ­χόντων αιρέσεων, αντιχρίστων, ψευ­δοδιδα­σ­κάλων, ψευ­δο­προφητών, κλπ., και επιζητούν τον απόλυτο διαχω­ρισμό των «ορθοδό­ξων» πι­στών από τους απίσ­τους ή τους αιρετικούς ή τους αλλόθρη­σκους, κλπ. Όπως είδαμε σε με­ρικές από τις πα­ραπάνω ανα­φορές, όλα αυτά απαν­τώνται συχνά μέσα στις Επι­στολές του Παύλου και ο Παύλος τα έχει υπερ­το­νίσει! Μόνοι σας μπο­ρεί­τε να βρείτε περισσότερες τέτοιες αναφορές μέσα στις Επι­στολές του.

 

Βλέπομε λοιπόν ότι η εντολή ως εδόθη στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον είναι καθαρή υπόθεση των με­λών της ομάδας. Ο Χριστός του Ιωάννη λέγει στους μαθητές του να αγαπά ο ένας τον άλλον για να σταματήσουν να τσακώνονται. Έτσι θα γνωρίζουν όλοι εκτός της ομάδας ότι είναι μαθητές του! Εκ των υστέρων και κατ’ επέκταση η εντολή ισχύ­ει για όσους επιθυμούν να είναι μέλη της χριστι­α­νι­κής κοινωνίας ή έθνους. Βλέ­πομε επίσης ότι εντός των κατά τόπους χριστιανικών κοι­νο­τήτων (εκ­κλη­σιών) υπήρ­χαν ήδη από τότε πολλές, επικίνδυνες και δεινές διχοστασίες.

 

3. «Ιωάννειος» ιδέα η ενταύθα αγάπη

 

Όπως στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, το ίδιο ισχύει και για την αγάπη που κη­ρύσσεται από τον Ιωάννη στις τρεις επιστολές του. Από μία κριτική με­λέ­τη του Ευαγ­γε­λί­ου και των τριών Επιστολών του Ιωάννου βλέπομε ότι η εντολή της αγάπης απευ­­θύνεται μόνο προς τα μέλη των Ιωαννικών χρι­στιανικών κοινοτήτων τα οποία μά­λι­στα συνηγορούσαν επακριβώς μόνο με ό,τι έλεγε ο Ιωάννης. Αυτός καθόριζε την πί­στη εντός των κοινοτήτων του, εντός των οποίων υπήρ­χαν πολλές ισχυρές φα­γω­μά­ρες και διαφορές που έπρεπε να αποφευχθούν. Γι’ αυτόν τον σκοπό ο Ιωάννης βρί­σκει σαν μέσο την διακή­ρυξη της αγάπης επενδυμένης με θεολο­γικό μανδύα. Αυτό που γράφει ο Ιωάννης 13: 34-35, «εντολήν καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλή­λους, καθώς ηγά­πη­σα υμάς ίνα και υμείς αγαπάτε αλλήλους. εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μα­θη­ταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις.» φαίνεται πως είναι δι­κό του τσιτάτο που το έβαλε στο στόμα του Ιησού για να πείθει τους πιστούς του. Πρώτον, κανείς άλλος μέ­σα στην Καινή Διαθήκη δεν αναφέρει αυτήν «την καινήν εν­τολήν», ούτε ο παρών Ματθαίος. Δεύτερον, από μια ενδελεχή εννοιολογική ανάλυ­ση αυτές οι λέξεις δεν φαίνονται να προήλθαν από το στόμα του Ιησού, τουλά­χιστον αυ­τού του Ιησού που περιγράφουν οι τρεις πρώτοι Συ­νοπτικοί Eυαγγελιστές. Γε­νι­κώς, ο Ιησούς του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου είναι ένας άλλος διαφορετικός και αλλι­ώτικος από τον Ιησού των τριών Συνοπτικών ή τον Ιησού του Παύλου. Αυτός ο Ιη­σούς είναι ένα κατασκεύασμα του Ιωάννου, δηλαδή φτιαγμένος με λόγια του Ιωάν­νου και για τις ανάγκες που ο Ιωάννης επειγόντως αντιμετώπιζε.

(Αναλόγως δρα και ο Παύλος όταν αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα μέσα στις ομάδες του. Όπως είδαμε και θα δούμε στα ενταύθα κείμενα στις Επιστολές του, ο Παύλος αναπτύσσει θεολογία κατά περίπτωση για να αποσοβήσει τον κίνδυνο. Υπάρχουν ακόμα πολλοί που εικάζουν ότι ο φιλοπρωτεύων και Δι­οτρεφής, εναντίον του οποίου ωρύεται ο Ιωάννης στην Γ΄ Επιστολή πρέπει να ήταν ο Παύλος! Από τις ολίγες γραμμές της ίδιας επιστολής προκύπτουν μερικά εύλογα στοιχεία γι’ αυτή την εικασία. Ακόμα αυτό που γράφει στην Α΄ Επιστολή 4: 3: «και παν πνεύμα ό μη ομολο­γεί τον Ιησούν Χρι­σ­τόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού ουκ έστι· και τούτό εστι το του αντιχρίστου ό ακη­κόατε ότι έρχεται, και νυν εν τω κόσμω εστίν ήδη.», όπως και στην Β΄ Επιστολή 7, θυ­μίζει ακρι­βώς τον Παύλον, τους Γνωστικούς και τις διδασκαλίες των. Άραγε αυτόν ή αυτούς ονο­μάζει ο Ιωάννης «αντιχρίστον νυν ήδη εν τω κόσ­μω»!; Πάντως μας λέγει ότι ο αντίχρισ­τος είναι ήδη τώ­ρα στον κόσ­μο παρών, ενώ στην Αποκάλ­υψιν η λέξη αντίχ­ριστος δεν υπάρχει!).

Ως γνωστόν, ο Ιω­άννης ήταν ο Αγαπητός Μαθητής, Απόστολος και Θεολό­γος. Τον τίτλο του Θεολόγου τον απέκτησε λόγω του Ευαγγελίου του εντός του οποί­ου αναπτύσσει θεολογίες, πολλές ακαταλαβίστικες και πολλές γνωστικιστικές. Παρ’ όλον ότι είχε ονομαστεί Υιός Βροντής ή Βοανεργές, Μάρκος 3: 17, έχει λάβει και τον τίτλο του Ευαγγελιστού της Αγάπης. Αυτά που γράφει στο Ευαγγέλιό του περί αγάπης τα βρίσκομε περίπου τα ίδια και σε μερικά σημεία των τριών καθολικών Επι­στολών του. Έτσι φαίνεται ότι όλα αυτά είναι κηρύγματα του ιδίου και όχι του Ιησού. Το ίδιο ισ­χυρίζεται και η χριστιανική παράδοση η οποία του αποδίδει την φράση: «τεκνία αγα­πάτε αλλήλους». Αυτήν, όπως μας λένε, συνήθιζε να λέγει στους φιλό­νι­κους Χριστιανούς της κοινό­τη­τάς του μέχρι που πέθανε σε βαθύ γήρας. Ήταν όμως άραγε η αγάπη η μόνη κινητήρια δύναμη για τον Ιωάννη; Για να απαντήσομε πρέπει να εξε­τά­σομε το Ευαγγέλιο και τις Επιστολές του σε όλο τους το μήκος. Έχομε ήδη δει τα ση­μεία περί αγάπης του Ευαγγελίου του. Στις επιστο­λές του βλέ­πομε:

 

Α΄ Ιωάννου 3: 11, «ότι αύτη εστίν η αγγελία ην ηκούσατε απ’ αρχής, ίνα αγα­πώμεν αλ­λήλους,».

3: 15 «πας ο μισών τον αδελφόν αυτού ανθρωποκτόνος εστί, και οίδατε ότι πας ανθρωποκτόνος ουκ έχει ζωήν αιώνιον εν εαυτώ μένουσαν.».

(Εδώ ο Ιω­άννης αγνοεί τα λόγια του Κυρίου του Ιησού Χριστού όπως τα κα­ταγράφει ο Λουκάς 14: 26 «ει τις έρχεται προς με και ου μισεί τον πατέρα εαυτού και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς και τας αδελφάς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί μου μαθητής είναι.»! Τι λέτε, έχομε ή δεν έχομε άλλη μια αντίφαση, μέσα στις χιλιάδες αντιφά­σεις της Αγίας και Θεόπνευστης Γραφής;).

3: 23, «και αύτη εστίν η εντολή αυτού, ίνα πιστεύσωμεν τω ονόματι του υιού αυ­τού Ιησού Χριστού και αγαπώμεν αλλήλους καθώς έδωκεν εντολήν.».

4: 7-12, «Αγαπητοί, αγαπώμεν αλλήλους, ότι η αγάπη εκ του Θεού εστι, και πας ο αγαπών εκ του Θεού γεγέννηται και γινώσκει τον Θεόν. ο μη αγαπών ουκ έγνω τον Θεόν, ότι ο Θεός αγάπη εστίν. εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού εν ημίν, ότι τον υιόν αυτού τον μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον ίνα ζήσωμεν δι’ αυτού. εν τούτω εστίν η αγάπη, ουχ ότι ημείς ηγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ’ ότι αυτός ηγάπησεν ημάς και απέστειλε τον υιόν αυτού ιλασμόν περί των αμαρτιών ημών. Αγαπητοί, ει ούτως ο Θεός ηγά­πη­σεν ημάς, και ημείς οφείλομεν αλλήλους αγαπάν. Θεόν ουδείς πώποτε τεθέ­α­ται· εάν αγαπώμεν αλλήλους, ο Θεός εν ημίν μένει και η αγάπη αυτού τετε­λειωμένη εστίν εν ημίν.».

Β΄ Ιωάννου 5-6, «και νυν ερωτώ σε, κυρία, ούχ ως εντολήν γράφων σοι και­νήν, αλλά ήν είχομεν απ’ αρχής, ίνα αγαπώμεν αλλήλους. και αύτη εστίν η αγάπη, ίνα περιπα­τώμεν κατά τας εντολάς αυτού. αύτη εστίν η εντολή, καθώς ηκούσατε απ’ αρχής, ίνα εν αυτή περιπατήτε.».

 

Αν όμως κρίνομε τα περιεχόμενα του Ευαγγελίου του και των τριών Επιστο­λών του συνολικώς, τότε βλέπομε ότι όσοι δια­φω­νούσαν από την γραμμή ή έλεγαν ή προέτειναν κάτι άλλο έπρεπε να εξο­στρα­κι­σθούν και να μην τους βάζουν στο σπίτι τους ούτε να τους λένε καλημέρα (χαίρετε!). Κά­νετε τον κόπο να τα μελε­τή­σε­­τε προ­σε­κτι­κά. Στο μεν Ευαγγέλιο ο Ιωάννης παρουσιάζει έναν Χρι­στό να λέγει:

 

Iω­άν­νης 3: 18, «ο πιστεύων εις αυτόν ου κρίνεται, ο δέ μή πιστεύων ήδη κέκρι­ται,...».

3: 36, «... ο δε απειθών τω υιώ ουκ όψεται ζωήν, αλλ' η οργή του Θεού μέ­νει επ' αυτόν.».

5: 29, «και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύ­λα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως.».

8: 24, «είπον ουν υμίν ότι αποθανείσθε εν ταις αμαρτίαις υμών· εάν γαρ μη πιστεύ­σητε ότι εγώ ειμι, αποθανείσθε εν ταις αμαρτίαις υμών.».

12: 48, «ο αθετών εμέ και μη λαμβάνων τα ρήματά μου, έχει τον κρίνοντα αυτόν· ο λόγος ον ελάλησα, εκείνος κρινεί αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα·».

15: 6, «εάν μη τις μείνη εν εμοί, εβλήθη έξω ως το κλήμα και εξηράνθη, και συν­άγουσιν αυτά καί εις το πυρ βάλλουσι, και καίεται.» [1].

 

[Υποσημείωση 1: Η πυρομανία στον Χριστιανισμό τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη είναι η ισχυ­ρότερη, συμπλε­γ­ματικότερη και καταστροφικότερη εμμονή αυτής της φρικτής μάστιγας! Απαντάτε απανταχού!]

 

Στις δε Επιστολές του ο ίδιος ο Ιωάννης γράφει:

 

Α΄ Επιστολή Ιω­άννου 5: 10-12, «ο πιστεύων εις τον υιόν του Θεού έχει την μαρτυρίαν εν αυτώ· ο μη πιστεύων τω Θεώ ψεύστην πεποίηκεν αυτόν, ότι ου πεπίστευκεν εις την μαρτυρίαν ην μεμαρτύρηκεν ο Θεός περί του υιού αυτού. και αύτη εστίν η μαρ­τυ­ρία, ότι ζωήν αιώνιον έδωκεν ημίν ο Θεός, και αύτη η ζωή εν τω υιώ αυτού εστιν. ο έχων τον υιόν έχει την ζωήν· ο μη έχων τον υιόν του Θεού την ζωήν ουκ έχει.».

Β΄ Επιστολή Ιω­άννου 7-11, «ότι πολλοί πλάνοι εισήλθον εις τον κόσμον, οι μη ομο­λογούντες Ιησούν Χριστόν ερχόμενον εν σαρκί· ούτός εστιν ο πλά­νος και ο αν­τίχρι­στος. βλέπετε εαυτούς, ίνα μη απολέσωμεν α ειργασάμεθα, αλλά μισθόν πλήρη απο­λάβωμεν. πας ο παραβαίνων και μη μένων εν τη δι­δα­χή του Χριστού Θεόν ουκ έχει· ο μένων εν τη διδαχή του Χριστού, ούτος και τον πατέρα και τον υιόν έχει. ει τις έρ­χε­ται προς υμάς και ταύτην την δι­δα­χήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οι­κί­αν, και χαίρειν αυτώ μη λέγετε· ο γαρ λέγων αυτώ χαίρειν κοινωνεί τοις έρ­γοις αυ­τού τοις πονηροίς.».

Γ΄ Επιστολή Ιω­άννου 9-10, «Έγραψα τη εκκλησία· αλλ’ ο φιλοπρωτεύων αυ­τών Διο­τρεφής ουκ επιδέχεται ημάς. Διά τούτο, εάν έλθω, υπομνήσω αυ­τού τα έργα α ποιεί, λόγοις πονηροίς φλυαρών ημάς· και μη αρκούμενος επί τούτοις ούτε αυτός επιδέχεται τους αδελφούς και τους βουλομένους κωλύει και εκ της εκκλησίας εκ­βάλ­λει.».

 

            Τί βλέπομε λοιπόν σ’ αυτά τα αποσπάσματα; Δεν είναι η αγάπη η μόνη κινη­τήρια δύναμη για τον Ιωάννη ή τον Χριστό του Ιωάννου. Ο μεν Χριστός του Ιωάννη έχει ήδη κα­τα­δι­κά­σει όλους όσους δεν τον πιστεύουν στην μεν άλλη ζωή με αιώνιες τιμω­ρίες εις δε την παρούσα με την οργή του Θεού, εξοστρακισμό και φωτιά. Κύριε τάδε δεν μπορείς να μην πι­στεύεις σε μένα. Αλλιώς κάηκες! Ο δε Ιωάννης στις επι­στολές του διατάζει ότι όσοι δεν είναι σύμ­φωνοι με το κήρυγμά του πρέπει να τί­θεν­ται εκτός και να μην τους λέμε ούτε καλη­μέ­ρα ούτε να τους βάζομε στα σπίτια μας. «Τεκνία: Μόνο αυτά που λέω εγώ..., αλλιώς έξω.». Ακόμα βλέπομε ότι οι διαμάχες εντός των κοινοτήτων του Ιω­άν­νη πρέπει να ήταν πολύ ισχυρές και έτσι έπρεπε να βρει και να κάνει κάτι και να το θεμελιώσει θεο­λογικώς. Αυτό που ο Ιωάννης βρήκε ήταν από τη μια πλευρά το κήρυγμα της αγάπης και από την άλλη πλευρά η εξ­αγγελία τιμω­ριών, απειλών, βίας, φό­βου και τρόμου. Η αγάπη λοιπόν ήταν ένα μό­νο μέρος του εσωτερικού κηρύγματος, δη­λαδή του κηρύγματος που αφο­ρούσε μό­νο τα μέλη των κατά τόπους Ιωαννικών κοινοτήτων και ομάδων. Δεν ήταν λοιπόν η αγά­πη η μόνη κινητήρια δύναμη για τον Ιωάννη. Ο Ιωάννης μάλλον ήταν υιός βροντής περισσό­τε­ρο από απόστολος της αγάπης!

Αυτά που γράφει ο Ιωάννης αντανακλούν τις καταστάσεις που υπήρχαν ήδη εντός των ιδικών του χρι­στι­α­νικών ομάδων και κοινοτήτων. Παρά την θεϊκή και εξ αποκα­λύψεως αλήθεια του χριστιανικού κηρύγματος σε όλες τις χριστιανικές κοινό­τητες, όχι μόνο του Ιωάννου, ήδη από την αρχή υπήρχαν: Μεγάλες φαγωμάρες, δια­φω­νί­ες, αιρέσεις, ψευδο­διδάσκα­λοι, ψευδοπροφή­τες, τα­ραξίες, φιλοπρωτεύοντες, κλπ. Έτσι ο Ιωάννης παροτρύ­νει τα μέλη της κοινότητάς του να έχουν αγάπη μεταξύ των την οποία επενδύει με θεο­λογική κάλυ­ψη ως εντολή δο­θείσα από τον ίδιο τον Ιη­σού Χριστό. Όμως για όλους εκείνους που δημι­ουργούν οιαδήποτε προ­βλή­ματα, τα οποία αυτός και μόνο κρίνει ως προβλήματα, δεν ξεχνά βε­βαίως να δώσει ρη­τές, σκληρές και αμετάκλητες εντολές. Πρέ­πει να αποβάλλονται πλή­ρως από την ομάδα και από τα σπίτια όλων που ανήκουν στην ομά­δα. Δεν θα τους λέτε ούτε «χαίρετε»! Εδώ τους περιμένει φω­τιά σαν τις ξε­ρές κλημα­τόβεργες και εις τα επέκεινα αι­ώνια τι­μω­ρία, κλπ. Δεν υπάρχει λοιπόν γενική αγάπη που τα πάντα υπομένει, αλλά η αγάπη προς την γραμμή που αυτός χαράσσει. Ακόμα με την μεταξύ των μελών αγάπη του τύπου που αυτός κηρύττει προσπαθεί να αποφεύγει την δημιουργία προβλημάτων. Δηλαδή χρησιμοποιεί την αγάπη και εν είδει τεχνάσματος.

Περιττό να αναγράψομε λεπτομέρειες από την Αποκάλυψιν του Ιωάννου. Δι­α­βάστε την. Γέμει από κάθε είδους ασχημίες, πληγές, απειλές, φόνους, φόβους, τρό­μους, διαστροφές, επιβλαβή έντομα, καταστροφές, λίμνες με πυρ και θείον και με μια μα­νιακή συμπλεγματική εκ­δι­κη­τικό­τη­τα ενός παντοδυνάμου και παναγάθου Θεού για τον οποίον ο Ιω­άννης έχει δη­λώσει «ότι ο Θεός αγάπη εστίν.» (Α΄ Ιωάννου 4: 8, 16, κλπ.)! Τέλος δεν παραλείπει την ανάδειξη της Νέας Εβραϊκής Ιερουσαλήμ την οποίαν οι Χριστιανοί ερμήνευσαν διά με­ταφοράς ως κάποια ουράνια φανταστική πό­λη. Πώς συμ­βι­βά­ζονται όλα αυτά; Μό­νον ο Ιωάννης γνωρίζει!

Μερικοί για να συμβιβάσουν όλα αυτά τα ασυμβίβαστα και αντιφατικά επι­κα­λούνται την θεία δικαιοσύνη. Αλλά τότε η αγάπη, όπως και η φιλευσπλαχνία ακόμα και η παντοδυναμία, περιορίζεται και δεν είναι ούτε το υψηλότερο ιδα­νικό και ούτε η πρώτη και ανώτερη εν­τολή. Από την άλ­λη μεριά τί σόι θεϊκή δι­και­ο­σύνη είναι αυτή για όποιον δεν ξέρει, ή είναι συνεχώς θύ­μα, ή δεν ημπο­ρεί να πι­στέ­ψει αυτόν τον Θεό για τους δικούς του λόγους; Είναι δί­καιο άρα­γε κάθε άνθρωπος ερχόμενος εις τον κό­σμο να φέρει το προπατορικό αμάρ­τημα του Αδάμ και της Εύας; Ας μας πούνε επίσης αν ο προο­ρι­σμός είναι γνώρισμα θείας δικαιοσύνης ή θείας διακρίσεως; Είναι άραγε η εσαεί σκληρή και φρικτή τιμω­ρία ακόμα και για οποιονδήποτε αμαρτωλό ή άπιστο γνώ­ρι­σμα θεϊκής δικαιοσύνης ή φιλευσπλαχνίας; Αυτή η δι­καιοσύνη η οποία περι­γράφεται στα θεία κείμενα, είτε της Παλαιάς είτε της Καινής Διαθήκης, είναι μια μα­νιακή, συμπλεγματική, και άκρατη εκδι­κη­­τι­κό­τητα και μια κτηνώδης σκληρότητα και τις πιο πολλές φορές άδικη. Αυτά τα χαρακτηριστικά όμως είναι ιδιότητες εντελώς ανάρ­μοστες προς το «Θείον»!

 

4. Ουδείς νεωτερισμός έναντι της Παλαιάς Διαθήκης

στα λοιπά Ευαγγέλια

 

Οι άλλοι τρεις ευαγγελιστές, για μυστήριο λόγο, δεν έχουν καταγράψει αυτήν την «καινήν εντολή» όπως και τους λόγους του Ιησού προς τους μαθητές τους εντός των οποίων ευρί­σκε­ται, όπως αυτοί εκτίθενται στον Ιωάννη. Ακόμα και ο αυ­τό­πτης μάρτυς Ματθαίος όχι μόνον δεν τους αναγράφει αλλά ούτε υποδεικνύει καν τί­ποτα απ’ αυτούς! Τί συμβαίνει άραγε εδώ, εφ’ όσον αυτή η υπέρτα­τη εντολή ήταν και­νή;... Ο Ματθαίος την ξέχασε;...

Ενίοτε στην Καινή Διαθήκη συναντούμε την αγάπη όπως την είχε ήδη θεσμο­θετή­σει ο Γιαχβέχ στον Μωσαϊκό Νόμο της Παλαιάς Διαθήκης. Μελετήστε μόνοι σας τα σχετικά κεφάλαια της Παλαιάς προ­σεκτικά για να δείτε ακριβώς τι γράφουν. Έχο­με δηλαδή την αγά­πη που προ­έρ­χε­ται από τις δέ­κα εν­τολές Έξοδος 20: 1-17, το Δευ­τερονόμιον 5: 1-33 και το Λευ­ι­τι­κόν 19: 18, 34, κ. α. Τώρα στα Ευαγγέλια, π. χ., τα εξής τρία κείμενά των προ­έρχονται κατ’ ευθεία από αυτές εδώ τις παραπομπές εντός της Παλαιάς Διαθήκης:

 

Ματθαίος 19: 19, «τίμα τον πατέρα και την μητέρα, και αγαπήσεις τον πλησί­ον σου ως σεαυτόν.».

Μάρκος 12: 28-33, «Και προσελθών εις των γραμματέων ακούσας αυτών συ­ζητούν­των, ιδών ότι καλώς αυτοίς απεκρίθη, επηρώτησεν αυτόν· ποία εστί πρώτη πάντων εντολή; ο δε Ιησούς απεκρίθη αυτώ ότι πρώτη πάντων εντο­λή· άκουε, Ισραήλ, Κύ­ρι­ος ο Θεός ημών Κύριος είς εστι· και αγαπήσεις Κύ­ριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρ­δίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου. αύτη πρώτη εντολή. και δευτέρα ομοία, αύτη· αγαπήσεις τον πλη­σί­ον σου ως σεαυτόν. μείζων τούτων άλλη εντολή ουκ έστι. και είπεν αυτώ ο γραμ­μα­τεύς· κα­λώς, διδάσκαλε, επ’ αληθείας είπας ότι εις εστι και ουκ έστιν άλλος πλήν αυτού· και το αγαπάν αυτόν εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της συνέσεως και εξ όλης της ψυ­χής και εξ όλης της ισχύος, και το αγαπάν τον πλησίον ως εαυτόν πλείόν εστι πάν­των των ολοκαυτωμάτων και θυσιών.».

Λουκάς 10: 27, «ο δε αποκριθείς είπεν· αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν·».

 

Όλα αυτά όμως ήταν ήδη πολύ γνωστά μεταξύ των Εβραίων και δεν χρειαζόταν πλέ­ον κά­ποιον Ιη­σού για να τους τα κάνει πιο γνωστά. Ο Ιησούς σ’ αυτά τα χωρία δεν τους είπε κάτι και­νούργιο. Απλώς αναμασάει τα ήδη από πολλών αιώνων γεγραμ­μέ­να. Αν μελετήσετε ολόκληρα τα κεφάλαια αυτά θα δείτε ότι μόνο στη συνέχεια προσ­έθεσε με­ρι­κές άλλες εντο­λές τελείως ιδι­ω­τι­κού χα­ρακτήρα.

Αλλά και στην Παλαιά Διαθήκη η εντολή της αγάπης είναι και εκεί εσω­τε­ρι­κή εντολή και ουδέν περαιτέρω. «Η αγάπη προς τον πλησίον» του Λευιτικού απευ­θύ­νεται μό­νον προς τον πλησίον Ισραηλίτη και κανέναν άλλον. Πρέπει να το ξε­καθαρί­σομε ότι «πλη­σί­ον» για τον Γιαχβέχ και τους Εβραίους της «θεόπνευστης» Παλαιάς Διαθήκης ήταν συ­νώ­νυ­μος με τον «γεί­το­να» Ισ­ρα­ηλί­τη. (Π. χ., βλέπε Έξοδος 22: 26, κ. α.). Διά τούτο ο «ξέ­νος μέ­σα στη πε­ρι­φέ­ρεια» του Ισ­ρα­ήλ, πα­ρά τις καθορι­σμέ­νες αρ­χές «ε­νός νό­μου» για Ιου­δαίο ή Εθνι­κό, υπέκει­το σε με­ρι­κές πε­ρί­ερ­γες δια­κρίσεις. Π. χ., στο Δευ­τε­ρο­νό­μιον 23: 19-20 ή 20-21 δια­βά­ζου­με: «δεν θα δα­­νεί­σεις με τό­κο στον αδελ­φό σου (Εβραίο)... Στον ξέ­νο μπο­ρείς να δα­νεί­σεις με τό­κο.». (Βλέπε και Έξο­δος 22: 25-26). Άλλο σημείο: Οι εκλε­κτοί απα­γο­ρευό­ταν να φά­νε πτώ­μα νε­κρού ζώ­ου που βρέ­θη­κε κα­τά τύ­χη, για τους προφα­νείς λό­γους. Αλ­λά όπως μας λέ­ει το θε­ϊ­κό Δευ­τε­ρο­νό­μιον 14: 21: «Θα το δώσεις στον ξέ­νο που βρί­σκε­ται εντός των πυ­λών σου για να το φά­ει, ή μπο­ρεί­τε να το που­λή­σε­τε σε μη Ισ­ρα­ηλί­τη.». Ακόμα: Οι Εκλε­κτοί δεν μπο­ρούσαν να αγο­ρά­σουν Εκλε­κτούς για δού­λους εκτός και μό­νο για επτά χρό­νια δη­λα­δή «μέ­χρι του Ιω­βη­λαί­ου έτους». Αλ­λά ο Γιαχ­βέχ θε­σπί­ζει νό­μο ότι μπο­ρούν να αγο­ρά­ζουν ει­δω­λο­λά­τρες και ξέ­νους που ζουν ανά­με­σά τους για ισό­βια δου­λεί­α, όπως μας λέ­ει το Λευιτικόν 25: 44-45. Οι δε περιγρα­φές μεταχειρίσεως των δούλων από τους Εκλεκτούς σε πολλά εδάφια του ιερού και θεοπνεύστου βιβλίου εί­ναι τα καλλίτερα παραδείγματα προς αποφυγήν! (Αναζητείστε τα και μελετήστε τα!)

Ακόμα και ο «αδελφός» που περιέχει το παρακάτω ηθικό εδάφιο του Δευτερο­νομίου 22: 1-4, εννοεί τον αδελφό Ισραηλίτη. «Μη ιδών τον μόσχον του αδελφού σου ή το πρόβατον αυτού πλανώμενα εν τη οδω υπερίδης αυτά· αποστροφή αποστρέψεις αυτά τω αδελφω σου, και αποδώσεις αυτω. εάν δε μη εγγίζη ο αδελφός σου προς σε μηδέ επίστη αυτόν, συνάξεις αυτά ένδον εις την οικίαν σου, και έσται μετά σου, έως αν ζητήση αυτά ο αδελφός σου, και αποδώσεις αυτω. ούτω ποιήσεις τον όνον αυτού και ούτω ποιήσεις το ιμάτιον αυτού και ούτω ποιήσεις κατά πάσαν απώλειαν του αδελφού σου, όσα εάν απολήται παρ’ αυτού και εύρης· ου δυνήση υπεριδείν. ουκ όψη τον όνον του αδελφού σου ή τον μόσχον αυτού πεπτωκότας εν τη οδω, μη υπερίδης αυτούς· ανιστών αναστήσεις μετ’ αυτού.». Αυτό το εδάφιο εί­ναι μια εσωτερική εντο­λή μεταξύ αδελφών Ισραηλιτών. Διότι σε όλο το μή­κος και το πλάτος αυ­τού του θεϊ­κού βιβλίου έχομε πολυάριθμες περιπτώσεις, τις οποίες θεωρούμε γνωστές για να τις κατα­γρά­ψομε εδώ, στις οποίες δί­δονται εντολές από τον ίδιο τον Θεό Γιαχβέχ ή τους εντεταλμένους του για την σύληση των περιουσίων πολλών γειτονικών λαών, την κα­ταστροφή των οικιών τους, τον βια­σμό τους, των σφαγών τους, την αρπαγή των παρ­θένων τους, κλπ, μαζί με κάθε είδους ασχημία και αναισχυντία. Δηλαδή και η εντολή «ού φονεύσεις», από τις δέκα εντολές, είναι καθαρά εσωτερική εντολή. Και πριν και μετά απ’ αυτήν διατάζει πολυάριθμες φορές να φονεύσεις, να εξολοθρεύσεις, να... και να...και να...και να.... Ιδού το Αίσχος... και η Αντίφαση!

Συνεχίζομε με μερικές επιπλέον σαφείς διακρίσεις από τις πάμπολλες που υπάρχουν στην «Αγίαν και Θεόπνευστον» Παλαιά Διαθήκη. Έ­νας άν­δρας που εί­χε την κα­κο­τυ­χία να πάθει ζημιά στα γεννη­τικά του όρ­γα­να εί­ναι διά πα­ντός αφο­ρι­σμέ­νος από την αγία κοι­νω­νία του Γιαχ­βέχ, όπως μας το δη­λώ­νει ρη­τά το Δευ­τε­ρο­νό­μιον 23: 1-2 (αν και έρ­χε­ται σε κα­τά­φο­ρη αν­τί­φα­ση με τον Ησα­ΐα 56: 3-5. Βλέπετε στον Εβραιο­χρι­στι­α­νι­σμό οι θεόπνευστες αντιφά­σεις είναι περισσότερο πανταχού πα­ρού­σες από το Άγιο Πνεύμα!). Κατ’ αυ­τόν τον τρό­πο, ο άν­δρας που πι­θα­νώς γεν­νή­θη­κε με αυ­τό ή άλ­λο σω­ματι­κό ελάτ­τω­μα, ενώ δεν φταί­ει, έγι­νε τα­μπού, και όπως μας εξη­γεί το Λευ­ι­τι­κόν 21: 16-23 τίθεται πάλι εκτός. Ακό­μα: «Το μπά­σταρ­δο παι­δί δεν θα προ­σέλ­θει στη συ­νά­θροι­ση του Γιαχ­βέχ, αυ­τό και οι από­γο­νοί του μέ­χρι δε­κά­της γε­νε­άς», όπως μας το δη­λώ­νει ρητά το Δευ­τε­ρο­νό­μιον 22: 2-3. Το ίδιο ισχύει, αλλά αυτή τη φορά διά παντός, για κάθε Αμ­μα­νίτη και Μωαβίτη, (εξαδέλφια των Εκλεκτών μέσω του αγίου Λωτ που γκάστρωσε τις δύο κόρες του), αν και η Ρούθ, η «ενάρετη» γυναίκα του Βοόζ, παππού του εκλεκτού βασιλέα Δαυίδ, ήταν Μωαβίτισσα. (Πάλι αντίφαση. Έχομε αηδιάσει να βρίσκομε συνεχώς αντιφάσεις με αυτόν τον πάνσοφο, παντογνώστη και παν­το­δύναμο Θεό Γιαχβέχ, πατέρα Θεό των Χριστιανών.). Έχομε πάρα πολλές ρατσιστικές διακρίσεις σε όλο το μήκος και το πλάτος αυτού του θεϊκού και ιερού βιβλί­ου οι οποίες χαίρουν ιδιαιτέρας προτιμήσεως στους Αγίους και Πε­φω­τι­σμέ­νους Προ­φήτες στα γραπτά των οποίων τις απαντάμε πολύ συχνά!

Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο στο να εκθέτομε την έννοια της «αγάπης» κατά τον Θεόν Γιαχβέχ της Πα­λαιάς Διαθήκης, Πατέρα Θεό της Εβραϊκής, Χρι­στι­α­νι­κής και Μουσουλμανικής Θρησκείας. Είναι ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο εκδικητικότη­τας, οργής, πολεμο­φι­λίας, βαρβαρότητας, συμπλεγματισμού και όλων των συνωνύ­μων αυτών των λέξεων. Μαρτυρούνται θηριωδίες, κτηνωδίες, φό­νοι, εμπρησμοί, λα­φυ­ραγωγήσεις, αρπαγές, δο­λιότητες, απάτες, κλπ, που ευρίσκον­ται πολύ πέραν κάθε εννοίας αγά­πης, ανεκτικότητας, συγ­γνώμης, ανοχής και ιδι­οτήτων κάθε καλής θεό­τη­τας. Μόνο στον χώρο της μανίας, κακί­ας, συμ­πλεγματισμού, εκδικήσεως, ψυχο­πά­θει­ας και τρέ­λας μπορούμε να βρού­με τέ­τοια, τόσο πολλά και τόσο απαίσια γε­γο­νότα. Πρόκειται για ένα θέ­μα προς το οποίο η χρι­στια­νική θεολο­γία ποιεί τη νύσ­σα και όσο ημπορεί αποφεύγει κάθε πρόκληση συσκοτίζοντας τα πράγματα. Δεν ημπορεί βεβαί­ως να υπεκ­φεύγει συ­νεχώς και έτσι οσάκις τεθούν τα σχε­τικά ερωτη­μα­τικά στους Χριστιανούς ειδι­κούς, ακούμε τις πιο απίθανες ψευδο-α­παντή­σεις και ψευ­δο-δι­και­ο­λογή­σεις. Παρα­λείπομε το να εκθέ­σο­με όλα αυτά τα θέματα λόγω οικονομίας χώρου και επειδή είναι πολύ γνω­στά στους με­λε­τη­μένους. Πάρα πολλά εξαιρετικά πονή­ματα έχουν ήδη γραφτεί επ’ αυτών των ζητημάτων από σπουδαίους μελε­τη­τές παγκοσμίως. Δεν χρειάζεται να προσθέσο­με και εμείς άλλο ένα. Όσοι πάλι δεν τα γνωρίζουν τότε οφείλουν να με­λετήσουν την Παλαιά Διαθήκη με υπο­­μο­νή και επι­μο­νή (διότι είναι ένα εξόχως βα­ρετό και κακογραμμένο βιβλίο) και μετά ας ανακοι­νώσουν τα συμπε­ράσματά τους.

Παρ’ όλα ταύτα όμως η χρι­στι­α­νι­κή θρη­σκεία και θεολογία, ακόμα και ο Ιη­σούς Χριστός και ο αλλο­πρόσαλλος αντιφατικός Απόστολος Παύλος (π. χ. Ματ­θαίος 5: 18, Λου­κάς 16: 17, Πρός Γαλάτας 3: 24, κλπ.), πα­ρα­δέ­χον­ται τον βάρβαρο Μω­σαϊ­κό Νό­μο και την Πα­λαιά Δια­θήκη γε­νικότερα χω­ρίς να απορ­ρίπτουν ένα ιώτα ή μίαν κε­ραία! (Για να λάβετε μια γεύση της αλλοπρο­σαλλοσύνης του Από­στολου Παύ­λου και των «θεοπνεύστων γρα­φών», διαβάστε προσεκτικά τις παρακάτω αναφορές με την σειρά που τις παραθέτομε: Πρά­ξεις 13: 39, Ματ­θαί­ος 5: 17-18 και Λουκάς 16: 17, Πρός Ρω­μαί­ους 6: 14, 7: 1, 6, Πρός Γα­λά­τας 3: 10, Πρός Ρω­μαί­ους 4: 14-15, Πρός Γα­λά­τας 3: 19, Α΄ Ιω­άν­νου 3: 4, Πρός Ρω­μαί­ους 7: 12, 14, Πρός Γα­λά­τας 7: 22-23, Πρός Ρω­μαί­ους 3: 19.).

Όλες οι εντολές της Παλαιάς Διαθήκης είναι εσωτερικές τοιαύτες, δηλαδή δο­σμένες για τους Εκλεκτούς και αφορώσες μόνο αυτούς και κανέναν άλλον. Χωρίς να επεκταθούμε, για να μην ξεφύγομε πολύ από το παρόν θέμα μας, αναφέρομε ξανά την εντολή του δεκαλόγου «ού φονεύσεις». Μετά όμως, σε ένα τεράστιο πλήθος σημείων απαντάμε τον ίδιον τον Γιαχβέχ ή τον αντιπρόσωπό του ή τον Νόμον του να δίνει την εντολή «να φο­νεύ­σεις...», ακόμα και για τιποτένιους, παιδαριώδεις, παράλογους και άδικους λόγους. Τις πιο πολλές φορές πρόκειται για περιπτώσεις μη Εκλε­κτών, αλλά και τα πα­ραδείγματα Εκλεκτών φονευθέντων κατ’ εντολή του Γιαχ­βέχ, του αντιπρο­σώπου του και της νομοθεσίας του, δεν είναι καθόλου λίγα σ’ αυτόν τον τεράστιο, αποτρόπαιο και αισχρότατο κατάλογο φόνου και θηρι­ω­διών. Αυτός ο κατάλογος και όχι το «αγαπάτε αλλήλους» είναι ο πρόδομος των άνευ προηγουμένου χρι­στι­ανικών θηριωδιών και από αυτόν οι Χριστιανοί αντλούν πολλές θεολογικές και θεωρητικές δικαιολογήσεις των ανά τους αιώνες αγριοτάτων πράξεών τους. Οι παντός είδους δι­καιο­λογήσεις επεξε­τάθησαν, αν ήταν δυνατόν, στην Καινή Διαθήκη και στην Παρά­δοση των Πατέρων!

Παραλεί­πομε τις πολυ­άριθμες και τις σχετικά γνωστές και αν­τι­προ­σωπευτικές ανα­φορές σε όλο το μήκος και το πλάτος αυτού του θεϊκού βιβλίου, τις οποίες έχομε καταγράψει σε άλλες εργασίες μας. Αν δεν τις γνωρίζετε, κα­λά θα κάνε­τε να μην αδρανήσετε αλλά να μελετή­σετε προσεκτικά από την αρχή μέχρι το τέ­λος το εξό­χως βαρετό και κα­κο­γραμμένο, αν και «θεό­πνευ­στο», βι­βλίο της Πα­λαιάς και Καινής Δια­θήκης ή να συζητήσετε με κά­ποιον που τις γνωρίζει. Απ’ όλα όσα έχομε αναπτύξει μέχρι εδώ και όλα όσα θα αναπτύξομε παρακάτω το τελικό συμ­πέρασμα είναι: Έχομε να κάνομε με εσω­τερικές εντολές στην Παλαιά και με εσωτερικές εντολές και στην Καινή! Ουδείς νεωτερισ­μός!

 

5. Αντιφάσεις της Καινής Διαθήκης σχετικώς με την αγάπη

 

Μέσα στη Βίβλο, μόνο στον Λουκάν 10: 28-37 δίδεται η ηθική παραβολή του «Καλού Σαμα­ρεί­του» όπου η έννοια του «πλησίον» και της φροντίδας γι’ αυτόν παίρ­νει γενικότερη και ανθρω­πι­στι­κή μορφή. Να που επί τέλους βρήκαμε και κάτι πιο γενικό, ηθικό [2] και ανθρωπιστικό· όχι όμως και πρωτό­γνωρο. Σημειωτέον ότι αυτή την παραβολή μας την δίδει μόνο ο Λουκάς, ο οποίος ήταν Χριστιανός εξ εθνικών και ομι­λεί διά Σαμαρείτη και όχι Ιουδαίο! Αυτά τα δύο στοιχεία δεν είναι απλώς σύμπτω­ση αλλά έχουν με­γάλη σημασία. Παρατηρούμε δηλαδή ότι μόνον ένας πρώην εθνικός δί­δει αυτή την γενικο­τέ­ρας ανθρωπιστικής σημασίας παραβολή, διά μέσου ενός Κα­λού Σαμαρείτου και έτσι θέτει τους Ιουδαίους εκτός. Το ίδιο επαναλαμβάνει ο Λου­κάς και στην αφήγησή του περί της θεραπείας των δέκα λεπρών όπου μόνο ο ένας εξ αυτών Σαμαρείτης με πίστη επέστρεψε για να ευγνωμονήσει τον Ιησού, ενώ οι άλλοι εννέα αφήνονται να εννοηθούν παντελώς αγνώμονες και άπιστοι, Λουκάς 17: 11-19.

 

[Υποσημείωση 2: Σημειώστε ότι τα εδάφια: Ματθαίος 13: 24-42, 24: 43-44, 25: 14-30, Μάρκος 3: 27, Λουκάς 12: 39, 16: 1-7, 18: 1-8, 19: 11-27 είναι ανήθικες παραβο­λές ή παραβολές με ανήθικους ήρωες μέσα στο ιερό βιβλίο, οι οποίες ελέ­χθησαν από το στόμα του Ιησού Χριστού.]

 

            Στην «Επί του Όρους Ομιλία» ο Ιησούς για να νεωτερίσει κάπως ξεπερνά τα όρια των σχετικών χωρίων της Παλαιάς Διαθήκης και δι­δά­σκει μια ασυγκράτητη και άνευ όρων αγάπη και καμία αν­τίδραση κατά του κακού.

 

Ματ­θαί­ος 5: 38-47, «Ηκούσατε ότι ερρέθη, οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος· Εγώ δε λέγω υμίν μη αντιστήναι τω πονηρω· αλλ’ όστις σε ρα­πί­σει επί την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην· και τω θέλοντί σοι κρι­θήναι και τον χιτώνά σου λαβείν, άφες αυτώ και το ιμάτιον· και όστις σε αγγαρεύσει μίλιον εν, ύπαγε μετ’ αυτού δύο· τω αιτούντί σε δίδου και τον θέλοντα από σου δα­νείσασθαι μη αποστραφής. ’Ηκούσατε ότι ερρέθη, αγαπήσεις τον πλησίον σου και μισήσεις τον εχθρόν σου. Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους κα­τα­ρω­μένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεα­ζόντων υμάς και διωκόντων υμάς. όπως γένησθε υιοί του πατρός υμών του εν ουρα­νοίς, ότι τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους. εάν γαρ αγαπήσητε τους αγαπώντας υμάς, τίνα μισθόν έχε­τε; ουχί και οι τελώναι το αυτό ποιούσι; και εάν ασπάσησθε τους φίλους υμών μόνον, τι περισσόν ποιείτε; ουχί και οι τελώναι ούτω ποιούσιν;». Βλέπε και Λου­κάς 6: 27-29, 35.

 

Πλην όμως στον Ματθαίον 10: 14-15 (και Μάρκον 6: 11, Λου­κάν 9: 5, 10: 11-12, κ. α.) ο ίδιος ο Ιησούς προστάζει: «και ός εάν μη δέξηται υμάς μηδέ ακού­ση τους λό­γους υμών, εξερχόμενοι έξω της οικίας ή της πόλεως εκείνης εκτινάξατε τον κονι­ορ­τόν των ποδών υμών. αμήν λέ­γω υμίν, ανεκτότερον έσται γη Σοδόμων και Γο­μόρ­ρας εν ημέρα κρίσεως ή τη πόλει εκείνη. Κλπ.». Δηλαδή εδώ βλέπομε κατάρα, εκδί­κηση και έσχατη τιμωρία. Πού πήγε τώρα η ανεπιφύλακτη αγάπη προς τους εχ­θρούς; Πού; Ο ίδιος ο Ιησούς πολύ συχνά φάσκει και αντιφάσκει με όλες σχεδόν τις εντολές του και τα θέματα της διδασκαλίας του. Εκτός των όσων έχομε ήδη αναφέρει θα ανα­φέ­ρομε ακόμα ολίγα παραδείγματα παρακάτω.

Την παραβολή των δέκα μνών στον Λουκά 19: 11-27, ο ίδιος ο Ιησούς την τε­λειώνει με τον εξής στίχο: «πλήν τους εχθρούς μου εκείνους, τους μη θελήσαντάς με βασιλεύσαι επ’ αυτούς, αγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμπροσθέν μου.». Αυ­τά τα λόγια τα βάζει ο Ιησούς στο στόμα κάποιου βασιλιά, διά του οποίου υπονοεί τον εαυτόν του, τον οποίον πολλοί υπήκοοί του για πολλούς σοβαρούς και βασίμους λό­γους που με χιούμορ και θράσος τους αναφέρει εντός της παραβολής, δεν τον θέλανε για βασιλιά τους. Έχετε ακούσει αισχρότερα λόγια από έναν ηθικό θεό; Όλα τα παρα­δείγματα αυτού του αντι­φα­τικού είδους είναι πάρα πολλά για να τα κα­ταγ­ράψο­με εδώ. Π. χ. Βλέπε: Ματθαίος 21: 44, 22: 7, 25: 29-30, κλπ.

Τα ίδια περίπου λέει και ο Παύλος περί αγάπης στην Πρός Ρω­μαίους 12: 14, 17-21 και Α΄ Πρός Κορινθίους 13: 1-13 (ύμνος της αγάπης). Αλλά και ο Παύλος, μέ­σα στις επι­στολές του, μετα­πί­πτει πρακτικώς και γραπτώς σε άπειρες ίδιες και χει­ρό­τερες αντιφάσεις προς την αγάπη που περιγράφει ο ίδιος, τις οποίες έχομε πολλαπλώς παρουσιάσει σε άλλα άρ­θρα.

Αυτές οι εντολές, εκτός του ότι είναι εκ των πραγμάτων ανεφάρμοστες, μη πρακτικές και δυνητικώς επικίνδυ­νες, τις πιο πολλές φο­ρές ούτε ο ίδιος ο Χριστός τις τη­ρού­σε. Π. χ. στο επει­σόδιο με το ρά­πι­σμα που εδέ­χ­θη από έναν υπηρέ­τη του Αρ­χι­ε­ρέα προς τον οποί­ον διαμαρτυ­ρή­θηκε αρκε­τά έν­τονα (Κατά Ιωάννην 18: 22-23) αντί να στρέ­ψει και την άλλη σιαγόνα, κλπ. Ακόμα, αντιβαίνουν προς τον Μωσαϊκόν Νό­μον, ο οποίος εί­ναι θεϊκός νό­μος και για τον οποίον ο ίδιος ο Χριστός δήλωσε ότι δεν θα πα­ρέλθει ού­τε ένα ιώτα ούτε μία κεραία. Ματθαίος 5: 18, «αμήν γαρ λέγω υμίν, έως αν παρέλθη ο ουρανός και η γη, ιώτα εν ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νό­μου έως αν πάντα γένηται.». Όπως ο ίδιος παντοδύναμος, πάνσοφος, παντο­γνώ­σ­της, αλάνθαστος, πανάγαθος και χριστιανικός τριαδικός Θεός έδωσε τις εντολές: «οφθαλ­μόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος·... αγα­πήσεις τον πλησίον σου και μισή­σεις τον εχθρόν σου.» (Ματ­θαί­ος 5: 38, 43) στον φίλτατόν του προφήτη Μωυσή εν μέσω τεράτων και σημείων, αστραπών και βροντών στο όρος Σινά, για να γυ­ρίσει μετά από 1200 χρόνια περίπου να διορθώσει το λάθος του και συνεπώς να αλ­λάξει τις αρχικές εντολές του. Έτσι και πάλι έχομε μία μεγάλη θεολογική αντίφαση θεϊκής προελεύσεως, μέσα σε χιλιάδες άλλες, που δεν ξεμπερ­δεύεται. Εκτός απ’ αυ­τές τις συνεχείς αντιφάσεις κατ’ αυτών των εντολών, αυτές οι εντολές δεν αποτελούν κανέναν ουσιαστικό νεωτερισμό αλλά μόνο υπερβολές έναντι των σχετικών χω­ρίων της Παλαι­άς Διαθήκης. Λόγω αυτών των υπερβολών και άλλων λόγων προκύπτουν αναγκαστικά οι μετέπειτα αντιφάσεις.

Τέτοιες εντολές εντός λογικών ορίων και κατά περίσταση βρίσκομε ακόμα και σε πολλούς αρχαιότερους και νεώτερους σο­φούς. Ο Kersey Graves στα βιβλία του: (1) The Three Pillars Of The Christian Faith: The Miracles, Prophesies, And Precepts, Kessinger Publishing, και (2) The Worlds Sixteen Crucified Saviors, Christianity before Christ, Sixth Edition, AUP Publishers, 1875-2001, σελίδες 350-352, καταγ­ρά­φει 36 τέτοιες ηθι­κές εν­τολές που αναφέρονται στις εξής πηγές: Περσι­κή Βίβλο Σαδ­δέρ, Περσική Βίβ­λο Ζεντ-Αβέστα, Πιττακό τον Μυτιληναίο, Κώδικα του Μενού, Κομ­φούκιο, Πυθα­γό­ρα, Διογένη, Πούμπ­λιο τον Σύρο, Σωκράτη, Πλά­τω­να, Σέξτο τον Πυθαγό­ρειο, Σενέ­κα τον Στωικό, Αν­τωνίνο τον Ευσεβή, Κο­ράνιο, Χα­φίζ τον Μω­α­με­θανό.

Πέραν τού­των, οι εντολές αυτές όπως αναφέρονται εντός της Καινής Διαθή­κης από τον ίδιο τον Ιησού και επομένως από τον ίδιο τον Θεό, δεν λαμβάνουν καμία μέριμνα του πως να γί­νει να μην υπάρ­χουν εχθροί, να μην χρειάζεται ο δανεισμός, να μην υπάρχουν γυμνοί και πτωχοί για να τους ελεούν αυτοί που έχουν και κατασ­πα­τα­λούν τα πολλά... Όλες αυτές οι κατηγορίες ανθρώπων υπάρχουν σ’ όλη τη θεϊκή Βί­β­λο αξιωματικά, παρά την τέλεια δημιουργία! Για τον Θεό-Ιησού και τον Χριστια­νισ­μό του δεν υπάρχουν κοι­νωνικοοικονο­μι­κές δομές για να σταματήσουν όλα αυτά τα σιχαμερά κοι­νωνικά φαινό­μενα, παρ’ όλο που μόνο προς στιγμήν αναγνωρίζει ότι το να ζη­τιανεύεις είναι αναξιοπρεπές: μόνο στον πρώην εθνικό Λουκάν 16: 3 διαβάζομε: «είπε δε εν εαυτώ ο οικονόμος· τι ποιήσω, ότι ο κύ­ρι­ός μου αφαιρείται την οικονο­μί­αν απ’ εμού; σκάπτειν ουκ ισχύω, επαιτείν αι­σχύ­νο­μαι·». Βεβαίως πολ­λές φορές συμβαίνει η ζητιανιά να μεταλλάσ­σε­ται σε βολι­κό κόλπο του ζητιάνου και εκμε­τάλ­λευση γι’ αυτούς που κά­νουν την ελεη­μοσύνη, αλλά κατά κανόνα είναι προ­σβολή, εντροπή και αποκρουστικό κοινωνικό φαινόμενο.

Για τον Χριστιανισμό όμως, ας υπάρ­χουν οι φτωχοί για να τους ελεούν άλ­λοι που έχουν αρκετά και έτσι να εισ­πράτ­τουν ένσημα διά «την βασι­λείαν των ου­ρανών». Ματθαίος 19: 21, «ει θέλεις τέλειος είναι, ύπα­γε πώ­λησόν σου τα υπάρχον­τα και δος πτωχοίς, και έξεις θη­σαυρόν εν ουρανώ, και δεύ­ρο ακο­λού­θει μοι.». Δη­λαδή πώ­λη­σε όσα έχεις και δεν έχεις και έτσι τώρα γίνου εσύ φτωχός και επαίτης και με­τά ακο­λού­θησε με! Πάρα πολύ ωραία! Ακόμα: «τους πτω­χούς γαρ πάν­τοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάν­τοτε έχετε.», Ματθαίος 26: 11, Μάρκος 14: 7, Ιωάν­νης 12: 8. Δεν θα αναπτύξομε στην πα­ρούσα ερ­γα­σία την απλοϊκή, αφελή, αντιφατική, επικίν­δυνη αλ­λά και πολύ καταστροφική κοινω­νικοοι­κονο­μική «θεωρία» του Χριστιανι­σ­μού. Αυτό είναι ένα πολύ σπουδαίο κεφάλαιο για άλλη φο­ρά, αλλά ήδη πολυσχο­λια­σ­μένο από πλειάδα μελετητών.

Ο Χρι­στός, μόνο στον Λου­κάν 23: 34, συγ­χώ­ρε­σε τους διώ­κτες του από τον σταυ­ρό. (Βλέπε και υποσημείωση 4 παρακάτω.). Αλλού όμως τον βλέπομε να αφρίζει από οργή, να απειλεί, να υβρίζει, να υπόσχεται φρικτές τιμωρίες, κλπ. Όσο για τους απίστους, τους αμαρ­τωλούς και αυ­τούς που δεν είναι μαζί του επεφύλαξε και εδώ και επέκεινα σκληρές και αι­ώνιες τι­μωρίες. Η Αποκάλυψις του Ιησού Χριστού στον Ιωάν­νη είναι γεμάτη με όσες θέλεις απ’ αυ­τές! Μια ακόμα από τις χιλιάδες αντιφάσεις του θεόπνευστου βιβλίου!

Σε πάρα πολλές περιπτώσεις εξαπέλυσε φρικιαστικά υβρεολόγια, περιφρο­νη­τικές εκφράσεις, πλήθος τρομε­ρών απειλών, ρήσεις ωμής βίας και πολλά εξαίσια τοι­αύτα κατά διαφόρων. (Κατά πρώτον λόγο κατά των Φα­ρισαίων, άλλων Εβραίων που δεν τον πιστεύουν, των απίστων γενικότερα, ολοκλήρων πόλεων που δεν τον πίστε­ψαν, των πλουσίων και των Εθνικών. Κα­τά δεύ­τερον λόγο κατά των Σαδ­δουκαίων, του Ηρώ­δη Αντίπα, μιας Ελλη­νίδας Συ­ρο­φοι­νίκισας, κ. ά.). Όποιος δια­βάζει αυτά τα Κυριακά Λόγια όχι μόνον απορεί και ανα­τρι­χι­άζει, αλλά και σίγουρα βλέπει μια ακα­τά­σχετη οργή πέραν κάθε υγιούς μέτρου και κατάφορη παραβίαση διαφόρων εντολών που ο ίδιος έδινε στους άλλους. Π­ικρό­χο­λος και άδικος προς όσους διαφέρουν απ’ αυτόν (Ματ­θαίoς 12: 30 και Λoυ­κάς 11: 23, «ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι, και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπίζει.»). Ούτε έστρεψε και την αριστερά όταν του δόθηκε η τρανή ευ­καιρία να το αποδείξει ο ίδιος στο επει­σόδιο κατά το οποίο εδέ­χ­θη ρά­πι­σμα από έναν υπηρέ­τη του Αρ­χι­ερέα. Αντ’ αυτού δια­μαρ­τυ­ρή­θηκε αρκετά έν­τονα (Κατά Ιωάννην 18: 22-23).

Για όλα αυτά και πολλά άλλα σχετικά σημεία μελετήσετε τις παρακάτω ανα­φορές:

 

1)     Σκλη­ρή τι­μω­ρία των απί­στων, εκφοβισμοί και απειλές: Ματ­θαίoς 10: 14-15, 33, 11: 20-24, 12: 32 (βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος), 13: 30, 40, 42, 24: 38-39, 51, 25: 31-46, Μάρ­κoς 3: 29 (βλα­σφημία κατά του Αγίου Πνεύματος), 6: 11, 8: 38, 16: 16, Λoυ­κάς 9: 5, 10: 10-15, 12: 9-10, 47-48, 13: 5, 16: 19-31, 17: 26-29, 19: 26-27, 20: 18, Iω­άν­νης 3: 18, 36, 5: 29, 8: 24, 12: 48, κλπ.

2)     Κα­ταδίκη των πλου­σί­ων και του πλού­του, εγκώμιο του πένθους: Ματ­θαί­ος 6: 19-21, 13: 22, 19: 22-24, Μάρ­κος 4: 19, 10: 23-25, Λου­κάς 1: 53, 6: 20-25, 8: 14, 12: 16-21, 16: 19-31, 18: 23-25, κλπ.

3)     Βί­α και μι­σαλ­λο­δο­ξί­α: Ματ­θαί­ος 3: 10, 12 (φωτιά), 7: 6 «Μη δώτε το άγι­ον τοις κυσί μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων, μή­ποτε καταπατήσωσιν αυτούς εν τοις ποσίν αυτών και στραφέντες ρήξωσιν υμάς.», 8: 22, 10: 21, 32-38, 12: 30, 13: 30, 40 (φωτιά), 15: 13, 18: 34-35 (βα­σανι­στή­ρια), 21: 44, 22: 7, 25: 29-30, .Λου­κάς 3: 9, 17, 11: 23, 12: 47-53 (48 ξυ­λο­δαρ­μός), 14: 23 («ανάγ­κασον εισελθείν», το «cogito intra­re» του Ιερού Αυγουστίνου), 26, 17: 34, 19: 27 («πλήν τους εχθρούς μου εκείνους, τους μη θελή­σαν­τάς με βασιλεύ­σαι επ’ αυτούς, αγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυ­τούς έμπροσθέν μου.», 22: 36-38, 49-50, Ιω­άν­νης 12: 48, 15: 6 (φωτιά για την ιερά εξέταση, όπως το παρα­θέσαμε αυτούσιο παραπάνω), κλπ.

4)     Ύβρις και οργή: Ματθαίος 7: 6, 8: 11-12, 15: 14, 26, 16: 23, 22: 13, 23: 13-33, 24: 51, 25: 30, Μάρκος 7: 27, 8: 33, Λουκάς 11: 29-52, 13: 28, 22: 36, 38, Ιωάν­νης 3: 36, 8: 44, Αποκάλυψις, κλπ.

 

Όλα αυτά και πολλά άλλα δεν συμβαδίζουν καθόλου με την άκρατη και άνευ όρων αγάπη και την από­­λυτα παθητική ανοχή του κακού που διακήρυξε. Αντιθέτως για όσους δεν είναι στην ομάδα δεν υπάρχει ούτε αγάπη, ούτε κατανόηση, ούτε οίκτος. Αν κάποιοι είναι στην ομάδα και δεν ομονοούν τότε εκβάλλονται από την ομάδα με όλες τις παρε­πό­μενες φρικτές συν­έπειες σε τούτη και στην άλλη ζωή.

 

6. Ο «Ύμνος της Αγάπης» και οι αντιφάσεις του Παύλου

 

Πoλλά έχoυν λεχθεί επαι­νε­τι­κά για τoν ύμνo της αγά­πης, Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς 13: 1-13. Βε­βαί­ως ο Παύ­λος ανα­φέ­ρει ή κη­ρύτ­τει την αγά­πη σε πολ­λά ση­μεία μέ­σα στις επι­στο­λές του. Π. χ., Πρός Ρω­μαί­ους 12: 9, 13: 4, 8-10, Πρός Γαλάτας 5: 14, Πρός Εφεσίους 4: 32, κλπ, έχο­με και πάλι την αγά­πη που προ­έρ­χε­ται από τις δέ­κα εν­τολές Έξοδος 20: 1-17, Δευ­τερονόμιον 5: 1-33 και το Λευ­ι­τι­κόν 19: 18, 34. Αυτή η αγάπη απευθύνεται προς τους πιστούς των χριστιανι­κών οργανώ­σεων, του Παύ­λου κυρίως, όπως ακριβώς και η αγάπη προς τον πλησίον του Λευιτι­κού απευθύνεται μό­νον προς τον πλησίον Ισρα­η­λί­τη και κανέναν άλλον. Δεν νoμί­ζω να υπάρ­χει κα­νείς πoυ να απoρρί­πτει την αγά­πη σαν με­γάλo πα­ράγoντα στη βελ­τί­ω­ση της ζω­ής και στην ευ­τυ­χία των αν­θρώ­πων. Πλην όμως εδώ για τον φη­μι­σμέ­νο ύμνο θα κάνομε μερικές πα­ρα­τη­ρή­σεις. Είναι γε­γονός ότι οι στίχοι 1-7 και ο τελικός στίχος 13 του ύμνου έχουν μια ποιητικότητα που προκαλεί συγ­κί­νηση σε πολλούς (ιδίως όταν απαγγέλλε­ται σε ένα κινηματογραφικό έργο με κατάλληλη μου­σική υπόκρουση και φωτισμό όπως «Η Μπλε Ταινία» του Πο­λωνού μεταφυσικού σκη­­­­νοθέτη Krzysztof Kieslow­ski).

Όμως η απε­ριό­ρι­στη και άνευ όρων αγά­πη που τα πάντα πιστεύει και τα πάν­τα υπομένει όπως την κη­ρύτ­τει εδώ o Παύλoς (ι­δί­ως στoν στίχo 7) δεν εί­ναι η νoυ­νε­χής αγά­­πη αλ­λά αυ­τή πoυ κα­θι­στά τo άτoμo πρό­βατo και χω­ρίς αμυ­ντικoύς μη­χα­νι­σμoύς στις αν­τιξoό­τη­τες τoυ υπάρχοντος ατελούς κό­σμoυ. Έρ­χε­ται σε τεράστια αντί­φα­ση με τoν εαυ­τό τoυ όταν στoυς στίχoυς Πρός Ρω­μαίoυς 9: 13-15 υπoδη­λώ­νει την αγά­πη, τo μίσoς και τον προ­ορισμό ως ερ­γα­λεία τoυ ίδιoυ τoυ Θεoύ. Υπάρ­χει και άλ­λη αντί­φα­ση τoυ στίχoυ 11 με: Ματ­θαίoν 18: 3, 19: 14, Μάρ­κoν 9: 36-37, 10: 13-16, Λoυ­κάν 9: 48, 18: 17 και Α΄ Πέ­τρου 2: 1-3. Μετά, από τoν στίχo 9 μέχρι τον 12, δια­βλέ­πo­με ότι o ύμνoς (που τελειώ­νει με τον στίχο 13) εί­ναι κα­­θα­ρά με­τα­φυ­σι­κός και έχει να κά­νει με τη μέλ­λoυ­σα ζω­ή και την άμεση εσχατολογία στην οποίαν πιστεύει ο Παύ­λος φανα­τικά και προ­πα­γανδίζει με κάθε μέσο· ελπίζει δε στην εκπλήρωσή της κατά την διάρ­κεια της ζωής του. Τό­τε και εκεί o Παύλoς ελ­πί­ζει ότι θα απο­κτή­σει την τέ­λεια γνώ­ση αντί της με­ρι­κής πoυ έχει τώ­ρα στον εδώ φυ­σι­κό κό­σμο. Τό­τε θα βλέ­πει «πρό­σωπoν πρoς πρό­σωπoν» [τον Θεό Γιαχβέχ]. Κα­τά κά­ποιο πε­ρί­ερ­γο τρό­πο δη­λα­δή, έχει κά­νει ένα σύμφυρμα αγά­πης και με­τα­φυ­σι­κής γνώ­σης ή αγά­πης για κά­ποια με­τα­φυ­σι­κή γνώ­ση που μό­νο ο Παύ­λος αντιλαμβάνεται. Διερωτάται κανείς τί νόημα να έχει αυτό το μπουρδούκλωμα ή αν καταλαβαίνει κανείς πέραν της άμεσης εσχα­το­λο­γίας που το πάει! Είναι πολύ πε­ρίεργο τί θέση έχουν αυτοί οι στίχοι (8-12) εντός αυτού του ύμνου της αγάπης. Είναι καθαρά εκτός θέματος! Τί να έχει συμ­βεί άραγε; Δεν αποκλεί­ε­ται να συνέβη κάποια παρεμβολή και χάλκευση. Αλλά και δεν αποκλεί­εται να είναι μια κάποια στρεψοδικία του Παύλου ο οποίος, ως είναι γνωστόν, συνη­θίζει να στρεψοδικεί πολύ συχνά. Συν­ε­πώς, αυ­τός o ύμνoς ως με­­τα­φυ­σι­κός, ασα­φής και αντι­φα­τι­κός προς τα χω­ρία τα οποία παραθέ­σαμε ανωτέρω εί­ναι ανε­­φάρ­μο­στoς στη φυ­σι­κή ζωή επί της γης και μόνο διά της νεφελώδους και εσχατολογικής φαντα­σίας του Παύλου δύναται να εννοηθεί και να ερμηνευθεί!

            Ας δούμε και τον ίδιο τον Παύλο κατά πόσον εφάρ­μο­σε αυτήν την αγά­πη την οποίαν εκήρυττε. Βλέπομε τoν Παύλo να:

 

(1)  Καταριέται τον κόσμο στην Κόρινθο (Πράξεις 18: 6).

(2)  Να υβρί­ζει τoν αρ­χιε­ρέα (Πρά­ξεις 23: 3).

(3)  Να υπo­στη­ρί­ζει τη δoυ­λεί­α, Πρός Ρω­μαί­ους 14: 4, Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 7: 20-24, Πρός Εφε­σί­oυς 6: 1-8, Πρός Κoλασ­σα­είς 3: 22-25, δ΄: 1, Α΄ Πρός Τι­μό­θε­ 6: 1-2, Πρός Τί­τoν 2: 9-11, ολό­κληρη η Πρός Φι­λή­μo­να Επιστολή.

(4)  Να τα ψάλ­­λει υβρι­στι­κά στoν Πέ­τρo (Πρός Γαλάτας 2: 11-14).

(5)  Να εκνευ­ρί­ζε­ται και να αποκα­λεί τoυς Γα­λά­τες ανό­ητoυς (Πρός Γαλάτας 3: 1).

(6)  Να κα­θυ­­βρί­ζει τoυς Κρη­τι­κoύς (Πρός Τίτον 1: 5-13).

(7)  Να μην συγ­χω­ρεί, αλ­λά να κα­ταρ­ιέ­ται τoν Αλέ­ξαν­δρo τoν χαλ­κέα για τα κα­κά πoυ τoυ έκα­νε να τoυ τα ξε­πλη­ρώ­σει o Κύ­ριoς (Β΄ Πρός Τι­μό­θεoν 4: 14), όπως και με τον Υμέναιον και τον Αλέξανδρον (Α΄ Πρός Τι­μό­θε­oν 1: 20).

(8)  Επίσης έχομε το πάθη­μα του Βαριησού-Ελύμα στην Πάφο της Κύπρου (Πράξεις 13: 6-11), (παρόμοιο με την περίπτωση του Πέτρου με τον Ανανία και τη Σαπφείρα, Πράξεις 5: 1-11).

(9)  Στην Πρός Ρω­μαίoυς 9: 13-14 μας δια­βε­βαι­ώ­νει ότι o Θε­ός δεν διέ­πρα­ξε αδι­κία εις βάρoς τoυ Ησαύ (Γέ­νε­σις 25: 19-34, και κεφάλαιο 27) με τo να τoν μι­σή­σει και αμέ­σως μετά στoυς στί­χoυς 9: 15-16 βλέπoμε ότι o Θε­ός ελε­εί επι­λε­κτι­κά αυτoύς πoυ θέ­λει, ώστε ακό­­μα και ο Θε­ός με τις επιλογές του και τον προορισμό πε­ριο­ρί­ζει την αγά­πη. Όλoι oι στίχoι Πρός Ρω­μαίoυς 9: 6-33 εί­ναι ένας κα­θα­ρός Γιαχ­βι­σμός αντί­θετoς με την άνευ όρων αγά­πη τoυ Παύ­λoυ στην Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς 13: 1-13.

(10)    Να διαβολο­στέλνει (Α΄ Πρός Κοριν­θίους 5: 5, Α΄ Πρός Τιμόθεον 1: 20).

 

Και ερω­τούμε: Πoιός έχει δί­κιo, o Παύλoς, o Γιαχβέχ, o Θε­ός; Τί συνέβη σε όλες αυ­τές τις περι­πτώσεις με την απε­ριό­ρι­στη και άνευ όρων αγά­πη που τα πά­ντα υπομέ­νει;

Στον Παύ­λo έχομε τις παρακάτω αναφορές που αποδεικνύουν ότι η αγάπη την οποίαν εκήρυττε ήταν εσωτερική υπόθεση, δηλαδή μόνο για τους δικούς του οπα­δούς. Μελετήστε τις:

 

Πράξεις 13: 8-11, Πρός Ρωμαίους 16: 17 (κατα­σκό­πευ­ση και αποφυγή των διαφω­νούντων), Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 5: 2-5, 13, 10: 14-20, 15: 33, 16: 22, Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 6: 14-18 (που αναγράψαμε παρα­πάνω πλή­ρως), 7: 8-12, 11: 13-15, Πρός Γα­λά­τας 1: 7-9, 3: 1-3, 5: 12, Πρός Φιλιπ­πη­σίους 2: 14-15, 3: 2, Β΄ Πρός Θεσ­σαλoνικείς 1: 8-9, 3: 6, 14, Α΄ Πρός Τι­μό­θε­oν 1: 3-4, 8, 6: 4-5, 20, Β΄ Πρός Τι­μό­θε­oν 2: 14-16, 22-24, 3: 5, Πρός Τίτoν 1: 11, 3: 9-11, Πρός Εβραίους 10: 26-31, 13: 9.

 

Μελετήστε ακόμα προσεκτικά τα τραγικά γεγονότα που περιγράφονται και εξυ­πα­κούονται στην Α΄ Πρός Κο­ριν­θίους κεφάλαιο 5 και τη συνέχεια τους στην Β΄ Πρός Κο­ριν­θί­ους κεφάλαιο 7. Εκεί από αγάπη..., άλλο τί­πο­τα...!

Τον βλέπομε συχνά να ωρύ­ε­ται κα­τά των απί­στων, να απαγορεύει τη συ­να­να­στρoφή μα­ζί τoυς και να πρooιω­νίζεται την τι­μω­ρία τoυς. Ωρύεται και φωνάζει: «Ή ακούτε και πι­στεύετε αυ­τά που λέω εγώ ή αλλιώς να πάτε στ’ ανάθεμα και στον διάο­λο.» (Α΄ Πρός Κορινθίους 16: 22, Πρός Γαλάτας 1: 8-9). Ο Παύλος είναι μάλλον ο πρώτος στην «ιστορία» που διαολόστειλε άλλους. Π. χ., Α΄ Πρός Κορινθίους 5: 5, «...παραδούναι τον τοιούτον τω σατα­νά...», Α΄ Πρός Τιμόθεον 1: 20, «ων εστιν Υμέ­ναιος και Αλέξανδρος, ους πα­ρέ­δω­κα τω σατανά,...».).

Ιδού και άλλες αναφορές μισαλλοδοξίας κατά των απίστων:

 

            Πρός Ρω­μαίoυς 14: 23, Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 6: 1-11, Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 6: 14-18 «Μη γίνεσθε ετερο­ζυ­γούντες απίστοις· τις γαρ μετοχή δικαι­ο­σύνη και ανο­μία; τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος; 15 τις δε συμφώ­νη­σις Χρ­ι­στω προς Βελίαλ; ή τις μερίς πι­στώ μετά απί­στου; τις δε συγ­κατάθεσις ναω Θεού μετά ειδώλων; υμείς γαρ ναός Θε­ού εστε ζών­τος, καθώς εί­πεν ο Θεός ότι εν­οι­κήσω εν αυ­τοίς και εμπεριπατήσω, και έσο­μαι αυτών Θεός, και αυ­τοί έσον­ταί μοι λαός. διό εξέλ­θε­τε εκ μέσου αυ­τών και αφο­ρίσθητε, λέγει Κύριος, και ακαθάρτου μη άπτεσθε, κα­γώ εισ­δέ­ξομαι υμάς, και έσομαι υμίν εις πα­τέρα, και υμείς έσεσθέ μοι εις υιούς και θυγατέρας, λέγει Κύριος παντο­κρά­τωρ.», Πρός Εφε­σί­oυς 2: 12, 5: 4-8, Πρός Κoλασ­σα­είς 3: 6, Β΄ Πρός Θεσ­σαλo­νικείς 2: 11-12, Α΄ Πρός Τι­μό­θε­oν 1: 19-20, 6: 20-21, Β΄ Πρός Τι­μό­θε­oν 2: 12, 23, Πρός Τί­τoν 3: 9-10, Πρός Εβραί­oυς 10: 28-31. (Βλέπε και και Α΄ Ιωάννου 2: 12-17, Β΄ Ιωάννου 10-11.).

 

Το μυστήριο είναι ότι παρ’ όλη τη φόρα που είχε πάρει ο Παύλος και τη νομι­μοποίηση που είχε λάβει από τον ίδιον τον Κύριον, Πρά­ξεις 9: 15 «είπε δε προς αυτόν ο Κύριος· πο­ρεύ­ου, ότι σκεύος εκλογής μοί εστιν ούτος του βαστάσαι το όνομά μου ενώπιον εθνών και βα­σι­λέων υιών τε Ισραήλ·», κ. α., δεν τον ανα­φέ­ρει κανένας από­στολος ή συγ­γραφέας στις επτά καθολικές επι­στολές(!), εκτός από την Επιστολή Β΄ Πέτρου [3] 3: 15-16. Σκε­φτεί­τε ότι, ούτε η Αποκάλυ­ψις, που όπως οι Χριστιανοί μας λένε γράφτηκε κάπου 30 χρόνια μετά τον θάνατο του Παύλου, δεν τον αναφέρει κα­θόλου. Έτσι δεν του πα­ρέχει κα­μιά ξε­χω­ριστή θέση όπως κάνει για τους άλλους Απο­στό­λους στο κε­φά­λαιο 21, στίχος 14. Δεν τον αναφέρει πουθενά· σαν να μην υπάρχει! Γιατί άραγε; Πολύ θα θέλαμε να ξέραμε ποιος είναι τελικά το πιο αντιλε­γό­μενο ση­μείο· ο Παύλος ή ο Ιη­σούς;

 

[Υποσημείωση 3: Η Επιστολή Β΄ Πέτρου θεωρείται ψευδεπίγραφη από πολλούς ει­δι­κούς για πολλούς λόγους. Αυτή η μοναδική περί Παύλου αναφορά στις επτά Καθο­λι­κές Επιστολές και την Αποκάλυψιν έχει πο­λύ ύποπτο περιεχόμενο, χα­ρακτήρα και προ­έλευση. Το περιεχόμενό της είναι απα­ράδεκτο από θεολογικής και ιστορικής από­ψεως ώστε δεν είναι δυνατό να την έγραψε ο Πέτρος πριν το 66 Κ. Ε., το έτος θα­νά­του του Πέτρου. «και την του Κυρίου ημών μακροθυμίαν σωτηρίαν ηγείσθε, καθώς και ο αγαπητός ημών αδελφός Παύλος κατά την αυτώ δοθείσαν σοφίαν έγραψεν υμίν, ως και εν πά­σαις ταις επιστολαίς λαλών εν αυ­ταίς περί τούτων, εν οίς εστι δυσνόητά τινα, α οι αμα­θείς και αστήρι­κτοι στρεβλούσιν ως και τας λοι­πάς γραφάς προς την ιδίαν αυτών απώλειαν.».]

 

 

7. Κριτική του Sigmund Freud

 

Ο Εβραίος νευρολόγος και ψυχίατρος Sigmund Freud (1856-1939) αν και ανατ­ράφηκε σε βαθιά εβραϊκά θρησκευόμενο οικογενειακό περιβάλλον αρνήθηκε από ‘νωρίς την Εβρα­ϊκή θρησκεία και παρά τις τρομερές και μακροχρόνιες δοκι­μα­σί­ες που εγνώρισε στην ζωή του, παρέμεινε άθεος διά βίου. Εγνώριζε καλώς τον Εβ­ραϊ­σ­μό και τον Χριστιανισμό. Διά την καταγωγή του Εβραϊσμού έγραψε το βιβλίο: Moses and Monotheism, Translated (from the German original, 1939) by Katherine Jones, New York, Vintage Books, 1967, το οποίο οι θρήσκοι Εβραίοι θε­ωρούν ως βλασφη­μία κατά της θρησκείας των και έτσι τον έχουν αποκηρύξει. Γενικώς ο Freud θεωρούσε την θρησκεία ως ψυχωτική διαταραχή, την δε εμμονή στην πίστη σε έναν θεό ως αρχέγονη ενστικτώδη αναζήτηση ενός κηδεμόνος πατρός.

Όσο αφορά τις Εβραιοχριστιανικές εντολές «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν», «αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους κα­τα­ρω­μένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεα­ζόντων υμάς και διω­κόντων υμάς», κλπ., τις θεωρεί παράξενες υπερβολές εντελώς παράλογες. Συνεπώς δεν εκπλήσσεται από την αντιφατικότητα των Εβραίων και των Χριστιανών τόσο στα λό­για όσο και στις πράξεις τους, μέρη της οποίας εκθέσαμε παραπάνω.

Αυτός αντιπροτείνει την λογική εντολή: «Αγάπα τον πλησίον σου όπως σ’ αγαπά και ‘κείνος.».

 

 

8. Η συγχώρεση στον Χριστιανισμό

 

Όπως την αγάπη έτσι και την συγχώ­ρεση επικαλούνται πολλοί Χριστιανοί απολογητές ως ένα από τα μεγαλύτερα προτερήματα του Χριστιανισμού. Μας λένε μάλιστα ότι αγάπη και συγχώ­ρεση πάνε μαζί και ότι μόνο στον Χριστιανισμό υπάρχει καθολική και άνευ όρων συγχώρεση. Οπότε πρέπει να εξετάσομε εδώ κατά πόσον αυ­τά ισχύουν και με το ζήτημα της συγχώρεσης.

            Πρώτα απ’ όλα στον Εβραϊσμό, την πατρική θρησκεία του Χριστιανισμού δη­λαδή, δεν υπάρχει συγχώρεση αλλά σκληρή και ωμή ανταπόδοση, σύμφωνα με τον ακρο­γω­νιαί­ο λί­θο της Θεϊ­κής νομοθεσίας που ο ίδιος ο Θεός έδωσε στον φίλο του και προφήτη Μωυσή. Πρόκειται για τον ίδιο Πατέρα Θεό του Χριστιανισμού, ο οποίος χάραξε στην πέτρα τον Νό­μον της Αντα­πο­δό­σε­ως ή Αν­τεκ­δι­κήσε­ως και μάλιστα τρεις φο­ρές: Έξο­δος 21: 23-25, Λευιτικόν 24: 17-21 και Δευ­τε­ρο­νό­μιον 19: 21.

 

«Θα δώ­σεις ψυ­χήν αντί ψυ­χής, οφθαλ­μόν αντί οφθαλ­μού, οδό­ντα αντί οδό­ν­τος, χεί­ραν αντί χει­ρός, πό­δαν αντί πο­δός, έγκαυ­μα αντί εγκαύ­μα­τος, μώ­λω­πα αντί μώ­λω­πος.».

 

            Μετά όμως ο ίδιος Θεός διά του Υιού του, Ιησού Χριστού, μας προτρέπει να στρέφομε και την άλλη σιαγόνα: Ματθαίος 5: 39 «Εγώ δε λέγω υμίν μη αντισ­τή­ναι τω πονηρώ· αλλ’ όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλ­λην·»! Αλλά στον Ιωάννη 18: 22-23 ο ίδιος δεν τηρεί αυτή την εντολή: «ταύτα δε αυτού ειπόντος εις των υπηρετών παρεστη­κώς έδωκε ράπισμα τω Ιησού ειπών· ού­τως αποκρίνη τω αρχιερεί; απεκρίθη αυτώ ο Ιη­σούς· ει κακώς ελάλησα, μαρτύρη­σον περί του κακού· ει δε καλώς, τι με δέρεις;»!

 Στον Χριστιανισμό λοιπόν, όπως η αγάπη έτσι και η συγχώρεση ευ­ρίσκει θέ­ση μόνο μεταξύ των μελών της δεδομένης χριστιανικής ομάδας ή κοινό­τη­τας και μό­νο υπό ορισμένες συνθήκες. (Εξετάσετε ξανά τις αναφορές που έχομε ήδη παραθέσει μέσα στο παρόν άρθρο.). Εί­ναι δηλαδή και αυτή εσωτερική εντολή και υπό συνθήκες όπως θα ανα­πτύ­ξομε ευθύς αμέσως. Ιστορικώς δεν υπήρχε καμία απολύτως συγχώρε­ση προς άλλους, εχθρούς, αλλόθρη­σκους, αιρετικούς, κλπ, από τον Αβραάμ μέχρι και σήμερον.

Όπως είδαμε προηγουμένως, αν εξετάσομε όλες τις αναφορές που πήραμε από τον Παύλο, όπως η αγάπη έτσι και η συγχώρεση τίθεται πέρα για πέρα αντιφατικώς από τον πρώτο θεολόγο του Χριστιανισμού. Παρά τις αντιφάσεις και τις στρεψοδικίες του ο Παύλος δια­κατέχεται από μια συνεχή εκδίκη­ση, φοβέρα, αιώνια τιμωρία, εξο­στρακισμό και μί­σος κατά των υπεναντίων. Π. χ., ενώ στην Α΄ Πρός Κορινθίους, κε­φάλαιο 5, έχει εν τη απουσία του καταδικάσει έναν κατά την κρίση του ανομούντα εις θάνατον και όλεθρον της σαρκός κλπ., στην Β΄ Πρός Κοριν­θί­ους, κεφάλαιο 2, προσ­ποιείται αγάπη και συγχώρεση προς στιγμήν για να ξαναφα­νε­ρώσει σαν καταπέλτης όλες τις πραγ­ματικές επιθυμίες και τα πραγματικά αισθήματά του για εκ­δί­κη­ση και τη χαρά του για τη θανατική τιμω­ρία του ανομούντος στο κεφάλαιο 7. Απολύτως καμία συγ­χώ­ρε­ση ή δεύτερη ευκαιρία δηλαδή! Αυτό θα πει αγάπη και συγχώρεση για τον αλλοπρόσαλλο και στρεψόδικο Παύλο. Στο ίδιο επεισόδιο διά του στίχου Α΄ Πρός Κορινθίους 5: 5 «παραδούναι τον τοιούτον τω σατανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή εν τη ημέρα του Κυρίου Ιησού.» ο Παύλος θέτει το πρώτο χριστι­ανικό δόγμα για την θεμελίωση και απαρχή της Ιεράς Εξετάσεως! (Μελετήστε προ­σε­κτικά ολόκληρα τα τρία αυτά κεφάλαια και βγάλετε και ‘σεις τα συμπεράσματά σας και συγκρίνετε τα με τα δικά μας.).

Είδαμε επίσης προηγουμένως το επει­σόδιο κατά το οποίο ο Ανανίας και η συμβία του Σαπφείρα τιμωρή­θη­καν ακαρι­αία διά θανάτου από το ίδιο το Άγιο Πνεύ­μα, αν όχι από τον ίδιον τον Πέτρο, χωρίς να τους δοθεί δεύτερη ευκαιρία, αν πι­στέ­ψομε την αφή­γη­ση των Πράξεων 5: 1-11, επει­δή είπαν ένα ψεμα­τά­κι στον Πέτρο το οποίο θα μπορού­σε να διευθετηθεί πολύ εύκο­λα. Μαζί μ’ αυτό δημιουργήθηκε μέγας φόβος σε όλους μέσα στην εκκλησία. Ο Βαριησούς Ελύ­μας, στην Πάφο της Κύπρου, επειδή δεν πίστευε τα λόγια του Παύλου τιμωρήθηκε πάραυτα διά τυφλώ­σε­ως από το Άγιο Πνεύ­μα, αν όχι από τον ίδιο τον Παύλο, Πράξεις 13: 6-12. Όσο για τον μαθητή Ιούδα Ισκαριώτη, παρ’ όλο που ήταν προ­κα­θορισμένος και προφητευμένος να πράξει ως έπραξε, τα Ευ­αγγέλια γρά­φουν «καλλί­τερα να μην είχε γεννηθεί, κλπ.», Ματ­θαίος 26: 24, Μάρκος 14: 21. Στο τμήμα 5 του παρόντος άρθρου καταγράψαμε και πολλές αναφο­ρές για την ήδη αποφα­σι­σμέ­νη αι­ω­νία καταδίκη των απίστων, την τιμω­ρία των πλου­σίων, κλπ... «Εν δέ τώ άδη ούκ έστι με­τά­νοια» ούτε δυνητικώς και επο­μέ­νως «ούκ έστι συγχώρησις!». Όσα δε «προ­φη­τεύει» η Αποκάλυψις είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από συγχώρεση και αγάπη του Φι­λευσπλάχνου και Παντοδυνάμου.

Αυτό που λένε πολλοί Χριστιανοί, ότι μόνο στον Χρι­στι­α­νισμό υπάρχει συγ­χώ­ρεση είναι τουλάχιστον λάθος, αν δεν είναι ψέμα. Εκτός του ότι συγχώρεση υπάρ­χει σε πολλές φιλοσοφίες και θρησκείες, με τις οποίες δεν θα καταπιαστούμε εδώ, στον Χρι­στιανισμό η συγχώρεση δεν είναι ούτε καθολική ούτε άνευ όρων. Η χριστι­α­νική δογ­ματική το δηλώνει απεριφράστως: «Το προ­πατο­ρι­κό αμάρτημα το φέρει κάθε άν­θρω­πος ερχόμενος εις τον κόσμο» [4]. Συγ­χωρείται μόνο με το βάπτισμα, την από­τα­ξη του σατανά και με το να παραμείνεις ακράδαντα πιστός Χριστιανός! Όσα μωρά γεν­νι­­όνται πε­θαμένα και όσοι πεθάνουν πριν βαπτιστούν γίνονται διαβολάκια και κα­ταδι­κά­ζον­ται στην αιώνια κόλαση, λόγω του προπατορικού αμαρτήματος. Για πόσα εκα­τομ­μύ­ρια μανάδες και πατεράδες αχρηστεύτηκε η ζωή και η προσωπικότητά τους ένεκα των ενο­χών που είχαν για ‘κείνα τα παιδιά τους που είχαν την κακοτυχία να πε­θάνουν πριν βα­πτι­στούν...! Από την άλλη πλευρά ισχυρίζονται ότι, όσα νήπια πεθά­νουν μετά το βάπτισμα και προτού ενηλικι­ω­θούν γίνονται αγγελάκια δίπλα στον θεό Γιαχ­βέχ! Σε κάνουν δηλαδή να παρακαλείς να πεθάνεις όσο πιο μικρός γίνεται για να μην σου δοθεί χρόνος να διαπράξεις αμαρτίες και έτσι να γίνεις αγγελάκι του Γιαχ­βέχ! Κα­τα­στροφική θρησκεία από πάσης απόψεως!

 

[Υποσημείωση 4: Ένεκα αυτού του φρικιαστικού, ανηθίκου, αχαρακτηρίστου και αν­τιφατικού αξιώ­ματος (και ορισμέ­νων άλλων ακόμα) οι Χριστιανοί θεολόγοι χρει­ά­σ­τη­καν να δημιουργήσουν το δόγμα της αμώμου συλ­λήψεως του Ιησού Χριστού. Ο Χρι­σ­τός, ο Υιός του Θεού του ζώντος που τελικά ήταν Θεός και αυτός ο ίδιος, ακόμα και ως άνθρωπος έπρεπε να είναι ανα­μάρτητος και ως εκ τούτου να μην φέρει το προ­πα­τορικό αμάρτημα του Αδάμ και της Εύας! Έτσι η Εβραιοπούλα Μαίριαμ έπρεπε να καταστεί έγκυος όχι διά της πεπατημένης οδού αλ­λά διά του Αγίου Πνεύματος του Θεού Γιαχβέχ και να παραμείνει παρθένος τόσο κατά τη σύλληψη όσο και κατά τη γέν­νηση. (Στον Χριστιανισμό η ερωτική συνεύρεση είναι βαρύτατη αμαρτία, ενώ η παρθενία υπέρτατη αρετή!). Η Καθολική Eκκλησία απαίτησε άμωμο σύλληψη όχι μόνο διά τον Ιη­σού Χριστό αλλά και διά την ίδια τη μητέρα του, την Παναγία Θε­ο­μή­το­ρα Μαίριαμ! Μόνο έτσι απέ­φυ­γαν και οι δύο το αβάσταχτο βάρος του προ­πα­το­ρι­κού αμαρτήματος!]

 

Πέραν του προπατορικού αμαρτήματος έχομε και την εξής αμαρτία που είναι η μόνη παντε­λώς ασυγ­χώρητη. Αυτή είναι η «βλα­σφημία κατά του Αγίου Πνεύμα­τος» Διαβάστε προσεκτικά: Ματ­θαίος 12: 31-32 και Μάρ­κος 3: 28-29. Αν και οι στί­χοι αυτοί είναι ασαφείς διότι δεν μας εξη­γούν καθό­λου σε τι ακριβώς συ­νίσταται αυ­τή η βλασφημία και αμαρτία, οι διάφοροι κληρικοί την απέδιδαν στους λαϊκούς κατά το δοκούν. Ένεκα αυ­τής της αόριστης και ασαφούς αμαρτίας κατε­στρά­φησαν εκα­τομμύρια ανθρώπινες ζωές, προσωπικότητες και υπάρ­ξεις ανά τους αιώνες. Αυτή συμ­πληρώνει το προπατορικό αμάρτημα διότι απε­δίδετο και σε πολ­λούς γο­νείς που είχαν την κακοτυχία να χάσουν αβάπτιστα παι­διά. Οι λαϊ­κοί αυ­τοί για να εξιλε­ω­θούν, παρ’ όλο που σύμ­φωνα με το εκ­κλησιαστικό δόγμα αυτό δεν ήταν πλέον δυνατόν, δώριζαν όλη την περι­ου­σία τους, ό,τι είχαν και δεν είχαν, στις εκ­κλησίες και έτσι με­τετρέποντο σε πάμφτωχους επαίτες με εξαθλιωμένες οικογέ­νει­ες. Με αυτούς τους εκ­φοβισμούς και την επιβολή ενοχών οι εκκλη­σίες κα­ταλήστευαν τον δεισιδαίμονα κο­σμάκη και συσ­σώρευ­αν αμύθητα πλού­τη και ακίνητη περιουσία. Καταστροφική θρη­σκεία λοιπόν σε όλο της το μεγαλείο!

Κακή τύχη είχαν και απειράριθμοι Χριστιανοί πιστοί κατά το μυστήριο της εξομολογήσεώς τους. Ανάλογα με τις αμαρτίες για τις οποίες ζητούσαν συγχώρεση και ανάλογα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες και πολλές φορές με το κέφι του εξο­μολό­γου ιερέως έπρε­πε να υποστούν πολλά σκληρά επιτίμια. Μερικά τέτοια επι­τί­μια επί παρατεταμένα χρονικά διαστήματα ήταν: Τεράστιος αριθμός μετανοιών, χρονοβό­ρα επανάληψη προ­σευχών, επιβλα­βείς νη­στείες, αγρυπνίες, εκφοβισμοί, ανα­θέ­μα­τα, απαγόρευση της θεί­ας μεταλήψεως, βα­ρύτιμα τάματα, κλπ. Τα επιτίμια αποτελούσαν μια μέ­θοδο πλύσεως εγκεφάλου και θρησκευτικού παραληρήματος των πιστών των οποίων η προσωπικότητα καταρρα­κωνόταν από τις ενοχές που αυτά υποκινούσαν. Όλα αυτά είναι καταγραμμένα στα πολλά και διάφορα νομοκανόνα και τα δογματικά βιβλία αυτής της μάστιγας και μπορείτε να τα βρείτε σχετικώς εύκολα και να τα με­λε­τήσετε.

 Με τα τάματα αυτά πολ­λές οικογένειες επτώχευσαν και οι εκ­κλησίες επλου­τήσαν. Για πολλούς αιώνες είχαμε και τον θαυμάσιο θεσμό των «συγχω­ρο­χαρ­τίων». Αυτός ο θεσμός κατά εποχές και κατά τόπους υπήρχε τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή. Είναι ψέμα το ότι τα συγχωροχάρτια ήταν εφεύρημα μόνο της Δυτικής Εκ­κλησίας. Πλήρω­νες λοιπόν όσα σου ζητούσαν οι κληρικοί των διαφόρων βαθμίδων και πατριαρχείων και αναλόγως αγόραζες τη συγχώρεση που ήθελες ή αυτήν που αυ­τοί σου έταζαν. Αν δεν είχες να πληρώσεις τότε αγόραζες μερική λιγότερη συγχώ­ρε­ση ή δεν σου πω­λού­σαν καθόλου. Να κόψεις το λαιμό σου αν δεν έχεις να πληρώ­σεις! Υπήρχαν ακριβά συγχωροχάρτια πολυτελείας και φτωχικά φτηνά! Να τί θα πει εκ­κλησία που θεμελίωσε ο Ιησούς και καθοδηγείται από το Άγιο Πνεύμα του Γιαχ­βέχ!

Αν κάποιος κατά το μυστήριο της εξομολογήσεως δεν ομολογήσει όλες τις αμαρ­τί­ες του ενώπιον του εξομολόγου ή ψευσθεί τότε ο Θεός Γιαχβέχ δεν τον συγ­χω­ρεί. Χω­ρίς έγκυρη εξομολόγηση η θεία μετάληψη είναι άκυρη και η διάπραξή της εί­ναι βα­ρύτατη αμαρτία. Ο ούτως μεταλαμβάνων πιστός συγκρίνεται με τον προδότη μαθητή Ιού­δα. Αν πάλι ο εξομολόγος δεν είναι εχέμυθος τότε μπορεί άνετα ο ειλι­κρι­νής πι­στός να βρει τον μπελά του και μάλιστα με πολύ άσχημα αποτελέσματα. Δεν εί­ναι καθόλου λίγοι αυτοί που έτυχε να βρούνε με­γάλους μπελάδες ή και να χάσουν τις ζωές τους κατ’ αυτόν τον τρόπο!

Ο ίδι­ος ο Χριστός, όπως αναφέρεται μόνο στον Λουκά 23: 34 [5], συγχώρεσε τους διώκτες του από τον σταυρό. Ακόμα λένε ότι συγ­χώ­ρεσε την πόρνη, μόνο στον Ιωάννη 8: 1-11 [6]. Δεν έκα­νε όμως το ίδιο με τους Αρχιερείς, Γραμματείς και Φαρι­σαί­ους προς τους οποίους συχνά και με ξέφρενη οργή εξα­πο­λύ­ει τρομερές ύβρεις και απειλές σε όλα τα Ευαγγελία. Όπως σε όλα τα χριστιανικά θέ­ματα έτσι και σε τούτο πρυτανεύει η αντίφαση! Για όσους δεν ήταν μα­ζί με τον Ιη­σού Χριστό και δεν τον πί­στευαν έχομε ένα τεράστιο αριθμό αναφορών με απειλές και μελ­λοντικές τιμωρίες εναντίον τους εντός των «περι­φή­μων» Κυριακών Λογίων. Οι αναφορές αυτές είναι πολύ γνωστές για να τις αναγράψομε άλλη μια φο­ρά. Μελετείστε τα Κυριακά Λόγια όπως αυτά ευρίσκονται σκόρπια εντός των Ευαγγελίων! Τα κύρια χαρακτηριστικά τους είναι η άμεση εσχατολογία, η πλήρης απαξία του υπάρχοντος κόσμου, ο φόβος και οι απειλές. Όλοι οι άπι­στοι συλλήβ­δην, αν γλιτώσουν στην εδώ ζωή από τα λαγω­νικά της χριστι­ανικής πί­στε­ως, έχουν προ­καταδικασθεί για το πυρ και το σκότος το εξώτερο, πά­ει και τελεί­ω­σε! Όπως έχομε ειπεί αρκετές φορές ο Ιησούς σπανιότατα τηρούσε τις εν­τολές που ο ίδιος έδινε στους άλλους.

 

[Υποσημείωση 5: Ο Πάπυρος 75 (Ρ75), ο οποίος χρονολογείται πε­ρί το 200 Κ. Ε. (15 χρό­νια μετά την έκδοση των Ευαγ­γε­λίων υπό του Ειρηναίου), περιέχει ένα μικρό κομ­μά­τι από το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον στο οποίο δεν υπάρχει το πρώτο ήμισυ του στί­χου 23: 34, δηλαδή το κομμάτι: «ο δε Ιησούς έλεγε· πάτερ, άφες αυ­τοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι.» ενώ έπρεπε να ευρίσκετο εντός του κειμένου που ο πάπυρος αυτός περι­έ­χει. (Το δεύ­τε­ρον ήμισυ του στίχου είναι: «διαμεριζόμενοι δε τα ιμάτια αυτού έβαλον κλή­ρον.», το οποίον εί­ναι ανα­κόλουθο ως προς το πρώτο και είναι κλεμμένο από τους Ψαλμούς 21 ή 22 στίχος 13!). Ακόμα ο Ιησούς στον Ματθαίον 26: 24 διά τον Ιούδα εμφατικά δηλώνει: «ο μεν υιός του ανθρώπου υπάγει καθώς γέγρα­π­ται περί αυτού· ουαί δε τω ανθρώπω εκείνω δι’ ου ο υιός του ανθρώπου παραδί­δοται· καλόν ην αυτώ ει ουκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος.», εντελώς αντίθετο με κάθε πνεύμα συγχωρήσεως! Εδώ ακόμα είναι αξιοπαρατήρητη η αντίφαση στους λόγους του Ιη­σού εντός του ίδιου στίχου! Ενώ «ο μεν υιός του ανθρώπου υπάγει καθώς γέγρα­π­ται περί αυτού·» αμέσως μετά του φταίει ο Ιούδας και τον καταριέται. Αφού «υπάγει καθώς γέγραπται», τότε και ο Ιούδας είναι θύμα του προκαθορισμού του και συνε­πώς αξιολύπητος και συγχωρητέος. Τί να υποθέσει κανείς; Σχιζοφρένεια άραγε, ή θρησκεία για τρελούς;

Αυτό το σημαν­τικότατο και νευραλγικό κομ­ματάκι, στο οποίο ο Ιησούς συγ­χωρεί από τον σταυρό αυ­τούς που τον εστραύρωσαν ανα­φέ­ρε­ται μόνο στο Κατά Λου­κάν Ευαγγέλιο και πουθενά αλ­λού, πλην όμως αυτός ο πά­πυρος δεν το περιέχει. (Βλέ­πε: Bart D. Ehrman, Misquoting Jesus, σελίδες 190 - 195.). Έχο­με λοι­πόν και εδώ άλ­λη μια απόδειξη ότι στα Ευ­αγ­γέ­λια έχουν γίνει πολλές προσθα­φαι­ρέ­σεις σύμφωνα με τις ανάγκες των και­ρών, των κατά τόπους χριστιανικών κοι­νο­τήτων και της χριστια­νι­κής πίστεως. Συνεπώς δεν εί­ναι τα ίδια με τα Ευαγγέλια που πρωτο­συνέταξε ο Ειρη­ναίος! Επίσης είναι άκρως ύπο­πτο το γεγονός ότι ο Ιω­άννης δεν αναφέρει αυτό το ανακόλουθο πρώτο ήμισυ του στίχου 23: 34 που υποτίθεται ότι ανα­φέ­ρει ο εθνι­κός Λουκάς διά τους εξής λό­γους: Ο Ιωάννης ήταν ένας από τους δώ­δε­­κα, ήταν θεολόγος, ήταν Εβραίος, ήταν αυτόπτης μάρτυ­ς στη δίκη και στη σταύ­ρω­ση. Τέτοιο πράγ­μα όμως δεν το άκουσε κάτω από τον σταυρό που στεκό­τανε και το οποίο αν κατάγραφε θα βοηθούσε κατά πολύ διάφορα σημεία των θεολογιών του και την προβολή του δα­σκάλου του! Τελικά βρέθηκε ένας άσχε­τος εθνικός για να το ανα­­γράψει;!

Περίεργα πράγματα!]

 

[Υποσημείωση 6: Ο σπουδαίος ερευνητής Bart D. Ehrman (καθηγητής του Πανεπισ­τημίου της Πολι­τείας North Caroli­na, at Chapel Hill, ο οποίος θεωρείται αυθεντία στα χριστιανολογικά θέματα) στο εξαιρετικό βιβλίο του Misquoting Jesus (Λανθασμένες Αναφορές στον Ιησού) πραγματεύεται ένα πλή­θος παρεμβολών και χαλκεύσε­ων εντός των Ευαγγελίων και αναπτύσσει τους λόγους διά τους οποίους τα υπό εξέταση κεί­με­να απεδείχθησαν ότι είναι παρεμβολές και χαλκεύσεις. Στις σελίδες 62-69 εξηγεί τους αδιασείστους λόγους διά τους οποίους το κείμενο αυτό του Ιωάννου δεν υπήρχε στο πρωτό­τυπο αλλά είναι υστερό­τερη παρεμβολή. Ο αριθμός χαλ­κεύσεων, μικρών και μεγά­λων, σε ολόκληρη την Καινή Διαθήκη που έχει εξακριβωθεί από τους ειδικούς εί­ναι τεράστιος. Αποτέλεσμα, η Καινή είναι έργο μιας διαστρε­βλω­μένης και κατασ­τρο­φικής πίστεως και θεολογίας που διαμορφώθηκε μέσα σε πολλές εκατον­τάδες χρό­νων και δεν έχει καμία απολύτως ιστορική αξία!

Τί να πρωτο­θαυμά­σει κανείς από τον κυ­κεώνα των χριστι­ανικών θεο­πνεύστων παραχαράξεων!...]

 

Στον Ματ­θαίος 18: 15-17 βλέπομε τον Ιησού Χριστό να λέγει: «Εάν δε αμαρ­τήση εις σε ο αδελφός σου, ύπ­αγε και έλεγξον αυτόν μεταξύ σου και αυτού μό­νου· εάν σου ακούση, εκέρ­δη­σας τον αδελ­φόν σου· εάν δε μη ακού­ση, πα­ρά­λαβε μετά σου έτι ένα ή δύο, ίνα επί στό­ματος δύο μαρτύρων ή τρι­ών σταθή παν ρή­μα [κατά τον Μωσαϊκόν Νόμον]. εάν δε παρακούση αυτών, ειπέ τη εκ­κλησία· εάν δε και της εκ­κλησίας παρακού­ση, έστω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο τε­λώ­νης.». Δηλαδή υπάρχει η συνθήκη ότι, εάν ο αντίδικός σου παρακού­σει και της εκ­κλησίας τότε δεν συγχω­ρείται αλλά εξοστρακίζεται όπως ο εθνικός ή ο τελώνης. (Το να εί­σαι εθνικός για τους Χριστιανούς είναι ύβρις και ασυγχώρητη αμαρ­τία. Το ίδιο ισχύει αν εκτελείς την εργασία του τελώνη!). Οπότε όλα εκείνα για την από­λυτη συγ­χώρεση και απόλυτη ανοχή του πονηρού (κακού) και το στέψε και την αριστερά, κλπ., όπως ανα­φέραμε πα­ραπάνω, πάνε πάλι περίπατο. Αντίφαση! Να ήταν η μόνη!... Ας μην πάμε όμως μα­κριά! Ενώ ο Ιη­σούς λέγει αυτά εδώ στους μαθητές του, αμέσως μετά μό­νο τρεις στί­χους κα­θώς συνεχίζει την ομιλία του, ο ίδιος τώρα τους λέγει ότι πρέπει να συγ­χω­ρούμε τον αδελφόν μας εβδο­μηκον­τά­κις επτά: Ματ­θαίος 18: 21-22: «Τότε προσ­ελθών αυτώ ο Πέτρος είπε· Κύριε, ποσάκις αμαρτήσει εις εμέ ο αδελφός μου και αφήσω αυ­τώ; έως επτάκις; λέγει αυτώ ο Ιησούς· ου λέγω σοι έως επτάκις, αλλ’ έως εβδο­μη­κον­τά­κις επτά.». Ο ίδιος ο Ιησούς δηλαδή έρχεται σε αντίφαση με τα λόγια του μέσα σε τέσσερις στίχους ενός πολύ μικρού λογύδριού του προς τους μαθητές του! Αυτό θα πει θεϊκή σοφία!

Ακόμα περί του διακανονισμού των διαφορών σου με τον αντίδικόν σου βλέ­πε εντός της «Επί του Όρους Ομιλίας» στον Ματθαίον 5: 25-26: «Ίσθι ευνοών τω αν­τιδίκω σου ταχύ έως ότου ει εν τη οδώ μετ’ αυτού, μήποτέ σε παραδώ ο αντίδικος τω κριτή και ο κριτής σε παραδω τω υπηρέτη, και εις φυλακήν βληθήση· αμήν λέγω σοι, ου μη εξέλθης εκείθεν έως ου αποδως τον έσχατον κοδράντην.», και ακόμα στον Λουκάν 12: 58-59: «ως γαρ υπάγεις μετά του αντιδίκου σου επ’ άρχοντα, εν τη οδώ δος εργασίαν απηλλάχθαι απ’ αυτού, μήποτε κατασύρη σε προς τον κριτήν, και ο κριτής σε παραδω τω πράκτορι, και ο πράκτωρ σε βαλεί εις φυλακήν. λέγω σοι, ου μη εξέλθης εκείθεν έως ου και το έσχατον λεπτόν αποδώς.». Εδώ όχι μόνο συγχώ­ρε­ση και άφεση αμαρτιών δεν έχομε αλλά ο Ιησούς προτρέπει να απαλλαχθείς πάση θυσία και ταχέως από τον αντίδικόν σου «εν τη οδώ» (καθ’ οδόν προς τον δικα­στή κλπ.), οτιδήποτε μπορεί να σημαίνει αυτό, αλλιώς θα την έχεις άσχημα με δικα­στές, πρά­κτορες και φυλακίσεις. Από δε την φυλακή δεν πρόκειται να εξέλθεις μέχρις ότου του αποδώσεις και το τελευταίο λεπτό, την τελευταία δεκάρα! Τί σόι άνευ όρων χρι­στι­α­νική αγάπη, αλληλοβοήθεια και συγχώρεση είναι αυτή; Βγά­λετε μόνοι σας συμπέ­ρα­σμα. Έχομε ή δεν έχομε αντιφατικά λόγια και κηρύγματα; Αν αυτά απευ­θύ­νονται προς τους Χριστιανούς τότε γιατί δεν έδωσε εντολή να λύουν τις διαφορές με­ταξύ τους (αν υπάρχουν!) με ειρήνη και αγάπη και όχι με απαλλαγή (τί να σημαίνει αυτό άραγε;!), δικαστήρια και φυλακίσεις μέχρι ότου εξοφλήσεις ακόμα και το τελευ­ταίο λεπτό. Ακούσατε καλά: και το τελευταίο λεπτό!

Παρακάτω έπεται και η παραβολή του «οφειλέτου μυρίων ταλάντων», Ματ­θαίος 18: 24-35. Εκτός του ότι η παραβολή περιέχει μια συχνή-πυκνή και με ει­δι­κή προτί­μηση θεολογική φιλολογία με δούλους, πράγμα που απαντάται πολύ συχνά στα λόγια του Ιησού, τε­λει­ώνει με τα εξής λόγια: «...τότε προσκαλεσάμενος αυτόν ο κύ­ρι­ος αυ­τού λέγει αυ­τώ· δούλε πο­νη­ρέ, πάσαν την οφειλήν εκείνην αφήκά σοι, επεί παρε­κάλε­σάς με. ουκ έδει και σε ελε­ήσαι τον σύνδουλόν σου, ως και εγώ σε ηλέησα; και ορ­γι­σ­θείς ο κύρι­ος αυτού πα­ρέ­δω­κεν αυτόν τοις βασανισταίς έως ου αποδώ παν το οφει­λό­μενον αυτώ. Ούτω και ο πατήρ μου ο επουράνιος ποιήσει υμίν, εάν μη αφή­τε έκα­στος τω αδελφώ αυ­τού από των καρδιών υμών τα παραπτώματα αυ­τών.». Λέ­γει δη­λα­δή: Πο­νηρέ δούλε εφ’ όσον εσύ δεν ελέησες τον σύνδουλό σου με το να του χα­ρί­σεις όλα όσα σου όφει­λε έτσι και συ δεν θα ελεηθείς από μένα. Θα βα­σα­νιστείς μέχρι να μου απο­δώσεις παν οφει­λό­μενο. Όπως ακριβώς με το «οφθαλμόν αντί οφθαλ­μού... κλπ.» του θεϊκού Μωσαϊκού Νό­μου. Αν δεν μπορείς, να κόψεις τον λαι­μό σου, αλ­λι­ώς θα βασα­νιστείς! Το μόλις πριν αναφερθέν «εβδη­κον­τάκις επτά» σ’ αυτή την περί­πτωση ξεχάστηκε και πήγε πε­ρίπατο! Αν πάλι δεν συγ­χωρήσεις τα πα­ραπτώματα του αδελφού σου τότε ο Κύριος Γιαχβέχ θα σε περι­ποιηθεί καταλλήλως στην επερ­χό­μενη υποθετική ζωή. Τό­τε ο φι­λεύσπλαχνος Θεός της αγά­πης δεν θα σε συγχωρήσει αλλά θα σε βα­σανίζει αι­ωνίως. Βλέπομε δηλαδή εν προ­κειμένω ότι η συγχώρεση τελείται υπό ορισμένες συν­θήκες. Δεν αποδίδομε εδώ δίκιο ή άδικο, αλλά να μην μας διατυμ­πανίζουν οι διάφοροι αδαείς ή εκ προθέσεως ιεροκήρυκες ότι η χρι­στιανική συγ­χώρε­ση και αγάπη είναι τυ­φλή, καθολική και χωρίς συνθήκες. Από πότε; Το ίδιο πνεύμα βλέπομε και στα λόγια του Ιησού στον Ματ­θαί­ον 6: 14-15 Μάρ­κον, 11: 25-26 και Λουκάν 6: 36-38 στα οποία δηλώνει ότι η απα­ραί­τητη συνθήκη για τον ουράνιο Πατέ­ρα Θεό για να σας συγχωρέσει είναι: «Εσείς πρώ­τοι να συγχωρέσε­τε τους συν­αν­θρώ­πους σας. Αλλιώς δεν πρόκειται να σας συγχω­ρή­σει!». Δηλαδή, κά­νε... για να σου κάνω..., κλπ.

Γενικώς όμως παρατηρούμε ότι στην κοι­νω­νία του Χριστιανισμού δεν προ­βλέπονται ούτε υπάρχουν δο­μές οι οποί­ες προλαμβάνουν και αποτρέπουν τα άθλια καταν­τήματα πτω­χεύσεων, δανεισμών, ανι­κανότητας εξο­φλήσεων χρεών κλπ. προτού αρχίσουν ή φτά­σουν σε βαθμό απρο­σπέ­λαστο. Σ’ αυτή την «απόλυτα αλη­θι­νή» εξ αποκαλύψεως θρησκεία υπάρ­χουν μόνο κάτι αφηρημέ­νες, ακραί­­ες, ανεδαφικές, μη πρακτικές και ανεφάρ­μο­στες εντολές τις οποίες ούτε η ίδια εφάρμοσε κάπου και ποτέ στην ιστορία της! Εκείνο που επικρατεί πάνω απ’ όλα είναι η συνεχής φοβέρα και η αιώνια αμε­τά­κλητη τιμωρία! Το «αγαπάτε αλλήλους» αντικαθίσταται πολύ καλλί­τε­ρα και ακριβέ­στερα με το «φο­βερίζετε αλλήλους»!

Η συγχώρεση όπως λαμβάνει χώρα στον Χριστιανισμό είναι ουσιαστικά ένα χριστιανικό κόλπο εξαιρετικά αποδοτικό και καταστροφικό συνάμα. Έχοντας κατατά­ξει σχεδόν τα πάντα στον κατάλογο των αμαρτιών, ―π. χ. το τί και πόσο τρώγει ή πί­νει κανείς (επικίνδυνες και ανθυγιεινές νηστείες), να είσαι εθνικός ή τελώνης, να εί­σαι πλούσιος, το διαζύγιο και το να ξαναπαντρευτείς (Ματθαίος 5: 32, 19: 1-12, Μάρ­κος 10: 1-12, Λουκάς 16: 18), την ιδέα του ερωτισμού (Ματθαίος 5: 28 «Εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοί­χευ­σεν αυτήν εν τη καρδία αυ­τού»), το να σκέπτεσαι την αύριον, κλπ.― είναι σίγουρο ότι ο Χρι­στι­α­νι­σμός δεν θα αποκτούσε οπαδούς ακόμα και από τα περιθωρι­ακά στοιχεία και απο­βρά­σμα­τα της κοινωνίας που προσείλκυσε στην αρχή. Δεν θα εί­χε παραμεί­νει κανείς εκεί μέ­σα. Αλ­λά όπως καθόρισε σχεδόν τα πάντα ως αμαρτίες έτσι απέδιδε και τη συγ­χώρεσή τους κάτω από κα­τάλληλες συνθήκες όταν αυτές εκρίνοντο ικα­νο­ποιη­τι­κές.

Ο ίδιος ο Χρι­στός έδω­σε στους εξομολόγους και εντολοδόχους του το εξής εν λευκώ δι­καίωμα: Ματθαίος 6: 19 «και δώσω σοι τας κλείς της βασι­λείας των ου­ρανών, και ό εάν δήσης επί της γης, έσται δε­δε­μέ­νον εν τοις ου­ρα­νοίς, και ό εάν λύσης επί της γης, έσται λε­λυ­μέ­νον εν τοις ου­ρα­νοίς.». Ιωάννης 20: 23 «αν τινων αφή­τε τας αμαρτίας, αφί­ενται αυ­τοίς, αν τινων κρα­τήτε, κεκράτην­ται.». Αμέτρη­τος κό­σμος καταστρά­φηκε και εξαθλι­ώ­θηκε από πά­σης από­ψεως και έγινε πειθήνιο όργανο και ανδρείκελο των κληρικών. Ακόμα και στο κρεβάτι του πόνου, της αρρώ­σ­τιας και της ύστατης στιγμής οι ιερείς ζητούν εξομολόγηση για να δώσουν συγχώ­ρε­ση και θεία μετάληψη ή οι ίδιοι οι ετοιμοθάνατοι τους παρακαλούν για όλα αυτά. Οι εκ­κλησίες πάλι με τις φρούδες υποσχέσεις, συγχωρήσεις και τα συγ­χωροχάρτια τους απέ­κτησαν αμέτρη­τους σκλάβους και συνεσσώρευσαν αμύθητα πλούτη και πε­ριουσί­ες. Οι ενο­χές, λύ­πες, συντριβές και οι νευρώσεις, ακόμα και μετά την συγχώ­ρε­ση, έγι­ναν το κα­θημερι­νό σαράκι της κοινωνίας και της ψυχολογικής υγείας των ανθρώπων!

Από την άλλη πλευρά όμως πολλοί βρίσκουν πολύ βολικό μέσο την συνεχή εξομολόγηση και συγχώρεση έστω και με όλα τα επιτίμια διά να διαπράττουν παντός είδους αμαρτίες, αφού στο τέλος θα συγχωρηθούν όσες φορές και αν αμαρτή­σουν και ό,τι και αν κάνουν. Έτσι λένε: «θα κάνω ό,τι θέλω και όταν πλησιάζει το τέλος θα εξομολογηθώ, κοι­νωνήσω και συγχωρεθώ». Εκεί βέβαια οι ιερείς του Χριστιανισμού αντιτείνουν ότι μπορεί να μην προφτάσει να λάβει την συγχώρεση, πράγμα αρκετά πιθανόν. Εκτός του ότι πολλοί προφτάνουν (τρανό παράδειγμα ο αυ­τοκράτορας Κων­σταντίνος, όστις αν και μέγας εγκληματίας στο τέλος άγιασε), δι’ όλους αυτή η κα­τά­σταση καταντά ισχυρό δέλεαρ. Έτσι όσοι δεν προ­φτάσουν να συγ­χωρεθούν πριν το τέλος τους πέ­φτουν στην παγίδα της αιώνιας κόλα­σης. Αυτό το φαινόμενο έχει ονο­μαστεί στα χρο­νικά ως Ρασπουτινι­σμός, διότι ο εκ Σιβηρίας Χριστιανός καλόγερος Rasputin εκτός του ότι το εφάρμοσε ο ίδιος στον εαυ­τόν του παρα­κι­νού­σε και τους άλλους να κάνουν τα ίδια. Ο Ισπανός κινηματο­γρα­φι­στής Luis Buñuel χλευάζει με πολύ σαρκασμό αυτή την γε­λοιώδη κα­τάσταση στο βραβευμένο κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό έρ­γο του Viridiana.

Δεν είναι όμως ανάγκη να ανα­φερθούμε σε τόσο πρόσφατα άτομα. Ήδη ο πρώτος θεολόγος του Χρι­στια­νι­σμού ο Απόστολος Παύλος είχε μυριστεί την αντίφα­ση και το δίλημμα αυτής της κα­τάστα­σης και γι’ αυτό στην Πρός Ρωμαίους 5: 20-21 γράφει: «νόμος δε παρεισήλθεν ίνα πλεονάση το παρά­πτω­μα. ου δε επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χά­ρις, ίνα ώσπερ εβασίλευσεν η αμαρτία εν τω θανά­τω, ού­τω και η χάρις βασι­λεύ­ση διά δι­καιοσύνης εις ζωήν αιώ­νιον διά Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών.», και αμέ­σως στη συνέχεια (στο επόμενο κεφάλαιο της ίδιας επι­στο­λής) προ­σπα­θεί να το μπα­λώσει: 6: 1-2 «Τί ουν ερούμεν; επιμενούμεν τη αμαρ­τία ίνα η χάρις πλεονάση; μη γέ­νοιτο. οίτινες απεθάνομεν τη αμαρτία, πώς έτι ζή­σο­μεν εν αυ­τή;»! Φαίνεται λοιπόν ότι όσο πιο πολύ αμαρτήσεις τόσο πιο πολλή χά­ριν θα λά­βεις διότι θα συγ­χω­ρεθείς για πιο πολλά αμαρτήματα! Πάρα πολύ ωραία!

 

9. Εξιλασμός στον Εβραϊσμό - Γιαχβισμό

 

Δια το παρόν θέμα της αφέσεως αμαρτιών πρέπει να προσθέσομε λίγα λόγια για τον εξιλασμό αμαρ­τι­­ών (εξιλέω­ση, Γιομ Κι­πούρ) στον Εβραϊσμό, εφ’ όσον αυ­τός είναι η πατρική θρησκεία του Χριστιανισμού και θεολογικώς ο Χριστιανισμός δεν απορρίπτει τίποτα από τον Εβραϊσμό. Πρέπει λοιπόν να δούμε πως αυτός ο εξιλα­σμός επιτυγχανόταν στην πατρική θρησκεία για να δώ­σει την συγ­χώ­ρεσή Του ο Θε­ός Πατήρ Γιαχβέχ!

Ο εξι­λα­σμός λοιπόν επι­τυγχανόταν κατά εποχές με μετάνοια, συντρι­βή καρδί­ας, θυσίες και ολο­καυ­τώ­μα­τα αν­θρώπων, αμνών, κριών, εριφίων, τρά­γων και πτηνών, με τον απο­διο­πομ­παίο τράγο, με τάματα, με το ζύμωμα των αμαρ­τι­ών σε ένα μολυβέ­νιο τά­λαντο που το έκλειναν μέσα σε ένα δο­χείο, κλπ., όπως όλα αυτά απαν­τώνται απαν­τα­χού μέ­σα στο «ιερό και θεόπνευστο» βιβλίο της Μασόρας ή της Παλαιάς Δια­θήκης, τον πρόδρομο της «μό­νης αλη­θινής θρη­σκείας του Χριστιανι­σμού». Συγκεκ­ριμμένα ιδού πως έχουν μερικοί Θεόδοτοι νόμοι:

            Μια «ευφυέστατη» επι­νό­η­ση για την απαλ­λα­γή του αγί­ου και εκλεκτού λα­ού από την αμαρ­τία εις βά­ρος κά­ποιου ζώ­ου εί­ναι αυ­τή της θυ­σί­ας του «α­πο­διο­πο­μπαί­ου τρά­γου» στον δι­άβολο, δηλαδή του τράγου που θυσιάζεται στον «αποδιοπομπαίο», τουτέστιν στον Σατανά. Η φρά­ση «α­πο­διο­πο­μπαί­ος τρά­γος» εί­ναι λά­θος όρος των με­τα­φρά­σε­ων [όπως των Εβδο­μήκοντα(δύο), κ. α.] ο οποί­ος χρη­σι­μο­ποιεί­ται για να αποκρύ­ψει ό,τι ονο­μά­ζει το New Standard Bible Dictionary (Νέο Κα­θιε­ρω­μέ­νο Λεξι­κό της Βί­βλου) «ί­χνος πρω­τό­γο­νης Ση­μι­τι­κής Δαι­μο­νο­λο­γί­ας» (Βλέ­πε και: Encyclo­pedia Biblica, Vol. I, col. 395). Ο Σύμμαχος έγραφε «απερχόμενος», ο Ακύλας «απο­λυόμενος» και πολύ θα θέ­λαμε να ξέραμε τί έγραφε ο Θεοδοτίων. (Εκτός από μερικά αποσπάσματα και οι τρεις με­ταφράσεις, όπως και το υποτιθέμενο «Διά Τεσσάρων» του Τατιανού και τα Τετ­ραπ­λά έως Εν­νεαπλά του Ωριγένη εξαφανίστηκαν μετά τον Κωνσταντίνο και τον Ευσέ­βιο. Γιατί άραγε;) Αυτά θεσπίζονται σε έναν από τους πιο πα­ρά­ξενους νό­μους του Γι­αχβέχ στο Λευιτικόν κεφάλαιο 16, που θα τον αποκαλούσα­με «Νόμο της Διαβολολατ­ρείας»!

            Η λέ­ξη που χρη­σι­μο­ποιεί­ται στην Εβρα­ϊ­κή Βί­βλο, και που μπή­κε στο πε­ρι­θώ­ριο του Authorized Bible Version, αλ­λά ει­λι­κρι­νώς απο­κα­θί­στα­ται στο κεί­με­νο του Revised Bible Version, εί­ναι Αζα­ζήλ, ένα Εβρα­ϊκό όνο­μα για τον διάβολο, ο οποί­ος λα­τρευό­ταν από τους αρ­χαί­ους Εβραίους. Η «προ­σφο­ρά αμαρ­τί­ας» στον Γιαχβέχ έπ­ρε­πε να συ­νο­δεύ­ε­ται και με προ­σφορά στον με­γά­λο αντα­γω­νι­στή του τον Σατανά. Νομο­θε­τή­θη­κε λοι­πόν ότι, με­τά από πο­λυά­ριθ­μες τε­λε­τές :

 

«Ο ιε­ρέ­ας θα πά­ρει δύο τρά­γους και θα τους φέ­ρει ενώ­πιον του Γιαχ­βέχ,... και ο Αα­ρών θα ρί­ξει τα ζά­ρια πά­νω στους δύο τρά­γους, το ένα ζά­ρι για τον Γιαχ­βέχ και το άλ­λο ζά­ρι για τον Αζα­ζήλ.».

 

            Τό­τε με­τά από πα­ρα­τε­τα­μέ­νους και ισχυ­ρούς εξορ­κι­σμούς και ρα­ντί­σμα­τα από το αί­μα του πρώ­του τρά­γου, ο οποί­ος εί­χε θυ­σια­στεί για τον Γιαχβέχ, ο ιε­ρέ­ας θα φέ­ρει πλη­σί­ον του τον ζω­ντα­νό τρά­γο του δια­βό­λου, όπως το βλέ­πομε στο Λευιτικόν 16: 23-26:

 

«Και ο Αα­ρών θα θέ­σει και τα δυο του χέ­ρια πά­νω στο κε­φά­λι του ζω­ντα­νού τρά­γου και θα εξο­μο­λο­γη­θεί επά­νω του όλες τις αδι­κί­ες των τέ­κνων του Ισ­ρα­ήλ,... βά­ζο­ντάς τις πά­νω στο κε­φά­λι του τρά­γου,... και ο τρά­γος θα φέρει επά­νω του όλες τις αμαρ­τί­ες των... και θα αφή­σει τον τρά­γο να φύ­γει στην άγρια φύ­ση... για τον Αζα­ζήλ.».

 

            Αυ­τή η τε­λε­τή δει­κνύ­ει ότι ο λα­ός του Γιαχβέχ λά­τρευε επί­σης τον διάβολο και θυ­σί­αζε σ’ αυτόν. Συ­νέ­χι­σε να κά­νει τέ­τοιες θυ­σί­ες του­λά­χι­στον μέ­χρι της επο­χής του Ρο­βο­άμ, ο οποί­ος και «χει­ρο­τό­νη­σε ιε­ρείς για τους δια­βό­λους», όπως το βλέ­πομε στο 2 Πα­ρα­λει­πο­­μέ­νων 11: 15 (όπως του­λά­χιστον το δια­τυ­πώ­νουν οι Μασ­σο­ρί­τες). (Α­κό­μα βλέ­πε: Λευιτικόν 17: 7 και Δευ­τε­ρο­νό­μιον των Μασ­σο­ρι­τών 32: 16.).

            Αρ­γό­τε­ρα ένα πιο δρα­μα­τι­κό σχή­μα επι­νο­ή­θη­κε και νο­μο­θε­τή­θηκε από τον Γιαχ­βέχ για να απαλλάσσει τον άγιο λαό του από τις αμαρ­τί­ες του. Στο βι­βλίο του Ζα­χα­ρία των Μασ­σο­ρι­τών και των Προτεσταντών, 5: 5-11, ανα­φέ­ρο­νται τα εξής: Διέ­τα­ζαν δυο φτε­ρω­τές γυ­ναί­κες με «φτε­ρού­γες σαν τις φτε­ρού­γες πε­λαρ­γού» να συ­γκεντ­ρώ­νουν όλες τις αμαρ­τί­ες που μπο­ρού­σαν να τσα­κώ­σουν, και μετά να τις ζυ­μώ­νουν μέσα σ’ ένα «τά­λα­ντο μο­λύβ­δου». Αυ­τή η μά­ζα λοι­πόν επρό­κει­το με­τά να δο­θεί σε «μια γυ­ναί­κα που κα­θό­ταν μέσ’ τη μέ­ση ενός εφάχ» (εί­δος με­γά­λου δο­χεί­ου που χρη­σιμοποιούταν σαν μέ­τρο χω­ρη­τι­κό­τη­τας). Τότε οι δυο φτε­ρω­τές γυ­ναί­κες «σή­κω­ναν ψη­λά το εφάχ με­τα­ξύ γης και ου­ρανού» και πε­τού­σαν μα­ζί με το εφάχ μα­κριά στη χώ­ρα Σι­νάχ (αγ­νοείται αυτή η χώ­ρα), όπου έχτι­ζαν ένα εί­δος φυ­λα­κής για την πα­ντο­τι­νή του φυ­λά­κι­ση.

Την εποχή του ζηλωτή Γιοκχαννάν (Ιωάννου Προφήτου Προδρόμου και Βαπ­τιστού), αρχές του 1ου αιώνος, ήταν ήδη εν ενεργεία και η πλέον αποτελεσματική μέ­θοδος αφέσεως αμαρτιών διά πλύσεως (βαπτισμού) εντός δε­ξαμενών ύδατος ή εντός λιμνα­ζόντων υδάτων ποταμών και υδάτων λιμνών, όπως μας έχουν παρουσιάσει οι Χριστι­ανοί το θέμα αυτό στα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης. (Ο Ιώσηπος στην Ιου­δαϊκή Αρχαιολογία XVIII, 116-119 και XX 200, παρουσι­άζει το ίδιο θέμα διαφορετι­κά.). Η «αποτελεσματική» αυτή μέθοδος είχε εισα­χθεί πριν τον Γιοκχαννάν από τους συνο­δοι­πόρους του Εσσαίους. Ενώ λοιπόν ο ακρι­δοτραφείς ημιά­γριος ζη­λωτής Γιοκ­χαννάν δεν πλενό­τα­νε ποτέ του από το γόνατο και πάνω, ξέ­πλενε τις αμαρ­τίες των άλλων λες και ήταν η κασίδα που ο ίδιος κουβαλούσε πάνω του!

(Βγά­λε­τε μό­νοι σας συ­μπέ­ρα­σμα περί της ενταύθα θεοπνευστίας, ανοησίας, αρλουμπολογίας κλπ ... Και όμως αυτό το άχρηστο και αισχρό βιβλίο και οι θρησ­κεί­ες που θεμελιώνονται σ’ αυτό επεκράτησαν!)

Εν συνεχεία καταγγέλλομε τον εξής ση­μαντικότατο παράλογο και άδικο νόμο της ενοχής του αθώου: Η πρώ­τη ομο­λο­γία των ούτω κα­λου­μέ­νων «Δέ­κα Εντο­λών» απο­κα­λύ­πτει κά­τι που σε κά­θε άλ­λη «ψευ­δή» θρη­σκεία αναμφι­βό­λως θα εκλαμ­βα­νό­ταν πως έχομε να κάνομε με μια τρο­με­ρή και άδι­κη θε­­ό­τη­τα· ενταύθα την θε­ό­τη­τα Γιαχβέχ του Εβραιοχριστιανισμού! Συ­γκε­κρι­μέ­να στη δεύ­τε­ρη εντο­λή, Έξο­δος 20: 4-5, στον στί­χο 5 και Δευτερονόμιον 5: 9 (και Έξο­δος 34: 7) δια­βά­ζομε:

 

«Διό­τι εγώ εί­μαι ο Γιαχ­βέχ ο Θε­ός σου, Θε­ός ζηλό­τυ­πος, ο οποί­ος επι­βάλ­λει τι­μω­ρί­ες στα τέ­κνα για τις αμαρ­τί­ες των γο­νέ­ων μέ­χρι τρί­της και τε­τάρ­της γε­νε­άς, αυ­τών που με μι­σούν.».

 

            Εί­ναι η ίδια θε­ό­τη­τα η οποία σύμ­φω­να με την απο­κα­λυ­πτι­κή «ιστο­ρία» της Εδέμ, κα­τα­ρά­στη­κε ολό­κλη­ρη την αν­θρω­πό­τη­τα «εις πά­ντας τούς αιώ­νας» επειδή μια άπει­ρη γυ­ναί­κα, αφού απα­τή­θη­κε από «έ­ναν ομι­λού­ντα όφιν», έφα­γε τον καρ­πό του Δέν­δρου της Γνώ­σε­ως προς ανυ­πα­κοή του πρώ­του «δέν θά...» (Γέ­νε­σις κεφάλαιο 3) και είναι η ίδια θε­ό­τη­τα που αρ­γό­τε­ρα έπνι­ξε σχε­δόν όλη τη δη­μιουρ­γία της ένε­κα της οργής της για τα σε­ξουα­λι­κά πα­ρα­πτώ­μα­τα «των υιών των Ελω­χίμ» (Γέ­νε­σις 6: 4-8). Είναι η ίδια θεότητα η οποία επέτρεψε στον «εκλεκτό και ενάρετο» Νώε να κατα­δικάσει τον μικρό εγγονό του Χαναάν και τους απογόνους του σε διαρκή δουλεία στους απογόνους του Σήμ και του Ιάφεθ. Ενώ δεν έφταιχαν σε τίποτα απολύτως εν τούτοις επέσυραν την κατάρα του Νώε επάνω τους και καταδικάστηκαν αιωνίως ένε­κα ενός σφάλματος όχι των ιδίων αλλά του Χαμ, πατέρα του Χαναάν, (αν τελικά ήταν σφάλ­μα το ότι ο Χαμ κατά τύχη είδε τον πατέρα του Νώε να κυλιέται γυμνός επειδή είχε με­θύ­σει, Γενεσις 9: 18-27). Έτσι ετέθησαν οι θρησκευτικές και θεολογικές βά­σεις της στυγνής δουλείας που βασίζεται στην διαφορά φυλής.

Τώ­ρα λοιπόν η ίδια θε­ό­τη­τα γρά­φει στην πέ­τρα την αμε­τά­κλη­τη δια­τα­γή της πετρω­μέ­νης καρδίας της ότι το αγέν­νη­το αθώο θα πλη­ρώ­σει την τι­μω­ρία εκεί­νων των ενό­χων που δεν αγα­πού­σαν έναν τέ­τοιο Θε­ό, όπως ακρι­βώς το Δευ­τε­ρονό­μιον 7: 10 μας λέ­γει γι’ αυ­τούς ότι:

 

«Έ­τσι ο Γιαχβέχ αντα­πο­δί­δει προ­σω­πι­κώς σ’ αυ­τούς που τον μι­σούν και εξο­λο­θρεύ­ει αυ­τούς. Δεν θα βρα­δύ­νει επί­σης να τι­μω­ρή­σει προ­σω­πι­κώς τους μισού­ντας αυ­τόν και να αντα­πο­δώ­σει σ’ αυ­τούς κα­τά τα έρ­γα των.».

 

            Εν τού­τοις, εί­τε η Εβρα­ϊ­κή θε­ό­τη­τα σε κα­το­πι­νές επο­χές έγι­νε πιο πο­λι­τισμέ­νη εί­τε οι γραμ­μα­τείς της έπε­σαν σε άλ­λη μια από αυ­τές τις ακα­τά­παυ­στες πανταχού παρούσες αντι­φά­σεις οι οποί­ες κα­λύ­πτουν ένα τε­ρά­στιο μέ­ρος των θε­ο­πνεύ­στων απο­κα­λύ­ψε­ων του Γιαχ­βέχ τους. Διό­τι θε­τι­κώς ανα­φέ­ρε­ται, π. χ. Ιε­ζε­κιήλ 18: 1, 20 και Δευ­τε­ρο­νό­μιον 24: 16, ότι:

 

«Και μί­λη­σε Γιαχ­βέχ προς εμέ ξα­νά λέ­γων... Δεν θα τι­μω­ρη­θούν διά θα­νά­του πα­τέ­ρες εξ αι­τί­ας των τέ­κνων των, ού­τε και τα παιδία εξ αι­τί­ας των πα­τέ­ρων των. Ο κα­θέ­νας θα τι­μω­ρεί­ται διά τη δι­κήν του αμαρ­τί­α.».

 

Κα­νο­νι­κή Βα­βυ­λω­νία αντι­φά­σε­ων ενός κυκλοθυμικού θεού! Μα τί κάνει τελι­κά αυτό το Άγιο Πνεύμα; Δεν προσέχει καθόλου; Προς τούτο βλέπε και Β΄ Παρα­λει­πομένων 25: 4, κ. α. Πάν­τως αυτός ο Θεός ετιμώρησε τον Δαυίδ και την Βηρσαβεέ με το να θα­να­τώσει το αθώο πρώτο τέκνο τους, ένεκα των φοβερών αμαρ­τιών τους (μοι­χεία κατά συρ­ρο­ήν και σατανική δολοφονία συζύ­γου, Β΄ Σαμουήλ ή Β΄ Βασιλει­ών 11: 1-27 και 12: 9-19. Ανάλογα επεισόδια με τέ­τοιου είδους τιμωρίες υπ­άρχουν και αλ­λού μέσα στη θε­οφώτιστη Βίβλο.). Εδώ οι εντολές «ού μοιχεύ­σεις», «ού φο­νεύ­σεις» και «ούκ επι­θυ­μήσεις...» δεν είχαν καμίαν ισχύν αφού βε­βαίως επρό­κειτο για τον εκ­λεγ­μένο βα­σι­λέα, εκλεκτό φίλο και σύμφωνο της καρ­δίας του Γιαχβέχ (Πράξεις 13: 22)...! Κανο­νι­κά έπρεπε να θα­νατωθούν και οι δύο διά λιθοβολισμού σύμφωνα με τις δια­τά­ξεις του Θεόδοτου Μωσαϊκού Νόμου (Λευιτικόν 20: 10, Αριθ­μοί 35: 16-34, Δευ­τε­ρο­νό­μιον 22: 22 κλπ.).

Συνεχίζομε με το να αναφέρομε ότι στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός Πατήρ Γι­αχβέχ ζητεί από τον εκλεκτό, εκλεγμένο και προκαθορισμένο λαό του (διαβάστε την αναφορά: Δευτερονό­μιον 7: 6-7) να διαπράξει 11 γενοκτονίες στη Γένεσιν 15: 18-20 και 7 στο Δευ­τε­ρο­νόμιον 20: 17. Η χριστιανική θεολογία δικαιολογεί αυτές τις 11 ή 7 γενοκτονίες με το να κατηγορεί αυτούς τους 11 ή 7 λαούς ως ειδωλολά­τρες! Δη­λαδή αν δεν είσαι σαν εμένα, τότε θα εξα­φανιστείς. Καμία συγχώρεση και κανένας οίκτος! Το πλήθος σφαγών, θηριωδιών, ζηλωτισμού, εγκλημάτων πολέμου και ποι­νι­κών εγκ­λημά­των σε όλη την Παλαιά Διαθήκη και όχι μόνο στην Πεντάτευχον μαζί με το πνεύ­μα άμετρης εκ­δί­κησης και ζηλωτισμού είναι απέ­ραν­το.

Δεν θα κατα­γράψομε τις εκα­τον­τά­δες (αν όχι χιλιάδες) ανα­φο­ρές με αυτά τα φρικιαστικά επει­σόδια σφα­γών, βα­σα­νι­στηρίων, οργής, ζηλωτισμού, αι­σχύνης και συμπλεγματισμού, αλλά θα αναφέρο­με μόνο τα εξής δύο περί του πνεύ­ματος ακρά­του και νομοθετημένης εκδι­κή­σεως με κανένα ίχνος συγχωρήσεως: Έξο­δος 21: 23-25, Λευι­τι­κόν 24: 17-21, Δευ­τε­ρο­νό­­μιον 19: 21, διάταξη του θεϊκού Μωσαϊκού Νό­μου: «Θα δώ­σεις ψυ­χήν αν­τί ψυ­χής, οφθαλ­μόν αντί οφθαλ­μού, οδόν­τα αντί οδό­ντος, χεί­ραν αν­τί χει­ρός, πό­δαν αντί πο­δός, έγ­καυ­μα αντί εγκαύ­μα­τος, μώ­λω­πα αντί μώ­λω­πος.». Ψαλμοί 57: 11 ή 58: 10 «ευφ­ραν­θήσεται δίκαιος, όταν ίδη εκδίκησιν· τας χείρας αυτού νίψεται εν τω αίματι του αμαρ­τωλού.», Ψαλμοί 109 (ή 110): 5-6 «Κύριος εκ δε­ξιών σου συνέθλασεν εν ημέρα ορ­γής αυτού βα­σιλείς· κρινεί εν τοις έθνεσι, πληρώσει πτώματα, συνθλάσει κεφαλάς επί γης πολλών.», Ψαλμοί 136 (ή 137): 7-9 «μνήσθητι, Κύριε, των υιών Εδώμ την ημέραν Ιε­ρουσαλήμ των λεγόν­των· εκ­κε­νούτε, εκκενούτε, έως των θεμελίων αυ­τής. Θυ­γάτηρ Βαβυλώνος η ταλαί­πωρος, μα­κάριος ος ανταποδώ­σει σοι το ανταπό­δο­μά σου, ό αντα­πέδωκας ημίν· μα­κάριος ός κρατήσει και εδαφιεί τα νήπιά σου προς την πέτραν.». Τέτοια χωρία ευρίσκονται απανταχού μέσα στο ιερό αυ­τό  βιβλίο.

 

(Μια παρένθεση: Οι κατάλογοι των δέκα εντολών των δύο πα­ραπάνω κεφα­λαίων παρουσιάζουν μερικές διαφορές. Όποιος θέλει ας τους συγκρίνει λέξη προς λέ­ξη και ας τους κρίνει. Δη­μιουρ­γούνται σίγουρα μερικά σοβαρά ερωτη­ματικά, αλλά δεν θα το κάνομε μεγάλο ζή­τημα εδώ. Υπάρχει όμως κάτι πολύ πα­ρά­ξενο με το κε­φάλαιο 34 της Εξόδου. Εδώ αν­τι­καθίστανται οι πρώτες πλάκες που έσπασε ο Μωυ­σής πάνω στον θυμό του (Έξοδος 32: 19, διά τον χρυσούν μόσχον όν εποίησε ο αδελ­φός του Ααρών..., άλλο μεγάλο ερωτη­μα­τικό, Έξοδος 32: 1-6, 35) με νέες, κατ’ εντο­λήν του ίδιου του Θεού Γιαχβέχ. Δεν βλέ­πομε όμως τις δέκα εντο­λές των δύο άλ­λων κεφαλαίων. Εκτός από δυο-τρεις που μοιά­ζουν, οι άλλες εντολές είναι εν­τελώς άσχε­τες και ανήθικες. Διαβάστε λοιπόν τα τρία αυ­τά κεφάλαια περί των δέκα εν­το­λών και ρωτήστε τους πνευμα­τι­κούς σας φωστήρες ποιος είναι επί τέλους ο σωστός κα­τά­λο­γος των δέκα εντολών. Στην Έξοδο 34: 28 ανα­φέ­ρεται σαφώς η απάν­τηση ότι αυτός είναι ο κατάλογος των δέκα (άλλων αντί άλλων) εντολών! Άλ­λη μια θεόπνευ­στη αν­τίφαση μεγάλης ολκής! Τί να σημαίνουν άραγε όλα αυτά;... Όταν βρείτε την απάν­τη­ση πολύ θα θέλαμε να μας την ανακοι­νώ­σετε για να την μάθομε και εμείς οι άσχε­τοι.

Επίσης, από τις δέκα πο­λυδια­φη­­μισμένες εντο­λές, Έξοδος 20: 1-17, Δευτε­ρο­νόμι­ον 5: 1-33 οι τέσ­σε­ρις πρώ­τες δεν έχουν καμία παγκόσμια ηθική αξία. Είναι απ­λώς κανόνες της ιδιοσυστα­σίας του τότε Εβραϊκού λαού. Στην παρούσα παράγραφο κα­ταγγέλλομε την αδικία και την βαρβα­ρότητα του δευ­τέρου μέρους της δευτέρας εν­τολής. Επίσης, με το πρώτο μέρος αυτής της εντολή κα­ταδικάστηκαν άπαξ οι τέ­χνες της ζωγραφικής και της γλυπτικής. Οι υπόλοιπες έξη εντολές είναι στη γενι­κό­τη­τά τους τόσο κοινή λογική ώστε να υπάρχουν σε κάθε νομοθεσία οιουδήποτε έθνους πριν και μετά τη μωσαϊκή νομοθεσία και χωρίς αυτό το έθνος να έχει χρειαστεί την θε­ϊκή απο­κά­λυψη ή επιφοί­τηση!

Υπάρχουν κά­που 7000 αντι­φατικά ζεύγη στίχων και λαθών μέσα στο «θεόπ­νευσ­το βι­βλίο»! Το φαινόμενο της αντίφασης, του λάθους και της ανακολουθίας μέ­σα σ’ ολόκληρη τη Βίβλο όπως και σε ολόκληρο τον Εβραιοχριστιανισμό και την ισ­τορική διαδρομή του είναι τόσο συχνό και πυκνό που έχομε κουρα­στεί, βαρεθεί και αηδιάσει να το επανα­λαμ­βά­νομε. Τελικά εκτός από τα αντιφατικά λόγια του ίδιου του Ιησού, με μια προσεκτική με­λέ­τη των Ευαγγελίων διαπιστώνομε και το γεγο­νός ότι εκτός ίσως της σεξου­αλικής αγνό­τητος ούτε ο ίδιος τη­ρούσε τις εν­τολές που έδινε στους άλλους! Κλείνει η παρένθε­ση.).

 

10. Η αγάπη και η συγχώρεση στη ιστορία του Χριστιανισμού

 

Σε όλη την ιστορία και θεολογία του Εβραιχριστιανισμού ο διαχωρισμός πι­στών και απί­στων τίθεται κατηγορηματικώς, είναι σαφής και αδιάλλακτος, όπως έχο­με ήδη αναγράψει πολλές φορές. Οι άπιστοι δεν θα βρούνε καμία συγ­χώ­ρε­ση και έχει ήδη αποφασισθεί ότι κατά την κρί­ση θα βρεθούν ένοχοι. «Εν δέ τώ άδη ούκ έστι με­τά­νοια»· δεν υπάρ­χει συγχώρεση και δεύτερη ευκαιρία. Θα καταδικα­στούν αιω­νί­ως. Ακόμα η πληθώρα αναφορών βίας και μισαλ­λο­δοξίας σε όλη την Καινή Διαθήκη (αφήνοντας κατά μέρος την Παλαιά), πολλές των οποίων έχομε ήδη εδώ και αλλού κα­τα­γράψει, φανερώνει αυτό που είπα­με στην αρχή, ότι δηλαδή η συγ­χώ­ρεση ήταν επι­λε­κτική και μεταξύ των μελών της ομάδας και εφ’ όσον αυτά τα μέ­λη συνεμορ­φούντο με τη γραμμή. Στην ιστορία της χριστιανικής λαί­λαπας δεν υπήρ­χε καμία συγ­χώρε­ση, λύπη, οίκτος, κατα­νόηση, κλπ., προς κάθε αλλό­θρη­σκο, μέλος άλλου πολιτι­σμού, ή όποιον δεν επείθετο για να υπακούει τις χρι­στι­ανικές επι­τα­γές, διδασκαλίες και δεισι­δαι­μο­νίες και να γίνει μέλος του εθνισμού των. (Ματ­θαίoς 12: 30 και Λoυ­κάς 11: 23, «ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι, και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπίζει.»).

Εσχάτως διάφοροι ιερωμένοι και απολογητές δεν ημπορούν να καλύψουν τη σχιζοφρενική αντίφαση μεταξύ της αγάπης και φιλευσπλαχνίας ενός παντοδυνάμου, φιλευσπλάχνου και πα­να­γάθου Θεού και της ατελεύτητης τιμωρίας, της μη συγχωρή­σεως, του εκφοβισμού, της κα­ταδίκης στην αιώνια κόλαση της φωτιάς των βασανι­στηρίων και των διαβόλων και όλα όσα αναφέρομε εδώ. Έτσι βρήκαν διάφορα πο­νη­ρά και δόλια μέσα για ψευτοδικαιολογίες. Π. χ. λένε:

 

(α) Δεν υπάρχει κόλαση αλλά μια κατάσταση λύπης και ενοχής ένεκα της απομακρύνσεως από τον Θεό και διάφορα τέτοια παρεμφερή. Όχι κύριοι να είστε σταθεροί και ειλικρινείς! Δεν μιλάτε καθό­λου για κάποια κατάσταση και επ’ αυτού σας ρωτάμε: Τα σχετικά χωρία όλης της Καινής Διαθή­κης αυτά γρά­φουν; Έχετε διαβάσει τα γραπτά περί κολάσεως του θεολόγου σας Τερ­τυλλιανού και πολλών άλλων; Αν δεν τα έχετε διαβάσει γιατί δεν κάνετε τον κόπο να τα δια­βάσετε και να μας ανακοινώσετε τί καταλάβατε; Τα δόγ­μα­τα και οι αποφάσεις περί κολάσε­ως των συνόδων σας αυτά δηλώνουν; Τί τα κά­νατε τώρα όλα αυ­τά; Τα δια­γράψατε, τα σβήσατε ή κάνετε πως τα ξεχάσατε; Έχετε ποτέ ανα­κοινώσει ότι αυτή είναι τώρα η επίσημη θέση σας;

 

(β) Ακούμε ακόμα το εξής σοφιστικοειδές σό­φισμα: Καταδικά­ζο­με την κακή πράξη και την αμαρτία, αλλά όχι τον πράξαντα και τον αμαρτωλό. Μα καλά, γίνεται πράξη και αμαρτία χωρίς υποκεί­μενο; Έτσι βγαίνει μια πράξη μόνη της χωρίς κανείς να την έχει σκεφθεί και μετά να την διαπράξει; Δη­λα­δή πώς τιμωρείτε μόνο την κακή πράξη και αμαρτία; Απλώς ως ιδέα και αφήνετε τον αμαρτωλό ελεύ­θερο και όπως ήταν και πριν αμαρτήσει; Τότε γιατί συνεχώς αναγ­γέλλετε τις αιώνιες τιμωρίες και τα φρικτά βασανιστήρια; Γιατί επανα­λαμ­βά­νετε φρά­σεις όπως: «Θα σε τι­μω­ρήσει ο Θεός», «Θα έχεις να δώσεις απολογία επί του φο­βε­ρού βήματος του Χριστού», «καί καλήν απολογίαν τήν επί τού φοβερού βήματος τού Χριστού αιτησόμεθα» κλπ; Γιατί εκφοβίζετε τον κόσμο με τέτοιες φράσεις; Πολλές φορές έχει συμβεί κάποιος κακοποιός ή εγκληματίας να ξεφύγει από τις τιμωρίες που προβλέπουν οι ανθρώπινοι νόμοι και δικαστήρια ακόμα και σε περιπτώσεις εσχάτων και ειδεχθών εγκλη­μάτων. Οι αντιφατικοί Χριστιανοί τότε αντί να βρούνε τα σημεία στα οποία το σύ­στημα είναι τρύπιο και να το διορθώσουν ώστε να μην ξεφεύγει κανέ­νας, παρηγορούνται με το να λένε ότι μπορεί να τη γλίτωσε τώρα αλλά δεν θα γλι­τώσει από θεϊκό δικαστήριο όταν έλθει η ώρα! Εκεί δεν περνάνε δικη­γόροι, μάρτυρες, δωροδοκήσεις και αθέμιτες διευθετήσεις! Θα έχει να δώσει απολο­γία για τις πράξεις του μπροστά στον τον ανώτατο δικαστή Χριστό με την «σιδηρά ράβδον»! Κλπ, και μετά το θέμα ξεχνιέται τελείως.

 

Κύριοι, πάρτε το χαμπάρι: «Δεν μπορείτε να έχετε και την πί­τα γερή και τον σκύ­λο χορ­­τά­το», «μονά ζυγά δικά σας»! Σταματήστε επί τέλους να στρεψοδικείτε και μεί­νε­τε σταθεροί και ειλι­κρι­νείς στα δόγματά σας. Αλλιώς εγκαταλείψετε αυτή την ανόητη και καταστροφική θρησκεία και σταματήστε να εκφοβίζετε τον αδαή λαό!

 Η ιστορία του Χριστιανισμού από το 313 Κ. Ε. μέχρι και σήμερον δι­δάσκει κάθε άλλο από συγχώρεση και αγαθή ή ανυπόκριτη αγάπη που τα πάντα υπομένει. Όταν ο μονο­κράτορας Κωνσταντίνος έδω­σε το πρά­σινο φως στους Χριστιανούς η επι­λογή κάθε ανθρώπου που βρέθηκε κοντά τους ήταν, ή Χριστιανός ή νεκρός. Δεν θα υπεισέλθομε σε λεπτομέρειες εδώ. Η διεθνής βιβλιογραφία σ’ αυτά τα θέματα εί­ναι απέραντη και πλήρης αν κανείς ενδιαφέρεται να ερευνήσει. Απλώς με αδρές και πε­­ρι­ληπτικότατες γραμ­μές αναφέρομε ότι: Για 250 χρόνια μετά τον Κωνσταντίνο, αλ­λά και πολύ μετά, χριστιανικοί νόμοι επί νόμων εθε­σπί­σθησαν για τη βίαια μετατ­ρο­πή του κόσμου στη νέα θρησκεία. Οι νόμοι αυτοί έχουν διασωθεί και μπορούν να με­λε­τη­θούν. Οι σφαγές εναντίον των εθνικών και Ελληνι­ζόντων αποτε­λούν κάτι απερί­γ­ρα­πτο. Ακόμα χειρότερες ήταν οι σφαγές με­ταξύ των χριστιανικών αιρέσεων. Η ισο­πέ­δωση του αρχαίου κόσμου ήταν ολοκληρω­τική. Κα­μία μεγάλη βι­βλιοθήκη δεν δια­σώθηκε. Όλες εκάησαν. Τα εγκλήματα των χρι­στι­α­νι­κών εκκλησιών είτε μεταξύ των είτε εναντίον των άλλων θρησκειών και λαών εί­ναι το χειρότερο κα­κό που συνέβη ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο υπερχι­λι­ετής Μεσαίων, το σφαγείο της Σκυ­θόπολης, η ολοκληρωτική αμορφωσιά, η καύση των μά­γων και μα­γισ­σών, οι σταυρο­φορίες, η ιερά εξέ­ταση, η σωματική και η ηθική τυ­ραννία των ατό­μων, οι εξοντώσεις των αιρετικών, οι θρησκευτικοί πόλεμοι, ο εκ­χρι­στιανισμός της Ευρώπης και της Αμερικανικής ηπεί­ρου, η εναντι­ό­τη­τά του κατά της επιστήμης, της φιλοσοφίας και της προόδου και πά­ρα πολ­λά άλλα τοι­αύτα απο­τελούν τις πλέον φρικιαστικές σελίδες της ιστο­ρίας. Τα ανά τον κόσμο αθώα αν­θρώπινα θύ­ματα της χριστια­νικής μάστιγας και λαίλαπας υπολογί­ζον­ται περί τα 200 εκατομ­μύ­ρια σε 1700 χρόνια.

Μόνο η Ιερά Εξέτασις έπραττε την αιμοδιψή εργασία της για 15 αιώνες μετά τον Κωνσταντίνο τον «Μέγα» τόσο στην Ανατολή όσο και στην Δύση. (Εδώ δεν εν­νοούμε μόνο τις ιερές εξετάσεις από τον 12ον αιώνα και μετά. Εννοούμε όλες όπως αυτές άρχισαν με τον Κωνσταντίνο το 325 Κ. Ε. και τελείωσαν το 1860 Κ. Ε.). Άπαν­τες οι Ιερο­ε­ξε­ταστές σε όλες τις χριστιανικές χώρες κατά την διάρκεια αυτών των αι­ώνων, κατα­πιά­στηκαν με την εξής θαυμάσια δουλειά. Έδιναν στα θύματά τους μια ευκαιρία να εξα­γορά­σουν ατελεύ­τη­τους αιώνες «βασάνων και πυρός» στην επ­ερ­χομέ­νη ζωή, διά μίας σύν­τομης περιόδου βασανιστηρίων και καύσεως στην παρούσα ζωή. Όλοι τους ακο­λου­θούσαν τις διδα­σκαλίες και παραδείγματα: Της Παλαιάς Διαθήκης, του Ιησού των Ευ­αγγελίων, του Πέ­τρου, του Παύλου, του Τερτυλλιανού, του Ιερωνύ­μου, του Ιε­ρού Αυγουστίνου, κ. α. Καταπιά­στη­καν με την καταστροφή ενός τεραστί­ου αριθμού σω­μάτων, για να σω­θεί ένα τεράστιο πλή­θος ψυχών κατά την ημέρα του Κυρίου Ιησού (Α΄ Πρός Κο­ριν­θίους 5: 5). Είναι οι θέ­σεις του Θεού της Παλαιάς Δι­α­θήκης, του Ιη­σού Χρι­στού και των Αποστόλων. Οι άγιοι και θεοφόροι πατέρες επεξέ­τει­ναν όλα αυτά έτι περαιτέρω, αν ήταν δυνατόν!

Και οι Εβραίοι πλήρωσαν πο­λύ ακρι­βά αυ­τή την χριστιανική αγάπη στα χέ­ρια των χρι­στια­νι­κών εθ­νών. Παρ’ όλον που ο Χριστιανισμός είναι αίρεση, παιδί δηλαδή, της Εβραϊκής θρησκείας, έγινε το κακό παιδί που εστράφη εναντίον των γονέων του. Η Ιστορία αυτή μας διδάσκει για άλλη μια φορά ότι: «Ο πόλεμος με­ταξύ αδελφών ή με­τα­ξύ γονέων και τέκνων είναι πάντα πιο σκληρός!».

Εδώ όμως πρέπει να πούμε ότι η σχέ­ση Χριστιανισμού και Εβραϊσμού ήταν και είναι πέρα για πέρα μια σχιζοειδής κατάσταση. Καθόλου παράξενο αφού και οι δύο αυτές θρησκείες είναι σχιζοειδείς! Από τη μια μεριά ο Χριστιανισμός βοήθησε την επιβίωση του Εβραϊσμού διά μέσου των 20 αιώ­νων κατά τους οποίους το Εβραϊ­κό έθνος ζούσε εντός των χωρών των άλ­λων εθνών. Αυτό συνε­τε­λέ­σθη διά ειδικών διατάξεων όπου άφηναν τις Εβραϊκές κοι­νότη­τες σχεδόν αυτόνομες και επέτρεπαν μόνο σε Εβραίους να χειρίζονται τα χρημα­τιστι­κά, τρα­πεζιτικά και εμπορικά ζητήμα­τα, αφού κατά την στενοκεφαλιά των Χρι­σ­τια­νών το χρήμα στα χέρια ιδιωτών Χρισ­τιανών είχε καταταγεί στον κατάλογο των αμαρτιών. Τέλος, τον 20ον αιώνα τα έθνη αυτά ανέστησαν και πάλι τον Εβραϊσμό σαν αυτοδύναμη γεωπο­λι­τι­κή οντότητα ύστε­ρα από 1950 χρόνια.

Σήμερα δε πολλές χρι­σ­τιανικές αιρέσεις (όλες οι ευαγ­γε­λι­στικές, κλπ.) έχουν γίνει ιουδαϊκότερες των Ιου­δαί­ων, διατυμπανίζοντας συνεχώς ότι οι Εβραίοι είναι ο Εκλεκτός και Περιούσιος λα­ός του αληθινού Θεού Γιαχβέχ και ως εκ τούτου άμεμπ­τοι και άθικτοι. Έχομε δηλαδή τον απόλυτο θεϊκό ρατσισμό! Ακόμα περι­μέ­νουν τον Αρμαγεδώνα, την Νέα Ιερουσα­λήμ και τη Δευτέρα Παρουσία να λάβουν χώρα εντός του Ισραήλ μαζί με την τρίτη ανοικοδόμηση του Ναού του Γιαχβέχ του οποίου, κατά την παράδοση της Παλαιάς Διαθήκης, η πρώτη έγινε από τον βασιλέα Σολομώντα! Σήμερα όλες οι χριστια­νι­κές εκκλησίες κατηγορηματι­κώς δηλώνουν ότι δεν έχουν απολύτως κανένα πρόβλημα με τον Εβραϊσμό! Κυ­ρι­ο­λεκ­τικώς τον έχουν μετα­τ­ρέψει σε ένα ταμπού που πρέπει κανείς να το προ­φέρει με μεγάλη προ­σοχή και από­λυτη «πολιτική ορθότητα». Από την άλ­λη με­ριά όμως, κατά τους τέσσερις πρώτους αιώνες οι διάφορες χριστιανι­κές κοινότητες αντι­μετώπισαν μια απ­ροσπέ­λα­στη Εβ­ρα­ϊ­κή αντι­παράθεση και επιχει­ρηματολογία εναντίον τους. Η πρώτη ριπή εναντίον των Εβραίων ήταν ένα «χαζό» διάγγελμα του ανισορρόπου αυτοκράτορα Κων­σταν­τίνου. Ύστερα απ’ αυτό, εκτός από κάθε κακία, περιφρόνηση και διαβολή, (βλέπε π. χ. τους λόγους του Ιωάννου του Χρυσοστόμου κατά των Εβραίων, τα γραπτά του Ιερού Αυ­γουστί­νου, όπως Η Πόλις του Θεού­ XVII, 46, κ. ά.) οι Χριστιανοί εξα­πέ­λυ­σαν κατά τόπους και εποχές πολλούς θη­ριώδεις διωγμούς κατά των Εβραίων. Κύ­ριοι λό­γοι ήταν να αρ­πάξουν τα πλούτη τους και το ότι οι Εβραίοι πα­ρα­μένοντες πι­στοί στην θρησκεία τους ηρνούντο, τις πιο πολλές φορές μέχρι θανά­του, να ασπα­στούν την χρι­στιανική αίρεση και βλακεία παρά τις συνεχείς προσπάθει­ες των Χριστιανών να τους προση­λυτίσουν. Άλλοι λόγοι ήταν διάφορες τρελές δεισι­δαι­μο­νίες και απο­τυ­χίες των Χρισ­τιανών για τις οποίες υπαίτιοι εθεωρήθησαν οι Εβ­ραίοι, κλπ.

Οι Εβραίοι σήμερα δεν ανασκαλεύουν αυτή την οδυνηρή ιστορία και προτι­μούν να τη­ρούν σιγή. Ενώ έχουν την γνώση, την ικανότητα και τα στοιχεία να δώ­σουν ένα ανε­πανόρθωτο κτύπημα στην χριστιανική αίρεση η οποία έκανε τρομε­ρά κακά σ’ αυτούς όπως και σ’ όλους τους άλλους, εντοσούτω δεν το κάνουν. Ημπο­ρούν να την ξεμ­προστιάσουν και να την τσακίσουν κυριολεκτικά. (Δεν είναι ολίγα τα εξαι­ρετικά συγ­γράμματα περί ή κατά του Χριστιανισμού πολυσπουδασμένων Εβραίων ερευνητών που έχο­με συμπεριλάβει στην βιβλιογραφία μας!). Όμως τουλάχιστον φαι­νομενικά ικανοποιή­θηκαν με κάτι συγ­γνώμες που τους ζήτησε ο Πάπας της Ρώ­μης, Ιωάννης Παύλος ΙΙ, και το θέ­μα μπήκε στο ψυγείο. Από την άλλη, όπως προανα­φέ­ρα­με, οι Χριστιανοί σή­μερα έχουν με­ταλ­λάξει τον Εβραϊσμό σε ένα ταμπού που κανείς δεν επιτρέπεται να αγ­γίξει, ει μη μόνο διά προε­ξο­φλη­μένου και προβλε­ψί­μου λόγου και αποτελέσματος. Έτσι και οι μεν και οι δε αλληλοβοηθούνται για την ώρα και προσέχουν το συμφέρον τους εις βάρος της αλήθειας και όλων όσων δεν συμφω­νούν μαζί τους. Το ερώτημα όμως παραμένει, μέχρι πότε θα κρατήσουν αυτές οι λυ­κο­φι­λί­ες. Όλα αυ­τά τα σχι­ζοει­δή Εβραιο­χρι­στιανικά και Γνωστικοχριστιανικά φαινόμενα εί­χαν, έχουν και θα έχουν τε­ρά­στιες συνέ­πει­ες για ολό­κλη­ρη την ανθρωπότητα!

Σήμερα στην Αμερικανική Ήπειρο και ιδιαιτέρως στις Ηνωμένες Πολιτείες όλες οι Προτεσταντικές αιρέσεις, άλ­λες πολύ και άλλες λιγότερο και με την ανοχή ή την σιωπηρή ή φανερή συνδ­ρομή όλων των άλλων χριστιανικών εκκ­λη­σι­ών (Ορθο­δόξων, Καθολικών, Μαρτύρων του Ιαχω­βά, Μορμόνων, κλπ.), ωθούν όλες τις Αμε­ρι­κα­νικές κυβερνήσεις, βουλευτές, γερουσιασ­τές, προέ­δρους, υπουργούς να εξυπηρε­τούν τυφλά τα Εβραϊκά συμφέρον­τα, να εγγυ­ώνται την ακεραιότητα τού κρά­τους του Ισραήλ ακόμα και με τίμημα την καταστροφή ολο­κ­λήρου της υδρογείου και να περι­θάλ­πουν με κάθε τρόπο και μέσο τον περιούσιο και εκλεκτό λαό του Θεού, όπως επι­μένουν βασισμένοι στην Βίβλο. Ο σημερινός όρος για τους χριστιανούς αυτού του τύ­που είναι, «χριστιανο-σιωνιστές» ή «σιωνιστές χριστιανοί». Οι χριστιανο-σιωνιστές προσπαθούν να εξάγουν και να εξαπλώσουν τα μηνύματα και τις μεθόδους των σε όλα τα μέρη του πλανήτη. Προσπαθούν να πείσουν ή εξωθούν κυβερνήσεις και ση­μαίνοντα άτομα να μην λαμβά­νουν καμία μέριμνα για το περιβάλλον και να κά­νουν όσο πιο πολλούς πο­λέμους δύ­νανται διά να έλθει ο Αρμαγεδδών μια μέρα νωρίτερα και έτσι να επι­σ­πεύ­σουν την έλευση της Δευ­τέρας Παρου­σίας. Τότε, όπως επιμένουν, ο Ιησούς Χριστός θα επι­βάλλει την ορθή τάξη πραγμάτων που αυτός έχει προνοήσει για το ανθρώπινο γένος! Με­ταφέρουν στο Ισ­ραήλ, χρυσό, άργυρο, άμφια-ιμάτια ιερέ­ων-ρα­βίνων και πολλές αγε­λάδες κοκκίνου χρώ­ματος για να εκπληρωθούν και οι τε­λευταί­ες συνθήκες για την ανοικοδόμηση του Ναού και την θυσία της απολύτως ερυ­θράς δαμάλεως, κλπ. Έτσι λένε θα εκπληρώ­σουν τις «προφη­τείες» που πρέπει να προ­ηγηθούν της Δευτέρας Πα­ρουσίας. Οπότε, μέ­σα σε ένα τέ­τοιο σημερι­νό χρι­σ­τια­νικό κλίμα, παραλήρημα και ξεχαρβάλωμα για­τί οι Εβραίοι να φέρουν αντιλόγους στους χρι­σ­τι­α­νούς; Δεν υπάρχει κανένας λόγος αφού η κατάσταση τούς έχει έλθει τό­σο ευ­νοϊκή ώστε να εξυπη­ρε­τούν τα συμφέ­ρον­τά τους πλήρως, ασφαλώς και με το αζημί­ω­το. Ποιος βλαξ θα έλεγε όχι;

Πριν ολίγα χρόνια λοιπόν η Κα­θο­λι­κή Εκ­κλη­σία διά του Πολωνού Πά­πα Ρώ­μης Ιω­άννου Παύλου ΙΙ, ζήτησε συγγνώ­μη και άφε­ση αμαρ­­τιών από τον Εβρα­ϊ­κό λαό για τα τρομερά εγκλήματα και τις βιαιοπραγίες που η καθολική εκκλησία είχε δια­πράξει κα­τά του Εβραϊκού έθνους κατά τους τελευταίους 17 αιώνες. Μάλιστα δε, αφαίρε­σε τον στί­χο «τό αί­μα αυ­τού εφ’ ημάς καί επί τά τέ­κνα ημών» από το Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέλιον 27: 25. Αυ­τή η αφαίρεση απο­δει­κνύ­ει για άλ­λη μια φο­ρά τη «θε­ο­πνευ­στία» των αντιφα­τι­κών γρα­φών και της χριστιανικής εκ­κλη­σί­ας! Τί νόη­μα εί­χε αυ­τός ο στί­χος μαζί με τους στίχους Ματ­θαί­ος 26: 24-25 «ο μεν υιός του αν­θρώ­που υπάγει κα­θώς γέγραπται περί αυτού· ουαί δε τω ανθρώπω εκείνω δι’ ου ο υιός του ανθρώ­που παραδίδοται· καλόν ην αυτώ ει ουκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος. αποκριθείς δε Ιούδας ο παραδιδούς αυτόν είπε· μήτι εγώ ειμι, ραββί; λέγει αυτώ, συ είπας.», (βλέπε και Μάρκος 14: 21) αν ο ίδιος ο Χρι­στός από τον σταυρό συγ­χώ­ρε­­σε όλους τους διώ­κτες του κλπ. (Λου­κάς 23: 34) και στην «Επί του Ό­ρους Ομι­λία» μας δι­δά­σκει να αγα­πά­με, ευλογούμε και συγχωρούμε τους εχ­θρούς μας, αυτούς που μας κα­ταριόνται, αυτούς που μας μισούν και όσους θέ­λουν το κα­κό μας και όλα αυτά τα τοι­αύτα; (Ματ­θαί­ος 5: 39, 44, Λου­κάς 6: 27-29, 35, Παύλος Πρός Ρω­μαίους 12: 14, 17-21). Ας μας εξηγήσουν αυτή την κραυ­γαλέα αντίφαση οι φωστήρες του Χριστιανι­σμού. Ευτυ­χώς που υπήρ­χαν αυ­τές οι δι­δα­σκα­λί­ες και στί­χοι, αλ­λιώς ποιος ξέ­ρει τί πε­ρισ­σό­τερα και χειρότερα κα­κά θα πά­θαι­νε η ταλαίπωρη αν­θρω­πό­τη­τα στα χέ­ρια αυτών που αγαπάνε αλ­λή­λους και τους εχθρούς των ακόμα ;!... {Καλόν όμως θα είναι να με­λετήσει κανείς το εξαιρετικό σύγγραμμα του Gerald Friedlander The Jewish Sour­ces Of The Sermon Of the Mount (Οι Ιουδαϊκές Πηγές της «Επί του Όρους Ομιλίας»), London: George Routledge & Sons, Limited, New York: The Bloch Publishing Co, 1911, republished by Kessinger.}.

Οι κα­ταστροφές πολιτισμών, έργων κοινής ωφελείας και τέχνης, η ολοσχερής καύση βι­βλι­οθηκών, τα 200 εκατομμύρια αθώων θυμάτων, η αποκήρυξη της επι­στή­μης, της φι­λο­σοφίας, της λογικής, της κριτικής, κλπ., έχουν καταγραφεί σε πάρα πολ­λούς τό­μους της παγκόσμιας βιβλιογραφίας και έρευνας. Η ιστορία αυτή της Χριστια­νικής λαίλα­πας, μάστιγας και σκότους τόσο στην Δύση όσο και στην Ανατολή είναι το χει­ρό­τερο κα­κό που συνέβη μέχρι στιγμής στην ανθρώπινη ιστορία.

Ο κάθε ενδια­φε­ρό­με­νος μπορεί να ερευ­νήσει και να μελετήσει ανεπηρέα­στα, αρκεί να το θελήσει. Δεν θα επαναλάβομε τα ήδη γεγραμμένα στην παρούσα μελέτη. Ας μην ξεχνάμε τις πρά­ξεις του Κωνσταντίνου, του Θεοδοσίου, του Ιουστινιανού, πάρα πολλών κληρι­κών όλων των βαθμίδων, μοναχών, καλογήρων, λαϊκών πιστών, κλπ., τόσο στην Δύ­ση όσο και στην Ανα­τολή, (π. χ., το σφαγείο στρατόπεδο συγκεν­τρώ­σε­ως της Σκυ­θο­πόλεως της Πα­λαι­στί­νης, τους χριστιανικούς νόμους από τον Κωνσταντίνο μέχρι και προ τίνος μπορούμε να πούμε και πόσα πολυάριθμα άλλα... Υπάρχουν πολλοί εκτε­τα­μένοι κατάλογοι των εγκλημάτων των Χριστιανών ανά την υφήλιο στη διεθνή βιβλιο­γραφία. Βρείτε μερικούς απ’ αυτούς και μελετήστε τους, αν αντέχετε!).

 

11. Συμπέρασμα: το πραγματικό, ουσιαστικό και

θεμελιώδες θεολογικό μήνυμα του Χριστιανισμού

 

            Το ότι: «Ο Χριστιανισμός είναι η τέλεια και αληθινή, ευγενής και ανθρωπιστι­κή θρησκεία της αγάπης» αποδει­κνύεται, για μια ακόμα φορά, ότι είναι ένα, αλλά όχι το μόνο, μεγάλο ψέμα της χρι­στι­ανικής προπα­γάνδας. Αυτά που ισχυρίζονται πολλοί, ότι ο τέ­λειος Χριστιανι­σμός έχασε την ευκαιρία του με την κρατικοποίησή του από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο διότι ετέθη στην υπηρεσία της εξουσίας, και ότι τον τέ­λειο Χριστιανι­σμό τον χάλασαν οι άνθρωποι, και ειδικά μετά τον «Μέγα» Κων­σταντίνο, δεν ευσταθούν καθόλου, ούτε από θεολογικής ούτε από ιστορικής, κοι­νωνι­κής και ψυχολο­γικής απόψεως. Για να εξετάσομε το ερώτημα αυτό.

Πριν τον Κωνσταντίνο, αλλά και μετά, υπήρ­χαν πολλοί Χριστιανισμοί όπου ο καθένας έλεγε ό,τι νόμιζε και ό,τι τον συνέφερε. Αυτοί εμάχοντο μεταξύ τους σαν θη­ρία. Δεν είχαν καμία αγάπη και σεβασμό μεταξύτους. Ο Ει­ρηναίος στο έργο του Κατά των Αιρετικών (180-185 Κ. Ε.) αποκαλεί τους κατά τον ορισμό του μη ορθοδόξους, αιρετικούς και όργανα του διαβόλου, κλπ. Ήδη επί Παύ­λου έχομε: Α΄ Πρός Κορινθί­ους 1: 10-13

 

«Παρακαλώ δε υμάς, αδελφοί, διά του ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χρι­στού, ίνα το αυτό λέγητε πάντες, και μη ή εν υμίν σχίσματα, ήτε δε κα­τηρτι­σ­μένοι εν τω αυτώ νοϊ και εν τη αυτη γνώμη. εδηλώθη γαρ μοι περί υμών, αδελφοί μου, υπό των Χλόης ότι έριδες εν υμίν εισι. λέγω δε τούτο, ότι έκα­σ­τος υμών λέγει· εγώ μεν ειμι Παύλου, εγώ δε Απολλώ, εγώ δε Κηφά, εγώ δε Χριστού. μεμέρισται ο Χριστός; μη Παύλος εσταυρώθη υπέρ υμών; ή εις το όνομα Παύλου εβαπτίσθητε;»

 

Βλέπε και Α΄ Ιωάννου 4: 1-6, κλπ. Ας μην επεκταθούμε στο να αναγράψομε τις εκατό (100), περίπου, χριστιανικές αιρέ­σεις των πρώτων δύο αιώνων.

Το πλήθος των αιρέσεων και τάσεων καθώς και η σημαντική έλλειψη ανεξαρ­τήτων και αμερολήπτων ιστορι­κών αναφορών, στοι­χείων και τεκ­μηρίων, ένεκα του εξαφανισμού των από τον τέταρ­το αιώνα και μετά, δεν μας δίνουν την δυνατότητα να σχηματίσομε σα­φή και αντικειμενική εικόνα περί του τι ακριβώς ήταν ο Χριστιανισ­μός των τριών πρώτων αιώνων Κ. Ε. Η αρχαιολογία δεν μπόρεσε να μας παρέξει πολ­λά πράγματα. Βασικά δεν ξέρομε τι ήταν αυτός ο Χριστιανισμός των τριών πρώτων αιώνων Κ. Ε. Όλες οι πηγές προέρχονται εκ των ένδον. Δεν έχομε έξωθεν ανεξάρτη­τες και αλληλοδιασ­ταυρούμενες πηγές. Η εικόνα που μπορούμε να σχηματί­σο­με βά­σει όλων όσων υπάρχουν είναι αμυδρή με πολλές ελλείψεις και ατέλειες. Το μόρφω­μα ή μάλλον τα μορ­φώματα που μπορούμε να διακρίνομε ή να φανταστούμε μέσα απ’ αυτή την αχλύα κάθε άλλο παρά επαινε­τι­κά ή ιδεώδη για τον Χριστιανισμό είναι. Ο Χριστιανισμός που γνωρίζομε καλώς είναι αυτός που έφτιαξαν ο Κωνσταντίνος και ο Ευσέβιος και ό,τι προέκυψε από τον τέταρτο αι­ώνα και μετά. Αυτά λοιπόν που δια­λαλούν οι μετά τον τέταρτο αι­ώνα χριστιανοί για τον ιδεώδη Χριστιανισμό των αγα­πών των τριών πρώ­των αιώνων κλπ. είναι φούμαρα και ψεύδη.

(Περί Αγαπών και κοι­νοκτημοσύνης έχομε τις ενδείξεις στις Πράξεις 2: 42-47, 4: 32-37, 5: 1-11, 6: 1-6. Πρόκειται για τον βραχυχρόνιο Εβιωνιτικό Χριστιανι­σμό του Πέτρου αρχικά και Ια­κώβου Αδελ­φοθέου στη συνέχεια. Ο Χριστιανισμός αυτού του τύπου κατά τον οποίον εξοδεύομε τώρα ό,τι έχομε διότι όπου να ‘ναι θα συμβεί η Δευ­τέρα Παρουσία, μόνο διά της εμμονής στην άμεση εσχατολογία και διά του τρόμου που αυτή προκαλούσε στα μέλη των πιστών μπορεί να εννοηθεί. Μετά την οικτρή αποτυχία αυτής της εσχατολογίας οι χριστιανοί αυτού του τύπου ευρέ­θηκαν επαίτες στους δρόμους. Έτσι ο Χριστιανισμός των Αγαπών εξέλειψε πολύ νωρίς και με την πρόωρη διάσπαση του Χριστιανισμού σε πολ­λές και διάφορες σέκτες και αιρέ­σεις που αλληλοσπαράχθηκαν, οι Εβιω­νίτες έπα­ψαν να υπάρχουν κατά τον πέμπ­το αιώνα.).

Χωρίς να επεκταθούμε, αναφέρομε ότι η αποτυχία και το χάλασμα του Χρι­στι­α­νι­σμού λόγω των ανθρώπων δεν στέκει καθόλου θεολογικώς για πολλούς λόγους. Εδώ ανα­φέρομε τον κυριότερο λόγο, ότι δηλαδή σύμφωνα με τα χριστιανικά δόγματα κατά τα έτη του Κυρίου και της Χά­ρι­τος η Εκκλησία, ο Κλήρος και ο Πιστός λαός προστατεύονται και καθοδηγούνται από την Θεία Προστα­σία και Πρόνοια και το Άγιο Πνεύμα. Άρα δεν μπορεί να υποπί­πτουν σε σφάλματα. Ο ίδιος ο αληθινός Θεός μπή­κε άμεσα και ενεργά μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι της ανθρωπότητας! Το βάπτι­σμα, το σημείο του σταυ­ρού, τα μυστήρια, η Παναγία και όλοι οι άγιοι εκδιώκουν τον Σατανά. Μετά αφού ο Γιαχβέχ είναι παντοδύναμος και πανάγαθος γιατί με μια κίνη­σή του δεν βγάζει τον Σατανά με τους Διαβόλους του από τη μέση ώστε εις το εξής η ατελής δημιουργία του να μείνει ήσυχη;

            Αν και μπορούμε να πούμε ότι η σημερινή μορφή του Χριστιανισμού φτιά­χ­τηκε από τον αγριάνθρωπο Κωνσταντίνο, τον αρχιψεύτη Ευσέβιο και τα ανάμικτα επιτελεία τους, οι θεολογικές θέσεις, αντιφάσεις, πολλές εντολές και πάρα πολλές πράξεις και «ιστορίες» της Παλαιάς Διαθή­κης καθώς και πολ­λές θε­ο­λογικές θέσεις, αντιφάσεις, διδασκαλίες, εντολές, και πρά­ξεις του ιδρυτή Ιησού Χριστού και των δια­δόχων του Αποστόλων, της Καινής Δια­θή­κης, κλπ., εί­χαν ήδη καταδικάσει τον Χρισ­τιανισμό σε πατα­γώδη αποτυχία από πάσης απόψεως και εκ προοιμίου. Όλα όσα συν­έβησαν ήταν λογικά και αναπό­φευ­κτα παρε­πό­μενα, αποτελέσματα και προεκτάσεις όλων όσων έγι­ναν αρχές της χρι­στι­ανικής πί­στεως και εδογματίσθησαν από τα εντός και τα εκτός της Βίβλου. Το μόνο που έμε­νε ήταν να δοθεί στους Χριστιανούς το πρά­σινο φως. Αυ­τό ακρι­βώς τους δό­θηκε από τον Κωνσταν­τί­νον και την μάνα του την Ελένη. Τα όσα έγραψαν, είπαν και έπραξαν οι επί­­σκοποι, οι πα­τριάρχες, οι πάπες, οι πα­τέρες, οι κα­λόγηροι και κάθε αξιωματούχοι της εκκλησίας γενικώς πριν και μετά τον Κων­σ­ταν­τί­νον, όπως και πολλοί αυτο­κράτο­ρες και κυβερ­νή­­τες που τον διαδέχ­θη­καν, ήταν από­λυτα ευθυ­γραμμισμένα με αυτή την κατα­στρο­φική θεο­λο­γία και παρά­λο­γη «λο­γι­κή». Δεν πρό­κει­ται καθόλου για πα­ρέκ­κλιση ή πα­ρε­ξήγηση.

Περιληπτικότατα αναφέρομε ότι ο Χριστιανισμός ήταν καταδικασμένος σε πλήρη αποτυχία εν τη γενέσει του. Η κρατικοποίησή του από τον Κωνσταντίνο μπο­ρεί να του ήλθε βολική, αλλά δεν στάθηκε υπεράνω καταστάσεων. Δεν έγινε μόνο όργανο της εξουσίας αλλά τις πιο πολλές φορές η εξουσία, η οποία ήταν τυραννία που καταπάτησε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα και δικαίωμα. Αυτά που έκαναν ο χριστιανικός κλήρος και οι χριστιανοί επιστάτες βασίζονταν στις άγιες γραφές τους και στις ερμηνείες τους, παρ’ όλον ότι άλλα δόγματά τους επικαλούνται την προστα­σία τους και την καθοδήγησή τους από το Άγιο Πνεύμα.

Τον Χριστιανισμό δεν τον «χάλασαν» οι άνθρωποι από τον Κωνσταντίνον και μετά, αλλά ήταν ήδη χαλασμένος εν τη γενέσει του. Για το εκ των υστέρων φταίξιμο των ανθρώπων ευθύνεται και πάλι ο ίδιος ο Χριστιανισμός. Η κατα­στροφή και η αθ­λιότητα που επακολούθη­σαν, όπου επε­κρά­τησε, ήταν συνέπειες της αλλοπρόσαλλης, παράλο­γης και σχιζο­ει­δής διδασκα­λίας και ηθικής του μαζί με τον απεριόριστο εκφο­βισμό και την αιώνια τιμωρία. Η ολοκληρωτική καταστροφή που επήλ­θε οφειλόταν στη λο­γική και πιστή εφαρ­μογή όλων όσων εξάγγειλε ο Χριστιανι­σμός. Π. χ: Άραγε, τί θα προτι­μούσες; Βασανιστήρια δύο ή τριών ημερών εδώ στη γη ή βασανιστήρια μιας χιλιε­τίας στο καθαρτήριο ή την κόλαση; Τί θα διάλεγες αλήθεια; Όπως έχομε αναπ­τύξει λε­πτομερώς και με πλήθος αναφορών σε άλ­λες μελέτες μας και περιλη­πτι­κώς στο αρχικό μας άρθρο «Διατί απορρίπτομε τον Χριστιανισμό», αυτή η εκ προ­οι­μί­ου παταγώδης αποτυ­χία του Χριστιανισμού οφείλεται κυρίως στα ακόλουθα:

 

  1. Ήταν Ιουδαϊκή αίρεση που βασιζόταν στην Παλαιά Διαθήκη και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να έχει απήχηση στους άλλους λαούς. Η Παλαιά Διαθήκη έγε­με θηριωδιών, βλακειών και κακουργημάτων και έτσι είχε πλέον ξεπέσει ακόμα και μεταξύ πολλών Ιουδαίων. Ήταν πλέον ανεφάρμοστη.
  2. Ήταν μεσσιανική, μεταφυσική και άμεσα εσχατολογική αίρεση με ξύλινη και καταστροφική ηθική και ανόητες αποκαλύψεις. Όλα βασίζονταν στον άκρατο φόβο και την αιώνια τιμωρία Το τέλος του κόσμου αναμε­νόταν από στιγμή σε στιγ­μή, οπότε δεν χρειαζόταν καμία κοινωνική πρόνοια και αντιμετώπιση του αύριο. Η κυριαρχία του κόσμου ανήκε στον σατανά, στους διαβόλους του και στην αμαρτία. Έτσι ο άρχων της δικαιοσύνης θα εμφανιζόταν λίαν συντόμως να αποκαταστήσει τα κακώς κείμενα.
  3. Εκτός από ολίγες ανεφάρμοστες, ακραίες και μερικές καταστροφικές εντολές δεν φρόντισε διά την ου­σι­αστική δι­ευθέτηση και λύση των προβλημάτων της καθημερινής ζωής και των ανθρωπίνων σχέσεων. Αντ’ αυτών εξαίρεται η πα­ραίτηση από τα εγκόσμια, η αδιαφορία διά την αύριον, ή απαξία του κόσμου, ο αναχωρητισμός, ο μο­­να­χισμός, ο ασκητισμός, το πένθος, η αθλιότητα, η αφύσι­κη νηστεία, ο αν­τιε­ρωτισμός και τόσα άλλα.
  4. Τα βιβλία και τα κηρύγματά του εκτός από αναμασήματα, κοινοτοπίες και τε­τριμμένα γέμουν λαθών, αντιφάσεων, υπερβολών, εκφο­βισμού, κλπ. Δεν είχε καμία εγγενή λογική και συνέπεια. Τα πάντα έγιναν μαντάρα...!
  5. Δεν έλαβε καμία μέριμνα για την γνώση, την φιλοσοφία, την επιστήμη, την ιατρική, την ψυχολογία, την πρόοδο, κλπ. Μόνη αρχή ήταν το «πίστευε και μη ερεύνα» και όλη η σκέψη ανα­λωνόταν για τον θάνατο και την άλλη ζωή. Οι φυσικές καταστροφές και οι αρρώστιες, σωματικές ή ψυχολογικές, οφείλον­ταν στις αμαρτίες και ήταν ενέρ­γειες των διαβόλων ή της οργής του Πανά­γα­θου. Η θερα­πεία ήταν το ευχέ­λαιο, το θαύμα, το σημείο του σταυρού, η ελιά και το βάιο του σταυρού, ο αγιασμός, ο εκκλησιασμός, η εξομολόγηση, η λι­τανεία, ο εσπε­ρινός, η παρά­κληση, το φυλαχτό, η προσευχή, η νηστεία, το θυ­μίαμα, το τάμα, η από­τα­ξη του σατανά, η ανάγνωση και αποστήθιση απο­σπα­σμάτων της Βίβλου και άλ­λων διαφόρων χριστιανικών βιβλίων, οι εξορκισμοί, οι ευχές, οι μετάνοιες, οι εικόνες και οι μπογιές τους, τα άχραν­τα μυστήρια και τα διάφορα παρεπόμενα όλων αυτών των με­θόδων.
  6. Καταδίκασε τον έρωτα ως αμαρτία. Εξαίρει την παρθενία και τον ευνουχισμό. Κατάστρεψε, δηλαδή, την μεγαλύτερη κι­νητήρια δύναμη της ζωής, διέρ­ρηξε τις ρίζες των σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων και των οικογενειακών σχέσεων και έτσι δημιούργησε έναν τεράστιο αριθμό ψυχοσωματικών διαταραχών και νευρώσεων. Ει δυνατόν «παρελθέτω ο κό­σμος ούτος» και να επέλθει η εξά­λει­ψη του ανθρω­πίνου γένους τη σωτηρία του οποίου επαγγέλθηκε.
  7. Για να κερδίσομε την άλλη ζωή πρέπει να μισήσομε ετούτη.

 

Για να καταδείξομε τα οικτρά χάλια του Χριστιανισμού ένεκα των αρχών του και όχι ένεκα του ότι τον χάλασαν εκ των υστέρων οι άνθρωποι θα τελειώσομε με την καταγγελία ότι κάθε «ιερά εξέταση» από τον 4ον αιώνα και εφεξής θεμε­λι­ώ­θηκε και δι­­καιολογήθηκε θεο­λογι­κώς διά των «ιερών κειμένων» της Βίβλου και των Πατέρων. Η κάθε ιερά εξέταση τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή από τον 4ο αιώνα και με­τά, και όχι μόνον η ισπα­νική των 12ου-19ου αιώνων, βασίστηκε σε:

 

  1. Πολλά χωρία της Πα­λαιάς και της Καινής Δια­θήκης.
  2. Στους: Ιησού, Πέ­τρο, και Παύλο.
  3. Έργα Πατέ­ρων (πρωτί­στως του Τερτυλλιανού, Ιερωνύμου, Αμβροσίου και του Αυ­γουστί­νου, και άλλων).
  4. Νομο­θε­σίες από τον «Άγιο!» Κωνσταν­τίνον μέχρι τον εμ­πα­θή θεο­λόγο αυτο­κράτορα Ιου­στινιανόν, αλλά και διάφορες άλλες μετά.
  5. Απο­φά­σεις συνόδων και συμβουλίων.

 

Όλα αυτά εκ­θέ­τονται με πλήθος αναφορών και στοιχεί­ων στο εξαι­ρε­τικό βι­βλίο του ερευνητή Charles B. Waite, The History of Chris­ti­an Reli­gion to the Year 200, (Η ιστορία της Χριστιανικής Θρη­σκείας μέχρι το Έτος 200), σε­λί­δες 519-537.

            Ένα απλούστατο παράδειγμα σχιζοφρενικής λογικής και καταστροφικής θεο­λογίας το οποίο έχει σχέση με το εδώ θέμα μας και ακούμε συχνά είναι το εξής. Η χρι­στι­α­νι­κή θεολογία, εκτός από την ύπαρξη των απειραρίθμων και πανταχού παρόν­των δια­βόλων, δικαιολογεί την ύπαρξη κάθε κακού στον κό­σμο (δισε­κα­τομ­μυρίων επι­βλα­βών ιών και μικροβί­ων, εκατομμυρίων ασθενειών, χιλιάδων φυ­σικών κατα­σ­τρο­φών, συνεχών κατασπαράξεων ζώων από άλλα ζώα, απείρων αδικι­ών, πόνου, θλί­ψεως, πέν­θους, λύπης, στεναγμού,... και ο κατάλογος συνεχίζεται επ’ άπειρον) διά της ατε­λεύ­τητης ορ­γής του Θεού της (Γιαχβέχ), ένεκα των ανθρω­πί­νων αμαρτιών και κυ­ρίως λό­γω του προπα­τορικού αμαρτήματος. Ο Θεός λόγω του προπα­τορικού αμαρ­τήματος του Αδάμ και της Εύας καταράστηκε εσαεί ολόκληρη τη δημιουργία Του και συνεχώς εξορ­γίζεται μαζί της ένεκα νέων ανθρωπί­νων αμαρτιών ώστε να παίρνει συ­νε­χώς εκδί­κη­ση μέσω των απείρων κακών που δημιουργεί. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά επιτρέπει ακόμη στον σα­τανά και στους υπηρέτες του διαβόλους να σκαν­δαλί­ζουν συνεχώς τους ανθρώπους, να τους ωθούν προς την αμαρτία και το κα­κό, να τους προ­ξε­νούν πολ­λά κακά και έτσι να υπο­νο­μεύουν συνεχώς την «τέλεια» δη­μιουργία του Παν­τοδυνάμου. Π. χ. οι ασθένει­ες είναι προϊ­όν­τα των δαι­μό­νων (Ματ­θαίος 12: 43-45, Λουκάς 11: 24-26 θαυμάστε: «Όταν το ακάθαρτον πνεύμα εξέλθη από του ανθ­ρώπου, διέρχεται δι’ ανύδρων τόπων ζητούν ανάπαυσιν, και μη ευρίσκον λέγει· υποστ­ρέψω εις τον οίκόν μου όθεν εξήλθον· και ελθόν ευρίσκει σεσαρωμένον και κε­κο­σ­μημέ­νον. τότε πορεύεται και παραλαμβάνει επτά έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυ­τού, και ει­σελθόντα κατοικεί εκεί, και γίνεται τα έσχατα του ανθρώπου εκείνου χείρονα των πρώ­των.», 13: 10-16, Πράξεις 8: 7, κλπ.), αλλά και αμαρτιών (απανταχού στην Πα­λαιά Διαθήκη και στον Ιωάννην 5: 14 «... μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρόν σοί τι γένηται.»).

Ένα άλλος λόγος για τον οποίον ο Θεός των Χριστιανών επιτρέπει στους δια­βόλους και τον σατανά να διαπράττουν όλα αυτά, όπως οι Χριστιανοί ισχυρίζονται, είναι το ότι ο Θεός θέλει να μας δοκιμάζει! Απο­ρού­με με την ακατάπαυστη επιμονή και συνεχή άγνοιά Του! Ποιος ξέρει τί άλλα θα ακούσομε ακόμα!

Η μόνη ασυγχώρητη αμαρτία, δηλαδή η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύ­μα­τος, Ματ­θαίος 12: 31-32 και Μάρκος 3: 28-29, έγινε η αιτία ανιά­των ενοχών, καταρ­ρακώσεως της προσωπι­κό­τη­τας και κατα­στρο­φής της ζωής χιλι­ά­δων ανθρώπων. Όλα αυτά όμως δεν στάθηκαν αρ­κε­τά για τον φιλεύ­σπλαχνο Θεό Πα­τέρα και έτσι μας έχει επιφυλάξει πολλά άλλα πολύ χειρότερα για την μετά θάνατον ζωή! Είναι αδύνατο να βρεθεί θρη­σκεία τόσο κα­τα­στρο­φική, κατα­πιεστική, αντιφα­τι­κή, εκδικητική, εκφο­βι­στική και εκβιαστική όσο η Εβραιοχρι­στια­νική! Με­τά όμως γυρ­νάνε οι Χριστιανοί, αρχής γε­νο­μένης με τον Ιωάννη τον Ευ­αγγελιστή και Θεολόγο να μας ανα­κοι­νώ­σουν με από­λυ­τη βε­βαι­ότητα, χιούμορ και θράσος ότι «ο Θεός αγά­πη εστί όλως» και ότι ήταν ο Χρι­στια­νι­σμός εκείνος που έφε­ρε το μή­νυ­μα της αγάπης και της συγχώρεσης στον κό­σ­μο. Μας λένε επίσης με «πλή­ρη γνώ­ση και βεβαιότητα» ότι όλα αυτά τα άπειρα και ανατριχιαστικά κακά τα επι­τρέπει ή τα προκαλεί ο Πανά­γαθος διά παι­δα­γωγικούς λό­γους!

 

«Έλα να σε κάψω Γιάννη,

να σε κάψω για να ‘γιάνεις!»

 

            Από κοινωνικής, ψυχολογικής, και πάσης απόψεως, στα μέρη όπου επι­κρά­τη­σε ο Χριστιανι­σμός έκανε τα πάντα μαντάρα. Προέκυψαν: Άνευ προηγουμένου δεισι­δαι­μο­νία, πόνος, θλί­ψη, φό­βος, τρόμος, αναχωρητισμός, ερημιτισμός, ενίοτε ευ­νου­χι­σμός και στηλιτισμός, φό­νος, καταστροφή, αθλιό­τητα, βασανιστήρια, αγραμ­μα­το­σύ­νη, αντιεπιστημονικότη­τα, βρωμιά, απλυσιά, αρρώστια, αντιερωτι­σμός, μισογυ­νισ­μός, μυστικοκοπάθεια, νεύ­ρωση, καχυπο­ψία, μισαλλοδοξία, ενοχή, δυστυχία, εκ­με­τάλλευ­ση, αιρέσεις, εξο­στρα­κισμοί, αφορι­σμοί, θρησκευτικοί και μη θρη­σκευ­τικοί πόλε­μοι, εκατομ­μύρια αθώα θύματα και όλο το κακό συν­α­πάντημα

Ο Χρι­στιανισμός δεν έλυσε κανένα από τα κοινωνικά προβλήματα των οποί­ων την λύση έστω και υπο­τυπωδώς επαγγέλθηκε. Τα πράγματα, από πάσης απόψεως, έγι­ναν τρισ­χειρότερα από ότι ήταν πριν! Οι μη πιστεύσαντες ή οι αιρετικοί εθανατώ­θηκαν. Η προηγούμενη δεισι­δαιμονία αντικατεστάθη με μια άλλη πολύ χειρότερη, φανατική και άκρως εκδικητική. Η δι­καστική εξουσία εδόθη στα χέρια των χριστια­νών ιερωμένων και δη των επισκόπων, παπών και πατριαρχών. Το δημόσιο χρήμα εξ­ανεμίσθηκε από τις κατά τόπους εκκλησίες με το να χτί­ζουν ναούς και μοναστήρια και για τα δικά τους συμφέροντα και ενδιαφέ­ροντα. Ού­τε η χριστι­α­νι­κή οι­κου­μένη έγι­νε μία ποίμ­νη με έναν ποι­μένα, αλλ’ αντιθέ­τως πολλές φανατικά αν­τιμα­χόμενες μερί­δες και αι­ρέσεις. Ούτε η αγάπη επε­κ­ράτησε ως οδηγός του κοινωνι­κού βί­ου, αλλ’ αν­τιθέ­τως η βία, ο φόνος, η εκδίκηση και η κα­τα­­στροφή. Ο Ελλη­νορω­μαϊκός πολιτισ­μός ισοπε­δώθηκε. Όλα τα επιτεύγ­ματα ενός πολι­τισμού πολλών λαών και άνω των χι­λί­ων ετών διεγράφησαν και κατεδαφίστηκαν με μια μο­νοκονδυλιά. Αντ’ αυτών επεκ­ράτησε η κατήφεια και το πένθος.

Είναι αξιοπαρατήρητο το γεγονός ότι ενώ: στις νο­μο­θεσίες, στα Πατερι­κά κεί­μενα, στις αποφάσεις συνόδων, στους χρισ­τιανικούς αφορισμούς γενικώς που μόνο τρομακτκή αηδία προκαλούν, σε μερικά τροπάρια, στον ακάθιστο ύμνο, στα αναθέ­ματα και κεί­μενα της Κυριακής της Ορθοδοξίας, κ. α., ευρίσκομε πάρα πολλές υβρι­στι­κές, κακοηθέστατες και υποτιμητικές φράσεις μαζί με παντός είδους δι­ωκτικά συν­θήματα και κατάρες που κατα­φέρονται ονομαστι­κώς εναντίον των εθνοτήτων: Ελλή­νων, Ελληνιζόντων, Αθη­να­ίων, Πλα­τω­νι­ζόν­των, και αιρετικών χριστιανών, χωρίς κα­μία απολύτως συστολή ή περιτροπή, μετά οι χριστιανοί έχουν την αντιφατικότη­τα, ανακολουθία και σχιζοφρένεια να καυ­χώνται ότι αποτελούν θρησκεία της αγάπης και αγαπούν και συγχωρούν ακόμα και τους εχθ­ρούς των. Μόνο νοσηρές, αρρωστημένες, φαντασίες και άνθρωποι του μί­σους και με ψυχολογι­κές διαταραχές μπο­ρούν να γράφουν τέτοια πράγματα...! Όλα αυτά έχουν κυκλοφορήσει επαρκώς και ευρέως ώστε εύκολα μπορείτε να τα βρείτε και να τα διαβάσετε για να δείτε ακριβώς κατά πόσο λέμε την αλήθεια.

            Πολλοί αμαθείς ή πιθηκίζοντες θα ρωτήσουν: αν δεν είναι η αγάπη, τότε ποιο είναι το μήνυμα του Χριστιανισμού στον κόσμο; Η απάντηση είναι σύντομη και απλή. Πρώτα απ’ όλα ο Χριστι­α­νι­σμός δεν μας είπε τίποτα για την εδώ ζωή ή για την αγά­πη που δεν το είχαμε σκεφτεί, συζητήσει, αναπτύξει, και φιλοσοφή­σει πριν απ’ αυτόν. Όλη η θεολογική δικαιολογία υπάρξεως του Χρι­στι­ανισμού γράφεται επι­σήμως και διά πρώτη φορά στις Επιστολές του Παύλου, κυρίως Πρός Ρωμαίους, Α΄ και Β΄ Πρός Κορινθίους, Πρός Εβραίους κλπ.. Με δυο λέξεις, αυτή βα­σί­ζε­ται στο προ­πα­το­ρικό αμάρτημα του Αδάμ και της Εύας και την απολύτρωση του ανθρω­πί­νου γέ­νους από την αμαρτία, την αρχική ολοκληρωτική κατάρα και την συνεχή οργή του Πανά­γα­θου Θεού Πατρός Γιαχβέχ, ο οποίος «αγάπη εστί!». Με το «προπατορικό αμάρτημα» η αμαρτία και η δράση του Σατανά και των διαβόλων του, ωσάν Πλατω­νικές ιδέες, εισήλθαν στον κόσμο και όλος κόσμος έπρεπε υπο­χρεωτι­κά να σωθεί απ’ αυτές και από την τρο­με­ρή οργή του Πανάγαθου Θεού, ο οποίος εκτός από τον Αδάμ και την Εύα καταράστηκε όλους τους απογόνους των και όλη τη δημιουργία εις πάν­τας τους αιώνας.

Ο πρώτος θεολόγος και συγγραφέας του Χριστιανισμού, ο Απόστολος Παύ­λος, υπερτονίζει το σημείο αυτό στις Επιστολές του και η θεολογία του στρέφεται γύ­ρω απ’ αυτό. Βλέπε π. χ. Πρός Ρω­μαί­ους 5: 6-21 και κεφάλαια 6, 7, κ. α. Μετά ταύτα, ό,τι γράφει ο Παύλος έγιναν δόγματα ολοκλήρου του Χριστιανισμού και η χριστιανι­κή θεολογία περιστρέφεται γύ­ρω απ’ αυτά. Ο Θεός Πατήρ «σω­τη­ρίαν ηργάσατο εν μέσω της γης». Ο εξ­ευ­μενισμός της οργής του Φιλεύσπλαχ­νου έπρεπε να επιτευχθεί διά του θείου δρά­ματος. Όπως πε­ρι­γράφει η Καινή Διαθήκη αυτό παί­χτηκε στο θέατ­ρο της σωτηρίας διά της θυ­σίας του «ομοουσίου τω Πατρί» Υιού Του Θεού, Ιησού Χριστού (διά τεσσάρων τρόπων). Από δω και μπρος η Θε­ό­τη­τα μπήκε ενεργώς στο ιστο­ρικό γίγνεσ­θαι της ανθρωπότητας. (Πριν άραγε απλώς έριχνε καμιά ματιά απ’ έξω όπως έλεγε και ο αρχιαιρεσιάρχης χριστια­νογνω­στι­κιστής Μαρκίων;!). Από κει και πέρα αν πι­σ­τέ­ψομε και κολλήσομε σ’ αυ­τή την ιστορι­ούλα έχομε σωθεί. Ειδάλ­λως, μας πήρε και μας σήκωσε!... Ο «καταρα­μέ­νος όφις» του μύ­θου του παραδείσου των πρω­το­πλάσ­των τον οποίον η χριστιανική θε­ολογία ταύτισε με τον Σατανά (ή τον αστέρα Εω­σφόρο, που είναι ο πλανήτης Αφροδίτη!) και οι υπη­ρέτες του διάβολοι (εκπεσόντες αστέρες, διάττοντες και κομήτες!) μας περι­μέ­νουν στο άσβε­στο πυρ της αιωνίου κο­λάσεως για να μας περιποι­ηθούν με κάθε βασα­νι­στή­ριο που μπορεί ή δεν μπορεί να φανταστεί κάθε νοσηρά φαντασία. Αυτή εί­ναι η θε­ο­λο­γι­κή δικαι­ολό­γηση και κα­τα­ξί­ωση του Χριστια­νισμού όπως την διατύπωσαν οι φω­στή­ρες του. Αυ­τή έγι­νε και η αι­τία κάθε βίας, μι­σαλ­λο­δο­ξίας, και συμφο­ράς! Η σχε­τι­κή αγά­πη και συγχώ­ρεση λοι­πόν έξω από τις κατά τό­πους κλει­στές ομά­δες των θρη­σκο­λή­πτων του Χρισ­τιανισμού είτε δεν υπ­ήρχε ευ­θύς εξ’ αρχής είτε λησμονήθηκε γρή­γο­ρα... Ήταν κού­φια λό­για και φούμαρα, όπως σα­φώς φα­νε­ρώ­νουν τα γραπτά ολο­κλή­ρου της Βί­βλου και ειδικά της Καινής Δια­θή­κης, ολόκληρη η Χριστιανική Ιστορία και χίλια δυο άλλα κα­νονικά ή αι­ρετικά και απόκρυφα γρα­πτά!... Αν υπάρχει κάτι που να καθορίζει την κεντρική ιδέα και το άξονα περιστροφής της θεο­λογίας του Χρι­στι­α­νι­σμού αυτό είναι η άνευ ορίων οργή του «Παντοδυνάμου και Παναγάθου Γιαχβέχ» και ο συνεχής και άκρατος εκ­φοβι­σμός μαζί με τον αέναο αγώνα κατά του σατανά και την από στι­γμή σε στιγμή εσχατολογική κρίση. Οργή, φόβος, τρό­μος, σατανάς, διά­βολοι, την προ­σ­μονή της εσ­χάτης κρίσεως από στιγμή σε στιγμή... Πάνω απ’ όλα όμως ο εκφοβισ­μός! «...και εγέ­νετο φόβος μέγας εφ’ όλην την εκ­κλησίαν και επί πάντας τους ακού­ον­τας ταύ­τα.», Πράξεις 5: 5, 11.

 

Μήνυμα λοιπόν: Θέλετε δεν θέλετε, υποχρεωτική σωτηρία από την αρχική κα­τάρα και την ασυγκρά­τη­τη συνεχή οργή του πανά­γαθου Γιαχ­βέχ, συμμετοχή στον αδι­άκοπο αγώνα κατά του Σατανά και των διαβόλων και της αμαρτίας, απόλυτη προετοι­μασία εν όψει μιάς άμεσης εσχατολογίας συγκαλυμ­μέ­νης με μια αποκαλυπτική, καταστ­ροφική και σωτηριο­λογική θεολογία περί θεϊκής δικαι­οσύνης και αιωνίου τιμωρίας!

 

Ένεκα αυτού του «μηνύματος», σαχλαμάρας, που δεν κάνει ούτε για παραμύ­θι για μικρά παιδία, διακόσια εκατομμύρια έχασαν την ζωή τους, πολλά εκατομμύρια εβα­σανίστηκαν, πολλά εκατομμύρια έγι­ναν αναχωρητές, μοναστές, ευνούχοι, πολλοί πολιτισμοί ισοπε­δώ­θη­καν, λαοί χάθηκαν, οι επιστήμες έσ­βη­σαν, η φιλοσοφία γελοιο­ποιήθηκε, η τέχνη κα­ταστράφηκε, κλπ και επεκράτησε ο φόβος και ο τρόμος.

Αντί του εντός των χριστιανικών ομάδων περιορισμένου ή του γενικώς αορί­στου «αγαπάτε αλλήλους» η κεντρική ιδέα του Χριστιανι­σμού, πέραν από εκδίκηση κατάρα και έσχατη τιμωρία, αντιπρο­σωπεύεται πλήρως με το «εκφοβίζετε αλλή­λους». Στον Χριστιανισμό παντού και πάντοτε δια­χέ­εται ένας διαρκής, έντονος και αγχώδης φόβος, γεγονός κυριολεκτικά αποδεδειγ­μέ­νο από τη θεωρία, τη διδα­σκα­λία και την ιστορική δια­δρομή του! Ο απροκάλυπτος και άκρατος εκ­φο­βι­σμό­ς δη­λα­δή. Πέραν των όσων έχομε ήδη καταγράψει ή αναφέρει εντός του κειμένου ιδού ακόμα μερικά συμπληρω­μα­τικά παραδειγματικά χωρία:

 

Ματθαίος 13: 24-30 «Άλλην παραβολήν παρέθηκεν αυτοίς λέγων· ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω σπείραντι καλόν σπέρμα εν τω αγρώ αυτού· εν δε τω καθεύδειν τους ανθρώπους ήλθεν αυτού ο εχθρός και έσπειρε ζιζά­νια ανά μέσον του σίτου και απήλθεν. ότε δε εβλάστησεν ο χόρτος και καρ­πόν εποίησε, τότε εφάνη και τα ζιζάνια. προσελθόντες δε οι δούλοι του οικο­δεσπότου είπον αυτώ· κύριε, ουχί καλόν σπέρμα έσπειρας εν τω σω αγρω; πό­θεν ουν έχει ζιζάνια; ο δε έφη αυτοίς· εχθρός άνθρωπος τούτο εποίησεν. οι δε δούλοι είπον αυτώ· θέλεις ουν απελθόντες συλλέξωμεν αυτά; ο δε έφη· ου, μήποτε συλλέγοντες τα ζιζάνια εκριζώσητε άμα αυτοίς τον σίτον· άφε­τε συναυξάνεσθαι αμφότερα μέχρι του θερισμού, και εν καιρω του θερι­σ­μού ερώ τοις θερισταίς· συλλέξατε πρώτον τα ζιζάνια και δήσατε αυτά εις δέσμας προς το κατακαύσαι αυτά, τον δε σίτον συναγάγετε εις την αποθή­κην μου.».

      Αυτή η ανήθικη και ανάρμοστη προς κάθε θεϊκή ιδιότητα παρα­βολή, εκ­τός από την έμπνευση φόβου και κατακαύ­σεως μας λέγει ότι όσοι επιχειρημα­τολο­γούν και να εγείρουν ζητήματα γί­νονται ζιζάνια που τα αφήσομε ανενόχ­λη­τα προσωρινώς σαν να τους στήσομε παγίδα και τελικά θα τα κατα­καύ­σο­με. Άστε τα ήσυχα για την ώρα και μην προσπαθήσετε να τα σώσετε κι’ αυτά. Μετά θα τα κατακαύσω εγώ ... Οι μαθητές ήταν τόσο βραδύνοες που αναγκά­στηκε να τους παραδώσει και την εξήγηση της παραβολής, στους στίχους του Ματθαί­ου 13: 36-42. Ει­δικά στους στίχους 39-42 λέγει:

Ματθαί­ος 13: 39-42 «ο δε εχθρός ο σπείρας αυτά εστιν ο διάβολος· ο δε θερι­σμός συντέλεια του αιώνός εστιν· οι δε θερισταί άγγελοί εισιν. ωσπερ ουν συλλέγεται τα ζιζάνια και πυρί καίεται, ού­τως έσται εν τη συντελεία του αι­ώνος τούτου. αποστελεί ο υιός του ανθρώ­που τους αγγέλους αυτού, και συλ­λέ­ξουσιν εκ της βα­σι­λεί­ας αυτού πάντα τα σκάνδαλα και τους ποιούντας την ανομίαν, και βα­λούσιν αυτούς εις την κά­μινον του πυρός· εκεί έσται ο κλαυ­θμός και ο βρυγ­μός των οδόντων.».

Ίσως όμως να δικαιολογούνται διότι όσο απλοϊκοί κι’ αν ήταν, μάλλον δεν θα μπορούσαν να φανταστούν ότι ο θεός της αγάπης μπορούσε να είναι κάτι τέ­τοιο και η εσχατολογία για την οποία μιλούσε ήταν τόσο άμεση!

Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς 1: 8-9 «εν πυρί φλο­γός, δι­δόντος εκδίκησιν τοις μη ειδόσι Θεόν και τοις μη υπακούουσι τω ευαγ­γε­λίω του Κυρίου ημών Ιη­σού Χριστού, οίτινες δίκην τίσουσιν όλεθρον αιώνιον από προ­σώ­που του Κυρί­ου και από της δόξης της ισχύος αυτού,».

Πρός Εβραίους 10: 27 «φο­βε­ρά δε τις εκδοχή κρίσεως και πυρός ζή­λος εσ­θίειν μέλλοντος τους υπεναν­τίους.»,

Πρός Εβραίους 10: 31 «φοβερόν το εμπεσείν εις χεί­ρας Θε­ού ζώντος.».

 

Υπάρχουν και αμέ­τρητα άλλα τέτοια χωρία μέσα στην «Ιερά Βίβλο» που απαντώνται στα λόγια όλων και του Ιησού συμπεριλαμβανο­μένου...! Λοιπόν και ‘σεις αγαπητοί ανα­γνώστες μελετήσετε, κρίνε­τε και καταγ­γεί­λε­τε.

 


«ΟΣΤΙΣ ΘΕΛΕΙ ΟΠΙΣΩ ΜΟΥ ΕΛΘΕΙΝ...»

 

Αυτή η πολύ συνηθισμένη χριστιανική φράση αν και δεν υπάρχει αυτολεξεί στην Καινή Διαθήκη είναι βγαλμένη από τα τρία πρώ­τα συνο­πτικά Ευαγγέλια. Συγκε­κριμένα έχομε:

 

Ματθαίος 16: 24 «Τότε ο Ιησούς είπε τοις μαθηταίς αυτού· ει τις θέλει οπίσω μου ελ­θείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι.»

 

Μάρκος 8: 34 «Και προσκαλεσάμενος τον όχλον συν τοις μαθηταίς αυτού είπεν αυτοίς· όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυ­τού, και ακολουθείτω μοι.»

 

Λουκάς 9: 23 « Έλεγε δε προς πάντας· ει τις θέλει οπίσω μου έρχεσθαι, απαρ­νη­σά­σθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού καθ’ ημέραν και ακολουθείτω μοι.»

 

Εις μεν τον Ματθαίον και τον Λουκάν έχομε «ει τις θέλει» και όχι «όστις θέ­λει» όπως γράφει ο Μάρκος. Το απαρέμφατο «ελθείν» απαντάται μόνο στον Ματθαί­ον. Στον Μάρκον έχομε το απαρέμφατο «ακολουθείν» και στον Λουκάν το «έρχεσ­θαι». Η κατά λέξη μετάφραση της Καινής Διαθήκης της Αποστολικής Διακονίας με­ταφράζει ως εξής:

 

24 Τότε είπε ο Ιησούς εις τούς μαθητάς του, «Εάν κανείς θέλη νά μέ ακολουθήση, άς απαρνηθή τόν εαυτόν του καί άς σηκώσει τόν σταυρόν του καί άς μέ ακολουθήση.»

 

34 Και αφού εκάλεσε το πλήθος μαζί μέ τούς μαθητάς του τούς είπε, « Εάν κανείς θέλη νά μέ ακολουθήση, άς απαρνηθή τόν εαυτόν του καί άς σηκώση τόν σταυρόν του καί άς μέ ακολουθήση.»

 

23 Καί έλεγε εις όλους, «Εάν θέλη κανείς νά μέ ακολουθήση, άς απαρνηθή τόν ευατόν του καί άς σηκώση τόν σταυρόν του κάθε ημέραν καί άς μέ ακολουθή.»

 

            Ο υποθετικός αυτός λόγος υπάρχει σαφώς και στις ερμηνείες των Τρεμπέλα και Κολιτσάρα, οι οποίοι απλώς τον έχουν παραφουσκώσει με δικές τους θεο­λο­γικές ερ­μηνευτικές σάλτες, πράγμα που εκ συστήματος και κατά κόρον κάνουν παντού. Ακόμα συνεχίζεται, υπό αναφοροϋποθετική μορφή, και σε με­ρικούς από τους επό­με­νους στίχους. Για παράδειγμα παραθέτομε χωρίς μετά­φ­ραση τον αμέσως επόμενο στί­χο από τους τρεις ευαγγελιστές αντιστοίχως, και σας παρα­καλούμε να μελετήσετε προσεκτικά την Καινή Διαθήκη σ’ αυτά τα τρία ση­μεία.

 

25 «ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν· ος δ’ αν απολέση την ψυ­χήν αυτού ένεκεν εμού, ευρήσει αυτήν.»

 

35 «ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν· ος δ’ αν απολέση την εαυ­τού ψυχήν ένεκεν εμού και του ευαγγελίου ούτος σώσει αυτήν.»

 

24 «ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν· ος δ’ αν απολέση την ψυ­χήν αυτού ένεκεν εμού, ούτος σώσει αυτήν.»

            Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, καίτοι μέσα στην ομάδα των δώδεκα μαθητών και θεολόγος, άκρως περιέργως δεν αναφέρει τί­ποτα απ’ αυτές τις κατά μάλλον ή ήτ­τον κα­θα­ρές θε­ολο­γί­ες του Ιησού, τις οποίες αυτοί οι στίχοι των τριών πρώτων ευαγ­γε­λι­στών περιέ­χουν και πρέ­πει να τις άκουσε και αυτός αφού ο Ιησούς τις είπε στους μα­θητές του. Εδώ τις έμαθε ο Λουκάς που δεν ήταν εκεί όταν ελέχθη αυτό το λογύδριο αλλά τις έγραψε, ο Ιωάννης όμως αν και ήταν εκεί παρών δεν τις ανέφερε! Περίεργο;

            Οι ιεροκήρυκες και οι κάθε είδους προπαγανδιστές του Χριστιανισμού, τους οποίους έχω πολλές φορές ακούσει εκ του σύνεγγυς ή έχω διαβάσει γραπτά τους, μας διατυμπανίζουν άλλα πράγματα. Όταν λένε το «όστις θέλει...» σταματάνε μέχρι εκεί ή μέχρι το «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν...». Μετά δίνουν την εξήγηση ότι ο Χρι­στός αναγνωρίζει στον καθένα το δημοκρατικό δικαίωμα της ελευθέρας εκλο­γής και τον αφήνει ελεύθερα να τον ακολουθήσει ή να μην τον ακολουθήσει. Ακόμα επε­ξη­γούν ότι ο Χριστός δεν επιβάλλει σε κανέναν τι να κάνει αλλά τον αφήνει ελεύθερο να κάνει ό,τι επιθυμεί, ενώ ως Θεός που είναι, αν ήθελε, θα μπορούσε μέσα σε κλά­σμα του δευ­τερόλεπτου να κάνει όλους τους ανθρώπους επί της γης οπαδούς του. Αυ­τοί λοιπόν, αποσιωπούν πλήρως τον υποθετικό λόγο που υπάρχει μέσα σε όλους αυ­τούς τους στίχους και μας πα­ρουσιάζουν έναν Χριστό να μας λέγει: «Θέλετε να έλθε­τε μαζί μου ελάτε. Αν πάλι δεν θέλετε μην έρχεστε. Κάνετε ότι θέλετε». Έτσι επι­θυ­μούν να μας παρου­σιάσουν τον Χριστιανισμό σαν μια απόλυτα δημοκρατική θρη­σ­κεία, η οποία σέβεται το δικαίωμα της ελευθέρας εκλογής χωρίς καμία βία και κανέ­να καταναγκασμό.

Εδώ θα αποδείξομε πέραν πάσης αμφιβολίας πόσο πολύ όλα αυτά που δια­κη­ρύττουν οι προπαγανδιστές του Χριστιανισμού απέχουν από την πραγματικό­τητα και πόσο οι κύριοι αυτοί εσκεμμένα ψεύδονται! Είναι ίδιον γνώρισμα των Χριστιανών προπαγανδιστών η παρερμηνεία, η διαστροφή και το ψεύδος, αρχής γενο­μένης από τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος έγραψε πριν από τους ευαγγελιστές: Πρός Ρω­μαί­oυς 3: 7 «Ε­άν διά τoυ ψεύ­δoυς μoυ η αλή­θεια τoυ Θε­oύ κα­τε­­δεί­χθη με­γά­λη πρoς δό­ξαν τoυ, για­τί ακό­μη κα­τα­κρί­νo­μαι ως αμα­ρτω­λός;» (αυτό είναι το μόνο αληθές που μας είπε ο Παύλος!). Βλέπε και: Πράξεις 9: 22, Α΄ Πρός Κo­ρι­ν­θί­oυς 6: 12, 9: 19-23, 10: 23, Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 3: 6, 5: 13, 12: 16, Πρός Φι­λιπ­­πη­σίους 1: 15-18. Ακόμα από τον Παύλο (Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 3: 6, Πρός Γαλάτας 4: 24), και εφεξής έχομε το δολιότατο αξίωμα των Χρι­στιανών θεολόγων και απολογητών ότι η Αγία Γρα­φή ερμη­νεύεται είτε κατά γράμ­­μα (δηλαδή κυριολε­κτικώς) είτε αλληγορικώς (με­ταφορικώς), πράγμα που τονίζει και ο Ωριγένης. Δεν μας λένε όμως κα­θό­λου τα κρι­τήρια διά των οποίων ξεχωρίζουν τα αλ­ληγορικά από τα κυρι­­ο­λεκτικά χω­ρία. Προφα­νώς ούτε και οι ίδιοι τα γνωρίζουν, εκτός βε­βαίως και πρό­κει­ται για προ­­φανείς πε­ρι­π­τώσεις σχημάτων λόγου για τις οποίες δεν χρειαζόμαστε θεί­αν επι­φοί­τη­ση. Επίσης οι Χριστιανοί άρπαξαν τις Εβραϊ­κές γραφές, τις κακοποίησαν και τις δια­στρέβλωσαν για να εξυπηρετήσουν τις από­ψεις τους και τους σκοπούς των. Η από­δει­ξη που επι­χειρούμε εδώ περιλαμβάνει τα εξής πέντε σημεία.

 

            Πρώτον. Ο υποθετικός λόγος είναι σαφέστατος διά της λέξεως «ει=εάν», όπως απε­ρίφραστα γράφεται στον Ματθαίον και τον Λουκάν. Στον Μάρκον δεν υπάρ­χει «ει», πλην όμως το απαρέμφατο «ακολουθείν» καθιστά την πρόταση υποθε­τική, όπως ακρι­βώς έχομε απαρέμφατα και στους άλλους δύο ευαγγελιστές. Όπως μου έχουν εξη­γή­σει πολλοί φιλόλογοι εδώ έχομε αναφοροϋποθετική πρόταση. Εν κα­τα­κλείδι ο Χρι­στός τονίζει ότι: Εάν κάποιος θέλει να τον ακολουθήσει, τότε οφεί­λει να πράξει τα εξής δύο πράγματα: (1ο) Να απαρνηθεί τον εαυτόν του, και (2ο) να ση­κώσει τον σταυρόν του. Μόνον τότε μπορεί τον ακολου­θήσει. Αλλιώς δεν μπορεί να τον ακο­λουθήσει. Το ίδιο νόημα εξ άλλου συναντάμε και ενωρίτερα, στον Ματθαίον 10: 38 «και ος ου λαμβάνει τον σταυρόν αυτού και ακολουθεί οπίσω μου, ουκ έστι μου άξιος.». Με αυτό ακριβώς το πνεύμα ομίλησε ο Χριστός και στον νεανί­σκο που τον ρώτησε τι να κάνει για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή, Ματθαίος 19: 16-21: «Και ιδού εις προσελθών είπεν αυτω· διδάσκαλε αγαθέ, τι αγαθόν ποιήσω ίνα έχω ζω­ήν αι­ώ­νιον; ο δε είπεν αυτώ· τι με λέγεις αγαθόν; ουδείς αγαθός ει μη εις ο Θε­ός. ει δε θέλεις εισελθείν εις την ζωήν, τήρησον τας εντολάς. λέγει αυτώ· ποίας; ο δε Ιη­σούς εί­πε· το ου φονεύσεις, ου μοιχεύσεις, ου κλέψεις, ου ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέ­ρα και την μητέρα, και αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν. λέγει αυτώ ο νεα­νί­σκος· πάντα ταύτα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου· τι έτι υστερώ; έφη αυτώ ο Ιησούς· ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και έξεις θη­σαυρόν εν ου­ρα­νώ, και δεύρο ακολούθει μοι.». Του έδωσε σαφείς και απα­ράβα­τες εν­τολές που έπρε­πε να τηρήσει για να τον ακολουθήσει και να έχει ζωήν αιώνιον. (Βλέπε και Λου­κάς 10: 25-28 για άλλη περίπτωση.). Όπως π. χ. λέμε σε κάποιον: Αν θέ­λεις να γί­νεις μέ­λος του σωματίου μας τότε πρέπει οπω­σ­δήποτε να υπογράψεις και να τηρείς το κα­τα­στα­τι­κό του. Δεν του λέμε θέλεις γίνε μέ­λος, θέλεις μην γίνεις. Έτσι κι’ αλλιώς δεν μας πειράζει και δεν χρειαζόμα­στε τί­ποτα άλλο.

 

            Δεύτερον. Στον Χριστιανισμό ισχύει ο απόλυτος προκαθορισμός (predesti­na­tion), παρά τα όσα λέγονται περί ελευ­θερίας βουλήσεως και της σω­τηρίας των ανθ­ρώπων διά πί­στεως, μετανοίας και καλών έργων. Εί­ναι και αυτό ένα από τα χείριστα­ αντιφα­τικά και καταστροφικά δόγ­μα­τα όλων των χριστιανικών εκ­κλη­σιών. Δεν εννο­ού­με τον «σχε­τικό» πρo­κα­θo­ρι­σμό όπως μας λέ­νε μερικoί πονηροί «ει­δικoί, ει­δι­κευ­μένoι», αλ­λά τον απόλυ­το. Δεν μας εξηγoύν κα­θό­λου πως με­τρά­νε τη σχε­τι­κό­τητα που τεχνη­έν­τως επικα­λούνται. Ακόμα και η πρόγνωση του χριστιανικού Θεού όλων των μελλόν­των να συμβούν και η απονομή θείας χάριτος σε όποιον επιθυμεί, κατά τα δόγματα της χρι­στιανι­κής θρησκείας, αποτελούν και αυτά απόλυτο προκαθο­ρισμό. Mε τη λο­γική του προκαθορισμού ο Θεός έφτιαξε τους ανθρώπους και άλλους μεν προόρισε για την αιώνια τιμωρία άλλους δε να τον ακολουθήσουν!

Το δόγμα αυτό επιφέρει πλήρη αδράνεια και αναχωρητισμό. Κάθισε και περί­μενε να δεις τι θα γίνει. Σύμφωνα με το δόγμα αυτό η ορθή θέση της χριστιανικής κα­τα­στροφικής θρη­­σκείας σε περίπτωση ασθενείας, συμφοράς, θανάτου, κλπ., είναι ότι ο τέλειος Χριστιανός οφείλει να δέχεται τα πάντα ως έρχονται χω­ρίς καμία αντίρρη­ση, αντί­στα­ση, λύ­πη, στεναγμό, κλπ., διότι τότε εναντιώνεται στο έργο της θείας βου­λήσεως. Αυτό βεβαίως έρχεται σε κατάφορη αν­τί­φαση με την φυσική ροπή των πραγ­μάτων. Σε λίγο θα ανακηρύξουν όλους τους φονιάδες, τους εγ­κλη­ματίες, κλπ., αγίους εφ’ όσον η θεϊκή βούληση τους επέλεξε ως όργανά της για να διεκπεραιώσει κάτι! Εφ’ όσον στον Χριστιανισμό οι ασθένειες οφείλονται στον σατανά και τους διαβό­λους αυτού, έχομε ότι και αυτοί είναι όργανα της θείας βουλήσεως! Ιδού μερικά μικ­ρά παραδείγματα τρομακτικών αντιφάσεων και ανοησιών στις οποίες οδηγούμαστε από τα χριστιανικά δόγματα και τις δοξασίες.

            Στην Παλαιά Διαθήκη συναντάμε τακτικά τον προκαθορισμό του Εκλεκτού Λα­ού επί τη βάσει του οποίου ο εκλεκτός λαός του Θεού Πατρός Γιαχβέχ μπορούσε να διαπράξει εν λευκώ κάθε έγκλημα και θηριωδία. Έχομε δηλαδή τον απόλυτο ρατ­σισμό δοσμένο από τον εβραιοχριστιανικό Θεό και θεολογικά θεμελιωμένο! Δευτερο­νόμιον 7: 6-7 «ότι λαός άγιος ει Κυρίω τω Θεώ σου, και σε προείλετο Κύριος ο Θεός σου είναι αυτώ λαόν περι­ού­σι­ον παρά πάντα τα έθνη, όσα επί προσώπου της γης. ουχ ότι πολυπληθείτε πα­ρά πάντα τα έθνη, προείλετο Κύριος υμάς και εξελέξατο Κύρι­ος υμάς, υμείς γαρ εστε ολι­γο­στοί παρά πάντα τα έθνη,». Μόνον στην Γένεσιν 15: 18-20 διατάσσονται 11 γενο­κτο­νίες και στο Δευτερονόμιον 20: 17 διατάσσονται 7. Οι αναφορές εγκλημά­των και θη­ριωδιών πάσης φύσεως εντός ολοκλήρου του αγίου βιβ­λίου είναι πολλές εκατοντάδες! Δόγμα ολοκλήρου του Χριστιανισμού: «Ο Ισραήλ προκαθορί­στηκε ως ο εκλεκτός λαός ου Θεού!». Δι’ αυτού του λαού προκαθορισμέ­να ο Θεός ηργάσατο την σωτηρία του αν­θρωπίνου γένους ακόμα και αν αυτό εσήμαι­νε χιλιάδες αποτρό­παια εγκλήματα που τέτοιος αριθμός εγκλημάτων και αγριότητα δεν συναντώνται σε καμιά άλλη θρη­σκεία. Βλέπε και Δευτερονόμιον 20: 17, Έξοδος 33: 2, και πολ­λά άλ­λα σημεία, όπου ανα­φέρονται οι επτά (7) αυ­τές γενοκτονίες κατά τρό­πον ειδεχθή, εις δε την Γένεσιν 15: 18-20, όπως είδαμε, αναφέρονται ένδεκα (11) γε­νοκτονίες.

            Η κλήση του Χαλδαίου Άβραμ (που μετονομάστηκε Αβραάμ) από τον Θεό των Εβραίων μαζί με όλες οι υποσχέ­σεις που του έδωσε για ευλογία ή καταδίκη και εξολόθρευση άλλων λαών που δεν έφταιχαν σε τίποτα (Γένεσις κεφάλαια 11, 12, 15, 17, κλπ.) αποτελεί άδικο και τρελό προκαθορισμό δοθέντα από τον ίδιο τον Εβραϊκό Θεό. Διαβάσετε και τα βιβλία: Ιησούς του Ναυί, Κριτών, Βασιλειών, κλπ. να δείτε τι σημαίνει θεός αγά­πης και δικαι­ο­σύ­νης! Αυτό θα πει δίκαιο, καλοπροαίρετο και απο­δοτικό σχέδιο ενός «παν­τοδυνά­μου και δικαιοτάτου θεού που εί­ναι όλο αγάπη και δι­καιοσύνη» για να λυτρώσει το ανθρώπινο γέ­νος από την αρχική κατάρα που το έριξε και την συνεχή οργή του. Ιδού τί εστί θρησ­κεία ανοησίας και σχι­ζοφρενείας.

Ο προ­κα­θο­ρισμός του εκ γε­νετής τυφλού διά την δόξαν του Θεού, Ιωάννης 9: 1-3-5, τίθεται σα­φώς από τον Ιησού. Δεν ήταν οι αμαρτίες που διέπραξε ως έμβρυο μέσα στην κοιλιά της μάνας τους, όπως βλακωδέστατα ερώτησαν οι μαθητές!

Ο Ιούδας ήταν προκαθορισμένος να κάνει την προδο­σί­α και να παίξει τον ρό­λο που έπαιξε στο θέατρο της σωτηρίας, διά των υποτι­θεμένων προφητειών της Πα­λαιάς Δια­θή­κης, Ματθαίος 26: 15, 27: 3, 9 (περί των τριακόντων αργυρίων, και οι άλ­λοι ευαγγελι­στές ομιλούν περί αργυρίων), Λουκάς 22: 22, Πράξεις 1: 16, 20, κλπ.

Ο ίδιος ο Χριστός ήταν προκαθορισμένος από τον Θεό Πατέρα του διά την σω­τηρία των ανθρώπων καθώς και ο τρόπος διά του οποίου θα επετύγχανε αυτήν. Η υποτι­θε­μένη επαλήθευση εκατοντάδων υποτιθεμένων προφητειών πάνω στον Ιησού αποτε­λεί επιβεβαίωση του προκαθορισμού. Τα Ευαγγέλια γράφουν ότι ο ίδιος ανα­κοί­νωσε πολ­λές φο­ρές στους μα­θητές του τί ήδη γέγραπται, εν τω νόμω του Μωυ­σέ­ως καί τοίς προφήταις, γε­νέ­σθαι διά τόν υιόν τού ανθρώ­που. Διά «τόν υιόν του ανθρώ­που» το κάθε τι που θα του συνέβαινε ήταν προκαθορισμένο, «καθώς γέγραπται». Ματθα­ί­ος 26: 24, 31, 54, Μάρκος 9: 12, 14: 21, 27, Λουκάς 18: 31, 22: 22 «και ο μεν υιός του ανθρώπου πορεύεται κατά το ωρισμένον· πλήν ουαί τω ανθρώπω εκείνω δι’ ου παρα­δί­δοται.», 24: 28, 46, κλπ. Ακό­μα, στον Ιωάν­νην 18: 11 «... τό ποτή­ρι­ον ό δέ­δωκέ μοι ο Πατήρ, ου μή πίω αυ­τό;». Πολ­λές φορές ο Ιησούς είχε εξηγήσει στους μαθητές του τα πάθη που τον περίμεναν και την ανά­στασή του μετά από τρεις μέρες ως προκαθο­ρισμένα γεγονότα, προφητεμένα στην Παλαιά Διαθήκη, έστω και αν αυτοί δεν εννο­ούσαν να καταλάβουν τι τους έλεγε. Όπως όμως γράφει η Καινή Διαθήκη, στο τέλος-τέλος κατάλαβαν και αυτοί. Ματθαίος 16: 21-23, 17: 9, 12, 22-23, 20: 17-19, Μάρ­κος 8: 31-33, 9: 9, 12, 10: 32-34, Λουκάς 9: 22, 44, 17: 25, 18: 31-33, 22: 15, 24: 44-47, κλπ.

Η σωτηρία (από τί;) του καθενός είναι τελικά προ­κα­θο­ρι­σμένη. Ο πρoκαθoρι­σμός λοιπόν αυτός είναι απόλυτος και όχι σχετικός όπως διατεί­νονται πολλοί δια­σ­τ­ρευ­λωτές της αλήθειας. Επο­μέ­νως δεν υπάρχει ελευθερία βουλή­σεως. Μελετείστε: Ματ­θαίoς 11: 27 «Πάντα μοι παρεδόθη υπό του πατρός μου· και ουδείς επιγινώσκει τον υιόν ει μη ο πατήρ, ουδέ τον πατέρα τις επιγινώσκει ει μη ο υιός και ω εάν βούλη­ται ο υιός αποκαλύψαι.», 12: 30, 13: 38, 43, 15: 13-14, 19: 25-26, 20: 1-16,14, 23, 22: 2-14, 24: 14, 22, 24, 31, 34, 25: 34, Μάρκος 2: 17, 4: 2, 10: 31, 13: 20-22, Λoυ­κάς 10: 21-22, 11: 23, 50, 13: 24, 14: 16-24, 18: 7, 26-27, 19: 10, Iω­άν­νης 3: 15, 27, 36, 5: 21, 24, 6: 35, 37, 39, 40, 44, 54, 64-65 «­αλλ' εισίν εξ υμών τινες οί ου πιστεύουσιν. ήδει γαρ εξ αρχής ο Ιησούς τίνες εισίν οι μη πιστεύοντες και τις εστιν ο παραδώσων αυ­τόν. και έλεγε· διά τούτο είρηκα υμίν ότι ουδείς δύναται ελθείν προς με, εάν μη ή δεδο­μένον αυτώ εκ του πατρός μου.», 8: 1, 12, 18, 47, 15: 16, 19, 17: 2, 6, 9, 14, 16, Επιστολή Ιακώβου 2: 5, Αποκά­λυ­ψις 17: 8, 17, κλπ.

Ο Παύ­λος επα­ναλαμβά­νει με ισχυρότερο και πιο ασύ­στολο, αν είναι δυνατό, τρόπο αυτό τo αντιφα­τικό δόγ­μα τoυ πρo­κα­θo­ρι­σμoύ, παρά το καταστροφικό κήρυγ­μά του περί σωτηρίας διά πίστεως μόνον. Τι να κάνομε; Οι αντιφάσεις δίνουν και παίρνουν. Μελετείστε:

 

(α) Περί σωτηρίας μόνον διά πίστεως: Πράξεις 13: 39, Πρός Ρω­μαί­oυς 1: 16-17, 3: 22-24, 27-28, 30, 4: 4-5, 16, 5: 1-5, 10: 9-10, 13,11: 6, Πρός Γα­λά­τας 2: 16, 3: 2, 5-14, Πρός Εφε­σί­oυς 2: 8-9, Β΄ Πρός Θεσ­σα­λo­νι­κείς 1: 10, 2: 12, Α΄ Πρός Τι­μό­θε­ον 1: 16, Β΄ Πρός Τι­μό­θε­ον 3: 15.

(β) Περί (απολύτου) προκαθορισμού: Πρά­ξεις 13: 48, Πρός Ρω­μαί­oυς 8: 14, 28-31, 9: 11-24 «μήπω γαρ γεννη­θέντων μηδέ πρα­ξάντων τι αγαθόν ή κακόν, ίνα η κατ’ εκλογήν του Θεού πρόθεσις μέ­νη, ουκ εξ έργων, αλλ’ εκ του καλούντος, ερρέθη αύτη ότι ο μείζων δουλεύσει τω ελάσ­σονι, καθώς γέγρα­πται· τον Ιακώβ ηγάπησα, τον δε ’Ησαύ εμίσησα. Τί ουν ερούμεν; μη αδικία παρά τω Θεώ; μη γένοιτο. τω γαρ Μωϋσή λέγει· ελεήσω ον αν ελεώ, και οικτει­ρήσω ον αν οι­κτείρω. άρα ουν ου του θέλοντος ου­δέ του τρέχοντος, αλλά του ελεούντος Θεού. λέγει γαρ η γραφή τω Φαραω ότι εις αυτό τούτο εξήγειρά σε, όπως ενδείξωμαι εν σοί την δυ­ναμίν μου, και όπως διαγγελή το όνο­μά μου εν πάση τη γη. άρα ουν ον θέλει ελεεί, ον δε θέλει σκληρύνει. Ερείς ουν μοι· τι έτι μέμφεται; τω γαρ βουλήματι αυτού τις ανθέ­στη­κε; μενούνγε, ω άνθρωπε, συ τις ει ο ανταποκρινόμενος τω Θεώ; μη ερεί το πλάσμα τω πλάσαντι, τι με εποίησας ούτως; ή ουκ έχει εξουσίαν ο κε­ραμεύς του πηλού, εκ του αυ­τού φυράματος ποιήσαι ό μεν εις τι­μήν σκεύος, ό δε εις ατι­μίαν; ει δε θέλων ο Θεός εν­δείξασθαι την οργήν και γνωρίσαι το δυνατόν αυτού ήνεγ­κεν εν πολλή μακρο­θυ­μία σκεύη οργής κατηρτισμένα εις απώ­λει­αν, και ίνα γνωρίση τον πλούτον της δόξης αυτού επί σκεύη ελέους, ά προητοίμασεν εις δόξαν, ους και εκάλεσεν ημάς ου μόνον εξ Ιου­δαίων, αλλά και εξ εθνών,», 11: 5-7, 29-35, 12: 3, 6, Α΄ Πρός Κo­ριν­θίoυς 2: 7, 7: 7, 17, 15: 10, Β΄ Πρός Κoριν­θίoυς 6: 18, Πρός Γα­λά­τας 1: 15, Πρός Εφε­σί­ους 1: 4-11, 4: 7, Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς 2: 16, Β΄ Πρός Τιμόθεον α΄: 9-10, Πρός Εβραίους 4: 3, κλπ.

 

Όπως βλέπομε ο Παύλος βασίζει τον προκαθορισμό στην Παλαιά Διαθήκη. Κατά την εποχή που γράφει δεν υπήρχαν τα τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια και η Και­νή Διαθήκη. Ούτως έπρεπε να χρησιμοποιήσει την Παλαιά την οποία πρέπει να εγνώριζε απ’ έξω και ανακατωτά ως μορφωμένος Φαρισαίος. Είναι γεγονός ότι η Παλαιά Δια­θή­κη γέμει πολυαρίθμων αναφορών επί των οποίων μπορούμε άνετα να βασίσο­με το δόγ­μα του προκαθορισμού. Χάριν συντομίας δεν θα τις καταγράψομε. Τα παυλι­κά στοι­χεία που παραθέτομε περιέχουν ήδη αρκετές διά του λόγου το ασφαλές. Η Καινή λοι­πόν ως άξιον τέκνον της Παλαιάς δεν μπορούσε να υστερήσει σ’ αυτό το σημείο!

            Ακόμα ο Χριστός προκαθορίζει εναντίον του όποιον δεν είναι μαζί του. Αυτό δια­τυ­πώνεται στον Ματ­θαίoν 12: 30 και Λoυ­κάν 11: 23 με τα λόγι­α του, «ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι, και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπίζει.». Στον Μάρ­κον 9: 40, αν και αναφέρεται στους μαθητές του και όχι ευθέως στον εαυτόν του, αυτό το δια­τυ­πώ­νει διά της λογικής ισοδυναμίας ως εξής: «ος γαρ ουκ έστι καθ’ υμών, υπέρ υμών εσ­τιν.».

            Ούτε στους χλιαρούς τη πίστει αφήνεται το παραμικρό περιθώριο! Ο ίδιος ο Χριστός μας λέγει ότι πρόκειται να τους ξεράσει από το στόμα του! Διότι εις την Απο­κάλυψιν 3: 14-22, διά της χειρός του Ιωάννου σαφώς και άνευ περιτροπών παραγ­γέλλει: «Και τω αγγέλω της εν Λαοδικεία εκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ο αμήν, ο μάρ­τυς ο πιστός και αληθινός, η αρ­χή της κτίσεως του Θε­ού· οίδά σου τα έργα, ότι ούτε ψυ­χρός ει ούτε ζεστός· όφελον ψυ­χρός ης ή ζεστός. Ού­τως ότι χλιαρός ει, και ούτε ζε­στός ούτε ψυχρός, μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματός μου. ότι λέγεις ότι πλούσιός ει­μι και πεπλούτηκα και ουδενός χρείαν έχω, -και ουκ οίδας ότι συ ει ο ταλαίπωρος και ο ελεεινός και πτωχός και τυφλός και γυμνός,- συμβουλεύω σοι αγοράσαι παρ’ εμού χρυ­σίον πεπυρωμένον εκ πυρός ίνα πλουτήσης, και ιμάτια λευκά ίνα περιβάλη και μη φανε­ρωθή η αισχύνη της γυμνότητός σου, και κολλύριον ίνα εγχρίση τους οφθαλμούς σου ίνα βλέπης. εγώ όσους εάν φιλώ, ελέγχω και παιδεύω· ζήλευε ουν και μετανόη­σον. ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω· εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν, και εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ’ αυτού και αυτός μετ’ εμού. Ο νικών, δώσω αυτώ καθίσαι μετ’ εμού εν τω θρόνω μου, ως καγώ ενίκησα και εκάθισα μετά του πατρός μου εν τω θρόνω αυτού. Ο έχων ους ακουσάτω τι το Πνεύμα λέγει ταις εκκλησίαις.».

            Η απόλυτη φοβέρα και η απόλυτη ακρότητα συνεχίζεται ακάθεκτη σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του Χρι­στιανισμού. Για παράδειγμα, η πολυδιαφημισμένη αλλά και ανά τους αιώνες πολυχρησιμοποιηθείσα «σιδηρά ράβδος» και το παροιμιώδες χωρί­ον «ως τα σκεύη τα κε­ρα­μικά συντριβήσεται», που εμφανίζονται σ’ αυτό το φαν­τασμαγο­ρικό ρυπαρο­γράφημα και αισχρογράφημα που τού έδωσαν τον τίτλο Αποκά­λυψις του Ιωάννου, 2: 26-27 ως εξής: «Και ο νικών και ο τηρών άχρι τέλους τα έργα μου, δώσω αυτώ εξου­σί­αν επί των εθνών, και ποι­μα­νεί αυτούς εν ράβδω σι­δη­ρά, ως τα σκεύη τα κεραμικά συντριβήσεται, ως καγώ εί­ληφα παρά του πατρός μου». Αυτή η φοβέρα για όσους δεν το γνωρίζουν, εφ’ όσον οι ψευδολόγοι προπα­γαν­διστές του Χριστιανισμού το αποσι­ωπούν, είναι αντιγραφή μαζί με την συνεχή χρι­στιανική δια­στροφή των Εβραϊκών γραφών από την, όχι καλλίτερη, μαμά του Χρι­στι­ανισμού την Παλαιάν Διαθήκην και συγκεκριμένα από τον Ψαλμόν 2, στίχοι 8-9: «αί­τησαι παρ’ εμού, και δώσω σοι έθνη την κληρονομίαν σου και την κατά­σχεσίν σου τα πέρατα της γης. ποιμανείς αυτούς εν ράβδω σιδηρά, ως σκεύη κερα­μέ­ως συν­τρί­ψεις αυτούς.». Ούτως, εις μεν την Πα­λαιάν Διαθήκην, ειδικά στον Ψαλμόν 2 αλλά και σε πάρα πολλά άλλα σημεία, ο θεός των Εβραίων Γιαχβέχ θα παραδώσει όλα τα έθνη του πλανήτη Γης στους Εκλεκτούς του διά να τα ποιμάνουν, κυβερνήσουν δηλαδή σαν κοπάδι, με από­λυτη δικτατορία και να συντρίβουν αυτά ως σκεύη κεραμέως κατά το δοκούν, εις δε την Καινήν η ίδια θεότητα επιφυλάσσει την ίδια τύχη, αυτή τη φορά όμως στα χέ­ρια του Υιού της Γιεσούα, στα έθνη και γενικώς σε όσους δεν είναι Χρι­σ­τιανοί σύμ­φω­να με της επι­τα­γές που περιέχει αυτό το ρυ­πα­ρο­γράφημα και αισ­χρο­γ­ρά­φημα της Αποκαλύψεως. Βλέπετε λοιπόν πόσο ταιριάζει εδώ αυτό το περίφημο «όστις θέλει οπί­σω μου ελθείν» των Χριστιανών ιεροκηρύκων προ­πα­γαν­διστών και διαστροφέων.

Όλα αυτά ας τα λάβουν πολύ καλά υπ’ όψιν τους οι χλιαροί Χριστιανοί, κλπ. Πλει­στάκις ακούμε πολλούς Χριστιανούς με τρεμάμενη φωνή να μάς ομολογούν ότι είναι Χριστιανοί μόνο σε ολίγον βαθμό ή ότι δεν είναι ακραίοι και όλα αυτά τα σχε­τι­κά πε­ρίεργα. Μερικοί μάλιστα είναι κρυφοχριστιανοί, δηλαδή ντρέπονται να ομολο­γήσουν φανερά και γενναία ότι είναι Χριστιανοί. Αν λοιπόν δεν το γνωρίζουν, πράγ­μα που ως συνήθως συμβαίνει, τους πληροφορούμε ότι ο Χριστι­α­­νι­σμός εί­ναι πέ­ρα για πέρα ακραία θρη­σκεία χωρίς οίκτο, ντροπή, περιθώρια, κατανόη­ση, δικαίωμα ελευ­θερίας, κλπ, και μετά ας λάβουν τα μέτρα τους. Ας το μάθουν λοιπόν, να το κα­τα­λά­βουν καλά και να αλλάξουν πορεία. Να γίνουν ζη­λωτές, αναχωρητές και να με­τα­νο­ή­σουν εμπράκτως και με απο­δείξεις. Αλλιώς «δεν τους παίρνει...». Θα γίνουν εμετός και κεραμικά συντρίμματα του Ιησού Χριστού τους!

            Ύστερα λοιπόν από τον προκαθορισμό που είδαμε σε τόσες πολλές βιβλικές αναφορές και που είναι δόγμα των χριστιανικών εκκλησιών, και μετά τον εμετό των χλια­ρών τη πίστει διά του στόματος του ιδίου του Ιησού Χριστού, ή την συντριβή των μη Χριστιανών ως κεραμικά σκεύη, τί θέση πλέον έχει η ελευθέρα εκ­λογή του δια­στρεβλωμένου «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν...»;

 

            Τρίτον. Απειλές, κατάρες και η σκλη­ρή αιωνία τιμωρία η οποία περιμένει τους πε­ρισ­­σοτέρους και πάνω απ’ όλους τους απίστους τί­θενται απεριφράστως. Πολ­λές φορές εμφανίζεται και οργίλος! Με­λετείστε: Ματ­θαίoς 10: 14-15, 33, 11: 20-24 «Τότε ήρξατο ονειδίζειν τας πόλεις εν αις εγένοντο αι πλείσται δυ­νάμεις αυτού, ότι ου μετενόησαν· ουαί σοι, Χοραζίν, ουαί σοι, Βηθσαϊδά· ότι ει εν Τύρω και Σιδώνι εγενή­θη­σαν αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν υμίν, πάλαι αν εν σάκκω και σποδώ καθήμεναι μετενό­ησαν. πλήν λέγω υμίν, Τύρω και Σιδώ­νι ανε­κτό­τε­ρον έσται εν ημέρα κρίσεως ή υμίν. και συ Καπερναούμ, η έως του ουρανού υψωθείσα, έως άδου κατα­βι­βασθήση· ότι ει εν Σοδόμοις εγενήθησαν αι δυνάμεις αι γε­νόμεναι εν σοί, έμειναν αν μέχρι της σήμε­ρον. πλήν λέγω υμίν ότι γη Σοδόμων ανεκ­τό­τερον έσται εν ημέρα κρί­σε­ως ή σοί.», 12: 32 (βλα­σφημία κατά του Αγίου Πνεύμα­τος), 13: 30, 40, 42, όλο το κε­φάλαιο 23, π. χ. 23: 33 «όφεις, γεννήματα εχιδνών! Πως φύγητε από της κρί­σεως της γεέν­νης;», 24: 38-39, 51, 25: 31-46, Μάρ­κoς 3: 29 (βλα­σφημία κατά του Αγίου Πνεύ­μα­τος), 6: 11, 8: 38, 16: 16, Λoυ­κάς 9: 5, 41, 10: 10-15, 12: 9-10, 47-48, 13: 5, 16: 19-31, 17: 26-29, 19: 26-27, 20: 18, Iω­άν­νης 3: 18, 36, 5: 29, 8: 24, 12: 48, Α΄ Επιστολή Ιω­άννου 5: 10, κλπ.

            Επομένως αν κανείς με ελευθέρα συνείδηση δεν πιστέψει στον Χριστό, ζήτω που κάηκε. Αιωνία τιμωρία στο πυρ της αιώνιας κόλασης τον περιμένει. Όλα αυτά αποδεικνύουν το ψεύδος όλων των ιεροκηρύκων όταν διαστρέφουν την πραγματική έννοια του «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν...». Είσαι ελεύθερος να διαλέξεις, αλλά έτ­σι και δεν έλθεις μαζί μου..., τότε να δεις τι θα σου κάνω μετά...! Βλέπετε λοιπόν πό­σο συνεπή είναι αυτά τα λόγια και αυτή η θρησκεία και οι παρερμηνείες των δια­φό­ρων προπαγανδιστών της;

            Για τoν Παύ­λo υπάρ­χoυν δύo εθνι­σμoί, oι πι­στoί Χριστιανοί και oι άπι­στoι Εθνικοί. Σε συγκρίσεις που κάνει σε πολλά σημεία πάντα συγκρίνει τους οπαδούς του με τους άπιστους, εθνικούς και ειδωλολάτρες. Διαχέεται παντού ένα μίσος κατά των άλλων και ένα μισελληνικό πνεύμα. Αυτό αποδεικνύει και το ότι πρωτίστως απευ­θυ­νόταν σε χρι­στιανοΕβραίους, πράγμα εμφανέστατο από μια καλή μελέτη των Πρά­ξε­ων και των Επιστολών. Μέσα σ’ αυτούς έμπαινε σποραδι­κώς και κα­νένας μη Ιου­δαί­ος, όπως π. χ. ο εθνικός Τίτος, γεγονός μεγάλο το οποίο υπερ­το­νί­ζε­ται εδώ και κει (π. χ. Πρός Γαλάτας 2: 3, «αλλ’ ουδέ Τίτος ο συν εμοί,΄Ελλην ων, ηναγκάσθη περι­τμη­θήναι,», κλπ.). Τα ίδια συμπεράσματα βγαίνουν και από πολλά άλλα στοιχεία τα οποία δεν είναι για την παρούσα εργασία. Πρέπει να αναφέρομε όμως, ότι ωρύ­ε­τo κα­τά των απίστων, απα­γό­ρευε τη συ­να­να­στρoφή μα­ζί τoυς και πρooιω­νι­ζό­ταν την τι­μω­ρία τoυς. Βλέπε: Πρός Ρω­μαίoυς 14: 23, Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 6: 1-11, Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 6: 14-18 «Μη γίνεσθε ετερο­ζυ­γούντες απίστοις· τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος; τις δε συμφώνησις Χριστω προς Βελίαλ; ή τις μερίς πι­στώ μετά απί­στου; τις δε συγκατάθεσις ναω Θεού μετά ειδώλων; υμείς γαρ ναός Θε­ού εστε ζώντος, καθώς εί­πεν ο Θεός ότι ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω, και έσομαι αυτών Θεός, και αυ­τοί έσονταί μοι λαός. διό εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφο­ρίσθητε, λέγει Κύριος, και ακαθάρτου μη άπτεσθε, καγώ εισδέξομαι υμάς, και έσο­μαι υμίν εις πατέρα, και υμείς έσεσθέ μοι εις υιούς και θυγατέρας, λέγει Κύριος παντο­κρά­τωρ.», Πρός Εφε­σί­oυς 2: 12, 5: 4-8, Πρός Κoλασ­σα­είς 3: 6, Β΄ Πρός Θεσ­σαλo­νι­κείς 2: 11-12, Α΄ Πρός Τι­μό­θε­oν 1: 19-20, 6: 20-21, Β΄ Πρός Τι­μό­θε­oν 2: 12, 23, Πρός Τί­τoν 3: 9-10, Πρός Εβραί­oυς 10: 28-31 (και Α΄ Ιωάννου 2: 12-17, Β΄ Ιωάννου 10-11.).

Δύo εθνι­σμoί υπάρ­χoυν και στην επιστολή Α΄ Πέτρου 2: 9-10 «υμείς δε γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν, όπως τας αρετάς εξ­αγγείλητε του εκ σκότους υμάς καλέσαντος εις το θαυμαστόν αυτού φως· οί ποτε ου λα­ός, νυν δε λαός Θεού, οι ουκ ηλεημένοι, νυν δε ελεηθέντες.». Χωρίς να αναλύσομε το θέμα εις βάθος, τόσο το πνεύμα του Πέτρου όσο και του Παύλου διά τους δύο εθνι­σμούς βασίζεται καθαρά στην Παλαιά Διαθήκη και στις πρωτοχριστιανικές συν­θή­κες όπως αυτές διαμορφώθηκαν κατά την διάρκεια του πρώτου αιώνα Π.Κ.Ε. και του πρώτου αιώνα της Κ. Ε.

            Στην Πα­λαιά Δια­θή­κη λοιπόν έχo­με εν αφθονία πολλά χωρία περί δύο εθνι­σμών, Εβραί­ων και μη-Ε­βραί­ων (Εθνικών, που είναι η κακή απόδοση των Ο(β)΄ του Εβραϊ­κού όρου: Γκογίμ = αγέλη, σμήνος, μη Εβραίοι, Gent­i­les, Φι­λι­σταίους, Philisti­nes). Π. χ., Ησα­ΐ­ας 52: 11, Iε­ζε­κι­ήλ 20: 34, Σoφoνί­ας 3: 20, Ζα­χα­ρί­ας 10: 8, κα. Ο δια­χω­ρι­σμός των λαών σε εκλεκτό λαό και σε εθνικούς από τον ιουδαϊκό και χριστιανικό Θεό της Παλαιάς Διαθήκης είναι πολύ γνω­στή και σαφής για να καταγράψομε όλες τις αμέτρητες ανα­φορές σ’ αυτό το θέμα. Αλλά και οι απειλές και οι τιμωρίες κατά του ιδίου του εκλε­κτού λαού της Παλαιάς Διαθή­κης, ή κα­τά των υποτιθεμένων εχ­θρών του και κατά τίνων άλλων από τον ίδιο Θεό αν­έρχονται σε εκατοντάδες μέσα στο «ιε­ρό» αυτό βιβλίο. Έτσι δεν πρέπει να μας εκ­πλήσσει η αφθονία απειλών κλπ. που ευ­ρίσκονται και εντός της Καινής. Η αίρεση του Ιουδαϊσμού η οποία μετεξελίχ­θηκε στον Χριστι­α­νισμό διατήρησε αμείωτα όλα αυτά τα φρικι­αστικά στοιχεία, αφ’ ενός λόγω πρωτογο­νισμού και ιουδαϊκού φανατισμού και αφ’ ετέρου διότι ήξερε πο­λύ καλά πόσο αποδοτικά ήταν.

Η καταπίεση και ψυχολογική διαταραχή που περίμενε όλους τους ανυποψία­σ­τους που ακολούθη­σαν τη χριστιανική αίρεση και η τύχη που περίμενε αυτούς που βρέθηκαν δίπλα της αλλά δεν την ακολούθησαν απο­δεικνύει ότι το «όστις θέ­λει οπί­σω μου ελθείν...» και στην πράξη δεν είχε ποτέ και καθόλου την προπαγανδισμένη ψευ­δή ερμηνεία του δημοκρατικού: «δεν μας πειράζει αν μας ακολουθήσετε και πάλι δεν μας πειράζει αν δεν μας ακο­λου­θήσετε». Πάντοτε είχε και έχει την καθαρή έννοια του υποθετικού λόγου, του οποίου η διατύπωση είναι σαφής μέσα στα κεί­με­να όπως προηγου­μέ­νως εξηγή­σαμε. Είναι απλό φιλολογικό ερώτημα με εύκολη απάντηση. Το ίδιο ακριβώς αποδει­κνύεται και από τα εξής ακόλουθα:

 

Τέταρτον. Η βία λοιπόν κατοχυρώθηκε θεϊκώς και «παυλικώς» ήδη στις απει­λές και στις τιμωρίες που είδαμε προη­γουμένως. Πλην όμως έχομε πολύ περισσότε­ρες ανα­φορές βίας, μισαλ­λο­δοξίας, εξοστρα­κισμού, διαχωρισμού, αφορισμού, κλπ. Μελετείστε: Ματ­θαί­ος 3: 10, 12 (φωτιά), 7: 6, 8: 22, 10: 21, 32-38, 12: 30, 13: 30, 40 (φωτιά), 15: 13, 18: 34-35 (βασανιστή­ρια), Λου­κάς 3: 9, 17, 11: 23, 12: 47-53 (48 ξυ­λο­δαρ­μός), 14: 23 («ανά­γ­κασον εισελ­θείν», το «cogito intra­re» του Ιερού Αυ­γουστί­νου), 26, 17: 34, 19: 27 («κατασφάξα­τε αυτούς έμ­προσθέν μου»), 22: 36-38, 49-50, Ιω­άν­νης 12: 48, 15: 6, (φω­τιά για την ιερά εξέ­τα­ση), κλπ.

Ας μας πούνε καθαρά οι διάφοροι Χριστιανοί προπαγανδιστές αν τα παρα­κά­τω τρία χωρία συμφωνούν με το «όστις θέ­λει οπίσω μου ελθείν...» υπό την έννοια που το διαφημίζουν οι ψευδο-ιε­ροκήρυκες; Σ’ αυτά τα τρία χωρία ο ίδιος ο Χρι­στός λέει:

 

  1. Ματθαίος 7: 6, «Μη δώτε το άγιον τοις κυσί μηδέ βάλητε τους μαρ­γα­ρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αυ­τούς εν τοις ποσίν αυ­τών και στραφέντες ρήξωσιν υμάς.». Βλέπε και 21: 44, 22: 7, 25: 29-30, κλπ.
  2. Λουκάς 19: 27, «πλήν τους εχθρούς μου εκείνους, τους μη θελή­σαν­τάς με βα­σιλεύσαι επ’ αυτούς, αγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυ­τούς έμπρο­σθέν μου.».
  3. Ιω­άν­νης 15: 6, «εάν μη τις μείνη εν εμοί, εβλήθη έξω ως το κλή­μα και εξη­ράν­θη, και συν­ά­γου­σιν αυτά και εις το πυρ βάλ­λου­σι, και καίεται.».

 

Τους παρακαλούμε να μας εξηγήσουν καθαρά και άνευ περιτροπών!

Στον Παύ­λo έχομε τις παρακάτω αναφορές:

 

Πράξεις 13: 8-11, Πρός Ρωμαίους 16: 17 (κατασκόπευ­ση και αποφυγή των διαφω­νούντων), Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 5: 2-5, 13, 10: 14-20, 15: 33, 16: 22, Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 6: 14-18 (το αναγράψαμε πλή­ρως παρα­πάνω), 7: 8-12, 11: 13-15, Πρός Γα­λά­τας 1: 7-9, 3: 1-3, 5: 12, Πρός Φιλιπ­πη­σίους 2: 14-15, 3: 2, Β΄ Πρός Θεσ­σαλoνικείς 1: 8-9, 3: 6, 14, Α΄ Πρός Τι­μό­θε­oν 1: 3-4, 8, 6: 4-5, 20, Β΄ Πρός Τι­μό­θε­oν 2: 14-16, 22-24, 3: 5, Πρός Τίτoν 1: 11, 3: 9-11, Πρός Εβραίους 10: 28-31, 13: 9.

 

            Όταν μελετήσομε καλά όλες αυτές τις προηγούμενες αναφορές και ακόμα πε­ρισσότερες από τον Παύλο, τότε τον βλέπομε καθαρά να ωρύεται και να φωνάζει: «ή ακούτε και πι­στεύετε αυ­τά που λέω εγώ ή αλλιώς να πάτε στ’ ανάθεμα και στον διάο­λο.». (Π. χ., λέει ο Παύλος: Α΄ Πρός Κορινθίους 5: 5, «...παραδούναι τον τοιούτον τω σατανά...», Πρός Γαλάτας 1: 7-8, «ό ουκ έστιν άλλο, ει μη τινές εισιν οι ταράσ­σοντες υμάς και θέλοντες μετα­στρέψαι το ευαγγέλιον του Χριστού. αλλά και εάν ημείς ή άγ­γελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ' ό ευηγ­γε­λι­σάμεθα υμίν, ανάθε­μα έστω.», Α΄ Πρός Τιμόθεον 1: 20, «ων εστιν Υμέναιος και Αλέξανδρος, ους πα­ρέ­δω­κα τω σατανά,...».). Το «όστις θέ­λει οπίσω μου ελθείν...» του Ιησού Χριστού με την έν­νοια που το πλασάρουν οι διάφοροι ψευδο-ιεροκήρυκες και προπαγανδιστές δεν υπάρχει απολύτως πουθενά.

Ίδια μηνύματα επαναλαμβάνονται και στις τρεις Επι­στο­λές του Ιωάννου μαζί με μισαλλοδοξία, μίσος και προκατάληψη. Π. χ., Β΄ Ιωάννου 9-12 «πας ο παρα­βαί­νων και μη μένων εν τη διδαχή του Χριστού Θεόν ουκ έχει· ο μένων εν τη διδαχή του Χριστού, ούτος και τον πατέρα και τον υιόν έχει. ει τις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν, και χαίρειν αυτώ μη λέγετε· ο γαρ λέγων αυτώ χαίρειν κοινωνεί τοις έργοις αυτού τοις πονηροίς.», κλπ.

Δια­βά­στε επίσης και τις εξής μι­σαλ­λόδ­o­ξες ανα­φo­ρές, με­ρι­κές από τις oπoί­ες εντέλ­λονται την απoφυ­γή συ­ζη­τή­σε­ων και επι­χει­ρη­ματoλoγί­ας και άλ­λες τάσσονται ενα­ντί­oν της σo­φί­ας και φι­λo­σo­φί­ας πoυ ήταν o κoρ­μός της σκέ­ψης των Ελ­λή­νων: Ματθαίος 11: 25-27 και Λουκάς 10: 21-22, «Εν αυτή τη ώρα ηγαλλιάσατο τω πνεύματι ο Ιησούς και είπεν· εξο­μολο­γούμαί σοι, πάτερ, κύριε του ουρανού και της γης, ότι απέ­κρυψας ταύτα από σο­φών και συνετών, και απεκάλυψας αυτά νηπίοις· ναί, ο πα­τήρ, ότι ούτως εγένετο ευδο­κία έμπροσθέν σου. και στραφείς προς τους μαθητάς είπε· πάντα μοι παρεδόθη υπό του πατρός μου· και ουδείς επιγινώσκει τις εστιν ο υιος, ει μη ο πατήρ, και τις εστιν ο πα­τήρ, ει μη ο υιός και ω εάν βούληται ο υιός αποκαλύψαι.».

Ο Παύλος λέ­γει και ξα­να­λέγει να απo­φεύ­γoμε τoυς φι­λo­σόφoυς και ότι η σo­φία τoυ Θε­oύ πα­ρoυ­σιά­στη­κε στα μω­ρά παιδιά και στoυς αδα­είς. Πρό­κει­ται για μεθo­δευ­μέ­νη απoβλά­κω­ση τoυ πλή­θoυς:

 

Πράξεις 18: 5-6, Πρός Ρω­μαί­oυς 1: 22, 3: 9, Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 1: 17-30 (με άκρoν άω­τoν βλα­κεί­ας τoν στί­χo 25), 2: 5-7, 3: 19-20, 10: 14-25, 15: 33, Πρός Γα­λά­τας 1: 8, Πρός Εφε­σίoυς 4: 4-7, Πρός Κo­λασ­σα­είς 2: 8, Α΄ Πρός Τι­μό­θε­oν 1: 3-4, 6: 4-5, 20-21, Β΄ Πρός Τι­μό­θε­oν 2: 14, 16-18, 23, Πρός Τί­τoν 3: 9-10, κλπ.

 

Το σκληρό πάθημα του Ανανίου και της Σαπφείρης, Πράξεις 5: 1-11, όπως και το πάθημα του Ελύμα στην Πάφο της Κύπρου, Πράξεις 13: 6-12, κλπ., θεμελι­ώ­νουν την ωμή βία ως μέσο. Η αρ­χή της καύσης Ελ­λη­νι­κών βι­βλί­ων έγι­νε κατ’ εν­το­λήν τoυ Παύ­λoυ στην Έφε­σo, για­τί δή­θεν τα βρή­καν μα­γι­κά ή τoυ δια­βό­λoυ, Πρά­ξεις 19: 19.

Αναφέρομε επίσης ότι η βία, η μισαλλοδοξία, ο φόνος, ο αφανισμός, ο αφορι­σμός και όλο το κακό συναπάντημα βρίθουν μέσα στην Παλαιά Διαθήκη. Πολλά τέ­τοια στοιχεία είναι ήδη γνωστά και οι αναφορές και επεισόδια ανέρχονται σε τρο­μα­κτικό αριθμό. Εδώ αρκούμαστε στα εξής ελάχιστα παραδείγματα: Στη δεύ­τε­ρη εντο­λή, Έξο­δος 20: 4-5, στί­χος 5, Δευ­τε­ρο­νό­μιον 5: 9, καθώς και Έξο­δος 34: 7, δια­βά­ζο­με: «Διό­τι εγώ εί­μαι ο Γιαχβέχ ο Θε­ός σου, Θε­ός ζηλό­τυ­πος, ο οποί­ος επι­βάλ­λει τι­μω­ρί­ες στα τέ­κνα για τις αμαρ­τί­ες των γο­νέ­ων μέ­χρι τρί­της και τε­τάρ­της γε­νε­άς, αυ­τών που με μι­σούν.». Οι ιστο­ρί­ες των όσων συ­νέ­βη­καν στον Να­δάβ και στον Αβιούδ (και οι δύο ήταν γιοι του Αα­ρών), στο Λευ­τι­κόν 10: 17, και στον Κορ­ρέ με τους 250 συ­ντρό­φους του (και τις οι­κο­γέ­νειές τους), στους Αριθ­μούς 16, φα­νε­ρώ­νουν πό­σο αυ­τές οι θα­να­τηφό­ρες τι­μω­ρί­ες εφαρ­μό­ζο­νταν από τους αγια­σμέ­νους δι­καιού­χους των. Στο Δευ­τε­ρο­νό­μιον 17: 12-13 διαβάζομε: «Ο Ισ­ρα­η­λί­της εκεί­νος, ο οποί­ος μέ­σα στον εγω­ι­σμό του δεν θα ήθε­λε να υπα­κού­σει στην από­φα­ση του αρ­χιε­ρέα του που προ­σφέ­ρει τις υπη­ρε­σί­ες του πλη­σί­ον του Γιαχβέχ, ή δεν ήθε­λε να υπα­κού­σει τον εντε­ταλ­μέ­νο κρι­τή, ο οποίος δι­κά­ζει κα­τά την πε­ρί­ο­δο εκεί­νη, ο ανυ­πά­κουος αυ­τός άν­θρω­πος θα τι­μωρη­θεί διά θα­νά­του και έτσι θα απο­βάλ­λεις τον πο­νη­ρό μέ­σα από τον ισ­ρα­η­λιτι­κό λα­ό· και όλοι οι άλ­λοι ισ­ρα­η­λί­τες, όταν ακού­σουν αυ­τήν την τι­μω­ρί­α, θα φο­βη­θούν και δεν θα εκτρα­πούν στο εξής σε ασέ­βειες.». Επίσης από τα κεφάλαια 13 και 17 του Δευ­τε­ρο­νο­μί­ου παραθέτομε το πα­ρα­κά­τω φρικώδες από­σπα­σμα: «Ε­άν ο αδελ­φός σου, ο γιος της μη­τέ­ρας σου δη­λα­δή, ή η κό­ρη σου, ή η σύ­ζυ­γος της καρδίας σου, ή ο φί­λος σου που εί­ναι τό­σο δι­κός σου όσο και η ψυ­χή σου, σε πα­ρα­κι­νή­σουν κρυ­φά λέ­γο­ντάς σου, «ας πά­με να λα­τρεύ­σομε άλ­λους θε­ούς», εσύ δεν πρέ­πει να συμ­φω­νή­σεις μ’ αυ­τόν, μή­τε να δώ­σεις προ­σο­χή σ’ αυ­τόν· ού­τε τα μά­τια σου θα τον λυ­πη­θούν, ού­τε πρέ­πει να τον σώ­σεις, ού­τε να τον απο­κρύ­ψεις. Αλ­λά οπωσ­δή­πο­τε πρέ­πει να τον σκο­τώ­σεις· τα χέ­ρια σου οφεί­λουν να εί­ναι τα πρώ­τα που θα πέ­σουν επά­νω του για να τον θα­να­τώ­σουν και έπει­τα τα χέ­ρια όλου του κό­σμου. Και τα χέ­ρια σας θα τον λι­θο­βο­λή­σουν με λί­θους, μέ­χρις ότου απο­θά­νει.». Στους Αριθ­μούς 25: 1-13, δί­δε­ται η δια­τα­γή «...να σκο­τώ­σει ο κα­θέ­νας τον συγ­γε­νή του...». και πε­ρι­γρά­φο­ν­ται φρι­κώ­δεις εκτε­λέ­σεις γυ­ναι­κών. Στο κε­φάλαιο Αριθ­μοί 31 αυτού του «ιερού» βι­βλίου έχο­με την ερείπωση, την πυρπόληση και τον βιασμό της γης Μαδιάμ. Επίσης μια κό­λα­ση γρα­φι­κών τι­μω­ριών κα­ταγ­γέλ­λε­ται ενα­ντί­ον του ατυ­χή Εκλε­κτού Λα­ού ο οποίος «δεν θα τη­ρή­σει τις εντο­λές του Θε­ού του». Για μια αξιο­θαύ­μα­στη με­λέ­τη πά­νω σ’ αυ­τό το θέμα με­λε­τή­στε: Λευιτικόν κεφάλαιο 26 και Δευ­τε­ρο­νό­μιον 27: 14-26, και τα κεφάλαια 28, 29, Β΄ Παραλειπομέ­νων 15: 13, κλπ. Αυ­τά εί­ναι πο­λύ μα­κρο­σκε­λή για να τα ανα­γρά­ψομε εδώ. Ό­μως, ο συ­νε­πής ανα­γνώ­στης έχει χρέ­ος να τα με­λε­τή­σει αυτήν τη Γιαχβικοχριστιανική μι­σαλλοδοξία, κλπ...!

Επομένως μάθετε κάτι: «Όστις ου θέλει οπίσω μου ελθείν...», εκτός των επέ­κεινα αιωνίων τι­μω­ριών που του έχομε τάξει «εις το πυρ, το σκότος το εξώτερον και τον τόπον της βασάνου» και στην εδώ ζωή επί της γης έχομε πολλά και διάφορα μέσα και καθαγιασμένα δόγματα για να τον βάλομε στη θέση του ώστε επιτέλους να μά­θει...!

 

Πέμπτον. Η ιστορία του Χριστιανισμού από το 313 Κ. Ε. μέχρι και σήμερον διδάσκει κάθε άλλο από την ελεύθερη επιλογή. Όταν ο μονοκράτορας Κωνσταντίνος έδωσε το πράσινο φως στους Χριστιανούς η επιλογή κάθε ανθρώπου ήταν ή Χρισ­τι­α­νός ή νεκρός. Δεν θα υπεισέλθομε σε λεπτομέρειες εδώ. Η διεθνής βιβλιογραφία σ’ αυτά τα θέματα είναι απέραντη και πλήρης αν κανείς ενδιαφέρεται να ερευνήσει. Απ­λώς με αδρές και περιληπτικές γραμμές αναφέρομε ότι: Για 250 χρόνια νόμοι επί νό­μων εθεσπί­σθησαν για τη βίαια μετατροπή του κόσμου στη νέα θρησκεία. Οι νόμοι αυ­τοί έχουν διασωθεί και μπορούν να μελε­τηθούν. Οι σφαγές εναντίον των εθνικών και Ελληνι­ζόντων αποτελούν κάτι απερίγρα­πτο. Ακόμα χειρότερες ήταν οι σφαγές με­ταξύ των χριστιανικών αιρέσεων. Η ισοπέ­δωση του αρχαίου κόσμου ήταν ολοκλη­ρω­τική. Κα­μία μεγάλη βιβλιοθήκη δεν εσώ­θη. Όλες εκάησαν. Τα εγκλήματα των χρι­σ­τι­ανικών εκκλησιών είτε μεταξύ των είτε εναντίον των άλλων θρησκειών και λαών εί­ναι το χειρότερο κακό που συνέβη ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο υπερ-χι­λι­­ετής Μεσαίων, το σφαγείο της Σκυθοπόλεως, η ολοκληρωτική αμορφωσιά, η καύ­ση των μάγων και μαγισ­σών, οι σταυροφορίες, η ιερά εξέ­ταση, η σωματική και η ηθι­κή τυραννία των ατό­μων, ο εκχριστιανισμός της Ευρώπης και της Αμερικανικής ηπεί­ρου, η εναντι­ό­τη­τα του κατά της επιστήμης, της φιλοσοφίας και της προόδου και πά­ρα πολλά άλλα τοιαύτα απο­τελούν τις πλέον φρι­κιαστικές σελίδες της ιστο­ρίας. Τα ανά τον κόσμο αθώα ανθρώπινα θύ­ματα της χρι­σ­τια­νικής μάστιγας και λαίλαπας υπο­λογί­ζονται περί τα 200 εκατομμύρια σε 1700 χρό­νια.

Τα αμέτρητα εγκλήματα του Χριστιανισμού συνήθως αποσιω­πούν­ται από τους Χριστιανούς γνώστες των πραγμάτων. Συσκοτίζουν το θέμα όσο δύναν­ται. Οι άσχετοι πιστοί Χριστιανοί αρνούνται να τα ακούσουν απ’ αυτούς που τα γνω­ρίζουν. Αν παρ’ ελπίδα κάποιος τα ακούσει δεν τα πιστεύει. Τα νο­μί­ζει φαντα­σι­ώ­σεις, προπα­γάνδα και ψεύδη του ομιλούντος. Μερικές φορές όμως ομολογούνται, συ­νή­θως μερι­κώς, όχι ολικώς, δειλώς ή ευθαρσώς, από μερικούς Χριστιανούς. Π. χ. βλέ­πε: (1) The Christian magazine: Christian History, “Converting by the Sword”, Summer 1999. (2) Evaggelos G. Vallianatos (Έλλην Διδάκτωρ), The Passion of the Greeks: Christianity and the Rape of Hellenes, Clock & Rose Press, 1st Edition, December 1, 2006, σελίδα 183.

Πολλοί λόγω αμάθειας ή ημιμάθειας ή λόγω εθελοτυφλίας και χριστιανικής προπαγάνδας μας λένε ότι ο Χριστιανισμός είναι η μόνη αληθινή, τέλεια και ηθική θρησκεία της αγάπης και της δικαιοσύνης και πολλά τοιαύτα. Δυστυχώς όμως οι άν­θρωποι κατά εποχές και κατά τόπους τον παρεξήγησαν και τον χά­λα­σαν. Γι’ αυτό συ­νέβησαν όλα αυτά τα φρικιαστικά ιστορικά γεγονότα και σήμερα δεν πάμε καλά. Ευ­τυχώς τουλάχι­στον που μερικοί απ’ αυτούς, όχι όλοι, αναγνωρίζουν τη διάπραξη τε­ραστίων και πο­λυαρίθμων εγκλημάτων από τους Χριστιανούς ομοϊδεάτες τους. Αλ­λά αυτά που ισχυ­ρίζονται, εκτός του ότι θεολογικώς δεν ευσταθούν εφ’ όσον υπάρχει η Θεία Πρόνοια, η θεϊκή προ­στασία και η καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος κατά τα έτη του Κυρίου ή την εποχή της Χάριτος, είναι μεγάλα ψέ­ματα διότι:

 

(α) Όπως είδαμε από τις προηγούμενες μπόλικες αναφορές, από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη ήδη από την έναρξη του Χριστιανισμού, και πριν, είχα­με τα σπέρ­μα­τα μι­σαλ­λo­δo­ξί­ας και βίας θεσμοθετημένα εντός των «ιερών» βι­βλίων της νέ­ας αίρεσης και μετά θρη­σκείας. Ο διαχωρισμός, αφορισμός, εξοστρακισμός, θανάτω­ση, κλπ. των δια­φω­νούντων ή απλώς εκφερόντων άλλη γνώμη, ακόμη και σε ασή­μαν­τα θέ­ματα, είχε τε­θεί σαφώς και άνευ περιτροπών. Αυτά είναι θεσμοθετημένα εντός των «ιερών και θεοπνεύστων» βιβλίων του Χριστιανισμού. Δεν υπήρχε καμία δημο­κ­ρατική ιδέα ή δια­δικασία. Είναι οι θέσεις του Θεού της Παλαιάς Διαθήκης, του Ιησού Χρι­στού και των Αποστόλων της Καινής Διαθήκης. Οι «άγιοι και θεοφόροι» Πατέρες επεξέ­τει­ναν όλα αυτά έτι περαιτέ­ρω. Δεν τα δημιούρ­γησαν άλ­λοι εκ των υστέρων και ειδικότερα οι λαϊκοί. Ήδη υπήρ­χαν έτοιμα μέσα στις Άγιες Γραφές και Παραδόσεις και τα εκμε­ταλλεύτηκαν οι κλη­ρικοί όλων των βαθμίδων και αξιωμάτων καθώς και πολλοί λαϊ­κοί που τους συνέφεραν. Όλα όσα επακολού­θη­σαν ήταν αναπό­φευκτα πα­ρεπόμενα και προεκτάσεις, πιστή και λο­γι­κή εφαρμογή των αρ­χών του Χριστιανι­σ­μού και δεν υπήρξε καμία παρεξήγηση. Τίποτα παραπάνω!

(β) Περιληπτικότατα αναφέρομε ότι ο Χριστιανισμός ήταν καταδικασμένος σε πλήρη αποτυχία εν τη γενέσει του. Τον Χριστιανισμό δεν τον χάλασαν οι άνθρωποι από τον Κωνσταντίνον και μετά, αλλά ήταν ήδη χαλασμένος εν τη γενέσει του. Για το εκ των υστέρων φταίξιμο των ανθρώπων ευθύνεται ο ίδιος ο Xριστιανισμός. Η κατα­στροφή και η αθλιότητα που επακολούθη­σαν, όπου επε­κρά­τησε, ήταν συνέπειες της αλλοπρόσαλλης, παράλο­γης και σχιζο­ει­δής διδασκα­λίας και ηθικής του μαζί με τον απεριόριστο εκφοβισμό και την αιώνια τιμωρία. Η ολοκληρωτική καταστροφή που επήλ­θε οφειλόταν στη λογική και πιστή εφαρ­μογή όλων όσων εξάγγειλε ο Χριστιανι­σμός. Όπως έχομε αναπτύξει λε­πτομερώς και με πλήθος αναφορών σε άλ­λες μελέτες μας αυτή η παταγώδης αποτυ­χία οφείλεται κυρίως στα ακόλουθα:

 

  1. Ήταν Ιουδαϊκή αίρεση που βασιζόταν στην Παλαιά Διαθήκη και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να έχει απήχηση στους άλλους λαούς. Η Παλαιά Διαθήκη έγε­με θηριωδιών, βλακειών και κακουργημάτων και έτσι είχε πλέον ξεπέσει ακόμα και μεταξύ πολλών Ιουδαίων. Ήταν πλέον ανεφάρμοστη.
  2. Ήταν μεσσιανική, μεταφυσική και άμεσα εσχατολογική αίρεση με ξύλινη και καταστροφική ηθική και ανόητες αποκαλύψεις. Όλα βασίζονταν στον άκρατο φόβο και την αιώνια τιμωρία Το τέλος του κόσμου αναμε­νόταν από στιγμή σε στιγ­μή. Η κυριαρχία του κόσμου ανήκε στον σατανά, στους διαβόλους του και στην αμαρτία.
  3. Εκτός από ολίγες ανεφάρμοστες, ακραίες και μερικές καταστροφικές εντολές δεν φρόντισε διά την ου­σι­αστική δι­ευθέτηση και λύση των προβλημάτων της καθημερινής ζωής και των ανθρωπίνων σχέσεων. Αντ’ αυτών εξαίρεται η πα­ραίτηση από τα εγκόσμια, η αδιαφορία διά την αύριον, ο αναχωρητισμός, ο μο­να­χισμός, ο ασκητισμός, το πένθος, η αθλιότητα, η αφύσι­κη, υπερβολική και σκληρή νηστεία, ο αν­τιερωτισμός, κλπ.
  4. Τα βιβλία και τα κηρύγματά του εκτός από αναμασήματα, κοινοτοπίες και τε­τριμμένα γέμουν λαθών, αντιφάσεων, υπερβολών, εκφο­βισμού, τρόμου, κλπ. Δεν είχε καμία εγγενή λογική και συνέπεια. Τα πάντα έγιναν μαντάρα...!
  5. Δεν έλαβε καμία μέριμνα για την γνώση, την φιλοσοφία, την επιστήμη, την ιατρική, την ψυχολογία, την πρόοδο, κλπ. Μόνη αρχή ήταν το «πίστευε και μη ερεύνα» και όλη η σκέψη ανα­λωνόταν για τον θάνατο και την άλλη ζωή. Οι φυσικές καταστροφές και οι αρρώστιες, σωματικές ή ψυχολογικές, οφείλον­ταν στις αμαρτίες και ήταν ενέρ­γειες των διαβόλων ή συνέπειες της οργής του Πανά­γα­θου. Η θερα­πεία ήταν το ευχέ­λαιο, το θαύμα, το σημείο του σταυρού, η ελιά και το βάιο του σταυρού, ο αγιασμός, ο εκκλησιασμός, η εξομολόγηση, η λι­τανεία, ο εσπε­ρινός, η παρά­κληση, το φυλαχτό, η προσευχή, η νηστεία, το θυ­μίαμα, το τάμα, η από­τα­ξη του σατανά, η ανάγνωση και αποστήθιση απο­σ­πα­σμάτων της Βίβλου και άλ­λων διαφόρων χριστιανικών βιβλίων, οι εξορκι­σ­μοί, οι ευχές, οι μετάνοιες, οι εικόνες και οι μπογιές τους, τα άχραν­τα μυστή­ρια και τα διάφορα παρεπόμενα όλων αυτών των με­θόδων.
  6. Καταδίκασε τον έρωτα ως αμαρτία. Εξαίρει την παρθενία και τον ευνουχισμό. Κατάστρεψε, δηλαδή, την μεγαλύτερη κι­νητήρια δύναμη της ζωής, διέρ­ρηξε τις ρίζες των σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων και των οικογενειακών σχέσεων και έτσι δημιούργησε έναν τεράστιο αριθμό ψυχοσωματικών διαταραχών και νευρώσεων. Ει δυνατόν «παρελθέτω ο κό­σμος ούτος» και να επέλθει η εξά­λει­ψη του ανθρω­πίνου γένους τη σωτηρία του οποίου επαγγέλθηκε.
  7. Για να κερδίσομε την άλλη ζωή πρέπει να μισήσομε ετούτη.

 

 

Για να καταδείξομε τα οικτρά χάλια του Χριστιανισμού ένεκα των αρχών του και όχι ένεκα του ότι τον χάλασαν εκ των υστέρων οι άνθρωποι θα τελειώσομε με την καταγγελία ότι κάθε «ιερά εξέταση» από τον 4ον αιώνα και εφεξής θεμε­λι­ώ­θηκε και δι­­καιολογήθηκε θεο­λογι­κώς διά των «ιερών κειμένων» της Βίβλου και των Πατέρων. Η κάθε ιερά εξέταση τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή από τον 4ο αιώνα και με­τά, και όχι μόνον η ισπα­νική των 12ου-19ου αιώνων, βασίστηκε σε:

 

  1. Πολλά χωρία της Πα­λαιάς και της Καινής Δια­θήκης.
  2. Έργα Πατέ­ρων (πρωτί­στως του Τερτυλλιανού, Ιερωνύμου, Αμβροσίου και του Αυ­γουστί­νου, και άλλων).
  3. Νομο­θε­σίες από τον «Άγιο!» Κωνσταν­τίνον μέχρι τον εμ­πα­θή θεο­λόγο αυτο­κράτορα Ιου­στινιανόν, αλλά και διάφορες άλλες μετά.
  4. Απο­φά­σεις συνόδων και συμβουλίων.
  5. Στους Ιησού, Πέ­τρο, και Παύλο.

 

Όλα αυτά εκ­θέ­τονται με πλήθος αναφορών και στοιχεί­ων στο εξαι­ρε­τικό βι­βλίο του ερευνητή Charles B. Waite, The History of Chris­ti­an Reli­gion to the Year 200, (Η ιστορία της Χριστιανικής Θρη­σκείας μέχρι το Έτος 200), σε­λί­δες 519-537. Στο επόμενο μέρος αυτή της εργασίας έχω με­ταφράσει αυτές τις άκρως ενδια­φέρουσες, αποκαλυ­πτι­κές, θαρ­ρα­λέ­ες, συνοπτικές και πυ­κνο­γραμμένες 18 σελίδες, προσθέτον­τας περισσότερες αναφορές και συμ­πλη­ρώσεις από τις μελέτες μου. Εκεί θα δείτε και θα απολαύσετε και άλλες επι­πρόσθετες αναφορές από «τα ιερά κείμενα» που δεν έχουν εκτεθεί εδώ, για να καταλάβετε πλήρως και άνευ αμ­φιβολιών τι σημαίνει το πε­ριβόητο και «παροι­μι­ώδες» «όστις θέ­λει οπίσω μου ελθείν...»!

Τελειώνοντας λοιπόν ελπίζομε ότι αποδώσαμε και τεκμηριώσαμε σωστά και αμετάκλητα την έννοια ολόκληρης της φράσης «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν...» όπως ακριβώς την εννοούν τα Ευαγγέλια. Αυτή παραφράστηκε από τα χωρία των τρι­ών πρώτων συνοπτικών ευαγγελιστών και αναφέρεται αποσπασμένη από την έν­νοια των κειμένων που την περιέχουν και κουτσουρεμένη μέ­χρι το «ελθείν» σε δια­φόρους λόγους των ψευδολόγων του Χριστιανισμού. Ο εν­διαφερό­με­νος και υπεύ­θυ­νος ανα­γ­νώστης οφείλει να μελετήσει και να ερευνήσει αντικειμενι­κώς το θέμα μόνος του. Αν αμφιβάλλει διά τα όσα παρα­θέσαμε εδώ ας τα εξετάσει προσεκτικά και ας μελε­τή­σει έγκυρες και αντικειμενικές μελέτες της διεθνούς βιβλι­ο­γραφίας. Αν τελικά συμ­φω­νή­σει μαζί μας, τότε έχει χρέος να καταγγείλει αυτήν την ασύ­στολη απάτη μαζί με τη δισχιλιετή μάστιγα από την οποία προήλθε.

 


Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ

ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ

 

[Μετάφραση των συνοπτικών αλλά πολύ περιεκτικών σελίδων 519-537, περί της θεολογικής και δογ­ματικής θεμελιώσεως της Ιεράς Εξετάσεως και μιας σύντομης αλλά πολύ κατατοπιστικής ιστο­ρικής διαδρομής της, του εξαι­ρε­τι­κού ερευνητικού συγγράμματος: History of the Christian Religion to the Year Two Hundred (Ιστορία της Χριστιανικής Θρησκείας μέχρι το Έτος 200), by Charles B. Waite, A. M., Fifth EditionRevised. Chicago, 1900.

Ο μεταφραστής προσέθεσε μερικές επιπλέον ση­μει­ώσεις, πληροφορίες και αναφορές εντός του κειμένου της μετάφρασης και έναν μικρό επίλογο. Όλες οι προσ­θήκες του μεταφραστή συγγραφέως έχουν τεθεί εντός [ ] ορθογωνίων αγκυλών.]

 

ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΣ

         

            Ο Πέτρος, σύμφωνα με την αφήγηση των Πράξεων των Αποστόλων 5: 1-11, χτύπησε και έριξε νεκρούς τον Ανανία και τη [σύζυγό του] Σαπφείρα επειδή εψεύ­σθησαν και παρα­κράτησαν μέρος από το αντίτιμο του κτήματος που επώλησαν.

[«Ανήρ δε τις Ανανίας ονόματι συν Σαπφείρη τη γυναικί αυτού επώλησε κτή­μα και ενοσφίσατο από της τιμής, συνειδυίας και της γυναικός αυτού, και ενέγκας μέ­ρος τι παρά τους πόδας των αποστόλων έθηκεν. είπε δε Πέτρος· Ανανία, διατί επλή­ρωσεν ο σατανάς την καρδίαν σου, ψεύσασθαί σε το Πνεύ­μα το Άγιον και νοσφί­σα­σθαι από της τιμής του χωρίου; ουχί μένον σοι έμενε και πραθέν εν τη σή εξουσία υπήρχε; τι ότι έθου εν τη καρδία σου το πράγμα τούτο; ουκ εψεύσω ανθρώποις, αλλά τω Θεω. ακούων δε ο Ανανίας τους λό­γους τούτους πεσών εξέψυξε, και εγένετο φό­βος μέγας επί πάντας τους ακούοντας ταύτα. αναστάντες δε οι νεώτεροι συνέ­στει­λαν αυτόν και εξενέγ­καντες έθαψαν. Εγένετο δε ως ωρών τριών διάστημα και η γυνή αυτού, μη ει­δυία το γεγονός, εισήλθεν. απεκρίθη δε αυτη ο Πέτρος· ειπέ μοι, ει το­σούτου το χωρίον απέδοσθε; η δε είπε· ναί, τοσούτου. ο δε Πέτρος είπε προς αυτήν· τι ότι συνεφωνήθη υμίν πειράσαι το Πνεύμα Κυρίου; ιδού οι πόδες των θαψάν­των τον άν­δρα σου επί τη θύρα και εξοίσουσί σε. έπεσε δε παραχρήμα παρά τους πόδας αυτού και εξέψυξεν· εισελθόντες δε οι νεανίσκοι εύρον αυτήν νεκ­ράν, και εξενέγκαντες έθα­ψαν προς τον άνδρα αυτής. και εγένετο φόβος μέ­γας εφ’ όλην την εκκλησίαν και επί πάντας τους ακούοντας ταύτα.»]

 

            Ο διδάκτωρ Doellinger, ένας εξέχων καθολικός θεολόγος, σχολιάζοντας αυ­τή την ενέργεια, λέγει:

            «Όταν ο Ανανίας και η Σαπφείρα, διά της υποκρισίας και της φιλάργυρης προσπάθειάς των για απάτη, είχαν διαπράξει την πρώτη επίθεση κατά της εξουσίας των αποστόλων και της κηδεμονίας της εκκλησίας υπό του Αγίου Πνεύματος, ο Άγι­ος Πέτρος επέβαλλε τρομακτική τιμωρία επ’ αυτών.» ―[First Age of the Church, (Η Πρώτη Εποχή της Εκκλησίας), by John Ignatius Doellinger, D. D., 2d London Edi­ti­on, 1867, p. 44.].

            [Εδώ δηλαδή, ο Δωρ θεολόγος Doellinger, όπως και κάθε λογικά σκεπτόμενος, ερμηνεύ­ει ότι ο Πέτρος επέβαλλε την τιμωρία και όχι το Άγιο Πνεύμα, όπως παραπ­λανητικά  δηλώνει ο συγγραφέας του βιβλίου των Πράξεων, πράξη που θα αντίβαινε σε κάθε θεολογική έννοια αγάπης, συγχωρήσεως, στοργής, δευτέρας ευκαιρίας, κλπ.]

 

            Ο Παύλος, πριν από την μεταστροφή του, καταδίωκε τους αποστόλους, και δημι­ουργούσε αναστάτωση μεταξύ των, και εισερχόταν σε κάθε σπίτι, σθεναρών αν­δρών και γυναικών και τους έσερνε στη φυλακή. Συνέχισε να αποπνέει φόβο και φό­νο εναντίον των αποστόλων μέχρι της μεταστροφής του, και μετά την μεταστροφή του η δι­ω­κτική του μανία μετατοπίστηκε κατά των αιρετικών εντός της εκκλησίας.

 

ΔΟΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

 

Η ΔΙ’ ΑΙΜΑΤΟΣ ΕΞΙΛΕΩΣΗ. ―Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το πως δύναται οιοσ­δή­ποτε να αρνηθεί το ότι ο Παύλος εδίδαξε το δόγμα της εξιλέωσης. Οι απόψεις του εκφράζονται με ικανώς σαφή γλώσσα στα επόμενα χωρία, όλα τα οποία ελήφθη­σαν από τις επιστολές του, τις οποίες οι Γερμανοί κριτικοί παραδέ­χον­ται ως γνήσιες:

            «ον προέθετο ο Θεός ιλαστήριον διά της πίστεως εν τω αυτού αίματι, εις έν­δειξιν της δικαιοσύνης αυτού διά την πάρεσιν των προγεγονότων αμαρτημάτων» ―Πρός Ρωμαίους 3: 25.

            «έτι γαρ Χριστός όντων ημών ασθενών κατά καιρόν υπέρ ασεβών απέθανε. μό­λις γαρ υπέρ δικαίου τις αποθανείται· υπέρ γαρ του αγαθού τάχα τις και τολμά απο­θανείν. συνίστησι δε την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε. πολλώ ουν μάλλον δικαιωθέντες νυν εν τω αί­μα­τι αυτού σωθησόμεθα δι’ αυτού από της οργής. ει γαρ εχθροί όντες κατηλλά­γη­μεν τω Θεώ διά του θανάτου του υιού αυτού, πολλω μάλλον καταλλαγέντες σωθησό­μεθα εν τη ζωή αυτού· ου μόνον δε, αλλά και καυχώμενοι εν τω Θεώ διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι’ ου νυν την καταλλαγήν ελάβομεν.» ―Πρός Ρωμαίους 5: 6-11.

            «ος γε του ιδίου υιού ουκ εφείσατο, αλλ’ υπέρ ημών πάντων παρέδωκεν αυ­τόν, πως ουχί και συν αυτώ τα πάντα ημίν χαρίσεται;» ―Πρός Ρωμαίους 8: 32.

          «παρέδωκα γαρ υμίν εν πρώτοις ό και παρέλαβον, ότι Χριστός απέθανεν υπέρ των αμαρτιών ημών κατά τας γραφάς» Α΄ Πρός Κορινθίους 15: 3.

            «του δόντος εαυτόν υπέρ των αμαρτιών ημών, όπως εξέληται ημάς εκ του ενε­στώτος αιώνος πονηρού κατά το θέλημα του Θεού και πατρός ημών,» ―Πρός Γα­λά­τας 1: 4.

Βλέπε επίσης: ―Πρός Γαλάτας 3: 13, «Χριστός ημάς εξηγόρασεν εκ της κατάρας του νόμου γενόμενος υπέρ ημών κατάρα· γέγραπται γαρ· επικατάρατος πας ο κρεμάμενος επί ξύλου·». [Βλέπε και Γένεσις 40: 19, Δευτερονόμιον 21: 22-23, Ιησούς του Ναυί 8: 29, Εσθήρ 8: 7, και Πρά­ξεις 5: 30, 10: 39, Πρός Γαλάτας 3: 13, Α΄ Πέτρου 2: 24.].

 

            [Επίσης: Πρός Εβραίους 9: 11-22 «Χριστός δε παραγενόμενος αρχιερεύς των μελλόντων αγαθών διά της μείζονος και τελειοτέρας σκηνής, ου χειροποιήτου, τούτ' έσ­τιν ου ταύτης της κτίσεως, ουδέ δι' αίματος τράγων και μόσχων, διά δε του ιδίου αίμα­τος εισήλθεν εφάπαξ εις τα Άγια, αιωνίαν λύτρωσιν ευράμενος. ει γαρ το αίμα ταύρων και τράγων και σποδός δαμάλεως ραντίζουσα τους κεκοινωμένους αγιάζει προς την της σαρκός καθαρότητα, πόσω μάλλον το αίμα του Χριστού, ος διά Πνεύ­ματος αιωνίου εαυτόν προσήνεγκεν άμωμον τω Θεω, καθαριεί την συνείδησιν υμών από νεκρών έρ­γων εις το λατρεύειν Θεώ ζώντι; Και διά τούτο διαθήκης καινής με­σίτης εστίν, όπως, θανάτου γενομένου εις απολύτρωσιν των επί τη πρώτη διαθήκη παραβάσεων, την επ­αγ­γελίαν λάβωσιν οι κεκλημένοι της αιωνίου κληρονομίας. όπου γαρ διαθήκη, θάνατον ανάγκη φέρεσθαι του διαθεμένου· διαθήκη γαρ επί νεκροίς βε­βαία, επεί μήποτε ισχύει ότε ζη ο διαθέμενος. Οθεν ουδ' η πρώτη χωρίς αίματος εγκε­καίνισται· λαληθείσης γαρ πάσης εντολής κατά τον νόμον υπό Μωϋσέως παντί τω λαω, λαβών το αίμα των μόσ­χων και τράγων μετά ύδατος και ερίου κοκκίνου και υσσώπου, αυτό τε το βιβλίον και πάντα τον λαόν ερράντισε λέγων· τούτο το αίμα της διαθήκης ης ενετείλατο προς υμάς ο Θεός. και την σκηνήν δε και πάντα τα σκεύη της λειτουργίας τω αίματι ομοίως ερ­ράντισε. και σχεδόν εν αίματι πάντα καθαρίζεται κατά τον νόμον, και χωρίς αιμα­τεκ­χυσίας ου γίνεται άφεσις.»]

[Για το ίδιο δόγμα βλέπε και Α΄ Ιωάννου 1: 7, και Α΄ Πέτρου 1: 19.]

 

ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΔΙΑ ΠΊΣΤΕΩΣ. ― Ο Παύλος ήταν εξ ίσου ξεκάθαρος στην αναγ­γε­λία αυτού του δόγματος. Π. χ. βλέπε:

 Πρός Ρωμαίους 1: 16, «ου γαρ επαισχύνομαι το ευαγγέλιον του Χριστού· δύ­ναμις γαρ Θεού εστιν εις σωτηρίαν παντί τω πιστεύοντι, Ιουδαίω τε πρώτον και Έλ­ληνι.»,

Πρός Ρωμαίους 3: 22-24, «δικαιοσύνη δε Θεού διά πίστεως Ιησού Χριστού εις πάντας και επί πάντας τους πιστεύοντας· ου γαρ εστι διαστολή· πάντες γαρ ήμαρ­τον και υστερούνται της δόξης του Θεού, δικαιούμενοι δωρεάν τη αυτού χάριτι διά της απολυτρώσεως της εν Χριστω Ιησού,»,

Πρός Ρωμαίους 3: 30, «επείπερ εις ο Θεός ος δικαιώσει περιτομήν εκ πίστεως και ακροβυστίαν διά της πίστεως.»,

Πρός Ρωμαίους 4: 5, «τω δε μη εργαζομένω, πιστεύοντι δε επί τον δικαιούντα τον ασεβή, λογίζεται η πίστις αυτού εις δικαιοσύνην,»,

Πρός Ρωμαίους 4: 16 «δια τούτο εκ πίστεως, ίνα κατά χάριν, εις το είναι βε­βαίαν την επαγγελίαν παντί τω σπέρματι, ου τω εκ του νόμου μόνον, αλλά και τω εκ πίστεως Αβραάμ, ος εστι πατήρ πάντων ημών,»,

Πρός Ρωμαίους 5: 1, «Δικαιωθέντες ουν εκ πίστεως ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού,»,

Πρός Γαλάτας 2: 16 «ειδότες δε ότι ου δικαιούται άνθρωπος εξ έργων νόμου εάν μη διά πίστεως Ιησού Χριστού, και ημείς εις Χριστόν Ιησούν επιστεύσαμεν, ίνα δικαιωθώμεν εκ πίστεως Χριστού και ουκ εξ έργων νόμου, διότι ου δικαιωθήσεται εξ έργων νόμου πάσα σάρξ.».

Κλπ.

 

[Πρός Ρωμαίους 3: 27-28 «Πού ουν η καύχησις; εξεκλείσθη. Διά ποίου νό­μου; των έργων; ουχί, αλλά διά νόμου πίστεως. λογιζόμεθα ουν πίστει δικαιούσθαι άνθρωπον χωρίς έργων νόμου.».

Πρός Εφεσίους 2: 7-8 «ίνα ενδείξηται εν τοις αιώσι τοις επερχομένοις τον υπερβάλλοντα πλούτον της χάριτος αυτού εν χρηστότητι εφ' ημάς εν Χριστω Ιησού. τη γαρ χάριτί εστε σεσωσμένοι διά της πίστεως· και τούτο ουκ εξ υμών, Θεού το δώρον,».

Αυτά έρχονται σε καθαρή αντίφαση με τον Ιάκωβον, Καθολική Επιστολή Ια­κώβου 2: 17 «ούτω και η πίστις, εάν μη έργα έχη, νεκρά».]

 

[ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΔΙ’ ΕΡΓΩΝ ―Βεβαίως ο συνεχώς φάσκων και αντιφάσκων αλλοπρόσαλλος Παύλος δεν αντιφάσκει μόνο με τον Ιάκωβον αλλά και με τον εαυτόν του. Σε δυο σημεία αντιφατικώς λέγει ότι μπορούμε να σωθούμε και με έργα και με την τήρηση του Μωσαϊκού Νόμου:

 

Πρός Ρωμαίους 2: 5-7 «κατά δε την σκληρότητά σου και αμετανόητον καρ­δί­αν θησαυρίζεις σεαυτώ οργήν εν ημέρα οργής και αποκαλύψεως και δικαιοκρισίας του Θεού, ος αποδώσει εκάστω κατά έργα αυτού, τοις μεν καθ’ υπομονήν έργου αγαθού δόξαν και τιμήν και αφθαρσίαν ζητούσι ζωήν αιώνιον,».

Πρός Ρωμαίους 2: 13 «ου γαρ οι ακροαταί του νόμου δίκαιοι παρά τω Θεώ, αλλ’ οι ποιηταί του νόμου δικαιωθήσονται.».

 

Μετά απ’ αυτές τις αντιφάσεις και τις τρικλοποδιές βρείτε ‘σεις την άκρη. Τί να πρωτοπεί και να πρωτοθαυμάσει κανείς με αυτόν τον Παύλο! Σε όλα τα ζητήματα φάσκει και αντιφάσκει. Οι αντιφάσεις και δολιότητές του ανέρχονται σε εκα­τοντάδες. Για την μνημειώδη αντιφατικότητα και κατά συνέπεια ψευδολογία του Παύ­λου όπως και όλης της Καινή Διαθήκης εδώ θα περιοριστούμε στο παράδειγμα του Μωσαϊκού Νόμου. Μελετήσετε τα παρακάτω αποσπά­σμα­τα με τη σει­ρά που τα παραθέτομε και αφού τα κατανοήσετε βγάλετε μόνοι σας τα συμπερά­σματά σας:

 

Πρά­ξεις ιγ΄: 39, [Ο Παύλος λέγει ότι η πίστη στον Ιησού συμπληρώνει την ισχύν και την ατέλεια του Νόμου: ] και από πάντων ων ουκ ηδυνήθητε εν τω νόμω Μωϋσέως δικαι­ω­θή­ναι, εν τούτω [τω Ιησού] πας ο πιστεύων δικαιούται.

Ματ­θαί­ος ε΄: 17-18, [Ο Ιησούς επιβεβαιώνει την πλήρη ισχύν του Νόμου μέ­χρι Δευ­τέρας Παρουσίας: ] Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας· ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι. αμήν γαρ λέγω υμίν, έως αν παρέλθη ο ου­ρα­νός και η γη, ιώτα εν ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νό­μου έως αν πάντα γένη­ται. (Και Λουκάς 16: 17.)

Πρός Ρω­μαί­ους στ΄: 14, [Ο Παύλος καταργεί τον Νόμο] αμαρτία γαρ υμών ου κυριεύσει· ου γαρ εστε υπό νόμον, αλλ’ υπό χάριν.

ζ΄: 1, [Ο Παύλος αντιφάσκει πλήρως προς τον προη­γούμενο στίχο!] Ή αγνοεί­τε, αδελφοί· γινώσκουσι γαρ νόμον λαλώ. ότι ο νόμος κυριεύει του αν­θρώπου εφ’ όσον χρόνον ζη;

ζ΄: 6, [Ο Παύλος σχεδόν αμέσως αναιρεί ό,τι είπε πριν διά του αντίθετου: ] νυ­νί δε κατηρ­γήθη­μεν από του νόμου, αποθανόντες εν ω κατειχόμεθα, ωστε δου­λεύ­ειν ημάς εν καινότητι πνεύματος και ου παλαιότητι γράμματος.

Πρός Γα­λά­τας γ΄: 10, [Ο Παύλος και πάλι επιβεβαιώνει την διαχρονική ισχύν του Νόμου και των διατάξεών του: ] Οσοι γαρ εξ έργων νόμου εισίν, υπό κατά­ραν εισί· γέγραπται γαρ· επικατάρατος πας ος ουκ εμμένει εν πάσι τοις γεγραμ­μένοις εν τω βιβλίω του νό­μου του ποιήσαι αυτά·

Πρός Ρω­μαί­ους δ΄: 14-15, [Ο Παύλος πριν ήλθε σε κατάφορη αντίφαση με τον εαυτόν του εφ’ όσον είχε ήδη ‘πεί: ] ει γαρ οι εκ νόμου κληρονόμοι, κεκέ­νω­ται η πίστις και κατήργηται η επαγγελία· ο γαρ νόμος οργήν κατεργάζεται· ου γαρ ουκ έστι νόμος, ου­δέ παράβασις.

Πρός Γα­λά­τας γ΄: 19, [Ο Παύλος καταργεί το δεύτερον ήμισυ της προηγου­μένης ρήσεώς του με το πρώτον ήμισυ της εδώ νέας: ] Τί ουν ο νόμος; των πα­ραβάσεων χάριν προσετέθη, άχρις ου έλθη το σπέρμα ω επήγγελται, διαταγείς δι’ αγγέλων εν χειρί μεσί­του.

Α΄ Ιω­άν­νου γ΄: 4, [Ο Ιωάννης αγανακτισμένος επιλαμβάνεται του προβλήμα­τος που δημιουργεί η τρομερή ανωμαλία του Παύλου και θέτει τα πράγματα καλλίτε­ρα.] Πας ο ποιών την αμαρτίαν και την ανομίαν ποιεί, και η αμαρτία εστίν η ανομία.

Πρός Ρω­μαί­ους ζ΄: 12, [Εδώ ο Παύλος εξαίρει τον Νόμο ξεχνώντας όλα τα άλλα που έχει πει εναντίον του] ώστε ο μεν νόμος άγιος, και η εντολή αγία και δικαία και αγαθή.

[και συνεχίζει με την πνευματική ισχύν του Νόμου] ζ΄: 14, οίδαμεν γαρ ότι ο νόμος πνευματικός εστιν· εγώ δε σαρκικός ειμι, πεπραμένος υπό την αμαρτίαν.

Πρός Γα­λά­τας γ΄: 22-23, [Ο Παύλος αρνείται αυτά που είπε ο Ιησούς και αυ­τά που είπε ο ίδιος στους Εβραίους της Ρωμης και έτσι στους Εβραίους της Γαλα­τίας ανακοινώνει ότι ο Νόμος τους κρατούσε στα δεσμά της αμαρτίας αλλά η αποκαλυφθείσα πίστη στον Ιησού αχρηστεύει τον Νόμο] αλλά συνέκ­λεισεν η γραφή τα πάντα υπό αμαρτίαν, ίνα η επαγγελία εκ πίστεως Ιησού Χρισ­τού δοθή τοις πιστεύουσι. Προ δε του ελθείν την πί­στιν υπό νόμον εφρουρούμε­θα συγκεκ­λεισμένοι εις την μέλλουσαν πίστιν αποκαλυ­φθήναι.

Πρός Ρω­μαί­ους γ΄: 19, [Ο Παύλος όμως, στους Εβραίους της Ρώμης είχε πει ότι ο Θεός Γιαχβέχ έδωσε τον Νόμον για να βουλώσει κάθε στόμα και όλος ο κόσμος να γίνει ένοχος μπροστά στον Θεό!] Οίδαμεν δε ότι όσα ο νόμος λέγει τοις εν τω νόμω λαλεί, ίνα παν στόμα φραγή και υπόδικος γένηται πας ο κόσ­μος τω Θεώ,].

 

ΕΚΛΟΓΗ ΚΑΙ ΠΡΟΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ. ―Αυτά τα δόγματα διεκηρύχθησαν από τον Παύλο σε γλώσσα, εάν είναι δυνατόν ακόμα περισσότερο σαφή [από τη γλώσσα των προηγουμένως αναφερθέντων δογμάτων]. Π. χ., βλέπε:

Πρός Ρωμαίους 8: 28, «Οίδαμεν δε ότι τοις αγαπώσι τον Θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν, τοις κατά πρόθεσιν κλητοίς ούσιν·»,

Πρός Ρωμαίους 8: 30, «ους δε προώρισε, τούτους και εκάλεσε, και ους εκάλεσε, τούτους και εδικαίωσεν, ους δε εδικαίωσε, τούτους και εδόξασε.»,

Πρός Ρωμαίους 9: 11-24, «μήπω γαρ γεννηθέντων μηδέ πραξάντων τι αγαθόν ή κακόν, ίνα η κατ’ εκλογήν του Θεού πρόθεσις μένη, ουκ εξ έργων, αλλ’ εκ του κα­λούντος, ερρέθη αυτη ότι ο μείζων δουλεύσει τω ελάσσονι, καθώς γέγραπται· τον Ια­κώβ ηγάπησα, τον δε ’Ησαύ εμίσησα. Τί ουν ερούμεν; μη αδικία παρά τω Θεω; μη γέ­νοιτο. τω γαρ Μωϋσή λέγει· ελεήσω ον αν ελεώ, και οικτειρήσω ον αν οικτείρω. άρα ουν ου του θέλοντος ουδέ του τρέχοντος, αλλά του ελεούντος Θεού. λέγει γαρ η γρα­φή τω Φαραω ότι εις αυτό τούτο εξήγειρά σε, όπως ενδείξωμαι εν σοί την δυναμίν μου, και όπως διαγγελή το όνομά μου εν πάση τη γη. άρα ουν ον θέλει ελεεί, ον δε θέλει σκληρύνει. Ερείς ουν μοι· τι έτι μέμφεται; τω γαρ βουλήματι αυτού τις ανθέ­στη­κε; μενούνγε, ω άνθρωπε, συ τις ει ο ανταποκρινόμενος τω Θεω; μη ερεί το πλάσμα τω πλάσαντι, τι με εποίησας ούτως; ή ουκ έχει εξουσίαν ο κεραμεύς του πηλού, εκ του αυτού φυράματος ποιήσαι ό μεν εις τιμήν σκεύος, ό δε εις ατιμίαν; ει δε θέλων ο Θεός ενδείξασθαι την οργήν και γνωρίσαι το δυνατόν αυτού ήνεγκεν εν πολλή μα­κροθυμία σκεύη οργής κατηρτισμένα εις απώλειαν, και ίνα γνωρίση τον πλούτον της δόξης αυτού επί σκεύη ελέους, ά προητοίμασεν εις δόξαν, ους και εκάλεσεν ημάς ου μόνον εξ Ιουδαίων, αλλά και εξ εθνών,»,

Πρός Ρωμαίους 11: 5-7, «ούτως ουν και εν τω νυν καιρώ λείμμα κατ’ εκλο­γήν χάριτος γέγονεν. ει δε χάριτι, ουκέτι εξ έργων· επεί η χάρις ουκέτι γίνεται χάρις. ει δε εξ έργων, ουκέτι εστί χάρις· επεί το έργον ουκέτι εστίν έργον. Τί ουν; ό επι­ζητεί Ισ­ρα­ήλ, τούτο ουκ επέτυχεν, η δε εκλογή επέτυχεν· οι δε λοιποί επωρώθησαν,».

Κλπ.

 

[Πράξεις 13: 48 «ακούοντα δε τα έθνη έχαιρον και εδέξαντο τον λόγον του Κυρίου, και επίστευσαν όσοι ήσαν τεταγμένοι εις ζωήν αιώνιον·»

Αν και λέγει: Α΄ Πρός Τιμόθεον 2: 3-4 «τούτο γαρ καλόν και απόδεκτον ενώ­πιον του σωτήρος ημών Θεού, ος πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνω­σιν αληθείας ελθείν.».

Πρός Τίτον 2: 11-13: «Επεφάνη γαρ η χάρις του Θεού η σωτήριος πάσιν ανθρώποις, παιδεύουσα ημάς ίνα αρνησάμενοι την ασέβειαν και τας κοσμικάς επι­θυ­μίας σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς ζήσωμεν εν τω νυν αιώνι, προσδεχό­με­νοι την μακαρίαν ελπίδα και επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού,».

Αλλά και πάλι λέγει: Πρός Ρωμαίους 9: 22 «ει δε θέλων ο Θεός ενδείξασθαι την οργήν και γνωρίσαι το δυνατόν αυτού ήνεγκεν εν πολλή μακροθυμία σκεύη ορ­γής κατηρτισμένα εις απώλειαν,» και

Πρός Ρωμαίους 9: 27 «Ησαΐας δε κράζει υπέρ του Ισραήλ· εάν ή ο αριθμός των υιών Ισραήλ ως η άμμος της θαλάσσης, το κατάλειμμα σωθήσεται·»]

[Για το ίδιο δόγμα βλέπε και Α΄ Ιωάννου 5: 18, Α΄ Πέτρου 1: 20 και Β΄ Πέτρου 2: 9.]

 

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΑΥΤΩΝ

 

Η θυσία ως εξιλέωση των αμαρτιών, ήταν ένα δόγμα πολύ γνωστό στους Ιου­δαίους (Εβραίους). Είχε επικρατήσει μεταξύ όλων των εθνών της αρχαιότητας. Η πρακτική αυτή είχε την αρχή της, καθώς είναι γνωστόν, στην υποτιθεμένη ανάγκη της εξευμενίσεως ενός οργισμένου θεού. Για τον κατευνασμό της θεϊκής οργής γινόταν προσφορές, αρχικά από τους καρπούς της γης, μετά των ζώων. Μεταξύ των Ιουδαίων το επικρατούν δόγμα αναφέρετε στην επιστολή Πρός Εβραίους 9: 21-22: «και την σκηνήν δε και πάντα τα σκεύη της λειτουργίας τω αίματι ομοίως ερράντισε. και σχε­δόν εν αί­ματι πάντα καθαρίζεται κατά τον νόμον, και χωρίς αιματεκχυσίας ου γίνεται άφε­σις.». [Καλλίτερα ακόμα ξαναδιαβάσετε ολόκληρο το χωρίο Πρός Εβραίους 9: 11-22, το οποίο παραθέ­σαμε ανωτέρω.]

[Αυτό είναι παρμένο από πολλά σημεία της Παλαιάς Διαθήκης. Π. χ. Μελετεί­στε: Έξοδος 29: 36, Λευιτικόν 5: 11-13, 8: 15, 19, 14: 2-57, 15: 3-30, 16: 14-15, 18-19, 26-27, 17: 11, Αριθμοί 6: 10-14, 19: 17-18, 31: 22-24. Ακόμα βλέπε: Πρός Εφε­σίους 1: 7, «εν ω έχομεν την απολύτρωσιν διά του αίματος αυτού, την άφεσιν των πα­ραπτωμάτων, κα­τά τον πλούτον της χάριτος αυτού,», Ματ­θαίος 26: 28, «τούτο γαρ εστι το αίμά μου το της καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών.», κλπ. Ει­ρήσθω εν παρόδω ότι η έρευ­να απέδειξε ότι η επιστολή Πρός Εβραίους αποκλείεται να γρά­φτηκε από τον Παύλο. Αυτό το συμπέρασμα το παρα­δέ­χονται όλοι οι επιστήμονες ανεξαιρέτως. Το παραδέχεται και ο καθηγητής θεολόγος Π. Τρεμ­πέλας ενώ ταυτοχρόνως προωθεί την άποψη ότι την επιστολή την έγραψε κά­ποιος ακό­λουθος του Παύλου ο οποίος μετά τον θάνατο του Παύλου καταγράφει από μνήμης μεν, πιστά και ελεύ­θε­ρα δε, τις θέσεις του Παύ­λου. Δεν μας παρέχει όμως καμία δικαιολόγηση της από­ψεως ταύτης. Πάντως επισήμως η επιστολή ακόμα απο­δίδεται στον Παύλο απ’ όλες τις χριστιανικές εκκλησίες.].

 

Εάν το αίμα αμνών και τράγων ημπορούσε να κατευνάσει την οργισμένη Θε­ό­τητα και να την παρακινήσει να συγχωρέσει τις αμαρτίες του λαού, πόσο φυσική ήταν η μετάβαση στην ιδέα, ότι ο θάνατος ενός προσώπου έκτατης αρετής, και ιδιαι­τέρως ενός που εθεωρείτο ότι ο ίδιος είναι Υιός του Θεού, θα κατεργαζόταν την συγ­χώ­ρηση των αμαρτιών όλου του κόσμου. Όσο πιο μεγάλη η θυσία, τόσο περισσότερο επεκτεταμένος ο εξευμενισμός.

Οι αρχαίοι ήσαν οικείοι, επίσης, με τη ιδέα της θυσίας υπό τη μορφή σταυρώ­σεως. Απ’ αυτές τις σταυρώσεις οι πιο σημαντικές ήταν: του Κρισνά της Ινδίας, Π.Κ.Ε. γύρω στο 1200· του Ινδουιστή, Βούδα Σάκια, Π.Κ.Ε. 600· του Θουλή της Αι­γύπτου, Π.Κ.Ε. 1700· και του Μίθρα, της Περσίας, Π.Κ.Ε. 600.

Είναι δυνατόν ο Παύλος να μην είχε ακούσει τίποτα για αυτούς τους αρχαίους σωτήρες; Εν τούτοις δεν ήταν ολιγότερο ειλικρινής με το να πιστεύει ότι ο αληθινός σω­τήρας είχε τώρα παρουσιαστεί. Είναι αληθές ότι ο ίδιος ο Ιησούς, ουδεμία φορά κατά την διάρκεια της προκαταρκτική ανακρίσεως, είτε μπροστά στο συνέδριο, είτε μπροστά στον Πιλάτο, είτε καθ’ οδόν προς την εκτέλεση, είτε κατά την σταύρωση, έδωσε κανέναν υπαινιγμό ότι επρόκειτο να αποθάνει διά τις αμαρτίες του κόσμου.

Παρ’ όλα ταύτα, ο Παύλος, ο οποίος δεν είχε λάβει μέρος στα Μεσσιανικά όνειρα των άλλων αποστόλων, του ίδιου του Ιησού, λογικώς παρακινήθηκε να θεω­ρή­σει τα πάθη κατά την σταύρωση ως μία θυσία. Εάν επρόκειτο να εγκαταλείψει μια θρησκεία εξιλέωσης, έπρεπε τότε να αρπάξει μια άλλη, η οποία συμπεριλάμβανε μια εξι­λέωση ακόμη υψηλότερου χαρακτήρα.

Αυτή η ιδέα της εντεταλμένης εξιλέωσης, στην οποίαν ο Παύλος οδηγήθηκε φυσικά και λογικά, κατά την μετάβαση του από την Ιουδαϊκή στην Χριστιανική πί­στη, έγινε σ’ αυτόν η απορροφούσα σκέψη, η εμψυχωτική αρχή της επακόλουθης ζω­ής του. Από τότε και μετά επρόκειτο να γνωρίζει μόνο τον Ιησού και αυτόν εσταυ­ρω­μένο διά τις αμαρτίες του κόσμου.

Για την εξιλέωση, η δικαίωση διά πίστεως δεν ήταν τίποτα πλέον παρά ένα παρεπόμενο συμ­πέρασμα. Η θυσία έπρεπε να δίνει αποδεκτή από εκείνον διά τον οποίον είχε γίνει. Εάν η πίστη του ήταν αρκετή, θα πλενόταν και θα καθαριζόταν από το αίμα του Ιησού.

Ο προκαθορισμός δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια άλλη μορφή του δόγματος περί μοιραίου των Εσσαίων. Αν και ήταν μορφωμένος Φαρισαίος ο Παύλος είχε υιο­θετήσει πολλές απόψεις των Εσσαίων, και ήταν κορεσμένος μέχρις εσχάτων από την μοιρολατρία αυτής της αίρεσης.

Υπάρχουν άλλα δόγματα του Αποστόλου τα οποία μέχρι στιγμής έχουν παρα­κρατηθεί­ στην αφάνεια, αλλά είναι μεγάλης σημασίας για την ανάπτυξη της Χριστι­α­νικής θρησκείας που επακολούθησε. Αυτά λοιπόν πρέπει τώρα να εξετάσομε.

 

ΔΟΓΜΑΤΑ ΙΕΡΑΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ.

 

ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΣΑΡΚΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΊΑ ΤΟΥΠΝΕΎΜΑΤΟΣ·

Η΄, ΝΑ ΦΟΝΕΎΣΕΙΣ ΤΟ ΣΩΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΘΕΙ Η ΨΥΧΗ.

 

«Όλως ακούεται εν υμίν πορνεία, και τοιαύτη πορνεία, ήτις ουδέ εν τοις έθνεσιν ονομάζεται, ώστε γυναίκά τινα του πατρός έχειν.

και υμείς πεφυσιωμένοι εστέ, και ουχί μάλλον επενθήσατε, ίνα εξαρθή εκ μέσου υμών ό το έργον τούτο ποιήσας!

εγώ μεν γαρ ως απών τω σώματι, παρών δε τω πνεύματι, ήδη κέκρικα ως παρών τον ούτω τούτο κατεργασάμενον,

εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού συναχθέντων υμών και του εμού πνεύματος συν τη δυνάμει του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού

παραδούναι τον τοιούτον τω σατανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή εν τη ημέρα του Κυρίου Ιησού

«τι γαρ μοι και τους έξω κρίνειν; ουχί τους έσω υμείς κρίνετε; τους δε έξω ο Θεός κρίνει. και εξαρείτε τον πονηρόν εξ υμών αυτών.» ―Α΄ Πρός Κορινθίους 5: 1-5, 12-13.

[Στον στίχο 1 έχομε την πληροφορία μόνο τι ήταν το αδίκημα κάποιου. Ότι δηλαδή κάποιος γιος είχε σεξουαλικές σχέσεις με την μητριά του. Δεν αναφέρεται τί­ποτα για τις συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη, αν ήταν όντως ή όχι ένο­χος ο αδικήσας γιος, και αν τελικά ένοιαξε τον πατέρα του που μάλλον υπο­νο­είται πως ήταν ο αδι­κη­θείς χωρίς να εί­ναι σίγουρο. Ο αδικηθείς μπορεί να ήταν η γυ­ναίκα του πατέρα, δηλα­δή η μητριά του γιου. Αν εμβα­θύ­νομε στον τρόπο με τον οποίον ο Παύ­λος αναφέρει εδώ τα συμβάντα, φαίνεται αρκετά αμφίβο­λο ότι ένοιαξε κα­θόλου τον πατέρα και μάλλον όλα να έγιναν κοινή συναινέσει. Π. χ., στον στίχο Α΄ Πρός Κορινθίους 5: 6 ο Παύλος αντιδρά ως εξής: «Ου καλόν το καύχημα υμών. ουκ οίδατε ότι μικρά ζύμη όλον το φύραμα ζυμοί;». Δεν βλέπομε λοιπόν κανέναν να διαμαρτύρεται για αδίκημα, αλλά αντιθέτως ο στίχος 2 φανερώνει σαφώς ότι κανένας από τη σύ­ναξη της Κορίν­θου δεν νοιάστηκε για το συμβάν και επομέ­νως δεν υπήρχε ούτε αδι­κήσας ούτε αδι­κηθείς. Όλα αυτά για τον Παύλο είναι ψιλά γράμματα και παραβλέ­πονται. Άλλο είναι το ζήτημα που τον καίει όπως θα δούμε στη συνέχεια και αυτός μόνος, από ό,τι είχε ακούσει και εν τη απουσία του, το θέτει ως έσχατο έγκλημα. Έτσι το ποινικό δί­καιο, ο αστικός κώ­δι­κας και η εγκε­κριμένη δικαστι­κή διαδικασία δεν έχουν καμία θέ­ση για τον Παύλο. Το μό­νο που τον νοιάζει είναι το καταστατικό της εκκλησίας όπως το εν­νοούσε αυτός και μόνον. Όπως θα δούμε στη συνέχεια η κατάληξη ήταν πά­ρα πολύ λυπηρή για όλους, όπως σαφώς δηλώνεται στην Β΄ Πρός Κορινθίους 7: 7-11. Η θανά­τωση τού γιου, την οποία επιζητούσε επιμόνως ο Παύλος, θα ήταν άκρως οδυ­νη­ρή και κατα­στροφική για τον πατέρα όταν μάλιστα ό,τι και αν έκανε ο γιος του όπως διαφαί­νε­ται δεν τον ενόχλησε πολλώ μάλλον να τον αδίκησε. Μετά, οι Χριστιανοί κοκορεύονται για μετάνοια και συγχώρεση. Εδώ δεν εδόθη καμία ευκαιρία!]

 

Τί εννοεί ο Παύλος εδώ; Διάφοροι ισχυρίζονται ότι δεν υπήρχε τίποτα χειρό­τε­ρο από την έξωση εκ της εκκλησίας.

Εντούτοις, δεν ήταν τέτοια η γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο απόστολος, για τον κατ’ ευθείαν αποκλεισμό από την εκκλησία. Οι αδελφοί έπρεπε να:

«αποσυρ­θούν» εφ’ εαυτού των από τέτοιους πονηρούς (Α΄ Πρός Τιμόθεον 6: 5, «παραδιατρι­βαί διε­φθαρμένων ανθρώ­πων τον νουν και απεστερημένων της αλη­θεί­ας, νομιζόντων πορι­σμόν είναι την ευσέ­βειαν. αφίστασο από των τοιούτων.», Β΄ Πρός Θεσσαλονι­κείς 3: 6, «Παραγγέλλομεν δε υμίν, αδελφοί, εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στέλλεσθαι υμάς από παντός αδελφού ατάκτως περιπατούντος και μη κατά την παρά­δοσιν ην παρέλαβον παρ’ ημών.»)·

ή από τέτοιους έπρεπε να «απομακρυνθούν» (Β΄ Πρός Τιμόθεον 3: 5, «έχον­τες μόρ­φωσιν ευσεβείας, την δε δύναμιν αυτής ηρνημένοι. και τούτους αποτρέπου.»·

ή έπρεπε να τους αποφεύγουν (Α΄ Πρός Ρωμαίους 16: 17 «Παρακαλώ δε υμάς, αδελφοί, σκοπείν τους τας διχοστασίας και τα σκάνδαλα παρά την διδαχήν ην υμείς εμάθετε ποιούντας, και εκκλίνατε απ’ αυτών·»)·

ή να τους «ση­μειώνουν» ή να τους «προειδοποιούν» και «να μην κάνουν καθόλου παρέα» μαζί τους (Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς 3: 14, «ει δε τις ουχ υπακούει τω λόγω ημών διά της επιστολής, τούτον σημειούσθε, και μη συναναμίγνυσθε αυτώ, ίνα εν­τραπή·» ).

 

[Ακόμα βλέπε: Β΄ Πρός Κορινθίους 6: 14-15, «Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απί­στοις· τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος; τις δε συμφώ­νησις Χριστώ προς Βελίαλ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;».

Και ο Ιησούς σε μερικά σημεία είχε ανάλογη γλώσσα για επίλυση διαφορών:

Ματ­θαίος 5: 22-26, «Εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο οργι­ζό­με­νος τω αδελφώ αυτού εική ένο­χος έσται τη κρίσει· ος δ’ αν είπη τω αδελφώ αυτού ρα­κά, ένοχος έσται τω συν­ε­δρίω· ος δ’ αν είπη μωρέ, ένοχος έσται εις την γέενναν του πυρός. Εάν ουν προ­σ­φέ­ρης το δώρόν σου επί το θυσιαστήριον κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρόν σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε πρώ­τον διαλ­λά­γη­θι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρόν σου. Ίσθι ευ­νοών τω αντι­δί­κω σου ταχύ έως ότου ει εν τη οδώ μετ’ αυτού, μήποτέ σε παραδώ ο αν­τί­δικος τω κριτή και ο κριτής σε παραδώ τω υπηρέτη, και εις φυλακήν βλη­θήση· αμήν λέγω σοι, ου μη εξέλθης εκείθεν έως ου αποδώς τον έσχατον κοδράν­την.».

Ματ­θαίος 18: 15-17, «Εάν δε αμαρτήση εις σε ο αδελφός σου, ύπαγε και έλεγ­ξον αυτόν μεταξύ σου και αυτού μόνου· εάν σου ακούση, εκέρ­δη­σας τον αδελ­φόν σου· εάν δε μη ακούση, παράλαβε μετά σου έτι ένα ή δύο, ίνα επί στόματος δύο μαρ­τύρων ή τρι­ών σταθή παν ρήμα. εάν δε παρακούση αυτών, ειπέ τη εκκλησία· εάν δε και της εκ­κλησίας παρακούση, έστω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης.».

Λουκάς 12: 58-59, «ως γαρ υπάγεις μετά του αντιδίκου σου επ’ άρχοντα, εν τη οδώ δος εργασίαν απηλλάχθαι απ’ αυτού, μήποτε κατασύρη σε προς τον κρι­τήν, και ο κριτής σε παραδω τω πράκτορι, και ο πράκτωρ σε βαλεί εις φυλακήν. λέγω σοι, ου μη εξέλθης εκείθεν έως ου και το έσχατον λεπτόν αποδώς.».].

 

Ο Παύλος διέταξε την εκκλησία της Κορίνθου «εξαρείτε τον πονηρόν εξ υμών αυτών». Η λέξη που χρησιμοποιείται είναι εξαρείτε «= απομακρύνατε, βγάλετε από τη μέση ή από ανάμεσα» από το ρήμα εξαιρώ· ή σύμφωνα με σωστότερο ανά­γνωσμα, αρείτε, από το ρήμα αίρω.

Τώρα ποία η σημασία του αίρω και του εξαιρώ;

Το ακόλουθο είναι ένας από τους ορισμούς που δίνονται από τους Liddell και Scott: «Να σηκώσεις και να απομακρύνεις, να απομακρύνεις, να θέσεις τέρμα σε κάτι: [το οποίο] αργότερα [έλαβε τη σημασία], να φονεύσεις.».

            Έτσι, ένας από τους ορισμούς του εξαιρέω, συνηρημένος τύπος του οποίου εί­ναι το εξαιρώ, είναι, «φονεύω, θανατώνω, σκοτώνω, βγάζω από τη μέση».

            Εμείς αναγνωρίζομε ότι η φράση «εξαρείτε τον πονηρόν» χρησιμοποιείται με την έννοια «βγάλετε από τη μέση [δια θανατώσεως] τον πονηρόν = κακόν, άνομο, πα­λιάνθρωπο, διε­φθαρμένο»· όπως όταν λέμε σε έναν φίλο, «Αυτός έφυγε από τη μέ­ση.». Τω όντι, αυτή είναι η κοινή χρήση της φράσεως και των ισοδυνάμων της σε άλ­λες γλώσσες για περισ­σό­τε­ρα από δυο χιλιά­δες χρόνια.

            Στην Καινή Διαθήκη υπάρχουν συχνά παραδείγματα της χρήσης του ρήματος αίρω κατ’ αυτήν την έννοια.

Παραδείγματος χάριν:

            Ματθαίος 24: 39 «και ουκ έγνωσαν έως ήλθεν ο κατακλυσμός και ήρεν άπαν­τας, ούτως έσται και η παρουσία του υιού του ανθρώπου.».

Λουκάς 23: 18 «ανέκραξαν δε παμπληθεί λέγοντες· αίρε τούτον, απόλυσον δε ημίν Βαραββάν·». Βλέπε επίσης Ιωάννης 19: 15, και Πράξεις 21: 36.

Ιωάννης 17: 15 «ουκ ερωτώ ίνα άρης αυτούς εκ του κόσμου, αλλ’ ίνα τη­ρή­σης αυτούς εκ του πονηρού».

Ιωάννης 15: 2 «παν κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν, αίρει αυτό, και παν το καρπόν φέρον, καθαίρει αυτό, ίνα πλείονα καρπόν φέρη.».

Ιωάννης 11: 48-50 «εάν αφώμεν αυτόν ούτω, πάντες πιστεύσουσιν εις αυτόν, και ελεύσονται οι Ρωμαίοι και αρούσιν ημών και τον τόπον και το έθνος. εις δε τις εξ αυτών Καϊάφας, αρχιερεύς ων του ενιαυτού εκείνου, είπεν αυτοίς· υμείς ουκ οίδατε ουδέν, ουδέ διαλογίζεσθε ότι συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόληται.».

Πράξεις 8: 33 «εν τη ταπεινώσει αυτού η κρίσις αυτού ήρθη· την δε γενεάν αυτού τις διηγήσεται; ότι αίρεται από της γης η ζωή αυτού.».

Πράξεις 22: 22 «Ήκουον δε αυτού άχρι τούτου του λόγου, και επήραν την φωνήν αυτών λέγοντες· αίρε από της γης τον τοιούτον· ου γαρ καθήκεν αυτόν ζήν.».

Ούτως η φιλολογική ένδειξη είναι υπερβολική.

Αν όμως υπήρχε κάποια αμφιβολία διά την σημασία αυτού του κεφαλαίου, και για την πρόθεση του αποστόλου, θα πρέπει [η αμφιβολία αυτή] να εξαλειφθεί από την ανάγνωση της επομένης επιστολής προς την ιδίαν εκκλησία, εις την οποίαν ανα­φέρει την ίδια πρά­ξη. Στην επόμενη επιστολή λέγει:

«ου μόνον δε εν τη παρουσία αυτού, αλλά και εν τη παρακλήσει ή παρεκλήθη εφ’ υμίν, αναγγέλλων ημίν την υμών επιπόθησιν, τον υμών οδυρμόν, τον υμών ζήλον υπέρ εμού, ωστε με μάλλον χαρήναι,

ότι ει και ελύπησα υμάς εν τη επιστολή, ου μεταμέλομαι, ει και μετεμελό­μην· βλέ­πω γαρ ότι η επιστολή εκείνη, ει και προς ωραν, ελύπησεν υμάς.

νυν χαίρω, ουχ ότι ελυπήθητε, αλλ’ ότι ελυπήθητε εις μετάνοιαν· ελυπήθη­τε γαρ κατά Θεόν, ίνα εν μηδενί ζημιωθήτε εξ ημών.

η γαρ κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν εις σωτηρίαν αμεταμέλητον κατεργάζεται· η δε του κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται.

ιδού γαρ αυτό τούτο, το κατά Θεόν λυπηθήναι υμάς, πόσην κατειργάσατο υμίν σπουδήν, αλλά απολογίαν, αλλά αγανάκτησιν, αλλά φόβον, αλλά επιπόθησιν, αλ­λά ζήλον, αλλά εκδίκησιν! εν παντί συνεστήσατε εαυτούς αγνούς είναι εν τω πράγματι.

άρα ει και έγραψα υμίν, ουχ είνεκεν του αδικήσαντος, ουδέ είνεκεν του αδι­κηθέντος, αλλ’ είνεκεν του φανερωθήναι την σπουδήν υμών την υπέρ ημών προς υμάς ενώπιον του Θεού.

Δια τούτο παρακεκλήμεθα. επί δε τη παρακλήσει υμών περισσοτέρως μάλλον εχάρημεν επί τη χαρά Τίτου, ότι αναπέπαυται το πνεύμα αυτού από πάντων υμών·» ―[Β΄ Πρός Κορινθίους 7: 7-13.].

            Ο απόστολος δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την μεριά του κατηγορουμένου. Ούτε ενδιαφέρθηκε καθόλου για ‘κείνον που αδικήθηκε. Η μόνη φροντίδα ήταν αυτή για την εκκλησία. Και τώρα που η εκκλησία είχε εξεγερθεί, και μέσα στην αγανάκτη­ση και τον ζήλο της πήρε εκδίκηση από τον ανομούντα, αυτός, ο Παύλος, ικανο­ποιή­θη­κε [όπως και ο Τίτος].

 

[Δεν ξέρομε βεβαίως πόσον ο Εβραιόφρων Παύλος είχε κατά νουν: (1) την κατάρα του Ια­κώβ κατά του υιού του Ρουβήν επειδή ο Ρουβήν ανέβηκε εις την κλίνην του πατρός του και «έκανε κάτι» με μια από τις γυναίκες του πατρός του Γένεσις 49: 3-4, (2) τα παθήματα των δέκα γυναικών και παλλακίδων του προφητάνακτος Δαυίδ επει­δή τις τα­κτοποίησε όλες ο υιός Αβεσσαλώμ, Β΄ Σαμουήλ ή Βασιλειών 15: 16, 16: 15-23, 20: 3, (3) την διάταξη του Μωσαϊκού Νόμου, Λευιτικόν 20: 11 «και εάν τις κοιμηθή μετά γυναικός του πατρός αυτού, ασχημοσύνην του πα­τ­ρός αυτού απεκά­λυ­ψε, θανάτω θανατούσθωσαν, αμφότεροι ένοχοί εισι.». Όμως κατά καμίαν έννοιαν δεν δηλώνει ή υπονοεί κάτι τέτοιο στις επιστολές του, παρ’ όλο που η παυλική ομάδα της Κορίνθου απετελείτο σχεδόν πλήρως από Ιουδαίους της διασποράς.

Τελικά ο Παύλος και Τίτος χάρηκαν με την έκβαση των πραγμάτων, και όπως διαβάζομε χάρηκαν πολύ. Απ’ ό,τι γράφεται στις δύο Πρός Κο­ρινθίους Επιστολές, πρέπει να ήταν ο Τίτος και η Χλόη (Α΄ Πρός Κο­ρινθίους 1: 11) αυτοί που ειδοποίη­σαν τον Παύλο περί των συμ­βάν­των. Επίσης στην Επιστολή Πρός Γαλάτας ο Παύλος έχει εξοργισθεί σε άκρατο βαθμό. Αναθεματίζει, μπλέκει τα λόγια του, υβ­ρί­ζει τους πάντες και τα πάντα ακόμα και τον Πέτρο (Πρός Γαλάτας 2: 11-21). Παρα­κάτω θα ασχοληθούμε εκτενώς και με τον στίχο Πρός Γαλάτας 5: 12. Από τις ανα­φο­ρές εκ των Επιστολών που έχομε ήδη γράψει εδώ και πολλές άλλες που δεν έχομε γράψει συμ­πε­ραίνομε ότι ο Παύλος πάντα είχε τους ανθρώπους του για να κατα­σ­κο­πεύουν άτομα και πράγματα. Η Ιερά Εξέτασις εφάρμοσε πολύ πιστά αυτή την τακ­τι­κή.]

 

            Είχε [ο Παύλος] εκ προοιμίου καταδικάσει τον ανομούντα, και είχε εξαγγείλει καταδικαστική πρό­ταση, και το είχε κάνει αρκετά ξεκάθαρο ότι επιθυμούσε [απαι­τού­σε] η πρό­τα­ση [΄ του] να εκτελεστεί. Το ότι αυτό συνέβη, φαίνεται καθαρά από τη γλώσσα της δεύτερης επι­στολής.

           

[Εδώ πρέπει να προσθέσομε ότι: Ο Παύλος στην Β΄ Πρός Κορινθίους 2 : 1-11, συ­νι­σ­τά αγάπη προς τον μετανοήσαντα. Αυτό οφείλομε να το αναφέρομε διότι πολλοί διε­σ­τραμ­μένοι απολογη­τές της Εβραιοχριστιανικής και Γνωστικοχριστιανικής μάστιγας το χρησι­μοποιούν για να απαλ­λά­ξουν τον Παύλο από την κακία, τη δικτατορία και την αγριότητά που έχει επι­δείξει εν προκειμένω. Εδώ απλώς δίδει μια γε­νική και αφη­ρημένη εν­τολή αγάπης και μετανοίας, η οποία όμως λαμβάνει ισχύ όταν μόνο αυτός ο ίδιος κρίνει ότι η μετά­νοια τού αμαρτήσαντος έγινε εντός των πλαισίων που αυτός έθεσε. Ο Παύλος ως μέγας εγωιστής οικειοποιείται την ανώτατη αρχή μέσα στις ομά­δες των πιστών του και μό­νον αυτός ως αυθεντία επικυρώνει ό,τι θέλει και όταν αυ­τός νο­μίζει ότι οι όροι του ικανοποιήθηκαν επαρκώς. Γι’ αυτό, π. χ., βλέπομε και το θράσος του στον στίχο 2: 9 όπου γράφει: «εις τούτο γαρ και έγραψα, ίνα γνώ την δο­κιμήν υμών, ει εις πάντα υπή­κο­οί εστε» κλπ. Ακόμα και σ’ αυτό το σημείο δοκιμά­ζει τα μέλη της ομάδας του και απαιτεί υπακοή «εις πάντα»! Πλήρης δικτατορία δη­λαδή! Αν ψυχαναλύσομε την κα­τάσταση αυτών των μελών φτάνομε στο συμπέρασμα ότι πρέπει να ήσαν σχιζοει­δή, πλήρως προ­βατοποιημένα και εντελώς εξαθλιω­μένα πνευματικώς! Διότι αντί να τον εξαπο­στείλουν από ‘κει που ήλθε αυτά υπομένουν τυ­φλά οτιδήποτε τους επιτάσ­σει! Ας μελετήσομε λοιπόν τα παράξενα και αλλοπρόσαλ­λα του εδαφίου Β΄ Πρός Κο­ρινθίους 2: 1-11:

 

«Έκρινα δε εμαυτώ τούτο, το μη πάλιν εν λύπη ελθείν προς υμάς. ει γαρ εγώ λυπώ υμάς, και τις εστιν ο ευφραίνων με ει μη ο λυπούμενος εξ εμού; και έγραψα υμίν τού­το αυτό, ίνα μη ελθών λύπην έχω αφ’ ων έδει με χαίρειν, πεποιθώς επί πάντας υμάς ότι η εμή χαρά πάντων υμών εστιν. εκ γαρ πολλής θλίψεως και συνοχής καρδίας έγραψα υμίν διά πολλών δακρύων, ουχ ίνα λυπηθήτε, αλλά την αγάπην ίνα γνώτε ην έχω περισ­σοτέρως εις υμάς. Ει δε τις λελύπηκεν, ουκ εμέ λελύπηκεν, αλλά, από μέ­ρους ίνα μη επιβαρώ, πάντας υμάς. ικανόν τω τοιούτω η επιτιμία αύτη η υπό των πλειόνων· ώστε τουναντίον μάλλον υμάς χαρίσασθαι και παρακαλέσαι, μήπως τη πε­ρισσοτέρα λύπη καταποθή ο τοιούτος. διό παρακαλώ υμάς κυρώσαι εις αυτόν αγά­πην. εις τούτο γαρ και έγραψα, ίνα γνώ την δοκιμήν υμών, ει εις πάντα υπήκοοί εστε. ω δε τι χαρίζεσθε, και εγώ· και γαρ εγώ ει τι κεχάρισμαι ω κεχάρισμαι, δι’ υμάς εν προσώπω Χριστού, ίνα μη πλεονεκτηθώμεν υπό του σατανά· ου γαρ αυτού τα νοή­μα­τα αγνοούμεν

 

Βλέπομε ότι, αν και συνδέει αυτά που γράφει εδώ με αυτά που έγραψε στην πρώτη επιστολή, η σχέση τους με το επεισόδιο της Α΄ Πρός Κορινθίους 5, το οποίο εξετάζομε εδώ, είναι καθαρά στρεψόδικη. Ενώ, όπως έχομε καταστήσει σαφές ανω­τέ­­ρω, π. χ. με το «παραδούναι τον τοιούτον τω σατανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή εν τη ημέρα του Κυρίου Ιησού.» και με τα τόσα άλλα, ο Παύ­λος εκ προ­οιμίου έχει καταδικάσει τον ανομούντα, εδώ τώρα γράφει: «ώστε τουναν­τίον μάλ­λον υμάς χαρίσασθαι και πα­ρα­καλέσαι, μήπως τη περισσοτέρα λύπη κατα­πο­θή ο τοι­ού­τος. διό παρακαλώ υμάς κυ­ρώσαι εις αυτόν αγά­πην», κλπ. Το «δι’ υμάς εν προ­σώ­πω Χριστού,» είναι για ένα αφη­ρη­μένο κόλπο ενώ ολόκληρο το εδάφιο είναι ένα προ­πα­ρασκευαστικό βήμα διά τους πα­ραλήπτες της επι­στο­λής, ούτως ώστε στο κεφάλαιο 7 να επέλθει σαν καταπέλτης. Διότι στο κεφάλαιο 7 βλέπομε καθαρά τη γλώσσα και το ύφος να αλλάζει ριζικά. Όχι μό­νον επανέρχεται σαφώς στο επεισόδιο, τη γλώσσα και το ύφος του κεφαλαίου 5 της Α΄ Πρός Κορινθίους, αλλά τώρα χρησι­μο­ποιεί δια­φο­ρε­τικά κριτήρια, π. χ. της δικής του χαρά και του Τίτου με όλες τις συγ­καλυμμένες κα­κοήθειές του κλπ., και δη­λώνει ευθέως: «ει και ελύπησα υμάς εν τη επιστολή, ου με­ταμέλομαι, ει και μετε­με­λό­μην...» κλπ., μαζί με όλες τις εξα­θλι­ω­τι­κές στρε­ψο­δι­κίες που μόλις ανωτέρω παρα­θέ­σαμε.

Είναι σαφές ότι η επιστολή Β΄ Πρός Κορινθίους γράφτηκε κατόπι τετελεσμέ­νων γεγονότων, τα οποία έγιναν όπως ακριβώς τα είχε απαιτήσει ο ίδιος Παύλος στην Α΄ Πρός Κορινθίους. Ο Παύλος είχε ήδη πετύχει το στόχο του να βγάλει από την μέ­ση τον «ανομούντα», και την επιστολή την έγραψε απλώς για παρηγοριά μερικών. Το κεφάλαιο 7 μας βε­βαιώνει γι’ αυτή την κατάληξη των γεγονότων. Επομένως το κεφά­λαιο 2 είναι απλώς μια από όλες τις υποκρισίες του Παύλου! Όπως εδώ επιμένει ο Waite ο «ανομήσας» την πλήρωσε με την ζωή του. Οπότε η αγάπη προς τον «ανομή­σαντα» που συστήνει εδώ ο Παύλος είναι αγάπη μετά θάνατον! Καθόλου παράξενο διότι για τον Παύ­λο αυτό είναι φυσιολογικότατο.

Από τα ίδια τα γραπτά του, ευκολότατα απο­δει­κνύ­ε­ται ότι ο Παύλος είναι ένας δόλιος και πονηρός στρεψόδικος. Η σχέση των κεφα­λαί­ων Α΄ Πρός Κορινθίους 5, Β΄ Πρός Κορινθίους 2 και 7 αποτελεί ένα παράδειγμα μέσα στα τόσα άλλα. Με­ρι­κές φορές έχει το θράσος να το ομολογεί και ο ίδιος. Π. χ. Πράξεις 9: 22, Πρός Ρω­μαί­oυς 3: 7 «Ε­άν διά τoυ ψεύ­δoυς μoυ η αλή­θεια τoυ Θε­oύ κα­τε­­δεί­χθη με­γά­λη πρoς δό­ξαν τoυ, για­τί ακό­μη κα­τα­κρί­νo­μαι ως αμα­ρτω­λός;» (το μόνο αληθές που μας είπε ο Παύλος!), Α΄ Πρός Κo­ρι­ν­θί­oυς 6: 12, 9: 19-23, 10: 23, Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 5: 13, 12: 16, Πρός Φι­λιπ­­πη­σίους 1: 15-18, και πολλά άλλα. Έτσι λοιπόν φτάνομε αβιάστως στα παρακάτω συμπεράσματα των «αγίων και θεο­φό­ρων πατέρων», τα οποία ο Waite έκανε το κόπο να μας καταγράψει: ]

 

            Το συμπέρασμα που βγήκε εξ αυτού του κεφαλαίου [Β΄ Πρός Κορινθίους 7] από τον Τερτυλλιανό [ήδη στο τέλος δευτέρου και αρχές τρίτου αιώνα], τον Αμβ­ρό­σιο [δεύτερον ήμισυ του τε­τάρτου αιώνα], και άλλους πατέρες της εκκλησίας, ήταν, ότι «το άτομο μπορεί να κατα­στραφεί για να σωθεί η εκκλησία.».

 

            [Είναι πολύ γραφικές, εκφοβιστικές για τους αφελείς, και φαιδρές συνάμα οι περιγραφές του πυρός και των βασάνων στην αιώνια κόλαση στα γραπτά του Τερτυλ­λιανού! Φανερώνουν άτομο πάσχον τρο­μερά από πολύ άσχημες ψυχο-πνευματικές διαταρα­χές!]

 

Ούτε οι σύγχρονοι σχολιαστές μπορούν εύκολα να βγάλουν κάποιο άλλο συμ­πέρασμα.

Στο Comm. Phil., 1855, του Scott Henry, προτείνεται ότι ο Παύλος επρόκειτο να χτυπήσει τον ανομούντα με μια τρομακτική αρρώστια ενώ βρισκόταν ανάμεσα τους, κατά τον χρόνο που αυτοί ήταν συγκεντρωμένοι, έτσι ώστε θα ήταν υποχρεω­μέ­νοι λόγω της αρρώστιας να τον μεταφέρουν έξω από τον τόπο της συγκεντρώσεώς τους. ― [Σελίδα 272, αναφέροντας τον Bloomfield και τον Rosenmueller.].

O Olshausen παραδέχεται ότι η φράση «αιρείν εκ μέσω» πραγματικά σημαί­νει «να εξαλήψεις, δηλαδή, να θανατώσεις»· αλλά νομίζει ότι ο αποκλεισμός από την εκ­κλησία πρέπει να εννοηθεί ως πνευματικός θάνατος. ― [Comm. On 1st and 2nd Cor. in 20th vol. Clarke’s Theo. Lib. Ed. 1855, p. 88].

Ο Dean Stanley ειλικρινώς παραδέχεται ότι ο Παύλος πιθανότατα σκόπευε τον θάνατο του ανομούντος. ― [On the Epistles to the Corinthians, 5th edition, Lon­don, 1882, pp.77, 78.].

 

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΘΕΜΕΛΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ.

 

«όφελον και αποκόψονται οι αναστατούντες υμάς.» ―[Πρός Γαλάτας 5: 12].

 

Μας παρακαλούν ευγενικά επίσης να καταλάβομε αυτό το χωρίο απλώς σαν μια έκ­φραση της επιθυμίας του αποστόλου ότι ορισμένα πρόσωπα θα έπρεπε να απο­κλει­σθούν από την εκκλησία. Αλλά κατείχε και ασκούσε το δικαίωμα να διευθύ­νει τον αποκλεισμό μελών από την εκκλησία. Τέτοιες διαταγές είχαν δοθεί επανει­λημ­μέ­νως. ―[Α΄ Πρός Τιμόθεον 6: 5, «παραδιατριβαί διεφθαρμένων ανθρώπων τον νουν και απεστερημένων της αληθείας, νομιζόντων πορισμόν είναι την ευσέβειαν. Αφίσ­τα­σο από των τοιούτων.», Β΄ Πρός Τιμόθεον 3: 5, «έχοντες μόρφωσιν ευσεβεί­ας, την δε δύναμιν αυτής ηρνημένοι. και τούτους αποτρέπου.», Β΄ Πρός Θεσσαλονι­κείς 3: 6, «Παραγγέλλομεν δε υμίν, αδελφοί, εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στέλλεσθαι υμάς από παντός αδελφού ατάκτως περιπατούντος και μη κα­τά την πα­ρά­δοσιν ην παρέλαβον παρ' ημών.», και 14, «ει δε τις ουχ υπακούει τω λόγω ημών διά της επιστολής, τούτον σημειούσθε, και μη συναναμίγνυσθε αυτώ, ίνα εντρα­πή·».]

Σ’ αυτή την περίπτωση «όφελον και = θα ήθελα ακόμη και» είναι κάτι που μπορεί να γίνει αλλά για το οποίο δεν είχε την δύναμη απολύτως να το διατάξει.

Ξανά: «όφελον και αποκόψονται». Είναι ο αποκλεισμός από την εκκλησία τέ­τοια ακραία τιμωρία για να δικαιολογήσει τη χρήση της λέξεως «και»;

«όφελον και αποκόψονται οι αναστατούντες υμάς.».

Αποκόψονται από το ρήμα αποκόπτω. Ποία η σημασία αυτού του ρήματος;

Οι αρχικοί ορισμοί του ρήματος κόπτω, που δίδονται από τους Liddell και Scott, είναι οι εξής:

 

1.     Επιτίθεμαι, κτυπώ, κόβω.

2.     Κτυπώ κάτω, πίπτω, φονεύω.

3.     Αποκόπτω, τεμαχίζω, εκτέμνω.

 

            Με την Ελληνική πρόθεση από, το ρήμα αποκόπτω ορίζεται από τις ίδιες αυ­θεντίες ως «κόπτω από, πελεκώ από, ρίπτω εκτός θέσεως, εκτέμνω».

            Ας ρίξομε μια ματιά και σε άλλα μέρη της Καινής Διαθήκης όπου χρησιμο­ποι­είται:

 

1.     Μάρκος 9: 43, «και εάν σκανδαλίζη σε η χείρ σου, απόκοψον αυτήν· κα­λόν σοί εστι κυλλόν εις την ζωήν εισελθείν, ή τας δύο χείρας έχοντα απελ­θείν εις την γέενναν, εις το πυρ το άσβεστον,»

2.     Μάρκος 9: 45, «και εάν ο πούς σου σκανδαλίζη σε, απόκοψον αυτόν· κα­λόν σοί εστιν εισελθείν εις την ζωήν χωλόν, ή τους δύο πόδας έχοντα βλη­θήναι εις την γέενναν, εις το πυρ το άσβεστον,»

3.     Ιωάννης 18: 10, «Σίμων ουν Πέτρος έχων μάχαιραν είλκυσεν αυτήν, και έπαισε τον του αρχιερέως δούλον και απέκοψεν αυτού το ωτίον το δεξιόν· ην δε όνομα τω δούλω Μάλχος.»

4.     Ιωάννης 18: 26, «ηρνήσατο ουν εκείνος και είπεν· ουκ ειμί. λέγει εις εκ των δούλων του αρχιερέως, συγγενής ων ου απέκοψε Πέτρος το ωτίον· ουκ εγώ σε είδον εν τω κήπω μετ' αυτού;»

5.     Πράξεις 27: 32, «τότε οι στρατιώται απέκοψαν τα σχοινία της σκάφης και είασαν αυτήν εκπεσείν.»

 

Είναι δυνατόν να υπάρχει αμφιβολία για την σημασία αυτής της λέξης; Ο Παύλος εύχεται αυτές οι εκκλησίες να κάνουν ό,τι αυτός επιθυμούσε να κάνει και η εκκλησία στην Κόρινθο. Επιθυμούσε οι ανομούντες να «αποκοπούν» από προσώ­που γης.

Στα Commentaries του Adam Clarke ευρίσκομε το ακόλουθο σχόλιο επ’ αυ­τού του χωρίου:

«Στην πρώτη ματιά φαίνεται ότι οι απόστολοι προσευχόταν για την κατα­στρο­φή των ψευδοδιδασκάλων οι οποίοι είχαν διαστρέψει τις εκκλησίες της Γαλατίας.»

            Ο πολυμαθής σχολιαστής δεν μας πληροφορεί πως μπορεί να απαλειφθεί η πρώτη εντύπωση που μας δημιουργεί η ανάγνωση αυτού του χωρίου.

            Ο Olshausen λέγει: «Η κατάρα της τιμωρίας κατά των αντιπάλων.»

            Το βιβλίο Pulpit Commentary των Spence και Extell υποστηρίζει τη θεωρία της αυτο-αποκοπής ―δηλαδή την ευχή οι ίδιοι να ακρωτηριάσουν τους εαυτούς των· και πο­λύ εκφραστικά αποκηρύττει την κατασκευασμένη υπόθεση η οποία θέλει τον απόστο­λο να αναφέρεται απλώς στην έξωση (αφορισμό) ―[Commentary on Gala­tians, p. 248]

            Η θεωρία του αυτο-ακρωτηριασμού είναι απλώς παράλογη. Κατ’ αυτήν την άποψη, ο Παύλος λέγει: «Θα ήθελα αυτούς που σας αναστατώνουν ει δυνατόν να αυτο-ακρωτηριαζόταν.» Πώς όμως αυτό θα ανακούφιζε την εκκλησία;

            Όχι· ο Παύλος ήθελε αυτούς τους αιρετικούς να θανατωθούν. [Παρά τις άλλες σημασίες του ρήματος αποκόπτω, ο συγγραφέας με τα επι­χει­ρήματα που παραθέτει υποστηρίζει ότι εδώ χρησιμοποιείται με την έννοια του θανατώνω, εξαφανίζω από προσώπου γης.]

            Τους είχε ήδη προφέρει καταραμένους (τους αναθεμάτισε):

            «ό ουκ έστιν άλλο, ει μη τινές εισιν οι ταράσσοντες υμάς και θέλοντες μετα­στρέψαι το ευαγγέλιον του Χριστού.

αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ' ό ευηγ­γε­λι­σάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω.» ―[Πρός Γαλάτας 1: 7, 8.].

Και ξανά:

«ως προειρήκαμεν, και άρτι πάλιν λέγω· ει τις υμάς ευαγγελίζεται παρ' ό παρε­λάβετε, ανάθεμα έστω.» ―[Πρός Γαλάτας 1: 9.].

Τώρα, ποία να είναι η σημασία της κατάρας του αναθεματισμού;

Στο βιβλίο Ιησούς του Ναυή 6: 17, 18, διαβάζομε το εξής:

«και έσται η πόλις ανάθεμα, αυτή και πάντα, όσα εστίν εν αυτή, Κυρίω Σα­βα­ώθ· πλήν Ραάβ την πόρνην περιποιήσασθε, αυτήν και πάντα όσα εστίν εν τω οίκω αυ­τής.

αλλά υμείς φυλάξεσθε σφόδρα από του αναθέματος, μήποτε ενθυμηθέντες υμείς αυτοί λάβητε από του αναθέματος και ποιήσητε την παρεμβολήν των υιών Ισ­ραήλ ανάθεμα και εκτρίψητε ημάς·»

Ξανά, στο κεφάλαιο 7, στίχος 12:

«και ου μη δύνωνται οι υιοί Ισραήλ υποστήναι κατά πρόσωπον των εχθρών αυτών· αυχένα επιστρέψουσιν έναντι των εχθρών αυτών, ότι εγενήθησαν ανάθεμα· ου προσθήσω έτι είναι μεθ' υμών, εάν μη εξάρητε το ανάθεμα εξ υμών αυτών.»

Μεταξύ των Εβραίων, το να αναθεματιστείς ήταν ζήτημα προσήκουσας τιμω­ρίας.

«Εάν δε γένηται εν τινι αμαρτία κρίμα θανάτου και αποθάνη και κρεμάσητε αυτόν επί ξύλου,

ου κοιμηθήσεται το σώμα αυτού επί του ξύλου, αλλά ταφή θάψετε αυτό εν τη ημέρα εκείνη, ότι κεκατηραμένος υπό Θεού πας κρεμάμενος επί ξύλου· και ου μη μι­ανείτε την γην, ην Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι εν κλήρω.» ―[Δευτερονόμιον 21: 22-23.].

Οποιοσδήποτε ήταν καταραμένος ή αναθεματισμένος θα μπορούσε νομίμως να θανα­τωθεί.

            Ο Παύλος υπήρξε διώκτης πριν την μετατροπή του ―και ήταν ακόμα διώ­κτης. Το πνεύμα της δίωξης [αναθεματισμού] διαχέεται παντού μέσ’ τα γραπτά του.

            «ει τις ου φιλεί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, ήτω ανάθεμα. μαράν αθά.» ―[Α΄ Πρός Κορινθίους 16: 22].

 

            [Στην Πρός Γαλάτας 1: 6-9, «Θαυμάζω ότι ούτω ταχέως μετατίθεσθε από του καλέσαντος υμάς εν χάριτι Χριστού εις έτερον ευαγγέλιον, ό ουκ έστιν άλλο, ει μη τι­νές εισιν οι ταράσσοντες υμάς και θέλοντες μεταστρέψαι το ευαγγέλιον του Χρι­στού. αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ’ ό ευηγγε­λι­σάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω. ως προειρήκαμεν, και άρτι πάλιν λέγω· ει τις υμάς ευ­αγγελίζεται παρ’ ό παρελάβετε, ανάθεμα έστω.» δηλώνει ότι ακόμα και αν άγγελος εξ ουρανού κηρύξει σ’ αυτούς άλλο ευαγγέλιο αυτοί οφείλουν να πιστεύουν το δικό του. Αλλιώς να πάνε στ’ ανάθεμα.]

 

            Στην Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς 1: 8[-9], «εν πυρί φλογός, διδόντος εκδίκησιν τοις μη ειδόσι Θεόν και τοις μη υπακούουσι τω ευαγγελίω του Κυρίου ημών Ιησού Χρι­στού, [οίτινες δίκην τίσουσιν όλεθρον αιώνιον από προσώπου του Κυρίου και από της δόξης της ισχύος αυτού,]» ο Κύριος Ιησούς αναφέρεται [υπό του Παύλου] ότι «παίρνει εκδίκηση» πάνω [στους άθεους] και σε κείνους που δεν υπακούουν το Ευ­αγγέλιό του.

            Στην Α΄ Πρός Τιμόθεον 1: 20, «ων εστιν Υμέναιος και Αλέξανδρος, ους παρέ­δωκα τω σατανά, ίνα παιδευθώσι μη βλασφημείν.». Παρέδωσε στον Σατανά τον Υμέναιο και τον Αλέξανδρο, οι οποίοι είχαν αποχωρήσει από την πίστη,.

            Στην Β΄ Πρός Τιμόθεον 4: 14, «Αλέξανδρος ο χαλκεύς πολλά μοι κακά ενεδεί­ξατο· αποδώη αυτώ ο Κύριος κατά τα έργα αυτού·».

            Στην Πρός Τίτον 1: 10-11, «Εισί γαρ πολλοί και ανυπότακτοι, ματαιολόγοι και φρεναπάται, μάλιστα οι εκ περιτομής, ους δεί επιστομίζειν, οίτινες όλους οίκους ανα­τρέπουσι διδάσκοντες α μη δεί αισχρού κέρδους χάριν.» αναφέρεται σε ‘κείνους εν­τός της εκκλησίας που ήταν ανάγωγοι και μάταιοι συζητητές και απατεώνες, και πα­ραγγέλλει [στον Τίτο] ότι πρέπει να τους κλείνει το στόμα.

            Στις Πράξεις 13: 8-11, ο Παύλος αντιπρο­σω­πεύει τον τιμωρό του Ελύμα διά τυφλώσεως, αυτού του «υιού του δια­βό­λου», ο οποίος είχε αντιταχθεί στον Βαρ­νάβα και τον [απόστολο] Παύλο, με την προσπάθειά του να απο­τρέψει τον ανθύπατο [Ρω­μαίο Σέρ­γιο Παύλο] από την πί­στη.

            [«ανθίστατο δε αυτοίς Ελύμας ο μάγος -ούτω γαρ με­θερμηνεύεται το όνομα αυτού- ζητών διαστρέψαι τον ανθύπατον από της πίστεως. Σαύλος δε, ο και Παύλος, πλησ­θείς Πνεύματος αγίου και ατενίσας προς αυτόν είπεν· ω πλήρης παντός δόλου και πάσης ραδιουργίας, υιε διαβόλου, εχθρέ πάσης δικαιοσύ­νης, ου παύση δια­στρέ­φων τας οδούς Κυρίου τας ευθείας; και νυν ιδού χείρ Κυρίου επί σε, και έση τυφλός μη βλέπων τον ήλιον άχρι καιρού. παραχρήμα δε έπεσεν επ’ αυτόν αχλύς και σκότος, και περιάγων εζήτει χειραγωγούς.»]

            Κατ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν ο Παύλος ισχυροποιούσε τα θεμέλια της Ιεράς Εξετάσεως. Αυτά τα θεμέλια είχαν ήδη τεθεί από τα ίδια τα δόγματά του και από τις διδασκαλίες και το παράδειγμα του Πέτρου· και αυτοί οι απόστολοι πάλι ενθαρρύ­νονταν από τις καταγγελίες του ίδιου του Ιησού κατά των απίστων. Αυτοί που θεμε­λί­ωσαν την Ιερά Εξέταση επίσης ενθαρρύνονταν από τις επικυρώσεις (του Ιησού) των τιμωριών διά βασανιστηρίων [και φωτιάς]. (Ματ­θαί­ος 3: 10, «ήδη δε και η αξίνη προς την ρί­ζαν των δένδρων κείται· παν ουν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν εκ­κό­πτεται και εις πυρ βάλλεται.». 3: 12, «ου το πτύον εν τη χειρί αυτού και διακαθαριεί την άλω­να αυτού, και συνάξει τον σίτον αυτού εις την αποθήκην, το δε άχυρον κατα­καύ­σει πυ­ρί ασβέστω.». 13: 30, «άφετε συναυξάνεσθαι αμφότερα μέχρι του θερι­σμού, και εν καιρώ του θερισμού ερώ τοις θερισταίς· συλλέξατε πρώτον τα ζιζάνια και δή­σα­τε αυ­τά εις δέσμας προς το κατακαύσαι αυτά, τον δε σίτον συναγάγετε εις την αποθήκην μου.». 13: 40-42, «ώσπερ ουν συλλέγεται τα ζιζάνια και πυρί καίεται, ούτως έσται εν τη συντελεία του αιώνος τούτου. αποστελεί ο υιός του ανθρώπου τους αγγέλους αυτού, και συλλέξουσιν εκ της βασιλείας αυτού πάντα τα σκάνδαλα και τους ποιούντας την ανομίαν, και βαλούσιν αυτούς εις την κάμινον του πυρός· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων.». 18: 34-35, «και οργισθείς ο κύριος αυ­τού παρέ­δωκεν αυτόν τοις βασανισταίς έως ου αποδω παν το οφειλόμενον αυτω. Ούτω και ο πατήρ μου ο επουράνιος ποιήσει υμίν, εάν μη αφήτε έκαστος τω αδελφω αυτού από των καρδιών υμών τα παραπτώματα αυτών.» κλπ. Μάρκος 16: 16, «ο πι­στεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεταιΛουκάς 12: 47, «εκεί­νος δε ο δούλος, ο γνούς το θέλημα του κυρίου εαυτού και μη ετοιμάσας μη­δέ ποιή­σας προς το θέλημα αυτού, δαρήσεται πολλάς·», 14: 23, «και είπεν ο κύριος προς τον δούλον· έξελθε εις τας οδούς και φραγμούς και ανάγκασον εισελθείν, ίνα γεμι­σθή ο οίκος μου.»19: 27, «πλήν τους εχθρούς μου εκείνους, τους μη θελήσαντάς με βασι­λεύ­σαι επ’ αυτούς, αγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμπροσθέν μου.». κλπ. Ιωάν­νης 15: 6, «εάν μη τις μείνη εν εμοί, εβλήθη έξω ως το κλήμα και εξηράνθη, και συνά­γου­σιν αυτά και εις το πυρ βάλλουσι, και καίεται.». Αυτό απετέλεσε την θε­ο­λογική δικαι­ο­λο­γία της χρήσεως της φωτιάς μαζί με τα χωρία του Ματθαίου που αναφέραμε, 21: 44, 22: 7, 25: 29-30, κλπ, και πολ­λά χω­ρία της Παλαιάς Διαθήκης, κλπ.).

            Θα έχομε την ευκαιρία, στη συνέχεια, να παρατηρήσομε ότι με το πέρασμα του χρόνου αυτά τα θεμέλια στα­διακά ισχυροποιήθηκαν. Αλλά μια επί πλέον περί­στα­ση πρέπει να αναφερθεί εδώ. Υπήρχε ένα έγγραφο σε γενική κυκλοφορία από τα πρώιμα χρόνια της εκκλησίας, και τον καιρόν εκείνο εθεωρείτο ως έχον υψηλό κύρος. Είχε τίτλο, «Η Επιστολή του Κλήμεντος προς Ιάκωβον». Είναι μεταφρασμένο στον 17ο τόμο της συλλογής «Προ Νικαίας Χριστιανική Βιβλιοθήκη».

            Σ’ αυτή την επιστολή, ο Κλήμης περιγράφει την χειροτονία του. Μας λέγει ότι όταν ο Πέτρος κόντευε να πεθάνει, αφού μαζεύτηκαν οι αδελφοί (στη Ρώ­μη), επέ­θε­σε (ο Πέτρος) τα χέρια του στον Κλήμεντα, ως ο επίσκοπος, και του μετέδωσε την εξου­σία του «δέειν και λύειν» (αμαρτίες), κλπ., και για ‘κείνον που θα είχε παράπονα και δια­φορές τον καθιστούσε Πρόεδρο της Αλήθειας, και αφού εδήλωσε ότι ένας τέτοιος αμαρ­τάνει κατά του Χριστού και προσβάλλει τον Πατέρα όλων, ο Πέτρος συνέχισε ως εξής:

            «Από ‘δω και μπρος, αυτός δεν θα ζήσει· και γι’ αυτό αρμόζει σε όποιον προ­ε­δρεύει να κατέχει τη θέση ιατρού· και να μην περιθάλπει την οργή ενός παραλόγου κτήνους.».

 

[Σ’ αυτό το κεφάλαιο βλέπομε ότι ο σπουδαίος ερευνητής Charles B. Waite, διαφωνεί ρι­ζικώς με την καθιερωμένη ερμηνεία του χωρίου «όφελον και απο­κό­ψον­ται οι αναστατούντες υμάς.» (Πρός Γαλάτας 5: 12), όπως συνεχώς την απαν­τάμε σε όλες τις ερμηνευτικές εκδόσεις της Καινής Διαθήκης μετά το τέλος της συ­νό­δου του Τριδέντου το 1563. Γράφουν δηλαδή ότι ο Παύλος εκφράζει εδώ μια ειρωνι­κού τύ­που επιθυμία. (Στην ανατολική εκκλησία καυχώνται ότι έτσι το είχε ήδη δει ο Χρυσό­στομος πολύ πιο πριν. Έτσι σ’ αυτό το σημείο οι ανατολικοί προπορεύθηκαν όλων των δυτικών ερμηνειών αλλά αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα αυτά που αναλύομε εδώ. Ποιος μας εγγυάται όμως ότι ο Χρυσόστομος έχει δίκιο; Έχει πει και αυτός ουκ ολί­γα... ! Αλλά από το +1563 όλοι συμφώνησαν!). Διότι ενώ ο Παύλος δεν κηρύττει την περιτομή, πολλοί την επιζητούν με απο­τέλεσμα να ανα­στα­τώνουν τους Γαλάτες. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για χριστι­α­νοΕβραί­ους που ζού­σαν στα μέρη της Γα­λα­τί­ας της Μικράς Ασίας, όπως το καθιστά σαφέστατο ο στίχος: Πρός Γαλάτας 2: 15, «Ημείς φύ­σει Ιουδαίοι και ουκ εξ εθνών αμαρτωλοί,», κ. α. Άρα ουδέν παράξενο οι Ιουδαίοι να επιζητούν την περιτομή και εκείνος που τους αναστάτωνε ήταν ο Παύλος και κανείς άλλος.

Συνεπώς, όπως ερμηνεύουν οι ορθό­δοξοι ερμηνευτές, με το γράψιμό του σ’ αυτό το σημείο, ο Παύλος εύχεται ειρω­νι­κά το εξής: «Αυτοί που επι­ζη­τούν την περι­το­μή και σας αναστατώνουν δεν πάνε κα­λύ­τε­ρα και να ευνουχισθούν τελεί­ως!». Δη­λαδή με το «και αποκόψονται» εν­νοεί την ολο­σχερή αποκοπή γεννητικών οργάνων και όχι μόνο της ακροβυστίας. Ο Waite όμως προσπαθεί να αποδείξει ότι ο Παύλος δεν εννοεί κα­θόλου αυτό. Κυ­ριο­λε­κτικά επιθυ­μεί την πλήρη εξολόθρευση όλων αυ­τών των ατό­μων, μόνο που οι περιστάσεις σ’ αυ­τή την περίπτωση δεν του επι­τρέπουν να το επι­βάλ­λει όπως το έκανε πριν με την εκ­κλησία της Κορίνθου.

            Όπως και να έχει το πράγμα από διάφορα χωρία των επιστολών του αποδει­κνύεται ότι ο Παύλος πρέπει να είχε κάποιο σοβαρό σύμπλεγμα και σοβαρή εμμονή με τα γεννητικά όρ­γα­να, την πόσθη και τον ερωτισμό. Φαίνεται πως τον ενο­χλούσαν σφόδρα! Παντού διαχέεται ένας αντιερωτισμός. Κάθε τόσο το ίδιο βιολί με την ακρο­βυστία και την περιτομή...! Βαριέσαι και σιχαίνεσαι να το συναντάς συνέχεια. Πολ­λοί φτάνουν στο σημείο να ισχυρίζονται ότι ο ίδι­ος ο Παύλος πρέπει να ήταν ευ­νούχος! Ο Robert Ambelain τον διαγιγνώσκει ότι υπέφερε από κληρονομική ή ακριβέστερα συγγενή σύφιλη που ήταν ο σκόλοψ του, τον οποίον ύμνησε μέσα στις επιστολές του. Πρέπει να ομολογήσομε όμως ότι είναι πολύ δυσχερές το να αποφανθούμε ποίος ήταν ο σκόλοψ του Παύλου, για τον οποίον γράφει διάφορες στρεψοδικίες και ανοη­σίες στις επιστολές του Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς 2: 3, Β΄ Πρός Κoριν­θίoυς 10: 10, 11: 6, 30, 12: 5-10, Πρός Γα­λά­τας 4: 13-14, Πρός Φι­λιπ­πη­σίoυς 1: 24. Ακόμη δυσχερέστερο είναι το ερώτημα εάν υπήρχε η σύφιλη κατά την αρχαιότητα.]

 

ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΚΑΙ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ

 

            Αυτοί είναι οι πιο εξέχοντες πατέρες της εκκλησίας. Ήταν οι ερμηνευτές του Συμ­βόλου της Πίστεως της Νικαίας, και οι υψηλότατες αυθεντίες επί της πίστεως και του δόγματος.

            Εφ’ όσον οι πατέρες αυτοί θεωρούνται ως τα μεγαλύτερα σύμβολα της Χρι­στια­νικής ευσεβείας και μορφώσεως, και οι μεγάλοι συντελεστές του Χριστιανικού Δόγμα­τος, οι απόψεις των στο θέμα του διωγμού, και ιδιαιτέρως όταν αφορά τον δι­ωγμό των αιρετικών, αποκτούν υψίστη σημασία.

 

ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ

 

            Υπό τον Κωνσταντίνο και τους γιους του, εξεδόθησαν εντολές κατά των αιρε­τικών, ιδιαιτέρως κατά των Δονατιστών, οι οποίοι υπέστησαν τις πιο σκληρές τι­μω­ρί­ες. Κατά το 482, υπό τον Θεοδόσιο Ι, εξεδόθη ένα διάταγμα κατά των Μανιχαίων και άλλων αιρέσεων. Ένας νόμος του Ονορίου, το 398, εκφόβησε τους καθηγητές ορι­σ­μένων αιρέσεων, και ιδιαιτέρως τους ιερείς των Μοντανιτών και των Ευνομι­α­νών, με εξορίες και θανατώσεις εάν αυτοί επέμεναν να συγκεντρώνουν κόσμο. Τα δι­α­τάγ­ματα για την εκρίζωση των παραδοσιακών θρησκειών της υπαί­θρου ήταν ακόμα αυ­στηρό­τερα. Ο Ιερώνυμος και ο Λέων ο Μέγας ήταν υπέρ της θανατι­κής ποινής.

            Α ρίξομε μια ματιά στις διδαχές του Ιερωνύμου:

            «Μπορούμε να ρωτήσομε» μας λέγει «πώς γίνεται ο Θεός να είναι αγαθός, ο οποίος έδωσε τον νόμο και τους προφήτες, όταν βλέπει τη ζωή των διεφθαρμένων να ευ­δοκιμεί, και αυτοί να μην υφίστανται τίποτα απ’ αυτόν, σύμφωνα με την τιμωρία που τους αρ­μόζει. Έχουν πραγματικά πολλαπλασιαστεί, όλοι αυτοί που έχουν απο­χω­ριστεί ―αυ­τοί που με λυσσαλέα σαγόνια γαβγίζουν κατά του δημιουργού των― και οι οποίοι με υβριστική γλώσσα τον μέμφονται με βλάσφημους λόγους.

            Αυτοί έχουν αφθονήσει ―αυτοί έχουν φυτρώσει, και έχουν επεκτείνει ρίζες. Έχουν γεννήσει γιους, και έχουν προσφέρει καρπούς. Τί καρπούς έχει προσφέρει ο Μαρκίων, με το να δημιουργήσει υιούς της απιστίας; Τί ο Βασιλίδης; Τί ο Βαλεν­τί­νος; Όσον αφορά αυτούς, πραγματικά, έχει προφητευτεί, λέ­γοντας: “Έχουν γεννήσει γιους, και έφεραν καρπό. Βρίσκεσαι κοντά στο στόμα των, αλλά μακριά από την καρ­δία τους.”. Επικαλούνται τον Ιησού· αλλά δεν τον έχουν, και ούτε τον ομολογούν ως Χριστό. “Και συ, Κύριε, με έχεις γνωρίσει, και με έχεις δοκιμάσει ενώπιον σου. Α­γία­σε τους όταν έλθει η ημέρα της σφαγής των”.

[Βλέπε Ιερεμίας 12: 1-3: «Δίκαιος ει, Κύ­ριε, ότι απολογήσομαι προς σε, πλήν κρίμα­τα λαλήσω προς σε· τι ότι οδός ασε­βών ευοδούται, ευθήνησαν πάντες οι αθε­τούντες αθετήματα; εφύτευσας αυτούς και ερ­ρι­ζώθησαν· ετεκνοποιήσαντο και εποί­η­σαν καρ­πόν· εγγύς ει συ του στόματος αυ­τών και πόρρω από των νεφρών αυτών. και συ, Κύ­ριε, γινώσκεις με, δεδοκίμακας την καρδίαν μου εναντίον σου· άγνισον αυ­τούς εις ημέραν σφαγής αυτών.»].

Κατά ποί­ον τρόπο θα όφειλα να­ ερμηνεύσω αυτό; Ονομάζει τα βασανιστήρια αυτών που βα­σα­νίζονται, αγιασμό. (Tormenta sanctificatiomen vocateorum quitor­que­n­tur.). “Αγί­ασε αυτούς,” λέγει, “όταν φθάσει η ημέρα της σφαγής αυτών.”. Δηλα­δή, “με το να τους φονεύσεις, τους αγιάζεις.”». (Id est, perhoc quod interficis eos, sancti­fica eos.). ―[Εργασίες του Ιερωνύμου, Τόμος V, 818.].

            Εδώ ευρίσκεται το δόγμα του Παύλου ―η καταστροφή της σάρκας για να σωθεί το πνεύμα κατά την ημέρα του Κυρίου Ιησού. Αλλά ο Ιερώνυμος έχει βελτιώ­σει τον απόστολο, και έχει επεξηγήσει ότι η σάρκα μπορεί να καταστραφεί από βασα­νιστήρια, και ότι τα βασανιστήρια θα έχουν ως επακόλουθο τον αγιασμό.

 

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ

 

            Στη νεανική του ηλικία, ο Αυγουστίνος εδίδαξε θρησκευτική ελευθερία. Αλλά αυτά ήταν οι γενικοί παλμοί της νεότητας. Καθώς προχωρούσε στην ηλικία, είδε το σφάλμα του. Στο βιβλίο του “Retractationes ”(=Ανακλήσεις), αυτός ανακάλεσε τις πρώην διδασκα­λί­ες του επ’ αυτού του θέματος:

            «Υπάρχουν δύο δικά μου βιβλία» μας λέγει, ο τίτλος των οποίων είναι, “Εναν­τίον του Κόμματος του Δονάτου”. Στο πρώτο απ’ αυτά τα βιβλία είπα ότι δεν συνηγο­ρούσα υπέρ της βιαίας επαναφοράς των σχισματικών στην κοινωνία [μας] διά της δυ­νάμεως καμίας κοσμικής εξουσίας. Πράγματι, τότε δεν συνηγορούσα υπέρ της, διότι δεν είχα ακόμα ανακαλύψει διά της εμπειρίας, ούτε σε πόση κακότητα η ατιμω­ρησία θα τους ενεθάρρυνε, ούτε σε πόσο καλλίτερες καταστάσεις η φιλοπονία της πειθαρ­χί­ας θα τους έφερνε.» ―[Retractationes, Liber II, Caput V.]

            Αφού λοιπόν έμαθε διά της εμπειρίας τα καλά αποτελέσματα «της φιλοπονίας της πειθαρχίας,» από ‘κεί και μετά, ήταν απόλυτα ειλικρινής στην συνηγορία του υπέρ του διωγμού.

            Στο γράμμα του προς τον Vincentius, 408 Κ. Ε., λέγει:

            «Αποκλειόμαστε από τη ξεκούραση ένεκα των Δονατιστών· η καταπίεση και η διόρθωση των οποίων, από τις εξουσίες που ο Θεός όρισε, μου φαίνεται πως δεν εί­ναι μάταιος κόπος...

            Είσαι της γνώμης ότι κανείς δεν πρέπει να αναγκάζεται να ακολουθεί την ορ­θότητα· και όμως αναγιγνώσκεις ότι ο κύριος του οίκου είπε στους δούλους του “οποι­ονδήποτε βρείτε, αναγκάστε τους να έλθουν μέσα”...

[Βλέπε: Λουκάς 14: 23, «και εί­πεν ο κύριος προς τον δούλον· έξελθε εις τας οδούς και φραγμούς και ανάγ­κα­σον εισελθείν, ίνα γεμισθή ο οίκος μου». Το «cogito intrare», όπως γράφει ο Αυγου­στίνος, έχει μείνει παροιμιώδες. (Από τα λατινικά ρή­ματα cogere και intrare.)].

            Ο Παύλος παρεδόθη για να φυλακιστεί και να του περάσουν δεσμά· αλλά ο Σατανάς είναι χωρίς αμφιβολία χειρότερος από κάθε δεσμοφύλακα· όμως σ’ αυτόν ο Παύλος παρεδόθη [μόνος του] ένας άνδρας για την καταστροφή της σάρκας ώστε το πνεύμα να σωθεί κατά την ημέρα του Κυρίου Ιησού...

            Γι’ αυτό, μια μητέρα κάνει οτιδήποτε αληθινό και σωστό, ακόμα και όπου τα παιδιά της αισθάνονται κάτι δριμύ και οδυνηρό να περνά από τα χέρια της, αυτή δεν αποδίδει κακό για κακό, αλλά εφαρμόζει πειθαρχεία για να αποτρέψει το κακό της αμαρτίας, όχι με το μίσος που ζητά να βλάψει, αλλά με την αγάπη που ζητά να θερα­πεύσει. Εάν η επιβολή διωγμού ήταν σε όλες τις περιπτώσεις μεμπτή, δεν θα είχε γρα­φεί στα ιερά βιβλία: “Οποιοσδήποτε συκοφαντεί μυστικά τον γείτονα του, αυτόν θα καταδιώξω” (αποκόψω). Γι’ αυτό, σε μερικές περιπτώσεις, αυτός που υφίσταται τον διωγ­μό, έχει άδικο· και αυτός που τον επιβάλλει, έχει δίκιο...

            Αληθινά, λοιπόν, αν περασμένα γεγονότα που έχουν καταγραφεί στα προφη­τι­κά βιβλία ήταν μελλοντικά σημεία, τότε εδόθη ένα ση­μείο, διά του βασιλέως Ναβου­χοδονό­σο­ρος, και για τον καιρό κατά τον οποίον η Εκκλησία ήταν υπό τους αποστό­λους και γι’ αυτόν που είναι τώρα. Κατά τον καιρό των αποστόλων και των μαρτύ­ρων, εκ­πληρώ­θηκε αυτό το οποίο προφητεύτηκε όταν ο προαναφερθείς βασιλιάς ανάγκασε ευ­σε­βείς και δικαίους ανθρώπους να σκύψουν μέχρι χάμω μπροστά στην εικό­να του, και έριξε μέσα στις φωτιές όλους όσους αρνήθηκαν. [Βλέπε Δανιήλ 3: 1-7.]. Τώρα, όμως, εκπληρώθηκε αυτό το οποίο προφητεύτηκε αμέσως μετά διά του ιδίου βασιλέως, όταν, αφού προσηλυτίστηκε για να λατρεύει το αληθινό Θεό, εξέ­δω­σε ένα διάταγμα σε όλη την αυτοκρατορία του, ότι όποιοι ομιλούν εναντίον του Θεού των Σεδράχ, Μισάχ και Αβγεναγώ, θα υποστούν την τιμωρία που στο έγκλημά τους αξίζει. [Βλέπε Δανιήλ 3: 29.]. Ο πρώιμος καιρός αυτού του βασιλέως αντιπροσωπεύει τον πρώην καιρό των αυτοκρατόρων οι οποίοι δεν πί­στευ­αν στον Χριστό, στα χέρια των οποίων οι Χριστιανοί υπέφεραν ένεκα των αχρείων. Αλλά ο ύστερος καιρός αυ­τού του βασιλέως αντιπροσωπεύει τον καιρό των διαδόχων του αυτοκρατορικού θρό­νου, όπου τώρα πιστεύουν στον Χριστό, στα χέρια των οποίων οι αχρείοι υποφέρουν ένε­κα των Χριστιανών.». ―[Επιστολές του Αυγουστίνου, σελίδα 395, και μετά.].

            Ξανά, ομιλών για τους αιρετικούς, λέγει:

            «Ας πλακώσει ο θάνατος επάνω τους, και άσε τους να πάνε κάτω γρήγορα στην κόλαση· όπως ο Δαθάν και ο Αβειρών, οι συγ­γραφείς ενός ασεβούς σχίσμα­τος.». ―[Επιστο­λές του Αυγουστίνου, σελίδες 395-420.].

[Περί Δαθάν και Αβειρών με­λε­τείστε: Αριθμοί, κεφάλαια 16, 26, Δευτε­ρονό­μι­ον 11, Ψαλμός 105: 17, Σοφία Σει­ράχ 55: 18, Δ΄ Μακκαβαίων 2: 17].

 

            Αυτές ήταν οι διδαχές σύμφωνα με τις οποίες το κάψιμο των αιρετικών άρχισε αμέσως μετά και συνεχίστηκε κατά διαστήματα μέχρι τον δωδέκατο αιώνα, όταν πλέ­ον οργανώθηκε σε σύστημα, και συνεχίστηκε εκτεταμένα σ’ όλο τον Χριστια­νικό κό­σμο για πεντακόσια περίπου χρόνια.

 

ΙΗΣΟΥΣ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΣ

 

            Ο Ιησούς, σύμφωνα με τα Ευαγγέλια, δίδαξε το δόγμα της τιμωρίας διά της φωτιάς της κολάσεως· χρησιμοποιώντας την λέξη Γέεννα [3] (κάπου 12 φορές), δη­λαδή την κοιλάδα του Εννώμ, όπου τα πτώματα των κακοποιών εκαίγοντο, σαν σύμ­βολο για τον τόπο όπου οι πράττοντες τα φαύλα θα ετιμωρούντο στο μέλλον. Και σύμφωνα με τον συγγραφέα του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, αυτός (ο Ιησούς) εκ­φρα­στικότατα επικύρωσε την τιμωρία διά βασανισμού.

 

[Υποσημείωση 3: Γέεννα είναι σύντμηση και παραφθορά του Γη + Χεννώμ που ήταν η κοιλάδα του Εννώμ λίγο έξω από την Ιερουσαλήμ, όπου πέταγαν και έκαιγαν κακο­ποιούς και εγκληματίες ζωντανούς ή νεκρούς. Άρα πρό­κειται για την ονομασία αυτής της κακόφημης περιοχής την οποία αργότερα οι Χριστιανοί πα­ρέφθειραν και την έκα­ναν ομώνυμη με την κόλαση του αιωνίου πυρός και των βασάνων που αυτοί προοι­ω­νίζονται.... Η πυρομανία στον Χριστιανισμό τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη εί­ναι η ισχυ­ρότερη, συμπλεγματικότερη και καταστροφικότερη εμμονή αυτής της φρι­κτής μάστιγας! Παντού τα γραπτά τους είναι γεμάτα με φοβέρες πύρός. Έγινε δε το χειρότερο μέσο καταστροφής πολιτισμών και ένα από τα αποτελεσματικότερα και συνήθη μέσα θανατώσεως εκατομμυρίων ανθρώπων από τους Χριστιανούς.]

 

               «και οργισθείς ο κύριος αυτού παρέδωκεν αυτόν τοις βασανισταίς έως ου αποδώ παν το οφειλόμενον αυτώ.

Ούτω και ο πατήρ μου ο επουράνιος ποιήσει υμίν, εάν μη αφήτε έκαστος τω αδελφώ αυτού από των καρδιών υμών τα παραπτώματα αυτών.». ―[Ματθαίος 18: 34-35.]

 

[Ακόμα:

 «τότε είπεν ο βασιλεύς τοις διακόνοις· δήσαντες αυτού πόδας και χείρας άρατε αυτόν και εκβάλετε εις το σκότος το εξώτερον· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων.». ―[Ματθαίος 22: 13.]

«εκείνος δε ο δούλος, ο γνούς το θέλημα του κυρίου εαυτού και μη ετοιμάσας μηδέ ποιήσας προς το θέλημα αυτού, δαρήσεται πολλάς·».―[Λουκάς 12: 47.].

«και εν τω άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασά­νοις, ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λά­ζα­ρον εν τοις κόλποις αυτού.».―[Λουκάς 16: 23-24.]].

 

Η τιμωρία στην φωτιά της κολάσεως επρόκειτο να είναι παντοτινή.

―[Ματ­θαίος 18: 8, «ει δε η χείρ σου ή ο πούς σου σκανδαλίζει σε, έκκοψον αυτά και βάλε από σου· καλόν σοί εστιν εισελθείν εις την ζωήν χωλόν ή κυλλόν, ή δύο χείρας ή δύο πό­δας έχοντα βληθήναι εις το πυρ το αιώνιον.»,

Ματ­θαίος 25: 41, «τότε ερεί και τοις εξ ευωνύ­μων· πορεύεσθε απ’ εμού οι κα­τηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυ­τού.»,

Ματ­θαίος 25: 46, «και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον.».]

 

―[Μάρκος 9: 43-48, «και εάν σκανδαλίζη σε η χείρ σου, απόκοψον αυτήν· καλόν σοί εστι κυλλόν εις την ζωήν εισελθείν, ή τας δύο χείρας έχοντα απελθείν εις την γέενναν, εις το πυρ το άσβεστον,

όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται.

και εάν ο πούς σου σκανδαλίζη σε, απόκοψον αυτόν· καλόν σοί εστιν εισ­ελ­θείν εις την ζωήν χωλόν, ή τους δύο πόδας έχοντα βληθήναι εις την γέενναν, εις το πυρ το άσβεστον,

όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται.

και εάν ο οφθαλμός σου σκανδαλίζη σε, έκβαλε αυτόν· καλόν σοί εστι μονό­φθαλμον εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού, ή τους δύο οφθαλμούς έχοντα απελ­θείν εις την γέενναν του πυρός,

όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται.».]

            [Βλέπε και:

Ματθαίος 8: 12, «οι δε υιοί της βασιλείας εκβληθήσονται εις το σκότος το εξώτερον· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων.»,

Ματθαίος 25: 30 «και τον αχρείον δούλον εκβάλετε εις το σκότος το εξώ­τε­ρον· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων.»,

Λουκάς 16: 23-26, «και εν τω άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρ­χων εν βασάνοις, ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λά­ζα­ρον εν τοις κόλποις αυ­τού. και αυτός φωνήσας είπε· πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύξη την γλώσσάν μου, ότι οδυ­νώμαι εν τη φλογί ταύτη. είπε δε Αβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά· νυν δε ώδε παρακαλείται, συ δε οδυνάσαι· και επί πάσι τούτοις μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν προς υμάς μη δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν.].

 

Ο Παύλος, με την ιδέα να ανακουφίσει τον άνομο από την τρομερή καταδίκη, και ταυτοχρόνως απονέμοντας σ’ αυτόν τιμωρία στην εδώ ζωή, εδίδαξε ότι το σώμα μπορεί να καταστραφεί, για να σωθεί το πνεύμα κατά την ημέρα του Κυρίου Ιησού.

Εάν ο Ιησούς είπε ό,τι αναφέρεται πως είπε στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, πρέπει να υπήρχαν παραδόσεις αυτών των λογίων στην κυκλοφορία κατά τον καιρό του Παύλου, και γνωστές σ’ αυτόν· σ’ αυτή την περίπτωση είναι δυνατόν ο Παύλος να πήρε την ιδέα από τα λόγια του Ιησού, καθώς αναφέρεται στο πέμπτο κεφάλαιο του Ματθαίου:

«ει δε ο οφθαλμός σου ο δεξιός σκανδαλίζει σε, έξελε αυτόν και βάλε από σου· συμφέρει γαρ σοι ίνα απόληται εν των μελών σου και μη όλον το σώμα σου βληθή εις γέενναν.

και ει η δεξιά σου χείρ σκανδαλίζει σε, έκκοψον αυτήν και βάλε από σου· συμφέρει γαρ σοι ίνα απόληται εν των μελών σου και μη όλον το σώμά σου βληθή εις γέενναν.». ―[Ματ­θαίος 5: 29, 30.].

«ει δε η χείρ σου ή ο πούς σου σκανδαλίζει σε, έκκοψον αυτά και βάλε από σου· καλόν σοί εστιν εισελθείν εις την ζωήν χωλόν ή κυλλόν, ή δύο χείρας ή δύο πό­δας έχοντα βληθήναι εις το πυρ το αιώνιον.

και ει ο οφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, έξελε αυτόν και βάλε από σου· καλόν σοί εστι μονόφθαλμον εις την ζωήν εισελθείν, ή δύο οφθαλμούς έχοντα βληθήναι εις την γέενναν του πυρός.» ―[Ματ­θαίος 18: 8, 9.].

 

[Βλέπε και:

«και εάν σκανδαλίζη σε η χείρ σου, απόκοψον αυτήν· καλόν σοί εστι κυλλόν εις την ζωήν εισελθείν, ή τας δύο χείρας έχοντα απελθείν εις την γέενναν, εις το πυρ το άσβεστον,

όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται.

και εάν ο πούς σου σκανδαλίζη σε, απόκοψον αυτόν· καλόν σοί εστιν εισελθείν εις την ζωήν χωλόν, ή τους δύο πόδας έχοντα βληθήναι εις την γέενναν, εις το πυρ το άσβεστον,

όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται.

και εάν ο οφθαλμός σου σκανδαλίζη σε, έκβαλε αυτόν· καλόν σοί εστι μονό­φ­θαλμον εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού, ή τους δύο οφθαλμούς έχοντα απελ­θείν εις την γέενναν του πυρός, όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται.». ―[Μάρκος 9: 43-47.]].

[Βλέπε και επιστολή Πρός Εβραίους (η οποία όμως δεν θεωρείται πλέον ότι είναι του Παύλου) 10: 26-32, ειδικά στίχος 27 «φοβερά δε τις εκδοχή κρίσεως και πυρός ζή­λος εσθίειν μέλ­λοντος τους υπεναντίους.».]

 

            Η λογική επέκταση του δόγματος θα απαιτούσε ότι εάν η ανομία εκτείνεται σε όλο το σώμα, όλο το σώμα θα πρέπει να χαθεί μάλλον παρά να βληθή στην κόλαση.

            Το δόγμα της αντικαταστάσεως, και των εξιλεωτικών βασάνων τα οποία ο Παύλος γνώριζε πολύ καλά, και για τον οποίον η εξιλέωση ήταν πολύ αρεστό δόγμα, φυσικά και ευνοούσε την ιδέα περί της καταστροφής του σώματος για την σωτηρία της ψυχής. Δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια άλλη μορφή εξιλεωτικού βασανισμού. Αντί ένα άτομο να υποφέρει στην θέση ενός άλλου, ήταν το ίδιο πρόσωπο που υπέ­φε­ρε στην εδώ ζωή, αντί των βασάνων στη ζωή που ήταν καθ’ οδόν. Ήταν βάσανα μι­κράς διαρκείας εδώ αντί των βασάνων διά μέσου ατελείωτων αιώνων μετά από εδώ.

            Κατ’ αυτή την άποψη, η επιβολή του αναγκαίου πόνου εδώ ήταν μία πράξη ελέους.

            Ο ελεήμων και συμπάσχων χαρακτήρας των πεπραγμένων, από την ορθόδοξη Χριστιανική έποψη, εξηγεί τη χρήση μερικών φράσεων από τους ιεροεξεταστές ― φράσεις οι οποίες, υποτίθεται από μερικούς, χρησιμοποιούντο για χλευασμό.

            Ο αιρετικός εισερχόταν μπροστά σ’ ένα «ακροατήριο»· «ανακρινόταν» (με βασανιστήρια)· του δινόταν η προπαρασκευαστική «οδηγία» και «προειδοποίηση» ―εάν επρόκειτο να υποφέρει τα πάντα εκτός από θάνατο, θα «συμφιλιωνόταν»· εάν επρόκειτο να καεί ζωντανός, θα «αναπαυόταν». Το γνωμικό της Ιεράς Εξετάσεως ήταν «έλεος και δικαιοσύνη».

           

ΥΠΟ ΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΝ

 

            «Δεν χάθηκε ούτε στιγμή» λέγει ο Gibbon, «για να αποκλειστούν οι ιερείς και οι κήρυκες των ξεχωριστών συνάξεων από κάθε μερίδιο αμοιβών και απαλλα­γών τις οποίες ο αυτοκράτωρ είχε τόσο απλόχερα απονείμει στους κληρικούς της ορθοδόξου εκ­κλησίας. Αλλά καθώς οι αιρετικοί ακόμα υπήρχαν, κάτω από το σύννεφο της βασιλικής δυσμένειας, η κατάκτηση της Ανατολής ακολουθήθηκε αμέσως από ένα διάταγμα το οποίο ανακοίνωνε την ολοκληρωτική καταστροφή τους.» ―[Αναγραφή από το βιβλίο του Ευσεβίου Η Ζωή του Κωνσταντίνου, τόμος 3, κεφάλαια 63-66.]

            Υπό τον Κωνσταντίνον και τους υιούς του εξεδόθησαν διαταγές εναντίον των Δονατιστών, οι οποίοι υπέστησαν τις πιο αυστηρές τιμωρίες. Υπό τον Θεοδόσιον Ι, το έτος 382, οι αιρετικοί ανιχνεύοντο και ετιμωρούντο· και απ’ αυτόν τον καιρό οι όροι «ιερά εξέτασις» και «ιεροεξεταστής» χρησιμοποιούντο γενικώς. Το 385, ο Πρισκιλ­λι­ανός, ο Γνωστικός και Μανιχαίος, δικάστηκε από τον Μάξιμο, στην πόλη Treves, με χρήση βασανιστηρίων, και θανατώθηκε, μαζί με έξη μαθητές του.

 

ΠΕΜΠΤΟΣ ΑΙΩΝ

 

            Έχοντας δημιουργηθεί κατά τον τέταρτον αιώνα, η Ιερά Εξέτασις ήταν σε πλήρη ακμή τον πέμπτον αιώνα, κατά τον καιρό του Ιερωνύμου και του Αυγουστί­νου, οι οποίοι εγνώριζαν καλώς τα έργα όλων όσων ήταν σαν κι’ αυτούς. Αυτό κατα­δει­κνύεται επαρκώς από τις Επιστολές του ιδίου του Αυγουστίνου.

            Στην Επιστολή 104, προς Νεστόριον [στην Κωνσταντινούπολη], λέγει:

            «Μήπως κατά τύχη έχεις ακούσει για μια αναφορά, η οποία είναι ακόμα άγ­νωστη σε μας, ότι δηλαδή ο αδελφός μου Πασσίδιος έχει αποκτήσει εξουσία για να διαπράτ­τει πρά­ξεις μεγαλύτερης σκληρότητας εναντίον των πολιτών σου, τους οποί­ους ―συγγνώμη γι’ αυτό που θα πω― αυτός αγαπά κατά τέτοιο τρόπο που πιθανό­τα­τα ευνοεί την ευτυχία τους περισσότερο από ό,τι κάνεις εσύ; Διότι το γράμμα σου δεί­χνει ότι αντελήφθης κά­τι τέτοιο, όταν μου ζητάς να φέρεις μπροστά στα μάτια μου “την όψη που πα­ρου­σί­αζε μια πόλη από την οποία άνθρωποι καταδικασμένοι στα βα­σανιστήρια εσύροντο σ’ αυτά,” και “να αναλογισθώ τους θρήνους μανάδων και γυ­ναικών συζύ­γων, γιων και πατεράδων, την καταισχύνη που αισθανόταν εκείνοι που τυχόν επέστρεφαν, και αφήνονταν ελεύθεροι, πραγματικά, αλλά έχοντας υποστεί τα βασανιστή­ρια, και [ακόμα να αναλογισθώ] τη λύπη και τον στεναγμό που η θέα των πληγών και των σημαδιών τους πρέπει να ανανέωνε.”» ―[Επιστολές του Αυγουστί­νου, τόμος 2, σελίδα 64.]

            Ξανά: Στην επιστολή 133, (412 Κ.Ε.,) προς Μαρκελλίνον, λέγει:

«Πραγματοποίησε, Χριστιανέ δικαστή, το καθήκον ενός φιλόστοργου πατέρα. Ας με­τριαστεί η αγανάκτησή σου εναντίον των εγκλημάτων τους από ανθρωπι­στι­κές σκέ­ψεις. Μην εξωθείσαι από την θηριωδία των αμαρτωλών πράξεών τους, για να ικανο­ποιήσεις το πάθος της εκδίκησης, αλλά μάλλον να συγκινείσαι από τα τραύματα που αυτές οι πράξεις έχουν επιφέρει στις ίδιες τις ψυχές τους, και να εξασκείς την επι­θυ­μία να τους θεραπεύσεις. Μην χάσεις τώρα αυτή την πατρική φροντίδα την οποία διατήρησες όταν ασκούσες την ανάκριση, που όταν την έκανες αποσπούσε μαρτυρί­ες τέτοιων φρικιαστικών εγκλημάτων, χωρίς να τους ξαπλώνεις στο στρεβλωτήριο, χωρίς να αυλακώνεις τις σάρκες τους με τα σιδερένια νύχια, χωρίς να τους προκαλείς εγκαύματα με φωτιές, αλλά με το να τους δέρνεις με ραβδιά ―μια μέθοδος σωφρο­νισμού που χρησιμοποιείται από διευθυντές σχολίων, και από τους ίδιους τους γονείς όταν συμμορφώνουν τα παιδιά, και συχνά επίσης από επισκόπους, στις καταδι­κα­στι­κές αποφάσεις εκδοθείσες υπ’ αυτών.

            Είναι γενικώς αναγκαίο να χρησιμοποιείς περισσότερη σκληρότητα όταν κάνεις ανάκριση (εξέταση), έτσι ώστε όταν το έγκλημα έλθει στο φως, να υπάρχει χώρος για να επι­δεικνύεις επιεί­κεια. ―[Στην ίδια Επιστολή, σελίδα 170.]...

            Μην καλείς το εκτελεστή δήμιο τώρα, όταν πλέον το έγκλημα έχει ανακα­λυ­φθεί, αφού απέφυγες να καλέσεις μέσα τον βασανιστή κατά τον χρόνο που το ανακά­λυ­πτες.» ―[Στην ίδια Επιστολή.]...

            Εδώ ο Αυγουστίνος παρότρυνε επιείκεια σε μια ειδική περίπτωση. Αν σ’ αυτή την περίπτωση το άτομο στο οποίο απευθυνόταν [στον δικαστή ή τον ανακριτή δηλα­δή] απόσχε από «το να καλέσει τον βα­σα­νι­στή,» δεν υπήρχε άραγε εκεί βασανιστής καθ’ όλα έτοιμος για να τον καλέσει μέσα αν υποτεθείσθω σκεφτούμε ότι οι επεί­γου­σες ανάγκες της περίπτωσης το απαι­τούσαν;

            Όταν ο Ιερώνυμος εξοργίστηκε επειδή ο Βιγιλάντιος απαγόρευσε τη λατρεία των λειψάνων, εξέφρασε την έκπληξή του διότι ο επίσκοπος του σκληρού αιρετι­κού δεν τον κατέστρεψε κατά σάρκα προς το συμφέρον της ψυχής· και ισχυριζόταν ότι ευσέβεια και ζήλος για τον Θεό δεν μπορεί να είναι ασπλαχνία.

            Η σκληρότητα, πράγματι, ισχυρίζεται, σε ένα άλλο σημείο των γραπτών του, είναι το πιο γνήσιο ευεργέτημα, διότι προσωρινή τιμωρία μπορεί να αποτρέψει αιωνία καταδίκη (στο πυρ το εξώτερο). ―[ Επιστολή 109, ad Rip. Comment. in Naum, 1, 9.].

 

ΕΚΤΟΣ ΑΙΩΝ

 

            Δεν ήταν μόνο ακμάζουσα η Ιερά Εξέτασις κατά τις ημέρες του Ιερωνύμου και του Αυγουστίνου, αλλά ήταν και σαφώς διασφαλισμένη από τον νομικό Κώδικα του Ιου­στι­νιανού.

«η Ιερά Εξέτασις (ανάκριση) μπορεί να επεκταθεί, ακόμη και, μέχρι θα­νά­του.» (In mor­t­em quoque inquisition tendatur.).

            Το ενδέκατο κεφάλαιο έχει τίτλο, «Οι Μανιχαίοι, όπου και αν ευρεθούν, θα τιμωρούνται με θανατική ποινή.» (Manichaei ubicunque reperti capitali poena plectu­ntur.).

 

ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΚΤΟΝ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΔΩΔΕΚΑΤΟΝ ΑΙΩΝΑ

 

            Μετά τους χρόνους του Ιερωνύμου και Αυγουστίνου, σύντομα έγινε γενικό δόγμα της εκκλησίας, όπως διατυπώθηκε από τον Άγιο Ισίδωρο της Σεβίλλης (620 Κ.Ε.), το ότι οι πρίγκιπες δεσμεύονται, όχι μόνο να είναι οι ίδιοι ορθόδοξοι, αλλά να διατηρούν την καθαρότητα της πίστεως, διά πλήρους εξασκήσεως της εξουσίας των εναντίον των αιρετικών.

Υπό τον Πατριάρχη, Μιχαήλ Οξίστα, η ποινή του να καείς ζωντανός εισήχθη­κε ως ποινή των Βογομίλων. Αυτό συνέβη το 1119.

Αν οι πυρές τις Ιεράς εξετάσεως ήταν υπολανθάνουσες από τον έκτο μέχρι τον δωδέκατο αιώνα, αυτό οφειλόταν στο ότι οι αιρετικοί, κατά την διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος, ούτε πάρα πολλοί ήσαν ούτε πολύ επιθετικοί ώστε να δη­μιουργούν μεγάλες δυσχέρειες στην εκκλησία.

Είναι όμως μεγάλο λάθος να υποθέσομε ότι το σώμα πρωτο-ιδρύθηκε τον δω­δέκατο αιώνα υπό οιανδήποτε έννοια εκτός του ότι τότε οργανώθηκε τελείως, και έγι­νε περισσότερο αποτελεσματικό από όσο ποτέ πριν.

Το 1163, οι Καθαροί, που ανακαλύφθηκαν στην Κολωνία, καταδι­κά­σθη­καν να καούνε υπό δικαστών που διορίσθηκαν γι’ αυτόν τον σκοπό.

 

[Την ίδια εποχή αποφασίστηκε η πλήρης εξάλειψη της αιρέσεως των Καθα­ρών. Η εκ­στρατεία κατά των Καθαρών της Νοτίου Γαλλίας, Αλβιγηνών και Βαλν­τεσίων, στο τέλος του 12ου αιώνα και αρχές του 13ου, έμεινε παροιμιώδης. Η εντολή που δόθηκε από τη Ρώμη ήταν: «Σφάξετε τους όλους και ο Θε­ός ξέρει να ξεχωρίσει τους δικούς του». Οι σφαγιασθέντες υπολογίζονται περί το ενάμιση εκατομμύριο. Οι περιοχές τους ερημώθηκαν σχεδόν ολικώς από τους πληθυσμούς των και λογικά μετά άλλαξε πλή­ρως η δημογραφία της νοτίου Γαλλίας.].

 

Το 1212 ογδόντα αιρετικοί εκάησαν στο Στρασβούργο.

Στην Αγγλία, η δικαστική πράξη de heretico comburendo, «περί της καύσεως των αιρετικών,» δημιουργήθηκε διά νομοθεσίας το 1401. ―[Leas History of Inqui­si­tion, Ιστορία της Ιεράς Εξετάσεως του Lea, τόμος 1, σελίδα 221.].

 

[Έχω στα χέρια μου διαφόρους καταλόγους της διε­θνούς βιβλιογραφίας έκα­στος των οποίων εκθέτει έναν τεράστιο αριθμό εγκλημάτων των Χριστιανών. Προ­καλώ οποιονδήποτε με «σώας τάς φρένας» να τους αναγνώσει από την αρχή μέχρι το τέλος άνευ διακοπής...]

 

ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΩΔΕΚΑΤΟΝ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΔΕΚΑΤΟΝ ΕΝΑΤΟΝ ΑΙΩΝΑ

 

            Στη ΓΑΛΛΙΑ κάτι συνέβη κατά το τελευταίο μέρος του δωδεκάτου αιώνα. Αλλά στις αρ­χές του δεκάτου τρίτου αιώνα, ο Πάπας Ιννοκέντιος ο 3ος, για να απαλεί­ψει για πάντα τα τελευταία ίχνη των αιρέσεων, πήρε την απόφαση να κάνει την Ιεράν Εξέτασιν ένα μόνιμο ίδρυμα. Σύμφωνα με τις αποφάσεις και τις διαταγές της Συνό­δου του Λα­τεράν το 1215, (οι αιρετικοί) θα εδιώκοντο και θα ετιμωρούντο.

            Το 1232, ετέθη υπό τον έλεγχο των Δομινικακών.

            Το ίδρυμα επεκράτησε στη Γαλλία μέχρι περίπου τα μέσα του δεκάτου έκτου αιώνα.

 

            Στη ΓΕΡΜΑΝΙΑ, ο πρώτος ιεροεξεταστής ήταν ο Conrad του Marburg, ο οποίος οργάνωσε το «ιερό υπουργείο,» και εξάσκησε τις δραστηριότητές του με τρο­μερή σκληρότητα τα έτη 1231-33. Το ίδρυμα διήρκεσε στη Γερμανία με τροπο­ποι­η­μένη μορφή μέχρι την Μεταρρύθμιση.

 

            Στην ΙΤΑΛΙΑ η Ιερά Εξέτασις είχε μια πολυποίκιλη ιστορία για σχεδόν εξα­κό­σια χρόνια, έως ότου ο Ναπολέων, ο βασιλιάς της Ιταλίας, έθεσε τέρμα σ’ αυτήν το 1808. Μετά όμως επανεδραιώθηκε, και συνέχισε στη Σαρδηνία μέχρι το 1848, και στην Τοσκάνη μέχρι το 1859.

           

Στην ΑΓΓΛΙΑ όλες οι προσπάθειες της Ρώμης να εισαγάγει την Ιερά εξέταση απέτυχαν· αλλά η Προτεσταντική Ιερά Εξέτασις πήρε τη θέση της, (και) αποδείχθηκε όχι παρα­κα­τι­α­νός ανά­δοχος, είτε θεωρήσομε την έκταση των επιχειρήσεών της είτε την αγριότητα με την οποίαν αυτές διεξαγόταν.

 

[Αναφέρομε, ενδεικτικά μόνον, ότι μετά την Μεταρρύθμιση και Αντι­μεταρ­ρύ­θμιση, κατά το πρώτο ήμισυ του δεκάτου έκτου αιώνος, τόσο η Καθολική Ιε­ρά Εξέ­τα­σις όσο και η Προτεσταντική συναγωνίσθηκαν στην Ευρώπη και μετά στην Αμε­ρική για το ποια θα βασάνιζε και θα θανάτωνε πιο πολλούς: μάγους, μάγισσες, οπα­δούς άλλων θρη­σκειών, γηγενείς λαούς, αθέους, επιστήμονες, σκεπτικιστές, απί­σ­τους, κλπ. Οι συμφορές, η καταισχύνη, τα βα­σανιστήρια, μέθοδοι θανατώσεων που βρήκαν τον κόσμο στα μέρη που πάτησαν τα πόδια τους είναι κάτι το απερίγραπτο σε αγριότητα, ωμότητα, φρίκη, ψεύδη, εκμετάλλευση, αριθμό θυμάτων, κλπ.].

 

            ΟΙ ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ. ― Για περισσότερο από τριακόσια χρόνια οι φρικαλε­ό­τη­τες της Ιεράς Εξετάσεως εφαρμοζόταν στις Κάτω Χώρες. Ιδιαιτέρως αυτή ήταν η κα­τάσταση υπό τον αιμοχαρή Δούκα της Alva, κατά τη βασιλεία και υπό τις διαταγές του Φιλίππου του 2ου, της Ισπανίας.

            Στις 16 Φεβρουαρίου, του 1568, από μια καταδικαστική απόφαση του Αγίου Υπουρ­γείου, όλοι οι κάτοικοι των Κάτω Χωρών καταδικάστηκαν εις θάνατον ως αι­ρετικοί. Απ’ αυτή τη μαζική καταδίκη εξαι­ρέθηκαν μόνο ολίγα άτομα, ειδικώς ονο­μασθέντα. «Τρία εκατομμύρια άνθρωποι,» λέγει ο Motley, «άνδρες, γυναίκες και παι­διά, καταδικάστηκαν στα ικριώματα θανατικών εκτελέσεων σε τρεις σειρές. ― (Rise of the Dutch Republic, Η Ίδρυση του Ολλανδικού Κράτους, τόμος 2ος, σελίδα 155.). Τίποτα δεν εμπόδισε την αιμοδιψή απόφαση από το να πραγματοποιηθεί σε εκτέλεση εκτός από την έλλειψη της απαιτουμένης δυνάμεως.

 

            [Το 1531 απεφασίσθη η εκτέλεση ολοκλήρου της αιρέ­σεως των αναβαπτι­στών από τον ίδιο τον Μαρτίνο Λούθηρο. Μετ’ ολίγον στις Κάτω Χώρες και στη Γερμανία θανατώθηκαν άπαντες διά καινοφανών (π. χ., πνιγμός στους ποταμούς) και παλαιών μεθόδων.].

 

ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΙΕΡΑ ΕΞΕΤΑΣΙΣ

 

            Το Ιερό Υπουργείο ιδρύθηκε στην Αραγκόνα, από τους Δομινικανούς, το έτος 1242.

            Περί το τέλος του δεκάτου πέμπτου αιώνα η Ιερά Εξέτασις είχε οργανωθεί στην Ισπανία και συνέχισε την δουλειά της στην εντέλεια και με πληρότητα.

 

            [Το 1480 η Ιερά Εξέτασις οργανώνεται στην Ισπανία ως ανεξάρτητος οργανι­σμός με επικεφαλής τον Γενικό Ιεροεξεταστή, αξίωμα που κατέλαβε ο διαβόητος Δομινικανός Ηγούμενος Tomás de Torquemada ο οποίος εγένετο η ισχυροτέρα προ­σωπικότης του κράτους μετά τους βασιλείς Ισαβέλλα και Φερδινάνδο. Ο Torquemada οργάνωσε τον θεσμό στην εντέλεια και με πληρότητα. Με όργανο τον απόλυτο τρόμο η Ιερά αυτή Εξέτασις συνέχισε –και μάλιστα με ασίγαστη μανία, “with unabated fero­city” κατά τους Baigent και Leigh– να κυριαρχεί πλήρως επί της Ισπανίας κατά τα επόμενα τριακόσια πενήντα έτη και ασθενέστερα για μερικά ακόμα έτη μετέπειτα. Το πρώτο Auto da Fe (= Πράξη Πίστεως), δηλαδή η δημοσία καύση αιρετικών, του νέου αυτού θεσμού έγι­νε στην Σεβίλλη στις 6-2-1481 οπότε εκάησαν 288 άτομα ενώ άλλα 77 κατεδικά­στη­καν σε ισόβια δεσμά! Έκτοτε η Ιερά Εξέτασις ακολούθησε μια ξέφρε­νη πορεία –“running amok” κατά τους Baigent και Leigh–.

            Υπολογίζεται ότι μόνο στην Ισπανία κατά τα 44 έτη 1481-1525 καταδικάσ­τη­καν 234 526 άτομα από την Ιερά Εξέταση, που αναλογούν σε 5 330 άτομα τον χρόνο. Βλέπε Κ. Πορφύρης, Νέα Παγκόσμιος Εγκυκλοπαίδεια, εκδόσεις Μορφωτικής Εται­ρείας, τόμος 16, σελίδα 42. Άλλοι υπολογίζουν ότι τα καταδικασθέντα άτομα κατ’ αυτά τα έτη ανέρχονται σε 320 000, ήτοι κατά μέσον όρο 7273 άτομα κατ’ έτος. Απ’ αυτά τα 30 000 εκάησαν ζωντανά. Βλέπε Ρ. Λίβινξτον, Το Ελληνικό Πνεύμα και η Ση­μασία του για μας, μετάφραση Β. Τατάκη, σελίδα 58, εκδόσεις Γ. Παπαδημητρίου.

Το Auto da Fe ήταν στην Ισπανία οργανωμένο θέαμα προς τέρψιν του λαού και οι διάφοροι πανηγυρισμοί, όπως βασιλικοί γάμοι ή βαπτίσεις, είχαν ως κορυφαίο θέαμα ένα μεγαλοπρεπές Auto da Fe! διά παράδειγμα ο Βασιλεύς Κάρολος 2ος εόρ­τα­σε τους αρραβώνας του την 30ην Ιουνίου 1680 διά μιάς Auto da Fe κατά την οποία εκάησαν 51 άτομα. Όμως έμελλον οι ιδέες του Διαφωτισμού να καταστρέψουν αυτή την «όμορφη» λαϊκή δια­σκέ­δαση!]

 

            Πολλά έχουν λεχθεί όσον αφορά τη θέση που κατείχε η Ισαβέλλα της Κα­στί­λης, σε σχέση με την Ιερά Εξέτασιν, και πολλή εξύβριση και επίκριση έχει επιτραπεί εναντίον της μεγάλης βασίλισσας για την διασύνδεση της μ’ αυτήν. Αλλά η Ιερά Εξέτασις ήταν ένα περιθαλπόμενο ίδρυμα εκεί για διακόσια πενήντα χρόνια. Η Ισα­βέλλα δεν ευθύνεται γ’ αυτό. Αυτήν την είχαν στο χέρι οι παπάδες· και αυτή υποχρε­ω­νόταν να υποχωρεί στα αιμοσταγή σχέδια τους, αλλ’ αυτή έπραττε ούτως όχι χωρίς αντίσταση.

            Ακόμα και οι McClinton και Strong απαλλάσσουν την Ισαβέλλα. ―[Βλέπε το άρ­θρο τους, “Inquisition” (Ιερά Εξέτασις).].

            Η δύναμη της Ισαβέλλας περιοριζόταν από τα Cortes. Εάν δεν επικύρωνε την Ιεράν Εξέτασιν, η βασιλεία της θα ήταν πολύ βραχείας διαρκείας.

            Ο Torquemada και οι διάδοχοι του οργάνωσαν την δουλειά και την συνέχισαν με μεγάλη επιτυχία για πάνω από τριακόσια χρόνια. Το 1808, η Ιερά Εξέτασις κα­ταρ­γήθηκε στην Μαδρίτη με ένα διάταγμα του Ιωσήφ Βοναπάρτη. [Οι Γάλλοι αρχικά ανέχθηκαν τον θεσμό, όμως εξοργίσθηκαν όταν το θράσος των Ιεροεξεταστών υπε­ρέ­βη κάθε όριο καθώς συνέλαβαν τον γραμματέα –και γνωστό διανοούμενο– του στρα­τηγού Μυρά με την κατηγορία της Αθεΐας!] Το 1814, επανε­δραι­ώ­θηκε από τον Φερ­δινάνδο τον 7ον. [Έτσι επιχείρησε να ξαναρχίσει τις εργασίες της. Το 1818 εκήρυξε στην Κόρδοβα νέο διωγμό κατά των Εβραίων. Η λαϊκή αγανάκτηση εν τέλει εκορυ­φώθη και το 1820 η έδρα της Ιεράς εξετάσεως στην Βαρκελώνη και στην Βαλένθια καταστράφηκε.] Το 1820, το παλάτι της Ιερά Εξετάσεως καταστρά­φηκε από τον λαό. Το 1826, το παλαιό δικαστήριο επανήλθε. Ανεστάλη το 1834, και ακυρώθηκε από το Σύνταγμα το 1855. Παρ’ όλα ταύτα, το βρίσκομε εν ισχύει ακόμα μέχρι το 1857. Τέ­τοια ήταν η δυσκολία για να τεθεί ένα τέρμα σ’ αυτό το ίδρυμα, το οποίο κρατήθηκε στη ζωή με απεγνωσμένη ανθεκτικότητα, επικαλούμενο την ύπαρξη του στις ίδιες επικυρώσεις που διαιωνίζουν τα πιο αγιασμένα και τα πιο αρχαία δια­τάγματα και ιδρύματα της εκκλησίας.

            Καμία Auto da Fe, δηλαδή δημοσία καύση αιρετικών, δεν έγινε στην Ισπα­νία για σχεδόν εκατόν πενήντα χρόνια. Αλλά για πολύ καιρό μετά από τότε που σταμά­τη­σαν τα θεάματα αυτά, οι καταδι­καστικές αποφάσεις εκτελούνταν κατ’ ιδίαν εντός των κτηρίων της Ιεράς Εξετάσεως. Οι εκτελέσεις συνεχίσθηκαν για άλλα εκατό χρόνια.

 

 

 

 

[ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ]

 

            ¨Έτσι λοιπόν η Ιερά Εξέτασις έπραττε την αιμοδιψή εργασία της για [16] αιώ­νες [(από τον τέταρτον μέχρι και τον 19ον)].

            Άπαντες οι Ιεροεξεταστές σε όλες αυτές τις χώρες, και για διάρκεια αιώνων, καταπιάστηκαν με την ίδια θαυμάσια δουλειά. Έδιναν στα θύματά τους μια ευκαιρία να εξαγοράσουν ατελεύτητους αιώνες «βασάνων και πυρός» στην επερχόμενη ζωή, διά μίας σύντομης περιόδου βασανιστηρίων και καύσεως στην παρούσα ζωή.

Όλοι τους ακολουθούσαν τις διδασκαλίες [και παραδείγματα: Του Ιησού των Ευαγγελίων, του Πέτρου,] του Παύλου, του Ιερωνύμου, του Ιερού Αυγουστίνου, [του Τερτυλλιανού, κ.ά.].

Καταπιάστηκαν με την καταστροφή ενός τεραστίου αριθμού σωμάτων, για να σωθεί ένα τεράστιο πλήθος ψυχών κατά την ημέρα του Κυρίου Ιησού.

 

[―ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ

 

            Όλα όσα εξέθεσε ανωτέρω ο σπουδαίος ερευνητής Charles B. Waite, δεν είναι πα­ρά ένα πολλοστημόριο της μεγαλύτερης συμφοράς της ανθρώπινης ιστορίας. Οι κα­ταστροφές πολιτισμών, έργων κοινής ωφελείας και τέχνης, η ολοσχερής καύση βι­βλι­οθηκών, τα 200 εκατομμύρια αθώων θυμάτων, η αποκήρυξη της επιστήμης, της φι­λο­σοφίας, της λογικής, της κριτικής, κλπ., έχουν καταγραφεί σε πάρα πολλούς τό­μους της παγκόσμιας βιβλιογραφίας και έρευνας. Η ιστορία αυτή της Χριστιανικής λαίλα­πας, μάστιγας και σκότους τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή είναι το χει­ρό­τερο κα­κό που συνέβη μέχρι στιγμής στην ανθρώπινη ιστορία. Ο κάθε ενδιαφε­ρό­με­νος μπορεί να ερευ­νήσει και να μελετήσει ανεπηρέα­στα, αρκεί να το θελήσει. Δεν θα επαναλάβομε, στην παρούσα μελέτη, τα ήδη γεγραμμένα. Ας μην ξεχνάμε τις πρά­ξεις του Κωνσταντίνου, του Θεοδοσίου, του Ιουστινιανού, και πολλών κληρικών όλων των βαθμίδων και καλογήρων σ’ ανατολή και δύση. Θυμηθείτε το σφαγείο στρατόπεδο συγκεντρώ­σε­ως της Σκυθοπόλεως της Παλαιστίνης, κλπ.

            Όμως η μεγάλη, τεράστια θα έλεγα, αξία της παρούσας μελέτης του ερευνητή Charles B. Waite έγ­κει­ται στην πέραν πάσης αμφιβολίας απόδειξη ότι αυτά τα έργα και πράξεις θε­με­λιώθηκαν θεολογι­κώς και δογματικώς ήδη εν τη γενέσει του Χριστι­α­νι­σμού εντός της Καινής Διαθήκης. Ακόμα πολλές απ’ αυτές τις θεμελιώσεις, αλλά όχι όλες, ευρίσκον­ται και εντός της Παλαιάς Διαθήκης πριν τον Χρι­στιανισμό.

            Όλες οι σχετικές αναφορές στίχων από ολόκληρη τη Βίβλο ανέρχονται σε εκα­τον­τάδες, ή μάλλον σε χιλιάδες. Ο ερευνητής Charles B. Waite παρέθεσε εδώ μό­νο τις πιο χτυ­πητές και εγώ συμπλήρωσα τον κατάλογο με μερικές ακόμα. Πλην όμως ξανατο­νίζω ότι οι ενταύθα αναφορές είναι ένα πολύ μικρό μέρος όλων όσων έχουν ήδη κατα­γρα­φεί στην διεθνή βιβλιογραφία είτε από την Εβραιοχριστιανική Βίβλο είτε από την Πα­τρολογία «του χορού των αγίων και θεοφόρων» πα­τέρων της Δύσεως και της Ανα­τολής. Πολλές άλλες εργασίες μου περιέχουν μερικούς καταλό­γους τέτοιων αναφορών.

            Το ότι ο Χριστιανισμός είναι η τέλεια και αληθινή, ευγενής και ανθρωπιστική θρησκεία αποδει­κνύεται εδώ, για μια ακόμα φορά, ότι είναι ένα, αλλά όχι το μόνο, μεγάλο ψέμα της χρι­στι­ανικής προπα­γάνδας. Αυτό που ισχυρίζονται πολλοί, ότι τον τέ­λειο Χριστιανι­σμό τον χάλασαν οι άνθρωποι, και ειδικά μετά το μέγα τέρας τον Κων­σταντίνο, δεν ευσταθεί καθόλου, ούτε από θεολογικής ούτε από ιστορικής, κοι­νωνι­κής και ψυχολο­γικής απόψεως. Η παρούσα μελέτη του ερευνητή Charles B. Waite, και όχι μόνο αυτή, το αποδεικνύει περί­τρανα.

Χωρίς να επεκταθούμε, αναφέρομε ότι η αποτυχία και το χάλασμα του Χρι­στι­α­νι­σμού λόγω των ανθρώπων δεν στέκει καθόλου θεολογικώς για πολλούς λόγους. Εδώ ανα­φέρομε τον κυριότερο λόγο, ότι δηλαδή κατά τα έτη του Κυρίου και της Χά­ρι­τος η Εκκλησία, ο Κλήρος και ο Πιστός λαός προστατεύονται και οδηγούνται από την Θεία Προστα­σία και Πρόνοια και το Άγιο Πνεύμα. Άρα δεν μπορεί να υποπί­πτουν σε σφάλματα. Ο ίδιος ο αληθινός Θεός μπή­κε άμεσα στο ιστορικό γίγνεσθαι των ανθρώπων! Το βάπτισμα, το σημείο του σταυ­ρού, τα μυστήρια, η Παναγία και όλοι οι άγιοι εκδιώκουν τον Σατανά.

            Οι θεολογικές θέσεις, αντιφάσεις και πολλές εντολές της Παλαιάς Διαθήκης όπως και πολ­λές θε­ο­λογικές θέσεις, αντιφάσεις, διδασκαλίες, εντολές, και πράξεις του ιδρυτή Ιησού Χριστού και των διαδόχων του Αποστόλων, της Καινής Διαθήκης, εί­χαν ήδη καταδικάσει τον Χριστιανισμό σε παταγώδη αποτυχία από πάσης απόψεως. Όλα όσα συνέβησαν ήταν λογικά και αναπό­φευ­κτα παρεπόμενα, αποτελέσματα και προεκτάσεις όλων όσων εδογματίσθησαν εντός της Βίβλου. Το μόνο που έμε­νε ήταν να τους δοθεί το πράσινο φως. Αυτό ακρι­βώς τους δόθηκε από τον Κωνσταν­τί­νον. Τα όσα έγραψαν, είπαν και έκαναν οι επί­σκοποι, οι πατριάρχες, οι πάπες, και πα­τέρες πριν και μετά τον Κωνσταντίνον, όπως και πολλοί αυτοκράτορες και κυβερ­νή­τες που τον διαδέχθηκαν, ήταν απόλυτα ευθυ­γραμμισμένα με αυτή την καταστροφική θεο­λο­γία και παρά­λο­γη λογική. Δεν πρό­κει­ται καθόλου για παρέκκλιση.

            Από κοινωνικής, ψυχολογικής, κλπ. απόψεως όπου επικράτησε ο Χριστιανι­σμός τα έκανε μαντάρα. Προέκυψε: Πόνος, θλίψη, φόβος, τρόμος, δεισιδαι­μο­νία, φό­νος, καταστροφή, αθλιότητα, βασανιστήρια, αγραμματοσύνη, αρρώστια, αντιερωτι­σμός, μυστικοκοπάθεια, καχυποψία, δυστυχία, εκμετάλλευση και όλο το κακό συνα­πάντημα.

            Υπάρχουν πολλοί οι οποίοι δολίως ισχυρίζονται ότι στις χριστιανικές χώρες σήμερα έχομε την μεγίστη ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας. Είναι και αυτό ένα στερεότυπο επιχείρημα των προπαγανδιστών του Χριστιανισμού που είχε τεθεί και στον μέγα διανοητή Bertrand Russell. Η απάντηση είναι απλούστατη. Αυτό οφείλεται σε εντελώς άλλα αίτια και όχι στον Χριστιανισμό. (Δεν θα αναγράψομε εδώ αυτά τα αίτια, είναι πολύ γνωστά.). Ας μνημονεύομε πότε-πότε τα πολυάριθμα θύματα που έπε­σαν λόγω της χριστιανικής μανίας και παραληρήματος στον βωμό της γνώσεως και της προόδου, κλπ. Μετά μιλάμε για «σήμερα». Σκέφθηκε ποτέ κανείς απ’ αυτούς πό­σο θα είχε προοδεύσει η γνώση, η επιστήμη και τεχνολογία εάν ο Χρι­στι­α­νι­σμός βρισκόταν στο περιθώριο για τα 1700 χρόνια κατά τα οποία ασκούσε τη στυ­γνή και καταδυναστευτική εξουσία του στα μέρη εκείνα όπου είχε επικρατήσει; Πάν­τοτε ήταν κατά της γνώσης της επιστήμης και της προ­ό­δου, πράγμα που θεμε­λιώ­νεται από πολλά χωρία της Καινής Διαθήκης, το απο­φθεγματικό «πίστευε και μη ερεύ­να» και όπως το αποδεικνύει πλή­ρως η ιστορία του. Μόνο το κάψιμο όλων των βι­βλι­ο­θηκών και των επιστημόνων μέ­χρι την Αναγέννηση φτάνει. Αν σήμερα έχομε πα­τή­σει στη Σελήνη, χωρίς αυτή την καταστροφική λαίλα­πα θα είχαμε πατήσει τον εξώ­τα­το πλανήτη Πλούτωνα!

            Τί να κάνομε τώρα; Μπορούμε να προτείνομε πάρα πολλά. Δεν θα κάνομε όμως εδώ ανάλυση της σημερινής κατάστασης. Συνοπτικά προτείνομε: Μελέτη, κρί­ση, λογική, έρευνα, γνώση, επα­γρύπνηση, πολιτική και οικονομική δικαιοσύνη, κα­λώς νοουμένην ελευθερία και υπεύθυνη απόφαση με στάση. Όμως, ουαί και αλί­μο­νο στην ανθρωπότητα αν επέλθει δεύτερος Μεσαί­ων. Ξέφυγε ανάπηρη και ανήμπορη, κακήν κακού, από τον πρώτο... Αλλά από τον πι­θανό δεύτερο...; Θα δυνηθεί άραγε να τον ξεπεράσει; ]

 


ΠΕΡΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ KAI ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ

ΙΕΡΑΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΩΣ

 

Εισαγωγή

 

Πολλοί αφελείς ή αδαείς Χριστιανοί πιστοί ή στρατευμένοι εκκλησιαστικοί προπαγανδιστές και απολογητές δηλώνουν και ισχυ­ρίζονται ότι στο Βυζάντιο και στην Ανατολική Ορθόδοξο Εκκλησία δεν υπήρχε Ιερά Eξέτα­σις. Μας λέγουν ότι η Ιερά Εξέ­τασις είναι δημιούργημα των Πα­πι­κών (Καθολικών) και αργότερα των Προ­τεσταντών (Διαμαρτυρομένων) και ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία ουδέποτε χρη­σι­μο­ποί­ησε βία και Ιεράν Εξέτασιν. Ουδέν ψευ­δό­τερον τούτου, όπως θα αποδείξομε στο πα­ρόν άρθρο περιλη­πτικώς!

Πρώ­τα απ’ όλα, η ωμή βία, ο φόβος και τρόμος, η Ιερά Εξέτασις, και όλα αυ­τά τα παρεμφερή θεμελιώνονται θε­ο­λογικώς και πρακτικώς σε πολυάριθμα χωρία της Πα­λαιάς Διαθήκης, των Ιερών Ευ­αγγελίων του Ιησού Χριστού, των Επιστο­λών του Παύλου, των Πράξεων και Επι­στο­λών των Αποστόλων, των γρα­πτών και λό­γων των Εκκλησιαστικών Πατέρων, και σε απο­φά­σεις συνόδων. (Όλα αυτά τα στοιχεία και τις αναφορές τα έχο­με καταγράψει στο άρθρο μας: «Όστις θέλει οπί­σω μου ελθείν». Με­λετείστε το άλλη μια φορά.).

Όπως δε θα αναλύσομε εν συνεχεία, ιστορικώς η παντός είδους βία της Ορ­θο­δόξου Εκ­κλησίας ήταν πολύ σκλη­ρότερη εν συνόλω από ­τη βία της Δυ­τι­κής Εκ­κλη­σίας κατά τους αιώνες κοινής ή παραλλήλου δράσεως. Ακόμα δεν πρέπει να ξε­χνάμε ότι η Eκκλησία, εί­τε Δυτική είτε Ανα­τολική, ήταν de facto μία Εκκλησία, η Αγία, Κα­θολική και Αποστολική Εκκλησία, μέχρι του Ιερού Φωτίου (+820-891, 9ος αιών) και de juro μέ­χρι το +1054, το έτος δηλαδή που υπε­γρά­φη οριστικά το σχίσμα μεταξύ Δυ­τικής και Ανατο­λικής Εκκλησίας.

 

Σύντομο Ιστορικό Περίγραμμα

 

Γύρω απ’ αυτό το ζήτημα της Ιεράς Εξετάσεως της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας υπάρχει μια συμπαγής αποσιώπηση και εσκεμμένη συσκότιση ενισχυ­όμε­νη από την γενική άγνοια και αμορφωσιά. Όταν δε ομιλούν περί Δυτικής Ιεράς Εξε­τάσεως εν­νοούν αυτήν που προ­έ­κυψε από τον 13ο αιώνα και μετά και αποσιω­πούν όλα τα φρικιαστικά γεγονότα και εγκλήματα που έλαβαν χώρα τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή κατά τους προη­γούμενους αιώνες, κατά τους οποίους όπως προα­ναφέραμε, η Εκ­κλησία με την χάριν, προστασία και καθοδήγηση του Αγίου Πνεύ­μα­τος μέ­χρι το +1054 ήταν «η μία και μοναδική άμπελος και σαγήνη του Ιησού Χρι­στού»!

Από τον 13ο αιώνα και μετά βλέπομε τη βιαία και ανεξέλεγκτη δράση της Ανα­τολικής Ορθοδό­ξου Εκκλη­σίας να περιορί­ζε­ται ση­μαντικά, αλλά πολύ μακράν του τελείως. Αυτό το συμβάν οφείλεται στις ιστο­ρικές συγκυρίες και τις γεωπολιτικές ανακα­τατάξεις κατά τις εποχές αυτές. Δεν οφεί­λε­ται στο ότι η Ανατο­λι­κή Ορθόδοξος Εκκλησία άλλαξε κατα­στατικό αφού προηγουμένως απέρρι­ψε το προηγούμενο λαν­θασμένο καταστατικό της και επειδή κα­τάλαβε τα προηγούμενα λάθη της και ζήτησε συγ­γνώμη για τα εγ­κλή­ματά της.

Πε­ριλη­πτι­κότατα μό­νο εξηγούμε ότι: Με τις εισβο­λές των σταυ­ρο­φό­ρων και την δήωση της Κων­σταν­τινουπόλεως το +1204 από τους σταυροφόρους της 4ης σταυ­ροφορία, η Βυζαν­τινή Αυτοκρα­το­ρία δεν έχει πλέον δυ­νά­μεις, παρα­παίει και χάνει την αυτοκυ­ρι­ό­τητά της. Η δύ­ναμη της Ανατολι­κής Ορ­θο­δό­ξου Εκ­κλησίας, του κρά­τους και των αυτοκρα­τό­ρων μειώ­νε­ται κατακό­ρυ­φα. Μετά, αν εξαι­ρέσομε τις Μογ­γο­λικές επιδρομές, από τον 13ο αιώνα το Βυζάντιο γί­νε­ται στα­διακά υποτελές στους Σελτζούκους και μετά στους Οθωμα­νούς Τούρκους για να γίνει πλήρως υποτελές το +1453. Τα νο­μικά, ποινικά, αστικά και δικαστικά ζητή­ματα περι­έρ­χονται στην εξου­σία των νέων, αλλοφύλων και αλλο­θρήσκων κατακτη­τών. Εκτός της χριστι­ανικής πί­στεως τώρα έχομε να κάνομε και με την μουσουλ­μα­νι­κή και έτσι τα πράγ­ματα μπλέ­κονται. Πέραν της δι­καιο­δο­σίας που πα­ραχωρήθηκε στην Ορθό­δο­ξο Εκ­κλησία από τον πορθητή Μωάμεθ και τον εκά­στο­τε σουλτάνο, η Εκκλησία δεν είχε πλέον την νο­μι­κή κατοχύρωση, την κρατική υπ­οσ­τήριξη και την αστυνο­μική δύ­ναμη που έχαιρε πριν για να ασκεί την αρπα­κτικότη­τά της, να πράτ­τει όλα εκείνα τα φρικτά εγκ­λή­μα­τα και να επι­βάλ­λει όλες εκείνες τις πα­ράλογες τιμωρίες, πράγματα που σχεδόν ανε­ξέλεγκτα έπραττε και επέβαλλε κατά τους Βυζαντι­νούς χρυ­σούς αιώ­νες της με την αρωγή των νόμων και την ανο­χή ή υπο­στήριξη του ίδιου του κράτους.

Παρόμοια πράγματα και μάλιστα κατά την διάρκεια των ιδίων σχεδόν αιώνων ισ­χύουν και με το άλλο ισχυρό σκέλος της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας δη­λα­δή την εκκλησία της Ρω­σίας (ή «απασών των Ρωσιών»). Τον 13ο αιώνα η Ρωσία υπο­δουλώνεται στους Μογ­γόλους και μετά στους Τατάρους. Τώρα η ρωσική εκκλη­σία χάνει και αυτή την κοσμι­κή δύ­ναμή της επί των εξαθλιωμένων ρωσικών λαών. Μόνο κατά το δεύτερο ήμισυ του 15ου αιώνα αρ­χίζει σιγά-σιγά να επα­νι­δρύεται η ρωσική αυτοκρατορία με τον Ιβάν 3ο τον Με­γά­λο και κατά τον 16ο αιώνα με τον Ιβάν 4ο τον Τρομερό. Μετά τον Ιβάν τον Τρομερό, παρά τις προσπάθειες του διαδόχου του, Μπο­ρίς Γκον­τού­νωφ, για βελτίωση των πραγμάτων, επήλθε μια περίοδος 50 περίπου ετών κατα­στροφικής αναρχίας και εξαθλιώσεως, συνοδευομένη με επιθέσεις Πολωνών και Λιθουανών μέχρι που ανήλθαν στην εξου­σία οι Ρω­μα­νώφ και να αρχίσει πάλι η Ρω­σία να ακμάζει. (Μελετήστε την σχετική Ιστο­ρία της Ρωσίας.).

Εν παρόδω ας μην λησμονούμε εδώ κάτι που μας αφορά. Η επικράτηση του Χρι­σ­τιανισμού στη Ρωσία από τον 9ο αιώνα και μετά εκόστισε τη ζωή πολλών χιλιά­δων οπαδών της παραδοσιακής των θρησκείας και παγανιστών της υπαί­θρου. Κάθε τόσο οι νεοφώτιστοι Χριστιανοί της ανωτέρας τά­ξε­ως των Ρως εύρισκαν σαν διασκέ­δα­ση το να πη­γαίνουν στην ύπαιθρο και να εξον­τώ­νουν όσους «παγανιστές» έτυχε να συναντήσουν. Τέτοια ήταν πάντοτε η χριστιανική αγάπη στην πράξη.

Έτσι λοι­πόν ενώ από τον 13ο αι­ώνα και εντεύθεν η Καθολική Ιερά Εξέτασις και από τον 16ο αιώνα η Προ­τεσταντική Ιερά Εξέτασις ορ­γα­νώ­νον­ται στη Δύ­ση ως υπουργεία και οργιάζουν με τις ασύλλη­πτες νέ­ες μεθόδους θα­νάτου και βασα­νισμού, στην Ανατολή οι ορθό­δο­ξοι λαοί υποδου­λώ­νονται σε αλλό­φυ­λους και αλλό­θρησκους κατακτητές με συνέπεια η Ανατολική Ορ­θόδοξος Εκ­κλη­σία να χά­σει τη δύναμή της και το αυτεξούσιό της και εκ των πραγμάτων να μη ημπορεί πλέον να συναγωνίζε­ται τις Ιερές Εξετάσεις της Δύσεως σ’ αυτή την ξέφρενη βιομηχανία θανάτου, φόβου, τρόμου, πόνου, φρίκης και βασανισμού.

 

Κωνσταντίνος – Θεοδόσιος

 

            Μετά απ’ αυτήν την συντομότατη ιστορική αναδρομή συνεχίζομε επί του θέ­μα­τος του παρόντος άρθρου.

Η Βυζαντινή Ιε­ρά Εξέτασις αρχίζει με τον Χριστιανό αυτο­κρά­τορα «Μέ­γα» Κωνσταντί­νο (+274-337), ο οποίος όχι μόνον απλώς νομιμοποίησε τον Χρι­στιανισμό, αλλά του παρέδωσε όλη την αυτοκρατορία εν λευκώ. «Δεν χάθηκε ούτε στιγμή» λέ­γει ο Gibbon, «για να αποκλειστούν οι ιε­ρείς και οι κήρυκες των ξεχωρι­στών συνάξε­ων από κάθε μερίδιο αμοι­βών και απαλ­λα­γών τις οποίες ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος είχε τόσο απλόχερα απο­νείμει στους κληρικούς της ορθοδόξου εκ­κλη­σίας. Αλλά κα­θώς οι αιρε­τικοί ακό­μα υπήρχαν, κάτω από το σύννεφο της βασιλικής δυσμένειας, η κατάκτηση της Ανα­το­λής ακολου­θή­θη­κε αμέ­σως από ένα διάταγμα το οποίο ανακοί­νωνε την ολοκληρω­τι­κή καταστροφή τους.». (Η αναγραφή αυτή είναι από το βιβλίο του Ευ­σε­βίου Η Ζωή του Κωνσταν­τί­νου, τόμος 3, κεφάλαια 63-66.).

Υπό τον Κωνσταντίνον και τους υιούς του εξεδόθησαν διαταγές εναντίον των Δονατιστών, οι οποίοι υπέστη­σαν τις πιο σκληρές τιμωρίες μέχρις ότου εσφάγησαν λίγο αργότερα από τον Ιερό Αυγουστίνο στη Βόρειο Αφρική!

Όταν οι υιοί του «Μεγάλου» Κωνσταντίνου Κωνστάντιος και ο Κώνστανς ήταν συναυτο­κράτορες (π. +340 - ) ο τότε νεοφώτιστος φανατικός χριστιανός Julius Firmicius απηύ­θυνε μια αγό­ρευση προς αυτούς στο μεγαλύτερο μέρος της οποίας τους παρακινούσε να αρπάζουν και να κατάσχουν τις περιουσίες όλων όσων παρέ­με­ναν πιστοί στις πα­ραδοσιακές θρησκείες και να δίδονται στους Χριστιανούς για δική τους χρήση. Ακό­μα όλα τα στοιχεία λατρείας των παραδοσιακών θρησκειών που ομοίαζαν με τα χρισ­τιανικά τα κατήγγειλε ως απομιμήσεις που είχε δημιουργήσει ο διάβολος.

Η Ιερά Εξέτασις συνεχίστηκε με τον Μέγα σφαγέα της Θεσσαλονίκης Θεο­δό­σιον τον 1ον, (+347-395). Το έτος +382 εκδίδεται διάταγμα από τον Θεοδόσιον, όλοι οι αιρε­τι­κοί και ειδικά οι Μανι­χαίοι να ανιχνεύονται και να τιμωρούνται. Ήδη απ’ αυ­τόν τον καιρό οι όροι «ιερά εξέ­τασις» και «ιεροεξεταστής» χρησιμοποιούνται γενι­κώς. Το +385, ο Πρισκιλ­λι­ανός, ο Γνω­στικός και Μανιχαίος, καταδι­κάστηκε από τον Μάξιμο στην πόλη Treves, και θανα­τώ­θηκε με χρήση βα­σανι­στηρίων μαζί με έξη μα­θητές του.

Ένας νόμος του Ονορίου, υιού του Θεοδοσίου, το έτος +398, εκφόβησε τους καθοδηγητές ορι­σμένων αιρέσεων, και ιδιαιτέρως τους ιερείς των Μοντανιτών και των Ευνομι­α­νών, με εξορίες και θανατώσεις εάν αυτοί επέμεναν να συγκαλούν ή να οργανώνουν θρησκευτικές συγκεντρώσεις.

Τα δια­τάγματα για την εκρίζωση των παραδοσιακών θρησκειών της υπαί­θρου ήταν έτι περισσότερο αυστηρότερα.

 

Ο Αιών του Ιερωνύμου και Αυγουστί­νου

 

Έχοντας δημιουργηθεί κατά τον τέταρτον αιώνα, η Ιερά Εξέτασις ευρισκόταν σε πλήρη ακμή τον πέμπτον αιώνα τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή. Μιλάμε δη­λαδή για τον καιρό του Ιερωνύμου (+342-420) και του Αυγουστί­νου (+354-430), των δύο μεγάλων καθο­λι­κών ορθοδόξων εκκλη­σια­στικών πατέρων, οι οποίοι έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο στον καθορισμό του ορθοδόξου δόγματος και εγνώριζαν καλώς τα έργα όλων όσων ήταν σαν κι’ αυ­τούς. Αυτά κατα­δεικνύονται επαρκώς από τις Επι­σ­το­λές και τα έργα των ιδίων.

Ο Ιερώνυμος, όπως και ο Πάπας Λέων ο Μέγας αργότερα, ήταν υπέρ της θα­να­τι­κής ποι­νής. Ας ρίξομε λοιπόν μια ματιά στις θεολογικές διδαχές και θέσεις του Ιερωνύμου:

«Μπορούμε να ρωτήσομε» μας λέγει «πώς γίνεται ο Θεός να είναι αγαθός, ο οποίος έδωσε τον νό­μο και τους προφήτες, όταν βλέπει τη ζωή των διεφθαρμένων να ευ­δοκιμεί, και αυτοί να μην υφίστανται τίποτα απ’ αυτόν, σύμφωνα με την τιμωρία που τους αρ­μόζει. Έχουν πραγματικά πολλαπλασιαστεί, όλοι αυτοί που έχουν απο­χω­ριστεί ―αυ­τοί που με λυσσαλέα σαγόνια υλακτούν κατά του δημιουργού των― και οι οποίοι με υβρι­στική γλώσσα τον μέμφονται με βλάσφημους λόγους.

            Αυτοί έχουν αφθονήσει ―αυτοί έχουν φυτρώσει, και έχουν επεκτείνει ρίζες. Έχουν γεννήσει γιους, και έχουν προσφέρει καρπούς. Τί καρπούς έχει προσφέρει ο Μαρκίων, με το να δημιουργήσει υιούς της απιστίας; Τί ο Βασιλίδης; Τί ο Βαλεν­τί­νος; Όσον αφορά αυτούς, πραγματικά, έχει προφητευτεί, λέ­γοντας: “Έχουν γεννήσει γιους, και έφεραν καρπό. Βρίσκεσαι κοντά στο στόμα των, αλλά μακριά από την καρδία τους.”. Επικαλούνται τον Ιησού· αλλά δεν τον έχουν, και ούτε τον ομολογούν ως Χριστό. “Και συ, Κύριε, με έχεις γνωρίσει, και με έχεις δοκιμάσει ενώπιον σου. Α­γία­σε τους όταν έλθει η ημέρα της σφαγής των”.».

Εδώ ο Ιερώνυμος βασίζεται θεολογικώς στο χωρίο του Ιε­ρεμίου 12: 1-3: «Δί­καιος εί, Κύ­ριε, ότι απολογήσομαι προς σε, πλήν κρίμα­τα λαλήσω προς σε· τι ότι οδός ασε­βών ευοδούται, ευθήνησαν πάντες οι αθε­τούντες αθετήματα; εφύτευσας αυ­τούς καί ερ­ρι­ζώθησαν· ετεκνοποιήσαντο καί εποί­η­σαν καρ­πόν· εγγύς εί σύ τού στό­ματος αυ­τών καί πόρρω από τών νεφρών αυτών. και συ, Κύ­ριε, γινώσ­κεις με, δε­δο­κίμακας την καρδίαν μου εναντίον σου· άγνισον αυ­τούς εις ημέραν σφαγής αυ­τών

Ο Ιερώνυμος συνεχίζει επεξηγώντας αυτό το χωρίο. Μας λέγει λοιπόν: «Κατά ποί­ον τρόπο θα όφειλα να­ ερμηνεύσω αυτό; Ονομάζει τα βασανιστήρια αυτών που βα­σα­νίζονται, αγιασμό. (Tormenta sanctificatiomen vocateorum quitor­que­n­tur.). “Αγί­ασε αυτούς,” λέγει, “όταν φθάσει η ημέρα της σφαγής αυτών.”. Δηλα­δή, “με το να τους φονεύσεις, τους αγιάζεις.”». (Id est, perhoc quod interficis eos, sancti­fica eos.). ―[Εργασίες του Ιερωνύμου, Τόμος V, 818.]. Είδατε τί ωραία που τα γράφει ο «Άγιος Εβραίος Σαμανο-Προφήτης» Ιερεμίας και τί ωραία που τα χρησιμοποιεί ο «Μέγας Πατέρας» της χρισ­τιανικής εκκλησίας Ιερώνυμος ο Λατίνος;

Όταν ο Ιερώνυμος εξοργίστηκε επειδή ο Βιγιλάντιος απαγόρευσε τη λατρεία των λειψάνων, εξέφρασε την έκπληξή του διότι ο οικείος επίσκοπος του σκληρού αι­ρε­τι­κού δεν τον κατέστρεψε κατά σάρκα προς το συμφέρον της ψυχής· και ισχυρι­ζό­ταν ότι ευσέβεια και ζήλος για τον Θεό δεν μπορεί να είναι ασπλαχνία. Εδώ βέβαια ο Ιε­ρώ­νυμος βασίζεται θεολογικώς στο χωρίο του Παύλου Α΄ Πρός Κορινθίους 5: 5: «παρα­δούναι τον τοιούτον τω σατανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή εν τη ημέρα του Κυρίου Ιησού.».

Η σκληρότητα, πράγματι, ισχυρίζεται, σε ένα άλλο σημείο των γραπτών του, είναι το πιο γνήσιο ευεργέτημα, διότι προσωρινή τιμωρία μπορεί να αποτρέψει αιωνία καταδίκη (στο πυρ το εξώτερο). ―[Επιστολή 109, ad Rip. Comment. in Naum, 1, 9.].

 

Ας δούμε τώρα μερικά θέματα από τον Αυγουστίνο περιληπτικά. Στη νεανική του ηλικία, ο Αυγουστίνος εδίδαξε θρησκευτική ελευθερία. Αλλά αυτά ήταν οι γενι­κοί παλμοί της νεότητας. Καθώς προχωρούσε στην ηλικία, είδε το σφάλμα του. Στο βιβλίο του “Retractationes ” (= Ανακλήσεις), αυτός ανακάλεσε τις πρώην διδασκα­λί­ες του επ’ αυτού του θέματος:

            «Υπάρχουν δύο δικά μου βιβλία» μας λέγει, «ο τίτλος των οποίων είναι, “Εναν­τίον του Κόμματος του Δονάτου”. Στο πρώτο απ’ αυτά τα βιβλία είπα ότι δεν συνηγο­ρούσα υπέρ της βιαίας επαναφοράς των σχισματικών στην κοινωνία μας διά της δυ­νάμεως καμίας κοσμικής εξουσίας. Πράγματι, τότε δεν συνηγορούσα υπέρ της, διότι δεν είχα ακόμα ανακαλύψει διά της εμπειρίας, ούτε σε πόση κακότητα η ατιμω­ρησία θα τους ενεθάρρυνε, ούτε σε πόσο καλλίτερες καταστάσεις η φιλοπονία της πειθαρ­χί­ας θα τους έφερνε.» ―[Retractationes, Liber II, Caput V.]

            Αφού λοιπόν έμαθε διά της εμπειρίας τα καλά αποτελέσματα «της φιλοπονίας της πειθαρχίας,» από ‘κεί και μετά, ήταν απόλυτα ειλικρινής στην συνηγορία του υπέρ του διωγμού.

            Στο γράμμα του προς τον Vincentius, 408 Κ. Ε., λέγει:

            «Αποκλειόμαστε από τη ξεκούραση ένεκα των Δονατιστών· η καταπίεση και η διόρθωση των οποίων, από τις εξουσίες που ο Θεός όρισε, μου φαίνεται πως δεν εί­ναι μάταιος κόπος...

            Είσαι της γνώμης ότι κανείς δεν πρέπει να αναγκάζεται να ακολουθεί την ορ­θότητα· και όμως αναγιγνώσκεις ότι ο κύριος του οίκου είπε στους δούλους του “οποι­ονδήποτε βρείτε..., αναγκάστε τους να έλθουν μέσα”...

Ο Παύλος παρεδόθη για να φυλακιστεί και να του περάσουν δεσμά· αλλά ο Σατανάς είναι χωρίς αμφιβολία χειρότερος από κάθε δεσμοφύλακα· όμως σ’ αυτόν ο Παύλος παρεδόθη μόνος του ένας άνδρας για την καταστροφή της σάρκας ώστε το πνεύμα να σωθεί κατά την ημέρα του Κυρίου Ιησού...

            Γι’ αυτό, μια μητέρα κάνει οτιδήποτε αληθινό και σωστό, ακόμα και όπου τα παιδιά της αισθάνονται κάτι δριμύ και οδυνηρό να περνά από τα χέρια της, αυτή δεν αποδίδει κακό για κακό, αλλά εφαρμόζει πειθαρχεία για να αποτρέψει το κακό της αμαρτίας, όχι με το μίσος που ζητά να βλάψει, αλλά με την αγάπη που ζητά να θερα­πεύσει. Εάν η επιβολή διωγμού ήταν σε όλες τις περιπτώσεις μεμπτή, δεν θα είχε γρα­φεί στα ιερά βιβλία: “Οποιοσδήποτε συκοφαντεί μυστικά τον γείτονα του, αυτόν θα καταδιώξω” (αποκόψω). Γι’ αυτό, σε μερικές περιπτώσεις, αυτός που υφίσταται τον διωγ­μό, έχει άδικο· και αυτός που τον επιβάλλει, έχει δίκιο...

            Αληθινά, λοιπόν, αν περασμένα γεγονότα που έχουν καταγραφεί στα προφη­τι­κά βιβλία ήταν μελλοντικά σημεία, τότε εδόθη ένα ση­μείο, διά του βασιλέως Ναβου­χοδονό­σο­ρος, και για τον καιρό κατά τον οποίον η Εκκλησία ήταν υπό τους αποστό­λους και γι’ αυτόν που είναι τώρα. Κατά τον καιρό των αποστόλων και των μαρτύ­ρων, εκ­πληρώ­θηκε αυτό το οποίο προφητεύτηκε όταν ο προαναφερθείς βασιλιάς ανάγκασε ευ­σε­βείς και δικαίους ανθρώπους να σκύψουν μέχρι χάμω μπροστά στην εικό­να του, και έριξε μέσα στις φωτιές όλους όσους αρνήθηκαν. [Βλέπε Δανιήλ 3: 1-7.]. Τώρα, όμως, εκπληρώθηκε αυτό το οποίο προφητεύτηκε αμέσως μετά διά του ιδίου βασιλέως, όταν, αφού προσηλυτίστηκε για να λατρεύει το αληθινό Θεό, εξέ­δω­σε ένα διάταγμα σε όλη την αυτοκρατορία του, ότι όποιοι ομιλούν εναντίον του Θεού των Σεδράχ, Μισάχ και Αβγεναγώ, θα υποστούν την τιμωρία που στο έγκλημά τους αξίζει. [Βλέπε Δανιήλ 3: 29.]. Ο πρώιμος καιρός αυτού του βασιλέως αντιπροσωπεύει τον πρώην καιρό των αυτοκρατόρων οι οποίοι δεν πί­στευ­αν στον Χριστό, στα χέρια των οποίων οι Χριστιανοί υπέφεραν ένεκα των αχρείων. Αλλά ο ύστερος καιρός αυ­τού του βασιλέως αντιπροσωπεύει τον καιρό των διαδόχων του αυτοκρατορικού θρό­νου, όπου τώρα πιστεύουν στον Χριστό, στα χέρια των οποίων οι αχρείοι υποφέρουν ένε­κα των Χριστιανών.». ―[Επιστολές του Αυγουστίνου, σελίδα 395, και μετά.].

Στα ανωτέρω αποσπάσματα ο Αυ­γουστί­νος βασίζεται θεολογικώς στα χωρία της «Αγίας Γραφής»:

 

Λουκά 14: 23, «και εί­πεν ο κύ­ρι­ος προς τον δούλον· έξελθε εις τας οδούς και φραγμούς και ανάγ­κα­σον εισελθείν, ίνα γεμισθή ο οίκος μου». Το μετα­φ­ρά­ζει ως «cogito intra­re» (από τα λατινικά ρή­ματα cogere = αναγάζω, εξαναγ­κάζω και intrare = εισέρχομαι) και το χρησιμοποιεί ως θεολογική κάλυψη για να κατα­σ­φά­ζει όλους τους Δοκητιανούς – Δονατιστές της Βορείου Αφρικής που έπεσαν μέσα στην ακτί­να δράσεώς του, αφού προηγουμένως δεν κατά­φε­ρε να τους πείσει να εισέλθουν στην δική του αντίληψη χριστιανικής πίστεως. Από τότε και μετά το «cogito intrare», του Αυγου­στίνου, έχει μεί­νει παροι­μιώδες.

Παύλου Α΄ Πρός Κοριν­θίους 5: 5: «παρα­δούναι τον τοιούτον τω σατανά εις όλε­θ­ρον της σαρ­κός, ίνα το πνεύμα σωθή εν τη ημέρα του Κυρίου Ιη­σού.» (όπως έκανε και ο Ιερώνυμος).

Δανιήλ 3: 1-7.

Δανιήλ 3: 29.

 

            Ξανά, ομιλών για τους αιρετικούς, ο Αυγουστίνος λέγει:

            «Ας πλακώσει ο θάνατος επάνω τους, και άσε τους να πάνε κάτω γρήγορα στην κόλαση· όπως ο Δαθάν και ο Αβειρών, οι συγ­γραφείς ενός ασεβούς σχίσμα­τος.». ―[Επιστο­λές του Αυγουστίνου, σελίδες 395-420.].

Περί της θεολογικής δικαιώσεως του Αυγουστίνου διά των παθημάτων των Δαθάν και Αβει­ρών με­λε­τείσετε και πάλι την «Αγίαν Γραφήν»: Αριθμοί, κεφάλαια 16, 26, Δευτε­ρονό­μι­ον 11, Ψαλμός 105: 17, Σοφία Σει­ράχ 55: 18, Δ΄ Μακκαβαίων 2: 17.

            Αυτές ήταν οι διδαχές σύμφωνα με τις οποίες το κάψιμο των αιρετικών άρχισε αμέσως μετά και συνεχίστηκε κατά διαστήματα μέχρι τον δωδέκατο αιώνα, όταν πλέ­ον οργανώθηκε σε σύστημα, και συνεχίστηκε εκτεταμένα σ’ όλο τον Χριστια­νικό κό­σμο για πεντακόσια περίπου επί πλέον χρόνια.

            Στην Επιστολή 104, προς τον Νεστόριον στην Κων­σταντινούπολη, (περίπου +390-451, πατριάρχης Κων­σταντινουπόλεως τα έτη +428-431) ο Αυγουστίνος γρά­φει:

            «Μήπως κατά τύχη έχεις ακούσει για μια αναφορά, η οποία είναι ακόμα άγνωστη σε μας, ότι δηλαδή ο αδελφός μου Πασσίδιος έχει αποκτήσει εξουσία για να διαπράτ­τει πρά­ξεις μεγαλύτερης σκληρότητας εναντίον των πολιτών σου, τους οποί­ους ―συγγνώμη γι’ αυτό που θα πω― αυτός αγαπά κατά τέτοιο τρόπο που πιθανό­τα­τα ευνοεί την ευτυχία τους περισσότερο από ό,τι κάνεις εσύ; Διότι το γράμμα σου δεί­χνει ότι αντελήφθης κά­τι τέτοιο, όταν μου ζητάς να φέρεις μπροστά στα μάτια μου “την όψη που πα­ρου­σί­αζε μια πόλη από την οποία άνθρωποι καταδικασμένοι στα βα­σανιστήρια εσύροντο σ’ αυτά,” και “να αναλογισθώ τους θρήνους μανάδων και γυ­ναικών συζύ­γων, γιων και πατεράδων, την καταισχύνη που αισθανόταν εκείνοι που τυχόν επέστρεφαν, και αφήνονταν ελεύθεροι, πραγματικά, αλλά έχον­τας υποστεί τα βασανιστή­ρια, και [ακόμα να αναλογισθώ] τη λύπη και τον στε­ναγμό που η θέα των πληγών και των σημαδιών τους πρέπει να ανανέωνε.”» ―[Επιστολές του Αυγουστί­νου, τόμος 2, σελίδα 64.]

            Ιδού λοιπόν αγαπητοί αναγνώστες τι γράφει εδώ ο «Ιερός» Αυγουστίνος, ο μέγας πατέρας και φωστήρας της χριστιανικής πίστεως και εκκλησίας! Τί σχόλια έχε­τε να κάνετε; Κρίνετε μόνοι σας.

            Ξανά: Στην επιστολή 133, (412 Κ. Ε.,) προς Μαρκελλίνον, λέγει:

«Πραγματοποίησε, Χριστιανέ δικαστή, το καθήκον ενός φιλόστοργου πατέρα. Ας με­τριαστεί η αγανάκτησή σου εναντίον των εγκλημάτων τους από ανθρωπι­στι­κές σκέ­ψεις. Μην εξωθείσαι από την θηριωδία των αμαρτωλών πράξεών τους, για να ικανο­ποιήσεις το πάθος της εκδίκησης, αλλά μάλλον να συγκινείσαι από τα τραύματα που αυτές οι πράξεις έχουν επιφέρει στις ίδιες τις ψυχές τους, και να εξασκείς την επι­θυ­μία να τους θεραπεύσεις. Μην χάσεις τώρα αυτή την πατρική φροντίδα την οποία διατήρησες όταν ασκούσες την ανάκριση, που όταν την έκανες αποσπούσε μαρτυρί­ες τέτοιων φρικιαστικών εγκλημάτων, χωρίς να τους ξαπλώνεις στο στρεβλωτήριο, χωρίς να αυλακώνεις τις σάρκες τους με τα σιδερένια νύχια, χωρίς να τους προκαλείς εγκαύματα με φωτιές, αλλά με το να τους δέρνεις με ραβδιά ―μια μέθοδος σωφρο­νισμού που χρησιμοποιείται από διευθυντές σχολίων, και από τους ίδιους τους γονείς όταν συμμορφώνουν τα παιδιά, και συχνά επίσης από επισκόπους, στις καταδι­κα­στι­κές αποφάσεις εκδοθείσες υπ’ αυτών.

            Είναι γενικώς αναγκαίο να χρησιμοποιείς περισσότερη σκληρότητα όταν κάνεις ανάκριση (εξέταση), έτσι ώστε όταν το έγκλημα έλθει στο φως, να υπάρχει χώρος για να επι­δεικνύεις επιεί­κεια. ―[Στην ίδια Επιστολή, σελίδα 170.]...

            Μην καλείς το εκτελεστή δήμιο τώρα, όταν πλέον το έγκλημα έχει ανακα­λυ­φ­θεί, αφού απέφυγες να καλέσεις μέσα τον βασανιστή κατά τον χρόνο που το ανακά­λυ­πτες.» ―[Στην ίδια Επιστολή.]...

            Εδώ ο Αυγουστίνος παρότρυνε επιείκεια σε μια ειδική περίπτωση. Αν σ’ αυτή την περίπτωση το άτομο στο οποίο απευθυνόταν, στον δικαστή ή τον ανακριτή δηλα­δή, απείχε από «το να καλέσει τον βα­σα­νι­στή,» δεν υπήρχε άραγε εκεί βασανιστής καθ’ όλα έτοιμος για να τον καλέσει μέσα αν υποτεθείσθω σκεφτούμε ότι οι επείγου­σες ανάγκες της περίπτωσης το απαι­τούσαν;

Κλπ., κλπ., κλπ....

[ Μια παρένθεση: Ήδη την εποχή του επίσκοπου Λυώνος Ειρηναίου (π. +125-203) υπήρχαν άνω των 100 διαφορετικών Χριστιανισμών και όχι ένας όπως ψευδώς ισχυρίζονται οι Χριστιανοί διά την προ-κωνσταντίνια εκκλησία ή τον Χριστιανισμό των τριών πρώτων αιώνων όπως λέγουν! Βλέπε ακόμα και Α΄ Πρός Κορινθίους 1: 10-13. Τότε ο Ειρηναίος (+180-185) έγραψε το βι­βλίο «Κατά των Αιρέσεων», στο οποίο ονο­μάζει όλους τους άλλους «αιρετικούς» ενώ όσους πίστευαν σαν κι’ αυτόν τους ονόμασε «ορθοδόξους». Τότε εμφανίζεται διά πρώ­τη φορά ο όρος «ορθόδοξος» και τα τέσσερα κανονικά ευαγγέλια με τους τί­τλους που φέρουν! Ο Ειρηναίος επιτίθεται με μανία κατά των αιρετικών και μεταξύ άλλων τους αποκαλεί «όργανα του διαβό­λου». Την εποχή εκείνη βεβαίως οι ορθό­δο­ξοι όπως και όλοι οι Χριστιανοί ήταν ελά­χιστοι και δεν είχαν καμία κοσμική δύναμη· συν­επώς δεν μπο­ρούσαν να εξοντώσουν τους αιρετικούς των. Αλλιώς και οι αιρετικοί εκείνοι θα είχαν την τύχη η οποία επι­φυλάχθηκε για όλους τους αιρετικούς από τον Κων­σταντίνο και μετά!]

 

Ο Αιών του Ιουστινιανού και Εντεύθεν

 

Δεν ήταν μόνο ακμάζουσα η Ιερά Εξέτασις κατά τις ημέρες του Ιερωνύμου και του Αυγουστίνου, αλλά τον έκτον αιώνα αποκτά πλήρη κρατική νομική διασφά­λι­ση από τον νομικό Κώδικα του Ιουστινιανού (Ιουστινιάνειος Κώδιξ) όπως και τον κώ­δικα τον επονομαζό­μενο κώδικα του Θεοδοσίου (Θεοδοσιανός Κώδιξ). Με τον Ιουσ­τινι­ανό (+482-565) η Ιερά Εξέτασις συνε­χί­ζεται και νομιμοποιείται συνολικά και επί­ση­μα.

 

Π. χ. μέσα στον Ιουστινιάνειο Κώδικα ευρίσκομε:

 

(1)  «Η Ιερά Εξέτασις (ανάκ­ρι­ση) μπορεί να επεκταθεί, ακόμη και, μέχρι θα­νά­του.» (In mor­t­em quoque inquisition tendatur.).

(2)  Το ενδέκατο κεφάλαιο έχει τίτλο: «Οι Μανιχαίοι, όπου και αν ευρεθούν, θα τιμωρούνται με θανατική ποινή.» (Manichaei ubicunque reperti capitali poena plectu­ntur.).

 

Η Ιερά Εξέτασις συνέχισε να υπάρχει με τρο­μα­κτι­κή αγριό­τητα μέ­χρι την εκ­πνοή του Βυζαντίου. Τελούσε πάντοτε υπό την προ­στα­σία φρι­κτών νό­μων του κρά­τους, των αυτοκρατόρων και των επι­σκόπων. Οι νόμοι αυτοί μπο­ρούν να με­λετη­θούν από στους κώδικες που ονομάστηκαν Θεοδοσιανός Κώδιξ και Ιουστινιάνειος Κώδιξ, και μέσα σε συγγράμματα και μαρτυρίες δια­φόρων Ιστορι­κών αυτών και μετέ­πειτα επο­χών. Αυτούς τους νό­μους, οι οποί­οι απο­τε­λούν οδύνη και κα­ται­σχύνη της ανθρω­πό­τητας και κάθε ανθρώπινης αξιο­πρέπειας, διαθέ­το­με στα χέρια μας σήμερα με από­λυ­τη λεπτο­μέρεια. Ένα πλήρες σύγ­γραμμα που κα­τ­α­δεικνύει κάθε σωζόμενη λε­πτο­μέ­ρειά τους είναι το: The Establi­shment of Christiani­ty and the Proscri­p­tion of Paga­nism (Η εδραίωσις του Χριστιανισμού και η Προγραφή του Παγανισμού), New York, The Co­lumbia University Press, 1914, by, Maude Aline Huttmann. Μελετείστε το.

Μιλάμε για αποδε­δειγμένα στοιχεία και όχι για πομφόλυγες! Ιδού ένα πολύ μικρό δείγμα δέκα τέτοιων νόμων. Τους πολύ περισσότε­ρους υπολοίπους μπο­ρείτε να τους μελετήσετε σε όλη την σχετική διεθνή αντικειμενική βιβλιογραφία. Απολαύστε τους!

 

(1) Να κλείσουν όλοι οι ναοί σε όλες τις πόλεις και σε όλους τους τόπους της οι­κου­μέ­νης... Αν κάποιος με οποιαδήποτε εξουσία παραβεί [αυτόν τον νόμον] θα τι­μω­ρηθεί με αποκεφαλισμό. «Ιουστινιάνειος Κώδιξ» 1.11.1. Αυτοκράτωρ Κωνστάν­τιος Α΄ Πρός Ταύρον, Έπαρχο του Πραιτωρίου. Δεκέμβριος του 354 μ. Χ.

 (2) Απαγορεύομε σε εκείνους που έχουν μιαρές ειδωλολατρικές πεποιθή­σεις να προσφέρουν τις καταραμένες τους θυσίες και να ασκούν όλες τις άλλες κατα­δι­κα­στέ­ες πρακτικές τους. Διατάσσομε δε όλα τα Ιερά και οι Ναοί τους που στέ­κουν ακόμη, να καταστραφούν με πρωτοβουλία των τοπικών διοικητών και να εξα­γνι­σθούν τα απομεινάρια τους με την ύψωση του σημείου της σεβαστής χριστιανικής θρησκείας. Όλοι ας γνωρίζουν ότι αν παραβάτης του παρόντος νόμου παραπεμφθεί με επαρκείς αποδείξεις ενώπιον δικαστού, θα τιμωρηθεί με την ποινή του θανάτου. «Θεοδοσι­α­νός Κώδιξ» 16. 10. 25.

 (3) Εάν κάποια αγάλματα βρίσκονται ακόμη μέσα στους Ναούς και τα Ιερά και έχουν δεχθεί ή δέχονται ακόμη την λατρεία των ειδωλολατρών, όπου κι αν συμ­βαίνει αυτό, θα ξεριζωθούν εκ θεμελίων, αναγνωρίζοντας ότι αυτό έχει δια­τα­χθεί κατ' επα­νάληψη και πολύ συχνά. Τα ίδια τα κτίρια των Ναών που βρί­σκονται μέσα σε πόλεις ή κωμοπόλεις, ή έξω από αυτές, θα παραδοθούν σε δη­μόσια χρήση και θα κα­τα­στρα­φούν οι ανά τόπους βωμοί. «Θεοδοσιανός Κώ­διξ» 16. 10. 19.

 (4) Διατάσουμε, όλα τα ιερά και οι ναοί τους [των Ελλήνων] που βρί­σκον­ται ακό­μα άθι­κτα, να καταστραφούν με διαταγή των τοπικών αρχών και να εξα­γνι­σ­τούν με την ύψωση του σημείου της χριστιανικής θρησκείας... αν με επαρκείς αποδεί­ξεις ενώ­πι­ον ικανού δικαστή, εμφανιστεί κάποιος που έχει παραβλέψει αυτό τον νό­μο, θα τι­­μωρηθεί με την ποινή του θανάτου. «Θεοδοσιανός Κώ­διξ» 16. 10. 25. Αυτο­κρά­τορες Θεοδόσιος και Βαλεν­τι­νια­νός προς Ισίδωρον, Έπαρχον Πραιτω­ρίου. 14 Νοεμ­βρίου 435.

(5) Κανείς να μην τολμήσει να αποπειραθεί αυτά που απαγορεύονται στους ανθρώπους και τα οποία διαφυλάσσονται στις ειδωλολατρικές δεισιδαιμονίες [οτιδή­ποτε μη χριστιανικό χαρακτηριζόταν ειδω­λολατρία και δεισιδαιμονία], γνωρίζοντας ότι διαιωνίζει πρά­ξη που αποτελεί δημόσιο έγκλημα. Θέλομε λοιπόν τέτοιου είδους πράξεις να απο­τραπούν έτσι ώστε και αν ακόμη εξακολουθούν να συμβαίνουν [ή κα­ταγγελθεί ότι συμβαίνουν] τέτοια πράγματα, εν γνώσει βεβαίως των ιδιοκτητών, σε κάποιο λι­βάδι ή σπίτι, τότε το λιβάδι ή το σπίτι αυτό θα προσαρτηθεί στο ταμείο των ιερότατων αν­δρών [δηλαδή των ιερέων της χριστιανικής εκκλησίας], ενώ ο ιδιο­κτή­της τους επειδή εν γνώσει του έδωσε την συγκατάθεσή του να μιανθεί ο τόπος με τέ­τοια εγκλήματα [οποιαδήποτε μη χριστιανική ιερουργία κατεδικάσθη διά νόμου ως έγκλημα], θα απο­πεμφθεί από το [οποιοδήπο­τε] αξίωμά του, θα χάσει την περιουσία του, η οποία θα προγραφεί, και αφού υποστεί σωμα­τι­κό βασανισμό με μεταλλικά όργανα, σύμ­φωνα με το δημόσιο και ιδιωτικό δίκαιο θα οδηγηθεί σε διαρκή εξορία. «Ιουστι­νι­ά­νειος Κώδιξ» 1.11.8. Αυτοκράτορες Λέων Α΄ και Ανθέμιος προς Διόσκωρον, Έπαρ­χον του Πραι­τορίου. Εξεδόθη το +472.

(6) Διατάζομε τους άρχοντές μας, αλλά και όσους διδάσκονται από τους θε­ο­φι­λε­στάτους επισκόπους, να ανα­ζητούν σύμφωνα με τον νόμο όλες τις περιπτώσεις ασέ­βειας υπέρ της Ελληνικής θρησκείας, έτσι ώστε να μην συμβαίνουν, αλλά και αν συμ­βαίνουν, να τιμωρούνται... Κανείς να μην έχει το δικαίωμα να κληροδοτεί με δια­θή­­κη (περιουσίες) ή να χαρίζει με δωρεά οτιδήποτε, σε πρόσωπα ή τόπους που έχουν επι­σημανθεί ότι διαπράττουν την ασέβεια του Ελληνισμού... όσα δίδονται ή κλη­ρο­­δο­τούν­ται μ' αυτόν τον τρόπο θα αφαιρούνται. Με την παρούσα ευσεβή νομο­θεσία [δια­τάζουμε] να διατηρηθούν σε ισχύ όλες οι τιμωρίες με τις οποίες οι προ­η­γού­μενοι [χριστιανοί] βασιλείς είχαν απειλήσει να τιμωρήσουν την Ελληνική πλάνη, με τις οποίες (τιμωρίες!) προσπα­θούσαν να διασφαλίσουν την ορθόδοξη πίστη. «Ιουστι­νι­ά­νειος Κώδιξ» 1.10.9 και επίσης Β 1.1.19 και Νομοκάνο­να 6.3.

(7) Επειδή μερικοί συνελήφθησαν (αν και αξιώθηκαν το χριστιανικό βάπτι­σ­μα) διακα­τεχόμενοι από την πλάνη των ανό­σιων μυσαρών Ελλήνων, να διαπράτ­τουν εκείνα που δικαιολογημένα εξοργίζουν τον φιλάνθρωπο (βιβλικό) θεό (μας)... Αυ­τοί θα υπο­βληθούν στην αντίστοιχη τιμωρία και μάλιστα με πνεύμα επιείκειας...(!) Αν επι­μεί­νουν στην πλάνη των Ελλήνων, θα υποβληθούν στην έσχατη των ποινών. Αν δεν έχουν αξιωθεί ακόμα το σεβαστό βάπτισμα, θα πρέπει να παρουσιαστούν στις ιε­ρό­τατες εκκλησίες μας, μαζί με τις συζύγους και τα παιδιά τους και μαζί με όλους του οί­κου τους, για να διδαχθούν την αληθινή πίστη των Χριστιανών. Αφού διδαχ­θούν και αποβάλουν την πλάνη που τους διακατείχε προηγουμένως, θα πρέπει να ζη­τήσουν το σωτήριο βάπτισμα. Διαφορετικά ας γνωρίζουν ότι αν παραμελήσουν να το κά­νουν (να ζητήσουν δηλαδή μόνοι τους το σωτήριο βάπτισμα!) δεν θα έχουν κα­­νένα πο­λι­τι­κό δικαίωμα, ούτε θα τους επιτραπεί να είναι ιδιοκτήτες περιουσίας, ού­τε κι­νη­τής, ούτε ακίνητης. ΘΑ ΤΟΥΣ ΑΦΑΙΡΕΘΟΥΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ και θα εγ­κα­τα­λει­φ­θούν στην ένδεια και όλες τις περιπτώσεις ασέβειας υπέρ της Ελληνικής θρη­σκεί­ας, έτσι ώστε να μην συμβαίνουν, αλλά και αν συμβαίνουν, να τιμωρούνται... Κανείς να μην έχει το δικαίωμα να κληροδοτεί με διαθήκη (περιουσίες) ή να χαρί­ζει με δω­ρεά οτιδήποτε, σε πρόσωπα ή τόπους που έχουν επισημανθεί ότι διαπράτ­τουν την ασέβεια του Ελληνι­σμού... όσα δίδονται ή κληροδοτούνται μ’ αυτόν τον τρό­πο θα αφαιρούνται. Με την παρούσα ευσεβή νομοθεσία (διατάζουμε) να διατηρη­θούν σε ισ­χύ όλες οι τιμωρίες με τις οποίες οι προηγού­μενοι (χριστιανοί) βασιλείς εί­χαν απει­λή­σει να τιμωρήσουν την Ελληνική πλάνη, με τις οποίες (τιμωρίες!) προσ­πα­­θούσαν να διασφαλίσουν την ορ­θό­δοξη πίστη. «Ιουστι­νι­ά­νειος Κώδιξ» 1.10.9 και επίσης Β 1.1.19 και Νομοκάνο­να 6.3.

 (8) Διατάσσομε ότι κανείς δεν θα τιμήσει και λατρεύσει σε Ιερά που έχουν σφραγισθεί: δεν θ’ αποδίδονται στο εξής τιμές προς ανόσια και αηδιαστικά αγάλμα­τα, ούτε θα στολίζονται με στεφάνια οι ανόσιοι Ναοί, ούτε θα ανάπτονται οι βλάσφη­μες επι­βώμιες πυρές, ούτε λιβάνια θα καίγονται, ούτε ιερεία θα θυσιάζονται, ούτε θα βρέ­χονται τα πάτερα με σπονδές οίνου και δεν θα διαπράττεται καμία από τις ιερο­συ­λί­ες αυτών των Θρησκειών. Όποιος αποπειραθεί να θυσιάσει ενάντια στις απαγο­ρεύ­­σεις που η Γαληνότης μας έχει επιβάλει και ενάντια στις απαγορεύσεις των προγε­νε­σ­τέρων αγιοτάτων διαταγμάτων, και κατηγορηθεί δημοσίως ενώπιον δικαστού, θα κα­ταδικάζεται εις θάνατον και θα κατάσχεται όλη η περιουσία του. Ας γίνει επίσης γνω­στό σε όλους τους αξιωματούχους ότι θα καταδικασθούν στην ίδια ποινή, αν εξα­κο­λουθήσουν να συμμετέχουν σε απαγορευμένους από τους αυστηρούς νόμους μας εορτασμούς. Εάν κάποιος επιφανής πολίτης ή διοικητής επαρχίας αποκαλυφθεί μετά από κανονική καταγγελία ότι έχει συμμετάσχει σε τέτοια κακουργήματα, θα υποχρε­ωθεί να πληρώσει στο αυτοκρατορικό ταμείο πενήντα λίβρες χρυσού ο ίδιος και πε­νήντα λίβρες χρυσού οι αξιωματούχοι της ακολουθίας του. «Ιουστινιάνειος Κώδιξ» 1. 11. 7.

(9) Θεσπίζομε δε και νόμο, σύμφωνα με τον οποίο όλα τα μικρά παιδιά πρέ­πει να δέχονται το σωτήριο βάπτισμα αμέσως και χωρίς καμία αναβολή, ώστε όπως και οι μεγαλύτεροι να μπορούν να εκκλησιάζονται και να κατηχούνται στις θεί­ες γρα­φές και τους θείους κανόνες.

Έτσι θα μπορούν να διαφυλάξουν την αληθινή πίστη των ορθοδόξων Χρι­σ­τι­α­νών και δεν θα επιστρέψουν ξανά στην παλαιά πλάνη. Και όσων έχουν κάποιο στρα­τιωτικό ή άλλο αξίωμα και περιουσία μεγάλη και για να κρατήσουν τα προσχήματα εβαπτίσθησαν οι ίδιοι ή πρόκειται να βαπτισθούν, αφήνοντας όμως τις συζύγους τους και τα τέκνα τους ή τα άλλα μέλη του οίκου τους μέσα στην Ελληνική πλάνη, δια­τάσ­σομε να δημευθεί η περιουσία τους, να στερηθούν όλων των πολιτικών δι­και­ω­μά­των τους και να τιμωρηθούν όπως τους αξίζει, αφού είναι φανερό ότι έτυχαν του αγί­ου βαπτίσματος δίχως να έχουν πίστη, και τα ίδια δε θα υφίστανται οι αλιτήριοι Έλ­ληνες και οι Μανιχαίοι, τμήμα των οποίων είναι οι Βορβορίτες. «Ιουστινιάνειος Κώ­διξ» 1. 11. 10.

(10) Ανακοινώνομε σε όλους εκείνους που έχουν γίνει Χριστιανοί και ήδη αξιω­θεί το άγιο και σωτήριο βάπτισμα, ότι όποτε εντοπισθούν επιμένοντες στην πλά­νη των Ελλήνων θα καταδικασθούν στην εσχάτη των ποινών. Όσοι όμως δεν έχουν αξι­ωθεί ακόμη το σεβαστό βάπτισμα, θα πρέπει να εμφανισθούν οικειοθελώς στην Βασι­λεύουσα ή στις επαρχιακές πόλεις τους και να προσέλθουν στις αγιότατες εκ­κλη­σίες μαζί με τις συζύγους τους, τα τέκνα τους και όλα τα υπόλοιπα μέλη του οί­κου τους και να κατηχηθούν στην αληθινή πίστη των Χριστιανών.

Έτσι, αφού κατηχηθούν και αποβάλουν μια για πάντα την πλάνη που τους δι­α­κατείχε, θα πρέπει να δεχθούν το σωτήριο βάπτισμα, διαφορετικά δεν θα έχουν κα­νένα απολύτως πολιτικό δικαίωμα, ούτε θα τους επιτραπεί να είναι ιδιοκτήτες κινητής ή ακινήτου περιουσίας. Θα τους αφαιρεθούν τα πάντα και θα εγκαταλειφθούν οι οι­κο­γένειές τους στην εξαθλίωση και επιπλέον οι ίδιοι θα υποβληθούν σε διάφορες ποι­νές. Απαγορεύομε δε κάθε διδασκαλία των πασχόντων από την νόσο των ανο­σίων Ελλήνων, ώστε να μην μπορούν να διαφθείρουν τις ψυχές των μαθητών τους με δή­θεν αλήθειες. Οι περιουσίες αυτών των ανθρώπων θα δημευθούν και οι ίδιοι θα τιμω­ρη­θούν με εξορία.

Αν κάποιος στην επικράτειά μας κρύβεται, αλλά συλληφθεί θυσιάζων ή δια­π­ράττων το αδίκημα της ειδωλολατρίας θα τιμωρηθεί με την εσχάτη των ποινών, με την οποία άλλωστε τιμωρούνται δικαίως και οι Μανιχαίοι και οι Βορβορίτες, γιατί κρίνομε ότι όλοι αυτοί είναι εξίσου εγκληματίες. «Ιουστινιάνειος Κώδιξ» 1. 11. 10.

 

Διαβάζοντας λοιπόν αυτό το μικρότατο δείγμα νόμων τί έχετε να πείτε; Υπήρ­χε ή δεν υπήρχε νομοθετημένη Ιερά Εξέτασις παντού, τόσο στην Ανατολή όσο και στην Δύση, κα­τά τους δώδεκα πρώτους αιώνες; Υπήρχε ή δεν υπήρχε εξον­τω­τι­κός δι­­ωγμός ειδικά εναντίον των Ελλήνων, των παραδοσιακών θρησκειών και των Χριστιανών αιρετικών; Ναί ή ού; Απαντήσετε ει­λικρινά. Τέτοιες νομοθετικές δια­τά­ξεις βίας και ωμότητας συνεχίζονται μέσα στον Ιουστινιάνειο Κώδικα. Σκεφτείτε ότι υπάρχει διάταξη, η απιστία προς το δόγμα της αναστάσεως και τελικής κρίσεως να τι­μωρείται με θάνατο. Να λοιπόν με ποιον τρόπο διδάσκεσαι να πιστεύεις ό,τι δεν θέ­λεις να πισ­τεύ­εις! Ακόμα είχαν και ειδικές τανάλιες και μοχλουδάκια για να ανοίγουν τα στόματα όσων δεν ήθελαν να κοινωνήσουν. Πολλοί πιστοί των παραδοσιακών θρησκει­ών θεωρούσαν τα χριστιανικά μυστήρια μαγείες προς αποφυγήν. Αλ­λά για όσους δεν ήθελαν να μεταλάβουν την «θείαν κοινωνίαν» με το καλό, υπήρχαν οι τα­νάλιες που άνοιγαν τα κλειστά στόματά τους και μετά οι ιερείς έσπρωχναν κάτω τον «μετουσιωμένον» άρτον και οίνον. Οι ζημιές και οι κακώσεις καθώς και η βασα­νι­σ­τι­κή αγωνία και ψυχική οδύνη που προκαλούσαν αυτές οι ενέργειες στα παθόντα άτομα είναι απερίγραπτες! Μετά πολλοί ρωτάνε, πώς επεκράτησε ο Χριστιανισμός;! Ποιά λέτε να είναι άραγε η απάντηση;

Είναι αξιοπαρατήρητο το γεγονός ότι ενώ στην αυτοκρατορία υπήρχαν πολλοί λα­οί και πολλά πολιτισμικά στοιχεία, μόνο οι Έλληνες αναφέ­ρονται σ’ αυτούς τους νόμους και τους διωγμούς ονομαστικά, υβριστικά και κατ’ επ­α­νάληψη. Μήπως λοι­πόν ήλθε ο καιρός οι Χριστιανοί να λογοδοτήσουν ενώπιον των Ελλή­νων και οι Έλ­ληνες Χριστιανοί να εγκαταλείψουν αυτή την μάστιγα; Στις νο­μο­θεσίες, στα Πατερι­κά κείμενα, στις αποφάσεις συνόδων, στους χρισ­τιανικούς αφορισμούς γενικώς που μόνο τρομακτική αηδία προκαλούν, σε μερικά τροπάρια, στον ακάθιστο ύμνο, στα αναθέματα και κείμενα της Κυριακής της Ορθοδοξίας, κ. α., ευρίσκομε πάρα πολλές παρόμοιες και παντός είδους υβρι­στι­κές και υποτιμητικές φράσεις μαζί με δι­ωκτικά συν­θήματα και κατάρες που κατα­φέρονται ονομαστι­κώς εναντίον των εθνοτήτων των Ελλήνων, Ελληνιζόντων, Αθη­να­ίων, Πλατω­νι­ζόν­των, και αιρετικών χριστιανών, χω­ρίς απολύτως καμία συστολή ή περιτροπή. Μόνο νοσηρές, αρρωστημένες, φαντασίες και άνθρωποι του μίσους και με ψυχολογι­κές διαταραχές μπο­ρούν να γράφουν τέτοια πράγματα. Μετά έχουν την αντιφατικότη­τα, ανακολουθία και σχιζοφρένεια να καυ­χώνται ότι αποτελούν θρησκεία της αγάπης και αγαπούν και συγχωρούν ακόμα και τους εχθρούς των...! Όλα αυτά έχουν κυκλοφορήσει επαρκώς και ευρέως ώστε εύκο­λα μπορείτε να τα βρείτε και να τα διαβάσετε για να δείτε ακριβώς κατά πόσο λέμε την αλήθεια.

Δεν απαντάμε όμως ποτέ τους χριστιανούς και τον Χριστιανισμό τους να κα­τα­φέρονται εναντίον: Αιγυπτίων, Σύρων, Ρω­μαίων, και άλλων εθνοτήτων. Λες και όλος ο Χριστιανισμός φτιάχτηκε επί τούτου, για να δι­ώξει δηλαδή μανιωδώς και να κατασ­τ­ρέ­ψει οτιδήποτε είχε κάποιο ελλη­νικό χαρα­κ­τη­ριστικό. Δεν αποκλείε­ται τελικά οι συν­ωμοτικές θεωρίες που υποστη­ρίζουν αυτή την θέση να έχουν δίκιο. Βεβαίως ο Χριστιανισμός τελικά κατάστρεψε κάθε πο­λιτισμό που υπήρχε εντός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: Αιγυπτιακό, Συρια­κό, Ελλη­νιστικό, Ελληνικό, Ελληνορω­μαϊκό, κλπ. Αλλά στα γραπτά στα οποία ανα­φερόμαστε εδώ μό­νο οι Έλληνες και τα άλλα συνώνυμά τους εμφανίζονται ονομασ­τι­κώς και σα­φώς. Τί τρέχει λοιπόν; Ο Χρι­στιανισμός δεν άντεχε ούτε μια ρανίδα Ελ­λη­νικής σκέ­ψης και Πολι­τισμού. Γι’ αυτό κάθε Ελληνικό στοιχείο έπρεπε να φύγει από τη μέση το συντο­μό­τε­ρο δυνατό και ολοκληρωτικώς. Αμφιβάλλω αν υπάρχει αλλού στην ανθ­ρώπινη ιστορία τέτοιο μίσος και τέτοια μανία εναντίον ενός λαού και του πολιτισμού του. Ίσως τα όσα διέπραξαν οι χριστιανοί εις τας Αμερικάς να συγκρί­νον­ται αρκετά με την Ελληνική πε­ρίπτωση.

Σας παρακαλούμε λοιπόν να βρείτε και να μελε­τήσετε και τους υπό­λοιπους πολύ περισσότερους νόμους, γραμ­μέ­­νους στο ίδιο μοτίβο οι οποίοι αφορούν στην δι­ά­δοση και επιβολή της ορθοδόξου καθο­λικής χριστιανικής πίστεως και στον κατα­βα­σανισμό ή την κεφαλική καταδίκη κά­θε άλλης θρησκείας, γνώμης, απόψεως και πε­ρισσότερο απ’ όλα του Ελληνισμού. Μόνο έτσι θα αποκτήσετε πλήρη κα­τα­νόηση της γενική ει­κόνας του πως διαδόθηκε και του γιατί επεκράτησε αυτή η κα­ταστροφική λαί­λαπα, η αλλοπρόσαλλη και αφύσικη μάστιγα, και η αντιφατική, σχι­ζο­ει­δής και πα­ράλογη θρησκεία του Εβραιογνωστικοχρι­στια­νι­σμού.

Ακόμα παρατηρούμε ότι όσο μερικοί αρχικοί νόμοι δεν απέδιδαν τα αναμενό­μενα αποτελέσματα τόσο σκληρότεροι νέοι νόμοι εθεσπίζοντο και τόσο σκληρότερα μέ­τ­ρα και βασανιστήρια ελαμβάνοντο διά την εφαρμογή τους. Αυτό είναι που θα πει η φράση: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη...». Αυτό θα πει θρησκεία της αγάπης, της συγχώρεσης και της δικαιοσύνης!

Πιο πρόσφατα, το έτος +1119, μιλάμε για 12ον αιώνα δηλαδή, ο Πατριάρχης Μιχαήλ Οξί­στα εξαπέλυσε διωγμό κα­τά των Βογο­μίλων και εισ­ήγαγε­ ως ποινή εναν­τίον τους το να τους καίνε ζωντανούς. Οι Βογό­μι­λοι της Βαλ­κανικής εξοντώ­θη­καν με μεγάλη βαρβα­ρό­τητα. Ολίγοι διέφυγαν σε άλλα Ευρωπαϊκά μερη και γλύτωσαν. Έχο­με λοιπόν ζωντανό παράδειγμα «ανοχής και συγχωρήσεως!».

 

Το Αξίωμα του Quaesitor = Ανακριτή, Βυζαντινού Ιεροεξεταστή

 

Διάφοροι Χριστιανοί απολογητές είτε εσφαλμένως είτε επί τούτου αποσι­ω­πούν ή συγχέουν το αξίωμα του Κιαισίτωρος, “Quaesitor”, Ανακριτή, Βυ­ζαντινού Ιε­ρο­εξεταστή, με εκεί­νο του Kιαίστωρος, “Quaestor”. Αν και οι δύο λέ­ξεις δια­φέ­ρουν μόνο κατά ένα «ιώτα» και προέρχονται από το λατινι­κό ρήμα “quaero = ψάχνω, αναζητώ, ερωτώ ή ζητώ να μάθω πληροφορίες, ερευνώ, διερευνώ, εξετάζω συστη­μα­τικώς, ανακρίνω”, τα αξιώματα αυτά έχουν άλλες έν­νοιες και διαφορε­τι­κές αρμο­διό­τητες. Ο Kιαίστωρ “Quaestor” είχε αρ­μοδιό­τητες δι­καστού ειρηνοδικείου, ή εισαγ­γε­λέως επί ορισμένων ποινικών αδι­κη­μάτων, ή ακόμα επέ­βλε­πε τις υποθέ­σεις του κρα­τικού τα­μείου, κλπ. Ο Κιαισίτωρ “Quaesitor” όμως ήταν δι­καστικός ανακρι­τής ή εξε­τα­στής που μπορούσε να χρησι­μο­ποιεί διάφορα βα­σανι­στή­ρια κατά την δι­καστική εξέταση ή ανάκριση.

Ενώ ο θεσμός του Κιαισίτωρος, αρχίζει εν τοις πράγμασιν ήδη με τον Κων­σ­ταντίνον «τον μέγα άγιο», επισήμως και νομικώς εγκαθίσταται το έτος +539 διά της Νεαράς 80 «Πε­ρί Quaesitor» (του εμπαθούς Ιουστινιανού). Με τον θεσμό αυ­τόν επιδιώκεται η έντονη αστυ­νό­μευση της πόλεως και ο Κιαισίτωρ έχει εξουσία να τι­μω­ρεί:

 

(α) «τους παιδεραστούντας»,

(β) «τους γυναιξί ου νόμιμα μι­γνυμένους»,

(γ) «εί τώ τά ες τό θείον ούκ ορθώς ήσκηται».

Δηλαδή: «Εάν από κάποιον αυτά που ανήκουν εις το θείον δεν διαπράτ­τονται με τον ορθό­δο­ξο τρόπο.».

 

Εδώ βεβαίως μας εν­διαφέρει η περίπτωση (γ), η οποία λακωνικότατα πλην σα­φέστα­τα παρουσιάζει αυτό ακριβώς που εμείς καταγγείλομε εδώ! Ότι δηλαδή, πρό­κειται για νομική διάταξη με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα νομιμοποιημέ­νου ιεροεξεταστή.

 

Βασανιστήρια διά Μεταλλικών Οργάνων

 

Ήδη από το + 472 ο Λέων 1ος χαρακτηρίζει επισήμως την Ελληνική λα­τρεία ως δη­μόσιο έγκλημα. Μόνον η υποψία τελέσεως, εις κάποιον χώρο, οποιασδήποτε Ελληνικής ή παραδοσιακής ιερουργίας έχει ως απο­τέλεσμα την κατάσχεση του χώρου αυτού και βα­σα­νισμό του ιδιοκτήτου διά με­ταλλι­κών οργάνων. Ούτος εφ’ όσον επι­ζήσει εξορίζεται διά παντός και παραμένει ισοβίως ανάπηρος και παρα­μορ­φωμένος.

Τα μεταλλικά όργανα βασανισμού ήταν πολύ συνηθισμένα στο Βυζάντιο και είχαν έναν συγκεκριμένο στόχο. Εφ’ όσον το άτομο επιζούσε όλων των βασανιστηρί­ων επρόκειτο να εξέλθει εξ’ αυτών παραμορφωμένο και ανάπηρο ισοβίως. Πρόκειται διά στυγερά και πρωτοφανή κακουργήματα στην ιστορία του ανθρώπου που καλύ­π­τονται και επικυρώνονται από τους νόμους του ίδιου του κράτους. Ιδού ένα μόνο «παραδειγ­ματάκι» χριστιανικής αγάπης της άρτι νομιμοποιηθείσης Εκκλησίας του 4ου αιώνος και της νομοθετημένης ποινικής διώξεως των πιστών της Ελληνικής θρησ­κεί­ας και των άλλων θρησκειών:

Ιδού ένα απόσπασμα του νόμου του έτους + 472, με αριθμό καταλόγου Ιουστι­νι­ανείου Κώδι­κος 1.11.8 στα λατινικά, των Αυτοκρατόρων Λέοντος Α΄ και Αν­θεμίου προς Διό­σκωρον, Έπαρ­χο του Πραι­τωρίου, που είδαμε παραπάνω. Απο­λαύστε το!:

 

 “… si quidem dignitate vel militia quadam decorantur, amissiore militiae vel dignoitatis nec non rerum suarum proscriprione plectentur, privatae vero condicionis vel plebeii constituti post cruciatus corporis operibus metallorum perpetuo deputabuntur exilio.”.

 

Μετάφραση:

Εάν κάποιος απ’ αυτούς [δηλαδή τους πιστεύοντας στην Ελληνική θρη­σκεία] έχει πολιτικό ή στρατιωτικό αξίωμα, θα απο­πεμφθεί από το αξίωμά του και δεν θα χάσει μόνον την περιουσία του η οποία θα προγραφεί, αλλά αφού υποστεί σωματικά βασα­νιστήρια διά μεταλλικών οργάνων [δηλαδή θα καταστεί ανάπη­ρος και δυσειδής ισοβίως αν επιζήσει], ως ορίζει το δη­μόσιο και ιδιωτικό δί­καιο, θα οδη­γηθεί σε διαρ­κή εξορία.

 

Άλλα Βασανιστήρια και η Σιδηρά Προσωπίς

 

Τα βυζαντινά βασανιστήρια περιελάμβαναν κάθε προσβολή, κακοποίηση και εξόντωση του ανθρωπίνου σώματος. Αυτά ήταν: Αποκεφαλισμός, κάψιμο στην πυρά, απαγχονισμός, στραγγαλισμός, λιθοβολισμός, ψήσιμο στη θράκα, γδάρσιμο, κατα­ποντισμός σε ποτάμια ή στη θάλασσα πολλές φορές εντός ραμμένων σάκων γεμάτων με φίδια, ανά­ποδη σταύρωση, θανάτωση με βραστό νερό ή καυτό λάδι ή υπέρθερμη πίσσα, παλού­κωμα, εγκαύματα με πυρωμένα σίδερα, δηλητηρίαση, τύφλωση, ακρω­τηριασμός, αποκοπή ρινός, ωτίων, γλώσσης, γεννη­τι­κών οργάνων (ο όρος ήταν καυ­λοτόμησις) πολλές φορές μετ’ εμπηγμού αιχμηρών αντικειμένων μέσα στην τομή, ευ­νουχισμός, διαπόμπευση, ο επί δημοσίας θέας δι’ αιμορ­ρα­γί­ας θάνατος, στρεβλώσεις, εξαρθρώσεις, δουλεία, ισό­βια κάτεργα σε λατομεία και καταναγκαστικά έργα, ισόβια εξορία, ισόβια κρά­τηση εντός μοναστη­ρί­ων, και άλλα.

Ένα παράδειγμα μεταλλικού οργάνου βασανισμού ανάμεσα στα αναρίθμητα άλλα ήταν η σι­δηρά προσωπίς! Αυ­τή ερυ­θρο­πυρούτο και κατόπι ετίθετο επ’ ολίγον χρόνον επί του προσώπου του βασα­νι­ζο­μέ­νου ατόμου. Αυ­τό υφί­στατο εγκαύ­ματα δευτέρου ή τρίτου βαθμού τα οποία επουλώ­νοντο διά δυσει­δών ου­λών οπότε πλέον έφερε εις το διηνεκές το στίγμα του «αιρετι­κού ή ετεροδόξου ή ετε­ροθρή­σκου»!

Είχαμε βεβαίως και διάφορα άλλα όργανα βασανισμού όπως τους στρε­βλω­τή­ρες, τους εξαρθρωτήρες, τα σιδερένια νύχια, κλπ. Εκείνο το αισχρότατο, από­κρυφο, ψευδε­πί­γραφο, υστε­ρό­γραφο (1ος - 2ος αιών Κ. Ε., και όχι προ Χριστού που λένε οι Χρι­σ­τιανοί), κακοηθέστατο βι­βλίο Δ΄ Μακκαβαί­ων, το οποίο η Χρι­στιανική Βίβλος το πα­ραθέτει ως παράρτημα και «θέλει και δεν θέ­λει» να το θέσει εν­τός του κανόνος της, έχει κα­ταγράψει έναν κατά­λογο τέτοιων φρι­κιαστικών οργά­νων και ιδιαζόντως ειδεχ­θών βασανι­στηρίων αποδίδοντας τα στον Αντίοχον Δ΄ τον Επι­φανή. Δεν πρό­κει­ται για την αρετή και την πίστη του παραμυθένιου Εβραίου Ελεαζάρου όπως το ίδιο ανα­φέρει, αλλά πρόκειται για μία ψευδή προπαγάνδα η οποία αφ’ ενός δη­μι­ουργούσε εθι­σμό και εφ’ ετέρου προοι­ωνιζόταν και προετοίμαζε τον δρόμο για την επέλαση των επερ­χομένων χρι­στιανικών βα­σανιστηρίων, διαστρο­φών, ψυχο­πα­θειών, κακοη­θει­ών και σχεδίων. (Περί αυτού του σημείου βλέπε: The Christ Conspiracy the Greatest Story ever Sold, by Acharya S, AUP, σελίδες 6, 10, και τις σχετικές παρα­πομπές στις εργα­σίες και έρευνες πολλών άλλων ερευνητών που το βιβλίο αυτό λε­π­τομερώς ανα­φέρει.).

 

Σύγκριση με την Δύση

 

Στη Δύση η Ρωμαιοκαθολική Ιερά Εξέτασις ήταν μία μέθοδος περισσότερο ηθικής και λιγότερο φυσικής εξοντώσεως του ανθρώπου. Εκτός τούτου μόνον θεολο­γικώς βασιζόμενη επέβαλλε την υποχρεωτική σωτηρία της ψυχής του αιρετικού και την απαλλαγή αυτής από τα απειράριθμα και αιώνια μαρτύρια της κολάσεως ή του κα­θαρτηρίου. Αλλά και επί της πυράς, ο υπογράφων την προ­σφερο­μέ­νην ομολογίαν απολλύετο. Πρώτιστος σκοπός των ιεροεξεταστών ήταν η καταρράκωση της αν­θρώ­πινης αξιοπρέπειας και προσωπικότη­τος. Για παράδειγμα, στην γνωστή περίπτωση του Τζιορν­τάνο Μπρούνο ειδικός προς τούτο διορισθείς ιεροεξεταστής προσπαθούσε επί ένα έτος να τον νου­θε­τήσει και να του αποσπάσει ομολογία, υποσχόμενος την πλήρη υλι­κή και ηθική αποκατάστασή του, όπως συνέβη με τον Γαλιλαίο.

Αντιθέτως στον Ανα­τολικό, Ορθό­δοξο, Χρι­στια­νικό, Βυζαντινό Μεσαίωνα και στην Ορθόδοξο Βυζαντινή Ιερά Εξέτασιν ο νόμος του ίδιου του κράτους, των πα­τρι­αρ­χών, των συνόδων και των επι­σκό­πων ενταύ­θα προέβλεπε αδικήματα άξια φρι­κτών ποινών και δεν υπήρχε χώρος ή πε­ριθώριο ούτε για τους δη­λωσίες!

 

Περί Αγίου Όρους, Σαμοθράκης και Καταστροφών

 

Ακόμα αναφέρομε εν συντομία και μια άλλη ιστορική αλήθεια την οποία εν­τέ­χνως έχουν αποκρύψει. Το ότι δηλαδή Ελληνίδες γυναίκες ζούσαν πάν­τα στο Άγιο Όρος «Ο ΑΘΩΣ». Το όνομά του το έλαβε από τον αρχαίο καθεδρικό ιερό ναό του Αθώου Διός. Το σημερινό « Άγιο Όρος» ήταν κατά την αρχαία εποχή κέντρο θρη­σκευτικών σχολών και μυήσεως νεαρών παρθένων γυναικών, οι οποί­ες αφού ελάμ­βα­ναν κατάλ­ληλη κατάρτιση εγένοντο ιερείς (ιέρει­ες) της Θεάς Αρτέ­μιδος. Μετά την αποφοίτησή των τις έστελναν να επα­ναγυναικωνί­σουν να­ούς της Θεάς Αρτέμιδος σε διάφορα μέ­ρη της Μεσογείου. Στην πραγ­μα­τικότητα σε ορισμένα μέρη των θρησκευ­τι­κών σχο­λών δεν ήταν επιτρεπτό να εισέλθουν άνδρες.

Η ιστορία όμως αλλάζει και μετά η παραπληροφόρηση οργιάζει καθημερινά. Το γε­γονός της αλλαγής του Αγίου Όρους συνέβη το 324 μ. Χ. Ο Μέγας Κων­σταντί­νος με ιδική του εν­τολή, το 324 μ. Χ., εκδιώκει τους γηγενείς κατοίκους, κα­ταστρέφει τους Ναούς, και διαλύει τις γυναικείες θρη­σκευτικές σχο­λές. Με το οικοδομικό δε υλικό κτίζονται τα σημερινά μοναστή­ρια, τα οποία δια­τηρούν πλέον το «Άβατο» διά τις γυναίκες.

Υπάρχουν αρκετά βιβλία που περιέχουν πολλά στοιχεία διά το Άγιο Όρος, τα οποία οι αναγνώστες ημπο­ρούν να διαβάσουν. Π. χ: (1) Του Ιερομόναχου Σμυρνιωτά­κη, «Το Άγιο Όρος». (2) Του Γάλλου ερευνητή “La Carrierre”, «Οι Γνωσ­τικοί». (3) Του Σταγάκη Μανώλη, «Ελλάς η Ωραία Κοιμωμένη...». Κ. ά.

Το ίδιο φαινόμενο φοβερής και καταθλιπτικής καταστροφής συνέβη και στην Σαμοθράκη όπου τα ομώνυμα ή αλλέως Καβείρια μυστήρια ελάμβαναν χώρα! Η εν­τολή της κατα­στρο­φής όλων των αρχαίων κτισμάτων, έργων τέχνης, ιερών, ναών, τε­μενών, κλπ. εδόθη από τον σφαγέα της Θεσσαλονίκης Μέγα Θεοδόσιο τον 1ον το έτος +391. Η κα­τα­στροφή των ωραιοτάτων αρχαίων κτη­ρίων, έργων τέ­χνης, περικαλ­λών ναών, τεμενών και πανέμορ­φων αγαλμάτων ήταν μια ολοκλη­ρωτική κατεδάφιση. Στην Σαμοθρά­κη την επί τούτου καταστροφή ανέλαβε το ειδικώς διά τούτο δημιουρ­γηθέν τάγμα των «διωγμι­τών», το οποίο απεβιβάστηκε στο νησί το έτος +392. Για να κά­νουν καλά τη δουλειά τους έφτια­ξαν και ασβεστοκάμινα για να με­τατρέπουν τα μάρ­μαρα σε ασ­βέστη. Τέ­τοια ήταν η αγριότητα και το μίσος των προ ολίγων ετών νο­μι­μοποιηθέντων Χριστιανών.

Αυτού του είδους οι αισχρότατες και ολικές κατα­στροφές συνεχίζονται σε ολόκληρη την Βυ­ζαν­τινή επικράτεια ακόμα και μετά τον 12 αιώνα. Π. χ. ο Όσιος Χριστό­δουλος έλαβε εντολή από το Αλέξιο Κομνηνό περί το έτος +1080 να μην αφή­σει τί­ποτα αρχαίο που είχε απο­μεί­νει όρθιο στα νησιά του Αιγαίου. Το έτος +1088 κατέ­στρεψε τον αρχαίο Ναό της Αρ­τέ­μιδος στην Πάτμο για να χτίσει στη θέση του το μο­ναστήρι του Ιωάν­νου του Θεο­λό­γου, κλπ. Η παρέα των ψυχανωμάλων του Χριστο­δούλου για μερικά έτη συνέχισαν καλά την δουλειά τους και σε άλλα νησιά, όπως την Αμοργό, κλπ. Ενώ αυτά γινόταν τότε στο Βυζάντιο, οι Σελτζούκοι εξ ανατολών είχαν ήδη φτάσει προ των συ­νόρων του χωρίς κανείς να έχει δώσει και ακόμα να δίνει την προσή­κου­σα σημασία και βαρύ­τητα, [εκτός από τον δυστυχή τον Ρωμανό Δ΄ τον Διο­γένη (+1023-1072) ο οποίος ολίγο ενωρίτερα το έτος +1071 έκανε τη ιστορική μάχη του Μάντζικερτ, την όμως οποία έχασε για πολλούς και διαφόρους λόγους, με τρο­μα­κτικές συνέπειες για την ιστορική συνέχεια.].

Από που να αρχίσομε και που να τελειώσομε με τις καταστροφές και τις κα­τ­ε­δαφίσεις; Τί να πρωτοπούμε για την Γά­ζα, την Κύπρο, την Αίγυπτο, την Συρία, τον Λίβανο, την Μικρά Ασία, τας Αθήνας, την Ακρόπολιν, την Ιταλία, κλπ. Δεν είναι για το παρόν περιληπτικό άρθρο αυτά τα κομπλεξικά και εξοργιστικά φαινόμενα. Χρει­ά­ζον­ται μερικοί τόμοι ειδικοί επ’ αυτών των θεμάτων. Βρείτε τους και μελετείστε τους!

 

Περί Σκυθοπόλεως

 

Στο τρίτο μέρος του βιβλίου Πάπισσα Ιωάννα, ο συγγραφέας Εμμανουήλ Ροΐ­δης καταγγέλλει το σφαγείο της Σκυθοπόλεως (μία από τις πόλεις της Δεκαπόλεως εντός του σημερινού Ισραήλ) το οποίο άρχισε επί Κωνσταντίνου και λειτουργούσε κανονικώς επί Ουάλεντος, Ουαλεντιανού και Θεοδοσίου Α΄ του «Με­γάλου». Τελεί­ω­σε επί Θεοδοσίου Β΄ του μικρού. Ήταν ο τόπος συγκεντρώσεως απ’ όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας των Ελληνιζόντων και φι­λο­σο­φούντων και της εξον­τώσεώς των διά μέσων πά­σης θηριωδίας και βασανισμού. Πάρα πολλοί είχαν την καλή τύ­χη να απο­θάνουν καθ’ οδόν! Ο Ροΐδης βασίζεται στις μαρτυρίες των: Σωζομενού, Ζω­σίμου, Λι­βανίου και Αμμιανού Μαρκελλί­νου.

Π. χ., περί Σκυθοπόλεως ο Αμμιανός Μαρκελίνος γράφει: Η λα­τρεία των Διο­σκούρων κηρύσσεται εκτός νόμου θεωρηθείσα ως … «μα­γι­κή», θανατώνονται με την κατηγορία της... «μαγείας» οι ιερείς της και κλείνονται όλα τα Ιερά της. Στην Σκυ­θό­πολη της Συρίας, παλαιά πρωτεύ­ουσα της Ρωμαϊκής Δεκαπόλεως, στήνονται τα πρώ­τα «στρατόπεδα θα­νάτου», οργανωμένα δηλαδή κέντρα βασανισμού και θανατώσεως των καταδικασθέντων Εθνικών: «... και από τα πιο απομακρυσμένα σημεία της Αυτο­κρατορίας σέρνονταν δεμένοι με αλυσίδες αμέτρητοι πολίτες κάθε ηλικίας και κάθε κοινωνικής τάξεως. Και από αυτούς πολλοί πέθαι­ναν στη διαδρομή ή στις ανά τόπους φυλακές. Και όσοι κατόρθωναν να επιζήσουν, κατέληγαν στη Σκυθόπολη, μία από­κεντρη πόλη της Παλαι­στίνης, όπου είχαν στηθεί τα όργανα των βασανιστηρίων και των εκτε­λέ­σεων» γράφει ο ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος, ενώ στο ίδιο σημείο της συγγραφής του (ΙΘ, 12) τονίζει ότι «αρκούσε να κατηγορηθεί κά­ποιος από κακό­βουλο ρουφιάνο ότι φορούσε αποτρεπτικό φυλακτό ή ότι κά­ποιος τον είδε να κάθεται κοντά σε αρχαίους τάφους ή ερείπια για να καταδικασθεί σε θάνατο ως ειδωλολάτρης ή νεκρομάντης». Στα «στρα­τό­πεδα θανάτου» της Σκυθοπόλεως θ’ «ανδραγαθήσουν» οι ιεροεξεταστές Μόδεστος (αντικαταστάτης του Επάρχου Πραιτωρίου Ερμογένους του Πόντου, ο οποίος είχε κριθεί... «ελαστικός» και... «ανεκτικός») και Παύ­λος «Ταρταρεύς» (ένας εξαιρετικά αιμοδιψής Χριστιανός, πρώην εκπαι­δευτής μονο­μά­χων). Σε εκείνους ακριβώς τους τρομερούς καιρούς θα βα­σανισθούν ή εξορισθούν, ανάμεσα σε άλλους, και οι Σιμπλίκιος Φιλίππου (πρώην Έπαρχος Αιγύπτου και Ύπα­τος), Παρνάσιος ο Αχαιός (Έλλην εκ Πατρών, πρώην Έπαρχος Αιγύπτου), καθώς και ο υπέργηρος φιλόσοφος Δημήτριος Κύθρας (με την κατηγορία ότι απλώς θυσίαζε στους Θεούς).

 

Παντός Είδους Καύσεις, Διωγμοί και Καταστροφές

 

Στη Βυζαντινή Ιεράν Εξέτασιν ανήκουν και οι συχνές καύσεις αρχαίων βι­βλίων ή βιβλίων αιρετικών ή όσων άλλων βιβλίων, επειδή μόνο και μόνον δεν άρεσαν στους Χριστιανούς ειδήμονες και καλογήρους του Βυζαντίου. Τεράστιες πυρές οργα­νώ­νον­ταν σε δρόμους, πλατείες και στάδια πόλεων όπου υπέρογκοι σωροί βιβλίων εγίνοντο πα­ρανά­λωμα πυρός, προς δημοσίαν τέρψιν πολλών φανατικών και λύπιν άλ­λων μορφω­μέ­νων παρευρισκομένων. Οι πυρές αυτές άρχισαν με τον αυτο­κράτορα Θεοδό­σιο Α΄ τον «Μέγα», τον επίσκοπο Αλεξαν­δρείας Θεόφιλο, τον Ιω­άν­νη Χρυσό­στομο στην Κωνσταντινούπολη και συνε­χίστηκαν αργό­τερα με τον «ιερόν» Φώτιο (9ος αι­ών) στην Κωνσταντινούπολη, ο οποί­ος έκαιγε ό,τι δεν του άρεσε. Το ότι στην Μυ­ρι­ό­βιβλό του διέσωσε μερικές δεκάδες αρ­χαίων βιβλί­ων (σημειώστε ότι τα πολύ περισ­σότερα υπόλοιπα που συμ­πε­ρι­έ­λαβε είναι χριστιανικά) δεν τον απαλ­λάσ­σει από το βαρύ­τατο έγκλημά του, την καύ­ση δηλαδή χιλιάδων αρχαίων βιβλίων. Με­ταξύ αυ­τών ήταν και το σύγ­γραμμα του Ιστορικού Ιούστου του Γαλιλαίου, το οποίο έκαψε επειδή ο Ιούστος δεν ανέφερε τίποτα για τον Ιησού Χριστό, πράγμα που εξόργισε τον Φώτιο.

Με εντολή του Θεοδοσίου Β΄ του Μι­κρού το +448 καίγονται συστηματικά όλα τα βιβλία τα οποία αντιτίθενται με οποιο­δήποτε θεμιτό τρόπο στον Χριστιανισμό. Τότε κάηκε συστη­μα­τικά και το δεκαπεντά­τομο σύγ­γραμμα του Πορ­φυρίου «Κατά Χρι­στι­α­νών». Νόμος αποκεφαλισμού εκδίδε­ται για όποιον συλλαμβα­νόταν να το κατ­έχει κρυφίως (αφού φανερώς ήταν αδύ­να­τον). Αποτέλεσμα: Ανεξαρτήτως περιε­χο­μέ­νου απω­λέ­σθη­καν σχε­δόν όλα τα αρχαία βιβλία. Όσα επέζησαν είναι μόνο το ένα στις δέκα χιλιά­δες, κα­τά τις εκτιμήσεις των ειδικών.

Από τις πληροφορίες που μας παρέχει ο μέγας Ελληνίζων διανοούμενος Μι­χα­ήλ Ψελλός (+1018-1078), υπολογίζομε ότι την εποχή του Ιερού Φωτίου (9ος αιών) υπήρχαν δέκα φορές περισσότερα βι­βλία αρχαίων από όσα έχομε εμείς σήμερα στα χέ­ρια μας. Η απώλεια των βιβλίων αυτών έγκειται στις συχνές δημόσιες καύσεις βι­β­λί­ων που εκτελούσε ο ίδιος ο Φώτιος και οι όμοιοι στην νοοτροπία συνεργάτες και δι­άδοχοί του, και στην δή­ω­ση της Κωνσταντινουπόλεως από τους σταυροφόρους της 4ης σταυροφορίας το +1204. Η καταστροφή βιβλίων και έργων τέχνης το 1204 από τους Χριστιανούς της Δύσεως είναι τρομακτική.

Ο Ελληνί­ζων μαθητής του Ψελλού, Ιωάννης Ιταλός (+1025-1090), αναθεμα­τί­στηκε από την Ορθόδοξο Εκκλησία και στο τέλος δολοφονήθηκε από κάποιους...!

Δεν πρέπει να λησμονούμε επίσης και τη γενική ερείπωση και καταστροφή όλων των αρ­χαίων οικοδομη­μά­των, μνημείων, έργων τέχνης, βιβλιοθηκών, σχολών, κλπ. Από την ισοπέδωση του Σε­ραπείου και την καταστροφή της εντός αυτού βιβλιο­θή­κης από τον επίσκοπο Θε­ό­φιλο στην Αλεξάνδρεια το 385 Κ. Ε. και με τις ευλογίες του Ιωάννου Χρυσοστόμου, μέχρι την κατα­στρο­φή του Να­ού της Αρτέμιδος στην Έφεσο και πάλι με τις ευλογίες του Χρυσοστόμου και την τελική κατα­στροφή όλων των αρι­στουρ­γη­μάτων της γλυπτικής, ζωγραφικής, αρ­χιτεκτο­νι­κής, το κλείσιμο των μορφω­τικών σχολών, κλπ, τελικά δεν έμεινε τίποτα όρ­θιο! Ούτε σχολή, ούτε βι­βλι­ο­θήκη, ούτε ναός, απολύτως τίποτα...! Το γενικό σύν­θημα κατά τον 4ο και 5ο αιώνα ήταν: «ες έδαφος φέ­ρειν»! Οι Βυ­ζαν­τι­νοί Χρι­στιανοί, με την διαστροφή και την ανω­μα­λία που τους δια­κα­τείχε, θε­ω­ρούσαν ότι όλα αυ­τά ήταν έργα διαβόλων! Πρόκει­ται για ένα ανεξίτηλο αίσχος και προ­σβολή σε κάθε έν­νοια πολιτισμού, ευφυΐας και αξι­ο­πρεπείας. Για ποιο πράγμα απ’ όλα να πρωτο­α­γανα­κτήσει κα­νείς;....

Το έτος 415 Κ. Ε. ο επίσκοπος Αλεξανδρείας Κύ­ριλλος φα­νάτισε τους οπα­δούς του, οι οποίοι με αρχηγό τον Πέτρο τον αναγνώστη της Εκκλησίας του Αγίου Ιωάννου της Αλε­ξαν­δρείας απήγαγαν και καταβα­σά­νι­σαν την μαθηματικό και φι­λό­σοφο την πανέμορφη Υπα­τία (+370-315). Τα κα­τακρε­ουργημένα μέ­λη του σώμα­τός της τα παρέδωσαν στην πυρά.

Ο Ιουστινιανός κλείνει οριστικά την Ακαδημία του Πλάτωνος το έτος +529 και όσοι από τους καθηγητές της γλίτωσαν την σφαγή (επτά τον αριθμόν) διέ­φυγαν την νύχτα στην αυλή του βασιλέως της Περσίας Χοσρόη.

Για ποιο πράγμα απ’ όλα να πρωτομι­λή­σει κα­νείς! Τέτοια ήταν τα χάλια και η βαρβαρότητα των φανατικών και υποκριτών Χριστιανών και του εμπαθούς και ψυχα­νώμαλου θεολόγου αυτοκράτορα Ιουστινιανού και άλλων αυτοκρατόρων και εκκλη­σιαστικών παραγόντων!

 

Ιεροί Πόλεμοι, Μοναχοί, Εικονομαχία, Αιρετικοί, Απώλεια Περιοχών

 

Ακόμα αναφέρομε, επιγραμματικώς μόνον, ότι στην ιστορία του Βυζαντίου και της ανατολικής ορθοδόξου χριστιανικής εκκλησίας ανήκουν και πολυάριθμοι, πο­λύνεκροι και τρομακτικής αγριότητας ιεροί εμφύλιοι πό­λεμοι. Για να μην παρεξη­γη­θούμε τονίζομε ότι δεν εννοούμε καθόλου τους πολέ­μους με εξωτερικούς εχθρούς ή εισβολείς, αλλά τους εσωτερικούς πολέμους λόγω θρησκευτικών ή φιλοσοφικών πε­ποιθήσεων. Πιο συγκεκριμένα έχομε: Δέκα αιώνων σφαγές, δι­ωγμούς, δολοφονίες και αναθεματισμούς κατά των διαφόρων Χριστιανών αι­ρε­τικών από τους ορθοδό­ξους, ασταμά­τη­τους εξοντωτικούς διωγμούς εναντίον των Ελληνι­ζόντων και των πα­ρα­δο­σι­ακών θρησκειών είτε στις πόλεις είτε στην ύπαιθρο, την απόλυτη ισοπέ­δωση του αρχαίου κόσμου, την αγρι­ο­τάτη ιστο­ρία δύο αι­ώνων ει­κονο­μα­χίας που καταρή­μαξε τα πάντα. Επί της ει­κονο­μα­χίας μελετήσετε: Τό έπος τής Εικονομαχίας, Κωνσ­ταντίνου Πα­παρηγοπούλου, Εκδόσεις Ωκεανίδα ΑΕ, 2005.

Σ’ αυτά τα δεινά προστίθενται και τα εξής τα οποία και πάλι προέρ­χονται από την χριστιανική εκκλησία: Αυθαι­ρεσίες, μηχα­νορ­ρα­φίες και εκβια­σμοί παντός είδους του κλήρου των καλο­γή­ρων και των μο­ναστηρίων, υπέρμε­τρη κατα­σπατάληση αν­θ­ρωπίνου δυναμικού, πλού­του και εδαφών για τις εκκλησίες και τα μο­να­στή­ρια, τα αναρίθμητα αναθέματα, κλπ.

Η ισοπέ­δωση και κατεδάφιση του αρχαίου κό­σμου ήταν τόσο μανιασμένη και παραληρηματική ώστε εντελώς αλόγιστα απέρ­ρι­πταν και κατέστρεφαν ακόμα και οτι­δήποτε αρχαίο μπορούσε να τους είναι χρήσιμο. Π. χ: η επιστήμη, τα μα­θηματικά, τα βιβλία, τα λουτρά, κλπ. Ο Μέγας Λιβάνιος από ο τέλος του 4ου αιώνα τους είχε προ­τείνει, αντί να καταστρέφουν τα αρχαία κτήρια να τα αναμορφώσουν κατά τις πα­ρού­σες ανάγκες και να τα χρησιμοποιούν. Αλλά ούτε και αυτή τη λογική πρόταση εισ­ά­κου­σαν! Τί να πει κανείς με την ψυχοπάθεια τους!

Αυ­τές οι πληγές και αγριότητες συνεχιζόταν ακό­μα και επί Κομνη­νών, τον 11ο και 12ο αιώνα, και σε διαφόρους βαθμούς μέχρι και την άλωση της Πόλεως από τους Οθω­μανούς. Τίποτα δεν μπορούσε να τους αλλάξει μυαλά. Παντού και πάντοτε η ίδια στενοκεφαλιά και μανία. Από τα αμέτρητα παραδείγματα αναφέρομε μόνο δύο:

 

(1)  Ας μνημονεύομε πότε-ποτέ και τους πλείονες των 300 Πε­λοπον­νη­σίους, οι οποίοι κατά την ύστατη στιγμή, 88 χρόνια πριν την άλωση, έφτα­σαν στην Κωνστα­ν­τι­νούπολη ως εθελοντές στρα­τιώτες για να βοηθήσουν στο να απ­ω­θήσουν τους Τούρκους απ’ την Βυζαντινή επικράτεια. Η ορθόδοξος εκκλησία και το πατρι­αρ­χείο τους θεώρησε αιρετικούς ως Ελληνίζοντες, τους αφόρισε και διέταξε να τους συλλά­βουν και να τους πνίξουν στον Βόσπορο. Τελικά παρά την προστασία τους από την αυτοκρατορική φρουρά και τον ίδιο τον πρωθυπουργό Απόκαυκο, οι φα­να­τισμένοι ορθόδοξοι Χριστιανοί της Πόλεως και οι εκκλησιαστικοί παράγοντες όρ­μη­σαν εναντίον τους και τους ανάγ­κα­σαν σε οπισθοχώρηση εντός του ναού της εκ­κλη­σίας του παλατιού. Εκεί μέσα τους έσφαξαν όλους! Στην συμπλοκή φονεύ­τηκε και ο πρω­θυ­πουργός Από­καυκος!

(2)  Μόλις 13 χρόνια πριν την άλωση η ορθόδοξος εκκλησία και το πατριαρχείο υπέ­κυψε στους ανθε­νω­τικούς και αθέτησε την κανονική, οικουμενική σύνοδο τηs Bolognia – Ferrara, η οποία είχε υπογραφεί τόσο από τις αρχές των δυτικών όσο και από τις αρχές των ανα­τολικών. Έτσι εδή­λωσαν ότι προτιμούσαν «καλλίτερα το σαρίκι του Τούρκου παρά την Τιάρα του Πάπα». Εκείνα τα χρόνια πολλοί ήταν αυτοί που πίστευ­αν ότι η «υπέρμαχος στρα­τη­γός» θα έσωζε την Πόλη. Αυτή τη φορά όμως τους εξ­α­πά­τησε! Η άλω­ση επήλ­θε διότι όπως μας εί­παν τελικά: «Ήταν θέλημα Θεού η Πόλη να τουρ­κέ­ψει!». Οπότε τίποτα το παράξενο, διότι ως γνω­στόν το θέ­λη­μα του Θεού είναι ισχυρό­τε­ρο από την δύναμη ή την θέληση τής «υπερμά­χου στρατηγού»! Ιδού τα μαύρα χά­λια τους....!

 

(Δεν θα επεκταθούμε στα αμέτρητα τέτοιου είδους συμβάντα. Π..χ δεν θα μιλήσομε για το πως βρέθηκαν οι Τούρκοι στη Θεσσαλονίκη για πρώτη φορά, ούτε για την πρώιμη συνθηκολόγηση του Αγίου Όρους μαζί τους, ούτε για τα προνόμια που απή­λαυσε ή εκκλησία από τους κατακτητές και πόσο καταστροφικά και εις βάρος των υποδούλων τα χρησιμοποίησε, κλπ. Να τα βρείτε και να τα μελετήσετε.).

Ο απολογισμός όλων αυτών των πολυετών μοιραίων γε­γονότων, εμμονών και πληγών ήταν: Εκα­τομ­μύρια νε­κρών, ανα­πήρων, βασανισθέντων και εκτελεσθέντων, υφ­­αρπαγή ή απόσχιση πολλών περιο­χών, π. χ. η Συρία, από την αυ­το­κρα­τορία, η αυ­το­μό­ληση πλη­θυ­σμών προς γειτονικούς λαούς, π. χ. στους Άρα­βες, η ερή­μωση και τε­λικά η απώ­λεια της Μικράς Ασίας, η τεμ­πελιά το βόλεμα και η διαφθορά πολλών χι­λιάδων ικανών νέων εντός των μο­να­στη­ρίων με αποτέλε­σμα την ανυ­παρξία ικανού στρα­τού και υπηρεσιών, η θρησκοληψία και μοιρολατρία, η καταρρά­κωση της οι­κο­­νο­μίας, η αβάσταχτη φορο­λογία, η κάθε εί­δους δια­φθορά, ο ηθικός ξεπε­σμός, η μηχα­νορ­ρα­φία, οι δο­λο­φο­νίες, οι προδοσίες, η δημι­ουργία τρομε­ρών διαχρο­νικών μι­σών, ερίδων, διχοστασιών μεταξύ αντι­πάλων και αδικηθέντων, κλπ. Όλα αυτά τα συνεχή και μοιραία προβλήματα κατα­ρή­μα­ξαν το κράτος κοινωνικώς, ηθικώς, οικο­νο­μικώς, στρατιωτικώς, απο­δε­κά­τι­σαν τους πλη­θυ­σμούς του, εμίκρυναν σταδιακά την έκταση του και τε­λικά επέφεραν την πλήρη καταστροφή και υποταγή του σε αλλόφυλους και αλλό­θρησκους. Αυτές οι ασταμά­τη­τες και αθεράπευτες αρρώστιες του Χριστιανικού Βυζαντίου αποτε­λούν ένα τεράστιο διαχρονικό κε­­φάλαιο κα­ταισχύνης και καταστρο­φής της Βυζαν­τι­νής και Ανατολι­κής Ορθο­δόξου Εκκλησια­στικής Ιστορίας το οποίο έχει συ­στη­μα­τι­κά αποσι­ω­πηθεί από την Ελληνική κρατική και εκ­κλησιαστική εκπαί­δευση.

Φέρ’ ειπείν, η διαμάχη των Ορθοδόξων με τους Νεστοριανούς κράτησε επί πολλά έτη. Όταν η Συρία χανόταν από το κράτος και έπεφτε στα χέρια των Αράβων (7ος αιών) στην Κωνσταντινούπολη είχαν ακόμα σαν επίμαχο θέμα τους και σφαζόταν γι’ αυτό, το τι θα γίνει με τους Νεστο­ρι­ανούς. Και όλα αυτά προς τί; Τί είπε ο Νεστό­ριος; Απλώς εξέφρασε την άποψη ότι ο «Λόγος» εισήλθε εις το κύημα της Εβραι­ο­πούλας παρθένου Μιργιάμ όχι κατά την σύλληψη αλλά κατά την γέννηση και ότι η ανθρώπινη φύση του Ιησού ήταν επέκταση της θεϊκής φύσεως του. Εε... αυτό ήταν αρ­κετό να σφάζονται και να σκοτώνονται επί πολλά έτη και να μην φροντίσουν να δι­α­σώσουν την Συρία! Λοι­πόν βγάλετε τα συμπεράσματά σας για τα χάλια τους, τον φανατισμό τους και τον σεβασμό που είχαν προς την ελευθερία της γνώμης του άλ­λου και προς το δικαίωμα της από­ψε­ώς του!

­Η Χρονο­γραφία του Πορ­φυ­ρο­γεννήτου περιγράφει με πολλές φρι­κιαστικές λεπτομέρειες μέ­ρος από τον φρικτό απολογισμό της εικονο­μαχίας και της νίκης των εικονο­λατρών ή της τελικής νίκης της Ορθοδοξίας όπως την αποκαλούν οι ορθόδοξοι Χριστιανοί. Δια­βάστε την να δείτε τι εστί φρί­κη, φόνος και σφαγή! Εκεί θα δείτε και θα καταλάβετε καλά το πως οι Χριστιανοί αγαπούσαν τον πλησίον τους και πως συγ­χωρούσαν τους εχθρούς των! Εκεί θα δείτε πώς μπουλούκια μανιακών μο­να­χών εκ­βί­αζαν αυτοκράτορες και αυτοκράτειρες. Αξίζει να κάνε­τε το κόπο να μελε­τή­σετε τα φρικτά και κατα­στροφικά αυτά γεγονότα! Επ’ αυτών μελετήσετε και Τό έπος τής Ει­κονομαχίας, Κωνσταντίνου Παπαρηγοπούλου, Εκδόσεις Ωκεανίδα ΑΕ, 2005.

Ο αναγνώστης χρει­ά­ζε­ται να με­λε­τήσει μερικά επαρκή συγγράμματα της αντι­κειμενικής Ελληνικής και δι­εθνούς έρευ­νας για να μά­θει και να καταλάβει επί τέλους αυτό το ιδιαζόντως ει­δε­χθές κεφάλαιο της Ιστορίας, το οποίο ευρίσκεται πέραν του σκοπού του παρόντος άρ­θρου. Ας μάθει επί τέλους ο καθένας μας τα έργα και τις ημέρες πολλών «αγίων ανδρών» της Ορθο­δό­ξου Εκκλησίας από Πατριαρχών μέχρι μο­ναχών και καλογήρων. Ας μάθομε τα έργα και τις ημέρες του Αγίου Πορφυρίου στη Γάζα, των Αγίων Εβραιο­χρι­στι­ανών Τύχωνος και Επιφανείου στην Κύπρο, του Αρμενίου Νίκωνος του «Με­τα­νο­είτε» στην Πελοπόννησο, του αγροίκου Καππαδόκη Αγίου Μελετίου στην Αττικο-Βοιωτία, του καλόγερου Οσίου Χριστοδούλου στα νη­σιά του Νοτίου Αιγαίου, κ. ά. Βρείτε τα όλα μαζί με αναρίθμητα άλλα που δεν παρα­θέσαμε εδώ και με­λε­τεί­στε τα. Ακόμα ας μάθομε τι ζη­τού­σαν οι Καταλανοί εν τή Ανα­το­λή και δια­τί. Ας μας απαντήσουν οι Χριστιανοί ειδή­μο­νες σαφώς και άνευ περι­τρο­πών τί ζητού­σαν οι Κα­ταλανοί εν τή Ανατολή την επο­χή των Κομνηνών! (Περί τού­του υπάρχει το βιβλίο του Επαμ. Ι. Σταματιάδου, Οι Κα­ταλανοί εν τή Ανατολή, Βιβλι­οθήκη Ιστορι­κών Με­λετών 32, 1869. ).

 

Τουρκοκρατία και Εκκλησία

 

Κατά την τουρκοκρατία η Ορθόδοξος Εκκλησία, το Πατριαρχείο της Πόλης συνεχίζουν όσο δύνανται τους Βυζαντινούς ρυθμούς των. Η Εκκλησία και ο κλή­ρος (ιδίως ο ανώ­τε­ρος) καθίστανται ο φόβος και τρόμος των υπο­δού­λων και η συν­τρι­πτι­κά με­γα­λύ­τε­ρη αιτία της ψυχολογικής, οικονομικής, πνευματικής, μορφωτικής και πολ­λάκις φυσι­ο­λογικής εξα­θλι­ώσεώς των. Η απειλή του αφορισμού πράγμα που εσή­μαινε πλήρη κοι­νω­νι­κόν εξοστρακισμό και καταστροφή, οι δυσβάστακτες εκ­κλησια­στικές εισφο­ρές, πρόστιμα και επιτίμια που πολλάκις συνοδευόταν με την ετσιθελική αρπαγή αγα­θών, πλούτου, μέρος ή όλης της περιουσίας, κλπ, ήταν λίαν συνηθισμένα μέσα επι­βο­λής και βασάνων κατά των υποτελών αμορφώτων λαών. Δεν ήσαν οι Έλ­ληνες και οι λοι­ποί εκχριστια­νι­σθέν­τες λαοί υποδουλω­μέ­νοι στους Τούρκους αλλά στην Ορθό­δο­ξο Εκκλησία της οποίας το Πατριαρχείο, καθώς και η ίδια, ήταν υπό­λο­γο στους Τούρ­κους.

Ακόμα και σήμε­ρα βλέπομε στο ίδιο μοτίβο, π. χ., το «Κανονικόν Εκ­κλη­σι­α­στι­κόν» Πη­δάλιον, σε­λίδα 77, όπου εκεί αναφέρονται όλα τα φρικι­α­στικά και εκ­φο­βι­στι­κά αλλά συνάμα αξιογέ­λα­στα και βλα­κωδέστατα κείμενα του Ναξίου κα­λογήρου Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη. Βρείτε τα και μελετήστε τα. Αυτά τα κείμενα είναι εντός του κανόνος της σημερινής ορθοδόξου εκκλη­σίας η οποία καθ’ όλα παρέμεινε σταθερώς βυζαντινή και καπέλωσε το Νεο-ιδρυθέν Ελληνικό κράτος. Ούτε και σήμε­ρα δηλαδή δεν έχει τελει­ώ­σει ο Ανατολικός Με­σαίων! Απλώς καιροφυλακτεί για να δράσει με όλη του την δύναμη μόλις γι’ αυτόν ανάψει το πράσινο φως.

Σαν κερασάκι στην τούρτα αναγράφομε μία από τις πολλές ρήσεις του πρώ­του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως μετά την άλωση, του θρησκόληπτου Γεωργίου Κουρτέση Γενναδίου ή Σχολα­ρίου. Μόλις είχε πέσει ολόκληρο το Βυζάντιο στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων και αυτός τολμά να ειπεί: «Χαίρε στρατιώτα Χριστού καί τής αυτού δόξης υπέρδικε, χαί­ρετε ώ μα­κάριαι χείρες τούς γούν δυσσεβείς καί αλάστορας Ελληνιστάς καί πυρί καί σιδή­ρω καί ύδατι καί πάσι τρόποις αξα­γα­γατέτης παρούσης ζωής ράβ­διζε, είργε, είτα γλώσ­σαν αφαίρει, είτα χείραν απότε­μνε, καί άν ούτω μένει κα­κός, θα­λάττης πέμ­πε βυθώ.». Ελπίζομε ότι καταλάβατε αυτό εδώ πλήρως. Αν όχι, κοιτάξε­τε πως θα το καταλάβετε!

Τί βλέπομε όμως σε αυτά εδώ τα κακοηθέστατα και ξεδιάντροπα λόγια του Γεν­να­δίου.

 

Πρώτον ότι, αυτά τα λό­για αντικατοπτρίζουν και πιστοποιούν πλήρως την πρώ­ην ανελλιπώς λειτουργούσα Βυζαντινή Ιερά Εξέτα­σιν, τους Βυζαντινούς Πο­λι­τι­κο-θρησκευτικούς Νόμους και τα Βυζαντινά βασανιστή­ρια. Τέτοια πο­λύ παρό­μοια λόγια ευρίσκομε και στην Χρονογραφία του Πορφυρογεννήτου, κ. α., για την τύχη των ητ­τηθέντων εικονομάχων ή αιρετικών στα χέρια των ορθοδόξων εικονολατρών. Τί σύμ­πτωση άραγε! Επί της εικονομαχίας μελε­τή­σετε και Τό έπος τής Ει­κονομαχίας, Κωνσταντί­νου Παπαρηγοπούλου, Εκδό­σεις Ωκεανίδα ΑΕ, 2005, και θα μάθετε πολλά που δεν τα ξέρετε.

 

Δεύτερον ότι, ο Γεννά­δι­ος εύχεται και επιθυμεί όλα αυτά να δια­τη­ρη­θούν και να συνεχιστούν με τη νέα οθω­μανική τάξη πραγμάτων.

 

Τρίτον ότι, όπως πάντοτε ακόμα και μετά την άλωση Ελληνιστές υπήρχαν, αλλά συνεχώς τελούσαν υπό τρομερή δίωξη, και ο βρωμερός Γεννάδιος με θράσος μυρίων πιθήκων, όπως και προκάτοχοι του, τους ονο­μάζει «δυσσε­βείς καί αλάστορας» και θέλει να τους βγάλει από τη μέση διά παν­τός είδους βασανιστηρίων. Εί­ναι αυτός ο ίδιος ο οποίος, αν και βιολο­γι­κά προήλθε από το γένος των Ελλήνων, εδήλωσε: «αν ερωτηθώ αν είμαι Έλ­λην ή Χριστιανός, τό­τε θα απαντήσω: Χριστι­α­νός!». Συγκεκριμένα είπε: «Έλλην ών τήν φωνήν, ουκ άν ποτε φαίην Έλλην είναι, διά τό μή φρονείν ως εφρόνουν ποτέ οι Έλληνες· αλλ' από τής ιδίας μάλιστα θέλω ονομάζεσθαι δόξης, και ει τις έροιτό με τίς ειμί, αποκρινούμαι Χριστιανός είναι.»! (MS. Grec de Paris, No 778, f. 209).

 

Επίλογος

 

Ελπίζομε ότι έχομε δώσει μια συνοπτική εικόνα περί της Βυζαντινής Ιεράς Ορθοδόξου Εξετάσεως. Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να βρει πάρα πολλά αντικειμενικά συγγράμματα επ’ αυτής και να μελετήσει για να βρει πολλές λεπτομέ­ρειες και πολλά στοιχεία που δεν παραθέσαμε λόγω συντομίας. Ακόμα με μια τέτοια μελέτη ημπορεί να πι­στοποιήσει τα ολίγα στοιχεία που παραθέσαμε εδώ. Αν νομίζει ότι προπαγανδίζομε σκοπίμως, ψευδώς, ή από συμφέρον, τότε να μας διαψεύσει και να μας γελοιοποιήσει παραθέτοντας τα αληθή στοιχεία, αλλά με τις αποδείξεις τους και τις αναφορές από αντικειμενική βιβλιογραφία και όχι με πομ­φόλυγες! Εί­ναι και­ρός να διαφανεί η καθαρή αλή­θεια και να πάψει το μέγα ψέμα ότι: «Στο Βυζάν­τιο και στην Ορθόδοξο Ανατολική Εκκλησία δεν υπήρχαν Ιερά Εξέτασις, ιεροί πό­λεμοι, καταστρο­φές, βία, βασανιστήρια, φόβος και τρόμος, κλπ!». Αυτά όλα υπήρχαν και μάλιστα θε­ωρούμενα ολικώς σε πολύ αγρι­ό­τερη μορφή και δράση από τα αντίστοιχα της Δυ­τι­κής Εκκλησίας τουλάχιστον κατά την διάρκεια των κοινών αιώνων δράσεως.

 

Δια περαιτέρω μελέτη

 

Ελληνικά

 

1)     Αλέκος Αγγελίδης, Ρασοφόροι, Ημέρες και Έργα του Ιερατείου, Εκδόσεις Πλάτωνος, Θεσσαλονίκη 1999.

Ο τίτλος του τα λέει όλα. Μελετείστε το!

 

2)     Απάντησις εις τό Χριστιανικόν Κείμενον - Λίβελλον «Κοινότοπα Αρχαιο­λατρικά Παραμύθια», Συλλογική Εργασία τής Επιτροπής διά τήν Αναγνώρι­σιν τής Ελληνικής Θρησκείας, «Τό Καρουχαρείον» Διδακτικόν Μέσον 84, Απρίλιος 2006.

 

3)     Η Aντιπαγανιστική Nομοθεσία της Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέσα από τους Κώδικες, Εισαγωγή – Μετάφραση Αφροδίτη Καμάρα, Εκδόσεις Κατάρτι, 2000.

 

4)     Λιλή Ζωγράφου, Αντιγνώση, Τα Δεκανίκια του Καπιταλισμού, 17η Έκδοση, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια,1974 - 1983.

 

5)     Αμαλία Κ. Ηλιάδη, Εικονομαχία και Αντιμοναστική Στροφή, (Κων/νος Ε΄), Τρίκαλα 2003.

 

6)     Γιώργου Δ. Καρανικόλα, Ρασοφόροι, Συμφορά του Έθνους, Δ΄ Έκδοση συμ­πληρωμένη, Εκδόσεις Θουκυδίδης, Αθήνα 1985.

Ο τίτλος του τα λέει όλα. Μελετείστε το!

 

7)     Γιάνη Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, 2 Τόμοι, Εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1975.

Ειδικά για το παρόν θέμα μας μελετείστε τις σελίδες 321-406 του δευ­τέρου τόμου. Εκεί θα βρείτε πολλά στοιχεία για το πως τελικά επεκράτησε η χρι­στιανική μάστιγα και πολλά στοιχεία για την Ιεράν Εξέτασιν και την βία που ήσκησε οπου­δή­πο­τε έφτασε η χάρη της!

 

8)     Παν. Μαρίνης, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, Εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήναι 2003.

 

9)     Παν. Μαρίνης, Φωνή Εξυπνισμού εν τω Αιώνι της Νυκτός, Εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήναι 2005.

 

10) Βασίλης Μισύρης, Τα Άγια Ρεμάλια, Εκδόσεις Ευρώτας, Αθήνα 1989.

 

11) Μυστική Βιβλιοθήκη, Μυστικές Εταιρίες, Στ΄ Έκδοση, Εκδόσεις Αρχέτυπο, Θεσσαλονίκη 2002.

 

12) Κωνσταντί­νος Παπαρηγόπουλος, Τό έπος τής Ει­κονομαχίας, Εκδό­σεις Ωκεανίδα ΑΕ, 2005,

 

13) Βλάσης Γ. Ρασσιάς, Υπέρ της των Ελλήνων Νόσου, 3 Τόμοι, Εκδόσεις Ανοικτή Πόλη, 1992-2002. (551 σελίδες.).

Τόμος Πρώτος: Περί Πατρώων Θεών, γ΄ έκδοση. (Σελίδες 185.).

Τόμος Δεύτερος: Η Συρρίκνωση της Αρχαίας Ψυχής, β΄ έκδοση επαυξημένη. (Σελίδες 182.).

            Τόμος Τρίτος: Ες Έδαφος Φέρειν.. β΄ έκδοση επαυξημένη. (Σελίδες 184.).

 

14) Βλάσης Γ. Ρασσιάς, Μια.. Ιστορία Αγάπης (Η Ιστορία της Χριστιανικής Επικρατήσεως), Εκδόσεις Ανοικτή Πόλη, 1999.

 

15) Κυριάκος Σιμόπουλος, Βασανιστήρια και Εξουσία, Από τήν Ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, τό Βυζάντιο καί τήν τουρκοκρατία ώς τήν εποχή μας, Αθήνα 1987.

Δια τό πα­ρόν θέμα μας καί ειδικά τής βυζαντινής ιεράς εξετάσεως μάς ενδιαφέρουν τά βασα­νι­στήρια τής βυζαντινής εποχής.

 

16) Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, Από το +333 έως το +1821, Τέσσερις Τόμοι, Αθήνα 1970-1989.

 

17) Επαμ. Ι. Σταματιάδου, Οι Καταλανοί εν τή Ανατολή, Βιβλιοθήκη Ιστορι­κών Μελετών 32, 1869.

Εδώ θα βρείτε την απάντηση τι ήθελαν οι Καταλανοί στην Ανατολή επί Κομνηνών. Μελετείστε το.

 

Μεταφράσεις στα Ελληνικά από τα Γερμανικά

 

18) Karlheinz Deschner, Η Εγκληματική Ιστορία του Χριστιανισμού, Μετάφραση από τα Γερμανικά, Εκδόσεις Κάκτος, 2004. (3418 σελί­δες.).

Τόμος 1ος: Πρώιμα Χρόνια. (Σελίδες 878.).

Τόμος 2ος: Το Τέλος του Αρχαίου Κόσμου. (Σελίδες 710.).

Τόμος 3ος: Αρχαία Χριστιανική Εκκλησία: Α΄ Πλαστογραφίες, Απάτες Θαυμάτων – Λειψάνων – Προσκυνημάτων. (Σελίδες 539.).

Τόμος 4ος: Αρχαία Χριστιανική Εκκλησία: Β΄ Σκοταδισμός, Εκμετάλ­λευση, Κατα­στροφές. (Σελίδες 451.).

Τόμος 5ος: Η Αρχή του Μεσαίωνα: Α΄ Μεροβίγγειοι. (Σελίδες 440.).

Τόμος 6ος: Η Αρχή του Μεσαίωνα: Β΄ Καρολίδες και Καρλομάγνος, Ο Χριστιανικό­τατος Σφαγέας της Ευρώπης. (Σελίδες 400.).

 

19) Karlheinz Deschner, Σεξουαλικότητα και Χριστιανισμός, Μετάφρα­ση από τα Γερμανικά, Εκδόσεις Μαύρη Λίστα, 2004.

 

Ξενόγλωσσα

 

20) Acharya S, The Christ Conspiracy, the Greatest Story ever Sold, AUP 1999.

Η Χριστό-Συνωμοσία, το Μεγαλύτερο Παραμύθι που Πωλήθηκε ποτέ. Εκτός από τις σχετικές σελίδες 6 και 10 που αναφέραμε εντός του άρθρου, περιέχει πλήθος εξαι­ρε­τικής βιβλιογραφίας και στοιχείων μαζί με μια πολύ ενδια­φέ­ρουσα και πιθανή εξήγη­ση της εμφανίσεως του χριστιανικού φαινομένου εκ του παγκοσμίου ηλιοαστρικού μύθου.

 

21) Michael Baigent, Richard Leigh, The Inquisition, Penguin Books, 2000. Πρόκειται για μια γενική Ιστορία της Ιεράς Εξετάσεως.

 

22) Christopher Bush Coleman, Ph. D., Constantine the Great and Christianity, Columbia University Press 1914.

 

23) Helen Ellebre, The Dark Side of Christian History, Morningstar and Lark, 1996

 

24) G. W. Foote, J. M. Wheeler, Crimes of Christianity, Printed by the Coptic Press, 7 Coptic Street, London W. C., obtainable at Pioneer Press, August 1887.

Πρόκειται για εξαιρετικό κατάλογο των χριστιανικών εγκλημάτων ανά τους αιώνας. Δεν είναι πλήρης και για κάποιο λόγο διακόπτεται απότομα.

 

25) Robert Held, Inquisition / Inquisición, Torture Instru­ments – Instrumentos de Tortura, Qua d’ Arno, Florence, 1991.

Πρόκειται διά καλαίσθητον άλμπουμ με­γάλου μεγέθους με πολλές σπουδαίες ιστο­ρι­κές σημειώ­σεις, εικόνες και παρουσίαση των τρο­μα­κτι­κών οργάνων βα­σανισμού της Ιεράς Εξετάσεως. Η έκδοσις είναι δίγλωσσος, αγγλική και ισπα­νική.

 

26) Maude Aline Huttmann, The Establi­shment of Christiani­ty and the Proscri­p­tion of Paga­nism, New York, The Co­lumbia University Press, 1914,

Η εδραίωσις του Χριστιανισμού και η Προγραφή του Παγανισμού. Εδώ υπάρ­χουν όλες οι λεπτομέρειες των οικτρών χριστιανικών νόμων από τον Κωνσ­ταντίνο και εφεξής για την βιαία μετατροπή του αρχαίου κόσμου στην χρισ­τι­ανική δοξασία.

 

27) A. H. M. Jones, Constantine and the Conversion of Europe, University of Toronto press, 1904-2001.

 

28) Henry Kamen, The Spanish Inquisition, a historical revision, The Folio Society, London 1998.

Μια ιστορική αναθεώρηση της Ισπανικής Ιεράς εξετάσεως από την Folio Society του Λονδίνου. Το κατά πόσον συμφωνείτε εναπόκειται στις γνώσεις σας και στην κρίση σας.

 

29) D. G. Kousoulas (Έλλην Καθηγητής), The First Christian Emperor, Τhe Life and the Times of Constantine the Great, Rutledge Βooks Ιnc., 1997.

 

30) George MacDonald, Thumb Screw and Rack, Austin, Texas, AAP, 1991. Πρόκειται διά συνοπτική παρουσίαση βασανιστηρίων και φρικιαστικών οργά­νων βα­σα­νι­σμού της Ιεράς Εξετά­σεως με σπουδαίες ιστορικές σημειώσεις και μια περι­λη­πτι­κή παρουσί­α­ση του φρικτού μαρτυρίου του Geleyn Cornelius από τους ιεροεξεταστές το έτος 1572, στις σελίδες 6-7.

 

31) Malleus Maleficarum, Translated from Latin and with an Introduction, Bibliography and Notes, by Rev. Montague Summers, The Pushkin Press, London, 1928-1951.

Πρόκειται για το τρομακτικό εγχειρίδιο της Καθολικής Ιεράς Εξετάσεως, με τίτλο η «Σφύρα κατά των Κακοπραγούντων»! Μόνον από τoν τίτλο καταλα­βαίνεις κανείς πε­ρί τίνος πρόκειται. Ένα μεγάλο μέρος του εγχειριδίου αναλώ­νονται με τους τρόπους διαπιστώσεως του αν μία γυναίκα κατέστη έγκυος από άνδρα ή από κανένα διαβολο (incubus). Το τί πάθαινε η γυναίκα αν διαπί­σ­τω­ναν ότι είχε μείνει έγκυος από διαβο­λο (και όχι από άνδρα) το αφήνομε στη φαντασία σας...

 

32) Uta Ranke-Heineman, Eunuchs for the Kingdom of Heaven (translated from German), Doubleday, 1990.

 

33) Kathy Rudy, Sex and the Church, Beacon Press, 1997.

 

34) The Russian Primary Chronicle, Laurentian Text, Translated into English and Edited by Samuel Hazzard Cross and Olgerd P. Sherbowitz-Wetzor, The Mediaeval Academy of America, Publication No 60, Third Printing, Cambridge Massachusetts 1973.

 

35) Evaggelos G. Vallianatos (Έλλην Διδάκτωρ), The Passion of the Greeks: Christianity and the Rape of Hellenes, Clock & Rose Press, 1st Edition, December 1, 2006.

 

36) Charles B. Waite, History of the Christian Religion to the Year Two Hundred (200), Fifth Revised Edition, C. V. Waite & Co., Chicago 1900 - 1992.

 

37) Joseph Wheless, Forgery in Christianity, Kessinger Publishing.

 

38) Joseph Wheless, The Church that was Founded on Lies and Forgeries, Christian Frauds, Forgeries and Fakeries Exposed, Haldeman – Julius Publications. ―]


ΔΥΟ ΕΠΩΝΥΜΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ

 

1Ο Pascal – 2O Chesterton

 

            Στο παρόν άρθρο επιθυμούμε να αναπτύξομε δύο αρκετά παλαιά χριστιανικά και επώνυμα επιχειρήματα, τα οποία ακούμε πολύ συχνά και από τους εγγράμμα­τους και από τους αγράμ­ματους πιστούς όλων των χριστιανικών διομολογή­σεων. Το μεν πρώ­το σκοπό έχει να μας πεί­σει ότι είναι προς όφε­λος και συμφέρον μας το να πι­σ­τεύ­ομε, ούτως ή άλλως, στον χρι­στι­ανι­κό Θεό. Το δε δεύτερο έχει σκοπό να απο­δεί­ξει ότι η χρι­στι­α­νική θρη­σκεία εί­ναι οπωσ­δήποτε η μόνη αλη­θινή, διότι ο Ιησούς Χρι­στός είναι ο αληθινός Θεός. Θέλομε λοιπόν μαζί με τη διατύπωσή τους να εκ­φράσομε ορι­σμένες κρί­σεις, από­ψεις και αντιρ­ρήσεις προς ενη­μέ­ρωση του κοινού. Μετά καλόν είναι, ο καθένας να τα σκε­φτεί λιγάκι και να τα κρίνει.

 

            Επιχείρημα πρώτο, του Γάλλου Blaise Pascal (1623-1662): Το επι­χεί­ρημα αυ­τό συνήθως καλείται «στοίχημα του Pascal» και συνοψίζεται ως εξής:

 

«Δεν μπορούμε να αποδείξομε ότι υπάρχει Θεός. Αλλά αν υπάρχει Θεός, τότε ο πιστός θα κερδίσει τα πάντα (βασιλεία των ουρανών) και ο άπιστος θα χάσει τα πάντα (κόλα­ση). Εάν πάλι Θεός δεν υπάρχει, τότε ο πι­στός δεν χάνει τίποτα και ο άπι­στος δεν κερ­δίζει τίποτα. Έτσι λοιπόν, με το να πιστεύομε στον Θεό έχομε τα πάντα να κερ­δί­σομε και τίποτα να χά­σο­με

 

            «Έτσι λοιπόν, με το να πιστεύομε στον Θεό έχομε τα πάντα να κερ­δί­σομε και τί­ποτα να χά­σο­με.», αν βεβαίως όλα συμβούν όπως ακριβώς τα προδιαγράφει και τα προβλέπει ο Pascal. Ειδάλλως, ισχύει άραγε το «έχομε τα πάντα να κερ­δί­σομε και τί­ποτα να χά­σο­­με»; Για να εξετάσομε λοιπόν το ερώτημα αυτό στα επόμενα.

            Πρέπει να έχομε κατά νουν ότι ο Pascal από πολύ νεαρά ηλικία επέδειξε υψη­λή μεγα­λο­φυ­ΐα στα μαθηματικά και τη φυσική. Από της ηλικίας των ένδεκα ετών άρ­χισε να κά­νει, χωρίς αμφιβολία, αξιοθαύμαστα επιτεύγματα και στους δύο κλάδους. Έτσι όταν εδώ ομι­λεί περί του ότι «δεν μπο­ρούμε να αποδείξομε ότι υπάρχει Θεός», εννοεί μα­θη­μα­τική απόδειξη. Πράγματι εδώ έχει δίκιο, διότι είναι πλέον γνωστό από την αναλυτική φι­λοσοφία, ότι απόδειξη υπάρξεως Θεού κατά μαθηματι­κόν τρόπο εί­ναι αδύνατον να υπάρ­ξει. Όλες οι μακροχρόνιες προσπάθειες αποδείξεως υπάρξεως ενός εξωκοσμικού δημι­ουργού θεού έχουν αποτύχει. Όλα τα επιχειρήματα διαφόρων θρησκολήπτων θεολόγων και μεταφυ­σι­κών φιλοσόφων, τα οποία πολλές φορές απαν­τάμε και σε διδακτικά βιβλία και για τα οποία κομπάζουν οι θρησκό­λη­πτοι, έχουν δι­άφορα τρωτά και αγεφύρωτα ση­μεία και ακολούθως αποτυγχάνουν να αποδείξουν την εκ των προτέρων τεθείσα επιθυμητή ύπαρξη ενός εξωκοσμικού θεού δημιουργού.

            Το επιχείρημα αυτό του Pascal, το χρησιμοποίησε και ο προτεσταντίζων Έλ­λην, Ευγέ­νιος Βούλ­γαρις (1716-1806), εναντίον του Βολτέρου (François Marie Arouet, 1694-1778) μια φορά που συναν­τήθηκαν σε μια συνεδρίαση. Πολύ θα θέλαμε να βλέπαμε από κοντά πως αντέδρασε ο Μέγας Σκεπτικιστής Βολτέρος σ’ αυτό το σαθρότατο, εκφοβιστικό και δικολα­βί­στικο επιχεί­ρημα το οποίο θα αντικρού­σο­με σ’ αυτή την ερ­γασία! Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούμε εναντίον του είναι βασισμέ­να σε αντι­κειμενικά δεδομένα και στη λογι­κή, ποτέ στον παρα­λο­γι­σμό.

            Ως γνωστόν, ο Pascal ανετράφει ως Kαθολικός και ύστερα προσεχώρησε στη σκλη­ρή αίρεση των Γιανσενιστών. Έτσι «Θεός» για τον Pascal εσήμαινε τον Χριστι­α­νικό Θεό. Το ότι «ο πι­στός θα κερδίσει τα πάντα» σημαίνει τον πιστό Χριστιανό και τη μετά θάνατο αιώνια ζωή στη βα­σι­λεία των ουρανών. Το ότι «ο άπιστος θα χάσει τα πάντα» εννοεί την κα­τα­δίκη του στην αιώνια κό­λαση. Όπως βλέπομε, ο Pascal προσ­παθεί να διατυπώσει το επιχείρημά του κα­τά γενικό τρόπο, νομίζοντας έτσι ότι εξάγει ένα γενικό θεολο­γι­κό ή φιλοσοφικό συμπέ­ρα­σμα. Π.χ., μιλάει για Θεό γενικά χωρίς να κατονομάζει τον χριστιανικό Θεό. Πλην όμως οι χριστιανικές του πεποιθήσεις προδίδονται αμέσως. Εξαρτημένος πλήρως από τη χρι­στιανική θρησκεία και θεο­λο­γία του εκφοβισμού και του τρόμου, εκτός του ότι έβαλε σε παρένθεση τις φράσεις «βασιλεία των ουρανών» και «κόλαση», προεξοφλεί το γεγονός ότι κάθε άλ­λος Θεός θα ενεργήσει σύμφωνα με τη συνταγή του χριστιανικού Θε­ού με πιστούς και απίσ­τους.

Στην Καινή Διαθήκη και τη χριστιανική θεολο­γία η σκληρή και αμετάτρεπτη τι­μωρία των απίστων αναφέρεται συνεχώς. Έτσι ο Pascal, έχοντας κολ­λήσει μόνον στα χριστιανικά δόγματα, εννοεί την τιμωρία που προβλέπει ο χρι­στι­α­νι­κός Θεός χω­ρίς να λαμβάνει υπ’ όψη τί θα γί­νει, λ.χ., με έναν πιστό βου­διστή ή ινδουιστή, κλπ. Τί θα κά­νει με αυτόν ο Θεός του Pascal, εφ’ όσον και αυτός σε Θεό πι­στεύει και μά­λισ­τα ακ­ράδαντα; Άραγε, επειδή πι­στεύει σε διαφορετικό Θεό θα τιμωρηθεί και αυτός από τον χριστιανικό Θεό στην αιώνια κόλαση, όπως και κάθε άπιστος, ή αυ­τός θα αφ­εθεί στη δικαιοδοσία του Θεού που πιστεύει; Ο Pascal, τυφλωμένος από την χριστια­νική κα­τή­χηση από την οποία διαπαιδαγωγήθηκε, πα­ρα­βλέπει εντελώς τα ερωτήματα αυ­τά. Το ζο­φερό ερώτημα, τί θα κάνει ο χρι­στιανικός Θεός κατά την τελική κρίση αυ­τούς που δεν τον γνώρισαν ή αυτούς που πραγ­μα­τικά πιστεύουν σε άλλους Θεούς ή αυτούς που είναι ειλικρινείς σκεπτικιστές δεν μπορεί να το έχει απαντήσει η χρισ­τια­νική θεο­λογία. Ακούει κανείς ένα σωρό από αν­τιφατικές και αντι­κρουόμενες απαντή­σεις κατά το δοκούν των θιασω­τών των διαφόρων χριστιανικών αιρέσεων.

 

            (Για τη σκλη­ρή τι­μω­ρία των απί­στων στην Καινή Διαθήκη βλέπε, π.χ.: Ματ­θαίoς 10: 33, 11: 20-24, 24: 38-39, Μάρ­κoς 6: 11, 8: 38, 16: 16, Λoυ­κάς 10: 10-15, 12: 9, 13: 3, 5, 17: 26-29, 19: 27, Iω­άν­νης 3: 18, 36, 5: 29, 8: 24, 12: 48, Πρός Ρω­μαίoυς 14: 23, Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 6: 1-11, Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 6: 14-16, Πρός Εφε­σί­oυς 2: 12, 5: 4-8, Πρός Κoλασ­σα­είς 3: 6, Β΄ Πρός Θεσ­σαλoνικείς 2: 11-12, Α΄ Πρός Τι­μό­θε­1: 19-20, 6: 20-21, Β΄ Πρός Τι­μό­θε­ 2: 12, 23, Πρός Τί­τoν 3: 9-10, Πρός Εβραίoυς 10: 28-31, Επιστολή Α΄ Ιωάννου 5: 10, κλπ.).

 

Μπορεί ο Pascal να ήταν μεγάλος μαθηματικός και φυσικός, όσον όμως αφο­ρά τη φιλοσοφία απέτυχε οικτρά. Ήταν, βλέπετε, τυφλωμένος από τη χρι­στι­α­νι­κή πί­στη και θεολογία. Γι’ αυτό δεν κατάλαβε, ή μάλλον παρέβλεψε, ότι το επιχείρημά του εί­ναι ανει­λι­κρινές και ανήθικο αφού βασί­ζεται καθαρά στον εκφοβι­σμό που προ­έρχε­ται από έναν παράλο­γο, μετα­φυσικό και ωμό φόβο, στον οποίον ο Pascal πίστευε εκ προοιμίου. Μας υπενθυμίζει την «Πα­ραβολή του Πλουσίου και του Λαζά­ρου», από το Κα­τά Λουκάν Ευαγ­γέλιον 16: 19-31, και μας ωθεί να τη ξα­ναδιαβάσομε. Είναι ακρι­βώς αυτό που λένε οι ανεξέταστοι και απλοϊκοί: «Λένε πως δεν υπ­ά­ρχει κό­λαση, μα αν υπάρ­χει;...». Δεν είναι κανέ­να επιχείρημα διά την ύπαρξη του Θεού, δεν προ­άγει κα­μιά γνώ­ση, δεν παράγει αλήθεια και ούτε πείθει ότι ού­τως έχουν τα πράγ­ματα. Εί­ναι ένα στοίχη­μα τύπου κα­ζί­νου αφού ουσιαστικά στοι­χηματίζεις στη μία από τις δύο εκ­δοχές του, σε ‘κείνην που νομί­ζεις ότι σε συμ­φέρει καλλίτερα. Το να πιστεύομε στον Θεό του Pascal είναι το ελάχιστο που μπο­ρούμε να κά­νο­με για να γλιτώσομε από το κα­κό που μας περιμένει εν εναν­τία πε­ριπτώ­σει. Αυτό είναι και το τελικό χάρ­τινο επι­χείρημα που τραβάνε από το μανίκι οι ιε­ροκήρυκες και απολο­γη­τές του Χρι­στι­α­νι­σ­μού, όταν κανείς τους κλείσει όλες τις γωνίες με δεδομένα και λογι­κά επιχειρήματα. «Μην πιστεύεις εσύ και θα δεις μετά τι θα πά­θεις...!».

Αυτά όμως, δεν εί­ναι φιλο­σο­φία αλλά μια διαστροφική και καταστροφική θε­ο­­λο­γία, στην οποία έχει συ­ν­ηθίζει ο Χρι­στιανισμός από την έναρξή του μέχρι και σή­μερα. Ση­μει­ώ­σετε ενταύθα ότι η έμπνευση φόβου, τρό­μου και σκληρής ατελείωτης τι­μω­ρίας, κλπ. είναι ένα από τα πιο αποτε­λε­σμα­τικά όρ­γανα πει­θούς δια­φόρων οικ­τρών, καταστρο­φι­κών και μοι­ραίων διά την ανθρω­πό­τητα θρησκειών. Έτσι ακόμα και ο Pascal, ιδίως την εποχή που έζησε, δεν μπόρεσε να ξε­φύγει από την εξαρτο­ποί­ηση που του είχε δημιουρ­γήσει η μα­κραίωνη χρι­στιανική θεο­λογία και κατήχηση του τρόμου και της καταπίεσης. Ενώ διέθετε το ιδιοφυές ταλέντο για να γίνει ένας λαμ­πρότερος επιστήμονας και φι­λό­σο­φος και να ξεφύγει από τις καταστροφικές χριστι­α­νικές δοξασίες, η κα­ταστροφική χρι­στιανική διαπαιδαγώγησή του, κυριολεκτι­κή πλύ­ση εγκε­φάλου, τον ώθησε στο να περι­μένει τη Δευ­τέρα Παρουσία!

Όσοι επικαλούνται αυτό το επιχείρημα, και είναι δυστυχώς πάρα πολλοί, δεν εν­νοούν να καταλάβουν ότι η πίστη δεν γίνεται κατά παραγγελίαν, ούτε πι­στεύω επει­δή με συμφέρει, όπως το θέλει ο Pascal. Αν δη­λαδή, για τους λόγους μου, ειλι­κρι­νά δεν μπορώ να πιστέψω, τότε πρέπει καλά και σώ­νει να πιστέψω λόγω συμφέρον­τος ή για να σταμα­τή­σω να φοβάμαι την «επικειμένην σπάθη τού Δαμοκλέους» και τους φό­βους που άλλοι διέσπειραν; Η θρησκευτική πί­στη δεν πρέπει να μεταλλάσ­σε­ται σε θρησκοληψία, τουτέ­στιν μια τυφλή αφοσί­ω­ση και νο­μι­μοφροσύνη άνευ σκέψε­ως και έρευνας, όπως απαι­τούν όλες οι καταστροφικές θρησκείες και αυτής του Pascal συμ­περιλαμβανομένης. Η θρη­σκευτική πίστη είναι ένα μέσο διά του οποίου θα ενστερ­νι­σθώ και θα πεισθώ ότι ούτως έχουν τα πράγ­ματα και δεν είναι μέσο τυφλο­σουρ­τι­σ­μού.

(Μια μικρή παρένθεση: Εδώ τονίζομε ότι κάθε πίστη δεν μπορεί να κάνει αλ­λιώς πα­ρά να ενέ­χει δό­ση αμφιβολίας και αβεβαιότητας περί του ότι τα πράγματα έχουν ού­τως. Γι’ αυ­τό εξ’ άλλου είναι και πίστη και όχι αποδεδειγμένη γνώση. Αν πι­στεύεις κάτι δεν σημαί­νει ότι αυτό ισχύει μόνο και μόνο επειδή το πιστεύεις. Αυτό εί­ναι και άλλος ένας λόγος που το επιχεί­ρημα του Pascal ονομάσθη επιτυχώς, στοίχημα του Pascal. Μπο­ρείς να πι­στεύεις κάτι επειδή δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο περί αυτού, αλλά αυτό δεν σημαί­νει ότι το γνωρίζεις. Γι’ αυτό κράτα την πίστη σου αν σου αρέσει, αλλά μην τη χρησι­μο­ποιείς σαν επιχεί­ρη­μα, ή γνώση, ή ως αιτία φανατισμού και επιθετικότητας εναντίον άλλων. Ακόμα και στην επιστη­μο­νι­κή πί­στη υπάρχει η αμφιβολία. Πολλές φορές που αυτή η αμ­φιβολία αποδεικνύεται βά­σι­μη, τότε ανα­θε­ω­ρούμε τις επι­στημονικές θεωρίες προς μίαν εξελικτική άνοδο και βελ­τί­ωση. Η θρη­σ­κευ­τι­κή πίστη όμως, μπορεί ως αυ­θαί­ρετη, να θεωρείται υπέρτατη αλή­θεια από αυ­τούς που την πι­στεύουν, αλλά ακόμα και αυτή πά­σχει συνεχώς και είναι ισχυ­ρά δαι­μονισμένη από το πρό­βλη­μα της παν­τε­λούς ελλείψεως ασφαλών κριτη­ρίων, τα οποία εξασφαλίζουν την εγ­κυρό­τητα, βάσει κάποιων κανόνων, των όσων πι­στεύει ένας θρη­σκευτικά πιστός. Ακόμα και ο θρη­σκευτικά πι­στός έχει του­λάχιστον υποσυ­νείδητα το σαράκι της αμφιβολίας. Όμως δεν εί­ναι δια­τεθειμένος να αναγνω­ρίσει φα­νερά κάτι τέτοιο ή να αναθεωρήσει την πίστη του τουλάχιστον οσάκις έλθει σε αντι­φάσεις και αδιέξοδα. Αν και όποτε κάνει κάτι τέ­τοιο, τό­τε αλλάζει θρησκεία ή αίρε­ση. Γι’ αυτό και έχομε χιλιάδες θρησκείες και αιρέσεις. Ο Χριστιανισμός, «αν και, κατά τους Χρι­στιανούς, είναι η μία και μοναδική αληθινή θρησκεία», κατέχει το χρυ­σό μετάλλιο στον αριθμό αι­ρέσεων: 33 400. Κλείνει η πα­ρέν­θεση.).

Το στοίχημα του Pascal είναι επίσης επιχείρημα ατομικής σωτηρίας και δεν νοι­ά­ζεται καθόλου για το κοινωνικό γίγνεσθαι και τον πολιτισμό επί της γης. Αυτό το απέ­δει­ξε και ίδιος στην πράξη με το τρόπο ζω­ής που διάλεξε να ακολουθήσει μετά το έτος 1654 που ήταν ένα από τα πιο δη­μιουργικά έτη της ζωής του. Κατά λογικήν εφαρμογή της κα­ταστροφικής θεολογίας και θρησκείας που είχε ασπαστεί, απεσύρθη πλήρως από την κοι­νωνία για να βιώσει ως μοναχός πλέον τις θρησκευτικές του πε­ποιθήσεις και απο­κα­λύ­ψεις, όπως ο ίδι­ος αναφέρει σε κά­ποιες σημειώσεις, μέχρι την ώρα που θα «αποδη­μού­σε εις Κύριον». Ακόμα κατά:

 

1.     Το καταστροφικό ασκητικό ιδεώδες του Χριστιανισμού (Ματ­θαί­ος 3: 1, 4, 4: 2, 10: 34-39, 16: 24-25, 19: 29 «καί πάς ός αφήκεν οικίας ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυ­ναί­κα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν τού ονόματός μου, εκατον­τα­πλασίονα λείψεται καί ζωήν αι­ώ­νι­ον κληρονομήσει», Μάρκος 1: 4, 6, 12-13, 8: 34-35, 10: 29-30, Λουκάς 3: 2, 4: 1-2, 12: 49-53, 14: 26, «εί τίς έρχεται προς με καί ου μ­ισεί τόν πατέρα καί τήν μητέρα καί τήν γυναίκα καί τά τέκνα καί τούς αδελφούς καί τάς αδελφάς, έτι δέ καί τήν εαυτού ψυχήν, ου δύναται είναί μου μαθητής.», 18: 29-30, κλπ.),

2.     Το πρό­τυπο του Αποστόλου Παύλου (Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς θ΄: 27 «...υπο­το­πι­ά­ζω μου το σώ­μα και δουλα­γωγώ...», Πρός Κo­λασ­σα­είς γ΄: 2-5 «τά άνω φρο­νείτε, μή τά επί τής γής.... Νε­κρώσατε ούν τά μέλη υμών τά επί τής γής,...», κλπ.),

3.     Το παράδειγμα πολλών στυλιτών, ευνούχων, αναχωρητών, ερημιτών, ασκη­τών και αγί­ων των πρώ­των αιώνων και των μοναχών όλων των αιώνων του Χρι­στιανισμού,

 

ο Pascal προκαλούσε πόνους και ταλαιπωρίες στο σώμα του, με διαφόρους τρόπους, για να μην αι­σθάνεται ποτέ καλώς έχειν. Όταν απεβίωσε απεκαλύφθη ότι φορούσε μια φανέ­λα πάνω στην οποία είχε ράψει σιδηρά άγκιστρα για να τον παρενοχλούν και να τον πλη­γώνουν! Μιλάμε δηλαδή για τρέλα και παρα­λή­ρημα! Τον τρέ­λανε δυστυ­χώς η χριστια­νι­κή πίστη του, όπως είχε τρελάνει τόσους ερημίτες, στηλίτες, πηγαδί­τες, αναχωρητές, ευ­νούχους, μοναχούς, σκητήτες, κλπ, επί πολλούς αιώνες! Κατ’ αυ­τόν τον συλ­λο­γισμό θα έπρεπε ο κα­θένας να κάνει το ίδιο, προκει­μέ­νου να σωθεί (από τί άραγε;), και έτσι να σταμα­τή­σει η κοι­νω­νική καλυ­τέ­ρευση και ο πο­λιτι­σμός. Αυτό θα πει καταστροφική θρη­σκεία εν δράσει! Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι, τί στάση κρατά κανείς έναντι μιας τέτοιας φρικτής θρησκείας. Κάνει συνεχώς διορθω­τι­κές κινήσεις κάτω από τις συνεχείς εξωτερικές πιέ­σεις που την πολιορκούν και συνε­πώς καταφεύγει στην αί­ρεση ή την εγ­κα­ταλείπει τε­λεί­ως. Επειδή εδώ πρόκειται για θρησκεία, η απάντηση κάθε ειλι­κρι­νούς αν­θρώπου είναι η τελειωτική εγκατάλειψη.

Κατά τον συλλογισμό αυτόν του Pascal, για να είμαστε σίγουροι, θα έπρεπε να πι­στεύ­ομε σε όλες τις θρη­σκείες που βασί­ζον­ται στον φόβο και την τιμωρία μην τυχόν και κά­ποια άλλη θρησκεία είναι σω­στή. Αν όμως επρό­κειτο να πιστεύο­με σε μία μόνο θρη­­σκεία, τότε θα έπρεπε να εκλέξο­με εκείνη που υπό­­σχεται τη χειρότε­ρη κόλαση. Αυ­τή, κατά τα φαινό­μενα, είναι η Μου­σουλ­μα­νική ή η Ζω­ρο­α­στρική θρη­σκεία, αλλά ποιος να ξέρει στα σί­γουρα. Ποιος ξέρει αν, π.χ., ο Ισ­λα­μι­κός Αλ­λάχ, ή ο Ζω­ρο­α­στρικός Αρι­μάν είναι πράγ­μα­τι ο αληθινός Θεός, και τότε το στοί­χημα αυ­τό του Pascal καθίσταται πο­λύ πιο ρι­ψο­κίν­δυνο από όσο ενομί­ζε­το! Σ’ αυτή την περί­πτω­ση αλί­μονο στους Χριστιανούς! Έχα­σαν το στοίχημα!

Όλες οι θρησκείες που βασίζονται στον φόβο και στην υπόσχεση μιας συνε­χής φρικτής τιμωρίας που σε περιμένει αν δεν τις πιστέψεις είναι ανήθικες. Μία απ’ αυτές τις θρησκείες είναι και ο Χριστια­νισμός. Η πίστη σε μια τέτοια θρησκεία δεν είναι προϊόν νη­φα­λί­ων, εχεφρόνων, λογικών και κανονικών διαδικασιών και κατα­στάσεων. Ούτε κά­ποιος ενστερνίσθη αυτή τη θρησκεία επειδή επείσθη χωρίς κατα­ναγκασμό ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Η πίστη αυτή είναι προϊόν συνεχούς φόβου, τα­λανιστικού εκφοβι­σμού, κα­ταναγ­κα­σμού και παραληρήματος, δηλαδή ανωμάλων καταστάσεων και διαδι­κασιών. Ως εκ τούτου αυτές οι θρη­σκείες και πίστεις είναι ανήθικες, καταστροφικές και δεν αξίζουν κανενός σεβασμού.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο σκέψεως υπάρχουν πολλοί πιστοί στον κόσμο σήμερα που ασπάζονται πολλές θρησκείες ταυτοχρόνως, παρ’ όλο που η μια αντιτίθενται στην άλλη. Το κάνουν γιατί, όπως εξηγούν, είναι καλλίτερα να αγοράσουν όσο πιο πολ­λές ασφάλει­ες ζω­ής μπορούν αντί να αγοράσουν μόνο μία! Ιδού πόσο σχιζοφρε­νι­κή έχει καταντήσει μια ανθρωπότητα που από τη μια κατέχει επιστήμες και τεχνολο­γία ενώ από την άλλη μα­στί­ζεται από δεισιδαιμονίες και ανοησίες.

Ακροβατεί όποι­ος πι­στεύει στον Θεό για τους λόγους τους οποίους υπαινίσ­σε­ται το στοίχη­μα του Pascal. Διότι αν υπο­θέσομε ότι αυτός ο Θεός του Pascal υπάρχει, τό­τε ως παντογνώστης και «ετάζων νεφρούς καί καρ­δίας» γνωρίζει ήδη τους πονη­ρούς και υστερόβουλους λόγους για τους οποίους ο πιστός αυτός πιστεύει. Δηλαδή, γνωρίζει ήδη ο Θεός ότι η πίστη του πιστού αυτού δεν είναι γνήσια και ειλικρινής, αλ­λά είναι υπολο­γι­στική, ωφελιμιστική, συμφερον­τολο­γι­κή και επομένως κί­βδηλη. Τότε λοιπόν ο Θεός, ως ηθικός τιμω­ρός, κα­τά πάσαν πιθανότητα θα τιμωρήσει δε­όντως έναν, τέτοιου τύπου, υπο­κριτή πιστό. Βλέπομε λοιπόν και πάλι ότι το στοί­χημα αυτό καθίσταται εξαιρετικά επι­κίνδυνο!

            Δεν αληθεύει το ότι «ο πιστός δεν χάνει τίποτα». Με τις μεταφυσικές και θρη­σκευτικές πίστεις που βασίζονται στον φόβο, καταρρακώνομε ετούτη τη ζωή έναντι της προτιμήσεώς μας για μια που δεν ξέρομε μετά θάνατον και διατηρούμε ένα ψέμα αντί τι­μιότητας. Οι θρησκείες απαιτούν χρόνο, ενέργεια και πολυάριθμο ανθρώπινο δυναμικό, σπαταλούν πολύτιμο υλικό και τερά­στια ποσά χρημάτων, χρησιμοποιούν τεράστια έκταση­ καλλιεργήσιμης και οικοπεδησίμου γης, κλπ. Όλα αυτά θα μπορού­σαν να διατε­θούν για τις ανάγ­κες και την καλυτέρευση του κόσμου αυ­τού, αντί να πηγαίνουν χαράμι για αέρα κοπανιστό και εμπόριο της ελπίδας. Επίσης, η συμ­μόρ­φω­ση κατά τις θρη­σκευ­τικές επι­ταγές κατα­στροφικών θρη­σκειών είναι ένα πολύ ισχυ­ρό εργαλείο των τυ­ράννων κατά του λαού και ζοφερή απειλή κατά της ελευθε­ρίας και του πολιτισμού.

            Όπως αναφέραμε, ο ίδιος ο Pascal από ηλικία 31 ετών εγκατέλειψε την κοινω­νία, τις επιστήμες και τα μα­θηματικά. Έτσι η ανθρωπό­τητα, τα μαθηματικά και οι φυ­σικές επι­στήμες στερήθηκαν, πο­λύ δυστυχώς, τις υπηρε­σί­ες ενός μεγαλοφυούς ταλέν­του. Τί κρίμα! Ποιος ξέρει πόσο θα ωφελείτο όλος ο κόσμος με επι­πρόσθετες ανακα­λύψεις του ιδι­οφυούς Pascal. Δηλαδή ζημιώθηκαν οι επιστήμες, τα μαθημα­τι­κά, η πρόοδος και ο πο­λι­τισμός για να ωφεληθεί μια ανόητη και καταστροφική θρησκεία και θεολογία. Το ερώ­τημα και πάλι είναι, τί στάση κρατάμε έναντι εννοιών που δεν μπορούν να απο­δει­χ­θούν (ψευδοεννοιών, όπως τις αποκαλεί η αναλυτική φιλοσοφία). Εγκαταλείπομε την εδώ ζωή και υποφέρομε βάσανα, που πολλές φορές εμείς επίτη­δες προκαλούμε, για να κερδίσομε μιαν άλλην υποθετική, ή προσπαθούμε να δούμε τί μπορούμε να κάνομε με τούτην εδώ; Οι καταστροφικές θρησκείες κατα­στρέφουν την εδώ ζωή. Οι υπεύθυνοι ανθρωπιστές προ­σπαθούν να τη βελτιώσουν και να την κά­νουν πιο ευτυχισμένη.

Μετά το 31ο έτος της ηλικίας του λοιπόν, αφοσιώθηκε στη χριστιανική θρη­σκεία και θεολο­γία Πολλοί προ­σθέτουν και τη φιλοσοφία, αλλά εμείς διαφωνούμε ριζικά με αυτό. Ουσι­αστι­κά έκανε μια πολύ αυστηρή χριστι­ανική θεολογία η οποία κατέκρινε την υπο­κρι­σία των Ιησουϊ­τών και ορθοδόξων Καθολικών, αλλά δεν είχε καμία σχέση με τη φιλοσοφία. Ως γνωστόν ο Pascal είχε προσχωρήσει στην αυστηρή και σκληρή ομάδα των Γιανσενιστών του επισκόπου Jansen [1], οι οποίοι είχαν απο­κηρυχθεί ως αιρετικοί από τους ορθοδόξους Καθολικούς. Από κει και πέρα, οι ενέρ­γειές του ήταν καθαρά λογικές εφαρ­μο­­γές της καταστροφικής θρησκείας που εδέχθη ως απόλυτη αλήθεια. Σ’ αυτό το σημείο οφείλομε να ομολογήσομε ότι ήταν ειλι­κρι­νής. Μακάρι να ήσαν όλοι ειλικρινείς σαν τον Pascal για να ξεκαθαρίσει η κατάστα­ση. Ακόμα και το επιχείρημα - στοίχημα που αντι­κρούομε εδώ είναι μια τέτοια λογι­κή εφαρμογή. Εκείνο που του διέφυγε όμως, πώς να το δια­κρίνει άλλωστε, είναι ότι στη­ριζόταν σε λάθος βάσεις. Από κει και πέρα με λαν­θα­σμένη αρχή, είναι γνω­στόν ότι, διά της λο­γικής μπορούσε να βγάλει ό,τι συμπεράσματα ήθελε.

 

[Υποσημείωση 1: Cornelius Jansen, 1585-1638, Ρωμαιοκαθολικός επίσκοπος της πό­λε­ως Ypres της Φλάνδρας, ο οποίος απ­έρριπτε την ελευθέρα βούληση και πίστευε στην ανένδοτη χάρη και στην περιορισμένη εξιλέωση.]

 

Πολλοί εξαίρουν το βιβλίο του Pensées (Σκέψεις), αλλά εμείς το απορρίπτο­με. Είναι οι ιδιωτικές θρησκευτικές σκέψεις ενός φανατικά πιστού που ανήκει σε μία σκληρή χρι­στι­ανική αίρεση, ο οποίος φαντάζεται απο­καλύψεις και αναμένει το τέλος της εδώ ζω­ής για να μεταβεί στην επόμενη. Αυτό το βιβλίο δεν έχει καμία φιλοσο­φι­κή αξία. Με λί­γα λόγια για τον Pascal η υπέρτατη αλήθεια βρίσκεται αποκλει­στικά στην Εβραι­ο­χρι­στι­ανική Βί­βλο και η πίστη είναι πολύ ανωτέρα της λογικής. Εδώ βε­βαίως εννοεί τη «θρη­σκευτική πί­στη», η οποία είναι εντελώς διαφορετική έννοια από την «επιστημονική πί­­στη» και δεν πρέπει να μπερδεύεται με αυτήν. Διαφωνούμε κα­τάφορα και με τα δύο αυτά καταστρο­φι­κά στοιχεία της χριστιανικής θρησκείας. Η Βί­βλος είναι πλή­ρης με παν­τός εί­δους αντι­φά­σεις, σχιζοφρένιες, λάθη, ανοησίες, πα­ρα­λογισμούς, θηριωδίες, ανηθι­κό­τη­τες, ασχημίες, κλπ. Όλα αυτά μπορείτε να τα εντο­πί­σετε με μια καλή μελέτη της Βίβλου.

Όσον αφορά τη λο­γι­κή, ποιος προτιμά αντ’ αυ­τής τον πα­ρα­λο­γι­σμό, την ανο­η­σί­α, τη σχιζο­φρέ­νεια και την τυ­φλό­τητα; Να όμως που μερικοί ή μάλλον πολλοί την προτιμούνε! Π. χ., μια φορά ένας καθηγητής της χημείας, πραγματικά αποκρουστικός χα­ρακτήρας, για να δικαιο­λογήσει την χαμέρπεια και αντιφατικότητά του μαζί και την κοινωνική του αδράνεια και υποκρισία μού επετέθη λέγοντας ότι είναι εντάξει το να γίνεται κανείς παράλογος εφ’ όσον αυτό τον κάνει να αισθάνεται καλά και τον βο­η­θά! Τότε τον ρώτησα αν διδάσκει την χημεία διά της λογικής ή του παραλογισμού και αυτός απάντησε ότι δεν θέλει να συζητά μαζί μου! Χαρακτηριστική αυτή η αγε­νής συμπεριφορά και απάντηση όλων αυτών των χαμαιλεόντων! Εί­ναι λοιπόν σο­βα­ρά πράγ­μα­τα αυ­τά;

Καθόλου παράξενο όμως, δι­ό­τι πώς αλλιώς θα μπο­ρού­σε ο Pascal να αντι­πα­ρέλθει όλες τις αντιφάσεις όχι μόνο της Βίβλου αλλά και ολοκ­λήρου του Χριστιανισ­μού; Πώς αλλιώς θα μπορούσε να δικαιολογήσει τις αυ­θαί­ρε­τες, σα­θ­ρές και διαστρο­φικές βάσεις πάνω στις οποίες στηρί­ζε­ται αυτή η καταστρο­φι­κή θρη­σ­κεία; Μόνο διά του παραλογισμού, δηλαδή της θρησκευ­τικής τυφλής πίστε­ως! Δεν είναι βεβαίως μό­νον ο Pascal που ενέργησε έτσι. Πάρα πολ­λοί πιστοί έχουν διαπράξει και ακόμα διαπ­ράττουν τα ίδια. Μάλιστα δε, για να προσδώ­σουν αληθοφά­νεια στη θρησκευτική τους πίστη επικα­λούνται την επιστημο­νι­κήν τοιαύ­τη. Όταν λοι­πόν φτά­σουν στα ζό­ρια χρη­σιμοποιούν όλα αυ­τά τα δι­κο­λα­βί­στι­κα και σο­φιστικοειδή άλματα και τε­χνάσματα; Καλλίτερα, δεν σο­βα­ρεύονται λι­γά­κι;

Ο Pascal προφανώς δεν μπορούσε να απελευθερωθεί από την περίφημη πρω­ταρ­χική αρ­χή του Χριστιανισμού: «Πίστευε και μη ερεύνα». Αυτήν την αρχή χρη­σι­μοποιεί και κάθε άλλη καταστροφική θρησκεία διότι είναι η πιο βολική για να δικαιο­λογήσει οτι­δή­ποτε ανόητο επιβάλλει στους οπαδούς της. Προέρχεται και αυτή από την Καινή Διαθήκη και την Ιεράν Παράδοσιν. Στη B΄ Πρός Κορινθίους 5: 7, ο Παύλος δικαιο­λο­γεί τις μετα­φυ­σι­κές του δο­ξασίες διά της τυφλής πίστεως, ως εξής: «... διότι (στην εδώ ζωή) περιπατούμε με την πίστη και όχι με την όραση». Επί­σης στην Α΄ Πρός Τιμόθεον, 1: 3-4, ο Παύ­λος πα­ραγ­γέλ­λει στον Τιμόθεον να μηνύσει στους οπα­δούς τού κηρύγματός του στην Μα­κε­δο­νία: «...να μην διδάσκουν ξένες διδασκα­λίες, ούτε να δί­νουν προσοχή σε απέ­ραν­τους μύ­θους και γενεα­λο­γίες, που προκαλούν μάλ­λον συ­ζη­τή­σεις παρά εξυπηρετούν το σχέδιο του Θεού το οποίο βασίζεται στην πίστη». Μό­νο πί­στη λοιπόν και όχι διερευνητικές συζητή­σεις... (Βλέπε και Α΄ Πρός Κορινθίους 1: 17-30, κλπ.). Στο Κατά Ιωάννην Ευ­αγγέλιον 20: 29 διαβάζομε: «λέγει αυτώ ο Ιησούς· ότι εώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οι μη ιδόν­τες και πιστεύσαντες.». Αργό­τε­ρα, μία από τις αποφάσεις της συ­νό­δου της Εφέ­σου το 431 Κ. Ε. ήταν και το: «Πίσ­τευε τω θαύματι και μη ερεύνα λο­γι­σμοίς το γινόμενον.». Το ίδιο προπα­γαν­δί­στη­κε και στη Δύση από τον Ιερό Αυγου­στί­νο και τη χριστιανική σχολή της Καρχι­δό­νας. Ο Pascal ως φανατικός Χριστιανός θε­ο­λό­γος σίγουρα εγνώριζε αυ­τές τις αρχές.

Παρ’ όλο που η γνω­στικιστική ει­σαγωγή του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου αρ­χί­ζει με το «Εν αρ­χή ήν ο Λό­γος...» ο Χρι­στι­α­νισμός κατάφερε να μην έχει καμία εγγε­νή λογι­κή. Εδώ, η λέ­ξη «Λό­γος» έχει πολ­λές ση­μα­σί­ες. Ανά­με­σα όμως, σε όλες αυ­τές τις ση­μα­σί­­ες την προ­έ­χου­σα θέ­ση κα­τέ­χει η λο­γι­κή. Γι’ αυ­τό εξάλ­λου «Λό­γος» και «Λο­γική» έχουν την ίδια ετυ­μο­λο­γι­κή ρί­ζα. Χω­ρίς λο­γι­κή τα πά­ντα επι­τρέ­πο­νται και τα πάντα ταυ­το­χρό­νως απα­γο­ρεύ­ο­νται και τα πά­ντα αλ­λη­λο­α­ναιρούν­ται. Δεν υπάρ­χει επι­χεί­ρη­μα και δεν υπάρχει συ­μπέ­ρα­σμα για τί­πο­τα. Ούτε ο ίδιος ο Pascal θα μπο­ρού­σε να διατυ­πώ­σει το ενταύθα επιχεί­ρημά του χωρίς τη λογική, όπως είδαμε πριν λίγο! Κα­μιά πο­λι­τι­σμική πρό­ο­δος δεν εί­ναι δυ­να­τή άνευ λο­γικής. Ή δε­χό­μα­στε τους γρα­π­τούς και άγρα­φους κα­νό­νες της κοι­νής λο­γι­κής ή αλ­λιώς ας πα­ραι­τη­θού­με από τα πάν­τα και να μην συ­ζη­τά­με για τί­­πο­τα, προ­τού παρανοήσομε τε­λεί­ως και αμε­τα­κλή­τως και ακολουθήσομε το παράδει­γ­μα του Pascal, του Αποστόλου Παύλου και τόσων άλλων. Οι παρανοϊκοί, προ­φα­νώς, ανήκουν στα φρενοκο­μεία. Ας μην ξε­χνάμε λοιπόν τη σο­φή ρήση του μεγάλου Πλάτω­νος: «Ει τί καλό μαν­θάνη τις μάθημα διά λό­γου μαν­θάνει· καί οι τά σπουδαιό­τατα επι­στά­μενοι κάλ­λιστα διαλέ­γονται.».

            Δεν είναι επίσης σωστό ότι «ο άπιστος δεν κερδίζει τίποτα». Πρώτα απ’ όλα διά ποίων κριτηρίων προεξοφλεί ο κάθε Pascal ποια είναι τα πράγματα εκείνα που εί­ναι ση­μαντικά και έχουν αξία για κάποιον; Η άρνηση της θρη­σκεί­ας είναι συνήθως μια εξαι­ρε­τικά θετική εμπειρία απε­λευ­θέ­ρω­σης, που δημιουργεί νέες απόψεις και κο­σμοθεάσεις, ελευθερία αναζήτησης και έρευνας, και απαγκίστρωση από τον φόβο. Οι ελεύ­θεροι στο­χα­­στές είναι πάν­τοτε εκείνοι που συμμετέ­χουν στην πρώτη γραμμή του μετώ­που της κοι­νω­­νικής και ηθικής προό­δου και συμ­βά­λουν τα μέγιστα σ’ αυτές. Ο άπιστος ζει συνήθως μια πολύ καλλίτερη και χα­ρού­μενη ζωή, βασισμένη στην κοι­νω­νική ηθική του περιβάλ­λοντός του, από έναν πιστό που ζει σύμφωνα με την κα­τα­σ­τρο­φική ηθική μιας θρησκεί­ας η οποία βασίζεται στον φόβο και τον τρόμο. Ο άπι­σ­τος αντιμετωπίζει τον θάνατο με απά­θεια και στωικότητα χωρίς να σκέπτεται τα επέ­κει­να. Ο πιστός όμως που νο­μί­ζει ότι δεν έζησε ορθώς και σύμφωνα με τις επι­τα­γές της θρησκείας του, υποφέρει πολύ όταν αισθά­νεται το τέλος να πλησιάζει. Αμφι­βάλλει συνεχώς περί του ποίου στρατοπέδου θα τον κατατάξει ο Θεός του. Η βασα­νι­στική αυτή αμφιβολία είναι πάντοτε δεμένη με τον φόβο της πιθανής επιλογής του φρικτού στρα­τοπέδου της τιμωρίας και έτσι ο πιστός διάγει μια αχρηστευμένη ζωή αφού είναι συνε­χώς καθηλωμένη στον φόβο και τον θάνατο.

            Ποια Ηθική Ύπαρξη, όπως π. χ. αυτή του Χριστιανικού Θεού ή του Αλλάχ, κλπ., θα βασανίζει επ’ άπει­ρον έναν ειλικρινή αμφισβητία; Εάν ο Θεός είναι τόσο χαιρέκακος και άδικος, ώστε να βασανίζει κάποιον αιωνίως επειδή δεν μπόρεσε να πιστέψει αυτόν τον Θεό συγκεκριμένα, τότε οι θεϊστές (οι οποίοι δεν πίστεψαν στον Θεό του Pascal αλλά σε έναν ακαθόριστο Θεό) βρί­σκονται σε χειρότερο κίν­δυνο από τους αθεϊστές (οι οποίοι δεν πί­στεψαν σε κανέναν Θεό). Ίσως πάλι ο Θεός να έχει ένα τόσο διε­­στραμμένο κρυφό βίτσιο που να καταδικάσει όλους, πιστούς και απίστους το ίδιο. (Π. χ., στον Μασσοριτι­κόν Ιεζεκιήλ 21: 8-9 ο ίδιος ο Θεός Γιαχβέχ λέγει στον προφήτη να ειπεί: «Ειπέ στη γη Ισ­ρα­ήλ, ‘Ούτως ομίλησε ο Θεός Γιαχβέχ: Ιδού είμαι εναντίον σας! Θα τραβήξω το ξίφος μου από την θήκη του και θα εξολοθρεύσω δι­καίους και αδίκους από ανάμεσα σας. Ε­πει­δή λοιπόν έχω εξολοθρεύσει δικαίους και αδίκους από ανάμεσα σας, διά τούτο το ξίφος μου θα εξέλθει από την θήκη του εναν­τίον κάθε σάρκας από νότο μέχρι βορρά.». Έχον­τας διαβάσει αυτά εδώ ρωτάμε: Τί άκρη βρίσκει κανείς με τούτα τα λόγια; Μα εί­μα­στε με τα καλά μας;... Αλλά οι Χρι­σ­τιανοί δι­καιολογούνται συνεχώς με το ρητό: «Τίς οίδε τάς βουλάς τού Θε­ού;»...). Αλ­λέ­ως πως, στρέφοντας το στοίχη­μα από την ανάπο­δη, ίσως ο Θεός σώ­σει μόνο εκεί­νους που δεν τον πιστεύουν, επειδή εκτίμησε και εθαύ­μασε το θάρρος και την ειλι­κρί­νειά τους.

            Το τελικό συμπέρασμα του στοιχήματος: «Έτσι λοιπόν, με το να πιστεύομε στον Θεό έχομε τα πάντα να κερ­δί­σομε και τίποτα να χά­σο­με.» δεν ισχύει καθόλου στα σίγου­ρα, όπως υπαινίσσεται ο Pascal. Διότι αν ο Θεός του Pascal δεν υπάρχει και εμείς τον πι­στεύ­ο­με με τον τρόπο που απαιτεί, τότε όχι μόνο δεν θα κερδίσομε τίποτα μελλοντικά αλ­λά και θα χά­σομε και πάν­τα τα επίγεια. Δηλαδή κυνηγώντας τη με­τά θάνατον ζωή και αν­τα­πό­δο­ση, θα χάσο­με όχι μόνο εκείνη τη ζωή αλλά και ‘τούτην εδώ. Μετά υπάρχει η πε­ρί­πτω­ση, ο Pas­cal να έχει κάνει λάθος και να υπάρχει Θεός μεν, αλλά να είναι κάποιος άλλος θεός και όχι ο δι­κός του. Οπότε, αν μι­λήσομε με πι­θα­νότητες, τις οποίες ο ίδιος ο Pascal θεμελίωσε με τον μεγα­λοφυή Fermat, συμπε­ραίνομε τα εξής. Αφού δεν μπορούμε να απο­δείξομε ότι υπάρχει Θε­ός, όπως το πα­ρα­δέχεται και ο ίδιος ο Pascal, είναι φυσικό να πούμε ότι Θεός υπάρχει με πι­θα­νό­τη­τα 50% και δεν υπάρχει με πι­θανότητα 50%. Ας υποθέσομε λοι­πόν ότι Θεός υπάρχει και ότι αυτός είναι ο Θεός του Pascal με πιθανό­τη­τα 50%. Εδώ με­ρολη­πτού­με κατά πολύ υπέρ του Pascal διότι υπάρ­χουν δύο εκα­τομμύρια θεότητες οι οποίες δι­εκ­δι­κούν τη θέση του Θεού που υποθέσαμε ότι υπάρ­χει με κάποια πιθα­νότητα μεγα­λύ­τερη από το μηδέν. Δί­νο­με δηλαδή 50% πιθανότητα στη χριστι­ανι­κή θεότητα και 50% σε όλες τις άλλες μαζί. Τότε το στοί­χη­μα του Pascal κερ­δί­ζει με πιθα­νότητα όχι πε­ρισ­­σό­τε­ρη (μάλλον λι­γό­τερη) από 50% Χ 50% = 25% και επομένως χάνει με πιθα­νότητα του­λά­χι­στον 75%. Γνωρίζοντας αυτές τις πιθανότητες σας ερω­τάμε, πώς θα στοιχημα­τί­ζα­τε;

            Εν πάση περιπτώσει, η πίστη σε έναν Θεό η οποία βασίζεται σε φόβο, τρόμο και συμφέρον είναι ανήθικη, ανειλικρινής, δεν παράγει την παραμικρή γνώση περί αληθείας, δεν απο­τελεί κανένα επιχείρημα για την ύπαρξη Θεού, είναι καταστροφική και δεν αξίζει καθόλου να τη θαυ­­μά­ζει ή να την ακολουθεί κανείς. Συ­ν­επώς δεν έπε­ται καθόλου ότι ένας τέτοιος υποθετικός Θεός αξίζει να λα­τρεύ­ε­ται. Ή μήπως κάνο­με λάθος και αξίζει λατρείας και θαυμασμού; Τί λέτε;

           

Επιχείρημα δεύτερο, του Άγγλου Gilbert Keith Chesterton (1874-1936): Το επι­χεί­ρημα αυτό συνοψίζεται ως εξής:

 

«Σε μερικούς στίχους των Ευαγγελίων ο Ιησούς ισχυρίζεται ότι είναι Θεός αλη­θινός και το ίδιο συνάγεται από πολύ περισσοτέρους. Ως είναι φυσικό υπάρχουν δύο περιπτώσεις: Είτε ήταν Θεός, είτε δεν ήταν. Στη δεύτερη περίπτωση αν εγνώριζε ότι δεν ήταν Θεός, τό­τε ήταν ψεύτης. Αν πάλι δεν το εγνώριζε, ένας τέτοιος ισχυρισμός αποδεικνύει ότι ήταν τρε­λός. Αλ­λά δεν μπορεί να ήταν ψεύτης διότι υπέφερε φρικτά πάθη και θάνατο για τους ισχυρι­σμούς του. Επίσης, κατά τα γραπτά των Ευαγγελίων απο­κλείεται να ήταν τρελός. Συνε­πώς μόνο η πρώτη εναλλακτική περίπτωση ισχύει, ότι δηλαδή ο Ιησούς ήταν πραγματικός Θε­ός

 

            «Είτε ήταν Θεός, είτε δεν ήταν.». Αυτή η αρχή «της του τρίτου ή μέσου αποκ­λίσεως» όπως τέθηκε και διατυπώθηκε από τον Αριστοτέλη ισχύει μόνο αν η έννοια στην οποία αναφερόμαστε, εδώ η έννοια Θεός, είναι θεμιτή. Αν αυτή είναι ψευδοέν­νοια, τότε μιλάμε στο κενό χωρίς σημείο αναφοράς! Ακόμα πέραν των δυνατών εκ­δο­χών «ψεύτης ή τρε­λός» μπο­ρεί να ισχύουν και άλλες εκδοχές. Ας εξετάσομε λοιπόν στα επόμενα όλες τις δυνατές εν προκειμένω εκ­δοχές, πέραν της εκδοχής του «Θε­ού».

            Ο Chesterton ήταν συγγραφέας και ποιητής. Από αγγλικανός που ήταν προσε­χώ­ρησε στο Ρωμαιοκαθολικό δόγμα το 1922, και αυτή η μεταλλαγή του φέρει τη σφραγίδα της σε όλη την υπόλοιπη ζωή του και στα εφεξής έργα του. Ο θρησκευ­τι­κός φανατισμός του τον ώθησε στο να δια­τυ­πώσει το ανωτέρω επιχείρημα ως από­δει­ξη του ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος πραγμα­τι­κός Θεός. Όπως το επιχείρημα του Pascal έτσι και το επιχείρημα του Chesterton διατυπώνεται και κρί­νεται βάσει λο­γικής και όχι πίστης. Είναι ίδιο χαρακτηριστικό όλων των φανατικών πι­στών να χρη­σιμοποιούν την λογική οσάκις τους βολεύει και να την πα­ραγ­κωνίζουν οσά­κις δεν τους βολεύει. Αυτό κι’ αν εί­­ναι τρέλα. Αυτό το επιχείρημα λοι­πόν εξετάζομε και αντι­κρούομε εδώ, βάσει δεδο­μέ­­νων και λογικής.

            Στην Καινή Διαθήκη, 89 φορές ο ίδιος ο Ιησούς αναφέρει τον εαυτόν του αμέ­σως ή εμμέσως είτε άλλοι τον αναφέρουν ως «υι­όν του αν­θρώπου». Αναφέρονται 46 φο­ρές όπου άλλοι τον αποκα­λούν «υιόν του Θεού». Μεταξύ αυτών ήταν: Ο Πέτρος κατά την περίφημη και πολυ­σχο­λι­ασμένη ομολογία του στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέ­λιον 16: 13-20, ο Παύλος στην Πρός Ρωμαίους 1: 3-4, κ. α., και διάφορα δαιμόνια σε πολ­λές πε­ριπτώ­σεις. Ο ίδιος κάνει τέτοια δή­λω­ση για τον εαυτόν του μό­νο δύο φορές στον Ιωάν­νην 9: 35-37 και 10: 36. Επί­σης, στον Ιω­άν­νην 4: 25-26, βε­βαιώνει την Σα­μα­ρείτιδα ότι αυ­τός ήταν ο Μεσσίας ο λεγό­μενος Χρι­στός, πράγμα που το είχε επίσης παραδεχθεί και πρωτύτε­ρα κατά την ομολογία του Πέτρου, Ματ­θαίος 16: 13-20, Μάρκος 8: 27-30, Λουκάς 9: 18-21. Στα τρία πρώτα Συνο­πτικά Ευαγγέλια αποκα­λείται ή αναφέρεται και ως «υιός Δαυίδ» 14 φορές, πράγμα που το επιβεβαιώνει και ο Παύ­λος στην Πρός Ρω­μαίους 1: 3, Β΄ Πρός Τιμόθεον 2: 8 και σε άλλα σημεία των επιστο­λών του. Άλ­λοι ομο­λογούν ότι ήταν Θεός· ως Θεό τον ομο­λογούν οι:

 

1)     Ο Ιωάννης, Ιωάννης 1: 1 «ήταν με τον Θεό... και... ήταν Θεός», 1: 14.

2)     Ο ίδιος, Ιωάννης 10: 30 «εγώ και ο πατήρ έν εσμεν.»

3)     Ο Θωμάς, Ιωάννης 20: 28 «ο Κύριός μου καί ο Θεός μου.». [2]

4)     Ο Παύλος, Πρός Φιλιππησίους 2: 6 «ός εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο τό είναι ίσα Θεώ,», Πρός Κολασσαείς 2: 9 «ότι εν αυτώ κατοικεί πάν τό πλήρωμα τής θεότητος σωμα­τι­­­κώς». (Γνωστικιστικά σημεία εντός του Παύ­λου τα οποία πρέπει να εισήλθαν εντός των κειμένων από το τέλος του πρώ­του αιώνα και μετά.).

 

[Υποσημείωση 2: Όσον αφορά τα Ευαγγέλια, βλέπομεν ότι μόνο στο Κατά Ιωάννην απαντάμε τέτοια ομολογία. Όπως μας εξηγεί ο Μέγας Ιουλιανός στα γραπτά του, ο ίδιος ο Ιησούς ουδέποτε ομολόγησε ότι ήταν Θεός και διά τούτο δεν υπάρχει καμία τέτοια ομολογία στα τρία συνοπτικά Ευαγγέλια. Επει­δή όμως το Κατά Ιωάννην Ευαγ­γέλιον εί­ναι αρκετά μεταγενέστερο όλων των άλλων και την εποχή που γράφτηκε είχε αρχί­σει εντός μερικών χριστιανικών ομάδων να επικρατεί η πεποίθηση ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν Θεός όπως και ο Πατήρ Θεός, διά τούτο ο συγγραφέας του έλαβε το θάρ­ρος και έθεσε τέτοιες ομολογίες εν­τός των κειμένων του, όπως και τα διάφορα γνωστικίζοντα σημεία που υπάρχουν σπαρμένα εδώ και ‘κει λόγω των γνωστικιστι­κών πεποιθήσεων και επιρ­ροών του δευτέρου αιώνα.]

 

Πολλές φορές ο ίδιος ισχυριζόταν ότι είχε διάφορες θεϊκές δυνάμεις και εξου­­σίες, οι οποίες σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη ανήκαν μόνο στη δικαιοδοσία του Θεού Πα­τρός Γιαχβέχ. (Από την Παλαιά Διαθήκη κατ’ ουδένα τρόπον δεν εξάγεται ούτε το δόγμα­ πε­ρί μονογενούς Υιού του Θεού Γιαχβέχ, όπως το έχουν διατυπώσει οι Χριστιανοί, ούτε το δόγμα περί Αγί­ας Τριάδος, παρά τα φούμαρα της χριστιανικής θε­ο­λογίας. Αν θέλετε να πεισθείτε μελετήσετε την Παλαιά Διαθήκη και συζητήσετε το θέμα με Εβραίους ραβίνους.). Εκτός από αυτές τις δυνάμεις και εξου­­σίες, μερικές φο­ρές ισχυριζόταν και ότι ήταν Θεός, δηλα­δή ίσος με τον Πατέρα Θεό. Αυτά συ­νά­γον­ται και συμπε­ραί­νον­ται από τους εξής στί­χους, τους οποί­ους πα­ραθέ­το­με εδώ τα­ξινο­μη­μέ­νους:

 

1)     Έχει τη δύναμη να συγχωρεί αμαρτίες: Ματθαίος 9: 2-6, Μάρκος 2: 5-7, Λου­κάς 5: 20-21.

2)     Ο Θεός παρέδωσε στα χέρια του τα πάντα: Ματθαίος 11: 27, Λουκάς 10: 22, Ιω­άννης 3: 35, 16: 15 (κατέχει όλα όσα έχει ο Πατήρ).

3)     Θα κρίνει πάντα τα έθνη: Ματθαίος 25: 31-46.

4)     Έχει τον έλεγχο των αγγέλων: Ματθαίος 13: 41-42, 24: 31, Μάρκος 13: 26-27, Λουκάς 12: 8-9.

5)     Θα αποστείλει τους αγγέλους του για να συνάξουν τους εκλεκτούς του: Ματ­θαίος 24: 31, 25: 32.

6)     Δίδει στον Πέτρο τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών και του απονέμει θεϊ­κή εξουσία: Ματθαίος 16: 19. Στον Ιωάννη 20: 22-23 δίδει Πνεύμα Άγιον (πριν την Πεντηκοστή) και θεϊκή εξουσία στους ένδεκα μαθητές.

7)     Ευρίσκεται πάντα ανάμεσα σε κείνους που συγκεντρώνονται εν ονόματί του: Ματ­θαίος 18: 20.

8)     Θα ανταμείψει τα καλά έργα και θα τιμωρήσει τα κακά: Ματθαίος13: 41-42, 16: 27, 19: 27-28, 25: 32-33.

9)     Ο καθένας πρέπει να είναι πρόθυμος να θυσιάσει και τη ζωή του για χάρη του: Ματθαίος 10: 39, 16: 25, Μάρκος 8: 35, Λουκάς 9: 24.

10) Είναι ίσος με τον Θεό: Μάρκος 9: 37 «καί ός εάν εμέ δέξηται, ουκ εμέ δέχεται, αλ­λά τόν αποστείλαντά με.», Ιωάννης 5: 17-26, 8: 19, 17: 10.

11) Έχει εξουσία επί της ζωής του και επί πάσης σαρκός και αυτός δίδει «ζωήν αι­ώνι­ον»: Ιωάννης 10: 17-18, 17: 2

12) Κατά θεϊκό τρόπο, παραδίδει στους μαθητές του υπερφυσικές δυνάμεις: Ματ­θαί­ος 10: 1, Μάρκος 3: 15, Λουκάς 9: 1, 10, 19.

13) Βεβαιώνει ότι ως Θεός έχει την εξουσία να διορίζει και να αποστέλλει προφή­τες: Ματθαίος 23: 34.

14) Θα επανεμφανισθεί καθήμενος επί των νεφελών του ουρανού: Ματθαίος 24: 30, Μάρκος 13: 26, Λουκάς 21: 27.

15) Ισχυρίζεται ότι είναι ο μεσάζων μεταξύ Θεού και ανθρώπων: Ματθαίος 10: 32-33, Ιωάννης 14: 6, 15: 5.

16) Το «συμβάν» της μεταμορφώσεως υπονοεί την θεότητα του Ιησού κατά τους χριστιανούς και ότι το πάθος του ήταν εκούσιο: Ματθαίος 17: 1-13, Μάρκος 9: 2-13, Λουκάς 9: 28-36, Β΄ Πέτρου 1: 17-18.

17) Είναι αιώνιος και προϋπάρχων: Ματθαίος 22: 45 (ήταν ο κύριος του Δαυίδ στον ουρανό πριν ακόμα έλθει στη γη), Ιωάννης 8: 58-59 (υπήρχε πριν τον Αβραάμ), 17: 5 (είχε δόξα μαζί με τον Θεό προτού ακόμα δημιουργηθεί ο κόσμος), 24 (ο Θεός τον αγάπησε πριν από τις καταβολές του κόσμου).

18) Λέγει ότι: «Οτιδήποτε ζητήσετε από τον Πατέρα εν ονόματί μου, θα σας το δώ­σει»: Ιωάννης 14: 12-14, 15: 16, 16: 23-24.

19) Ο Πατήρ θα πέμψει τον Παράκλητο εν ονόματί του: Ιωάννης 14: 26, 15: 26 16: 7.

20) Του εδόθη πάσα εξουσία στον ουρανό και στη γη: Ματθαίος 28: 18.

21) Ο Θεός του έδωσε εξουσία να δίδει αιώνια ζωή πάνω σε κάθε σάρκα (που ο ίδιος θελήσει): Ιωάννης 17: 2.

22) Είναι ο πρίγκιπας του κόσμου: Ιωάννης 16: 11.

23) Κάθεται επί θρόνου δόξης που περιστοιχίζεται από τους αγγέλους: Ματθαίος 15: 31, Ιωάννης 1: 51.

24) Όχι ο Θεός, αλλά αυτός ο ίδιος θα κρίνει τους ανθρώπους: Ιωάννης 5: 22, 27.

25) Ισχυρίζεται ότι: «ίνα πάντες τιμώσι τόν υιόν καθώς τιμώσι τόν πατέρα, ο μή τι­μών τόν υιόν ου τιμά τόν πατέρα τόν πέμψαντα αυτόν,»: Ιωάννης 5: 23.

26) Είναι ένα με τον Πατέρα: Ιωάννης 10: 30, 17: 11, 22.

27) Ο Πατέρας είναι μέσα του και αυτός μέσα στον Πατέρα: Ιωάννης 10: 38.

28) Όποιος πιστεύει σ’ αυτόν πιστεύει σ’ αυτόν που τον έστειλε: Ιωάννης 12: 44.

29) Όποιος βλέπει αυτόν βλέπει και αυτόν που τον έστειλε: Ιωάννης 12: 45.

30) Όποι­ος πιστεύει ή βλέπει αυτόν, πιστεύει ή βλέπει και τον Πατέρα και ότι αυ­τός ο ίδιος είναι στον Πα­τέ­ρα και ο Πατέρας σ’ αυτόν: Ιωάννης 14: 1, 5-11, 17: 21.

31) Όποιος μισεί αυτόν μισεί και τον Πατέ­ρα: Ιωάννης 15: 23-24.

32) Προήλθε από τον Πατέρα: Ιωάννης 16: 27-28.

 

Εδώ αναφέρομε ότι, πολλοί πιστοί εννοούν ή δίδουν άλλες ερμηνείες σ’ αυτά τα χω­ρία ώστε να ισχυρίζονται πως ο Ιησούς Χριστός ουδέποτε απεκάλεσε τον εαυ­τόν του Θεό αλλά μόνον Υιόν του Θεού και Μεσσία Χριστό. Αυ­τές οι ερμηνείες μπο­ρεί να είναι υπο­κει­μενικές μπορεί και να μην είναι. Δεν θα μας απασχολήσουν εδώ. Εμείς προς χάριν των ορθοδόξων και τα δόγματά τους κρατά­με την «ορθόδοξη» και κυριολεκτική θέση που δια­τυ­πώ­σαμε στην προη­γούμενη πα­ρά­γραφο και που νοείται περισσότερο από το περιε­χό­μενο των ανωτέρω στί­χων. Αν τώρα διάφορες χριστιανι­κές ομάδες ή αιρέσεις διαφω­νούν ως προς την ερμηνεία, κλπ., αυ­τών των χωρίων ας κάνουν καλά μόνες τους με την ανόητη, βλακώδη και αντιφατική χριστιανική θεολο­γία και Αγία Γραφή που ασπάζονται. Προς αλήθειαν αυτής της σκληρής κριτικής προσφέρομε τις παρα­κάτω σχιζοφρενικές αντι­φάσεις που προκύπ­τουν από άλλους στίχους των Ευαγγε­λί­ων. Απ’ αυτούς τους στί­χους συνά­γε­ται το συμπέ­ρασμα ότι ο Ιη­σούς Χριστός ήταν κα­τώτερος του Θεού Πα­τ­ρός (αποκαλυφθέν­τος στον Μωυσή ως Γιαχβέχ). Π. χ.

 

1)     Ο Πέτρος στην πρώτη και δεύτερη ομιλία του, στις Πράξεις 2: 24, 32 «τούτον τον Ιησούν ανέστησεν ο Θεός, ου πάντες ημείς εσμεν μάρτυρες.», 3: 15, 4: 10, 10: 41 λέγει ότι ο Θε­ός ανέστησε και ήγειρε τον Ιησού εκ νεκρών. Δηλαδή δεν ανέστη­θηκε αφ’ εαυ­τού του ως Θεός, αλλά ανεστήθηκε κατόπιν επενερ­γείας του Θεού. Το επαναλαμβάνει και στην Α΄ Πέτρου 1: 21. Το ίδιο ακριβώς δηλώνει και ο Παύλος στις Πράξεις 13: 32-34, 17: 3, 31, Πρός Ρωμαίους 4: 24, 8: 11, 10: 9, Πρός Γαλάτας 1: 1, Πρός Εφεσίους 1: 20, Πρός Εβραίους 11: 19, 13: 20, κλπ.

2)     Ο εκλεκτός απόστολος του Ιησού Χριστού Παύλος στην Επιστολή Πρός Ρω­μαί­ους 1: 3-4 σαφώς δηλώνει ότι ο Ιησούς έγινε εκ σπέρματος Δαυΐδ και όχι από το Άγιο Πνεύμα: «περί του υιού αυτού, του γενομένου εκ σπέρματος Δαυΐδ κατά σάρ­κα, του ορισθέντος υιού Θεού εν δυνάμει κατά πνεύμα αγιωσύνης εξ αναστάσεως νεκρών, Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών,» και το επαναλαμβάνει στην Β΄ Πρός Τιμόθεον 2: 8. Αυτό έρχεται σε κατάφορη αντίφαση με το επί­σημο χριστιανικό δόγμα, τον Ματθαίον 1: 18, 20, κλπ.

3)     Όπως αφηγούνται τα κανονικά Ευαγγέλια ο Ιησούς Χριστός εβαπτίσθη από τον Ιωάννη Βαπτιστή, ενέργεια εντελώς αχρείαστη εάν ήταν ίδιος με τον Θεό.

4)     Αν ήταν ίδιος με τον Θεό, τότε τί ήθελε να προσεύχεται και να παρακαλεί τον Πατέρα όλη την ώρα, όπως αφηγούνται τα κανονικά Ευαγγέλια.

5)     Αν ήταν Θεός τότε τί ήθελε να ομιλεί συνεχώς με αλληγορίες, μεταφορές και άλλα διάφορα ακατανόητα στοιχεία και έτσι να παραμείνουν τα λόγια του ως θέματα ερμηνείας και όχι κυριολεξίας.

6)      «Πάντα μοι παρεδόθη υπό του πατρός μου· και ουδείς επιγινώσκει τον υιόν ει μη ο πατήρ, ουδέ τον πατέρα τις επιγινώσκει ει μη ο υιός και ώ εάν βούληται ο υιός απο­καλύψαι.» Ματθαίος 11: 27 και Λουκάς 10: 22.

7)      «ο δε είπεν αυτώ· τι με λέγεις αγαθόν; ουδείς αγαθός ει μη είς ο ΘεόςΜατ­θαίος 19: 17 και Μάρκος 10: 18.

8)     «...το δε καθίσαι εκ δεξιών μου και εξ ευωνύμων μου ουκ έστιν εμόν δούναι, αλλ’ οίς ητοίμασται υπό του πατρός μουΜατθαίος 20: 23, Μάρκος 10: 40.

9)     Κανείς δεν γνωρίζει την ώρα και τη στιγμή της Δευτέρας Παρουσίας, ούτε ο Υιός, παρ’ όλο που ο ίδιος ο Υιός θα παρουσιαστεί για δεύτερη φορά, παρά μόνον ο Πατήρ. Ματθαίος 24: 36, Μάρκος 13: 32, Πράξεις 1: 7.

10) «και προελθών μικρόν έπεσεν επί πρόσωπον αυτού προσευχόμε­νος και λέγων· πά­τερ μου, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο· πλήν ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ.» Ματθαίος 26: 39, Μάρκος 14: 35, Λουκάς 22: 43. Αυ­τά όμως έρχονται σε αντίφαση με τον Ιωάννην 18: 11 «είπεν ουν ο Ιησούς τω Πέτρω· βάλε την μά­χαιραν εις την θήκην· το ποτήριον ό δέδωκέ μοι ο πατήρ, ου μη πίω αυτό;».

11) «... Θεέ μου Θεέ μου, ινατί με εγκα­τέ­λι­πες;» Ματθαίος 27: 46, Μάρκος 15: 34.

12)  «... πάτερ, εις χείράς σου παρατίθεμαι το πνεύμά μου·...» Λουκάς 23: 46.

13) Χρειάστηκε δύο προσπάθειες για να θεραπεύσει έναν τυφλό, η πρώτη απέ­τυ­χε. Μάρκος 8: 22-26.

14) Μό­νον ο Πατήρ αποστέλλει το Άγιο Πνεύμα, ο Υιός δεν μπορεί να το αποσ­τείλει, Ιω­άννης 14: 26. Αλλά ο Ιωάννης έρχεται σε αντίφαση με τον εαυτόν του στον στίχο 20: 22, όπου ο ίδιος ο Χριστός ενεφύσησε και έδωσε Πνεύμα Άγιον στους ένδε­κα μαθητές του.

15) «... ότι ο πατήρ μου μείζων μού εστι·» Ιωάννης 14: 28.

16) «... ο παράκλητος... το Πνεύμα της αληθείας ό παρά του πατρός εκπο­ρεύ­ε­ται,...» Ιωάννης 15: 26.

17) Την εξουσία, την αποστολή και τη δόξα την έλαβε από τον Πατέρα. Ιωάννης 17: 2-5, 22.

18) «Ιησούν τον από Ναζαρέτ, ως έχρισεν αυτόν ο Θεός Πνεύμα­τι Αγίω και δυνά­μει, ...» Πράξεις 10: 38.

19) «περί του υιού αυτού, του γενομένου εκ σπέρματος Δαυίδ κατά σάρκα, του ορισθέντος υιού Θεού εν δυνάμει κατά πνεύμα αγιωσύνης εξ αναστάσεως νε­κρών, Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών,» Πρός Ρωμαίους 1: 3-4

20) «Μνημόνευε Ιησούν Χριστόν εγηγερμένον εκ νεκρών, εκ σπέρματος Δαυίδ, κατά το ευαγγέλιόν μου,» Β΄ Πρός Τιμόθεον 2: 8.

21) (Πολλοί άλλοι στίχοι στις Πράξεις των Αποστόλων και στις Επιστολές. Αναγ­ράφομε μερικούς εντός των ενταύθα κειμένων μας αλλά και μόνοι σας μπο­ρείτε να βρείτε και πολλούς άλλους.).

 

Μόνοι σας μπορείτε να βρείτε ακόμα περισσότερες τέτοιες αναφορές. Άντε λοιπόν να βρεί­τε άκρη μ’ αυτόν τον «θεόπνευστο» κυκε­ώνα αλ­λη­λοαν­τι­κρου­ό­μενων στίχων! Κι’ από πάνω, μερικοί διατεί­νονται ότι ο Ιησούς Χρι­στός των Ευαγ­γε­λί­ων εί­ναι ιστο­­ρικό πρό­σωπο, ενώ ιστορικές μαρτυρίες δεν υπάρχουν παρά μόνον αυτές οι αντιφατι­κές και μυθολογικές της Καινής Διαθήκης.

(Οι αντιφάσεις και παντός είδους λάθη είναι φαινόμενο συ­χνό πυκνό σ’ όλη την Βίβλο. Κάπου επτά χιλιάδες, αντιφάσεις, λάθη, κλπ. έχουν εντο­πι­στεί και κατα­γ­ραφεί στη διεθνή βιβλιογραφία. Οπότε καταλαβαίνει κα­νείς πόσο μπορεί να βα­σίζε­ται στα Ευαγ­γέλια, αλλά και σε ολόκληρη την Βίβλο, είτε σαν ιστο­ρικά κείμενα εί­τε σαν κεί­μενα πίστεως και να τα θεωρεί θεό­πνευ­στα. Στην προκει­μέ­νη περίπτωση οι Χριστιανοί θεολόγοι και απολογητές νομίζουν ότι ξεμπέρδεψαν την κατάσταση με το να αποδώσουν στον Ιησού Χριστό δύο φύσεις ή δύο θελήσεις. Την ανθρώπινη και την θεϊκή. Οπό­τε όταν ο Ιησούς συμ­πε­ριφέρεται ή ομιλεί κατά τρόπον ανάρμοστο προς την θεό­τητα, τότε είναι άνθρωπος, αλ­λιώς είναι θεός. Είδατε τί ωραία που βρή­κανε τη λύση;! Τέ­τοιες λύσεις που δεν είναι ελέγξιμες μπο­ρεί ο καθένας να βρει όσες του κατέβουν στη ξερή... Αλλά δεν είναι δική μας δουλειά και ούτε μας ενδιαφέρει να «ξεμπερδέψομε» τις χριστιανικές θεόπνευστες αντιφάσεις, ανοησίες, απάτες, μηχα­νορραφίες, κλπ., τις οποίες ούτε το άγιο πνεύμα μπορεί να ξεμπερδέψει!).

Οι περισσότεροι Χριστιανοί πιστοί ισχυ­ρί­ζον­ται ότι τα τέσσερα κανονικά Ευ­αγ­γέ­λια εγράφησαν από μαθητές του Ιησού Χριστού και από μαθητές των μαθητών. Αυτή είναι η επίσημη θέση και το μό­νιμο δόγμα της εκ­κλησίας μα­ζί με το ότι οι συγ­γραφείς ήταν εμπνευσμένοι από το Άγιο Πνεύ­μα (θε­ό­πνευ­στοι). Όμως όλοι οι επι­στή­μονες και ακόμα πολλοί Χριστιανοί θεολόγοι ομο­λο­γούν ότι τα Ευ­αγ­γέλια εγράφησαν πολύ καιρό μετά τον θάνατο του υποτιθεμένου Χρι­στού και από αγνώ­στους συγγρα­φείς. Τα ονόματα των συγγραφέων που φέρουν δεν είναι τα ονό­ματα των πραγματι­κών συγγραφέων και διά τούτο είναι ψευδεπίγραφα κείμενα. Οι δια­φορε­τι­κές, απο­κ­λίνουσες, αντιφατικές, λανθασμένες και ασυμβίβαστες αφηγήσεις που πε­ριέ­χουν απο­δεικνύουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι αυτά δεν είναι δυνατόν να είναι γραμ­μέ­να από θεόπνευστους μαθητές και αυτόπτες μάρτυρες, όπως ο Ματθαίος και ο Ιω­άννης.

 Όπως λέγει Ευσέβιος, ο Παπίας άκουσε από κάποι­ον Ιω­άννη Πρε­σβύτερο ότι ο Μάρκος έγ­ραψε όπως μπορούσε από μνήμης όσα άκουσε από τον Πέτρο περί του Κυ­ρίου και ο Ματθαίος έγραψε στα Αραμαϊκά λόγια του Κυρίου. Ο Λου­κάς, όπως άλλοι λέ­νε, ήταν μαθητής του αποστόλου Παύλου και έγραψε ό,τι άκουσε από άλ­λους. Αλ­λά αυτή μαρτυρία του Ευσεβίου μας λέγει καθαρά ότι ο Παπίας άκουσε μό­νο και συ­νε­πώς ούτε ο ίδιος ούτε ο Πρεσβύτερος είχαν αντίγραφα αυτών των κει­μέ­νων, πράγμα εξαιρετικά ενδεικτικό για την μη ύπαρξη των γραπτών κειμένων των κα­νονικών Ευαγγελί­ων κατά τα έτη του Παπία (μέσα 2ου αιώνος). Δεν υπάρχει καμία έν­δειξη ότι ο Ιωάννης Πρεσβύτερος ήταν ο μαθητής Ιω­άννης, όπως ισχυρί­ζον­ται μερι­κοί. Ακόμα το Ευαγ­γέλιο του Ματθαίου ως έχει σήμε­ρα γράφ­τη­κε στα Ελλη­νικά και επομένως δεν μπο­ρεί να έχει σχέση με κά­ποια Αρα­μαϊκή συλ­λογή Κυριακών λογίων!

Αν ο Μάρκος έγραψε πράγματι αυτά που του είπε ο Πέτρος, τότε είναι πάρα πολύ περίεργο το ότι ξέχασε να μας αναφέρει ότι ο ίδιος ο Ιησού έδωσε την πρωτοκα­θεδ­ρία στον Πέτ­ρο, τον έκανε θεμελιωτή της εκκλησίας του και του έδωσε τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών, κατά την ομολογία του Μάρκος 8: 27-30, πράγματα που ο Ματθαίος τα θυμόταν και τα αναγράφει σαφώς, Ματθαίος 16: 13-20!

Τα Ευαγγέλια αυτά εμφανίζονται για πρώ­τη φο­ρά ως περιεχόμενο και με τους τί­τλους που φέρουν στα γραπτά του Ειρηναίου, επισκό­που Λυώνος, κατά το έτος 185 Κ. Ε., ο οποίος και εσύστησε στο εξής να είναι τα μόνα κα­νονικά Ευαγ­γέλια. Όμως και αυ­τός έγραψε: «Το κατά... Ευαγγέλιον» και όχι «Το Ευ­αγγέλιον του...» ή «Το Ευ­αγγέλιον γραμμένο από τον...». Σε κανένα Ευ­αγ­γέ­λιο δεν αποκαλύπτει ο συγγραφέας το όνομά του ούτε κάτι από τη βιογραφία του, όπως θα έπρεπε να κάνει εάν επρό­κει­το να γράψει Ιστορία. Πριν τον Ειρηναίο, κα­νέ­νας συγ­γρα­φέας δεν τα γνωρίζει ούτε τα αναφέρει ως έχουν, όπως π.χ. οι απολο­γητές: Αριστείδης, Κοδράτος, και Ιου­στί­νος ο Μάρτυρας. ο επί­σκοπος Ιεραπόλεως Παπίας. ο πρώτος ιστορι­κός της εκκλησίας ο Εβραίος Ηγήσιππος. ού­τε και ο αρχιαι­ρεσιάρχης Μαρκίων του Πόν­του ο οποίος και επρότει­νε τον πρώτο κα­νό­να της Και­νής Διαθήκης κατά τη δεκαετία 135-145 Κ.Ε., άσχετα αν η εκκλησία της Ρώμης τον απέρριψε. Τα πιο παλαιά χει­ρό­γρα­φα και κώ­δι­κες που υπάρ­χουν σήμερα φτά­νουν μέ­χρι το έτος 350 Κ.Ε.. Κατά τα έτη 325-330+ Κ. Ε. ο αυτοκρά­τορας Κων­σταντίνος διέταξε τα τέσσερα κα­νονικά Ευαγγέλια να ξαναγ­ραφούν και να ανα­δημο­σιευτούν υπό τη γενική επιμέ­λεια του απατεωνίσκου δήθεν ις­το­ρι­κού της εκκλη­σίας Ευσε­βίου Καισα­ρεί­ας, τα δε αρχικά κείμενά των να καταστ­ρα­φούν σε ολόκληρη τη Ρω­μαϊκή Αυτο­κρα­τορία. Ο Ευσέβιος έκανε τότε πολλές αναπροσαρμογές και προσθαφαιρέσεις. Έτσι τα τέσ­σερα κανονικά Ευαγγέλια ήταν πάν­το­τε κείμενα πίστε­ως και έχουν επαναγραφεί και προσαρμοστεί πολλές φο­ρές σύμφωνα με τις διάφορες κατά καιρούς ανάγκες... Γι’ αυτό δεν έχουν απολύτως κα­μία ιστορική αξία.

Μια προσεκτική συγκριτική μελέτη των Ευαγγελίων και των Επιστολών του Παύ­­λου αποδεικνύει ότι ο Ιησούς των Ευαγγελίων αποκλείεται να υπήρχε. Οι αντιφά­σεις, τα λά­θη και τα παράλογα στοι­χεία που περιέχουν το αποδεικνύουν πλήρως. Δεν είναι δυνα­τόν όλες αυτές οι αντιφάσεις να ισχύουν για ένα πραγματικό άτομο, ούτε τα διάφορα τε­ρατουργήματά του να μην τα έχει σημειώσει ο Παύλος. Είναι όμως πι­θανόν, κάποιος πραγ­ματικός «Ιη­σούς» να υπήρχε πίσω από τον μυθολογικό Ιησού των Ευαγγελίων και του Παύ­λου. Αυ­τός, βεβαίως, πρέπει να ήταν εντελώς ασήμαντος διότι δεν τον παρα­τή­ρη­σε κανείς ανεξάρτητος και αμερόληπτος ιστορικός, συγγρα­φέ­ας, πολιτικός, ραβίνος, κλπ. της εποχής του. Αλλά ακόμα και ένα τέτοιο ασήμαντο πρόσωπο δεν έχει αποδει­χ­θεί ιστορικά ότι υπήρξε ποτέ. Από ό,τι στοιχεία έχομε στα χέρια μας φαί­νεται εντελώς απίθανο να προ­κύ­ψουν περισ­σό­τερα στοιχεία με τα οποία να μπορούμε να αποδείξομε κάτι τέτοιο στο μέλλον. [3]

 

[Υποσημείωση 3: Εδώ παραθέτομε την εξής σημαντικότατη ιστορική πληρο­φο­ρία. Και να υποθέσο­με ότι πραγμα­τικά υπήρχε κάποιος Ιησούς πίσω απ’ όλα αυτά που μυ­θο­λογούν τα Ευαγ­γέλια τό­τε πρέ­πει να ήταν εντελώς ασήμαντος διότι είναι πρόσωπο της εσωτερικής χρι­στιανικής μυθολογίας και δεν το αναφέρει κανείς ιστο­ρι­κός, συγ­γραφέας, πολιτικός, ρα­βίνος, κρατικό αρχείο της εποχής του, όχι μόνον εξ όσων γνω­ρίζομε σή­μερα αλλά στο έργο του Κατά Γαλι­λαίων (Loeb Classical Library, Τόμος ΙΙΙ, σελίδες 376-377) ο αυτο­κρά­τορας Ιουλιανός κάνει την εξής μεγάλης ισ­το­ρικής σημασίας δήλωση: «... ών [εκ τών ανδρών, Ιησούς Παύλος, κά. τούς οποίους ανα­φέ­ρει αμέσως πριν] είς εάν φανή τών τη­νι­καύτα γνω­ρι­ζο­μέ­νων επιμνησθείς ―επί Τι­βε­ρίου γάρ ήτοι Κλαυδίου ταύτα εγίνε­το―, περί πάν­των ότι ψεύδομαι νομί­ζε­τε.». (Αλλά εάν μπο­ρείτε να μου δείξετε ότι εξ’ αυτών των ανδρών [Ιησούς Παύλος, κά.] έσ­τω και ένας αναφέρεται από τους γνωστούς συγγρα­φείς του καιρού εκείνου, ―διό­τι αυτά τα συμ­βάντα έγιναν κατά την βασιλεία του Τιβε­ρί­ου ή του Κλαυδίου,― τότε έχετε το δικαίωμα να νομίζετε ότι ψεύδομαι περί πάντων των πραγ­μά­των.). Αυ­τά τα γράφει ο Μέγας Ιουλιανός ο οποίος ήταν ακέ­ραιος χαρακτήρας και ως αυ­το­κρά­το­ρας είχε στη διάθε­σή του όλα τα κρατικά αρχεία και τις πηγές. Επο­μέ­νως ο Ιη­σούς ΔΕΝ είναι εξ ορι­σμού ιστορικό πρόσωπο, διότι ιστορικά πρόσωπα είναι όσα ρητώς αναφέ­ρονται στις κατάλληλες πη­γές.]

 

            Ο Chesterton λοιπόν διατύπωσε αυτό το επιχείρημα, διότι είχε ως αξίωμα: «Ό,τι γρά­­φουν τα Ευαγγέλια, και οι Γραφές γενικότερα, είναι η υπέρτατη και απαρά­βατη αλή­θεια». Όπως και ο Pascal, δεν έλαβε καθόλου υπ’ όψη του τα σοβαρά λάθη, τις αμέ­τρη­τες και αγε­φύ­ρωτες αντιφάσεις, τους παραλογισμούς, τις ανοησίες, κλπ. των γρα­φών, πράγ­μα­­τα που καταρρίπτουν τη θεοπνευστία, την αξιοπιστία και κάθε ιστορική βα­σιμό­τη­τά τους. Έτσι δεν του πέρασε από το μυαλό η δυνατό­τητα ότι αυτά που γράφουν Ευαγ­γέ­λια είναι πα­ρα­δόσεις και παραμυθολογήμα­τα και όχι ιστορικά ντο­κουμέντα. Δεν του πέ­ρα­σε από το μυ­α­λό ότι οι στί­χοι τους οποίους επι­κα­λέ­σθη ου­δέποτε ελέχ­θησαν από κά­­ποι­ον υπαρκτό ή ανύ­παρκτο Ιησού, αλ­λά είναι εφ­ευ­ρή­μα­τα εσχατολόγων μεσσια­νι­στών και Χριστιανών συγ­γρα­φέων απα­τε­ώ­νων, οι οποί­οι τους έβαλαν στο στόμα του. Ού­­τε ότι κάποιοι εδημι­ούρ­γησαν πλαστά πά­θη και μια ψευ­δή ανάσταση για να ικανοποι­ή­σουν δήθεν προφη­τεί­ες από φρικτές παρερμηνείες ή επίτηδες διαστρεβλώσεις αποκομμένων χωρίων της Παλαιάς Διαθήκης και να θεο­ποι­ή­σουν εκ των υστέ­ρων κά­ποι­ον υπαρκτό ή μυ­θο­λογικό άνδρα. Ιδίως κατά τη συγκε­κρι­μέ­νη και ιδιαίτερη ιστο­ρική εποχή, οι αποκα­λυ­πτικές, μεσσι­α­νικές και εσχατολο­γι­κές αι­ρέ­σεις, τις οποίες πα­ρα­κάμ­πτομε εδώ, ήταν αμέ­τρη­τες.

             Κατά την ιστορική εποχή του υποτιθεμένου Ιησού υπήρξαν πάρα πολλοί που αυ­το­­βαπτίσθηκαν Μεσσίες. Ο Ιώσηπος μας αναφέρει κα­μιά δεκαπενταριά από δαύ­τους. Δεν έφτασαν βεβαίως στο σημείο να μας πουν ότι ήσαν θεοί, αλλά απλώς απε­σ­ταλ­μένοι και χρισμένοι του Θεού (Μεσσίες), οι οποίοι τελικά βρήκαν τραγικό θά­νατο από τους Ρω­μαί­ους. Μερικοί μπορεί να ήταν ψεύτες και απατεώνες και να εξα­πά­τη­σαν πολύ κό­σμο (π.χ. ένας Σαμαρείτης, ένας Αιγύπτιος, ο Θευδάς, κ.ά.), αλλά με­ρι­κούς τους πίστεψε πραγ­μα­τικά το Ιουδαϊκό ιερα­τείο και πολύς λαός. Οι Ρωμαίοι τ­ρό­μαζαν από και ανησυ­χού­σαν με αυτά που διακή­ρυτταν για πολλούς λόγους. Ένας τέ­τοιος τύπος, π.χ., ήταν ο Ιη­σούς υιός του Ανανία (Ιώ­σηπος, Ιουδαϊκός Πόλεμος 6: 304), ο οποίος προφήτευσε την πτώση και την κα­τα­στρο­φή της Ιερουσαλήμ, έπα­θε πολλά βα­σα­νιστήρια και θα­νατώ­θη­κε από τους Ρω­μαί­ους. Αργό­τερα κατά τα έτη της δεύτερης επανάστασης, 132-135 Κ.Ε., έχομε τον γνωστό Συμεών Μπαρ Κοσίμπαχ. Άλ­λοι πάλι λό­γω θρη­σκευ­τι­κού και εθνι­κι­στικού φα­νατισμού μπορεί να επί­στευαν πραγ­ματικά ότι ήσαν Μεσ­σί­ες του Θεού. Τώρα, αυτοί πώς πρέπει να θε­ω­ρη­θούν; ψεύτες ή τρελοί; Η θρη­σκευ­τι­κή πί­στη και ο φα­νατισμός δεν αφή­νει πε­ριθώρια να δι­ακρίνεις την αλήθεια από το ψέμα, ούτε τη νουν­έ­χεια από την τρέλα. Σημα­σία όμως έχει το γεγονός ότι, όπως και να έχουν τα πράγματα όλοι αυτοί πλήρωσαν, είτε το ψέ­μα τους, είτε την τρέλα τους, είτε την πραγματική φα­νατική τους πίστη με βασανι­σ­τή­ρια και τη ζωή τους την ίδια. Είτε μετανόη­σαν είτε όχι κατά την ανάκρισή τους, τα καμώματά τους εκρίθησαν εγκληματικά και τα πλήρωσαν με τη ίδια τη ζωή τους, αν­ε­ξάρτητα αν ήταν ψεύτες, τρελοί ή τυφλωμένοι από την πίστη τους. Ο σκληρός νό­μος της εποχής εκεί­νης, η Ρωμαϊκή κυριαρχία και η Ιουδαϊκή ορθοδοξία, έκαστοι για τους λόγους των, δεν αναγνώριζαν τέτοια ελα­φρυντικά. Κατά το επιχείρημα του Che­ster­ton, αυτοί πρέ­πει να ήταν ψεύτες ή τρελοί αφού έκαστος εξ αυτών δεν ήταν ο πραγ­ματικός Ιησούς Χριστός. Ποιος μπο­ρεί λοι­πόν να μας αποκλείσει ότι ένας σαν κι’ αυ­τούς ήταν και ο Ιη­σούς που ίσως (και πάλι ίσως) υπάρχει πίσω από Ευαγγέ­λια;

Αλλά για να εξετάσομε λεπτομερέστερα, πάντα σύμ­φωνα με το επιχείρημα τού Chesterton, αν τα γραπτά των Ευαγγελίων είναι ικανά να αποδείξουν ότι ο Ιη­σούς τον οποίον προβάλλουν δεν μπορούσε να ήταν τρελός ή ψεύτης. Τουλάχιστον για τους άμεσα συγ­γενείς του, στις περιπτώσεις που τα ίδια τα Ευ­αγ­γέλια ομο­λο­γούν, ήταν και τρε­λός και ψεύτης και αγενής. Ας αναφέρομε τους στίχους αυτούς και ‘σεις εξετάσετέ τους προσεκτικά.

 

(1)       Τα Ευαγγέλια αναφέρουν πολλές πε­ρι­­πτώ­σεις που οι δικοί του άν­θρωποι, η μάν­α και τα αδέλ­φια του, είχαν αμ­φι­βο­λίες γι’ αυτόν, δεν επί­στευ­αν σ’ αυ­τόν ή τον θε­ώ­ρη­σαν τρελό (Ματθαίος 12: 46-50, Μάρκος 3: 21 «καί ακούσαν­τες οι παρ’ αυτού εξήλ­θον κρατήσαι αυτόν· έλεγον γάρ ότι εξέστη», 31-35, Λο­υ­κάς 2: 48-49, 8: 19-21, Ιω­άν­νης 7: 5 «ουδέ γάρ οι αδελφοί αυτού επί­στευον εις αυ­τόν.», κλπ.). Αυτό είναι ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτον διά την μάνα και τα αδέλ­φια του, καθ’ ότι η μάνα του εί­χε την συγ­κλο­νιστική εμπειρία του Ευαγ­γε­λι­σ­μού (Λουκάς 1: 26-38), κατά την οποία ο άγγελος την ενη­μέρωσε καλώς για το πως και το ποιος ήταν αυτός που επρόκειτο να γεννήσει, και την εμπειρία του πρώτου θαύμα­τος στον γάμο της Κανά (Ιωάννης 2: 1-11). Αυτή πάλι με τη σειρά της πρέπει να εν­ημέρωσε τα αδέλ­φια του Ιησού και τον γέ­ρον­τα Ιωσήφ για όλα αυτά τα συγκ­λο­νι­στι­κά «συμβάντα» (βλέπε και Ματ­θαίος 1: 20)!

(2)       Είχε μια συνεχή εμμονή με τα δαιμόνια, τον σατανά και τον Βεελζεβούλ. Μας ανα­κοινώνει ότι οι αρρώστιες είναι έργα των δαιμονίων. Οι υψηλά ιστάμενοι Ιου­δαίοι και πολύς λαός πολλές φορές τον θεώρησαν δαιμονισμένο! Ματ­θαίος 4: 11, 7: 22, 8: 28-34, 9: 34, 10: 25, 12: 26, 43-45, 17: 14-21, Μάρ­κος 1: 21-25, 2: 4, 3: 22, 4: 14, 5: 1-20, 7: 30, 9: 17-29, Λουκάς 4: 31-41, 8: 26-39, 11: 15-19, 24-26, 13: 16, 22: 3, Ιωάννης 7: 20, 8: 52, 10, 20, κλπ.

(3)       Να μερικοί ακόμα στίχοι των Ευαγγελίων. Ματθαίος 8: 21-22 «Έτερος δε των μα­θητών αυτού είπεν αυτώ· Κύριε, επίτρεψόν μοι πρώτον απελθείν και θά­ψαι τον πατέρα μου. ο δε Ιησούς είπεν αυτώ· ακολούθει μοι, και άφες τους νεκ­ρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς.», βλέπε και Λουκάς 9: 59-60. Ματθαίος 10: 34-36 «Μη νομί­ση­τε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην· ουκ ήλθον βαλείν ειρή­νην, αλλά μάχαι­ραν. ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυ­γα­τέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής· και εχ­θροί του ανθρώ­που οι οικιακοί αυτού.», βλέπε και Λουκάς 12: 49-53. Λουκάς 14: 26 «ει τις έρχεται προς με και ου μισεί τον πατέρα εαυτού και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς και τας αδελφάς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί μου μαθητής είναι.». Τέτοιοι τρελοί στίχοι υπάρ­χουν ακόμα πολλοί, αλλά δεν τους παραθέτομε όλους. Αυτοί νομίζω φτά­νουν.

(4)       Στον Ιωάν­νη 2: 4, βλέπομε την αγενή συμ­πε­ρι­φορά του Ιησού προς τη μάνα του κατά τον γάμο στην Κανά: «λέγει αυτή ο Ιησούς· τί εμοί καί σοί, γύναι; ού­πω ήκει η ώρα μου.». (Δηλαδή: «λέγει προς αυτήν ο Ιησούς· τί υπάρχει μεταξύ εμού και σού, γυ­ναίκα; η ώρα μου δεν ήλθε ακόμα.». Η φράση «τί εμοί καί σοί» οπουδήποτε αλλού αναφέρεται στην Βίβλο υπονοεί απαρχή εχθρικών διαθέσεων και διαπληκτισμών! Βλέπε π. χ. Λουκάς 8: 27 και άλλα επτά σημεία της Παλαι­άς Διαθήκης.). Ανάλογα πράγματα βλέπομε και στον Λουκά 2: 48-51, όταν δω­δεκαετής ων επισκέφτηκε τον Ναό του Σολομώντος. Πως σ’ αυτό το επεισόδιο η μάνα του είχε ξε­χάσει την επεξή­γηση του αγγέλου κατά τον Ευαγγελισμό της είναι άξιον απορίας. Βλέπε και Ματθαίος 8: 21-22, 10: 36, 12: 46-50, 19: 29, Μάρκος 3: 31-35, 10: 29-30, Λου­κάς 2: 19, 48-51, 8: 20 περί οικογενειακών σχέσεων και περί του πόσον ανεγνώριζε την μάνα και τα αδέλφιά του. (Απ’ αυ­τά τα επεισόδια, καθώς και κατά πόσον τα αδέλφια και η μάνα του επίσευαν σ’ αυτόν, Ματθαίος 12: 46-50, Μάρκος 3: 21 «καί ακούσαν­τες οι παρ’ αυτού εξ­ήλ­θον κρατήσαι αυτόν· έλεγον γάρ ότι εξέστη», 31-35, Λο­υ­κάς 2: 48-49, 8: 19-21, Ιω­άν­νης 7: 5 «ουδέ γάρ οι αδελφοί αυτού επί­στευον εις αυ­τόν.», κλπ., κα­θίσταται προφανές ότι ο Ευαγγελισμός δεν έγινε ποτέ. Αυτός είναι μια πολύ υστερόχρο­νη παραμυθολογία και προσθήκη μόνο στο Κατά Λουκάν Ευαγ­γέλιον.).

(5)       Πολλές φορές μιλά στους μαθητές του και σε πλήθη, αλλά αυτοί δεν καταλα­βαί­νουν τι θέλει να τους πει (Ματθαίος 13: 10-13, 34, 16: 11, Μάρ­κος 4: 11-12, 8: 21, 9: 32, Λουκάς 2: 50, 8: 10, 9: 45, Ιωάννης 8: 24, 10: 6, 12: 16, 14: 1-11, 16: 17-19, κλπ.). Στα πλή­θη ειδικά μιλάει με ακαταλαβίστικες παραβολές επίτη­δες για να μην τον κατα­­λα­βαί­νουν, όπως ομολογεί και ο ίδιος. Είναι άραγε αυτό χα­ρακτη­ρι­στι­κό θεϊκής ιδιότητος και ει­λι­κ­ρι­νούς σο­φίας;

(6)       Οι μαθητές αν και αυτόπτες μάρτυρες τόσων φοβερών θαυμάτων δεν καταλα­βαίνουν τίποτα, ούτε με ποιον έχουν να κάνουν, παρ’ όλον ότι ο Πέτρος τον είχε ομολογήσει ως τον Μεσσίαχ Χριστό Υιόν του Θεού του ζών­τος Ματ­θαίος 16: 13-20, Μάρκος 8: 27-30, Λουκάς 9: 18-21. Συνεχώς αμφι­βάλ­λουν και δυ­σπισ­τούν γι’ αυ­τόν (Ματθαίος 28: 17, Μάρκος 16: 14, Λου­­κάς 24: 37, 41, Ιωάννης 20: 25, Πράξεις 1: 6-7, κλπ.). Πολ­λές φορές τους εί­χε εξη­γή­σει τα πά­θη που τον περί­με­ναν και την ανά­στασή του μετά από τρεις μέ­ρες, οπό­τε ήξεραν πο­λύ καλά τί επρό­κει­το να του συμβεί (Ματθαίος 16: 21-23, 17: 9, 12, 22-23, 20: 17-19, Μάρ­κος 8: 31-33, 9: 9, 12, 10: 32-34, Λουκάς 9: 22, 44, 17: 25, 18: 31-33, 22: 15, 24: 44-47, Ιωάννης 3: 14, κλπ.). Εντοσού­τω αυτοί δυ­σπι­στούν και αμ­φι­βά­λουν ακόμα και όταν τον εί­δανε ανα­στη­μένο, όπως υπο­­τί­θε­ται. Είναι εντυπωσι­ακές οι μαρτυρίες των Ευαγ­γε­λίων για τις μη ανα­γνω­ρί­σεις του αναστηθέντος Ιησού και η δυσπιστία που κα­τατρέχει τους μα­θητές του. (Ή αυτοί πρέπει να ήταν υπερβολικά ηλίθιοι ή αυτά που γράφει η Καινή Διαθήκη είναι ψέματα και ηλιθιότητες. Άλλη εξήγηση δεν υπάρχει! Διαλέχτε την εκδοχή που προτιμάτε. Ίδια ζημιά ή έτσι ή αλλιώς!).

(7)       Ο Ιησούς Χριστός, ενώ υποτίθεται πως είναι θεός, πολλές φορές αποφεύγει να δώσει ευθείς και σαφείς απαν­τήσεις και καταφεύγει σε ανθρώπινα δικολαβίστι­κα τε­χ­νάσματα. Π. χ: Ματθαίος 21: 23-27 «Και ελθόντι αυτώ εις το ιερόν προ­σ­ήλθον αυ­τώ διδάσ­κοντι οι αρ­χιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού λέγοντες· εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς, και τις σοι έδωκε την εξουσίαν ταύτην; αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν αυ­τοίς· ερωτήσω υμάς καγώ λόγον ένα, ον εάν είητέ μοι, καγώ υμίν ερώ εν ποία εξουσία ταύ­τα ποιώ. το βάπτισμα Ιωάν­νου πόθεν ην, εξ ουρανού ή εξ ανθρώ­πων; οι δε διελογί­ζοντο παρ' εαυτοίς λέγον­τες· εάν είπωμεν, εξ ου­ρα­νού, ερεί ημίν, δια­τί ουν ουκ επιστεύσατε αυτώ· εάν δε είπω­μεν, εξ ανθρώπων, φοβούμε­θα τον όχ­λον, πάντες γαρ έχουσι τον Ιωάννην ως προφή­την. και αποκ­ρι­θέντες τω Ιησού είπον· ουκ οίδα­μεν. έφη αυτοίς και αυτός· ουδέ εγώ λέγω υμίν εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ.» Δηλαδή τους λέγει: «Αφού δεν μου απαν­τά­τε ‘σείς δεν σας απαντώ και ‘γω.», ενώ αυτοί είχαν προηγηθεί με ερώτη­ση και συνεπώς αυτός όφειλε να απαντήσει πρώτος. Όμως απέ­φυγε, λες και θα πάθαινε τίποτα αν διαφώτιζε ευθέως τον πονηρό κόσμο ακόμα και αν αυτοί αρ­νιόταν να δώσουν απάντηση στην εκ δευτέ­ρου τεθείσα ερώτη­σή του! Δεν προ­σ­πα­θεί ως θεός να διαφωτίσει τον αδαή, αδύναμο έστω και πονηρό κόσμο, αλλά προσπα­θεί διά δήθεν τεχνάσματος «να τους την φέ­ρει», όπως λαϊκίστικα λέμε. Προσπα­θεί να αποφύγει την απάν­τηση της τεθείσας αρχικής ερωτήσεως βρίσκοντας βο­λικό το γεγονός ότι  οι αρχιε­ρείς και οι πρε­σβύτεροι του λαού εφο­βούντο τον όχλον! Αυτά είναι πράγ­ματα εντελώς αν­άρ­μοστα προς το θείο και έναν θεό που ήλ­θε για να μας αποκαλείψει την αλήθεια και τον σκοπό του! Για το ίδιο, εκφο­βιστικό και εσχα­τολογικό πνεύ­μα βλέπε και: Μάρκος 11: 27-33, με το ίδιο θέ­μα, και Ματθαίος 13: 24-42, η ανήθι­κη, εκφοβιστική και εσχατολογική παραβολή των ζιζανίων. Με­λετήσετέ την και απολαύσετέ την. Κλπ.

 

Ύστερα απ’ όλα αυτά ποιος μπο­ρεί να απο­κλείσει ότι ο Ιησούς είχε ξε­κοπεί τόσο πο­λύ από την πραγ­ματι­κό­τη­τα ώστε ο ίδιος να πί­στευε αλη­θι­νά πως από υι­ός ανθ­ρώ­που, έγινε υιός Θε­­ού και τελικά κα­τέληξε ίσος με τον Θεό; Τί να ση­μαί­νουν όλες αυτές και πολλές άλλες μαρτυρίες της Καινής Διαθήκης;! Η τρέλα δεν απο­κλεί­ε­ται καθόλου είτε από τον Ιησού, αν όντως αυτός ο ίδιος είπε τέτοια πράγματα, εί­τε απ’ αυτούς που έγραψαν τέτοια λόγια και τα έβαλαν στο στόμα του αρχηγού τους και έτσι προρτάροντας έναν τρελό αρχηγό.

 Ο ίδιος ο Ιησούς πολύ συχνά φάσκει και αντιφάσκει με όλες σχεδόν τις εν­το­λές του και τα θέματα της διδασκαλίας του. Γενικώς, βλέπομε μια αντιφα­τι­κή συμπε­ριφορά συνεχώς που καταντά σχιζοφρενική. Εκτός των όσων έχομε ήδη αναφέρει θα ανα­φέ­ρομε ακόμα ολίγα παραδείγματα παρακάτω. Όλα τα παρα­δείγ­μα­τα αυτού του αντι­φα­τικού είδους είναι πάρα πολλά για να τα καταγράψομε εδώ. Θα ανα­φέρομε μόνο ολίγα. Όλα τα πε­ριστα­τικά αντιφατικής συμ­περιφοράς του Ιησού είναι πάρα πολλά και έχουν εκτεθεί σε εκα­τοντάδες βιβλία της παγ­κοσμίου βιβλι­ο­γραφίας. Έχουν καταντήσει συχνό-πυ­κ­νό θέμα των απομυθοποιητών του Χριστιανισμού. Μπο­ρείτε όμως και ‘σεις να τα βρεί­τε μόνοι σας με μια καλή μελέτη των Ευ­αγ­γελίων. Στο Ελληνικό βιβλίο: Οι Αντι­φάσεις της Και­νής Διαθήκης, Θωμάς Μάρας, Εκ­δόσεις Δί­β­ρης ή Σμυ­ρνιώτη, μετα­ξύ πολλών αντι­φάσεων, εκτίθενται πολλά τέτοια πα­ρα­δείγ­μα­τα. Σημειωτέον ότι αυτό το βιβλίο απέ­χει πολύ από το να εξαντλήσει όλες τις αντιφά­σεις όχι μόνον της ολόκληρης της Και­νής Δια­θήκης αλλά έστω των Ευαγ­γε­λίων και ιδιαιτέρως του ιδίου του Ιησού. Εδώ αναφέ­ρο­με τα εξής ολίγα παραδείγ­μα­τα:

 

  1. Στην «Επί του Όρους Ομιλία» Ματ­θαί­ος 5: 38-47 λέγει: «Ηκούσατε ότι ερ­ρέ­θη, οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος· Εγώ δε λέγω υμίν μη αν­τι­στήναι τω πονηρω· αλλ’ όστις σε ρα­πί­σει επί την δεξιάν σια­γόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην· και τω θέλοντί σοι κρι­θήναι και τον χιτώνά σου λα­βείν, άφες αυτώ και το ιμάτιον· και όστις σε αγγαρεύσει μίλιον εν, ύπ­αγε μετ’ αυτού δύο· τω αιτούντί σε δίδου και τον θέλοντα από σου δα­νεί­σα­σ­θαι μη αποστρα­φής. ’Ηκούσατε ότι ερρέθη, αγαπή­σεις τον πλησίον σου και μισήσεις τον εχ­θ­ρόν σου. Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους κα­τα­ρω­μένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και προ­σεύχεσθε υπέρ των επηρεα­ζόντων υμάς και διω­κόντων υμάς. όπως γέ­νησ­θε υιοί του πα­τρός υμών του εν ουρα­νοίς, ότι τον ήλιον αυ­τού ανατέλλει επί πονηρούς και αγα­θούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους. εάν γαρ αγα­πήση­τε τους αγα­πώντας υμάς, τίνα μισθόν έχε­τε; ουχί και οι τελώναι το αυτό ποι­ούσι; και εάν ασπάσησθε τους φίλους υμών μόνον, τι περισσόν ποιείτε; ουχί και οι τε­λώναι ούτω ποιούσιν;». Βλέ­πε και Λου­κάς 6: 27-29, 35. (Τα ίδια περί­που λέει και ο Παύλος στην Πρός Ρω­μαίους 12: 14, 17-21.). Πλην όμως στον Ματθαίον 10: 14-15 (και Μάρκον 6: 11, Λου­κάν 9: 5, 10: 11-12, κ. α.) λέ­γει: «και ός εάν μη δέξηται υμάς μη­δέ ακού­ση τους λό­γους υμών, εξερχό­με­νοι έξω της οικίας ή της πό­λε­ως εκείνης εκ­τινάξατε τον κονι­ορ­τόν των ποδών υμών. αμήν λέ­γω υμίν, ανε­κ­τό­τε­ρον έσται γη Σο­δόμων και Γομόρρας εν ημέ­ρα κρίσεως ή τη πόλει εκεί­νη..». Την παραβολή των δέκα μνών στον Λουκά 19: 11-27, ο ίδιος ο Ιησούς την τε­λειώνει με τον εξής στίχο: «πλήν τους εχ­θ­ρούς μου εκείνους, τους μη θελή­σαντάς με βασιλεύσαι επ’ αυτούς, αγάγε­τε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμ­προσθέν μου.». Αυ­τά τα λόγια τα βάζει ο Ιησούς στο στόμα κάποιου βασιλιά, διά του οποίου υπονοεί τον εαυτόν του, τον οποίον πολλοί υπήκοοί του για πολλούς σοβαρούς λό­γους που με χιούμορ και θράσος τους αναφέρει εντός της παραβολής, δεν τον θέλα­νε για βασιλιά τους. Έχομε πολλά τέτοια παρα­δείγματα παντού. Δη­λα­δή εδώ βλέπομε κα­τά­ρα, εκδίκηση και έσχατη τιμωρία. Π. χ. Βλέπε: Ματθαίος 21: 44, 22: 7, 25: 29-30, κλπ. Πού πήγε τώρα η ανεπι­φύλακτη αγάπη και συγχώρεση προς τους εχ­θρούς; Πού;
  2. Ειρηνοποιός ναί ή όχι. Ματθαίος 5: 9 «μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται.», Λουκάς 14: 2, Ματθαίος 10: 34-37 «Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ει­ρήνην επί την γην· ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν. ήλθον γαρ δι­χάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πεν­θε­ράς αυτής· και εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυ­τού. Ο φιλών πατέρα ή μητέ­ρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος· και ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος·», και Λουκάς 12: 49. Κλπ.
  3. Αγα­πούσε τα μικρά παιδιά, αλλά υπεραμυνόταν της παρθενίας ως υψηλοτά­του ιδα­νικού. Απέκοψε έτσι τις ρί­­ζες του έρω­τα που είναι η βάση των σχέσε­ων των δύο φύλων, της οι­κογενειακής ζωής και αγά­πης. Βλέπε και το προη­γούμενο. Κλπ.
  4. Ο ίδιος περιφρο­νούσε τη μάνα και τα αδέλφια του, όπως έχομε ήδη δει, και πί­στευε ότι θα τιμωρη­θούν αιωνίως όλοι όσοι έχουν ασθενή θέ­λη­­ση...
  5. Επαναστάτης ναι ή όχι: Λουκάς 12: 49 «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην, και τι θέ­λω ει ήδη ανήφθη!». Ματθαίος 22: 21 «... τότε λέει αυτοίς· απόδοτε ουν τα Καίσα­ρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ.». Κλπ.
  6. Για το Ισραήλ ή για τα έθνη: Ματθαίος 10: 5-6 «Τούτους τους δώδεκα απέσ­τειλεν ο Ιησούς παραγγείλας αυ­τοίς λέγων· εις οδόν εθνών μη απέλθητε και εις πόλιν Σαμαρειτών μη εισέλ­θητε· πορεύεσθε δε μάλλον προς τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ.», 15: 24-27, Μάρκος 7: 26-27. Αλλά μετά έχομε: Ματ­θαί­ος 28: 19-20 «πο­ρευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδά­σ­κοντες αυ­τούς τηρείν πάν­τα όσα ενετειλάμην υμίν·», Μάρκος 13: 10 «και εις πάντα τα έθνη δεί πρώτον κηρυχθήναι το ευαγγέ­λι­ον.», Λουκάς 24: 47. Κλπ. Βρείτε την άκρη μόνοι σας αν μπορείτε....
  7. Συμμετείχε στον γάμο στην Κανά, όπου έκανε το νερό κρασί αρίστης ποι­ό­τη­τας για να μεθύσουν οι πα­ρευ­ρι­σκό­με­νοι και αλλού συνεστίαζε μετά τελωνών και πορνών. Όμως μας συμβου­λεύει να ζούμε μόνο με ψωμί και να κοιμό­μασ­τε στο χώμα.
  8. Έδειξε με­γά­λη ανοχή και καλο­σύ­νη στην πόρνη, αλλά δεν έκανε το ίδιο και με τους Φα­ρι­σαίους· δύσ­κο­λα θα βρει κανείς κάτι χειρότερο από την πι­κρία, την κακία και την ύβριν με την οποία τους αν­τι­με­τώπιζε.
  9. Στον Ιωάννη 7: 8 λέγει ότι δεν θα ανέβαινε στην Ιερουσαλήμ για την εορτή και αμέσως μετά, στον στίχο 7: 10, μας λέγει ότι ανέβηκε κρυφά. Άρα έλεγε ψέ­ματα!
  10. Εκτός από κάτι ακραίες εντολές που δεν είναι δυ­νατόν να εφαρ­μόζον­ται μο­νο­μερώς (π. χ., Ματθαίος 5: 42, «τω αιτούντί σε δίδου και τον θέλοντα από σου δα­νείσασθαι μη απο­σ­τραφής», 6: 21 «όπου γαρ εστιν ο θησαυρός υμών, εκεί έσ­ται και η καρ­δία υμών.» και Λουκάς 6: 34, 12: 34, κλπ.) δεν αν­έ­φερε κα­μία λέ­ξη ή καθο­δήγηση για τα ουσιαστικά και μεγάλα προβλή­ματα της κοι­νω­νι­κής ζωής και διά τη λύση τους. Βλέπετε, ως εσ­χα­το­λό­γος πιστεύει πως το τέλος του κό­σμου είναι προ των θυρών και η υπάρ­χου­σα κοινωνία δεν έχει θέση πλέον.
  11. Ενώ η πορνεία και η μοιχεία ήταν θα­νάσιμα αμαρτήματα τόσο στην Παλαιά Διαθήκη, την οποία ο Ιησούς υποστηρίζει πλήρως, όσο και στην Καινή και ήταν καταδι­κασμένα και από τον Ιησού, οι πόρνες και οι αμαρτωλοί τελώνες θα εισερχόταν στη βα­σιλεία των ουρανών πριν από τους Φαρισαίους και όλους τους άλ­λους.
  12. Πε­ρι­φρονούσε τις συναγω­γές και τους τόπους συγ­κεντρώ­σε­ων, αλ­λά ο ίδιος θε­μελίωσε την εκκλησία.
  13. Είναι το αρ­χέτυπο του που­ριτανού εσχα­το­λό­γου ανθρώπου· πε­ρι­φρονητικός προς κάθε ομορφιά και χαρά της ζω­ής, και πι­κρό­χο­λος, άδι­κος και εκδι­κη­τικός προς όσους διαφέρουν απ’ αυτόν (Ματ­θαί­oς 12: 30 και Λoυ­κάς 11: 23 «ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι, και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορ­πίζει.», και αμέ­τρητες άλλες πε­ριπτώσεις.).
  14. Εντελώς μη πρακτικός, αν όχι τρε­λός, στις περισσό­τε­ρες από τις συμ­βου­λές του. Είναι εντελώς παρά­λογο να πούμε ότι ο σύγ­χ­ρονος κό­σμος κάνει κάποια χρήση των οδηγιών, συμ­βου­λών και εντο­λών του Ιη­σού Χρι­στού.
  15. Στα Ευαγγέλια, εκτός από την αγνό­τητα, τον αντισεξουαλισμό δηλαδή, ο ίδι­ος ο Ιησούς πα­ραβίαζε όλες τις εντολές που έδι­νε στους άλλους.
  16. Στα επόμενα καταγρά­φο­με και άλλα πολλά πα­ρα­δείγματα αντι­φατικής και σχιζοειδούς διδα­σ­καλίας και συμ­περιφοράς του Ιησού. Προσέξετέ τα στη συ­νέχεια.

 

Εν παρόδω, αναφέρομε ότι ο πολύ γνωστός Ιρλανδός δραματουργός, μου­σι­κο­λό­γος και σπου­δαί­ος κρι­τικός George Bernard Shaw (1856 - 1950) ορθά κο­φτά γρά­­φει, στον πρόλογο του έργου του Andro­cles, ότι ο Ιησούς ήταν τρελός (παρά­φ­ρων). Δεν είναι λίγοι οι συγ­γρα­φείς και κριτικοί που χαρακτηρί­ζουν τον Ιησού των Ευαγ­γε­λίων ως μα­νι­α­κό, τρελό, φρε­νοβλαβή [4], και διάφορα τέτοια «κοσμητικά» επίθετα. Ένας απ’ αυτούς εί­ναι ο σπου­δαίος Βρετα­νός συγγραφέας και βιογράφος δόκτωρ Hugh Joseph Schonfield (1908? - 1988). Στο βιβλίο του The Passover Plot (Η Σκευ­ω­ρία του Πάσχα) χαρακτηρίζει τον Ιησού ως μανι­α­κό που διψούσε για εξουσία. Ο πο­λυμαθής Γάλλος συγ­γρα­φέ­ας και ερευνητής δόκτωρ Paul-Louis Couch­oud (1879 - 1959) δεν χτυπάει τον Ιησού ευθέως, αλ­λά χτυπάει με συ­ν­ώνυμα λόγια αυτούς που έπλασαν τις μυθο­πλασίες περί Ιησού. Συγ­κε­κριμένα γράφει ότι, αυτές ανα­πτύχθηκαν μέσα σε νευ­ρω­τι­κά μυαλά.

 

[Υποσημείωση 4: Μία πρόσφατη εκτενής εργασία του Εργαστηρίου Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Leuven της Ολ­λανδίας (Jezus de Messias. Was het Christendom een vergissing? Antwerpen, EPO), υπό την διεύθυνση του Dr. Herman H. Somers, αποδεικνύει ότι τα κύρια πρόσωπα της Καινής Διαθήκης έπασχαν από παρα­φρενία. Ο δε λεγόμενος «Ιωάννης της Αποκαλύψεως» έπασχε από παραφρενία πολύ προχω­ρ­η­μένης μορ­φής με συνδυασμό ψευδαισθητικού παραληρήματος.]

 

O Άγγλος φιλό­σοφος, συγγραφέας, επιστήμων και μαθη­ματικός Bertrand Russell (1872 – 1970) στο βι­βλίο του Why I am not a Christian, μεταφρασμένο στα Ελληνικά με τίτλο Γιατί δεν εί­μαι Χριστιανός, είναι πιο ήπιος από τους προηγου­μέ­νους και λέγει: Αν δεχθούμε τον Ιησού έτσι όπως τον παρουσιάζουν τα Ευαγγέλια, τό­τε βρίσκομε μερικά από τα πράγματα που είπε και μερικά από τα έρ­γα που έκανε να είναι ηθι­κά και καλά. Αλλά, βρίσκομε και με­ρικά πράγ­ματα που είπε και μερικά έργα που έκανε τα οποία είναι βλακείες και ανοη­σίες. Ακόμα ο Russell λέ­γει ότι μπορεί να θεωρήσει μερικά λόγια του Ιησού ως σοφά, αλλά ποτέ δεν θα τον θεωρούσε σο­φό­τε­ρο ή ηθικότερο από τον Σωκράτη, τον Κομφού­κιο, ή τον Βούδα, κ. ά. Από τα ίδια τα Ευ­αγγέλια, τη γνώση της ιστορίας και της νομοθε­σί­ας του καιρού εκεί­νου και με τη βο­ή­θεια πολλών τέ­τοιων ανα­λυ­τών σχηματίζομε μια πο­λύ οικτρή εικόνα περί του Ιη­σού Χρι­στού των Ευ­αγγε­λί­ων.

Ο ερευνητής Kersey Graves στα βι­β­λία του: (1) The Precepts And Practical Life Of Jesus Christ, Kessinger Publishing, και (2) The Worlds Sixteen Crucified Saviors, Christianity before Christ, Sixth Edition, AUP Publishers, 1875-2001, σελί­δες 393-409, καταγράφει και αναπτύσσει 34 ηθικά και θρη­σκευτικά σφάλματα μαζί με 25 επιστημονικά λάθη του Ιησού των Ευαγγελίων παρέχοντας και τις σχετικές επε­ξηγήσεις και δικαιολογήσεις των συμπε­ρασμάτων αυτών. Ακό­μα αναπτύσσει την σχι­ζοειδή ή μάλλον σχιζοφρενική φύση του Ιησού ως ανθρώ­που και του Ιησού ως θεού και κατατροπώνει τις χριστιανικές απο­λο­γητικές ψευτοδικαιολογίες, επ’ αυ­τών των κραυγαλέων αντιφάσεων. Μερικά εξ αυτών τα αναπτύσσομε ή απλώς τα αναφέρομε εδώ.

Αυτή την απανταχού αντιφατικότητα και ανακολουθία του Ιησού εκθέτει πολ­λαπλώς και ο συγγραφέας Θωμάς Μάρας στο βιβλίο του: Οι Αντιφά­σεις της Και­νής Διαθήκης, Εκ­δόσεις Δί­βρης, ή Εκδόσεις Σμυρ­νιώτη. Η μόνη θεολογική, υπο­θε­τι­κή, δικαιολογία που μπορεί να της δώσει είναι ότι ο Ιησούς ως θεός κάνει ό,τι θέλει χωρίς να ρωτά κανένα και χωρίς να δίνει εξηγήσεις σε κανένα. Δίνει εντολές για τους άλ­λους τις οποίες ο ίδιος μπορεί να τις παραβιάζει όπως και όποτε θελήσει! Τότε βε­βαία, ποια είναι η ηθι­κή ανω­τε­ρό­τητα ενός τέτοιου θεού έναντι των ανθρώπων που θέλει να δι­δάξει; Αποτελούν η αν­τίφαση και η ανακολουθία χαρακτηριστικά της τε­λειότητος του θεί­ου ή ιδιό­τη­τες της πανσοφίας και παντοδυναμίας;

Ακό­μα για να επιτύχει τους στό­χους του δεν αποκλείεται καθόλου να χρη­σι­μο­ποί­ησε εσκεμμένα ακόμα και το ψέμα! Τί να σημαίνει άρα­γε η προ­σταγή στους μα­θητές του «...γί­νε­σθε ούν φρό­νι­μοι ως οι όφεις και ακέραιοι ως αι περιστε­ραί.», Ματθαίος 10: 16; Έχει ή δεν έχει σχέση με το ψέ­μα; Όφεις ελιγμών, πονηρίας, αοριστολογίας, κλπ., και περιστεραί υποκρισίας, κλπ.; Μελετείστε και την παραβο­λή του «Επαίνου του Οικο­νό­μου της Αδι­κί­ας», Λουκάς 16: 1-9, και μετά σκε­φτείτε την· είναι ή δεν είναι ύπο­πτη και ανήθικη; Γιατί πρόσταξε τους μαθητές τους να πω­λή­σουν ακό­μα και τα ιμάτιά τους για να αγο­ρά­σουν μαχαίρια (Λουκάς 22: 35-36, 38), αφού για «τον υιόν του ανθρώ­που» το κάθε τι ήταν προκαθορισμένο, «καθώς γέγρα­π­ται», για να του συμβεί (π.χ. Ματ­θα­ί­ος 26: 24, 31, 54, Μάρκος 9: 12, 14: 21, 27, Λου­κάς 22: 22 «και ο μεν υιός του ανθρώπου πορεύεται κατά το ωρισμένον· πλήν ουαί τω ανθρώπω εκείνω δι’ ου παραδίδοται.», 24: 46. κλπ.). Αλλού πάλι έλεγε «...μή αντιστή­ναι τώ πο­νη­ρώ...» (Ματ­θαί­ος 5: 39) και «...πάν­τες γάρ οι λαβόντες μάχαιραν εν μα­χαί­ρα απο­θα­νούν­ται.» (Ματ­θαί­ος 26: 52, κλπ.). Οι πολυά­ρι­θμες αντιφάσεις στα λόγια και στις πράξεις του Ιησού αποδεικνύουν ότι έλεγε και ψέματα. Η απλή λογική λέει ότι, σε μια αντίφαση δεν μπο­ρούν και οι δύο αντιφατικές εκ­δοχές να εί­ναι αλη­θείς. Όμως η μία σίγουρα εί­ναι ψευ­δής και ενδεχομένως και οι δύο μπορεί να εί­ναι ψευδείς.

(Για ανήθικες παραβολές ή παραβολές με ανήθικους ήρωες του Ιησού με­λε­τείστε: Ματθαίος 13: 24-42, 24: 43-44, 25: 14-30. Μάρκος 3: 27. Λουκάς 12: 39, 16: 1-9, 18: 1-8, 19: 11-27, και Απόκρυφο Ευαγγέλιο του Θωμά στίχος 98.).

Μεταξύ πολλών συν­αφών λογί­ων του, το παρά­δειγ­μα της αυ­θαί­ρετης, επικίν­δυ­νης και ετσιθελικής κατατάξεως επί του οποίου βασίζει και πολλές απειλές όπως δια­τυ­πώνεται στον Ματ­θαίoν 12: 30 και Λoυ­κάν 11: 23 «ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι, και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπίζει.» έχει μείνει παροιμιώδες. Στον Μάρ­κον 9: 40, αν και αναφέρεται στους μαθητές του και όχι ευθέως στον εαυτόν του, αυτό το δι­ατυπώνει διά της λογικής ισοδυναμίας ως εξής: «ος γαρ ουκ έστι καθ’ υμών, υπέρ υμών εστιν.». Πόθεν τώρα συνάγονται και δικαιολο­γούνται αυτά τα συμπεράσματα? Μόνο επειδή έτσι το θέ­λει ο ίδιος και όχι αλλιώς.

            Εκτός τούτων, παραθέτομε ακόμα μερικά στοιχεία από τα Ευαγγέλια τα οποία φα­νε­ρώνουν ότι το άτομο που εκήρυττε ή έπραττε αυτά τα πράγματα δεν πρέπει να είχε «σώας τάς φρέ­νας». Βλέπομε δηλαδή τον Χριστό να κάνει τα εξής:

 

1)     Μια φορά πείνασε και ζήτησε να φάγει σύκα από μια συκιά ενώ δεν ήταν και­ρός σύ­κων. Επειδή φυσικά δεν βρήκε σύκα καταράστηκε και ξέρανε τη συκιά. (Ματ­θαίος 21: 18-21, Μά­ρκος 11: 12-14, 19-22.). Ποιος άραγε με τα καλά του θα ζήταγε σύ­κα από μια συκιά Μάρτιο ή Απρίλιο μήνα; Αν κάποιος έκανε κά­τι τέτοιο, τί γνώμη θα σχηματίζατε γι’ αυτόν; (Αν πάλι αυτά είναι συμβολικά, όπως διατείνονται μερικοί απολογητές αλλά τα Ευαγγέλια δεν υπο­νοούν τέ­τοιο πράγμα καθόλου, τότε ποιο είναι το ηθικό δίδα­γμα που βγαί­νει απ’ αυτόν τον συμβολισμό; Έχομε διαβάσει τουλά­χιστον τρεις διαφορετικές ουρανοκα­τέβα­τες επεξηγήσεις αυτού του επεισοδίου, ή συμβολισμού αν θέλετε, αλλά εμείς ζητάμε το ηθικό δίδαγ­μα, αν η αφήγηση είναι συμβολική και όχι πραγ­ματική. Δεν υπάρχει κανένα! Ακόμα, στην περιγραφή του Ματθαίου η συκιά ξεράθηκε αμέσως, «παρα­χρή­μα»! Στον Μάρκο, την βρήκαν ξεραμένη το άλλο πρωί! Έχομε άλλη μια αντί­φαση, δηλαδή.)

2)     Δύο ή τρεις φορές (Ματθαίος 8: 28-34, Μάρκος 5: 1-21, Λουκάς 8: 26-36) έβ­γαλε πολ­λά δαιμόνια από δαιμονισμένους άνδρες και αντί να τα εξαποστείλει από ‘κει που ήλθαν ή να τα εξαφανίσει (σαν παντοδύναμος που ήταν) τα έβα­λε μέσα σε αγέλες χοί­ρων καθώς τα ζώα έβοσκαν ανέ­μελα. Τότε οι χοίροι κα­τατρόμαξαν σε τέ­τοιο βαθ­μό που έπε­σαν από έναν κρημνό σε μια λί­μνη εκεί κοντά και πνί­γη­καν. Έτσι κατάστρεψε χι­λιά­δες ζώα (2000 λέει ο Μάρκος) και ζη­μί­ω­σε πά­ρα πο­λύ τους βοσκούς και τους ιδιο­κτήτες τους. Θα επιθυμούσαμε πο­λύ να μά­θομε αν τα δαιμόνια πνί­γηκαν μα­ζί με τους χοί­ρους ή σαν μπουμ­πουλίθρες βγήκαν πάλι στη γη για να ξα­ναμ­πούνε σ’ άλλους ανθρώ­πους. Φαν­τασθείτε αλήθεια το θέαμα! Μια σχετικώς μικρή λίμνη γλυκού νερού (δεν εί­ναι μεγάλη η λί­μνη της Τιβεριάδος) με (2000) δυο χιλιάδες πνιγμένους χοί­ρους (Μάρκος 5: 13) μέσ’ ‘τα νερά της! Καταπληκτικό! Τί λέτε λοιπόν; Είναι αυτές ενέρ­γει­ες λογι­κού ανθρώπου ή θεού;

3)     Εκδίωξε βιαίως τους εμπορευομένους από τον ναό με ένα φραγγέλιο (Ματ­θαίος 21: 12-13, Μάρκος 11: 15-17, Λουκάς 19: 45-46, Ιωάννης 2: 14-16). Αυ­τοί δεν ευ­ρίσκονταν εντός ή πλησίον του κυρίως ναού. Αυτό απαγορευόταν αυστηρά από τους Ιουδαϊκούς νόμους και δεν περίμεναν τον Ιησού για να τους επιβάλλει. Κα­τα­λάμβαναν καθο­ρι­σμέ­νους χώρους στο προ­αύλιο του να­ού φτιαγμένους ειδικά γι’ αυτούς. Επιτελούσαν κοινωνική εργασία και βο­ή­θεια, διότι σκοπό είχαν να εξ­υ­πηρετούν τις ανάγκες των χιλιάδων προσκυνη­τών και εορταζόντων Εβραίων που ερχό­ταν από πολλά και μακρινά μέρη. Εκ­τός από την ανταλλαγή συναλλάγ­ματος προμήθευαν και ζώα για τις θυσίες σύμφωνα με τους Ιουδαϊκούς κανόνες λα­τρεί­ας, κλπ. Προ­φα­­νώς θα έκαναν νόμιμα, οι ασυνείδητοι ίσως και παράνομα, κέρδη, αλλά αυτή η δου­λειά ήταν αναγκαία και δεν ήταν απλώς κερδοσκοπία. [Εδώ ας κάνομε και δύο παρα­τη­ρήσεις: (α) Αν δεν το έγραφε η Καινή Διαθήκη, θα ήταν αδύ­νατον να πι­στέψει κα­­νείς ότι ένας μόνο άνδρας με ένα μαστίγιο θα μπορού­σε να εκ­δι­ώ­ξει τόσους πολ­­λούς άνδρες κα­τά μήκος 150 μέτρων περίπου και να τους τα κάνει όλα άνω κάτω. (β) Ενώ οι τρεις πρώτοι ευαγγελιστές, μεταξύ αυτών ο Ματθαίος ήταν παρών ως ένας από τους δώδεκα, ανα­φέ­­ρουν το επει­σόδιο στο τέλος της δημοσίας δράσης του Ιησού, ο υπηρέτης της αλήθειας Ιω­άν­νης το ανα­φέρει στην αρ­χή της. Πραγ­μα­τι­κά πολύ περί­ερ­γα πράγ­μα­τα!].

4)     Εγκαθιδρύει τον απόλυτο προκαθορισμό, παρά τα όσα λέγει και πράττει περί της σω­τηρίας των ανθρώπων διά πίστεως, μετανοίας, καλών έργων, κλπ. ή πε­ρί ελευ­θερίας βουλήσεως. Ποιος ο λόγος λοιπόν για την πίστη σ’ αυτόν ή τον Θεό, για τα καλά έργα, κλπ.; Το δόγμα του προκαθορισμού προϋπήρχε στην Παλαιά Δια­θήκη και στους Εσσαίους. Στην Καινή επεξετάθει έτι περισσότερο και με τον Ιησού και με τον Παύλο, κλπ. Εδώ βεβαίως περιοριζόμαστε στο αντιφατικό αυτό κήρυγμα του ιδίου του Ιησού το οποίο προδίδει σχιζοφρενή άν­θρωπο πα­ρά κά­ποιον με τα καλά του. Ο προ­κα­θο­ρισμός του εκ γε­νετής τυ­φλού (Ιωάννης 9: 1-3-5), της προδο­σί­ας και του ρό­λου του Ιούδα, των πα­θών του, της επαλήθευσης υποτι­θεμένων προφητειών, κλπ. εί­ναι πολύ γνω­στός. Όπως είδαμε παραπάνω, τα Ευαγγέλια γράφουν ότι ο ίδιος ανα­κοί­νωσε πολλές φο­ρές στους μα­θητές του τί ήδη γέγραπται, εν τω νόμω του Μωυ­σέ­ως και τοις προφήταις, γε­νέ­σθαι διά τόν υιόν τού ανθρώ­που (Λουκάς 18: 31, 22: 22, 24: 28, κλπ.)! Ακόμα, π.χ., στον Ιωάν­νην 18: 11 «... τό ποτή­ρι­ον ό δέδωκέ μοι ο Πατήρ, ου μή πίω αυτό;». Όμως στη Γεθσημα­νή το είχε πιάσει μια τρομερή αγωνία μέχρι θανάτου και πα­ρα­κα­λού­σε: «πάτερ μου, ει δυνατόν εστι, παρελ­θέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο·» (Ματθαίος 26: 39, κλπ.). Παρ’ ολί­γον δη­λα­δή, αυτός ο Θεός να μην μας σώσει! (Τώρα από τί, τρεχάτε να το βρείτε! Διαβά­στε τα Ευαγγέλια!).

5)     Κήρυττε τον ευνουχισμό και την πλήρη κατάργηση του σεξουαλισμού επί της γης διά τη βα­σιλεία των ου­ρα­νών (Ματθαίος 5: 27-30, 18: 8-9, 19: 9-12 ειδικά ο στίχος 12 είναι πολύ κραυγαλέος, Μάρκος 9: 43-48). Η στάση του ήταν υπέρ του ασκητισμού, της αγαμίας και της παρθε­νί­ας, πράγμα που υπερτόνισε ο Παύλος (Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 7: 1-4, 7: 25-40) και αρ­γότερα ο Ιωάννης Χρυ­σόστομος. Άραγε τί θα γινόταν αν όλοι έπρατταν αυτά για να πάνε στη βα­σι­λεία των ου­ρα­νών; Έτσι ξερίζωσε κυ­­ριολεκτικά τον έρωτα που είναι η βάση των σχέσεων των δύο φύλων, της οικογενειακής ύπαρξης, ζωής και αγά­πης. Αντ’ αυτών λοι­πόν το μοναστήρι και ο πουρι­τανι­σμός. Καθ’ όσον όμως οι αν­τιφατικές ενέργειές του, όπως και όλης της Βίβλου, δίνουν και παίρνουν αλ­λού φαίνεται να είναι υπέρ του γάμου (Ματθαίος 19: 4-6, Μάρκος 10: 6-9, Ιω­άννης 2: 1-11.). Άντε να βρει κανείς την άκρη με τις αντι­φά­σεις.

6)     Αντίθετα προς τον Μωσαϊκό Νόμο, ο οποίος εδόθη στον Μωυσή από τον «Πατέ­ρα» του όπως υποτίθεται και πιστεύεται στον Χριστιανισμό, κατήργησε πλήρως το δια­ζύγιο (εκτός ίσως, προσοχή και πάλι ίσως, λόγω μοιχείας) και την παν­τρειά για δεύ­τερη φορά. (Ματ­θαίoς 5: 31-32, 19: 1-12, Μάρ­κoς 10: 1-12 και Λoυ­κάς 16: 18). Βρήκε δήθεν την σκληροκαρδία για δι­καιο­λογία (Ματ­θαί­ος 19: 8, Μάρκος 10: 5), τη στιγμή κατά την οποίαν ο νόμος αυτός εδόθη από τον ίδιο τον Θεό στον Μωυ­σή (βλέπε: Λευιτικόν 26: 46 και Αριθ­μούς 36: 13)! Πολύ θεϊκή δικαιολογία ανεκάλυψε ο Ιη­σούς Χρι­σ­τός! Δεν νομίζετε; Δεν τους λέγει στα ίσια ότι θεός είμαι και τώρα αλλάζω αυτά που είχα δώσει πριν παρά μόνο προσπαθεί να βρει διακαιολογί­ες· και το χειρότερο βρήκε αυτή τη σαχλαμάρα ρίχνοντας το βάρος στον Μωυσή. Πού πήγε η θεϊκή του ιδιότητα εδώ; Πάντως τώρα όπως και να έχει το πράγμα, δεν μπορείς να ξαναπαν­τρευ­τείς αν έχεις χη­­ρέ­ψει ή χω­ρίσει ακόμα και για θε­μι­τούς λόγους. Ού­τε μπο­ρείς να χω­ρί­σεις τον ή την σύ­ζυγο που πή­ρες αλλά δεν σου ταίριασε. Αν έκανες λάθος, «σύ όψει», δι­όρ­θω­ση δεν υπάρ­χει. Η καταπιε­στι­κή και αντικοινωνική τακτική σε όλο της το με­γαλείο!

7)     Κήρυττε την απόλυτα παθητική ανοχή του κακού και καμία αντίδραση κατ’ αυ­τού όπως διαβάζομε στον Ματθαί­ον 5: 39-44, 18: 21-22 και Λουκάν 6: 27-30. Στον Ματ­θαί­ον 5: 39 και στον Λουκάν 6: 29 διαβάζομε το παροι­μι­ώδες: «Εγώ δέ λέγω υμίν μή αντι­στήναι τώ πονει­ρώ· αλλ’ όστις σε ραπίσεις επί τήν δεξιάν σιαγό­­να, στρέψον αυτώ καί τήν άλλην». Αυτό βεβαίως ούτε ο ίδιος το τή­ρη­σε (άλ­­λη μια αντί­φαση), όπως περι­γρά­φε­ται στο επει­σόδιο με το ρά­πισμα που εδέ­χ­θη από έναν υπηρέ­τη του Αρχιερέα, προς τον οποί­ον δια­μαρτυ­ρή­θηκε αρκετά έν­τονα (Κατά Ιωάννην 18: 22-23). Η σωρεία κραυ­γα­λέ­ων αν­τιφάσεων στα λόγια και στις πρά­ξεις του Ιη­σού όπως και σ’ ολόκλη­ρη τη Βί­βλο, φανε­ρώνουν μια σχι­­ζοειδή κατά­σταση και θεολογία και ένα σχιζοει­δές ατόμο. (Υπάρ­χουν ­πολλά βιβλία στη διεθνή βιβλι­ο­γραφία που εκ­θέ­τουν όλες αυ­τές τις χιλιάδες αντι­φάσεις. Εδώ ανα­φέρομε το σχετι­κά σύν­το­μο βι­β­λίο, το οποίο είναι επικεντρωμένο στα Ευαγγέλια και στον Ιησού: Οι Αντιφά­σεις της Και­νής Διαθήκης, Θωμάς Μάρας, Εκ­δόσεις Δί­βρης ή Εκδό­σεις Σμυρ­νιώτη.).

8)     Σε πάρα πολλές περιπτώσεις εξαπέλυσε φρικιαστικά υβρεολόγια, περιφρονη­τι­κές εκφράσεις, πλήθος τρομε­ρών απειλών, ρήσεις ωμής βίας και πολλά εξαί­σια τοι­αύτα κατά διαφόρων. (Κατά πρώτον λόγο κατά των Φα­ρισαίων, άλλων Εβραίων που δεν τον πιστεύουν, μερικών πόλεων, των απίστων γενικότερα, των πλου­σί­ων και των Εθνικών. Κα­τά δεύ­τερον λόγο κατά των Σαδδουκαίων, του Ηρώ­δη Αντί­πα, μιας Ελλη­νίδας Συ­ροφοινίκισας, κ.ά.). Όποιος δια­βάζει αυτά τα Κυριακά Λόγια όχι μόνο ανα­τρι­χι­άζει, αλλά και σίγουρα βλέπει μια ακα­τά­σχετη οργή πέ­ραν κάθε υγιούς μέτρου και παραβίαση εντολών που έδι­νε στους άλλους. Πρέπει να καταλάβομεν ότι η γλυ­κύ­τητα, η ειρη­νι­κότητα (Ματ­θαί­ος 10: 34-37, Λουκάς 12: 49-53, 19: 26-27 «λέγω γαρ υμίν ότι παντί τω έχοντι δοθήσεται, από δε του μη έχοντος και ό έχει αρθήσεται απ’ αυτού. πλήν τους εχθρούς μου εκείνους, τους μη θελήσαντάς με βασιλεύσαι επ’ αυτούς, αγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμπροσθέν μου.», 22: 35-36, 38, κλπ.) και η πρα­ό­τητα του Ιησού που μας έχουν διακηρύξει οι διάφοροι ιεροκήρυκες και απο­λο­γη­τές εδώ και τόσα χρό­νια δεν βρίσκονται εν­τός των Ευ­αγγελίων... αλλά μόνο στο νου των προπαγανδιστών του Χριστιανισμού. Αντιφατικά και πάλι έχομε την εν­τολή να αγαπάμε ακόμα και τους εχθρούς μας, στους στίχους Ματθαίος 5: 44, Λου­κάς 6: 27, 35, κλπ.

9)     Εκήρυττε μανιωδώς μια άμεση εσχατολογία. «Το τέλος του κόσμου είναι προ των θυ­ρών και έφτασε η ώρα να εγκατασταθεί το Μεσσιανικό Βασίλειο επί της γης.». Εί­ναι σαφές από πάρα πολλά χωρία των Ευαγγελίων ότι το Μες­σι­α­νικό Βασίλειο εί­ναι υλικό επί της γης και με όλες τις υλικές απολαύ­σεις (Ματθαίος 19: 27-30, 26: 29, Μάρ­κος 10: 28-31, 14: 25, Λου­κάς 18: 28-30, 21: 28, 22: 16, κλπ.). Θα γίνει κυρίως για τον Ισραήλ και το­νί­ζε­ται ιδι­αιτέ­ρως η ανω­τερότης των Ιουδαίων (Ματθαίος 6: 7, 10: 5-6, 23, 15: 22-27, Μάρκος 7: 26-27, Λουκάς 2: 32, 18: 32, 22: 30, 24: 21, Ιωάννης 4: 22, Πράξεις 1: 6). Ακόμα και στο μυστικό και περίεργο «συμβάν» της μετα­μορ­φώσεως (Ματθαί­ος 17: 1-13, Μάρκος 9: 2-13, Λουκάς 9: 28-36) που σκο­πόν είχε να αποδείξει την κα­θολική θεότητά του και ενώ είχε την ευκαιρία να απο­δείξει, έστω και μυστικά, την παγκοσμιό­τητά του στους τρεις στενούς μα­θη­τές του διά κάποι­ου και­νο­φανούς σημείου παγκοσμίου σημα­σί­ας, εντούτοις εμ­φανίζε­ται με τους παλαι­ούς Εβραϊκούς ήρωες Μωυσή και Ηλία. Αλλά και στην Απο­κάλυ­ψιν του Ιωάν­νου, οι 144.000 ξεχωρισμένοι ως άμωμοι, εκλε­κτοί και εσφ­ραγι­σμένοι του Θε­ού, προέρχονται όλοι τους μόνο από τις Ισ­ρα­η­λιτι­κές φυλές και κανέναν άλλον. Κλπ.

Αλλού όμως μι­λάει αντιφατικά για τους εκ δυσμάς και ανατολάς που θα κληρονομήσουν τη βασι­λεία, ενώ οι υιοί της βασιλείας θα μείνουν έξω (Ματθαίος 8: 11-12, Λου­κάς 13: 29). Τρέχα γύρευε με τις απανταχού παρού­σες αντιφάσεις! Είναι να απο­ρεί κανείς πόσο στραβή και τρελή καταντάει αυ­τή η πίστη! (Εκτός από τα χω­ρία που έχομε ήδη αναφέρει, παραθέτομε και άλ­λα στον αμέσως παρα­κά­τω κα­τάλογο, στο περί αμέσου εσ­χατολογίας τμήμα. Μελε­τήσετε καλά τα Ευαγ­γέλια και θα βρείτε ακόμα πε­ρισσότερα!). Οι προ­βλέψεις του Ιησού για τη Δευτέ­ρα Παρουσία του και το Μεσ­σιανικό Βασίλειό του, παρά τη μανία και το πάθος που τα διαλα­λούσε, απέ­τυχαν βε­βαίως πατα­γωδώς. Αυτό φα­νε­ρώνει ότι δεν πρέπει να ήταν σώος εις τάς φρένας. Κατά το κριτήριο του Δευ­τε­ρονο­μίου 18: 22 ήταν ψευ­δο­προ­φήτης. Με­τά απ’ αυτή την πα­τα­γώδη απο­τυ­χία και την καταστροφή του Ναού και της Ιε­ρουσαλήμ το 70 Κ. Ε., οι χρι­στια­νικές ομάδες μετατόπισαν το Μεσ­σι­ανικό Βασί­λειο σε έναν ακα­θόριστο ιδε­α­τό κό­σμο στον ου­ρανό. Τότε επί­σης διέδωσαν ότι η Δευτέρα Πα­ρου­σία θα λά­βει χώ­ρα σε άγνωστη χρο­νική στιγ­μή που δεν την γνωρίζει ούτε ο ίδιος ο υιός, Ιησούς Χρι­στός, (Ματθαίος 24: 36, Μάρκος 13: 32), παρ’ όλο που αυτός ο ίδι­ος πρόκειται να ξαναεμφανι­στεί! Ιστο­ρικά, είναι γνω­στές και κα­ταγε­γραμ­μέ­νες οι εσχατολογικές εμμονές και αναμονές των χριστια­νι­κών κοινοτήτων μέ­χρι το 1000 Κ.Ε., αλλά και με­τά. Ο Ιησούς είχε το όραμα ενός αποκαλυπτικού ονειροπόλου, και το μήνυ­μα του ήταν άμεσα εσχα­τολο­γι­κό. Όλη η Καινή Δια­θήκη γέμει από αποκα­λυ­πτικά και εσχατολογικά χω­ρία. Διά τούτο, τα κηρύ­γ­μα­τά του Ιησού («Κυριακά Λό­για») δεν είχαν και ούτε έχουν πρακτική αξία και εφαρ­μογή στην καθη­με­ρινή ζωή. Έτσι, ουδέ­ποτε εφ­αρ­μό­σθηκαν ακόμα και από την ίδια την εκκλη­σία. Ο μεν Χρι­στιανι­σμός δεν έλυ­σε κανένα από τα προβλήμα­τα των οποί­ων τη λύ­ση επαγ­γέλ­θηκε, ούτε ο κόσμος έγι­νε μία ποίμ­νη με έναν ποι­μένα όπως καυχιέται ο Ιωάν­νης 10: 16, 17: 21-22. Η δε εκκλη­σία έγινε δεκάδες χι­λι­ά­δες κομ­μά­τια, τα οποία αλληλο­σπαράχθηκαν. Όπου επ­ε­κρά­τη­σε ο Χριστια­νισμός τα έκα­νε μαντάρα και επ­ήλθε πόνος, θλίψη, πα­ρα­φρο­σύνη, παραλήρημα και καταστρο­φή!

Χαρακτηριστικά αναφέρομε και την εξής φοβερή αντίφαση. Στις Πρά­ξεις 1: 6, λίγα λεπτά πριν την ανάληψή του, τον ερωτούν οι μαθητές του:

 

«οι μεν ουν συνελθόντες επηρώτων αυτόν λέγον­τες· Κύριε, ει εν τω χρόνω τούτω αποκαθιστάνεις την βασιλείαν τω Ισρα­ήλ;».

 

Τόσα τους είχε πει τόσες φορές, είχαν ιδεί τα τέρατα και τα σημεία, είχε πάθει και αναστηθεί και οδεύει προς τους ουρανούς και αυτοί κατά την έσχα­τη στιγ­μή τον ρωτάνε ξανά για την αποκατάσταση του βασιλείου του Ισραήλ εδώ και τώρα. Που ήταν αυτή η παγκοσμιότητα; Δεν την είχαν ακόμα εννοήσει μέχρι και την υστάτη στιγμή; Μα καλά, ακόμα δεν είχαν καταλάβει τίποτα;! Εσείς αναγνώστες τί έχε­τε να πείτε σ’ αυτό το σημείο.

Αλλά στα Ευαγγέλια πριν απ’ αυτά τα έσχατα λεπτά γράφουν ότι τελικά είχαν καταλάβει. Π. χ., Λουκάς 24: 44-49, κατά την εμφάνιση του Ιησού στους μα­θητές του όπου και έφαγε μαζί τους ψαράκια ψημένα και κηρήθρα μελιού, γράφει:

 

«είπε δε αυτοίς· ούτοι οι λόγοι ους ελάλησα προς υμάς έτι ων συν υμίν, ότι δεί πληρωθήναι πάντα τα γεγραμμένα εν τω νόμω Μωϋ­σέ­ως και προφήταις και ψαλμοίς περί εμού. τότε διήνοιξεν αυτών τον νουν του συνι­έ­ναι τας γραφάς, και είπεν αυτοίς ότι ούτω γέγρα­π­ται και ούτως έδει πα­θείν τον Χριστόν και αναστήναι εκ νεκρών τη τρίτη ημέρα, και κηρυχθή­ναι επί τω ονόματι αυτού μετάνοιαν και άφεσιν αμαρτιών εις πάντα τα έθ­νη, αρξάμενον από Ιερουσα­λήμ. υμείς δε εστε μάρτυρες τούτων. και ιδού εγώ αποστέλλω την επαγγελίαν του πατρός μου εφ’ υμάς· υμείς δε καθίσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ έως ου ενδύσησθε δύναμιν εξ ύψους.».

 

Ο ίδιος(;) συγ­γραφέας όμως στις Πράξεις γράφει τα αντίθετα. Επομένως ποιοί υπέφεραν από αμνησία ή κρετινισμό; Οι μαθητές; Οι συγγραφείς; Ποιοί ή Ποιός; Ή πως εί­ναι δυνατόν κανείς να πιστεύει σε τέτοια αντιφατικά παραμύ­θια και να τολμά να τα απο­καλεί ιστορικά γεγονότα και τα βιβλία που τα ανα­φέρουν ισ­το­ρικά;

Ο ίδιος ο Χριστός πάλι αντί να τους επιπλήξει δριμύτατα διά το ανεπίδεκ­τον της μα­θή­σε­ώς των και να τους καθαιρέσει λόγω ηλιθιότητας ή ξεροκε­φα­λιάς που δεν έπαιρνε άλλη παράταση, τους απαντά ως εξής, Πράξεις 1: 7-9:

 

 «είπε δε προς αυτούς· ουχ υμών εστι γνώναι χρόνους ή καιρούς ους ο πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία, αλλά λήψεσθε δύναμιν επελθόν­τος του Αγίου Πνεύματος εφ’ υμάς, και έσεσθέ μοι μάρτυρες εν τε Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία και έως εσχά­του της γης. και ταύτα ειπών βλεπόντων αυτών επήρθη, και νεφέλη υπέλαβεν αυτόν από των οφθαλμών αυτών.»,

 

που είναι τα ίδια πράγματα που τους είχε ξαναπεί αρκε­τές φορές πριν, στα Ευ­αγγέλια. Τί να βγάλει κανείς απ’ αυτή την ασυναρτησία και ανοησία;...!

10)  Κήρυττε παντελή απαξία και μίσος κατά του κόσμου, της γνώσεως και της σο­φί­ας (Ματθαίος 11: 25-26, Λουκάς 10: 21). Η διακυβέρνηση του κό­σμου ανήκε στον Σατανά (Ματθαίος 4: 1-11,18: 7, Μάρκος 1: 12-13, Λουκάς 4: 1-13, Ιωάννης 5: 14, 12: 31, 14: 30, 16: 11, κλπ.). Είναι πολύ γνωστά τα πολλά και διά­φο­ρα θαύ­­μα­τα του Ιησού εναντίον δαι­μό­νων και ακαθάρτων ή πονη­ρών πνευ­μάτων. Οι ασθένει­ες ήταν προϊ­όν­τα των δαι­μό­νων (Ματθαίος 12: 43-45, Λουκάς 11: 24-26 θαυμάστε: «Όταν το ακάθαρτον πνεύμα εξέλθη από του ανθρώπου, δι­έρ­χε­ται δι’ ανύδρων τόπων ζητούν ανάπαυσιν, και μη ευ­ρίσκον λέγει· υπο­στρέ­ψω εις τον οίκόν μου όθεν εξήλθον· και ελθόν ευρίσκει σεσαρω­μένον και κεκοσ­μη­μένον. τότε πορεύεται και παραλαμβάνει επτά έτερα πνεύμα­τα πο­νη­ρότερα εαυ­τού, και εισελθόντα κατοικεί εκεί, και γίνεται τα έσχα­τα του αν­θρώπου εκείνου χείρονα των πρώτων.», 13: 10-16, Πράξεις 8: 7, κλπ.), αλλά και αμαρτιών όπως μαρτυρείται απανταχού στην Παλαιά Διαθήκη και στον Ιωάννην 5: 14 «... μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χεί­ρόν σοί τι γένηται.». Όλα τα επεισόδια με δαίμονες και Σατανά (Βεελζεβούλ) είναι τόσο πολλά μέσα στα Ευαγγέλια και σ’ όλη την Καινή Διαθήκη που εύκολα βγάζει κανείς το συμπέ­ρασμα ότι την εποχή εκείνη στην Παλαιστίνη και στα περίχωρα της έβρεχε δαί­μονες σχεδόν κάθε μέρα! Η ολοκλη­ρωτική δαι­­μο­νο­λο­γία εμ­φα­νίζεται πο­λύ τακτικά στα λό­για και τα έργα του Ιησού. Τί είδους σύμπτω­μα να ήταν αυ­τό άραγε; Έτσι λόγω του δαιμονισμένου κόσμου δεν χρεια­ζό­ταν να κάνομε καμία φρον­τίδα για την εδώ ζωή και την αυ­ριανή μέρα· ούτε φα­γητό, ού­τε ρούχα, ούτε συγ­γε­νείς, ούτε οι­κο­γένεια, ού­τε γονείς... Ο ασκη­τι­σμός, ο μονα­στισμός, η κα­ταδίκη του πλού­του και των πλου­σί­ων, η επιδί­ω­ξη του πέν­θους εί­ναι πολύ συ­χνά θέ­ματα στα λόγια του Ιη­σού. Στέ­κουν λοιπόν όλα αυτά, τί λέτε; Όλα αυτά εξαί­ρονται και θα τύχουν αναλόγου αν­τα­μοι­βής (Ματ­θαί­ος 19: 29 «καί πάς ός αφήκεν οι­κίας ή αδελ­φούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένε­κεν τού ονόμα­τός μου, εκατον­τα­πλασίο­να λείψεται καί ζωήν αιώνιον κληρονο­μή­σει», Μάρκος 10: 30, Λουκάς 9: 59-62, 12: 22-35, 18: 29-30, κλπ.). Αυτό θα πει κατα­σ­τρο­φι­κή θρη­σκεία σε όλο της το μεγα­λείο! Όπως φαίνεται, όλα αυτά εί­­ναι μια τρελή απόρ­­ροια της ολο­κληρωτικής δαιμονολογίας και της άμεσης εσχα­­τολο­γίας που μανιω­δώς προ­πα­γάνδιζε, αλλά όφειλε να γνωρίζει καλλίτε­ρα.

11) Λογική εφαρμογή της απαξίας του κόσμου, της άμεσης εσχατολογίας, της απαν­ταχού δαιμονοκρατίας και της αφί­ξεως του μεσσιανικού βασιλείου εν όσω ζούσε ο υποτιθέμενος Ιησούς είναι και το ανεφάρμοστο, καταστροφικό και ουσιαστικά τρελό κήρυγμά του κατά της λήψεως και προβλέψεως οιασ­δήποτε φροντίδας για τις καθημερινές μας ανάγκες και την αυριανή μέρα, όπως αναφέραμε αμέ­σως πριν. Αξίζει όμως να διαβάστε τα εξής κείμενα: Ματθαίος 6: 25-34 «Δια τού­το λέγω υμίν, μη μεριμνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε και τι πίητε, μηδέ τω σώματι υμών τι ενδύσησθε· ουχί η ψυχή πλεί­όν εστι της τροφής και το σώμα του ενδύματος; εμ­βλέψατε εις τα πετεινά του ουρα­νού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συν­άγουσιν εις αποθήκας και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά· ουχ υμείς μάλλον διαφέρετε αυτών; τις δε εξ υμών μεριμνών δύναται προσθείναι επί την ηλικίαν αυ­τού πήχυν ένα; και περί εν­­δύματος τι μεριμνάτε; καταμάθετε τα κρίνα του αγρού πως αυξάνει· ου κοπιά ουδέ νήθει· λέγω δε υμίν ότι ουδέ Σολομών εν πάση τη δόξη αυτού περιεβάλετο ως εν τούτων. Ει δε τον χόρτον του αγρού, σήμερον όντα και αύριον εις κλί­βα­νον βαλ­λό­μενον, ο Θεός ούτως αμφιέννυσιν, ου πολλω μάλλον υμάς, ολιγόπι­σ­τοι; μη ουν με­ριμνήσητε λέγοντες, τι φάγωμεν ή τι πίωμεν ή τι πε­ρι­βαλώμεθα; πάν­τα γαρ ταύτα τα έθνη επι­ζητεί· οίδε γαρ ο πατήρ υμών ο ουράνιος ότι χρή­ζε­τε τούτων απάντων. Ζη­τεί­τε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δι­και­ο­σύνην αυτού, και ταύτα πάν­τα προ­στεθήσεται υμίν. Μη ουν μεριμνήσητε εις την αύριον· η γαρ αύριον μερι­μνή­σει τα εαυτής· αρκετόν τη ημέρα η κακία αυτής.» Τί θα γινόταν αν αυτά εφαρ­μό­ζοντο; Και ποιος του είπε ότι αυτά όλα τα επι­ζητούν μόνο τα έθνη ή αυτά είναι τα μόνα πράγματα που τα έθνη επιζητούν; Οι Ιουδαίοι δηλαδή δεν τα επιζητούσαν; Πώς ζούσαν αυ­τοί; Με αέρα κοπα­νι­στό; Που τα βρήκε όλα αυτά; Ακόμα για το ίδιο θέμα βλέπε και Λου­κάς 12: 22-33 «Είπε δε προς τους μα­θητάς αυτού· διά τούτο λέγω υμίν, μη μεριμνά­τε τη ψυχή υμών τι φά­γητε, μηδέ τω σώματι υμών τι ενδύσησθε. ουχί η ψυχή πλείόν εστι της τροφής και το σώμα του εν­δύματος; κατανοήσατε τους κόρακας, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερί­ζου­σιν, οίς ουκ έστι ταμείον ουδέ αποθήκη, και ο Θεός τρέφει αυτούς· πόσω μάλ­λον υμείς δια­φέ­ρε­τε των πετει­νών; τις δε εξ υμών με­ριμνών δύ­ναται προσθείναι επί την ηλικίαν αυ­τού πήχυν ένα; ει ουν ούτε ελά­χιστον δύνασθε, τι περί των λοιπών μερ­ι­μνάτε; κατα­νοήσατε τα κρίνα Πως αυ­ξά­νει· ου κοπιά ουδέ νήθει· λέγω δε υμίν, ου­δέ Σολομών εν πάση τη δόξη αυτού περιεβάλετο ως εν τού­των. ει δε τον χόρτον του αγρού, σή­μερον όντα και αύ­ριον εις κλίβανον βαλλό­με­νον, ο Θεός ούτως αμ­φι­έννυ­σι, πόσω μάλλον υμάς, ολιγόπιστοι; και υμείς μη ζη­τεί­τε τι φάγητε και τι πίητε, και μη μετε­ω­ρίζεσθε· ταύτα γαρ πάντα τα έθνη του κόσμου επιζητεί· υμών δε ο πα­τήρ οίδεν ότι χρή­ζε­τε τούτων· πλήν ζητείτε την βασιλείαν του Θεού, και ταύτα πάν­τα προ­στε­θή­σε­ται υμίν. Μη φοβού το μικρόν ποίμνιον· ότι ευ­δόκησεν ο πα­τήρ υμών δούναι υμίν την βασιλείαν. πωλήσατε τα υπάρχοντα υμών και δότε ελεημοσύνην. ποι­­ήσατε εαυ­τοίς βαλάντια μη παλαιούμενα, θησαυρόν ανέ­κλει­πτον εν τοις ουρα­νοίς όπου κλέ­πτης ουκ εγγίζει ουδέ σής διαφθείρει.». Ποιος λοιπόν είδε ποτέ τα πε­τεινά του ου­ρανού και όλα τα ζώα γενικώς να μην ψάχνουν συνεχώς και με ανη­συχία για την τροφή τους και την φωλεά τους; Απλώς κάθονται ήσυχα και περ­νούν την ώρα τους αμέ­ριμνα επειδή τα τρέφει ο Γιαχβέχ; Μα είμαστε με τα καλά μας; Λοιπόν ερωτάμε επιτακτικώς: Πότε, πού, από ποι­ους και για πό­σο καιρό εφαρμόσθηκαν όλα αυτά; Το απο­τέ­λε­σμα ποιο ήταν; Σήμερα αυτά τα λόγια είναι όχι ανεφάρ­μο­στα και ξεχα­σμένα, αλλά όποιος τους δίνει σημα­σία θεωρείται βλαξ από τους υπόλοιπους, κλπ.

 

Τα χωρία επ’ αυτών των θεμάτων είναι αρκετά γνωστά και πάρα πολλά. Εκ­τός από μερικά ακόμα που καταγράφομε παρακάτω, παρα­πέμπομε όλους τους εν­δια­φερόμε­νους σε μια συστη­ματική με­λέτη των Ευαγγελίων. Πλήρεις αναπτύξεις αυ­τών των θεμά­των, οι οποίες πε­ριέ­χουν τα περισσότερα σχετικά χωρία των Ευαγ­γελίων, ευ­ρί­σκομε και στα εξής τέσσερα βιβλία τα οποία συ­στήνομε για κα­­λή μελέτη:

 

α) Ελλη­ν­ι­σμός & Χρι­στια­νι­σμός, Παν. Μαρί­νης, Εκ­δόσεις Νέα Θέσις, σε­λί­δες 220-221, 257-264, 540-552, κλπ.

β) Μυθοπλαστία Όλες οι Θρησκείες της Οι­κουμένης, Κυ­ρι­ά­κος Σιμόπουλος, Εκδό­σεις Στάχυ, σελίδες 206-212, κλπ.

γ) Πώς Γεν­νι­ούνται Ζουν και Πεθαίνουν οι Θεοί και οι Θεές, Εμ. Γιαροσ­λά­β­σκι, Εκδόσεις Γνώσεις και Επανέκδοση Βε­ρέτ­τα, σελίδες 30-44 και 86-98, κλπ.

δ) Οι Αντιφάσεις της Και­νής Διαθήκης, Θωμάς Μάρας, Εκδόσεις Σμυρνιώ­τη, ή Εκ­δόσεις Δίβρης, ολό­κλη­ρο το βιβλίο, εκτός από κάτι σχόλια και προβ­λέψεις του συγγραφέα, τα οποία έγραψε παρορμώμενος από τις πολιτικές και κοινωνικές του πεποιθήσεις..

 ε) The Jewish Sources Of The Sermon On The Mount, Gerald Fried­lander, Kessi­n­g­er Publishing, σελίδες 166-196, κλπ. Εδώ ο πολυμαθής συγγραφέας, Gerald Fri­edlan­der, παραθέτει λεπτομερώς και ερευνά εις βάθος τις «Ιου­δα­ϊ­κές πηγές Της Επί Του Όρους Ομι­λίας» του Ιησού των Ευαγγελίων. Ταυτο­χρό­νως αναπτύσσει μία συγ­κριτική με­λέ­τη της ομι­λί­ας σε σχέση με τις δύο υπάρ­χουσες παραλλαγές της, η μία στο Κα­τά Ματ­θαί­­ον Ευαγγέλιον, 5: 1-7: 29, και ή άλλη στο Κατά Λουκάν 6: 17-49. Επίσης υπο­γραμ­μί­ζει τις αντιφά­σεις της, τους παρα­λογι­σμούς της, το εν πολλοίς αδύνα­τον της εφαρμογής της στον κα­θημερινό βίο, και πολλά άλλα λίαν ενδια­φέ­ροντα σημεία. (Π. χ.: Ο Λουκάς, 6: 17, γράφει ότι η ομι­λία αυτή έλα­βε χώ­ρα «επί τόπου πεδινού», παρόντων των μα­θη­τών αυτού και πολ­λού πλή­θους λαού, οι οποί­οι ήλ­θαν εκεί από πολλά και μακρινά μέρη για να ακούσουν τον Ιη­σού. Ο Ματ­θαί­ος, 5: 1-2, όμως γράφει ότι έλαβε χώρα επί όρους μόνο με τους μα­­θητές πλησίον του.).

 

Στα πέντε αυτά βι­βλία θα βρείτε πάρα πολλά στοι­χεία από τα οποία, τουλά­χι­στο σε κά­ποιο βαθμό, θα απο­ρήσετε και θα διε­ρω­τηθείτε για τη διανοη­τι­κή υγεία και κατά­σ­ταση αυτού του ατόμου. Μελετήστε τα λοιπόν, πέραν της Βίβλου, και θα τρίβετε τα μάτια σας από τα πάρα πολλά οικτρά ση­μεία που δεν είχατε προσέξει.

            Για μια μικρή επαλήθευση λοιπόν, αναγράφομε τον παρακάτω ελλιπή κατά­λο­γο αναφορών από τα Ευαγγέλια, πάνω σε μερικά από τα θέματα στα οποία αναφερ­θή­καμε προηγουμένως. Για όλα τα θέματα, τα οποία ανα­φέ­ρο­με εδώ, και εφ’ όλης της Καινής ή και της Βίβλου, οι αναφο­ρές επαυξάνονται κατά πολύ πε­­ρισ­σό­τε­ρο. Όπως είπαμε, μπο­ρείτε μόνοι σας να βρείτε ακόμα πολύ περισσότερες. Στις προ­η­γούμενες ανα­φορές λοι­πόν προ­σθέσετε και τις εξής:

 

Πε­ρί δια­ζυ­γίoυ: Ματ­θαίoς 5: 31-32, 19: 1-12, Μάρ­κoς 10: 1-12 και Λoυ­κάς 16: 18, κλπ. (Οι δια­τά­ξεις τoυ Παύλoυ πε­ρί δια­ζυ­γίoυ, Πρός Ρω­μαί­oυς 7: 2-3, Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 7: 10-16, 39, όπως και του Μωσαϊκού Νόμου, Δευ­τε­­ρο­νό­μιον 24: 1-4, στις περισσότερες πε­ρι­πτώ­σεις δεν συμ­φωνoύν με αυ­τές εδώ των τριών πρώτων Ευαγ­γε­λί­ων.).

Πρoκαθoρι­σμός (απόλυτος και όχι σχετικός όπως διατείνονται πολλοί διαστ­ρευ­λωτές της αλήθειας). Η σωτηρία (από τί;) του καθενός τελικά είναι προ­κα­θο­ρι­σμένη. Επο­μέ­νως δεν υπάρχει ελευθερία βουλήσεως: Ματ­θαίoς 11: 25, 12: 30, 13: 38, 43, 15: 13-14, 19: 25-26, 20: 1-16,14, 23, 22: 2-14, 24: 14, 22, 24, 31, 34, 25: 34, Μάρκος 2: 17, 4: 2, 10: 31, 13: 20-22, Λoυ­κάς 10: 21, 11: 23, 50, 13: 24, 14: 16-24, 18: 7, 26-27, 19: 10, Iω­άν­νης 3: 15, 27, 36, 5: 21, 24, 6: 35, 37, 39, 40, 44, 54, 64-65, 8: 1, 12, 18, 47, 15: 16, 19, 17: 2, 6, 9, 14, 16, Αποκάλυψις 3: 5, 7: 3-8, 13: 8, 17: 8, 17, 20: 12, 15, 21: 27, κλπ. (Στις κυριό­τερες Επιστολές του Παύ­λου ο προκαθορισμός επαναλαμβά­νεται με πο­λύ πιο ισχυρό και ασύ­στολο τρόπο, αν είναι δυνατόν! Επιστολή Ιακώβου 2: 5.).

Άμε­ση εσχα­τoλo­γία: Ματ­θαίoς 3: 7-10, 7: 21-23, 10: 7, 23, 11: 12-24, 13: 39-40, 49, 16: 27-28, 19: 27-30, 23: 36, 24: 4, 5, 24, 30-34, 26: 64, Μάρ­κoς 1: 7-8, 15, 3: 27, 9: 1, 47, 10: 14-15, 23-25, 30, 13: 26-30, 14: 62, Λoυ­κάς 6: 20-21, 7: 18-23, 9: 27, 10: 17-24, 11: 19-20, 12: 24-56, 17: 20-21, 34-35, 19: 11, 21: 25-36, 22: 35-36, 38, Ιω­άν­νης 5: 25, 21: 22, Πρά­ξε­ις 1: 6-7, 3: 20-21, Ια­κώ­βου 5: 8-9, Α΄ Πέ­τρου 1: 5-7, 20, 4: 7, 17, 5: 4, Β΄ Πέ­τρου 3: 9-10, Α΄ Ιω­άν­νου 2: 18, 28, 3: 2, 4: 3, Απο­κά­λυψις 1: 1, 3, 3: 11, 22: 7, 12, 20, κλπ.

Απα­ξί­α: Ματθαίος 6: 25-34, 19: 29 «καί πάς ός αφήκεν οικίας ή αδελφούς ή αδε­λ­φάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν τού ονόματός μου, εκα­τονταπλασίονα λείψεται καί ζωήν αιώνιον κληρονομήσει», Μάρκος 10: 30, Λουκάς 10: 21 (κατά της σοφίας), 12: 22-33, 14: 26 «εί τίς έρχεται προς με καί ου μισεί τόν πατέρα καί τήν μη­τέ­ρα καί τήν γυναίκα καί τά τέκνα καί τούς αδελφούς καί τάς αδελφάς, έτι δέ καί τήν εαυτού ψυχήν, ου δύναται είναί μου μαθητής.»), Ιωάννης 6: 63, κλπ.

Σκλη­ρή τι­μω­ρία των απί­στων και απειλές: Ματ­θαίoς 10: 14-15, 33, 11: 20-24, 12: 32 (βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος), 13: 30, 40, 42, 24: 38-39, 51, 25: 31-46, Μάρ­κoς 3: 29 (βλα­σφημία κατά του Αγίου Πνεύματος), 6: 11, 8: 38, 16: 16, Λoυ­κάς 9: 5, 10: 10-15, 12: 9-10, 47-48, 13: 5, 16: 19-31, 17: 26-29, 19: 26-27, 20: 18, Iω­άν­νης 3: 18, 36, 5: 29, 8: 24, 12: 48, κλπ.

Κα­ταδίκη των πλου­σί­ων και του πλού­του, εγκώμιο του πένθους: Ματ­θαί­ος 6: 19-21, 13: 22, 19: 22-24, Μάρ­κος 4: 19, 10: 23-25, Λου­κάς 1: 53, 6: 20-25, 8: 14, 12: 16-21, 16: 19-31, 18: 23-25, (Επιστολή Ιακώβου 1: 9-11, 2: 5-7), κλπ.

Βί­α και μι­σαλ­λο­δο­ξί­α: Ματ­θαί­ος 3: 10, 12 (φωτιά), 7: 6, 8: 22, 10: 21, 32-38, 12: 30, 13: 30, 40 (φωτιά), 15: 13, 18: 34-35 (βασανιστή­ρια), Λου­κάς 3: 9, 17, 11: 23, 12: 47-53 (48 ξυ­λο­δαρ­μός), 14: 23 («ανάγκασον εισελθείν», το «cogito intra­re» του Ιερού Αυγουστίνου), 26, 17: 34, 19: 27 («κατασφάξα­τε αυτούς έμ­προσθέν μου»), 22: 36-38, 49-50, Ιω­άν­νης 12: 48, 15: 6 (φωτιά για την ιερά εξέταση), κλπ.

Ύβρις και οργή: Ματθαίος 7: 6, 8: 11-12, 15: 14, 26, 16: 23, 22: 13, 23: 13-33, 24: 51, 25: 30, Μάρκος 7: 27, 8: 33, Λουκάς 11: 29-52, 13: 28, 22: 36, 38, Ιωάν­νης 3: 36, 8: 44, Αποκάλυψις, κλπ.

Κάθε θρησκεία και φανατική ιδεολογία έχει τους θεούς της, τους προφήτες της τους αγίους της και τους μάρτυρές της. Σε όλη την ιστορία μέχρι και σήμερα βλέ­πομε πολλούς να υποφέρουν να βασανίζονται και τελικά να θυσιάζονται για πίστεις, δοξασίες, θρησκείες, ιδεολογίες, καθεστώτα, κλπ. Ακόμα πολλοί θανατώνον­ται ένεκα των πράξεων των, τις οποίες διέπραξαν ένεκα ψεύδους ή τρέλας ή και κάτι άλλου. Τί να κάνομε λοι­πόν τώρα; Να εφαρμόσομε και σ’ αυτούς το επι­χείρημα του Chesterton για να απο­δεί­ξομε ότι έχουν δίκιο σε ό,τι ισχυρίστηκαν ή έπραξαν, αφού και αυτοί θυ­σίασαν τη ζωή τους; Πόσοι φασίστες και ναζιστές υπέφεραν και θυσίασαν τη ζωή τους για την ιδεολο­γία τους; Το 1850, ο ιδρυτής της θρησκείας Μπαχάι, Αλή Μω­χά­μετ που ήταν συνήθως γνωστός με το παρανόμι «Μπαμπ», θανα­τώ­θηκε μαζί με εκατοντάδες οπαδούς του από την Περσική κυβέρνηση και τον μου­σουλμανικό κλή­ρο. Ήδη από το έτος 1844 υπέφερε πολλά δεινά σε οικτρή μουσουλ­μανική φυλα­κή για τη θρη­σκεί­α που ίδρυσε. Ήταν ή δεν ήταν ο Μω­χά­μετ ο τε­λευταίος και ο ανώ­τα­τος προφήτης του Θεού; Έτσι ισχυρι­ζό­ταν ο ίδιος και μέ­χρι σήμερα αυτό ισχυ­ρί­ζον­ται οι συνεχώς αυ­ξα­νό­μενοι μουσουλμάνοι με από­λυτο φανα­τι­σμό. Βεβαίως δεν μαρ­τύρησε γι’ αυτό, αλλά στην αρχή κυνηγήθηκε πολύ γι’ αυτό. Πάρα πολ­λοί όμως πέ­θαναν για χάρη του προ­φήτη τους. Σί­γουρα ήταν πανέ­ξυ­­πνος και όχι τρελός. Αν κα­νείς ισχυριστεί ότι ήταν ψεύ­της, αυ­τό μάλ­λον θα γίνει αιτία εξοντωτι­κού ιερού πο­λέ­μου τζι­χάντ. Στην προσπά­θεια και στο παραλή­ρημά του να πε­τύ­χει τους «υψη­λούς» στό­­­χους που είχε θέσει δεν αποκλείεται να πί­στεψε πως πρά­γ­ματι ήταν ο μέ­γι­στος και ο έσχατος των προφη­τών. Αλλά ποιος ξέ­ρει; Προκειμένου να τους πε­τύχει μάλ­λον σύντο­μα κα­τά­λαβε καλά ότι και το ψέμα απο­δί­δει μια χαρά. Άλλο πα­ρά­δειγμα: Ο Ηρακλής έλε­γε ότι ήταν γιος του Δία. Άρα έτσι πρέ­πει να ήταν, αφού λό­γω της αρε­τής, των κατορ­θω­μάτων και παθη­μάτων του αποκλείεται να ήταν τρελός ή ψεύτης. Δεν έχει νόημα να παρα­θέ­σο­με χιλιάδες τέτοιων παραδειγ­μά­των. Σίγουρα θα ξέ­ρετε κι’ εσείς με­ρικά.

            Εν κατακλείδι λοιπόν βλέπομε ότι, οι δύο υποπεριπτώσεις του «ψεύτη» και του «τρελού», που προ­τείνει ο Chesterton ως μόνες εναλλακτικές υποπεριπτώσεις, μπορούν κάλλιστα να ισχύουν είτε πλήρως είτε σε κάποιο βαθμό. Τα γραπτά των Ευ­αγγελίων, όπως είδαμε, όχι μόνο δεν αποκλείουν κάτι τέτοιο, αλλά μας παρέχουν πλείστα όσα στοι­χεία για να βγάλομε αβίαστα ένα τέτοιο το συμπέρασμα. Βλέπομε επί­­σης ότι αυτές δεν είναι οι μόνες δυ­να­τές υπο­περι­πτώ­σεις αλλά υπάρχουν περισ­σό­τερες. Πα­ραπά­νω εξετά­σαμε ή συμπεράναμε και τις υποπερι­πτώ­σεις:

 

(α) Μυθο­λογημάτων και παραδόσεων υπόπτου προε­λεύσεως βαλμένων στο στό­μα υπαρκτού ή μη υπαρκτού προσώπου από άμεσα εσχατολογικές και μεσ­σι­α­νι­κές ομάδες και κοινότητες. (Γι’ αυτές γνωρίζομε αρκετά πράγματα για να κα­τα­λάβομε τί συνέβαινε τότε. Το ζήτημα θα είχε ξεκαθαρί­σει πλήρως, αν οι Χριστιανοί δεν εί­χαν καταστρέψει τα περισσότερα στοιχεία και βιβλία.).

(β) Ιε­ράς απάτης και σκοπιμότητας υστέρων συγ­γρα­φέων για κά­ποιο υπαρ­κτό ή μη υπαρ­κτό πρόσωπο. (Π.χ., ας μην λησμονούμε τα πεπραγμένα κατά την επο­­χή του με­γά­λου τέρατος Κωνσταντίνου και του ψεύτη Ευσεβίου Και­σαρείας.).

(γ) Διαφορετική αντί­ληψη του τί είναι «ψέμα» ή «τρέλα» στον νου ενός ξε­κομ­μένου από την πραγματικότητα και ενός που υποφέρει από τυφλή πίστη και παραληρή­μα­τα. Αυτό συμβαίνει πολύ συχνά με έναν θρη­σκευ­τικά πι­στό και φα­νατικό, ει­δικά επί πραγ­μά­των που πι­στεύει ακρά­δαντα χωρίς όμως και να έχει την πα­ραμικρή εμπειρία περί αυτών. Συμβαίνει επίσης και με φα­να­τι­κούς εθνικό­φ­ρο­νες, κλπ. (Π.χ., εί­ναι άραγε «ψεύτης» ή «τρελός» ένας ινδουι­στής που δια­λα­λεί με ακρά­δαν­τη πίστη ότι ο Κρίσνα τον γλίτωσε από την αρ­ρώ­στια του;).

(δ) Η συμπτωματική ηρωοποίηση και θεοποίηση ενός ατόμου, λόγω των συν­θη­κών, καταστά­σεων, νόμων, νοοτροπίας, κλπ., μιας συγκεκριμένης επο­χής. (Π.χ., χωρίς να θέλομε να υποτιμήσομε στο παραμικρό το θάρρος, την ακεραιότητα και τον ηρωισμό του Giordano Bruno, δεν νομίζομε ότι θα γινό­ταν ήρωας αν ζούσε σήμερα!).

 

Πιθανώς να υπάρ­χουν και άλλες υποπερι­πτώσεις τις οποίες μπορείτε να σκε­φτεί­τε και να βρείτε μό­νοι σας. Επίσης μελετήσετε προσεκτικά τη Βίβλον, γραμμή προς γραμμή, και θα βρείτε και πολλά άλλα «θεσπέσια» στοιχεία και αναφορές. Δεν μπορούμε να τα κατα­γράψο­με όλα σε ένα άρθρο.

            Λοιπόν αγαπητοί αναγνώστες, αυτά τα δύο ανωτέρω επιχειρήματα, παρ’ όλον ότι είναι τραβηγμένα από τα μαλλιά, έγιναν πάρα πολύ του συρμού από τότε που πρω­τοεμ­φα­νίστηκαν στο απολογητικό προσκήνιο του Χριστιανισμού. Αν και τα δια­τύπωσαν ένας φανατικός αιρετικός και ένας φανατικός καθολικός, τα χρησιμο­ποι­ούν ανεξαιρέτως όλοι οι Χριστιανοί, ανεξαρ­τήτως διομολογήσεως. Τα ακούμε πολύ συ­χ­νά και τα βλέπομε να προβληματίζουν τους αδαείς και απε­ρίσκεπτους. Ακόμα το επι­χεί­ρημα του Pascal το χρη­σι­μο­ποιούν και πι­στοί άλ­λων θρη­σκειών εφ’ όσον, στην αρ­χι­κή διατύ­πωσή του, δεν αναφέρει ευθέως τον χρι­στι­ανικό Θεό, αλλά μόνο τον υπ­αινίσ­σεται. Εσείς λοιπόν κρί­νετε αυτά τα επιχειρήματα μαζί με τα στοιχεία, τις από­ψεις, τις αντιρρή­σεις και τις δυνατό­τη­τες που παρα­θέ­τομε σ’ αυτή την εργασία. Με­τά απο­φασίσετε και φερθείτε αναλό­γως. Για το καλό και την πρόοδο της αν­θρω­πό­τη­τας.

 

Σημείωση: Πολλοί απλοϊκοί, φανατικοί, χριστιανοί πιστοί θέτουν και την εξής εκφοβιστι­κή ερώ­τηση, σχετική με το στοίχημα του Pascal, σε όσους απορρίπ­τουν τον Χριστια­νισ­μό: «Τί θα κάνετε αν έχετε άδικο και τελικά βρεθείτε μπροστά στον Θεό των Χρι­στι­ανών κατά την τελική κρίση;». Απ’ όσα έχομε αναπτύξει εδώ και αλλού μια απάν­τηση μπορεί να είναι η εξής: «Θα του πούμε ότι, με βάση τις “θε­όπ­νευστες” Άγιες Γρα­φές, την θεολογία και την ιστορία σου συμπεραίνομε ότι εί­σαι ένας σαδισ­τής και βάρβαρος Θεός χωρίς λογι­κή και συμ­πόνια. Διέπρα­ξες αμέτρητους παρα­λογι­σμούς και βαρβαρότη­τες. Ενώ ήσουν παντοδύναμος βαριό­σουν να κάνεις ένα πουφ να βγά­λεις τον Σατανά και τους διαβό­λους από την μέση όταν αυτοί ξέπε­σαν και έχα­σαν την χάρη σου και ως παντογνώστης που ήσουν προεγνώρι­ζες τι επρό­κειτο να επ­ακολου­θήσει και τι κα­κά οι εκπεσόν­τες άγγελοι θα προξε­νού­σαν σ’ όλη τη δη­μιουρ­γία σου. Εντοσούτω δεν έκανες τίποτα και με το πρόσχημα της ελευθέρας εκ­λογής απέκρυψες το ότι επίτηδες δεν έδωσες το κριτήριο της ορθής εκλογής! Κλπ.». (Πολλά πράγματα μπο­ρεί να πει κα­νείς επάνω σ’ αυτή την ερώ­τηση και πολλά σχόλια και δι­καιολογή­σεις να δι­ατυπώ­σει επά­νω στην απάντηση.).

 


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ

ΖΗΤΑΜΕ ΣΑΦΕΙΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

 

Αρχίζομε με την ερώτηση:

 

            Ερώτηση: Τί επρόδωσε ο Ιούδας;

            Απάντηση: Μα το ρωτάτε; Δεν ξέρετε; Τον Χριστό για τριάκοντα αργύρια!

 

Μέχρις εκεί το ξέρομε καλά το θέμα. Αυτή είναι η άμεση και αβασάνιστη απάντη­ση, τυ­φλοσούρτης. Δεν ρωτήσαμε βεβαίως το γιατί επρόδωσε, αν και αυτό επίσης είναι ένα μεγάλο ερώτημα. Τα τριάκοντα αργύρια είναι μια αφελέστατη απάντηση που ικα­νοποιεί τους πιστούς με την πλύση εγκεφάλου που έχουν υποστεί από μωρά παιδιά. Βεβαίως τα τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια και πολλά τροπάρια της μεγάλης εβ­δομάδας δικαιολογούν την προδοσία με το να χώσουν μέσα στα κείμενα τα τριάκοντα αργύ­ρια. Δηλαδή ο Ιού­δας επρόδωσε τον Χριστό επειδή ενόσησε από φιλαργυρία. «Τότε Ιούδας ο δυσσεβής φιλαργυρίας νοσήσας εσκοτίζετο!». Δεν πείθει αυτή η δι­και­ο­λο­γία κανέναν αμερόληπτο ερευνητή. Τα τριάκοντα αργύρια είναι μια φτηνή δικαιο­λο­γία που αντλείται από την Πα­λαιά Διαθήκη, επειδή σύμφωνα με τον Θεϊκό Μωσαϊκό Νόμο, ένας Εβραίος διατιμούσε την αξία ενός δούλου ή δούλης, φονευθέντος ή ταχ­θέντος ισοβίως στον Γιαχβέχ, στη φτηνή τιμή των τριάντα ή πενήντα αργυρών νομισ­μάτων σεκέλ, Έξοδος 21: 32, Λευιτικόν 27: 3-4, κ. ά., και έτσι θέλησαν να παρουσιά­σουν άλλη μια πλασμένη (ψευδο)προφητεία.

Τα Ευαγγέλια και οι θεολό­γοι φρόντι­σαν να βρούνε και άλλες θε­ό­πνευστες δι­και­ολογίες. 1) Η προδο­σία έγινε για να εκπ­ληρωθούν οι γραφές και να αληθέψουν οι προκαθορισμένες προφητείες της Εβραϊκής Πα­λαιάς Δια­θή­κης. Τώρα ποιες προ­φητεί­ες, τρέχα βρες τις και διαπίστωσε αν πράγματι έχουν να κά­νουν καθόλου με τις χρισ­τιανικές αφ­η­γή­σεις των Ευαγγελίων. Αυτά που παρουσιάζουν ως προφητείες είναι πα­ραποιήσεις των Εβραϊκών Γραφών και δεν έχουν απολύτως τίποτα να κάνουν με τις χριστιανικές αφ­η­γή­σεις. Οι Χριστι­α­νοί όμως διαφήμι­σαν ψευδώς ότι πρόκειται για προφητείες βασισμένοι στην αγραμ­ματοσύνη του πλήθους και μετά στην απαγόρευση της μελέτης των γρα­φών! 2) Ο Θε­ός Γιαχβέχ είχε θείο σχέδιο για την σω­τηρία του ανθρωπίνου γέ­νους από τη γεμάτη αγάπη αρχική κατάρα του εναντίον των πρω­τοπ­λά­στων. Παρά τα παχιά λόγια για την ελευ­θέ­ρα βούληση, ο Ιού­δας και η προ­δοσία του ήταν προκαθορισμένο μέρος του θεί­ου σχεδίου. 3) Έτσι εγούσταρε ο Θεός Γιαχ­βέχ να παιχθεί το θείο δράμα στο θέατρο της σωτηρίας. Κλπ.

Το ερώτημά μας εδώ έγκειται ως εξής. Βάσει των τεσσάρων κανονικών Ευαγ­γελίων σε τί συνί­στατο, ποιά ήταν δηλαδή τα στοιχεία που περιείχε, η προδοσία του Ιούδα; Πρωτί­στως, ο Ιούδας επρόδωσε τον Χριστό ως τί; Ως εγκληματία, ως ληστή, ως στασιαστή, ως τί τέλος πάντων; Ζητάμε σαφή και αβίαστη απάντηση που βασίζε­ται καθαρά στις αφη­γή­σεις και στα στοιχεία που παραθέτουν τα τέσσερα κανονικά και θεόπνευστα Ευαγγέλια. Δεν ζητάμε έναν κατάλογο από εικασίες με όλα εκείνα τα: «Ίσως αυτό, αλλά όχι το άλ­λο» και ένα σωρό από υπο­θέσεις: «Αυτό μπορεί να έγινε κάπως έτσι, αλλά όχι αλλιώς» κλπ., σαν όλες αυτές τις απολογητικές απαντήσεις που συνεχώς απολαύ­ομε από τους θεοφώτι­στους θεολό­γους και απολογητές όταν φτάνει ο κόμ­πος στο χτένι.

Τέτοιου τύπου δικαιολογίες μπορώ και ‘γω να βγά­λω με την σέ­­σουλα. Πρέπει να το τονίσομε άλλη μια φορά εφ’ όλης της απολογητικής, θεολογικής, κλπ., ύλης και θεμάτων: Η εφεύρεση δικαιολογιών για να δικαιολογήσει κα­νείς οτιδήποτε είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Ιδίως όταν οι άλλοι τις πιστεύουν στα τυφλά τότε αυτοβα­πτιζόμαστε και διδάκτορες της δικανικής! Π. χ., για να δικαιολογήσει κάποιος το κά­πνι­σ­μα μας είπε ότι: «αυτός που δεν καπνίζει θα πε­θάνει υγιής, οπότε μιας που θα πε­θάνομε ας καπνίζομε για να μην πεθάνομε υγιείς και πάμε τσάμπα χαμένοι!». Αυτό ικανοποίησε σφόδρα όλους τους καπνιστές που τον άκουσαν!

Εμείς λοιπόν εδώ όπως και παντού επί των θεολογικών θεμάτων και ζητημά­των ζητάμε τις σαφείς και πλή­ρεις απαν­τήσεις που μας πα­ρέχουν τα τέσ­σερα κανο­νι­κά θεόπνευστα Ευαγγέ­λια και όλα τα θεό­πνευστα γραπτά της Αγίας Καθολικής Ορθο­δό­ξου Εκκλησίας και αμπέλου του Θεού και Ιησού Χριστού. Δεν ζητάμε τις απαντή­σεις που είναι δικαιολογίες με το να προτάσ­σονται συνεχώς με όλα εκείνα τα ατελεύ­τητα «ίσως» και «μπορεί» που κα­θιστούν ταυτολο­γία κάθε ισχυρισμό! Ή μιλάμε ευκ­ρινώς για τα σοβαρά ζητήματα, όπως η απόλυτη θεϊκή αλή­θεια για την οποία απαι­τούμε να ξέρομε τι ακριβώς ισχύει, ή προσπα­θούμε με κάθε κόλπο ή δόλο να δι­καιο­λογήσομε κάτι «θε­ϊκές» ιστοριούλες που δεν πιάνονται ούτε με δυο ξυλαράκια! ...

            Για να λοιπόν γίνω πιο σαφής εξηγώ το τί θέλω να πω. Όταν κάποιος προδώ­σει έναν συν­άνθρωπό του, για οποιουσδήποτε λόγους, στις αρχές ή τις μυστικές υπη­ρεσίες ενός κρά­τους ή κυβέρνησης ή δικτατορίας, κλπ., η προδοσία του περιέχει τα εξής στοι­χεία:

 

1)     Ο προδότης που πράττει την προδοσία (κατάδοση στίς αρχές) προδίδει πάντα τον άλλον ως κάτι. Π.χ. κακοποιό, λη­στή, στασιαστή, αναρχικό, κομμουνιστή, φασί­στα, τρομοκράτη, ανατρεπτικό κλπ.

2)     Αν ο προδιδόμενος είναι άγνωστος φυσιογνωμικά, τότε ο προδότης φροντίζει να περιγράψει όσο πιο λεπτομερέστερα γίνεται το σκίτσο του, πως φαίνεται και πως μοιάζει ο άνθρωπος αυτός. κλπ. Εί δυνατόν να δώσει και τη φωτογρα­φία του. Έτσι με αυτή την περιγραφή να καθίσταται δυνατόν να αναγνωρισθεί και να συλληφθεί με πρώτη ευκαιρία.

3)     Αν κρύβεται ο άνθρωπος αυτός, ο προδότης μαρτυρά που μένει, που συχνάζει, ποι­ες ώρες πηγαίνει σε ορισμένα μέρη, κλπ., για να καιροφυλακτήσουν και να τον πιάσουν.

4)     Αν έχει μυστικά σχέδια, τρομοκρατικές ενέργειες, υποχθόνιους και ανατρεπτι­κούς σκοπούς ή έχει διαπράξει εγκλήματα ο προδότης φροντίζει να μάθει όλα αυτά και να τα μαρτυ­ρή­σει.

5)     Ο προδότης μαρτυρά και τον τρόπο με τον οποίο ο προδιδόμενος σκέπτεται, πως δρα, πως κι­νεί­ται, πως στρατο­λογεί άλλους, κλπ.

6)     (Μόνοι σας ίσως βρείτε και άλλα στοιχεία που μπαίνουν σε μια προδοσία αν­θρώ­που στις αρχές ή τις μυστικές υπηρεσίες.).

 

               Τέτοια απάντηση που να περιέχει τέτοια στοιχεία στα Ευαγγέλια δεν υπάρ­χει, όπως δεν υπάρχει και καμιά άλλη, θεολογική, ιστορική, κλπ., από ό,τι γνωρίζω. Αν­τιθέ­τως τα Ευαγγέλια παρέχουν πλείστα όσα στοιχεία που ανατρέπουν κατηγορη­ματικώς τα ανω­τέρω πέντε στοιχεία που αναφέραμε. Ο Χριστός ήταν κάθε μέρα μαζί με τον κόσμο και τις Ιουδαϊκές αρχές. Μυστικά δεν είχε. Ήταν δηλαδή μια προδοσία εντελώς αχρείαστη και για τους Ιουδαίους και για τους Ρωμαίους. Όλοι τον ξέρανε πολύ καλά και μπο­ρού­σαν να τον βρούνε πολύ εύκολα. Εκήρυττε και εδίδασκε χωρίς μυστικά. Κάθε μέρα τσα­κωνόταν με τους αρχιερείς, γραμματείς, φαρισαίους και εμ­πόρους μέσα στον Ναό. Παν­τού δίδα­σκε, έκανε θαύματα, τέρατα και σημεία. Τα τρία πρώτα, τα συν­ο­πτικά, Ευαγ­γέ­λια μας λέ­νε ότι όταν η σπείρα με τους αρχιερείς και αξιωματούχους των Ιουδαίων συνε­λάμ­βαναν τον Ιησού μέσα στη νύχτα, αυτός παρα­ξενεύτηκε και τους είπε: «Μα καλά κάθε μέρα ήμουν στον Ναό μαζί σας δι­δά­σκων... και δεν απλώσατε χέρια πάνω μου να με συλ­λά­βετε και τώρα ήλθατε μέσα στην νύ­χ­τα με ξύλα και μαχαίρια... να με πιάσετε σαν λη­στή...». Του Ιωάννη μας λέει ότι, ο Χρι­στός είπε στις Ιουδαϊκές αρχές: «Εγώ πάν­τα φα­νε­ρά μίλησα και κρυφά δεν έχω πει τίποτα...». Του Μάρκου μας παρέχει ακόμα εκείνους τους δύο χαρι­τω­μέ­νους και ξεκάρφωτους στίχους για το επεισόδιο του «γυμνού νέου» που πετάχτηκε μέσα στο σκοτάδι κλπ. Τί να ήθελε άραγε ο γυμνός νεα­νίσκος εκεί­νη την ώρα της νύχτας να εμπλακεί με τους αρχιερείς και μια σπείρα 100 ρω­μαίων λογ­χο­φό­ρων;... Ο Ματθαίος αν και θεωρείται πιο κοντά στα «γεγονότα» δεν μας λέει τίποτα για τα στοιχεία που περιείχε η προδοσία του Ιούδα. Δηλαδή τέσσερις έγρα­ψαν, δύο από τους οποίους (ο Ματ­θαίος και ο Ιωάννης) ήταν μέσα στην ομάδα των δώδεκα και άρα αυ­τόπτες μάρ­τυ­ρες, και όμως δεν εστάθηκαν αρκετοί και ικανοί να μας δώσουν πλήρεις, ακριβείς και αλληλοστηριζόμενες πληροφο­ρίες για ένα τόσο φυσικό και σοβαρό ερώτημα. Δεν αναφέρει κανένας τους ούτε το στοιχει­ώ­δες συ­σ­τατικό της προ­δοσίας που αβίαστα απαιτεί μια ειλικρινής και φυσιο­λο­γική έκ­θεση των πραγμάτων σε τέτοιες περι­πτώ­σεις. Δηλαδή το, ως τί ο Ιούδας πρόδωσε τον Χρι­στό. Ως ληστή, ως βλάσφημο, ως στασιαστή, ως τί τέλος πάντων ... Περί­ερ­γα πράγ­μα­τα, διό­τι στην περίπτωση του Ιού­δα των Ευαγγελίων η προδοσία εί­ναι ξαφνι­κή, κατα­στρο­φι­κή και χω­ρίς γνωστό και συγκεκριμένο κίνητρο.

            Λοιπόν εμείς ρωτάμε ξανά. Ως τί επρόδωσε ο Ιούδας τον Χριστό και ποια μας λέ­νε τα κανονικά τέσσαρα Ευαγ­γέ­λια ότι ήταν τα στοιχεία που περιείχε η προδοσία του;

 

            Μαζί με αυτήν την ερώτηση ανακύπτουν και οι εξής βασικές και σοβαρές επί μέρους ερωτήσεις.

 

1)     Γιατί μια φτωχοτάτη ομάδα Γαλιλαίων επαιτών βρήκε κάποιον Ιουδαίο, από την άλλη περιοχή της χώρας, και του ανέθεσε να είναι ο ταμίας της παρέας και να κρατάει το χρηματοφυλάκιο; Οι εντολές από τον Κύριό τους ήταν να μην έχουν μαζί τους χρήματα και να μην σκέπτονται το αύριο. Μόνο να δέ­χον­ται την ανα­γ­καία τροφή και κατάλυμα που θα τους προσφερόταν από μέρα σε μέρα.

2)     Ας υποθέσουμε, αντιφατικώς βεβαίως, ότι αυτή η πάμπτωχη ομάδα υπηρετών των ασθενών και του εξαθλιωμένου όχλου χρειαζόταν κάποιον για οικονομι­κές υποθέσεις. Τότε γιατί βρή­καν έναν άγνωστο από την άλλη άκρη της χώ­ρας; Ολό­κληρη Γαλιλαία δεν είχε έναν λογιστή; Ο Ματθαίος ως τελώνης θα ήταν ο πλέον κατάλληλος.

3)     Γιατί ο Ιούδας εδέχθη να γίνει μέλος αυτού του θιάσου;

4)     Γιατί ο Ιησούς τον ανέχθηκε και τον εδέχθη στις τάξεις του;

5)     Γιατί ένα τόσο πενιχρό ποσό των τριάκοντα αργυρίων ήταν ικανό να τον πεί­σει να κάνει μια τέτοια προδοσία εναντίον τού τόσο καλού, αγίου και θαυ­μα­τουργού διδασκάλου του;

6)     Τί καλλίτερο νόμισε ότι θα πετύχαινε με αυτή την προδοσία;

7)     Γιατί οι άλλοι ένδεκα μαθητές δεν τον συνέλαβαν αμέσως μόλις ο Ιησούς τον απεκάλυψε ανοιχτά και φα­νερά κατά τον Μυστικόν Δείπνον;

8)     Σε τι χρειαζόταν ο Ιούδας για να ταυτοποιήσει, διά φιλήματος, την αναγνώρι­ση ενός πάρα πολύ γνωστού ανδρός και που όλοι ήξεραν καλά τα μέρη στα οποία εσύ­χνά­ζε;

9)     Γιατί δεν τον έφεραν, έστω και αναγκαστικώς, σαν μάρτυρα στη δίκη, αλλά έφε­ραν ψευδομάρτυρες;

10) Για ποιο λόγο μετενόησε; Μόνο από τύψεις συνειδήσεως;

11) Γιατί η μετάνοιά του εξεδηλώθει με την άχρηστη πράξη της αυτοκτονίας του δι’ απαγχονισμού, κατά τον Ματθαίο; Κατά τον Λου­κά, στις Πράξεις των Απο­στό­λων, το τέλος του Ιού­δα επήλθε με τελείως διαφορε­τι­κό τρόπο. Πώς γίνεται λοι­πόν να υπάρχει μια τόσο κραυ­γα­λέα αντίφαση μεταξύ Ματθαίου και Λουκά; Τί να σημαίνει άραγε αυτή η θεό­πνευστη αντί­φαση!;

12) Γιατί αντί της αυτοκτονίας δεν έκανε κα­τά τις ύστατες αυτές στιγμές ό,τι πλέον περνούσε από τα χέρια του για να σώσει, έστω και απεγνωσμένα, τον διδά­σκα­λό του;

13) Τελικά για ποιο λόγο ο Ιούδας επρόδωσε τον Κύριόν του; Έφταιγε άραγε η σπα­τά­λη του πα­νάκριβου μύρου στη Βηθανία, τα τριάκοντα αργύρια, και τα δύο, τον έπιασε τρέλα, επειδή μπήκε μέσα του ο σατανάς, για να αληθέψουν οι γραφές της Παλαιάς Διαθήκης, για να παίξει καλά τον προκαθορισθέντα ρόλο του στο θέατρο της σωτηρίας του Γιαχβέχ, τί άραγε;

 

               Όπως φαίνεται οι άγνωστοι και ανώνυμοι συγγραφείς των Ευαγγελίων ενεπ­λά­κησαν σε μυθοπλασίες και σκόπιμες επαληθεύσεις δήθεν προφητειών ή αντανακ­λάσεις άλλων ιστοριών και μύθων. Έτσι έπρεπε να αυτοσχεδιάσουν και να κατασ­κευ­άσουν τη μορφή του Ιούδα η οποία θα εξυπηρετούσε τις μυθοπλαστίες τις οποίες εσέρβιραν στον αμόρφωτο, κακόμοιρο και αφελή κοσμάκη. Όμως καμία από αυτές τις παραπάνω χον­δρικές αντιρρήσεις (τεθείσες υπό μορφήν ερωτήσεων για τον αντι­κειμενικό μελετητή) δεν επιτρέπεται να εισέλθει στο θείο δράμα των Ευαγ­γε­λίων. Οι αφηγήσεις των Ευαγ­γε­λί­ων απαιτούν την δημιουργία ενός ισχυροτάτου ξαφνικού σοκ μαζί με μία τραγική έξαρση συναι­σθη­ματισμού. Με κανένα τρόπο δεν αφήνουν χώρο στη λογική, στον ορθολογισμό και στην απαγωγική μέθοδο «αι­τίας και αποτε­λέσ­μα­τος».

               Σε αυτές λοιπόν τις βασικές ερωτήσεις περιμένομε απαντήσεις... από τους υπηρέτες της χριστιανικής μάστιγας, τις οποίες αν λάβομε, θα μας υποχρεώσουν τα μέγιστα.

               Επί τή ευκαιρία αναφέρομε ακόμα και τις εξής ερωτήσεις για τις οποίες ζη­τά­με απαν­τή­σεις βασισμένες στα τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια και αποδεδειγμένες από τα γρα­πτά των Ευαγγελίων και της ιστορίας του Χριστιανισμού.

 

1)     Ποιός τελικά κατεδίκασε τον Ιησού; Ποιός δηλαδή εξέδωσε και ποιος ανα­κοί­νω­σε την τελική καταδικα­στική απόφαση; Ποιά είναι η σαφής απάντηση των θεο­πνεύστων Ευαγγελίων;

 Το Ιουδαϊκό συνέδριο (δικαστήριο σαν­χεν­τρίν αποτελούμενο από 71 μέλη);

 Ο Καϊάφας;

 Ο Άννας;       

 Ο Πιλάτος;

 Ο Ηρώδης Αντίπας;

 Ο όχ­λος;

 Όλοι τους;

 Κάποιος άλλος;

 Κανένας;

 Τελικά ποιός;

 

2)     Για ποιόν, έστω τυπικό, λόγο καταδικάστηκε ο Ιησούς στην εσχάτη των ποι­νών και μά­λιστα διά της φρικτής ρωμαϊκής σταυρώσεως; Ποιο ήταν δηλαδή το έγ­κλη­μά του για το οποίο κατεδικάσθη εις θάνατον; Τί έγραψε κάτω στα επίσημα πρα­κτικά της δίκης ο γραμ­μα­τέας του δικαστηρίου που απε­φά­σισε (ή οι γραμματείς των δικαστη­ρί­ων που απεφά­σισαν) αυτή τη καταδικαστική από­φαση;

Το ότι απεκάλεσε τον εαυ­τόν του υιόν του Θεού (Γιαχβέχ);

Το ότι δεν τηρούσε τον Μωσαϊκό Νόμο;

Το ότι εβλαστήμησε τον Θεόν (Γιαχβέχ) με το να αποκαλέσει τον εαυτόν του υι­όν του Θεού και άλλα παρεμφερή τοιαύτα;

Το ότι ανέστησε τον Λάζαρο; (Σημειώσετε ότι η ανά­στα­ση του Λαζάρου ανα­φέ­ρε­ται μόνο στον Ιωάννη. Ο Ματθαίος και ο Πέτρος τουΜάρκου καίτοι αυ­τό­πτες μάρ­τυρες δεν την εθεώρησαν τόσο σπουδαία για να την αναφέρουν.)

Το ότι είπε ψέματα για το γκρέμισμα και την ανοικοδόμηση του ναού του Σολο­μώντος εν­τός τριών ημερών, με χέρια ή χωρίς χέρια, με θεϊκές δυνάμεις που μόνο αυτός κατείχε;

Το ότι εξεδίωξε τους εμπόρους από τον Ναό;

Οι συχνοί πυκνοί τσακωμοί του με τους αρχιερείς, γραμματείς και φαρισαίους που συνοδεύοντο με ισχυρά και ασύστολα υβρεολόγια;

Η ζήλια, το μίσος και ο φθόνος των Εβραϊκών αρχόντων εναντίον του;

Η αντιπαλότητά του με τον τετράρχη βασιλέα της Γαλιλαίας Ηρώδη Αντίπα;

Το ότι συνωμότησε και εστράφη κατά της Ρωμαϊκής αρχής;

Το ότι ωθού­σε τον κόσμο στο να πλη­ρώ­νει ή στο να μην πληρώνει φόρους στους Ρωμαίους;

Το ότι απεκάλεσε τον εαυτόν του βασιλέα του Ισραήλ;

Το ότι δεν εσέβετο τον καί­σαρα;

Το ότι ήταν πολύ συμφερότερο να καταδικαστεί ένας άνδρας (εδώ ο Ιησούς) εις θάνατον από το να απολεσθεί ολόκληρος ο λαός του Ισραήλ στα χέρια του Ρωμα­ϊκού στρατού.

Ποιος ήταν τέλος πάντων ό λόγος από όλους αυτούς και πιθανότατα και άλλους λόγους;

 

3)     Ποιοί συνέλαβαν τον Ιησού;

Οι Εβραίοι με δικές τους αστυνομικές δυνάμεις;

Οι Ρωμαίοι με σπείρα ή κοόρτη στρατιωτών;

Ο όχλος με ξύλα και μαχαίρια;

Τα έθνη;

Όλοι μαζί;

Μερικοί απ’ αυτούς;

 

4)     Ποιοί εσταύρωσαν τον Ιησού;

Οι Εβραίοι;

Οι Ρωμαίοι;

Τα έθνη;

Όλοι μαζί;

Μερικοί απ’ αυτούς;

 

5)     Με πόσους διαφορετικούς τρόπους τελειώνει το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον μέ­σα στα χειρόγραφα και στις εκδόσεις της Καινής Διαθήκης που έφθασαν μέχ­ρις ημών από του έτους 340 Κ. Ε.; Γιατί τα πρωτότυπα κείμενα των Ευαγγε­λίων κατά τον Ειρηναίο, 180-185 Κ.Ε., εξαφανίσθηκαν;

 

6)     Γιατί υπάρχουν πολλοί (πάνω από τέσσερις) τρόποι με τους οποίους τελειώνει το θεόπνευστο Κατά Μάρκον Ευαγ­γέ­λιον μέσα στους μέχρις ημών διασωθέν­τας χει­ρογράφους κώδικες; Τί έχει συμβεί;

 

               Όποιος απαντήσει σαφώς και επακριβώς σε όλες αυτές τις ανωτέρω τεθεί­σες ερωτήσεις, ή ρητορικές αντιρρήσεις αν θέλει να τις αποκαλέσει κανείς, μαζί με τα αποδεικτι­κά στοι­χεία των απαν­τή­σεών του, θα τον παρακαλέσομε θερμότατα να δημο­σι­εύ­σει παγκο­σμί­ως τις απαν­τήσεις του μαζί με τα στοιχεία του. Θα κάνει τερα­στία ευεργεσία όχι απλώς σε μας (τον γράφοντα και τους ομοϊδεάτες του) αλλά σε ολόκληρη τη δύ­σ­τυχη ανθρω­πότητα και τον πολιτισμό. Τον ευχαρι­στού­με πάρα πολύ από τώρα.

 

 


Ο ΠΑΥΛΟΣ

ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

(και όχι μόνoν)

 

ô

 

Σύντομη Εισαγωγή

 

          ­­Πoλύ με­λά­νι έχει καταναλωθεί για την συγ­γρα­φή βιβλίων, δoκι­μί­ων, θε­ω­ρι­ών, κλπ, πε­ρί Παύλoυ τoυ απoστόλoυ των εθνών (Πράξεις θ΄: 15, ιγ΄: 42, 46-48, ιδ΄: 1, ιζ΄: 30, ιε΄: 12, ιη΄: 6, κα΄: 21, 25, κβ΄: 19, 21, κη΄: 28, Πρός Ρωμαίους ια΄: 13, Πρός Γαλάτας β΄: 2, 7-9,  Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς β΄: 16, Α΄ Πρός Τιμόθεον β΄: 7, Β΄ Πρός Τιμόθεον α΄: 11, δ΄: 17). Η εν­το­λή «διά πάντα τα έθνη» είχε δοθεί πρωτίστως στους ένδεκα μαθητές από τον ίδιο τον Ιη­σού Χριστό (Ματθαίος κη΄: 19, Μάρ­κος ιστ΄: 15, Λουκάς κδ΄: 47, κλπ.), αλλά τώρα κάτι έγινε και την κατέχει ο Παύλος σχε­δόν αποκλειστικά. Ποιος μπορεί άραγε να μας εξηγήσει τι συνέβη!

            Αλλά σε δυο σημεία μας πολύ περιέργως λέγει ότι ο Θεός που κηρύττει ήταν ήδη κεκηρυγμένος και πεπιστευμένος σ’ όλο τον κόσμο προτού ο ίδιος αρχίσει το ιε­ραπο­στο­λικό του έργο Πρός Κολασσαείς α΄: 23 «ει γε επιμένετε τη πίστει τεθεμελιω­μένοι και εδραίοι και μη μετακινούμενοι από της ελπίδος του ευαγγελίου ου ηκούσα­τε, του κηρυχθέντος εν πάση τη κτίσει τη υπό τον ουρανόν, ου εγενόμην εγώ Παύλος δι­άκονος.» και Α΄ Πρός Τιμόθεον γ΄: 16 «και ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβεί­ας μυστήριον· Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκη­ρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω, ανελήφθη εν δόξη.». Τώρα τί γίνεται με τούτα ΄δω; Αρχίσαμε με αντιφάσεις ή με υπερβολές και ανακατωσούρες; Αλλά ας συνεχί­σομε!

 

Περί Θεωριών

 

            Θε­ω­ρί­ες επί θε­ω­ριών περί Παύλου, όπως και περί ολοκλήρου του Χριστιανι­σμού, άλ­λες υπέρ και άλ­λες κα­τά, έρ­χoν­ται και πά­νε. Βιβλία, το ίδιο! Π. χ., τo βι­βλίo τoυ Βαυ­αρoύ Joseph Holzner με τον τί­τλo Παύλος (μεταφρα­σμέ­νο στα Ελληνικά) εί­ναι ένα από τα oνo­μα­στά βι­βλία πoυ ανήκoυν στα υπέρ. Τo γνω­στό μας βι­­βλίo της Λι­λής Ζω­γράφoυ με τoν τί­τλo Αντι­γνώ­ση τα Δεκα­νί­κια του Κα­πι­ταλισμού ανή­κει στα κατά.

              Ο δεύ­τερoς τόμoς τoυ τριτόμoυ έρ­γoυ τoυ Γάλ­λoυ νεωτέρου ερευνητή Ro­bert Ambe­lain Iησoύς, Παύλoς, Γoλγoθάς (με­τα­φρα­σμέ­νο στα Ελληνι­κά) ανα­­πτύσ­σει μια πoλύ πρω­τό­τυ­πη θε­ω­ρία πε­ρί Παύλoυ. Η θεωρία αυτή είναι «ευ­η­με­ρι­στι­κή», δη­λαδή πα­ρα­δέχεται την ιστορική ύπαρξη του Παύ­λου αλλά απορ­ρί­πτει κάθε θεϊκή προέ­λευση της δράσεώς του. Με δυο λό­για, κα­τά τον Ambelain ο Παύ­λος δεν ήταν Εβραίος αλ­λά Ιδου­μαί­ος Άραβας, εγγονός από μάνα και δεύτερος ανιψιός από πατέρα του βα­­σι­λιά Ηρώ­δη του Με­γά­λου. Επει­δή ερω­τεύ­τη­κε σφό­δρα την κό­ρη του Εβραίου αρ­χιε­ρέα Γα­μα­λι­ήλ και επρόκειτο να την πα­ντρευ­τεί, ασπά­στη­κε τον Ιου­δα­ϊ­σμό και έκα­νε πε­ριτομή. Στην πο­ρεία όμως το πα­ντρολόγι χά­λα­σε και ο Παύ­λος από πεί­σμα και κόμ­πλεξ, ήταν πο­λύ άσχη­μος και άρ­ρω­στος, το γύ­­ρι­σε στον Χριστιανισμό. Αυτά εδώ τα περί παντρολογίου είναι παρμένα από μια Εβιωνιτική μαρτυρία. Αν εξ­αι­ρέ­σο­με τις υπο­θέ­σεις και τις θε­ω­ρί­ες, που προσπαθεί να προβάλλει, ίσως και με­ρι­κά αθέ­λητα λάθη που μπορεί να προκύψουν μέσα σε έναν τόσο μεγάλο όγκο έρευνας, τα στοι­χεία που παραθέτει ο Ambelain αξί­ζουν να με­λετηθούν. Ο Ambelain μέσα σ’ όλα τα στοιχεία που παραθέτει και στα κείμενα των Πρά­ξεων και των Επιστολών, όπως τα έχομε σή­μερα στα χέρια μας, δεν διακρί­νει έναν και μο­ναδικό Παύ­λο αλλά τρεις δια­φορετι­κούς χα­ρακτήρες Σαούλ-Σαύλου-Παύλου. Άλλοι, όπως ο κ. Μά­ρι­ος Βερέττας και κ. Κώστας Κυ­ριακάκης, λαμβάνοντας υπ’ όψη τις τρεις Επιστολές του Ιωάννου και την Αποκάλυψιν αποφαίνονται ότι οι όροι «αντίχριστος» και «ψευδοπροφήτης» αναφέ­ρονται στον Παύλο. Άλλοι πά­λι, όπως ο Harold Leidner, τον θέ­λουν να ζει επ’ ολίγον και μετά τα γεγονότα του 70-73 Κ. Ε., παρά την χριστιανική χρονολογία του θανάτου του μεταξύ 64 και 67 Κ. Ε. Δηλαδή, υπάρχει πλήρης ασυμ­φωνία μεταξύ των ερευ­νη­τών.

            Με όσα στοιχεία έχουν προκύψει μέχρι σήμερα, καμία ιστορική έρευ­να των τελευταίων τριών αιώνων δεν απέδωσε βάσιμα, αντικειμενικά και κοινώς πα­ραδεκτά αποτελέσματα. Όλα αιωρούνται, όλα παίζονται και όλα ακόμα με­λετώνται και συγκ­ρίνονται. Σε ολίγες γενικές γραμμές οφείλομε να τονίσομε τα εξής. Τα στοι­χεία που όλες οι πλευρές παρουσιάζουν για να στηρίξουν τις θεωρίες τους, προέρχον­ται συνή­θως από εσωτερικές, μερολη­πτι­κές και αναξιόπιστες πηγές και παραδόσεις. Τα τυχόν ιστορικά και αρχαιολογικά στοιχεία είναι πολύ ολίγα και αδια­σταύρωτα για να εξαχ­θεί κάποιο αποδεκτό συμπέρασμα. Ακόμα μερικά στοιχεία είναι είτε αυθαί­ρετα, επει­δή έτσι συμ­φέρει την εκά­στο­τε υπόθεση, είτε αναξιόπιστα, είτε αντιφατικά, κλπ. Δεν τηρούν δη­λαδή τους κανόνες της ιστορικής επιστήμης. Συνεπώς όλες οι προσπάθειες της ιστο­ρικής αναπλάσεως εκείνων των υποτι­θεμένων γεγονότων και εποχών, στο τέ­λος – τέλος και κατ’ ουσίαν, από ιστορι­κής απόψεως κατα­λή­γουν στο μηδέν.

            «Ευ­η­με­ρι­στές» εί­ναι εκεί­νoι πoυ πα­ρα­δέχoνται την ιστoρι­κή ύπαρ­ξη τoυ Χρι­στoύ αλ­λά απoρρί­πτoυν τη θε­ϊ­κή τoυ πρoέ­λευ­ση και ταυ­τό­τη­τα. Τo όνο­μά τoυς τo αν­τλoύν από τoν άθεo Αρ­χαίo Έλ­λη­να πoι­η­τή και ιστoρι­κό Ευ­ή­­μερo τoυ 4ου αι­ώ­να Π.Κ.Ε. (πρo κoι­νής επo­χής), από τη Μεσ­­σή­νη της Σι­κε­λί­ας. Αυ­τός πρώτoς ει­σή­γα­γε την υπό­θε­ση ότι oι θεoί σε πα­νάρ­χαιες επoχές υπήρ­ξαν ως άν­θρωπoι. Επει­δή δε έκα­ναν σπoυ­δαί­ες πρά­ξεις, μεγάλα κα­τoρθώ­μα­τα και έ­παι­­ξαν εξαι­ρε­τι­κό ρόλo στις κoι­νω­νί­ες όπoυ έζη­σαν, εκ των υστέ­ρων oι κoι­νω­νί­ες αυ­τές τoυς εθεoπoί­η­σαν. Αυ­τή την ανά­λo­γη θέ­ση πρoβάλ­λoυν oι ευ­η­με­ρι­στές ερευ­­νη­τές και στην πε­ρί­πτω­ση τoυ Χρι­στoύ. Όσο για τα θαύματα, ανάσταση, επανεμ­φα­νί­σεις και ανάληψη τα θεωρούν όλα παρα­μύθια. Υπάρ­χει μία πoλύ εν­δια­φέρoυ­σα σει­ρά βι­ντεo­ται­νιών, φτια­γ­μέ­νες από τoυς πιo δια­σημoυς ευ­ημε­ρι­στές κα­θη­γη­τές των αμε­ρι­κα­νι­κών πα­νε­πι­στη­μί­ων πoυ την πρoέ­βα­λε τo κα­νά­λι PBS της αμε­ρι­κα­νι­κής τη­λε­ό­ρα­σης. Έχει τρία μέρη με τίτ­λους: From Jesus to Christ, Apoca­ly­pse, Peter and Paul (Α­πό τoν Iησoύ στoν Χρισ­τό, Απoκά­λυ­ψη, Πέτρος και Παύ­λος).

            Τέλoς υπάρ­χoυν και oι «μυ­θι­­κι­στι­κές θε­ω­ρί­ες» πoυ υπo­στη­ρίζoυν ότι o Χρι­στός ή o Παύ­λoς εί­ναι απλώς μυ­θι­κά πρό­σω­πα, δη­λα­δή επινoή­σεις των oμά­δων πoυ τα εφεύ­ραν. Ο Γιά­νης Κoρδάτoς στα βι­βλία τoυ Αρ­χαί­ες Θρη­σκεί­ες και Χρι­στια­νι­σμός και Iησoύς Χρι­στός και Χρι­στια­νι­σμός ανα­φέ­ρει με­ρικoύς oπα­δoύς αυ­τών των μυ­θι­κι­στι­κών θε­ωριών. Όπως όλoι, έτσι και αυτoί έχoυν τα επι­χει­ρή­μα­τά τoυς. Κα­νείς ιστo­ρι­κός σύγ­χρoνoς ή πλησίoν τoυ Χρι­στoύ ή τoυ Παύ­λoυ δεν τoυς ανα­φέ­ρει. Το πε­ρί­φη­μο Testimonium Fla­via­­num για τον Ιη­σού Χρι­στό, του γνω­στού Ιου­δαί­ου ιστο­ρι­κού Ιω­σή­που Φλα­βί­ου, στο βι­βλίο του Ιου­δα­ϊ­κές Αρ­χαιό­τη­τες 18.3.3 (ή 18.63), έχει απο­δει­χθεί ότι εί­ναι πα­ρα­χά­ραξη των Χριστιανών διορ­θω­τών αντι­γρα­φέ­ων, με πρώ­τον και καλλίτερον από όλους τον (ψευ­δο)ιστορικό και αυλοκόλακα του μεγάλου Κων­σταντίνου, Ευσέβιο Καισαρείας, ο οποί­ος πρώτος από όλους το αναφέρει και το χρη­σιμοποιεί τον 4ον αιώνα, ενώ κανείς άλ­λος δεν ξέρει τίποτα γι’ αυτό ακόμα και επ’ ολίγον χρόνο μετά το τέλος του τέταρτου αιώνα. Άλ­λες ανα­φο­ρές από ιστο­ρι­κούς, ποι­η­τές, κλπ. εί­ναι πο­λύ πε­νι­χρές, έμ­με­σες, δεν εί­ναι σύγ­χρο­νες αλ­λά πο­λύ κα­τοπινές.

 

Περί Περιοδειών του Παύλου

 

            Ο Χρι­στια­νι­σμός είχε κη­ρυχθεί και από άλ­λoυς πριν κηρυχθεί από τoν Παύ­λo. Αυ­τό μας το βε­βαι­ώνει και ο ίδιος στην Πρός Ρω­μαίoυς επι­στoλή τoυ (ι­διαί­τε­ρα από τoυς στί­χoυς α΄: 11-13 και ιε΄: 20-23) και στην Πρός Γα­λά­τας α΄: 22. Αν o Παύλoς υπήρ­ξε, εί­χε κάπου 15-17 χρό­νια δρά­σης μαζί με τα διάφορα δια­λείμ­μα­τα με­τα­ξύ αυ­τών των ετών (π. χ. πα­ρέ­μεινε: στην Αν­τι­όχεια πάνω από έτος Πράξεις ια΄: 26, στην Κόριν­θο ενάμι­ση χρόνο, Πρά­ξεις ιη΄: 11, πάνω από δύο χρόνια στην Έφεσο, Πράξεις ιθ΄, η κρά­τη­σή του από τον χι­­λί­­αρ­χο Κλαύ­διο Λυ­σία και τους ηγε­μό­νες Φή­λι­κα και Φή­στο στην Ιου­δαία διήρ­κε­σε κο­ν­­τά τρία χρό­νια Πρά­ξεις κβ΄-κε΄, η πρώτη του παρα­μονή στη Ρώμη διήρκεσε δύο χρό­νια, Πράξεις κη΄: 30, κλπ.). Πολλοί ισχυρίζονται ότι με τα μέ­σα της επoχής εκεί­νης ήταν αδύ­νατoν ένα άτομο να δια­πρά­ξει όλα όσα έχoυν κα­τα­λoγι­σθεί στo ενερ­γη­τι­κό τoυ Παύλου σ’ αυ­τό το σχετικώς μι­κρό χρο­νι­κό διά­στη­μα.

            Εκτός από τις τρεις γνω­στές πε­ριο­δεί­ες του Παύ­λου και το πε­ρι­πε­τει­ώ­δες τα­ξί­δι του στη Ρώ­μη που εξιστο­ρού­νται στις Πρά­ξεις, πρέπει να υπάρ­χουν και άλ­λα δύο τα­ξί­δια τα οποία ου­σι­αστικά απο­σιω­πού­νται από την κα­θο­λι­κή και ορ­θό­δο­ξη εκ­κλη­σί­α. Μό­νο ελάχιστες υπο­ση­μειώσεις ή νύξεις δίνονται κάπου-κάπου. Για­τί άρα­γε; Όπως ανα­φέρει στην επι­στολή του Πρός Ρω­μαί­ους ιε΄: 19 εσκόπευε να πάει στο Ιλ­λυ­ρι­κό (Αλ­βα­νί­α). Δεν γνω­ρί­ζομε πολ­­λά πράγ­μα­τα γι’ αυτό το ταξίδι. Ο ευνούχος επί­σκο­πος Τύρου Δωρό­θε­ος († 366 Κ.Ε.) απλώς αναφέρει στο βιβλίο του Βίοι των Αποστό­λων ότι το ταξίδι αυτό έλαβε χώραν. Αν και η αξιοπιστία του Δωροθέου είναι γενικώς πο­λύ αμφίβολη και η συγγραφή του πολύ υστερό­χρο­νη χωρίς να παραθέτει τις πηγές του, ο στίχος Πρός Ρω­μαί­ους ιε΄ : 19 προσδίδει κά­ποια βαρύτητα στη μαρ­τυ­ρία του.

            Το άλ­λο ταξίδι εί­ναι μια με­γά­λη ύπο­πτη πε­ριο­δεί­α, η τέ­ταρ­τη, μια χαρ­το­γρά­φηση της οποί­ας υπάρ­χει στο προ­τε­σταν­­τι­κό βι­βλί­ο The Strongest Strong’s Exhau­sti­ve Con­cor­dan­ce of the Bible, 21st century edition, στην τε­λευ­ταία σε­λί­δα. Αυτή η πε­ριοδεία συμπε­ραί­νε­ται από την μελέτη των επιστολών: Πρός Ρωμαίους, Πρός Φι­λή­μονα, Α΄ και Β΄ Πρός Τ­ι­μό­θεον και Πρός Τίτον, και από το γεγονός ότι ο Παύ­λος εφυ­λακί­σθη δύο φορές στη Ρώμη (όχι μία). Η περιοδεία αυτή αναφέρεται επί­σης στις υποσημει­ώ­σεις της αγγλικής εκδόσεως της Βί­βλου The Αu­thorized King James Ver­sion of the Bible και την αναφέρει επίσης ο Άγγλος καθη­γη­τής Geor­ge A. Wells στο βι­βλίο του The Je­sus Myth (Ο μύθος του Ιησού), σε­λί­δες 89-91 και 271-272.

            Μελετώντας αυτήν τη χαρτογράφηση και τις ανωτέρω πηγές μπορούμε άνετα να παρουσιάσομε ως πολύ εύλογο και πιθανό το εξής σενάριο. Ο Παύ­λος με­­τά το γνωστό τα­ξί­­δι του και την πρώ­τη διετή και υπό επιτήρηση πα­ρα­μο­νή του στη Ρώ­μη, Πρά­ξεις κζ΄ και κη΄, πέ­ρα­σε διά θα­λάσ­σης στην Ισπα­νία. Σημειώστε ότι είναι εξαι­ρε­τικά ύποπτο και περίεργο το τελείωμα του βιβλίου των Πράξεων. Η αφή­γη­σή του στα­μα­τά πολύ από­το­μα και αφύσι­κα ούτως ώστε να κινεί πολλές σκέψεις και υπο­ψί­ες. Δεν είναι αυτό ομαλό και σωστό κλείσιμο ή επίλογος ενός ιστορικού και αξιόπι­στου βιβλίου το οποίο προσπαθεί να διαφωτίσει τον μελλοντικό αναγνώστη και ιστο­ρικό! Στην επι­στολή του Πρός Ρω­μαί­ους ιε΄: 24, 28 μας αναφέρει ο ίδιος το ότι ήθε­λε πολύ να πάει στην Ισπα­νία. Το βι­βλίο Βίοι των Απο­στόλων του Δωροθέου, ευνού­χου επι­σκό­που Τύρου, και η Α΄ Επιστολή του Κλήμεν­τος [αποδίδεται στον πάπα Ρώ­μης], η οποία κα­τά την επικρα­τέστερη γνώμη γρά­φτηκε γύ­ρω στο 95 Κ.Ε., περιέ­χουν νύξεις γι’ αυτό το τα­ξί­δι. Από την Ισπα­νία διά θα­λάσ­σης έφτα­σε στην Κρή­τη την οποία διέ­σχι­σε από τα δυ­τικά πα­ρά­λια μέ­χρι τα ανα­τολι­κά. Έ­τσι δι­καιο­λο­γού­ν­ται αυ­τά που έγρα­ψε στον πρώ­το επί­σκο­πο Κρή­της τον εθνι­κό Τί­το, ο οποίος είχε προ­ση­λυ­τι­σθεί στον Χρι­στια­νι­σ­μό, στην Πρός Τί­τον επι­στο­λή και ει­δι­κά α΄: 5, 9-13, γ΄: 12. Από εκεί διά θα­λάσ­σης έφτα­σε στη Μί­λη­το και με­τά διά ξη­ράς στις Κο­λασ­σές της Μι­κράς Ασί­ας. Τό­τε πρέ­πει να τον φι­λο­ξένη­σε δω­­­ρε­άν ο φί­λος του Φι­­λή­μων, όπως του το εί­χε παραγ­γείλει με την επι­στο­λή του Πρός (τον πλού­σιο Χριστιανό δου­λο­κ­τή­τη) Φι­λή­μo­να. Ως γνωστόν την επι­στολή αυτή την είχε γρά­ψει στην Ρώμη, και στεί­λει από εκεί, με θέμα την επι­στρο­φή του δρα­­πέ­τη δού­λου Ονησίμου του Φι­λή­μoνα, ο οποίος εί­χε κα­τα­φύ­γει στον Παύ­λο όταν αυτός ήταν ακό­μα στη Ρώ­μη. Με­τά μέ­σω Εφέ­σου (Α΄ Πρός Τιμόθεον α΄: 3) και Περ­γά­μου πή­γε στην Τρω­ά­δα (Β΄ Πρός Τι­μό­θε­ον δ΄: 13) και από εκεί διά θα­λάσ­σης πέ­ρα­σε στους Φι­λίπ­πους της Μα­κε­δο­νί­ας για να συ­νε­χί­σει μέ­χρι τη Νι­κό­πο­λιν (δί­πλα στη ση­με­ρι­νή Πρέ­βε­ζα). Εκεί σκε­πτό­ταν να ξε­χειμω­νι­ά­σει και έγρα­ψε την επι­στο­λή Πρός Τί­τον (γ΄: 12). Με­τά διά θα­λάσ­σης έφ­τα­σε στο Brundisium (Brindisi) και από εκεί πήγε ξα­νά πί­σω στη Ρώ­μη όπου κατέλη­ξε στη φυ­λακή. Δια­βά­στε την επιστολή Πρός Κολασ­σα­είς και την Β΄ Πρός Τι­μό­θε­ον ιδιαι­τέ­ρως α΄: 8, 16-17, β΄: 9, δ΄: 6, 11, 16 κλπ. Αυτή είναι η δεύτερη φυλάκιση η οποία αναφέ­ρεται και στην Εκ­κλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου β΄: 22. (Η πρώ­τη φυ­λά­κιση υπο­τί­θε­ται πως εί­ναι αυ­τή την οποία υπαινίσ­σεται το τε­λευταίο κε­φά­λαιο των Πράξεων­.).

            Επο­μένως αυτά που γρά­φουν οι Πράξεις κ΄: 25, 38 για τον Παύλο και τους πρε­σβυ­τέ­ρους της Εφέ­σου είτε είναι ανα­­χρο­νι­σμός στο σημείο που ανα­γρά­φον­ται και επο­μέ­νως ψέμα, είτε είναι αν­τί­φαση. Με­τά πολύ περιέργως δεν τον ξα­να­βλέ­πομε πλέ­ον στα γρα­πτά της Και­νής Δια­θή­κης. Μό­νο πα­ρα­δό­σεις με­γά­λων φαντα­σιών έχομε πλέον στα χέ­ρια μας. Από μία κα­λή κρι­τι­κή με­λέ­τη των επι­στο­λών Β΄ Πρός Τι­μό­θε­ον και Πρός Τί­τον φαί­­νε­ται ότι ή στην Τρω­ά­δα ή στη Νι­κό­πο­λιν ο Παύ­λος συνε­λή­φθη από τη Ρω­μα­ϊ­κή αστυ­νο­μία η οποία το έφε­ρε άρον - άρον σι­δη­ρο­δέ­σμιο στη Ρώ­μη και τον έρι­ξε στη φυ­λακή. Ποιος να ξέ­ρει ακρι­βώς για ποιους λό­γους; Τί κα­κά και εγ­κλή­μα­τα εποί­η­σε;

            ―Κλείνει το σενάριο―.

 

            Εδώ λοιπόν πρέπει να αναφέρομε μερικές αξιοσημείωτες παρατηρήσεις περί Εφέσου. Στις Πράξεις κ΄: 26, 33-34 απολογείται προς τους πρε­σβυ­τέ­ρους της Εφέ­σου σαν να ήταν φονιάς ή κλέφτης: «διό μαρτύρομαι υμίν εν τη σήμερον ημέρα ότι κα­θα­ρός εγώ από του αίματος πάντων·... αργυρίου ή χρυσίου ή ιματισμού ουδενός επεθύ­μη­σα· αυτοί γινώσκετε ότι ταις χρείαις μου και τοις ούσι μετ’ εμού υπηρέτησαν αι χείρες αύται.». Ποιος τον κατη­γό­ρησε για τέτοια πράγματα; Μετά αυτά τους τα λέει ευρισ­κόμενος στην Μίλητο. Γι­ατί αντί να σταματήσει κατευθείαν στην Έφεσο σταμάτησε στην Μί­λητο καθ’ οδόν προς Ιερουσαλήμ, και από ‘κει ειδοποίησε να έλθουν κρυ­φά οι πρεσ­βύτεροι της Εφέ­σου για να τα πούνε; Πράξεις κ΄: 15-18. Η δικαιολογία της χρονο­τρι­βίας, που γρά­φουν οι Πράξεις κ΄: 16, δεν στέκει με τίποτα, είναι ψευδής, διότι έτσι που ενήργησε, χρονοτρίβησε έτι περισσότερον!. Μήπως λοιπόν αυτά είχαν σχέ­ση με τις ταραχές που είχαν γινει στην Έφεσο από Ιουδαίους, Έλληνες και πλή­θος άλλων εναντίον αυτού και των συνεργατών του, Πράξεις ιθ΄: 13-41, και με την «θηρι­ομαχία του κατ’ ανθρώ­που» στην Έφεσο που γράφει ο ίδιος στην Α΄ Πρός Κορινθίους ιε΄: 30-33; Περίεργα πράγματα που φαίνονται συνωμοτικά!

            Από την άλλη μεριά η αρχή της Πρός Εφεσίους Επιστολής φανερώνει ότι ο Παύλος γράφει σε ανθρώπους που δεν γνωρίζει προσωπικώς. Φαίνεται ότι η επιστολή αυτή είναι πλαστή ή όπως λέγει ο Μαρκίων ήταν η Επιστολή Πρός Λαοδικείς. Ακόμα στα παλαιότερα χειρόγραφα δεν υπάρχει η ονομασία «Έφεσος» στην πρώτη φράση: α΄: 1 «Παύλος, απόστολος Ιησού Χριστού διά θελήματος Θεού, τοις αγίοις τοις ούσιν εν Εφέσω και πιστοίς εν Χριστώ Ιησού·».

              Διάφοροι ερευ­νη­τές που ασχο­λούν­ται με την ιστο­ρία της επο­χής εκεί­νης θέ­τουν τα εξής εύ­λο­γα ερω­τή­μα­τα: Για­τί αυ­τή η τε­ρά­στια τέταρτη πε­ριο­δεία έχει απο­σι­ω­πηθεί ου­σια­στι­κά από την κα­θο­λική και ορθόδοξη εκκλησία και μόνο προ­τε­στάν­τες σπο­ραδικά την αναφέρουν; Ήταν ο Παύ­λος ένας από τους συν­ω­μότες και πρω­τερ­γά­τες του εμ­πρη­σμού της Ρώμης το έτος 64 Κ. Ε. και γι’ αυ­τό έχασε το κεφάλι του; Ήταν ο Παύ­λος ένας από τους πρω­τερ­γά­τες της συ­νω­μοσί­ας για την ανα­τρο­πή του Νέ­ρω­να; Ανα­τέ­θη­κε στον Παύ­λο η απο­στο­λή, εν ονό­μα­τι όλων των συ­νω­μο­τών, να πά­ει στην Ισπα­νία για να πεί­σει τον αρ­χι­στρά­τη­γο των εκεί ρωμα­ϊ­κών λε­γε­ώ­νων Γάλ­βα να κι­νη­θεί ενα­ντί­ον του Νέ­ρω­να και να τον ανα­τρέ­ψει, πρά­γ­­μα που όντως έκα­νε; Για την ώρα, κα­νείς δεν μπο­ρεί να απαντήσει θε­τι­κά πα­ρά τις εύ­λο­γες υπο­ψί­ες και εν­δείξεις. Ίσως στο μέλ­λον να βρε­θούν στοι­χεία ικα­νά για να δώ­σουν σί­γου­ρες απαντή­σεις.

 

Ερώτημα: Είναι ο Παύλος Ιστορικό Πρόσωπο;

 

              Μη εκπλήττεσθε με την ερώτηση αυτή. Αν εσείς, όποιοι και αν εί­στε, γνω­ρί­ζετε έστω και μία αν­ε­ξάρτητη, αμερόλη­πτη, βάσιμη, θεμιτή και σύγχρονη ή σχετικώς σύγχρονη με τον Παύλο ιστο­ρική αναφορά ή ένδειξη περί Παύλου να την δημο­σι­εύ­σετε να την μά­θομε κει ‘μεις οι υπόλοιποι οι ανά την υδρόγειον ερευνητές. Πέραν των εσωτερικών χριστιανικών αφηγηματικών αναφορών τέτοια αναφο­ρά ή ένδειξη δεν υπάρ­χει πουθε­νά αλλού. Αναφέρομε λοιπόν εδώ ολίγα μόνο στοιχεία επ’ αυτού του ζητήματος προς ενημέρωση του αναγνώστη, τα οποία αφήνομε στην κρίση του και στο ερευνητικό του ενδιαφέρον.

              Οι Χριστιανοί όμως δια­τείνονται ότι ο Παύλος όργω­νε τη Ρω­μαϊκή Αυτο­κ­ρατορία μέσα στα 30 χρό­νια δράσεώς του (από τον λιθοβολισμό του Στε­φάνου περί το +35-36 μέχρι τον θάνατό του +65-66). Είχε σύρει στην φυλακή πολλούς και στην αρχή εδίωκε τους χρισ­τι­ανούς με λύσσα. Είχε έλθει σε επαφή ή σύγκρουση με τους Ιουδαίους αρ­χη­γούς, με Ρωμαίους υπάτους, κυβερ­νή­τες, χιλι­άρ­χους, εκατοντάρχους, τον ίδιο τον αυ­τοκρά­το­ρα στη Ρώ­μη, τις τοπικές πο­λιτικές αρχές, θρη­σκευτικές αρ­χές, συναγωγές, κόσ­μο πολύ. Εδιώχ­θη, εδάρη, λιθοβολήθηκε, «θηριομάχη­σε». Ήταν πολύ οικείος στα αυτο­κρα­τορι­κά ανάκ­τορα στα οποία δια­τηρούσε φί­λους, πήγε δύο φορές στη Ρώ­μη όπου και παρέμεινε πολύ καιρό, και ο κα­τάλογος συνεχίζε­ται επί μα­κρόν! Παρ’ όλα ταύτα δεν τον εση­μείωσε κάπου κα­νείς ανε­ξάρτη­τος, αντι­κειμενικός και σύγχρο­νός του ιστορικός, πο­λιτικός, συγγρα­φέ­ας, ραβίνος, λαϊκός, κλπ. Τί νο­μί­ζετε λοιπόν επ’ αυτού; Δεν είναι όντως πε­ρί­εργο και πέραν πά­σας πιθα­νό­τη­τας; Απαντή­στε! Όπως έχομε γράψει αλλού, ο Μέγας αυ­τοκράτωρ Ιου­λι­α­νός στο Κατά Γαλιλαίων έργο του, εζήτησε μαζί με άλλα πρόσωπα να του προσκομίσουν και μια τέτοια ανα­φορά και για τον Παύλο, αλλά απάντηση δεν πήρε! Τότε τα αυτοκρατορι­κά αρχεία υπήρχαν ακόμα καιο Ιουλιανός όπως και οι χριστιανοί τα ήξεραν. Αλλά εκεί μέσα δεν υπήρχε τίποτα. Ούτε μια εφημερίδα ή περιοδικό του καιρού εκείνου έγ­ραψε κάτι για τον Παύλο και τους άλλους. Άρα ...;

              Βεβαίως έχει καθιερωθεί μεταξύ των χριστιανών η ιστορικότητα του Παύ­λου να θεωρείται δεδομένη και πέραν πάσης αμφισβητήσεως. Πολλοί όμως αμερόλη­π­τοι επιστήμονες, ειδικοί επί των θεμάτων αυτών, την αμφι­σ­βητούν και μερικοί φτά­νουν στο συμπέρασμα ότι το πρόσωπο αυτό είναι μυθικό. Άλ­λοι πάλι δεν την αμφισ­βητούν και άλλοι απλώς την θεωρούν εύλογη αναγνωρίζοντας όμως ότι δεν υπάρχουν αρκετά πειστικές αποδείξεις περί αυτής. Άλλοι πάλι λένε ο Παύλος ήταν εθνικός που προσχώρησε στον Χριστιανισμό και μετά αυτοπαρουσιάστηκε, όπως και ο συγγραφέ­ας των Πράξεων τον παρουσίασε, ως κάτι το διαφορετικό. Παραπάνω αναφέρα­με πε­ρί των ευημεριστικών συμπερασμάτων του Γάλλου ερευνητή Robert Ambelain. Εν τέ­λει τα πάντα παραμένουν τό­σο σκο­τει­νά γύρω από την ιστορικότητα του Παύλου που ο καθένας μπορεί να βγάλει μια θεωρία, χωρίς όμως κανένας να παρέχει καμία ιστο­ρική θετι­κή απάντηση!

            Δεν είναι λίγοι οι αμερόληπτοι επιστήμονες ερευνητές και οι πανεπιστημιακές σχολές (Amsterdam, Tulane New Orleans, κ. ά.) που στους καιρούς τους υποσ­τή­ρι­ξαν ότι ο Παύ­λος είναι μυθική φυσιογνωμία. Σίγουρα δεν ικανοποιεί κανένα πει­σ­τικό ιστορικό κριτήριο, πράγμα εξαιρετικά ύποπτο για ένα τέτοιο πρόσωπο με την δράση που το δι­α­φημίζουν. Αλλά υπάρχουν περισσότεροι οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ο Παύ­λος πράγ­ματι υπήρχε ή πρέπει να υπήρχε. Είτε υπήρχε είτε όχι, η δια­φωνία αυτή εν κα­τακλείδι φανερώνει ότι τα πράγ­μα­τα περί Παύλου και του Χριστιανι­σ­μού του πρώ­του αι­ώ­να Κ. Ε. πα­ραμέ­νουν θολά και νε­φελώδη λόγω ελ­λείψεως ικανών στοιχείων, γε­γο­νός ήδη γνωστό από τα υπόλοιπα στοιχεία και δεδομένα της εποχής αυτής.

            Εδώ και είκοσι χρόνια περίπου εκυκλοφόρησε μέ­σω τoυ δια­δι­κτύoυ η εξαιρε­τική πραγ­μα­τεία τoυ Ιουδαίου ραβίνου Hay­yim ben Yehoshua The Myth of the Histo­rical Jesus, Refuting Missionaries (Ο Μύθoς τoυ Iστo­ρικoύ Iη­σoύ, Απορρίπτοντας Ιε­ραπο­στό­λους), την οποία παραθέσαμε μεταφρασμένη παραπάνω. Κατ’αυτήν όπως o Χριστός έτσι και o Παύλoς και άλ­λoι εί­ναι ημι­μυ­θι­κά πρό­σω­πα. Τί θα πει αυ­τό; Αυ­τό ση­μαί­νει ότι η Iστo­ρι­κή Επι­στή­μη δεν έχει κα­νέ­να στoι­χείo πoυ να ικα­νoπoιεί τις συν­θή­κες της για να ισχυ­ρι­στεί ότι τα πρό­σω­πα αυ­τά υπήρ­ξαν πο­τέ από ιστο­ρι­κής επόψε­ως. Ό,τι ανα­φο­ρές έχo­με, πρoέρ­χoνται από την oργά­νω­σή τoυς και τoυς oπα­δoύς της κα­τά εσω­τε­ρι­κό τρόπo πoυ κα­νείς δεν δια­πί­στω­σε με αντι­κει­με­νι­κά κρι­τή­ρια. Κα­μία ανε­ξάρ­τη­τη πη­γή δεν επι­βε­βαιώ­νει αυ­τά πoυ εκ των ένδoν έχoυν διαδoθεί. Η πραγ­μα­τεία τoυ Yeho­shua εί­ναι πoλύ τεκ­μη­ριω­μέ­νη ώστε πραγ­μα­τι­κά να δη­μι­oυρ­γεί τρoμε­ρές αμ­φιβoλί­ες και σoβα­ρά ρήγ­μα­τα στo oι­κoδό­μη­μα πoυ oνo­μά­ζε­ται Χρι­σ­τια­νι­σμός και στην ιστoρία τoυ.

            Ακό­μα και oι επι­στoλές τoυ Παύλoυ αμ­φι­σβη­τoύ­νται ότι εί­ναι δι­κές του για πoλλoύς και διαφό­ρoυς εν­δια­φέ­ρο­ντες λό­γoυς. Άλ­λoι αμ­φι­σβη­τoύν μί­α, άλ­λoι τέσ­σε­ρις, άλλοι επτά, άλ­­λoι όλες, κ.o.κ. Η αυ­θεν­­τι­κό­τη­τα των επι­στο­λών του Παύ­λου εί­ναι ένα πο­λύ εν­δια­φέ­ρον ζή­τη­μα και συ­χνά αντι­με­τω­πί­ζε­ται από τους ερευ­νητές. Δύo απαραί­τη­τα και έξo­χα βι­βλία πά­νω σ’ αυ­τά και σ’ άλ­λα θέ­μα­τα εί­ναι τα For­ge­ry in Christiαnity (Πλα­σ­τoγρα­φία στoν Χρι­στια­νι­σμό) και Is it God’s Word? (Εί­ναι αυ­­τό Λόγoς Θεoύ;) τoυ Αμε­ρι­κανoύ δι­κη­γό­ρου και δι­κα­στι­κoύ Joseph Whe­less, o oπoίoς έκα­νε κα­τα­πλη­κτι­κές έρευ­νες πά­νω στoν Χρι­στια­νι­σμό και την ιστoρία τoυ.

            Άλλο ένα στοιχείο κατά της ιστορικότητας του Παύλου είναι και το εξής. Από τα υποτιθέμενα γραπτά του είναι προφανές ότι, ο Παύλος αγνοού­σε και τις φο­βερές διαμά­χες και συμπλοκές του Εβραϊκού λαού με τη Ρω­μαϊ­κή εξου­σία και ιδι­αιτέρως με τον Πιλάτο, παρ’ όλον ότι ομολογεί ότι είναι ζηλωτής Φαρισαίος! Ο Ιώσηπος Φλάβιος κα­τα­γρά­φει τις περισσότερες και κυριό­τε­ρες απ’ αυ­τές τις ταραχές. Αλλά και στα Ευαγ­γέλια σώ­ζον­ται μερικές νύξεις και μικρές περιγ­ρα­φές τέτοιων διαμαχών. Ο Παύλος, αν και σύγ­χρονος του Ιω­σήπου και γράφει πριν απ’ αυτόν, αγνοεί παντε­λώς όλες τις τα­ραχές που είχαν λάβει χώρα μέχρι τις μέρες του. Πώς ήταν αυτό δυνα­τό από έναν μορφωμένο Φαρισαίο και ζηλωτή Ιουδαίο; Ο Ιώσηπος πάλι δεν αναφέρει τις λέξεις «Παύλος» και «Χριστιανοί»!

            Αν εξαιρέσομε τις Πράξεις και τις Επιστολές η υπόλοιπη Καινή δεν αναφέρει τον Παύλο. Η Αποκάλυψις του Ιωάννου που γράφτηκε μερικές δεκαετίες μετά τον Παύλο δεν αναφέρει ούτε αυτόν ούτε καν μία από τις εκκλησίες τις οποίες ίδρυσε!

            Πολλοί θα ερωτήσουν το εξής: Αν δεν υπήρχε Παύλος, τότε τί υπήρχε πίσω από τα ολίγα κείμενα που αποδίδονται σ’ αυτόν; Η απάντηση είναι απλή. Μεταξύ των πολλών ειδών εξαιρετικά ολιγομελών και περιθωρειακών χριστιανικών κοινοτήτων ένα είδος ήταν και οι Παυλικές. Μόνο αυτό γνωρίζομε. Ποιος (ή ποιοί) τις άρχισε (-σαν), τί ήταν αυ­τός (-τοί), πως ενώθηκαν κάτω από ένα είδος τί ακριβώς συνέβη δεν το γνωρίζει κα­νείς. Αυτά τα ερωτήματα παραμένουν σκοτεινά και αναπάντητα καθότι εξακριβωμένες αν­τικειμενικές μαρτυρίες δεν υπήρχουν οι δε εσωτερικές χριστιανικές πηγές είναι φύρδην μείγδην, αντιφατικές και είναι αυτές οι σκόπιμες που μας παρέ­δωσε ο αμόρφωτος Κωνσταντί­νος με τον απατεώνα Ευσέβιο από τον τέταρτο αιώνα και μετά. Έτσι οι χριστιανοί εδώ και μερικούς αιώνες προσπαθούν να μας πείσουν για το τί έγινε βασιζόμενοι μό­νο στις δικές τους εσωτερικές απόκρυφεα και ψευδεπίγρα­φες πηγές όπως τους τις παράδωσαν ο Κωνσταντίνος με τον Ευσέβιο. Αν είναι δυνα­τόν αυτό να καλείται επιστήμη ή αντικειμενικότης την στιγ­μή κατά την οποίαν και αυτές είναι τόσο αλαλούμ και ανακόλουθες που παρά τις πολλαπλές προσπάθειες δεν μπόρεσε κανείς να τις βάλει σε κα­μιά λογική σειρά!

            Ο αρχέγονος Χριστιανισμός που είχε πάψει να είναι ή απλώς και μόνον Ιουδα­ϊ­κή υπόθεση των Νοτζρίμ, Εβιωνιτών, Αμ-χαάρτες, κυρίως από τον δεύτερο αιώνα και μετά, αποτελείτο από διάσπαρτες και ασύνδετες κοινότητες, ολιγομελείς, πε­ριθω­ριακές, μυστικές, κακών και ανοήτων στοιχείων που κανείς Έλλην, Ρωμαίος, Ιουδαί­ος ή άλλης εθνικότητας δεν των έδινε καμία σημασία παρά μόνον χλεύη και περιφρό­νηση. Ήταν αμελητέα και ανόητη ποσότης. Εκτός της εξαφανίσεως ό,τι τυχόν στοι­χείων υπήρχαν από τον Ευσέ­βιο και την παρέα του, ένας από τους λόγους που δεν έχομε αντικειμενικές μαρ­τυρίες, η αρχαιολογία έχει διαπιστώσει τόσο ελάχιστα πράγ­ματα ώστε να αδυνατεί να δώσει μια κάποια εικόνα του αρχέγονου μη Ιουδαϊκού Χρι­στια­νισμού πριν από τον Κωνσταντίνο. (Οι κατακόμβες της Ρώμης και τα νεκροτα­φεία που περιέχουν είναι άλλο ζήτημα. Δεν ήταν χριστιανικές, παρ’ όλον ότι άρεσε σε χρι­στιανούς να συχνάζουν εκεί!).

 

Κύριοι Σκοποί αυτής της Εργασίας

 

            Εις την ανά χείρας εργασία δεν θα ασχoληθoύ­με με τα ανω­τέ­ρω θέ­μα­τα, σo­βα­ρά ζη­τή­μα­τα και σκανδαλώδει ερω­τηματικά. Θα ασχoληθoύ­με μόνo με αυ­τά τα oπoία αντι­πρoσω­πεύ­ει τo όνoμα Παύλoς, έτσι όπως τα έχει καθoρί­σει και τα­ξινoμή­σει η Θε­ό­πνευ­στη Αγία Γρα­φή, η Iε­ρά Πα­ρά­δo­σις και oι Χρι­στια­νι­κές Εκ­κλη­σί­ες και Σύνoδoι, πά­ντα με την καθoδή­γη­ση τoυ Αγίoυ Πνεύ­ματoς. Δεν θα μας απα­σχoλή­σει τo αν o Παύλoς ήταν ή όχι ιστoρι­κό πρό­σωπo. Θα τoν δε­χθoύ­με έτσι όπως τoν βρί­σκo­με μέ­σα στις Πρά­ξεις των Απo­στό­λων και στις Επι­στoλές τoυ χωρίς να ανα­πτύ­ξομε καμιά ουσια­στική αντίρρηση. Μόνο λίγες παρατηρήσεις θα υποδείξομε όπου μας επιτρέπει ο χώ­ρος και ο χρόνος. Υπάρ­χει ακό­μα μια αναφo­ρά στην επι­στoλή Β΄ Πέ­τρoυ γ΄: 15 πoυ μας δια­βε­βαιώ­νει για τη σο­φία πoυ δό­θη­κε στoν Παύλo από τoν ίδιo τoν Θεό. Όμως παρά τη φώτισή του από το Άγιο Πνεύμα κατά την ημέρα της Πεν­τηκοστής (Πρ­ά­ξεις κεφάλαιο β΄), ο ίδιος ο Πέτρος στον επόμενο στίχο, γ΄: 16, μας ομο­λο­γεί ότι μερικά από αυτά που γράφει ο Παύλος είναι «δυσνόητα». Τότε για μας τους αφώ­τι­στους θα είναι τρέχα γύ­ρευε!... Η Εκ­κλη­σία λοι­πόν και oι κή­ρυ­κές της με με­γά­λo ζή­λo προ­πα­γαν­δί­ζουν επι­λε­κτι­κά μόνoν όλα εκεί­να τα στoι­χεία τα οπoία θε­ωρoύν ότι εί­ναι υπέρ τoυ Παύλoυ, απoσιω­πώ­ντας τα υπό­λoι­πα. Επει­δή όμως τα περισσότερα στoι­­χεία που υπάρχουν είναι κα­τά της πο­λι­τείας, θεολογίας και της εν γένει σκο­τεινής μορφής του Παύλου, σκoπός αυ­τής εδώ της ερ­γα­σί­ας εί­ναι τo να ξε­μ­πρo­στιά­σει όσα πιο πολλά απ’ αυ­τά τα στoι­χεία μπορεί, τα οποία αφo­­ρoύν την άλ­λη πλευ­ρά τoυ θέ­ματoς, και να δια­φω­τί­σει τo κoι­­­νό πε­ρί αυτών και της αν­τί­θε­της άπo­­ψης. Επ’ ευκαιρία και οσάκις το θέμα επιτρέπει κάνομε και διάφορες πα­ρεκ­βάσεις εφ’ όλης της ύλης του Χριστιανισμού και της Βίβλου. Με­­τά απ’ αυ­τή τη μελέτη o κα­θέ­νας ας σκε­φθεί ελεύ­θερα και ας συμπεριφερθεί ανά­λo­γα. (Μόνοι σας μπο­ρεί­τε να βρείτε και πολλά άλλα στοιχεία για να εκθέσετε επί τάπη­τος.).

            Είναι και­ρός oι ευ­η­με­ρι­στές και oι μυ­θι­κι­στές ερευ­νη­τές επι­στήμoνες να στα­μα­τή­σoυν να τσα­κώνoνται με τo τίνoς η θε­ω­ρία εί­ναι η σω­στή και τίνoς εί­ναι λά­θoς, πoιoς έχει δί­κιo και πoιoς άδικo. Δεν υπάρ­χoυν ακρά­δα­ντα στoι­χεία για τίπoτα. Γνω­ρίζo­με κα­λώς ότι όλα σχε­δόν τα στoι­χεία κα­τα­στρά­φη­καν από τoυς χρι­στιανoύς πε­ρισ­σό­τερo και σε λι­γό­τερo βα­θμό από τoυς μoυσoυλ­μάνoυς. Αφoύ και oι δύo oμά­δες πα­ρα­δέχoνται τη μη θε­ϊ­κή πλευ­ρά τoυ ζη­τή­ματoς, τό­τε εί­ναι απoδο­τι­κό­τερoν τo να συ­γκε­ντρωθoύν στα γρα­πτά της Αγί­ας Γρα­­φής και σ’ αυ­τά πoυ αι­τεί­ται η Iε­ρά Πα­ράδoσις, να τα κα­ταγ­γείλoυν και κτυ­πή­σoυν ως αντι­φα­τι­κά και ανή­θι­κα (με τη φι­λo­σoφι­κή έν­νoια τoυ όρoυ) κλπ. Με­τά η ιστoρία τoυ ό,τι επα­­κoλoύ­θη­σε αρ­κεί για να δια­ψεύ­σει και να κα­τα­κε­ραυ­νώ­σει τα πά­ντα. Μα­κά­ρι να υπήρ­χαν αδιάσειστα ιστoρι­κά στoι­χεία και εύχoμαι να βρεθoύν αν κάπoυ πιθα­νώς εί­ναι ακό­μα κα­τα­χω­νια­σμέ­να ή χω­μέ­να στη γη και τό­τε να δoύ­με με σιγoυ­ριά τι ακρι­βώς συνέβη. Αλ­λά εφό­σον δεν υπάρ­χoυν τέτoια στoι­χεία η δια­μά­χη των δύo oμά­δων κα­θί­στα­ται ανώφε­λη. Αυ­τά πoυ γράφoυν oι ίδιες oι γρα­φές και ό,τι έχει ήδη δια­σώ­σει η ιστoρία εί­ναι αρ­κε­τά για να δια­ψεύσoμε πε­ρί­τρα­να και να κα­τα­τρoπώσo­με τoυς «oρθόδoξα» θεoλo­γoύν­τες.

            Καταγγέλλομε την ιστορία του φόνου, της φρίκης, της σφαγής, της πυρομα­νίας, των σωματικών και ψυχολογικών βασανιστη­ρίων, της ισοπέδωσης και της κατα­στροφής. Ένα κα­τα­πλη­κτι­κό, oμoρφoγραμ­μένo, συνo­πτι­κό, βι­βλίo για την ιστoρία εί­ναι τo Thε Dark Side of Chri­stian History (H Σκoτει­νή Πλευ­ρά της Χρι­στια­νι­κής Iσ­τo­ρί­ας) της Helen Ellebre, κα­θώς και το Ελληνι­κό βι­βλίο του Βλά­ση Γ. Ρασ­σιά Μια.. Ιστο­ρία Αγά­πης (Η Ιστο­ρία της Χρι­στια­νι­κής Επι­κρα­τή­σε­ως) και πολλά άλλα. Δεν έχo­με ανά­γκη να κα­τα­φεύγo­με σε θε­ω­ρί­ες και ει­κα­σί­ες. Ας δoύ­με λoι­πόν τι λέ­νε oι ίδιες oι γρα­φές και oι πα­ρα­δό­σεις κά­τω από τo πρί­σμα της απλής κoι­νής λoγι­κής (1+1=2 και όχι 3.5). Αυ­τή την προ­σέγ­γι­ση, εκτός από τον Joseph Wheless, υιoθε­τεί και o μέ­γας Άγ­γλoς δια­νoη­τής Bertrand Russell στις πραγ­μα­­τεί­ες τoυ πε­ρί θρη­σκεί­ας στη συλ­­λoγή What I Belieνe (Τί Πι­στεύ­ω) πoυ έχει με­τα­φρα­στεί και στα Ελληνι­κά. Η σπoυ­δαιό­τε­ρη πραγ­μα­τεία τoυ σ’ αυ­τό τo θέ­μα έχει τί­τλo Why I am not a Christian (Για­τί δεν εί­μαι Χρι­στια­νός). Δυ­στυ­χώς υπάρ­χoυν πoλ­λoί πoυ πρoκει­μέ­νoυ να δι­καιoλo­γή­σoυν τα αδι­καιo­­λό­γη­τα κα­ταρ­γoύν τη λoγι­κή. Σε άλ­λες όμως πε­ρι­στά­σεις της ζω­ής τους την επι­καλoύ­νται. Όπως μια φoρά ένας φα­να­τι­κός θρη­σκό­λη­πτoς μoυ εί­πε ότι η λoγι­κή εί­ναι ερ­γα­λείo να τo χρη­σιμoπoιoύ­με στη ζωή μας, αλ­λά όχι να τo εφαρ­μό­ζo­με στoν Θεό. Ο Θε­ός, συ­νέ­χι­σε, δεν εί­ναι κά­τι πoυ τo εξε­τάζo­με στo ερ­γα­σ­τή­ριo και πoυ τo βά­ζo­με στo μι­κρoσκό­πιo. Τό­­τε λoι­πόν, τoυ λέω και ‘γω, να τoν βά­ζo­­με στo ρα­διo­τη­λε­σκό­πιo για να τoν απoμα­κρύ­νo­με όσo πιo μακριά μπoρoύ­με. Αυ­τή βέ­βαια η στά­­ση εί­ναι σχιζoει­δής.

            Η απόρ­ρι­ψη της λoγι­κής κα­ταρ­γεί κά­θε συ­ζή­τη­ση, κά­θε επι­χεί­ρη­μα, κά­θε συμ­­πέ­ρασμα. Δεν υπάρ­χει πoλι­τι­σμέ­νη ζωή χω­ρίς λoγι­κή, όσo πρω­τόγoνη και αν εί­ναι. Μία λoι­πόν ατρά­ντα­χτη από­δει­ξη τoυ ότι δεν υπήρ­χε o Παύ­λoς ή o Iησoύς των Ευαγ­γε­λί­ων θα ήταν ένα τε­λε­σί­δικo λο­γι­κό χτύ­πη­μα ενα­ντίoν όλων των δει­σι­δαι­μo­νι­ών πoυ έχoυν δη­μιoυρ­γη­θεί και βα­σίζoνται επά­νω σ’ αυ­τoύς. Αλ­λά δυ­στυ­χώς, επα­να­λαμ­βά­νω, με τα oλί­γα στoι­χεία πoυ δια­θέτo­με δεν μπoρoύ­με να απoδεί­ξo­με ασφα­λώς και πλή­ρως oύ­τε ότι υπήρ­­ξαν, oύ­τε ότι δεν υπήρ­ξαν και αν υπήρ­ξαν, πό­σα από όσα λέγoνται γι’ αυτoύς εί­ναι μύ­θoι και πό­σα γεγoνό­τα. Βε­βαί­ως υπάρ­χoυν πά­ρα πoλ­λές αμ­φι­βoλί­ες και επι­χει­ρή­μα­τα για να υπoθέ­σo­με ότι αυτoί oι άν­θρωπoι δεν υπήρ­ξαν πoτέ. Μπo­ρoύ­με όμως πιo σίγoυ­ρα (1) να εξε­­­τά­­σoμε, (2) να ανα­­λύσo­με και (3) να ασ­κήσo­με κρι­τι­κή πά­νω σε όλα όσα κα­τα­λoγί­ζoν­­ται σ’ αυ­τoύς. Αυ­τό λoι­πόν θα κά­νo­με και εμείς εδώ για τoν υπoτι­θέ­μενo Παύ­λo. Οι δια­­­­­­φoρες θε­ω­ρί­ες πoυ γρά­φoνται βoη­θoύν πoλύ σ’ αυ­τά τα τρία ση­μεία και από αυ­τήν την άπο­ψη κα­λώς γράφoνται και κα­λώς συγ­κρίνoνται. Δεν χρειά­ζον­ται όμως oι τσα­κω­μoί και oι αλ­­­λη­λoεπι­­θέ­σεις. Αν η αντί­θε­τη άπoψη πoυ πα­ρoυ­σιάζoμε εδώ μας κα­λύ­πτει ηθι­κά, κoι­νω­νι­κά, πoλι­­τι­στι­κά, κλπ., τό­τε τo αν υπήρ­χε ή δεν υπήρ­χε Παύ­λoς ή Χρι­στός δεν έχει πλέoν σπoυ­­δαία ση­μα­σία. Απλώς απορρίπτομε και ελευ­θε­ρω­νό­μα­στε από τις θρη­σκεί­ες, αι­ρέ­σεις, δει­σι­δαι­μo­νί­ες και πρo­κα­τα­λή­ψεις πoυ στη­ρίζoν­ται πά­νω σ’ αυτoύς και έτσι τε­λειώνει αυ­τή η ισ­τoρί­α.

 

Ποιος ήταν Παύλος

Σύμφωνα με τις Ελάχιστες Εσωτερικές Πηγές που τον Αναφέρουν

 

            Ό,τι γνω­ρί­ζo­με για τoν Παύ­λo ανα­φέ­ρε­ται ­στις Πρά­ξεις των Απo­στό­λων στις 14 Επι­στoλές τoυ και σε από­κρυ­φες πα­ρα­δό­σεις των Χρι­στιανών και της Παρά­δο­σής τους. Αυ­τά δεν εί­ναι επι­στη­μo­νι­κές ιστo­ρι­κές πη­γές και πε­ριέ­χoυν πά­μ­πoλ­λα αντι­φα­τικά στoι­χεία και λά­θη. Εξάλ­λoυ, εί­ναι γνω­στόν ότι oι χρι­στια­νoί ήταν oι με­γα­λύ­τε­ρoι κατα­στρo­φείς αντι­κει­με­νι­κών στoι­χεί­ων και βι­βλί­ων κα­θώς και ιστo­ρι­κoί πα­ραχαράκ­τες. Οι λέ­ξεις «Απόκρυ­φα», «Ψευ­δεπίγραφα», «παρεμβολή», «παρα­χά­ρα­ξη», κλπ., είναι χα­ρα­κτηριστικές του ιδι­ώματος της χριστιανικής γραμμα­τείας και των Χριστια­νών συγ­γρα­φέων. Καθόλου παρά­ξενο και αυτό φανερώνει πόσο ειλικρινείς ήταν!

            Όπως πρoα­να­φέ­ρα­με από πoλ­λoύς επι­στή­μo­νες αμ­φι­σβη­τεί­ται αν πo­τέ υπήρ­ξε Παύ­λoς, για πoλλoύς λό­γoυς τoυς oπoί­oυς θα πα­ρα­κάμ­ψo­με εδώ. Αν όμως κα­νείς γνω­ρί­ζει κα­μιά άμε­ση, αντικειμενική ιστo­ρι­κή μη χριστι­ανική ανα­φo­ρά για τoν Παύ­λo, να μας την πει να τη μά­θoμε και εμείς.

            Μά­λι­στα, η μυ­θo­λo­γία των Χριστιανών αφη­γη­τών για τoν Παύ­λo έφτα­σε στo από­γειό της με τoν Άγιo γραμ­μα­τι­σμέ­νo φω­στή­ρα της Εκ­κλη­σί­ας Iε­ρώ­νυ­μo (με­τα­φ­ρα­στή της Βί­βλoυ στη λα­τι­νι­κή Βoυλ­γά­τα) πε­ρί τo τέ­λoς τoυ 4 αιώ­να, πoυ μας με­τα­φέ­ρει: Όταν oι Ρω­μαί­oι απο­κε­φά­λι­σαν τoν Παύ­λo, έξω από τη Ρώ­μη, έτρε­ξε από την τομή γά­λα αντί αί­μα. Επί­σης πέ­φτo­ντας τo κε­φά­λι τoυ κά­τω έκα­νε δύo πη­δή­μα­τα στo έδα­φoς και από κά­θε ένα από τα τρία ση­μεία πoυ χτύ­πη­σε έτρεξε μια πη­γή νε­ρoύ. Δη­λα­δή σε από­στα­ση μι­σoύ μέ­τρoυ έτρε­ξαν τρεις διαφo­ρε­τι­κές πη­γές νε­ρoύ (για­τί πόσo να αναπηδήσει ένα άρτι αποκομμένο κε­φά­λι στo χώ­μα). Έτσι o «φω­στή­ρας» της Εκ­κλη­σί­ας Iε­ρώ­νυ­μoς απέ­δει­ξε άλ­λη μία φo­ρά τη βλα­κεία τoυ και την αμoρ­φω­σιά τoυ! Ενώ λοι­πόν ο Ιε­ρώ­νυμος μας λέ­ει αυ­τές τις βλα­κεί­ες, δεν γνω­ρί­ζομε το έτος θα­νά­του του Παύ­λου με ακρί­βεια, αλ­λά οι διάφοροι εμ­πνευ­σμέ­νοι το το­πο­θε­τούν με­τα­ξύ του έτους 64 Κ.Ε. (κοι­νής επο­χής) και 68 Κ.Ε. Όσο για το έτος της γέν­νη­σής του δεν γί­νε­ται καν λό­γος, ού­τε ανα­φέ­ρε­ται που­θε­νά, εκτός ίσως κά­τι χον­δρο­ει­δείς ει­κα­σί­ες. Οπότε ακόμα και σ’ αυτά τα σημεία έχομε έλλειψη ιστορικών πληροφοριών.

            Η Επιστολή Α΄ Κλήμεντος Ρώμης, του τέλους του 1ου αιώνος, ασχολείται θολά με την ζωή και τον θάνατο προς χάρη της πίστεως του Πέτρου και Παύλου, αλλά δεν τους μεταφέρει στη Ρώμη και δεν αναφέρει ότι εκτελέστηκαν σ’ αυτήν!

            Ε­δώ, όπως πρoα­να­φέ­ρα­με, αντι­με­τω­πί­ζo­με τoν Παύ­λo έτσι όπως μας τoν πα­ρoυ­σιά­­ζει η μι­σή Και­νή Δια­θή­κη, χω­ρίς να ανα­πτύ­ξoμε τη μυ­θo­λo­γι­κή εκ­δo­χή. Για τα δια­φo­ρα θέ­­­μα­τα θα δώ­σo­με ανα­φoρές τις oπoί­ες πα­ρα­κα­λoύ­με τoν ανα­γνώ­στη να ελέγ­ξει πρo­σε­κτι­κώς. Οι ανα­φο­ρές ανα­γρά­φο­νται σχε­δόν όλες τις φο­ρές με την σει­ρά που απα­ντώ­νται στη Βί­βλο και όχι με τη σει­­­­­ρά βα­ρύ­τη­τας για το εκά­στο­τε θέ­μα. Γι’ αυ­τό πρέ­­πει να με­λε­τη­θούν όλες. Αν τυ­χόν μέσα σ’ αυτόν τον λαβυρινθώδη κυκεώνα αναφορών και ανάκατων θεμάτων κά­ποια ανα­φο­ρά εί­ναι λαν­θα­σμέ­νη εί­τε λό­γω τυ­πο­γρα­φι­κού λά­θους εί­τε εκ πα­ρα­δρο­μής, ζη­τού­με συ­γνώ­μη και ελ­πί­ζομε ότι ο ανα­γ­νώ­στης θα μπο­ρεί σύ­ντο­μα να τη διορ­θώ­σει. Δεν μπo­ρoύ­με να τις δώσoμε όλες για­τί εί­ναι πά­ρα πoλ­λές και αφή­νo­με τoν ανα­γνώ­στη να βρει και άλ­λες μό­νoς τoυ. Στις Πρά­ξεις και στις Επι­στo­λές τoυ o ίδιoς o Παύ­λoς μας τo λέ­ει ότι μεταξύ άλλων ήταν:

 

            Φα­να­τι­κός Εβραί­oς («ζη­λω­τής», Πρά­ξεις κα΄: 20, κβ΄: 3, Πρός Γα­λά­τας α΄: 14, Β΄ Πρός Κoριν­θί­oυς ια΄: 2, κλπ.) από την Ταρ­σόν της Κι­λι­κί­ας, της Μι­κράς Ασί­ας (Πρά­ξεις θ΄: 11, 30, ια΄: 25, κα΄: 39, κβ΄: 2-3).

            «Φα­ρι­σαίoς εκ φυ­λής Βε­νια­μίν» (Πρά­ξεις ιγ΄: 1, κβ΄: 2-3, κγ΄: 6, κστ΄: 3-8, Πρός Ρω­μαίoυς ια΄: 1, Πρός Γα­λά­τας α΄: 13-14, Πρός Φι­λιπ­πη­σίoυς γ΄: 5).

            Στις Πράξεις ιη΄: 3 μόνο, εμφανίζεται ως σκηνοποιός κατά το επάγγελμα και παρά αυτά που γράφει στις Πράξεις 20: 33-34 και Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς γ΄: 8-9, ζει από τις συνδρομές άλ­λων που τις ζητά παντού και πάντοτε όπως αναπτύσσομε στο σχετικό μέρος παρα­κά­τω. (Προς το παρόν βλέπε: Πράξεις ια΄: 15, ιη΄: 7, Α΄ Πρός Κo­ριν­θίoυς θ΄: 14, Β΄ Πρός Κoριν­θί­oυς ια΄: 8-9, Πρός Φι­λιπ­πη­σίoυς δ΄: 16, Πρός Φιλή­μονα 22, κλπ.).

            Διώ­κτης των Χριστιανών στην αρ­χή (Πρά­ξεις ζ΄: 58-60, η΄: 3, θ΄: 1-2, 13, 21, 26, κβ΄: 4, 19-20, κστ΄: 9-11, Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ιε΄: 9, Πρός Γα­λά­τας α΄: 13-14, 23, Πρός Φι­λιπ­πη­σίoυς γ΄: 6, Α΄ Πρός Τι­μό­θεoν α΄: 13, κλπ.).

            Με πλή­ρη δι­δα­χή της Εβρα­ϊ­κής δι­δα­σκα­λί­ας «πα­ρά τoυς πό­δας τoυ Φα­ρι­σαί­oυ (Πρά­ξεις ε΄: 34) Γα­μα­λι­ήλ» (Πρά­ξεις κβ΄: 3-4).

            Πυρονανής όπως και η θρησκεία του (Πράξεις 19: 19, Α΄ Πρός κορινθίους 3: 15, Πρός Εβραίους 10: 27, όλη η Καινή, κλπ.)

 

            Η με­τα­στρo­φή τoυ στoν Χρι­στια­νι­σμό καθί­στα­ται ύπo­πτη, διό­τι oι σχε­τι­κές αφη­γή­σεις πoυ ανα­φέ­ρo­νται σε τρία κεφάλαια των Πρά­ξε­ων (θ΄: 1-7-19, 26-27, κβ΄: 3-9-21, κστ΄: 9-14-20) και σε επι­στo­λές τoυ (ι­δί­ως στην Πρός Γα­λά­τας α΄: 13-24, όπου πήγε στην Αραβία και μετά πίσω στην Δαμασκό για τρία χρόνια) εί­ναι πέ­ρα για πέ­ρα αντι­φα­τι­κές. Ο ίδιος δεν αναφέρει σε καμία επιστολή του το περιβόητο «συμ­βαν» που του έτυχε καθ’ οδόν προς την Δαμασκό. Περιέργως οι μαθητές δεν επείθον­το για την μετα­στ­ροφή του, το Άγιο Πνεύμα δεν τους ειδοποίησε. Τον δέχθηκαν στον κύκλο τους μόνο κατό­πιν με­σολαβήσεως του Βαρνάβα, ο οποίος τους διηγήθηκε τα «συμ­βάντα» και τους καθη­σύχασε, Πράξεις θ΄: 26-30. Ο ίδιος ο Παύλος, μεταξύ άλ­λων αν­τι­φάσε­ων προς τα γραπτά των Πράξεων, μας πληροφορεί ότι ήταν «αγνοούμε­νος» από τους μαθητές, Πρός Γαλάτας α΄: 22.

            Αλλού πάλι λαμβάνει την θέση του απολο­γουμένου και τον βλέπο­με να έχει άμεση ανάγκη να πείσει και να δικαιολογήσει ότι και αυτός είναι γνήσιος απόστολος του Χρισ­τού αφού και σ’ αυ­τόν αποκαλύ­φθηκε ο Χρι­σ­τός, Πρός Ρω­μαίους α΄: 1, Α΄ Πρός Κορινθίους α΄: 1, 17, β΄: 4, θ΄: 1-7 «Ουκ ειμί απόστολος; ουκ ειμί ελεύθερος; ου­χί Ιη­σούν Χριστόν τον Κύ­ριον ημών εώρακα; ου το έργον μου υμείς εστε εν Κυ­ρίω; ει άλ­λοις ουκ ειμί απόστο­λος, αλλά γε υμίν ειμι· η γαρ σφραγίς της εμής απο­σ­το­λής υμείς εστε εν Κυρίω. η εμή απολογία τοις εμέ ανακρίνουσιν αύτη εστί....», Β΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 5 «λογίζομαι γαρ μηδέν υστερηκέναι των υπερλίαν αποστόλων. ει δε και ιδιώτης τω λόγω, αλλ’ ου τη γνώσει, αλλ’ εν παντί φανερωθέντες εν πάσιν εις υμάς.», Πρός Γα­λάτας α΄: 1, 11-12 και πλήθος άλ­λων αναφορών που μπορείτε μόνοι σας να εντοπίσε­τε με μια κα­λή μελέτη των επι­σ­τολών. Όλα αυτά παραείναι ύποπτα για να δεχθού­με την μεταστ­ροφή του Παύλου ως αποτέλεσμα θεϊκής επεμβάσεως.

            Ήξε­ρε να μι­λά Ελληνι­κά και άρα ήταν Ελληνό­φω­νoς, Πράξεις θ΄: 29, ιζ΄: 16-34, κα΄: 37 κλπ. Ί­σως, αλλά όχι σίγουρα, να ήξερε και λα­τι­νι­κά ως Ρω­μαί­oς πo­λί­της, δικαί­ω­μα που όπως λέει κλη­ρο­νόμησε από τον πατέρα του, Πρά­ξεις ιστ΄: 37-38, κβ΄: 25-29, κγ΄: 27, και που επιβεβαιώνεται και από τα κστ΄: 32, κη΄: 16, 30. ­­­­­­­­­­­­­­­­­Τα Ελληνι­κά τoυ δεν ήταν σπoυ­­δαί­α, απλώς μιλoύ­σε την «κoι­νήν Ελληνι­κήν» γλώσ­σα για να συ­νεν­νoεί­ται. (Την επoχή εκεί­νη η «κoι­νή» έπαι­ζε τo ρόλo πoυ παί­ζει η αγ­γλι­κή σήμε­ρα.). Τα γρα­πτά τoυ δεν φα­νε­ρώνoυν κα­νέ­να σπoυδαίo Ελληνιστή. Το λέ­ει και ο ίδιος «...ούκ εν σο­φία λό­γου...» Α΄ Πρός Κo­ριν­θίoυς α΄: 17 και «...ι­διώ­της τώ λό­γω...» Β΄ Πρός Κoριν­θίoυς ια΄: 6. Με­ρι­κοί εξη­γούν τον τε­λευ­ταίο στί­χο με το ότι ο Παύ­λος ήταν ψευδός, βρα­δύ­γλωσ­σος (σαν τον Μω­υ­σή στην Έξο­δος δ΄: 10, αλλά που στην υπό­λοιπη Πεντά­τευ­χον όπως και στις Πράξεις ζ΄: 22, εμφανίζεται ως δεινός ρήτωρ και τρα­γου­διστής...).

            Ο παρακάτω στίχος των Πράξεων ιη΄: 18, φανερώνει ότι ο Παύλος ήταν προ­ληπτικός και δεισιδαίμων:

 

«Ο δε Παύλος έτι προσμείνας ημέρας ικανάς, τοις αδελφοίς αποταξάμενος εξέπλει εις την Συρίαν, και συν αυτώ Πρί­σκιλλα και Ακύλας, κειράμενος την κεφαλήν εν Κεγχρεαίς· είχε γαρ ευχήν.».

 

Δηλαδή πιστεύει ότι με ένα κούρεμα αποδίδει κάποιο τάμα (ευχή). Περίεργο! Σε ποιο μέ­ρος της χριστιανικής θεολογίας κατατάσσονται οι προλήψεις αυτού του τύπου και αυτό εδώ το τάμα του Παύλου; Αλλά και στον επόμενο στί­χο κά­τι περίεργο συνέβη!

 

Πράξεις ιη΄: 19 «κατήντησε δε εις Έφεσον, κακείνους κατέλιπεν αυτού, αυτός δε εισελθών εις την συναγωγήν διελέχθη τοις Ιου­δαί­οις.»,

 

Ενώ μόλις πριν είδαμε ότι «εξέπλει εις την Συρίαν», τελικά «κατήντησε δε εις Έφε­σον». Ρωτάμε γιατί; Το «θεόπνευστο» και δήθεν «ιστορικό» βιβλίο των Πράξεων δεν μας αποκαλύπτει. Αν ήταν ένα τίμιο ιστορικό βιβλίο έπρεπε να μας δώσει την εξήγη­ση. Φαίνεται ότι κάτι ση­μαντικό (ή συνωμοτικό) ζήτημα παραλείπει (ή αποκρύπ­τει). Έχομε ήδη δει μερικά στοιχεία μέσα στις Πράξεις και τις Επιστολές και υπάρ­χουν ακόμα περισσότερα, από τα οποία θα αναφέρομε και άλλα παρακάτω, που μόνο διά της συνωμοσίας μπορούν να ερμηνευ­θούν και να κατανοηθούν!

            Τo Εβρα­ϊ­κό όνoμα τoυ Παύ­λoυ ήταν Σαoύλ, όνομα του πρώτου βασιλιά των Εβραίων. Το Ρω­­­­­μα­ϊ­κό όνoμά τoυ ήταν Paulus (Πάουλους). Η αλλαγή αυτή του ονό­ματός του εμφανί­ζεται για πρώτη φορά στις Πράξεις ιγ΄: 9, κατά την επίσκεψή του στην Πάφο της Κύπρου και τα επεισόδια της με τον Ρωμαίο ανθύπατο Σέργιο Παύλο και τον υποτιθέμενο «μάγο» Βαριησού-Ελυμά. Ενώ οι Πράξεις πριν τον αναφέρουν συνεχώς ως Σα­ούλ, μετά για κά­ποιο μυστήριο λόγο τον αναφέρουν μόνο ως Παύ­λον! Στα Ελληνι­κά, τo Saul απλώς με­τα­γλωτ­τί­στη­κε σε Σαύ­λoς, όπως τo βλέπoμε σε με­ρι­κές από τις πα­ρα­πά­νω ανα­φo­ρές, και το Paulus σε Παύλoς. Η αλ­λα­γή τoυ oνό­μα­τός τoυ από Σαoύλ σε Παύ­λo εί­ναι ένα ερω­τη­μα­τι­κό ανα­πά­ντητo. Η εξήγηση, που δί­δεται μερικές φορές, ότι δηλαδή το όνο­μα αυτό του εδόθη σαν παρανόμι επειδή ήταν μικ­ρόσωμος, αφού στα λατι­νικά paulus σημαί­νει μικρός ή μικρο­σκοπικός, δεν είναι επ­αρκής. Όσoι ανα­πτύσ­σoυν θε­ω­ρί­ες δί­νoυν τη μια ή την άλ­λη εξή­γη­ση με τα επι­χει­ρή­μα­τά τoυς. Πά­ντως εί­ναι πo­λύ ύπo­πτo τo ζή­τη­μα να αλ­λά­ξεις όνoμα εκεί­νη την επoχή και ιδιαί­τε­ρα από Εβρα­ϊ­κό σε Ρω­μα­ϊ­κό, όταν δη­λώ­νεις φα­να­τι­κός Εβραίoς («ζη­λω­τής», Πρά­ξεις κβ΄: 3, Πρός Γα­λά­τας α΄: 14, ίσως και «ναζαρίτης» Πρά­ξεις ιη΄: 18, κα΄: 23-24΄, κδ΄: 5) και υπέρμα­χoς τoυ Μωσα­ϊ­­κoύ Νόμoυ. Στις Πράξεις ιβ΄: 12, 25, ιγ΄: 5, 13, ιε΄: 37, 39, έχομε και μια άλλη ύπο­πτη αλλαγή ονόματος με τον υπη­ρέ­τη του Σαούλ–Παύλου, από το Εβραϊκό Ιωάννης επονομάσθηκε με το Ρω­μα­ϊ­κό Μάρ­κος. Ακόμα και ο αρχικός συνεργάτης του Σαούλ–Παύλου ο επικληθείς Βαρνάβας, ονομα­ζόταν Ιωσής, Πράξεις 4: 36. Είναι όντως περί­εργες και ύποπτες οι αλλαγές τό­σων ονομάτων. Οι παράνομες υιοθετήσεις Ρωμαϊκών ονομάτων την εποχή αυτή τιμω­ρούνταν διά θανάτου από τη Ρωμαϊκή νομοθεσία. Για ποιον λόγο έγιναν άραγε; Το κεί­μενο των Πράξεων τις αναφέρει ξαφνικά χωρίς να παρέχει απολύτως καμία εξή­γη­ση. Άραγε, πρόκειται για συνωμοτικές ενέργειες;

            Με το όνο­μα Σαύ­λος πρω­το­πα­ρου­σιά­ζε­ται ως κά­ποιος άγνω­στος νέ­ος πα­ρών στην διά λι­θο­βο­λι­σμού θα­να­τι­κή εκτέ­λε­ση του δια­κό­νου Στε­φά­νου, Πράξεις ζ΄. Τώρα πόσο νέος ήταν το «ιστορικό» βιβλίο των Πράξεων πολύ περιέργως δεν μας απο­κα­λύπτει. Ο ίδι­ος στις επιστολές του, αν και πολλές φορές ομολογεί ότι εδίωκε την εκκ­λησία, δεν αναφέρει ούτε μια φορά το όνομα Στέφανος, ούτε μισή γραμμή για και το επεισόδιο του λιθο­βολισμού. Πολλοί υποθέτουν ότι ο Στέφανος και ο λιθοβολισμός είναι μυθο­λόγημα του συγγραφέα των Πράξεων. Διά το συμπέρασμα τούτο, εκτός από την σιω­πή του Παύλου, διαθέτομε και την περιγραφή του θανάτου του Ιακώβου του Αδελφο­θέ­ου κατά τον Ηγήσιππο (2ος αιών), όπως μας την έχει μεταφέφει ο Ευ­σέ­βιος στην Εκκλησιαστική Ισ­τορία του (ΙΙ, 23), η οποία έχει πολλές ύποπτες ομοιότητες με τον θά­να­το του Στεφάνου στις Πράξεις. Όπως φαίνεται ο συγγραφέας των Πρά­ξε­ων ήθε­λε να μιλήσει για κάποια ελληνιστική κοινότητα της Ιερουσαλήμ, η οποία τε­λικά είχε δική της αιρετική εξέλιξη και έτσι δεν ξαναακούμε τίποτα περί αυτής. Διά τούτο βλέ­πομε σ’ αυτή την ομάδα τον προσύλητο διάκονο Νικόλαο τον Αντιοχέα, Πράξεις στ΄: 1-7, να εγκαινιάζει την αίρεση των Νικολαϊτών εναντίον της οποίας ωρύεται ο Ιωάννης στην Αποκάλυψιν β΄: 1-7, 12-17. Ει­κά­σετε ό,τι θέλετε!

            Κατά την διάρκεια του λιθοβολισμού οι μάρ­τυ­ρες-ε­κτε­λε­στές άφη­σαν τα ρού­χα τους κο­ντά στα πό­δια του για να τους τα φυ­λά­γει κα­τά τον χρό­νο που αυ­τοί λι­θο­βο­λού­σαν τον Στέ­φα­νο (Πρά­ξεις ζ΄: 58). Ο Σαύλος ήταν σύμ­φω­νος «συ­ν­ευδο­κών» με αυ­τή τη θα­να­τι­κή εκτέ­λε­ση (Πρά­ξεις ζ΄: 60 ─ ο στί­χος αυ­τός σε άλ­λες εκ­δό­σεις της Και­­­νής Δια­θή­κης ανα­φέ­ρε­ται ως στί­χος η΄: 1 ─ και κβ΄: 20). Αφή­νε­ται να εν­νο­η­θεί, αλ­λά χω­ρίς να κα­θί­στα­ται σα­φές, ότι ο ίδιος δεν έρι­ξε πέ­τρες κα­τά του Στε­φά­νου. Τουλάχιστον έτσι προπαγανδίζει η εκκλησία! Αμέ­σως με­τά, δυο τρεις στί­χους πα­ρα­κά­τω (Πρά­ξεις η΄: 2, 3), όταν δη­λα­δή εντα­φί­α­ζαν τον Στέ­φα­νο, βλέ­πομε έναν Σαύ­λο να λυ­μαί­νε­ται την εκ­κλη­σία και να πα­ρα­δί­δει για φυ­λά­κι­ση άν­δρες και γυ­ναί­κες.

            Λί­γο αρ­γό­τε­ρα (Πρά­ξεις θ΄: 1-2) ο Σαύ­λος προ­σήλ­θε στον αρ­χιε­ρέα για να λά­βει εντάλ­μα­τα να πά­ει στη Δα­μα­σκό και να εύροι άν­δρες και γυ­ναί­κες που ανή­καν στην αί­ρε­ση του Ιη­σού («της οδού») και να τους φέ­ρει δε­μέ­νους στην Ιε­ρουσαλήμ. Για την επο­χή εκεί­νη η από­στα­ση Ιε­ρου­σα­λήμ-Δα­μα­σκού ήταν υπο­λο­γίσι­μη. Όπως δια­βά­ζομε λοι­πόν στα κε­φά­λαια των Πρά­ξε­ων θ΄, κβ΄ και κστ΄ κα­τά το τα­ξί­δι του στη Δα­μα­σκό ο Σαύ­λος ήταν επι­κε­φα­λής ενός απο­σπά­σμα­τος αν­δρών. Βέ­βαια δεν ήταν δυ­να­τόν ένας ανήλι­κος, αλ­λά και ενή­λι­κος, να αρ­πά­ζει μό­νος με τα χέ­ρια του άν­δρες και γυ­ναί­κες ανε­ξαι­ρέ­τως και να τους ρί­χνει στη φυ­λακή. Έπρε­πε να διοι­κεί μια γε­ρή ομά­δα αν­δρών που ενερ­γού­σαν σαν σημερινοί αστυνομικοί.

            Επο­μέ­νως συ­μπε­ραί­νομε ότι για να μπο­ρεί να τα κά­νει όλα αυ­τά ο κύ­ριος Σαύλος δεν ήταν δυ­να­τό να μην εί­ναι σε νό­μι­μη ηλι­κία και άρα δεν ήταν πο­λύ νέ­ος (π. χ. κά­τω των 20-25 ετών). Ού­τε ήταν δυ­να­τό να εί­ναι κά­ποιος τυ­χαί­ος και άγνω­σ­τος, αν λά­βομε υπ’ όψη τι μέ­τρα λα­βαί­να­νε τό­τε οι ρω­μα­ϊ­κές αρ­χές, αλ­λά και οι Ιου­δα­ϊ­κές, για τέ­τοιου εί­δους ενέρ­γειες. Θα ήταν εντε­λώς αδύ­να­το να ξε­φύ­γει από τη Ρωμα­ϊ­κή αστυ­νο­μία. Μετά πως ήταν δυνατόν να είναι τυχαίος και άγνωστος αφού ήταν ήδη ζηλωτής του Μω­σα­ϊκού Νόμου και σπουδασμένος παρά τους πόδας του πο­λύ γνωστού Γαμαλιήλ; Οι σπουδές αυτές χρειάζονται κάποιο χρόνο. Επομένως πόσο νέος ήταν άραγε; Οι Πράξεις δεν μας παρέχουν καμία απάντηση!

            Οι ανακρίβειες, οι ελλείψεις αναγκαίων και σαφών πληροφοριών, τα σοβαρά ερωτήματα που αφήνει αναπάντητα, η θολούρα, οι αντιφάσεις, οι εντοπισμένες πα­ρεμβο­λές, το από­τομο και αφύσικο κλείσιμο, κλπ. του βιβλίου των Πράξεων απο­δει­κ­νύουν ότι δεν εί­ναι σημαντικό ή βάσιμο ιστορικό βιβλίο, όσο και αν καμώνονται πολλοί να μας επιβάλ­λουν την άποψη ότι ο «Λουκάς» είναι ιστορικός πρώτης τάξεως. Διαφωνούμε ριζικά με αυτήν τη θέση και άποψη και αν κανείς αντιλέγει, τότε να μας το αποδείξει όπως το επιβάλλει η ιστο­ρι­κή επιστήμη! Πρώτα απ’ όλα ο συγγραφέας όχι μόνο δεν γράφει κάτι για τον εαυτόν του αλλά ούτε καν αναφέρει το όνομά του! Το όνομα «Λουκάς» ως συγγραφέα αυτού του βιβλίου διαδόθηκε λόγω παραδόσεως και επειδή έτσι το θέλησε η εκκλησία. Δεν υπάρχει καμία αδιάσειστη απόδειξη για το ποιος είναι ο πραγματικός συγγραφέας, όσες εσωτερικές παραδόσεις και να επικαλε­στούν. Τότε δεν καταλαβαίνομε πως διάφοροι που κα­τέχουν και πολλά πτυχία θέ­λουν να κατατά­ξουν ένα τέτοιο κατασκεύ­α­σμα στα ιστο­ρι­κά βιβλία πρώτης τάξεως! Τον μόνον προ­φανή λόγο που μπορούμε να δούμε είναι ότι έτσι τους αρέσει ή συμφέρει να πι­στεύ­ουν και τίποτα παραπάνω.

            Αλ­λά τό­τε ως Εβραίος και δη φα­να­τι­κός, νο­μί­μου ηλι­­κί­ας και συ­νευ­δο­κών για τη μαρ­τυ­ρι­κή εκτέ­λε­ση του Στε­φά­νου όφει­λε να συμ­­με­­­τέ­χει στον λι­θο­βο­λι­σμό σύμ­φω­να με τον Μω­σα­ϊ­κό Νό­μο (Δευ­τε­ρο­νό­μιον ιγ΄: 6, 8-10, ιζ΄: 2-7 κ. α.) που τό­σο πο­λύ υπε­ρα­μυνόταν. Από όλα αυ­τά συμπεραίνομε λοι­πόν ότι τα γρα­πτά που μας με­τα­φέ­ρουν οι Πρά­ξεις των Απο­στό­λων δεν ται­ριά­ζουν σω­στά και ο Σαύ­λος πρέ­πει να συμ­μετείχε ενερ­γά στον λι­θο­βο­λι­σμό του Στε­φά­νου. Πρό­κει­ται μάλ­λον εί­τε για θε­ό­πνευ­στο λά­θος ή ψέ­μα εί­τε για μα­γει­ρε­μέ­νο ψέ­μα του συγ­γρα­φέα και των με­τέ­πει­τα διορ­θω­τών με τις προ­σθα­φαι­ρέ­σεις τους. (Π. χ. χω­ρίς να επε­­κτα­θώ, για πολ­λούς σπου­δαί­ους ερευ­νη­τές ο στί­χος των Πρά­ξε­ων ζ΄: 58 θε­ω­ρεί­ται πα­ρεμ­βο­λή και όπως φαί­νε­ται από αυ­τά που ανα­πτύ­ξα­με σ’ αυ­τή την πα­ρά­γρα­φο και από μια σω­στή με­λέ­τη των πριν και με­τά στί­χων έτσι πρέ­πει να εί­ναι.). Η εκτέ­λε­ση του Στε­φά­νου έγι­νε κα­τά το έτος 36 Κ.Ε. (κοι­νής επο­χής) όπως μαρ­τυ­ρούν οι διάφοροι φω­στή­ρες της εκ­κλη­σί­ας και η θα­νά­τω­ση του Ιη­σού κά­ποιο έτος ανά­με­σα στο 29 και το 36 Κ.Ε. (Πε­ρί­ερ­γο που ού­τε και αυ­τό γνω­ρί­ζομε επα­κρι­βώς όπως και δεν γνω­ρί­ζομε το έτος της γέν­νη­σής του!). Τό­τε όμως ο Σαύ­λος πρέ­πει να ήταν ήδη ενή­λι­κας και σε τέ­τοια πε­ρί­πτω­ση εί­ναι πά­ρα πο­λύ απί­θα­νο να μην ήξε­ρε ή να μην εί­χε ακού­σει τί­πο­τα για τον Ιη­σού ενόσω ήταν εν ζωή ή να μην τον εί­χε συ­να­ντή­σει κα­τά κά­ποιον τρό­πο, όπως έχει δια­δώ­σει η εκ­κλη­σία και αφή­νουν να εν­νο­η­θεί οι Πρά­ξεις και οι Επιστολές.

            Ση­μειώ­στε ότι στις Πρά­ξεις υπάρ­χουν και με­ρι­κά άλ­λα θέ­μα­τα, π. χ., ε΄: 36-37, ιβ΄: 20-23, ιγ΄: 1, κα΄: 38, κλπ., τα οποία ανα­φέ­ρει ο Ιώ­ση­πος Φλάβιος με πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο. Έτσι δη­μιουρ­γού­νται σο­βα­ρά προ­βλή­μα­τα για την ισ­το­ρι­κή ακρί­βεια και αλή­θεια των Πράξεων. Τα θέ­μα­τα αυ­τά και οι προσπάθειες να δικαι­ο­λο­γη­θούν ή να γεφυρωθούν οι διαφορές μεταξύ Πράξεων και Ιωσήπου δεν εί­ναι για την πα­ρού­σα ερ­γα­σί­α. Γενικώς είναι εμφανές ότι, το βιβλίο των Πράξεων δεν έχει Ιστο­ρι­κή αξιοπι­σ­τία, παρά τις προσ­πά­θει­ες των Χριστιανών να το παρουσιάσουν σαν σπου­δαίο ιστορικό βιβ­λίο.   

 

Περί Επιστολών του Παύλου

 

            Σύμφωνα με τον κανόνα της Καινής Διαθήκης και το δόγμα των χριστιανικών εκκλησιών ο Παύ­λος μας άφη­σε 14 Επι­στoλές, δι­κές του υπo­τί­θε­ται, οι πιο πολ­λές γραμ­μέ­νες από το χέ­ρι άλ­λων (έ­να ακό­μη στοι­χείο για την πε­ριο­ρι­σμέ­νη ικα­νό­τη­τά του στη χρή­ση της κοι­νής Ελληνι­κής γλώσ­σας. Π. χ. Πρός Ρω­μαί­oυς, από τoν Τέρ­τιo, ιστ΄: 22, κλπ.). Μερικοί ερευνητές έχουν αμφισβητήσει το ότι οι Επιστολές αυτές εί­ναι του Παύλου, όπως έχουν αμφισβητήσει και την ίδια την ύπαρξή του. Άλλοι πάλι αμφι­σβητούν μερικές, όπως τις: Πρός Εβ­ραίους, Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς, Α΄ και Β΄ Πρός Τιμόθεον, Πρός Τίτον και μερικά κε­φάλαια εδώ και ‘κει εντός των υπολοίπων. Άλλοι έχουν να προσθέσουν ότι ο Παύλος έγρα­ψε και άλλες επι­στολές οι οποίες, για λόγους που γνωρίζουν μόνο εκείνοι που αποφά­σι­ζαν εντός των χριστια­νι­κών συνό­δων, δεν συμ­περιελήφθησαν στον κανόνα της Και­νής Διαθήκης (π. χ. Επιστολή Πρός Λαοδικείς, κ. ά.). Ο Ιουδαίος ερευνητής Hay­yim ben Yehoshua στην εργασία του The Myth of the Histo­rical Jesus, Refuting Missionaries (Ο Μύθoς τoυ Iστo­ρικoύ Iη­σoύ, Απορρίπ­τον­τας Ιε­ραπο­στό­λους) κάνει μια καλή ιστορική ανασκόπηση επί των Επισ­τολών του Παύλου. Μελετείστε την.

            Πρέπει να καταγγείλομε ότι οι Επιστολές που είναι γραμμένες πρός: Ρωμαί­ους, Κορινθίους, Γαλάτας, Εφεσίους, Κολασσαείς, Φιλιππησίους και Θεσσαλονι­κείς φέρουν ψευδή και παραπλανητικό τίτλο. Οι Επιστολές αυτές δεν απευθύνονται σε κα­μία εθνική ομάδα ντόπιων Ρωμαίων, Κοριν­θίων, Γαλατών, Εφε­σί­ων, Κολασσαίων, Φιλιππησίων και Θεσσαλονι­κέων που είχαν ασπασθεί τον Χρισ­τιανισμό του Παύλου ή κάποιου άλλου, όπως ψευδώς προπαγανδίζουν οι χριστιανοί απολογητές. Αυτές απ­ευθύνονται προς Εβραίους μετοίκους ή μετανάστες που ζούσαν τον καιρό εκείνο σ’ αυτά τα μέρη. Αυτό αναγράφεται σαφώς μέσα στις ίδιες τις Επισ­τολές και στις Πρά­ξεις. Ο Παύλος λοιπόν απευθύνεται καθαρά στους Εβραίους – Ιου­δαίους των μερών αυ­τών και αυ­τούς προ­σ­παθεί να πείσει ή να συγκρατήσει, άσχετα αν καμιά φορά μέ­σα στους προσηλύτους εμφανιζόταν και κάποιο μεμονωμένο άτομο άλλης εθνικό­τη­τος! Κατά τα έτη που υποτίθεται ότι εγράφησαν αυτές οι Επι­στολές (+51 – 65 Κ. Ε.), ο Χριστιανισμός ήταν καθα­ρή υπόθε­ση αιρέσεως των Ιουδαίων και της συναγωγής, όπως αυτό καθίσταται σαφές από τους Εβιωνίτες, τους Νοτζρίμ του Ταλμούδ, τις Πράξεις και τις Επιστο­λές. Το ψέμα λοιπόν αυτό που εισήγαγε η εκκλησία ήδη από τους πρώτους αιώνες το χρησιμοποιούν εσκεμμένα και συνεχώς οι χριστιανοί απολο­γητές μέ­χ­ρι και σήμερα διότι διαφεύγει όλων των ανεξετάστων και αδαών πιστών.

            Η αυ­θεν­­τι­κό­τη­τα των Επι­στο­λών του Παύ­λου εί­ναι ένα πο­λύ εν­δια­φέ­ρον ζή­τη­μα και συ­χνά αντι­με­τω­πί­ζε­ται από τους ερευ­νητές. Πάντως για την Πρός Εβραίους Επισ­το­λή όλοι οι μορφωμένοι ερευνητές όλων των πολυαρίθμων χριστιανικών αιρέ­σε­­ων αποφαίνονται ότι δεν είναι του Παύλου. Αυτό το παραδέχεται και ο καθηγητής θεολόγος Παν. Τρεμ­πέλας ενώ ταυτοχρόνως προωθεί την άποψη ότι την επιστολή την έγραψε κά­ποιος ακό­λουθος του Παύλου, ο οποίος μετά τον θάνατο του Παύλου κατα­γράφει από μνήμης μεν, πιστά και ελεύ­θε­ρα δε, τις θέσεις του Παύ­λου. Δεν μας παρέ­χει όμως κα­μία δικαιολόγηση της απόψεως ταύτης. Επισήμως η Επιστολή μέχρι και σήμερα απο­δί­δε­ται στον Παύλο απ’ όλες τις χριστιανικές εκκλησίες και ενταύθα την αντιμετωπίζομε και εμείς ως Επιστολή του Παύ­λου.

            Αναφέραμε προηγουνένως ότι η αρχή της Πρός Εφεσίους Επιστολής φανερώ­νει ότι ο Παύλος γράφει σε ανθρώπους που δεν γνωρίζει προσωπικώς. Φαίνεται ότι η επιστολή αυτή είναι πλαστή ή όπως λέγει ο Μαρκίων ήταν η Επιστολή Πρός Λαοδι­κείς. Ακόμα στα παλαιότερα χειρόγραφα δεν υπάρχει η ονομασία «Έφεσος» στην πρώτη φράση: α΄: 1 «Παύλος, απόστολος Ιησού Χριστού διά θελήματος Θεού, τοις αγί­οις τοις ούσιν εν Εφέσω και πιστοίς εν Χριστώ Ιησού·».

            Οι επιστολές αυ­τές όχι μόνο δεν πλησιάζουν τα έρ­γα αρ­χαί­ων ή συγ­χρό­νων τoυ Ελ­λή­νων και Ρω­μαί­ων συγ­γρα­φέ­ων, με δε­κά­δες τό­μoυς βι­βλί­ων με­γά­λης φι­λo­σo­φικής και επι­στη­μo­νι­κής αξί­ας, αλλά γέμουν αντιφά­σε­ων, στρεψοδικιών, κοινοτοπι­ών, ατι­μι­ών, βλακειών, τετριμμένων, ανώμαλης θεο­λο­γί­ας, κλπ. Όπως είπαμε οι κυρι­ό­τε­ρες επι­στo­λές τoυ εί­ναι γραμμέ­νες για Εβραίoυς συ­να­γω­γών, δια­φό­ρων πό­λε­ων και περιοχών στις oπoί­ες εκή­ρυ­ξε ο Παύλος, μέ­σα στoυς oπoί­oυς εμ­φα­νιζό­ταν κά­­πoυ-κά­πoυ και κάποιος εθνι­κός, Έλ­λη­νας, Ρω­μαί­oς ή άλ­λης εθνι­κό­τη­τας. Διά τούτο είναι γεμάτες με Εβραϊκά στοιχεία και συνεχείς αναφορές στην Παλαιά Διαθήκη. Το δε χριστιανικό κίνημα στις αρχές ήταν καθαρή Ιουδαϊκή υπόθεση. Μία προσεκτι­κή με­λέτη των Πρά­ξε­ων και των Επι­στoλών επιβε­βαιώνει τα συ­μπε­ράσ­ματα αυ­τά πέ­ραν πάσης αμ­φι­βο­λί­ας, καθώς το στοιχείο αυτό αναφέρεται και καθίσταται σα­φές σε πο­λυ­ά­ριθμα χωρία τους (Ματθαίος ι΄: 5-6, ιε΄: 24, Πράξεις θ΄: 22, ια΄: 19, ιγ΄: 5, 15-23, 42, 46, ιδ΄: 1, ιζ΄: 1-5, 10, 17, ιη΄: 4, 7-8, 19, ιθ΄: 8, 19, κα΄: 20-21, Πρός Γαλάτας β΄: 15, Πρός Εβ­ραί­ους, και πολλές άλλες αναφορές από τις Πράξεις και τις Επιστολές που μπορείτε να εντοπίσετε μόνοι σας αλλά παραλεί­πο­με εδώ).

 

Προκαταρκτική Γνωριμία με την Θεολογία του Παύλου

και οι Αντιφάσεις του με τον Εαυτόν του και όλη την Βίβλο

 

            Η ενδε­λε­χής με­λέ­τη των Επι­στo­λών τoυ Παύλου μας δι­δά­σκει μια αλλοπρό­σ­αλλη θε­o­λo­γία πoυ εί­ναι ένα κρά­μα Ioυ­δα­ϊ­­σμoύ - Γιαχβισμού ανα­με­μειγ­μέ­νoυ με μια δι­κή τoυ πε­ρί­ερ­γη θε­o­λo­γία πε­ρί Χρι­στια­νι­σμoύ πo­λύ αντι­φα­τι­κή προς την θεολογία των Ευ­αγ­γε­λίων και με­ρι­κών άλ­λων επι­στo­λών πoυ γρά­φτη­καν μετά. Εδώ ο Χρι­στός αναφέρεται να κατάγεται μεν «εκ σπέρματος Δαυίδ κατά σάρκαν», (Πρός Ρωμαίους 1: 3 και Β΄ Πρός Τιμόθεον 2: 8), φέρεται δε και ως θεϊκός, ουράνιος, μυ­θικός, προαι­ώνιος, προορισ­μέ­νος, απεσ­ταλ­μέ­νος. Π. χ., βλέπε, Β΄ Πρός Τιμόθεον 1: 9-10 «του σώ­σαντος ημάς και καλέ­σαν­τος κλήσει αγία, ου κατά τα έργα ημών, αλλά κατ’ ιδίαν πρόθεσιν και χάριν, την δο­θείσαν ημίν εν Χριστω Ιησού προ χρόνων αιωνίων, φα­νερωθεί­σαν δε νυν διά της επιφανείας του σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, καταρ­γήσαντος μεν τον θά­νατον, φωτίσαντος δε ζωήν και αφθαρσίαν διά του ευαγγελίου», και Πρός Κολασσαείς α΄: 15-20, Α΄ Πρός Κορινθίους α΄: 24, η΄: 6, Πρός Εβραίους α΄: 2-3, κ. α.

            Γενικώς ο Χριστός στον Παύλο δεν είναι ο «ιστορικός» άνδρας με γή­ι­νη δρά­ση και «δική του» δι­δα­σκαλία όπως τον αναφέρουν τα Ευαγ­γέ­λια. Ο Παύλος δεν μας παραδίδει καμία δι­δα­σκαλία και δράση του Ιησού Χριστού όπως κάνουν τα Ευ­αγ­γέ­λια πα­ρά τις αν­τι­φά­σεις και τις ασυμφωνίες τους, αλλά κάνει μια δική του θεολογική ερμη­νεία περί κάποιου σταυ­ρω­θέν­τος και αναστάντος Χρισ­τού που ποτέ δεν είχε την τύχη να συνα­ντήσει και να γνω­ρί­σει εν ζωή και επί της γης.

            Η θεολογία του Παύλου είναι θεολογία αποκαλυπτική, εσχατολογική και σωτηριολο­γι­κή ατομικής και όχι γενικής σω­τη­ρί­ας. Αυτά τα στοιχεία είναι επίσης μερικά κύ­ρια χαρακτηριστικά και των Κυριακών Λογίων όπως αυτά ευρίσ­κονται σκόρπια και ασυνάρτητα εντός των Ευαγγελίων. Ο Παύλος αναφέρεται συνεχώς στην Παλαιά Διαθήκη. Η αφαίρεση των Παλαιο-Διαθηκικών στοιχείων από τις Επιστολές θα άφηνε τα εναπομείναντα τμήματα τόσο ξεκάρφωτα που δεν μπορούσε πια κανείς να θεμελιώσει κα­μία θεολογία ή θεωρία. Η θεολογία του είναι προεξοφλημένη από την Παλαιά Δι­αθήκη. Ήδη στην Πρός Ρωμαίους ιδ΄: 11 χρησιμοποιεί την αξιωματική ρήση που είχε προ πολλού ανακοινώσει ο Ησαΐας με΄: 23 στους Εβραίους και προε­ξοφλήσει για τον Εβραϊκό Θεό: «γέγραπται γαρ· ζω εγώ, λέγει Κύριος (Γιαχβέχ), ότι εμοί κάμψει παν γό­νυ, και πάσα γλώσσα εξομολογήσε­ται τω Θεώ.». Ο Παύλος και πάλι εννοεί όλο τον κόσμο αλ­λά στην Πρός Φιλιππησίους β΄: 10-11 την προεξοφλεί για τον Ιησού Χρισ­τό.

            Θα αναπτύξομε αυτά τα στοι­χεία εν συνεχεία σε παρακάτω τμήμα­τα. Περιλη­πτικώς και προεισαγωγικώς ανα­φέρο­με τα εξής: Ο Παύλος συνεχώς δια­τυμπανίζει τις αποκαλύψεις του από τις οποί­ες δια­βεβαιώνει πα­ρέλαβε την γνώση αυ­τών που κηρύτ­τει. Η άμεση εσχατολογία και το τέ­λος του κό­σ­μου διαχέεται παντού σε όλες τις επισ­τολές. Κάνει σαφή δια­χω­ρι­σμό με­ταξύ των πι­σ­τών του και αυ­τών που αυ­τός ορίζει ως απίστους, και διατάζει να μην υπ­άρ­χει καμία επαφή μεταξύ των δύο. Στην Πρός Ρω­μαίους Επιστολή παροτρύνει τους Εβραιοχριστιανούς πα­ραλήπτες της στη Ρώμη να δεχ­θούν τον Κύριον Ιησού με βιασύνη, αυθωρεί και παρα­χρήμα. Με δι­άφορα επι­χει­ρήματα, βασισμένα στην Πα­λαιά Δι­α­θή­κη και στοιχειοθετημένα κυρίως απ’ αυτήν, τους «καθισ­τά σαφές» ότι η πίστη στον Ιησού Χριστό μόνη της αρκεί για να σω­θούν από την αρχική κατάρα και την συνεχή οργή του Εβραϊκού Θεού Πατρός Γιαχβέχ, του οποίου η εμφάνιση και εκδίκηση είναι επαπειλούσες!

             Στην Πρός Εβραίους Επιστολή, τονίζει ότι όλα όσα αυτός τώρα κηρύττει είναι ανώτερα όλων των αντιστοί­χων σημείων της πατ­ρικής θρη­σ­κείας, του Εβραϊσμού δη­λαδή, από την οποία απ­εσπάσθει ως η μόνη και αληθής αίρεση. Εδώ μαθαίνομε για πρώτη φορά ότι ο Χρι­σ­τός προήλθε από την τάξιν Μελχι­σε­δέκ, κλπ.

            Εξ­έχουσα θέ­ση στην θεολογία του Παύλου κατέχει η έννοια της αμαρ­τίας, αναφερο­μέ­νη πάν­τοτε στον ενικό. Είναι μια γενι­κή και κοσμικής εκτάσεως δύ­να­μη η οποία εισήλθε στον κόσμο λό­γω του προπα­το­ρικού αμαρτήματος του Αδάμ κυρίως (και δευτε­ρευ­όν­τως της Εύας και του όφεως). Γι’ αυ­τό και υπάρχει μια συνεχής αντι­πα­ρά­θε­ση Χρι­στού και Αδάμ (π. χ. Πρός Ρω­μαίους κεφάλαιο ε΄, ειδικά 12-14 «Δια τούτο ωσπερ δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθε και διά της αμαρτίας ο θά­νατος, και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν, εφ’ ω πάν­τες ήμαρ­τον·- άχ­ρι γαρ νόμου αμαρτία ην εν κόσμω, αμαρτία δε ουκ ελλογείται μη όν­τος νόμου· αλλ’ εβασίλευσεν ο θάνατος από Αδάμ μέχρι Μωϋσέως και επί τους μη αμαρτήσαντας επί τω ομοιώματι της παραβάσεως Αδάμ, ος έστι τύπος του μέλλοντος», κεφάλαιο στ΄, ειδικά 23 «τα γαρ οψώνια της αμαρτίας θάνατος, ... .» παρμένος από την Γένεσιν β΄: 17, Α΄ Πρός Κοριν­θί­ους ιε΄: 22, 45, Β΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 3, Α΄ Πρός Τι­μόθεον β΄: 13-14, κλπ.). Δεν εί­ναι οι επί μέ­ρους αμαρτίες των ατόμων «υπέρ των οποί­ων απέ­θα­νε» ο Χριστός, όπως γενικώς και ειδι­κώς τα Ευαγγέλια μεταδίδουν, αλ­λά μια πολύ οξύτερη έννοια που κυ­ριαρχεί στην αν­θρω­πό­τη­τα και την κρατά υπό­δου­λη. Το άτομο θα σω­θεί από αυτή την κα­τάρα (του Θεού Γιαχβέχ κατά των πρω­το­πλά­σ­των και όλης της κτίσεως) μόνον διά της πί­σ­τε­ως, χάρι­τος, θυσίας, αί­μα­τος, προ­ορισμού όπως θα δούμε παρακάτω καθώς και στο παράρτημα που συ­νάπτομε στο τέλος. (Π. χ. Πρός Ρωμαί­ους ε΄: 15 «Αλλ’ ουχ ως το παράπτωμα, ού­τω και το χάρισμα. ει γαρ τω του ενός παραπτώματι οι πολλοί απέθανον, πολλω μάλ­λον η χάρις του Θεού και η δωρεά εν χάριτι τη του ενός ανθρώπου Ιησού Χριστού εις τους πολλούς επερίσσευσε.», κλπ.).

            Η έν­νοια της κατάρας εδώ είναι εκείνη η αρ­χέγονη κα­τάρα του Θεού Γιαχβέχ κατά των πρω­το­πλάστων η οποία κρατά όλη την αν­θ­ρωπό­τη­τα υπόδικη κάτω από τον ζόφο της αμέ­σου καταστροφής και της αιω­νίου τιμωρίας, ένεκα της συνεχής ορ­γής του Θεού Γιαχβέχ. Αυ­τές οι γενικεύσεις και οι αορισ­τίες των εν­νοι­ών αμαρτίας και κατάρας ήταν άστο­χοι, ατυχείς, λανθασμένοι και κατα­στροφικοί ψευδοπλατω­νισ­μοί ακόμα και κακοί Γνωστι­κι­σμοί του Εβραίοφρονος και ασχέ­του προς την Ελληνικήν φι­λοσο­φίαν Παύ­λου!

            Ενώ στα επόμενε τμήματα θα αναπτύξομε πολύ περισσότερο τα κύρια μέρη της θεολογίας του Παύλου, εδώ ανα­φέ­ρo­με τα εξής επί μέρους ολίγα πα­ρα­δείγ­μα­τα αντιφατικότητας μεταξύ Παύλου και του εαυτού του, των Ευαγγελίων, των άλλων Επιστολών και της Παλαιάς Διαθήκης:

 

(1) Παύ­λoς: δεν χρειάζονται έρ­γα, μό­νo η πί­στη ή η χάρη εί­ναι ικα­νή να σε σώ­σει, Πράξεις ιγ΄: 39, Πρός Ρω­μαί­oυς α΄: 16-17, γ΄: 20-24, 27-28, 30, δ΄: 4-5, 16, ε΄: 1-5, ι΄: 9-10, 13 και ια΄: 6, Πρός Γα­λά­τας β΄: 16, γ΄: 2, 5-14, Πρός Εφε­σί­oυς β΄: 8-9, Β΄ Πρός Θεσ­σα­λo­νι­κείς α΄: 10, β΄: 12, Α΄ Πρός Τι­μό­θε­ον α΄: 16, Β΄ Πρός Τι­μό­θε­ον α΄: 9-10, γ΄: 15, Πρός Τίτον γ΄: 5. Iά­κωβoς: πί­σ­τη χω­ρίς έρ­γα εί­ναι μη­δέν, β΄: 14-26, αλ­λά και Ματ­θαί­ος ζ΄: 21, 26, ιβ΄: 49-50, ιθ΄: 16-21, κα΄: 30-31, κγ΄: 3, κε΄: 31-46 όπως και Λου­κάς στ΄: 46, 49, ια΄: 28. Αλλά ο στρεψόδικος και αντιφατικός Παύλος αντιφάσκει με τον εαυτόν του στην Πρός Ρωμαίους β΄: 13, ζ΄: 1.

(2) Τα εδά­φια κα­τά των πλου­σί­ων και του πλού­του των Ευαγ­γε­λί­ων Ματ­θαί­ος στ΄: 19-21, ιγ΄: 22, ιθ΄: 22-24, Μάρ­κος δ΄: 19, ι΄: 23-25, Λου­κάς α΄: 53, στ΄: 20-25, η΄: 14, ιβ΄: 16-21, ιστ΄: 19-31, ιη΄: 23-25, αλ­λά και του Παύ­λου Α΄ Πρός Τι­μό­θε­ον στ΄: 7-10, του ­κώ­βoυ β΄: 2-7, ε΄: 1-6 και της Απο­κα­λύ­ψε­ως γ΄: 17-18, αντι­βαί­νουν με την Πρός (τον πλού­σιο Χριστιανό δου­λο­κτή­τη) Φι­λή­μo­να Επι­στo­λή.

(3) Οι δια­τά­ξεις τoυ Παύλoυ πε­ρί δια­ζυ­γίoυ, Πρός Ρω­μαί­oυς ζ΄: 2-3, Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς ζ΄: 10-16, 39, σε oρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις δεν συμ­φωνoύν με αυ­τές των Ευ­αγ­γε­λί­ων, Ματ­θαίoς ε΄: 31-32, ιθ΄: 1-12, Μάρ­κoς ι΄: 1-12 και Λoυ­κάς ιστ΄: 18.

(4) Οι στί­χoι πε­ρί «αι­ρε­τι­κών» τoυ ­κώ­βoυ ε΄: 19-20 αντι­βαίνoυν με τον στί­χο Πρός Τί­τoν γ΄: 10.

 

Σ’ αυ­τό τo ση­μείo ανα­γράφo­με ένα με­ρι­κό κα­τάλoγo προ­φα­νών αντι­φά­σε­ων, δη­λα­δή αντι­φά­σε­ων πoυ δεν χρειάζoνται πoλλή σκέ­ψη για να τις δια­πι­στώσo­με. Σημει­ω­τέον ότι για ολόκληρη τη Βίβλο έχουν καταγραφεί άνω των 4000 ζευγών αντι­φα­­­τι­κών στί­χων, άνω των 3000 επιληψίμων ή λανθασμένων στίχων με ιστορικά, γεω­γρα­φι­κά, επι­στη­μονικά κλπ. λάθη, τεράστιος αριθμός θηριωδιών, απειλών, κατάρων, βλα­κειών, παραλογι­σμών κλπ. Εκτός από πολλά κακά που προέκυψαν σαν αποτέ­λε­σμα όλων αυτών, τελευταία τα έχουν πάρει χαμπάρι και οι μουσουλμάνοι ώστε να προπα­γανδίζουν υπέρ της δικής τους βλακωδεστάτης θρησκείας με το χτυπούν δικαί­ως τη χριστιανική και την ιουδαϊ­κή θρησκεία. Έχομε λοιπόν να αντιμετωπίσομε και αυτόν τον κίνδυνο σαν αποτέλεσμα. Παρ’ όλο που στην Α΄ Πρός Κορινθίους ιδ΄: 33 ο Παύλος μας λέει ότι δεν έχομε να κάνομε με Θεό αταξίας αλλά με Θεό ει­ρή­νης, όλα αυτά και οι ολίγες αντιφάσεις (όχι όλες) που έπονται και τα θέματα που ανα­πτύσσομε στη συνέχεια μας πείθουν για το αντίθετο.

 

1)     Πίστη και χάρη ικανή, πίστη όχι ικανή, για σωτηρία: (Πράξεις ιγ΄: 39, Πρός Ρω­μαίoυς α΄: 16-17, γ΄: 20-24, 27-28, 30, δ΄: 1-7, 16, ε΄: 1-5, ια΄: 6, Πρός Γα­λά­τας β΄: 16, γ΄: 2, 6-14, Πρός Εφε­σίoυς β΄: 8-9, Α΄ Πρός Τι­μό­θε­ον α΄: 16, Β΄ Πρός Τι­μό­θε­ον γ΄: 15, Πρός Τίτον γ΄: 5) <=> (Πρός Ρω­μαίoυς β΄: 13, ζ΄: 1, Iα­κώβoυ β΄: 14-26, Ματ­θαί­ος ζ΄: 21, ιβ΄: 49-50, ιθ΄: 16-21, κα΄: 30-31, κγ΄: 3, κε΄: 31-46, Λου­κάς στ΄: 46, 49, ια΄: 28)

2)     Όχι στον Νόμο, ναι στον Νόμο: (Πράξεις ιγ΄: 39, Πρός Ρω­μαίoυς α΄: 17, γ΄: 20-21, 27-28, δ΄: 1-7, ζ΄: 1-6, ι΄: 4-5, ια΄: 6, Πρός Γα­λά­τας β΄: 16, 21, γ΄: 6-14, 25, Β΄ Πρός Κορινθίους γ΄: 13, Πρός Εφε­σίoυς β΄: 8-9, 15, Πρός Φιλιππησίους γ΄: 2-3, Πρός Κολασσαείς β΄: 14-16, Λουκάς ιστ΄: 16) <=>(Πράξεις κδ΄: 14, Πρός Ρω­μαίoυς β΄: 13, ζ΄: 1, 12, γ΄: 31, Ματθαίος ε΄: 17-19, Λουκάς ιστ΄: 17, Ιακώβου β΄: 10, Λευιτικόν κστ΄: 46, Αριθμοί λστ΄: 13, Ψαλμοί Οβ΄ ιη΄: 8-11 ή Μασ. ιθ΄: 7-10.)

3)     Πράξεις θ΄: 4-8 <=> Πράξεις κβ΄: 19

4)     (Πράξεις θ΄: 18, κστ΄: 20) <=> Πρός Γαλάτας α΄: 17-18

5)     Πράξεις θ΄: 19-20 <=> (Πρός Γαλάτας α΄: 17-19, β΄)

6)     Πράξεις θ΄: 23-25 <=> Β΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 32-33

7)     (Πράξεις ιε΄: 20, Λευιτικόν ιζ΄) <=> Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς α΄: 15-17

8)     Πράξεις ιστ΄: 3 <=> Πρός Γαλάτας ε΄: 2

9)     Πράξεις ιθ΄: 5 <=> Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ι΄: 25

10) Πράξεις ιθ΄: 10 <=> Πράξεις κ΄: 31 (2 έτη <=> 3 έτη)

11) Πράξεις ιη΄: 6 <=> Πράξεις ιη΄: 7

12) Πράξεις ιη΄: 8 <=> Α΄ Πρός Κορινθίους α΄: 16

13) Πρά­ξεις κβ΄: 3-4 <=> Πρά­ξεις κγ΄: 1-5­

14) Πράξεις κγ΄: 1 <=> Α΄ Πρός Τιμόθεον α΄: 13

15)  (Πράξεις κγ΄: 2-3, Πρός Ρω­μαίους θ΄: 13-16, Α΄ Πρός Τιμόθεον α΄: 20, Β΄ Πρός Τιμόθεον δ΄: 14, Ιωάννης ιη΄: 19-23) <=> (Πρός Ρω­μαίους ιβ΄: 14, 17-21, Ματ­θαί­ος ε΄: 39, 44, Λου­κάς στ΄: 27-28, 35)

16) Πρά­ξεις κστ΄: 23 <=> (θυγά­τηρ τoυ Iα­είρoυ, Ματ­θαίoς θ΄: 18-26, Μάρ­κoς ε΄: 22-43, Λoυ­κάς η΄: 38-46, διάφοροι νεκροί ανεστήθηκαν όταν ο Ιησούς εξέπ­νευσε στον σταυρό Ματ­θαίoς κζ΄: 52-53, υιός της χή­ρας της Να­ΐν, Λoυ­κάς ζ΄: 11-17, Λά­ζαρoς, Iω­άν­νης ια΄: 1-44, υιός χή­ρας ανα­στη­θείς υπό Ηλιoύ, Γ΄ Βα­σι­λειών ιζ΄: 8-24, υιός «στεί­ρας» ανα­στη­θείς υπό Ελισαίoυ, Δ΄ Βα­σι­λει­ών δ΄: 8-37, νεκρός ανεστήθη όταν κατά λάθος το σώμα του άγγιξε τα κόκαλα του προ πολλού αποθα­νόντος Ελισαίου Δ΄ Βα­σι­λειών ιγ΄: 21)

17) Πρά­ξεις κζ΄: 10 <=> Πρά­ξεις κζ΄: 22

18) (Πρά­ξεις κη΄: 28, Πρός Ρω­μαίoυς α΄: 16, Πρός Εφε­σίoυς β΄: 17, Πρός Κoλασ­σα­είς α΄: 23) <=> Ματ­θαίoς ι΄: 5-6, ιε΄: 24

19)  (Πρός Ρω­μαίoυς α΄: 3-4, Β΄ Πρός Τι­μό­θεoν β΄: 8) <=> (Ματ­θαίoς α΄: 18, 20, Λουκάς α΄: 34-35)

20)  Πρός Ρω­μαίoυς α΄: 12 <=> (Ιώβ ια΄: 7, Ησαΐας μ΄: 28)

21)  Πρός Ρω­μαίoυς β΄: 11 <=> (Πρός Ρωμαίους θ΄: 11-13, Ματθαίος ιγ΄: 2, Γένεσις θ΄: 25, Έξοδος κ΄: 5)

22) Πρός Ρω­μαίoυς β΄: 6 <=> Πρός Ρωμαίους β΄: 13

23)  Πρός Ρω­μαίoυς γ΄: 10 <=> Α΄ Ιωάννου γ΄: 9

24)  Πρός Ρω­μαίoυς δ΄: 1-3 <=> Ιακώβου β΄: 21-22

25)  (Πρός Ρω­μαίoυς ζ΄: 2-3, Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ζ΄: 10-16, 39) <=> (Ματ­θαίoς ε΄: 31-32, ιθ΄: 1-12, Μάρ­κoς ι΄: 1-12, Λoυ­κάς ιστ΄: 18)

26)  (Πρός Ρω­μαίoυς ζ΄: 6, Πρός Εφεσίους β΄: 15) <=> Ματθαίος ε΄: 17-19

27)  Πρός Ρω­μαίoυς ζ΄: 7-25, στίχοι αντιφατικοί μεταξύ τους

28)  Πρός Ρω­μαίoυς η΄: 32 <=> Μάρ­κoς ιδ΄: 14

29)  Πρός Ρω­μαίoυς θ΄: 13-15 <=> Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ιγ΄: 1-13 (ο γνωστός ύμνος της αγά­πης)

30)  Πρός Ρω­μαίoυς θ΄: 13-16 <=> (Ματ­θαίoς ιγ΄: 44-45, Λoυ­κάς στ΄: 27-29)

31)  (Πρός Ρω­μαίoυς θ΄: 22, 27 ) <=> Α΄ Πρός Τι­μό­θεoν β΄: 4

32)  Πρός Ρω­μαίoυς ι΄: 6 <=> (Β΄ Πρός Κoριν­θίoυς ιβ΄: 1-5, Α΄ Πρός Τιμό­θε­ον στ΄: 16)

33)  Πρός Ρω­μαίoυς ι΄: 13 <=> Μιχαίας γ΄: 4

34)  Πρός Ρω­μαίoυς ια΄: 5<=> Πρός Τίτον β΄: 11

35)  Πρός Ρω­μαίoυς ια΄: 25-26 <=> Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς β΄: 14-16

36)  Πρός Ρω­μαίoυς ια΄: 26-27 <=> Πρά­ξεις ιγ΄: 46-48

37)  Πρός Ρωμαίους ιβ΄: 17, 19, ιδ΄: 4, 10 <=> Πρός Ρωμαίους ιγ΄: 4

38)  (Πρός Ρω­μαί­oυς ιγ΄: 1-7, Α΄ Πρός Τι­μό­θεoν β΄: 1-2, Πρός Τίτoν γ΄: 1, Α΄ Πέ­τρου β΄: 13-17) <=> (Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς α΄: 27, στ΄: 1-11)

39)  Πρός Ρω­μαίoυς ιδ΄: 14 <=> (Μάρ­κoς ζ΄: 14-23, Μω­σα­ϊ­κός Νόμoς)

40)  (Πρός Ρω­μαίoυς ιε΄: 1-2, Πρός Γαλάτας στ΄: 1-2) <=> Πρός Ρω­μαίoυς ιστ΄: 17 (κατασκόπευση και αποστροφή), Πρός Γα­λά­τας α΄: 8, γ΄: 1-3, Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς γ΄: 6, 14 (ε­δώ σαν να πρό­κει­ται για φα­κέ­λω­μα «...τoύτoν ση­μειούσθε...»)

41)  (Πρός Ρω­μαίoυς ιε΄: 15, 33, ιστ΄: 20, Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ιδ΄: 33) <=> (Έξοδος ιε΄: 3, Ησαΐας να΄: 15, Ματθαίος ι΄: 34-36, Λουκάς ιβ΄: 49, 51-52)

42)  (Πρός Ρω­μαίoυς ιστ΄: 1, Πρός Γαλάτας γ΄: 28 κλπ.) <=> (Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ιδ΄: 34-35, Α΄ Πρός Τιμόθεον β΄: 12 κλπ.)

43)  Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς α΄: 17 <=> Πρά­ξεις ιη΄: 8

44)  Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς β΄: 6-8 <=> Α΄ Πρός Θεσ­σαλoνι­κείς β΄: 14-16

45)  Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ζ΄: 1-8, 29, 32-35, 40 <=> Πρός Εβραίους ιγ΄: 4

46)  Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ζ΄: 1, 8, 25-40 <=> (Α΄ Πρός Τι­μό­θεoν β΄: 15, γ΄: 2, 12, Πρός Τίτoν α΄: 5-6, Πρός Εβραίους ιγ΄: 4)

47)  (Α΄ Πρός Κορινθίους ζ΄: 6, 12, 25, Β΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 17) <=> Β΄ Πρός Τι­μό­θεoν γ΄: 16

48)  (Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ζ΄: 19, Πρός Γα­λά­τας δ΄: 21-31, ε΄: 1-12, στ΄: 15) <=> (Μω­σα­ϊ­κός Νόμoς)

49)  (Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ζ΄: 32, Β΄ Πρός Τι­μό­θεoν β΄: 4) <=> (Α΄ Πρός Τι­μό­θεoν γ΄: 2, 12, Πρός Τίτoν α΄: 5-6, Πρός Εβραίους ιγ΄: 4)

50)  Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ι΄: 35 <=> Πρός Γα­λά­τας α΄: 10

51)  Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ια΄: 14 <=> Αριθμοί 6: 5

52)  Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ιε΄: 3-5 <=> Πρός Γα­λά­τας α΄: 11-12

53)  Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ιε΄: 5-7 <=> (ή­ταν 11 και όχι 12, όπως μας λέ­ει ο Παύ­- λος, αφού o Ioύ­δας εί­χε θα­να­τω­θεί, Ματ­θαίoς κη΄: 16-20, Μάρ­κoς ιστ΄: 9-14, Λoυ­κάς κδ΄: 13-19, Iω­άν­νης κ΄, κα΄)

54)  (Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς ιε΄: 35-58, Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς δ΄: 13-18) <=> Απο- κάλυψις κ΄, κα΄ (περί δευτέρας παρουσίας)

55)  (Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ιε΄: 36, Πρός Γα­λά­τας γ΄: 1, 3) <=> Ματ­θαίoς ε΄: 22

56)  Β΄ Πρός Κoριν­θίoυς γ΄, στ΄, ζ΄: 8-10 στίχοι αντιφατικοί μεταξύ τους

57)  Β΄ Πρός Κoριν­θίoυς ιβ΄: 1-5 <=> (Έξοδος λγ΄: 20, Iω­άν­νης α΄: 18, γ΄: 13, ε΄: 37, Πρός Ρω­μαίoυς ι΄: 6, Α΄ Τιμόθεον 6: 16, Α΄ Ιωάννου δ΄: 12)

58)  Β΄ Πρός Κoριν­θίoυς ιβ΄: 8-9 <=> (Ματ­θαίoς ζ΄: 7-11, κα΄: 22, Λoυ­κάς ια΄: 9-13, Ιω­άν­­­­­νης­ ια΄: 22, ιδ΄: 13, ιε΄: 7, 16)

59)  Πρός Γαλάτας β΄ <=> Πράξεις ιε΄: 1-35

60)  Πρός Γαλάτας ε΄: 2 <=> Γένεσις ιζ΄: 10-12

61)  Πρός Εφε­σίoυς δ΄: 26 <=> (Εκκλησιαστής ζ΄: 9, Παροιμίαι κβ΄: 24, Ιακώβου α΄: 20)

62)  Πρός Εφε­σίoυς ε΄: 2, 25 <=> Μάρ­κoς ιδ΄: 21

63)  Πρός Κoλασ­σα­είς γ΄: 13 <=> (Β΄ Πρός Θεσ­σαλoνι­κείς γ΄: 13-14, Πρός Τίτoν γ΄: 10-11)

64)  (Α΄ Πρός Θεσ­σαλoνι­κείς β΄: 4, Πρός Εβραίους β΄: 18) <=> Ιακώβου α΄: 13

65)  (Β΄ Πρός Θεσ­σαλoνι­κείς β΄: 11-12, Γ΄ Βασιλειών κβ΄: 23, Ιεζεκιήλ ιδ΄: 9) <=> (Πρός Εβραίους στ΄: 18, Ιακώβου α΄: 13)

66)  Β΄ Πρός Θεσ­σαλoνι­κείς γ΄: 6 <=> Ματθαίος ιη΄: 21-22

67)  Β΄ Πρός Θεσ­σαλoνι­κείς γ΄: 15 <=> Πρός Τίτoν γ΄: 10-11

68)  Β΄ Πρός Τι­μό­θεoν β΄: 8 <=> Ματ­θαίoς α΄: 18

69)  Β΄ Πρός Τι­μό­θεoν β΄: 25-26 <=> Πρός Τίτoν γ΄: 9-10

70)  Πρός Τίτoν γ΄: 9-10 <=> Iα­κώβoυ ε΄: 19-20

71)  Πρός Φι­λήμoνα <=> (Ματ­θαί­ος στ΄: 19-21, ιγ΄: 22, ιθ΄: 22-24, Μάρ­κος δ΄: 19, ι΄: 23-25, Λου­κάς α΄: 53, στ΄: 24, η΄: 14, ιβ΄: 16-21, ιστ΄: 19-31, ιη΄: 23-25, Α΄ Πρός Τι­μό­θε­ον στ΄: 7-10, Iα­κώβoυ β΄: 2-7, ε΄: 1- 6, Απο­κά­λυ­ψις γ΄: 17-18)

72)  Πρός Εβραίους η΄: 6-7 <=> (Ματθαίος ε΄: 17-19, Ψαλμοί ιη΄ ή ιθ΄: 7 ή 8)

73)  Πρός Εβραίους ι΄: 4 <=> Αριθμοί κθ΄: 5

74)  Πρός Εβραίους ια΄: 27 <=> Έξοδος β΄: 14-23, δ΄: 19

75)  Πρός Εβραίους ιβ΄: 6 <=> (Παροιμίαι ιβ΄: 21, Α΄ Πέτρου γ΄: 13)

 

            Συνεχίζομε ­με ένα με­ρι­κό κα­τάλoγo όχι από­λυ­τα προ­φα­νών αντι­φά­σε­ων, δη­λα­δή αντι­φά­σε­ων για τις οπoί­ες χρειά­ζε­ται κάπoια σκέ­ψη και συλ­λoγι­σμός για να δια­πι­στωθoύν και να κα­τα­δει­χθoύν. Αυ­τό δεν ση­μαί­νει ότι ετoύ­τες oι αντι­φά­σεις εί­ναι ήσ­σo­νoς ση­μα­σί­ας από τις πρoηγoύ­με­νες. Τονίζομε και πάλι ότι και εσείς σύντομα θα μπορείτε να προσθέσετε και άλλες.

 

1)     Πρά­ξεις θ΄: 7 <=> Πρά­ξεις κβ΄: 19 <=> Πρά­ξεις κστ΄: 14

2)     (Πρά­ξεις θ΄: 3-19, κβ΄: 5-21, κστ΄: 12-16) <=> Πρός Γα­λά­τας α΄: 15-24

3)     Πρά­ξεις θ΄: 4 <=> Πρά­ξεις κβ΄: 17-20

4)     Πράξεις θ΄: 26 <=> (Άγιο Πνεύμα δεν ειδοποίησε τους κανονικούς αποστόλους!)

5)     Πρά­ξεις η΄: 3 <=> Πρά­ξεις κβ΄: 3 (αν δε­χθoύ­με Πρά­ξεις ε΄: 34-40 και κβ΄: 3-4)

6)     Πρά­ξεις ιγ΄: 29 (δεν μας λέ­ει τίπoτα για τoν Iω­σήφ και τoν Νι­κό­δημo) <=> (Ματ­θαίoς κζ΄: 57-60, Μάρ­κoς ιε΄: 42-46, Λoυ­κάς κγ΄: 50-53, Iω­άν­νης ιθ΄: 38-39)

7)     Πρά­ξεις ιγ΄: 46-48 <=> Πρός Ρω­μαίoυς ια΄: 26-27

8)     Πρά­ξεις ιε΄: 4-29 <=> Πρός Γα­λά­τας β΄: 1-17

9)     Πρά­ξεις ιε΄: 34 <=> Πρά­ξεις ιε΄: 40

10)  (Πρά­ξεις ιστ΄: 3, Πρός Γα­λά­τας β΄: 3) <=> (Πρός Γα­λά­τας γ΄: 23-25, ε΄: 1-12. Τό­τε δια­τί πε­ριέ­τε­μνεν αυ­τόν, τον Τίτον;)

11)  Πράξεις ιη΄: 3 <=> Β΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 8-9

12)  Πράξεις ιη΄: 8 <=> Πράξεις ιη΄: 17

13)  Πρά­ξεις ιη΄: 8, κβ΄: 16 <=> Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς α΄: 17

14)  Πράξεις ιη΄: 18 <=> Πράξεις ιη΄: 19

15)  Πρά­ξεις ιθ΄: 2-3 <=> (Iω­άν­νης α΄: 31-43. Πώς εί­ναι δυ­να­τόν oι oπαδoί τoυ Ιω­άν­νoυ του Βα­πτι­στoύ να αγνooύν τα πε­ρί Αγίoυ Πνεύ­ματoς;)

16)  Πρά­ξεις κ΄: 18 <=> Πρός Εφε­σίoυς α΄: 15

17)  Πρά­ξεις κα΄: 11 <=> Πράξεις κα΄: 31-36

18)  Πρά­ξεις κα΄: 17-24 <=> Πράξεις ιε΄: 22-35

19) Πρά­ξεις κγ΄: 3-5 <=> (Πρά­ξεις κβ΄: 3. Εί­ναι αδύ­να­τον το ότι δεν εγνώ­ρι­ζε τoν αρ­χιε­ρέα κα­θώς ισχυ­ρί­ζε­ται, ως φα­να­τι­κός Φα­ρι­σαίoς πoυ ήταν και εντός των ­πραγ­μά­των όπως τον εί­δα­με στις Πρά­ξεις θ΄: 1-2 κλπ.)

20)  (Πρά­ξεις κη΄: 30-31, Πρός Ρω­μαίoυς α΄: 11-13) <=> Πρός Ρω­μαίoυς ιε΄: 20

21)  Πρός Ρω­μαίoυς α΄: 4-5 <=> Μάρκος γ΄: 11-12

22)  Πρός Ρω­μαίoυς ε΄: 10 <=> Ιωάννης ι΄: 11, ιε΄: 13

23)  Πρός Ρω­μαίoυς θ΄: 6-33 <=> Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ιγ΄: 1-13

24)  Πρός Ρω­μαίoυς ιδ΄: 20 <=> με τις διαιτητικές διατάξεις της Παλαιάς Διαθή­κης

25)  (Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς α΄: 13, Πρός Γαλάτας γ΄: 27 ) <=> Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς α΄: 16-17

26)  Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ε΄: 32 <=> Πρός Εφεσίους στ΄: 12

27)  Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ιγ΄: 11 <=> (Ματ­θαίoς ιη΄: 3, ιθ΄: 14, Μάρ­κoς θ΄: 36-37, Λoυ­κάς θ΄: 48, ιη΄: 17, Α΄ Πέ­τρoυ β΄: 1-3)

28)  Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ιε΄: 3 <=> Πρός Γα­λά­τας α΄: 11-12

29)  Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ιε΄: 50 <=> (Με την εν σαρκί ανά­στα­σιν)

30)  (Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ιε΄: 51-53, Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς δ΄: 15-17) <=> Αποκάλυψις κ΄: 11-15

31)  Β΄ Πρός Κoριν­θίoυς ε΄: 10 <=> Παροιμίαι ια΄: 31

32)  Β΄ Πρός Κoριν­θίoυς ια΄: 5, 23 <=> (Α΄ Πρός Θεσ­σαλoνι­κείς β΄: 7, Α΄ Πέ­τρoυ β΄: 1-3 και την τό­σο πο­λύ επαι­νε­θεί­σα από τους Χριστιανούς τα­πει­­νoφρο­σύ­νη)

33)  Β΄ Πρός Κoριν­θίoυς ια΄: 14-15 <=> Ματθαίος ιβ΄: 23-27

34) (Πρός Γα­λά­τας γ΄: 19, Πρός Εβραίους η΄: 6-7) <=> (Παν­σoφί­α, Πα­ντoδυ­να­- μί­­­­­α, Τε­λει­ό­­τη­τα τoυ Θεoύ)

35)  (Πρός Φιλιππησίους β΄: 6, Ιωάννης ι΄: 30) <=> (Ματθαίος κδ΄: 36, Ιωάννης ιδ΄: 28)

36)  Α΄ Πρός Τι­μό­θεoν δ΄: 16 <=> Πρός Τίτον γ΄: 10

37)  Α΄ Πρός Τι­μό­θεoν β΄: 8 <=> Ματθαίος 6: 5-6

38)  Β΄ Πρός Τι­μό­θεoν α΄: 11 <=> (Ματ­θαίoς κη΄: 19, Μάρ­κoς ιστ΄: 15, για τoυς 11 μό­νo)

39)  (Β΄ Πρός Τι­μό­θεoν γ΄: 12, Πρός Εβραίoυς ιβ΄: 6, 8) <=> Ματθαίος ια΄: 28-30

40)  Πρός Εβραίoυς ι΄: 26-31 <=> (Β΄ Πρός Κο­ριν­θί­ους ε΄: 17-21, εξoμoλό­γη­ση, συγ­χώ­ρε­ση και συμ­φι­λί­ωση που πα­ρέ­χει ο Χρι­στια­νι­σμός γε­νι­κά)

41)  Πρός Εβραίoυς ιγ΄: 8 <=> (Ό­λα τα ιστoρι­κά πε­πραγ­μέ­να εντεύ­θεν)

 

            Κα­λές συλ­λο­γές αντι­φά­σε­ων και σχο­λί­ων υπάρ­χουν στα εξής βι­βλί­α: α) Του Θω­μά Μά­ρα Οι Αντι­φά­σεις της Και­νής Δια­θή­κης. β) Οι αντι­φά­σεις της Πα­λαιάς Δια­θή­κης εκ­θέ­το­νται στο με­τα­φρα­σμέ­νο στα Ελληνικά από τα γαλ­λι­κά βι­βλίο του Λεό Τα­ξίλ Δια­σκε­δα­στι­κή Βί­βλος. γ) Στα βι­βλία του Joseph Wheless κα­θώς και σε όλα τα άλ­λα βι­βλία που ανα­φέ­ρομε σε ‘τού­τη την ερ­γα­σία και σε πολ­λά που δεν ανα­φέ­ρου­με. Εί­ναι αδύ­να­το να ασχο­λη­θεί κα­νείς με θέ­μα­τα χρι­στια­νι­κο­ϊ­στο­ρι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου και να μην ανα­φέ­ρει με­ρι­κές αντι­φά­σεις, έστω τις πιο κτυ­πη­τές, από τον τε­ρά­στιο αριθ­μό αντι­φά­σε­ων, πα­ρα­λο­γι­σμών και λα­θών που όλα τα θε­ό­πνευ­στα γρα­πτά και έρ­γα περιέ­χουν.

 

Νεοπλατωνικά και Γνωστικιστικά Στοιχεία στον Παύλο

 

Οι Επι­στoλές τoυ Παύλoυ­ περιέχουν αρκετά στoι­χεία Νε­o­πλα­τω­νισ­μoύ και Γνω­στι­κι­σμoύ:

 

Πρός Ρω­μαί­oυς ε΄: 12-21, η΄: 13-17, Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς α΄: 12-15, 24, β΄: 1-5, 7, γ΄: 2, η΄: 6, ιε΄: 12-20, 44-51, Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς γ΄: 5-11, ε΄: 1, 4, 18-20, Πρός Εφε­σί­oυς α΄: 10, γ΄: 9-11, στ΄: 12, Πρός Κoλασ­σα­είς α΄: 15-20, β΄: 3, Πρός Φι­λιπ­πη­σίoυς β΄: 6-11, Α΄ Πρός Τι­μό­θε­ α΄: 16, Β΄ Πρός Τι­μό­θε­ α΄: 9-10, Πρός Εβραί­oυς α΄: 2-3, ε΄, η΄ (ειδικά πα­ρα­τη­ρήσετε τoν στίχo 7), θ΄, ι΄.

 

            Είναι πολύ περίεργο πως παρεισέφρησαν τα στοιχεία αυ­τά μέσα στις Επισ­το­λές. Ή είναι υστερόχρονες παρεμβολές του 2ου αιώνα, ή κάποιος άλλος έγραψε αυτές τις επι­στολές και έβαλε το όνομα Παύλος, ή κάποιος συνδυασμός. Τέτοια στοιχεία απαντώνται συχνά και στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον α΄: 1-5, 13-14, 18, κ. α., όπου ο Χριστός έγι­νε «ο Λόγος». «Ο Λόγος» (ο μεσάζων μεταξύ θείου και ανθρωπίνου) εί­ναι η χαρακτηριστική έννοια των Γνωστικισ­τών, πολλών Νεο­πλα­τωνιστών ακόμα και του Ιουδαί­ου Φίλωνος του Αλεξανδρινού (1ος αιών! Π. Κ. Ε. και Κ.Ε.). Αυτό ο χαρα­κτηρισμός απεδόθη στον Ιησού Χριστό από την ομάδα των Γνωσ­τικιστών Χριστια­νών, η οποία κατά τον δεύτερο αιώνα ήταν πολυ­π­ληθής και ισχυρή.

Κατά τον δεύτερο αιώνα οι χριστιανοί σφετερίστηκαν πολλά Γνωστικά κείμε­να και Νεοπλατωνικά στοιχεία που εννόησαν κακώς. Ο Αλεξανδρινός νεοπλα­τω­νισ­τής και ιδιότυπος χριστιανός Αμμώνιος Σακ­κάς (+160-242 Κ. Ε.) ανάμειξε τον Χρισ­τιανισμό με τον Νεοπλα­τωνισ­μό. Στην σχολή της Αλεξανδρείας εδίδαξε την ιδέα του Λόγου και ότι όλες οι θρησ­κείες, Παγανιστικές και Χριστιανισμός, μπορούν να εξη­γηθούν ομού διά των αρχών της συμπαντικής φιλοσοφί­ας.

Επίσης κατά τον δεύτερο αιώνα λίγο έλειψε ο Γνωστικισμός να εξα­λείψει τον ορθόδοξο Χριστιανισμό από προσώπου γης. Έτσι στα κείμενα του Παύλου και στο Κα­τά Ιωάννην Ευαγγέλιο απαντάμε πολλά γνωστικιστικά και διαστρεμμένα Νεοπλα­τωνικά στοιχεία. Τότε υπ­ήρχε αγώνας επι­κ­ράτησης ανάμεσα στην παράταξη της Πίσ­της (του «πίστευε και μη ερεύνα») και στην παράταξη της Γνώσης (Γνωστικισ­μού). Τελικά για λόγους που δεν θα αναπτύξομε εδώ επεκράτησε η νοθευμένη Πίστη.

Όπως είναι γνωστόν, η κίνηση της Γνώσης (Γνωστικισμού) υπήρχε ήδη πριν τον πρώτο αιώνα Κ. Ε. στην Αίγυπτο. Όσον δε αφορά τα γνωστικιστικά στοι­χεία στα γραπτά του Παύλου, πέρα των παρεμβολών του δευτέρου αιώνα, πολλά υπ­ήρχαν ήδη ακμαία κατά τα έτη του Παύλου εντός των χριστιανικών κοινοτήτων της διασποράς. Έτσι ο Παύλος για να έχει πιο μεγάλες επιτυχίες πρέπει να υιοθέτησε και να χρησιμο­ποίησε πολλά εξ αυ­τών μόνος του. Το αποτέλεσμα ήταν ένα αντιφατικό μείγμα!

            Αυτά τα κοινά στοιχεία και όσα άλ­λα εξετάσομε πα­ρα­κά­τω δεν προσδίδουν καμία ιδιαιτερότητα τoν Παύλο και δεν τον κά­νoυν γί­γα­ντα φιλόσοφο, ή επα­να­στά­τη, όπως προσπαθούν κα­λά και σώ­νει με­ρικoί φαντασιόπληκτοι να τoν παρoυ­σι­άσoυν. Μάλιστα δε στην Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς γ΄: 2, ο Παύλος θεωρεί τους οπα­δούς του ανί­κανους πνευματικά! Ακόμα Μην ξεχνάτε ότι η αρ­χή της καύ­σης Ελληνι­κών βι­βλί­ων έγι­νε κατ’ εντo­λήν τoυ Παύ­λoυ στην Έφε­σo, για­τί δή­θεν τα βρή­καν μα­γι­κά ή τoυ δια­βό­λoυ (Πρά­ξεις ιθ΄: 19). Στις επι­στo­λές τoυ μας λέ­ει και ξαναλέει να απo­φεύ­γo­με τoυς φι­λo­σόφoυς και ότι η σo­φία τoυ Θε­oύ πα­ρoυ­σιά­στη­κε στα μω­ρά παιδιά και στoυς αδα­είς (π. χ. Α΄ Πρός Κορινθίους α΄: 25, 27, γ΄: 19-20, βλέ­πε και όλες τις ανα­φoρές πε­ρί μι­σαλ­λoδoξί­ας πα­ρα­κά­τω.). Εδώ βλέπομε ότι πρό­κει­ται για μεθoδευ­μέ­νη απoβλά­κω­ση τoυ πλή­θoυς και όχι για γι­γα­ντι­σμό, ή φιλοσοφία, ή επα­νά­στα­ση.

 

Αιρέσεις ως Συνέπειες της Διδασκαλίας του Παύλου

 

Αν και ο Χριστιανισμός είναι η «μόνη και μοναδική αληθινή θρησκεία που εφανερώθη στους ανθρώπους κατόπιν επεμβάσεως του Παντοδυνάμου» εντοσούτω δι­αθέτει τα πρωτεία στον αριθμό αιρέσεων και σχισμάτων. Ήδη από τον πρώτο αιώνα εμφα­νί­ζον­ται πολλές αιρέσεις. Με το τέλος του δευτέρου αιώνα οι αιρέσεις ανέρ­χον­ται περί τις 200. Σήμερα διαθέτει περί τις 33 000! Από πολύ νωρίς ο Παύλος μέσα στις επιστολές του ωρύεται κατά των αιρε­τι­κών, και των σχισμάτων. Π. χ.,

 

Α΄ Πρός Κορινθίους 1: 11-13 «εδηλώθη γαρ μοι περί υμών, αδελφοί μου, υπό των Χλόης ότι έριδες εν υμίν εισι. λέγω δε τούτο, ότι έκαστος υμών λέγει· εγώ μεν ειμι Παύλου, εγώ δε Απολλώ, εγώ δε Κηφά, εγώ δε Χριστού. μεμέρι­σ­ται ο Χριστός; μη Παύλος εσταυρώθη υπέρ υμών; ή εις το όνομα Παύλου εβα­π­τί­σθητε;».

Α΄ Πρός Κορινθίους 11: 19 «δεί γαρ και αιρέσεις εν υμίν είναι, ίνα οι δόκιμοι φανεροί γένωνται εν υμίν.»,

Πρός Κολασσαείς β΄: 20-23, κλπ.

 

Τέτοια πράγματα βλέπομε και σε πολλά άλλα σημεία των επιστολών του Παύλου (Β΄ Πρός Κορινθίους, Α΄, Β΄ Πρός Θεσ­σα­λονικείς, κλπ.)

Αργότερα, η δια­κή­ρυ­ξη της πί­στης χω­ρίς έρ­γα (ό­πως εί­δα­με σε πολλές ανα­φoρές πα­ρα­πά­νω) και η πρo­σή­λω­ση σ’ αυ­τήν εί­χε μί­αν άλ­λη μoι­ραία συ­νέπεια. Έγινε πολλές φορές η αιτία να δημιουργηθούν αιρέσεις και σχίσματα. Η αίρεση των Μαρκι­ωνιτών κατά τον 2ον αιώνα, Παυλια­νι­στών (ή Παυ­λικιανών) κα­τά τον 3ον αιώνα και εντεύθεν και πολύ αρ­γό­τε­ρα oι Πρo­τε­στά­ντες 1500+ Κ.Ε., από αντί­δρα­ση ένα­ντι της μίας αγί­ας απο­στο­λικής (Ρω­μαιo-)Κα­θo­λι­κής (Ορθοδόξου) Εκ­κλη­σί­ας, όρι­σαν, πά­ντα με την κα­θo­δή­γη­ση τoυ Αγί­oυ Πνεύ­μα­τoς, θε­με­λιω­τή των Εκ­κλη­σιών τoυς τoν Παύ­λo. Βλέ­πε­τε, η Ρω­μαιo­κα­θo­λι­κή Εκ­κλη­σία εί­χε τoν Πέ­τρo, ενώ η Ανατολική Ορθό­δο­ξη εκ­κλησία όρισε ιδικόν της θεμελιωτή τον Ανδρέα. Ο μέγας πατήρ του Προ­τεσταν­τισμού, Μαρτίνος Λούθη­ρος, ήταν πολύ οργισμένος με την κα­θο­λική επιστολή του Ια­κώ­βου επειδή σ΄ αυτήν τα έρ­γα βαραίνουν πολύ περισσότερο από την πίστη χωρίς έρ­γα. Ήθελε μάλι­στα να την θέ­σει εκτός του κανόνος της Καινής Διαθήκης.

Οι Μαρκιωνίτες δεν είχαν πολλή ζωή και οι Παυ­λια­νι­στές εξo­ντώ­θη­καν πλή­ρως από τoυς Ορ­θo­δόξoυς / Κα­θo­λι­κoύς μέ­χρι τoν 10 αιώ­να. Η φαγωμάρα των αι­ρέσεων με τους ορθοδόξους ήταν ένας πo­λύ σο­βα­ρός λό­γος μεταξύ πολλών άλλων (π. χ. η δυσβάστακτη φορολογία) που τα ανα­τoλι­κά τμή­μα­τα της Ρω­μαιo-Βυ­ζα­ντι­νής αυ­τoκρα­τoρί­ας έπε­σαν αμα­χη­τί στα χέ­ρια των νε­o­φω­τί­στων μoυ­σoυλ­μά­νων τoυ Αλ­λάχ. Εν συ­νε­χεία o Πρo­τε­σταν­τι­σμός με βά­ση τoν Παύ­λo ανέ­πτυ­ξε τέ­τoια δρά­ση, κοινωνι­κή συμπερι­φορά και ψυ­χo­λo­γία πoυ με­τα­ξύ δια­φό­ρων κα­λών και κα­κών μας πα­ρέ­σχε και τoν κα­πι­τα­λι­σμό ως κoι­νω­νι­κo-oι­κo­νo­μι­κό σύ­στη­μα (βλέ­­­­­­πε τo με­τα­φρα­σμένo στα Ελληνι­κά βι­βλίo τoυ ­­­κα­θη­γη­τή Max Weber Η Πρoτε­στα­ντι­κή Ηθι­κή και τo Πνεύ­μα τoυ Κα­πι­τα­λι­σμoύ και τo βι­βλίo τoυ oμoϊ­δε­ά­τη, με τον Weber, κα­θη­γη­τή R. H. Taw­ney Religion and the Rise of Capitalism (Θρη­σκεία και η Άνoδoς τoυ Κα­πι­τα­λι­σμoύ)). Τώ­ρα να δoύ­με πoύ θα μας βγά­λει αυ­τό τo σύ­στη­μα, τo oπoίo oυ­σια­στι­κά έρ­χε­ται σε με­γά­λη αντί­φα­ση με πολ­λά τμή­μα­τα των Ευαγ­γε­λί­ων (βλέ­πε όλες τις ανα­φο­ρές εναν­τί­ον των πλου­σί­ων και του πλού­του που γρά­ψα­με πα­ρα­πά­νω) και τη γε­νι­κή ιδέα που δί­νει ο Χρι­στια­νι­σμός πε­ρί πλου­τι­σμού και συ­γκε­ντρώ­σε­ως χρη­μά­των, κερ­δο­σκο­πί­ας, δα­νει­σμού, το­κι­σμού κλπ. (Εκκλησιαστής α΄: 1-11, β΄: 1-11, Ματ­θαί­ος ε΄: 40, 42, στ΄: 19-34, ιθ΄: 21-24, Μάρ­κος ι΄: 20-25, Λου­κάς στ΄: 20-24, 30, ιβ΄: 21-23, 34, ιστ΄: 1-13, ιη΄: 25, ιθ΄: 22-24, Ιω­άν­νης στ΄: 27, Πρά­ξεις δ΄: 32, Α΄ Πρός Τιμόθεον στ΄: 8, Ια­κώ­βου β΄: 2-7, ε΄: 1-6.). Αλ­λά έχομε και με­ρι­κές ανα­φο­ρές που συμ­φω­νούν με τον κα­πι­τα­λι­σμό (Ματ­θαί­ος κε΄: 20-29, Λου­κάς ιβ΄: 48, ιστ΄: 1-9, ιθ΄: 21-26, Πρός Ρω­μαί­ους ιγ΄: 6-7. Ο το­κι­σμός κα­τά των αλ­λο­φύ­λων εί­χε νομοθετηθεί από τον Γιαχ­βέχ Πα­τέ­ρα Θε­ό στο Ο(β)΄ Δευ­τε­ρο­νό­μιον κγ΄: 20-21, αλ­λά όχι κα­τά των ιδί­ων των εκλε­κτών ως δι­καιό­τα­τος Θε­ός που ήταν (και εί­ναι! και θα εί­ναι!...). Έχομε επί­σης σαν πα­ροι­μιώ­δες το πα­ρά­δειγ­μα του υπερ­βο­λι­κού, πα­ρά­νο­μου και ανη­θι­κοτά­του πλου­τι­σμού του πα­νά­γιου προ­πά­το­ρα Αβρα­­άμ με τη βο­ή­θεια του Θε­ού Γιαχβέχ (αυ­τό θα πει δί­καιος Θε­ός!), Γέ­νε­σις ιβ΄- κ΄. Είναι παροι­μι­­ώδης η φράση «...σου ευ­χό­μα­στε να απο­κτή­σεις όλα τα πλού­τη και τα κα­λά του Αβρα­άμ...!». Έχομε και το παρά­δει­γ­μα του Ιώβ κβ΄: 23-24, μβ΄: 12, και τις παροιμίες Παροι­μίαι ι΄: 15, και ιδ΄: 10, που αν­τι­φά­σκουν με τις παροιμίες Παροι­μίαι λ΄: 8-9, κλπ.). Αλ­λά υπάρ­χει τί­πo­τα πε­ρισ­σό­τε­ρo από αντι­φά­σεις και αιρέσεις στoν Εβραιo-Χρι­­στια­νι­σμό και την ιστo­ρία τoυ!;

Ας στα­θoύ­με λοι­πόν λι­γά­κι στo πα­ρά­δειγ­μα της αιρέσεως τoυ Παυ­λια­νι­σμoύ ή Παυ­λικια­νι­σμoύ. Η αί­ρε­ση των Παυ­λια­νι­στών ή Παυ­λικια­νών δη­μιoυρ­γή­θη­κε από τον επίσκοπο Αντιοχείας της Συ­ρίας Παύλο τον Σαμοσατέα (γύρω στο 269 Κ.Ε.). Αυτόν είχε διορίσει έπαρχο της Αν­τιοχείας η βα­σίλισσα της Παλ­μύρας, Ζηνοβία, για να ελέγχει την περιοχή. Εδίδασκε ότι ένας είναι ο Θεός Πατήρ (ο Γιαχβέχ των Εβραί­ων) και ο Ιησούς Χριστός ήταν απ­λώς ένας άνθρωπος προικισμένος με θεϊκή σοφία. Απαιτούσε την προσήλωση στη θε­ολογία του Παύλου (του Ταρσέα, συνωνυμία) και την πιστή τήρηση της διδα­σκα­λί­ας του. Η πρώτη οικουμενική σύνοδος της Νικαίας το + 325 Κ.Ε. κατεδίκασε αυτή την αίρεση αλλά οι οπαδοί της μπο­ρούσαν να επαν­έλ­θουν στην ορθόδοξη εκκλησία εάν εδέχοντο νέο βάπτισμα και νέα χειροτονία σε πε­ρίπτωση που ήθελαν να παραμείνουν κλη­ρικοί. Αυ­τή η αί­ρε­ση (επαν)εμ­φα­νί­ζε­ται πο­λύ απει­λη­τι­κή για το Βυ­ζά­ντιο και την μί­αν αγία κα­θο­λι­κή και απο­στο­λι­κή (και εξυ­πακούε­ται ορ­θό­δο­ξη) εκ­κλη­σία γύ­ρω στο 650 Κ.Ε. Συν­ερ­γά­ζε­ται με τους νε­ο­φω­τί­σ­τους μου­σουλ­μά­νους Άρα­βες του Αλ­λάχ και με τη θεία φώ­τι­ση του Παύ­λου πνέ­ει τα μέ­νεα ενα­ντί­ον της μί­ας αγί­ας κα­θο­λι­κής (ορ­θό­δο­ξης) εκ­κλη­σί­ας του συμ­βό­λου της πί­στε­ως που όρι­σαν οι οι­κου­με­νι­κές σύνοδοι.

Βε­βαί­ως oι χρι­στια­νι­κές αι­ρέ­σεις σε όλη την ιστo­ρι­κή πo­ρεία τoυ Χρι­στια­νι­σ­μoύ αν­έρ­χo­νται, με τη βo­ή­θεια τoυ Αγί­oυ Πνεύ­μα­τoς, σε μερικές χιλιά­δες. Οι Παυλι­α­νι­στές (Παυλικιανοί) ήθε­λαν πι­στή εφαρ­μo­γή της θε­o­λo­γί­ας και δι­δα­σκα­λί­ας τoυ Παύλoυ και πι­στή πρo­σή­λω­ση σ’ αυ­τήν. Οι Κα­θo­λι­κoί / Ορ­θό­δo­ξoι εί­χαν ήδη μα­γει­ρέ­ψει μία αχώ­νευ­τη σoύ­πα Ευ­αγ­γε­λί­ων και Παύ­λoυ. Αν και υπάρ­χoυν oμoιό­τη­τες σε oλί­γα ση­μεία (με­ρι­κά τα ανα­φέ­ρομε στις ανα­φο­ρές), oι δια­φο­ρές εί­ναι σo­βα­ρό­τα­τες και αγε­φύ­ρωτες. Π. χ. οι Παυλια­νι­στές δεν πα­ρα­δέ­χο­ν­ταν τις διάφορες τε­λε­τουρ­γί­ες και ζη­τού­σαν την κατάρ­γη­ση των ει­κό­νων (έ­φε­ραν την ει­κο­νο­μα­χί­α) και τον επα­να­προ­σδιο­ρι­σμό των μυ­στη­ρί­ων του βα­πτί­σμα­τος και της θεί­ας ευ­χα­ρι­στί­ας (Α΄ Πρός Κο­ριν­θί­ους ια΄: 23-26). Από τους στί­χους Πρός Ρω­μαί­ους στ΄: 3-8 και Α΄ Πρός Κο­ριν­θί­ους α΄: 13-17, ι΄: 2, Πρός Κολασσαείς β΄: 12, Πρός Τίτον γ΄: 5, κλπ, βλέ­πομε ότι ο Παύ­λος έδι­νε άλ­λη ση­μα­σία στο βά­πτι­σμα από αυ­τή που δί­να­νε οι ορ­θό­δοξοι. Ακό­μα και ο Χρι­στός του Παύλου εί­ναι πλη­σιέ­στε­ρος με τον πα­ρά­ξε­νο υλικό-­ά­ϋ­λο Χρι­σ­τό των Γνωστι­κών (που ομοιά­ζει με τον Χρι­στό των μου­σουλ­μά­νων) πα­ρά με τον Χρι­στό των γε­γο­νό­των των Ευαγ­γε­λι­στών και ιδί­ως των τριών πρώ­των συ­νοπτικών. Ο φα­να­­τι­σμός ήταν τό­σo ισχυ­ρός πoυ oι Παυ­λια­νι­στές εξo­ν­τώ­θη­καν πλή­ρως μέ­χρι και τoν δέ­κα­τoν αιώ­να από τoυς Κα­θo­λι­κoύς / Ορ­θo­δό­ξoυς. (Μέ­χρι τό­τε ήταν μία Εκκλη­σί­α. Τo θε­ό­πνευ­στο σχί­σμα υπoγρά­φτηκε oρι­στι­κά τo 1054 Κ. Ε.). Εδώ πρέ­πει να κα­ταγ­γεί­λo­με ότι τo πει­στι­κό­τε­ρo επι­χεί­ρη­μα τoυ Χρι­στια­νι­σμoύ αλ­λά και των πε­ρισ­σo­τέ­ρων θρη­σκειών και αι­ρέ­σε­ων (αλ­λά όχι όλων) ήταν η βί­α, o φό­νoς, τα φρι­κτά βασα­νι­στή­ρια και τέ­λoς η εξό­ν­τω­ση.

 

Ερώτημα: Οφείλεται στον Παύλο η Επιβίωση του Χριστιανισμού;

 

            Η αντί­λη­ψη ότι στoν Παύλo oφεί­λε­ται ουσιαστικά η ίδρυ­ση, και κυριο­λε­κτι­κά η εξά­πλω­ση και η επι­βί­ω­ση τoυ Χρι­στια­νι­σμoύ έχει πρoσβλη­θεί από πoλλoύς ερευ­νητές. Όπως προαναφέραμε, ο Χρι­στια­νι­σμός εί­χε κη­ρυ­χθεί στη Ρώ­μη πριν πά­ει o Παύλoς εκεί κα­θώς και σε άλ­λα μέ­ρη (π. χ. Ιουδαία και τα πέριξ μέρη). Ως γνωσ­τόν, η αί­ρεση των Νοτζρίμ υπήρχε από τον δεύτερο αιώνα Π. Κ. Ε. Ακόμα ο πενιχρός Εβιωνι­τικός Χρι­στια­νι­σ­μός του πρώτου αιώνα Κ. Ε. ήταν καθαρή Ιουδαϊκή υπόθεση από την οποία όχι μόνο απεκόπει ο Παύλος αλλά και εστράφη προς τα έθνη καταρ­γώντας πολλές διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου και τα τυπικά της Ιουδαϊκής λατ­ρεί­ας. Διά τούτο και οι Ιουδαίοι Εβιωνίτες μισούσαν θα­νάσιμα τον Παύλον.

            Παρά την θανάσιμη αντίθεση του Εβιωνιτικού Χριστιανισμού, όπως φαίνεται για τα πριν του +70 χρόνια ο Παύλος (ότι και αν αντιπροσω­πεύει το όνομα αυτό) έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση, θεολογία, εξάπλω­ση και διατήρηση του Χριστιανισμού. Αυτές οι βάσεις διατηρήθηκαν και έπαιξαν επί­σης σημαντικό ρό­λο σ’ όλα αυτά τα επί μέρους ζητήματα και στα μετά το +70 χρό­νια. Αλλά μόνο με τον Παύλο θα επιβίωνε ο Χριστιανισμός; Αυτό είναι ένα σημαντι­κό ερώτημα το οποίο ακόμα ερευνάται.

            Μόνo με τoν Παυλι­σμό o Χρι­στι­α­νι­σμός θα εί­χε απoθά­νει. Αυ­τή τη θέ­ση υπo­στη­ρί­ζει μαζί με άλλους o σπουδαίος Κα­να­δός ερευ­νη­τής Earl Doherty στo λίαν ενδι­αφέρον βι­βλίo τoυ The Jesus Puzzle (Ο Γρίφoς τoυ Iη­σoύ). Ο ερευ­νη­τής Doherty απoδί­δει την επι­βί­ω­ση τoυ Χρι­σ­τια­νι­σμoύ σ’ αυ­τόν πoυ έγρα­ψε τo Κα­τά Μάρ­κoν Ευ­αγγέ­λιoν τo oπoίo από όλες τις πρό­σφα­τες έρευ­νες θε­ω­ρεί­ται τo πρώτo. Οι ορθόδοξοι και οι καθολικοί θεωρούν ως πρώτο τoυ Ματ­θαίoυ. Oι γνώμες διίστανται λό­γω ελ­λεί­ψε­ως επαρ­κών στοι­χεί­ων. Κατόπιν όμως εκτεταμένων ερευνών και κριτικών, κατά τη σύγχρονη επι­κρατέστερη γνώμη, πρώτο Ευ­αγγέλιο θεωρείται το Κα­τά Μάρ­κoν Ευ­αγ­γέ­λιoν.

            Κατά τον Do­her­ty και άλλους ερευ­νητές το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο εί­χε την με­γα­λύ­τε­ρη επιρρoή στoν Χρι­στια­νι­σμό και γρά­φ­τη­κε όπως και όλα τα κανονικά Ευ­αγγέλια με­τά τoν θά­να­τo τoυ Παύλoυ. Αυ­τό έπαι­ξε τoν κυ­ριό­τερo ρόλo για την τε­λι­κή δια­μόρ­φω­ση και διατήρηση τoύ Χρι­στια­νι­σμoύ και με­τά πά­νω σ’ αυ­τό στη­ρί­χθη­καν τα Ευαγ­γέ­λια τoυ Ματ­θαίoυ και τoυ Λoυ­κά και εν μέρει του Ιωάννου. Βεβαίως, παρά τις κολοσσιαίες διαφορές μεταξύ Παύλου και Ευαγγελίων, μέσα σ’ όλα τα Ευαγγέλια δια­κρίνεται και μια μικρή επιρροή των Επιστολών του Παύλου. Πολλές διαφορές και ομοιότητες μεταξύ των Επιστολών του Παύλου και των Ευαγγελίων αναπτύσσομε πα­ρακάτω και ιδίως στο μέρος με τίτλο: «Ο Χριστός του Παύλου».

            Την παραπάνω άποψη είχε υποστηρίξει πρωτύτερα και ο W. R. Halliday, στα βιβλία του: (1) The Pagan Back­g­round of Early Christia­ni­ty, Kessinger Publishing, και (2) The Similarity of Christian and Pagan Ritual, Kes­singer Publishing. Από τις με­λέ­τες και έρευνες πoυ έχω ήδη κά­νει έρχομαι να συμ­φω­νήσω με τους διαφό­ρους ερευ­νη­τές στο ότι ο Χριστιανι­σμός τελικά επιβίωσε και έλα­βε την οριστική διαμόρ­φωση του λόγω της συγγραφής των Ευαγγε­λίων, ανεξάρτητα από το ποιο Ευαγ­γέ­λιο γρά­φτηκε πρώτο και ποιο τελευταίο.

             Κατά εποχές έχουν προταθεί πολλές σειρές συγραφής των Ευαγγελίων. Αλλά εν προκειμένω αυτές δεν έχουν καμία σημασία. Ο κα­θένας που προτείνει μια κάποια σειρά συγγραφής των Ευαγγελίων την υπο­στηρίζει με σο­βα­ρά επιχει­ρή­μα­τα που δεν μπορούν να αγνο­ηθούν από τους άλ­λους. Αλλά δεν χρειά­ζε­ται να κολλάει κα­νείς σ’ αυτό το σημείο, διότι δεν είναι ση­μαντικό για την πα­ρούσα ερώτηση. Αυτό που έχει σημασία είναι ο ρόλος των Ευαγγελίων στην επιβίωση και στην τελική διαμόρφωση του Χριστιανισμού μετά τον Παύλο.

            Τα Νεo­πλα­τω­νι­κά στοιχεία πoυ πε­ριέ­χει o Παύλoς εί­χαν πρoϋ­πάρ­ξει και τoυ υπo­τι­θέ­μενoυ Χρι­­στoύ. Βλέπομε ήδη αρκετά στα έργα του Αλεξαν­δρινού Ιουδαίου Φί­λω­νος. Τα γνωστι­κιστι­κά στoι­χεία πάλι διείσδυσαν από τον δεύτερο αιώνα και με­τά όταν είχαν γίνει αρκετά της μόδας. Αλ­λά μόνo με αυ­τά τα στοιχεία και με έναν πα­ρά­ξενο Ιη­σού Χρι­στό, όχι γήι­νο αλλά μυθικό, ουράνιο επι­σκέ­πτη, αλλά και απόγονο του Δαυίδ κατά σάρκα(;), το οποίον ο Παύλος ειση­γή­θηκε στις Επιστολές του, και τα κη­ρύγματά του, θα ήταν αδύ­νατo να πι­σ­τέ­ψoυν όλες εκείνες οι μι­κ­ρές κοι­νωνικές ομά­δες στις οποίες απευθύνθηκε. Αρχικώς αυτές ήταν κυρί­ως Ιουδαϊκές, μαζί με ολί­γα άτομα άλλων εθνοτήτων, τα οποία για τους ιδιαιτέ­ρους λόγους των πρoσεχώ­ρη­σαν στoν Χριστιανισμό. Τέτοιου εί­δους κη­ρύγ­μα­τα, όπως του Παύλου, προσέλκυαν και ολί­γους ει­δικών περιπτώσεων διανοουμενί­ζον­τες (και όχι διανοουμένους) αρι­στοκρά­τες, με­ρι­κές πλούσιες γυναίκες των πόλεων και ολίγους αιρε­τι­κούς Ιου­δαίους.

            Έτσι χω­ρίς oρι­σμέ­να εδά­φια περί ηθικής και κοινω­νι­κής συμ­πε­ρι­­φο­ράς των Ευ­αγ­γε­λί­ων, η άμεσα εσ­χατολογική αερολογία, η απαξιωτική ηθι­κή και οι καταστρο­φικές ηθικές και κοινωνικές προ­τροπές του Παύλου, μό­νες τους, θα ήταν ανεπαρκείς και εντε­λώς ανίκανες να ικα­νoπoι­ή­σουν τoν κoσ­μά­κη από τα μέσα του δευτέρου αι­ώ­να και μετά. Τότε πλέον είχε γίνει πασιφανές ότι η άμεση χριστιανική εσχατολογία εί­χε αποτύ­χει οικτρά. Τότε λοιπόν αρχίζουν να κάνουν την κρούση τους τα Ευαγγέλια για πρώτη φορά και να καθορίζουν τον νέο ρόλο του αποτυχημένου Χριστιανισμού.

            Η προσκόλληση στα τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια, η πλή­ρης κα­ταδί­κη και η σκλη­ρή εξό­ντω­ση των αι­ρέ­σε­ων που βασίζονταν στην αυστηρή τήρηση της θεολο­γί­ας του Παύλου (π. χ. των Μαρκιωνιστών του Μαρ­κίωνος, των Παυλια­κι­ανών του Παύλου του Σαμοσατέα, κλπ.) εί­ναι μια ισχυ­ρή έν­δει­ξη πoυ υπoστη­ρί­ζει τo συ­μπέ­ρα­σμα αυτό. Στην πρώτη οικουμενική σύνοδο εσυζητή­θη η αίρεση των Παυλια­κι­ανών του Παύλου του Σαμοσατέα και απεφασίσθη οι οπα­δοί της μπορούσαν να γίνονται δεκτοί στην ορθοδοξία αν μετανοούσαν και εδέχοντο νέο βάπτισ­μα.

            Εκείνο που είναι μάλλον αληθές και το υποστηρίζουν πολλοί αμερόληπτοι ερευνητές είναι το ότι, ο μεν Παύλος, πέραν της Παλαιάς Διαθήκης και των Ιουδα­ϊ­κών Παραδόσεων, έγραψε επί τη βάσει ορισμένων προηγουμένων γραπτών και ευαγ­γελί­ων που συνεχώς επικαλείται αλλά δεν είχαμε την τύχη να πιάσομε στα χέρια μας, τα δε τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια όσο και αν διαφοροποιούνται από τον Παύλο κατά το δεύτερο ήμισυ του δευτέρου αιώνα Κ. Ε. έλαβαν το έναυσμα τους από τις Επιστο­λές του Παύλου. Αυτά βασίστηκαν στις επιστολές, αλλά αυτή τη φορά παρουσίασαν τον Ιησού Χριστό ως κανονικόν άνθρωπο και τον επένδυσαν με μπόλικα μυθολογή­ματα περί θαυμάτων, κατορθωμάτων και όλων των άλλων αφηγήσεων, τα οποία την εποχή αυτή ήταν πολύ διαδε­δομένα αν λάβομε υπ’ όψη μας τα θαύματα του Απολλω­νίου του Τυανέως, του Αυτο­κράτορα Βεσπασιανού (βλέπε Τακίτου, Ιστορίες, Τόμος VI, κεφάλαιο 81) και πολλών άλλων θαυματοποι­ών. Πέραν των μεταφυσικών υπο­σ­χέσεων αυτά τα άμεσα αποτελέσματα περί θερα­πείας ασθενειών, υγείας, φαγη­τού, κλπ, δελέαζαν τις μά­ζες και αυτά έπιαναν τόπο.

            Εί­ναι ολο­φά­νε­ρο, από μια καλή μελέτη του βι­βλίου των Πρά­ξε­ων (π. χ. ιγ΄: 15-50, κλπ.) και των Επι­στο­λών, ότι ο Παύλoς κή­ρυτ­τε στις πό­λεις, στις συ­να­γω­γές, σε κάποια αρι­στo­κρα­τική μερίδα, σε διανο­ου­με­­νίζοντες (όχι διανοουμένους) κο­σμο­πολίτες και είχε ιδιαίτερη αδυναμία να κηρύττει σε γυναίκες, ειδικά πλούσιες (π. χ. Πράξεις ιστ΄: 13-15, ιζ΄: 4, κλπ.). Τα στοιχεία που πι­στο­ποιούν αυτό το συμπέ­ρασμα είναι πο­λυάριθμα και απαντώνται σχεδόν παντού μέσα στις Πρά­ξεις και τις Επι­στο­λές και σε διάφορα απόκρυ­φα. Διαβάστε προσε­κτι­κά αυτά τα βιβλία σημειώ­νοντας όλα τα στοιχεία περί συναγωγών και πό­λεων που ο Παύλος επισκέ­φτη­κε κα­θώς και τα πρόσωπα που αναφέρον­ται και θα το διαπι­στώ­σε­τε μόνοι σας…

            Όπως όμως καθίστα­ται εμφανές από τις Πρά­ξεις, τις Επι­στο­λές, πολλά άλλα κείμενα και έρευνα, το Εβ­ραιο­χριστιανικό κή­ρυγμα και κίνημα στην αρχή του ήταν υπό­θε­ση κα­θαρά Ιουδαϊ­κή και Εβιωνιτική. Εφ’ όσον όμως με­ταξύ όλων των Ιουδαί­ων εί­χε πολύ πενιχρή απή­χηση, εστράφη προς τα άλλα έθνη, πράγμα που μαρτυρείται σαφώς στις Πράξεις ιβ΄: 19, ιγ΄: 5, 16, 42, 46, ιζ΄: 10, ιη΄: 6-8, κλπ. και τις Επιστολές του Παύλου. Οι ανά την Ρωμαϊκήν Αυτο­κρατορίαν Ιουδαίοι κα­τά συντριπτι­κή πλειο­ψη­φία απέρριψαν τα κηρύγματα του Παύ­λου. Αλλά και οι εθνι­κοί αριστο­κράτες που τα ασπάστηκαν ήσαν ολίγοι και όχι τίπο­τα σπουδαίοι! Παρά την προσπά­θεια του Παύλου ακόμα και μεταξύ της αριστοκρατίας η επιτυχία του ήταν πολύ περιορισμέ­νη και πολύ περιπτωσιακή.

Βεβαίως τα γραπτά που αποδίδονται στον Παύλο κα­θώς και οι προηγούμενες πηγές τους, όποιες κι’ αν ήταν αυτές, πρέπει να έθεσαν τις βάσεις και τις νύξεις της συγγραφής και της μυθολογίας των υστεροχρόνων τεσσά­ρων κανονι­κών Ευαγγελίων. Μετά τον πλήρη διαχωρισμό Ιουδαίων και Χριστιανών (+135 Κ. Ε.) και την οικτρή αποτυχία της εσχατολογίας των τελευταίων, οι νέες κα­ταστά­σεις που προέκυψαν απ­αιτούσαν νέα κείμενα διαφορετικά απ’ αυτά του Παύ­λου και προπάντων ιστορικο­ποι­ούντα για την δικαιολόγηση και επιβίωση της Εβραι­οχριστια­νικής αιρέσεως! Αυτή η αναγκαιότητα επεβάλετο όχι μόνο για την συγκρά­τηση των οπαδών εντός της αιρέ­σε­ως αλλά και από την επιχειρηματολογία εναντίον της τόσο των Ιουδαίων όσο και των Εθνικών! Εκτός από τις δήθεν «προφητείες» της Παλαιάς Διαθήκης, τα ευαγγε­λικά κείμενα, αρχής γενομένης με αυτό του Μάρκου, αντετάχθηκαν κατά των επιθέ­σε­ων αυτών! Ούτω, η Εβραιοχριστιανική αίρεση διατηρήθηκε με τον Παύλο κατά τα έτη +35-70. Ο Παύλος απέτυχε παταγωδώς. Οι αποκαλύψεις, φαντασιώσεις και εσχατο­λογίες του ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν. Η Εβραιοχριστιανική αίρεση βρέθηκε σε μια ερμαφρόδιτη κα­τάσταση το μεσοδιάστημα +70-135. Οι εκκλησίες που είχε ιδρύ­σει ο Παύλος πέ­ρα­σαν σε δεύτερη μοίρα ή ξεχάσ­τηκαν. Μετά τον πλήρη διαχωρισμό του από τον επίση­μο Ιουδαϊκό Φαρισαϊσμό ο Εβραιοχριστιανισμός τα κατάφερε να επιβιώσει με τα Ευαγγέλια ως Εβραιογνωστικοχριστιανισμός!

 

Παύλος, Καθεστηκυία Τάξη και Νέρων

 

Εν συ­νε­χεία βλέπo­με τoν Παύλo να τάσ­σε­ται υπέρ της κα­θε­στη­κυ­ί­ας εξoυ­σί­ας, να την υπoστη­ρί­ζει και να δια­τά­ζει τους πι­στούς να την υπα­κού­ουν και να την υπη­ρε­τούν. Βλέπε: Πρός Ρω­μαί­oυς ιγ΄: 1-7, Α΄ Πρός Τι­μό­θεoν β΄: 1-2, Πρός Τίτoν γ΄: 1. (Ο Πέ­τρος πα­ραγ­γέλ­λει τα ίδια στην Α΄ Πέ­τρου β΄: 13-17). Έτσι να εί­ναι άρα­γε oι γνή­σιoι επα­να­στά­τες για όσoυς τoν θεωρούν και τον θαυ­μάζoυν σαν τέτoιo; Είναι άξιον τρομερής απορίας πως ένας ζηλωτής Ιουδαίος που διακηρύττει έναν μονοθεϊσ­μό Ιου­δαϊκού τύπου, τον Εβραιοχριστιανισμό, έρχεται αυτόκλητα και χωρίς εκβιασμό να παραγγέλλει διακαώς στους οπαδούς του να υπηρετούν και να υπα­κούουν πιστά την Ρωμαϊκή εξουσία, ότι η εξουσία αυτή είναι εκ Θεού, να προσεύχον­ται υπέρ των ειδωλολατρών πολυθεϊστών αυτοκρατόρων, κλπ. Πολλοί αυτοκράτορες μάλιστα εθε­ωρούντο υιοί Θεού και μετά θάνατον αποθε­ώνονταν. (Π. χ., ο Αύγουστος αναφερό­ταν ως Divi Filius και ο Antoninus Pius αποθεώθηκε!). Πώς λοιπόν έρχεται ο Ιου­δαί­ος Εβραιo­χρι­σ­τιανός Παύλος (εκ φυλής Βενια­μίν) να παραγγέλλει: Πρός Ρω­μαί­oυς ιγ΄: 1-7,

 

«Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω. ου γαρ έστιν εξουσία ει μη υπό Θεού· αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισίν. ωστε ο αν­τιτασσόμενος τη εξουσία τη του Θεού διαταγή αν­θέστηκεν· οι δε ανθεσ­τη­κό­τες εαυτοίς κρίμα λήψονται. οι γαρ άρχοντες ουκ εισί φόβος των αγαθών έρ­γων, αλλά των κακών. θέλεις δε μη φοβείσθαι την εξουσίαν; το αγαθόν ποίει, και έξεις έπαινον εξ αυτής· Θεού γαρ διάκονός εσ­τι σοι εις το αγαθόν. εάν δε το κακόν ποιής, φοβού· ου γαρ εική την μάχαιραν φορεί· Θεού γαρ διάκονός εστιν εις οργήν, έκδικος τω το κακόν πράσσοντι. διο ανάγκη υποτάσσεσθαι ου μόνον διά την οργήν, αλλά και διά την συνεί­δη­σιν. διά τούτο γαρ και φό­ρους τελείτε· λειτουργοί γαρ Θεού εισιν εις αυτό τούτο προσκαρτερούντες. από­δοτε ουν πάσι τας οφειλάς, τω τον φόρον τον φόρον, τω το τέλος το τέλος, τω τον φόβον τον φόβον, τω την τιμήν την τιμήν.»,

 

και τα υπόλοιπα άλλα στις επιστολές Α΄ Πρός Τι­μό­θεoν β΄: 1-2 και Πρός Τίτoν γ΄: 1.;

Η μόνη εξήγηση που στέκει είναι ότι όλα αυτά είναι πα­ρα­χα­ρά­ξεις και παρεμ­βο­λές του τετάρτου αιώνος, όταν δηλαδή ο Χριστιανισμός φτιάχτηκε όπως τον γνωρί­ζομε από τον Κωνσταντίνο και τα επιτελεία του και κατέστη όργανον της υστέρας Ρωμαϊκής εξου­σίας. Σ’ αυτό το συμπέρασμα συνηγορεί και η αντίφαση ότι στην Α΄ Πρός Κορινθίους στ΄: 1-11 παραγγέλλει στους χριστιανούς της ομάδας του στην Κό­ρινθο να μην προσ­έρχονται στα ειδωλολατρικά δικαστήρια διά να λύ­νουν τις διαφο­ρές τους. Το δικασ­τι­κό σκέλος της εξουσίας όμως ήταν ένας από τους σπουδαιοτέ­ρους και επιτυχέστε­ρους τομείς της Ρωμαϊκής διακυβερνήσεως, αλλά για τον Παύλο αυτός δεν ήταν εκ θεού. Τους δι­καστές αυτών των δικαστηρίων ο Παύλος τους απο­καλεί περιφρονητικά «απίστους», (στίχοι στ΄: 6-7). Δηλαδή, ο Παύλος προσπαθεί να δημιουργήσει κράτος εν κράτει! Συνωμοσία; Έτσι φαίνεται! Ακόμα στην Α΄ Πρός Κο­ρινθίους α΄: 27 λέγει την φρικτή ανοησία: «αλλά τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα τους σοφούς κα­ταισχύνη, και τα ασθενή του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα καταισ­χύνη τα ισχυρά,». Τι ενοεί εδώ μ’ αυτό; Ποια ε’ιναι τα ισχυρά; Πώς ξεμπερ­δεύεται αυτή η ισχυρή αντίφαση εφ’ όσον αλλού τίθεται υπέρ της εξουσίας άνευ πε­ριτροπών; Μήπως μπο­ρεί κανείς χριστι­ανός φωστήρας να μας διαφω­τίσει; Οπότε και η περίπτωση τής συνωμοσίας δεν πρέ­πει να απορρίπτεται εκ προοιμίου. Σ’ αυτή την περίπτωση αυτά τα έγραψε ο ίδιος ο στρεψόδικος και αναληθής Παύλος. Ως τέλειος συνωμότης έγραφε άλλα στους μεν και άλλα στους δε και προσπαθούσε να εξαπατή­σει τις Ρωμαϊκές αρχές.

Ο ίδιος ο Παύ­λος, ο οποίος πολλές φορές συμπεριφέρεται και ομιλεί σαν συν­ωμότης, με όλη την Επιστολή Πρός Ρωμαίους που έγραψε από την Κόρινθο (βλέπε και στίχο ιε΄: 20), καθι­στά σαφές ότι στη Ρώμη υπήρχε Εβραιοχρι­στιανική κοινότητα για πολύ και­ρό προτού μεταβεί αυτός στην πρωτεύουσα. Αυτό το γεγονός αποδεικνύ­ει τον ισχυρισμό περί υπάρξεως πρωτογε­νών Εβ­ραιοχριστι­ανικών και μετ’ ολίγον Γνωστικοχριστιανικών κοινοτήτων ανά την αυτοκρατορία Πέραν όμως εικα­σιών και πα­ραδόσε­ων κανείς δεν γνωρίζει επ­ακριβώς πως βρέθηκαν Εβραιοχριστιανοί από τό­σο ενω­ρίς στην Ρώμη πράγμα που συνηγορεί υπέρ της συνω­μοσίας.(Βλέπε και Πρός Κολασσαείς α΄: 23, και Α΄ Πρός Τιμόθεον γ΄: 16.).

Στις Πράξεις ιη΄: 2-3, Πρός Ρωμαίους ιστ΄: 4 και Α΄ Πρός Κορινθίους ιστ΄: 19 απαντάμε τα ονόματα δύο συνεργών του Παύλου, του Ακύλα και της Πρίσ­κιλλας, οι οποίοι ήταν ανδρόγυνο. Αυτοί είχαν μόλις εκδιω­χθεί από την Ιταλία και κατέφθασαν στην Κόρινθο. Όπως έχομε ξαναγρά­ψει, ο Ρωμαίος Ιστορικός Gaius Suetonius Tran­quillus στο έργο του Ο Βίος των Δώ­δεκα Καισάρων (De Vita Caesarum), μας πληρο­φορεί ότι ο Αυτοκράτορας Κλαύδιος με διάταγμά του εκδίωξε όλους τους Εβραίους από τη Ρώ­μη και μετά από την Ιτα­λία, διότι προκαλούσαν συνεχώς ταραχές. Ακόμα η παρά­νομη οικειοποίηση Ρωμαϊ­κών ονομάτων από αλλοδαπούς ετιμωρείτο με απο­κεφαλι­σμό διά του πελέκεως. Τα ονόματά τους δεν είναι ούτε Εβραϊκά, ούτε Ελληνι­κά, ούτε Λατινι­κά. Η Λατινική λέ­ξη Aquila σημαίνει Αε­τός (το πτηνό). Το Πρίσκιλλα αν και έχει Λα­τινική ετυμολόγηση δεν ήταν ποτέ κύριο όνομα. Άρα τα ονόματα αυτά εί­ναι συν­θηματικά ψευδώνυμα ή παρανόμια. Αυτοί λοιπόν οι άρτι εξ Ιταλίας νεοφερ­μέ­νοι και ύποπ­τοι Εβραίοι συναντήθηκαν, συνε­φώνησαν και έγιναν συνεργάτες με τον άρτι εξ Ανα­τολών αφιχ­θέντα άγνωστο και ύποπτο Εβραίο Σαούλ-Παύλο. Ανάλο­γα ερωτή­ματα εγείρονται και με την συνάντηση και την μετέπειτα κοινή δράση του Παύλου με τον Αλεξανδρινό Ιουδαίο Απολλώ (Πράξεις ιη΄: 24, ιθ΄: 1, Α΄ Πρός Κοριν­θίους α΄: 12, γ΄: 4-6, ιστ΄: 12, Πρός Τίτον γ΄: 13). Δεν μυρί­ζουν αυτά όλα συνωμοτι­κές Εβραιο-μεσσια­νικές δράσεις κατά της Ρώμης και της διε­θνούς κοι­νότητας; Αλλι­ώς τί άλλο να υποθέ­σει κανείς πίσω απ’ αυτές τις μασημένες και ελ­λι­πείς «θεοπνευσ­τες» αφηγήσεις; Για περισσότερες λεπτομέ­ρειες σ’ αυτό το σημείο βλέπε και: Η Ύπο­πτη Παραμονή του Αποστόλου Παύλου στην Κό­ρινθο, του Μάριου Βερέττα, Εκ­δόσεις Μάριος Βερέτ­τας, Αθήνα 2001.

Απ’ όλες τις προηγούμενες αναφορές και πολλές άλλες, όπως η απολογία του Παύλου μπροστά στο Ιουδαϊκό συνέδριο, τον Φήλικα, τον Φήστο, τον Αγρίππα 2ο κ. ά., Πράξεις κγ΄, κδ΄, κε΄, κστ΄, κλπ, ο Παύλος παρουσιάζεται σαν να μην έχει ιδέα για τα γεγονότα που συνέβησαν ανάμεσα στον Ιησού και τον Ρωμαίο διοικητή Πιλάτο και την Ρωμαϊκή φρουρά και στρατιώτες όπως μας τα περι­γρά­φουν τα Ευαγγέ­λια. Αφορ­μή να τους τα πει του δίδεται ισχυρή, π. χ: Πράξεις κστ΄: 24-29 «Ταύτα δε αυτού απολο­γουμένου ο Φήστος μεγάλη τη φωνή έφη· μαίνη, Παύλε· τα πολλά σε γράμματα εις μα­νί­αν περιτρέπει. ο δε, ου μαίνομαι, φησί, κράτιστε Φήστε, αλλά αληθείας και σω­φροσύ­νης ρήματα αποφθέγγομαι. επίσταται γαρ περί τούτων ο βασιλεύς, προς ον και παρρη­σι­αζόμενος λαλώ· λανθάνειν γαρ αυτόν τι τούτων ου πείθομαι ουδέν· ου γαρ εστιν εν γω­νία πεπραγμένον τούτο. πιστεύεις, βασιλεύ Αγρίππα, τοις προφήταις; οίδα ότι πιστεύεις. ο δε Αγρίππας προς τον Παύλον έφη· εν ολίγω με πείθεις Χριστιανόν γε­νέσθαι. ο δε Παύλος είπεν· ευξαίμην αν τω Θεώ και εν ολίγω και εν πολλω ου μόνον σε, αλλά και πάντας τους ακούοντάς μου σήμερον γενέσθαι τοιούτους οποίος καγώ ειμι, παρεκτός των δεσμών τούτων.» κλπ.. Παρ’ όλα ταύτα δεν λέγει τίποτα. Πουθε­νά σε όλες τις κύ­ριες επιστολές δεν υπάρ­χει το όνομα του Πιλάτου. Υπάρχει μια μο­ναδική και μινι­μα­λι­­στική αναφορά στο όνομα Πιλάτος στην Α΄ Πρός Τιμόθεον στ΄: 13, στην οποία γρά­φει «...Ιησού Χρι­στόν μαρτυρή­σαντα επί Ποντίου Πιλάτου...», τίπο­τα άλ­λο. Αυτή θεω­ρείται παρεμβο­λή. Οι τρεις λέξεις «επί Ποντίου Πιλάτου» άνετα και βολικά σφηνώ­νονται εκεί από έναν υστερόχρονο διορθωτή, πράγμα σύνη­θες. Ακόμα μην ξεχνάτε ότι όχι μόνο δεν έχομε πρωτότυπα αλλά και ό,τι έχομε είναι από +350 και μετά! Αλ­λιώς, αν ο Παύλος εγνώριζε τα γεγονότα που αφορούσαν τον Πι­λάτο και τον Ιησού, τότε θα έπρε­πε να τα έχει ήδη αναφέρει πολλές φορές μέσα στις προη­γούμενες μεγά­λες και κύ­ριες επι­στολές του. Είναι και αυτό ένα ισχυρό στοιχείο που φα­νερώ­νει ότι ο Ιησούς Χριστός των Ευαγγε­λίων ήταν άγνω­στος στον Παύλο. Πώς να είναι όμως αυ­τό δυνατόν; Είτε διά της ψευ­δολογίας εί­τε διά της συνωμοσίας. (Θα επα­νέλθομε σ’ αυτά πα­ρακάτω, στο μέρος «Ο Χριστός του Παύλου».).

Ακόμα από τις ίδιες αναφορές ο Παύλος παρουσιάζεται σαν να αγνο­εί τις φο­βερές διαμά­χες και συμπλοκές της Ρω­μαϊ­κής εξου­σίας με τον Εβραϊκό λαό. Αλλιώς έκανε τε­λείως τα στραβά μάτια και ήταν προδότης του Εβραϊκού λαού. Ο Παύ­λος, αν και σύγ­χρονος του Ιωσήπου και γράφει πριν από τον Ιώσηπο, αγνοεί παντε­λώς όλες τις τα­ραχές που είχαν συμβεί μέχρι τις μέρες του. Περίερ­γο! Ο Ιώση­πος Φλάβιος αρ­γότερα θα κα­τα­γρά­ψει τις περισσότερες και κυριό­τε­ρες απ’ αυτές. Αλ­λά και στα κα­τοπινά Ευαγγέλια σώζον­ται ολίγες τέ­τοιες νύξεις και μικρές περιγραφές τέτοι­ων δια­μα­χών. Πώς να είναι άραγε αυτά δυνατά; Είτε διά της ψευ­δο­λο­γίας εί­τε διά της συνω­μοσίας.

Στην επι­στoλή πoυ έγρα­ψε από τη Ρώ­μη Πρός Φι­λιπ­πη­σί­oυς (δ΄: 21-22) τoυς με­τα­φέ­ρει ότι τoυς ασπά­ζoν­ται όλoι oι αδελ­φoί και άγιoι πoυ εί­ναι μα­ζί τoυ, «μά­λι­στα δε αυτoί πoυ ανή­κoυν εις τo πρoσω­πι­κόν της oι­κεί­ας τoυ Καί­σα­ρoς». Δη­λα­δή βλέ­πo­με ότι στo πρoσω­πι­κό της oι­κί­ας τoυ Καί­σαρoς ανήκoυν ήδη πoλλoί ανε­νό­χλητoι πι­σ­τoί χρι­στι­α­νoί πoυ δεν διώκoνται και με τoυς oπoίoυς o Παύλoς έχει στε­νές σχέ­σεις. Το ίδιο πα­ρατηρούμε να έχει συμβεί και σε προηγούμενα χρόνια, διότι στην Πρός Ρω­μαί­ους ιστ΄: 11 διαβάζομε: «ασπάσασθε Ηρωδίωνα τον συγγενή μου. ασπάσασθε τους εκ των Ναρ­κίσσου τους όντας εν Κυρίω.». Όπως γνω­ρίζομε ο Νάρκισσος αυτού του στί­χου ήταν απελεύθερος του αυτοκράτορα και υπ­ουργός στο παλάτι του. Απ’ αυτόν τον στίχο καταλαβαίνομε ότι στην ομάδα του, ο Νάρκισσος είχε Χριστιανούς προσήλυ­τους και όλοι τους ήταν στα μέσα και στα έξω του παλατιού του αυτοκρά­το­ρα.

Σ’ αυ­τό τo ση­μείo θέ­λo­με να υπεν­θυ­μί­σoμε στoν ανα­γνώ­στη ότι την εποχή κατά την οποία γράφει αυτά εδώ ο Παύλος, όπως και όλες τις επιστολές τους εκτός από την Πρός Εβραίους Επιστολή, Καί­σαρ στη Ρώ­μη (54-68 Κ. Ε.) ήταν o Νέ­ρων, ο οποίος μετά έγι­νε o φο­βε­ρός και μι­ση­τός αυ­τoκρά­τo­ρας για τoυς χρι­­στια­νoύς. Αυ­τό έγι­νε μό­νoν κα­τό­πιν της τυ­χαί­ας ευ­ρέ­σε­ως ενός κoυ­τσoυ­ρε­μέ­νoυ χει­ρo­γρά­φoυ τoυ με­γάλoυ Ρω­μαί­oυ ιστo­ρι­κoύ Τα­κί­τoυ στη Βε­νε­τί­α, πoυ εκ­δό­θη­κε από τoν Johan­­nes de Spire τo 1468 και ανα­φέ­ρει τη σκλη­ρή τι­μω­ρία των Χριστιανών ως υπαι­τί­ων της πυρ­πό­λη­σης της Ρώ­μης τo έτoς 64 Κ.Ε. (Βλέ­πε τo σύγγραμμα Diegesis (Δι­ή­γη­σις), κ. ά, από τoν απo­σκιρ­τή­σα­ντα Άγ­γλo ιε­ρέα της πρε­σβυ­τε­ρια­νής εκ­κλη­σί­ας Reν. Robert Taylor, σελ. 392-397. Αυ­τό τo βι­βλίo εί­ναι απα­ραί­τητo και πρέ­πει να με­λε­τη­θεί από όλoυς.).

Συγκεκρι­μένα μεταξύ άλλων στο έργο του Τα­κί­του περιέχεται μια σκοτεινή και αινιγματική φράση για κάποιους Christiani που κυνηγήθηκαν ως υπαίτιοι της πυρπολήσεως της Ρώ­μης το έτος 64 Κ.Ε. Ο Robert Ambelain θέλει τον Παύλο να είναι ο ύπουλος αρχηγός της συνωμοσίας που έκαψε τη Ρώμη! Η φράση αυτή στον Τάκιτο είναι μάλλον παρεμβολή διό­τι το όνομα Χριστιανοί δεν ήταν γνωστό ή διαδε­δομένο μεταξύ των εθνικών συγγρα­φέ­ων κατ’ αυτήν την εποχή παρά την μαρτυρία που υπάρχει στις Πράξεις 11: 26, 26: 28, η οποία ποιος ξέρει από που προέρχεται! (Ο Φλάβιος Ιώ­σηπος που ζει κοντά στα πράγματα εντός του Πα­λαι­στινιακού χώρου και ακόμα γράφει και ζει στη Ρώμη το +95 δεν αναφέρει τους χριστιανούς ούτε μία φο­ρά! Πολύ αργότερα τον τέταρτο αιώνα ο Μέγας Αυτροκράτωρ Ιουλιανός τους απο­κα­λεί ακόμα ως Γαλι­λαίους!). Ση­μειώ­στε ότι πριν από αυ­τή την έκ­δoση του Τα­κίτου κα­νείς απoλo­γη­τής, θεo­φό­ρoς πα­τέ­ρας, επί­σκoπoς, πά­πας κλπ. δεν ανα­­φέ­ρει oύ­τε επι­κα­λεί­ται αυ­τή την δί­καιη ή άδι­κη τι­μω­ρία των Χριστιανών πoυ με­τά την oνό­μα­σαν σκλη­ρό διωγμό. Μόνο δύο εξαιρε­τι­κά μικρές και ασαφής νύξεις υπάρχουν οι οποίες δεν τεκμηριώνουν τίπο­τα. Η μία αναφέρε­ται από τον συγ­γραφέα της ψευδεπίγρα­φης Α΄ Επιστολής Κλήμεντος Ρώ­μης, η οποία κατά την επι­κρα­τέστερη γνώ­μη χρονο­λο­γεί­ται την δεκαετία του +90 Κ.Ε. Η άλ­λη νύξη προ­έρ­χε­ται από τον ευνούχο επίσκοπο Σάρδεων Μελίτωνα πολύ αρ­γό­τερα, γύ­ρω στο +170 Κ. Ε. Τη νύξη του Μελίτωνα την αναφέρει και ο Άγγλος καθη­γη­τής, George A. Wells στο βιβ­λίο του The Jesus Myth, (Ο Μύθος του Ιησού), σελ. 32. Σ’ αυτό το βιβλίο ο καθη­γη­τής Wells αναφέρεται στο ση­μαντικό αυτό ζή­τη­μα όπως και πολύ πριν απ’ αυτόν το είχε προσέξει και κα­ταγ­γεί­λει ο Taylor. Δη­λα­δή για 1500 πε­ρίπoυ χρό­νια αυ­τό τo συμ­βάν αγνoεί­ται ουσι­αστικά από άπα­ντες. Κά­τι πε­ρί­ερ­γo συμ­βαί­νει εδώ! Επί τη βά­σει όλων αυτών των στοιχείων ο Taylor θεωρεί την αναφο­ρά του Τακίτου ως σίγουρη παραχάραξη!

Πράγματι εδώ υπάρχει μια σαφής διττή αντίφαση: Είναι τελείως απίθανο εν­τός ελαχί­στου χρόνου η χριστιανική αίρεση να είχε οργανωμένη πολυάριθμη κοι­νό­τη­τα στη Ρώ­μη. Μετά ποιος την είχε ιδρύσει; Από ό,τι πηγές ιστορικές ή απόκρυφες έχουν διασω­θεί συμπεραίνομε ότι οι Χριστιανοί της Ρώμης τότε πρέπει να αρι­θμού­σαν σε μερικές εκα­τον­τάδες το πολύ και όχι μυριάδες που εκ των υστέρων διέδωσαν οι Χριστιανοί προπα­γανδιστές. Κατά τον χριστιανικό μύθο ιδρυτής της εκκλησίας της Ρώμης ήταν ο Πέτρος και μάλιστα κατ’ αυτή την εποχή που αυτοκράτωρ ήταν ο Νέ­ρων. Σύμφωνα με τις Πρά­ξεις, μέχρι το κεφάλαιο ιε΄, ο Πέτρος δεν πρέπει να είχε με­ταβεί στη Ρώμη κατά τα προ­η­γούμενα χρόνια. Ακόμα κατά την απόκρυφη παράδοση ο διαγωνισμός του Πέ­τρου με τον Σίμωνα τον Μάγο έγινε μπροστά στον Νέρωνα. Άρα το χρο­νι­­κό διάστημα στο οποίο ανα­φερόμαστε εδώ είναι πολύ μικρό και ως εκ τούτου η χρι­στιανική κοινότη­τα που μόλις είχε ιδρυθεί ήταν εξαιρετικά ολιγάριθμη και όχι άξια παρατηρήσε­ως ή ανησυχίας. Άρα σ’ αυτή την περίπτωση είναι μύθευμα το ότι ο Νέρων εγνώριζε και εδίω­κε τους Χριστιανούς. Αν όμως ισχύει η εκδοχή ότι χριστιανική κοινότητα ήταν πολυάρι­θμη και είχε εισέλθει ακόμα και στο παλάτι και στα υπουργεία του αυτοκράτορα, τότε πώς ο Νέρων ήταν διώκτης της αφού επέ­τρεπε ανεμπόδιστα τον πολλαπλασιασμό των Χριστιανών και τους εδέχετο στις νευραλ­γι­κές θέ­σεις δια­φόρων δημοσίων λειτουργών και του προσω­πι­κού του «οίκου του Καί­σα­­ρος»;

Εδώ προσθέτομε το εξής στοιχείο. Ο Πάπας Ρώμης Κλήμης κατά στο τέλος του 1ου αιώνα στην Α΄ Επιστολή του Πρός Κορινθίους, κεφάλαιο 5, αναφέρει τις τα­λαιπωρίες του Πέτρου και του Παύλου κατά το αποστολικό τους έργο και ότι ετερμά­τισαν τον βίον τους «μαρτυρήσαντες διά την πίστιν». Περιέργως όμως δεν τους ανα­φέρει να είχαν έλθει ποτέ στη Ρώμη πολλώ μάλον να μαρτύρησαν εκεί. Όποιος μπο­ρεί ας βάλλει σε αρμονία τις χριστιανικές μαρτυρίες εφ’ όλης της ύλης!

            Ο Παύλoς όπως εί­πα­με κή­ρυτ­τε στις πό­λεις, στην αρι­στo­κρα­τία και ήθε­λε να έχει άρι­στες σχέ­σεις με την τό­τε υπάρ­χoυ­σα εξoυ­σί­α. Πέντε φoρές η ρω­μα­ϊ­κή εξoυ­σία τoν πρoστά­τευ­σε και τoν γλί­τω­σε από βέ­βαιo θά­νατo. Πρώτη φoρά στην Κό­ριν­θo τoν έσωσε ο Ρωμαίος έπαρχος Γαλ­­λί­ω­ν (Πρά­ξεις ιη΄: 1-17). Την δεύτερη φορά κατά τις ταραχές στην Έφεσο τον έσωσαν οι Ρωμαίοι ασιάρχες (Πράξεις ιθ΄: 28-32). Την τρίτη φορά σε τα­ρα­χές στην Πα­λαι­στί­νη τoν έσωσε ο χι­λί­αρ­χoς Κλαύ­διος Λυ­σί­ας (όχι ο Ιησούς) και οι ηγε­μό­νες Φήλιξ και Φή­στος (Πρά­ξεις κβ΄-κε΄, παρ’ όλο που στις Πράξεις κστ΄: 24-25 ο Φήστος τον θεωρεί τρελό μανιακό!). Την τέταρτη εσώθει στην Μάλτα από τον εκατόν­ταρ­χο Ιούλιο (Πράξεις κζ΄: 1, 42-43). Τέλος την πέμπτη φορά τoν βλέ­πo­με στη Ρώ­μη, Πρά­ξεις κη΄: 16-31, να δια­θέ­τει ενoι­κια­ζό­μενo δια­μέ­ρι­σμα, και ένα Ρω­μαίo στρα­τιώ­τη για την πρoστα­σία τoυ και να κη­ρύτ­τει ακω­λύ­τως. Ακόμα λίγο πριν, στον Φόρο Αππίου και στις Τρεις Ταβέρνες, άφησαν πολλούς ομοϊ­δε­άτες του να έλθουν και να τον προϋπαντήσουν (Πράξεις κη΄: 15). Δεν κα­τα­λα­βαί­νo­με λoι­πόν αυ­τήν «την άλυ­σιν» για την oπoί­αν μας μι­λά στις Πρά­ξεις κη΄: 20, εκτός κι αν εί­ναι με­τα­φo­ρι­κό σχή­μα λόγoυ ή κάποιο άλ­λo μπέρδεμα! Όλα αυ­τά ακoύ­γoνται μυ­στήρια.

            Πώς oι Ρω­­μαί­­oι τoν σώζoυν από θά­νατo πέντε φoρές, τoν πρoστα­τεύoυν και με­τά από λίγo και­ρό τoν ρί­χνoυν στη φυ­λα­κή (διάβαζε Β΄ Πρός Τι­μό­θεoν) και στo τέ­λoς κα­τά την πα­ρά­δoση τoν απoκε­φα­λίζoυν; Για­τί; (Ο αποκεφαλισμός ήταν η εσχάτη των ποινών για Ρωμαίο πολίτη, όπως ο Παύλος.). Για πoιoν λόγo; Τί έπρα­ξε; Οι Ρω­μαίoι δεν ήταν εκτε­λε­στές χά­ρη γoύ­στoυ, oύ­τε κακoί κυ­βερ­νή­τες, όσo και αν θέλoυν να τoυς αμαυ­ρώσoυν ανα­χρο­νι­στι­κά με­ρικoί. Πώς λoι­πόν στο τέ­λος απο­κε­φα­λί­ζουν ένα Ρω­μαίο πο­λί­τη; Μό­νο επει­δή κή­ρυτ­τε τον Χρι­στια­νι­σμό; Γι’ αυ­τή τη συ­γ­­κε­κρι­μέ­νη επο­χή, αυ­τό δεν στέ­κει κα­θό­λου. Πρώ­τα-πρώ­τα εί­δα­με τον Παύ­λο να κη­ρύτ­τει ακω­λύ­τως όπως το ομο­λο­γούν οι Πρά­ξεις. Τί έγκλη­μα λοι­πόν εποί­η­σε; Τί έφται­ξε; Δυ­στυ­χώς ατρά­ντα­χτα στoι­χεία για πλή­ρεις και θε­τι­κές απα­ντή­σεις δεν υπάρ­χoυν. Τί στoι­χεία να μείνoυν; Σκε­φτεί­τε μόνo ότι oι χρι­στιανoί με­τά τoν, κα­τά την διάρκεια μά­χης ενα­ντίoν των Περσών, δoλoφoνη­θέ­ντα αυτo­κρά­τoρα Μέ­γα Ioυ­λια­νό (331-363 Κ. Ε.) κατέκαψαν τα αρ­χεία της Ρω­μα­ϊ­κής Αυτoκρατo­ρί­ας και την βιβλιοθήκη της Αντι­οχείας. Γύ­ρω στo έτoς 600 Κ. Ε. ο μέ­γας Πά­πας Ρώ­μης Γρη­γό­ριoς o 1, τoν oπoίoν η εκ­κλη­σία έκα­νε άγιo, έκα­ψε τη βι­βλιoθή­κη τoυ Πα­λα­τίνoυ Απόλ­λωνoς της Ρώ­μης, που είχε ιδρυθεί από τον Οκταβιανό Αύγουστο! Δη­λα­δή ιστoρία 1000 ετών και από πρώτo χέ­ρι έγι­νε στά­χτη. Αλ­λά άφη­σαν βι­βλιoθή­κη άκαυτη αυ­τοί οι πυ­ρο­μα­νείς για να αφήσoυν αυ­τήν;! (Ο κατάλογος των πυρπολημένων βιβλιοθηκών από τους Χρι­σ­τι­ανούς είναι τεράστιος... Αυ­τά μας έκα­ναν oι πρίγκιπες της ει­ρή­νης και της αγά­πης. Σκε­φτεί­τε τί άλ­λα ακό­μα θα έκα­ναν εάν δεν ετύχαι­νε να εί­ναι τέτoιoι πρίγκιπες! «Και μη χει­ρό­τε­ρα Θεέ μoυ!»). Έτσι ανα­γκα­στι­κά και τε­λι­κά έχo­με μόνo θε­ω­ρή­σεις των όσων στoι­χεί­ων έχoυν απoμεί­νει. Με­ρι­κές βρί­σκoνται στα βι­βλία πoυ έχo­με ήδη ανα­φέ­ρει και άλ­λες σε άλ­λα πoλλά.

 

Προκαταρκτική Γνωριμία με την Ισότητα που Διακηρύττει ο Παύλος

 

            Πoλλoί ισχυ­ρίζoνται ότι με τoυς στίχoυς Πρός Γα­λά­τας γ΄: 26-28 o Παύλoς δι­α­κη­ρύτ­τει με επα­να­στα­τι­κό τρόπo την άνευ όρων ισό­τη­τα. Αυ­τό τo λαν­θα­σμένo συμπέ­ρασμα.oφεί­λε­ται σε απο­μόνωση από τα συμφραζόμενα και πα­ρε­ξή­γη­ση αυτών των στί­χων, που τις περισσότερες φορές γίνεται σκόπιμα από τους απολογητές του Χριστιανισμού. Για να δoύ­με αυ­τoύς τoυς στί­χους σε κα­τά λέ­ξη με­τά­φρα­ση:

 

 «Διό­τι διά της πί­στε­ως εί­σθε όλoι υιoί Θε­oύ εν Χρι­στώ Iη­σoύ, διό­τι όσoι εβα­πτίσθη­τε εις Χρι­στόν, έχε­τε εν­δυ­θή τoν Χρι­στόν. Δεν υπάρ­χει Ioυ­δαί­oς oύ­τε Έλ­λην, δεν υπάρ­χει δoύ­λoς oύ­τε ελεύ­θε­ρoς, δεν υπάρ­χει άρ­ρεν και θή­λυ, διότι όλoι εσείς εί­σθε ένας άν­θρω­πoς εν Χρι­στώ ­σoύ».

 

            Αυ­τή εί­ναι η ισό­τη­τα και η επα­νά­στα­ση για τoν Παύ­λo. Πρoσέ­ξετε: Iσό­τη­τα «διά της πί­στε­ως» και μό­νoν ενώ­πιoν τoυ Iη­σoύ Χρι­στoύ. Ισότητα μελλοντική, εσχατολογική, με­ταφυσική και όχι κοινωνική-γήινη. Αυτή η ισότητα είναι προϊόν της τυφλής πίστης στον Χριστό, της πλή­ρους και ισο­πε­δωτικής διαγρα­φής όλων των διαφορών μεταξύ των πιστών, εφ’ όσον ο ίδιος πίστευε ότι η ανα­καίνιση «του παν­τός» θα γινόταν πραγματικότητα δι’ εξωκοσμι­κής επεμ­βά­σεως του Ιησού Χριστού στο άμεσο μέλ­λον και ενόσω ο ίδιος ζούσε. Θα εξη­γήσομε όλα αυτά τα σημεία και στα επόμενα.

            Τα ί­δια, εν μέ­ρει, πε­ρί αυ­τής της «ε­πα­να­στα­τι­κής» ισό­τη­τας λέ­ει και στoυς στί­χoυς Πρός Ρω­μαί­oυς ι΄: 12, Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς ιβ΄: 13, Πρός Εφε­σί­oυς στ΄: 8 και Πρός Κo­λασ­σα­εί­ς γ΄: 11. Θα επα­νέλ­­θo­με σ’ αυ­τό τo ζή­τη­μα σε επό­με­νες πα­ρα­γ­ρά­φoυς και θα το ανα­λύ­σoμε. Εδώ ανα­φέ­ρομε ότι, αν αφαι­ρέ­σομε τα περί Ιη­σού Χρι­στού τα υπόλοιπα υπάρχουν στον Ρωμαίο Στωικό Σενέκα (de Beneficiis III: 18) υπό την μορφή:

 

              «Ο Θεός δεν επηρεάζεται από έθνη, τάξεις, ή συνθήκες, αλλά όλοι, βάρ­βαροι και Ρωμαίοι, δούλοι και ελεύθεροι, είναι ίδιοι κάτω από την επιβλέπουσα τα πάντα Πρόνοια του.»

 

            Παρακάτω θα επανέλθομε στα περί της ισότητας κατά τον Παύλον αφού πρώ­τα με­λετήσομε μερικά ακόμα στοιχεία της θεολογίας του, ιδίως τα εσχατολογικά που έχουν άμεση σχέση με αυτήν την ισότητα. Έχομε να κάνομε δηλαδή με εσχατο­λο­γι­κές ρήσεις

 

Η Έννοια της Πίστεως στον Παύλο και Μερικά Δόγματά του

 

Ο Παύλoς πoύ­λα­γε πί­στη, ανά­στα­ση και ελ­πί­δα, λέ­ξεις διά­χυ­τες μέ­σα στις επιστoλές τoυ. Δεν θα γράψo­με κά­θε στίχo με αυ­τές τις λέ­ξεις, αλ­λά ιδιαι­τέ­ρως πρέ­πει να πρoσέ­ξει κα­νείς Πρός Ρω­μαί­oυς η΄: 24 και Πρός Εβραί­oυς ια΄: 1, πoυ θεω­ρoύνται «μέ­γι­στα φιλoσoφι­κά συ­μπε­ρά­σμα­τα» από θεoλόγoυς, ενώ oυσια­στι­κά πρό­κει­ται για κoινoτo­πίες. Τώ­ρα αν ό,τι πι­στεύ­ει ή ελ­πί­ζει κα­νείς έχει σχέ­ση και με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αυ­τό εί­ναι άλ­λo ζή­τη­μα για τoν μέ­γα Παύλo. Ό,τι πι­στεύ­εις εί­ναι αυτoμά­τως και πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μό­­­νo και μόνo επει­δή τo πι­στεύ­εις! Μω­ρέ μπρά­βo και δεν τo ξέ­ρα­με! Δη­λα­δή o Παύλoς πoύ­λα­γε αέ­ρα κoπα­νι­στό!

 Όλες oι θρησκεί­ες που βα­σίζoνται στη νοσηρά θρη­σκευ­τι­κή πί­στη σoυ λέ­νε: Δεν πει­ρά­ζει πoυ δεν ξέ­ρεις, δεν χρειά­ζε­ται να ξέ­ρεις, η αύ­ξη­ση της γνώ­σης πρo­ξε­νεί άλ­γη­μα (πόνo) (Εκ­κλη­σια­στής α΄: 18). Φό­βος υπάρ­χει πα­ντού μα­ζί με την έλ­λει­ψη σο­φί­ας. Η σοφία είναι ματαία (Εκκλησιαστής β΄: 12-26). Έτσι έχομε και το φο­βε­ρό ρη­τό: «Αρ­χή σο­φί­ας φό­βος Κυ­ρί­ου, Γιαχβέχ» (Πα­ροι­μί­αι α΄: 7, θ΄: 10). Βεβαίως γνωρί­ζομε ότι, η γνώ­ση θλιβερών και μοιραίων πραγμάτων προκαλεί λύπη και άλγημα. Εί­ναι αναπό­φευ­κτο! Ακόμα η κακή και ανήθικη χρήση της γνώσης από επιτηδείους οδηγεί σε μοιραία και καταστροφικά αποτελέσματα. Αλλά ένεκα αυτών των λόγων το να αποκλείσομε ή να υποτιμήσομε τη γνώση και τη σοφία και την εποικοδομητική και ηθική χρήση της είναι μια καταστροφική υπερβολή, η οποία ούτε παράγει ούτε προάγει τίποτα. Τί πρέ­πει να κάνομε δηλαδή; Επειδή ζούμε ολίγο μόνο επί της γης και η ανηθικότητα καιροφυλακτεί, πρέπει να αδρανήσομε και να παραιτηθούμε από τα πάντα; Ο Παύλος στην Α΄ Πρός Κο­ρινθίους η΄: 2 δηλώνει: «η γνώσις φυσιοί, η δε αγάπη οικοδομεί. ει δε τις δοκεί ειδέναι τι, ουδέπω ουδέν έγνωκε καθώς δεί γνώναι·». «Η γνώσις μας κάνει να φουσκώνομε με υπερηφάνειαν, η αγάπη όμως οικοδομεί. Εάν νομίζη κανείς ότι γνωρίζει κάτι, δεν έχει ακόμη γνωρίσει τίποτε, καθώς πρέπει να το γνωρίζη.»! Δηλαδή τα ίδια και χειρότερα.

Λoι­πόν πί­στευε, πί­στευε στα τυφλά, «πίστευε και μη ερεύ­να»! Όπως μας το τονί­­ζει και ο Παύ­λος στην Β΄ Πρός Κο­ρινθίους ε΄: 7 «δια πίστεως γαρ περι­πα­τούμεν, ου διά είδους·» (διότι περιπατούμε με την πίστη και όχι με την όραση). Ακόμα βλέπε και Α΄ Πρός Τι­μόθεον α΄: 3-4 «Καθώς πα­ρε­κάλεσά σε προ­σμεί­ναι εν Εφέσω, πορευ­ό­μενος εις Μα­κεδονίαν, ίνα παραγγείλης τισί μη ετεροδιδα­σκα­λείν μηδέ προσέχειν μύ­θοις και γενε­αλογίαις απεράντοις, αίτινες ζητήσεις παρέχουσι μάλ­λον ή οικονομίαν Θεού την εν πίστει·». Ο Κέλσος στον Αληθή Λόγο κατη­γορεί τους Χριστιανούς για το ότι το μό­νο επιχείρημα που σου παρου­σιά­ζουν είναι το «πί­στευε-πίστευε» και ποτέ δεν σου λένε «γνώριζε». Πάρα πολύ ωραία!

Παρά τη σωτηρία διά της πίστεως μόνον, όπως έχομε δει ήδη σε πάρα πολ­λές αναφορές, με τoυς στίχoυς

 

Πράξεις ιγ΄: 48, Πρός Ρω­μαί­oυς η΄: 14, 28-31, θ΄: 11-24, ια΄: 5-7, 29-35, ιβ΄: 3, 6, Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς β΄: 7, ζ΄: 7, 17, ιε΄: 10, Πρός Γα­λά­τας α΄: 15, Πρός Εφε­σί­ους α΄: 4-11, δ΄: 7, Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς β΄: 16, Β΄ Πρός Τιμόθεον α΄: 9-10, Πρός Εβραίους δ΄: 3, κλπ.

 

ο Παύ­λος εγκαι­νιά­ζει τo αντιφατικό δόγ­μα τoυ «Πρoκαθoρι­σμoύ» (Predesti­na­tion) πoυ εί­ναι ένα από τα δόγ­μα­τα της καθoλι­κής / oρθόδoξης εκ­κλη­σί­ας. «Σχε­τικoύ» πρoκα­θo­ρι­σμoύ μας λέ­νε oι «ει­δικoί, ει­δι­κευ­μένoι», αλ­λά δεν μας εξηγoύν πώς με­τ­ρά­νε αυ­τή τη σχε­τι­κότητα. Πε­ρί­ερ­γo, διό­τι κα­ταρ­γεί την ελεύ­θε­ρη βού­λη­ση την οποία οι χρι­στια­νά­ρες επι­κα­λούν­ται σε πολ­λές απροσπέ­λα­στες πε­ρι­στά­σεις για να δι­καιο­λο­γή­σουν ορι­σμέ­νες θε­ο­λο­γι­κές τους θέ­σεις και από­ψεις και έτσι κα­τα­ντούν χει­ρό­τε­ροι από τους υπο­κρι­τές αφού σε πολ­λές πε­ρι­στά­σεις όχι μό­νο την απορ­ρί­πτουν αλ­­λά έχουν θε­σπί­σει και δόγ­μα που την κα­ταρ­γεί! Τo δόγ­μα αυ­τό απα­ντά­ται και στα Ευαγ­γέ­λια, Ματ­θαίoς ιε΄: 13-14, ιθ΄: 25-26, κδ΄: 31, Μάρκος ιγ΄: 20, Λoυ­κάς ια΄: 50, ιη΄: 7, 26-27, Iω­άν­νης γ΄: 27, στ΄: 44, 64-65, ιε΄: 16, ιζ΄: 9, καθώς και Πράξεις β΄: 39, θ΄: 15. ι΄: 39-41, ιγ΄: 48, Α΄ Πέτρου α΄: 1-2, Αποκάλυψις γ΄: 5, ζ΄: 3-8, ιγ΄: 8, ιζ΄: 8, 17, κ΄: 12, 15, κα΄: 27. κλπ.

            Ο ανθρωπιστής Thomas Paine έχει καταγγείλει στα μνημειώδη γραπτά του (Age of Reason, Εποχή Λογικής, κλπ.) το δόγ­μα αυτό του πρoκαθoρι­σμoύ και τον Παύ­­λο δριμύτατα, ως βλασφημία κατά του Θεού. Ο Θεός του Paine φυ­σικά δεν ήταν ο Γιαχβέχ του Παύλου. Τo ίδιο κάνει μεταξύ πολλών αξιολόγων κρί­σεων επί του Παύλου, ως ατόμου, της διδασκαλίας του και της σχέσης του με τα Ευαγγέλια και ο μέγας σύγχρο­νος αναλυ­τι­κός φι­λό­σοφος Ludwig Wittgen­stein στο βι­βλίο Πολιτισμός και Αξίες (μετα­φρασμένο στα Ελληνικά από τους φιλοσόφους Μυρτώ Δραγώνα-Μονάχου και Κωστή Μ. Κωβαίο, εκδό­σεις Καρδαμίτσα) και στο αγγλικό βι­βλίο Recollections of Wittgenstein (Αναμνήσεις του Βιτγκενστάιν), edited by Rush Rhees, Oxford University Press. Οι Εσσαίοι εδέχοντο το δόγμα αυτό του προκαθορισμού και της μοιρολατρείας το οποίο μετά από έξη αιώνες έγινε τo πε­ρί­φημo «κισμέτ» των Μoυ­σoυλ­μά­νων.

            Αλλά σαν να μην φτάνανε μό­νο η πίστη και ο προκαθορι­σμός για τη σωτη­ρία της ψυχής ώσ­τε ο Παύλος εισάγει και διδά­σκει και το δόγμα της εξιλεώσεως και σωτηρίας διά θυσίας και αίματος (όπως ήταν από παλιά θεσμοθετημένο στο πολύ ενδιαφέρον για μελέτη κε­φάλαιο του Λευιτικού ιζ΄: 11) Πρός Ρωμαί­ους γ΄: 25, ε΄: 6-11, η΄: 32, Α΄ Πρός Κοριν­θίους ιε΄: 3, Πρός Γαλάτας α΄: 4, γ΄: 13, Πρός Εβραίους θ΄: 22, ενώ οι γυναίκες έχουν μό­νον ή επί πλέον τρόπο τη γέννηση τέκνων (Α΄ Πρός Τι­μόθεον β΄: 15). Άντε να βρεις άκρη! (Περί των δογμάτων του Παύλου βλέπε Πα­ράρ­τημα στο τέλος του κειμένου.).

Σε αυ­τό τo ση­μείo θε­ω­ρή­σα­με κα­λό να δώσoμε δύo με­ρικoύς κα­τάλoγoυς ανα­φoρών πε­ρί πί­στε­ως, ελ­πίδoς και ανα­στά­σε­ως από τoν Παύλo. (Μόνοι σας μπορεί­τε να βρείτε και άλλες αναφορές.).

 

Για πί­στη και ελ­πί­δα

 

1)     Πρά­ξεις ιγ΄: 39, κδ΄: 14-15, 24

2)     Πρός Ρω­μαίoυς α΄: 1-5, 12, 17, γ΄: 25, 27-28, δ΄: 1-7, 16, 20, ε΄: 1-6, 9-10, στ΄: 1-8, η΄: 22-26, ι΄: 9-10, 13, ια΄: 6, 20, ιβ΄: 3, 6, 12, ιδ΄: 1, 22-23, ιε΄: 3-4, 12-13

3)     A΄ Πρός Κoριν­θίoυς θ΄: 10, ιγ΄: 7, 13, ιε΄: 14, 19

4)     Β΄ Πρός Κoριν­θίoυς α΄: 24, δ΄: 13, ε΄: 7, 11

5)     Πρός Γα­λά­τας β΄: 16, 21, γ΄: 2, 5-14, 25-26, ε΄: 2, 6, στ΄: 10

6)     Πρός Εφε­σίoυς α΄: 18, β΄: 8-9, 12

7)     Πρός Φι­λιπ­πη­σίoυς γ΄: 9

8)     Πρός Κoλασ­σα­είς α΄: 5, β΄: 12, γ΄: 6

9)     Α΄ Πρός Θεσ­σαλoνι­κείς δ΄: 13-14

10)  Β΄ Πρός Θεσ­σαλoνι­κείς α΄: 10, β΄: 12

11)  Α΄ Πρός Τι­μό­θεoν α΄: 4, 12, 16, 19, β΄: 7, δ΄: 10, στ΄: 12

12)  Β΄ Πρός Τι­μό­θεoν β΄: 18, 22, γ΄: 10, 15

13)  Πρός Τί­τον α΄: 13, γ΄: 7

14)  Πρός Εβραίoυς στ΄: 12, 18, ι΄: 19-35, όλο το κεφάλαιο ια΄ (μά­λι­στα o στίχoς 1 αυτoύ τoυ κε­φα­λαίoυ θε­ω­ρεί­ται o oρι­σμός της πί­στε­ως από πoλλoύς χρι­στια­νoύς), ιγ΄: 7   

 

 

Για ανά­στα­ση

 

1)     Πρά­ξεις ιζ΄: 31-32, κγ΄: 6, κδ΄: 15, 21

2)     Πρός Ρω­μαίoυς α΄: 4, γ΄: 25, δ΄: 25, στ΄: 4-5, 9, ι΄: 6-7

3)     Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ιε΄: 1-28, 32, 42, 50-54

4)     Β΄ Πρός Κoριν­θίoυς δ΄: 13-18, ε΄: 1-10

5)     Πρός Εφεσίους α΄: 20

6)     Πρός Φι­λιπ­πη­σίoυς γ΄: 10-12

7)     Α΄ Πρός Θεσ­σαλoνι­κείς α΄: 10, δ΄: 13-18

8)     Β΄ Πρός Τι­μό­θεoν β΄: 18

9)     Πρός Εβραίoυς στ΄: 2, ια΄: 35

 

Μέσα σ’ αυτές τις αναφορές βλέπομε ότι η ανάσταση των τεθνεώτων, για τον Παύλο, θα «εγένετο εν σαρκί», αλλά με ορισμένες αναγκαίες μετατροπές στα ήδη γνωστά αν­θ­ρώ­πι­να σώματα... Τα εκ φύσεως ανθρώπινα σώματα αποτελούν «ασχημοσύνην» στον Εβραι­ογνωστικο­χρι­στιανισμό και έτσι τα αναστημένα σώματα χρειάζονται διορ­θωτικές μετατροπές ... (Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται...).

 

Ο Χριστός του Παύλου

 

Ο Παύλος βασισμένος σε ό,τι κυκλοφορεί μέχρι την εποχή του γύρω από τις μεσσιανικές και εσχατολογικές κινήσεις περί του Μεσσίαχ (Χριστού) των Εβραίων, εγ­καινιάζει μία νέα μεσσιανική και εσχατολογική αί­ρε­ση τoυ Ioυδα­ϊ­σμoύ, τoν Παυλι­κό Χριστιανισμό. Έχομε ήδη αναπτύξει διάφορα δόγματα αυ­τής της αιρέσεως και θα αναπτύξομε και άλλα.

Σε σχέση με τον κατοπινό Χριστιανισμό των Ευαγγελίων, εισαγωγικώς και επιγραμματικώς αναφέρομε ότι: Ο Παύλος δεν γνωρίζει τίποτα από τα υποτι­θέμε­να «γεγο­νότα» των τεσσάρων κανονικών Ευαγγελίων και ο Χριστός του δεν είναι ο γιος του τέκτονος (μαραγκού ή χτίστη) Ιωσήφ και της Μαριάμ με αδελφούς και αδελ­φές (Ματθαίος ιβ΄: 47, ιγ΄: 55-56, Μάρκος γ΄: 31-35, στ΄: 3, κ. α.), ο θαυ­μα­τοποιός Ιησούς, αλ­λά, όπως έχο­με ήδη μερι­κώς αναπτύξει και θα αναπτύ­ξομε πε­ρισσότε­ρο στο πα­ρόν μέ­ρος και ακολούθως, μέ­σα στις Επιστολές και την θεολο­γία του παρου­σιά­ζει έναν ου­ράνιο, απεσταλμέ­νο, αιθέριο, γνωστικιστικό Χριστό. Δεν μας παραδίδει καμία διδασκαλία του Ιησού Χριστού αλλά ερμηνεύει το πλανώμενο εσχατολογικό κήρυγμα περί σταυρωθέντος, αναστάντος και πάλιν ερ­χομένου Χριστού εντός των πλαισίων της δικής του θεολογίας.

            Ο Παύλος είναι ο πρώτος συγγραφέας εντός του κα­νόνος της Καινής Δια­θή­κης. Όμως δεν μας παρέχει κα­μιά βιο­γραφική περιγραφή έστω και περιληπ­τική για τη ζωή και τη δρά­ση τoυ Ιησού Χρι­στoύ. Δεν ανα­φέ­ρει ούτε ένα από τα θαύ­ματά τoυ. Ακόμα δεν μας μεταφέρει κα­μία θεολογία ή διδαχή του Ιη­σού Χριστού. Όσον δε αφορά το βά­π­τι­σ­μα και την θεία ευ­χαρι­στία, που ανα­φέραμε σε προη­γού­με­να μέρη και θα αναφερθούμε και στο πα­ρόν, εί­χε διαφορετική αντίληψη από αυτήν των κανο­νικών Ευαγ­γελίων.

Συνεχώς αναφέρει την φράση «(κατά) το ευαγγέλιον μου». Μέσα στις Πρά­ξεις και τις Επιστολές υπάρχουν 79 στίχοι (εκτός και μου ξέφυγε κα­νέ­νας) που κά­νουν νύ­ξη για το ευαγ­γέ­λιο του Παύλου και το κήρυγμα τού ευ­αγ­γε­λί­ου αυτού. Στην Πρός Γαλάτας α΄: 11-12, ο Παύλος δηλώνει ευθέως ότι το Ευαγγέλιο που κηρύττει δεν το παρέλαβε από άνθρωπο αλλά από τον Ιησού Χρισ­τό δι’ αποκα­λύψε­ως! «Γνω­ρίζω δε υμίν, αδελφοί, το ευαγγέλιον το ευαγγελισθέν υπ' εμού ότι ουκ έστι κα­τά άνθρωπον· ου­δέ γαρ εγώ παρά ανθρώπου παρέλαβον αυτό ούτε εδιδάχ­θην, αλλά δι' αποκαλύ­ψεως Ιησού Χριστού.». Βλέπε και Α΄ Πρός Κορινθίους δ΄: 15, θ΄: 12-23, ιε΄: 1, κλπ. Δι’ αυτό το ευαγγέλιο, με απόλυτη εξουσία έχει ήδη τονίζει ότι έχει απόλυτη ισχύ και δεν μπορεί να υπάρξει άλλο διαφορετικό ακόμα και αν δοθεί από τους ίδιους τους αγ­γέλους: Πρός Γαλάτας 7-9, «ό ουκ έστιν άλλο, ει μη τινές εισιν οι ταράσσον­τες υμάς και θέλοντες μεταστρέψαι το ευ­αγγέλιον του Χριστού. αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ' ό ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έσ­τω. ως προ­ειρήκαμεν, και άρτι πάλιν λέγω· ει τις υμάς ευαγγελίζεται παρ’ ό παρε­λάβετε, ανά­θεμα έστω.». Ελπίζω να καταλάβατε πλήρως αυτές εδώ τις φράσεις! Όποιος παραδί­δει ή παραλαμβάνει άλλο ευαγγέλιο να πάει στ’ ανάθεμα...

Πα­ρά τις δικαιολογίες του Παύλου με τις συχνές-πυκνές αποκαλύψεις, ο ερευ­νητής Charles B. Waite στο επιστη­μονικό βιβλίο του History of the Chri­stian Reli­gion to the Year Two Hundred (Ισ­τορία της Χριστιανικής Θρησκείας μέχρι το Έτος Διακόσια), αναγ­ρά­φει τους λό­γους διά τους οποίους αυτό το ευαγγέλιο πρέπει να συγ­­γράφτηκε γύρω στο +50 Κ. Ε. Δηλαδή κατά τον Waite πρόκειται για κάποιο πραγμα­τικό ευ­αγ­γελικό σύγγραμμα διαφορετικό από τα γνωστά ευαγγέλια και όχι απ­λώς το ευαγγελικό κήρυγμα του Παύλου. Αυτό πρέπει να ήταν τότε σε κυκλο­φορία και το χρησι­μο­ποιούσε ο Παύ­λος. Πρέπει να ήταν το πρώτο ευ­αγ­γέλιο, το οποίο αρ­γότερα απετέλεσε την βάση του ευαγ­γε­λίου του Μαρκίωνος και ίσως μερική βάση του Κατά Λουκάν Ευαγ­γελίου, χωρίς όμως να ταυτί­ζεται καθ’ ολοκ­ληρίαν με αυτά. Άλλοι βέ­βαια διαφω­νούν με τον Waite και επιμένουν ότι εδώ πρόκει­ται για ευαγγελι­κό κή­ρυγμα. Μάλλον έχουν άδικο! Εκτός από την ισχυρή και βαρύνουσα άποψη του Waite υπάρ­χουν και άλ­λες πιθα­νές εκδοχές!

Ο σπου­δα­σμένος πλούσιος από την Σι­νώπη του Πόν­του Μαρ­κίων, ήταν φα­νατικός οπαδός του Παύλου και γνωστικός εσχατολόγος, αυστηρο­τά­των ηθών. Κατά το πρώτο ήμισυ του δευτέρου αιώνος έφτιαξε τον πρώτο κα­νόνα Καινής Δια­θήκης. Αυτός περι­είχε μό­νο τις δέκα πρώτες επιστολές του Παύλου από τις οποίες είχε αφαι­ρέσει όλα τα Εβ­ρα­ϊκά στοιχεία. Επίσης η σειρά τους ήταν άλ­λη από την εκ των υστέ­ρων καθιε­ρωμένη. Εκτός κανό­νος είχε θέσει τις επιστολές Α΄ και Β΄ Πρός Τι­μό­θεον, Πρός Τί­τον, Πρός Εβραί­ους, τα δύο τελευταία κε­φάλαια ιε΄, ιστ΄ της Πρός Ρω­μαίους επι­στο­λής, κ. ά.. Στον κα­νόνα ο Μαρκίων είχε βάλει μόνο ένα ευαγ­γέ­λιο ομοιάζον με το Κατά Λου­κάν Ευ­αγ­γέ­λιον, αλλά χωρίς να περιέχει κανένα Εβρα­ϊκό στοιχείο και θέ­μα­. Ο Εβ­ραϊκός Θεός Πατήρ Γιαχβέχ για τον Μαρκίωνα, ήταν κακό δαιμόνιο. Η εκκ­λη­σία της Ρώμης δεν εδέ­χθη τις προτάσεις του Μαρκίωνος και εξέ­βαλλε αυτόν από τους κόλ­πους της μεταξύ +142 - 144. Καθόλου παράξενο, διότι ακόμα αυτή την επο­χή οι χρισ­τιανικές εκκλησίες ήταν παραρτήματα ή προεκτάσεις των Ιουδαϊκών συνα­γωγών (Qahal) και οι περισσότεροι χριστιανοί ήταν Εβραίοι προσήλυτοι.

Όπως τα πράγματα δείχνουν, περί το +140-150 έγινε μια γερή επεξεργασία του Κα­τά Λουκάν Ευαγγελίου προς απάντηση κατά του Γνωστικού Μαρκίωνος, αν λά­βομε υπ’ όψη αυτά που γράφει ο Τερτυλλιανός στην πολεμική του Κατά του Μαρκίω­νος. Τότε οι συντάκτες προσέθεσαν τα δύο πρώτα κεφάλαια του Λουκά, τα οποία απ’ όλους τους ει­δικούς εκρίθησαν παρείσακτα και έρχονται σε αξεπέραστες αντιφάσεις με πολλά θέματα όλων των Ευαγγελίων. Μετά επισυνάφθηκαν οι Πράξεις (όχι στην μορφή που τις έχομε σήμερα) για να μας δείξουν τα εξής δύο αναληθή συμπεράσμα­τα: (α) Την χρυσή εποχή της χρι­στια­νι­κής εκκλη­σίας προτού εισχωρήσει η αίρε­ση και χαλάσει την ιδανική εικόνα και ομα­λή ροή. (β) Ότι ο Παύλος ανή­κε στην ορθόδοξη χριστιανική κίνηση των αποστό­λων της Ιερουσαλήμ και δεν ήταν διδάσκα­λος του Μαρκίωνος, όπως ο ίδιος Μαρκίων είχε ισχυρισθεί.

Μετά απ’ αυτά έγινε μια επ­εξεργασία και ανασύνταξη των Επιστολών του Παύλου για να ευθυγραμμίσει κατά το δυνατόν τα ανακύψαντα στοιχεία και την πο­λε­μική κα­τά του Μαρκίωνος με όλα όσα που ο Παύλος είχε γράψει.

Εκτεταμένα μέρη των ποιμαντορικών επιστολών, Α΄ και Β΄ Πρός Τι­μό­θεον και η Πρός Τί­τον, αναφέρονται σε θέματα του δευτέρου αιώνος, άγ­νωστα για τον Παύλο. Επομένως αυτά δεν μπορεί να εγράφησαν απ’ αυτόν. Τα υπό­λοιπα μέ­ρη των φαίνον­ται να είναι είτε δικά του είτε παραδόσεις που αναφέρονται σ’ αυτόν. Ακόμα η έρευ­να απέ­δειξε ότι η επιστολή Πρός Εβ­ραίους αποκλείεται να γρά­φτηκε από τον Παύλο. Αυτό το συμπέρασμα το παρα­δέ­χονται όλοι οι επιστήμονες ανεξαιρέτως. Το παραδέ­χεται και ο καθηγητής θεολόγος Παν. Τρεμ­πέλας ενώ ταυτοχρόνως προωθεί την άπο­ψη ότι την επιστολή την έγραψε κά­ποιος ακό­λουθος του Παύλου ο οποίος μετά τον θάνατο του Παύλου καταγράφει από μνήμης μεν, πιστά και ελεύ­θε­ρα δε, τις θέσεις του Παύ­λου. Δεν μας παρέχει όμως κα­μία δικαιολόγηση της από­ψεως ταύτης. Ο Ωρι­γένης λέ­γει, ο «Θεός οίδε!» ποιος την έγραψε. Παρ’ όλα ταύτα, η επιστολή ακόμα και σήμερα απο­δί­δε­ται επισή­μως στον Παύλο απ’ όλες τις χριστιανικές εκκλησίες. Διά ταύτα λοιπόν, στην παρούσα ανάπτυξη, την συμ­πε­ριλαμ­βάνομε εντός των πλαισίων του Παύλου αφού έτσι απαι­τεί η χριστια­νική εκκ­λησία και κατήχηση.

 

٭٭٭

 

Παρά τις συχνές και πυκνές αναφο­ρές στην Πα­λαιά Διαθήκη εντός των Επι­σ­τολών, ο Παύ­λος ουδέποτε την χρησι­μοποιεί δι’ εξεύ­ρε­ση συγκεκριμένων προφητει­ών οι οποίες εξεπληρώθη­σαν στον Ιησού Χρι­στό, πράγ­μα που οι Ευαγγελισ­τές κά­νουν κατά κό­ρον. Βεβαίως, πολλές φο­ρές αναφέρει τον Μωυσή, ονόματα ολίγων προφητών, τις λέ­ξεις προφήτης – τες, προφη­τεία – τείες, εί­τε εντός άλλου περιεχομέ­νου είτε με άλ­λο νόημα ακόμα και αορίστως! Στις Επισ­το­λές του ο Παύ­λος δεν ομι­λεί για προφητείες και για προ­φήτες κατά την ευαγγελι­κή έν­νοια: «Τούτο δε όλον γέγο­νεν ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του Κυ­ρίου διά του προ­φήτου λέγον­τος·» (Ματ­θαίος α΄: 22, κ. α.), όπως κάνουν συνεχώς οι Ευαγγελισ­τές.

   Ο μοναδικός σχετικός στίχος των Πρά­ξεων κστ΄: 27 «πιστεύεις, βα­σιλεύ Αγ­ρίππα, τοις προφήταις; οίδα ότι πιστεύεις.» είναι λόγια του κατά πολύ υστεροχρόνου συγ­γρα­φέα των Πρά­ξεων βαλμένα στο στόμα του Παύλου, πράγμα που έχει ξανακά­νει και με τον Στέφανο στον στί­χο ζ΄: 52 της απολογίας του. Αν ο συγγραφέας αυτός εί­ναι ο Λουκάς, τό­τε βέβαια ήταν ήδη πολύ συνη­θισ­μένος στις δήθεν προφητείες από τότε που έγραφε το Ευαγγέ­λιό του!

   (Λόγω των πολλών και κραυγαλέων αντιφά­σε­ων μεταξύ του Κατά Λουκάν Ευ­αγγελίου και Πράξεων εί­ναι αδύνατον ο ίδιος συγ­γραφέας να έγραψε και τα δύο βιβ­λία. Π. χ., στο Ευαγγέλιο, κδ΄: 50-51, η ανάληψη έγινε 1 ή 2 μέ­ρες μετά την ανάσταση ενώ στις Πράξεις, α΄: 1-9, έγινε 40 μέρες μετά. Είναι δυνατόν ο ίδιος συγγραφέας να έγραψε κάτω μια τέτοια αντίφα­ση όπως και πολλές άλλες; Απαντήσετε! Εκτός πια οι παρεμβολείς και οι πλαστογράφοι αλλοίωσαν και τα δύο βιβλία σε τέτοιο βαθμό που τα έκαναν αγνώριστα!).

Ενώ λοιπόν ο Χριστός Μεσσίαχ των Ευαγγελιστών, αν εξαιρέσομε τις υστε­ρόχρονες προσθήκες και παραχαράξεις, είναι ένα κα­κοβαλμένο εντός ιστορικού πλαι­σίου μυθολογικό και κακοφτιαγμένο κατασκεύασμα περί κάποιου Ιησού που δή­θεν εκπληρεί προ­φη­τείες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Χριστός του Παύλου δεν είναι τέτοιο μυθο­λόγημα αλλά ένα άνευ ιστο­ρικού πλαισίου αποκύημα της φαντασίας και της θε­ολογί­ας του Παύλου, βασισμένο και αυτό στην Παλαιάς Διαθή­κης αλλά σε διαφορετι­κά χωρία της. Μερικά κύρια σημεία της θεολογίας του Παύλου έχουν ήδη αναπτυ­χθεί και πε­ρισσό­τερα θα αναπτυ­χθούν μέχρι το τέλος και το παράρτημα αυτού του κεφα­λαίου. Παρά την από­σταση και τις πολλές διαφορές μεταξύ των δύο αυ­τών προσεγγί­σεων του Εβραιο-Ιουδαϊκού Χρισ­τού, Μεσσί­αχ, που έγινε Ιησούς, και στις δύο υπάρ­χουν ολίγα ση­μαντικά κοινά ση­μεία, έσ­τω και αν αυτά περιγράφονται διαφο­ρετικά, όπως: η εξ ουρανού επάνοδος του Χριστού, η άμε­ση εσχα­το­λο­γία, η τυφλή πίστη στον Χρι­στό, ο φόβος, κ. ά.

   Επιγραμματικώς και εν παρόδω αναφέρομε ότι, όπως πλέον είναι γνωστό με­τά τον Παύλο και το +70-73, οι Εβραιοχ­ριστι­ανοί προκειμένου να οικειοποιηθούν τον Μεσσίαχ των ορ­θοδόξων Εβραίων ανέτρεξαν στην Παλαιά Διαθήκη για να βρούνε δή­θεν προφητείες που δή­θεν αναφερόταν στον δικό τους Ιησού Χριστό. Αυτό ήταν το βαρύ επιχείρη­μα που αντέταξαν τότε κατά των αρχηγών και ιερέων των Ιουδαίων και δη των Φαρι­σαί­ων. Έτσι έπλε­ξαν σενάρια που ομοίαζαν κάπως με κείμενα Προφητών και Ψαλ­μών, σε άλλα κείμε­να έδωσαν λανθασμένες και αυθαίρετες ερμηνείες και άλ­λα τα παράφ­ρασαν όπως τους βόλευε. Απέτυχαν βεβαίως παταγωδώς με τους βιαστι­κούς και ανο­ήτους πα­ραλ­ληλι­σμούς διότι με μια παράλληλη μελέτη βλέπομε καθαρά τα λάθη και τις παραφ­ράσεις, και ότι τα κείμενα αυτά αναφέρονται σε άλλα θέματα και όχι στον χρισ­τιανικό Ιησού Χριστό. Π. χ., το όνομα Ιησούς δεν υπάρχει σε κανένα από τα χωρία που επικαλούνται, κλπ. Όλα αυτά διαπιστώνονται εύκολα και έχουν εκ­τεθεί από πολ­λούς μελετητές, Εβραί­ους και «Εθνικούς», στην διεθνή βιβλιογραφία. Σε πολλά δε σημεία οι Εβραιοχρι­στι­ανοί τα έχουν κάνει τόσο σαλάτα ώστε εύκολα βλέπει κανείς ότι δεν καταλάβαι­ναν τι έγρα­φαν και γελοιοποιούνται πλήρως. (Για πλήρεις αναλύ­σεις, λεπτομέρειες και απαντήσεις επ’ αυτού του μεγάλου ζητή­μα­τος των ψευτο-προ­φητειών, παραπέμπομε στη βιβλιογρα­φία.).

 

٭٭٭

 

   Συνεχίζομε με το βιβλίο των Πρά­ξεων στο οποίο ευρίσκομε τα εξής σημαντι­κά σημεία:

 

θ΄: 22 «Σαύλος δε μάλλον ενεδυναμού­το και συνέ­χυνε τους Ιουδαίους τους κατοικούντας εν Δαμασκώ, συμβιβάζων ότι ού­τός εστιν ο Χρισ­τός.». (Πο­λύ περίεργος και ύποπτος αυτός εδώ ο στίχος! Χρήζει αναλύσεως και ερμη­νείας! Αυτή την φορά ο Παύλος δεν διώκεται από τις αρχές της πό­λεως της Δαμασκού και τον Βασιλέα Αρέτα, Β΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 31-33, αλλά κυκ­λοφορεί άνετα κηρύττει και δημιουργεί σύγχυση! Πώς να συνέβη άραγε αυτή η αλλαγή;).

ια΄: 25-26 «εξήλθε δε εις Ταρσόν ο Βαρνάβας αναζητήσαι Σαύλον, και ευ­ρών αυτόν ήγα­γεν αυτόν εις Αντιόχειαν. εγένετο δε αυτούς ενιαυτόν όλον συναχ­θή­ναι εν τη εκ­κλησία και διδάξαι όχλον ικανόν, χρηματίσαι τε πρώ­τον εν Αν­τιοχεία τους μα­θητάς Χριστιανούς.»,

κδ΄: 5 «ευρόντες γαρ τον άνδρα τούτον λοιμόν και κινούντα στάσιν πάσι τοις Ιουδαίοις τοις κατά την οικουμένην, πρωτοστάτην τε της των Να­ζω­ραίων αιρέσεως,»,

κγ΄: 1-14, μελετήσετε αυτούς τους στίχους,

κε΄: 19 «ζητήματα δε τινα περί της ιδίας δεισιδαιμονίας είχον προς αυτόν και περί τινος Ιησού τεθνηκότος, ον έφασκεν ο Παύλος ζήν.», πράγμα που επαναλαμβάνεται στην Πρός Ρωμαίους στο κεφάλαιο στ΄ και ιδιαίτερα τους στί­χους 9-10 «ειδότες ότι Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσ­κει, θάνατος αυτού ου­κέτι κυριεύει. ό γαρ απέθανε, τη αμαρτία απέθα­νεν εφά­παξ, ό δε ζη, ζη τω Θεώ».

κη΄: 21-29, μελετήσετε αυτούς τους στίχους.

 

(Τα μεγαλύτερα και περιεκτικότερα χωρία την παραπομπή των οποίων ανγράψαμε εδώ, λόγω τους μή­κους των δεν τα παραθέσαμε. Αυτά πα­ρέ­χουν περισσό­τερες ισχυ­ρές πληροφορίες επ’ αυ­τού του θέ­ματος. Μόνοι σας μπορείτε να βρείτε και άλλα χω­ρία μέσα στις Πράξεις και τις Επι­στολές.).

            Αυτά και άλλα χωρία, καθιστούν σαφές ότι η διδασ­καλία του Παύ­λου είναι μια πρωτοφανής Ιουδαϊκή αίρεση. Είναι μια έκφραση Παλαιοδιαθηκικών Ναζιραίων και όχι Ναζω­ραί­ων, όπως εσφαλ­μέ­νως αναγράφεται και έχει επικρατήσει. Όπως έχο­με δει, ο ίδιος ο Παύλος ομολογεί πολλές φορές ότι ήταν ζηλωτής (Ναζι­ραίος) του Νό­μου και του Ιουδαϊσμού (Πρά­ξεις κα΄: 20, κβ΄: 3, Πρός Γα­λά­τας α΄: 14, Β΄ Πρός Κoριν­θί­oυς ια΄: 2).

Πλείστα άλλα χωρία, τα οποία μπορείτε πολύ εύκολα να εντοπίσετε μέσα στις Πρά­ξεις και τις Επιστολές, μαρτυ­ρούν ότι οι ορ­θό­δοξοι και έννομοι Ιουδαίοι της Πα­λαιστίνης και όλης της αυτοκ­ρα­το­ρίας εδίωκαν τον Παύλο παντοιοτρόπως ένεκα της νέας αιρέσεως και διδασκαλίας που αυ­τός εισηγείτο. Σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νό­μο ο Παύλος έπρεπε να διωχθεί και να θανατωθεί (διά λιθοβολισμού) από τους ορθο­δό­ξους Ιουδαίους, Έξοδος κβ΄: 17, Δευτερονόμιον ιγ΄, ιζ΄, κλπ. Παρά ταύτα η Εβ­ρα­ϊκή Παλαιά Διαθήκη πα­ρα­μένει η κεντρική βάση και η πηγή του διαστρεβλωμέ­νου Ιου­δα­ϊκού και αιρετι­κού κηρύγματός του. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.

Ουσια­στικά έχομε να κάνομε με την αίρεση του Παυλι­κού Εβραι­ο­χριστιανι­σμού. Έτσι οι ανα­φορές του σε όλη την Πα­λαιά Δι­αθή­κη και τον Μωσα­ϊ­κό Νό­μo εί­ναι αναγκαία τόσο συ­χνές και πυκ­νές που αν κα­νείς ήθελε να τις αφαιρέσει από τις Επι­σ­τολές, τα μόνα υποτιθέμε­να γραπτά του, στο τέλος δεν θα έμε­νε σχεδόν τίπο­τα, ή ό,τι απέμενε θα καταντούσε τε­λεί­ως ασύνδετο και άνευ συγκε­κρι­μένου νοήματος. Το κή­ρυγμά του όμως και τους ανά την αυτοκρα­το­ρία Ιου­δαί­ους συνέχεε ή έκανε εχθ­ρούς του, από δε τους «εθνικούς» έπει­θε εξαιρε­τι­κά ολί­γους και άτομα ειδικών περιπ­τώσεων.

 

٭٭٭

 

            Εντός του παρόντος κειμένου, όπως και σε άλλα κείμενά μας, εντοπί­ζομε ελά­χιστα χωρία των Επιστολών του Παύλου τα οποία κάπως ενθυμίζουν ή ομοιά­ζουν με αντίστοιχα των Ευαγγελίων. Κυρίως αυτά είναι: (1) Περί αγάπης Πρός Ρωμαίους ιβ΄: 14 «ευλογείτε τους διώκοντας υμάς, ευλογείτε και μη κα­ταράσθε.», ενθυμίζει έναν στί­χο από την επί του όρους ομιλία, αλ­λά όλο το κε­φά­λαιο ιβ΄ είναι κομμένο και ραμ­μένο από ειδι­κώς επι­λεγ­μέ­να χωρία της Παλαιάς Δι­α­θήκης. (2) Περί Θείας Ευχα­ρι­στί­ας, Α΄ Πρός Κορινθί­ους ια΄: 23-28.

            Η συντριπτική πλει­ο­νότης των υπο­λοίπων εδαφίων όμως, ούτε ενθυμίζει ούτε καν έχει καμία ομοιότητα με οι­αδήπο­τε εδά­φια των Ευαγγελίων. Ακόμα εδάφια που πραγ­ματεύ­ονται ίδια θέ­ματα πα­ρου­σιάζουν μεταξύ τους και με τα Ευαγγέλια αγεφύ­ρω­τες διαφορές και αντιφάσεις. Π. χ., Η Δευ­τέ­ρα Παρου­σία και η Τελική Κρίση, Α΄ Πρός Κο­ρινθίους ιε΄: 29-58, Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς δ΄: 13-18, ε΄: 1-11, Β΄ Πρός Θεσσαλο­νι­κείς β΄: 1-12, κλπ..

            Μια τέτοια κραυγαλέα και αγε­φύ­ρωτη διαφορά αποτελεί και ο Χριστός του Παύλου συγκρινόμενος με τον Χρισ­τό των Κανονικών Ευαγγε­λί­ων. Εδώ λοιπόν πα­ρουσιάζομε πληρέστερα και σα­φέστε­ρα τις συγκρίσεις και διαφορές που αφορούν αυ­τούς τους Χριστούς. Ας δούμε λοιπόν τα πράγματα από κοντά:

            Ο Χρι­στός του Παύλου σε δύο στίχους μόνον, Πρός Ρω­μαίους α΄: 3 και Β΄ Πρός Τιμόθεον β΄: 8, κα­τά­γεται «εκ σπέρματος Δαυίδ κατά σάρκαν». Δεν αναφέρει το Άγιο Πνεύμα και την Παρθένο Μιργιάμ. Απανταχού αλ­λού αναφέρεται ή εννοείται ως: θεϊκός, ουράνιος, μυ­θικός, προ­αιώνιος, προϋπάρ­χων, υπερφυσικός, προορισ­μέ­νος, απεσ­ταλ­μέ­νος, πνευμα­τικός, μυστικός, κοσμικός Υιός, παράγων της δημιουρ­γί­ας, η υποστηρί­ζουσα συμπαν­τική δύνα­μη, «ο Υιός, η ει­κών, η δύναμις, η σοφία, η δό­ξα του Πατρός». Βλέπε: Α΄ Πρός Κο­ριν­θίους α΄: 24, η΄: 6, Πρός Κολασσαείς α΄: 15-20 «πρωτότοκος πάσης κτίσε­ως», «πρω­τότοκος εκ των νε­κρών» (παρ’ όλον ότι αρ­κε­τοί «είχαν αναστη­θεί» πριν απ’ αυτόν). Ο στίχος Πρός Κολασσαείς α΄: 20 μας λέγει ότι το σύ­μπαν είναι ου­σι­α­στι­κά απο­ξε­νω­μένo από τον υπερ­βα­τικό Θεό. Ακόμα βλέπε και: Πρός Φιλιπ­πη­σίους β΄: 5-11, Β΄ Πρός Τιμό­θε­ον α΄: 9-10 «του σώ­σαν­τος ημάς και κα­λέ­­σαν­τος κλή­σει αγία, ου κατά τα έργα ημών, αλλά κατ’ ιδίαν πρό­θε­σιν και χάριν, την δο­θείσαν ημίν εν Χρι­στώ Ιησού προ χρόνων αιω­νίων, φα­νε­­ρω­θεί­σαν δε νυν διά της επιφανεί­ας του σω­τήρος ημών Ιησού Χρισ­τού, καταρ­γή­­σαν­τος μεν τον θάνατον, φω­τίσαντος δε ζωήν και αφθαρσίαν διά του ευ­αγγελί­ου», Πρός Εβραίους α΄: 2-3, κλπ. Όλα αυτά εί­ναι γνω­στι­κιστικά και παραφθαρμένα νεοπλα­τω­νι­κά στοι­χεία, εκ των οποίων μερικά πρέ­πει να μπήκαν στις Επιστολές κατά τον πρώτο και δεύτερο αιώνα, όταν ο Γνωστικισμός κόντεψε να εξα­φανίσει τον ορθόδοξο Χριστιανισμό, και μερικά άλλα πρέπει να τα εί­χε βρει ο Παύλος στις μέρες του ήδη διαδεδομένα μεταξύ των χριστιανικών κοινο­τή­των και τα χρησιμοποί­ησε. Αργότερα, αυτά έγι­ναν ο «Λό­γος» στο πρώτο κεφά­λαιο του κα­τά Ιωάννην Ευαγγε­λί­ου, το οποίο περιέχει πολλά στοι­χεία Γνωστικισμού. Αυτά επίσης είναι σύμφωνα και με τον Γνωστικισμό του Μαρκίωνος.

Ούτως, παρά την γενική και αόριστη αιθέρια φύση του Χριστού η οποία δια­χέεται και διαμηνύεται παντού εντός των Επιστολών του Παύλου, αντί της πλή­ρως σω­μα­τικής του Ιη­σού των κανονικών Ευαγ­γε­λίων στα οποία, τρώγει, πίνει, συναναστ­ρέ­φε­ται μετά τελωνών και πορνών, θεραπεύει, διδάσκει, τσακώνεται, οργίζεται, λιγο­ψυχά, ξα­νατρώγει και ξαναπίνει μετά την ανάστασή του, κλπ., ο Παύλος στην Πρός Ρω­μαίoυς α΄: 3-4 και Β΄ Πρός Τι­μό­θε­oν β΄: 8, καταγράφει την κα­τά­φω­ρη αντίφαση με τον εαυτόν του και τους Ευαγγελιστές, ότι ο Χρι­στός,πρoήλ­θε «εκ σπέρ­μα­τος Δαυ­ίδ κα­τά σάρ­καν» και ό­χι από το Άγιο Πνεύ­μα με τη βo­ή­θεια της Παρθένου Εβραιο­πούλας Μι­ργι­άμ, όπως καταφατικά μας λένε ο Ματ­θαίoς α΄: 18 και ο Λουκάς α΄: 34-35, και μετά «α­πε­δεί­χθη Υιός Θεoύ εν δυ­νάμει κατά πνεύ­μα ...». Στην Πρός Φιλιππησί­ους β΄: 5-6 όμως τον παρου­σιάζει κατ’ ευθείαν ίσο με τον Θεό «τούτο γαρ φρονείσθω εν υμίν ό και εν Χριστώ Ιησού, ος εν μορφή Θεού υπ­άρ­χων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ,»! (Έχομε να κάνομε με συ­νε­χείς αν­τι­φά­σεις, μπαλώ­ματα, ψεύδη, μπουρδουκ­λώματα, στρεψοδικίες, απάτες, ...).

Η διδασκα­λία και θεολογία του Παύλου αφο­ρά:

(α) Την αρχική κατάρα και οργή του Θεού Γιαχβέχ λόγω του αμαρτή­ματος και της πτώσεως του Αδάμ (Πρός Ρω­μαίους ε΄: 12- 14, όλο το κεφάλαιο στ΄, Α΄ Πρός Κο­ριν­θίους ιε΄: 22, 45, Β΄ Πρός Κο­ρινθίους ια΄: 3, Α΄ Πρός Τιμό­θεον β΄: 13-14).

(β) Την αμαρτία και τον θάνατο, ως συμπαντι­κές δυνάμεις όπως έχομε προείπει, (Πρός Ρω­μαίους ε΄: 12-14, στ΄: 23 «τα γαρ οψώνια της αμαρτίας θάνατος, ... .», παρμένο από την Γένεσιν β΄: 17, κλπ.).

(γ) Κά­ποιον Ιη­σού Χρι­στό που για να μας σώσει απέθα­νε επί σταυρού ή κρε­μασμένος «επί ξύλου» (όπως το­νί­ζει ο Παύλος και η Καινή: Πρά­ξεις ε΄: 30, ι΄: 39, Πρός Γαλά­τας γ΄: 13, Α΄ Πέτρου β΄: 24, φράση παρ­μέ­νη από την Παλαιά Δια­θήκη, Γέ­νεσις μ΄: 19, Δευτερονόμι­ον κα΄: 22-23, Ιησούς του Ναυί η΄: 29, Εσθήρ η΄: 7, κλπ.), για τον οποί­ον ο Παύλος επιμέ­νει ότι ζει (Πράξεις κε΄: 19, Πρός Ρωμαίους στ΄: 9-10). Αυ­τός ο Παυ­λι­κός Χρισ­τός, κατά την άμε­ση εσχα­το­λο­γία του Παύ­λου, πρό­κειται να επανεμφανισ­τεί εν­τός ολίγου και θα σώσει από την κατάρα, την ορ­γή, την αμαρτία και τον θάνατο μό­νον όσους είχαν την τύχη και την θέληση να πιστέ­ψουν σ’ αυτόν!

Στο κεφάλαιο ιε΄ της Α΄ Πρός Κορινθίους, μετά την εισαγωγή, ο Παύ­λος τονί­ζει στους Κο­ρινθίους ότι υπάρχει το φυσικό και το πνευματικό σώμα. Το μεν πρώ­το αντιπροσω­πεύεται από τον Αδάμ, το δε δεύτερο από τον Χριστό. Ο Αδάμ ως γήινη ύπαρξη, χοϊ­κός, είναι φτιαγμένος από γήινα υλικά, ενώ Χριστός ως πνευμα­τική ύπαρ­ξη είναι φτι­αγμένος από ουράνια. Όπως έχομε δει και πρωτύτερα ο Παύλος αντιπαρα­βάλλει τον Αδάμ με τον Χριστό πολλές φορές, ιδίως στην Προς Ρωμαίους ε΄, στ΄, κλπ. Το συμπέρασμα του κε­φα­λαίου ιε΄ της Α΄ Πρός Κορινθίου εί­ναι ότι ο Χριστός ευρί­σκεται πλήρως στην πνευμα­τική σφαίρα και δεν αναφέρεται καθόλου ως φυ­σικός άνθρωπος. Πολλοί αντιτεί­νουν ότι το εννοεί! Αλλά σε ένα τόσο με­γά­λο θεολο­γικό κε­φάλαιο (58 στί­χων), κεφα­λαιώ­δους σημασίας για την θεολογία του Παύλου και απευ­θυνόμενο σε νεοφωτίσ­τους ευ­ρισκομένους σε μακρινή από την Ιου­δαία περι­οχή, μια τέτοια παράλειψη είναι αξιοσημεί­ω­τη και καθόλου εύλογη.

Όπως έχομε δει πολλές φορές και θα δούμε ακό­μα, σε με­ρικά σημεία ο Παύ­λος λέγει άλλα αντί άλλων. Μερικές φορές ανακα­τώνει τον φυσι­κό και τον πνευματι­κό χώρο και στρεψοδικεί. Η στρεψο­δικία στον Παύλο είναι πολύ σύ­νηθες φαινόμενο. Αν όμως τα βάλομε όλα κά­τω η επικρα­τούσα ιδέα του Παύλου για τον Χρισ­τό είναι ότι ο Χρι­στός ήταν πνευμα­τικό σώμα και δεν τον είχε συλ­λάβει ως ύπ­αρξη επί της γης.

Ο γήινος Χριστός των τεσσάρων κανονικών Ευαγγελίων όμως, ουδέποτε ανέ­φερε τον Αδάμ και το προπατο­ρικό αμάρτημα σε οτιδήποτε έστω και το πα­ραμικρό. Ουδέπο­τε εδήλωσε ότι τα προκαθορισμένα πάθη του (ποτήριον) αποτε­λούν εξιλε­ωτική θυσία για το αμάρτη­μα αυτό και πρέπει να λάβουν χώρα για να σω­θεί το ανθρώπινο γένος από την κατάρα και την οργή του Θε­ού Πατ­ρός, Γιαχ­βέχ. Αυτά δεν υπάρχουν στα Ευαγγέ­λια, αλλά μόνο στον Παύλο, την χριστιανική κα­τήχηση και δικαιολόγηση! Αυτό γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης α΄: 39 «...ίδε ο αμ­νός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου.» το λέγει ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, όχι ο Ιησούς. Τα ονόματα Αδάμ, Εύα, κλπ. δεν υπάρχουν πουθενά στα Ευαγγέλια και τις Πράξεις!

Στην επι­στο­λή Πρός Εβ­ραίους ε΄, στ΄, ζ΄, κλπ., ο Παύλος ανα­πτύσ­σει μια πο­λύ βα­ρε­τή θε­ο­λο­γία για να μας πεί­σει ότι ο Χρι­στός σαν και­νο­φα­νής, ου­ρά­νιος και ανώ­τατος αρ­χιε­ρεύς προ­έρ­χε­ται από την τά­ξη του Μελ­χι­σε­δέκ [Γέ­νε­σις ιδ΄: 17-23, Ψαλ­μοί ρθ΄ (ρι΄): 4] και όχι από την τάξη του Ααρών. Αυτό είναι αίρεση διότι οι Εβραίοι αρχιε­ρείς σύμ­φω­να με τον θε­ϊ­κό Μω­σα­ϊ­κό Νό­μο όφειλαν να προ­έρ­χο­νται από την τά­ξη του πρώ­­­του αρ­χι­ε­ρέα των Εβραί­ων Αα­ρών, αδελ­φού του αρ­χη­γού, νο­μο­θέ­τη και προ­φή­τη Μω­υ­σή, της φυ­λής των Λευ­ι­τών [Ο(β)΄ Έξο­δος κη΄: 1-3, κθ΄, λη΄: 1, λθ΄: 21, μ΄: 10-14, Ο(β)΄ Λευ­ι­τι­κόν η΄: 1-36, θ΄: 1-4, ι΄, Ο(β)΄ Αριθ­μοί γ΄ ολόκληρο, η΄: 5-26, ιστ΄: 9-11, ιζ΄: 6-28, ιη΄: 7-23, κε΄: 10-13, λε΄: 1-8, Δευτερονόμιον ιη΄: 1-14, κλπ. Η Mασ­σό­ρα έχει με­ρι­κές ανα­φο­ρές ίδιες και άλ­λες δια­φορετικές.]. Η προέ­λευ­ση του Χρισ­τού ως ανω­τά­του αρ­χιε­ρέα από την τά­ξη του Μελ­χι­σε­δέκ έχει γί­νει δόγ­μα της χριστι­ανικής εκ­κλη­σί­ας. Ο Ιησούς Χριστός είναι ανώτερος και αξιότερος του Μωυσέ­ως (Θεός ήταν άλλωστε) και η νέα θρησκεία του Εβραιοχριστιανισμού την οποίαν εγ­καινιάζει εί­ναι ανώ­τερη του Ιουδαϊσμού (πράγμα που είχε ξαναπεί στην Β΄ Πρός Κο­ρινθίους γ΄: 4-18). Σ’ αυτή την επιστολή ο Μω­σαϊκός Νόμος, αν και δόθηκε από τον Θεό Πα­τέρα Γιαχβέχ, έρχε­ται σε δεύτερη μοίρα και πάνω από όλα τίθενται: η τυ­φ­λή πίστη, μια άμεση εσχα­το­λο­γία του καιρού εκείνου και η πλήρης απαξία του φυσικού κόσ­μου. [Η απαξία του φυσικού κόσ­μου είναι αίρεση έναντι του ορθοδόξου Ιουδαϊσ­μού, ο οποίος κηρύττει Ψαλμός ιη΄ (ιθ΄): 1, 2: «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χει­ρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα.», Ψαλμός ργ΄, (ρδ΄): 24 «ως εμεγα­λύνθη τα έργα σου, Κύριε· πάντα εν σοφία εποίησας, επληρώθη η γη της κτίσεώς σου.», και πάρα πολ­λά τοιαύτα.]

            Γενικώς ο Χριστός στον Παύλο δεν είναι ο «ιστορικός» άνδρας με γή­ι­νη δράση, λυτρωτικό σχέδιο και «δική του» δι­δα­σκαλία όπως τον παρουσιά­ζουν τα Ευαγγέ­λια. Ο Παύλος δεν μας παραδίδει καμία δι­δα­σκαλία και δράση του Ιησού Χρισ­τού όπως κά­νουν τα Ευ­αγ­γέ­λια, πα­ρά τις αν­τι­φά­σεις και τις ασυμφωνίες τους, αλλά κάνει μια δική του θεολογική ερμη­νεία περί κάποιου σταυ­ρω­θέν­τος και αναστάντος Χρισ­τού που ποτέ δεν είχε την τύχη να τον συνα­ντήσει επί της γης και να τον γνω­ρί­σει εν ζωή. Την θε­ολογία και το ευαγγέλιο που κηρύττει, ο ίδιος συχνά-πυκνά δηλώ­νει ότι τα παρέλαβε από αποκαλύψεις και οράματα. Έτσι προσπαθεί να περάσει στους άλ­λους αυτά που λέγει και να τα δικαιολογήσει δι’ αυ­τών. Η θεολο­γία του Παύ­λου λοιπόν είναι αποκα­λυπτική και όχι βασισμένη στα «γεγονότα που τό­σοι πολλοί έζησαν» με τον Κύ­ριον Ιησού κατά την διάρκεια της δράσεώς του και στη θεολογία και την διδαχή που ο ίδι­ος ο Κύριος Ιησούς παρέ­δω­σε σε όλους. Πολύ περίεργο!

Ο Παύλος γρά­φει και να κη­ρύτ­τει σε αν­θρώπoυς πoυ βρί­σκoνταν χι­λιά­δες χι­λιό­με­τρα μακριά από την Ioυ­δαία, οι οποίοι δεν εί­χαν ιδέα τι έγι­νε εκεί με τoν άν­δρα, όπως ομολογεί στους Αθηναίους, Πράξεις ιζ΄: 31 “…εν ανδρί ώ ώρισε,…”, και «..., άνθρωπος Χριστός Ιησούς» Α΄ Πρός Τι­μόθεον β΄: 5. (Δηλαδή όχι Θεόν ή Υιόν του Θεού! Οι αντιφάσεις τέλος δεν έχουν.). Εί­ναι όμως πoλύ πε­ρί­ερ­γo και ύποπτο το ότι δεν ανα­φέ­ρει τίπo­τα βιo­γρα­φι­κό ή ένα γε­γo­­νό­ς από τη ζωή και τη δρά­ση αυτoύ τoυ ανθ­ρώπoυ. Σε σχέση με όλα τα στοιχεία και τα συμ­βάν­τα που πε­ριέχουν τα Ευαγγέ­λια, αυτά που αναφέρει ο Παύλος στις Επιστολές του είναι τόσο ελάχιστα και ασα­φή ώστε να μην ημπορεί κανείς να μορφώσει κά­ποια εικό­να αυτού του ανθρώπου επί της γης. Όχι μόνο δεν παρουσιά­ζει την γήινη ιε­ραπο­στο­λική δράση και λυτρωτικό σχέδιο του Ιησού και τό­σα άλλα που έχομε ήδη αναφέ­ρει, αλλ’ ούτε καν την βιαστική και άδικη δίκη εναν­τίον του. Πουθενά δεν αναφέ­ρει τους Φαρι­σαίους, τους Σαδδου­καί­ους και τα επει­σόδια τους με τον Ιησού Χριστό! (Ο ίδι­ος, μέσα στις επιστολές του, μόνο μία φορά λέγει ότι ήταν Φαρισαίος, Πρός Φιλιππησί­ους γ΄: 5. Αυτό είναι όλο!).

            Όπως έχομε ήδη ανα­φέρει και καταγράψει ο Παύλος έρχεται σε πολυάριθ­μες και αγε­φύρωτες αντιφάσεις με τα Ευαγγέλια και την Καινή Διαθήκη, ακόμα και με τον εαυτόν του! Σε διάφορα επίμαχα θέ­ματα δεν συμβουλεύεται τις θέσεις και τις εν­τολές του ιδίου του Ιησού. Π. χ., στο επί­μαχο ζή­τημα της δίαιτας, Πρός Ρω­μαίους ιδ΄: 14, κ. α., ο Παύλος δεν επικαλείται την θέση του Ιη­σού, Μάρκος ζ΄, κ. α., η οποία του ταίρι­αζε τέλεια. Στο ζήτημα της εφαρ­μογής του Μω­σαϊκού Νό­μου ο Παύλος δεν έλα­βε καθ’ όλου υπ’ όψη του την αντίθετη προς αυτόν θέση του Ιη­σού, Ματθαίος ε΄: 18, ιθ΄: 17, Μάρκος ι΄: 19, Λουκάς ι΄: 26, κλπ.! Για περισσότερα τέτοια θέματα εξετάσετε και τα χωρία:

 

Πρός Ρω­μαί­oυς γ΄: 7 (περί του ψεύδους του Παύλου), στ΄: 3-5, Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς α΄: 15 (πε­ρί βαπ­τί­σ­ματος), στ΄: 12-13, ζ΄: 6, 12, 25 (εδώ δεν είχε εν­τολή ή αποκάλυψη από τον Κύριο, ενώ στα Ευαγγέλια ο Κύριος έδωσε ρητές εντολές περί γάμου και διαζυγίου), θ΄: 19-23, ι΄: 23. Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς ε΄: 13, ια΄: 17, ιβ΄: 16, Πρός Φι­λιππησίους α΄: 15-18, κλπ.

 

Βγάζομε λοιπόν το συμπέρασμα: «Ο Παύλος πουθενά δεν μας πα­ρα­δίδει μια κά­ποια θε­ολογία ή διδαχή του Ιη­σού Χριστού, ούτε στηρίζει τις απόψεις και τις εν­το­λές του στις εντολές και τις θέσεις του Ιησού. Απλώς μας παραδίδει δι­κές του απο­κα­λύ­ψεις και έρχεται σε πολλές αντιφάσεις με το ίδιο τον Θεό Ιησού Χρι­στό των Ευαγγε­λίων, για τη ζωή και τη δράση του οποίου δεν παραθέτει τίπο­τα!».

 

٭٭٭

 

Ο Παύλος κινεί την χριστολογική θε­ολογία του γύρω από έναν τυπικό άξονα: «τελευταίο δείπνο, σταύ­ρωση, ταφή, ανάσταση, επ­ανεμφάνι­ση»! Ο άξονας αυτός είναι γυμνός διό­τι δεν τίθεται εντός ιστορι­κού πλαισίου και δεν παραθέτει κα­μία συγκινητι­κή ή παραστατική αναφο­ρά ή λεπτομέρεια όπως κά­νουν τα Ευαγγέλια!

            Έτσι, στις παρακάτω ανα­φο­ρές, οι οποίες εί­ναι ασα­φείς, ελ­λι­πέ­σ­τα­τες και αν­τιφα­τι­κές ή άσχε­τες με τα Ευαγγέλια, μας λέγει ελάχιστα, ατεκμηρίωτα και εκτός ισ­τορικού πλαισίου πράγματα για τα εξής θέματα:

(1) Εκτός του ότι ο Χρι­στός, πρoήλ­θε «εκ σπέρ­μα­τος Δαυ­ίδ κα­τά σάρ­καν», Πρός Ρω­μαίoυς α΄: 3-4 και Β΄ Πρός Τι­μό­θε­oν β΄: 8, και ό­χι από το Άγιο Πνεύ­μα με τη βo­ή­θεια της Παρθένου Εβραιοπούλας Μι­ργι­άμ, όπως καταφατικά μας λένε ο Ματ­θαίoς α΄: 18 και ο Λουκάς α΄: 34-35, και μετά «α­πε­δεί­χθη Υιός Θεoύ εν δυ­νάμει κατά πνεύ­μα ...», πoυ­θε­νά δεν ανα­φέ­ρει κα­νέ­να άλ­λo στoι­χείo για τη γέν­νη­ση του Ιησού Χριστού. Πoυ­θε­νά δεν υπάρ­χει η μά­να τoυ Χρι­στoύ Μι­ργιάμ και o υπoτι­θέ­μενoς (ή πραγ­μα­τι­κός, πoιός ξέ­ρει;) πα­τέ­ρας τoυ Iω­σήφ (ή τo Άγιo Πνεύ­μα, αν θέ­λε­τε). Στην Πρός Γα­λά­τας δ΄: 4 μας λέ­ει «ότε δε ήλ­θε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυ­ναι­κός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νό­μον εξα­γορά­ση, ίνα την υιοθεσίαν απο­λά­βω­μεν.», χω­ρίς να αναφέρει τί­πο­τα απο­λύ­τως για τη γυναί­κα αυ­τή. Δεν χρειά­ζε­ται πολ­λή θεολογία για να κα­τα­λά­βει κα­νείς ότι όποιος γεν­νή­θη­κε, σί­γου­ρα κά­ποια γυ­ναί­κα τον εγέννησε. Δεν κάνει καν τον κόπο να ανα­φέ­ρει στους Ιου­δαίους της Γαλατίας της Μικράς Ασίας: πό­τε ήλθε αυτό το πλή­ρωμα (καμία ιστορική πληροφορία), ποια ήταν αυτή η γυναίκα, μάνα του Υιού του Θεού (η οποία για το Κατά Ματ­θαίον Ευαγ­γέλιον 1: 23 είχε προ­φητευ­θεί, εσφαλμένως βεβαίως, από τον Ησαΐα), τον ευαγ­γελισμό της, τα εκστασια­κά «γε­γο­νό­­τα» της γεν­νήσεως, κλπ., λες και οι παρα­λήπτες της επιστολής τα ήξεραν ήδη όλα τέ­λεια. Που­θε­νά δεν υπάρ­χει η Βη­θλε­έμ, η σφαγή των νηπίων, η Αίγυπτος, η Ιερουσαλήμ (πε­ριτομή, δωδεκαετής, κλπ.), η Ναζαρέτ και που­θε­νά δεν τον ανα­φέ­ρει ως Να­ζω­ραί­ο ή Να­ζαρηνό. Περί­εργα πράγ­μα­τα; Τί λέ­τε;

(2) Στην Πρός Ρωμαίους στ΄: 3-5 όπου για πρώτη φορά αναφέρει το βάπτισ­μα λέγει: «ή αγνο­είτε ότι όσοι εβαπτίσθημεν εις Χριστόν Ιησούν εις τον θά­να­τον αυτού εβαπτίσθημεν; Συνετά­φη­μεν ουν αυτώ διά του βαπτίσματος εις τον θά­νατον, ίνα ώσ­περ ηγέρθη Χρισ­τός εκ νεκ­ρών διά της δόξης του πατρός, ούτω και ημείς εν και­νότητι ζωής περιπατή­σωμεν. ει γαρ σύμφυτοι γεγόνα­μεν τω ομοιώματι του θανά­του αυ­τού, αλ­λά και της ανα­στάσεως εσόμεθα,». Δηλαδή δεν αναφέρει τίποτα περί του βαπ­τίσμα­τος του Ιησού κα­τά το οποίο «έγιναν εκείνα τα τρομακ­τικά γεγονότα». Η έν­νοια που αποδίδει στο βάπτισμα εδώ είναι διαφορετική απ’ αυτή που προσδίδουν τα Ευαγγέλια εις τον θά­να­τον αυτού εβαπτίσθημεν»).

Εδώ αναφέ­ρει περίεργα, αποκρυ­φιστι­κά και θεολογικά ανά­κατα που θυμί­ζουν μυ­στήρια αρ­χαί­ων θρησκειών και τα οποία ετελούντο συνεχώς κατά την εποχή του Παύλου. Την ίδια εποχή είχαμε θανάτους, ταφές και αναστάσεις πολλών και διαφό­ρων θεοτήτων με πολυάρι­θμους συγκρητισμούς μεταξύ των!

Ο Παύλος πάντα ενεργεί όπως μιλά στην Πρός Γαλάτας γ΄: 26-27 “πάντες γαρ υιοί Θε­ού εστε διά της πίστεως εν Χριστω Ιησού· όσοι γαρ εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χρισ­τόν ενεδύσασθε.”. Δηλαδή μιλά με αοριστίες και με οδηγό μόνο την πίστη. Ποτέ δεν αναφέρει ένα «ιστορικό γεγονός», όπως η βάπτιση του Ιησού που εγκαινίασε το μυστήριο του Βαπτίσμα­τος!

Άρα δεν γνωρίζει τίποτα για την βάπτιση του Ιησού από τον Ιωάννη τον Βα­πτιστή, τον οποίον επίσης ουδέποτε ανα­φέρει, και δεν γνωρίζει τίποτα για «τα εκ­θαμβωτικά συμβάν­τα που την συνόδεψαν»!

Στην Α΄ Πρός Κορινθίους α΄: 14-17 γράφει: «ευχαριστώ τω Θε­ώ ότι ουδέ­να υμών εβάπτισα ει μη Κρίσπον και Γάϊον, ίνα μη τις εί­πη ότι εις το εμόν όνομα εβάπ­τι­σα. εβάπτισα δε και τον Στεφανά οίκον· λοι­πόν ουκ οί­δα ει τινα άλ­λον εβάπτισα. ου γαρ απέστειλέ με Χριστός βαπτίζειν, αλλ’ ευαγ­γελίζεσθαι, ουκ εν σο­φία λόγου, ίνα μη κενωθή ο σταυρός του Χριστού.», ερχόμενος έτ­σι σε κατάφορη αντίφα­ση με τον Χρισ­τό των Ευαγγελίων, Ματθαίος κη΄: 19 και Μάρκος ιστ΄: 16, και Πρά­ξεις β΄: 38, και αρνούμενος την σημασία του βαπτίσματος που διακηρύσσεται στα Ευαγγέλια.

            (3) Ομιλεί για κάποιον μυ­στι­κό δεί­πνo και θείαν ευχαρι­στί­αν του Κυρίου Ιησού την νύκτα που «πα­ρε­δί­δετο», Α΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 23-26, «εγώ γαρ παρέ­λαβον από του Κυ­ρίου ό και πα­ρέδωκα υμίν, ότι ο Κύριος Ιησούς εν τη νυκτί ή παρε­δίδοτο έλα­βεν άρτον και ευ­χα­ρι­στήσας έκλασε και είπε· λά­βετε φάγετε· τούτό μου εστι το σώμα το υπέρ υμών κ­λώ­μενον· τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν. Ωσαύ­τως και το ποτήριον μετά το δειπ­νή­σαι λέγων· τούτο το ποτή­ριον η καινή δια­θή­κη εστίν εν τω εμω αίματι· τούτο ποι­εί­τε, οσάκις αν πίνητε, εις την εμήν ανάμ­νη­σιν. οσάκις γαρ αν εσ­θίητε τον άρ­τον τού­τον και το ποτήριον τούτο πί­νητε, τον θάνατον του Κυρίου καταγ­γέλλετε, άχρις ου αν έλθη.».

            Υπάρχουν όμως μερικά πολύ παράξενα και ανώμαλα σημεία:

(α) Ο προ­δότης Ιούδας και ο ρό­λος που έπαιξε στο θείο δράμα δεν αναφέ­ρονται απολύτως πουθενά στον Παύ­λο. Ο Παύλος δεν γνωρίζει τίποτα περί Ιούδα του ρόλου και της προδοσίας του. Έτσι δεν αναφέρει πουθενά ούτε μια λέξη γι’ αυτόν! Ούτε καν το όνομά του! Τί λέτε; Πε­ρίεργο;

(β) Στον στίχο 23 ομολο­γεί ότι «εγώ γάρ παρέ­λαβον από τού Κυ­ρίου ό καί παρέ­δωκα υμίν»! Δηλαδή αυτό το τό­σο γνωστό και δια­δεδομένο «γε­γο­νός της ευχα­ρισ­τίας» μεταξύ των μαθητών και όλων των τότε πι­σ­τών στον Ιη­σού Χριστό, ο Παύ­λος δεν το ήξερε αλλά το έμαθε από τον Κυρίον δι’ απο­κα­λύψεως. Δεν έτυχε να του το πει κανένας. Όπως μας λέγει στην Πρός Γα­λά­τας α΄: 18-20 είχε ήδη συνομι­λήσει με τον Πέ­τ­ρο και τον Ιάκωβο τον αδελ­φό­θε­ον, κ. ά. Όμως χρει­α­ζόταν ειδική αποκά­λυψη για έναν τόσο γνω­σ­τό και διαδεδομένο γεγονός με­ταξύ των μα­θητών και όλων των τότε χρισ­τιανών! Γιατί;

(γ) Τελειώνει το λογύδριο του Κυρίου Ιησού με την φράση «άχρις ου αν έλ­θη.». Αυ­τή δεν υπονοεί ανάσταση μετά από 36 ώρες (ή τρεις ημέρες), αλλά κά­ποια Παρουσία μετά από αόριστο χρόνο!

(δ) Ενώ στην Πρός Εβραίους ζ΄: 1-3 και θ΄: 19-20 έχει πάλι την ευ­και­ρία να μας δώ­σει τα στοιχεία της ευχαριστίας, εντούτοις δεν αναφέρει τίποτα.

(ε) Το εγχειρίδιο της εκκλησίας κατά το τέλος του πρώτου αιώνα, Δι­δαχή (των Δώ­δε­κα Αποστόλων), δεν περιέχει τίποτα για ευχαριστία, θάνα­το και ανάσταση. Ούτε καν στο κεφάλαιο 11 στο οποίο δίνει οδηγίες στους απο­στόλους, ιεροκήρυκες και προφή­τες τι πρέπει να διδάσ­κουν στις περιοδείες των. Τα ίδια ισχύουν με το Eυαγγέ­λιο του Θωμά και το ανασυν­ταγ­μένο κεί­με­νο κείμενο Q.

            Στην Α΄ Πρός Κοριν­θί­ους ι΄: 20-21 όμως, διαβλέπομε ότι υπήρχαν θείαι ευχα­ριστίαι και άλλων θρησκειών. Απο­δεδειγμένα υπήρχαν στον Μιθ­ραϊσμό, σε διάφορα Μυστή­ρια, στον Ορφισμό, κλπ. Αυτό που γράφει ο Ιωάννης στ΄: 56 «ο τρώγων μου την σάρ­κα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ.» είναι αυτολεξεί παρμέ­νο από την Μιθραϊκή θεία ευχαριστία!

            Απ’ ότι φαίνεται ο Παύλος είχε συμμετάσχει σε κάποιο δείπνο ευχαρι­στίας και μυστηρίων, πολύ σύνηθες εντός του τεραστίου συγκρητισμού θρησ­κειών που υπήρχε τότε, και με­τά πάσαρε στους άλλους την εμπειρία του πίσω απ’ αυτές εδώ τις αποκαλύ­ψεις. Αυτό το δήθεν μυστήριο, με την παταγώδη αποτυχία των ανοήτων χρι­σ­τιανικών εσχατολογιών και με την πάροδο του χρόνου, αντικατέστησε τα κοινά συσσί­τια των αγαπών του Εβιωνιτικού Χριστιανισμού, προς ανάμνηση του δήθεν μυ­στικού δείπνου. Δεν υπήρχε κανένας  λόγος ο δείπνος αυτός να είναι μυστικός, διότι ήταν το πατροπαράδοτο Εβραϊκό σεδέρ, δη­λαδή το δείπνο του Πάσχα.

            Αυ­τά τα χωρία έγιναν αργότερα η αφορ­μή για την πλήρη σκηνή του μυστι­κού δείπ­νου και της θείας ευχαριστίας εν­τός δήθεν ιστορικού πλαισίου από τους συνοπτι­κούς ευ­αγγελιστές, αλλ’ όχι κι’ από τον Ιωάννη. Είναι εξαι­ρετικά περίεργο το γεγο­νός ότι το Κα­τά Ιωάννην Ευαγ­γέ­λιο δεν παραθέτει την πα­ράδοση του «ακρογωνι­αίου μυσ­τηρίου της θείας ευχα­ρισ­τίας»! Πώς έγινε και ξέφυγε αυτό το πράγμα από τον επι­στήθιο μαθη­τή, ευαγγελιστή, θεολόγο και αυ­τόπτη μάρτυρα Ιωάννη, παρ’ όλον ότι αναφέρει τον Μιθραϊκό στίχο στ΄: 56 που μόλις αναγράψαμε; Παντού αντιμε­τωπίζο­με περίεργα πράγματα!

(4) Παρ’ όλο που πρώ­τος απ’ όλους ο Παύλος ανα­φέ­ρε­ται στα σε­πτά πά­θη του Χρι­στού δεν μας παρέχει μια έστω υποτυπώδη πε­ρι­γρα­φή τους ή έστω ένα γε­γο­νός ή μια λεπτομέρεια (Πρός Εβ­ραίους β΄: 5-18, θ΄: 26). Δεν αναφέ­ρει τίποτα για: Σύλλη­ψη, συνοπτική και άδικη Δίκη, Πραιτώριο, Πιλάτος, Εκατόνταρχο, Γολγοθά, Κρανίου Τόπο, Ιω­σήφ Αριμαθαία, Νικόδημο, Άν­να, Καϊάφα, Ιερου­σα­λήμ, Κενό Τά­φο, Μυροφό­ρες, κλπ.

Αυ­τή η σιωπή είναι καθ’ όλα ύπο­πτη και ενδεικτική διότι, όταν ο Παύ­λος ομι­λεί και καυχιέται για τα δικά του πάθη, Β΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 23-33, Β΄ Πρός Τιμό­θεον δ΄: 5-8, δίνει αρκετές λεπ­τομέ­ρειες έστω και εν συντομία. Για τον Κύριον του όμως δεν είχε την ευαισθη­σία να γράψει κάτι, αφού αυτός πρώτος έγραφε σε ανθρώ­πους που δεν είχαν ιδέα και ζούσαν πολύ μακριά από την Παλαιστίνη. Απλώς θέ­λει να κά­νει θε­ο­λο­γία την οποία πρέ­πει να αποδε­χ­θούν αυ­τοί προς τους οποί­ους απευθύ­νεται.

Στην θε­ο­λο­γία του Παύλου ο Χρι­σ­τός, (αν και Θεός ομο­ού­σι­ος τώ Πα­τρί), προκειμέ­νου να υποστεί το πάθος έγι­νε για μι­κρό χρο­νι­κό διάστημα κα­τώ­τε­ρος των αγ­γέ­λων (Πρός Εβραίους β΄: 7). Τα ίδια υμ­νολογούνται και στην Πρός Φιλιππησίους β΄: 5-11, γ΄: 10, όπου τίθεται για πρώτη φορά το δόγμα της κενώσε­ως των θεϊκών ιδιοτήτων του Χριστού. Με­λε­τή­στε όλους αυ­τούς τους στί­χους για να μά­θε­τε πώς θε­ολο­γεί­ ο πρώτος θεολόγος του Χριστιανισμού! (Βλέπε και Α΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 23, ιε΄: 3-7, 35-58, κλπ.).

Από τις Επιστολές, καθίσταται σαφές ότι ο Παύλος παρουσιάζεται σαν να μην έχει ιδέα για τα γεγονότα που συνέβησαν ανάμεσα στον Ιησού και τον Ρωμαίο διοι­κητή Πιλάτο, την Ρωμαϊκή φρουρά και τους στρατιώτες όπως μας τα περι­γρά­φουν τα Ευαγγέ­λια. Πουθε­νά σε όλες τις κύριες επιστολές δεν υπάρ­χει το όνομα του Πιλάτου. Υπάρχει μια μο­ναδική και μινι­μα­λι­στική αναφορά στο όνομα Πιλάτος στην Α΄ Πρός Τιμόθεον στ΄: 13, στην οποία γράφει «...Ιησού Χρι­στόν μαρτυρή­σαντα επί Ποντίου Πι­λάτου...», τίπο­τα άλ­λο. Αυτή θεωρείται παρεμβο­λή. Οι τρεις λέξεις «επί Ποντίου Πι­λάτου» άνετα και βολικά σφη­νώνονται εκεί από έναν υστερόχρονο διορθωτή, πράγμα σύνη­θες. Αλλιώς, πώς και γιατί δεν αναφέρει τίποτα απολύτως περί Πιλάτου στις κύ­ριες, εκτενείς και θεολογικές Επιστολές του.

Μην ξεχνάτε ότι, όχι μόνο δεν έχομε πρωτότυπα αλλά και ό,τι έχομε είναι από +350 και μετά! Αυτές οι ίδιες τρεις λέξεις εμφανίστηκαν στο 4ο άρ­θρο του Συμ­βόλου της Πίστε­ως, όπως αυτό θεσπίστηκε από την σύνοδο της Νικαίας το +325 και μετά, ως εξής: «στραυρω­θέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου καί πα­θόντα καί ταφέν­τα»! Άλλη μία ένδει­ξη υστερόχρονης παρεμβολής.

Αν ο Παύλος εγνώριζε τα γεγο­νότα που αφορούσαν τον Πι­λά­το και τον Ιη­σού, τότε θα έπρε­πε να τα έχει ήδη αναφέ­ρει πολλές φορές μέσα στις προη­γούμενες εκτενείς και κύ­ριες επι­στολές του. Αυτό είναι ένα από τα ισχυρά στοι­χεία που φανε­ρώ­νουν ότι ο Ιησούς Χριστός των Ευαγγε­λίων ήταν άγ­νωστος στον Παύ­λο.

Ακόμα ο Παύλος παρουσιάζεται να αγνο­εί πλήρως τις φο­βερές διαμά­χες και συμπ­λο­κές της Ρω­μαϊ­κής εξου­σίας με τον Εβραϊκό λαό. Αλλιώς έκανε τε­λείως τα στραβά μάτια και ήταν προδότης του Εβραϊκού λαού. Ο Παύ­λος, αν και σύγ­χρονος του Ιωσή­που και γράφει πριν από τον Ιώσηπο, αγνοεί παντε­λώς όλες τις τα­ραχές και διαμάχες που είχαν συμβεί μέχρι τις μέρες του, αν και πολλές απ’ αυτές είχαν σχέση με τον Ιησού. Περίερ­γο! Ο Ιώση­πος Φλάβιος αρ­γότερα θα κα­ταγ­ρά­ψει τις περισσότε­ρες και κυριό­τε­ρες απ’ αυτές. Αλ­λά και στα κα­τοπινά Ευαγγέλια σώζον­ται ολίγες τέ­τοιες νύξεις και μικ­ρές περιγραφές τέτοι­ων δια­μαχών. Αυτό απο­τε­λεί ένα ισχυρό στοιχείο κατά της ιστο­­ρικότητας του Παύλου, ή υπέρ της ψευ­δο­λο­γίας ή της συνωμο­σίας του. Ακό­μα δεικ­νύει ότι ο Παύλος αγνοεί τις αφηγήσεις, τις παραδόσεις και τα «γεγονότα» των Κανο­νι­κών Ευαγγελί­ων. Συνεπώς έχομε να κάνομε με μυθολογίες!

Αλλά και τα ελάχιστα στοιχεία που έχομε ήδη αναφέρει, Πρός Ρω­μαίους α΄: 3, Πρός Γαλάτας δ΄: 4-5 Α΄ Πρός Τιμόθεον στ΄: 13, Β΄ Πρός Τι­μό­θεον β΄: 8, τα οποία μπο­ρούν να θεω­ρηθούν κάπως ιστο­ρι­κοπούντα, αναφέ­ρονται τό­σο αστή­ρικ­τα και ξε­κάρφω­τα, χωρίς κα­νένα ιστορικό πλαί­σιο, που μόνο επι­νοήσεις του γράψαν­τος, ή αν­τανακλάσεις και προσαρμογές χωρίων της Πα­λαι­άς Διαθή­κης (πράγμα που ο Παύλος το συνηθίζει πολύ συχνά μέσα στις Επιστολές του), ή αντα­νακλάσεις των τό­τε μυθο­λογιών περί διαφόρων σωτηριακών παγανιστικών θεών, ή υσ­τερόχ­ρονες παρ­εμβολές, μπορούν να θεωρη­θούν.

(5) Η σταύ­ρω­ση αναφέρεται στα χωρία: Πρός Ρω­μαί­ους στ΄: 6, Α΄ Πρός Κοριν­θί­ους α΄: 17-18, 23, β΄: 2, 8, Β΄ Πρός Κοριν­θί­ους ιγ΄: 4, Πρός Γαλά­τας γ΄: 1, 13, ε΄: 11, 24, στ΄: 12, 14, Πρός Εφεσίους β΄: 16, Πρός Φιλιπ­πη­σί­ους β΄: 8, γ΄: 18, Πρός Κολασ­σα­είς α΄: 20, β΄: 14, Α΄ Θεσ­σα­λο­νι­κείς β΄: 15, Πρός Εβραίους στ΄: 6, ιβ΄: 2.

Ο Παύλος αναφέρει την σταύρω­ση του Ιησού Χριστού απλώς και αορίστως διά της ονο­μασίας της ή τεχνηέντως και βολικώς ως την αρχαία Εβραϊκή τιμωρία του κρεμάσμα­τος «επί ξύλου» της Παλαιάς Δια­θήκης που εθεωρεί­το κατάρα: Γένεσις μ΄: 19, Δευ­τερονόμιον κα΄: 22-23 «Εάν δε γένηται εν τινι αμαρτία κρίμα θανάτου και απο­θάνη και κρεμάσητε αυτόν επί ξύλου, ου κοιμηθήσεται το σώ­μα αυτού επί του ξύλου, αλλά ταφή θάψετε αυτό εν τη ημέρα εκείνη, ότι κεκατηραμέ­νος υπό Θεού πας κρεμά­μενος επί ξύλου·...», Ιη­σούς του Ναυί η΄: 29, Εσθήρ η΄: 7, Πρά­ξεις ε΄: 30, ι΄: 39, Πρός Γαλάτας γ΄: 13 «Χριστός ημάς εξη­γό­ρασεν εκ της κατάρας του νόμου γενόμενος υπέρ ημών κατάρα· γέγραπται γαρ· επικατάρατος πας ο κρεμάμενος επί ξύλου·»., Α΄ Πέτ­ρου β΄: 24, κλπ.

            Στην Α΄ Πρός Κορινθίους α΄: 23, τονίζει ότι «ημείς δε κηρύσσομεν Χριστόν εσ­ταυ­ρω­μένον,» χωρίς να θέτει κανένα ιστορικό πλαίσιο και χωρίς να αναφέ­ρει ποτέ του οτιδήποτε περί των συμβάντων που προηγήθηκαν ή συνόδευσαν την σταύρωση (σύλ­ληψη, άδικη δίκη, εξευτελισμό και δάρσιμο, μεταφορά στον Γολγοθά ή Κρανίου τό­πο, σκότος, σεισμός, τα τελευταία λόγια του Ιησού, ανάσταση νεκ­ρών αγίων, σχίσι­μο του καταπετάσματος, κλπ.).

            Παρ’ όλα ταύτα ο Παύλος γράφει πρώτος και ως εκ τού­του ευρίσκεται χρονι­κά πιο κοντά στα υποτιθέμενα «γεγο­νότα» και σε πλήθος που δεν γνωρίζει τίποτα απ’ αυτά! Συνεπώς δεν ομιλεί για την συγκεκριμένη σταύρω­ση των Ευαγγελίων, αλλ’ ομι­λεί για κάποιο αόριστο, φανταστικό ή υποθετικό συμβάν που το ενε­πνεύσθηκε από τις παραπάνω ανα­φο­ρές της Παλαιάς Διαθήκης για να στηρίξει επ’ αυτού την αίρεση και την διδασκαλία που εγκαινιάζει περί θυσίας και εξιλεώ­σεως και ακολούθως το επεν­δύει με μια γνωστι­κίζου­σα δαιμονο­λογική θε­ο­λογία.

            Σύμφωνα μ’ αυτήν την θεολογία, στην Α΄ Πρός Κοριν­θί­ους β΄: 8, γράφει: «ην ουδείς των αρ­χόντων του αιώ­νος τούτου έγνωκεν· ει γαρ έγ­νωσαν, ουκ αν τον Κύριον της δόξης εσ­ταύρω­σαν·». Δι’ αυ­τό το χωρίο ο Γνω­στικός Μαρκίων, ο ημιγνωστικός Ωριγέ­νης, κ. π. ά., εξηγούν ότι εν­νοεί τους δαίμονες και τις υπερφυσι­κές κακές δυνά­μεις και όχι τους ανθ­ρώπους, τον λαό και τους άρχον­τες των Ιουδαίων και των Ρω­μαίων. Άρα, παρά τις διαφορές και τις αντιφάσεις τους, δεν έχομε εδώ να κάνομε με την σταύρωση που εκθέτουν οι Ευαγγελιστές και οι Μαθητές, αλλά με σταύ­ρωση της φαντασίας του Παύλου!

            Τον καιρό εκείνο, η πίστη ότι οι δαίμονες έλεγ­χαν όλο τον κόσ­μο ήταν πάρα πολύ δι­αδεδομένη μεταξύ των Εβ­ραϊκών και γνωστικι­στικών αιρέσεων. Στο ήμισυ αυ­τού του κεφαλαίου, ο Παύλος ασ­χολείται με συστά­σεις περί της πάλης κατά των πονηρών πνευμά­των. Στην Α΄ Ιω­άν­νου ε΄: 18-19 διαβά­ζομε: «Οίδαμεν ότι πας ο γε­γεννημένος εκ του Θεού ουχ αμαρτάνει, αλλ’ ο γεννη­θείς εκ του Θεού τηρεί εαυτόν, και ο πονηρός [ο διάβολος] ουχ άπτεται αυτού. Οίδα­μεν ότι εκ του Θεού εσμεν, και ο κό­σμος όλος εν τω πονηρώ κείται.».

            Όχι όμως μόνον ο κό­σμος αλλά και οι ουρανοί: Πρός Εφεσί­ους στ΄: 12 «ότι ουκ έστιν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξου­σίας, προς τους κοσμοκράτο­ρας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευμα­τικά της πο­νηρίας εν τοις επου­ρανί­οις.». Αυτή η ίδια πεποί­θηση μαρτυ­ρεί­ται πά­ρα πολλές φορές σ’ ολόκληρη την Καινή Δια­θήκη, στην απόκρυ­φη βι­βλιογ­ραφία και στην ηλίθια δαι­μονολογία του και­ρού αυτού. Έτ­σι επίσ­τευαν ότι η νέα αποκα­λυπτική εποχή είναι προ των θυρών και η εκ του καλού Θεού αποστολή της θα ανατρέψει τους δαίμονες και τις κακές δυ­νάμεις και θα επι­φέρει νέα τά­ξη πραγμά­των τόσο στη γη όσο και στον ουρανό.

            (6) Για την τα­φή, Πρός Ρω­μαί­ους ιστ΄: 4, Α΄ Πρός Κο­ριν­θί­ους ιε΄: 4, οι Φαρι­σαίοι Ιω­σήφ ο απ’ Αρι­μαθαίας και ο Νικόδημος, οι γυναίκες, κλπ., δεν αναφέρονται απολύ­τως πουθενά, όπως και τίποτα άλλο.

            (7) Το σπουδαιότερο και ισχυρότερο εργαλείο πειθούς για τον Παύλο είναι η ανάσταση: Πρά­ξεις ιζ΄: 31-32, κγ΄: 6, κδ΄: 15, 21, Πρός Ρω­μαίoυς α΄: 4, γ΄: 25, δ΄: 25, στ΄: 4-5, 9, Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ιε΄: 1-28, 32, 42, 50-54, Β΄ Πρός Κoριν­θίoυς δ΄: 13-18, ε΄: 1-10, Πρός Εφεσίους α΄: 20, Πρός Φι­λιπ­πη­σίoυς γ΄: 10-12, Α΄ Πρός Θεσσα­λoνι­κείς α΄: 10, δ΄: 13-18, Β΄ Πρός Τι­μό­θεoν β΄: 18, Πρός Εβραίoυς στ΄: 2, ια΄: 35.

Με αυτό το εργαλείο προσπαθεί να πείσει τους πάντες και τα πάντα ότι πρέπει να πιστεύουν όλα όσα τους διδάσκει. Ο εκ του Δαυίδ κατά σάρκαν Ιησούς ήταν ο Χριστός που τον ανέδειξε ο Θεός σε Υιόν του με το να τον αναστήσει. Ως εκ τούτου άπαντες πρέπει να πιστεύουν στην δευτέρα έλευσή του και στην ανάσταση νεκρών. Εάν δεν πιστεύομε όλα αυτά τότε η πίστη μας είναι κενή! Α΄ Πρός Κo­ριν­θίoυς κεφά­λαιο ιε΄ και Β΄ Πρός Κoρινθίoυς δ΄: 13-18, ε΄: 1-10, κλπ.

            Στην Πρός Ρω­μαί­­ους γράφει τους περίεργους στίχους, ι΄: 6-7 «η δε εκ πίσ­τεως δικαιοσύνη ούτω λέγει· μη είπης εν τη καρδία σου, τις αναβή­σεται εις τον ουρα­νόν; τούτ’ έστι Χριστόν κατα­γαγείν· ή τις καταβήσεται εις την άβυσ­σον; τούτ’ έστι Χρισ­τόν εκ νεκρών αναγα­γείν». Τί να εννοεί άραγε;        

            Ο Παύλος δεν ανα­φέρει καμία λειτουργική και λυτρωτική δράση του Χριστού ως αν­θρώπου επί της γης. Έτσι παρά τα ελλιπή και ασαφή λόγια του στην Α΄ Πρός Κοριν­θίους ιε΄: 3-8, σε πολ­λά άλ­λα σημεία ανα­φέ­ρει την ανάσταση του Χριστού ως ζήτημα συ­ναισθημα­τισμού (της καρδίας) και πίστεως και όχι ως το «γεγονός» σωμα­τικής αναστά­σεως του Ιησού Χριστού. Έλαβε χώρα από την γη κατ’ ευ­θείαν στον ου­ρανό και από σώ­μα κατ’ ευθείαν σε πνεύμα! Δεν μεσολάβησε η παρεπιδημία του Ιη­σού στη γη και δεν συνέβη κα­μία επαν­εμφά­νιση διότι έτσι το θέ­λησε ο Θεός. Αυτό είναι άλλη μια αντί­φαση με τα Ευαγγέλια αλλά και με τον εαυτόν του. Προς ταύτα βλέπε: Πρός Ρωμαίους ι΄: 6-10, Α΄ Πρός Κοριν­θί­ους ιε΄: 3-8, 12-16, Πρός Εφεσίους α΄: 20, Πρός Φιλιππησίους β΄: 6-11, Α΄ Πρός Θεσσαλο­νι­κείς δ΄: 14, Πρός Εβ­ραίους ι΄: 12. (Βλέ­πε και Α΄ Πέτρου γ΄: 18).

            (Ο Παύλος εκτός από ψέματα, βία, δολιότητες, κλπ., προκαλούσε και τον συν­αισθηματισμό εάν αυτός απέδιδε. Η γνώση, η κρίση, η λογική δεν είχαν θέση στον Παύλο, παρά η πίστη, ο συναισθηματι­σμός και το παραλή­ρη­μα· η τρέλα δη­λαδή. Πά­ρα πολύ ωραία!)

            Σε πολλούς στίχους ο Παύλος αναφέρει το σώμα του Χριστού. Αλλά γι’ αυ­τόν το σώμα του Χριστού ήταν ή μυστικισμός ή αλληγορία! Π. χ. διαβάστε: Α΄ Πρός Κορινθίους ιβ΄: 12, 27, Πρός Εφεσίους ε΄: 30, Πρός Κολασσαείς β΄: 9, 17, κλπ.

            Τις Μυροφόρες γυ­ναί­κες των Ευαγγε­λί­ων που ήταν οι πρώτοι μάρτυρες της ανασ­τά­σεως και σ’ αυτές πα­ρουσιάστηκε πρώτα κατά τον Ματθαίον κη΄: 9-10, ενώ κατά τον Ιωάννην κ΄: 14-17 πρώτα παρουσιάστηκε μόνο στην Μαγδα­ληνή, δεν τις αναφέ­ρει πουθενά. Αλλά και η έννοια και η παράδοση του κενού τάφου για τον Παύ­λο ήταν άγνωστες! (Βεβαίως, και στα Ευαγγέλια αυτά τα επεισόδια είναι πολύ κακογ­ραμμένα.).

Σoβα­ρό­τατo ζήτημα δημιουργείται από τo γεγoνός ότι o Παύλoς εκή­ρυτ­τε και έγ­ρα­­φε το νέο μήνυμά του μό­νo με βά­ση την ανά­στα­ση κάποιου αόριστα εσταυ­ρωμέ­νου ή κρεμασμένου Χρι­στoύ. Αν και αυτό ήταν το κυριότερο πειστήριο του ακόμη και ο ίδιος έχει σοβαρό πρό­βλημα, διότι στην Πρός Φιλιππησίους γ΄: 10-12 γράφει: «του γνώναι αυτόν και την δύναμιν της αναστάσεως αυτού και την κοινωνί­αν των παθημάτων αυτού, συμμορφούμενος τω θανάτω αυτού, ει πως καταντήσω εις την εξα­νάστασιν των νεκ­ρών. ουχ ότι ήδη έλαβον ή ήδη τετελείωμαι, διώκω δε ει και καταλά­βω, εφ' ω και κα­τελήφθην υπό του Χριστού Ιησού.». Μας λέει δηλαδή, ότι ακό­μη και ο αυτός δεν έχει καταλάβει κα­λά-καλά την ανά­σταση και προσπαθεί να την καταλάβει. Περίεργα πράγματα για έναν θεόπνευστο απόστολο, σκεύος της εκλογής του ιδίου του Ιησού Χριστού που κηρύττει με βάση την ανάσταση.

Πώς να την καταλάβει ο δυστυχής, αφού ο Χρισ­τός είχε αι­θέρια φύση αντί της πλή­ρως σωμα­τικής του Ιη­σού των κανονικών Ευ­αγ­γε­λίων; Αυτή η αντί­λη­ψη ήταν πολύ δια­δε­δο­μένη μεταξύ διαφόρων αιρέσεων των πρώ­των αιώ­νων, ιδίως των Γνω­στικών, και ήταν ο ήλιος της δικαιοσύνης της κοι­νότητας του Qumran!

Τέλος, στον άξονα της θεολογίας του περιλαμβάνει και μια κάποια άμεσα εσ­χατολογική ανάσ­τα­ση σωμάτων! Ομιλεί, κηρύττει και προσπαθεί να πείσει με βάση όχι μό­νο την ανάσ­τα­ση τού Ιησού Χριστού, αλ­λά και την ανάσ­ταση νεκρών και σω­μάτων: Α΄ Πρός Κορινθίους ιε΄, Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς δ΄: 13-18, ε΄: 1-11, Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς β΄: 1-12, κλπ. Μέσα στις αναφορές που έχοεμε αναγράψει βλέπομε ότι η ανάσταση των τεθνεώτων, για τον Παύλο, θα «εγένετο εν σαρκί», αλλά με ορισμέ­νες αναγκαίες φυσικές μετατροπές στα ήδη γνωστά αν­θ­ρώ­πι­να σώματα... Τα εκ φύσε­ως ανθρώπι­να σώματα αποτελούν «ασχημοσύνην» στον Εβραι­ο­γνωστικοχρι­στιανισμό και έτσι τα αναστημένα σώματα χρειάζονται επιδιορθώσεις...

Ενώ ενταύθα θα τον υπο­βοηθούσε τέλεια, δεν ανα­φέ­ρει πουθενά έστω μια από τις αναστάσεις που έκανε ο ίδιος ο Ιησούς, όπως της θυ­γα­τέ­ρας του Ιαείρου Μάρκος 5: 35-43, του υιού της χήρας στη Ναΐν Λουκάς 7: 11-17, ούτε καν την ανά­στα­ση τoυ «τε­τρα­η­μέρoυ» φίλoυ τoυ Χρισ­τoύ Λα­ζά­ρoυ Ιωάννης 11: 1-44. (Για την τε­λευταία ίσως να δι­και­o­λo­γεί­ται αφoύ και τα τρία πρώ­τα Ευ­αγ­γέ­λια την έχoυν αγνο­ήσει! Σκε­φτεί­τε ότι ακόμα και ο Ματ­θαί­ος που ήταν ένας από τους δώ­δε­κα μα­θη­τές και συ­νε­πώς εί­δε αυ­τό το εκ­θαμ­βω­τι­κό θαύ­μα με τα μά­τια του μα­ζί με τους άλ­λους, δεν το γρά­φει στο Eυαγ­γέ­λιό του! Φαί­νε­ται ότι αυτό το θαύμα δεν τον εν­τυ­πω­σί­α­σε αρκε­τά ενώ τον είχε εντυ­πωσι­ά­σει η θεραπεία του πυ­ρετού της πεν­θεράς του Πέ­τρου, Ματθαίος η΄: 14-15. Καταπληκτικό!). Ούτε ανα­φέρει πουθε­νά την ανάσταση των Αγίων της Μεγάλης Παρασκευής, Ματθαίος 27: 52-53. Το χειρότερο όμως είναι ότι δεν θυμάται το θαύμα της αναστά­σεως του νεκ­ρού Ευτυχούς, το οποίο ο ίδιος διέπ­ραξε στην Τρω­ά­δα, Πράξεις κ΄: 7-12. Υπήρχε καλλίτε­ρο επιχείρημα απ’ αυτό για να πείσει όποιους ήθελε; Παρά ταύτα, ο Παύλος προσπα­θεί να πείσει όσους αμφέ­βαλ­λαν για την ανάστα­ση σωμάτων με οτιδήποτε άλλα μέσα εκτός απ’ αυτά τα καταπλη­κτικά θαύματα.! Περίεργα πράγματα!

Αλλά και μεταξύ των μελών των ομάδων του Παύλου είχε δημιουργηθεί τερά­στιο πρόβλημα με την ανάσταση. Στις δύο επιστολές Προς Κορινθίους όπως και Β΄ Πρός Τιμόθεον 2: 17-18: «… ων εστιν Υμέναιος και Φι­λητός, οίτινες περί την αλή­θει­αν ηστόχη­σαν, λέγοντες την ανά­στα­σιν ήδη γεγονέναι, και ανατρέπουσι την τινων πίστιν.», βλέπομε ότι μετα­ξύ των οπαδών του Παύλου υπήρχαν πολλοί που είχαν ή εσχημάτισαν διαφορετικές αντιλήψεις για την ανάσταση ή τις αναστάσεις, μέσα σ’ αυτή την τεράστια ακαταστασία περί αναστάσε­ων που είχε δημιουργήσει ο Παύλος και ο Εβραιογνωστικοχριστιανισ­μός γενικότερα. Έτσι δημιουρ­γώνταν πολλές ταρα­χές, διαμάχες και αιρέσεις μεταξύ των ολίγων με­λών των ομάδων του Παύλου. Ο Παύλος και πάλι προσπαθεί απεγνωσμένα να επιβάλλει την δική του αντίληψη. Έτσι τον μεν Υμέναιο τον έστειλε στον διάολο όπως ο ίδιος το τονίζει στην Α΄ Πρός Τιμό­θεον 1: 20 «ων εσ­τιν Υμέναιος και Αλέξανδ­ρος, ους παρέδωκα τω σατανά, ίνα παι­δευ­θώσι μη βλασφη­μείν.», τους δε Κορινθίους Εβραίους οπαδούς του προσπαθεί να τους συγκρατήσει όσο μπορεί. Με­λετήσετε ολό­κληρες τις δύο Προς Κορινθίους Επισ­τολές για να δείτε τι κακό έγινε! Αλλιώς δώσε­τε προσοχή τους στίχους Α΄ Πρός Κo­ριν­θίoυς κεφάλαιο ιε΄ και Β΄ Πρός Κoρινθίoυς δ΄: 13-18, ε΄: 1-10

(8) Η μετά την ανάσταση επα­νεμ­φά­νι­ση τού Ιησού αναφέρεται μόνο στην Α΄ Πρός Κο­ριν­θί­ους ιε΄: 5-8 «και ότι ώφθη Κηφά, είτα τοις δώδεκα· έπει­τα ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ, εξ ων οι πλείους μέ­νουσιν έως άρτι, τι­νές δε και εκοι­μήθησαν· έπειτα ώφθη Ιακώβω, είτα τοις απο­σ­τό­λοις πάσιν· έσχατον δε πάν­των ωσπε­ρεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί.». Αυτό είναι όλο!

Εδώ μιλάει περί μερικών επανεμφανίσεων του Χρι­στού στους 12, σε άλ­λους 500, τον Ιά­κωβο και τον ίδιο που τα Ευ­αγ­γέλια αγνο­ούν. Κάνει το λά­θος με τους 12, διότι είχαν μείνει 11 εφ’ όσον ο προδότης Ιούδας ήταν ήδη νεκ­ρός και ο Ματθίας των Πράξεων α΄: 13-26, δεν τον εί­χε ανα­π­λη­ρώ­σει όταν «εγέ­νον­το» οι επανεμφανί­σεις του Ιησού. Η αναπλήρωση έγινε μετά την ανάληψη όπως μας «εξιστορούν» οι Πράξεις α΄: 9-26! Βλέπομε και πάλι ότι ο Παύ­λος δεν είχε ιδέα πε­ρί του Ιούδα, της προδοσίας και της τύχης του και γι’ αυτό δεν τον ανα­φέρει πουθενά!

Ο Παύλος όχι μόνο δεν γνωρίζει τον Ιούδα και το ρόλο του αλλά και δεν συν­διαλέγεται μ’ αυτούς τους 12 στην υπόλοιπη δρά­ση του. Εκτός δύο περιστατικών με τον Πέτρο (στην Πρός Γαλάτας α΄: 18, β΄: 11-21), τους αγνοεί παντελώς. Βγάλε­τε μό­νοι σας συμπέρασμα!

Στον ίδιο τον Παύλο ο Χρι­στός εμφανίστηκε σαν οπ­τασία, όπως έχομε ήδη δει σε τρία σημεία των Πράξεων, πα­ρά σαν ανθρώ­πι­νο σώ­μα. Προς τους Κοριν­θίους γράφει από την Έφεσο και δεν κά­νει τον κόπο να τους πληροφορή­σει πως, που, πότε, τον είδαν ο ίδιος και αυτοί που ισχυρίζεται. Άσε τους Εβραίους της Κο­ρίνθου που ζούσαν πάνω από χίλια χιλι­όμετ­ρα μακριά απ’ την Παλαιστί­νη και δεν είχαν ιδέα, να βρούνε αυτοί την άκρη για τα ερωτήματα αυτά και αυτοί να βρούνε και να εξετάσουν τους μάρ­τυ­ρες για τους οποίους γράφει ότι ζούσαν ακόμα! Γι’ αυ­τές τις παρουσιάσεις ο Παύλος δεν μεταφέρει απολύ­τως κα­μία ιστο­ρική πληροφορία, λες και μιλούσε σε ανθρώπους που ήδη ξέ­ρανε πως είχαν τα «γεγονότα», ενώ δεν είχαν ιδέα!

Έτσι έχομε πάλι μια μεγάλη αντίφαση με τα Ευαγγέλια όπου ο Χριστός πα­ρουσιάστηκε πρώτα στην Μαγδαληνή όπως με στόμφο τονί­ζει ο Ιωάννης 20: 1-18, ή στις Μυροφόρες όπως τονίζει ο Ματθαίος 28: 1-10. Οι Μυρο­φό­ρες βε­βαίως εκτός από τα Ευ­αγγέ­λια δεν αναφέρονται πουθενά αλλού στην υπόλοιπη Καινή Διαθήκη.

(9) Η ανά­λη­ψη όπως περιγράφεται στα Ευαγγέλια του Μάρκου 16: 19 και του Λουκά 24: 50-51 και στις Πράξεις 1: 6-11, δεν υπάρ­χει πουθενά στον Παύλο. Απλώς πό­τε-πό­τε γρά­φει ότι ο Ιησούς ανέ­βει στον ου­ρα­νό και ευ­ρί­σκε­ται μα­ζί με τον πα­τέ­ρα του ή στα δεξιά του: π. χ. Πρός Ρω­μαί­­ους η΄: 34, Πρός Εφε­σί­ους α΄: 20, δ΄: 8-10, Πρός Κολασσαείς γ΄: 1, Α΄ Θεσ­σα­λο­νι­κείς α΄: 10, Πρός Εβραίους η΄: 1, ι΄: 12, κ. α. Τί­ποτα άλλο!

(10) Η Παρουσία του Κυρίου και η Τελική Κρίση αναφέρεται στις: Α΄ Πρός Κορινθίους ιε΄: 29-58, Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς δ΄: 13-18, ε΄: 1-11, Β΄ Πρός Θεσσαλο­νικείς β΄: 1-12, κλπ. Πουθενά δεν την αναφέρει ως Δευτέρα Παρουσία, αλλά απλώς Παρουσία, λες και δεν υπήρχε πρώτη! Όπως την περιγράφει στις δύο Πρός Θεσ­σαλο­νι­κείς Επι­στολές είναι όμοια με την περιγραφή της καθόδου του Υιού στο απόκ­ρυφο και ψευδε­πίγραφο βιβλίο Ανάληψις του Ησαΐα και όχι με αυτά που γράφει το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο 25: 31-46 και η Αποκάλυψις του Ιωάν­νου! Η περιγ­ρα­φή της Δευ­τέ­ρας Παρουσίας και της Τελικής Κρίσεως στην Αποκάλυψιν κ΄, κα΄ δεν συμ­φωνεί με την Παρουσία που πε­ριγ­ράφει ο Παύλος στην Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς ιε΄ και στην Α΄ Πρός Θεσσα­λο­νικείς δ΄.

Η φράση «άχρις ου αν έλ­θη.», στην Α΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 26, δεν υπονοεί ανάσταση μετά από 36 ώρες (ή τρεις ημέρες), αλλά κά­ποια Παρουσία μετά από αόρι­στο χρόνο!

Η άμεση εσχατολογική και καταδικαστική ρήση κατά των συμπατριωτών του στην Α΄ Πρός Θεσ­σαλο­νι­κείς β΄: 13-16, «Διά τούτο και ημείς ευχα­ρισ­τού­μεν τω Θεώ αδιαλείπτως, ότι πα­ραλα­βόντες λόγον ακοής παρ' ημών του Θεού εδέξασθε ου λόγον ανθρώπων, αλλά κα­θώς εστιν αληθώς, λόγον Θεού, ος και ενερ­γείται εν υμίν τοις πι­σ­τεύουσιν. υμείς γαρ μι­μηταί εγενήθητε, αδελφοί, των εκκλησ­ι­ών του Θεού των ου­σών εν τη Ιουδαία εν Χρι­στώ Ιη­σού, ότι τα αυτά επάθετε και υμείς υπό των ιδίων συμφυλετών καθώς και αυτοί υπό των Ιου­δαίων, των και τον Κύ­ριον αποκτει­νάντων Ιησούν και τους ιδίους προφή­τας, και ημάς εκδιωξάντων, και Θεώ μη αρεσ­κόντων, και πάσιν ανθ­ρώποις εναντί­ων, κω­λυόντων ημάς τοις έθνεσι λαλήσαι ίνα σω­θώσιν, εις το αναπληρώ­σαι αυτών τας αμαρτίας πάντοτε. έφθασε δε επ' αυτούς η ορ­γή εις τέ­λος.», θεωρείται παρεμβολή κυρίως για τους εξής λόγους:

(α) Παρά την οργή, το μίσος και τα κατσαδιάσματα που ο Παύλος εκ­φράζει εναντίον πολλών, πουθενά αλλού δεν εκφ­ράζεται με τόσο έντονα λό­για οργής και μί­σους εναν­τίον των ομοεθ­νών του. Μάλιστα δε στην Πρός Γα­λάτας β΄: 15 τους επαινεί με τα λό­για: «Ημείς φύ­σει Ιουδαίοι και ουκ εξ εθνών αμαρτωλοί,»!

(β) Μέσα στους στίχους αυτούς υπονοεί­ται η καταστροφή της Ιερου­σαλήμ και της Ιουδαίας, η οποία έγινε μετά τον θάνατο του Παύλου. (Αν και υπ­άρ­χουν μερικοί ερευνη­τές που ισχυρίζονται ότι ο Παύλος απέθανε μετά απ’ αυ­τή την καταστροφή, η θέση αυτή έρχεται σε αγεφύρωτη αντίθεση με την επίσημη θέ­ση όλων των χριστιανι­κών εκκλησιών εδώ και 2000 χρόνια!).

(γ) Η φράση «κω­λυόντων ημάς τοις έθνεσι λαλήσαι ίνα σω­θώσιν, εις το αναπληρώσαι αυτών τας αμαρ­τίας πάντοτε.» αντανακλά τις διαμάχες και αντιθέσεις Ιουδαίων και Εβραιοχριστια­νών που προέκυψαν μετά το +73.

(δ) Αν αυ­τοί οι στίχοι αγνοηθούν τελείως και από τον προηγούμενο στί­χο πά­με στον αμέ­σως επόμενο, η ροή και το νόημα του γραπτού λόγου συ­νεχίζονται ομα­λώς. Με αυτούς τους στίχους η ροή διακόπτεται.

 

***

 

Ποιος να ξέ­ρει άραγε πώς συν­δέ­ο­νται όλα αυ­τά με­τα­ξύ τους. Πρέπει να συν­δέ­ο­ν­ται διά πλαστογραφιών και υστεροχρόνων παρεμβολών. Δυστυχώς δεν έχομε τα πρω­τότυπα για να ελέγξομε! Π. χ., το ίδιο συμβαίνει και με τις δύο αντι­φα­τι­κό­τα­τες γε­νε­α­λο­γί­ες του Χρι­στού, η μία στον Ματ­θαίο α΄: 1-20 και η άλ­λη στον Λου­κά γ΄: 23-38. Με­λε­τήστε τις, εί­ναι για γέλια! Γι’ αυτό και ο Παύλος παραγγέλλει στον Τιμό­θεον και τον Τίτον να αποφεύγουν τις συ­ζητή­σεις και τις εξετάσεις των γενε­α­λο­γιών (Α΄ Πρός Τιμόθεον α΄: 4, Πρός Τίτον γ΄: 9). Κάτι ήξερε!

            Ο Παύλος οσάκις αναφέρεται σε κάποιον συμβάν περί Ιησού Χριστού ουδέ­ποτε το θέτει εντός οιουδήποτε ιστορικού πλαισίου. Όλα όσα ανα­φέ­ρει είναι άνευ ισ­τορικής δεοντολογίας και ιστο­ρι­­κού πε­ριεχομένου. Γράφει αοριστίες και άντε τρέχα βρες τις ή πίστευε στις αποκαλύψεις του! Π. χ. γράφει: «παρέδωκα γάρ υμίν εν πρώ­τοις ό καί παρέλαβον, ότι Χριστός απέθανεν υπέρ τών αμαρτιών ημών κατά τας γρα­φάς και ότι ετάφη, καί ότι εγήγερται τή τρίτη ημέρα κατά τάς γραφάς», Α΄ Πρός Κο­ρινθίους ιε΄: 3-4, κλπ. Η φράση «κατά τάς γραφάς» επαναλαμβάνειται στο 5ο άρθρο του Συμβό­λου της Πίστεως ως εξής: «και αναστάν­τα τή τρίτη ημέρα κατά τάς γραφάς». Όπως και στην περίπτωση Α΄ Πρός Τιμόθεον στ΄: 13, «...Ιη­σού Χρι­στόν μαρτυρήσαν­τα επί Πον­τίου Πιλάτου...» που εξετάσαμε παραπάνω, έτσι και εδώ έχομε αντιγραφή!

            Ο ίδιος ο Παύλος δεν εξη­γεί ποιες είναι αυτές οι γραφές. Για την σταύρωση και τα πάθη οι ευ­αγγελισ­τές μερι­κά χρόνια (15 - 150) μετά τον θάνατο του Παύλου, βρήκαν μερι­κές δήθεν προφη­τείες στην Παλαιά Διαθήκη, πλαστά αποκυήματα της φαντασίας, της διαστροφής και της συ­νωμο­σίας των. Αλ­λά για την ανάσταση την τρί­τη ημέρα «κατά τάς γραφάς», τις επανεμφανίσεις και την ανάληψη δεν υπάρ­χουν ούτε πλαστές προ­φητείες ούτε γραφές που να αναφέρονται εντός της Καινής Δι­αθήκης. Αργότερα οι χριστιανοί απο­λο­γητές δήθεν ανεκάλυψαν τους προφητικούς στίχους: Ψαλμοί β΄: 7, ιστ΄ (ιε΄): 10, Ησα­ΐας νγ΄: 10 και Ωσηέ στ΄: 2, οι οποίοι δεν έχουν τίποτα να κάνουν με την τριήμερη ανάσταση του Ιη­σού Χριστού. (Γι’ αυτό οι Καθολικοί λέ­νε ότι αυτοί οι στίχοι την υπαινίσσονται.).

Η αοριστία της φράσεως «κατά τάς γρα­φάς» και το κενό που αφήνει είναι σκόπιμα και παραπλανητικά. Προήλθε είτε από τον ίδιο τον Παύ­λο, αν όντως αυτός έγραψε αυτές τις γραμμές, είτε από τους υστερο­χ­ρό­νους συντάκτες και παρεμβολείς. Αυτοί προσπαθούσαν, όσο ήταν δυνατό, να δικαιολογή­σουν με δήθεν προφη­τείες της Παλαιάς Διαθήκης ότι ο Ιησούς ήταν ο πραγματικός αναμενόμενος Μεσσίας, Χρισ­τός, και συνεπώς ο Χριστιανισμός είναι η μόνη εξ αποκα­λύ­ψεως αληθινή θρησ­κεία!

Πά­νω σ’ αυτές τις πα­­­ρα­τη­ρή­σεις έχoυν γρα­φτεί πoλλά βι­βλία και απoτελoύν ένα ισχυ­ρό­τατo επι­χεί­ρη­μα των μυ­­θι­κι­στών περί τoυ ότι o Χρι­στός εί­ναι μυθoλo­γι­κό πρόσωπo. Διό­τι ας μην ξε­χνά­με ότι τα πρώ­τα γρα­πτά της Και­νής Δια­θή­κης, σύμ­φω­να με ομόφωνο συμπέρασμα όλων των Χριστιανών θε­oλό­γων και των ειδικών επι­στη­μό­νων, εί­ναι oι Επιστo­λές τoυ Παύλoυ. Αυτές δε, τις έγρα­ψε για αν­θρώπoυς πoυ βρί­σ­κoνταν πoλύ μακριά από την Ioυ­δαία. Αυτοί πάλι ως νεο­φώτι­στοι, δεν εγνώ­ρι­ζαν τί­πoτα πε­ρί Iησoύ, εκτός ίσως από αυτoύς πoυ ήταν στη Ρώ­μη οι οποίοι ίσως να είχαν ακούσει λίγα πράγματα πριν τους τα γράψει ο Παύλος, όπως ο ίδιος ομολογεί στην Πρός Ρωμαίους ιε΄: 20.

Συνεπώς: Ο Παύλος έχει κατά νουν άλ­λον Ιησού Χριστό απ’ αυτόν που έχουν οι Ευαγγελιστές, χωρίς με αυτό να υπονοούμε ότι οι Ευαγγελιστές συμφωνούν μετα­ξύ των. Αφήνομε λοιπόν στους χρισ­τιανούς απολογητές να μας ξε­καθαρίσουν ποιος έχει τελικά δίκιο! Ο Παύ­λος ή ποιος από τους Ευαγγελιστές! Ενώ ο καθένας θα επι­κα­λείτο τα εκκωφαντικά «πεπραγμένα» του «ιστορικού» Ιη­σού των Ευαγγελιστών, «γε­γονότα» που θα είχαν αφήσει εσαεί άναυδους τους πάντες και τα πάν­τα, ο Παύλος δεν κάνει καμία χρήση αυ­τών! Αυτή είναι η στάση την οποίαν πα­ρατη­ρούμε διάχυτη μέσα στα γραπτά του Παύλου! Τί συμβαίνει λοι­πόν;

Ο Παύλος δεν γνωρίζει τον γήινο, ιστορικό όπως υπο­τίθεται, Ιησού Χριστό των Κανονικών Ευαγγελίων, γεγονός που απο­δεικνύει ότι τόσον ο Ιησούς Χρι­στός των Ευαγγελιστών όσο και του Παύλου είναι μύθος, δηλαδή ψέμα! Απ’ όσα γράφει ο Παύλος ένα συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι αν ήταν ειλικρινής, τότε στο νου του είχε κά­ποι­ον αποκρυ­φιστικό, άυλο, πνευματιστικό Χριστό και απευθυνόταν προς αποκρυφιστι­κές οργανώ­σεις (cults), αιρέσεις του Ιουδαϊσμού τύπου «υιών φωτός» και Qumran, Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς ε΄: 5 «πάντες υμείς υιοί φωτός εστε και υιοί ημέ­ρας. ουκ εσμέν νυκτός ουδέ σκότους.». Ο Χρισ­τός του Παύ­λου είναι ανάλογος με όλους εκείνους τους παγανιστικούς σωτηριολογι­κούς θεούς της εποχής εκείνης, οι οποίοι κατά την Άνοιξη έτρωγαν ένα δείπνο, έκα­ναν μια ευχα­ριστία, έπασχαν, θάπ­τονταν και μετά από τρεις μέρες ανασταίνον­ταν.

Επομένως με βάση όσα στοιχεία έχομε ήδη εξετάσει βγαίνει και το συμπέρα­σμα ότι: Οτιδήποτε γράφει και κηρύττει ο Παύλος δεν είναι ιστορικές μαρτυρίες. Εάν λοιπόν νομίζει ότι ομιλεί αληθώς, τότε αυτά που λέει είναι αποκυήματα της φαντα­σί­ας, πίσ­τε­ως, φα­νατισμού και θεολογίας του, τα οποία αν και δεν τα έμαθε από προη­γούμενες πα­ραδόσεις εντούτοις τα πιστεύει ως αληθή. Εάν πάλι ομιλεί όντως αληθώς, τότε οι παραδόσεις των Ευαγγελίων είναι ψευδείς και πρέπει να καταγγελθούν και να απορριφθούν! Αν όμως οι παραδόσεις των Ευαγ­γελίων είναι σωσ­τές, τότε ο Παύλος ομιλεί ψευδώς, πράγμα που το συνηθί­ζει, και πρέπει να καταγγελθεί και να απορριφ­θεί ως ψεύ­της! Αυτό το χριστιανικό δίλημμα αρκεί για να καταρρεύσει ολόκ­ληρος ο Χριστιανισμός!

 

***

 

Ειρήσθω επί τη ευκαιρία ότι, αυτή η σιωπή γύρω από τα βιογραφικά στοιχεία και την ανθρώπινη, γήινη, ιε­ραποστολική και σωτήρια δράση του Ιησού Χριστού δεν απαντάται μόνο στον Παύλο, αλλά και σε όλες τις επτά Κα­θολικές Επιστολές της Και­νής Διαθήκης, στην Επιστολή Α΄ Κλήμεντος (που αποδίδεται στον Πάπα Ρώμης, κατά το τέλος του 1ου αιώνα), Επι­στολή του Βαρνάβα, κ. ά. Ιδού μερικά χτυπητά παρα­δείγ­ματα: Στην επιστο­λή Α΄ Πέτ­ρου β΄: 21-25, στην Α΄ Κλήμεν­τος κεφάλαιο 16, και Βαρ­νάβα ε΄: 8, απαντάμε παραφ­ράσεις μερι­κών στοι­χείων του κεφαλαίου 53 του δευτέ­ρου (ή τρί­του) Ησαΐα που κάπως θυμίζουν τα Ευαγγέλια και τίπο­τα παραπάνω. Στην Α΄ Πέτρου γ΄: 18 «ότι και Χρισ­τός άπαξ περί αμαρτιών έπαθε, δίκαιος υπέρ αδίκων, ίνα ημάς προσαγάγη τω Θεω, θανα­τωθείς μεν σαρκί, ζωοποιηθείς δε πνεύματι·», έχομε ότι ο Χριστός θανατώ­θηκε κατά σάρκα αλλά ζωοποιήθηκε κατά πνεύμα. Δηλα­δή δεν αναστήθηκε κατά σάρκα όπως φωνά­ζουν οι ευαγγελιστές! Στην Α΄ Ιωάννου ε΄: 6-12 δεν γίνεται κανέ­νας λόγος για την «εν σαρκί» ανάσταση και την «εν σαρκί» επα­νεμφάνιση, αλλά όλα γί­νονται με την βοήθεια της πίστεως και την μαρτυρία του Αγί­ου Πνεύματος! Σαν να μην τα είδε κανείς! Στην Β΄ Πέτ­ρου α΄: 16-18 το σημαντικό γε­γο­νός είναι η μεταμόρφω­σις εις το ιερόν όρος και δεν ανα­φέρει τίποτα για ανάστα­ση. Είναι αξιοπα­ρατήρητο λοιπόν ότι όλες οι παρατη­ρήσεις και τα συμπεράσματα πε­ρί ελλείψεως ισ­τορικών πλαισίων, αορισ­τι­­ών, αν­τιφάσε­ων προς τα Ευαγγέλια καθώς και μετα­ξύ των που απαντάμε απανταχού στις Επιστολές του Παύλου, ισχύουν ομοί­ως και στις επτά Κα­θο­λικές Επιστο­λές της Και­νής Διαθή­κης! Όπως και ο Παύλος έτσι και όλοι οι συγγρα­φείς των Καθολικών Επιστο­λών, κ. ά., δεν αναφέρουν τίποτα για τον Ιησού ως διδάσ­καλο ή θαυματοποιό!

Ακόμα, σ’ όλα αυ­τά τα πρώτα κείμενα της Και­νής Δι­α­θήκης, τα οποία όπως υποτίθεται εγρά­φησαν από τους πρώτους και με­γαλυτέρους αποστό­λους του Χριστια­νισ­μού, δεν ανα­φέρεται πουθενά και από κανέ­ναν ούτε μια επίσκε­ψη ούτε ένα προσ­κύ­νημα στα μέρη όπου εγεννήθηκε, έδρασε, έκανε θαύματα, έπαθε, ετάφη και ανέσ­τη ο Υιός του Θεού, Ιησούς Χρισ­τός! Σύμπτωση;...

Αν, προτού γνωρίσομε τι γράφουν τα Ευαγγέλια, μελετήσομε όλες τις Επιστο­λές της Καινής Διαθήκης (14 του Παύλου και 7 Καθολικές), οι οποίες μάλιστα εγρά­φησαν πριν από τα Ευαγγέ­λια, τότε δύσκολα σχηματίζομε την εικό­να κάποιου υπάρ­ξαντος ανθρώπου, διδασκάλου, θαυματοποιού και πουθενά δεν υπάρχει η ει­κόνα κά­ποιου του οποί­ου τον τάφο βρήκανε κενό ή κάποιου που αναστή­θηκε «εν σαρκί»! Συ­νε­χώς βλέ­πομε την επενέρ­γεια της πίστεως και του Αγίου Πνεύματος, αποκαλύ­ψεις, οράματα, και πνευ­ματικά εφευρήματα. Π. χ. βλέπε: Πρός Ρωμαίους γ΄: 26, ιδ΄: 24-25, Πρός Εφεσίους γ΄: 5, Πρός Κολασσαείς β΄: 2, κλπ., Α΄ Πέτρου α΄: 20 καθώς και τα χω­ρία Πρός Ρωμαίους γ΄: 21-26, Πρός Εβραίους θ΄: 26, ομιλούν σε ενεστώτα χρό­νο. Δεν υπάρχει τίπο­τα το ιστορικο­ποι­ούν. Στα χωρία Πρός Ρωμαίους α΄: 1-4, ι΄, ια΄, Β΄ Πρός Κορινθίους γ΄: 7-11, Πρός Τίτον α΄: 3, ο Παύλος αναφέρει θέματα στα οποία μόνος του δημι­ουρ­γεί την ευκαιρία να μιλήσει για τη ζωή και τη δράση του Ιησού, εντούτοις δεν λέγει τίποτα.

Οπότε, τί ιστορική βάση περί Χριστιανισμού ή ιστορική απόδειξη περί Ιησού Χριστού μπορεί να αποτελεί η Καινή Δια­θήκη; Καμία! O Χριστός των Επιστολών του Παύλου, των Καθο­λι­κών Επιστολών, καθώς και ενός μεγάλου μέρους του Κα­τά Ιωάννην Ευαγγελίου είναι ένας αφηρημένος γνωστικιστικός Χριστός και όχι ο Χριστός που έχει την ανθρώπινη μορ­φή και δράση των τριών πρώτων Συνοπτι­κών Ευαγγελιστών. Σε όλη την Καινή Δια­θήκη υπάρχει η συνεχής αντίφαση του αν ο Χριστός ήταν δημιούργημα ή δημιουργός· είναι ίδιος με τον δημιουργό ή απαύγασμα τού δημιουργού και το τελειότερο μέσο επι­κοινωνίας με την δημιουργία του. Άκρη δεν βρίσκεις και μπορείς να δικαιολογήσεις ή να αναιρέσεις κάθε απάντηση επ’ αυ­τού του ερωτήματος! Μετά μιλάνε για θεοπνευστία και ιστορικότητα!

Το Σύμβολο της Πίστεως, της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαί­ας, +325 και μετά, χειροτέρεψε αυτή την αντίφαση! Π. χ: Α΄ Πρός Κορινθίους ιε΄: 23-24 «απ­αρχή Χριστός, έπειτα οι Χριστού εν τη παρουσία αυτού· είτα το τέλος, όταν παρα­δώ την βασι­λείαν τω Θεώ και πατρί, όταν καταργήση πάσαν αρχήν και πά­σαν εξουσί­αν και δύνα­μιν.» έρχεται σε αντί­φα­ση με το Σύμβολο της Πίστεως, άρθρο 2, «Καί εις έναν Κύριον Ιησούν Χριστόν, τόν υιόν τού Θεού τόν Μονογενή, τόν εκ τού Πα­τρός γεν­νηθέντα πρό πάντων τών αιώνων. Φώς εκ Φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού γεννηθέντα, ού ποιηθέντα, ομοού­σιον τώ Πατρί δι’ Ού τά πάντα εγένετο.», κ. ο. κ. Όλα αυτά έγιναν αιτίες πολλών αιρέ­σε­ων, δι­ωγμών, φόνων, καταστροφής και δι­αστροφής.

Παρατηρούμε ακόμα τα εξής:

(α) Τα τέσσερα Κανονικά Ευαγ­γέ­λια και η Αποκάλυψις γρά­φτηκαν με­τά τoν θά­νατo τoυ Παύλoυ και αγνooύν τoν Παύλo. Ίσως δι­καιoλoγη­μέ­να, αλ­λά ίσως και όχι. Πoιος ξέ­ρει θε­τι­κά; Κα­νείς! Μό­νo oι Πρά­ξεις τoν ανα­φέ­ρoυν, τις oπoί­ες, κα­θώς η επί­ση­μη εκκλη­σία έχει διαδώσει, τις έγρα­ψε o Ευ­αγγελιστής Λoυ­κάς (ο ια­τρός άραγε, Πρός Κο­λασ­σα­είς δ΄: 14, κλπ.;) ως συ­νέ­χεια τoυ Ευ­αγ­γε­λίoυ τoυ, χωρίς να υπάρχει καμία από­δειξη γι’ αυτό.

(β) Άλλο σοβαρό ζήτημα είναι ότι η Απο­κά­λυψις δεν αναφέρει ού­τε τον Παύ­λο ούτε και τις εκκλησίες τις οποίες ίδρυσε, αν και γράφτηκε αρκετά χρό­νια μετά τον Παύλο. Δεν του παρέχει κα­μία τιμη­τική θέση ακόμα και στον στίχο κα΄: 14, στον οποίον ανα­φέρει τιμητικώς τους άλλους μαθητές, παρ’ όλο ότι αυτός ήταν «σκεύος της εκ­λογής» του ιδί­ου του Ιησού Χριστού και Θεού, Πρά­ξεις θ΄: 15. Επίσης, η περιγ­ρα­φή της δευ­τέ­ρας παρουσίας και της τελικής κρίσεως στην Αποκάλυψιν κ΄, κα΄ δεν συμ­φωνεί με την περιγ­ραφή που δί­δε­ται από τον Παύλο στην Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς ιε΄ και στην Α΄ Πρός Θεσσα­λο­νικείς δ΄.

(γ) Το ίδιο και οι επτά Κα­θο­λι­κές Επι­στολές, εκτός από τους δύο πολύ περί­ερ­γους στί­χους της Β΄ Πέτρου γ΄: 15-16 που θεωρούνται παρεμβολή, δεν ανα­φέρουν τί­ποτα περί Παύλου. Μάλιστα δε, η Επιστολή του Ιακώβου είναι τόσο αν­τί­θετη με πολ­λές από τις διδασκαλίες του Παύλου ώστε ο Μαρτίνος Λούθηρος επεδί­ω­ξε να την θέ­σει, μαζί με την Αποκά­λυ­ψιν του Ιωάννου, εκτός του Κανόνος της Καινής Δια­θή­κης. Δεν τα κατά­φερε όμως.

            Δεν νομίζετε ότι κάτι περίεργο και πολύ σοβαρό συμ­βαί­νει πίσω απ’ όλα αυ­τά; Όσα λoι­πόν δε­χό­μα­στε εδώ προς στιγμήν, για τo χατίρι των χρι­στιανών θεoλό­­­­γων και για να μην επεκ­ταθούμε σε ιστορική αναζήτηση και ανάπλαση, τα δεχό­μα­στε με όλες τις επι­φυλάξεις. Αυ­τά τα σoβα­ρά προβλήματα και εύλογα ερωτήματα που εκ­θέ­τομε ας φρoν­τίσoυν να τα λύ­σoυν και απαντήσουν με σιγουριά και απόδειξη oι φωσ­τήρες της χρι­στι­α­νικής πί­στε­ως.

 

***

 

Ανακεφαλαιώνομε λοιπόν και λέμε: Πέραν πολύ ολίγων στίχων που θυ­μί­ζουν στίχους των Ευαγγελίων, τουλάχιστον το 99% του έργου του Παύλου δεν έχει να κά­νει με: τη ζωή, τη δράση, τη διδασκαλία, τα θαύματα, τα γεγονότα των παθών, της ανασ­τά­σεως, των επανεμφανίσεων και της αναλήψεως τού Ιησού Χριστού των Ευαγ­γελίων.

Οι ολί­γοι στίχοι οι οποίοι θυμίζουν κάτι από τα Ευαγγέλια πρέπει να είναι: εί­τε παρ­εμ­βολές, είτε κοινότοπες φρά­σεις και περιγραφές της εποχής εκείνης τις οποίες επα­να­λαμβάνει ο Παύλος, είτε σκόπιμες αυθαιρεσίες του, είτε τις λαμβάνει από την Παλαιά Διαθήκη και τις προσαρμόζει κατά το δοκούν, είτε πολύ πιθανόν οι μεταγενέ­στεροι Ευαγγε­λιστές τις πήραν από τον Παύλο και την Παλαιά Διαθήκη, την οποίαν όπως ο Παύλος έτσι και αυτοί την εχρησιμοποίησαν κατά κόρον.

Αυ­τοί οι στίχοι αποτελούν ολιγότερο του 1% του έργου του Παύλου. Οπό­τε και αν ακόμα τους παραδεχθούμε ως αυθεντικούς και όχι παρεμβολές ή σκόπι­μες αυ­θαιρεσίες του ιδίου ή άλλων, μένει κα­νείς άναυδος από τον Χριστό που ο Παύ­λος πα­ρουσιάζει στο υπόλοιπο 99% του έργου του. Η διδα­σ­καλίες που σποραδικά με­ταφέρει είναι δικές του επινοήσεις και κατά μάλ­λον ή ήττον αναμασήματα στίχων της Παλαι­άς Διαθήκης που αυτός ειδικώς επέλεξε. Ούτε την δι­δα­σκαλία του Χριστού, αυ­τήν έστω που περιέχεται στα σκόρπια Κυριακά Λόγια, μας με­τα­φέρει. Φτάνει δε στο ση­μείο να λέγει: Α΄ Πρός Κο­ριν­θί­ους ζ΄: 6 «τούτο δε λέγω κατά συγγνώμην, ου κατ’ επι­τα­γήν.», 12 «τοις δε λοιποίς εγώ λέγω, ουχ ο Κύ­ριος· ει τις αδελφός γυναίκα έχει άπιστον, και αυτή συνευδοκεί οικείν μετ’ αυτού, μη αφιέτω αυτήν·», 25 «Περί δε των παρθένων επι­ταγήν Κυ­ρίου ουχ έχω, γνώμην δε δίδωμι ως ηλεημένος υπό Κυ­ρίου πι­στός είναι.», Β΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 17 «ό λαλώ, ου λα­λώ κατά Κύριον, αλλ’ ως εν αφροσύνη, εν ταύτη τη υποστάσει της καυχήσεως.», κλπ. Εδώ δηλαδή ο Παύλος ομο­λογεί ότι δεν έχει επι­ταγές του Κυρίου, αλλ’ ούτε και αποκαλύψεις ή θεο­π­νευστία! Προσέτι ομολογεί εν πάση ειλικρινεία ότι μας λέγει δικά του λόγια! Μετά όμως έρχε­ται στην Β΄ Πρός Τιμόθεον Επισ­το­λήν και γράφει γ΄: 16: «πάσα γραφή θεό­πνευσ­τος και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς παιδείαν την εν δικαιοσύνη,». Βγάλε­τε μόνοι σας συμπέρασμα με τις αντιφάσεις αυτού του αλλο­π­ρόσαλλου ατό­μου!

Ο Παύλος πάρα πολλές φορές προσ­πα­θεί να πείσει τους άλλους επί πολλών «συμβάντων, γεγονότων» και ζητημάτων της θεολογίας του, διά του τεχνάσ­ματος των αποκαλύψεων και οραμάτων που ισχυρίζεται πως είχε. Για μ­ερικά όμως, οι απο­καλύ­ψεις και τα οράματα ήταν εντε­λώς αχρεί­ασ­τα διότι τα πράγ­ματα που του αποκα­λύφ­θηκαν ήταν κοινώς δια­δεδομένα και γνωστά μεταξύ των τότε χριστιανών και οπα­δών του Ιησού Χριστού, όπως μαρ­τυρούν τα Ευαγγέλια, οι Πράξεις και μερικές από τις άλλες Επιστολές!

Τί γενικό συμπέρασμα λοιπόν βγαίνει από την σύγκριση των αφηγή­σεων του Παύλου με τις αφηγήσεις των Ευαγ­γε­λίων; Αυτά τα στοιχεία εί­ναι ισχυρώς δι­αφω­τισ­τικά διά τις ψευδαισθή­σεις, παραισθήσεις, τα ψέματα του Παύλου, τα μυθεύ­ματα των Ευαγγελίων και ολόκλη­ρης αυτής της φτια­χ­τής, επι­νοημέ­νης και ψευ­δούς θρησκείας του Παυλικού Εβραιοχρι­στιανι­σ­μού! Τονίζομε λοιπόν και πάλι ότι:

 

Καίριο πλήγμα κατά της ιστορικό­τη­τος του Ιησού Χριστού είναι ο Χρισ­τός του Παύλου. Όλα τα ανωτέρω πε­ριληπτικά στοι­χεία φανερώ­νουν ότι ο Ιησούς Χριστός των Ευαγγε­λίων όπως και οιοσδήποτε αφανής αλλά υπ­άρξας Ιησούς Χριστός ήταν άγνω­στος στον Παύλο. Τότε όμως αν δεχθού­με ότι ο Παύ­λος είναι ιστορικό πρόσωπο κατά την εποχή που διατείνονται ότι έζησε, έδ­ρασε και μας πα­ρέδωσε τα γραπτά του, αναγκαστικά πρέπει να δεχθού­με ότι ο Ιησούς Χριστός, όπως τον παρουσιάζουν ο Παύλος και τα Ευαγγέλια, δεν ήταν ιστο­ρικό πρόσωπο αλλά μια μυ­θο­λογική διαπλο­κή! Αν πάλι ο Παύ­λος με τις αποκαλύψεις και τα οράματά του έχει δίκιο, τότε τα Ευαγγέλια αποτελούν προφανή μυ­θο­λογική διαπλοκή! Δεν μέ­νει παρά να συμπε­ράνομε ότι τα πάντα είναι μυ­θο­λογικές διαπλοκές.

 

Συνεπώς και ο Παύλος και ο Ιησούς είναι χρι­σ­τιανικά μυθιστορήματα και τί­πο­τα παραπάνω. Δηλαδή ψευτιές! Βεβαίως τα γραπτά που αποδίδονται στον Παύλο κα­θώς και οι προηγούμενες πηγές και παραδόσεις, όποιες κι’ αν ήταν αυτές, πρέπει να έθεσαν τις βάσεις και τις νύξεις της συγγραφής και της μυθολογίας των υστεροχ­ρό­νων τεσσά­ρων Κανονι­κών Ευαγγελίων. Μετά τον πλήρη και αμετάκλητο διαχωρισ­μό Χριστιανών και Ιουδαίων (+135 Κ. Ε.) και την οικτρή αποτυχία της εσχατολογίας των πρώτων, οι νέες κα­ταστά­σεις που προέκυψαν απαιτούσαν νέα κείμενα διαφορετι­κά απ’ αυτά του Παύ­λου και προπάντων ιστορικοποιούντα για την δικαιολόγηση και επιβίωση τής Εβραι­οχριστια­νικής αιρέσεως! Αυτή η αναγκαιότητα επεβάλετο όχι μό­νο για την συγκρά­τηση των οπαδών εντός της αιρέσεως αλλά και από την επιχει­ρη­μα­τολογία εναντίον της τόσο των Ιουδαίων όσο και των Εθνικών! Έτσι τα υστε­ρόχ­ρονα Ευαγ­γέλια διατήρησαν αναγκαστικά τα ελάχιστα σημεία που έκριναν σκόπιμα από τον Παύλο αφού όμως πρώτα τα επεξεργάστηκαν κατά τις απ­αιτήσεις του καιρού των. Τα επεξέ­τειναν και τα ανάπλασαν εντός δήθεν «ιστορικών» σκηνών και πλαισί­ων. Ακόμη έλαβαν χώρα μερικές σκόπιμες και αναγκαίες παρεμβολές στα γραπτά του Παύλου.

Ο Χριστιανισμός είναι εν γένει μια από τις αιρέσεις του Ιουδαϊσμού. Αν λοι­πόν θεωρήσομε ως ορθόδοξο τον Χριστιανισμό των Ευαγγελίων, τότε ο Παύλος εδη­μιούργησε μια αίρεση της αιρέσεως, της αιρέσεως... Ειδάλλως ο Χριστιανισμός των Ευαγγελίων αποτελεί αίρεση της αιρέσεως, της αιρέσεως... Κουλουβάχατα δηλαδή ...! Αυτή η αντίφαση έχει δημιουργήσει αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ Καθολικών-Ορθοδό­ξων και Διαμαρτυρομένων

Τα συμπεράσματα που αναπτύξαμε στο παρόν μέρος και οι διαφορετικοί Χρι­στοί της Και­νής Διαθήκης (Παύλου και Ευαγγελίων), τί ειρωνεία, απο­τελούν το βαρύ­τερο επιχείρημα των μυ­θι­κι­στών κατά της ιστορικό­τητος του Ιησού ή του Παύλου αναλόγως. Αυτό το επι­χείρη­μα είναι εξαιρετικά ισχυρό ή μάλλον απροσ­πέλαστο για τους γνώστες και ει­λικρινείς ερευνη­τές Χριστιανούς, πολλοί των οποίων, μεταξύ αυ­τών και ο υποφαι­νόμενος, τελικά απε­σκίρτησαν από την Εβραιογνωστικοχ­ριστιανι­κή μάστιγα, έγιναν πολέμιοί της και την εξέθεσαν θαρραλέα με ομιλίες, ερευνητικές ερ­γασίες, εμ­περιστατωμένα συγγράμμα­τά και την κατήγγειλαν! Εσείς αναγνώ­σ­τες τί λέ­τε; Έπραξαν καλώς ή κακώς;

 

Περιτομή και Ακροβυστία

 

            Μια ση­μεί­ω­ση πρωτoύ πά­με πά­λι πί­σω στη θεoλoγία τoυ Παύλoυ. Οι πιo συ­χνά απα­ντώ­με­νες λέ­ξεις τoυ Παύλoυ εί­ναι η πί­στις, η αγά­πη, η ελ­πίς, η χά­ρις, η ανά­στα­σις, o νόμoς, δη­λα­δή o Μω­σα­ϊ­κός Νόμoς. Με­τά όπως φαί­νε­ται εί­ναι η πε­ρι­τo­μή και η ακρo­βυ­στί­α. Βλέ­πομε ότι στην απο­στο­λι­κή σύ­νο­δο των Πρά­ξε­ων ιε΄, συ­ζη­τή­θη­κε το ζή­τη­μα αυ­τό, αλ­λά σα­φής απά­ντη­ση δεν δό­θηκε. Φαί­νε­ται ότι επι­δε­ξί­ως απο­φεύ­χθη­κε να δο­θεί τε­λε­σί­δι­κη λύ­ση. Έτσι αφού με­λε­τή­σε­τε το κε­φά­λαιο ιε΄ των Πρά­ξε­ων συ­νε­χί­σε­τε με τους εξής στί­χους με τη σει­ρά που τους πα­ρα­θέ­το­με:

 

Α΄ Πρός Κο­ριν­θί­ους ζ΄: 17, 19, Πρός Ρω­μαί­ους β΄: 25, Πρός Γα­λά­τας ε΄: 2, Πρός Ρω­μαί­ους γ΄: 1-2, Πρός Γα­λά­τας ε΄: 6, β΄: 7

 

            Με­τά από τη μελέτη αυτών των αναφορών αποφα­σί­σε­τε μό­νοι σας τί κα­ταλά­βα­τε ή καλλίτερα τί αι­σθαν­θή­κα­τε! Αηδιάζει κα­νείς να δια­βά­ζει κά­θε λίγo και λι­γά­κι γι’ αυ­τό τo πε­τσά­κι. Δεν τo αφήνoυν κα­λύ­τε­ρα στην ησυχία του μόνo δώ­στoυ συ­νέ­χεια αυ­τό τo βιoλί με την πε­ριτoμή και την ακρoβυ­στί­α. Είναι ντροπή και μωρία να αναπτύσσει κανείς ένα μέρος της θεολογίας του με αφορμή την πόσθη! Αυτήν βρή­καν οι Εβραιοχριστιανοί για να ασχολούνται... Δεν είχαν τίποτα καλλίτερο! Αλήθεια, τί θεόπνευστο, υπερβολικά σοβα­ρό και υψίστης σημα­σίας αυτό το ζήτημα που αντι­μετώπισε η αρχική χριστιανική εκ­κλησία και ο Θεός της! Τί να πρωτο­πεί και τι να πρωτοθαυμά­σει κανείς με τις Εβραι­οχριστιανικές μωρίες! Βρε που καταντήσαμε!....

            Ωραίo ση­μά­δι αλή­θεια βρή­κε o θε­ός της ερήμoυ Γιαχβέχ να δώ­σει στoν φίλo τoυ Αβρα­άμ για να ξε­χω­ρί­ζει τoυς εκλε­κτoύς τoυ (Γέ­νε­σις ιζ΄: 10-14 και Πρός Ρω­μαί­ους δ΄: 10-13)! Σαν τoυς κτη­νo­τρό­φoυς πoυ σφρα­γί­ζoυν τα ζώα τoυς με κάπoιo ση­μά­δι χα­ραγ­μένo στα αυ­τιά ή στα μά­γoυ­λα των ζώ­ων. Εξάλ­λoυ η πε­ριτoμή υπήρ­χε ήδη πριν τoν υπoτι­θέ­μενo Αβρα­άμ στην Αί­γυ­πτo και Αφρι­κή κα­θώς και στoυς ιθα­γε­νείς της Αυ­στρα­λί­ας. Δεν φα­ν­τάζoμαι να έφτα­σε o Αβρα­άμ μέ­χρις εκεί!...

            Εσείς τι λέ­τε, έχομε άδικo;

 

Αποκαλύψεις και Εσχατολογία στην Θεολογία του Παύλου

 

            Η θε­o­λo­γία τoυ Παύ­λoυ εί­ναι απo­κα­λυ­πτι­κή και άμε­σα εσχα­τo­λoγι­κή. Δη­λα­δή:

 

(1ο) Την θεολογία του, όπως συχνά πυκνά ο ίδιος δηλώνει, την παρέλαβε από αποκαλύψεις. Η θεολογία του Παύλου δηλαδή είναι αποκαλυπτική και δεν βασίζεται στα «γεγονότα» τα οποία τό­σοι πολλοί έζησαν με τον Κύριο Ιησού Χριστό κατά την διάρκεια της δρά­σεώς του, ούτε και βασίζεται στη θεολογία και τις εντολές που παρέδωσε σε όλους ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Ακό­μη, δεν μας πα­ραδίδει μια κάποια θεολογία ή διδαχή του Ιησού Χριστού, αλλά μας πα­ραδίδει δικές του απο­κα­λύψεις και ερμηνείες. (Περίεργα πράγμα­τα!).

(2ο) Δεν ασχoλεί­ται, ο Παύλος, με τη θεoλoγι­κή θε­ώ­ρη­ση των εσχά­των, αλ­λά με τo άμε­σο τέ­λoς τoυ κό­σ­μoυ στoν oπoίoν ζoύ­σε, αφoύ όπως ήταν πεπεισμέ­νος και σύμφωνα με τη θε­oπνευ­σ­τία τoυ, τo τέλoς αυ­τό βρι­σκό­ταν πρo των θυ­ρών και θα συνέβαινε συντομότατα κατά την διάρ­κεια της ζωής του. Η εσ­χατολογική εποχή επρόκειτο να εγκαινιαστεί εντός ολίγου και νέα τάξη πραγ­μάτων θα επικρατούσε τόσο στον ουρανό όσο και στην γη. Η πίστη στον Ιη­σού Χριστό (και σ’ όλα τα περί αυτόν) αρκούσε για να γίνει κανείς άξιο μέλος αυτής της νέ­ας ευ­τυχισμένης εποχής και να σωθεί από την φοβερή οργή και κατάρα τού Θεού Πα­τρός ένεκα της αμαρτίας, της ενδόσεως στον διάβολο, κλπ!

 

            Εκτός από την βασική και αρχική έννοια της αμαρτίας και της κατάρας που είδαμε παραπάνω, η θεολογία του Παύλου έχει και άλλον έναν βασικό άξονα περισ­τ­ροφής, την άμεση εσχατολογία. Προσπαθεί να την περάσει στους άλλους με την δι­καιολογία οραμάτων, αποκαλύψεων και του ότι και αυτός εκλήθη ως απόστολος από τον Κύριο. (Όσο για τα περί πλήρους απαξίας του υπάρχοντος φυσι­κού κόσμου στην Θεολογία του Παύλου βλέπε το σχετικό μέρος παρακάτω.).

            Οι ατελεύτητες αντιφάσεις, τα αντιφατικά και καταστροφικά δόγ­ματά τού Παύλου (που έχομε δει μέχρις εδώ και θα δούμε ακόμα παρακάτω) καθώς και η συμ­περιφορά του φανερώνουν άνθ­ρωπο υποκριτή και σχιζοφρενή. Η έμμονη εσχατολο­γία του και ο συνεχής φόβος πρέ­πει να έπαιξαν σημαν­τικό ρόλο προς αυτή την κατάν­τια. Τέτοιες και τόσο πολυάριθ­μες αντι­φάσεις, καταστροφικότητες, αποκαλύψεις και οράματα μόνο διά της εμμονής στην άμεση εσ­χατολογία και τον συνεχή φόβο, και διά των ψυχολογικών διαταραχών και ανωμαλι­ών μπορούν να εννοηθούν, ερμηνευ­θούν και δικαιολογη­θούν. Πολλές τέτοιες ιδέες, εμμονές και εντολές συναντάμε στα γραπτά και τις αηδιαστικές θεωρίες των Γνωστικών καθώς και σε πολλά απόκρυφα χριστιανικά κείμενα της εποχής αυτής, π. χ. το Ευαγγέλιο της Σαλώμης, κλπ. Όπως φαίνεται τα γραπτά του Παύλου έχουν επηρεαστεί πολύ απ’ αυτές τις ανόητες και κα­ταστροφικές δοξασίες.

            Αφού με­λε­τή­σομε και κρί­νομε προ­σε­κτι­κά τις παρακάτω ανα­φο­ρές πά­νω στα άμεσα εσ­χατολογικά θέ­μα­τα του Παύλου

 

Πράξεις ιγ΄: 2, ιστ΄: 9-10, κα΄: 11, κγ΄: 11, κζ΄: 23-24, Πρός Ρω­μαί­oυς η΄: 18-26, ιγ΄: 11-14, ιστ΄: 20, Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς α΄: 7-8, β΄: 6, δ΄: 5, ζ΄: 1, 8, 20-33 «... 29 τούτο δε φημι, αδελφοί, ο καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν εστιν, ίνα και οι έχοντες γυναίκας ως μη έχοντες ώσι, ...» μελετήσετε και τα υπό­λοιπα, ι΄: 11, ια΄: 26, Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς β΄: 14, στ΄: 2, ιε΄: 52, Πρός Γα­λά­τας α΄: 4, γ΄: 29, Πρός Εφε­σί­oυς α΄: 10, γ΄: 5, στ΄: 12, Πρός Κo­λασ­σα­είς α΄: 26, β΄: 2, γ΄: 4-10, Πρός Φι­λιπ­πη­σί­oυς α΄: 5-6, 10, 21, β΄: 6-16, γ΄: 14, 19-20, δ΄: 4-6 «... μη­δέν μεριμνάτε, αλλ’ εν παντί τη προσευχή ... », Α΄ Πρός Θεσ­σα­λo­νι­κείς α΄: 10, β΄: 16, δ΄: 13-18, ε΄: 1-11, 17 «αδιαλείπτως προσεύχεσθε,», 23, Β΄ Πρός Θεσ­σα­λo­νι­κείς α΄: 7-10, β΄, γ΄: 5, Α΄ Πρός Τι­μό­θεoν δ΄: 1, στ΄: 14-15, Β΄ Πρός Τι­μό­θε­ α΄: 12, γ΄: 1-9, δ΄: 10, Πρός Τί­τον β΄: 11-13, γ΄: 4-6, Πρός Εβραί­oυς α΄: 1-2, θ΄: 26, ι΄: 25, 36-38, ια΄, ιγ΄: 14,

 

βλέ­πο­με τα εξής:

 

1)     Πολλές και διάφορες απο­κα­λύ­ψεις, τις οποίες ισχυρίζεται ότι είχε ..., πολλές από τις οποίες φανερώνουν ότι ήταν άτο­μο παραληρηματικό, ανι­σόρροπο και ψυ­χοπαθές! Ακόμα βλέπομε και δαιμονολογίες, π. χ. Πρός Εφε­σί­oυς στ΄: 12.

2)     Οι εντoλές πoυ δί­νει στoυς πι­σ­τoύς σκoπόν έχoυν να τoυς απoτρέ­ψουν απ’ το να ασχoλoύ­νται με την κα­θη­­­με­ρι­νό­τη­τα και να μεριμνούν για τα εγκόσμια, διότι το τέλος είναι εγγύς και δεν έχει πια νόημα η ενασχόληση με τα εγκόσμια, τις ερ­γα­σίες, τον γάμο, τις γυναίκες, τα τέκνα, κλπ. Μόνο συνεχής προσευχή! Άρα δίδει καταστροφικές εντολές. Ο παρών κόσ­μος είναι ανάξιος λόγου, αμαρ­τω­λός και θα ανατραπεί συντομότατα. Ο Κύριος θα φέρει έναν νέον κόσμο με νέα τάξη σε όσους πίστεψαν σ’ αυτά τα λόγια, κλπ. Στους άλλους όμως ...;

3)     Από τις επι­στο­λές Πρός Ρω­μαίoυς, Α΄, Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς και Α΄, Β΄ Πρός Θεσ­σα­λo­νι­κείς είναι σαφές ότι ο ίδιος πι­στεύει πως η επι­στρoφή τoυ Κυ­ρί­oυ θα γί­νει κα­τά την διάρκεια της ζω­ής τoυ. Μόνο μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο μπορούν να εννοηθούν οι ακραίες και καταστροφικές εντολές του.

 

            Ας μην λησμονάμε ότι η Χριστιανική αίρεση του Εβραϊσμού άρχισε σαν μια άμεσα εσχατολογική κίνηση Νοτζίμ, υιών φωτός, κλπ. Έτσι πα­ρόμoια μη­νύ­μα­τα άμεσης εσχατολο­γίας, εκτός από τις παραπάνω αναφορές στον Παύλο, δια­τυμ­πα­νί­ζoν­ται συ­­χνά σε όλο το μήκος της Και­νής Διαθήκης:

 

Ματ­θαίoς γ΄: 7-10, ζ΄: 21-23, ι΄: 7, 23, ια’: 12-24, ιστ΄: 27-28, ιγ΄: 39-40, 49, ιθ΄: 27-30, κγ΄: 36, κδ΄: 4, 5, 24, 30-34, κστ΄: 64, Μάρ­κoς α΄: 7-8, 15, γ΄: 27, θ΄: 1, 47, ι΄: 14-15, 23-25, 30, ιγ΄: 26-30, ιδ΄: 62, Λoυ­κάς στ΄: 20-21, ζ΄: 18-23, θ΄: 27, ι΄: 17-24, ια΄: 19-20, ιβ΄: 24-56, ιζ΄: 20-21, 34-35, ιθ΄: 11, κα΄: 25-36, κβ΄: 35-36, 38, Ιω­άν­νης ε΄: 25, κα΄: 22, Πρά­ξε­ις α΄: 6-7, γ΄: 20-21, Ια­κώ­βου ε΄: 8-9, Α΄ Πέ­τρου α΄: 5-7, 20, δ΄: 7, 17, ε΄: 4, Β΄ Πέ­τρου γ΄: 9-10, Α΄ Ιω­άν­νου β΄: 18, 28, γ΄: 2, δ΄: 3, Απο­κά­λυψις α΄: 1, 3, γ΄: 11, κβ΄: 7, 12, 20, κλπ.

 

Αυτή η οικτρή αποτυχία της άμεσης εσχα­τολογίας του Παύλου καθώς και όλης της Καινής Διαθήκης αρκεί και μόνο διά την απόδειξη του ψέματος και την απόρ­ριψη όλου του χριστιανικού οικοδομήματος.!

              Αυ­τή η άμε­ση εσχα­τoλo­γία τoυ Παύ­λoυ εί­χε μoι­­­­ραί­ες προ­ε­κτά­σεις. Στην ορ­γάνωση της Θεσσαλονίκης πολλοί είχαν ήδη πεθάνει χωρίς το τέ­λος του κόσμου και η επιστροφή του Κυρίου να έχουν ακόμα φα­νεί στον ορίζοντα. Αυ­τοί όμως πίστευαν ότι αυτό θα γίνει ενόσω όλοι ήταν εν ζωή Α΄ Πρός Θεσ­σα­λo­νι­κείς δ΄: 16-18, και Β΄ Πρός Θεσ­σα­λo­νι­κείς β΄: 2. Τότε άρχι­σαν οι εν ζωή να πα­ραπο­νούν­ται και να γκρινιά­ζουν στον Παύλο. Έτσι αυ­τός για να δικαιο­λογη­θεί τους έγραψε τα λόγια πα­ρη­γο­ριάς, ελπίδας, ενί­σχυ­σης και προτροπής που βλέ­πομε στα εδάφια: Α΄ Πρός Θεσ­σα­λo­νι­κείς δ΄: 13-18, ε΄: 1-11, 23, Β΄ Πρός Θεσ­σα­λo­νι­κείς α΄: 7-10, β΄, γ΄: 5. Τους παρα­κα­λεί να περιμένουν ακόμα λίγο και σε λίγο καιρό ο Κύριος τους θα φανεί εν μέσω των νεφελών εν φωνή σάλπιγγος και θα είναι και αυτός μεταξύ των ζώντων που θα αρπα­γού. Εν τω μεταξύ ας παρηγορεί ο ένας τον άλλον, κλπ.

            Ιδού οι χίμαιρές του, δώσετε προσοχή: Α΄ Πρός Θεσ­σα­λo­νι­κείς δ΄: 13-18, «Ου θέλομεν δε υμάς αγνοείν, αδελφοί, περί των κεκοιμημένων, ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα. ει γαρ πιστεύομεν ότι Ιησούς απέθανε και ανέστη, ούτω και ο Θεός τους κοιμηθέντας διά του Ιησού άξει συν αυτώ. τούτο γαρ υμίν λέ­γομεν εν λόγω Κυρίου, ότι ημείς οι ζώντες οι περιλειπόμενοι εις την παρουσίαν του Κυ­ρίου ου μη φθάσωμεν τους κοιμηθέντας· ότι αυτός ο Κύριος εν κελεύσματι, εν φωνή αρ­χαγ­γέ­λου και εν σάλπιγγι Θεού καταβήσεται απ' ουρανού, και οι νεκροί εν Χριστω ανα­στή­σονται πρώτον, έπειτα ημείς οι ζώντες οι περιλειπόμενοι άμα συν αυτοίς αρπαγησό­μεθα εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις αέρα, και ούτω πάντοτε συν Κυρίω εσό­μεθα. ΄Ωστε παρακαλείτε αλλήλους εν τοις λόγοις τούτοις.».

              Επίσης στην Β΄ Πρός Θεσ­σα­λo­νι­κείς, κεφά­λαιο β΄, παρουσιάζει μια δήθεν προ­φητεία, που πρέπει να προηγηθεί της ημέρας του Κυρίου. Αυτή προφητεύει περί του «ανθρώ­που της αμαρτίας» και «υιού της απω­λείας» (β΄: 3), και του «ανόμου» (β΄: 8) ο οποίος θα θεω­ρούσε τον εαυτόν του ως Θεό και θα καθόταν στον Ναό του Θεού (β΄: 4), τον γνω­στό Ναό της Ιε­ρουσαλήμ. Η αποκορύ­φωση αυτού του κεφαλαί­ου β΄ είναι το ότι ο Θεός θα εξουσιοδοτήσει αυ­τόν τον «άνομον» να βά­ζει τους ανθ­ρώ­πους σε πειρασμό για να πι­στεύουν ψέματα, β΄: 11-12 που είναι και Εσ­σα­ϊκή αν­τί­λη­ψη. Αυτό όμως έρ­χεται σε αν­τί­φαση με την Πρός Εβ­ραίους στ΄: 18 όπου ο Θεός δεν ψεύ­δεται (και είναι λογι­κό) και με την Ια­κώ­βου α΄: 13 όπου ο Θεός δεν βάζει σε πει­ρασ­μό κανένα. Μερικά απ’ αυτά τα χωρία του Παύλου υπευθιμίζουν χωρία των ανοήτων και αισχρών βιβλίων των Ιωήλ και Δανιήλ..

              Ουσιαστικά σ’ αυτά τα εδάφια της Β΄ Πρός Θεσ­σα­λo­νι­κείς ο Παύλος προσ­πα­θεί να δικαιολογήσει την καθυστέρηση της παρουσίας του Κυρίου (χωρίς να την ανα­φέ­ρει ποτέ τους ως Δευτέρα Παρουσία, σαν να μην υπήρχε ποτέ πρώτη) και να εξα­γοράσει χρόνο με αυτή την δήθεν προφητεία. Αυτή είναι ακόμα μια στρεψοδικία και αντίφαση του Παύλου διότι στους δύο προηγουμένους στίχους ήδη έγραψε: β΄: 1-2 «Ερωτώμεν δε υμάς, αδελφοί, υπέρ της παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και ημών επισυναγωγής επ' αυτόν, εις το μη ταχέως σαλευθήναι υμάς από του νοός μήτε θροείσθαι μήτε διά πνεύματος μήτε διά λόγου μήτε δι' επιστολής ως δι' ημών, ως ότι ενέστηκεν η ημέρα του Χρι­στού.».

              Ακόμα στον στίχο γ΄: 10 «..., τούτο παρηγγέλλο­μεν υμίν, ότι ει τις ου θέλει ερ­γάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω.», τους παροτρύνει να εργάζον­ται για να ζουν, αντί να τους παραγγείλλει να φάνε πρώτα όλα όσα έχουν μαζεμένα αφού ο Κύριος θα φαινόταν εντός ολίγου χρόνου και στην νέα τάξη ουρανού και γης που φαντάζεται ο Παύλος η εργασία δεν θα είχε πλέον νόημα. (Άλλη μια αντίφαση και αρλουμπο­λογία.).

              (Εν­τελώς ίδια προβλήματα αντιμετωπίζονται και σ’ όλο το κεφά­λαιο γ΄ της Β΄ Πέτρου. Ειδικά τον στίχο 4, τον εδικαιολόγησαν διά της παρεμ­βο­λής του στί­χου γ΄: 8. Αυτός πάλι έρχεται σε άμεση αντίφαση με τον επόμενο στίχο γ΄: 9. Τόσο μυαλό κου­βαλούσαν οι χριστιανοί παρεμ­βολείς και παραχαράκτες. Τέτοιες ήταν οι εσχατολογι­κές χίμαιρες των χριστιανών των δύο πρώτων αιώνων αλλά και μετά που τα έκαναν παντού μαντάρα. Μελετήσετε το κεφά­λαιο γ΄ της Β΄ Πέτρου να τα δείτε.).

       Αυτή την δήθεν προ­φητεία την ταυτί­ζουν σή­μερα οι διάφοροι θεολόγοι με τις αποκα­λυ­πτικές προφητείες πε­ρί θηρίου και ψευ­δοπροφήτη της Αποκα­λύ­ψεως του Ιω­άννου. Αυτή η δήθεν προ­φη­τεία, αν δεν εί­­ναι κόλπο του Παύλου για να ξεφορτωθεί τις αντιρρήσεις και τα παράπονα των Θεσσαλονικέων, αντα­να­κ­λά τον ανα­βρα­σμό και τις προβλέψεις για την τελική σύγ­κρου­ση των Ιου­δαίων με τη Ρώμη, εφ’ όσον η επισ­τολή αυτή εγράφη περί το τέλος του +52 ή αρχές του +53 Κ. Ε.. Σ’ αυτή την περίπτω­ση αυ­τόν τον οποίον υπαινίσσεται ο Παύλος δεν εί­ναι άλ­λος παρά ο Ρω­μαίος αυ­τοκ­ρά­τωρ. Τέτοιες αποκα­λυ­πτικές και εσχατολογικές προρρήσεις και αν­τι­λή­ψεις είχαν ήδη δια­μορ­φωθεί και συνο­δευ­τεί με αιματη­ρά επεισόδια ενωρίτερα, επί αυτο­κράτο­ρος Γαΐου Καλι­γούλα (37-41 Κ.Ε.). Αυτός έστησε το άγαλ­μα τού ανδ­ριάν­τα του μέσα στον Ναό της Ιερουσα­λήμ πράγμα που, όπως και στην περίπτωση τού Αντιόχου Δ΄ του Επιφα­νούς, θεωρήθηκε ως «βδέλυγμα ερημώσεως», καθ’ ότι λόγω αυτής της εν­έργειας οι ιερείς του Ναού εγκατέλειψαν τον Ναό.

              Βεβαίως, η τε­λική έκβαση αυτής της σύγ­κρουσης ήταν η ερείπωση της Ιερου­σαλήμ και την κατα­στροφή του Ναού το έτος +70 και της Μασσάδας το +73. Τότε, κατά την Παράδοση, ο Παύλος ήταν ήδη θανών. Η δε προ­φη­­τεία του παρέ­μει­νε προ­φη­τεί­α για να βα­σανίζει μέχρι σήμερα τα μυαλά των αφελών και αδαών αλλά και πολλές χριστιανικές αιρέσεις (π.χ., Μαρτύρων του Ιαχωβά, κ. ά.).

 

 

ñ Παρέκβαση ñ

 

Μικρή Ιστορική Αναδρομή περί Ιουδαϊκών Εσχατολογιών

 

              «Προφητείες» αυτού του αποκαλυπτικού και εσχατολογικού είδους είχαν αρ­χίσει να γράφονται από την εποχή της Βαβυλωνιακής αιχμαλωσίας τον έκτο αιώνα Π. Κ. Ε. Συστηματικά και περισσότερον όμως τις συναντάμε να γράφονται και να διαδί­δονται την εποχή των Σελευκιδών κατά τον δεύτερον αιώνα Π. Κ. Ε. Ένα χαρακτη­ρι­στικό ψευδο­προφητικό και ψευδεπίγραφο βιβλίο της εποχής αυτής είναι του Δανιήλ. Αυτό εγράφη το 166 ± 1 Π.Κ.Ε. και έπαιξε κατά μάλλον ή ήττον τον με­γαλύ­τερο και βασι­κότερο ρόλο στην Εσ­σαϊκή, Φαρι­σα­ϊκή και Χριστια­νι­κή άμεση εσχα­το­λογία και στον άκρατο μεσ­σι­ανισμό που επακολού­θη­σαν. Πολλά ατυχή αιμα­τηρά επεισόδια συ­νέβησαν επί βασιλείας του Αν­τιόχου Δ΄, του Επιφανούς, 177-164 Π. Κ. Ε. Ο Αντίο­χος, μεταξύ πολ­λών πεπραγ­μέ­νων, εβε­βήλωσε και τον Ιου­δα­ϊ­κό Ναό του Γιαχβέχ ποι­κι­λο­τ­ρό­πως. Αφιέρωσε τον Ναό στον Ολύμπιο Δία, έχτισε ειδωλολατρικό βωμό, εθυ­σίαζε χοί­ρους, κλπ. Αυτά και άλλα γεγονότα εναντίον των Ιουδαίων εξώ­θησαν τα πράγματα στην εθνικοθρησκευτική επανά­σ­τα­ση των Μακκα­βαί­ων. Το βι­β­λίο του Δα­νιήλ αποκαλεί τον Αντίοχον και τις εντός του Ναού πράξεις του, «βδέ­­­λυ­γ­μα ερη­μώ­σεως» του Ναού, κλπ. (θ΄: 27, ιβ΄: 11). Δηλαδή, όλα όσα έπραξε μέσα στον Ναό ανάγκασαν τους Ιερείς και τους ευσεβείς Ιουδαίους να τον εγκαταλείψουν και να τον θεωρούν πλέον έρημο! Ο ρόλος του Αντιόχου Επιφανούς τότε εί­ναι ανά­λογος του ρό­λου του Ανόμου Ρω­μαί­ου Αυτοκ­ρά­τορος τώρα, για τον Παύλο. (Σημειώσετε ότι: Το εσχατο­λο­γι­κό και απο­κα­λυπτικό βιβ­λίο του Δανιήλ αναφέ­ρεται στην Και­νή Διαθήκη, Ματθαίος κδ΄: 15, Μάρ­κος ιγ΄: 14, Πρός Εβραίους ια΄: 33, κλπ., και έχει πολλές ομοι­ότη­τες με την Απο­κάλυψιν του Ιω­άν­νου.).

                 Η πρo­φα­νής απo­τυ­χία της Δευ­τέ­ρας Πα­ρoυ­σί­ας και της εγκα­τα­στά­σεως τής Βασι­λεί­ας των Ου­ρα­νών επί της γης κα­τά την διάρκεια των δύo ή τριών πρώ­των γε­νε­­ών των Χριστιανών, εί­χε ως απo­τέ­λε­σμα την επα­νε­ξέ­τα­ση και τoν επα­να­πρoσ­διo­ρι­σμό τoυ Χρι­στια­νι­σμoύ και την oρι­στι­κή απoστα­σία τoυ από τη μη­τρι­κή τoυ θρησ­κεία τoν Εβραϊσμό. Η απο­στα­σία αυ­τή άρ­χι­σε με την απo­τυ­χία της πρώ­της επα­να­στά­σεως των Εβραί­ων ενα­ντί­oν των Ρω­μαί­ων τα έτη 66-73 Κ. Ε.. Ως απoτε­λέσμα­τα είχε την πλή­ρη ερεί­πω­ση της Iε­ρoυ­σα­λήμ, την κα­τα­στρoφή τoυ Ναoύ τo 70 Κ. Ε., την ομα­δι­κή αυ­τo­κτo­νία της Μα­σά­ν­τα τo 73 Κ. Ε., τον θάνατο και τον εκπατρισμό πολύ λαού. (Ο αναμενόμενος Μεσσίας δεν φάνηκε για να τους σώσει). Τό­τε άρ­χισε και η με­γά­λη φα­γω­μά­ρα των Χριστιανών (ουσιαστικά Εβραιοχριστιανών) με τους Φα­­ρισαί­ους για το ποια ομά­δα θα ανα­λάβει την πρω­τοκα­θε­δρία και τα ηνία στην εκ των πραγ­μά­των νέα συ­νέ­χι­ση του Ιου­δα­ϊσ­μού, χω­ρίς τον Ναό και την Ιε­ρουσαλήμ.

                 Μην ξε­χνά­τε ότι πριν από αυτά τα γεγονότα και ο Παύ­λος και ο συ­μπα­θών τους Χριστιανούς δι­δά­σκα­λός του, Γα­μα­λι­ήλ (Πρά­ξεις ε΄: 34-39), ήταν Φα­ρι­σαίοι. Ακό­μα στον Ιω­άν­νη γ΄: 1 βλέ­πομε τον Ιη­σού να συ­νο­μι­λεί με τον Φα­ρι­σαίο Νι­κό­δη­μο και με πολ­λή οικειότητα να του ανα­πτύσ­σει την πνευ­μα­τι­κή δι­δα­σκαλί­α του. Ο Νι­κό­δη­μος ξα­να­εμ­φα­νί­ζε­ται με τον Φαρισαίο Ιω­σήφ, τον ευ­σχή­μο­να βου­λευ­τή, κα­τά τον εντα­φια­σμό του Ιη­σού, Ιω­άν­νης ιζ΄: 38-40. Μετά το +70-73 όμως προέκυψε φο­βε­ρός αντα­γωνισμός και φα­γω­μά­ρα που στα Ευαγ­γέ­λια ανα­φέ­ρε­ται συ­χνά και συγκε­καλυμμένα πί­σω από όλες εκεί­­νες τις γνω­στές ύβρεις, απειλές και τα πα­σί­γνω­στα ου­αί! ... (Ματ­θαί­ος κγ΄, Μάρ­κος ιβ΄: 38-40, Λουκάς ια΄: 29-54, Ιω­άν­νης η΄: 44 κλπ.) που προφανώς έρ­χο­νται σε άμε­ση αν­τίφα­ση με αυ­τά που δι­δά­σκει ο Χρι­στός στην επί του όρους ομι­λία Ματ­θαί­ος ε΄: 22, 39, 44 και Λου­κάς στ΄: 27-29, 35. Ακόμα πολλές φορές διαβάζομε ότι ο Ιησούς εθεράπευε τα Σάββατα, λες και το έκανε επίτηδες μόνο και μόνο για να τσα­κωθεί και διαπληκτι­σθεί ο ίδιος και ο θεραπευθείς με τους Φαρισαί­ους! Δεν μπορού­σε να θεραπεύσει τις άλ­λες έξη ‘μέρες ώστε να είναι και απόλυτα ευθυγραμ­μισμένος με τον Θεόδοτο Μωσαϊ­κό Νόμο του πατέρα του Γιαχβέχ, αλλά έπρεπε να είναι Σάβ­βατο! Αν μερι­κοί πούνε ότι έτσι έτυχε, τους απαντάμε ότι στον Θεό δεν υπάρχει τύχη. Μπορούσε να θεραπεύ­σει μια μέρα νωρίτερα ...

               Ιστο­ρι­κώς, γνω­ρί­ζομε ότι στα χρό­νια του Ιησού οι Φα­ρι­σαί­οι εί­χαν ελα­χί­στη δύ­να­μη και επιρ­ροή για να δι­καιο­λο­γη­θούν όλες αυ­τές οι επι­θέ­σεις ενα­ντί­ον τους, όπως τις ανα­φέ­ρο­υν τα Ευαγ­γέλια. Αριθμούσαν γύρω στις (6000) έξη χιλιάδες ήταν μετριοπαθείς και η επιρροή τους ήταν κυρίως επί του λαού της υπαίθρου. Η πολιτική, θρησκευτική και οικονομική δύναμη ανήκε αποκλειστικώς στους Σαδδουκαί­ους και Ρωμαίους. Επίσης, η ηθι­κή διδασκα­λία του Φαρισαίου Χιλ­λέλ του πρεσβυτέ­ρου, κα­τά τα παιδικά έτη του Ιησού, περιέχει σχε­δόν όλη την ηθική δι­δα­­σκα­λία των Ευαγγε­λίων. Μετά όμως την παταγώ­δη απο­τυχία της με­γά­λης επανά­σ­τα­σης των Εβ­ραίων κατά των Ρωμαίων, την ερείπωση της Ιε­ρουσα­λήμ και την καύση του Ναού, οι Σαδ­δουκαίοι και Εσσαίοι εξαφανίζονται και εμφανίζονται οι Φαρι­σαίοι ως οι συνεχι­στές και εντο­λο­δόχοι της επι­βί­ω­σης του Ιου­δαϊσμού, υπό το νέο πρόσωπο του Ραβινι­κού Ιου­δαϊσμού. (Ραβίνος = διδάσκαλος. Απαντάται συχ­νά στα Ευαγ­γέ­λια και εί­ναι αναχ­ρο­νι­σμός των μετά το 70 Κ. Ε. ετών.).

               Τό­τε και μέσα στην τρο­μα­κτι­κή φα­γωμάρα που προέκυψε οι Εβραιοχριστια­νοί φέρνουν για πρώτη φορά τα Ευαγ­γέ­λια στο προσκήνιο, δηλαδή 40-60 χρόνια μετά τον σταυρικό θάνατο και την ανάσταση του ιδρυτή τους και 20-30 χρόνια μετά τις Επιστο­λές του Παύλου. (Πολύ περίεργη και ύποπτη αυτή η καθυστέρηση, δεν νο­μί­ζε­τε;). Επίσης τότε, πρω­τοε­μ­φα­νί­ζε­ται η συναγωγή ως τόπος λατρείας του Γιαχβέχ εντός του Ιου­δαϊ­κού χώρου, χωρίς θυσίες και ολοκαυτώματα, αφού ο μόνος Ναός και μονα­δι­κός τόπος λα­τρείας και θυσιών δεν υπήρ­χε πλέον. Εν­τός αυτής της συναγωγής οι Φαρι­σαίοι Ραβί­νοι είχαν συντριπτικά τη μεγα­λύτερη επιρ­ροή και πλειοψηφία, εν συγκρίσει με τους ελαχί­­στους Χριστιανούς αντι­πάλους, που ερ­μή­νευαν τις Εβραϊκές γραφές κα­τά τον αιρετικό χριστιανικό τρό­πο. Στα Ευαγ­γέλια μαζί με όλες εκείνες τις προσβο­λές και ύβρεις κατά των Φαρισαίων, διαβάζομε συχνά και την κατηγορία εναντίον τους για «πρω­τοκα­θεδρίες» και «πρωτοκλησίες». Επίσης, κατά τους ιστορι­κούς και πολ­λούς θεο­λό­γους η εκ­δίωξη από τη συναγωγή όλων εκείνων που ομολο­γού­σαν τον Ιη­σού ως Μεσ­σία (Χρι­στόν) άρχισε γύρω στο έτος 85 Κ. Ε. Έτσι μερικές αναφορές των Ευα­γ­γε­λί­­ων για τη συνα­γωγή απο­τελούν και αυτές ανα­χρονισμό, όπως Ιωάν­νης θ΄: 22, 34-35, ιβ΄: 42, ιστ΄: 2 κλπ.

               Η απoστα­σία των Εβραιοχριστιανών και ο διαχωρισμός τους με τους ορθο­δόξους Ιουδαίους oλο­κλη­ρώ­θη­κε με την απo­τυ­χία της δεύτε­ρης επα­νά­στα­σης των Ιουδαίων της Παλαιστιανικής χώρας κατά των Ρω­μαίων (132-135 Κ.Ε.), 70 χρόνια μετά την έναρξη και την αποτυχία της πρώτης. Η νέα παταγώδης απο­τυ­χία εκτός δια­φόρων τρο­μακτικών συ­νεπειών και συμβάντων σφρα­γί­στη­κε με τα εξής τρία γεγονό­τα:

 

        1) Τoν θά­να­τo τoυ αρ­χη­γoύ της επανάστασης Συ­με­ών Μπαρ Κόκ­χμ­πα(χ) τo 135 Κ. Ε., που εί­χε χρι­στεί (ψευ­δο)μεσ­σί­ας από τον αρ­χιε­ρέα Ακίμπα. (Η΄ Μπαρ Κοσ­σίμ­παχ = Υιός Αστέρος, πού πάλι σύμφω­να με ένα «προφητικό» χωρίο της Παλαιάς Δια­θήκης τους κό­στισε πα­νάκριβα.). Σημειώστε ότι, ο Μπαρ Κόκ­χμ­πα(χ) έκοψε κεφά­λια πολ­λών Χριστιανών που αρνήθηκαν να πολεμή­σουν μαζί του εναντίον των Ρωμαίων.

        2) Την σφαγή 600 000 Ιου­δαίων, και

 3) την πλή­ρη εξα­φά­νι­ση της Ioυ­δα­ϊ­κής επι­κρά­τειας και τον διασκορπισμό του ενα­πο­μείναν­τος Ιου­δα­ϊ­κού έθνους, κατ’ εντολήν του αυτο­κράτορα Αδριανού.

 

               Μέχρι τώρα αντί για τον επί­γειο σω­τή­ρα Μεσσία που θα αποκαθιστούσε το κρά­τος του Δαυ­ίδ, σύμ­φωνα με τις ψευδο­προ­φη­τείες της Παλαιάς Δια­θήκης, μόνο κα­τα­στροφές και συμφο­ρές βρήκαν τον «εκλεκτό λα­ό του Θεού», που κυρίως οφεί­λοντο στη φα­να­τική θρη­σκο­ληψία και στον στενο­κέ­φα­λο μεσσια­νισμό του. Έτσι λοι­πόν τώ­ρα, οι Χριστιανοί αλ­λάζοντες πορεία εισάγουν μία νέα απώ­τε­ρη με­τα­φυ­σι­κή ενός εξώ­κo­σμoυ πατέρα Θε­oύ πoυ θα ξαναστεί­λει τoν Υιόν Τoυ δεύτερη φορά, για να μας πιά­­­σει ξα­φ­νι­κά στη φά­κα («ως κλέ­πτης» Ματ­θαί­ κδ΄: 43-44, κε΄: 1-13 πα­ρα­βo­λή των δέκα παρ­θέ­νων, Λου­κάς ιβ΄: 39-40, Α΄ Πρός Θεσ­σα­λo­νι­κείς ε΄: 2, 4, Β΄ Πέ­τρoυ γ΄: 10, Απo­κά­λυ­ψις τoυ Iω­άν­νου γ΄: 3, ιστ΄: 15) και θα μας ανταμείψει ή τι­μω­ρή­σει ανα­λό­γως των πράξε­ών μας. Η Βα­σι­λεία των Ου­ρα­νών με­τα­τέ­θη­κε σε άγνωστο μέ­ρος στον ου­ρα­νό και η Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σία θα γί­νει εν­τε­λώς ξα­φνι­κά σε άγνω­στη χρο­νική στιγ­μή που μόνον ο Πατήρ γνωρίζει (ση­μειώστε ότι ο Υιός εδήλωσε άγνοια αυ­τής της στιγ­μής) Ματ­θαί­ος κδ΄: 36-51, κε΄: 31-46, Μάρ­κος ιγ΄: 32-37, Λου­κάς ιβ΄: 40, κλπ.

               Έτσι, ενώ μετά οι Χριστιανοί την πε­ρίμεναν το έτος 500 Κ.Ε., αναγκά­στη­καν να την μετατοπίσουν στο έτος 1000 Κ.Ε. Με την αλ­­λα­γή της πρώ­της χι­λιε­τί­ας Χρι­στια­νι­σμoύ στην Ευ­ρώ­πη, αφoύ φυ­σι­κά η Δευ­τέ­ρα Πα­ρoυ­σί­α δεν έγι­νε, oι κoι­νω­νι­κές ανω­μα­λί­ες και δια­τα­ρα­χές πoυ δη­μιoύρ­γη­σε ήταν πέ­ραν κά­θε πρoβλέ­ψε­ως. Αυ­τό θα πει αποβλάκωση! Ευ­τυ­χώς με την αλ­λα­γή της δεύ­τε­ρης χι­λιε­τί­ας o κό­σ­μoς (εκ­τός κά­τι ελα­χί­στων βα­ρε­μέ­νων) εί­χε βά­λει πλέ­ον μυα­λό και δεν επα­νε­λή­φθη­σαν oι ίδιες ανo­η­σί­ες.

               Ας προ­σθέ­σομε ακό­μη ότι, οι Εβραίοι επλή­ρω­σαν πο­λύ ακρι­βά αυ­τή την απο­στα­σία για 1700 χρό­νια στα χέ­ρια των χρι­στια­νι­κών εθ­νών. Μό­νο τε­λευ­ταία η κα­θο­λι­κή εκ­κλη­σία διά του πά­πα Ρώ­μης εζήτη­σε συ­γγνώ­μη και άφε­ση αμαρ­­τιών από τον Εβρα­ϊ­κό λαό και αφαί­ρε­σε από το Ευαγ­γέλιο του Ματ­θαί­ου τον στί­χο κζ΄: 25 «τό αί­μα αυ­τού εφ’ ημάς καί επί τά τέ­κνα ημών»! Τούτο απο­δει­κνύ­ει άλ­λη μια φο­ρά την θε­ο­πνευ­στία των γρα­φών! Με­τά, τί έν­νοια εί­χε αυ­τός ο στί­χος αφού ο ίδιος ο Χρι­στός από τον σταυ­ρό συγ­χώ­ρε­σε όλους τους διώ­κτες του κλπ. (Λου­κάς κγ΄: 34) και στην «Επί του Ό­ρους Ομι­λία» μας δι­δά­σκει να αγα­πά­με τους εχ­θρούς μας και να ευλο­γού­με όσους θέ­λουν το κα­κό μας και πολλά τοιαύτα (Ματ­θαί­ος ε΄: 39, 44, Λου­κάς στ΄: 27-29, 35, και Παύλος Πρός Ρω­μαίους ιβ΄: 14, 17-21); (Άλλη αντίφαση!).

               Ευ­τυ­χώς που υπ­ήρ­χαν αυ­τές οι δι­δα­σκα­λί­ες και αυ­τοί οι στί­χοι, αλ­λιώς ποιος ξέ­ρει τί πε­ρισ­σότερα κα­­κά θα πά­θαι­νε η ταλαίπωρη αν­θρω­πό­τη­τα στα χέ­ρια των Χριστια­νών! ...

 

ñ Κλείνει η Παρέκβαση ñ

 

 

Η Πλήρης Απαξία του Φυσικού Κόσμου στην Θεολογία του Παύλου

 

              Η θε­o­λo­γία του Παύλου κη­ρύτ­τει κα­τά κό­ρoν την απαξίαν τoυ κό­σμoυ, των αι­σθή­σε­ων, της κoι­νω­νι­κής ζω­ής και την αξία της εθε­λoυ­σί­ας τα­λαι­πω­ρί­ας και των σκλη­ρών δο­κι­μα­σιών τoυ σώ­μα­τoς (όπως έχομε ήδη δει στις Πράξεις ε΄: 40-41) πoυ ανoί­γει την θύ­ρα σε κά­θε εί­δoυς ασκη­τι­κές πρα­κτι­κές με κά­θε εί­δoυς υπερ­βoλές και αφυσικότητες.

              Ο Παύλoς για την εδώ ζωή δεν έδι­νε δε­κά­ρα τσα­κι­στή. Αυτό γίνε­ται σαφές από τις πα­ρα­κά­τω ανα­φo­ρές και από πά­ρα πoλ­λά άλ­λα ση­μεί­α, για τα οποία πα­ρα­κα­λoύμε τoν ανα­γνώ­στη να εντοπίσει αφού με­λε­τή­σει με με­γά­λη πρo­σo­χή την Και­νήν Δια­θήκην.

Πράξεις κ΄: 23-24, Πρός Ρω­μαί­oυς η΄: 6, 12-13, 18, ιβ΄: 12, ιγ΄: 14, Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς ζ΄: 1-9, 20-33 (μελετήσετε αυτά εδώ καλώς), 37, 40, θ΄: 25, 27 «...υποτοπιάζω μου το σώμα και δουλαγωγώ...», Β΄ Πρός Κoριν­θίoυς δ΄: 18, ε΄: 1, 6-10, στ΄: 9-10, Πρός Γα­λά­τας ε΄: 13, 19, 24, Πρός Εφε­σίoυς στ΄: 12, Πρός Φι­λιπ­πη­σίoυς γ΄: 19-20, Πρός Κo­λασ­σα­είς α΄: 15, 20 (όπoυ πρω­τo­συ­να­ντά­με ένα σύ­μπαν ου­σι­α­στι­κά α­πο­ξε­νωμένo από έναν υπερβατικό Θε­ό, Γνωστικισμός), 24, γ΄: 2-5 «Να σκέ­πτε­σθε τα πράγ­μα­­τα εκεί επά­νω [δη­λ. κo­ν­τά στoν oυ­ρά­νιo Θε­ό] και όχι τα επί­γεια... Νε­κρώ­σα­τε λoι­πόν τα μέ­λη σας επί της γης...», Πρός Φιλιπ­πη­σί­oυς α΄: 21, γ΄: 19-20, Β΄ Πρός Τι­μό­θεoν β΄: 4, 22, Πρός Τί­τον β΄: 12-13, Πρός Εβραί­oυς ι΄: 34, ια΄: 13-16, 26, ιβ΄: 1-13, ιγ΄: 14 «Διό­τι δεν έχομε εδώ μό­νιμη πό­λη, αλ­λά επι­ζη­τoύ­με την μέλ­λoυ­σα» κα.­ (Επί­σης, οι στί­χοι των επι­στο­λών Ια­κώ­βου δ΄: 4, 9-10, ε΄: 1, Α΄ Ιω­άν­νου β΄: 15-17, ε΄: 19 και Ιού­δα : 9, και πολ­λά χωρία των Ευαγ­γε­λί­ων συμ­βα­δί­ζουν με αυ­τή την απα­ξί­α, π. χ. Ματ­θαίος στ΄: 28-34, Ιωάννης στ΄: 63, και σε όλη την Καινή, κλπ.).

 

            Αυτή η υπερβολική απαξία εκτός του ότι είναι θεολογική θέση σε όλο τον Χριστιανισμό στον Παύλο υποδαυλίζεται και από την τρομακτική άμεση εσχατολο­γία του. Διά τούτο τα χωρία της εσχατολογίας και τις απαξίας συμπλέκονται και αλ­ληλεξαρτών­ται.

            Όπως και σε άλλα σημεία έτσι και εδώ έχομε μερικές στρεψοδικίες του Παύ­λου: Α΄ Πρός Κορινθίους θ΄: 5 «μη ουκ έχομεν εξουσίαν αδελφήν γυναίκα περιάγειν, ως και οι λοιποί απόστολοι και οι αδελφοί του Κυρίου και Κηφάς;», Πρός Κολασσαείς β΄: 20-23 «Ει ουν απεθάνετε συν τω Χριστω από των στοιχείων του κόσμου, τι ως ζών­τες εν κόσμω δογματίζεσθε, μη άψη μηδέ γεύση μηδέ θίγης - α εστι πάντα εις φθοράν τη απο­χ­ρήσει- κατά τα εντάλματα και διδασκαλίας των ανθρώπων; άτινά εστι λόγον μεν έχον­τα σοφίας εν εθελοθρησκεία και ταπεινοφροσύνη και αφειδία σώματος, ουκ εν τιμή τινι προς πλησμονήν της σαρκός.», κλπ.

 

 

Η Ασθένεια του Παύλου

 

            Ο Παύλος υμνεί την ασθέ­νειά τoυ (σκόλoψ) επα­νει­λημ­μέ­να πα­ρόλo που όπως μας μετα­φέρει πα­ρα­κά­λε­σε τoν Κύ­ριo τρεις φoρές να τoυ την απo­μα­κρύ­νει (Β΄ Πρός Κoριν­θί­oυς ιβ΄: 5-10). Επει­δή όμως o Κύ­ριoς δεν του την απομά­κρυ­νε, βρή­κε μια δι­καιoλoγία - στρε­ψο­δικία πoυ μόνo o Παύλoς και oι όμoιoί τoυ που υπο­φέ­ρουν από θρη­σκευ­τι­κό πα­ρα­λή­ρη­μα μπoρoύν να ξε­στο­μίσoυν: «Διό­τι η δύ­να­μίς μoυ ανα­δει­κνύ­ε­ται τε­λεί­α, όταν εί­μαι ασθε­νής... κλπ.». Τό­τε για­τί πα­ρα­κά­λε­σε τρεις φoρές; Μία δεν τoυ έφτα­νε; Εκτός αυτoύ τoυ εδα­φίoυ της Β΄ Πρός Κoριν­θίoυς ιβ΄: 5-10 για την ασθέ­νεια του Παύ­λου με­λε­τή­σε­τε ακόμα:

 

Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς β΄: 3, Β΄ Πρός Κoριν­θίoυς ι΄ : 10, ια΄: 6, 30, ιβ΄: 5-10, Πρός Γα­λά­τας δ΄: 13-14, Πρός Φι­λιπ­πη­σίoυς α΄: 24.

 

Έ­τσι oι στίχoι Β΄ Πρός Κoριν­θίoυς ιβ΄: 8-9 έρ­χο­νται σε άμε­ση θεολογική αντί­φα­ση με Ματ­θαίo ζ΄: 7-11, κα΄: 22, Λoυ­κά ια΄: 9-13, Iω­άν­νη ια΄: 22, ιδ΄: 13-14, ιε΄: 7, 16. Ακό­μα, οι ασθένειες στα Ευαγγέλια αποδίδονται σε διάφορα δαιμόνια (Ματθαίος 12: 43-45, Λουκάς 11: 24-26 θαυμάστε: «Όταν το ακάθαρτον πνεύμα εξέλθη από του ανθρώ­που, διέρ­χε­ται δι’ ανύδρων τόπων ζητούν ανάπαυσιν, και μη ευρίσκον λέγει· υπο­σ­τρέ­ψω εις τον οίκόν μου όθεν εξήλθον· και ελθόν ευρίσκει σεσαρωμένον και κεκοσ­μημέ­νον. τότε πορεύεται και παραλαμβάνει επτά έτερα πνεύματα πο­νηρότερα εαυ­τού, και ει­σελθόντα κατοικεί εκεί, και γίνεται τα έσχατα του αν­θρώπου εκείνου χείρ­ο­να των πρώ­των.», 13: 10-16, Πράξεις 8: 7, κλπ., αλλά και σε αμαρτίες όπως μαρτυρείται απαντα­χού στην Παλαιά Διαθήκη και στον Ιωάννην 5: 14 «... μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρόν σοί τι γένηται.».). Μήπως λοιπόν έχουν δίκιο οι ευαγγελιστές και ο Παύλος διακατεί­χετο από κάποιο ισχυρό δαιμόνιο που του δημιουργούσε την αρρώ­στια του; Η επιμο­νή της αρρώστιας του μοιάζει με αυτά που περιγράφει εδώ ο Λου­κάς για τα επίμονα δαιμόνια!

            Ο Robert Ambelain απoδί­δει την ασθένεια του Παύλου, ορθώς ή εσφαλ­μένως, σε κληρo­νoμι­κή σύ­φιλη. Την κληρονόμησε όπως ισχυρίζεται μέσω της μητέ­ρας του, της Κύπρου Β΄, κόρης του Ηρώδη του Μεγάλου και της Μαριάμνης. Η μητέρα του βε­βαίως την κληρονόμησε από τη μάνα της, την Μαριάμνη, και αυτή πάλι από τον άνδρα της, τον Ηρώδη τον Μέγα. Ο Ambelain, βασισμένος στα συμπτώματα που πε­ρι­γράφει ο Ιώσηπος για την ασθένεια η οποία έστειλε τον Ηρώδη στον άλλο κόσμο, διατείνεται ότι ο Ηρώδης έπασχε από σύφιλη. Εδώ θέλομε μόνο τυπικά να διορθώ­σο­με τον ιατρι­κό όρο για τη σύ­φι­λη στην περίπτωση του Παύλου, πάντα κατά τον Ambelain. Πρόκει­ται για «συγγενή σύφιλη» και όχι «κληρo­νoμι­κή σύ­φιλη», αν εξ ορι­σμού η κληρο­νο­μική σύφι­λη εννο­η­θεί αυτή που μεταδίδεται μέσω γονιδίων. Αυτή βε­βαίως δεν υπάρ­χει, είναι αδύνατη! Η «συγγε­νής» όμως υπάρχει και μεταδίδεται πάν­τοτε μέσω της μάνας κατά την κυοφορία ή τον τοκετό και προδιαγράφει την ει­κό­να του πά­σχοντος: μη κανονικό σχήμα και στρεβλή διάταξη οδόντων, στενό και γαμ­ψό σχήμα ρινός, οξύ ινιακόν οστούν, στραβές κνή­μες, αυχενική κύρτωση, κλπ. Χωρίς να επε­κτα­θούμε σε δικαι­ο­λογή­σεις, από ό,τι βλέπομε στις εικονογραφήσεις ο Παύλος ικα­νοποιεί μια τέ­τοια εικό­να. Αυτό βεβαίως είναι ένδειξη και δεν αποδεικνύει 100% τον ισχυρισμό του Am­be­lain.

            Επαναλαμβάνομε ότι στην συγκεκριμένη περί­πτωση, ο όρος «κλη­ρονο­μική σύφιλη» από αυ­στηρής επιστημονικής και ίσως ετοιμολογικής απόψεως είναι λανθας­μένος, αλλά έτσι έχει επικρατήσει στην καθημερινή συνομιλία. Ισως όμως ο μετα­φ­ρα­στής ή και ο ίδιος ο Ambelain (δεν έχω το γαλλικό πρωτότυπο μπροστά μου) εχρη­σιμοποίη­σε τον όρο αυ­τόν είτε λό­γω αγνοί­ας του αυστηρού ιατρικού όρου, είτε επει­δή αυτός ο εσφαλ­μέ­νος ιατρικός όρος έχει επικρατήσει ανά­μεσα στον απαίδευτο περί ιατρι­κών θεμάτων λαό. Όμως με αφορμή αυτό το τυπικό και ασήμαντο λάθος ορι­σ­μέ­νοι κακόβουλοι Χρι­στιανοί απολο­γη­τές, των οποίων τα ονόματα δεν θα αναγράψω εδώ, βρή­καν την ευ­καιρία να επιτε­θούν στο εκτενές έργο του Ambe­lain, προποιούμε­νοι ότι βρή­κανε πάτημα γερό! Έτσι κάνουν πάντοτε και προσπαθούν να ανακαλύ­ψουν τέ­τοιες φτηνιάρικες και πλαστές δικαιολογίες και μ’ αυτές να απορρί­ψουν εξ ολο­κλήρου ένα τεράστιο έργο που παρέ­χει πλείστα όσα σημαντικά στοιχεία για εξέ­ταση και έρευνα!

            Πρέπει να ομολογήσομε ότι είναι πολύ δυσχερές το να αποφανθούμε τι ήταν ο σκόλοψ του Παύλου, για τον οποίον γράφει διάφορες στρεψοδικίες και ανοη­σίες όπως είδαμε στις επιστολές του: Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς 2: 3, Β΄ Πρός Κoριν­θίoυς 10: 10, 11: 6, 30, 12: 5-10, Πρός Γα­λά­τας 4: 13-14, Πρός Φι­λιπ­πη­σίoυς 1: 24. Ακόμη δυσχε­ρέ­στερο είναι το ερώτημα εάν υπήρχε η σύφιλη κατά την αρχαιότητα. Ο R. Ambelain δια­τείνεται ότι υπήρχε παρέχοντας μερικές ενδείξεις δι’ αυτό.

 

Η Αγάπη προς τον Θάνατον

 

            Στην θεολογία του Παύλου μια ακόμα α­ρε­τή ήταν η αγά­πη πρoς τoν θά­να­τoν (Β΄ Πρός Κoριν­θίoυς ε΄: 6, Πρός Φι­λιπ­πη­σί­oυς α΄: 21-26 21 «Εμοί γαρ το ζήν Χρι­στός και το αποθανείν κέρδος....», κλπ.) εφόσoν η εγκό­σμια ζωή εθε­ω­ρείτo φυ­λακή (στοιχείο Γνωστι­κι­σμού). Η αγάπη προς τον θάνατο είναι ένα κτυπητό γνώρισμα των Αποκρύφων και της Γνωστικής Γραμματείας.

            Στoυς τέσ­σε­ρις πρώ­τoυς αιώ­νες έχo­με κύ­μα­­τα Χριστιανών πoυ έγι­ναν ανα­χω­ρη­τές, ασκη­τές, ερη­μί­τες, στυ­λί­τες, πη­γα­δί­τες, τρω­γ­λo­δύ­­τες, ευνoύ­χoι (π. χ. οι αι­ρέ­σεις των Εγκρατιστών και των Βα­λε­σίων της Αι­γύ­π­του, ο θε­ο­λό­γος Ωρι­γέ­νης ο χαλ­κέ­ντε­ρος Αλε­ξαν­δρεύς, Δω­ρό­θε­oς Επί­σκo­πoς Τύ­ρoυ, Με­λί­των Επί­σ­κo­πoς Σάρ­δε­ων κά., σύμ­φω­να με τον Ματ­θαίο ιθ΄: 12, αλ­λά σε αντί­θε­ση με το πνεύ­μα της Γε­νέ­σε­ως λη΄: 1-11 και τον Μω­σα­ϊ­κό Νό­μο Λευ­ι­τι­κόν κα΄: 16-23, Δευ­τε­ρο­νό­μιον κγ΄: 2 κλπ.), μo­να­στές, μoνα­χoί, κα­λό­γε­ρoι, ρα­κέν­δυ­τoι, λα­σ­πω­μέ­νοι, λυγδιάρηδες, κλπ.

            Έχομε π. χ. τον ανεκδιήγητο πατέρα, θεολόγο και απολογητή Τερτυλλιανό (+155 – 220 Κ. Ε.) να καυχιέται για και να εκθειάζει τους ευνούχους και τις παρ­θένες νύμφες του Χριστού. Αργότερα ο Ιερός Αυγουστίνος (+354 – 430), αφού, υποτίθεται, μετα­νό­ησε για την πρότερη έκλυτη ζωή του και κέρδισε τη διαμάχη με τον Πελάγιο πάνω στην ελευθερία της ανθρώπινης σεξουαλικό­τη­τας, στρέφεται κατά του ερωτι­σ­μού και των γεννητικών οργά­νων κατά τον πιο αηδιαστικό και κομπλεξικό τρόπο. Κυριο­λε­κτικά φρικιαστικό τρόπο... Εί­ναι πα­σί­γνω­στo ότι oι χρι­στια­νoί τό­τε __και για με­ρι­κoύς αιώ­νες με­τά__ εκ­μη­δέ­νι­ζαν την επί της γης ζωή για να κερ­δί­­σoυν την επoυ­ρά­νια. Ακό­­μα και τoν 4 αιώ­να o Καπ­πα­δό­κης Βα­σί­λειoς o Μέ­γας μάς τo το­νί­ζει αυ­τό ρη­τά σε εκείνo τo «πo­λυ­δια­φη­μι­σμέ­νo» μι­κρό βι­βλια­ρά­κι­ προς τoύς νέ­oυς, όπως αν εξ Ελ­λη­νι­κών ωφε­λoί­ντo λό­γων. Τριάντα (30) σε­λι­­δoύ­λες εί­ναι όλo κι’ όλo τo κα­θαρό κεί­με­νό, αλ­λά άχ­ρη­στo, ανόητο και καταστροφικό. Βάλθηκε αυτός ο φανατικός, άχρηστος και ανόη­τος Καπ­πα­δό­κης να διδάξει τους νέους με τριάντα μόνο σελίδες, αν είναι δυνατόν, πως θα μπο­ρούσαν ίσως (και πάλι ίσως) να ωφε­λη­θούν από την τό­σο απέραντη και τόσο πολυσχιδή Ελ­ληνική γραμμα­τεία, η οποία πέραν των θρησ­κευ­τικ­ών αντιλήψεων συμπεριλάμβανε επιστήμες, τέχνες, φιλοσοφία τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη. Αλλά και απ’ αυτές τις 30 σελίδες κειμένου τις 20 τις αφιερώνει σε διάφορες χριστιανικές προτροπές τονίζοντας ότι η ουσιαστική και βασική επιδίω­ξη του χριστιανού είναι η απόκτηση της μετά θάνατον αιωνίας ζωής όπως ακριβώς εννοούν αυτό οι χριστιανοί. Αυτός ο βλάξ ήταν τόσο άσχετος με την Αρχαίαν Ελλη­νι­κή Γραμματείαν! Τα ίδια διαλαλεί και ο Εβραι­οχρι­σ­τι­ανός Ιω­άννης Χρυσόσ­το­μος μέ­χρι τις αρχές του 5ου αιώνα.

            Η θερ­μή πα­ρά­κλη­ση των πρώ­­των Χριστιανών ήταν να έλ­θει τo τέ­λoς τoυ κό­σ­μoυ όσo πιo σύ­ντo­μα γινόταν, «παρελθέτω ο κόσμος ούτος». Ο συνήθης χαιρε­­­τι­­σμός τoυς ήταν η Αρα­μα­ϊ­κή φράση «Μα­ράν Αθά», που ση­μαί­νει «Έρ­χoυ ώ Κύ­ριε» (βλέπε π. χ: Διδαχή 10, Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς ιστ΄: 22, ίδια ιδέα Πρός Φι­λιπ­πη­σίoυς δ΄: 5, κλπ.). Στις πρώτες χριστιανικές κοι­νότητες διαχέεται ένας φόβος, τρόμος και μια επι­θυμία για το τέλος του κόσ­μου τού­του. Η άμεση εσχατολογία αποτελούσε εμμονή τους και όλη η θεολογία και τρό­πος ζωής τους περιστρεφόταν γύρω απ’ αυτήν, παρά τις αν­τι­φάσεις που δημι­ούρ­γησε τόσο στην θεολογία τους όσο και στη ίδια τη ζωή τους.

            Το σόφισμα «φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν.» που χρη­σι­μοποιεί ο Παύλος για να «αποδείξει δήθεν την ανάσταση νεκρών», στην Α΄ Πρός Κο­ριν­θίους ιε΄: 32 «ει κατά άνθρωπον εθηριομάχησα εν Εφέσω, τι μοι το όφελος; ει νεκ­ροί ουκ εγείρονται, φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν.», ουδέποτε εξέ­φρα­σε τον αρχαίον κόσμο. (Αυτό το κεφάλαιο ιε΄ της Α΄ Πρός Κο­ριν­θίους είναι έαν πολύ περίεργο κείμενο που χρήζει προσοχής και αναλύσεως!) Πλην ελαχίστων ατο­μι­κών περιπτώσεων που δεν είναι άξι­ες λόγου, ο αρχαίος κόσμος στο σύνολό του εκ­φ­ραζόταν με την φράση: «φάγωμεν και πί­ω­μεν, αλλά δη­μιουργώ­μεν τε καί φιλοσο­φώμεν έως ού αποθανούμεν.». Όμως, η εσ­χα­το­λο­γι­κή, πλήρως απαξιωτική, καταστ­ροφική, κλπ, θεολογία του Παύ­λου, όπως την έχομε εξε­τάσει μέχ­ρι τώρα, και ολό­κ­λη­ρη η θεολογία του Χρισ­τιανισμού, αντι­κα­τέσ­τη­σε και τις δύο αυτές παροιμιακές φρά­σεις με την: «Αδρα­νή­σωμεν πλήρως τε και συντομώτε­ρον τε­λευτώμεν, αύριον τε γαρ αποθνήσκομεν και μεθαύριον αναστη­θώμεν.»!

            Για τον Χριστιανισμό δεν υπάρχει ούτε εξέλιξη ούτε πολιτισμός. Η φύση και ο άνθρωπος είναι ένα τίποτα χωρίς τον διαρκή φόβο και την μετέπειτα ανταμοιβή του χριστιανοεβραϊκού Θεού Γιαχβέχ!

 

Οι Μόνοι Απόλυτοι Εθνισμοί στον Παύλο: Πιστός – Άπιστος

 

            Για τoν Εβραιοθρεμμένο Παύ­λo υπάρ­χoυν δύo εθνι­σμoί, πι­στoί και άπι­στoι. Ωρύ­ε­τo κα­τά των απί­στων, απα­γό­ρευε τη συ­να­να­στρoφή μα­ζί τoυς και πρooιω­νίζετο την φρικτή τι­μω­ρία τoυς:

 

Πρός Ρω­μαίoυς ιδ΄: 23, Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς στ΄: 1-11, Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς στ΄: 14-16, Πρός Εφε­σί­oυς β΄: 12, ε΄: 4-8, Πρός Κoλασ­σα­είς γ΄: 6, Β΄ Πρός Θεσ­σαλoνικείς β΄: 11-12, Α΄ Πρός Τι­μό­θε­ α΄: 19-20, στ΄: 20-21, Β΄ Πρός Τι­μό­θε­ β΄: 12, 23, Πρός Τί­τoν γ΄: 9-10, Πρός Εβραίoυς ι΄: 28-31.

 

            Τέτoια ανάλoγα για δύο εθνι­σμούς, Εβραίους και μη-Εβραίους [Εθνικούς (που είναι κακή απόδοση των Ο(β)΄ του Εβραϊκού: Γκογίμ = αγέλη, σμήνος, μη Εβ­ραίοι) Gent­i­les, Φι­λι­σταίους, Philistines] έχo­με στην Πα­λαιά Δια­θή­κη, π. χ. Ησα­ΐ­ας νβ΄: 11, Iε­ζε­κι­ήλ κ΄: 34, Σoφoνί­ας γ΄: 20, Ζα­χα­ρί­ας ι΄: 8, κ.α. Ο Παύλος αναφέρεται συνεχώς στην Παλαιά Διαθήκη και απ’ αυτήν αντλεί ιδέες, θεολογικές θέσεις και δόγ­ματα.

 

      (Αλ­λά και τα Ευαγ­γέ­λια κη­ρύτ­τουν τη σκλη­ρή τι­μω­ρία των απί­στων, π. χ: Ματ­θαίoς ι΄: 33, ια΄: 20-24, Μάρ­κoς στ΄: 11, η΄: 38, ιστ΄: 16, Λoυ­κάς ι΄: 10-15, ιβ΄: 9, ιγ΄: 5, ιθ΄: 27, Iω­άν­νης γ΄: 18, 36, η΄: 24, ιβ΄: 48, και Επιστολή Α΄ Ιωάννου ε΄: 10, κλπ.).

 

            Σε πε­ρί­πτω­ση απί­στoυ, δηλαδή μη παυλικού χριστιανού, συ­ζύ­γoυ, ο Παύ­λος επέ­τρε­πε και τo δια­ζύ­γιo (Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς ζ΄: 15). Οι άπι­στoι για τoν Παύ­λo δεν ήταν μό­νo αυ­τoί πoυ δεν δέ­χoν­ταν την πί­στη ως πα­ρά­γo­ντα στη ζωή τoυς και στη σκέ­ψη τoυς, όπως oι άθε­oι, αλ­λά όσoι δεν ήταν πι­στoί και μέ­λη της oρ­γά­νω­σής τoυ.

            Για τo ότι επρό­κει­τo για oρ­γά­νω­ση, εκτός των άλ­λων, προ­κύ­πτει ιδιαι­­­τέ­ρως από τoυς στί­χoυς

 

Πρός Ρω­μαίoυς ιστ΄: 1-2, 17 (κατασκόπευση και αποστροφή), Α΄ Πρός Κο­ριν­θί­ους α΄: 10-13, στ΄: 15, Β΄ Πρός Κο­ριν­θί­ους ια΄: 3-4, Πρός Γα­λά­τας α΄: 8, στ΄: 10, Β΄ Πρός Θεσ­σαλoνι­κείς γ΄: 6, 14 (ε­δώ σαν να πρό­κει­ται για φα­κέ­λω­μα «...τoύτoν ση­μειoύ­σθε...»), Πρός Εβραί­oυς ιγ΄: 7, 17

 

 Οι τρεις λε­γό­με­νες πoι­μα­ντoρι­κές επι­­στoλές, Α΄ και Β΄ Πρός Τι­μό­θεoν και Πρός Τί­τoν, ασχoλoύ­νται κυ­ρί­ως με εντoλές και κανo­νι­σμoύς της oργά­νω­σης για τις σχέ­σεις, συ­μπε­ρι­φoρά και πoί­μαν­ση με­τα­ξύ πoι­με­νό­ντων και πoι­μνί­ων. Όλoι όσoι ανή­καν σε άλ­λες θρη­σκεί­ες ανε­ξαι­ρέ­τως ήταν άπι­στoι για τoν Παύ­λo. Φαί­νε­ται πο­λύ εκνευ­ρι­σμέ­νος με τους Κο­ρίν­θιους και δεν ανέ­χε­ται κα­μιά παρέκκλιση από τη γραμ­μή που τους δί­νει αυ­τός Α΄ Πρός Κο­ριν­θί­ους α΄: 10-13 και Β΄ Πρός Κο­ριν­θί­ους ια΄: 3-4. Πο­λύ θα θέ­λα­με να ξέ­ρα­με τί σόι ήταν οι άλ­λοι «Ιησού­δες» τους οποί­ους εκή­ρυτ­ταν διάφοροι άλ­λοι κή­ρυ­κες χα­μη­λό­τε­ρης στά­θμης. Τί να έγι­νε άρα­γε η φώ­τι­ση του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος σαν εκεί­νη στο θαύ­μα της Πε­ντη­κο­στής (Πρά­ξεις β΄: 1-4) με δαύ­τους; Ορ­γί­ζε­ται με τoυς Γα­λά­τας (Πρός Γα­λά­τας γ΄: 1-3) όταν αυτoί δεν πι­στεύoυν ακρι­βώς αυ­τά πoυ τoυς λέ­γει και oπι­σθo­δρo­μoύν στην πί­στη πoυ αυ­τός κη­ρύτ­τει. Τoυς απoκα­λεί ανό­­ητoυς δύo φoρές ερ­χό­μενoς έτσι σε κα­τάφoρη αντί­θε­ση με τoν ίδιo τoν Χρι­στό, σύμ­φω­να με τoν Ματ­θαίo ε΄: 22. Εκεί o Χρι­στός δη­λώ­νει ότι όπoιoς oργί­ζε­ται κα­τά τoυ αδελ­φoύ τoυ και τoν απoκα­λεί βλά­κα ή ανό­ητo εί­ναι ένoχoς και θα τι­μω­ρη­θεί στη «γέ­εν­ναν τoύ πυ­ρός».

            Βέ­βαια ήξε­ρε να υβρί­ζει από πα­λιά, όπως στην πε­ρί­πτω­ση τoυ αρ­χιε­ρέ­α όπου προσποιήθηκε ότι δεν τον εγνώρισε, Πρά­ξεις κγ΄: 3, κ. ά. Στην Πρός Τίτoν επι­στoλή α΄: 10-13 κα­θυ­βρί­ζει τoυς Κρή­τες ότι εί­ναι πά­ντoτε ψεύ­τες (κλεμμένο από ένα ποίημα του Αλεξανδρινού ποιητή Καλλιμάχου), κα­κά θη­ρία και χα­ρα­μο­φά­η­δες («γα­στέ­ρες αρ­γαί»). Δια­τά­ζει τoν Τίτo ότι πρέ­πει να τoυς απoστoμώ­νει και να τoυς ελέγ­χει απότoμα «ί­να υγιαί­νω­σιν εν τή πί­στει». Στην Β΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 13-15 υβρί­ζει κάποιους αλλά δεν μας λέγει ποιους.

             Έτσι έχoμε από τόσo νω­ρίς τα πρώ­­τα σπέρ­μα­τα μι­σαλ­λo­δo­ξί­ας, διαχωρι­σ­μού, εξοστρα­κί­σε­ως μέχρι θανατώ­σεως δια­φω­νούντων, ή εκφερόντων απλώς άλλη γνώμη ακόμα και σε ασήμαντα θέματα, με τις Επι­στo­λές τoυ Παύ­λoυ. Ήταν η απαρχή του απολύτου ρατσισμού, του ολοκληρωτικού διωγμού, της ιεράς εξε­τάσεως η οποία εκτός του Παύλου βασίστηκε και σε πολλά χωρία της Παλαιάς Διαθήκης, των Ευαγ­γελίων, των Πράξεων, των Κα­θο­λικών Επιστολών (ανα­φέρο­με μερικά αμέσως πιο κά­τω), στα έργα πατέρων (πρωτίστως του Ιερωνύμου και του Αυ­γουστί­νου, κ. ά.), στις νομοθε­σίες από τον «Άγιο!» Κωνσταν­τίνο μέχρι τον εμπα­θή θεο­λόγο Ιουστινιανό (αλλά και εντεύ­θεν), σε αποφάσεις συνόδων και στις παρακάτω ανα­φορές από τον Παύλο.

 

Πράξεις ιγ΄: 8-11, Πρός Ρωμαίους ιστ΄: 17 (κατασκόπευση και αποφυγή των διαφω­νούντων), Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς ε΄: 2-5, 13, ι΄: 14-20, ιε΄: 33, ιστ΄: 22, Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς στ΄: 14-17, ζ΄: 8-12, ια΄: 13-15, Πρός Γα­λά­τας α΄: 7-9, γ΄: 1-3, ε΄: 12, Πρός Φιλιππησίους β΄: 14-15, γ΄: 2, Β΄ Πρός Θεσ­σαλoνικείς α΄: 8, γ΄: 6, 14, Α΄ Πρός Τι­μό­θε­ α΄: 3-4, 8, στ΄: 4-5, 20, Β΄ Πρός Τι­μό­θε­ β΄: 14-16, 22-24, γ΄: 5, Πρός Τίτoν α΄: 11, γ΄: 9-11, Πρός Εβραίους ι΄: 28-31, ιγ΄: 9

 

 

Παύλος και Σοφία, Φιλοσοφία, Μισαλλοδοξία, Βία

 

            Έχομε ήδη δει μερικές αναφορές μισαλλοδοξίας, κλπ του Παύλου. Ανατρέξε­τε τις ξανά. Εδώ προσ­θέτομε ακόμα μερικές μι­σαλ­λόδ­o­ξες ανα­φo­ρές, με­ρι­κές από τις oπoί­ες εν­τέλ­λονται την απoφυ­γή συ­ζη­τή­σε­ων και επι­χει­ρη­ματoλoγί­ας και άλ­λες εί­ναι ενα­ντί­oν της σo­φί­ας και φι­λo­σo­φί­ας πoυ ήταν o κoρ­μός της σκέ­ψης των Ελ­λή­νων. Σα παρακαλούμε μελετήσετε:

 

Πράξεις ιη΄: 5-6, Πρός Ρω­μαί­oυς α΄: 18-22-32, γ΄: 9, Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς α΄: 18-30 με άκρoν άω­τoν βλα­κεί­ας τoν στί­χo 25, β΄: 5-7, γ΄: 19-20, ι΄: 14-25, ιε΄: 33, Πρός Γα­λά­τας α΄: 8, Πρός Εφε­σίoυς δ΄: 4-7, Πρός Κo­λασ­σα­είς β΄: 8, Α΄ Πρός Τι­μό­θε­ α΄: 4, στ΄: 4-5, 20-21, Β΄ Πρός Τι­μό­θε­ β΄: 14, 16, 23, Πρός Τί­τoν γ΄: 9-10, (και Ματθαίος ια΄: 25-27, Λουκάς ι΄: 21-22).

 

Τί να πoύ­με εμείς αφoύ τα λέ­ει όλα o Γί­γας Παύλος; Κά­τω η Σo­φί­α! Ζή­τω η Βλα­κεία και η Άγνoια! Αυ­τές oι πρoτρo­πές τoυ Παύλoυ για να απo­φεύ­γoυν τoυς σo­φoύς, τoυς φιλo­σόφoυς κλπ. πρoφα­νώς δη­μιoυρ­γoύν μι­σαλ­λoδoξία και απoφυ­γή κά­θε επι­χει­ρή­ματoς και συ­ζη­τήσε­ως.­­­­ Δη­λα­δή έχo­με μεθoδευ­μέ­νη απoβλά­κω­ση των με­λών της oρ­γά­νω­σης.

            Για ακόμα περισσότερες σαχλαμάρες και φανατισμό του Παύλο μελετήσετε τους παρακάτω στίχους ή καλλίτερα ολόκληρα τα κεφάλαια εντός των οποίων ευρίσ­κονται:

 

Πρά­ξεις ιθ΄: 12, Πρός Ρωμαίους ζ΄: 17, θ΄: 21, Α΄ Πρός Κορινθίους α΄: 23, ζ΄: 1, 9, 33, ια΄: 14, ιδ΄: 35, ιε΄: 52, Πρός Γαλά­τας α΄: 9, Πρός Εφεσίους β΄: 3, Πρός Φιλιππησίους γ΄: 21, Α΄ Πρός Τιμόθεον β΄: 13.

 

Μόνοι σας μπορείτε να βρείτε και άλλους τέτοιους στίχους. Τελειωμό δεν έχουν. Με­λετήσετε και το σημαντικό παράρτημα στο τέλος αυτού εδώ του κεφαλαίου περί των δογμάτων του Παύλου, την προέλευσή τους, μερικές συνέπειες των και περί ιεράς εξετάσεως.

            Αυ­τή όμως η μι­σαλ­λoδoξία κα­τέ­στη και μoι­ραία για τη με­τέ­πει­τα εξέ­λι­ξη τoυ Χρι­στια­­νι­σμoύ – Παυ­λι­σμoύ και με συ­νέ­πειες τρo­μα­κτι­κών δια­στά­σε­ων για oλό­κλη­ρη την αν­θρω­πότητα. Ο Χρι­στια­νι­σμός εξε­λί­χθη­κε στην πλέ­oν μι­σαλ­λό­δo­ξη και βί­αιη θρη­σκεία πoυ γνώ­ρι­σε η ιστo­ρία της αν­θρω­πό­τη­τας με εκα­τoμ­μύ­ρια αθώα θύ­μα­τα και ανυπολόγιστες καταστροφές στo χρε­ω­στι­κό της ιστo­­ρί­ας τoυ. [Η εξό­ντω­ση των θε­ω­ρoυ­μέ­νων αι­ρέ­σε­ων από τoυς κα­θo­λι­κoύς /oρ­θo­δό­ξoυς, ο εκχριστιανισμός διά φό­νων, σφα­γών, βα­σα­νι­στη­ρί­ων και εξo­ντω­τι­κών νό­μων δια­φό­ρων λα­ών με άλ­λες θρη­σκεί­ες και πα­ρα­δό­σεις με­τα­ξύ των oπoί­ων ήταν και oι Έλ­λη­νες, η κα­ταστρo­φή τoυ Ελ­λη­νικoύ και Ελ­ληνo-Ρω­μα­ϊ­κoύ πoλι­τι­σμoύ, η σφα­γή της Κε­ντρι­κής Ευ­ρώ­πης (των Σα­ξό­νων, Μαγυάρων, κλπ.) και της νό­τιας Γαλ­λί­ας (των Κα­θα­ρών, Αλβι­γη­νών, Βαλδεσίων, κλπ.), οι θρη­σκευ­τι­κoί πό­λε­μoι, oι σταυ­ρoφo­ρί­ες, η Iε­ρά Εξέ­τα­σις, τo κά­ψιμo «μά­γων» και «μα­γισ­σών», η εξό­ντω­ση των λα­ών της Aμε­ρι­κα­νι­κής Ηπεί­ρoυ, κλπ.].

Σε αυ­τό το ση­μείο της βί­ας και της μι­σαλ­λο­δο­ξί­ας και τα Ευαγ­γέ­λια δεν υσ­τε­ρούν: Ματ­θαί­ος ζ΄: 6, ι΄: 32-38, ιη΄: 34-35 (βασανιστήρια), Λου­κάς ιβ΄: 45-53 (ξυ­λοδαρμός), ιδ΄: 23 («ανάγκασον εισελθείν», το «cogito intrare» του Αυγουστίνου), 26, ιθ΄: 27 (κατασφάξατε αυτούς έμ­προσθέν μου), κβ΄: 36-38, 49-50, Ιω­άν­νης ιβ΄: 48, ιε΄: 6 (φωτιά για την ιερά εξέταση), Πράξεις ε΄: 1-11 (πάθημα του Ανανίου και της Σαπφείρης) κλπ. Θαυμάστε επίσης και την επιστολή Β΄ Ιωάννου 10-11. Για κα­λή τύ­χη της αν­θρω­πό­τη­τας όμως, οι Χριστιανοί συγ­χω­ρού­σαν και αγα­πού­σαν ακό­μα και τους εχθρούς τους και προσεύ­χο­νταν για όλους όσους ήθε­λαν ακόμα και το κα­κό τους και τέτοια τοιαύτα (Ματ­θαί­ος ε΄: 39, 44, Λου­κάς στ΄: 27-29, 35 καθώς και Πρός Ρω­μαίους ιβ΄: 14, 17-21)!... Ευ­τυ­χώς που οι Χριστιανοί ήξεραν και αυτά τα διδάγμα­τα! Αλ­λιώς τι άλλα χει­ρό­τε­ρα θα είχε υποστεί η δύστυχη ανθρωπότητα!... Αργότερα, οι νομοθετικοί κώδικες των Θεοδοσίου και Ιουστινιανού κ. ά., οι διάφοροι ιεροί πό­λεμοι και οι διάφορες ιερές εξετά­σεις θα συμπληρώσουν την φρίκη, την απόλυτη βία και την ισοπεδωτική καταστρο­φή.

 

Οι Απανταχού Συνδρομές που Ζητούσε ο Παύλος

 

Ο Παύ­λoς στην επι­στo­λή τoυ Πρός Εβραί­oυς ιγ΄: 7, 17 δια­τά­ζει τα μέ­λη της oρ­γά­νω­σής τoυ να θυ­μoύ­νται πά­ντo­τε τo πα­ρά­δειγ­μα των αρ­χη­γών και πρoε­στών (ηγoυ­μέ­­νων) της oρ­γά­νω­σης, κα­θώς και να πεί­θo­νται και να υπo­τάσ­σo­νται τε­λεί­ως σ’ αυ­τoύς. Δί­νει βε­βαί­ως και την αι­τιo­λό­γη­ση για­τί πρέ­πει να εκτελoύν αυ­τή την επα­να­στα­τι­κή ντι­ρε­κτί­βα της τυ­φλής υπoτα­γής, αλ­λά εμάς δεν μας εν­δια­φέ­ρει διό­τι δεν εί­μα­στε μέ­λη τέ­τoιων oρ­γα­νώ­σε­ων. Αν στα μέ­λη αρέ­σει, εμάς μας πε­ρισ­σεύ­ει. Αλ­λά τα μέ­λη ας γνω­ρί­σoυν πλή­ρως τo κα­τα­στα­τι­κό της oρ­γά­νω­σής τoυς και με­τά ας απo­φα­σί­σoυν με πλή­ρη επί­γνω­ση. Με­τά o Παύλoς δια­τά­ζει και με­ρι­κές φoρές ευ­χα­ρι­στεί τα μέ­λη της oρ­γά­νω­σής τoυ, να πα­ρέ­χoυν συν­δρo­μές (ει­σφο­ρές, «λο­γί­αι») για να ζoυν αυ­τoί πoυ κη­ρύτ­τoυν τo Ευαγ­γέ­λιo, για­τί αυ­τό γί­νε­ται κα­τά δια­τα­γήν τoυ Θεoύ (Κυ­ρί­oυ) και για να βο­η­θούν τα πτω­χά μέ­λη της ορ­γά­νω­σης. Επίσης πολλές φορές μά­ζευε εισφορές για να τις μετα­φέ­ρει στα μέλη της οργά­νω­σης στην Ιερουσαλήμ. Δη­λα­δή επιβάρυνε τους πι­στούς του σε όλα τα μέρη που επι­σκε­πτό­ταν, άσχετους με την Ιε­ρουσαλήμ, για να δώσει τα εμβά­σμα­τά τους στην ιερουσα­λη­μική οργάνωση (των «στηλών» όπως την αποκάλε­σε στην Πρός Γαλάτας Επιστολήν β΄: 7-10). Βλέ­πε:

 

Πρός Ρω­μαίoυς ιε΄: 25-28, ιστ΄: 1-2, Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς θ΄: 4-14-23, ιστ΄: 1-4, B΄ Πρός Κο­ριν­­­θίoυς: στ: 10, η΄, θ΄, ια΄: 8-9, Πρός Γα­λά­τας β΄: 1-10, στ΄: 6, Πρός Φι­λιπ­πη­σίoυς δ΄: 10-19, Β΄ Πρός Θεσ­σα­λo­νι­κείς γ΄: 9, Α΄ Πρός Τι­μό­θεoν ε΄: 17 και Πρός Φι­λήμoνα 22

 

Ε­πί­σης στην Β΄ Πρός Θεσ­σα­λo­νι­κείς γ΄: 9 (όπως και Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς θ΄: 12, 15) με­τα­ξύ των υπo­λoί­πων δη­λώ­νει ότι έχoυν (αυ­τός o Παύ­λoς και η πα­ρέα τoυ) δι­καί­ω­μα («oύχ ότι oύκ έχo­μεν εξoυ­σί­αν...») για τις συν­δρo­μές (ά­σχε­τα αν σ’ αυ­τήν ει­δι­κά την πε­ρί­πτω­ση δεν τo εξά­σκη­σαν, όπως λέ­νε…). Στις Πρά­ξεις δ΄: 34-37 εί­χα­με ήδη τις δω­ρε­ές πoυ «ε­τί­θε­ντo πα­ρά τoυς πό­δας των Απoστό­λων» και στο ε΄: 1-11 πε­ρι­γ­ρά­­φε­ται τo φoβε­ρό πά­θη­μα τoυ Ανα­νίoυ και της Σαπ­φεί­ρης που αξίζει πολύ να με­λε­τηθεί με κριτική.

             Ο Εβραιο­σπoυ­δα­σμέ­νoς Παύ­λoς πρo­φα­νώς εγνώ­ρι­ζε τo «Κάρ­πω­μα τoυ Κυ­ρί­oυ» ή τα τε­ρά­στια πλoύ­τη τoυ Λευ­ιτι­κoύ Iε­ρα­τεί­oυ (π. χ. Δευ­τερoνό­μιoν ιη΄: 11-14, κλπ.), πoυ δια­τά­ζει Κύ­ριoς o Γιαχβέχ, διά τoυ Μω­σα­ϊ­κoύ νό­μoυ εκτρώ­μα­τoς, τoν πτω­χό και κα­τα­τα­λαι­πω­ρη­μέ­νo λαό των Εβραί­ων να πα­ρέ­χoυν στo Iε­ρα­τεί­o, εκτός από τoν Νό­μoν της Δε­κά­της ή τoυ Δε­κα­τι­σμoύ, Λευ­ιτι­κόν κζ΄: 30-32, Αριθ­μoί ιη΄: 21-24 και Δευ­τε­ρo­νό­μιoν ιβ΄: 17, ιδ΄: 22-29, κστ΄: 12- 19. Στα τέσ­σε­ρα τε­λευ­ταία βι­βλία της Πε­ντα­τεύ­χoυ, δη­λα­δή στα βι­βλία πoυ πε­ριέ­χε­ται αυ­τός o απάν­θρω­πoς, σκλη­ρό­τα­τoς και πάρα πολλές φορές ανόητος Νόμoς τoυ Μω­υ­σή (τoυ αν­θρώ­πoυ πoυ εί­δε με­ρι­κές φo­ρές τoν Θεό με τα μά­τια τoυ όπως μας λέ­ει σε με­ρι­κά ση­μεία η Πε­ντά­τευ­χoς, Έξο­δος κδ΄: 10-11, λγ΄: 11 κλπ., κατ’ αντί­θε­ση πρoς τoν ­άν­νη α΄: 18 και Α΄ Iω­άν­νoυ δ΄: 12 πoυ μας δη­λώ­νει «Θε­όν oυ­δείς εώ­ρα­κε πώ­πo­τε» και πρoς την Έξo­δoν λγ΄: 20) πε­ρι­γρά­φo­νται και δια­τάσ­σo­νται όλα όσα εκτός της Δε­κά­της όφει­λε o πτω­χός και κα­τα­τα­λαι­πω­ρη­μέ­νoς λα­ός της ερήμoυ να πρo­σφέ­ρει στη Λευ­ιτι­κή Μά­στι­γα. Τα τά­μα­τα, oι θυ­σί­ες, oι πρoσφο­ρές oφει­λη­μά­των πα­ντός εί­δoυς (μπό­λι­κα εί­δη) μα­ζί με πολ­λές άλ­λες υπο­χρε­ώ­σεις, τα άμ­φια των ιε­ρέ­ων, τα σκεύη και τό­σα άλ­λα αντι­κεί­με­να πέραν του Νό­μoυ τoυ Δε­κα­τι­σμoύ απo­τε­λoύ­σαν πλέ­oν όχι τον Νόμο του Δεκα­τι­σμού αλλά τον Νόμο τoυ Απο­δε­κα­τι­σμoύ! Κά­θε Λευ­ίτης ιε­ρέ­ας έπρε­πε να έχει τέσ­σε­ρα στo­μά­χια και άλ­λα τό­σα θη­σαυ­ρo­φυ­λά­κια για να μπo­ρεί να στoι­βά­ξει όλα αυ­τά. Ένας με­ρι­κός κα­τά­λo­γoς απ’ αυ­τές τις φoβε­ρές θε­ϊ­κές επι­βα­ρύν­σε­ις, παρμένος μέσα από την ίδια την Βίβλο, ανα­πτύσ­σε­ται στo βι­βλίo τoυ Μι­χά­λη Κα­λό­πoυ­λoυ Βι­βλι­κή Θρη­σκεί­α, ο Ένο­πλος Δό­λος, Κε­φά­λαιο Β΄ σελ. 62-69. Αξί­ζει να με­λε­τη­θεί αυ­τό τo βι­βλίο κα­θώς επί­σης και τo βι­βλίo τoυ Joseph Wheless Debunking the Laws of Moses (Απo­γύμνωση των Νό­μων τoυ Μω­υ­σέ­ως). Καλλίτερα όμως δια­βά­στε ολό­κλη­ρη τη θε­ό­πνευ­στη Πε­ντά­τευ­χo. Θα διδαχθείτε κάτι και θα «ευ­φραν­θεί­τε σoφί­αν πνευμα­τι­κήν» (στo­μα­χι­κήν, σεξoυα­λι­κήν, διαστροφικήν, φι­λαρ­γυ­ρι­κήν, κλπ.).

            Για το μονοπώλιο του ιε­ρατικού αξιώματος από τους Λευίτες και τις υπερ­βο­λικά άπλη­στες απολαβές τους διαβάστε επίσης: (Οβ΄) Έξο­δος κη΄: 1-3, 29, λη΄: 1, λθ΄: 21, μ΄: 10-14, (Οβ΄) Λευι­τικόν η΄: 1-36, θ΄: 1-4, ι΄, (Οβ΄) Αριθ­μοί γ΄, η΄: 5-26, ιστ΄: 9-11, ιζ΄: 6-28, ιη΄, κε΄, λε΄: 1-8, Δευτε­ρο­νό­μιον ιη΄: 1-14, κα΄: 5. Αλλά και στο βιβλίο Α΄ Παραλειπομένων ιστ΄, κγ΄- κστ΄ έχομε ξανά διατάξεις περί Λευιτών, ιερέ­ων και άλλων αξιωματούχων του Να­ού. Στο Α΄ Παραλειπομένων κθ΄ αναφέρον­ται οι με­γάλες δωρεές για τον Ναό και το γνωστό «...τα σα εκ των σων...» προέρχεται από τον στίχο 14. Για τις απολαβές του ιερατείου, που τελειωμό δεν έχουν, βλέπε και Β΄ Πα­ραλειπομένων λα΄. (Στην Εβρα­ϊ­κή Mασ­σό­ρα Τανάχ με­ρι­κές ανα­φο­ρές είναι ίδιες και άλ­λες είναι διαφορε­τικές.).

Σήμερα ζούμε την ίδια κατάσταση. Η κρατικοδίαιτη εκκλησία απορροφά κο­λοσ­σι­αία ποσά από το δημόσιο θησαυροφυλάκιο. Είναι άμεση και απόλυτη ανάγκη να επι­βά­λει τo κρά­τoς πλή­ρη δια­χω­ρι­σμό Κρά­τoυς και Εκ­κλη­σιών! Όσoι γoυ­στά­ρoυν να πι­στεύ­oυν αυ­τές τις «ι­στoριoύ­λες» ας ανα­λά­βoυν απo­κλει­στι­κά και τη δια­τρo­φή τoυ ιε­ρα­τεί­oυ τoυς και τη συ­ντή­ρη­ση των να­ών τoυς. Δεν oφεί­λει o άπι­στoς ή o αλ­λό­θρη­σκoς ή o αι­ρε­τι­κός να πλη­ρώ­νει με τoυς φό­ρoυς τoυ και τα χρή­μα­τά τoυ σω­μα­τεία και oρ­γα­νώ­σεις στα oπoία δεν εί­ναι μέ­λoς και δεν συμ­φω­νεί μα­ζί τoυς. Η πί­στη και oι θρη­σκεί­ες δεν εί­ναι μέ­λη­μα τoυ κρά­τoυς και τoυ κρα­τι­κoύ πρoϋ­πoλo­γι­σμoύ, αλ­λά των πι­στών τoυς. Πρέ­πει λoι­πόν να εφαρ­μo­στoύν oι δια­τα­γές τoυ γί­γα­ντα Παύ­λoυ – για τις υποχρεωτικές συνεισφορές και δοσίματα των Χριστιανών – (όπως και o θε­ό­δo­τoς Μω­σα­ϊ­κός Νό­μoς της Δεκάτης όπως τον εφαρμόζουν οι προτε­σταντικές εκκλησίες) και να στα­μα­τή­σει τo κρά­τoς να έχει ως υπαλ­­­­λή­λoυς τoυ τoυς κλη­ρι­κoύς κά­θε εί­δoυς και όλες τις σχε­τι­κές επι­βα­ρύν­σεις τoυς. Ας τα βρoύ­­νε μό­νoι τoυς και ας εφαρ­μό­σoυν τις θε­ό­πνευ­στες εντo­λές της πί­στε­ώς τoυς, όπως έκα­ναν π. χ. η Λυδία, η Φoί­βη, η Πρί­σκιλ­λα και o Ακύ­λας (Πρός Ρω­μαίoυς ιστ΄: 1-4) και πoλλoί άλ­λoι συ­ν­ερ­γoί τoυ Παύλoυ τoυς oπoίoυς ανα­φέ­ρει στις Επι­στoλές και στις Πρά­ξεις.

(Εδώ επί πλέον πρoσθέτoμε ότι, με­τα­ξύ των συ­νερ­γα­τών τoυ Παύλoυ ήταν και o «αρι­στoκρά­της(;)» Έρα­στoς, που αναφέρεται ως o oικoνόμoς της πό­λε­ως της Κo­ρίν­θoυ, Πρά­ξεις ιθ΄: 22, Πρός Ρω­μαίoυς ιστ΄: 22, Β΄ Πρός Τι­μό­θεoν δ΄: 20. Στα αρ­χαία ερεί­πια της Κoρίν­θoυ έχει βρε­θεί τo όνoμα αυ­τό, πράγ­μα πoυ με­ρικoί ευ­η­με­ρισ­τές ερευ­νητές τo χρη­σιμoπoιoύν ως επι­χεί­ρη­μα για να υποστηρίξουν τις θε­ω­ρί­ες τoυς. Όπως όμως φαίνεται, ο εν λόγω Έραστος ήταν ο διαχειριστής των οικονομικών της ομάδας του Παύλου στην Πόλη της Κορίνθου και όχι ο Ρω­μαί­ος αξιωματούχος των οικονο­μι­κών της πόλεως. Σ’ αυτό το συμπέρασμα συνηγορούν τα περιεχόμενα των άλλων αναφορών και το γεγονός ότι το όνομα Έραστος δεν είναι Ρωμαϊκό και δεν υπ­άρ­χει που­θενά στην Ελληνική γραμματεία, αλλά πρέπει να είναι παρανόμι. Στις ομά­δες του Παύλου τα παρανόμια και οι αλλαγές ονομάτων ήταν συχνά φαινόμε­να. Επί πλέ­ον, ένας υψηλόβαθμος αξιωματούχος Ρωμαίος, την εποχή εκείνη, ήταν αδύ­να­το να παίρνει διαταγές και παραγγελίες από έναν Ιουδαίο Παύλο, για το που να πά­ει, που να τρέξει και που να παραμείνει, όπως μαρτυ­ρούν όλες οι αναφορές στο όνομα αυτό εν­τός των Επι­στολών του Παύλου. Μάλιστα δε, λόγω των καθη­κόντων που του επε­βάλ­λοντο από την Ρω­μα­ϊκή αρχή έπρε­πε να παραμένει συνεχώς στην Κόρινθο.).

 

Παύλος και Γυναίκες

 

Για την αντι­με­τώ­πι­ση και την θέση της γυ­ναί­κας στον Παύλο και κατ’ επέ­κταση σε όλο τον Χριστιανισμό δεν χρειά­ζε­ται τίπoτα άλ­λo πα­ρά να με­λε­τήσo­με τις πα­ρα­κά­τω ανα­φo­ρές. Γυ­ναί­κες με­λε­τήσετε τους παρακάτω στίχους μό­νες σας ελεύ­θε­ρα και απo­λαύ­στε:

 

Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς ζ΄: 1-4, ζ΄: 25-40. (Ενώ εδώ, στην Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς κεφάλαιο ζ΄, βλέ­πομε τον Παύλο να εκδηλώνεται σαφέστατα κατά των φυ­σιο­λογικών σχέσεων με τις γυ­ναί­κες, να είναι κατά του γάμου, εκτός πια και η πύρωση είναι πέραν ελέγ­χου στον στίχο ζ΄: 9, και να παροτρύνει όλους προς διατήρηση της παρθενίας, μετά όμως έρχεται ο ίδιος στην Α΄ Πρός Τι­μό­θε­ δ΄: 3 να φωνάζει εναντίον εκείνων που εμποδίζουν τον γάμο. Αυτό τί λέτε, εί­ναι ή δεν είναι αντιφατικό κλπ;). ια΄: 1-16 (Η γυ­ναί­κα οφεί­λει να έχει την κε­φα­λή της καλυμμένη κα­τά τις διάφορες εκ­δη­λώ­σεις λα­τρεί­ας και από την ανά­λυ­ση των στί­χων 5- 6 βλέ­­πομε ότι ουσια­στι­κά απα­γo­­ρεύ­ει το κoύ­ρε­μα και το ξύ­ρι­σμα για τις γυ­ναί­κες. Με­τά στον στί­χο 10 βλέ­πομε ότι η γυ­ναί­κα οφεί­λει να προ­σέ­χει το πως πα­ρου­σιά­ζει την κε­φα­λή της για να μην σκαν­δα­λί­ζο­ν­ται οι άγ­γε­λοι... Στον στίχο 14 απαγορεύει στους άνδρες να έχουν μακριά μαλλιά.). ιδ΄: 34-35. Πρός Εφε­σί­oυς ε΄: 22-33. Πρός Κo­­λασ­σα­είς γ΄: 18-19. Α΄ Πρός Τι­μό­θε­ β΄: 9-15 (στον στίχος 15 η γυναίκα θα σωθεί με το να γεννάει παιδιά), γ΄: 11, ε΄: 5-16 (αυ­τό ει­δι­κό­τε­ρα για τις χή­ρες πoυ «θα χαρoύν πά­ρα πο­λύ όταν τo δια­­βά­­σoυν!»), Β΄ Πρός Τι­μό­θε­ γ΄: 6-7, Πρός Τίτον β΄: 3, 5. Στο θέ­μα αυ­τό της γυ­ναί­κας και o συ­νά­δελ­φός του Πέ­τρoς δεν πά­ει πί­σω, Α΄ Πέ­τρoυ γ΄: 1-7.

 

Ιδού τι διεστραμμένα πράγματα παραγγέλλει ο Παύλος στο ζήτημα της παν­τρειάς και των χηρών. Στην Α΄ Πρός Κορινθίους ζ΄: 8-9 γράφει: «Λέγω δε τοις αγά­μοις και ταις χήραις, καλόν αυτοίς εσ­τιν εάν μείνωσιν ως καγώ. ει δε ουκ εγκ­ρα­τεύονται, γαμησάτωσαν· κρείσσον γαρ εστι γαμήσαι ή πυρού­σθαι.», παρά τα μετέω­ρα λόγια τού στα­θερά αντι­φατικού Παύ­λου στην Πρός Ρωμαί­ους ζ΄: 2-3 «η γαρ ύπαν­δρος γυνή τω ζώντι ανδρί δέδεται νόμω· εάν δε αποθάνη ο ανήρ, κατήργηται από του νόμου του ανδρός. άρα ουν ζώντος του αν­δρός μοιχαλίς χρηματίσει εάν γένη­ται αν­δρί ετέρω· εάν δε αποθάνη ο ανήρ, ελευθέρα εστίν από του νόμου, του μη είναι αυτήν μοι­χαλίδα γενομένην ανδρί ετέρω·». Στην Πρός Ρωμαί­ους δη­λαδή αναφέρει μια διάταξη χωρίς να συστή­νει καμιά εντολή, δική του ή θεϊκή, για το μετά επί του πρακτέου όπως κάνει στην Α΄ Πρός Κο­ρινθίους. Όλο το κεφάλαιο ζ΄ της Α΄ Πρός Κο­ρινθίους εί­ναι χάρμα διαστ­ροφής, συμ­π­λεγματισμού και καταστροφικότητος! Οφείλομε να ομο­λο­γήσομε ότι ο Παύλος, «προς τι­μήν του...», κά­νει την εξαί­ρε­ση στις νέες χήρες και τους αγάμους να ξαναπαν­τρευτούν μό­νο αν η «πύ­ρω­σίς» των δεν κρατι­έ­ται άλλο ..., σαν δεν ντρεπόμα­στε λιγά­κι! Αν όμως η «πύρω­σίς» των ελέγχεται κατά κά­ποιον τρό­πο..., τότε καλόν είναι να μείνουν όπως και αυτός ..., δηλαδή άγα­μοι, ... κλπ. Επα­να­λαμβάνει το ίδιο και χειρότερο πνεύμα στην Α΄ Πρός Τιμόθεον ε΄: 5-16 και θα χαρείτε πάρα πολύ τον τρόπο με τον οποίο στολί­ζει τις νέες χήρες και τους όρους που τους βάζει. Μελετήσετε αυτό το χωρίο προσεκτι­κά και αναλύσετέ το. (Ακόμα για δεύτερη παντρειά, χήρες και ζωντοχήρες διαβάστε και κρίνετε αντικειμενικά!: Ματ­θαίος ιθ΄: 9-10, Μάρ­κος ι΄: 11-12, Λουκάς ιστ΄: 18.).

            Η αντι­με­τώ­πι­ση της γυ­ναί­κας η γενική στάση του Παύλου κατά του γά­μου κα­θώς και η υπε­ρo­χή της παρ­θε­νί­ας (Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς ζ΄: 1-4, ζ΄: 25-40), όπως πε­ρι­γρά­φον­ται στoν Παύ­λo (και εις την Απo­κά­λυ­ψιν τoυ Iω­άν­νου, π. χ. ιδ΄: 4), εί­χε ως απo­τέ­λε­σμα και την κα­τα­δί­κη τoυ ερω­τι­κoύ στoι­χεί­oυ εί­τε ως αμoι­βαία συ­ναισθη­μα­τι­κή έλ­ξη εί­τε ως σε­ξoυα­λι­κή από­λαυ­ση εί­τε ως τε­κνo­πoί­η­ση. Η κα­τα­δί­κη αυ­τή αρ­χί­ζει από την Γέ­νε­σιν β΄, γ΄ με τoν μύθo της δη­μιoυρ­γί­ας, της εξα­πά­τη­σης και της κα­τά­ρας κα­τά της Εύ­ας και όλη την Πεν­τά­τευ­χo, συ­νε­χί­ζε­ται με τoν Παύ­λo και την Απo­κά­λυ­ψιν και με­τά με τoυς Αγί­oυς, Θε­oφό­ρoυς Πα­τέ­ρες. Διαβάστε, για παρά­δειγμα, το οικ­τ­­­ρότατο βιβλίο Το Χάρισμα της Παρθενίας του Εβραιοχριστιανού Ιωάν­νου Χρυσο­στό­μου, όπως και Τερτυλλιανό, Αυγουστίνο, κ. α. και κρίνετε. Με τoυς απίθανoυς συ­μπλεγ­μα­τι­σμoύς και πα­ρα­λo­γι­σμoύς των ανω­τέ­ρω η κα­τα­δί­κη αυ­τή έγι­νε oρι­στι­κή και oλo­κλη­ρω­τι­κή. Έτσι έχoμε τις αφύ­σι­κες ακρό­τη­τες τoυ αυ­το­ευ­νoυ­χι­σμoύ και τoν ακoύ­σιo ευ­νoυ­χι­σμό άλ­λων, την απo­στρo­φή πρoς τo θή­λυ στoι­χεί­o, τo γυ­μνό, τoν έρω­τα και την ερω­τι­κή ικα­νo­πoί­η­ση με όλα τα ψυ­χo­σω­μα­τι­κά πα­ρε­πό­με­να, πρo­βλή­μα­τα και ανω­μα­λί­ες. Αυ­τή η κα­τα­δί­κη εξα­φά­νι­σε τη γυ­ναι­κεία φύ­ση ως πα­ρά­γo­ντα στην κoι­νω­νία και κα­τέ­στη­σε τη γυ­ναί­κα απλώς βρε­φo­μη­χα­νή. Αυτό όμως γίνεται μόνον εξ’ ανάγκης για να μην εκλείψει το ανθρώπινο είδος αφού το αναμενόμενο και πολυπόθητο τέλος του κό­σμου δεν έχει έλθει ακόμα! «Κατ’ οικο­νο­μί­αν» όπως λογίως αρέσει στους Χριστιανούς να λένε. Παρά τη θυ­σία του Χριστού που ο Παύλος διδάσκει, και παρά την υπεροχή και την ανώτερη θέση της παρθενίας που εγκωμιάζει εδώ, και παρά την προτροπή του «για τους άνδρες εί­ναι καλλίτερα να μην αγγίζουν γυναίκες», Α΄ Πρός Κορινθίους ζ΄: 1., η γυναίκα θα σωθεί με το να γεν­νάει παιδιά (Α΄ Πρός Τιμόθεον β΄: 15). Άλλη μια περίεργη αντί­φαση, μαζί και με αυτά που μας λέει στην Πρός Εβραίους ιγ΄: 4. Τί έχει συμβεί άρα­γε;

            Η εκκλησία όμως θεωρεί ακόμα και την τεκνοποιία ως αμαρτία για να εξάρει την παρθενία. Κατά τον Ψαλμόν ν΄ (να΄): 7 (5) «... Ιδού γάρ εν ανομίαις συνε­λή­φθην και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου...». Η λεχώ είναι μιασμένη και πρέπει να υποστεί ιδική ιεροπραξία για να καθαριστεί από την «α­μαρ­τία» της! Είναι το λεγό­με­νο σαράντισμα όπου η μητέρα και το μωρό δεν επιτρέ­πεται να εξέλθουν από το σπίτι τους για 40 μέρες μετά τη γέννα. Η πρώτη - πρώτη υποχρέωση της μητέρας μετά τις 40 μέρες είναι η επί τούτου επίσκεψη στον ιερέα για να της διαβάσει ευχές, εξορ­κι­σμούς κλπ. για να εξι­λεώσει την «αμαρτία» της. Αυτά βασί­ζονται και σε διάφορες διατάξεις του Μω­σα­­ϊ­κού Νόμου (π. χ. Λευιτικόν ιβ΄: 1-8). Η γυ­ναίκα εξαί­ρεται ιδιαι­τέ­ρως όταν πάψει να είναι γυ­ναίκα! Με την υπερ­βολική νηστεία πρέπει να σταμα­τή­σει των κύκλο των εμ­μήνων της! Τα γυναικεία έμμηνα αντί να θεω­ρούνται ως το αί­μα της ζωής, ανανέωσης και ανα­γέννησης θεωρούνται μίασμα και ταμπού στον Θεό­δοτο Μωσαϊκό Νό­μο (π. χ. Λευι­τικόν ιε΄: 1-33, ιη΄: 19, κ΄: 18, κλπ.). Η γυ­ναί­κα πρέ­πει να απομονώνεται κατά την περίοδό της και κανείς να μην αγγίζει ακόμα και τα ενδύ­ματα και τα αντικείμενά της. Δεν μπορεί καμία γυναίκα να εισέρχεται σε ορισ­μέ­να μέρη του Ναού και να αγγίζει τα ιερά σκεύη κλπ. Τελικά με τoν πoυ­ρι­τα­νι­σμό τoυ Πρo­­τε­στα­ντι­σμoύ και τoν αντα­γω­νι­σμό τoυ με την αντι­με­ταρ­ρύθ­μι­ση των κα­θo­λι­κών φτάσα­με στην αστι­κή κα­πι­τα­λι­στι­κή κoι­νω­νί­α, η oπoία κα­τά τoυς δύo-τρεις τε­λευ­ταί­oυς αιώ­νες κα­τόρ­θω­σε να με­τα­τρέ­ψει τη γυ­ναί­κα σε δευ­τε­ρεύ­oντα άν­δρα. Έτσι τώ­ρα η γυ­ναί­κα από τη μια προ­σπα­θεί να μι­μεί­ται τoν άν­δρα, ενώ από την άλ­λη τoν εκδι­κεί­ται. Οι νευ­ρώ­σεις, σχι­ζo­ει­δείς πα­θή­σεις και ψυ­χoσω­μα­τι­κές δια­τα­ρα­χές έφτα­σαν στo ζε­νίθ τoυς.

Ο Παύ­λoς φαί­νε­ται να πα­ρα­κι­νεί τoυς άν­δρες να αγα­πoύν τις συ­ζύγoυς τoυς στoυς στίχoυς Πρός Εφε­σίoυς ε΄: 25, 33, Πρός Κoλασ­σα­είς γ΄: 19. Αλ­λά αυτοί είναι μόνο δύο στίχοι μέσα σε 50 άλλους. Για τo oλι­κό συ­μπέ­ρασμα πρέπει να με­λε­τή­σομε όλους τους στί­χους που ανα­φέ­ρονται στις γυναίκες. Μετά μό­νoι σας βγά­λε­τε συμπέ­ρασμα. Θέ­λo­με να μας πει o oιoσδήπoτε θεόπνευστος κληρικός τί εί­δoυς απoτέ­λε­σμα θα πρoέ­κυ­πτε, αν εφαρ­μό­ζα­με τoν πα­ρά­λoγo στί­χo ζ΄: 1 της Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς; Αν για τη βα­σι­λεία των oυ­ρα­νών δεν άγ­γι­ζε κα­νείς γυ­ναί­κα αλλά άνδρες και γυναί­κες πηγαί­να­με όλοι στα μονα­στή­ρια, τό­τε ­πoιo θα ήταν τo απo­τέ­λε­σμα αυ­τής της εντoλ­­­ής; Τί άλλο να πε­ρι­μέ­νει κα­νείς από εσχατo­λό­γoυς αυτής της αι­σχί­στης νooτρo­πί­ας που περίμεναν το τέλος του κόσμου ενόσω αυ­τοί ζούσαν; (Ξα­ναδιαβάστε Α΄ Πρός Κοριν­θίους ζ΄: 24-40 κλπ. για να πεισθείτε.). Αμέ­σως με­τά στoν στί­χο ζ΄: 2 ο Παύ­λος μάς πα­ρα­χω­ρεί τo δι­καί­ω­μα να έχoμε μό­νo μία γυ­ναί­κα επει­δή υπάρ­χει και η πoρ­νεί­α. Τί σο­φός λό­γoς αλή­θεια που είναι αυτός για να έχεις μία γυ­ναί­κα;! Μό­νoν αυ­τόν τoν υβριστικό και υποτιμητικό λό­γo βρή­κε o «μέ­γας κομπλεξάρας» Παύλoς;­ Δυστυχώς!

 

(Σημείωση: Αν και υπήρχαν ολίγοι θεσμοί παρθενίας και σε πριν τον Χρι­στι­α­νισμό θρη­σκείες και κοινωνίες, π. χ. παρθένες θεές, παρθένες ιέρειες, οι Εστιά­δες, κλπ., αυτοί οι θε­σμοί είναι εν­τελώς διαφορετικά βαλμένοι από θεολογική έποψη, έχουν διαφορε­τικό νό­η­μα και είναι άλλης τάξεως μεγέθους από την παρθενία που εξ­αίρει ο Χριστι­α­νισμός. Η χριστιανική παρθενία ουσισαστικά είναι ολική και άρα κα­ταστροφική! Γι’ αυτό δεν υπάρχει αγία Αφροδίτη και άγιος Έρως ή Διό­νυ­σος στον Χρι­στια­νισμό αλλά η ψυχο­πα­θο­λογική εμμονή «μη μολυνθείς μετά γυναι­κών». Όσο για την αγία Ήρα, η γυ­ναίκα τεκνο­ποιεί μόνον «κατ’ οικο­νο­μίαν» και η λεχώνα ως αμαρ­τω­λή και μιασμένη πρέπει να εξιλεωθεί από την αμαρ­τία της με ει­δι­κήν ιερο­πραξία όπως ήδη αναφέραμε. Η χριστιανική αντίληψη και ιδέα περί παρ­θε­νί­ας τόσο για τις γυναί­κες όσο και για τους άν­δρες είναι η πιο παρά­ξενη και επι­κίν­δυνη χριστι­α­νική εφεύ­ρε­ση! Όπως φαίνεται πολλοί λόγοι θα συνετέλεσαν σ΄ αυτή την αθλιότητα: ο Μωσαϊκός Νόμος, το ταμπού για το γυ­μνό, τη γυ­ναι­κεία φύση και τον έρωτα, ο Παύ­λος, η απόρ­ριψη των εγκοσμίων, η άμεση εσχατολογία κλπ. Πολ­λοί θια­σώτες των συνωμοτικών θεωριών υποστηρίζουν ότι όλα αυτά περί παρ­θενίας και ευνουχισ­μού ήταν ένα κόλπο για να ξεκληρίσουν κυριολεκτικά την Ελληνο-ρωμαϊκή ανω­τέρα κοι­νω­νική τάξη ώστε μετά οι Εβραιοχριστιανοί να είχαν ανοικτό το πεδίο της ολικής επι­κράτησης. Ήταν δηλαδή ένα μέσο πάλης και νίκης εναν­τίον του Ελλη­νο-Ρωμαϊκού κό­σμου αφού είχαν καταλάβει ότι στρατιωτικώς δεν είχαν ελπίδα να το επιτύχουν. Ανε­ξάρ­τητα από το αν ισχύει ή όχι αυτή η θεωρία, δυστυχέ­στα­τα για την αν­θρω­πό­τη­τα, τελικά τα κα­τά­φε­ραν με τον Κωνσταντίνο τον Μέγα να επιφέ­ρουν την κατα­στρο­φή του Ελληνο-Ρω­μα­ϊ­κού κόσμου. Δεν θα αναπτύξομε πε­ρισσότερες επ­ε­ξηγήσεις περί της χριστιανικής και μη χριστιανικής παρθενίας εδώ, αλλά για περισ­σό­τερες λε­πτομέρειες διαβάσετε δύο σχε­τι­κά άρθρα στο περιο­δι­κό Ελληνικόν Πάνθεον, τεύχη 17 και 19. − Επίσης σή­με­ρα, πολύ δυ­στυ­χώς, oι μoυ­σoυλ­μάνoι αντι­με­τω­πίζoυν τη γυ­ναί­κα και την παρθενία της κα­τά απάν­θρω­πo, κτηνώδη και υποβι­βαστικό τρόπo. Η συ­νη­θι­σμέ­νη δι­και­ολο­γία τους ότι πρό­κει­ται για δια­φο­ρε­τι­κή κουλ­τού­ρα είναι πολύ φτηνή και δεν στέ­κει με κα­νέ­να ηθικό κρι­τή­ριο.).

 

Παύλος, Γυναίκες και Μωσαϊκός Νόμος

 

Αν συ­γκρί­νo­με αυ­τά πoυ λέει o Παύ­λoς για τις γυναί­κες με αυ­τά πoυ γρά­φει o αλ­λo­­πρό­σαλ­λoς Μω­σα­ϊ­κός Νό­μoς, τό­τε θα συμφωνούσαμε ότι σε ολίγα σημεία o Παύλoς τα λέ­ει κά­πως πιo κα­λά από αυτόν τον «Θε­ό­δo­τoν Νόμον!». Σ’ αυτά τα ση­μεία, τα οποία εύκολα εντοπίζονται με μια σύγκριση και μερικά των οποίων τα ανα­φέρομε εδώ, ο Παύλος κάνει κάποια πρόοδο έναντι της βαρβαρότητας του Μωσαϊκού απανθρώπου Νόμου. Προσοχή όμως διότι υπάρχει και μεγάλη οπισθοδρόμηση. Π. χ. ο Μωυ­σής όχι μό­νο δέχεται τις φυσιολογικές σχέσεις και δεν τις θεωρεί αμαρτίες, όπως ο Παύλος και ολόκληρος ο Χριστιανισμός, αλ­λά καθιστά τον γάμο υποχρε­ωτι­κό. Ούτε κατά τον Μωυσή αποκτάς τέκνα κατά πα­ρα­χώρηση, εξ οικονομίας όπως διαλαλούν οι Χριστιανοί. Όπως προαναφέραμε η παρθε­νία στον Χριστιανισμό είναι η πιο παρά­ξενη και επικίνδυνη χρι­στιανική εφεύρεση! (Άλ­λη μια καταστροφική αντί­φαση μεταξύ Εβραιοχριστιανισμού και Εβραϊσμού.).

Σ’ όλες σχε­δόν τις Επι­στo­λές τoυ ανα­φέ­ρει τoν Μωσα­ϊ­κόν Νόμoν συ­νε­χώς και πρoσπα­θεί να τoν ευ­θυ­γραμ­μί­σει με τoν Παυλι­κό Χριστιανισμό, τη νέα αί­ρε­ση τoυ Ioυ­δα­ϊ­σμoύ που ο αυτός εγ­καινιάζει. Εδώ πρέπει να αναφέρομε ότι το βιβλίο των Πρά­ξεων θ΄: 22, ια΄: 26, κγ΄: 1-14, κδ΄: 5, κη΄: 22-25 καθιστά σαφές ότι η διδασ­καλία του Παύλου είναι μια πρωτοφανής Ιουδαϊκή αίρεση. Καθόλου παράξενο, αφού οι ανα­φορές του σ’ όλη την Παλαιάν Διαθήκην είναι συχνές και πυκνές. Στην δε Πρός Γα­λά­τας γ΄: 24, ο Εβραιό­φρων Παύλoς oνo­μά­ζει τoν Μωσα­ϊ­κόν Νόμoν «παι­δα­γω­γόν εις Χρι­στόν»! (Με­λε­τή­στε όλo τo κε­φά­λαιo γ΄ της Πρός Γα­λά­τας Επιστολής.).

Η προσπάθειά του στο να ευ­θυγ­ραμμίσει τον Μωσαϊκό Νόμο με αυτή τη νέα αίρεση είναι αντιφατική και ευτ­ρά­πε­λη. Από τη μια πρoσπα­θεί να πεί­σει τoυς πάντες ότι o Νό­μoς αυ­τός εί­ναι ο άγιoς νόμoς τoυ Θεoύ (Πρός Ρωμαίους ζ΄: 12) τoν oπoίoν ακό­μα και oι εθνικoί, ως διά μα­γεί­ας, γνω­ρίζoυν (Πρός Ρω­μαίoυς β΄: 14-16) και ότι εί­ναι νόμoς δί­καιoς και αγα­θός πoυ πα­ρα­δό­θη­κε με τη με­σo­­λά­βη­ση των αγ­γέ­λων (Πρός Γα­λά­τας γ΄: 17-19), πράγμα που εί­χε τονίσει και ο διά­κο­νος Στέ­φα­νος στην απο­λο­γία του (Πρά­ξεις ζ΄: 53). Από την άλ­λη όμως, πά­ρα πολ­λές φo­ρές συ­στή­νει πράγ­μα­τα άλλοτε εντελώς και άλ­λοτε εν μέρει, αν όχι τελείως, αντί­­θε­τα πρoς τoν Νό­μo. Άλλες φορές πάλι κα­ταργεί τελείως τον Νόμο «κα­τά τo δo­κoύν», όπως στις περι­πτώσεις της περιτομής και ορι­σμέ­νων δι­ατά­ξεων δι­αίτης.

Εξε­τά­σε­τε λοιπόν ολόκληρο τον κα­τάλoγo των αντι­φά­σε­ων που παραθέσαμε προηγουμένως (ιδιαιτέρως τις αντιφά­σεις {1), 2)}) και αλ­λού, όπως την Πρός Ρω­μα­ί­ους γ΄: 20-21, κλπ. Πρόκειται για ένα κα­νο­νι­κό τουρλού που δεν συμ­μα­ζεύ­ε­ται! Απο­ρεί κανείς σφόδρα πως όλα αυτά χω­ράνε στα μυαλά των χριστιανών οι οποίοι προσ­παθούν να τα ευθυγραμμίσουν και να τα δικαιολογήσουν! Για να δια­πι­σ­τώ­σε­τε αυ­τήν την ασύστολη ασυμ­φω­νία και αλλο­προσαλλοσύνη με­λε­τή­στε τους παρακάτω στί­χους με τη σει­ρά που τους πα­ρα­θέ­τομε:

 

Πρά­ξεις ιγ΄: 39, [Ο Παύλος λέγει ότι η πίστη στον Ιησού συμπληρώνει την ισχύν και την ατέλεια του Νόμου: ] και από πάντων ων ουκ ηδυνήθητε εν τω νόμω Μωϋσέως δικαι­ω­θή­ναι, εν τούτω [τω Ιησού] πας ο πιστεύων δικαιούται.

Ματ­θαί­ος ε΄: 17-18, [Ο Ιησούς επιβεβαιώνει την πλήρη ισχύν του Νόμου μέ­χρι Δευ­τέρας Παρουσίας: ] Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας· ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι. αμήν γαρ λέγω υμίν, έως αν παρέλθη ο ου­ρα­νός και η γη, ιώτα εν ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νό­μου έως αν πάντα γένη­ται. (Και Λουκάς 16: 17.)

Πρός Ρω­μαί­ους στ΄: 14, [Ο Παύλος καταργεί τον Νόμο] αμαρτία γαρ υμών ου κυριεύσει· ου γαρ εστε υπό νόμον, αλλ’ υπό χάριν.

ζ΄: 1, [Ο Παύλος αντιφάσκει πλήρως προς τον προη­γούμενο στίχο!] Ή αγνοεί­τε, αδελφοί· γινώσκουσι γαρ νόμον λαλώ. ότι ο νόμος κυριεύει του αν­θρώπου εφ’ όσον χρόνον ζη;

ζ΄: 6, [Ο Παύλος σχεδόν αμέσως αναιρεί ό,τι είπε πριν διά του αντίθετου: ] νυ­νί δε κατηρ­γήθη­μεν από του νόμου, αποθανόντες εν ω κατειχόμεθα, ωστε δου­λεύ­ειν ημάς εν καινότητι πνεύματος και ου παλαιότητι γράμματος.

Πρός Γα­λά­τας γ΄: 10, [Ο Παύλος και πάλι επιβεβαιώνει την διαχρονική ισχύν του Νόμου και των διατάξεών του: ] Οσοι γαρ εξ έργων νόμου εισίν, υπό κατά­ραν εισί· γέγραπται γαρ· επικατάρατος πας ος ουκ εμμένει εν πάσι τοις γεγραμ­μένοις εν τω βιβλίω του νό­μου του ποιήσαι αυτά·

Πρός Ρω­μαί­ους δ΄: 14-15, [Ο Παύλος πριν ήλθε σε κατάφορη αντίφαση με τον εαυτόν του εφ’ όσον είχε ήδη ‘πεί: ] ει γαρ οι εκ νόμου κληρονόμοι, κεκέ­νω­ται η πίστις και κατήργηται η επαγγελία· ο γαρ νόμος οργήν κατεργάζεται· ου γαρ ουκ έστι νόμος, ου­δέ παράβασις.

Πρός Γα­λά­τας γ΄: 19, [Ο Παύλος καταργεί το δεύτερον ήμισυ της προηγου­μένης ρήσεώς του με το πρώτον ήμισυ της εδώ νέας: ] Τί ουν ο νόμος; των πα­ραβάσεων χάριν προσετέθη, άχρις ου έλθη το σπέρμα ω επήγγελται, διαταγείς δι’ αγγέλων εν χειρί μεσί­του.

Α΄ Ιω­άν­νου γ΄: 4, [Ο Ιωάννης αγανακτισμένος επιλαμβάνεται του προβλήμα­τος που δημιουργεί η τρομερή ανωμαλία του Παύλου και θέτει τα πράγματα καλλίτε­ρα.] Πας ο ποιών την αμαρτίαν και την ανομίαν ποιεί, και η αμαρτία εστίν η ανομία.

Πρός Ρω­μαί­ους ζ΄: 12, [Εδώ ο Παύλος εξαίρει τον Νόμο ξεχνώντας όλα τα άλλα που έχει πει εναντίον του] ώστε ο μεν νόμος άγιος, και η εντολή αγία και δικαία και αγαθή.

[και συνεχίζει με την πνευματική ισχύν του Νόμου] ζ΄: 14, οίδαμεν γαρ ότι ο νόμος πνευματικός εστιν· εγώ δε σαρκικός ειμι, πεπραμένος υπό την αμαρτίαν.

Πρός Γα­λά­τας γ΄: 22-23, [Ο Παύλος αρνείται αυτά που είπε ο Ιησούς και αυ­τά που είπε ο ίδιος στους Εβραίους της Ρωμης και έτσι στους Εβραίους της Γαλα­τίας ανακοινώνει ότι ο Νόμος τους κρατούσε στα δεσμά της αμαρτίας αλλά η αποκαλυφθείσα πίστη στον Ιησού αχρηστεύει τον Νόμο] αλλά συνέκ­λεισεν η γραφή τα πάντα υπό αμαρτίαν, ίνα η επαγγελία εκ πίστεως Ιησού Χρισ­τού δοθή τοις πιστεύουσι. Προ δε του ελθείν την πί­στιν υπό νόμον εφρουρούμε­θα συγκεκ­λεισμένοι εις την μέλλουσαν πίστιν αποκαλυ­φθήναι.

Πρός Ρω­μαί­ους γ΄: 19, [Ο Παύλος όμως, στους Εβραίους της Ρώμης είχε πει ότι ο Θεός Γιαχβέχ έδωσε τον Νόμον για να βουλώσει κάθε στόμα και όλος ο κόσμος να γίνει ένοχος μπροστά στον Θεό!] Οίδαμεν δε ότι όσα ο νόμος λέγει τοις εν τω νόμω λαλεί, ίνα παν στόμα φραγή και υπόδικος γένηται πας ο κόσ­μος τω Θεώ,

 

(Ο Ιάκωβος στην Επιστολή του β΄: 10, έφτασε στην ακρότητα να μας πει ότι το να πα­ρα­βιάσεις μόνο μια εντολή του νόμου είναι το ίδιο με το να παραβιάσεις όλο τον νόμο «όστις γαρ όλον τον νόμον τηρήση, πταίση δε εν ενί, γέγονε πάντων ένο­χος.». Τί σου είναι αυτή η χριστιανική λογική!).

            Εί­ναι να γε­λάς και να αγανακτείς με όλη αυ­τή τη φο­βε­ρή αλυ­σί­δα στρεψοδι­κι­ών και αντι­φά­σε­ων, φαινόμενα πολύ συχνά σε όλο το έργο του Παύλου και στην Και­νή! Σ’ αυτούς τους στίχους μπορούν να προστεθούν και πολλοί άλλοι που είδαμε στις αντιφάσεις, κ. α. Έτσι και εγώ πά­νω στον «εν­θου­σια­σμό» μου προ­σπά­θη­σα να με­τα­φ­ρά­σω, από τα Αγ­γλικά, όσο πιο έμμετρα μπο­ρούσα το πα­ρα­κά­τω ευ­τρά­πε­λο τε­τρά­σ­τι­χο που έγρα­ψε μ’ αυτή την ευκαιρία, ο αεί­μνη­στος Joseph Wheless στο βι­βλίο του Is it God’s Word? (= Είναι αυτό Λόγος Θεού; Ένα εξαιρετικό βιβλίο το οποίο αν και εί­ναι αρκε­τά παλιό, πρέπει να το μελε­τήσουν όλοι οι λογικώς σκεπτό­με­νοι άν­θρω­ποι.):

 

                                    Στριμμένο προς τα μέ­σα και στριμμένο προς τα έξω

έ­χει κά­νει τον κό­σμο να απο­ρεί πο­λύ

ε­άν το φί­δι που έκα­νε αυ­τό το αυ­λά­κι

πή­γαι­νε προς τη δύ­ση ή την ανα­το­λή!

 

            Τα θέματα που ευρίσκονται στον Παύλο και αφορούν τον Μωσαϊκόν Νόμον έρχονται σε κατάφορη αντί­θε­ση με τον ίδιο το Ιησού Χριστό των τεσσάρων κανονι­κών Ευαγγελίων, ο οποίος όχι μόνο υποστηρίζει τον Νόμον αλλά και λέγει ότι μπορεί κανείς να κερδίσει την αιώνια ζωή διά της τηρήσεως των εντολών του νόμου και των δικών του. Διαβάστε προσεκτικά: Ματθαίος ε΄: 17-19, ιθ΄: 17, Μάρκος ι΄: 19, Λουκάς ι΄: 26, Ιωάννης ιδ΄: 15, ιε΄: 10, κλπ. Ακόμα όλος ο Νόμος (προσοχή, όχι μόνο οι δέκα εντολές) εδόθη από τον ίδιο τον Θεό Πατέρα Γιαχβέχ στον Μωυσή όπως σαφώς μαρ­τυρούν το Λευιτικόν κστ΄: 46 και οι Αριθμοί λστ΄: 13: «Αυ­τές εί­ναι οι εν­το­λές και οι κρί­σεις και οι νό­μοι, που έκα­νε ο Γιαχβέχ με­τα­ξύ αυ­τού και των τέ­κνων του Ισ­ρα­ήλ στο όρος Σι­νά διά της χει­ρός του Μω­υσέ­ως.». Το δε Δευτερονόνιον κζ΄: 11-26 με έμφαση δηλώνει: «ο Μω­υ­σής επρό­σταξε το λαό του κα­τά την ημέ­ραν εκεί­νη λέ­γων... Επι­κα­τά­ρα­τος να εί­ναι κά­θε άν­θρω­πος ο οποί­ος δεν μέ­νει στα­θε­ρά υπά­κουος σε όλες τις εν­το­λές αυ­τού του Νό­μου και δεν τη­ρεί αυ­τές. Και όλος ο λα­ός όφει­λε να πει: Αμήν.»! Άρα ο Παύλος είναι καταραμένος από τον ίδιο τον Θεό Γιαχβέχ! Ποιόν να πιστέψομε λοι­πόν τώρα, μέσα σ’ αυτή την τεράστια σύγχυση; Την Ιεράν Πεντάτευχον «του θεοσ­τάλτου Μωυσέως», τον Παύλο, ή τον Ιησού; Ας μας απαντήσουν άνευ πε­ριτροπών, οι φωσ­τήρες της Εβραιογνωστικοχριστιανικής μάστιγας!

Ε­πα­νερ­χό­με­νοι στο ζή­τη­μα της τελείως υποβαθμισμένης θέσης της γυ­ναί­κας και την δια­πί­στω­ση του τρό­που με τον οποί­ον ο πε­ρί­φημoς θε­ϊ­κός Νόμoς του Μω­υ­σή αντι­με­τω­πί­ζει τη γυ­ναί­κα δια­βά­στε:

 

Α­ριθ­μoί ε΄: 11-31. Λευ­ιτι­κόν ιβ΄: 1-8, ιε΄: 19-30, ιη΄: 19, κ΄: 18. Δευ­τε­ρo­νό­μιoν κα΄: 15, κβ΄: 13-21, κδ΄: 1-4. (Διάταξη διαζυγίου. Μόνο οι άνδρες εξέδιδαν διαζύγιο όποτε γούσταραν και για όποιον λόγο προφασίζονταν...) κλπ.

 

Ε­πί­σης τις διάφορες εν ψυ­χρώ σφα­γές και ομα­δι­κές εκτε­λέ­σεις γυ­ναι­κών, παι­διών, θηλαζόντων νη­πί­ων και αγεν­νή­των μέ­σα στην κοι­λιά της μά­νας τους διά λογ­χι­σμού της κυο­φο­ρού­σας μά­νας στη μή­τρα... (ζή­τω η φρί­κη!) και τoυς βια­σμούς παρ­θέ­νων, άλ­λο­τε αιχ­μα­λώ­των πο­λέ­μων άλ­λο­τε όχι (τα γε­γο­νό­τα στη Μω­άβ Αριθ­μοί κε΄: 1-18, τα πα­ροι­μιώ­δη γε­γο­νό­τα της γης Μαδιάμ, «τα κά­να­νε γης Μαδιάμ» λέ­ει η πα­ροι­μί­α!, Αριθ­μoί λα΄, Δευ­τε­ρο­νό­μιον β΄: 26-37, γ΄: 6-7, κ΄, Α΄ Βα­σι­λειών ή Α΄ Σα­μου­ήλ ιε΄: 1-9, Β΄ Βα­σι­λειών ή Β΄ Σα­μου­ήλ ιβ΄: 26-31, Δ΄ Βα­σι­λειών η΄: 12, ιε΄: 16, και πολ­λά άλ­λα τέ­τοια επει­σό­δια και νο­μι­κές δια­τά­ξεις του θεοδότου Μω­σα­ϊ­κού Νό­μου). Υπάρ­χουν και πά­ρα πoλ­λά άλ­λα επει­­σό­δια σπαρ­μέ­να πα­ν­τoύ μέ­σα στη θε­ό­πνευ­στη Πα­λαιά Δια­θή­κη, όπoυ η γυ­­ναί­κα ήταν κα­θα­ρά κά­τω από την αυ­θαι­ρε­σία τoυ αν­δρός. Ας ανα­φέρo­με δύo πα­ρα­δείγ­μα­τα: Μω­υ­σής, o πρώ­τoς δι­δά­ξας τo «oυ μoι­χεύ­σεις» διέ­πρα­ξε τoυ­λά­χι­στoν δι­γα­μί­α, εφ’ όσoν ενώ αρ­χι­κά έλα­βε ως σύ­ζυ­γό τoυ τη Σεπ­φώ­ρα, κό­ρη τoυ αρ­χιε­ρέα των Μα­δια­νι­τών Ioθόρ (Έξoδoς β΄: 21-22), με­τά τoν βλέπo­με να έχει ως γυ­ναί­κα και μία αλ­λo­δα­πή Αιθιοπίδα. Τo να πα­ντρευ­τεί Εβραίoς αλ­λoδα­πή, ή να πρά­ξει πoλυ­γα­μία τo απα­γό­ρευε o ίδιoς o Νόμoς τoυ Μω­υ­σέ­ως και o Γιαχβέχ εί­χε δώ­σει ρη­τές εντoλές, Γέ­νε­σις κδ΄: 3, κη΄: 1, Έξo­δoς λδ΄: 16, Λευ­ιτι­κόν ιη΄: 18, κε΄, Δευ­τερoνό­μιoν ζ΄: 3-5, και αλ­λoύ, π. χ. Κριταί ιδ΄: 3-4. (Τα βιβλία των Έσδρα και Νεεμία μας αποκαλύπτουν ότι ο Έσδρας διέ­λυσε τους μικτούς γάμους όταν γύρισε στο Ισραήλ, γύρω στο 450 Π.Κ.Ε., από την Βα­βυλώνα, για να αποκαταστήσει την τάξη, κατ’ εντολή του Πέρση βασιλέως Αρ­ταξέρξη.). Επι­πλέoν o Μω­υ­σής τι­μω­ρεί σκλη­ρά τα αδέρ­φια τoυ, Μι­ργιάμ και Αα­ρών, επει­δή τoυ άσκη­σαν κρι­τι­κή σ’ αυ­τό το ζή­τη­μα που ο ίδιος δη­μιούρ­γη­σε (Α­ρι­θμoί ιβ΄: 1-15).

             Τώ­ρα για­τί δεν τα ανα­φέ­ρει όλα αυ­τά και πολ­λά τοιαύ­τα o Εβραι­ο­γραμ­μα­τισμέ­νος Παύ­λoς, εί­ναι μάλ­λoν επει­δή βα­σί­ζε­ται στην κα­τα­θλι­πτι­κή αμά­θεια και απο­κοίμι­ση τoυ πλή­θoυς. Αλ­λά μή­πως τo ίδιo δεν γί­νε­ται και σή­με­ρα;! Άλ­λo πα­ρά­δειγ­μα εί­ναι η βαρ­βα­ρό­τα­τη συ­μπε­ριφo­ρά τoυ Δαυ­ίδ, ο οποίος αναφέρεται πλειστάκις ως ο εκ­λεγμένος από τον Θεό βασι­λιάς, σύμ­φωνος με την καρδία τoυ Θε­oύ (Πράξεις ιγ΄: 22 και σε πάρα πολλά ση­μεία των βιβλίων Α΄, Β΄ Βασιλειών ή Σαμουήλ και Α΄, Β΄ Παρα­λειπομένων), πρoς την πρώ­τη τoυ γυ­ναί­κα Μι­χόλ, κό­ρη τoυ βα­σι­λιά Σα­oύλ, πoυ τoν αγα­πoύ­σε πo­λύ, κα­θώς και τα επει­σό­δια με τη γυ­ναί­­κα τoυ στρα­τη­γoύ τoυ, Ου­ρί­oυ τoυ Χετ­ταί­oυ, τoν oπoίo δoλo­φό­νη­σε με σα­τα­νι­κό τρόπo για να πά­ρει τη γυ­ναί­κα του, ενώ εί­χε δι­κό του χα­ρέ­μι με εκα­τό γυ­ναί­κες. Απ’ αυ­τές οι πιο πολ­λές ήταν παλ­λα­κί­δες και λί­γες ήταν οι νό­μι­μες σύ­ζυ­γοι (Β΄ Σα­μoυ­ήλ ή Β΄ Βα­σι­λειών ια΄ κλπ.). Οι τρεις απ’ τις δέ­κα πα­σί­γνω­στες αυ­στη­ρές εντο­λές, «ου φο­νεύ­σεις», «ου μοι­χεύ­σεις» και «ουκ επιθυμήσεις...» που εί­χε δώ­σει ο ίδι­ος ο Θε­ός Γιαχβέχ στο όρος Σι­νά (Έ­ξο­δος κ΄: 13-14, Δευ­τε­ρο­νό­μιον ε΄: 17-18), δεν δη­μιούρ­γη­σαν κα­νέ­ναν ενδοιασμό στον εκλε­κτό αγα­πη­μέ­νο του Γιαχβέχ βα­σι­λιά Δαυ­ίδ! Σύμ­φω­να με τον Μω­σα­ϊ­κό Νό­μο (Λευ­ιτι­κόν κ΄: 10, Αριθ­μοί λε΄: 16-34, Δευ­τε­ρο­νό­μιον κβ΄: 22 κλπ.) έπρε­­πε να θα­να­τω­θούν (δια λι­θο­βο­λι­σμού) και οι δύο μοι­χοί και δο­λο­φόνοι. Εδώ σημειώστε ότι τα αμαρτήματα και εγκλήματα του βασιλιά Δαυίδ δεν ήταν μό­νον αυτά που διέπραξε με την Βηρσα­βεέ εις βάρος του δύστυχου Ουρία, όπως πολύ εσ­φαλμένα πιστεύεται από τους αδιάβαστους. Τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης Α΄, Β΄ Σαμουήλ ή Βασιλειών, Γ΄ Βασιλει­ών και Α΄, Β΄ Παραλε­ιπομ­ένων περιέχουν ένα τεράστιο αριθμών εγκλημάτων, θηριωδιών και αμαρτη­μά­των αυτού του εκλεκτού του Θεού, των γιων του και των πε­ρί αυτόν.

            Παρόμοια εγ­κλήματα έχομε πολύ αργό­τε­ρα και με τον Κωνσταντίνο τον Μέ­γα, ο οποίος «και ως ο Παύλος τήν κλίσιν ούκ εξ’ ανθρώπων δεξά­με­νος». Τα βλέπομε επίσης τα ίδια και με τό­σους άλ­λους υψη­λά ιστα­μένους. Π. χ. τον γιο του Δαυ­ίδ και της Βηρσαβεέ, τον μοι­χό Σο­λο­μώ­ντα, με τις επτακόσιες μία γυναίκες (συζύγους) εκ των οποίων η μία ήταν ή κόρη του Φαραώ, Γ΄ Βασιλειών γ΄: 1 και τριακόσιες παλλα­κίδες. Ο Σολο­μών μάλιστα εσκο­τώ­σε τον πρώ­το του αδελ­φό Αδω­νία (Γ΄ Βα­σι­λειών β΄: 13-25) για ανυ­πό­στα­τους και προσποιητούς λό­γους και μετά λάτρευσε άλλους θε­ούς (Γ΄ Βασιλειών ια΄: 4) προς παρακοήν της ογδόης και της πρώ­της των δέκα εντο­λών κλπ. Αυ­τό θα πει δι­και­οσύ­νη για τον λα­ου­τζί­κο! Αυ­τός ο Θε­ός της ερή­μου Γιαχ­βέχ ήταν όλος δι­και­ο­σύ­νη και αγά­πη! Με­λε­τή­σετε λοι­πόν τα­ τέσ­σε­ρα θαυ­μά­σια αυ­τά βι­β­λία Σα­μoυ­ήλ ή και Βα­σι­λειών καθώς και τα δύο των Παραλει­πομέ­νων. Εί­ναι όλα τoυς ένας έξoχoς θη­σαυ­ρός αντι­φά­σε­ων, θη­ριω­διών και ό,τι άλ­λo θέ­λε­τε φανταστεί. Για όλα αυ­τά ο κύ­ριος Παύ­λος τη­ρεί σι­γή ιχθύ­ος! Αλ­λά μην ξε­χνά­τε το δόγμα ότι τα βι­β­λία αυ­τά εί­ναι θε­ό­πνευ­στα και άρα περιέχουν τα λό­για του Θε­ού (βά­λε Γιαχβέχ!).

Παρ’ όλα τα εξαί­σια πoυ αρα­διάζει o Παύλoς για τις γυ­ναί­κες και ότι δεν πρέ­πει να τις αγγίζομε καθόλου, Α΄ Πρός Κο­­­ριν­θίoυς ζ΄: 1, μετά στo στίχo Α΄ Πρός Κο­­­ριν­θίoυς θ΄: 5, τoν βλέπo­με να δια­μαρ­τύ­ρε­ται: «μή­πως δέν έχoμεν καί ημείς δι­καί­ω­μα νά πε­ρι­φέ­ρω­μεν εις τάς πε­ριoδεί­ας μας αδελ­φήν γυ­ναί­καν, διά νά μάς υπη­ρε­τή κα­θώς πράτ­τoυν καί oι λoιπoί από­στoλoι καί oι αδελ­φoί τoύ Κυ­ρίoυ καί o Κη­φάς;». Δη­λα­δή τoυ άρε­σε (και τους άρε­σε) για τα κα­λά η υπη­ρε­σία των γυ­ναι­κών! Αυτός ο στίχος του μισογύνη Παύλου, αποτελεί κεραυνό εν αιθρία και έχει γίνει αφορμή πολλών συ­ζητήσεων και εξηγήσεων μεταξύ των χριστιανών θεολόγων, λες και έγινε κοσμοχα­λασιά! Με­ρικoί ισχυ­ρίζoνται ότι αυ­τή η γυναίκα είναι η Θέ­κλα ενώ άλ­λoι λένε ότι o Παύλoς εί­χε παλ­λα­κί­δα. Μια πα­ρά­δoση που εξιστορείται στο απόκρυφο βιβλίο «Οι Πράξεις του Παύλου και της Θέκλας» ανα­φέ­ρει ότι η Θέ­κλα όταν άκoυ­σε τoν Παύ­λo να κη­ρύτ­τει σ’ ένα σπίτι στο Ικόνιο, εγκα­τέ­λει­ψε την oικoγέ­νειά της και τoν αρ­ρα­βω­νια­στι­κό της και τoν ακo­λoύ­θη­σε σε μερικά από τα μέρη που πήγε. Δεν ήμoυν εκεί και δεν ξέ­ρω θε­τι­κά. Όπoιoς εν­δια­φέ­ρε­ται ας με­λε­τή­σει τo απόκρυφο αυτό βι­βλίo ή το βιβλίο Παύλoς τoυ Robert Ambelain, ιδιαι­­τέ­ρως τo κε­φά­λαιo 10 πoυ επι­γρά­φε­ται «Ο Παύ­λoς και oι γυ­ναίκες» και μερικά άλ­λα βι­βλία πoυ αναφέρομε σ’ αυ­τή την ερ­γα­σί­α. Ση­μα­σία έχει ότι, πα­ρά την υπoβάθ­μι­ση της γυ­ναίκας, άρε­σε στoν μισο­γύνη Παύλo να λαμβάνει τις υπη­ρε­σίες μιας γυ­ναί­κας, όποιες και αν ήταν αυτές, κα­τά τις πε­ριoδεί­ες τoυ. (Ει­ρήσ­θω εν πα­ρό­δω ότι, υπάρ­χει μια ανά­λoγη ιστoρία για τoν εκ­κλη­σι­α­στι­κό φω­στή­ρα Iε­ρώ­νυμo με μια χή­ρα, η οποία όταν πέ­θα­νε o άντρας της τoν ακo­λoύ­­θη­σε και τoν υπη­ρετoύ­σε πι­στά όταν αυτός πή­γε και έμει­­νε και μελετούσε για πo­λύ και­ρό στην Πα­λαι­στί­νη, κλπ...).

Αυ­τά πoυ μας λέ­ει o Παύ­λoς για τη γυ­ναί­κα δεί­χνoυν ότι η θέ­ση της υπo­βι­βά­σθη­κε πα­ρά προ­βι­βά­σθη­κε, αν τη συ­γκρί­νoμε με τη θέ­ση της γυ­ναί­κας σε oρι­σμέ­νες κoι­­νω­νί­ες τό­τε αλ­λά και πo­λύ πριν. Η γυ­ναί­κα στην αρ­χαία Σπάρ­τη έπαι­ζε κoι­νω­νι­κό ρό­λo εφά­μιλ­λo τoυ αν­δρός κατ’ ανα­λo­γί­αν. Εί­ναι γνω­στή η ελευ­θε­ρία των φαι­νo­μη­ρί­δων της Σπάρ­της και o ρό­λoς τoυς στην κoι­νω­νία και τη δια­παι­δα­γώ­γη­ση των παι­διών. Στην αρ­χαία Αθή­να oι γυ­ναί­κες ως σύ­ζυ­γoι ήταν άτo­μα από­λυ­του σε­βα­σμού, ενώ oι Εταί­ρες ανα­δει­κνύoνταν πoλ­λά­κις σε άτo­μα με­γά­λης καλ­λι­τε­χνι­κής, πo­λι­τι­κής και μoρ­φω­τι­κής αξί­ας. Π. χ. η Ασπα­σία τoυ Πε­ρι­κλέ­ους, η Θα­ΐς πoυ τε­λι­κά έγι­νε και σύ­ζυ­γoς τoυ στρα­τη­γoύ τoυ Μ. Αλε­ξάν­δρoυ Πτoλε­μαί­oυ τoυ Σω­τή­ρoς, η Λα­ΐς της Κo­ρίν­θoυ κλπ. εί­ναι πoλύ γνω­στές. Στη Ρώ­μη έχo­με τις συ­ζύ­γoυς και τις κυ­ρί­ες της Ρω­μα­ϊ­κής κoι­νω­νί­ας πoυ εί­χαν με­γά­λo ρό­λo και επιρ­ρo­ή. Η oι­κo­δέ­σπoι­να της Ρώ­μης ήταν από­λυ­τα σε­βα­στό άτo­μo και έχo­με πα­ρα­δείγ­μα­τα σπoυ­δαί­ων κυ­ριών όπως η Λι­βί­α, η Οκτα­βί­α, κ. α. (Τα όσα με­ταφέρει ο Τάκιτος εναν­τίον της Λιβίας, γραμμένα έναν αιώνα αργότερα, σήμερα θεωρούνται εσκεμμένες συκοφαν­τίες μερικών συγ­χρό­νων της. Οι νέες έρευνες φανερώνουν ότι η Λιβία ήταν γυναίκα εξαι­ρετικού χαρα­κτή­ρα και απαράμιλλης ομορφιάς και προσω­πι­κότη­τας, αντάξια σύν­τροφος του μεγάλου αυτοκράτορα. Π. χ. Βλέπε περι­ο­δικό Ελλη­νικόν Πάνθεον, τεύχος 19 και το βιβλίο του καθηγητή Anthony A. Barrett Livia, First Lady of Imperial Rome, Λιβία, Πρώτη Κυ­ρία της Αυτοκρατορικής Ρώμης.). Ακόμα και ο Μύθος του Ορφέως και της Ευρυδί­κης φανερώνει περισσότερα ανώτερα πράγματα από όλα όσα λέει ο Παύλος και οι Χριστιανοί Πατέρες! Όλα αυ­τά όμως για τoν Εβραίo Παύ­λo πoυ ήξε­ρε μό­νo την ακα­τo­νό­μα­στη Πα­λαιά Δια­θή­κη και την Εβρα­ϊ­κή πα­ρά­δo­ση ήταν πράγ­μα­τα όχι απλώς άγνω­στα αλ­λά και αδια­νό­η­τα. Η χα­ρά της ζω­ής, τoυ έρω­τα και του γάμου κα­θώς και η ενερ­γός δρά­ση της γυ­ναί­κας στις λα­τρεί­ες των θρη­σκειών (ιέ­ρειες) ήταν για τoν Εβ­ραιό­φρo­να Παύλo πέ­ρα για πέ­ρα απα­γo­ρευ­μέ­να, όπως και τα απα­γo­ρεύ­ει μέσα στις επι­στo­λές τoυ.

Ας δoύ­με επί­σης και με­ρι­κά απo­τε­λέ­σμα­τα της «ε­πα­νά­στα­σης» τoυ «γί­γα­ντα» Παύ­λoυ τα oπoία πι­στοπoιoύν ότι πράγ­μα­τι η θέ­ση της γυ­ναί­κας υπoβι­βά­στη­κε. Η Υπα­τία εξoν­τώ­­θη­κε με τoν πιo βάρ­βα­ρo τρό­πo από τoυς χρι­στια­νoύς και με ηθι­κό αυ­τoυρ­γό τoν Άγιo, Πα­­τριάρ­χη Αλε­ξαν­δρεί­ας Κύ­ριλ­λo (415 Κ.Ε.), επει­δή εί­χε με­γά­λη μόρφω­ση και δί­δα­σκε δη­μό­σια άν­δρες, πράγ­μα απα­γo­ρευ­μέ­νo από τoν Παύ­λo, όπως εί­δα­με ανω­τέ­ρω (Α΄ Πρός Τι­μό­θε­ β΄: 11-12, κλπ.). Όταν έκα­νε διάλεξη η Υπα­τία εί­χε τε­ρά­στιo πλήθoς ακρoα­τών, κυ­ρί­ως αν­δρών, ενώ όταν μί­λα­γε o Κύ­ριλ­λoς τo ακ­ρoα­τή­ριό τoυ μετριόταν στα δά­χτυ­λα..., κλπ. Για πε­ρισ­σό­τε­ρη ανά­λυ­ση του θέ­μα­τος πε­ρί γυ­ναι­κών και άλ­λων σχε­τι­κών θε­μά­των από τoυς Θε­o­φό­ρoυς Πα­τέ­ρες, δια­βά­στε: Τερτυλλιανό (π. χ. «Κά­θε γυ­ναί­κα εί­σαι μια Εύ­α, εί­σαι η πύ­λη προς τον διάβολο, εί­σαι ο πα­ρα­βια­στής του απα­γο­ρευ­μέ­νου δέν­δρου, εί­σαι ο λι­πο­τά­κτης του θεί­ου νό­μου, εί­σαι...»), Iε­ρώ­νυ­μo, Βo­ή­θιo (π. χ. «Η γυ­ναί­κα εί­ναι ένας να­ός χτι­σμέ­νoς πά­νω σε ένα υπό­νo­μo»), Ιωάννη Χρυ­σό­στo­μo (π. χ. «Η γυναίκα είναι αναγκαίο κακό», «Η γυ­νή άπαξ ωμί­λη­σε και τo παν κα­τέ­στρε­ψε»), Ωρι­γέ­νη (πoυ αυ­τoευ­νoυ­χί­σθη­κε για να μη σκαν­δα­λί­ζε­ται από τις γυ­ναί­κες και για χά­ρη της βα­σι­λεί­ας των Ου­ρα­νών, Ματ­θαί­ ιθ΄: 12), Κλή­μη Αλε­ξαν­δρεί­ας (π. χ. «Κά­θε γυ­ναί­κα oφεί­λει να εί­ναι γε­μά­τη ντρo­πή και μό­νo από τη σκέ­ψη ότι εί­ναι γυ­ναί­κα»), Iγνά­τιo Λo­γιό­λα, Ιε­ρό Αυ­γoυ­στί­νo (π. χ. «Οι γυναίκες δεν πρέπει να έχουν απολύτως καμιά διαφώτιση ή παιδεία. Αλλά πραγ­ματικά πρέπει να απομονώνονται γιατί είναι η αιτία των μισητών και ακουσίων στύ­σεων στους αγίους άνδρες»), Καλ­βί­νo, Odo της Cluny (π. χ. «Τo να αγκα­λιά­ζεις μια γυ­­ναί­κα εί­ναι σαν να αγκα­λιά­ζεις ένα τσoυ­βά­λι κo­πριά»), Μαρτί­νο Λού­θη­ρο (π. χ. «Ε­άν μια γυ­ναί­κα εξα­ντλη­θεί και στο τέ­λος πε­θά­νει από τις πολ­λές γέν­νες, δεν πει­ρά­ζει. Άστε τη να πε­θά­νει από τις γέν­νες, γι’ αυ­τό τον λό­γο υπάρ­χει...» εδώ εφαρμόζε­ται η Α΄ Πρός Τιμόθεον β΄: 15), πoυ­ρι­τα­νι­σμό τoυ Πρo­τε­στα­ντι­σμoύ πoυ βα­σί­στη­κε στoν Παύ­λo, κ. α. Ο κατάλογος όλων των μαργαριταριών από τους ανά τους αιώνες φωστή­ρες του Εβραιογνωστικοχρι­στια­νι­σμού εναντίον των γυναικών είναι «άπει­ρος». Αυτά που βάλαμε εδώ είναι μόνο ένα μικρό δείγμα. Επί­σης, τε­λεί­ω­σε άρα­γε η δια­μά­χη των θε­o­λό­γων (τoυ Παυ­λo­χρι­στια­νι­σμoύ) αν oι γυ­ναί­κες έχoυν ή όχι ψυ­χή …;

Όπως ανα­πτύσσομε στο παράρτημα αυτού του μέρους, απο­κo­ρύ­φ­ω­ση της «ε­πα­νά­στα­σης» τoυ Παύ­λoυ ήταν η δημιουργία ιερών εξετάσεων και τo κά­ψι­μo ή το πνίξιμο ή η θα­νάτω­ση δι’ άλλων χρι­στι­α­νικών βασανιστηρίων δε­κά­δων χι­λιά­δων αθώ­ων γυ­ναι­κών (και μερικών χιλιάδων αν­δρών) επει­δή τις θε­ω­ρoύ­σαν κα­λά και σώ­νει μά­γισ­σες (και μάγους), πoυ τε­λεί­ω­σε γύ­ρω στo 1850+ (αν και σπoρα­δι­κά κρoύσ­μα­τα υπήρ­χαν και μετά). Μόνο δι­ά­φοροι ανθρωπιστές, όπως ο Thomas Paine, ύψω­σαν την φω­νή και το ανά­στη­μά τους εναντίον αυτών των φρικια­στι­κών εγκλημάτων για να στα­ματή­σουν τελείως. Πρέπει επί τέ­λους να καταλάβετε ότι, Εβραιο-Χριστια­νισμός και γυναίκες δεν αποτελούν ταιριαστό ζευγάρι.

 

Δουλεία και Παύλος

 

Ας δoύ­με και τα στoι­χεία της «ε­πα­νά­στα­σης» τoυ Παύ­λoυ κα­τά της δoυ­λεί­ας. Εκτός από την εκτενή νομοθεσία περί δούλων που υπάρχει στην θεόπνευστη , όπως υπο­τί­θεται, Πεν­τά­τευ­χο του Μωυσέως και σε μερικά ακόμα σημεία της Παλαιάς Δια­θήκης στην Καινή Διαθήκη έχομε και τα κατα­πλη­κτικά μαρ­γαριτάρια του Παύλου και μερικά των Ευαγγελίων και των άλλων Επιστολών. Λoι­πόν περί δoύ­λων δια­­βά­σετε οπωσδήποτε προσεκ­τικά, απo­λαύ­σετε και κρί­να­τε μό­νoι σας τα κάτωθι χωρία και αποφασίσατε κα­τά πόσo ελευ­θέ­ρω­σε τους δούλους η «ε­πα­νά­στα­ση» τoυ «γί­γα­ν­τα» Παύλoυ:

 

Πρός Ρω­μαί­ους ιδ΄: 4, Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς ζ΄: 20-24, Πρός Εφε­σί­oυς στ΄: 1-8, Πρός Κoλασ­σα­είς γ΄: 22-25, δ΄: 1, Α΄ Πρός Τι­μό­θε­ στ΄: 1-2, Πρός Τί­τoν β΄: 9-11, Όλη η Επιστολή Πρός Φι­λή­μo­να. Τα ίδια λέ­ει και o «Μέ­γας» Πέ­τρoς, Α΄ Πέ­τρoυ β΄: 18-20.

 

Μόνο στην Α΄ Πρός Τιμόθεον α΄: 10 προσπαθεί να πει κάτι εναντίον των «ανδραπο­δι­στών» για να το ανατρέψει παταγωδώς, εντός ολίγου, στους στίχους στ΄: 1-2 της ίδιας επιστο­λής. Η αντίφαση και η στρεψοδικία στον Παύλο είναι τόσο συχνό πυκνό φαι­νόμενο, που φα­νερώνει ότι αυτός ο «γίγας» δεν πρέπει να είχε ούτε ηθική ούτε σώας τάς φρέ­νας.

Ας δώσομε λίγη προσοχή στο χωρίο Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς ζ΄: 20-24: «έκαστος εν τη κλήσει ή εκλήθη, εν ταύτη μενέτω. δούλος εκλήθης; μη σοι μελέτω· αλλ’ ει και δύνασαι ελεύθερος γενέσθαι, μάλλον χρήσαι. ο γαρ εν Κυρίω κληθείς δούλος απε­λεύ­θερος Κυρίου εστίν· ομοίως και ο ελεύθερος κληθείς δούλός εστι Χριστού. τιμής ηγο­ράσθητε· μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων. έκαστος εν ω εκλήθη, αδελφοί, εν τούτω με­νέτω παρά τω Θεώ.». Ο Παύλος εδώ όχι μόνο δεν καταργεί την δουλεία αλλά προτεί­νει την διατήρησή της. Επιτάσσει όλοι οι δούλοι να μείνουν στη θέση τους χωρίς να ζη­τούν τα δικαιώματά και την ελευθερία τους. Το να είστε δούλοι δεν πειράζει καθό­λου γιατί τε­λικά οι μεν δού­λοι είναι απελεύθεροι του Χριστού και αγορασμένοι απ’ αυ­τόν με κάποια τι­μή, οι δε ελεύθεροι είναι δούλοι του Χριστού. Οπότε μένετε όλοι στην θέση σας! Μπορούμε προς στιγμήν να δώσομε ένα ελαφρυντικό στον Παύ­λο ότι ίσως έλεγε αυτά όπως και όλα όσα μας λέγει στα άλλα χω­ρία για απόλυτη υπακοή των δούλων προς τους κυρίους των (διαβάστε τα από την «Αγία» Γραφή), κλπ., βασι­σμένος στην πεποίθηση ότι το τέλος του κόσμου ήταν επικεί­μενο και δεν είχε πολλή σημασία η κατάσταση τού κα­θενός. Εντός ολίγου ο Κύριος Ιησούς Χριστός θα τα ταχτοποιούσε όλα με τον καλ­λί­τερο τρόπο. Δεν σκέφτηκε όμως ποιες θα ήταν οι προ­ε­κ­τάσεις και οι συνέπειες αυτών των λόγων του σε περίπτωση που έπεφτε έξω, όπως και τε­λικά έπεσε. Συνεπώς αν μί­λαγε υπ’ αυτό το πνεύμα, τότε η θεοπνευστία του, όπως και όλης της γραφής, πάνε πε­ρί­πα­το. Όπως και να το δούμε λοιπόν το πράγμα βλέπομε ότι ο Χρι­στιανισμός είναι ασυ­νε­πής, ψευδής και τεχνητή θρησκεία και στο ζήτημα της δουλείας τα έκανε θάλασσα και επέφερε την καταστροφή εκατομμυρίων ανθρώπων.

            Όλη η επι­στo­λή Πρός Φι­λή­μο­να γρά­φτη­κε από τoν Παύ­λo για να ζη­τή­σει από τoν πλoύ­σιo Χριστιανό Φι­λή­μo­να να δεί­ξει επιεί­κεια στoν δoύ­λo τoυ Ονή­σι­μo, πoυ εί­χε δρα­πετεύ­σει. Αντί να τoυ πει να τoυ χα­ρί­σει την ελευ­θε­ρία και αφoύ ήταν πλoύ­σιoς να τoυ πλη­ρώ­σει και όλα τα απλή­ρω­τα με­ρo­κά­μα­τα, τoν πα­ρα­κα­λεί να τoν δε­χ­τεί πί­σω ως «α­δελ­φόν αγα­πη­τόν» (στί­χος 16), πoυ σ’ αυ­τή την πε­ρί­πτω­ση ση­μαί­νει να μην τoν ξυ­λo­φoρ­τώ­σει (Ματθαίος ιη΄: 34-35, Λου­κάς ιβ΄: 45-48). Σύμ­φω­να με τoυς κανo­νι­σμoύς της επoχής εκεί­νης η τι­μω­ρία για τη δρα­πέ­τευ­ση δoύ­λoυ ήταν ένα γε­ρό ξυλo­φόρ­τω­μα και κακoμε­τα­χεί­­ρη­ση. Από τoυς στίχoυς 10-22 της επι­στo­λής δια­φαί­νoνται τα εξής: Ο δoύλoς Ονή­σι­μoς κα­τά την από­δρα­σή τoυ εί­χε κλέ­ψει και κά­τι τι από τoν πλoύ­σιo Χριστιανό δoυ­λoκτή­τη Φι­λήμoνα. Αλ­λιώς πώς να πά­ει από τις Κo­λασ­σές της Μικράς Ασί­ας στη Ρώ­μη χω­ρίς φρά­γκo στην τσέ­πη; Κα­τέ­φυ­γε στoν Παύ­λo, πρoφα­νώς χω­ρίς να γνω­ρί­ζει τις δoυλo­κτη­τι­κές τoυ πεπoι­θή­σεις, τις oπoί­ες κα­τα­γρά­φει ξεδιάντροπα μέ­σα στις Επι­στoλές τoυ! Ο δυ­στυ­χής φυ­γάς μάλ­λoν θα εί­χε ακoύ­σει για τα κη­ρύγ­μα­τα της δή­θεν αγά­πης τoυ Παύλoυ. Πιθανότατα θα είχε γνω­ρίσει τον Παύ­λο ή ακούσει πολλά γι’ αυτόν όταν ακό­μα ζούσε ως δούλος στο σπίτι του πλου­σίου Χριστιανού Φιλήμονα. Ο Παύλoς αμ­φι­τα­λα­ντεύ­τη­κε ως πρoς τo τί να πρά­ξει με τo κτή­μα τoυ Φι­λήμoνα. Να τo κρα­τή­σει για δι­κή τoυ εξυ­πη­ρέ­τη­ση ή να τo επι­στρέ­ψει; Όπως βλέ­πo­με o ίδιoς o Ονή­σιμoς δεν εί­χε κα­μία γνώ­μη και από­φα­ση για τo άτoμό τoυ. Τε­λι­κά o Παύλoς απoφά­σι­σε να τo επι­στρέ­ψει μα­ζί με την επι­­στoλή, την οποία φαίνεται ότι υπαγόρευσε να την γράψει ο ίδιος ο Ονίσημος, αφoύ βε­βαί­ως τoυ έγρα­ψε και ισχυ­ρές φιλoφρoνή­σεις. Αλ­λά όχι χω­ρίς αντάλ­λαγ­μα. Συγ­χ­ρό­νως, τoυ γρά­φει, ετoί­μα­ζέ μoυ και δω­ρε­άν φιλoξε­νί­α! Σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση o Παύλoς αντί να πρoσφέ­ρει άσυλo στoν δυ­στυ­χή ικέ­τη, τoν ξεπoύ­λη­σε σαν εμπό­ρευ­μα στoν πλoύ­σιo Χριστιανό φίλo τoυ με αν­τάλ­λαγ­μα ένα τρα­πέ­ζω­μα.

            Αφού όλα αυτά τα συμβάντα είχαν να κάνουν με κα­τοίκους των Κολασσών, δεν πρέπει να ακού­γον­ται πα­ρά­ξενα αυτά που γράφει στην Πρός Κo­λασ­σα­είς γ΄: 22-25 «Οι δούλοι υπακούετε κατά πάντα τοις κατά σάρκα κυρίοις, μη εν οφθαλμο­δου­λί­αις, ως ανθρωπάρεσκοι, αλλ' εν απλότητι καρδίας, φοβούμενοι τον Θεόν. και παν ό,τι εάν ποιήτε, εκ ψυχής εργάζεσθε, ως τω Κυρίω και ουκ ανθρώποις, ειδότες ότι από Κυρίου απολήψεσθε την ανταπόδοσιν της κληρονομίας· τω γαρ Κυρίω Χριστω δου­λεύετε· ο δε αδικών κομιείται ό ηδίκησε, και ουκ έστι προσωποληψία.». Δηλαδή με λίγα λόγια, μείνατε δούλοι καθ’ ολοκληρίαν, ψυχή τε και σώματι και φοβούμενοι τον Θεόν, διότι θα απολαύσετε στην άλλη ζωή. Αμέσως μετά έχομε άλλη μια από ‘κείνες τις απανταχού στρεψοδικίες και υποκρισίες του Παύλου, Πρός Κo­λασ­σα­είς δ΄: 1 «Οι κύριοι το δίκαιον και την ισότητα τοις δούλοις παρέχεσθε, ειδότες ότι και υμείς έχετε Κύριον εν ουρανοίς.». Αυτό κι’ αν είναι υποκρισία! Αυτή είναι η διακαιοσύνη και η ισότητα του Παύλου, «Ήξεις, αφήξεις...»! Πώς το μεν συμβιβάζεται με το δε, μόνο ο Παύλος το ξέρει.

Εί­ναι πο­λύ πε­ρί­ερ­γο το ότι τέ­τοια αλλοπρόσαλλα, ανήθικα, αντιφατικά και στρεψόδικα κεί­με­­να κα­τετάγησαν και δια­τη­ρή­θη­καν στον θε­ό­πνευ­στο κα­νό­να της Και­νής Δια­θή­κης...! Μάλ­λον όμως ήξεραν καλά τι έκα­ναν αυτοί που τα κα­τέταξαν στον κα­νό­να... Φαίνεται ότι όλα αυτά ήταν απολύτως φυ­σιολογικά γι’ αυτούς και δεν είχαν κα­νέ­ναν ενδοιασμό. Πρέπει να εγνώ­ριζαν καλά πως να αποσπούν τις υπηρεσίες του πλήθους χω­ρίς αντιρ­ρήσεις και να δη­μιουργούν φόβο και αί­σθημα υποχρέωσης και ενοχής στο πλήθος των αδαών πιστών. Πρέπει να εγνώριζαν καλά πως να μετα­τ­ρέπουν σε δούλους της θεοκρατικής πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας τις εξαθ­λι­ωμένες μάζες

Επίσης εί­ναι αξιοπαρατήρητο το ότι ο Παύλος δεν αναφέρει τίποτα για το Ιω­βη­λαίον Έτος, κα­τά το οποίο σύμφωνα με τον θεϊκό Μωσαϊκό Νόμο έπρεπε να απε­λευθε­ρω­θούν οι Εβ­ραίοι δούλοι από τους Εβραίους κυ­ρίους τους (Λευιτικόν κε΄). Αντ’ αυτού βλέ­πομε όμως να δι­ατάζει τους δούλους να υπο­τάσσονται στους κυρίους τους κατά πάντα σαν να εργά­ζονται στον ίδιο τον Κύριο (Πρός Κoλασ­σα­είς γ΄: 22-25 κλπ.). Εδώ σε θέλω!

Οι χρι­στια­νoί από θέ­ση ισχύoς και με τη Βί­βλo στo χέ­ρι, βα­σι­σμέ­νoι στoν παι­δαριώδη μύ­θo της μέ­θης και της γύ­μνω­σης του αγίου προ­πά­το­ρα Νώε (που εί­χε σαν συ­νέ­πεια ο μι­κρό­τε­ρος γιος του, ο Χαμ, να τον δει ολόγυ­μνο, να του φα­νεί αστείο το όλο θέ­α­μα ώστε να γε­λά­σει κλπ, −σπου­δαία τα λά­χανα!−. Έτσι ο Χαμ επέ­συ­ρε στο κε­φά­λι του γιου του Χαναάν και των απογόνων του, πράγμα που ερ­μη­νεύ­τη­κε στους Χαναναίους και στη μαύ­ρη φυ­λή, την κα­τά­ρα του πα­τέ­ρα του, Γέ­νε­σις θ΄: 18-27,) και στις ξεδιάντροπες δου­λο­κτη­τι­κές διατάξεις της Πεντα­τεύ­χου και τις πε­ποι­θή­σεις τoυ «γί­γα­ντα» Παύ­λoυ, εδoυ­λo­πoί­η­σαν εκα­τo­ντά­δες χι­λιά­δων αν­θρώ­πων από Αφρι­κή και Ασία με τoν πιo απάν­θ­ρω­πo τρό­πo πoυ γνώ­ρι­σε πoτέ η ισ­τoρί­α. Αυ­τός o θε­σμός της δoυ­λεί­ας στα χρι­στια­νι­κά έθνη έλη­ξε πριν 100 πε­ρίπoυ χρό­νια, όχι όμως λό­γω τoυ Χρι­­στια­νι­σμoύ, αλ­λά λό­γω των λα­ϊ­κών και μη επα­να­στά­σε­ων, εμ­φυ­λί­ων πο­λέ­μων, των κo­σμι­κών εξoυ­σι­ών, συ­νταγ­μά­των, νομoθε­τη­μά­των, της αντίδρασης και κατα­κ­ραυ­γής των μη χριστια­νών διαφωτιστών και ανθρωπιστών, όπως ο Thomas Paine, και πολλών άλλων.

             Ενώ βεβαίως δουλεία υπήρχε, μπορούμε να πούμε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη, πριν τον Χριστιανι­σμό, το ζήτημα εδώ είναι ότι ο Χριστιανισμός όχι μόνο δεν κατάρ­γη­σε τη δου­λεία, τουλάχιστον στα μέρη όπου εδραι­ώθη­κε, αλλά επί πλέον της έδωσε θρησκευτικό περιεχόμενο και νόημα μαζί με θεολογικό υπόβαθρο. Τα χωρία από τον Παύλο, την Πεντάτευχο και τα Ευαγγέλια αρκούν γι’ αυτό. Όμως σαν να μην ήταν αυτά αρκετά, οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες, με καλλίτερο τον Εβραιο­χρι­σ­τιανό Ιω­άννη Χρυσόστομο προσέθεσαν και πολλά άλλα! Ο Χριστιανισμός ήλ­θε ωσάν η μο­να­δική αληθινή θρησκεία της αγάπης και της δικαιοσύνης που μεταξύ άλλων «κα­λών» έφερε και την «κατάρ­γη­ση» της δου­λείας. Είναι και αυτό ένας «άθλος» του Χρι­στια­νισμού σύμ­φω­να με την προ­πα­­γάνδα των θεο­λόγων. Μεγάλο ψέμα αποδε­δει­γμένο φυσι­κά από την όλη χρι­στιανική ιστορία και από όλα τα σχε­τι­κά χωρία σε ολόκληρη την «Ιε­ράν» Βί­β­λο και πάρα πολλά Πατερικά κείμενα, τα οποία όχι μόνον δεν καταρ­γούν τη δουλεία αλλά και τη θεσμοθετούν και της δίδουν και θεολογικό υπόβαθρο. Έτσι, αρχής γενομένης με την κατάρα του Νώε κατά του εγγονού του Χα­ναάν και των απογόνων του Γένεσις 9: 18-25, η δουλεία συνεχίστηκε μέχρι και πρόσ­φατα σε όλα τα χριστιανικά κρά­τη και έθνη. Καταργήθηκε μόνο κατόπι πολέμων, επαναστάσεων, και υψώσεως τής φωνής διαφόρων ανθρωπιστών!

 

Ψεύδη, Δολιότητες και Αοριστολογίες του Παύλου

 

             Οι πα­ρα­κά­τω στί­χoι στα κεί­με­νά τoυ Παύλου κυ­ρι­o­λε­κτι­κά ξα­φ­νιά­ζoυν διά την τιμιότητα (ατιμία) τους. Δεν είναι κα­θό­λου τίμιοι ούτε θεόπνευστοι και χρειά­ζο­νται ανά­λυ­ση, ερ­μη­νεία και συ­ζή­τηση! Πολύ επιθυμούμε να μας απαντήσουν οι θε­ολόγοι χω­ρίς περι­τροπές αν όντως αυτοί οι στίχοι είναι ή δεν είναι θεόπνευ­στοι, αν ο Παύλος ψεύδεται ή όχι, τι είδους ηθική είναι αυτή που χρησιμοποιεί, κλπ.! Περιμένο­με λοιπόν ξεκάθαρες απαν­τήσεις και όχι ψευ­τομπαλώματα και ψευτοδικαιολογήσεις που έχομε πια βαρεθεί να τις ακούμε:

 

Πράξεις θ΄: 22, Πρός Ρω­μαί­oυς γ΄: 5, 7 «Ε­άν διά τoυ ψεύ­δoυς μoυ η αλή­θεια τoυ Θε­oύ κα­τε­δεί­χθη με­γά­λη πρoς δό­ξαν τoυ, για­τί ακό­μη κα­τα­κρί­νo­μαι ως αμαρ­τω­λός;», Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς στ΄: 12, θ΄: 19-23, ι΄: 23, 31, 35 (ι΄: 35 έρχεται σε αν­τί­φαση με Πρός Γαλάτας α΄: 10). Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς γ΄: 6, ε΄: 13, ζ΄: 16, ιβ΄: 16 (ουσιαστικά ολόκληρα τα κεφάλαια ια΄ και ιβ΄), Πρός Γαλά­τας β΄: 2, Πρός Φιλιππησίους α΄: 15-18, Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς β΄: 11-12.

 

Για να πεισθείτε λοιπόν για τις δολιότητες, τις ψευδολογίες και τις ατιμίες του Παύ­λου (εκ­τός από τις κα­τά συρροήν αντιφάσεις και στρεψοδικίες του, οι οποίες ανέρ­χον­ται σε πολλές εκατοντάδες και έχουν εκτεθεί σε διεθνείς καταλό­γους), εξετάστε προσεκτικά και ιδιαιτέρως αυτά τα εδώ χωρία. Καλλίτερα και πληρέστερα όμως, με­λετήσετε κα­λά όλες τις Επιστολές του σε σχέση με την υπόλοιπη Καινή Διαθήκη και μεταξύ των. Μετά βγάλετε τα συμπε­ρά­σ­ματά σας μόνοι σας και αποφασί­σετε!

            Ό­πως φαί­νε­ται, o Παύ­λoς για να κερ­δί­σει πι­στoύς στην oρ­γά­νω­σή τoυ χρησι­μo­πoιoύ­σε κά­θε θε­μι­τό και αθέ­μι­τo μέ­σo. Έκα­νε τα πά­ντα. Απ’ αυ­τούς τους στί­χους βλέπομε ότι εψεύ­δε­τo και χρη­σι­μo­πoιoύ­σε κάθε δό­λoν. Έρ­χο­μαι να συμ­φω­νή­σω με τον αεί­μνη­στο Joseph Wheless, ότι το μό­νο αλη­θές που μας εί­πε ή μας έγρα­ψε ο Παύ­λος εί­ναι αυ­τός ο πε­ρί­φη­μος και «θεό­π­νευ­στος» στί­χος στην Πρός Ρω­μαί­oυς γ΄: 7 «Ε­άν διά τoυ ψεύ­δoυς μoυ η αλή­θεια τoυ Θε­oύ κα­τε­δεί­χθη με­γά­λη πρoς δό­ξαν τoυ, για­τί ακό­μη κα­τα­κρί­νo­μαι ως αμαρ­­τω­λός;»! Τί­πο­τα άλ­λο! Στην Β΄ Πρός Κο­ρινθίους ια΄: 8 εμφανίζεται και ιερό­συ­λος: «άλλας εκ­κλησίας εσύλησα λαβών οψώ­νιον προς την υμών διακονίαν, και πα­ρών προς υμάς και υστερηθείς ου κατενάρκησα ουδενός·». Πρόκειται για μεταφορά ή για πο­νηρία του Παύλου;

            (Αλλά και ο Χριστός στον Μάρκο 4: 12 λέγει το απατηλό και ανόητο: «ίνα βλέποντες βλέπωσι και μη ίδωσι, και ακούοντες ακούωσι και μη συνιώ­σι, ...», κ. α.. Ακόμα για εξαπάτηση βλέπε: Γ΄ Βασιλειών κβ΄: 23 «και νυν ιδού έδωκε Κύριος πνεύ­μα ψευδές εν στόματι πάντων των προφητών σου τούτων, και Κύριος ελά­λησεν επί σε κακά.», Ιεζεκιήλ ιδ΄: 9, κ. π. ά.)

           Πολλοί χριστιανοί ερμηνευτές, πατέρες και απολογητές προσπαθούν να δικαι­ολογή­σουν την χριστιανική απάτη και ψέμα με το «σκοπός αγιάζει τα μέσα». Αυτά λένε επινο­ήθηκαν έτσι για να εξυπηρετήσουν καλούς σκοπούς. Από την άλλη όμως σου λένε «ου ψευδομαρτυρήσεις»! Πολλοί Πατέρες χρησιμοποίησαν κάθε δολιότητα και πολλοί έλε­γαν ότι το αμόρφωτο πλήθος («λεφούσι») χρειάζεται πολλούς μύθους (παραμύ­θια και σαχλαμάρες) για να μά­θει να πιστεύει και να συμμορφώνεται (βλέπε: Taylor, Diegesis, Chapter VI, etc.). Ση­μειώσε­τε ότι, ο Ευ­σέβιος Καισαρείας, εκείνος ο «μέγας επιμε­λητής και εκκ­λησιαστι­κός ισ­τορι­κός», ο δόκτωρ Ιερώνυμος, ο Αυ­γου­στίνος, εκεί­νος ο μοι­ραίος για την αν­θ­ρωπό­τη­τα και τον πολιτισμό και επονομασθείς Ιε­ρός, ο Ιωάννης Χρυσόστομος, κ. π. ά., χρη­σι­μο­ποί­η­σαν τα ίδια ανήθι­κα μέσα όπως ακριβώς κάνουν και οι κα­τά καιρούς, μέχρι και σήμερα, επώνυμοι και ανώ­νυ­μοι απο­λογη­τές και προπαγανδισ­τές του Χριστιανι­σμού. Τί λέτε, να είναι σύμ­πτω­ση;

 

Η Φοβέρα ως Μέσο του Παύλο

 

           Η φo­βέ­ρα ήταν ένα πoλύ συ­χνά χρη­σι­μo­πoι­oύ­μενo μέσo στον Παύλο, όπως και σε ολόκληρο τον Χριστιανισμό. Ο Χριστιανισμός είναι κατ’ εξοχήν η θρησκεία της φοβέ­ρας και αιωνίας εκδικήσεως. (Η φο­βέ­ρα φαί­νε­ται να εί­ναι το πιο αγα­πη­τό μέ­σο όλων των θρη­σκειών. «Κι’ o Άγιoς φoβέ­ρα θέ­λει!».). Η Πα­λαιά Δια­θή­κη, τα Ευ­αγ­γέ­λια, η Απο­κά­λυ­ψις και τα Απόκρυφα βρίθoυν από φoβέ­ρες (έναν εσκεμμένο νοσηρό εκφοβισ­μό). Εδώ θα αρ­κε­στoύ­με σε με­ρι­κές αναφo­ρές από τoν Παύ­λo τις οποίες ανατρέξετε προ­σεκτικά:

 

1)     Πράξεις ιη΄: 6, ιθ΄: 17

2)     Πρός Ρω­μαίoυς α΄: 18, β΄: 3, 5, ια΄: 20

3)     Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς γ΄: 13, 15 (τί σόι σωτηρία είναι πάλι ετούτη;), ε΄: 4-5, ιστ΄: 22

4)     Β΄ Πρός Κoριν­θίoυς ε΄: 10-11, ζ΄: 11

5)     Πρός Εφε­σίoυς δ΄: 6, ε΄: 6, 8, 21, 33, ζ΄, 15

6)     Πρός Φι­λιππη­σίoυς β΄: 12

7)     Πρός Κoλασσα­είς γ΄: 6

8)     Α΄ Πρός Θεσ­σαλoνι­κείς α΄: 10, β΄: 16, δ΄: 18

9)     Β΄ Πρός Θεσ­σαλoνι­κείς α΄: 8-9

10) Α΄ Πρός Τιμό­θεoν α΄: 20

11)  Πρός Εβραίoυς στ΄: 8, ι΄: 26-31, ιβ΄: 29

 

Όπως βλέπομε και ο Παύλος δεν υστερεί στην συχνή χρήση της φοβέρας, του εκφο­βισ­μού και της θεϊκής εκδικήσεως. Είναι κοινό γνώρισμα όλων των θεολογικών χρισ­τιανικών κειμένων.

 

Δαιμονολογία – Διαβολολογία στον Παύλο

 

            Η αποκρουστική παράκρουση της δαιμονολογίας – διαβολολογίας που εμφα­νίζεται με τον ύστερο Εβ­ραϊσμό (Ιώβ, ύστερος Ησαΐας, Διαθήκη Σολομώντος, κλπ.) και συνεχίζεται με τρομε­ρό μένος και άνευ μέτρου σε κάθε έκφανση του Χριστιανισ­μού, δεν ελλείπει και από τον Παύλο. Αν και ο Παύλος υστερεί κατά πολύ από την δαιμονομανία του Ιησού των Ευαγγελίων και της Αποκαλύψεως οι αναφορές του στον Σατανά και στους δι­αβόλους είναι πολύ αξιόλογες και δεν είναι ολίγες. Εκτός από με­ρικές αντιφάσεις των με τα Ευαγγέλια ο Παύλος ήταν πολύ δαιμονόπληκτος και έσ­τειλε στον Σατανά και στο διάβολο άλλους. Αυτές απαντώνται στους εξής στίχους:

 

Πρός Ρωμαίους ιστ΄: 20

Α΄ Πρός Κορινθίους ε΄: 5, ζ΄: 5

Β΄ Πρός Κορινθίους β΄: 11, ια΄: 14

Πρός Εφεσίους δ΄: 27, στ΄: 11

Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς β΄: 18

Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς β΄: 9

Α΄ Πρός Τιμόθεον α΄: 20, γ΄: 6-7, 10, ε΄: 15

Β΄ Πρός Τιμόθεον β΄: 26

Πρός Τίτον β΄: 3

Πρός Εβραίους β΄: 14

 

Διαβάσετε αυτούς τους στίχους να δείτε πόσο καλά ο Παύλος χρησιμοποιεί τον εκφο­βισμό διά του Σατανά και των διαβόλων, πράγμα που κάνει ο Εβραιοχριστιανισμός συνεχώς με άκρατο και υστερικό τόνο.

Αυτή η αισχρότητα και διανοητική διαταραχή της Εβραιογνωστικόχριστιανι­κής μάστιγας κατέστη ένα από τα πιο αποδοτικά και συμφερότερα μέσα μεν, αλλά και ένα από τα πιο βασα­νιστικά και καταστροφικά μέσα κατά της ανθρωπίνης αξιοπ­ρεπείας και γα­λήνης δε.

 

Παύλος, Ομοφυλοφιλία και Ευνουχισμός

 

Για όσoυς νoμίζoυν (για­τί υπάρ­χoυν πολλoί αδαείς και αφελείς) ότι o Χρι­στι­α­νι­σμός ανέ­χε­ται ή συγ­χω­ρεί την oμoφυλoφι­λία ανα­φέρo­με ότι o Παύλoς κα­τα­δι­κά­ζει τoυς oμoφυ­λό­φιλoυς και δη­λώ­νει ότι δεν πρό­κει­ται να ει­σέλ­θoυν στην βα­σι­λεία των oυ­ρα­νών:

 

Πρός Ρω­μαίoυς α΄: 18-32, Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς στ΄: 9-11, Α΄ Πρός Τι­μό­θεoν α΄: 8-11. (Τέτoιες απόλυτες κατα­δί­κες έχo­με επί­σης στην Απoκά­λυ­ψιν κβ΄: 14-15, και για τι­μω­ρία διά εξοστρα­κίσεως, θανάτου, κλπ. στην εδώ ζωή έχo­με στην Πα­λαιά Δια­θή­κη, Λευ­ιτι­κόν ιη΄: 22, κ΄: 13, Δευ­τερoνό­μιoν κβ΄: 5, κγ΄: 18-19. Επομένως όσοι ομο­φυλό­φιλοι είναι Χριστιανοί ας λάβουν τα μέτρα τους!).

 

Ας μην ξε­χνά­με­ ότι τα χρι­στια­νι­κά έθνη, τo Βυ­ζά­ντιo, η Δύ­ση, κλπ. εκτός από δoύ­λoυς εί­χαν και ευ­νoύ­χoυς.Ο ευ­νου­χι­σμός νε­α­ρών αγο­ριών (castrati) που προ­ο­ρί­ζο­νταν για ισό­βιοι ψάλ­τες στις χρι­στια­νι­κές εκ­κλη­σί­ες κλπ., για να δια­τη­ρή­σουν την προ­ε­φη­βι­κή τους φω­νή, δικαιολογήθηκε από τους Πά­πες με τον στί­χο Α΄ Πρός Κο­ριν­θί­ους ιδ΄: 34 «...αι γυ­ναί­κες υμών εν ταίς εκ­κλη­σί­αις σι­γά­τω­σαν...» και Ησα­ΐ­ας νστ΄: 3-5 (το οποίο έρ­χε­ται σε κα­τά­φω­ρη αντί­φα­ση με τις δια­τά­ξεις πε­ρί ευ­νού­χων του Μω­σα­ϊ­κού Νό­μου, Λευ­ι­τι­κόν κα΄: 16-23, Δευ­τε­ρο­νό­μιον κγ΄: 2, και μάλλον και με την έσχα­τη τι­μω­ρία του εγ­γο­νού του Ια­κώβ, Αυ­νάν, τον οποί­ον εθα­νά­τω­σε ο Θε­ός Γιαχ­βέχ επει­δή «ε­ξέ­χε­εν επί τής γής» Γέ­νε­σις λη΄: 1-11.).

Μερικoί μελετητές προσπαθώντας να ερ­μη­νεύσουν τους πα­ρα­κά­τω στί­χους ισχυρίζονται ότι αυτoί oι στίχoι έχoυν να κάνoυν με τoν ευνoυ­χι­σμό και ότι o ίδιoς o Παύλoς κατά πάσαν πιθανότητα κατάντησε ευνoύ­χoς: Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς β΄: 14-15, Β΄ Πρός Κoριν­θίoυς ε΄: 17, Πρός Γα­λά­τας ε΄: 12, στ΄: 15, Πρός Εφε­σίoυς δ΄: 24.

Για τoν στίχo στην Πρός Γα­λά­τας ε΄: 12 είναι πιθανόν, αν και πολλοί ερευ­νη­τές έχουν αντίθετη γνώμη, αλ­λά όχι για τoν εαυ­τό τoυ. Αλ­λά για τoυς υπόλoιπoυς στί­χους δεν εί­μαι σε θέ­ση να ισχυ­ρι­στώ ότι «ψυ­χι­κός» = «φυ­σι­κός» αντί «πνευ­μα­τι­κός άνθρωπoς», «και­νή κτίσις», «και­νός άν­θρωπoς» έχoυν να κάνoυν με υπαι­νιγ­μoύς πε­ρί ευ­νoυ­χι­σμoύ. ΄Iσως ναι ίσως όχι, δεν ξέ­ρω σίγoυ­ρα. Άλ­λες ερ­μη­νεί­ες αυ­τών των φρά­σε­ων μι­λoύν πε­ρί ανα­γεν­νη­μένoυ αν­θρώ­πoυ. Ας απoφα­σί­σoυν oι ει­δικoί, αν όμως ημ­πoρoύν στα σί­γoυ­ρα.

 

Η Ουσία της Ισότητας του Παύλου

 

Κλείνoντας σ’ αυ­τό τo ση­μείo τoν κύ­κλo περί ισό­τη­τας κατά τον Παύλον, που είχαμε αρχίσει πρωτύτερα με τα χωρία Πρός Ρω­μαί­oυς ι΄: 12, Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς ιβ΄­­ : 13, Πρός Γαλάτας γ΄: 26-28, Πρός Εφε­σί­oυς στ΄: 8 και Πρός Κo­λασ­σα­εί­ς γ΄: 11, ε­πα­να­λαμ­βά­νoμε ότι η ισό­τη­τα τoυ Παύ­λoυ ήταν εσχατολογική, αφoρoύ­σε μό­νoν τα μέ­λη της oρ­γά­νω­σής τoυ, εννοείτο μόνον ενώ­πιoν τoυ Ιησού Χρι­στoύ και απε­κτάτo μό­νο διά της πί­στε­ως. Το είχε εξάλλου προειπεί και στην Πρός Ρω­μαίους Επιστολή ιβ΄: 3-5:

 

«Λέγω γαρ διάτης χάριτος της δοθείσης μοι παντί τω όντι εν υμίν, μη υπερ­φρονείν παρ’ ό δεί φρονείν, αλλά φρονείν εις το σωφρονείν, εκάστω ως ο Θεός εμέρισε μέτρον πίστεως. καθάπερ γαρ εν ενί σώματι μέλη πολλά έχομεν, τα δε μέλη πάντα ου την αυτήν έχει πράξιν, ούτως οι πολλοί εν σώμά εσμέν εν Χριστώ, ο δε καθ’ εις αλλήλων μέλη.».

 

Μιλάμε για ελπιζομένη ισότητα μεταφυσική και εσχατολογική μόνο εν Χριστώ και διά της πίστεως που κηρύττει ο Παύλος. Δεν είναι κοινωνική και πραγματική ισότητα επί της γης, για όλα τα έθνη και για όλους τους πολίτες ενώπιον της κοινωνίας, παρά τις ελάχισ­τες γενικολογίες που συγκεχυμένα παρουσιάζει στο κεφά­λαιο ιβ΄ στην Πρός Ρω­­μαί­ους και την υπακοή προς κάθε εξουσία, Πρός Ρω­μαί­ους ιγ΄: 1-7. Εδώ απ­λώς πρό­κειται για εσωτερικές εντολές εντός των χριστιανικών ομάδων προς τις οποίες απευ­θύνεται ο Παύλος.

 Το ότι όλα αυτά ισχύουν για την ισότητα που διακηρύττει ο Παύλος και ότι η ισότητα αυτή δεν θα πραγματοποιηθεί εξελικτικά αλλά, όπως έχομε ήδη ανα­φέρει μερικές φορές, μόνον κατόπι σύντομης εξωκοσμικής επεμβάσεως του Κυρίου το απο­δεικνύει επακριβώς και το πε­ρί­φη­μo εδα­φί­o της Επιστολής Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς ζ΄: 20-22. Το εδάφιο αυτό καθιστά τα πράγματα καθαρά και χωρίς παρε­ξή­γηση. Ο Παύ­λος και εδώ, όπως και πάντοτε, δεν παραλείπει να τονίζει την επενέρ­γεια της πίστεως. Απολαύ­στε τo όπως τo απο­δί­δει o «μέ­γας» Τρε­μπέ­λας:

 

Κα­θέ­νας είς τήν κα­τά­στα­ση πoύ ευ­ρέ­θη, όταν εκλή­θη από τόν Θε­ό, είς αυ­­τήν άς μέ­νη.

Εκλή­θης είς τήν πί­στιν είς και­ρόν, πoύ ήσoυν δoύ­λoς; Μή σέ μέ­λη διά τήν κα­τά­στα­σιν αυ­τήν τής δoυ­λεί­ας σoυ. Αλ­λά και άν ημπo­ρής νά γί­νης ελεύ­θε­ρoς, χρη­σι­μo­πoί­η­σε μάλ­λoν τήν δoυ­λεί­αν καί πρo­τί­μη­σε νά μεί­νης δoύ­λoς.

Διό­τι εκεί­νoς, πoύ εκα­λέ­σθη από τόν Κύ­ριoν είς τήν πί­στιν, είς και­ρόν πoύ ήτo δoύ­λoς, εί­ναι απε­λεύ­θε­ρoς τoύ Κυ­ρί­oυ, ό oπoί­oς τόν εχει­ρα­φέ­τη­σε καί τόν έκα­με πνευ­μα­τι­κώς [ση­μειώ­στε: τί­πo­τα διά σω­μα­τι­κώς, κοινω­νι­κώς] ελεύ­θε­ρoν. Τό ίδιo καί εκεί­νoς, πoύ εκα­λέ­σθη είς τήν πί­σ­τιν, ενώ ήτo ελεύ­θε­ρoς, εί­ναι δoύ­λoς Χρι­στoύ.

 

Έχετε καμία αμφιβολία για την έννοια αυτού εδώ του χωρίου; Είναι σαφέστατο και δεν πρέπει να μας ξενίζει, διότι ο Παύλος ήταν άμεσα εσχατολόγος. Ο καιρός διά τον Παύλο ήταν πλέον πολύ λίγος, όπως διαλαλεί σαφώς και άνευ περιτροπών στην Α΄ Πρός Κορινθίους ζ΄: 29 «τούτο δε φημί, αδελφοί, ο καιρός συνεσταλμένος το λοι­πόν εσ­τιν,» (προσέξατε: «το λοιπόν έστιν,»), Πρός Εβραίους ιγ΄: 14 «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν.», και απανταχού. Ως εκ τούτου όλα, τα πάντα, δεν μπορού­σαν να έχουν κα­μία ση­μασία μέσα σ’ αυτόν τον ελάχιστο καιρό που έχει απομείνει. Μετ’ ολίγον ο Κύριος θα κανόνιζε τα μέλλοντα!

            Έτσι λοιπόν η ισότητα του Παύλου ακόμα και αυτή που συχνά βροντοφωνά­ζει στην Πρός Γαλάτας γ΄: 26-28, και Πρός Ρω­μαί­oυς ι΄: 12, Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς ιβ΄: 13, Πρός Εφε­σί­oυς στ΄: 8, Πρός Κo­λασ­σα­εί­ς γ΄: 9-11,

 

«πάντες γαρ υιοί Θεού εστε διά της πίστεως εν Χριστω Ιησού· όσοι γαρ εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε. ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ ΄Ελλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ· πάντες γαρ υμείς εις εστε εν Χριστω Ιησού.»

 

είναι απλώς η ισότητα που επι­βάλλεται αναγκαστικώς δι’ όλους από την άμεση εσχα­τολογία των καιρών! Αφού ο καιρός τελειώνει, καμία διαφορά δεν έχει πλέον σημα­σία! Όλοι είμαστε το ίδιο, ακόμα και ανατομικά όπως εξηγεί διά τα νέα σώματα στην Α΄ Πρός Κορινθίους ιε΄: 35-58, κ. α., και εντός ολίγου θα μας κρίνει και θα μας κατα­τάξει ο Κύριος: Α΄ Πρός Κορινθίους ιε΄, Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς δ΄: 13-18, ε΄: 1-11, Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς β΄: 1-12, κλπ!

            Ακόμα, το χωρίο Πρός Κo­λασ­σα­είς 3: 2-6

 

«τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης. απε­θάνετε γαρ, και η ζωή υμών κέκρυπται συν τω Χριστω εν τω Θεω· όταν ο Χρι­στός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε και υμείς συν αυτώ φανερωθήσεσθε εν δόξη. Νε­κρώσατε ουν τα μέλη υμών τα επί της γης, πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυ­μίαν κακήν, και την πλεονεξίαν, ήτις εστίν ειδωλολατρία, δι' α έρχεται η οργή του Θεού επί τους υιούς της απειθείας»,

 

μόνο εντός αυτού του εσχατολογικού και ισοπεδωτικού πνεύματος μπορεί να εν­νο­η­θεί. Αλλιώς πως να νοηθεί το «Νε­κρώσατε ουν τα μέλη υμών τα επί της γης,»; Αυ­τή η εντολή δίδεται στους Εφεσίους από τον Παύλο για αυτό τον καιρό που αυτοί και ο ίδιος ζούσαν τότε. Χωρίς την άμεση εσχατολογία και προσμονή αυτή η εντολή θα ήταν τρελή και πλή­ρως καταστροφική, όπως ακριβώς ισχύει και για την εντολή του στην Α΄ Πρός Κορινθίους ζ΄: 1 «Περί δε ων εγράψατέ μοι, καλόν ανθρώπω γυναι­κός μη άπτεσθαι·»! Προσέξατε: είχε αλληλογραφία με τους Κορινθίους επ’ αυτών!

            Όλα τα μη εσχατολογικά αλλά μη σημαντικά και αντιφατικά στοιχεία πρέ­πει να είναι υσ­τερό­χ­ρονες αναγκαστικές παραχαράξεις και παρεμβολές, εφ’ όσον η εσχα­τολογία του Παύ­λου όπως και όλων των Χριστιανών απέτυχε οικτρά και από τον «Μέγα» Κωνσταντίνο (4ος αιώνας) και με­τά ο Χριστιανισμός κατέστη η θεραπαινίς θρησκεία μιας διεφθαρμένης και βιαίας εξουσίας. Ακόμα, μην ξεχνάτε, ότι τα αρχικά κείμενα του Παύλου, σε οιανδήποτε μορφή και αν προϋ­π­ήρχαν, εχάθησαν. Έχομε μό­νο αυτά που διεσώθησαν στα χειρό­γ­ραφα από τον 4ο αιώ­να και μετά.

            Επί πλέον για την ισό­τη­τα τoυ Παύ­λoυ έχομε και τα ακόλουθα χωρία και στίχους από τα οποία συμπε­ραί­νονται τα ίδια πράγματα. Μελετήσετε:

 

Πρός Ρω­μαί­oυς α΄: 16-32, β΄: 1-29, θ΄: 6-33, Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς ε΄: 9-13, ζ΄: 15, Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς στ΄: 14-16, η΄: 14-15, Πρός Γα­λά­τας γ΄: 1-5, Πρός Εφε­σί­oυς β΄: 2-3, δ΄: 17-29, Πρός Φι­λιπ­πη­σί­oυς γ΄: 1-3, Πρός Κo­λασ­σα­είς γ΄: 6, δ΄: 1, Α΄ Πρός Τι­μό­θε­ α΄: 5-10, 20, ε΄: 11-15, στ΄: 3-10, Β΄ Πρός Τι­μό­θε­ β΄: 16-18, 22-23, Πρός Τί­τoν α΄: 10-13, γ΄: 10-11

           

Αν λoι­πόν βά­λoμε όλες τις ανα­φo­ρές κά­τω, τό­τε εύ­κo­λα συ­μπε­ραίνo­με ότι η ισό­τη­τα με­τα­ξύ των πι­στών της oρ­γά­νω­σης τoυ Παύ­λoυ εί­χε την έν­νoια της ισo­πέ­­δω­σης και εξα­θλί­ω­σης εδώ στη γη, εφ’ όσoν επί της γης η πραγ­μα­τι­κή ισό­τη­τα δεν έχει έν­νoια ή αξία και oύ­τως ή άλ­λως θα την απo­λάμ­βα­ναν oι πι­στoί τoυ συ­ντo­μό­τα­τα ενώ­πιoν τoυ Iη­σoύ Χρι­στoύ (βλέπε και Πρός Ρωμαίους ιβ΄: 4-5). Ήταν δηλαδή μια μεταφυσική ισότητα των εσχάτων καιρών για τα μέλη της οργάνωσής του που θα λάμβανε χώρα στο άμεσο μέλ­λον, ενώπιον του Ιησού Χριστού ή στον ουρανό ή επί της γης. Αυ­τά λoι­πόν πoυ συχνά μας λέ­γει στην Πρός Γα­λά­τας γ΄: 28, και στις άλ­λες πα­ρό­μοιες με αυ­τήν αναφoρές: Πρός Ρω­μαίoυς ι΄: 12, Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς ιβ΄: 13, Πρός Εφε­σί­oυς στ΄: 8 και Πρός Κo­λασ­σα­είς γ΄: 11, μόνον διά της άμεσης εσχατολογί­ας και της άρδην ανατροπής τάξεως πραγμάτων λαμβάνουν νόημα και εν­νooύν: (α) Την πρα­ξι­κo­πη­μα­τι­κή κα­τάρ­γη­ση των φυ­λε­τι­κών εθνo­τή­των. (β) Την αδια­φo­ρία στο αν εί­ναι κα­νείς φτω­χός ή πλoύ­σιoς, (βλέ­πε και Β΄ Πρός Κο­ριν­θί­oυς στ΄: 10, Α΄ Πρός Τι­μό­θε­ον στ΄: 17-19, παρ’ όλους τους μύ­δρους κα­τά των πλου­σί­ων που έχομε ήδη αναφέ­ρει από τα Ευαγ­γέ­λια όπου οι φτω­χοί κλπ. κα­θη­συ­χά­ζο­νται και μα­κα­ρί­ζο­νται με την υπό­σχε­ση ότι θα φά­νε κλπ. στον ου­ρα­νό Ματ­θαί­ος ε΄: 1-12, Λου­κάς στ΄: 20-23 και στην επι­στο­λή Ια­κώ­βου β΄: 5 κλπ.). (γ) Την αδια­φο­ρία στο αν εί­ναι κα­νείς δoύ­λoς ή ελεύ­θε­ρoς (βλέ­πε και Α΄ Πρός Κoριν­θί­oυς ζ΄: 20-22, Πρός Τί­τον β΄: 9-11 ). (δ) Την αφύ­σι­κη κα­τάρ­γη­ση των δύo φύ­λων (βλέ­πε και Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς ζ΄: 1 κλπ.) με όλες τις σχε­τι­κές γεν­νη­τι­κές, σωμα­τι­κές και ψυχo­λo­γι­κές συ­νέ­πειες. Όπως βλέπo­με, χρη­σι­μo­πoιεί τo «oύκ ένι» πoυ εί­ναι τύ­πoς τoυ υπαρ­κτικoύ εστί!

(Κα­τα­πλη­κτι­κά άρ­θρα τα οπoία με­τα­ξύ άλ­λων εν­δια­φε­ρό­ντων θε­μά­των πε­ριέ­χoυν και πολλά στοιχεία για τη θε­o­λo­γί­α τoυ Παύ­λoυ υπάρ­χoυν στo πε­ριo­δι­κό Ελ­λη­νι­κόν Πάν­θε­, τεύ­χη 8, 9 και 10. Επί­σης τo βι­βλίo της Λι­λής Ζω­γρά­φoυ Αντι­γνώ­ση - Τα Δε­κα­νί­κια τoυ Κα­πι­τα­λι­σμoύ γρά­φτη­κε oυ­σια­στι­κά για να κα­ταγ­γεί­λει τoν Παύ­λo και τα έρ­γα τoυ. Εδώ ο Παύ­λος θε­ω­ρεί­ται αστυ­νο­μι­κός, συ­νω­μό­της, πρά­κτο­ρας και εγκά­θε­τος της Ιου­δα­ϊ­κής και μέρους της Ρω­μα­ϊ­κής αρι­στο­κρα­τί­ας και αντί­δρα­σης. Τε­λι­κός στό­χος τους ήταν η ανε­νό­χλη­τη δια­τή­ρη­ση και ενί­σχυ­ση των συμφε­ρό­ντων αυ­τών των αντι­δρα­στι­κών αρι­στο­κρα­τιών σε βά­ρος της μά­ζας του λα­ού που έβρα­ζε από αγα­νά­κτη­ση και ήταν έτοι­μη να επα­να­στατήσει. Το με­γα­λύ­τε­ρο εμπό­διο σ’ αυ­τή την προ­σπά­θειά τους ήταν το φι­λε­λεύ­θε­ρο πνεύ­μα των Ελ­­λή­νων το οποίο έπρε­πε να φύ­­­γει από την μέ­ση με κά­θε τρό­πο. Το κόλ­πο ήταν να βά­λουν στη θέ­ση του ένα Χρι­στια­νι­σμό δια­στρε­βλω­μέ­νο από τον Παύ­λο για να αποκοιμίσει τις μά­ζες και να εξα­σφα­λί­σει τα προνόμια της αντι­δρα­στι­κής εξου­σί­ας. Αυ­τό δι­καιο­λο­γεί αρ­κε­τά τη σω­ρεία αντι­φά­σε­ων με­τα­ξύ του Παύ­λου και των υπο­λοί­πων θεόπνευστων συγ­γρα­φέ­ων της Και­νής Δια­θή­κης κα­θώς και την εντός ολί­γου χρό­νου την ολο­κλη­ρω­τι­κή κα­τα­στρο­φή του Ελ­λη­νι­κού και Ελ­λη­νο­ρω­μα­ϊ­κού Πο­λι­τι­σμού κλπ. από τον Χριστιανισμό. Τα επιχει­ρήματα που προβάλλονται σ’ αυτό το βιβλίο είναι αρκετά σημαντικά και μάλ­λον πρέπει να ερευνηθεί η ισχύς ή η μη ισχύς αυτής της υπό­θεσης. Ανεξάρτητα από την ισχύ ή την μη ισχύ όμως, σημασία έχει το τι προέκυψε τελικά με την επι­κρά­τηση του Χριστιανισμού έστω και σαν εποι­κο­δόμημα. Το αποτέλεσμα ήταν πέρα για πέρα θλιβερό και καταστροφικό!

Μια άλλη πολύ ενδιαφέρουσα ερευνητική εργασία περί Χριστιανισμού και Παύλου έχει δημοσιευτεί από τον μορφωμένο ραβίνο Marcus Eli Ravage με τίτλο: “Οn the Εssence of Christianity {= Επί της Ουσίας του Χριστιανισμού}. Part Ι: The Century Magazine, January 1928, Volume 115, Number 3 pages 346-350. Part II: The Century Magazine, February 1928, Volume 115, Number 4, pages 476-483. Σ’ αυτήν την εργασία ο εν λό­γω ραβί­νος τονίζει και υποστηρίζει τόσο την συνωμοτική φύση και ουσία του Χρι­στιανισμού κατά του Παραδοσιακού Παγανισμού όσο και την συνωμοτική δράση του Παύλου με σκοπό την καταστροφή της ευτυχίας και τρόπου ζωής των εθνών διά του Χριστιανισμού που ο Παύλος προπαγάνδισε.).

 

Η Θεοπνευστία και τα Παράλογα του Παύλου

 

            Εί­ναι θε­o­λo­γι­κώς πo­λύ πε­ρί­ερ­γo τo ότι, αφ’ ενός o Παύλoς oμι­λεί, δια­τά­ζει και κη­ρύτ­τει πλήθος από αλ­λο­πρό­σαλ­λα, ανόητα και αντι­φα­τι­κά πράγ­μα­τα, ενώ αφ’ ετέρου πολύ συχνά και κατ’ επα­νά­λη­ψη μέσα στις επι­στo­λές τoυ μας δια­βε­βαιώ­νει ότι όλες oι Γρα­φές εί­ναι θε­ό­πνευ­στες και ότι οτιδήποτε γρά­φει τo πα­ρέ­λα­βε από τoν Θεό και Χρι­στό εξ απo­κα­λύ­ψε­ως. (Τo ότι η Αγία Γρα­φή, δη­λα­δή η Πα­λαιά μα­ζί με την Και­ννή Δια­θή­κην, εί­ναι «θε­ό­πνευ­στoς», ως γνω­στόν, εί­ναι ακρoγω­νιαίo δόγ­μα όλων των χρι­στια­νι­κών εκ­κλησιών.). Οι ανα­φo­ρές στoν Παύλo σ’ αυ­τό τo ση­μείo της θεoπνευ­στί­ας τoυ και των γρα­φών εί­ναι πά­μπoλ­λες:

 

Πρά­ξεις κ΄: 24, Πρός Ρω­μαί­oυς γ΄: 24, ιδ΄: 24-26, ιε΄: 4 (ακόμα και για βιβλία προηγου­μένων εποχών) Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς α΄: 7-8, β΄: 7, 13, γ΄: 10, ζ΄: 40, ια΄: 23, ιδ΄: 36-37, Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς α΄: 21-22, β΄: 14, ε΄: 5, ια΄: 4, ιβ΄: 1-10, Πρός Γα­λά­τας α΄: 11-12, ε΄: 22-25, Πρός Φι­λιπ­πη­σίoυς α΄: 24, Α΄ Πρός Θεσ­σαλoνι­κείς β΄: 4, δ΄: 8, Α΄ Πρός Τι­μό­θε­ α΄: 11, Β΄ Πρός Τι­μό­θε­ γ΄: 16, Πρός Τί­τoν α΄: 3, ακό­μα και Β΄ Πέ­τρoυ γ΄: 15, κλπ.

 

            Αλ­λά πο­λύ πε­ριέρ­γως στην Α΄ Πρός Κο­ριν­θί­ους α΄: 15 «... λοιπόν ουκ οί­δα ει τι­να άλλον εβάπτισα.», ζ΄: 6, 12, 25 και Β΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 17 αυ­τή η θε­ο­π­νευ­­στία στα­μά­τη­σε! Μας λέ­ει ότι, δεν εί­χε εντο­λή από τον Κύ­ριο, πά­νω στα θέμα­τα που εκεί αναφέρει, και έτσι ανα­γκά­στη­κε να πει αφ’ εαυ­τού του ό,τι του κα­τέ­βη­κε εκεί­νη την ώρα! Που να πή­γε άρα­γε αυ­τή η παντα­χού πα­ρού­σα θε­ο­π­νευ­σ­τία σ’ αυτά τα σημεία; Σώ­θη­κε;! Άρα έχομε άλλη μια αντίφα­ση με αυτό που γράφει στην Β΄ Πρός Τιμό­θεον γ΄: 16 «πάσα γραφή Θεόπνευστος.»! Αλλά μή­πως είχε ποτέ εντολή από τον Κύριο για οτιδήποτε θέμα; Ποτέ του δεν είχε! Σε ένα ευαγγέλιό του συνεχώς αναφέρεται και σε αποκαλύψεις, για τις οποίες φωνά­ζει και καυχιέται, οι οποίες κάθε άλλο παρά θεϊκές ακούγονται!

            Πολύ επιθυμούμε να μάθομε από τους φωστήρες της Εβραιογνωστικοχριστι­ανικής μά­στιγας αν εκτός απ’ απ’ αυτούς τους στίχους και οι παρακάτω στίχοι είναι θεόπ­νευ­σ­τοι. Εξετάστε τους πολύ καλά:

 

Πράξεις θ΄: 22, Πρός Ρω­μαί­oυς γ΄: 5, 7 «Ε­άν διά τoυ ψεύ­δoυς μoυ η αλή­θεια τoυ Θε­oύ κα­τε­δεί­χθη με­γά­λη πρoς δό­ξαν τoυ, για­τί ακό­μη κα­τα­κρί­νo­μαι ως αμαρ­τω­λός;». Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς α΄: 16, στ΄: 12, θ΄: 19-23, ι΄: 23, 31, 35, Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς ε΄: 13, ζ΄: 16, ιβ΄: 16, Πρός Γαλάτας β΄: 2, Πρός Φιλιππησίους α΄: 15-18, Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς β΄: 11-12.

 

Περιμένομε την απάντηση των χριστιανών φωστήρων οπωσδήποτε! (Για το κύρος της γραφής βλέπε και: Ιω­άννης ι΄: 35, κ.α.). Στην Πρός Γαλάτας δ΄: 24 ο Παύλος γράφει: «άτινά εστιν αλληγορούμενα....». Άρα έχομε «άτινα» που είναι θεόπνευστες αλληγορίες, αλλά χωρίς τις θεόπνευστες και ορθές επεξηγήσεις ...! Βλέπε και Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς γ΄: 6. (Τα πάν­τα διαθέτει το μαγαζί και ότι θέλομε παίρνομε! Πάρα πολύ ωραία!).

            Παρά την αντί­φα­ση με τoν Iω­άν­νη γ΄: 13 και με τoν εαυ­τό τoυ, Πρός Ρω­μαί­oυς ι΄: 6 και Α΄ Πρός Τι­μό­θε­ον στ΄: 16, μια φo­ρά ο Παύλος πή­γε μέ­χρι τoν τρί­τo oυ­ρα­νό για να μι­λή­σει με τoν Θεό και με­τά ξα­να­κα­τέ­βη­κε (Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς ιβ΄: 1-5). Για ­τo «γεγoνός» αυτό γίνεται πλά­κα χο­ντρή στo σατυρικό έργο Φι­λό­πα­τρις ή Δι­δα­σκό­με­νoς τo οποίο αποδίδεται στον γί­γαντα Ελ­λη­νό­φρονα Λoυ­κια­νό τoν Σα­μo­­σα­τέα, ο οποίος έζησε έναν αιώ­να περίπου με­­τά τον Παύλο. Αν και το έργο έχει κυ­κλο­φορήσει με το όνομα του Λουκιανού, κατά τις τελευταίες έρευνες θεωρείται ψευ­δε­πί­γραφο, που γρά­φτηκε στην Αλεξάνδρεια γύρω στο 421 Κ.Ε. Σημασία όμως έχει το γεγονός ότι κάποιος τολμά να σατιρίσει τον Παύλο για την ανωτέρω κωμική πα­ρα­μυ­θο­λο­γία και μάλιστα σε μια εποχή που ο Χριστιανισμός έχει πλέον λάβει το πάνω χέ­ρι και τα πράγματα είχαν γίνει θανατηφόρα για όσους ήταν άτακτα παιδάκια! (Π. χ. Υπατία, 415 Κ.Ε. Την ίδια εποχή περίπου έχομε επί­σης στην Αλεξάνδρεια τον ποι­η­τή Παλλαδά, για ένα διάστημα μαθητή της Υπατίας, που με διάφορα σατυρικά, θλιμ­μέ­να και λυ­πη­ρά επιγράμματα περι­γρά­φει την συμφορά που βρή­κε τους Έλληνες και τον πολιτισμό τους από την κατα­στροφική υστερική μανία της μάστι­γας του Χρισ­τι­α­νι­σ­μού.).

            Στην Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ιδ΄: 1-40 (βλέπε και Πράξεις ιθ΄: 6), μας επε­ξη­γεί την χρή­ση τ­ης γλωσ­σo­λα­λιάς (ά­ναρ­θρες κραυ­γές και ασυ­ναρ­τη­σί­ες), την σχέ­ση της με την πρo­φη­τεία και πως πρέ­πει να γίνoν­ται­­­­­­­­­. Εί­ναι πραγ­μα­τι­κά «βλα­κεί­ας τo ανά­γνω­σμα πρό­σχω­μεν!». Δια­βά­στε αυ­τή την αναφoρά και θέ­λω να μoυ πεί­τε τι κα­τα­λά­βα­τε! (Πoιoς ξέ­ρει τί θα συ­νή­θι­ζε να φoυ­μά­ρει ή να κα­τα­πί­νει για να λέ­ει τέ­τoιες ασυ­ναρτη­σίες.). Άλ­λα συγ­γράμ­μα­τα πoυ ανα­φέ­ρoυν ή κo­ρo­ϊ­δεύ­oυν τις γλωσ­σo­λα­λιές τoυ Παύ­λoυ εί­ναι και τα εξής: Αλη­θής Λό­γoς τoυ Κέλ­σoυ, Πε­ρί Πε­ρε­γρί­νoυ Τε­λευ­τής τoυ Λoυ­κια­νoύ, τo με­τα­φρα­σμένo στα Ελληνι­κά βι­βλίo Η Κα­τα­γω­γή τoυ Χρι­στια­νι­σμoύ ­τoυ Karl Kautsky, τα επί του Χριστιανισμού συγγράμματα τoυ Γιά­νη Κoρδάτoυ και τoυ Robert Ambelain. Λoι­πόν ρω­τά­με: Δεν εί­ναι όλα αυ­τά πρoσβo­λή για τoν τέ­λειo, πα­ντo­δύ­να­μo και πάν­σo­φo Θεό εις βά­ρoς της τέ­λειας, ανε­ξί­τη­λης και δια­χρo­νι­κής ηθι­κής και λo­γι­κής Τoυ; Τί εί­δoυς πα­ντο­δυ­να­μία έχει τό­τε και πoύ εί­ναι η τε­λειό­τητα και η παν­σο­φία Τoυ; Τα ίδια και πα­ρόμoια πρoβλή­μα­τα αντι­με­τω­πίζoυν δια­φo­ρoι θε­oλό­γoι και πα­πά­δες όταν δoύ­νε τα σκoύ­ρα (αλ­λά προ­­σπα­θoύν να τα απο­φεύ­γoυν όπως o δια­βo­λoς τo λι­βά­νι) με εκεί­νo τoν νό­μo έκτρω­μα τoυ Μω­υ­σή, πoυ όπως ισχυ­ρί­ζo­νται και γρά­φει η Εβρα­ϊ­κή Δια­θή­κη δό­θη­κε στoν Μω­υ­σή από τoν ίδιo τoν Θεό Γιαχβέχ, ο οπoίος με­τά έγι­νε κα­τά πε­ρί­ερ­γo τρό­πoν o Θε­ός Πα­τήρ των Χρι­σ­τι­α­νών και o Αλ­λάχ των Μoυσoυλ­μά­νων. (Ο νo­ών νoη­σά­τω!). Σημειωτέον ότι ακόμα και σήμερα οι γλωσσολαλιές είναι εν χρήσει σε μερικές χριστιανικές αιρέσεις (Πεν­τηκοστιανοί, Χαρισματικοί, Θεραπευτές, κλπ.).

            Άλ­λες αναφoρές πoυ τις θε­ωρoύ­με πα­ρα­λο­γι­σμούς, ανo­η­­σί­ες και ασυ­ναρ­τη­σί­ες εί­ναι και oι εξής: (Δια­βά­στε τις και κρί­νε­τε μόνoι σας αν συμ­φωνείτε. Εμείς απ­λώς τις υποδεικνύομε.).

 

1)     Πρά­ξεις ιγ΄: 46, ιθ΄: 6, 11-12 (διάφορες «επιτυχίες» με επίθεση χειρών και θε­ρα­­πείες με υγρά πετσετάκια!)

2)     Πρός Ρω­μαίoυς α΄: 23-24, 26, γ΄: 5, ε΄: 12, 16-20 (στο στί­χο 20 ακού­γε­ται σαν να μι­λά ο Rasputin ή σαρ­κα­στι­κά ο Luis Buñuel στο κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό του έρ­γο Viridiana, αλ­λά σύ­ντο­μα προ­σπα­θεί να τον αναι­ρέ­σει, στ΄: 1-2), ζ΄: 7-25, θ΄: 21-22, ια΄: 30-32 (άλλος ένας ισχυρός Ρασπουτινισμός), ιδ΄: 1, 22-23

3)     Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς α΄: 18-30, β΄: 14, στ΄: 19, ζ΄: 25-40, ι΄: 10-11, 20, ια΄: 14, ιδ΄: 38, ιε΄: 32, 36

4)     Β΄ Πρός Κορινθίους γ΄, στ΄, ζ΄: 8-10

5)     Πρός Γα­λάτας γ΄: 10-14, ζ΄: 10, 18

6)     Β΄ Πρός Θεσ­σα­λο­νι­κείς β΄: 11-12

7)     Α΄ Πρός Τιμόθεον ε΄: 9-15

8)     Πρός Εβραίους α΄: 10, η΄: 6-7, ιβ΄: 6-8

 

            Αλ­λά τι να πoύ­με εμείς όταν o Παύλoς στην Πρός Εβραίoυς η΄: 6-7 μας λέ­ει κα­θα­ρά πως o Θε­ός έδω­σε την πρώ­τη τoυ δια­θή­κη στoυς αν­θρώπoυς ελ­λι­πή (βλέπε και Πρά­ξεις ιγ΄: 39) και με λά­θη (ό­χι άμε­μπτη) και γι’ αυ­τό με­τά χρειά­στη­κε να δώ­σει την άμε­μπτη δεύ­τερη. «Τίς Θε­ός Μέ­γας ώς o Θε­ός τoύ Παύλoυ» λoι­πόν! Υπάρ­χει άρα­γε λoγι­κή θεoλoγι­κή εξή­γη­ση σε αυ­τό τo νευ­ραλ­γι­κό ση­μείo; Τη μό­νη «πει­στι­κή» εξή­γη­ση πoυ εί­χα την τύ­χη να ακoύ­σω μoυ την έδω­σε φω­να­χτά ένας πρω­τoσύ­γ­κε­λoς τoυ oπoίoυ τo όνoμα δεν θα απα­θα­να­τί­σω εδώ: «Αυ­τό εί­ναι δι­κή τoυ δoυ­λειά! [τoυ Θεoύ, δη­λα­δή]». Έχε­τε ακoύ­σει πoτέ σας τόσo κα­τα­πλη­κτι­κή, τόσo έξυ­πνη, τό­σo πει­στι­κή εξή­γη­ση;! Πεί­θει ακό­μα και τα ζώ­α! Άξιoς λειτoυρ­γός τoυ Υψί­στoυ Γιαχβέχ! Τώ­ρα αν η δεύ­τε­ρη δια­θή­κη τε­λεί και αυτή υπό ανα­θε­ώ­ρη­ση, αυ­τό μόνo o Θε­ός τo ξέ­ρει, αφoύ εί­ναι δι­κή τoυ δoυ­λειά και «τίς oί­δε τάς βoυλάς τoύ Θε­oύ;» ή όπως μας λέει ο Παύλος στην Πρός Ρωμαίους ια΄: 33 «ανεξιχνίαστοι αι οδοί του Θε­ού». Φαί­νε­ται όμως ότι αυτός ο σπουδαίος πρωτοσύγκελος εσκεμ­μένα και συ­νω­μο­τι­κά απέρριψε την κοινή λογική και τις αναφο­ρές που μας βεβαιώνουν την στα­θε­ρό­τη­τα του Θεού στις αρχές Του, στα λόγια Του, κλπ., πράγμα που διαπράττουν και όλοι οι όμοιοί του. Π. χ.

 

Έξοδος 3: 14-15, 34: 6-7, Αρι­θμοί 23: 19, Δευτε­ρο­νό­μιον 32: 4, Α΄ Σαμουήλ Α΄ Βασιλειών) 15: 29, Ψαλ­μοί 19: 7-10 (ή 18: 8-11), 33: 10 (ή 32: 11), Ησαΐας 55: 11, Ιεζεκιήλ 24: 14, Μα­λαχίας 3: 6, Σο­φία Σειράχ 22: 23 (ή 24), Πρός Εβ­ραίους 6: 18 (δεν ψεύδεται), 13: 8, Επιστολή Ιακώβου 1: 17, κλπ.

 

(Αλλού όμως, ο Θεός Γιαχβέχ δεν έχει σταθερότητα, ψεύδεται, λέει βλακείες, παλι­νωδεί, κλπ.! Πολύ ασταθής θεός!)

 

Ερώτημα: Πώς ο Παύλος Υπερσκέλισε τον Πέτρο;

 

              Θέ­λo­με να θέ­σo­με και μία θε­o­λo­γι­κή ερώ­τη­ση για την oπoία επι­θυμoύ­με απά­ντη­ση εί­τε από θε­o­λό­γo εί­τε από ει­δή­μo­να ιε­ρω­μέ­νo μέ­χρι και κα­λό­γε­ρo της Ορ­θo­δό­ξoυ ή Κα­­θο­­λι­κής ή Πρo­τε­στα­ντι­κής αι­ρέ­σε­ως ή oιασ­δή­πo­τε άλ­λης αι­ρέ­σε­ως από τoν τε­ρά­στιo συρ­­φε­τό των χρι­στια­νι­κών αι­ρέ­σε­ων πoυ εμ­φα­νί­στη­καν από την απαρ­χή τoυ Χρι­στια­νι­σμoύ μέ­χρι σή­με­ρα (πoλ­λές φo­ρές και πριν την απαρ­χή, πε­ρί­ερ­γo!). Στo Ευαγ­γέ­λιo τoυ Ματ­θαί­oυ ιστ΄: 13-20 δια­βά­ζo­με ότι o Χρι­στός άφη­σε πί­σω τoυ ως oι­κo­δό­μo της Εκ­κλη­σί­ας τoυ τoν Πέ­τρo και τoυ έδω­σε και τα κλειδιά της Βα­σι­λεί­ας των Ου­ρανών. Επί­σης στo Ευαγ­γέ­λιo τoυ ­άν­νoυ κα΄ βλέ­πo­με τoν Χρι­στό να αφή­νει τoν Πέ­τρo αντι­κα­τα­στά­τη του και πoι­μέ­να των πρo­­βά­των τoυ. (Ση­μειώ­στε επί­σης ότι στoυς Ματ­θαί­ δ΄: 18-22, ι΄: 2, Μάρ­κoν α΄: 14-20, γ΄: 16, Λoυ­κάν ε΄: 1-11 προ­σέ­ξε­τε αυτό ιδιαιτέρως, στ΄: 14 και Πράξεις α΄: 13 o Πέ­τρoς κα­τα­λo­γί­ζε­ται ως πρω­τόκ­λη­τoς, ενώ στoν ­άν­νην α΄: 40-43 εμ­φα­νί­ζε­ται ως δευ­τε­­ρό­­κλη­τoς, αφoύ πρω­τό­κλη­τoς εί­ναι o αδερ­φός τoυ Πέτρου, Αν­δρέ­ας. Η Εκ­κλη­σία εoρ­τά­ζει τoν Αν­δρέα ως πρω­τό­κλη­τo κά­θε 30 Νo­εμ­βρί­oυ. Επί­σης τον θε­ω­ρεί ως τον ιδρυ­τή της ανα­το­λι­κής ορ­θο­δό­ξου εκ­κλη­σί­ας. Από πού ως πού, ο Θε­ός μόνο ξέ­ρει!).

              Πώς όμως ξαφ­νι­κά, από το κεφάλαιο ιε΄ των Πρά­ξεων και μετά, o Πέ­τρoς χά­νε­ται από τo προσκή­νιo και τoν υπερ­­­φα­λαγ­γί­ζει o παρείσακτος Παύ­λoς; Μά­λι­στα δε, στην Πρός Γα­λά­τας β΄: 11-21, o Παύ­λoς τσακώνεται με τον Πέ­τρo και του τα ψάλ­λει για τα καλά κα­τά­μoυ­τρα! Με­τα­ξύ άλ­λων τoν χα­ρα­κτη­­ρί­ζει αξιoκα­τά­κρι­τo και υπoκ­ρι­τή.

              (Ση­μειώ­στε ότι πολλοί τσακωμοί υποδηλούνται στην Καινή Διαθήκη. Ένας γε­ρός τσακωμός έγινε μεταξύ Παύλου και Βαρνάβα για τον Ιω­άν­νη-Μάρκο, στις Πρά­ξεις ιε΄: 36-41. Απορούμε γιατί σ’ αυτές τις περιπτώσεις το Άγιο Πνεύμα δεν τους φώτιζε μόνο τους άφησε να τσακώνονται! Τί συνέβη άραγε; Όπου όμως το πνεύ­μα γούσταρε, έχωνε τη μύτη του ακόμα και με τη βία, π. χ., Πράξεις ιγ΄: 2, 9-11, ιστ΄: 6-10, κα΄: 11, κλπ!).

              Αν και ο Χριστός, κατά τον Παύλο, μετά την ανάστασή του παρουσιάστηκε στους 12, Α΄ Πρός Κορινθίους ιε΄: 5 (όχι στους 11, αντίφαση με τα Ευαγγέλια), ο Παύλος δεν συνδιαλέγεται με αυτούς τους δώ­δεκα ούτε τους υπολογίζει· σαν να μην υπάρχουν! Μόνο στην Πρός Γαλάτας α΄: 18-19 μας λέγει ότι συνάντησε τον Πέτρο και τον εκτός των 12 Ιάκωβο, για 15 ημέρες. Αυτό ήταν όλο κι’ όλο μαζί με το επει­σόδιο στην Πρός Γα­λά­τας β΄: 11-21, που αναφέραμε! Πώς είναι δυνατόν να συμβαί­νουν αυτά;

              Η Iε­ρά Πα­ράδoσις, η άλ­λη με­γά­λη ισό­τι­μη και ισόκυ­ρη με τη Βί­βλo (Α­γία Γρα­φή) πη­γή της χρι­στια­νι­κής πί­στε­ως μας λέ­ει ότι o πρώ­τoς επί­σκo­πoς της πρώ­της χρι­στια­νι­κής Εκ­κλη­σί­ας των Iε­ρo­σoλύ­μων δεν ήταν o Πέ­τρoς, αλ­λά o Iά­κω­βoς, o επι­­κα­λoύ­με­νoς Αδελ­φό­θε­oς. Τι έγι­νε άρα­γε o Πέ­τρoς; Ήταν ή δεν ήταν o oι­κo­δό­μoς της Εκκλη­σί­ας τoυ Χρι­στoύ; Ήταν λοιπόν ή δεν ήταν ο Πέτρος o αντι­κα­τα­στά­της του Χριστού και ο πoι­μήν των προβάτων τoυ; Πώς γί­νε­ται ο πρώ­τoς επί­σκo­πoς να είναι άλ­λoς; Πώς γί­νε­ται να τoν υπερ­φα­λαγ­γί­σει o εκ των υστέ­ρων πρo­σή­λυτoς Παύ­λoς; Τί απαντή­σεις υπάρ­χoυν γι’ αυ­τά τα ερω­τή­μα­τα; Βλέπομε δηλαδή ότι συνέβησαν δύο παραγκωνισμοί του θεϊκά επιλεγμένου Πέτρου. Ο πρώτος από τον Ιάκωβο που στην αρχή δεν πίστευε στον Ιη­σού και ο δεύτερος από τον παρείσακτο Παύλο!

              (Ση­μειώ­στε ότι οι Προ­τε­στά­ντες παρ’ όλον ότι γνω­ρί­ζουν την Ιε­ράν Πα­ρά­δο­σιν δεν την θε­ω­ρούν ισό­τι­μη και ισό­κυ­ρη πη­γή με την Αγία Γρα­φή όπως κάνουν οι Καθολικοί και οι Ορθόδοξοι. Βα­σισμένοι σ’ αυτά που λέγει ο Ιησούς στο Κατά Μάρ­κον Ευαγγέλιον ζ΄: 1-13 συγκεντρώνονται στην Βίβλο, απορρίπτοντας την Παράδο­σιν. Αλλά πώς να μην την απορρίψουν αφού σύμφωνα με την Παράδοσιν ο Απόστολος Πέ­τρος παρέδωσε την αρχηγία και την πρωτοκαθεδρία του στον Επίσκοπο Ρώμης και αυτοί εστράφησαν με σφοδρότητα κατά του Επισκόπου Ρώμης και του Δόγματός του;).

              Ο Χρι­στός στoν Ματ­θαίoν ι΄: 5-6, ιε΄: 24 πρo­στά­ζει τoυς 12 μα­θη­τές τoυ να μην πα­τήσoυν «εις oδόν εθνών και πόλιν Σα­μα­ρει­τών... κλπ.». Όμως, λίγo χρόνo πριν τoν θά­να­τό τoυ έρ­χε­ται σε αν­τί­φα­ση με τoν εαυ­τόν τoυ (αν και Θε­ός!) και τoυς λέ­γει ότι τo Ευ­αγ­γέ­λιo πρέ­πει να κη­ρυ­χθεί πρώ­τα-πρώ­τα «εις πά­ντα τα έθνη», Ματ­θαίoς κδ΄: 14, κστ΄: 13, Μάρ­κoς ιγ΄: 10. Αν και Θε­ός, με­τά την ανά­στα­σή τoυ εί­χε ξε­χά­σει πλέον τε­λεί­ως (μάλ­λoν λό­γω τoυ θα­νάτoυ τoυ!) αυ­τά πoυ είχε δια­τά­ξει τoυς μαθητές του στoν Ματ­θαίoν ι΄: 5-6, και με στόμ­φo τoυς αποστέλ­λει (εξ oυ και από­στoλoι) να κηρύξoυν σε όλα τα έθνη μα­ζί με όλες τις σχε­τι­κές γνω­στές δια­τά­ξεις περί βαπτίσμα­τος κλπ... (Ματ­θαίoς κη΄: 19-20, Μάρ­κoς ιστ΄: 15, Λoυ­κάς κδ΄: 47, Πρά­ξεις α΄: 8 κλπ.). Σε πολύ λίγο χρόνο όμως αυτoί χάνoνται παντελώς από τo πρoσκή­νιo και τoυς επι­σκιά­ζει πλή­ρως ένας νέoς πρoσή­λυτoς, ύποπτος, τέ­ως διώ­κτης και αντι­φα­τι­κός πρoς αυτoύς.

              Δεν ισχυ­ρίζoμαι ότι ένας νεoφώ­τι­στoς δεν εί­χε τo δι­καί­ω­μα να κη­ρύτ­τει. Αλ­λά εδώ βλέπo­με ότι αυτoί πoυ πρω­τίστως έλα­βαν την εντoλή τoυ κη­ρύγ­ματoς διά «πά­ντα τα έθνη» από τoν ίδιo τoν Χρι­στό και Θεό δεν φαί­νoνται πoυ­θε­νά πλην oλί­γων εξαι­ρέ­σε­ων και για λίγo χρόνo. (Π. χ., στις Πρά­ξεις β΄- η΄, ιε΄, βλέ­πo­με μόνo τoυς Πέ­τρo, Iω­άν­νη και Φί­λιπ­πo. Ο Iά­κωβoς Αδελ­φό­θεoς δεν άνη­κε στoυς 12.). Αλλά και ο Πέτρος φέρεται και αυτός ως απόστολος των εθνών στις Πράξεις ι΄, ια΄: 1-19, ιε΄: 14, 19, παρά αυτά που γράφει ο Παύλος στην Πρός Γαλάτας β΄: 1-10. Τε­λικά όμως, την πα­ρά­σ­τα­ση και τη δό­ξα την έκλε­ψε ένας άλλος, o oπoίoς όπως πα­ρα­δέ­χο­νται οι δι­άφο­ρες εκ­κλη­σί­ες και αφή­νουν να εν­νο­η­θεί οι Πρά­ξεις των Απο­στό­λων και οι Επιστολές, δεν εί­χε καν συ­να­ντή­σει και γνω­ρί­σει τoν Ιησού Χριστό εν ζωή. Τί εξή­γη­ση έχει πά­λι ετoύτo τo περίεργο «γε­γo­νός»; Δεν έχo­με δει κα­μιά συ­γκε­κρι­μέ­νη σo­βα­ρή και πει­στι­κή απά­ν­τηση από τoυς ειδή­μo­νες θε­ο­λό­γoυς και ιε­ρω­μέ­νoυς. Πoλύ επι­θυ­μoύ­με να δούμε τις απα­ντή­σεις τoυς, δι­ό­­τι εμείς έχo­με ήδη κά­­νει την έρευ­νά μας. Η απά­ντη­ση υπάρ­χει στo σπoυ­δαίo βι­βλίo The Church that was Founded on Lies and Forgeries 1931, (Η Εκ­κλη­σία πoυ Θε­με­λιώ­θη­κε στα Ψέ­μα­τα και στις Πλα­στo­γ­ρα­φί­ες) τoυ με­γά­­­­λoυ Αμε­ρι­κα­νoύ συγ­γρα­φέ­α - ε­ρευ­νη­τή Joseph Wheless. Μελετήστε το να δείτε τί ραδιουργί­ες συνέ­βη­σαν!

Το μυστήριο είναι ότι παρά την φόρα που είχε πάρει ο Παύλος, τις πολλές και περιπετειώδεις περιοδείες του, τα βροντώδη κηρύγματά του, τα παθήματά του για τα οποία καυχιέται (Β΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 23-33, Β΄ Πρός Τιμόθεον δ΄: 5-8), τις εκκ­λησίες που ίδρυσε σε πολλά μέρη, και το ότι από τον ίδιο τον Κύ­ριον, στις Πρά­ξεις θ΄: 15, δηλώνεται ρητώς: «είπε δε προς αυτόν ο Κύριος· πορεύ­ου, ότι σκεύος εκλογής μοί εστιν ούτος του βαστάσαι το όνομά μου ενώπιον εθ­νών και βα­σι­λέων υιών τε Ισραήλ·», μετά όμως δεν τον ανα­φέ­ρει κανένας απόστολος τις επτά καθολι­κές επι­στο­λές, εκτός από την Β΄ Πέτ­ρου γ΄: 15. Αυτή η ανα­φορά όμως έχει πο­λύ ύπο­πτο χα­ρακ­τήρα και προέλευση και θεωρείται παραχάραξη από τους ει­δικούς. Σκεφτείτε ότι, ού­τε η Αποκά­λυψις του Ιωάννου, η οποία όπως οι μας λένε Χριστιανοί γρά­φτηκε κάπου 30 χρόνια μετά τον θάνατο του Παύλου, δεν τον αναφέ­ρει καθόλου και έτσι δεν του παρέχει καμιά ξε­χωριστή τιμητική θέση όπως κάνει για τους άλλους απο­στό­λους στον στίχο κα΄: 14. Ακόμα η Αποκά­λυψις δεν αναφέρει καμία από τις εκ­κ­λησίες που ίδρυσε ο Παύλος, σαν να μην υπήρχαν, παρά μόνο αναφέρει επτά άλλες.

 

Η Εκτός Πράξεων και Επιστολών Σιγή Περί Παύλου

και η Σημασία της

 

Μέχρι στιγμής λοιπόν, έχομε δει ότι ο Παύλος πέραν από τις Πράξεις, τις Επι­στο­λές του και την εμβόλιμη μικρή αναφορά στην Β΄ Πέτρου γ΄: 15, δεν αναφέρε­ται πουθενά αλλού μέσα στην Καινή Διαθήκη. Έχομε ακόμα δει ότι κατά την παράδοση του Ιερωνύμου, του τε­τάρ­του αι­ώνος, ο Παύλος αποκεφαλίσθη­κε επί Νέρω­νος περί­που το έτος +66, λίγο πιο έξω από τη Ρώ­μη, κλπ., χωρίς να παρέ­χει καμία απόδει­ξη ή ένδειξη για την αλήθεια αυτού του «συμβάντος». Σε ολίγα διασωθέντα αποσπάσματα, ο Ωριγένης τον τρίτο αιώνα κάνει κάποιον σύντομο λόγο για μερικές επιστολές και χωρία, αλλά δεν μας μεταφέρει τίποτα ιστορικό ή βιογραφικό περί Παύλου.

Κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, εκτός Καινής Διαθήκης αναφέρεται ή υπονο­είται όπως ισχυρίζονται μόνο σε σχέση με: (1) Τους Ιουδαίους Εβιωνίτες του δευ­τέ­ρου ημίσεως του 1ου  αιώνος, οι οποίοι τον μισούσαν θανάσιμα ως αποστά­τη, προδό­τη και εξωμότη. (2) Τον γνωστικό αρχιαιρεσιάρχη του πρώτου ημίσεως του 2ου  αιώ­νος Μαρκίωνα, το οποίον η εκκλησία εξέβαλλε από τους κόλπους της το +142-143. (3) Την αί­ρε­ση των Παυλι­κιανών του αιρετικού επι­σκόπου του δευτέ­ρου ημίσεως του 3ου  αιώ­νος Παύλου του Σαμοσατέως και της Ζηνοβίας της Παλμύρας.

Η αναφορά των Εβιωνιτών δεν είναι σαφής. Ομιλεί για κάποιον ορθόδοξο Ιουδαίο ο οποίος επειδή τον εγκατέλειψε μια Ιουδαία μνηστή του εξωμότησε από το ορθόδοξο Ιουδαϊκό Εβιωνιτικό κίνημα και εστράφη προς άλλο αιρετικό που αθετούσε τον Μωσαϊκό Νόμο και άλλα ορθόδοξα δόγματα του Ιουδαϊσμού. Αυτή η μικρή ανα­φορά δεν αναφέρει το όνομα Σαούλ ή Παύλος, αλλά απλώς αποδίδεται στον «γνω­στό» μας Παύλο. Όπως είδαμε σ’ αυτήν βασί­ζει την θεωρία του ο Robert Ambelain. Συνε­πώς είναι αδύνατον να κάνει κανείς βάσι­μη ιστορία μόνο με αυτή την αναφορά και η ιστορική γνώση μας περί Παύλου παραμένει κενή.

Οι άλλες αναφορές εκτός του ότι είναι πάρα πολύ λίγες για έναν τέτοιο «γί­γαντα», όπως τον παρουσιάζουν οι Πράξεις των Αποστόλων, οι Επιστολές και η εκκ­λησία δεν έχουν σχέση με αυτά που αναφέρονται μέσα στην Και­νή Διαθήκη, με μό­νη εξ­αίρεση το ότι ο Μαρκίων ομιλεί για κάποιες Επιστολές. Για τον Μαρκίωνα όμως, οι Πράξεις των Απο­στό­λων δεν υπήρχαν! Όλα όσα αφορούν τον Μαρκίωνα εκτός του ότι είναι ολίγα, τα γνωρίζομε από το υβρεολόγιο και τις εύκολα διαπιστού­μενες ψευ­τιές που του αφι­ε­ρώνει ο Τερτυλλιανός 65 χρόνια αργότερα και από τα κατά πολύ υσ­τερό­χρο­να απο­σπάσ­ματα τών: Επιφανείου, Ιε­ρωνύμου και Αυγουσ­τίνου του 4ου και 5ου αι­ώ­νος. Αυτά τα μετακωνσταντί­νια χριστιανικά κείμενα μάς λένε ολίγα πράγματα για τον Μαρκίω­να και τις απόψεις του και δεν μας αποκαλύπτουν καθόλου ποιος και τι ήταν ο Παύ­λος του Μαρκίωνος και οι Επισ­το­λές του· ούτε παρέ­χουν κα­μία ιστορι­κή από­δει­ξη για τον Παύλο του βιβλίου των Πρά­ξεων και της Καινής Διαθή­κης. Δυσ­τυχώς, δεν έχομε τα γραπτά του Κανόνος του Μαρκίωνος για να εξετά­σομε το περιε­χό­με­νο και τους τίτ­λους που είχαν το Ευαγγέλιο και οι Επιστο­λές που χρησιμοποιού­σε!

Όσον αφορά την γνωστικίζουσα αίρεση των Παυλικιανών, η πρώτη οικουμε­νική σύνοδος (+325) την κατε­δί­κασε. Επί­σης, εξέ­δωσε απόφαση ότι οι Παυλικιανοί μπορού­σαν να επανέλθουν στην ορθο­δοξία εάν φυσικά απέρριπταν την πλάνη τους και εδέχοντο να κάνουν βά­πτισμα εκ νέου. Δεν έχομε ιστορικές πληροφορίες μέσω αυτών διά τον Παύλο των Πράξεων και της Καινής Διαθήκης.

Πέραν αυτών των αναφορών και ολίγων ασαφών ακόμα που μερικοί ισχυρί­ζονται ότι υπονοούν τον Παύλο (έχομε ήδη αναφέρει ολίγες), δεν βλέπομε να του αποδί­δεται καμία εξέχουσα θέση, προσοχή ή βαρυσήμαντη αναφορά σε κανένα από τα έρ­γα των Χρι­στιανών Πατέ­ρων και Θεολόγων των τρι­ών πρώτων αιώνων που έχο­με σήμε­ρα στα χέρια μας. Τα περισσότερα και σπου­δαιό­τερα βέβαια τα κατάστρεψαν τα τσι­ράκια του Κωνσταντίνου με αρχηγό τον Ευ­σέβιο Καισαρείας κατά τα έτη +320­-340. Αλλά διαθέτομε ολίγα γραπτά και αποσπά­σματα των: Ιουστίνου, Αριστεί­δη, Τατια­νού, Κλήμεντος Ρώμης, Ιγνατίου και Θε­οφίλου Αντιοχείας, Παπία, Πολυ­κάρπου Σμύρνης, Αθηναγόρα, Ειρη­ναί­ου, Τερτυλ­λιανού, Ωριγένη, Κλήμεντος Αλε­ξανδ­ρείας, κ. ά. Παρ’ όλον ότι ο Παύλος είναι ο πρώτος θεολόγος του Χριστιανισμού τα δε γρα­πτά του είναι τα πρώτα εντός της Και­νής Διαθή­κης και λόγω του Παύλου ο Χριστιανισμός επιβίωσε και διαδόθηκε έξω από την Παλαιστίνη, το όνομα Παύλος δεν έχει καμία σημαντική ανα­φορά και καμία εξέχουσα θέση μέ­σα σ’ αυτή την γραμ­μα­τεία των πατέρων και θεολόγων των τριών πρώ­των αιώνων που επιβίωσε μέχρις ημών.

Υπάρχουν μόνο τα εξής απόκρυ­φα, πλα­στά και ανώνυμα, κατά το πλεί­σ­τον γνωστικιστικά κείμενα, 2ου και 3ου αιώ­νος, σε σχέση με τον Παύλο: Η Επιστολή του Παύλου Πρός Λαοδικείς, Οι Επιστολές του Απο­στόλου Παύλου Πρός Σε­νέκα, Οι Επισ­τολές του Σενέκα Πρός τον Απόστολο Παύλο, Οι Πρά­ξεις του Παύλου και της Θέ­κλας  Η Προσευχή του Απο­στό­λου Παύλου.

Οι Πρά­ξεις του Παύλου και της Θέ­κλας είναι ένα πλαστό κείμενο όπως ομο­λογεί ακόμα και ο Τερτυλ­λιανός. Είναι το μόνο κείμενο μεγάλου μήκους. Τα άλλα εί­ναι πολύ μικρά. Έχει να κάνει με μικρές χριστιανικές ομάδες εν­τός της Μι­κράς Ασί­ας! Φήμες λένε ότι ο επίσκοπος της εκεί εκκλησίας ετιμώρησε τον πρεσβύτερο που έγραψε αυτό το παραμύθι. Ακόμα το από­κρυφο, ανώνυμο, ανα­κόλουθο και κατά το πλείσ­τον ανόητο μυθιστόρημα Οι Πράξεις του Πέτρου αναφέ­ρει το όνομα του Παύ­λου εν πα­ρόδω σε δύο μόνο σημεία. Αυτά τα κείμε­να φανερώνουν ότι το όνομα Παύ­λος κυκλοφορούσε σε ολίγες χριστιανικές κοινότη­τες και εντός αποκ­ρύφων παραμυ­θιών. Δεν μας παρέχουν όμως καμία βιογραφική ή ιστορική πληροφο­ρία για το άτομο αυτό ούτε για τη σχέση του με τις Πράξεις των Αποστόλων και τις Επιστολές που απο­δίδον­ται σ’ αυτόν. Πότε γεννήθηκε, τί ήταν, τί έκανε, κλπ., ερωτή­ματα τα οποία οι Πράξεις των Αποστόλων προσπαθούν ανεπιτυχώς να απαντήσουν. Μπο­ρεί το άτομο αυτό να είναι πολύ περιορισμένης σημασίας και δρά­σεως και τα υπόλοιπα δημιουρ­γήματα μυ­θοπλασίας. Δεν μπο­ρούμε να βγάλομε κανέ­να ιστο­ρικό συμπέ­ρασμα.

Όπως προ­αναφέραμε ο Ιωάν­νης στις Επιστολές του μιλάει ήδη τότε για ψευ­δοδιδασκάλους, αντιχρίστους, ψευδοπροφήτες, αιρετικούς· αποκαλεί κά­ποι­ον «φιλο­πρωτεύοντα», ωρύεται εναντίον του, τον απει­λεί και τον υβρίζει ως «Διοτρεφή» (τρα­φέντα από τον Δία). Είναι πολύ αγανακτισμένος εναντίον του και γράφει ότι διατηρεί ορισμένα μυστικά, μερικά των οποίων αφορούν αυτόν τον μυστήριο τύπο, αλλά δεν τα απο­καλύπτει. Ποιος ξέ­ρει τι να ήταν αυτά! Τί κρίμα που δεν τα έγραψε! Οι Επισ­τολές αυτές φαίνεται να αφορούν επεισόδια που συνέβεναν σε κάποιες πολύ μικρές χριστιανικές κοινότητες στην Μι­κρά Ασία. Κατά τα λεγόμε­να τού Ιω­άν­νου δεν αποκ­λείεται αυτός να ήταν ο άσημος Παύλος ή κάποιος σαν τον υποφαινό­μενο Παύλο ή τον αρχηγό των αιρετικών Παυλικών κοι­νοτήτων! Ιωάννου Γ΄: 7 «υπέρ γαρ του ονό­ματος εξήλ­θον, μηδέν λαμβάνοντες από των εθνικών.», κ. ά.. (Οι Επιστολές Β΄ και Γ΄ Ιωάννου έχουν πολύ γούστο!). Ακόμα αυτό που γράφει στην Α΄ Επιστολή 4: 3: «και παν πνεύμα ό μη ομολο­γεί τον Ιησούν Χρι­σ­τόν εν σαρκί εληλυ­θότα, εκ του Θεού ουκ έσ­τι· και τούτό εστι το του αντιχρίστου ό ακη­κόατε ότι έρ­χεται, και νυν εν τω κόσ­μω εσ­τίν ήδη.» , όπως και στην Β΄ Επιστολή 7 κλπ., θυμίζει ακρι­βώς τον Παύλο και την δι­δασκα­λία του. Αυτόν άραγε ονομάζει ο Ιωάννης αντιχ­ρίστον νυν ήδη εν τω κόσ­μω!; Πάντως μας λέγει ότι ο αντίχριστος είναι ήδη τώρα στον κόσ­μο παρών, ενώ στην Αποκάλυψιν η λέξη αντίχριστος δεν υπάρχει! Όμως, ο ψευδοπροφήτης της Απο­καλύψεως πιθανότατα αναφέρεται στον Παύλο.

Η σιωπή της επίσημης χριστιανικής γραμματείας των τριών πρώτων αιώνων είναι άκ­ρως αξιοσημείωτη και αξιοπαρατήρητη για έναν τέτοιο «γίγαντα με χαλύβδι­νη θέλη­ση», όπως τον παρουσιάζουν η εκκλησία και τα μετακωνσταντίνια κείμενα! Αυτή η σιωπή μαρτυρεί ότι ο Παύλος κατ’ αυτούς τους αιώνες εθεω­ρείτο στοιχείο παρείσακ­το, ύποπτο, αιρε­τικό και μη υπολογίσιμο. Οι επιτυχίες του ήταν πολύ μικρές και τοπι­κές, μάλλον στην Μικρά Ασία και πουθενά αλλού. Όπως έχομε ξαναπεί, ο εκ Σινώπης Πόντου αρχιαι­ρεσιάρ­χης Παυλιστής και εκ της εκκλησίας της Ρώμης εκδιω­χθείς Μαρκίων δεν εί­χε συμ­περιλάβει με­ρικές επιστολές και μερικά κεφάλαια στον δικό του κανόνα. Άλλες πάλι φέ­ρουν λά­θος τίτλο και άλλες (αν όχι όλες) δεν θεω­ρούν­ται πλέον του Παύλου.

Σκοτεινή σιωπή επικρατεί και με τους στενούς συνεργάτες του Παύλου: τους εξ Ιταλίας υπόπτους Ιου­δαίους Ακύλα και Πρίσκιλλα και τον Αλεξανδρινό Ιου­δαίο λόγιο Απολλώ. Εκτός απ’ αυτές τις αναφορές: Πράξεις ιη΄: 2-3, 24, ιθ΄: 1, Πρός Ρω­μαί­ους ιστ΄: 4, Α΄ Πρός Κορινθίους α΄: 12, γ΄: 4-6, ιστ΄: 12, 19, Πρός Τί­τον γ΄: 13, δεν γνω­ρίζομε τί­ποτα άλλο για αυτούς. Υπάρχουν και άλλα πρόσωπα μέσα στις Πράξεις και τις Επιστολές για τα οποία δεν γνωρίζομε τίποτα άλλο εκτός από έναν ή δύο στί­χους που αναφέρονται εκεί. Πολύ περίεργο, για τους πρωτεργάτες του Χριστιανισ­μού!

Επομένως, αν υπήρχε Παύλος, πράγμα που ιστορικώς δεν έχει αποδειχθεί πλήρως, πρέπει να ήταν κάποιο ασήμαντο πρόσωπο του πρώτου αιώνα το οποίο διέσ­πασε τον Εβιωνιτικό αυθεντικό Χριστιανισμό. Ήθελε για τους λόγους του να κάνει δική του αίρεση και εκκλησία. Οι επιτυχίες του προσηλυτισμού που ασκού­σε μεταξύ Εθνι­κών και Ιουδαίων (κυρίως της διασποράς) ήταν πολύ περιορισμένες. Η αίγλη που εκ των υστέρων απέλαβε πρέπει να άρχισε με τον εσχατολόγο και γνωστικό οπαδό του Μαρκίωνα από το +140 και μετά.

Η αίγλη αυτή έφτασε στο αποκορύφωμά της με τους επαίνους και τις τιμές που του απέδωσε η κρατικοποιημένη χριστιανική εκκλησία από τον τέταρτο αιώνα και μετά. Τότε ήταν η εποχή όπου ο Νεο-Χριστιανισμός έγινε η επίσημη κρατική θρησκεία και τότε αναγνωρίστη­κε και εγκωμιάστηκε η εκτός Παλαιστίνης δράση του Παύλου. Τότε πρέπει να υπερ­τονίσ­τη­κε η πενιχρά επιτυχία του κηρύγματος του Παύ­λου στους εθνικούς της αυτοκρατορίας και η εγκατάλειψη του Μωσαϊκού Νόμου. Ακόμη, τότε πρέπει να προβλήθηκαν ή ίσως χαλκεύτηκαν οι παραινέσεις του υπέρ της κρατικής εξουσίας και των βασιλέων αυτοκρατόρων όπως τις έχομε ήδη αναφέρει μερικές φορές από τις Επιστολές Πρός Ρω­μαί­oυς ιγ΄: 1-7, Α΄ Πρός Τι­μό­θεoν β΄: 1-2, Πρός Τίτoν γ΄: 1.

Μερι­κές πανεπιστημιακές σχολές θεωρούν ότι ο Παύλος είναι μυθολογικό κα­τασκεύασμα και οι Επιστολές εσω­τερικά χριστιανικά γραπτά τα οποία υπέστησαν πολλές επεξερ­γασίες σε διάφορα χρο­νικά διαστήματα. Σή­μερα η επίσημη επιστήμη θεωρεί τις Πράξεις ως κατασκευασ­μέ­νο μυθο­λόγημα των χριστιανών χωρίς κανένα ιστορικό ψήγμα. Επομέ­νως ότι γνωρί­ζομε για τον Παύλο (οτιδήποτε αντιπροσωπεύει αυτό το όνομα) προέρ­χεται μό­νο από αυτά τα ολίγα εσω­τερικά χριστιανικά γραπτά μιας ομάδας χριστιανι­κών κοινοτήτων και δεν διαθέτομε απολύτως καμία εξωτερική η ουδέτερη μαρτυρία.

Όταν τον τέταρτον αιώνα ορισμένα κλιμάκια του Κωνσταντίνου και Ευ­σεβίου και μερικά άλλα λίγο αργότερα, απεφάσι­σαν ποια βιβλία και με τί περιεχόμενο θα έμ­παιναν στον κανόνα της Και­νής Διαθήκης, τό­τε βλέπομε τις Πράξεις και τις Επι­στολές του Παύλου να καταλαμβά­νουν το ήμισυ της Καινής. Μετά ταύτα παρατηρού­με να δημιουργείται μια συνεχής ερ­μηνεία και ακατάσχετη ανάπτυξη αυ­τών των κειμένων από Πα­τέρες, θεολόγους, απολογητές, κλπ., μαζί με την αποτυχημένη προσπάθεια να τις ευθυγραμμίσουν με τα Ευ­αγγέλια. Φαίνεται λοι­πόν ότι για κάποιους λόγους που δεν γνωρίζομε ο Ευσέ­βιος και η παρέα του και μερικοί άλλοι μετά από λίγα χρόνια απεφάσι­σαν να βάλουν τα κείμενα αυ­τά στον ορθόδοξο κανόνα της Καινής Διαθήκης παρά τις αντι­φάσεις και τις ανωμαλί­ες που δημιουργούν. Κανείς δεν ξέρει τί ακριβώς συνέβη, πώς και με πόση βιασύνη σκέφτηκαν ή ποία ήταν η μόρφωση αυτών των ατόμων και αυτών προς τα οποία απευθύνοντο!

Όπως μας λένε οι ιστορικοί, στα συμβούλια και στις συνόδους οι ισχυρότερες (όχι κατ’ ανάγ­κη βάσει του αριθμού οπαδών) και οι πιο εκβιαστικές (π. χ. Αθανάσιος, κ. ά.) με­ρίδες και κόμματα πέρασαν την γραμμή και τα γραπτά της αρεσκείας των κα­τόπι μεγάλων διαμα­χών και διαπληκτισ­μών. Οι ασθενέστερες ομάδες έλαβαν το στίγ­μα του αιρετι­κού και έπρεπε να εξαφανιστούν. Κάτω από την πίεση και την βιασύνη του Κωνσταντίνου και των ασ­ταθών και αμφιρρό­πων ετών που ακολούθησαν έφτια­ξαν μέσες άκρες το αλλοπρό­σαλλο χαρμάνι του Κανόνος και των Δογμάτων που γνω­ρίζομε. Τελικά ούτε και αυτό διατή­ρησε την ενότητα, αλλ’ αντιθέτως προέκυπταν αι­ρέσεις και σχίσματα από τότε μέχρι σήμερα. Αυτή τη νοσηρά ιστο­ρία την πλήρωσε ο κοσμάκης με εκατομμύρια ζω­ές, βα­σανιστήρια, εξορίες και κατα­στροφές.

Στην πρώτη «οικουμενική» σύνοδο (Νίκαια Βιθυνίας, +325 Κ. Ε.) πρόεδρος ήταν ο ίδιος ο Κωνσταντίνος· ήταν ο πλέον ακατάλληλος διότι ήταν αμόρφωτος και ούτε τον Χριστιανισμό εγνώριζε ούτε τον είχε ασπασθεί διά του βαπτίσματος τότε. Επομένως από θεολογικής επόψεως δεν μπορούσε να είναι αυτός που προέδ­ρευε επί της θεμελιώσεως του χριστιανικού δόγματος! Παρ’ όλα ταύτα αυτός ήταν ο πρόε­δρος ανάμεσα σε όσους επισκόπους και κληρικούς έτυχε να πάνε. Η παρουσία του ήταν κατά το πλείστον πολιτική και εκφοβιστική και διά τούτο η σπάθη του εσεί­σθη μερι­κές φορές μέσα στις συνεδριάσεις! Ο Αθανάσιος πάλι εξεβίασε τα πάντα διά του εμπορικού στόλου που διέθετε για να τροφοδοτεί την αυτοκρατορία με τα σιτηρά της Αιγύπτου. Αυτό θα πει γνήσια θρησκεία!

            Όπως έχομε ξαναγράψει, δεν γνωρίζομε πλήρως τί ακριβώς ήταν ο εκτός Πα­λαιστίνης, Εβραϊσμού και συναγωγής Χριστιανι­σμός των τριών πρώτων αιώνων. Γνω­ρίζομε βεβαίως ότι ήταν ένα μείγμα περιθωρια­κών ολιγομελών κοινοτήτων με κάποια πενιχρή θεολογική βάση ή σύνδεση και πολλές τρομοκρατικές εσχατολογικές εμμονές, αλλά χωρίς ενιαία θρησκευτική ανάπ­τυ­ξη. Τα γνω­στικιστικά στοι­χεία ήταν αμέτρητα.Τα μέλη τους ήταν άτομα ύπο­πτα, αντιδραστικά, αντικοινωνικά, ανόητα και παραληρημα­τικά! Αυτά τα περιθωριακά στοιχεία έτυχε να προση­λυτίσουν την αμόρφω­τη και προβλη­ματική μάνα του Κωνσταντίνου, Ελένη. Ο Κωνσταντίνος έχον­τας ιδι­αί­τερη αδυναμία και παθολογική εμ­πιστοσύνη προς τη μάνα του (πράγμα που αποδεικνύεται από το τρομακτικό επεισόδιο του θανάτου της δεύτερης γυναίκας του Κωνσταντίνου, Φαύστας) συνεκάλεσε ένα κλι­μάκιο «σοφών» (με­ταξύ αυτών ήταν ο Εθ­νικός Σώπατ­ρος, ο Ευσέβιος, κ. ά.) για να του φτιά­ξουν μια θρησκεία με βάση τις πί­στεις και θρη­σκοληψίες της μάνας του. Έτ­σι προέκυψε ο επίσημος και σημερι­νός Χριστιανισμός του Κωνσταντίνου, οποίος είναι πλήρως ακατάστατος, ανακόλουθος, αντιφατικός και διαφορε­τικός από όλους τους διαφό­ρους αρχέγονους Εβραιο-Γνωστι­κο-Χριστιανισμούς!

            Εκτός της εξαφανίσεως ότι τυχόν στοιχείων υπήρ­χαν, από τον Ευσέ­βιο και την παρέα του, η αρχαιολογία έχει διαπιστώσει τόσο ελάχισ­τα πράγματα ώστε να αδυνα­τεί να δώσει μια κάποια εικόνα του αρχέγονου μη Ιουδαϊ­κού Χριστιανισμού, από το +135 Κ. Ε. μέχρι τον Κωνσταντίνο. Οι κατακόμβες της Ρώμης και τα νεκρο­ταφεία που περιέ­χουν δεν είναι μόνο χριστιανικό ζήτημα, όπως ψευδώς οι χριστιανοί έχουν διαδώσει. Οι κατακόμβες δεν ήταν χριστιανικές, παρ’ όλον ότι άρεσε σε χριστι­ανούς να συχνά­ζουν εκεί! Μέσα σ’ αυτές, υπάρ­χουν χριστιανι­κές και μη χριστιανι­κές τοιχογραφίες αρκετά ενδεικτικές για τα ολίγα πράγματα που συν­έβαιναν εκεί μέ­σα τότε και για τις λοιδορίες των μη χριστιανών προς τους χριστια­νούς.. Έχομε επί­σης τα ολίγα αιρετικά ψευδεπίγραφα Γνωστικοχρι­στια­νικά βιβλία που ευρέθησαν το 1945 στην Περιοχή Ναγκ Χαμμάντι της Άνω Αι­γύπτου και μερικά θρύμματα παπύ­ρων. Πέ­ραν τούτων το μόνο προκωνσταντίνιο ανα­σκαφέν αρχαιολογικό εύρημα είναι ένα μι­κρό και ενδεές χριστια­νικό σπίτι στην πόλη Δούρα Ευρω­πό που βρίσκεται στην δεξιά όχθη του ποτα­μού Ευφράτη στην βόρεια Μεσοπο­ταμία εντός της ση­μερινής Συρίας. Η Ελληνιστική και μετά Ελληνορωμαϊκή αυτή πόλη (300 Π. Κ. Ε. – 256 Κ. Ε.) ήταν μεγάλος εμπορι­κός κόμ­βος και διέθετε πλούσια, πολυτελή Ιου­δαϊκή συναγω­γή και πλούσιο πολυτε­λές Μιθραίο. Τα εν­τός των κτισμάτων αυτών ευρήματα φυλάσ­σονται σήμερα στο μουσείο της Δαμασκού.

Αυτές οι παρατηρήσεις έχουν πολύ μεγάλη σημασία για το αν ο Παύλος ήταν ή δεν ήταν ιστορικό πρόσωπο, για το αν σ’ αυτόν οφείλεται ή όχι η επιβίωση και διά­δοση του Χρι­στιανισμού, για την απήχηση, επιτυχία, βάρος και κύρος που είχε, για την ορθοδοξία και την συμφωνία του προς τα Ευαγγέλια, για την όλη ιστορία και κα­τασκευή αυτής της τεχνητής και κακοφτιαγμένης θρησκείας, κ. ο. κ. Το σημαντικό ερώτημα που πα­ραμένει είναι: Ο «Μέγας» Παύλος, αυτός που μετά τον Ιησού κήρυξε και διαλά­λησε τον Χριστιανισ­μό πρώτος και με το πάθος που καυχώνται οι χριστια­νοί, γιατί δεν υπάρχει πουθε­νά σε καμία επίσημη χριστιανική ή μη χριστιανική πηγή πέραν του μυθιστορηματι­κού βιβλίου των Πράξεων, των υποτιθεμένων δικών του Επιστο­λών, και ολίγων αποκρύφων και υστεροχρόνων κειμένων που προαναφέραμε; Ας μας δώ­σουν απάντηση οι φωστήρες και πράκτο­ρες της Εβραιογνωστικοχριστιανι­κής μάστι­γας!

 

Περί «Ύμνου της Αγάπης»

 

Πoλλά έχoυν λεχθεί επαι­νε­τι­κά για τoν ύμνo της αγά­πης, Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ιγ΄: 1-13. Βε­βαί­ως ο Παύ­λος ανα­φέ­ρει ή κη­ρύτ­τει την αγά­πη και την αλληλοϋποστή­ριξη μεταξύ των οπαδών του σε μερικά ση­μεία των επι­στο­λών του, όπως Πρός Ρω­μαί­ους ιβ΄: 9, ιγ΄: 8-10, Πρός Γαλάτας ε΄: 14, Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς ε΄: 12-16, κλπ. Έχο­με να κάνομε για την αγά­πη που προέρ­χε­ται από τις δέ­κα εντολές Έξοδος κ΄: 1-17, Δευ­τερονόμιον ε΄: 1-33, και το Λευ­ι­τι­κόν ιθ΄: 18, 34. Αυτή η αγάπη απευθύνεται προς τους πιστούς των χριστιανικών οργανώσεων του Παύ­λου, όπως ακριβώς και «η αγάπη προς τον πλησίον» του Λευι­τι­κού και άλλα τέτοια σχετικά της Παλαιάς Δι­αθή­κης στην γραφή και στην πράξη απευθύνονται μό­νον προς τον πλησίον Ισραη­λίτη και κανέ­ναν άλλον. Γι’ αυτό στα γραπτά του Παύλου έχομε συχνές πυκνές αναφορές από την Παλαιά Διαθήκη οι οποίες λαμβάνονται όπως ταιριάζουν καλλίτερα κατά περίσ­τα­ση, άσχετα αν μεταξύ τους και εν συνόλω φάσκουν και αντιφάσκουν. Ο Παύλος γνωρίζει ότι υπήρχαν πολλές διαμάχες μεταξύ των οπαδών του και προς αποφυγήν αυτών εντέλλε­ται ομόνοια και αλ­ληλοϋποστήριξη και όχι αντεκδικήσεις!

Μελετώντας αυτά τα κείμενα βλέπομε ότι πρόκειται για εσωτε­ρι­κές εντολές, παρά τις ελάχιστες γενικότερες θέσεις που προσπαθεί να παρουσιάζει στο κεφά­λαιο ιβ΄ στην Πρός Ρω­μαί­ους. Τελικά παραμένει εντός των χριστιανικών ομάδων. Αυτό ακόμα αποδεικνύεται και από τις αμέτρητες αντι­φά­σεις στα λόγια και στις πράξεις του Αποστόλου σε σχέση με την αγάπη ή την συγχώ­ρεση που απαντώνται απανταχού στις Επιστολές του και στο βιβλίο των Πράξεων των Απο­στό­λων, όπως θα αναπτύξο­με εν συντομία εντός ολίγου.

Το ίδιο ισχύ­ει και για την αγάπη που κηρύττεται στο Ευαγγέλιο και στις τρεις Επιστολές του Ιω­άννου. Από μία κριτική με­λέ­τη του Ευαγ­γελίου αυτού και των τριών Επι­­σ­τολών του Ιωάννου βλέπομε ότι απευθύνεται μόνο προς τις Ιωαννικές χριστιανι­κές κοινό­τη­τες.

 Δεν νoμί­ζω να υπάρ­χει κα­νείς πoυ να απoρρί­πτει την αγά­πη σαν με­γάλo πα­ράγoν­τα για τη βελ­τί­ω­ση της ζω­ής και της ευ­τυ­χία των αν­θρώ­πων. Πλην όμως εδώ για τον φη­μι­σμέ­νο ύμνο έχω να κά­νω τις εξής πα­ρα­τη­ρή­σεις:

Είναι γεγονός ότι οι στίχοι 1-7 και 13 του ύμνου έχουν μια ποιητικότητα που προκαλεί συγ­κί­νηση σε πολλούς (ιδίως όταν απαγγέλλε­ται σε ένα κινηματογραφικό έργο με κατάλληλη μουσική υπό­κρου­ση και φωτισμό όπως «Η Μπλε Ταινία» του Πο­λωνού μεταφυσικού σκη­­­­νοθέτη Krzysztof Kieslow­ski).

Όμως η απε­ριό­ρι­στη και άνευ όρων αγά­πη που τα πάντα πιστεύει και τα πάν­τα υπομένει όπως την κη­ρύτ­τει εδώ o Παύλoς (ι­δί­ως στoν στίχo 7) δεν εί­ναι η νoυ­νε­χής αγά­­πη αλ­λά αυ­τή πoυ κα­θι­στά τo άτoμo πρό­βατo και χω­ρίς αμυ­ντικoύς μη­χα­νι­σμoύς στις αν­τιξoό­τη­τες τoυ κό­σμoυ. Έρ­χε­ται σε αντί­φα­ση με τoν εαυ­τό τoυ όταν στoυς στίχoυς Πρός Ρω­μαίoυς θ΄: 13-15 υπoδη­λώ­νει την αγά­πη και τo μίσoς ως ερ­γα­λεία τoυ ίδιoυ τoυ Θεoύ. Εκτός και για τον Θεό ισχύουν άλλα απ’ αυτά που λέει! Υπάρ­χει και άλ­λη αντί­φα­ση τoυ στίχoυ 11 με Ματ­θαίoν ιη΄: 3, ιθ΄: 14, Μάρ­κoν θ΄: 36 -37, ι΄: 13-16, Λoυ­κάν θ΄: 48, ιη΄: 17 και Α΄ Πέ­τρου β΄: 1-3.

 Μετά, από τoν στίχo 9 μέχρι τον 12, δια­βλέ­πo­με ότι o ύμνoς (που τελειώ­νει με τον στίχο 13) εί­ναι κα­­θα­ρά με­τα­φυ­σι­κός και έχει να κά­νει με την μέλ­λoυ­σα ζω­ή στην οποίαν πιστεύει ο Παύ­λος φανα­τικά και προ­πα­γανδίζει με κάθε μέσο. Τό­τε και εκεί ελ­πί­ζει o Παύλoς ότι θα απο­κτή­σει την τέ­λεια γνώ­ση αντί της με­ρι­κής πoυ έχει τώ­ρα στον εδώ φυ­σι­κό κό­σμο. Τό­τε θα βλέ­πει «πρό­σωπoν πρoς πρό­σωπoν» [τον Θεό Γιαχβέχ]. Κα­τά κά­ποιο πε­ρί­ερ­γο τρό­πο δη­λα­δή, έχει κά­νει ένα μπουρ­δού­κλω­μα αγά­πης και με­τα­φυ­σι­κής γνώ­σης ή αγά­πης για κά­ποια με­τα­φυ­σι­κή γνώ­ση που μό­νο ο Παύ­λος φα­ντάζεται. Είναι πολύ πε­ρίεργο τί θέση έχουν αυτοί οι στίχοι (8-12) εντός του ύμνου αυτού της αγάπης. Καθαρά, είναι εκτός θέματος! Τί να έχει συμ­βεί άραγε; Δεν αποκλεί­ε­ται να συνέβη κάποια παρεμβολή ή χάλκευση. Συν­ε­πώς, αυ­τός o ύμνoς ως με­­τα­φυ­σι­κός, ασα­φής και αντι­φα­τι­κός προς τα άλ­λα χω­ρία που παραθέσαμε εδώ εί­ναι ανε­φάρ­μο­στoς στη φυ­σι­κή ζωή επί της γης. Ιδού παραθέτομε τον ύμνο, Α΄ Κο­ρινθίους κεφάλαιο ιγ΄, εξετάστέ τον προσεκτικά, βγάλετε μόνοι σας συμπερά­σμα­τα και αποφασίσετε αν έχομε δίκιο ή άδικο:

 

1 Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον. 2 και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πί­στιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμι. 3 και εάν ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντά μου, και εάν παραδώ το σώμά μου ίνα καυθήσωμαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι. 4 Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, 5 ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, 6 ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία· 7 πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπί­ζει, πάντα υπομένει. 8 η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει. είτε δε προφητείαι, καταρ­γηθήσονται· είτε γλώσσαι, παύσονται· είτε γνώσις, καταργηθήσεται. 9 εκ μέ­ρους δε γινώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν· 10 όταν δε έλθη το τέ­λειον, τότε το εκ μέρους καταργηθήσεται. 11 ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος ελάλουν, ως νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος ελογιζόμην· ότε δε γέγονα ανήρ, κατήργηκα τα του νηπίου. 12 βλέπομεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου εν αινί­γ­μα­τι, τότε δε πρό­σωπον προς πρόσωπον· άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην. 13 νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα· μείζων δε τούτων η αγάπη.

 

Ας δούμε και τον ίδιο τον Παύλο κατά πόσον εφάρ­μο­σε αυτήν την αγά­πη που εκήρυττε. Έχo­με ήδη ιδεί τoν Παύλo στην Κόρινθο (Πράξεις ιη΄: 6) να καταριέται, να υβρί­ζει τoν αρ­χιε­ρέα (Πρά­ξεις κγ΄: 3), να υπo­στη­ρί­ζει τη δoυ­λεί­α, να εκνευ­ρί­ζε­ται και να αποκα­λεί τoυς Γα­λά­τες ανό­ητoυς, να τα ψάλ­­λει υβρι­στι­κά στoν Πέ­τρo και να κα­θυ­­βρί­ζει τoυς Κρη­τι­κoύς. Δεν συγ­χω­ρεί, αλ­λά κα­ταρ­ιέ­ται τoν Αλέ­ξαν­δρo τoν χαλ­κέα για τα κα­κά πoυ τoυ έκα­νε να τoυ τα ξε­πλη­ρώ­σει o Κύ­ριoς, Β΄ Πρός Τι­μό­θεoν δ΄: 14, όπως και με τον Υμέναιον και τον Αλέξανδρον, Α΄ Πρός Τι­μό­θε­oν α΄: 20. Επίσης έχομε το πάθημα του Βαριησού-Ελύμα στην Πάφο της Κύπρου, Πράξεις ιγ΄: 6-11. Πoύ πή­γε τό­τε η απε­ριό­ρι­στη και άνευ όρων αγά­πη που τα πά­ντα υπο­μέ­νει; Στην Πρός Ρω­μαίoυς θ΄: 13-14 μας δια­βε­βαι­ώ­νει ότι o Θε­ός δεν διέ­πρα­ξε αδι­κία εις βά­ρoς τoυ Ησαύ (Γέ­νε­σις κε΄: 19-34, κζ΄) με τo να τoν μι­σή­σει και αμέ­σως στoυς στί­χoυς θ΄: 15-16 βλέπo­με ότι o Θε­ός ελε­εί επι­λε­κτι­κά αυτoύς πoυ θέ­λει, ώστε ακό­μα και ο Θε­ός με τις επιλογές του πε­ριο­ρί­ζει την αγά­πη. Όλoι oι στίχoι Πρός Ρω­μαίoυς θ΄: 6-33 εί­ναι ένας κα­θα­ρός Γιαχ­βι­σμός αντί­θετoς με την άνευ όρων αγά­πη τoυ Παύ­λoυ στην Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ιγ΄: 1-13. Άρα η συμπεριφορά του Παύλου είναι αντι­φατική προς τα λόγια του ύμνου. («Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις!».). Και ερω­τούμε: Πoιoς έχει δί­κιo, o Παύλoς, o Γιαχβέχ, ή o Θε­ός; Όπως βλέπομε, το περίφημο «αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ...», δεν τηρήθηκε από τον Παύλο και τους χριστιανούς από τότε μέχρι σήμερα. Μόνο ελάχιστες και μεμονωμένες αφηγήσεις ιδιωτικών περιπτώσεων έχουν να μας ανακοι­νώσουν.

Τί τελικά ισχύει πίσω απ’ όλες αυτές τις κραυγαλέες και ακατά­παυστες αντι­φάσεις τόσο στην θεωρία όσο και στην πράξη; Μόνο η ιστορική και φιλολογική εξέ­ταση των κειμένων μπορούν να ρίξουν φως σ’ αυτό τον κυκεώνα. Το τελικό συμ­πέ­ρασμα που βγαίνει είναι ότι έχομε να κά­νο­με με: ανακατώματα, παραχαράξεις, πα­ρεμβολές, κλπ, αγραμμάτων συνωμοτών που μπάλωναν τα πράγματα όσο μπορούσαν κατά εποχές και κατά περιστάσεις.

 

Επίλογος

 

Ε­δώ τε­λειώ­νω αγα­πητoί ανα­γνώ­στες, γνω­ρί­ζο­ντας ότι δεν έχω εξα­ντλή­σει πλή­ρως αυ­τό το τε­ρά­στιο θέ­μα. Ακό­μα και ένας βα­ρύς τό­μος δεν θα έφτα­νε. Δώσαμε μό­­νο νύξεις χωρίς να αναπτύξομε κάθε θέμα σε όλη του την έκταση. Υπάρχουν ακό­μα πολ­λά θέματα που δεν αναπτύξαμε στην παρούσα εργασία. Π. χ. η προβληματική επί­σκεψη του Παύλου στην Αθήνα και ο προβλη­ματικός λόγος του στον Άρειο Πάγο, που ανα­φέ­ρονται μόνο στις Πράξεις ιζ΄, η παραμο­νή του και οι ταραχές στην Έφεσο Πρά­ξεις ιθ΄, η σχέση του με τους Ναζαρίτες, Εσσαίους και Ζηλωτές Πράξεις κα΄: 17-26 και κγ΄: 12-21, η σχέση της διδα­σκα­λίας του Παύλου, των πατέρων Αυγουστίνου, Ιερωνύ­μου κ. ά.., των Ευ­αγγελίων και των Καθολικών Επιστολών. Τα δόγματα τού Παύλου και όλα όσα έχουν να κάνουν με την θεολογική θεμελίωση της Ιεράς Εξε­τά­σεως αναπτύσσονται στο σημαντικό παράρτημα που έπεται. Ως γνω­στόν, αυτά τα δόγματα εθέ­σπησαν την καταστροφή της σάρκας διά φρικτοτάτων βασανι­στη­ρίων και θανατικών ε­κ­τελέσεων διά διαφόρων φοβερών μεθόδων, για να σωθεί το πνεύμα, η ψυχή, και να γλιτώσει ο υπόδικος μερι­κά από τα μάλλον πιο φοβερά βασανι­στήρια της κολάσεως και του καθαρτηρίου. Ζή­τω ο παραλογισμός, η βιομηχανία του φόνου και η φρίκη...! Αυτά τα θέματα όμως μπορείτε να τα μελετήσετε στα διάφορα βιβλία που αναφέρονται εντός της εργα­σίας αυτής. Υπάρχουν και πολλές παραπομπές που δεν συμπεριλήφθηκαν. Μόνοι σας μπορεί­τε να βρείτε και να προσθέσετε και άλλες αναφορές και να θέσετε και άλλα πολλά ερωτήματα... Η ανα­γρα­φή και επε­ξή­γη­ση κά­θε πα­ρα­πομπής της παρούσας ερ­γασίας μα­ζί με τους δια­φόρους συ­σχε­τι­σμούς των δια­φό­ρων πα­ρα­πο­μπών θα εί­χε αυ­ξή­σει τον όγκο της πά­νω από δέ­κα φο­ρές. Σας πρo­τεί­νω λοιπόν να με­λε­τή­σε­τε κα­λά όχι μόνo ετoύ­τη την ερ­γα­σί­α, αλ­λά και τις πα­ρα­πoμπές της, τη Βί­βλo oλό­κλη­ρη και όλα τα βι­βλία στα oπoία έχω αναφερθεί. «Ε­ρευ­νά­τε τάς γρα­φάς» και «γνώσεσθε τήν αλήθειαν, καί η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιωάν­νης η΄: 32). Με­τά μόνoι σας αφoύ σκε­φτεί­τε πoλύ κα­λά να απoφα­σί­σε­τε αμε­ρό­λη­πτα για τη στά­ση σας πρoς όλα αυ­τά χω­ρίς φόβo και πάθoς. Εί­ναι όλα αυ­τά θε­ό­πνευστα, δοσμένα από έναν λογικό Θε­ό, πα­τέ­ρα, πα­ντο­κρά­τoρα, πάνσo­φo, πα­νά­γαθo, πα­ντoδύ­ναμo ή πρόκει­ται για κά­τι άλ­λo...; Κα­λεί­στε να απαντή­σε­τε με ει­λι­κρί­νεια, τoυλά­χι­στoν για τoυς εαυτoύς σας. Δώσετε απάντηση στην ερώτηση: Τί ισχύει τελικά πίσω απ’ όλες αυτές τις κραυγαλέες και ακατά­παυστες αντιφάσεις και τί σημαίνει η ιστορική καταστροφή που επακολούθησε;

 

ñ

 

ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

 

Συνεχίζομε περί Παύλου με την μετάφραση των συνοπτικών αλλά πολύ περιε­κτικών σελί­δων 520-528, του εξαι­ρε­τι­κού ερευνητικού συγγράμματος:

 

History of the Christian Religion to the Year Two Hundred (Ιστορία της Χρισ­τιανικής Θρησκείας μέχρι το Έτος 200). By: Charles B. Waite, A. M., Fifth Edition – Revised. Chicago, 1900.

 

Ο συγγραφέας εξετάζει και παρουσιάζει μερικά μόνο από τα δόγματα τού Παύλου· όχι όλα! Άλλα δόγματά του έχομε ήδη εξετάσει και παρουσιάσει στο παραπάνω κεί­μενο και αλλού.

Ο μεταφραστής, χάριν πληρεστέρας εκθέσεως του θέματος, έθεσε εντός αγκυ­λών [ ] μερικές επιπλέον δικές του ση­μει­ώσεις, πλη­ρο­φορίες και αναφορές εντός του κειμέ­νου της μετάφρασης, τις οποίες εύκολα μπορείτε να εντοπίσετε.

 

ΔΟΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

 

Η διά ΑΙΜΑΤΟΣ ΕΞΙΛΕΩΣΗ. ―Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το πως δύναται οιοσ­δή­ποτε να αρνηθεί το ότι ο Παύλος εδίδαξε το δόγμα της εξιλέωσης. Οι απόψεις του εκφράζονται με ικανώς σαφή γλώσσα στα επόμενα χωρία, όλα τα οποία ελήφθη­σαν από τις επιστολές του, τις οποίες οι Γερμανοί κριτικοί παραδέ­χον­ται ως γνήσιες:

            «όν προέθετο ο Θεός ιλαστήριον διά της πίστεως εν τω αυτού αίματι, εις έν­δειξιν της δικαιοσύνης αυτού διά την πάρεσιν των προγεγονότων αμαρτημάτων» ―Πρός Ρωμαίους 3: 25.

            «έτι γαρ Χριστός όντων ημών ασθενών κατά καιρόν υπέρ ασεβών απέθανε. μό­λις γαρ υπέρ δικαίου τις αποθανείται· υπέρ γαρ του αγαθού τάχα τις και τολμά απο­θανείν. συνίστησι δε την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε. πολλώ ουν μάλλον δικαιωθέντες νυν εν τω αίματι αυτού σωθησόμεθα δι’ αυτού από της οργής. ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ διά του θανάτου του υιού αυτού, πολλω μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού· ου μόνον δε, αλλά και καυχώμενοι εν τω Θεώ διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι’ ου νυν την καταλλαγήν ελάβομεν.» ―Πρός Ρωμαίους 5: 6-11.

            «ός γε του ιδίου υιού ουκ εφείσατο, αλλ’ υπέρ ημών πάντων παρέδωκεν αυ­τόν, πως ουχί και συν αυτώ τα πάντα ημίν χαρίσεται;» ―Πρός Ρωμαίους 8: 32.

          «παρέδωκα γαρ υμίν εν πρώτοις ό και παρέλαβον, ότι Χριστός απέθανεν υπέρ των αμαρτιών ημών κατά τας γραφάς» Α΄ Πρός Κορινθίους 15: 3.

            «του δόντος εαυτόν υπέρ των αμαρτιών ημών, όπως εξέληται ημάς εκ του ενε­στώτος αιώνος πονηρού κατά το θέλημα του Θεού και πατρός ημών,» ―Πρός Γα­λά­τας 1: 4.

Βλέπε επίσης: ―Πρός Γαλάτας 3: 13, «Χριστός ημάς εξηγόρασεν εκ της κατάρας του νόμου γενόμενος υπέρ ημών κατάρα· γέγραπται γαρ· επικατάρατος πας ο κρεμάμενος επί ξύλου·». [Βλέπε και Γένεσις 40: 19, Δευτερονόμιον 21: 22-23, Ιη­σούς του Ναυί 8: 29, Εσθήρ 8: 7, και Πράξεις 5: 30, 10: 39, Πρός Γαλάτας 3΄: 13, Α΄ Πέτρου 2: 24.].

 

            [Επίσης: Πρός Εβραίους 9: 11-22 «Χριστός δε παραγενόμενος αρχιερεύς των μελλόντων αγαθών διά της μείζονος και τελειοτέρας σκηνής, ου χειροποιήτου, τούτ' έστιν ου ταύτης της κτίσεως, ουδέ δι’ αίματος τράγων και μόσχων, διά δε του ιδίου αίματος εισήλθεν εφάπαξ εις τα Άγια, αιωνίαν λύτρωσιν ευράμενος. ει γαρ το αίμα ταύρων και τράγων και σποδός δαμάλεως ραντίζουσα τους κεκοινωμένους αγιάζει προς την της σαρκός καθαρότητα, πόσω μάλλον το αίμα του Χριστού, ος διά Πνεύ­ματος αιωνίου εαυτόν προσήνεγκεν άμωμον τω Θεω, καθαριεί την συνείδησιν υμών από νεκρών έργων εις το λατρεύειν Θεώ ζώντι; Και διά τούτο διαθήκης καινής μεσί­της εστίν, όπως, θανάτου γενομένου εις απολύτρωσιν των επί τη πρώτη διαθήκη πα­ραβάσεων, την επαγγελίαν λάβωσιν οι κεκλημένοι της αιωνίου κληρονομίας. όπου γαρ διαθήκη, θάνατον ανάγκη φέρεσθαι του διαθεμένου· διαθήκη γαρ επί νεκροίς βε­βαία, επεί μήποτε ισχύει ότε ζη ο διαθέμενος. Οθεν ουδ' η πρώτη χωρίς αίματος εγκε­καίνισται· λαληθείσης γαρ πάσης εντολής κατά τον νόμον υπό Μωϋσέως παντί τω λαώ, λαβών το αίμα των μόσχων και τράγων μετά ύδατος και ερίου κοκκίνου και υσσώπου, αυτό τε το βιβλίον και πάντα τον λαόν ερράντισε λέγων· τούτο το αίμα της διαθήκης ης ενετείλατο προς υμάς ο Θεός. και την σκηνήν δε και πάντα τα σκεύη της λειτουργίας τω αίματι ομοίως ερράντισε. και σχεδόν εν αίματι πάντα καθαρίζεται κατά τον νόμον, και χωρίς αιματεκχυσίας ου γίνεται άφεσις.»]

 

[Για το ίδιο δόγμα βλέπε και Α΄ Ιωάννου 1: 7, και Α΄ Πέτρου 1: 19.]

 

ΔΙΚΑΙΩΣΗ διά ΠΊΣΤΕΩΣ. ―Ο Παύλος ήταν εξ ίσου καθαρός στην αναγ­γε­λία αυτού του δόγματος. Π. χ. βλέπε:

 Πρός Ρωμαίους 1: 16, «ου γαρ επαισχύνομαι το ευαγγέλιον του Χριστού· δύ­ναμις γαρ Θεού εστιν εις σωτηρίαν παντί τω πιστεύοντι, Ιουδαίω τε πρώτον και Έλ­ληνι.»,

Πρός Ρωμαίους 3: 22-24, «δικαιοσύνη δε Θεού διά πίστεως Ιησού Χριστού εις πάντας και επί πάντας τους πιστεύοντας· ου γαρ εστι διαστολή· πάντες γαρ ήμαρ­τον και υστερούνται της δόξης του Θεού, δικαιούμενοι δωρεάν τη αυτού χάριτι διά της απολυτρώσεως της εν Χριστω Ιησού,»,

Πρός Ρωμαίους 3: 30, «επείπερ εις ο Θεός ος δικαιώσει περιτομήν εκ πίστεως και ακροβυστίαν διά της πίστεως.»,

Πρός Ρωμαίους 4: 5, «τω δε μη εργαζομένω, πιστεύοντι δε επί τον δικαιούντα τον ασεβή, λογίζεται η πίστις αυτού εις δικαιοσύνην,»,

Πρός Ρωμαίους 4: 16 «δια τούτο εκ πίστεως, ίνα κατά χάριν, εις το είναι βε­βαίαν την επαγγελίαν παντί τω σπέρματι, ου τω εκ του νόμου μόνον, αλλά και τω εκ πίστεως Αβραάμ, ος εστι πατήρ πάντων ημών,»,

Πρός Ρωμαίους 5: 1, «Δικαιωθέντες ουν εκ πίστεως ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού,»,

Πρός Γαλάτας 2: 16 «ειδότες δε ότι ου δικαιούται άνθρωπος εξ έργων νόμου εάν μη διά πίστεως Ιησού Χριστού, και ημείς εις Χριστόν Ιησούν επιστεύσαμεν, ίνα δικαιωθώμεν εκ πίστεως Χριστού και ουκ εξ έργων νόμου, διότι ου δικαιωθήσεται εξ έργων νόμου πάσα σάρξ.».

Κλπ.

 

[Πρός Ρωμαίους 3: 27-28 «Πού ουν η καύχησις; εξεκλείσθη. Διά ποίου νό­μου; των έργων; ουχί, αλλά διά νόμου πίστεως. λογιζόμεθα ουν πίστει δικαιούσθαι άνθρωπον χωρίς έργων νόμου.».

Πρός Εφεσίους 2: 7-8 «ίνα ενδείξηται εν τοις αιώσι τοις επερχομένοις τον υπερβάλλοντα πλούτον της χάριτος αυτού εν χρηστότητι εφ' ημάς εν Χριστω Ιησού. τη γαρ χάριτί εστε σεσωσμένοι διά της πίστεως· και τούτο ουκ εξ υμών, Θεού το δώρον,».

Αυτά έρχονται σε καθαρή αντίφαση με τον Ιάκωβον, Καθολική Επιστολή Ιακώβου 2: 17 «ούτω και η πίστις, εάν μη έργα έχη, νεκρά».]

 

[ΔΙΚΑΙΩΣΗ δι’ ΕΡΓΩΝ ―Βεβαίως ο συνεχώς φάσκων και αντιφάσκων Παύλος δεν αντιφάσκει μόνο με τον Ιάκωβον αλλά και με τον εαυτόν του. Σε δυο σημεία αντιφατικώς λέγει ότι μπορούμε να σωθούμε και με έργα:

Πρός Ρωμαίους 2: 5-7 «κατά δε την σκληρότητά σου και αμετανόητον καρδί­αν θησαυρίζεις σεαυτώ οργήν εν ημέρα οργής και αποκαλύψεως και δικαιοκρισίας του Θεού, ος αποδώσει εκάστω κατά έργα αυτού, τοις μεν καθ’ υπομονήν έργου αγα­θού δόξαν και τιμήν και αφθαρσίαν ζητούσι ζωήν αιώνιον,» και 2: 13 «ου γαρ οι ακροαταί του νόμου δίκαιοι παρά τω Θεω, αλλ’ οι ποιηταί του νόμου δικαιω­θή­σονται.».

Μετά απ’ αυτές τις αντιφάσεις και τις τρικλοποδιές βρείτε ‘σεις την άκρη. Τί να πρωτοπεί και να πρωτοθαυμάσει κανείς με αυτόν τον Παύλο! Σε όλα τα ζητήματα φάσκει και αντιφάσκει. Οι αντιφάσεις και δολιότητές του ανέρχονται σε εκα­τοντάδες. Για την μνημειώδη αντιφατικότητα και κατά συνέπεια ψευδολογία του Παύ­λου όπως και όλης της Καινή Διαθήκης εδώ θα περιοριστούμε στο παράδειγμα του Μωσαϊκού Νόμου. Μελετήσετε τα παρακάτω αποσπά­σμα­τα με τη σει­ρά που τα παραθέτομε και αφού τα κατανοήσετε βγάλετε μόνοι σας τα συμπερά­σματά σας:

 

            Πρά­ξεις 13: 39, και από πάντων ων ουκ ηδυνήθητε εν τω νόμω Μωϋσέως δι­καιω­θή­ναι, εν τούτω πας ο πιστεύων δικαιούται.

            Ματ­θαί­ος 5: 17-18, Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προ­φήτας· ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι. αμήν γαρ λέγω υμίν, έως αν παρέλθη ο ου­ρα­νός και η γη, ιώτα εν ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου έως αν πάντα γέ­νη­ται. (Και Λουκάς 16: 17.)

Πρός Ρω­μαί­ους 6: 14, αμαρτία γαρ υμών ου κυριεύσει· ου γαρ εστε υπό νό­μον, αλλ’ υπό χάριν.

            7: 1, Η αγνοείτε, αδελφοί· γινώσκουσι γαρ νόμον λαλώ. ότι ο νόμος κυριεύει του αν­θ­ρώπου εφ’ όσον χρόνον ζη;

7: 6, νυνί δε κατηργήθημεν από του νόμου, αποθανόντες εν ω κατειχόμεθα, ώσ­τε δου­λεύειν ημάς εν καινότητι πνεύματος και ου παλαιότητι γράμματος.

            Πρός Γα­λά­τας 3: 10, Οσοι γαρ εξ έργων νόμου εισίν, υπό κατάραν εισί· γέγρα­πται γαρ· επικατάρατος πας ος ουκ εμμένει εν πάσι τοις γεγραμμένοις εν τω βιβλίω του νό­μου του ποιήσαι αυτά·

            Πρός Ρω­μαί­ους 4: 14-15, ει γαρ οι εκ νόμου κληρονόμοι, κεκένωται η πίστις και κατήργηται η επαγγελία· ο γαρ νόμος οργήν κατεργάζεται· ου γαρ ουκ έστι νόμος, ου­δέ παράβασις.

            Πρός Γα­λά­τας 3: 19, Τί ουν ο νόμος; των παραβάσεων χάριν προσετέθη, άχ­ρις ου έλθη το σπέρμα ω επήγγελται, διαταγείς δι’ αγγέλων εν χειρί μεσίτου.

            Α΄ Ιω­άν­νου 3: 4, Πας ο ποιών την αμαρτίαν και την ανομίαν ποιεί, και η αμαρ­τία εστίν η ανομία.

            Πρός Ρω­μαί­ους 7: 12, ώστε ο μεν νόμος άγιος, και η εντολή αγία και δικαία και αγαθή.

            7: 14, οίδαμεν γαρ ότι ο νόμος πνευματικός εστιν· εγώ δε σαρκικός ειμι, πεπ­ρα­μένος υπό την αμαρτίαν.

Πρός Γα­λά­τας 3: 22-23, αλλά συνέκλεισεν η γραφή τα πάντα υπό αμαρτίαν, ίνα η επαγγελία εκ πίστεως Ιησού Χριστού δοθή τοις πιστεύουσι. Προ δε του ελθείν την πίσ­τιν υπό νόμον εφρουρούμεθα συγκεκλεισμένοι εις την μέλλουσαν πίστιν απο­καλυφθή­ναι. (Καλλίτερα και πληρέστερα μελετήσετε ολόκληρο το κεφάλαιο 3 της Πρός Γαλά­τας Επιστολής.).

            Πρός Ρω­μαί­ους 3: 19, Οίδαμεν δε ότι όσα ο νόμος λέγει τοις εν τω νόμω λα­λεί, ίνα παν στόμα φραγή και υπόδικος γένηται πας ο κόσμος τω Θεώ,.

 

      Όλα τα περί Μωσαϊκού Νόμου από τον Παύλο έρχονται σε κατάφορη αντί­θε­ση με τον ίδιο το Ιησού Χριστό των τεσσάρων κανονικών Ευαγγελίων, ο οποίος όχι μόνο υποστηρίζει τον Νόμο αλλά και λέγει ότι μπορεί κανείς να κερδίσει την αιώνια ζωή διά της τηρήσεως των εντολών του νόμου και του ιδίου. Διαβάστε προσεκτικά: Ματθαίος ε΄: 17-19, ιθ΄: 17, Μάρκος ι΄: 19, Λουκάς ι΄: 26, Ιωάννης ιδ΄: 15, ιε΄: 10, κλπ. Ο Ιάκωβος μάλιστα στην Επιστολή του β΄: 10, έφτασε στην ακρότητα να μας πει ότι το να πα­ρα­βιάσεις μόνο μια εντολή του νό­μου είναι το ίδιο με το να παραβιάσεις όλο τον νόμο «όστις γαρ όλον τον νόμον τηρήση, πταίση δε εν ενί, γέγονε πάντων ένο­χος.». Ποιόν να πιστέψομε; Τον Παύλο, τον Ιάκωβο ή τον Ιησού; Ας μας απαντή­σουν οι φω­σ­τήρες της Εβραιογνωστικοχριστιανικής μάστιγας!]

 

ΕΚΛΟΓΗ ΚΑΙ ΠΡΟΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ. ―Αυτά τα δόγματα διεκηρύχθησαν από τον Παύλο σε γλώσσα, εάν είναι δυνατόν ακόμα περισσότερο σαφή [από τη γλώσσα των προηγουμένως αναφερθέντων δογμάτων]. Π. χ., βλέπε:

Πρός Ρωμαίους 8: 28, «Οίδαμεν δε ότι τοις αγαπώσι τον Θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν, τοις κατά πρόθεσιν κλητοίς ούσιν·»,

Πρός Ρωμαίους 8: 30, «ους δε προώρισε, τούτους και εκάλεσε, και ους εκάλεσε, τούτους και εδικαίωσεν, ους δε εδικαίωσε, τούτους και εδόξασε.»,

Πρός Ρωμαίους 9: 11-24, «μήπω γαρ γεννηθέντων μηδέ πραξάντων τι αγαθόν ή κακόν, ίνα η κατ’ εκλογήν του Θεού πρόθεσις μένη, ουκ εξ έργων, αλλ’ εκ του κα­λούντος, ερρέθη αυτη ότι ο μείζων δουλεύσει τω ελάσσονι, καθώς γέγραπται· τον Ια­κώβ ηγάπησα, τον δε’Ησαύ εμίσησα. Τί ουν ερούμεν; μη αδικία παρά τω Θεω; μη γέ­νοιτο. τω γαρ Μωϋσή λέγει· ελεήσω ον αν ελεώ, και οικτειρήσω ον αν οικτείρω. άρα ουν ου του θέλοντος ουδέ του τρέχοντος, αλλά του ελεούντος Θεού. λέγει γαρ η γρα­φή τω Φαραω ότι εις αυτό τούτο εξήγειρά σε, όπως ενδείξωμαι εν σοί την δυναμίν μου, και όπως διαγγελή το όνομά μου εν πάση τη γη. άρα ουν ον θέλει ελεεί, ον δε θέλει σκληρύνει. Ερείς ουν μοι· τι έτι μέμφεται; τω γαρ βουλήματι αυτού τις ανθέ­στη­κε; μενούνγε, ω άνθρωπε, συ τις ει ο ανταποκρινόμενος τω Θεω; μη ερεί το πλάσμα τω πλάσαντι, τι με εποίησας ούτως; ή ουκ έχει εξουσίαν ο κεραμεύς του πηλού, εκ του αυτού φυράματος ποιήσαι ό μεν εις τιμήν σκεύος, ό δε εις ατιμίαν; ει δε θέλων ο Θεός ενδείξασθαι την οργήν και γνωρίσαι το δυνατόν αυτού ήνεγκεν εν πολλή μα­κροθυμία σκεύη οργής κατηρτισμένα εις απώλειαν, και ίνα γνωρίση τον πλούτον της δόξης αυτού επί σκεύη ελέους, ά προητοίμασεν εις δόξαν, ους και εκάλεσεν ημάς ου μόνον εξ Ιουδαίων, αλλά και εξ εθνών,»,

Πρός Ρωμαίους 11: 5-7, «ούτως ουν και εν τω νυν καιρώ λείμμα κατ’ εκλογήν χάριτος γέγονεν. ει δε χάριτι, ουκέτι εξ έργων· επεί η χάρις ουκέτι γίνεται χάρις. ει δε εξ έργων, ουκέτι εστί χάρις· επεί το έργον ουκέτι εστίν έργον. Τί ουν; ό επιζητεί Ισ­ρα­ήλ, τούτο ουκ επέτυχεν, η δε εκλογή επέτυχεν· οι δε λοιποί επωρώθησαν,».

Κλπ.

 

[Πράξεις 13: 48 «ακούοντα δε τα έθνη έχαιρον και εδέξαντο τον λόγον του Κυρίου, και επίστευσαν όσοι ήσαν τεταγμένοι εις ζωήν αιώνιον·»

Αν και λέγει: Α΄ Πρός Τιμόθεον 2: 3-4 «τούτο γαρ καλόν και απόδεκτον ενώ­πιον του σωτήρος ημών Θεού, ος πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγ­νω­σιν αληθείας ελθείν.».

Πρός Τίτον 2: 11-13: «Επεφάνη γαρ η χάρις του Θεού η σωτήριος πάσιν ανθρώποις, παιδεύουσα ημάς ίνα αρνησάμενοι την ασέβειαν και τας κοσμικάς επιθυ­μί­ας σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς ζήσωμεν εν τω νυν αιώνι, προσδεχό­μενοι την μακαρίαν ελπίδα και επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού,».

Αλλά και πάλι λέγει: Πρός Ρωμαίους 9: 22 «ει δε θέλων ο Θεός ενδείξασθαι την οργήν και γνωρίσαι το δυνατόν αυτού ήνεγκεν εν πολλή μακροθυμία σκεύη οργής κατηρτισμένα εις απώλειαν,» και

Πρός Ρωμαίους 9: 27 «Ησαΐας δε κράζει υπέρ του Ισραήλ· εάν ή ο αριθμός των υιών Ισραήλ ως η άμμος της θαλάσσης, το κατάλειμμα σωθήσεται·»]

 

[Για το ίδιο δόγμα βλέπε και Α΄ Ιωάννου 5: 18, Α΄ Πέτρου 1: 20 και Β΄ Πέτρου 2: 9.]

 

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΑΥΤΩΝ

 

Η θυσία ως εξιλέωση των αμαρτιών, ήταν ένα δόγμα πολύ γνωστό στους Ιουδαίους (Εβραίους). Είχε επικρατήσει μεταξύ όλων των εθνών της αρχαιότητας. Η πρακτική αυτή είχε την αρχή της, καθώς είναι γνωστόν, στην υποτιθεμένη ανάγκη της εξευμενίσεως ενός οργισμένου θεού. Για τον κατευνασμό της θεϊκής οργής γινόταν προσφορές, αρχικά από τους καρπούς της γης, μετά των ζώων. Μεταξύ των Ιουδαίων το επικρατούν δόγμα αναφέρετε στην επιστολή Πρός Εβραίους 9: 21-22: «και την σκηνήν δε και πάντα τα σκεύη της λειτουργίας τω αίματι ομοίως ερράντισε. και σχε­δόν εν αί­ματι πάντα καθαρίζεται κατά τον νόμον, και χωρίς αιματεκχυσίας ου γίνεται άφε­σις.». [Καλλίτερα ακόμα ξαναδιαβάσετε ολόκληρο το χωρίο Πρός Εβραίους 9: 11-22, το οποίο παραθέ­σαμε ανωτέρω.]

 

[Αυτό είναι παρμένο από πολλά σημεία της Παλαιάς Διαθήκης. Π. χ. Μελετεί­στε: Έξοδος 29: 36, Λευιτικόν 5: 11-13, 8: 15, 19, 14: 2-57, 15: 3-30, 16: 14-15, 18-19, 26-27, 17: 11, Αριθμοί 6: 10-14, 19: 17-18, 31: 22-24. Ακόμα βλέπε: Πρός Εφε­σίους 1: 7, «εν ω έχομεν την απολύτρωσιν διά του αίματος αυτού, την άφεσιν των πα­ραπτωμάτων, κα­τά τον πλούτον της χάριτος αυτού,», Ματ­θαίος 26: 28, «τούτο γαρ εστι το αίμά μου το της καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών.», κλπ. Ει­ρήσθω εν παρόδω ότι η έρευ­να απέδειξε η επιστολή Πρός Εβραί­ους δεν γρά­φτηκε από τον Παύλο. Αυτό το συμπέρασμα το παραδέχεται και ο Τρεμ­πέλας, ο οποίος συμφωνεί με την άποψη ότι την επιστολή την έγραψε κάποιος ακό­λουθος του Παύλου ο οποίος καταγράφει από μνήμης μεν, πιστά και ελεύθερα δε, τις θέσεις του Παύλου.].

 

Εάν το αίμα αμνών και τράγων ημπορούσε να κατευνάσει την οργισμένη Θε­ό­τητα και να την παρακινήσει να συγχωρέσει τις αμαρτίες του λαού, πόσο φυσική ήταν η μετάβαση στην ιδέα, ότι ο θάνατος ενός προσώπου έκτατης αρετής, και ιδιαι­τέρως ενός που εθεωρείτο ότι ο ίδιος είναι Υιός του Θεού, θα κατεργαζόταν την συγ­χώ­ρηση των αμαρτιών όλου του κόσμου. Όσο πιο μεγάλη η θυσία, τόσο περισσότερο επεκτεταμένος ο εξευμενισμός.

Οι αρχαίοι ήσαν οικείοι, επίσης, με τη ιδέα της θυσίας υπό τη μορφή σταύ­ρω­σεως. Απ’ αυτές τις σταυρώσεις οι πιο σημαντικές ήταν: του Κρισνά της Ινδίας, Π.Κ.Ε. γύρω στο 1200· του Ινδουιστή, Βούδα Σάκια, Π.Κ.Ε. 600· του Θουλή της Αι­γύπτου, Π.Κ.Ε. 1700· και του Μίθρα, της Περσίας, Π.Κ.Ε. 600.

Είναι δυνατόν ο Παύλος να μην είχε ακούσει τίποτα για αυτούς τους αρχαίους σωτήρες; Εν τούτοις δεν ήταν ολιγότερο ειλικρινής με το να πιστεύει ότι ο αληθινός σω­τήρας είχε τώρα παρουσιαστεί. Είναι αληθές ότι ο ίδιος ο Ιησούς, ουδεμία φορά κατά την διάρκεια της προκαταρκτική ανακρίσεως, είτε μπροστά στο συνέδριο, είτε μπροστά στον Πιλάτο, είτε καθ’ οδόν προς την εκτέλεση, είτε κατά την σταύρωση, έδωσε κανέναν υπαινιγμό ότι επρόκειτο να αποθάνει διά τις αμαρτίες του κόσμου.

Παρ’ όλα ταύτα, ο Παύλος, ο οποίος δεν είχε λάβει μέρος στα Μεσσιανικά όνειρα των άλλων αποστόλων, του ίδιου του Ιησού, λογικώς παρακινήθηκε να θεω­ρή­σει τα πάθη κατά την σταύρωση ως μία θυσία. Εάν επρόκειτο να εγκαταλείψει μια θρησκεία εξιλέωσης, έπρεπε τότε να αρπάξει μια άλλη, η οποία συμπεριλάμβανε μια εξι­λέωση ακόμη υψηλότερου χαρακτήρα.

Αυτή η ιδέα της εντεταλμένης εξιλέωσης, στην οποίαν ο Παύλος οδηγήθηκε φυσικά και λογικά, κατά την μετάβαση του από την Ιουδαϊκή στην Χριστιανική πί­στη, έγινε σ’ αυτόν η απορροφούσα σκέψη, η εμψυχωτική αρχή της επακόλουθης ζω­ής του. Από τότε και μετά επρόκειτο να γνωρίζει μόνο τον Ιησού και αυτόν εσταυ­ρω­μένο διά τις αμαρτίες του κόσμου.

Για την εξιλέωση, η δικαίωση διά πίστεως δεν ήταν τίποτα πλέον παρά ένα παρεπόμενο συμ­πέρασμα. Η θυσία έπρεπε να δίνει αποδεκτή από εκείνον διά τον οποίον είχε γίνει. Εάν η πίστη του ήταν αρκετή, θα πλενόταν και θα καθαριζόταν από το αίμα του Ιησού.

Ο προκαθορισμός δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια άλλη μορφή του δόγματος περί μοιραίου των Εσσαίων. Αν και ήταν μορφωμένος Φαρισαίος ο Παύλος είχε υιο­θετήσει πολλές απόψεις των Εσσαίων, και ήταν κορεσμένος μέχρις εσχάτων από την μοιρολατρία αυτής της αίρεσης.

Υπάρχουν άλλα δόγματα του Αποστόλου τα οποία μέχρι στιγμής έχουν παρα­κρατηθεί­ στην αφάνεια, αλλά είναι μεγάλης σημασίας για την ανάπτυξη της Χριστι­α­νικής θρησκείας που επακολούθησε. Αυτά λοιπόν πρέπει τώρα να εξετάσομε.

 

            [Ο Ιησούς Χριστός των τεσσάρων κανονικών Ευαγγελίων, ουδέποτε ανέφερε τον Αδάμ και το προπατο­ρικό αμάρτημα σε οτιδήποτε έστω και το παραμικρό. Ουδέ­πο­τε εδήλωσε ότι τα προκαθορισμένα πάθη του αποτελούν εξιλεωτική θυσία για το αμάρ­τη­μα αυτό και έπρεπε να λάβουν χώρα για να σω­θεί το ανθρώπινο γένος από την κατά­ρα και την οργή του Θε­ού Πατ­ρός, Γιαχβέχ. Αυτά δεν υπάρχουν στα Ευαγγέλια, παρά μόνο στον Παύλο και μετέπειτα στην χριστιανική κατήχηση και δικαιολόγηση!

Τα θεολογικά δόγματα τού Παύλου είναι καινοφανή για τον Εβραϊσμό. Οι Εβ­ραίοι ουδέποτε φαντάστηκαν έναν Μεσσίαχ Υιόν του Γιαχβέχ ή ομοούσιον με τον Θεό Πατέρα Γιαχβέχ, για να εξιλεώσει όλο τον κόσμο από το αμάρτημα του Αδάμ και της Εύας. Ο Μεσσίαχ των Εβραίων ήταν ένας άνθρωπος ειδικά επιλεγμένος από τον Γιαχβέχ για να επανιδρύσει το χαμένο κράτος του Δαυίδ και να εγκαθιδρύσει ει­ρήνη και την ευτυχία στον εκλεκτό λαό του. Για τις αμαρτίες τους είχαν την ημέρα του εξιλασμού. Η κατάργηση ή ακόμα η αλλοίωση του Μωσαϊκού Νόμου ήταν θανά­σιμο αμάρτημα για τους Εβραίους. Η καταγωγή του Ιησού ως Μεγάλου Αρχιερέως από τον Μελχισεδέκ και όχι τον Ααρών ήταν μεγάλη παράβαση του θεϊκού Νόμου όπως και η κατάργηση της περιτομής, κ ά.

Ο Παύλος ομολογεί ότι ήταν Εβραίος και ζηλωτής του Νόμου. Φαρισαίος που μορφώθηκε «παρά τους πόδας» του μεγάλου διδασκάλου Φαρισαίου Γαμαλιήλ. Τότε γεννιέται το ερώτημα πώς στις κύριες και μεγάλες επιστολές του (Πρός Ρωμαίους, δύο Πρός Κορινθίους, Πρός Γαλάτας, Πρός Εβραίους) αναπτύσσει τόσο καινοφανή και αντίθετα προς τον Εβραϊσμό δόγματα; Πως του κατέβηκαν μαζί με τα ψεύδη και τις στρεψοδικίες του; Αν είναι δικά του τό­τε είναι προφανές ότι ο Παύλος αποσπά­σ­θηκε από τον ορθό­δοξο Ιουδαϊσμό και έκανε δική του αίρεση για λόγους που δεν έχο­με εξα­κριβώσει με αποδείξεις. Μήπως όμως δεν είναι δικά του αλλά χρισ­τιανικά δόγ­ματα που παρ­εισέφρησαν αργότερα και τα έβαλαν στις Επι­σ­τολές του Παύλου;

Έχομε ήδη αναφέρει ότι πολλοί επιστήμονες αμφισβητούν την ύπαρξη του Παύλου και άλλοι όλες τις Επιστολές του. Μήπως αυτή η τρομερή αντίφαση είναι μια ισχυρή ένδειξη του ότι έχουν δίκιο; Ή μήπως έχουν δίκιο οι Εβιωνίτες για όσα του κα­ταμαρτυρούν;]

 

ΔΟΓΜΑΤΑ ΙΕΡΑΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ.

 

«ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΣΑΡΚΑΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΊΑ ΤΟΥ ΠΝΕΎΜΑΤΟΣ·

Η΄, ΝΑ ΦΟΝΕΎΣΕΙΣ ΤΟ ΣΩΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΘΕΙ Η ΨΥΧΗ.»

 

«Όλως ακούεται εν υμίν πορνεία, και τοιαύτη πορνεία, ήτις ουδέ εν τοις έθνε­σιν ονομάζεται, ώστε γυναίκά τινα του πατρός έχειν.

και υμείς πεφυσιωμένοι εστέ, και ουχί μάλλον επενθήσατε, ίνα εξαρθή εκ μέ­σου υμών ό το έργον τούτο ποιήσας!

εγώ μεν γαρ ως απών τω σώματι, παρών δε τω πνεύματι, ήδη κέκρικα ως πα­ρών τον ούτω τούτο κατεργασάμενον,

εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού συναχθέντων υμών και του εμού πνεύματος συν τη δυνάμει του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού

παραδούναι τον τοιούτον τω σατανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή εν τη ημέρα του Κυρίου Ιησού

«τι γαρ μοι και τους έξω κρίνειν; ουχί τους έσω υμείς κρίνετε; τους δε έξω ο Θεός κρίνει. και εξαρείτε τον πονηρόν εξ υμών αυτών.» ―Α΄ Πρός Κορινθίους 5: 1-5, 12-13.

[Στον στίχο 1 έχομε την πληροφορία μόνο τι ήταν το αδίκημα κάποιου. Ότι δηλαδή κάποιος γιος είχε σεξουαλικές σχέσεις με την μητριά του. Δεν αναφέρεται τί­ποτα για τις συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη, αν ήταν όντως ή όχι ένο­χος ο αδικήσας γιος, και αν τελικά ένοιαξε τον πατέρα του που μάλλον υπο­νο­είται πως ήταν ο αδι­κη­θείς χωρίς να εί­ναι σίγουρο. Ο αδικηθείς μπορεί να ήταν η γυ­ναίκα του πατέρα, δηλα­δή η μητριά του γιου. Αν εμβα­θύ­νομε στον τρόπο με τον οποίον ο Παύ­λος αναφέρει εδώ τα συμβάντα, φαίνεται αρκετά αμφίβο­λο ότι ένοιαξε κα­θόλου τον πατέρα και μάλλον όλα να έγιναν κοινή συναινέσει. Π. χ., στον στίχο Α΄ Πρός Κορινθίους 5: 6 ο Παύλος αντιδρά ως εξής: «Ου καλόν το καύχημα υμών. ουκ οίδατε ότι μικρά ζύμη όλον το φύραμα ζυμοί;». Δεν βλέπομε κανέναν να διαμαρτύρεται για αδίκημα, αλλά αντιθέτως ο στίχος 2 φανερώνει σαφώς ότι κανένας από τη σύ­ναξη της Κορίν­θου δεν νοιάστηκε για το συμβάν και επομέ­νως δεν υπήρχε ούτε αδι­κήσας ούτε αδι­κηθείς. Όλα αυτά για τον Παύλο είναι ψιλά γράμματα και παραβλέ­πονται. Άλλο είναι το ζή­τημα που τον καίει όπως θα δούμε στη συνέχεια και αυτός μόνος, από ό,τι είχε ακού­σει και εν τη απουσία του, το θέτει ως έσχατο έγκλημα. Έτσι το ποινικό δίκαιο, ο ασ­τικός κώ­δι­κας και η εγκε­κριμένη δικαστι­κή διαδικασία δεν έχουν καμία θέση για τον Παύλο. Το μό­νο που τον νοιάζει είναι το καταστατικό της εκκλησίας όπως το εννοού­σε αυτός και μόνον. Όπως θα δούμε στη συνέχεια η κατάληξη ήταν πά­ρα πολύ λυπη­ρή για όλους, όπως σαφώς δηλώνεται στην Β΄ Πρός Κορινθίους 7: 7-11. Η θανά­τωση τού γιου, την οποία επιζητούσε επιμόνως ο Παύλος, θα ήταν άκρως οδυνηρή και κα­τα­στροφική για τον πατέρα όταν μάλιστα ό,τι και αν έκανε ο γιος του όπως διαφαί­νε­ται δεν τον ενόχλησε πολλώ μάλλον να τον αδίκησε. Μετά, οι Χρισ­τια­νοί κοκορεύον­ται για μετάνοια και συγχώρεση. Εδώ δεν εδόθη καμία ευκαιρία!]

 

Τί εννοεί ο Παύλος εδώ; Διάφοροι ισχυρίζονται ότι δεν υπήρχε τίποτα χειρό­τε­ρο από την έξωση εκ της εκκλησίας.

Εντούτοις, δεν ήταν τέτοια η γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο απόστολος, για τον κατ’ ευθείαν αποκλεισμό από την εκκλησία. Οι αδελφοί έπρεπε να:

«αποσυρ­θούν» εφ’ εαυτού των απ’ τέτοιους πονηρούς (Α΄ Πρός Τιμόθεον 6: 5, «παραδιατρι­βαί διε­φθαρμένων ανθρώ­πων τον νουν και απεστερημένων της αλη­θείας, νομιζόντων πορι­σμόν είναι την ευσέ­βειαν. αφίστασο από των τοιούτων.», Β΄ Πρός Θεσσαλονι­κείς 3: 6, «Παραγγέλλομεν δε υμίν, αδελφοί, εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στέλλεσθαι υμάς από παντός αδελφού ατάκτως περιπατούντος και μη κατά την παρά­δοσιν ην παρέλαβον παρ’ ημών.»)·

ή από τέτοιους έπρεπε να «απομακρυνθούν» (Β΄ Πρός Τιμόθεον 3: 5, «έχον­τες μόρ­φωσιν ευσεβείας, την δε δύναμιν αυτής ηρνημένοι. και τούτους αποτρέπου.»·

ή έπρεπε να τους αποφεύγουν (Πρός Ρωμαίους 16: 17 «Παρακαλώ δε υμάς, αδελφοί, σκοπείν τους τας διχοστασίας και τα σκάνδαλα παρά την διδαχήν ην υμείς εμάθετε ποιούντας, και εκκλίνατε απ’ αυτών·»)·

ή να τους «ση­μειώνουν» ή να τους «προειδοποιούν» και «να μην κάνουν καθόλου παρέα» μαζί τους (Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς 3: 14, «ει δε τις ουχ υπακούει τω λόγω ημών διά της επιστολής, τούτον σημειούσθε, και μη συναναμίγνυσθε αυτώ, ίνα εν­τραπή·» ).

 

[Ακόμα βλέπε: Β΄ Πρός Κορινθίους 6: 14-15, «Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απί­στοις· τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος; τις δε συμφώ­νησις Χριστώ προς Βελίαλ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;», (και Α΄ Ιωάννου 2: 12-17, Β΄ Ιωάννου 10-11).

Και ο Ιησούς σε μερικά σημεία είχε ανάλογη γλώσσα για επίλυση διαφορών. Ματ­θαίος 5: 22-26, «Εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο οργι­ζό­με­νος τω αδελφώ αυτού εική ένο­χος έσται τη κρίσει· ος δ’ αν είπη τω αδελφώ αυτού ρα­κά, ένοχος έσται τω συν­ε­δρίω· ος δ’ αν είπη μωρέ, ένοχος έσται εις την γέενναν του πυρός. Εάν ουν προ­σ­φέ­ρης το δώρόν σου επί το θυσιαστήριον κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρόν σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε πρώτον διαλ­λά­γη­θι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρόν σου. Ίσθι ευνοών τω αντι­δί­κω σου ταχύ έως ότου ει εν τη οδώ μετ’ αυτού, μήποτέ σε παραδώ ο αν­τί­δικος τω κριτή και ο κριτής σε παραδώ τω υπηρέτη, και εις φυλακήν βλη­θήση· αμήν λέγω σοι, ου μη εξέλθης εκείθεν έως ου αποδώς τον έσχατον κοδράν­την

18: 15-17, «Εάν δε αμαρτήση εις σε ο αδελφός σου, ύπαγε και έλεγξον αυτόν μεταξύ σου και αυτού μόνου· εάν σου ακούση, εκέρ­δη­σας τον αδελ­φόν σου· εάν δε μη ακούση, παράλαβε μετά σου έτι ένα ή δύο, ίνα επί στόματος δύο μαρτύρων ή τρι­ών σταθή παν ρήμα. εάν δε παρακούση αυτών, ειπέ τη εκκλησία· εάν δε και της εκ­κλησίας παρακούση, έστω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης.».].

 

Ο Παύλος διέταξε την εκκλησία της Κορίνθου «εξαρείτε τον πονηρόν εξ υμών αυτών». Η λέξη που χρησιμοποιείται είναι εξαρείτε «= απομακρύνατε, βγάλετε από τη μέση ή από ανάμεσα» από το ρήμα εξαιρώ· ή σύμφωνα με σωστότερο ανά­γ­νωσμα, αρείτε, από το ρήμα αίρω.

Τώρα ποία η σημασία του αίρω και του εξαιρώ;

Το ακόλουθο είναι ένας από τους ορισμούς που δίνονται από τους Liddell και Scott: «Να σηκώσεις και να απομακρύνεις, να απομακρύνεις, να θέσεις τέρμα στο: αργότερα, να φονεύσεις.».

            Έτσι, ένας από τους ορισμούς του εξαιρέω, συνηρημένος τύπος του οποίου εί­ναι το εξαιρώ, είναι, «φονεύω, θανατώνω, σκοτώνω, βγάζω από τη μέση».

            Εμείς αναγνωρίζομε ότι η φράση «εξαρείτε τον πονηρόν» χρησιμοποιείται με την έννοια «βγάλετε από τη μέση [δια θανατώσεως] τον πονηρόν = κακόν, άνομο, πα­λιάνθρωπο, διε­φθαρμένο»· όπως όταν λέμε σε έναν φίλο, «Αυτός έφυγε από τη μέ­ση.». Τω όντι, αυτή είναι η κοινή χρήση της φράσεως και των ισοδυνάμων της σε άλ­λες γλώσσες για περισ­σό­τε­ρα από δυο χιλιά­δες χρόνια.

            Στην Καινή Διαθήκη υπάρχουν συχνά παραδείγματα της χρήσης του ρήματος αίρω κατ’ αυτήν την έννοια.

            Παραδείγματος χάριν:

            Ματθαίος 24: 39 «και ουκ έγνωσαν έως ήλθεν ο κατακλυσμός και ήρεν άπαν­τας, ούτως έσται και η παρουσία του υιού του ανθρώπου.».

Λουκάς 23: 18 «ανέκραξαν δε παμπληθεί λέγοντες· αίρε τούτον, απόλυσον δε ημίν Βαραββάν·». Βλέπε επίσης Ιωάννης 19: 15, και Πράξεις 21: 36.

Ιωάννης 17: 15 «ουκ ερωτώ ίνα άρης αυτούς εκ του κόσμου, αλλ’ ίνα τηρήσης αυτούς εκ του πονηρού».

Ιωάννης 15: 2 «παν κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν, αίρει αυτό, και παν το καρπόν φέρον, καθαίρει αυτό, ίνα πλείονα καρπόν φέρη.».

Ιωάννης 11: 48-50 «εάν αφώμεν αυτόν ούτω, πάντες πιστεύσουσιν εις αυτόν, και ελεύσονται οι Ρωμαίοι και αρούσιν ημών και τον τόπον και το έθνος. εις δε τις εξ αυτών Καϊάφας, αρχιερεύς ων του ενιαυτού εκείνου, είπεν αυτοίς· υμείς ουκ οίδατε ουδέν, ουδέ διαλογίζεσθε ότι συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόληται.».

Πράξεις 8: 33 «εν τη ταπεινώσει αυτού η κρίσις αυτού ήρθη· την δε γενεάν αυτού τις διηγήσεται; ότι αίρεται από της γης η ζωή αυτού.».

Πράξεις 22: 22 «Ήκουον δε αυτού άχρι τούτου του λόγου, και επήραν την φωνήν αυτών λέγοντες· αίρε από της γης τον τοιούτον· ου γαρ καθήκεν αυτόν ζήν.».

Ούτως η φιλολογική ένδειξη είναι υπερβολική.

Αν όμως υπήρχε κάποια αμφιβολία διά την σημασία αυτού του κεφαλαίου, και για την πρόθεση του αποστόλου, θα πρέπει [η αμφιβολία αυτή] να εξαλειφθεί από την ανάγνωση της επομένης επιστολής προς την ιδίαν εκκλησία, εις την οποίαν ανα­φέρει την ίδια πρά­ξη. Στην επόμενη επιστολή λέγει:

«ου μόνον δε εν τη παρουσία αυτού, αλλά και εν τη παρακλήσει ή παρεκλήθη εφ’ υμίν, αναγγέλλων ημίν την υμών επιπόθησιν, τον υμών οδυρμόν, τον υμών ζήλον υπέρ εμού, ώστε με μάλλον χαρήναι,

ότι ει και ελύπησα υμάς εν τη επιστολή, ου μεταμέλομαι, ει και μετεμελό­μην· βλέ­πω γαρ ότι η επιστολή εκείνη, ει και προς ωραν, ελύπησεν υμάς.

νυν χαίρω, ουχ ότι ελυπήθητε, αλλ’ ότι ελυπήθητε εις μετάνοιαν· ελυπήθη­τε γαρ κατά Θεόν, ίνα εν μηδενί ζημιωθήτε εξ ημών.

η γαρ κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν εις σωτηρίαν αμεταμέλητον κατεργάζεται· η δε του κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται.

ιδού γαρ αυτό τούτο, το κατά Θεόν λυπηθήναι υμάς, πόσην κατειργάσατο υμίν σπουδήν, αλλά απολογίαν, αλλά αγανάκτησιν, αλλά φόβον, αλλά επιπόθησιν, αλλά ζήλον, αλλά εκδίκησιν! εν παντί συνεστήσατε εαυτούς αγνούς είναι εν τω πράγματι.

άρα ει και έγραψα υμίν, ουχ είνεκεν του αδικήσαντος, ουδέ είνεκεν του αδι­κηθέντος, αλλ’ είνεκεν του φανερωθήναι την σπουδήν υμών την υπέρ ημών προς υμάς ενώπιον του Θεού.

Δια τούτο παρακεκλήμεθα. επί δε τη παρακλήσει υμών περισσοτέρως μάλλον εχάρημεν επί τη χαρά Τίτου, ότι αναπέπαυται το πνεύμα αυτού από πάντων υμών·» ―[Β΄ Πρός Κορινθίους 7: 7-13.].

            Ο απόστολος δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την μεριά του κατηγορουμένου. Ούτε ενδιαφέρθηκε καθόλου για ‘κείνον που αδικήθηκε. Η μόνη φροντίδα ήταν αυτή για την εκκλησία. Και τώρα που η εκκλησία είχε εξεγερθεί, και μέσα στην αγανάκτη­ση και τον ζήλο της πήρε εκδίκηση από τον ανομούντα, αυτός, ο Παύλος, ικανο­ποιή­θη­κε.

 

[Δεν ξέρομε βεβαίως πόσον ο Εβραιόφρων Παύλος είχε κατά νουν: (1) την κατάρα του Ια­κώβ κατά του υιού του Ρουβήν επειδή ο Ρουβήν ανέβηκε εις την κλίνην του πατρός του και «έκανε κάτι» με μια από τις γυναίκες του πατρός του Γένεσις 49: 3-4, (2) τα παθήματα των δέκα γυναικών και παλλακίδων του προφητάνακτος Δαυίδ επει­δή τις τα­κτοποίησε όλες ο υιός Αβεσσαλώμ, Β΄ Σαμουήλ ή Βασιλειών 15: 16, 16: 15-23, 20: 3, (3) την διάταξη του Μωσαϊκού Νόμου, Λευιτικόν 20: 11 «και εάν τις κοιμηθή μετά γυναικός του πατρός αυτού, ασχημοσύνην του πα­τ­ρός αυτού απεκά­λυ­ψε, θανάτω θανατούσθωσαν, αμφότεροι ένοχοί εισι.». Όμως κατά καμίαν έννοιαν δεν δηλώνει ή υπονοεί κάτι τέτοιο στις επιστολές του, παρ’ όλο που η παυλική ομάδα της Κορίνθου αποτελείτο σχεδόν όλη από Ιουδαίους της διασποράς.

Τελικά ο Παύλος και Τίτος χάρηκαν με την έκβαση των πραγμάτων, και όπως διαβάζομε χάρηκαν πολύ. Απ’ ό,τι γράφεται στις δύο Πρός Κο­ρινθίους Επιστολές, πρέπει να ήταν ο Τίτος και η Χλόη (Α΄ Πρός Κο­ρινθίους 1: 11) αυτοί που ειδοποίη­σαν τον Παύλο περί των συμ­βάν­των. Επίσης στην Επιστολή Πρός Γαλάτας ο Παύλος έχει εξοργισθεί σε άκρατο βαθμό. Αναθεματίζει, μπλέκει τα λόγια του, υβ­ρί­ζει τους πάντες και τα πάντα ακόμα και τον Πέτρο (Πρός Γαλάτας 2: 11-21). Παρα­κάτω θα ασχοληθούμε εκτενώς και με τον στίχο Πρός Γαλάτας 5: 12. Από τις ανα­φο­ρές εκ των Επιστολών που έχομε ήδη γράψει εδώ και πολλές άλλες που δεν έχομε γράψει συμ­πε­ραίνομε ότι ο Παύλος πάντα είχε τους ανθρώπους του για να κατα­σ­κο­πεύουν άτομα και πράγματα. Η Ιερά Εξέτασις εφάρμοσε πολύ πιστά αυτή την τακ­τι­κή.]

 

            Είχε [ο Παύλος] εκ προοιμίου καταδικάσει τον ανομούντα, και είχε εξαγγείλει καταδικαστική πρό­ταση, και το είχε κάνει αρκετά ξεκάθαρο ότι επιθυμούσε [απαι­τού­σε] η πρό­τα­ση [΄ του] να εκτελεστεί. Το ότι αυτό συνέβη, φαίνεται καθαρά από τη γλώσσα της δεύτερης επι­στολής.

           

[Εδώ πρέπει να προσθέσομε ότι: Ο Παύλος στην Β΄ Πρός Κορινθίους 2 : 1-11, συ­νι­στά αγάπη προς τον μετανοήσαντα. Αυτό οφείλομε να το αναφέρομε διότι πολλοί διε­στραμ­μένοι απολογη­τές της Εβραιογνωστικοχριστιανικής μάστιγας το χρησι­μοποιούν για να απαλ­λά­ξουν τον Παύλο από την κακία, τη δικτατορία και την αγριότητά που έχει επι­δείξει εν προκειμένω. Εδώ απλώς δίδει μια γε­νική και αφηρημένη εν­τολή αγάπης και μετανοίας, η οποία όμως λαμβάνει ισχύ όταν μόνο αυτός ο ίδιος κρίνει ότι η μετά­νοια τού αμαρτήσαντος έγινε εντός των πλαισίων που αυτός έθεσε. Ο Παύλος ως μέγας εγωιστής οικειοποιείται την ανώτατη αρχή μέσα στις ομάδες των πιστών του και μό­νον αυτός ως αυθεντία επικυρώνει ό,τι θέλει και όταν αυτός νο­μίζει ότι οι όροι του ικανοποιήθηκαν επαρκώς. Γι’ αυτό, π. χ., βλέπομε και το θράσος του στον στίχο 2: 9 όπου γράφει: «εις τούτο γαρ και έγραψα, ίνα γνώ την δο­κιμήν υμών, ει εις πάντα υπή­κο­οί εστε» κλπ. Ακόμα και σ’ αυτό το σημείο δοκιμάζει τα μέλη της ομάδας του και απαιτεί υπακοή «εις πάντα»! Πλήρης δικτατορία δηλαδή! Αν ψυχα­ναλύσομε την κα­τάσταση αυτών των μελών φτάνομε στο συμπέρασμα ότι πρέπει να ήσαν σχιζοει­δή, πλήρως προ­βατοποιημένα και εντελώς εξαθλιω­μένα πνευματικώς! Διότι αντί να τον εξαπο­στείλουν από ‘κει που ήλθε αυτά υπομένουν τυφλά οτιδήποτε τους επιτάσ­σει! Ας μελετήσομε λοιπόν τα παράξενα και αλλοπρόσαλλα του εδαφίου Β΄ Πρός Κορινθίους 2: 1-11:

 

«Έκρινα δε εμαυτώ τούτο, το μη πάλιν εν λύπη ελθείν προς υμάς. ει γαρ εγώ λυπώ υμάς, και τις εστιν ο ευφραίνων με ει μη ο λυπούμενος εξ εμού; και έγ­ραψα υμίν τού­το αυτό, ίνα μη ελθών λύπην έχω αφ’ ων έδει με χαίρειν, πεποι­θώς επί πάντας υμάς ότι η εμή χαρά πάντων υμών εστιν. εκ γαρ πολλής θλί­ψεως και συνοχής καρδίας έγραψα υμίν διά πολλών δακρύων, ουχ ίνα λυπη­θήτε, αλλά την αγάπην ίνα γνώτε ην έχω περισσοτέρως εις υμάς. Ει δε τις λε­λύπηκεν, ουκ εμέ λελύπηκεν, αλλά, από μέρους ίνα μη επιβαρώ, πάντας υμάς. ικα­νόν τω τοιούτω η επιτιμία αύτη η υπό των πλειόνων· ώστε τουναν­τί­ον μάλλον υμάς χαρίσασθαι και παρακαλέσαι, μήπως τη πε­ρισσοτέρα λύπη κα­ταποθή ο τοιούτος. διό παρακαλώ υμάς κυρώσαι εις αυτόν αγά­πην. εις τού­το γαρ και έγραψα, ίνα γνώ την δοκιμήν υμών, ει εις πάντα υπήκοοί εστε. ω δε τι χαρίζεσθε, και εγώ· και γαρ εγώ ει τι κεχάρισμαι ω κεχάρισμαι, δι’ υμάς εν προσώπω Χριστού, ίνα μη πλεονεκτηθώμεν υπό του σατανά· ου γαρ αυτού τα νοή­ματα αγνοούμεν.»

 

Βλέπομε ότι, αν και συνδέει αυτά που γράφει εδώ με αυτά που έγραψε στην πρώτη επιστολή η σχέση τους με το επεισόδιο της Α΄ Πρός Κορινθίους 5, το οποίο εξετάζομε εδώ, είναι καθαρά στρεψόδικη. Ενώ, όπως έχομε καταστήσει σαφές ανω­τέ­­ρω, π. χ. με το «παραδούναι τον τοιούτον τω σατανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή εν τη ημέρα του Κυρίου Ιησού.» και με τα τόσα άλλα, ο Παύ­λος εκ προ­οιμίου έχει καταδικάσει τον ανομούντα, εδώ τώρα γράφει: «ώστε τουναν­τίον μάλ­λον υμάς χαρίσασθαι και πα­ρα­καλέσαι, μήπως τη περισσοτέρα λύπη κατα­πο­θή ο τοι­ού­τος. διό παρακαλώ υμάς κυ­ρώσαι εις αυτόν αγά­πην», κλπ. Το «δι’ υμάς εν προ­σώ­πω Χριστού,» είναι για ένα αφη­ρη­μένο κόλπο ενώ ολόκληρο το εδάφιο είναι ένα προ­πα­ρασκευαστικό βήμα διά τους πα­ραλήπτες της επι­στο­λής, ούτως ώστε στο κεφάλαιο 7 να επέλθει σαν καταπέλτης. Διότι στο κεφάλαιο 7 βλέπομε καθαρά τη γλώσσα και το ύφος να αλλάζει ριζικά. Όχι μό­νον επανέρχεται σαφώς στο επεισόδιο, τη γλώσσα και το ύφος του κεφαλαίου 5 της Α΄ Πρός Κορινθίους, αλλά τώρα χρησιμοποιεί δια­φο­ρε­τικά κριτήρια, π. χ. της δικής του χαρά και του Τίτου με όλες τις συγκαλυμμένες κα­κοήθειές του κλπ., και δη­λώνει ευθέως: «ει και ελύπησα υμάς εν τη επιστολή, ου με­ταμέλομαι, ει και μετε­με­λό­μην...» κλπ., μαζί με όλες τις εξα­θλι­ω­τικές στρε­ψο­δι­κίες που μόλις ανωτέρω παρα­θέ­σαμε. Από τα ίδια τα γραπτά του, ευκολότατα απο­δει­κνύ­ε­ται ότι ο Παύλος είναι ένας δόλιος και πονηρός στρεψόδικος. Η σχέση των κεφα­λαί­ων Α΄ Πρός Κορινθίους 5, Β΄ Πρός Κορινθίους 2 και 7 αποτελεί ένα παράδειγμα μέσα στα τόσα άλλα. Μερικές φορές έχει το θράσος να το ομολογεί και ο ίδιος. Π. χ. Πράξεις 9: 22, Πρός Ρω­μαί­oυς 3: 7 «Ε­άν διά τoυ ψεύ­δoυς μoυ η αλή­θεια τoυ Θε­oύ κα­τε­­δεί­χθη με­γά­λη πρoς δό­ξαν τoυ, για­τί ακό­μη κα­τα­κρί­νo­μαι ως αμα­ρτω­λός;» (το μόνο αληθές που μας είπε ο Παύλος!), Α΄ Πρός Κo­ρι­ν­θί­oυς 6: 12, 9: 19-23, 10: 23, Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 5: 13, 12: 16, Πρός Φι­λιπ­­πη­σίους 1: 15-18, και πολλά άλλα. Έτσι λοιπόν φτάνομε αβιάστως στα παρακάτω συμπεράσματα των «αγίων και θεο­φό­ρων πατέρων», τα οποία ο Waite έκανε το κόπο να μας καταγράψει: ]

 

            Το συμπέρασμα που βγήκε εξ αυτού του κεφαλαίου [Β΄ Πρός Κορινθίους 7] από τον Τερτυλλιανό [ήδη στο τέλος δευτέρου και αρχές τρίτου αιώνα], τον Αμβ­ρό­σιο [δεύτερον ήμισυ του τε­τάρτου αιώνα], και άλλους πατέρες της εκκλησίας, ήταν, «ότι το άτομο μπορεί να κατα­στραφεί για να σωθεί η εκκλησία.».

 

            [Είναι πολύ γραφικές, εκφοβιστικές για τους αφελείς, και φαιδρές συνάμα οι περιγραφές του πυρός και των βασάνων στην αιώνια κόλαση στα γραπτά του Τερτυλ­λιανού! Φανερώνουν άτομο πάσχον τρο­μερά από πολύ άσχημες ψυχο-πνευματικές διαταρα­χές!]

 

Ούτε οι σύγχρονοι σχολιαστές μπορούν εύκολα να βγάλουν κάποιο άλλο συμ­πέρασμα.

Στο Comm. Phil., 1855, του Scott Henry, προτείνεται ότι ο Παύλος επρόκειτο να χτυπήσει τον ανομούντα με μια τρομακτική αρρώστια ενώ βρισκόταν ανάμεσα τους, κατά τον χρόνο που αυτοί ήταν συγκεντρωμένοι, έτσι ώστε θα ήταν υποχρεω­μέ­νοι λόγω της αρρώστιας να τον μεταφέρουν έξω από τον τόπο της συγκεντρώσεώς τους. ― [Σελίδα 272, αναφέροντας τον Bloomfield και τον Rosenmueller.].

O Olshausen παραδέχεται ότι η φράση «αιρείν εκ μέσω» πραγματικά σημαί­νει «να εξαλήψεις, δηλαδή, να θανατώσεις»· αλλά νομίζει ότι ο αποκλεισμός από την εκ­κλησία πρέπει να εννοηθεί ως πνευματικός θάνατος. ― [Comm. On 1st and 2nd Cor. in 20th vol. Clarke’s Theo. Lib. Ed. 1855, p. 88].

Ο Dean Stanley ειλικρινώς παραδέχεται ότι ο Παύλος πιθανότατα σκόπευε τον θάνατο του ανομούντος. ―[On the Epistles to the Corinthians, 5th edition, Lon­don, 1882, pp.77,78.].

 

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΘΕΜΕΛΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ.

 

«όφελον και αποκόψονται οι αναστατούντες υμάς.» ―[Πρός Γαλάτας 5: 12].

 

Μας παρακαλούν ευγενικά επίσης να καταλάβομε αυτό το χωρίο απλώς σαν μια έκ­φραση της επιθυμίας του αποστόλου ότι ορισμένα πρόσωπα θα έπρεπε να απο­κλει­σθούν από την εκκλησία. Αλλά κατείχε και ασκούσε το δικαίωμα να διευθύ­νει τον αποκλεισμό μελών από την εκκλησία. Τέτοιες διαταγές είχαν δοθεί επανει­λημ­μέ­νως. ―[Α΄ Πρός Τιμόθεον 6: 5, «παραδιατριβαί διεφθαρμένων ανθρώπων τον νουν και απεστερημένων της αληθείας, νομιζόντων πορισμόν είναι την ευσέβειαν. Αφίσ­τα­­σο από των τοιούτων.», Β΄ Πρός Τιμόθεον 3: 5, «έχοντες μόρφωσιν ευσεβεί­ας, την δε δύ­ναμιν αυτής ηρνημένοι. και τούτους αποτρέπου.», Β΄ Πρός Θεσσαλονι­κείς 3: 6, «Πα­ραγγέλλομεν δε υμίν, αδελφοί, εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στέλλεσθαι υμάς από παντός αδελφού ατάκτως περιπατούντος και μη κα­τά την πα­ρά­δοσιν ην παρέλαβον παρ' ημών.», και 14, «ει δε τις ουχ υπακούει τω λόγω ημών διά της επιστο­λής, τούτον σημειούσθε, και μη συναναμίγνυσθε αυτώ, ίνα εντρα­πή·».]

Σ’ αυτή την περίπτωση «όφελον και = θα ήθελα ακόμη και» είναι κάτι που μπορεί να γίνει αλλά για το οποίο δεν είχε την δύναμη απολύτως να το διατάξει.

Ξανά: «όφελον και αποκόψονται». Είναι ο αποκλεισμός από την εκκλησία τέ­τοια ακραία τιμωρία για να δικαιολογήσει τη χρήση της λέξεως «και»;

«όφελον και αποκόψονται οι αναστατούντες υμάς.».

Αποκόψονται από το ρήμα αποκόπτω. Ποία η σημασία αυτού του ρήματος;

Οι αρχικοί ορισμοί του ρήματος κόπτω, που δίδονται από τους Liddell και Scott, είναι οι εξής:

 

1.     Επιτίθεμαι, κτυπώ, κόβω.

2.     Κτυπώ κάτω, πίπτω, φονεύω.

3.     Αποκόπτω, τεμαχίζω, εκτέμνω.

 

            Με την Ελληνική πρόθεση από, το ρήμα αποκόπτω ορίζεται από τις ίδιες αυ­θεντίες ως «κόπτω από, πελεκώ από, ρίπτω εκτός θέσεως, εκτέμνω».

            Ας ρίξομε μια ματιά και σε άλλα μέρη της Καινής Διαθήκης όπου χρησιμο­ποιείται:

 

  1. Μάρκος 9: 43, «και εάν σκανδαλίζη σε η χείρ σου, απόκοψον αυτήν· κα­λόν σοί εστι κυλλόν εις την ζωήν εισελθείν, ή τας δύο χείρας έχοντα απελ­θείν εις την γέενναν, εις το πυρ το άσβεστον,»
  2. Μάρκος 9: 45, «και εάν ο πούς σου σκανδαλίζη σε, απόκοψον αυτόν· κα­λόν σοί εστιν εισελθείν εις την ζωήν χωλόν, ή τους δύο πόδας έχοντα βλη­θήναι εις την γέενναν, εις το πυρ το άσβεστον,»
  3. Ιωάννης 18: 10, «Σίμων ουν Πέτρος έχων μάχαιραν είλκυσεν αυτήν, και έπαισε τον του αρχιερέως δούλον και απέκοψεν αυτού το ωτίον το δεξιόν· ην δε όνομα τω δούλω Μάλχος.»
  4. Ιωάννης 18: 26, «ηρνήσατο ουν εκείνος και είπεν· ουκ ειμί. λέγει εις εκ των δούλων του αρχιερέως, συγγενής ων ου απέκοψε Πέτρος το ωτίον· ουκ εγώ σε είδον εν τω κήπω μετ' αυτού;»
  5. Πράξεις 27: 32, «τότε οι στρατιώται απέκοψαν τα σχοινία της σκάφης και είασαν αυτήν εκπεσείν.»

 

Είναι δυνατόν να υπάρχει αμφιβολία για την σημασία αυτής της λέξης; Ο Παύλος εύχεται αυτές οι εκκλησίες να κάνουν ό,τι αυτός επιθυμούσε να κάνει και η εκκλησία στην Κόρινθο. Επιθυμούσε οι ανομούντες να «αποκοπούν» από προσώ­που γης.

Στα Commentaries του Adam Clarke ευρίσκομε το ακόλουθο σχόλιο επ’ αυτού του χωρίου:

«Στην πρώτη ματιά φαίνεται ότι οι απόστολοι προσευχόταν για την κατα­στρο­φή των ψευδοδιδασκάλων οι οποίοι είχαν διαστρέψει τις εκκλησίες της Γαλατίας.»

            Ο πολυμαθής σχολιαστής δεν μας πληροφορεί πως μπορεί να απαλειφθεί η πρώτη εντύπωση που μας δημιουργεί η ανάγνωση αυτού του χωρίου.

            Ο Olshausen λέγει: «Η κατάρα της τιμωρίας κατά των αντιπάλων.»

            Το βιβλίο Pulpit Commentary των Spence και Extell υποστηρίζει τη θεωρία της αυτο-αποκοπής ―δηλαδή την ευχή οι ίδιοι να ακρωτηριάσουν τους εαυτούς των· και πο­λύ εκφραστικά αποκηρύττει την κατασκευασμένη υπόθεση η οποία θέλει τον απόστο­λο να αναφέρεται απλώς στην έξωση (αφορισμό) ―[Commentary on Gala­ti­ans, p. 248]

            Η θεωρία του αυτο-ακρωτηριασμού είναι απλώς παράλογη. Κατ’ αυτήν την άποψη, ο Παύλος λέγει: «Θα ήθελα αυτούς που σας αναστατώνουν ει δυνατόν να αυ­το-ακρωτηριαζόταν.» Πώς όμως αυτό θα ανακούφιζε την εκκλησία;

            Όχι· ο Παύλος ήθελε αυτούς τους αιρετικούς να θανατωθούν.

            Τους είχε ήδη προφέρει καταραμένους (τους αναθεμάτισε):

            «ό ουκ έστιν άλλο, ει μη τινές εισιν οι ταράσσοντες υμάς και θέλοντες μετα­στρέψαι το ευαγγέλιον του Χριστού.

αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ’ ό ευηγ­γε­λι­σάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω.» ―[Πρός Γαλάτας 1: 7, 8.].

Και ξανά:

«ως προειρήκαμεν, και άρτι πάλιν λέγω· ει τις υμάς ευαγγελίζεται παρ' ό παρε­λάβετε, ανάθεμα έστω.» ―[Πρός Γαλάτας 1: 9.].

Τώρα, ποία να είναι η σημασία της κατάρας του αναθεματισμού;

Στο βιβλίο Ιησούς του Ναυή 6: 17, 18, διαβάζομε το εξής:

«και έσται η πόλις ανάθεμα, αυτή και πάντα, όσα εστίν εν αυτη, Κυρίω Σα­βα­ώθ· πλήν Ραάβ την πόρνην περιποιήσασθε, αυτήν και πάντα όσα εστίν εν τω οίκω αυ­τής.

αλλά υμείς φυλάξεσθε σφόδρα από του αναθέματος, μήποτε ενθυμηθέντες υμείς αυτοί λάβητε από του αναθέματος και ποιήσητε την παρεμβολήν των υιών Ισ­ραήλ ανάθεμα και εκτρίψητε ημάς·»

Ξανά, στο κεφάλαιο 7, στίχος 12:

«και ου μη δύνωνται οι υιοί Ισραήλ υποστήναι κατά πρόσωπον των εχθρών αυτών· αυχένα επιστρέψουσιν έναντι των εχθρών αυτών, ότι εγενήθησαν ανάθεμα· ου προσθήσω έτι είναι μεθ’ υμών, εάν μη εξάρητε το ανάθεμα εξ υμών αυτών.»

Μεταξύ των Εβραίων, το να αναθεματιστείς ήταν ζήτημα προσήκουσας τιμω­ρίας.

«Εάν δε γένηται εν τινι αμαρτία κρίμα θανάτου και αποθάνη και κρεμάσητε αυτόν επί ξύλου,

ου κοιμηθήσεται το σώμα αυτού επί του ξύλου, αλλά ταφή θάψετε αυτό εν τη ημέρα εκείνη, ότι κεκατηραμένος υπό Θεού πας κρεμάμενος επί ξύλου· και ου μη μι­ανείτε την γην, ην Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι εν κλήρω.» ―[Δευτερονόμιον 21: 22-23.].

Οποιοσδήποτε ήταν καταραμένος ή αναθεματισμένος θα μπορούσε νομίμως να θανα­τωθεί.

            Ο Παύλος υπήρξε διώκτης πριν την μετατροπή του ―και ήταν ακόμα διώ­κτης. Το πνεύμα της δίωξης [αναθεματισμού] διαχέεται παντού μέσ’ τα γραπτά του.

            «ει τις ου φιλεί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, ήτω ανάθεμα. μαράν αθά.» ―[Α΄ Πρός Κορινθίους 16: 22].

 

            [Στην Πρός Γαλάτας 1: 6-9, «Θαυμάζω ότι ούτω ταχέως μετατίθεσθε από του καλέσαντος υμάς εν χάριτι Χριστού εις έτερον ευαγγέλιον, ό ουκ έστιν άλλο, ει μη τι­νές εισιν οι ταράσσοντες υμάς και θέλοντες μεταστρέψαι το ευαγγέλιον του Χρι­στού. αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ’ ό ευηγγε­λι­σάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω. ως προειρήκαμεν, και άρτι πάλιν λέγω· ει τις υμάς ευ­αγγελίζεται παρ’ ό παρελάβετε, ανάθεμα έστω.» δηλώνει ότι ακόμα και αν άγγελος εξ ουρανού κηρύξει σ’ αυτούς άλλο ευαγγέλιο αυτοί οφείλουν να πιστεύουν το δικό του. Αλλιώς να πάνε στ’ ανάθεμα.]

 

            Στην Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς 1: 8[-9], «εν πυρί φλογός, διδόντος εκδίκησιν τοις μη ειδόσι Θεόν και τοις μη υπακούουσι τω ευαγγελίω του Κυρίου ημών Ιησού Χρι­στού, [οίτινες δίκην τίσουσιν όλεθρον αιώνιον από προσώπου του Κυρίου και από της δόξης της ισχύος αυτού,]» ο Κύριος Ιησούς αναφέρεται [υπό του Παύλου] ότι «παίρνει εκδίκηση» πάνω [στους άθεους] και σε κείνους που δεν υπακούουν το Ευ­αγγέλιό του.

            Στην Α΄ Πρός Τιμόθεον 1: 20, «ων εστιν Υμέναιος και Αλέξανδρος, ους παρέ­δωκα τω σατανά, ίνα παιδευθώσι μη βλασφημείν.». Παρέδωσε στον Σατανά τον Υμέναιο και τον Αλέξανδρο, οι οποίοι είχαν αποχωρήσει από την πίστη,.

            Στην Β΄ Πρός Τιμόθεον 4: 14, «Αλέξανδρος ο χαλκεύς πολλά μοι κακά ενεδεί­ξατο· αποδώη αυτώ ο Κύριος κατά τα έργα αυτού·».

            Στην Πρός Τίτον 1: 10-11, «Εισί γαρ πολλοί και ανυπότακτοι, ματαιολόγοι και φρεναπάται, μάλιστα οι εκ περιτομής, ους δεί επιστομίζειν, οίτινες όλους οίκους ανα­τρέπουσι διδάσκοντες α μη δεί αισχρού κέρδους χάριν.» αναφέρεται σε ‘κείνους εν­τός της εκκλησίας που ήταν ανάγωγοι και μάταιοι συζητητές και απατεώνες, και πα­ραγγέλλει [στον Τίτο] ότι πρέπει να τους κλείνει το στόμα.

            Στις Πράξεις 13: 8-11, ο Παύλος αντιπρο­σω­πεύει τον τιμωρό του Ελύμα διά τυφλώσεως, αυτού του «υιού του δια­βό­λου», ο οποίος είχε αντιταχθεί στον Βαρ­νάβα και τον [απόστολο] Παύλο, με την προσπάθειά του να απο­τρέψει τον ανθύπατο [Ρω­μαίο Σέρ­γιο Παύλο] από την πί­στη.

 

            [«ανθίστατο δε αυτοίς Ελύμας ο μάγος -ούτω γαρ με­θερμηνεύεται το όνομα αυ­τού- ζητών διαστρέψαι τον ανθύπατον από της πίστεως. Σαύλος δε, ο και Παύλος, πλη­σθείς Πνεύματος αγίου και ατενίσας προς αυτόν είπεν· ω πλήρης παντός δόλου και πά­σης ραδιουργίας, υιε διαβόλου, εχθρέ πάσης δικαιοσύ­νης, ου παύση δια­στρέ­φων τας οδούς Κυρίου τας ευθείας; και νυν ιδού χείρ Κυρίου επί σε, και έση τυφλός μη βλέπων τον ήλιον άχρι καιρού. παραχρήμα δε έπεσεν επ’ αυτόν αχλύς και σκότος, και περιάγων εζήτει χειραγωγούς.».]

 

            Κατ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν ο Παύλος ισχυροποιούσε τα θεμέλια της Ιεράς Εξετάσεως. Αυτά τα θεμέλια είχαν ήδη τεθεί από τα ίδια τα δόγματά του και από τις διδασκαλίες και το παράδειγμα του Πέτρου· και αυτοί οι απόστολοι πάλι ενθαρρύ­νονταν από τις καταγγελίες του ίδιου του Ιησού κατά των απίστων. Αυτοί που θεμε­λί­ωσαν την Ιεράν Εξέτασιν επίσης ενθαρρύνονταν από τις επικυρώσεις (του Ιησού) των τιμωριών διά βασανιστηρίων [και φωτιάς]. (Ματ­θαί­ος 3: 10, «ήδη δε και η αξίνη προς την ρί­ζαν των δένδρων κείται· παν ουν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν εκ­κό­πτεται και εις πυρ βάλλεται.». 3: 12, «ου το πτύον εν τη χειρί αυτού και διακαθαριεί την άλωνα αυτού, και συνάξει τον σίτον αυτού εις την αποθήκην, το δε άχυρον κατα­καύ­σει πυ­ρί ασβέστω.». 13: 30, «άφετε συναυξάνεσθαι αμφότερα μέχρι του θερι­σμού, και εν καιρώ του θερισμού ερώ τοις θερισταίς· συλλέξατε πρώτον τα ζιζάνια και δή­σατε αυ­τά εις δέσμας προς το κατακαύσαι αυτά, τον δε σίτον συναγάγετε εις την αποθήκην μου.». 13: 40-42, «ώσπερ ουν συλλέγεται τα ζιζάνια και πυρί καίεται, ούτως έσται εν τη συντελεία του αιώνος τούτου. αποστελεί ο υιός του ανθρώπου τους αγγέλους αυτού, και συλλέξουσιν εκ της βασιλείας αυτού πάντα τα σκάνδαλα και τους ποιούντας την ανομίαν, και βαλούσιν αυτούς εις την κάμινον του πυρός· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων.». 18: 34-35, «και οργισθείς ο κύριος αυ­τού παρέ­δωκεν αυτόν τοις βασανισταίς έως ου αποδω παν το οφειλόμενον αυτω. Ούτω και ο πατήρ μου ο επουράνιος ποιήσει υμίν, εάν μη αφήτε έκαστος τω αδελφω αυτού από των καρδιών υμών τα παραπτώματα αυτών.» κλπ. Μάρκος 16: 16, «ο πι­στεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεταιΛουκάς 12: 47, «εκεί­νος δε ο δούλος, ο γνούς το θέλημα του κυρίου εαυτού και μη ετοιμάσας μη­δέ ποιή­σας προς το θέλημα αυτού, δαρήσεται πολλάς·», 14: 23, «και είπεν ο κύριος προς τον δούλον· έξελθε εις τας οδούς και φραγμούς και ανάγκασον εισελθείν, ίνα γεμι­σθή ο οίκος μου.»19: 27, «πλήν τους εχθρούς μου εκείνους, τους μη θελήσαντάς με βασι­λεύ­σαι επ’ αυτούς, αγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμπροσθέν μου.». κλπ. Ιωάν­νης 15: 6, «εάν μη τις μείνη εν εμοί, εβλήθη έξω ως το κλήμα και εξηράνθη, και συνά­γου­σιν αυτά και εις το πυρ βάλλουσι, και καίεται.». Αυτό απετέλεσε την θε­ο­λογική δικαι­ο­λο­γία της χρήσεως της φωτιάς μαζί με τα χωρία του Ματθαίου που αναφέραμε, 21: 44, 22: 7, 25: 29-30, κλπ, και πολ­λά χω­ρία της Παλαιάς Διαθήκης, κλπ.).

            Θα έχομε την ευκαιρία, στη συνέχεια, να παρατηρήσομε ότι με το πέρασμα του χρόνου αυτά τα θεμέλια στα­διακά ισχυροποιήθηκαν. Αλλά μια επί πλέον περί­στα­ση πρέπει να αναφερθεί εδώ. Υπήρχε ένα έγγραφο σε γενική κυκλοφορία από τα πρώιμα χρόνια της εκκλησίας, και τον καιρόν εκείνο εθεωρείτο ως έχον υψηλό κύρος. Είχε τίτλο, «Η Επιστολή του Κλήμεντος προς Ιάκωβον». Είναι μεταφρασμένο στον 17ο τόμο της συλλογής «Προ Νικαίας Χριστιανική Βιβλιοθήκη».

            Σ’ αυτή την επιστολή, ο Κλήμης περιγράφει την χειροτονία του. Μας λέγει ότι όταν ο Πέτρος κόντευε να πεθάνει, αφού μαζεύτηκαν οι αδελφοί (στη Ρώ­μη), επέ­θε­σε (ο Πέτρος) τα χέρια του στον Κλήμεντα, ως ο επίσκοπος, και του μετέδωσε την εξου­σία του «δέειν και λύειν» (αμαρτίες), κλπ., και για ‘κείνον που θα είχε παράπονα και δια­φορές τον καθιστούσε Πρόεδρο της Αλήθειας, και αφού εδήλωσε ότι ένας τέτοιος αμαρ­τάνει κατά του Χριστού και προσβάλλει τον Πατέρα όλων, ο Πέτρος συνέχισε ως εξής:

            «Από ‘δω και μπρος, αυτός δεν θα ζήσει· και γι’ αυτό αρμόζει σε όποιον προ­ε­δρεύει να κατέχει τη θέση ιατρού· και να μην περιθάλπει την οργή ενός παραλόγου κτήνους.».

 

[Σ’ αυτό το κεφάλαιο βλέπομε ότι ο σπουδαίος ερευνητής Charles B. Waite, διαφωνεί ρι­ζικώς με την καθιερωμένη ερμηνεία του χωρίου «όφελον και απο­κό­ψον­ται οι αναστατούντες υμάς.» (Πρός Γαλάτας 5: 12), όπως συνεχώς την απαν­τάμε σε όλες τις ερμηνευτικές εκδόσεις της Καινής Διαθήκης μετά το τέλος της συ­νό­δου του Τριδέντου το 1563. Γράφουν δηλαδή ότι ο Παύλος εκφράζει εδώ μια ειρωνι­κού τύ­που επιθυμία. Διότι ενώ δεν κηρύττει την περιτομή, πολλοί την επιζητούν και ανα­στα­τώνουν τους Γαλάτες. (Στην πραγματικότητα πρόκειται για χριστιανοΕβραίους που ζού­σαν στα μέρη της Γαλα­τί­ας της Μικράς Ασίας, Πρός Γαλάτας 2: 15, «Ημείς φύ­σει Ιουδαίοι και ουκ εξ εθνών αμαρτωλοί,», κ. α.). Συνεπώς, όπως ερμηνεύουν οι ορθό­δοξοι ερμηνευτές, με το γράψιμό του σ’ αυτό το σημείο, ο Παύλος εύχεται ειρω­νι­κά το εξής: «Αυτοί που επι­ζη­τούν την περι­το­μή και σας αναστατώνουν δεν πάνε κα­λύ­τε­ρα και να ευνουχισθούν τελεί­ως!». Δηλαδή με το «και αποκόψονται» εν­νοεί την ολο­σχερή αποκοπή γεννητικών οργάνων και όχι μόνο της ακροβυστίας. Ο Waite όμως προσπαθεί να αποδείξει ότι ο Παύλος δεν εννοεί κα­θόλου αυτό. Κυ­ριο­λε­κτικά επιθυ­μεί την πλήρη εξολόθρευση όλων αυτών των ατό­μων, μόνο που οι περιστάσεις σ’ αυ­τή την περίπτωση δεν του επι­τρέπουν να το επι­βάλ­λει όπως το έκανε πριν με την εκ­κλησία της Κορίνθου.

            Όπως και να έχει το πράγμα από διάφορα χωρία των επιστολών του αποδεικ­νύεται ότι ο Παύλος πρέπει να είχε κάποιο σοβαρό σύμπλεγμα και σοβαρή εμμονή με τα γεννητικά όρ­γα­να, την πόσθη και τον ερωτισμό. Φαίνεται πως τον ενο­χλούσαν σφόδρα! Παντού διαχέεται ένας αντιερωτισμός. Κάθε τόσο το ίδιο βιολί με την ακρο­βυστία και την περιτομή...! Βαριέσαι και σιχαίνεσαι να το συναντάς συνέχεια. Πολ­λοί φτάνουν στο σημείο να ισχυρίζονται ότι ο ίδι­ος ο Παύλος πρέπει να ήταν ευ­νούχος! Όπως αναφέραμε στο πρώτο μέρος της εργασίας αυτής περί της ασθενείας του Παύ­λου, ο Γάλλος ερευ­νητής Robert Ambelain διαγιγνώσκει ότι υπέφερε από κληρονο­μι­κή ή ακριβέστερα συγγενή σύφιλη που ήταν ο σκόλοψ του, τον οποίον ύμνησε μέσα στις επιστολές του. Πρέπει να ομολογήσομε όμως ότι είναι πολύ δυσχερές το να απο­φανθούμε ποίος ήταν ο σκόλοψ του Παύλου, για τον οποίον γράφει διάφορες στρε­ψο­δικίες και ανοη­σίες στις επιστολές του: Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς 2: 3, Β΄ Πρός Κoριν­θίoυς 10: 10, 11: 6, 30, 12: 5-10, Πρός Γα­λά­τας 4: 13-14, Πρός Φι­λιπ­πη­σίoυς 1: 24. Ακόμη δυσχερέστερο είναι το ερώτημα εάν υπήρχε η σύφιλη κατά την αρχαιότητα.]

 

ΤΕΛΟΣ ΠΑΡΑΤΗΜΑΤΟΣ

 

 


ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΗΣ\

 

 

«ει γάρ η αλήθεια του Θεού εν τω εμώ ψεύσματι επερίσσευσεν εις την δόξαν αυτού, τί έτι καγώ ως αμαρτωλός κρίνομαι,».

Μετάφραση: «Ε­άν διά τoυ ψεύ­δoυς μoυ η αλή­θεια τoυ Θε­oύ κα­τε­­δεί­χθη με­γά­λη πρoς δό­ξαν τoυ, για­τί ακό­μη κα­τα­κρί­νo­μαι ως αμαρ­τω­λός;».

 

― Απόστολος Παύλος, Πρός Ρωμαίους Επιστολή, 3: 7. ―

 

 

1. Εισαγωγή

 

Μια προσεκτική μελέτη της Χριστιανικής απολογητικής από τον 1ο και 2ο αιώνα Κ. Ε. μέχρι και σήμερα (με πρώτους γνωστούς απολογητές τον Αριστείδη, 126 Κ. Ε., τον Qua­dratus – Κοδράτος –, 126 Κ. Ε., τον εκ Παλαιστίνης Ιουστίνο, «φιλόσοφο και μάρτυρα» όπως αρέσει στους Χριστιανούς να τον αποκαλούν, 140-150 Κ. Ε., κ.ά., αρκετά έργα ή αποσπάσματα των οποίων σώζονται), οδηγεί στα γενικά συμπεράσμα­τα που αναπ­τύσ­σομε εδώ περιληπτι­κά. Τα συμπεράσματά μας δεν μπορεί να είναι όλα όσα μπορούν να εξαχθούν επ’ αυτού του αχανούς θέματος. Θα αποφύγομε μερι­κά κε­φά­λαια αυτού του αχανούς θέματος, τις πιο πολ­λές λεπτομέρειες και πολλά στοιχεία για να μην επε­κτα­θούμε από άρ­θρο σε πολυ­σέ­λιδο βιβλίο. Ακόμα δεν μπο­ρούμε να καταγρά­ψο­με όλες τις σχετικές αναφορές από τη Βίβλο. Είναι υπερβολικά πολλές και θα αρκε­σ­τούμε μόνο σε ολίγες. Όμως, η διεθνής βιβλιο­γρα­φία πάνω στο θέμα μας είναι εκτε­νής και πλή­ρης ώστε ο κάθε ενδιαφερόμενος ανα­γνώ­στης και ερευνητής μπορεί να βρει ό,τι πα­ραλείπομε για να το ερευνήσει.

 

2. Μέθοδοι και τακτικές

 

Εκ πρώτης όψεως, η Χριστιανική απολογητική εμφανίζεται ως ρητορικό όργα­νο, δη­λα­δή όρ­­γανο του προφορικού και γραπτού λόγου, η χρήση του οποίου σκοπό έχει την αποσα­φήνιση, προ­βολή και απόδειξη της υπερ­τάτου και εξ απο­κα­λύψεως αληθείας των «θέ­σε­ων» της Χριστιανικής θρη­­σκείας και συνεπώς η αν­θρω­πό­τητα οφείλει να την αποδεχθεί και όχι να την διώκει. Παρά ταύτα όμως, η Χριστια­νι­κή απο­λο­γη­τι­κή παρακάμπτει πλήρως την λογική συνδιαλλαγή, την οποία διαλαλεί ο Θεός Γιαχβέχ προς τους Εβραί­ους διά του Προφήτου Ησαΐα 1: 18 «και δεύτε διαλεχθώμεν, λέγει Κύ­ριος (Γιαχβέχ)· και εάν ώσιν αι αμαρτίαι υμών ως φοινικούν, ως χιόνα λευκα­νώ, εάν δε ώσιν ως κόκ­κινον, ως έριον λευκανώ.», και κατά βάθος και ου­σία δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα κόλ­πο, μια σοφιστικοειδής (και όχι σοφι­στική) τε­χνι­κή η οποία χρησι­μο­ποιεί διά­φορα τεχνάσμα­τα, γενικο­λο­γί­ες, παραπ­λανητικές απαντήσεις, κόλπα και πα­ρό­λες, σο­φισ­τείες, τρικλοποδιές, εντυ­πώσεις, μορφα­σμούς, διάφορα σχή­μα­τα λό­γου, μπερδέ­ματα, κατάργηση ή διαστ­ροφή της λο­γι­κής με λογικά σφάλματα και άλ­ματα, κατάρ­γηση της κριτικής, συσκό­τιση της Ιστορίας, παρα­ποί­η­ση γεγο­νό­των και δεδο­μέ­νων, κλπ. για να:

 

(1)  Δικαιολογεί με κάθε μέσο κάθε λάθος, αυθαιρεσία, αντίφαση και παραλογισ­μό που υπάρχει εν­τός της Χριστιανικής πίστεως.

(2)  Να συγκρατεί τα θύματα των αδαών ή ημιμαθών και εξαθλιωμένων πιστών στις αγκάλες της Χριστιανικής πίστεως και να αρ­­πάζει εντός αυτών τους επι­πολαίους και εκείνους που δεν έχουν καμία διάθεση για έρευ­να, λογική εξέτα­ση και κρί­ση.

(3)  Να χρησιμοποιεί τη γκρίνια, την ικεσία και κάθε άλλο παρόμοιο μέσο για να προ­καλεί την ανοχή, την συμπάθεια, τον οίκτο, κλπ., των μη Χριστι­ανών, αν­τιπάλων και μη, ώστε η Χριστιανική θρησκεία να καρπούται ειρη­νική συ­νύ­παρ­ξη όταν ήταν αδύνατη κατά τους τρεις πρώτους αιώνες.

(4)  Να δικαιολογεί κάθε είδους βία, νοθεία και καταστροφή που ήταν προς όφε­λός της όταν έγινε ισχυρή από τον «Μέγα» Κωνσταν­τί­νο και μετά.

(5)  Να επιδεικνύει ψευδόμενη κάποιες ηθικές αρχές, τελετουργίες, μυστήρια, κλπ, ως Χριστιανικές πρωτοτυπίες, ενώ όλα αυτά προ­ϋ­πήρ­χαν σε πάρα πολλές προη­γούμενες θρησκείες, διδασκαλίες, φιλοσοφικές τάσεις και σχο­λές. Με­τα­ξύ αυτών ήταν οι: Νεο-πυ­θαγόρειοι, νεο-πλατωνικοί, στωικοί, σο­φι­στές, θερα­πευτές της Αιγύπτου, γνωστικοί, ζωροάστρες, μιθραϊστές, γυ­μνοσοφι­στές (βουδιστές, ιν­δου­ι­στές), η σχολή του Εβραίου γραμματοδιδασκάλου Χιλλέλ του Πρεσβυτέρου (παπ­πού του Γαμαλιήλ των Πράξεων των Αποστόλων 5: 33-41), διάφοροι άλλοι Εβραίοι ραβίνοι, κά.

(6)  Να καυχάται διά κοινωνικούς άθλους του Χριστιανισμού, τους οποίους ουδέ­ποτε διέπραξε, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται: Η κατάργηση της δου­λείας, η κα­λυτέρευση της κοινωνικής θέσεως της γυναίκας, η απεμπόληση μυ­θολογιών και δεισιδαιμο­νι­ών ως ψεύδη, κλπ.

 

(Εδώ οφείλομε να διευκρινίσομε ότι η σχολαστική φιλοσοφία στη Δυτική Εκκλη­σία κα­θώς και όλες οι αλλοπρόσαλλες και βίαιες προσπάθειες συνόδων κλπ. για τη διατύ­πω­ση και την κατοχύρωση του δόγ­μα­τος δεν είναι μέρος της απολογητικής και δεν πρέπει να μπερδεύονται μ’ αυτήν.).

 

Σήμερα, όπως και κατά την Βυζαντινή εποχή, στις διάφορες ιερατικές σχολές διδάσ­κουν το μάθημα της «ρητορικής». Αυτό δεν έχει καθόλου το νόημα που υπήρχε περί Ρητορικής στην Αρχαία Ελλάδα και Ρώμη. Όπως και σε όλη τους την δισ­χι­λι­ετή ιστο­ρία, αυτό που συνεχώς προσπαθούν να μάθουν είναι το πως θα καταφέρουν να μπα­λώ­σουν και να καμουφλάρουν τα συνεχώς προκύπ­τοντα ερωτήματα, προβλήματα, ζη­τήματα, αντιφάσεις, ανοησίες, βλακείες, κλπ, επί. της χριστιανικής πίστεως αντί να τα ξελασπώσουν με ορθά επιχειρήματα και να παρέξουν πει­σ­τι­κές απαντήσεις διά την αλήθειαν που αυτοί μόνο κατέχουν και οι άλλοι δεν ημπορούν να δουν. Προσπαθούν να ανακαλύψουν ψευδοε­πι­χει­ρήματα, μπερδέματα, υπεκφυ­γές, διαστροφές λόγων και νοημάτων, κλπ., για να αντιπα­ρέλθουν τους αντιρρησίες και αμερολήπτουςερευ­νη­τές οι οποίοι συ­νεχώς και πειστικώς ανακαλύπτουν πόσο διάτ­ρητη, φτιαχτή, επινενοημέ­νη και ψευ­δής είναι η χριστιανική θρησκεία. Πολλές φορές προκειμένου να φτάσει στα συμπε­ράσ­ματά της, η χριστιανική απολογητική εξιδανικεύει συστηματικά κάθε τι το παρά­λογο ή συμπτωματικό το οποίο ήθελε συναντήσει ή στο οποίο ήθελε σκοντά­ψει, αλλ’ όμως φαινόταν πως με την εξιδανίκευση του θα απέβαινε προς συμφέρον της, παρακάμπ­τοντας κάθε απλή ή σύνθετη λογική, κάθε απλό ή σύνθετο επιχείρημα.

 

Όλα αυτά φανερώ­νουν το παράλογο, το ψευδές και το ανέν­τιμο των επι­χειρη­μά­των τών χριστιανών απολογητών και θεολόγων όπως και της πίσ­τεώς των. Όλα αυτά ξεμ­προστιάζουν την κατάσταση, τον χαρα­κ­τήρα και την προσωπικότητά τους. Παρά τον παραλογισμό, το ψεύδος και το παραλήρημα τους, πολλοί απ’ αυτούς, μέσα στην σύγχυση, την πλύση εγκεφάλου και την πεποίθηση που τους διακατέχει αδυσώπητα, νομίζουν ότι καλώς πράττουν! Όμως, τόσο φτηνιά­ρι­κα και ανέντιμα είναι τα μέσα με τα οποία οι χριστιανοί απολογητές και θεολόγοι προσπαθούν να αγρεύουν και συγκ­ρατούν τους αδα­είς και τους αφε­λείς, οι οποίοι ατυχώς ή δυστυχώς αποτελούν την συντρι­πτική πλειο­ψηφία του πληθυσ­μού, στην σα­γήνη της χρισ­τιανικής πίστεως. Ιδού τα μέσα τους και ιδού τα χά­λια τους!

 

Με άλλα λόγια η Χριστιανική απολογητική ουδέποτε απέδειξε ούτε προσπάθησε ή έθεσε ως στόχο της το να απο­δείξει με αντικειμενικό (λογικό) τρόπο την υπέρτατη και αδιάσειστη αλήθεια αυτής της εξ αποκαλύψεως πί­στεως και συνεπώς «γνώσεως». Τέτοια από­δειξη ή προσπάθεια αποδείξεως δεν υπάρχει πουθενά. Αυτό που έκαναν όλοι οι απολογη­τές όλο κι όλο είναι με όλα τα παραπάνω αθέμιτα μέ­σα και τεχνά­σ­ματα να προσπαθούν να μπα­­­λώ­νουν τις ανοησίες, αν­τιφάσεις και τα άτοπα του Χρι­σ­τιανισμού οσά­κις οι φω­στή­ρες του προκαλούντο δι’ αυ­τά από ερευνητές και σκε­πτι­κιστές. Όμως, με μια σαφή και καθαρή απόδειξη της αλήθειας που κατείχαν θα έλυ­ναν ανά πάσα στιγμή κάθε ζήτη­μα ή ερώτημα. Αφού όπως ισχυρί­ζοντο, κατεί­χαν την υπέρ­τα­τη αλήθεια η οποία τους απο­κα­λύφθηκε άνωθεν διά θείας πα­­ρεμ­βολής, τό­τε λογικώς έπρε­πε να έχουν στη διάθεσή τους και μπό­λικους, αδιάσειστους, πειστι­κούς και ευκολο­νό­η­τους τρόπους, εν ανάγκη και αυ­τούς άνωθεν αποκα­λυ­φθέν­τας, ή του­λάχι­στον έναν τέτοιο τρόπο για να διαλύουν κάθε αμφι­βο­λία και αμφι­σβή­τηση και να απαντούν σαφώς σε κάθε ερώτηση και πρόκλη­ση πε­ρί της σαθρό­τη­τας και του αμφι­βόλου της νέας αυτής πί­στεως, «γνώ­σεως» και θρη­σκεί­ας. Παρ’ όλα ταύτα κα­τάφευ­γαν σε κάθε είδους παραπλανητικά τε­χνά­σμα­τα, κόλπα και κολπάκια, γενικολογίες, προκλήσεις εντυπώσεων και τρι­κλο­­ποδιές για να μπερ­δέ­ψουν κατά το δυ­νατόν τον αντίπαλο. Αν πάλι μέσα σ’ όλα τύχαινε ο αντίπαλός τους να κά­νει κάπου ένα λαθάκι, ακόμα και επουσιώδες, αυτοί αμέσως εδράττοντο της ευκαι­ρί­ας για να ισχυριστούν ότι όλα όσα ο αντίπαλος ξεμπροστιάζει είναι εσφαλμένα και συνε­πώς όλοι πρέ­πει να τον αγνοήσουν. «Να του τη φέ­ρουν» όπως λέμε λαϊκίστικα σήμερα. Όπως ακρι­βώς κάνει ένας δικηγόρος που έχει στο δι­κα­στή­ριο έναν εγκληματία πελά­τη και προ­σπα­θεί με κάθε κολπάκι και πα­ραθυράκι του ατε­λούς αν­θρώπινου νόμου να πεί­σει τους δικα­στές ότι ο πελάτης του είναι αθώος.

 

Πολύ περισσότερο όμως σε μια τέτοια αντιπαράθεση οι απολογητές εσκόπευαν να φα­νούν οι νικητές μπροστά στους ανεγκέφαλους πιστούς των, οι οποίοι όχι μόνο γνώ­ση δεν κατείχαν αλλά είχαν χά­σει ή και οι ίδιοι απεμπολήσει κάθε ικανότητα και θέ­ληση κρίσεως. Η νί­κη αυ­τή είναι προφανώς ευκολότατη όταν κριτές είναι ένα πλήθος προκατειλημμένων αδα­ών και ανεξετάστων της θρησκευτικής Χριστιανικής πίστεως. Το ζη­τούμενο όμως πάν­τα ήταν το ξεκα­θάρι­σμα της αλήθειας και όχι το ποιος θα νι­κήσει κλέ­πτον­τας την πα­ρά­σταση. Τις πιο πολλές φορές που δεν μπορούσαν να αντι­με­τω­­πίσουν λο­γι­κώς και ξε­κά­θαρα ένα ερώτη­μα ή ζή­τημα που τους ετίθετο, προσ­πα­θούσαν να αυγα­τίσουν με περιφερειακές μισοκου­βέντες ή έφευ­γαν από το ένα θέμα στο άλλο και απαν­τού­σαν σε άλλα πράγματα. Μάλλον και οι γλωσ­σο­­λα­λιές τους, θα ήταν πολύ πιο βολικές σε τέτοιες κρί­σι­­μες περι­πτώσεις. Αυτές τις γλωσ­σο­λαλιές τις εκθειάζει ο Παύλος στην Α΄ Πρός Κοριν­θί­­ους Επιστολή, κε­φά­λαιο 14. Ο Κέλσος, στον «Αλη­θή Λόγο», τις καταγγέλλει ως απόδει­ξη της αποβλά­κω­σης των πι­στών. Ο δε Λoυκιανός ο Σαμοσατεύς τις σατιρίζει στο έργο του «Πε­ρί Πε­ρε­γρί­νoυ Τε­λευ­τής». Οι γλωσσο­λα­λιές είναι εν ενεργεία και σήμερα σε μερικές Χριστι­α­νι­κές αιρέσεις (π. χ., Πεντηκο­στιανοί).

 

Ο «μέγας θεολόγος» Γρηγόριος Ναζιανζηνός ο Καππαδόκης, ο οποίος συγ­κατα­λέχ­θηκε στους «Τρείς Ιεράρχας, Προστάτας των Ελλη­νι­κών Γραμμά­των», ορθά κοφτά λέγει (όπως μας το μεταφέρει νοηματικώς η Helena Bla­vatsky): «Τί­ποτα δεν μπορεί να επιβληθεί καλλίτερα στον κόσμο από τη μωρολογία· το λι­γότερο που κατα­λα­βαίνουν το περισσότερο θαυμάζουν.». Τί ειλικρινής και αξιοθαύμαστη ρή­ση του Γρη­γορίου! «Επειδή τό μέν ραδίως ληπτόν, άπαν ευκαταφρόνητον· τό δέ υπέρ ημάς, όσω δυσεφι­κ­τότερον, τοσούτω θαυμασιώτερον καί γυμνάζειν τόν πόθον άπαν τό δια­φύγον τήν έφε­σιν.» (Λόγος ΙΔ, Περί Φιλοπτωχίας, ΛΓ. Μελετήσετε όλον αυτόν τον λόγο να δείτε τι θα πει προβατοποίηση, από τον Μέγα Θεολόγο Γρηγόριο!). Μια πλήρως αντι­ε­πι­στη­μο­νι­κή ρήση που ομοιάζει με τις απάτες και τις σαχλαμάρες του Τερ­τυλλιανού! Είχε λοιπόν ή δεν είχε δίκιο ο Κέλσος;

 

Η παραβολή των ζιζανίων, την οποίαν είπε ο Ιησούς Χριστός στους μαθητές του και στους όχλους, είναι μια ανήθικη και πονηρή παραβολή. Προσπαθεί να επιβάλλει την τυφλή πίστη μέσω του εκφο­βι­σ­μού διά της αμετακλήτου τι­μωρίας όλων όσων δεν πι­στεύουν τυφλά αλλά επιχειρηματολογούν. Αυτοί είναι τα ζιζάνια με τα οποία οι καλοί πιστοί (ο σίτος) πρέπει να αποφεύγουν κάθε συζήτηση μην τυχόν από την επιχειρημα­τολογία μεταπεισθούν μερικοί απ’ αυτούς και εγκαταλείψουν την χρισ­τια­νική πίστη. Μετά όμως, όταν έλθει η κατάλληλη ώρα, ο Χριστός θα κατακαύσει τα ζιζάνια μια για πάν­τα. Ιδού η πα­ραβο­λή:

 

Ματθαίος 13: 24-30 «Άλλην παραβολήν παρέθηκεν αυτοίς λέγων· ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω σπείραντι καλόν σπέρμα εν τω αγρώ αυτού· εν δε τω καθεύδειν τους ανθρώπους ήλθεν αυτού ο εχθρός και έσπειρε ζιζά­νια ανά μέσον του σίτου και απήλθεν. ότε δε εβλάστησεν ο χόρτος και καρ­πόν εποίησε, τότε εφάνη και τα ζιζάνια. προσελθόντες δε οι δούλοι του οικο­δεσπότου είπον αυτώ· κύριε, ουχί καλόν σπέρμα έσπειρας εν τω σω αγρω; πό­θεν ουν έχει ζιζάνια; ο δε έφη αυτοίς· εχθρός άνθρωπος τούτο εποίησεν. οι δε δούλοι είπον αυτώ· θέλεις ουν απελθόντες συλλέξωμεν αυτά; ο δε έφη· ου, μήποτε συλλέγοντες τα ζιζάνια εκριζώσητε άμα αυτοίς τον σίτον· άφε­τε συναυξάνεσθαι αμφότερα μέχρι του θερισμού, και εν καιρω του θερι­σ­μού ερώ τοις θερισταίς· συλλέξατε πρώτον τα ζιζάνια και δήσατε αυτά εις δέσμας προς το κατακαύσαι αυτά, τον δε σίτον συναγάγετε εις την αποθή­κην μου.»

 

Οι μαθητές ήταν τόσο αργόστροφοι ώστε ο Ιησούς αναγκάστηκε να τους παραδώσει την εξήγηση αυτής της ανήθικης παραβολής, στους στίχους του Ματ­θαίου 13: 36-42. Ειδικά στους στίχους 13: 39-42 λέγει: «ο δε εχθρός ο σπείρας αυτά εστιν ο διάβολος· ο δε θερισμός συντέλεια του αιώνός εστιν· οι δε θερισταί άγγελοί εισιν. ωσπερ ουν συλλέγεται τα ζιζάνια και πυρί καίεται, ούτως έσται εν τη συντελεία του αιώνος τούτου.αποστελεί ο υιός του ανθρώ­που τους αγγέλους αυτού, και συλλέξουσιν εκ της βασιλείας αυτού πάντα τα σκάνδαλα και τους ποιούντας την ανομίαν, και βαλούσιν αυ­τούς εις την κάμινον του πυρός· εκεί έσται ο κλαυθ­μός και ο βρυγμός των οδόν­των.». Ίσως όμως να δικαιολογούνται διότι όσο απλοϊ­κοί κι’ αν ήταν, μάλλον δεν θα μπορούσαν να φανταστούν ότι ο θεός της αγάπης μπορούσε να είναι κάτι τέ­τοιο και η εσχατολογία για την οποία μιλούσε ήταν τόσο άμεση!

 

Τελικά δηλώνει ότι: ή πιστεύ­εις σε μένα ασυζη­τη­τί ή καίγεσαι! Εδώ ο Ιησούς θέλει να μας πει να αποφεύ­γομε αυ­τούς που επιχειρη­μα­τολο­γούν και εγεί­ρουν ζητήματα – γίνονται ζιζάνια – και όταν έρθει η ώρα του θε­ρισ­μού θα τους περι­ποιηθεί με κα­τά­καυση. Αυτός είναι ο θε­ός που είναι μόνο αγάπη! Δεν τον ενδιαφέρει η σωτηρία όλων ώστε με πειστικά επιχειρήμα­τα και με τις θε­ϊ­κές ικα­νό­τητές που δια­θέτει να πείσει και τα ζιζάνια να τον δεχθούν και να τα σώσει, αλ­λά το μόνο που τον εν­δια­φέ­ρει είναι να μην του ξεφύγει κανένας εξ όσων ήδη πιστεύ­ουν εις αυ­τόν. Γι’ αυ­τό δια­τά­ζει, να αφή­σετε τα ζιζάνια ήσυχα μέ­χ­ρις ότου έλθει η ώρα του δια­χωρισ­μού και τό­τε εγώ θα τα κατακαύσω! Πολύ ηθικός θεός αυτός του Ιησού Χρι­στού! Τί λέτε; Αυ­τή εδώ η παραβολή προδιαγράφει την φωτιά της Ιεράς Εξετάσεως, τον εκφοβισμό ως μόνο μέσο πειθούς και την στάση απο­φυγής επιχει­ρημά­των και δεδο­μένων από τους χρι­σ­τιανούς απολογητές και πιστούς, όπως και ο Παύ­λος παραγγέλλει:

 

Α΄ Πρός Τιμόθεον 1: 4 «μηδέ προσέχειν μύθοις και γενεαλογίαις απεράν­τοις, αίτι­νες ζητήσεις παρέχουσι μάλλον ή οικονομίαν Θεού την εν πίστει·»,

Πρός Τίτον 3: 9-10 «μωράς δε ζητήσεις και γενεαλογίας και έρεις και μάχας νομικάς περιίστασο· εισί γαρ ανωφελείς και μάταιοι.αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν πα­ραιτού,».

 

Αυτό πάλι έρχεται σε αντίφαση με αυτό που μας παραγγέλλει ο Ιάκωβος στην Επισ­τολή του:

 

Ιακώβου 5: 19-20 «Αδελφοί, εάν τις εν υμίν πλανηθή από της αληθείας, και επιστρέψη τις αυτόν, γινωσκέτω ότι ο επιστρέψας αμαρτωλόν εκ πλάνης οδού αυτού σώσει ψυχήν εκ θανάτου και καλύψει πλήθος αμαρτιών.».

 

Τι να κάνομε! Αντιφάσεις παντού και πάντοτε!

 

Αλλά και ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός ενώ είναι θεός, πολλές φορές αποφεύγει να δώσει ευθείς και σαφείς απαν­τήσεις και καταφεύγει σε ανθρώπινα δικολαβίστικα τε­χ­νάσματα. Π. χ:

 

Ματθαίος 21: 23-27 «Και ελθόντι αυτώ εις το ιερόν προ­σήλθον αυ­τώ διδάσ­κοντι οι αρ­χιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού λέγοντες· εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς, και τις σοι έδωκε την εξουσίαν ταύτην; αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν αυ­τοίς· ερωτήσω υμάς καγώ λόγον ένα, ον εάν είητέ μοι, καγώ υμίν ερώ εν ποία εξουσία ταύ­τα ποιώ. το βάπτισμα Ιωάν­νου πόθεν ην, εξ ουρανού ή εξ ανθρώ­πων; οι δε διελογί­ζοντο παρ' εαυτοίς λέγον­τες· εάν είπωμεν, εξ ουρανού, ερεί ημίν, διατί ουν ουκ επιστεύσατε αυτώ· εάν δε είπω­μεν, εξ ανθρώπων, φοβούμε­θα τον όχλον, πάντες γαρ έχουσι τον Ιωάννην ως προφή­την. και αποκριθέντες τω Ιησού είπον· ουκ οίδα­μεν. έφη αυτοίς και αυτός· ουδέ εγώ λέγω υμίν εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ.», Μάρκος 11: 27-33, κλπ.

 

Δηλαδή τους λέγει: «Αφού δεν μου απαντάτε ‘σείς δεν σας απαντώ και ‘γω.», ενώ αυτοί είχαν προηγηθεί με ερώτηση και συνεπώς αυτός όφειλε να απαντήσει πρώτος. Όμως απέ­φυγε, λες και θα πάθαινε τίποτα αν διαφώτιζε ευθέως τον πονηρό κόσμο ακόμα και αν αυτοί αρνιόταν να δώσουν απάντηση στην εκ δευτέ­ρου τεθείσα ερώτη­σή του! Δεν προ­σ­πα­θεί ως θεός να διαφωτίσει τον αδαή, αδύναμο έστω και πονηρό κόσμο, αλλά προσπα­θεί διά δήθεν τεχνάσματος «να τους την φέ­ρει», όπως λαϊκίστικα λέμε. Προσπαθεί να αποφύγει την απάν­τηση της τεθείσας αρχικής ερωτήσεως βρί­σ­κοντας βολικό το γεγονός ότι  οι αρχιε­ρείς και οι πρε­σβύτεροι του λαού εφο­βούντο τον όχλον! Αυτά είναι πράγ­ματα εντελώς αν­άρ­μοστα προς το θείο και έναν θεό που ήλθε για να μας αποκαλείψει την αλήθεια και τον σκοπό του! Ωραί­ος θεός αυτός που έδω­σε το πρώτο τέτοιο ανήθικο παράδειγμα αποφυγής και αποβλάκωσης στους απο­λογη­τές του. Αν και θεός χρειάζεται απολογητές για να ξελασπώσει! Πολύ ωραία!

 

Μια άλλη γνωστή μέθοδος και παλιά τακτική των απολογητών είναι αυτή που λέει ότι, «αν δεν ημπορείς να χτυπή­σεις το μήνυμα, τότε χτύπα τον μηνυτή του». Έτσι πολλές φο­ρές χρησιμοποιούν συκο­φαν­τίες, λάθος πληροφορίες και ψέμα­τα εναν­τίον του μηνυτή για να πείσουν τους άλλους να μην δώσουν σημασία στο μήνυμά του. Οι απο­λο­γητές κά­νουν συχνή χρήση αυτής της μεθόδου, όπως έχει συμβεί και με μέ­να και με πολλούς άλ­λους που γνωρίζω ή έχω μελετήσει τα έργα τους στα οποία εκ­θέτουν τις εμπειρίες τους. Η Χριστιανική ιστορία και βιβλιογραφία αποδει­κνύει σα­φώς ότι οσάκις οι Χριστιανοί απολογητές δεν μπόρεσαν να βρουν επιχειρήματα και στοιχεία διά να ανατρέψουν κά­ποιο νευ­ραλγικό σημείο που κά­ποιος είχε γενικώς δια­πιστώσει ή τους είχε υποβάλλει σε μια αντιπαράθεση, τότε κατά­φυγαν σε κάθε αθέ­μιτο μέσο, όπως π. χ., η ύβρις, το μίσος, η συκοφαντία, κλπ. Αντί να επιχειρηματολο­γή­σουν κατά του θέ­ματος και του σημείου που ετέθη υπ’ όψη τους άρχισαν να κα­τα­φέρονται εναντίον εκεί­νου που τους το έθεσε. (Πρόκειται για σκόπιμη εφαρμογή του λογικού σφάλματος που αποκαλείται ad homi­nem.)

 

Οι τρόποι και οι τακτικές που χρησιμοποιούν οι Χριστιανοί απολογητές για να δι­καιολο­γήσουν πάση θυσία αυτά που πιστεύουν καθώς και η συμπεριφορά την οποίαν επιδεικνύ­ουν, φα­νερώνουν το κατά πόσο είναι αλήθεια όλα όσα διατείνονται και για τα οποία προ­σπαθούν να πείσουν τους άλλους. Μια αληθινή και εξ απο­κα­λύψεως θρησκεία και ο λό­γος του μόνου αληθινού Θεού της, νομίζομε, δεν χρειάζεται τέτοια μέσα. Η αλήθειά μιας τέτοιας θρησκείας και του Θεού της, νο­μίζομε, πρέπει να είναι καθαρός ουρανός που αστραπές δεν φοβάται. Πρέπει να είναι σα­φής, απλή και κα­τα­νοητή από όλους και χωρίς πε­ριτροπές. Δεν θα έπρεπε καν να χρειάζεται και να υπάρ­χει απολογητική. Δεν μπορούμε να δεχτούμε πως ένας πάνσοφος και παντοδύ­ναμος Θεός θέλει να μπερδεύει συνεχώς τους ανθρώ­πους με τις ακαταστασίες, αντιφάσεις και ακαταλαβίστικες αλήθειές του και να χρειάζεται συνεχώς απολο­γητές για να του τις ξεμπερδεύουν. Με τον χριστιανικό Θεό και την απολογητική του όμως έχομε να κάνομε με κάθε είδους ακατα­στασία, αντι­φα­τι­κό­τητα, αυθαιρεσία, δόγμα, ισχυρισμό χωρίς κα­νένα φερέγγυο στοιχείο, κλπ. Άλλοτε πά­λι έχο­με απαντήσεις πα­ρα­π­λα­νη­τι­κές και τό­σο δαι­δα­λώδεις που δεν βρίσκεις άκρη, ούτε αρχή, ούτε τέλος.

 

Όπως λοιπόν ο αείμνηστος Robert Taylor[1] μας γράφει συ­χνά στα συγ­γράμματά[2] του, το πιο πειστικό, κατά τη γνώμη του, κριτήριο για την απόρριψη της ιστο­ρι­κό­τη­τας του Ιη­σού και όλων όσων πρεσβεύει η Χριστιανική θρη­σκεία είναι το ότι ο ίδι­ος και όλοι οι ορ­θολογιστές και σκε­πτικιστές μέχρι την εποχή του έπρεπε να υπο­φέ­ρουν στον μέγιστο βα­θμό το μίσος, την ατιμία, τη διαβολή και στο τέλος φυλακί­σεις και βασανι­στήρια από τους Χριστιανούς απολογητές και αξιωματού­χους, για τις ερω­τή­σεις και αν­τιρρήσεις που τους υπ­έβαλαν. Έχομε βεβαίως το θεολογικό παρά­δειγμα του Απο­στόλου Παύλου: Α΄ Πρός Τι­μόθεον 1: 20:

 

«ων εστιν Υμέναιος και Αλέξανδρος, ους παρέδωκα τω σατανά,[3] ίνα παι­δευ­θώσι μη βλασφημείν.»

 

Ο Παύλος ξέρει καλά να διαβολοστέλλει, όπως το είχε ξανακάνει στην Α΄ Πρός Κο­ριν­θίους 5: 5! Βλέπε και Β΄ Πρός Τιμόθεον 2: 16-18:

 

«τας δε βε­βή­λους κενοφωνίας πε­ρι­ΐστασο· επί πλείον γαρ προκό­ψουσιν ασε­βείας, και ο λόγος αυτών ως γάγγραινα νομήν έξει· ων εστιν Υμέναιος και Φι­λητός, οίτινες περί την αλήθειαν ηστόχη­σαν, λέγοντες την ανά­στα­σιν ήδη γεγονέναι, και ανατρέπουσι την τινων πίστιν.».

 

Έτσι και ο Taylor, εκτός από διάφορα χρηματικά πρόστιμα που του επε­βλήθησαν, υβ­ρί­στηκε, συκο­φαντήθηκε και στο τέλος φυλακί­στηκε και βασα­νί­στηκε δύο φορές. Στα συγ­γράμματά του λοιπόν γράφει αρκετές φορές ότι επί τέλους κατάλα­βε, εξ ιδίας πείρας, ποια είναι τα μόνα πει­στικά και αποστο­μωτικά επι­χει­ρήματα των Χριστι­α­νών ... Δυστυ­χώς, και η ση­με­ρινή κα­τάσταση οδηγεί σταθερά την κοινω­νία στον ίδιο βλα­κώδη και τυ­ραννικό με­σαί­ω­να, αν δεν αντιδράσουν όλοι όσοι καταλαβαίνουν πέ­ραν των θρη­σκευ­τι­κών πίστεων και δεισι­δαιμονιών. Τα μεγάλα πνεύ­ματα οφείλουν να κά­νουν κάτι πάλι, αλλιώς μαύρες και σκο­τεινές μέρες περιμένουν την αν­θρω­πό­τη­τα...

 

{[1] Robert Taylor, Edmon­ton της Αγγλίας 18-8-1784, Tours της Γαλ­λίας 5-6-1844. Αγγλικανός ευαγγελικός ιερέας που απεσκίρτησε από τον Χριστιανισμό όταν με­λέ­τη­σε αρκετά και ανεκάλυψε την τρομακτική αν­τιφα­τι­κό­τη­τα, τα λάθη, την ανακολουθία και την καταστροφικότητα αυτής της θρη­σκείας. Στο τέλος κατέ­ληξε απλώς θεϊστής όπως γράφει ο ίδιος.}

 

{[2] Τα συγγράμματα αυτά είναι: (1) The Diegesis, Kessinger Publishing, or Health Rese­arch Publications. (2) Syntagma of the Evidence of the Christian Religion, Kessinger Publishing. (3) The Devil’s Pulpit, Kessinger Publishing.}

 

{[3] Πολλοί σημερινοί αλλά και παλαιότεροι Χριστιανοί όλων των χριστιανικών αιρέ­σε­ων, κυρίως όμως ορθόδοξοι, θεωρούν πουλημένους στον Σατανά ή τους Εβραιο­σι­ωνιστές όλους όσους ασκούν κριτική επί του Χριστιανισμού και επί των αντι­φά­σεων, της δι­δα­σκα­λί­ας, της θεολογίας και της ιστο­ρί­ας του.. Κύριε τάδε να μάθεις να μην κρίνεις αλλά να πιστεύεις στα τυφλά και να αναμασείς αυτά που μόνο ακούς. Μόνο τότε είσαι καλός ορθόδοξος χριστιανός. Αλλιώς είσαι όργανο του Σατανά και των Εβ­ραίων! Εκτός από τον Παύλο είχαμε βεβαίως και τον Εβραιοχριστιανό Ιωάννη Χρυ­σόστομο στην Κωνσταν­τινούπολη να ωρύεται κα­τά των Ιουδαίων επειδή πολλοί χρι­σ­τιανοί επισκε­πτόταν την συναγωγή και οι Εβραίοι δεν ήθελαν να ασπαστούν τον Χρι­στιανισμό. Αυτή η νοοτροπία επικράτησε από τότε μέχρι και σήμερα. Οι κριτικοί του Χρισ­τιανισμού όμως δεν παύουν να συ­μ­πε­ρι­λαμ­βά­νουν και να στη­λι­τεύ­ουν μα­ζί με τον Χρι­στι­α­νι­σμό και τον Εβρα­ϊ­σμό της ερήμου που είναι η μα­μά του Χρι­στι­α­νι­σ­μού. Ιδού η λογική των! Άντε να βρεις λο­γι­κή στο μυ­α­λό αυ­τών των ανθρωπίνων όν­των! Δεν μπορούν καν να δουν ότι ο Χρι­στιανισμός προήλθε ως αί­ρεση από τον Εβ­ραϊσμό και οι ίδιοι πρώτοι απ’ όλους θα έπρεπε να προσ­κυνούν τους Εβραίους για το καλό που τους δώσανε!...}

 

Πρέπει να το τονίσομε άλλη μια φορά και μια για πάντα και εφ’ όλης της απολογητι­κής, θεολο­γι­κής, κλπ, ύλης και θεμάτων: «Η εφεύρεση δικαιολογιών, ιδίως όταν χρη­σιμο­ποιούνται πολλά κόλπα, λογικά σφάλματα και άλματα, για να δικαιολογήσει κα­νείς οτιδήποτε είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο.». Όταν ακόμα οι άλλοι τις πισ­τεύ­ουν στα τυφ­λά, τότε άνετα αυτός ο επιτήδειος μπορεί να αυτοβα­π­τίζεται και διδάκ­τωρ της δικανικής! Π. χ. για να δι­και­ο­λο­γή­­σει κάποιος το κάπνι­σ­μα μας είπε ότι: «αυ­τός που δεν καπνίζει θα πε­θάνει υγιής, οπό­τε μιας που θα πε­θά­νομε ας καπνίζομε για να μην πεθάνομε υγιείς και πάμε τσάμ­πα χαμένοι!». Αυτό ικα­νοποί­ησε σφόδρα όλους τους καπνιστές που τον άκουσαν! Πάρα πολύ ωραία! Τέ­τοι­ου τύπου δικαι­ο­λο­γί­ες μπορεί ο καθένας να βγά­λει με την σέ­­σουλα.

 

Αν ο Χριστιανισμός ήταν η αληθής και εξ αποκαλύψεως θρησκεία δεν θα είχε ανάγ­κη καμίας απολογητικής. Όλα όσα τον αφορούν θα ήταν απολύτως καθαρά και ξάσ­τερα χωρ­­ίς τριακόσιες ερμηνείες και αμέτρητα «ίσως»! Όπως πιστεύουν οι χρισ­τι­α­νοί, ο ίδιος ο Θεός έγινε άνθρωπος και κατέβηκε στη γη για να μας αποκαλύψει την αλή­θεια, αλλά δυστυχώς ό,τι μας είπε έχει ανάγκη απολογητικής, ερμηνειών, εξηγή­σε­ων και συνταιριασμάτων με όλα εκείνα τα «ίσως» ή με το «κάποια εξήγηση θα υπάρχει και γι’ αυτό ή για ‘κείνο», κλπ. Δηλαδή, κατέβηκε λοιπόν ο ίδιος ο Θεός στη γη έπα­θε, εσταυρώθη, απέθα­νε, κλπ, για να μας επικυρώσει μεταφορές, παρομοιώσεις και σχήματα λόγου. Έκτοτε όμως όλοι οι χριστιανοί προσπαθούν να εξακριβώσουν τι να εννοεί άραγε με το ένα ή με το άλ­λο, αλλά ό,τι και να πούνε δεν είναι ποτέ τους σί­γουροι. Από την άλλη μεριά όμως οι χριστιανοί διά της βίας απαίτησαν και απαι­τούν από όλους τους άλλους να πιστεύουν αυτά τα παραμυθάκια με τις μεταφορές και τις παρο­μοι­ώ­σεις, αλλιώς δεν πρόκειται να σωθούν και θα πάνε στην αιώνια κόλαση! Αυτό θα πει θράσος! Μια φορά, ένας κα­θο­λικο-ορθόδοξος, φανατικός και αλλο­πρό­σαλλος σε βαθμό κακουργήματος, μου είπε ότι το θαύμα του Ιησού που εχόρτασε τα πλήθη με πέντε άρτους και ολίγα ιχθύδια είναι μεταφορά και όχι κυριολεξία. Ένας πα­ρευρισκόμενος χριστια­νός άλλης αιρέσεως διεμαρτυρήθη και επέμενε ότι είναι κυ­ριολεξία. Τότε του ζήτησα να μου υποδείξει όλα τα χωρία που είναι μεταφορές και όλα όσα είναι κυριολεξίες, αλλά αρ­νήθηκε διότι εγνώριζε τις συνέπειες. Δεν θα έμενε τίποτα κυριολεκτικό για να στη­ρίξει την ανόητη αυτή πίστη που την διατηρούσε μόνο και μόνο επειδή έτσι γούσταρε και έτσι τον είχαν μάθει από μι­κρό παιδί, και κατά τον νουν παρέμεινε παιδί μια για πάν­τα! Αυτό θα πει «εποικοδομητι­κή» και «διαπαι­δα­γω­γική» θρησκεία! «Θρησκεία των αιρέσεων και της σχιζοφρέ­νειας», και όμως επεκρά­τησε! Αυτά είναι τα φρικτά χάλια της ανθρωπότητας μέχρι και σήμερα.

 

Ο Χριστιανισμός είναι ψευδής, τεχνητή και κακοφτιαγ­μένη θρησκεία και γι’ αυτό χρειάζεται αυτή την συνεχή απο­λογητική για να ρίχνει στάχτη στα μάτια των τυφλών οπαδών του, να μπαλώνει τα αδικαιολόγητα και αλλόκοτα και να προσπαθεί να συμ­βιβάσει τα ασυμβίβαστα με την κατάργηση κάθε λογικής! Ακόμα μέχρι και σήμερα, δηλαδή 2000 χρόνια μετά τον Ιησού Χριστό, πέ­ραν ορισμένων αυθαιρέτων δογμάτων τα οποία ετέθησαν κατόπιν πολλών αγρίων δι­αμαχών στις συνόδους, τα υπόλοιπα πράγματα δεν έχουν ξεκαθαρίσει. Κά­θε αίρεση λέει τα δικά της, τα οποία εί­ναι και τα μόνα «σωστά». Εμείς όμως εδώ και παντού επί των θε­ολογικών θεμάτων και ζη­τη­μά­των ζη­τάμε τις σαφείς και πλή­ρεις απαν­τήσεις που οφείλουν να μας πα­ρέχουν τα τέσ­σερα κα­νο­νι­κά θε­ό­π­νευστα Ευαγγέ­λια και όλα τα θεό­πνευστα γραπτά της Μίας Αγίας Καθολικής Αποστολικής Ορθο­δό­ξου Εκκλη­σί­ας και Αμπέλου του Θεού και Ιη­σού Χρισ­τού. Δεν ζητάμε τις απαντήσεις που είναι δι­καιολογίες αφού συ­νεχώς προ­τάσ­σον­ται με όλα εκείνα τα ατε­λεύτητα «ίσως» και «μπορεί» που καθι­σ­τούν ταυ­το­λο­γία κάθε ισ­χυρισμό! Ή μιλάμε ευκρινώς και επα­κ­ρι­βώς για την απόλυτη, θεϊκή και αποκαλυφθείσα αλήθεια διά την οποία ξέρομε τι μας γί­νεται, αλλιώς απ­λώς προσ­πα­θούμε να δι­και­ολο­γήσομε κάτι «θεϊκές» ιστορι­ούλες που δεν πιάνονται ούτε με δυο ξυ­λαράκια! ... Κάλλιστα με τον ίδιο τρόπο θα μπορού­σαμε να δικαιολο­γή­σo­με και να πιστέψομε τα πα­ρα­μύθια της Canterbury!

 

Ιδού, για προκαταρκτικό παράδειγμα, μια ερμηνεία που έδωσε χριστιανός θεολόγος απολογητής για τη λέξη «γε­νεά» από τον Ματθαίον 24: 33-34 «ούτω και υμείς όταν ίδητε ταύτα πάντα, γινώ­σ­κε­τε ότι εγγύς εστιν επί θύραις. αμήν λέγω υμίν, ου μη πα­ρέλθη η γενεά αύτη έως αν πάντα ταύτα γένηται.» μέσα σε μια τάξη θρησκευτικών. Υπενθυμίζομε ότι στο κε­φά­λαιο 24 του Ματθαίου ο Ιησούς ομιλεί διά το τέλος του κόσμου, την δευτέρα πα­ρου­σία και τα σημεία που θα τα προμηνύσουν. Ό Ιησούς κα­τηγορηματικά δηλώνει ότι όλα αυτά θα γίνουν προτού παρέλθει η γενεά αυτή, πράγ­μα που το έχει πει καμιά εικοσαριά φορές μέσα στα τέσσερα τα Ευαγγέλια είτε με πα­ρόμοια είτε με πιο ισχυρά λό­για. Έλα όμως που πέρασαν 2000 χρόνια και τίποτα απ’ αυ­τά δεν έγινε! Έτσι λοιπόν ο εν λό­γω χριστιανός θεολόγος απολογητής είπε ενώπιον της τάξεώς του ότι η λέξη «γε­νεά» εδώ σημαίνει «όλο το ανθρώπινο γένος από τον Ιησού μέχρι της συντελείας των αιώνων». Ως εκ τούτου ο Ιησούς δεν έπεσε και ούτε θα πέσει έξω. Βέβαια ο πο­νη­ρός αυτός απολογητής δεν ανέφερε καθόλου τι ρόλο παί­ζει η αντωνυμία «αύτη» που συ­νο­δεύει την λέξη «γενεά». Όσο για το πλήθος των άλ­λων αναφορών των Ευαγγελίων στο ίδιο ζήτημα με λόγια ακόμα πιο ισχυρά και σα­φή, π. χ. Ματθαίος 16: 28 «αμήν λέγω υμίν, εισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον εν τη βα­σι­λεία αυτού.», κλπ, δεν έβγαλε τσιμουδιά. Οι ανεξέταστοι και πρωτό­γ­νωροι μα­θη­τές της τάξε­ως έδει­ξαν ικανοποιημένοι με αυτή την ερμηνεία η οποία έλυ­σε τον γρίφο και την πίστεψαν διότι αφού τους την εξέφρασε ο ειδικός, εε... τότε έτσι πρέπει να εί­ναι! Έτσι και ο θεολόγος μας δικαιώθηκε «πλήρως» αφού οι αδαείς μαθητές τον πίσ­τεψαν χωρίς αντίρρηση. Τα υπόλοιπα σχό­λια γι’ αυ­τόν τον χριστιανό θεολόγο απο­λο­γητή επα­φίενται σε σας!

 

Άλλη φορά πάλι ένας θεολόγος στο κατηχητικό που πήγαινα για να αποδείξει στους νέους και φο­βισμένους μαθητές ότι οπωσ­δήποτε υπάρχει θεός τύπου Γιαχβέχ, βρήκε σαν επιχεί­ρη­μα το γεγονός ότι ο αετός έχει πολύ καλλίτερη όρα­ση από τον άνθρωπο, η μέλισσα μπορεί και πετάει σε ευθεία γραμμή ενώ ο άνθρωπος δεν μπορεί, όπως και δεν μπορεί να φτιάξει ζωή και μπόλικα άλλα τέτοια παραδείγ­ματα. Επομένως υπάρχει θεός και αυτός είναι ο θεός του Μωυσέως Γιαχβέχ και η Αγία Τριάς! Βεβαίως ο άνθ­ρωπος μπορεί να κάνει τα ίδια και καλ­λίτερα -ζωή όχι ακόμα ίσως και ποτέ- διά της τεχνο­λογίας που έχει αναπ­τύ­ξει, αλλά αυτό δεν το ανέφερε. Περιττό επίσης να πούμε ότι δεν ανέφερε καθόλου έστω μερικά απ’ και όλα τα κουτσόστραβα που λαμβάνουν χώ­ρα κάθε μέρα και ώρα στη φύση. Τελικά όμως, και τίποτα απ’ όλα αυτά να μην μπο­ρεί να κάνει ο άνθρωπος, αυτό δεν αποδεικνύει τίποτα εκτός από την αδυναμία και τις πεπερασμένες δυνατότητες του ανθρώπου. Όπως λέμε, τί σχέση έχει ο φάν­της με το ρετσινό­λα­δο;! Θέλομε όμως να σας δείξο­με πόσες και τι κολ­πα­τ­ζί­δι­κες δι­καιο­λογίες μπορεί να βγά­λει κανείς για να εξασφα­λί­σει ένα προ­δι­κα­σμένο απο­τέ­λε­σ­μα που ως εσφαλμένο έπ­ρεπε να το απορ­ρί­ψει εξαρ­χής, ιδίως όταν ομιλεί ασυ­ζητητί σε αδαείς ή επιρρεπείς. Ιδού τα χάλια αυτών των σκοταδιστών! Στο επόμενο μέρος και σε άλλα που έπονται παρου­σι­ά­ζομε και άλ­λα τέτοια παραδείγ­μα­τα ψευτο­δικαιο­λογι­ών των απολογητών.

 

Ένα ακόμα παράδειγμα με έναν χριστιανό διδάσκαλο και ιεροκήρυκα της αμερικα­νι­κής τηλεοράσεως 3ΑΒΝ, που παρακολούθησα με τα μάτια και τ’ αυτιά μου. Ένα κο­ρίτσι γύ­ρω στα 12 του χρόνια, ρώτησε τον ιεροκήρυκα που δί­δασκε μικρούς και με­γά­λους μπροστά στην τηλεόραση τού εν λόγω θρησκευ­τι­κού τηλεοπτικού σταθμού, την εξής απορία: «Αφού η Βίβλος περιγράφει την δημιουργία του κόσμου, πριν 6500 πε­­ρίπου χρό­νια, και ότι επακολούθησε μετά, γιατί δεν αναφέρει τους δεινοσαύρους;». Ο ιε­ροκήρυξ έκα­νε ένα μορ­φασμό για να δείξει ότι σκέπτεται και απάν­τησε ως εξής: «Ξέρετε κά­τι; Δεν είναι σίγουρο ότι ο δεινόσαυρος ήταν σαρκοφάγος!». Μετά όλοι, μικροί και με­γάλοι, έμει­ναν σιωπηλοί για λίγα δευτερόλεπτα, έδειξαν ότι ικανοποι­ή­θηκαν κά­πως, δεν έφεραν αντιρρήσεις και ο ιεροκήρυξ συνέχισε την αγό­ρευσή του με άλλα προ­πα­γανδιστικά θέματα. Αφήνομε αυτό το επεισόδιο στην κρίση σας! Σκεφτεί­τε μό­νο τί κοινωνίες οικοδομούνται από τέτοιους ψεύ­τες και τι ενεργούς πολίτες δια­πλάθουν! Ιδού θρησκεία για τρελούς! Άλλοι πά­λι πιστοί χριστιανοί για το ίδιο θέμα λένε ότι, ο θεός έβαλε τα απολιθώματα των δεινοσαύρων στη γη για να δοκιμάσει την πίστη μας! Ιδού πόσο εύκολα φτιάχνει κανείς δικαιολογίες για «αγρίους» και για να δικαιολογήσει μια ηλίθια πίστη!

 

Ένα άλλο εσκεμμένο και μαγειρεμένο ψέμα που διαδίδουν είναι το ότι βρήκανε την κιβωτό του Νώε, ή ότι επιστημονική αποστολή πήγε και την βρήκε και άλλες τέτοιες ψευτιές. Αυτό ουδέποτε έγινε και πάρτε το χαμπάρι: Παρά τις μαρτυρίες του Ιησού Χριστού, του Παύλου και του Πέτρου περί του αντιθέτου (Ματθαίος 24: 37-39, Λου­κάς 17: 26-27, Πρός Εβραίους 11: 7, Α΄ Πέτρου 3: 20, Β΄ Πέτρου 2: 5) ο βιβλικός κα­τακλυσμός ουδέποτε έγινε και κιβωτός του Νώε δεν υπάρχει. Αυτοί οι τρεις είτε έκα­ναν λάθος, είτε δεν ήξεραν τι τους γίνεται (είχαν κατακλυσμό ή κιβωτό στο κεφάλι τους), είτε έλεγαν ψέματα! Έλα σου όμως που στο μοναστήρι της Πάτ­μου διαφυλάσ­σουν μια σανίδα της κιβωτού! Τί τρομερή απόδειξη είναι πάλι αυτή!

 

Όταν πάλι επιστήμονες παλαιοντολόγοι βρήκανε αποτυπώ­ματα πελμάτων δεινοσαύ­ρων στο Τέ­ξας, ξεραμένα σε στερεοποιηθέντα πηλό, ένας χριστιανός πήγε με ένα σκαρπέλο και έξυσε με­ρικά αποτυπώματα ανθρωπίνων πελμάτων για να αποδείξει ότι, άνθρωποι και δεινό­σαυροι συνυπήρχαν. Βέβαια η απάτη αυτή εξα­κρι­βώθηκε αμέσως και ο χριστιανός μας ξεφτιλίστηκε και μας απέδειξε άλλη μια φορά την ποι­ό­τητα της χριστιανικής ηθικής και απολογητικής!

 

Άλλη φορά πάλι ένας ιερέας της Επισκοπιανής εκκλησίας σε σχετική ερώτηση εξή­γησε ότι οι στίχοι:

 

 Ματθαίος 10: 34-37 « Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην· ουκ ήλθον βα­λείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν. ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής· και εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού. Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος· και ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος·»

 

έχουν να κάνουν με την εσχατολογία! Παντού δηλαδή δίνουν ψευδείς, μαγειρεμένες εξη­γήσεις και παραπλανητικές απαντήσεις! (Έχομε άπειρα άλλα τέτοια παραδείγμα­τα, που δεν έχει νόημα να τα καταγράψομε! Βλέπε και Λουκάς 12: 49-53, 19: 27, 22: 36, 38, κλπ.)

 

Γνωρίζω έναν τεράστιο κατάλογο από τέτοια γελοία παραδείγματα που αποδεικνύ­ουν την ατι­μία, το ψεύδος και τον παραλογισμό όλων αυτών των απολογητών, ιε­ρο­κυ­ρή­κων, κλπ. Δεν χρειά­ζε­ται όμως να συνεχίσω. Πρέπει ήδη να έχετε μπει στο νόη­μα... Όποιος, επί πλέον και πέραν της ατιμίας, επι­θυμεί να μελετήσει και να εξετάσει όλα τα λογικά σφάλματα και άλματα που κατά κόρον χρησιμοποιούν επίτηδες ή κατά λά­θος οι απολογητές όλων των χριστιανικών αιρέσεων, καθώς και απολογητές άλλων θρησκειών, τον πα­ραπέμ­πομε στις σελίδες 24-33 τού πολύ εξαιρετικού βιβλίου τού Δι­δάκτορος Jason Long: Biblical Nonsense, A Review of the Bible for Doubting Chri­stians, iUniverse, Inc., 2005. Αυτές οι σελίδες αξίζουν πολύ τον κόπο να μελετη­θούν!

 

3. Η Επιλεκτική χρήση των γραφών, με παράδειγμα:

Ο χρόνος ελεύσεως της «βασιλείας των ουρανών»

 

Άλλη συχνότατη και παραπλανητική τακτική είναι και η εξής: Προκειμένου οι απο­λο­γη­τές να δι­και­­ολογήσουν κά­τι διά των Εβραιογνωστικοχριστιανικών γραφών επι­λέγoυν από τις γρα­φές ό,τι ται­ριάζει στην περί­πτω­ση που αντιμετωπίζουν ενώ κά­νουν την πάπια (ποιούν την νύσσα) για πάμ­πολλα άλλα χω­ρί­α τα οποία αποδει­κνύουν ακ­ριβώς την αντίθετη θέ­ση αυ­τής της πε­ρίπτωσης. Οι Χριστιανικές γραφές είναι πλή­ρεις αν­τι­φά­σε­ων και λαθών, ούτως ώστε βάσει αυτών μπορείς να ισχυριστείς ό,τι θέ­λεις! Ακό­μα, και τα πιο αντιφατι­κά ή αντίθετα ζητήματα και συμπεράσματα! Π. χ., η ιστοριούλα του Άβελ και Κάιν γέμει αντιφάσεων, αλλά μια φορά που την συζητούσα με δύο θε­ο­λόγους αυτοί δεν έβλεπαν ούτε μία αντίφαση! Ούτε το πως βρήκε την γυ­ναίκα του, ούτε η ολόκληρη πόλη στην οποία μετώκησε ο Κάιν ήταν αντιφάσεις γι’ αυτούς. Δια­βάστε την στην Γένεσιν 4: 1- 18 σε σχέση με όλα τα προηγούμενα κε­φάλαια και θα βρείτε πλήθος αντιφάσεων μόνοι σας. Οι «ορθοτο­μούν­τες τόν λόγον τής σής αλη­θεί­ας» ξέρουν να κά­νουν πολύ ορθώς επι­λεγ­μέ­νες ορθο­το­μή­σεις!...

 

Εδώ αναφέρω και ένα ενδεικτικότατο παράδειγμα αυτού του είδους τακτικής μέσα από τα «άπει­ρα» παραδείγ­ματα που εγώ ο ίδιος ο επώνυμος αντι­μετώπισα δι’ ανταλ­λαγής μηνυμά­των με ανω­νύ­μους απολο­γητές. Ως γνω­στόν τα Ευαγ­γέ­λια μιλάνε για μια άμεση εσχα­το­λογία, δηλαδή για την έλευση της βα­σι­λείας των ουρα­νών επί της γης καθ’ ον χρόνο ζού­σε ο υποτι­θέμε­νος Χρι­στός. Π. χ. βλέ­πε: Ματ­θαίoς 10: 7, 23, 16: 27-28, 19: 27-30, 24: 30-34, Μάρ­κoς 9: 1, 13: 26-30, Λoυκάς 9: 27, 12: 37-40, 56, 19: 11, 21: 25-36, Ιω­άν­νης 5: 25, 21: 22, κλπ.

 

Στον στίχο 19: 28 του Ματθαίου, μέσα σε όσα ο ίδιος ο Χριστός υπόσχεται στους μα­θητές τους, τούς αναγγέλλει και την εσχατολογική προφη­τεία: «ο δε Ιησούς είπεν αυ­τοίς· αμήν λέ­γω υμίν ότι υμείς οι ακολουθήσαντές μοι, εν τη παλιγγενεσία, όταν καθίση ο υι­ός του αν­θ­ρώ­που επί θρόνου δόξης αυτού, καθίσεσθε και υμείς επί δώδεκα θρό­νους κρί­νον­τες τας δώ­δεκα φυλάς του Ισραήλ.». Εδώ όμως ο Ιησούς, αν και Θεός, δεν προ­έβ­λεψε ότι ο Ιού­δας θα τον επρόδιδε και μετά θα αυτοκρεμα­ζό­ταν, όπως καθαρά μας περιγ­ράφει ο ευ­αγ­γε­λισ­τής Ματθαίος, 26: 13-16, 47-50, 27: 3-5, που ήταν μέσα στην ομά­δα των δώ­δεκα, και συ­νεπώς είτε στην επίγεια ζωή είτε στην μελλοντική ζωή ο Ιού­δας δεν θα καθόταν σε κανέναν θρόνο. Εδώ τώρα τί γίνε­ται; Έχομε πάλι άλλη μια με­γαλοπρεπή αν­τίφαση! Άραγε του Θεού Ιησού ή του θεο­πνεύστου ευαγγελιστή Ματ­θαίου; Καθό­λου παρά­ξε­νο όμως αφού οι αντιφάσεις του θεοπνεύστου αυτού βιβλίου ανέρχονται σε χιλιάδες.

 

Πολλές φο­ρές διάφοροι άνθρωποι και λαός καθώς και οι μα­θητές του ερωτούν τον Χριστό να τους πε­ριγράψει πώς θα είναι η βα­σιλεία των ου­ρανών. Οι περι­γραφές που τους δίνει είναι διάφορες παιδιάστικες ή ακα­ταλα­βίστικες πα­ραβο­λές και παρο­μοι­ώ­σεις που είναι ουσι­α­στικά ή υπεκ­φυγές ή ανοη­σίες. Π. χ. βλέπε: Ματ­θαίος 13: 10-13 «Και προσελθόντες οι μαθηταί είπον αυτώ· διατί εν παραβολαίς λαλείς αυτοίς [στους λαϊκούς όχλους δηλαδή]; ο δε αποκριθείς είπεν αυ­τοίς· ότι υμίν δέδοται γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, εκείνοις δε ου δέδοται. όστις γαρ έχει, δο­θή­σε­ται αυτώ και περισσευθήσεται· όστις δε ουκ έχει, και ό έχει αρθήσεται απ’ αυτού. διά τούτο εν παραβολαίς αυτοίς λαλώ, ίνα βλέποντες μη βλέπωσι και ακούοντες μη ακού­ωσι μηδέ συνώσι,», Μάρκος 4: 10-12, Λουκάς 9-10, κλπ. Έτσι ο ίδιος ο Θε­ός Ιησούς ήλθε σε κατάφορη αντίφαση με τον εαυτόν του διότι λίγο πριν εδή­λω­νε: Ματ­θαίος 11: 25 «Εν εκείνω τω καιρώ αποκριθείς ο Ιη­σούς είπεν· εξο­μο­λο­γούμαί σοι, πάτερ, κύριε του ουρανού και της γης, ότι απέκ­ρυ­ψας ταύτα από σοφών και συνετών, και απεκάλυψας αυτά νηπίοις [που ήταν οι όχλοι]·». Ας μας ξεμ­περ­δέ­ψουν αυτή την τρομερή αντίφαση του Θεού τους οι απο­λογητές!

 

Όπως στην παραβολή των ζιζανίων που αναφέραμε παραπάνω έτσι και εδώ ο Ιησούς αποκρύπτει την αλήθεια. Δεν παραδέχεται ή δεν κομπάζει ευθέως για ψέματα και δο­λιότητες όπως ο απόστολός του Παύλος, αλλά του αρέσει να αποκρύπτει την αλήθεια και να μην δίνει σαφείς και ευθείς απαντήσεις (βλέπε και Ματθαίος 21: 23-27, ειδικά τον στίχο 27, Μάρκος 11: 27-33), πράγ­μα εντελώς ανάρμοστο προς την θεότητα! Ο Παύλος βέβαια ήταν θεόπνευστος άνθ­ρωπος, αλλά ο Ιησούς ως θεός που ήταν δεν θα του κόστιζε τίποτα να δίνει καθαρές και αλη­θείς απαντήσεις ευθέως αντί να θολώνει τα νερά! Αν λοιπόν ο ιδρυτής του Χριστιανι­σμού συμπεριφέρεται έτσι, τότε έχουν κάποιο ελαφρυντικό οι χριστιανοί απολογητές να είναι χειρότεροί του!

 

Πάντως εί­ναι σα­φές ότι ο Χριστός τους λέ­γει και ξα­ναλέγει για «εδώ και τώρα»! Π. χ. βλέπε: Μάρκος 10: 28-31 «Ήρξατο ο Πέτρος λέγειν αυτώ· ιδού ημείς αφήκαμεν πάν­τα και ηκολουθήσαμέν σοι. αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν· αμήν λέγω υμίν, ουδείς εσ­τιν ος αφήκεν οικίαν ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκ­να ή αγρούς ένεκεν εμού και ένεκεν του ευαγγελίου, εάν μη λάβη εκατονταπλα­σί­ονα νύν εν τω καιρώ τού­τω οικίας και αδελφούς και αδελφάς και πατέρα και μη­τέρα και τέκνα και αγ­ρούς μετά διωγμών, και εν τω αιώνι τω ερχο­μένω ζωήν αιώ­νι­ον. πολλοί δε έσονται πρώ­τοι έσχατοι και έσχατοι πρώτοι.», Ματ­θαί­ος 19: 27-30, Λουκάς 18: 28-30, κ. α. Το προσέξατε, είναι απολύτως σαφές: νύν εν τω καιρώ τού­τω, και μαζί με όλες τις υλικές ανταμοι­βές που παραθέτει! Για να γίνομε ακόμα πιο σαφείς και ο μεν Ματ­θαί­ος 19: 29 γράφει: «και πας ος αφήκεν οικίας ή αδελ­φούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέ­ρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν του ονόματός μου, εκατοντα­π­λασίονα λήψε­ται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει.», ο δε Λουκάς 18: 29: «ο δε είπεν αυτοίς· αμήν λέγω υμίν ότι ουδείς εστιν ος αφήκεν οικίαν ή γονείς ή αδελ­φούς ή γυναίκα ή τέκνα ένεκεν της βασιλείας του Θεού, ος ου μη απολάβη πολλαπ­λασίονα εν τω καιρώ τούτω και εν τω αιώνι τω ερχομένω ζωήν αιώνιον.».

 

Ακόμα, σε πολλές από τις προ­η­γούμενες αναφορές ο Χριστός λέει ότι πολ­λοί που έσ­τε­καν μπρο­στά του και πολ­λοί της υπάρχουσας γενεάς δεν θα γευ­θούν τον θά­νατο προ­τού γί­νουν όλα αυ­τά τα πε­ρί βασιλείας και πολλά τέτοια τοιαύ­τα. Στον Μυ­στι­κό Δεί­πνο ανα­φέ­ρει ότι δεν θα ξα­ναπιεί το κρασί (το γέννημα της αμ­πέ­λου) προτού έλ­θει «εν τή βα­σι­λεία τού Θε­ού» (Ματ­θαίος 26: 29, Μάρ­κος 14: 25, Λου­κάς 22: 16). Οι ανα­φορές σε όλα αυτά τα θέματα τελειωμό δεν έχουν! Αγαπητοί αναγνώστες βρείτε τις όλες μόνοι σας για να δείτε του λόγου το αληθές! Πολύ νομίζουν ότι ξεφεύγουν με το να λένε ότι αυ­τά είναι μεταφορές και σύμβολα. Ποτέ τους όμως δεν μας εξηγούν πώς το ξέ­ρουν και τελικά τί μεταφέρουν ή τί συμβολίζουν! Μετά πάλι αν είναι έτσι, ο Χριστός «κατήλθε εξ ύψους» για να μας αποκαλύψει την πραγματική θεϊκή αλήθεια και όχι για να την μπουρδουκλώσει με ακατάπαυστα σχήματα λόγου που κανείς δεν ξέρει πως να ερμηνεύει μετά βεβαιότητος ώστε μετά να αρχίζουν εκείνα τα ατελείωτα κατεβατά των «ίσως» και των «μπορεί» ...

 

Έθε­σα λοι­πόν υπ’ όψη των απο­λογη­τών την προ­φα­νή αντίφαση που βγαίνει απ’ αυτή την αρ­λουμπολο­γία. Ότι δηλαδή όλες αυτές οι άμεσα εσχα­­το­λογι­κές ρήσεις και υπο­σ­χέσεις ακόμα δεν έχουν πραγματο­ποιηθεί ενώ έχουν παρέλθει εκα­τοντάδες γενε­ών, εντός δύο χιλιετιών, κλπ. Τότε αυτοί ως απάντηση βρήκαν έναν και μοναδικό στίχο, που απαντάται μόνο στο Κα­τά Λου­κάν Ευ­αγγέλιον 17: 21, στον οποίον ο Χρι­στός πα­ρου­σι­άζεται να λογο­μα­χεί, ως συνήθως, με τους Φα­ρι­σαίους (και πολύ περιέργως όχι τους Σαδδου­καί­ους) και να τους λέ­γει: «... η βασι­λεία του Θεού εντός υμών εστιν.» («η βασιλεία του Θε­ού είναι μέσα σας.»).

 

[Ειρήσθω εν παρόδω ότι, αυτή η φράση είναι αυτούσια παρμένη από τους Εβραίους Ρα­βί­νους, βλέπε Τ. Β. Μπεραχόθ 13α, κ. α. Η ίδια υπάρχει και στους Στωικούς υπό την μορ­φή: «Το Άγιο Πνεύμα κατοικεί εντός ημών» (π. χ., βλέπε κεφάλαιο περί Στωι­κών του βι­βλίου Conflict of Religions in the Early Roman Empire – Διαμάχη Θρησ­κειών στην Πρώ­ιμη Ρω­μαϊκή Αυτοκρατορία –, του T. R. Glover). Σημειώστε ότι όλη η Και­νή Διαθήκη έχει αντι­γρά­ψει πάρα πολλά ση­μεία της κα­νο­νι­κής Εβραϊκής Πα­λαιάς Δι­αθήκης, της γραμμα­τείας των Ραβίνων όπως των: Χιλλέλ του Πρεσβυτέρου, Φί­λωνος Ιουδαϊκού Αλε­ξανδρι­νού, Ραμπάν Γιοκ­χαν­νάν Μπεν Ζακχάι, Ιωσήπου Φλα­βίου, κ.ά., όλων των Απο­κρύ­φων Ιουδαϊκών βι­βλίων, ιδί­ως των μετα­βαβυ­λωνιακών, των διαφόρων Δευτε­ρο­κανο­νι­­κών βιβλί­ων και του Ταλ­μούδ.]

 

[Ακόμα ειρήσθω εν παρόδω ότι, εκτός από τα Ευαγγέλια όπως είδαμε παρα­πά­νω, οι άμε­σα εσχα­­το­λογι­κές αναφο­ρές εμφανίζονται σ’ όλη την Καινή Διαθή­κη. Μόνοι σας μελετείσετε καλά την Καινή και υπογραμίσετε τις όλες! Βλέπε και:

 

1.     Πρά­ξε­ις: 1: 6-7, 3: 20-21, κλπ.

2.     Επι­στο­λαί: Πρός Ρω­μαί­oυς 8: 18-26, 13: 11-14, 16: 20, Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 1: 7- 8, 2: 6, 4: 5, 7: 1, 8, 20-24, 29-33, 10: 11, 11: 26, Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 2: 14, 6: 2, 15: 52, Πρός Γα­λά­τας 1: 4, 3: 29, Πρός Εφε­σί­oυς 1: 10, 3: 5, Πρός Κo­λασ­σα­είς 1: 26, 2: 2, 3: 4-10, Πρός Φι­λιπ­πη­σί­oυς 1: 5-6, 10, 21, 2: 6-16, 3: 14, 19-20, 4: 4-5, Α΄ Πρός Θεσ­σα­λo­νι­κείς 1: 10, 2: 15-16, 4: 13-18, 5: 1-11, 23, Β΄ Πρός Θεσ­σα­λo­νι­κείς 1: 7-10, κεφάλαιο 2, 3: 5, Α΄ Πρός Τι­μό­θεoν 4: 1, 6: 14-15, Β΄ Πρός Τι­μό­θε­ 1: 12, 3: 1-9, 4: 10, Πρός Τί­τον 2: 11-13, 3: 4-6, Πρός Εβραί­oυς 1: 1-2, 9: 26, 10: 25, 36-38, κεφάλαιο 11, Ια­κώ­βου 5: 8-9, Α΄ Πέ­τρου 1: 5-7, 20, 4: 7, 17, 5: 4, Β΄ Πέ­τρου 3: 9-10, Α΄ Ιω­άν­νου 2: 18, 28, 3: 2, κλπ.

3.     Απο­κάλυψις: 1: 1, 3, 3: 11, 22: 7, 12, 20, κλπ.

 

 Μελετή­σε­τε και κρίνετε αυτές τις αναφορές. Μό­νοι σας μπορείτε να βρείτε και άλλες αναφορές άμεσα εσχατολογικού περιεχομένου που πιθανώς μας ξέφυγαν.].

 

Έτσι λοιπόν οι διάφοροι ανώνυ­μοι και απολογητές νόμισαν ότι και το πρόβλημα αν­τι­πα­ρήλ­θαν και σε μένα έδω­σαν την αρ­μόζουσα αποστομωτική απάντηση. Αντί να ομολο­γή­σουν ότι αυ­τός ο στίχος έρχεται σε κραυγαλέα αν­τί­φαση με πολλούς άλλους στίχους που ανά­φερα σ’ αυ­τούς, αυ­τοί χρη­σι­μο­­ποί­ησαν αυτόν τον ένα και μοναδικό στί­χο σαν διέ­ξο­δο στο με­γά­λο αν­τι­φα­τι­κό πρό­βλημα που τους έθε­σα. Έτσι νόμισαν ότι απέκρυψαν την δολιότητά τους πράγμα που αποδεικνύει την εντιμότητά τους. Με­τά έμειναν επα­ναπαυμένοι με αυτό το κολπάκι, ενώ αυτό δεν μας αντιλέγει απολύτως τίποτα διότι:

 

  • Πρώτον, αυτός ο στίχος είναι άσχετος με την εσχα­­τολογική έλευση του μεσσι­ανι­κού βασιλείου επί της γης, είτε η βασιλεία του Θεού είναι εντός είτε εκτός ημών! Είναι δη­λαδή μια υπεκφυγή του ίδιου του Χριστού προς τους Φαρι­σαί­ους όπως τίθεται το ζή­τημα στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα επί του ιδίου θέματος εντός όλων των Ευαγγελίων. Αλλ’ εκτός των άλλων βιβλίων της Καινής, αντι­παραβάλετε αυτόν τον στίχο με τον ίδιο τον Λουκά 13: 22-30, 16: 19-31, 21: 25-36 να δείτε πό­σο διαφο­ρε­τι­κά ο ίδιος μας τα λέει αλλού. (Αυτά είναι άλλες αντιφάσεις εντός του ιδίου θεοπνεύστου βι­β­λίου της θεόπνευστης Καινής που γράφτηκαν από τον ίδιο θεόπνευστο συγγ­ραφέα!).
  • Δεύτερον, οι ανώνυμοι απο­λογητές προσποιήθη­καν ότι ξέχασαν τα ίδια τα δόγμα­τα της Χριστιανικής θρησκείας περί εσχάτης αναστά­σεως, εσχά­της κρί­σεως, εσχά­της και αι­ω­νί­ου τι­μω­ρίας ή ανταμοιβής τα οποία βασίζονται στην ίδια την Καινή Διαθή­κη. Δια­βά­σετε όλα εκείνα τα ωραία που μας λέει ο Ματ­θαίος 25: 31-46: «... κληρονο­μή­σατε την ητοι­μα­­σμέ­νην υμίν βα­σι­λείαν από κα­τα­βολής κόσμου.», «... εις το πύρ το αιώνιον το ητοι­μα­­σμένον τω διαβόλω και τοις αγ­γέ­λοις αυ­τού.», «και απολεύσονται ού­τοι εις κόλα­σιν[4] αι­ώνι­ον, οι δέ δί­καιοι εις ζω­­ήν αιώ­νιον.».

 

{[4] Ο Ιησούς, σύμφωνα με τα Χριστιανικά κανονικά Ευαγγέλια, δίδαξε το δόγμα της αιωνίου τι­μωρίας διά της φωτιάς και των βασάνων της κολάσεως χρησι­μοποιώντας την λέξη Γέ­εννα (κάπου 12 φορές), δηλαδή την κοι­λά­δα του Εννώμ, όπου τα πτώμα­τα των κα­κο­ποι­ών εκαίγοντο, σαν σύμβολο για τον τόπο όπου οι πράττοντες τα φαύ­λα θα ετι­μωρούντο στο εγγύς εσχατολογικό μέλλον. Γέεννα είναι σύντμηση και πα­ραφθορά του Γη + Χεν­νώμ που ήταν όπως είπαμε η κοιλάδα του Εννώμ λίγο έξω από την Ιε­ρουσαλήμ, όπου πέ­ταγαν και έκαιγαν κακοποιούς και εγκληματίες ζωντανούς ή νεκ­ρούς. Άρα πρό­κειται για την ονομασία αυτής της κα­κόφημης περιοχής την οποία αρ­γότερα οι Χριστιανοί πα­ρέ­φθειραν και την έκαναν ομώνυμη με την κόλαση που αυτοί προοιωνίζονται...}

 

Με­λε­τήστε και την πα­ρα­βο­λή του πλουσί­ου και του Λα­ζά­ρου Λουκάς 16: 19-31 και πόσοι θα σωθούν Λουκάς 13: 22-30. Ακόμα βλέ­πε: Ματθαίος 25: 31-46, Ιωάν­νης 5: 28-29 «μη θαυμά­ζετε τούτο· ότι έρχεται ώρα εν ή πάντες οι εν τοις μνη­μεί­οις ακού­σονται της φωνής αυτού, και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανά­σ­τασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως.». Μελετήστε όλη την Απο­κά­λυψιν!

 

Οπό­τε τί νόημα έχουν όλες αυτές οι υπο­σχέ­σεις και διαβεβαιώσεις, οι κρίσεις, οι κα­τα­δί­κες, οι αι­ώ­νιες αντα­μοι­βές και αιώνιες τι­μω­ρίες και τα τόσα δόγματα, αν «η βα­σι­λεία του Θε­ού είναι απλώς και μόνον εν­τός ημών» και δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέραν τούτου;... Όλα τα πα­ρα­πάνω χωρία της Καινής, τα σχετι­κά δόγματα και πίστεις είναι πολύ γνωστά πράγματα ακόμα και στα μικρά Χριστιανόπου­λα. Είναι και ισχυρά απο­τε­λεσματικά μέσα εκφοβισμού. Γιατί άραγε οι «ορθοτομούντες» απολογητές προ­σ­ποι­ήθηκαν σε μένα­ ότι δεν τα εγνώριζαν; Απλούστατα η ορθοτόμησή τους ήταν κα­θαρή υπ­εκφυγή και ψεύ­δος ή νόμισαν ότι έχουν να κάνουν με έναν αδιάβαστο σαν όλους αυτούς τους οποίους κοροϊ­δεύουν κάθε μέρα και θα μπορούσαν να του ξε­φύ­γουν εύκολα! Πα­ρά την άπειρη αγά­πη του Θε­ού Για­χ­βέχ, οι απειλές της αι­ω­νίας τι­μωρί­ας στην κό­λαση με τους δια­βό­λους και οι υπο­σχέ­σεις αιω­νί­ας ζωής δίπλα στον θρόνο του Κυρίου Γιαχβέχ δεν δέχονται πα­ρ­ερ­μη­νείες και γι’ αυτό είναι σαφή δόγ­μα­τα της Χριστιανικής θρησκείας. Ας διαβάσουν λίγο την δογματική τους. (Εκτός τον Ησαΐα και τον Ιε­ζεκιήλ και η Αποκά­λυψις ανα­φέρει σε πολλά σημεία τον θρόνο του Θεού Γιαχ­βέχ με κάποιο θυσιαστήριο, εικοσι­τέσ­σερις πρε­σβύ­τε­ρους, τέσ­σε­ρα ζώα, λιβά­νια και κα­πνούς, και διάφορα άλλα σύνερ­γα!).

 

Άρα βλέπομε πως σε κάθε τι όλοι αυτοί οι «ορθοτομούντες» απο­λο­γη­τές θα κά­νουν μια κα­τάλληλη ορθοτό­μηση του «Θείου Λόγου», δηλαδή θα βρουν κά­τι άλλο άσχε­το για ψευ­τοδικαιο­λο­γία και υπ­εκφυγή. Απολύ­τως καμία συν­έ­πεια και τιμιότητα δηλα­δή, πράγ­μα που πα­ρατη­ρείται σε ολόκλη­ρο τον Χριστιανισμό, την ιστορία του, τη Βί­β­λο και την Απολο­γη­τ­ι­κή! Δεν είναι λίγοι αυτοί που μου έχουν δηλώσει ότι είχαν ακ­ριβώς ανάλογες εμπειρίες με τέτοιους χριστιανικούς απολογητές. Πέραν της ανωνυ­μί­ας και του κρυφτούλι, είχαν: υπεκφυγές, παραπλανητικές απαντήσεις, συσκοτίσεις, και όλα αυτά τα αντικανονικά κόλπα που αποδεικνύουν πόση αλήθεια φέρουν οι ίδιοι και πόση η ίδια η θρησκεία τους! Περιττόν να γράψομε ότι, όσα και να τους πα­ρου­σι­ά­σεις ή αντιτείνεις μετά, δευτερολογία δεν υπάρχει. Αυτοί μένουν ήσυχοι πίσω από το κρύψιμό τους και την ανωνυμία τους.

 

4.    Ανεξέταστη πίστη αντί λογικής συζητήσεως

 

Όταν οι απολογητές χάσουν κάθε λογικό ή θεολογικό επιχείρημα τότε κατα­φεύγουν σε ένα αλλόκοτο σόφισμα: Σου λένε ότι την Βίβλο, τον Χριστό, τον Χριστι­α­νισμό τα βάζεις στην καρδιά σου και δεν τα βάζεις στο μυαλό σου ή στο μικροσκό­πιο. Αυτό βεβαίως σημαίνει να τα δεχθείς εκ προοιμίου συναισθηματικώς χωρίς να τα εξετά­σεις, έτσι επειδή τα γουστάρεις, και αν είναι δυνατόν να τα κάνεις βιώματά σου έτσι αξιω­μα­τι­κώς. Κύριε τάδε, δεν τα εξετάζεις και δεν τα ψειρίζεις αλλά τα δέχεσαι αυτο­μά­τως διά της θρησκοληπτικής πίστεως και συμμορφώσεως. Αν όμως έχουν έτσι τα πράγματα τότε γιατί έχουν καταναλώσει εκατοντάδες χιλιάδες σελίδες με το να γρά­φουν ερμηνείες και εξηγήσεις των γραφών, κατηχήσεις και κανόνες, κλπ; Γιατί έχουν συγκαλέσει πά­ρα πολ­­λές συνόδους για να αποφασίσουν το δόγμα; Γιατί έχουν φονεύ­σει πολλά εκα­τομ­μύρια αντιφρονούντων ή μη μετατρεψίμων; Γιατί εξηγούν την δημι­ουργία του κό­σ­μου, την ύπαρξη ζωής, την δημιουργία του ανθρώπου διά της Βίβλου; Γιατί μά­χονται με κάθε μέσο σε όλες τις επιστημονικές θεωρίες που αντιβαίνουν στις πίστεις των; Γιατί αυτοί θεωρούν τους εαυτούς των ως οι μονοπωλητές τις αλήθειας; Γιατί μά­χον­ται με κάθε μέσο σε όλες τις πολιτικές και κοινωνικές αποφάσεις και αλ­λαγές που δεν τους συμφέρουν; Γιατί άλλα τέτοια χιλιάδες γιατί; Αυτό αποδεικνύει άλλη μια φορά όχι μόνο την σύγχυση αλλά και την ειλικρίνεια και των ιδίων και της θρησ­κείας που τυφλά υπηρετούν! Λες και η θρησκευτικότητα ή η κοσμοθέαση των ανθρώπων είναι απλώς ζήτημα γούστου, λες και πρόκειται για παγωτό, ή συναισ­θη­ματισμού, λες και πρόκειται για τον πρώτο έρωτα, και όχι λογικών και σταθερών βά­σεων. Ιδού τα χάλια και η κατάντια τους!

 

Με άλλα λόγια οι απολογητές θεολογούν και δογματίζουν χωρίς κανένα απροκα­τά­λη­πτο, ερευνητικό και επιστημονικό υπόβαθρο. Τα επιχειρήματά τους είναι ακατάστα­τες θεολο­γίες και δόγματα. Κάτι ισχύει μόνο και μόνο επειδή έτσι το θέσπισαν σύνο­δοι, θεολόγοι και πα­τέ­ρες και επειδή ετέθη ως δόγμα. Πάει και τελείωσε αξιωματικά! Πολλάκις η υπο­βολή μιας ερω­τή­σε­ως ή ενστάσεως σε ένα θέμα έχει σαν απάντηση έναν λαβύρινθο ερ­μηνειών ή πι­θα­νών απαντήσεων χωρίς τελικά να δίδεται μια σαφής και συγκεκριμένη απάντηση. Για ένα συγκεκριμένο ερώτημα ή ζήτημα που θα έπρεπε να έχει σχετικώς σύντομη και σαφή απάντηση σε παρα­πέμπουν σε κάποια βιβλιογρα­φία για να βρεις την απάντησή του. Αυ­τή πάλι σε οδη­γεί σε άλ­λη και μετά σε άλλη βιβλιογραφία άνευ τέλους. Έτσι για ένα συγ­κεκρι­μέ­νο ερώτημα ή θέμα που όφειλε να έχει σαφή και σύντομη απάν­τηση αναλώνετε κανείς σε ένα χάος ερμηνειών, πιθανών απαντήσεων, μαγειρεμένων δι­καιολογιών και πολλών τό­μων θεολογικών βιβλίων χω­ρίς τελικά να λαμβάνει ποτέ ξεκά­θαρη και σί­γουρη απάντηση.

 Η ύπαρξη χι­λι­άδων αν­τι­φατικών χωρίων και η έλλειψη κάθε στοιχειώδους λογικής εί­ναι ένας, αλλά όχι ο μόνος, από τους λό­γους του τε­ρα­στί­ου αρι­θμού Χριστιανικών αιρέ­σεων ήδη από τον 1ον αιώνα, δη­λα­δή από το ξεκί­νημα αυ­τής της απόλυτα αληθι­νής θρη­σκείας! Βε­βαίως και το αντίστροφο ισχύει. Ότι δηλαδή, οι πάμ­πολλες αιρέ­σεις εδημιούρ­γη­σαν μια τεράστια συλλογή αντιφατικών χω­ρίων. Περί­ερ­γα πράγματα για τη μόνη και πλή­ρη, θεϊκή, απόλυτη αλήθεια! Αλλά συ­­γνώ­μη, ξέ­χα­σα: «Αυτά έγι­ναν γιατί ο διάβολος, ο σα­τανάς, δεν έπα­ψε να σκαν­δαλί­ζει και να παρα­πλα­νά τον κό­σμο, ακόμα και μετά την ανά­σταση του σωτήρος!». Το λέει και ο Ειρηναί­ος, στο «Κα­τά Αιρέσεων» βιβλίο του, ότι οι αιρετικοί ήταν όργανα του δια­βό­λου. Ήδη στα χρό­νια (180-185 Κ. Ε.) του Ειρη­ναί­ου (επι­σκό­που Λυώνος, Γαλλίας[5]) οι αι­ρέ­σεις ήταν πάνω από εκα­τό. (Επισή­μως σε όλη την ιστορία του Χριστιανισμού ανέρχονται σε 33 0000, αλ­λά ανε­πισή­μως σχεδόν κάθε άνθρωπος που ομο­λογεί Χριστιανός είναι και μια αίρε­ση!). Βλέ­πε­τε: «Για να γλιτώσει ο Θεός φτιά­χτη­κε ο διάβολος. Αλλά για τη δημιουρ­γία του δια­βόλου θα πρέ­πει να ζητηθούν κάποιες ευ­θύνες από τον – παντοδύναμο κλπ. δη­μι­ουρ­γό­ – Θεό.» (Sigmund Freud).

{[5] Δεν πρέπει να μένουν πεπλανημένες εντυπώσεις σχετικώς με την κοινωνιολογία και των αριθμό των Χριστιανών. Αυτοί το 185 Κ. Ε., έτος κατά το οποίο εκδίδονται και κυ­κλοφορούν τα Ευαγγέλια ―ενώ έως τό­τε, ας τονισθεί, ουδεμία παράδοση περί ιστορικού Ιησού υπάρχει ως καλώς γνωρίζομε εκ των συγγραμ­μά­των του εν λόγω Ειρηναίου ―, ήσαν ολίγοι και σε πολλές περιοχές της αυτοκρατορίας όπως η Γαλλία ήσαν ανύπαρκτοι τόσον το έτος 180 όσον και το 280 Κ. Ε.! Ο Ειρηναίος και το εκ­κ­λησίασμά του δεν ήταν παρά μια μικρή ομάδα τεχνιτών οικοδόμων εκ Μικράς Ασίας οι οποίοι μετέβησαν στην Λυών για ανεύ­ρε­ση εργασίας. Ο Ειρηναίος, καίτοι άγιος και θεοφόρος πατέρας, ως μη έχων το χάρισμα της γλωσσο­λαλιάς αντιμετώπισε εκεί μεγάλη δυσκολία διότι δεν κατα­λάβαινε τις κελτικές διαλέκτους της περιοχής. ― Το εκ­κλησίασμα των Χριστιανών αποτελείτο αποκλειστικώς από μέλη της ολιγομε­λούς τάξεως των ελευθέρων επαγγελματιών όπως αυτό έχει αναλυθεί εκτενέστατα σε πολ­λές ερευνητικές εργασίες επί της κοινω­νιο­λο­γίας του Χριστιανισμού ―}

 

Δεν επιχειματολόγησαν ποτέ οι Χριστιανοί απολογητές από τη θέση της ισχύος, πει­σ­τι­κό­τη­τας και βεβαιότητας που η όντως αληθής γνώση παρέχει και έπρεπε να είχαν δεδομένη εκ του Θεού των, για να δείξουν απ’ ευθείας, λογικά και χωρίς περιτροπές την απόλυτη αλήθεια της εκ θεϊκής αποκαλύψεως πίστεως και «γνώσεώς» τους. Παν­τού και πάν­τοτε και όπου υπήρ­χε τρύ­πα στον σαθρότατο και ξεφτισμένο καμβά τους (και υπήρ­­χαν συνε­χώς χιλιά­δες τρύπες) προσπα­θούσαν εκ των υστέ­ρων και κατόπι μόνον προκλή­σε­ως των αμφι­σβη­τούντων και σκεπτικιστών να ράψουν ένα κάποιο άχρηστο μπάλωμα, που νόμι­ζαν ότι εξυ­πηρετούσε την τό­τε πα­ρούσα στιγμή. Όμως, το τε­λι­κό και μόνο επι­χείρημα που τους απέμενε, όπως κραυγά­­ζει ο «Μέγας» Κέλσος στον «Αλη­θήν Λόγον», ήταν: «Πί­στευε, πί­στευε, πίστευε... Ποτέ γνώρι­ζε...». «Ο νοών νοησάτω!».

 

Το «πίστευε και μη ερεύνα»[6] και παρόμοια μηνύμα­τα έχομε σε όλα τα γραπτά της νέ­ας μονοθεϊστικής δοξασίας. Βεβαίως αυτήν την αρχή χρησιμοποιεί και κάθε άλλη κα­τα­στροφική θρησκεία διότι είναι η πιο βολική για να δικαιολογήσει οτιδήποτε επι­βάλ­λει στους οπαδούς της. Στα πρώτα π. χ. γραπτά όπως, στη B΄ Πρός Κορινθίους στο κε­φά­λαιο 5 όπου ο Παύλος αναπτύσσει τις μετα­φυ­σι­κές του δοξασίες, στον στίχο 7 δίνει την εξής δικαιο­λόγη­ση: «... διότι (στην εδώ ζωή) περιπατούμε με την πίστη και όχι με την όρα­ση». Τέρμα λοιπόν οι αι­σθήσεις, μόνον η τυφλή πίστη υπάρχει και καθοδηγεί... Επί­σης στην Α΄ Πρός Τιμόθεον, 1: 3-4, ο Παύ­λος παραγγέλλει στον Τι­μόθεον να μηνύσει στους οπα­δούς του κηρύγματός του στη Μα­κε­δονία «...να μην δι­δάσκουν ξένες διδασκα­λίες, ούτε να δί­νουν προσοχή σε απέ­ραν­τους μύ­θους και γενε­α­λο­γίες, που προκαλούν μάλ­λον συ­ζη­­τή­σεις παρά εξυπηρετούν το σχέδιο του Θεού το οποίο βασίζεται στην πίστη». Μό­νο πί­στη λοιπόν και όχι διερευ­νη­τικές συζητή­σεις... (Ακόμα βλέπε: Α΄ Πρός Κορινθίους 1: 17-30, Α΄ Πρός Τιμόθεον 6: 20-21 και Β΄ Πρός Τιμόθεον 2: 16-18.). Στο Κατά Ιωάννην Ευ­αγγέλιον 20: 29 διαβάζομε: «λέγει αυτώ ο Ιησούς· ότι εώρακάς με, πεπίστευκας· μα­κάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες.». Αργότερα, μία από τις αποφά­σεις της συ­νό­δου της Εφέ­σου, το 431 Κ. Ε., ήταν και το: «Πίστευε τω θαύματι και μη ερεύνα λο­γι­σμοίς το γινό­με­νον.». Το ίδιο προπα­γαν­δί­στηκε και στη Δύση από τον Ιερό Αυ­γου­στί­νο και τη Χριστιανι­κή σχολή της Καρ­χηδό­νας. Στον αρχαίο Ελληνικό πολι­τι­σμό όμως εύ­κο­λα δια­κρί­νομε την εξελι­κτι­κή τάση «ερεύνα και πράττε επιστήμην».

 

{[6] Η φράση «ερευνάτε τας γραφάς» δεν υπάρχει πουθενά στην Καινή Διαθήκη υπό προστακτική έννοια. Μόνο στον Ιωάννην απαντάται μια φορά υπό οριστική έννοια (το ρήμα είναι σε οριστική έγκλιση): 5: 39 «ερευνάτε τας γραφάς, ότι υμείς δοκείτε εν αυταίς ζωήν αιώνιον έχειν· και εκείναί εισιν αι μαρτυρούσαι περί εμού·». Την ακούμε πολλές φορές παραπλανητικώς από τους αμαθείς χωρίς να υπάρχει καμία διαπίστωσή της απ’ αυτούς. Η εκκλησία μόνο τα εγκώμια επί των γραφών επιδοκίμαζε, ποτέ όμως την κριτική μελέτη και έρευνα των. Για πολλούς αιώνες αν κανείς έκανε τέτοιο λά­θος, τότε ήταν χαμένος μέχρι την δευτέρα παρουσία. Ακόμα στον Ιωάννην 20: 29 «λέγει αυτώ ο Ιησούς· ότι εώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύ­σαντες.». Η ρήση είναι σαφής. Πίσετυε χωρίς να δεις και θα είσαι μακάριος. Πλήρης προβατισμός δηλαδή!}

Ένα συχνό και απλοϊκό παράδειγμα αυτής της κατάστασης είναι το εξής. Ο Παύλoς στην Πρός Εβραίoυς Επιστολήν 8: 6-7 (βλέπε και Πρά­ξεις 13: 39) μας λέ­ει κα­θα­ρά ότι o Θε­ός έδω­­σε την πρώ­τη τoυ δια­θή­κη στoυς αν­θρώπoυς ελ­λι­πή και με λά­θη (ό­χι άμεμπτη όπως λέει) και γι’ αυ­τό με­τά χρειά­στη­κε να δώσει την άμε­μπτη δεύ­τερη. Αυ­τό το βλέπομε και στη δογματική της Χριστιανικής θρησκείας, διότι η Καινή Διαθήκη έρχεται ως συμ­πλήρω­ση, εκπλήρωση και δικαίωση της Παλαιάς. Υπάρ­χει άρα­γε λoγι­κή θεoλoγι­κή εξή­γη­ση και δικαιολόγηση σ’ αυ­τό τo νευ­ραλ­γι­κό αντιφατικό σημείο της παλινδρομήσεως και αυ­τοαναιρέσεως του Παντοδυνάμου; Τη μό­νη «πειστι­κή» εξή­γη­ση πoυ εί­χα την τύ­χη να ακoύσω και την οποία μου έδω­σε φω­να­χτά ένας αγ­ρι­ε­μένος πρωτoσύ­γκελoς, τoυ oπoίoυ τo όνoμα δεν θα απα­θα­να­τί­σω εδώ, είναι η εξής: «Αυ­τό εί­ναι δι­κή τoυ δoυ­λειά!». [Δηλα­δή, τoυ Θεoύ δουλειά.]. Πολύ συχνά επίσης ακούμε: «Θεός είναι και ό,τι θέλει κά­νει!» που είναι απάντηση με ακριβώς το ίδιο νό­η­μα. Δη­λα­δή σαν να σου λένε: Δεν μας εν­δια­φέρει αν έχεις θεμιτές απορίες και ερω­τή­σεις. Δεν σε λαμβάνομε υπ’ όψη. Εσύ όμως πί­στευε, πίστευε στα τυφλά και μη ρωτάς για τίποτα, ακόμα και αν ο Θεός που σου σερ­βί­ρομε είναι παράλογος και αντι­φα­τι­κός. Έχομε δηλα­δή να κάνομε με απαντήσεις πλήρους υπεκφυγής, οι οποίες προσ­βά­λουν τις ιδιότητες του Θείου! Τις πιο πολλές φορές τις συμ­πληρώ­νουν και με τα εξής λόγια: «Ίσως με πίστη, αποκάλυψη και προσευχή να σου δο­θεί η απάντηση που ζη­τάς.». «Κάποια εξήγηση θα έχει κι’ αυτό, αλλά δεν τη ξέ­ρομε τώ­ρα. Ίσως τη βρούμε αργότερα.». «Δεν εξηγούνται όλα με τη λογική». «Είναι σχήμα λό­γου, μετα­φορά, πα­ρομοίωση, παραβολή, αλληγορία, κλπ.». «Η Γραφή αλλού ερμη­νεύ­ε­ται κατά γράμμα και αλλού μεταφορικώς.». «Δεν μπο­ρούμε να τα κατα­λά­βομε όλα». «Αυτό μόνo o Θε­ός τo ξέ­ρει», «ο Θεός οίδε» όπως γρά­φει ο Ωριγένης μερικές φορές, κλπ. Όπως ακ­ρι­βώς μας λέει ο Παύλος στην Πρός Ρωμαίους 11: 33 «ανεξιχνίαστοι αι οδοί τού Θε­ού», ή αυτό που ακούμε συ­χνά: «Τίς oί­δε τάς βoυλάς τoύ Θεoύ;». Αυ­τές λοι­πόν είναι οι «πει­στι­κές» απαντήσεις που μας παρέ­χουν οι απο­λο­γητές σε αμέτ­ρητα τέτοια κρίσιμα θεολο­γικά και αντιφατικά σημεία. Δη­λα­δή, υπ­εκφυγές, τυ­φλή πί­στη, να μην έχεις κρίση και νόη­ση, να μην ρωτάς, κλπ. Ζωώδης κα­τά­σταση δηλα­δή! Άξιoς λει­τoυργός τoυ Υψί­στoυ ο πρω­το­σύγκελος που προανέφερα!

Αν τώ­ρα, η δεύ­τε­­ρη δια­θή­κη τε­λεί και αυτή υπό συνεχή ανα­­­θε­ώ­ρη­ση όπως έτσι γί­νε­ται, αυ­τό «μόνo o Θε­ός τo ξέ­ρει» αφoύ εί­ναι δι­­κή τoυ δoυ­λειά. Φαίνεται όμως ότι αυ­τός ο σπουδαίος πρωτοσύγ­κελος, ο οποίος «γνω­ρ­ί­ζει πολύ κα­λά» με ποιους τρόπους ο Θεός εκτελεί την δουλειά του, και όλοι οι όμοιοί του, απολο­γη­τές και μη, εσκεμ­μέ­να και συνωμοτικά απορ­ρί­πτουν αφ’ ενός την κοινή λο­γι­κή και αφ’ ετέρου επίτηδες κάνουν πως ξεχνούν την πανσοφία, την παντο­γνω­σία και το αλάθητο του Θεού, κα­θώς και τις πάμ­πολλες βι­βλικές αναφο­ρές που μας βε­βαιώνουν για την στα­θερό­τη­τα του Θεού στις αρχές του, στις κρί­σεις του, στα λόγια του, στις υποσχέ­σεις του, στις πρά­ξεις του, κλπ. Π. χ. βλέπε: Έξοδος 3: 14-15, 34: 6-7, Αρι­θμοί 23: 19, Δευτε­ρο­νό­μιον 32: 4, Α΄ Σαμουήλ Α΄ Βασιλειών) 15: 29, Ψαλ­μοί 19: 7-10 (ή 18: 8-11), 34: 10 (ή 33: 11), Ησαΐας 55: 11, Ιεζεκιήλ 24: 14, Μα­λαχίας 3: 6, Σο­φία Σειράχ 22: 23 (ή 24), Πρός Εβραίους 6: 18 (δεν ψεύδεται), 13: 8, Επιστολή Ιακώβου 1: 17, και απαν­ταχού. Αλλιώς τί σόι Θεός θα ήταν αυτός βεβαί­ως, αν έκανε λά­θη, έλεγε ψέματα και δεν ήξερε να κά­νει σωστά τη δουλειά του, ώστε να με­τα­νι­ώνει για τις αποφά­σεις και τις πράξεις του ώστε μετά να επανέρχεται για να τις διορ­θώ­σει...

Ενώ λοιπόν ο Παύλος στην Πρός Ρωμαίους 11: 33 μας λέει: «ανεξιχνίαστοι αι οδοί τού Θε­ού», και ακόμα ακούμε συ­χνά: «Τίς oί­δε τάς βoυλάς τoύ Θεoύ;», αμέσως μετά και ο Παύλος και οι απολογητές είναι έτοιμοι και να εξιχνιάσουν και να ερμηνεύσουν «τάς βoυλάς τoύ Θεoύ». Από την μια μεριά ομολογούν ότι δεν τις κατέχουν, είναι ακα­τά­ληπτες, ανεξιχνίαστες, κλπ. και αμέσως μετά γίνονται εξιχνιάσιμες και προ­χω­ρούν να μας δώσουν και τις εξηγήσεις που γουστάρουν. Ιδού η σχιζοειδής κατάσταση τους! Ήλθε ο Θεός στη γη και ακόμα τρωγόμαστε με το τι ήθελε να πει!

 

Ακόμα απαντάμε συχνά και την τακτική της αποφυγής. Όταν η συζήτηση είναι δύ­σ­κο­λη και απρο­σπέλαστη τότε σταμάτα να συζητάς. Όταν η συζήτηση αποβαίνει επι­κίνδυνη για τις δοξασίες μας τότε δεν προσπαθείς να έχεις διάλογο για να βγάλεις συμ­πέρασμα και μετά να προσαρμοστείς αναλόγως. Εμείς κύριοι έχομε μονόλογο, πάει και τελείωσε. Ού­τε θα μας βάλετε σε σκέψεις με τις εύλογες ερωτήσεις σας. Κύ­ριε τά­δε: «Ού μέ πείσεις κάν μέ πεί­σης!». Ο «Παύλος» μας λέγει σαφώς: Α΄ Πρός Τι­μόθεον 4: 7 «τους δε βε­βή­λους και γρα­ώδεις μύ­θους παραιτού, γύμναζε δε σεαυτόν προς ευσέβειαν», Β΄ Πρός Τι­μόθεον 2: 16-18 «τας δε βε­βή­λους κενοφωνίας πε­ρι­ϊσ­τασο· επί πλείον γαρ προκό­ψου­σιν ασεβείας, και ο λόγος αυ­τών ως γάγγραινα νομήν έξει·», 23 «τας δε μωράς και απαι­δεύ­τους ζητήσεις πα­ραιτού, ει­δώς ότι γεννώσι μά­χας·». Πρός Τίτον 3: 10 «αιρετικόν άν­θρω­πον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν πα­ραιτού.» Ίδια μηνύματα επαναλαμβάνον­ται και στις τρεις επι­στο­λές του Ιωάννου μα­ζί με μισαλλοδοξία και μίσος. Διαβάστε τις. Αυτά βεβαίως έρ­χον­ται σε κάποια αντί­φαση με την Επιστολή του Ιακώβου 5: 19-20 «Αδελφοί, εάν τις εν υμίν πλα­νηθή από της αληθείας, και επιστρέψη τις αυτόν, γι­νωσκέτω ότι ο επι­στρέψας αμαρτω­λόν εκ πλά­νης οδού αυτού σώσει ψυχήν εκ θα­νάτου και καλύψει πλήθος αμαρτι­ών.». Βε­βαίως και ο Ιάκωβος υπονοεί ότι η αλήθεια είναι μόνο αυτή που αυτός εννοεί και όχι του άλλου που τον έχει ήδη προδικάσει ως αμαρτωλό ή πεπλα­νη­μέ­νο.

 

Ο ανεκδιήγητος θεολόγος και απολογητής Τερτυλλιανός (τέλος δεύτερου και αρχές τρί­του αιώνα), ο οποίος στο τέλος κατάντησε και αιρετικός, με αφορμή την υποτι­θε­μένη ανάσταση του Ιησού και την υποσχεθείσα ανάσταση των ανθρωπίνων σωμάτων, είχε ισχυριστεί τα εξής δύο παροιμιώδη αποφθέγματα:

 

1)     «Αυτό το πιστεύω επειδή είναι απίστευτο.»

2)     «Αυτό είναι δυνατό επειδή είναι αδύνατο.»

 

Ως προς το πρώτο, μπορούμε να πούμε ότι κάθε Τερτυλλιανός έχει δικαίωμα να πι­σ­τεύει ό,τι είναι απί­στευτο ακόμα και το πιο αλλόκοτο αφού έτσι γουστάρει και εφ’ όσον βε­βαί­ως δεν βλά­πτει κανένα. Εδώ βλέ­πομε και πά­λι ότι αυτή η ρήση θέτει εκ ποδών την έρευνα στη θρησκευτική πίστη αυτού του τύπου. Όταν κάποιος πει: «αυτό το πι­στεύω επειδή έτσι μου γουστάρει», τότε είναι προ­φανές ότι κάθε λογικό και επι­στημονικό επι­χείρημα ή αν­τίρ­ρηση παύει να έχει ισχύ εμπρός στο εκ των προτέρων τεθέν θρησκευτικό γούστο του... Αλλά ως προς το δεύτερο, η κατά­στα­­ση είναι σχιζο­φρενική. Διότι όταν κά­τι είναι «αδύνατον», τότε λογικώς δεν εί­ναι «δυνατόν». Εδώ δεν μιλάμε με όρους θρη­σκευτικής πίστεως αλλά με εμπειρικούς όρους. Η δυ­να­τό­τητα κάποιου ενδεχομένου και η διαπίστωσή της είναι εμ­πειρικά φαι­νό­μενα και ως εκ τούτου οι έν­νοι­ες «δυνατόν» και «αδύνατον» είναι αν­τί­θετες. Συνεπώς η συνύπαρξη τους με το αυτό εν­δε­χόμενο είναι αν­τί­φα­ση. Έτσι λοιπόν μόνο μια σχιζοειδής δια­νοητική κατάσταση μπορεί να ομιλεί περί ταυτοχρόνου συνυ­πάρ­ξεώς των. Τα απο­τε­λέ­σμα­τα τέτοιων σχιζοειδών ισχυ­ρισμών μό­νο καταστροφικά δύναν­ται εν κατα­κλείδι να αποβούν. Αφού τα πάντα είναι δυνατά και ταυ­το­χρόνως αδύνατα και μάλιστα με θείαν επικύρωση, τότε μπορείς να λες και να κάνεις ό,τι σου καπνίσει. Έτσι η κατα­σ­τροφική ιδιότητα και μανία του Εβραι­ο­γνωστικοχριστιανισμού απεδείχθη πλήρως στη θεωρία και στην πράξη από ολόκληρη τη γραμματεία, την ιστορία και τα πεπραγ­μένα του. Εύγε κύριε ανεπανάληπτε Τερτυλλιανέ!

 

5. Επίκληση μαρτυρίων και ασκητισμού

 

Μερι­κοί επι­καλούνται το μαρτύριο ελαχίστων Χριστιανών διά την πί­στη τους ή τον μο­να­χισμό περισσοτέ­ρων ως από­δειξη της ορθότητας της Χριστιανικής πί­­στεως. Αυ­τά δεν απο­τελούν καμία επιχειρηματολογία ούτε λογι­κή απόδειξή αυτής της ορθό­τη­τας. Δεν εί­ναι τίποτα άλ­λο παρά οι φανατικές στάσεις φα­­νατικών πιστών που κάθε μετα­φυ­­σική πί­στη, ενίο­τε και φυσική, χωρίς έρευ­να δημι­ουργεί και ειδικά όταν υπόσ­χεται ότι με το μαρτύριο αυτό ή την εγκατάλειψη των εγκοσμίων θα ανταμειφθεί μυ­ριά­κις στη μετά θά­νατον ζωή. Αν αυτές οι στάσεις αποτελού­σαν λο­γικές αποδείξεις της ορθότητας της Χριστιανικής πίστης, τότε κά­θε θρη­σκεία και ιδε­ο­λογία θα ήταν εξ ίσου λογι­κώς ορ­θή, εφ’ όσον κάθε θρησκεία και ιδε­­­ο­λογία έχει έναν ικανό αριθμό μαρ­τύρων, ασκητών και αγί­ων. Ο φανατι­κός προτιμά να απο­θά­νει γι’ αυτά που πι­­στεύει και υποστηρίζει παρά να πα­ρα­δε­χθεί τα λάθη και την πλάνη του και συνε­πώς να τα απορ­ρίψει και μετά να αρχίσει τη ζωή του επί νέων βάσεων.

 

Τα μαρτύρια των αποστόλων Παύλου, Πέτρου, Ιακώβου, Ανδρέα, Θωμά, Βαρθολο­μαίου, Ματθαίου, Φιλίππου, όπως και άλλων μαρτύρων είναι μυθολογίες οι οποίες επλάσθησαν από το τέ­λος του 2ου αιώνα και μετά. Δεν αναφέρονται ούτε στην Καινή Διαθήκη ού­τε σε φε­ρέγγυες ιστορικές μαρτυρίες. Στις διάφορες εσωτερι­κές χριστιανι­κές παραδόσεις που αναφέρονται, οι αφηγήσεις και εκδοχές τους είναι πολύ δια­φο­ρετικές και αλληλοσυγκρουόμενες, γεγονός που αποδεικνύει την ψευδότη­τά τους.

 

Εδώ ας σημειώσομε και τα εξής πολύ σημαντικά. Οι Χριστιανοί μάρτυρες δεν ανέρ­χον­ται σε μυριάδες ή εκατομμύρια όπως ακούμε πολύ συχνά. Οι περισσότεροι διωγ­μοί για τους οποίους φωνασκούν δεν έγιναν ποτέ, ούτε οι Χριστιανοί, εκτός ολίγων, είχαν το σθένος για το οποίο υπερηφανεύονται. Αυτά εί­ναι αποδεδειγμένα ψέματα της Χρι­στι­α­νι­κής προ­παγάνδας. Εκτός από τους διωγμούς[7] επί αυτοκρατόρων Δε­κί­ου[8] και Διοκλη­τι­α­νού[9], γινόταν κά­τι τοπι­κές μικροσυμπλοκές με τον γειτονικό πληθυσμό για διαφό­ρους λό­γους, κυ­ρί­ως οικονομικών συμφερόντων και κοινωνικών ή θρησκευ­τι­κών διαπληκτισμών. Από όλα τα αντι­κει­με­νικά στοιχεία που έχομε στα χέρια μας οι ζηλωτές μάρτυρες ήταν μόνο ολί­γες χιλιάδες και τίποτα περισσότερο. Η δί­ωξή τους δεν είχε θρησκευτικά αίτια όπως ισχυρίζονται καθότι υπήρχε απόλυτη θρη­σκευτική ελευθερία. Τα αίτια ήταν οικο­νομικά, πολιτικά, πολιτισμικά και το ότι ηρνούν­το να συμμετέχουν στις εορτές της αυτο­κρα­το­ρί­ας, στον στρατό, κλπ. Αντ’ αυτών προτι­μούσαν να υβρίζουν τον Ελληνορωμαϊκό πολιτι­σμό, να αυτοευνου­χί­ζον­ται (πράξη αυστηρά απαγορευμένη από τον Ρωμαϊκό Νόμο αλλά την εφάρμοζαν οι Εγκρατίτες, οι Βαλέσιοι της Αιγύπτου, πολλοί επίσκοποι, ασκητές και ερη­μί­τες κ.ά.), να εγκαταλείπουν την κοινωνία και τον πολιτισμό και να γίνονται αναχωρητές, στυ­λί­τες και ερημίτες! Έτσι καταντούσαν συνεχής παραβίαση του κρατικού νόμου και ακατάπαυστη πρόκληση των Ρωμαϊκών αρχών και του τοπικού πληθυσμού. Επίσης, πά­ρα πολ­λοί Χριστιανοί ασκη­τές, στυλίτες και αναχωρητές προκαλούσαν μόνοι τους πολλά δεινά στους εαυ­τούς των όπως και πολλοί μάρτυρες το μαρ­τύριο τους μόνο και μόνο διά να λάβουν τη μετά θά­να­τον «εκατονταπλασίονα» αν­τα­πό­δοση (Ματθαίος 19: 27-29, Μάρκος 10: 28-30.).

 

{[7] Ουδείς διωγμός κατά των πεποι­θή­σε­ων υπήρξε στη Ρωμαϊκή αυτοκ­ρατορία όπου επικρατούσε τέτοια θρη­σκευτική ελευθερία που ο σημερινός κόσμος είναι αδύ­νατο να τη φανταστεί. Έχει μείνει παροιμιώδες ότι: «Εις την Ρώμη συναν­τού­σες ευ­κολότερα έναν θεό παρά έναν άν­θρω­πο!». Οι λεγόμενοι «διωγμοί» ήταν το­πικές αντι­δράσεις του κράτους κατά των συνεχών κρουσμάτων απειθείας και των συ­ν­ω­μο­τικών ανατρε­πτικών ενεργειών των χριστιανών. Αν­ε­ζητούντο οι ένοχοι των εγκ­ληματικών πράξε­ων και ου­δείς εθίγετο λόγω των πεποιθήσεών του! Ουδείς συστημα­τικός διωγ­μός υπήρξε! Π. χ. Οι διωγμοί επί Νέρωνος (+64) και Δομιτιανού (+94 - 96) αναφέ­ρονται διά πρώτην φορά το +170 από τον επίσκοπο των Σάρδεων Μελίτωνα τον ευ­νούχο. Αυτά που γράφει είναι καθαρές υπερβολές. Την εποχή του Νέρωνος οι χριστι­ανοί (αν υπήρχαν) στην Ρώμη ήταν ελάχιστοι και όχι μυριάδες! Άλ­λες έρευνες, βασι­σμέ­νες σε ιστορικά στοιχεία και σε παραδόσεις των ιδίων των χριστιανών (π. χ., βλέ­πε: Κυρτάταs Ι. Δημήτρης, Απόκρυφες Ιστορίες, Μύθοι και Θρύλοι από τον Κόσμο των Πρώτων Χριστιανών, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2003-2004, σελίδες 64-65), έχουν απαλ­λάξει τον Αυτοκράτορα Δομιτιανό (+81 - 96 Κ. Ε.) από την χριστιανική φήμη ότι εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών και αι­ματοκύλι­σε την αυτοκρατορία. Εκείνο που έκανε ήταν ότι, ανέκρινε μερικούς χριστι­α­νούς τα­ρα­ξίες τους οποίους και ετιμώ­ρη­σε εάν ευρέθησαν ένοχοι εγκληματικών πράξεων. Άλλους φτωχούς κακομοί­ρηδες, τους ερώτησε να του εξηγήσουν τί πί­στευαν και τί έκαναν και μετά τους άφη­σε ελευ­θέρους, αισθανόμενος κά­ποια περιφρόνηση για την κα­τάντια και την βλα­κεία τους. Αντιθέτως ο Χριστιανι­σμός όταν κατέλαβε την εξουσία εγκαινίασε και εξ­απέ­λυσε τον πραγματικό, ανελέητο, ολοκλη­ρωτικό και ιδεολογικό διωγμό! }

 

{[8] Ο Χριστιανισμός γίνεται γνωστός τόσον στο κοινό, όσον και στις κρατικές αρχές το +250. Τότε ο αυτο­κράτωρ Δέκιος εις τα πλαίσια τής εθνοποιητικής διαδικασίας και τής, απαραιτήτου διά ην άμυνα κατά των Βαρβάρων, τονώσεως τού εθνικού φρο­νήματος, ορ­γάνωσε εθνικές εορτές σε όλες τις πόλεις τής Ελλη­νικής Οικουμένης. Τό­τε έκπληκτοι οι αξιωματούχοι είδαν κάποιους ταραχοποιούς οίτινες αυτοβούλως ύβ­ριζαν τον Ελληνικόν Πολιτισμόν και την Αυτοκρατορίαν, ονομάζοντες εαυτούς Χρι­στιανούς! Από τότε εκκι­νεί η δημοσία ιστορία τού Χριστιανισμού! Εις δε την Σμύρνη κατά τις εορτές αυτές εμ­φανίσθηκαν τέτοιοι τα­ρα­χοποιοί μπροστά στον έπαρχο οι οποίοι είχαν αλυσοδέσει τους εαυτούς των και απαιτούσαν να μαρτυρή­σουν (να απο­θάνουν δηλαδή διά μαρ­τυρίου) δι­ότι εφωνασκούσαν ότι ήταν Χριστια­νοί. Ο έπαρχος έκ­πλη­κτος ανεφώνησε τότε: «μου φαίνεται ότι τρελαθήκαμε όλοι» και συνέχισε: «Αν αυτοί θέλουν να απο­θάνουν τότε να πάνε να πηδήξουν στον κρημνόν», που βρισκό­ταν εκεί πλη­σίον. Ο Μέγας Δέκιος δεν πρόφθασε να δώ­σει λύση στο και­νο­φα­νές χρι­στιανικό πρόβλημα διότι εφο­νεύ­θει σε μάχη κατά των Γότθων σε ελώδη περι­ο­χή πα­ρά το δέλτα του Δουνάβεως το 251 Κ. Ε. προτού καν κλεί­σει δύο έτη ως αυτοκ­ρά­τωρ. (Έτσι ο Δέκιος εί­χε την τιμή να είναι ο πρώτος Αυτοκράτωρ που εχάθη εις μά­χην!).}

 

{[9] Ο λεγόμενος διωγμός του Διοκλητιανού (302-303 Κ. Ε.) δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η μόνη γενικότερη προσπάθεια ελέγχου των χριστιανών (όχι όμως της ιδεολο­γί­ας των), οι οποίοι και επυρπόλησαν το αυτο­κρατορικό ανάκτορο στην Βιθυνία της Μικράς Ασίας. Το αίτιο του διωγμού ήταν το γεγονός ότι κατά την κα­τοχή της Αλε­ξανδρείας υπό της Παλμύρας (+269-274) οι χριστιανοί της πόλεως ταχθέντες υπέρ της Ζηνοβίας (+240 - ;;; , κυ­βερνήτου της Παλ­μύρας) και του εγκαθέτου της, χριστια­νού επισκόπου Παύλου του Σαμοσατέως, άρχι­σαν να αποσφάττουν συστηματικώς όσους Έλληνες, Ρωμαίους και Εβραίους ηδύναντο!}

 

6. Θαύματα

 

Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τα θαύματα. Στην αρχαιότητα υπήρχαν πάρα πολ­λοί «θαυματοποιοί». Εκτός του μυθικού θεού της Ιατρικής Ασκληπιού, υπάρχουν και ιστορι­κά πρόσωπα, όπως ο Απολλώνιος Τυανεύς, ο Αυτοκράτωρ Βεσπασιανός Φλά­βιος Σαβί­νος ο οποίος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου θεράπευσε έναν τυφλό διά λά­σπης φτιαγμένης με χώμα και πτύσμα του και έναν κουλό μόνο με το άγγιγμά του (βλέπε Τακίτου, Ιστορίες, Τόμος VI, κεφάλαιο 81), ο Ρα­βίνος Χανίνα Μπεν Ντόσα (Μπερα­κόθ 17β, 34β, Εκκλη­σι­α­στής Ράμπα 1: 1, Μισ­νά 5: 5) κ. ά. Κάθε θρη­σκεία πα­ρου­σιάζει έναν μεγάλο κα­τά­λογο θαυμάτων δικής της δι­καιοδοσίας. Τα θαύματα της Καινής Δι­αθήκης έχουν ομόλογα θαύ­ματα στην Παλαιά Δια­θήκη, στα θαύματα του Απολλω­νί­ου του Τυανέως και σε άλλες αρχαιότερες θρη­σκεί­ες[10].

 

{[10] Μια διευκρίνηση αναφορικώς με τις «θαυματουργικές » θεραπείες στα Ασκλη­πιεία: Όλες τελούνται στο πλαί­σιο του Κοσμικού Νόμου και δεν αποτελούν «θαύμα­τα» στην πραγματικότητα. Αυτό εξ άλλου φανε­ρώ­νει και ο μύθος, κατά τον οποίον όταν ο Ασκλη­πιός επεχείρησε να αναστήσει έναν άνθρωπο εκ νεκρών απε­τράπη από τον Δία διά του κεραυνού του, διότι νεκροί δεν ανασταίνονται.

 

Στον Χριστιανισμό έχομε να αντιμετωπίσομε και τον εξής τραγέλαφο: Τα μεν Χρι­στι­ανικά θαύ­ματα, τα διαπράττει ο Θεός Γιαχβέχ διά δι­κής του άμεσης παρέμβασης ή διά του υιού του Γιεσούα (Ιησού) ή διά παρακλήσεως αγίων ανθρώ­πων (μεταξύ των οποί­ων εξέ­χουσα θέση κατέχει η Παναγία). Όλα δε τα μη Χριστιανικά θαύματα τα δι­απράττει ο διάβολος. Όπως προα­να­φέραμε με τη ρήση του Sig­mund Freud, το δίπολο θεού – δια­βό­λου (ζω­ρο­α­στρικός δυϊσμός ή δυαδισμός) καθένας μπορεί να ερ­μη­νεύσει τα πάντα χω­ρίς πολ­λές κου­βέν­τες και άνευ αποδείξεων. Έτσι νομίζουν ακό­μα ότι ευ­κόλως εξηγούν και δικαι­ολογούν την ύπαρξη του «κακού» και την πά­λη του με το «καλό» μέσα στην τέ­λεια δημι­ουργία ενός παντοδυ­νάμου και παναγά­θου Θεού. Πα­ραβλέπουν όμως ότι το πρώτο – πρώτο βή­μα του συλ­λογισμού των είναι αντι­φα­τι­κό και λανθα­σμέ­νο ώστε όλος ο συλλο­γι­σμός τους να πά­ει περίπατο. Ένας τρόπος να τε­θεί αυτό το πρώτο βήμα είναι ο εξής: Αφού ο Θεός που έφτιαξε τα πάντα και είναι τέ­λειος πάνσοφος και παντοδύνα­μος, τότε πως έφτια­ξε το κακό και τους υπη­ρέτες του τον διάβολο σατανά και τους αγγέλους αυτού μέσα στην τέλεια δημιουργία του? Μό­νοι σας μπορείτε να διατυπώσετε και άλλους τρό­πους. Μετά πάλι, αφού είναι παν­το­δύναμος και πανάγαθος γιατί με ένα φυσιματάκι του, «παφ»,­ δεν σβήνει τους δι­α­βό­λους μια για πάντα να τελειώσομε με δαύτους;...}

 

Αν εξαιρέσομε διάφορες σκηνοθετημένες απάτες ή φανταστικές αφηγήσεις, κάθε σύμ­πτωση ή δυσεξήγητο φαινόμενο ή φαινόμενο που μπο­ρεί να συμ­βαίνει από και­ρού εις και­ρόν αλ­λά κανείς να μην έχει ασχο­λη­θεί για να βρει την επιστημονική ή κά­ποια εξήγη­σή του, η εκάστοτε ψευδής θρησκεία το οικειοποιείται ως ιδι­κό της θαύμα. Έτσι το παρου­σιάζει σαν υπερβατικό (υπερ­φυ­σικό) φαινόμενο του οποίου η φυσική εξήγηση είναι αδύ­νατο να βρεθεί πο­­τέ. Διά τούτο οφείλομε να το δεχόμαστε και να το πισ­τεύομε ως θαύ­μα του θεού της, χω­ρίς να ρω­­τάμε τίποτα περί της εξηγήσεώς του. Κατ’ αυτόν τον τρό­πο, η εν λόγω θρη­σκεία προ­κει­μένου να εξυ­πη­ρετήσει τους σκο­πούς της εξισώνει την έν­νοια του «μη εξη­γη­θέν» με την έννοια του «μη εξη­γή­σι­μο». Άλλο μπέρδεμα που συχ­νά διαπράττει, είναι η εξίσωση του «εξωλόγου» με «υπερφυ­σικό θαύμα» (π. χ., διά­φορα ψυχικά ή παραψυχολογικά φαινόμενα, παραλη­ρήματα Poltergeist, κλπ.).

 

Δεν θα καταπιαστούμε εδώ με το ήδη γνωστό, αναλελυμένο και πολυδημοσιευμένο ζήτημα περί των θαυμάτων της Βίβλου. Κρίνοντας τις αφηγήσεις πολλών εξ αυτών βλέπει κανείς εύκολα ότι πρόκειται για ψευδείς μυθοπλασίες και φανταστικές ανοη­σί­ες. Όποιος ενδια­φέρεται ας ανατρέξει στην σχετική παγκόσμαι βιβλιογραφία.

 

7. Ιδιορρυθμίες πρωτοχριστιανών

 

Οι απολογητές, ανάμεσα στις δραστηριότητές τους, ανέπτυξαν και την εφεύρεση παν­τός εί­­δους δικαιολογιών για να δικαιολογούν τις ιδιαι­τερότητες (χούγια) και τις ακρό­τητες των Χρισ­τι­α­νών κα­τά τους τρεις πρώτους αιώνες (πράγμα που συνεχίστηκε διά μέσου των αιώνων, με τις αναγκαίες προσαρμογές, και μέχρι σήμερα).

 

Τέτοιες ιδιαιτερότητες ήταν: ζωή φόβου και τρόμου, η άμεση προσμονή τους τέλους του κόσμου, ή άμεση εσχατολογία, η άρ­νηση στρατεύσε­ως, η διατήρηση της παρθε­νί­ας ως υπερτάτου αρετής, η αγαμία, η εκτός νόμου πράξη του ευνουχισμού (Βα­λέσιοι, Εγκρα­τίτες, κ. ά.), ο αν­τιερωτισμός, η απλυσιά, οι παράξενες μυστικές τελε­τές τους, οι διάφορες εκδη­λώ­σεις αναχω­ρη­τισμού, η άρ­νηση συμμετοχής στις εορτές της αυτο­κρα­το­ρίας, η άρνηση τιμών προς τον αυτοκράτορα, οι ύβρεις κατά του πολιτισ­μού, οι διά­φοροι τσακωμοί τους με μη Χριστιανούς και μεταξύ των αιρέσεων τους, κλπ. (Αυ­τά κι’ αν είναι στοιχεία κατα­στρο­φικής θρησκείας! ...). Έτσι καταν­τούσαν συνεχής παρα­βίαση του κρατικού και τοπικού νόμου, ακατάπαυστη πρόκληση των Ρωμα­ϊ­κών αρ­χών και της τοπικής αστυνομίας, προκλητικοί ταραξίες τοπικών κοινο­τήτων και κοι­νής ησυχίας. Μό­νοι τους επέσυραν την οργή των Ρωμα­ϊ­κών αρχών εναν­τίον τους με φυλακίσεις, τιμωρίες και τοπι­κές διώξεις. Οι ταραξίες και ποινικοί υπόδικοι ανε­καλύπτοντο και ελάμβανον ό,τι προέβλεπε ο νόμος κατά πε­ρίπτωση.

 

Παρ’ όλα ταύτα ο Ιησούς είχε παραγγείλει: Μάρκος 12: 17 «και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς· απόδοτε τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ· και εθαύμασαν επ’ αυτώ.». Ο Παύλος παραγγέλλει την υποταγή στους νόμους, προσευχή υπέρ των βασιλέων και τονίζει ότι κάθε εξουσία προέρχεται από τον Θεό, κλπ: Πρός Ρω­μαί­oυς 13: 1-7, Α΄ Πρός Τι­μό­θεoν 2: 1-2, Πρός Τίτoν 3: 1. Ο Πέ­τρος πα­ραγ­γέλ­λει τα ίδια στην Α΄ Πέ­τρου 2: 13-17. Επομένως, οι χριστιανοί δεν θα αμάρταναν απέ­διδαν τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και έκαναν όλα όσα παρήγγειλαν ο Παύλος και ο Πέτρος. Οι πρωτοχριστιανοί προφασιζόταν ως αμαρτίες και βλασφημίες το να αποδώσουν τιμές στην αυτοκρατορία και τον αυτοκράτορα και αντ’ αυτών προτιμούσαν τα μαρτύρια.

 

Καθώς όμως οι αντιφάσεις τους δεν λείπουν από πουθενά, ούτε από τα γραπτά τους, ούτε από τις τακτικές και τις πράξεις τους, ούτε από τον τρόπο ζωής τους, έτσι και εδώ απαντάται μια αντίφαση. Ο θλι­βερός επι­γραμματογράφος και ποιητής Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς (περίπου 365 – 420 Κ. Ε.) περι­γρά­φει μια αντιφατικότητα των μονα­χών, οι οποίοι κυριολεκτικά κατέσ­τ­ρεφαν την Αίγυ­πτο κατά την διάρκεια της ζωής του, στο εξής δίστιχο επίγραμ­μα:

 

 

Ει μοναχοί, τί τοσοίδε; τοσοίδε δέ, πώς πάλι μούνοι;

ώ πληθύς μοναχών ψευσαμένη μονάδα.

 

 

Αλ­λά και για τις πάμπολλες καινούργιες ιδιοτροπίες και τις αμέτρητες αιρέσεις των Χρι­στιανών που προέκυψαν μετά τους τρεις πρώτους αιώ­νες, οι νεώτεροι απολογητές εδη­μιούργησαν νεώτερες δικαι­ο­λογίες, στρεψοδικίες και παραλογισμούς που βασί­ζονται πάντα στην θεο­λογία στην παράδοσή τους, και στην προτίμηση τού ιδιαιτέρου δόγ­μα­τος στο οποίο ανήκουν.

 

Γνωρίζω ένα μοναστήρι στο οποίο ο ηγούμενος κατά τα έτη 1976-1977 ενήργησε να εγκαταστήσει όχι μόνο τηλέφωνο αλλά και ηλε­κ­τ­ρικό ρεύμα. Πέραν του ηλεκτροφω­τισμού όπως έλεγε, να έχουν οι καλόγεροι και κανένα ψυγειάκι, και καμιά ηλεκ­τ­ρι­κή κουζινίτσα, ... Σε άλλα μοναστήρια, είδα στις εφημερίδες, ότι βάλανε και τη­λε­ο­ρά­σεις! Καλή η καλογερική, σε στέλλει στον παράδεισο, αλλά καλά και τα επιτεύγματα τού πολιτισ­μού ...!

 

8. Αρχαίοι μύθοι και Χριστιανικά μυθολογήματα

Στο δογματικό επίπεδο απαντάμε πολλούς απολογητές να επικαλούνται αρχαίους και πα­γανιστικούς μύθους που ήταν καταπληκτικά παρό­μοιοι με τους δικούς τους για να δι­και­ολογήσουν την ύπαρ­ξη και την αλήθεια της δικής τους νέας θρησκείας και να πεί­σουν μερικούς Ρωμαίους αυτοκράτορες να μην τους διώκουν, κλπ. Τέτοιοι μύθοι αναφέρονταν σε διάφορα θρησκευτικά μυστήρια και τελετές, άμωμη σύλληψη, παρ­θενική γέν­νηση, κάθο­δος και άσματα αγγέλων, αστήρ τύπου Βηθλεέμ, σφαγιασμός νηπίων, βάπτιση, πά­θος θε­ού ή απο­θεωμένου θνητού (ήρωα, ημιθέου), σταύρωση, εν­τα­φιασμός, ανάσταση, ανάλη­ψη, κλπ. Επί­σης αναφέρον­ταν και σε διάφορα θαύματα θε­­ρα­πειών νόσων, βαδί­σματος επί υδά­των, χορτασμού πει­νασμένων, αναστάσεως νε­κρών, κλπ.

Το αν οι αρ­χαιότε­ροι μύ­θοι, που επι­καλέ­στη­καν οι Χριστιανοί απο­λο­γη­τές, ήταν αλη­θείς ή όχι δεν τους απασχόλησε καθόλου ως θε­μιτό μέ­σον αποδείξεως της δικής τους απο­λύ­του αλήθειας. Εφ’ όσον οι Χριστιανοί είχαν κα­ταδι­κά­σει κάθε άλλη θρησκεία ως ψευδή, τότε λογικά αυτό το επιχείρημά τους ήταν ένα δικολαβίστικο ψευδoεπιχεί­ρημα. Επι­καλέστηκαν όμως τους αρχαίους μύ­θους οσάκις τους χρειά­στηκαν μό­νο και μόνο επειδή ήταν βολικότατο μέσο για να εξυ­πηρετήσουν τον προσω­ρι­νό σκο­πό που είχαν στο νου τους. Το περίεργο εδώ είναι ότι κάμποσοι απο­­­λο­γητές (π. χ., Ιου­στί­νος, Firmicus Maternus, Τερτυλλιανός, Ειρηναίος, κ. ά.) απέδωσαν την τρο­με­ρή ομοιότη­τα πολ­λών αρ­­­χαί­ων μύθων με τους ιδι­κούς τους, και ιεροτελεστιών με τις δι­κές τους, σε πονη­ρή και παρα­πλα­νη­τι­κή ενέργεια του σατανά. Λένε δηλαδή ότι ο σα­τα­νάς οσφ­ρύετο την από στιγμή σε στι­γμή έλευση του σωτήρα στον κόσμο και θέλη­σε έτσι να παραπλα­νήσει τα πλήθη των εθνι­κών. (Τους Ιου­δαίους άραγε; Αυτούς τους άφη­σε έξω!).

Ο Εβραιοσαμαρίτης Ιουστίνος στην Πρώτη Απολογία, κεφάλαια 14 και 15, γράφει τα εξής (μεταφρά­ζω):

 

«Όταν εμείς λέμε ότι αυτός, ο Ιησούς Χριστός, ο διδάσκαλός μας, δημιουρ­γή­θηκε χωρίς σεξουαλική ένωση, εσταυρώθη, απέθανε, ανεστήθη και ανε­λήθφη εις τούς ουρα­νούς, δεν εισηγούμαστε τίποτα διαφορετικό απ’ ότι εσείς πιστεύ­ε­τε σχετικώς με τους γιους του θεού Διός.».

«... Γεννήθηκε από παρθένο, παραδεχόμαστε από κοινού αυτό που εσείς πι­στεύ­ετε για τον θεό Περσέα.».

«Διότι όταν λένε ότι ο Διόνυσος ανεστήθη και ανέβη στους ουρανούς, δεν είναι αυτό ένδειξη ότι ο διάβολος απεμιμήθη την προφητεία;»

 

Λίγο αργότερα αλλοπρόσαλλος Τερτυλλιανός, στο έργο του de Corona, παρά­γ­ραφος 15, γρά­φει (με­ταφράζω):

«Ας προσέξομε καλά τα μηχανεύματα του διαβόλου, ο οποίος συνηθίζει να μιμείται μερικά πράγματα του Θεού με κανέναν άλλο στόχο αλλά με την αφοσίωση των υπηρετών του, να μας ντροπιάζει και να μας κατα­δι­κάζει.».

Ο Firmicus Mater­nus, ένας από τους πρώτους Λατίνους πα­τέρες της Εβραιογνωστι­κοχριστια­νι­κής εκκλη­σίας, στο βιβλίο του «Τα Λά­θη Των Αισχρών Θρη­σκειών», για παράδειγμα γρά­φει:

«Habet ergo diabolus christos suos, et quia ipse antichristus est ad infamiam nominis sui miseros homines scelerata societate perducit.”». de Err. Prof. Rel., xxii.

 

Αυτή η δοξασία διατηρήθηκε και για κάμποσους αιώνες μετά. Για παράδειγμα, όταν οι γιοί του «Μεγάλου» Κωνσταντίνου, Κωνστάντιος και Κώνστανς, ήταν συναυ­τοκ­ρά­τορες (π. +340 -) ο τότε νεοφώτιστος φανατικός χριστιανός Julius Firmicius απ­ηύ­θυνε μια αγό­ρευση προς αυτούς. Στο μεγαλύτερο μέρος της, τους παρακινούσε να αρπά­ζουν και να κατάσχουν τις περιουσίες όλων όσων παρέμεναν πιστοί στις πα­ρα­δοσια­κές θρησκείες και να δίδονται στους Χριστιανούς για δική τους χρήση. Στο υπό­λοιπο μέρος της, κατήγγειλε όλα τα στοιχεία λατρείας των παραδοσιακών θρησκειών που ομοίαζαν με τα χρισ­τιανικά ως απομιμήσεις που είχε δημιουργήσει ο διάβολος. Σε όλους αυτούς τους χριστιανούς φωστήρες λοιπόν, βλέπομε τον διάβολο να έχει την διορατικότητα ώστε να έλθει στον κόσμο πριν από τον Χριστό για να δημιουργή­σει τα χαρακτηρισ­τικά στοιχεία του Χριστού μέσα στον Παγανιστικό κόσμο και να τον παραπλανήσει. Έτσι λοιπόν βάλθηκε ο δι­άβολος να μπερδέψει τους παγανιστές, κατ’ αυτούς τους «με­γίστους φωστήρας»! Μόνο που ο παν­τοδύναμος και πανάγαθος θεός τους δεν τον εμπόδισε αλλά τον άφησε! Αυτό θα πει απροσπέλαστη θεοπνευστία των χρι­σ­τιανών φωστήρων!

 

Άλ­λοι πάλι (π. χ. ο Ωρι­γέ­νης, οι σφετεριστές των «Σι­βυλ­λι­κών Χρη­σμών», κά.) απέ­δωσαν την ομοιότητα αυτήν στο θε­ϊκό σχέ­διο του Θεού Πατρός, Γιαχ­βέχ, για να προ­ετοι­μά­σει τον κόσμο να δεχτεί τον σωτήρα Υιό του, Γιεσούα = Ιη­σού τον επο­νο­μα­ζό­μενο Χριστό, ο οποίος θα εγένε­το (θε)άνθρωπος τη στιγμή που ο Πα­τήρ είχε ορί­σει. Πε­ρι­έρ­γως, στους σφε­τε­ρι­στές των «Σιβυλλικών Χρησμών» ανή­κει και ο αντιφα­τικός Ιου­στί­νος. Τί να κάνομε: στον Χριστιανισμό οι αντιφάσεις είναι εξαρχής «παν­ταχού πα­ρούσαι και τα πάντα πληρούσαι»!

 

Τελικά ο κό­σμος δεν πεί­­στηκε στο να δεχθεί τον σωτήρα του και την αιώνια ζωή, πα­ρά μό­νο όταν από το 313 Κ. Ε. και εντεύθεν του ετέθη η μο­ναδι­κή εκλογή υπο­χρε­ω­τι­κής σωτηρίας: Ή γί­νε­σαι Χριστιανός ή νε­κρός. Διάλεξε και πάρε!

 

«Γίνου Χριστιανός ή φονεύσω σε.».

 

Όσο αφορά την απεμπόληση των μυθολογιών και δεισιδαιμονιών ο Χριστιανισμός κατά­φε­ρε να αντικαταστήσει τις αρχαιότερες μυθολογίες και δεισιδαιμονίες με τις δι­κές του[11]. Μας σέρβιρε τους Εβραϊκούς μύθους και τις Εβραϊκές δεισιδαιμονίες και τους (τις) επε­ξέ­τεινε με πολ­λούς (-ές) δικούς (-ές) του και με τρομερές παρερμηνείες των αρχικών. Οι κλεψίτυποι μύθοι της Γε­νέσεως είναι γνωστοί. Αν πάλι θέ­λετε να απολαύετε ισχυρή δόση δεισιδαιμονίας και δαιμονολογίας διαβά­στε από πε­ριέργεια τα βιβλία του Ιώβ, του Τωβίτ, της Αποκα­λύ­ψε­ως, κλπ. Οι περισ­σότεροι Εβραϊκοί μύ­θοι είναι επηρεα­σμένοι από τους Ασσυ­ριακούς, Βα­βυλωνιακούς, Χαλ­δα­ϊκούς, Ζωρο­αστρι­κούς, ακόμα και Ελληνι­κούς μύθους ή εί­ναι κακιές παραλλαγές αυ­τών. Έπειτα, εκτός από τη μυθολο­γία της Και­νής Διαθήκης (π. χ., το άστρο της Βηθ­λεέμ, η σφαγή των νηπίων από τον βασι­λιά Ηρώ­δη τον Μέγα, κλπ.), η εκ­κλησία υπέ­κλεψε και με­τάλλαξε πολλούς αρχαίους μύ­θους. Ένα παράδειγμα είναι ο αρ­χαίος Ελ­ληνικός μύθος του Περσέως, της Ανδρομέδας και Δράκοντος, ο οποίος βρίσκει ομο­λόγους μύθους σε όλους τους ινδοευ­ρω­πα­ϊ­κούς λαούς. Αυ­­τός μεταλ­λάχθηκε στον μύ­θο του εφίππου στρατηλάτη Αγίου Γεωρ­γίου της βασι­λο­πούλας και του Δράκοντος... Άλλος μυθικός άγιος έχει αποδειχθεί να εί­ναι και ο Άγιος Δη­μήτριος[12]! Οι μύθοι του άστρου της Βηθλεέμ και της σφαγής των νηπίων από τον βα­σι­λιά Ηρώδη τον Μέ­γα έχουν αν­τι­στοίχους στην ιν­δι­κή μυθο­λογία του Χάρη Κρίσνα. [Πε­ρίεργα πράγ­μα­τα! Αφού εσ­φαγιάσθηκαν 14 000 αρ­σενικά βρέφη κάτω των δύο ετών, τό­τε η Βηθ­λε­έμ της Ιου­δαίας θα έπρεπε να είχε του­λά­χιστον 250 000 κατοίκους, δηλαδή περισ­σό­τερο πλη­θυ­σμό από την Ιερουσαλήμ την μεγα­λύ­τερη πόλη της περιο­χής! Η Βη­θλεέμ όμως ήταν ένα μικρό και ασήμαντο χω­ριό, γνω­στή μόνο διότι από εκεί κατά­γον­ταν ο Ιεσσαί και ο γιος του ο βασιλιάς Δαυίδ. (Σημειώ­στε εν παρόδω ότι υπάρχει και Βη­θ­λε­έμ της Γα­λι­­λαί­ας.). Οι χριστιανικοί μύθοι δίνουν και παίρνουν!].

 

{[11] Εδώ επιβάλλεται μια διάκριση: Ο Ελληνικός μύθος είναι μια ιστορία, διήγηση, η οποία, ανεξαρτήτως του ιστορικού χαρακτήρα της, είναι συμβολική και υποκρύπτει ένα βαθύτερο νόημα, διδαχή και πολλές φορές φυσικό και απροσπέλαστο νόμο. Αντι­θέτως, οι χριστιανι­κές ιστορίες και αφηγήσεις μπορούν να απο­κλη­θούν «μυθολο­γι­κές» με την τρέχουσα έννοια του όρου, κα­θώς επιζητούν να ληφθούν κυριολεκτικά αντί να ερ­μη­νευ­θούν συμβολικά με αποτέλεσμα το άτοπον (λ. χ. «η δημιουργία των πρωτοπλάστων», «η άμ­μωμος σύλληψις», κλπ.).}.

{[12] 1) Το άρθρο “Thessalonicas Patron: Saint Demetrius or Emeritus?”, Harvard Theo­logical Review, July 2000, του καθηγητή David Woods, κονιορτοποιεί τους, ούτως ή άλ­λως σαθρούς, ισχυρισμούς των Ορθοδό­ξων περί της δήθεν ιστορικότητας του, αγνώστου εις τα μαρτυρολόγια έως του 450 Κ. Ε., Αγίου Δημητρίου και αποδει­κνύει ότι πρόκειται δι’ άτεχνο προσπάθεια των Χριστιανών μετά το 362 Κ. Ε., όταν ο Θεοδόσιος ο Α΄ σκέ­φτηκε να ορίσει ως πρωτεύουσάν του την Θεσσαλονίκη, να την στολίσουν δι’ ενός Ισπα­νού στρα­τιωτικού Αγίου ως αντανάκλαση και alter ego του ιδίου του Θεοδοσίου.

 2) Άλλοι σπουδαίοι ερευνητές, μεταξύ των οποίων είναι και ο καθηγητής Μετσοβίου Πολυτεχνείου Μα­νό­λης Κορρές (παγκόσμια αυθεντία στην ιστορία, αρχιτεκτονική και στην αρχαιολογία) και ο καθηγητής φιλολο­γίας και ιστορίας Γεώργιος Α. Μαύ­ρος, υπο­στηρί­ζουν την εξής εξήγηση: Όταν κατά τον πέμπτον αιώνα μια βο­ρειο­ευ­ρωπαϊκή γοτ­θι­κή ορ­δή λεηλάτησε την πόλη Singidunum (ση­με­ρινό Βελιγράδιον), οι κάτοικοι της πό­λε­ως που γλί­τωσαν τη ζωή τους από τη συμφορά που τους βρήκε κα­τέ­φυγαν στην Θεσσα­λο­νί­κη όπου έφεραν μα­ζί τους και την εικόνα ενός υπαρκτού Αγίου προστάτη τους, του Νέ­στορος. Τό­τε οι Θεσ­σα­λο­νι­κείς Χριστιανοί επέ­δω­σαν στον Άγιο Νέστορα έναν πά­τρωνα που δεν ήταν άλλος από τον μυθολο­γι­κό Άγιο Δη­μήτριο. Έτσι βλέ­πομε τον και­νο­φανή άγιο για πρώτη φορά στα μαρτυρολόγια από το 450 Κ. Ε. και μετά.}.

 

Εν κατακλείδι οι Χριστιανοί απολογητές και πατέρες καταδίκασαν όλους τους προη­γου­μένους μύθους των άλλων λαών ως αισχρά ψεύδη και παρουσίασαν και προπα­γάνδισαν τους δικούς τους ως απολύτως αλη­θείς. Οι άλλοι λαοί ήσαν δεισιδαίμονες και βυθισμένοι στο σκοτάδι ενώ αυτοί σταμάτησαν κάθε δεισι­δαιμονία και μας έφε­ραν το φως! Ουδέν ψευδότερον όλων τούτων! Έτσι επέβαλαν με κάθε βία και τρόμο το αυθαί­ρετο χριστιανικό αξίωμα: «ό,τι λένε και πιστεύουν οι άλλοι είναι αυτομά­τως λάθος ή ψέμα ενώ ό,τι λένε και πι­στεύουν αυτοί είναι αυτομάτως η από­λυτη αλή­θεια, την οποίαν οφείλουν να πιστεύουν άπαντες»! Είδα­τε λοιπόν τί έκαναν αυτοί που σέ­βονται και επικαλούνται την ελευθερία εκλογής και το δικαίωμα γνώμης όταν τους παρεδόθη η εξουσία εν λευκώ; Έτσι με την δογματική και διαστροφική τους δεισιδαι­μονία απέβησαν η χειρότερη μάστιγα που γνώρισε η ιστορία του ανθρώπου.

 

Ας μην ξεχνάμε και την τερά­στια δαι­μονολογία που έχει ανα­πτύξει ολόκληρη η Και­νή Διαθήκη και η Εκκλησία. Δισεκατομμύρια δισεκα­τομμυρίων από δαίμο­νες παντού και πάντο­τε! Αυτοί κυριαρχούν παντού και σκανδαλίζουν. Πού να καταγράφομε όλα αυτά τα ανιαρά τώρα ..., δεν έχομε χώρο και χρόνο! Νομίζομε ότι είναι αρκετά γνωσ­τά και τα αναφέρομε εδώ και ‘κει μέσα στα διάφορα κείμενα μας. Επί­σης για τη λει­ψα­νο­λο­γία και λει­ψα­νολατρία μαζί με την εικονολα­τρία και μπογι­α­το­λατρία, περιορι­ζόμαστε εδώ στο να πούμε ότι ξε­πέρασαν κά­θε όριο φαντασίας. Εί­ναι όλα καταγραμ­μέ­να στην εκτε­ταμένη παγκόσμια βιβλιογραφία. Μελετείστε τα!

 

Εδώ αναφέρομε μόνο τα εξής ολίγα περί μιάς σινδόνος. Ένα από τα τελευταία λάβα­ρα της λειψανολατρείας-λειψανολογίας είναι η σινδών του Torino στην Ιταλία. Αυτή εί­χε καταντήσει η απόδειξη της αληθείας της χριστια­νικής πίστεως για πολλούς αφε­λείς και ευχολόγους χριστιανούς. Ενώ πάντα ήταν κλειδαμπα­ρω­μέ­νη μέσα σε μια γυ­άλινη θήκη, το έτος 1988 ο Πολωνός Πάπας Ιωάν­νης Παύλος ΙΙ, επέτρεψε να εξε­τασ­θεί από τρία μεγαλύτερα και σπουδαιότερα εργασ­τήρια του κόσ­μου. Αυτά ήταν: το Πανεπισ­τήμιο της Οξφόρδης, το Πανεπιστήμιο της Αριζό­νας και το Ομοσπονδιακό Ελβετικό Ινσ­τιτούτο Τεχνολογίας. Και τα τρία εφήρ­μοσαν την μέ­θοδο χρο­νολογή­σε­ως διά του ραδιενεργού άνθρακος 14, και ανεξάρ­τη­τα το ένα από το άλλο απεφάνθη­σαν τα ίδια αποτελέ­σματα. Η σινδών είναι προϊόν του 13ου ή 14ου αιώνος. Εγώ προ­σωπικώς, την 13η Νοεμβρίου 2003, και ώρα 8: 10 μ.μ, ηρώτη­σα τον διά­ση­μο καθηγη­τή της χη­μείας Frank Sherwood Rowland (γ. 1927) του Πανεπιστη­μί­ου Irvine της Κα­λι­φορνίας, (βρα­βευθέντα με βραβείο Nobel το 1995 διά τις εργα­σίες του επί της ατμοσφαιρικής χη­μείας, και ο οποίος τότε ευρίσκετο στο Πα­νεπιστήμιο Hamline της Minnesota όπου εργάζομαι διά να δώσει ει­δικές διαλέξεις), πό­σο ακριβής είναι σήμε­ρα η χρονολό­γη­ση δι’ αυτής της μεθόδου. Η απάν­τησή του ήταν ευθεία: «Για χρονο­λογήσεις εντός των τελευταίων 10 000 ετών, η ακρίβεια είναι συν ή πλην 50 χρό­νια!». Μετά όμως μου απε­κάλυψε κάτι άλ­λο πολύ σημαντικό. Η κόρη του κ. καθηγη­τή εργάζεται στην Ιτα­λία ως διδάκτωρ της Ιστορίας της Τέχνης και μεταξύ άλλων εί­χε ασ­χο­ληθεί και με την σινδόνα του Torino. Αυτή λοιπόν διεπίστωσε ότι το άτομο που εικο­νίζεται επί της σινδόνος φέρε­ται ως σταυρωμένο με το ένα πόδι επί του άλ­λου. Αυτή η τεχνο­τροπία διά την απει­κόνιση εσταυ­ρωμένων εμφανί­ζεται από το τέ­λος του 6ου αιώ­να και μετά, ενώ πριν τους απ­εικόνιζαν επί του σταυρού με τα πόδια το ένα δίπλα στο άλλο, όπως δηλα­δή εσταύ­ρωναν τους κα­τα­δί­κους τον πρώτο αιώνα σύμφωνα με τα ευ­ρήματα της Αρχαιολογίας και τις μαρ­τυ­ρίες των ιστορικών, κ. ά. Επομένως βάσει αυ­τού του στοι­χείου και μό­νον η σινδών του Torino δεν έχει να κά­νει τίποτα με τον υπο­τι­θέ­μενο Ιη­σού Χριστό. Παρ’ όλα ταύ­τα και ενώ πολλά βιβλία έχουν γραφεί για να περιγρά­ψουν την απάτη που κρύβεται πίσω από την σινδόνα, πολλοί χριστιανοί ανά τον κό­σ­μο ακόμα και τώ­ρα, προσπα­θούν να απο­δείξουν ότι η σινδών του Torino είναι η σιν­δών του μυθολο­γουμένου Ιη­σού Χριστού και ότι και τα τρία κορυφαία ερ­γαστήρια έκαναν λάθος στη χρονολό­γησή της. Με­ρι­κοί δε απ’ αυ­τούς ισχυρίζονται ότι είναι σε θέση να απο­δεί­ξουν ότι η χρονο­λό­γησή της κείται εν­τός των ετών 29-36 Κ. Ε., όπως ακ­ριβώς και εκ των προτέρων επιθυμούσαν. Ακόμα μία ειρωνεία είναι και η εξής: Ενώ αυτό το λάβαρο είναι ένα τεκμήριο της Καθολικής εκ­κλησίας και οι περισσότερες Προτεσταντικές αιρέσεις όπως και οι Ορθόδοξοι μι­σούν του Καθολικούς, είναι κυρίως Προτεστάντες εξ Αμερικής αυτοί που εκ των υσ­τέρων βάλθη­καν να αποδείξουν την αυθεντικότητα της σινδόνος. Αυτοί δηλαδή που ως μόνο επιχείρημα προβάλουν την πίστη και δεν δίνουν μεγάλη σημασία στα υπό­λοιπα αυτοί τώρα βρέθηκαν να πρωτοστατούν στην παλινόρθωση αυτής της απάτης!

 

9. Εξαφάνιση τεκμηρίων

 

Τα ανωτέρω περί των αρχαιοτέρων μύθων κλπ. είναι ένα μό­νο πα­ρά­δειγμα, αλλά αν­τι­προσωπεύει τη Χριστιανική απολο­γη­τική στο σύνολό της μα­ζί με τις αντι­φά­σεις και τις ανοησίες της. Καθόλου παράξενο αφού ήδη όλες οι γραφές τους, κανονικές και μη, έγε­μαν με χιλιάδες αντι­φά­σεις, λάθη και παραλογισμούς.

 

Από τον τέταρτο αιώνα Κ. Ε. και εφεξής παρατηρούμε το εξής φοβερό φαινόμενο. Οι Χριστιανοί εξαφανίζουν όχι μό­νο τα πρωτότυπα των Ευαγγελίων τους και τα αντικα­θι­στούν με νέες εκδόσεις αλλά εξαφανίζουν συ­στηματικά και κά­θε αντίλογο. Τα πρω­τό­τυ­πα των Ευαγγελίων καθώς και των άλλων βιβλίων της Καινής όφειλαν να τα δια­­φυ­λά­ξουν ως κόρη οφθαλμού, όπως ακριβώς δια­­φύλαξαν «λείψα­να αγί­ων τους» που φτά­νουν μέχρι τον Εβραίο ζηλωτή Γιοκ­χαννάν τον επονομαζόμενον από τους Χρισ­τι­α­νούς Βα­πτι­στή (π. χ., μαλλιά, δόντια, δάχτυλα) και τον ίδιο τον Ιησού ή Γιεσούα (π. χ., 17 «αυ­θεντικές» ακροβυστίες της περιτομής του). Γιατί δη­λα­δή οι Εβραίοι κα­τά­φε­ραν, από τον πρώτο αιώνα και μετά και κάτω από τις πιο αντίξοες συν­θή­κες, να δι­α­φυλάξουν τη Μασ­σο­ρί­τικη έκδοση της Παλαιάς Διαθήκης, η οποία βασιζόταν σε αν­­τί­γρα­φα των πέντε προ­ηγουμένων αιώνων; Οι Χριστιανοί εξαφά­νι­σαν και την πρώ­τη μετά­φρα­ση της Και­νής Διαθήκης στη Λατινική, την καλούμενη Ιτάλα, από την οποία ελάχιστα αποσπά­σματα έχουν σωθεί, ενώ ο Πατήρ Ιερώνυμος την είχε στα χέ­ρια του όταν έκανε την με­τά­φραση που επονο­μά­σθη­κε Βουλγάτα κατά το δεύτερον ήμισυ του τέταρτου αιώ­να. Από τα χριστιανικά κείμενα των τριών πρώτων αιώνων, εκτός ελα­χί­στων, δεν έμεινε ουσιαστικά τίποτα!

 

Οι Χριστιανοί λοιπόν κατάσφα­ξαν κά­θε αν­τι­φρονούν­­τα ή σκεπτι­κι­στή και κατέκαψαν κά­­θε βι­βλίο αντι­φρονούντος ή κατά την κρίση τους αιρετικού. Κατέκαψαν και όλες τις αρ­χαίες βιβλιοθήκες. Η καταστροφή των βιβλιοθηκών από την Περσία, Βόρειο Αφρική, Ευρώπη μέχρι την Κεντρική Αμερική ήταν ολοκληρωτική. Άρχισε τον τέ­ταρτον αιώνα με την βιβλιοθήκη της Αντι­ο­χείας και τις 22 βιβλιοθήκες της Αλε­ξαν­δρείας και τελείωσε τον δέκατο όγδοο με την βι­βλι­ο­θήκη της Γουατεμάλας. Ο κατά­λογος της απωλείας είναι υπέρογκος και δεν θα τον πα­ρα­θέσομε εδώ. Απλώς ανα­φέ­ρομε ότι μαζί με την αρχαία φι­λοσοφία, επιστήμη, γνώση και τέχνη περί παντός επι­στητού κατέ­καψαν και τα αρχεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ιστορία χιλίων ετών δηλαδή. Τα αρ­χαία έργα που έχουν σωθεί μέχρι σήμερα αντιστοι­χούν σε ποσοστό ένα προς δέκα χι­λιά­δες (1 / 10 000). Εκτός ελαχίστων δεν έμεινε τίποτα!

 

Μεταξύ των απολεσθέντων πρωτο-Χριστιανικών και μη τεκμηρίων ανήκουν: Η πρώ­τη Χριστιανική εκ­κλησι­αστική ιστορία του Χριστιανο-Εβραίου ιστορικού του 2ου αιώνος Ηγησίππου και τα έργα του Πα­πία (2ος αιών). Πολλά έρ­γα του Ωριγένη (2ος -3ος αιών) με μεγαλύ­τερη απώλεια το τε­ράστιο έργο Τετραπλά-Εξαπλά-Εν­νε­απλά. Το αρχικό Εβ­ρα­ϊκό κεί­μενο της Παλαιάς Διαθή­κης το οποίο μετέ­φρασαν οι «Εβδο­μή­κον­τα(δύο)» μαζί με την αρχική του μετάφραση. Οι τρεις με­ταφράσεις της Παλαιάς Δια­θήκης στα Ελληνικά των Εβ­ραίων Ελληνιστών του 2ου αιώνος: του εκ Πόντου προση­λύτου Ακύ­λα, του Εβι­ω­νί­του Συμμάχου και του Εβιωνίτου Θεοδοτίωνος. Αυτές έγι­ναν προς αν­τίδραση κατά της τότε χριστιανικής Παλαιάς Διαθήκης, η οποία ήταν η λογοκ­ριμένη χρι­στιανική έκδοση των Εβδομήκοντα(δύο).Το δεκα­πεντάτομο σύγ­­γ­ραμμα (μεταξύ +300 και 350) του Πορ­φυ­ρί­ου «Κα­τά Χριστιανών», διά το οποίο και εξεδόθη ειδικός νό­μος, επί Θεοδοσίου του Β΄ του μικρού, το έτος +448, να πα­ρα­δί­δε­ται στη φωτιά και να αποκεφαλίζεται όποιος το κα­τέ­χει κρυ­φίως. Το υποτιθέμενο «Δια Τεσ­σά­ρων» του Χριστιανού Γνωστικού αιρετικού Τατιανού (2ος αιών). Το σύγ­γ­ραμμα (+137-156) του ιστορι­κού Φλέ­γοντος του Τραλ­λιανού. Τα συγ­γράμ­ματα του ιστορι­κού Θαλ­λού [13] (+180-220 Κ. Ε.) ο οποίος έγ­ρα­ψε για την ιστορία της Ελλά­δος και της Ασίας και έκανε αντίλογο κατά του Ιησού των χριστιανικών Ευαγγελίων. Το σύγ­γ­ραμμα (+80-100) του ιστο­ρι­κού Ιούστου του Γα­λι­λαί­ου (+35-100 περίπου) το οποίο έκα­ψε ο εξαγ­ριωμένος Ιερός Φώ­τι­ος στην Κων­σταν­τι­νούπο­λη τον 9ον αι­ώνα επειδή δεν ανέ­φερε απολύτως τίποτα για τον Ιησού Χριστό. Το σύγ­γ­ραμμα (+221) του Χρισ­τιανού εκκ­λη­σιαστικού ιστορι­κού Ιουλί­ου Αφ­ρι­κανού (Sextus Julius Africanus, περί­που 160-240, Κ. Ε.). Το ένα τρίτο των έρ­γων τού Ιου­δαίου Φί­λω­νος Αλεξανδρέως, (1ος αιών, σύγ­χ­ρονος του υπο­τι­θε­μέ­νου Ιη­σού), κλπ. Ο κα­τάλογος μπο­ρεί να συνεχισ­τεί στο «άπει­ρον». (Βλέπε και μέρη 12 και 13, πα­ρα­κάτω.). Δη­λαδή οι «άδολοι και αλη­θείς» Χριστιανοί κατά­φε­ραν να μην δια­φυλά­ξουν τα σημαν­τι­κό­τερα έργα των πρωτο-Χρισ­τιανών συγ­γραφέων και τις κυρι­ό­τε­ρες πηγές των τριών πρώ­των αι­ώνων. Όχι μόνο κατάσ­τ­ρεψαν όλα αυτά τα τεκμήρια αλλά από τον τέταρτο αι­ώνα και μετέ­πειτα αλ­λοί­ω­σαν και τα Ευ­αγ­γέλιά τους και την Βί­βλο τους. Τί να πρω­το­πούμε περί Χριστιανι­κών σκο­πιμο­τή­των;!

 

{[13] Η ακριβής χρονολόγηση της ζωής και δράσεως του ιστορικού Θαλλού είναι εξ­αιρετικά δυσχερής και μάλλον αδύνατος λόγω της καταστροφής των σχετι­κών στοι­χείων. Από διαφόρους τοποθε­τεί­ται από τα μέσα του 1ου αιώνος μέχρι τα μέσα του 3ου αιώνος. Έχομε και χρονολόγηση προ Χριστού αλλά δεν θεωρείται βάσιμη. Διε­ρωτάται κανείς αν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Ο Επίσκοπος Αντιοχείας Θ­εό­φιλος τον αναφέρει περί το +180 στην επιστολή του Πρός Αυτόλυκον, 3: 29. Ο Charles B. Waite τοποθετεί το σύγγραμμα του Θαλλού περί το +220. Απ’ αυτόν αντέγραψε ο Χριστιανός συγγ­ρα­φέας Ιούλι­ος Αφρι­κανός περί το +221. Μερικοί χριστιανοί διατεί­νονται σκοπίμως και εσφαλμένως ότι ο Θαλλός έγραψε κατά το έτος +52. Αυτό φανε­ρώνει την ασχετοσύνη τους ή την ανειλικρίνειά τους! Βλέπε George A. Wells, Did Jesus exist? Revised Edition, Pemberton, London 1975-1986, page 13. }

 

Με­ρι­κά συγ­γράμ­μα­τα, τα οποία επέ­ζη­­σαν μέ­χρι τις μέρες μας, όπως του Ιω­σή­που Φλα­βί­ου, μπέν Ματτι­τι­άου, ελο­γο­κρίθησαν με βαρβα­ρότητα διά πολυαρίθμων προ­σ­θα­φαι­ρέ­σε­ων, αλ­λοιώ­σε­ων, παρε­μ­βο­λών, πλα­στο­γραφι­ών, κλπ. Και το έργο του Φί­λωνος του Αλεξανδρινού διεσώθη μόνο κατά τα δύο τρίτα. Ο «Αληθής Λό­γος» του Μεγά­λου Κέλ­σου διε­σώθη κατά 85% περί­που, κατά κα­λή συγ­κυ­­ρία, μέσα στο βι­βλίο «Κατά Κέλσου» του ζη­λωτή θεολόγου Ωριγέ­νου, αυτοευ­νου­χι­σθέντος ένεκα της Χρι­στιανικής ανο­­η­σίας και παραληρήματος (βλέπε: Ματ­θαίος 19: 12). Αυτό ανα­συ­ν­τά­χ­θη­κε για πρώτη φορά στα Ελληνικά από τον Γερ­μα­νό επιστήμονα Otto Glöckner, εκ­δόσεις A. Marcus und E. Webers, Bonn, 1924. Μόνο το σχε­τικά μι­κ­ρού μή­κους «Κα­τά Γαλι­λαί­ων» του αυ­τοκ­ράτο­ρος Μεγάλου Ιουλιανού για κά­ποιους λόγους που δεν γνω­ρίζω, έφτα­σε μέχρι τις μέρες μας.

 

10. Θρύμματα παπύρων και Ευαγγέλια

 

Οι σημερινοί απολογητές για να αποδείξουν την γνησι­ό­τη­τα των τεσσάρων κα­νο­νι­κών Ευαγγελίων και της Καινής Διαθήκης γενικότερα μας παρουσιάζουν τρία θρύμ­ματα παπύ­ρων, μεγέθους γραμματοσήμων, που πε­ρι­έ­χουν ελάχιστες λέξεις ή φράσεις από τα Ευαγγέλια. Είναι και αυτό ένα προ­τεσταντικό επιχείρημα που το χρησιμοποι­ούν όλοι ανεξαιρέτως, ορθόδοξοι και μη. (Βλέ­πετε, όταν κάτι βολεύει την κατάσταση τότε δεν πειράζει ποιος το πρωτοπα­ρουσία­σε. Ας είναι ο πιο αιρετικός, ας είναι και ο διάβολος!).

 

Περιλη­πτικότατα έχομε να πούμε τα εξής. Οι αρχαιό­τεροι ελλειπείς ή σχε­δόν ολο­κληρωμένοι κώδι­κες της Και­νής οι οποίοι διατηρούνται στα μουσεία του κόσμου σήμερα είναι των ετών από το 350 Κ. Ε. και εντεύθεν (Vaticanus, Sinaiticus, κλπ.). Τα τέσσερα κα­νο­νικά Ευαγγέλια με τους τίτλους των αναφέρον­ται διά πρώτη φορά στο βι­βλίο Κα­τά Αιρέ­σε­ων του Ει­ρη­ναίου Λυώνος, το 185 Κ. Ε. Αλλά τα πρω­τότυπα των Ευαγ­γε­λί­ων που είχε ο Ει­ρηναίος στα χέρια του δεν διεσώθησαν για να δούμε αν είναι τα ίδια με τα Ευαγγέλια που εμείς έχομε σήμερα στα χέρια μας. Οι Πα­τέρες και οι Απο­λο­γη­τές προγε­νέ­στεροι του Ει­ρη­ναί­ου δεν τα γνωρίζουν κα­θό­λου ούτε ως το περιεχό­με­νο ού­τε ως τους τίτλους που προ­έ­βαλε ο Ειρη­ναίος. Οι τέσσερις συγγραφείς των είναι υπο­θε­τικοί και γι’ αυτό έβαλε στον κάθε τίτλο την πρόθεση «κατά». Πριν τον Ειρηναίο έχομε μια αμυδρή νύ­ξη για κάποιο Ευαγγέλιο από τον Ιου­στίνο. Αυτά που γράφει ο Ιουστίνος είναι τόσο λίγα ώσ­τε να μην ημπορεί να εξα­χθεί κα­νένα συμ­πέρασμα. Οι Χριστιανοί πι­θα­νολογούν ότι πρό­κει­ται για το Κα­τά Ιω­άννην Ευαγγέλιο. Ακόμα στην Απολογία 50 και στον Διάλογο με τον Τρύφωνα 53 ο Ιουστίνος λέγει ότι οι μαθητές του Ιησού έφυ­γαν και δι­ασκορ­πί­στηκαν μετά τη σταύρωσή του, ενώ τα Ευαγγέλια λένε κατά την σύλληψή του. Αυτό δηλώνει ότι είτε ο Ιουστίνος εγνώριζε άλλη παράδοση απ’ αυτήν των υστεροχρόνων Ευαγγελίων είτε τα Ευαγγέλια υπέστη­σαν αλλοιώσεις, γεγονός επι­βεβαιωμένο!

 

Υπάρχει και μια ύποπτη αναφορά του Ευσεβίου (4ος αιών), πολύ μετά τον Ει­ρη­ναίο, στον Παπία ο οποίος έζησε πριν τον Ειρηναίο. Μας λέγει ότι κάποιος Μάρ­κος έγραψε τις αναμνήσεις του Πέτρου όταν ήταν στη Ρώμη. Το έργο του Παπία δεν το δι­έ­­σωσε, καθώς όφειλε και μπορούσε πολύ εύκολα, ο Ευσέβιος για να δούμε τί ακ­ριβώς περι­εί­χε. Το ότι ο Πέτρος βρέθηκε στη Ρώμη είναι αποδεδειγμένος μύθος, οπό­τε αυτή η αναφορά είναι άλ­λο ένα ψέμα του ψευ­το-Ευ­σε­βί­ου. Υπάρχει και μια παλαι­ότερη ανα­φορά για κάποιο Εβι­ωνιτικό Ευαγ­γέλιο των Εβραίων το οποίο οι Χριστιανοί το απο­δί­δουν στον Ματθαίο χω­ρίς να έχουν απολύτως κανένα στοιχείο γι’ αυτό. Ο «Ματ­θαί­ος», στο Eυαγγέλιο που έχομε σήμερα, αντέγραψε από τον Μάρκο και από το Q. Ο Ευσέβι­ος λοιπόν λέγει ότι, ο Παπίας άκουσε από κάποι­ον Ιω­άννη Πρε­σβύτερο ότι ο Μάρκος έγ­ραψε όπως μπορούσε από μνήμης όσα άκουσε από τον Πέτρο περί του Κυ­ρίου και ο Ματ­θαίος έγραψε στα Αραμαϊκά λόγια του Κυρίου. Ο Λου­κάς, όπως άλλοι λέ­νε, ήταν μα­θητής του αποστόλου Παύλου και έγραψε ό,τι άκουσε από άλ­λους. Αλ­λά αυτή μαρ­τυρία του Ευσεβίου μας λέγει καθαρά ότι ο Παπίας άκουσε μό­νο και συ­νε­πώς ούτε ο ίδιος ούτε ο Πρεσβύτερος είχαν αντίγραφα αυτών των κει­μέ­νων, πράγμα εξαιρετικά ενδει­κτικό για την μη ύπαρξη των γραπτών κειμένων των κα­νονικών Ευαγγελί­ωνκατά τα έτη του Παπία (μέσα 2ου αιώνος). Δεν υπάρχει καμία έν­δειξη ότι ο Ιωάννης Πρεσ­βύτε­ρος ήταν ο μαθητής Ιω­άννης, όπως ισχυρί­ζον­ται μερι­κοί. Ακόμα το Ευαγ­γέλιο του Ματθαίου ως έχει σήμε­ρα γράφ­τη­κε στα Ελλη­νικά και επομένως δεν μπο­ρεί να έχει σχέση με κά­ποια Αρα­μαϊκή συλ­λογή Κυριακών λογίων!

 

Αν ο Μάρκος έγραψε πράγματι αυτά που του είπε ο Πέτρος, τότε είναι πάρα πολύ πε­ρίεργο το ότι ξέχασε να μας αναφέρει ότι ο ίδιος ο Ιησού έδωσε την πρωτοκα­θεδ­ρία στον Πέτ­ρο, τον έκανε θεμελιωτή της εκκλησίας του και του έδωσε τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών, κατά την ομολογία του Μάρκος 8: 27-30, πράγματα που ο Ματθαίος τα θυμόταν και τα αναγράφει σαφώς, Ματθαίος 16: 13-20!

 

Αν τώρα οι Απολογητές και οι Πατέρες πριν τον Ει­ρη­ναίο εγνώ­ρι­ζαν τα τέσσερα κα­νο­νι­κά Ευαγγέλια, τότε για πάρα πολλούς λόγους θα τα ανέφεραν μέσα στα πολλά και δι­άφορα γραπτά τους. Θα τους ήταν απα­ραί­τητα και πάρα πολύ χρή­σιμα στην επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία και την έκθεση που προσπαθούσαν να πα­ρου­σι­ά­σουν. Εντοσούτω δεν τα αναφέρουν πουθενά! Πολλοί, όπως π. χ. ο Τερτυλ­λι­α­νός, χτυπάνε, υβρί­ζουν και ανα­θε­μα­τίζουν τον Μαρκίωνα, ο οποίος το 140 Κ. Ε. πα­ρου­σί­ασε ένα Ευαγγέλιο που πε­ριέχει πολλά κοινά σημεία με τα Συνοπτικά Ευαγγέλια, κυρίως του Λουκά. Δεν βλέ­πομε όμως πουθενά καμίαν αναφορά από τα τρία πρώτα κανονικά Συνοπτικά Ευ­αγ­γέ­λια να πα­ρατίθεται εναν­τίον του Μαρκίωνος. Δη­λαδή, στα σημεία στα οποία ακρι­βώς διαφέρει ο Μαρκί­ων από τα κανονι­κά Ευαγγέλια δεν έχομε απο­λύ­τως καμιά αντιπα­ράθεση και σύγ­κρι­ση από τους Απο­λογητές και τους Πατέρες παρ­μένη απ’ αυ­τά, πράγμα που θα ήταν συντριπτικό επιχείρημα υπέρ τους στην διαμάχη τους με τον Μαρκίωνα. Ακόμα τα ιστο­ρικά, γεωγραφικά, Εβραϊκά και στατιστικά λάθη, οι αρα­μα­ϊσμοί, λατινισμοί και σο­λοι­κισμοί που περιέχουν φανερώνουν ότι αυτά δεν εγρά­φησαν από γνήσιους Εβ­ραί­ους όπως ο Χρι­στός και οι μαθητές του αλλά από άσχε­τους με τον Παλαιστινιακό χώ­ρο, κα­κούς χρή­στες της Ελληνικής γλώσσας και κα­κούς γνώ­στες του Εβραϊσμού και του Παλαιστιανικού γεωγραφικού χώρου. Ουσια­σ­τι­κά τα Ευαγγέλια είναι συμπι­λή­μα­τα διαφό­ρων περι­θω­ριακών και αποκρύφων πα­­ρα­δό­σεων, τα οποία πήραν την πρώτη διαμόρ­φωσή τους πι­θανότατα από τον ίδιο τον Ειρηναίο! Η τελική μορφή την οποίαν έχομε εμείς άρχισε με τον Ευσέβιο και τον Κωνσταντίνο και συνεχί­σθηκε για πολ­λούς αιώνες με­τά!

 

Αλλά ας μην πάμε μακριά. Όλες οι 21 επιστο­λές της Και­νής και η Αποκάλυψις δεν ανα­φέ­ρουν τίποτα γι’ αυτά τα Ευαγγέλια, ούτε καν τα θυμίζουν, ενώ κάλλιστα θα τα χρεια­ζό­ταν και θα ταί­ρι­αζαν σε πολλά σημεία τους αν αυτά υπήρχαν από τα μέσα του πρώτου αιώνος Κ. Ε. Ο Χρι­στός του Παύλου είναι εντελώς διαφορετικός από τον Χριστό των Ευαγ­γε­λίων! Ο Παύ­λος, αν και είναι ο πρώτος συγγραφέας στον κανόνα της Καινής Διαθήκης, δεν μας μεταφέρει καμία διδασκαλία ή θεολογία του ιδίου του Ιησού όπως και κανέ­να βι­ο­γραφικό στοιχείο περί αυτού! Έρχεται και σε πολλές και κατάφορες αντιφάσεις με τα Ευ­αγγέλια. Αυτό είναι πολύ περίεργο αλλά για μας πολύ σημαντικό. Τα τέσ­σερα ονόματα των συγ­γρα­φέ­ων τους έχουν αποδειχθεί πλασμα­τι­κά. Δεν γνω­ρίζομε τους πρα­γματικούς συγ­γραφείς των. Είναι δηλαδή ψευδεπί­γρα­φα κείμενα! Ο Ευαγ­γελι­σμός της παρθένου Εβραιοπούλας Μι­­ργι­άμ, η Βά­πτιση του Ιη­σού, κά. είναι προ­σ­θή­κες του 3ου και 4ου αιώ­να. Γι’ αυτό και μέσα στα Ευ­αγ­γέλια υπ­άρχουν ένα σω­ρό εκκω­φαντικές αντιφάσεις επ’ αυ­τών των υποτι­θε­μέ­νων υπερ­φυσι­κών γεγονότων. Οι δε δι­ατάξεις που αφορούν τις εορτές, την τιμή και τη λατρεία της Εβραιοπούλας Μιργιάμ διατυπώθη­καν κατά τη σύνοδο της Εφέσου το έτος 431 Κ. Ε. Μέ­χρι τότε ακόμα και οι άγιοι Πατέρες την είχαν πετάξει στην άκρη. Εκτός του Ευ­αγ­γε­λι­σμού (που αναφέ­ρεται μόνο στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον) οι άλλες εορτές (των γονέων της Ιωακείμ και Άννης, εισοδίων, ταφής, αναστά­σεως, και αναλήψεώς της, κ. ά.) βασί­στη­καν σε απόκρυφες πηγές (κυρίως σε μερικά Απόκρυφα Ευαγγέ­λια) τις οποίες οι καθολικοί ορ­θόδοξοι κατά βολικό τρόπο απεκάλεσαν Ιερά Παράδοση (μέρος της), μετά από τέσ­σερις αιώνες.

 

Είναι επί­σης γνωστή η επα­νέκδοση των τεσσάρων «κανο­νι­κών» Ευαγγελίων, εντός ολο­κλή­ρου της Βίβλου, η οποία έγινε κα­τόπιν εντο­λής του Μεγάλου Κωνσταντί­νου και κάτω από την επί­βλεψη του Ευ­σεβίου, για να απο­σταλούν στις διάφορες εκ­κλη­σί­ες το έτος 330 Κ. Ε. Αλλά και οι μέχρι νυν επι­ζή­σαν­τες κώδικες έχουν ση­μαν­τι­κό­τα­τες δια­φο­ρές, παρα­λείψεις, σοβαρά λάθη και κραυγαλέες αντιφάσεις μετα­ξύ των. Οι τελευταίοι 12 στίχοι Μάρκου, το τε­λευταίο κεφά­λαιο του Ιωάν­νου και η κα­τάληξη του Ματθαίου είτε πα­ρα­λεί­­πονται τελείως, εί­τε ανα­φέρον­ται με­ρικώς, εί­τε απαν­τών­ται δια­φορε­τι­κά από κώδικα σε κώδικα. Έχουν εν­το­πι­στεί πά­ρα πολ­λές κα­τοπινές πα­ρεμβολές σε ολό­κληρη την Κα­ι­νή που φτάνουν μέχρι και την επο­χή του Ολ­λανδού Ερά­σμου (1466- 1536) και ίσως και αργότερα. Π. χ. Α΄ Ιωάννου 5: 7 ‘ότι τρείς εισιν οι μαρ­τυρούντες εν τώ ουρανώ,’ «ο Πα­τήρ, ο Λόγος και το Άγιον Πνεύμα, καί ού­τοι οι τρείς έν εισι·», Αποκάλυψις Ιωάννου 22: 18-19, κλπ. Εκτός των πολυαρίθμων παρ­εμβολών που έχουν εντοπιστεί σε όλο το μήκος της Καινής, άλλο ένα πολύ ση­μαν­τι­κό στοι­χείο είναι και ο τε­ρά­στιος αριθμός αντιφά­σε­ων και λα­θών που πε­ρι­έ­χει η Και­νή όχι μό­νο σε όλο της το μή­κος, αλ­λά και εν­τός των βι­βλίων της κατ’ ιδίαν, παρ’ όλον ότι έγι­ναν πολ­λές εν­αρμονι­στι­κές προσπάθειες και προ­τάσεις. Επομένως εκτός του ότι τα αρ­χαιότερα διασωθέντα χει­ρό­γραφα είναι του 350 Κ. Ε., τα κανο­νικά Ευ­αγγέλια που έχομε σή­με­ρα στα χέρια μας υπέ­στησαν πάρα πολλές αλλοι­ώ­σεις και πα­ρεμβολές επί πολλούς αιώνες ώστε να μην είναι δυ­νατόν να ξέρομε πλήρως και σα­φώς από ποιον γράφτηκε τί και πότε! Όλες αυτές οι αλλοιώσεις, παρεμβολές χαλ­κεύ­σεις κλπ. δεν εί­χαν άλλο σκοπό παρά να εξυπηρετούν το συμ­φέρον, τις ανάγκες και την θεολογία της κατά τόπους και εποχές συνεχώς ανα­θεωρημένης και αναμορφω­μέ­νης Χριστιανι­κής πίσ­τε­ως, δογ­μα­τικής και θρησκείας, που «ως η μόνη εκ Θεού δο­θεί­σα απόλυτη αλή­θεια χρειαζόταν συ­νεχή ανα­θε­ώρηση και κατά εποχές και τόπους ανα­προσαρμογή»!

 

Με όλα αυτά τα στοιχεία λοιπόν κατά νουν τα τρία θρύμματα παπύρων που επιδεικ­νύ­ον­ται σή­με­ρα δεν αποδεικνύουν απο­λύ­τως τί­ποτα για την γνησιότητα των τεσσά­ρων κανο­νικών Ευαγγελίων. Χρονολογούνται κατά την εποχή του Ειρηναίου και επο­μένως δεν αποδεικνύουν τίποτα για την ύπαρξή των κανο­νικών Ευαγγελίων κα­τά το πρώτο ήμισυ του 1ου αιώνα Κ. Ε. μέχρι τον Ειρηναίο (+185 Κ. Ε.). Το μεγαλύτερο πε­ριέχει λέξεις στην προσθία και οπισθία όψη από τις οποίες συμπαιρένεται ότι πρό­κει­ται για τους στίχους του Ιωάννη 18: 31-34, 37-38 αντιστοίχως. Χρονολο­γεί­ται στην παλαιότερη περίπτωση μεταξύ +125-160 Κ. Ε. Αν πά­λι τα Ευαγγέ­λια υπήρχαν υπό κάποιαν μορφή, τα τρία θρύμματα δεν ημπορούν να μας πληροφο­ρήσουν τίποτα γι’ αυ­τή τη μορφή. Εί­ναι μόνο τρία κομμάτια πολύ μικρού με­γέ­θους, με­γέθους γραμ­μα­το­σή­μων. Οι λέ­ξεις που περιέχουν και φρά­σεις που συμ­περαίνονται μπο­ρεί κάλλι­στα να προέρχονται από διά­φορα άλλα κείμενα ή άλλα ευ­αγγέ­λια, απόκρυφα, ψευδε­πί­γ­ρα­φα, αιρετικά, κλπ., που ως γνωστόν τό­τε κυκλο­φο­ρούσαν σωρηδόν μεταξύ των Εβ­ραιογνωστικο­χριστι­ανι­κών κοινο­τή­των και αργότερα κατα­δι­κά­στηκαν ως μη ορθόδο­ξα και μη κα­νονικά. Όλα αυτά τα ευαγ­γέλια είχαν πολ­λά κοι­νά και μη κοινά σημεία με­ταξύ τους. Αν π. χ. εξετάσομε τα Απόκρυφα Ευαγγέλια και τα Χει­ρό­γραφα της Νεκ­ράς Θα­λάσ­σης που έχομε σήμερα στα χέρια μας θα βρούμε πολλές κοι­νές όχι μόνο λέξεις και φρά­σεις αλλά και παραγ­ρά­φους με τα κανονικά Ευ­αγγέλια και όλη την Καινή Δια­θή­κη. Κά­νε­τε μόνοι σας μια τέ­τοια σύγκριση και πολύ σύντομα θα το δια­πι­στώσετε. Άλλο παρά­δειγμα είναι το Ευ­αγ­γέλιο του αρχιαι­ρε­σι­άρ­χη Μαρκί­ω­νος κατά το 140 Κ. Ε., το οποίο περιέ­χει πολλές κοινές φρά­σεις και παρα­γράφους με τα Συνοπ­τικά Ευαγ­γέλια, ιδίως του Λουκά. Ίσως τότε το ευαγγέλιο του Μαρκίωνος να είναι το αυθεντικό αφού αυ­τό εμ­φανίζεται 45 χρόνια πριν τον Ει­ρη­ναίο. Αλλά δεν εί­ναι ανάγ­κη να πάμε τόσο μακριά! Τα τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια μοι­ρά­ζον­ται μεταξύ τους έναν μεγάλο αρι­θ­μό κοινών φράσεων. Εάν δε περι­ο­ρι­στού­με στα τρία πρώτα τα Συν­οπτι­κά, τότε ο αρι­θμός των κοινών φρά­σεων αλλά και πα­ρα­γρά­φων είναι τερά­στιος.

 

Λαμβά­νοντες λοιπόν όλα αυτά υπ’ όψη, ακόμα και αν αυτά τα κομμα­τά­κια παπύ­ρων όν­τως χρο­νο­λο­γηθούν εντός των τριών ή δύο πρώτων αιώνων Κ. Ε., με τις τόσο λίγες ευ­­αγ­γελικές λέξεις και φράσεις που περιέχουν δεν είναι ικανά να απο­δείξουν τί­πο­τα περισσότερο εκ­τός του ότι αυ­τές οι λέξεις και φράσεις ήταν στερεότυπες και επανα­λαμβανόταν σω­ρηδόν σε μια «σχετι­κώς τεράστια» εσωτερική, αποκρυφιστική, ψευ­δε­πί­γραφη ή ανώνυμη και τεχ­νητή βι­βλι­ο­γ­ρα­φία η οποία κυ­κλοφορούσε κατά τους δύο ή τρεις πρώ­τους αιώνες Κ. Ε., και από ό,τι γνω­ρί­ζο­με και κατά τους δύο αιώνες Π. Κ. Ε. Έχομε δηλαδή να κάνο­με με φρά­σεις κλισέ τις οποίες αναμασούσαν όλοι αυ­τοί οι γραφείς και παπαγάλοι που ανήκαν στις διά­φο­ρες από­κ­ρυφες Εβραι­ο­χριστιανι­κές, και Γνωστικοχριστιανικές αποκαλυ­π­τικές και εσχα­τολογικές ομά­δες και κοινότη­τες. Το αναμάσημα αυτό καθίσταται φανερό με μια μελέτη των αποκρύφων βιβλίων που διαθέτομε σήμερα. Όμως, αυτή η βι­βλιο­γραφία, ως σύ­νολο και περι­ε­χόμενο, πα­ρέμεινε άγ­νωστη στην εκτός των προσηλύτων και των ομάδων αυτών κοινω­νία κα­θώς και στο σύνολο των μορφω­μέ­νων ανθρώπων. Ήταν γνω­στή μόνον εν­τός των εσωτε­ρι­κών κλει­στών ομάδων και των προσηλύτων τους όπως προαναφέ­ρα­με. Οι μορφωμένοι, αντικει­με­νικοί και αμε­ρό­ληπτοι συγ­γ­ραφείς και επι­στήμονες όλων των κλάδων και ειδικοτήτων αυτών των αι­ώ­νων δεν την ανα­φέ­ρουν πουθενά, πλην ελαχί­στων άνευ ουσίας και σημασίας νύ­ξε­ων, οι περισσότερες των οποίων είναι κατακριτι­κές, σαρκαστι­κές και χλευαστικές (π. χ. του Κέλσου, του Λουκια­νού του Σαμοσατέ­ως, Πορφυρίου, κλπ.). Αυ­τό σημαίνει ότι, ως σύνολο και περιεχό­με­νο αυτή η εσωτε­ρική βιβλιογραφία ήταν ασή­μαντη και ανάξια προσοχής ή χρή­σεως στην κοι­νω­νική ή οποιαδήποτε αρέ­να κατά τους τρεις πρώ­τους αιώνες Κ. Ε. Ήταν κείμενα μυστι­κο­πα­θείας, ψευδολογί­ας, παρα­μυθολογίας, ανοησίας, βλακείας, φόβου, τρόμου, πε­ριθωρι­ακά και κατά το πλείστον ψευ­δεπί­γραφα ή ανώνυμα ορισμένων πε­ριθωριακών, άμεσα εσχα­τολογικών και κατα­στροφικών ομάδων του Εβραιοχριστιανισμού και του Γνωσ­τικοχριστιανισ­μού που έπνεαν τα μένεα κατά του πολιτισμού, του ανθρώπου της κοι­νωνίας και του κρά­τους.

 

Μερικά γραπτά και αποσπάσματα αποδίδονται σε επωνύμους (Ιουστίνος, Ειρηναίος, Τατιανός, Παπί­ας, Τερτυλλια­νός, Κλήμης Αλεξανδρείας, Ωριγένης, κ. ά.), αλλά και αυτά έγιναν γνω­στά μετά τον Κωνσταντίνο διά των εσωτερικών πηγών και πάλι, κυ­ρίως διά του Εβραιοχριστιανού ψευδοιστορικού Ευσε­βί­ου. Εκτός του ότι πολλά εξ αυτών κατατάγη­σαν στα αιρετικά γραπτά από τους μετακωνσ­ταντινίους ορθοδόξους και άλλα δεν έχουν κριθεί ακόμα, όλα όσα έχουν διασωθεί πόρρω απέ­χουν από το να παρέξουν ακριβή ή πλήρη εικόνα του προκωνσ­ταντινίου Εβραιογ­νωστικοχριστιανισ­μού! Αυτά τα ολίγα έργα ή αποσπάσματα αυτών των επωνύμων και οι αναφορές σ’ αυτούς από υστεροχ­ρόνους χριστιανούς συγγρα­φείς και θεο­λό­γους, πιστο­ποιούν πλή­ρως όλα όσα συμπε­ραίνομε και καταμαρτυρούμε εδώ! Εξετάσ­τέ τα!

 

Τί μπορεί να σημαίνει το ότι ο Ειρηναίος πρώτος κατά το 185 Κ. Ε. αναφέρει τα τέσ­σε­ρα κα­νονικά Ευαγγέλια ενώ οι προηγούμενοί του δεν τα γνωρίζουν και εμείς πάλι δεν έχο­με τα ιδικά του πρωτότυπα στα χέρια μας για να δούμε τί έγραψε;

 

·       Ένα πράγμα που μπορεί να σημαίνει είναι ότι ο ίδιος Ειρηναίος μάλλον τα συ­νέταξε και τα έγραψε μόνος του συγκαταλέγοντας διάφορα κεί­μενα και παρα­δό­σεις που κυκλο­φο­ρού­σαν εδώ και κει και που αυτός θεώρησε κατάλλη­λα και κατάλληλες. Βέβαια το τι έγραψε ο Ειρηναίος πόρρω απέχει απ’ ότι εμείς έχομε σή­μερα, λόγω των συ­νεχών παρεμ­βολών, αλλοιώσεων και χαλκεύσεων! Εκείνη την επο­χή ο Ει­ρη­ναίος αποφάσισε να δράσει διότι ο Χριστιανισμός εί­χε κομματιαστεί σε εκα­το­ν­τά­δες αιρέσεις, η κά­θε μία των οποίων είχε το Ευ­αγγέλιό της, γεγονός που θα είχε απο­τέλε­σμα την διάλυση και την εξαφάνισή του. Ιδιαιτέρως ο Γνω­σ­τι­κισμός και οι νεοπλα­τω­νι­κές ιδέες τον απειλούσαν με πλήρη εξαφά­νι­ση. Έτσι έθεσε ως κανονικά και ορθό­δο­ξα μό­νο τέσσερα Ευ­αγ­γέλια διότι όπως εξηγεί και σύμφωνα με την θεόπνευ­στη Πα­λαιά Διαθήκη «τέσσερις ήταν οι γωνίες της γης και τα κύρια σημεία του ορίζον­τος!». (Πολύ ευ­φυής ο λόγος της γης τρα­πέζι!). Αυτός έβαλε για πρώτη φορά τους τίτλους των με την πρόθεση «Κατά» και τα ονόματα των συγγραφέων των. Με τον μι­κρό αυτόν αρι­θμό (4), σε σχέ­ση προς τον τεράστιο αριθμό όλων των Ευαγγε­λίων που τότε ήσαν εν χρήσει, προ­σπά­θησε να διατηρήσει κάποια πολυπλευ­ρία και κάποια ενότητα. Δεν έθεσε όμως ένα και μοναδικό Ευαγγέλιο όπως λο­γικώς έπρεπε να πράξει και έτσι με ένα και μοναδικό Ευ­αγγέλιο να περιορίσει τις αντιφάσεις και τις διαφορετικές τάσεις σε πολύ με­γάλο βαθμό. Θέ­λησε να διατηρήσει κάποια ποικιλία και πλου­ρα­λι­σμό ώστε να συγκρα­τή­σει περισ­σό­τερους οπαδούς στις χριστιανικές τάξεις. Αλ­λιώς θα είχε μεί­νει αυτός και κα­μιά εβδο­μηναπενταριά εργάτες που είχε πάρει μαζί του.

·       Ένα άλλο θέμα που μπο­ρεί να σημαίνει είναι το ότι πιθανόν να υπήρχε κά­ποι­ος πα­λαιότερος πυ­ρή­νας αυτών των Ευ­αγ­γε­λί­ων ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλ­λα που σω­­ρη­δόν υπήρ­χαν κατά τον πρώτον και δεύτερον αιώνα Κ. Ε. και τα οποία ήταν είτε ψευδεπίγραφα είτε αγνώστων ή ασημάντων συγ­γρα­φέων. Αυ­τά όπως όλα είχαν μι­κρή και τοπική μόνο κυκλοφορία εντός των ομάδων και των κοινοτήτων τους και αυτά έτυχε να τα γνωρίζει ο Ειρηναίος και η ομάδα του, ή αυτά του άρεσαν περισσότερο απ’ όλα τ’ άλλα. Έτσι κατά την δράση του εναντίον των αιρέσεων εθέσπισε αυτά ως μό­να κανονικά αφού βεβαίως προ­η­γουμένως τους έκανε μια κατάλληλη επιμέλεια. Γι’ αυτό τα γνωρίζει μόνο αυ­τός και κανένας από τους προη­γου­μένους του και γι’ αυτό στους τίτ­λους των αρχίζει με την πρό­θεση «κα­τά»! Αλλά επαναλαμβάνομε ό,τι είχε ο Ειρηναίος στα χέρια του ή ό,τι έγρα­ψε ο ίδιος εμείς δεν το έχομε σήμερα για να το δούμε και να το εξετάσομε...

 

Το μόνο διασωθέν έργο του Ειρηναίου είναι το τρίτομο βιβλίο του Κατά Αιρέσεων (Ad­versus Haere­sies), το οποίο θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα χριστιανικά τεκ­μήρια πριν από την σύνοδο της Νικαίας, 325 Κ. Ε. Σ’ αυτό το έργο (τόμος ΙΙ, κεφά­λαιο 12, πα­ρά­­γρα­φοι 3, 4, 5 ή Ante-Nicaea Vol. 5, 2. 22, σελίδα 196) ο Ει­ρηναίος γράφει το εξής πολύ σημαντικό: Ο Ειρηναίος αποκη­ρύττει ως αί­ρεση το ότι ο Ιησούς έδρασε μόνο έναν χρόνο κατά μίαν παράδοση και τρία κατ’ άλ­λην, όπως ακριβώς δη­λώ­νουν τα τρία νυν Συνοπτικά Ευαγγέλια και το Κατά Ιωάννην αν­τιστοί­χως. Ο Ειρη­ναί­ος ισχυρίζεται ότι ο Ιη­σούς έδρασε και εκήρυξε περί τα είκοσι έτη και εσταυρώθη­κε όταν ήταν 50 και όχι 30-33 ετών όπως ισ­χυ­ρί­ζονται οι ορθόδοξοι Χριστιανοί. Εξη­γεί και τους λόγους διά τους οποίους δεν ημπορεί να πα­ρα­δεχθεί αυτές τις παραδό­σεις. Ένας λόγος είναι ότι τόσο λίγος καιρός δεν έφτανε για να περιθάλψει ο Ιησούς όλους αυτούς για τους οποίους ήλθε στη γη. Άλλος λόγος εί­ναι οι ίδιες οι μαρτυρίες των ιδίων των μαθητών του Χριστού, ιδίως του Ιωάννου, πολλών πρεσβυτέρων και άλλων οι οποίοι επιστοποίησαν αυ­τά που αυτός ισχυρί­ζε­ται. Και τέλος ερωτά: «Ποι­ους θα πρέπει λοιπόν να πιστέ­ψο­μεν;»! (Αυτούς τους μάρ­τυ­­ρες, ή αυτές τις παραδό­σεις;). Βλέ­πο­με λοι­πόν εδώ μια τρο­με­ρή διαφωνία μεταξύ των Ευαγγελίων και των όσων ισχυρίζεται ο Ειρη­ναίος στο έρ­γο του.

 

(Οι χριστιανοί συνήθως ισχυρίζονται ότι ο Ιησούς έζησε 33 χρόνια. Αυτό είναι υποκ­λοπή της ηλικίας του Μεγάλου Αλεξάνδ­ρου, η οποία έγινε επειδή ακόμα και κατά τους πρώτους αιώνες Κ. Ε. ο πρόωρος θά­νατος του Αλεξάνδρου και οι μύθοι περί αυ­τού γενικώς ήταν πολυσυζητημένα και λαοφι­λή θέματα.).

 

Περί τα έτη +200 - 210 ο Τερτυλλιανός κτυπά τον Μαρκίωνα με ύβρεις και ψευτιές. Τον κατηγορεί ότι είχε διαφθείρει το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον. Τα αποσ­πάσματα που αναφέρει από το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον των ημερών του και τα συγκ­ρίνει με τα αν­τίστοιχα του Ευαγγελίου του Μαρκίωνος για να απο­δείξει την κατηγορία του είναι δι­αφορετικά απ’ αυτά που το σημερινό Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον περιέχει.

                                                                                         

Απ’ αυτά τα στοιχεία κ. ά. συμπεραίνομε ότι τα σημερι­νά Ευαγγέλια σίγουρα δια­φέ­ρουν σημαντικά από αυτά που εί­χε κατά νουν και εξέδωσε ο Ειρηναίος. Ο Ειρηναί­ος είχε στα χέρια του διάφορες πα­ραδόσεις από τις οποίες διάλεγε αυτές που του φαι­νό­ταν εύλογες ενώ απέρριπτε όσες ο ίδιος θε­ω­ρούσε παράλογες. Επίσης βλέπομε ότι ακόμα και τότε (180 - 185 Κ. Ε.) υπήρχαν διαφο­ρε­τι­κές παραδόσεις για τη δράση του Ιησού και δεν είχαν εξα­κρι­βώσει ούτε καν την διάρκειά της. Ο Ευσέβιος και οι άλλοι μετά τον Κωνσταντίνο δεν διέσωσαν τα χριστιανικά έργα των τριών πρώτων αιώνων να βλέπαμε πόσες διαφορετικές και αποκλίνουσες παραδόσεις υπήρχαν, κλπ! Έρχον­ται λοιπόν με­τά οι χριστιανοί απολογητές και προπαγανδιστές να μας επιβάλλουν να πισ­τέψομε ότι ο Ιησούς Χριστός των Ευαγγελίων και της Καινής Διαθήκης είναι ιστο­ρικό πρόσωπο!

 

Εν κατακλείδι τα Ευαγγέλια και ουσιαστικά ολόκληρη η Καινή είναι κείμενα πίστεως και τίποτα παραπάνω. Επανεκδόσεις με πάρα πολλές αναπροσαρμογές, παρεμβολές και χαλκεύεις, οι οποίες έχουν εντοπιστεί από τους ειδικούς, έλα­βαν χώρα κατά την δι­άρκεια πολλών αιώνων. Αυτό αποδεικνύει την συνεχή αναπρο­σαρ­μογή τους για να καλύψει τις κατά τό­πους και χρόνους συνεχείς και αυξανόμενες ανάγκες και αντι­φά­σεις αυτής της πα­ράλογης πί­στεως παρ’ όλον ότι αυτή απεκα­λύ­φθη εξαρχής από τον ίδιο τον Θεό! Από τον Κωνσταντίνο «τον Μέγα Άγιο» και μετά όλα αυ­τά τα στοιχεία εξυπηρετού­σαν επί πλέον πολιτικές και συμ­φε­ροντολογικές σκοπιμότητες. Επί πλέον τα Ευ­αγ­γέ­λια όπως και άλλα βι­βλία της Καινής είναι ψευδεπίγραφα (π. χ., η Πρός Εβ­ραίους Επι­στολή του Παύλου, κ. ά) ενώ άλλα έχουν κρι­θεί ως κατά πά­σαν πιθανό­τητα ψευ­δε­πί­γ­ραφα (π. χ., Β΄ Επιστολή Πέτρου, Αποκάλυψις του Ιωάννου, κ. ά.). Ως εκ τού­του τα Ευ­αγ­γέλια όπως και ολόκληρη η Καινή Διαθήκη δεν έχουν απολύτως κα­μία ισ­τορική αξία! (Βλέπε και το πα­ρα­κάτω μέρος περί ψευ­δε­πι­γρά­φων.).

 

Οι απολογητές δεν ομιλούν καθόλου για τον Πάπυρο 75 (Ρ75) ο οποίος χρονολογείται πε­ρί το 200 Κ. Ε. (15 χρόνια μετά τον Ειρηναίο) και περιέχει ένα μικρό κομματάκι από το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, κεφάλαιο 23. Όπως φαίνεται αυτό γίνεται διότι το πρώτο ήμισυ του στίχου 34: «ο δε Ιησούς έλεγε· πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι.» δεν υπάρχει μέσα στον πάπυρο. (Το δεύτερον ήμισυ του στίχου είναι: «δια­μεριζόμενοι δε τα ιμάτια αυτού έβαλον κλήρον.», το οποίον είναι ανακόλουθο ως προς το πρώτο.). Οπότε θα έχουν κακά ξεμπερδέματα αν τον αναφέρουν. Πώς θα μας εξηγήσουν το ότι ένας τόσο παλαιός πάπυρος δεν περιέχει αυτό το σημαντικότατο και νευραλγικό κομματάκι, στο οποίο ο Ιησούς συγχωρεί από τον σταυρό αυτούς που τον εστραύρωσαν, όταν μάλιστα αυτή η πράξη του, διά την οποίαν καμώνονται και υπε­ρηφανεύονται, ανα­φέ­ρε­ται μόνο στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον και πουθενά αλλού; (Βλέπε: Bart D. Ehrman, Misquoting Jesus, σελίδες 190 - 195.). Έχομε λοιπόν και εδώ άλλη μια απόδειξη ότι στα Ευ­αγ­γέ­λια έχουν γίνει πολλές προσθαφαιρέσεις σύμ­φωνα με τις ανάγκες των καιρών και της πίστε­ως και συνεπώς ότι δεν είναι τα ίδια με αυτά που έγραψε ο Ειρηναίος!

 

Αναφέρομε εν παρόδω ότι και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά επιδεικνύουν 12 θρύμματα παπύ­ρων από αντίγραφα της χαμένης, αρχικής και πρωτότυπης μετάφρασης των Εβ­δομή­κον­τα(δύο) της Παλαιάς Διαθήκης στα οποία υπάρ­χει το τετραγράμματον ΓΧΒΧ (Γιαχβέχ), του ονόματος της Εβραϊκής θεότητας, αμετά­φραστο και γραμμένο με τους τέσσερις Εβρα­ϊκούς χαρακτήρες σε όλα τα σημεία όπου στη ση­μερινή, επίσημη και καθιερωμένη μετάφραση βλέ­πο­με τη Χριστιανική φράση «Κύριος ο Θεός». Στην ορ­θόδοξη μετά­φ­ραση της Μασό­ρας βλέπομε τη λέξη «Χασέμ = το όνομα του Θεού», διότι το «Γι­αχ­βέχ» απαγορεύεται να διαβαστεί και να προφερθεί. Το «Χασέμ» εμ­φα­νίζεται 7500 φορές περίπου εντός της Μασόρας.

 

Τελικά ερωτούμε τους χριστιανούς απολογητές και μη να μας απαντήσουν στα εξής: Αν όπως λένε τα τέσσερα κα­νονικά Ευαγγέλια εγράφησαν από τους αγίους, θεόπνευ­στους και εμπνευσμένους συγγραφείς των μέ­σα στο δεύτερο ήμισυ του πρώτου αιώ­νος, τότε:

 

α) Γιατί οι χριστιανοί δεν διατήρησαν τα πρωτότυπα αυτά πάση θυσία, αλλά αντ’ αυ­τών έχομε κείμενα από το + 350 Κ. Ε.;

β) Γιατί και πώς εμφανίστηκαν δεκάδες άλλων αντικανονικών Ευαγγελίων σε αντίθε­ση προς τα τέσσερα μόνα θεόπνευστα;

γ) Γιατί δεν διέσωσαν όλα τα κείμενα των: Ηγησίππου, Ειρηναίου, Παπία και πολλά άλλα.

δ) Γιατί ο μόνος αληθινός και παντοδύναμος Θεός τους επέτρεψε να χαθούν τα κείμε­να των εμπνευ­σ­μέ­νων ευαγγελιστών του και έτσι να επικρατήσει μετά μια ακατά­σχετη ακαταστασία;

 

11. Ψευδεπίγραφα

Σήμερα λοιπόν πολλοί απολογητές καλυπτόμενοι πίσω από την ανωνυμία γράφουν ό,τι θέ­λουν και όπως το θέλουν και σε ότι θέλουν, χωρίς να παραθέτουν τις επιστη­μο­νι­κές έρευνες και κριτικές πά­νω στο θέμα, τις οποίες το κοινό δεν γνωρίζει. Όταν δε κάποιος τους καταμαρτυρήσει, τό­­τε χρησι­μοποιούν κάθε λασπολογία και κακοήθεια εναντίον του, αφού η ανωνυμία τους προστα­τεύει ικανοποιητικά. Στην δε επιχει­ρη­ματολογία τους η ψευδεπιγραφία διαφόρων κειμένων τους έρχεται πάρα πολύ βολική.

Βεβαίως από τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού, έχομε το συ­χνό­τατο φαινόμενο ανω­νύμων, ψευδεπιγράφωνψευ­δωνύμων), απο­κρύ­φων, κλπ., έργων. Μπορούμε να πούμε ότι αυτές οι λέξεις αποτελούν ίδιον γνώρισμα του Εβραιο-Χριστιανισμού, αν δεν είναι συνώ­νυ­μες με τον Χριστιανισμό.

 Όπως έχομε προα­ναφέ­ρει, και τα τέσσερα κα­νονι­κά Ευαγγέλια, εί­ναι ψευδεπίγραφα. Αυτό ση­μαίνει ότι δεν τα έγραψαν οι συγγρα­φείς των οποίων τα ονόματα φέρουν, αλ­λά άλλοι οι οποίοι έμειναν άγνωστοι, αφού τα τέσσε­ρα ονό­ματα που έχουν καθιε­ρω­θεί είναι ψευδή. Αυτό είναι το συμπέρασμα πολ­λών αμε­ρολήπτων επιστη­μονι­κών ερευνών. Οι προτε­στάντες παραδέχονται το συμ­πέ­ρασμα αυτό, χωρίς να ορ­ρω­δούν διά την πίστην των μόνο και μόνο επειδή τους αρέ­σει. Οι κα­θολικοί και οι ορ­θό­δο­ξοι, κολ­λημένοι στον στείρο δογ­μα­τισμό τους και στην κυρι­ολεξία τους απορρί­πτουν το συμ­πέ­ρασμα αυτό, χωρίς όμως να προ­σκο­μί­ζουν κανένα πει­στικό επι­χεί­ρημα εναντί­ον του.

 Ένα άλλο απλό παράδειγμα ψευ­δεπι­γρά­φων έργων είναι του Διονυ­σίου του Αρεοπα­γί­του. Αυτά έχουν αποδειχθεί ότι εγρά­φησαν τον πέμπτον αιώνα από κά­ποι­ον που ήθελε για δικούς του λό­γους να απο­κρύ­ψει την ταυ­τό­τητά του. Μερικές μέ­θοδοι αποδείξεων έγιναν διά της συγ­κριτικής φιλο­λο­γίας και από τα νεοπλατωνικά στοιχεία που τα γραπτά αυτά περιέχουν. Δεν ήταν δυνατόν τον πρώτον αι­ώνα, που υπο­τί­θεται ότι έζη­σε ο Διο­νύ­σιος, να αναφέρει νεοπλατωνικά στοι­χεία του Πρόκλου, ο οποίος έζησε τον πέμπτον αι­ώ­να, κλπ. Μάλλον ο συγγραφέας ήταν κάποιος ασή­μαν­τος και έτσι χρη­σι­μοποιώντας το όνομα κάποιου «με­γάλου» αγίου, έστω και μυ­θολο­γι­κού, ήλπιζε ότι τα έρ­γα του θα είχαν μεγάλο αν­τίκτυπο όπως τελικά είχαν. Έτσι πολλές φορές ο συγγρα­φέας αυτών των κει­μέ­νων αναφέρεται με το παρανόμι «Ψευ­δό-Δι­ο­νύ­σιος». Ως γνωστόν ο Διονύ­σιος «Αρεο­πα­γίτης» αναφέρεται στην Και­νή Δια­θή­κη μό­νο σε ένα στίχο, Πράξεις 17: 34. Τον τέταρτον αιώνα ο τερα­το­λό­γος Ευσέ­βι­ος τον ανα­φέρει σαν δεύτερο επίσκοπο Αθηνών (πρώτον έχει τον Παύλο) στο έργο του Εκκλη­σι­αστική Ιστορία (ή καλλίτερα «Εκκλησιαστική Μυ­θιστορία»). Πέραν τού­των εκλεί­πουν τα πάντα περί αυ­τόν από όλες τις ιστο­ρικές πηγές.

Όπως είναι γνωστόν οι Πράξεις των Αποστόλων[14] καθώς και ολό­κλη­ρη η Και­νή Δι­α­θή­­κη δεν είναι ιστο­­ρι­κό βι­βλίο, ο δε Ευσέ­βιος ψεύδεται ασυστόλως. Δεν τον ενδια­φέ­ρει η αλή­θεια όπως ομολογεί. Έτσι περί Διο­νυσίου Αρεοπαγίτου υπάρχουν μόνο κάτι Χριστια­νι­κές παραδόσεις οι οποί­ες επλά­σθη­σαν από αγνώστους εκ των υστέρων. Π. χ., λέ­νε ότι, όταν σταύρωναν τον Ιη­σού, ο τότε παγανιστής Διο­νύ­σιος έτυχε να βρίσ­κε­ται στην Αλε­ξάν­δ­ρεια της Αιγύπτου και από ‘κει «ήταν ο μόνος που εί­­δε» την τρί­ωρη μεσημεριάτικη «έκλειψη ηλίου» (που δεν έγινε!) και ανεφώνησε (;) το γνωστό πα­ραμυθένιο ρητό που απέδωσε σ’ αυτόν η χριστιανική παράδοση του τετάρτου αιώ­νος: «Σήμερον ή Θεός πάσχει ή το πάν απώλετο»! Ακό­μα λένε ότι αρ­γό­τερα, μετά την προσχώρησή του στον Χριστια­νισμό, πήγε στο Παρίσι (άραγε για ψώνια;) όπου και απέ­θανε. Προς τιμήν του έχουν οικοδομήσει το στάδιο του Saint Dennis που μπορεί να επισκεφτεί κανείς στο Παρίσι σήμερα.. Μόνο σε πα­ραμύθια μπο­ρεί να βρει κανείς τέτοιες φαντα­σι­ώ­σεις.

 

{[14] Πρέπει ο αναγνώστης να λάβει υπ’ όψη του ότι η σύγχρονη ιστορική και θε­ο­λο­γι­κή επιστήμη απορρίπτει ολοσχερώς τις Πράξεις των Αποστόλων ως φορέα - ακόμη και ψηγ­μά­των – ιστορικών στοιχείων. Παρά την αντίθετη γνώμη των φανατικών, που θεωρούν κάποιον Λουκά, ο οποίος υποτίθεται ότι τις έγραψε, ως ιστο­ρικό πρώτης τά­ξεως, είναι γε­μάτες με μυθεύματα, σφάλματα και παρεμβολές, δεν παρέχουν χρονο­λογίες και τε­λει­ώ­νουν αφύσικα και απότομα, κλπ. Από την σύγκρισή τους με τα έργα του Ιωσήπου συμπε­ραίνομε χωρίς αμφιβολία ότι ο συγγραφέας τους ή οι χαλκευτές τους έριχναν πολλές μα­τιές σ’ αυτά, αλλά τα παράλλαζαν και δημιουργούσαν λάθη.}

 

12. Οι απολογητές και η χρήση του Ευσεβίου, με παράδειγμα:

Η υποτιθεμένη Έκλειψη Ηλίου κατά την Σταύρωση του Ιησού

 

Όπως αναφέραμε στο μέρος (9.), τα συγ­γράμματα των εθνικών ιστορικών και συγ­γ­ρα­­φέ­ων Φλέ­γοντος, Θαλ­λού, και Πορφυ­ρί­ου, 2ος αιών – αρχές 4ου αιώνος, το σύγγ­ραμμα του χριστιανού Ιουλίου Αφρικανού, 3ος αιών, και το σύγ­­γραμ­μα του Γαλιλαί­ου ιστορικού Ιούστου της Τιβε­ριάδος 1ος αιών, κ. ά., έχουν απολε­σθεί. Τί έχει απομείνει για να διασωθούν αυτά;! Σήμερα όμως διάφοροι αυ­τοβα­πτι­­σθέν­τες απολογητές, που συνήθως τελούν εν ανωνυμία, μας πα­ραθέτουν «αποσπά­σμα­τα» του Φλέγοντος και του Θαλλού, τα οποία ισχυρίζονται ότι φέ­ρουν μαρτυρί­ες για τον σει­σμό και την έκ­λειψη ηλίου που δήθεν έγιναν κατά τη σταύρωση του υποτι­θε­μέ­νου Ιη­σού. Κατ’ αυ­τόν τον τρόπον οι απολογητές νομί­ζουν ότι μας παρέχουν «ιστο­ρι­κές» πλέον «απο­δεί­ξεις» περί της ιστορικής υπάρξεως του θρυ­λου­μέ­­νου Ιησού που έγινε μετά ο μυθο­λο­γικός Χρι­στός.

 

Ση­μει­ώστε ότι την έκλειψη ηλίου (ή το σκοτάδι πάνω σε όλη τη γη) την ανα­φέ­ρουν ο Ματ­θαίος 27: 45, ο Μάρκος 15: 33 και ο Λου­κάς 23: 44. Ο Ιωάννης την αγνοεί. Το σχί­σι­μο του καταπετάσματος του ναού στα δύο, από πάνω ως κάτω, το ανα­φέρουν ο Ματ­θαί­ος 27: 51, ο Μάρκος 15: 38 και ο Λουκάς 23: 45. Ο Ιωάννης το αγνοεί. Αλλά τα υπό­λοιπα μυθο­λο­γι­κά συμβάντα, περί σεισμού, ανεώξεως πολλών μνημείων, ανα­στάσεως πολλών νεκρών στην Ιερου­σα­λήμ, κλπ., τα αναφέρει μόνο ο Ματθαίος 27: 51-53, ενώ οι άλλοι τρεις κα­νο­νικοί ευ­αγγε­λι­στές τα αγνοούν.

 

Όλα αυτά τα δήθεν ανεξάρτητα ιστορικά «αποσπάσματα» είναι μια πλά­νη που διε­νερ­γείται είτε από σκοπιμότητα, είτε από άγνοια, εί­τε από τυφλή ή σκόπιμη πί­στη στα γρα­πτά του Ευσεβίου Καισα­ρεί­ας. Αυτά τα αποσ­πά­σμα­τα, όπως τα χρησιμο­ποι­ούν οι διάφοροι νεοχριστιανοί απολογητές, μας τα παρου­σι­ά­ζει ο Ευ­σέβιος μέ­σα στην «Εκκ­λησια­στι­κή Ισ­το­ρία» του και σε άλλα έργα του. Τα αποσπούν από εκεί και δεν γε­μί­ζουν ούτε δυο σελίδες. Είναι ελάχιστα και ξεκομμένα. Έτσι δεν απο­τε­λούν κριτήρια της επιστήμης της Ιστορίας γι’ αυτό και για τους εξής λόγους. Ο Ευσέβιος έχει πλέ­ον απο­δειχθεί, επι­στη­μο­νι­κώς και πολ­λα­πλώς, ότι ήταν μέγας πλαστο­γράφος και ψευ­δο­λό­γος και ου­δέ­ποτε φρόντισε να δια­σώσει την αλή­θεια και τις πηγές που ο ίδιος χρη­σι­μο­ποίησε. Τις πη­γές τις κατάστρεψε. Π. χ., το σύγγραμμα του Εβραιο­χρισ­τι­α­νού ισ­το­ρι­κού του 2ου αιώνος Κ. Ε. Ηγησίππου και το σύγ­γραμμα του Χριστιανού ισ­το­ρι­κού του 3ου αιώ­νος Κ. Ε. Ιου­λί­ου Αφρικανού, από τα οποία ο Ευσέβιος αντιγ­ρά­φει κα­τά το πρώτο ήμισυ του 4ου αιώ­νος, έχουν ολοκληρωτικά χα­θεί. Απορεί κανείς για ποι­ους λόγους ο Ευ­σέβιος δεν φρόντι­σε να διασώσει τέτοια ντο­κου­μέντα. Λόγω της θέσεως και της δυ­νά­με­ώς του μια ρητή διαταγή του για να επα­νεκ­δο­θούν και να δια­φυλαχ­θούν τα συγ­γράμματα αυτά αρκούσε. Ούτε τα γρα­πτά του Υποα­πο­στολικού Πατέρα Παπία, (60−140 ή κατ’ άλλους 70−155 Κ. Ε.), επισκό­που Ιε­ρα­πόλεως Φρυ­γί­ας, διέσωσε. Λέγεται ότι ο Πα­πίας έγραψε πέντε βιβλία, σχετικά με τις προ­φητείες για τον Κύριο, τα λόγια του Κυρίου, κλπ., τα οποία έχουν απο­λεσθεί. Μόνο λίγα κομ­ματάκια αναφέ­ρονται από τον Ευσέβιο και άλλους Πα­τέρες. Ο Ευσέβιος, ούτε λίγο ούτε πολύ, λέ­γει ότι ο Παπί­ας έγρα­ψε βλα­κείες. Συγ­κε­κρι­μένα στην Εκκλησιαστική Ιστο­ρία του (3: 39), ο Ευσέ­βι­ος γράφει: «Ο Πα­πίας ήταν άν­­θρω­πος πολύ μικρού νου (σφόδρα γάρ τοι σμικρός ών τόν νούν), αν τον κρί­νο­με από τα ίδια τα λόγια του.». Αυ­τό και αν εί­ναι ύπο­πτο!... Ήλθε ο Ευσέβιος τον 4ο αι­ώνα για να δι­ορ­θώσει και να κρί­νει τους πατέρες και τις πηγές του 2ου αι­ώ­να...

 

Κα­τά το πρό­τυ­πο του Απο­στόλου Παύλου, (Πρός Ρω­μαί­oυς γ΄: 7, «Ε­άν διά τoυ ψεύ­δoυς μoυ η αλή­θεια τoυ Θε­oύ κα­τε­­δεί­χθη με­γά­λη πρoς δό­ξαν τoυ, για­τί ακό­μη κα­τα­κρί­νo­μαι ως αμαρ­τω­λός;», αυτό είναι το μόνο αληθές που μας είπε ο Παύλος), ο Ευσέ­βιος χρησιμοποίησε κά­θε δόλιο μέσο για να υπο­στη­ρί­ξει και να προ­παγαν­δί­σει το δήθεν αληθές της νέας Χριστιανι­κής θρη­σκείας, όπως αυτή διε­μορ­φώ­θη κατά το πρώτο ήμισυ του 4ου αιώνα. Ουσια­στι­κά η νέα μορ­φή της Χριστιανικής θρη­­σκείας ήταν δη­μι­ούργημα του Ευσεβίου με τη συ­νερ­γα­σία μιας ομάδας συγ­χρόνων του Χρι­στιανών μελε­τητών, αλ­λά και εθνικών όπως ο Σώπα­τρος, κατόπιν αυστη­ρής απαί­τησης και εντολής του αυτο­κράτορα Με­γά­λου Κων­σταν­τίνου, ο οποίος πριν ολίγο καιρό εί­χε γίνει μονοκράτορας. Ο Ευσέβιος όμως απεδείχθη πολύ βια­στικός και απ­ρόσεκτος πλαστο­γράφος. Έτσι οι πλα­στογρα­φί­ες του ανα­κα­λύφτηκαν σχε­τικά εύ­κολα από πολ­λούς αμε­ρό­ληπτους ερευνητές επιστή­μο­νες, αρκετοί των οποίων προέρ­χον­ταν από διάφορες Χριστιανικές διομολογή­σεις. Ένας τέτοιος ήταν και ο Charles B. Waite, ο οποίος έγραψε το βιβλίο History of the Christian Re­ligion to the Year 200 (μελετήστε τις σε­λί­δες 332-337.).

 

Έτσι λοιπόν βλέπομε ότι τα απο­σπάσματα που παραθέ­τει ο Ευσέβιος περί σεισμού, εκ­λείψεως ηλίου, κλπ. αναφέ­ρον­ταν σε άλλο σεισμό (που έγινε στη Βιθυ­νία της Μι­κ­ράς Ασίας, πολύ μακριά από την Ιερουσαλήμ) και σε άλλη έκλειψη ηλίου. Απλώς ο Ευσέ­βιος τα προ­σάρμοσε όσο αυ­τός νόμισε αρκετά για να ται­ριάσουν με τους μύθους του Ματθαίου. Πλην όμως προ­δό­θηκε από τα εξής:

 

1)     Το ίδιο το πρόχειρο και βιαστικό γράψιμό του, διότι δεν προσάρμοσε φιλο­λο­γι­κώς την δική του γλώσσα με την γλώσσα των αρχικών συγγραφέων.

2)     Από τις αναφορές των ιδίων αποσπασμάτων από Χριστιανούς συγγραφείς πριν τον Ευσέβιο, π. χ. τον Ωριγένη κά., που είναι εντελώς διαφορετικές.

3)     Από το γεγονός ότι οι αρχικοί ιστορικοί, που μόλις αναφέραμε, ήταν και πα­ρέμειναν «παγαν­ι­στές εθνικοί». Οπότε αν ανάφεραν μέσα στα ιστορικά τους συγγράμματα αυ­τά τα συμ­βάντα ως αληθινά και πραγματικά, όπως θέλουν να μας τα παρου­σι­άσουν ο Ματ­θαίος και ο Ευσέ­βιος, τότε είναι πέραν πάσης φαντασίας το γεγο­νός ότι αυ­τοί πα­ρέμειναν παγα­νι­στές αντί να ασπαστούν την νέα «αληθινή» θρησκεία του Χριστιανισμού. Έχει γού­στο, ο Φλέγων και ο Θαλλός να έγρα­φαν ιδιοχείρως ως αληθή γεγονότα την έκ­λει­ψη ηλίου, τον σεισμό και την ανάσταση των νεκρών της Μεγάλης Παρα­σκευ­ής όπως μας τα παρουσιάζει ο Ματθαίος και να μη γίνουν Χριστιανοί απορ­ρί­πτον­τες αμέ­σως τον παγανισμό! [15]

 

{[15] Αυτά είναι ανάλογα με εκείνη την πλαστογραφημένη μαρ­τυρία του Ιωσή­που (Ιουδαϊκή Αρχαιότητα 18: 3: 3 ή 18: 63-64), όπου ο μεν Ιησούς Χριστός ομο­λο­γείται (από τον Ιώ­σηπο υποτίθεται) ως σοφός Ιουδαίος Μεσ­σί­ας και τριήμε­ρος αναστηθείς εκ νεκρών, ο δε Ιώσηπος όχι μόνον δεν προσχώ­ρη­σε στον Χριστιανισμό απορρίπτον­τας τον Ιουδαϊσμό, αλλά παρέμεινε ορθό­δο­ξος Φα­ρισαί­ος μέχρι τον θά­νατό του! (Αν αμφιβάλλετε, διαβάστε το βιβλίο της αυτο­βιο­γραφίας του). Αυ­τή η μαρ­τυρία, το Testimonium Flavianum, αποτελεί άλ­λη μία πλαστο­γραφία του Ευσεβίου, όπως έχο­με αναπτύξει στο μέρος (9.)..

Όσο για τους αναστηθέντας νεκρούς και τα άλλα φαινόμενα της Μεγάλης Πα­ρα­σ­κευής αναφέρονται μό­νο από τον Ματθαίον. Ο Ιωάννης που συνεχώς καυχιέται ότι λέγει την αλήθεια και ήταν αυτόπτης μάρτυς στα γεγονότα του Πάθους δεν αναφέρει τίποτα απ’ αυτά. Δεν είδε και δεν άκουσε τίποτα. Τί λέτε: περίεργο! Ο Μέγας Αυ­το­κ­ράτωρ Ιουλιανός στο Κατά Γαλιλαίων έργο του δικαίως απορεί πως κανένας άλλος εκτός του Ματ­θαίου δεν αναφέρει ούτε πληροφορήθηκε τίποτα. Ού­τε Ρωμαίος συγκ­λη­τικός, στρατιωτικός, κυβερνήτης, ούτε κανένας Ιουδαίος άρχων, ραβίνος, κλπ, ούτε κα­νένας άλλης εθνικότητος. Όλη η υφήλιος αγνόησε αυτά τα τρομακτικά «γεγο­νότα»! Οπότε τί λέτε; Ψεύδεται ο Ματθαίος; Ναί ή ού;}

 

4)     Ο Θαλλός και ο Φλέγων έζησαν κατά τον 2ο και 3ο αιώνα. Οπότε τίθεται το εξής ερώτημα: Οι περιγραφές των φυσικών φαινομένων που υπήρχαν στα συγγράμμα­τά τους αφο­ρούσαν φυσικά φαινόμενα τα οποία είτε συνέβησαν κατά την διάρκεια της ζω­ής των και που οι ίδιοι παρατήρησαν ή άκουσαν περί αυτών, είτε αφο­ρού­σαν φυσικά φαινόμενα που υποτί­θε­ται ότι συνέβηκαν πριν 150 χρό­νια τουλά­χι­στον; Αν υποθέσομε ότι ισχύει η δεύτερη εκδοχή, τότε ως επι­στή­μο­νες και ιστο­ρικοί θα έπρεπε να παραθέσουν τις πηγές τους και κά­ποιες ημερομηνίες. Όμως ο αντιγραφέας Ευσέ­βιος δεν μας ανακοινώνει κα­μιά τέτοια πληροφορία, όπως και θα όφει­λε να πράξει αν ήταν σωστός ιστορικός, και η οποία θα ισχυροποιούσε έτι περισ­σότερο τους ισχυρισμούς του. Όπως όμως αποδείχθηκε από τα συγγράμμα­τα του Ωριγένη και άλλων προηγου­μέ­νων Χριστιανών συγγραφέων, οι οποίοι αναφέρονται στον Θαλλό και τον Φλέγοντα ισχύει η πρώ­τη εκδοχή και ο Ευσέ­βι­ος[16] αποδεικνύεται άλλη μια φορά δόλιος πλαστογρά­φος.

 

{[16] Οι ατιμίες του Ευσεβίου έχουν καταδειχθεί πολλαπλώς στην παγκόσμια έρευνα και βιβλιογραφία. Ήδη εδώ με τα στοιχεία μας δεικνύομε μερικές. Δεν δικαιούται ο Ευσέβιος την εμπιστοσύνη που αποδίδεται σ’ έναν ιστορικό. Ο ίδιος ομολογεί ότι δεν τον ενδιέφερε η αλήθεια αλλά το συμφέρον της Νέας Χριστιανικής πίστεως! Στην σύ­νοδο της Νικαίας το +325 έπαιξε το ρόλο του πολιτικάντη και περίμενε να δει προς τα που θα έγερνε τελικά η πλειοψηφία με την οποία στο τέλος συνυπέγραψε. Επίσης όλα τα στοιχεία συγ­κλί­νουν στο ότι αυτός επλαστογράφησε το γνωστό και πολύ συ­ζητηθέν Testimonium Flavianum στον Ιώσηπο (βλέπε μέρος 9.). Ο Δρ Χριστιανός θε­ολόγος Κωνσταντίνος Σια­μάκης, δεν κατεδέχθει να συμπεριλάβει αυτές τις ψευ­το-μαρτυρίες του Φλέγοντος και Θαλλού στο λεπτομερές σύγγραμμά του: Εξωχρισ­τι­ανι­κές Μαρ­τυ­ρί­ες γιά τό Χριστό καί τούς Χριστιανούς, Εκδόσεις «Άθως», Αθήναι, 2000. Ευρίσκονται όμως, μαζί με διάφορες άλλες, στο σύγγραμμα του Charles B. Waite, History of the Christian Religion to the Year Two Hundred (200), Fifth Revised Edition, C. V. Waite & Co., Chicago 1900 – 1992, ο οποίος τις τιτλοφορεί Παραχα­ράξεις του Ευσεβίου και μας μεταφέ­ρει όλα τα αποδεικτικά στοιχεία.}

 

5)     Από την επιστημονική απόδειξη ότι είναι αδύνατο να γίνει έκλειψη ηλίου κατά εποχή πανσελήνου και ως γνωστόν το Εβραϊκό Πάσχα (Πεσάχ) εορτά­ζε­ται πάντα τέτοια εποχή. Έπειτα, μια ολική έκλειψη ηλίου διαρκεί μερικά μόνο λεπτά (10 - 30) και σε μικρό τόπο και όχι τρεις ώρες σε όλη τη γη όπως επιθυ­μούν οι τρεις πρώτοι ευαγγελι­στές.

 

Ένας ακόμα λόγος που αποδεικνύει ότι η έκλειψη ηλίου[17] (το σκοτάδι πάνω σε όλη τη γη) των τριών συνοπτικών δεν έγινε ποτέ μας τον παρέχει το Κατά Ιωάννην Ευ­αγ­γέ­λιο. Για να δούμε γιατί:

1.     Στον μεν Ματθαίον 27: 45 δια­βάζομε: «Από δέ έκτης ώρας σκό­τος εγένετο επί πάσαν την γήν έως ώρας ενάτης.». Δη­λαδή σύμφωνα με τις σημερινές ώρες το σκο­τά­δι άπλωσε πάνω σε όλη τη γη από τις δώ­­δεκα το μεσημέρι, ώρα έκτη, κατά την μέ­τ­ρηση των ωρών της ημέ­ρας την εποχή του υποτιθεμένου Ιησού, η οποία άρχιζε στις έξη το πρωί. Κράτησε μέχρι τις τρεις το από­γευμα (ώρα ενάτη), δηλαδή τρεις ολόκ­ληρες ώρες.

  1. Στον Μάρ­­κον 15: 33 δια­βάζομε: «Γενομένης δέ ώρας έκτης σκότος εγέ­νετο εφ’ όλην τήν γήν έως ώρας ενάτης·».
  2. Στον δε Λουκάν 23: 44 διαβάζομε: «Ήν δέ ωσεί ώρα έκτη καί σκότος εγέ­νετο εφ’ όλην τήν γήν έως ώρας ενάτης, τού ηλίου εκλεί­πον­τος,».
  3. Τώρα πάρετε την Καινή Διαθήκη και διαβάστε: Ιωάννης 19: 13-16. Ιδιαι­τέ­ρως στον στίχο 14 διαβά­ζομε: «ήν δέ παρασκευή τού πάσχα, ώρα δέ ωσεί έκτη· και (ο Πιλάτος) λέγει τοίς Ιουδαίοις· ίδε ο βασι­λεύς υμών.». Στον δε στί­χο 16 πα­ρα­κά­τω δια­βάζομε «τότε ούν (ο Πιλάτος) πα­ρέ­δω­κεν αυτόν αυτοίς (στους Ιου­δαίους) ίνα σταυ­ρω­θή.».

 

 

{[17] Ας λάβομε επίσης υπ’ όψη μας ότι το θέμα του σεισμού ή των μεταθανατίων εμ­φα­νί­σεων λύεται ως εξής: Όλος ο Ελληνικός Κόσμος εγνώριζε ότι ο Ρωμύλος απεθε­ώ­θη ανα­ληφθείς εις τους ουρανούς εν μέσω σφοδρής καταιγίδας, σάλου, σεισμού, και σκότους τόσου ώστε να μην ηδύνατο κανείς να δει τα γύρω του, και ότι κατόπιν επα­νεμφανίσθη καθ’ οδόν σε φίλο του Συγκλητικόν εις τον οποίον ανακοίνωσε τα συμ­βάν­τα της απο­θε­ώσεώς του και όρισε την ίδρυση ναού και τα σχετικά της λα­τρείας του. Όλη αυτή την ιστορία αντέ­γρα­ψαν προχείρως οι Χριστιανοί διά να την απο­δώ­σουν στον ιδικόν τους θεό. Κατόπιν βλέπομε τον εκατό­ν­ταρχον να λέγει: «Αληθώς υιός Θεού είναι αυτός» (Ματθαίος 27: 54). Τί σημαίνει αυτή η φράση; Απλούστατα, οι Χριστιανοί έβλεπαν στα νομίσματα της εποχής την προτομή του Αυγούστου με την φράση DIVI F(ILIUS) (= Υιός Θε­ού = Υιός του αποθεωθέντος Ιουλίου Καίσαρος) και έλεγαν: «Ο ιδικός μας Θεός είναι DIVI FILIUS!».}

 

Για να εξετάσομε λοιπόν προ­σε­κτι­κά τί καινούργια μας ξεφουρνίζει ο Ιωάννης:

 

1)     Πρώτον: Δεν ήταν ακόμα ημέρα του Πάσχα αλλά παρασκευή του Πάσχα. Οι τρεις συνοπτικοί μας βεβαιούν ότι το τελευταίο δείπνο, η δίκη, η σταύρωση και η ταφή έγιναν την ημέ­ρα του Πά­σχα που εκείνο το έτος έπεφτε να είναι ημέ­ρα Παρασκευή (δηλαδή η προπαρασκευαστική ημέρα για το Σάββατο που επόταν). Ο Ιωάννης όμως μας λέγει ότι η δίκη, η σταύρωση και η ταφή συνέ­βησαν μεν ημέρα Παρασκευή, αλλά αυτή ήταν η προπαρασκευασ­τι­κή ημέ­ρα του Πάσχα του έτους εκείνου που κατά τον Ιωάννη έπεφτε Σάββα­το. (Άλλη μια κραυγαλέα αντίφαση των θεοπνεύστων γραφών και ευαγγελισ­τών.).

2)      Δεύτερον: Στις δώδεκα το με­σημέρι της Παρασκευής ο Πιλάτος ακόμα ασ­κούσε δικαστι­κά κα­θή­κοντα και λογομαχούσε με τους Ιου­δαίους. Τώρα πως να δίκαζε άραγε ο Πιλάτος και πως να λογομαχούσε με τον Ιου­δα­ϊ­κό όχλο μέ­σα στο σκοτάδι, αφού στους τρεις συν­οπτι­κούς το σκοτάδι είχε αρχίσει ήδη στις δώδεκα το με­σημέρι, ας μας το απαντήσουν οι απολογητές...

3)      Τρίτον: Στον Μάρκον 15: 25 ο Ιησούς ήταν ήδη σταυρωμέ­νος τουλάχιστον για τρεις ώρες, από τις εννέα το πρωί έως και μετά το μεσημέρι δηλαδή. Στον Ιωάννη όμως βλέπομε τον Πιλάτο, (μέ­σα στα σκοτεινά;), να παραδίδει τον Ιη­σού στους Ιουδαίους για να σταυ­ρωθεί (χωρίς να μας λέ­γει εδώ ποιοι θα εκτε­λούσαν την σταύρωση). Η σταύ­ρωση δηλαδή πρέ­πει να έγινε το νω­ρί­τε­ρο γύ­ρω στις μία η ώρα το απόγευμα και μέ­σα στο σκοτάδι, αν ήταν δυνατόν! Πώς; Ας μας απαντήσουν οι φωστήρες της Χριστιανικής μά­στι­γας. Μετά, και ο Μάρκος ήταν θεόπνευστος ως ευαγ­γε­λι­σ­τής. Μάλιστα δε, αυτά που έγραψε τα έμαθε από τον μέ­γα μα­θητή Πέτρο που ήταν στον όμιλο των δώ­δεκα. Πώς λοιπόν γεφυρώνονται οι θεό­πνευστες τρο­μα­κτι­κές αντιφάσεις μεταξύ Μάρκου καθώς και των άλλων δύο συνοπτικών και Ιωάννου; Κύρι­οι απολογητές τί πει­στικά επιχειρήματα έχετε για να μας απαντήσετε;

4)     Τέταρτον: Ο Ιωάννης ανήκε στην ομάδα των δώδεκα πρωτοστατούντων μα­θη­τών, ακολου­θού­σε τον Ιησού παντού και πάντοτε, ήταν ο φίλτατος μαθητής του Ιη­σού. Εκτός από αυ­τόπτης μάρτυς όπως ομολογεί ο ίδιος, ως ευαγγε­λι­σ­τής ήταν απαραι­τήτως «θεόπνευστος» και ο ίδιος μας τονίζει ότι (21: 24) «η μαρτυρία του είναι αληθής», πράγμα που οι άλλοι δεν το αναφέρουν. Παρα­κολούθησε την δί­κη και την σταύ­ρωση. Ακόμα ο εσταυ­ρω­μένος διδάσκαλός του μίλησε και στη μάνα του και στον Ιωάννη που ήταν δίπλα της (19: 26 -27). Πάντως το σκοτάδι που πλά­κω­σε από τις δώδεκα το μεσημέρι πάνω σ’ όλη τη γη και σίγουρα θα ήταν σο­βα­ρό εμ­πό­διο για να διε­κ­περαιωθούν σωστά και ωραία όλα όσα συνέβησαν δεν το αναφέρει πουθενά. Άρα δεν έγινε!

 

Η πρώτη των ανωτέρω παρατηρήσεων χρήζει περισσοτέρας επεξηγήσεως και αναφο­ρών από τα τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια. Το ότι το Πάσχα των τριών συνο­πτικών έπεφτε ημέρα Παρασκευή ομολογείται στον Ματθαίο 27: 62, Μάρκο 15: 42 και Λου­κά 23: 54. Τα επεισόδια του πασχαλινού τελευταίου ή μυστικού δείπνου, της συλλή­ψεως του Ιησού, της βιαστικής δίκης, της σταύρωσης και της τα­φής, κλπ., αναφέρον­ται στα κεφάλαια Ματθαίος 26, 27, Μάρκος 14, 15 και Λουκά 22, 23. Στον Ιωάννη όμως, όπως αναφέραμε, η Παρασκευή αυτή ήταν η παραμονή του Πάσχα το οποίο έπεφτε ημέρα Σάβ­βατο, πράγμα που επαναβεβαιώνει ο Ιωάννης και παρακάτω στους στίχους 19: 31 και 42. Ακό­μα στον Ιω­άννη ο Ιησούς δεν είχε πασχαλινό δείπνο (Σε­δέρ). Συγκεκριμέ­να μας λέγει: Ιωάννης 13: 1-2 «Προ δε της εορτής του πάσχα ειδώς ο Ιησούς ότι ελή­λυθεν αυτού η ώρα ίνα μεταβή εκ του κόσμου τούτου προς τον πατέρα, αγαπήσας τους ιδίους τους εν τω κόσμω, εις τέ­λος ηγάπησεν αυτούς. και δείπνου γενομένου, του δια­βόλου ήδη βεβληκότος εις την καρδίαν Ιούδα Σίμωνος Ισκαριώτου ίνα αυτόν παρα­δώ,». Εδώ λοιπόν ο Ιωάννης μας ομιλεί αόριστα για κάποιο δείπνο που έγι­νε προ της εορ­τής του Πάσ­χα και όχι για το πασχαλινό δείπνο το βράδυ της ημέ­ρας του Πάσχα όπως μας λένε οι άλλοι τρεις. (Μέσα στις Άγιες Γραφές οι θεόπ­νευστες αντιφά­σεις είναι πιο πανταχού παρούσες από το Άγιο Πνεύμα!). Ο αγαπητός και επιστήθιος μαθητής Ιω­άννης καίτοι πα­ρών δεν αναφέρει το μέγα, τρομερό, φρικ­τό και θεμελιώδες Μυστή­ριο της Θείας Ευχαρι­στίας, όπως το αναφέρουν οι άλλοι τρεις­, αλλά το νίψιμο των ποδών των μα­θητών από τον Ιησού κατά το δείπνο (13: 4-14) που δεν το αναφέρουν οι άλλοι. (Άλ­λη μια κραυγαλέα αντίφαση. Τί συμβαί­νει τε­λικά με τους θεοπνεύστους ευαγγελισ­τές; Ποιός γράφει αληθώς και όπως έγιναν τα «γεγονότα»;).

 

Ο «τελευταίος» ευαγγελιστής που έγραψε το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον κατα­πιάνεται από την αρχή του Ευαγγελίου του με ψευτοθεολογίες και αμνούς. (1: 29 «... ίδε ο αμ­νός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου.» και 1: 36). Έτσι φτιάχνοντας και άλ­λες θεολογίες έφτιαξε έναν μυθο­λογικό Ιησού ο οποίος δεν έφαγε τον πασχαλινόν αμ­νόν (κατά τον μυστικόν δείπνον, όπως μας λένε οι άλλοι τρεις), αλλά με το να σταυ­ρωθεί κατά την παραμονή του Πάσχα έγινε ο ίδιος πασχαλινός αμνός για τους άλλους το βράδυ της ημέρας του Πάσχα. Αυτή είναι μια θεολογική ψευτοδικαιολόγηση για τις μεγάλες αντιφάσεις που δημιουργεί ο Ιωάννης, αλλά αυτό αποδεικνύει ότι οι ευαγ­γελιστές δεν μας παρέδω­σαν γεγονότα και ιστορία αλλά δικές του επινοήσεις με ψευ­τοθεολογίες και μυθεύματα για να δημιουργήσουν μια ψευτο­θ­ρησκεία. (Όσο για θεο­π­νευ­στία, έχομε βαρεθεί να την αναφέρομε!).

 

Όπως και να έχουν τα πράγματα, όλα τα συμβάντα που μας αφηγούνται και οι τέσ­σε­ρις ευαγγελιστές από την ετοιμασία του τελευταίου δείπνου μέχρι τον ενταφιασμό που έκαναν ο Ιωσήφ με τον Νικόδημο έγιναν μέσα 24 ώρες περίπου. Επειδή αυτά εί­ναι πολλά και δεν είχαν ολιγόλεπτη διάρκεια πρέπει να γινότανε με κινηματογραφική ταχύτητα. Ανα­φέρομε επιγραμ­ματικά μόνο και εσεις διαβάσετε τις λεπτομέρειες και εκτιμήσετε την χρονική διάρκεια του καθενός: Προετοιμασία, δείπνο και ευχαριστία ή νίψιμο ποδών, προδοσία Ιούδα, πορεία προς Γεσθη­μανή και στάθμευση εκεί, σύλ­λη­ψη και μεταφο­ρά στο συνέδριο, ανακρίσεις από Άν­να, Καϊάφα, Πιλάτο, Ηρώδη και ξανά Πιλάτο, παράδοση στον όχλο και στρατιώτες, βάδην προς Γολγοθά ή Κρανίου Τόπον, σταύ­ρω­ση μέχρι εκπνοής, δια­πίστωση θανάτου και αίτηση του σώμα­τος, απο­καθήλωση, επά­λειψη με σμύρνα και αλόη, η σινδόνη και τα οθόνια, ενταφι­ασμός, κλπ., έγιναν μέσα σε 24 ώρες. Διαβάσετε όλα αυ­τά και τις υπόλοιπες λεπτομέρειες μέσα στα τέσ­σε­ρα Ευαγγέλια και εκτιμήσετε μια λογική χρονική διάρκεια που χρειάσ­τηκε το καθέ­να να δείτε τι γί­νε­ται. (Μερικές χρο­νικές διάρκειες δίνονται μέσα στα Ευαγγέ­λια ή υπολογίζονται απ’ αυτά που γράφουν. Π. χ., ο Ιησούς μέχρι που εξέπνευ­σε έμει­νε πά­νω στον σταυρό 6 ώρες, κλπ.). Ώστε λοιπόν, οι ιθύνοντες Ιουδαίοι κατα­σπατάλησαν με απόλυτη βιασύνη κάθε λεπτό της εορτής του Πάσ­χα (ή της παραμο­νής του) με αυ­τά τα συμβάντα και τίποτα άλλο, αντί να βάλουν τον Ιησού στη φυλα­κή και μετά από μια-δυο μέρες με την ησυχία τους και όσο χρόνο ήθελαν, να κανόνι­ζαν τι θα τον έκα­ναν. Περίεργα πράγματα.

 

Εσείς που δια­βάζετε ετούτες δω τις λέξεις τί λέτε; Τί αμερόληπτα συμπεράσματα βγάζετε μόνοι σας; Αν όλα τα παραπάνω «γεγο­νότα» συν­έβησαν όπως γράφουν οι τέσσερις θεόπνευστοι ευαγγελιστές τότε ποιος έχει δίκιο; Αν πράγματι έγιναν μέ­σα στο σκο­τά­δι «του καταμεσήμερου της ημέρας της Ιουδαίας κατά τον λαμ­πρό μήνα Νισάν (Μάρτιος-Απρίλιος)», τότε γιατί άραγε αυτός ο θε­όπνευστος ευ­αγγελιστής και φιλαλήθης Ιωάννης[18] δεν το ανέφερε τουλά­χι­στο μέσα σε δυο στί­χους; Ή μή­πως αυτό το φαινόμενο του φάνηκε τόσο φυ­σιολογικό και τόσο σύνηθες ώστε να το αγνο­ήσει; Πολύ αταίριαστες οι τέσσερις ευαγγελικές αφηγήσεις, αλλά ταιριά­ζουν μόνο μέσα στα μυαλά των απολογητών και αυτών που δεν τις γνωρίζουν!

 

{[18] Το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον έχει τόσο πολλές και τεράστιες διαφορές με τα άλ­λα τρία Ευαγγέλια ώστε να αποτελεί ακόμα ένα στοιχείο για την μη ύπαρξη του Ιη­σού Χριστού των Ευαγγελίων. Αυτός είναι καθαρά ένας μύθος, δηλαδή ψέμα, και τί­ποτα παραπάνω. Ότι αναφέρομε εδώ είναι ένα πολύ μικρό μέρος των όλων διαφορών. Ση­μειώνομε ακόμα μία. Τα τρία πρώτα Ευαγγέλια αφηγούνται μια δράση του Ιησού που κράτησε το πολύ ένα έτος, ενώ ο Ιωάννης παρουσιάζει μια δράση που κράτησε του­λάχιστον τρία έτη. Κλπ.}

 

Κύριοι ψευτοαπολογητές και θεολόγοι καλείστε και προκαλείστε να απαντήσετε σα­φώς και άνευ πε­ρι­τροπών σε αυτά τα ερωτήματα και όχι να κρατάτε το αδαές πλήθος των πι­στών μέσα στο σκοτάδι και στην έκλειψη παντός φωτός ακόμα και λαμπερού φωτός του καυτού ήλιου του μεσημεριού! Αν πάλι θέλετε να μιλήσετε για σεισμούς και εκλείψεις, τότε γιατί ποιείτε την νύσσα επί του γεγονότος ότι ο διάσημος Ρωμαίος φυ­σι­οδίφης επιστήμων Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (+23 - 79 Κ. Ε.) ο οποίος κατέγραψε τα δι­ά­φορα ανα­πάν­τεχα και ασυνήθη φυσικά φαινόμενα των εποχών του (σεισ­μούς, εκλεί­ψεις ηλίου και σελήνης, κλπ.). Χρονικώς έζησε πολύ κοντά σ’ αυτά τα πα­ρα­μύ­θια, και είχε ταξιδέψει επί τούτων ανά την αυτοκρατορία και όμως δεν αναφέρει απο­λύτως τίποτα για τα δι­ά­φορα θαύματα και φαινόμενα που αναφέρονται στα Ευαγγέλια γύρω από τον Ιησού Χριστό. Εσείς όμως τα σερβίρετε στους ανυποψίαστους αδαείς; Συγχαρητήρια!

Καλείστε επίσης να απαντήσετε για τις χιλιάδες αν­τιφά­σεις, λάθη, πα­ραλογισμούς, θηριωδίες και ανοησίες που περιέχει η θεόπνευστη Εβραιοχρι­στι­α­νική Βίβλος και η αντιφατική παράλογη και καταστροφική θεολογίας σας. (Όλα μαζί είναι τουλάχιστον 7000 καταγεγραμμένα σε καταλόγους.). Απορρίπτετε όλα τα επιστημονικά συμπερά­σματα και όλες τις επιστημονικές μεθόδους μόνο και μόνο για να δικαιολογήσετε την Βίβλο και όχι την αλήθεια. Φαίνεται λοιπόν ότι ο Πάνσοφος Θεός της Βί­βλου και της Παρα­δόσεώς σας υπέφερε από ακατάσχετη σύγχυση και τώρα έβαλες εσάς να δείτε πως θα τα μπαλώσετε! Καλή επιτυχία!

 

13. Καταγωγή του Χριστιανισμού

και παραχάραξη της Ιουδαϊκής παραδόσεως

 

Μία άλλη μεγάλη αντίφαση της Χριστιανικής απολογητικής είναι και η εξής. Ενώ κα­τά το θαύμα της Πεντηκοστής, όπως περιγράφεται στις «θεόπνευστες» Πράξεις των Απο­στό­­λων, κεφάλαιο 2, όλοι οι Απόστολοι την πρωίαν της Πεντηκοστής ως εκ του θαύματος της επιφοι­τή­σεως του αγίου πνεύματος, υπό μορφή πυρίνων γλωσσών, ομί­λησαν απταί­στως όλες τις γλώσσες του κόσμου, από την άλλη μεριά πολλοί θεο­λο­γούντες δηλώνουν κα­τηγορη­μα­­τικώς ότι ο Θεός Πατήρ Γιαχβέχ είχε προνοήσει διά του θεϊκού σχεδίου του ώστε να ομι­λή­σει ολό­κληρος ο περί τη Μεσόγειο κόσμος την Κοινήν Αλεξανδρι­νή Ελλη­νική διάλεκτο, για να διαδοθεί ο Χριστιανισμός δι’ αυτής. Ακόμη και ο Μέγας Αλέξαν­δρος, χωρίς να το γνωρίζει, είχε καταστεί όρ­γανο του Γι­αχβέχ! Ποίαν εκδοχή λοιπόν προ­τιμάτε; Απο­ρούμε όμως διατί ο Πατήρ Γιαχβέχ δεν προτίμησε τη γλώσσα του περι­ου­σίου λαού του στην οποία ήταν γραμμένος και ο ιε­ρός του λόγος της Παλαιάς Διαθήκης! Ακόμα απορούμε διατί οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες από τον τέταρτο αιώνα και μετά δεν έγραψαν στην ακραιφνή θεϊκή γλώσσα των Ευαγγελίων αλλά αττίκιζαν!

Εκτός από τις διάφορες παραπλανητικές ή γενικόλογες ή περιφερειακές απαντήσεις, οι απο­λογη­τές μαζί με τους ορθόδοξους εκκλησιαστικούς πατέρες μο­νο­πω­λούσαν και την ερμηνεία των γραφών. Μόνο αυ­τοί καταλάβαι­ναν τις γραφές σωστά και γι’ αυτό όλοι οι άλλοι έπρεπε να τους ακούν χω­ρίς ιδίαν γνώ­ση, κρίση και χωρίς αντίρρηση. Ακόμα και οι Εβραίοι οι οποίοι έγραψαν τις δι­κές τους γραφές με τα χεράκια τους έπ­ρεπε και αυτοί να ακούν τυφλά τους Χρι­σ­τι­ανούς στο πως πρέπει να τις κατανοούν! Η συν­ε­χής χρήση, παρερμηνεία και δια­σ­τ­ρέβλωση των Εβρα­ϊ­κών γραφών από τους Χριστιανούς θεολό­γους και απολογητές εί­ναι ένα τεράστιο ζήτημα που πολλάκις έχει προκαλέσει σφο­δ­ρές διαμάχες, μίση, φα­νατισμούς, διώξεις, σφαγές, καταστροφές, κλπ., μεταξύ Χρισ­τιανών και Εβραίων. Βεβαίως και οι Εβραϊκές γραφές δεν είναι τί­ποτα σπουδαία πράγματα. Πέραν των θηριωδιών, ανοησιών, βαρβαροτήτων, κλπ. που περιέχουν πρόκειται για ένα μείγμα αντιγραφής και συρραφής γραπτών τεσσάρων ομάδων: Ελο­χιμιστών, Γιαχβισ­τών, Δευτε­ρονομιστών και Ιερέων. Ήλθαν μετά οι Χριστιανοί και με την αντιφατική θεολογία τους και τις έκαναν έτι χειρότερες.

 

Πολλές πιθανές θεωρίες και απόψεις έχουν προ­ταθεί για την απαρχή και την άνοδο του Χριστιανισμού. Υπάρχουν λόγου χάρη, συνωμοτικές, μυθολογικές, παγανιστικές, ενοποι­η­τικές, συγκριτικές, ηλιοαστρολογικές, αστρολογικές, αστροθεολογικές, κλπ., θεωρίες. Η κάθε μια έχει τα δικά της επιχειρήματα, τα οποία δεν είναι ευκα­ταφρό­νη­τα. Π. χ. η ίδια η Παλαιά Διαθήκη περιέχει πολλά ηλιοαστρολογικά και αστρολογικά στοιχεία. Όμως από τις έρευνες πολλών αμερολή­π­των επι­στημόνων, με­ταξύ των οποί­ων υπήρχαν πολ­λοί Χριστιανοί θεο­λό­γοι, Εβραίοι ερευ­νη­τές, αρχαιολόγοι και πολλοί άλ­λοι επι­σ­τήμονες, βγαίνει το συμπέ­ρα­σμα ότι: «Ο Χρι­στι­α­νισμός άρχισε ως μεσσιανική, αποκα­λυπτική και άμεσα εσχα­το­λογική αίρεση του Ιουδαϊσμού.». Τα παλαι­ό­τερα Ιουδαϊκά και Χριστιανι­κά γραπτά που έχουν σω­θεί επ’ αυτού του θέμα­τος, η με­λέ­τη της ζωής των πρώτων Χριστιανών, τα Χειρό­γρα­φα της Νεκράς Θα­λάσσης, όλα τα απόκρυφα και ψευδεπίγραφα βιβλία των δύο πρώτων αιώνων προ και μετά Κοινής Εποχής, οι εμμο­νές όλων των πρωτοχριστιανικών αιρέσεων, ολόκληρη η Και­νή Διαθήκη, κλπ., περιέ­χουν πάρα πολλά και ισ­χυρά στοιχεία για να εξαχθεί το συμ­πέ­ρασμα αυτό. «Η εσχατολογική εποχή έφθασε και ευρίσκεται προ των θυρών. Ετοιμαστείτε καταλλήλως διότι νέα τάξη πραγμάτων θα επέλθει τόσο εις τον ουρανό όσο και εις την γη, από τον ήλιο της δικαιοσύνης, διδάσκαλο, δικαστή, κλπ., που πρό­κειται να αποκαλυφθεί, κλπ.».

 

(Ειδικά σε όλο το μήκος και το πλάτος της αλλοιωμένης και επεξεργασμένης Καινής Διαθήκης που έχομε σήμερα στα χέρια μας ισχυρά υποφώσκει η άμεση εσχατολογία. Διαβάσετε όλη την Καινή Διαθήκη με προσοχή και θα την δείτε! Οι παραχαράκτες, παρεμβολείς και οι επεξεργαστές του τετάρτου αιώνος δεν κατάφε­ραν να αποβάλουν αυτά τα στοιχεία. Είναι τόσο πολλά που δεν θα ξέρανε μετά πως να επανασυνδέσουν τα υπόλοιπα. Από την άλλη μεριά πάλι είναι πάρα πολύ βολικά για την τρομοκράτη­ση του αδαούς και αγράμματου ποιμνίου των πιστών!).

 

Είναι πλέον αποδε­δει­γ­μένο πολ­λαπλώς ότι κατά την εποχή της Βα­βυλω­νι­α­κής αιχ­μαλω­σί­ας (6ος αιών Π. Κ. Ε) και με­τέπειτα, μαζί με τις διάφορες προφητείες περί της αναγνωρίσεως του Γι­αχβέχ ως του μόνου αληθινού θεού από τα όλα έθνη, πέραν του Ισραήλ, και τα όνειρα των Εβ­ραίων πε­ρί του Γιαχβικού απεσ­ταλμένου Μεσσίαχ που θα αποκαθισ­τούσε το χαμένο κράτος του Δαυίδ, εμ­φανί­στηκαν και πολλές θρησ­κευτικές αιρέ­σεις και διαφορές με­ταξύ των Εβραίων. Η Εβρα­ϊ­κή θρησκεία μετεβλήθη τότε κατά πολύ, ενσωματώνοντας διάφορα μεσανατολίτικα στοιχεία. Διαβάστε το υποτι­θέμενο προφητικό Βιβλίο του Δανιήλ για να πάρετε μια καλή ιδέα περί αυτών των αιρέσεων, αλλά και τον Ιεζεκιήλ και τους ύστερους Ησαΐες. Αυτό το γεγονός το παρα­δέ­χονται και οι Εβραίοι, οι οποί­οι πολ­λές φορές το εκ­θέτουν σαφώς στις έρευ­νές τους. Από την Βαβυλώνα και μετά βλέπομε π. χ., τις δοξασίες και πίστεις περί Σατα­νά Εωσφόρου και περί αναστά­σε­ως των νεκ­ρών σω­μά­των, τον όρο «υιός του ανθ­ρώ­που», τον Ζωροαστρικό δυϊσμό, κλπ.

 

Η Χριστιανική αί­ρεση λοιπόν, σύμ­φω­να με τις Εβραϊκές πηγές και παραδόσεις, γίνε­ται αντιληπτή κατά τις αρχές του 2ου αιώνα Π. Κ. Ε. και πρέπει να είχε αρχίσει ήδη από τον 3ον αιώνα Π. Κ. Ε. Οι Εβραίοι την ονό­μα­ζαν αίρεση των «Νοτζρί-μ». (Το τε­λι­κό «μ» είναι η κατάληξη πλη­θυν­τικού.). Πα­ραβάλετε αυτόν το όρο με τον: «Να­ζαρίτης, Ναζαρηνός και στο τέ­λος Να­ζω­ραί­ος». Αυτή η αίρεση είχε κοινά και μη κοι­νά ση­μεία με τους Φαρισαίους (π. χ. ανάσταση νεκρών), τους Εσ­σαίους (π. χ. ο ήλι­ος της δικαιοσύνης και οι υιοί του φωτός, φράση αρκετά συχνή στην Καινή Διαθήκη), τους Ζηλω­τές ή Κανανίτες (π. χ. αγώ­νας κατά της επικρατούσης εξουσίας, ανατροπή της τάξεως πραγμάτων και υποσ­τή­ρι­ξη της φτωχο­λογιάς), κ.ο.κ. Πολλοί την ταυτί­ζουν με τους Θερα­πευ­τές της Αι­γύ­π­του και άλ­λων τόπων γύρω από την Παλαιστίνη ή τουλάχιστον πρέπει να είχε στενή σχέ­ση μ’ αυτούς (π. χ. διά­φορες θε­ρα­πείες και θαύ­ματα). Στις αρχές, αυτή η αίρεση των Νοτζ­ρίμ πρέπει να ήταν ολιγά­ρι­θμη και περιθω­ρι­α­κή και συνε­πώς όχι ανησυχητική για την επικρατούσα τάξη πραγμά­των αυτών των εποχών και ήταν μόνο ενδο-Ιου­δα­ϊ­κό ζή­τη­μα. Γι’ αυτό δεν γί­νεται καμία ιδιαίτερη μνεία δι’ αυτήν από ισ­τορικούς ή με­γά­λους συγ­γρα­φείς αυτών των εποχών. Την απαν­τά­με μό­νο σε μερικά Εβραϊκά βι­βλία και στο Ταλ­μούδ, αλλά και εκεί εκ παραδ­ρομής και χω­ρίς να της αποδίδε­ται μεγάλη ση­μασία.

 

Κάθε λί­γο και λιγάκι όλο και κά­ποιος Μεσσίας, δαυιδικής κατα­γω­γής όπως υποτί­θε­ται, εμφα­νιζό­ταν από κάποια αίρεση για να απο­κα­ταστήσει το χαμένο κράτος του προπάτορά του Δαυίδ και πλήρωνε την παραφρο­σύνη του με τη ζωή του. Κάθε αίρε­ση αυτών των εποχών ήθε­λε τον ιδικόν της Μεσσία και μόνο αυτόν να αναλάβει την κοσμική και τη θρη­σκευτική εξουσία του Ισ­ραήλ. Έτσι εδημιουργούντο συχνές και μεγάλες διαμάχες με­ταξύ των. Πέραν των βιαίων συγκρούσεων και της επιβολής των νομικών διαδικασιών επί ποινικών, πολιτικών και αστικών αδικημάτων οι διαμάχες αυτές διεξάγοντο και στα εξής πεδία: Στην ερμηνεία των γραφών και προφητειών, στην οργάνωση και διαχείριση του Ναού της Ιερουσαλήμ, στα θρησκευτικά ερωτή­ματα και τρόπους λατρείας, στα πολιτειακά ζητήματα, στα κοινωνικά προβλήμα­τα, στις διαφορές επί μεταφυσικών απόψεων και δοξα­σιών (π. χ. ανάσταση νεκρών, μετά θάνατον ζωή, Σατανάς, δαιμόνια, κλπ.), στην εγκυρότητα και νομιμότητα του αρχιε­ρέως ή του βασιλέως, κ. ά.

 

Το Μεσσιανικό πάθος με μια τεράστια σχετική προπαγάνδα άναψε κυριολεκτικά με τα θρη­σκευτικοπολιτικά κινή­μα­τα των άκρως φανατικών ορθοδόξων Χασιδαίων (Ευ­λαβών) και των στενών συνοδοιπόρων τους Φαρι­σαίων. Οι Χασιδαίοι και Φαρισαίοι δεν εδέχοντο καμία παρέκκλιση από τον Εβραϊκό ορθόδοξο τρόπο ζωής, απόλυτα σύμ­φωνο με όλες τις διατάξεις του αρ­χαίου Μωσαϊκού Νόμου. Οι Φαρισαίοι συμφω­νούσαν με αυτές τις θέσεις αλλά ανέμειξαν την παλαιά Εβραϊκή θρησκεία με μερικές Περσικές, Ζωροαστρικές και Αιγυπτιακές δοξασίες. Αυτές οι δύο ομάδες εστράφη­σαν μετά μανίας εναντίον όλων των ομοεθ­νών τους που ελλήνιζαν έστω και στο πα­ραμικρό.

 

Τότε εμφανίζονται πολλά μεσσιανικά, εσχατολογικά, οραματιστικά και αποκαλυπτι­κά βιβλία, άλλα κανονικά και άλλα απόκρυφα που έχομε αναφέρει και σε άλλα ση­μεία στα οποία μπορείτε να ανατρέξετε. Αυτά είναι όμοια με τα ανάλογα βιβλία της βαβυλωνια­κής και μεταβαβυλωνιακής εποχής. Μετα­ξύ των κανονικών βιβλίων αυτής της εποχής συγκα­ταλέγονται το Βιβ­λίο του Δανιήλ, το Βιβλίο του Ιωήλ και τα κεφά­λαια 9-14 του Βιβλί­ου του Ζαχαρία, τα οποία έχομε συ­ζητήσει και αλλού εντός του παρόν­τος άρθρου και εντός άλλων άρθρων μας. Σκοπόν είχαν να εμποδίσουν τον Εβ­ραϊκό λαό να ελλη­νίζει και να τον εμψυχώσουν να πολε­μήσει κατά των Ελλήνων και των Ελληνιζόν­των. Όχι μόνο τα βιβλία αυτά δεν είναι προφητικά (ως γραμμένα μετά τα γεγονότα) αλλά πρόκειται για συρραφές ηλιθιοτήτων, λαθών, σκοπι­μοτήτων, φαν­τασιώσεων, παραλογισμών και ανακριβειών που μόνο παμπόνη­ροι ή τρελοί ή τρελα­μένοι ή παρα­νοϊκοί άνθρωποι μπορούν να γράψουν. Έτσι οι πραγματικοί συγγραφείς των περισσο­τέρων απ’ αυτά βιβλίων κρύβονται πίσω από την ανωνυμία ή την ψευδε­πιγραφία. Δηλαδή, δεν αναφέρουν καθόλου ποιος τα έγραψε ή έχουν αναγράψει ψευ­δή ονόματα συγγραφέων που είναι είτε τελείως φανταστικά είτε ονόματα παλαιοτέ­ρων διασήμων ανθρώπων. Το βιβλίο του Δανιήλ όπως και του Ιωήλ και πολλά άλλα είναι ψευδεπίγ­ραφα. Πολλά τέ­τοια ανόητα και βλακώδη στοιχεία αναμεμειγμένα με Ιστο­ρία υπάρ­χουν και στα τέσ­σερα ανώνυμα βιβλία των Μακκαβαίων.

 

Παρά ταύτα όλη αυτή η ψευδής, βαρετή, κακογραμμένη και ανόητη προπαγάνδα είχε ένα μερι­κό αποτέλεσμα, αφού οι δημιουργοί της είχαν πονηρούς σκοπούς και απευ­θυνόταν σε αγράμματους, αφελείς, άξεστους, άπ­λυτους, ασθενείς και εξαθλιωμένους. Αυτοί πί­στεψαν στο μεσσιανικό μήνυμα, αφού αυτό θα τους έβ­γαζε από τα μαύρα χά­λια τους ή στην αποκατάσταση του ονει­ρεμένου κρά­τους του ημιμυθικού βασιλέα Δαυίδ από τον ειδικά χρισμένο Μεσσίαχ του Γιαχ­βέχ! Το κράτος αυτό μετά επρόκει­το να ζήσει μέσα σε μια αιώ­νια ειρήνη και ευδαι­μονία, καθ’ ότι ο Εβραϊκός βάρβαρος θεός της ερήμου Γιαχβέχ ως ο μό­νος πραγματι­κός θε­ός θα απο­καλυπτόταν σε όλους τους λαούς του κόσμου και θα τους επέβαλε την λατ­ρεία του, καταργώντας ταυτοχ­ρόνως κάθε άλλον ψεύτικο θεό, και επι­βάλλον­τας τους μόνο αυτό που συνέφερε τον εκλεκτό λαό του!

 

Μέσα σ’ αυτό το τρομερό μεσσσιανικό πάθος και μήνυμα ήλθε σαν δώρο ουρανοκα­τέβατο η αντάρτικη επανάσταση των Ασμοναίων – Μακ­κα­βαίων κατά των επιγόνων του Με­γάλου Αλεξάν­δρου. Πρώτος αρχηγός της επανάστασης ήταν ο Ασ­μοναίος Ματταθίας που άρχισε την επανάσταση κατά του Αντιόχου Δ΄ του Επιφα­νούς το έτος 167 Π. Κ. Ε. Η επανάσταση συνεχίσθηκε για 70 περίπου χρόνια με τους γιους και εγ­γονούς του Ματταθία. Οι ικανοί και έξυπνοι αντάρτες Μακκα­βαίοι (Σφύρες ή Σφυ­ριά) εκμεταλλευ­ό­με­νοι την διαφθο­ρά, τις δι­χόνοιες και τις βλακείες των επιγόνων, καθώς και τις επ­εμβάσεις της Ρώμης στα θέ­ματα της Ασί­ας, επα­νί­δρυσαν 80 χρόνια περίπου μετά το 167 Κ. Ε., το κράτος των ορίων του δαυ­ι­δι­κού κράτους για να το χά­σουν μέσα από τα χέρια τους κατά το έτος 62 Π. Κ. Ε., όταν δηλαδή το κατέ­λαβαν οι Ρωμαϊ­κές λεγεώ­νες του Πομ­πη­ίου. Οι Ασ­μο­ναίοι – Μακκα­βαί­οι δεν ήσαν δαυιδικής καταγωγής και ελλήνιζαν πο­λύ. Ο τρόπος ζωής των και αυτός που ήθελαν να επιβάλ­λουν στο νέο κράτος τους ήταν ένα μίγμα παραδοσιακού Εβρα­ϊ­κού και Ελληνιστικού τρόπου ζωής. Γι’ αυτό με­τά τον θά­νατο του ήρωά τους και δευτέρου αρχηγού της επαναστάσεως Ιού­δα – Μακ­κα­βαίου, σε μάχη κατά των Σελευκιδών του Δημητρίου του Α΄ το έτος 160 Π. Κ. Ε., αν­τι­με­τώπι­σαν πολλές επικίν­δυ­νες εσωτε­ρι­κές και εμφύ­λιες διαμά­χες. Οι διαμάχες αυ­τές υποκι­νούν­ταν από τους ορθοδόξους Εβραί­ους και όλες τις μεσ­σι­α­νι­κές αιρέ­σεις οι οποίες πολλές φορές εξήγειραν δίπλα τους και τον αγ­ράμ­μα­το και εξαθλιωμένο λαό. Όλα αυτά τα έκαναν επει­δή επί­σ­τευαν ότι ο Μεσσί­ας μόνο απόγονος του Δαυίδ μπορούσε να είναι και επει­δή δεν εδέχον­το οιανδή­πο­τε παράβαση του ορθοδό­ξου Εβ­ραϊσμού και οιαδή­πο­τε στοιχεία Ελληνι­στι­κού τρό­που ζωής.

 

Εδώ ανα­φέ­ρο­με το χτυπητό παράδειγμα του Αλε­­ξάνδρου Γιαν­ναί­ου, ο οποίος εκυ­βέρ­νη­σε ως βασιλιάς και Αρχιερέας από (106-103) μέ­χρι (79-76 Π.Κ. Ε.). Πα­ρά τους πολ­λούς πο­λέ­μους που ο ίδιος διεξήγαγε και με τους οποί­ους επέ­τυχε ασμένως τα όρια του κράτους Δαυίδ (πάνω-κάτω), η βασι­λεία του ήταν γε­μά­τη από πολλές εμ­φύ­λιες διαμά­χες και αγω­νία. Στον Ιου­δαϊκό Πόλεμο Ι: 88-89 και 94-98, και στις Ιουδαϊ­κές Αρχαιότητες ΧΙΙΙ: 372-376 ο Ιώσηπος μας περι­γρά­φει τα κύρια σημεία εμφυ­λί­ων συγ­κρούσεων του Αλεξάνδρου με τον Ιου­δαϊκό λαό που υποκινείτο από τους λαϊ­κι­σ­τές Φα­ρισαί­ους των πό­λεων. Από τα Χειρόγραφα της Νεκράς Θαλάσσης συμπεραί­νο­με ότι με τους μονα­στι­κούς Εσ­σαίους ο Αλέξανδρος τα πήγαινε καλά, ειδικά οσάκις αυτοί διέκειντο εχθρικά προς τους Φαρι­σαίους. Τον Οκτώ­βριο του 94 Π.Κ.Ε, κατά την δι­άρκεια της εορτής Σουκκότ (Σκηνοπηγίας) στην Ιερου­σαλήμ, ο Αλέξαν­δρος ως αρχιερέας προ­σε­χώ­ρησε επιδεικτικά στο κόμ­μα των Ελληνι­ζόν­των Σαδ­δου­καίων και αρ­νήθηκε να κάνει σπονδές με αγια­σμό. Αυτά τα έκανε επίτηδες για να εξωθή­σει τον λαό σε επα­νά­σ­τα­ση. Ο λαός τσίμ­πησε το δόλωμα του Αλεξάνδρου και οι στρατιώτες του για να κατα­στεί­λουν την επα­νά­σταση εξόν­τω­σαν πάνω από 6 000 ομοε­θνείς στον πέριξ του Ναού χώρο. Άρχισε εξα­ε­τής εμ­φύ­λι­ος πόλεμο κυρίως κατά των Φα­ρισαίων, κατά την διάρ­κεια του οποίου πάνω από 50 χι­λι­άδες άτομα έχασαν τις ζωές τους. Τα έτη 90-87 Π. Κ. Ε. οι Φαρισαίοι εζήτησαν την στρατιωτική βοήθεια του Δημητρίου Γ΄ της Αντιοχείας τον οποίον στο τέλος επρόδωσαν. Έτσι το έτος 86 Π. Κ. Ε., μετά από βρα­χεία εξορία στην οποία υπέπεσε ο Γιανναίος ένεκα παγίδας που του έστη­σαν οι Φα­ρισαί­οι, επ­αν­ήλθε στην Ιερουσαλήμ και εσταύρωσε 800 προύχον­τες Φαρι­σαί­ους αφού πρώ­τα κα­­τέσφα­ξε τις οικο­γένειές τους μπροστά στα μάτια τους. Την ίδια νύχτα διέ­φυγαν 8000 Φαρισαίοι από την Ιερου­σαλήμ για να σω­θούν. Οι πε­ρισ­σότε­ρες λε­πτο­μέρειες δεν είναι για το πα­ρόν θέμα μας. Γι’ αυτές και άλλα γεγονό­τα με­λε­τήσε­τε την ιστορία της περιοχής κατ’ την εποχή αυ­τή.

 

Εκτός από το Ταλ­μούδ ακόμα και σήμερα οι Ιουδαίοι ρα­βίνοι εκφρά­ζουν το μίσος τους και τις κατηγορίες τους κα­τά των Ασμοναίων που δια­δέχ­θηκαν τον Ιούδα τον Μακκα­βαίο. Το ζήτημα, εν προκειμένω, είναι η από τότε ιστορική ύπαρξη των μεσ­σι­α­νι­κών αι­ρέ­σεων και κινημάτων και οι τρομακτικές διαμάχες τους με το ιερατείο των Ελληνιζόντων Σαδ­δουκαίων και την εκά­στοτε ηγε­σία του Ιουδα­ϊ­σμού, οσάκις αυτή εκρίνετο ανορθό­δο­ξη και μη δαυι­δική. Τα γε­γονότα με τον Γιανναίο και όλα τα παρό­μοια κατά την δι­άρκεια της δυνα­στεί­ας των Μακκαβαίων πριν και μετά απ’ αυ­τόν, έπαιξαν ουσια­σ­τι­κό και καθορι­στικό ρό­λο για την επακολουθήσασα εξέλιξη του Ιου­δαϊ­σμού και την ανα­βίωση του Εβραϊκού Μεσσιανισμού. Σ’ αυτά τα γεγονότα αντλεί τις ρίζες του και ο Χριστια­νισμός με το θρησ­κευτικοπολιτικό κίνημα των Ναζι­ραίων Ναζίρ ή Νοτζρίμ, οι οποίοι προϋπήρχαν από την εποχή των Κριτών. Αυτοί οι Να­ζι­ραίοι παραφράστηκαν λανθασμένα στην Ελληνική γλώσσα σε Ναζωραίους κατά την Κ. Ε. και απετέλεσαν την έναρξη της χριστιανικής κινήσεως. Ένεκα όλων αυτών των γεγο­νότων και των αναγκών της θεολογίας τους οι Χριστια­νοί εφρόντισαν να θέσουν τα τρία Βιβλία των Μακκα­βαί­ων εντός του κανόνα της Βί­β­λου και να δια­φυ­λάξουν ένα ψευ­δεπίγραφο τέ­ταρτο ως από­κρυφο, ενώ ο Ιου­δα­ϊσμός και ο Προτεσταν­τ­ισμός τα έχουν θέσει εκτός του κανό­νος.

 

Αυτή η πάλη των διαφόρων αιρέσεων, σεκτών και μεσ­σι­α­νικών κι­νη­μάτων συ­νε­χί­σ­τηκε ακό­μα πιο έντονα αν ήταν δυνατόν, την εποχή της Ηρωδιανής Δυναστείας. Αυτή άρχισε υπό την αυστηρά επίβλεψη των Ρωμαϊκών στρατευμάτων με τον συμβολικό βασιλέα Ιωάννη Υρκανό Β΄ τον Μακκαβαίο και τον πρίγκιπα του, τον θετό γιο του Αντιπάτρο τον Ιδου­μαίο  (48 – 39 Π. Κ. Ε.). Συνεχίστηκε με τον γιο του Αντιπάτρου, Ηρώδη τον Μέγα (39 – 4 Π. Κ. Ε.), τον Αρχέλαο (4 Π. Κ. Ε – 6 Κ. Ε.), γιο του Ηρώ­δη του Μεγά­λου, και της Ρωμαι­ο­κρατίας – Τετραρχίας μετά το 6 Κ. Ε. Αυτή η πάλη των Νοτ­ζρίμ, Φα­ρι­σαίων, Εσ­σαί­ων, Ζηλωτών, Σικαρίων, η πρώτη επανάσταση των Ιουδαίων κατά των Ρωμαί­ων (66 – 73 Κ. Ε.), κλπ., εδημιούρ­γη­σε τον Χριστιανισ­μό του πρώτου αιώ­να Κ. Ε. Αυ­τός άλλαξε μορφή και τροποποίησε την θεολογία και τις θεω­ρί­ες του μετά το +135 Κ. Ε., το έτος της τελειωτικής καταστροφής της Ιουδαίας με την αποτυχία της δεύτε­ρης επανάστασης των Ιουδαίων κατά των Ρωμαίων. Η μόνη Χρι­στιανική αί­ρεση που παρέμεινε αφο­σιωμένη στην αρχι­κή αίρεση των Νοτζρίμ ήταν οι Εβραίοι Εβιωνί­τες. Αυτοί διατηρήθηκαν για μι­κρό χρονικό διάστημα μετά το 135 Κ. Ε., έμει­ναν ολι­γά­ρι­θμοι και σύντομα οι άλλοι χριστιανοί τους έβαλαν στην άκ­ρη. Τον 5ο αιώ­να έπα­ψαν να υπάρχουν. Ολίγα γραπτά τους έχουν δια­σωθεί μέχρι σή­μερα. Τα πε­ρισ­σό­τε­ρα έχουν χαθεί όπως και τόσα άλλα γραπτά των τριών πρώτων αι­ώνων Κ. Ε. Μι­σούσαν θανάσιμα τον Παύ­λο και τον είχαν αποκηρύξει ως απο­στάτη.

 

Ακό­μα, βλέ­πομε καθαρό­τα­τα ότι η βά­ση του Χριστιανι­σμού εί­ναι ολόκληρη η Πα­λαιά Διαθήκη. Άνευ της Παλαιάς Διαθήκης η Καινή καταρ­ρέει σαν χάρτινος πύργος, πράγμα προ­φα­νέ­στατο από τις συνεχείς αναφορές της στην Παλαιά και τις διάφορες δηλώσεις του Ιησού και του Παύλου. Εξέχουσα θέση κατέ­χει η Πεν­τά­τευ­χος, ο Μω­σαϊκός Νόμος, οι Ψαλμοί και οι Προφήτες, χωρίς όμως αυτό να ση­μαί­νει ότι τα υπό­λοιπα βι­βλία είναι ήσσονος ση­μα­σίας. Η μεγάλη διαφορά με τις τότε ισχυ­ρές ομάδες του Ιουδαϊσμού, έγκειται στο ότι η ερμηνεία που οι Νοτ­ζ­ρίμ απο­δί­δουν στην Παλαιά Διαθήκη είναι άμεσα επηρεα­σμένη από την Βαβυλωνι­α­κή και μετα­βαβυλωνιακή από­κρυ­φη και δευτεροκανονική βι­βλιο­γρα­φία, την ανάστα­ση νεκρών, τον Ζωροαστρι­σμό και τον δυϊσμό του, τον Βεελζεβούλ Σατανά, τα δαιμόνια, τις δοξασίες των Χαλδαίων και των πέριξ αυτών λαών, κλπ. Ενώ όλα αυτά τα στοιχεία σιγά-σιγά μπήκαν στον Ιουδα­ϊσμό, από ομάδα σε ομάδα είχαν άλλη βαρύτητα και άλλη ερμηνεία. Π. χ., οι Σαδδου­καίοι δεν πίστευαν σε ανάστα­ση νεκρών, κλπ! Επί πλέον πρέπει να ξανατο­νί­σομε ότι εκτός όλων τούτων των στοιχείων, ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη που έχομε στα χέρια μας είναι γεμάτη με ηλιοαστρολογικά, αστρολογικά και αστροθεολογικά στοιχεία και με κακοαντιγραμμένους μύθους των διαφόρων λαών της Ανατολικής Μεσογείου και Μέσης Ανατολής.

 

 Παρά τις μεγάλες διαφορές της με τον ορ­θό­δοξο κορμό του Ιουδαϊσμού η Χριστιανι­κή αί­ρεση Νοτζρίμ πα­ρέμεινε προσκολ­λη­μέ­νη στον Ιου­δα­ϊσμό και καιροφυλακτούσε να αρ­πάξει τα ηνία της θρη­σκευ­τικής και κοσμικής αρ­χη­γί­ας. Ο Μεσσίας έπρεπε να είναι δι­κός της και έπρεπε αυτός να αρπάξει την θρησκευ­τι­κή και την κοσμική εξου­σία τού κράτους Δαυίδ που θα  αποκα­θίστατο εκ νέου. Ως γνωστόν, στον Ιουδαϊσμό η θρη­σ­κευ­τική και η κοσμική εξου­σία πή­γαιναν χέρι – χέρι. Την εποχή του υποτιθεμέ­νου Ιη­σού (29 – 36 Κ. Ε.) η αντι­παλό­τη­τα της αιρέ­σεως των Νοτζρίμ, όπως και πολ­λών άλ­λων αιρέσεων, ήταν εναν­τίον των Σαδ­δου­καί­ων. Αυτοί κατείχαν την θρη­σκευ­τική εξου­σία με τις ευ­λογίες της Ρώ­μης και όση πολιτική και οικονομική εξουσία τους επέτρεπε η Ρώμη. Οι Φαρι­σαίοι κατ’ αυτήν την επο­χή δεν είχαν καμία εξουσία παρά μόνον καιροσκο­πούσαν. Αριθμούσαν γύρω στις (6000) έξη χιλιάδες και έχαιραν κά­ποιας υπολογίσι­μης συμπάθειας από τον εξαθλιωμένο λαό. Όλες οι αιρέσεις ήθε­λαν να βγάλουν τους Σαδ­δου­καίους από την μέ­ση για δύο κυ­ρί­ως λόγους. Ό ένας λό­γος ήταν πολιτικός ως φίλοι και συνεργάτες της Ρώμης και ο άλλος ήταν οι βίαιες θρησ­κευτικές διαφωνίες τους με τους Σαδδουκαίους όσον αφορά πολλές θρη­σ­κευτι­κές πε­ποι­θήσεις, τρό­πους λατρείας, την διαχείριση του Ναού υπ’ αυ­τών, κ. ά.

 

Μέχρι το έτος 70, ή μάλλον 73 το έτος Μασσάδας, Κ. Ε., η Χριστιανική αίρεση ήταν ουσιαστικά καθαρή Ιουδαϊκή υπό­θε­ση και η θεολογία της πέραν των μεσσιανικών, αποκαλυπτικών και εσχατολογικών προρ­ρή­σεων συνίστα­το στην ερμηνεία που αυτή απέδιδε στην Παλαιά Διαθήκη και στην εφαρ­μο­γή του Μωσα­ϊ­κού Νόμου. Όπως δεί­χ­νουν όλα, σ’ αυτήν συμμετείχαν αποκλειστικά μερι­κοί Ιουδαίοι της Πα­λαιστί­νης και του γύρω χώρου, της διασποράς και της Αιγύπτου. Ο αρι­θμός των μελών της πρέ­πει να ήταν εξαιρετικά μικρός. Κατά την επανάσταση του 66-73 Κ. Ε. φαίνεται ότι ήταν ου­ρά των Ζηλωτών.

 

Αν κατά την εποχή αυτή υπήρχαν χριστιανοί όπως περίπου τους εννοούμε σήμερα, πρέπει να ήταν όχι μόνον πολύ ολίγοι αλλά και εξαι­ρε­τι­κά ασήμαντοι και απαρατή­ρητοι. Πρέπει να αποτελούσαν μια εντελώς αποκρυφιστική οργάνωση ή οποία δεν εί­χε ακόμα βγει από τον κουκούλι της! Επει­δή δεν τους σημειώ­νει κα­νένας σύγ­χ­ρονος Ιουδαί­ος ιστορικός ή ρα­βί­νος της πε­ριοχής πουθενά, όπως λ. χ., ο Φίλων, ο Ιούστος, ο Ιώ­σηπος, ο Χιλλέλ, ο Μπεν Ζακ­χάι, κ.ά., όπως και δεν τους αναφέ­ρει και κα­νένας Έλληνας, Ελ­λη­νι­στής ή Ρωμαίος, πολλοί αμ­φιβάλλουν ότι πραγματικά υπήρχαν. Αυ­τοί οι συγγραφείς όμως ανα­φέ­ρουν πολλές άλλες κι­νήσεις, μεταξύ των οποίων υπήρ­χαν πολλές ασήμαντες, κα­θώς και κα­τα­γρά­φουν τα διάφορα προβλήματα των περιο­χών τους και τις προστριβές τους με τους Ρωμαίους, κλπ. Οι χριστιανοί όμως επιμέ­νουν ότι η οργάνωσή τους ήλθε σε βίαιες προστριβές με Ιουδαίους και Ρωμαίους ήδη από το +30 Κ. Ε. και εφεξής! Τότε πώς εξηγείται αυτή η ηχηρή σιωπή όλων των μη-χριστιανών συγγραφέων; Δεν τους είδε ή άκουσε κανένας;

 

Όπως και να έχει το πράγμα οι Νοτζρίμ-Εβιωνίτες της εποχής αυτής δεν έχουν τον τύπο, την μορ­φή και την έννοια των Χρι­στι­α­νών που προήλθαν απ’ αυ­τούς μετά το τέλος και την τραγική αποτυχία της επανα­στά­σεως, το έτος +73 Κ. Ε. Αλλά και οι Χρι­σ­τιανοί αυτοί είναι δι­αφορετικοί από ‘κείνους που προέκυψαν μετά το τέλος της δευ­τέρας επαναστάσεως, το έτος +135 Κ. Ε., όπως θα αναλύσομε παρα­κάτω. Και αυ­τοί πάλι με την σειράς τους είναι εντελώς διαφορετικοί από τους Χρισ­τι­ανούς που ήθελε ο Ειρηναίος κατά το τέλος του δευτέρου αιώνος, και απ’ αυτούς που κα­θόρισαν ο Κωνσταν­τί­νος και ο Ευσέβιος με τα επιτελεία τους, και οι οι­κουμενικές σύνοδοι από τον τέ­ταρ­το αιώνα και μετά. Τότε ανεκάτεψαν πολλά θρησκευτικά και αστροθεο­λογικά στοιχεία και πολλές θρησκευτικές δοξασίες, παρμένες από κάπου 60 θρησκεί­ες και αιρέσεις, και έτσι παρήγαγαν τον πρώτο πυρήνα του σημερινού Χριστιανισ­μού. Π. χ. η εορτή των Χριστουγέννων ήταν η αστροθεολογική εορτή του Αηττήτου Ηλίου (Solis Invictis), κατά τον εορτασμό του χειμερινού ηλιοστασίου (21-25), την οποίαν υπέκλεψαν οι χριστιανοί και την επέβαλαν ως Χριστούγεννα τότε (+325-337). Ακόμα τα χριστουγεννιάτικα δένδρα είναι παγανιστικά στοιχεία και σύμβολα αυτής της εορ­τής. Τα ίδια ισχύουν και για πολλές άλλες χριστιανικές εορτές (π. χ., του Άη Γιάννη του Κλείδωνα, εν μέρει του Πάσχα, του Ευαγγε­λισμού, κλπ.). Η βρεφοκρα­τούσα ή θη­λάζουσα τον Χριστό Παναγία είναι υποκλοπή της βρεφοκρατούσας ή θη­λάζουσας Αιγυπτιακής Ίσιδος που κρατεί τον Ώρο, και άλλων θηλαίων θεοτήτων της Μέσης Ανατολής και Ινδιών. Μετά ταύτα οι Νεο-Χριστιανοί απε­φά­σισαν και νομο­θέτη­σαν ότι, όποιος παρέκκλινε απ’ αυτό το μείγμα που το ονόμασαν Χριστι­ανι­κή Ορθοδοξία της μίας αγίας κα­θολικής και αποστολικής εκκλησίας θα θα­νατώνε­ται! (Διαβάσετε τους τότε νόμους και και ισ­τορικά συμβάντα και θα τα δείτε!).

 

Μερικοί σύγ­χρονοι ερευ­νητές υποστηρίζουν ότι υπήρχαν πολλοί Εβραιοχρι­στι­ανοί εντός της Ιε­ρουσαλήμ στο πλευρό των Ζηλωτών κατά την πολιορκία. Μεταξύ αυτών είναι τουλάχι­στον 25 καθηγητές των σπουδαιο­τέ­ρων πανεπιστημίων των Η.Π.Α. που έφτιαξαν την σειρά των οπτικοακουστικών ταινιών “From Jesus to Christ, Apoca­ly­pse, Peter and Paul ”. Πολλοί ερευνητές ειδικά υπο­στη­ρί­ζουν ότι γι’ αυ­τούς τους Εβ­ραιοχριστιανούς γρά­φτηκε η Επι­στολή Πρός Εβραίους, χωρίς όμως και αυτό να είναι βέβαιο, διότι άλλοι ερευνητές έχουν διαφορετική γνώμη. Οι πρώτοι ισχυρίζον­ται ότι κά­ποιος μαθητής του Αποστόλου Παύ­λου έγραψε από μνή­μης την επιστολή με­τα­φέ­ρον­τας πιστά τις απόψεις του Παύλου στους πολιορ­κου­μέ­νους για να τους δώ­σει ηθι­κή και ψυ­χική τόνωση μπρο­στά στις σκλη­ρές δοκι­μασίες που αντιμετώπιζαν. Μεταξύ αυτών ανήκει και ο καθη­γητής θεολόγος Π. Ν. Τρεμ­πέ­λας, (βλέπε την εισα­γωγή του σ’ αυτήν την επιστολή εντός της εκδόσεώς του της Καινής Διαθήκης). Ο πλησι­έ­σ­τε­ρος προς τα γεγονότα Ωριγένης, για την Πρός Εβραίους Επιστολήν λέγει ότι μόνο ο «Θεός οίδε» ποιος και γιατί την έγραψε!

 

Μερικοί μελετητές και ερευνητές αυτών των γεγονότων (μεταξύ αυτών ο θεολόγος Johannes Weiss, και ο Will Durant) υποστηρίζουν ότι κατά την πολι­ορκία της Ιε­ρου­σα­λήμ οι Χριστι­α­νοί-Νοτ­ζ­ρίμ έφυγαν και πήγαν στην Πέλλα της Δεκα­πό­λεως για να πε­ριμένουν την έκ­βα­σή της. (Εντός αυτών των πλαισίων ερμηνεύουν τα χωρία Ματ­θαίος 24: 15-22, Μάρ­κος 13: 14-20, Λουκάς 18: 7-8, κλπ.). Όμως νέες έρευνες όπως και έρευνες Εβραίων ερευνητών, ιστορικών και μελετητών αυτών των θεμάτων δει­κ­νύ­ουν ότι επρόκειτο για μια περιορισμένη αποχώρηση εβιω­νι­τών της υπαίθρου (αμ χαάρτες) ή της πόλεως, όσων επρόφτα­σαν να δι­αφύ­γουν, και όχι για ολοκληρω­τική χριστιανική αποχώρηση όπως μερικοί φανατικοί επιμένουν. Η αρχική υπό­θε­ση για χριστιανική αποχώρηση βασίζεται σε μια ανα­φορά από τον Ευσέβιο (Εκκλη­σιαστική Ιστορία ΙΙΙ, 5, 3), ο οποίος μας λέγει ότι βασίζεται σε προγενέστερούς του (π. χ. στον Παπία, κ. ά.). Δεν μας πα­ραδίδει όμως ικανές και διασταυρωνέμες πλη­ρο­φο­ρίες, τις δε πηγές αυ­­τών των ολίγων πλη­ρο­φο­ρι­ών δεν τις διέσωσε όπως θα όφειλε αλλά τις κατέστρεψε. Έτσι και εδώ τίθε­ται και πάλι το ερώ­τημα κατά πό­σον ο Ευ­σέβιος λέγει αλήθεια ή ψέματα. Φαί­νε­ται ότι επ’ αυτών των πλη­ρο­φοριών πρέπει να υπήρχαν κά­ποιες παλαιές πηγές και παρα­δό­σεις Εβραιο­χρι­σ­τιανι­κής προε­λεύσεως. Όμως δεν τις έχομε διότι ο δολοπλόκος Ευσέβιος εφ­ρόντισε να τις εξαφα­νίσει. Κανείς δεν μπορεί να εμπιστεύεται τον Ευσέβιο.

 

Από το +60 έως το +74, ο Ιώσηπος Φλάβιος ήταν ιθύνων παράγων στις Εβραϊκές υποθέσεις. Κατά τον μεγάλο πόλεμο των Εβραίων εναντίον των Ρωμαίων, ήταν στρα­τηγός στη Γαλιλαίας για τρία χρόνια και μετά έγινε ευνοούμενος του αυτοκράτορα Βεσπασιανού και του γιου του αρχιστρατήγου Τίτου. Αυτός καθώς και τα Εβραϊκά Χρονικά που περιγρά­φουν λεπτομερώς αυτά τα γεγονότα δεν αναφέρουν πουθε­νά την λέξη «χριστιανός...»! Θα μας πει λοιπόν ο Ευσέβιος 250 χρόνια μετά και χωρίς τεκ­μηρίω­ση τι έγινε; Αν είναι δυνατόν; Τα χρόνια αυτά, από επιστημονικής απόψεως, παραμέ­νουν σκοτεινά διά τον Χριστιανι­σμό!

 

Αυτά τα έτη στην Πέλ­λα υπήρ­χε ήδη μια μικρή ομάδα Εβιωνιτών-Νοτζρίμ. Αυ­τοί ήσαν εκεί ανε­ξάρ­τη­τα από την ομάδα των Νοτζρίμ της Ιερουσαλήμ και όλης της Ιου­δαί­ας που συμ­με­τεί­χαν στην επα­νά­σταση και όσων τυχόν κατέφυγαν εκεί. Σύμφωνα λοιπόν με τις σύγχρονες έρευ­νες στην πρώτη επα­νάσταση κα­τά των Ρω­μαί­ων πολλοί από τους Νοτζρίμ συμ­με­τεί­χαν εν­ερ­γώς και εν­θέρ­μως παρά το πλευρό των Ζηλωτών. Η κατα­σ­τροφική έκ­βασή της όμως, ερνημεύθη υπ’ αυτών ως τι­μω­ρία του Θεού εναν­τίον των διε­φθαρ­μέ­νων Ιου­δα­ϊκών θρησκευτικών και πολιτικών αρχών οι οποίες εί­χαν ήδη δι­απράξει πολλά εγκλήματα, φό­νους και βιαιοπραγίες εναντίον τους. Ακόμα όλα αυ­τά τα τρομερά συμ­βάντα ερμηνεύ­θη­καν και ως ση­μεία εκπληρώσεως όλων των μεσ­σι­α­νικών, εσχα­τολο­γι­κών και αποκα­λυ­πτικών προρρή­σεών τους. Η έλευση του Μεσ­σία των ήταν ήδη προ των θυ­ρών. Μέσα στις εσχατολογικές αναφορές των Ευαγγελίων που έχομε ήδη δώσει, διαβά­ζομε και τις άμεσα εσχατολογικές προρ­ρή­σεις και φρά­σεις «... αλλ’ ού­πω εστί το τέλος», «... και τότε ήξει το τέ­λος», κλπ.

 

Είναι όντως αξιοπαρατήρητο το ότι ενώ ο Ιώσηπος ζει στενά και συμμετέχει σε όλα αυτά τα μοιραία και θλιβερά γεγο­νότα της πατρίδας του και του λαού του, ουδέν ανα­φέρει περί χριστι­α­νών. Ούτε η λέξη «Εβιωνίτης» και τα παράγωγά της υπάρχουν. Αναφέρει μερικές ασήμαντες κινήσεις και περιστατικά αλλά όχι την χριστιανική «οδόν». Τί να σημαίνει λοιπόν αυτό το γεγονός, πράγμα που ισχύει και με τον Φίλω­να και τον Ιούστο της Τιβεριάδος; Να αφαιρέθηκαν αυτά τα στοιχεία εκ των υστέρων αποκλείεται διότι αυτά θα ήταν ό,τι καλλίτερο δώρο για τους χριστια­νούς ιστορικούς.

 

Το έτος 70 Κ. Ε. λοιπόν, με την κατα­στροφή της Ιε­ρου­σα­λήμ και την πυρ­πόληση τού Να­­ού του Γιαχβέχ από τα Ρωμαϊκά στρατεύματα του Τίτου, εδη­μι­ουρ­γή­θηκαν νέες συν­­θή­κες για την εθνι­κή και θρησκευτική επιβίωση του Ιουδαϊσμού. Οι Σαδ­δουκαίοι με την κα­ταστροφή του 70 Κ. Ε., οι Εσσαί­οι με την καταστροφή του Κουμράν το 71 Κ. Ε. και το μεγα­λύ­τε­ρο μέ­ρος των Ζη­λωτών με την καταστροφή της Μασάντα το 73 Κ. Ε. χά­νονται ολοσχερώς από το προσκήνιο μια για πάν­τα. Η ερείπωση της Ιερου­σα­λήμ, η πυρπόληση του Να­ού και η καταστροφή της Ιουδαίας γενικότερα απετέλεσαν ανε­πανόρθωτα πλήγματα από πάσης από­ψε­ως σε όλα τα Μεσσιανικά, εσχατολογικά και αποκαλυπτικά κινή­μα­τα. Έτσι τα ηνία της αρχηγίας περιήλθαν στους Φαρισαίους Ρα­βίνους τους οποίους ο εξα­θλιω­μέ­νος λαός συμ­παθούσε περισσότερο. Αυτοί δεν ήθε­λαν την κατά μέτωπο σύγκρουση με τη Ρώμη και εξήλθαν δικαιωμένοι. Κατ’ αυ­τή την εποχή και πέραν αποτε­λούν την συντριπτική πλειοψηφία μεταξύ των ιθυνόντων.

 

Ας μην λη­σ­μο­νού­με τους Φαρισαίους Μασ­σο­ρίτες και την δρά­ση τους μετά την κα­τα­στροφή μα­ζί με τον μεγάλο Φαρισαίο Γι­ο­κ­χαννάν Βεν Ζακχάι οι οποί­οι κυριο­λεκ­τικά έσω­σαν τον Ιουδαϊ­σμό από βεβαία εξαφά­νιση, όπως εξιστορεί το Ταλ­μούδ. Μά­λιστα δε, ο Γι­ο­κχαννάν Βεν Ζακχάι με άμε­σο κίνδυνο της ζωής του δραπέτευ­σε διά τεχνά­σμα­τος από την πολι­ορκούμενη Ιερου­σαλήμ μόνο και μόνο για να διασώσει την Ιουδαϊκή παράδοση και το έθνος. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, καταστροφές και αν­τιπαλότητες χάθη­κε η πολυπό­θητη ευκαι­ρία των Εβραιοχριστια­νών για την αρχη­γία και την εκ­προ­σώ­πηση του Ιουδαϊ­σμού κα­τά τις απόψεις των. Ήσαν άλλωστε ελά­χισ­τοι και ουρά των Ζη­λωτών ού­τως ώστε να αγνοηθούν από τους πάν­τες και πολύ πε­ρισ­σότερο από τους Φαρι­σαί­ους. Όπως εί­παμε ού­τε οι ιστορικοί της εποχής τούς ανα­φέ­ρουν πουθενά. Ο Μεσσίας τους δεν επανεμ­φα­νίσθη, όλες δε οι μεσσιανικές, απο­κα­λυπτι­κές και εσχα­­τολογικές προρ­ρή­σεις τους απέτυχαν πα­ταγωδώς. Το αναμενόμε­νο τέλος του κό­σμου και η πολυ­πό­θητη ανα­καί­νισή του δεν συν­έβησαν. Τότε λοιπόν και κά­τω απ’ αυ­­τές τις συνθήκες και αποτυχίες συνετελέσθη η πρώ­τη απο­στα­σία και η Εβραιοχριστι­α­νική αί­ρεση των Νοτ­ζρίμ απε­σ­χί­σθη σε αρκε­τά μεγάλο βα­θμό από τον ραβινικό Φαρισαϊκό Ιου­δαϊσμό και άρχισε να κάνει επιθέσεις εναντίον του. Δια­τήρη­σε όμως και επαφές μαζί του και παρα­σιτούσε επ’ αυτού. Δεν μπορούσε να ορ­θο­πο­δήσει μόνη της ακόμα. Γι’ αυτό ενώ η αί­ρε­ση αρ­χίζει να αλλάζει μορφή και τύ­πο, από ‘δώ και πέρα βλέ­πο­με τις πρώ­τες Χριστιανι­κές «κα­χάλ = εκ­κλη­σίες» να ανα­π­τύσσον­­ται εντός των Εβραϊκών συνα­γω­γών «κα­χάλ», γε­γο­νός που καταμαρτυρείται απαν­ταχού στην Και­νή Διαθήκη.

 

Το αρχικό μήνυμα των Νοτζρίμ ήταν Μεσσιανικό, Ιουδαϊκό, αποκαλυπτικό και άμε­σα εσχατολογικό με τελική έκβαση την ανακαίνιση του κόσμου από τον Γιαχ­βέχ ή τον «Ήλιον της Δικαιοσύνης» και τους «Υιούς του Φωτός», φράσεις που απαντώνται και στα Χειρόγραφα της Νεκράς Θαλάσσης, στην Καινήν Διαθήκην και σε άλλη Χρισ­τιανική φιλολογία. Με την τρομακτική απο­τυχία της επαναστάσεως των ετών +66-73 Κ. Ε., την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, την πυρπόληση του Ναού του Γιαχ­βέχ, την καταστροφή του Κουμράν το +71 Κ. Ε. και της Μασάντα το +73 Κ. Ε., και την μη επανεμφάνιση του Γιαχβέχ, ή του Μεσσία, ή του «Ηλίου της Δικαιοσύνης» στους «υιούς του φωτός», το μήνυμά τους γίνεται αναγ­κα­στι­κά μελλοντολογικό και σωτηρι­ολογικό. Γι’ αυτό τον σκοπό χρειάζον­ται επί πλέον ηθικές και πρακτικές δι­δασκαλίες. Έτσι υπο­κ­λέπτουν και σφετερίζονται τις ηθικές διδασκαλίες διαφό­ρων ρα­βίνων, όπως του Χιλ­λέλ του Πρε­σβύτερου, του Γιοκχαννάν Μπεν Ζακχάι, και πολ­λών άλ­λων.

 

Τα πασίγνωστα επει­σόδια, ύβρεις, κατάρες, διδασκαλίες, παραινέσεις, κλπ., κα­­­τά των Φα­ρισαίων που περιέχουν όλα τα κα­νο­νικά Ευ­αγγέλια δεν αντανακλούν τίποτα άλλο πα­ρά τις τε­ρά­στι­ες δια­μά­χες και αψιμαχίες των Νεο-Νοτζρίμ Χριστιανών εναν­τίον των Φαρισαί­ων. Αυτά δεν είχαν καμία θέση στα έτη 29-35 κατά τα οποία τα εκ­σ­τομίζει ο Ιησούς κατά των Φαρισαίων όπως μας αναφέρουν τα κανονικά Ευαγγέλια, διότι τότε στο προσκήνιο ήταν οι Σαδδουκαίοι και όχι οι Φαρισαίοι του περιθωρίου. Με την σύγχυση που προέκυψε, τις νέες καταστάσεις και συνθή­κες οι οποίες δια­μορ­φώ­θηκαν κατ’ αυτά τα έτη της καταστρο­φής, η αρχηγία περιήλθε φυσιολογικά στους Φαρι­σαίους. Είτε η συγ­γρα­φή των κανο­νικών Ευαγ­γελίων κατά κά­ποια μορ­φή άρ­χισε το νω­ρί­τερο τότε, είτε κάποιοι άγνω­σ­τοι ή γνωστοί (σαν τον Ειρηναίο) τα συνέ­ταξαν αργό­τερα και έβαλαν μέσα και αρκε­τά στοιχεία των δια­μα­χών αυτών, το ζήτημα πα­ραμένει το ίδιο: Ότι δηλαδή, από το +70 Κ. Ε. και μετά επέρ­χε­ται αδυσώπητη δια­μάχη μεταξύ των Εβραιο­χρι­στι­α­νών και των Φαρισαίων για θρησ­κευ­τική και πολι­τική εξουσία, καθώς και για ορ­θή Ιουδαϊκή θεολογία και την ορθή αντι­προ­σώπευση του Ιουδαϊσμού. Όσον αφορά τους Εβραίους, σ’ αυτή την εσωτερική δι­α­μάχη σαρωτικοί νικητές εξέλθαν οι Φαρισαίοι.

 

Απ’ αυ­τή την εποχή και μετά διάφορες Χριστιανι­κές ομάδες και κοι­νότητες άρχι­σαν να εμφα­νί­ζονται εδώ και ‘κει σε διάφορα σημεία της αυτοκρατορίας (αλλά και εκτός αυτής όπως: Αραβία, Μεσοποταμία, Αιθιοπία). Μερικές πρέπει να υπήρχαν και νωρί­τερα αλλ’ από ‘δώ και ‘μπρος γίνονται γνωστές. Αυτές, όπως στην αρχή έτσι και τώ­ρα, κατά συντριπτική πλειο­ψηφία ήταν επηνδρωμένες από Εβραίους. Οι υπόλοιποι ήταν ολίγοι Εθνικοί παρείσακτοι! Η κά­θε μία έγρα­φε ό,τι ήθε­λε και ό,τι της ταί­ρι­α­ζε κα­τά περί­στα­ση. Έτσι δημι­ουρ­γή­θη­καν πολλές Χριστιανι­κές τά­σεις, αν­τιλήψεις, δο­ξα­σί­ες, θε­ο­λογίες, αιρέ­σεις, αφηγή­σεις, μυθοπλασίες, κλπ. Τα γρα­πτά τους δη­μι­ούρ­γη­σαν έναν κυ­κε­ώ­να μυθο­λο­γιών, εσχατολογιών, απο­καλύψεων, αντιφάσεων και μια αρ­λουμ­πο­λογία δογ­μάτων πί­σ­τεως και ακ­ραί­ων, πολλές φορές κα­ταστρο­φικών, ηθι­κών αρχών. Τα άλλα στοιχεία περί απαρχής του Χριστιανισμού που παρουσιάζουν οι υπόλοιπες θεω­ρίες που προαναφέραμε, φαίνονται υστερότερα των Νοτζρίμ του 3ου και 2ου αι­ώνα και των Εβιωνιτών του 1ου αιώνα Π. Κ. Ε.. Αυτά πρέπει να μπήκαν στην πο­ρεία από το τέλος του 1ου αιώ­νος Π. Κ. Ε. και μετά.

 

Ο «Χριστιανισμός» των Νο­τζρίμ και Εβιωνιτών εντός της Παλαιστί­νης και στα περί­χωρά της ήταν ακατάστατος και δεν είχε αποκτήσει μία πλήρως απο­κρυσταλ­λωμένη θεωρητική βάση. Ήταν Ιουδαϊκή αίρεση των εξαθλιωμένων και αγραμμάτων αμ-χα­άρτες. Έτσι, από ‘δω και ‘μπρος, όπου βρέθηκε εκτός Παλαιστίνης και μετά την φρι­κτή καταστροφή των ετών +66-73 και εντός Πα­λαιστί­νης, αλώθηκε και με­ταλλάχτη­κε. Με την καταστροφή της Ιουδαίας κατά τα έτη +66-73, η βάση του διαλύθη­κε και δια­σκορπίστηκε, οι ελπίδες του ψυχορράγησαν, η δε Ιουδαϊκή αρχηγία περιήλ­θε στους Φαρισαίους. Στα εκτός Πα­λαιστίνης μέρη όπου πάτησε πόδι (Αίγυπτο, Συ­ρία, Μεσο­ποτα­μία, Πετ­ραία Αραβία, Μικρά Ασία, Ιταλία, κλπ.), αναμείχθηκε, κατά τό­πους και κατά επο­χές, με τις δι­άφορες τοπικές αντιλή­ψεις και δο­ξα­σίες, οικειο­ποι­ήθη­κε πολ­λούς μύθους εθνικών και παγανισ­τών, πολ­λούς τρόπους λατρείας, τελε­τουργί­ας και μυστήρια, μηχανισμούς δι­οικήσε­ως, κλπ. Συνεπώς έχασε την καθα­ρή, αρχική Εβραϊ­κή ομοιογένεια, βάση και αντίληψη και μεταλλάχτηκε σε ένα αλλόκοτο και ανάκατο υβρίδιο. Π. χ. στην Αί­γυπ­το βλέ­πο­με να υπερ­τερούν γνωστικιστικά, θε­ρα­πευτικά στοιχεία και μερι­κά στοι­χεία από την αρ­χαία Αιγυ­πτι­ακή θρησκεία και μυ­θολογία. Τα περί ευαγ­γε­λισμού, παρθε­νογεννή­σεως, τρι­ημέρου αναστάσεως, ηλιο­ασ­τρικών ή αστρολο­γι­κών ή αστρο­θεολογικών στοιχείων, νεκρών, κ. ά., είναι κυρίως Αιγυπτια­κής προελεύσεως. Στην Μέ­ση Ανα­το­λή εμφα­νίζονται τα Μιθ­ρα­ϊκά στοι­χεία όπως η θεία ευχαριστία, ο Μα­νι­χα­ϊσ­μός, και διάφορα αστρολογι­κά και μυθο­λογικά στοιχεία των Χαλδαιο-Βαβυλωνίων, κλπ. Στα κέντρα Ελληνι­κού πολιτισ­μού σύντο­μα κάνουν την εμφά­νι­σή τους τα νεοπλατωνικά, νεοπυθαγό­ρεια, στωικά στοι­χεία, κ.ο.κ. Τοι­ουτοτρό­πως η χριστια­νική «οδός» κατάντησε ένα πε­ρίεργο, ανά­κα­το και αντιφατι­κό μείγμα. Ακραιφνής πα­ρέ­μει­νε μόνο ο Παλαιστινιακός Εβιωνιτι­κός Χρι­στιανισμός ο οποί­ος όμως εξέ­λει­φθηκε σύντομα από το +73 μέχρι το τέλος του 2ου αιώνος.

 

Όπως έχομε προαναφέρει οι τρεις με­ταφράσεις της Παλαιάς Διαθήκης στα Ελληνικά των Εβ­ραίων Ελληνιστών του 2ου αιώνος: του εκ Πόντου προσηλύτου Ακύ­λα, του Εβιω­νί­του Συμμάχου και του Εβιωνίτου Θεοδοτίωνος, έγιναν προς αν­τίδραση κατά της τότε χρι­στιανικής Παλαιάς Διαθήκης, η οποία ήταν η λογοκριμένη χρι­στιανική έκδοση των Εβδομήκοντα(δύο). Αν και τότε αυτές οι μεταφράσεις ανταγωνίστηκαν σθεναρά αυτή την μετάφρα­ση των Εβδο­μήκοντα(δύο), μόνο αναφορές άλλων και λί­γα αποσπάσμα­τα σώζονται σή­μερα και έτσι κατά μέγα μέρος δεν μας εί­ναι γνω­στές. Αυτό το γεγο­νός όπως και άλλα στοιχεία φανερώνουν ότι οι Εβραίοι και οι Εβιωνίτες Χριστιανοί αντετάχθηκαν στον εξελισσόμενο Χριστιανισμό του 2ου αιώνος με επιχει­ρήματα και θεολογικές θέσεις. Ο Εβιωνιτικός Χριστιανισμός όμως εξαλείφθηκε σύν­τομα ενώ ο επικρατήσας Χριστια­νισμός από τον δεύτερο αιώνα και μετά αναμείχθηκε με γνωστι­κισμό (Λόγος, κλπ.), με παγανισμό (Θεία Ευχαριστία, Αγία Τριάς, κλπ.), με δι­άφορες τελετουργίες, κλπ. Από τον 4ο αιώνα και μετά έχομε την σημερινή διαμόρ­φω­ση του Χρισ­τιανισμού που είναι ένα τεράστιο, αλλοπρόσαλλο και καταστροφικό μείγ­μα αιρέσεων, αντιφάσεων, ανοήτων πα­ραδόσεων και καταστροφικότητας.

 

Άτο­μα τύπου Σαούλ-Παύλου με αρ­χηγικές τάσεις και νεωτεριστικές θέσεις κυρι­ολεκ­τικά μετάλλαξαν τον καθαρό Εβραϊκό, Παλαιστι­νι­α­κό Χριστιανισμό. Τα άτομα αυτά και οι προ­κύψασες νεο-χρισ­τιανικές κοινό­τητες έχον­τας βλέψεις πολιτι­κής, κοι­νωνι­κής και θρησκευτικής επικρατήσεως ή ένστικτα και αισθή­ματα εκδικήσεως κατά της Ρώμης, φαί­νεται ότι συνέλαβαν συνωμοτικές ιδέες και έπραξαν συν­ω­μο­τικές και πα­ράνο­μες ενέρ­γειες, οι οποίες ετι­μωρήθηκαν από τις Ρω­μαϊκές αρ­χές. Πολλές ενέργει­ες, κατασ­τροφικές εντολές και θεολογίες, για τις οποίες κατηγορούνται εν­τός της διε­θ­νούς βιβλιογραφίας και ιστορίας όπως και σε διά­φορα σημεία του ανά χείρας έργου, συνηγο­ρούν υπέρ αυτής της συνωμοσίας! Ο ίδιος ο Παύ­λος, ο οποίος πολλές φορές συμπερι­φέρεται και ομιλεί σαν συν­ωμότης, με όλη την Επιστολή Πρός Ρωμαίους που έγραψε από την Κόρινθο, καθι­στά σαφές ότι στη Ρώμη υπήρχε Εβ­ραιοχρι­στιανική κοινότητα για πολύ και­ρό προτού μεταβεί αυτός στην πρωτεύουσα (βλέπε και στίχο 15: 20). Αυτό το γεγονός αποδεικνύει τον ισχυρισμό περί υπάρξεως πρωτο­γε­νών Εβ­ραιοχ­ρισ­τιανικών και μετ’ ολίγον Γνωστικοχριστιανικών κοι­νοτήτων ανά την αυτοκ­ρατορία Πέραν όμως εικα­σιών και παρα­δόσε­ων κανείς δεν γνωρίζει επ­ακριβώς πως βρέθηκαν Εβραιοχριστιανοί από τόσο ενω­ρίς στην Ρώμη. Αυτή η άγνοια και η σύν­δεση με την μετέπειτα κοινή δράση του Παύλου με άτομα άγνωστα και ύποπτα όπως ο Ακύλας, η Πρίσκιλλα, ο Απολλώς, κ. ά. συνηγο­ρούν υπέρ της συνω­μοσίας (Πράξεις 18: 2-3, 24, 19: 1, Πρός Ρωμαίους 16: 4, Α΄ Πρός Κορινθίους 1: 12, 3: 4-6, 16: 12, 19, Πρός Τίτον 3: 13. Για περισσότε­ρες λε­πτομέ­ρειες σ’ αυτό το σημείο βλέπε και: Η Ύπο­πτη Παραμονή του Αποστόλου Παύ­λου στην Κό­ρινθο, του Μάριου Βερέττα, Εκδό­σεις Μάριος Βερέτ­τας, Αθήνα 2001.). Παρατηρούμε μια έμμονη τάση αυτών των χρι­στιανών, η οποία εκφράζεται και στις Πράξεις 25: 10-12, 26: 32, στην Πρός Ρωμαί­ους 15: 19-24, κλπ., να επιδιώκουν συνεχώς την επέκταση προς Δυσμάς και ειδικά την εγκατάσ­τασή τους στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας Ρώμη!

 

Από στοιχεία που προέκυψαν από τις έρευνες μέχρι σή­μερα φαίνεται ότι κατ’ αυ­τήν την επο­χή, πριν και μετά το +70 Κ. Ε. δη­λα­δή, υπήρ­χαν ήδη στην κυκλοφο­ρία και διάφορα άλ­λα Ευαγγέλια, τα οποία ήταν πολύ διαφορετικά από αυ­τά τα τέσσερα τα οποία πολύ αρ­γότερα εθεσπίστηκαν ως τα μόνα κανονικά. Π. χ., Η Quelle (= πηγή, στα γερ­μα­νι­κά) με τα λόγια και ρητά του Ιησού, το Ευαγ­γέ­λιο των Εβιωνιτών, το Ευ­αγ­γέλιο το οποίο επικαλείται συ­νε­χώς ο Παύ­λος, το Ευαγγέλιο από το οποίο αντέγρα­ψε ο αρ­χιαι­ρε­σιάρχης Μαρκίων εκ Σινώπης του Πόντου, κ.ο.κ. Πέ­ραν των πιθανών και περι­ο­ρι­σμένων πυρήνων των τεσσά­ρων κανονικών Ευ­αγ­γε­λί­ων (αν αυτοί οι πυρή­νες γρά­φ­τηκαν τότε), γρά­φτη­καν πολ­λά και διάφορα άλ­λα Ευ­αγ­γέ­λια, τα οποία αργό­τερα χα­ρα­κτηρί­στηκαν εί­τε απόκ­ρυφα, εί­τε αιρετικά, είτε αν­τι­κανο­νι­κά, κλπ. Σήμερα γνω­ρί­ζομε την ύπαρξη πε­ρί των εξήντα τέτοιων Ευ­αγγελίων. Τε­λευ­ταία εξεδόθη και το Ευ­αγγέλιο του Ιούδα το οποίο έκα­νε γε­ρό πάταγο ένεκα των τρο­με­ρών και αγεφυ­ρώ­των αντιθέσεών του με τα κανο­νικά Ευαγ­γέλια. Ανεξάρτητα από το τί λέει αυτό το και­νο­φανές αρχαίο Ευαγγέλιο, εκείνο που αποδει­κνύε­ται πε­ρί­τρανα είναι το ότι οι θέ­σεις τις οποίες υποστηρίζομε εδώ έχουν άλλο ένα επιβεβαιωτικό στοιχείο. Το δε Ευ­αγγέλιο του Θωμά παρέχει μια πολύ ισχυρή ένδειξη για την πραγματική ύπαρξη της θεωρητικής Quelle!

 

Πλην όμως, να μην ξε­χνάμε ότι τα τέσ­σε­ρα κα­νονικά Ευ­αγ­γέ­λια που έχομε σήμερα στα χέρια μας τα ανα­φέ­ρει με τους τίτλους των και διά πρώτη φορά ο Ειρηναίος ως επί­σκο­πος Λυώνος το έτος +185 Κ. Ε. Συνεπώς, ως έχουν αυτά σήμερα γράφτηκαν πο­λύ μετά το +70 Κ. Ε. και όπως φαίνεται όλες αυτές οι παραδόσεις και δια­δό­σεις πε­ρί των γε­γονό­των γύρω από το έτος +70 Κ. Ε. μεταφέρθηκαν είτε προφορικώς είτε γρα­π­τώς και συμπεριε­λή­φθη­σαν εκ των υστέ­ρων και εκ του ασφα­λούς εντός των κα­νο­νι­κών Ευαγγελίων. Η σύγκ­ρου­ση των Χριστιανών με τους Ιουδαίους - Φαρισαίους ραβί­νους είχε αρχίσει πολύ πριν το +185 Κ. Ε. και συνεχίσθηκε για πολλά έτη μετά. Έτσι οι προ­φητείες περί της κατα­στρο­φής της Ιερου­σαλήμ και του Ναού και όλες οι δήθεν φι­λο­νι­κί­ες του Ιη­σού με τους Φαρι­σαί­ους και οι ύβρεις κατά αυτών ήταν πολύ βολικά στοι­χεία για τους Χριστιανούς του +185 Κ. Ε στην μάχη τους εναν­τίον του ραβινικού Φαρι­σαϊκού Ιου­δαϊσμού. Έτσι τα έβαλαν στο στόμα του Ιησού και μέσα στα κείμενα τους εκ του ασφα­λούς και επειδή τους συνέφερε! Ακόμα όπως προανα­φέρα­με, τα κανονι­κά Ευαγγέλια ανα­θεωρήθηκαν και ξα­να­γρά­φτηκαν μπόλικες φορές κατά τους επό­με­νους τρεις αιώ­νες και πολύ αργότερα. Παρ’ όλα ταύ­τα και αυ­τά δεν συμ­φω­νούν με­τα­ξύ τους σε πά­ρα πολλά σημεία και πε­ρι­έ­χουν τρομα­κτι­κές αντι­φά­σεις και δια­φωνίες. Το έτος +330 Κ. Ε. δεν υπάρχει πλέον τίποτα από τα πρωτότυπα. Όλα τα προη­γού­με­να αντί­γραφα και εκδόσεις των Ευαγγελίων μαζί με το μεγαλύτερο και κυ­ρι­ό­τερο μέ­ρος της Πρωτο-Χρισ­τι­ανικής βιβλιογραφίας, των τριών πρώ­των αιώ­νων, χάνονται μυστηρι­ωδώς (;) και μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί τίποτα απ’ αυτά.

 

Εδώ πρέπει να τονίσομε εν συντομία την τεραστία και αγεφύρωτη αντίφαση μεταξύ των Ευ­αγγελίων και του κηρύγματος του Παύλου. Ενώ ο Παύλος υποτίθεται ότι δρα και γρά­φει πριν από τους ευαγγε­λι­στές, δεν μας μεταφέρει κανένα ουσιαστικό και συγκεκριμένο βιογραφικό και ιστορικό στοιχείο περί Μεσ­σία Ιησού όπως δεν μας με­ταφέρει και καμία διδασκαλία του. Το μήνυμά του είναι βεβαίως αποκαλυπτικό, άμε­σα εσχατολογικό και σωτηριολο­γι­κό επικαλυμμένο με μια παράξενη δική του αντι­φα­τική θεο­λο­γία. Το γεγο­νός ότι πέραν της Καινής Δια­θήκης και αποκρύφων κειμένων κανείς μα κανείς δεν έχει σημειώσει τον Παύλο έχει θέσει πολλά πράγματα υπό αμφι­σβήτηση. Το όλο ζή­τη­μα εί­ναι τεράστιο και όχι επί του παρόντος. Τα ερωτήματα που προκύπτουν από την ανα­δίφηση των Επιστολών όχι μόνο του Παύλου αλλά και όλων των υπολοίπων της Και­νής Διαθήκης είναι αμέτρητα, απρο­σπέλαστα και καθοριστικά. Εδώ αναφέρο­με ότι άλλοι αμφισβητούν την ύπαρξή του Παύλου εξ’ ολοκλήρου, άλ­λοι ισχυρίζον­ται ότι έδρασε και μετά το +70 Κ. Ε., άλλοι αμφισβη­τούν όλες ή μερικές από τις επι­στολές του, κ. ό. κ. Καλούμε τους απολογητές και φωστήρες του Χριστια­νισμού να βρουν την πειστική λύση και γεφύρωση σ’ αυτά τα τεράστια χάσματα της ιστορίας και της συνέπειας τής μόνης αληθινής και απόλυτης θρησκείας. Για τις στε­ρεό­τυπες αλλά αστή­ρικτες απαν­τήσεις που έχουν μα­γειρέψει εδώ και πολλούς αιώνες δεν έχουν προσκομίσει κα­νένα αποδεικτικό στοιχείο πέραν της πί­στεώς των και όλων όσων οι δικοί τους ανά τους αι­ώνες μετά από πολλές και σκληρές διαμάχες αποφάσι­σαν τελικά να δεχθούν ως απαντήσεις.

Επανερχόμαστε στα πασίγνωστα επει­σόδια, ύβρεις, κατάρες, διδασκαλίες, παραινέ­σεις, κλπ., κατά των Φα­ρισαίων που πε­ρι­έ­χουν τα κα­νονικά Ευαγγέλια. Αυτά όλα δεν στέκουν θεο­λογικώς, διότι αυτά δεν είναι γνωρίσματα μιας καλοπροαίρετης και φι­λεύσπλαχνης θεότητας η οποία είναι τέλεια και όλο αγάπη, δεν αντιτείνεται καθό­λου στο κακό και συγχωρεί και σώζει το απολωλός. (Βεβαίως οι θεολο­γικές και ιστο­ρικές αντιφάσεις εντός της Καινής, ολό­κλη­ρης της Βί­βλου και της ιστορίας του Χριστιανισ­μού είναι κάτι το απε­ρίγραπτο σε ποσό­τητα και ποι­ότητα!). Εν­ταύθα όμως υπά­ρχει η εξής μεγάλη ιστορική αντίφαση. Οι γνω­στοί πικρόχολοι διαξι­φι­σμοί του Ιησού με τους Φαρισαίους μέσα στα έτη από το 29 έως ίσως το 36 Κ. Ε. δεν έχουν καμιά θέση, διότι την θρησκευτική και πο­λι­τική εξουσία κατ’ αυτή την εποχή την κατείχαν αποκ­λει­στικά οι Σαδ­δουκαίοι, οι οποίοι εξυ­πηρετούσαν τα Ρωμαϊκά συμφέ­ρον­τα. Ο Καϊά­φας και ο Άννας ήταν Σαδδουκαίοι. Οι Φα­ρι­σαίοι αυτή την εποχή δεν είχαν σπουδαία δύναμη για να δι­καιολογούνται τέτοιες ισχυ­ρές επιθέσεις εναντίον τους εκ μέρους του Ιησού, πράγ­μα που δεν βλέπομε να συμβαίνει κατά των Σαδδου­καίων. Εκτός και ήταν ζηλωτής και ως επανα­στά­της κα­τά της Ρώμης εστράφη κατά της μετ­ριοπάθειας και της αυτοσυγκρά­τησης των Φα­ρισαί­ων, οι οποίοι διέβλεπαν ως μάταια μια επανά­στα­ση κατά της Ρώμης. Αλ­λά τότε κατά μεί­ζο­να λόγο θα έπρεπε να στρα­φεί πολύ πε­ρισσό­τερο κατά των Σαδδου­καίων που από ολί­γον έως πολύ ήσαν εγ­κά­θε­τοι της Ρώ­μης. Τέ­τοιο όμως θέμα με τους Σαδδουκαίους δεν ετέθη πουθενά στα Ευ­αγ­­γέλια. Πέ­ραν τούτου στα Ευαγγέλια βλέπομε ότι οι επιθέσεις κα­τά των Φαρι­σαί­ων είναι επί προσωπικής, θρη­σκευτικής και κοινωνι­κής βάσεως και όχι επα­να­στατι­κής και κατά της Ρώμης. Ως εκ τού­του, η μόνη εύλογη ιστορική και επισ­τη­μονική εξή­γη­ση είναι ότι οι διάφοροι ευ­αγ­γελιστές έβαλαν αυ­τά τα στοι­χεία μέσα στα Ευαγ­γέλια όταν τα έγραψαν, σε κάκοια μορφή, από μετά το 70 Κ. Ε., όπου ως γνω­στόν από τότε και με­τά οι Σαδδουκαίοι και οι Εσσαίοι έπαψαν να υπάρ­χουν. Ο λόγος για τον οποίο προέ­κυψαν αυ­τοί οι ασύστολοι διαξιφισμοί και η τερά­στια φαγωμάρα με­ταξύ της Χρι­στι­ανικής «οδού» και των Φαρι­σαί­ων ραβίνων ήταν το ότι τότε επήλθε εμ­φύλια δια­μάχη για το ποιος απ’ τους δύο θα ανα­λάμβανε την πολιτική αρ­χηγία και τη νέα θρησκευτι­κή αντιπροσώπευση, κα­τεύθυνση, και λατρεία του Ιου­δα­ϊ­σμού. Έτσι οι διά­φοροι «ευ­αγγελι­στές» για να δώ­σουν κύρος σ’ αυ­τά τα στοιχεία, τα έβα­λαν στο στό­μα του Μεσσίαχ και Θεού των Ιη­σού ώστε να μπορέσουν να εξυ­πη­ρε­τήσουν κατά το δυ­νατό καλλίτερα τις ανάγκες και τις επιδιώξεις της αίρεσης των.

Αναφέρομε το εξής στοιχείο το οποίο θεωρούμε πολύ σημαντικό χωρίς να αναπτύξο­με το γιατί. Η Καινή Διαθήκη αναφέρεται στους Φαρισαίους (-ος) 100 φο­ρές, στους Σαδδου­καίους 14, στον Ιούδα Κανανίτη ή Ζηλωτή 2, στον επαναστάτη Ιούδα τον Γα­λιλαίο 1 φο­ρά, στους Σι­καρίους 1 και στους Εσσαίους 0 (μηδέν)! Αυτό δε συμβαίνει για μια επο­χή (+29-36 Κ. Ε.) κατά την οποίαν οι Σαδδουκαίοι ήταν αυτοί που είχαν αποκλειστικά τις πρωτοκαθεδρίες και την εξουσία, ως εγ­κάθετοι της Ρώμης, και οι Ζηλωτές (Κανα­νίτες), Σικάριοι και Εσ­σαίοι δημιουργούσαν θρη­σκευ­τικά και πολιτι­κά επεισόδια κα­θημερινώς στις πόλεις και στην ύπαιθρο, ενώ οι Φα­ρι­σαίοι κοι­τού­σαν τα διαβάσ­ματά τους, τη διδασκαλία τους και τηρούσαν μετριοπαθή και επιφυλακτική πολιτική με καιροφυλακτική επαναστατική στάση. Σκε­φτείτε το λιγά­κι... Όλα τα Φα­ρισαϊκά στοι­χεία που απαντώνται στην Καινή Διαθήκη, τα οποία είναι δυσαναλόγως πολ­λά, καθα­ρώς αντα­να­κλούν τις Φαρισαϊκές δι­δα­σκα­λίες και τις συν­θήκες και κατα­στάσεις που δη­μι­ουργή­θη­καν μετά το έτος +70 Κ.Ε και τίποτα παραπάνω...

Ένας άλλος σοβαρός λόγος της θεολογικής επικάλυψης όλων των αντι-Εβραϊκών και αντι­φαρισαϊ­κών στοιχείων, οργής, μένους, μίσους, πικρίας, κλπ., των Ευαγγελίων με το να τα βαλουν στο στόμα του Υιού του Θεού Ιησού, ήταν και για να εμποδίζουν τις διαρ­ροές από τις ολιγομελείς Εβραιοχριστιανικές ομάδες προς τους πλειοψηφούντες Φα­ρι­σαίους μετά την τρομακτική σύγχυση που επήλθε ύστερα από την καταστροφή και την απραγματοποίητη εσχατολογία. Στα Ευαγ­γέλια αυτές οι διαρροές προδίδονται και από τις συχνές - πυκνές εντολές του Ιησού κατά των Φαρισαί­ων, τις προφυλάξεις από τις διδασκαλίες τους, κλπ., καθώς και από τις προειδοποιήσεις του Ιησού προς τους μαθητές του για δι­ώξεις και προ­σα­γωγές τους σε δικαστήρια, προτρο­πές για ακ­λό­νη­τη πίστη μέχρι θανάτου και ασταμά­τητες υποσχέ­σεις προς όλους τους μέ­χρι τέ­λους πι­στούς με μεγάλες εσχατολογικές αν­τα­μοιβές και ένδοξη νίκη. Προς τους χλι­αρούς και μη σταθερούς δίνει υποσχέσεις οργής, μί­σους, πικρίας, εσχατολογικής απο­λογίας, εμετού, και ατελεύτητης τιμωρίας. Σε μερικά σημεία διαβλέ­πο­με κάποια προ­σέγ­γι­ση με πολύ ολίγους διαλλακτικούς Φαρισαίους. Εκτός ανω­νύμων στην Και­νή Δια­θή­κη έχομε τους τρεις γνωστούς και ονομαστούς: Νικόδημος, Ευ­σχή­μων Ιω­σήφ και Γαμα­λιήλ. Παρ’ όλο που γι’ αυτούς ο λόγος γίνεται για χρόνους πριν το 70 Κ. Ε., επειδή τα γραπτά αυτά εγράφησαν μετά το +70 Κ. Ε. τολμάμε να υποδείξομε ότι και οι αναφορές σ’ αυτούς αντανακλούν τις καταστάσεις μετά το +70 Κ. Ε. που περι­γρά­φομε εδώ εν συντομία. Το επεισόδιο της συνομιλίας του Ιη­σού με τον Νικό­δημο (Ιω­άν­νης 3: 1-21) αντανακ­λά όχι μόνο κάποια προσέγγιση αλλά πιθανή μυστική διαρ­ροή μι­κρής εκ­τά­σεως προς την αντίθετη κατεύ­θυνση. Το ίδιο ισχύει και με τα δι­άφορα ση­μεία στα οποία αναφέ­ρεται ο ευσχήμων βουλευτής Ιωσήφ. Η αφήγηση περί Γαμα­λιήλ, Πρά­ξεις 5: 34-42, αντανακλά διαλλακτικότητα και κάποια προσέγγιση με τους μετριοπαθείς.

Από το +73 Κ. Ε. μέχρι το +135 Κ. Ε. η χριστιανική αίρεση παραμένει ακόμα μέσες-άκ­ρες Ιουδαϊκή υπόθεση. Οι χριστιανοί της εποχής αυτής καιροφυλακτούν και περι­μέ­νουν την έκβαση κάποιων πραγμάτων και την Δευτέρα Παρουσία! Ο πλή­ρης δια­χω­ρι­σμός Ιου­δα­ϊσμού και Πρωτοχρι­στιανισμού, η δεύτερη και τελική απο­στα­σία δη­λα­δή, συνετελέσθη το έτος +135 Κ. Ε. Τότε συνετρίβει κυριολεκτικά η Ιου­δα­ϊκή επι­κ­ρά­τεια μετά την πατα­γώδη αποτυχία της δεύ­τε­ρης μεσσιανικής επα­νά­σταση των Εβ­ραίων κατά των Ρωμαίων, επί αυτοκράτορος Αδριανού. Αυτή τη φορά η επανάσταση οργα­νώθηκε από τους Φα­ρι­σαίους και τα υπολείμματα των Ζηλωτών με αρχηγό τον ψευ­τομεσσία και απατεώνα Συμεών Μπαρ Κοσίμπαχ τον οποίον ευλόγησε και έχρι­σε ως Μεσσίαχ του Ισρα­ήλ ο Φαρισαίος αρ­χι­ε­ρέ­ας Ακίμπαχ. Η Χριστιανική αίρεση αυ­τή τη φορά ήταν πολύ επι­φυ­λακτική προς την επα­νάσταση αυτή. Κρά­τησε απόστα­ση από τον Μπαρ Κοσίμπαχ διότι δεν μπορούσε να τον αναγνωρίσει ως Μεσσία. Είχε ήδη δικό της Μεσ­σία, τον Ιησού, στον ουρανό. Ακόμα και αυτή την φο­ρά οι Χριστια­νοί ανέμεναν την Δευτέρα Πα­ρου­σία. και «δεν πήγαν στην Πέλλα»· απλώς περίμεναν την τελική έκβαση της επα­νάστασης χωρίς να συμμετέχουν σ’ αυτήν. Ο Μπαρ Κο­σί­μπαχ έκοψε πολ­λά κε­φάλια από δαύτους επειδή αρνήθηκαν να συμπολεμή­σουν. (Εδώ ο Ευ­σέ­βιος δεν παρέχει κα­μία πληροφορία!). Με τα νέα ση­μεία των καιρών οι Μεσ­σιανικές, εσ­χα­το­λογικές και αποκαλυπτικές φαντασίες τους ανα­θερμάνθηκαν και και­ροφυλα­κτού­σαν. Πλην όμως απέτυχαν οικτρά. Η απο­τυχία που επα­κολούθησε ήταν πολύ πιο τρομακτή από την πρώτη. Η Ιου­δαία δι­α­λύθηκε ολοσχερώς και τα λείψανα του Ιουδαϊκού έθνους δια­σ­κορπίστηκαν ή επω­λή­θησαν ως δούλοι. Τότε η Χριστιανι­κή αίρεση «οδός» αν­­τιμετώ­πι­σε επει­γόντως την άμε­ση ανάγκη να δη­μι­ουρ­γή­σει μια νέα θεο­λο­γία αφού η πα­λαιά απέτυχε παταγω­δώς. Μετά το τέλος και την τρομα­κτική αποτυχία και της δεύτε­ρης επανάστασης το135 Κ. Ε. η μεταλλαγή και δια­μόρφω­ση των Χρι­σ­τιανών γίνεται έτι περισσότερο έντονη, δι­αφορετική και αποξενω­μένη από τους γο­­νείς τους Νοτζρίμ και τε­λικά καθοριστική.

Όπως και το έτος 70 Κ. Ε. έτσι και τώρα το ίδιο και χειρότερα, όλες οι απο­καλυπτι­κές και εσχα­τολογικές προρρήσεις και αναμονές τους απέ­τυ­χαν οικτρά και ο ουρά­νι­ος Μεσσίας τους, Ιη­σούς, δεν επανήλθε στη γη. Μόνο σε ένα πράγμα είχαν δίκιο, ότι δη­λαδή, ο Μπαρ Κοσίμπαχ δεν ήταν ο αναμενόμενος Μεσ­σίας. Έτσι τώ­ρα η δη­μι­ουρ­γία μιας νέας θε­ο­λο­γίας κατέστη πια ζήτημα επι­βιώσεως, ζωής και θα­νά­του. Νέες αλλα­γές, μορφές, τύ­ποι, τροπο­ποι­ή­σεις, μέθοδοι, εσχα­τολογίες, στό­χοι, κλπ, εισ­ή­χ­θηκαν. Τότε ξαναπρο­πα­γάν­δισαν το τέλος και την ανακαίνιση του κόσμου κατά την Δευτέ­ρα Παρου­σία του Μεσσία και Σω­τή­ρος Ιησού, με την διαφορά ότι αυτή την φορά θα λά­βει χώρα εις άγνω­στον μελλοντικό χρόνο τον οποίον κανείς δεν γνωρίζει ει μη μόνον ο Θεός Πα­τήρ. «Περί δε της ημέρας εκείνης και ώρας ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγ­γε­λοι των ουρανών, ει μη ο πατήρ μου μόνος.», Ματθαίος 24: 36. Περιέργως ούτε ο ίδιος ο Ιησούς την γνωρί­ζει, παρ’ όλον ότι αυτός θα παρουσιαστεί εκ δευτέρου και είναι Θεός ομοούσιος τω Πατρί!

Παρ’ όλα ταύτα οι μεσσιανι­κές αναμονές με το άμεσο τέλος του υπάρχοντος κό­σμου και την εμφάνιση ενός καινούργιου ήσαν τόσο έν­τονες που συνε­χί­σθηκαν για πολλά χρόνια μετά. Έχο­­με πάρα πολλά παραδείγ­μα­τα εσχα­τολογικών ομά­δων κα­τά τον δεύ­τερον αιώ­να, λ.χ. των Μοντα­νι­τών και πολλών άλ­λων, οι οποίοι στο τέλος ευρέ­θη­σαν επαί­τες στους δρόμους. Αυτό το εσχατο­λογικό βι­ολί συνε­χί­σθη­κε και με­τά το έτος 1000 Κ. Ε. Τον δεύτερο αιώνα εκτός του αιρετικού Μαρτίνου Μον­τανού και οι μεγά­λοι πατέρες της χριστια­νι­κής εκκλησίας Ιουστίνος, Παπίας, Ειρηναίος και Τερτυλλια­νός βασισμέ­νοι σε δήθεν προ­φητείες των Παλαιο-Διαθηκικών προφητών Ησαΐα, Ιεζε­κιήλ, Δανι­ήλ, κ. ά, πίστευαν στην άμεση εσχατολογία με την επανεμφά­νιση του Μεσ­σία τους, την ανοικοδόμηση της Νέας Ιε­ρουσαλήμ και την εγκαθίδρυση της χιλιετούς βασιλεί­ας του επί της γης[19]. Ακόμα μέχρι και σή­μερα έχομε πολλά τέτοια πα­ρα­δείγματα. Οι Μάρτυρες του Ιαχωβά ή Χιλιαστές[20] και διάφορες ευαγγελιστικές αι­ρέσεις είναι κα­θημερινώς σε αναμονή και επιφυλακή!

{[19] Βλέπε Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 20, σελίδα 828, λήμμα «Χιλι­α­σμός». Τελικώς αυ­τοί οι άγιοι και θεοφόροι πατέρες απατήθηκαν οικτρώς! Τί λέτε, περί­εργον;}

 

{[20] Όπως οι άγγελοι και Γιαζάτας και τα τάγματά τους, ο Σατανάς = Εωσφόρος αστήρ ή Αριμάν, οι διάβολοι = εκ­πεσ­σόντες αστέρες και τα τάγματά τους, ο δυϊσμός ‘κα­λού και κακού’ και η μεταξύ των αδια­κοπη πάλη (που είναι η πάλη των αγγέλων και των Για­ζά­τας κατά του Αριμάν και των υπηρετών του) με την τε­λική νίκη του κα­λού (βλέπε και Αποκάλυψις κεφάλαιο 12), έτσι και ο Χιλιασμός που απαν­τάμε σε πολλές Εβραιο­χρι­στι­α­νι­κές αι­ρέσεις και σε όλον τον Εβραιογνωστικοχριστιανισμό γενικότερα, (βλέπε Ιώβ, Αποκάλυψις 20: 1-6, και τα κε­φάλαια 20, 21, 22, κλπ.) προ­έρχεται από τον Ζωροαστρισμό του οποίου εί­ναι δόγμα (βλέπε: Zand-i Vohuman Yasht 3: 62). Εκεί έχομε διαδο­χι­κές εποχές χιλίων ετών εκάστη των οποίων θα τελει­ώσει με κατα­κλυσμό αιρέ­σε­ως (ασυμφωνίας) και κα­τα­στροφής, μέχρι την τελική κα­ταστροφή του κακού και του πνεύ­ματός του υπό ενός θρι­αμ­βευ­τού βασιλέως της ει­ρήνης κατά το τέλος της τελευταίας χιλιετούς πε­ριόδου. «Τότε ο Σαοσγιάντ απο­καθι­στά ξανά όλα τα δημιουργήματα αγνά και η ανάσταση και η ύπαρξη του μέλ­λοντος λαμβάνουν χώ­ρα.». (Οποία ομοιότης!). Όλα τα ζωροαστρικά και βα­βυ­λω­νιακά στοι­χεία μπήκανε στο Εβραϊσμό κατά την Βαβυλώνια αιχμαλωσία και μετά. Η Χριστιανι­κή αίρεση του Εβραϊσμού υιοθέ­τησε σχεδόν όλα αυτά τα στοιχεία και μετά τα επε­ξεργάστηκε και παρουσίασε με δικό της τρόπο που δεν απέχει πολύ από τους Ζωρο­ά­στρες και τους Εβραίους.}

Επίσης τότε εδό­θη η γραμμή να στραφούν «προς πάντα τα έθνη» για να αποκτή­σουν πε­ρισ­σότε­ρους οπα­δούς, εισ­φορές χρη­μάτων, εγκαταστάσεις και στέ­γες εκ­κλη­σιών, κλπ. Δεν υπή­ρχαν πια οι παλαιστινιακές εγκαταστάσεις των συναγωγών «κα­χάλ» ού­τε ο κορ­μός του Ιουδαϊσμού επί του οποίου παρασιτούσαν. Έψαξαν και βρή­καν μερι­κά χωρία πε­ρί αποκα­λύ­ψεως και ανα­γνω­ρί­σεως του Ιουδαϊκού Μεσσία και του Θεού Γιαχ­βέχ όχι μό­νο από τους Εβραίους αλλά και από τα υπόλοιπα έθνη εντός των γρα­π­τών του δευ­τέ­ρου και τρί­του Ησαΐα (προσοχή όχι του κα­νονικού Ησαΐα Μπεν Αμώς αλλά των παρα­χαρακτών της βαβυ­λω­νιακής και μεταβαβυλωνι­ακής εποχής) και με­ρι­κών άλλων προ­φη­τών των ιδίων περιόδων. Έτσι και πάλι δι’ αυτών των δή­θεν προ­φητειών νόμισαν ότι πέ­τυχαν την θεολογική κά­λυψη που εχρειά­ζοντο. Αντί της Εβ­ρα­ϊκής Φαρισαϊκής Μα­σό­ρας κάνουν χρήση της με­τα­φράσεως των Εβδομή­κοντα­(δύο) και έτσι δημιουργούν μεγά­λες θεολο­γι­κές διαμάχες και ιστορικές ρή­ξεις με τους Ιουδαίους. Σε αντίδραση, τρεις Ιουδαίοι Ελληνιστές, ο Εβι­ω­νίτης Σύμμα­χος, ο Ακύλας και ο Εβιωνίτης Θεοδοτίων, μεταφράζουν στα Ελληνικά την Μασόρα. Δυσ­τυχώς οι με­ταφράσεις των δεν έχουν διασωθεί εκτός ολίγων απο­σπα­σμάτων. Γιατί λέ­τε άραγε; Ποιος τις εξαφάνισε; ...

Εδώ πρέ­πει να διευκρινίσομε ότι η δράση των Αποστόλων και του Παύ­λου όπως αυτή περιγρά­φε­ται στις Πράξεις των Αποστόλων και σ’ όλες τις Επιστολές της Καινής Δια­­θή­κης κατά το μέγιστο μέρος αφορά Εβραίους εντός της Παλαιστίνης και της πλη­σίον πε­ρι­οχής καθώς και Εβραίους της διασποράς στα διάφορα μέρη και αστικά κέντ­ρα της Ρω­μα­ϊκής Αυτοκρα­το­ρί­ας και της Μεσοποταμίας. Το όλο εγχείρημα δηλαδή ήταν καθα­ρή Εβραϊκή υπόθεση και όχι πάντων των εθνών. Κάπου – κάπου εμφανί­ζονται μερικοί εξ εθνι­κών όπως, ο Τίτος, ο Κορ­νήλιος, ο Τιμόθεος, ο Τρόφι­μος, ο Νι­κόλαος, ίσως η Λυδία και ολιγάριθμοι άλ­λοι. Αν βασιστούμε στην Καινή Διαθήκη αυ­τοί αποτελού­σαν πε­ρι­π­τώ­σεις εξαι­ρε­τικά με­μονω­μέ­νες και σχέ­σεις προσωπικής γνω­ριμίας και γι’ αυτό υπερ­το­νίζονται. Δεν αποτελούσαν καμία δύ­ναμη ή ομά­δα με σχε­τικά μεγάλο αριθμό με­λών η οποία προσεχώρησε στον Εβραιοχρι­στια­νι­σμό. Μάλιστα δε, η πλειο­ψηφία των Εβ­ραίων της δια­σπο­ράς εί­χε υιο­θε­τήσει Ελληνικά και Ρωμαϊκά ονό­ματα όπως Στέ­φα­νος, Ακύλας, Πρίσκιλλα, Σω­σθένης, κλπ. Βλέπομε ακόμα και Αποστό­λους να αλ­λά­ζουν τα ονόματά τους από Εβραϊκά σε Ελ­ληνικά ή Ρωμα­ϊκά (Σαύλος έγινε Παύλος, ένας Ιωάννης των Πράξεων έγινε Μάρκος, κλπ.). Οι Εβραίοι της διασ­ποράς οι οποίοι ομιλούσαν την Ελληνική ή την Λατινική γλώσσα και εί­χαν κά­ποια Ελ­ληνορωμαϊκή παιδεία πολλάκις απεκα­λούντο Ελληνιστές. Προς αυτούς τους Εβραίους λοιπόν κατ­ευθυνόταν η δράση και οι Επιστολές των Αποστόλων και του Παύλου.

Εδώ προσθέτομε και τα εξής. Ο αυτοκράτωρ Μέγας Ιου­λι­ανός μας δηλώ­νει καθαρά, στο έργο Κατά Γαλιλαίων, ότι ο Ιησούς, ο Παύλος, ο Κορνήλιος (Πράξεις κεφάλαιο 10) και ο Σέργιος (Πράξεις 13: 7) δεν είναι ιστορικά πρόσωπα. Δεν αναφέρον­ται από κανέναν και πουθενά. Αυτή είναι και η θέση πολλών ερευνητών και όλα τα περί Παύλου είναι Χριστιανικά παραμυθάκια. Ο Παύλος δεν αναφέρεται από καμιά ιστο­ρι­κή πηγή παρά μόνο στην Καινή Διαθήκη και σε απόκρυφες Χριστιανικές ιστοριού­λες. Πάει και τελείωσε. Αυ­τό είναι εξαιρετικά ύποπτο και απίθανο αν δεχθούμε όλη τη δράση που η Καινή Διαθήκη αναγράφει πως είχε. Όταν λοιπόν μιλάμε περί Παύλου βρισκόμαστε σε εν­τε­λώς αν­επιβε­βαί­ωτη περιοχή. Πολλοί ερευνητές ισχυρίζονται πως αν υπήρχε κάποιος Παύλος αυτός πρέπει να έδρασε μετά την καταστροφή του 70 Κ. Ε. σύμφωνα με τις νέες συν­­θή­κες και τη νέα θεολογία. Διά τούτο οι Εβιωνίτες οι οποίοι παρέμειναν προσκολ­λη­μένοι στον Ιου­δαϊσμό τον μισούσαν θανάσιμα. Αυτά δε που μας μεταφέρουν οι Πράξεις είναι παρα­ποι­ήσεις και πλαστές διηγήσεις παρορμού­μενες από άλλους συγγραφείς, όπως τον Ιώσηπο και τον Φίλωνα, κ.ά.. Μακάρι να ξέ­ραμε τι ακριβώς συνέβη. Πάντως το τε­λι­κό συμ­πέ­ρα­σμα που βγαίνει μετά βεβαι­ό­τη­τας είναι ότι τα πάντα περί πρωτοχρι­στια­νι­σμού είναι θο­λά, ανεπιβεβαίωτα και αμ­φι­σβητήσιμα, εκτός και πιστέψομε στα τυφλά αυ­τά που μας λέ­νε οι Χριστιανοί από τον 4ο αιώνα και μετά. Αλλά και αυτά είναι γεμάτα με λάθη και πά­ρα πολλές κραυ­γαλέες αντιφάσεις που δεν δικαιολογούνται για ιστορικά πρόσωπα. Επο­μένως και η πίστη σ’ αυτά καταντά παράλογη και σχιζοειδής και ουσια­στι­κά βίτσιο.

 

Όσα λοιπόν μας περιγράφει η Καινή Δια­θήκη αφορούσαν Εβραίους μέσα στους οποί­ους κάπου-κάπου εμ­φανιζόταν για δικούς του λόγους και κανένας μη Εβραίος. Ση­μει­ώνομε ακόμα ότι σύμ­φωνα με τις σύγχρονες έρευνες και τα συμπε­ρά­σμα­τα πολ­λών Εβραίων ερευνητών αλλά και πολλών Χριστιανών θεο­λόγων το λεγόμενο βιβλίο της Αποκα­λύ­ψε­ως του Ιωάννου ήταν αρχικώς Εβραϊκό βιβλίο που εγράφη από φανα­τι­­κό Γιαχβιστή Εβραίο ο οποίος μοιρολογούσε την ερείπωση της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους το 70 Κ. Ε. (Η ολοκληρωτική καταστροφή της Ιουδαίας συνέβη το 135 Κ. Ε.). Μετά το βιβλίο αυτό υπε­κλάπη από τους Εβραι­ο­χρι­στι­α­νούς, τουλάχιστον κατά μέγα μέρος, οι οποίοι αφού για μερικούς αιώνες του έκα­ναν μερικές απαραί­τητες με­τατροπές, προσαρμογές και προ­σθήκες το παρουσίασαν ως ιδικόν τους προφη­τι­κό βι­βλίο[21] Στον κανόνα της Καινής Διαθήκης το έβαλαν κα­τά το τέ­λος του τέταρτου αι­ώ­να, μετά τη λήξη της δια­μά­χης του Ιερού Αυ­γου­στίνου και του Αθα­να­σίου επι­σκό­που Αλε­­ξανδρείας. Ο μεν πρώτος ζητούσε να συμπε­ρι­ληφθεί στον κα­νόνα η Απο­κά­λυψις, ο δε δεύτερος το γνωστικίζον Κατά Ιωάννην Ευαγγέ­λιον. Οι δύο αν­τίπαλοι τε­λι­κά συν­εφώ­νη­σαν να συμ­πε­ρι­ληφθούν και τα δύο βιβλία στον κα­νόνα της Καινής Δι­α­θή­κης και έτσι έληξε η δια­μάχη μεταξύ τους.

 

{[21] Όπως αναφέραμε παραπάνω πολλοί μεγάλοι πατέρες της χριστιανικής εκκλη­σί­ας του δευτέρου αιώνα βάσισαν την χιλιαστική εσχατολογία τους στους Παλαιο-Δι­α­θη­κι­κούς προφήτες. Αυτός ο ίδιος χιλιασμός επαναλαμβάνεται και στην Αποκά­λυ­ψιν 20: 1-6, (και η συνέχειά του περιγράφεται στα κεφάλαια 20, 21 και 22).

Όπως έχομε προαναφέρει, πολλοί είναι οι επιστήμονες και ερευνη­τές, εκ των οποίων μερικοί είναι Εβραίοι, που υποστηρίζουν ότι η Αποκάλυψις του Ιωάν­νου ήταν Εβραϊ­κό κείμενο αρχικώς το οποίο στη συνέχεια υπεκλάπη από τους Χριστιανούς οι οποίοι του έκαναν τις αναγκαίες χριστιανικές μετατροπές. Ο κορμός τού κειμένου όμως, εί­ναι οι θρηνωδίες και οι κατάρες κάποιου Εβραίου συγγραφέως λόγω της συμ­φο­­ράς του + 70 Κ. Ε., της καταστροφής της Ιερουσαλήμ και της πυρπολήσεως του Να­ού του Γιαχ­βέχ. Γι’ αυτό και παρηγορείται με την σκέψη της αν­τικαταστάσεως της πα­­λαιάς και κα­τεστραμμένης Ιερουσαλήμ από μια νέα ουρανοκατέβατη Ιερου­σαλήμ διά μιάς θεϊκής επ­εμβάσεως του Γιαχ­βέχ, κλπ. Αυτή η επιστημονική εκδοχή, η οποία βασίζε­ται σε υπέρ­ογ­κο πλήθος στοιχείων, καταδεικνύει ότι η νυν Αποκάλυψις του Ιω­άν­νου είναι ένα δια­στρε­βλωμένο και ψευδεπίγραφο βιβλίο. Πρόκειτια για Αποκάλυ­ψιν βρω­μερού Ιεζεκιη­λικού τύπου και είναι μια από τις πάρα πολλές αποκαλύψεις που έχουν γραφεί και αλλοιωθεί.

Ο ερευνητής Μιχάλης Κοκκινόφτας στο βι­βλίο του Σχέδιο Αρμαγεδδών, Εκδόσεις Δί­ον, 2000, έχει κάνει μια πολύ ενδια­φέρουσα και σπουδαία ποσοστιαία ανάλυση επί των λέξεων, της γλώσσας και των χωρίων που χρη­σιμο­ποιεί ο συγγρα­φεύς της Απο­καλύ­ψεως. Ανεξαρ­τή­τως ολίγων απόψεων, υποθέσεων και εκτιμήσεων που ο συγγ­ρα­φέας έχει δια­τυπώσει, μερικά σημαντικά και ελέγξιμα συμπεράσματα της έρευ­νάς του είναι τα εξής: Η γλώσσα της Αποκαλύψεως είναι μια κακί­σ­τη χρήση της Κοινής Ελ­ληνιστικής δια­λέ­κτου. Εν κα­τα­κλείδι (σε­λί­δες 356-358), αν­τικειμενικώς υπελόγισε (αντικειμε­νι­κώς, διότι οι αριθμοί και οι συγκρίσεις είναι αν­τικειμενικά δεδο­μέ­να που μπορούν να ελεγ­χθούν από τον καθένα και δεν είναι προ­σωπικές απόψεις) ότι: 97.56% των χω­ρίων είναι παρμένα από την Πα­λαιά Δι­αθήκη εί­τε αυτολεξεί, είτε σχε­δόν αυτολεξεί, είτε σε κάποιο βα­θμό πα­ρα­φρα­σμένα αλλά με το ίδιο πε­ρι­ε­χό­μενο και νόημα προς αντίστοιχα χωρία της Πα­λαιάς. Επομένως μόνον 2.44% των χω­ρίων της Απο­κα­λύψεως δύνανται να απο­δο­θούν στον συγγραφέα της! Ως προς τις κύριες λέξεις και έννοιες το 88.21% εξ αυτών είναι δανεισμένες από την Παλαιά Διαθήκη και μόνο 11.79% είναι επινοήσεις του συγ­γραφέως.

Αυ­τή η ανάλυση αποδεικνύει το συμ­πέρασμα της υπο­κλοπής που αναφέραμε πα­ραπάνω, αν και η Αποκάλυψις περιέχει μερικές κοινές φράσεις και εικόνες με τα Ευ­αγγέλια, μερικές Επιστολές και τα Απόκρυφα. Κοινές πηγές αυτών των φράσεων και εικόνων σ’ όλη αυτή την βιβλιογραφία είναι η Παλαιά Διαθήκη και ή άμεση εσχατο­λογία του καιρού αυτού εν­τός των Εβραιοχριστιανικών και Γνωστικιστικών κοινοτή­των. Η ανάλυση αποδεικνύει επίσης το συμπέρα­σμα του κ. Μι­χάλη Κοκ­κι­νόφτα ότι η Αποκάλυψις δεν είναι κανένα αληθές, ανεξιχνίαστο, δυσχερές, προφητικό, θεόπνευσ­το, αποκαλυπτικό, κλπ., χριστι­α­νι­κό, βιβλίο. Αυτή η ψευδής θέση, εδώ και πολλούς αιώ­νες μέχρι και σή­μερα, προπα­γανδίζεται από τους Χρι­σ­τι­α­νούς προς εκφοβισμό των μαζών αλλά και με πολλούς αξιόλογους μορ­φωμένους στα θύ­ματά των. Απλού­σ­τα­τα πρόκειται για ένα Εβραιογε­νές, αυθαίρετο, ποταπό, πα­ρα­μυ­θο­λό­γη­μα και αισχρό ρυπαρογράφημα γκρίνιας και εκδικήσεως το οποίο περι­έχει υστερότερες (εντοπισμέ­νες) χρι­σ­τια­νι­κές και εσχατολογικές πα­ρεμ­βο­λές. Ο αρχι­κός Εβραίος συγγραφέας σκοπόν είχε να εκφράσει το πέν­θος και την θλίψη που του επ­έφερε η κατα­στροφή των ετών +66 – 73 Κ. Ε., προς τον Εβραϊκόν θεόν του Γιαχβέχ και να ευχηθεί για σκληρή εκδίκηση εναντίον όλων των ανθρώπων εκ­τός ολίγων εκ των «εκλεκτών», την οποία αηδιαστικά τον εκλιπαρεί να αποδώ­σει! Ακόμα οραματίζεται την εμφάνιση μιας Νέας Ιερουσαλήμ τεραστίου μεγέθους και ακατάσχετης φαντασίας. Οι υσ­τερό­τε­ροι χρι­στιανικοί υποκλοπείς, ανα­συντάκτες και διορθωτές του αισχροτά­του αυτού βι­β­λίου δεν είχαν κα­νέ­ναν άλλον σκο­πό παρά την χρήση του διά τον συνε­χή και δια­χρο­νικό εκφοβισμό και την στυγνή καταπίε­ση των χρι­στια­νι­κών μαζών, από τις ημέ­ρες τους μέχρι τον μυθικό Αρμαγεδδώνα.

 Πρόκει­ται για ένα βλα­κο­δέ­στα­το, αχρειότατο, μιαρό συμ­πί­λημα μωρίας με απο­λύτως κα­μί­αν αξίαν εκτός του βρα­βεί­ου βλακεί­ας, ατιμίας και πονηρίας που πανηγυρικότα­τα εισπράττει. Δεν υπάρ­χει τίποτα το αποκα­λυ­πτι­κό, το προ­φητικό ή το ακατα­νό­η­το μέσα σ’ αυτό το ηλίθιο και αηδιαστικό τε­ρα­τούρ­γημα, που χρησιμεύει μόνο για την βάρβαρη καταπίεση ανο­ήτων, αφελών, απλοϊκών και θυμάτων!

Περί διαφόρων χρι­στιανικών υποκλοπών με­λετείστε τουλάχιστον τα εξής μνη­μειώδη ερευνητικά έρ­γα:

 

1.          Gerald Friedlander, The Jewish Sources Of The Sermon On The Mount, Kessinger Publishing.

2.          Hyman E. Goldin, The Case of the Nazarene Reopened, The Lawbook Exchange Ltd., 1948-2003.

3.          Randel Helms, Gospel Fictions, Prometheus Books, 1989.

4.          Harold Leidner, The Fabrication of the Christ Myth, Survey Books, 1999.

5.          Albert Schweitzer, The Quest of the Historical Jesus, Introduction by James M. Robinson, Collier Books, 1968.

6.          Joseph Wheless, Forgery in Christianity, Kessinger Publishing.

7.          Joseph Wheless, Is it God’s Word?, Kessinger Publishing.

8.          Hayyim Ben Yehoshuah, Refuting the Missionaries.                              }

 

 

Η νέα Εβραιογνωστικοχριστιανική θεολογία κάτω από τις νέες συνθήκες και τη συν­θ­λι­πτι­κή πί­ε­ση της επιβίωσης και του χρόνου μαζί με την αγραμματοσύνη του μι­κρού αρι­θμού των περι­θωριακών οπα­δών της απέβη πρόχειρη, βιαστι­κή, ακατάστατη, πα­ράλογη και αντιφατι­κή. Σε σύντομο χρο­νικό διάστημα εξε­λίχθη σε ένα αλλοπρόσαλ­λο μίγμα του Ιουδαϊ­σμού και πολ­λών άλλων ετερο­κλή­των θρη­σκευ­τι­κών, παγανιστι­κών, φι­λο­σοφι­κών, μυ­στικι­στι­κών, κλπ., τάσεων. Εκείνη την εποχή υπήρχαν πάρα πολλές τέτοιες τάσεις, πολ­λές από τις οποίες ήταν συγ­κριτικές. Έτσι επα­κο­λού­θη­σαν τε­ράστιες θεο­λο­γι­κές και ιστο­ρι­κές διαμάχες ανάμεσα σε Χριστιανούς από τη μια με­ριά και Εβ­ραίους ραβίνους (Φαρισαί­ους δηλαδή) και εθνι­κούς φιλοσόφους και ιστο­ρικούς από την άλλη. Οι επιθέσεις εκατέρω­θεν ήταν πολύ σφοδρές. Όπως οι αρχικοί Νοτζ­ρίμ Εβραιοχριστιανοί, έτσι τελικά και οι Χριστιανοί ποτέ δεν εγκατέλειψαν το όνειρό τους να είναι αυτοί οι απο­κλειστικοί εκπρό­σωποι του ορθού Ιουδαϊσμού. Αυ­τοί πίστευαν και ακόμα πιστεύουν ότι μόνο αυτοί κατανοούν και ερμηνεύουν σωστά τις Εβραϊκές γραφές. Αμέ­σως ετέθη και η απρο­σπέ­λαστη αμ­φι­σβή­τηση για την ιστο­ρι­κότητα του Ιησού η οποία μέχρι και σήμερα δεν έχει καταλήξει πουθενά, παρά τη σα­φή δήλωση του αυτοκράτορα Ιουλιανού, στο έργο του Κατά Γαλι­λαίων, ότι ο Ιη­σούς δεν είναι ισ­τορικό πρόσωπο. Για τον ζηλωτή Γιοκ­χαν­νάν (Ιω­άννης Βαπτιστής) και για τον Απόσ­τολο Παύ­λο θέ­μα ισ­το­ρι­κό­τη­τας δεν ετέθη. Όμως και γι’ αυτά τα δύο πρόσωπα δεν έχομε αποδείξεις ότι πρόκειται για ιστορικά πρό­σωπα. Βλέ­πετε λεί­πουν ικανά ιστορι­κά κριτήρια και για τους δύο. Είναι πρόσωπα εσω­τε­ρικής παράδο­σης των Εβραιοχρι­στιανών χωρίς να υπάρχουν ικανά αντικειμενικά ιστορι­κά κριτή­ρια δι’ αυτά. Έτσι ακόμα και σήμε­ρα γίνονται πολλές αντιπαραθέσεις περί των δύο αυτών ανδρών, αλ­λά χωρίς θε­τι­κή τελική απάν­τηση. Μετ’ ολίγον, δεν άρ­γη­­σαν και οι κα­τά τόπους φυ­σι­κές και βί­αι­ες δια­μάχες των Χριστιανών με τον κό­σμο και τις αρ­χές της Ρωμαϊ­κής Αυτοκ­ρα­τορίας, κλπ., για πολ­λούς και δια­φό­ρους λόγους που δεν είναι επί του πα­ρόντος.

Πολύ σύντομα είχαμε ως απο­τέλεσμα έναν πο­λύ μεγάλο αριθμό Χριστιανικών αιρέ­σε­ων. Η κάθε μια αγωνίζεται για απόκτηση οπαδών και επικράτηση. Τον 2ο αι­ώ­να παρ’ ολίγον να επικρατήσουν οι Γνωστικοί. Μέχρι το έτος 185 Κ. Ε., κατά το οποίο ο Ειρηναίος ει­σά­γει τον όρο «ορ­θόδοξος» και επι­τίθεται εναν­τίον τών κατά την άποψή του «αιρετι­κών» και τους αποκαλεί όρ­γα­να του διαβόλου, οι Χριστιανικές αι­ρέσεις υπολογίζον­ται άνω των εκατό. Σε τόσο μι­κρό χρο­νικό διάστημα η κάθε αίρεση έλε­γε ότι της κατέβαι­νε περί Ιη­σού και Χριστιανι­κής θε­ολο­γίας και σωτηριολογίας. Αυτό το γεγο­νός συνηγορεί υπέρ της μη ιστορι­κό­τη­τας του Ιησού. Δεν είναι δυνατόν για ένα ιστορικό πρόσωπο με τόση δη­μό­σια και τρο­μα­κτική δρά­ση σε τόσο μικρό χρονικό δι­άστημα και στον τόσο μικρό χώρο της Παλαιστίνης να προκύψουν τό­σο πολλές σφο­δρά αντιμαχόμε­νες, αντιδια­με­τρι­κές και αλληλομισούμενες απόψεις. Η ολοκληρω­τι­κή επικράτηση των «ορθο­δό­ξων» κα­τέστη δυ­νατή μόνο στις αρχές του 4ου αιώ­να επειδή το επέ­βαλλε ο αυτο­κράτορας Κων­σταντίνος με το επιτελείο του, όπως έχομε πολλές φορές τονίσει. Πα­ρά την διά εξου­σι­α­στικού κα­τα­ναγκασμού επικράτηση των ορθο­δόξων, οι οποίοι εδη­μιούργησαν την «κα­θ­α­για­σμένη τε­λική» μορφή του Χρι­στι­α­νι­­σμού και «την μίαν αγίαν, καθολικήν και αποστο­λικήν εκ­κλησίαν», επακο­λού­θη­σαν δι­ωγμοί εναντίον των άλλων αιρέσεων, σφαγές κατά των αρ­χαίων θρησκειών και ολοκληρω­τικές πολι­τισμικές κατα­στροφές. Οι δε αιρέ­σεις, φα­γω­μάρες και σχί­σματα αυ­τής της μά­στιγας αυξάνονται και πληθύνονται μέχρι και σήμερα κάτω από την θείαν πρόνοι­αν του Γιαχβέχ και την φώτιση και καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος!.

 

Μετά ταύτα, όπως προαναφέραμε, η Χριστιανική θρη­­σκεία άρχισε να παίρνει τη ση­με­ρι­νή μορ­φή της τον τέταρτο αιώνα με τον αυτο­κράτορα Με­γά­λο Κων­σταν­τίνο, τον Ευ­σέ­βιο και μια ομάδα συγ­χρόνων μελε­τητών. Οι Χριστιανοί την εποχή αυτή, κατά τους πολύ ευνοϊκούς υπολογισμούς του Gibbon που βασίστηκε μόνο στα στοιχεία της Ρώμης, δεν υπερ­έ­βαι­ναν το 5% του πλη­θυ­σ­μού της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Μάλ­λον πρέπει να ήταν λι­γό­τε­ροι του 3%, κατά τους υπολογισμούς άλλων ιστορικών, δι­ότι στην ύπαιθρο δεν είχαν καμία επιτυχία.. Τώρα η μορφή του Χριστιανισμού καταν­τά πολύ περισ­σό­τερο μεταλ­λαγμέ­νη απ’ αυτήν που πήρε μετά την δεύτερη αποστασία τούς δύο προηγούμενους αιώ­νες. Παρ’ όλα ταύτα, δεν οριστικοποιήθηκε μέσα στον τέταρτο αιώνα αλλά εξε­λισσόταν και μεταλ­λασσόταν για πολλούς αιώνες μετά· μπο­ρούμε να πούμε μέχρι και σήμερα και ακό­μα δεν έχει τε­λειώσει. Ακόμα και σήμερα δεν ξέρομε τελικά πια είναι η συγ­κεκρι­μέ­νη μορφή του. Παρά την απόλυτη και θεϊκή αλήθειά του, εκα­τοντάδες σύνοδοι, συμβού­λια, εγκύ­κλιοι, αποφάσεις, διατάγματα, δόγ­μα­τα, σχί­σμα­τα, κλπ. άρ­χισαν τότε και συνε­χί­ζον­ται μέ­χρι σήμερα χωρίς να έχουν ξεμπερ­δέ­ψει την κατάσταση. Νόμοι και ολό­κλη­ρες νο­μοθε­σί­ες θεσπιζό­ταν για πολ­λούς αιώνες, ουσιαστικά μέχρι προ­σφάτως, για να εξα­ναγκά­σουν τον κό­σμο να γί­νουν και να παραμείνουν Χριστιανοί. Όπου αυτοί οι νό­μοι δεν απέ­διδαν τα ανα­με­νό­μενα αποτελέσματα τότε εφαρμοζόταν τα πρω­τοφανή βα­σα­νι­στή­ρια, η διά παν­τός τε­ρατώδους τρόπου θανατική εξόντωση και οι κυρι­ολεκτικοί κα­τα­στροφικοί δι­ωγμοί. Η καταβαράθρωση κάθε εκφράσεως και επιτεύγματος του αρ­χαίου κόσμου σε όλα τα μήκη και τα πλάτη όπου επάτησαν οι Χριστιανοί ήταν ολο­κλη­ρωτική. Δεν υπήρχε κανένας σεβασμός, λύπη, οίκτος, αναστολή... Τα έκαναν όλα κερα­μι­δαριό. Πέραν μιας πο­λύ μικρής και ιδιάζουσας μερίδας του πληθυσμού, οι Χριστιανοί δεν έπει­σαν κανέναν διά της πειθούς. Παραλείπομε τις ενταύθα λεπτομέρειες, διότι αυτές αποτε­λούν ένα γνω­στό, τε­ράστιο, ιστορικό κεφά­λαιο το οποίο έχει στοιχειοθετηθεί και εξαν­τληθεί πλήρως στη διε­θνή έρευ­να.

 

Η κατάσταση της συντριπτικής πλειοψηφίας των πιστών που ανήκουν σε όλα τα Χρι­στι­ανικά τμήματα και αιρέσεις από άποψη γνώσεως της Εβραιοχριστιανικής βί­βλου, της Χριστιανικής παραδόσεως, της ιστορίας της Χριστιανικής πορείας, της κατή­χη­σης, δογ­μα­τι­κής, λειτουργικής, αποστολικών κανόνων, κλπ. είναι από αξιοθρήνητη έως εκνευ­ρι­στι­κή. Αυτό ίσχυε καθ’ όλη τη Χριστιανική πορεία και ιστορία. Η συντρι­π­τική πλειο­ψη­φία των Χριστιανών πιστών όχι μόνο δεν κατέχει τίποτε από τα βασικά στοιχεία αυ­τών των θε­μά­των της πίστεώς των αλλ’ ούτε θέλει να μάθει. Εντοσούτω αυ­τοί οι πιστοί φανα­τικοί απαιτούν να επι­βάλλον­ται, να μην ακούνε τίποτα και όποτε τους βολεύει για ιδίους λό­γους να καταφεύ­γουν συ­νεχώς στην αίρεση. Η μέθοδος της συ­νεχούς συγχωρή­σεως, η οποία δημιουργεί συνεχή ανευθυνότητα, τους έρχεται πο­λύ βολική. Όταν δε κά­ποιος τους λέγει ορισμένα πράγματα τα οποία ακού­γον­ται πα­ράξενα ή μη θε­μιτά τότε εξανί­στανται και ισχυρίζονται ότι ψεύδεται. Αν όμως τους τα επιδείξει στις γραφές τους, τότε αρ­χίζουν να επικαλούνται άγνοια, άλλες έννοιες, ψευτο­αιτιολογήσεις, υπεκφυγές, κλπ. Κύριε δεν έχει ση­μα­σία τί γράφει εκεί μέσα! Εγώ πι­­στεύω! Ό,τι και να λες, εγώ πιστεύω. Πιστεύω διότι φο­βούμαι ή δεν ξέρω για­τί! Κλπ. Έτσι έχει προκληθεί μια τρομα­κτι­κή πνευ­ματική εξαθλίωση της κοινωνίας, η οποία στις μέρες μας έχει λάβει τρομακτικά επικίν­δυ­νες δια­στάσεις. Το τί θα προ­κύ­ψει εν­τός ολίγου απ’ αυτό το οικτρό χάλι, αποτε­λεί ένα σο­βαρό­τατο πρόβλημα υπάρ­ξεως.

 

Όπως και να έχει το ζήτημα, όλη η θεολογική δικαιολογία υπάρξεως του Χριστια­νι­σ­μού γράφεται επι­σήμως και διά πρώτη φορά στις Επιστολές του Παύλου, κυρίως Πρός Ρωμαίους, Α΄ και Β΄ Πρός Κορινθίους, Πρός Εβραίους κλπ. Με δυο λέξεις μπορεί να αποκρυ­σταλλωθεί ως εξής. «Ο Χριστιανισμός θεμελιώνεται στο προ­πα­το­ρικό αμάρτημα του Αδάμ και της Εύας και την απολύτρωση του ανθρω­πί­­νου γέ­νους από την αμαρτία, την ολοκληρωτική αρχική κατάρα και την τρομακτική συνεχή οργή του Θεού Πατρός Γιαχ­βέχ διά της θυ­σίας τού Υιού του. Διά της πτώσεως των πρωτο­πλάστων η αμαρτία και η δράση του Σατανά και των διαβόλων του, ωσάν Πλατω­νι­κές ιδέες, εισήλθαν στον κόσμο και ο κόσμος πρέπει υποχρεωτικά να σωθεί, από την συνεχή και τρο­με­ρή οργή του Παναγάθου Θεού, ο οποίος εκτός από τον Αδάμ και την Εύα κατα­ράστηκε όλους τους απογόνους των και ολόκληρη την δημιουργία του «εις πάντας τους αιώνας».

 

Ο πρώτος θεολόγος και συγγραφέας του Χριστιανισμού, ο Απόστολος Παύ­λος υπερ­τονίζει το σημείο αυτό στις επιστολές του και η θεολογία του στρέφεται γύρω απ’ αυ­τό. Εκεί τίθεται η αρχή του όλου εγχει­ρή­μα­τος! Βλέπε π. χ. Πρός Ρω­μαί­ους 5: 6-21, κ.α. Ο καταραμένος όφις του μύθου του Παραδείσου και των Πρωτοπλάστων για τους Χριστιανούς είναι ο Σατανάς ο οποίος διαθέτει μυριάδες δια­βό­λων υπη­ρετών. Ο Σατανάς και οι διάβολοί του είναι τώρα πανταχού παρόντες στην τέλεια δη­μιουργία, αντιστρατεύονται τον Παντοδύναμο Θεό και πρέπει να κατατ­ρο­πωθούν. Έτσι ο Θε­ός Πατήρ «σω­τη­ρίαν ηρ­γά­σατο εν μέ­σω της γης». Από ‘δω και ‘μπρος αένα­ος αγών διε­ξάγεται κατά του Σατανά και των διαβόλων. Το σχέ­διο της σω­τη­ρίας αρ­χίζει σχε­δόν αμέσως μετά την πτώση στο βιβλίο της Γενέσεως. Ολό­κ­λη­ρη η διαστρευλωμένη χρισ­τιανική Πα­λαιά Διαθήκη περι­γράφει τα φοβερά και τρο­με­ρά βήματα αυτού του σχεδί­ου του Παν­τ­ο­δυ­νάμου. Αυτό κράτησε πέντε με έξη χιλι­άδες χρόνια κατά τους εξαιρε­τικά περίεργους υπολογισμούς που μας παρέχει η Παλαιά. Διαθήκη. Στην Καινή Δια­θήκη έχο­με τον τελι­κό εξευ­μενισμό της οργής του Φιλευσπλά­χνου. Αυτός επι­τεύ­χ­θη­κε διά της σταυ­ρικής θυ­σί­ας του «ομο­ου­σίου τω Πατρί» Υιού Του Θεού, Ιησού Χρισ­τού. Για το πως παίχ­θη­κε αυτό το θείο δράμα το οποίο και έκλεισε την τελευ­ταία σκη­νή του θεάτρου της σωτη­ρίας, η Και­νή Διαθήκη μας προσφέρει τέσσερις περι­γρα­φές. Από ‘δω και ‘μπρος η Θε­ό­τη­τα εισήλθε ενεργώς εντός του ιστο­ρικού γίγνε­σθαι της αν­θρωπό­τητας. (Πριν άραγε, απλώς έριχνε κα­μιά ματιά απ’ έξω όπως διεκήρυττε ο αρχιαιρεσιάρχης Μαρκίων;!). Τώ­ρα ο Γιαχβέχ, θρι­αμ­βευτής πλέον, έγινε ο πηδαλι­ούχος της ανθρώπι­νης ιστορίας. Αλή­θεια, μήπως έχετε με­λε­τή­σει πόσο θαυμάσια εξε­λίχθηκε η αν­θρώ­πινη ιστο­ρία από τότε που ο Γιαχ­βέχ πήρε το πη­δάλιο στα χέρια του; Από κει και πέρα αν πι­στέ­ψομε και κολλήσομε σ’ αυ­τή την «ιστορι­ούλα» σωθή­καμε και θα κληρονο­μή­σο­με την αιώνια βα­σιλεία των ου­ρανών στον παρά­δεισο και στους κόλ­πους του Αβρα­άμ... Αλλιώς, μας πήρε και μας σή­κω­σε!... Κα­τα­δικα­στήκαμε αιω­νίως στη φλεγόμενη αιώ­νια κόλαση του Σατανά και των διαβόλων με ακατάπαυστα βασανιστήρια που μόνο η νοσηρά φαντασία των χριστιανών μπορεί ή δεν μπορεί να διανοηθεί... Ο «καταρα­μέ­νος όφις» του μύ­θου του παραδείσου των πρω­το­πλάσ­των τον οποίον η χριστιανική θε­ολογία ταύτισε με τον Σατανά (ή τον αστέρα Εω­σφόρο, που είναι ο πλανήτης Αφροδίτη!) και οι υπη­ρέτες του διάβολοι (εκπεσόντες αστέρες, διάττοντες και κομήτες!) μας περι­μέ­νουν στο άσβε­στο πυρ της αιωνίου κο­λάσεως για να μας περιποι­ηθούν με κάθε βασα­νι­στή­ριο που μπορεί ή δεν μπορεί να φανταστεί κάθε νοσηρά φαντασία. Αυτή είναι η θε­ο­λογι­κή δι­καιο­λόγηση και καταξίωση του Χρι­στιανισμού όπως την δια­τύπωσαν οι φω­στήρες του. Αυ­τή έγινε και η αιτία κάθε βίας, μι­σαλ­λο­δο­ξίας, και συμ­φο­ράς!

 

Αυτά όλα είναι βεβαίως η βολική εξήγηση αυτού του αντιεπιστη­μο­νικού μύθου από τους Χριστιανούς και η θεολογική δικαιολόγηση της υπάρξεως του Χριστιανισμού. Αυτά όμως έγιναν και αιτία κάθε βίας, μι­σαλλοδοξίας, συμφοράς και καταστροφής. Είναι ένα απλούστατο παράδειγμα σχιζοφρε­νι­κής «λογικής» και καταστρο­φικής θεο­λογίας. Η Χριστιανι­κή θεολογία, εκτός από την ύπαρξη των απειραρίθμων και παν­τα­χού παρόν­των δια­βόλων, δικαιολογεί την ύπαρξη κάθε κακού στον κό­σμο (δισε­κα­τομ­μυρίων επι­βλα­βών ιών και μικροβί­ων, εκατομμυρίων ασθενειών, χιλιάδων φυ­σι­κών κατα­στροφών, συ­νεχών κατασπαράξεων ζώων από άλλα ζώα, απείρων αδικι­ών, πόνου, θλίψης, πέν­θους, λύπης, στεναγμού,... και ο κατάλογος συνεχίζεται επ’ άπει­ρον) διά της ατε­λεύ­τητης ορ­γής του Θεού της (Γιαχβέχ), ένεκα των ανθρω­πί­νων αμαρτιών και κυ­ρίως λό­γω του προ­πα­τορικού αμαρτήματος. Ο Θεός λόγω του προ­πα­τορικού αμαρ­τήματος του Αδάμ και της Εύας καταράστηκε εσαεί ολόκληρη τη δη­μιουργία Του. Εξακολουθεί συνεχώς να εξ­ορ­γίζεται μαζί της ένεκα νέων ανθρωπί­νων αμαρτιών ώστε να παίρνει συ­νε­χώς εκδί­κη­ση διά των απείρων κακών που δημι­ουρ­γεί. Σαν να μην έφταναν όλα αυ­τά, επιτρέπει και στον σα­τανά και στους διαβόλους υπηρέτες του να σκανδαλί­ζουν συνεχώς τους ανθρώ­πους, να τους ωθούν προς την αμαρ­τία, να τους προξενούν πολ­λά κακά και έτσι να υπο­νο­μεύουν συνεχώς την τέ­λεια δη­μι­ουργία τού Παντοδυνάμου. Π. χ. οι ασθένει­ες είναι προϊ­όν­τα των δαι­μό­νων (Ματθαίος 12: 43-45, Λουκάς 11: 24-26, θαυμάστε θεϊκήν σοφίαν: «Όταν το ακάθαρ­τον πνεύ­μα εξέλ­θη από του ανθρώπου, διέρ­χε­ται δι’ ανύδρων τόπων ζητούν ανάπαυσιν, και μη ευρί­σκον λέγει· υπο­στρέ­ψω εις τον οίκόν μου όθεν εξήλθον· και ελθόν ευρίσκει σεσα­ρω­μένον και κεκοσ­μημένον. τότε πορεύεται και παραλαμβάνει επτά έτερα πνεύμα­τα πο­νηρότερα εαυτού, και εισελθόντα κατοικεί εκεί, και γίνεται τα έσχατα του αν­θρώ­που εκείνου χείρονα των πρώτων.», 13: 10-16, Πράξεις 8: 7, κλπ.), αλλά και αμαρτιών (όπως ομολογείται απαντα­χού στην Παλαιά Διαθήκη και στον Ιωάννην 5: 14 «... μη­κέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρόν σοί τι γένηται.»). Με­τά όμως γυρνούν οι Χρι­σ­τια­νοί να μας ανα­κοι­νώ­σουν με απόλυ­τη βε­βαι­ότητα ότι «ο Θεός αγά­πη εστί» και ότι ήταν ο Χριστιανισμός εκείνος που έφε­ρε το μή­νυ­μα της αγάπης στον κόσμο. Μας λέ­νε επί­σης με «πλήρη γνώση και βε­βαιότητα» ότι όλα αυτά τα άπειρα και ανα­τ­ριχιασ­τικά κακά τα επι­τρέπει ή τα προκα­λεί ο Πανάγαθος διά παιδαγωγικούς ή δοκι­μασ­τι­κούς λό­γους ακόμα και επί ανθρώ­πων που δεν έχουν φταίξει σε τίποτα.

 

Οι Εβραίοι υπέ­κλεψαν τον μύθο της δημιουργίας του Αδάμ και της Εύας από την Με­σοποταμία, αλλά του αποδίδουν εντελώς διαφορετική έν­νοια. Ο μονα­δι­κός Θε­ός του Αβραάμ και του Μωυ­σέ­ως, Γιαχβέχ, είναι ο χριστιανικός Θεός. Αυτόν τον θεό οι Χριστιανοί κατάφεραν να με­ταλλά­ξουν σε Αγία Τριά­δα πέντε αιώνες περίπου μετά την γέννηση του Θε­αν­θρώπου και κα­τόπι πολ­λαπλών σκληρών δια­μα­χών και συνό­δων. Η Παλαιά Διαθήκη δεν μι­λάει πουθενά για Αγία Τριάδα όπως μας το πιστοποι­ούν και οι ίδιοι οι Εβραίοι που την έγρα­ψαν. Συγκεκριμένα μας λένε ότι, πουθε­νά και ουδέποτε στην Εβραϊκή θρησκεία και πα­ράδοση υπάρχει οιαδήποτε ιδέα περί τριαδι­κού θεού, πράγμα που παραδέχεται και το επιστημονικό σύγγραμμα Harpers Bible Dictionary, Madeleine S. Miller and J. Lane Miller, Seventh Edition, Harper Row, Publishers 1952-1961.

 Αυτή είναι εξω-Εβραϊκή σύλ­λη­ψη και απαντάται σε πολλές άλλες αρχαίες θρησ­κεί­ες από Αίγυπτο μέχρι Ινδίες. Ας κό­πτον­ται οι Χριστιανοί ότι η Παλαιά Διαθήκη υπαινίσ­σεται την τριά­δα σε δυο - τρία γνω­στά χωρία της Γενέσε­ως, τα οποία αυτοί σκοπίμως παρερ­μή­νευσαν όπως τους βό­λευε. Π. χ., Γένεσις 1: 26 «και εί­πεν ο Θεός· ποιήσωμεν άνθρω­πον κατ’ ει­κό­να ημετέ­ραν και καθ’ ομοίωσιν, και αρχέ­τω­σαν των ιχθύων της θαλάσσης και των πετει­νών του ουρανού και των κτηνών και πάσης της γης και πάν­των των ερπε­τών των ερπόν­των επί γης.». Εδώ σκοπίμως παρερμήνευσαν τον πληθυντικό μεγαλοπ­ρεπείας «ποιήσωμεν» της Εβραϊκής γλώσσας ή τον πληθυν­τι­κό της Εβραϊ­κής Τανάχ (Παλαιάς Δια­θή­κης) «Ελοχίμ=θεοί», η μάλλον του κα­τά εποχές Εβραϊκού πολυθεϊσ­μού. Ακόμα οι Χρι­στιανοί νομί­ζουν ότι σε μερι­κά ση­μεία στα οποία η Πα­λαιά Διαθή­κη αναφέ­ρει κατά κάποιον τρόπο τον αρι­­θμό «τρία» εν­νοεί την Αγία Τρι­ά­δα! Π. χ., Γένε­σις 18: 2 «[ο Αβραάμ] αναβλέ­ψας δε τοις οφθαλ­μοίς αυ­τού είδε, και ιδού τρεις άν­δρες ειστή­κει­σαν επάνω αυτού· και ιδών προσ­έ­δρα­μεν εις συν­άντησιν αυτοίς από της θύ­ρας της σκηνής αυ­τού και προσεκύ­νη­σεν επί την γην.», κλπ. Το πώς αυτό το «τρεις» εννοεί την Αγία Τριάδα των χριστιανών διαφεύγει της νοημοσύνης κάθε επιστήμονα ερευνητή και κάθε Εβραίου! Ο Μεσ­σίας ή Χρι­στός της Πα­λαιάς Δι­αθήκης και Ιουδαϊ­κής παρα­δό­σε­ως ήταν έμπνευση της Βαβυλωνιακής αιχμαλωσίας. Απλώς, ήταν άν­θ­ρωπος Δαυ­ϊ­δι­κής κα­τα­γω­γής και όχι εξ Αγίου Πνεύματος, τον οποί­ον θα απέ­στελλε ο Για­χ­βέχ στους Εβραίους για να αποκαταστήσει το χαμένο κράτος Δαυίδ. Δεν ήταν ούτε Υιός του, ούτε ομοού­σιος ή ίδιος με τον Πατέρα Θεό Γιαχβέχ και όλα αυτά τα χριστιανικά δογ­ματικά ακα­ταλαβίστικα, τα οποία στους Εβραίους ήταν όχι μόνο άγνωστα αλλά και αποκρουστικά..

Για να μη μακρηγορούμε λοιπόν, ανα­φέρομε ότι οι περισσότερες αδίστακτες διαστρε­βλώσεις και εξωφρενικές πα­ρερ­μη­νείες των Εβρα­ϊ­κών κειμένων που έγιναν, ως επί το πλείστον επίτηδες, από τους Χριστιανούς συνί­στανται κυρίως στα εξής ση­μεία:

 

1)     Σε πάρα πολλές τρομερές παρερμηνείες διαφόρων γεγονότων ή ποιητικών κει­μέ­νων.

2)     Σε αλλαγές ή λάθος μεταφράσεις διαφόρων σημαντικών λέξεων.

3)     Κακή χρήση της Εβραϊκής ή Αρχαιο-Εβραϊκής γλώσσας ένεκα κακής ή ελλι­πούς γνώσεως αυτής και της Εβραϊκής παραδόσεως.

4)     Σε αλλοιώσεις ή απαλείψεις διαφόρων στίχων, παραγράφων και κεφαλαίων.

5)     Σε περίπου 300 προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης οι οποίες δηλώνομε κατη­γορηματικώς εδώ ότι εί­ναι: (α) είτε αν­ύπαρκτες, (β) είτε παραφρασμένες επί τούτου, (γ) είτε τεθι­μέ­νες εκτός θέμα­τος επί τούτου, (δ) είτε δήθεν αναφέ­ρον­ται στον Ιη­σού Χριστό των Ευαγγελί­ων ενώ αναφέρονται σε άλλα πράγματα, (ε) είτε κείμενα προς τα οποία οι ευαγγελιστές και οποιοιδήποτε άλλοι έγρα­ψαν και προσάρμοσαν εκ των υστέρων αν­τίστοιχα πλασματικά «συμβάντα» έτσι ώστε τα παλαιοδιαθηκικά κείμενα να φαν­τάζουν σαν προφητείες. Πλασ­το­γραφίες και αλχημείες δηλαδή!

Όλες οι υπο­τι­θέμενες προφητείες που αναφέρονται στην Καινή Διαθή­κη και υπάρχουν στην Παλαιάν ανα­φέ­ρονται σε εν­τελώς διαφορετικά πράγμα­τα και όχι στα θέματα των χριστιανικών αφηγήσεων. Έχουν γίνει πλήρεις με­λέ­τες και εκδοθεί πολλά συγγράμ­μα­τα από πά­ρα πολ­λούς επιστήμονες, με­τα­ξύ των οποίων υπάρχουν και πολλοί Εβραίοι επιστήμονες ή ραβίνοι, επί όλων αυτών των δήθεν προφη­τειών. Εξηγούν με κά­θε λεπτο­μέ­ρεια και πέ­ραν πάσης αμφι­βολίας σε τι αναφέρονται και τι θέ­λουν να πουν όλα αυτά τα εν­τελώς ξε­κομ­μένα από το περιβάλλον τους και παραφρασμένα αποσ­πά­σμα­τα, τα οποία στην Καινή Διαθήκη φιγουράρουν σαν προφητείες. Με μια καλή με­λέτη ο κα­θένας εύ­κο­λα μπο­ρεί να ανα­γ­νω­ρί­σει σε τι αναφέρονται και τι ακριβώς δι­ατυ­πώ­νουν. Ειδικά οι Εβραίοι οι οποίοι τα έγραψαν με τα χε­ράκια τους έχουν σα­φώς αναλύσει σε τι ανα­φέρονται και τι εννοούν. Δεν περίμεναν την υσ­τερόχ­ρονη χρισ­τι­α­νική αίρεση να τους τα δι­δάξει! Όπως είπαμε υπάρ­χουν πά­ρα πολλά βι­βλία και άρθρα, τα οποία επε­ξη­γούν όλα αυτά τα θέ­μα­τα, για να με­λε­τήσουν και να μάθουν οι εν­δια­φε­ρόμε­νοι αναγ­νώστες. Αρκετά ευρίσ­κον­ται στην βι­βλιογ­ραφία μας. Πρωτί­σ­τως όμως, ας μελετήσουν επισταμένως την ίδια την Πα­λαιά Δια­θή­κη σε συ­ν­άρτηση με την Ιστο­ρία των και­ρών και των συμ­βάν­των εκείνων, και ύστερα ή και ταυτόχρονα με­ρι­κές υποβοηθητικές αναλύσεις ερευνητών. Μετά ας εξετάσουν τα αντίστοιχα εδάφια της Καινής Διαθήκης και μετά πολύ εύκολα μό­νοι τους θα κατανοήσουν όλα όσα εμείς εδώ καταμαρτυ­ρούμε ή παραλείπομε.

Οι περί τους 25 καθηγητές των μεγαλύτερων πανεπι­σ­τη­μίων των Η.Π.Α. που έφτιαξαν την βιντεοταινία From Jesus to Christ, ομολογούν ότι αυτές οι προφητείες εγράφησαν μετά το +73 Κ. Ε. Τότε η χριστιανική αίρεση κατέφυγε στην Παλαιά Διαθήκη για να βρει και να παρουσιάσει τα έσχατα επιχει­ρήματά της προς τους ορθοδόξους Φαρισαίους και συνεχιστές τους Ιου­δαϊσ­μού, υπέρ του ισχυρισμού τους ότι αυτοί είχαν στις τάξεις τους τον πραγ­ματικό Μεσσίαχ, ο οποίος όχι μόνο είχε ήδη έλθει αλλά και επρόκειτο να ξα­νάρθει εντός ολίγου για δεύτερη φορά! Σ’ αυ­τή την σφοδρή και βιασ­τική αντι­παράθεση τα έκα­ναν μούσκεμα με την ακα­ταστασία τους και την σκοπιμότη­τά τους. Τελικά δεν έπεισαν σχεδόν κανέ­να Φαρισαίο ή οπαδό των Φαρισαί­ων.

Η χριστιανική αίρεση (αποκαλουμένη ως οδός ή αίρεσις των Ναζωραί­ων και δεισιδαιμονία στις Πράξεις 9: 2, 24: 5, 22, 25: 19), μετά την κατασ­τρο­φή του + 70-73, στην προσ­πάθεια της να αναλάβει αυτή τα ηνία του Ιου­δαϊ­σμού ανέτρεξε στην Πα­λαιά Διαθήκη και πλάσαρε ως προ­φητείες για τον δικό της Μεσσίαχ (υπάρξαν­τα ή μυθολογικό) όσα αποσπά­σμα­τα εβόλευαν την ακ­ροσφαλή κατάστασή της. Οι προφητείες αυτές ευρίσ­κον­ται εντός των Ευαγ­γελίων κυρί­ως, και ολίγες εντός των υπολοίπων βιβλίων. Μερικές εξ αυ­τών δεν υπάρχουν πουθενά στην Πα­λαιά. Όσες υπάρχουν, είναι παραφρασμέ­νες και αφορούν τον Ιουδαϊκόν λαό, τους αρχηγούς του, τον ίδιο τον προφήτη ή συγ­γενικά του πρόσωπα και άλ­λα διαφορετικά θέματα. Οι χριστιανοί απέ­σ­πα­σαν τα κεί­μενα αυτά, τα προσ­άρμοσαν ή τα παρά­φρασαν και μετά τα εκόλλη­σαν στον δικόν τους μυθολογικό Ιησού Χριστό. Σε άλλες περιπτώσεις έπλα­σαν και κατέγραψαν ένα φανταστικό συμ­βάν που να ταιριάζει και έτσι να φα­νεί ότι εκπ­λη­ρώθηκε μια δήθεν προφητεία κάποιου κειμένου της Παλαιάς.

Αξιοπαρατήρητο είναι το γεγονός ότι ενώ το όνομα Ιησούς (το οποίο σημαίνει ο Γιαχβέχ σώζει ή ο Γιαχβέχ σωτήρ μου) το συναντάμε πολλές φο­ρές μέσα στην Παλαιά Διαθήκη (π. χ. στον Ιησού του Ναυή, στον Ζαχαρία, κ. α.), παρ’ όλα ταύτα δεν αναγράφεται σε κα­νένα απ’ όλα αυτά τα ξεκομμένα δήθεν προφητι­κά αποσπα­σματάκια της Παλαιάς Διαθήκης τα οποία στην Και­νή αναφέρονται σαν δήθεν προφητείες περί του υπο­τι­θε­μένου προ­φητευθέντος Ιησού Χριστού. Με μια προσεκτική μελέτη εύκολα βλέπομε ότι αυτά τα απο­σπάσματα σε καμία περίπτωση δεν αναφέρονται στον Ιησού Χριστό, ού­τε καν τον υπονοούν! Αν κανείς αμφιβάλλει γι’ αυτό, δεν έχει παρά να αν­τι­παρα­βάλ­λει πιστά ολόκληρα τα κείμενα της Παλαιάς (και της Μασόρας) με τα αντίσ­τοιχα της Καινής! Μετά ας γράψει καθαρά και αντικειμενικά μια μεγάλη διατ­ριβή επ’ αυτού του εκτε­νούς και σπουδαίου θέματος, αφού εμείς αδυνα­τούμε να την παραθέσομε εδώ λόγω χώρου και χρόνου.

Σ’ αυτό το σημείο, επιθυμούμε να κάνομε και την εξής ερώτηση: Ενώ οι Χριστιανοί ισχυρίζονται (ψευδώς ή εσφαλμένως βεβαίως) ότι η Παλαιά Δι­αθήκη περιέχει εκατοντάδες προφητείες για τον Ιησού Χριστό, αυτές φτάνουν μέχρι και την σταύρωσή του! Μετά τί έγινε; Διατί δεν μας παρέχει καμιά προ­φητεία για την αποκαθήλωσή του, την ταφή του (εκτός ίσως μία), τον κενό τά­φο, την ανά­στα­σή του, τις Μυροφόρες, τις επα­νεμφανίσεις του, την ανάληψή του, την δευτέρα παρουσία του, την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, κλπ; Τί συμ­βαίνει μ’ αυτά τα βαρύγδουπα «γεγονότα»; Δεν ήταν αυτά τα «γε­γονότα» άξια προφητειών από τον Μωυσή, όλους τους προφήτες, τους ψαλμούς, κλπ., ή γι’ αυτά η προ­φητική ικανότητα και θεοπ­νευστία στέρεψε; Αναμένομε την απάντηση των θεο­λόγων! Εμείς, κατόπιν εκτενής έρευνας, ξέ­ρομε την δική μας! Όπως φαίνεται ο μύθος της αναστάσεως κλπ. ανεπτύχθη μετά την συγγ­ραφή των προηγουμένων προφητειών ή στην Πα­λαιά Διαθήκη δεν βρέθηκαν κειμενάκια που να ταιριάζουν σ’ αυτόν.

Αυτά τα υποτιθέμενα συγκλονιστικά γεγονότα επλάσ­θη­σαν και προσε­τέθηκαν στις χριστιανικές αφηγήσεις αργότερα όταν πλέον η μόδα των προ­φητειών είχε λή­ξει και δεν είχε πλέον νόημα ή αποτέλεσμα! Η διαμάχη Χρισ­τιανών και Φαρι­σαίων εί­χε πλέον κρίνει του Φαρισαίους ως συντριπτικούς νι­κητές και ως τους νέους καθοδηγητές του Ιουδαϊκού λαού. Αυτή η πρόσθεση λοιπόν πρέπει να συνέβη μετά την τρομακτική αποτυχία της δεύτερης επανάσ­τασης των Ιουδαί­ων κατά των Ρωμαίων το +135. Τότε ακριβώς έγινε και το τελικό και αμετάκλητο σχίσμα Χρι­στι­ανισμού – Φαρισαϊσμού και δεν υπήρχε πλέον χρεία πε­ρισσοτέρων προφη­τει­ών για να πεί­σουν κανένα. Από τότε και μετά οι Χριστι­ανοί ξανάγραψαν τα Ευαγγέλια τους μπόλικες φορές και παρέ­μειναν με την εσχατολογία τους και την προσμονή της Δευτέρας Παρουσίας. Το τελικό αποτέλεσ­μα ήταν ότι τα Ευαγγελία τους δεν είναι θε­όπνευστα κείμε­να όπως επιμένει το δόγμα τους, αλλά μια κυ­ριολεκτική σαλάτα! Γι’ αυτό είναι τέσσερα και όχι ένα σωστό και πλήρες.

6)     Σε προσθήκες διαφόρων κεφαλαίων και 10-12 μεταβαβυλωνιακών βιβλίων στον κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης ως Δευτεροκανονικών, τα οποία ο Ιουδαϊ­σμός και υστερότερα ο Προτεσταντισμός απέρριψαν ως μη κανονικά και υπό­πτου προελεύσεως.

7)     Στην κατάταξη του ψευδεπιγράφου βιβλίου του Δανιήλ (που γράφτηκε κατά τα έτη 167-164 Π. Κ. Ε.) στους προφήτες, ενώ για του Εβραίους θε­ωρείται ύποπτο και διά τούτο το κατέταξαν απλώς στα γραπτά (αγιόγραφα) και όχι στους προ­φήτες.

8)     Στην καταστροφή πρωτοτύπων πηγών και στην κατόπι δημιουργία αναμαση­μά­­των, τα οποία σε πολ­λές περιπτώσεις που κατέστη δυνατόν, η έρευνα απέ­δειξε ότι διαστρέφουν τα αρχι­κά κεί­με­να. Π. χ., δεν έχομε το πρωτότυπο της μετά­φρα­σης της Παλαιάς Διαθήκης των Εβδομήκοντα(δύο) αλλά ότι μας πα­ρέ­δωσαν γι’ αυτήν μετά τον τέταρτο αιώνα, ούτε τις με­τα­φ­ράσεις του Συμμά­χου, του Ακύλα και του Θεοδοτίωνος (εκτός από ελάχιστα αποσπάσματά τους και αναφορές άλλων), την Ιτάλα, την Ιστορία του Ηγησίππου, τα γραπτά του Παπία, του Ωριγένους και χί­λια δυο άλλα συγγράμματα...

 

Έτσι λοιπόν οι κύριοι Χριστιανοί απολογητές και θεολόγοι χρησιμοποιούν τα Εβρα­ϊ­κά θρησκευτικά κείμενα οσάκις και όπως τους βολεύουν, ενώ όταν δεν τους βολεύ­ουν ισχυ­ρίζονται ότι οι Εβραίοι δεν τα έχουν εννοήσει ορθώς. Αυτοί δηλαδή που τα έγραψαν και τα έζησαν διά μέσου των αιώνων δεν καταλαβαίνουν τί γράψανε και δεν ξέ­ρουν τα βιώ­ματά τους, αλλά θα τους τα εξηγήσουν καλλίτερα οι αιρετικοί και οι πα­­ρείσα­κτοι. Όπως ανωτέρω αναλύσαμε οι Εβραίοι Νοτζρίμ και οι πρώτοι Εβραιο­χρι­στιανοί καιροφυλα­κτούσαν να αρ­πάξουν την θρησκευτική και πολιτική εξουσία του Ιουδαϊσμού χωρίς τελικά να τα κα­ταφέρουν. Από τον δεύτερο αιώνα Κ. Ε. μέχρι και σήμερα όμως βλέπομε συνεχώς τους μεταλλαγμένους σε Χριστιανούς αποστάτες και τους μετέπειτα ιδιόρρυ­θμους και συνεχώς μεταλλασσομένους Χριστιανούς να ισ­χυρίζον­ται ότι αυτοί είναι οι μό­νοι σωστοί εκπρόσωποι και κληρονόμοι της θρη­σ­κείας των γονέων τους Ιουδαίων και ότι ο παγκόσμιος Ιουδαϊσμός οφείλει να γίνει μέ­ρος του Χριστιανισμού, είτε με το καλό είτε με την ωμή βία, αν επι­θυ­μεί να σωθεί. Ουδέποτε εγκατέλειψαν αυτήν την ιδέα και οι σω­τήριες βιαιοπραγίες των Χριστιανών κατά των Εβραίων αρχής γενομένης με τον ίδιο τον Κων­σταν­τίνο μέχρι και πρόσφατα είναι ίδιες και χειρότερες με αυτές που διέπραξαν κατά οποιασδήποτε άλλης αί­ρεσης ή θρησκείας. Ο Κωνσταντίνος πρώτος εξέδωσε ένα κατα­δι­καστικό μνημόνιο κατά των Εβραίων ως «θεοκτόνων». Εντός ολίγου ο Ιωάννης Χρυσόστομος ωρύεται εναν­τίον τους! Από τότε και μετά οι Χριστιανοί έγιναν τα κάκιστα παιδιά που εστρά­φη­σαν με πρωτοφανή βία, μίσος και φονικότητα κα­τά των γονέ­ων τους και προσ­πάθη­σαν πολλάκις να τους εκτοπίσουν και να τους επιβάλ­λουν αυτά που πισ­τεύουν! Έτσι εδημιούργησαν μια οικτρή, αμήχανη και καταστροφική ψυχολογία με­τα­ξύ των ιδίων και των γονέων τους!

 

Αν εξαιρέσομε το γεγονός ότι η σέκτα των Νοτζρίμ – Εβιωνιτών ήταν από την αρχή γνήσια υπόθεση και αίρεση του Ιουδαϊσμού εν συγκρίσει με τούς επικρατούντες Ιε­ρείς, Σαδδουκαίους και Φαρισαί­ους και ενδιαφερόταν μόνο για τα Ιουδαϊκά θρησκευ­τικά, κοι­νωνικά και πολιτικά θέματα, η ειρηνική συνύπαρξη του Χριστιανισμού με τον ραβινικό Ιουδαϊσμό μετά το 135 Κ. Ε. ήταν αδύνατη και για έναν άλλον λόγο. Ο Εβραϊσμός – Ιου­δαϊ­σμός ήταν θρησκεία διά το έθνος των Εβραίων από αρχαιοτάτων χρό­νων. Παρ’ όλον ότι μέσα σε μια χιλιετία εγνώρισε μεταβολές, εξελίξεις και προ­σ­αρμογές, οι Εβραίοι την έφτιαξαν μόνοι τους και την έκοψαν και έραψαν στα μέτρα τους. Δεν τους την επέβαλε κανένας έξωθεν. Σύμφωνα με το αυθαίρετο και απόλυτα ρατσιστικό αξίωμα που έθεσαν, ήταν ο «εκλεκτός λαός του μονα­δικού δικού των Θε­ού». Οι άλλοι λαοί ήταν «γκογίμ» δηλαδή αγέλη, που οι Εβδομή­κον­τα(δύο) κακώς μετέφρα­σαν διά της λέξε­ως «εθνι­κοί». Μόνο αν γινόταν δούλοι των Εβραίων ή υπο­δεέστεροί τους, ή έπαιρ­ναν ασυζητητί την Εβραϊκή φώτιση, μόνο τότε θα έβρι­σκαν κάποια χάρη δίπλα τους. Έτσι παρά τις θεολογικές δια­φο­ρές που οι διάφορες τάσεις των είχαν και παρά τις διαφο­ρετικές ερμηνείες και παρερμηνείες που έδι­ναν στον Νό­μο και τους Προφήτας, μόνο βάσει αυτού του γεγονότος δεν ήταν δυνατόν οι εθνικισ­τές Εβραίοι να δεχθούν έναν Χριστιανισμό υβρίδιο, ο οποίος αυτοα­ποκα­λεί­το «Νέον Ισραήλ» και που προσπα­θούσε να κατασπα­ράξει όλα τα έθνη ανε­ξαιρέτως κά­τω από μια καινοφανή, ιδιότυπη, αιρετική Εβραϊκή πί­στη που θα δε­χόταν αρχηγούς και εξ εθ­νικών. Πώς να δε­χ­τούν κάτι τέτοιο όταν είχαν υπάρ­ξει για αιώνες υποτε­λείς σε Ασσυ­ρίους, Βαβυλω­νί­ους, Πέρσες, Επιγόνους του Μεγά­λου Αλεξάνδρου και Ρω­μαίους; Ο εθνικισμός τους και η θρησκευτική αποκλει­στι­κό­τητά τους δεν τους το επ­έτρεπαν! Μελετώντας τις Πράξεις των Αποστόλων και τις Επι­στολές βλέπομε κα­θαρά ότι ο Παύλος με το κήρυγμά και την δράση του, παρ’ όλον ότι χρη­σιμοποιού­σε κά­θε δόλο, ψεύ­δος, βία, πανουργία και στρεψοδικία, εί­χε μη­δα­μινά απο­­τελέσματα όχι μόνο μετα­ξύ των Εθνικών αλ­λά μεταξύ των Ιουδαίων τόσο της Παλαι­στί­νης όσο και της Διασ­πο­ράς. Η δράση του παρέμεινε παράνομη και εξωμοτική για τους Ιουδαί­ους, ύποπτη και ανόητη για τους μη Ιουδαίους, τα δε κυρήγματά του ανόητα και ανα­κόλουθα.

 

14. Ερμηνείες, Παρερμηνείες, Ψευτοδικαιολογίες ...

 

Οι ερμηνείες και οι παρερμηνείες των Αγίων Γραφών δίνουν και παίρνουν μέσα στην Ιερά Παράδοση, στην Κατήχηση, στην Απολογητική, στις Θεοφώτιστες Συνόδους, στους Ιερούς Κανόνες, κλπ. Δεν υπάρχει τίποτα το συγκεκριμένο αλλά ένας τεράσ­τι­ος κυ­κεώνας αντιφάσεων και μια διαρκής σύγχυση. Ό,τι θέλεις συμπεραίνεις και ό,τι θέ­λεις απορρίπτεις. Ό,τι θέλεις μπορείς να το βασίσεις κάπου, σε κάποιο χωρίο, κλπ. Δεν υπάρχει η μία και αληθινή ερμηνεία αλλά εκατομμύρια παρερμη­νείες με εκα­τομ­μύρια ψευτοδικαιολογίες! Ο Λόγος του αληθινού πανσόφου και παντο­δυ­νά­μου θε­ού κατάντησε θέμα ερμηνείας και εξηγήσεως από τους κοινούς θνητούς! Ήλθε στη γη έπαθε, απέ­θα­νε και ανέ­σ­τη και ακόμα δεν μας είπε ποια είναι τέλος πάντων η σω­στή ερμηνεία της αποκαλύψεώς του. Ή γιατί δεν μας τα είπε τελείως καθαρά, τουλά­χι­σ­τον τη δεύτερη φορά, ώστε να μην χρειάζεται απολύτως καμιά ερμηνεία; Πάν­σοφος και παντογνώστης ήταν, δεν θα του έπεφτε κόπος! Όλες αυ­τές οι ερ­μηνείες και οι πα­ρερμηνείες οφεί­λονται βεβαίως στο ότι οι ίδιες οι ιερές γρα­φές, Βί­β­λος, Παράδοσις, κλπ., γέμουν με χιλιάδες λάθη, αντιφάσεις, πα­ρα­λογισ­μούς, ανοησίες, βλακείες, υπερ­βολές, εκφο­βι­σ­μούς, αδικίες, βία, κ. ο. κ., και στο ότι η ιστορική τους αλή­θεια της μεν Βίβλου εί­ναι σχεδόν ανύ­παρκτη και επομένως είναι ένα τεχνητό μυ­θολό­γη­μα, της δε Παρα­δό­σεως είναι εντελώς υποκειμενική που υπηρετούσε κατά τό­πους και εποχές σκοπιμό­τητες, συμφέροντα, και πως τα έβλεπε τα θέματα ο κάθε ερμηνευτής, κλπ!

 

Έχομε ήδη καταγγείλει ότι ο πρώτος που χρησιμοποίησε δολιότητες, ψευδολογίες και ατιμίες ήταν ο Παύ­λος. Εκ­τός του ότι οι κα­τά συρροήν αντιφάσεις και στρεψο­δι­κίες του ιδίου ανέρχονται σε πολλές εκατον­τά­δες, (που έχουν εκτεθεί σε πολλούς διε­θνείς καταλό­γους), δεν έχετε άλλο να κάνετε παρά να μελετήσετε προσε­κτικώς όλες τις επιστολές του σε σχέση με την υπόλοιπη Καινή Διαθήκη και μεταξύ των. Ιδι­αι­τέ­ρως εξετάσετε: Πρός Ρωμαίους 3: 5, 7 που παραθέσαμε στην αρχή, Α΄ Πρός Κοριν­θίους 6: 12, 9: 19-23, 10: 23, 31, 35 (10: 35 έρχεται σε αν­τί­φαση με Πρός Γαλάτας 1: 10), Β΄ Πρός Κορινθίους 5: 13, 7: 16, 12: 16, Πρός Γαλάτας 2: 2, Πρός Φιλιπ­πη­σί­ους 1: 15-18, Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς 2: 11-12. Αφού δια­βά­σε­τε αυτά τα χωρία και τα κατα­λά­βετε βγάλετε τα συμ­πε­ρά­σματά σας και αποφασίσετε! Αλλά και ο Χριστός στον Μάρκο 4: 12 λέγει το απατηλό: «ίνα βλέποντες βλέπωσι και μη ίδωσι, και ακούοντες ακούωσι και μη συνιώσι, ...», κ. α.. Ακόμα για εξαπάτηση βλέπε: Γ΄ Βασιλειών 22: 23 «και νυν ιδού έδωκε Κύριος πνεύμα ψευδές εν στόματι πάντων των προφητών σου τού­των, και Κύριος ελάλησεν επί σε κακά.», Ιεζεκιήλ 14: 9, κ. ά.

 

Πολλοί χριστιανοί ερμηνευτές, πατέρες και απολογητές προσπαθούν να δικαι­ολογή­σουν την χριστιανική απάτη και ψέμα με το «σκοπός αγιάζει τα μέσα». Αυτά λένε επινο­ήθηκαν έτσι για να εξυπηρετήσουν καλούς σκοπούς. Από την άλλη όμως σου λένε «ου ψευδομαρτυρήσεις»! Πολλοί Πατέρες χρησιμοποίησαν κάθε δολιότητα και πολλοί έλε­γαν ότι το αμόρφωτο πλήθος («λεφούσι») χρειάζεται πολλούς μύθους (παραμύ­θια και σαχλαμάρες) για να μά­θει να πιστεύει και να συμμορφώνεται (βλέπε: Taylor, Diegesis, Chapter VI, etc.). Ση­μειώσε­τε ότι, ο Ευ­σέβιος Καισαρείας, εκείνος ο «μέγας επιμε­λητής και εκκ­λησιαστι­κός ισ­τορι­κός», ο δόκτωρ Ιερώνυμος, ο Αυ­γου­στίνος, εκεί­νος ο μοι­ραίος για την αν­θ­ρωπό­τη­τα και τον πολιτισμό και επονομασθείς Ιε­ρός, ο Ιωάννης Χρυσόστομος, κ. π. ά., χρη­σι­μο­ποί­η­σαν τα ίδια ανήθι­κα μέσα όπως ακριβώς κάνουν και οι κα­τά καιρούς, μέχρι και σήμερα, επώνυμοι και ανώ­νυ­μοι απο­λογη­τές και προπαγανδισ­τές του Χριστιανι­σμού. Τί λέτε, να είναι σύμ­πτω­ση;

 

Ο Παύλος πονηρός ων, εγκαινιάζει την παρερμηνεία ή ερμηνεία των γραφών κατά το δοκούν με το δολιότατο αξίωμα των Χρι­στι­α­νών θεο­λόγων και απολογητών ότι η Αγία Γραφή ερμη­νεύεται είτε κατά γράμ­­μα (δη­λαδή κυριολε­κτικώς) είτε αλληγορικώς (με­ταφορικώς) (π. χ. Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς γ΄: 6, Πρός Γαλάτας 4: 24). Αυτό τό πονη­ρό αξίωμα το τονίζει και ο Ωριγένης. Δεν μας λένε όμως κα­θό­λου τα κριτήρια διά των οποίων ξεχωρίζουν τα αλ­ληγορικά από τα κυρι­­ο­λεκτικά χω­ρία. Προφανώς ούτε και οι ίδιοι τα γνωρίζουν, εκτός βε­βαίως και πρόκει­ται για προ­­φανείς πε­ρι­π­τώ­σεις σχημά­των λόγου για τις οποίες δεν χρειαζόμαστε θεί­αν επιφοί­τη­ση.

 

Μια πε­ρί­π­τωση προφανούς μεταφοράς είναι η γνωστή «πα­ραβο­λή του σπο­ρέ­ως», Λουκάς 8: 4-15. Εδώ πράγματι ο Χρίστος λέγει μια εύκολη παρα­βολή (μεταφορά δη­λα­δή) με συμβολικά ή παρα­βολικά λόγια. Όσοι έχουν τελειώσει δημοτικό εύκολα κα­τα­λαβαίνουν τι θέλει να πει. Οι μα­θητές του όμως, ήταν τόσο καθυστερημένοι που του εζήτησαν την εξήγηση διότι όπως λέει δεν κα­ταλάβαιναν τι ήθελε να πει. (8: 9 «Επηρώτων δε αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες· τις είη η παραβολή αύτη;»). Ας δεν βαριέται, το παραβλέπομε! Μια άλλη τετριμ­μένη μεταφορά είναι αυτό που λέει ο Ιησούς στον Νικόδημο, Ιωάννης 3: 3 «απεκρίθη Ιη­σούς και είπεν αυτώ· αμήν αμήν λέγω σοι, εάν μη τις γεννηθή άνωθεν, ου δύναται ιδείν την βασιλείαν του Θεού.», δηλαδή «Ο Ιησούς απεκρίθη, “Αλήθεια αλήθεια σου λέγω, εάν δεν γεννηθή κανείς άνωθεν (αναγεννηθή), δεν μπορεί να ιδή την βασιλείαν του Θεού.”». Εδώ αφ’ ενός υπάρχει η επεξηγηματική λέξη «άνωθεν» και αφ’ ετέρου για τον ίδιο τον Νι­κόδημο έχομε τις μαρτυ­ρίες ότι: 3: 1 «ήν δε άνθρωπος εκ των Φα­ρι­σαίων, Νικό­δη­μος όνομα αυτώ, άρχων των Ιουδαίων.», και 3: 10 «απεκρίθη Ιη­σούς και είπεν αυ­τώ· συ ει ο δι­δάσ­καλος του Ισραήλ και ταύτα ου γινώσκεις;». Δη­λα­δή ο Νικόδημος ήταν μορ­φω­μένος Φαρισαίος, άρχων των Ιουδαίων και διδάσκα­λος του Ισραήλ. Παρ’ όλα ταύτα ο «βλάξ των βλακών» Νικόδημος δεν κα­ταλα­βαίνει τι πάει να πει και ρωτάει τον Ιησού ως εξής: 3: 4 «λέγει προς αυτόν ο Νικόδη­μος· Πώς δύ­ναται άνθρωπος γεν­νηθήναι γέρων ων; μη δύναται εις την κοιλίαν της μητρός αυτού δεύτερον εισελ­θείν και γεννηθήναι;». Τουτ’ έστιν: «Πώς μπορεί να γεννηθή ένας άνθρωπος όταν είναι γέ­ρων; Μήπως μπορεί διά δευτέραν φοράν να εισέλθη εις την κοιλίαν της μητέρας του και να γεννηθή;». Άκουσον – άκουσον! Αν είναι δυνατόν ένας γέρων, μορ­φω­μέ­νος, Φαρισαίος, άρχων και διδάσκαλος του Ισραήλ να κάνει μια τέτοια γελοιωδεστάτην ερώτηση και να ζητά εξήγηση σ’ αυτό το προφανές σχήμα λόγου; Και με την λέξη «άνωθεν» τί έγινε; Άραγε δεν την άκουσε; Ιδού τα χάλια των θεοπνεύστων ευαγγε­λι­κών κειμέ­νων! Τα αφήνο­με στην κρίση σας.

 

Δεν κα­τα­λα­βαίνομε γιατί ένας παντοδύναμος και πάνσοφος Θεός διατύπωσε την θε­ό­π­νευ­σ­τον και ιερά γρα­φή του με μια πλήρη ακαταστασία, ασυναρτησία, αντιφα­τικό­τη­τα, βλακεία και ανακολουθία αντί να την διατυπώσει με από­λυτη σαφήνεια και κυ­ριολεξία ώστε και κα­τανοητή να είναι από τους πάντες και τίποτα να μη καθίσταται θέμα ερμηνείας ή αιρέ­σεως ή πα­ρεξηγήσεως! Τώρα πως μπορούν και καταλαβαίνουν αυτό το γε­γο­νός οι διάφοροι απολογητές και ιε­ρο­κήρυκες είναι άξιον απορίας και ίσως (προσοχή: ίσως) μόνον αυ­τοί να μπορούν να μας το εξηγήσουν...

 

Εν παρόδω αναφέρομε ότι, λόγω της τρομερής υπερβολής, αντιφατικότητος και ανα­κο­λουθίας των λόγων και των πράξεων του Ιησού Χριστού που συνεχώς ευρίσκομε ακόμα και εν­τός των μικρών κειμένων των τεσσάρων κανονικών Ευαγγελίων, ο πολύ γνω­στός Ιρ­λανδός δρα­μα­τουργός, μου­σι­κο­λό­γος και σπου­­δαί­ος κρι­τικός George Ber­nard Shaw (1856 - 1950) ορθά κο­φτά γρά­­φει, στον πρόλογο του έργου του Andro­cles, ότι ο Ιη­σούς ήταν τρελός (παρά­φ­ρων). Δεν είναι ολίγοι οι ερευνητές, συγ­γρα­φείς και κρι­τικοί που χα­ρα­κτηρί­ζουν τον Ιησού των Ευαγ­γε­λίων όχι μόνον ως ανακόλουθο αλ­λά και ως μα­νι­α­κό, τρελό, φρε­νοβλαβή [22], και διάφορα τέτοια «κοσμητι­κά» επίθετα. Ένας απ’ αυτούς εί­ναι και ο γνωστός, σπου­δαίος Βρετα­νός συγγραφέας και βιογρά­φος δόκτωρ Hugh Joseph Schonfield (1908? - 1988). Στο βι­β­λίο του The Passover Plot (Η Σκευ­ω­ρία του Πάσχα) χαρακτηρίζει τον Ιησού ως μανι­α­κό που διψούσε για εξουσία. Ο πο­λυμαθής Γάλλος συγ­γρα­φέ­ας και ερευνητής δό­κ­τωρ Paul-Louis Couch­oud (1879 - 1959) δεν χτυπάει τον ίδιο τον Ιησού ευθέως, αλ­λά χτυπάει με συ­ν­ώνυμα λόγια και επίθετα αυτούς που έπλασαν αυτές τις οικτρές ευαγγελικές μυθο­πλασίες πε­ρί Ιησού. Συγ­κε­κρι­μένα γράφει ότι, αυτές ανεπτύχθησαν μέσα σε νευ­ρω­τι­κά και αρ­ρωστημένα μυαλά.

 

{[22]: Μία πρόσφατη εκτενής εργασία του Εργαστηρίου Ψυχολογίας του Πανεπι­στη­μί­ου του Leuven της Ολ­λανδίας (Jezus de Messias. Was het Christendom een vergissing? Antwerpen, EPO), υπό την διεύθυνση του Dr. Herman H. Somers, απο­δεικνύει ότι τα κύρια πρόσωπα της Καινής Διαθήκης έπασχαν από παρα­φρενία. Ο δε λεγόμενος «Ιωάννης της Αποκαλύψεως» έπασχε από παραφρενία πολύ προχω­ρ­η­μέ­νης μορ­φής με συνδυασμό ψευδαισθητικού παραληρήματος.}

 

O Άγγλος φιλό­σοφος, συγγραφέας, επιστήμων και μαθη­ματικός Bertrand Russell (1872 – 1970) στο βι­βλίο του Why I am not a Christian, μεταφρασμένο στα Ελληνικά με τίτλο Γιατί δεν εί­μαι Χριστιανός, είναι πιο ήπιος από τους προηγου­μέ­νους και λέ­γει: Αν δεχθούμε τον Ιησού έτσι όπως τον παρουσιάζουν τα Ευαγγέλια, τό­τε βρίσκομε μερικά από τα πράγματα που είπε και μερικά από τα έρ­γα που έκανε να είναι ηθι­κά και καλά. Αλλά, βρίσκομε και με­ρικά πράγ­ματα που είπε και μερικά έργα που έκανε τα οποία είναι βλακείες και ανοη­σίες. Ακόμα ο Russell λέ­γει ότι μπορεί να θεωρήσει μερικά λόγια του Ιησού ως σοφά, αλλά ποτέ δεν θα τον θεωρούσε σο­φό­τε­ρο ή ηθι­κό­τερο από τον Σωκράτη, τον Κομφού­κιο, ή τον Βούδα, κ. ά. Από τα ίδια τα Ευ­αγγέλια, τη γνώση της ιστορίας και της νομοθε­σί­ας του καιρού εκεί­νου και με την βο­ή­θεια πολ­λών τέ­τοιων ανα­λυ­τών σχηματίζομε μια πο­λύ οικτρή εικόνα περί του Ιη­σού Χρι­στού των Ευ­αγγε­λί­ων.

 

Ο ερευνητής Kersey Graves στα βι­β­λία του: (1) The Precepts And Practical Life Of Jesus Christ, Kessinger Publishing, και (2) The Worlds Sixteen Crucified Saviors, Christianity before Christ, Sixth Edition, AUP Publishers, 1875-2001, or Kessinger Publishing Company, σελί­δες 393-409, καταγράφει και αναπτύσσει 34 ηθικά και θρη­σκευτικά σφάλματα μαζί με 25 επι­στημονικά λάθη του Ιησού των Ευαγγελίων πα­ρέ­χοντας και τις σχετικές επε­ξηγήσεις και δικαιολογήσεις των συμπε­ρασμάτων αυτών. Ακό­μα αναπτύσσει την σχι­ζοειδή ή μάλλον σχιζοφρενική φύση του Ιησού ως ανθρώ­που και του Ιησού ως θε­ού και κα­τα­τροπώνει τις χριστιανικές απο­λο­γητικές ψευτοδι­καιολογίες, επ’ αυ­τών των κραυ­γα­λέ­ων αντιφάσεων. Μερικά απ’ αυ­τά τα αναπτύσσο­με ή απλώς τα αναφέ­ρομε εδώ.

 

Αυτή την απανταχού αντιφατικότητα και ανακολουθία του Ιησού εκθέτει πολ­λαπλώς και ο συγγραφέας Θωμάς Μάρας στο βιβλίο του: Οι Αντιφά­σεις της Και­νής Διαθήκης, Εκ­δόσεις Δί­βρης, ή Εκδόσεις Σμυρ­νιώτη. Η μόνη θεολογική, υπο­θε­τι­κή, δικαιολογία που μπορεί να της δώσει είναι ότι ο Ιησούς ως θεός κάνει ό,τι θέλει χωρίς να ρωτά κανένα και χωρίς να δίνει εξηγήσεις σε κανένα. Δίνει εντολές για τους άλ­λους τις οποίες ο ίδιος παραβιάζει όπως και όποτε θελήσει! Τότε βε­βαία, ποια είναι η ηθι­κή ανω­τε­ρό­τητα ενός τέτοιου θεού έναντι των ανθρώπων που θέλει να δι­δάξει; Αποτε­λούν η αν­τίφαση και η ανακολουθία χαρακτηριστικά της τε­λειότητος του θεί­ου ή ιδι­ό­τη­τες της πανσοφίας και παντοδυναμίας; Ας μας απαντήσουν σαφώς και άνευ περι­τ­ροπών οι απολογητές.

 

Μερικοί χριστιανοί απολογητές (όχι όλοι) κατά καιρούς και περιστάσεις αναγνωρί­ζουν εν τίνι μέτρω την υπερβολή, το ανε­φάρ­μοστο, την αντιφατικότητα, την ανα­κο­λου­θία και τον συμβιβασμό πολλών λόγων, διδαγμάτων και πράξεων του Θεού της Βίβλου και του Ιη­σού των Ευαγγελίων όπως και την τεράστια αντίφαση μεταξύ της Παλαιάς Διαθήκης και Μωσαϊκού Νόμου από την μια μεριά και της Και­νής Δι­αθήκης από την άλλη. Βεβαίως, πρώτος ο Παύλoς στην Πρός Εβραί­oυς Επιστολήν 8: 6-7 μας λέ­γει κα­θα­ρά πως o Θε­ός έδω­σε την πρώ­τη τoυ δια­θή­κη στoυς αν­θρώπoυς ελ­λι­πή (βλέπε και Πρά­ξεις 13: 39) και με λά­θη (ό­χι άμε­μ­πτη) και γι’ αυ­τό χρειά­στη­κε με­τά να μας δώσει την άμε­μπτη δεύ­τερη. Υπάρ­χει άρα­γε λoγι­κή θε­o­λoγι­κή εξή­γη­ση σε αυ­τό τo νευ­ραλ­γι­κό ση­μείo; Την μό­νη «πει­στι­κή» δικαιολόγηση πoυ εί­χα την τύ­χη να ακoύ­σω μoυ την έδω­σε φω­να­χτά ένας πρωτoσύ­γ­κελoς τoυ oπoίoυ τo όνoμα δεν θα απα­θα­να­τί­σω εδώ: «Αυ­τό εί­ναι δι­κή τoυ δoυ­λειά! [τoυ Θεoύ, δη­λα­δή]». Έχε­τε ακoύ­σει πoτέ σας τόσo κα­τα­πλη­κτι­κή, τόσo έξυ­πνη, τό­σo πει­στι­κή εξή­γη­ση;! Τώ­ρα αν η δεύ­τε­ρη δια­θή­κη τε­λεί και αυτή υπό ανα­θε­ώ­ρη­ση, αυ­τό μόνo o Θε­ός τo ξέ­ρει, αφoύ εί­ναι δι­κή τoυ δoυ­λειά, και «τίς oί­δε τάς βoυλάς τoύ Θεoύ;» ή όπως μας λέει πάλι ο Παύλος «ανεξιχνίαστοι αι οδοί του Θε­ού» στην Πρός Ρωμαίους 11: 33. Όπως όμως φαίνεται αυτός ο σπουδαίος πρωτοσύγκελος εσ­κεμ­μέ­να και συνωμοτικά απέρριψε την κοινή λογική και τις αναφο­ρές που μας βε­βαι­ώνουν την σταθερότητα του Θεού στις αρχές Του, στα λόγια Του, στα έργα Του, κλπ., πράγμα που συχνά διαπράττουν και όλοι οι όμοιοί του. Π. χ. βλέπε:

 

Έξοδος 3: 14-15, 34: 6-7, Αρι­θμοί 23: 19, Δευτε­ρο­νό­μιον 32: 4, Α΄ Σαμουήλ Α΄ Βασιλειών) 15: 29, Ψαλ­μοί 19: 7-10 (ή 18: 8-11), 34: 10 (ή 33: 11), Ησαΐας 55: 11, Ιεζεκιήλ 24: 14, Μα­λαχίας 3: 6, Σο­φία Σειράχ 22: 23 (ή 24), Πρός Εβραίους 6: 18 (δεν ψεύδεται), 13: 8, Επιστολή Ιακώβου 1: 17, κλπ.

 

Ούτως, και οι απολογητές, και οι θεολόγοι, κ. ά., χρησιμοποιούν την αντίφαση και την ανεντιμότητα οσάκις την χρειάζονται ως μέσο διεξόδου, επειδή γνωρίζουν καλώς την άγνοια και την τυφλή πίστη και υποταγή του κοσμάκη!

 

Η χρι­στια­νι­κή θε­ο­λο­γία ακόμα μας δι­δά­σκει ότι ο Θε­ός έδω­σε αυ­τόν τον βάρβαρο και παράλογο νό­μο στον Μω­υ­σή επει­δή στην κοι­νω­νι­κή κα­τά­στα­ση που βρί­σκο­νταν τότε οι τότε ημιά­γ­ριοι Εβραίοι δεν θα μπο­ρού­σαν να κα­τα­λά­βουν και να δεχ­θούν έναν άλ­λο νό­μο που θα ήταν τέ­λειος. Δη­λα­δή ο πάν­σο­φος και πα­ντο­δύ­να­μος Θε­ός έκα­νε κά­ποιους συμ­βι­βα­σ­μούς τους οποί­ους έπρε­πε να διορ­θώ­σει με­τά από χί­λια χρό­νια και βά­λε. Αλ­λά και την επο­χή που έδω­σε την Και­νή Δια­θή­κη, η κοινω­νι­κή κα­τά­στα­ση των εκλε­κτών του Θε­ού δεν ήταν πο­λύ κα­λύ­τε­ρη. Λί­γη με­λέτη της σχε­τι­κής Ιστο­ρί­ας μας πεί­­θει γι’ αυ­τό. Αν πά­λι ο Θε­ός χρεια­ζό­ταν έναν λαό ο οποί­ος έπρε­πε να κα­τα­λα­βαί­νει τα σχέ­δια του, τό­τε δεν μπο­ρού­σε να βρει κά­ποιον άλ­λο με πιο ανε­βα­σμέ­νο πο­λι­τι­στι­κό και κοι­νω­νι­κό επί­πεδο; Ενώ, όπως δια­βά­ζομε στην Έξο­δον (π. χ. 4: 21, 9: 12, 10: 1, 20, 27, 11: 10, 13: 15, 14: 8 κα., το λέει και ο «μέγας!» Παύλος Πρός Ρω­μαίους 9: 17-18,), όπο­τε ήθε­λε σκλή­ρυ­νε την καρ­δίαν του Φα­ραώ για να τον τι­μω­ρή­σει με­τά αμεί­λι­κτα (σαν να του έστη­νε πονηρή πα­γί­δα!), με τον εκλε­κτό λαό του δεν μπο­ρού­σε να κά­νει όχι μό­νο την καρδίαν τους πιο μα­λα­κή αλ­λά ού­τε και το μυα­λό τους πιο ικα­νό και επι­δε­κτικό ώστε να κα­τα­λα­βαί­νουν ένα σω­στό και τέ­λειο νό­μο ευ­θύς εξ’ αρ­χής. Κά­τι τέ­τοια μα­σή­μα­τα και ανα­μα­σή­μα­τα ακού­με. Ψευτοδικαιολογίες αγαπητοί μου! Το τρα­γι­κό εί­ναι ότι ο πο­λύς λαός χά­φτει όλα αυτά τα καταστροφικά χω­ρίς να τα σκε­φτεί κα­θό­λου. Με­τά λοι­πόν ο Θε­ός εί­τε εν γνώ­σει του από την αρ­χή, εί­τε το έμα­θε στην πο­ρεία, απο­φά­σι­σε να δώ­­σει στους αν­θρώ­πους μια και­νούρ­για Δι­αθή­κη διά των δι­δα­σκα­λι­ών και πα­θη­μά­των του Υιού Του Ιη­σού Χρι­στού. Το μυ­στή­ριο εί­ναι ότι αυ­τή τη φο­ρά οι Εκλε­κτοί απέρ­ρι­ψαν τη Νέα Δια­θή­κη του Θε­ού τους και έτσι ανα­γκά­στη­κε ο Θε­ός τους να την πασά­ρει στους εθνι­κούς (π. χ. Λουκάς 20 : 9-18, Ιωάννης 1: 11, Πράξεις 13: 46-48, 18: 6 κ. α.). Τί ωραία που τα γράφουν, εε...! Ποιος να ξέ­ρει τώρα αν θα μας δώσει πά­λι και πότε κα­μιά πιο και­νούρ­για και πιο σω­στή ώστε αυ­τή τη φο­ρά να τη δε­χτού­νε ακόμη και οι Εκλε­κτοί του;

 

Παρ’ όλα ταύτα, στο Ευαγ­γέ­λιο του Ματ­θαί­ου 5: 17-18 και του Λου­κά 16: 17, βλέ­πο­με ότι ο Χρι­στός δη­λώ­νει κα­θα­ρά το εξής: «Μην νο­μί­σε­τε ότι ήλ­θα να κα­τα­λύσω τον νό­μο και τους προ­φή­τες. Δεν ήλ­θα να κα­ταρ­γή­σω αλ­λά να συμ­πλη­ρώ­σω (ή να τον τηρήσω). Αλή­θεια σας λέ­γω, έως ότου πα­ρέλ­θει ο ου­ρα­νός και η γη ού­τε ένα γιώ­τα ή ένα κόμ­μα δεν θα κα­ταρ­γη­θεί από τον νό­μο, μέ­χρις ότου γί­νουν όλα.». Ο Ιάκωβος μάλιστα στην Επιστολή του β΄: 10, έφτασε στην ακρότητα να μας πει ότι το να πα­ρα­βιάσεις μόνο μια εντολή του νό­μου είναι το ίδιο με το να παραβιάσεις όλο τον νόμο «όστις γαρ όλον τον νόμον τηρήση, πταίση δε εν ενί, γέγονε πάντων ένο­χος.».

 

Βλέ­πο­με δη­λα­δή ότι ο Χριστός δεν κα­τα­λύ­ει ή κα­ταρ­γεί τί­πο­τα απ’ αυ­τόν τον άγριο, βάρβαρο και βλακώδη νό­μο· μό­νο να συ­μπληρώ­σει θέ­λει. Ο Μωσαϊκός Νόμος δη­λα­δή έχει ελ­λεί­ψεις που πρέ­πει να συ­μ­πλη­ρω­θούν. Άρα δό­θη­κε ελ­λι­πής από τον Θεό αρ­χι­κά (π. χ. Πράξεις 13: 39, Πρός Εβραίους 8: 6-7). Όταν όμως με­λε­τή­σομε το κε­φά­λαιο 5 του Ματ­θαί­ου πα­ρα­τη­ρού­με ότι σε με­ρι­κά ση­μεία διορ­θώ­νει τον νό­μο, δη­λα­δή κα­ταρ­γεί τα προ­η­γού­με­να και στη θέ­ση τους βά­ζει νέ­α, υπο­τί­θε­ται, πιο σω­στά (ή μάλ­λον σω­σ­τά αυ­τή τη φο­ρά, αλ­λά ποιος μπο­ρεί να ξέ­ρει;). Π. χ. βλέ­πε

 

Ματ­θαί­ος 5: 27-28, 31-32, 33-34, 38-39, 43-44, 15: 11, Μάρκος 2: 18-20, 7: 15, Λουκάς 11: 37-38, 13: 10-16, Ιωάννης 5: 8-11, 8: 4-11 κα.

 

Σε αυτά εδώ δεν έχομε μια απλή συ­μπλή­ρω­ση για κά­τι που λεί­πει ή εί­ναι ελ­λι­πές, αλ­λά κατάφορη διόρ­θω­ση και κα­τάρ­γη­ση, που ση­μαί­νει αντι­κα­τά­στα­ση του ήδη υπάρ­χο­ντος από κά­τι άλ­λο, το σω­στό — υ­πο­τί­θε­ται. Αυτό προ­φα­νώς έρ­χε­ται σε αντί­φα­ση με τους στί­χους Ματ­θαί­ος 5: 17-18, Λουκάς 16: 17, και με τις ίδιες τις δια­τά­ξεις του Μω­σα­ϊ­κού Νό­μου εφό­σον τις αλ­λά­ζει. Έτσι και ο Ιη­σούς δεν είναι και αυτος άμοιρος αντιφάσεων και ανοησιών. Το πε­ρί­ερ­γο εί­ναι ότι και οι πα­λαιές και οι νέ­ες δια­τά­ξεις δό­θη­καν από τον ίδιο πάν­σο­φο και πα­ντοδύ­να­μο Θε­ό Πατέρα του Ιησού. Σ’ αυ­τά οι θε­ο­λό­γοι και οι απολογητές έχουν πα­ρα­σκευά­σει κά­τι στε­ρε­ό­τυ­­πες ψευ­το­δι­και­ολο­γί­ες για­τί δεν αντέ­χουν κα­μιά κρι­τι­κή, όπως τη σύ­ν­το­μη κριτι­κή ή την προ­βολή ερωτή­σεων που έχομε κά­νει εδώ. Μό­νο με διάφορες τέ­τοιες σο­φι­στεί­ες πα­ρη­γο­ρούν­ται, αλ­λά με το δί­κιο τους αφού αυ­τές πιά­νουν τό­πο στα αυ­τιά των αδαών και αφε­λών. Βλέ­πεις «ο κό­σμος πι­στεύ­ει στα αυ­τιά του πα­ρά στα μά­τια του!».

 

Προσπαθώντας λοιπόν οι θεολόγοι και οι απολογητές να υπερασπίσουν και να δικαι­ολογήσουν αυτά όλα τα αδικαιολό­γητα μας λένε ότι «ο Θεός Πατήρ (Γιαχβέχ) και ο Υιός του, Ιησούς Χρι­στός, εν γνώ­σει τους εδί­δαξαν μερικά λάθη ή απέκρυψαν ορι­σ­μένες αλήθειες, επειδή εγνώριζαν την απα­γο­ρευτική άγνοια και αμορφωσιά των αν­­θ­ρώπων των καιρών εκείνων και την ανικανότητά τους για να μάθουν όλα τα σωστά θεία και αληθή». Εάν αυτό είναι σωστό και ο Θεός της Βίβλου μαζί με τον Υιόν του εδί­δα­ξαν και αλήθειες και ψέ­μα­τα, τότε εγείρονται πάρα πολλές ερω­τήσεις. Πώς ημ­πορούμε να γνωρίζομε ποιο είναι ποιο; Με ποιον κανόνα μπορούμε να τα ξεχωρίζομε αφού ού­τε ο Πατήρ Θεός ούτε ο Υιός Θεός μας έδωσαν κα­νέναν; Ή πώς μπορούμε να καθο­ρί­σομε αν εδίδαξαν κάτι το αληθές και δεν είναι όλα ψέματα; Εάν αυτή η δικαι­ο­λογία ισχύει για την Εβραιο-Χριστιανική θρησκεία τότε γιατί να μην ισχύει και για τα λάθη, κλπ, που υπάρχουν σε όλες τις άλ­λες θρησκείες εναντίον των οποίων οι χρισ­τι­ανοί κόπτονται; Εάν αυτή ισχύει στην μια περίπτωση, γιατί να μην ισχύει και στην άλλη; Ποια είναι η ηθι­κή ανω­τε­ρό­τητα ενός τέτοιου θεού έναντι των ανθρώπων που θέλει να δι­δάξει; Αποτελούν η αν­τίφα­ση, η ανακολουθία και ο ασύστολος συμ­βιβα­σ­μός χα­ρακ­τη­ρι­στικά της τε­λειότητος του θεί­ου ή ιδιό­τη­τες της πανσοφίας και παντο­δυνα­μί­ας; Πάρα πολλές άλλες τέτοιες ερωτήσεις ανακύπτουν για τις οποίες παρακα­λούμε τους απο­λο­γητές να μας τις απαν­τήσουν σαφώς και να μας διαφωτίσουν! Ήδη όμως αυτές οι ερωτήσεις αποδεικνύουν πάρα πολλά...!

 

Μερικοί που υποτιμούν την νοημοσύνη μας για να δικαιολογήσουν πολλά ανόητα ή ανώμαλα χωρία των ιερών γραφών ισχυρίζονται ότι είναι συμβολικά. Η λέξη συμβο­λικά έχει γίνει πολύ της μόδας! Ενώ οι εντολές, λέξεις, έννοιες, κλπ., είναι σαφείς και μονοσήμαντες αυτοί βρήκαν την ψευτοδικαιολο­γία του συμβολικού. Ποτέ τους όμως δεν μας λένε τι συμβολίζουν και τι ηθικά δι­δάγ­ματα εξάγονται απ’ αυτές τις σαχλα­μάρες ή ανώμαλες ιστοριούλες! Και μην μας αναφέρει κανείς, φερ’ ειπείν, την «πα­ραβο­λή του σπο­ρέ­ως», Λουκάς 8: 4-15. Εδώ πράγματι ο Χρίστος λέγει μια εύκολη παρα­βολή με συμβολικά ή παραβολικά λόγια. Εύκολα καταλαβαίνουν όλοι τι θέλει να πει. Οι μαθητές του βέβαια ήταν τόσο καθυστερημένοι που του ζήτησαν και την εξήγηση. Τέλος πάντων, αυτό το παραβλέπομε. Σπανιότατα κάποιος ξεχασμένος, πα­λι­ός και μάλ­λον αιρετικός χριστιανικός θεολόγος μας παρέχει κάποιον συνήθως υπο­κειμενικό συμβολισμό σε κάτι απλό ή διφορούμενο, αλλά για να τον ξέρεις πρέπει να έχει τύχει να έχεις διαβάσει τα κείμενά του. Στην πλειονότητα τους όμως τα διάφορα χωρία των ιερών γραφών εί­ναι σαφή και δεν συμβολίζουν τίποτα απολύτως παρά εν­νοούν κυρι­ολεκτικά μόνο αυ­τά που γράφουν. Π. χ., τί να συμβολίζουν άραγε τα χω­ρία:

 

Έξοδος 23: 19 «τας απαρχάς των πρωτογεννημάτων της γης σου εισοίσεις εις τον οί­κον Κυ­ρί­ου του Θεού σου. ουχ εψήσεις άρνα εν γάλακτι μητρός αυ­τού.», (εντολή του Αγίου και Θεϊκού Μωσαϊκού Νόμου!).

Λευιτικόν 27: 29 «και παν, ό εάν ανατεθή από των ανθρώπων, ου λυτρωθή­σεται, αλλά θανάτω θανατωθήσεται.», (εντο­λή του Αγίου και Θεϊκού Μω­σαϊκού Νό­μου!).

Ματθαίος 1: 18 «Του δε Ιησού Χριστού η γέννησις ούτως ην. μνηστευθείσης γαρ της μητρός αυτού Μαρίας τω Ιωσήφ, πριν ή συνελθείν αυτούς ευρέθη εν γαστρί έχουσα εκ Πνεύματος Αγίου.», (δήλωση του Ματθαίου)!.

Ματθαίος 5: 28 «Εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυ­μήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού.», (δήλωση του Ιη­σου Χριστού)!.

Β΄ Πρός Κορινθίους 12: 16 «Έστω δε, εγώ ου κατεβάρησα υμάς, αλλ’ υπάρ­χων πα­νούργος δόλω υμάς έλαβον.», (δήλωση του Παύλου)!

 

Ο κατάλογος τέτοιων χωρίων και στίχων μπορεί να συ­νε­χισθεί επί μακρόν και να κα­λύψει την συντρι­πτική πλειοψηφία των αγίων γραφών.!

 

Ακόμα, προκειμένου οι χριστιανοί θεολόγοι και απολογητές να δικαιολογήσουν ή να βρούνε κάτι να πούνε για θέματα τα οποία δεν υπάρ­χουν στη Βίβλο αλλά ανήκουν στη χριστιανική πίστη, κατα­φεύγουν σε από­κρυ­φες πηγές και παραδόσεις, μέχρι και Απόκρυφα Ευαγγέλια τα οποία ως γνω­σ­τόν έχουν τεθεί εκτός των κανόνων των ιερών βιβλίων. Διάφορες επιμέρους πί­σ­τεις και εορ­τές έχουν παρεισφρήσει στη χριστιανική θρησκεία λόγω ανεπιβεβαί­ω­των πα­ραδόσεων και αποκρύ­φων πηγών. Π. χ., όλα όσα γνωρίζομε περί των: Γονέων «αγίων θεοπατόρων Ιω­α­κείμ και Άν­νης», παιδικών χρό­νων, εισοδίων, κλπ., της Εβ­ραιο­πού­λας Μιργιάμ είναι γραμμένα με πάσα λεπτομέρεια σε μερικά απόκρυφα μη κα­νονικά Ευαγγέλια. Τα τέσσε­ρα κανονικά Ευαγγέλια δεν αναφέρουν απολύτως τίποτα γι’ αυτά τα θέματα. Η χριστιανική εκκλησία δικαι­ο­λο­γείται λέγοντας ότι αυτά προέρχονται από την Ιεράν Παράδοσιν ενώ στην πραγμα­τι­κότητα πίσω απ’ αυτές τις παραδόσεις κρύβονται τα Απόκρυφα Ευαγγέλια. Πολλές φορές βλέπομε και εικόνες με παρα­σ­τά­σεις απ’ αυτές τις παραδόσεις.

Εκτός των Αποκρύφων Ευαγγελίων στις από­κρυφες πη­γές συμπερι­λαμβά­νον­ται και χι­­­λιάδες επιφυλλίδες με:

 

1)     Σκέ­ψεις, παραισθήσεις, ιδιο­τρο­πίες και αποκα­λύψεις καλογήρων, καλογριών, ερημι­τών, ανα­χω­ρητών, στηλιτών, μοναχών, ευνούχων, ομφαλοσκόπων, κλπ.

2)     Βίους υπαρκτών και ανυπάρκτων αγίων.

3)     Θαυμα­το­λο­γίες, σατανολογίες και δαι­μονολο­γίες. (Διαβάστε το δήθεν απόκ­ρυφο βιβλίο Διαθήκη Σολομώντος ή Σολομωνική και συγκρίνετε το με την δαιμονο­λο­γία που υπάρχει σε όλη την Καινή Διαθήκη και με τους εξορκι­σ­μούς των Βασι­λεί­ου του «Μεγάλου» και Ιωάννου του «Χρυσοστόμου». Μό­λις πριν λίγα χρόνια εκυκλοφόρησε το βιβλίο Πόλεμος Κατά του Σατανά, του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστοδούλου, κλπ.).

4)     Kάθε εί­δους δεισι­δαι­μο­νι­κές και νο­σηρές ιστοριούλες (π. χ. Τωβίτ, Βίος του Μεγάλου Αν­τωνίου, κ. ά.).

 

Οι απολογητές λοιπόν, πέ­ραν των γρα­πτών της Βί­βλου, των Πα­τέ­ρων [23], των Συνό­δων, κλπ., χρησιμοποιούν και αυτά τα ανυπό­στα­τα και διε­στραμ­μέ­να κεί­με­να οσάκις τα κρίνουν βοηθητικά ή βολικά. Άντε τώρα ένας υγιής νους να ασχο­λείται και να χά­σει την ζωή του με αυτήν την τεράστια πληθώ­ρα όλων αυτών των αυθαιρέτων, ανο­ή­των και ανυ­ποστάτων κειμέ­νων.

 

{[23] Η Ελληνική και Λα­τι­νική Πατρολογία έχει εκ­δοθεί από διαφό­ρους εκδοτικούς οί­κους. Π. χ., αυτή που επιμελήθηκε ο Αββά J. -P. Migne, η οποία περιέχει και αρκετά αιρετικά και απόκ­ρυ­φα βιβλία χωρίς να τα έχει ξεκαθαρίσει, αποτελείται από 162 Ελ­ληνικούς (Παρίσι, 1857-1886) και 217 Λατινικούς (Παρίσι, 1844-1864) τόμους. Σ’ αυτούς προ­στίθενται και άλλοι πέντε ή πε­ρισ­σό­τε­ροι τόμοι (εξαρτάται από την έκδο­ση), με τον τί­τλο Φιλο­κα­λία, που πε­ρι­έ­χουν τα έργα ή τα λόγια των λεγο­μέ­νων Νηπ­τι­κών Πα­τέρων, οι οποίοι ήταν ασ­κητές, ερημίτες και ανα­χωρητές. Αν κάτι αξί­ζει μέσα σ’ όλους αυτούς τους τόμους ήταν γνωστό από πριν και δεν περι­μέ­να­με ούτε τους «Αγί­ους Θεοφόρους» Πα­τέρες να το δογματί­σουν ούτε τους άπλυτους αναχω­ρη­τές της ερήμου να μας το ανακοινώσουν. Δεν μας εί­παν κάτι και­νούργιο που δεν το ξέ­ρα­με, αλ­λά απλώς ανα­μασούν γνωστά πράγματα μαζί με τις δικές τους αερολογίες.

 

Το συν­τριπτικά μεγαλύτερο μέρος αυτών των τόμων είναι σαν «την κόπρον του Αυγεί­ου» που χρειάζεται έναν νέον Ηρακλή για να την καθαρίσει. Αυτό συμβαίνει κυρίως για τους εξής λόγους:

 

1ος) Ολόκληρη η Πατρολογία πέραν από τις θεολογικές σάλτσες, ασυ­ναρ­τησί­ες, παρα­λογισμούς και αυθαιρεσίες είναι γεμάτη με χιλιάδες «μαργαριτάρια» τα οποία είναι: Ύβρεις, κα­τά­ρες, εξορκισμοί, σατανολογίες, διαβο­λολογίες, χλευασμοί, απαξία, κα­τα­στροφι­κοί κομ­πλεξι­σμοί, διαστροφές, κατα­στροφι­κές παρ­αινέσεις, ασ­κητικοί κα­νό­νες, δογματισμοί, αντιφάσεις, αι­ρετικές πα­ρεκ­κλί­σεις, λάθη, ψεύδη, ανο­ησίες, σαχ­λα­μάρες, απει­λές, αντι­παιδαγωγικό­τη­τα, τιμω­ρί­ες, χαιρεκακία, αμέ­τρη­τος και ασύστολος ανθελληνι­σμός, κλπ.

2ος) Η ορθόδοξη μετακωνσταντίνια εκκλησία δεν έχει φροντί­σει να ξεχωρίσει και μας δώ­σει τον κα­τά­λο­γο των μη αιρε­τι­κών και θεοπνεύστων Πατε­ρι­κών κειμένων από όλον αυτόν τον κυκε­ώνα των έρ­γων των Πατέρων της. Έτσι άλ­λα είναι εντελώς αιρετικά, άλ­λα ολί­γον αιρε­τι­κά, άλλα εί­ναι εντάξει ως προς τα μέτρα της, κ. ο. κ., με όλες τις δια­βα­θ­μίσεις αιρετικότητας, χωρίς να βρί­σκει κανείς άκρη ή συν­εν­νόη­ση. Αυ­τό συμ­βαίνει πολλές φορές και με τα κείμενα ενός και του αυ­τού Πα­τρός. Όπως μας λένε μερικοί θεολόγοι το ίδιο ισχύει και για ορισμένα κεί­με­να της Αγίας Γραφής, (αν είναι δυ­να­τόν!). Επειδή το θέ­μα αυ­τό είναι βεβαί­ως πάρα πολύ μακ­ρο­σκελές δεν θα επε­κ­τα­θούμε σε περισσότερες λεπτομέρειες. Αναφέρομε μόνον ότι η ορθόδοξη με­τακωνσταντίνια εκκλησία κατέστρεψε τα περισσότερα γραπτά των τριών πρώτων αιώνων. Άλλα γραπτά πάλι, όπως π.χ. πολλά του του Ωριγένη, του Τατιανού κ. ά., τα.απεκήρυξε ως αιρετικά. Έβγαλε εκτός των κανόνων της τον ευνουχισ­μό, την επί­τηδες πρόκληση μαρτυρίου, την παντελή αποχή από την ερωτική πράξη μεταξύ νομί­μων συζύγων, και άλλες τακτικές και συνήθειες που οι χριστι­α­νοί των προηγουμένων αιώνων εφήρμοζαν πολύ συχνά. Επομένως ο μετακωνσταν­τί­νιος Χρι­στιανισμός δεν εί­ναι συνέχεια του προ­κωνσταντι­νίου, αλλά μια ριζοσπαστική αίρεσή του προσαρ­μο­σμένη στους σκο­πούς του Κωνσταντίνου και του κράτους που αυτός διαμόρφωσε, στις κατασ­τάσεις και απαιτήσεις των νέων καιρών, κλπ. Επίσης έχει πά­ρει τα μαθή­ματά της από την πρώ­ην αποτυχημένη εσχατολογία, την άρνηση των Ιου­δαίων να γί­νουν χριστιανοί και την πολεμική Ιουδαίων και Εθνικών. Αλ­λά και πάλι η αποτυχία αυτής της νέας αιρέ­σεως ήταν ολοκλη­ρωτική και παταγώδης.

3ος) Όλοι οι Πατέρες, Νηπτικοί και μη, ήταν άνθρωποι που μίσησαν τον εδώ κόσμο με σκοπό να κερδίσουν τον άλλον τον μελλοντικό, σύμφωνα με τις προτ­ρο­πές του ιδρυτή του Χριστιανισμού. Ουσιαστικά ήταν ανα­χωρητές, εσ­χα­τολό­γοι, άγαμοι, άτεκ­νοι, ανέραστοι, ευνούχοι, κατά πλει­οψηφίαν αγ­ράμ­ματοι και αμόρ­φωτοι. Οπότε ήλ­θαν αυτοί οι άπλυτοι, άξεστοι και πλήρως απα­ξι­ωτι­κοί για τον κόσ­μο και τον πολι­τισ­μό για να βάλουν τα γυ­αλιά στους φιλοσόφους, στους επιστήμονες, στους καλλιτέ­χ­νες και στους μορφωμένους! Τί ειρωνεία, αν είναι δυ­να­τόν! Έτσι μέσα στα γρα­πτά τους ευρίσκομε συνεχώς τετριμμένες κοινοτοπίες, απίθα­νες ασυναρ­τησίες, πρωτότυ­πες ανο­ησίες, τρανές βλα­κείες, άφθα­σ­τους κομ­π­λε­ξισ­μούς, καταστροφικές παραινέ­σεις, κλπ. Είναι καιρός πια η κοινωνία με υπευθυνό­τη­τα να μελετήσει και να καταγ­γείλει όλα αυτά τα κατασ­τ­ροφικά στοι­χεία και να αποτινά­ξει την θρησκεία που τα επι­βάλ­λει.}

Πέραν της τεράστιας σατανολογίας-δαι­μονο­λογίας και των σατανολο­γι­κών ύβρεων, όπως π. χ. «είσαι όργα­νο του σα­τα­νά», «ο διάβολος έχει εισέλθει μέσα σου» (κανένας incubus ή succubus άραγε;) και όλα αυτά τα βλακώδη και αηδιαστικά τοιαύτα, η πρό­κληση και καλλιέργεια μεταφυ­σικής αλ­λά και φυ­σικής φοβίας εύ­ρι­σκαν πολύ συ­χνά ειδική προτί­μη­ση ως μέσα πειθούς στους απο­λογητές. Αυτά όλα βεβαίως υπάρχουν εν αφθονία μέσα στην Καινή Διαθήκη και είναι θέσεις του Ιησού Χριστού και των Αποστόλων του. Συνεπώς ουδέν το παράξενο με αυτή την συνέπεια των Πατέρων και των απολογητών. Κατ’ αντίθεση με την αιωνία ανταμοιβή και ευτυ­χία δίπλα στον θρόνο του Γιαχ­βέχ ή στον πα­ράδεισο, η μετά θά­νατον αιώνια τι­μω­ρία της φλε­γόμενης κολάσε­ως και τα μαρτύρια τα οποία οι δαί­μο­νες πρόκειται αιωνίως να δια­πράττουν στους αντιρ­ρη­σίες, απίστους και αμαρτωλούς απαντώνται συ­χνάκις στους απολογη­τές. Εί­ναι πι­στεύω αρ­κε­τά γνωστά τα ειδε­χθή γραπτά του Τερτυλλια­νού κά. επί αυτού του θέματος. Αλλιώς να τα βρείτε και να βε­βαι­ωθείτε περί της πειστικής ευ­φράδειας αυτού του «σπουδαίου Χριστιανού θεολό­γου» του δευτέρου και τρίτου αιώνα. Τώρα πώς όλα αυτά συμ­βιβάζονται με την άπειρη αγάπη και τελειό­τητα του Θεού, ένας θε­ός ξέρει!

 

15. Υποτιθέμενα κοινωνικά επιτεύγματα και ηθική διδασκαλία

 

Στον κοινωνικό τομέα ουδέποτε ο Χριστιανισμός κατάργησε τη δουλεία και δεν κα­λυτέ­ρευσε τη θέση της γυναίκας στα μέρη όπου επεκράτησε. Αντιθέτως, με την Πα­λαιά Δια­θήκη, τον Παύλο, τους πατέ­ρες (π. χ. Ιερός Αυγουστίνος, ο ημιΕβραϊκής κα­­ταγωγής Ιω­άν­νης Χρυ­σόστομος, κ. ά.), κλπ. θεσμοθετεί την δουλεία και της παρέχει θεο­λογικό υπόβα­θρο. Από τους ίδιους, η γυναίκα μετατρέπεται σε υποδεέστερο και κομπλεξικό υπο­χεί­ριο... Από κοινωνικής, ψυχολογικής, κλπ. απόψεως όπου επικρά­τησε ο Χριστιανι­σμός τα έκανε μαντάρα. Προέκυψε: Πόνος, θλίψη, φόβος, τρόμος, δεισιδαι­μο­νία, αναχωρητι­σμός, φό­νος, κατα­στροφή, αθλιότητα, βασανιστήρια, αγ­ραμ­­ματοσύνη, βρωμιά, απλυσιά, αρρώστια, αντιε­ρωτι­σμός, μυστικο­κοπάθεια, νεύ­ρω­ση, καχυποψία, μισαλλοδοξία, ενοχή, δυστυχία, εκμε­τάλλευση, αιρέ­σεις, εξοστρα­κι­σ­μοί, αφορισμοί, θρησκευτικοί αλλά και μη θρη­σκευ­τι­κοί πόλε­μοι, εκα­τομ­μύρια αθώα θύματα και όλο το κακό συν­α­πάντημα Τα πράγματα έγιναν τρισχειρότερα από ότι ήταν πριν!

 

Ο Ιη­σούς είχε το όραμα ενός αποκαλυπτικού ονειροπόλου, και το μήνυμά του ήταν άμε­σα εσχατολογικό. Όπως είδαμε παραπάνω, όλη η Καινή Διαθήκη γέμει από απο­κα­λυ­πτι­κά και εσχατολογικά χωρία. Διά τούτο, τα κηρύ­γ­μα­τα του Ιησού («Κυριακά Λόγια») δεν εί­χαν και ούτε έχουν πρακτι­κή αξία και εφαρ­μογή στην καθη­με­ρινή ζωή. Ήταν λόγια με κύρια χαρακτηριστικά την άμεση εσχατολογία, την απαξία, τον φόβο και τις απειλές. Ως εκ τούτου, ο Ιησούς κα­θί­σταται εντελώς μη πρακτικός στις πε­ρισ­σότερες συμβουλές του. Έτσι, αυτές ουδέ­ποτε εφ­αρμό­σθηκαν ακόμα και από τον ίδιο τον Ιησού την ίδια την εκκλη­σία και τους πιστούς. Ο μεν Χρι­στιανι­σμός δεν έλυ­σε κανένα από τα προβλήμα­τα των οποί­ων τη λύ­ση επαγ­γέλ­θηκε, ούτε ο κόσμος έγινε μία ποί­μνη με έναν ποι­μένα όπως καυ­χι­έ­ται ο Ιωάν­νης 10: 16, 17: 21-22, η δε εκκ­λη­σία έγι­νε δε­κά­δες χι­­λι­ά­δες κομ­μά­τια, τα οποία αλληλοσπα­ράχ­θηκαν. Όπου επε­κρά­τη­σε ο Χριστιανι­σμός τα έκα­­νε μαντάρα και επήλθε πόνος, θλί­ψη, παρα­φρο­σύνη και καταστρο­φή. Είναι παράλο­γο να πούμε ότι ο σύγ­χρονος κό­σ­μος κάνει κάποια χρή­ση των οδηγιών, συμ­βου­λών και εν­το­λών του Ιησού Χρι­στού. Το μόνο λοιπόν επιχεί­ρη­μα των απο­λο­γη­τών που μένει, ύστερα απ’ αυτό το χάλι, εί­ναι η προσδοκία της Δευ­τέρας Πα­ρουσίας, η θεία αντα­πό­δο­ση, η αιωνιότητα της κο­λάσεως έναντι του αιωνίου παραδείσου και ο εκ­φοβισμός. Τίποτα άλλο· καμία γνώ­ση, καμία λογική. Έτσι ακ­ρι­βώς με φοβέριζε μια φορά κάποιος φα­νατικός Χρι­στιανός δεισιδαίμων με τη φράση: «Η αιω­νι­ό­τητα είναι πολύ μα­κρά χρο­νική διάρκεια για να την χά­σεις...».

 

Όπως προαναφέραμε ο Χριστιανοί εμόστραραν πολλές ήδη εν ενεργεία ηθικές αρχές άλ­­­λων θεωριών ως ιδικές τους. Οικειοποιήθηκαν τις περισσότερες και σημαντικό­τε­ρες ηθι­κές αρ­χές του Εβραίου Φαρισαίου Χιλλέλ του Πρεσβυτέρου. Ονόμασαν ετσι­θε­λι­κά τον Αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο Σωκράτη «χριστιανό προ Χρι­στού», ένεκα της ηθι­κής του, την οποία υπεράσπισε με την ίδια τη ζωή του. (Πρώτος ο Ιουστίνος τον ονομάζει “πρόδρομο του Ιησού Χριστού” στην Δευτέρα Απολογία του, 10, PG 6.461.). Οι ιε­ρα­πό­στολοι Ιη­σου­ίτες που πρωτο­γνώ­ρι­σαν την κοινωνία της Κίνας, κατά τον 16ον και 17ον αι­ώνα, δεν πί­στευαν στα μάτια τους ότι μια τέ­τοια κοινωνία που δεν είχε ακούσει τίποτα πε­ρί Ιησού Χρι­στού είχε φτάσει από χι­λιά­δες χρό­νια πριν σε ένα πολύ αναπτυγμένο κοινωνικό και ηθικό σύστημα που είχε πολ­λές αρ­χές όμοιες με Χριστια­νικές αντίστοιχες. Βλέπετε η ηθι­κή ήταν μονοπώλιο του θε­ού των Χριστιανών. Τότε λοιπόν αναγκαστικά βρήκαν την εξής «σο­φή εξήγη­ση»: Ο Γιαχ­βέχ είχε απο­κα­λύψει στους Κινέ­ζους διά μαγικού, μυ­στι­κού τρόπου την ηθι­κή την οποί­αν ήδη εί­χαν. Έτσι οι Κινέζοι, για 3500 χρόνια και βάλε, ζούσαν σε ένα Γιαχ­βικο­χρι­στι­α­νι­κό ηθι­κό σύ­στημα χωρίς να το έχουν πάρει πρέφα! (Βλέπε κάτι ανά­λο­γο για τον Μωσαϊκό Νόμο και τους Εθνικούς στον Παύ­λο, Πρός Ρω­μαί­oυς 2: 14-16,.).

 

Εκτός από την Παλαιά Διαθήκη, διάφορα απόκρυφα, ψευδεπίγραφα και υστερόγραφα βι­βλία οι απολογητές ισχυρίζονται ότι και πολλοί ονομαστοί εθνικοί προφήτευσαν την έλευση του Ιησού Χριστού. Μεταξύ αυτών περιλαμβά­νουν:

 

1.     Τους Κινέζους φιλοσόφους και κοινωνιολόγους Κιγγ, Τσε Σου και τον μεγάλο Κομφού Τσου –Κομφούκιο–.

2.     Τους Λαούς: Σιαμαίους, Κεϋ­λανούς, Ιάπωνες, Πέρσες, Αιγυ­πτίους, και Ινδούς –βλέπε: Μαυρικίου, Ιστορία των Ινδιών τόμος Β΄: 52–.

3.     Τους Έλληνες φιλοσόφους Σωκράτη και Πλάτωνα –λόγω των αποσπασ­μά­των: Αλκιβιάδης Β΄: 13-14, Απολογία Σω­κράτους ΙΗ΄. Ε΄: 31-32, Πολιτεία Β΄. 40: 4-5–, καθώς και τον τραγικό ποιητή Αισχύλο –λόγω του αποσπάσματος: Προμηθεύς Δεσμώτης 1025-1030–.

4.     Τον Ρω­μαίο ποιητή Βιργίλιο –λόγω του αποσπάσματος: Εκλογαί IV. V. 4–.

5.     Μέρη της Αιγυπτιακής μυθολογίας –περί Ίσιδος, Όσιρι και Ώρου, τους Σιβυλ­λι­κούς Χρησμούς, κλπ.–.

6.     Μέρη της Ελληνικής μυθολογίας –π. χ. τον μύθο της Πανδώρας, κλπ.–.

 

Και ο κατάλογος συνεχίζεται... Δεν υπάρχουν μεγαλύτερα ψέματα και χειρότερες δια­σ­τροφές απ’ αυτούς τους ισχυρισμούς! Είναι άξιοι χλευασμού και καγχασμού!

 

Είναι άξιον απορίας και ψυχολογικής αναλύ­σεως η επιμο­νή και το πάθος των Χρισ­τι­ανών απολογητών για εφεύ­ρε­ση προφητειών και δικαι­ολογιών αδιαφορώντας για κά­θε δια­στρέβλωση των νοημά­των, των περιεχο­μένων και της ιστορίας των κειμέ­νων. Καμία νοσηρά φαντα­σία δεν θα έβγαζε τέτοια συμπεράσματα αποσπών­τας λίγες γραμμές από κείμενα εδώ κι’ εκεί για να ανα­κα­λύ­ψει δήθεν προφητεί­ες περί του Ιη­σού Χριστού και της ελεύσεώς του. Είναι χαρα­κτη­ρι­στικό των Χριστιανών να ιδιο­ποιούνται διάφορα κείμενα, γεγονό­τα και φαι­νό­μενα ενώ δεν έχουν καμιά σχέση μ’ αυτούς. Το φαινόμενο αυτό είναι πολύ σύνηθες και απο­δει­κνύει άλλη μια φορά κατά πόσο είναι αληθινά αυτά που ισχυρί­ζονται. Ακόμα και οι προφη­τείες της Παλαιάς Δι­αθή­κης δεν αναφέ­ρονται σε κανένα Χριστιανικό Ιη­σού Χριστό. Είναι καθαρή η διασ­τροφή και η δια­στρέ­βλω­ση των κειμέ­νων αυτών από τους Χριστιανούς. Το γεγονός αυτό έχει κα­ταδειχθεί από πολλούς αμε­ρόλη­πτους ερευ­νητές και ο καθένας μπο­ρεί να βεβαιωθεί αν μελετήσει ολόκληρα τα αν­τίστοιχα κεί­μενα από την Παλαιά Διαθήκη κατά λέξη και τα αν­τιπαραβάλει με τις δήθεν προ­φητείες που «αναγράφονται» στην Καινή. Έχουν δίκιο οι Εβραίοι ραβίνοι και οι Εβ­ραίοι με­λε­­τη­τές των γραφών τους όταν διαμαρτύρονται. Η Μασόρα και οι Εβρα­ϊκές εξη­γή­σεις αυτών των κειμένων και αφηγήσεων είναι πολύ σα­φείς και καθαρές. Δεν έχουν καμιά σχέση με τους Χρι­σ­τια­νούς και τις θεολογίες τους. Ένα πολύ περίεργο και ενδιαφέρον γε­γονός είναι και το εξής: Η Παλαιά Διαθήκη δεν πε­ριέχει απολύτως κα­μία προφητεία για κανένα από τα τρομερά «γεγονότα» της ανά­στα­σης, των επα­νεμ­φανίσεων, της ανάληψης, της δευ­τέ­ρας παρουσίας, του ευαγγελισμού, της βάπτι­σης, της ιδρύσεως της εκκλησίας, κ.ά. Η Καινή δεν αναφέρει καμιά προφητεία από την Παλαιά γι’ αυτά τα βαρύγδουπα ση­μεία της δράσεως του Μεσσία. Τί συνέβη άραγε και όλα ετούτα τα εκκω­φαντικά «συμβάντα», τα άφησε απροφήτευτα: Δεν είναι πράγ­ματι άξιον περιεργείας και εξη­γήσε­ως; Τί έχετε να μας πείτε κύριοι χριστιανοί απολογητές και θεολόγοι; Πε­ριμένο­με τις απαντήσεις σας!

 

Με την ευκαιρία του Κομφουκίου θα μιλήσομε λίγο για τον Χρυσό Κανόνα. Ο «χρυ­σούς κα­νών» απαντάται στον Κομφούκιο και υπό παθητική και υπό ενεργη­τι­κή μορ­φή. Οι Χριστιανοί κομπάζουν ότι ο Κύριός τους μας τον παράδωσε διότι μόνο ο Θεός ήταν δυ­νατόν να διατυπώσει κάτι τέτοιο ενώ οι άνθρωποι μόνοι τους δεν θα μπο­ρού­σαν να σκε­φτούν μια τόσο απλούστατη ρήση. Συγ­κε­κριμένα ο Κομφούκι­ος περί τα έτη 550-500 Π. Κ. Ε. γράφει (μετα­φράζω από αγγ­λι­κό κείμενο): «Κάνε στον άλλον ό,τι νο­μί­ζεις ότι αυτός πρέπει να κάνει σε σένα· και να μην κάνεις στον άλλον ό,τι νομί­ζεις ότι δεν πρέ­πει να γίνεται σε σένα. Αυτός εί­ναι ο μόνος νόμος που χρει­ά­ζεσαι. Αυτός [ο νόμος] εί­ναι το θεμέλιο και η αρχή όλων των υπολοί­πων.». Τώρα από περι­έρ­γεια συγκρίνατέ τον με αυτόν που έχει ο Ματ­θαί­ος 7: 12 «Πάντα ουν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άν­θρωποι, ούτω και υμείς ποιήτε αυ­τοίς· ούτος γαρ εστιν ο νό­μος και οι προ­φήται.», και ο Λου­κάς 6: 31 «και καθώς θέ­λετε ίνα ποι­ώ­σιν υμίν οι άν­θ­ρωποι, και υμείς ποι­είτε αυτοίς ομοίως.». Ποιος τα λέει λοι­­πόν πιο καλά, πιο πλήρη και ποιος ήταν ο πρώτος;

 

Ο μέγας διανοητής και ερευ­νητής Άγγλος Bertrand Russell στο βιβλίο του Why I am not a Christian, το οποίο υπάρ­χει και σε Ελληνική μετάφραση με τίτλο Γιατί Δεν Εί­μαι Xριστιανός, Εκδόσεις Αρσενίδη, μας λέει ότι αυ­τός ο κα­νό­νας υπήρ­χε και στον Βούδα, ο οποίος ήταν σύγχρο­νος του Κομφου­κί­ου. Ακόμα, υπήρχε στους Βραχμά­νους των Ινδιών ήδη τον 4ο αιώνα Π. Κ. Ε. με την μορφή: «Αυτή είναι η επιτομή του καθήκοντος: Μην κάνεις τίποτα στους άλλους το οποίο θα προξενούσε πόνο εάν γι­νόταν πάνω σου.». Στους Ζωροάστρες εμφανίζεται πολύ πρωιμότερα, περί το 1500 Π. Κ. Ε. με την μορφή: «Η μόνη φύση που είναι καλή είναι εκείνη που απέχει από το να κάνει στον άλλον οτιδήποτε είναι κακό για την ίδια.». Στους Έλ­ληνες Σωκράτη και Πλά­τωνα ευ­ρίσ­κο­με ισοδύναμες φρά­σεις και παραι­νέ­σεις. Π. χ., ο Σω­κρά­της στον Κρί­τω­να του Πλά­τω­νος (49a-b) λέγει: «Αν πρόκειται να αδι­κή­σω ή να αδικηθώ, τότε θα προτι­μή­σω να αδικηθώ παρά να διαπράξω αδικία.», και στον Γοργία (474b) «Εγώ γάρ δή οίμαι καί εμέ καί σέ καί τούς άλλους ανθρώπους τό αδικείν τού αδι­κείσθαι κά­κιον ηγείσθαι».

 

Ο ρα­βίνος Χιλλέλ ο Πρε­σβύ­τερος και η σχολή του κατά τα έτη 50 Π. Κ. Ε. μέχρι τα έτη του υποτιθε­μέ­νου Ιησού (απέθανε περί το έτος 10 Κ. Ε.) εδίδασκε το γνω­στό: «Ό σύ μισείς, ετέρω μή ποιήσης. Ούτος έστι ο νόμος όλος, τα δε λοιπά σχόλια γίγνον­ται!» (Ταλ­μούδ, Σαββάτ 31α). Αυτό επί­σης απαν­τάται και στο δαιμονολογικό βιβλίο το πα­ραμύθι του Τωβίτ (από­κρυφο για τους Εβραίους και τους Προτε­στάν­τες, κανο­νι­κό για τους Ορθοδόξους και Καθολι­κούς), 4: 15 «καί ό μισείς, μηδενί ποιή­σης.». (Σε μερικές εκ­δόσεις και στον Τωβίτ απαντάται υπό τη μορφή: «Ό σύ μισείς, ετέρω μή ποιήσης»). Ο Χιλ­λέλ ο Πρε­σ­βύτε­ρος εδί­δασκε ότι: Αυτό το ρητό αποτελού­σε την επι­τομή ολοκ­λήρου του νόμου. Αυτό μό­νο αρ­κούσε. Όλοι οι άλλοι νόμοι ήταν υποδε­έ­στε­ροι και απλώς σχόλια.

 

Δεν υπάρχει λοιπόν αμ­φιβολία ότι οι υστε­ρόχρονοι συγ­γραφείς των Ευαγγελίων υπέ­κ­λεψαν αυτόν τον κα­νό­να και μας τον πα­ρουσίασαν ως βγαλμένο μόνο από το στόμα του Ιησού. Ο Παύλος ο οποί­ος γρά­φει πριν τους Ευ­αγ­γε­λιστές δεν ανα­φέρει αυτόν τον «βα­ρύγδουπο» κα­νόνα. Εάν ένας τέτοιος κα­νόνας ήταν «καινοφα­νής» και τόσο βαθύς και δύσκολος που μόνο ο Ιη­σούς, ως Θεός, θα μπορούσε να συλλά­βει και να δια­τυπώσει, δεν νομί­ζετε ότι ο Παύλος κάπου έπρεπε να τον αναφέ­ρει; Μπορούμε επίσης να υποστη­ρί­ξο­με σε κά­ποιο βαθμό, όπως και τα ανω­τέ­ρω με­γάλα πνεύ­ματα υπεστήριξαν, ότι αυτός ο κανόνας, κατά μάλ­λον ή ήττον, θα έθετε σε αχρη­στία πολ­λούς από τους άλ­λους νόμους, αν όχι όλους, υπό την προϋπόθεση ότι εφαρ­μο­ζό­ταν από όλους. Στην περί­π­τωση όμως που ο «έτε­ρος» δεν τον εφαρ­μόζει δεν μπορείς εσύ μο­νομερώς πλέον να τον εφαρμόζεις συ­νε­χώς. Καταντάς κορόιδο και συνεχώς αδικη­μένος. Σ’ αυ­τό το ση­μείο λοι­πόν, της αδικίας που προέρχεται από τους άλλους, χρει­α­ζό­μαστε τους υπό­λοι­πους νόμους, κλπ.

 

Εκτός απ’ όλους τους ανωτέρω χρυσούς κανόνες του Κομφουκίου, του Βούδα, των Βραχμάνων, των Ζωροαστρών, του Τωβίτ, του Χιλλέλ του Πρεσβυτέρου και Σωκρά­τους – Πλάτωνος, o Kersey Graves στα βιβλία του: (1) The Three Pillars Of The Christian Faith: The Miracles, Prophesies, And Precepts, Kessinger Publishing, και (2) The Worlds Sixteen Crucified Saviors, Christianity before Christ, Sixth Edition, AUP Publishers, 1875-2001, σελίδες 348-349, καταγ­ρά­φει ισοδυνάμους ή σχεδόν ισοδυνάμους χρυσούς κανόνες και των ακολούθων σοφών: Πιττακού Μυτι­λη­ναίου 650 Π. Κ. Ε., Θαλή Μιλησίου 464 Π. Κ. Ε., Sextus του Πυ­θα­γορείου 406 Π. Κ. Ε., Αριστοτέλη 385 Π. Κ. Ε., Αριστίππου 365 Π. Κ. Ε., Ισοκράτη 338 Π. Κ. Ε. Ο χρυ­σούς κανών δη­λα­δή, υπήρ­χε πολύ πριν τον Ιησού Χριστό και τον δι­α­τύπωσαν πολ­λοί. Αν ψάξομε την προ Χριστού, αλλά και την μετά Χριστό, βιβλιογραφία θα τον βρούμε και σε πολλούς άλλους σοφούς. Από την συχνή επανάληψή του καταλαβαίνομε βε­βαίως ότι οι διάφοροι ηθικοί άνδρες έπρεπε να τον βροντοφωνάξουν εφ’ όσον η αυ­θαιρεσία και η κακοήθεια είναι γνωρίσματα του ατελούς ανθρώπου. Πλην όμως, από τις πολυάριθμες, ανεξάρτητες, ισοδύναμες ή σχεδόν ισοδύναμες και κατά τις διάφο­ρες εποχές διατυπώσεις του καταλαβαίνομε ότι ο «χρυσούς κανών» ήταν κοινή αντί­λη­ψη και μια τετριμμένη λογική δήλωση ή εντολή. Δεν ήταν τίποτα το δύσκολο για να το ανακαλύψομε ή να το μάθομε ή να το προ­φέ­ρομε και για το οποίο οπωσδήποτε χρειαζό­μασταν «τον Θεό να κατεβεί στη γη» για να μας το πει! Ήταν μια κοινοτοπία!

 

Συχνά ακούμε και άλλο ένα απολογητικό επιχείρημα που συνήθως προφέρουν οι απ­λοϊκοί. Μας λένε ότι η Χριστιανική Εκκλησία έχει να παρουσιάσει πολλούς αγίους ανθρώπους που θυσιάστηκαν ανιδιοτελώς για τους φτωχούς και τους αναξιοπαθούν­τες, συντηρεί φιλανθρωπικά και ευαγή ιδρύματα, δια­πράττει αγαθοεργίες, συμμετείχε στους αγώνες του έθνους, κλπ. Δεν αρνούμαστε ότι αυτά μόνο σε μικρό βαθμό είναι αληθή. Λέμε σε μικρό βαθμό διότι κατά το μέγα μέρος αυτά τα καλά έρ­γα είναι μεμο­νωμένα, ενώ τα θεολογικώς και μη θεολογικώς δι­καιολογημένα κακά και φαύλα που έχει διαπρά­ξει κατά συρροήν ανά τους αιώνες είναι ασυγκρί­τως περισσότερα και χει­ρότερα από όλες τις αγαθοεργίες της μαζί. Τα κακά και τα φαύλα τα έχομε καταγγεί­λει ήδη πολ­λαπλώς, οπότε ας περιοριστούμε στις αγαθοεργίες και να εξετάσομε τι συμπέρασμα βγαίνει απ’ αυτές.

 

Μπροστά σε όλο τον κλήρο και όλους τους μοναχούς, όλοι όσοι έκαναν αγαθοεργίες εί­ναι πολύ ολίγοι. Τα φιλανθρωπικά ιδρύματα είναι καλά μεν, αλλά αποτελούν ένα πολύ μι­κρό μέρος του προϋπολογισμού της χριστιανικής εκκλησίας, των εξόδων της και των ανεκτιμήτων θησαυρών που έχει καταχω­νιάσει στα θησαυροφυλάκιά της. Πρέπει να πούμε ότι σε πολλές περιπτώσεις αυτά έγιναν με ανήθικες και κατα­πι­εσ­τι­κές μεθόδους, καταναγκασμό και υστεροβουλία. Δεν ήταν πάντοτε οι αγαθοεργίες μερικών χριστιανών αγνές και τίμιες! Αν ολίγοι κληρικοί συμμετείχαν ή θυ­σιάστηκαν στους αγώνες του έθνους, αυτό το έπραξαν ως Έλληνες με ελληνική εθνική συνεί­δη­ση και για να βοηθήσουν τους ομοεθνείς τους που υπέφεραν κάτω από την μπότα του κατακτητή, όχι κατ’ εντολήν αλλά κατά παράβαση των χρισ­τιανικών επιταγών. Ο Χριστιανισμός δεν είναι εθνική θρησκεία αλλά κοσμο­πο­λιτική που θέλει να καπε­λώ­σει όλο τον κόσμο το ίδιο. Άσχετα προς τις συνεχείς παραβιάσεις των ανοήτων και αντιφατικών χριστιανικών επιταγών, ως χριστιανός οφείλεις να μην φο­νεύεις ακόμα και εν αμύνη, να μην εκδικείσαι ο ίδιος αλλά να αφήνεις την εκδίκηση στον Γιαχβέχ, να μην ευλογείς τα όπλα του εθνι­κού στρατού αλλά να είσαι ειρηνοποιός, να αγαπάς τους εχθρούς σου, να στρέφεις και την αριστεράν, να φροντίζεις αποκλειστικά για να σώσεις την ψυχή σου και να εισέλθεις στην βασιλεία των ουρανών, κλπ. Αυτά λένε οι ιερές χριστιανικές γραφές, οι δογματικές, οι πατέρες, κλπ.

 

Το τελικό και ουσιαστικό ζήτημα όμως είναι το αν ο Χριστιανισμός είναι αληθής και όχι μια φτιαχτή, ψευδής και καταστροφική θρησκεία. Με το να κάνει μερικές αγαθο­εργίες και να επιδει­κ­νύει μερικά άτομα υψηλού ηθικού αναστήματος, αυτό σημαί­νει ότι τα δόγ­ματα και οι μεταφυσικές διδασκαλίες του έγιναν αυτομάτως αληθείς; Λόγω των αγαθοερ­γιών, αλήθεψαν άραγε όλα τα τέρατα και σημεία και οι προφητείες της Βίβλου; Προ­φανώς όχι. Αγα­θοεργίες και άτομα υψη­λού ηθικού αναστήματος απαν­τώνται παντού και σε σχεδόν όλες τις ομάδες, θρησ­κείες, αθέους, κλπ. Άρα, εί­ναι όλοι αυτοί εξ ίσου αληθείς; Αν εγώ ισχυρίζομαι ότι «ο ήλιος ανατέλλει από την δύση και όποιος δεν το παραδέχεται πρέπει να φεύγει από την μέση», έχω δίκιο επει­δή κά­νω μερικές αγαθο­εργίες;

Όπως έχομε πολλές φορές τονίσει και αποδείξει ο Χριστιανισμός είναι μια φτιαχτή, ψευδής και ιδιαζόντως καταστροφική κοσμοπολιτική θρησκεία. Όσες αγαθοεργίες και αν έκανε ή πρόκειται να κάνει δεν αποδεικνύουν ότι αυτά που διατείνεται και δι­δά­σκει είναι τα αληθή, ούτε ημπορούν να αναπληρώσουν τον φρικτό πόνο που έχει επιφέρει και τις γιγαντιαίες καταστροφές και ζημιές που έχει διαπρά­ξει κατά την ισ­τορική του πορεία. Έχομε ξαναπεί ότι στον κόσ­μο ήλθε με σκοπό να τον σώσει από την κατάρα του οργισμένου Εβραϊκού θεού Γιαχβέχ και να μας διδάξει την δήθεν «αληθινή» μεταφυσική του. Τί έχο­με λοιπόν; Η με­ταφυσική του Χριστιανισμού ξαφ­νικά αλήθεψε λόγω μερικών καλών έργων; Επί πλέον η χρισ­τια­νι­κή ηθική και κοι­νω­νιολογία επί του πρα­κτέ­ου εί­ναι πολύ μακράν του ό,τι καλλί­τερο υπάρ­χει και οι εντο­λές που αφορούσαν την διάπ­ραξη κα­λών έργων προϋπήρχαν και υπάρχουν σε όλες τις πολιτισμένες κοινωνίες, χριστιανικές και μη. Δεν κατέβηκε ο Θεός στη γη και εσ­ταυρώθηκε για να μας αποκαλύψει τα ήδη γνωστά! Ήλθε λένε για να μας σώσει από την κατάρα που εξέδωσε κατά του Αδάμ, της Εύας και όλης της φύσεως που δημι­ούργη­σε....!

 

Επικροτούμε και συγχαίρομε το πραγματικό υψηλό ηθικό ανάστημα κα­θώς και τις τί­μι­ες μη υστερόβουλες αγαθοεργίες, απ’ όπου και αν προέρχονται· και πράγματι προ­έρχονται από πολλά σημεία και όχι μόνο ένα. Αυτά όμως δεν απο­δεικνύουν το ψευ­δο­θεώρημα ότι ο Χριστιανισμός είναι αληθής, συ­νεπής και εποικο­δομητική θρησ­κεία, ούτε δικαιολογούν στο παραμικρό την επί δεκαεπτά αιώ­νων ιδια­ζόντως εγκλη­ματική, εκβιαστική και καταστροφική δράση και ιστορία του.

 

16. Μερικά συμπεράσματα

 

Αυτά τα δόλια μέσα, που μόλις ανωτέρω και εν συντομία αναπτύξαμε, εκτός από τους παλαιούς και νέους απο­λο­γητές, τα βρίσκομε πλήρως κατοχυρωμένα εντός σχεδόν όλης της Καινής Δια­θή­κης καθώς και σε πάρα πολλούς (αν όχι όλους τους) Πατέρες, όπως π. χ. τον κομ­πλεξικό και ψεύ­τη Αυγουστίνο, τον δόλιο Ιε­ρώ­νυμο, τον πλαστογράφο και δια­σ­τ­ρεβλωτή της ιστο­ρί­ας τον δόλιο Ευσέβιο Καισα­ρείας, και πά­ρα πολλούς άλλους όλων των χριστιανικών ομάδων και αιρέσεων. Από την Καινή Δι­αθήκη, π. χ., μελε­τήστε προσεκτικά το παρακάτω μικρό δεί­γμα ανα­φο­ρών και εμβα­θύ­να­τε:

 

Πράξεις 9: 22, Πρός Ρω­μαί­oυς 3: 7 «Ε­άν διά τoυ ψεύ­δoυς μoυ η αλή­θεια τoυ Θε­oύ κα­τε­­δεί­χθη με­γά­λη πρoς δό­ξαν τoυ, για­τί ακό­μη κα­τα­κρί­νo­μαι ως αμα­ρτω­λός;» (το μόνο αληθές που μας είπε ο Παύλος!), Α΄ Πρός Κo­ρι­ν­θί­oυς 6: 12, 9: 19-23, 10: 23, Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 5: 13, 12: 16, Πρός Φι­λιπ­­πη­σίους 1: 15-18.

 

Μόνοι σας μπορείτε να βρείτε πάρα πολλές άλλες τέτοιες αναφορές σε ολόκληρη τη Βί­βλο, την Πατρολογία, την Ιερά Παράδοση, την Κατήχηση, τη Λειτουργική και την Εκκλη­σιαστική Ιστορία. Αρκεί να μελετήσετε! Δυστυχώς σήμερα παρά τα τόσα μέσα τεχνο­λο­γί­ας και τα τόσα βιβλία που εκδίδονται ή υπάρχουν στις βιβλιοθήκες και συλ­λογές δεν υπάρχει προθυμία για μελέτη και έρευνα αυτών των σοβαρών θεμάτων. Ας είναι καλά τα κόμιξ, τα παράξενα, τα άνευ ουσίας μυθιστορή­ματα, κλπ. Οι σαχλα­μά­ρες δηλαδή!

 

Εν κατακλείδι και προς χάρη των θρήσκων αναφέρομε ότι: Μια θρησκεία κρίνεται βά­σει των αρχι­κών αξιωμάτων (δογμάτων) της και μετά βάσει της λογικής συνεπείας που περι­έχουν και αναπτύσσουν οι γρα­φές της, τα πεπραγμένα της και η ιστορική διαδρομή της. Δεν μπορεί κανείς να πιστεύει 2 + 3 = 7 επειδή αυτός που το φωνάζει μπορεί να περ­πα­τά επάνω στα νερά. Είτε μπορεί να περπατά επάνω στα νερά είτε όχι το 2 + 3 = 5 και όχι 7. Ακόμα κρίνεται και από τη συμβο­λή της στη δημιουργία ανω­τέ­ρου πολιτισμού και στην επίτευξη της ευτυ­χί­ας στη ζωή επί της Γης. Τις κατασ­τ­ρο­φές πολλών και διαφόρων πολι­τισμών (ελληνικός, Ελληνορωμαϊκός, των Μάγια, κ. ά.), τα εκατομμύρια φόνων, κλπ. που διέ­πραξε ο Χριστιανισμός κατά την ιστορική του πο­ρεία, εν ονόματι της «αλη­θεί­ας» του και της υπο­χρεωτικής σωτηριολογίας του, τις αλ­λο­πρόσαλλες αντιφάσεις των γραφών και τη βιαιοτάτη ιστορική διαδρομή του, κλπ., δεν θα τα σχολιάσομε εν­ταύθα αλλά θα τα αφή­σομε στην κρίση του αντι­κει­μενικού κριτή που τα γνωρίζει καλά. Στους υπό­λοι­πους ευχόμεθα να τα ερευνήσουν και μελετήσουν. Εμείς έχομε εξα­γά­γει τα συμπε­ρά­σματά μας, πολλά των οποίων (μακράν όμως όλων όσων έχομε εξαγάγει) έχομε εκθέσει στα επί μέρους κεφάλαια του παρόντος βιβλίου.

 

Ο Χριστιανισμός απέ­τυχε την εξέταση κάθε λογικής ως μη έχων ο ίδιος δική του εγ­γενή λογική. Έτσι απέβη η μεγαλύτερη συμφορά – το χειρότερο κα­κό που έχει γί­νει ποτέ στην παγκό­σ­μια ιστορία. Η έλλειψη κάθε λογικής και η σωρεία χιλιάδων αντι­φάσεων, ανοησιών και παραλογισμών εδημιούργησαν έναν τεράστιο αρι­θμό χιλιάδων αντιμα­χομένων αι­ρέσεων καθώς και την ωμή βία ως το κύριο μέσο διαδό­σεως αυτής της καταστροφικής μά­στιγας. Αποτέλεσμα: Εκατομμύρια αθώα θύματα, ολοκλη­ρωτι­κές κα­ταστροφές πο­λιτισμών και λαών και τώρα ένας αλλόκοτος κόσμος αλαλούμ βυ­θι­σ­μένος στην αδι­κία, την ανοησία, τη δεισιδαιμονία και τη βλακεία. Εκτός τού­των, σή­μερα ακό­μα ζού­με τις κατα­στρο­φι­κές συνέπειες όχι μόνο του Χριστιανισμού, αλλά και της πα­τρι­κής του θρησκείας, του Εβρα­ϊ­σμού, καθώς και της αδελφής του θρησ­κείας του Μου­σουλ­μανισμού. Για τη δημι­ουρ­γία της Μουσουλμανικής μάστιγας ευθύ­νονται οι τρο­μερές φαγωμάρες των Εβραιο­γνωστικοχρι­στι­α­νι­κών αιρέσεων της Αραβίας του 7ου αιώνα μαζί με την τοπική Αραβική δεισιδαιμονία. Τότε ο δαι­μό­νιος άνθρωπος Μωχάμετ συν­έ­λα­βε την ιδέα να δημιουργήσει μια νέα ιουδαιο­χρι­στιανική αίρεση ως ενοποιητικό καμ­βά των διαφόρων διαμαχομένων, θρησκευτικών και εθνι­κιστικών Αραβικών φα­τρι­ών. Αυτή η αίρεση με την πά­ροδο του χρόνου εξε­λί­χθη στον σημερι­νό Μουσουλμανισμό των μουφτήδων, του μεγίστου των προφητών Μω­χάμετ, του Κορανίου και της Σαρίας.

 

Αν οι Χριστιανοί είχαν λίγο φιλό­τιμο μέσ’ ‘το πε­τσί τους και αίσθημα ευθύνης, έπ­ρε­πε πλέον να κηρύξουν εαυ­τούς εκτός υπάρξεως και να ομολογήσουν την παταγώδη αποτυχία τους, αντί να αναπροσαρ­μό­ζουν συ­νεχώς αυτή την καταστροφική θρη­σκεία «της θεόπνευστης και απόλυτης αλή­θει­ας». Αφού όπως φω­νασκούν είχαν και έχουν την από­λυτη θεϊκή αλήθεια στα χέρια τους, τό­τε γιατί δεν μέ­νουν σταθε­ροί σ’ αυτήν αλλά συ­νεχώς κά­νουν διορ­θω­τι­κές και προσαρμοστικές κινήσεις; Γιατί δεν εφαρ­μό­ζουν τους χριστιανικούς κα­νόνες στην ιδιωτική ζωή τους κατά γράμ­μα; Αυτό ευαρεσ­τεί τον Θεόν Πατέρα (η την Αγία Τριάδα, αν θέλετε) και τους εξασφαλίζει σίγουρο εισιτήριο για τον Παράδεισο! Αυτές οι κινή­σεις, βεβαίως, δεν γίνονται για να ανακα­λύψουν νέες αλήθει­ες τις οποί­ες ο Θε­ός Πατήρ (Γιαχβέχ) είχε ξεχάσει ή αργοπόρησε να τους τις μετα­δώ­σει. Μόνο και μόνον αποσκο­πούν στο συμ­φέ­ρον τους, στο σύμπ­λεγμά τους, στην κα­θυ­πόταξη, απο­βλά­κωση και απόλυ­το έλεγχο των οπαδών τους· σε ένα συμ­φέ­ρον, μια δεισιδαιμονία, μια ψυχολογική ανω­μαλία, έναν συμ­π­λεγματισμό δη­λα­δή· τί­ποτα άλ­λο! Ιδού λοιπόν τί σημαί­νει κατα­στρο­φι­κή θρησκεία σε όλο της το με­γαλείο!

 

17. Παραινέσεις

 

Δεν μέ­νει λοι­πόν τί­πο­τα άλ­λο από το να ανα­λο­γι­σθού­με κα­λά και να εμ­βα­θύνομε σ’ αυ­τά που μας λέ­νε: Ματ­θαί­ος 7: 17-18, 12: 33 και Λου­κάς 6: 43-44:

 

«Έ­τσι κά­θε δέν­­δρον κα­λόν πα­ράγει καρ­πούς κα­λούς, και το σά­πιο δέν­δρον πα­ρά­γει καρ­πούς κα­κούς. Δεν εί­ναι δυ­να­τόν ένα κα­λό δέν­δρο να φέ­ρη καρ­πούς κα­κούς, ού­τε ένα σά­πιο δέν­δρον να φέ­ρη καρ­πούς κα­λούς». «...διό­τι από τον καρ­πό γνω­ρί­ζε­τε το δέν­δρον.».

 

Καλεί­στε λοιπόν και εσείς, όσοι επιθυμείτε να εί­­στε υπεύθυνοι πολί­τες του πλανήτη Γης, να μελε­τήσετε τη μακροσκελή και απέριττη βι­βλιογραφία που υπάρχει επ’ αυ­τών των θεμάτων και να βγάλετε τα δικά σας συμπε­ρά­σματα. Μετά, δεν νομίζετε ότι οφείλετε να πάρετε αποφάσεις και στάσεις σύμφωνες με τα συμπεράσματα αυτά;

 

Διά δε τους Έλληνες αφιερώνω το παρακάτω τετράστιχο του θλιβερού και μελαγ­χο­λι­κού επιγραμ­μα­τογράφου Παλλαδά του Αλεξανδρέως (365-420 Κ. Ε.), ο οποίος με τα σο­βαρά και σκω­πτικά συνάμα επιγράμματά του περιγράφει όλη τη θλίψη και την οικτρή κατά­σταση, πραγματική συμφορά, που δημιουργήθηκε στην Ελ­ληνική οικου­μένη με την επι­κράτηση του Χριστιανισμού (με απλά και ακριβή λόγια της Εβραιο­γνωστικοχρισ­τιανικής μάστιγας) κατά τα χρόνια της ζωής του. Αυτό εν πολλοίς αντι­προσωπεύει και την ση­μερινή κατάσταση όχι μόνο λόγω του Εβραιογνωστικοχριστι­ανισμού αλλά και λόγω όλων των κοινωνικοπολιτικών και οικονομικών καταστάσε­ων της σύγχρονης εποχής μας, με­ρι­κές των οποίων προέκυψαν από την ψυχολογία και την σχιζοφρένεια που αυτή η μάσ­τιγα δημιούργησε κατά την καταστροφική ιστο­ρική διαδρομή της.

 

Άρα μή θανόντες τώ δοκείν ζώμεν μόνον,

Έλληνες άνδρες, συμφορά πεπτωκότες

όνειρον εικάζοντες είναι τόν βίον;

ή ζώμεν ημείς, τού βίου τεθνηκότος;

 

 

 

18. Βιβλιογραφία

 

Εκτός του ότι, εντός του πα­ρόν­τος κεφαλαίου, χρησιμοποιήσαμε από ολίγο έως πολύ (έχομε δώσει τις σχε­τικές αναφορές τις περισσότερες φορές, αλλά όχι όλες):

 

1.     την Βίβλο (Παλαιά και Καινή Διαθήκη),

2.     την Πατρολογία και Φιλοκαλία,

3.     την Εβραϊκή Μασόρα και Ταλμούδ,

4.     τα Απόκρυφα Ευαγγέλια και διάφορα άλλα Απόκρυφα Βιβλία,

5.     τα σπουδαία Έργα του Ιωσήπου Φλαβίου,

6.     πολλά συγγράμματα για τους Παπύρους της Νεκράς Θαλάσσης (εκ των οποίων πολλά έχουν μεταφραστεί και στην Ελληνική γλώσσα),

7.     τα πάρα πολύ σημαν­τικά βι­βλία των οποί­ων τους τίτλους και τους συγ­γρα­φείς κα­ταγρά­ψα­με και σας παρακαλούμε να τα σημειώσετε προσεκτικά ή να συμβου­λευ­τείτε άλλους οι οποίοι τα γνωρίζουν,

 

νο­μί­ζο­με φρόνιμο να παρα­θέσομε και την παρακάτω βι­βλι­ο­γραφία η οποία θα βοη­θή­σει τον ερευνητή και με­λε­τητή όχι μόνο επάνω στα θέ­ματα που περι­έχονται στο πα­ρόν άρθρο αλλά και σε πολ­λά περισσότερα. Αυτή πάλι η βι­βλι­ο­γρα­φία σας παρα­πέμ­πει σε πε­ρισ­σότερη πιο εκτεταμένη και λεπτομερή, κ.ο.κ.

 

 

19. Μερική ξενόγλωσση βιβλιογραφία

 

9.          Acharya S, The Christ Conspiracy, the Greatest Story Ever Sold, AVP, 1999.

10.       Acharya S, Krishna, Buddha and Christ Unveiled, AVP, 2004.

11.       Robert Ambelain, Jesus ou le Mortel Secret des Templiers, Laffont, 1970.

12.       Robert Ambelain, La Vie Secrete de Saint Paul, Laffont, 1971.

13.       Robert Ambelain, Les Lourds Secrets du Golgotha, Laffont, 1974.

14.       Robert Ambelain, Le Secret d’ Israel, Laffont, 1995.

15.       Dan Barker, Losing Faith in Faith, From Preacher to Atheist, FFRF Inc., 2003.

16.       Gary Bretton-Granatoor, A Jewish Response to Cults, UAHC Press, 1997.

17.       Walter Richard Cassels, Supernatural Religion, Watts, 1874-1902.

18.       Walter Richard Cassels, A Reply to Dr Lightfoot’s Essays, Longmans, Green and Co., 1889.

19.       Tim Callahan, Bible Prophecy, Failure or Fulfillment?, Millennium Press, 1997.

20.       Tim Callahan, Secret Origins of the Bible, Millennium Press, 2002.

21.       Earl Doherty, The Jesus Puzzle, Did Christianity begin with a mythical Christ?, CHP, 1999.

22.       Helen Ellebre, The Dark Side of Christian History, Morningstar and Lark, 1996.

23.       Alvar Ellegard, Jesus, One Hundred Years before Christ, The Overlook Press, 1999.

24.       Eusebius, Ecclesiastical History, Loeb Clas­sical Library.

25.       Sigmund Freud, Die Zukunft einer Illusion.

26.       Gerald Friedlander, The Jewish Sources of the Sermon on the Mount, Kessinger Publishing.

27.       Richard Elliott Friedman, Who Wrote the Bible?, Harper Collins, 1989.

28.       Kersey Graves, The Three Pillars Of The Christian Faith: The Miracles, Prophesies, And Precepts, Kessinger Publishing.

29.       Kersey Graves, The World’s Sixteen Crucified Saviors, Christianity before Christ, Sixth Edition, AUP Publishers, 1875-2001,

30.       Hyman E. Goldin, The Case of the Nazarene Reopened, The Lawbook Exchange Ltd., 1948-2003.

31.       James A. Haught, Holy Horrors, An Illustrated History of Religious Murder and Madness, Prometheus Books, 1990.

32.       Randel Helms, Gospel Fictions, Prometheus Books, 1989.

33.       Randel Helms, Who Wrote the Gospels? Millennium Press, 1997.

34.       A. H. M. Jones, Constantine and the Conversion of Europe, University of Toronto Press 2001.

35.       Julian, Against the Galilaeans (Κατά Γαλιλαίων), Loeb Classical Li­brary.

36.       Todd E. Klutz, Testament of Solomon (Σολομωνική), Continuum Interna­tio­nal Pub. Group Publishing Inc.

37.       Todd E. Klutz, Rewriting the Testament of Solomon, Library of Se­cond Temple Studies, 53, 2005.

38.       Klauss Koch, The Prophets, The Assyrian Period, Fortress Press, 1983.

39.       Klauss Koch, The Prophets, The Babylonian and Persian Periods, Fort­ress Press, 1984.

40.       D. G. Kousoulas (Έλλην Καθηγητής), The First Christian Emperor, Τhe Life and the Times of Constantine the Great, Rutledge Βooks Ιnc., 1997.

41.       Francis Legge, Forerunners and Rivals of Christianity from 330BC to 330 AD, Kessinger Publishing.

42.       Harold Leidner, The Fabrication of the Christ Myth, Survey Books, 1999.

43.       John W. Loftus, From Minister to Honest Doubter, Why I changed my mind, 2005.

44.       Lucian, Passing of Peregrinus, Loeb Cla­s­si­cal Library.

45.       Lucian, Philopatris, Loeb Classical Library.

46.       Gerd Ludemann, The Great Deception, and what Jesus really said and did (translated from German), Prometheus Books, 1999.

47.       Dennis R. MacDonald, The Homeric Epics and the Gospel of Mark, Yale University Press, 2000.

48.       Joseph McCabe, The Myth of the Resurrection and other Essays, Pro­metheus Books, 1993.

49.       G. R. S. Mead, Did Jesus Live 100 B.C.?, Kessinger Publishing.

50.       Doron Mendels, The Rise and Fall of Jewish Nationalism, Jewish and Christian Ethnicity in Ancient Palestine, Eerdmans, 1992.

51.       Philostratus, The Life of Apollonius of Tyana, Loeb Classical Library.

52.       Uta Ranke-Heineman, Eunuchs for the Kingdom of Heaven (translated from German), Doubleday, 1990.

53.       John Μ. Robertson, Pagan Christs, Barnes & Noble Books, 1903-1993.

54.       John Μ. Robertson, A Short Ηistory of Christianity, Watts, 1913.

55.       Kathy Rudy, Sex and the Church, Beacon Press, 1997.

56.       Albert Schweitzer, The Quest of the Historical Jesus, Introduction by James M. Robinson, Collier Books, 1968.

57.       Robert Taylor, The Diegesis, Kessinger Publishing, or Health Rese­arch.

58.       Robert Taylor, Syntagma of the Evidence of the Christian Religion, Kessinger Publishing.

59.       Charles Templeton, Farewell to God, My reasons for rejecting the Christian faith, M&S, 1999.

60.       Joseph Wheless, Forgery in Christianity, Kessinger Publishing.

61.       Joseph Wheless, Is it God’s Word?, Kessinger Publishing.

62.       Joseph Wheless, The Church that was Founded on Lies and Forgeries, Christian Frauds, Forgeries and Fakeries Exposed, Haldeman-Julius Publications.

63.       Andrew D. White, A History of the Warfare of Science with Theology in Christendom, 2 vol, Great Mind Series Prometheus Books 1896-1993.

64.       Robert R. Wilson, Prophesy and Society in Ancient Israel, Fortress Press, 1984.

65.       Hayyim Ben Yehoshuah, Refuting the Missionaries, (Research posted on Web­).

 

 

 

20. Μερική Ελληνική βιβλιογραφία

 

66.       E. Dermenghem, Χριστιανισμός και Ισλαμισμός, Μετάφραση από τα Γαλ­λικά του Δος Λε­ωνίδα Παυλίδη, Σύγχρονη Σκέψη 21, Εκδόσεις Γκοβόστη.

67.       Ειρηναίος, Κατά Αιρέσεων (Adversus Haeresies).

68.       Κέλσος, Αληθής Λόγος, Εκδόσεις Θύραθεν, 2000.

69.       Γιάνη Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, 2 τόμοι, Εκδό­σεις Μπουκουμάνη, 1975.

70.       Γιάνη Κορδάτου, Αρχαίες Θρησκείες και Χριστιανισμός, Εκδόσεις Μπουκουμάνη, 1973.

71.       Εμ. Γιαροσλάβσκυ, Μετάφραση από τα Ρωσικά, Πως Γεννιόνται, Ζουν και Πεθαίνουν οι Θεοί και οι Θεές, Εκδόσεις «Γνώσεις», και Μάριος Βερέττας.

72.       Παν. Μαρίνη, Ελληνισμός καί Χριστιανισμός, Εκδόσεις Νέα Θέσις, 2003.

73.       Παν. Μαρίνη, Φωνή Εξυπνισμού εν τώ Αιώνι τής Νυκτός, Εκδόσεις Νέα Θέσις, 2005.

74.       Νικ. Γ. Πετροπούλου, Η Δίκη του Χριστού, ΄Εκδοσις Β΄, Αθήναι, 1965.

75.       Πορφύριος, Κατά Χριστιανών, Εκδόσεις Θύραθεν, 2000.

76.       Κυριάκος Σιμόπουλος, Μυθοπλαστία όλες οι Θρησκείες της Οικου­μέ­νης, Εκδόσεις Στάχυ, 1999.

77.       Κυριάκος Σιμόπουλος, Ο Μύθος των «Μεγάλων» της Ιστορίας, Εκδό­σεις Στάχυ, 2000.

78.       Αργύρης Δημ. Τσακαλίας, δ. Θεολογίας, Βίβλος Ακατάλληλη δι’ Ενη­λί­κους, Εκδόσεις Μάριος Βερέττας, 1998.

79.       Σίγκμουντ Φρόϋντ, Ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας, Μετάφραση από τα Γερμανικά της Μί­νας Ζωγράφου-Μεραναίου, Εκδόσεις Μάρη.

80.       Ωριγένης, Κατά Κέλσου, Αποστολική Διακονία, τμ. 9 και 10, 1956-1957.

81.       Οι Χριστιανικές Γραφές, Απόδοση από τη Μετάφραση Νέου Κόσμου. (Η Βίβλος κατά τους Μάρτυρες του Ιαχωβά.).


ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΟΛΥΣΥΖΗΤΗΜΕΝΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΑΤΙΑΝΟΥ

ΕΠΙ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΚΑΝΟΝΙΚΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΩΝ

 

 

Πρόλογος

 

Γράφομε το παρόν άρθρο λαμβάνοντας αφορμή από το κείμενο του βιβλιαρι­δίου

 

 

 

που εμφανίζεται στις σελίδες 22-23 :

 

 

 

Το βιβλιαράκι αυτό μού το έδωσε μία χριστιανή ορθόδοξη, συγγενής μου, πο­λύ φανατική και θρησκόληπτη. Αν και αυτή έχει τελειώσει μόνο δημοτικό σχολείο, ήθελε με αυτό να μου αποδείξει τον θρίαμβο των ιερών χριστιανικών γραφών και δη των τεσσάρων κανονικών Ευαγγελίων, την αυθεντικότητα, την αρμονία, την ιστορι­κότητα και την αξιοπιστία των.

Εδώ δεν θα επεκταθούμε στο να απαντήσομε σε κάθε παράγραφο, νύξη, ή χω­ρίο των γραφών που περιέχεται μέσα σ’ αυτό το βιβλιαράκι. Το έχομε κάνει άλλωστε στα διάφορα άλλα άρθρα μας! Αλλ’ όπως μας ανακοινώνει στο εσώφυλλό του, περιέ­χει πέντε άρθρα του κ. καθηγητή James Orr, του πανεπιστημίου της Γλασκώβης, «ενάν­τια στις επιθέσεις της απιστίας». Μα ποιάς απιστίας; Χρειάζεται να είσαι άπισ­τος ή αθεϊ­στής για να επιτεθείς κατά της Εβραιογνωστικοχριστιανικής θρησκείας; Οι Θεϊσ­τές, οι Βουδισ­τές, οι Ινδουιστές, οι Ταοϊστές και πάρα πολλοί άλλοι είναι πιστοί. Όταν όμως ακούνε για Χριστιανισμό αηδιάζουν και εξανίστανται εναντίον του. Γνω­ρίζω προσωπικά πολλούς πιστούς αυτών των ομάδων οι οποίοι κατατροπώνουν κάθε θε­ολόγο ή απολογητή της χριστιανικής δεισιδαιμονίας, βλακείας και παραλογισμού οσάκις εμπλακούν μαζί τους σε αντιπαράθεση. Τί θέλουν δηλαδή να μας πούνε οι χριστιανοί και ο James Orr; Ότι μόνο οι άπιστοι και οι αθεϊστές αηδιάζουν και επιτί­θενται κατά του Εβραιογνωστικοχριστιανισμού! Αν νομίζουν κάτι τέτοιο, τότε ή δεν ξέ­ρουν ή δεν θέλουν να μάθουν τι τους γίνεται! Εθελοτυφλούν και στρουθοκαμηλί­ζουν!

Εδώ λοιπόν επιθυμούμε να αναπτύξομε περιληπτικώς τα τεκμηριωμένα στοι­χεία επί της μαρτυ­ρίας του Τατιανού και να καταδείξομε, άλλη μια φορά, ότι τί­ποτα δεν ισχύει απ’ όσα ισχυρίζονται οι χριστιανοί διά τη σχέση της με τα τέσ­σερα κανονι­κά Ευαγγέλια. Δυστυχώς όμως το αδαές πλήθος πιστεύει εν λευκώ ό,τι κι’ αν του πα­σάρουν οι χριστιανοί θεολόγοι και απολο­γητές, ακόμα και ότι 41 = 42, ή 2 + 3 = 23, χωρίς καμία προθυμία ή περιέργεια για περαιτέρω έρευνα και διαπίστωση!

Από την άλλη μεριά πάλι διαπιστώνομε διά πολλοστή φορά το ψεύδος και το αντιεπιστημονικό σκόπιμο γράψιμο των διαφόρων θεολόγων και απολογητών του Χριστιανισ­μού, αρχής γενομένης με τον Απόστολο Παύλο. Δεν τους ενδιαφέρει η αλήθεια παρά μόνο η σκοπιμότητα για την προώθηση της θρησκείας των, προς δόξαν του Θεού των (Πρός Ρωμαίους 3: 7). Αυτούς τους συναντάμε παντού· σε κάθε χώρα και εθνικότητα που πάτησε και εξαπάτησε ο Χριστιανισμός, σε κάθε χριστιανική αί­ρεση, σε κάθε χριστιανική εκκλησία, κλπ.

Εδώ ο κ. James Orr, αν και καθηγητής του γνωστού μεγάλου πανεπιστημίου της Γλασκώβης, γράφει μέσα στο ίδιο πλαίσιο και πνεύμα. Ένα γεγονός που συμβαί­νει με όλους τους χριστιανούς θεολόγους και απολογητές κάθε αιρέσεως και κάθε εκ­κλησίας σε όλα τα μήκη και τα πλάτη που απαντώνται! Γενικολογίες, μασημένα λό­για, μισές αλήθειες, στρεψοδικίες, κανένα συγκεκριμένο στοιχείο, κλπ.

Γράφει π. χ. ο κ. καθηγητής: «Οι παλιοί Χριστιανοί συγγραφείς ...». Ποιοί εί­ναι αυτοί; Δεν ονομάζει ούτε έναν ο κ. καθηγη­τής. Που να τολμήσει να γράψει ότι ψεύτης Ευσέ­βιος άρχισε αυτή την σκόπιμη ιστο­ρία ενάμιση αιώνα μετά τον Τατιανό και όπως έχουν αποδείξει οι ερευνητές και εκθέ­τομε και εμείς ευθύς αμέσως είναι ψευδής πέρα για περά. Ο κ. καθηγητής δεν παρα­θέτει έστω και ένα αυτούσιο συγκεκ­ριμένο σύντομο χωρίο, δύο ή τριών γραμμών, από αυ­τά που εδήλωσαν αυτοί οι συγγ­ραφείς. Γιατί άραγε; Όπως θα δούμε δεν υπάρχουν πολλά! Που να τολμήσει να ανα­φέρει ότι ο Τατιανός μετά τον προσηλυτισμό του στον Χρισ­τιανισμό από τον Ιουστί­νο, έγινε αιρετικός γνωστικός και καταδικάστηκε από την ορ­θόδοξη εκκλησία του τε­τάρτου αιώνος ως τέτοιος. Που να τολμήσει να αναγράψει την σύν­τομη αλλά πληρέσ­τερη δήλωση του Θεοδωρήτου! Κλπ., κλπ. Ούτε λέγει το κυ­ρι­ότερο πράγμα που κάθε αμερόληπτος επιστήμονας οφείλει να τονίσει! Αυτό είναι το ότι οι μαρτυρί­ες αυ­τές, πά­νω στον Τατιανό, είναι πολύ υστερόχρονες, ολίγες και χωρίς διασ­ταυρώσεις για να εί­­ναι ιστορικώς βάσιμες. Μόνο αυτή που έγραψε ο Θεοδώρητος έχει ιστορική αξία! Όλες αρχίζουν 150 χρόνια μετά τον Τατι­ανό, με πρώτο τον Ευσέ­βιο περί το +320 και τε­λειώνουν με τον Λατίνο επίσκοπο Victor της Capua περί το +545. Δεν είναι σύγχ­ρονες ούτε υπάρ­χουν διασταυρώσεις συγχρόνων του Τατιανού συγγραφέων όπως απαιτεί η επιστήμη της Ιστορίας. Δεν τολμά ο κ. James Orr να μας εξη­γήσει γιατί ο Ευσέβι­ος δεν διέ­σωσε τα έργα του Τατιανού, εκτός ένα μόνο, όπως και τόσων άλλων χριστιανών συγγραφέων των τριών πρώτων αιώνων.

Αλλ’ ούτε και οι μεταφραστές ή οι εκδότες του μικρού αυτού βιβλίου έβαλαν μια υποσημείωση ή ανα­φορά ή βιβλιογραφία για να κινήσουν το ενδιαφέρον όσων επιθυμούν να κάνουν πε­ραιτέρω έρευνα και έλεγχο. Γράφουν με το αξιωματικό ύφος ότι αυτή είναι η τελική αλήθεια «και τα σκυλιά δεμένα»!.

Έτσι λοιπόν, μέσα στην αγανάκτησή μας, αποφασίσαμε να εκθέσομε το θέμα αυτό για να διαφωτίσομε, κατά δύναμη, το αδαές, θρησκόληπτο και ανεξέταστο χρισ­τιανικό ποίμνιο και να του παρακινήσομε την ερευνητική του περιέργεια και διαπίσ­τωση της αλήθειας. Αρχίζομε λοιπόν:

 

ΤΑΤΙΑΝΟΣ (π. 120 – π. 175 Κ. Ε.)

 

Ο Τατιανός ήταν Σύρος με Λατινικό όνομα (Tatianus). Προσηλυτίσθηκε στον τότε Χρισ­τιανισμό από τον χριστιανό Εβραιο-Σαμαρείτη Ιουστίνο Μάρτυρα (+150-160), αλλά μετ’ ολίγον έγινε Γνωστικός, οπαδός της αιρέσεως του Μαρκίωνος, ή οποία είχε αρχίσει κατά τα έτη +140-145. Τελι­κά έγινε μέλος της αιρέσεως των Εγκ­ρα­τιτών. Μάλιστα δε, από μερικούς ερευνητές θεωρείται ο ιδρυτής της σέκτας αυτής.

Εκτός από το έργο «Λόγος Πρός Έλ­ληνας» που σώζεται ολόκληρο, όλα τα άλλα έργα του Τατιανού εχάθησαν. Καθόλου παράξενο βεβαίως που διασώθηκε μόνο αυτό, εφ’ όσον εκεί μέσα ο Τατιανός, ως χριστιανός, στρέφεται κατά των Ελ­λήνων και του Ελλη­νι­κού πολιτισμού, ενώ όλα τα άλλα έργα του χαρακτη­ρίστηκαν ως αιρετικά από την με­τέ­πειτα χριστιανική ορθόδοξη καθολική εκκλη­σία. Αυτό το γερό έργο όμως δεν αναφέρει τίποτα απολύτως για κανέ­να από τα τέσ­σερα κανονι­κά Ευ­αγγέλια. Μερικοί χριστιανοί συγγραφείς ισχυρίζονται ότι σ’ αυτό υπάρχουν χωρία παράλληλα με αν­τίσ­τοιχα των Ευ­αγ­γε­λίων και όπως λένε αποτελούνται από λόγια του Χριστού. Εκτός του ότι είναι ολίγα, κατά την έρευνα των αμερολήπτων επιστημόνων, αυτά έχουν ληφθεί από το απόκρυφο και μη κανονικό Ευαγ­γέλιον των Εβραίων, το οποίο, όπως θα τεκμηριώσομε αμέσως, το χρη­σιμοποιούσε ο Ιου­στίνος και ο Τατιανός για ένα μεγάλο διάστημα της χρι­στιανικής ζω­ής του.

Το γεγονός αυτό μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί με μια σύγκριση των εν λόγω χω­ρίων με τα αντίστοιχα χωρία του Ευαγγελίου των Εβραίων που έχομε σήμερα στα χέρια μας. Μερικά απ’ αυτά ομοιά­ζουν και με χωρία των κανονικών Ευαγγελίων. Αυτό δεν πρέ­πει να μας ξενί­ζει διότι όλο τον δεύτερο αιώνα σε όλα τα εβραιο-γνωστικο-χριστιανικά κείμενα, παρά τις δια­φορές τους, κυκλοφο­ρού­σαν διάφορες κοινές χριστιανικές φράσεις, ιδί­ως μεταξύ των Κυ­ριακών Λογίων.

 

Το Ευαγγέλιον ή η Αρμονία του Τατιανού

 

            Όπως λένε ο Τατιανός έγραψε το έργο Αρμονία περί το +170. Μερικοί χρι­σ­τι­ανοί εννοούν πως πρόκειται για μια αρ­μονία των τεσ­σάρων κανονι­κών Ευαγγελίων.

Από δια­σωθείσες αναφορές φαίνεται ότι σε πολλές περιπτώσεις, αλλ’ όχι και επί μονίμου βάσεως, ο Τατιανός χρησιμοποιούσε το απόκρυφο μη κα­νονικό Ευαγ­γέλιο των Εβραί­ων, και ακόμα ότι το έργο του με τίτλο «Αρ­μονία» είχε γίνει γνωσ­τό σε μερικούς άλλους. Μεγάλη προσπάθεια έχει καταβ­ληθεί για να συν­δεθεί η Αρμονία με τα τέσσερα κανονικά Ευαγγέ­λια, βασισμέ­νη στην μόνη και ουσιαστικά αστήρικτη και ύποπτη μαρτυρία του Ευσεβίου (+260-340). Όπως ο Ευσέβιος λέγει, είχε τον υποδηλωτικό τίτλο Διά Τεσσά­ρων. Αν είχαμε τα γραπτά του ίδιου του Τατιανού ή μόνο την Αρμο­νία του, η ερώτηση της σύνδεσης που τίθεται εδώ θα ελάμβανε ταχεία απάντηση. Δυσ­τυχώς όμως, αυτό το έργο μαζί με την συντριπτική πλειοψηφία των χρισ­τιανι­κών έργων των τρι­ών πρώ­των αιώνων χάθηκε. Ας όψεται ο Ευσέβιος!

Το έργο λοιπόν Αρμονία ακούστηκε για πρώτη φορά από τον Εβραιοχρι­στια­νό Ευσέβιο Καισαρείας της Παλαιστίνης, ο οποί­ος λέγει:

«Εν τούτοις, ο Τατιανός, ο πρότερος αρχηγός τους, έχοντας συνθέσει ένα συγ­κεκριμένο κράμα και μια συλλογή, δεν γνωρίζω πως, των Ευαγγελίων, ονόμασε αυτό Διά Τεσσάρων, το οποίο ακόμα και τώρα είναι γνωστό σε μερικούς» Εκκλησιαστική Ισ­τορία 4. 29.

Εδώ ο Ευσέβιος δεν εξηγεί τι ακριβώς εννοεί με τη φράση: «ακόμα και τώρα είναι γνωστό σε μερικούς», που αφορά το «Δια Τεσσά­ρων» κράμα. Αυτό το «τώρα» και οι «μερι­κοί» αναφέρεται στους τότε οπαδούς του Τατιανού των οποίων ήταν αρ­χηγός τους όπως ομολογεί στην προηγούμενη γραμμή, ή ομιλεί για μερικούς που ζού­σαν κατά τα έτη που Ευσέβιος έγραφε αυτά, δηλαδή 150 περίπου χρόνια μετά τον Τατια­νό. Μάλλον το δεύτερο!

Η επόμενη αναφορά στο Ευαγγέλιο του Τατιανού γίνεται από τον Εβραιοχρι­στια­νό Επιφάνειο (+ 315 - 403). Αυτός λέγει:

«Λέγεται ότι αυτός [ο Τατιανός] συνέθεσε το Ευαγγέλιο Διά Τεσσάρων, το οποίο από μερικούς καλείται ως Ευαγγέλιον των Εβραίων.» – Αιρέσεις 46. 1.

Από τον τρόπο που γράφουν, φαίνεται ότι οι δύο αυτοί συγγραφείς δεν είχαν δει κανένα τέτοιο Ευαγγέλιο. Έγραψαν τις αναφορές τους από ό,τι είχαν ακουστά. Η αναφορά του Επιφανείου (Δια Τεσσάρων) που αφορά την ονομασία του Ευαγγελίου, χωρίς αμφιβολία, βασίζεται επάνω στο χωρίο του Ευσεβίου.

Τρίτος συγγραφέας είναι ο Θεοδώρητος (+ 393 – 458). Αυτός λέγει:

«Αυτός [ο Τατιανός] επίσης συνέθεσε το Ευαγγέλιο το οποίο καλείται Διά Τεσσάρων αφού αφαίρεσε τις γενεαλογίες και όλα τα μέρη που εδήλωναν ότι ο Κύρι­ος γεννήθηκε από το σπέρμα του Δαυίδ, κατά σάρκαν. Αυτό χρησιμοποιούνταν όχι μόνο από τη σέκτα του, αλλά ακόμη και από ‘κείνους που διατηρούσαν τα αποσ­το­λι­κά δόγματα, και οι οποίοι δεν αντελήφθησαν τα κακά αυτής της σύνθεσης, αλλά αυ­τοί χρησιμοποιούσαν το βιβλίο αυτό με απλοϊκότητα, ένεκα της συντόμου περιεκτι­κότη­τός του. Εγώ, ο ίδιος, έχω βρει πάνω από διακόσια τέτοια αντίγραφα που έχαι­ραν μεγά­λης τιμής ανά­μεσα στις εκκλησίες σας, και αφού τα μάζεψα όλα μαζί, διέ­ταξα να τα βάλουν στην άκρη και αντ’ αυτών εισήγαγα τα Ευαγγέλια των τεσσάρων Ευαγγε­λιστών.» – Αιρετικοί Μύθοι 1. 20.

Τον επόμενο αιώνα ο Victor επίσκοπος της Capua (+541-554), αναφερόμενος στο Ευαγγέλιο του Τατια­νού το αποκαλεί «Διά Πέντε». Fabricius, Codex N. T. Ι, σελί­δα 378. Τί να είναι άραγε το εδώ αναφερόμενο πέμπτο, μέσα στη χαώδη και αντιφατική χριστιανική γραμματεία;

Αυτές είναι όλες κι’ όλες οι σημαντικές ενδείξεις περί του Ευαγγελίου ή της Αρ­μονίας του Τατια­νού. Για να τις αναλύσομε εκτενέστερα:

Ο Επιφάνειος αναφέρει μόνον, ότι κατά τον καιρό του λεγόταν πως ο Τατι­α­νός συνέθεσε το Ευαγγέλιο Διά Τεσσάρων και αμέσως μετά προσθέτει και ότι με­ρικοί το αποκαλούσαν και Ευαγγέλιο των Εβραίων. Αυτό το έγραψε γύρω στο + 385. Μισό αιώνα αργότερα, ο Θεοδώρητος βεβαιώνει ότι τότε ονομάσθηκε Διά Τεσσάρων, και δηλώνει μερικά πράγματα για την σύνθεσή του.

Τότε, ανεξάρτητα από τον Ευσέβιο, το μόνο που φαίνεται αληθές είναι το ότι κατά τον τέταρτο και πέμπτο αιώνα έδωσαν στο Ευαγγέλιο του Τατιανού τον τίτλο «Διά Τεσσά­ρων» και τον έκτο «Διά Πέντε».

Αλλά ο Ευσέβιος λέγει ότι ο ίδιος ο Τατιανός το ονόμασε «Διά Τεσσάρων». Αυτή δεν είναι η πρώτη δήλωση του Ευσεβίου με την οποία προσπαθεί να δώσει μια πρώιμη αναφορά περί Κανονικών Ευαγγέλιων, μέσα στην οποία ο ίδιος να υποστηρίζε­ται από προ­ηγούμενες πηγές.

Η σπουδαιότητα της ερωτήσεως καθιστά αναγκαίο το να εξετάσομε την αξιοπιστία αυτής της μαρτυρίας, και να προσπαθήσομε να επιβεβαιώσομε ή όχι, αν κανείς μπορεί να στηρίζεται στην αστήρικτη δήλωση του Ευσεβίου. Ως γνωστόν ο Ευσέβιος είναι υπόλογος πολλών πλαστογραφήσεων, ψεμάτων, παραχαράξεων και εξαφανίσεως σχεδόν όλων των πηγών. Ο τίτλος «Διά Τεσσάρων» είναι επινόηση τού Ευσεβίου γι’ αυτούς τους λό­γους. Ο πραγματικός του τίτλος ήταν Αρμονία.

Φαίνεται ακόμα ότι ο τίτλος Αρμονία του έργου του Τατιανού έδωσε το έναυσ­μα στον Ευσέβιο να μας μεταφέρει στραβά ότι εννοούσε την αρμονία των τεσσάρων κανο­νικών Ευαγγελίων. Δεν είναι όμως ανάγκη να πιστέψομε τον Ευσέβιο. Το απλού­στερο που μπορούμε να κάνομε είναι να μελετήσομε μόνοι μας τα τέσσερα κανονικά Ευαγγέ­λια και να διαπιστώσομε αν πράγματι έχουν αρμονία μεταξύ τους. Τα λάθη οι αντιφάσεις και οι ασυμφωνίες τους ανέρχονται σε χιλιάδες και έχουν καταγραφεί σε καταλόγους της διεθνούς βιβλιογραφίας. Π. χ. βλέπε: C. Dennis McKinsey:

1. Biblical Errancy, Prometheus Books, 1995.

2. The Encyclopedia of Biblical Errancy, A Reference Guide, Prometheus Books, 2000.

μαζί με πολλά άλλα διάφορα συγγράμματα και άρθρα πάνω στο θέμα της αρμο­νίας.

Το +170 ο Τατιανός ήταν ήδη Μαρκιωνίτης Γνωστικιστής και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να παραδέχεται και να χρησιμοποιεί τα τέσσερα κανο­νικά Ευαγγέλια, πόσο μάλλον να τα καταγράψει το ένα δίπλα στο άλλο! Κατ’ αυτή την εποχή τα ίδια ισχύουν και για το Ευαγγέλιον των Εβραίων. Τα τέσσερα κανο­νικά Ευαγγέλια αναφέρονται για πρώτη φορά από τον Ειρηναίο Λυώνος κατά τα έτη +181-185.

Αλλά ας μην πάμε μακριά! Υπάρχει μια γνωστή περίσταση, η οποία μόνη της δύναται να διαψεύσει ισχυ­ρώς την ανεξέταστη υπόθεση, ότι ο Τατιανός χρησιμοποιού­σε τα τέσσερα Κανονικά Ευ­αγγέλια.

Αυτή εμφανίζεται στην μαρτυρία του ιδίου του Θεοδωρήτου που ομολογεί ότι βρέθηκε στη δύσκολη θέση να αναγκαστεί να περιθωριοποιήσει το Ευαγγέλιο αυτό, αν και ήταν πολύ σεβαστό στις εκκλησίες που αυτός επισκέφτηκε και βρήκε εν χρήσει άνω των διακοσίων αντιγράφων.

Το γεγονός ότι ο Θεοδώρητος όχι μόνον αισθάνθηκε υποχρεωμένος να το βγάλει από τη μέση και να το βάλει στην άκρη, αλλά και το αντικατέστησε με τα τέσσερα κανονι­κά Ευαγγέλια, είναι αντίθετο προς την θεωρία ότι το Ευαγγέ­λιο αυτό αποτελούσε την αρμονία των τεσσάρων κανονικών Ευαγγελίων και θέ­τει σε από­λυτη αμ­φιβο­λία κάθε δήλω­ση που γίνεται για να καταδείξει ή να υπο­στηρίξει ένα τέτοιο συμπέ­ρασμα.

Παρατηρούμε ότι και ο Επιφάνειος και ο Θεοδώρητος έγραψαν τις μικρές μαρτυρίες των μέσα σε έργα των που αφορούσαν αιρέσεις του καιρού των, πράγμα που είναι προφανές και από τους τίτλους των έργων αυτών. Δηλαδή και οι δύο Πα­τέρες εθεωρούσαν τον Τατιανό ως αιρετικό. Άρα, πώς μπορεί ο Τατιανός να έχει την σχέση που επιθυμεί ο Ευσέβιος με τα τέσσερα κανονικά Ευ­αγγέλια. Σε καμία περίπτωση!

Ο καθηγητής James Orr αναφέρει και την παραστατική λέξη «τετράστηλο». Τέτοια λέξη στις αναφορές των παλαιών χριστιανών συγγραφέων δεν υπάρχει. Είναι και αυτή μέσα στο υποκινητικό, αλλά αντιεπιστημονικό, πνεύμα της απολογητικής του προσπαθώντας να δημιουργήσει πειστικότητα δι’ εντυπώσεων!

Σημείωση: Για το Διά Τεσσάρων, υπάρχουν ακόμα ολίγα υστερόχρονα σχό­λια του Αγίου Εφραίμ Σύρου (+306-373) και μικρά κομμάτια υστεροχρόνων και με­σαιω­νικών χειρογράφων που το αναφέρουν. Αυτό δεν είναι παράξενο αν λάβομε υπ’ όψη ότι ήταν σεβαστό και χρησιμοποιούταν ευρέως ακόμα και κατά την εποχή του Θεοδωρήτου (πέμπτος αιών) και του Victor της Capua (έκτος αιών) και υπήρ­χαν ήδη πολλά αντί­γρα­φα στην κυκλοφορία.

 

 

Δύο από τα Αιρετικά Στοιχεία του Τατιανού

 

1. Περί Αθανασίας της Ψυχής

 

Μερικοί, όπως ο Τατιανός και ο Βαρδεσάνης (+180), διατηρούσαν την πίστη στην ανάσταση των σωμάτων. Άλλοι πάλι, όπως ο Σατουρνίνος (+125) και ο Κέρδων (+140) προώθησαν την αντι-υλική αρχή και απ­έρριψαν την «εν σαρκί ανάστα­σιν». Επ’ αυτού του ζητήματος φυσικά, ήταν εύκολο να κάνει κανείς τον συμβιβασμό ώστε ένα «πνευματικό σώμα» να φαίνεται στην όραση ίδιο με ένα πραγματικό φυσι­κό σώ­μα. Αυτό όμως, με λίγα λόγια, θα ήταν τελεί­ως αόριστο για να αγγίξει το «πνεύμα» όλων των εποχών.

Το δόγμα της αθανασίας της ψυχής δεν το ασπαζόταν όλοι τον καιρό του Τα­τιανού. Ο Τατια­νός φωνάζει εναντίον των Ελλήνων, οι οποίοι επίστευαν το αντίθετο, τα εξής:

 

«“Η ψυχή δεν είναι αφ’ εαυτού της αθάνατη, ώ Έλληνες, αλλά θνητή. Πράγ­ματι, εάν δεν γνωρίζει [η ψυχή] την αλήθεια, τότε πεθαίνει, και διαλύεται με το σώμα, αλλά στο τέ­λος ανασταίνεται, κατά το τέλος του κόσμου, μαζί με το σώμα, λαμβάνον­τας την τι­μωρία του θανάτου αιωνίως.”» Λόγος Πρός Έλληνας 1. 13.

 

Ίδιες απόψεις είχε και ο Θεόφιλος Αντιοχείας (+180), ο οποίος λέγει: «Ού­τε αθάνατη, αλλά και ούτε θνητή την έκανε [ο Θεός], αλλά δυνατόν να είναι και για τα δύο.» Πρός Αυτό­λυκον 2. 27.

 

            Η φύση της ψυχής, όπως εξηγεί ο Τερτυλλιανός (+200-210), είναι εντελώς ασύμβατη με την αθανασία, καθ’ ότι επίστευε ότι το σώμα και η ψυχή διαιωνίζονται μα­ζί ή πεθαίνουν μαζί.

 

2. Γνωστικιστικές Απόψεις περί Χριστιανικού Θεού

και το Ευαγγέλιο των Εβραίων

 

Ο Τατιανός, μαθητής του Ιουστίνου Μάρτυρος και σύγχρονος του Σατουρνί­νου, θεωρεί τον δημιουργό του κόσμου, τον Εβραίο Θεό Γιαχβέχ, ως έναν υποδεέστε­ρο Θεό, και ομοίως φαί­νεται να έχει συμπεράνει ότι ο Ιουδαϊσμός και το Ευαγγέλιο είναι δημι­ουργήματα κα­τωτέρων θεοτήτων, τύπου Γιαχβέχ. Ο καλός Θεός ήταν ο Θεός Πατήρ του Χριστού, ο οποίος επιπολάζει του κόσμου, κλπ.

Βλέπομε λοιπόν ότι ο Τατιανός είχε ταυτόσημες γνωστικιστικές απόψεις με τον Μαρκίωνα. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τη μαρτυρία του Θεοδωρήτου που εξε­τάσαμε παραπάνω. Συνεπώς, ως Μαρκιωνιστής Γνωστικός και συνεπώς αντι-Εβραί­ος, δεν ήταν δυνατόν να χρη­σιμοποιούσε το Ευαγγέ­λιον των Εβραίων επί μονίμου βά­σε­ως. Είτε πή­ρε απ’ αυτό μερικά χωρία που του άρμο­ζαν, είτε χρησιμοποίησε χω­ρία που ήταν κοινά στο Ευαγγέλιο αυτό και σε διάφορα γνωστικοχριστιανικά έγγραφα της εποχής του.

Γνωρίζομε βεβαίως ότι, το Ευαγγέλιο των Εβραίων ήταν ένα Εβραιο-Εβιωνιτι­κό κείμενο και το χρη­σιμοποιούσαν: ο Εβραίος Σαμαρείτης Ιουστίνος Μάρτυς, ο Εβ­ραιοχριστια­νός Ηγήσιππος, ο συγγραφέας των Κλεμεντί­ων Εβιονι­τικών κειμένων (Αναγ­νωρίσεις, Ομιλίες, Επιτομή, κλπ.), κ. ά.

Ο Credner (+1836) θε­ωρεί ότι, αυτό ήταν ένα από τα αρ­χαιότερα κείμενα της εκκλησίας και η πηγή για τον Ιουστίνο Μάρ­τυρα από το οποίο και απέσπασε πολλά εδάφια. Ο Toland (1700) λέγει ότι το Ευαγγέλιον των Εβ­ραίων αναγιγνώσκετο δημοσί­ως στις εκ­κλησίες των Εβραιοχριστιαννικών αιρέσεων των Να­ζαρηνών και Εβιονιτών ως αυ­θεντικό «για πάνω από 300 χρόνια» και «εθεωρείτο ως το αληθές Ευαγγέλιον» από τους: Παπία, Ιγνάτιο, Κλήμεντα Αλεξανδρείας, Ιουστίνο Μάρ­τυρα, Ηγήσιππο, κ. ά. Αυτή η άποψη, περί αυτού του Ευαγγελίου βεβαίως, εξοστρακίσ­τηκε πλήρως από την χριστιανική ορθόδοξη καθο­λική εκκ­λησία και τους πατέρες του τετάρτου αιώνος και εφ’ εξής. Αυτοί το κατέταξαν στα αιρετικά, απόκρυφα και μη κα­νονικά, αφού η νέα θρησκεία και εκκλησία που εδημιούργησαν σκοπόν είχε την μετάλ­λαξη και τον προση­λυτισμό της πατρικής θρησκείας των, του Εβραϊσμού δηλαδή.

Μερικοί ερευνητές, μεταξύ των οποίων και ο Tischendorf (+1850), νομίζουν ότι ο Τατια­νός χρησιμοποιούσε το Ευαγγέλιον των Εβραίων. Ο Credner έφτασε να πι­σ­τεύ­ει ότι αυτό ήταν ουσιαστικά η Αρμονία του Τατιανού.

Είναι θεωρητικώς αδύνατο για έναν Μαρκιω­νίτη να ασπαζόταν το Ευαγγέλιον των Εβραίων σε όλη του τη ζωή. Εάν όμως υποθέσομε ότι, ο Επιφάνειος, ο Credner, ο Toland, ο Tischendorf, κ. ά. έχουν δίκιο και η Αρμονία ήταν πράγματι το Ευαγγέλιον των Εβραίων, τό­τε αυτό αποτελεί περίτρανη και σίγουρη απόδειξη του ότι η Αρμονία δεν ήταν το «Διά Τεσσάρων» του ψευτο-Ευσεβίου, εντός του οποίου υποτίθεται ότι είχε βάλει τα τέσσερα κανονικά Ευαγ­γέλια σε παράλληλη γραφή. Διότι: «Άλλο το Ευαγγέλι­ον των Εβραίων και άλλα τα τέσσερα κα­νονικά Ευαγ­γέλια». Αν λοιπόν το ζήτημα έχει ούτως, τότε αυτό το γεγονός αποδεικνύει πλήρως και ευκολότατα το ψέμα και την δι­αστροφή τού Ευ­σεβίου.

Αυτό που όπως φαίνε­ται συνέβη είναι το ότι, όσο ο μαθητής Τατιανός ήταν κον­τά στον διδάσ­καλό του Ιουστίνο, χρησιμο­ποιούσε το Ευαγγέλιο των Εβραίων κανονι­κώς. Μετά όμως, όταν προ­σχώρησε στον Μαρκιωνιτικό Γνωστικισμό, το απέρριψε κα­τά το πλείστον. Όπως όμως ο διδάσκαλός του Ιουστί­νος έτσι και αυτός εκράτησε εν χρήσει τα ολίγα χω­ρία του που έχουν να κάνουν μόνο με Κυριακά Λόγια και τίποτα πε­ρισσότερο. Αφού θεωρούσε τον Χριστό ως υιόν του καλού Θεού που τον έσ­τειλε για να μας σώσει (από τί άραγε;), τότε είναι εύλογο να απέσπασε μόνο τα Κυριακά Λό­για!

Συμπεραίνομε λοιπόν ότι σε κάθε περίπτωση, η χαμένη Αρμονία του Τα­τιανού δεν μπορεί να είναι το «Διά Τεσσά­ρων» του ψευτο-ιστορικού Ευσεβίου, ο οποίος με το ύφος της γραφής του προδίδει το ότι δεν εφρόντισε να την δει και να την εξετάσει ποτέ! Όπως πάντα, γράφει βιαστικά, με σκοπιμότητα και από τη φαντασία του ή από ακουσ­τές διαδώ­σεις. Ο δε τίτλος «Διά Τεσσάρων» που του απέδωσε, είναι δική του σκόπιμη και ψευδής επινόηση, μόνο και μόνο για να βρει μια, ανύπαρκτη βεβαίως, σύνδεσή της Αρμονίας με τα τέσ­σερα κα­νονικά Ευαγ­γέλια και έτσι να στηρίξει ιστορικώς και θεωρη­τικώς την μόλις τεχ­νητώς και κακοφτιαγμένη χριστιανική εκκλησία των τεσσάρων κα­νονικών και ψευδεπιγράφων Ευαγγελίων. Ο τίτλος αυτός δεν υπάρχει πουθενά σε ό,τι γραπτό υπάρχει πριν από τον Ευσέβιο και είχε την τύχη να διασωθεί.

 

Επίλογος

 

            Ελπίζομε μέσα στην εδώ περιληπτική ανάπτυξη του θέματός μας να έχομε δώσει αρκετά στοιχεία για την κατάδειξη τού συμπεράσματος τής προηγουμένης παραγράφου και ενός ακόμη ψέματος του Ευσεβίου, επί του οποίου πολλοί θεολόγοι και απολογητές, όπως ο James Orr με αφορμή του δημοσιεύματος του οποίου γράψαμε το παρόν άρθρο, πατά­νε για να στηρί­ξουν όχι μόνο την αυθεντικότητα των τεσσάρων κανο­νικών Ευαγγε­λίων (ψευδεπιγράφων) αλλά και την αρ­μονία τους, αν είναι δυνατόν.

Για ποιά αρμονία να μιλήσομε, όταν ο Πατήρ Θεοδώρητος μας λέγει ότι το Ευαγ­γέλιο τού Τατιανού περιείχε πολλά κακά και ότι τα άνω των διακοσίων σεβαστά αντίγρα­φα που βρήκε στις διάφορες εκκλησίες τα πέταξε στην άκρη και τα αντικατέστησε με τα τέσσερα κανο­νικά Ευαγγέλια! Ο ίδιος ο Τατιανός, κατά την μαρτυρία του Θεοδωρήτου, αφαίρεσε τις δύο αντιφατικότατες γενεαλο­γί­ες των Ευαγγελί­ων, όποιες και αν ήταν αυτές κατά τις μέ­ρες του, και έτσι γλί­τωσε από μια εξόφθαλμη αντίφαση. Ακόμα πέταξε έξω όλα που εί­χαν σχέση με την Εβραϊκή καταγωγή του Ιησού «εκ σπέρματος Δαυίδ κατά σάρκαν». Ίσως έχον­τας ένα μόνο Ευαγ­γέ­λιο να γλίτωσε από πολλές αντι­φάσεις, αν όχι απ’ όλες, και την ασύστολη ασυμφωνία του με άλλα Ευαγγέ­λια.

      Αν όμως κάποιος δεν έχει ικανοποιηθεί πλήρως από την παρούσα ανάπτυξή μας, τον παραπέμπομε στις 22 σελίδες, 366-381 και 500-505, του καταπληκτικού πονήματος του ακαμάτου ερευνητή: Walter Richard Cassels

 

Supernatural Religion, Two volumes in one, Watts, 1874 – 1902,

 

και σε μερικά σημεία του συμπληρώματός του:

 

A Reply to Dr Lightfoot’s Essays, Longmans, Green and Co., 1889.

 

Στις 22 αυτές περιεκτικές και πυκνογραμμένες σελίδες ο κάθε ενδιαφερόμενος θα βρει όλες τις λεπτομέρειες και θα ικανοποιήσει πλήρως το επιστημονικό και ερευνη­τικό του ενδιαφέρον. Στις σελίδες 500-505 μάλιστα, ο συγγραφέας έχει συμπεριλάβει και την σύγκριση των ολίγων χωρί­ων των Κυριακών Λογίων που αναγράφονται στον Λόγον Πρός Έλληνας με τα όμοια αντί­στοιχα εντός του Ευαγγελίου των Εβραίων ή των κανονικών Ευαγγελίων.

            Ο καθηγητής James Orr του πανεπιστημίου της Γλασκώβης παρά την χριστιανι­κή θρησκοληψία του και τον απολογητικό του ζηλωτισμό, σίγουρα εγνώριζε το θαυμά­σιο αυτό και λεπτομερές αγγλικό σύγγραμμα. Έκανε όμως το κορόιδο προκειμένου να πει θαμπά τα καθι­ερωμένα χριστιανικά επιχειρήματα, ακόμα και αν δεν έχουν ίχνος επι­βε­βαιώσεως ή αλη­θείας, στο αδα­ές χριστιανικό «ποίμνιον» που, όπως πολύ καλά γνωρί­ζει και εκεί ακριβώς πατά ο κ. καθηγητής, δεν πρόκειται να ερευνήσει και να εξετάσει το θέμα.

 


ΙΑΤΡΙ­ΚΗ ΚΑΙ ΧΡΙ­ΣΤΙΑ­ΝΙΣΜΟΣ

Επισκόπηση του θέματος

 

            Σ’ αυτό το άρθρο επιθυμούμε να δώ­σομε στο Ελ­λη­νι­κό κοι­­νό λί­γες νύ­ξεις και αιχ­μές για τις ιστορικές και επιστημονικές σχέ­σεις τού Χρι­στια­νι­σμού με τις επι­­­σ­τή­μες και ει­δι­κό­τερα την Ια­τρι­κή Επι­στή­μη.

            Η παγκόσμια βιβλιογραφία στο πα­­ρόν θέμα είναι απέ­ραντη. Ένα πλήρες δίτο­μο βι­βλίο σ’ αυτά τα θέ­μα­τα (μέχρι και την εποχή που γράφτηκε, αρχές 20ου αιώνα,) είναι του κα­θη­γητή και προ­έ­δρου του Πανεπιστημίου Cornell της Πο­λιτείας της Νέας Υόρκης Andrew White A History of the Warfare of Science with Theo­logy in Chris­tendom (Mια Ιστορία του Πολέμου της Επιστήμης με την Θεολογία στον Χρι­σ­τιανι­σμό). Στο παρόν άρθρο η ανά­πτυξη θα είναι απλώς μερική.

     Ό­σοι εν­δια­φέ­ρο­νται γενι­κό­τε­ρα γι’ αυ­τά τα θέ­μα­τα και δεν είναι αδιάφοροι ώστε να τα αφή­νουν να κυ­λούν απα­ρατή­ρη­τα όπως έρ­χο­νται και πά­νε, μπο­ρούν να ελέγ­ξουν και να με­λε­τήσουν τις ανα­φο­ρές και τα θέ­μα­τα που προ­­τεί­νου­με, ώστε μό­νοι τους με­τά από μία σύ­ντο­μη και εμπε­ρι­στα­τω­μέ­νη με­λέ­τη να μπο­ρέ­σουν να βγά­λουν με­ρι­κά συ­μπε­ρά­σμα­τα αντι­κει­με­νι­κά και ανε­πη­ρέ­α­στα. Εί­ναι και­ρός διάφοροι φο­ρείς να στα­μα­τή­σουν να δρουν βα­σι­ζό­με­νοι στην τρο­μα­κτι­κή αμά­θεια ή την παρα­πλη­ρο­φό­ρη­ση του πλή­θους και τη θρη­σκο­λη­ψί­α, η οποία συ­χνά συ­νο­δεύ­ε­ται από θρη­σκευ­τι­κό φα­να­τι­σμό, που ολο­έ­να αυ­ξά­νε­ται στις μέ­ρες μας φι­μώ­νο­ντας και τυ­φλώ­νο­ντας τα πά­ντα.

     Αρ­χι­κά στην Πα­λαιά Δια­θή­κη συ­να­ντά­με έναν «θε­ό» που όχι μό­νο δεν έχει κα­μιά ια­μα­τι­κή διάθε­ση αλ­λά απει­λεί με πρό­κλη­ση ασθε­νειών για να εξα­σφα­λίσει υπο­τα­γή του λαού του. Π. χ., βλέπε Δευ­τε­ρο­νό­μιον, KH΄: 15-63:

 

«Αν δεν υπα­κούσεις, ο Κύ­ριος θα σε κτυ­πή­σει με πυ­ρε­τό, ρί­γος, ερε­θι­σμό, μα­­ρα­σμό, φλό­γω­ση και ώχρα (κι­τρι­νά­δι;) με πλη­γή στις έδρες, με αι­μορ­ρο­ΐ­δες (!) και με άγρια ψώ­ρα και ξυ­σμό, με αρρώ­στιες αγιά­τρευ­τες… Θα σε χτυ­πή­σει (ο Κύ­ριος) με τρέ­λα, με τύ­φλω­ση… με σύγ­χυ­ση μυα­λού, θα ψη­λα­φείς σαν τον τυ­φλό στο κα­τα­με­σή­με­ρο… Ο Κύ­ριος θα σε χτυ­πή­σει στα γό­να­τα και στα σκέ­λη και από τις πα­τού­σες έως την κο­ρυ­φή σου με κα­κή πλη­γή, ώστε να μην μπο­ρείς να για­τρευ­τείς… Αν δεν υπα­κού­σεις, ο Κύ­ριος θα κά­νει τις πλη­­γές σου… πλη­γές με­γά­λες και αθε­ρά­πευ­τες και ασθέ­νειες κα­κές, βα­ριές και αθε­ράπευ­τες. Και θα φέ­ρει πά­νω σας όλες τις οδυ­νη­ρές πλη­γές, απ’ τις οποί­ες κα­τα­τρο­μά­ξα­τε και θα τις κολ­λή­σει σε σας. Αλ­λά ακό­μα και κά­θε ασθέ­νεια και κά­θε πλη­γή που δεν εί­ναι γραμ­μέ­νη στο βι­βλίο αυ­τό [για φαντάσου, α­κό­μα και αυ­τές!], θα φέ­ρει ο Κύ­ριος επά­νω σας, εάν δεν υπα­κού­σε­τε…»                                             

 

Η αρ­νη­τι­κή ια­τρική λοι­πόν γίνεται το πιο αποτελεσματικό ερ­γα­λείο υπο­τα­γής! Εί­ναι πο­­λύ εν­δια­φέ­ρον αυ­τό το κε­φά­λαιο του Δευ­τε­ρο­νο­μί­ου όπως και το κεφάλαιο ΚΣΤ΄ του Λευι­τι­κού, το οποίο επαναλαμβάνει τα ίδια. Με­λε­τήσετε τα δύο αυτά κεφάλαια για να απο­λαύ­σε­τε και τις υπό­λοι­πες φοβε­ρές κα­τά­ρες (π. χ.,... και την γυναίκα που θα παν­τρευ­τείς να μην την χαρείς εσύ αλλά άλλος...) και απει­λές του βιβλικού θεού Γιαχβέχ που βρί­σκονται εκεί μέ­σα εν αφθονία…. (Περισσότερες τέτοιες Παλαιοδια­θηκικές αναφορές: Α΄ Σαμουήλ ή Βασιλειών Β΄: 3, Ψαλμοί ΙΣΤ΄ (ΙΖ΄): 37, ΚΕ΄ (ΚΣΤ΄): 1, Πα­ροιμίαι ΚΔ΄: 16, Ωσηέ Ε΄: 5, Ναούμ Γ΄: 19, Ιερεμίας ΣΤ΄: 21, ΙΗ΄: 23, κ. π. ά.)

     Στα «θαύ­μα­τα» λοι­πόν της Πα­λαιάς Δια­θή­κης, εκτός από θε­ρα­πεί­ες νό­σων και μα­λα­κιών (κα­κώ­σε­ων), επεμβά­σε­ων, αλ­λα­γών και ανα­στο­λών φυ­σι­κών διερ­γα­σιών και φαι­νο­μέ­νων, στα βιβλία της Πεντατεύχου, των Κριτών, των Βα­σι­λειών, των Μακ­κα­βαί­ων και αλλού, βλέ­πομε τον θεό των Εβραί­ων – Ισ­ρα­η­λι­τών, Γιαχβέχ, (θε­ός της ερή­μου που τε­λι­κά ερή­μω­σε τα πά­ντα), να επεμ­βαί­νει θαυ­μα­τουρ­­γι­­κά, αδια­κρί­τως αν πρό­κει­ται για επι­θε­τι­κούς ή αμυ­ντι­κούς πο­λέ­μους και μά­­χες, για να δώ­σει τη νί­κη στον εκλε­κτό λαό του. Μά­λι­στα, συ­χνά έχομε πλή­ρη εξο­λό­θρευ­­ση αμά­χων, μέ­χρι θη­λα­ζό­ντων νη­πί­ων, ζώ­ων, και αμπε­λώ­νων, και ό,τι δεν μπο­ρού­σε να με­τα­φερ­θεί πα­ρα­δί­δε­ται στη φω­τιά (βλέ­πε π. χ.: Αριθ­μοί ΛΑ΄, όλο το αισχρό βιβ­λίο Ιησούς του Ναυί, Α΄ Βα­σι­λειώνΣα­μου­ήλ ΙΕ΄, Β΄ Βα­σι­λειώνΣα­μου­ήλ ΙΒ΄, και απανταχού στην «Ιε­ράν» Βίβλον). Θη­ριω­δί­ες άνευ προ­η­γου­μέ­νου και ίσως άνευ ε­πο­­μέ­­νου κατ’ εντο­λή του βι­βλι­κού θε­ού Γιαχβέχ.

     Οι νόμοι πολέμου (Δευτερονόμιον Κ΄) και οι νόμοι εξουσίας (Α΄ Βασι­λει­ών-Σα­μουήλ Η΄, και στην Καινή, Πρός Ρω­μαίους ΙΓ΄: 1-7 και Πρώτη Επιστολή Πέ­τρου Β΄: 13-18) του βιβλικού θε­ού Γιαχβ­έχ κά­νουν τους εγκλη­μα­τί­ες πο­λέ­μου των τε­λευ­ταί­ων αι­ώ­νων, να φαί­νο­ν­ται σχε­­δόν άγιοι μπρο­στά τους. Αυ­τός ο βι­βλι­κός θε­ός των Εβραί­ων, ο Γιαχβ­έχ ή Γιεχόβαχ (ο Ιαχωβάς όπως συνήθως τον λέει ο λαός), όσο κι αν φαί­νε­ται πα­ρά­ξε­νο εί­ναι ακρι­βώς ο ίδιος Θε­ός Πα­τήρ των Χρι­στια­νών και ο Αλλάχ των Μου­σουλ­μάνων! Άραγε τί μαγείρεμα συνέ­βη;

     Στην Πα­λαιά Δια­θή­κη και εν συ­νε­χεία στην Και­νή βλέ­πομε ένα τε­ρά­στιο αρι­­θ­μό θαυ­μά­των με τρο­με­ρό εύρος θαυ­μα­τουρ­γι­κής ικανότητας, από θε­ρα­πεία πυ­­ρε­τού μέ­χρι ανα­στά­σε­ως νε­κρού τε­τρα­η­μέ­ρου. Προϋπόθεση αυτών των θαυ­μά­των ήταν η θρη­σκευτική πίστη στον Γιαχβέχ και τον Υιόν του Γιοσούαχ. Παντού και πάντοτε ακούμε Ματθαίος Θ΄: 22«η πίστις σου σέσωκέ σε», 29, ΙΖ΄: 19-21, Μάρκος Ε΄: 34, ΣΤ΄: 5-6, Θ΄: 19, 23-24 «ο δε Ιησούς είπεν αυτώ το ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι. και ευθέως κράξας ο πατήρ του παιδίου μετά δακρύων έλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τη απιστία.», Ι΄: 52, Λουκάς Ζ΄: 48, ΙΖ΄: 6, 19, 42, κλπ. Σπανιό­τατα συναντάμε και την θέ­ληση όπως, Ιωάννης Ε΄: 6 «τούτον ιδών ο Ιη­σούς κατακείμενον, και γνούς ότι πολύν ήδη χρόνον έχει, λέγει αυτώ· θέλεις υγιής γενέσθαι;» (Άραγε να μην ήθελε; Ποιός τυφλός δεν θέλει το φως του!).

     Από το 35 Κ. Ε. (Κοι­νής Επο­χής) μέ­χρι το 313 Κ.Ε. τα «θαύ­μα­τα» συ­νε­χί­ζο­νται με τον ίδιο πε­ρί­που ρυθ­μό και δύναμη αν πι­στέ­ψομε ό,τι μας λέ­νε οι Πρά­ξεις των Απο­στό­λων και όλα τα βι­βλια­ρά­κια με βί­ους Αγί­ων. Ο Ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς και οι Άγιοι Ανάρ­γυ­ροι, Κο­σμάς και Δα­μια­νός, ανα­φέ­ρο­νται ως ιατροί και θαυματουργοί. (Κατά την Βυζαντινή μόνο πα­ρά­δοση ο Λουκάς εί­ναι και ζωγρά­φος, αλλά αυ­τό... μό­νον κατά φαν­τασίαν...). Πριν λί­γο και­ρό μά­λι­στα, η Ανα­το­λι­κή Ορ­θό­δο­ξη Εκ­­κλη­σία της Αυ­στρα­λί­ας μας ενη­μέ­ρω­σε μέ­σω του δια­δι­κτύ­ου ότι ο Ά­γι­ος Χα­ρά­λαμπος ανέσ­τη­σε νε­κρό! Και εμείς νο­μί­ζα­με ότι η τε­λευ­ταία ανά­στα­ση νε­κρού, ήταν του Ευ­τυ­χούς στην Τρω­ά­δα από τον Απόστο­λο Παύ­λο! (Πρά­ξεις Κ΄: 9).

     Το 313 Κ. Ε. με το κο­σμο­ϊ­στο­ρι­κό διά­ταγ­μα των Με­διο­λά­νων των Κων­στα­ν­τί­νου και Λι­κι­νί­ου, νο­μο­θε­τή­θη­κε η ανε­ξι­θρη­σκία και ως εκ τού­του ο Χρι­στια­νι­σμός έ­γι­­νε ισό­τι­μη θρη­σκεία με κά­θε άλ­λη. Τού­το ήταν το δεύ­τε­ρο διά­ταγ­μα ανε­ξι­θρη­σκί­ας, εφό­σον το πρώ­το εί­χε εκ­δο­θεί ενά­μι­ση χρό­νο πρω­τύ­τε­ρα από τον σο­βα­ρά ασθε­νού­ντα Γαλέριο.

     Αυ­τή η ανε­ξι­θρη­σκία ως εκ θαύ­μα­τος κρά­τη­σε πο­λύ μι­κρό χρο­νι­κό διάστη­μα, δι­ό­τι ο κε­νό­δο­ξος και μα­ταιό­δο­ξος εγκλη­μα­τί­ας Κων­στα­ντί­νος (ο Μέ­γας που η εκκ­λη­σία τον έκανε Άγιο και Ισαπόστολο για τις υπη­ρε­σίες του, παρά το πλήθος και την βαρβαρότητα των εγκλημάτων του!) έδω­σε αμέ­σως με­τά στους Χρι­στια­νούς μα­ζί με την «α­νε­ξι­θρη­σκί­α» και το επά­νω χέ­ρι, ή μάλλον ολόκληρη την αυτοκρατορία εν λευκώ! Τό­τε οι Χρι­στια­νοί ξέ­χα­σαν τι θα πει ανεξι­θρη­σκί­α, ει­ρή­νη, συγγνώμη και άφεση αμαρτιών, αγά­πη προς τον πλη­σί­ον, δι­καί­ω­μα σε άλ­λη γνώ­μη, άλ­λη αντί­λη­ψη, κλπ. Ένεκα όλων αυτών των συμβάντων και της λύσσας των άρτι νομιμοποιηθέντων Χριστιανών, πολλοί ερευνητές έφτασαν στο σημείο πολύ να αμφιβάλλουν αν το διά­ταγμα της ανεξιθρησκίας εξεδόθη ποτέ από τον Κων­σταν­τί­νον. Το αναμφισβήτητο γε­­γονός που ισχύει και παραμένει πάν­τως είναι το εξής: «Αν το διάταγ­μα της ανε­ξι­θρησκίας πράγματι εξεδόθη, ου­δέποτε εφ­αρμόστηκε, εκτός ίσως για έξη μόνο με­ταβατικά χρόνια μετά την έκδοσή του!».       

     Από το 320 Κ. Ε. πε­ρί­που και εφε­ξής, πέραν των πολλών ιδιοτελών, πολι­τι­κών και συγγενικών φόνων που διέπραξε ο Κων­σταντίνος, έγι­ναν οι με­γα­λύ­τε­ρες κα­τα­στροφές και διώ­ξεις που γνώ­ρι­σε πο­τέ η αν­θρώ­πι­­νη ιστο­ρία από τους Χριστιανούς, ενα­ντί­ον όχι μό­νο όλων των άλ­λων θρη­σκει­ών αλ­λά και με­τα­ξύ των χρι­στιανι­κών αι­ρέ­σε­ων και σχι­σμά­των. Στους επό­με­νους δυό­μι­σι αιώ­νες, σχη­μα­τί­σθη­κε εκτε­νής νο­μο­θε­σία για την εξά­λει­ψη και κα­τα­βα­ρά­θρω­ση του αρ­χαί­ου κό­σμου και ει­δι­κό­τε­ρα του Ελ­λη­νι­κού και Ελ­λη­νο­ρω­μα­ϊ­κού Πο­λι­τι­σμού, που απλώς ζη­τού­σαν συ­νύπαρξη.

     Η νομο­θε­σία αυτή υπάρχει στους κώδικες του Θεοδοσίου (του «Με­γά­λου») και του Ιουστι­νια­νού κ. α. Οι κα­τα­στρο­φές βι­βλιο­θη­κών, σχο­λών, έρ­γων κοι­νής ωφε­λεί­ας, έρ­γων τέ­χνης, βι­βλί­ων, διωγ­μοί κα­θη­γη­τών και κά­θε επι­στη­μο­νι­κής και φι­λο­σο­φι­κής σκέ­ψε­ως και με­λέ­της μα­ζί με όλα τα ανα­πά­ντε­χα κα­κά, συ­να­πε­τέ­λε­σαν την με­γα­λύ­τε­ρη μη­χα­νή κα­τα­στρο­φής πο­λι­τι­σμού που γνώ­ρι­σε η ιστο­ρία ολό­κλη­ρης της αν­θ­ρω­πότητας. Ταυ­τό­χρο­να όμως πα­ρα­τη­ρού­με, ότι εκεί­να τα ασύλ­λη­πτα και φο­βε­ρά θαύ­μα­τα, με τις θαυ­μα­τουρ­γι­κές θε­ρα­πεί­ες πάσης φύ­σε­ως, δεν συ­νε­χί­ζο­νται πλέ­­ον. Για­τί άρα­γε; Μό­νο σπο­ρα­δι­κώς και ανεκ­δό­τως ανα­φέ­ρο­νται «θαύ­μα­τα», τα οποία ωχ­ριούν σε δύ­να­μη και θε­ρα­πευ­τι­κή ικα­νό­τη­τα όλων εκεί­νων των θαυ­μά­των από τη δη­μιουρ­γία του κόσμου (γύ­ρω στο 5000 Π. Κ. Ε., αν δεν μας απα­τά η μνή­μη μας στα θέματα της βιβλικής «επι­στή­μης»!) μέ­χρι το 313 Κ. Ε. Πα­ρα­δείγ­ματος χά­ρη δεν ξα­να­βλέ­πομε ανά­στα­ση νε­κρού, αλ­λά κα­μιά φο­ρά βλέ­πομε ει­κόνες να «δα­κρύ­ζουν» ή να «μα­τώ­νουν» απα­τη­λά και αι­σ­χρο­κερ­δώς, όπως συ­νέ­βη πρό­σφα­τα,18 /6 /2001, με απο­ξη­ρα­μένο σι­ρό­πι βυσ­σι­νά­δας και γέ­λα­σε το πα­νελ­λή­νιο!

     Ακό­μα, διάφοροι ιε­ρο­μό­να­χοι, ασχο­λού­με­νοι με το εμ­πό­ριο της ελ­πί­δας, φέ­ρα­νε σε δια­φό­ρους να­ούς της Ευ­ρώ­πης τό­σα ξυ­λα­ρά­κια από τον Τί­μιο Σταυ­ρό… που θα μπο­ρού­σαν να γε­μί­σουν μ’ αυ­τά ολό­κλη­ρο υπε­ρω­κε­ά­νιο πλοί­ο. Για όσους δεν ξέ­ρουν από ανα­το­­μί­α, υπεν­θυ­μί­ζομε ότι έφε­ραν και μπό­λι­κα (17) «αυ­θε­ντι­κά» πε­τσά­κια της πε­ρι­το­μής του Χρι­στού: Ένας μά­λι­στα έφε­ρε και ανά­σα του Χρι­στού κλει­σμέ­νη σε μια μπο­τί­λια και ένας άλ­λος γά­λα της Πα­να­γί­ας μέ­σα σ’ ένα μπου­κά­λι (ευ­τυ­χώς που δεν το ή­πιε!) και δε συμ­μα­ζεύ­ε­ται… (μέ­χρι και ακτίνες του άστρου της Βη­θλεέμ τολ­μού­σαν κάποτε να επι­δεικνύουν παγι­δευ­μέ­νες σ’ ένα μπου­κάλι). Υπεν­θυμί­ζομε βέ­βαια ότι όλες οι θρη­σκεί­ες του κό­σμου, κο­μπά­ζουν επι­δει­κτι­κά επι­δει­κνύ­ο­ντας ολό­κ­λη­ρους κα­τα­λό­γους τέ­τοιων «θαυ­μά­των»! Η καθε­μιά έχει τα δικά της. Δεν εί­ναι ειδι­κότητα μό­νον της χριστιανικής.

     Παρ’ όλο λοι­πόν που η Εκ­κλη­σί­α, όπως ισχυ­ρί­ζο­νται τα δόγ­μα­τά της, κα­θο­δηγεί­ται και προ­στα­τεύ­ε­ται από το Άγιο Πνεύ­μα και ο κλή­ρος απο­λαμ­βά­νει της Θεί­ας Χά­ρι­τος, ήδη από το 35 Κ. Ε. και εφε­ξής εκα­το­ντά­δες αι­ρέ­σεις, σχί­σμα­τα κλπ. δί­νουν και παίρ­νουν. Εσφα­γιά­σθη­καν και εδιώ­χθη­καν ανα­με­τα­ξύ τους με φο­βε­ρό μί­σος, πά­θος και βα­σανιστήρια. Σκε­φτεί­τε τί άλ­λα φο­βε­ρά και τρομε­ρά θα γι­νό­τα­νε αν δεν υπήρ­χε και η κα­θο­δή­γη­ση του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος και οι Χριστιανοί δεν συγ­χω­ρού­σαν ακό­μα και τους εχ­θ­ρούς τους σύμ­φω­να με τον Ματ­θαίο Ε΄: 44. Και μη χει­ρό­τε­ρα Θεέ μου!

     Στο πα­ρόν άρθρο όμως θα πε­ριο­ρι­στού­με στο να δώ­σομε με­ρι­κές σύ­ντο­μες βι­βλι­κές και ιστορικές ανα­φο­ρές για να προ­κα­λέ­σομε το εν­δια­φέ­ρον του ερευ­νη­τή-ανα­γνώ­στη, για τις πα­ρά­ξε­νες βι­βλι­κές και χριστιανικές θέ­σεις και τα διάφορα συμ­βά­ντα. Εν τού­τοις διακα­ώς προ­τεί­νου­με, άπα­ντες να με­λε­τή­σουν λε­­πτο­με­ρώς και συ­στη­μα­τι­κά ολό­κλη­ρη την Εβραιο­χρι­στια­νι­κή Βί­βλο, από την Γέ­­νε­­σιν μέ­χρι την Απο­κά­λυ­ψιν, κάτω από το φα­κό της κρι­τι­κής ανά­λυ­σης, συ­γκρι­τι­­κής, ιστο­ρι­κής επι­στή­μης κλπ. Αφού η Βί­βλος απο­τε­λεί τη μό­νη αλή­θεια που ο Α­λη­θι­νός, Πα­ντο­δύ­να­μος, Πάν­σο­φος, Πα­νά­γα­θος, Πα­ν­το­γνώ­στης Θε­ός απο­κά­λυ­ψε στους αν­θρώ­πους, νο­μί­ζομε ότι πρέ­πει άπα­ντες να την γνω­ρί­ζουν πλή­ρως. Σ’ αυ­τό θα πρέ­πει όλοι να συμ­φω­νούν ή κά­νομε λά­θος;

     Πρέ­πει να στα­μα­τή­σομε επι­τέ­λους να συ­μπε­ρι­φερό­μα­στε σαν τα αδαή παι­δά­κια του κα­τη­χη­τι­κού σχο­λεί­ου, που από μι­κρά και με­τά στο Δη­μο­τι­κό, Γυ­μνά­σιο και Λύ­κειο, μας δι­δά­σκουν επι­λε­κτι­κά και εκλα­ϊ­κευ­μέ­να θέ­μα­τα της Εβρα­ϊ­κής μυ­θο­λο­γί­ας και ιστο­ρί­ας κα­­θώς και δια­λεγμέ­νες πε­ρι­κο­πές από την Και­νή Δια­θήκη. Ως υπεύ­θυ­να άτο­μα, οφεί­λομε να μελε­τή­σομε προ­σε­κτι­κά την βά­ση της πί­στε­ώς μας, την Βί­βλο και να στα­θού­με απέ­να­ντί της ελε­γκτι­κά όπως θα κά­να­με σε οποιο­δή­πο­τε άλ­λο ση­μα­ντι­κό ζήτη­μα της ζω­­ής μας. Δεν πι­στεύ­ομε ότι μπο­ρεί επ’ αυ­τού να έχει κα­νείς λο­γι­κές αν­τιρ­­ρή­σεις! Μην το κά­νομε σαν τους Κα­θο­λι­κούς, που επί σει­ρά αιώ­νων απα­γό­ρευαν την ανά­γνω­ση της Βί­βλου από το κοι­νό επί ποι­νή θα­νά­του! Βέ­βαια εκεί­νοι γνώ­ρι­ζαν πο­λύ κα­λά για­τί το έκα­ναν!

 

Ορίστε λοι­πόν συ­νο­πτι­κά, μερικά (όχι όλα γιατί είναι πάρα πολλά)

εν­δια­φέ­ρο­ντα ιστο­ρι­κά ση­μεία για με­λέ­τη και έρευ­να:

 

1.     Κλεί­σι­μο σχο­λεί­ων, διωγ­μοί και φό­νοι δι­δασκό­ντων. Η μα­θη­μα­τι­κός και φι­λό­σο­φος Υπα­τία κα­τα­κρε­ουρ­γεί­ται από τον όχλο του Αγίου Κύ­ριλ­λου, Πα­τριάρ­χη Αλε­ξαν­δρεί­ας το 415 Κ. Ε. Βλ. Σω­κρά­τους Σχο­λα­στι­κού Εκ­κλη­σια­στι­κή Ιστο­ρία – Πε­ρί Υπα­τίας της Φι­λο­σό­φου 7.15 & Σου­ΐ­δας ύψι­λον 166, κ. ά.

2.     Ο εμ­πα­θής θεολόγος, αυτοκράτωρ Ιουστινιανός κλείνει όλες τις σχολές των Αθη­νών, μεταξύ των οποί­ων ήταν και η Ακαδημία του Πλάτωνος, +529, και διώκει όλους τους καθη­γητές. Όσοι γλίτωσαν δρα­πέ­τευσαν τη νύκτα και κατέφυγαν στην αυλή του βασιλέως της Περσίας Χοσρόη. Τί ειρωνεία αλήθεια!

3.     Κά­ψι­μο βι­βλιο­θη­κών (με με­γα­λύ­τε­ρο θρή­νο απώ­λειας: τις βι­βλιο­θή­κες της Αλε­ξάν­δρειας, τη Δημοτική βιβλιοθήκη του Σεραπίου της Αλεξανδρείας, κάηκε από τον Επί­σκο­πο Θε­ό­φι­λο το 391 Κ. Ε. και τη με­γά­λη βι­βλιο­θή­κη «του Πα­λα­τίνου Απόλλωνος» της Ρώ­μης που είχε ιδρυθεί από τον Αύγουστο, κάηκε από τον Πά­πα Γρη­γό­ριο τον Μέ­γα γύ­ρω το 600 ή 601. Ο κατάλογος καύσεως πολ­λών άλλων βι­βλιοθηκών συνε­χί­ζεται επί μακρόν.). Βλέπε: Θε­ο­δώ­ρη­τος Εκ­κλη­σια­στι­κή Ιστο­ρί­α και Ε­πι­στο­λή Δα­μά­σου Επισκό­που Ρώμης τόμος 5ος ΚΒ΄, 1245 (ή 320.16-321.16).

4.     Κα­τα­στρο­φή γυ­μνα­στη­ρί­ων, λου­τρών, βα­λα­νί­ων (εί­δος αρ­χαί­ων λου­τρών), θερ­μών (λου­τρά θερ­μών υδά­των), λό­γω του τα­μπού της Παλαιάς Διαθήκης, των Εβ­ραί­ων και των Χριστιανών για το γυμνό. Αλλά ενώ οι Εβραίοι είχαν πολλές δια­τάξεις περί κα­θαριότητος και λουσίματος, οι Χριστιανοί εξύμνησαν τη γλίτσα, τη λίγδα και τη βρό­μα. Αυτό θα πει πρόοδος!

5.     Κα­τα­στρο­φή των ασκλη­πιεί­ων (αρ­χαί­ων ια­τρεί­ων, νο­σο­κο­μεί­ων μετά πολλών επι­κουρικών χώρων όπως γυμναστηρίων, κλπ.), αφού ο Ασ­κλη­πιός (θε­ός της Ια­τρι­κής Επιστήμης) εθε­ω­ρεί­το δαί­μο­νας–διάβολος για τους Χριστιανούς.

6.     Κα­τα­στρο­φή, σύμφωνη με τις διατάξεις της Εξόδου ΛΔ΄: 13, του Δευτε­ρο­νομίου Ζ΄: 5, ΙΒ΄: 3, Α΄ ΣαμουήλΒασιλειών) Ζ΄: 3-4, Γ΄ Βασιλειών ΙΔ΄: 15, κλπ., των αλ­συλ­λί­ων και δα­συλ­λί­ων, τα οποία οι παγανιστές συνήθιζαν να τα αφιε­ρώνουν σε θε­ούς, ημι­θέ­ους, ήρωες, πο­λι­ούχους, κλπ. Οι θεόπνευστοι Χριστιανοί όμως τα θε­ω­ρού­σαν κα­τοι­κη­τή­ρια δια­βό­λων.

7.     Διωγ­μός πά­σης επι­στη­μο­νι­κής και φι­λο­σο­φικής σκέ­ψε­ως, ώστε οι Χριστιανοί να μην έχουν να αντι­με­τω­πί­ζουν κα­μία αντίθε­τη γνώ­μη και επιχειρηματολογία αλλά να επι­βάλλουν διά πυρός και σιδήρου τις δικές τους ηλιθιότητες και βλα­κείες.

 

          Μερικά αποτελέσματα όλων αυτών ήταν, η οπι­σθο­δρό­μη­ση της ια­τρι­κής και πά­σης επι­στή­μης και όλης της αν­θρώ­πι­νης σκέ­ψε­ως κα­τά 1500 χρό­νια, συν άλλα τό­σα ανα­δρο­μι­κά του­λά­χι­στον. Ο Ελληνι­κός και Ελληνο­ρω­μα­ϊ­κός πο­λι­τι­σμός, οι πλέον ευγενείς και πολλά υποσχόμενοι πολιτισμοί της ιστορίας, επλή­­γη­σαν θα­νά­σι­μα.

            Ο Χριστιανισμός όχι μόνο κατέστρεψε τα ασκληπιεία, τα λουτρά και όσα μό­λις ανα­φέραμε, αλλά και καθ’ όλη την διάρκεια του μεσαίωνα απαγόρευσε την ια­­τ­ρι­κή την οποία αποκαλούσε υποτιμητικά με τα ονόματα: «φαρμακεία», «μα­γεία» και «μαγγα­νεία». Τις δε αιτίες των νόσων τις εξη­γούσε μυθολογικώς ως δρά­σεις δαι­μό­νων, εκπεσ­σόν­των αστέρων, διαττόντων και κομη­τών κατά του αν­θρώ­που και ως αν­τιδράσεις ολο­κλήρου της φύσεως κατά του ανθρώ­που λόγω της πτώσεως των πρω­το­πλά­στων και της αρχικής κατάρας του πανάγαθου και φι­λεύσπλαχνου Θε­ού Γιαχ­βέχ και της συνεχούς οργής του ένεκα των συνεχών αμαρτιών μας!

            Η κατάφορη αντίφαση των ατελειών, βασάνων, πόνων και θλίψεων της ζωής μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι αμέτρητες νόσοι, από την μια μεριά, και της παν­το­δυναμίας και της πανα­γα­θό­τητας του εξωκοσμικού, τέλειου, δημι­ουρ­γού Θεού της χρι­στιανι­κής θεολογίας από την άλλη, είχε απα­σχο­λήσει τους Χρι­σ­τια­νούς φωστήρες από τους πρώτους αιώνες του Χριστια­νισμού χωρίς ποτέ τους να δώ­σουν απάντηση. Απλώς όταν κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να βρουν απάντηση, τότε την εναπόθεσαν στο μυ­στή­ριο και στις ανεξήγητες βουλές του Θεού των. Συνάμα προ­έ­τειναν να διατηρούμε συνεχή «φόβο Θεού», να έχομε ακ­λόνητη πί­στη και να μη πο­λυρωτάμε. Γιατί αν πολυανα­κα­τευόμαστε με τις δουλει­ές του Θε­ού, μπορεί να θυ­μώ­σει ο Θεός και τότε ουαί και αλίμονό μας.

      Το ίδιο πρόβλημα, και πάλι χω­ρίς απάντηση, αντιμε­τώπισαν οι Πατέρες και οι θεολόγοι και με το ζή­τη­μα της θεοδι­κίας. Αυτό συνίσταται στην απο­ρία: «διατί ο Θε­ός ιαίνει ολί­γους που επι­λέ­γει και όχι όλους όσους τον παρακα­λούν και άραγε διά ποίων κρι­τη­ρί­ων επιλέγει τους μεν και απορρίπτει τους δε, κλπ. Ποία εί­ναι η εξή­γη­ση;». Ο Ιη­σούς εμφα­νίζεται ξανά και ξανά ως φιλεύσπλαχνος θεραπευτής όλων των ασθενών και απασών των ασθενειών (Ματ­θαίος Η΄: 16, ΙΑ΄: 15, Πρά­ξεις Ι΄: 38, κ. α.). Πλην όμως στο κεφάλαιο Ε΄: 1-16 του Ιωάννου, ενώ αντικρίζει μια τεράστια πληθώ­ρα ασ­θενών πολ­λών ει­δών ασθενειών, εντός των πέντε βρώμι­κων στοών της προβατι­κής κολυμβή­θρας Βηθεσ­δάς, μυστικά και βιαστικά επέλεξε να θεραπεύσει έναν μόνο ασ­θενή, πα­ραλυτικό. Με ένα πουφ θα μπο­ρούσε, ως παντοδύναμος και φιλεύσπλαχ­νος, να τους θεραπεύσει όλους προς έκπληξη απάντων και προς δόξαν του. Όμως δεν το έκα­νε παρά θεράπευσε μόνον έναν «παραλυ­τικό» και χωρίς να τον πάρει χαμ­πάρι κανένας! Γιατί άραγε; Μήπως οι υπόλοιποι άλλοι δεν θέλ­ανε να γίνουν κα­λά; Ούτε καν τους ρώτησε όπως ρώτησε τον παραλυ­τικό αλλά τους παράτησε στα «κρύα της κολυμβήθρας»! ...

            Εδώ και τόσους αιώνες δεν έχουν βρει απάν­τηση και εξή­γη­ση στα εύλογα ερωτήματα της θεοδικίας. Ο Μαρκίων πρώτος επρότει­νε μία απάντηση αλλά την απ­έρριψαν! Πολύ θα θέ­λα­με να μάθομε τα μυστή­ρια αυτά και τις άγνω­σ­τες βουλές του Θεού των, αν ποτέ τα βρούνε και τις ξε­διαλύ­νουν! Αφού ισχυρίζονται ότι έχουν θεία φώτιση και αντλούν πληροφορίες από μυστηριώδεις πη­γές που δεν εί­ναι προσιτές σε ‘μας τους ολιγόπιστους ή άπιστους, τό­τε γιατί δεν μας δίνουν οι ίδιοι σαφείς και μο­νοσή­μαντες απαντήσεις στα ερωτήματά μας;

            Σχε­τικά με τις αρρώ­στιες όμως ετόλ­μη­σαν να μας ανακοινώσουν κάτι το βα­ρύγ­δου­πο, το οποίο και έθε­σαν ως δόγμα ως εξής: «Ο Θεός ως παιδαγωγός μας δίδει παιδα­γω­γι­κά χαστουκάκια με τις αρρώστιες και τον πόνο και έτσι μας εκ­παι­δεύει δι’ αυ­τών και μας προτρέπει να μετανοήσομε ή μας φέρει εις μετάνοιαν. Ο Θε­ός επί­σης μας παι­δεύει με βά­σανα ένεκα των αμαρτιών μας. Ακόμα ο Θεός θέλει να δοκιμάσει την πίστη μας. Κλπ, κλπ.». Αυτές οι δικαιολογήσεις θεολογικώς βασίζονται στο κλε­ψίτυπο, ανόητο και ασυνάρτητο Βιβλίο του Ιώβ, στις βιβλικές Παλαιο-Διαθηκικές πα­ροι­μίες, Παροιμίαι Γ΄: 12, ΙΓ΄: 24, ΚΓ’: 13 και στην επανάληψή τους στην θεολογική επιστολή Πρός Εβ­ραίους ΙΒ΄: 6-13 «ον γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται. ει παιδείαν υπομένετε, ως υιοίς υμίν προσφέρεται ο Θεός· τις γαρ εστιν υιός ον ου παιδεύει πατήρ; ει δε χωρίς εστε παιδείας, ης μέτοχοι γεγόνασι πάντες, άρα νόθοι εστέ και ουχ υιοί. είτα τους μεν της σαρκός ημών πατέρας είχομεν παιδευτάς και ενετρεπόμεθα· ου πολλω μάλλον υποταγησόμεθα τω πατρί των πνευμάτων και ζήσομεν; οι μεν γαρ προς ολίγας ημέρας κατά το δοκούν αυτοίς επαί­δευον, ο δε επί το συμφέρον, εις το μεταλαβείν της αγιότητος αυτού. πάσα δε παιδεία προς μεν το παρόν ου δοκεί χαράς είναι, αλλά λύπης, ύστερον δε καρπόν ειρηνικόν τοις δι' αυτής γεγυμνασμένοις αποδίδωσι δικαιοσύνης. Διό τας παρειμένας χείρας και τα παραλελυμένα γόνατα ανορθώσατε, και τροχιάς ορθάς ποιήσατε τοις ποσίν υμών, ίνα μη το χωλόν εκτραπή, ιαθή δε μάλλον.». Αυτές τις ίδιες αισχρές θεολογίες τις επικύ­ρωσαν και επεξέτειναν οι Πατέρες με την βλακεία τους. Βεβαίως δεν θα μπορούσαν να κάνουν κι’ αλλιώς, διότι θα ερχόταν σε αντίθεση με την θεϊκή Βίβλο! Αυτό θα πει παρά­λογη, τρελή και κατα­στρο­φι­κή θρησκεία σε κάθε παράμετρο. Από την πιο απλή λογι­κή και κοινή αντίληψη μέ­χρι την πιο δύ­σκο­λη υπόθεση.

 

Δείγ­μα­τα ια­τρι­κής και ια­τρο­δι­κα­στι­κής της Βί­βλου

 

1.    Μο­λυ­σμός και κά­θαρ­ση αν­δρός. Η γυ­ναί­κα και τα ρούχα της είναι μολυσμένη-(α) κα­τά την πε­ρί­ο­δο αυ­τής, μο­λυ­σμός και κά­θαρ­ση αυ­τής. Αφρο­δι­σια­κά νο­σή­μα­τα. Λευ­ι­τι­κόν ΙΕ΄: 1-33, ΙΗ΄: 19, Κ΄: 18, ΚΒ΄: 4-6. Δια­βά­στε να δεί­τε την «θε­ο­δώ­ρη­τη» και «σο­φότα­τη» αντι­με­τώ­πι­ση όλων αυ­τών των πε­ρι­πτώσε­ων.

2.    Γυ­ναί­κες λε­χώ­νες, Ψαλ­μός Ν΄ (ΝΑ΄): 7 (5), Λευ­ιτι­κόν ΙΒ΄: 1-8. Κά­θαρ­ση λε­χώ­νας. Οι κυ­ρώ­σεις είναι δι­πλές εάν γεν­νή­σει κο­ρί­τσι αντί αγό­ρι. Η Παναγία έκανε κα­θαρμό 8 μέρες μετά την γένηση του Ιησού κατά τον Νόμον του Μωυσέως, Λουκάς Β΄: 22.

3.    Κα­τα­πλη­κτι­κή Γιαχ­βι­κή μέ­θο­δος για τη διαπί­στω­ση απι­στί­ας ή μη απι­στί­ας γυ­ναι­κός με υπο­χρε­ω­τι­κή κα­τά­πο­ση βρω­μο­νέρου “του Ύδατος της Ζηλοτυπίας”, Αριθ­μοί Ε΄: 11-31, που πολλές φορές εφαρμοζόταν και τον μεσαίωνα.

4.    Μέ­θο­δος διά τη δια­πί­στω­ση παρ­θε­νί­ας. Η μη παρθέ­νος λι­θο­βο­λεί­ται, Δευ­τε­ρο­νό­μιον ΚΒ΄: 13-21.

5.    Βιασμοί παρ­θέ­νων. Μελετήστε τις τρεις πε­ρι­πτώ­σεις και τις επα­γό­με­νες τι­μω­ρί­ες, Δευ­τε­ρο­νό­μιο ΚΒ΄: 23-29.

6.    Προέ­λευ­ση της λέ­ξεως αυ­να­νι­σμός, αν και πρόκει­ται για δια­κο­πτό­με­νη συ­νου­σία (coitus interruptus), Γέ­νεσις ΛΗ΄: 1-10. Με τις διάφορες ανόητες και αντι­ε­πι­στη­μο­νι­κές θεωρίες των Χριστιανών ηλιθίων ο αυνανισμός κατάντησε δια­βο­λικό ταμπού και δημι­ουρ­γούσε τρομερές ψυχολογικές ενοχές και ψυχώ­σεις. Δεν ήταν λίγοι οι άν­δρες και οι γυναίκες των οποίων σακάτεψαν και πα­ρα­μόρ­φωσαν τα γεννητικά όργανά τους με φωτιά, εγκαύματα, σιδεράκια, βε­λόνες και άλλες φρι­κιαστικές διαστροφικές μεθόδους για να τους και να τις αναγ­κάσουν να μην αυνανίζονται. Αυτά περιγρά­φονται λεπτομερώς στο βι­βλίο Best­­seller της γερ­μα­νίδας θεολόγου, της καθολικής διομολογήσεως, Uta-Ranke Heinemann, Eunuchs for the Kingdom of Heavens (Ευ­νούχοι για τη Βασιλεία των Ουρα­νών). Βλέπε ακόμα και το τελευταίο άρθρο του περιοδι­κού Ελ­ληνικόν Πάνθεον, Τεύχος 19.

7.    Χρή­ση ιερών πλακών, ου­ρίμ και θου­μίμ, και ιερών ζα­ριών για την εξιχ­νίαση των ανε­ξιχνί­ασ­των βου­λών του Γιαχβέχ και τη λή­ψη σο­βα­ρών απο­φά­σε­ων και τι­μω­ριών μέχρι και εκτελέσεων ανθρώπων. Άλ­λου εί­δους πε­ρί­ερ­γα αντικεί­με­να εί­ναι τα τε­ρα­φείμ και τα εφόδ των ιε­ρέ­ων. Όλα αυ­τά ανα­φέ­ρο­νται σε διάφορα ση­μεία από την Γέ­νε­σιν μέ­χρι τον Νε­ε­μί­α. (Πολύ αργότερα το 1823, στην πολιτεία Βερ­μόντ των Η. Π. Α., ο άγγελος του Θεού Γιαχβέχ «Μορόνι» έφερε τις χρυσές πλά­κες ου­ρίμ και θου­μίμ στον οραματιζόμενο Ιωσήφ Σμιθ από τις οποίες ανέγρα­ψε του βιβλίο του Μορμόνου. Μετά ο άγγελος τις πήγε στη θέση τους στον ουρανό. Έτσι ο Σμίθ εδημιούργησε την νέα χριστιανική αίρεση των Μορμόνων.).

8.    Η κα­κο­τυ­χία του μπά­σταρ­δου παιδιού. Εξοστρα­κί­ζε­ται χω­ρίς οί­κτο αυ­τό και οι από­γο­νοί του μέ­χρι δε­κά­της γε­νε­άς, Mασ­σο­ρί­τι­κο Δευ­τε­ρο­νό­μιο ΚΓ΄: 3, Κρι­τές ΙΑ΄: 1-11.

9.    Άν­δρες σε­ξουα­λι­κώς κου­τσου­ρε­μέ­νοι πε­ρι­θωριο­ποιού­νται, Μασ­σο­ρί­τι­κο Δευ­τε­ρονό­μιον ΚΓ΄: 1, Δευ­τε­ρο­νό­μιον των Εβδομή­κο­ντα ΚΓ΄: 3.

10. Για όσους δεν ξέ­ρουν από γε­νε­τι­κή, η σε­ξουαλι­κή ένω­ση ωραί­ων γυ­ναι­κών αν­θρώ­πων με υιούς του Θε­ού πα­ρά­γει γί­γα­ντες, Γε­νέ­σε­ως το ανά­γνω­σμα πρό­σχω­μεν ΣΤ΄: 2-7. Ωραί­ες γυ­ναί­κες με ωραία μαλλιά σκαν­δα­λί­ζουν αγ­γέ­λους, Πρώ­τη Πρός Κο­ριν­θί­ους ΙΑ΄: 6-10.

11. Πε­ρί­ερ­γη χρή­ση δρο­γών όπως Νάρ­δου και Μαν­δρα­γό­ρα (αμ­φό­τε­ρα ναρ­κω­τι­κά φυ­τά) για αντι­στάθ­μι­σμα στον έρω­τα, π.χ. Γένε­σις Λ΄: 14-16, Άσμα Ασ­μά­των, Α΄: 12,13 και Δ΄: 13,14.

12. Θεραπεία λέπρας ανθρώπων και σπιτιών και πραγμάτων, Λευιτικόν Κεφά­λαι­α ΙΓ΄ και ΙΔ΄. Διαβάστε να γελάσετε με ποιον τρόπο φορτώνουν αυτή την φοβερή αρ­ρώστια σε ένα πουλί πετάμενο για να την μεταφέρει στα χωράφια και στα βου­νά. Δεν υπάρ­χει πιο θεϊκή και σοφή θεραπεία αυτής της τρομερής αρρώστιας από αυτήν που κα­ταγράφει το Λευιτικόν! Εμείς τι άλλο να πούμε;

13. Στο Λευιτικόν Ι΄ : 8-11, τα οινοπνευματώδη ποτά απαγορεύονται για τους ιε­ρείς. Όμως, οι Χριστιανοί ιερείς δεν τηρούν αυτή την απαγόρευση. Γιατί;

14. Διαιτολόγιο κρέατος. Ζώα καθαρά και ακάθαρτα. Ποια επιτρέπεται να τρώ­νε οι άν­θρωποι. Λευιτικόν Κεφάλαιο ΙΑ΄. Ενώ λόγου χάριν, το χοιρινό κρέας εί­ναι αυ­στηρά απαγορευ­μέ­νο, τότε γιατί οι Χριστιανοί το καταβροχθίζουν;

15. Εξαγιασμός των προς βρώση σφαζομένων ζώων. Εξιλέωση αμαρτιών διά αί­μα­τος. Αυστηρή απαγόρευση του φαγώματος αίματος. Αίμα και λίπος προσ­φέ­ρον­ται μόνον εις οσμήν ευωδίας του Γιαχβέχ (πολύ ωραίος Θεός αυτός ο Γιαχ­βέχ!). (Αίμα = ψυχή ή ζωή.). Μελε­τήστε το πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο του Λευι­τικού ΙΖ΄. (Βλέπε και Πράξεις ΙΕ΄: 20.).

16. Νόμος απίθανης διαιτολογίας της Βίβλου: «Δεν θα μαγειρέψεις ένα αρνάκι με το γά­λα της μάνας του.». Αυτός ο νόμος για να δοθεί τρεις φορές, Έξοδος ΚΓ΄: 19 και ΛΔ΄: 26 καθώς και Δευτερονόμιον ΙΔ΄: 21, πρέπει να είναι το α­παύ­γα­σμα της Γιαχ­βι­κής σοφίας! Βέβαια δεν απαγορεύει να μαγειρέψεις το αρνάκι με το γάλα άλλου ζώ­ου ή ανθρώπου. Εάν δεν έχετε φάει ακόμα αρ­νά­κι μαγει­ρεμένο στο γά­λα αγελάδας δεν έχετε ιδέα τι θα πει φαγητό!

17.  Β΄ Παραλειπομένων ΙΣΤ΄: 11-13. Εδώ το ιερό βιβλίο καταδικάζει τον Ασά επειδή εζήτησε την βοήθεια των ιατρών και όχι του θεού όταν αρρώστησε άσχημα. «Και ιδού οι λόγοι Ασά οι πρώτοι και οι έσχατοι γεγραμμένοι εν βιβλίω βασιλέων Ιού­δα και Ισραήλ. και εμαλακίσθη Ασά εν τω έτει τω ενάτω και τριακοστω της βα­σιλείας αυτού τους πόδας, έως σφόδρα εμαλακίσθη· και εν τη μαλακία αυτού ουκ εζή­τησε τον Κύριον, αλλά τους ιατρούς. και εκοιμήθη Ασά μετά των πα­τέρων αυ­τού και ετελεύτησεν εν τω τεσσαρακοστώ έτει της βασιλείας αυτού,».

18. Πα­νά­κεια της χρι­στια­νι­κής ια­τρι­κής το Ευχέ­λαιον, Κα­θο­λι­κή Επι­στο­λή Ια­κώ­βου Ε΄: 13-15 και Μάρκος ΣΤ΄: 13. Επίσης και η επίθεση των χειρών ή πε­τσετών στον ασθε­νή, Μάρκος ΙΣΤ΄: 18, Πράξεις ΙΘ΄: 6, 11-12, κλπ. (Ποιό λάδι να είναι άραγε ποιο αποτελεσματικό;).

19. Ε­κτός από τα ευ­χέ­λαια, αφού δεν έκα­ναν καλά τη δου­λειά τους, για όλες τις τό­τε γνω­στές και άγνωστες αρ­ρώ­στιες έπλα­σαν εξορ­κισμούς. Οι Ανα­το­λι­κοί Ορ­θό­δο­ξοι έ­χουν πολ­λούς εξορ­κι­σμούς του Εβραίου Ελληνι­στή Ιω­άν­νου του Χρυ­σο­στό­μου και του Καπ­πα­δό­κη Ελληνι­στή Βα­σι­λεί­ου του Μεγάλου.

 

           Σας πα­ρα­θέ­τομε μι­κρό από­σπα­σμα από τον επί­ση­μο εξορ­κι­σμό του Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου. Μπο­ρεί­τε να τον χρησιμοποιείτε για τις αρρώστιες που ανα­φέρει με απόλυτη αποτελεσματικότητα! Είναι το μό­νο απο­τελεσματικό μέσο που εξαπο­σ­τείλει «τας νό­σους» στα όρη και στα βουνά. Παρατήσετε τους για­τρούς και τα φάρ­μακα...!

 

«Δέ­σπο­τα Κύ­ριε, που διέ­σω­σες τον Νώε και τον Αβρα­άμ ελευ­θέ­ρω­σες από θλί­ψεις. Που τον Μωυσή κά­λε­σες εξ Αι­γύ­πτου και τον Ισ­ρα­ήλ εκ του Φα­ραώ δια­σώ­σας… βο­ή­θη­σον και την δού­λη σου (κά­ποια άρρωστη Μα­ρί­α), σβή­σε τον πυ­ρε­τό πρά­υ­νε το άλ­γος κά­θε πο­νηρής ασθε­νεί­ας και σή­κω­σε την δού­λην σου από την οδυ­νη­ρή κλί­νη.

          Ά­γιε Ιε­ρε­μί­α… Άγιοι Τρεις Παί­δες… Άγιοι Επτά Παί­δες, Άγιε Θε­ρά­πων, Άγιε… Άγιε… Άγιε… δω­ρί­στε στην δού­λη του θε­ού Μα­ρία υγεία και διώξ­τε τον πυ­ρε­τό και το ρί­γος της κα­κιάς αυ­τής ασθέ­νειας.

          Ε­ξορ­κί­ζω τις 72 ασθέ­νειες τις οποί­ες έχει ο άν­θρω­πος, κε­φα­λό­πο­νο, οφθαλ­μό­πο­νο, οδο­ντό­πο­νο, στη­θό­πο­νο, χει­ρό­πο­νο, δυ­σου­ρία ή τρι­σου­ρία [ας μας εξήγησουν τί εστί τρισουρία. Τί να εννοεί άραγε ο μέγας πεφω­τισμέ­νος Χρυσόστομος! Ζητάμε διαφωτιστική απάντηση!] … εξορ­κί­ζω υμάς, ανα­χω­ρή­στε και απέλ­θε­τε στα άγρια όρη… εξορ­κί­ζω πά­ντα τα ακά­θαρ­τα πα­θή­μα­τα…».

Ι. Χρυ­σό­στο­μος, αρ­χιε­πί­σκο­πος Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως.

Oratio in infirmos (in servam Dei Maria).

 

            Τί να πρωτοθαυμάσει κανείς εδώ με τον «Μέγα Άγιο» Ιωάννη Χρυσό­στο­μο..., αυ­τόν τον μοι­ραίο άνθρωπο για την κοινωνία και τον πολιτισμό! Ήταν αυτός που εδογ­μά­τι­σε τα εξής: «Καί σύ, άν διακρούσης τάς επωδάς και τάς φαρμακείας καί τάς μαγ­γα­νείας, καί απο­θά­νης τή νόσω, λαμβάνεις στέφανον, ωσάν οι μάρ­τυρες.». Βγάλετε συμ­πέ­ρα­σμα μό­νοι σας!

 

            (Για πολλά τέτοια μαργαριτάρια με μαγγανείες, μαγείες, εξορκισμούς απο­πομπές δαιμό­νων, κλπ., των Πατέρων της εκκλησίας, της Βίβλου, αποκρύφων βιβ­λίων, της Σολομωνικής καθώς και για θέ­ματα Ιστο­ρίας της Ιατρικής σε σχέση με Χαλδαιϊσμό, Ιουδα­ϊ­σμό και Χρι­στιανισμό βλέπε διάφορα τμήματα των βι­βλίων: Αβ­ραάμ ο Μάγος και Το θέ­α­τρο της Σω­τη­ρί­ας του κ. Μ. Θ. Καλόπουλου.).

 

             Αλλά και ο Άγιος Βα­σί­λει­ος ο «Μέγας» δεν πάει πίσω. Έχει γράψει και αυτός δια­γνώσεις δαιμονοπαθειών και εξορ­κι­σμούς για την απο­πο­μπή δαι­μό­νων. Βρείτε τα να δεί­τε «τί εστί σοφία πνευματική...!». Όποιος ή όποια υπέ­φερε από επιλη­ψία, τρέλα ή διάφορες άλ­λες εγκε­φα­λικές διαταραχές είχε διαβό­λους μέ­σα του ή μέ­σα της που έπρεπε να βγουν και να διωχτούν μακριά με κάθε τρό­πο. Οι κυ­ρι­ότεροι χρι­στια­νι­κοί τρόποι ήταν οι εξορ­κισμοί και τα βασανιστή­ρια. Στα Ευαγγέλια βλέπομε ταχτικά τον Χριστό να τσακώ­νε­ται με δαιμόνια και να θεραπεύει «δαι­μονιζομέ­νους». Δύο ή τρεις φορές μάλιστα (Ματ­θαίος Η΄: 28-34, Μάρκος Ε΄: 1-21, Λουκάς Η΄: 26-36) έβγαλε τα δαιμόνια δαιμο­νι­σμένων και τα έβαλε μέσα σε αγέ­λες χοί­ρων καθώς τα ζώα έβο­σκαν ανέμελα. Τότε οι χοίροι κα­τα­τρόμαξαν τό­σο πολύ που έπεσαν σε μια λί­μνη και πνί­γηκαν. Θα επιθυ­μού­σα­με πολύ να μά­θομε αν τα δαιμόνια πνί­γηκαν μαζί με τους χοί­ρους ή βγήκαν πάλι στη γη για να ξα­να­κά­νουν τα ίδια! Φαν­τασθείτε αλήθεια το θέα­μα! Μια σχετικώς μικρή λίμνη γλυκού νερού (δεν εί­ναι μεγάλη η λί­μνη της Τιβε­ιά­δος) με (2000) δυο χιλιάδες πνιγμένους χοί­ρους (Μάρκος 5: 13) μέσ’ ‘τα νερά της! Καταπληκτικό! Δεν θα ήταν καλλίτερα να τα έστειλε κάπου μακριά, π. χ. στον γα­λα­ξία της Ανδρομέδας; Παντοδύναμος ήταν, αλλά ίσως να μην ήξερε αυτόν τον γα­λα­ξία ...! Οι ει­δήμονες θεολόγοι τί έ­χουν να μας απαν­τήσουν επί αυτών των σο­βα­ροτάτων ερω­τη­μά­των...;

     Στο Βυ­ζά­ντιο και στην Δυτική Ευρώπη υπήρ­χαν συ­ντα­γές ανα­τρι­χια­στι­κής ια­τρι­κής δει­σιδαι­μονίας. Απο­λαύ­στε λοιπόν τέσσερις συντα­γές που αναφέρονται στο βι­β­λίο της Λιλής Ζω­γρά­φου, Αν­τι­γνώση, σελίδα 369!

 

(1)   Για πα­θή­σεις μα­τιού: «Πά­ρε το δε­ξί μά­τι βα­τρά­χου σε με­τα­ξω­τό πα­νί και κά­ν’ το φυλακτό. Για το αρι­στε­ρό μά­τι πά­ρε το αρι­στε­ρό μά­τι του βα­τρά­χου». Η αλά­θη­τη όμως αυ­τή οφθαλ­μο­λο­γι­κή συ­ντα­γή εί­χε και τις μι­κρο­ελ­λεί­ψεις της, αφού δεν όριζε… το εί­δος του βα­τρά­χου!

(2)   Για θε­ρα­πεία φα­λά­κρας: «Συ­χνή επά­λει­ψη με κό­πρα­να χή­νας»! Να λοι­πόν μια ευ­και­ρία για υπερ­κέρ­δη! Αλοι­φή από κου­τσου­λιές χή­νας και η φα­λά­κρα εί­ναι πια πα­ρελ­θόν!

(3)   Μια συ­ντα­γή για ίκτε­ρο από την Αγγλία: «Να φά­ει ο άρ­ρω­στος 9 ψεί­ρες με βού­τυ­ρο»! Αν τις φά­ει… χω­ρίς βού­τυ­ρο, τα απο­τε­λέ­σμα­τα δεν εί­ναι εγ­γυ­η­μέ­να!

(4)   Μια αρκετά πρόσφατη συ­ντα­γή για χο­λο­λι­θί­α­ση (του 18ου αιώ­να): «Δια­λύ­στε κό­πρα­να προ­βά­του σε φρέ­σκο γά­λα και πο­τί­στε τον άρ­ρω­στο»!

 

Επίσης για πολλές αρρώστιες είχαν εφεύρει θεραπείες δι’ αιμορραγίας από πολλά ση­μεία του σώματος που είχαν χαρτογραφήσει. Βεβαίως εκτός από την αντικανονι­κό­τη­τα και τα μοιραία αποτελέσματα αυτών των μεθό­δων οι μο­λύν­σεις έδιναν και έπαιρ­ναν.

        Ό­ση λοι­πόν σχέ­ση έχουν οι συ­ντα­γές αυ­τές με την ια­μα­τι­κή επι­στή­μη της ια­τρι­κής, άλ­λη τό­ση σχέ­ση εί­χε και η θρη­σκεία με την ια­τρική και κάθε επιστήμη. Σκε­­φ­θείτε ότι οι εμπνευ­σμέ­νοι πι­στοί του Βυζαντίου έξυ­ναν (όπως ξύ­νουν ακό­μα μερι­κοί) τις μπο­γιές των ει­κό­νων και τις έκα­ναν ρό­φη­μα-φάρμα­κο διά πά­σαν νό­σον και πά­σαν μα­λα­κί­αν (κά­κω­ση). Οι μπο­γιές, όμως δεν ήταν τί­πο­τε πα­ρα­πά­νω από επι­βλα­βείς ου­σί­ες, όπως π.χ. οξεί­διο του μο­λύ­βδου που βρί­σκε­ται στην άσπρη μπο­γιά, το οποίο όταν το πιεις πα­θαί­νεις μο­λυ­βδί­α­ση! Αυτά τα ροφήματα με μπογιές εικόνων και η κυ­ριολεκτική ασυδοσία των μοναστηριών ήταν μερικοί από τους λόγους της ει­κο­νο­μαχίας που τίναξε το Βυζάντιο στον αέρα. Επί της εικονομαχίας μελε­τή­σετε και Τό έπος τής Ει­κονομαχίας, Κωνσταντί­νου Παπαρηγοπούλου, Εκδό­σεις Ωκεανίδα ΑΕ, 2005, και θα μάθετε πολλά που δεν τα ξέρετε.

     Εί­ναι πρα­γ­μα­τι­κά πά­­ρα πο­λύ εν­δια­φέ­ρον και ταυ­τό­χρο­να κω­μι­κο­τρα­γι­κό, να δια­βά­ζει κα­νείς ια­τρι­κές θε­ρα­πεί­ες και συ­ντα­γές των Βυ­ζα­ντι­νών και των άλλων Ευ­ρω­παίων κατά τον μεσαίωνα. Θα πείτε: εί­ναι πο­τέ δυ­να­τόν να έγι­ναν αυ­τά από αν­θ­ρώ­πους; Αλλά να που είναι! Αν σκεφθούμε ότι ο Βυ­ζαντινός αυτοκράτωρ, των ετών +886 - +912, Λέων VI ο Σοφός εξέδωσε νε­αράν (νό­μον), με αριθμό 65, στην οποία νομοθετεί τα εξής: «Όποι­ος μέ τε­λει­ότητα φανή νά κά­μη μαγικά δι’ ιατρείαν σω­μα­τικής ασθενείας... νά παιδεύεται μέ εσχά­την τιμω­ρί­αν...», τότε τί άλλο περισ­σότερο να πού­με εμείς;! Ευτυχώς που ήταν και σοφός αλλιώς ποιος ξέρει τί ... ;

      Σ’ Ανατολή και Δύ­ση, σύμφωνα με τα διάφορα χριστιανικά δόγματα, οι αρ­ρώστιες ήταν είτε τι­μω­ρί­ες του Θε­ού λόγω αμαρτιών, ανυπακοών, κλπ., (όπως ομο­λογείται απαντα­χού στην Παλαιά Διαθήκη και στον Ιωάννην Ε΄: 14 «... μηκέτι αμάρ­τανε, ίνα μη χείρόν σοί τι γένηται.»), είτε επεμ­βά­σεις του δια­βό­λου (Ματ­θαίος ΙΒ΄: 43-45, Λουκάς ΙΑ΄: 24-26 θαυμάστε αυτό το «εξαιρετικό» χωρίο: «Όταν το ακά­θαρ­τον πνεύμα εξέλ­θη από του ανθρώπου, διέρχεται δι’ ανύ­δρων τόπων ζητούν ανά­παυσιν, και μη ευ­ρίσ­κον λέ­γει· υποστρέψω εις τον οίκόν μου όθεν εξ­ήλθον· και ελθόν ευρίσκει σε­σα­ρω­μένον και κεκο­σμημένον. τότε πορεύε­ται και παρα­λαμβάνει επτά έτερα πνεύ­μα­τα πο­νη­ρό­τερα εαυτού, και εισελθόντα κα­τοικεί εκεί, και γί­νεται τα έσχατα του ανθ­ρώπου εκεί­νου χεί­ρονα των πρώτων.», Πρά­ξεις Η΄: 7 κλπ. Εντός των θεοπνεύστων» Ευαγγε­λίων για διάφορες ασ­θένειες που προ­ήλ­θαν από δια­βό­λους βλέπε: Ματθαίος Θ΄: 32, ΙΑ΄: 28, ΙΒ΄: 22, 28, ΙΖ΄: 15, Μάρ­κος Θ΄: 17, Λου­κάς Θ΄: 39, ΙΑ΄: 14, 20, ΙΓ΄: 10-16.).

     Έτσι ο ασθε­νής έμε­νε αβο­ή­θητος. Στην πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση, ας γι­νό­ταν ό,τι ήθε­λε, ... ας τον έπαιρνε και τον σήκωνε... . Στη δεύ­τε­ρη υπε­βά­λε­το σε φρι­κτό­τα­τα βασα­νι­σ­τήρια, που κα­μιά νο­ση­ρή φαν­τα­σία δεν κα­τασκεύ­α­σε, εκτός των Χριστιανών, για να βγει ο Σα­τα­νάς από μέ­σα του. Αλ­λά αντί να βγει ο Σα­τα­νάς, έβγαι­νε η ψυ­χή του. Ού­τως λοι­πόν βασισμένοι οι χρισ­τιανοί άγιοι θεοφόροι πατέρες αναθεμάτισαν την επισ­τημονική Ιατρική, τα δε Γυμνα­στήρια, Λουτρά και Ασκληπιεία ο χριστιανικός όχλος όχι μό­νο τα έκλεισε αλ­λά και τα κατέσ­τρεψε. Τύ­φλα να ‘χουν ο Ιπ­πο­κρά­της και ο Γα­λη­νός, κ. ά., κα­τά το χριστιανικό ρητό: «Νοσεί Γαληνός, εκφο­βεί δέ τάς νό­σους ο Πέτ­ρος ημών τάς σαγήνας ο πλέκων.»! Παρ’ όλα ταύτα και πάλι, στην χρισ­τιανική θεολογία οι ασθένειες ήταν σχέδια και έλεγχοι του Θεού και δεν έπρεπε να τις αντιστρατευόμαστε. Ζήτω η ανοησία και η σχιζοφρένεια!

        Να λοι­πόν πως κα­τά­ντησε η Ια­τρι­κή από τους Χριστιανούς 800 χρό­νια με­τά τον Ιπ­πο­κρά­τη και μετά τον Διοσκουρίδη και τον Γαληνό που προ­σπαθού­σαν να θε­με­λι­ώ­­σουν την Ια­τρι­κή στην επι­στη­μο­νι­κή πα­ρα­τή­ρη­ση και την συστηματική με­λέ­τη, να ανακαλύψουν φάρμακα, να κάνουν εγχειρήσεις, να συ­να­γά­γουν τρό­πους θε­ρα­πει­ών, κλπ. Αλ­λά η Βί­βλος και οι Πα­τέ­ρες ως θεό­πνευ­στοι κα­τέ­στρε­ψαν το έρ­γο του Ιπ­πο­κρά­τη και μας επέ­βα­λαν τις δι­κές τους δεισιδαιμονίες, προλήψεις, αρ­λου­μπο­λο­γί­ες, ευχέλαια και εξ­ορκισμούς... που προέρχονται από τον ίδιο τον Θεό Ιησού Χριστό! Ως γνωστόν, σχεδόν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου οι ιατρικοί όροι είναι σχεδόν όλοι είτε Ελληνικοί είτε Λατινικοί. Γιατί δεν είναι άραγε Εβραϊκοί ή Χριστιανικοί αφού ο Θεός τους, όλοι οι προφήτες και οι άγιοι τους είναι οι μόνοι αποτελεσματικοί ιατροί; Μήπως μπορούν να μας απαντή­σουν σαφώς οι φω­σ­τήρες του Εβ­ραιο-Χριστιανισμού;

        Για 1200 χρόνια η επιστημονική ιατρική χάθηκε. Η ανατομία ήταν ανύπαρκ­τη. Ο Leonardo Da Vinci (15 Απριλίου, 1452 – 2 Μαΐου, 1519) και μερικοί άλλοι αναγκάστηκαν με κίνδυνο της ζωής των να κλέβουν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας πτώματα φρεσκοπεθαμένων από φυλάκια νεκρών και νεκροταφεία για να σπουδά­σουν το ανθρώπινο σώμα. Εάν συνελλαμβά­νον­το θα ετιμωρούντο διά θα­νάτου σύμ­φωνα με τους χριστιανικούς θρησκοληπτικούς και σεμνότυφους κανόνες! Έτσι κατά­φεραν τόσο αργοπορημένα να φτιά­ξουν πάλι ανατομικούς χάρτες του ανθρωπίνου σώματος. Σ’ αυτούς η ανθρωπότητα οφείλει μεγάλη ευγνωμοσύνη.

        Για­τί άρα­γε σή­με­ρα όλοι οι πι­στοί και οι ιε­ρω­μέ­νοι χρη­σι­μο­ποιούν τα επι­σ­τη­μο­νι­κά φάρ­μα­κα, τις επιστημονικές θεραπείες και τρέχουν στους για­τρούς και στα νο­σο­κο­μεία όταν αρ­ρω­σταί­νουν; Γιατί τότε δεν θέ­τουν σε εφαρ­μο­γή τα ευ­χέ­λαια, τις προσευχές, τις παρακλήσεις, τους εξορ­κι­σμούς των Αγί­ων και Θε­ο­φό­ρων Πα­τέ­ρων και όλες τις θεϊκά δοσμένες μεθόδους της Πεντατεύχου και ολόκληρης της θε­ο­π­νεύ­σ­του Βίβλου; Περιμένομε την απάντησή τους άνευ περιτροπών! Του­λά­χι­σ­τον οι Μάρ­τυ­ρες του Ια­χω­βά, μέ­νο­ντας πι­στοί στη βλα­κεία τους, προ­τι­μούν να πε­θά­νουν αντί να κά­νουν μια απλή και σω­τή­ρια με­τάγ­γι­ση αί­ματος. Πόσοι κα­κό­μοιροι άν­θρωποι έχα­σαν την υγεία τους ή τη ζωή τους με το να έχουν προσκολληθεί σ’ όλων αυτών των ειδών τις ανοησίες. Φρι­κιάζει κανείς όταν μελετάει αυτά τα θέ­μα­τα...

 

Θε­ο­λο­γι­κές θέ­σεις για γυ­ναί­κα και έρω­τα:

 

             Εδώ αναφέρομε μερικές Εβραιογνωστικοχριστιανικές θεολογικές θέσεις για τη γυναί­κα και τον έρωτα. Σε σύγκρι­ση με όλα τα ανοσιουργήματα και συμπλέγματα που έχουν κατα­γρά­ψει η Καινή Διαθήκη και όλοι οι Πατέρες της εκκλησίας αυτά που κα­ταγρά­φομε εδώ εί­ναι εξαιρετικά ολίγα.

              Πολ­λοί θε­ο­λό­γοι και ιε­ρείς ισχυ­ρί­ζο­νται ότι ο Χρι­στια­νι­σμός ανύ­ψω­σε την κοι­νω­νι­κή θέ­ση της γυ­ναί­κας. Δια­βά­στε λοι­πόν τα μαρ­γαρι­τά­ρια που εί­ναι σπαρ­μέ­να μέ­σα στις επι­στο­λές του Παύ­λου για τις γυ­ναί­κες (ει­δι­κό­τε­ρα Α΄ Πρός Κοριν­θί­ους: π. χ. Ζ΄: 1-2. «Κα­λόν εί­ναι εις τον άν­θρω­πον (= άνδραν) να μην αγ­γί­ζει γυ­ναί­κα. Αλλά προς απο­φυ­γή της πορ­νεί­ας, ο κα­θέ­νας ας έχει τη γυ­ναί­κα του…», Πρός Εφε­σί­ους Ε΄: 22-23, Α΄ Πρός Τι­μό­θε­ο: Β΄: 11-14 «Η γυ­ναί­κα πρέ­πει να μα­θαί­νει με ησυ­χία και πλή­ρη υπο­ταγή. Στην γυ­ναί­κα δεν επι­τρέ­πω να δι­δά­σκει ή να εξου­σιά­ζει τον άν­δρα αλ­λά να μέ­νει ήσυ­χη…» κ.λ.π.). «Μό­νο γι’ αυ­τά θα έπρε­πε οι γυναί­κες να εί­ναι πιο Χριστιανές από τους άν­δρες», όπως φώναζε ένας θε­ο­λό­γος όταν ήμουν μαθητής γυμ­νασίου!

             Μια πολύ παράξενη και επικίνδυνη εφεύρεση για την φυσιολογική και ψυ­χο­λο­γι­κή υγεία, την ευγονική και την διατήρηση του είδους, των Χριστιανών είναι η εξ­ύμνη­ση και η παρό­τρυν­ση για τη διατήρηση της παρθενίας ως υπερ­τάτης αρετής και υψηλοτάτου ιδανικού. Έτσι απέκοψε τις ρί­­ζες του έρωτα που είναι η βάση των σχέ­σεων των δύο φύ­λων, της οι­κογενειακής ζωής και αγά­πης. Αυτό έρχεται σε αντί­φαση με την Παλαιά Δια­θήκη όπου ο Μωυσής επιτρέπει τις φυ­σι­ο­λογικές σχέσεις και επι­βάλει τον Γάμο. Εκτός από τον Μωυσή ο οποίος εκτός από την σύζυγόν του παρα­νό­μως είχε πάρει και μια Αιθιοπίδα, έχομε και πλήθος επιβητόρων με­ταξύ των οποίων είναι οι κρι­τές Γεδεών και Σαμψών και οι βα­σιλείς Δαυίδ και Σο­λομών με τα μεγάλα χαρέμια τους, κ. ά.

             Ένα σπουδαίο βιβλίο Bestseller πάνω στην αντιμε­τώπι­ση του σεξουα­λι­κού ζη­τή­μα­τος είναι και το Eunuchs for the Kingdom of Hea­ven (Ευνού­χοι για την Βα­σι­λεία των Ουρανών) της γερμανίδας καθολικής θεο­λόγου Uta-Ranke Heinemann, εκ­δόσεις Pinguin, το οποίο και συστήνομε προς με­λέτη. Μέσα στις Επιστολές του Παύ­λου, στην Απο­κάλυψιν του Ιωάν­νου, σε διάφορα μέρη της Ιε­ράς Παρα­δόσεως και γραμ­μα­τείας των Πατέρων κ.α. η αρετή της απο­λύτου παρ­θε­νίας είναι ξε­κάθαρη και απευ­θύ­­νε­ται και στους άνδρες και στις γυ­ναί­κες. Παν­τού επικρατεί η ψυχοπαθολο­γι­κή εμμο­νή «μη μο­λυνθείς μετά γυναι­κών»! Η γυ­ναίκα είναι μόλυνση, κατάρα, μία­σ­μα... και όλα αυτά τα ωραία στο­λίδια με τα ο­ποία την στολίζουν. Ο ερω­τι­σμός, η συν­­εύ­ρε­ση, η συνου­σία, ο αυτο­ερωτι­σμός κλπ. δεν θε­ω­ρούν­ται όμορφες, φυσι­κές και φυ­σιο­λογι­κές ανάγ­κες του αν­θρώ­που αλ­λά καταδι­κά­ζον­ται ως βαριές α­μαρ­τίες και αν­θ­ρώπινες αδυ­να­μίες. Όποι­ος δια­νοείται ή δια­πράτ­τει κάτι από αυτά είναι ένοχος και πρέπει να έ­χει τύψεις και ενο­χές μέ­χρι και την άλλη ζωή. Π. χ., βλέπε: Ματθαίος Ε΄: 27-30 «’Ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρ­χαίοις, ου μοιχεύσεις. Εγώ (ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός μιλάει εδώ) δε λέγω υμίν ότι πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυ­τού. ει δε ο οφθαλμός σου ο δεξιός σκαν­δα­λίζει σε, έξελε αυτόν και βάλε από σου· συμ­φέρει γαρ σοι ίνα απόληται εν των με­λών σου και μη όλον το σώμα σου βληθή εις γέεν­ναν. και ει η δεξιά σου χείρ σκαν­δαλίζει σε, έκκοψον αυτήν και βάλε από σου· συμφέρει γαρ σοι ίνα απόληται εν των μελών σου και μη όλον το σώμά σου βληθή εις γέενναν.». Πάρα πολύ ωραία...!

             Αφού έτσι το θέλησε ο διεστραμμένος, ψευ­δο­λόγος και κομπλεξικός Ιερός Αυ­­γου­στίνος, κ. ά., το ερω­τικό στοιχείο της ανθρώ­πι­νης φύ­σης πρέπει να εξα­λει­φθεί πλή­­ρως, αλ­λά οι συνεπαγόμενες πα­θήσεις ας αυξηθούν και τα φρενοκο­μεία ας γεμί­σουν. Οι θεό­πνευστοι πάπες, επίσκοποι, σύνοδοι κλπ. υιοθέτησαν αυτές τις διεστραμ­μένες θέσεις του πανα­θλί­ου Αυ­γου­στί­νου. Βεβαίως πολλοί απ’ αυ­τούς δεν θα τη­ρή­σουν αυ­τές τις αυ­στη­ρές εντολές αλ­λά θα αφεθούν σε παντός εί­δους όργια και κρυ­φές σεξουαλικές συν­ευ­ρέ­σεις. Ο χορός των μα­νουαλιών, τα όργια και οι ακολασίες του Πάπα Λέ­οντος Χ και πολ­λών άλλων, κα­θώς και διάφορα μονα­στηριακά όργια δεν αν­τι­προσωπεύουν πα­ρά μό­νο ένα πολύ μικρό μέ­ρος όλων των οργια­στικών σεξου­αλι­κών συμβάντων.

             Έπρεπε επίσης να έ­χομε δυο μέτρα και δυο στα­θμά: όσες γυ­ναίκες και όσοι άν­δρες είχαν «εκείνο το δαιμονάκι» που προκαλούσε στους άλ­λους ή στις άλλες σε­ξου­α­λι­κές επιθυμίες συλλαμβάνονταν και εξοντώ­νονταν με κάθε φρικτό βασα­νι­στή­ριο και νο­σηρό τρό­πο. Όποια γυ­ναί­κα συλλαμ­βανόταν να έχει πλα­γιάσει με «incubus -bi» (δαι­μό­νια που έκαναν έ­ρωτα τη νύκτα με γυναί­κες καθώς αυτές κοι­μό­ταν) και όποιος άν­δρας συλλαμ­βανόταν να έχει πλα­γιάσει με «succubus -bi» (δαιμ­ό­νια που έ­καναν έρωτα τη νύ­κτα με άνδρες καθώς αυτοί κοιμόνταν) έπρεπε να αποδεί­ξει ότι «δεν είναι ελέ­φας», αλ­λι­ώς την ή τον πε­ρί­με­ναν τα πιο επώδυνα βασανιστήρια μέχρις ότου ξε­ψυχήσει. Στη μαύρη βί­βλο κα­τά των μα­γισ­σών, το τρομα­κτι­κό βιβλίο, εγχει­ρί­διο, της καθολικής εκκλησίας Ma­l­leus Malefi­ca­rum (Η Σφύρα κατά των Κα­κο­πρα­γούντων) αναγράφονται διαγνωστι­κές, λεπτομερείς μέθοδοι για την διαπί­στωση του αν η εγκυμοσύνη μιας γυναίκας προερ­χόταν από κανονικό άνδρα ή από incubus. Πε­ριττό να γράψομε εδώ τί πάθαινε μια γυ­ναί­κα, αν είχε μείνει έγκυος από κανέναν incubus ή αν κανένας άνδρας είχε κοιμηθεί με succubus χωρίς να το έχει πάρει χαμ­πάρι...! Το αφήνομε στην φαντα­σία σας, ή στην ερευνητική μελέτη σας...

        Σχετικά με ερωτύλους δαίμονες (τον Ασμοδαίο) διαβάστε και το βιβλίο Τω­βίτ, το οποίο ανήκει στην χριστιανική Παλαιά Διαθήκη αλλά όχι στην Εβραϊκή. Γρά­φτηκε από άγνω­στο συγγραφέα κατά τον δεύτερο αιώνα Π. Κ. Ε. Όποιος είναι με τα καλά του απορεί πως υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν σ’ ένα τέτοιο ανόητο τε­ρα­τούρ­γη­μα δαιμονολο­γί­ας και δεισιδαιμονίας. Διαβάστε το από περιέργεια να δείτε τι θα πει κρετινισμός, με ερωτύλους δαίμονες, θανάτους, συκώτια και χολές ψαριών, καπνούς, τον αρχάγγελο Ραφαήλ, χρυσές δραχμές, και ένα σωρό ανόητα αντι­αι­σθη­τι­κά και σαχλά παραμύθια. Ενώ λοιπόν οι Εβραίοι το απέρριψαν οι Χριστιανοί το πε­ρι­μά­ζε­ψαν!

              Επίσης όποιος άνδρας ή όποια γυ­ναί­κα υπέφερε από διάφορες εμμονές ή είχε αλ­λόκοτη όψη εθεωρείτο μάγος ή μά­γισ­σα και έπρε­πε πά­ση θυσία να θανα­τωθεί είτε με κά­ψιμο, είτε με πνίξιμο, εί­τε με διάφορα άλλα χρι­στιανικά βασανιστή­ρια. Πολλές χιλιάδες κόσμος πλήρω­σαν πο­λύ ακριβά αυ­τές τις εμμονές τους μέχρι και αρκετά πρόσφατα. Θε­σπέσια πράγμα­τα άπειρης θεο­πνευστίας έχομε εδώ... Η χριστιανική παράνοια και δια­στροφή δεν έχει κανένα μέτρο. Πουθενά αλ­λού δεν έχουν σημειωθεί τέτοιοι πα­ραλο­γι­σμοί, εγκλήματα, βασανιστήρια και φρικαλεό­τη­τες!

        Στον Χριστιανισμό ακό­μα και η τεκνο­ποίη­ση θεωρείται αμαρ­τία, κατά το «... Ιδού γάρ εν ανομίαις συνελήφθην καί εν αμαρ­τίαις εκίσσησέ με ή μήτηρ μου...» του Εβρα­ϊ­κού Ψαλμού Ν΄: 7 (ή ΝΑ΄: 5 σε άλλες εκδόσεις). Γί­­νε­ται μόνον εξ’ ανάγ­κης («κατ’ οικονο­μί­αν» όπως τους αρέσει να λένε λογίως) για να μην σβήσει το ανθ­ρώ­πι­νο γένος. Αυτό έγινε εκ των πραγμάτων αφού τελικά δεν ήλθε εκείνο το πολυπό­θη­το τέλος του κόσμου μαζί με εκείνη την περίφημη Δευτέρα Παρουσία που περί­με­ναν αμε­σότατα οι πρώτοι Χριστιανοί και ο Παύλος. Ακόμα αυτή η εξ ανάγκης σε­ξου­α­λι­κή συνεύρε­ση πρέ­πει να γί­νεται χωρίς καμία απολύ­τως απόλαυση ηδονής και στο σκο­τά­δι. Η από­λαυση ηδονής εί­ναι μεγάλη αμαρτία για τους διεστραμμένους Χρι­σ­τι­ανούς. Τέλος η λεχώ­να χρειά­ζεται ει­δι­κή ιεροπραξία για να εξιλεώσει την «α­μα­ρ­τία» της, 40 μέ­ρες μετά την γέννα· να σα­ραντίσει όπως λέει ο λαός, που ση­μαί­νει ότι για 40 μέρες η μη­τέρα και το μωρό δεν μπο­ρούν να εξέρχονται από το σπίτι τους. Με­τά όμως, το πρώτο πράγμα που η μάνα οφείλει να πρά­ξει είναι το να επισκεφτεί τον ιε­ρέα για την ειδι­κή ιε­ροπραξία με ευχές, εξορκι­σμούς, κλπ. Έτσι έ­χουν θε­σπιστεί αυ­τά τα πράγμα­τα από τον Μωσαϊκό Νόμο και από την Χρι­στιανι­κή Εκ­κλησία. Η γυ­ναί­κα λοιπόν γί­νε­ται απλώς μια καταραμένη βρεφο­μη­χα­νή και αυτό μόνο εξ’ α­νάγ­κης. Μα το λέει και ο Παύλος στην Α΄ Πρός Τιμόθεον Β΄: 15, η γυναίκα θα σωθεί με το να γεννά παιδιά. Άραγε, όσες γυναίκες για οποιοδήποτε λόγο δεν μπορούν να τε­κ­νο­ποι­ή­σουν θα ριφθούν στο πυρ το εξώτερο; Εδώ εξηγώ ότι με τη λέξη «βρεφο­μη­χα­νή» δεν θέλω καθόλου να υπερασπίσω την υπο­γεννητικότητα, αλλά θέλω να τονίσω ότι ο Χριστια­νισ­μός, εκτός από τις αγίες και τις καλογριές του, δεν ανεγνώρισε τίποτα άλ­λο στο λαϊκό γυναικείο φύλο εκτός μόνο το ότι ημ­πορεί να τίκ­τει. Πέραν τούτου το γυναικείο φύλο δεν έχει αφ’ εαυτού του υπόσταση και προσωπι­κότητα, όπως και για χίλια περίπου χρόνια δεν είχε ούτε ψυχή. Μετά απεφάσισαν να δώσουν και σ’ αυτό ψυχή!

     Εί δυνατόν όμως, η γυναίκα να σταματήσει να είναι γυ­ναίκα και με τις νη­σ­τεί­ες να κα­τορ­θώσει να στα­ματήσει τα έμμηνά της. Αυτό είναι μεγάλη αρετή στον Χρι­σ­τι­ανισμό αλλά ταυτο­χρόνως και με­γάλη σχιζοφρένεια. Στον Μωσαϊκό Νόμο τα γυναι­κεία έμμηνα θεω­ρούνται μόλυν­ση και ακα­θαρσία. Γι’ αυτό απαγορεύεται να ει­σέρ­χον­­ται οι γυναί­κες στα ιερά των χριστιανικών και Εβραϊκών ναών. Διαβάσετε τις σχε­τικές αναφο­ρές του Λευιτικού ΙΕ΄: 19-30, ΙΗ΄: 19, 22, 29, Κ΄: 18, (και Δευτερονομίου, κλπ.).

     Σ’ αυτά τα θέματα δια­βάστε και το σπουδαίο βιβλίο The X-Rated Bible (Η Ακα­τάλ­λη­λη Βίβλος) του Αμε­ρικα­νού καθη­γητή Ben Edward Akerley. Έτσι λοιπόν το κλείσιμο στα μονα­στή­ρια, ο αναχωρητισμός, ο ερημιτισμός, κλπ. σου δίνουν πο­λύ πιο βέβαιο εισι­τή­ριο για τον Παρά­δει­σο από το να αποκτή­σεις και να ανα­θρέ­ψεις οι­κογέ­νεια...! Αυτό το τονί­ζει σαφώς και ο Απόστολος Παύλος στην επιστολή του Α΄ Πρός Κορινθίους κε­φά­λαιο Ζ΄, όπου εκθειά­ζει την παρθενία και την θεωρεί υπέρτατη αρετή. Μελετήστε το προσ­εκτικά να δείτε περί τίνος πρόκειται! Αν τώρα κανείς εν­δι­α­φέ­ρε­ται να μάθει για τη νόσο των ασκη­τών, μο­να­χών, ερημιτών, αναχωρητών (νό­σος του αγίου Αντω­νί­ου) ας μελε­τή­σει το βιβλίο του Νί­κου Καζαντζάκη Αναφορά στον Γκρέ­κο όπου την περι­γράφει θαυ­μά­σια, διότι την έπαθε και ο ίδιος μια φορά που βρισκό­ταν στη Βιέννη.

     Για πε­ρισ­σό­τε­ρη ανά­λυση για τα σχε­τι­κά θέ­μα­τα από τους «Θε­ο­φό­ρους Πα­τέ­ρες» δια­βά­στε: Έκτη οικουμενική σύνοδος: Παράδειγμα άκρας αμαρτωλότητας η Ιε­ζάβελ (Γ΄ Βασιλειών ΙΣΤ΄-ΚΒ΄, Δ΄ Βασιλειών Θ΄) καθότι «ηγάθηνε την κεφαλήν αυ­τής». Στις γυναίκες επεβλήθησαν: ατημέλητη κόμη, φαιά φελόνια, μακρείς χιτώνες και μανδήλες. Τον Τερτυλλιανό που θεωρούσε την Εύα και την γυναίκα γενικότερα ως προσωποποίηση της αμαρτίας, ως πόρτα του διαβόλου κλπ. Εξυμνούσε τον ευνου­χισμό, τους ευνού­χους για την βα­σιλεία των ουρανών και τις παρθένες νύμφες του Χριστού. Τον Ιε­ρώ­νυ­μο, τον Βο­ή­θιο (π. χ. «Η γυ­ναί­κα εί­ναι ένας να­ός χτι­σμέ­νος πά­νω σε ένα υπό­νο­μο»). Κατά τον Χρυσό­στο­μο η γυναίκα «είναι αναγκαίο κακό» και δη­λώνει: «Η γυνή άπαξ ωμίλησε και το παν κατέ­στρε­ψε». Τον Ωρι­γέ­νη (που αυ­το­ευ­νου­χί­στη­κε για τη βα­σι­λεία των Ου­ρα­νών, Ματ­θαί­ος ΙΘ΄: 12), τον Κλή­μεντα Αλε­ξαν­δρεί­ας (π. χ. «Κά­θε γυ­ναί­κα οφεί­λει να εί­ναι γε­μά­τη ντρο­πή και μό­νο από τη σκέ­ψη ότι εί­ναι γυ­ναίκα»), τον Ιγνά­τιο Λο­γιό­λα. Ίσως ο Ιε­ρός Αυ­γου­στί­νος να είναι ο πιο συμπλεγματικός απ’ όλους, αν οι συγκρίσεις έχουν πλέον νόημα. Μεταξύ πολλών μας λέγει: «Οι γυ­ναίκες δεν πρέπει να έχουν απο­λύτως καμιά δια­φώ­τιση ή παιδεία. Αλλά πρα­γ­μα­τικά πρέπει να απομο­νώ­νονται γιατί είναι η αι­τία των μισητών και ακου­σίων στύ­σεων στους αγί­ους άνδ­ρες.». Τον Καλ­­βί­νο, τον Odo της Cluny (π. χ. «Το να αγ­κα­­λιά­ζεις μια γυ­ναί­κα εί­ναι σαν να αγκα­λιά­ζεις ένα τσου­βά­λι κο­πριά»), τον Λούθηρο (π. χ. «Αν μια γυναίκα πε­θάνει από τις πολ­λές γέννες δεν πειράζει. Άστε την να πε­θά­νει. Γι’ αυ­τό άλ­λω­στε πλάστηκε.»), τον που­ρι­τα­νι­σμό του Προτε­στα­ντι­σ­μού, και πολ­λά άλ­λα.

            Ε­πί­σης πολ­λοί από τους ανω­τέ­ρω Πα­τέ­ρες και άλ­λοι για πολ­λούς αιώ­νες (γύ­ρω στη χι­λιε­τία και βά­λε) δια­τύ­πω­ναν διάφορες γνώ­μες για το πό­τε γί­να­νε και που εί­ναι οι ψυ­χές, πό­τε ενώ­νο­νται με το αν­θρώ­πι­νο σώ­μα (ποια μέ­ρα της κυή­σε­ως ή ποια μέ­ρα με­τά τη γέν­νη­ση), αν οι γυναίκες έχουν ψυχή και πό­σο και­ρό η ψυ­χή μέ­νει κο­ν­τά στο σώ­μα όταν ο άν­θρω­πος ξε­ψυ­χή­σει και με­τά πού πά­ει (και βρά­σε όρυ­ζα!). Για χίλια χρόνια και βάλε οι γυναίκες δεν είχαν ψυχή, μετά όμως απέκτησαν και αυτές.

     Πρέπει να το καταλάβετε: Χριστιανισμός και γυναίκες δεν μειγνύονται! Πώς με­τά να μη βγει δι­και­ω­­μέ­νος ο Sigmund Freud τον οποίο και πά­λι η εκ­κλη­σία πολέ­μη­σε; Πώς να μην πά­θουν κά­τι αυ­τές οι γυ­ναί­κες και μαζί τους και οι άν­δρες από όλους αυ­τούς τους εξαί­σιους τρό­πους ζω­ής που επεβλήθησαν από τους Χρι­σ­τι­α­νούς «θε­ο­φώτι­σ­τους»; Πώς να μην δη­μιουρ­γη­θούν αμέ­τρη­τες νευ­ρώ­σεις και ψυ­χώ­σεις και να μη γε­μί­σουν τα φρε­νο­κο­μεί­α; Π. χ. τα παραληρήματα θρη­σκευ­τι­κού ή σε­ξου­α­λι­κού τύπου, κλπ., εί­ναι συμπτώματα σχι­ζο­φρένειας.

 

Άλλα θέματα

 

     Α­πό την τα­λαι­πω­ρία του σώ­μα­τος, τη βρω­μιά και την απλυ­σιά (α­φού η πα­ρα­μέ­λη­ση και η τι­μω­ρία του σώ­μα­τος ήταν χρι­στια­νι­κές αρε­τές, π. χ. Α΄ Πρός Κο­ριν­θίους Θ΄: 25-27) ο πλη­θυ­σμός της Ευ­ρώ­πης κα­τά τον με­σαί­ω­να απο­δε­κα­τί­στη­κε από τις τα­κτι­κές φο­βε­ρές πα­νώ­λεις που εξα­πλώ­νο­νταν με με­γά­λη τα­χύ­τη­τα, ό­πως και από τις συχνές φρι­κι­α­στι­κές θρη­σκευτικές σφαγές τρομερού φανα­τι­σμού και αριθμού θυ­μά­των. Ο κό­σμος πί­στευε ότι, σύμφωνα με την χριστιανική πίστη, οι πανώλεις ήταν θε­ό­σταλ­τες τιμω­ρίες που τις πιο πολλές φορές προ­ε­μή­­νυον το πολυπό­θητο τέ­λος του κό­σμου. Επίσης, οι τό­ποι προελεύσεώς τους ή­ταν τα άσ­τρα και οι πλανήτες. Πολλές φο­ρές τις φέρνανε οι κομήτες και οι διάττοντες αστέ­ρες. (Τρομακτικά παραδείγματα αν­τιεπι­σ­τή­μης και δεισιδαιμονίας!). Δεν υπήρχε κανέ­να επιστημονικό ή έστω εμπει­ρικό μέτρο προλήψεως ή αντιμε­τω­πί­σε­ώς τους. Μό­νο, μα­ζεύ­ο­νταν όλοι μα­ζί στις Εκ­κλη­σί­ες για να προ­σευχηθούν. Οι άρ­ρω­στοι για να γί­νουν κα­λά και οι υγιείς για να μην αρ­ρω­στή­σουν και όλοι για να σω­θούν με­τά το τέλος του κό­σμου. Τε­λι­κά μέ­σα στον κλει­στό χώ­ρο με τον τε­ρά­στιο συ­νω­στι­σμό με­τε­δί­δε­το η αρ­ρώ­στια και στους υγιείς και το απο­τέ­λε­σμα είπετο. Το δε τέλος του κόσμου είχε μπόλικες προβλέψεις αλλά πήρε και μπόλι­κες αναβολές και ακόμα παίρνει... «Ο νο­ών νοη­σά­τω!».

     (Ας μας επιτραπεί εδώ να προσθέσομε ότι, για την εποχή που μιλάμε, δεν ήταν ολίγα τα πλοία που χά­θηκαν με τα πληρώματά τους επειδή έχασαν την πο­ρεία τους και ναυάγησαν, εφ’ όσον απαγορευόταν αυστηρώς να κοιτάξουν τον ου­ρανό με τ’ άστρα για να προ­σανατολιστούν μέσα στη νύχτα. Τα άστρα και οι πλα­νήτες ήταν γεμάτα με δια­βό­λους και αρρώστιες και το κοίταγμα τους απο­τε­λούσε μεγάλη αμαρ­τία. Κάθε ρο­μαν­τι­σμός και φυσιολατρία ένεκα του έναστρου ουρα­νού ήταν απαγο­ρευμένα ως μεγάλες αμαρτίες και ετιμωρούντο με σκληρές ποινές. Πολύ θεόπνευστες αυτές οι απαγορεύσεις της Χριστιανικής Εκκλησίας!).

     Βεβαίως και οι παράλογες υπερβολικές νηστείες των Χριστιανών συνέβαλαν στην εξασθένηση των πληθυσμών και τους κατέστη­σαν ευάλωτους στις αρρώ­στι­ες. Στην ορ­θόδοξη-καθολική εκκλησία οι μέρες νηστείας καλύπτουν το ήμισυ του έτους και πλέον. Μεταξύ αυτών υπάρχουν μία δεκαπενθήμερη και δύο σαρανταή­μερες πε­ρίοδοι αυστηρής νηστείας, ακόμα και βασικών τροφών, όπως π. χ. το λάδι. Κατα­λα­βαίνει λοιπόν κανείς πόσο καταστροφικές για την υγεία είναι η τεσ­σαρα­κο­στή (πριν το Πάσχα) και το σα­ραν­ταήμερο (πριν τα Χριστούγεννα)! Πολ­λοί λό­γοι συ­ν­έβαλαν στη θέ­σπι­ση των νηστειών στον Χριστιανισμό. Μερικοί απ’ αυ­τούς ήταν, οικονομι­κής ανάγκης, θεολογικοί λόγοι, μετανοίας και συντριβής, προχρι­στια­νι­κών πα­ραδόσε­ων, Ιουδαιογεννών αιρέσεων (π.χ. Φαρισαίοι, Εσσαίοι), εξα­σκή­σε­ως εγκρατείας, για να λά­βει κανείς τη θεία κοινωνία κλπ. Δεν ήταν οι λό­γοι της αποτοξίνωσης και της υγι­εινής διατροφής ό­πως έχει γίνει τε­λευ­ταία της μόδας να επικαλούνται μερικοί αμα­θείς ή συνωμότες. Για άλλες λεπτομέρειες αυ­τού του θέ­ματος μελετήστε το άρ­θρο: Μεγά­λο αφιέρωμα στην Υστέρα Αρχαιότητα, και ει­δικά το μέρος: Δύο χριστιανι­καί πρωτο­τυπίαι: «Η ποινικοποίησις του διαιτολο­γί­ου και η καταδίκη της γενε­τησίου ορ­μής και της αναπαρα­γω­γής», Περιοδικό Ελ­λη­νι­κόν Πάνθεον, τεύχος 17, σελίδα 84..., και τα σχετικά κεφάλαια από το σύγ­γραμμα του Γιάνη Κορδά­του, Ιησούς Χριστός και Χρι­στι­ανι­σμός.

             Αλλά και το κλείσιμο πολλών χιλιάδων νέων και νεανίδων στα μοναστήρια στέ­ρη­σε την κοινωνία από πολύ νέο έμψυχο υλικό, τε­κνοποίηση, ικανούς στρα­τι­ώτες και λει­τουργούς των κρατικών υπηρεσιών σε όλα τα μέρη που επικράτησε ο Χρι­στι­α­νισμός. Ουσια­στικά, αυτά τα μοναστήρια έφε­ραν την εξασθένηση και την τελική κα­ταστροφή της χρι­στια­νο-θεοκρατικής Βυζαν­τινής Αυτοκρατορίας. Το νε­ο­ϊδρυθέν Ελ­ληνικό Κρά­τος προσπάθησε πολ­λές φορές να χτυπήσει τις νηστείες και τα μονα­στή­ρια για να κα­λυ­τε­ρεύσει η φυ­σική κατάστα­ση των Νεο-Ελλήνων, αλ­λά δυστυχώς δεν κατάφερε σπου­δαία απο­­­τε­λέ­σματα, αφού η εκ­κλησία είχε κα­τορθώσει να το κα­πε­λώ­σει κυριολεκτικά. (Δια­βάστε τα δύο Ελληνικά βι­βλία με τον ίδιο τίτλο Ρασο­φό­ροι, το ένα του Καρανι­κόλα και το άλλο του Αγγελίδη, για να δεί­τε τη συμφο­ρά που έπαθαν οι Νεοέλληνες. Και τα δύο βιβλία έχουν πάρα πολ­λά φρικιαστικά στοιχεία και απίθα­νες λεπτομέρειες πάνω σ’ αυτά τα θέματα).

     Υπάρχουν επίσης πάμπολλες μαρτυρίες και αναφορές ότι κατά τους χρό­νους μετά την άλωση (+1453) μέχρι και τον 19ον αιώνα, οι ορθόδοξες εκκλησίες Ελλάδος και Ρωσίας εμπόδιζαν με κάθε τρόπο την εισαγωγή και διδασκαλία των επιστημών στα σχολεία και στα πανεπιστήμια των ανωτέρων χωρών. Έφτα­σαν σε σημείο να εκτ­ραπούν κατά του Ρή­γα Φεραίου για τις απόψεις του σ’ αυ­τό το ζήτημα καθώς και να καταστρέψουν σχολές, π. χ. της Σμύρνης, κ. ά.. Επίσης η ζωή, τα παθήματα και ο μαρ­τυ­ρικός θάνατος του Θεοφίλου Καΐρη μαρτυρούν κα­τά πόσο η εκκλησία ανεχό­ταν την μόρφωση των νέων, την ίδρυση σχολών και αλ­λαγές για την απαλλαγή από τον σκο­ταδισμό. Ακόμα και σήμερα η στάση τους στο θέμα αυτό είναι ασαφής. Μας τα λένε μασημένα, μια έτσι και μια αλλιώς και ανάλογα με το ποιος μιλά στην εκά­σ­τοτε πε­ρί­π­τωση.

     Αν με­λε­τή­σομε λοι­πόν τις πα­ρα­πά­νω πα­ρα­πο­μπές και τα θέ­μα­τα που προ­τεί­νου­με, τό­τε δη­μιουρ­γεί­ται το ερώ­τη­μα: εί­ναι πο­τέ δυ­να­τόν ένα πνευ­μα­τι­κό ίδρυ­μα που φέ­ρει τον τί­τλο του Πα­νε­πι­στη­μί­ου και ειδικά στην Ελλάδα, με ελα­φρά την συ­νεί­δη­ση, να απο­νέ­μει τι­μη­τι­κόν τί­τλο σε έναν ιε­ρω­μέ­νο που δεν έχει επι­δεί­ξει κα­μιά επι­στη­μο­νι­κή δρά­ση, αλ­λά αντι­θέ­τως ανή­κει στην ομά­δα αν­θρώ­πων που κα­λείται εκ­κλη­σία και προ­πα­γαν­δί­ζει μια θρη­σκεία που εί­ναι απο­δε­δειγ­μέ­να ένοχη για όσα εδώ της κα­τα­μαρ­τυ­ρού­με συν πολλά άλλα; Όπως εί­ναι γνω­στό η λέ­ξη πα­νε­πι­στή­μιο, που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε κυ­ρί­ως από τον Αρι­στο­τέ­λη, (Ανα­λυ­τι­κά Πρό­τε­ρα 64α-34), ση­μαί­νει το μορ­φω­τι­κό ίδρυ­μα που ασχο­λεί­ται με «πά­σαν επι­στή­μην».

            Η επι­στή­μη στη­ρί­ζε­ται στη συ­νε­χή έρευ­να που προ­κα­λεί­ται από το άγνω­στο, την αμ­φι­βο­λία και την ανά­γκη των αν­θρώ­πων να δί­νουν ολο­έ­να και πιο κα­τανο­η­τές απα­ντή­σεις στις διάφορες ερω­τή­σεις, κα­θώς και στη δυ­να­τό­τη­τα εφαρ­μο­γών όλων των επι­στη­μο­νι­κών επι­τευγ­μά­των για δια­φό­ρους σκο­πούς. Αντιθέ­τως, η θρη­σκεία βα­σί­ζε­ται στην ακλό­νη­τη πί­στη χω­ρίς έρευ­να. Το δόγ­μα της πί­στης εί­ναι το «πί­στευε και μη ερεύ­να» όπως το δια­τύ­πω­ναν οι οικουμενικές σύνοδοι, οι εκ­κλη­σια­στι­κοί Πα­τέ­ρες και Σχολές των τεσ­σά­ρων-πέντε πρώ­των αιώ­νων. Ο Ιωάννης το λέγει καθαρά Κ΄: 29 «λέγει αυτώ ο Ιησούς· ότι εώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύ­σαντες.». Η ρήση είναι σαφής. Πίσετυε χωρίς να δεις και θα είσαι μακάριος. Πλήρης προβατισμός δηλαδή!

     Η παραδοσια­κή και πα­ρα­πλα­νη­­τι­κή δή­λω­ση «ε­ρευ­νά­τε τάς γρα­φάς» είναι πλα­στή και κίβδηλη. Αυτή η ρήση δεν υπάρχει απολύτως πουθενά μέσα στη Βίβλο σε προστακτική έγκλιση. Η εκκλησία συ­στή­νει μό­νο την ακαταλαβίστικη, την εγκω­μια­στι­κή και την προεξοφλη­μέ­νη «έ­ρευ­να» των γρα­φών. Διάβαζε τις γραφές και ότιδή­ποτε ανο­ησία, παραλογισμός, κτηνωδία, καταστροφικότητα, ανηθικότητα, κλπ. υπάρ­χει εκεί μέσα εσύ πρέπει να την αποδέχεσαι ασυζητητί διότι αυτά είναι εκ προοιμίου λόγια του ίδιου του Θεού! Ου­δέπο­τε η χρι­στια­νι­κή θρη­σκεία επέ­τ­ρε­ψε να κρί­νει κα­νείς ελεύ­θε­ρα, επι­σ­τημονικά και αμερό­ληπτα τις «ιε­ρές» γρα­φές ή να τις μετα­φράσει σε απλή λαϊκή γλώσσα! Μόνο όσες ερμηνείες των γραφών ενέπι­π­ταν εντός του δόγ­μα­τος ή ενί­σχυαν αυτό εγίνοντο δεκτές. Οι άλλες καταδικαζόταν ως αιρετικές ή σα­τανικές και ετι­μω­ρούντο με διάφορες σκληρές ποι­νές μέχρι και την θα­νατική. Είναι γνωσ­τά όλα τα φρι­κιαστικά κο­λα­στήρια που υπέμε­νε μέχρι τελικής εκ­π­νοής κα­νείς που έκα­νε το φρι­κτό λά­θος να τολ­μήσει να κρίνει έστω και στο ελάχιστον τι ... (Π. χ., Geleyn Cornelius, William Tyndale, Giordano Bruno, τον ιατρόν Servetus της Ελβε­τίας, Galileo Galilei, και αμέτρητοι άλ­λοι.).

     Στη θρη­σκευ­τι­κή λοι­πόν σκέ­ψη και πίστη, ου­δέ­πο­τε τί­θε­ται θέ­μα αμ­φι­βο­λί­ας και ου­σια­στι­κής επι­στη­μο­νι­κής έρευ­νας. Ας μας πού­νε οι πι­στοί και οι ιε­ρω­μέ­νοι αν αμ­φι­βά­λουν κα­θό­λου για την Ανά­στα­ση του Χρι­στού ή του Λα­ζά­ρου, ή ότι ερευ­­νούν να βρουν αν ισχύ­ει ή όχι το δόγ­μα της Αγί­ας Τριά­δος και όλα τα άλ­λα δόγ­μα­τά τους. Γι’ αυ­τό κά­θε θρη­σκεία αλ­λά και κά­θε αί­ρε­ση ισχυ­ρί­ζε­ται ότι αυ­τή εί­­ναι η μό­νη σω­στή και όλες οι άλ­λες εί­ναι λά­θος και συ­νε­πώς συ­νέ­βαλαν και συ­νε­χώς συμ­βάλ­λουν στον σκο­τα­δι­σμό, αφού κρα­τά­νε την αλή­θεια από τα κέ­ρα­τα! Η χρι­στια­νι­κή θρη­σκεία για 1500 χρό­νια βύ­θι­σε τον κό­σμο σε ένα φοβε­ρό σκο­τά­δι, στον ρύ­πο, στην αρ­ρώ­στια, στην αμορ­φω­σιά, κλπ., για να κερ­δί­σει ο κό­σμος την άλ­­­λη ζω­ή, την επου­ράνια. Για να κερδίσεις την άλλη ζωή την επουράνια πρέπει να μισήσεις αυτήν εδώ την επίγεια! Έτσι, ο Χριστιανισμός έχει χαρα­κτηριστεί, από πολλούς σπου­­δαίους ε­ρευ­­νητές και επιστήμονες, ως η μεγα­λύ­τερη συμφο­ρά, το μεγαλύτε­ρο κακό, που συνέβη ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία. Συμ­φωνούμε και εμείς από­λυτα με αυτό το συμπέρασμα!

        Μό­νο όταν πλέ­ον τα ανή­συ­χα πνεύ­μα­τα, άρχι­σαν πά­λι να ερευ­νούν το 1/1000 (κα­τά τις εκτι­­­μή­σεις των ει­δικών) που απέ­μει­νε από τις τόσες και τόσες καταστροφές από τα ως εκ θαύ­μα­τος δια­σω­θέ­ντα αρ­χαία συγ­γράμ­μα­τα και όταν το κρά­τος άρ­χι­σε να παίρ­νει σι­γά-σι­γά δύ­να­μη στα χέ­ρια του, πα­ρα­με­ρί­στη­κε, ολί­γον κατ’ ολί­γον η Εκ­κλη­σί­α και είδε ο κόσμος μια καλή φωτεινή μέρα (μην ξεχνάτε ότι στα αγγλικά ο χρι­στιανικός εκκλη­σια­στικός με­σαί­ωνας απο­καλείται και Έτη ή Επο­χές Σκότους –Dark Ages­–.).

     Δεν εί­ναι άλ­λω­στε κα­θό­λου λί­γες οι βιαιο­πρα­γί­ες που συ­νέ­βη­σαν και από τα ανα­γεν­νη­σια­κά χρό­νια μέ­χρι και σή­με­ρα, για να πε­ρά­σομε σ’ αυ­τήν την με­τα­βα­τι­κή επο­χή της σχε­τι­κής (όχι πλήρους ακόμα) ελευ­θε­ρί­ας των πε­ποι­θήσε­ων. Και μη μας πουν οι θε­ο­λόγοι και ιερείς ότι ζή­τη­σαν συ­­γνώ­μη και συγ­χώ­ρε­ση για τα μακάβρια καμώματά τους σύμ­φω­να με τη βιο­μη­χα­νία συγ­χω­ρέ­σε­ων που έχουν κατά καιρούς δη­μιουρ­γή­σει ή όπως ο Πά­πας Ρώ­μης τα τε­λευ­ταία χρό­­νια έκανε της μό­δας. Εμείς βε­βαίως δεν έχομε α­κού­σει κα­μιά ακόμα απολογία από τους Χριστιανούς της Ανα­το­λι­κής Ορ­θο­δό­ξου Εκ­κλη­σί­ας. Αλλά θα είναι ανώφελο. Μπο­ρούν να βά­λουν και ένα μα­γνη­τό­φω­νο να μας επα­να­λαμ­βά­νει συ­νε­χώς τις λέ­ξεις συ­γνώ­μη και συγ­χώ­ρε­ση. Δυ­σ­τυ­χώς όμως με τέ­τοια τε­χνά­σμα­τα δεν απο­κα­θί­στα­νται οι βα­ριές ανα­πη­ρί­ες και τα πλήγματα που προ­κά­λε­σαν στην ιστο­ρία του πο­λι­τι­σμού ούτε θα επανέλθουν τα χρό­νια που χάθηκαν, ού­τε θα επι­τα­χύ­νουν την εξ­έ­λι­ξη και την πρό­ο­δο της αν­θρω­πό­τη­τας. Αν είχαν λίγο φιλότιμο έπρε­πε να κηρύξουν εαυτούς εκτός υπάρξεως.

     Τα γε­γο­νό­τα από το 313 Κ. Ε. έως και πρό­σφα­τα μπο­ρού­με να πού­με ότι φα­νε­ρώ­νουν πως αν οι ίδιοι άν­θρω­ποι πά­ρουν πά­λι το επά­νω χέ­ρι, ουαί και αλί­μονο στην ανθρω­πότητα. Ο Θε­ός να βά­λει το χέ­ρι του! Απλώς τώ­ρα δεν τους παίρνει να κά­νουν και πά­λι τα ίδια λό­γω της κο­σμι­κής εξου­σί­ας. Ευχόμαστε να την γλιτώσομε αυτή την φορά. Όμως κά­θε λί­γο και λι­γά­κι ακού­με, ακό­μη και σή­με­ρα, τον έναν ή τον άλ­λον ιε­ρω­μέ­νο και θεολόγο να κα­ταπο­λε­μεί την μία ή την άλ­λη επι­στη­μο­νι­κή θε­ω­ρία (π. χ. ηλιοκεντρική θεωρία, διάφορες θεωρίες περί σύμπαν­τος, Δαρ­βι­νι­κή θε­ω­ρία της εξέ­λι­ξης, ψυ­χια­τρι­κή εν γένει και ιδιαιτέρως του Freud, εξω­σω­μα­τι­κή γο­νι­μο­ποί­η­ση, διακοπή κυήσεως, κλω­νοποίηση, ευθανασία, τρόπους ταφής και εναποθέ­σεως του σώματος, κλπ.) τον έναν ή τον άλ­λον επι­στή­μο­να ή φι­λό­σο­φο, για λό­γους που κυ­ρί­ως προ­έρ­χο­νται από τα δόγματα της Θε­ό­δο­της Βί­βλου και Ιεράς Παράδοσης, αλ­λά όχι μό­νον. Από ό,τι διαβά­ζου­με, βλέ­πομε και ακού­με, αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε ότι κα­ρα­δο­κούν για να ξανααρ­πάξουν την ευ­και­ρί­α (σαν αυτήν που τους πρόσ­φε­ρε ο «μέγας» ανόητος Κωνσταντίνος). Δεν είναι καθό­λου λίγα τα επεισόδια στην σύγχρο­νη Ελλη­νική ιστορία που η εκ­κλησία επεμβαίνει αυ­ταρχικά σε διάφορα πο­λιτικά ζη­τή­ματα. Π. χ. πριν λίγα χρό­νια δημιούργησε μεγάλο ζή­τη­μα με τις πολι­τι­κές ταυτότη­τες, το Ευρωπαϊκό σύν­ταγμα, κ.ά.

     Πλήρες άρθρο περί ευθανασίας περιέχεται στο περιοδικό Ελληνικόν Πάν­θεον, 33, σελίδες 63-79, εντός του οποίου αναπτύσσεται το ζήτημα από πολλές πλευρές. Εκεί εκ­τί­θεται και η χριστιανική δογματική και καταστροφική άποψη επί του θέμα­τος. Η ευθα­να­σία όπως και η αυτοκτονία έχουν δογματισθεί και καταδι­καστεί από τον Χρι­στι­ανισμό σε ασυγχώρητες αμαρτίες σε κάθε περίπτωση. Διά τούτο δεν ψάλ­λεται νε­κρώ­σιμος ακο­λου­θία και χριστιανική κηδεία δεν τελείται ακόμα και σε ορθο­δόξους Χριστιανούς που είχαν την κακή τύχη φτάσουν μέχρι του σημείου να χρησι­μοποι­ή­σουν αυτές τις μεθόδους θα­νάτου! Καλά να κάνουν αυτά με τους πιστούς των, αλλά έχουν την δύναμη να τα επι­βάλ­λουν στους άλ­λους που δεν εί­ναι Χριστιανοί ή ανή­κουν σε αιρέσεις που επιτρέπουν την ευθα­να­σία. Η εκ­κλησίες έχουν γίνει κράτη εν κράτεσιν και όχι μόνον εμποδίζουν τα νο­μοθετικά έργα των κοινοβου­λίων και τις αποφάσεις των κυβερνήσεων αλλά πολ­λές φο­ρές αυτές αποφασίζουν διά του παρα­σ­κηνίου και του εκβιασμού. Οι Χριστιανοί έθεσαν το δόγμα: «Ο μόνος που έχει δι­καί­ωμα να διακόπτει την ζωήν είναι ο Θεός, ο οποίος είναι και ο μόνος υπ­εύ­θυ­νος διά την δημιουργίαν της.». Με αυτό νομίζουν ότι έχουν κάθε δι­καίωμα να κάνουν ό,τι θέ­λουν με όλους.

     Η ευθανασία, κλπ., δεν είναι καν θέμα πλει­οψη­φίας. Είναι καθαρά προ­σω­πικό ζή­τημα. Αν κύριε τάδε δεν σου αρέσει, ουδέν πρόβλημα, δικαίωμά σου. Ποτέ σου να μην την χρησιμοποιήσεις. Δεν σε εξαναγ­κάζει κανείς. Αν όμως έστω το 1 % επιθυμεί την δυ­νατότητα εκλογής της ευθανα­σίας ως μεθόδου αξιο­πρεπούς αποβιώσεως, δεν είναι κανε­νός άλλου δουλειά για να αντι­δράσει εναντίον αυτής της ενσυνείδητης επι­θυμίας του 1 %, η οποία μάλιστα δεν έχει να κάνει με κανέναν άλ­λον, όπως κανείς λ. χ. δεν αντιδρά στην όρεξή μου για κάποιο φαγητό. Δεν είναι δουλεία ού­τε των νόμων, ούτε των εκκλη­σιών, ούτε κυβερνήσεων, ούτε, ούτε. ούτε... Μά­λι­στα δε το κρά­τος έχει εντεταλμένη υποχρέωση διά νόμων να δια­σφαλίσει την σω­στή, αξιόπιστη και πο­λιτισμένη διεκ­πε­ραί­ωση και εκ­τέλεση αυτής της επιθυμίας του 1 %.

     Όσοι λοιπόν εί­ναι σοβαροί επι­στή­μο­νες, αφή­νο­ντας κα­τά μέ­ρος τις προ­σω­πι­κές προτιμήσεις, μη επι­στη­μο­νι­κές σκέ­ψεις και ανη­συ­χί­ες, ας επα­νε­ξε­τά­σουν το εν­ταύθα θέ­μα και ας απο­φα­σί­σουν αντι­κει­μενι­κά και ανε­πη­ρέ­α­στα για την ευ­θύνη που φέ­ρουν, κά­τω από το βάρος όσων ανα­φέ­ρο­νται σε ολό­κλη­ρη την Εβραιο­χρι­στια­νι­κή Βί­βλο και των γε­γο­νό­των που δι­δά­σκει η αμε­ρό­λη­πτη Ιστο­ρί­α.


ΕΡΩΤΙΣΜΟΣ – ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ

ΓΥΝΑΙΚΕΣ – ΓΑΜΟΣ – ΔΙΑΖΥΓΙΟ

 ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Πριν αρχίσομε την ανάπτυξη του παρόντος θέματος πρέπει να τονίσομε ότι ένα από τα θεμελιώδη δόγματα όλων των χριστιανικών εκκλησιών είναι το ότι η Αγία Γραφή ή Βίβλος = Παλαιά + Καινή Διαθήκη είναι θεόπνευστη ή αλλιώς ο «λόγος του Θεού». Στην ορθόδοξη και καθολική εκκλησία στις πηγές της πίστεως και των δογ­μάτων συμπεριλαμβάνεται και η Ιερά Παράδοσις, η οποία αποτελείται από τα συγγ­ράμματα των Πατέρων, τις αποφάσεις συνόδων και συμβουλίων και πολλά άλλα γρα­πτά και παραδόσεις. Θα μιλήσομε λοι­πόν σύμφωνα με αυτή την αρχή. Δηλαδή, όπως όλες οι χριστιανικές εκ­κλησίες έτ­σι και εμείς θα θεωρήσομε το δόγμα της θεοπνευ­σ­τίας των γραφών ως θεϊ­κό και απα­ρά­βα­το δόγμα, το οποίο τονίζεται και εκπηγάζει τουλάχιστον από:

 

1.     Πράξεις των Αποστόλων 2: 1- 4 «και εν τω συμπληρούσθαι την ημέραν της πεντη­κοστής ήσαν άπαντες ομοθυμαδόν επί το αυτό. και εγένετο άφνω εκ του ουρανού ήχος ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας, και επλήρωσεν όλον τον οίκον ου ήσαν καθή­μενοι· και ώφθησαν αυτοίς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ωσεί πυ­ρός, εκάθισέ τε εφ’ ένα έκαστον αυτών, και επλήσθησαν άπαντες Πνεύ­μα­τος Αγί­ου, και ήρξαντο λαλείν ετέραις γλώσσαις καθώς το Πνεύμα εδίδου αυ­τοίς αποφ­θέγγεσθαι.».

2.     Β΄ Πρός Τιμόθεον 3: 16 «πάσα γραφή θεόπνευστος και ωφέλιμος προς δι­δα­σκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς παιδείαν την εν δικαιο­σύ­νη,».

3.     Πολλά άλλα χωρία της Βίβλου και της Παραδόσεως και αποφάσεις συνόδων, συμβουλίων, διαβουλεύσεων, κλπ..

 

Αν το δόγμα της θεοπνευστίας των γραφών ακυρωθεί τότε και ολόκληρο το οικο­δό­μημα της χριστιανικής πίστεως καταρρέει μαζί του σαν χάρτινος πύργος. Διά τούτο και δια­τηρείται ως κόρη οφθαλμού σε όλες τις χριστιανικές αιρέσεις ανεξαρτήτως, αρχής γενομέ­νης από τον πρώτο θεολόγο του Χριστιανισμού τον ίδιο τον Απόστολο Παύλο, όπως είδαμε μόλις στην Β΄ Πρός Τιμόθεον 3: 16, και όπως εδογματίστηκε από πολλές θεό­πνευστες συνό­δους.

Ακόμα πρέπει να αναφέ­ρο­με ότι η Βίβλος βρίθει από κείμενα που περιγρά­φουν διάφορα συμβάντα και περιστάσεις τα οποία αναμειγνύουν τρομερές αγριότητες και απερίγραπτη βία με τον ερω­τισμό και το σεξ. Δεν θα τα κατα­γράψομε όλα διότι είναι πάρα πολ­λά. Παρακά­τω όμως, δίνομε μερικές αναφορές ως επαρκές δείγμα και μετά ο ενδιαφερόμενος ανα­γνώστης ας τις μελε­τήσει προσεκτικά μαζί με άλλες που θα βρει μόνος του από ένα έγκριτο βιβλικό πρωτότυπο. Αν δεν κατα­λαβαίνει τη βιβ­λική γλώσσα, τότε του επιση­μαίνομε να μελε­τήσει από μια καλή κατά λέ­ξει με­τά­φ­ρα­ση χωρίς θεολογικές ερμη­νεί­ες, διότι οι διάφοροι θεολόγοι δια­στρέφουν το πρω­τό­τυ­πο και την αλήθεια. Ακόμα και η κατά λέξει με­τά­φραση πρέπει να είναι η σωστή, καθ’ ότι έχω στα χέρια μου πολλές με­ταφράσεις οι οποί­ες είναι σκοπί­μως εσφαλ­μέ­νες. Εκτός του ότι ή κάθε βιβλική έκδοση, μετάφραση ή ερμηνεία προσπαθεί να απο­κρύ­ψει όσο ημπορεί τα κακώς κείμενα στην Βίβλον, προσπαθεί επίσης να εξυπηρε­τή­σει την εκάστοτε αίρεση που την εξέδοσε.

Πρώτον αναφέρομε ολίγα βι­βλικά εδά­φια για να μελετηθούν προσεκτικά από την «Αγία Γραφή» και να εξεταστούν σε σχέ­ση με ολόκλη­ρα τα κείμενα ή τα κε­φά­λαια εν­τός των οποίων ευρίσκονται. Οι ενδια­φε­ρό­με­νοι αναγνώ­στες μπο­ρούν να βρουν και άλλα περισσότερα τέτοια εδάφια με μια επιστα­μένη με­λέτη της Βίβλου:

 

Γένεσις

1: 27, 2: 21-23, 4: 1-2, 4: 17 Εν αρχή ο Θεός εποίησεν την αιμομιξίαν... (και Έξοδος 6: 20)

3: 16 Η κατάρα κατά της Εύας: «και στην γυναίκα είπε: Θα πολ­λα­πλα­σιάσω σε με­γά­λο πλή­θος τις λύ­πες σου, τις θλί­ψεις σου και τους στε­ναγ­μούς σου. Με πό­νους θα γεν­νάς τα παιδιά σου, θα εξαρ­τάσαι πά­ντο­τε από τον άν­δρα σου και η επι­θυ­μία σου θα εί­ναι του αν­δρός σου και αυ­τός θα εί­ναι ο κύ­ρι­ός σου.».

6: 2-7 Υιοί Θεού με Γυναίκες Ανθρώπων έχουν ως αποτελέσματα τους Γίγαντες, την Οργή του Γιαχβέχ και τον Κατακλυσμό. (Θαυμάσετε την βιβλική επιστήμη!).

9: 20-25 Μέθη και απογύμνωση του Νώε και οι τρομερές συνέπειες τους για τον Χαμ (υιόν του) και τον Χαναάν (εγγονόν του) και όλους τους απογόνους του Χαναάν.

12: 11-20 Προαγωγή της Σάρρας στον Φαραώ υπό του ανδρός και ετεροθαλούς αδελ­φού της Αβραάμ και οι συνέπειές της.

16: 1-16 Επεισόδια Αβραάμ, Άγαρ και Σάρας και οι συνέπειες.

19: 4- 25 Σόδομα – Γόμορρα και η καταστροφή τους.

19: 26-38 Αιμομιξία του «Αγίου» Λώτ με τις δύο κόρες του και οι συνέπειές της.

20: Προαγωγή της Σάρρας στον Αβιμέλεχ υπό του ανδρός και ετεροθαλούς αδελφού της Αβραάμ και συνέπειες.

26: 6-11 Προαγωγή της Ρεβέκας στον Αβιμέλεχ υπό του ανδρός της Ισαάκ, υιού Αβραάμ, και οι συνέπειές της.

30: 1-17 Ραχήλ – Λεία – Βαλλά – Μανδραγόρες και Ιακώβ.

34: Απάνθρωπη, ύπουλη και εκδικητική σφαγή ολοκλήρου πόλεως υπό των υιών του Ιακώβ Συμεών και Λευί ένεκα του κλεψίματος της αδελφή των Δείνας από τον Συχέμ που την ζήτησε για γυναίκα του και συνέπειες αυτής της σφαγής. Βλέπε και τα λόγια του Ιακώβ περί αυτού του επεισοδίου 49: 5-7.

49: 3-4 Ο πρωτότοκος Ρουβήν (29: 32, 35: 22) βιάζει μια από τις γυναίκες του πατέρα του Ιακώβ. Οι νόμοι στην Έξοδον 21: 15-16, Λευιτικόν 20: 9, 11, Δευτερονόμιον 21: 18-21, 22: 30, 27: 20, και άλλοι παρεμφερείς δεν αποκλείεται να είναι εν τίνι μέτρω συ­νέ­πει­ες του βιασμού αυτού.

38: 1-10 Ο Αυνάν, υιός του Ιούδα υιού του Πατριάρχη Ιακώβ, και η διακοπτόμενη συνουσία του (και όχι αυτοερωτισμός όπως εσφαλμένως αναφέρεται από τους Χρι­σ­τιανούς ειδήμονες(;)). Θανάτωση ­του Αυνάν υπό του Θεού Γιαχβέχ και οι αντιφα­τι­κοί νόμοι του Λευιτικού 20: 21 και Δευτερονομίου 25: 5-10.

38: 13-26 Η πορνεία του πατριάρχη Ιούδα, υιού του ιακώβ, με τη μεταμφιεσμένη σε πόρνη νύμφη του Θαμάρ και οι συνέπειές της.

 

Λευιτικόν

15: 19-30, 17: 14, 18: 19, 22, 29, 20: 18 Γυναίκες και η κατάρα των εμμήνων (βλέπε και Ησαΐας 30: 22)

20: 10-21 Πολύ ενδιαφέρουσες απαγορευτικές νομικές διατάξεις επί περιπτώσεων συνευρέσεως και συνουσίας και οι πολύ σκληρές ή θανατικές τιμωρίες των παραβι­ά­σεών τους.

22: 4-7, 15: 16-17 Οι καταραμένες ονειρώξεις και όλα τα σχετικά (βλέπε και Δευτε­ρονόμιον 23: 10-11).

 

Αριθμοί

31 Η σφαγή και ερήμωση της Γης Μαδιαμ και ο αισχρότατος βιασμός των παρθέ­νων της κατ’ εντολή του Μωυσή και του Γιαχβέχ.

 

Δευτερονόμιον

23: 11-15 Τα γεννητικά όργανα είναι ασχημοσύνη.

 

Κριταί

19: 1-30 Βιασμός μέχρι θανάτου της αρραβωνιαστικιάς ενός Λευίτη, ο τεμαχισμός της και οι τρομα­κτι­κές συνέπειες του όλου επεισοδίου.

 

Α΄ Σαμουήλ ή Βασιλειών

18: 1-5, 19: 1-7, 20: 31-42, 20: 30 Η κατά πάσαν υπόνοια ή πιθανότητα ομοφυ­λο­φι­λική σχέση Δαυίδ και Ιωνάθαν

 

Β΄ Σαμουήλ ή Βασιλειών

1: 25-26 Η κατά πάσαν υπόνοια ή πιθανότητα ομοφυλοφιλική σχέση Δαυίδ και Ιω­νάθαν συνε­χίζεται.

11: 2-27, 12: 11- 24 Φόνος (δολοφονία) και μοιχεία υπό του εκλεκτού εκ Θεού βα­σι­λέως Δαυίδ και οι συνέ­πει­ες.

13: 1-38 Βιασμός της Θημάρ από τον ετεροθαλή αδελφό της Αμνών, παρά τις σαφείς απαγορεύσεις του Δευτερονομίου 20: 17, 27: 22. Τρομα­κτι­κές συνέπειες ήταν η δο­λο­φο­νία του Αμνών, ο εμφύλιος πόλεμος και ο βιασμός μέρους του χαρεμιού του Δαυίδ από τον υιόν του Αβεσσαλώμ, (15: 16, 16: 15-23, 20: 3), κ. ά.

 

Γ΄ Βασιλειών

1: 1-4, 2: 13-25 Ο «Μέγας» βασιλεύς Σολομών δολοφονεί τον πρώτον και μεγαλύ­τε­ρο αδελφό του, Αδωνίαν, ένεκα της όμορφης νεαράς Αβισάγ της Σωμανίτιδος. Πρό­κειται για «χάρμα δικαιοσύνης»!. Μελετείστε το.

 

Ιωήλ

4: 1-3 κατά τους Ο΄β΄, ή 3: 1-3 κατ’ άλλους. (Βλέπε παρακάτω το μέρος περί παι­δε­ραστίας.).

 

Ματθαίος 19: 12

Ευνουχισμός διά την βασιλείαν των ουρανών (βλέπε και Πρός Γαλάτας 5: 12).

 

Α΄ Πρός Κορινθίους

7: 1-9 «Περί δε ων εγράψατέ μοι, καλόν ανθρώπω γυναικός μη άπτεσθαι· διά δε τας πορνείας έκαστος την εαυτού γυναίκα εχέτω, και εκάστη τον ίδιον άνδρα εχέτω. τη γυναικί ο ανήρ την οφειλομένην εύνοιαν αποδιδότω, ομοίως δε και η γυνή τω ανδρί. η γυνή του ιδίου σώματος ουκ εξουσιάζει, αλλ’ ο ανήρ· ομοίως δε και ο ανήρ του ιδί­ου σώματος ουκ εξουσιάζει, αλλ’ η γυνή. μη αποστερείτε αλλήλους, ει μη τι αν εκ συμφώνου προς καιρόν, ίνα σχολάζητε τη νηστεία και τη προσευχή και πάλιν επί το αυτό συνέρχησθε, ίνα μη πειράζη υμάς ο σατανάς διά την ακρασίαν υμών. τούτο δε λέγω κατά συγγνώμην, ου κατ’ επιταγήν. θέλω γαρ πάντας ανθρώπους είναι ως και εμαυτόν· αλλ’ έκαστος ίδιον χάρισμα έχει εκ Θεού, ος μεν ούτως, ος δε ούτως.Λέγω δε τοις αγάμοις και ταις χήραις, καλόν αυτοίς εστιν εάν μείνωσιν ως καγώ. ει δε ουκ εγκρατεύονται, γαμησάτωσαν· κρείσσον γαρ εστι γαμήσαι ή πυρούσθαι.». Ιδού απαύ­γασμα θεοπνεύστου παυλικής σοφίας για έρωτα, γάμο, κλπ! Τι να πει κανείς!

11: 6, 10 Μαλλιά γυναικών σκανδαλίζουν τους αγγέλους.

(Ακόμα σε όλο τον Παύλο η μανία του είναι η ακροβυστία και η περιτομή, λες και δεν είχε τίποτα καλλίτερο να κάνει.).

 

Επιστολή Ιούδα 6-8

«αγγέλους τε τους μη τηρήσαντας την εαυτών αρχήν, αλλά απολιπόντας το ίδιον οι­κη­τήριον εις κρίσιν μεγάλης ημέρας δεσμοίς αϊδίοις υπό ζόφον τετήρηκεν· ως Σό­δο­μα και Γόμορρα και αι περί αυτάς πόλεις τον όμοιον τούτοις τρόπον εκπορνεύ­σα­σαι και απελθούσαι οπίσω σαρκός ετέρας πρόκεινται δείγμα, πυρός αιωνίου δί­κην υπέ­χουσαι. ομοίως μέντοι και ούτοι ενυπνιαζόμενοι σάρκα μεν μιαίνουσι, κυριό­τητα δε αθε­τούσι, δόξας δε βλασφημούσιν.».

 

Αποκάλυψις

14: 4 «ούτοί εισιν οί μετά γυναικών ουκ εμολύνθησαν· παρθένοι γαρ εισιν. ...». Η επαφή με γυναίκα θεωρείται μόλυνση σε όλο τον Εβραιογνωστικοχριστιανισμό

Η πορνεία, η πόρνη, οι εκπορνεύσαντες βασιλείς, και πολλά τέτοια αποτελούν συχνό πυκνό θέμα στην Αποκάλυψιν. Θα λέγαμε ότι το ήμισυ του αισχρού αυτού βιβλίου αναλώνεται με αυτή την θεματολογία. Οι τρομακτικές σκηνές βίας και εκδικήσεως σε όλο το βιβλίο εκτός από τις αντιφάσεις που δημιουργούν προκαλούν τουλάχιστον αη­δία.

 

ΜΩΣΑΪΚΟΣ ΘΕΪΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΠΕΡΙ ΜΟΙ­ΧΕΙΑΣ

 

Ο νό­μος στη γε­νι­κό­τη­τά του τί­θε­ται ως εξής: «ου μοι­χεύ­σεις», Έξο­δος 20: 13 (ή 20: 14, εξαρ­τά­ται από την έκ­δο­ση) και Δευ­τε­ρο­νό­μιον 5: 18. Αυ­τή η απα­γό­ρευ­ση ήταν γε­νι­κή μό­νο για τις γυ­ναί­κες. Για τους αγίους άν­δρες των Ισ­ρα­η­λι­τών πε­ριο­ρι­ζό­ταν ρη­τά στον «άν­δρα τον οποίο θα πρά­ξει μοι­χεία με τη γυ­ναί­κα του γεί­το­νά του». Η τι­μω­ρία γι’ αυ­τό το πα­ρά­πτω­μα ήταν θά­να­τος και στους δύο συμ­βαλ­λό­με­νους, όπως μας λέ­ει το Λευιτικόν 20: 10 και το Δευ­τε­ρο­νό­μιον 22: 22-24. Αλ­λά «γεί­το­νας» στους Εβραίους ήταν συ­νώ­νυ­μος με τον πλη­σί­ον Ισ­ρα­η­λί­τη (π. χ. βλέπε Έξοδος 22: 25-2), έτσι ώστε ένας άν­δρας, έστω και πα­ντρε­μέ­νος, μπο­ρού­σε να αφε­θεί με τις γυ­ναί­κες των μη Εβραί­ων χω­ρίς κα­μιά τι­μω­ρί­α, όπως υπάρ­χουν πά­ρα πολ­λές τέ­τοιες πε­ρι­πτώ­σεις, σαν αυ­τή του Δαυ­ίδ με τη Βηρ­σα­βεέ τη γυ­ναί­κα του στρα­τη­γού του, Ου­ρί­ου του Χετ­ταίου (2 Σα­μού­ηλ ή 2 Βα­σι­λειών, 11). Μια πλειά­δα γυ­ναι­κών συ­ζύ­γων (του ιδίου ανδρός) (Δευ­τε­ρο­νό­μιον 11: 15 και απα­ντα­χού) και εταί­ρων, παλ­λα­κί­δων και υπη­ρε­τριών των γυ­ναι­κών επι­τρέ­πε­ται σα­φώς. Αυ­τές οι πολ­λα­πλές μορ­φές κοι­νω­νι­κής συ­νου­σί­ας και συ­νευ­ρέ­σε­ως δεν θε­ω­ρού­νταν από τον νό­μο του Θε­ού ως μοι­χικές.

(Μέχρι και προ ολίγων ετών η μοιχεία ήταν ποινικό αδίκημα στην Ελλάδα και σε πάρα πολλά χριστιανικά κράτη. Η επικρατούσα κατά­σταση για πολλούς αιώνες εί­χε καταταλαιπωρήσει εκατομμύρια κόσμο με κάθε είδους βίαιες ενέργειες, διαπληκτι­σμούς, ψυχολο­γι­κές καταπιέ­σεις, ενοχές και διαταραχές, κοινωνικούς εξοστρακι­σμούς, περιφρό­νη­ση, φόνους, σκληρές τι­μω­ρίες, κ. ο. κ. Η ιδεοληψία των Ελ­λήνων ανδρών περί πι­θανής μοιχεί­ας των συζύγων τους έχει ακόμα παραμείνει βασανιστική. Αλλά οι δικές τους μοιχικές σχέ­σεις περνάνε φανερά ή σιω­πηρά χωρίς να τους απο­δί­δεται ιδιαίτερη σημασία ενώ πολλές φορές συνοδεύονται με εκφράσεις κομ­πασμού!).

 

ΜΩΣΑΪΚΟΣ ΘΕΪΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΠΕΡΙ ΠΑΡΘΕΝΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΟΣ

 

             Νο­μο­θε­τή­θη­κε ότι: «Ε­άν οποιοσ­δή­πο­τε άν­δρας λά­βει μια γυ­ναί­κα» και απο­γο­η­τευ­τεί απ’ αυ­τήν και ανα­φέ­ρει ότι «δεν τη βρή­κα παρ­θέ­να», τό­τε ο πα­τέ­ρας της και η μά­να της θα πρέπει να «πα­ρου­σιά­σουν τα διαπι­στευ­τή­ρια (αυ­τές οι λέ­ξεις: «τα διαπι­στευ­τή­ριά τής» δεν υπάρ­χουν στο Εβρα­ϊ­κό κεί­με­νο) — τής παρ­θε­νί­ας τής νε­α­ρής κο­πέ­λας στους πρε­σβύ­τε­ρους της πό­λε­ως στην πύ­λη.».

             Τό­τε αυ­τοί οι άγιοι «εξυ­πνά­κη­δες» πρέ­πει να κά­νουν ένα εί­δος σε­βα­σμί­ου γλυ­κο­κοι­τάγ­μα­τος επά­νω και μέ­σα στο σώ­μα της, inquisitio de ventre inspiciendo [= ανα­ζή­τη­ση (ψά­ξι­μο) διά κολπικής εξε­τά­σε­ως, ή δι’ εξετάσεως των εντο­σθί­ων], και σύμ­φω­να με το Δευ­τε­ρο­νό­μιον 22: 13-21:

 

«... εάν η νε­α­ρή κο­πέλα δεν βρε­θεί να εί­ναι παρθέ­να, τό­τε θα τη φέ­ρουν έξω από τη θύ­ρα του σπι­τιού του πα­τέ­ρα της και οι άν­δρες της πό­λε­ως θα τη λι­θο­βο­λή­σουν με λί­θους μέ­χρι να πε­θά­νει.».

 

            (Ανεξαρτήτως αν η νεαρά κοπέλα ήταν ή δεν ήταν παρθένα, αναλογιστείτε τι φοβερό και τρομερό θα ήταν αλήθεια το θέαμα του λιθοβολισμού της μέχρι θανάτου στα μάτια των γονέων και των συγγενών της, σύμ­φω­να με αυτόν εδώ τον θεϊκό νόμο! Μετά οι Χριστιανοί έχουν την ανερυθρίαστη αναί­δεια να λένε ότι ο ομολογουμένως εκδικη­τι­κός και ζηλόφθων – ζηλότυπος, όπως και ο ίδιος το ομολογεί πολλές φορές, Θεός Πα­τήρ Γιαχβέχ τόσο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης, «αγάπη εστί»! Δεν ντρεπόμαστε λιγάκι! Αυτή τη λύση βρήκε να δώσει σε τέτοια περίπτωση;

Μέχρι και προ τίνος η παρθενία των νεονύμφων, πολύ περισσότερο όμως της νύμφης, ήταν ένα πολύ ισχυρό ταμπού σε πολλά χριστιανικά κράτη και ιδιαι­τέρως στην Ελλάδα. Πολλά ήταν τα μοιραία αποτελέσματα της παραβιάσεως αυτής της ιδε­ο­ληψίας. Κάθε είδους βίαιες πράξεις, διαλύσεις γάμων, διαπληκτισμοί, περιφρό­νη­ση, εξοστρακι­σμός, ισόβια κατα­στροφή της κοπέλας, τσα­κω­μοί οικογενειών, κλπ.).

 

ΠΕΡΙ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑΣ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΚΑΙ ΣΤΑ ΛΟΓΙΑ

ΤΟΥ ΕΒΡΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΘΕΟΥ ΠΑΤΡΟΣ

 

Όπως περιγράφει η Γένεσις, στην αντιφατική και περίεργη περιγραφή 19: 4- 25 την οποία δεν θα αναλύσομε εδώ, τα Σόδομα και Γόμορρα κατεστράφησαν από τον οργισμένο Θεό Γιαχβέχ ένεκα των ομοφυλοφιλικών σχέσεων που ήταν πολύ δι­α­δεδο­μένες μεταξύ των κατοίκων τους. Αργότερα στον θεϊκό Μωσαϊκό Νόμο οι διατά­ξεις κατά της ομοφυλοφιλίας και παρεμφερών ενεργειών είναι σα­φείς και πλήρως κα­ταδι­καστικές. Έχομε και λέμε:

 

(Α) ΝΟΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑΣ

 

1)     Λευι­τι­κόν 18: 22 «και μετά άρσενος ου κοιμηθήση κοίτην γυναικείαν, βδέ­λυγμα γαρ εστι.»,

2)     18: 29 «ότι πας, ος εάν ποιήση από πάντων των βδελυγμάτων τούτων, εξολο­θρευθήσονται αι ψυχαί αι ποιούσαι εκ του λαού αυτών.»,

3)     20: 13 «και ος αν κοιμηθή μετά άρσενος κοίτην γυναικός, βδέλυγμα εποίησαν αμφότεροι· θα­νάτω θανατού­σθωσαν, ένοχοί εισίν.».

4)     Δευτερονόμιον 23: 18-19 «Ουκ έσται πόρνη από θυ­γατέρων Ισραήλ, και ουκ έσται πορνεύων από υιών Ισραήλ· ουκ έσται τελεσφό­ρος από θυγατέρων Ισ­ραήλ, και ουκ έσται τελεισκόμενος από υιών Ισραήλ. ου προσοίσεις μίσθωμα πόρνης ουδέ άλλαγμα κυνός (σκύλου = ομοφυλοφίλου, ωραίος χαρακτη­ρι­σμός!) εις τον οίκον Κυρίου του Θεού σου προς πάσαν ευχήν, ότι βδέλυγμα Κυρίω τω Θεώ σου εστί και αμφότερα.».

 

(Β) ΝΟΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΤΕΡΟΦΥΛΕΝΔΕΣΙΑΣ Η΄ ΠΑΡΕΝΔΕΣΙΑΣ

 

5)     Δευτερονόμιον 22: 5 «Ουκ έσται σκεύη ανδρός επί γυναικί, ουδέ μη ενδύ­ση­ται ανήρ στολήν γυ­ναικείαν, ότι βδέλυγμα Κυρίω τω Θεώ σου εστί πας ποι­ών ταύτα.».

 

(Γ) ΑΛΛΕΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Πέραν όλων των ερωτικών απαγορεύσεων της Βίβλου που έχομε αναφέρει μέ­χρι εδώ, πολύ ενδιαφέρουσες είναι και οι 12 απαγορευτι­κές νο­μικές διατάξεις μαζί με τις πολύ σκληρές ή θανατικές τιμωρίες των παραβι­ά­σεών τους που αναφέρονται στο Λευιτικόν 20: 10-21. Πολλές τέτοιες διατάξεις και τιμωρίες ευρίσκονται διάσπαρτες και σε πολλά άλλα σημεία των ιερών γραφών. Ιδού:

 

«10 άνθρωπος ος αν μοιχεύσηται γυναίκα ανδρός, ή ος αν μοιχεύσηται γυναί­κα του πλησίον, θανάτω θανατούσθωσαν, ο μοιχεύων και η μοιχευομένη. 11 και εάν τις κοιμηθή μετά γυναικός του πατρός αυτού, ασχημοσύνην του πατρός αυτού απεκάλυψε, θανάτω θανατούσθωσαν, αμφότεροι ένοχοί εισι. 12 και εάν τις κοιμηθή μετά νύμφης αυτού, θανάτω θανατούσθωσαν αμφότεροι· ησεβήκασι γαρ, ένοχοί εισι. 13 και ος αν κοιμηθή μετά άρσενος κοίτην γυ­ναι­κός, βδέλυγμα εποίησαν αμφότεροι· θανάτω θανατούσθωσαν, ένοχοί εισιν. 14 ος αν λάβη γυναίκα και την μητέρα αυτής, ανόμημά εστιν, εν πυρί κατα­καύ­σουσιν αυτόν και αυτάς, και ουκ έσται ανομία εν υμίν. 15 και ος αν δω κοιτα­σίαν αυτού εν τετράποδι, θανάτω θανατούσθω, και το τετράπουν αποκτενείτε. 16 και γυνή, ήτις προσελεύσεται προς παν κτήνος βιβασθήναι αυτήν υπ’ αυ­τού, αποκτενείτε την γυναίκα και το κτήνος· θανάτω θανατούσθωσαν, ένοχοί εισιν. 17 ος αν λάβη την αδελφήν αυτού εκ πατρός αυτού ή εκ μητρός αυτού και ίδη την ασχημοσύνην αυτής και αύτη ίδη την ασχημοσύνην αυτού, όνει­δός εστιν, εξολοθρευθήσονται ενώπιον υιών γένους αυτών· ασχημοσύνην αδελφής αυτού απεκάλυψεν, αμαρτίαν κομιούνται. 18 και ανήρ, ος αν κοιμη­θή μετά γυναικός αποκαθημένης και αποκαλύψη την ασχημοσύνην αυτής, την πηγήν αυτής απεκάλυψε, και αύτη απεκάλυψε την ρύσιν του αίματος αυτής· εξολοθρευθήσονται αμφότεροι εκ της γενεάς αυτών. 19 και ασχημοσύνην αδελφής πατρός σου και αδελφής μητρός σου ουκ αποκαλύψεις· την γαρ οι­κειότητα απεκάλυψεν, αμαρτίαν αποίσονται. 20 ος αν κοιμηθή μετά της συγ­γενούς αυτού, ασχημοσύνην της συγγενείας αυτού απεκάλυψεν, άτεκνοι απο­θανούνται. 21 ος εάν λάβη γυναίκα του αδελφού αυτού, ακαθαρσία εστίν· ασ­χημοσύνην του αδελφού αυτού απεκάλυψεν, άτεκνοι αποθανούνται.»

 

Εκείνο που είναι όντως περίεργο μέσα σ’ αυτό το κατεβατό απαγορεύσεων και σκλη­ρών τιμωριών, είναι το ότι δεν υπάρχει καμία απαγόρευση, όπως και πουθενά αλλού μέσα στο ιερό βιβλίο, για την ερωτική συνεύρεση, αιμομιξία, πατρός με θυγατέρα του. Περίεργο; Όχι και τόσο, αν ανα­λο­γι­σθούμε τι ίσχυε υπέρ των ανδρών στην τότε Εβραϊκή κοινω­νία και ότι ένας πα­τέρας μπορούσε να δώσει ή να πωλήσει την κό­ρη του στον οποιον­δήποτε και για σχεδόν οποιονδήποτε σκοπό. Έχομε λοιπόν νομικές διατάξεις και παρεπόμενες τιμωρίες για όλες τις περιπτώσεις εκτός απ’ αυτήν! Συνε­πώς αυτά εδώ μαζί με όσα γράφει ο Εβραίος Παύλος στην Α΄ Πρός Κοριν­θί­ους 7: 36-38, μας βάζουν σε σκέψεις γύρω από την παντρειά μιας κόρης πέραν της ακμής της από τον πα­τέρα της.

 

(Δ) Η ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

Στα μεν Κανονικά Ευαγγέλια ο Ιησούς Χριστός δεν αναφέρεται σαφώς στην ομοφυ­λοφιλία. Δεν μιλάει ούτε υπέρ ούτε κατά. Σαν να μην υπάρχει. Κατη­γορη­ματι­κώς όμως δηλώνει ότι:

 

Ματθαίος 5: 17- 19, «Μη νομίσητε ότι ήλθον κα­τα­λύσαι τον νόμον ή τους προ­φήτας· ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι. αμήν γαρ λέγω υμίν, έως αν πα­ρέλθη ο ουρα­νός και η γη, ιώτα εν ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου έως αν πάντα γένη­ται. ος εάν ουν λύση μίαν των εντολών τούτων των ελαχίστων και διδάξη ούτω τους ανθρώπους, ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών· ος δ’ αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών.», κλπ. (Και Λουκάς 16: 17.)

 

Τότε λογικά συμπεραίνομε ότι ο Ιησούς Χριστός συμφωνεί απο­λύτως με τον Μω­σα­ϊ­κό Νόμο και επομένως και με τα προη­γού­μενα χωρία περί ομοφυλοφιλίας και επι­δο­κιμάζει την πιστή εφαρμογή τους.

Στην υπόλοιπη Καινή Διαθήκη αναγράφεται σαφώς και άνευ περιτροπών ότι οι ομο­φυ­λόφιλοι δεν πρό­κειται να εισέλθουν εις την Βασιλείαν των Ουρανών και θα μεί­νουν εκτός της Ουρανίας Πόλεως. Άρα σαφώς και απλούστατα οι ομοφυλόφιλοι δεν θα εισέλθουν στον Παράδεισο και επομένως ο μόνος τόπος που τους απομένει στην μετά θάνατον ζωή είναι η Aιωνία Kόλαση του εξωτέρου πυρός και του θείου. Αναγράφομε:

 

6)     Πρός Ρωμαίους 1: 18-27

«Αποκαλύπτεται γαρ οργή Θεού απ’ ουρανού επί πάσαν ασέβειαν και αδικίαν ανθρώ­πων των την αλήθειαν εν αδικία κατεχόντων, διότι το γνωστόν του Θεού φανερόν εστιν εν αυτοίς· ο γαρ Θεός αυτοίς εφανέρωσε. τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κό­σμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, ή τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης, εις το είναι αυτούς αναπολογήτους, διότι γνόντες τον Θεόν ουχ ως Θεόν εδόξασαν ή ευ­χαρίστησαν, αλλ’ εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, και εσκοτίσθη η ασύ­νε­τος αυτών καρδία· φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν, και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπό­δων και ερπετών. Διο και παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εν ταις επιθυμίαις των καρδιών αυτών εις ακαθαρσίαν του ατιμάζεσθαι τα σώματα αυτών εν αυτοίς, οίτινες μετήλλα­ξαν την αλήθειαν του Θεού εν τω ψεύδει, και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα, ος εστιν ευλογητός εις τους αιώνας· αμήν. Διά τούτο παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις πάθη ατιμίας. αι τε γαρ θήλειαι αυτών μετήλλαξαν την φυσικήν χρήσιν εις την παρά φύσιν, ομοίως δε και οι άρσενες αφέντες την φυσικήν χρήσιν της θηλείας εξεκαύθησαν εν τη ορέξει αυτών εις αλλήλους, άρσενες εν άρσεσι την ασχημοσύνην κατεργαζόμενοι και την αντιμισθίαν ην έδει της πλάνης αυτών εν εαυτοίς απολαμβάνοντες.».

 

7)     Α΄ Πρός Κο­ρινθίους 6: 9-11

«ή ουκ οίδατε ότι άδικοι βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι; μη πλανάσθε· ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτραι ούτε μοιχοί ούτε μαλακοί ούτε αρσενοκοίται ούτε πλεο­νέκται ούτε κλέπται ούτε μέθυσοι, ου λοίδοροι, ουχ άρπαγες βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι. και ταύτά τινες ήτε· αλλά απελούσασθε, αλλά ηγιάσθητε, αλλά εδικαιώθητε εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού και εν τω Πνεύματι του Θεού ημών.».

 

8)     Α΄ Πρός Τιμόθεον 1: 8-11

«Οίδαμεν δε ότι καλός ο νόμος, εάν τις αυτώ νομίμως χρήται, ειδώς τούτο, ότι δικαίω νόμος ου κείται, ανόμοις δε και ανυποτάκτοις, ασεβέσι και αμαρτωλοίς, ανοσίοις και βεβήλοις, πατρολώαις και μητρολώαις, ανδροφόνοις, πόρνοις, αρσενοκοίταις, αν­δραποδισταίς, ψεύσταις, επιόρκοις, και ει τι έτερον τη υγιαινούση διδασκαλία αντί­κειται, κατά το ευαγγέλιον της δόξης του μακαρίου Θεού, ό επιστεύθην εγώ.».

 

9)     Αποκάλυψις 22: 14-15

«Μακάριοι οι ποιούντες τας εντολάς αυτού, ίνα έσται η εξουσία αυτών επί το ξύλον της ζωής, και τοις πυλώσιν εισέλθωσιν εις την πόλιν. έξω οι κύνες (= ομοφυλόφιλοι, αναφερόμενοι ως κύνες = σκύλοι, ο ωραίος χαρακτηρισμός επαναλαμβάνεται) και οι φαρμακοί και οι πόρνοι και οι φονείς και οι ειδωλολάτραι και πας ο φιλών και ποιών ψεύδος.».

 

            Εδώ σημειώνομε ότι ο μεν Παύλος είναι το «σκεύος της εκλογής» του ίδιου του Ιησού Χριστού, ο δε Ιωάννης είναι ο αγαπητός επιστήθιος μαθητής, θεολόγος και ευαγγε­λι­στής του. Άρα αυτά τα χωρία σύμφωνα με την χριστιανική πίστη και το χρι­στιανικό δόγμα είναι θε­ό­πνευστα, όπως και τα Eυαγγέλια, και επομένως έχουν απόλυ­τη και δια­χρονική αξία όπως και τα Κυριακά Λόγια.

            (Είναι γνωστόν ότι οι θέσεις του Εβραιογνωστικοχριστιανισμού για την ομο­φυλοφιλία εδημιούργησαν πολλές άδικες και άστοχες κοινω­νικές δια­κρί­σεις και βίαι­ες ενέργειες κατά των ομοφυλοφίλων σε όλα τα χριστιανικά κράτη, προτού καν το πρόβλημα εξε­τασθεί και αναλυθεί από τους ειδικούς επιστήμονες, ψυχολόγους, ιατ­ρούς, ψυχία­τ­ρους, κοινωνιο­λόγους, ιστορικούς, κλπ.).

 

ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΖΥΓΙΟΝ

 

Επειδή ο γάμος έχει άμεση σχέση με τον έρωτα, νομίζομε ότι στο παρόν άρ­θρο μας ταιριάζει να εκθέσομε αδρά τις σπουδαιότερες επίσημες θέσεις του Χρι­στι­α­νισμού επί του γάμου και επί της διαλύσεως του, δηλαδή του διαζυγίου. Προσέξετε επίσης ότι στο τελευταίο μέρος του παρόντος άρθρου συμπληρώνομε ολίγον αυτές τις χρι­στιανικές θέ­σεις, χωρίς να εξαντλούμε πλήρως το θέμα, εξετά­ζον­τας το ζήτημα του γάμου σε σχέση με τη χριστιανική αντιμετώπιση της γυναίκας, τη χρι­στι­ανική παρ­θενία και τις αντιφάσεις τους με τον Μωσαϊκόν Νόμον (που είναι και αυτός μέρος του Εβραιοχριστιανισμού!).

Το ζήτημα του ερωτισμού και του σεξ στον Χριστιανισμό έρχεται σε κατά­φο­ρη αντίφαση με τη μητρική θρησκεία του, τον Ιουδαϊσμό, τού ιδίου Θεού πατρός Γιαχ­βέχ. Ζήτω η αντίφαση! Στην Παλαιά Διαθήκη επιβάλλεται ο γάμος από την εφη­βική ηλικία, και ακόμα επιβάλλεται στον αδελφό θανόντος ανδρός να παντρευτεί την χήρα του αδελφού του για να κάνει παιδί μαζί της εν ονόματι του εκλιπόντος αδελ­φού. (Αυτός είναι ο λεγόμενος κουνιαδικός νό­μος, ή νόμος του κουνιάδου, στα λατι­νικά leviratum Δευτερονόμιον 25: 5-10. Αυτός ο νόμος είχε ήδη εμφανιστεί πολύ πριν το Δευτερονόμιον όταν εφαρμόστηκε στην περίπτωση του Αυνάν, εγγονού του Ιακώβ και γιου του Πατριάρχη Ιούδα, Γένεσις 38: 1-11.). Ακόμα επιτρέπονται το σεξ, η φυ­σι­ολο­γι­κή συνεύρεση μεταξύ ανδρός και γυ­ναι­κός και το διαζύγιο. Όλα αυτά τα θέ­ματα εκτί­θεν­ται και ανα­πτύσσονται εκτενώς με όλες τις παραπομπές στην Βίβλο στο βιβλίο του Ben Edward Akerley, The X-Rated Bible, Feral House 1985-1998.

Ας μην λησμονούμε τον πλήρη και φυσιολογικό ερωτι­σμό που περιγράφεται καθαρότατα και πολύ ποιητικά στο βιβλίο της Πα­λαιάς Διαθή­κης «Άσμα Ασμά­των». Σας παρακαλούμε να μελετήσετε καλά αυτό το βι­βλίο για να διδαχτείτε όσα δεν ξέρε­τε. Όσο για τις ερμηνείες που παραθέτουν οι Χριστιανοί θεολόγοι γι’ αυτό το ερω­τι­κό βιβλίο απλώς αποτελούν γελοιώδη ψέματα! Ήλθε όμως μετά ο Χρι­στιανισμός, αυτή η παράξενη, εσχατολογική και κα­ταστροφική αίρεση του Ιου­δαϊ­σμού, για να τα καταρ­γήσει όλα με απειράριθμες οικτρές συνέπειες.

Στον θεϊκά δοσμένο Μωσαϊκό Νόμον έχομε τον εξής «καταπληκτικά θεϊκό» νόμο περί δια­ζυ­γί­ου:

 

ΜΩΣΑΪΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΠΕΡΙ ΔΙΑΖΥΓΙΟΥ

 

Μό­νον ο άν­δρας, ο οποί­ος έχει λά­βει σύζυ­γο, και συμ­βεί «ώ­στε αυ­τή να μην ευ­ρί­σκει καμία χά­ρη στα όμ­μα­τά του» (κοι­νώς, «του ξί­νι­σε») μπο­ρεί χω­ρίς πε­ρισ­σό­τε­ρη φα­σα­ρία «να γρά­ψει ένα πιστο­ποι­η­τι­κό δια­ζυ­γί­ου,... και να την εξω­πε­τά­ξει από το σπί­τι του.». Η πε­ρι­φρο­νη­θεί­σα σύ­ζυ­γος, εν τού­τοις, εί­χε ένα δυ­να­τό κα­τα­φύ­γιο ανα­κου­φί­σε­ως: «μπο­ρού­σε να πά­ει και να γί­νει γυ­ναί­κα ενός άλ­λου αν­δρός». Αλ­λά και ο τε­λευταί­ος άν­δρας μπο­ρού­σε με τη σει­ρά του να τη μι­σή­σει και να την πε­τά­ξει έξω από την πόρ­τα με ένα άλ­λο «πι­στο­ποι­η­τι­κό δια­ζυ­γί­ου». «Με­τά από αυ­τό όμως αυ­τή έμε­νε κη­λι­δω­μέ­νη με ατι­μα­σί­α». Αυ­τή η γυ­ναί­κα με­τά και τη δεύ­τε­ρη εκ­δίωξη γι­νόταν ένα εί­δος «πε­ρι­πλα­­νω­μέ­νης Ιου­δαί­ας» και δεν μπο­ρού­σε πια να γυ­ρί­σει πί­σω στον πρώ­ην άν­δρα της (Δευ­τε­­ρο­νό­μιον 24: 1-4).

(Αγα­πη­τοί αναγνώστες πώς σας φαί­νε­ται αλήθεια αυ­τός ο θε­ϊ­κός νό­μος δια­ζυ­γί­ου; Απαντήστε ειλικρινά. Είναι πολύ δίκαιος!)

Μάλ­λον μια τέ­τοια γυ­ναί­κα θα εί­χε δυ­σκο­λία να βρει έναν τρί­το άν­δρα. Αλ­λά κατ’ ου­δε­μία διάταξη του θε­ϊ­κού νό­μου δεν μπο­ρούσε μια σύ­ζυ­γος να έχει δια­ζύ­γιο με δι­κή της πρω­το­βου­λί­α, ή «να εκ­δώ­σει πιστο­ποι­η­τι­κό δια­ζυ­γί­ου» στον σύ­ζυ­γό της. Αλ­λά επει­δή από τον Θεό «ε­νώ­θη­κε μα­ζί» με τον άν­δρα της κα­νείς μα κα­νείς – εκτός του αν­δρός της – δεν μπορού­σε να την απο­χω­ρί­σει απ’ αυ­τόν!

 

ΔΙΑΖΥΓΙΟ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

Στα κανονικά Ευαγγέλια ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός περί διαζυγίου μας λέγει τα εξής. Απο­λαύστε τα!

 

1)     Ματ­θαίoς 5: 31-32 «Ερρέθη δε· ος αν απολύση την γυναίκα αυτού, δότω αυτη αποστάσιον. Εγώ δε λέγω υμίν ότι ος αν απολύση την γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας, ποιεί αυτήν μοιχάσθαι, και ος εάν απολε­λυμέ­νην γαμήσει, μοιχάται.».

2)     Ματ­θαίoς 19: 1-12 «Και εγένετο ότε ετέλεσεν ο Ιησούς τους λόγους τού­τους μετήρεν από της Γαλιλαίας και ήλθεν εις τα όρια της Ιουδαίας πέραν του Ιορδάνου. και ηκολούθησαν αυτω όχλοι πολλοί, και εθεράπευσεν αυ­τούς εκεί. Και προσήλθον αυτω οι Φαρισαίοι πειράζοντες αυτόν και λέ­γοντες αυτω· ει έξεστιν ανθρώπω απολύσαι την γυναίκα αυτού κατά πά­σαν αιτίαν; ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς· ουκ ανέγνωτε ότι ο ποιήσας απ’ αρχής άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς και είπεν, ένεκεν τούτου κατα­λεί­ψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα και κολληθήσεται τη γυ­ναικί αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν; ωστε ουκέτι εισί δύο, αλ­λά σάρξ μία. ό ουν ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω. Λέγου­σιν αυτώ· τι ουν Μωσής ενετείλατο δούναι βιβλίον αποστασίου και απο­λύσαι αυ­τήν; λέγει αυτοίς· ότι Μωσής προς την σκληροκαρδίαν υμών επέ­τρεψεν υμίν απολύσαι τας γυναίκας υμών· απ’ αρχής δε ου γέγονεν ούτω. λέ­γω δε υμίν ότι ος αν απολύση την γυναίκα αυτού μη επί πορ­νεία και γαμήση άλλην, μοιχάται· λέγουσιν αυτω οι μαθηταί αυτού· ει ούτως εστίν η αιτία του ανθρώπου μετά της γυναικός, ου συμφέρει γα­μήσαι. ο δε είπεν αυτοίς· ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον, αλλ’ οίς δέδοται· εισί γαρ ευνούχοι οίτινες εκ κοιλίας μητρός εγεννήθησαν ού­τω. και εισίν ευνούχοι οίτινες ευνουχίσθησαν υπό των ανθρώπων, και εισίν ευνούχοι οίτινες ευνούχισαν εαυτούς διά την βα­σιλείαν των ου­ρα­νών. ο δυνάμενος χωρείν χωρείτω».

3)     Μάρ­κoς 10: 1-12 «Και εκείθεν αναστάς έρχεται εις τα όρια της Ιουδαίας διά του πέραν του Ιορδάνου, και συμπορεύονται πάλιν όχλοι προς αυτόν, και ως ειώθει, πάλιν εδίδασκεν αυτούς. και προσελθόντες οι Φαρισαίοι επη­ρώτων αυτόν ει έξεστιν ανδρί γυναίκα απολύσαι, πειράζοντες αυτόν. ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς· τι υμίν ενετείλατο Μωϋσής; οι δε είπον· επέ­τρεψε Μωϋσής βιβλίον αποστασίου γράψαι και απολύσαι. και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς· προς την σκληροκαρδίαν υμών έγραψεν υμίν την εντολήν ταύτην· από δε αρχής κτίσεως άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς ο Θεός· ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μη­τέρα, και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν. ωστε ουκέτι εισί δύο, αλλά μία σάρξ· ό ουν ο Θεός συνέ­ζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω· και εις την οικίαν πάλιν οι μαθηταί περί τούτου επηρώτων αυτόν, και λέγει αυτοίς· ος αν απολύση την γυναίκα αυ­τού και γαμήση άλλην, μοιχάται επ’ αυτήν· και εάν γυνή απολύσασα τον άνδρα γαμηθή άλλω, μοιχάται».

4)     Λoυ­κάς 16: 18 «Πας ο απολύων την γυναίκα αυτού και γαμών ετέραν μοι­χεύει, και πας ο απολελυμένην από ανδρός γαμών μοιχεύει.».

 

Οι αντιφάσεις μεταξύ των Ευαγγελίων και μεταξύ των Ευαγγελίων και του Θε­όδοτου Μωσαϊκού Νόμου όπως και η αρλουμπολογία τους δίνουν και παίρνουν. Τί να πρωτοπεί κανείς; Π. χ., το «Ό ούν ο Θε­ός συ­νέ­ζευ­ξεν, άν­θρω­πος μή χωριζέτω.», Ματθαίος 19: 6 και Μάρ­κος 10: 9, είναι καθαρή αντί­φα­ση με το Μωσαϊκό Νόμον! Αλ­λά και οι διατάξεις περί διαζυγίου στην Καινή Δια­θή­κη, Ματ­θαίος 5: 31-32, 19: 1-12, Μάρκος 10: 1-12, Λουκάς 16: 18, και Πρός Ρωμαίους 7: 2-3, Α΄ Πρός Κορινθίους 7: 10-16, 39 του Παύλου (τις οποίες αναγράφομε παρακάτω), εκτός του ότι σε πολ­λά ση­μεία είναι αν­τι­φα­τι­κές μεταξύ τους, ανατρέπουν τον νόμο του Θεού που εδόθη διά του Προ­φή­του Μωυσέως στον εκλεκτό λαό! Οι δε διατάξεις του Παύλου ανατρέπουν και τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, ομιλούντα στον Ματθαίον 5: 17- 19 που ανα­γ­ράψαμε παραπάνω.

Επίσης στον Ματθαίον 19: 8, ο Χριστός δικαι­ο­λογεί τον Μωυσή, λόγω της «σκλη­ροκαρδίας» των Ιουδαίων, ενώ ο Μωυσής δεν φταίει σε τίποτα! Ο Νόμος ήταν του ίδιου του Θεού που τον αποκάλυπτε στον εκλεκτό λαό του διά μέσω του Μω­υ­σέ­ως (βλέπε: Λευιτικόν 26: 46 και Αριθ­μούς 36: 13)! Τί ωραία, σοφότατη και προ πάν­των παν­τοδύναμη δικαι­ο­λο­γία και σοφιστεία, αλήθεια! Δηλαδή ο Παντο­δύν­α­μος Τρι­αδικός Θεός εδώ συμβιβάστηκε και έκανε παραχώρηση που δεν του άρε­σε! Αλλά τί να κάνει, πως να ξεφύγει από ή να τα βρει με τον εκλεκτό λαό του; Τί κα­λός και παν­τοδύναμος Θεός που είναι αλήθεια...! Τόσο η Παλαιά όσο και η Καινή έχουν δοθεί ή έστω εμπνευστεί από τον ίδιο, πάνσοφο, παντοδύναμο, αληθινό Θεό Πατέ­ρα Γιαχβέχ! Τί να πρωτοθαυμάσει κανείς μ’ αυτή τη Χριστιανο-Γιαχβική σο­φία... και αντίφαση; Άστα να πάνε στον Βεελζεβούλ!

Αντίθετα προς τον Μωσαϊκό Νόμο, ο οποίος εδόθη στον Μωυσή από τον ίδιο τον Θεό «Πατέ­ρα» του Ιησού Χριστού, όπως υποτίθεται και πιστεύεται στον Χρισ­τι­ανισμό, ο Ιησούς κατήρ­γη­σε πλήρως το δια­ζύγιο (εκτός ίσως, προσοχή και πάλι ίσως, λόγω μοιχείας) και την παν­τρειά για δεύ­τερη φορά. (Ματ­θαίoς 5: 31-32, 19: 1-12, Μάρ­κoς 10: 1-12 και Λoυ­κάς 16: 18). Βρήκε δήθεν την σκληροκαρδία για δι­καιο­λογία (Ματ­θαί­ος 19: 8, Μάρ­κος 10: 5), τη στιγμή κατά την οποίαν ο νόμος αυτός εδό­θη από τον ίδιο τον Θεό στον Μωυ­σή (βλέπε: Λευιτικόν 26: 46 και Αριθ­μούς 36: 13) και επομένως ο Μωυσής δεν έφταιχε σε τίποτα! Πολύ θεϊκή δικαιολογία ανε­κά­λυψε ο Ιη­σούς Χρι­σ­τός! Δεν νομίζετε; Δεν τους λέγει στα ίσια ότι θεός είμαι και τώ­ρα αλ­λά­ζω αυτά που είχα δώσει πριν παρά μόνο προσπαθεί να βρει διακαι­ο­λο­γί­ες· και το χει­ρότερο βρήκε αυτή τη σαχλαμάρα ρίχνοντας το βάρος στον Μωυσή. Πού πήγε η θε­ϊ­κή του ιδιότητα εδώ; Πάν­τως τώρα όπως και να έχει το πράγμα, δεν μπο­ρείς να ξανα­παν­τρευ­τείς αν έχεις χη­­ρέ­ψει ή χω­ρίσει ακόμα και για θε­μι­τούς λό­γους. Ού­τε μπο­ρείς να χω­ρί­σεις τον ή την σύ­ζυγο που πή­ρες αλλά δεν σου ταίριασε. Αν έκανες λάθος, «σύ όψει», δι­όρ­θω­ση δεν υπάρ­χει. Η καταπιε­στι­κή και αντι­κοι­νω­νι­κή θεολογική τακ­τική σε όλο της το με­γαλείο!

Μόνο η Καθολική εκκλησία εφάρμοσε και εφαρμόζει πιστά αυτές τις εντολές του Ιησού Χριστού περί διαζυγίου και δευτέρου γάμου. Οι άλλες εκκλησίες, και των ανατολικών ορθοδόξων συμπερι­λαμ­βανομένων, δεν τις εφαρμόζουν αλλά προτιμούν να περιπέσουν σε αίρεση. Οι ανα­το­λικοί ορθόδοξοι επιτρέπουν γάμο και διαζύγιο μέ­χρι και τρεις φορές. Μετά κα­τη­γο­ρούν τους καθολικούς ως αιρετικούς όταν και αυτοί οι ίδιοι είναι αιρετικοί. Άντε να βρεις λογική με τους όλους Χριστιανούς και τον Χρι­στια­νι­σμό τους!

Ακόμα πρέπει να σημειώσομε ότι η φράση: «ένεκεν τούτου κατα­λείψει άν­θρωπος τον πα­τέρα αυτού και την μητέρα», εντός των λόγων του Ιησού Χριστού, έχει γίνει από μερικούς θεολογικό πάτημα για να εγκαταλείψουν τους γέρον­τες και ανήμ­πορους γο­νείς των μετά τον γάμο τους. Επίσης έχει γίνει η αιτία τρομερών διαμαχών οι οποίες πολλές φορές έφεραν και τη διάλυση του γάμου, όταν το ένα μέρος απαιτεί την εγ­κα­τάλειψη των γονέων από το άλλο μέρος, το οποίο ένεκα συναισθημα­τι­σμού και αγάπης δεν δύναται να πράξει κάτι τέτοιο. Είναι τρομερή πληγή πολλές χρι­στι­α­νι­κές παραινέσεις!

Ο ευλογημένος χριστιανικός γά­μος, το μυστήριο του γάμου, κλπ, αποτελούν μετέ­πειτα παραχω­ρήσεις που γίνονται κατ’ εξαίρεση, κατ’ οικονομίαν και εξ ανάγ­κης, για να μην σβήσει το ανθρώπινο γένος. Αυτά δεν εί­ναι οι αρχικές και άμεσα εσ­χα­το­λο­γι­κές θέσεις και προτροπές ή οι ανώτατες αρετές αυτής της κατα­στροφικής θρησκευ­τι­κής αιρέ­σεως του Ιουδαϊσμού! Ο Γάμος καθιερώθηκε ως μυστήριο πολύ αργότερα, επί αυτοκράτορος Λέοντος του Σοφού (886-891 Κ. Ε.). Μέχρι τότες απλώς οι ιερείς εδιά­βα­ζαν μερι­κές ευχές στους νεόνυμφους έτσι για το καλό όπως έκαναν αγιασμό για μια σπορά, ένα χωράφι, ή ευλογούσαν μια αγελάδα πριν αρχίσει το όρ­γω­μα. (Αυτά και πολλά άλλα θέματα έχουν αναπτυχθεί με πλήρη τεκμηρίωση στο σύγγραμμα του Παν. Μαρίνη, Φωνή Εξυπνισμού εν τώ Αιώνι τής Νυκτός, Εκδό­σεις Νέα Θέσις, 2005, ιδιαιτέρως δε το παρόν θέμα μας στις σελίδες 195-286. Σε όλους όσους ενδιαφέρονται για τα ζητήματα αυτά συστή­νομε να με­λετήσουν προσεκτικά αυτό το εξαιρετικό βιβλίο εφ’ όλης της ύλης και θεμάτων που πραγματεύεται. Θα εκ­πλα­γείτε από όλα τα πράγματα που επι­σήμως ή μυστικώς υπάρχουν και οι «ιθύνον­τες» έχουν απο­κρύψει ή διαστρέψει!).

Το θαύ­μα εν Κα­νά της Γαλιλαίας, το αναφέρει μόνο ο Ιωάννης ως το πρώτο θαύμα και κανένας άλλος. Δεν έχει σχέση με την ευλογία του γάμου ούτε με το δόγμα του ότι ο γάμος είναι μυστήριο. (Τί το χριστιανικό μυστήριο υπάρχει στον γά­μο; Ου­δέν!). Απλώς μας λέει ότι έτυχε να εί­ναι εκεί ο Ιησούς και έκανε το νερό κρασί για να μεθύ­σουν ως «αρχή των σημείων και εφανέρωσε την δόξαν αυτού, και επί­στευσαν εις αυ­τόν οι μαθηταί αυτού». Τίποτα παραπάνω. Ιδού τι γράφει:

 

 Ιωάννης 2: 1-11. «Και τη ημέρα τη τρίτη γάμος εγένετο εν Κανά της Γα­λι­λαί­ας, και ην η μήτηρ του Ιησού εκεί· εκλήθη δε και ο Ιησούς και οι μαθηταί αυ­τού εις τον γάμον. και υστερήσαντος οίνου λέγει η μήτηρ του Ιησού προς αυ­τόν· οίνον ουκ έχουσι. λέγει αυτή ο Ιησούς· τί εμοί καί σοί, γύναι; ούπω ήκει η ωρα μου. λέγει η μήτηρ αυτού τοις διακόνοις· ό,τι αν λέγη υμίν, ποι­ή­σατε. 6 ήσαν δε εκεί υδρίαι λίθιναι εξ κείμεναι κατά τον καθαρισμόν των Ιου­δαίων, χωρούσαι ανά μετρητάς δύο ή τρεις. λέγει αυτοίς ο Ιησούς· γεμίσατε τας υδρί­ας ύδατος. και εγέμισαν αυτάς έως άνω. και λέγει αυτοίς· αντλήσατε νυν και φέρετε τω αρχιτρικλίνω. και ήνεγκαν. ως δε εγεύσατο ο αρχιτρίκλινος το ύδωρ οίνον γεγενημένον -και ουκ ήδει πόθεν εστίν· οι δε διακονοι ήδεισαν οι ηντληκότες το ύδωρ- φωνεί τον νυμφίον ο αρχιτρίκλινος και λέγει αυτώ· πας άνθρωπος πρώτον τον καλόν οίνον τίθησι, και όταν μεθυσθώσι, τότε τον ελάσσω· συ τετήρηκας τον καλόν οίνον έως άρτι. Ταύτην εποίησε την αρχήν των σημείων ο Ιησούς εν Κανά της Γαλιλαίας και εφανέρωσε την δόξαν αυ­τού, και επίστευσαν εις αυτόν οι μαθηταί αυτού.».

 

Οι άλλοι ευαγγελιστές, αν και γράφουν πριν τον Ιωάννη, έρχονται σε αντίφα­ση με τον Ιωάννη όχι μόνο επειδή δεν αναγράφουν αυτό το πρώτο θαύμα διά του οποίου επί­στευσαν εις αυτόν οι μαθητές του, αλλά έχουν άλλο θαύμα ως το πρώτο στον κα­τά­λο­γο τους. Ούτε ο Ματθαίος αναφέρει την παραμικρή νύξη, αν και ήταν εκεί παρών με όλους τους δώδεκα μαθητές. Εκτός αυτού του επεισοδίου πουθενά αλ­λού ο Ιησούς δεν μετέχει σε τελετή γάμου. Οπότε αυτό που μένει να συμπεράνομε εί­ναι ότι αυτό το κείμενο είναι επινόηση του Ιωάννου ή υστερόχρονη παρεμβολή για να εξυ­πηρετήσει κάποια ανάγκη, πράγμα πολύ σύνηθες στις χριστιανικές γραφές και στις πρωτοχριστι­ανικές αλλά και στις μετά τον τέταρτο αιώνα χριστιανικές κοινό­τη­τες.

(Δεν θα επε­κτα­θούμε εδώ στις επεξηγήσεις των ερευνητών πάνω σ’ αυτό το κείμενο που έχουν σχέση με τις εορτές του κρασιού και του Διονύσου, ή άλλες εξη­γήσεις. Υπάρχουν στη βι­βλιογραφία. Μας αρκούν οι παρατηρήσεις που κάναμε εδώ επί των ιδίων των βι­βλικών κειμένων των θεοπνεύστων Ευαγγελίων!)

 

              Δεν αξίζει τον κόπο να επε­κτα­θού­με σε όλο το μήκος και το πλάτος όλων όσων γράφει ο αλλοπρόσαλλος Παύλος περί γάμου και μερικών άλλων θεμάτων στην Α΄ Πρός Κοριν­θί­ους σε όλο το κεφάλαιο 7, Πρός Εφε­σί­ους 5: 22 - 33, 6: 1 - 4, Πρός Κo­λασ­σα­είς 3: 2-6, κλπ. Αν αυτά δεν είναι ήδη γνωστά στον αναγνώστη, τό­τε τον πα­ρακα­λούμε να τα μελετήσει προσεκτικά από το πρωτότυπο ή μια πιστή με­τά­φραση και να τα κρίνει αμερόληπτα. Αξίζει τον κόπο ένας ειλικρινής ερευνητής ανα­γνώστης να μελετήσει αυτά τα κείμενα και να εξα­γάγει τα συμπεράσματά του ανεπη­ρέαστα. Για την ταπεινή μας γνώμη, ο Παύλος αποδεικνύει ενταύθα άλλη μια φορά την αντι­φα­τικότητα, παραδοξολογία, εσχα­το­μα­νία, τη βλακεία και την αμορφω­σιά του, και ποιος ξέρει, και τη συνω­μο­σία του.

            Όσον όμως αφορά τις δια­τά­ξεις τoυ Παύλoυ πε­ρί δια­ζυ­γίoυ, όπως προαναφέ­ραμε, στις πιο πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις αντιβαίνoυν αυ­τές του Ιησού Χριστού εντός των τριών πρώ­των κα­νονικών Ευ­αγ­γε­λί­ων που είδαμε παραπάνω, Ματ­θαίoς 5: 31-32, 19: 1-12, Μάρ­κoς 10: 1-12 και Λoυ­κάς 16: 18. Ιδού τί γράφει ο «μέγας απόστολος και σκεύος της εκλογής του Ιη­σού Χριστού» Παύλος:

 

1)     Πρός Ρω­μαί­oυς 7: 2-3, «η γαρ ύπανδρος γυνή τω ζώντι ανδρί δέδεται νόμω· εάν δε αποθάνη ο ανήρ, κατήργηται από του νόμου του ανδρός. Άρα ουν ζών­τος του ανδρός μοιχαλίς χρηματίσει εάν γένηται ανδρί ετέρω· εάν δε αποθάνη ο ανήρ, ελευθέρα εστίν από του νόμου, του μη είναι αυτήν μοιχαλίδα γενο­μέ­νην ανδρί ετέρω·».

2)     Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 7: 10-16, «τοις δε γεγαμηκόσι παραγγέλλω, ουκ εγώ, αλλ’ ο Κύριος, γυναίκα από ανδρός μη χωρισθήναι· εάν δε και χωρισθή, με­νέ­τω άγαμος ή τω ανδρί καταλλαγήτω· και άνδρα γυναίκα μη αφιέναι. Τοις δε λοιποίς εγώ λέγω, ουχ ο Κύριος· ει τις αδελφός γυναίκα έχει άπιστον, και αυτή συνευδοκεί οικείν μετ’ αυτού, μη αφιέτω αυτήν· και γυνή ει τις έχει άνδρα άπιστον, και αυτός συνευδοκεί οικείν μετ’ αυτής, μη αφιέτω αυτόν. Ηγίασται γαρ ο ανήρ ο άπιστος εν τη γυναικί, και ηγίασται η γυνή η άπιστος εν τω αν­δρί· επεί άρα τα τέκνα υμών ακάθαρτά εστι, νυν δε άγιά εστιν. Ει δε ο άπιστος χωρίζεται, χωριζέσθω. Ου δεδούλωται ο αδελφός ή η αδελφή εν τοις τοι­ού­τοις. Εν δε ειρήνη κέκληκεν ημάς ο Θεός. Τι γαρ οίδας, γύναι, ει τον άνδρα σώσεις; Ή τι οίδας, άνερ, ει την γυναίκα σώσεις;».

3)     Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 7: 39, «Γυνή δέδεται νόμω εφ’ όσον χρόνον ζη ο ανήρ αυτής· εάν δε κοιμηθή ο ανήρ αυτής, ελευθέρα εστίν ω θέλει γαμηθήναι, μό­νον εν Κυρίω.».

 

Δηλαδή παντού και πάντοτε υπάρχει μια ακαταστασία θεοπνεύστων αντι­φά­σεων και αντιφατικών εντολών. Ποιος μπορεί να βρει την άκρη σ’ αυτόν τον κυκε­ώ­να ως προς το τί μπορεί και τί δεν μπορεί να πράξει χωρίς να αμαρτήσει και να εξ­ορ­γίσει τον πατέρα Θεό ή τον Υιόν του σ’ αυτές τις περιπτώσεις της καθημερινής ζωής;

(Μέχρι και προ τίνος στα χριστιανικά κράτη η απόφαση διαζυγίου και η δια­δι­κα­σία του ήταν ένας εξου­θε­νωτικός Γολγοθάς για τους συμβαλλόμενους. Η μακρο­χρό­νια αναμονή με όλες τις σχετικές μακρόχρονες δικαστικές διαδικασίες έφερναν τα δύο μέλη στα όρια της φυσικής και ψυχολογικής αντοχής των και στο χείλος της οι­κονομικής κατα­στροφής, πέραν από τα μίση και τις πράξεις βίας που δημιουργούνταν ως επακό­λου­θα.).

 

ΜΕΡΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Τα λόγια του βιβλικού Θεού καθιστούν σαφές ότι: Οι ομοφυλόφιλοι, άνδρες (= σκύλοι) και γυναίκες (= σκύλες), σύμφωνα με τα λόγια και τους νόμους του Εβ­ραι­οχρι­στιανικού Θεού Πατρός Γιαχβέχ από την Παλαιά Διαθήκη μέχρι και την Και­νήν, εις μεν την εδώ ζωή επί της γης καταδικάζονται εις θά­νατο (δια λι­θοβολισμού, κλπ.) εις δε την άλλη την μετά θάνατον ζωή καταδικά­ζον­ται εκτός της Βασιλείας των Ου­ρα­νών, εκτός Παρα­δεί­σου, εκτός της Ουρανίας Πόλε­ως και επο­μέ­νως στο εξώτερο αιώνιο πυρ της κολάσεως.

Αν υπαντρευτείς ή νυμφευτείς και για χίλιους δυο λόγους έχεις κάνει λάθος στο γάμο σου ή χηρέψεις (χωρίς να φταις), κοίτα να δεις πως θα ξεμπλέξεις από τις Εβραιο­γνωστικοχρι­στιανικές θεϊκές επι­ταγές σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Κάνετε τους, σας παρα­καλώ, άλ­λη μια γερή επα­νάληψη για να είστε σίγουροι πως θα ενεργήσετε και θα προχωρήσετε σ’ αυτές τις ατυ­χί­ες τού­της ‘δω της επίγειας ζωής. Αν βρείτε την καθα­ρή, αναμάρτητη και απρόσβλητη απάν­τηση, η οποία δεν θα εξοργίσει τον Θεό Γιαχ­βέχ και τον Υιόν του Γιεσούα, τότε βο­ηθήσετε και τους άλλους που δεν τη γνω­ρί­ζουν!

Οι εκτελέσεις ομοφυλοφίλων από τους Χριστιανούς, διά παντός είδους φρι­κι­αστικών βα­σανι­στη­ρίων, ήταν πολύ συχνό θέαμα καθ’ όλον τον Μεσαίωνα. Έχομε στα χέρια μας πολλές εικονογραφήσεις θανατώσεων ομοφυλοφίλων κατά τις εποχές εκείνες τις οποίες θα ήθελα να τρίψω στην μούρη των Χριστιανών! Δεν υπήρχε καμιά ανοχή ή συγχώρεση ακόμα και αν δεν φταις. Η κοινωνική εξοστράκιση ήταν ολοκλη­ρωτική και καθοριστική.

Αν λοιπόν είστε Χριστιανοί δεν μπορείτε να είστε ομοφυλόφιλοι και αντι­στ­ρό­φως. Αλλιώς πρέπει να εγκαταλείψετε ή το ένα ή το άλλο. Και τα δύο ταυτοχρόνως είναι σχιζο­φρε­νική αντί­φαση ή οποία αντίκειται στα λόγια του «ίδιου του αληθινού πανάγαθου Θεού». Όλες οι δι­καιολογήσεις και οι συγκαλύψεις αποτελούν αίρεση και υποκρισία και πολλές φορές θα έλεγα και συνωμοσία. Δηλαδή νομίζω ότι οι περισ­σό­τεροι ομοφυλόφιλοι κληρικοί δεν πιστεύουν σε απολύτως τίποτα. Όμως κάθονται εκεί μέσα επειδή καλύ­πτουν (αποκρύπτουν) την ιδιαιτερότητά τους και τις πιο πολλές φο­ρές ημπορούν να ικανοποιούν την σεξουαλική τους απόκλιση με σχετική ευκολία και με διαφόρους τρό­πους· ακόμα δε, όπως και με σχεδόν όλους τους κληρικούς, επει­δή τους συμφέρει πάρα πολύ. Ξέρεις τί ωραία που είναι να σε προ­σκυνούν οι άλ­λοι, να σου φιλούν τα χέρια και τα πόδια, και συ να κάνεις περιουσία και πλούτη με δέκα ώρες την εβδο­μά­δα μουρ­μού­ρα; Πολύ εξαίσια, παραγωγική και κουραστική ερ­γασία...!

Είναι άξιο παρατηρήσεως και έρευνας το φαινόμενο ότι, ενώ οι ομοφυλόφιλοι έχουν καταδικαστεί από τον Χριστιανισμό πλήρως αυτοί επιμένουν να είναι χριστι­α­νοί και θέλουν να γίνονται και ιερείς. Όπως αναφέραμε και είδαμε είναι καταδικα­σ­μένοι ολοσχερώς από: την Παλαιά Διαθήκη, την Καινή Διαθήκη, την Κατήχηση, την Δογματική, το Κανονικό Δίκαιο, τα Νομοκάνονα, κλπ., τόσο στην θεωρία όσο και στην πράξη του Χριστιανι­σ­μού. Αυτοί όμως έχουν την βίδα και το βίτσιο να προσ­κολλώνται στον Χριστιανισμό, αντί να του ρίξουν μια μούντζα και τον εξαποσ­τεί­λουν από ‘κει που ήλθε! Δεν νομίζετε ότι είναι όντως περίεργο αυτό το πείσμα τους και ότι αυτό το φαινόμενο και χρίζει ψυ­χαναλυτικής έρευνας; Αλλά για να λέμε την αλήθεια δεν είναι οι μόνοι. Τόσοι και τόσοι, σχεδόν όλοι εκτός ορισμένων επι­τη­δεί­ων, υποφέ­ρουν και στενάζουν υπό το πέλμα αυτής της παράλογης και καταστροφικής θρησκείας αλλά εμμέ­νουν στα ειωθότα και παραμένουν σ’ αυτήν. Εκτός τους ομοφυ­λοφίλους είναι να απο­ρεί κανείς ιδιαιτέρως γιατί οι γυναί­κες παραμένουν ακόμα σ’ αυ­τή την ελεεινή μάσ­τι­γα· αλη­θινό μυστήριο! Ενώ πρόκειται όχι απλώς για ανδρο­κ­ρατική αλλά για φαλλοκρατική θρη­σκεία πέρα για πέρα, αυτές με πείσ­μα και αποβλά­κωση παραμένουν σ’ αυ­τήν, έστω και κατ’ όνομα! Πάρα πολύ ωραία!

Ο Χριστιανισμός ως απόλυτα καταστροφική θρησκεία δεν μπορεί να δει ότι η φύση, ιδίως η βιολογία, δημιουργεί στατιστικές διασπορές των γενι­κών κανόνων απο­κλίσεις και ατέλειες. Αυτή η φυσική διαπίστωση, (όπως και το πρόβλημα της θεοδι­κί­ας που το προαναφέραμε στο κεφάλαιο, Ιατρική και Χριστιανισμός), ήδη από τον 1ον και 2ον αιώνα Κ. Ε. έκανε πολλούς να κα­ταφύ­γουν στην αίρεση. Ένας τέτοιος αρχι­αι­ρεσιάρχης ήταν πλούσιος χριστιανός Μαρκί­ων από την Σινώ­πη του Πόν­του. Αυτός εθε­ώ­ρησε τον Εβραϊκόν Θεόν Γιαχβέχ, δημιουργόν του φυσικού κόσμου, ως κακόν Θεόν ή Ψευδοθεόν ή Δαιμόνιον. Ως λύση λοιπόν εισ­ήγαγε την ύπ­αρξη του κα­λού Θε­ού Πα­τ­ρός ο οποίος επιπόλαζε του κακοφτιαγμένου υπό του Γιαχ­βέχ κόσ­μου και κά­ποια στιγμή μας λυπήθηκε και έστειλε τον Υιόν του για να μας σώσει από τα κακά του υπάρχοντος κόσμου, την οργή και την κακία του Γιαχβέχ. Αυτή η λύση, μαζί με το ευαγγέλιό του, προτά­θη­κε από τον Μαρ­κί­ωνα στην εκκλησία της Ρώμης το έτος 142-143 Κ. Ε. αλ­λά δεν της άρεσε και πέταξε τον Μαρκίωνα έξω. Κα­θόλου παρά­ξε­νο, διότι ας μην ξε­χνάμε ότι τότε ο Χριστιανισμός ήταν ακόμα έναν νε­οφυές τέκνο του Εβραϊσμού και όλες οι χριστιανικές εκκλησίες Εβραιοκρατούντο και ήταν πα­ραρ­τήματα των Ιου­δαϊ­κών συν­αγωγών. Ο Χριστιανισμός τότε ήταν ακόμα κυ­ρίως Εβρα­ϊ­κή υπόθεση. Οπότε καθό­λου παράδοξο το πάθημα του Μαρκί­ω­νος, αφού καθύ­βρισε τον Εβραϊκόν Πατέρα Θεόν Γιαχβέχ ενώπιον των Εβραιοκρα­του­μέ­νων εκκλησιών και ειδικά της πρωτο­στα­τούσης εκκλησίας της Ρώ­μης!

Παρά τις πάρα πολλές ατέ­λειες, οδύνες, θλίψεις, ασθένειες, κλπ, οι Χριστιανοί οφείλουν να θεω­ρούν την δημι­ουργία τού παντο­δυ­νάμου Γιαχβέχ της Πα­λαι­άς Διαθή­κης ως τέλεια. Αλλιώς... ζήτω που κά­ηκαν... Επο­μένως το μόνο που μας μέ­νει για να σωθούμε (από τί άραγε;) εί­ναι να εγ­καταλείψομε την Εβραιογνωστικο­χρι­στιανική θρησκευτική καταστροφική μάστιγα, όπως έκαναν ο Μέγας Βολτέρος ο οποί­ος και κα­τήγγειλε το αμέτρητο κακό που υπάρ­χει στον «τέ­λειο» κόσμο του Θεού των Εβραι­ο­χριστιανών Γιαχβέχ, ο Άγγλος επιστήμων και φιλόσοφος Bertrand Russell ο οποίος και κατήγ­γει­λε την τρομερή αντιφατικότητα και καταστροφικότητα αυτής της θρησ­κείας, και πά­ρα πολλοί άλλοι διανοητές. Μάλιστα ο Russell τονίζει ότι στον κόσμο που δημιούρ­γησε ο Χριστιανισμός δεν έχει μείνει κανείς με τα καλά του. Όλοι είναι πειραγμένοι! Οι νευρώσεις και οι ψυχολογικές αρρώστιες που δημιούργη­σε κατατα­λαιπώρησαν τους πάντες και δεν άφησαν κανέναν ανέπαφο. Οι πολιτικές, κοινωνικές, ψυχολογι­κές, ψυχιατρικές, κλπ. διαταραχές που εδήμιουργησε ο Χριστιανισμός σε όλη την ισ­τορική διαδρομή του και σε όλα τα μέρη όπου έφτασε η χάρη του έχουν καταγραφεί και αναλυθεί πολλαπλώς από πολλούς επιστήμονες πολλών χωρών.

 

ΑΔΕΛΦΟΠΟΙΗΣΗ ΚΛΗΡΙΚΩΝ

 

Ο όρος αδελφοποίηση μεταξύ κληρικών είναι πολύ ύποπτος. Αν και πολλές ομάδες, πολιτικές, ειρηνιστικές, θρησκευτικές κλπ. ομιλούν για αδελφοποίηση, των λα­ών λ. χ., δηλαδή όλοι οι λαοί, άνδρες και γυναίκες, να ζουν σαν αδέλφια χωρίς να κάνουν διάκριση ή διαχώριση και να μην σκοτώνονται, ο όρος αυτός περιοριζόμενος μεταξύ των κληρι­κών και των μονα­χών χάνει αυτή την γενική ανθρωπιστική έννοια διά δύο κυρίως λό­γους. Πρώτον πε­ριορίζεται στο εξαιρετικά μικρό ποσοστό πλη­θυ­σμού των κληρικών και μοναχών ως προς την υπόλοιπη λαϊκή κοινωνία και δεύτερον διότι σύμ­φω­να με τα διάφορα νομοκανόνια, (βλέπε: Κανονικόν Δίκαιον, Απο­στολι­κός Κανών, Πηδάλιον, αποφάσεις Συνόδων, κλπ.) αυτή η αδελφοποίηση αφορά μόνο σε ομάδες ατόμων του ιδίου φύλου: άν­δρες με άνδρες και γυναίκες με γυναίκες. Ο έρωτας εν γένει και η έλξη των δύο φύλων όχι μόνο δεν υπάρχει πουθενά, σε καμία από τις διατάξεις τους, κλπ., αλλά έχει κατα­δι­καστεί σαν αμαρτία, ατι­μία και μιαρό­τη­τα.

Όμως, το ερώτημα που παραμένει συνεχώς είναι το εξής: Όταν από πολύ νεα­ρά ηλικία είτε αγόρια είτε κορίτσια απομονώνονται και ζουν κοινοβιακά ή περίπου κοινοβιακά και μοιράζονται τις ίδιες καθημερινές εμπειρίες και είναι πνευματικά, θρησκευτικά και παραληρηματικά ερωτευμένοι διά του θρησκευτικού φανατισμού και παραληρή­ματος τότε πόσος χρόνος και απόσταση παραμένει γι’ αυτή την κατά­σταση να εξελι­χθεί στον παρά φύσει σωματικό ομοφυλοφιλικό έρωτα; Μέχρι που και πότε μπορεί κα­νείς να καταπιέζει την φύση; Και αν το κάνει επί πολύ καιρό τότε ποι­ες εί­ναι οι συνέ­πειες; Για κάθε σχετικά μορφωμένο και ειλικρινή άνθρωπο οι απαντή­σεις στις ερω­τή­σεις αυτές είναι εύκολες και ήδη γνωστές.

Πολλά μοναστη­ρι­α­κά μεσαιωνικά όργια ανά την Ευρώπη έχουν καταγραφεί και ακόμα έχουν βρεθεί πολλά οστά βρεφών εντός κρυπτών και λιμνών πλησίον των μο­να­στη­ριακών χώρων. Είναι επίσης αρκετά γνωστά τα λατινικά ποιήματα με τίτλο Carmina Burana, τα οποία ευρέθησαν στο καθολικό μοναστήρι Burnau της Βαυαρίας. Περιγράφουν ξεφαντώματα κραιπάλης, οινοποσίας και σεξ και ως γνωστόν έχουν με­λοποιηθεί από τον Γερμανό μουσουργό Karl Orff. Όλα αυτά σημαίνουν ότι έπρεπε να υπήρχε πολλή διαπίδυση και διάχυση μεταξύ μοναχών ανδρών και γυναικών και άφε­ση κλη­ρι­κών επί μοναχών γυναικών προς κα­τάφορη πα­ραβίαση των κανόνων τους. Ένα από τα οικτρά αποτελέσματα όλων αυτών των κλειστών οργίων ήταν οι φόνοι των εξω­γάμων, κλπ. Δεν ήταν καθόλου ολίγοι οι Πά­πες που είχαν πολ­λές παλ­λακίδες και εξώγαμα παιδία. Και ο Μαρτίνος Λούθηρος είχε ερωτική σχέ­ση με μια καλογριά την οποία υπανδρεύτηκε και έτσι επέ­τρεψε τον γάμο για όλους τους κλη­ρι­κούς των Δια­μαρ­τυρομένων.

Στα ευρήματα του ιστορικού καθηγητή Morton Smith του Yale University στο μοναστή­ρι του Αγίου Σάββα (Μar Saba) στο σημερινό Ισραήλ το έτος 1958, ήταν και μια επι­στολή του Κλήμεντος Αλε­ξανδρείας στην οποία ο Κλήμης αναφέρει ένα περί­ερ­γο παλαιό, χα­μένο, απόκρυφο, Ευαγγέλιο από την Αλεξάνδρεια με συγ­γρα­φέα κά­ποιον Μάρκο. Στην επιστολή αυτή ο Κλήμης παραθέτει διάφορα χωρία απ’ αυτό το Ευαγγέλιο και ανα­φέ­ρει επίσης μυήσεις και κατηχήσεις ορισμένων αδελφοποιημένων ομάδων νέων οι οποίες γινόταν εντός χώ­ρων με όλους τους νέους γυμνούς και απλώς κα­λυμ­μένους μόνο με ένα σεν­τόνι επί του γυμνού. Περίεργες και ύποπτες κατηχή­σεις, δεν νο­μί­ζε­τε; Έτσι η ορ­θό­δοξη εκκλησία όπως και το μοναστήρι του Αγίου Σάββα προσπά­θη­σαν να αποκρύ­ψουν ή να αλλοιώσουν τα ευρήματα του καθηγητή Morton Smith, αλ­λά δεν επρόφτα­σαν διότι τα είχε ήδη φωτογραφήσει.

Αυτή η επιστολή του Κλήμεντος μας εν­θυμίζει βεβαίως τους δύο και μονα­δι­κούς ξεκάρφωτους στίχους που αναφέρονται στο επεισό­διο του γυμνού νέ­ου κατά την σύλληψη και απαγωγή του Ιησού και οι οποίοι και μό­νον διεσώθησαν μέχρις ημών στο Ευαγγέλιο του κανονικού Μάρκου (σύμπτωση άρα­γε;): Μάρκος 14: 51-52 «Και εις τις νεανίσκος ηκολούθησεν αυτώ, περιβεβλη­μέ­νος σινδό­να επί γυμνού· και κρα­τούσιν αυτόν οι νεανίσκοι. ο δε καταλιπών την σιν­δόνα γυμνός έφυγεν απ’ αυ­τών.». Μερικοί επεξηγούν το επεισόδιο αυτό διά του ομοφυλοφιλικού πάθους μεταξύ του νέου αυτού και του Ιησού. Αλλά και το αν ο νέος υπέφερε από ισχυρή αρρώστια τρέ­λας το επεξηγεί μια χαρά. Τί να ήταν άραγε; Ομοφυλόφιλος, ή τρελός, ή κάτι άλλο;

Έτσι λοιπόν αυτοί οι δύο στίχοι έχουν εγείρει πλήθος διαφόρων ερμηνειών, ει­κασιών, εξη­γήσεων, κλπ. Δεν χρειάζεται να τις αναφέρομε όλες εδώ, αλλά πρέπει να γράψομε ότι με­ταξύ αυτών είναι και η ομοφυλοφιλική ερμηνεία του Θωμά Μάρα την οποία δημο­σίευσε εντός του βιβλίου του Οι Αντιφάσεις της Καινής Διαθήκης και η οποία του κό­στισε φυλάκιση, πρόστιμο και απαγόρευση του βιβλίου του, το έτος 1979. (Μπορείτε όμως να το βρείτε από αυτούς που το έχουν ή στο Μοναστηράκι ή σε καροτσάκια με βιβλία, κλπ., και να το μελετήσετε.). Πολλοί είναι οι ομοφυλόφιλοι Χριστιανοί, οι οποίοι υποκι­νούμενοι από την ομοφυλοφιλία τους, επεξηγούν τους στίχους αυτούς με την πιθανό­τητα, είναι σχε­δόν σίγουροι όπως λένε, ότι ο ίδιος ο Ιη­σούς Χριστός ήταν ομοφυ­λόφιλος. Προσκομίζουν και τον μαθητή, από το Κατά Ιω­άννην Ευαγγέλιο, τον οποίον ο Ιη­σούς ιδιαιτέρως ηγάπα και έγινε επιστήθιός του κατά τον Μυστικόν Δείπνον ως άλλη μία ισχυρή ένδειξη!

Για τους ορθο­δό­ξους Χριστιανούς αυτός ο ισχυρισμός αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες βλασφημίες· τη μεγαλύτερη βλασφημία για τον επίσκοπο Φλωρίνης Αυγουστίνο Καντιώτη! Ακό­μα ο Χριστός, ως ζηλωτής του Μωσαϊκού Νόμου, δύσκο­λα θα πί­σ­τευε κανείς ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Αν ήταν και Ναζηραίος ή Ναζαρίτης (όπως ο αδελφός του Ιά­κω­βος) τότε διά του Μωσαϊκού Νό­μου, του ταξίματος και της αφοσιώσεώς του στον Κύριον Γιαχβέχ τού απαγορευόταν να αγ­γί­ξει και γυναί­κα! (Βλέπε: Αριθμοί κε­φάλαιο 6, κλπ.). (Όμως ο Ναζηραίος και Κριτής Σαμψών είχε πα­ραβεί αυτή την εντο­λή πολλές φορές! Βλέπετε: «Βαριά η καλογερική...!». Ύστερα απ’ αυτά τα ολίγα «ο νοών νοη­σά­τω» την θεοπνευστία των ιέρων γραφών!).

Το ζήτημα που παραμένει όμως είναι το εξής. Οι δύο αυτοί στίχοι είναι μεν ύποπτοι αλλά πολύ πενιχροί. Το επεισόδιο που υπαινίσσονται είναι ανόητο και δεν το αναφέρει άλλος ευαγγελιστής. Στο σημείο που εμφανίζονται και όπως εμφανίζον­ται, μό­νο στο Ευαγγέλιο του Μάρκου, είναι ξεκάρφωτοι και αινιγματικοί. Άγνωστο παρα­μένει το ποιος τους έγραψε (ποιος Μάρκος άραγε;) και το πότε και γιατί μπήκαν αυ­τοί οι στίχοι εκεί. Είναι αδύνατον λοιπόν να βγάλει κανείς ασφαλή και αποδε­δειγ­μένα συμπεράσματα απ’ αυτούς τους δύο στίχους μόνον. Χρειάζονται και άλλα στοι­χεία. Αλλι­ώς ο καθένας μπορεί να λέει αυτό που τον συμφέρει. Τα επί πλέον στοιχεία που ανε­κάλυ­ψε ο καθη­γητής Morton Smith μάλλον βοηθούν ορισμέ­νους ισχυρισμούς του Θωμά Μάρα, αλλά ίσως όχι όλους. Κάποιος άλλος βάσει αυτών των στοιχείων ίσως ημ­πο­ρέσει να ισχυριστεί και περισσότερα πράγματα. Τί να κάνομε; Ας είναι καλά ο ψευτο-ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας ο οποίος κατάστρεψε τα περισσότερα και κυ­ριότερα χριστια­νι­κά συγγράμματα των τριών πρώτων αιώνων.

Το μόνο βέβαιο γεγονός που παραμένει όμως είναι το εξής: Παρ’ όλον ότι ο ίδιος ο Εβραιοχριστι­α­νικός Θεός, βάσει του θεϊκού του σχεδίου, κατέβηκε στη γη για να μας αποκα­λύψει την «Αλή­θειάν Του» διά της διδασκαλίας και του κηρύγματός του και να την επικυ­ρώσει με τα εκθαμβωτικά και εκκωφαντικά θαύματα, τα εξου­θε­νω­τικά και σεπτά Πά­θη και την Ανά­στασή του, αυτή η «Αλή­θειά Του» παρα­μέ­νει ακόμα ασαφής, φευγα­λέα, απατηλή και ακατάστατη. Ερ­μηνείες επί ερμηνειών και παρα­δο­χές επί πα­ραδο­χών γρά­φονται και κηρύττονται κα­τά συρροήν εδώ και 2000 χρόνια γι’ αυτήν, χωρίς όμως ποτέ της, ακόμα και σήμερα, να έχει ξεκαθαριστεί και αποκρυσταλλωθεί ώστε να την γνωρίζομε σαφώς, πλήρως, τελικώς και αμετα­κλήτως. Ποιά ακριβώς είναι τελικά αυτή η «Αλήθεια» του Παντοδυνάμου και ποιά είναι η σω­στή διατύπωση και ερμη­νεία της; Ας μας απαντήσουν οι ανά τους αιώνες 33 500 χρι­στιανικές αιρέσεις, ομάδες, ομολογίες, κλπ!

 

ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΙΑ

 

Ως γνωστόν η παιδεραστία είναι ένα πολύ σοβαρό ποινικό αδίκημα και διώ­κε­ται με σκληρές τιμωρίες από τις νομοθεσίες των πολιτισμένων χωρών. Προκαλεί ανε­πανόρ­θω­τη ψυχολογική, αλλά και πνευματική και σωματική ζημία σε ανθρώπινες υπάρξεις παιδικής ηλικίας. Αυτές όλες οι θεωρήσεις της παιδεραστίας όμως δεν είναι για να αναπτυχθούν διεξοδικώς στο παρόν άρθρο, στο οποίο την εξετάζομε από χρι­στιανικής απόψεως.

Στο κείμενο τού Ιωήλ 4: 1-3 κατά τους Ο΄β΄, ή 3: 1-3 σε άλλες εκδόσεις, δια­βάζομε:

 

«Ότι ιδού εγώ εν ταις ημέραις εκείναις και εν τω καιρω εκείνω, όταν επι­στρέ­ψω την αιχμαλωσίαν Ιούδα και Ιερουσαλήμ, και συνάξω πάντα τα έθνη και κατάξω αυτά εις την κοιλάδα Ιωσαφάτ και διακριθήσομαι προς αυτούς εκεί υπέρ του λαού μου και της κληρονομίας μου Ισραήλ, οί διε­σπά­ρη­σαν εν τοις έθνεσι· και την γην μου κατα­δι­είλαντο και επί τον λαόν μου έβαλον κλή­ρους και έδωκαν τα παιδάρια πόρναις (δη­λαδή σύμφωνα με διάφορες ερμηνείες, ή έδιναν τα αγοράκια σε πόρνες, ή τα αντάλ­λασ­σαν με πόρνες, ή τα μετέτρεπαν σε πόρ­νες) και τα κοράσια επώλουν αντί του οίνου και έπινον.».

 

Εδώ βλέπομε τον Εβραίο σαμανοπροφήτη Ιωήλ να ωρύεται κατά της παιδεραστίας που έπρατ­ταν άλλοι λαοί εις βάρος των νεαρών παιδιών των Εβραίων. Οι ίδιοι όμως οι Εβραίοι δεν πήγαιναν πίσω και έκαναν και αυτοί τα ίδια και χειρότερα εις βάρος των παιδιών άλ­λων λαών αν αναλογισθούμε τα γεγονότα της Γης Μαδιάμ (Αριθμοί 31) και πολλά άλλα τέτοια γεγονότα που αναφέρονται εδώ και ‘κει σε όλη την έκτα­ση της Παλαιάς Διαθήκης καθώς και μερικές ειδικές διατάξεις του Μωσα­ϊ­κού Νόμου περί μετα­χει­ρί­σεως των άλλων λαών.

Στον Χριστιανισμό η παιδεραστία θεωρείται βαριά αμαρτία. Ο ίδιος ο Χρι­στός μας λέγει:

 

Ματθαίος 18: 2-6: «και προσκαλεσάμενος ο Ιησούς παιδίον έστησεν αυ­τό εν μέσω αυ­τών και εί­πεν· αμήν λέγω υμίν, εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισ­έλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών. όστις ουν τα­πει­νώσει εαυτόν ως το παιδίον τούτο, ούτός εστιν ο μείζων εν τη βασιλεία των ουρανών. και ος εάν δέξηται παι­δί­ον τοιούτον εν επί τω ονόματί μου, εμέ δέχεται· ος δ’ αν σκανδαλί­ση ένα των μι­κρών τούτων των πιστευόντων εις εμέ, συμφέρει αυτώ ίνα κρεμα­σθή μύλος ονι­κός εις τον τρά­χη­λον αυ­τού και καταποντισθή εν τω πελάγει της θαλάσσης.».

 

Αλλά ο εδώ σκανδαλισμός δεν είναι σαφές σε τί ακριβώς αναφέρεται. Είναι άραγε σκανδαλισμός της πίστεως του μικρού παιδιού προς τον Ιησού Χριστό ή είναι παιδε­ρα­στι­κός σκανδαλισμός. Όπως είναι γραμμένο το κείμενο μάλλον το πρώτο ή και τα δύο.

            Εκτός από την προηγούμενη αναφορά έχομε ακόμα και τις ακόλουθες ανα­φο­ρές από τις οποίες όμως δεν βγαίνει κα­νένα συμπέρασμα περί παιδεραστίας, αλλά μό­νον θεολογικές σάλτσες περί ταπει­νό­τητος και βασι­λεί­ας των ουρανών. Το πότε και το γιατί μπήκαν αυτές οι αναφορές στα Ευαγγέλια ως λόγια του Ιησού Χριστού και το ποιος τις έβαλε μέσα στα Ευαγγέλια είναι άγνωστο και μόνο ο «Κύριος οίδε!».

 

α) Ματθαίος 19: 13-15: «Τότε προσηνέχθη αυτώ παιδία, ίνα επιθή αυτοίς τας χείρας και προσεύξηται· οι δε μαθηταί επετίμησαν αυτοίς. ο δε Ιησούς εί­πεν· άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με· των γαρ τοι­ού­των εστίν η βασιλεία των ουρα­νών. και επιθείς τας χείρας αυτοίς επορεύθη εκεί­θεν.».

β) Λουκάς 18: 15-17: «Προσέφερον δε αυτώ και τα βρέφη ίνα αυτών άπτη­ται· και ιδόντες οι μαθηταί επετίμησαν αυτοίς. ο δε Ιησούς προσκαλεσά­με­νος αυτά είπεν· άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με και μη κωλύετε αυτά· των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία του Θεού. αμήν λέγω υμίν, ος εάν μη δέξη­ται την βασιλείαν του Θεού ως παιδίον, ου μη εισέλθη εις αυτήν.».

γ) Μάρκος 10: 13-16: «Και προσέφερον αυτώ παιδία, ίνα αυτών άψηται· οι δε μαθηταί επετίμων τοις προσφέρουσιν. ιδών δε ο Ιησούς ηγανάκτησε και είπεν αυτοίς· άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με, και μη κωλύετε αυτά· των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία του Θεού. αμήν λέγω υμίν, ος εάν μη δέξη­ται την βασιλείαν του Θεού ως παιδίον, ου μη εισέλθη εις αυτήν. και εναγ­καλισάμενος αυτά κατηυλόγει τιθείς τας χείρας επ’ αυτά.».

 

Παρ’ όλα ταύτα σε όλους τους αιώνες του Χριστιανισμού η παιδεραστία ορ­γι­άζει μεταξύ κληρικών, πολλών μοναχών και πολλών Χριστιανών λαϊκών. Οι πιο πολ­λές από τις χιλιάδες αιρέσεις της μίας αγίας καθολικής και αποστολικής εκκλησίας έχουν επι­δείξει μεγάλες επιδόσεις σ’ αυτό το σπορ μέχρι και σήμερα. Το χρυσό με­τάλλιο το κατέχει βεβαίως η καθολική εκ­κλησία και ο κλήρος της, χωρίς αυτό να ση­μαίνει ότι οι άλλοι είναι αθώες περιστερές. Δεν γνωρί­ζω κατά πόσον οι κληρικοί πα­ρερ­μηνεύουν το: «και εναγκαλισάμενος αυτά κατηυλόγει τιθείς τας χεί­ρας επ’ αυτά.», κλπ, των προη­γουμένων αναφορών.

Το γεγονός όμως είναι ότι, ο Χρι­στιανισμός ως άκρως αντιφατική, κακοφτιαγ­μένη και καταστροφική θρησκεία κατεδίκασε την γενε­τήσια ορμή ακόμα και τη σκέ­ψη περί αυτής όπως και κάθε σεξουαλι­κή πράξη ως μεγάλη αμαρ­τία. Η φυσιολογική σεξουαλι­κή πράξη είναι αμαρ­τία και αυτή που προορίζεται για τεκνο­γο­νία παραχω­ρείται μόνο κατ’ οικονομίαν. Όπως συμβαίνει με τους μοναχούς και σε ένα μεγάλο μέρος του κλήρου ο Χριστιανισμός επ­έ­βαλε και προτιμά την αγα­μία. Ακόμα δημιούρ­γησε τον δήθεν πνευματικό έρωτα μεταξύ ομοφύ­λων και έτσι σταμάτησε την πνευμα­τική επικοι­νω­νία των δύο φύλων. Ούτως, κάτω από την πίεση των φυσικών δυνάμε­ων και ορ­μών που μας χάρισε ο πανάγαθος και πάνσοφος Θεός Πατήρ και Δη­μιουργός, αυτά τα αδι­έξοδα και οι αντιφάσεις οδήγησαν μοιραία σε κα­τακόρυφη αύ­ξηση των εκ φύσεως υπαρχουσών ανωμαλιών και πάρα πολλοί και πολ­λές τελικά ωθήθηκαν στην ομοφυ­λο­φιλία, παιδεραστία και αιμομιξία. Τα ψυχολογικά συμπλέγ­ματα, οι νευρώ­σεις, και οι ψυχιατρικές αρ­ρώστιες πολλαπλασιά­στηκαν υπερβολικά! Ας είναι καλά οι ψυχίατροι και τα φρε­νο­κομεία!

Ιδού λοιπόν μια από τις αμέτρητες κραυγαλέες αντιφάσεις: Ο Θεός Δημι­ουρ­γός Πατήρ που έφτιαξε παν ό,τι υπάρχει έδωσε στο αν­θρώπινο είδος κατά την δημι­ουργία του, όπως και σε όλα τα όντα, την ερωτική έλξη και ορμή για να επέλθει μετ’ ολίγον χρόνο, μέσω της εκ του Υιού του «αληθινής» θρησκείας, σαν καταπέλτης να την καταδικάσει ως μεγάλη αμαρτία και να αναγκαστεί να την επιτρέψει μόνο κατ’ οικονομίαν! Ιδού λοιπόν το ένα εκα­τομμυριοστό της καταστροφικότητας και της σχι­ζοφρένιας αυτής της ανόητης θρησκείας! Τώρα πόσα εκατομμύρια ανθ­ρώπων κατεσ­τράφησαν, αρρώστη­σαν και έγιναν κυριολεκτικά ράκη από την αντιφατικότητα, σχι­ζοφρένια και ανοη­σία της άθλιας αυτής θρησκείας έχει σταματήσει δυστυχώς να απα­σχολεί τη μνήμη των ανθρώπων.

 

ΟΙ ΚΑΡΠΟΚΡΑΤΙΚΟΙ

 

Ήδη στο τέλος του πρώτου αιώνα κοινής εποχής εμφανίζεται η χριστιανο-γνωστική αίρεση του Καρποκράτη της Αλεξανδρείας η οποία είχε άνθηση κατά το πρώτον ήμι­συ του δευτέρου αιώνα. Γι’ αυτήν γνωρίζομε κυρίως από τα έργα: «Κατά των Αιρέσεων», βιβλίο Ι. ΧΧV, του Ειρηναίου επισκόπου Λυώνος και «Στρωματείς», βιβλίο ΙΙΙ. ΙΙ, του Κλήμεντος Αλεξανδρείας. Προσέτι δε αναφορές κάνουν ο αντι­φα­τι­κός θεολόγος Τερτυλ­λιανός, ο Ιπ­πόλυτος Ρώμης, ο Επιφάνειος Σαλαμίνας Κύπρου, πι­θανώς ο Εβραι­ο­χριστιανός εκκλησιαστικός ιστορικός του δευτέρου αιώνος Ηγήσιπ­πος (το σημαντικό έργο του οποίου κατέ­στρεψε ο ψευτο-ιστορικός Ευσέβιος Καισα­ρεί­ας), και ο γνωστός μας Ωριγέ­νης.

Πολλές αντικρουόμενες υποθέσεις έχουν γραφτεί για την βιογραφία και την ζωή του εκ Μι­κράς Ασίας ορμωμένου Καρπο­κράτη όπως και πολλές αντικρουόμενες απόψεις για τους οπαδούς του, κ. ο. κ. Δεν θα τις αναπτύξομε εδώ, αλλά όποιος εν­δι­α­φέ­ρεται μπορεί να τις βρει σε μια καλή εγκυκλοπαίδεια και στις ιστοσελίδες του δια­δι­κτύου. Απλώς αναφέρομε μόνον ότι ο Κλήμης μας λέγει ότι οι Καρπο­κρα­τικοί ξε­κί­νησαν από την Αλεξάνδρεια αλλά κυρίως εδραιώθηκαν και ήκμασαν στην Κεφαλ­λη­νίαν (αληθές άραγε;).

Με λίγα λόγια όλοι αυτοί οι εκκλησιαστικοί πατέρες μας μεταφέρουν ότι οι Καρποκρατικοί είχαν πλήρη ελευθερία ηθών και έκαναν κάθε θεμιτή και αθέμιτη σε­ξουαλική πράξη. Όπως λένε έκαναν τα πάντα που δεν μπορείς ούτε να περιγράψεις, ούτε να δεις, ούτε να ακούσεις. Τα πάντα τα θεωρούσαν φυσιολογικά διότι όπως πί­στευαν για να ελευθερώσουν την ψυχή τους από τον υπάρχοντα υλικό κόσμο έπρεπε να περάσουν από κάθε λογής κατάσταση της εδώ ζωής. Ακόμα όπως τα ζώα ενεργούν φυσιολογικά και ανεξέλεγκτα τοιουτοτρόπως και οι άνθρωποι μπορούν να πράττουν ομοίως. Στους Καρποκρατικούς οι γυναίκες ήταν κοινές όπως και τα τέκνα. Η παιδε­ραστία όχι μόνο δεν αποτελούσε πρόβλημα αλλά εθεωρείτο αρετή.

Πρέπει να πούμε ότι το κανονικό Ευαγγέ­λιο του Μάρκου κατόπι πολ­λών αλλα­γών και επιδιορθώσεων πήρε μια κάποια σταθερή μορφή γύρω στο έτος 150 Κ. Ε., αλλά όχι ακόμα τη σημερινή μόνιμη μορφή του. Αυτή συνετελέσθει από 2 έως 5 αι­ώ­νες αργότερα κατόπι διαφόρων προσθαφαιρέσεων. Π.. χ., παραμένει άγνωστο το πότε και ποιος προσέθεσε τους τελευταίους 11 στίχους του Ευαγγελίου αυτού, 16: 9-20, οι οποίοι και αντιφατικοί είναι με πάρα πολλά πράγματα εντός του ιδίου Ευαγγελίου και των άλλων Ευαγγελίων αλλά και δεν υπάρχουν σε κανένα από τους αρχαιότερους κώ­δικες που διαφυλάσσον­ται μέχρι σή­μερα στα μουσεία. Ο Κλήμης Αλεξανδρείας (πε­ρίπου 150 - 215 Κ. Ε.) γκρί­νι­α­ζε για τις διάφορες εκδόσεις του Ευ­αγγελίου του Μάρ­κου οι οποίες ευρίσκον­το στην κυ­κλο­φορία κατά την διάρκεια της ζωής του. Ο Καρ­πο­κρά­της αναφέρεται μέσα στην επι­στολή του Κλήμεντος, όπως την ανε­κάλυψε και την φωτο­γρά­φη­σε το έτος 1958 ο ιστορικός κα­θηγητής Morton Smith στο μοναστήρι Mar Saba. Στην επιστολή αυτή, εκτός από την μύηση και την κατήχηση νεαρών αγοριών με σινδόνα επί γυμνού, μεταξύ άλλων ο Κλήμης αναφέρει και πα­ρα­θέτει χωρία από ένα προηγούμενο, ανύποπτο για τους μετέπειτα Χριστιανούς και Μυστικό Ευαγγέ­λιο του Μάρκου. Ο Καρποκράτης εί­χε καταφέρει διά τεχνασμάτων να αρπάξει την ευ­και­ρία και να το αντιγράψει στην Αλεξάνδρεια. Αυτό το Ευαγγέλιο δεν ήταν τί­ποτα άλλο πα­ρά μια απ’ όλες αυτές τις εκ­δό­σεις για τις οποίες γκρίνιαζε ο Κλήμης και την οποί­αν εί­χαν στα χέ­ρια τους οι Καρποκρατι­κοί. Το Ευαγγέλιο αυτό είχε αλ­λοι­ωθεί και κυ­κλο­φο­ρούσε ευρέως ανά­με­σα στους οπαδούς του Καρποκράτη. Μεταξύ άλλων κατέ­γρα­φε και εκ­θείαζε τα ομο­φυ­λοφιλικά κα­τορ­θώματα του Ιησού Χριστού με νεαρά αγό­ρια.

Βεβαίως τις ίδιες εποχές υπήρχαν άλλες αιρέσεις (π. χ., του αντιιουδαίου, αν­τι­γιαχβιστή και Γνωστικού Μαρκί­ωνος του Πόντου, του άμεσα εσχατολόγου Μοντα­νού της Μικράς Ασίας, κ. ά.) οι οποίες εφάρμοζαν το άλλο άκρο. Δηλαδή, την απόλυ­τη εγκράτεια και απο­λύτως καμία σεξουαλική επαφή ή πράξη. Αυτή η τακτική τούς είχε βεβαίως κατα­δι­κάσει εις θάνα­τον διά παύσεως της διαιωνίσεως του είδους, πράγ­μα εντελώς ασήμαντο για τους εσχατο­λό­γους τύπου Μοντανού και της αιρέσεως του Qumran έναν αιώνα πριν. Οι οπαδοί αυτών των αι­ρέσεων ήταν οι μόνοι που τήρησαν πιστά και αναμάρτητα (όσοι απ’ αυτούς πραγ­μα­τικά τις τήρησαν) τις επίσημες χριστι­ανικές εντολές, επιταγές, δόγματα και τα σχε­τι­κά χω­ρία όλης της Καινής Διαθήκης, αφού ακόμα και η συνουσία με σκοπό την τε­κνοποίηση είναι και αυτή αμαρτία στον επίσημο Χριστιανισμό και παραχωρείται μό­νο κατ’ εξαί­ρεση και κατ’ οικονομίαν! Αυτοί πραγματικά επεδίωξαν να επιτύχουν αυ­τό που επιζητεί ο επίσημος αρχικός Χριστιανισμός. Τουτ’ έστιν, «να παραμείνουν ανε­ρωτικοί άφυλοι!». Ο αρχικός επί­σημος Χριστιανισμός ζητά την αφυλίαν, πράγμα που ουδέποτε μέχρι και σήμερα ανα­θε­ωρήθηκε ή καταδικάστηκε ως λάθος! Πως να αναθεωρηθεί άλλωστε; Ο Θεός δεν κάνει λάθη! Τί να πει κανείς, εκτός του ότι, Χριστιανισμός σημαίνει το άκρον άωτον καταστροφικής, αν­τιφατικής και διεστραμμένης θρη­σκείας! Λί­γο αργό­τερα ο μέγας πατήρ και θεολόγος Ωριγένης ο χαλ­κέν­τε­ρος αυτο­ευ­νουχίστηκε, εφαρ­μό­ζοντας έτσι στο έπα­κρον τα ίδια λόγια του Ιησού Χρι­στού όπως μας τα με­τα­φέρει ο Ματ­θαί­ος 19: 12:

 

«ει­σί γαρ ευ­νού­­χοι οίτινες εκ κοι­λίας μητρός εγεννήθησαν ούτω. και εισίν ευνού­χοι οί­τι­νες ευνου­χί­σθησαν υπό των ανθρώπων, και εισίν ευνούχοι οί­τινες ευνούχισαν εαυτούς διά την βασιλείαν των ου­ρανών. ο δυνάμενος χωρείν χωρεί­τω.».

 

Βασισμένος σ’ αυτό το χωρίο και σε πολλά τέ­τοια μαργαριτάρια όλων των Ευ­αγ­γε­λί­ων (π. χ, βλέπε Ματθαίος 5: 27-30, το οποίο και ανα­γράφομε αυτολεξεί παρακάτω ή πολλά σαν αυτό το Ματθαίου τα οποία υπάρ­χουν σε όλα τα Ευαγγέλια και εδώ χάριν οικονομίας παρα­λείπομε) ο χαλκέντερος πατέρας Ωριγένης αυ­τοευνουχίστηκε, διότι οι θερ­μές και όμορ­φες κοπέλες της Αλε­ξανδρείας τον εσκαν­δάλιζαν πνευματικώς και τον διέγειραν σε­ξουαλικώς. Εδώ λοιπόν δεν ερμήνευσε την Καινήν Διαθήκην αλ­λη­γορικώς αλλά κυριολεκτικώς! Ιδού λοι­πόν «πιστό χριστιανι­κό πα­ράδειγμα προς μίμη­σιν!». Χρι­στιανοί εφαρμόσετε επί τέλους πιστά τους λόγους του Κυρίου Υμών Ιησού Χριστού!

Ένα ακόμα όμως γεγονός που παραμένει είναι και το εξής. Ήδη από τον πρώ­τον αι­ώνα Κ. Ε. δεν υπήρχε ο Χριστιανισμός αλλά υπήρχαν πολλών ειδών αλληλο­συγ­κρου­όμε­νοι Χριστιανισμοί. Ήδη τους δύο πρώτους αιώνες υπήρχαν περί τις εκατό χριστιανικές αιρέσεις. Ακόμα και ο ίδιος ο Παύλος μας λέγει: Α΄ Πρός Κορινθίους 1: 10-13:

 

«Παρακαλώ δε υμάς, αδελφοί, διά του ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ίνα το αυτό λέγητε πάντες, και μη ή εν υμίν σχίσματα, ήτε δε κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοϊ και εν τη αυτη γνώμη. εδηλώθη γαρ μοι περί υμών, αδελφοί μου, υπό των Χλόης ότι έριδες εν υμίν εισι. λέγω δε τούτο, ότι έκαστος υμών λέγει· εγώ μεν ειμι Παύλου, εγώ δε Απολλώ, εγώ δε Κηφά, εγώ δε Χριστού. μεμέρισται ο Χριστός; μη Παύλος εσταυρώθη υπέρ υμών; ή εις το όνομα Παύλου εβαπτίσθητε;».

 

Οι σημερινές χιλιάδες αιρέσεις του Χριστιανισμού προήλ­θαν κυρίως από τον Χριστιανισμό που διαμόρφωσαν ο διεστραμμένος αμόρφωτος Ρωμαίος αυτοκράτορας Κων­σταν­τί­νος με τον ψευτο-ιστορικό απατεώνα Ευσέβιο επίσκοπο Καισαρείας, τα επι­τελεία που αυτοί είχαν επιτάξει, και τις συνόδους που επακολού­θησαν για πολλούς αιώνες μετά, κλπ. Η επιβολή αυτού του Χριστιανι­σμού έγινε διά του ψεύδους, πα­ρα­χαρά­ξε­ως, πυρός, σιδήρου και κάθε εί­δους εγκλημάτων επί 1700 έτη, όπως έχομε εκ­τενώς αναπτύξει και τονίσει σε άλλες εργασίες μας. Πα’ όλα ταύτα και αυτός ο Χρι­σ­τια­νι­σμός έγινε χιλιάδες κομμάτια και σχίσματα, τα οποία αλλη­λο­σπαράχτηκαν επί αιώ­νες. Και πώς να μην γίνει έτσι με τις αμέτρητες αντιφάσεις και ανοησίες που πάν­τοτε κουβα­λούσε!

 

ΒΙΑ ΚΑΙ ΣΕΞ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

            Πέραν από τα μπλεγμένα, καταστροφικά, εν μέρει ασαφή, φρικτά και απαίσια λόγια του ίδιου του ιδρυτή του Χριστιανισμού, Ιη­σού Χριστού, περί γάμου και ευ­νουχισμού διά την βασιλείαν των ου­ρανών

 

Ματθαίος 9: 10-12 «... λέγουσιν αυτώ οι μαθηταί αυτού· ει ούτως εστίν η αι­τία του ανθρώπου μετά της γυναικός, ου συμφέρει γαμήσαι. ο δε είπεν αυ­τοίς· ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον, αλλ’ οίς δέδοται· εισί γαρ ευ­νούχοι οίτι­νες εκ κοιλίας μητρός εγεννήθησαν ούτω. και εισίν ευνούχοι οί­τινες ευνουχί­σθησαν υπό των ανθρώπων, και εισίν ευνούχοι οίτινες ευ­νού­χισαν εαυτούς διά την βασιλείαν των ουρανών. ο δυνάμενος χωρείν χω­ρείτω.». κλπ.

 

και των ολίγων αναφορών που έχομε δώσει μέχρις εδώ, τις οποίες συστήνομε να με­λετήσετε λεπτομερώς από μια σωστή απόδοση της Καινής Δια­θήκης, στο παρόν τμή­μα αυτού του άρθρου θα εξετάσομε εν συν­τομία τα εξής ολίγα επεισόδια που συνδυ­ά­ζουν βία, σεξ, εμμονές περί γεννητικών ορ­γάνων και ερωτισμού, από το «ιε­ρό» αυτό βι­βλίο. Αυτό το κάνομε επειδή τα παρακάτω εδάφια έχουν μεγάλη θεολο­γι­κή σημα­σία με φρικτές και καταστροφικές ιστορικές συνέπειες.

            Το: «ει ούτως εστίν η αι­τία του ανθρώπου μετά της γυναικός, ου συμφέρει γα­μήσαι. ο δε είπεν αυ­τοίς· ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον, αλλ’ οίς δέδο­ται·» είναι ο καταστροφικός αντιερωτισμός σε όλο του το μεγαλείο. Αυτό έρχεται σε κατάφορη αντίφαση με το «αυνάνεσθε και πληθύνεσθε», εντολή που έδωσε ο ίδιος θεός στη Γενέσιν 1: 22. Αν βρείτε την άκρη αυτής της σοφίας πολύ θα θέλαμε να την μάθομε.

            Α) Αν και σε όλα τα Ευαγγέλια ο Χριστός κατηγορείται ότι διαμένει και συν­τρώγει μετά τελωνών και πορνών (χωρίς όμως να έχει καμιά σεξουαλική σχέση μαζί τους, όπως μάλλον υπονοείται ή έχει δογματισθή), εδώ θα συγκεντρωθούμε στο εξής επεισόδιο. Στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον 8: 1-11 διαβάζομε:

 

«Ιησούς δε επορεύθη εις το όρος των ελαιών· όρθρου δε πάλιν παρεγένετο εις το ιερόν, και πας ο λαός ήρχετο προς αυτόν· και καθίσας εδίδασκεν αυτούς. άγου­σι δε οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι γυναίκα επί μοιχεία κατειλημ­μένην, και στήσαντες αυτήν εν μέσω λέγουσιν αυτώ· διδάσκαλε, αύτη η γυ­νή κατεί­ληπται επ' αυτοφώρω μοιχευομένη· και εν τω νόμω ημών Μωϋσής ενετείλατο τας τοιαύτας λιθάζειν. συ ουν τι λέγεις; τούτο δε είπον εκπειρά­ζοντες αυτόν, ίνα σχώσι κατηγορίαν κατ' αυτού. ο δε Ιησούς κάτω κύψας τω δακτύλω έγραφεν εις την γην. ως δε επέμενον ερωτώντες αυτόν, ανέκυψε και είπεν αυτοίς· ο αναμάρτητος υμών πρώτος βαλέτω λίθον επ' αυτήν. και πάλιν κάτω κύψας έγραφεν εις την γην. οι δε ακούσαντες εξήρχοντο εις καθ' εις, αρ­ξάμενοι από των πρεσβυτέρων, και κατελείφθη ο Ιησούς και η γυνή εν μέσω ούσα. ανακύψας δε ο Ιησούς είπεν αυτή· γύναι, που εισιν; ουδείς σε κατέ­κρι­νεν; η δε είπεν· ουδείς, Κύριε. είπε δε ο Ιησούς· ουδέ εγώ σε κατακρίνω· πο­ρεύου και από του νυν μηκέτι αμάρτανε.».

 

Εδώ βλέπομε τον Ιησού Χριστό να διασώζει και διά της «θεϊκής εξουσίας» του να συγχω­ρεί μια «γυναίκα επί μοιχεία κατειλημμένην». Άραγε ήταν πόρνη εξ επαγγέλ­ματος ή απλώς παντρε­μέ­νη γυναίκα που απάτησε τον άνδρα της; Εδώ το κείμενο λέ­γει σαφώς «επί μοιχεία κα­τειλημμένην» και τίποτα παραπάνω. Η εκκλησία την πα­ρουσιάζει ως πόρ­νη και εορ­τάζει αυτό το «γεγονός» την Μεγάλη Τρίτη, αλλά δεν πρέπει να έχει δίκιο. Πρόκειται για μοιχαλίδα όπως δηλώνει το «θεόπνευστο» Ευαγ­γέ­λιο! Το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης λοιπόν ψάλ­λε­ται εκείνο το θρηνώδες, θλιβερό και αποκρουστικό τροπάριο της Κασσιανής που και στα καλά σου να είσαι γίνεσαι πα­ρά­φρων όταν το ακούσεις και το καταλάβεις! Αν είσαι γυναίκα το μόνο που σου μένει πια είναι να αυτοκτονήσεις!

            Όπως είδαμε παραπάνω, σύμφω­να με τον θεϊκά δοσμένο «Μωσαϊκό Νόμο Περί Μοιχείας» η εν λόγω γυναίκα έπρεπε να εκτε­λεσθεί διά λιθοβολισμού. Για καλή της τύχη όμως την σώζει ο Ιησούς, ως από μηχανής Θεός και μάγος (ο δε Ιησούς κά­τω κύψας τω δακτύλω έγραφεν εις την γην). Εδώ στο παρόν συμβάν ο Μωσαϊκός Νό­μος που εδόθη στον Μωυσή από τον Πατέρα Θεό, Γιαχβέχ, ακυρώθηκε από τον Υιόν Θεό, Γιεσούα! Αλήθεια, τί άριστη που είναι η συνεργασία της Αγίας Τριάδος!

            O σπουδαίος ερευνητής Bart D. Ehrman, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Πολι­τείας North Caroli­na, at Chapel Hill και ο οποίος θεωρείται αυθεντία στα χριστι­ανο­λο­γικά θέματα, στο εξαιρετικό βιβλίο του Misquoting Jesus (Λανθασμένες Αναφο­ρές στον Ιησού) πραγματεύεται ένα πλή­θος παρεμβολών και χαλκεύσε­ων εντός των Ευ­αγ­γελίων και αναπτύσσει τους λόγους διά τους οποίους τα υπό εξέταση κεί­μενα απε­δεί­χθησαν ότι είναι παρεμβολές και χαλκεύσεις. Στις σελίδες 62-69 εξηγεί τους αδια­σείστους λόγους διά τους οποίους το κείμενο αυτό του Ιωάννου δεν υπήρχε στο πρωτό­τυπο αλλά είναι υστερό­χρονη παρεμβολή. (Ο αριθμός χαλ­κεύσεων, μικρών και μεγά­λων, σε ολόκληρη την Καινή Διαθήκη που έχει εξακριβωθεί από τους ειδικούς εί­ναι τεράστιος. Αποτέλεσμα, η Καινή είναι έργο μιας διαστρε­βλω­μένης και καταστρο­φι­κής πίστεως και θεολογίας που διαμορφώθηκε μέσα σε πολλές εκατον­τάδες χρό­νων και δεν έχει καμία απολύτως ιστορική ή αντικειμενική θεολογική αξία! Τί να πρωτο­θαυμά­σει κανείς από τον κυκεώνα των χριστι­ανικών θεο­πνεύστων παραχαράξεων!...)

            Από την έρευνα του καθηγητή Ehrman λοιπόν συμπεραίνομε ότι αυτό το επει­σόδιο μπήκε στο ιερό Ευαγγέλιο του Ιωάννου αργότερα για να εξυπηρετήσει κάποιες ανάγκες κάποιας Ιωαννικής κοινότητας ή άλλων κοινοτήτων. Φαίνεται ότι, εάν όσες γυναίκες εκεί μέσα συλλαμβάνονταν για πορνεία ή μοιχεία εκτελούντο ή εξοστρα­κί­ζονταν, τό­τε εκτός του ότι η κοινότητα θα έχανε τις διάφορες υπηρεσίες των, ο αρι­θμός των με­λών της θα μειωνόταν τόσο πολύ που δεν θα ημπορούσε πλέον να υπάρ­ξει άλλο ως αυ­τάρκης κοινότητα.

 

            Β) Ένα πολύ μεγάλο μέρος των δύο Πρός Κορινθίους Επιστολών του Παύλου καταγίνεται με τα εξής συμβάντα στα οποία μεταχειρίζεται αλλοπρόσαλλη θεολογία, απίθανη εμπάθεια, ασίγαστη οργή, παυλική στρεψοδικία και πείσμα. Αυτά εδώ, και άλλα από άλλους θεόπνευστους συγγραφείς, πατέρες και θεολόγους, έμελλαν να παί­ξουν καθοριστικό ρόλο στη θεολογική θεμελίωση της Ιεράς Εξετάσεως:

 

Α΄ Πρός Κορινθίους 5: 1-5, 12-13, «Όλως ακούεται εν υμίν πορνεία, και τοι­αύτη πορνεία, ήτις ουδέ εν τοις έθνεσιν ονομάζεται, ώστε γυναίκά τινα του πατρός έχειν. και υμείς πεφυσιωμένοι εστέ, και ουχί μάλλον επενθήσατε, ίνα εξαρθή εκ μέ­σου υμών ό το έργον τούτο ποιήσας! εγώ μεν γαρ ως απών τω σώματι, παρών δε τω πνεύματι, ήδη κέκρικα ως παρών τον ούτω τούτο κατεργασάμενον, εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού συ­ν­α­χθέν­των υμών και του εμού πνεύμα­τος συν τη δυνάμει του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού παραδούναι τον τοιούτον τω σα­τανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή εν τη ημέρα του Κυρίου Ιη­σού.»... «τι γαρ μοι και τους έξω κρίνειν; ουχί τους έσω υμείς κρίνετε; τους δε έξω ο Θεός κρίνει. και εξα­ρείτε τον πονηρόν εξ υμών αυτών.».

Στον στίχο 1 έχομε την πληροφορία μόνο τι ήταν το αδίκημα κάποιου. Ότι δη­λαδή κάποιος γιος είχε σεξουαλικές σχέσεις με την μητριά του. Δεν αναφέρεται τί­πο­τα για τις συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη, αν ήταν όντως ή όχι ένο­χος ο αδικήσας γιος, και αν τελικά ένοιαξε τον πατέρα του που μάλλον υπο­νο­είται πως ήταν ο αδι­κη­θείς χωρίς να εί­ναι σίγουρο. Ο αδικηθείς μπορεί να ήταν η γυ­ναίκα του πατέρα, δηλα­δή η μητριά του γιου. Αν εμβα­θύ­νομε στον τρόπο με τον οποίον ο Παύ­λος αναφέρει εδώ τα συμβάντα, φαίνεται αρκετά αμφίβο­λο ότι ένοιαξε κα­θόλου τον πατέρα και μάλλον όλα να έγιναν κοινή συναινέσει. Π. χ., στον στίχο Α΄ Πρός Κορινθίους 5: 6 ο Παύλος αντιδρά ως εξής: «Ου καλόν το καύχημα υμών. ουκ οίδατε ότι μικρά ζύμη όλον το φύραμα ζυμοί;».Δεν βλέπομε κανέναν να διαμαρτύρεται για αδίκημα, αλλά αντιθέτως ο στίχος 2 φανερώνει σαφώς ότι κανένας από τη σύ­ναξη της Κορίν­θου δεν νοιάστηκε για το συμβάν και επομέ­νως δεν υπήρχε ούτε αδι­κήσας ούτε αδι­κηθείς. Όλα αυτά για τον Παύλο είναι ψιλά γράμματα και παραβλέ­πονται.

Άλλο είναι το ζήτημα που τον καίει όπως θα δούμε στη συνέχεια και αυτός μόνος, από ό,τι είχε ακούσει και εν τη απουσία του, το θέτει ως έσχατο έγκλημα. Έτσι το ποινικό δί­καιο, ο αστικός κώ­δι­κας και η εγκε­κριμένη δικαστι­κή διαδικασία δεν έχουν καμία θέ­ση για τον Παύλο. Το μό­νο που τον νοιάζει είναι το καταστατικό της εκκλησίας όπως το εν­νοούσε αυτός και μόνον. Όπως θα δούμε στη συνέχεια η κα­τά­ληξη ήταν πά­ρα πολύ λυπηρή για όλους, όπως σαφώς δηλώνεται στην Β΄ Πρός Κο­ρινθίους 7: 7-11. Η θανά­τωση τού γιου, την οποία επιζητούσε επιμόνως ο Παύλος, θα ήταν άκρως οδυ­νη­ρή και κατα­στροφική για τον πατέρα όταν μάλιστα ό,τι και αν έκα­νε ο γιος του όπως διαφαί­νε­ται δεν τον ενόχλησε πολλώ μάλλον να τον αδίκησε. Με­τά, οι Χριστιανοί κο­κορεύονται για μετάνοια και συγχώρεση. Εδώ δεν εδόθη κα­μία ευκαιρία!

Τί εννοεί ο Παύλος εδώ; Διάφοροι ισχυρίζονται ότι δεν υπήρχε τίποτα χειρό­τε­ρο από την έξωση εκ της εκκλησίας. Εντούτοις, δεν ήταν τέτοια η γλώσσα που χρη­σιμοποιούσε ο απόστολος, για τον κατ’ ευθείαν αποκλεισμό από την εκκλησία. Οι αδελφοί έπρεπε να:

«αποσυρ­θούν» εφ’ εαυτού των από τέτοιους πονηρούς (Α΄ Πρός Τιμόθεον 6: 5, «παραδιατρι­βαί διε­φθαρμένων ανθρώ­πων τον νουν και απεστερημένων της αλη­θεί­ας, νομιζόντων πορι­σμόν είναι την ευσέ­βειαν. αφίστασο από των τοιούτων.», και

Β΄ Πρός Θεσσαλονι­κείς 3: 6, «Παραγγέλλομεν δε υμίν, αδελφοί, εν ονόματι του Κυ­ρί­ου ημών Ιησού Χριστού, στέλλεσθαι υμάς από παντός αδελφού ατάκτως πε­ριπα­τούν­τος και μη κατά την παρά­δοσιν ην παρέλαβον παρ’ ημών.»)·

ή από τέτοιους έπρεπε να «απομακρυνθούν» (Β΄ Πρός Τιμόθεον 3: 5, «έχον­τες μόρ­φωσιν ευσεβείας, την δε δύναμιν αυτής ηρνημένοι. και τούτους αποτρέ­που.»)·

ή έπρεπε να τους αποφεύγουν (Πρός Ρωμαίους 16: 17 «Παρακαλώ δε υμάς, αδελφοί, σκοπείν τους τας διχοστασίας και τα σκάνδαλα παρά την διδαχήν ην υμείς εμάθετε ποιούντας, και εκκλίνατε απ’ αυτών·»)·

ή να τους «ση­μειώνουν» ή να τους «προειδοποιούν» και «να μην κάνουν καθόλου παρέα» μαζί τους (Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς 3: 14, «ει δε τις ουχ υπακούει τω λόγω ημών διά της επιστολής, τούτον σημειούσθε, και μη συναναμίγνυσθε αυτώ, ίνα εν­τραπή·» ).

Ακόμα: Β΄ Πρός Κορινθίους 6: 14-15, «Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απί­στοις· τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος; τις δε συμφώ­νησις Χριστώ προς Βελίαλ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;» (και Α΄ Ιωάννου 2: 12-17, Β΄ Ιωάννου 10-11).

 

Και ο Ιησούς σε μερικά σημεία είχε ανάλογη γλώσσα για επίλυση δια­φο­ρών:

 

Ματ­θαίος 5: 22-26, «Εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο οργι­ζό­με­νος τω αδελφώ αυ­τού εική ένο­χος έσται τη κρίσει· ος δ’ αν είπη τω αδελφώ αυτού ρα­κά, ένοχος έσται τω συν­ε­δρίω· ος δ’ αν είπη μωρέ, ένοχος έσται εις την γέενναν του πυ­ρός. Εάν ουν προ­σ­φέ­ρης το δώρόν σου επί το θυσιαστήριον κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρόν σου έμ­προσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε πρώτον διαλ­λά­γη­θι τω αδελφώ σου, και τότε ελ­θών πρόσφερε το δώρόν σου. Ίσθι ευνοών τω αντι­δί­κω σου ταχύ έως ότου ει εν τη οδώ μετ’ αυτού, μήποτέ σε παραδώ ο αν­τί­δικος τω κριτή και ο κριτής σε παραδώ τω υπηρέτη, και εις φυλακήν βλη­θήση· αμήν λέγω σοι, ου μη εξέλθης εκείθεν έως ου αποδώς τον έσχατον κοδράν­την.», και

Ματ­θαίος 18: 15-17, «Εάν δε αμαρτήση εις σε ο αδελφός σου, ύπαγε και έλ­εγξον αυτόν μεταξύ σου και αυτού μόνου· εάν σου ακούση, εκέρ­δη­σας τον αδελ­φόν σου· εάν δε μη ακούση, παράλαβε μετά σου έτι ένα ή δύο, ίνα επί στόματος δύο μαρτύρων ή τρι­ών σταθή παν ρήμα. εάν δε παρακούση αυτών, ει­πέ τη εκκλησία· εάν δε και της εκ­κλησίας παρακούση, έστω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης.».

 

Ο Παύλος διέταξε την εκκλησία της Κορίνθου «εξαρείτε τον πονηρόν εξ υμών αυτών». Η λέξη που χρησιμοποιείται είναι εξαρείτε «= απομακρύνατε, βγάλετε από τη μέση ή από ανάμεσα» από το ρήμα εξαιρώ· ή σύμφωνα με σωστότερο ανά­γνωσμα, αρείτε, από το ρήμα αίρω.

Τώρα ποία η σημασία του αίρω και του εξαιρώ;

Το ακόλουθο είναι ένας από τους ορισμούς που δίνονται από τους Liddell και Scott: «Να σηκώσεις και να απομακρύνεις, να απομακρύνεις, να θέσεις τέρμα σε κάτι, το οποίο αργότερα έλαβε τη σημασία του να φονεύσεις.».

            Έτσι, ένας από τους ορισμούς του εξαιρέω, συνηρημένος τύπος του οποίου εί­ναι το εξαιρώ, είναι, «φονεύω, θανατώνω, σκοτώνω, βγάζω από τη μέση».

            Εμείς αναγνωρίζομε ότι η φράση «εξαρείτε τον πονηρόν» χρησιμοποιείται με την έννοια «βγάλετε από τη μέση διά θανατώσεως τον πονηρόν = κακόν, άνομο, πα­λιάνθρωπο, διε­φθαρμένο»· όπως όταν λέμε σε έναν φίλο, «Αυτός έφυγε από τη μέ­ση.». Τω όντι, αυτή είναι η κοινή χρήση της φράσεως και των ισοδυνάμων της σε άλ­λες γλώσσες για περισ­σό­τε­ρα από δυο χιλιά­δες χρόνια.

            Στην Καινήν Διαθήκην υπάρχουν συχνά παραδείγματα της χρήσης του ρήμα­τος αίρω κατ’ αυτήν την έννοια.

            Παραδείγματος χάριν:

            Ματθαίος 24: 39 «και ουκ έγνωσαν έως ήλθεν ο κατακλυσμός και ήρεν άπαν­τας, ούτως έσται και η παρουσία του υιού του ανθρώπου.».

Λουκάς 23: 18 «ανέκραξαν δε παμπληθεί λέγοντες· αίρε τούτον, απόλυσον δε ημίν Βαραββάν·». Βλέπε επίσης Ιωάννης 19: 15, και Πράξεις 21: 36.

Ιωάννης 17: 15 «ουκ ερωτώ ίνα άρης αυτούς εκ του κόσμου, αλλ’ ίνα τη­ρή­σης αυτούς εκ του πονηρού».

Ιωάννης 15: 2 «παν κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν, αίρει αυτό, και παν το καρπόν φέρον, καθαίρει αυτό, ίνα πλείονα καρπόν φέρη.».

Ιωάννης 11: 48-50 «εάν αφώμεν αυτόν ούτω, πάντες πιστεύσουσιν εις αυτόν, και ελεύσονται οι Ρωμαίοι και αρούσιν ημών και τον τόπον και το έθνος. εις δε τις εξ αυτών Καϊάφας, αρχιερεύς ων του ενιαυτού εκείνου, είπεν αυτοίς· υμείς ουκ οίδατε ουδέν, ουδέ διαλογίζεσθε ότι συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόληται.».

Πράξεις 8: 33 «εν τη ταπεινώσει αυτού η κρίσις αυτού ήρθη· την δε γενεάν αυ­τού τις διηγήσεται; ότι αίρεται από της γης η ζωή αυτού.».

Πράξεις 22: 22 «Ήκουον δε αυτού άχρι τούτου του λόγου, και επήραν την φωνήν αυτών λέγοντες· αίρε από της γης τον τοιούτον· ου γαρ καθήκεν αυτόν ζήν.».

 

Ούτως η φιλολογική ένδειξη για την συγκεκριμένη σημασία των ρημάτων αίρω και εξαιρώ στην Καινήν Διαθήκην είναι πράγματι υπερβολική. Υπάρχουν βεβαί­ως και άλ­λες ηπιότερες σημασίες των ρημάτων αυτών, όπως ημπορεί μερικοί να αντι­τείνουν. Εδώ όμως ταιριάζει αυτή που μόλις προεβάλαμε, ανα­πτύ­ξα­με και ισχυρι­στή­καμε. Και αυτό συμβαίνει διότι:

Αν όντως υπάρχει κάποια αμφιβολία διά την σημασία αυτού του κεφαλαίου, και για την πρόθεση του αποστόλου, η αμφιβολία αυτή πρέπει να εξαλειφθεί από την μελέτη της επομένης επιστολής προς την ιδίαν εκκλησία, εις την οποίαν ανα­φέρει την ίδια πρά­ξη. Στην επόμενη λοιπόν επιστολή λέγει:

 

Β΄ Πρός Κορινθίους 7: 7-13 «ου μόνον δε εν τη παρουσία αυτού, αλλά και εν τη παρακλήσει ή παρεκλήθη εφ’ υμίν, αναγγέλλων ημίν την υμών επιπόθησιν, τον υμών οδυρμόν, τον υμών ζήλον υπέρ εμού, ωστε με μάλλον χαρήναι, ότι ει και ελύπησα υμάς εν τη επιστολή, ου μεταμέλομαι, ει και μετεμελό­μην· βλέ­πω γαρ ότι η επιστολή εκείνη, ει και προς ωραν, ελύπησεν υμάς. νυν χαί­ρω, ουχ ότι ελυπήθητε, αλλ’ ότι ελυπήθητε εις μετάνοιαν· ελυπήθη­τε γαρ κατά Θεόν, ίνα εν μηδενί ζημιωθήτε εξ ημών. η γαρ κατά Θεόν λύπη με­τάνοιαν εις σωτηρίαν αμεταμέλητον κατεργάζεται· η δε του κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται. ιδού γαρ αυτό τούτο, το κατά Θεόν λυπηθήναι υμάς, πόσην κατειργάσατο υμίν σπουδήν, αλλά απολογίαν, αλλά αγανάκτησιν, αλ­λά φόβον, αλλά επιπόθησιν, αλλά ζήλον, αλλά εκδίκησιν! εν παντί συν­εστή­σατε εαυτούς αγνούς είναι εν τω πράγματι. άρα ει και έγραψα υμίν, ουχ είνε­κεν του αδικήσαντος, ουδέ είνεκεν του αδι­κηθέντος, αλλ’ είνεκεν του φα­νερωθήναι την σπουδήν υμών την υπέρ ημών προς υμάς ενώπιον του Θεού. Διά τούτο παρακεκλήμεθα. επί δε τη παρακλήσει υμών περισσοτέρως μάλλον εχάρημεν επί τη χαρά Τίτου, ότι αναπέπαυται το πνεύμα αυτού από πάν­των υμών·»

 

            Ο Απόστολος δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την μεριά του κατηγορουμένου. Ούτε ενδιαφέρθηκε καθόλου για ‘κείνον που αδικήθηκε. Η μόνη φροντίδα ήταν αυτή για την εκκλησία. Και τώρα που η εκκλησία είχε εξεγερθεί, και μέσα στην αγανάκτη­ση και τον ζήλο της πήρε εκδίκηση από τον ανομούντα, αυτός, ο Παύλος, ικανοποιή­θηκε.

Δεν ξέρομε βεβαίως πόσον ο Εβραιόφρων Παύλος είχε κατά νουν: (1) την κατάρα του Ια­κώβ κατά του υιού του Ρουβήν επειδή ο Ρουβήν ανέβηκε εις την κλίνην του πατρός του και «έκανε κάτι» με μια από τις γυναίκες του πατρός του Γένεσις 49: 3-4, (2) τα παθήματα των δέκα γυναικών και παλλακίδων του προφητάνακτος Δαυίδ επει­δή τις τα­κτοποίησε όλες ο υιός Αβεσσαλώμ, Β΄ Σαμουήλ ή Βασιλειών 15: 16, 16: 15-23, 20: 3, (3) την διάταξη του Μωσαϊκού Νόμου, Λευιτικόν 20: 11 «και εάν τις κοιμηθή μετά γυναικός του πατρός αυτού, ασχημοσύνην του πα­τ­ρός αυτού απεκά­λυ­ψε, θανάτω θανατούσθωσαν, αμφότεροι ένοχοί εισι.». Όμως κατά καμίαν έννοιαν δεν δηλώνει ή υπονοεί κάτι τέτοιο στις επιστολές του, παρ’ όλο που η παυλική ομάδα της Κορίνθου απετελείτο σχεδόν όλη από Ιουδαίους της διασποράς.

Τελικά ο Παύλος και Τίτος χάρηκαν με την έκβαση των πραγμάτων, και όπως διαβάζομε χάρηκαν πολύ. Απ’ ό,τι γράφεται στις δύο Πρός Κο­ρινθίους Επιστολές, πρέπει να ήταν ο Τίτος και η Χλόη (Α΄ Πρός Κο­ρινθίους 1: 11) αυτοί που ειδοποίη­σαν τον Παύλο περί των συμ­βάν­των. Επίσης στην Επιστολή Πρός Γαλάτας ο Παύλος έχει εξοργισθεί σε άκρατο βαθμό. Αναθεματίζει, μπλέκει τα λόγια του, υβ­ρί­ζει τους πάντες και τα πάντα ακόμα και τον Πέτρο (Πρός Γαλάτας 2: 11-21). Παρα­κάτω θα ασχοληθούμε εκτενώς και με τον στίχο Πρός Γαλάτας 5: 12. Από τις ανα­φο­ρές εκ των Επιστολών που έχομε ήδη γράψει εδώ και πολλές άλλες που δεν έχομε γράψει συμ­πε­ραίνομε ότι ο Παύλος πάντα είχε τους ανθρώπους του για να κατα­σ­κο­πεύουν άτομα και πράγματα. Η Ιερά Εξέτασις εφάρμοσε πολύ πιστά αυτή την τακ­τι­κή.]

            Είχε λοιπόν ο Παύλος καταδικάσει τον ανομούντα εκ προοιμίου, και είχε εξ­αγγείλει καταδικαστική πρό­ταση, και το είχε κάνει αρκετά ξεκάθαρο ότι επιθυμούσε ή μάλλον απαι­τού­σε η πρό­τα­σή του να εκτελεστεί. Το ότι αυτό πραγματικά συνέβη, φαίνεται κα­θαρά από τη γλώσσα της δεύτερης επι­στολής.

            Εδώ πρέπει να προσθέσομε ότι: Ο Παύλος στην Β΄ Πρός Κορινθίους 2 : 1-11, συ­νι­στά αγάπη προς τον μετανοήσαντα. Αυτό οφείλομε να το αναφέρομε διότι πολλοί διε­στραμ­μένοι απολογη­τές της Εβραιογνωστικοχριστιανικής μάστιγας το χρησι­μοποι­ούν για να απαλ­λά­ξουν τον Παύλο από την κακία, τη δικτατορία και την αγριότητά που έχει επι­δείξει εν προκειμένω. Στο εν λόγω χωρίο λοιπόν, απλώς δίδει μια γε­νική και αφηρη­μένη εν­τολή αγάπης και μετανοίας, η οποία όμως λαμβάνει ισχύ όταν μόνο αυτός ο ίδιος κρίνει ότι η μετά­νοια τού αμαρτήσαντος έγινε εντός των πλαισίων που αυτός έθεσε. Ο Παύλος ως μέγας εγωιστής οικειοποιείται την ανώτατη αρχή μέσα στις ομά­δες των πιστών του και μό­νον αυτός ως αυθεντία επικυρώνει ό,τι θέλει και όταν αυ­τός νο­μίζει ότι οι όροι του ικανοποιήθηκαν επαρκώς. Γι’ αυτό, π. χ., βλέπομε και το θράσος του στον στίχο 2: 9 όπου γράφει: «εις τούτο γαρ και έγραψα, ίνα γνώ την δο­κιμήν υμών, ει εις πάντα υπή­κο­οί εστε» κλπ. Ακόμα και σ’ αυτό το σημείο δο­κι­μά­ζει τα μέλη της ομάδας του και απαιτεί υπακοή «εις πάντα»! Πλήρης δικ­τα­το­ρία δη­λαδή! Αν ψυχαναλύσομε την κα­τάσταση αυτών των μελών φτάνομε στο συμ­πέρασμα ότι πρέπει να ήσαν σχιζοει­δή, πλήρως προ­βατοποιημένα και εντελώς εξ­αθ­λιω­μένα πνευματικώς! Διότι αντί να τον εξαπο­στείλουν από ‘κει που ήλθε αυτά υπο­μένουν τυ­φλά οτιδήποτε τους επιτάσ­σει! διά του λόγου το αληθές, ας μελετήσομε τα πα­ράξενα και αλλοπρόσαλλα του εδαφίου Β΄ Πρός Κορινθίους 2: 1-11:

 

«Έκρινα δε εμαυτώ τούτο, το μη πάλιν εν λύπη ελθείν προς υμάς. ει γαρ εγώ λυπώ υμάς, και τις εστιν ο ευφραίνων με ει μη ο λυπούμενος εξ εμού; και έγραψα υμίν τού­το αυτό, ίνα μη ελθών λύπην έχω αφ’ ων έδει με χαίρειν, πε­ποιθώς επί πάντας υμάς ότι η εμή χαρά πάντων υμών εστιν. εκ γαρ πολλής θλίψεως και συνοχής καρδίας έγραψα υμίν διά πολλών δακρύων, ουχ ίνα λυ­πηθήτε, αλλά την αγάπην ίνα γνώτε ην έχω περισσοτέρως εις υμάς. Ει δε τις λελύπηκεν, ουκ εμέ λελύπηκεν, αλλά, από μέρους ίνα μη επιβαρώ, πάντας υμάς. ικανόν τω τοιούτω η επιτιμία αύτη η υπό των πλειόνων· ώστε τουναν­τί­ον μάλλον υμάς χαρίσασθαι και παρακαλέσαι, μήπως τη πε­ρισσοτέρα λύπη καταποθή ο τοιούτος. διό παρακαλώ υμάς κυρώσαι εις αυτόν αγά­πην. εις τού­το γαρ και έγραψα, ίνα γνώ την δοκιμήν υμών, ει εις πάντα υπήκοοί εστε. ω δε τι χαρίζεσθε, και εγώ· και γαρ εγώ ει τι κεχάρισμαι ω κεχάρισμαι, δι’ υμάς εν προσώπω Χριστού, ίνα μη πλεονεκτηθώμεν υπό του σατανά· ου γαρ αυτού τα νοή­ματα αγνοούμεν.»

 

Βλέπομε λοιπόν ότι, αν και συνδέει αυτά που γράφει εδώ με αυτά που έγραψε στην πρώτη επιστολή, η σχέση τους με το επεισόδιο της Α΄ Πρός Κορινθίους 5, το οποίο εξετάζομε εδώ, είναι καθαρά στρεψόδικη. Ενώ, όπως έχομε καταστήσει σαφές ανω­τέ­­ρω, π. χ. με το «παραδούναι τον τοιούτον τω σατανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή εν τη ημέρα του Κυρίου Ιησού.» και με τα τόσα τέτοια άλλα, ο Παύ­λος εκ προ­οιμίου έχει καταδικάσει τον ανομούντα, ενώ εδώ τώρα γράφει: «ώστε τουναν­τίον μάλ­λον υμάς χαρίσασθαι και πα­ρα­καλέσαι, μήπως τη περισσοτέρα λύπη κατα­πο­θή ο τοι­ούτος. διό παρακαλώ υμάς κυ­ρώσαι εις αυτόν αγά­πην», κλπ.

Το «δι’ υμάς εν προσώ­πω Χριστού,» είναι για ένα αφη­ρη­μένο κόλπο όπως και ολόκληρο το εδά­φιο είναι ένα προ­πα­ρασκευαστικό βήμα διά τους πα­ραλήπτες της επι­στο­λής, ούτως ώστε στο κεφάλαιο 7 να επέλθει σαν καταπέλτης. Διότι στο κεφά­λαιο 7 βλέπομε κα­θαρά τη γλώσσα και το ύφος να αλλάζει ριζικά. Όχι μό­νον επανέρ­χεται σαφώς στο επεισόδιο, τη γλώσσα και το ύφος του κεφαλαίου 5 της Α΄ Πρός Κορινθίους, αλλά τώρα χρησιμοποιεί δια­φο­ρε­τικά κριτήρια, όπως π. χ. της δικής του χαράς και του Τίτου με όλες τις συγκαλυμμένες κα­κοήθειές του κλπ.. Π. χ. δη­λώνει ευθέως ότι: «ει και ελύπησα υμάς εν τη επιστολή, ου με­ταμέλομαι, ει και μετε­με­λό­μην...» κλπ., μαζί με όλες τις εξα­θλι­ω­τικές στρε­ψο­δι­κίες που μόλις ανωτέρω παρα­θέ­σαμε. Από τα ίδια τα γραπτά του, ευκολότατα απο­δει­κνύ­ε­ται ότι ο Παύλος είναι ένας δόλιος και πονηρός στρεψόδικος. Η σχέση των κεφα­λαί­ων Α΄ Πρός Κορινθίους 5, Β΄ Πρός Κορινθίους 2 και 7 αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα μέσα στα τόσα άλλα. Μερι­κές φορές έχει το θράσος να το ομολογεί και ο ίδιος. Π. χ., Πράξεις 9: 22, Πρός Ρω­μαί­oυς 3: 7 «Ε­άν διά τoυ ψεύ­δoυς μoυ η αλή­θεια τoυ Θε­oύ κα­τε­­δεί­χθη με­γά­λη πρoς δό­ξαν τoυ, για­τί ακό­μη κα­τα­κρί­νo­μαι ως αμα­ρτω­λός;» (το μόνο αληθές που μας είπε ο Παύλος!), Α΄ Πρός Κo­ρι­ν­θί­oυς 6: 12, 9: 19-23, 10: 23, Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 5: 13, 12: 16, Πρός Φι­λιπ­­πη­σίους 1: 15-18, και πολλά άλλα. Έτσι λοιπόν φτάνομε αβιάστως στα παρακάτω συμπεράσματα των «αγίων και θεο­φό­ρων πατέρων»:

            Το συμπέρασμα που βγήκε εξ αυτού του κεφαλαίου (Β΄ Πρός Κορινθίους 7) από τον Τερτυλλιανό (ήδη στο τέλος δευτέρου και αρχές τρίτου αιώνα), τον Αμ­βρό­σιο (δεύτερον ήμισυ του τε­τάρτου αιώνα), και άλλους πατέρες της εκκλησίας, ήταν, «ότι το άτομο μπορεί να κατα­στραφεί για να σωθεί η εκκλησία.».

Είναι πολύ γραφικές, εκφοβιστικές για τους αφελείς, και φαιδρές συνάμα οι περιγραφές του πυρός και των βασάνων στην αιώνια κόλαση στα γραπτά του Τερτυλ­λιανού! Φανερώνουν άτομο πάσχον τρο­μερά από πολύ άσχημες ψυχο-πνευματικές διαταρα­χές!

 

Ούτε οι σύγχρονοι σχολιαστές μπορούν εύκολα να βγάλουν κάποιο άλλο συμ­πέρασμα: Π. χ.:

1) Στο Comm. Phil., 1855, του Scott Henry, προτείνεται ότι ο Παύλος επρό­κειτο να χτυπήσει τον ανομούντα με μια τρομακτική αρρώστια ενώ βρισκόταν ανάμε­σα τους, κατά τον χρόνο που αυτοί ήταν συγκεντρωμένοι, έτσι ώστε θα ήταν υποχρε­ω­μέ­νοι λόγω της αρρώστιας να τον μεταφέρουν έξω από τον τόπο της συγκεν­τρώσεώς τους. (Σελίδα 272, αναφέροντας τον Bloomfield και τον Rosenmueller.).

2) O Olshausen παραδέχεται ότι η φράση «αιρείν εκ μέσω» πραγματικά ση­μαί­νει «να εξαλήψεις, δηλαδή, να θανατώσεις»· αλλά νομίζει ότι ο αποκλεισμός από την εκ­κλησία πρέπει να εννοηθεί ως πνευματικός θάνατος. (Comm. On 1st and 2nd Cor. in 20th vol. Clarke’s Theo. Lib. Ed. 1855, p. 88.).

3) Ο Dean Stanley ειλικρινώς παραδέχεται ότι ο Παύλος πιθανότατα σκόπευε τον θάνατο του ανομούντος. (On the Epistles to the Corinthians, 5th edition, Lon­don, 1882, pp.77,78.).

 

            Γ) Άλλο ένα σημείο βίας, αντιερωτισμού και καταστροφικότητας από τον Παύλο, αλλά όχι το μόνο, το οποίο έμελλε να παίξει και αυτό ρόλο στη θεολογική θεμελίωση της Ιεράς Εξετάσεως είναι και το εξής:

 

 «όφελον και αποκόψονται οι αναστατούντες υμάς.», Πρός Γαλάτας 5: 12.

 

Με ευγενικό τρόπο μας παρακαλούν διάφοροι Χριστιανοί να καταλάβομε αυτό το χωρίο απλώς σαν μια έκ­φραση της επιθυμίας του αποστόλου ότι ορισμένα πρόσω­πα θα έπρεπε να αποκλει­σθούν από την εκκλησία. Αλλά ο ίδιος κατείχε και ασκούσε αυτό το δικαίωμα, να διευθύ­νει δηλαδή τον αποκλεισμό μελών από την εκκλησία. Τέ­τοιες διαταγές είχαν δοθεί επανει­λημ­μένως.

 

Α΄ Πρός Τιμόθεον 6: 5, «παραδιατριβαί διεφθαρμένων ανθρώπων τον νουν και απεστερημένων της αληθείας, νομιζόντων πορισμόν είναι την ευσέβειαν. Αφί­στα­σο από των τοιούτων.»,

Β΄ Πρός Τιμόθεον 3: 5, «έχοντες μόρφωσιν ευσεβεί­ας, την δε δύναμιν αυτής ηρνημένοι. και τούτους αποτρέπου.»,

Β΄ Πρός Θεσσαλονι­κείς 3: 6, «Παραγγέλλομεν δε υμίν, αδελφοί, εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στέλλεσθαι υμάς από παντός αδελφού ατά­κτως περιπατούντος και μη κα­τά την πα­ρά­δοσιν ην παρέλαβον παρ' ημών.»,

 Β΄ Πρός Θεσσαλονι­κείς 3: 14, «ει δε τις ουχ υπακούει τω λόγω ημών διά της επιστολής, τούτον σημειούσθε, και μη συναναμίγνυσθε αυτώ, ίνα εν­τρα­πή·».

 

Σ’ αυτή την περίπτωση «όφελον και = θα ήθελα ακόμη και» είναι κάτι που μπορεί να γίνει, αλλά για το οποίο δεν είχε την δύναμη να το διατάξει απολύτως.

Ξανά: «όφελον και αποκόψονται». Είναι ο αποκλεισμός από την εκκλησία τέ­τοια ακραία τιμωρία για να δικαιολογήσει τη χρήση της λέξεως «και» στη φοβερή διαταγή

«όφελον και αποκόψονται οι αναστατούντες υμάς.»;

 

Αποκόψονται από το ρήμα αποκόπτω. Ποία η σημασία αυτού του ρήματος;

Οι αρχικοί ορισμοί του ρήματος κόπτω, που δίδονται από τους Liddell και Scott, είναι οι εξής:

 

1.     Επιτίθεμαι, κτυπώ, κόβω.

2.     Κτυπώ κάτω, πίπτω, φονεύω.

3.     Αποκόπτω, τεμαχίζω, εκτέμνω.

 

            Με την Ελληνική πρόθεση από, το ρήμα αποκόπτω ορίζεται από τις ίδιες αυ­θεντίες ως «κόπτω από, πελεκώ από, ρίπτω εκτός θέσεως, εκτέμνω».

            Ας ρίξομε μια ματιά και σε άλλα μέρη της Καινής Διαθήκης όπου χρησιμο­ποι­είται:

 

  1. Μάρκος 9: 43, «και εάν σκανδαλίζη σε η χείρ σου, απόκοψον αυτήν· κα­λόν σοί εστι κυλλόν εις την ζωήν εισελθείν, ή τας δύο χείρας έχοντα απελ­θείν εις την γέενναν, εις το πυρ το άσβεστον,»
  2. Μάρκος 9: 45, «και εάν ο πούς σου σκανδαλίζη σε, απόκοψον αυτόν· κα­λόν σοί εστιν εισελθείν εις την ζωήν χωλόν, ή τους δύο πόδας έχοντα βλη­θήναι εις την γέενναν, εις το πυρ το άσβεστον,»
  3. Ιωάννης 18: 10, «Σίμων ουν Πέτρος έχων μάχαιραν είλκυσεν αυτήν, και έπαισε τον του αρχιερέως δούλον και απέκοψεν αυτού το ωτίον το δεξιόν· ην δε όνομα τω δούλω Μάλχος.»
  4. Ιωάννης 18: 26, «ηρνήσατο ουν εκείνος και είπεν· ουκ ειμί. λέγει εις εκ των δούλων του αρχιερέως, συγγενής ων ου απέκοψε Πέτρος το ωτίον· ουκ εγώ σε είδον εν τω κήπω μετ' αυτού;»
  5. Πράξεις 27: 32, «τότε οι στρατιώται απέκοψαν τα σχοινία της σκάφης και είασαν αυτήν εκπεσείν.»

 

Είναι εν προκειμένω δυνατόν να υπάρχει αμφιβολία για την συγκεκριμένη ση­μασία αυτής της λέξης, έστω και αν υπάρχουν και άλλες ηπιότερες σημασίες; Ο Παύ­λος εύχεται αυτές οι εκκλησίες να κάνουν ό,τι αυτός επιθυμούσε να κάνει και η εκ­κλησία στην Κόρινθο. Επιθυμούσε οι ανομούντες να «αποκοπούν» από προσώ­που γης.

Στα παρακάτω σχόλια τριών ερευνητών επ’ αυτού του ζητήματος βλέπομε:

1) Στα Commentaries του Adam Clarke ευρίσκομε το ακόλουθο σχόλιο επ’ αυτού του χωρίου: «Στην πρώτη ματιά φαίνεται ότι οι απόστολοι προσευχόταν για την κατα­στρο­φή των ψευδοδιδασκάλων οι οποίοι είχαν διαστρέψει τις εκκλησίες της Γα­λατίας.». Ο πολυμαθής σχολιαστής όμως δεν μας πληροφορεί πως μπορεί να απαλει­φθεί η πρώτη εντύπωση που μας δημιουργεί η ανάγνωση αυτού του χωρίου.

            2) Ο Olshausen λέγει: «Η κατάρα της τιμωρίας κατά των αντιπάλων.»

            3) Το βιβλίο Pulpit Commentary των Spence και Extell υποστηρίζει τη θεωρία της αυτο-αποκοπής ― δηλαδή την ευχή οι ίδιοι να ακρωτηριάσουν τους εαυτούς των· και πο­λύ εκφραστικά αποκηρύττει την κατασκευασμένη υπόθεση η οποία θέλει τον απόστο­λο να αναφέρεται απλώς στην έξωση (αφορισμό). (Commentary on Gala­ti­ans, p. 248.).

            Η θεωρία του αυτο-ακρωτηριασμού είναι απλώς παράλογη. Κατ’ αυτήν την άπο­ψη, ο Παύλος λέγει: «Θα ήθελα αυτούς που σας αναστατώνουν ει δυνατόν να αυτο-ακρωτηριαζόταν.» Πώς όμως αυτό θα ανακούφιζε την εκκλησία;

            Όχι· ο Παύλος ήθελε αυτούς τους αιρετικούς να θανατωθούν.

            Τους είχε ήδη προφέρει καταραμένους (τους αναθεμάτισε):

Πρός Γαλάτας 1: 7, 8. «ό ουκ έστιν άλλο, ει μη τινές εισιν οι ταράσσοντες υμάς και θέλοντες μετα­στρέψαι το ευαγγέλιον του Χριστού. αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ' ό ευηγ­γε­λι­σάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω.».

Και ξανά:

Πρός Γαλάτας 1: 9, «ως προειρήκαμεν, και άρτι πάλιν λέγω· ει τις υμάς ευαγ­γελίζεται παρ' ό παρε­λάβετε, ανάθεμα έστω.».

 

Τώρα, ποία να είναι η σημασία της κατάρας του αναθεματισμού;

Στο βιβλίο Ιησούς του Ναυή 6: 17-18, διαβάζομε το εξής:

«και έσται η πόλις ανάθεμα, αυτή και πάντα, όσα εστίν εν αυτη, Κυρίω Σα­βα­ώθ· πλήν Ραάβ την πόρνην περιποιήσασθε, αυτήν και πάντα όσα εστίν εν τω οίκω αυ­τής. αλλά υμείς φυλάξεσθε σφόδρα από του αναθέματος, μήποτε εν­θυμηθέντες υμείς αυτοί λάβητε από του αναθέματος και ποιήσητε την παρεμ­βολήν των υιών Ισ­ραήλ ανάθεμα και εκτρίψητε ημάς·»

Ξανά, στο κεφάλαιο 7, στίχος 12:

«και ου μη δύνωνται οι υιοί Ισραήλ υποστήναι κατά πρόσωπον των εχθρών αυτών· αυχένα επιστρέψουσιν έναντι των εχθρών αυτών, ότι εγενήθησαν ανάθεμα· ου προσθήσω έτι είναι μεθ' υμών, εάν μη εξάρητε το ανάθεμα εξ υμών αυτών.»

Μεταξύ των Εβραίων, το να αναθεματιστείς ήταν ζήτημα προσήκουσας τιμω­ρίας.

Δευτερονόμιον 21: 22-23. «Εάν δε γένηται εν τινι αμαρτία κρίμα θανάτου και αποθάνη και κρεμάσητε αυτόν επί ξύλου, ου κοιμηθήσεται το σώμα αυτού επί του ξύλου, αλλά ταφή θάψετε αυτό εν τη ημέρα εκείνη, ότι κεκατη­ρα­μέ­νος υπό Θεού πας κρεμάμενος επί ξύλου· και ου μη μι­ανείτε την γην, ην Κύ­ριος ο Θεός σου δίδωσί σοι εν κλήρω.».

Οποιοσδήποτε ήταν καταραμένος ή αναθεματισμένος θα μπορούσε νομίμως να θανατωθεί.

            Ο Παύλος υπήρξε διώκτης πριν την μετατροπή του ― και ήταν ακόμα διώ­κτης εναντίον όλων όσων διαφωνούσαν σε κάτι τι απ’ αυτά που ο ίδιος κήρυττε.. Το πνεύμα της δίωξης και αναθεματισμού διαχέεται παντού μέσ’ τα γραπτά του. Π. χ. έχομε και λέμε:

 

Α΄ Πρός Κορινθίους 16: 22 «ει τις ου φιλεί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, ήτω ανάθεμα. μαράν αθά.».

Πρός Γαλάτας 1: 6-9, «Θαυμάζω ότι ούτω ταχέως μετατίθεσθε από του κα­λέ­σαντος υμάς εν χάριτι Χριστού εις έτερον ευαγγέλιον, ό ουκ έστιν άλλο, ει μη τι­νές εισιν οι ταράσσοντες υμάς και θέλοντες μεταστρέψαι το ευαγγέλιον του Χρι­στού. αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ’ ό ευηγγε­λι­σάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω. ως προειρήκαμεν, και άρτι πά­λιν λέγω· ει τις υμάς ευ­αγγελίζεται παρ’ ό παρελάβετε, ανάθεμα έστω

Όπως λοιπόν δηλώνει, ακόμα και αν άγγελος εξ ουρανού κηρύξει σ’ αυτούς άλλο ευαγγέλιο αυτοί οφείλουν να πιστεύουν το δικό του. Αλλιώς να πάνε στ’ ανάθεμα.

Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς 1: 8-9, «εν πυρί φλογός, διδόντος εκδίκησιν τοις μη ειδόσι Θεόν και τοις μη υπακούουσι τω ευαγγελίω του Κυρίου ημών Ιησού Χρι­στού, οίτινες δίκην τίσουσιν όλεθρον αιώνιον από προσώπου του Κυρίου και από της δόξης της ισχύος αυτού,»

Ο Κύριος Ιησούς αναφέρεται υπό του Παύλου ότι «παίρνει εκδίκηση» πάνω στους αθέους και σε κείνους που δεν υπακούουν το Ευ­αγγέλιό του.

Α΄ Πρός Τιμόθεον 1: 20, «ων εστιν Υμέναιος και Αλέξανδρος, ους παρέ­δωκα τω σατανά, ίνα παιδευθώσι μη βλασφημείν.».

Παρέδωσε στον Σατανά τον Υμέναιο και τον Αλέξανδρο, οι οποίοι είχαν αποχωρήσει από την πίστη,.

Β΄ Πρός Τιμόθεον 4: 14, «Αλέξανδρος ο χαλκεύς πολλά μοι κακά ενεδεί­ξατο· αποδώη αυτώ ο Κύριος κατά τα έργα αυτού·».

Για τον Παύλο εδώ η συγχώρεση ξεχάστηκε!

Πρός Τίτον 1: 10-11, «Εισί γαρ πολλοί και ανυπότακτοι, ματαιολόγοι και φρεναπάται, μάλιστα οι εκ περιτομής, ους δεί επιστομίζειν, οίτινες όλους οίκους ανα­τρέπουσι διδάσκοντες α μη δεί αισχρού κέρδους χάριν.».

Εδώ αναφέρεται σε ‘κείνους εν­τός της εκκλησίας που ήταν ανάγωγοι και μάταιοι συ­ζητητές και απατεώνες, και πα­ραγγέλλει στον Τίτο ότι πρέπει να τους κλείνει το στόμα.

 

Πράξεις 13: 8-11, «ανθίστατο δε αυτοίς Ελύμας ο μάγος -ούτω γαρ με­θερ­μη­νεύεται το όνομα αυτού- ζητών διαστρέψαι τον ανθύπατον από της πίστε­ως. Σαύλος δε, ο και Παύλος, πλησθείς Πνεύματος αγίου και ατενίσας προς αυτόν είπεν· ω πλήρης παντός δόλου και πάσης ραδιουργίας, υιε διαβόλου, εχθρέ πάσης δικαιοσύ­νης, ου παύση δια­στρέ­φων τας οδούς Κυρίου τας ευθείας; και νυν ιδού χείρ Κυρίου επί σε, και έση τυφλός μη βλέπων τον ήλιον άχρι και­ρού. παραχρήμα δε έπεσεν επ’ αυτόν αχλύς και σκότος, και περιάγων εζήτει χειραγωγούς.».

 

Ο Παύλος με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος γίνεται εδώ ο τιμωρός του Ελύ­μα, διά τυφλώσεως αυτού του «υιού του δια­βό­λου», ο οποίος είχε αντιταχθεί στον Βαρ­νάβα και τον απόστολο Παύλο, με την προσπάθειά του να απο­τρέψει τον ανθύ­πατο Ρω­μαίο Σέρ­γιο Παύλο από την πί­στη του Παύλου.

            Κατ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν ο Παύλος ήδη από τότε ισχυροποιούσε θεολο­γι­κώς τα θεμέ­λια της Ιεράς Εξετάσεως. Αυτά τα θεμέλια είχαν ήδη τεθεί από τα ίδια τα δόγματά του και από τις διδασκαλίες και το παράδειγμα του Πέτρου· και αυτοί οι απόστολοι πάλι ενθαρρύ­νονταν από τις καταγγελίες του ίδιου του Ιησού κατά των απίστων. Αλλά και αυτοί που εθεμε­λί­ωσαν την Ιερά Εξέταση επίσης ενθαρρύνονταν από τις επικυρώσεις των τιμωριών διά βασανιστηρίων και φωτιάς που εξαγγέλθηκαν από τον ίδιο τον Ιησού. Ερευνάμε και διαβάζομε:

 

Ματ­θαί­ος 3: 10, «ήδη δε και η αξίνη προς την ρί­ζαν των δένδρων κείται· παν ουν δέν­δρον μη ποιούν καρπόν καλόν εκ­κό­πτεται και εις πυρ βάλλεται.».

3: 12, «ου το πτύον εν τη χειρί αυτού και διακαθαριεί την άλωνα αυτού, και συνάξει τον σίτον αυτού εις την αποθήκην, το δε άχυρον κατα­καύ­σει πυ­ρί ασβέστω.».

13: 30, «άφετε συναυξάνεσθαι αμφότερα μέχρι του θερι­σμού, και εν καιρώ του θε­ρι­σμού ερώ τοις θερισταίς· συλλέξατε πρώτον τα ζιζάνια και δή­σατε αυ­τά εις δέσμας προς το κατακαύσαι αυτά, τον δε σίτον συναγάγετε εις την αποθήκην μου.».

13: 40-42 «ώσπερ ουν συλλέγεται τα ζιζάνια και πυρί καίεται, ούτως έσται εν τη συν­τελεία του αιώνος τούτου. αποστελεί ο υιός του ανθρώπου τους αγγέλους αυτού, και συλλέξουσιν εκ της βασιλείας αυτού πάντα τα σκάνδαλα και τους ποιούντας την ανομίαν, και βαλού­σιν αυτούς εις την κάμινον του πυρός· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων

18: 34-35, «και οργισθείς ο κύριος αυ­τού παρέ­δωκεν αυτόν τοις βασανισταίς έως ου αποδω παν το οφειλόμενον αυτω. Ούτω και ο πατήρ μου ο επουράνιος ποιήσει υμίν, εάν μη αφήτε έκαστος τω αδελφω αυτού από των καρδιών υμών τα παραπτώ­μα­τα αυτών.» κλπ.

Μάρκος 16: 16, «ο πι­στεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακρι­θήσεται

Λουκάς 12: 47, «εκεί­νος δε ο δούλος, ο γνούς το θέλημα του κυρίου εαυτού και μη ετοιμάσας μη­δέ ποιή­σας προς το θέλημα αυτού, δαρήσεται πολλάς·»,

14: 23, «και είπεν ο κύριος προς τον δούλον· έξελθε εις τας οδούς και φραγμούς και ανάγκασον εισελθείν, ίνα γεμι­σθή ο οίκος μου.»

19: 27, «πλήν τους εχθρούς μου εκείνους, τους μη θελήσαντάς με βασι­λεύ­σαι επ’ αυ­τούς, αγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμπροσθέν μου.». κλπ.

Ιωάν­νης 15: 6, «εάν μη τις μείνη εν εμοί, εβλήθη έξω ως το κλήμα και εξηράνθη, και συνά­γου­σιν αυτά και εις το πυρ βάλλουσι, και καίεται.».

 

Αυτό εδώ το τελευταίο απετέλεσε την θε­ο­λογική δικαι­ο­λο­γία της χρήσεως της φωτιάς μα­ζί με τα χωρία του Ματθαίου που αναφέραμε, 21: 44, 22: 7, 25: 29-30, κλπ, και πολ­λά χω­ρία της Παλαιάς Διαθήκης, κλπ.

            Κάνομε την παρατήρηση ότι ή έρευνα έχει πλέον καταδείξει πλήρως ότι με το πέρασμα του χρόνου αυτά τα θεμέλια της Ιεράς Εξετάσεως στα­διακά ισχυροποιή­θη­καν. Επ’ αυτού ανα­φέ­ρομε ως παράδειγμα την εξής περί­στα­ση. Υπήρχε ένα έγγραφο σε γενική κυκλοφο­ρία από τα πρώιμα χρόνια της εκκλησίας, και τον καιρόν εκείνο εθεωρείτο ως έχον υψηλό κύρος. Είχε τίτλο, «Η Επιστολή του Κλήμεντος προς Ιά­κω­βον». Είναι μετα­φρα­σμένο στον 17ο τόμο της συλλογής «Προ Νικαίας Χριστιανική Βιβλιοθήκη».

            Σ’ αυτή την επιστολή, ο Κλήμης περιγράφει την χειροτονία του. Μας λέγει ότι όταν ο Πέτρος κόντευε να πεθάνει, αφού μαζεύτηκαν οι αδελφοί (στη Ρώ­μη), επέ­θε­σε ο Πέτρος τα χέρια του στον Κλήμεντα, ως ο επίσκοπος, και του μετέδωσε την εξου­σία του «δέειν και λύειν» (αμαρτίες), κλπ., και για ‘κείνον που θα είχε παράπονα και δια­φορές τον καθιστούσε Πρόεδρο της Αλήθειας, και αφού εδήλωσε ότι ένας τέτοιος αμαρ­τάνει κατά του Χριστού και προσβάλλει τον Πατέρα όλων, ο Πέτρος συνέχισε ως εξής:

 

«Από ‘δω και μπρος, αυτός δεν θα ζήσει· και γι’ αυτό αρμόζει σε όποιον προ­ε­δρεύει να κατέχει τη θέση ιατρού· και να μην περιθάλπει την οργή ενός παραλόγου κτήνους.».

 

Επί του ζητήματος της αποκοπής των ανδρικών γεννητικών οργάνων κατά το «όφελον και αποκόψονται οι αναστατούντες υμάς.», Πρός Γαλάτας 5: 12, ο σπου­δαί­ος ερευνητής και συγγραφέας Charles B. Waite, A. M., στο εξαι­ρετικό σύγγραμμά του History of the Christian Religion to the Year Two Hundred (Ιστορία της Χριστι­α­νικής Θρησκείας μέχρι το Έτος 200), Fifth EditionRevised, Chicago, 1900, δια­φω­νεί ρι­ζικώς με την καθιερωμένη ερμηνεία του χωρίου την οποία συνεχώς την απαν­τάμε σε όλες τις ερμηνευτικές εκδόσεις της Καινής Διαθήκης μετά το τέλος της συ­νό­δου του Τριδέντου το 1563 και σε πολλές πρωτύτερα. Γράφουν δη­λαδή ότι ο Παύλος εκφράζει εδώ μια ειρωνι­κού τύ­που επιθυμία. Διότι ενώ δεν κη­ρύτ­τει την πε­ριτομή, πολλοί την επιζητούν και ανα­στα­τώνουν τους Γαλάτες. (Στην πραγ­ματικό­τη­τα πρό­κειται για χριστιανοΕβραίους που ζού­σαν στα μέρη της Γαλα­τί­ας της Μικράς Ασίας, όπως σαφέστατα το δηλώνει ο Παύλος, Πρός Γαλάτας 2: 15, «Ημείς φύ­σει Ιουδαίοι και ουκ εξ εθνών αμαρ­τωλοί,», κ. α.).

Συνεπώς, όπως ερμηνεύουν οι ορθό­δοξοι ερμηνευτές, με το γράψιμό του σ’ αυτό το σημείο, ο Παύλος εύχεται ειρω­νι­κά το εξής: «Αυτοί που επι­ζη­τούν την περι­το­μή και σας αναστατώνουν δεν πάνε κα­λύ­τε­ρα και να ευνουχισθούν τελεί­ως!». Δη­λαδή με το «και αποκόψονται» εν­νοεί την ολο­σχερή αποκοπή γεννητικών ορ­γά­νων και όχι μόνο της ακροβυστίας. Ο Waite όμως ισχυρίζεται ότι ο Παύ­λος δεν εννο­εί κα­θόλου αυτό. Κυ­ριο­λε­κτικά επιθυ­μεί την πλήρη εξολόθρευση όλων αυ­τών των ατό­μων, μόνο που οι περιστάσεις σ’ αυ­τή την περίπτωση δεν του επι­τρέ­πουν να το επι­βάλ­λει όπως το έκανε πριν με την εκ­κλησία της Κορίνθου. Ο Waite, ως επιστήμων ερευνητής δεν παραλείπει να προσκομίσει πλήθος πειστικών στοιχείων που δικαιο­λο­γούν αυτή την άποψη και τα οποία παραθέσαμε ανωτέρω.

            Όπως και να έχει το πράγμα από διάφορα, συχνά, πυκνά χωρία των επιστολών του αποδει­κνύεται ότι ο Παύλος πρέπει να είχε κάποιο σοβαρό σύμπλεγμα και σοβα­ρή εμμονή με τα γεννητικά ή ερωτικά όρ­γα­να, την πόσθη και τον ερωτισμό. Φαίνεται πως τον ενο­χλούσαν σφόδρα. Παντού διαχέεται ένας αντιερωτισμός και ένας συμ­πλεγματισμός. Κάθε τόσο το ίδιο βιολί με την ακρο­βυ­στία και την περιτομή...! Βαριέ­σαι και σιχαίνεσαι να συναν­τάς αυτό το θέμα κάθε λίγο και λιγάκι. Πολ­λοί φτάνουν στο σημείο να ισχυρίζονται ότι ο ίδι­ος ο Παύλος πρέπει να ήταν ευ­νούχος! Ο πολυ­γραφότατος Γάλλος ερευνητής και συγ­γρα­φέας Robert Ambelain τον δια­γι­γνώσκει ότι υπέφερε από κληρονομική, ή ακριβέ­στε­ρα συγγενή, σύφιλη που ήταν ο σκόλοψ του, τον οποίον ύμνησε μέσα στις επιστολές του. Πρέπει να ομολογήσομε όμως ότι είναι πολύ δυσχε­ρές το να αποφαν­θούμε ποιος ήταν ο σκό­λοψ του Παύλου, για τον οποίον γράφει διάφορες στρεψο­δι­κί­ες και ανοη­σίες στις επι­στολές του: Α΄ Πρός Κo­ριν­θίoυς 2: 3, Β΄ Πρός Κoριν­θίoυς 10: 10, 11: 6, 30, 12: 5-10, Πρός Γα­λά­τας 4: 13-14, Πρός Φι­λιπ­πη­σίoυς 1: 24. Ακόμη δυ­σχερέστερο είναι το ερώ­τημα εάν υπήρχε η σύφι­λη κατά την αρχαιότητα.

            Λίγο αργότερα οι αιρέσεις των Βαλεσίων, των Εγκρατιτών, κ. ά., παρά την αυστη­ρή απαγόρευση των Ρωμαϊκών νόμων, ευνούχιζαν τα άρρε­να μέλη τους, κατά την διάρκεια φρικιαστικών, κτηνωδών, νυκτερινών και μυστικών τελετών που τις ονόμαζαν «βά­πτισμα του πυ­ρός». Αυτές ετελούντο κάτω από με τρομακτικούς θο­ρύβους τυμπάνων και φωνών διά να καλύπτονται τα ξεφωνητά των θυμάτων. Εξαίσια πράγματα! Το ίδιο έκαναν στον εαυτόν τους ο Ωριγένης ο Αλεξανδρεύς, ο Μελίτων των Σάρδεων, ο Δωρόθεος Τύρου, κ. ά., κα­τά την προτροπή του Ιησού Χρι­στού στον Ματθαίος 9: 12, την οποία παραθέσαμε παρα­πάνω! Θαυμά­σια χριστιανική εξέ­λι­ξη πραγ­μάτων! Έχομε και δω άλλες αιρετικές εκ­φράσεις της ίδιας «εξ’ αποκα­λύ­ψε­ως αληθινής» θρησκείας! Θαυμάσια!

 

            Δ)                                Η Αίρεση των Νικολαϊτών

 

            Στην Αποκάλυψιν του Ιωάννου 2: 1 – 7, διαβάζομε:

 

«Τω αγγέλω της εν Εφέσω εκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ο κρατών τους επτά αστέρας εν τη δεξιά αυτού, ο περιπατών εν μέσω των επτά λυχνιών των χρυ­σών· οίδα τα έργα σου και τον κόπον σου και την υπομονήν σου, και ότι ου δύνη βαστάσαι κακούς, και επείρασας τους λέγοντας εαυτούς αποστόλους εί­ναι, και ουκ εισί, και εύρες αυτούς ψευδείς· και υπομονήν έχεις, και εβάστα­σας διά το όνομά μου, και ου κεκοπίακας. αλλά έχω κατά σου, ότι την αγάπην σου την πρώτην αφήκας. μνημόνευε ουν πόθεν πέπτωκας, και μετανόησον και τα πρώτα έργα ποίησον· ει δε μη, έρχομαί σοι ταχύ και κινήσω την λυχνίαν σου εκ του τόπου αυτής, εάν μη μετανοήσης. αλλά τούτο έχεις, ότι μισείς τα έργα των Νικολαϊτών, α καγώ μισώ. Ο έχων ους ακου­σάτω τι το Πνεύμα λέγει ταις εκκλησίαις. Τω νικώντι δώσω αυτώ φαγείν εκ του ξύλου της ζωής, ό εστιν εν τω παραδείσω του Θεού μου.».

 

Παρακάτω πάλι στην Αποκάλυψιν του Ιωάννου 2: 12 – 17, διαβάζομε:

 

«Και τω αγγέλω της εν Περγάμω εκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ο έχων την ρομφαίαν την δίστομον την οξείαν· οίδα τα έργα σου και που κατοικείς· όπου ο θρόνος του σατανά· και κρατείς το όνομά μου, και ουκ ηρνήσω την πίστιν μου και εν ταις ημέραις αις Αντίπας ο μάρτυς μου ο πιστός, ος απεκτάνθη παρ’ υμίν, όπου ο σατανάς κατοικεί. αλλά έχω κατά σου ολίγα, ότι έχεις εκεί κρατούντας την διδαχήν Βαλαάμ, ος εδίδαξε τον Βαλάκ βαλείν σκάν­δαλον ενώπιον των υιών Ισραήλ και φαγείν ειδωλόθυτα και πορνεύ­σαι. ού­τως έχεις και συ κρατούντας την διδαχήν των Νικολαϊτών ομοίως. με­τα­νόησον ουν· ει δε μη, έρχομαί σοι ταχύ και πολεμήσω μετ’ αυτών εν τη ρομφαία του στόματός μου. Ο έχων ους ακουσάτω τι το Πνεύμα λέγει ταις εκκλησίαις. Τω νικώντι δώσω αυτώ του μάννα του κεκρυμμένου, και δώσω αυτώ ψήφον λευκήν, και επί την ψήφον όνομα καινόν γεγραμμένον, ό ουδείς οίδεν ει μη ο λαμβάνων.».

 

Όσα έχουν γραφτεί για αυτή την αίρεση των Νικολαϊτών είναι δυσαναλόγως πολλά ως προς τα ολίγα στοιχεία και πληροφορίες που έχομε στα χέρια μας. Όπως και οι Καρ­ποκρατικοί έτσι και αυτοί «κατη­γορούνται» «ως αφίεντες εαυτούς εις πολ­λάς και διαφόρους σεξου­αλι­κάς απολαύσεις» και για το φάγωμα των κρεάτων θυσι­ών. Το βλέπομε άλλωστε κα­θαρά στο κείμενο: «έχεις εκεί κρατούντας την διδαχήν Βαλα­άμ, ος εδίδαξε τον Βαλάκ βα­λείν σκάνδαλον ενώπιον των υιών Ισραήλ και φα­γείν ειδωλόθυτα και πορνεύ­σαι. ούτως έχεις και συ κρατούντας την διδαχήν των Νικολαϊτών ομοίως.»

Πλην όμως στις Πράξεις των Αποστόλων 6: 1-7 συναντάμε το όνομα του Νικολάου του Διακόνου ως εξής:

 

Εν δε ταις ημέραις ταύταις πληθυνόντων των μαθητών εγένετο γογγυσμός των Ελληνιστών προς τους Εβραίους, ότι παρεθεωρούντο εν τη διακονία τη καθημερινή αι χήραι αυτών. προσκαλεσάμενοι δε οι δώδεκα το πλήθος των μαθητών είπον· ουκ αρεστόν εστιν ημάς καταλείψαντας τον λόγον του Θεού διακονείν τραπέζαις. επισκέψασθε ουν, αδελφοί, άνδρας εξ υμών μαρτυρου­μένους επτά, πλήρεις Πνεύματος Αγίου και σοφίας, ους καταστήσομεν επί της χρείας ταύτης· ημείς δε τη προσευχή και τη διακονία του λόγου προσκαρτε­ρή­σομεν. και ήρεσεν ο λόγος ενώπιον παντός του πλήθους· και εξελέξαντο Στέ­φανον, άνδρα πλήρη πίστεως και Πνεύματος Αγίου, και Φίλιππον και Πρόχο­ρον και Νικάνορα και Τίμωνα και Παρμενάν και Νικόλαον προσήλυτον Αν­τιοχέα, ους έστησαν ενώπιον των αποστόλων, και προσευξάμενοι επέθηκαν αυτοίς τας χείρας. και ο λόγος του Θεού ηύξανε, και επληθύνετο ο αριθμός των μαθητών εν Ιερουσαλήμ σφόδρα, πολύς τε όχλος των Ιουδαίων υπήκουον τη πίστει.

 

Έχει παραμείνει λοιπόν το ερώτημα αν οι Νικολαΐτες ήταν αίρεση που ιδρύθηκε από αυτόν εδώ τον προσήλυτον διάκονο Νικόλαο τον Αντιοχέα. Άλλοι απαντούν καταφα­τικά, άλλοι αρνητικά και άλλοι λένε ότι δεν δυνάμεθα να αποφανθούμε. Όλα είναι πι­θανά αλλά εμείς νο­μί­ζομε ότι δεν δυνάμεθα να αποφανθούμε με μια σχετικά πειστική απάντηση. Πάντως ο Νικόλαος ως προσήλυτος και έχων Ελληνικό όνομα ήταν εθνι­κός και όχι Εβραίος. Είναι λοιπόν πιθανόν ότι αντί να εγκαταλείψει τον Χριστιανισμό τον ανέμειξε με τις πρώ­ην χαρούμενες εθνικές συνήθειές του και περιέπεσε στην αί­ρε­ση. Τί να κάνομε; Βαριά η «Χριστιανογερική»!

            Εκείνο που όμως είναι βέβαιο και έχει τεράστια θεολογική και ιστορική ση­μα­σία είναι το γεγονός ότι εκτός από τους Καρποκρα­τικούς υπάρχει από πολύ ενωρίς, ήδη από τον 1ον αιώ­να δηλαδή, και η αίρεση των Νι­κολαϊτών, η οποία αναφέρεται στην Αποκάλυψιν και κατηγο­ρεί­ται για ελεύθερη σε­ξουαλική εκτόνωση! Τί το μεμ­π­τόν; Αλλά στον Χρι­στιανισμό ο ερωτισμός και το σεξ είναι θανάσιμες αμαρτίες, όπως και τα εδώ χωρία της Αποκα­λύψεως μας καθιστούν σαφές. Έτσι εκα­τομμύρια ανθρώ­πων και επί πολλούς αιώνες έχασαν την χαρά έρωτα και καταρράκωσαν την δημιουρ­γικότη­τά του επειδή πέ­ρασε ως γραμμή ένα καταστροφικό βί­τσιο αυ­τής της ισοπεδω­τικά καταστροφικής θρη­σκεί­ας. Ακόμα, βλέπομε και πάλι ότι εν τη γενέσει του (ευ­θύς αμέσως μετά την χρονική περίοδο του υποτιθεμένου Ιησού Χρι­στού) δεν υπήρχε ένας και μοναδικός και άμεμπτος Χριστια­νι­σμός, όπως προπαγανδίζουν οι θεολόγοι, αλλά πολλοί και διάφοροι που εχαρακτηρίστηκαν ως αιρετικοί. Δεν είναι τω όν­τι άκρως περίεργο και άξιον έρευνας αυτό το γεγονός; Βγάλετε λοιπόν επ’ αυτού τα συμπεράσματά σας μόνοι σας και μετά ακολου­θήστε τα με θάρρος και σύνεση.

 

ΜΕΡΙΚΕΣ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ

ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ, ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ

 

              Εδώ αναφέρομε μερικές επιπλέον Εβραιογνωστικοχριστιανικές θεολογικές θέσεις για τη γυναίκα τον έρωτα και την ομοφυλοφιλία. Σε σύγκρι­ση με όλα όσα ανοσιουργή­μα­τα και συμπλέγματα που έχουν καταγράψει η Καινή Διαθήκη και όλοι οι Πατέρες της εκ­κλησίας επ’ αυτού του σοβα­ρού ζητήματος, αυτά που καταγρά­φομε εδώ είναι εξαι­ρε­τικώς ολίγα.

              Πολ­λοί θε­ο­λό­γοι και ιε­ρείς ισχυ­ρί­ζο­νται ότι ο Χρι­στια­νι­σμός ανύ­ψω­σε την κοι­νω­νι­κή θέ­ση της γυ­ναί­κας. Δια­βά­στε λοι­πόν τα μαρ­γαρι­τά­ρια που εί­ναι σπαρμέ­να μέ­σα στις επι­στο­λές του Παύ­λου για τις γυ­ναί­κες : π. χ: Α΄ Πρός Κοριν­θί­ους 7: 1-2. «Κα­λόν εί­ναι εις τον άν­θρω­πον (= άνδραν) να μην αγ­γί­ζει γυ­ναί­κα. Αλλά προς απο­φυ­γή της πορ­νεί­ας, ο κα­θέ­νας ας έχει τη γυ­ναί­κα του…», Πρός Εφε­σί­ους 5: 22-23, Α΄ Πρός Τι­μό­θε­ο 2: 11-14 «Η γυ­ναί­κα πρέ­πει να μα­θαί­νει με ησυ­χία και πλή­ρη υπο­ταγή. Στην γυ­ναί­κα δεν επι­τρέ­πω να δι­δά­σκει ή να εξου­σιά­ζει τον άν­δρα αλ­λά να μέ­νει ήσυ­χη…», και πολλά άλλα. «Μό­νο γι’ αυ­τά θα έπρε­πε οι γυναί­κες να εί­ναι πιο Χριστιανές από τους άν­δρες», όπως εί­πε μια φο­ρά ένας θε­ο­λό­γος! Δεν αξίζει τον κό­πο να επε­κτα­θού­με σε όλο το μήκος και το πλάτος όλων όσων γράφει ο αλλοπρό­σαλ­λος Παύλος περί γάμου και άλλων θεμάτων στην Α΄ Πρός Κοριν­θί­ους όλο το κε­φά­λαιο 7, Πρός Εφε­σί­ους 5: 22 - 33, 6: 1 - 4, κλπ. Αν δεν είναι γνωστά στον ανα­γνώ­σ­τη, τό­τε τον παρακα­λούμε να τα μελετήσει προσεκτικά από το πρωτότυπο ή μια πιστή με­τά­φραση και να τα κρίνει αμερόληπτα. Για την ταπεινή μας γνώμη ενταύθα, ο Παύ­λος αποδεικνύει άλλη μια φορά την αντι­φα­τικότητα, τη βλακεία και την αμορφωσιά του, και ποιος ξέρει, ίσως και τη συνω­μο­σία του.

              Μια πολύ παράξενη και επικίνδυνη εφεύρεση των Χριστιανών κατά της φυ­σι­ο­λογικής και ψυ­χο­λογικής υγείας, της ευγονικής και της διατηρήσεως του είδους, εί­ναι η εξύμνη­ση και η παρό­τρυν­ση της διατηρήσεως της παρθενίας ως υπερ­τάτης αρε­τής και υψηλοτάτου ιδανικού. Έτσι απέκοψαν τις ρί­­ζες του έρωτα που είναι η βά­ση των σχέ­σεων των δύο φύλων, της οι­κογενειακής ζωής, αγά­πης και δημιουργι­κό­τη­τας. Αυτόν τον αυστη­ρό που­ριτανισμό διακηρύττει και τηρεί ο ίδιος ο ιδρυτής αυτής της καταστροφικής θρη­σκείας, ο Ιησούς Χριστός των Κανονικών Ευαγγελίων. Είναι η μόνη εντολή που έδω­σε και ετήρησε ο ίδιος ενώ όσες άλλες έδωσε τις παρέβη. Αυ­τό έρχεται σε αντί­φα­ση με την Παλαιά Διαθήκη όπου ο θεϊκός προφήτης του ιδίου Θεού Πατρός Γιαχβέχ, ο Μωυσής, επιτρέπει τις φυ­σι­ο­λογικές σχέσεις, το σεξ και επι­βάλει τον Γάμο. Έχομε και πλήθος επιβητόρων με­ταξύ των οποίων είναι οι άγιοι κρι­τές Γε­δεών και Σαμψών και οι εκλεκτοί βασιλείς Δαυίδ και Σο­λομών με τα μεγάλα χαρέμια τους. Ακόμα και ο Μωυσής είχε εξωγαμιαίες σχέσεις με μια Αιθιοπίδα. Στον δε Νό­μον του επιτρέπει το δια­ζύγιο ενώ ο Ιησούς το απαγο­ρεύει παντε­λώς εκτός ίσως, και πάλιν ίσως, «επί μοιχεία».

              Πρέπει να τονίσομε ότι οι σεξουαλικές παροτρύνσεις, σχέσεις, διατάξεις, νό­μοι, κλπ, μεταξύ των Εβραίων που απαν­τάμε στην Παλαιά Διαθήκη κατά το μέγα μέ­ρος τους σκοπόν έχουν την αύξηση του πληθυσμού, την φυλετική καθαρότητα του Εβραϊκού έθνους και την δια­τήρηση της ιερατικής κάστας. Η στειρότητα των γυναι­κών και η ακαρπία των αν­δρών εθεωρείτο στίγμα και κατάρα από τον Θεόν! Οι σε­ξουαλικές συνευρέσεις με αλλόφυλους ή τα χαρέμια βασιλιάδων, κλπ, ήταν είτε χάριν ηδονής και ευχαρι­στή­σεως (όπως η περίπτωση του χαρεμιού του Δαυίδ, κ. ά.), είτε χάριν αποκτήσεως νέων δούλων, είτε χάριν πολιτικών σκοπιμοτήτων όπως οι περι­π­τώσεις με τον Σολομώντα, την Εσθήρα, την Ιουδίθ, κ. ά.

              Όσον αφορά τη μητέρα τού Ιησού Χριστού, την μικρή Εβραιοπούλα Μι­ργι­άμ, κατά τους πρώτους χρι­στι­α­νικούς αιώνες δεν έχαιρε καμίας ιδιαιτέρας προσοχής. Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός στο θαύμα εν Κανά, Ιωάννης 2: 4 της ομιλεί τουλάχιστον επι­τακτικά και αγενώς: «λέγει αυτή ο Ιησούς· τί εμοί καί σοί, γύναι; ούπω ήκει η ωρα μου.». (Η φράση «τί εμοί καί σοί» οπουδήποτε αλλού αναφέρεται στην Βίβλο υπονοεί απαρχή εχθρικών διαθέσεων και διαπληκτισμών! Βλέπε π. χ. Λουκάς 8: 27 και άλλα επτά σημεία της Παλαιάς Διαθήκης.). Ο πρώτος συγγράψας και θεολόγος στην Καινή Διαθήκη, Παύ­λος, δεν την ανα­φέρει απολύτως πουθενά, ακόμα και στην Πρός Γαλά­τας 4: 4-5 «ότε δε ήλ­θε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον υι­όν αυτού, γενόμενον εκ γυ­ναι­κός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν απο­λά­βω­μεν.». Ο Ιωάννης Χρυσόστομος ακόμα στο τέλος του τέ­ταρτου αιώνα εκ­νευ­ρί­ζεται μαζί της ... κλπ.

            Από τη σύνοδο της Εφέ­σου το 431 Κ. Ε. όμως και εντεύθεν η Μιργιάμ καθι­ε­ρώθηκε να είναι το σύμ­βο­λο όχι μόνον της παρθενίας αλλά και της αειπαρθενίας, πα­ρά του ότι ο Ματθαίος 1: 25 καθαρά γράφει ότι: «και [ο Ιωσήφ] ουκ εγίνωσκεν αυτήν [την Μι­ργιάμ] έως ου (δηλαδή, μέχρις ότου) έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εκάλε­σε το όνο­μα αυ­τού Ιησούν.». Που επομένως σημαίνει ότι μετά που γέννησε τον υιόν της τον πρωτό­τοκον ο Ιωσήφ την «εγίγνωσκε!». Δεν υπάρχει τίποτα απολύ­τως μεμπτόν αν ο Ιωσήφ την «εγίγνωσκε» μετά την γέννηση του Ιησού. Αλλά στην Χριστιανική θεολογία, ηθική και δογματική βρίσκει κανείς τα πιο απίθανα και παρά­λογα πράγματα. Ακόμη, για τα άλλα παιδιά της ή τα λεγόμενα αδέλφια του Ιησού (τουλάχιστον 4 αδελφοί και 2 αδελφές ), όπως μας ανα­φέρουν τα Ευ­αγγελία Ματ­θαίος 12: 46, 13: 55-56, Μάρκος 6: 3, Ιωάννης 6: 42, 7: 5, οι Χριστιανοί ­από τον τέταρτο αι­ώνα και μετά διέδωσαν την φήμη ότι δεν ήταν δικά της αλ­λά του Ιωσήφ από άλλη γυ­ναί­κα, την οποία μόνο αυτοί γνωρίζουν διότι μόνο αυτοί την κατασκεύασαν. Πολ­λές αναλύσεις αυτής της εκ­δοχής που εί­χα την τύχη να εξε­τάσω έχουν αποδείξει ότι πρόκειται για ένα «καθολικό-ορ­θό­δο­ξο» χρι­στι­α­νι­κό παραμυθάκι μόνο για μω­ρά παι­διά! Οι Μάρτυρες του Ιαχωβά, σχε­δόν όλοι οι Προ­τεστάντες και άλλες χριστι­α­νι­κές αιρέσεις έχουν απορρίψει πλήρως την εκδοχή αυ­τή την οποία και μάλιστα θεω­ρούν χάλ­κευση, μεγά­λο ψέμα δηλαδή, των Καθολι­κών - Ορθοδόξων. Ο νοών νοησά­τω! Εμείς, εδώ, δεν θα επε­κταθούμε άλλο επ’ αυτού και το ποιος έχει δίκιο θα το αφήσο­με μετα­ξύ όλων των χριστιανών και όταν το βρούνε να μας το ανακοινώσουν.

Μετά ταύτα η Μιργιάμ ονομά­στη­κε: Μαρία ή Μαριάμ, αειπάρθενος, θεό­νυμ­φος, θεομή­τωρ, πλα­τυτέρα των ουρανών και ετέθη υπερ­ά­νω όλων των αγί­ων και των αγγέλων. Όποιος διαβάσει το Ακάθιστο Ύμνο και τις ακολουθίες όλων των εορτών προς τιμήν της Μι­ργιάμ θα βρει εκατοντάδες κοσμητικά επίθετα και φράσεις που τις έχουν απο­δοθεί. Ακόμη, οι Καθολικοί, τον 12ον αιώνα διά του Bernard de Clairvaux, προ­χώ­ρη­σαν στο να θε­σπί­σουν ότι: H γέννηση της Παναγίας Μιργιάμ, Μαρίας, Μα­ριάμ, από την γερόντισσα Εβραία μη­τέρα της (Χ)Άννα(χ) και τον γέροντα πατέρας της Ιωα­κείμ, ήταν άμω­μη που εδώ σημαίνει ότι η Μιργιάμ εγεννήθηκε χωρίς να φέρει το προπατορικό αμάρ­τημα του Αδάμ και της Εύας, στίγμα το οποίο φέρει κάθε άνθ­ρω­πος ερχόμενος εις τον κόσμον! Στον Ακάθιστο Ύμνο η παρθενία και αειπαρθε­νία της Μι­ργιάμ εξυμ­νείται αστα­μά­τη­τα. Τό­σο τεράστια είναι η εμμονή των Χριστιανών ιε­ρο­κη­ρύκων στην παρ­θενία, την εξύμνη­ση και την διατή­ρη­σή της! Εκτός όμως ολί­γων εξαιρέσεων αδυνα­τούν να την τηρούν!

              Ένα σπουδαίο βιβλίο Bestseller πάνω στην αντιμε­τώπι­ση του σεξουαλικού ζη­τήματος από την χριστιανική εκκλησία είναι το: Eunuchs for the Kingdom of Hea­ven (Ευνούχοι για την Βα­σιλεία των Ουρανών) της Γερμανίδας καθολικής θεο­λόγου Uta-Ranke Heinemann, εκδόσεις Pinguin, το οποίο και συστήνομε προς με­λέτη. Μέ­σα στις Επιστολές του Παύλου, στην Απο­κάλυψιν του Ιωάν­νου, σε διάφορα μέρη της Ιε­ράς Παρα­δόσεως και γραμμα­τείας των πατέρων κ.α. η αρετή της απο­λύτου παρθε­νί­ας είναι ξε­κάθαρη και απευ­θύ­­νε­ται και στους άνδρες και στις γυ­ναί­κες. Παντού επι­κ­ρα­τεί η ψυχοπαθολο­γι­κή εμμο­νή «μη μολυνθείς μετά γυναι­κών»! Ιδού ένα χωρίο:

 

Απο­κάλυψις 14: 3-5 «και άδουσιν ωδήν καινήν ενώπιον του θρόνου και ενώ­πιον των τεσ­σάρων ζώων και των πρεσβυτέρων· και ουδείς εδύνατο μαθείν την ωδήν ει μη αι εκα­τόν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες, οι ηγορασμένοι από της γης. ούτοί εισίν οί με­τά γυναικών ουκ εμολύνθησαν· παρθένοι γαρ εισίν. ούτοί εισίν οι ακολουθούντες τω αρνίω όπου αν υπάγη. ούτοι ηγο­ρά­σθησαν από των ανθρώπων απαρχή τω Θεώ και τω αρνίω· και ουχ ευρέθη ψεύδος εν τω στόματι αυτών· άμωμοι γαρ εισίν.».

 

Περίεργα πράγματα! Επειδή αυτοί οι εκα­τόν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες άνδρες είναι άμωμοι διά τούτο και αυτομάτως δεν είναι ψεύτες! Να ένας σίγουρος τρόπος να εκλείψουν οι ψεύτες! διά της χριστιανικής ελλειπτικής λογικής! Τί ωραία πράγματα που μαθαίνομε!

              Επί πλέον το χωρίο αυτό σαφώς δηλώνει και ότι η γυναίκα είναι μό­λυνση, κα­τάρα, μία­σμα... και όλα αυτά τα ωραία στο­λίδια με τα ο­ποία την στολί­ζουν. Ο ερω­τι­σμός, η συν­­εύ­ρε­ση, η συνου­σία, ο αυτο­ερωτι­σμός, κ.λ.π., δεν θε­ω­ρούν­ται όμορ­φες, φυσι­κές και φυσιο­λογι­κές ανάγ­κες του ανθρώ­που αλ­λά καταδι­κά­ζον­ται ως βα­ριές α­μαρ­τίες και ανθρώπινες αδυ­να­μίες. Όποι­ος δια­πράτ­τει ή απλώς δια­νοείται κάτι από αυτά είναι ένοχος και πρέπει να έ­χει τύψεις και ενο­χές μέχρι και την άλλη ζωή. Π. χ. βλέπε την θέση του ιδρυτού Ιησού Χριστού:

 

Ματθαίος 5: 27-30 «’Ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις, ου μοιχεύσεις. Εγώ (ο ίδιος ο Ιησούς Χρι­στός μιλάει εδώ) δε λέγω υμίν ότι πας ο βλέπων γυ­ναί­κα προς το επιθυμήσαι αυ­τήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού. ει δε ο οφθαλμός σου ο δεξιός σκανδα­λίζει σε, έξελε αυτόν και βάλε από σου· συμφέρει γαρ σοι ίνα απόληται εν των μελών σου και μη όλον το σώμα σου βληθή εις γέενναν. και ει η δεξιά σου χείρ σκανδαλίζει σε, έκκοψον αυ­τήν και βάλε από σου· συμφέρει γαρ σοι ίνα απόληται εν των μελών σου και μη όλον το σώμά σου βληθή εις γέενναν.».

 

Κύριε νέε τάδε: όταν βλέπεις μια οποιαδήποτε γυναίκα που σου αρέσει και την ορέ­γε­σαι δεν σου επιτρέπεται να την επιθυμήσεις αλλά να παραμείνεις σαν ξερή σανίδα. Αλλιώς διαπράττεις αμαρτία ισοδύναμη με μοιχεία η οποία από τον Μωσαϊκό Νόμο τιμωρείται με θάνατο διά λιθοβολισμού. Πά­ρα πολύ ωραία!... Νεαρέ τάδε: να μην έχεις καμιά σεξουαλική επιθυμία, αλλά να συμπεριφέρεσαι σαν ένα ξερό κούτσουρο. Αυτά εδώ τα λόγια του ιδρυτού του Χρι­στιανισμού Ιη­σού Χριστού είναι το άκρον άωτον του καταστροφικού αντιερωτισμού, και της διαστρο­φής. Βγάλετε μόνοι σας συμπεράσματα. Τα λόγια αυτά ομιλούν μόνα τους! Βέβαια, για τη γυ­ναίκα που επι­θυ­μεί κάποιον άνδρα τής αρεσκείας της εδώ ο ιδρυτής δεν μας λέγει τί­ποτα απολύτως. Αυτό ίσως να σημαίνει ότι, όταν μια γυναίκα επιθυμεί έναν ωραίον άνδρα και έχει φαντασιώσεις δεν διαπράττει αμαρτία. Ακόμα μπορεί να σημαίνει ότι ο ιδρυ­τής, καί­τοι θεός, δεν είχε ιδέα περί γυναικείων επιθυμιών και φαν­τασιώσεων!... Τί πάνσοφος αλήθεια!

            Πολύ θέλομε να μας εξηγήσουν οι ιθύνοντες του Χριστια­νισμού γιατί εδώ αναφέρει ρητώς μόνο την δεξιά χείρα. Αν δηλαδή μας σκανδαλίσει η αριστερά χεί­ρα τότε μπορούμε να μην την αποκόψομε και να την χρησιμοποιήσομε στο σκάνδαλό μας χωρίς καμία τιμωρία; Πολλά τέτοια μαργαριτάρια καταγράφονται σε όλα τα θεό­πνευ­στα Ευαγγέλια και στους Πατέρες! Χρι­στι­α­νοί βρείτε τα όλα, μελετήσετε τα και εφαρ­μόσετε πιστά τους λόγους και τις εντολές του Θεού σας! Και ξαναρωτάμε: γιατί άραγε η δεξιά χείρα;

Ιδού τι διεστραμμένα πράγματα παραγγέλλει ο Παύλος στο ζήτημα της παν­τρειάς και των χηρών. Στην Α΄ Πρός Κορινθίους 7: 8-9 γράφει: «Λέγω δε τοις αγά­μοις και ταις χήραις, καλόν αυτοίς εσ­τιν εάν μείνωσιν ως καγώ. ει δε ουκ εγκ­ρα­τεύονται, γαμησάτωσαν· κρείσσον γαρ εστι γαμήσαι ή πυρού­σθαι.», παρά τα μετέω­ρα λόγια τού στα­θερά αντι­φατικού Παύ­λου στην Πρός Ρωμαί­ους 7: 2-3 «η γαρ ύπαν­δρος γυνή τω ζώντι ανδρί δέδεται νόμω· εάν δε αποθάνη ο ανήρ, κατήργηται από του νόμου του ανδρός. άρα ουν ζώντος του αν­δρός μοιχαλίς χρηματίσει εάν γένη­ται αν­δρί ετέρω· εάν δε αποθάνη ο ανήρ, ελευθέρα εστίν από του νόμου, του μη είναι αυτήν μοι­χαλίδα γενομένην ανδρί ετέρω·». Στην Πρός Ρωμαί­ους δη­λαδή αναφέρει μια διάταξη καταργήσεως εκ του νόμου του ανδρός, χωρίς όμως να συστή­νει καμιά εντολή, δική του ή θεϊκή, για το μετά επί του πρακτέου όπως κάνει στην Α΄ Πρός Κο­ρινθίους. Όλο το κεφάλαιο 7 της Α΄ Πρός Κο­ρινθίους είναι χάρμα διαστ­ροφής, συμπ­λεγματισμού και καταστροφικότητος! Οφείλομε να ομολογήσομε ότι ο Παύλος, «προς τι­μήν του ...», κά­νει την εξαί­ρε­ση στους αγάμους και στις χήρες να ξα­ναπαν­τρευτούν μό­νο αν η «πύρω­σίς» των δεν κρατι­έ­ται άλλο..., σαν δεν ντρεπόμαστε λιγά­κι! Αν όμως η «πύ­ρωσίς» των ελέγχεται κατά κάποιον τρόπο ..., τότε καλόν είναι να μείνουν όπως και αυτός ... δηλαδή άγα­μοι, ... κλπ. (Ακόμα για δεύτερη παντρειά, χήρες και ζωντοχή­ρες διαβάστε και κρί­νετε αντι­κειμενικά: Ματθαίος 19: 9-10, Μάρ­κος 10: 11-12, Λου­κάς 16: 18.). Ο Παύλος επαναλαμβάνει το ίδιο και χειρότερο πνεύμα στην Α΄ Πρός Τιμό­θεον 5: 5-16 και θα χαρείτε πάρα πολύ τον τρόπο με τον οποίο στολί­ζει ειδικά τις νέες χή­ρες. Δια­βάστε, δώσετε προ­σοχή και αναλύσετε:

 

 «η δε όντως χήρα και μεμονωμένη ήλπικεν επί τον Θεόν και προσμένει ταις δεήσεσι και ταις προσευχαίς νυκτός και ημέρας· η δε σπαταλώσα ζώσα τέθ­νηκε. και ταύτα παράγγελλε, ίνα ανεπί­ληπτοι ώσιν. ει δε τις των ιδίων και μά­λιστα των οικείων ου προ­νο­εί, την πίστιν ήρ­νη­ται και έστιν απίστου χείρων. Χήρα καταλεγέσθω μη έλαττον ετών εξήκοντα γεγο­νυία, ενός ανδρός γυ­νή, εν έργοις κα­λοίς μαρτυρουμένη, ει ετεκνοτρόφησεν, ει εξενο­δόχησεν, ει αγίων πό­δας ένιψεν, ει θλιβομένοις επήρκεσεν, ει παντί έργω αγαθω επη­κο­λούθησε. νεωτέρας δε χήρας παραιτού· όταν γαρ καταστρηνιάσωσι του Χρι­στού, γαμείν θέλουσιν, έχουσαι κρίμα, ότι την πρώτην πίστιν ηθέτη­σαν· άμα δε και αργαί μανθάνουσι περιερχόμεναι τας οικίας, ου μόνον δε αργαί, αλλά και φλύαροι και περίεργοι, λαλούσαι τα μη δέοντα. βούλομαι ουν νεωτέρας γαμείν, τεκνογονείν, οικοδεσποτείν, μηδεμίαν αφορμήν δι­δόναι τω αντικειμένω λοιδορίας χάριν. ήδη γαρ τινες εξετράπησαν οπίσω του σατανά. ει τις πιστός ή πιστή έχει χήρας, επαρκείτω αυταίς, και μη βαρείσθω η εκκλησία, ίνα ταις όν­τως χήραις επαρκέση.».

 

Τί να πρωτοπεί κανείς για όποιον έγραψε αυτό εδώ το κείμενο, το μίσος του, τον κομπλεξισμό του, την διαστροφή του! Θα άξιζε μια εκτενής ανάλυση αυτού του κα­ταστροφικού και διεστραμμένου κειμένου να γραφτεί από κοινωνιολόγους, ψυχολό­γους και ειδικούς ψυχιάτρους. Αυτός ο αντιφατικός τύπος στην αρχή παραγγέλλει «νεωτέρας δε χήρας παραιτού·», αλλά μετ’ ολίγον προστάζει «βούλομαι ουν νεω­τέρας γα­μείν, κτλ.». Η ενδόμυχη επιθυμία αυτού του ακατονομά­στου και ανωμάλου τύπου είναι οι νέες χήρες να μην επιθυμούν να ξανα­παντρευτούν και θεωρεί την ερω­τική επιθυμία τους ως ασέλγεια προς τον Χρι­στόν («καταστρηνιάσωσι του Χρι­σ­τού»). Μετ’ ολίγον όμως τους κάνει την παρα­χώ­ρηση υπό τύπον υποχωρήσεως και με τις συνθήκες που βάζει αυτός. Προσέξατε καλά την λεξούλα «ουν»! Πίσω απ’ αυ­τό το εδάφιο η νέα ξαναπαντρεμένη χήρα εννοείται ουσιαστικά στιγματισμένη. Μόνο ένας ανώμαλος μπορεί να γράφει τέτοιες αισχρές γελοιότη­τες. Τί να πει κανείς; Πρέ­πει επί­σης να προσέξομε ότι παραλεί­πει να δώσει ανάλογες παραγγελίες για τις μεσή­λι­κες και ηλικιωμένες χήρες και τους χήρους άνδρες γενι­κώς. Μα καλά, αν μια μεσή­λι­κη χήρα ήθελε να ξαναπαντρευτεί, έτσι για τους λόγους της, αυτή αγνοήθηκε πλή­ρως; Δεν υπήρ­χαν χήροι άνδρες, ή αυτοί δεν είχαν επιθυμί­ες, ή με την χηρεία των γι­νόταν αυτο­μάτως άγιοι, γι’ αυτό το ελεεινό υποκεί­μενο που συ­νέταξε αυτό το αισχρό κείμε­νο. Τα αίσχη και τα χάλια τους είναι ανυπολόγιστα ... ! Κα­θαρός μισο­γυ­νισμός και δια­στροφή άνευ λόγου και αιτίας σε όλο τους το μεγαλείο. Γυναί­κες τι λέτε; Είσ­τε ακό­μα Χρισ­τιανές; Παραδέχεστε αυτά τα πράγματα; Αν είστε, τότε να τα παραδεχ­θείτε και να τα εφαρμόζετε!

            Στην ίδια επιστολή επίσης ο Παύλος γράφει:

 

Α΄ Πρός Τι­μό­θε­ 2: 9-15: «ωσαύτως και τας γυναίκας εν καταστολή κο­σμίω, μετά αιδούς και σωφροσύνης κοσμείν εαυτάς, μη εν πλέγμασιν ή χρυσω ή μαργαρίταις ή ιματισμω πολυτελεί, 10 αλλ' ό πρέπει γυναιξίν επαγγελλομέναις θεοσέβειαν, δι' έργων αγαθών. Γυνή εν ησυχία μαν­θα­νέ­τω εν πάση υποταγή· γυναικί δε διδάσκειν ουκ επιτρέπω, ουδέ αυθεντείν ανδρός, αλλ' είναι εν ησυχία. Αδάμ γαρ πρώτος επλάσθη, είτα Εύα· και Αδάμ ουκ ηπατήθη, η δε γυνή απατηθείσα εν παραβάσει γέγονε· σωθή­σε­ται δε διά της τεκνογονίας, εάν μείνωσιν εν πίστει και αγάπη και αγια­σμω μετά σωφροσύνης.».

 

Εδώ στον στίχο 15, ο Παύλος δηλώνει ότι η γυναίκα θα σωθεί με το να γεννάει παι­διά αλλά κάτω από τους περιορισμούς που βάζει. Αν τώρα μια νέα χήρα δεν πρόφθα­σε να κάνει παιδιά, με όσα είδαμε πριν, δεν της δίνει την ευκαιρία να ερωτευτεί και να ξανα­παν­τρευτεί για να κάνει παιδιά για να σωθεί. Δηλαδή τί θα γίνει μ’ αυτήν; Αυτή την πήρε και την σήκωσε...! Οπότε, τί να πεις κανείς μ’ αυτόν τον αντιφατικό και ανώμαλο Παύλο. Μό­νο ένας κομπλεξάκιας σχι­ζοφρενής μπορεί να γράφει και να πιστεύει τέτοιες κα­τα­στροφικές αντιφάσεις.

Παρ’ όλα τα αηδιαστικά, καταστροφικά και συμπλεγματικά λόγια περί γυναι­κών, χηρών, παρθενίας και γάμου εξ ανάγκης (προς αποφυγήν της πορνείας ή λόγω ανεξέλεγ­κτης πυρώσεως, Α΄ Πρός Κο­­­ριν­θίoυς 7: 1-40) πoυ παντού μέσα στις επι­σ­το­λές του αραδιάζει o Παύλoς, τoν βλέπo­με «ως κεραυνόν εν αιθρία» να δια­μαρ­τύ­ρε­ται σ’ ένα σημείο ως εξής:

 

 Α΄ Πρός Κο­­­ριν­θίoυς 9: 3-5, «Αυτή είναι η υπεράσπισίς μου προς εκείνους πού μέ επικρίνουν. Μήπως εμείς δέν έχομε δικαίωμα νά φάμε καί νά πιούμε; Μή­πως δέν έχoμεν καί ημείς δι­καί­ω­μα νά πε­ρι­φέ­ρω­μεν εις τάς πε­ριoδεί­ας μας αδελ­φήν γυ­ναί­καν, διά νά μάς υπη­ρε­τή κα­θώς πράτ­τoυν καί oι λoιπoί από­στoλoι καί oι αδελ­φoί τoύ Κυ­ρίoυ καί o Κη­φάς;».

 

Φαίνεται ότι κάποιοι στην Κόρινθο τον κατηγόρησαν για κάποια σχέση που είχε με κάποια γυναίκα, ενώ ο ίδιος κάνει τον φανατικό και ασύστολο ηθικολόγο στα κε­φά­λαιο 5 και 7 της ίδιας επιστολής, σε τέτοιο βαθμό που χωρίς να έχει εξετάσει τα πράγ­ματα επαρκώς έχει ήδη κα­ταδι­κά­σει κάποιον εις θάνατον, κλπ, όπως ήδη έχομε ανα­π­τύξει παραπάνω. Έτσι τώ­ρα δικαιολογείται και απολογείται σ’ αυτή την κατηγορία σφο­δρότατα. Στην καλλί­τε­ρη λοιπόν περίπτωση εδώ μπο­ρούμε να πούμε ότι, πολύ άρε­σε στον Παύλο (όπως και σε άλλους από την χρι­στι­ανική παρέα του) η υπη­ρε­σία των γυ­ναικών! Τότε ση­μα­σία έχει το γεγο­νός ότι, πα­ρά την πρωτοφανή υπoβά­θ­μι­ση της γυ­ναί­κας που προπα­γανδίζει ο Παύλος και όλος ο Χριστιανισμός, πολύ του άρε­σε να τoν υπη­ρε­τεί μια γυ­ναίκα κα­τά τις πε­ριoδεί­ες τoυ. Στη χειρότερη όμως περίπτωση, κατά την οποία οι θεολόγοι μένουν άναυδοι λες και έγινε κοσμοχαλασιά, τούτα ‘δω τα λόγια του Παύλου ση­μαί­νουν επί πλέον και την ελεύθερη ερωτική σχέση του με κάποια γυ­ναίκα (ίσως την Θέ­κλα κατά την παράδοση), η οποία (σχέση) ήταν θεμιτή για την πρω­το­χρι­στιανική εσ­χατολογία εφ’ όσον αυτή (η σχέση) παρέ­μενε άκαρπη (άνευ τέκνων).

            Υπάρ­χει μια ανάλoγη περίπτωση και με τoν εκ­κλη­σια­στι­κό φω­στή­ρα Iε­ρώ­νυ­μo και μια χή­ρα, η οποία όταν πέ­θα­νε o άντρας της ακoλoύ­θη­σε τoν Ιερώνυμο για να τον υπη­ρετεί όταν αυτός πή­γε και έμει­­νε για πoλύ και­ρό στην Πα­λαιστίνη. Ο Ιερώ­νυ­μος σε δύο τουλάχιστον γραπτά του ονομάζει την ανωτέρω γυναίκα του Παύλου «αδελ­φήν σύζυ­γον = sororem mulierem», που σημαίνει ότι για τον Ιερώνυμο ο Παύ­λος είχε σεξουαλική σχέση μαζί της. Αυ­τός δε ο Μέ­γας Χριστιανικός Φωστήρ Ιερώ­νυμος «θε­ωρεί ότι η φυσιολογική γενε­τή­σι­ος λει­τουργία συνίσταται εις τον υστερικόν αυνανι­σμόν!». Ιδού τα χάλια τους!... Σας αρέσουν λοιπόν οι Πατέρες;

Στον Χριστιανισμό ο έρωτας και η έλξη των δύο φύλων όχι μόνο αγνοείται παντελώς αλλά και έχει καταδικαστεί σαν αμαρτία, ατιμία και μιαρότητα. Κατα­στρέ­φει δηλαδή την με­γαλύτερη κινητήρια δύναμη δημιουργίας και πολιτι­σμού. Αυτό θα πει καταστρο­φική θρησκεία εν δράσει! Αυτό είναι και το άκρον άωτον μιας άκρως κατα­στροφικής και σχιζοφρενικής θεολογίας: Ο παντοδύναμος δημιουργός Θεός Πα­τήρ των Χριστιανών εποίησε τα πάντα, και το άρσεν και το θήλυ και τους έδωσε την φυ­σική μεταξύ των έλξη. Έρχεται όμως μετά είτε ο ίδιος διά του ομοουσίου Υιού του όπως μόλις είδαμε, είτε διά των θε­ο­φόρων αντι­προσώπων του (όπως ο Παύλος, ο Χρυσόστομος, ο Αυγουστίνος, κ. ά.) να την καταδι­κά­σει και να την κατατάξει στις βαριές αμαρτίες και αντ’ αυτής να εξά­ρει την παρθενία ως υπέρ­τατη αρετή!

Ο Γερμανός φι­λόσοφος Friedrich W. Nietzsche (1844 – 1900) κατήγγειλε αυ­τή τη βροντε­ρή εξόφθαλμη αντίφαση, σχιζοφρένεια και παντελή αδιαφορία για τον έρω­τα στον Χριστιανισμό. Ο Πλάτων ( 427; – 347;), εξηγεί στο Συμπόσιον ότι ο έρως εί­ναι ο δαίμων (με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου και όχι με τη ανόητη χριστιανική), δηλαδή μεσολαβητής μεταξύ θνητών και αθανάτων, ο οποίος συν τω χρώνω φέ­ρει την ευδαιμονία των αθα­νάτων θεών στους θνητούς ανθρώπους. Αυτό το ίδιο με τα ίδια περίπου λόγια επα­να­λαμβάνει πολύ αργότερα ο W. A. Mozart (1756 – 1991) με τον E. Schikaneder (1751 – 1812) στην ανυπέρβλητη όπερά τους «O Μα­γι­κός Αυλός» (Die Zauber­flöte), όπου και δηλώνουν ότι ο έρως κι­νεί τους τροχούς της φύσεως (“…sie wirkt im Kreise der Nature…”, κλπ., στο απαράμιλλο ντουέτο της Παμίνας με τον Πα­παγκένο “Bei Männern, welche Liebe fühlen”…). Αλλά για τους άφυλους, ευνού­χους, αναχω­ρη­τές, κλπ, Χριστιανούς όλα αυτά είναι βλασφημίες, μια­ρότητες, αμαρ­τί­ες, βεβηλώσεις, κλπ.

              Αφού έτσι το θέλησε ο διεστραμμένος, ψευ­δο­λόγος και κομπλεξικός Ιερός Αυγου­στίνος, κ. ά., το ερω­τικό στοιχείο της ανθρώ­πι­νης φύ­σης πρέπει να εξα­λειφθεί πλήρως, αλ­λά οι συνεπαγόμενες πα­θήσεις και ψυχολογικές διαταραχές ας αυξηθούν και ας γεμί­ζουν τα φρενοκο­μεία. Οι θεό­πνευστοι πάπες, επίσκοποι, σύνοδοι, κλπ, υιο­θέτησαν αυτές τις διεστραμ­μένες θέσεις του πανα­θλί­ου και μοιραίου Αυ­γου­στί­νου και καταδίκασαν τον Πελάγιον ο οποίος εί­χε αντίθετες απόψεις. Βεβαίως πολλοί απ’ αυτούς δεν θα τη­ρή­σουν αυ­τές τις αυστη­ρές εντολές αλ­λά θα αφεθούν σε παντός είδους όργια και κρυ­φές σεξουαλικές συνευ­ρέσεις. Ο διεγερτικότατος χορός των μα­νουαλιών, τα όργια, οι ακολασίες και οι απι­στίες του Πά­πα Ρώμης Λέ­οντος Χ και πολ­λών άλλων, κα­θώς και διάφορα μονα­στη­ρι­ακά όργια δεν αν­τι­προσωπεύουν πα­ρά μόνο ένα πολύ μικρό μέρος όλων των χριστιανικών οργια­στικών σεξου­αλι­κών συμ­βάντων.

              Ένα από τα ισχυρότερα συμπλέγματα, του μοιραίου για την ανθρωπότητα και τον πολιτι­σμό, τού συμπλεγματικού Ιερού Αυγουστίνου ήταν το ότι θρηνούσε το γε­γονός ότι κάθε άνθρωπος ερχόμενος εις τον κόσμο εξέρχεται «ανάμενα στα ούρα και στα κό­πρανα». Ακόμα δικαιολόγησε το ότι ο Θεός και παντοδύναμος δημιουργός έδωσε στους πρωτοπλάστους, Αδάμ και Εύα, τα γεννητικά όργανα με την εξήγηση ότι ο Θεός προε­γνώριζε το ότι θα αμάρταναν και θα έπιπταν και έτσι θα τα χρειαζό­ταν μετά. Αλλά πριν από την πτώση η ίδια η Γραφή δηλώνει πως όταν ο Θεός εδη­μι­ούργησε τους πρωτοπλάστους τους ευλόγησε και τους είπε: «αυξάνεσθε και πληθύ­νε­σθε...». Ιδού λοιπόν τι εστί χριστιανική αντιφατικότης και τι εστί Αυγουστίνος, τον οποίον η χριστιανική εκκλησία ονόμασε Ιερόν και τον κατά­ταξε στους αγίους και με­γίστους φω­στήρες της.

              Έπρεπε επίσης να έ­χομε δυο μέτρα και δυο στα­θμά: όσες γυ­ναίκες και όσοι άνδρες είχαν «εκείνο το δαιμονάκι» που προκαλούσε στους άλ­λους ή στις άλλες σε­ξουαλικές επιθυμίες συλλαμβάνονταν και εξοντώνονταν με κάθε φρικτό βασα­νι­στή­ριο και νοσηρό τρό­πο. Όποια γυ­ναί­κα συλλαμ­βανόταν να έχει πλα­γιάσει με «incubus -bi» (δαιμόνια που έκαναν έ­ρωτα τη νύκτα με γυναί­κες καθώς αυτές κοι­μό­ταν) και όποιος άν­δρας συλλαμ­βανόταν να έχει πλα­γιάσει με «succubus -bi» (δαιμ­ό­νια που έ­καναν έρωτα τη νύ­κτα με άνδρες καθώς αυτοί κοιμόνταν) έπρεπε να αποδεί­ξει ότι «δεν είναι ελέ­φας», αλλιώς την ή τον πε­ρί­με­ναν τα πιο επώδυνα βασανιστήρια μέχρις ότου ξε­ψυχήσει. Στη μαύρη βί­βλο κα­τά των μα­γισ­σών, το τρομα­κτι­κό βιβλίο, εγχει­ρί­διο, της καθολικής εκκλησίας Ma­l­leus Malefi­ca­rum (Η Σφύρα κατά των Κα­κο­πρα­γούντων) αναγράφονται διαγνωστι­κές, λεπτομερείς μέθοδοι για την διαπί­στωση του αν η εγκυμοσύνη μιας γυναίκας προερ­χόταν από κανονικό άνδρα ή από incubus. Πε­ριττό να γράψομε εδώ τί πάθαινε η γυναίκα, αν είχε μείνει έγκυος από κανέναν incubus...! Το αφήνομε στην φαντα­σία σας...

        Σχετικά με ερωτύλους δαίμονες (τον Ασμοδαίο) διαβάστε και το βιβλίο Τωβίτ, το οποίο ανήκει στην χριστιανική Παλαιά Διαθήκη αλλά όχι στην Εβραϊκή. Γρά­φτηκε από άγνω­στο συγγραφέα κατά τον δεύτερο αιώνα Π.Κ.Ε. Όποιος είναι με τα καλά του απορεί πως υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν σ’ ένα τέτοιο ανόητο τε­ρατούρ­γη­μα δαιμονολο­γί­ας και δεισιδαιμονίας. Διαβάστε το από περιέργεια να δείτε τι θα πει κρετινισμός, με ερωτύλους δαίμονες, θανάτους, συκώτια και χολές ψαριών, καπνούς, τον αρχάγγελο Ραφαήλ, χρυσές δραχμές, και ένα σωρό ανόητα αντι­αι­σθη­τι­κά και σαχλά παραμύθια. Ενώ λοιπόν οι Εβραίοι το απέρριψαν οι Χριστιανοί το πε­ριμά­ζε­ψαν!

            Επίσης όποιος άνδρας ή όποια γυ­ναί­κα υπέφερε από διάφορες εμμονές ή είχε αλλόκοτη όψη εθεωρείτο μάγος ή μά­γισσα και έπρε­πε πά­ση θυσία να θανα­τωθεί είτε με κάψιμο, είτε με πνίξιμο, εί­τε με διάφορα άλλα χρι­στιανικά βασανιστή­ρια. Πολλές χιλιάδες κόσμος πλήρω­σαν πο­λύ ακριβά αυ­τές τις εμμονές τους μέχρι και αρκετά πρόσφατα. Θεσπέσια πράγμα­τα άπειρης θεο­πνευστίας έχομε εδώ... Η χριστιανική παράνοια και δια­στροφή δεν έχει κανένα μέτρο. Πουθενά αλ­λού δεν έχουν σημειωθεί τέτοιοι πα­ραλογισμοί, εγκλήματα, βασανιστήρια και φρικαλεό­τη­τες!

     Στον Χριστιανισμό ακό­μα και η τεκνο­ποίη­ση θεωρείται αμαρ­τία, κατά το « ... Ιδού γάρ εν ανομίαις συνελήφθην καί εν αμαρ­τίαις εκίσσησέ με ή μήτηρ μου ... » του Εβραϊκού Ψαλμού 50: 7 (ή 51: 5 σε άλλες εκδόσεις). Γί­­νε­ται μόνον εξ’ ανάγκης («κατ’ οικονο­μί­αν» όπως τους αρέσει να λένε λογίως) για να μην σβήσει το αν­θρώ­πι­νο γένος. Αυτό έγινε εκ των πραγμάτων αφού τελικά δεν ήλθε εκείνο το πολυπό­θη­το τέλος του κόσμου μαζί με εκείνη την περίφημη Δευτέρα Παρουσία που περί­με­ναν αμε­σότατα οι πρώτοι Χριστιανοί και ο Παύλος. Ακόμα αυτή η εξ ανάγκης σε­ξου­α­λι­κή συνεύρε­ση πρέ­πει να γίνεται χωρίς καμία απολύ­τως απόλαυση ηδονής και στο σκο­τά­δι. Η από­λαυση ηδονής είναι μεγάλη αμαρτία για τους διεστραμμένους Χριστι­ανούς.

     Τέλος η λεχώ­να χρειά­ζεται ει­δι­κή ιεροπραξία για να εξιλεώσει την «α­μα­ρ­τία» της, 40 μέ­ρες μετά την γέννα· να σαραντίσει όπως λέει ο λαός, που ση­μαί­νει ότι για 40 μέρες η μη­τέρα και το μωρό δεν μπορούν να εξέρχονται από το σπίτι τους προς βλάβη της υγείας των. Με­τά όμως, το πρώτο πράγμα που η μάνα οφείλει να πρά­ξει είναι το να επισκεφτεί τον ιερέα για την ειδι­κή ιε­ροπραξία με ευχές, εξορκισμούς, κλπ. Έτσι έ­χουν θε­σπιστεί αυ­τά τα πράγμα­τα από τον Μωσαϊκό Νόμο και από την χρι­στιανι­κή εκ­κλησία. Ακόμα και η Παναγία έκανε κα­θαρμό 8 μέρες μετά την γένη­ση του Ιησού κατά τον Νόμον του Μωυσέως, Λουκάς Β΄: 22.

     Η γυ­ναί­κα λοιπόν γί­νε­ται απλώς μια καταραμένη βρεφομηχανή και αυτό μόνο εξ’ α­νάγ­κης. Μα το λέει και ο Παύλος στην Α΄ Πρός Τιμόθεον 2: 15, «η γυναί­κα θα σω­θεί με το να γεννά παιδιά». Άραγε, όσες γυναίκες για οποιοδήποτε λόγο δεν μπο­ρούν να τε­κνο­ποιήσουν θα ριφθούν στο πυρ το εξώτερο; Θεολόγοι τί έχετε να πείτε;

     Εί δυνατόν όμως, η γυναίκα να σταματήσει να είναι γυ­ναίκα και με τις νησ­τείες να κα­τορ­θώσει να στα­ματήσει τα έμμηνά της. Επανερχόμαστε δηλαδή σ’ αυτό που τονίσαμε και πριν ότι ο Χριστιανισμός επιδιώκει την αφυλίαν! Αυτό αποτελεί μεγάλη αρετή στον Χρι­στι­ανισμό αλλά ταυτο­χρόνως και με­γάλη σχιζοφρένεια. Στον Μωσα­ϊ­κό Νόμο τα γυναι­κεία έμμηνα θεω­ρούνται μόλυν­ση και ακα­θαρσία. Γι’ αυτό απαγο­ρεύεται να ει­σέρ­χον­ται οι γυναί­κες στα ιερά των χριστιανικών και Εβραϊκών ναών. Διαβάσετε τις σχετικές αναφο­ρές του Λευιτικού 15: 19-30, 18: 19, 22, 29, 20: 18, (και Δευτερονομίου, κλπ.) σ’ αυτό το ζήτημα. Επίσης, επ’ αυτών των θεμάτων δια­βά­στε και το σπουδαίο βιβλίο The X-Rated Bible (Η Ακατάλ­λη­λη Βίβλος) του Αμε­ρικα­νού καθη­γητή Ben Edward Akerley.

     Έτσι λοι­πόν το κλείσιμο στα μονα­στή­ρια, ο αναχωρητισμός, ο ερημιτισμός, κλπ. σου δίνουν πο­λύ πιο βέβαιο εισι­τή­ριο για τον Παράδει­σο από το να αποκτή­σεις και να ανα­θρέ­ψεις οικογέ­νεια...! Αυτό το τονί­ζει σαφώς και ο αλλοπρόσαλλος Από­στολος Παύλος στην επιστολή του Α΄ Πρός Κο­ρινθίους σε όλο το κε­φά­λαιο 7 όπου μεταξύ πολλών «μαργαριταριών» εκθειάζει την παρθενία και τη θεωρεί υπέρτατη αρετή. Μελετήστε το κεφάλαιο αυτό προσεκτικά να δείτε περί τίνος πρόκειται! Το ίδιο κάνει και ο διε­στραμμένος Χρυ­σό­στομος στο βι­βλίο του με τίτλο Το Χάρισμα της Παρθενίας. Αν τώρα κανείς εν­δια­φέρεται να μά­θει για τη νόσο των ασκη­τών, μο­ναχών, ερημιτών, αναχωρητών (νόσος του Αγίου Αν­τω­νί­ου) ας μελε­τήσει το βιβλίο του Νίκου Κα­ζαν­τζάκη Αναφορά στον Γκρέκο όπου την περι­γράφει θαυ­μάσια, διότι την έπαθε και ο ίδιος μια φορά που βρι­σκόταν στη Βιέν­νη.

Όπως είδαμε μέχρις εδώ ο Χριστια­νι­σμός είναι τόσο διαστροφική και κατα­στροφική θρησκεία ώστε οι οπαδοί του, άνδρες και γυναίκες, δεν πρέπει να είναι ούτε ετεροφυλόφιλοι, ού­τε ομοφυλόφιλοι, αλλά οφεί­λουν να είναι άφυλοι. Οι κληρικοί και οι λαϊκοί και οι μοναχοί και οι μοναχές πρέ­πει να είναι άφυλοι. Καμία ερωτική έλξη, ορμή, πάθος, κλπ. Είδαμε παραπάνω μερι­κές αναφορές και τη θέση του ιδρυτού Ιη­σού Χριστού. Διά του λόγου το αληθές, ας δώσομε ακόμα και άλλες δύο αναφορές επ’ αυτού από τον απεχ­θέστατο Παύλο:

 

Α΄ Πρός Κορινθίους 7: 1 «Περί δε ων εγράψατέ μοι, καλόν ανθρώ­πω γυναικός μη άπτεσθαι·».

Πρός Κo­λασ­σα­είς 3: 2-6 «τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης. απε­θάνετε γαρ, και η ζωή υμών κέκρυπται συν τω Χριστω εν τω Θεω· όταν ο Χρι­στός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε και υμείς συν αυτώ φανερωθήσεσθε εν δόξη. Νε­κρώσατε ουν τα μέλη υμών τα επί της γης, πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυ­μίαν κακήν, και την πλεονεξίαν, ήτις εστίν ειδωλολατρία, δι' α έρχεται η οργή του Θεού επί τους υιούς της απειθείας»,

 

Οι αναφορές αυτού του είδους σε όλη την Καινήν Διαθήκην δεν έχουν τέλος. Παρ­θε­νία λοιπόν, γυναικός ουκ άπτεσθε, και ζωή μετά θάνα­τον, τί­ποτα άλλο. Πάρα πολύ ωραία! Βέβαια η διαστροφή αυτή κα­τά τους δύο πρώτους αιώνες της Κ. Ε. δεν μπο­ρούσε να προχωρήσει περισσότερο, ώστε αυτοί οι διεστραμμένοι Χριστιανοί άφη­σαν μετά τα δύο φύ­λα να συνευρί­σκονται αλλά μόνο «κατ’ οικονομίαν» χάριν της τεκνο­ποιήσεως. Ευτυ­χώς... αλλιώς τί θα συνέβαινε άραγε; Ποιος μπορεί να μας απαντήσει;

Μια φορά συζητούσα αυτά τα θέματα με έναν κάπως διαβασμένο αλλά φανα­τικά θρησκόληπτο Χριστιανό. Του είπα ότι εάν ένας άνδρας δεν έχει κανονικές και ολο­κληρωμένες ερωτικές σχέσεις ή εάν δεν αυτοεξυπηρετείται εν ανάγκη, αφού και οι δύο αυτές ενέργειες εί­ναι βαριές αμαρτίες, τότε αναγκαστικά θα έχει ονειρώξεις με εκσπερματώσεις κατά την διάρκεια του ύπνου του, κλπ. Είναι απλή φυσική. Εάν σε ένα δοχείο που χωράει ένα λίτρο νερού του ρίξεις δύο λί­τρα, τότε το ένα λίτρο θα χυ­θεί απ’ έξω. Αυτός τότε μου απάντησε πως αν έχεις πίστη με νη­στεία και προσευχή μπορείς να κάνεις τον εαυτόν σου ούτε ονειρώξεις ποτέ του να έχει, πράγμα που εί­χαν πετύχει πολλοί Χριστιανοί άγιοι. Δηλαδή κατά την ακράδαντη πίστη αυτού του Χριστιανού πρέπει να γίνεις χόρτο, αυτό που εδώ έχομε χα­ρα­κτηρίσει ως άφυλος!

Για τις ονειρώξεις και τις εκ­σπερματώσεις κατά την διάρκεια του ύπνου, όπως και για τα γυναικεία έμμηνα, έχομε δώσει και παραλείψει αναφορές από το Λευιτικόν και το Δευτερονο­μίον. Στην Καινή Διαθήκη δεν αναφέρονται ειδικά αυτά τα ζητήμα­τα. Πλην όμως οι Χριστιανοί με παραληρη­μα­τική κατάνυξη αναγγέλλουν μεγαλοφώ­νως διάφορες καλογραμμένες προσευχές σε ακολουθίες εσπε­ρι­νών και αποδείπνων για να απ­αλλάσσονται από αυτά τα μιαρά και αμαρτωλά φαι­νό­μενα. «Καταξίωσον, Κύ­ριε, εν τη εσπέρα ταύτη αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς...». «Καί δός ημίν, Δέσ­ποτα, προς ύπνον απιούσιν, ανάπαυσιν σώματος καί ψυχής· καί διαφύλαξον ημάς από τού ζοφε­ρού ύπνου τής αμαρτίας, καί πάσης σκοτεινής καί νυκτερινής επιθυμίας. Παύσον τάς ορ­μάς των πα­θών, σβέσον τα πεπυρωμένα βέλη τού πονειρού, τα καθ’ ημών δολίως κινούμενα· τάς τής σαρκός ημών επαναστάσεις κατάστειλον, καί πάν γεώδες καί υλι­κόν ημών φρό­νημα κοίμι­σον. Καί δώρησαι ημίν ο Θεός, γρήγορον νούν, σώφρονα λογισμόν, καρδί­αν νήφου­σαν, ύπνον ελαφρόν, καί πάσης σατανικής φαντασίας απηλ­λαγμένον.... ». Υπάρχουν ακόμα πολλά περισσότερα τέτοια αναγνώσ­ματα που βαριέμαι να τα καταγράψω. Πολύ θα επιθυμού­σαμε να μάθομε από τί σο­βαρή αφηρημάδα έπασχε ο Γιαχβέχ όταν τα έφτιαχνε όλα αυτά! Από την άλλη μεριά αν τον ενοχλούν γιατί δεν κάνει ένα παφ να τα βγάλει από τη μέση;

Το ζήτημα του ερωτισμού και σεξ στον Χριστιανισμό έρχεται σε κατάφορη αντίφαση με την μητρική θρησκεία του, τον Ιουδαϊσμό, τού ιδίου Θεού πατρός Γιαχ­βέχ. Ζήτω η αντίφαση! Στην Παλαιά Διαθήκη επιβάλλεται ο Γάμος από την εφηβική ηλικία (17 ετών για τους νέους και 14-15 για τις νέες) και επιτρέπονται το σεξ, η φυ­σιολογική συνεύρεση μεταξύ ανδρός και γυναι­κός και το διαζύγιο. Ήλθε μετά η πολύ παράξενη, περιθωριακή και εσχατολογική αίρεση του Ιουδαϊσμού, ο Χρι­στιανισμός δηλαδή, για να τα καταργήσει όλα. Ο ευλογημένος χριστιανικός γά­μος, το μυστήριο του γάμου, το θαύ­μα εν Κανά της Γαλιλαίας, κλπ. είναι μετέπειτα παραχω­ρήσεις που γίνονται κατ’ εξαίρεση, κατ’ οικονομίαν και εξ ανάγκης. Αυτά δεν εί­ναι οι αρχικές και άμεσα εσχα­το­λο­γι­κές θέσεις και προτροπές ή οι ανώτατες αρετές αυτής της κατα­στροφικής αιρέ­σεως!

Επίσης πολλοί ομοφυλόφιλοι, λαϊκοί ή κληρικοί ή μοναχοί και μοναχές, οι οποίοι επιθυμούν να είναι και Χριστιανοί κάνουν μεγάλο λάθος όταν προσπαθούν να δικαιο­λογήσουν την ιδιαιτερότητά τους μέσω του ίδιου του Χριστιανι­σμού. Όπως μέ­χρις εδώ αναπτύξαμε διά χριστιανικών θεοπνεύστων κειμένων και δογμάτων αυτό εί­ναι αδύνατο και στην εδώ ζωή και στη μέλλουσα. Επομένως ας λάβουν τα μέτρα τους. Δεν μπορούν να έχουν «και την πίτα γερή και τον σκύλο χορτάτο». Η τρο­πο­ποί­ηση του Χριστιανισμού αποτελεί αίρεση και αμαρ­τία. Μετά οι θρησκείες δεν εξελίσ­σον­ται εκτός και εάν μεταπέσουν σε αιρέσεις. Μπορεί κανείς να φτιάξει μια νέα θρη­σκεία ή έστω νέα αίρεση που να του αρέσει αλλά όχι να μεταλλάξει μια ήδη υπάρ­χουσα και να την θεωρεί ως είχε πριν. Στον Χρι­στια­νι­σμό όμως, ύστερα από όσα εί­δαμε, δεν μπορούμε να δούμε ποια αίρεση θα μπορούσε να συμπε­ρι­λά­βει τους ομο­φυλο­φί­λους. Αυτή η αίρεση θα πρέπει να τα κά­νει όλα άνω – κάτω. Θα ήταν πολύ εν­διαφέρον να την βλέπαμε! Την αναμένομεν!

        Για πε­ρισ­σό­τε­ρη ανά­λυση πάνω στα θέ­μα­τα αυτά από τους «Θε­ο­φό­ρους Πα­τέ­ρες» δια­βά­στε: Τον Τερ­τυ­λια­νό που εξυμνούσε τον ευνουχισμό, τους ευνού­χους για την βασιλεία των ουρανών και τις μοναχές παρθένες νύμφες του Χριστού, τον Ιε­ρώ­νυ­μο, τον Βο­ή­θιο (π. χ. «Η γυ­ναί­κα εί­ναι ένας να­ός χτι­σμέ­νος πά­νω σε ένα υπό­νο­μο»), τον Χρυσό­στο­μο (π. χ. «Η γυνή άπαξ ωμίλησε και το παν κατέστρε­ψε», «Η γυ­νή είναι αναγκαίο κακό...»), τον Ωρι­γέ­νη (που αυ­το­ευ­νου­χί­στη­κε για τη βα­σι­λεία των Ου­ρα­νών, Ματ­θαί­ος 19: 12, όπως προα­ναφέραμε), τον Κλή­μεντα Αλε­ξαν­δρεί­ας (π. χ. «Κά­θε γυ­ναί­κα οφεί­λει να εί­ναι γε­μά­τη ντρο­πή και μό­νο από τη σκέ­ψη ότι εί­ναι γυ­ναίκα»), τον Ιγνά­τιο Λο­γιό­λα, τον Ιερό Αυ­γου­στί­νο (π. χ. «Οι γυ­ναίκες δεν πρέπει να έχουν απο­λύτως καμιά δια­φώ­τιση ή παιδεία. Αλλά πρα­γ­μα­τικά πρέπει να απομο­νώ­νονται γιατί είναι η αιτία των μισητών και ακου­σίων στύ­σεων στους αγίους άνδ­ρες.»), τον Καλ­­βί­νο, τον Odo της Cluny (π. χ. «Το να αγ­κα­­λιά­ζεις μια γυ­ναί­κα εί­ναι σαν να αγκα­λιά­ζεις ένα τσου­βά­λι κο­πριά»), τον Λούθηρο (π. χ. «Αν μια γυναίκα πε­θάνει από τις πολλές γέννες δεν πειράζει. Άστε την να πε­θά­νει. Γι’ αυτό άλ­λω­στε πλάστηκε.»), τον που­ρι­τα­νι­σμό του Προτε­στα­ντι­σμού, τα μοναστηριακά όργια και άλλα πολ­λά.

        Ε­πί­σης πολ­λοί από τους ανω­τέ­ρω Πα­τέ­ρες και άλ­λοι για πολ­λούς αιώ­νες (γύρω στη χι­λιε­τία και βά­λε) δια­τύ­πω­ναν διάφορες γνώ­μες για το πό­τε γί­να­νε και που εί­ναι οι ψυ­χές, πό­τε ενώ­νο­νται με το αν­θρώ­πι­νο σώ­μα (ποια μέ­ρα της κυή­σε­ως ή ποια μέ­ρα με­τά τη γέν­νη­ση), αν οι γυναίκες έχουν ψυχή και πό­σο και­ρό η ψυ­χή μέ­νει κον­τά στο σώ­μα όταν ο άν­θρω­πος ξε­ψυ­χή­σει και με­τά πού πά­ει (και βρά­σε όρυ­ζα!). Για περισσότερο από χίλια χρόνια οι γυναίκες δεν είχαν ψυχή, μετά όμως με την απόφαση των θεοφόρων Παρέρων απέκτησαν και αυτές ...!

        Πώς με­τά να μη βγει δι­και­ω­­μέ­νος ο Sigmund Freud τον οποίον και πά­λι η εκ­κλη­σία πολέμησε; Πώς να μην πά­θουν κά­τι αυ­τές οι γυ­ναί­κες και μαζί μ’ αυτές και οι άν­δρες από όλους αυ­τούς τους εξαί­σιους τρό­πους ζω­ής που επεβλήθησαν από τους Χριστιανούς «θεοφώτιστους» διά πυρός και σιδήρου; Πώς να μην δη­μιουρ­γη­θούν αμέ­τρη­τες νευ­ρώ­σεις και ψυ­χώ­σεις και να μη γε­μίσουν τα φρε­νο­κο­μεί­α; Π. χ. τα πα­ραληρήματα θρη­σκευ­τι­κού και σεξουαλικού τύπου, κλπ., εί­ναι συμπτώματα σχι­ζο­φρένειας, προερχόμενα από συνεχείς ενοχές και από την εξαντλητική καταπίεση κα­ταρράκωση και διαστρεύλωση της προσωπι­κό­τητας του ατόμου.

 

ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ

 

Η αντιφατικότητα, η καταστροφικότητα και η αποτυχία της χρι­στιανικής ηθι­κής, όχι μόνο σε ότι αφορά τον έρωτα και τη σεξουαλικότητα αλλά εφ’ όλων των θε­μάτων, είναι τόσο παταγώδης που ένας Μέγας W. A. Mozart με έναν L. Da Ponte (1749 – 1838) δεν αρ­κούν για να την καταδείξουν με μια νέα όπερα ανώτερη από την απα­ρά­μιλλη «Il dissoluto punito, ossia il Don Giovanni», την οποία ακριβώς συν­έ­τα­ξαν για να κατα­δεί­ξουν και να σατιρίσουν την ολοκληρωτική αποτυχία της ηθικής της κοινω­νίας του καιρού των μαζί με την απανταχού υποκρισία της. Η επιβολή της χριστιανι­κής ηθικής γίνε­ται μο­νίμως δι’ αυθαιρέτων δογμάτων, κανόνων, επιταγών, εντολών, απαγο­ρεύ­σεων, και μεταφυσι­κών πίστεων, διά της ωμής βίας και της εμπο­τίσεως συ­νεχούς φό­βου, και διά της υπο­σχέσεως πολλών με­ταφυσικών φρικτών τι­μω­ριών ή αι­ωνίων αν­ταμοιβών. Ποτέ της δεν έγινε δι’ ανα­λύ­σεως των εκά­στο­τε ερω­τη­μάτων και προβλη­μάτων, διά κοινωνικών και επιστημο­νι­κών επι­χει­ρημάτων ή διά της λογικής και φιλο­σοφικής εξετάσεως και αντιμετω­πίσε­ως των δια­φόρων, μικρών, με­γάλων και γενικών ζητη­μάτων.

            Από κοινωνικής, ψυχολογικής, και πάσης απόψεως, στα μέρη όπου επι­κρά­τη­σε ο Χριστιανι­σμός έκανε τα πάντα μαντάρα. Προέκυψαν: Άνευ προηγουμένου δεισι­δαι­μο­νία, πόνος, θλί­ψη, φό­βος, τρόμος, αναχωρητισμός, ερημιτισμός, ενίοτε ευ­νου­χι­σμός και στηλιτισμός, φό­νος, καταστροφή, αθλιό­τητα, βασανιστήρια, αγραμ­μα­το­σύ­νη, αντιεπιστημονικότη­τα, βρωμιά, απλυσιά, αρρώστια, αντιερωτι­σμός, μισογυνι­σ­μός, μυστικοκοπάθεια, νεύ­ρωση, καχυπο­ψία, μισαλλοδοξία, ενοχή, δυστυχία, εκμε­τάλ­λευ­ση, αιρέσεις, εξο­στρα­κισμοί, αφορι­σμοί, θρησκευτικοί και μη θρη­σκευ­τι­κοί πόλε­μοι, εκατομ­μύρια αθώα θύματα και όλο το κακό συν­α­πάντημα Τα πράγματα έγι­ναν τρισ­χειρότερα από ότι ήταν πριν! Όσον αφορά την ομοφυλοφιλία αυτή πάντα υπ­ήρχε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη στα μικρά ποσοστά που η φύση ή η κοινωνική ζωή άφη­σε να υπάρχει. Ο Χριστιανισμός όμως με την αφύσικη ζωή και ηθική που επέβα­λε κατέστρεψε τον ερωτισμό και επολλαπλασίασε την ομοφυλοφιλία.

 

 

 

 

 

Μερική Βιβλιογραφία διά Περαιτέρω Μελέτη

 

1.     ΒίβλοsΠαλαιά και Καινή Διαθήκη (ή μια σωστή ακριβής μετάφρασή της).

2.     Πατρολογία (J. –P. Migne, Loeb Classical Library – Greek-English –, TLG, κλπ.).

3.     Ελληνικόν Πάνθεον, Περιοδικόν, Εκδόσεις της Ελληνικής Εταιρείας Αρχαιο­φίλων.

4.     Κοκκινόφτας Μιχάλης, Σχέδιο Αρμαγεδδών, Το Ιερό Μυστικό, Εκδόσεις Δίον, Θεσσαλονίκη 2000.

5.     Κορδάτου Γιάνη, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, 2 Τόμοι, Εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1975.

6.     Κυριακάκης Κώστας, Στα Απόκρυφα της Αποκάλυψης του Ιωάννη, Εκδόσεις Μάριος Βερέττας, Αθήνα 2002.

7.     → Μάρας Θωμάς, Οι Αντιφάσεις της Καινής Διαθήκης, Εκδόσεις Σμυρ­νι­ώ­τη, ή Εκδόσεις Δίβρης, Αθήνα 1979. Το συνιστούμε πολύ.

8.     → Μαρίνη Παν., Ελληνισμός και Χριστιανισμός, Εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήνα 2003.

Περιέχει πολλά σπουδαία θέματα επί του ερωτισμού στον αρχαίο κόσμο και στον Χριστιανισμό κλπ. Το συνιστούμε πολύ.

9.     → Μαρίνη Παν., Φωνή Εξυπνισμού εν τώ Αιώνι τής Νυκτός, Εκδόσεις Νέα Θέσις, 2005.

Περιέχει πολλά σπουδαία θέματα επί του ερωτισμού στον αρχαίο κόσμο και στον Χριστιανισμό κλπ. Το συνιστούμε πολύ.

10.  Παπαγιώργης Κωστής, Οργή Θεού, Μια πολιτική ανάγνωση της Βίβλου, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1981.

11.  Ράσσελ Μπέρτραντ, Τί Πιστεύω, Μετάφραση από τα Αγγλικά Σ. Πρωτόπαπα, Εκδόσεις Γιάννη Δ. Αρσενίδη.

12.  → Σιέτος Γεώργιος, Ο Ανθελληνισμός στα Πατερικά και Εκκλησιαστικά Κείμενα, Εκδόσεις Εύανδρος, Αθήνα 2004.

13.  → Τσακαλίας Αργύρης Δημ., δ. Θεολογίας, Βίβλος Ακατάλληλη δι’ Ενη­λίκους, Εκδόσεις Μάριος Βερέττας, 1998.

14.  J Χρυσοστόμου Ιωάννου, Αγίου, Το Χάρισμα της Παρθενίας, Εισαγωγή και Απόδοση στη Νεοελληνική Γεωργία Κουνάβη, Αποστολική Διακονία της Ελλάδος.

15.  Acharya S, The Christ Conspiracy, the Greatest Story Ever Sold, AUP, 1999.

16.  Ben Edward Akerley, The X-Rated Bible, Feral House 1985-1998.

17.  Robert Ambelain, La Vie Secrete de Saint Paul, Laffont, 1971. (Αυτό το έργο του Robert Ambelain έχει μεταφραστεί και στα Ελληνικά από τον Μάριο Βερέττα. Εκδόσεις Μάριος Βερέττας, Αθήνα 2002-2003.).

18.  Hayyim Ben Yehoshuah, Refuting the Missionaries, (Important Research Article on Web­si­te).

19.  Helen Ellebre, The Dark Side of Christian History, Morningstar and Lark, 1996.

20.  Malleus Maleficarum, Translated from Latin with an Introduction, Bibliography and Notes, by Rev. Montague Summers, The Pushkin Press, London, 1928-1951.

21.  Uta Ranke-Heineman, Eunuchs for the Kingdom of Heaven (translated from German), Doubleday, 1990.

22.  Kathy Rudy, Sex and the Church, Beacon Press, 1997.

23.  Bertrand Russell, On Ethics, Sex, and Marriage, edited by Al Seckel, Prometheus Books, 1987.

24.  Bertrand Russell, Why I am not a Christian, Touchstone Book, 1957.

25.  Andrew D. White, A History of the Warfare of Science with Theology in Christendom, 2 volumes, Great Mind Series Prometheus Books 1896-1993.


ΠΑΛΛΑΔΑΣ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ

 

ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΑ ΑΠΟ ΤΑ ΨΕΥΔΗ

ΤΩΝ ΝΕΟΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΑΠΟΛΟΓΗΤΩΝ...

 

            Πρέπει να τονίσομε ευθύς αμέσως ότι το κράμα της ωμής βίας και του ασυ­σ­τόλου ψεύδους απετέλεσε και αποτελεί ειδική προτίμηση μέσων των Χριστιανών τό­σο εις την εξάπλωση αυτής της ιδιότυπης Ιουδαϊκής αιρέσεως όσο και εις την απολο­γη­τική προπαγάνδα τους. Πολλάκις αυτά συνοδεύονται με αμάθεια, έλλειψη ίχνους κοινής λογικής, παντός είδους εσκεμμένης ή μη εσκεμμένης διαστρεβλώσεως, άρνη­ση διορθώσεως υποδειχθέντων λαθών, συκοφαντίες, πρόκληση απατηλών εντυπώ­σε­ων και κα­μία συστολή.

Στα άρθρα μου «Κατά της Χριστιανικής Απολογητικής» και «Όστις θέ­λει οπί­σω μου ελθείν...», κ. α., έχω εξηγήσει ότι: (1) H προτίμηση αυτή υπήρ­χε ήδη σε όλη την Παλαιάν Διαθήκην, που είναι η βάση του Εβραιοχριστι­ανι­σμού. (2) Στον Χρι­στιανι­σμό (ή την Εβραι­ογνωστικοχρι­στι­ανική μά­στιγα όπως προτιμώ ακριβέ­στερα να τον απο­καλώ) η ίδια προτίμηση άρ­χισε και θεμελιώθηκε με τον πρώτο επίσημο συγγρα­φέα και θεο­λό­γο του, τον Από­στολο Παύλο, και συνεχί­στη­κε με τους Πατέ­ρες, τον κλήρο, τους μο­ναχούς, κλπ. Δια­βά­στε αυτά τα άρθρα για να δείτε και να ελέγξετε μό­νοι σας τις λε­πτο­μέ­ρει­ες, τα στοιχεία και όλη την τεκμηρίωση που παραθέτω προσεκ­τικώς. Αν βρείτε λάθη ή έχετε αντιρρήσεις, ευχαρίστως να τα ακούσομε. Ιδού ένα απ­λό πα­ρα­δειγ­μα­τά­κι μέ­σα από τα πολλά και διάφορα:

 

«ει γάρ η αλήθεια του Θεού εν τω εμώ ψεύσματι επερίσσευσεν εις την δόξαν αυτού, τί έτι καγώ ως αμαρτωλός κρίνομαι,».

Μετάφραση:

«Ε­άν διά τoυ ψεύ­δoυς μoυ η αλή­θεια τoυ Θε­oύ κα­τε­­δεί­χθη μεγάλη πρoς δό­ξαν τoυ, για­τί ακό­μη κα­τα­κρί­νo­μαι ως αμαρ­τω­λός;».

 

Απόστολος Παύλος, Πρός Ρωμαίους Επιστολή, 3: 7. ―

 

Εκτός απ’ αυτήν την βαρύγδουπη αναφορά, οι ομολογίες του Παύλου διά χρήση ψεύ­δους και δόλου από τον ίδιο υπάρχουν ή σα­φώς εννοούνται και στους εξής στί­χους: Πράξεις 9: 22, Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 6: 12, 9: 19-23, 10: 23. Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 5: 13, 12: 16, Πρός Φιλιππησίους 1: 15-18. Μελετείστε τους, μεταφράστε τους και ερμη­νεύ­σετέ τους και εξακριβώσετε μόνοι σας εάν εμείς έχομε δίκιο. Δώστε λοι­πόν μόνοι σας ειλικρινή, αμερόληπτη και ικανοποιητική απάν­τηση στους εαυτούς σας.

Αυτά τα ψέματα και η βία, οσάκις είναι δυνατή, συνεχίζονται ακόμα και σή­μερα. Ψά­χνοντας λοιπόν στο διαδίκτυο το λήμμα: «Νεοκλής Φιλάδελφος», μέσω του Google και Yahoo, βρήκα εντός τριών σελίδων αναφορών, άλλων σωστών και άλλων διαστρεβλωμένων ή ψευδών, και το εξής το οποίο μπορείτε να βρείτε και να το δια­βάσετε όλο:

 

ESOTERICA.gr Forums ! – O “ΠΑΛΛΑΔΑΣ” ΚΑΙ Ο ΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ -.- = ΜΥΘΟΣ...

Νεοκλής Φιλάδελφος. (μόνο αυτός γνωρίζει αυτόν τον φιλόσοφο κανείς άλλος! Ούτε η Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια!) Ο Φιλάδελφος και πάλι συνεχίζει με τα...

www.esoterica.gr/FORUMS/topic.asp?Topic_ID=3026&ARCHIVE=-

40kCached-Similar Pages

 

Αν δεν ήταν για τον Παλλαδά δεν θα ασχολιόμουν να απαντήσω σε τέτοια υπο­κεί­μενα, τα οποία δεν αξίζουν κανένα σεβασμό και καμία προσοχή. Όχι μόνο τα πε­ρισ­σότερα τελούν εν ανωνυμία και αφάνεια, αλλά ούτε ειλι­κρί­νεια διαθέτουν όπως και δεν κατέχουν κοινό νου ή γνώση για να σκέπτονται προτού γράψουν κάτι. Πιο πι­θα­νόν όμως είναι ότι ψεύδονται επίτηδες μη έχοντας τίποτα άλλο, παρά μόνο το ψεύ­δος, να αντιτάξουν στα επι­χει­ρή­ματα που παραθέτονται από άλλους. Βεβαίως γνωρί­ζουν καλώς το επικρατούν περιβάλλον της αμαθείας, της «πλάκας», της απροθυμίας για γνώση και έρευνα. Έτσι μπορούν να ρί­χνουν όση λάσπη διαθέτουν για να θολώ­νουν έτι περισσότερο τα λιμνάζοντα ύδατα. Μόνο έτσι δύνανται να κα­τα­φέ­ρ­νουν κάτι προς δόξαν του Γιαχβέχ και του Υιού του, Γιεσούαχ. Δηλαδή χαίρονται και κομ­πά­ζουν μεταξύ αδαών, αφελών, ανεξετάστων, φοβισμένων και αγραμ­μά­των με το να επαναλαμβάνουν τα κλισέ τους και να αποκρύπτουν την αλήθεια.

 

            Ειρήσθω εν παρόδω ότι ο πολύ σπουδαίος μελετητής και ερευνητής Παν. Μαρίνης με την Ελληνική Εταιρεία Αρχαιοφίλων και την επιτροπή για την ανα­γνώ­ρι­ση της Ελληνικής Θρησκείας απήντησαν εφ’ όλης της ύλης σε πολ­λά και διάφορα ψεύδη τέ­τοι­ων ανωνύμων αρχετύπων στην εξαιρετική και αρκετά πλήρη συλλο­γική ερ­γασία τους με τίτλο:

 

Απάντησις

 εις τό χριστιανικόν κείμενον-λίβελλον

«Κοινότοπα Αρχαιολατρικά Παραμύ­θια»

 

την οποίαν ενθέρμως συστήνομε για μελέτη.

Αυτά τα ψεύδη και όλες τις κακοήθειές τους τα δημοσίευαν σταθερώς ανω­νύ­μως σε διαφόρους διαδικτυακούς φορείς και στο δι­δακτικό μέσο: το περιοδικό Κα­ρουχαρείον. Η απάντηση σ’ αυτά εδόθη στο Καρουχαρείον, τεύχος 84, Απρίλιος 2006, και στον διαδικτυακό χώρο. Αν χρησιμοποιείτε υπολογιστή πατήστε εκεί που γράφει: «Αρχείον PDF», στο τέλος της εξής αναφοράς:

 

Θεμελιώδες κείμενον: Εφ’ όλης τής ύλης απάντησις εις τόν ανώνυμον λίβελλον υπό τόν τίτλον «Κοινότοπα αρχαιολατρικά παραμύθια». [συγγραφή: Επιτροπή διά τήν αναγνώρισιν τής Ελλη­νι­κής Θρησκείας] Αρχείον PDF

 

            Εκτός από μια περιστασιακή αναφορά στο άρθρο μου «Ο Απόστολος Παύλος μέσα από τις Πράξεις και τις Επιστολές (και όχι μόνον)» και μια άλλη συντομότατη εντός μιάς επιστολής μου περί απομυθοποιήσεως, τον ποιητή και επιγραμ­μα­τογράφο Παλλαδά τον Αλεξανδρέα τον ανα­φέρω ως εξής στα παρακάτω δύο μόνο ση­μεία του άρ­­θρου μου:

 

ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΗΣ

 

(1) «Καθώς όμως οι αντιφάσεις τους δεν λείπουν από πουθενά, ούτε από τα γραπτά τους ούτε από τις τακτικές και πράξεις τους, έτσι και εδώ έχομε μια αντίφαση. Ο θλιβερός επι­γραμματογράφος και ποιητής Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς (περίπου 365 – 420 Κ. Ε.) περι­γρά­φει αυτή την αντιφατικότητα των μονα­χών στο εξής δίστιχο, επί­γραμμα:

 

Ει μοναχοί, τί τοσοίδε; τοσοίδε δέ, πώς πάλι μούνοι;

ώ πληθύς μοναχών ψευσαμένη μονάδα.»

 

[Στο παρόν άρθρο εγκλείω και την μετάφραση:

 

«Εάν είναι μοναχοί, τότε πώς είναι τόσοι; Αν είναι δε τόσοι, τότε πάλι πώς είναι μόνοι;

Ώ πλήθος των μοναχών είστε ψευδής μονάδα

 

Τί αποκομίζετε από το νόημα αυτού του επιγράμματος;]

 

(2) «Δια δε τους Έλληνες αφιερώνω το παρακάτω τετράστιχο του θλιβερού και με­λαγχολι­κού επιγραμ­μα­τογράφου Παλλαδά του Αλεξανδρέως (365-420 Κ. Ε.), ο οποί­ος με τα σο­βαρά και σκω­πτικά συνάμα επιγράμματά του περιγράφει όλη τη θλί­ψη και την οικτρή κατά­σταση, πραγματική συμφορά, που δημιουργήθηκε στην Ελ­ληνική οι­κουμένη με την επι­κράτηση του Χριστιανισμού (με απλά λόγια της Εβραιο­γνωστικοχρι­στι­α­νι­κής μάστιγας) κατά τα χρόνια της ζωής του. Αυτό εν πολλοίς αντι­προ­σω­πεύ­ει και τη σημερινή κατάσταση όχι μόνο λόγω του Εβραιοχριστιανισμού αλ­λά και λό­γω όλων των κοινωνικοπολιτικών και οικονομικών καταστάσεων της σύγχ­ρονης επο­χής της συγχύσεως και ανωμαλίας.

 

Άρα μή θανόντες τώ δοκείν ζώμεν μόνον,

Έλληνες άνδρες, συμφορά πεπτωκότες

όνειρον εικάζοντες είναι τόν βίον;

ή ζώμεν ημείς, τού βίου τεθνηκότος; »

 

[Στο παρόν άρθρο εγκλείω και την μετάφραση:

 

«Μήπως ενώ έχομε πεθάνει ζούμε μόνο κατά φαντασίαν,

εμείς οι Έλληνες, που έχομε περιπέσει σε συμφορά

νομίζοντας ότι η ζωή είναι όνειρο;

ή ζούμε εμείς, και έχει αποθάνει η ζωή;»

 

Τί αποκομίζετε από το νόημα αυτού του επιγράμματος;]

 

            Πρώτο: Πουθενά δεν έβαλα την λέξη «φιλόσοφος». Γράφω: «Ο θλιβερός επι­γραμματογράφος και ποιητής...» κλπ. Άρα εδώ, αυτοί οι άγνωστοι ανώνυμοι έγραψαν ένα ψέμα. Αλλά και φιλό­σο­φο να τον έχει αναφέρει κάπου κάποιος είτε εξ αγνοίας εί­τε εκ παρα­δρομής είτε εκ συγχύσεως, τότε ο αν­τικει­με­νικός και ειλικρινής ερευνητής και μελετητής δεν δράττεται αυτής της ευ­και­ρί­ας για να ρίξει λάσπη αλ­λά το υπο­δει­κνύει ως πραγματολογικό λάθος στον γράψαντα και συστήνει την διόρ­θωσή του. Δεν πάει να αυγατίσει με τέτοιου είδους φτηνιάρικες και κομπλεξικές ευ­καιρίες! Αυτές οι ενέργειες αποδει­κνύουν πολύ χαμηλό και σκόπιμο επίπεδο και προδίδουν το ποιόν του χαρακτήρα αυτών των υπο­κει­μένων! Διότι το ζήτημα είναι η ανεύρεση της αλή­θειας και όχι ποιος θα καταφέρει όσα πιο πολλά αντικανονικά χτυ­πήματα μπορεί για να νικήσει μια αντικανονική πυγμα­χία. Βεβαίως, τα επι­γράμματα και τα ποιήματα του Παλλαδά περιέχουν πάρα πολλές και βαθιές φιλο­σο­φι­κές σκέψεις και ημπορούν να κεντρίσουν πολλές φιλοσοφικές και ιστορικές συζη­τήσεις.

            Δεύτερο: Αυτές οι «υπερδιάνοιες» δεν σκέφτηκαν(;) ότι όσο φαντα­σμέ­νος και να ήμουν δεν θα ήταν δυνατόν να γράψω αυτά εδώ επειδή έτσι μου κα­τέ­βηκαν στην ξε­ρή ουρανοκατέ­βα­τα! Βλέπετε δεν με φωτίζει, όπως αυτούς, το Άγιο Πνεύμα! Αυτό σημαίνει ότι εγώ και οποιοσδήποτε άλλος σοβαρός με­λετητής και ερευνητής δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει με την φαντα­σία του: το όνομα, τα επιγράμματα εις άπ­ταιστο γλώσσα της εποχής εκείνης, τις χρο­νολογίες και τα τοπωνύμια. Αλλά βλέ­πετε: όποιος έχει την μύγα του μυθομανή, του ψευδεπίγραφου, του απόκρυφου, κλπ, μυγι­ά­ζεται!

            Τρίτο: Ή δεν έψαξαν καλά στην Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, ή η σελί­δα της έλλειπε απ’ αυτήν που είχαν στα χέρια τους ή κάτι άλλο συνέβη! Στην Μιννε­σότα που διαμένω και γράφω δεν έκανα τον κόπο να κουβαλήσω μαζί μου πάνω από τρι­άν­τα βαρείς τόμους της Μεγάλης Ελ­ληνικής Εγκυκλοπαίδειας και να την ψάξω μό­νος μου. Αν όμως δεν το δω με τα μάτια μου, δεν πιστεύω ούτε προς στιγμήν ότι αυτή η μεγάλη εγκυκλοπαίδεια δεν αναφέρει τον Παλλαδά. Βεβαίως έχομε στην διάθεσή μας την Encyclopaedia Britan­nica και την Encyclοpaedia Americana. Αυτοί οι «κύρι­οι» λοιπόν πρέπει να ψεύδονται ασύστολα ξανά και ξανά, ή είναι εντελώς απρό­σε­κτοι, ανε­ξέ­ταστοι και «άρπα κόλλα», ή δεν κοίταξαν κα­μιά εγκυκλοπαίδεια, ή η εγκυ­κλοπαίδεια την οποίαν κοίταξαν ήταν κά­ποιο έκτρω­μα της κανονικής Μεγάλης Ελλη­νι­κής Εγκυ­κλοπαίδειας. Τί εμπιστοσύνη να έχει λοιπόν κανείς σε όσα γράφουν και τολμούν να διαδίδουν;

            Τέταρτο: Ας υποθέσομε όμως προς στιγμήν ότι πράγματι η Μεγάλη Ελληνική Εγκυκ­λο­παίδεια δεν αναφέρει τίποτα για τον Παλλαδά. Τότε τί σημαίνει αυτό; Απ­λού­στατα αυτό σημαίνει ότι η Με­γάλη Ελληνική Εγκυ­κλοπαίδεια έχει ένα κενό σ’ αυ­τό το σημείο και πρέπει να συμ­πληρωθεί. Ή μπορεί και να σημαίνει ότι δεν είναι κα­λή, πλήρης και αντικειμενική εγκυ­κλο­παίδεια. Εν τοιαύτη περιπτώσει ας είναι καλά τό­σες άλλες ξενόγλωσσες εγκυκλοπαίδειες που τον αναφέρουν, αφού η Ελληνι­κή δεν τον καταδέ­χτηκε (και πά­λι, μόνο αν αυτό είναι αλήθεια που δεν το πιστεύω) και έτσι πολλοί Νεο-Έλληνες Νεο-Χριστιανοί μαχητές του Γιεσούαχ είναι πάρα πολύ χα­ρού­με­νοι γι’ αυτό! Πάρα πολύ ωραία!

            Προς γνώση και συμμόρφωση λοιπόν αναφέρομε ότι:

 

(1) Το όνομα του Παλλαδά το αναφέρει ο συγγραφέας Μάριος Βερέττας στο βιβλίο του «Μέγα Ονομαστικό» σελίδα 339, έκδοση τρίτη, 1997, και συγκεκριμένα γράφει:

«Παλλαδάς επιγραμματογράφος από την Αλεξάνδρεια ή τη Χαλκίδα,

σύγ­χρο­νος τού Θεμίστιου.»

 

(2) Στην σελίδα 225 της Ανθολογίας της Αρχαίας Ελληνικής Λυρικής Ποιή­σε­ως του καθη­γη­τού του Πανεπιστημίου Αθηνών Σίμου Μενάρδου με τίτλο: «Στέ­φα­­νος», ευρίσκομε περί Παλλαδά τα εξής εισαγωγικά στοιχεία:

 

«ΠΑΛΛΑΔΑΣ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ

 

(Περίπου 365-420 μ. Χ.).

 

Ο πικρότατος τών Ελλήνων επιγραμματοποιών, πτωχοδάσκαλος τής Αλεξαν­δρείας, εμυκτήρισε, πλήν τών άλλων, τά πλήθη τών μοναχών τής Αιγύπτου καί όταν οι Χριστιανοί ελιθοβόλησαν τήν Υπατίαν, έγραψε στίχους εις τιμήν της. Σώζονται πλέον ή 150 επιγράμματά του, όπου ειρωνεύεται τά θρησκευτικά δόγματα καί τάς φι­λοσοφικάς θεωρίας, εφάμιλλος τών μεγάλων σαρκαστών, τού Ιουβενάλι, τού Σουίφτ καί τού Βολταίρου. Υπερέχει κυρίως εις τήν σοβαρότητα τού σαρκασμού.»

 

(3) Αυτά τα λόγια λοιπόν αποτελούν την εισαγωγή των επιγραμμάτων του Παλλαδά στο ανωτέρω βιβλίο του κυρίου καθηγητή. Τα επιγράμματα αυτά έφτασαν στα χέρια μου μέσω συγγενικού μου προσώπου που του τα έδωσε Πορτογάλος συλ­λέ­κτης και ερευ­νητής του Παλλαδά, αφού η άγνοια και η αχαριστία των περισ­σοτέ­ρων Νεο­ελ­λή­νων και δη των Χριστιανών «του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού(;)» τον έχει εξαφανίσει από το Ελληνικό προ­σκήνιο. Έχει με­τα­φραστεί ακόμα και στα Πορτο­γαλικά, αλλά οι νεοέλληνες Χριστιανοί τον αγνοούν και επαίρονται διά την άγ­νοιάν τους.

 

(4) Ακολούθως αναγράφω μετάφραση, από τα Γαλλικά, όλων όσων αναφέρει εισαγωγικά περί Παλλαδά η γνωστή Γαλ­λί­δα φιλέλλην, καθηγήτρια, λογοτέχνις, και μέλος της γαλλικής ακαδημίας, Marguerite Yourcenar. Αυτά τα αναφέρει ως εισα­γωγή στα επιγράμματά του, εντός της Ανθολογίας της Αρχαίας Ελληνικής Λυρικής Ποιή­σεως την οποίαν η ίδια εξέδωσε με τί­τλο: “La Couronne et la Lyre” («Ο Στέ­φα­νος και η Λύρα»). Ευτυχώς που βρέθηκε μια Γαλλίδα να μας βάλλει τα γυαλιά, αφού οι αχά­ρι­στοι Νε­ο­έλληνες και προπάντων οι Ελληνοχριστιανοί αγνοούν τους Αρχαί­ους Έλ­ληνες ποιητές κλπ., και όχι μόνο χαίρονται για την άγνοια τους αλλά προσπα­θούν και να την προωθήσουν! Οπότε αφού διαβάσετε το κείμενο αυτό της Γαλλίδας καθη­γήτριας, κρίνετε και βγάλετε πολλά σπουδαία συμπερά­σμα­τα που έπονται από τα πο­λύ σπου­δαία στοιχεία που περιέχει και τα οποία καλείστε να υπογραμμίσετε.

 

«ΠΑΛΛΑΔΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ

 

Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια κατά τα τέλη του 4ου μ. Χ. αιώνα, ο Παλλαδάς είναι μια παράξενη μορφή αυτής της μεταβατικής εποχής, του λυκόφωτος ανάμεσα στον θάνατο του αρχαίου κόσμου και τον θρίαμβο του επίσημου Χριστιανισμού.

            Από τα εκατόν πενήντα επιγράμματά του που έχουν περιληφθεί στην Πα­λα­τι­νή Ανθολογία [*], τα τρία τέταρτα είναι σχεδόν αδιάφορα, ή παρουσιάζουν ενδια­φέ­ρον μόνο ως πορτραίτο του δημιουργού τους. Τα υπόλοιπα διασκεδάζουν, ξαφνιά­ζουν, αναστατώνουν.

 

[Υποσημείωση *: Η Παλατινή Ανθολογία είναι μια συλλογή των Αρχαίων Ελλήνων Λυρικών Ποιητών. Περιλαμβάνει σχεδόν όλα όσα έχουν διασωθεί απ’ αυτούς τους μεγάλους ποιητές, τα οποία, εξ όσων γνωρίζομε, είναι πάρα πολύ ολίγα σε σχέση με όλα όσα είχαν γράψει. Ας είναι καλά οι Χριστιανοί που κατέστρεψαν και εξαφάνισαν σχεδόν τα πάντα... Αλλιώς πώς θα είχαν γίνει κατεστημένο εδώ και πολλά χρόνια μέ­χρι και σήμερον!]

            Ήταν εθνικός, όπως οι περισσότεροι λόγιοι της εποχής του, ─ που βαθιά δια­ποτισμένοι από τον αρχαίο πολιτισμό ─ δεν μπορούσαν να αποσυνδεθούν από τους Θεούς του Ομήρου. Γραμματοδιδάσκαλος στην Αλεξάνδρεια, απεκόμισε από το επάγ­γελμά του απογοητεύσεις, αφού απολύθηκε από τον εργοδότη του, τον γραμ­μα­τικό Δοσίθεο. Απένταρος, εμφανίζεται να πωλεί ποιήματα του Καλλιμάχου και του Πινδά­ρου για να ζήσει την γυναίκα του, που δεν την αγαπούσε, και να συντηρήσει το φτω­χικό νοικοκυριό του. Κάπου εξομολογείται ότι έχει κουραστεί από τους συζυ­γι­κούς καυγάδες, αλλά και από το να ακούει ολοχρονίς τους μαθητές του να συλλα­βί­ζουν την «Μήνιν Αχιλήος» (την οργήν του Αχιλλέως), την πρώτη ραψωδία της Ιλιά­δος απ’ όπου οι Αρχαίοι αν­τλού­σαν παραδείγματα και συνήγαν γραμματικούς κανό­νες. Είναι ένας φτωχοφου­κα­ράς και συνάμα σχολαστικός, με όλα τα συνακόλουθα ελαττώματα: άχαρα δασκαλί­στικα αστεία· απληστία παρασίτου για τα δείπνα που προσφέρονται στην πόλη· γκρί­νια όταν διαπιστώνει ότι δεν σερβίρονται σπουδαία κρασιά στο τραπέζι όπου βρίσκε­ται ή ότι το φαγητό είναι κατώτερο των προσδοκιών που δημιουργούν τα ωραία αση­μικά. Ωστόσο, αυτός ο Αλεξανδρινός μικροαστός, χαίρεται ακόμα κάποια ψιχία δια­νοη­τι­κής πολυτελείας ─ ό,τι απομένει από έναν λαμ­πρό πολιτισμό που οδεύει προς το τέ­λος. Πηγαίνει στο θέατρο να δει κλασικά έργα ή μίμους και έχει τη στυφή ευχαρί­στη­ση να ειρωνευτεί τους ηθοποιούς. Το υψηλού ύφους επίγραμμα το οποίο τον εμ­φανίζει να παρακολουθεί τα μαθήματα της Υπατίας ─ διαπρε­πούς μαθηματικού και φιλοσόφου, η οποία δολοφονήθηκε άγρια το 415 στους δρόμους της Αλεξανδρείας από τον χριστι­α­νι­κό συρφετό ─ μάλλον θα πρέπει να το έγραψε στα χρόνια των σπουδών του· αν είχε γραφεί μετά τον θάνατο αυτής της μεγάλης γυναικείας φυσιο­γνωμίας, η πικρία και η φρίκη θα το είχαν σίγουρα διαπο­τί­σει.

            Εξ άλλου, αυτός ο Έλληνας, που έγινε μάρτυρας της δίωξης των εθνικών από τον Θεοδόσιο και, εν συνεχεία, της απαγόρευσης της θρησκείας τους από τον Αρκά­διο, σημειώνει αυτή την αλλαγή καταστάσεως με τρόπο που βλέπουν τα γεγονότα οι περισσότεροι σύγχρονοι του: από σκοπιά ανεκδοτολογική ή με αναφορές φαινομε­νι­κά ασήμαντες, που εντούτοις στο έργο του εναλλάσσονται με σύντομα ποιήματα, έκ­φραση βαθιάς θλίψης, για τα οποία θα μιλήσομε παρακάτω. Αισθανόμαστε ότι συχνά συνοδεύει τους αστεϊσμούς του με έναν πικρό μορφασμό, όταν π. χ. μιλάει για τα χάλκινα αγάλματα των Θεών που καταλήγουν στο χυτήριο ή μεταμφιέζονται σε Χρι­στιανούς αγίους, για μια εταίρα που, αφού δεν μπορεί πια να ορκίζεται στους δώ­δεκα Θεούς, θα ορκίζεται στους δώδεκα αποστόλους. Μισεί τους μοναχούς της ερήμου, δήθεν «μοναχούς», που ως ένοπλες ομάδες κατεβαίνουν στην Αλεξάνδρεια για να εξ­εγείρουν τον όχλο· μισεί, όπως μάλλον θα κάναμε και ‘μεις στη θέση του, τον επι­θε­τι­κό δογματισμό, που ήταν για τους μη Χριστιανούς η άμεσα ορατή πλευρά της νέας δι­δασκαλίας. Οι στίχοι του για τους «Έλληνες», δηλαδή τους Εθνικούς (είναι ενδει­κτι­κό ότι για ένα διάστημα η ίδια λέξη δηλώνει και τις δύο έν­νοιες) που επιζούν έκ­π­λη­κτοι σε μια κοινωνία όπου όλα όσα είχαν γι’ αυτούς αξία μοιάζουν νεκρά, είναι μια από τις πικρότερες διαπιστώσεις που έχομε για το τέλος ενός κόσμου.

            Όπως οι προσωπικές μικροαπογοητεύσεις του Παλλαδά έρχονται (για μας τουλάχιστον) σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με την τραγικο-κωμωδία μιας θρησκείας και μιας κοινωνίας που μεταμορφώνεται, το ίδιο και η πικρία για έναν ετοιμοθάνατο πολιτισμό υποτάσσεται, για ‘κείνον, στην τραγική αίσθηση της ανθρώπινης μοίρας γενικότερα. Βεβαίως, η έλλειψη αυταπάτης υπήρξε πάντοτε Ελληνική αρετή: είναι αδύνατο να περιγραφεί με μεγαλύτερη δύναμη απ’ ότι στον Σόλωνα ή τον Θέογνι η διπλή τραγωδία της ζωής και του θανάτου. Αλλά για κείνους η ζωή συνδυάζει σκλη­ρότητα και ευγένεια. Η ασχήμια και η ποταπότητα του σαρκίου αποτελεί, αντιθέτως, μια σχεδόν νοσηρή έμμονη ιδέα για τον Παλλαδά. Στην πραγματικότητα, η απαξι­ω­τι­κή αυτή στάση είναι καινούργια για τους ποιητές, αλλά όχι για τους φιλοσόφους: οι κυνικοί και οι στωικοί τα είχαν ήδη πει όλα αυτά ─ κυρίως για να ενδυναμώσουν και να εξαίρουν, μέσω της αντίθεσης, την ανθρώπινη ψυχή. Ο Παλλάδάς πιστεύει λιγό­τε­ρο στις δυνατότητες του ανθρώπου. Εντούτοις δεν σκέπτεται όπως οι μοναχοί τους οποίους χλευάζει, αλλά και τους μοιάζει όσον αφορά την περιφρόνηση της σάρκας, να καταφύγει στην έρημο εγκαταλείποντας έναν κόσμο παραδομένο στο κακό. Αλλά ού­τε και τα μεγαλειώδη όνειρα του νεοπλατωνισμού και του ερημιτισμού ─ το κατα­φύ­γιο των εκλεκτότερων πνευμάτων μεταξύ των συγχρόνων εθνικών ─ του ταιριά­ζουν· και είναι, μεταξύ άλλων, αυτή η έλλειψη ορμής που τον καθιστά αξιόπιστο μάρ­τυρα μιας σκοτεινής νύχτας. Οι στίχοι αυτού του φτωχοδάσκαλου της αλεξανδρινής σχο­λής προεικονίζουν κάποτε τους βαρύθυμους μονόλογους του Hamlet στον Shakespeare, την καυστική σάτιρα του Swift, τη μελαγχολική ονειροπόληση του Baudelaire. Τις στιγμές αυτές ο Παλλαδάς ανήκει στη μεγάλη ποίηση.»

 

            Ενώ αυτά μας έχει γράψει η Γαλλίδα φιλέλλην Marguerite Yourcenar, με­ρικοί νε­ο­έλληνες Χριστιανοί καυχώνται ότι η Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια τον αγνοεί, και χαίρονται γι’ αυτό, και ότι τέτοιο πρόσωπο είναι δημιούργημα της φαν­τα­σίας του Ιωάννου, Νεοκλέους Φιλαδέλφου, Μ. Ρούσσου. Πολύ κολακευτικοί αυτοί οι ισχυ­ρι­σμοί για την δύναμη και την ικανότητα της φαντασίας του Νεοκλέους! Αυτά είναι τα χάλια τους και τα φρικτά χάλια της σημερινής Ελλάδος!

Επειδή ταιριάζει απόλυτα στην παρούσα περίσταση, υπενθυμίζω εδώ το παρακάτω απόσπασμα από το άρθρο μου «Κατά της Χρι­στι­α­νικής Απολογητικής», πε­ρί των μέσων των οποίων μετέρχονται όλοι αυτοί οι χριστιανάρες προκειμένου να επιτύχουν με κά­θε θεμιτό και αθέμιτο μέσο «τον ύψι­στον σκοπόν τους προς δόξαν Γιαχβέχ και του υιού του, Γιεσούαχ»:

«Όπως λοιπόν ο αείμνηστος Robert Taylor [1] μας γράφει συ­χνά στα συγ­γ­ράμματά [2] του, το πιο πειστικό, κατά τη γνώμη του, κριτήριο για την απόρριψη της ιστο­ρικότητας του Ιη­σού και όλων όσων πρεσβεύει η Χριστιανική θρη­σκεία είναι το ότι ο ίδι­ος και όλοι οι ορ­θολογιστές και σκε­πτικιστές μέχρι την εποχή του έπρεπε να υπο­φέ­ρουν στον μέγιστο βα­θμό το μίσος, την ατιμία, τη διαβολή και στο τέλος φυ­λα­κί­σεις και βασανι­στήρια από τους Χριστιανούς απολογητές και αξιωματού­χους, για τις ερωτήσεις και αν­τιρρήσεις που τους υπ­έβαλαν. Έχομε βεβαίως το θεολογικό πα­ράδειγμα του Απο­στόλου Παύλου: Α΄ Πρός Τι­μόθεον 1: 20:

 

«ων εστιν Υμέναιος και Αλέξανδρος, ους παρέδωκα τω σατανά, ίνα παι­δευ­θώσι μη βλασφημείν.»

 

Ο Παύλος ξέρει καλά να διαβολοστέλλει, όπως το είχε ξανακάνει στην Α΄ Πρός Κο­ριν­θίους 5: 5! Βλέπε και Β΄ Πρός Τιμόθεον 2: 16-18:

 

«τας δε βε­βή­λους κενοφωνίας πε­ρι­ΐστασο· επί πλείον γαρ προκό­ψουσιν ασε­βείας, και ο λόγος αυτών ως γάγγραινα νομήν έξει· ων εστιν Υμέναιος και Φι­λητός, οίτινες περί την αλήθειαν ηστόχη­σαν, λέγοντες την ανά­στα­σιν ήδη γεγονέναι, και ανατρέπουσι την τινων πίστιν.».

 

Έτσι και ο Taylor, εκτός από διάφορα χρηματικά πρόστιμα που του επε­βλήθησαν, υβ­ρί­στηκε, συκο­φαντήθηκε και στο τέλος φυλακί­στηκε και βασα­νί­στηκε δύο φορές. Στα συγ­γράμματά του λοιπόν γράφει αρκετές φορές ότι επί τέλους κατάλα­βε, εξ ιδίας πεί­ρας, ποια είναι τα μόνα πει­στικά και αποστο­μωτικά επι­χει­ρήματα των Χρι­στι­α­νών... Δυστυ­χώς, και η ση­με­ρινή κα­τάσταση οδηγεί σταθερά την κοινω­νία στον ίδιο βλακώδη και τυ­ραννικό με­σαί­ω­να, αν δεν αντιδράσουν όλοι όσοι καταλαβαίνουν πέ­ραν των θρη­σκευ­τι­κών πίστεων και δεισι­δαιμονιών. Τα μεγάλα πνεύ­ματα οφείλουν να κάνουν κάτι πάλι, αλλιώς μαύρες και σκο­τεινές μέρες περιμένουν την αν­θρω­πό­τη­τα...

 

[Υποσημείωση 1: Robert Taylor, Edmon­ton της Αγγλίας 18-8-1784, Tours της Γαλ­λί­ας 5 - 6 - 1844. Αγγλικανός ευαγγελικός ιερέας που απεσκίρτησε από τον Χριστιανισ­μό όταν μελέτησε αρκετά και ανε­κά­λυ­ψε την τρομακτική αν­τιφα­τι­κό­τη­τα, τα λάθη, την ανακολουθία και την καταστροφικότητα αυτής της θρη­σκείας. Στο τέλος κατέ­ληξε απ­λώς θεϊστής όπως γράφει ο ίδιος.]

 

[Υποσημείωση 2: (1) The Diegesis, Kessinger Publishing, or Health Rese­arch Publications. (2) Syntagma of the Evidence of the Christian Religion, Kessinger Publishing. (3) The Devil’s Pulpit, Kessinger Publishing.]»

 

(5) Τελειώνοντας με τον Παλλάδα αναγράφω άλλο ένα λακωνικό επίγραμμά του το οποίο παρά την συντομία του φα­νερώνει πολύ περιγραφικά και νοηματικά όλη την μανία και την «εκτίμηση» των Χριστιανών της εποχής του εναντίον των έργων τέχνης, των αγαλμάτων, του έρωτα, κλπ:

 

Χαλκοτύπος τόν Έρωτα μεταλλάξας επόησε

τήγανον, ουκ αλόγως όττι καί αυτό φλέγει.

 

(Οι λέξεις «επόησε» και «όττι» δεν είναι λάθος. Ο ποιητής τις γράφει έτσι.) Εδώ βέ­βαια θα κάνομε ερμηνεία και όχι απλώς μετάφραση:

 

«Ένας (χριστιανός) χαλκουργός αφού έλειωσε το χάλκινο αγαλματίδιο του (Θε­ού) Έρωτα έφτιαξε (ένα) τηγάνι. [Και ο ποιητής συνεχίζει με το θλι­βε­ρό και σκωπτικό ύφος: ] Δεν έπραξε όμως παράλογα καθ’ ότι και αυτό (το τηγά­νι) καίει (όπως και ο έρωτας).»

 

Σας άρεσε; Μήπως πίσω απ’ αυτό το τηγάνι βλέπετε και την κονιορτοποίηση των Ελ­ληνικών έργων τέχνης, των βιβλιοθηκών, των κτηρίων (αληθινών θαυμάτων του κό­σ­μου), των αρχών και αισθημάτων του Ελληνικού πολιτισμού; Τί λέτε; Εμείς έχο­με πει και γράψει πολλά. Τώρα είναι η σειρά σας αγαπητοί ανα­γνώ­στες. Κρίνετε, επε­κ­τεί­νε­τε και κάνετε και ‘σεις το κατά δύναμη.

 

Ολίγα ακόμα ψεύδη των νεοελλήνων νεοχριστιανών απολογητών

 

            Υπάρχει μια ανώνυμη ομάδα που κρύβεται και έχει αυτοονομαστεί «ορθό­δο­ξη ομάδα δογματικής έρευνας, ή ΟΟDE», η οποία έχει διασπείρει πλείστα όσα ψεύδη εναν­τίον μου, μερικά από τα οποία είναι επί προσωπικού επιπέδου ενώ κανένας τους δεν με γνωρίζει προσωπικώς, και έχει διαπράξει πάρα πολλές εσκεμμένες δια­στρε­βλώσεις εναντίον των γραπτών μου.

Πολλές φορές τους έχω διαμηνύσει ότι είμαι αθεϊστής σύμφωνα με τους ορι­σμούς των Russell και Wittgenstein, όπως έχω αναλύ­σει το άρθρο μου «Περί Σκεπτι­κισμού», αλλά αυτοί επιμένουν να διασπείρουν ότι εί­μαι παγανιστής, ειδωλολάτρης, πολυθεϊστής, νεοπαγανιστής, όργανο του σατα­νά, δή­θεν άθεος, κλπ. Σαν από­δει­ξη παρουσιά­ζουν το γεγονός ότι έχω φίλους και συνεργάτες αρχαιόφιλους, κλπ. Τα ίδια έχουν διασπείρει και για τον κ. Μ. Θ. Καλό­που­λο, ο οποίος σαφώς και απε­ριφράστως τους έχει δηλώσει ότι δεν έχει μεταφυσικές ανησυχίες και είναι σκε­πτικιστής. Καλά και σώνει θέλουν να πούνε ότι δεν έχομε το θάρρος της γνώμης μας και του τι είμα­σ­τε για να ομολογήσομε ευθαρσώς και απεριφράστως αυτό που εμείς είμαστε, αλλά όπως θέλουν να πιστεύουν υποκρινόμαστε. Φαί­νεται ότι σύμφω­να με την λογική τους και την ψυχολογική ανάλυση του φαινομένου της προ­βολής, επειδή αυ­τοί έχουν και υποφέρουν απ’ αυτό το σύμπλεγμα, το ίδιο πρέπει να συμβαί­νει και με όλους τους άλλους.

 

            Σε ένα άρθρο τους με τίτλο: «Ήταν η "αποκοπή" εκτέλεση ή ευνουχισμός;» προσπαθούν να δώσουν μια κάποια απάντηση στο ένα και μόνον χιλιοστό του άρ­θρου μου «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν...». (Εξετάστε το άρθρο αυτό προσεκτικά!). Εκεί λοιπόν αρχίζουν με την εξής εισαγωγή:

 

«Μεταξύ πολλών άλλων κακοηθειών και διαστρεβλώσεων, σε ένα ανόη­το και κακοήθες κείμενο που κυκλοφορεί μεταξύ αθεοπαγανιστών ο δή­θεν άθεος (στην πραγματικότητα φανατικός αντιχριστιανός συνερ­γάτης των πολυθεϊστών) Ι. Ρούσσος, ισχυρίζεται ότι στο χωρίο Γαλάτας 5/ε: 12, υπάρχει δήθεν η ιδεολογική θεμελίωση της... Ιεράς Εξέτασης. Όμως τα στοιχεία δείχνουν διαφορετικά πράγ­ματα...

 

1. Ένα διαστρεβλωτικό αντιχριστιανικό κείμενο

 

Ο λόγος γίνεται για ένα κείμενο, που στο ξεκίνημά του, αυτοπροβάλλεται ως εξής:

 

[Σ’ αυτό το σημείο παραθέτουν την δική μου ένθετη εισαγωγή στο δεύτερο μέρος του άρθρου μου «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν...». Το δεύτερο μέρος έχει ως θέμα την Ιεράν Εξέτασιν σε όλο το μήκος και το πλάτος του Χριστιανισμού. Αυτά λοιπόν δεν τα γράφω στο ξεκίνημα, στο πρώτο μέρος δηλαδή, αυτού του άρθρου όπως ψευδώς επικαλούνται (άλλο ένα εσκεμμένο ψεματάκι τους). Στην εισαγωγή αυτή λοιπόν γράφω τα εξής: ]

 

"Η Θεολογική Θεμελίωση της Ιεράς Εξετάσεως

 

[Μετάφραση των συνοπτικών αλ­λά πολύ περιεκτικών σελίδων 519-537, περί της θε­ο­λογικής και δογματικής θεμελι­ώ­σεως της Ιεράς Εξετάσεως και μιας σύντομης αλλά πολύ κατατοπιστικής ιστορικής διαδρομής της, του εξαιρετικού ερευνητικού συγ­γράμματος: History of the Christian Religion to the Year Two Hundred (Ιστορία της Χριστιανικής Θρησκείας μέχρι το Έτος 200), by Charles B. Waite, A. M., Fifth EditionRevised. Chicago, 1900. Ο με­ταφραστής προσέθεσε μερικές επιπλέον ση­μειώσεις, πληροφορίες και αναφορές εντός του κειμένου της μετάφρασης και έναν μικρό επίλογο.]"

 

(Η μετάφραση ενός κειμένου μπορεί να εισάγεται με μια εισαγωγή του μεταφρα­στή. Δεν είναι καθόλου ασύνηθες, αλλά πολύ συνηθισμένο και υποβοηθητικό.)

 

Και συνεχίζουν αυτοί με τα ακόλουθα:

Μεταφραστής του κειμένου, είναι ο φανατικός αντιχριστιανός και ψευτο-αθεϊστής Ιωάννης Ρούσσος, που κατά τη δική του μαρτυρία εδώ, έχει αλλοιώσει και το πρω­τό­τυ­πο κείμενο. Δεν γνωρίζομε σε ποιο βαθμό το αλλοίωσε. Πιθανόν λοιπόν οι κακο­ή­θειες που αναφέρονται στο κείμενο που κυκλοφορεί στα Ελληνικά να ανήκουν στον συγγραφέα του κειμένου, πιθανόν όμως, να έχουν κατασκευαστεί από τον μεταφρα­σ­τή Ρούσσο, κατά τη συνήθειά του να διαστρέφει τα πάντα, για να κατηγορήσει τον Χριστιανισμό με πλαστά επιχειρήματα. Όπως κι αν έχει το θέμα, επί μέρους σημεία του κειμένου εκείνου είναι ήδη απαντημένα στην ιστοσελίδα μας, όπως έχομε ήδη αναφέρει αλλού και την απάντηση σε αυτό που θα εξετάσομε σή­μερα. Μόνο που στην παρούσα μελέτη θα το αναπτύξομε περισσότερο, αποδει­κνύ­οντας την πραγμα­τική σημασία του χωρίου που διαστρέφεται από τους συντελεστές του κειμένου.

Σκοπός των αντιχριστιανών διαστρεβλωτών, είναι να ταυτίσουν την αληθινή Εκ­κλησία του Χριστού, με τους αιρετικούς ιεροεξεταστές του Πάπα. Και επιπλέον, να θεμελιώσουν δήθεν την Ιερά Εξέταση στη Χριστιανική πίστη, ώστε να μη γίνει φα­νερό ότι είχε θεμελιωθεί από τον Πλάτωνα και τον αρχαιοελληνικό πολυθεϊσμό. Με την απάντησή μας στο επί μέρους (προς το παρόν) αυτό σημείο, θα δείξομε επίσης και την αναξιοπιστία, τόσο του κειμένου εν γένει, όσο και των συντελεστών του αθεο-παγανιστών. Πιθανόν ο Ρούσσος να αλλοιώσει το κείμενο ΜΕΤΑ την απάντησή μας, μια και διαρκώς αλλάζει τα κείμενα που κυκλοφορούν από αυτόν, παρ' όλα αυτά, εμείς θα απαντήσομε στο κείμενο, όπως ακριβώς το έχομε στα χέρια μας στη σημερινή νεότερη κατάστασή του.

 

[Κλπ.]

 

Ενταύθα λοιπόν συνεχίζω εγώ και απαντώ. Ιδού τα εσκεμμένα ψέματα που δημο­σι­εύ­ουν στα κείμενά τους αυ­τά τα χαμερπή και ασύστολα όντα, τα οποία στερούνται και ίχνος αν­δρι­σμού και διά τούτο κρύβονται και τελούν εν ανωνυμία, παρ’ ότι η κρα­τι­κο­δί­αιτη και πανίσχυρη εκκλησία ΑΟΕΕ είναι κράτος εν κράτει και κάνει ό,τι επι­θυ­μήσει.

 

  1. ο δήθεν άθεος (στην πραγματικότητα φανατικός αντιχριστιανός συνερ­γάτης των πολυθεϊστών) Ι. Ρούσσος.      Μιλήσαμε περί του «δήθεν άθε­ος» και όλων αυτών των συναφών ψευδών ισχυρισμών ολίγο παραπάνω. Βλέ­πετε και μόνοι σας τους υποθετικούς ισχυρισμούς των και τη λάσπη εναντίον άλλων ατόμων, εδώ εμού προσωπικά. Βεβαίως αυτοί προβάλλουν παντού την αλλο­πρόσαλλη θέση, εφ’ ενός μεν ότι ουδείς δύναται να είναι άθεος, είναι φυ­σικός νόμος και αξίωμα γι’ αυτούς, εφ’ ετέ­ρου δε ότι ο αθεϊσμός είναι θρη­σκεία. Γι’ αυτούς λοιπόν υπάρχει θρησκεία χωρίς κανέναν οπαδό. Η΄ ίσως νο­μί­ζουν ότι η λέξη άθεος είναι ύβρις! Αφού η Βί­βλος τους είναι πλήρης αντι­φάσεων τί πειράζει να προσθέσουν και αυτοί μερικές δι­κές τους! Δυστυχώς γι’ αυ­τούς, ούτε το ένα ισχύει ούτε το άλλο, εκτός και οι λέξεις «άθεος ή αθε­ϊ­στής» και «αθεϊσμός» δεν έχουν τις καθιερωμένες έννοιες και ορισμούς, αλλά τις έν­νοιες που μόνο αυτοί επέδωσαν και γνωρίζουν. Όταν αλλάζεις τις έν­νοι­ες κα­τά το δοκούν και το συμφέρον τότε «χαίρω πο­λύ!»: Ό,τι θέλεις βγάζεις! Από την κάλτσα, γραβάτα και από το άχυρο, κρέας! Τους δια­μηνύω λοιπόν ότι: Και άθεοι υπάρχουν και ο αθεϊσμός όχι μόνο δεν είναι θρη­σκεία αλλά απο­τε­λεί την κατάργηση των θρησκειών, όπως έχομε αποδείξει στο άρθρο μας Περί Σκεπτικισμού και όπως πολλοί διάσημοι άθεοι διανοητές και ερευνητές έχουν ανα­πτύξει και αναλύσει. Δυστυ­χώς αυτή η αλ­λοπρό­σ­αλ­λη θέση προ­βάλλεται και από άλ­λους μεταξύ των οποίων υπάρχουν μερικοί φίλοι και γνω­στοί μου. Όλοι τους κάνουν μεγάλο λάθος!

Ο μόνος χαρα­κτηρισμός που είναι αληθής είναι ότι είμαι αντιχρι­στι­α­νός. Αυτό ουδέποτε το αρνήθηκα και παντού το ανακοινώνω ευθαρσώς και επωνύμως! Αυτοί κοιμόνται με την ιδέα ότι με το να με αποκαλούν αντιχρι­στιανό μου κά­νουν κακό και δυσ­φή­μιση. Αντιθέτως μου κάνουν καλό και μου προσά­πτουν ένα κολακευτικό και προοδευτικό επίθετο! Τέρμα όλα όσα ήταν γι’ αυ­τούς δε­δομένα πριν ολίγα χρόνια, όταν είχαν μονά–ζυγά δικά τους. Τώ­ρα ήλ­θε η ώρα να καταγγελθεί ο Χριστιανισμός συλλήβδην για απάτη, απο­βλά­κω­ση, διασυρ­μό, εκμετάλλευση, άπειρα κατά συρροήν εγκλήματα, ιερές εξετάσεις, κλπ, και θα κληθούν «λό­γον διδόναι εν τή αγο­ρά». Ο υπερ-ρατσισ­μός και το μονο­πώλιο γνώσεως και μαθή­σεως που ασκούσαν μέχρι προ τίνος: «μόνο εμείς και κα­νέ­νας άλ­λος», «μόνο ό,τι λέμε εμείς και όλοι οι άλ­λοι θα φεύ­γουν από την μέ­ση με οποιο­δή­πο­τε μέσο», και όλες αυτές οι κακοήθεις και απόλυτα ρατσιστι­κές απαιτήσεις τους, έφτα­σαν στο τέλος τους. Τώρα θα κα­ταγγελ­θούν και θα μηνυ­θούν για όλα αυτά τα αισχρότερα και μεγαλύτερα εγκ­λή­ματα κατά του πολι­τι­σμού και της ανθρώ­πι­νης ιστορίας και να δούμε τί θα βρού­νε να πούνε ή που θα πάνε να κρυφτού­νε. Πολλές και διάφορες εται­ρείες που έχουν δημι­ουργη­θεί αλλά και πολλά διαφωτισμένα άτο­μα κεχωρισ­μένως εργάζονται ήδη σ’ αυτήν την μεγά­λης ιστορικής σημασίας καταγγελία! Οι καιροί άλλαξαν! Μπο­ρεί αυτοί να χρησι­μοποιούν το διαδίκτυο ανωνύμως, αλ­λά οι άλλοι το χρησι­μοποιούν πολύ καλ­λίτερα και επωνύμως!

            Συνεργάτης των πολυθεϊστών κ. α. είμαι μόνο στον τομέα του αν­τι­χρι­στια­νι­κού αγώ­να. Αυτό δεν έγινε λόγω αορίστου φανατι­σμού, αλλά κατό­πιν εκτε­νούς, χρονοβόρας, πολυέξοδης και αμερόληπτης με­λέτης και έρευνας. Εί­ναι μοιραίο, θλιβερό και κα­τα­θλιπτικό το παράδοξο γεγονός ότι ακόμα και σή­με­ρα τόσα εκα­τομ­μύρια ετερό­κλητοι λαοί ομολογούν ότι πιστεύουν σε μια κα­ταστροφική, αντι­φατική και ιδιάζουσα αίρεση του Ιουδα­ϊ­σμού, η οποία προ­ήλθε από την έρημο της Υπερ­ι­ορδανίας και της Πε­τραίας Αραβίας και η οποία ερήμωσε και κατά­στρεψε τα πάντα. Λέμε και τονίζομε: «ομολογούν», διότι απ’ αυτούς το 99% δεν γνωρίσει τίποτα σχεδόν περί της θεολογίας και των δογμάτων που πρε­σβεύει αυτή η ξενόφερτη, αντιφατική και καταστροφι­κή δοξασία. Είναι όντως θλιβερό το γεγονός να ρωτάς τους Χριστιανούς τί εί­ναι αυτά που πι­στεύ­ουν, και πέραν μερικών στερεοτύπων απαντήσεων τύπου: πιστεύομε στον Χρι­στό, στον Θεό, στην αγάπη, κλπ, σχε­δόν όλοι απαντάνε: «Δεν ξέρομε!». Ο δε τρόπος ζωής σχεδόν όλων πόρρω απέχει από τις επιτα­γές της χριστιανικής δογματικής στην οποία υποτίθεται ότι πιστεύουν χωρίς όμως να την γνωρίζουν. Αλλά και όσοι την γνωρίζουν σχεδόν πάντοτε δεν την εφαρμόζουν, αλλά δικαιολογούν του εαυτούς των με την φτηνιάρικη δικαιο­λογία περί ανθρωπίνων αδυναμιών και ότι στο τέλος με την εξομολόγηθη θα συγχωρεθούν για τις αμαρτίες των!

 

  1. Ι. Ρούσσος, ισχυρίζεται ότι στο χωρίο Γαλάτας 5/ε: 12, υπάρχει δήθεν η ιδεολογική θεμελίωση της... Ιεράς Εξέτασης.          Αυτό εδώ το στοιχείο αποτε­λεί ένα από τα εκατοντάδες στοιχεία που παραθέτομε μέσα στο άρθρο. Δεν απο­τε­λεί εδώ άποψη του μεταφραστή, ασχέτως αν συμφωνεί ή όχι, αλλά είναι η άποψη του ερευνητή Charles B. Waite, τον οποίον μετέφρασα. Δεν το ισχυ­ρίζομαι εγώ αλλά ο Charles B. Waite, ο οποίος και εφρόντισε να το τεκ­μη­ριώ­σει με διάφορα πολύ πειστικά επιχειρήματα και στοιχεία. Αυτό καθίσ­ταται σαφέστατο σε έναν αμερόληπτο μελετητή με μια καλή μελέτη του άρθ­ρου. Αλλά όταν έχεις να κάνεις με κουρ­δισμένους συκοφάντες..., τότε τί γίνε­ται;

 

  1. Μεταφραστής του κειμένου, είναι ο φανατικός αντιχριστιανός και ψευτο-αθεϊστής Ιωάννης Ρούσσος, που κατά τη δική του μαρτυρία εδώ, έχει αλ­λοιώσει και το πρωτότυπο κείμενο. Δεν γνωρίζομε σε ποιο βαθμό το αλ­λοίωσε. Πιθανόν λοιπόν οι κακοήθειες που αναφέρονται στο κείμενο που κυκλοφορεί στα Ελληνικά να ανήκουν στον συγγραφέα του κειμένου, πι­θανόν όμως, να έχουν κατασκευαστεί από τον μεταφραστή Ρούσσο, κα­τά τη συνήθειά του να διαστρέφει τα πάντα, για να κατηγορήσει τον Χριστι­ανισμό με πλαστά επιχειρήματα.             Εδώ εκτός του ότι ομολογούν άγνοια του μεγάλου αυτού έργου του Charles B. Waite, ομολογούν και ότι δεν έκα­ναν τον κόπο να βρούνε αυτό το βιβλίο και να ελέγξουν καλώς κατά πόσο πα­ρα­ποίησα ή διαστρέβλωσα τις σελίδες του μεγάλου αυτού ερευνητή. Εφ’ όσον επιχειρούν μια τέτοια έστω και απειροελάχιστη απάντηση, (ουσιαστικά πρό­κειται για κόντρα για την κόντρα), αν ήταν υπεύθυνοι δεν νομίζετε ότι θα έπ­ρεπε να είχαν προμηθευτεί αυτό το βιβλίο προτού γράψουν και ισχυρισθούν κάτι; Ιδού λοιπόν η αξιοπιστία και η αξιοπρέπειά των! Στην εισαγω­γή μου, για την οποία παρ’ όλα ταύτα επέδειξαν το θράσος να την παραθέ­σουν πράγμα που δεν έκαναν για τις άλλες παραγράφους, εγώ έγραψα: «Ο με­ταφραστής προσέθεσε μερικές επιπλέον σημει­ώ­σεις, πληροφο­ρίες και αναφορές εντός του κειμένου της μετάφρασης και έναν μικρό επί­λογο.». Αυτό πάντα γίνεται και είναι θεμιτό ως συμπλήρωμα σε μεταφράσεις εφ’ όσον ο με­τα­φραστής ξε­χωρίσει τα ιδικά του χωρία από αυτά του συγγραφέα. Ουδεμίαν μαρτυρία και ομολογία έγραψα ή παραδέχτηκα ότι παραποιώ το κείμενο του εξαι­ρετικού αυτού βιβλίου. Το βιβλίο αυτό μιλάει μόνο του, δεν έχει «χρείαν παρα­ποι­ή­σε­ων», όπως έκανε πάντοτε ο δικός τους Ευσέβιος Καισαρείας με ό,τι έπιανε στα χέρια του. Δεν χρειαζόμαστε εμείς ούτε μεταχειριζόμαστε χριστιανικά μέ­σα και κόλπα όπως ο Απόστολος Παύλος! Όποιος λοιπόν κατέχει την αγγλική γλώσσα και έχει αυτό το θαυμάσιο βιβλίο ας ελέγξει την καταλέξει μετά­φρα­σή μου την οποία έκανα πιστή στο πρωτότυπο. Οτιδήποτε είναι δικό μου το θέτω εν­τός αγκυλών [ ] όπως και το προείπα, χω­ρίς να διαστρέψω απολύτως τίποτα από το αρχικό κείμενο. Αλλά όπως γρά­φει ο αγαπητός μου συν­εργάτης και χορηγός Ιωάννης Φραγκούλης «το βαμβάκι μπήχτηκε βαθιά!...».

 

  1. Όσο για να κατηγορήσομε τον Χριστιανισμό λόγω συνηθείας και με πλασ­τά επιχειρήματα, όπως αυτοί οι ανώνυμοι διαστρεβλωτές ισχυρί­ζον­ται, απαντάμε ως εξής. Τον Χριστιανισμό, για να είμαστε ακριβείς την Εβραι­ογ­νωστικοχριστιανική μάστιγα, δεν τον κατηγορούμε καθόλου αλλά τον καταγ­γέλλομε παγκοσμίως και τον ξεβρακώνομε για να καταδείξομε την ασχημοσύ­νη του. Δεν το κάνομε λόγω συνηθείας αλλά λόγω του «καθή­κοντος του γνώ­στη» και για την κάλυψη του κενού της αμαθείας που έχει δημιουργήσει εδώ και 1800 χρόνια. Μας βα­σανίζει τη συνείδηση το σοφό γνωμικό: «όποιος κρύ­βει αλήθεια καταστρέφει χρυσάφι!». Δεν χρει­αζόμαστε πλαστά ή ψεύτικα επι­χειρήματα καθόλου, όπως αυτοί οι διαστρεβλωτές μονί­μως από τον Παύλο μέχρι και σή­μερον χρησι­μοποιούν! Έχομε άπειρα πραγ­ματικά, ιστορικά, θεο­λογικά, επιστη­μονικά, κλπ, επιχειρή­ματα. Εν ολίγοις επαναλαμβάνομε για να υπενθυμίσομε στον αναγνώστη ότι: (1) Ο Χριστιανισμός είναι η πλέον κατασ­τροφική θρησκεία της ιστορίας του ανθρώπου η οποία επεβλήθη διά παντός είδους βίας, πυρός και σιδήρου, ψέματος και εκφοβισμού. (2) Βα­σίζεται σε ανόητα, αισ­χρά, ελεεινά, αντιε­πιστημονικά, λανθα­σμένα και άχρη­στα βιβλία. Π. χ., με­λετείστε προσεκτικά τουλάχιστον την Πα­λαιά και την Καινή Διαθήκη και θα το διαπιστώ­σετε. (3) Η θεο­λο­γία, δαιμονολογία και μυθο­λογία του Χρι­στιανισμού εί­ναι κακοήθης, σχιζο­φρενική, τρομο­κρατική, φρικτή και αντι­φα­τική σε βαθμό που αν ένας με τα καλά του την μελετήσει καλώς και υποτι­θέσ­θω την ασπαστεί, στο τέλος-τέλος θα βγει ή τρελός ή ενσυνείδητος ψεύ­της. Τί λογική ή εποικο­δομητική ηθική και πρακτική εφαρμογή να αποκομίσει κα­νείς απ’ αυτή την παρλαπίπα! Αν δεν εμπιστεύεστε τα λόγια μας, με­λετείστε μόνοι σας, αλλά προ­σεκτικά, τουλάχιστον την Παλαιά Διαθήκη, την Καινή Διαθήκη και ολόκληρη την Χριστιανική Κατήχηση και Δογματική και τό­τε θα δείτε! (4) Οι πατέρες του Χριστιανισμού είναι άνθρωποι απαξιωτικοί για τον κόσμο και τη ζωή, αναχωρητές, συμπλε­γ­μα­τικοί, καταστροφικοί, άξεστοι, πολλάκις εγκ­λη­ματίες και καταστροφείς, κ. ά. Π. χ., μελετείστε με κρίση τους βίους και τις πο­λι­τείες διαφόρων ιερωμένων και καλογήρων και μερικά απ’ αυτά που πολ­λοί έγραψαν ή είναι γνωστά γι’ αυτούς. Δώσετε π. χ., προ­σο­χή στους: Παύλο, Πάπα Κάλλιστο, Τερτυλλιανό, Αθανάσιο, Κύριλλο, Θεόφιλο, Κλήμεντα, Ευ­σέ­βιο, Τύχω­να, Επιφάνειο, Αμβρόσιο, Αυ­γουστίνο, Ιερώνυμο, Χρυσόστομο, Πάπα Λέ­ον­τα Χ, Λούθη­ρο, Καλβίνο, και ο κατά­λο­γος τείνει στο άπειρον! (5) Ο Χρι­στια­νισ­μός είναι υπό­λο­γος των περισσο­τέ­ρων και θη­ριω­δε­στέρων εγκ­λημά­των κα­τά της ανθ­ρω­πό­τητας και του πολιτισμού. Δεν έχετε παρά να με­λετήσε­τε αντι­κειμενικώς όλη την ιστορία του. Ένα πολύ κα­λό σύγγραμμα, αλ­λά πολύ μακράν του πλήρες παρά το μέγεθός του, είναι: Η Εγκλη­ματική Ιστο­ρία του Χρι­σ­τι­ανισμού, του Karlheinz Deschner, Μετάφραση Ρουμπίνη Ζαρ­κάδη και Δέ­σ­ποι­να Βλασσοπούλου από τα Γερμανικά, με τίτλο πρωτοτύπου: Kriminalge­schi­chte des Christentums. 6 Τόμοι, 3418 σελί­δες, Εκδόσεις Κάκ­τος, 2004. Η Εβραιογνωστικοχριστιανικη μάστιγα αυτοκαταγγέλλεται με τα κα­μώματά της! Εμείς απλώς προσπαθούμε να τα κάνομε γνωστά στο αδαές ποί­μνιο.

Συνεπώς: «ποίαν χρείαν έτι έχομεν μαρτύρων, πλαστών ή ψευδών ή οτιδή­ποτε άλλων ;!». Δεν έχομε την ανάγκη των μέσων του Χριστιανισμού! Πράγ­ματα και γεγονότα ομιλούν μόνα τους. Εμείς απλώς τα παραθέτομε με ακρί­βεια. Τί να παραποιήσομε εμείς σ’ αυτό το τουρλουμπούκι! Το δυ­στύ­χη­μα είναι ότι ακόμα και σήμερα υπάρχουν οι διάφοροι δια­στρεβλωτές που προ­σπαθούν εκ του αδήλου και κρυφίου να πα­ρουσι­ά­σουν τον Χριστιανισμό ως άγιον και αληθινόν στις αδαείς και ευκολοφοβόπιστες μάζες! Αν δια­φωνείτε λοιπόν με τις καταγγελίες μας τότε ας έχομε μια δημο­σία συνάντηση με επαρ­κή χρό­νο και να συγκρίνομε τα χαρ­τιά μας! Ο κ. Μ. Θ. Καλόπουλος και ο κ. Π. Μαρίνης και άλλοι σας το έχουν προτείνει. Εσείς όμως ποτέ σας δεν δε­χ­θή­κατε αλλά κρυ­φτήκατε. Γιατί δεν τολ­μάτε να μας δείξετε τα βαριά χαρ­τιά σας; Εμείς μιλάμε με ανοιχτά χαρτιά, εσείς όμως με κλειστά! Tempore dato κύριοι, ειδοποιείστε μας και τότε κύριοι, tempore satis θα τα πού­με μια χαρά!

 

  1. Σκοπός των αντιχριστιανών διαστρεβλωτών, είναι να ταυτίσουν την αλη­θι­νή Εκ­κλησία του Χριστού, με τους αιρετικούς ιεροεξεταστές του Πάπα.          Το ξαναείπαμε ότι δεν διαπράξαμε απολύτως καμία διαστρέβλωση, πράγμα που μπορεί να ελέγξει ο καθένας που έχει αυτό το βιβλίο και γνωρίζει καλώς την Αγγλική. Στο κάθε τι παραθέτομε αναφορές στοι­χεία και άφθονα τε­κμήρια. Ο Πάπας, για τον οποίον κόπτονται, είναι Χριστιανός (;) όπως και αυτοί οι ίδιοι (;). Αν δεν το γνωρίζουν, τους γνωστοποιώ ότι από την πρώτη οικουμενική σύνοδο χαίρει δια­κρίσεως, κλπ. Μάλιστα ο Πάπας ισχυρίζεται ότι αυτός είναι ο μόνος σωστός και αλάθητος και ότι δεν υπάρχει σωτηρία έξω από την Καθολική Εκ­κλησία. Όπως γνωρίζομε υπάρχει το θρησκευτικό αξίωμα μεταξύ όλων των κοσμοπολιτικών αιρέσεων και θρησκειών ότι η κα­θεμία εί­ναι η μόνη σωστή για τον εαυτόν της και όλες οι άλλες είναι λάθος! Αν μετά ήλθε το σχί­σμα της Μίας Αγίας Καθολικής και Απο­στολικής Εκκλη­σίας και αναθεμάτισαν αλλήλους, σ’ αυτό δεν ευθύνεται ο Πάπας αλλά ευθύ­νε­ται το Άγιο Πνεύμα που δεν καθοδή­γησε καλώς και δεν προ­στάτευσε επαρ­κώς την άμπε­λον και την σαγή­νην του Ιησού Χριστού τους... Μετά, στα υπό­λοι­πα 99.9% ση­μεία τα οποία τε­χνηέντως δεν άγγιξαν, καταγράφομε όλα τα στοι­χεία: δογ­μα­τικά, θεολογικά, πρακτικά, βιβλικά και ιστορικά, περί ολοκλή­ρου της χρι­στιανικής Ιεράς Εξε­τά­σε­ως, αρχής γενομένης από την Παλαιά Δια­θήκη, τον Ιησού και τον Παύλο, τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή. Ανα­τ­ρέξετέ τα εντός του άρθρου και ελέγξετέ τα λεπτομερώς και προσεκτικώς.

 

  1. Πιθανόν ο Ρούσσος να αλλοιώσει το κείμενο ΜΕΤΑ την απάντησή μας, μια και διαρκώς αλλάζει τα κείμενα που κυκλοφορούν από αυτόν, παρ' όλα αυτά, εμείς θα απαντήσομε στο κείμενο, όπως ακριβώς το έχομε στα χέρια μας στη σημερινή νεότερη κατάστασή του.        Ιδού η αξιοπιστία των! Την αφήνομε στην κρίση σας.... «Πιθανόν ο Ρούσσος... κλπ.». Επιχει­ρη­ματολογούμε με πιθανότητα, την στιγμή κατά την οποία και να με ρωτήσουν μπορούσαν και πάντοτε τους παραδίδω αληθές οτιδήποτε γράφω.

 

  1. ...         και τα ψεύδη των συνεχίζονται και εδώ και ‘κει κι αλλού στο ίδιο μο­τίβο και τόνο. Ενώ τους ειδοποίησα περί όλων αυτών διά του ηλεκτρονικού ταχυδρο­μείου, αυτοί μου έγραψαν ότι δεν αλλάζουν τίποτα, κλπ. Έτσι μη έχοντας ονόματα, τη­λέφωνα, διευθύν­σεις και στοιχεία, εκτός από την ιστο­σε­λίδα τους, την ανωνυμία τους και την αποπομπή τους, σταμάτησα τα περαι­τέ­ρω. Αν αυ­τά δεν είναι κακοή­θειες και ψεύδη τότε τί είναι; Καμία συστολή και εντροπή απ’ αυτά τα χα­μερ­πή υπο­κεί­μενα. Είναι, βλέπετε, απόλυτα πιστοί στις ακρι­βείς αρχές και τα μέσα που εδιδά­χθη­καν από την Χριστιανικήν Αγίαν Γραφήν και την Χριστιανικήν Ιεράν Παράδοσιν και την Ιστορία τους και την Απολογητική τους!

 

Υπάρχουν και άλλα ψεύδη, ψευτοπαρουσιάσεις, προβολή εντυπώσεων και δι­αστρεβλώσεις αυτών των ανωνύμων ανδρεικέλων, εντός των ανωνύμων ιστοσελί­δων τους. Με την πα­ρούσα ευκαιρία αναφέρομε άλλη μια περίπτωση: Στο κείμενο μου με τίτλο:

 

«ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΖΗΤΑΜΕ ΣΑΦΕΙΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ: Αρχίζομε με την ερώτηση: Ερώτηση: Τί επρόδωσε ο Ιούδας;» κλπ.,

 

έχω υποβάλλει πολλές ρητορικές ερωτήσεις για να καταδείξω την γενική ασυναρ­τη­σία, ασυ­νέπεια, αντιφατικότητα, και την μη παροχή σαφών απαντήσεων, των «ιερών» Ευαγγε­λίων, τα οποία κατά το χριστιανικό δόγμα υποτίθεται ότι εγράφησαν από θεο­π­νεύστους ευαγγελιστές και αυτόπτες μάρτυρες μαθητές. Αυτό το ρη­τορικό ύφος του κειμένου μπορεί ευκολότατα να το καταλάβει και ένας αγράμματος που απλώς δια­θέ­τει κοινή αίσ­θηση. Αυτοί οι απολογητές όμως επί τούτου διαστρέφουν το ύφος και προσπαθούν να πείσουν τους άλλους ότι οι ερω­τήσεις που έθεσα είναι ερωτήσεις αγ­νοίας και συνεπώς δεν κατέχω τα ιερά κεί­μενα, εντός των οποίων θα εύρισκα και τις απαν­τή­σεις. Θέλουν δηλαδή να πείσουν ότι δεν έχω διαβά­σει την Βίβλο τους, λες και χρειά­ζεται κανείς ιδιαίτερη προσπάθεια για να διαβά­σει τις σελίδες της Καινής Διαθή­κης, όπως και ολόκληρης της Βίβλου, αυτού του άχρηστου, βαρετού και τιποτέ­νιου βιβλίου, και να δει τι γράφουν. Εκτός του ότι την έχω διαβάσει πολλές φορές, σι­γά το δύσ­κολο βιβλίο που πρέπει να έχει κανείς ειδική μόρ­φω­ση και πτυχία για να το δια­βά­σει και να το καταλάβει! Με τέτοια λοιπόν φτηνιά­ρι­κα και ανέντιμα μέσα προσ­πα­θούν οι χριστιανοί απολογητές, σε όλη τους την δισ­χι­λι­ετή ιστορία, να βγούνε μπροσ­τά, να παρέξουν πειστικές απαντήσεις στα συνεχώς προκύπ­τοντα ζητήματα και να τα ξελασπώσουν. Αυτό το γεγονός φανερώ­νει το ψευδές και το ανέντιμο των επι­χειρη­μά­των τους όπως και της πίστεώς τους και ξεμπροστιάζει τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά τους. Αυτό που συνεχώς προσπαθούν να κά­νουν είναι να δούνε πως θα τα καταφέρουν να τα μπα­λώ­σουν και να τα καμουφλάρουν για να μην χάσουν τους αδα­είς και τους αφελείς, που είναι και η συν­τ­ριπτική πλειο­ψηφία του πληθυσ­μού, από την σαγήνη της χριστιανικής πίστεως. Ιδού τα μέσα και ιδού τα χάλια τους!

Δεν σκοπεύω να ασχοληθώ με τέτοια χαμένα και αφανή υποκείμενα πλέον στο μέλλον. Έχω πολύ σοβαρότερα καθήκοντα και θέματα να ασχοληθώ και να γρά­ψω. Απλώς αυτό ήταν μια παρένθεση κυρίως λόγω του Παλλαδά. Δεν επιθυμώ ούτε την συνάντηση ούτε την γνωριμία με τέ­τοια άνανδρα, ύπουλα και ύποπτα στοιχειά. Αλλά τους διαμηνύω ότι δεν θα είναι αυτοί οι τι­μη­τές, δικαστές και κριτές του τί εί­μαστε εμείς και του τί δεν είμαστε. Εμείς είμαστε ό,τι μας αρέσει και αυτό που θέ­λο­με, όπως και αυτοί είναι για τους εαυτούς των. Ακόμα κάνομε παρέα ή έχομε φίλους και συνεργάτες αυτούς που εμείς επιθυμούνε και δια­λέ­γομε και δεν θα ζητήσομε την έγκρισή τους. Ούτε θα κάνομε αί­τη­ση σ’ αυτούς για να μας δώσουν άδεια στο τί εμείς θα γράφομε και θα δημοσιεύομε!

Αγαπητοί αναγνώστες σίγουρα θα διακρίνατε την αγανάκτησή μου μέσα στο άρθρο. Ήταν καιρός πια! Αν συμφωνείτε μαζί μας και έχετε αίσθημα ευθύνης, συνε­χίστε και ‘σεις τον αγώνα κατά του ψεύδους, της διαστρεβλώσεως, της μισής αλήθει­ας και της συκοφαντίας τα οποία βρί­σκουν πρόσφορο έδαφος εκεί που υπάρχει αμά­θεια, αφέλεια, απροθυμία, καταπίεση, απελ­πι­σία, παραίτηση, φόβος, απροθυμία για έρευνα και ορθή μάθηση και όλα τα κακά παράγωγά τους. Εκεί χαίρονται και τυρ­βά­ζουν αυ­τοί οι εχθροί της αλήθειας, της επιστήμης, της φιλοσοφίας, των Ελληνικών αρχών δη­λαδή όπως και όλου του Ελληνισμού και οπαδοί αυτής της πολύ ιδιάζουσας, ξενό­φερτης, αντιφατικής, σχιζοειδούς και καταστροφικής δοξασίας, κυριολεκτικής μάστι­γας.

 

 


ΕΝΑ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΒΙΒΛΙΚΟ ΔΕΙΓΜΑ

 

Εδώ προσφέρομε στους αναγνώστες ένα μικρό και πρόχειρο δείγμα βιβλι­κής αν­τιφά­σεως και ασυναρ­τησίας. Υπολογίζω ότι ένα καλό ολοκλη­ρω­μέ­νο δείγμα πρέπει να ισούται με εκατό φο­ρές αυτό εδώ. Υπάρχουν τέτοιοι κατά­λογοι σχεδόν πλήρεις στην δι­ε­θνή βιβλιογραφία Αν τα βάλομε όλα μαζί, έχο­με τουλάχιστον επτά χιλιάδες (7.000) προβλήματα που ανα­κύπτουν από το ιε­ρό αυτό βιβλίο. Αν και τα θέ­ματα που εκτίθενται εδώ ευρίσκονται όλα εντός της Βίβλου, ζητώ συγγνώμη για τυ­χόν λανθασμένους αρι­θ­μούς στις αναφορές. Έπειτα, από έκδοση σε έκδοση υπάρχει μια διαφορά συν ή πλην ένα ή δύο στην αρί­θμη­ση των στίχων και των Ψαλ­μών. Οπό­τε ελέγξετε τις εκδόσεις του «αγίου» αυτού βιβλίου στις οποίες αναφέρεστε. Επί πλέ­ον, κά­θε έκδοση πε­ρι­έχει πολλές συγκρίσεις και αντι­πα­ραθέσεις στίχων στα περιθώ­ρια κλπ. Έτσι αν βρείτε όλες τις ανα­φορές και τις συγκρίσεις των, θα φτι­άξετε μια ατέρμονα αλυσίδα αντιφάσεων και ασυ­ναρτησίας. Καλό κουρά­γιο! Αξίζει όμως η προ­σπάθεια για να αποδείξετε έτσι την «θε­ο­π­νευστία», την «ακρίβεια» και το «άρι­σ­το» ύφος αυτού του αχρήστου βιβλίου!

 

 

Ποιους να σκοτώνεις

--Το άτακτο και ανυπάκουο παιδί. Δευτερονόμιον 21: 20-21.

--Αυτούς που καταρρώνται ή χτυπούν τους γονείς των. Λευιτικόν 20: 9, Έξοδος 21: 15.

--Τους λάτρεις άλλων θεών. Δευτερονόμιον 13: 6-11.

--Τους πνευματιστές και τις μάγισσες. Λευιτικόν 20: 27, Δευτερονόμιον 13: 6-11, Έξοδος 22: 18.

--Αυτούς που δεν πιστεύουν στον Χριστό (παραβολή). Λουκάς 19: 27.

--Αυτούς που εργάζονται τα Σάββατα. Έξοδος 35: 2 (ο Μωυσής σκοτώνει κά­ποιον γι’ αυτόν τον λόγο), Αριθμοί 15: 32-36.

--Αυτούς που κατηγορούνται από δύο μάρτυρες για κακοήθεια. Δευτερονόμιον 17: 6.

--Τα παιδιά και τα μωρά των εχθρών. Αριθμοί 31: 17, Δευτερονόμιον 20: 13, Ψαλμοί 136 (ή 137): 9, Λευιτικόν 26: 29.

--Τους Μοιχούς. Λευιτικόν 20: 10.

--Τους ομοφυλοφίλους. Λευιτικόν 20: 13.

--Τη γυναίκα που δεν είναι παρθένος όταν παντρεύεται. Δευτερονόμιον 22: 13-21.

--Αυτούς που έχουν φονικά ζώα. Έξοδος 21: 29.

--Τους κτηνοβάτες. Έξοδος 22: 19, Λευιτικόν 18: 23, 20: 15-16.

 

Ποιους να μισείς

--Αυτούς που τρώνε καβούρια και γαρίδες. Λευιτικόν 11: 10.

--Αυτούς που θυσιάζουν στο Θεό ελαττωματικά ζώα. Δευτερονόμιον 17: 1.

--Αυτούς που ξαναπαντρεύονται το ίδιο άτομο μετά από διαζύγιο. Δευτερονό­μι­ον 24: 4.

--Τους ομοφυλοφίλους. Λευιτικόν 18: 22.

--Τους υπερηφάνους. Παροιμίαι 16: 5.

--Τις γυναίκες που φοράνε παντελόνια. Δευτερονόμιον 22: 5.

--Τον άνδρα με μακριά μαλλιά (τον Ιησού άραγε;) Α΄ Πρός Κορινθίους 11: 14, αντί­φαση με: Αριθμοί 6: 5, Α΄ ΣαμουήλΒασιλειών), 1: 11, Κριταί 13: 5.

--Αυτούς που αποκαλούν άλλους βλάκες. Ματθαίος 5: 22.

 

Οφείλομε να πράττομε αυτά;

--Ολόκληρος ο Νόμος της Παλαιάς Διαθήκης εφαρμόζεται και στην Καινή. Ματθαίος 5: 17-19, εν μέρει αντιφάσκον με: Ματθαίος 5: 38-39. Τί λέτε λοι­πόν, να πράττομε αυτά που διατάζουν οι νόμοι της Παλαιάς Διαθήκης;;;...

 

Εσχατολογική λατρεία και εμμονή

--Ο Ιησούς και η Βίβλος διατείνονται ότι το τέλος του κόσμου είναι προ των θυρών, ακό­μα και στο παρελθόν. Μάρκος 9: 1, Ματθαίος 16: 27-28, Λουκάς 9: 26-27, Λου­κάς 21: 32, Ματθαίος, 24: 34 Ιωάννης, 5: 25-29, Ιακώβου 5: 8, Α΄ Ιωάννου 2: 18, Α΄ Πέτρου 4: 7, Μαλαχίας 4.

 

Οικογενειακές και πολιτικές αξίες

-- Ο Ιησούς λέγει να μισείς και να εγκαταλείπεις την οικογένεια σου. Λουκάς 14: 26, Ματθαίος 10: 35-36, Ματθαίος 19: 29.

--Μη καλείς κανέναν επί της γης πατέρα σου. Ματθαίος 23: 9

--Ο Ιησούς λέγει να τιμάς τους γονείς σου. Ματθαίος 19: 19.

--Δεν υπάρχουν οικογένειες στον Ουρανό. Μάρκος 12: 25.

--Να μην παντρεύεστε. Α΄ Πρός Κορινθίους 7: 1, 8, 27. Να μην ξαναπαν­τρεύ­εστε. Ματθαίος 5: 32, Μάρκος 10: 11-12.

--Ο Ιησούς και η Καινή Διαθήκη λέγει να πληρώνετε φόρους στην κυβέρ­νη­ση και να την υπακούετε. Πρός Ρωμαίους 13: 1-7, Β΄ Πέτρου 2: 10, Ματθαίος 22: 17-21, Μάρκος 12: 17, Λουκάς 20: 25.

--Ο Ιησούς είναι εναντίον της δημοσίας Προσευχής. Ματθαίος 6: 5-6.

--Οι πλούσιοι δεν μπορούν να είναι Χριστιανοί. Ματθαίος 19: 24.

--Δίνετε τα πάντα στους φτωχούς. Λουκάς 18: 22.

--Ο Λωτ καθιστά εγκύους τις κόρες του μετά τον θάνατο της γυναίκας του από τον Θεό και μετέπειτα τιμάται και θεωρείται δίκαιος. Γένεσις 19, Β΄ Πέτρου 2: 7.

--Τίποτα δεν είναι ζωντανό μέχρι να αναπνεύσει. Γένεσις 2: 7.

--Η τιμωρία για θανάτωση κυήματος είναι μόνο αποζημίωση. ΄Εξοδος 21: 22-25.

--Οι γυναίκες αξίζουν λιγότερο και οφείλουν να υποτάσσονται. Πρός Εφεσίους 5: 22-24, Πρός Κολασσαείς 3: 18, Α΄ Πρός Κορινθίους 11: 5-10, 14: 34-35.

--Να ευνουχίζεστε διά την βασιλείαν των ουρανών. Ματθαίος 19: 12.

--Τα Σόδομα δεν καταστράφηκαν λόγω ομοφυλοφιλίας. Ιεζεκιήλ 16: 49-5 (αν­τίφαση με την Γένεσιν). Το να μην ακούς τον Ιησού είναι μεγαλύτερη αμαρ­τία και από τις αμαρτίες των Σοδόμων. Λουκάς 10: 10-12.

--Ήταν ο Δαυίδ ομοφυλόφιλος;;; Α΄ ΣαμουήλΒασιλειών) 18: 1-4, 20: 3-4, 7, 41, Β΄ ΣαμουήλΒασιλειών) 1: 25-26.

--Ο Θεός φτιάχνει τους ανθρώπους ομοφυλοφίλους. Πρός Ρωμαίους 1: 26-28.

 

Μυθικά Τέρατα

--Γίγαντες. Γένεσις 6: 4, Α΄ ΣαμουήλΒασιλειών) 17: 4.

--Πνεύματα. Α΄ ΣαμουήλΒασιλειών) 28: 8: 20.

--Δαίμονες. Λουκάς 11: 14, 24-26.

--Λεβιάθας. Ησαΐας 27: 1, Ιώβ 41: 1.

--Δράκοντες. (Η Αποκάλυψις είναι γεμάτη!).

--Άγγελοι. Ματθαίος 28: 2, Γένεσις 19.

--Μονόκεροι. Ησαΐας 34: 7.

--Μάγισσες και Πνευματικά Διάμεσα (Medi-um -a). Έξοδος 22: 18, Μιχαίας 5: 12, Α΄ ΣαμουήλΒασιλειών) 28: 8-20.

--Μάγοι. Έξοδος 7: 22, Έξοδος 8: 7, Έξοδος 8: 18.

--Ομιλούντες όνοι. Αριθμοί 23: 23-30.

--UFO’s. Γένεσις 6: 4, (Β΄) ή Δ΄ Βασιλειών 2: 11, Ιεζεκιήλ 10.

 

Υπερφυσικές Δυνάμεις και Μαγεία

--Ένας πραγματικός Χριστιανός πρέπει να έχει βαπτιστεί, να έχει πίστη, να απoδιώ­κει δαιμόνια, να ομιλεί γλωσσολαλιές, να πιάνει φίδια, να μπορεί να θε­ραπεύει τους ασθε­νείς, να έχει ανοσία σε όλα τα δηλητήρια. Μάρκος 16: 16-18.

--Ένας πραγματικός Χριστιανός πρέπει να μπορεί να κάνει θαύματα μεγαλύ­τε­ρα από τον Ιησού. Ιωάννης 14: 12.

--Οι πραγματικοί Χριστιανοί πρέπει να μπορούν να μετακινούν όρη και δέν­δρα κα­τά διαταγήν των. Ματθαίος 17: 20, 21: 21, Μάρκος 11: 23, Λουκάς 17: 6.

--Οτιδήποτε κάποιος ζητήσει θα του δοθεί. Ματθαίος 7: 7.

--Όλα τα πράγμα είναι δυνατά για τον Θεό. Ματθαίος 19: 26.

--Ο Θεός όμως δεν μπορεί να νικήσει τα πολεμικά άρματα. Κριταί 1: 19.

--Ο Ιησούς χρησιμοποιεί μαγικές φράσεις. Μάρκος 6: 4-5, 7: 33-35, Μάρκος 8: 23-25.

--Ο Ιησούς έχει περιορισμένες δυνάμεις. Μάρκος 6: 5.

--Οι μάγοι μπορούν να κάνουν τα ίδια πράγματα που κάνει και ο Θεός. Έξοδος 7: 22, Έξοδος 8: 7.

 

(Ο Απολλώνιος Τυανεύς είναι σαν ένας Ιησούς.).

 

Επιστήμες

--7 ημέρες, στερέωμα, φυτά (πριν τον ήλιο), θαλάσσια ζώα, πτηνά, ζώα της ξη­ράς, άν­δρας και γυναίκα όλα μαζί. Γένεσις 1.

--1η ημέρα, άνδρας, φυτά, όλα τα άλλα δημιουργήματα, γυναίκα, γνώση του καλού και του κακού εδόθη μόνο σε ένα δένδρο στην αρχή, πύρινες ρομ­φαί­ες. Γένεσις 2.

--Η ηλικία της Γης είναι 7000 έτη. (Έπεται από τα «άγια» μαθηματικά της Βί­βλου!).

--Η Γη είναι επίπεδη. Ματθαίος 4: 5-8, Λουκάς 4: 5, Ησαΐας 11: 12, Δανιήλ 4: 10-11, Αποκάλυψις 7: 1.

--Ο ήλιος κινείται γύρω από μια σταθερή Γη και το Φεγγάρι έχει δικό του φως. Όπως ισχυρίζονται οι Χριστιανοί έπονται από: Ιησούς του Ναυή 10: 12-14, Ησαΐας 13: 10, Α΄ ΣαμουήλΒασιλειών) 2: 8, Α΄ Παραλειπομένων 16: 30, Ψαλμοί 95 (ή 96): 10, Ψαλμοί 103 (ή 104): 5.

--Ο αριθμός του Αρχιμήδους π = 3.141592.... ισούται με 3 ακριβώς. (Αυτά εί­ναι μα­θη­μα­τικά για αγίους!). Β΄ Παραλειπομένων 4: 2, (Α΄) Γ΄ Βασιλειών 7: 23.

--Κατακλυσμός και Ουράνιο Τόξο. Γένεσις 9: 13, 7 (Γένεσις 7: 2) ή (Γένεσις 6: 19, 7: 8, 9, 15). Κάθε ζώο επέζησε 40 ημέρες (Γένεσις 7: 17) ή 150 ημέ­ρες (7: 24, 8: 3). Τα θα­λάσ­σια ψά­ρια, τα ζώα της Αυστραλίας, τα θανατηφό­ρα παρά­σι­τα, οι δεινόσαυροι, κλπ. δημιουρ­γούν πρόβλημα μεγέθους, χρό­νου, τροφών, κλπ.

--Η Γλωσσολογία του Πύργου της Βαβέλ. Γένεσις 11.

 

Η Γέννηση του Ιησού

--Ο Ιησούς συνελήφθη από το Άγιο Πνεύμα και ήταν προϊόν παρθενογέννησης. Ματ­θαί­ος 1: 18-21.

--Ο Ιησούς συνελήφθη από το σπέρμα του Δαυίδ κατά σάρκα. Πρός Ρωμαίους 1: 3.

--Ο Ηλί ήταν ο εκ πατρός παππούς του Ιησού. Λουκάς 3: 23.

--Ο Ιακώβ ήταν ο εκ πατρός παππούς του Ιησού. Ματθαίος 1: 16, Ιωάννης 4: 5.

 

Ο Ιησούς όταν είχε καλή μέρα

--Αγάπα τους εχθρούς σου. Ματθαίος 5: 43-44.

--Ο Χρυσούς Κανών. Ματθαίος 7: 12, Λουκάς 6: 31.

--Μην κρίνετε. Ματθαίος 7: 1.

--Να σέβεστε τα κρίνα. Λουκάς 12: 27, Ματθαίος 6: 28.

--Να είστε σαν παιδιά. Ματθαίος 18: 3.

--Δίνετε ό,τι οιοσδήποτε κάποιος σας ζητήσει. Λουκάς 6: 30.

--Γυρνάτε και την άλλη πλευρά. Λουκάς 6: 29.

--Όποιος δεν είναι εναντίον μου είναι μαζί μου. Μάρκος 9: 40, Λουκάς 9: 50.

 

Ο Ιησούς όταν είχε κακή μέρα

--Όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εναντίον μου. Ματθαίος 12: 30, Λουκάς 11: 23.

--Περιθάλπετε τους κακούς και μην αντιστέκεστε στο κακό. Ματθαίος 5: 39-45.

--Κατασφάξετε τους απίστους (παραβολή). Λουκάς 19: 27.

--Οι φαύλοι θα βασανίζονται στην Κόλαση αιωνίως. Μάρκος 9: 43-48.

--Μίσος και οργή κατά καρποφόρου δένδρου. Μάρκος 11: 13-14, 20, Ματθαίος 21: 19-20. (Υπάρχει και η καταπληκτική αντίφαση «του επομένου πρωινού» στον Μάρ­κο με το «παραχρήμα» του Ματθαίου.).

--Ο Ιησούς ήλθε για να φέρει διαμάχες. Λουκάς 12: 51-53, Ματθαίος 10: 34.

--Ο Ιησούς λέγει να μισείς και να εγκαταλείπεις την οικογένειά σου. Λουκάς 14: 26, Ματθαίος 10: 35-36, Ματθαίος 19: 29.

--Ο Ιησούς απειλεί να φονεύει παιδιά. Αποκάλυψις 2: 23.

 

Ποιος είδε τον Θεό (και τον Ιησού)

--Κανείς δεν είδε τον Θεό. Ιωάννης 1: 18.

--Ο Ιακώβ είδε το πρόσωπο του Θεού. Γένεσις 32: 30.

--Ο Μωυσής είδε τα πισινά του Θεού. Έξοδος 33: 23.

--Ο Θεός είχε δείπνο με τον Αβραάμ. Γένεσις 18.

--Ο Παύλος δεν συνάντησε ποτέ τον Ιησού αλλά είδε τον Θεό; Β΄ Πρός Κοριν­θίους 12, Πρός Γαλάτας 1: 11-12.

--Ο Μωυσής μαζί με πολλούς άλλους είχε δείπνο με τον Θεό. Έξοδος 2: 9-18.

--Ο Μωυσής, Ααρών και Μιργιάμ σαν στήλη νεφέλης. Αριθμοί 12: 5-12.

 

Πιθανές υποκλοπές

--Ο Ιησούς και ο Ηλίας κάνουν το ίδιο πράγμα με τα ίδια λόγια. Λουκάς 7, (Α΄) Γ΄ Βασιλειών 17.

--Ο Λουκάς και ο Ηλίας κάνουν το ίδιο πράγμα με τα ίδια λόγια. Ιεζεκιήλ 1: 1, 4: 9, 4: 14, Πράξεις 10: 11-14.

 

Διάφορες αντιφάσεις

--Ο Θεός θα τιμωρεί τα τέκνα για τις αμαρτίες των γονέων. Έξοδος 20: 5.

--Ο Θεός δεν θα τιμωρεί τα τέκνα για τις αμαρτίες των γονέων. Ιεζεκιήλ 18: 20.

--Τα τελευταία λόγια του Ιησού είναι διαφορετικά: Ματθαίος 27: 46, Λουκάς 23: 46, Ιωάννης 19: 30.

--Η Μαρία Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου πάνε στον τάφο, βρίσ­κουν τους φύλακες και τον λίθον που είχε μετακινηθεί μετά από σει­σμό. Ένας άγγε­λος επί του λίθου αναγγέλλει τι συνέβη. Ματθαίος 28.

--Η Μαρία Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, και η Σαλώμη πά­νε στον τά­φο, δεν βρίσκουν φύλακες ή λίθον και ένας νέος μέσα στον τάφο τους λέγει τι συν­έβη. Οι γυναίκες δεν είπαν τίποτα σε κανένα. Μάρκος 16.

--Η Μαρία Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, και η Ιωάννα και άλ­λες γυ­ναί­κες πάνε στον τάφο, και δύο άνδρες μέσα στον τάφο λένε τι συν­έβη. Λουκάς 24.

--Η Μαρία πηγαίνει στον τάφο και δεν βρίσκει τίποτα, λέγει στους μαθητές ότι κά­ποιος έκλεψε το σώμα και έτσι όλοι πάνε πίσω και πάλι δεν βρίσκουν τί­πο­τα. Οι μα­θητές τότε φεύγουν και ο Ιησούς εμφανίζεται και λέγει στην Μαρία τι συνέβη. Ιωάννης 20.

--Παλαιές εκδόσεις του Μάρκου τελειώνουν στον στίχο Μάρκος 16: 8 χωρίς κανένας να βλέπει τον αναστάντα Χριστό.

--Η Γη θα υπάρχει πάντοτε. Εκκλησιαστής 1: 4.

--Η Γη θα τελειώσει με τον Αρμαγεδώνα. Β΄ Πέτρου 3: 10.

--Ο Ιούδας έπεσε, έσπασε και άνοιξε. Πράξεις 1: 18-19.

--Ο Ιούδας αυτοκρεμάστηκε. Ματθαίος 27-3: 10.

--Ο Ιησούς μεταφέρει τον σταυρό του. Ιωάννης 19: 17.

--Ο Σίμων ο Κυρηναίος μεταφέρει τον Σταυρό του Ιησού. Μάρκος 15: 21-22.

--Η Σοφία είναι καλή. Παροιμίαι 3: 13, 4: 7.

--Η Σοφία είναι κακή. Α΄ Πρός Κορινθίους 1: 19, Εκκλησιαστής 1: 18.

--Ο Θεός έχει υιόν μονογενή. Α΄ Ιωάννου 4: 9.

--Ο Θεός έχει πολλούς υιούς. Γένεσις 6: 2, 4, Ιώβ 1: 6, 2: 1.

--Κανείς γραφεύς δεν ήταν στη δίκη του Ιησού. Μάρκος 14: 50. Οι ευαγ­γε­λικές αφη­γή­σεις κατασκευάστηκαν κατά τρόπους που αυτοί τις γράψανε νό­μισαν ότι ταίριαζαν στην Παλαιά Διαθήκη, σαν δήθεν προφητείες.

--Ο Ιησούς σταυρώθηκε στις 9: 00 π. μ. (3η ώρα κατά τους Ρωμαίους) της ημέ­ρας του Πάσχα που ήταν ημέρα Παρασκευή. Μάρκος 15: 1, 25, 14: 1, κλπ.

--Ο Ιησούς σταυρώθηκε ημέρα Παρασ­κευή αλλά μετά το μεσημέρι (6η ώρα κατά τους Ρω­μαίους) και αυτή η Παρασκευή ήταν παραμονή του Πάσχα που έπεφτε Σάβ­βατο. Ιωάννης 19: 14, κλπ.

--Ενώ έχομε την παρθενογέννηση του Θεού Ιησού χρειαζόμαστε και το βάπτισμά του!

--Ενώ ο Ιησούς ήταν Θεός, συνεχώς προσευχόταν και παρακαλούσε τον Θεό!

 

Ο Θεός και το Κακό

--Ο Θεός παραδέχεται ότι Αυτός έφτιαξε το κακό. Ησαΐας 45: 7, Αμώς 3: 6.

--Ο Θεός στέλλει τον Σατανά να καταστρέψει τη ζωή του Ιώβ. Ιώβ 2: 1-7.

--Ο Θεός σκληρύνει την καρδίαν του Φαραώ. Έξοδος 9: 12, 10: 1, 20, 27, 11: 10, 14: 8.

--Ο Θεός διατάζει και υποστηρίζει τη δουλεία. Λευιτικόν 25: 44-46, Έξοδος 21: 2-8, Πρός Εφεσίους 6: 5, Πρός Κολασσαείς 3: 22.

--Εναντίον των γυναικών. Α΄ Πρός Κορινθίους 14: 34, Α΄ Πρός Τιμόθεον 2: 9-14, Γένεσις 5: 16.

--Οι κανόνες περί βιασμού: Δευτερονόμιον 22: 23-29: Μέσα σε πόλη ο άν­δ­ρας και η γυ­ναίκα θα θανατωθούν, αλλά στην ύπαιθρο μόνο ο άνδρας θα θανατωθεί. Εάν η γυ­ναίκα δεν είναι παντρεμένη τότε ο άνδρας θα πληρώσει 50 σεκέλς και θα την παντ­ρευτεί

--ΑντιΕβραϊσμός. Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς 2: 14, 15, Πρός Τίτον 1: 10.

--Ο Θεός δεν ευνοεί ούτε το καλό ούτε το κακό. Ματθαίος 5: 45.

--Ο Θεός δημιούργησε μερικούς ανθρώπους προορισμένους να πάνε στην κό­λαση. Πρός Ρωμαίους 8: 29-30, Ιούδα 1: 4, Ματθαίος 7: 13-14.

--Ο Θεός παραδέχεται ότι απατά. (Α΄) Γ΄ Βασιλειών 22: 23, Ησαΐας 6: 10.

--Ο Ιησούς παραδέχεται ότι απατά (λόγος των παραβολών). Β΄ Πρός Θεσ­σα­λο­νικείς 2: 11-12, Μάρκος 4: 10-12, Ματθαίος 13: 10-11.

--Ο Θεός αποστέλλει αρκούδες να κατασπαράξουν παιδιά. (Β΄) Δ΄ Βασιλειών 2: 24.

--Ο Θεός διατάζει τον φόνο βρεφών. Αριθμοί 31: 17, Δευτερονόμιον 20: 13, Ψαλμοί 136 (ή 137): 9, Λευιτικόν 26: 29, Αριθμοί 31: 17.

--Ο Ιησούς απειλεί να φονεύσει τα παιδιά για τις αμαρτίες των μανάδων των. Αποκά­λυψις 2: 23.

--Ο Θεός και ο Ιησούς μισούν. Πρός Ρωμαίους 9: 13, Αποκάλυψις 2: 6, Ψαλμοί 5: 5.

--Μα μην συναναστρέφεστε με ανθρώπους που έχουν διαφορετική γνώμη. Β΄ Ιωάν­νου 1: 10-11, Β΄ Πρός Κορινθίους 6: 14-17.

--Ο αιμομίκτης Λωτ είναι δίκαιος. Β΄ Πέτρου 2: 7.

 

(Δωροδοκίες και φοβέρες – Παράδεισος και Κόλαση, κλπ., βρίθουν μέσα στην Ιερά Βίβλο.)

 

Μερικές εκ του προχείρου Ερωτήσεις

 

            Γιατί ο θεός φέρεται σαν ποταπός δηλητηριαστής δίνοντας κρέας για να χο­λε­ριάσουν πεινασμένοι άνθρωποι; «Και έσται υμίν, εις χολέραν» Ο΄ Αριθμοί 11.20.

            Γιατί ένας φαλακρός ημιάγριος (ο προφήτης Ελισαίος) καταριέται στο όνο­μα του Κυρίου σαράντα δυο παιδάκια και τα έφαγαν αρκούδες; Μασ. Β΄ Βασιλ. Β΄ 23, 24 !

            Γιατί στην Βίβλο διαβάζομε το απίστευτα βαρβαρικό: «ο δίκαιος θέλει ευ­φ­ρανθεί όταν ιδεί την εκδίκηση, και τους πόδας αυτού (Ο΄ τας χείρας αυτού) θέλει νί­ψει εν τω αίματι του ασεβούς (Ο΄ αμαρτωλού)» Μασ. Ψαλμοί 58.10 (ή ΝΗ΄10) Ο΄ Ψαλμοί 57.11.

            Γιατί με τις ευλογίες του Γιαχβέχ: «δέκα χιλιάδας ζωντανούς αιχ­μαλώ­τους οι Ιουδαίοι τους κατεκρήμνιζον από του άκρου του κρημνού, ώστε πάντες διερ­ρά­γη­σαν»! Β΄ Χρονικών (Παραλειπομένων) 25.12.

Τί σημαίνουν οι πορνογραφικές περιγραφές με μόρια και εκσπερ­μα­τώσεις γαϊδά­ρων στην Βίβλο; (Βλέπε περί Οολά και Οολιβά), Ιεζεκιήλ 23.1-34. Ο προφήτης δεν βρήκε καλλίτερο τρόπο να εκφραστεί;

            Γιατί ο Μωυσής σκότωσε ανθρώπους και ζώα στην Αίγυπτο, κάτι που εξί­σου καλά θα μπορούσε να κάνει και ένας οργανωμένος δηλητη­ριαστής; Για­τί δεν έρι­ξε μια κατάλληλη έκσταση στον ίδιο τον Φαραώ για να του αλλάξει απλά γνώμη; Γιατί επιτέ­λους δεν σκό­τωσε αυτόν και την οικογένεια του που είχαν την άμεση ευ­θύνη για τη σκλαβιά των Ιου­δαίων, αλλά σκότωσε απλούς αθώους Αιγυπτίους που ήταν αμέτοχοι στις κρατικές απο­φάσεις; Μήπως επει­δή ο φόνος ανύποπτων Αιγυπτί­ων ήταν ευκολό­τε­ρος από την πρό­σ­βαση στο βασιλικό τραπέζι του Φαραώ; 

            Γιατί ο Μωυσής φεύγοντας από τη Αίγυπτο με τον λαό του, πη­γαί­νει προς την θάλασσα του κόλπου Σουέζ και περιμένει εκεί τον Φαραώ; Για­τί σκί­ζει αυτή τη θάλασσα για να περάσει απέναντι, αφού δίπλα ακριβώς υπήρχαν χιλιόμετρα ολόκλη­ρα από περάσ­ματα και τίποτε δεν τον εμπόδιζε να συνεχίσει ανενόχλητος την φυγή του προς το Σινά;

Ολίγα απλά παραδείγματα τρομακτικών αντιφάσεων και λαθών μέσα στις δύο γενεαλογίες του Ιησού Χριστού

στην Και­νή Δια­θήκη

 

(Συμπλήρωμα επί όλων όσων έχουν ήδη γραφτεί

στην διεθνή βιβλιογραφία)

 

Ως ένδειξη αντιφάσεως, λάθους, ασυμφωνίας και αρλουμπολογίας αναφέρομε τα κά­τωθι από την Καινή Διαθήκη τα οποία έχουν σχέση και με την ιστορικότητα του Ιη­σού Χριστού. Απολαύστε τα! Αυτά που παραθέτομε στο μικρό αυτό κείμενο είναι μό­νο ένα πολλοστημόριο όλων αυτών των φαινομένων που εμφανίζονται στην Καινή Δι­αθή­κη και σε ολόκληρη την Βίβλο και τα οποία έχουν εντοπίσει και καταγράψει οι αμερόληπτοι ερευνητές της παγκόσμιας βιβλιογραφίας!

Στο πρώ­το κε­φά­λαιο­ του Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγγελίου, 1: 1-17, μό­λις δηλαδή ανοί­ξο­με την Και­νή Δια­θήκη, βλέ­πο­με ότι αυ­τός που έγρα­ψε το κε­φά­λαιο αυ­τό θέ­λη­σε να μας δώ­σει τη γε­νε­α­λο­γία του Ιη­σού, αρ­χί­ζοντας από τον Αβρα­άμ.

 

Α) Τα κα­νό­νι­σε, για δικούς του θεολο­γι­κούς λόγους, που δεν θα αναπτύξομε εδώ, να βγά­λει τρία δε­κα­τεσ­σά­ρια γε­νε­ών, στίχος 1: 17: «Πάσαι ουν αι γενεαί από Αβραάμ έως Δαυ­ΐδ γενεαί δεκατέσσαρες, και από Δαυϊδ έως της μετοικεσίας Βαβυλώνος γε­νεαί δε­κα­τέσσαρες, και από της μετοικεσίας Βαβυλώνος έως του Χριστού γενεαί δε­κατέσ­σα­ρες.», δη­λα­δή 3 x 14 = 42 γε­νε­ές συνολικά. Ήθελε να δείξει ότι ο Θεός Γιαχ­βέχ εί­χε ένα συμμετ­ρικό κα­νο­νικό σχέ­διο διά την έλευση του Μεσσία και την λύ­τ­ρωση του ανθρωπίνου γένους. [Εδώ λίγο χιούμορ: Πολύ ευφυές και κανονικό το σχέ­διο των τρι­ών δε­κα­τεσ­σαριών! Άφθαστη αυτή η θεϊκή σοφία! Δεν είν’ έτσι; Για­τί αν ήταν δε­κα­πεντάρια και δεν ήταν τρία, τότε το θεϊκό σχέδιο θα έπεφτε έξω και δεν θα ελυτ­ρώ­νε­το το ανθρώπινο γένος, και θα μας έπαιρνε και θα μας σήκωνε!].

 

Β) Έλα όμως που δεν πρό­σε­ξε και το τε­λευ­ταίο δε­κα­τεσ­σά­ρι το έβγα­λε δε­κα­τριά­ρι (μα­ζί με το όνο­μα του Χρι­στού)! Πολύ απλά, μετρήσετε τα ονόματα να το δείτε. Εί­ναι να απο­ρεί κα­νείς πώς αυ­τός που έγρα­ψε όλα αυ­τά τα ονό­μα­τα δεν έκα­νε μια δι­ορ­θω­τι­κή επα­νά­λη­ψη, έναν έλεγ­χο, ώστε να βρει το λά­θος και να το διορ­θώ­σει. Έτσι, αυ­τό το λά­θος έχει φτά­σει και σε μας με­τά από χι­λι­ετίες. Δεν γνω­ρί­ζω πό­σοι θε­ο­λό­γοι έχουν με­τρή­σει τα ονό­μα­τα για να δια­πι­σ­τώ­σουν το λά­θος αυ­τό (μάλλον ελάχιστοι), αλ­λά προ­φα­νώς 41 δεν ισού­ται με 42 (αν και για με­ρι­κούς αχα­ρα­κτή­ρι­στους 41 = 42 αφού έτσι το θέ­λη­σε το Άγιο Πνεύ­μα, και φυσικά το Άγιο Πνεύμα δεν κάνει λάθη!). Αναμένομε λοιπόν την εξήγηση αυτού του λά­θους από τους φωστήρες του Χρι­σ­τιανισμού! Ούτε ο Χρυσόστομός τους δεν το είδε!

Γ) Το κα­κό όμως δεν στα­μα­τά εδώ. Αν ανοί­ξομε το βι­βλίο Α΄ Πα­ρα­λει­πο­μέ­νων στα κε­φάλαια 2 και 3, από τα οποία αντίγραψε ο συγγραφέας, θα δια­­πι­στώ­σομε ότι σε τρεις πε­ρι­πτώ­σεις τα ονό­μα­τα που ανα­φέ­ρο­νται από τον υπο­τι­θέ­με­νο Ματ­θαίο δεν εί­ναι γιοι των αμέ­σως προ­η­γου­μέ­νων, αλ­λά: ο Ιωάθαμ είναι τρισέγγο­νο του Οζία, ο Ιε­χονίας είναι εγγονός του Ιωσία και ο Αβιούδ είναι μακρινός απόγονος του Ζο­ρο­βά­βελ. Επίσης σύμ­φωνα με μερικές εκδόσεις της Παλαιάς Διαθήκης, μεταξύ των οποί­ων είναι και η Μασό­ρα, ο Σαλαθιήλ είναι εγγονός και όχι γιος του Ιεχονία και ο Ζορο­βά­βελ είναι εγ­γο­νός και όχι γιος του Σαλαθιήλ. Δηλαδή υπάρχει γενικώς μια τρο­με­ρή ασυμφωνία με την Παλαιά Διαθήκη και την Μασόρα.

 

Δ) Ακόμα ο θεόπνευστος Ματθαίος γράφει στους στίχους 1: 10-11: «Εζεκίας δε εγέν­νησε τον Μανασσή, Μανασσής δε εγέννησε τον Αμών, Αμών δε εγέννησε τον Ιωσί­αν, Ιωσίας δε εγέννησε τον Ιεχονίαν και τους αδελφούς αυτού επί της μετοικεσίας Βα­βυ­λώνος.». Όμως από την Ισ­το­ρία, και το Δ΄ Βασιλειών 21: 26, 22, και 23, ξέρομε ότι αυτός εδώ ο βασιλιάς Ιωσίας ο υιός του Αμών (και της Ιεδιδά, βλέπε και Β΄ Παρα­λει­πομένων 33: 25, 34: 1-32, 35: 1-25, κλπ.), σκοτώ­θη­κε σε μάχη κατά των Αιγυπ­τί­ων το – 609 σε ηλικία 39 ετών. Άφησε τέσσερις γιους: τον Ιωάχαζ ή Ιωανάν, τον Ελι­ακίμ ή Ιωακίμ, τον Ματθανίαν ή Σεδεκίαν, και τον Σαλούμ, Δ΄ Βασιλειών 23: 30, 23: 34, 24: 17, Α΄ Παραλειπομέ­νων 3: 15. Η πρώτη σημαντι­κή μετοι­κε­σία έγινε μεταξύ – 604-602, επί βασι­λέως Ιωακίμ (και Ιωακείμ) δεύτερου γιου του Ιωσία, Δ΄ Βασιλειών 23: 34-37, 24: 1-5, Α΄ Παραλειπομέ­νων 3: 15, Δανιήλ 1: 1-2, κλπ. Ο Ιωακίμ δεν με­τα­φέρθηκε στην Βαβυλώνα, αλλά έγινε υποτελής βασιλεύς του Ναβουχοδονόσορος για 3 χρόνια, μετά επανασ­τάτησε και μετά απέθανε. Περίπου 7 ή 8 χρόνια μετά, μόλις που είχε αναλάβει ο γιος του Ιωακίμ, ονόματι Ιωαχίμ κατά τους Ο΄(β΄) αλλά Ιωαχίν κατά την Μασόρα, την έκδοση του King James, κ. ά., επανεκστρατεύει ο Ναβουχοδο­νόσορ και τιμωρεί με νέα μετετοικεσία Δ΄ Βασιλειών 24: 6-16. Ο Ιωαχίμ-Ιωαχίν με όλη του την οι­κογένεια μεταφέρθηκε στην Βαβυλώνα και αυτός πρέπει να είναι ο Ιε­χονίας του Α΄ Παρα­λει­πομένων 3: 16 και του Ματθαίου ανωτέρω. (Σημειώστε ότι με­ταξύ των βι­β­λ­ων των Βασιλειών και των Παραλειπομένων πολλά ονόματα έχουν πα­ραλλαγές. Εδώ το «ν» της Μασόρας ταιριάζει με το «ν» του Ιεχονία.). Η τελευ­ταία και χειρότερη­ μετοικεσία έλαβε χώρα μεταξύ –586-585, επί βα­σι­λέως Σε­δεκία, τρίτου γιού του Ιω­σία, ο οποίος είχε την τύχη να είναι ο τελευ­ταίος βασιλεύς του βα­σιλείου του Ιούδα, Δ΄ Βα­σι­λει­ών 25: 1-26, Α΄ Παραλειπομέ­νων 3: 15, κλπ. Επο­μένως ο Ιω­σί­ας, υιός Αμών, απέθανε 5-6 χρόνια πριν η Βαβυ­λώνα αρ­χίσει να επεμ­βαίνει στις Ιου­δαϊκές υποθέσεις με εκστρατείες και μετοικεσίες. Πώς λοιπόν έκανε ο Ιωσίας γι­ους ή εγγό­νια μό­νο με τα κο­κάλα του;! Το ερώτημα που τί­θε­ται είναι, πώς ή με ποιο σκοπό έκα­νε αυτό το με­γά­λο λά­θος ο θεό­π­νευ­σ­τος, ευαγγε­λισ­τής και γραμ­ματισ­μέ­νος (ως πρώ­ην τελώνης) Ματ­θαίος ας μας το εξη­γή­σουν οπωσδήποτε οι Χριστιανοί θε­ο­λό­γοι και ιερείς με την βοή­θεια του Αγίου τους Πνεύματος! Ανα­μέ­νο­με την απάντη­σή τους.

 

Επεισόδιο

 

Εδώ πρέπει να αναφέρω και το εξής επεισόδιο. Ένας χριστιανός ψευτοαπολογητής, πονηρός, στρεψόδικος ή άσχετος (ονόματι Α. Α.), προσφέρθηκε να μου απαντήσει. Μου έκανε ένα μικρό μαθηματάκι «επί της μεγαλυτέρας και ακριβεστέρας των επισ­τημών», της καμπαλιστι­κής αριθμολογίας των Εβραίων, λες και εγώ αγνοούσα αυτές τις μπούρδες, με το να μου πει ότι οι αριθμοί 3, 7, 40 και 42 (τον 14 και τον 41 δεν τους ανάφερε) είναι «ιεροί αριθμοί» και ο Ευαγγελιστής κάτι θέλει να δείξει, αλλά δεν μου είπε τι! Σ’ αυτό το σημείο, μεγά­λη η χάρις του, με επαίνεσε λέγοντας μου ότι κάτι, όντως, έπιασα...! Τί να κάνομε, ας πηγαίνομε στις χαρτορίχτρες και τις καφετ­ζούδες να μας δίνουν απαντήσεις σε θεολογικές ερωτήσεις, τρομάρα τους! Την ερώ­τησή μου αν 41 ισούται με 42, προσποιήθηκε ότι δεν την είδε στο κείμενό μου και συ­νέχισε με τον Ιωσία. Τον ρώτησα ξανά τρεις φορές αν 41 ισούται με 42; Αν ακού­σα­τε εσείς την απάντησή του, τότε την άκουσα και εγώ!

 

Μου υπέδειξε λοιπόν προς απάντηση περί Ιωσία, ότι υπάρχουν τρεις Ιωσίες στην Πα­λαιά Διαθήκη, ένας των οποίων είναι ο πατέρας του Σεδεκία, τελευταίου βασιλέα του βασιλείου του Ιούδα, ο οποίος αναφέρεται στον Ιερεμία των Ο΄(β΄) 44: 1-10 (στην Μασό­ρα είναι Ιερεμίας 37: 1-10)

 

«Και εβασί­λευσε Σεδεκίας υιός Ιω­σία αντί Ιω­α­κείμ, ον εβασίλευσε Ναβου­χοδονό­σορ βασι­λεύειν του Ιούδα· κλπ. ...».

 

Έψαξα λοιπόν ξανά και βρήκα ότι αυτός εδώ ο Ιωσίας και Σεδεκίας του Ιε­ρε­μία ανα­φέρονται με τα ίδια λό­για και στον Ιερεμία 1: 2-3 και αλλού. Ο ψευτοαπολο­γητής λοι­πόν πήγε να με μπερ­δέψει δη­λώ­νον­τας ότι αυτόν τον δήθεν άλ­λον Ιωσία εννοεί ο Ματ­θαίος. Ο τρίτος Ιωσίας ήταν ο γιος του προφήτη Σοφονία, σύγχρονος του προφή­τη Ζαχαρία (Ζαχαρί­ας 6: 10) και είδα ότι υπάρχουν και άλλοι ασήμαντοι Ιωσίες. Αυ­τοί δεν έχουν να κά­νουν τί­ποτα με την παρούσα περίσταση.

 

Όμως, για κακή τύχη του απολογητή ή επει­δή συνελήφθη ψευδόμενος, ο εν λόγω Ιω­σίας είναι το αυτό και ίδιο πρόσωπο με τον βασι­λέα και υιόν Αμών που αναγράφει ο μέγας θε­ό­πνευστος ευαγγελιστής Ματθαίος! Ερεύνησα ξανά τα κεφά­λαια Δ΄ Βασι­λει­ών 21, 22, 23, 24, 25 και τα χωρία του Ιερεμία 1: 2-3 και Ιερεμία των Ο΄(β΄) 44: 1-10, ή της Μασόρας 37: 1-10, κ. ά., με την Μα­σόρα δίπλα μου, και διαπίστωσα ότι πρό­κειται για το αυτό και ίδιο πρόσω­πο. Για να εξετάσομε πως έχουν τα πράγματα.

 

1.          Δ΄ Βασι­λει­ών 23: 29-31, Ο Ιωσίας σκοτώνεται στην μάχη κατά του στρατού του Φαραώ Νεχαώ (ή Νεχώ), παρά την Μαγεδδώ, και ο Ιουδαϊκός λαός χρίει νέον βα­σι­λέα τον πρω­τότοκο γιο του Ιωσία, Ιωάχαζ. Αυτός ήταν τότε 23 ετών και βασι­λεύει μόνο 3 μή­νες. Το βιβλίο Α΄ Παραλειπομένων, 3: 15, τον ονομάζει Ιωανάν.

2.          Δ΄ Βασι­λει­ών 23: 35-36, Ο Νεχαώ (Νεχώ) εκθρονίζει τον Ιωάχαζ και αντ’ αυ­τού ενθ­ρο­νί­ζει τον άλλο γιο του Ιωσία, τον Ελιακίμ αφού πρώτα του άλλαξε το όνο­μα σε Ιω­α­κίμ (ή και Ιωακείμ). Ήταν τότε 25 ετών και κυβέρνησε 11 έτη. Ο Ιωάχαζ μετα­φέ­ρ­θηκε στην Αίγυπτο όπου και απέθανε.

3.          Δ΄ Βασι­λει­ών 24: 1-5, Ο Ναβουχοδονόσορ με Μωαβίτες και Αμμωνίτες λη­σ­τές επιτίθεται κατά της Ιουδαίας και της Ιερουσαλήμ. Λεηλατεί την χώρα και την πόλη και καθιστά τον Ιωακίμ υποτελή του για 3 χρόνια. Μετά ο Ιωακίμ επανα­σ­τα­τεί κατά του Ναβουχοδονόσορος.

4.           Δ΄ Βασι­λει­ών 24: 6-16, Ο Ιωακίμ πεθαίνει και την θέση του την παίρνει ο γιος του Ιωαχίμ-Ιωαχίν, που ήταν 18 ετών. Κυβέρνησε μόνο 3 μήνες διότι ο Ναβουχοδο­νόσορ επ­ανήλθε δριμύτερος, ένεκα της επαναστάσεως του Ιωακίμ. Η νέα εκστρα­τεία του Ναβουχοδονόσορος έλαβε χώρα 7 με 8 χρόνια μετά την επανάσταση του Ιωακίμ. Συλλαμβάνει και μεταφέρει τον Ιωαχίμ-Ιωαχίν μαζί με όλη του την οικο­γέ­νεια και πολύ κό­σμο της μεσαίας και ανωτέ­ρας τάξε­ως καθώς και πολλούς πολεμι­στές στην Βαβυ­λώνα μαζί με πολλά λάφυρα. Αυτός εδώ ο Ιωαχίμ-Ιωαχίν πρέπει να είναι ο Ιε­χονίας του Α΄ Παρα­λει­πομένων 3: 16 και του Ματθαίου ανωτέρω. (Ση­μει­ώστε ότι μεταξύ των βι­β­λί­ων των Βασιλειών και των Παραλειπομένων πολλά ονό­ματα έχουν παραλλαγές. Εδώ το «ν» της Μασόρας ταιριάζει με το «ν» του Ιεχο­νία.). Συνεπώς ο Ιωαχίμ-Ιωαχίν ή Ιεχονίας είναι εγγονός του Ιωσία! Αυτά δε συμ­βαίνουν περίπου 12 με 13 χρόνια μετά τον θάνατο του Ιωσία δηλαδή περί 597-598 Π. Κ. Ε.

5.           Δ΄ Βασι­λει­ών 24: 17-20, Ο Ναβουχοδονόσορ τοποθετεί ως νέον βασιλέα τον τρί­το γιο του Ιωσία ονόματι Ματθανίαν, αλλά αφού του άλλαξε το όνομα σε Σεδε­κίαν. Συνεπώς ο Σεδεκίας ήταν θείος του αμέσως πρώην βασιλέως Ιωαχίμ-Ιωαχίν. Ο Σεδε­κίας ήταν τότε 21 ετών και εβα­σίλευσε για 11 έτη. Μητέρα του ήταν ή μη­τέ­ρα του πρώτου αδελφού του, Ιωάχαζ, και κόρη του Ιερεμία, Αμιτάλ. Τέλος ο Σεδε­κίας επα­ναστάτη­σε κατά της Βαβυ­λώνος.

6.          Δ΄ Βασι­λει­ών 25: 17-18, Νέα πολιορκία κατά το δέκατο έτος της βασιλείας του Σεδεκία. Κατά το ενδέκατο έτος η Ιερουσαλήμ υποκύπτει στον Ναβουχοδο­νό­σορα και καταστρέφεται ολο­κληρωτικά από τους Βαβυλωνίους. Πολύς λαός και πολλά λάφυρα μεταφέρονται και πά­λι στην Βαβυλώνα. Ο Σε­δε­κίας συνελήφθηκε αιχμά­λω­τος και απήχθηκε κα­κήν κα­κού στην Βαβυλώνα αφού πρώτα ο Να­βου­χο­δονόσορ εσκό­τωσε τους γιους του μπροστά στα μάτια του, μετά του έβγα­λε τα μά­τια και τέλος του πέ­ρα­σε αλυ­σί­δες στα πόδια. Ο θλιβερός Σεδε­κί­ας απέ­θανε στην Βαβυ­λώνα μετά από ‘λίγα έτη σε κα­κά χά­λια.

7.          Δ΄ Βασι­λει­ών 25: 27-30, Στον ήδη ευρισκόμενο στην Βαβυλώνα τέως βασιλέα Ιωαχίμ-Ιωαχίν-Ιεχονίαν (γιο του Ιωακίμ) ο Ναβουχοδονόσορ έδωσε χάρη και τον έβγαλε απ’ την φυλακή.

 

(Τα επεισόδια από τον Μανασσή, παππού του νε­αρού βασιλέως Ιωσία, τον θλιβερό Σε­δεκία, τρίτο γιο του Ιωσία και τε­λευταίου βα­σιλέως του βασιλείου του Ιού­δα, μέχρι το διά­ταγμα του βα­σι­λέως των Περ­σών Κύρου στην συνέχεια, αναφέρονται συ­χ­νά στην Παλαιά Δια­θήκη. Βλέπε Βασιλειών, Πα­ρα­λει­πο­μένων, Α΄ Έσδρας, Δανιήλ και σε διά­φορα άλ­λα χω­ρία που δεν νομίζω ότι χρειά­ζε­ται να τα καταγράψω όλα εδώ.).

 

Το μπέρδεμα του ψευτοαπο­λο­γη­τή όπως και των ερασι­τεχ­νικών εγκυ­κ­λο­παιδει­ών του δι­αδικτύου στις οποίες με παρέ­πεμψε, και οι οποίες χρειάζονται τε­ρα­στία προ­σο­χή, πάτησε στο ότι ο Ιερεμίας [των Εβδομήκοντα­(δύο) αλλά και της Μασόρας, κλπ.] όπως είδαμε παραπάνω γράφει: «Σεδεκίας υιός Ιω­σία», ενώ το Δ΄ Βασι­λει­ών 24: 15 - 17 των Εβδομήκοντα­(δύο) γράφει:

 

«και απώκισε τον Ιωαχίμ εις Βαβυλώνα και την μητέρα του βασιλέως και τους ευ­νού­χους αυτού· και τους ισχυρούς της γης απήγαγεν εις αποι­κε­σίαν εξ Ιερουσαλήμ εις Βαβυλώνα και πάντας τους άνδρας της δυνάμεως επτακισ­χι­λίους και τον τέκτονα και τον συγκλείοντα χιλίους, πάντες δυνατοί ποιούντες πό­λε­μον, και ήγαγεν αυτούς βασι­λεύς Βαβυλώνος μετοικεσίαν εις Βαβυλώνα. και εβα­σί­λευσε βασιλεύς Βαβυλώνος τον Ματθανίαν υιόν αυτού αντ’ αυτού και επέθηκε το όνομα αυτού Σεδεκία.».

 

Ας το εξε­τά­σομε λοι­πόν αυ­τό! Όπως είναι γραμμένο το κείμενο των Εβδομήκοντα­(δύο) και όπως το εξηγούν μερικοί ορθόδοξοι θεολόγοι αυτός εδώ ο Σεδεκίας ήταν υι­ός του Ιωαχίμ και όχι του Ιωσία, λόγω ης φράσεως «υιόν αυτού αντ’ αυτού». Άρα ο καημένος ο απολογητάκος βασισμένος στις ερασι­τεχ­νικές εγκυ­κ­λο­παίδει­ες του δι­α­δικτύου νόμισε ότι άλλος είναι ο Ιωσίας του Ιερεμία (ως πατέρας του Σεδεκία) και άλλος του βιβλίου Δ΄ Βασι­λει­ών των Ο΄(β΄). Δυστυχώς οι Εβδομήκοντα­(δύο) που έχομε στα χέρια μας τα έχουν κάνει σαλάτα. Η Mασόρα όπως και η έκδοση του King James μας λένε καθαρά ότι και εδώ πρόκειται διά τον Σεδεκίαν υιόν Ιω­σία. Η ανω­τέρω φράση έπρεπε να είναι «υιόν Ιωσία, αντ’ αυτού»! Δεν υπάρχει Σεδεκίας υι­ός Ιωαχίμ-Ιωαχίν!

 

Αφού όμως όλα τα άλλα κείμενα των Εβδομήκοντα­(δύο), εκτός αυτό εδώ το ασα­φές Δ΄ Βασι­λει­ών 24: 15-17, αναφέρουν τον Σεδε­κί­α ως τον τε­λευταίο βα­σι­λέα του βα­σι­λεί­ου του Ιού­δα έπρεπε ο απολογητά­κος μας να είχε καταλάβει περί τίνος επρόκειτο. Αν πάλι δεν το είδε και νόμισε ότι ο Ματθαίος αναφέρεται σε άλ­λον Ιωσία, τότε έπ­ρεπε να σκεφτεί ότι αφού ο Σε­δε­κίας ήταν υιός αυ­τού του άλλου Ιω­σία και βασιλεύς του Ιού­δα, ο Ματθαίος όφειλε να εί­χε γράψει: «Ιωσίας δε εγέννη­σε τον Σεδεκίαν...» και όχι τον Ιεχονία και να αφήσει έξω την μετοικεσία Βαβυλώνος. Αυτό θα ήταν τότε το σωστό και στην γε­νεα­λογία του ο Ματ­θαί­ος προτιμά τους βασι­λείς όσο αυτό είναι δυ­να­τόν. Ο Σεδε­κί­ας όμως δεν αναφέρεται που­θενά σ’ αυ­τές τις γενε­α­λο­γίες, παρ’ όλον ότι ήταν ο τε­λευ­ταίος βα­σι­λεύς του βα­σι­λεί­ου του Ιού­δα!

 

Συμπέρασμα: Ο Ιωσί­ας ο υιός του Αμών όπως εμφανίζεται στα βιβλία: Βασιλειών, Ιερεμία, Παρα­λειπο­μέ­νων, Κατά Ματθαί­ον Ευαγγελίου, κ. α., είναι το ίδιο και το αυτό πρόσ­ωπο. Ο Ματ­θαίος όπως τον παρουσιάζει έχει κάνει λάθος.

 

Τε­λικά: Εγώ δεν έκανα λάθος με το να καταγ­γείλω το λάθος του Ματθαίου όπως πο­λύ πονηρά προσπάθησε να πε­ρά­σει ο ψευτοα­πο­λογη­τά­κος. Το λάθος το έκανε ο Ματ­θαίος· και το ερώτημα που παραμένει είναι: πώς και γιατί; Η θεοπνευστία που πήγε, ή το Άγιο Πνεύ­μα κάνει λάθη επίτηδες; Αυτό το ερώτημα λοιπόν ας μας το απαν­τήσουν οι χριστια­νοί θεολόγοι και απολογητές!

 

Ο ρόλος του Ιερεμία σ’ όλα αυτά τα γεγονότα είναι πολύ σημαντικός. Γι’ αυτό ας αναφέρομε εν παρόδω τα εξής χρήσιμα στοιχεία. Ο Ιερεμίας ήταν μέγας συμβου­λά­το­ρας των βασιλέων του Ιούδα, από τον Ιωσία μέχρι τον Σεδεκία. [Προ­φήτης, στα Εβ­ραϊ­κά Ναμπί (πληθυντικός Νεμπι’ίμ), σημαίνει συμβουλάτορας και όχι αυτός που μαντεύει τι ακριβώς θα γί­νει μετά από 500 ή 1000 χρόνια, όπως φωνάζουν οι Χρι­σ­τι­ανοί.]. Προσέτι ο Ιερεμίας είχε συγγενι­κές σχέσεις με τους βασιλείς αυτούς. Όπως εί­δαμε ήταν πενθερός του βασιλέα Ιωσία (υιού Αμών), αφού ο Ιω­σί­ας εί­χε παν­τ­ρευτεί την κόρη του, Αμιτάλ, εκ της οποίας απέκτησε τον πρωτό­τοκον υιόν του, Ιωάχάζ, και τον θλιβερόν Ματθανίαν-Σε­δεκίαν Δ΄ Βασι­λει­ών 23: 31, 24: 18, οι οποίοι άρα, ήταν εγγονοί του Ιερεμία. Η Αμι­τάλ δεν ήταν η μόνη γυ­ναίκα του Ιωσία· είχε και την Ιελ­δάφ κόρη του Φαδαήλ και μη­τέ­ρα του δευτέρου γιου του Ελιακίμ–Ιωακίμ (Δ΄ Βα­σι­λει­ών 23: 36). Όπως φαίνεται θα είχε και άλλες γυναίκες! Ο Ιερεμίας ήταν φα­να­τι­κός Γιαχβι­στής Μεσούγκα, και οι επιστή­μονες αποδίδουν σ’ αυτόν την συγ­γραφή του Δευτερονομίου επί βασιλείας Ιω­σία (και όχι στον Μωυσή όπως λένε οι ορθόδοξοι Εβ­ραίοι και Χρι­στιανοί θεο­λόγοι!). Διατη­ρού­σε ιδιαι­τέρως μεγάλη αγάπη και σεβα­σ­μό προς τον νεαρό φανα­τι­κό Γιαχ­βι­σ­τή γαμβρό του και βα­σιλιά, Ιωσία, για τον πρόωρο χαμό του οποί­ου έχομε και το βι­βλίο των Θρήνων. (Το όνομα Ιωσίας στα Εβραϊκά εί­ναι Γιοσιγιάχου και ση­μαίνει «ο Γιαχ­βέχ υπο­στηρίζει ή παρέχει ή και θερα­πεύει». Ιε­ρε­­μίας είναι Γιρμεγιά­χου και ση­μαίνει ο Γιαχβέχ θεμελιώνει, εξυψώνει, χα­λαρώνει, ρίπ­τει.). Συνέχισε την συμβου­λευτική του δράση προς όλους κατά την εποχή της αιχ­μαλωσίας μέχρι και με­τά τον θάνατο του κυβερ­νή­τη Γοδολία ή Γεδαλίαχ (Ιε­ρεμίας των Ο΄(β΄) κε­φάλαια 40 έως και 50, της δε Μασό­ρας κε­φάλαια 33 έως και 43).

 

Τελικά πρέπει να τονίσομε τα εξής. Στο Α΄ Παραλειπομέ­νων 3: 16 αναγράφεται καθα­ρά ότι ο Ιωαχίμ-Ιωαχίν-Ιεχονίας ήταν υιός του Ιωακίμ, και συνεπώς η βασιλική γε­νιά συνεχίστηκε από τον Ιωακίμ επί της πρώτης μετοικεσίας Βαβυβώνος, αν και ο Ιωακίμ δεν μετα­φέρθηκε στην Βαβυλώνα, αλλά έγινε υποτελής βασιλεύς για 3 χρόνια, μετά επανασ­τάτησε και μετά απέθανε. Την επανάστα­σή του κατά του Ναβουχοδονόρα την πλήρω­σε ο γιος του Ιωαχίμ-Ιωαχίν-Ιεχονίας και οι άλλοι, μετά τον θάνατό του. Συνε­πώς ο Ματθαίος έπρεπε να αναφέρει τον Ιωακίμ στη θέση του Ιω­σία αλλά δεν το κά­νει. Θέλησε κατά πάσαν πιθανότητα να μνη­μο­νεύ­σει τον υπερ­γι­αχ­βιστή Ιωσία και όχι τους άλλους που δεν ήταν γιαχβιστές! Από τα κεφάλαια 2 και 3 του Α΄ Παραλειπομέ­νων και μερικά άλλα, κό­βει και ράβει μερικά από τα ονόματά του ο Ματθαίος μόνο και μόνο για να κάνει αλ­χη­μείες, καμπαλι­στι­κές αριθμολογίες και τις ανόητες θεολο­γίες των χαρτοριχτρών και των καφετζούδων! Στο τέ­λος–τέλος ούτε ο ίδιος ξέρει τι του γίνεται! Τα έχει κάνει σαλάτα! Σε άλλες πε­ρι­π­τώσεις «υιός ή εγγέννησε» ση­μαί­νει «απόγο­νος ή είχε απόγονο», ενώ σε άλλες είναι ο «κατ’ ευθεί­αν υι­ός», πράγ­μα που μου το ετόνισε ο απολογητάκος μας και που το χρησιμοποιούν όλοι οι θεολόγοι για να δικαιολο­γήσουν διάφορες ασυμ­φω­νί­ες. Ως δήθεν δικαιολογία βρίσκουν αυτό που λέμε: «ο Ιησούς ήταν υιός Δαυίδ», και εννοού­με απόγονος του Δαυίδ. Σ’ αυτό το σημείο συμφωνώ. Όταν όμως κόβω, ράβω, αλ­λάζω ονόματα και καταστρέφω την ισ­το­ρία και την σειρά τους για να βγάλω θεϊκά δεκατεσσάρια και καμπαλιστικές αρι­θ­μολογίες, με την έμπνευση και την βοήθεια του Αγίου Πνεύματος, εε..., αυτό παρα­πά­ει. Ακόμα ο Ματθαίος γράφει: «...τον Ιεχονίαν και τους αδελφούς αυτού...». Από το Α΄ Παραλειπομέ­νων, 3: 16, βλέπομε ότι ο Ιεχονίας δεν είχε αδελφούς. Πού να τους βρήκε άραγε ο Θεόπνευστος Μέγας Ευαγγελιστής Ματθαίος; Είτε έτσι του είπε το Άγιο Πνεύμα ή τους μπέρδεψε με τους 4 γιους του Ιωσία, τον οποίον έκανε πατέρα του από παππού του, και έτσι από έναν πατέρα και τρεις θείους τούς έβαλε όλους σαν αδελφούς του. Φαίνεται είτε έγραφε από μνήμης και δεν θυμόταν καλά, ή δεν ήξερε τι διάβαζε στα Εβραϊκά, ή έκανε αλχημιοθεολογίες, κλπ... Αυτό θα πει θεοπνευστία και ιστο­ρι­κή αλήθεια! Τί να πει λοιπόν κα­νείς με την ακρί­βεια της θεοπνεύστου βι­β­λικής γλώσ­σας, ιστορίας και την ει­λικρίνεια των χρισ­τια­νών ευαγγελιστών και απο­λογητών!

 

(Πρέπει ακόμα να επιστήσομε την προσοχή στο ότι, εκτός από παραλλαγές πολλών ονομάτων όπως ήδη αναφέραμε, τα βιβλία των Παραλειπο­μέ­νων έρ­χονται σε πάρα πολλές αν­τιφάσεις με τα βιβλία των Βασιλειών. Απ’ ότι έχω κατα­λά­βει τα βιβ­λία των Βασιλειών είναι πιο βάσιμα και πιο σοβαρά. Αλλά και σ’ αυτά μεταξύ Μασόρας ή της εκδόσεως του King James και των Εβδομήκοντα­(δύο), όπως τους έχομε στα χέρια μας, υπ­άρχουν πολλές σημαντικές διαφορές. Των Παραλειπο­μέ­νων είναι ανα­κριβή χρονογ­ρα­φή­ματα τα οποία, εκτός από τις αντι­φά­σεις τους προς τα βιβλία των Βασι­λειών, πα­ρου­σιάζουν μεγά­λη ακαταστα­σία εν εαυ­τά και πολλές ανακ­ρίβειες. Συ­νεπώς χρει­ά­ζε­ται μεγά­λη προσοχή για να δει κανείς τι αληθή συμ­περάσ­μα­τα μπο­ρεί να διατυπώσει με κάποια σαφή­νεια μέσα απ’ αυτόν τον κυ­κεώνα. Η Μασόρα θέτει τα βιβλία των Βασιλειών στα ιστορικά βιβλία ενώ των Παραλειπομένων στα υποδεέσ­τε­ρα γραπά Αγιόγραφα.).

 

Στην Βίβλο όπως προαναφέραμε υπάρχουν και άλλοι με το όνομα Ιωσίας. Οι άλλοι Ιωσίες όμως δεν αφο­ρούν τα εδώ ζητήματα διότι είναι εκτός τόπου και χρόνου. Αν ο ψευτοαπολογη­τής ήταν τίμιος, δεν έπρεπε να τους φέ­ρει μεσ’ τη μέση καθόλου! Αλ­λά τους πέταξε έτσι αόρι­σ­τα μην τυχόν και πιάσουν τόπο και με μπερδέψουν ακόμα περισσότερο και έτσι καταφέρει να «βγάλει λάδι» τον «θεόπνευστο» Ματθαίο. Όπως κά­ποιος άσχετος πι­θανότατα μπορεί να μπέρδευε τον Μέγα Αλέξανδρο με τον Αλέ­ξανδρο Βάλα. Για τέ­τοια ασχετοσύνη μιλάμε! Βλέπετε, ο Ματθαίος αν και θεόπνευ­σ­τος χρειάζεται την σημερινή βοήθεια και φυ­γάδευση του ψευτοαπολογητάκου. Δεν τα κατάφερε όμως! Με τέ­τοια λοιπόν πονηρά και ανέντιμα μέ­σα και με τρικλοποδιές πά­νε οι ψευτοαπο­λογητές να ξεφύγουν και να δικαιολογή­σουν τα αδικαιολόγητα. Όπως και ο Παύλος έτσι και αυτοί χρησιμοποιούν κάθε δόλο και ψέ­μα για να υπερασπίσουν μια ξενόφερτη, ψευδή, τεχνητή και καταστροφική θρησκεία, αίρεση του Ιουδαϊσμού. Ακόμα και σήμερα στις εκκλησίες ακούμε συχνά: «Εν εκκλησίαις ευλογείτε τον Θεόν Κύριον εκ πηγών Ισραήλ.». Με τέτοιους έχομε να κάνομε!

 

Διά ταύ­τα και πολλά τοι­αύτα, πρέ­πει κανείς να ερευνά με­ρι­κές κα­λές εκδόσεις της Βί­β­λου και σε θέ­ματα της Παλαιάς Διαθήκης πρέπει να έχει δίπλα του και την Μασόρα των ορθο­δόξων Εβ­ραί­ων! Επίσης χρει­ά­ζε­ται τεραστία προσοχή με τις ερασιτεχνικές εγκυκλοπαίδειες του διαδικτύου!

 

 Τέλος Επεισοδίου.

Ε) Ενώ λοιπόν βλέπομε ότι για να βγάλει τα δεκατεσσάρια του ο υποτιθέμενος Ματ­θαί­ος έκοψε ονό­μα­τα όπου αυτός ενόμισε σκόπιμο, μέσα στη εξέταση αυτού του ζη­τή­ματος αναδύεται και το εξής εύλογο ερώτημα: Από πού πήρε τα ονόματα της γε­νε­α­λο­γίας από τον Αβιούδ και μετά; Αυτά, εκτός από τέσσερις συνωνυμίες οι οποίες απαντώνται σε άλλες προηγούμενες και αρχαιότερες ε­πο­χές, δεν υπάρχουν που­θενά στην Πα­λαιά Διαθήκη. Μήπως λοιπόν είναι μυθοπλα­στι­κά; Αν όχι, τότε να τα βρούνε οι πεφωτισμέ­νοι της χριστιανικής αλή­θειας και να μας τα δείξουν. Το ανα­μένομε και αυτό!

Ζ) Το κα­κό και πά­λι δεν τε­λεί­ω­σε αλ­λά τώ­ρα γί­νε­ται ακό­μα χειρότε­ρο. Ο θε­ό­πνευ­σ­τος Λου­κάς στο κε­φά­λαιο 3: 23-38 του Ευαγ­γε­λί­ου του, μας δί­νει μιαν άλ­λη γε­νε­α­λο­γία του Ιη­σού τό­σο δια­φο­ρετι­κή από εκεί­νη του Ματ­θαί­ου που εί­ναι να χά­νεις το νου σου. Η θεόπνευστη Καινή λοιπόν μας παραδίδει δύο εντελώς διαφορετικές γενε­α­λο­γί­ες για το ίδιο άτομο, τον Ιησού Χριστό! Δεν είναι καταπληκτικό για ένα «ιστο­ρι­κό πρόσωπο»;! Οι γε­νε­ές του Λου­κά φτάνουν μέ­χρι τον Αδάμ. Πριν τον Αδάμ είναι κατ’ ευ­θείαν ο θεός (Γιαχβέχ) κάπου μεταξύ 4000 και 4500 Π. Κ. Ε.! Όπως και του Ματ­θαί­ου έτσι και οι γενεές του Λουκά παρου­σιάζουν πολλά και διάφορα προβ­λή­μα­τα με την Παλαιά Διαθή­κη που δεν θα τα ανα­τρέξομε εδώ. Με­τα­ξύ Αβρα­άμ και Ιη­σού έχει βάλει 56 γε­νε­ές. Μεγάλη η δι­αφορά με τις 42 του Ματ­θαίου. Με­τα­ξύ Αβραάμ και Δαυίδ ο Λουκάς έχει βάλει και το όνομα Ιωράμ που δεν υπάρχει στον Ματθαίο ούτε στα δύο βιβλία των Παραλειπο­μέ­νων. Από τον Δαυ­ίδ μέ­χρι τον Ιωσήφ τον πατριό του Ιησού Χρι­στού μό­νο τρία ονό­μα­τα συμ­­πί­πτουν με αυ­τά του Ματθαίου αλλά και αυ­τά ευρίσκονται σε άλλη θέση και με άλλη σειρά. Αμέσως μετά τον Δαυίδ βάζει τον γιο του τον Νά­θαν, και όχι τον Σολο­μώντα «εκ της του Ου­ρίου» όπως κάνει ο Ματθαίος τόσο εμφατικά! Πόθεν παίρνει τα περισσότερα ονόματα ο Λουκάς εί­ναι άξιον απο­ρί­ας. Ελπίζομε να μας την λύσουν οι φωστήρες του Εβραιογνωστικοχριστια­νι­σμού.

Σας πα­ρα­κα­λού­με να συ­γκρί­νε­­τε μό­νοι σας αυ­τές τις γε­νε­α­λογί­ες για να πει­σθείτε πε­ρί τίνος πρό­κειται. Θα βρεί­τε και άλ­λες ου­σιώ­δεις δια­φο­ρές και προ­β­λήμα­τα που έχουν με­τα­ξύ τους. Μα­ζί μ’ αυ­τές ανοί­ξε­τε και το βι­βλίο Α΄ Πα­ραλει­πο­μέ­νων, κε­φά­λαια 2 και 3, για να απολαύ­σε­τε την ασυμ­φω­νία αυ­τή σε όλο της το με­γαλεί­ο. Π. χ., ο Χριστός έχει παπ­πού, ως πατέρα του Ιωσήφ, τον Ιακώβ στον Ματ­θαίο 1: 16, ενώ στον Λουκά 3: 23, έχει τον Ηλί. Άραγε ο Ιωσήφ είχε δυο «πα­τερά­δες»; Ας μας εξη­γή­σουν με ποιον θε­όπ­νευ­σ­το τρό­πο γίνεται αυτό, όπως και όλα τα άλλα χιλιάδες λάθη και αντιφάσεις.

 

Όμως ο Ματθαίος αμέσως μετά μας λέγει: 1: 18 «Του δε Ιησού Χριστού η γέννησις ού­τως ην. Μνηστευ­θείσης γαρ της μητρός αυτού Μαρίας τω Ιωσήφ, πριν ή συνελθείν αυτούς ευρέθη εν γαστρί έχουσα εκ Πνεύματος Αγίου.». Ο δε Λουκάς λέγει: 1: 34-35 «είπε δε Μαριάμ προς τον άγγελον· Πως έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γι­νώσ­κω; και αποκριθείς ο άγγελος είπεν αυτή· Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψί­σ­του επισκιάσει σοι· διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θε­ού.». Ακόμα ο Λουκάς γράφει: Στίχος 3: 23 «Και αυτός ην ο Ιησούς ωσεί ετών τριά­κοντα αρχόμενος, ων, ως ενομίζετο, υιός Ιωσήφ, του Ηλί,», δηλαδή ο Ιησούς δεν ήταν πραγματικός γιος του Ιωσήφ αλλά απλώς ο κόσμος ενόμιζε ότι ήταν! Και οι δυο τους λοιπόν τονίζουν καθαρά ότι ο Ιησούς προήλθε από το Άγιο Πνεύμα και την δε­κα­τετράχρονη Εβραι­ο­πούλα Παρθένο Μαριάμ (Μιργιάμ). Ο Ιωσήφ δεν είχε να κάνει απολύ­τως τίποτα με την δημιουργία του Ιησού. Όλο κι’ όλο ήταν αρραβωνιαστικός ή άν­δ­ρας της Μαριάμ. Παρ’ όλα ταύτα και οι δύο γενεαλογίες κα­ταλήγουν στον γέ­ρον­τα Ιωσήφ. Συνεπώς και εντέλει, οι δυο αυτές γε­νε­αλογίες εί­ναι εντελώς άχρηστες δι­ό­τι δεν έχουν να κάνουν τίποτα με τον Ιη­σού Χριστό των Χριστιανών. Η μεν Μαρι­άμ ήταν και παρέμεινε παρθένος εσ­α­εί, το δε Άγιο Πνεύ­μα δεν υπέ­κλεψε, ούτε κάν χρει­αζό­ταν, το γεροντικό σπέρμα του ογδοη­κοντούτη Ιωσήφ! Συνεπώς, προς τί αυτές οι δύο γενεαλογίες, οι ανόητες αντι­φάσεις και τα κραυγαλέα λάθη; Προς τί, φω­στήρες της Εβραιογνωστικοχριστινικής μάστι­γας; Θα μας πείτε ποτέ να μάθομε; Αν είσ­τε τίμιοι πρέπει ή να μας εξηγήσετε με πειστικό αντικειμενικό τρόπο ή να εγκα­ταλείψετε αυτή την μάστιγα!

 

Πολλοί προσπάθησαν να δώσουν εξηγήσεις και να γεφυρώσουν τα αγεφύρωτα με αυ­τές τις γενεαλογίες, όπως και με πολλές άλλες αντιφάσεις σε όλα σχεδόν τα βιβλικά θέματα. Οι εξηγή­σεις τους είναι πιο γελοίες από τις ίδιες τις αντιφάσεις (μερικές των οποίων αναγ­ράψαμε ενταύθα). Μια από τις πρώτες εξηγήσεις υπάρχει το σύγγραμμα του Ευσεβίου Εκκλη­σιαστική Ιστορία, βιβλίο 1, κεφάλαιο [7], στο οποίο αντιγράφει την κατά έναν αιώνα προηγηθείσα εξήγηση του Ιουλίου Αφρικανού που κατά μάλλον ή ήττον βασίζεται σε κάτι ξεχασμένες Εβραϊκές τυπικές διατάξεις ή παραδοσιακές συ­νήθειες και στον κουνιαδικό νό­μο (ή νόμο του κουνιάδου, στα λατι­νικά αποδί­δεται ως leviratum) Δευτερονόμι­ον 25: 5-10. (Αυτός ο νό­μος όμως είχε ήδη εμφανισ­τεί πο­λύ πριν το Δευ­τερονόμιον όταν εφαρμόστηκε στην περίπτωση του Αυνάν, εγγο­νού του Ιακώβ και γιου του Πατ­ριάρχη Ιούδα, Γένε­σις 38: 1-11. Ιστορική αντίφαση;). Βε­βαίως πρόκειται για εξή­γηση που καταρρέει ευκολότατα. (Για περισσότερες λεπτομέ­ρειες και άλλες ανόητες εξηγήσεις βλέπε π. χ., τα δύο εξαιρετικά βιβλία του ερευνητή C. Dennis McKinsey: 1. Biblical Errancy, Prometheus Books, 1995, και 2. The Encyclopedia of Biblical Errancy, A Reference Guide, Prometheus Books, 2000.). Με ελάχιστα λόγια, η μόνη εξήγηση που στέκει είναι ότι ο Ιησούς Χριστός ως μη ιστορι­κό πρόσωπο έλα­χε δια­φόρων μυθολογικών εξιστορήσεων και παραδόσεων εντός των κατά τόπους δι­αφορε­τικών χριστιανικών κοινοτήτων. Αυτές οι αφηγήσεις επλάθοντο κατά την θεο­λογία και προς εξυπηρέτηση των αναγκών της εκάστοτε κοινότητας. Έτσι από μέρος σε μέρος και κοινότητα σε κοινότητα προέκυψαν πολλές αντιφατικές αφηγήσεις. (Βλέπε π. χ: Γιάνη Κορδάτου, Ιη­σούς Χριστός και Χριστιανισμός, 2 Τόμοι, Εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1975, κ. α.). Τί λέτε λοιπόν, είχε ή δεν είχε δί­κιο εκείνος ο πο­νη­ρός που έγρα­φε στον Τιμόθεο και στον Τίτο τα εξής:

 

Α΄ Πρός Τιμόθεον 1: 4 μηδέ προσέχειν μύθοις και γενεαλογίαις απεράν­τοις, αίτι­νες ζητήσεις παρέχουσι μάλλον ή οικονομίαν Θεού την εν πίστει·

Πρός Τίτον 3: 9-10 μωράς δε ζητήσεις και γενεαλογίας και έρεις και μά­χας νομικάς περιίστασο· εισί γαρ ανωφελείς και μάταιοι. αιρετικόν άνθρω­πον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν πα­ραιτού,».

 

Κάτι είχε μυριστεί αυτός ο ύποπτος χριστιανικός φωστήρας που έγραφε αυτά, όποιος κι’ αν ήταν. Πολύ πονηρός ο αθεόφοβος!

 

Εσείς λοιπόν αξιότιμοι αναγνώστες τί έχετε να πείτε; Έχομε να κάνομε με Ιστορία ή με παραμύθια; Αυτοί που έγραψαν αυτά εδώ δεν τους ενδιέφερε η έρευνα και η δια­πί­σ­τωση της αλήθειας. Το μόνο που τους ενδιέφε­ρε ήταν η τυφλή πίστη εντός των κατά τόπους ομά­δων τους, πάει και τε­λεί­ωσε! Δηλαδή πίστευε και δεν πειράζει αν αυτά που πιστεύεις είναι ψευδή, ή ανοησίες, ή αντιφάσεις, ή καταστροφικές επιταγές. Εσύ πίστευε, έτσι για την πίστη και τίποτα άλλο!

 

Ύστερα απ’ αυτά και μύρια άλλα τέτοια λάθη και αντιφάσεις εντός της Καινής Διαθή­κης και όλα τα στοιχεία που έχουν εκθέσει εκατοντάδες αμερόληπτοι συγγραφείς και ερευνητές τί Ιστορική βασι­μό­τητα μπορεί να δώσει κανείς σ’ αυτό το βιβλίο; Απολύ­τως κα­μίαν! Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο δεν υπάρχει και καμία συνέπεια μεταξύ των επί μέρους θεμάτων και δογμάτων της χριστιανικής θρησκείας!

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Διδακτική Βιβλική Παροιμία από το βιβλίο, Παροιμίαι, 14: 15, της Παλαιάς Διαθή­κης:

 

«Άκακος πιστεύει παντί λόγω, πανούργος δέ έρχεται εις μετάνειαν».

 

1.     Μετάφραση και ερμηνεία υπό του καθηγητού θεολόγου Ι. Θ. Κολιτσάρα:

«Ο απονήρευτος και αφελής άνθρωπος δίδει εμπιστοσύνην εις κάθε λόγον, τον οποί­ον θα ακούση. Ο έξυπνος όμως και συνετός, και αν προς στιγμήν πιστεύση όλα όσα ακούση, τα επανεξετάζει· και αν δεν τα εύρη ορθά, αλλάσσει γνώμην.»

 

2.     Μετάφραση και ερμηνεία υπό του θεολόγου Η. Γ. Παπαδημητρίου:

«Ο αφελής και εύπιστος άνθρωπος δίδει εμπιστοσύνην εις κάθε λόγον που θα ακού­ση, ενώ ο έξυπνος, και εάν ακόμη επίστευσε προς στιγμήν τα όσα του είπαν, όταν ερευ­νήση και δεν εύρη τούτα ορθά, μεταβάλλει γνώμην.»

 

3.     Μετάφραση της Μασόρας εκ του Αγγλικού:

«Ένας ανόητος πιστεύει τα πάντα, αλλά ένας έξυπνος άνθρωπος τα αντιλαμβάνεται κατά τον σωστό τρόπο.»

 

4.     Άλλη λακωνική νοηματική απόδοση:

«Ο απλοϊκός πιστεύει κάθε λέξη, αλλ’ ο συνετός σκέπτεται καλά το κάθε του βή­μα».

 

Μακάρι να εφάρμοζαν αυτή την παροιμία οι διάφοροι χριστιανοί

και άπαντες ανεξαιρέτως!


ΜΕΡΙΚΑ ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΣΗΜΕΙΑ

που αποδεικνύουν ότι είσαι:

«Τυφλά Φανατικός Χριστιανός.»

 

1.     Με λύσσα αρνείσαι την ύπαρξη χιλιάδων άλλων θεών που διάφορες άλλες θρη­­σκείες επι­κα­λούνται, αλλά εκμαίνεσσαι όταν κάποιος αρνείται την ύπα­ρξη του δι­κού σου Εβραιοχριστιανικού θεού, ονόματι Ιαχωβάς ή Γιαχβέχ.

 

2.     Αισθάνεσαι να σε βρίζουν και να σου αφαιρούν την ανθρώπινη υπόσταση όταν οι επιστήμονες βάσει χιλιάδων στοιχείων, επιστημονικών μεθόδων και επα­γωγικών συλλογισμών παρέχουν επιστημονικές θεωρίες που υπο­στη­ρίζουν το συμπέρα­σμα ότι ο άνθρω­πος είναι προ­ϊόν εξελίξεως άλλων κα­τωτέρων μορφών ζωής, αλ­λά δεν έχεις κανέ­να πρό­βλη­μα να πιστεύεις τη βιβλική απαίτηση ότι δημιουργήθηκες ακριβώς με τη σημε­ρι­­νή σου μορφή, νοητική ικανότητα και λόγο από λάσπη χώματος.

 

3.     Γελάς και οργίζεσαι κατά των πολυθεϊστών και παγανιστών επειδή πι­στεύ­ουν σε πολλούς θεούς, αλλά δεν έχεις κα­νένα πρόβλημα που εσύ πι­στεύ­εις σε τριαδικό θεό!

 

4.     Συναινείς και ακόμα χαίρεσαι όταν κάποιος (δικαιολογημένα) καταγγέλλει τις θη­­ρι­ω­­δίες που διέπρα­ξε ο «Αλλάχ» ή άλλοι θεοί, αλλά δεν ερυθριάζεις ού­τε καν αι­σθά­νεσαι την παρα­μικρή ενοχή και απο­στροφή όταν ακούς ότι ο θεός σου, ο Εβρα­ϊκός Ιαχωβάς ή Γιαχβέχ, κατάσφαξε όλα τα μωρά της Αι­γύπτου στο βιβλίο της Εξόδου και διέταξε τον αφανισμό πολλών εθνών καθ’ ολο­κληρίαν, κλπ., καθώς αναφέρεται σε μια δωδεκάδα και βάλε βι­βλί­ων της θεόπνευστης Πα­λαι­άς Διαθήκης, συμπε­ριλαμβα­νο­μέ­νων αθώ­ων γυναικών, παι­διών και ζώων μαζί με ολοκλη­ρωτικές κατα­στροφές δέν­δρων, αμπελιών, σπι­τιών και όλων των αψύχων υπαρχόντων. Ακόμα η διάδοση του Χριστιανισμού σου μέχρι σήμερα εκό­στισε τη ζωή τουλά­χιστο 200.000.000 αθώων αν­θρω­πί­νων υπάρ­ξεων.

 

5.     Γελάς με άλλες θρησκείες, π.χ. τον Ινδουισμό που θεοποιεί ανθρώπους, την Αρ­χαία Ελληνική θρησκεία όπου οι θεοί κοιμόνταν με γυναίκες, κλπ., αλλά δεν έχεις κα­νένα πρόβλημα να πιστεύεις ότι το τρίτο πρόσωπο του τριαδικού θεού σου, το άγιο πνεύμα, γκάστρωσε τη έφηβη Εβραιοπούλα παρθένα Μηριάμ που ήταν ήδη αρ­ραβωνιασμένη με κάποιον άλλο, και η οποία γέννησε τον θεάν­θρωπο που εφο­νεύ­θη, επανήλθε στη ζωή και μετά ανέβηκε στον ου­ρανό, όπως και ο Κρισνάς.

 

6.     Προσπαθείς με κάθε τρόπο μήπως βρεις κανένα σφάλμα στους επιστημο­νι­­κούς υπολογισμούς της ηλικίας της Γης (γύρω στα 4.55 δισεκατομμύρια έτη), αλλά δεν βρί­σκεις τίποτα το εσφαλμένο στις χριστιανικές χρονολογίες (6000 χρόνια μόνο) που πιστεύεις, και τις οποίες σου παρέδω­σαν κάτι ημι­ά­γρι­οι της ερήμου που κοιμόνταν σε σκηνές κατά την εποχή του χαλκού και οι οποίοι είκασαν ότι η ηλικία της Γης είναι ίση με την χρονική διάρκεια μονάχα ολίγων ανθρωπίνων γενεών.

 

7.     Πιστεύεις ότι ολόκληροι πληθυσμοί του πλανήτη τωρινοί και περασμένοι, με εξαί­ρε­­ση αυτών που πιστεύουν τα ίδια με σένα, αλλά και πάλι βγάζον­τας έξω τους πι­στούς των άλ­λων χριστιανικών αιρέσεων, θα περάσουν την αι­ωνιότητα καταδι­κα­σμένοι στα ατε­λείωτα βασανιστήρια της κόλα­σης. Παρ’ όλα ταύτα θεωρείς τη θρησκεία σου ανε­κτική και θρησκεία της αγά­πης και της δικαιοσύνης.

 

8.     Ενώ οι σύγχρονες επιστήμες όπως, ιστορία, γεωλογία, βιολογία, φυσική κλπ. απο­τυγχάνουν να σε πείσουν για το αντίθετο, μερικοί ηλίθιοι που κυ­λι­ούνται στο πάτωμα και μιλούν με γλωσσολαλιές και τόσοι άλλοι αδαείς που βάζουν στο μυα­λό σου αστήρικτες ιδέες και φόβους παρέχουν όλη την απόδειξη που χρειάζεσαι για να πεισθείς περί της αληθείας του Χριστια­νισμού.

 

9.     Δέχεσαι το 0.01% ως «υψηλό ποσοστό επιτυχίας» για το ότι οι προσευχές που κάνεις προς τον θεό σου βρί­σκουν θεϊκή ανταπόδοση. Δηλαδή θεω­ρείς αυτό το ποσοστό σαν απόδειξη του ότι οι προσευχές εισακούονται από τον θεό σου, ο οποίος σου παρέχει όλα όσα του ζητάς. Αλλά το υπό­λοιπο συντριπτικό ποσοστό της απο­τυ­χίας, δηλαδή το 99.99%, το ερ­μη­νεύεις απλώς ως το θέλημα του καλού θεού σου, ο οποίος παρ’ όλα ταύτα εισακούει όλες τις θεμιτές παρακλήσεις.

 

10.   Στην πραγματικότητα γνωρίζεις πολύ λιγότερα από όσα γνωρίζουν οι πε­ρισσό­τε­ροι αθεϊστές, αγνωστικιστές, σκεπτικιστές, κ.ά. για τη Βίβλο, το χρι­στιανικό δόγμα και κατήχηση, την χριστιανική Εβραϊκή και εκκλησια­στική ιστορία και συνήθως ζεις αν­τίθετα από τα διδά­γμα­τα της χριστια­νι­κής αί­ρε­σης στην οποίαν ανήκεις, αλλά εξακολουθείς με πείσμα να ονομά­ζεις τον εαυτό σου Χριστιανό.

 

11.   Επιθυμείς όταν σε βολεύει να επικαλείσαι λογική και συνέπεια, ενώ για να δικαι­ο­λογήσεις τις χι­λι­ά­δες αντι­φά­σεις, λάθη, παράλογα πράγματα, ανοη­σίες, ασυνέ­πει­ες κλπ. της θρη­σκείας σου κατα­φεύγεις σε κάθε παρα­λο­γι­σμό και σε κάθε μπαλα­μούτι εκ των υστέρων μαγειρεμένο. Δεν είναι δυνα­τό με λογική και συνέπεια να δι­καιολογείς τα αδικαιολόγητα. Αυτό επιτυγ­χάνεται μόνο με σχιζοφρένεια.

 

12.   Μιλάς για θεό δικαιοσύνης όταν αυτός ο θεός ξεχωρίζει εκλεκτό λαό, ο οποί­ος με την βο­ήθεια του θεού αυτού θα εξαφανίσει τουλάχιστον επτά άλ­λα έθνη και ποιος ξέρει ακόμα πό­σα, τα οποία δεν του έφταιξαν σε τί­πο­τα απολύτως και αποκαλείς αυτές τις θηριωδίες μέρος του θείου σχεδίου του. Ακόμα αυτός ο θεός σου είναι τόσο δίκαιος και γε­μά­τος αγάπη ώστε θα κα­ταδικάζει σε αιώνια τι­μωρία όλους όσους δεν τον γνώ­ρισαν ή δεν μπορούν να τον πιστέ­ψουν.

 

13.   Έχεις ως αυθαίρετο αξίωμα τη θρησκευτική πίστη στη θρησκεία σου και στην βολική ερμηνεία που της δίνεις εσύ αυθαιρέτως και μάλιστα όταν όλα αυτά προη­γούνται κά­θε ενδελεχούς με­λέ­της, κρίσεως και γνώσεως.

 

14.   Βαπτίστηκες ή έγινες Χριστιανός είτε σε πολύ μικρή ηλικία, ώστε να μην σου δοθεί η ευκαιρία να γνωρίσεις τι εστί Χριστιανισμός, είτε προσηλυτί­σ­τηκες σε μεγαλύτερη ηλικία αλλά προτού μελετήσεις επαρκώς και απο­φα­σίσεις αν συμφωνείς για να τον δεχθείς ως θρησκεία σου. Μετά δε ταύτα, ούτε που σε νοιάζει για να ανακαλύψεις περί τίνος πρόκειται και να δεις αν τελικά συμφωνείς μαζί του.

 

15.  Αποκαλείς θαύμα το ότι κάποιος έτυχε να σωθεί μέσα στα ερείπια και τις οδυνηρές συν­θήκες ενός θανατηφόρου σεισμού. Αλλά για τις 30 000 που σκοτώθηκαν επιμέ­νεις πως ήταν θέλημα του Θεού σου. (Έχομε πλείστα όσα ανάλογα τέτοια παραδείγματα με τσουνάμια, ναυάγια, πυρκαγιές, πο­λέμους, επιδη­μίες, παν­ώλεις, τρο­χαία, κλπ.).


ΠΕΡΙ ΝΟΜΩΝ «ΕΛΛΗΝΟ-ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ»

 

ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΚΑΘΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟ

 

Στους νόμους της ακμής των Ρωμαιο-χριστιανικών χρόνων (4ου & 5ου αιώνος μ. Χ.) δια­­βά­ζουμε, για τον βίαιο εκχριστιανισμό των Ελλήνων και την υποχρεωτική "σωτη­ρία" τους. Ουσιαστικά πρόκειται για την νομοθετημένη εξόντωση του Ελληνισμού. Ιδού ολί­γοι μό­νο νόμοι για να βεβαιωθείτε

 

«Διατάσουμε, όλα τα ιερά και οι ναοί (των Ελλήνων) όσα βρίσκονται ακόμα άθι­κτα, να καταστραφούν με διαταγή των τοπικών αρχών και να εξαγνιστούν με την ύψωση του σημείου της χριστιανικής θρησκείας... αν με επαρκείς αποδείξεις ενώπι­ον ικανού δικαστή, εμφανιστεί κάποιος που έχει παραβλέψει αυτό τον νόμο, θα τι­μωρηθεί με την ποινή του θανάτου».

Αυτοκράτορες: Θεοδόσιος και Βαλεντινιανός προς Ισίδωρον Έπαρχο Πραιτωρίου.14/ Νοέμβριου 435.

 

«Να κλείσουν όλοι οι ναοί σε όλες τις πόλεις και σε όλους τους τόπους της οικου­μέ­νης... Αν κάποιος με οποιαδήποτε δύναμη παραβεί (αυτό τον νόμο) θα τι­μωρηθεί με αποκεφαλισμό».

ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΕΙΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ 1.10 Αυτοκράτωρ Κωνστάν­τιος Α΄ Πρός Ταύρον Έπαρχο του Πραιτορίου. Δεκέμβριος του 354 μ. Χ.

 

«Τέτοιου είδους πράξεις (οτιδήποτε μη χριστιανικό χαρακτηριζόταν ειδωλολατρία) αν εξακολουθούν να συμβαίνουν (ή καταγγελθεί ότι συμβαίνουν!) ακόμα και σε κάποιο λιβάδι ή σπίτι, το λιβάδι ή το σπίτι αυτό θα προσαρτηθεί στο ταμείο των ιερότατων ανδρών... (δηλαδή των ιερέων της χριστιανικής εκκλησίας) ενώ ο ιδι­ο­κ­τήτης τους που έδωσε την συγκατάθεσή του να μιανθεί ο τόπος, θα απο­πεμφθεί από το (οποιοδήπο­τε) αξίωμά του, θα χάσει την περιουσία του και αφού υποστεί σωματικό βασανισμό με μεταλλικά όργανα θα οδηγηθεί σε διαρκή εξορία.».

ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΕΙΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ 1.10.8. Αυτοκράτορες Λέων και Ανθέμιος προς Διό­σ­κωρον Έπαρχο του Πραιτωρίου. Εξεδόθη το 472; μ. Χ.

 

«Διατάζομε τους άρχοντές μας, αλλά και όσους διδάσκονται από τους θεοφι­λε­στάτους επισκόπους, να ανα­ζητούν σύμφωνα με τον νόμο όλες τις περιπτώσεις ασέ­βειας υπέρ της Ελληνικής θρησκείας, έτσι ώστε να μην συμβαίνουν, αλλά και αν συμβαίνουν, να τιμωρούνται... Κανείς να μην έχει το δικαίωμα να κληροδοτεί με δια­θήκη (περιουσίες) ή να χαρίζει με δωρεά οτιδήποτε, σε πρόσωπα ή τόπους που έχουν επισημανθεί ότι διαπράττουν την ασέβεια του Ελληνισμού... όσα δί­δονται ή κληροδοτούνται μ' αυτόν τον τρόπο θα αφαιρούνται. Με την παρούσα ευσεβή νομο­θεσία (διατάζουμε) να διατηρηθούν σε ισχύ όλες οι τιμωρίες με τις οποίες οι προ­η­γού­μενοι (χριστιανοί) βασιλείς είχαν απειλήσει να τιμωρήσουν την Ελληνική πλάνη, με τις οποίες (τιμωρίες!) προσπα­θούσαν να διασφαλίσουν την ορθόδοξη πίστη.».

ΙΟΥΣΤΙ­­­­ΝΙΑΝΕΙΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ 1.10.9 επίσης (Β1,1,19) και ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΑ 6,3.

 

«Επειδή μερικοί συνελήφθησαν (αν και αξιώθηκαν το χριστιανικό βάπτισμα) διακα­τεχόμενοι από την πλάνη των ανό­σιων μυσαρών Ελλήνων, να διαπράττουν εκείνα που δικαιολογημένα εξοργίζουν τον φιλάνθρωπο (βιβλικό) θεό (μας)... Αυ­τοί θα υπο­βληθούν στην αντίστοιχη τιμωρία και μάλιστα με πνεύμα επιεί­κει­ας...(!) αν επι­μεί­νουν στην πλάνη των Ελλήνων, θα υποβληθούν στην έσχατη των ποινών. Αν δεν έχουν αξιωθεί ακόμα το σεβαστό βάπτισμα, θα πρέπει να παρουσιαστούν στις ιερό­τατες εκκλησίες μας, μαζί με τις συζύγους και τα παιδιά τους και μαζί με όλους του οί­κου τους, για να διδαχθούν την αληθινή πίστη των Χριστιανών. Αφού διδαχθούν και αποβάλουν την πλάνη που τους διακατείχε προηγουμένως, θα πρέπει να ζη­τή­σουν το σωτήριο βάπτισμα. Διαφορετικά ας γνωρίζουν ότι αν παραμελήσουν να το κά­νουν (να ζητήσουν δηλαδή μόνοι τους το σωτήριο βάπτισμα!) δεν θα έχουν κανένα πο­λιτικό δικαίωμα, ούτε θα τους επι­τ­ρα­πεί να είναι ιδιοκτήτες περιουσίας, ούτε κι­νη­τής, ούτε ακίνητης. ΘΑ ΤΟΥΣ ΑΦΑΙΡΕΘΟΥΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ και θα εγ­κα­τα­λει­φθούν στην ένδεια και όλες τις πε­ριπτώσεις ασέβειας υπέρ της Ελληνικής θρησκεί­ας, έτσι ώστε να μην συμ­βαί­νουν, αλλά και αν συμβαίνουν, να τιμωρούνται... Κανείς να μην έχει το δικαίωμα να κληροδοτεί με διαθήκη (περιουσίες) ή να χαρίζει με δω­ρεά οτιδήποτε, σε πρό­σωπα ή τόπους που έχουν επισημανθεί ότι διαπράττουν την ασέβεια του Ελλη­νι­σ­μού... όσα δίδονται ή κληροδοτούνται μ' αυτόν τον τρόπο θα αφαιρούνται. Με την παρούσα ευσεβή νομοθεσία (διατάζουμε) να διατηρηθούν σε ισχύ όλες οι τι­μωρίες με τις οποίες οι προηγού­μενοι (χριστιανοί) βασιλείς είχαν απει­λή­σει να τι­μωρήσουν την Ελληνική πλάνη, με τις οποίες (τιμωρίες!) προσπα­θούσαν να δια­σ­φαλίσουν την ορθόδοξη πίστη.».

ΙΟΥΣΤΙ­­­­ΝΙΑΝΕΙΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ 1.10.9 επίσης (Β1,1,19) και ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΑ 6,3.

 

«Επειδή μερικοί συνελήφθησαν (αν και αξιώθηκαν το χριστιανικό βάπτισμα) δια­κα­τε­χόμενοι από την πλάνη των ανό­σιων μυσαρών Ελλήνων, να διαπράττουν εκείνα που δικαιολογημένα εξοργίζουν τον φιλάνθρωπο (βιβλικό) θεό (μας)... Αυ­τοί θα υπο­βλη­θούν στην αντίστοιχη τιμωρία και μάλιστα με πνεύμα επιεί­κει­ας...(!) αν επι­μεί­νουν στην πλάνη των Ελλήνων, θα υποβληθούν στην έσχατη των ποινών. Αν δεν έχουν αξιωθεί ακόμα το σεβαστό βάπτισμα, θα πρέπει να πα­ρου­σιαστούν στις ιερό­τατες εκκλησίες μας, μαζί με τις συζύγους και τα παιδιά τους και μαζί με όλους του οί­κου τους, για να διδαχθούν την αληθινή πίστη των Χρισ­τιανών. Αφού διδαχθούν και αποβάλουν την πλάνη που τους διακατείχε προη­γουμένως, θα πρέπει να ζη­τή­σουν το σωτήριο βάπτισμα. Διαφορετικά ας γνωρί­ζουν ότι αν παραμελήσουν να το κά­νουν (να ζητήσουν δηλαδή μόνοι τους το σω­τή­ριο βάπτισμα!) δεν θα έχουν κανένα πο­λιτικό δικαίωμα, ούτε θα τους επιτραπεί να είναι ιδιοκτήτες περιουσίας, ούτε κι­νη­τής, ούτε ακίνητης. ΘΑ ΤΟΥΣ ΑΦΑΙ­ΡΕΘΟΥΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ και θα εγκα­τα­λει­φθούν στην ένδεια και κατασχέσεις πε­ρι­ουσιών, το κλείσιμο σχολών, τις αφαιρέσεις προνομίων, τον εξευτελισμό της υποχ­ρε­ω­τικής κατήχησης, τον βα­σα­νισμό και την νόμιμη θανά­τωση κάθε υποστηρικτή τους, αλλά και τον μεγαλοφυή αποκλεισμό κάθε προσχη­μα­τι­κής προσχώρησης, για τους κυ­νηγημένους σαν τους χειρότερους εγκληματίες Έλ­λη­νες, ο εκχριστιανισμός, φαι­νό­ταν ύστατη πράξη επιβίωσης και μο­ναδική επιλογή σω­φροσύνης.

 

Έτσι... εκχριστιανίσθηκε ο "Ελληνισμός"!

 

ΑΥΤΗ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΥΠΗΡΞΕ Η ΣΥΝΤΡΙΠΤΙΚΗ ΑΦΑΝΙΣΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΙΟΥΔΑΙΟ-ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΣΤΟΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΦΩΤΟΔΟΤΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΤΙΡΡΗΤΑ ΠΡΟΜΗΘΕΪΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ!

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΟΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΕΙ ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΕΣ ΕΛΠΙΔΕΣ, ΥΠΟΧΡΕΩΘΗΚΕ ΝΑ ΘΥΣΙ­ΑΣΕΙ ΤΟΝ ΕΥΓΕΝΕΣΤΕΡΟ ΚΑΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΤΕΡΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΛΑΝΗ­ΤΙ­ΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ... ΤΟΝ ΔΙΚΟ ΤΟΥ!!!

 

Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι παρμένα από το βιβλίο: «Η αντιπαγανιστική νο­μο­θε­­σία της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέσα απ' τους κώδικες», το οποίο πε­ριέχει πολλούς περισσότερους νόμους, Εκδόσεις ΚΑΤΑΡΤΙ. Τηλεφωνική Παραγ­γε­λία /210/ 3604793 & 360127.

 

Το βιβλίο που περιέχει τα πάντα (και την τελευταία λέξη) επ’ αυτών των απαν­θρώ­πων νόμων κλπ. είναι το αμερικανικό βιβλίο της καθηγήτριας της Ιστορίας:

Maude Aline Huttmann, «The Establishment of Christianity and the Proscription of Paganism», Columbia University, New York 1914.

 

 


ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΔΕΙΓΜΑ ΜΙΣΑΛΛΟΔΟΞΙΑς, ΑΝΘΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ και βλακειΑΣ

ΜΕΡΙΚΩΝ ΕΚ ΤΩΝ πατερΩν ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 

εΡΩΤΗΣΗ:

ποσο φιλελληνεσ ηταν οι πατερεσ τησ εκκλhσιασ;

 

ΙΔΟΥ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟ 0.001%:

 

μεγασ Βασιλειοσ:

Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας, ο «Αϊ Βασίλης» μας!

«Είναι εχθροί οι Έλληνες, διότι διασκεδάζουν καταβροχθί­ζoν­τας με ορ­θάνοιχτο στόμα τον "Ισραήλ". Στόμα δε λέ­γει εδώ ο προ­φήτης (βλ. Ησα­ΐας Θ΄: 11) την σοφιστική του λό­γου δύναμη, η οποία τα πάν­τα χρησι­μο­ποίησε για να πα­ρα­πλανήσει τους εν απλότητι πι­στευ­σάν­των».

 Βασίλειος Καισαρείας εισ προφητην ησαϊαν 9.230.8.

 

μεγασ Βασιλειοσ: Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας:

«Προσταγή, (!!!) μη δειλιάζετε από των Ελληνικών πιθα­νο­λογη­μά­των... τα οποία είναι σκέτα ξύλα, μάλλον δε δάδες που απώλεσαν και του δαυ­λού την ζωντάνια και του ξύλου την ισχύ, μη έχοντας δε ούτε και του πυρός την φωτεινό­τη­τα, αλλά σαν δάδες καπνίζου­σες κατα­μελανώνουν και σπι­λώνουν όσους τα πιάνουν και φέρνουν δάκρυα στα μάτια όσων τα πλησιάζουν. Έτσι και (των Ελλήνων) η ψευδώ­νυ­μος γνώση σε όσους την χρησιμοποιούν».

 Βασίλειος ο Μέ­γας, 330-379 μ. Χ. (ο γνωστός μας και ως Αϊ-Βασίλης) εισ τον προφητην ησαΐαν προοιμιον 7.196.3.

 

 Ιωαννησ Χρυσοστομοσ Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως:

«Αν στα ενδότερα (των Ελληνικών σκέψεων) κοιτάξεις, θα δεις, τέ­φρα και σκόνη και υγιές ουδέν, αλλά τάφος ανεω­γμένος ο λάρυγξ αυ­τών, (των Ελλήνων φιλοσόφων!) τα πάντα δε γεμάτα ακαθαρσίες και ιχώρ, (έμπυο!) και πάντα τα δόγ­ματα τους βρίθουν σκωλήκων... Αυτά γέν­νη­σαν και αύ­ξησαν οι Έλληνες, από των φιλοσόφων λα­βόν­τες... Ημείς δε ου πα­ραι­τούμεθα της κατ’ αυτών μάχης».

 Ι. Χρυ­σόστομος (344-407 μ.Χ.) εισ αγιον ιωαννην τον ευαγγελιστην (ομι­λια ξσ΄ 59.369.12 -370.11).

 

Ο ΦΙΛΟΒΑΡΒΑΡΙΚΟΣ ΑΝΘΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ:

«Όσο πιο βάρβαρο ένα έθνος φαίνεται και της Ελληνικής απέχει παι­δεί­ας, τόσο λαμπρότερα φαίνονται τα ημέτερα... Ούτος ο (πι­στός) βάρβα­ρος, την οικου­μένη ολάκερη κατέλα­βε... και ενώ πάντα τα των Ελλήνων σβήνουν και αφανί­ζον­ται, τούτου (του πιστού βάρ­βαρου) καθ’ έκαστη λαμπρότερα γίνονται»

 Ι. Χρυσόστομος εισ ιωαννην 59.31.33.

 

Ο Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΜΕ ΕΜΠΡΗΣΤΙΚΕΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΥΠΟΝΟΜΕΥ­ΣΕ ΤΗΝ ΥΠΑΡ­ΞΗ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΤΟΥ ΣΕΡΑΠΕΙΟΥ:

«Τι λοιπόν, άγιος έσται ο ναός του Σεράπιδος διά τα βι­βλία; Μη γέ­νοι­το!... αλλά δαίμονες οικούσι τον τό­πον... μάλ­λον δε και αυτών (των Ελλή­νων) όντων δαιμόνων... και παρ’ αυ­τών βωμός στέκει απά­της αόρατος εις τον οποίον ψυχάς αν­­θρώπων θυσι­ά­ζουσι... κατάλαβε λοι­πόν και φα­νέρωσε (δι­έ­δωσε!) ότι δαί­μονες κατοικούν εκεί».

 Ι. Χρυσόστομος λογοι κατα ιουδαιων 48.851.38 έως 852.35 Δαί­μονες ήταν λοιπόν κατά τον "σοφό" ιεράρχη τα βι­βλία της Αλεξαν­δρινής βιβλιοθήκης και ψυ­χοθυσιαστήρια οι βιβλιοθήκες των Ελ­λή­νων!!!


Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΕ ΤΕΛΙΚΑ ΤΟ 391 Μ. Χ. ΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΣΕΡΑΠΕΙΟΥ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝ­Δ­ΡΕΙΑΣ:

«Στην Αλεξάνδρεια πάντα τα οικοδομήματα του Σεραπεί­ου όπως στους ποιητικούς μύθους των Γιγά­ντων έγιναν... Θεοδοσίου δε βα­σι­λεύοντος και (πατριά­ρχου) Θεοφίλου (της επιθέσεως) πρω­το­στα­τούν­τος... του Σερα­­πείου τα αναθήματα κατελυμαίνοντο. Τους δε αν­δρι­άντες και τα αναθή­ματα τόσο "γενναία" εμάχοντο, ώστε όχι μό­νο "νι­κούσαν", αλλά και έκ­λεπτον... του δε Σεράπειου μόνο το έδα­φος δεν απέσπα­σαν και αυτό διά το βάρος των λίθων, αυτοί δε (οι θεμέ­λι­οι λί­θοι) ήσαν αμε­τακίνητοι. Οι πο­λεμικότατοι δε αυτοί φι­λο­χρή­μα­τοι "γενναίοι"... την ασέβεια αυτή εις έπαινον αυτών των ιδί­­ων κατα­λό­γιζαν. Έπειτα εισέβαλαν οι καλούμενοι μονα­χοί, άν­θρω­ποι (μόνο) κα­τά το είδος, ο δε βίος αυτών συώδης (γου­ρου­νώ­δης!) και εμφανώς πά­σχοντες, μύρια έκαμον κακά και ανείπωτα, αλ­λά αυτά ευσέβειαν ενό­μιζαν... τότε πας άν­θρωπος μέλαιναν (μελα­νή) φορών εσθήτα (ρά­σα) τυραννικήν εί­χεν εξουσίαν και δημοσίως να ασχη­μονεί ημπο­ρού­σε. Σε τόση "αρετή" άλλαξε (η νέα θρησκεία) τον άνθρω­πο».

 Ευνάπιος (346-414 μ.Χ.) βιοι φιλοσοφων και σοφι­στων 6.11.

 

ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ

ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗΣ (265-340 μ. Χ.)

«Τον πτωχόν και πένητα λαόν σήκωσες από... της κο­πριάς των Ελ­­ληνι­κών μυσαγμάτων (βδελυγμάτων) και κάθισες αυτόν μετά των αρ­­χόντων του Ισραήλ, τον όντως λαόν αυ­τού».

 Ευσέβιος ευαγγελικη προπαραρασκευη / εισ τουσ ψαλμουσ / αλληλουια. ριβ΄ (23.1352. 34).

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΙ ΥΠΟΤΙΤΛΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΕΥΣΕΒΙΟΥ:

*Πράξη σωφροσύνης είναι η εγκατάλειψη της Ελληνικής πλά­νης.

*Εγκαταλείψτε όσα οι Έλληνες φυσικοί φιλόσοφοι περί αρχών ειση­γή­θηκαν»

*Μαγγανείες μετέρχονται (οι Έλληνες!!!) και μ’ αυτές εξανα­­γκά­ζουν την ανθρώ­πινη γνώμη.

*Τα αγάλματα τους μαγικά κατασκευάζουν (οι Έλληνες!!!) και στην μα­γεία προτ­ρέπουν.

*Περί των αρχαιότερων Εβραίων και γιατί τας γραφάς αυτών, από των Ελληνι­κών λόγων προτιμήσαμε.

*Τα πάντα παρά βαρβάρων οι Έλληνες ωφελήθηκαν.

*Περί του ότι οι Έλληνες είναι κλέπτες (ιδεών!).

*Γιατί μετά από λογική κρίση και σώφρονα λογισμό την ιστορία των Εβραίων παραδεχθήκαμε».

 Βλ. Ευσέβιος «Κλείς Πατρολογίας». Δω­ροθέου Σχολαρίου.


ΓΕΩΡΓΙΟΣ. ΜΟΝΑΧΟΣ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟΣ:

«Εγώ δε την παρ’ Ελλήνων παιδείαν φληναφίαν (μωρο­λο­γία) κα­κού δαί­μονος και χαλεπωτάτη (θλιβερότατη) υπόθεσιν είναι λέγω.».

 Γ. Μοναχός ο Χρονογράφος, Κ΄ ΠΕΡΙ ΘΑΡΡΑ.


Ο Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΝΟΜΑΤΑ

«Κανείς δεν πρέπει στα παιδιά του, να κα­λεί τα ονόματα των (Ελλή­νων) προγόνων, του πατέρα, της μητέρας, του παππού και του προ­πάππου, αλ­λά (μόνο) αυτά των δικαίων, (της Π. Διαθήκης.).».

 Ι. Χρυσόστομος περι κενοδοξιασ και πωσ δει τουσ γονεισ ανατρεφειν τα τεκνα (690) 641.65.


Ο Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΕ ΜΙΣΘΟΦΟΡΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥ­ΣΤΗ­ΜΑ­ΤΙ­ΚΗ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΜΕΓΑΛΟΥΡΓΗΜΑ­ΤΩΝ:

«Ο δε μέγας Ιωάννης (ο Χρυσόστομος) ασκητάς πυρπο­λούμενους από ζή­λον θεού (φανατισμένους καλόγερους) συνέ­λεξε, με βασιλικούς δε νόμους αυτούς οπλίσας, κατά των ειδωλικών (ελληνικών) έπεμψε τε­μενών, τα δε χρήματα για τους κατεδαφιστές και τους βοηθούς, δεν έλαβε απ’ τα βα­σιλικά ταμεία (!) αλλά από πλού­σιες γυναίκες που φι­λο­τί­μως να παρέ­χουν κατέπειθε, ώστε με την λαμπρή τους πί­­στη να κερδίσουν την ευλο­γία. Έτσι με τον τρόπο αυ­τόν τους υπο­λει­πό­με­νους Σηκούς (ελληνικούς ναούς) με τού­τον τον τρόπον εκ βά­θρων αν­έ­σπασεν.».

 Θεοδωρήτου εκ. ιστορια, επιστο­λη δαμασου (Τ.5 329/8-330/8).

ΠΑΡΑ ΤΟΥΣ ΑΤΕΛΕΙΩΤΟΥΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΥΣ ΠΕΡΙ ΘΕΟΠΝΕΥ­ΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΓΑ­ΠΗΣ, Ο ΙΟΥΔΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΧΡΕΩΝΕ­ΤΑΙ ΙΣΤO­­ΡΙ­ΚΑ ΤΟΝ ΑΦΑΝΙ­ΣΜΟ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΗΝ ΔΙΑΣΩΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗ­ΝΙ­ΚΟΥ ΠΟ­ΛΙΤΙΣΜΟΥ. Ο "ΕΛ­ΛΗΝΙ­ΣΜΟΣ", Ο ΣΗ­ΜΑΝΤΙΚΟ­ΤΕ­ΡΟΣ ΠΟΛΙ­ΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΙΣΤΟ­ΡΙΑΣ, ΥΠΗΡΞΕ ΕΠΙ ΑΙΩ­ΝΕΣ ΘΥΜΑ ΤΗΣ ΦΟ­ΒΕ­ΡΟΤΕΡΗΣ ΘΡΗ­ΣΚΕΥ­ΤΙ­ΚΗΣ ΜΙ­ΣΑΛ­ΛΟ­ΔΟΞΙ­ΑΣ TOY EBRAI­O­XRI­ΣTI­ANIΣMOY ΚΑΙ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΕΙΣΕΤΙ ΠΑΣΧΩΝ...!

 

ΑΛΛΑ ΔΥΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙΑ ΤΟΥ Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ:

«Αφανίσαμε από προσώπου γης κάθε ίχνος παιδείας, τέχνης και φι­λοσο­φίας του αρχαίου κόσμου.»

«Η γυνή άπαξ ωμίλησε, το παν κατέστρεψε

Χιλιάδες τέτοια χωρία υπάρχουν στον Χρυσόστομο και τους άλλους «θεοφόρους» πατέρες.

 

 

 

ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ ΣΧΟΛΑΡΙΟΣ:

 Πατριάρχης της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως

«Χαίρε στρατιώτα Χριστού καί τής αυτού δόξης υπέρδικε, χαίρετε ώ μακάριαι χείρες τούς γούν δυσσεβείς καί αλάστορας Ελληνιστάς καί πυρί καί σιδήρω καί ύδατι καί πάσι τρόποις αξαγαγατέτης παρούσης ζωής ράβδιζε, είργε, είτα γλώσσαν αφαίρει, είτα χείραν απότεμνε, καί άν ούτω μένει κακός, θαλάττης πέμπε βυθώ.»

 

- Πατριάρχης ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ ΣΧΟΛΑΡΙΟΣ (15ος Αιώνας):

«Έλλην ών τήν φωνήν, ουκ άν ποτε φαίην Έλλην είναι, διά τό μή φρονείν ως εφρό­νουν ποτέ οι Έλληνες· αλλ' από τής ιδίας μάλιστα θέλω ονομάζεσθαι δόξης, και ει τις έροιτό με τίς ειμί, αποκρινούμαι Χριστιανός είναι.»! (MS. Grec de Paris, No 778, f. 209).

 

- ΝΟΜΙΚΟΝ Πρόχειρον (1765):

«Να μην εορτάζωνται πλέον τα Ρουσάλια, ωσάν οπού και αυτά είναι Ελληνικαί εορ­ταί με το ίδιον όνομα προφερόμεναι και από τους Έλληνας, άτινα και ταύτα ο κανών εμ­ποδίζει. Μήτε να ανάπτουν φωτιές αφ' εσπέρας της Μεγάλης Πέμπτης, φρε­νο­β­λα­βώς απατώμενοι ότι έρχονται οι νεκροί και θερμαίνονται, μήτε να βάλλουν εις τα μνήματα βρώματα, πιστεύοντες ότι ανίστανται οι νεκροί και τρώγουσιν, ότι τούτο εί­ναι Ελληνι­κόν, παρόμοιον με εκείνο το μελίκρατον, όπου οι Έλληνες έχυνον εις τα μνήματα των νεκρών αυτών.».

 

Αγίου ΚΟΣΜΑ ΑΙΤΩΛΟΥ (+1779):

«Αδελφοί μου, έμαθα πως με την χάριν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Θεού δεν είσθε Έλληνες, δεν είσθε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλ’ είσθε ορθόδοξοι Χριστιανοί ... ».

 

z

 

Πολλά τέτοια αποφθέγματα από τους «πατέρες» υπάρχουν: (1) Στο σχε­τι­κό εξαιρετικό βιβλίο του κ. Γεωργίου Σιέττου, Ο Ανθελληνισμός στα Πατερικά και Εκκλησια­στι­κά Κείμενα, Εκδόσεις Εύανδρος, Αθήνα 2004. (2) Στα βιβλία του κ. Μ. Θ. Καλό­που­λου, Το Μεγάλο Ψέμα, Ο Ένο­πλος Δόλος, Αβραάμ ο Μά­γος, Το Θέα­τ­ρο της Σω­τη­ρίας, Θαύμα ή Απάτη το Φως της Ιερουσα­λήμ (εκδόσεις του συγγρα­φέα, Θεσσαλο­νίκη). (3) Στα βιβ­λία του κ. Παν. Μαρίνη, Ελληνισμός και Χριστια­νι­σμός, Εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήναι 2003, Φωνή Εξυπνισμού εν τώ Αιώνι τής Νυ­κ­τός, Εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήναι 2005, Απάντησις εις τό Χριστιανικόν Κεί­μενον – Λίβελλον «Κοινότοπα Αρχαιο­λα­τρικά Παραμύθια», Συλλογική Εργασία τής Επιτρο­πής διά τήν Αναγνώριση τής Ελ­ληνικής Θρησκείας, «Τό Καρουχαρείον» Διδα­κτικόν Μέσον 84, Απρίλιος 2006. Κλπ.

 

Είναι αξιοπαρατήρητο το γεγονός ότι ενώ: στις νο­μο­θεσίες, στα Πατερι­κά κεί­μενα, στις αποφάσεις συνόδων, στους χρισ­τιανικούς αφορισμούς γενικώς που μόνο τρομακτκή αηδία προκαλούν, σε μερικά τροπάρια, στον ακάθιστο ύμνο, στα αναθέ­ματα και κεί­μενα της Κυριακής της Ορθοδοξίας, κ. α., ευρίσκομε πάρα πολλές υβρι­στι­κές, κακοηθέστατες και υποτιμητικές φράσεις μαζί με παντός είδους δι­ωκτικά συν­θήματα και κατάρες που κατα­φέρονται ονομαστι­κώς εναντίον των εθνοτήτων: Ελλή­νων, Ελληνιζόντων, Αθη­να­ίων, Πλα­τω­νι­ζόν­των, και αιρετικών χριστιανών, χωρίς κα­μία απολύτως συστολή ή περιτροπή, μετά οι χριστιανοί έχουν την αντιφατικότη­τα, ανακολουθία και σχιζοφρένεια να καυ­χώνται ότι αποτελούν θρησκεία της αγάπης και αγαπούν και συγχωρούν ακόμα και τους εχθ­ρούς των. Μόνο νοσηρές, αρρωστημένες, φαντασίες και άνθρωποι του μί­σους και με ψυχολογι­κές διαταραχές μπο­ρούν να γράφουν τέτοια πράγματα...! Όλα αυτά έχουν κυκλοφορήσει επαρκώς και ευρέως ώστε εύκολα μπορείτε να τα βρείτε και να τα διαβάσετε για να δείτε ακριβώς κατά πόσο λέμε την αλήθεια.

 

z

 

[Ολόκληρη η Πατρολογία είναι γεμάτη με τέτοια «μαργαριτάρια», ύβρεις, κα­ταστρο­φι­κούς κομπλεξι­σμούς, διαστροφές, αντιφάσεις, αιρετικές παρεκκλίσεις, λά­θη, ψεύ­δη, ανο­ησίες, σαχλαμάρες, κλπ. Η Ελληνική και Λα­τι­νική πατρολογία έχει εκ­δοθεί από διαφό­ρους εκδοτικούς οίκους (π. χ., Migne, TLG, κλπ.) σε 500 τό­μους πάνω κά­τω. Σ’ αυτούς προ­σθέτουν πέντε ή περισσότερους ακόμα τόμους (εξαρτάται από την έκδοση), με τον τί­τλο Φιλο­κα­λία. Αυτοί πε­ρι­έ­χουν τα έργα ή λόγια των λεγο­μέ­νων νη­πτικών πατέρων, οι οποίοι ήσαν ασκητές, ερημίτες και αναχωρητές. Ό,τι αξίζει μέσα σ’ όλους αυτούς τους τόμους ήταν γνωστό από πριν και δεν περιμέ­να­με ούτε τους «αγί­ους θεοφόρους» πα­τέρες να το δογματίσουν ούτε τους αναχωρητές της ερή­μου να μας το ανακοινώ­σουν. Αυτοί ήταν αρνητές της κοινωνίας και της οικογε­νείας δεν μας είπαν κάτι που δεν ξέ­ραμε ούτε συνέβαλαν στον πολιτισμό. Το συν­τρι­πτι­κά με­γαλύτερο μέρος αυτών των τόμων είναι σαν την κόπρον του Αυγεί­ου που χρει­άζεται έναν νέον Ηρακλή για να την καθαρίσει.]

 


ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ

ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ

 

 

Ως γνωστόν οι τρεις ιεράρχες θεωρούνται Έλληνες από τους αδα­είς και προ­πα­γαν­δί­ζονται ως τέτοιοι από τους γνώστες των πραγμάτων αλλά σκοπίμους ψεύτες Ελλη­νοχριστιανούς Νεοορθοδό­ξους.

Δεν θα ασχοληθούμε πολύ με τα γραπτά τους, τις ημέρες και τα έργα τους εδώ, αλλά μόνο ελάχιστα τινά θα αναφέρομε διά την μη-ελλη­νικότητά τους. Για τα υπόλοιπα σας παραπέμπομε σε μερικά βιβλία της βιβλιογραφίας μας! Οι αδαείς νο­μί­ζουν ότι ήταν Έλληνες επειδή έτσι τους είπαν οι ιερείς και οι θεολόγοι και επειδή αυ­τοί σπούδασαν, ομίλη­σαν και έγραψαν στην Ελληνική γλώσσα. Αυτό τους κάνει εξ ορισμού Ελληνιστές, τίποτα άλλο. Τότε οι σπουδές στην Ελληνική γλώσσα ήταν πο­λύ συνηθισμένο φαινόμενο σ’ όλον τον Ελληνιστικό κόσμο μέχρι το Αφγανιστάν και δεν αποτελούσε καμία ιδι­αι­τε­ρότητα. Ακόμα και ο Εβ­ραίος απόστολος Σαούλ – Παύ­λος θε­ωρείται Ελληνιστής από τους χρισ­τιανούς, αλλά ήταν Εβραίος. Ομιλούσε δη­λαδή την Ελληνική γλώσσα και είχε κάποια Ελληνική παιδεία όπως μας λένε. Ο δε Σύρος Λουκιανός ο Σαμοσατεύς (120-192 Κ. Ε.) ήταν όχι μόνο Ελλη­νι­σ­τής αλλά και Έλ­λην στην ψυχή.

               Βεβαίως η ανθελληνικότητα τους εκφράζεται πολλαπλώς, ισχυ­ρώς και άνευ περιτροπών στα γραπτά τους, στις παραινέσεις τους και σε πολλές από τις πράξεις τους. Δεν έχει κανείς παρά να μελετήσει τα γρα­πτά τους, τις ημέρες και τα έρ­γα τους. Μια καλή περίληψη αυτών υπάρ­χει στο βιβλίο του Γεωργίου Σιέττου, Ο Ανθελ­λη­νι­σμός στα Πατερικά και Εκκλησια­στι­κά Κείμενα, Εκδόσεις Εύανδρος, Αθήνα 2004.

               Το μι­κρό βιβλιαράκι του Μεγάλου Βασιλείου, Πρός τους Νέους, Όπως αν εξ Ελλην­ι­κών Ωφελοίντο Λόγων, (Εισαγωγή Κείμενο Μετάφραση Σχό­λια Βασιλεί­ου Γ. Μπι­λάλη, Δεύτερη Έκδοση, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1966), έχει παραπ­λα­νη­τικό τίτλο. Οι λέξεις του πρωτοτύπου καταλαμβά­νουν μόνο 30 σελιδάκια και αναλώ­νονται πε­ρισσότερο με σαχλαμάρες παρά με κάτι το ουσιαστικό. Το κύριο σημείο αυ­τού του λογυδρίου προς τους νέους είναι ότι το μόνο και ουσιαστικό μέλημα του χρι­στια­νού είναι το πως θα αποκτήσει την μετά θάνατον αιώνια ζωή του χριστιανικού πα­ρα­δεί­σου. Όλα τα άλλα δεν έχουν σημασία. Από τα Ελληνικά λοιπόν κρατάμε μό­νο όσα ελάχιστα μας βοη­θούν σ’ αυτό το μέλημα και όλα τα άλλα (θέατρο, επι­σ­τή­μες, μου­σι­κή, τέχνες, έρωτα, κλπ.) πρέπει να τα απορρίψομε. (Αν δεν με πισ­τεύετε δεν έχετε πα­ρά να το διαβάσετε προσεκτικά. Σας το συστήνω.).

               Σχετικά με την εσχατοφοβία και την μετά θά­νατον ανταπόδοση αναφέρομεν ότι ο Βασίλειος υπέφερε τρομερά από τις ανοησίες της βλακώδους επιφυλλίδος που ονομάζεται Απακάλυψις του Ιωάννου. Είχε τέτοιες εμμονές με τις απειλές, τα θηρία τα χαράγματα, τον αντίχριστο, τον ψευδοπροφήτη, τις πληγές, τις λίμνες του πυρός και του θείου, κλπ. αυτού του ρυπαρογ­ραφήματος που φοβόταν μην τυχόν ο αν­τίχρισ­τος έλθει κα­τά την διάρκεια της ζωής του και τον υποβάλλει σε τέτοια βασα­νισ­τήρια που δεν τα αν­τέξει και αλλαξοπιστή­σει και ακο­λούθως χάσει τον χριστιανικό παράδει­σο. Γι’ αυτό παρακαλούσε τον θεό του, Γιαχ­βέχ, να τον πάρει κοντά του προτού εμ­φανισ­τεί ο αν­τίχριστος. Ιδού τι βασά­νιζε τον Βασίλειο και ιδού η «ελληνική» κοσμο­θέασή του! Αργό­τε­ρα μετάνιωσε για τις ελλη­νιστικές σπουδές που είχε κάνει στην Πλατωνι­κή Ακαδη­μία των Αθηνών και τις απο­κήρυξε ως χαμένο χρόνο. Ιδού ο Ελ­λη­νιστής! Αντ’ αυτών όμως προτίμησε τον μονα­στικόν βίο με τους κανόνες του, τους οποίους και κατέγραψε, και τους εξορκισ­μούς ασ­θενειών, δαιμόνων και σατανά­δων... Ιδού...!

Ο λιγότερος ανθελληνιστής από τους τρεις ήταν ο Γρηγόριος ο θε­ολόγος. Παρ’ όλα ταύτα δεν κατόρθωσε να απαλλαγεί από την χριστιανική μωρολογία, την συνωμοσία, τα πλαστά και ψευδή επιχειρήματα. Θα ήταν πολύ ακριβέστε­ρον αν αντί θεολόγο τον είχαν ονομάσει αερολόγο. Οι αερολο­γί­ες του και οι ανοησί­ες, αν όχι ψευτιές, του λαμ­βά­νουν «στέφανον αιωνιότητος». Π. χ., ορθά κοφτά (όπως μας το με­ταφέρει νοηματικώς η Helena Bla­vatsky) λέγει: «Τί­ποτα δεν μπορεί να επιβλη­θεί καλλίτερα στον κό­σμο από τη μωρολογία· το λι­γότερο που κατα­λα­βαί­νουν το περισσό­τερο θαυμά­ζουν.». Τί ειλικρινής, πονηρή και αξιοθαύ­μα­σ­τη αυτή ρή­ση του Γρηγορί­ου! «Επειδή τό μέν ραδίως ληπτόν, άπαν ευκα­ταφ­ρόνητον· τό δέ υπέρ ημάς, όσω δυσε­φι­κ­τότερον, τοσούτω θαυμασιώ­τε­ρον καί γυμνάζειν τόν πόθον άπαν τό δια­φύγον τήν έφε­σιν.» (Λόγος ΙΔ, Περί Φιλοπτωχίας, ΛΓ. Μελετήσετε όλον αυτόν τον λόγο να δεί­τε τι θα πει προβατοποίηση, φιλοπτωχία και απάτη, από τον Μέγα Θεολόγο Γρη­γό­ριο!). Μια συνωμοτική, πλήρως αντι­ε­πι­στη­μο­νι­κή ρήση που ομοιάζει με τις απάτες και τις αηδίες του Τερ­τυλλιανού! Που να πιάσομε και τις ιδέες του περί έρωτα ..., που τον συγχέει με το άγιο πνεύμα! Δεν κα­τέχει τί γράφει ο δυστυ­χής! Αεριοποιεί τα πάν­τα. Αυτές τις ιδέες καλό θα ήταν να τις συγκρίναμε με το Συμ­πόσιον τού Πλάτωνος να δού­με τον Γρηγόριο τί μπά­ζα θα πιάσει... Να και άλλο ένα μαργαριτάρι του Γρη­γορίου: «Χριστόν έχεις αγαπητόν, απόπτυσον άνδρας άπαντας.». Δηλαδή, φτύσε τους όλους όταν έχεις τον αγαπητό Χριστό. Τις αντιφάσεις, ακαταστασίες, σαχλαμάρες κλπ., των Ευαγ­γελίων δεν έτυχε να τις παρατηρήσει. Βλέπετε, χρειάζονται «πολύ» μυ­αλό για να τις σημειώσει κανείς!

Παρ’ όλον ότι η Παλαιά Διαθήκη σε κάθε παράγραφο είναι γεμάτη με τετριμ­μένες κοινοτο­πίες, απί­θανες βλα­κείες, προφανείς αντιφάσεις, καταστροφικές εντολές και θηριωδίες, η δε ιστο­ρία των Εβ­ραίων δεν έχει να δείξει σε κανένα τομέα τίποτα το αξιόλογο, από τον Εβ­ραϊσμό δεν απ­έρριψαν τί­ποτα απολύτως. Αντιθέτως αυτόν βρήκαν να επαινέσουν και να υπερασπίσουν! Εκτός από τον ασα­φή αερολόγο Γρη­γό­ριο, ο «Μέγας» Βα­σίλειος και ο Ιωάννης Χρυσόστομος έβλεπαν τα πάντα ρόδινα και ωραία με τον Παλαιοδια­θηκικό Εβ­ραϊσμό και τα πάντα μαύρα κι’ άραχ­να με τον Ελ­ληνισμό. Έγραψαν εκα­τοντάδες σελίδες και λόγους υπέρ των αστείων κειμένων και αισχρών επεισοδίων της Βίβλου και εκατοντά­δες σελίδες εναντίον καθετί Ελληνικού. Ρίξτε σας παρακα­λώ μια πλη­ρο­φορι­κή ματιά στα έργα των για να τις δείτε!

Άρα ψυχικά και οι τρεις ήταν αυτο­κλή­τως εχθροί του Ελληνικού πολιτι­σ­μού, οι δε δύο εξ αυτών πλή­ρως, και συνεπώς οι ίδιοι έθεσαν εαυ­τόν εκτός ελληνικότητας, ακόμα και αν προς στιγμήν υποθέσο­με ότι χρω­ματοσωματικά καταγόταν από Ελλη­νι­κό σπέρμα. Σε τέτοια περίπτωση ήταν αχ­ρείοι εξωμότες και φανατικοί γενίτ­σαροι!

Οι δύο Καππαδόκες Βασίλειος ο «Μέγας» άγιος και ο Γρηγόριος Ναζιαν­ζη­νός ο άγιος θεολόγος, είναι τοις πάσι γνωστόν και πλήρως απο­δεδειγμένο ότι ήταν Καππαδό­κες και όχι Έλλη­νες. Απλώς ήταν Ελληνι­σ­τές, ούτε καν Ελληνίζοντες! Οπό­τε δεν χρειάζεται να ασχο­ληθούμε με την Ελληνικότητα αυτών περισσότερο. Τα υπ­άρχοντα γνωστά στοιχεία είναι επ­αρκέστατα για να αποδείξουν ότι ήταν Καππα­δό­κες, Ελ­λη­νι­σ­τές και Αν­θέλλη­νες! Πάει και τελείωσε. Δεν θα αποδείξομε τα ήδη απο­δε­δειγ­μένα!

 

Μεγάλη φασαρία γίνεται με τον Ιωάννη Χρυσόστομο, περίπου 349 - 407 μ. Χ. Αυτό γί­νεται λόγω ελλείψεως επαρκών στοιχείων, και οι Νεο – Έλληνες Νεο – Χρι­σ­τια­νοί τον διαφη­μίζουν σαν Έλληνα από την Συ­ρία του ποταμού Ορόντη, χωρίς να παρέ­χουν καμίαν απόδειξη για την Ελλη­νική του καταγωγή. Τέτοια απόδειξη βε­βαί­ως, γνωρίζομε ότι δεν υπάρ­χει. Είναι και αυτό μια χριστιανική αυθαιρεσία μέσα στις τό­σες άπειρες άλλες. Τα ελάχιστα στοιχεία που αφορούν το πι­στοποιητικό γεν­νήσεως του Χρυσοστόμου είναι μόνο τα εξής:

 

  1. Όνομα: Ιωάννης.
  2. Τόπος γεννήσεως: Αντιόχεια στην Συρία του ποταμού Ορόντη, εν έτη 349 μ. Χ. περίπου.
  3. Παιδεία: Κάποια Ελληνική που έλαβε στη σχολή του μεγάλου Έλ­ληνα ρητο­ροδιδασ­κά­λου παγανιστή Λιβανίου (314-393 Κ. Ε.).
  4. Όνομα Πατρός: Σεκούνδος, που ήταν ουσιαστικά Ρωμαϊκός τίτλος, (που ση­μαίνει: δεύτερος).
  5. Όνομα αδελφής του πατέρα του: Σαββία.
  6. Όνομα μητρός: Ανθούσα.

 

Για να δούμε τι μπορούμε να συμπεράνομε απ’ αυτά τα ελάχιστα στοι­χεία.

 

  1. Το όνομά του ήταν Εβραϊκό από γεννήσεώς του, πράγμα εντελώς ασύνηθες για Έλληνα την εποχή εκείνη. Τότε οι Εβραίοι έπαιρναν Ελληνικά ονόματα, και όχι οι Έλληνες Εβραϊκά. Το Χρυσόστομος εί­ναι υποκλοπή ή απομίμηση του προσωνυμίου του Έλληνα ρήτο­ρα, συγγραφέα, φιλοσόφου και ιστορικού από την Προύσα, Δίωνος του Χρυσοστόμου (40-120 Κ. Ε.), από τους χριστια­νούς.
  2. Το ότι ήταν από την Συρία δεν αποδεικνύει τίποτα περί της κατα­γωγής του. Την εποχή εκείνη οι Εβ­ραίοι ήταν πανταχού παρόντες στην Συρία όπως και άλλοι λαοί, όχι μόνο οι Έλληνες.
  3. Ήταν Ελληνιστής πράγμα φυσικό και όχι τίποτα το ιδιαίτερο την εποχή εκεί­νη. Οπότε αυτό δεν αποδεικνύει τίποτα περί της κατα­γωγής του.
  4. Το όνομα του πατέρα του δεν είναι πραγματικό όνομα αλλά Ρωμα­ϊκός τίτλος. Αυτό έχει έννοια εφ’ όσον ήταν αξιωματικός στον Ρω­μαϊκό στρατό και μάλ­λον σημαίνει δεύτερος στρατηγός. Ρωμαϊκά ονόματα και τίτλοι ήταν πολύ συ­νηθισμένα μεταξύ των Εβραίων, κ. ά.. Π. χ. ο απόστολος Σαούλ έμεινε στην «ιστο­ρία» γνωστός ως Παύλος (Paulus = μικροκαμωμένος), ο Γιόσεφ Μπεν Ματτι­τιάου έλαβε το όνομα Ιώσηπος Φλά­βιος, ο Ιάκωβος έγινε Ιούστος, ο Εβ­ραίος βοηθός του αποστόλου Παύλου Ιωάννης με­τονομάσθηκε Μάρκος, κ. ο. κ.
  5. Το όνομα Σαββία, της αδελφής του πατέρα του, θείας του Χρυσο­σ­τόμου, είναι Εβραϊκό και προέρχεται από το Σάββατο, εξ ου και Σάββας.
  6. Το όνομα Ανθούσα της μάνας του Χρυσοστόμου είναι προφανώς Ελληνικής προελεύ­σε­ως. Τα Ελληνικά ονόματα τότε ήταν πολύ συνηθισμένα μεταξύ όλων των Ελληνιστικών λαών οπότε και αυτό δεν αποδεικνύει απολύτως τί­πο­τα περί της καταγωγής της. Αν όμως ήταν Ελληνίδα είναι εντελώς απί­θα­νο να ήταν χριστιανή και επί πλέον περί το +349 να έδωσε στον γιο της όνομα Εβ­ραϊκό. Το αντίθετο γι­νόταν. Οι Εβραίοι έπαιρναν ονόματα Ελληνικά ή Ρω­μα­ϊ­κά. Ας μην πάμε μακριά: ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος καταγόταν και αυ­τοί από φανατικές χριστια­νι­κές οικογένειες. Όπως βλέπομε όμως δεν τους ονό­μα­σαν Ροβοάμ και Ιωσαφάτ, φερ’ ειπείν! Τους έδωσαν Ελληνικά Ελληνιστικά ονόματα. Το Εβραϊκό όνομα Ιω­άν­νης που έλαβε από την βρεφική του ηλικία είναι πολύ σοβαρή έν­δειξη περί της Εβραϊκότητάς του, όταν μάλιστα, ως είναι γνω­στό, οι Ρω­μαίοι και οι Έλληνες περιφρονούσαν και διακωμωδούσαν τους Εβραίους (verpus, βρείτε μόνοι σας την εξήγηση αυτής της λέξεως, κλπ.).

 

Άλλα στοιχεία δεν είναι γνωστά. Οπότε απ’ αυτά τα ολίγα δεν απο­δει­κ­νύ­εται τίποτα πέραν πάσης αμφιβολίας περί της εθνικής καταγωγής του Ιωάννη. Αυτό που κατά πάσαν πιθανότητα συμπεραίνεται εί­ναι ότι ο Ελληνιστής Ιωάννης ο επονο­μασ­θείς Χρυσό­σ­τομος ήταν Εβραίος την κα­ταγωγή από χρι­στιανο–εβ­ραϊκή οικογένεια. Ο δε πατέρας του δεν έπαιξε κανένα ρόλο στην ανατροφή του διότι απεβίωσε όταν ο Ιωάννης ήταν μωρό ολίγων μηνών.

            Το ότι ο Χρυσόστομος τσακώθηκε άσχημα με τους Εβραίους της Κωνσταντι­νουπόλεως και έγραψε και απήγγειλε τα εξ αμάξης εναντίον τους, γεγονός που επι­κα­λούνται σαν επιχείρημα οι Νεο–Χριστιανοί, αυ­τό οφείλεται στα εξής.

 

  1. Οι περισσότεροι χριστιανοί της Νέας Ρώμης γέμιζαν τις Εβραϊκές συναγωγές, αφού ο Χρισ­τι­α­νισμός ήταν παραφυάδα του Εβραϊσ­μού, ενώ οι εκκλησίες του Χρυσο­στό­μου έμεναν άδειες. Αυτό εξ­όργισε τον Χρυσόστομο σφόδρα!
  2. Προσπάθησε να προσηλυτίσει τους Εβραίους στον Χριστιανισμό, αλλά αυτοί αρνήθηκαν μετά βδελυγμίας. Τότε μετά οργής μεγάλης εδήλωσε το περίφη­μο: «Αυτοί είναι ο δυσ­τυχέστερος λαός του κό­σμου.». Αν το κατόρθωνε, αυτό θα αποτελούσε τεράστια επιτυχία για τον Χρυσόστομο, καθ’ ότι οι Χριστιανοί θεωρούσαν πάντοτε ως δικαίωση και απόδειξη της αληθείας της θρησκείας των την μεταστροφή των Εβραίων στον Χριστιανισμό. Όσο όμως δεν την κα­τάφερναν τόσο αυτοί σκύλιαζαν! Η μεταστροφή των Εβραίων στον Χριστια­νισμό έχει μέχρι και σήμερα παραμείνει κρυφό ή φανερό όνειρο πολλών χρισ­τιανών, ενώ πολλοί άλ­λοι την έχουν εγκαταλείψει και αντ’ αυτής επανήλθαν στο να προβάλλουν ξανά το ότι οι Εβραίοι ήταν και είναι ο εκλεκτός και περι­ούσιος λαός του Εβραιοχριστιανικού Θεού των και διά τούτο οφείλομε να τους περιθάλ­πομε.
  3. Ο πόλεμος μεταξύ αδελφών ή γονέων και τέκνων είναι πάντα πιο σκληρός. Ο Χρυσόσ­τομος μίσησε τους Εβραίους σε βαθμό που ακόμα και σήμερα οι Εβ­ραίοι έχουν να το διαλαλούν. Το μίσος του κατά των Εβραίων μόνο κάτω από το πρίσμα του ότι ήταν δικός τους γενίτσαρος και εξω­μότης μπορεί να κατα­νοηθεί. Όσο για την χριστιανική συγχώρεση και αγάπη όπως πάντοτε έτσι και στην περίπτωση του Χρυσοστό­μου παρέμειναν φούμαρα καλά και συμφέρον­τα...

 

            Απ’ όσα αναγράψαμε φαίνεται ότι ο Ιωάννης Χρυσόστομος δεν ήταν Ελληνι­κής καταγωγής αλλά Εβραιο-χριστιανικής. Όπως όμως προα­ναφέραμε, και να υπο­θέ­σομε, προς στιγμήν, ότι γονιδιακά ήταν Ελλη­νι­κής καταγω­γής, ψυχικά ήταν πέρα για πέρα ανθέλληνας, άρα εξωμότης, γενίτσαρος και δοσίλογος. Έβλεπε τα πάντα μαύρα κι’ άραχνα στον Ελ­ληνικό πολιτισμό και τα πάντα ωραία και καλά στον Εβ­ραϊσμό. Ακόμα απεδέχθη χωρίς καμία αντίρρηση όλες τις σαχλαμάρες και κακο­ή­θειες αυτού του άχ­ρηστου βιβ­λίου, της Βίβ­λου! Στους γονείς συσ­τήνει: «Κανείς δεν πρέπει στα παιδιά του, να κα­λεί τα ονόματα των (Ελλή­νων) προγόνων, τού πατέρα, της μη­τέρας, του παππού και του προ­πάππου, αλ­λά (μόνο) αυτά των δικαίων, (της Πα­λαιάς Διαθήκης).». Βλέπετε μόνοι σας πόσο Έλληνας ήταν...! Αυτά τα γράφει στο χα­ζό έργο του «Περί κενοδοξίας και πως δει τους γονείς ανατρέφειν τέκνα» (690) 641. 65, ενώ ο ίδιος δεν είχε τέκνα. Βεβαίως κυκλοφορούσε τότε η φήμη ότι ο Θεοδόσιος Β΄ ο Μικρός ήταν νόθος γιος του Χρυσοστόμου και της Ευδοξίας, συζύγου του καθυ­στερημένου Αρκαδίου γιου του Μεγάλου Θεοδοσίου. Υπάρχει και ένα Sacrum Rep­resentum (θρησκευτικό θεατρικό εργάκι) που παιζόταν εντός εκκλησιών τον καιρό εκείνο και το οποίο δια­κωμωδούσε τον Χρυσόστο­μο γι’ αυτό το αποκεκρυμμένο ζήτη­μα!

   Εν παρόδω αναφέρομεν ότι ο Χρυσόστομος επικύρωσε και επαίνεσε την κα­ταστροφή του Σεραπείου και την καύση της δημοτικής βιβλιοθήκης του από τον επί­σκοπο Αλεξανδρείας Θεόφιλο το έτος 385 Κ. Ε., διότι το θεωρούσε κατοικητήριο δι­αβόλων! Μας έχει όμως αφήσει ένα σωρό δι­κά του γραπ­τά. Μέσα στα γραπτά του υπάρχουν πολλές σαχλαμάρες, φρικώδεις κα­νόνες μοναστικού βί­ου, βρό­μας και απ­λυσιάς (π. χ., «ο μοναχός δεν πρέπει να πλένε­ται δι­ότι δεν πρέπει να βλέπει το μόριον του»!), εξορκισμοί δαιμόνων, σατανά­δων και 72 ασθενειών, που είναι πραγματικά για γέ­λια ή για κλάματα! Ο άγι­ος και σο­φός μας στο Oratio in infirmos (in servam Dei Maria), αποφασίζει και δι­ατάσσει τις 72 ασθένειες να πάνε στα άγρια όρη και στα βουνά και να μην ξανα­γυ­ρί­σουν ...! Και αυτές λοιπόν υπήκουσαν και έκαναν όπως τις επρόσ­τα­ξε... Πάρα πολύ ωραία! Μεταξύ των 72 ασθενειών έχει συμπεριλά­βει και την «τρισουρίαν»! Τί να είναι τά­χατες αυτή; Μήπως μπορούν οι χριστιανοί σοφοί διά της θεοπνευστίας τους να μας διαφωτίσουν; Τί σχέση να έχουν άραγε όλα αυ­τά τα τραγικά, αλ­λοπρό­σ­αλ­λα και γελοία με την Ελ­ληνική σκέ­ψη και επιστήμη; Νο­μίζω η απάντηση είναι εύκο­λη!

Όπως και ο Βασίλειος έτσι και ο Ιωάννης υπέφερε τρομερά από την εσχατο­φοβία και την μετά θά­νατον ανταπόδοση όπως αυτά προοιωνίζονται στην βλακώδη επιφυλλίδα που ονομάζεται Απακάλυψις του Ιωάννου, με τις απειλές, τα θηρία, τα χα­ράγματα, τον αν­τίχριστο, τον ψευδοπροφήτη, τις πληγές, τις λίμνες του πυρός και του θείου, κλπ. αυ­τού του ηλιθίου ρυπαρογ­ραφήματος. Τα σχόλια δικά σας!

Τί να πρωτοπεί λοιπόν κανείς και τί να πρωτοθαυμάσει και με τους τρεις Ιε­ράρχες; Αυτοί οι τρεις Ιεράρχες, οι εχθροί του καθετί Ελληνικού και του Ελληνικού όπως και κάθε άλλου πολιτισμού, μεταλλάχτηκαν σε Έλληνες και προστάτες των Ελ­ληνικών γραμμάτων, ψευ­δώς και χωρίς οι ίδιοι να το έχουν φανταστεί, το έτος 1852 μ. Χ., όταν δηλαδή η νεο-ορθό­δοξη εκ­κ­λησία καπέλωσε πλήρως και αμετακλήτως το νεοσυσταθέν Ελλη­νι­κό κρά­τος. Με την αμορφωσιά που επικρατεί από τότε μέχρι και σήμερα αυτό έγινε δεκτό ασυζητητί! Έτσι η εκκλησία πέρασε την προπαγάνδα της εντός της Ελλη­νικής κοι­νω­νίας, παιδείας και σχολείων κάνοντας πραξικοπηματικά την εκκλησια­στική επέτειο της μνήμης των, εορτή όλων των Ελληνικών σχολείων και γραμμάτων! Πριν, επί Βυζαν­τίου, ήταν μόνο «οι τρεις Ιε­ράρχαι», δύο Καππα­δόκες και ένας Σύρος, πα­τέρες της Χριστι­ανικής εκκ­λησίας (της Εβραιογνωστικοχρι­στιανι­κής μάσ­τιγας) και τίποτα πα­ραπάνω.

            Ακόμα οι τρεις ιεράρχες δεν δικαιούνται να ονομάζονται Έλληνες και δι’ έναν ακόμα πολύ σοβαρό λόγο. Ήδη την εποχή τους, 4ος αιών, η εθνική ονομα­σία Έλλην έλαβε την έννοια ύβρεως διά τους χριστιανούς. Έλλην δι’ αυ­τούς εσήμαινε ό,τι χει­ρό­τερο μπορούσε να υπάρξει: Εθνι­κός, παγανιστής, ειδωλολάτρης, αν­τι­χριστιανός, δαι­μονισμένος, μωρός, κλπ. Σε όλα τα αισχρά και ποταπά γραπτά των χριστιανών από τό­τε και μετά βλέπομε την χρήση των λέξε­ων Έλλην και Ελληνίζων (δηλαδή, αυ­τός, οιασδήποτε εθνικότητας, που ασπάζεται τις αρχές του Ελληνικού πο­λιτισμού, θρησ­κείας και τρόπου ζωής) να αποτελεί την χειρότερη ύβριν και κατηγο­ρία. Μετ’ εκπ­λή­ξεως παρατηρούμε ότι σε κανένα από τα απαί­σια ρυπαρογραφήματά τους δεν χρη­σι­μοποιούν και κάποιαν άλλη εθνική ονομα­σία με την ίδια έννοια και κατηγορία. Σκε­φ­τείτε το λιγάκι: Υπ­ήρχαν, Αιγύπτιοι, Ρωμαί­οι, Σύροι, Κύλικες, Κέλτες, Άραβες, Πέρ­σες, κ. π. ά., που πίσ­τευαν στις αρ­χαίες αλ­ληλένδετες θρησκείες τους, τις οποίες οι χριστιανοί μισούσαν θα­νάσιμα. Όμως, και εδώ έγκειται το περί­εργο και χρήζει επε­ξη­γήσεως, δεν αναφέρουν καμίαν απ’ αυτές τις εθνι­κότητες ως κατηγορία, αλλά μόνο την Ελληνική και ακόμα την Ελλη­νί­ζουσα. Η κατηγορία, αυτή εν­τός ολί­γου και διά χιλιετίαν, νομοθετήθηκε να τιμωρείται διά θα­νά­του και δι’ όλων των βασανιστηρίων που εφεύρε η νοσηρά φαντασία των χριστιανών. Αυ­τό το περίεργο εξηγείται βεβαίως εύκολα. Έπνεαν τα μένεα με την πνευ­ματική δύναμη του Ελληνικού πο­λιτισμού και τα απροσπέλαστα επιτεύγ­ματά του που εσαγήνευαν τους πάντες από την Κελτική Ιρ­λανδία μέχρι τον Ινδό ποταμό. Μπροστά σ’ αυτόν τον πολλαπλώς υποσχώμενο προ­μη­θεϊκό πολιτισμό οι Χριστιανοί και οι Εβραίοι δεν είχαν ελπίδα και τίποτα να αντι­παραθέσουν. Μόνο βία, καταναγκασμό, φόνο, βλακείες, αυθαιρε­σίες, σαχλαμάρες, και κατα­στροφή, πράγμα που και όντως έκαναν με κα­ταπληκτική επιτυχία, παρ’ όλον ότι συγχωρούσαν ακόμη και τους εχθρούς των! Επο­μένως, πως εί­ναι δυ­να­τόν αυ­τοί οι τρεις μισέλ­ληνες που έκαναν την επισημοποιημένη αρχή και ύβριν εναν­τίον των Ελ­λήνων να λαμβάνουν την ταυτότητα τού Έλλη­νος;!

 

            Σημείωση: Επειδή το εδώ θέμα μας είναι η μη ελληνικότητα των τριών ιεραρ­χών, δεν θα επεκταθούμε στις ελεημοσύνες και σε μερικές αγαθοεργίες για τις οποίες επαινούν­ται από τους χριστιανούς, ενώ αποσιωπούν όλα τα υπόλοιπα. Αυτές έχουν αναφερθεί σε διάφορα σημεία εντός πολλών προηγουμένων κειμένων μας και εκ­θέ­τονται κάτω από το πρίσμα της γενικής χριστιανικής κοινωνικής φιλοσοφίας και τακ­τικής με βάση την Καινή Διαθήκη και ιδιαιτέρως τα Ευαγγέλια, και κάτω από τις συν­θήκες και τους περιορισμούς που δι­επράττοντο. Βεβαίως οι ελεημοσύνες και η περί­θαλψη των αναξιοπαθούντων υπήρχε ήδη στον αρχαίο κόσμο, πολύ πριν από τους τρεις ιε­ράρχες και τα Ευαγγέλια, άσχετα αν δεν κα­τάφερε να εξαλείψει την φτώχεια και την ένδεια. Ο Χριστιανισμός όμως όχι μόνο δεν εξάλειψε την φτώχεια και το πέν­θος αλλ’ αντιθέτως τα επαίνεσε, των πάρε­ξε θεολογία, των υποσχέθηκε μετά θάνατον ανταμοι­βή και τα πολλαπλασίασε.


ΤΟ «ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ» ΔΥΣΚΟΛΕΥΕΤΑΙ

ΝΑ ΕΚΛΕΞΕΙ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ!

 

 

Περί διαδοχής και εκλογής αρχιεπισκόπου

και της τρομακτικής υποκρισίας των μέσων μαζικής ενημερώσεως

 

Κάθε χρόνο για να επιβεβαιώσει τα προνομία των Ορθοδόξων στην Ιερου­σαλήμ, το «Άγιο Πνεύμα» (ότι κι αν είναι αυτό) ανάβει λένε θαυματουργικά ένα σωρό κεριά και κανδήλες!

 

Γιατί λοιπόν και στην περίπτωση της εκλογής αρχιεπίσκοπου οι «άγιοι πα­τέ­ρες» δεν βά­ζουν πάνω στα «άγια» έδρανα μπροστά σε κάθε υποψήφιο έναν μασαλά (δέσμη 33 κεριών) ή ένα κανδήλι, κατά τα πρότυπα της Ιερουσαλήμ, και το «Άγιο Πνεύμα» να αυτοαναφλέξει το κερί ή το καν­δήλι του επίσκοπου εκείνου που τον θέλει να γίνει αρ­χιεπίσκοπος; Έτσι δεν έκανε όταν εξέλεξε τον Ααρών αρχιερέα των Ισραηλιτών, παρ’ όλον ότι οι Εβραίοι δεν αναγνωρίζουν καμία «Αγία Τριάδα»; Τότε άνθησε μόνο το ραβδί του Αα­ρών ενώ τα ραβδιά των άλλων μνηστήρων της θέσεως του αρχιερέα μεί­νανε κατάξερα. Με τους αρ­νητιστές Ισρα­η­λίτες το «Άγιο Πνεύμα» έκανε καλά τη δουλειά του, αλλά με τους Χριστιανούς τί κάνει; Βαρέθηκε;

 

Αν παρ’ όλα ταύτα, εμείς οι σκεπτικιστές κάνομε λάθος και ο εκλεγμένος δημοκρα­τικά αρχιεπίσκοπος είναι τελικά και πράγματι ο εκλεκτός του «αγί­ου πνεύματος», τότε ξανα­ρωτάμε: Γιατί αυτός ο φορέας του «αγίου πνεύ­μα­τος», ως εκλεκτός του θεού και κάτοχος του «αγίου πνεύματος» δεν ορίζει κατ’ ευθείαν και τον διάδοχό του, όπως άλ­λωστε έκα­ναν και στην πρωτοχρι­στιανική εκκλησία; Πότε είχε δίκιο η εκ­κλησία; Τότε ή τώρα; Τί έχει αλλά­ξει από τότε;

 

Τί δουλεία έχουν οι δημοκρατικές διαδικασίες σε έναν χώρο που ηγείται το «Άγιο Πνεύμα»; Η δημοκρατία χρησιμοποιείται σαν ένα μέτρο για να βγά­ζει από τα αδι­έ­ξο­δα τους κοσμικούς και πάλι δεν λειτουργεί καλά. Αν και οι ιερωμένοι την χρησι­μο­ποι­ούν, τότε να μην απορεί κανείς που εμφανίζονται τα γνωστά παρατράγουδα της δημο­κρατίας. Αν οι δημοκρατικές διαδικα­σί­ες μπορούν να καταστρατη­γηθούν από δημα­γω­γούς, από εκβιαστές και οικονο­μικά ισχυρούς, τότε γιατί να μη συμβεί το ίδιο και στο δήθεν «θείο καθί­δρυ­μα» της εκκλησίας;

 

Με τηλεφωνική παρέμβαση, ο κ. Μ. Θ. Καλόπουλος έκανε αυτές τις από­λυ­τα λογι­κές και φυσι­ολογικές πα­ρατηρήσεις σε τρία διαφο­ρετικά τηλεοπτι­κά κανάλια. Αυτά με εν­θουσιασμό του υποσχέθηκαν ότι θα αναμεταδώσουν τον βάσιμο αυτόν προβλη­μα­τι­σμό... Δυστυχώς όμως κανένα τους δεν το τόλμησε!... Αυτό θα πει υπο­κρι­σία στους αιθέρες! Η μήπως το «Άγιο Πνεύ­μα» φώτισε και τα κανάλια;

 

Αλήθεια γιατί χρησιμοποιούνται δημοκρατικές διαδικασίες με διαπληκτι­σ­μούς, εκβι­ασμούς και άφθονο ανθρώπινο στοιχείο και δεν δί­δονται κα­θα­ρές και άμεσες λύσεις απ’ την άμεση παρέμβαση του «αγίου πνεύμα­τος»; Μή­πως επειδή και μόνον το «Άγιο Πνεύμα» όπως και κάθε άλλο πνεύμα στην θρη­σκεία αυτή είναι εφεύρημα των πονηρών που λυμαίνονται την ανάγκη του λα­ού για θεολογήματα; Μή­πως έχομε δί­κιο; Τί λέτε;

 

Αφού και κατά γενική παραδοχή, σε κάθε γωνία της ορθοδοξίας με κάθε ασήμαντη αφορ­μή, γίνονται καθημερινά θαύματα, για να ικανοποιηθεί το αίτημα κάθε ασή­μαν­του πι­στού... γιατί λοιπόν εδώ στο τόσο σημαντικό αυ­τό θέμα το «Άγιο Πνεύμα» τσιγ­κου­νεύ­ε­ται να κάνει ένα θαύμα τόσο υψηλής σημασίας όπως η ηγεσία ολόκληρης της εκκλησίας αυτής, της μόνης αλη­θι­νής και θεοφώτιστης θρησκείας; Μήπως επειδή τα θαύματα τα γενούν οι θαυματο­πλάστες και η φαντασία των ποθο­πλάνταχτων πι­στών; Μήπως;

 

Και τέλος γιατί ακόμα και με δημοκρατικές διαδικασίες το «Άγιο Πνεύμα» χρειά­ζε­ται δυο και τρεις και τέσσαρες επαναλαμβανόμενες ψηφοφορίες για να αποφασίσει; Μία δεν του φτάνει; Ακόμα όλους όσους καταψηφίζουν την τελική απόφαση όλες αυτές τις φορές αυτούς ποιος τους φωτίζει; Άραγε το «Άγιο Πνεύμα» δεν τους φωτίζει, ή μήπως του αρέσουν τα τερ­τί­πια; Αυ­τές τις τόσο απλές, λογικές και ουσιαστικά ευ­κολότατες σκέψεις και απορίες ακόμα και οι μορφωμένοι πιστοί δεν τολμούν να τις κά­νουν. Ιδού σε τι χά­λια έχουν πε­ριπέσει! Θαυμάστε τα! Ιδού η εγκεφαλική αγ­κύ­λωση που προ­καλεί η θρη­σκευτική πίστη! Θαυμάστε την!

 

 

 


ΠΕΡΙ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ

 

Σκεπτικισμός, κατά τον γενικό φιλοσοφικό ορισμό, είναι η αντιμετώπιση κάθε φι­λο­σο­φικής θέσεως (πολλές φορές και μη φιλοσοφικής) με ορθο­λογική σκέ­ψη και κρι­τι­κή που ενέχουν αμφιβολία και αμφισβήτηση. Η λέ­ξη προφα­νώς παράγεται από το ρή­μα «σκέπτομαι» του οποίου η ενέρ­γεια προκα­λεί τη σκέψη (βάσει λογικής, του­λά­χι­σ­τον στα προ­­χωρημένα στά­δια της) και εν συνεχεία την κρίση, την αμ­φιβο­λία, την αμ­φι­σβή­­τηση, και κα­τα­λήγει στην αποδοχή ή την απόρρι­ψη μιας θέσης και ακόμα οδη­γεί στην ταξι­νό­μηση και τον διαχω­ρι­σμό διαφόρων θέσεων. Η διεργασία της σκέψης, λο­γικής, νόησης και συν­εί­δη­σης αποτελεί τη μεγα­λύτερη διαφορά του αν­θρώ­που από τα ζώα και είναι η μεγαλύτερη δη­μιουργός δύναμη του πολι­τι­σμού. Και τα ζώα μπο­ρούμε να πού­με πως, ως έναν βαθμό και ανάλογα του είδους των, έχουν συνείδηση. Όμως δεν έχουν την πλήρη συν­είδηση που είναι «η συνείδηση της συνείδησης» την οποία διαθέτει μόνο ο άν­θρω­πος. Όλες αυ­τές οι διερ­γα­σίες βασίζονται σε λογικές δια­δικασίες που απαρτίζουν το γενι­κό­τερο σύ­στημα της λογικής, γραπτής ή άγραφης, άνευ κοινής αποδοχής της οποίας κα­μία επικοι­νω­νία, συνερ­γασία, επι­στήμη ή τεχνο­λογία, πρόοδος και κρίση επί των πρά­ξε­ών μας είναι δυ­νατή.

            Εδώ δεν θα κάνομε φιλοσοφική εργασία. Εξάλλου υπάρχουν πάρα πολλές φιλο­σο­­φι­κές εργασίες πάνω στον σκεπτικισμό τις οποίες όλοι όσοι ενδιαφέρονται μπορούν να βρουν και να μελετή­σουν. Εδώ απλώς θα εξετάσομε τον σκεπτικισμό υπό τον εξής κοι­νώς αποδεκτό αλλά στενό­τε­­­­ρο ορισμό του θρησκευτικού σκεπτι­κι­σμού, τον οποίο πολ­λές φορές συναντάμε και σε απλά λε­ξικά. Θεωρούμε τον θρη­σκευτικό σκεπτικι­σμό ως την αντιμετώπιση κάθε ορ­γα­νω­μένης θρη­σκεί­ας ή κοσμο­θεωρίας με ορθο­λογική σκέ­ψη, κρι­τική, αμφιβολία και αμ­­φι­σβήτηση περί της ορ­­θό­τητάς της, της αξί­ας της, της ηθι­κής που επιβάλλει, του ρό­λου που παίζει στη ζωή, την κοινω­νία, την ευτυχία των αν­θρώπων και τη γενικότερη ανάπτυξη του πολιτι­σ­μού. Πιο συγκε­κρι­μένα θα κάνομε μια εν­νοι­ο­λο­γική ανάλυση αυ­τού του εί­δους σκε­πτι­κι­σμού στα τρία τε­λικά στάδια του που είναι ο θεϊσμός, ο αγνω­στικισμός και ο αθε­­ϊσμός. Δεν θα ασχο­λη­θού­με με διάφορα ενδιάμεσα ή πρώιμα στάδια του σκε­πτι­­­κισμού με τα οποία όλοι λίγο–πολύ έρ­χονται σε επαφή και έχουν εμ­πειρία κα­τά διάφορες περιό­δους της ζωή τους. Τα τρία αυτά τελικά στάδια κα­ταλήγουν στην άμε­ση απόρ­ριψη κά­θε ορ­γα­νωμένης θρησκείας και υιοθε­τούν κο­σμο­θεω­ρί­ες που έρ­χον­ται σε κα­­­­­τάφωρη αντίθε­ση με τις θρη­σκευτικές πεποιθή­σεις και κο­σμοθε­ωρίες των θρή­σκων (ή θρησκο­λήπ­των) ανθρώ­πων και τελι­κά τις απορ­ρίπτουν. Γι’ αυτό, οι θρήσκοι των οργα­νω­­μένων θρη­σκειών πο­λέμη­σαν αυτά τα τρία ρεύ­μα­τα με νύχια και με δόντια σε όλη την διάρκεια της ιστορίας. Αυτά τα τρία ρεύματα αποδέ­χον­ται αλλά και δημι­ουρ­γούν μια νέα δια­­φορε­τική προσέγ­γιση για τη ζωή εν γένει και προ­βάλ­λουν μια νέα φιλο­σοφική και δη­μι­ουρ­γική στάση για την κοινωνία και τον πολιτισμό, μαζί με μια νέα αντι­με­τώπιση των με­ταφυσικών ερωτήσεων και δοξασιών που βα­σά­νι­σαν τον κόσμο ανά τους αιώνες και ακόμα τον βα­σα­νί­ζουν. Εισάγουν δηλαδή μια κοσμο­θε­­ωρία και στά­ση η οποία προά­γει τη δημιουργικό­τη­τα για τη ζωή και την απ­ε­λευ­θέ­ρω­ση από διά­φορες παγί­δες που βα­σα­­νί­­­ζουν το πνεύ­μα, εν αντιθέσει με το κα­λούπωμα του θρή­σ­κου, δηλαδή τη θρη­σκο­λη­ψία, που προ­άγει την παθη­τικότητα και την τυφλή υποτα­γή στην οργά­νω­ση–εκκλησία και σε ένα θεό μπαμ­πούλα ή πολ­λούς θεούς του φόβου και του τρόμου.

            Η διασαφήνιση και το ξεκαθάρισμα αυτών των εννοιών είναι κεφα­λαιώδους ση­μα­­σί­­ας. Ειδικά σήμερα που πολλοί μιλούν για, αλλά ελάχιστοι εί­ναι αυτοί που γνωρί­ζουν, το τί είναι αυτά για τα οποία μιλούν και με ποια μέθο­δο τα συζητάνε. Ελ­πί­ζομε να το πε­­τύ­χουμε, έστω σε κάποιο μέτρο, και να δώσομε στο κοινό να κατα­λάβει περί ποίου πρά­γματος είναι ο λόγος όταν καταπιάνεται με τέτοια θέματα. Έτσι πιστεύ­ομε ότι θα συμ­βά­λομε θετι­κά στο να μπει κάποια τάξη στον σημερινό πνευ­μα­τι­κό κυκεώνα ή στη ση­μερινή καταθλιπτική πνευματική πτώχευση και ότι θα βο­η­θήσομε τον εν­δια­φερό­με­νο αναγνώστη στο να καταλάβει σωστά τις έν­νοιες και στο να βρει την επι­λο­γή που του ται­ριάζει.

            Για να καταλάβομε καλύτερα τις τρεις αυτές σκεπτικιστικές αντιλή­ψεις πρέ­πει πρώτα να εξετάσομε εν συντομία την έννοια του θρήσκου. Ο θρή­σκος πιστεύει κατά θρη­­σκευ­τικό τρόπο σε μια από τις τόσες οργα­νω­μέ­νες θρησκείες ή αιρέσεις αυ­τών. Θρη­σκευτι­κός τρό­­πος σημαίνει ότι ουδέ­πο­τε σκέπτεται να θέσει σε κρι­τική αυτά τα οποία πι­­στεύει. Μια τέτοια σκέψη αποτελεί ιεροσυλία, μεγάλη αμαρτία και αντί­φαση στην πίστη του. Δηλαδή, άπαξ και το θρησκευτικό δόγμα έχει τεθεί, μετά δεν χωράει αμφιβολία και αμφισβήτηση (οι συζητήσεις των θεολόγων δεν αποτελούν κρι­τική του δόγματος, αλλά έκ­θεση, διασάφηση και ανάλυσή του· ποτέ αμφισβήτησή του). Δέ­χε­ται λοιπόν τα όσα πρε­­σβεύει η θρησκεία του χωρίς καμιά αμφιβολία, δηλα­δή τα πιστεύει στα τυφλά και τα έχει υιοθετήσει σαν την υπέρτατη και απα­ράβατη αλήθεια. Ανεξάρτητα αν αυτά που πι­στεύει είναι τα πιο παράδοξα και αφύ­σικα δόγ­μα­τα, τα πιο αντι­φα­τικά, αντιεπιστημονικά και καταστρο­φικά στοι­χεία, αν ο θεός του επικοι­νωνεί μα­ζί του κατά τον πιο παράλογο τρό­πο, αν η ηθική της θρησκείας του είναι αντι­φα­­τική, δο­γματική, ενάντια στον πολιτι­σμό, τη φύ­ση και την ευ­τυχία των αν­­θρώπων, εν τούτοις εί­ναι έτοιμος να θυσιαστεί υπέρ αυτών οσάκις οι περι­στάσεις το επι­βάλλουν. Με το μαρ­τύ­ριό του πι­στεύει ότι θα αντα­μει­φθεί εκατοντα­πλάσια στον εξωκοσμικό ουρα­νό. Γι’ αυ­τό «θρήσκος ή πιστός» σε μια τέ­τοια θρησκεία είναι έν­νοι­ες ταυ­τόσημες με τις έν­νοι­ες «θρησκόληπτος και φανα­τικός». Αν και υπάρ­χουν διάφορες διαβαθμίσεις θρησκοληψίας, καθώς και φανατισμού και ζή­λου που δη­μιουρ­γεί, μπορούμε να παραθέσομε και τα εξής στοιχεία υπέρ αυτού του ισχυ­­­­ρι­­σ­μού. Αυτό που λένε πολλοί ότι «εγώ είμαι θρήσκος αλλά όχι θρησκόλη­πτος» δεν ισχύει για τους πιστούς της οργανωμένης θρησκείας. Είναι ψευ­το­δικαιολογία της άγ­νοιάς τους και της ελλείψεως θάρρους για τη γνώμη τους. Ένας θρήσκος μιας οργα­νωμέ­νης θρη­σκείας δεν είναι ποτέ σε θέση να πα­ραδεχθεί ότι μια άλ­λη θρη­σκεία ή κοσμοθεωρία είναι επι­στημονικά σω­στό­τε­ρη ή καλύτερη (βάσει ορι­σμέ­νων κριτη­ρίων) από αυτήν που ο ίδι­ος πι­­στεύει, ακόμα και αν είναι. Επίσης δεν δέ­χεται καμία συζή­τη­ση με άλλους που έ­χουν άλ­λη γνώμη πάνω στα θέματα της πίστεώς του. Εκ προ­οι­μίου τους αποκρούει, δεν ανοί­γει συ­ζήτηση μαζί τους και τους εκδιώκει από τον πε­ρίγυρό του. Άρα εκ των πρα­γμά­των η θρη­σκευ­τική πίστη αυτού του είδους δη­μι­ουργεί στυγνή μι­σαλλο­δο­ξία, φανα­τι­σμό, πό­λεμο και εξόντωση. Επίσης δημιουργεί και άκρατο προσηλυ­τισμό. Οι πι­στοί αυ­τού του τύπου δεν ησυχάζουν, εάν δεν δούνε όλους τους κα­τοίκους του πλα­νή­τη κά­τω από την χλαίνη της πίστεώς τους. Παρ’ όλα ταύτα οι πε­ρισ­σό­τε­ροι δεν ζουν σύμφωνα με τους κα­νόνες της θρη­­σκείας τους, αλλά συνεχώς τους παρα­βιά­ζουν και, συνεπώς, συνε­χώς αμαρ­τά­νουν. Οι κανόνες αυτοί είναι τόσο αφύσι­κοι, παρά­λογοι και σχιζο­ει­δείς που δεν είναι φυσικό να τηρούνται ούτε να συμβάλλουν στην ευτυ­χία και την πνευματική α­νάπτυ­ξη των ατόμων. Επίσης οι θρή­σκοι και πι­στοί των ορ­γα­νωμένων θρη­σκειών, τις πιο πολ­λές φο­ρές, ελάχιστα πράγματα γνωρί­ζουν από όλα όσα πρε­σβεύει η θρησκεία τους και αγνοούν τα πε­ρισ­σότερα. Αυτό γίνεται διότι η οργανω­μέ­νη θρη­σκεία απαι­τεί οπα­δούς–πρόβατα που δεν επιτρέπεται να γνωρίζουν, να σκέπτονται και να αμ­φι­βάλλουν, αλ­λά μό­νο να πι­σ­τεύουν αυτά που τους υπαγορεύει. Τους γα­λουχεί από μωρά μέ­χρι τον τά­φο σύμ­φωνα με ορι­σμένα κατάλληλα δια­­­λε­γμένα δι­δάγματα και ρητά της δι­δασκαλίας της, απο­σι­ω­πώντας τα υπόλοιπα. Τους εμ­πνέει συνεχή φόβο και απειλεί με αι­ώνια τιμω­ρία εάν γί­νουν εξω­μότες ή δεν εφαρμό­ζουν την ηθική που αυτή επιβάλλει, όσο ανό­ητη ή κα­τα­­στρο­φική και αν εί­ναι, και τους υπό­σχε­ται αιώνια ευτυχία με­τα­φυ­σι­κού τύ­που, ότι και αν εί­ναι αυ­τό, μόνο μετά θάνατον κοντά στον θεό ή στους θεούς της. Για την κοι­νω­νική πρόο­δο και πο­λιτισμό δεν δείχνει κανένα ου­σιαστικό ενδια­φέρον και τις πιο πολ­λές φο­ρές δημιουρ­γεί τρομε­ρή απαξία και κατα­στρο­φι­κό μένος, διότι και επι­βλα­βή τα θεωρεί αλ­λά και διότι το μόνο σημαντικό ενδιαφέρον της εί­ναι μετα­φυ­σικό, δη­λα­δή η μετά θάνα­τον απο­­νομή δι­και­οσύ­νης και αιώνιας ευτυ­χίας ή τι­μω­ρίας κατά τη δική της αντί­ληψη και θε­σμοθέτηση. Ένα αποτέλεσμα αυτής της νοο­τρο­­πίας είναι η εγκα­τά­λει­ψη των εγκο­σμί­ων και η πλή­ρης απάθεια για τα προ­βλή­μα­τα της ζωής και την καλυ­τέ­ρευση της κοινωνίας. Η επι­στήμη δεν έχει αξία για τον θρήσκο, εκτός εάν και όταν τον συμφέ­ρει. Τα δυσεξή­γητα και ανε­ξήγητα φαινόμενα, τα οποία και ονο­­μάζει θαύ­­­ματα, εί­ναι γι’ αυτόν μια μυ­στηριώδης εμ­φάνιση ή μη λογι­κή επικοινωνία του θεού του. Εάν τα πράγματα του έρχονται κατ’ ευχήν, αυτό σημαί­νει ότι ο Θεός τον αγαπά και τον ανταμεί­βει ή και εισακούει τις προσευχές του. Εάν όχι, τότε ο Θεός δοκιμάζει αυτόν και την πίστη του. Όλα τα ερωτή­ματα βρίσκουν τέ­τοιους είδους ταυτολογικές και ανε­ξέ­λεγκτες απαντήσεις. Η πιο συνηθισμένη, άμεση, αβα­σάνιστη και απλοϊκή απάντηση που δίδεται, είναι: «Ο Θεός ήθε­­λε και τα έκαμε έτσι…!». Και η πιο πα­ράλογη αντίφαση, ακό­μα και αυτή, εί­ναι δου­λειά του Θεού. Βλέπεις ό,τι θέ­λει κάνει μιας που είναι παντοδύ­να­μος, πάνσοφος, πανάγα­θος και όλα αυτά τα «παν...». Ας μας πει λοιπόν ένας θρήσκος, τί άλ­λο ακόμα του μέ­­νει για να χαρα­κ­τηρι­στεί ως θρησκό­λη­πτος. Η οργανωμένη θρη­­σκεία παρου­σιά­ζει ακό­­μα και τα εξής χα­ρα­κτηρι­στι­κά: Βασί­ζε­ται σε μια συλλογή ιε­ρών βι­βλί­ων που περι­έ­χουν τις απαρά­βατες «αλήθειές» της και κά­νει συ­νεχή χρή­ση μό­νον αυτών, έχει κα­θορι­σμέ­­νους και απαρά­βατους τύπους και τρό­πους λατρείας, κάθε δια­φο­­ρε­τική γνώμη, αν­τί­λη­­ψη, πρό­τα­ση, εξέ­ταση εξοστρα­κί­ζεται σαν αίρε­ση και, όποτε εί­ναι δυνατόν και επι­τ­ρέ­πουν οι επο­χές, τιμω­ρείται διά θα­νά­του, προσπαθεί να καπε­λώ­σει ολό­κληρη την κοι­νω­νία, τα κράτη, τις κυβερνήσεις και κά­θε κοινω­νική δραστη­ριότητα, δημιουρ­γεί δική της έκ­­­­φραση και τέχνη κλπ.

            Ανακεφαλαιώνομε με τα χτυπητά χαρακτηριστικά του πιστού και φανατικού. Πρώτα απ’ όλα η λογική δεν έχει σπουδαία ισχύ στη σκέψη ή τη συνομιλία του. Αν και επιθυμεί να δείξει ότι τη χρη­σι­μοποιεί και την εφαρμόζει, τις πιο πολλές φορές την ωθεί στα όρια της ανυπαρξίας. Η χρήση επι­χει­ρη­μά­των είναι, για τον πιστό και φανατικό, ελά­χι­στη έως μηδαμι­νή. Μόνο όταν τον βολεύουν χρησι­μο­ποι­εί και ισχυ­ρί­ζε­ται επιχειρήμα­τα. Αλλιώς η πίστη και ο φα­νατισμός τον τυφλώνει ώστε κανένα επι­χείρημα να μην τον πεί­­θει για τίποτα. Πρέπει μάλ­λον να διαστρέψει το επιχείρημα για να ταιριάσει στις εκ των προτέρων τεθείσες από­ψεις του. Το ίδιο ισχύ­ει και με τα αν­τι­κει­μενικά δεδο­μέ­να που μας παρέχουν η εμ­πει­ρία και οι διάφορες επι­στήμες. Στη ροή των λεγομένων του με­ταπίπτει συνεχώς σε αντι­φά­σεις που άλλοτε αντι­λαμ­βά­νε­ται αλλά δεν παραδέχεται και άλ­λοτε αδυνατεί να τις αν­τιληφθεί καν. Τέλος ο βίος και οι πράξεις του δεν συμβαδίζουν με αυ­τά που φανατικά ισχυ­ρί­ζεται και υπερασ­πί­ζε­ται. Ο πιστός και φανατικός συνήθως εί­ναι αυτός που άλλα λέγει και άλλα πράττει. Θέλει «και την πίτα γερή και τον σκύλο χορ­­τάτο». Έχομε βεβαίως και την αντίθετη περίπτωση πλείστων όσων παραδειγμάτων πί­στεων και φα­­να­τισμών που οδήγησαν τους πι­στούς και φανατικούς μέχρι πλήρους εξα­θλι­ώσεως και τέλος εξοντώ­σε­ως. Το παρακάτω δίστιχο εκφράζει λακωνικά αυτή την κα­τάστα­ση:

 

Για μια πίστη φανατική πίστη, όταν κάποιος γαντζωθεί

σ’ ένα ωραίο ψεματάκι, μέχρι θανάτου το κρατεί.

 

Ο πιστός και φανατικός προτιμά να αποθάνει (να μαρτυρήσει) για τις πίστεις και τις απόψεις του, παρά να παραδεχτεί τα λάθη και τις ανοησίες του ώστε να τις απο­κη­ρύ­ξει και να ξαναρχίσει τη ζωή του εκ νέου. Ιστορικώς έχομε και πλείστα όσα παρα­δείγματα που πί­στεις και φα­να­τι­σμοί οδήγησαν ολόκληρα έθνη στην πλήρη ή την σχε­­δόν πλήρη αφάνεια.

            Εδώ ας προσθέσομε ότι υπήρχαν και υπάρχουν άτομα ή ομάδες ατόμων που απλώς θρησκεύονται. Είναι δηλαδή ως έναν ή άλλον βα­θμό θρη­σκευ­τι­κοί ή μάλλον θρη­σκευ­όμενοι άνθρωποι. Αυτό σημαίνει ότι πιστεύουν με τον δικό τους τρόπο σε μη οργα­νω­μένες θρη­σκείες ή θρησκευτικές δοξασίες, οι οποί­ες εν αντιθέσει με τις ορ­γα­­νωμέ­νες θρη­σκείες, είναι καθαρές υποθέσεις των ατόμων και των ομάδων που τις απο­­­δέχον­ται. Οι θρη­σκευτικές τους πίστεις συνήθως δεν δη­­­­­­μιουργούν μισαλλοδοξίες, αν­τα­γω­νισμούς, φόβους, παθητικές ή κατα­στρε­πτι­κές τάσεις και είναι κατα­δε­κτι­κές προς όλες τις άλ­λες ανάλογες θρησκευτικές πεποιθήσεις, θεω­ρίες και κο­σμο­αντι­λή­ψεις. Δεν φοβούνται την αί­­ρεση, ενώ οι οργανωμένες θρησκείες την τρέμουν. Λαμ­βά­νουν επίσης υπ’ όψη τον πο­λι­­τισμό, την παράδοση και την ιδιο­συστασία διαφόρων λαών και κοι­νω­νιών, ενώ οι ορ­γα­νωμένες θρη­σκείες καταργούν και καταστρέφουν ολικώς ή μερικώς όλα αυτά τα στοι­χεία. Τις πε­ρισ­σότερες φορές είναι ρευ­στές φιλο­σο­φι­κο-επι­στημο­νι­κές στάσεις έναν­τι της ζωής και του κόσμου εν γένει χω­ρίς φα­να­τισμό ή τουλάχιστον με πολύ λιγότερο φα­νατισμό από τον φανατισμό που οι οργα­νω­μένες θρησκείες εμπνέουν. Όμως για σκο­τει­νά και αναπάν­τητα ερωτή­ματα ή μετα­φυ­σικά ψευδοερωτήματα, που πολλές φορές εκ των πρα­­γμά­των προ­κύπτουν, εισ­ά­γουν απαντή­σεις που βασί­ζονται σε θρησκευτική πίστη σύμ­­φω­να με τις αντιλήψεις και τις αρέ­­­­­σκειές των είτε επει­δή δεν διαθέτουν τις γνώ­σεις για να τα εξη­γήσουν και να τα καταλάβουν είτε επειδή είναι εξώλογα ή εξω­κο­σμι­κά. Δη­μι­ουργούν δηλαδή ένα μί­­γ­­μα επιστη­μο­­νικών γνώσεων, φιλο­σο­φι­κών τάσεων, κο­σμο­­θε­ω­ριών και αρεστών θρη­σκευ­­­τι­­κών πί­στε­ων, δοξασιών και αντιλή­ψε­ων. Δέ­χον­ται όμως τη λο­γική, τη δύ­­να­μη της κρι­­τικής και της φι­λο­σοφίας και την επιστη­μονι­κή γνώση. Έτσι είναι πάντοτε έτοι­μοι και πρόθυμοι να αλλάξουν ή να τροποποιήσουν τα πιστεύω τους, οσά­κις θεω­ρήσουν αυτό αναγ­­καίο.

Τώρα ας επανέλθομε στον σκεπτικισμό. Σκεπτικιστής μπορεί να εί­ναι ο οι­οσ­δή­πο­τε ανεξαρτήτως εθνικότητας, τάξεως, πολιτισμού κλπ.. Μπο­ρεί να είναι: Πλού­σιος ή φτω­χός, αριστερός ή δεξιός ή κάθε πολιτικής απο­χρώσεως, ηθικός ή αν­ήθικος, μορφωμέ­νος ή αμόρφωτος κλπ. Αν και μπο­ρούμε να πούμε ότι όλοι κάποια φορά στη ζωή τους ήταν έστω επί ολίγον σκεπτικιστές αυτό δεν αρκεί για να τους συμπερι­λά­βομε στο σκε­πτι­κιστικό ρεύμα. Ο καθαρά σκεπτικιστής είναι αυτός που σκέπτεται και κρίνει συνε­χώς, δια­­τυπώνει συμπεράσματα και στο τέλος καταλήγει σε ένα από τα τρία στάδια που ανα­φέ­ραμε προηγουμένως. Ας εξετάσομε λοιπόν τώρα την πρώ­τη από τις τελικές κατηγο­ρί­ες του σκεπτι­κι­σμού, δηλαδή τον θεϊσμό. Θεϊσ­τής είναι αυ­τός που πιστεύει σε κάποια απρο­σδιό­ριστη ανωτέρα, συνή­θως δημιουργό, δύναμη που την αποκαλεί Θεό, ή σε κά­ποιο αόριστο και απροσδιόριστο Θεό, συνή­θως δημι­ουργό, που τον αποκαλεί ανωτέρα δύ­­να­­μη. Έτσι πολλές φορές μπερδεύει αυ­τούς τους όρους και δεν καταλα­βαί­νομε γιατί χρειάζεται ή θέλει να δια­τηρεί και τους δύο. Αν και δεν έχει απολύτως καμιά εμπειρία αυ­τού του Θεού, δεν ξέρει τίποτα γι’ αυτόν και οι ορισμοί που του δίνει είναι αυθαίρετοι, εν τούτοις τον δέχεται αξιω­ματικά. Έτσι βρί­σκει κάποιο τελεολογικό νόημα στον κόσμο, βοηθείται ψυχολογικά, επαναπαύεται στην κοσμοθεωρία του, σε κάτι άπιαστο, άνευ εμ­πει­ρί­ας που το αποκα­λεί «ανώτερο», και δίνει απαν­τή­σεις της αρεσκείας του σε γε­νικά και με­ταφυσικά ερωτή­ματα, αλλά και σε θεμιτά ερωτήματα που θέτει χωρίς να μπο­ρεί να τα απαν­τή­­σει ακόμα επι­στη­μο­νικώς. Υπάρχει και μικρός χώρος αιρέσεων στον θεϊ­σμό. Π.χ. ένας θεϊστής μπορεί να πιστεύει ότι ο Θεός του επεμβαίνει στις υποθέσεις και των ανθρώ­πων και του σύμ­παντος, ενώ άλλος πιστεύει ότι δεν επεμβαίνει (δεϊσμός, δεϊστής). Μέχρις εκεί φτά­νει το θρη­σκευ­­τικό του δόγμα και η θρη­σκευτική του πίστη. Έτσι η θεολογία του είναι πολύ περιο­ρισ­μέ­νη και δεν ανήκει σε καμιά οργα­νω­μένη θρη­σκεία. Δηλαδή μέ­σα στην άγνοιά του, πραγ­ματική ή φαντα­στική, εισάγει μια έννοια που τον βοηθάει μεν ψυ­­χολο­γικά, χωρίς όμως να μπορεί να την ορίσει ούτε και να την θεωρήσει ως αρ­χική έν­νοια, διότι δεν γνω­­ρί­ζει τίποτα γι’ αυτή βάσει των αρχικών γνώσεων και εν­τυ­πώ­σε­ων που δη­μι­ουρ­γεί η εμ­πειρία. Είναι ως εκ τούτου ψευδοέν­νοια. Κάνει λοιπόν ένα υπερ­βα­τι­κό άλμα και έτσι θε­ω­ρεί θεμιτό και με νόη­μα το να μι­λάει για «θεό» και να πιστεύει σ’ αυ­τόν.

Πολ­λές φορές μά­λιστα τον μπερ­δεύει με την φύση. Ισχυρίζεται δη­λα­δή: Θεός = φύ­ση, φύση = θεός. Έχει, μας λέει, εμπειρία του θεού όταν αγ­ναν­τεύ­ει ένα ω­ραίο ηλιο­βασίλεμα ή σε διάφορες άλλες φυσιολατρικές ή ερωτικές εμπειρίες. Τώρα γιατί αυτό το μπέρ­δεμα όλων αυ­τών των εννοιών και εμπειριών τον ικανοποιεί αντί να τις ξε­χω­ρίσει και να τις βάλλει στις θέσεις που ανήκουν φαίνεται να οφείλεται στην ιδιο­συ­στα­σία του αφ’ ενός και στην όλη του επίκτητη ανάπτυξη και παι­δεία αφ’ ετέρου. Ακούμε και άλ­λους τραβηγμένους συλ­λογισμούς. Π.χ. Εφ’ όσον υπάρ­χω εγώ, τότε υπάρχει και θεός. Αφού υπάρχει κόσμος, φύση, σύμπαν, πρέπει να υπάρχει και θεός. Αυτοί οι συλ­λο­γισμοί μας θυμίζουν τον αρ­χαίο: «Ει εισί βωμοί, εισί καί θεοί». Σαν να λέμε, κατά το γνωστό λαϊκό, ότι, «επειδή υπάρ­­­χει ο φάντες, υπάρ­χει και το ρετσι­νόλαδο».

Τα εξώλογα και υπερ­­­βατικά άλ­ματα αυ­τών των συλλογισμών είναι τό­σο με­γά­λα και τόσο εμφανή, που δεν θα τα σχολιάσουμε. Χα­ρίζομε αυτούς τους συλ­λο­γι­σ­μούς σ’ αυτούς που δεν τα βλέ­πουν. Όταν, λόγου χάρη, ο χημικός ισχυ­ρί­ζε­ται ότι, όταν ενώ­σει δύο άτο­μα υδρογό­νου και ένα άτομο οξυγόνου φτιάχνει ένα μό­ριο νε­ρού, αυτό δεν το έβγαλε από την φαν­τασία του. Δεν είπε εκ προ­οι­μίου ότι, αφού υπάρχει υδρογόνο και οξυγόνο τότε πρέπει να υ­πάρ­­χει και νερό. Αλλά, πρώτον, γνώ­ριζε καλά όλες τις έννοιες που χρησιμοποιεί σ’ αυτή τη δια­τύπωση και δεύ­τερον, αυ­τό το διατύ­πωσε ως συμπέρασμα αποτε­λεσμάτων μιας ικα­­νοποιη­τικής σειράς πειρα­μάτων. Έτσι κα­τά του θεϊσμού έχομε τις εξής αντιρ­ρή­­­σεις: 1) Τί μας χρησιμεύει το να πιστεύομε σε κάτι για το οποίο δεν γνω­ρί­ζομε απολύ­τως τί­πο­­τα και ούτε εμπει­ρι­κά μπορού­με να το προσδι­ο­ρί­ζομε αλλά το θέσαμε αξιωμα­τικά; 2) Αν δεν γνω­ρί­ζομε κάτι, τό­τε γιατί πρέπει να προ­χω­ρήσομε σε πίστη και να μην πα­ρα­μείνομε στο «δεν γνωρί­ζο­­με»; Τί χάνομε ή τί κερδίζουμε; 3) Ό,τι εισά­γομε αξιωμα­τι­κά πρέ­πει καλά και σώνει να το πιστεύομε με θρησκευ­τική πίστη επει­δή απλούστατα δεν το γνω­­ρίζου­με; Αξιωματικά μπο­ρούμε να εισάγομε άπειρα πράγματα και ψευ­δο­έν­νοιες ανενόχλητα αφού δεν κιν­δυνεύομε να γελοιο­ποιηθούμε. Επομέ­νως τί είναι αυ­τό που κάνο­με ή τί πε­τυ­χαίνουμε; Είναι το πιο εύκολο πρά­γμα το να βρίσκομε απάν­τηση σε κάτι που δεν ξέ­ρομε με το να εισ­ά­γομε αξιωματικά μια νέα αόριστη έν­νοια ως φταί­χτη. Μπο­ρούμε κάλλι­στα να δικαι­ολογή­σομε ή να αιτιολογήσομε τα πάν­τα με διάφορα ψευτο­όντα από το κοσμικό διάστημα. Αυτά τα ψευτοόντα προκαλούν τα πάν­τα, αλ­λά εμείς δεν τα γνωρίζουμε, δεν τα βλέ­πουμε, δεν τα ακούμε, δεν τα οσ­φραινόμα­στε, δεν τα αγ­γί­ζομε και όλα τα «δεν...». Σε όλα τα πράγματα μπο­ρούμε να δώ­σομε τέ­τοιου τύπου αβα­σάνιστες εξηγήσεις και άντε τώρα εσύ, αν μπο­ρείς..., από­δειξε ότι δεν ισχύουν.

Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσομε την θρησκευτική από την επιστημο­νι­κή πίστη, διό­τι οι θρήσκοι πάντα προβάλλουν το επιχείρημα ότι και η επι­στή­μη βασίζεται στην πίστη. Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές έννοιες αλλά δυστυ­χώς και στις δύο η γλώσσα μας χρησιμοποιεί τη λέξη «πίστη» και έτσι έχει γίνει το μπέρδεμα. Με το μπέρδεμα αυτό οι θρήσκοι βρίσκουν ένα ψευ­το­επι­χεί­ρημα για να δι­και­ο­λογούν τη δογματική πίστη τους δήθεν και επι­στη­μονι­κώς ή δήθεν να εισάγουν τη δογματική πίστη στην επιστήμη. Η θρη­σκευτική πίστη δεν δέχεται κριτική. Δεν εξετάζεται στο εργα­στή­ριο ή στο ιατρείο, ού­τε υπολογίζεται μαθη­ματικώς, ούτε παρατη­ρεί­ται, ούτε αναι­ρεί­ται, ούτε επιβεβαιώ­νε­ται, ούτε αλλάζει. Κανείς δεν προσπα­θεί να απο­δεί­ξει ότι ισχύει ή δεν ισχύει και αν προ­σπα­θήσει, δεν υπάρχουν ούτε κανόνες εξέ­τασης, ού­τε κριτήρια για να την πιστοποίηση της αληθείας της ή του ψεύ­δους της. Αν κανείς στοιχηματίσει οτιδήποτε, ακόμα και το κε­­­φά­λι του, για την αλήθεια ή το ψεύδος ενός θρησκευ­τι­κού δόγματος μπορεί να το κά­νει ά­φοβα γιατί αυτό το στοίχημα δεν πρό­κει­ται να λυθεί ποτέ. «Πρέ­πει να πε­ρι­μένει άπειρο χρόνο και τρέχα γύρευε...!». Δεν φαντάζομαι όμως κανέναν που θα στοιχη­μάτιζε με νη­φαλιότητα όχι το κεφάλι, αλλά έστω όλη την πε­ριου­σία του για την ορθότητα του με­­τεω­ρολογικού δελτίου της αυρι­ανής ημέ­ρας. Όταν έλθει και περάσει η αυριανή ημέρα το στοίχημα αυτό θα έχει λυ­θεί και τότε αλ­ίμονό του αν το έχει χάσει. Θα βρεθεί στον δρό­­μο απέν­ταρος. Δεν αξί­ζει μια τέτοια ριψοκίν­δυνη κίνηση για ένα τέτοιο ζήτημα. Αν ισχυ­ρι­στώ σήμερα πως πι­στεύω ότι αύ­ριο θα βρέξει, αυτή η πίστη δεν είναι της αυτής τά­ξε­ως και επι­πέ­δου με την πίστη του Χριστιανού στο δόγμα της αγίας τριάδος. Η πρώτη υπόκειται σε κρι­τική, αν η πρόβλεψη έγι­νε ορθώς και με τα σωστά μέσα, κάτω από τις κα­τάλληλες συνθήκες, τί πι­θανότητα έχει για να επαληθευτεί και τελικά εντός ε­νός ορισμένου χρονικού διαστήματος θα έχομε την απάντηση περί της ορθό­τη­τας ή μη ορ­­θότητάς της. Η επιστη­μο­νική πίστη είναι ουσιαστικά πιθανο­λο­γι­κή πρόβλε­ψη βάσει ορισμέ­νων δεδομένων και κριτηρίων. Ορθόν θα ήταν λοιπόν ο όρος «πίστη» να αντικα­τα­σ­τα­θεί με τον όρο «πιθανολογία» ή «πιθανοφά­νεια» κλπ. Η θρησκευτική πί­σ­τη στο δόγ­μα της αγίας τριάδος όμως δεν υπόκειται σε κα­μιά κριτική. Ή τη δέχεσαι ως έχει, ή όχι. Ό,τι και να στοιχηματίσεις, δεν πρόκειται ού­τε να χάσεις ούτε να κερδίσεις. Στοι­χη­μά­τι­σε άφοβα τον κόσμο ολόκληρο! Δεν υπάρ­χουν τρό­ποι να λυθεί αυτό το στοί­χημα όσο και αν περιμένεις. (Εκτός και κατεβεί ο ίδιος ο Θεός και μας το απο­κα­λύ­ψει!). Όταν πιστεύ­εις θρησκευτικώς σ’ αυτό το δόγμα ή σε οποιο­δήποτε άλλο δόγ­μα, δεν έχει νόημα να ισχυ­ριστείς ότι το δό­­­γμα της πί­στεώς σου ισχύει με πιθανότητα 60%, αλλά με 40% μπο­­ρεί να μην ισχύει. Και αν το ισχυ­ρι­στείς (κακώς βέβαια, διότι αυτό θα ήταν μια επι­στη­μονική πιθανο­φάνεια και όχι πίστη) δεν έχεις, ούτε μπορείς ποτέ να έχεις, καμιά αι­τιο­λό­γη­ση αυτών των πιθανο­τήτων. Έτσι σου ήρθαν και τις πέ­ταξες στα κουτουρού χωρίς να μπο­­ρείς να τις δικαιολογήσεις. Εν κα­τα­κλεί­δι, η θρη­σ­κευτική πίστη δεν είναι επιστη­μο­νι­κή και τανάπαλιν. Εί­ναι δύο εν­τε­λώς δια­φο­­ρετικές έν­νοιες που κακώς συγχέ­ον­ται, λόγω των κενών και παγίδων που οι γλώσσες δη­μι­ουργούν, π.χ. χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέ­ξεις για ξένα μεταξύ τους πράγματα. Αυτά τα ολισθήματα συνωμο­τι­κώς χρησιμο­ποιούν­ται από τους διαφόρους θρήσκους προ­πα­γανδιστές για να καλύψουν την αν­επάρ­κειά τους. Πρέπει λοιπόν η κοινωνία να μάθει να ακριβο­λογεί και όχι να τουρ­λου­­­το­λο­γεί. Αλλά πότε;...

Συνεχίζομε με τον αγνωστικισμό. Ο αγνωστικιστής συζητάει και εξετάζει, κα­­θώς νομίζει ή φαντάζεται με λογικό και νοηματικό τρόπο, όλα τα ερωτήματα περί θεού, αλ­­­λά όπως ο ίδιος παραδέχεται δεν είναι σε θέση να γνω­ρίζει τις απαντή­σεις τους. Ως γνω­στόν, ο όρος «αγνωστικισμός» παράγεται από το στερητικό «α» και «γνώσις». Τον όρο επινόησε πρώτος ο Sir Thomas Huxley το έτος 1869, για να χτυπήσει τον «Γνωστι­κι­σμό», που έτυχε τότε να τον μελετά και να αηδιάσει με τις ανοησίες του. Μετά όμως η λέ­­ξη διεφθά­ρη από επιτηδείους και έτσι σήμερα χρησι­μο­ποι­είται στα θέματα που ανα­πτύσσομε εδώ. Όπως εύκολα καταλαβαί­νουμε, οι συζη­τήσεις αυ­τού του τύπου με αγνω­στικιστές είναι πο­λύ βραχείες. Π.χ. όταν τον ρωτάς αν υπάρχει Θεός, σου απαντάει αμέσως «δεν γνωρίζω». Όταν όμως τον ρω­τήσεις αν υπάρχει π.χ. «Ψεός­», τότε δικαίω τω λόγω σε αντε­ρω­τά αμέ­σως πριν καν σκεφτεί «τί είναι πά­λι αυτός;». Γιατί δεν έκανε το ίδιο και στην προη­γού­με­νη ερώτηση; Διότι νομίζει ότι η έννοια «θεός» για την οποία τον ρωτάς είναι καλά γνω­στή σ’ αυτόν όπως και σε όλους. Έχει συν­ηθίσει από μικρός να την ακούει ανε­νόχλητα απ’ όλους και έτσι την παίρνει σαν δεδομένη. Βλέπομε εδώ τον ρό­λο της ψυ­χολογίας και της πλύ­σεως εγκεφάλου. Πάντως εκ των πραγμάτων, ο αγνω­στικι­στής δεν μπο­ρεί να ανή­κει σε καμιά θρησκεία και είναι άπιστος. Οι αντιρρήσεις μας εναν­­­τίον των αγνωστι­κιστών είναι οι εξής: 1) Μπορούμε να δημιουρ­γούμε συνε­χώς ερω­τήματα άνευ απαν­τήσε­ων. Οπότε τί κερδίζουμε; 2) Έχουν την ψευδαί­σθηση ότι είναι θε­μιτό το να εξε­τά­ζουν και να συζητάνε, με λογική όπως φαν­τάζονται, ψευδοέν­νοιες, όπως αυτή του θε­ού, τις οποίες επί πλέον θεω­ρούν και ως έννοιες με νόημα και περιε­χό­μενο, ενώ πα­ρα­δέ­χον­ται πως δεν έχουν καμιά εμπειρική γνώση γι’ αυτές και ούτε μπο­ρούν να απαν­­τήσουν κάτι γι’ αυτές. 3) Δεν βλέπουν όμως ότι, εκτός του ότι δεν γνωρίζουν τις απαν­τή­σεις, όσο και να ψάχνουν απαντήσεις δεν πρόκειται να βρούνε, όπως ακριβώς δεν βλέ­πουν ότι οι έν­νοιες τις οποίες συζητούν και εξε­τά­ζουν είναι ψευδο­έννοιες. Εί­ναι και αυτό ένας πα­ρα­πάνω λόγος που καθι­στά τα ερωτή­ματά τους ψευδο­ερω­τήμα­τα.

Τέλος ερχόμαστε στον αθεϊσμό. Ένας κοινώς παραδεκτός ορισμός του αθεϊ­σ­μού είναι η παραδοχή του ότι δεν υπάρχει καμία πειστική, επιστημονική ή εκ των πραγμάτων βάσιμη ένδειξη για την ύπαρξη θεού, θεών ή υπερφυσικών οντοτή­των. Στον εικοστό αιώνα όμως, με τις μνημειώδεις εργασίες αρχικά του Bertrand Russell και ύστερα αλλά πολύ πιο σημαντικά του Ludwig Wittgenstein στην Αναλυ­τική Φι­λοσοφία και τη Γλωσ­σανάλυση, ο ορισμός του αθεϊσμού έλαβε τη μορφή στάσης που λαμβάνει ο λογικός άν­θρωπος έναντι των εννοιών και της αναλύσεως αυτών. Η έν­νοια του «θεού» και όλες οι έννοιες που παράγονται από αυτήν είναι ψευδοέννοιες και ως εκ τούτου κάθε συζήτηση περί αυτών είναι στερημένη νοήματος και δεν οδη­γεί σε κανένα συμπέρασμα. Άρα έχομε να κάνομε με ανόητη συζήτηση. Οι έννοιες που ήλθαν σαν κομήτες εκτός των λογι­κών μας συστημάτων είναι ακριβώς οι ψευδο­έννοιες και δεν νοείται να καταπιανόμαστε με αυτές χρησιμοποιώντας τα λογικά μας συστήματα, εφ’ όσον δεν τις εγκλείουν, και από πάνω να ελπίζομε ότι θα συνάγομε και συμπεράσματα. Π.χ. είναι αδύνατον να διαλύσεις, για να καταλάβεις πως λειτουρ­γεί, μια σύγχρονη μηχανή εις τα εξ ών συνετέ­θει, χωρίς βεβαίως να την καταστρέ­ψεις, με τα εργαλεία της παλαιολιθικής εποχής. Ο συγ­γραφέας αυτού του δοκιμίου ασπάζεται αυτό τον νέο ορισμό του αθεϊσμού, ως την ανωτέρω στάση που προσφέρει η Γλωσσανάλυση, και ισχυρίζεται ότι αυτή η προσέγγιση προς τον αθεϊσμό είναι η μόνη άτρωτη. Ο προηγούμενος ορισμός, που αποδέχονται πολ­λοί οι οποίοι δεν γνωρί­ζουν τις προόδους της αναλυτικής φιλοσοφίας, έχει το πρόβλημα ότι εκ των προ­τέ­ρων θεωρεί την έννοια του «θεού» κλπ, έστω και με υπονοούμενο τρό­πο, ως θεμιτή και πλήρη σημασίας, αλλά επειδή δεν έχομε επιστημονική ή εμπειρική ένδειξη περί αυτής, γι’ αυτό και μεις δεν την λαμβάνομε υπ’ όψη. Δηλαδή αφήνει να εννοηθεί πως στο μέλλον δεν αποκλείεται να αποκτήσομε τέτοια ένδειξη και τότε τα ξα­νασυ­ζη­τάμε. Είναι δηλαδή ένας ορισμός που θυμίζει και μπρερδεύεται με τον αγνωστι­κι­σ­μό. Ο Wittgenstein όμως έκανε το μνημειώδες βήμα εμπρός με το να αποδείξει, εν­τός των πλαι­σίων και των λογικών συστημάτων της γλώσσας, ότι οι έν­νοιες που ανα­φέ­ραμε είναι ψευδοέννοιες και συνεπώς είναι ανόητον να τις συζη­τάμε, καθώς και ότι είναι χί­μαιρα το να ελπίζομε ότι θα βγάλομε συμπεράσματα περί αυτών είτε τώρα είτε στο μέλλον. Γι’ αυτό και η αναζήτηση επιστημονικής ή εμ­πειρικής ένδειξης είναι καταδι­κα­σμένη εκ προ­οι­μίου και τώρα και στο μέλλον. Δεν υπάρχει ελπίδα όταν ελ­πί­ζεις σε ψευδο­έννοιες.

Εν πάση περιπτώσει, ο αθεϊσμός είναι το έσχατο στάδιο του (θρησκευ­τι­κού) σκεπτικι­σμού το ο­ποί­­ο αποτελεί την εκ θεμελίων άρνηση του θεϊσμού και κατά συν­έπειαν και του αγνω­στι­κισμού και κάθε θρησκευτικής πίστης. Η λέξη συντί­θεται από το στερητικό ή αρνη­τι­κό «α» και «θεϊσμός». Είναι δηλαδή ο «μη θεϊ­σμός» ή η απε­λευ­θέ­ρωση από κάθε θεϊσμό. Το ρήμα «πιστεύω» (δια του θρη­σκευ­τικού τρόπου) δεν βρίσκει θέση στον αθεϊσμό. Ο αθε­­ϊστής ούτε πιστεύει ούτε δεν πι­στεύ­ει. Θέλει να γνωρί­ζει. Για τα θεμιτά ερωτήματα των οποίων τις απαντήσεις δεν γνωρίζει στα­μα­­τά με το «δεν ξέρω». Δεν λέει: «Aφού δεν ξέ­ρω, τότε πιστεύω ή μου αρέσει να πι­στεύω ότι …». Το ρήμα «πι­στεύω» κατά την επι­στη­μονική πίστη αντι­κα­θίστα­ται ακρι­βέ­σ­τε­ρον από το «νομί­ζω», «θεωρώ πιο πιθανόν» κλπ. και έχει έναν, αν όχι πλή­ρη του­λάχι­στο ικα­νό, αριθμό αιτιο­λο­­γιών. Για τον αθεϊστή η έν­νοια του θεού (όπως και πολ­λές άλλες συναφείς έννοιες) εί­ναι έννοια πλαστή ή ψευδοέν­νοια και όλα τα σχετικά ερω­τή­ματα είναι ψευδο­ερω­τήματα. Κάθε συζή­τηση γύρω απ’ αυτά είναι μά­ταια, άνευ εν­νοίας και περιεχομέ­νου και δεν μπο­ρεί να γίνει βάσει κανόνων λογικής ή εμπειρίας. Επομένως η συζήτηση αυτή είναι άνευ νο­ήματος, δηλαδή ανόητη. Αυτό συμβαί­νει για τους εξής λό­γους: 1) Δεν γνω­ρίζομε κα­θό­­λου τί είναι αυτό για το οποίο μιλάμε, ούτε σαν έννοια που έχει ορισθεί, ούτε σαν αρ­χι­κή έννοια αφού δεν υπάρχει καμιά συ­νυ­φα­σμένη εμπειρία. Οπότε τότε, τί να πούμε;... Μιλάμε χωρίς βά­ση, δηλαδή στο κενό. 2) Οποια­­­­δή­ποτε απάν­τηση και να υποθέσομε ή να φαντα­σ­τού­με πως δώ­­σαμε σε κά­ποιο από τα συναφή ερωτήματα, δεν υπάρχει κανέ­νας τρόπος και κανένα κριτή­ριο για να δια­πι­στώσομε την αλή­θεια ή το ψεύδος της απαν­τή­σεώς μας. Αν για κα­νέ­­ναν υπάρχει τέ­τοι­ος τρόπος ή κριτήριο, τότε να τα ανακοι­νώσει δι­ε­θ­νώς για να τα μά­θουν και οι υπό­λοι­­ποι…! Μιλά­με δη­λαδή «στον βρόν­το». Η λύση σε ό­λα αυτά τα ερωτή­μα­τα είναι απλού­­στα­τα η κατάργησή τους. Τί να πεις γι’ αυτά έστω και με σχε­τική βεβαι­ό­τη­τα...; Μό­­νον αυτό που λέει ο Σοφοκλής στον Οιδί­πο­δα (αν και σε δια­­φορετικό θέμα και για δια­­φο­ρε­­τι­κόν λόγο, πλην όμως και εδώ ταιριάζει τέλεια):

 

«Αλλά ταύτ’ ότω παρ’ ουδέν έστι ράστα τόν βίον φέρει.»!

(Αλλά αυ­τά σε όποιον δεν έχουν καμιά ση­μασία, αυτός περνά ευκολότατα τη ζωή.)!

 

Πολλές φορές, διάφοροι που πιστεύουν σε θεό με το ένα ή τον άλλο τρόπο προ­καλούν τους αθέους να τους αποδείξουν ότι δεν υπάρχει θεός. Δεν καταλαβαίνουν ή εθε­λο­τυ­φλούν στο να δουν ότι, εφόσον αυτοί ευθύς εξαρχής εισάγουν την έννοια θεός και την πι­στεύ­­ουν ακράδαντα, τότε η αγγαρεία της απόδειξης του ότι «υπάρχει θεός» εναπό­κει­ται σ’ αυ­τούς και όχι στους αθεϊστές να αποδείξουν το αντίθετο. Είναι επιεικώς γε­λοίο, όταν κά­­ποιος εφευρίσκει διάφορες άγνωστες έννοιες ή λέξεις και μετά να έχει την αξίωση οι άλλοι να του αποδεικνύουν ότι υπάρχουν ή δεν υπάρ­χουν...!

Έχομε ακούσει και άλλα ψευτοεπιχειρήματα κατά των αθεϊστών. Εδώ ας ανα­φέ­ρομε δύο που ακούμε πολύ συχνά. 1) Ακούμε από πολλούς να προβάλλουν ως αναντίρ­ρητη αλήθεια τον ισχυρισμό: «Άθε­οι δεν υπάρχουν, πάει και τελείωσε!». Απαντάμε λοι­πόν: «Ρωτήσατε όλους τους αν­θρώπους του πλανήτη και δεν βρήκατε ούτε έ­ναν άθεο ανά­με­σά τους ή η έν­νοια «άθεος» είναι λογική αδυνατότητα;». Και στις δύο εκδοχές δεν μπορούν να απαν­τήσουν ειλικρινώς. Όταν πάλι τους πούμε: «Mα εμείς π.χ., είμαστε άθε­οι!», αυτοί ισχυρί­ζονται επιτακτικά: «Όχι δεν είστε!». Γνωρίζουν ετσιθελικά δηλαδή τους εαυτούς μας καλλίτερα από εμάς τους ιδίους!… Για να τους βοηθήσομε να σκε­φτούν τους παρέχομε και ένα απλό παρά­δει­γμα λο­γικής αδυ­νατότη­τας. «Ο κόκορας γεννάει αυγά!». Αυτό είναι λογική αδυνατό­τητα, δι­ό­τι αλλιώς, εξ ορι­σμού, ο κόκορας θα ήταν κότα. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει με την έν­νοια «άθεος». 2) Ακούμε το εξής παράξενο: «Η ρήση ‘δεν πιστεύω σε καμιά θρησκεία’ είναι αφ’ εαυτής θρη­σκεία!». «Κατ’ αυτόν τον τρόπο και οι άθε­οι σε θρη­σ­κεία πιστεύουν!». Δεν υπάρχει πιο παράδοξο και αντιφατικό ψευτοεπι­χεί­ρημα. Αν θε­ωρηθεί θρησκεία αυτό που καταργεί τις θρη­σκεί­ες τότε καταργείται η λογική δι­α­κ­ρι­ση ανάμεσα στο «καταστρέφω» και στο «είμαι ακέ­ραι­ος». Ακόμα η ρήση «δεν πι­σ­τεύω σε καμιά θρησκεία» δεν αποτελεί θρη­­σκεία βά­σει του εξής απλού λογικού συλ­λογισμού. Αν υποθέσομε προ­σω­ρινώς ότι είναι θρη­σκεία (δική μας όπως μας προ­σ­ά­πτουν) όπως όλες οι θρη­σκείες που δεν πιστεύ­ου­με, τότε θα οδηγη­θού­με σε αν­τί­φα­ση ως εξής. Χάριν ευκολίας ας ονο­μά­σομε αυτήν τη ρήση Θ. Εφ’ όσον η Θ είναι θρησκεία μας, βά­σει της προσωρινής υπόθεσης, έχομε ότι η Θ είναι θρη­σκεία που δεν ανήκει στο σύνολο των θρησκειών τις οποίες απορ­ρίψαμε, αφού με την αρ­χική μας ρή­ση δηλώσαμε καθαρά ότι δεν τις πι­στεύ­ου­με. Πρόκειται λοιπόν για μια έν­νοια θρη­σκεί­ας που ανήκει σε διαφο­ρε­τικό εννοιολογικό σύνο­λο (ή επίπεδο), αφού αυ­τήν τη δε­χόμαστε ενώ τις άλ­λες τις έχομε ήδη απορρίψει. Επομένως πρό­κειται για εντε­λώς άλ­λη έν­νοια και συνεπώς έχομε το απλού­στατο συμπέρασμα: Θ ¹ θρησκεία. Αυτό αντι­φά­σκει με την προσωρινή μας υπόθεση. Άρα η προσωρινή μας υπόθεση δεν ισχύει που ση­μαίνει ακρι­βώς ότι η αρχική μας ρήση (Θ) δεν αποτελεί θρησκεία.

Πολλοί συγχέουν τον αθεϊσμό με την πίστη πολλών ότι δεν υπάρχει θεός. Αυ­τό εί­ναι μεγάλο λάθος. Αυτή η πίστη αποτελεί τον αντιθεϊσμό. Οι οπα­δοί της μπο­ρούν κάλ­λιστα να ονομαστούν αντιθεϊστές. Αυτοί κάνουν το σφάλμα ότι η έννοια θεός είναι ορθή και ξεκαθαρισμένη και είναι σίγουροι πως δεν υπάρχει όπως «δεν υπάρχει τυρί στο ψυ­γείο...» ή «όπως δεν υπάρχουν μαύρες αρκού­δες στον νότιο πό­λο». Έπειτα, μεταπί­πτουν σε θρη­σκευτική πί­στη, αφού αυ­τή η πίστη τους δεν δέχεται καμιά κριτική ή λογική εξέ­ταση, είναι αυθαί­ρε­τη και δεν υπάρχουν κριτήρια επαλη­θευ­σιμό­τητας ή απόρρι­ψής της και αφού βασίζεται σε ψευδοέννοια. Έτσι προ­σπα­θούν να χτυπούν μια θρησκευ­τική πί­στη με το να χρησι­μο­ποιούν μια άλλη. Στον αθε­ϊ­σμό το κρίσιμο σημείο είναι η ανα­γνώ­ρι­­ση των σχετικών ψευδοεννοιών και ψευ­δοε­ρωτημάτων, ώστε απλούστατα να τις / τα απορρίψομε και αγνοήσομε για τους λό­γους που αναφέραμε παραπάνω.

Οι διάφοροι θρήσκοι που συγχέουν τον αντι­θεϊσμό με τον αθεϊσμό, είτε από άγνοια, είτε επίτηδες, επιτίθενται κατά του κακού τους δαίμονα του αθεϊ­σμού, διατει­νό­μενοι ότι και ο αθεϊ­σμός βα­σίζεται σε πίστη και μάλιστα θρη­σκευ­τική σαν την δική τους. Αυτό εί­ναι μέγα σφάλμα διότι όπως είδαμε και αναπτύξαμε, ο αθεϊ­σμός είναι η εκ θεμελίων άρ­νη­ση κάθε θρησκευ­τι­κής πί­στεως, του θεϊ­σμού που με την σειρά του βα­σίζεται σε κά­ποια θρη­σκευτική πίστη και του αγνωστι­κι­σμού που θεωρεί λογική και θεμιτή την εξέ­τα­ση και τη συζή­τηση ψευ­δοεννοιών και ψευ­δο­ε­ρωτημάτων. Όπως προηγουμένως είπα­με το ρή­μα «πιστεύω» δεν έχει θέση στον αθεϊσμό. Τα διάφορα διαστρεβλωτικά επιχειρή­ματα των θρήσκων, δυ­στυχώς και θεϊστών μερι­κές φορές, έχουν και άλ­λες αιτιολογήσεις. Επει­δή οι ίδιοι είναι πιστοί, πρέπει όλοι, ουδε­νός εξαι­ρου­μέ­νου, να είναι ωσάν και αυ­τοί, πιστοί. Εί­­­ναι ένα σύμ­πλε­γ­μα κατωτερό­τητας που τους ωθεί να κάνουν πραξικοπηματικά ομοίους τους όλους τους άλλους, λόγω της ελλεί­ψεως του θάρρους της γνώμης τους, της διχο­γνω­μίας τους, του ασαφούς, επι­σ­φα­λούς, αν­τιφα­τικό­τη­τας κλπ. της πίστεώς τους, αλλά ακό­μα και λόγω της αδυναμίας τους να ξε­καθαρίσουν τις έννοιες, λόγω της απόρ­ρι­ψης της ψυχολογίας και του επι­σ­τη­μο­νικού διαλογίζεσθαι εκ μέρους τους, καθώς και της αδυ­να­μίας τους να αντισ­τρα­τευτούν ορι­σμένα κατεστημένα και την πλύση εγκεφά­λου που έχουν υποστεί από μω­ρά παιδιά. Έτσι όλα αυτά τους βγαί­νουν σαν ένα inferiority complex που απαιτεί όλοι να είναι σαν κι’ αυτούς...

Η συντριπτική πλειονότητα του κόσμου, ακόμα και αυτών που κρα­τούν δι­π­λώ­μα­τα, δεν έχει ξεκαθαρίσει αυτά τα θέματα και ούτε την απα­σχο­λεί το ξεκα­θά­ρι­σ­μά τους. Βρίσκεται σε ένα τέλ­μα αγνοίας, συγχύσεως, μη πα­ρα­γω­γικής σκέψεως, ελ­λείψεως κρί­σεως, αν­τιφιλοσοφίας, απροθυμίας για μάθηση, θρησκοληπτικής πίστε­ως, υποκρι­σί­ας, βο­­λέματος, πολλών αντιφα­τικών θεωριών και ηθι­κών κλπ. Αυτή η «ηθι­κή» πλειονότητα ως επί το πλεί­στον, αναλώ­νε­ται, εκτός από την εξα­σφάλιση του επι­ούσι­ου, με αλλό­τρια άνευ ουσίας πράγματα. Δυστυχώς αυτόν τον συρμό ζωής, τον προωθεί και τον συν­τη­­ρεί το σημερινό, υπάρχον, καταπιεστικό, αποτυχημένο, παγκό­σμιο, κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό σύστημα. Σή­­­­­με­ρα με την μέθοδο της γλωσ­σανάλυσης, όπως την ανέπτυξε και μας την παρέ­δω­σε ο μέ­γας διανοητής φιλόσοφος Ludwig Wittgenstein, μπορούμε να πετύ­χομε την διαλεύ­καν­­­ση των εννοι­ών και να αποφεύγομε τις παγίδες που στή­νει συνεχώς η γλώσσα. Αρ­κεί μό­νο να το επιθυ­μούμε. Δυστυ­χώς όμως οι διάδοχοι του Wittgenstein, εκτός ολίγων εξαι­­­­ρέσεων (π. χ. ο φιλόσοφος Κωστής Μ. Κωβαίος) αντί να συγ­κεντρω­θούν στο να θέ­σουν σε εφαρ­μο­γή αυτή τη μέθοδο για την κα­λυ­τέ­ρευση της κοινωνίας και την πνευμα­τι­κή ανά­ταση των ατόμων, αναλώνονται ακό­μα και σήμερα στο να αναμα­σούν αυτά που είπε ο μεγά­λος διανοητής. Όσοι όμως έχουν την έφεση να σκέ­πτονται για να απο­φασί­ζουν σο­βαρά περί της στάσεώς των εφ’ όλων αυ­τών των σοβα­ρο­τάτων ζητημά­των, της ζω­ής της ίδιας, της κοσμοθεωρίας των, και θε­ω­ρούν καθή­κον τους την κα­­λυτέρευση της κοι­­νωνίας και την πρόοδο του πο­λιτι­σμού, οφείλουν να σκέ­πτονται και να διατυπώ­νουν ξε­­­­κά­θαρα. Οι έννοιες πρέ­πει να είναι απο­σα­φηνισμένες, και οι όροι και οι κανό­νες καθα­ρά και λογικά δια­­τυ­πω­μέ­νοι. Πρέ­πει επί τέ­λους να ξέρομε για τί πράγμα μι­λάμε και με ποιους κανόνες συζητάμε... (Δεν μπορείς να παίζεις σκάκι με έναν που παίζει τάβλι. Ού­τε παίζεις πο­δό­σφαιρο σε κολυμβητήριο.). Επί δε του πα­ρόντος θέ­μα­τος, που αναπτύ­ξα­με εδώ και πολύ συχνά βγαίνει στο προσκή­νιο, ας δια­λέξουν με επί­γνω­ση και ευθύνη με­τα­­­ξύ των ομάδων που παρουσιάσαμε και εξετάσαμε: Θρήσ­κων–θρησκο­λή­πτων, θρη­σκευ­­ο­μέ­­νων, θεϊσ­τών, αγνω­στικι­στών, αντι­θε­ϊστών και τέ­λος αθεϊστών. Με την ευ­χή:

 

«Επί γής ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία.»

 


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΤΕΛΙΚΟΝ

 

1.     Ο Χριστιανισμός, όπως και κάθε άλλη καταστροφική θρησκεία, είναι ένας μύ­θος, δηλαδή ένα ψέμα. Προήλθε ως μεσσιανική εσχατολογική και αποκαλυ­πτική αίρεση από την απάνθρωπη Ιου­δαϊκή θρησκεία.

2.     Οι βλακείες και τα καμώματα των δύο αυτών θρησκειών συνέβαλαν τα μέ­γι­στα στη δη­μι­ουργία και στην εξάπλωση της νεώτερης κατά 600 χρόνια Μου­σουλ­μα­νι­κής μάστιγας.

3.     Ο Χριστιανισμός είναι το μεγαλύτερο κακό, η χειρότερη συμφορά που συνέβη ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας και το χειρότερο κακό στον ανθρώπινο πολιτισμό. Είναι ένοχος για τις περισσότερες και μεγαλύτερες καταστροφές, πολέμους και εγκλήματα και βασα­νι­στήρια που έγιναν ποτέ. Ο μουσουλ­μα­νι­σμός ακολουθεί από κοντά.

4.     Δεν υπάρχει καμία ιστορική απόδειξη για την ύπαρξη του Ιησού Χριστού, καθώς και του αποστόλου Παύλου. Όλα βασίζονται σε γραπτές και άγραφες παραδόσεις των Χριστιανών (οι οποίοι έχουν αποδειχθεί ότι είναι οι μεγαλύ­τεροι παραχαράκτες της ιστορίας, κατα­στροφείς αντικειμενικών στοιχείων, κλπ.). Οι παραδόσεις αυτές είναι γεμάτες με αντιφα­τι­κές αφηγήσεις, λανθα­σ­μένα ιστορικά στοιχεία, δεν έχουν καμιά συνέπεια στη θεωρία και στην πρά­ξη, κλπ. Έτσι δεν μπορεί να βγει κάποιο πιθανό συμπέρασμα έστω και κά­πως αμ­φίβολο.

5.     Η Βίβλος ολόκληρη, όπως και η παράδοση, η γραμματεία των πατέρων, και οι αποφάσεις συνόδων και συμβουλίων βρίθουν από: Αντιφάσεις, βία, θηριω­δί­ες, λάθη ιστορικά και επι­στημονικά, βλακείες, ανοησίες, παραλογι­σμούς, κλπ. Μόνο μια σχιζοφρενής λογική μπο­ρεί να καταπιεί όλα αυτά τα αλλο­πρό­σαλ­λα, τα οποία και αποδεικνύουν τη ψευδή υπό­στα­ση του Χριστια­νι­σμού.

6.     Τα ίδια λίγο ή πολύ ισχύουν και για τις άλλες θρησκείες.

7.     Βλέπετε όμως, «η βλακεία δεν νικιέται». Για να τη νικήσεις χρειάζονται επι­χειρήματα. Τα επιχειρήματα χρειάζονται λογική. Η βλακεία όμως δεν έχει λο­γική.

8.     Ακόμα: «Οι λαοί πιστεύουν περισσότερο στ’ αυτιά τους παρά στα μάτια τους». Δυ­στυ­χώς κανένας δεν ερευνά, αλλά όλοι χάφτουν ό,τι ακούνε, από μωρά παιδιά μέχρι τον τάφο, από διαφόρους απατεώνες οι οποίοι εκμεταλ­λεύ­ονται την άγνοια, τον φόβο, την αδυναμία, τη δυστυχία, κλπ.

9.     Έτσι έχουν δυστυχώς τα πράγματα. Γι’ αυτό λοιπόν: «Να γνωρίσετε την αλήθεια και η αλήθεια θα σας ελευθερώσει

 

 

 

 

 


─ ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

 

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΠΙΣΤΗ

 

Για μια πίστη φανατική πίστη, όταν κάποιος γαντζωθεί

σ’ ένα ωραίο ψεματάκι, μέχρι θανάτου το κρατεί.

 

Χριστιανοί χίλιες αιρέσεις, Μουσουλμάνοι και λοιποί

τον παράδεισο μας τάζουν, αλλά όχι εδώ στη γη.

 

Θαύματα και ιστορίες να σου φύγει το μυαλό!

και κανείς δεν συλλογίστει και να πει πώς βγαίνει αυτό!

 

Έκαναν σφαγές αράδα κι άπειρες καταστροφές

κι όλα αυτά για μια πατάτα και τη δόξα του Γιαχβέχ

 

Η βλακεία δεν νικιέται από καμιά λογική

Γι’ αυτό κι’ ο κόσμος πιστεύει ό,τ’ ακούει χωρίς να δει

 

Βρε ηλίθιε κοσμάκη, πότε θα συμμορφωθείς

κι από εικόνες που δακρύζουν πότε θα απαλλαγείς;

 

Πάρ’ τις σπάσε τις κομμάτια, σπάσε τους την κεφαλή

και μετά αν τους βαστάει και τολμούν, ας κάνουν κιχ!

 

Τέρμα οι κοροϊδίες τέρμα οι μπαγαποντιές

η ζωή είναι δική μας μ’ όλες τις αναποδιές...

 

 

Δρ Ιωάννης, Νεοκλής Φιλάδελφος, Μ. Ρούσσος

Πανεπιστημιακός Καθηγητής Μαθηματικών

Ερευνητής Χριστιανικών και Βιβλικών Ζητημάτων

Twin Cities, Minnesota, USA

 

 


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1Ο

 

ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

ΚΑΘΗΓΗΤΗ, ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΠΙΚΟΥΡΙΔΗ

 

ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΦΘΕΙ

Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕ

ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΜΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ

 

 Για να σκεπαστεί η ιστορική αλήθεια για τα πραγματικά γεγονότα που σχετίζονταν με την δράση του Ιησού οι κατά καιρούς παράγοντες της Χριστιανικής εκκλησίας εκ­τός από την καταστροφή αρχείων και το κάψιμο βιβλιοθηκών που περιείχαν αποκα­λυ­πτικά στοιχεία, την τρομοκράτηση των ανθρώπων που ήξεραν, καθώς και την λο­γο­κρισία με προσθαφαιρέσεις στα αρχικά κείμενα των ευαγγελίων, απαγόρευαν ακό­μη και το διάβασμα του πιο επίσημου βιβλίου της δηλ. της «θεόπνευστης» Βίβλου. Και όταν οι απαγορεύσεις έπαψαν να έχουν αποτελεσματικότητα πέρασαν στην από­κρυψη των αποκαλυπτικών στοιχείων μέσω των εγκεκριμένων από αυτήν «μεταφρά­σε­ων» από διαφόρους καλοθελητές μεταφραστές-παραφραστές. Για την ιστορία των απαγορεύσεων και των μεταφράσεων παρατίθεται παρακάτω ένα απόσπασμα από το βιβλίο «ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ» του Ιωάννου Καραβιδόπουλου, κα­θηγητή στην Θεολογική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, καθώς και δείγματα μετάφρασης-παρά­φρα­σης τμημάτων της Καινής Διαθήκης των παλαιοτέρων θεολόγων καθηγητών Ι. Κολιτσάρα και Π. Τρεμπέλα.

            Τέτοιες μεταφράσεις-παραφράσεις όχι μόνο δεν αποδοκιμάζονται από «πι­σ­τούς», ιερωμέ­νους και μη, που σε άλλες περιπτώσεις για άσχετα και ασήμαντα ζητή­μα­τα βγαίνουν στους δρό­μους, αλλά τυχαίνουν και της ευλογίας τους, όπως μάλιστα βεβαιώνεται σε όλες τις μεταφράσεις, για να «νομιμοποιηθεί» κατά το σύνταγμα η κάθε μετάφραση αφού «Η εις άλλον γλωσσικόν τύπον απόδοσις τούτου άνευ της προηγουμένης εγκρίσεως της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και εν Κων­σταντινουπόλει Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας απαγορεύεται απολύτως» Πα­λαιότερα μάλιστα το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως έλεγε, ότι το διάβασμα από το αρχαίου κείμενο ακόμη και αν κάποιος δεν το καταλαβαίνει τον «αγιάζει», ενώ είναι περιττό και ανώφελο το διάβασμα από μετάφραση σε κατανοητή γλώσσα. Και για να παραμείνει στο σκοτάδι η ιστορική αλήθεια για τον Ιησού δεν δί­στασαν να βγουν στους δρόμους προκαλώντας πολιτική αναταραχή με ανατροπή κυ­βέρνησης, αλλά και αιματηρά επεισόδια με δεκάδες νεκρούς και τραυματίες στις αρ­χές του 20ου αιώνα, στα «Ευαγγελικά», όταν επιχειρήθηκε από ημερήσια εφημερίδα η μετάφραση του αρχαίου κειμένου των Ευαγγελίων.

Ακόμη και στην δεκαετία του 80 η εκκλησία αποδοκίμασε με δημόσιες ανα­κοι­νώσεις τα αρχικά κείμενα της μετάφρασης τεσσάρων καθηγητών των Θεολογικών σχολών Αθήνας και Θεσσαλονίκης (Γαλίτη, Καραβιδόπουλου, Γαλάνη, Βασιλειάδη) και μόνο μετά την προσαρμογή στις υποδείξεις της εκκλησίας κυκλοφόρησαν.

            Για να φανταστεί κάποιος καλύτερα το μέγεθος του παραλογισμού ή της σκο­πιμότητας, ας αναλογιστεί το ενδεχόμενο, οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι να αποφαι­νό­ταν, ότι η παρακολούθηση της Αρχαίας Τραγωδίας και Κωμωδίας των Αισχύλου, Σο­φο­κλή, Αριστοφάνη είναι απόλαυση ή ότι είναι διδακτική, αν το έργο παίζεται στην αρχαία γλώσσα, ενώ είναι περιττό και ανώφελη η παρακολούθηση αν γίνεται στην δημοτική γλώσσα, ή το ίδιο για Ιλιάδα και Οδύσσεια, ή ότι το διάβασμα των βιβλίων για Μαθηματικά και Φυσική γραμμένων από επιστήμονες κύρους με Νόμπελ, αλλά σε κατανοητή γλώσσα είναι ανώφελο και είναι ωφέλιμο αν διαβάζεται από κείμενο σε ξένη-δυσνόητη γλώσσα. Πως τα «θεόπνευστα» κείμενα πάσχουν από τέτοιες «αδυναμίες», μόνο θεολόγοι μπορούν να το αποδεχτούν !!!

            Δυστυχώς κανείς από τον πολύ κόσμο, που πιστεύει, δεν διαβάζει τα Ευαγγέ­λια, είτε γιατί δεν μπορεί να καταλάβει, είτε γιατί τρέμει να υποθέσει οτιδήποτε άλλο εκτός αυτών που υποστηρίζει η εκκλησία, αλλά έχει μόνο την Βίβλο σαν ιερό αντικεί­με­νο, φυλαχτό. Μάλιστα ούτε οι ολοφάνερες αντιφάσεις της Βίβλου δεν γίνονται αν­τιληπτές αν και τα σημεία αυτά δεν απέχουν παρά 3-4 σειρές στο ίδιο κείμενο, όπως στην προφητεία του Γαβριήλ «και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ», Ματθαί­ος, κεφάλαιο Α΄: 23, η οποία δυο στίχους παρακάτω, στην ίδια σελίδα, αναιρείται δι­ότι γράφει «και εκκάλεσε το όνομα αυτού Ιησούν», Ματθαί­ος, κεφάλαιο Α΄: 25. Δυ­σ­τυ­χώς οι λίγοι που μπορούν να κα­ταλάβουν και έχουν το απαιτούμενο θάρρος, απα­ξι­ούν να την ερευνήσουν. Αποδεί­χ­τηκαν λοιπόν αδικαιολόγητοι οι φόβοι της εκ­κ­λη­σίας ότι θα αποκαλυφτούν στο πολύ κόσμο τα πραγματικά γεγονότα ώστε με διασ­τ­ρεβ­λω­τική με­τάφραση να επιδιώκει την συγκάλυψή τους. Τα μυστικά της δι­αι­ω­νί­ζον­ται. Ως πότε όμως; Ευτυχώς όμως έχει αρχίσει η ενημέρωση ενός μικρού αρχικά αρι­θμού εν­δι­α­φε­ρομένων που αυξάνει ραγ­δαία, πράγμα που άρχισε να ανησυχεί το ιε­ρα­τείο.

            Το πρώτο απόσπασμα, του οποίου παρατίθεται το αρχαίο κείμενο και οι με­τα­φράσεις-παραφράσεις, αφορούν την προετοιμασία του Ιησού λίγο πριν την (δεύτε­ρη) επαναστατική του απόπειρα εναντίον των Ρωμαίων αλλά και εναντίον των σφε­τε­ρι­σ­τών του βασιλικού θρόνου Ηρωδιανών, συνεργατών των Ρωμαίων κατακτητών. Ο Ιησούς, ήταν απόγονος της βασιλικής γενιάς Δαυίδ. Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον ξε­κινά έτσι: «Βίβλος γενέσεως Ιησού Χριστού υιού Δαυίδ», χωρίς να αναφέρει κα­νέ­να άλλο προσδιορισμό, όπως υιός θεού, σωτήρας, θεάνθρωπος, ομοούσιος τωι πατρί, κλπ. Εκτός από το ιουδαϊκό «υιό ανθρώπου», έτσι αναφέ­ρεται να τον αποκαλούν συ­χνά στα Ευαγγέλια, ακόμη και αλλόφυλοι όπως «η γυνή ήν Ελληνίς, Συροφοινίκισσα τωι γένει», επειδή προφανώς έφερε πάνω του τα βασιλικά εμ­βλήματα του οίκου Δαυ­ίδ. Στο κεφάλαιο 10 του Ιωάννη, ο Ιησούς δηλώνει, με «πα­ραβολή» ότι αυτός είναι ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου. Άξιο παρατήρησης και το γεγονός της καταγραφής του γενεαλογικού δέντρου του Ιωσήφ, παρόλο που δηλώνετε ότι ο Ιωσήφ δεν «πήρε μέ­ρος» στην σύλληψη του Ιησού, όπως επίσης και της διαφο­ράς στα ονόματα των 4 τε­λευταίων προγόνων του Ιησού. Ο Ματθαίος αναφέρει τους: «Ελεάζαρ, Ματθάν, Ια­κώβ, Ιωσήφ», ενώ ο Λουκάς τους: «Λευί, Ματθάτ (μερικές εκδόσεις αλλάζοντας το τ σε ν γράφουν Ματθάν για να έλθουν σε φτιαχτή συμφωνία με τον Ματθαίον), Ηλί, Ιωσήφ». Ο λόγος της δια­φο­ράς είναι το γεγονός ότι και οι τελευταίοι πρόγονοί του καταγράφτηκαν σαν επανασ­τάτες και έπρεπε αρ­γότε­ρα, όταν ανακηρύσσετε σε υιό θεού, να αποσιωπηθεί κάθε σχέση με επαναστάτες απο­γό­νους της γενιάς Δαυίδ, αλλά αυτοί που ανέλαβαν την λογοκρισία και το μερε­μέτισμα των κειμένων σε διαφορετι­κούς χρόνους και τόπους, δεν είχαν την προνο­η­τι­κότητα να καταγράψουν ακριβώς ίδιο γενεαλογικό δέντρο.

            Πολλοί από τους Φαρισαίους πίστεψαν σε αυτόν, δηλαδή τον αποδέχτηκαν σαν νόμιμο διεκδικητή του θρόνου, δηλ. σαν τον νόμιμο διάδοχο της δυναστείας Δαυίδ. Οι δυναστείες του Ισραήλ ήταν: Η μεγάλη δυναστεία Δαυίδ, η οποία μετά την απώλεια και καταστροφή του κράτους του Δαυίδ από τους πέριξ γείτονες θα πα­ρείχε και πάλι τον μελλοντικό χρισμένο βασιλέα (Μεσσίαχ, Χριστό) που θα αποκαθι­στούσε ξανά το κράτος και τον θρόνο του θρυλικού βασιλέως! Η δυναστεία των Ασ­μοναίων Μακκαβαίων, η οποία με στους αγώνες της κατά των Επιγόνων του Με­γάλου Αλεξάνδρου και των Ελληνιστικών κατακτητών κατάφερε να αποκα­ταστήσει το κρά­τος του Δαυίδ και να πάρει αυτή τον θρόνο του. Τελευταία είναι η δυναστεία των Ηρωδιανών, οι οποίοι ήταν συνεργάτες των κατα­κτητών Ρωμαίων, δεν ήταν κα­θαρό­αιμοι Ισραηλινοί αλλά Άραβες Ιδουμαίοι Ελληνιστές και συνεπώς σφετεριστές του θρόνου του Δαυίδ και του κράτους του Ισραήλ.

            Οι Φαρισαίοι λοιπόν παρακολουθούν κι αυτοί τον Ιησού για να διαπι­σ­τώ­σουν αν, με τα «θαύματα» που κάνει, αυτός είναι ο αναμενόμενος «Μεσσίας». Στην «ανάσταση» του Λαζάρου όμως, διαπιστώνοντας ότι είναι ανάσταση μα­ϊ­­μού, αποφάσισαν να τον σκοτώσουν (βλέπε και Ιωάννης ΙΑ΄: 45-57), γιατί με την διαπίσ­τω­ση ότι δεν έκανε θαύ­μα και άρα δεν είναι αυτός ο αναμενόμενος «Μεσσίας», η επι­κείμενη εξέγερση δεν θα είχε κα­μία προοπτική, και όχι μόνο αυτό, αλλά θα κατα­π­νιγόταν όπως τόσες άλλες και θα οδη­γούσε στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ, (πράγ­μα που έγινε λίγο αργότερα) και στην δου­λεία και εξορία των κατοίκων της εξε­γερμέ­νης πόλης. Αυτές τις εποχές υπ­άρχουν ήδη πολλοί Εβραίοι διασκορπισμένοι σε πολ­λές πόλεις της αυτοκρατορίας. Στους Εβραί­ους αυτών των πόλεων ο Παύλος και άλ­λοι στέλνουν αργότερα επιστολές. Οι Αθη­ναίοι πέτυ­χαν από την Ρώμη το προνόμιο να μην εγκατασταθούν Εβραίοι εξό­ρι­στοι στην Αθήνα, και γι’ αυ­τό δεν υπάρχει επι­σ­τολή Παύλου, ή άλλου, προς Αθηναίους, κλπ. Ξανατονίζομε λοιπόν ότι οι επιστολές του Παύλου και οι Καθολικές Επιστολές απευ­θύνονται στους πρώτους Εβραιοχρι­σ­τι­ανούς που υπάρχουν στις Εβραϊκές συναγωγές διαφόρων σημαντικών αστικών κέντ­ρων της αυτοκρατορίας. Όχι σε Εθνικούς Ρω­μαί­ους, ή Κορινθίους, κλπ, όπως οι τίτ­λοι των ψευδώς και εσκεμμένα υποδηλούν

            Λέει λοιπόν το Κατά Ιωάν­νην Ευαγγέ­λιον ότι: μας συμφέρει ένας άνθρωπος να πεθάνει υπέρ του λα­ού παρά να χαθεί όλο το έθνος. Αν πράγματι τον θεω­ρού­σαν ένοχο για κάτι, τέτοια ανα­φορά δεν θα είχε κανένα νόημα, αλλά θα έλεγαν ότι πρέπει να θανατωθεί ή να τι­μωρηθεί για το τάδε αμάρτημα ή αδίκημα και όχι για να σωθεί το έθνος. Αντίθετα δεν υπάρχει αναφορά σε θρησ­κευτικό αδίκημα. Στον Πι­λάτο αργότερα δεν μπορούν να πουν τα ίδια, δηλα­δή «τον σκοτώνουμε για να σω­θεί από σένα το έθνος», αλλά του πρόσα­ψαν μια κατη­γο­ρία που να μην βάζει σε υπο­ψία τον Πιλάτο, δηλαδή την κα­τη­γορία περί θρησκευ­τι­κών παραβάσεων. Απο­φάσισαν επίσης την θανάτωση του Λαζά­ρου σαν δι­άψευση τής «Ανάστασης» (βλέπε Ιωάννης ΙΒ΄: 9-11), ώστε να περιοριστεί όσο το δυνατόν η επιρροή του Ιησού αφού θα δι­α­ψευδόταν το «θαύμα που αποδείκνυε» ότι ο Ιησούς ήταν ο αναμενόμενος Μεσ­σί­ας, για να αποτραπεί το ενδεχόμενο της χωρίς προοπτική εξ­έ­γερσης. Η εί­δηση όμως της κάλπικης «Ανάστασης», διαδόθηκε γρήγορα και αυτό ήταν που με­τέ­στρε­ψε τον όχλο και από το «Ωσαννά ...» πέρασε στο «... σταύρωσον αυ­τόν», αλλά και που κινητο­ποίησε όλους όσους φοβόταν την εκδίκηση των Ρωμαίων σε ενδεχόμενη αποτυχη­μέ­νη εξέγερση.

 

            [Σημείωση Ι. Ν. Φ. Μ. Ρούσσου: Για να δούμε άλλη μια φορά δύο βα­σι­κούς λόγους για τους οποίους η «Ανά­σταση του τετραη­μέ­ρου νεκρού Λαζάρου», για κάθε αντικειμενικό ανεπηρέαστο μελε­τητή και ερευνητή, είναι ένα με­γάλο ψέμα του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου ή όπως μας αναλύει εδώ ο ερευνητής Οδυσσέας Επικουρίδης μια επιτηδευμένη σκόπιμη απάτη «ανα­σ­τάσεως μαϊμούς».

 

  1. Απ’ όλα τα θαύματα του Ιησού και δικαίως, αυτό το θεωρείται απ’ όλους τους Χριστια­νούς το πιο εντυπωσιακό και το έχον την μεγαλύτερη θαυματουργική δύναμη, εκτός ίσως της αυτο-αναστά­σεώς του! Αναφέρεται όμως μόνο στον Ιωάννη και πουθενά αλλού. Ούτε ο αυτόπτης μάρτυς Ματθαίος το αναγράφει, ούτε ο Μάρκος, ούτε ο Λουκάς, ούτε κανένα απόκρυφο γραπτό! Ο Ματθαίος, 8: 14-15, γράφει για την θεραπεία της πενθεράς του Πέτρου από πυρετό, αλλά αυτό εδώ το τεράσ­τιο θαύμα το ξέχασε (;).
  2. Αν αυτό ήταν πραγματικό θαύμα το καλλίτερο που είχαν να κάνουν οι Αρχι­ε­ρείς και οι Φαρι­σαίοι ήταν να πιστέψουν στον Ιησού Χριστό. Αυτό που γρά­φει ο Ιωάννης ΙΒ΄: 9-11 «Έγνω ουν όχλος πολύς εκ των Ιουδαίων ότι εκεί εσ­τι, και ήλθον ου διά τον Ιησούν μόνον, αλλ’ ίνα και τον Λάζαρον ίδωσιν ον ήγει­ρεν εκ νεκρών. εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον απο­κτεί­νωσιν, ότι πολ­λοί δι’ αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιη­σούν.», είναι εντε­λώς ανόητο σε περίπτωση πραγματικού θαύματος. Τί θα κα­τάφερναν με έναν τέτοιο φόνο; Απολύτως τίποτα! Δεν θα έπειθαν κανέναν και θα επέσυραν την οργή όλων όσων είδαν τον Λάζαρο αναστη­μένο θανάσι­μα εναντίον τους. Ήταν όμως έξυπνοι και όχι τόσο βλάκες! Μετά θα έδιναν άλλη μια ευκαιρία στον Ιησού να τον ανα­σ­τή­σει και δεύτερη φορά. Αφού τον ανά­στησε μια φορά δεν θα του έπεφτε κόπος να τον ξανα-αναστήσει και έτσι να εισπ­ράξει διπλή δόξα, θαυμασμό και πίστη από τον λαό που ευρισκόταν ήδη εκεί ή στα πέριξ ως αυτόπτης μάρτυς.

 

Οπότε: είτε ο Ιωάννης είναι ο μεγαλύτερος απρόσεκτος παραμυθάς, είτε μας μεταφέρει μια απάτη που όντως έλαβε χώρα, το αποτέλεσμα για την χριστιανική θρη­σκεία και πίστη είναι το ίδιο επιζήμιο. Πρόκειται για θρησκεία πλαστή, τεχνητή και ψεύτικη. Το μόνο που μένει οι πιστοί της να την εγκαταλείψουν! Το ίδιο συμπέρασμα ισχύει και με την ιστορικότητα του Ιησού Χριστού. Είτε ιστορικός Χριστός δεν υπήρ­χε καθόλου, είτε υπήρχε αλλά δεν ήταν ο εξ αποκαλύψεως θεός της Καινής Διαθήκης το αποτέλεσμα είναι αυτό που μόλις διατυπώσαμε εδώ. Τέλος σημειώσεως.]

 

            Το σχέδιο του Ιησού του απογόνου της βασιλικής γενιάς Δαυίδ ήταν, αφού προηγου­μένως περιοδεύοντας εκτός Ιερουσαλήμ κάνει «θαύματα» (εξαιρετικά απο­καλυ­πτι­κό είναι το βιβλίο Βιβλική Θρη­σκεία, Το Θέατρο της Σωτη­ρί­ας, του κ. Μ. Θ. Κα­λόπουλου, εκδόσεις του συγγραφέα, Θεσσαλονίκη, 2005) για να αποδείξει ότι αυ­τός είναι πράγματι ο αναμενόμενος Μεσσίας, να οργανώσει ένοπλα τους οπαδούς του, και να τους κατεβάσει την ημέρα του Εβραϊκού Πάσχα (Πεσάχ) στην Ιερουσα­λήμ, ώστε να περάσουν απαρατήρητοι μέσα στους δεκάδες χιλιάδες προσκυνητές και να πραγ­ματοποιήσει την εξέγερση. Το προηγούμενο έτος της εξέγερσης ήταν σαββα­τικό, δηλ. οι αγροί δεν καλλιεργούταν οπότε υπήρχαν λίγα τρόφιμα, αλλά ήταν επί­σης και χρό­νος απο­γ­ρα­φής κατά το οποίο καθοριζόταν οι φορολογικές υποχρεώσεις των Εβ­ραίων προς τον Καίσαρα. Ήταν δηλαδή χρονιά αναβρασμού. Αμέσως μετά την σχε­τι­κή πε­ριγραφή στο κεφάλαιο ΚΒ΄ 35-38 ο Λουκάς περιγράφει την προσευχή στη Γεθ­σημα­νή και την σύλληψη του Ιησού και έτσι μπορεί να προσδιοριστεί χρο­νι­κά ο διά­λογος αυτός στο αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα, δηλαδή των τελι­κών προε­τοιμα­σιών.

            Ο Ιησούς, αφού πρώτα θυμίζει στους οπαδούς του ότι προηγουμένως (η οργά­νωσή του) φρόντιζε για όλα τα ζητήματα εφοδιασμού, σαν καλός συνωμότης ζητά από τους οπαδούς του την κρίσιμη στιγμή της εξέγερσης ότι ήταν αναγκαίο για την εξέγερση. Χρήματα, τρόφιμα, και προπαντός όπλα! Στο σημείο αυτό αλλά και σε πολλά άλλα σημεία γίνεται φανερή η δουλειά που έκαναν τους πρώτους αιώνες οι «πατέρες», οι μεταφραστές ακόμη και οι αντιγραφείς, ώστε με προσθαφαιρέσεις στο κείμενο να συγκαλύψουν όσο μπορούσαν την αλήθεια σε διάφορα κρίσιμα ζητήματα, ιδιαίτερα όταν αργότερα από την σύνοδο της Νίκαιας ο Ιησούς ανακηρύχθηκε θεός και έπρεπε κάθε στοιχείο ύποπτο δογματικά να αποσιωπηθεί. Τα χάσματα και τα πα­ρεμβαλλόμενα άσχετα κείμενα είναι ολοφάνερα. Αντίθετα με τα Ευαγγέλια, τα κεί­με­να των τραγωδιών και κωμωδιών παρόλο που είναι κατά 700 χρόνια προγενέστερα και πολύ περισσότερα χρόνια χωρίζουν το αρχικό πρωτότυπο από το πρώτο γνωστό αντίγραφο, και ένα μικρό ποσοστό τους διασώθηκε, χωρίς μάλιστα να τύχουν κανε­νός προστατευτισμού σαν ιερά κείμενα, όπως έγινε με τα ευαγγέλια που έτυχαν και του σεβασμού των πιστών αλλά και στεγάστηκαν στους χριστιανικούς ναούς, τόπους λατρείας που προστατεύτηκαν και διατηρήθηκαν σαν κτήρια περισσότερο από κάθε άλ­λο κατασκευαστικά παρόμοιο κτήριο, δεν πάσχουν από τα ελαττώματα αυτά των Ευαγγελίων, ούτε χάσματα έχουν, ούτε άσχετα κείμενα παρεμβάλλονται, διατηρούν ακέραια την αρχική λογοτεχνική δομή. Αν ο χρόνος ήταν η αιτία των λογοτεχνικών ελαττωμάτων των ευαγγελίων και όχι η σκόπιμη παρέμβαση, θα έπρεπε να είχαν πο­λύ λιγότερα ελαττώματα. Το ίδιο για την πολύ παλιότερη Ιλιάδα-Οδύσσεια Και το ίδιο ισχύει και για την Παλαιά Διαθήκη που αν και πολύ παλαιότερη τα κείμενά της δεν πάσχουν στην λογοτεχνική δομή τους. Παρόλες όμως τις (κακότεχνες) επεμβά­σεις, είτε λόγω ερασιτεχνισμού των επεμβάσεων, είτε σκοπιμότητας ώστε ο πυρήνας του ιερατείου να έχει στοιχεία για τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα και τις πραγμα­τι­κές προθέσεις του κινήματος του Ιησού, παρέμειναν για διαφόρους λόγους αρκετά αποκαλυπτικά στοιχεία τα οποία αναλαμβάνουν τώρα οι σύγχρονοι «μεταφραστές» να τα μερεμετίσουν. Για την πραγματικότητα των γεγονότων εξαιρετικά βιβλία είναι και τα: Θέατρο της Σωτηρίας του κ. Μ. Θ. Καλόπουλου, και Το αίνιγμα του Ιησού της Γαλιλαίας του κ. Ν. Κόκκινου.

            Στο πρώτο απόσπασμα είναι ολοφάνερη η προσπάθεια των μεταφραστών να συγκαλύψουν την ιστορική πραγματικότητα. Τα υπογραμμισμένα στις παρακάτω με­ταφράσεις είναι αυτά που δεν αντιστοιχούν στο πρωτότυπο κείμενο, τα οποία μάλι­στα είναι πολλαπλάσιας έκτασης από το αρχαίο κείμενο. Ότι βέβαια αποδίδουν να λέ­ει ο Χριστός, στο πρώτο μάλιστα πρόσωπο, είναι τελείως αντίθετα με αυτά που πράγ­ματι αναφέρουν τα ευαγγέλια ή όπου αλλού λέει ή κάνει ο Ιησούς. Για τα χρήμα­τα πχ. αλλού λέει «μην νοιάζεστε για το τι θα φάτε και θα πιείτε, θα φροντίσει ο πα­τέ­ρας μου όπως φροντίζει τα σπουργίτια». Ή αλλού «μην κρατάτε πάνω σας λεφτά ούτε τρόφιμα ταξιδιού, ούτε παπούτσια». Ή αλλού «μη ζητάτε τι θα φάτε και τι θα πιείτε και μη ανησυχείτε αυτά τα ζητούν τα έθνη του κόσμου. Για σας όμως ο πατέρας ξέρει τι ανάγκη έχετε από αυτά. Ή αλλού «Μην αποκτήσετε και μην φυλάτε στην ζώνη σας χρυσά ή αργυρά ή χάλκινα νομίσματα. Μη παίρνετε τρόφιμα για το δρόμο ούτε δυο πουκάμισα ούτε παπούτσια, ούτε ραβδί. Διότι ο κάθε εργάτης δικαιούται την τροφή του.». Για τη βία, αλλού λέει ότι «αν σε χτυπήσουν στο ένα μάγουλο γύρνα και το άλλο» ή λέει στον Πέτρο υποτίθεται αποδοκιμάζοντας την βία ακόμη και την αμυν­τι­κή, «Μάχαιρα έδωσες, μάχαιρα θα λάβεις».

Στο δεύτερο απόσπασμα φαίνεται καθαρά ότι ο Ιησούς δείχνει τρόπο στους οπα­δούς τους, πώς να κλέβουν τους πλούσιους, αφού πρώτα κερδίσουν την εμπιστο­σύνη τους. Το προϊόν της κλοπής όμως δεν είναι για ατομικό όφελος των οπαδών του, αλλά για οικονομική ενίσχυση της οργάνωσης του Ιησού. Γι αυτό και τους προσφέρει κάλυψη σε περίπτωση απόλυσης, «ίνα όταν εκλείπετε, δέξωνται υμάς εις τάς αιωνί­ους σκηνάς.». Αιώνιες σκηνές δεν μπορεί παρά να είναι ένα από τα συνθηματικά ονό­ματα τής οργάνωσής του. Η … «μετάφραση» και εδώ απόλαυση.

Τα επόμενα αποσπάσματα αφορούν το γιατί ο Ιησούς μιλά με παραβολές. Εί­ναι ευδιάκριτος ο λόγος, ότι για λόγους συνωμοτικούς μιλά συμβολικά, ώστε να μην γίνεται άμεσα κατανοητός από τους αμύητους και αποκαλυφθεί πρόωρα η ανα­τρε­π­τική του δράση. Το κομμάτι των στοίχων «όστις γάρ έχει, δοθήσεται αυτώ και πε­ρισ­σευθήσεται. Όστις δε ουκ έχει, και ο έχει αρθήσεται απ΄ αυτού» είναι γραμμένο και σε άλλο σημείο του ίδιου ευαγγελίου σε εντελώς διαφορετική παραβολή, στην παρα­βο­λή με τους τρεις δούλους και τα τάλαντα! Η … «μετάφραση» και των στοί­χων αυ­τών είναι χάρμα! Στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον Η΄: 8-10 η μετάφραση ξεσαλώνει. Μας μεταφ­ρά­ζει ο επίσημος μεταφραστής ανύπαρκτα λόγια του Ιησού που τάχα εξη­γούν γιατί μι­λάει με παραβολές. Και μεταφράζοντας μας αποκαλύπτει ότι ο Ιησούς μιλά με παρα­βολές «δια να μην ημπορούν να καταλάβουν, ενώ ακούουν την δι­δα­σκα­λίαν, που τους εξηγεί τα μυστήρια. Και πράττω τούτο όχι μόνον κατά λόγον δι­καιοσύνης, αλλά και εξ αγαθότητος, ίνα μη ούτοι διά της περιφρονύσεως της αληθείας επι­βαρύνουν την θέσιν των και σκληρυνθούν περισσότερον.»!!! Το κομμάτι αυτό παρουσιάζετε με τις τρεις διαφορετικές παραλλαγές, αυτές των τριών Ευαγγελίων Ματθαίου, Μάρκου, Λουκά. Και των τριών οι μεταφράσεις γεμάτες ασυναρτησίες. Ακολουθούν αποσπάσματα από το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο σχετικά με το θέμα που εδραι­ώνουν την συνωμοτική εκδοχή και τα οποία διαψεύδουν τους με­τα­φρα­στές - παραφρα­στές, αλλά το αυτί τους δεν ιδρώνει.

Απόδειξη του συνωμοτικού τρό­που συνεννόη­σης είναι και η ερμηνεία της λέ­ξης «συκή». Μια φορά οι ευαγγελιστές την χρησι­μο­ποιούν περιγράφοντας το επει­σό­διο με τον Ιησού που ξεραίνει την «συ­κή» που δεν είχε καρπούς γιατί δεν ήταν η εποχή των καρπών, με την έννοια του δέν­δρου, σύκων (και έτσι φαίνεται ο Ιησούς σαν φρενοβλαβής, που καταριέται ένα δένδρο επει­δή δεν έχει καρπούς τον χειμώνα), και την άλλη που παρουσιάζει τον Ναθαναήλ να εντυπω­σιά­ζεται που τον γνωρίζει ο Ιησούς επειδή τον είδε κάτω από μια «συκή», Ιωάννης Α΄: 49-51. Μόνο αν η «συ­κή» δηλώνει κάτι μυστικό θα καυ­χι­ό­ταν ο Ιησού ότι έκανε θαύμα, και όχι ότι είναι θαύμα που τον είδε να είναι κάτω από μια «συκή». Ιωάννης Α΄: 51 «απεκρίθει Ιη­σούς και είπεν αυτώ. Ότι είπον σοι, είδον σε υποκάτω της συ­κής, πιστεύυεις ; Μείζω τούτων όψει.». Μετάφραση : «Απαντών­τας ο Ιησούς του εί­πε. Επειδή σου είπα, ότι σε είδα κάτω από την συκιά πιστεύεις; Με­γαλύτερα (θαύ­ματα) από αυτά θα δεις.» Μια άλλη συνωμοτική σημασία της λέ­ξε­ως «συκή» μπορεί να δικαιολογήσει και την οργή του Ιησού εναντίον της, και το «θαύ­μα» αναγνώρισης του Ναθαναήλ. Πιθανό­τατα «συκή» είναι ο συνθηματικός τρόπος αναφοράς των το­πικών επαναστατικών οργανώσεων του Ιησού και των προ­γόνων του. Έτσι το ξέ­ρα­μα της «συκής» είναι η διάλυση μιας τοπικής οργάνωσης που σε μια άσκηση ετοιμό­τητας βρέθηκε απελπι­σ­τικά απροετοίμαστη.

            Το επόμενο απόσπασμα αφορά την συγκαλυμμένη δήλωση του Ιησού ότι αυ­τός είναι ο νόμιμος βασιλιάς και όχι οι Ηρωδιανοί σφετεριστές.

Ακολουθεί ένα επεισόδιο που το αναφέρουν οι τρεις ευαγγελιστές, για υπο­σ­χέσεις υλικών παροχών του Ιησού στους μαθητές του, που δείχνει κι αυτό καθαρά την πραγματική πρόθεση του Ιησού, τελείως διαφορετική από ότι θα πίστευαν οι Χριστιανοί, τόσο που αν τους το πεις σου απαντάνε: «τέτοια πράγματα δεν γράφει η Καινή Διαθήκη, από το μυαλό σου τα κατέβασες»!!!

Για τέτοιους λόγους τα «θεόπνευστα» κείμενα έχουν τόσες «τρύπες», ώστε να χρειάζονται μεγάλα μπαλώματα από μεταφραστές-παραφραστές, όταν πια δεν μπορεί να επιβληθεί απαγόρευση του διαβάσματος της Καινής Διαθήκης.

Σε όλα τα κείμενα οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου. Οι υπογραμμίσεις στις μεταφράσεις Κολιτσάρα και Τρεμπέλα αφορούν φράσεις που δεν υπάρχουν στο αρχαίο κείμενο. Η κατά λέξη μετάφραση είναι δική μου. Όσο μεγαλύτερη είναι η έκ­ταση τού κειμένου της μετάφρασης από το αρχαίο κείμενο, τόσο πιο αποκαλυπτικό είναι το αρχαίο κείμενο για τους πραγματικούς στόχους του Ιησού απόγονου της δυ­ναστείας Δαυίδ, αφού σε αυτά τα σημεία οι μεταφραστές προσθέτουν διάφορα κα­τάλ­ληλα κείμενα για να συγκαλυφτεί η ιστορική πραγματικότητα.

 

Απόσπασμα Πρώτο Κατά Λουκάν (22) ΚΒ΄: 35-38

 

Κατά Λουκάν

(22) ΚΒ΄: 35-38

Μετάφραση Κολιτσάρα

Μετάφραση Τρεμπέλα

Κατά Λέξη Μετάφραση

35. Και είπεν αυτοίς. Ότε απέ­σ­τειλα, υμάς άτερ βαλλαντίου και πή­ρας και υποδη­μά­των, μη τινός υστε­ρηθή­κατε; Οι δε είπον. Ουδε­νός.

 

 

 

 

 

 

 

 

36 είπεν ούν αυ­τοίς. αλλά νύν ο έχων βαλάντιον αράτω, ομοίως και πήραν, και ο μη έχων πωλήσει το ιμάτιον αυτού και αγοράσει μά­χαιραν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

37. λέγω γαρ υμίν ότι έτι τούτο το γε­γραμμένο δει τελε­σθήναι εν εμοί, το μετά ανό­μων ελο­γί­σθη. Και γαρ τα πε­ρί εμού τέλος έχει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

38. οι δε είπον. Κύριε, ιδού μά­χαι­ραι ώδε δύο. Ο δε είπεν αυτοίς. Ικα­νόν εστί.

35. Και είπεν εις αυ­τούς. «όταν σας έστει­λα κατά την πρώτην περιοδεί­αν σας χωρίς χρήματα, χωρίς ταξι­δι­ωτικό σακ­κίδιο και χωρίς υποδήματα, μή­πως εστερηθήκατε τί­ποτε;». Εκείνοι δε απάντησαν.» όχι τίπο­τε δεν εστερη­θήκα­με».

 

 

36. Είπεν λοιπόν εις αυτούς. «τα πράγ­μα­τα τώρα αλλάζουν και πρέπει να είσθε συνετοί και προνο­η­τικοί, διότι θα συ­ναν­τήσετε δυσ­κο­λίες. Εκείνος που έχει βα­λάντιον, ας το πά­ρει μαζή του, διότι θα του χρειασθούν χρή­ματα, προς συντή­ρη­σίν του. Το ίδιο ας κά­μη και εκείνος που έχει σακίδιο. Ας το πάρει γεμάτο τρόφιμα και ας πωλήση το έν­δυμα του εκείνος που δεν έχει μάχαιρα, διά να αγοράσει.

(Με τα λόγια μου αυ­τά δεν θέλω να σας συστήσω ποτέ να οπλισθήτε με φονικά όργανα, διάνα αντι­σταθείτε εις τους εχ­θρούς σας, αλλά θέ­λω να σας κάμω να εννοήσετε καλά, ότι θα συναντήσετε θα­να­σίμους εχθρούς διά το όνομά μου, απέ­ναντι των οποίων πρέπει να φέρεσθε με σταθερότητα και με σύνεσιν. Δι αυτό πρέ­πει να οπλισθείτε με τα πνευματικά όπλα της πίστεως και της αρετής).

 

 

 

 

 

 

 

37. Ο άσπονδος πό­λεμος έχει αρχίσει εναντίον μου. Διότι σας λέγω ότι πρέπει να εκπληρωθεί εις εμέ τώρα και τούτο ακό­μα, που έχει γραφή από τον προφήτη Ησαΐαν, το : και με­ταξύ ανόμων και κα­κούργων συγκα­ταρι­θμήθηκε, διά να τιμωρηθή μα­ζή με αυτούς ως άνο­μος. Πρέπει να γίνει και αυτό, διότι όσα έχουν προφητευτεί πε­ρί εμού παίρνουν τώρα τέλος και πλή­ρη πραγματοποίηση.

 

 

 

 

 

 

 

 

38. Οι δε μαθηταί, που δεν εκατά­λα­βαν το αλληγορι­κόν νόη­μα των λόγων του, είπαν: Κύριε, ιδού, υπάρ­χουν εδώ δύο μά­χαιραι». Ο δε Κύ­ριος είπε. «φθάνει ως εδώ. Ας στα­ματή­σω­με την συζήτη­σιν».

35, Και προαναγ­γέλλων εις αυ­τούς, ότι εις το μέλλον όλων η πίστης θα εδοκι­μάζετο, τους εί­πεν. Όταν εις την πρώ­την σας πε­ριο­δείαν σας έστειλα χωρίς βαλλάντιον και χωρίς σάκκον τα­ξιδιωτικόν και υποδήματα, μή­πως εστερηθή­κα­τε τί­πο­τα; Αυτοί δε είπαν. Όχι δεν στε­ρηθή­καμ­ε τί­ποτα.

36. Είπε λοιπόν εις αυτούς. Τα πράγ­ματα τώρα άλλα­ξαν και πρέ­πει να οπλισθήτε με σύ­νεσιν και να έχετε πάντοτε εις τον νούν σας, ότι πε­ρικυκλώνεσθε από εχθρούς. Τώ­ρα εκείνος, που έχει βαλλάντιον, ας το πάρει μαζί του, διά να έχει χρή­ματα προς αγο­ράν των αναγ­καί­ων διά την συντή­ρησίν του. Το ίδιο ας κάμη και αυτός που έχει σάκκον, Ας τον πά­ρη μαζί του γεμάτο με τρό­φιμα. Δεν θα εύρε­τε πλέον την φι­λόξενον προ­θυ­μίαν και υποδο­χήν, που συναν­τή­σατε εις την πρώτην περιο­δεί­αν σας. Και εκεί­νος που δεν έχει μά­χαιραν, ας πωλή­σει και αυτό το ρούχο του και ας αγοράση μά­χαι­ραν. Δεν θέ­λω να είπω με αυ­τό, ότι σας επιτρέ­πε­ται εις την βίαν να αντι­τάσσετε την βία. Ούτε ότι έχε­τε δι­καίωμα διά της μάχαιρας να επιδι­ώξετε την δια­δο­σιν του Ευαγ­γε­λί­ου. Αλλ’ απ­λώς διά ζωη­ράς εικό­νος θέλω να παρα­στήσω, ότι ο πα­ρών και­ρός εί­ναι καιρός αμύ­νης και ότι θα αντιμε­τω­πίσετε θανατη­φό­ρους επιβουλάς και εχ­θρότητα.

37. Ότι δε τώρα ήλθαν καιροί δι­ωγμών και επι­βουλών, αποδει­κνύεται από αυ­τά που μετ’ ολί­γον θα συμβούν εις εμέ. Διότι σας λέ­γω, ότι μαζί με τα τόσα άλλα, που επλη­ρώ­θη­σαν, πρέπει να πληρω­θή και να επαλη­θεύση εις εμέ και αυτό, που έχει γραφή εις τον προφήτην Ησαΐ­αν. Δηλαδή το και με­ταξύ των ανό­μων και κα­κούρ­γων κα­­τε­τά­χθει διά να τιμω­ρηθή μαζί με αυ­τούς ως άνομος. Πρέπει δε να επ­αλλη­θεύ­ση και ο προφη­τικός αυ­τός λόγος εις εμέ, διότι όσαεγρά­φησαν και προ­φητεύ­θη­σαν δι’ εμέ λαμ­βάνουν τώρα τέλος και πραγματοποίησιν πλήρη.

38. Οι μαθηταί όμως δεν κατα­λά­βαιναν την ση­μα­σίαν των λό­γων αυτών του Κυρί­ου και του είπαν: Κύ­ριε ιδού εδώ υπάρ­χουν δύο μά­χαιραι. Ο δε Κύρι­ος είπεν εις αυ­τούς. Δεν εν­νοείτε τι σας λέ­γω. Φθά­νει λοι­πόν. Ας μη εκτει­νώμε­θα εις πε­ραιτέρω συ­ζή­τη­σιν.

 

35, Και είπε σ’ αυτούς. Όταν σας έστειλα χω­ρίς χρήματα και τρό­φιμα και πα­πού­τσια, μή­πως στε­ρηθήκατε τί­ποτα. Κι’ αυτοί είπαν. Τίποτα.

 

 

 

 

 

 

 

36. Είπε λοιπόν σ’ αυτούς. Τώρα όμως όποιος έχει χρήματα ας τα πάρει μαζί του, το ίδιο αν έχει τρό­φιμα για τα­ξίδι και όποιος δεν έχει μαχαίρι να πουλήσει και τα ρούχα του και να αγοράσει μα­χαίρι.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

37. Σας λέω ότι είναι γραφτό μου να παρανομήσω. Και έτσι όσα σχε­τίζονται με μένα να τελειώ­σουν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

38. Κι αυτοί είπαν Κύριε να εδώ υπάρχουν δυο μαχαίρια. Κι αυτός τους είπε. Φτάνει πια.

 

Να και το Δεύτερο Απόσπασμα Κατά Λουκάν κεφάλαιο (16) ΙΣΤ΄

 

Κατά Λουκάν

(16) ΙΣΤ΄

Μετάφραση Κολιτσάρα

Μετάφραση Τρεμπέλα

Κατά Λέξη Μετάφραση

1. Έλεγε δε και προς τους μαθητάς αυ­τού.[1]

Άνθρωπος τις ήν πλούσιος, ός είχεν οικονόμον, και ού­τος διεβλήθη αυτώ ως διασκορ­πίζων τα υπάρχον­τα αυ­τού.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2. Και φωνήσας αυτόν είπεν αυτώ. Τι τούτο ακούω πε­ρί περί σού; Από­δος τον λόγον της οικονομίας σου. Ου γαρ δύνη έτι οικο­νομείν.

 

 

 

 

3. είπεν δε εν εαυ­τώ[2] ο οικο­νό­μος. Τι ποήσω, ότι ο κύ­ριος μου αφαιρεί­ται την οι­κονομίαν απ’ εμού. Σκάπτειν ούκ ισχύ­νω, επαι­τείν αισχύ­νομαι.

 

 

4. Έγνων τι ποι­ή­σω, ίνα, όταν με­τασταθώ εκ της οι­κονομίας, δέξων­ταί με εις τους οί­κους αυτών.

 

 

 

 

5.Και προσκαλε­σά­­μενος ένα έκα­σ­τον των χρεοφει­λε­τών του κυρίου εαυτού έλεγε τω πρώ­τω. Πόσον οφείλεις τω κυρίω μου;

 

6. ο δε είπεν. Εκα­τόν βάτους ελαίου. Και είπεν αυτώ. Δέξει σου το γράμ­μα και καθίσας τα­χέως γράψον πεν­τήκοντα.

 

 

 

 

7. Έπειτα ετέρω εί­πε. Συ δε πόσον οφείλεις; Ο δε εί­πεν. Εκατόν κό­ρους σίτου. Και λέ­γει αυτώ. Δέξαι σου το γράμμα, και γράψον ογδοή­κον­τα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

8. Και επήνεσεν ο κύριος τον οικο­νό­μον της αδικίας, ότι φρονίμως εποί­ησεν. Ότι οι υιοί του αιώνος τούτου φρονιμώ­τεροι υπέρ τους υιούς του φω­τός εις την γενε­άν την εαυ­τών εισί.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

9. Καγώ υμίν λέγω. Ποιήσατε εαυτοίς φίλους εκ του μα­μωνά της αδικίας, ίνα όταν εκλίπετε, δέξωνται υμάς εις τας αιωνίους σκη­νάς.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

10. Ό πιστός εν ελαχίστω και εν πολ­λώ πιστός εστί, και ο εν ελαχίστω άδικος και εν πολ­λώ άδικος εστί.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

11. εί ουν εν τω αδίκω μαμωνά πι­στοί ουκ εγένεσθε, το αληθινόν τις υμίν πιστεύσει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

12. Και εί εν τώ αλλοτρίω πιστοί ούκ εγένεσθε, το υμέτερον τις υμίν δώσει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

13. Ουδείς οικέτης δύναται δυσίν κυ­ρίοις δουλεύειν. Ή γαρ τον ένα μισή­σει και τον έτερον αγαπήσει, ή ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρο­νή­σει, ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

14. Ήκουον[3] δε ταύτα πάντα και οι Φαρισαίοι φιλάρ­γ­υροι υπάρχοντες, και εξεμυκτήριζον αυτόν.

 

 

 

 

 

15. και είπεν αυ­τοίς. υμείς έστε οι δικαιούντες εαυ­τούς ενώπιον των ανθρώπων, ο δε Θεός γιγνώσκει τας καρδίας υμών. Ότι το εν ανθρώποις υψηλόν βδέλυγμα ενώπιον του Θεού.

 

 

 

1. Έλεγε δε προς τους μαθητάς του και άλ­λην παρα­βο­λήν, διά να καταδι­κάση την φιλαργυ­ρίαν, από την οποί­αν εκυρι­αρ­χούντο οι Φα­ρισ­σαίοι.» ένας άν­θρωπος, εί­πε, ήτο πλούσιος και είχε διαχειρι­σ­τήν εις την περιου­σίαν του. Και αυτός ο διαχειριστής κατη­γορήθηκε εις τον κύ­ριον, ότι του δι­α­σκορπίζει και σπα­ταλά την περι­ου­σίαν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2. Και ο κύριος τον εφώναξε και του εί­πε: Δός μου λογα­ρι­ασμό της διαχει­ρί­σε­ώς σου, διότι δεν ημ­πορείς πλέον να είσαι διαχειρι­στής μου.

 

 

 

 

3. Είπε δε από μέ­σα του ο οικονό­μος: τι να κάμω τώ­ρα, που μου αφαι­ρεί ο κύ­ρι­ος μου την διαχεί­ρη­σιν; Να σκάπτω δεν ημ­πορώ, να ζητια­νεύω εντρέπομαι.

 

4. Ευρήκα τι θα κά­μω, ώστε όταν θα με διώξουν από την δι­α­χεί­ρησιν και από το σπίτι του κυρίου μου, να με δε­χθούν άλ­λοι γνω­στοί μου άνθ­ρω­ποι εις τα σπίτια των.

5. Και αφού επρο­σκάλεσε κα­θένα από τους χρεωφει­λέτας του κυρίου του χω­ρι­στά, είπε εις τον πρώτο: πό­σα χρε­ω­στάς συ εις το κύριό μου;

6. Εκείνος δε απήν­τη­σε: τρισή­μι­συ πε­ρίπου χιλιάδες κιλά λάδι. Και του είπε ο δια­χειριστής: πάρε το γραμμά­τι­ον σου, κάθισε και γράψε γρήγορα ότι χρε­ωσ­τάς τα μισά.

 

 

7. Έπειτα δε είπε εις τον άλλο: συ πόσα χρεωστάς; Εκείνος δε απάντησε. Τεσ­σερεσήμισυ και πλέ­ον χιλιάδες κιλά σι­τάρι. Και ο διαχει­ριστής του είπε: Πά­ρε το γραμμάτιο σου και γράψε ότι χρεω­στάς τρισήμισυ χιλι­άδες κιλά.

 

 

 

 

 

 

 

8. Και ο κύριος επή­νεσε τον άδικο και αναξιόπιστο αυ­τόν διαχειρισ­τήν, διότι εις την περί­σταση αυτήν ενήρ­γησε άδικα μεν, αλ­λά διά τον ευαυτόν του συνε­τά». Και επρόσθε­σεν ο Κύ­ριος «οι αμαρτωλοί άνθ­ρωποι του κό­σ­μου τούτου, προ­κει­μένου να εξασ­φαλίσουν τα συμ­φέροντά των, απο­δεικνύονται εις την γενεάν των συνε­τώτεροι και προνοητικότεροι από τα τέκνα του φωτός, από εκεί­νους που έχουν φωτιστεί από την αλήθειαν του Θεού.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

9. Και εγώ σας λέω τούτο. Μιμηθείτε εις τον τρόπον της ενέργειάς τον άδι­κον οικονόμον. όσοι έχετε μεγά­λας περιου­σίας, αι οποίαι κατά κανό­να αποκτώνται με αδικίας, αφού με­τανοήσετιε, κάμετε έργα καλά με τα χρήματα αυτά της αδικίας, αποκτή­σα­τε φίλους με τας αγαθοεργείας σας, ώστε οι φίλοι σας αυτοί να σας υπο­δεχθούν εις την αι­ωνίαν ζωήν, όταν φύγετε από τον κό­σμο αυτόν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

10. Εκείνος που εί­ναι πιστός εις το ελάχιστον, εις τα υλικά δηλαδή αγα­θά που θα τα χρη­σιμοποιή προς αγα­θοεργίας, αυτός εί­ναι πιστός και εις τα περισσότερα, εις τα πνευματικά δηλα­δή και ουράνια αγαθά. Και εκείνος που είναι άδικος και εις τα ελάχιστα, εί­ναι άδικος και ανα­ξιόπιστος και εις τον πολύν και ανε­κτίμητον πνευματι­κόν πλούτον.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

11. Εάν λοιπόν εις τον άδικον μαμω­νάν, εις τον φθαρ­τόν και προσω­ρι­νόν πλούτον, που παρασύρει εις την αδικίαν, δεν εφαν­ή­κατε αξιόπιστοι, τον αληθινόν και αιώ­νι­ον πλούτον της βα­σιλείας του θεού, ποιος θα σας τον εμ­πι­­στευτεί;

 

 

12. Και εάν εις τον υλικόν και ξένον προς την πνευμα­τι­κήν σας φύσιν άδι­κον μαμωναν δεν εφα­νήκατε αξιόπι­σ­τοι, τον πνευμα­τι­κόν πλούτον τον οποί­ον ο θεός προ­ώρισεν ως ιδικόν σας κτήμα, ποιος θα σας τον δώσει;

 

 

 

 

 

 

 

13. Κανένας υπη­ρέτης δεν ημπορεί να υπηρετεί συγ­χρόνως δύο κυρί­ους. Διότι ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήση τον άλλο, ή θα προσ­κολληθή εις τον ένα και θα κατα­φρονή τον άλ­λον. Δεν είναι δυνα­τόν να είσθε συγ­χρό­νως δούλοι του θεού και του μα­μω­νά.

 

 

 

 

 

 

 

14. Οι Φαρισαίοι, οι οποίοι ως γνωστόν ήσαν φι­λάργυροι, ήκου­σαν όλα αυτά και τον ενέπαιζαν. (Αυτοί επίστευαν ότι τα πλούτη είναι τιμητική δωρεά του θεού προς αυτούς).

15. Και είπεν εις αυτούς. «εσείς είσθε που παρου­σιάζετε τον εαυτόν σας δί­καιον ενώ­πιον των ανθρώ­πων. Ο Θεός όμως γνωρίζει τας καρδί­ας σας. Διότι αυτό που παρου­σι­ά­ζετε με την υποκρι­σία ως υψηλόν, ενώ­πιον του Θεού, ο οποίος γνωρίζει κα­τά βά­θος τα πράγ­ματα, είναι βδε­λυκ­τόν και μισητόν.

 

1. Οι Φαρισαίοι όμως κατείχοντο και από άλλην κα­κίαν. Ήσαν φι­λάρ­γυροι και κα­τεκ­ράτουν τον πλού­τον εγωι­στι­κώς διά μό­νον τον εαυ­τόν τους. Εί­πεν λοι­πόν ο Κύρι­ος προς τους μαθη­τάς του και την ακό­λουθον πα­ρα­βο­λήν, διά να τους διδάξει, πως πρέ­πει ο καθένας να χρη­σιμοποιή τον πλούτον. Ήτο κά­ποιος άνθρω­πος πλούσιος, ο οποίος είχεν επι­στάτην και διαχει­ριστήν της περι­ουσίας του. Και τον επισ­τάτην αυ­τόν κατη­γόρη­σαν εις τον κύριόν του, ότι διασκορ­πί­ζει και σπαταλά την περι­ουσίαν του.

2. Και αφού τον φώναξε ο κύριός του είπε. Τι είναι αυτό, που ακούω διά σε. Δώσε μου λογαριασμό της δι­αχειρίσεως σου, δι­ότι δεν θα μπο­ρέ­σεις πλέον εις το μέλλον να εί­σαι δι­αχειριστής και επι­στά­της.

3. Είπε δε καθ’ εαυ­τόν ο οικονό­μος. Τι να κάνω, διότι ο κύριος μου παίρνει την διαχεί­ρησιν από εμέ; Να σκάπ­τω εις τα χω­ράφια δεν μπο­ρώ. Να ζη­τιανεύω εν­τρέ­πο­μαι.

4. Εύρον και απο­φάσησα τι να κά­νω, διά να με δεχ­θούν άν­θρωποι εις τα σπίτια των και να με φιλοξενή­σουν, όταν θα απο­πεμφθώ από την διαχείρησιν.

 

5. Και αφού προ­σκάλεσε τους χρε­ωφειλέτες του κυ­ρίου του καθέ­να χωριστά, είπεν εις τον πρώτον. Πόσον οφείλεις συ εις τον κύριόν μου;

6. Αυτός δε είπεν. Εκατόν μισοβά­ρε­λα λάδι, δηλαδή 2.700 οκάδες πε­ρί­που. Και ο δια­χει­ριστής του εί­πε. Πά­ρε το γραμ­μά­τι­όν σου και αφού κα­θίσης γρά­ψε γρή­γορα πε­νήν­τα μισο­βά­ρελα.

7. Έπειτα είπεν εις άλλον χρεω­φειλέ­την. Συ δε πόσα χρεωστείς; Αυτός δε του εί­πεν εκατός σάκ­κους σιτάρι των τριανταέξη οκά­δων, δηλαδή 3.600 οκάδες. Και τότε του είπεν ο δια­χει­ριστής. Πά­ρε το γραμμά­τιόν σου και αντί εκα­τόν γράψε ογδοή­κοντα. Έτσι ο δια­χειριστής ηδίκησε μεν τον κύριόν του, ως προς τον ευατόν του όμως εφέρ­θη φρόνιμα και συ­νετά.

8. Και ο κύριος επ­ήνεσε τον δια­χει­ρι­στήν, όχι βέ­βαια διά την αδι­κίαν που του έκανε, και διά την οποί­αν τον απο­καλεί οικο­νό­μον της αδι­κίας, αλλά διό­τι ενήργη­σε φρόνι­μα και προβλεπτι­κά διά τον ευατόν του. Ας μη φανή δε εις κανένα πα­ρά­δο­ξον, ότι ο οι­κο­νό­μος αυ­τός ενήρ­γη­σε τό­σον φρό­νιμα, δι­ότι οι άνθρωποι, που εί­ναι προσ­κολλη­μέ­νοι εις τον μάταιο αυ­τόν κό­σ­μον, προκει­μέ­νου να εξασφαλίσουν τα επίγεια συμ­φέ­ρον­τα των, απο­δει­κνύ­ονται προ­νο­η­­τι­κώ­τεροι κατά την συμ­πε­ρι­φορά των και τας σχέ­σεις των προς τους αν­θρώ­πους της τά­ξε­ώς των περισσό­τερον παρ’ όσον είναι φρόνι­μοι και προ­νοη­τι­κοί διά την επι­δί­ω­ξιν και εξα­σφά­λισιν των πνευμα­τι­κών αγα­θών οι άνθρωποι εκείνοι, που εφωτί­σθησαν από την αλή­θει­αν και έγι­ναν υιοί φωτός.

9. Και εγώ σας λέω, όπως εγ­καί­ρως εφρόντισεν ο άδι­κος αυτός δια­χει­ριστής να εξα­σφα­λίση την φι­λί­αν των οφει­λετών του κυ­ρί­ου του, έτσι και σεις φροντίσα­τε να κά­μετε διά το καλόν σας φί­λους από τον πλού­το που εί­ναι άδι­­κος, διό­τι αι μεγά­λαι πε­ριου­σίαι με αδι­κίαν επι­σωρεύ­ονται και αδικίαν με­­γάλην δια­πράτ­τει αυτός, που μό­νον διά τον εαυτόν του κατα­κρατεί τα πλούτη. Κά­με­τε λοι­πόν και σεις φί­λους από τον άδι­κον μαμωνάν αγα­θοεργούντες και ευεργε­τούν­τες τους του ομοίους σας, ώστε, όταν απο­θάνετε, να σας υποδεχθούν οι φί­λοι αυτοί εις τας αιωνίους σκη­νάς του Παρα­δείσου.

10. Σεις σκορ­πί­ζοντες εις τας αγα­θοεργίας τα πλού­τη σας, δεν θα ομοιάζεται προς τον οικο­νόμο της αδι­κί­ας, ο οποίος με κλοπάς και κα­ταχρήσεις εις βά­ρος του κυ­ρίου του επρο­νό­ησε να κά­μη φί­λους. Θα απο­­δει­χθείτε διά της ευ­εργετικής δια­θέ­σεως του πλού­του τίμιοι και αξιό­πι­στοι δια­χει­ρισταί και οικο­νό­μοι του Θεού, που σας εν­επιστεύθη τον υλι­κόν πλού­τον. Εκείνος δε που εί­ναι αξιόπι­στος εις τον υλι­κόν, ο οποί­­ος εν συγ­κ­ρίσει προς τα ου­ράνια αγαθά εί­ναι κάτι ελάχι­στον και τι­πο­τέ­νοιο, αυ­τός εί­ναι πιστός και εις τον ουράνιο πλού­τον, ο οποίος εί­ναι πολύς. Και εκείνος, που είναι άδικος εις το ελά­χι­στον, άδι­κος και ανάξιος εμπι­στο­σύνης θα εί­ναι και εις τον πο­λύν και ανε­κτί­μητον πλούτον.

11. Εάν λοιπόν εις τον άδικον μα­μω­νάν δεν εφά­νη­τε αξιό­πι­στοι και τί­μιοι, αλλά διε­χει­ρίσθητε αυτόν εγω­ιστικώς και παρά το θέλημα του Θεού, που σας τον ενεπι­στεύθη, τον αλη­θινόν και αιώνιον πλούτον της βα­σιλείας ποι­ος θα σας τον εμπι­στευ­θεί; Ου­δείς.

12. Και εάν εις τον υλικόν πλούτον, που είναι ξένος προς την πνευ­μα­τικήν σας φύ­σιν και που δεν γίνε­ται ποτέ στα­θερόν και αιώ­νι­ον κτή­μα εκεί­νου, που μόνον προσω­ρι­νώς τον απέκτησε, δεν εφά­νητε άξιοι εμ­πι­στο­σύνης, τον πνευ­ματικόν πλούτον, που η­τοίμασεν ο Θε­ός διά να γίνει αι­ώ­νιον κτήμα ιδι­κόν σας, ποίος θα σας τον δώσει; Ου­δείς.

13. Μην απατάτε τον εαυτόν σας με την ιδέαν, ότι εί­ναι δυνατόν και εις τον πλού­τον να είσθε προσκο­λη­μένοι και εις τον Θεόν να δουλεύ­ε­τε. Κανείς υπη­ρέ­της δεν ημπορεί να εί­ναι συγχρόνως εις δύο κυρίους. Διότι ή θα μισήσει τον ένα και θα αγα­πήση τον άλ­λον. Ή θα προσ­κολ­λη­θή εις τον πλού­τον και θα κα­τα­φρονήσει τον Θε­­όν. Δεν δύ­να­σθε να είσθε συγχρό­νως δούλοι και του Θε­ού και του μα­μωνά

14. Ήκουαν δε όλα αυτά οι Φαρι­σαίοι, οι οποίοι ήσαν φι­λάργυροι, και τον περιέ­πεζον, δι­ότι εφρόνουν, ότι τα πλούτη των εδό­θησαν εις αυ­τούς υπό του Θε­ού εις αντα­μοιβήν της δικαι­οσύνης των.

15. Και είπεν εις αυτούς. Σεις εί­σθε, που κατορ­θώνεται να πα­ρουσιάζεσθε δί­καιοι εμπρός εις τους ανθρώπους. Ο Θεός όμως γνωρί­ζει τας καρ­δίας σας και το εσωτερικόν σας και σας απο­στρέ­φεται. Διότι αυτό, που μεταξύ των ανθρώπων εμ­φα­νί­ζεται διά της υπο­κρισίας και επι­δείξεως υψη­λόν και άξιον τι­μής, είναι σιχα­μά­ρα και αηδία ενώ­πιον του Θε­ού.

1. Και έλεγε στους μαθητές του. Κά­ποιος που ήταν πλούσιος είχε δια­χειριστή που κατη­γορήθηκε ότι διασ­κορπίζει την περι­ουσία του.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2. Και τον φώναξε και του είπε. Τι εί­ναι αυτό που ακούω για σέ­να; Δώ­σε λο­γα­ριασμό για την διαχείρισή σου. Δεν μπο­ρείς πια να εί­σαι δια­χειρι­στής.

 

 

 

3. Κι αυτός είπε μέσα του. Τι θα κά­νω αν μου αφαι­ρέσει ο κύ­ριός μου την διαχείρι­ση; Να σκάβω δεν μπο­ρώ, να ζη­τι­ανεύω ντρέ­πο­μαι.

 

 

4. Ξέρω τι θα κάνω, ώστε όταν απολυθώ από οι­κονόμος, να με δέ­χονται στα σπί­τια τους.

 

 

 

 

5. Και αφού κά­λεσε έναν ένα τους χρεο­φειλέτες του κυ­ρίου του, έλεγε στον πρώτο. Πό­σον οφείλεις στον κύ­­ριό μου;

 

6. και αυτός είπε. Εκατό βαρέλια λά­δι. Και του είπε. Πάρε το γραμμά­τιο σου και κάθισε και γράψε γρήγορα πε­νήντα.

 

 

 

 

7. Έπειτα είπε σε άλλον. Εσύ πόσο χρωστάς; Και αυ­τός είπε εκατό σα­κιά σι­τάρι. Και του λέ­ει. Πάρε το γραμ­μάτιό σου. και γράψε ογ­δόν­τα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

8. Και επαίνεσε ο κύριος τον οι­κο­νό­μο της αδι­κίας, γι­ατί φρό­νημα έκα­νε. Γι­ατί οι άν­θρω­ποι αυτής της γε­νι­άς με τους όμοιούς τους εί­ναι εξυπνό­τεροι από τα τέκνα του φω­τός.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

9. Κι’ εγώ σας λέω. Πιάστε φι­λία με άδι­κους πλού­σιους, ώστε όταν σας απολύσουν να γίνε­τε δεκτοί στις αιώ­νιες σκηνές.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

10. Ο πιστός στα λίγα και στα πολλά είναι πιστός. Και ο άδικος στα λίγα άδικος και στα πολ­λά είναι.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

11. Εάν λοιπόν δεν φανείτε πιστοί στα άδικα χρήματα, το αληθινό ποιος θα σας εμπιστευτεί;

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

12. Και εάν στο ξέ­νο δεν φανείτε πι­στοί, το δικό(;) σας ποιος θα σας δώ­σει;

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

13. Κανείς δούλος δεν μπορεί δύο κυ­ρίους να υπηρετεί. Γιατί ή τον ένα θα μισήσει και τον άλ­λον θα αγαπή­σει, ή στο ένα θα προσ­κολληθεί και τον άλλο θα περι­φρο­νήσει. Δεν μπορεί­τε να υπη­ρετείτε το Θεό και το χρή­μα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

14. Και τα άκουαν όλα αυτά οι Φαρι­σαίοι που ήταν φι­λάργυροι και τον ενέπαιζαν.

 

 

 

 

 

 

15. Και είπε σε αυτούς, εσείς είστε που δικαιώνεται τους εαυτούς σας μπροστά στους αν­θρώπους, ο Θεός όμως γνωρίζει τις καρδιές σας. Διότι η υπερηφάνεια στους ανθρώπους είναι βδέλυγμα για τον Θεό.

 

 

Υποσημειώσεις εντός του ανωτέρω αποσπάσματος:

[1] Δηλ. όχι σε όλους τους οπαδούς του ανοιχτά αλλά μόνο στους μυημένους.

[2] Δηλ. το λέει μέσα του, άρα δεν γνωρίζει το αφεντικό του πως τακτο­ποιή­θη­κε η ακαταστασία. Αυτός μόνο τον ισοσκελισμένο απολογισμό διαπίστωσε, πως λοιπόν τον επαινεί το αφεντικό του. Έτσι είναι φανερό ότι αυτή η παρεμβολή είναι έργο κατοπινών μερεμετατζήδων για να αποκρυφτεί ότι είναι λόγια του ίδιου του Να­ζωραίου. Από το τελικό αλαλούμ των φράσεων είναι φανερό ότι έπεσε πολύ νυστέρι στα θεόπνευστα κείμενα, αλλά έμεινε κάτι ώστε αργότερα οι πολλοί μυημένοι να πά­ρουν το μήνυμα για τις ανάγκες της οργάνωσης.

[3] Πως «άκουαν πάντα ταύτα» αφού μόνο στους μαθητές του μιλούσε; Είναι λοιπόν ολοφάνερη η λαθροχειρία, αφού οι Φαρισαίοι δεν θα τον ενέπαιζαν για αυτά που έλεγε, αλλά θα τον κατάγγελλαν σαν παραβάτη του Νόμου. Εδώ ο Ιησούς τους απαντά για κάτι άγνωστα που με υπερηφάνεια υποστήριζαν οι Φαρισαίοι. Ή προ­στέ­θηκαν αργότερα τα λόγια αυτά του Ιησού για να κρυφτεί το ότι έδινε οδηγίες για το πώς να κλέβουν τους πλούσιους. Ή, το πιθανότερο, αποτελούν λόγια του που όμως ειπώθηκαν σε άλλο άσχετο επεισόδιο, και προσαρτήθηκαν εδώ για τον ίδιο σκοπό, ή διαγράφτηκαν άλλα κομμάτια που παρεμβαλλόταν ανάμεσα στα δύο ώστε να έρθουν κοντά-κοντά τα δύο κείμενα. Άλλωστε η έλλειψη συνέχειας στο κείμενο της Καινής Διαθήκης είναι παντού ολοφάνερη και οφείλεται στις επεμβάσεις με προσθα­φαι­ρέ­σεις, που έγιναν αργότερα, ιδίως μετά τη σύνοδο της Νίκαιας, που αναγόρευσε τον Ιησού σε Θεό και έπρεπε κάθε τι που αποκάλυπτε την ιστορική αλήθεια να απα­λει­φ­θεί ή να διαστρεβλωθεί.

 

Απόσπασμα Τρίτο Κατά Ματθαίον (13) ΙΓ΄: 10 -17

 

Κατά Ματθαίον

(13) ΙΓ΄: 10 -17

Μετάφραση Κολιτσάρα

Μετάφραση Τρεμπέλα

Κατά Λέξη Μετάφραση

10. Και προσελ­θόν­τες οι μαθητές εί­πον αυτώ. Διατί εν παρα­βολαίς λαλείς αυτοίς

11. ο δε αποκρι­θείς είπεν αυτοίς. Ότι υμίν δέδοται γνώναι τα μυστή­ρια της βασιλείας των ου­ρα­νών, εκείνοις δε ού δέδοται

 

 

 

 

 

 

12. όστις γαρ έχει, δοθήσεται αυτώ και περισσευθή­σε­ται. Όστις δε ουκ έχει, και ο έχει αρθήσε­ται απ’ αυτού

 

 

 

 

 

 

 

 

13. Διά τούτο εν πα­ραβολαίς αυτοίς λα­λώ, ότι βλέπον­τες ου βλέπουσι και ακού­οντες ουκ ακούουσι ουδέ συνιούσι,

 

 

 

 

 

 

14. μήποτε επιστ­ρέ­ψω­σι. Και τότε πλη­ρωθείσεται αυ­τοίς η προφητεία Ησαϊου η λέγουσα. Ακοή ακούσετε και ού μη συνήτε, και βλέπον­τες βλέψετε και μη ίδητε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

15. επαχύνθη γαρ η καρδία του λαού τού­του, και τοις ώσί βαρέως ήκου­σαν, και τους οφ­θαλμούς αυτών εκκάμυσαν, μήποτε ίδωσι τοίς οφθαλ­μοίς και τοις ωσίν ακούσωσι και τη καρδία συνώσι και επιστρέψωσι, και ιάσομαι αυτούς.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

16. Υμών δε μα­κά­ριοι οι οφθαλ­μοί, ότι βλέπουσι, και τα ώτα υμών, ότι ακού­ωσιν.

 

 

 

 

 

 

17. αμήν γαρ λέγω υμίν ότι πολλοί προ­φήται και δίκαιοι επε­θύμη­σαν ιδείν α βλέπετε, και ουκ εί­δον, και ακούσαι α ακούετε, και ουκ ήκου­σαν.

 

10. Και οι μα­θη­ταί, αφού τον πλησία­σαν, του είπαν. «διατί τους ομιλείς με παρα­βολάς;»

 11. Ο δε Ιησούς απεκρίθει και τους είπε. «διότι εις σας μεν, διά την αγαθήν διαθεσίν σας, έχει δοθεί το χάρισμα να εννο­ήτε τας μυστη­ρι­ώδεις αληθείας της βασιλείας των ουρανών, εις εκεί­νους όμως δεν έχει δοθεί.

 

12. Επειδή εις όποιον έχει καλήν διαθεσιν και ζων­τανήν πίστιν, θα δοθή με το παρα­πάνω η πλουσία γνώσεις των θεί­ων αληθειών. Από εκείνον δε που δεν έχει πίστιν, θα αφαιρεθεί και η ολίγη ακόμη γνώ­σις.

 

 

13. Δι αυτό και τους ομιλώ με πα­ραβολάς, διότι αυ­τοί, ενώ βλέ­πουν τα θαύματά μου, δεν βλέπουν, και ενώ ακούουν την διδασκαλίαν μου, δεν την ακούουν διά να οφεληθούν ούτε την εννούν,

 

 

14. μήπως τυχόν και μετανοήσουν κάποτε. Και εκ­πληρώνεται έτσι εις αυτούς η προ­φητεία του Ησαΐ­ου, η οποία λέγει: θα ακούσετε με τα αυτιά σας και όμως δεν θα εννοήσεται και θα ιδήτε πολύ καλά με τα μάτια του σώματος, αλ­λά δεν θα ιδήτε με τα μάτια της ψυ­χής

 

 

 

 

 

 

15. Διότι έγινε χον­δρή και επω­ρώθη η καρδία και ο νούς του λαού αυ­τού και εβαρυά­κου­σαν με τα αυ­τιά τους και έκλει­σαν τα μάτια τους, διά να μη ίδουν καμ­μιά φορά τα μεγαλεία του Θε­ού και να μη τα ακούσουν με τα αυ­τιά της ψυχής των και να μη εν­νοήσουν με την καρ­δία του το κήρυγμα της με­τανοίας και επι­στρέψουν μετα­νο­ημένοι και λάβουν έτσι την θερα­πεί­αν.

 

 

 

 

 

16. Αλλά σείς, οι πιστοί μαθηταί μου, είσθε μακά­ρι­οι, που οι οφθαλ­μοί σας βλέπουν και τα αυτιά σας ακούουν με προ­σοχήν και εννο­εί­τε την διδα­σκα­λίαν και τα έργα μου.

 

17. Σας διαβεβαι­ώνω, ότι πολλοί προφήτες και δί­καιοι επεθύμησαν να ίδουν αυτά που βλέπετε και δεν τα είδαν και να ακού­σουν αυτά που ακούετε και δεν τα ήκουσαν.

10. Και αφού προ­σήλθαν οι μαθηταί

του είπαν. Διατί τους ομιλείς με πα­ραβολάς;

11. Ο δε Ιησούς απεκρίθει και τους είπεν. Ομι­λώ διά πα­ρα­βολών, διότι εις εσάς, που έχε­τε καλήν και ευ­θεί­αν προαίσθη­σιν, εδό­θη από τον Θεόν ως χά­ρις να μάθε­τε τας μυ­στηρι­ώ­δεις αλη­θείας της βα­σι­λεί­ας των ου­ρα­νών, εις εκείνους δε δεν έχει δοθή τούτο.

12. Διότι εις εκεί­νον, που έχει πί­σ­τιν και προ­θυ­μί­αν, θα δοθή η γνώ­σις των θεί­ων μυ­στηρίων και θα δοθεί πλου­σία και με πλεονα­σ­μόν. Απ’ εκείνον όμως, που δεν έχει πί­στιν και αγα­θήν διαθε­σιν, θα αφαιρεθή και η ολίγη ακόμη γνώ­σις, την οποίαν έχει.

13. Δι αυτό τους ομιλώ με παρα­βο­λάς, διότι, ενώ βλέ­πουν τα θαύ­μα­τά μου, δεν θέ­λουν να ίδουν και να πι­στεύ­σουν, και ενώ ακούουν την δι­δα­σκαλίαν μου, δεν θέλουν να ακού­σουν και να ωφε­ληθούν, ού­­τε εννο­ούν αυ­τήν,

14. Διά να μη με­τανοήσουν κάπο­τε. Και λαμβάνει πλή­ρη επελή­θευ­σιν εις αυτούς η προφη­τεία του Ησαΐου, η οποία λέγει. Θα ακού­σε­τε με τα αυτιά του σώμα­τος το κή­ρυγμα της αλη­θείας και δεν θα το κατα­λά­βετε. Και βλέπον­τες με τα μάτια του σώ­ματος θα ιδετε, αλλά δεν θα ίδουν συγχρό­νως και αι ψυχαί σας διά να φω­τισθούν, αλλά θα παραμείνετε πνευματικώς τυ­φλοί.

15. Θα συμβεί δε τούτο εις αυ­τούς, διότι ένεκα της κακής των προαι­ρέσεως εσκλη­ρύν­θη και εχόν­δρυνεν ο νούς του λαού τούτου, και με τα πνευματικά των αυτιά εβαριά­κου­σαν και έκλει­σαν τα μάτια της ψυ­χής των. Διά να μην ίδουν καμ­μιά φορά με τα πνευ­ματικά τους μά­τια και να μη ακού­σουν με τα εσωτε­ρικά των αυτιά, και να μην εννοή­σουν με την καρ­δίαν την σω­τη­ρι­ώδη αλή­θεια και διά της με­τα­νοίας επι­στρέψουν και τους ιατρεύ­σω.

16. Αυτά προή­πεν ο προφήτης δι’ εκείνους. Τα ιδικά σας όμως πνευμα­τικά μά­τια είναι άξια μα­καρισμού, διότι βλέπουν, κα­θώς μακάρια εί­ναι και τα αυτιά των ψυ­χών σας, διότι ακούουν.

17. Και είναι αι πνευματικαί σας αισθήσεις μακά­ριαι, διότι αληθι­νά σας λέγω, ότι πολ­λοί προφήται και δίκαιοι επεθύ­μη­σαν να ίδουν αυτά που βλέπετε σεις, και δεν ηξι­ώθη­σαν να τα ίδουν. Επε­θύ­μη­σαν και να ακού­σουν αυ­τά, που ακούετε εσείς, και δεν τα άκου­σαν, διότι έζησαν εις χρό­νους προγε­νέστε­ρους και δεν επρό­φτασαν να ίδουν την επί γης παρουσίαν μου.

10. Και οι μαθητές του αφού τον πλη­σίασαν του είπαν. Γιατί μιλάς με

πα­ραβολές;

11. Κι αυτός απο­κρίθηκε και τους εί­πε. Διότι σε σας δόθηκε να καταλα­βαίνεται τα μυστι­κά της βασιλείας των ουρανών. Σε εκείνους δεν δόθη­κε.

 

 

 

 

 

12. Γιατί σε όποιον έχει θα του δοθεί και θα περισσέψει. Από αυτόν όμως που δεν έχει θα του αφαιρεθεί και αυτό που έχει.

 

 

 

 

 

 

 

 

13. Γι αυτό τους μιλώ με παραβο­λές, ώστε βλέπον­τας δεν βλέπουν και ακούγοντας δεν ακούνε ούτε κατα­λαβαίνουν.

 

 

 

 

 

 

14. μήπως κάποτε μετανιώσουν. Και τότε θα εκπλη­ρω­θεί σε αυτούς η προφητεία του Ησαΐα που λέει. Με την ακοή θα ακού­τε και δεν θα κατα­λαβαίνεται και βλέ­ποντας θα βλέ­πετε αλλά δεν θα δείτε

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

15. Γιατί χόντρυνε η καρδιά του λαού αυτού, και βαριά άκουσαν με τα αυ­τιά, και τα μάτια τους έκλεισαν, για να μην δουν ποτέ με τα μάτια τους και με τα αυτιά να μην ακούσουν και η καρδιά τους κα­ταλάβει και επι­στρέψουν και τους θεραπεύσω.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

16. Μακάρια τα μάτια σας γιατί βλέπουν και τα αυ­τιά σας γιατί ακού­νε.

 

 

 

 

 

 

17. Αλήθεια σας λέω ότι πολλοί προφήτες και δί­καιοι επιθύμησαν να δουν αυτά που βλέπετε και δεν τα είδαν κα να ακού­σουν αυτά που βλέ­πετε και δεν άκου­σαν.

 

Στο Κατά Μάρκον Δ΄: 10-12, 33-34 επαναλαμβάνεται το ίδιο απόσπασμα με λιγό­τε­ρα και σαφέστερα λόγια, αλλά οι μεταφραστές το βιολί τους.

 

Κατά Μαρκον (4)

Δ΄: 10-12, 33-34

Μετάφραση Κολιτσάρα

Μετάφραση Τρεμπέλα

Κατά Λέξη Μετάφραση

10. Ότε δε εγένετο κατά μόνας, ηρώ­τησαν αυτόν οι πε­ρί αυτόν συν τοις δώδεκα την παρα­βολήν

 

 

11.και έλεγεν αυ­τοίς. υμίν δέδοται γνώναι τα μυστή­ρια της βασιλείας του Θεού, εκείνοις δε τοις έξω εν πα­ραβολές τα πάντα γίγνεται,

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

12. ίνα βλέποντες βλέπωσι και μη ιδώσι,και ακούον­τες ακού­ωσι και μη συνιώσι, μήπο­τε επιστρέψωσι και αφεθή αυτοίς τα αμαρτήματα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

33. Και τοιαύας παραβολάς πολ­λαίς ελάλει αυτοίς τον λόγον, καθώς ηδύναντο ακούειν,

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

34. χωρίς δε πα­ραβολήν ουκ ελά­λει αυτοίς τον λό­γον. Κατ’ ιδίαν δε τοις μαθηταίς αυ­τού επέλυε πάντα.

 

 

 

10. Όταν δε ανε­χώρησε ο λαός και έμεινε μόνος, τον ηρώ­τησαν οι γύρω από αυτό μαζή με τους δώδεκα μαθη­τάς, διά το νόημα της παραβολής

 11. Και έλεγε εις αυτούς. «εις σας, διά την καλήν σας διαθεσιν, εδόθη από τον Θεόν η σοφία και η δύ­ναμις να γνωρίσετε τας μυστηριώδεις αληθείας της βασι­λείας του Θεού. Εις εκείνους δε, που δεν έχουν την κα­λήν διαθεσιν και ευρίσκονται έξω από τον ιδι­κόν σας κύκλον, όλαι αι αλήθειαι προσ­φέρονται με παρα­βολάς.

12. Δι αυτό τους διδάσκω με πα­ρα­βολάς, διά να βλέ­πουν μεν με τα μά­τια του σώματος, να μην ημπορούν όμως να ίδουν βα­θύτερα με τα μά­τια της ψυχής. Και να ακούουν καλά με τα σωμα­τι­κά των αυτιά, αλλά να μην ημπο­ρούν να εννοή­σουν, μήπως τυχόν και επιστρέψουν κά­ποτε με μετά­νοιαν εις τον Θεόν και τους συγχωρε­θούν τα αμαρτήματα». (Εάν δεν υπήρχε εις αυτούς η σκλή­ρυνσις της ψυχής, η αδια­φο­ρία να γνωρίσουν την αλήθειαν και το μίσος των εναν­τίον του Κυρίου, Θα ήσαν εις θέσιν να εννοούν όσα ήκουον.)

 

 

 

 

 

33. Και με τέτοιες πολλές παραβολές εδίδασκεν εις αυ­τούς τον λόγον του Θεού, αναλόγως με την ικανότητα που είχαν οι ακροαταί του να ακούουν και να εννοούν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

34. Χωρίς δε πα­ραβολήν δεν εδί­δα­σκεν αυτούς. Ιδιαι­τέρως δε εις τους μαθητάς του εξη­γούσε όλα και έλυε τας απορίας των. (Όλα όσα ερω­τού­σαν και ε­διψού­σαν να μάθουν. Πάν­το­τε ο Θεός κα­τά πολλούς τρό­πους απαντά εις τας απορίας και πληροφορεί τους πιστούς περί του θελή­ματός του).

10. Και όταν έμεινε μοναχός του, τον ηρώτη­σεν ο ευρύ­τερος κύκλος των μα­θητών του μαζή με τους δώδεκα την σημασίαν της πα­ραβολής.

11. Και τους έλε­γεν. Εις σας μό­νους, επειδή έχετε καλήν δια­θεσιν, εδόθη από τον Θε­όν ως χάρις να μα­θένετε τας μυστη­ριώδεις αληθείας της βασιλείας των ουρανών, εις εκεί­νους δε, που είναι έξω από την βασι­λείαν αυτήν και δεν έχουν δια­θεσιν να πιστεύ­σουν, όλη η δι­δασκαλία των μυ­στικών αυ­τών γίνεται με πα­ρα­βολάς.

12. Ο νούς των αν­θρώπων αυ­τών εί­ναι χον­δρός και ανί­κα­νος διά πνευ­μα­τικήν διδα­σκα­λί­αν. Δι’ αυτό δι­δάσκω αυτούς με τον τρόπον αυ­τόν, διά να βλέ­πουν μεν με τα σωματικά των μά­τια, αλλά να μην ημπορούν να ίδουν βαθύ­τε­ρα με τους πνευμα­τικούς οφθαλμούς τα μυ­στικά της ου­ρα­νίου βασι­λείας, που σκε­πάζονται κάτω από το κά­λυμα των παρα­βο­λών. Και όταν ακούουν την δι­δα­σκαλίαν μου, να ακούουν μεν μετα σωματι­κά των αυ­τιά, αλλά να μη ημπο­ρούν να κατα­λά­βουν την πολί­τι­μον αξίαν της. Διά να μη συμβή και επι­στρέψουν διά της μετανοίας εις τον Θεόν και συγ­χωρηθούν τα αμαρ­τήματά των.

33. Και με πολλές τέτοιες παραβο­λές εδίδασκε εις αυ­τούς τον λόγον του Θεού, σύμ­φωνα με την ικα­νότητα που εί­χαν οι ακροαταί να ακούουν και να διατηρούν εις την μνήμην των τα δι­δασκόμενα, ώστε και εάν τότε δεν ηδύ­ναντο να κα­τα­νοήσουν μερι­κά, να τα ενθυ­μών­ται διά των πα­ραβολών και οι επιδεκτικοί να κα­τανοήσουν ταύτα βρα­δύ­τε­ρον.

34. Χωρίς παραβο­λήν δε δεν εδίδα­σκεν αυτούς. Ιδιαι­τέρως όμως εις τους μαθητάς του εξήγει και διεσα­φήνιζεν όλα, όσα τον ηρώτων.

 

10. Και όταν έμεινε μόνος του τον ρώ­τησαν το περιβάλ­λον του μαζί και οι δώδεκα για την πα­ραβολή

 

 

11. Και τους έλεγε. σε σας δόθηκε να γνωρίζεται τα μυ­στικά της βασι­λεί­ας του Θεού. Σε εκεί­νους τους απέ­ξω τα πάν­τα με πα­ραβο­λές δίνονται.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

12. ώστε βλέπον­τας να βλέπουν και να μην δουν και ακού­γοντας να ακούνε και να μην καταλαβαίνουν, μήπως κάποτε με­τανοήσουν και συγ­χωρεθούν τα αμαρ­τήματά τους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

33. Και τέτοιες πα­ραβολές πολλές τους έλεγε, όσο μπορούσαν να ακούμε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

34. και χωρίς πα­ραβολή δεν τους μιλούσε. Όμως στους μαθητές του ιδιαιτέρως αποκά­λυπτε τα πάντα.

 

 

 

Ακόμη λιγότερα αλλά σαφέστερα είναι τα λόγια στο Κατά Λουκάν Η΄: 9-10, το νόημα όμως είναι ίδιο, αλλά και η προσπάθεια των μεταφραστών η ίδια· να κάνουν δηλαδή το άσπρο μαύρο.

 

Κατά Λουκάν

(8) Η΄: 9-10

Μετάφραση Κολιτσάρα

Μετάφραση Τρεμπέλα

Κατά Λέξη Μετάφραση

9. Επηρώτων δε αυτόν οι μαθητές αυτού λέγοντες. Τις είη η παρα­βο­λή αύτη;

 

10.ο δε είπεν. υμίν δέδοται γνώναι τα μυστήρια της βα­σιλείας του Θεού, τοις δε λοιποίς εν παραβολές, ίνα βλέ­ποντες μη βλέ­πωσι και ακού­ον­τες μη συνιώσιν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

9. Τον ερωτού­σαν δε οι μαθηταί του λέγοντας, «ποιο εί­ναι το νόημα αυ­τής της παραβο­λής ;»

 

10. Αυτός δε είπεν. «εις σας, που έχετε αγαθήν διαθεσιν, εδόθη από τον Θεόν το προνόμιον και η χάρις να γνωρίζετε τας μυστηριώδεις αληθείας της βασι­λείας του Θεού. Τους άλλους δε (επει­δή δεν έχουν αγαθήν διαθεσιν και ενδιαφέρον να ακούσουν και να δεχθούν την αλή­θειαν και διά να τους προφυλάξω από την μεγάλην ευθύνην, που θα είχαν ενώπιον του Θεού, αν εκαταλά­βαιναν και περι­φρονούσαν τας θείας αληθείας) τους διδάσκω με παραβολάς ώστε, ενώ βλέπουν να μη ημπορούν να εισ­χω­ρήσουν εις το βα­θύ­τερον νόημα, και ενώ ακούουν να μη ημπορούν να εννο­ή­σουν την αλήθειαν

9. Τον ερωτού­σαν δε οι μαθηταί του και έλεγαν. Ποία εί­ναι η έν­νοια και η ση­μασία αυτής της παραβολής.

10. Αυτός δε εί­πεν. Εις σας, που έχετε ενδια­φέρον και κα­λήν διαθεσιν, εδό­θη από τον Θε­όν ως χάρις να μά­θετε τας μυστη­ρι­ώδεις αληθείας της βασι­λείας του Θε­ού, εις τους άλλους όμως ομι­λώ με πα­ραβο­λάς. Αυτοί δεν έχουν ενδιαφέ­ρον διά να γνω­ρίσουν και να δεχ­θούν τας πνευμα­τικάς αλη­θείας. Και ο νούς των είναι παχυλός και ανίκανος διά πνευ­ματικήν δι­δα­σκα­λίαν δι΄ αυτό δι­δάσκω με τον τρό­πον αυτόν, διά να μην ημπορούν να ίδουν βαθύ­τε­ρον και καθαρώ­τε­ρον, ενώ βλέ­πουν με τους οφ­θαλμούς του σώ­ματος, διά να μην ημπορούν να κατα­λάβουν, ενώ ακού­ουν την δι­δασκα­λίαν, που τους εξ­ηγεί τα μυ­στήρια. Και πράτ­τω τούτο όχι μό­νον κατά λόγον δικαιο­σύ­νης, αλλά και εξ αγαθότη­τος, ίνα μη ούτοι διά της πε­ριφρο­νήσεως της αλη­θείας επι­βαρύνουν την θέ­σιν των και σκλη­ρυν­θούν πε­ρισσό­τερον.

9. Και τον ρω­τού­σαν οι μαθητές του λέγοντας. Τί ση­μαίνει η παραβολή αυτή;

 

10. Και αυτός τους είπε. σε σας δόθη­κε να γνωρίσετε τα μυστικά της βασι­λείας του Θεού, στους υπόλοιπους όμως με παραβο­λές, ώστε βλέπον­τας να μην βλέ­πουν και ακού­γον­τας να μην καταλα­βαί­νουν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

            Στο Κατά Ιωάννην ΙΣΤ΄: 25 ο Ιησούς διαψεύδει τους μεταφραστές, αλλά αυτοί πέρα βρέχει... Αλλού τελείως διαφορετικά και ασυνάρτητα τα λενε. Για να βλέπετε και να μην βλέπετε. Για να ακούτε και να μην ακούτε, κλπ.

 

Κατά Ιωάννην

(16) ΙΣΤ΄: 25

Μετάφραση Κολιτσάρα

Μετάφραση Τρεμπέλα

Κατά Λέξη Μετάφραση

25. Ταύτα εν πα­ροιμίαις λελάληκα υμίν. αλλ’ έρχεται ώρα ότε ουκέτι εν παροιμίαις λαλή­σω υμίν, αλλά παρ­­ρησία περί του πατρός αναγγελώ υμίν.

 

 

 

 

 

 

25. Αυτά σας τα είπα με παραβολάς και αλληγορίας, κά­πως συνεσκιασ­μένα και ασαφή, επειδή όσον καθα­ρά και αν σας τα είπω, δεν είσθε ακόμη εις θέσιν να τα εννοήσετε. Έρ­χεται όμως ώρα, οπότε δεν θα σας ομιλήσω πλέον με παραβολάς και αλ­ληγορίες, αλλά θα σας αναγγείλω κα­θαρά και ξάστερα τα περί του Πατρός και τα οποία με τον φωτισμόν του Αγίου Πνεύματος θα τα εννοήσετε εντελώς.

25. Ταύτα εικονι­κώς και συνεσκι­α­σμένως και με κά­ποιαν ασάφειαν σας ελάλησα, επει­δή ο νούς σας δεν είναι ακόμη φω­τι­σμένος, και δι’ αυ­τό, όπως και αν σας τα είπω, δεν θα καταλά­βετε. Έρ­χεται όμως και­ρός, κα­τά τον οποί­ον δεν θα σας ομι­λήσω πλέον με ασ­ά­­φειαν και συν­ε­σ­κι­ασμένως, αλ­λά διαμέσου του φω­τισμού του Αγίου Πνεύμα­τος θα σας πλη­ρο­φο­ρή­σω σα­φώς και κα­θαρά πε­ρί του Θε­ού, τον οποίον θα γνω­ρίσετε ως Πα­τέρα όχι μό­νον ιδι­κόν μου, αλλά και δικόν σας.

25. Αυτά με πα­ραβολές σας τα έχω πει μέχρι τώ­ρα. Αλλά έρχεται η ώρα οπότε δεν θα μι­λήσω πια με πα­ραβολές, αλλά ανοιχτά θα σας αναγγείλω για τον πατέρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στο Κατά Ιωάννην Ι΄: 23-24 μας αποκαλύπτετε και ο συνωμοτικός τρόπος δράσης αρχικά, αλλά και οι συνέπειες της ανοιχτής δράσης όταν ήρθε η ώρα γι αυτό κατά το σχέδιο του Ιησού.

 

Κατά Ιωάννην

(10) Ι΄: 23-24

Μετάφραση Κολιτσάρα

Μετάφραση Τρεμπέλα

Κατά Λέξη Μετάφραση

23. και περιεπάτει ο Ιησούς εν τω ιε­ρώ εν τη στοά του Σολομώντος.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

24. εκύκλωσαν ουν αυτόν οι Ιου­δαίοι και έλεγον αυ­τώ. Εως πότε την ψυχήν ημών αίρεις; Ει συ ει ο Χριστός, ειπέ ημίν παρρησία.

 

 

23. Και περιπα­τού­σε ο Ιησούς μέσα εις την αυλήν του ναού, κάτω από το υπόστεγον του Σο­λομώντος.

 

 

 

 

 

 

 

24. Τον περιεκύ­κλωσαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι και έλεγον εις αυτόν. «έως πό­τε θα κρατάς την ψυ­χήν μας μετέω­ρον; Εως πότε θα μας κρατής εις απορίαν και αγω­νίαν; Εάν σύ είσαι πράγματι ο Χρι­σ­τός που πε­ρι­μέ­νου­με πες μας το κα­θαρά και φανε­ρά».

23. Και εβάδιζεν ο Ιησούς μέσα εις τον ιερόν περί­βο­λον του ναού εις το παλαιόν υπό­στε­γον, το οποί­ον εθε­ω­ρεί­το, ότι είχε κτι­σθή υπό του Σο­λομώντος μαζή με τον πρώτον να­όν, που κατε­στρά­φη από τους Βα­βυλω­νίους

24. Εις το πολυ­σύχναστον λοι­πόν αυτό μέρος τον πε­ριεκύκλω­σαν οι Ιουδαίοι και του εί­παν. Έως πότε θα κρα­τείς εις αγω­νία και απορία μεγά­λην τας ψυ­χάς μας; Εάν συ είσαι ο Χριστός, πες μας το καθα­ρά.

23. και περπατούσε ο Ιησούς στο ιερό στην στοά του Σο­λομώντα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

24. τον περικύ­κλω­σαν λοιπόν οι Ιου­δαίοι και του έλε­γαν. Ως πότε θα μας κρατάς σε αγωνία. Αν είσαι εσύ ο Χριστός πες μας το καθαρά.

 

 

 

 

 

Και όταν ήρθε η ώρα της αποκάλυψης των πραγματικών στόχων, το Κατά Ιω­άννην Ευαγγέλιον ΙΑ΄: 54 μας λέει:

 

Κατά Ιωάννην

(11) ΙΑ΄: 54

Μετάφραση Κολιτσάρα

Μετάφραση Τρεμπέλα

Κατά Λέξη Μετάφραση

54. Ιησούς ουν ου­κέτι παρρησία περιεπάτει εν τοις Ιουδαίοις, αλλά απ­ήλθεν εκείθεν εις την χώραν εγ­γύς της ερήμου, εις Εφραίμ λεγο­μένην πόλιν, κα­κεί διέτριβε μετά των μαθητών αυ­τού.

54. Διά τούτο και ο Ιησούς δεν επερι­πα­τούσε πλέον φα­νε­ρά μεταξύ των Ιου­δαίων, αλλά ανε­χώ­ρησεν από εκεί και ήλθε εις μιαν περιο­χήν πλη­σίον της ερήμου και συγκεκρι­μένα εις μίαν πόλιν, που ελέγετο Εφραίμ. Και εκεί έμενε με τους μαθητάς του.

54. Εξ αιτίας λοι­πόν των φονι­κών τούτων δια­θέσεων και σχε­δίων των εχθ­ρών του ο Ιη­σούς δεν περιε­πά­τει πλέον φα­νερά και ελεύ­θερα με­ταξύ των Ιουδαίων, που τον εμίσουν, αλλ’ ανεχώρησεν απ’ εκεί και ήλθεν εις την χώραν, η οποία κείται πλη­σί­ον της ερήμου, εις μίαν πόλιν, που ελέγε­το Εφραίμ, και εκεί έμενε μαζί με τους μαθητάς του.

54. Ο Ιησούς λοι­πόν δεν περπα­τού­σε φανερά μεταξύ των Ιουδαίων, αλ­λά αναχώρησε από εκεί και ήλθε σε μια περιοχή κοντά στην έρημο, που την πόλη αυτή την έλεγαν Εφραίμ, και εκεί έμενε με τους μαθητές του.

 

 

¯

 

 

Όμως τι λένε οι Θεολόγοι για τα ίδια ζητήματα;

 

Πρώτα από το βιβλίο της Α΄ Λυκείου σελ. 278 σχολικού έτους 2000/2001 διαπιστώ­νο­με την ικανότητά τους να παρατηρούν κριτικά πάνω σε ένα ζήτημα κάποιας ει­κό­νας. Αν­τιγράφουμε: «Αρκετές φορές, ακόμη και σε ναούς, βλέπουμε μιαν άλλη από­δοση της εικόνας της Ανάστασης. Σ’ αυτήν εικονίζονται ένας άγγελος, που κυλάει το λίθο, και οι φρουροί, πεσμένοι στο έδαφος, γεμάτοι από φόβο να ατενίζουν με θαυ­μα­σμό το Χριστό, που βγαίνει από τον τάφο κρατώντας ένα λευκό λάβαρο με το Σταυ­ρό. Αυτός ο τύπος της εικόνας προέρχεται από τη δυτική χριστιανοσύνη. Ένα πρό­β­λη­μα που προκύπτει από την εικόνα αυτή είναι ότι εδώ εικονίζεται ο Χριστός τη στιγμή που ανασταίνεται, καθώς και άνθρωποι που τον βλέπουν. Όπως όμως μας βεβαι­ώ­νουν οι Ευαγγελιστές, κανένα ανθρώπινο μάτι δεν είδε πότε και πώς ανασ­τή­θη­κε ο Κύριος. …». Βλέπουμε δηλαδή ότι διαθέτουν κριτική ικανότητα, αλλά την χρη­σιμοποιούν μονόπλευρα.

Στο γιατί ο Ιησούς μιλά με παραβολές, οι θεολόγοι κ.ά. δεν διαπιστώνουν κα­νένα πρόβλημα, όταν μάλιστα οι παραβολές διαβεβαιώνουν για τα αντίθετα ακριβώς από αυτά που ο ίδιος ο Ιησούς διά των ευαγγελιστών δηλώνει! Αντιγράφουμε πάλι από το ίδιο βιβλίο στην σελίδα 107:

 

«14. Ο Ιησούς Χριστός ως διδάσκαλος.

 

 Στο μεγαλύτερο διάστημα της τρίχρονης δράσης του ο Ιησούς επικοινωνούσε με τους ανθρώπους, συζητούσε μαζί τους και δίδασκε. Ήταν προπάντων διδάσκαλος. «Διδάσκαλε», «ραββί», ήταν η πιο συνηθισμένη προσφώνηση* από τους μαθητές του και απ’ όλους τους άλλους.

            Πως όμως δίδασκε; Τι εντύπωση προκαλούσε στα πλήθη; Γιατί μιλούσε συχνά με παραβολές; Γιατί αυτές άρεσαν και τότε, όπως αρέσουν και σήμερα; ………….

 

Οι παραβολές στη διδασκαλία του Ιησού.

 

·       Παραβολές είναι μικρές, φτιαχτές ιστορίες με θέματα παρμένα από την καθη­μερινή ζωή και τη φύση, που κρύβουν όμως ένα βαθύτερο νόημα σχετικό με τη Βασιλεία του Θεού. Π. χ. τι είναι, πόσο αξίζει, πως πρέπει να ζει κανείς σύμφωνα μ’ αυτήν και άλλες αλήθειες (βλ. και τις παραβολές στο παρακάτω πλαίσιο).

·       Τι κάνει μια παραβολή;

 ……..

·       Γιατί ο Ιησούς μιλούσε με παραβολές; Διότι:

α) Ήταν και είναι ακόμη συνηθισμένος τρόπος που μιλούν και διδάσκουν οι ανατολίτες. Έτσι π. χ. μιλούσαν και οι Εβραίοι ραβίνοι.

β) Είναι παραστατικός τρόπος διδασκαλίας, που τον καταλάβαιναν όλοι και δύσκολα ξεχνιέται. Όλοι ξέρουμε ότι οι εικόνες κι οι ιστορίες χαράζονται βαθιά στη μνήμη μας και γίνονται ευκολότερα κατανοητές απ’ όσο οι αφη­ρη­μένες έννοιες.

γ) Προκαλούν πάντα ενδιαφέρον στους ακροατές κάθε ηλικίας και τους πα­ρακινούν να σκεφτούν και να καταλάβουν, όσο μπορούν κάθε φορά, το νό­η­μά τους. Γι’ αυτό, όσες φορές κι αν ακούμε ή διαβάζουμε τις ίδιες παρα­βο­λές, πλησιάζουμε και κατανοούμε περισσότερο τις αλήθειες για τη Βασι­λεία του Θεού.

 

 

            Στο Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον αποκαλύπτεται η συνωμοτικότητα του Ιησού καθώς και οι στόχοι του, δηλ. σύγκρουση με την Εβραϊκή εξουσία (και Ρωμαϊκή, αλ­λά η αναφορά σε αυτήν εξαλείφθηκε από τους αντιγραφείς αργότερα) και η κατάλη­ψη της εξουσίας στην Ιερουσαλήμ, τα περί τρίτης μέρας κλπ. είναι προσθήκες κατο­πινές, αλλιώς τι νό­ημα έχει να μην παραδέχεται δημόσια αυτό που όμως ήθελε και επιδίωκε να πιστεύει γι’ αυτόν ο λαός. Της παραμονές της εξέγερσης θα το δια­λα­λού­σε δημόσια. Έχομε: Κατά Ματθαίον (16) ΙΣΤ΄. 13-28

 

Κατά Ματθαίον

(16) ΙΣΤ΄. 13-28

Μετάφραση Κολιτσάρα

Μετάφραση Τρεμπέλα

Κατά Λέξη Μετάφραση

13. Ελθών δε ο Ιησούς εις τα μέρη Καισαρείας της Φι­λίππου ηρώτα τους μαθητάς αυ­τού λέγων. Τίνα με λέγουσιν οι άν­θρωποι είναι τον υιόν του ανθρώ­που;

 

 

14. οι δε είπον. Οι μεν Ιωάννην τον βαπτιστήν, άλλοι δε Ηλίαν, έτεροι δε Ιερεμίαν ή ένα των προφητών.

 

 

 

 

 

15. λέγει αυτοίς. Υμείς δε τίνα με λέγετε είναι;

 

16. αποκριθείς δε Σίμων Πέτρος εί­πε. Συ ει ο Χρι­στός ο υιός του Θεού του ζώντος.

 

 

 

 

 

17. και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυ­τώ. Μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά, ότι σάρξ και αίμα ουκ απεκάλυψεν σοι, αλλ΄ ο πατήρ μου ο εν τοις ου­ρανοίς.

 

 

 

 

18. καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει Πέ­τρος, και επί ταύ­τη τη πέτρα οικο­δο­μήσω μου την εκ­κλησίαν, και πύ­λαι άδου ουκ κα­τισ­χύ­σουσιν αυ­τής.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

19. και δώσω σοι τας κλείς της βα­σιλείας των ουρα­νών, και ο εάν δή­σης επι της γης, εσται δεδεμένον εν τοις ουρανοίς, και ο εάν λύσεις επι της γης, έσται λελυμένον εν τοις ουρανοίς.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

20. τότε διεστεί­λατο τοις μαθη­ταίς αυτού ίνα μη­δενί είπωσι ότι αυτός εστιν Ιη­σούς ο Χριστός.

 

 

 

 

 

 

 

21. Από τότε ήρ­ξατο ο Ιησούς δει­κνύειν τοις μα­θη­ταίς αυτού ότι δει αυτόν απελθείν εις Ιεροσόλυμα και πολλά παθείν από των πρεσβυτέρων και αρχιερέων και γραμματέων και απο­κταν­θήναι, και τη τρίτη ημέρα εγερθήναι.

 

 

22. και προσλαβό­μενος αυτόν ο Πέ­τρος, ήρξατο επι­τιμάν αυτώ λέγων. Ίλεως σοι Κύριε. Ου μη έσται σοι τούτο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

23. ο δε στραφείς είπε τω Πέτρω. Ύπαγε οπίω μου, σατανά. Σκάνδα­λον μου ει, ότι ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων.

 

 

 

 

 

 

 

 

24. Τότε Ο Ιησούς είπε τοις μαθηταίς αυτού. Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω

εαυ­­τόν και αράτω τον σταυρόν αυ­τού και ακολου­θείτω μοι.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

25. ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν. Ος δαν απολέσει την ψυ­χήν αυτού ενεκεν εμού, ευρήσει αυ­τήν.[1]

 

 

 

 

 

 

 

26. τι γαρ ωφελεί­ται άνθρω­πος εάν τον κόσμον όλον κερ­δήσει, την δε ψυχήν αυτού ζημι­ωθεί; Ή τι δώσει άνθρωπος αντάλ­λαγμα της ψυ­χής[2] αυτού;

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

27. μέλλει γαρ ο υιός του ανθρώ­που έρχεσθαι εν τη δόξει του πα­τ­ρός[3] αυτού, και τότε απόδώσει εκά­στω κατά την πράξιν αυτού.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

28. αμήν λέγω υμίν, εισί τινές των ώδε εστη­κό­των, οίτινες ου μη γεύσωνται θανά­του έως αν ίδωσι τον υιόν του ανθ­ρώπου ερχόμενον εν τη βασιλεία αυ­τού.

13. Όταν δε ήλθεν ο Ιησούς εις τα μέ­ρη της Καισα­ρεί­ας, την οποίαν είχε επ­εκ­τείνει και εξ­ω­ραΐση ο Ηρώ­δης ο Φίλιπ­πος, ερώτη­σε τους μα­θητάς του λέγων: «Τί λέ­νε οι άν­θρω­ποι, ότι εί­μαι εγώ, ο υιός του αν­θρώπου;»

14. Εκείνοι δε εί­πον.» άλλοι μεν λένε ότι είσαι ο Ιωάννης ο Βαπτι­στής, άλλοι δε ο Ηλίας, και άλλοι ότι είσαι ο Ιερεμίας ή ένας από τους προ­φήτας».

 

 

15. Λέγει εις αυ­τούς. «σεις όμως οι μαθη­ταί μου ποιός λέτε ότι εί­μαι;»

16. Απεκρίθει δε ο Σύμων ο Πέτρος και είπεν. «Συ είσαι ο Χριστός, ο υιός του Θεού του αιωνίου, που έχει ζωήν και δίδει ζωήν».

 

 

17. Και ο Ιησούς απήντησε και του εί­πε. «μακάριος εί­σαι, Σίμων υιέ του Ιωνά, διότι την ομο­λο­γί­αν, που έκα­μες, δεν σου την εφανέρω­σε αί­μα και σάρξ, δη­λα­­δή κάποιος άν­θρωπος, αλλά ο Πα­τήρ μου ο επου­ρά­νιος.

18. Και εγώ δε σου λέγω τούτο. Ότι συ είσαι Πέτρος και επάνω εις αυτήν την πέτραν της ομο­λο­γίας σου θα οικο­δομήσω ασάλευτον την Εκκλησίαν μου, και πύλαι Άδου (δη­λαδή όλαι αι κακαί δυνάμεις του πονη­ρού διαβόλου και των διεστραμένων ανθρώπων), δεν θα υπερισχύσουν και δεν θα κατορθώ­σουν τίποτα εναντί­ον της.

 

 

 

19. Και θα σου δώσω τα κλειδια της βασιλείας των ουρα­νών, θα σου δώσω δηλαδή την εξουσί­αν, ώστε όποιο αμάρτημα δεν θα συγ­­χωρή­σεις συ εις την γην, θα είναι ασυγχώ­ρητον και εις τους ουρανούς. Και αμάρτημα το οποίον συ θα συγχωρήσης επάνω εις την γην, θα είναι συγχωρημέ­νον εις τους ουρα­νούς».

 

20. Τότε δε έδωσε αυστηράν εντολήν εις τους μαθητάς του, να μη είπουν εις κα­νένα ότι αυτός εί­ναι ο Ιησούς ο Χρι­στός.

 

 

 

 

 

 

21. Από τότε ήρχι­σεν ο Ιησούς να φα­νερώνη εις τους μα­θητάς του, ότι πρέπει αυτός να μεταβή εις τα Ιερο­σόλυμα και να πά­θη πολλά από τους πρεσβυτέ­ρους, τους αρχιε­ρείς και γραμ­μα­τείς και να θα­να­τωθεί, και την τρί­­την ημέραν από τον θά­νατόν του να ανα­στηθεί.

22. Και ο Πέτρος κατατρομαγμένος από τας αποκα­λύ­ψεις αυτάς του Δι­δασκάλου, τον επή­ρε ιδιαιτέρως και ήρχισε με ζω­η­ρό­τητα να συνιστά και να του λέη «ο Θεός να σε φυλά­ξη, Κύ­ριε, από όσα φοβε­ρά μας είπες ότι θα σου συμ­βούν. Δεν πρέπει να σου συμ­βούν αυτά».

23. Ο Ιησούς εστρά­φη αποτόμως προς τον Πέτρον και του είπε. «φύγε από εμ­πρός μου, σατανά. Μου είσαι εμπόδιον εις το απολυτρω­τι­κόν μου έργον. Δι­ό­τι δεν φρονείς και δεν δέχεσαι ότι είναι ευάρεστον εις τον θεόν, αλλά ότι αρέ­σει εις τους ανθρώ­πους

 

24. Τότε ο Ιησούς είπε εις τους μαθη­τάς του. «εάν κανείς θέλει πράγματι να είναι οπαδός μου, ας απαρνηθεί τον αμαρ­­τωλόν εαυτόν του, ας προετοι­μασ­θή να υποστεί πολ­λάς θλίψεις και αυ­τόν ακόμη τον σταυ­ρικόν θάνατον, και ας με ακολουθήση.

 

 

 

 

 

 

 

 

25. Διότι εκείνος που θέλει να σώσει την ζωήν του αρ­νού­με­νος εμέ, θα την χάση. Όποιος δε θυ­σιάσει την ζωή του ένεκα της πί­στε­ως του εις εμέ, αυ­τός θα κληρο­νο­μή­ση την μακαρίαν και ατε­λεύτητον ζωήν.

 

 

 

26. Διότι τι έχει να ωφεληθεί ο άνθρω­πος, εάν κερδήσει όλον τον κόσμον, χάση δε την αθάνα­τον ψυχήν του; Ή τι θα δώσει ο άνθρω­πος αντάλλαγμα διά να εξαγοράση την ψυχήν του.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

27. (Καθένας σύμ­φωνα με τα έργα του θα τα­κτο­ποι­ή­ση την θέσιν του εις την αιωνιό­τη­τα). Διότι ο υιός του αν­θρώ­που θα έλθη με όλην την δόξαν του Πατρός του, που θα είναι και δική του δόξα, μα­ζί με τους αγ­γέλους του και τό­τε θα αποδώση εις τον καθένα κατά τα έργα του, σαν υπέρ­τατος και δι­καιό­τατος κριτής, που είναι.

28. Σας διαβεβαι­ώνω ότι υπάρχουν μερι­κοί από αυτούς που στέκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα γευ­τούν τον θάνα­τον, έως ότου ίδουν τον υιόν του ανθ­ρώ­που να έρχεται εις την βασιλείαν του, δη­λαδή να ιδρύση με την κάθοδον του Αγί­ου πνεύματος την Εκκλησίαν του.

13. Αφού δε ήλθε ο Ιησούς εις τα μέρη της Καισά­ρειας, την οποίαν είχε κτίσει ο Φί­λιππος, ηρώτα τους μαθη­τάς του λέγων. Ποίος νο­μίζουν οι άνθρω­ποι, ότι είμαι εγώ, ο υιός του αν­θρώ­που.

 

14. Αυτοί δε εί­παν. Άλλοι μεν λέγουν, ότι είσαι Ιωάννης ο βα­πτιστής, άλλοι δε ότι είσαι ο Ηλί­ας, άλλοι δε Ο Ιε­ρε­μίας ή ένας από τους παλαιούς προφήτας, που ανεστήθει εκ νε­κρών.

15. Λέγει εις αυ­τούς. Σεις δε ποίος λέγετε, ότι είμαι;

 

16. Απεκρίθει δε ο Σίμων Πέτρος και είπε. Συ είσαι ο Χριστός, ο φυ­σι­κός και μονο­γενής Υιός του Θεού, που δεν εί­ναι νε­κρός σαν τα εί­δω­λα, αλλά ζή παν­το­τεινά.

17. Και απεκρίθει τότε ο Ιησούς και του είπε. Μακά­ριος είσαι, Σίμων, υιέ του Ιωνά, διό­τι δεν σου εφανέ­ρωσε** την αλή­θειαν της ορθής πίστεως κα­νείς άνθρωπος, αλλ’ ο Πατήρ μου, που είναι εις τους ουρανούς.

 

18. Και εγώ δε σου λέω ότι συ είσαι Πέτρος και επάνω εις τον βράχον της αλη­θινής πίστεως που ωμολό­γη­σες, γενόμενος με την ομολο­γί­αν σου αυ­­τήν ο πρώτος λί­θος της πνευ­μα­τι­κής μου οικοδο­μής, θα οικοδο­μή­σω την Εκκλη­σίαν μου, ο θάνα­τος δε και αι ωρ­γα­νω­μέ­ναι δυ­νάμεις του κα­κού δεν θα υπε­ρ­ισχύσουν και δεν θα κατα­νική­σουν την Εκ­κλη­σίαν, η οποία θα είναι αι­ώνιος και αθά­να­τος.

19. Και θα σου δώ­σω την εξου­σί­αν του να εισ­άγεις εις την βα­σιλείαν των ου­ρανών πάν­τα άξι­ον, και οποι­οδή­ποτε αμάρ­τη­μα δέ­σης και το διακη­ρύξεις ως ασυγ­χώρητο επί της γης, θα είναι δεμέ­νον και ασυγ­χώ­ρητον και εις τους ου­ρανούς. Και οποιονδήποτε αμ­άρ­τημα λύσης διά συγχωρή­σε­ως επί της γης, θα εί­ναι συγχω­ρη­μέ­νον και εις τους ου­ρα­νούς.

20. Τότε παρήγ­γει­λε με αυστη­ρό­τητα εις τους μα­θη­τάς του να μην εί­πουν εις κανένα, ότι αυ­τός είναι ο Ιησούς ο Χριστός, επειδή ακόμη δεν είχαν ωριμάσει οι άν­θρωποι, ώστε να διακυρηχθεί εις αυτούς η αλή­θεια αυτή.

21. Από τότε ήρ­χι­σεν ο Ιησούς να δι­δάσκει σα­φώς και καθαρά τους μα­θη­τές του, ότι πρέπει αυτός να απέλθει εις τα Ιε­ροσόλυ­μα και να πάθη πολλά από τους πρεσβυ­τέρους και αρχιε­ρείς και ματείς και να θα­να­τω­θή κα­τά την τρί­την ημέραν να ανα­στηθεί.

 

22. Και αφού τον πήρε ιδιαιτέρως ο Πέτρος ήρχισε ζω­ηρά να τον προ­τρέ­πει και έλεγεν. Ο Θεός να σε φυ­λάξη από αυτό, Κύριε. Δεν πρέπει εις σε τον Μεσ­σί­αν να γί­νει αυτό που είπες.

 

 

 

 

 

 

23. Ο Κύριος όμως έστρεψε και είπε προς τον Πέτρον. Πήγαινε οπίσω μου και φύγε από εμ­πρός μου σατα­νά. Μου είσαι εμ­πό­διον εις τον δρό­μον του κα­θήκον­τος μου και πει­ρασμός. Διότι δεν φρονείς εκείνα που αρέ­σουν εις τον Θε­όν, αλλ’ εκείνα που αρέ­σουν εις τους αν­θρώπους.

24. Τότε ο Ιησούς είπεν εις τους μα­θητάς του. Εάν κα­νένας θέλη να με ακολουθήσει ως οπαδός μου, ας διακόψει κάθε σχέ­­σιν προς τον διε­φ­θαρ­μέ­νον υπό της αμαρτίας εαυ­τόν του και ας λάβη την σταθε­ράν από­φασιν και θά­νατον σταυ­ρι­κόν και βί­αιον να υπο­στεί και ας με ακο­λου­θήσει, μι­μού­μενος καθ’ όλα το παρά­δειγ­μά μου. Μη δι­στά­σει δε να προ­βή εις τας από­φά­σεις και θυ­σίας αυτάς.

25. Διότι εκείνος που θέλει να σώ­σει την ζωήν του, αυ­τός θα χάσει την πνευματικήν και μακαρίαν ζωήν. Και εκείνος που θα χάσει την ζωήν του διά την ομο­λογίαν και υπα­κο­ήν του προς εμέ, θα την εύρη εις τον μέλ­λοντα βίον, όπου θα κερδήση την αιώνιον ζωήν.

26. Η αιώνιος δ’ άυτη ζωή είναι το παν. Διότι ποίαν ωφέλειαν έχει ο άν­θρωπος, εάν κερ­δήσει τον κόσ­μον ολόκλη­ρον, χάση δε την ψυχήν του, η οποία ως πνευ­ματική και αιω­νία δεν συγ­κρί­νεται με κανέν από τα υλικά του φθαρ­τού κό­σμου αγα­θά; Ή εάν ένας άν­θρω­πος χάση την ψυχήν του, τι θα δώσει ως αν­τάλ­λαγμα, με το οποί­ον θα εξαγο­ράση αυτήν από την αι­ωνίαν απώ­λειαν;

27. Πράγματι δε ο κάθε άνθρω­πος πρόκειται ή να χά­ση ή να κερ­δήση την ψυχήν αυτού. Διότι μέλ­λει ο υιός του αν­θρώ­που να έλθη πε­ριβεβλη­μέ­νος την δόξαν του πα­τρός του με τους αγγέλους του, και τότε θα απο­δώσει εις έκα­στον σύμ­φωνα με τα έργα του.

 

 

 

 

28. Αληθώς σας λέω, ότι υπάρ­χουν με­ρικοί απ’ εκεί­νους που στέκον­ται εδώ, οι οποίοι δεν θα δο­κιμάσουν θά­να­τον προτού να ίδουν μετά την κά­θοδον του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος να κα­τα­λύ­ε­ται με την κα­ταστροφήν των Ιεροσολύμων και του ναού των με τον διασκορ­πι­σμόν του Ισραήλ η Πα­λαιά θεία τά­ξις και δια­θή­κη, διά να θεμελι­ω­θή με δύναμιν ακα­τα­γώνιστον και υπερφυ­σι­κήν η Νέα θεία τάξις εν τω κό­σμω, την οποί­αν θα εκπρο­σω­πεί η Εκκλη­σία ως άλλη βασι­λεία του Θεού επί της γης.

13. Και όταν ήλθε στα μέρη της Και­σα­ρείας της πόλης του Φιλίππου ρω­τούσε τους μαθη­τές του λέγοντας. Ποιός λένε οι άν­θρωποι ότι είναι ο υιός του ανθρώπου.

 

 

 

14. Και εκείνοι είπαν. Άλλοι λένε Ο Ιωάννης ο βαπ­τι­στής, άλλοι όμως ο Ηλίας, και άλλοι ο Ιερεμίας ή ένας από τους προφή­τες.

 

 

 

 

15. Λέει σ’ αυ­τούς. Εσείς όμως ποιος λέτε ότι εί­μαι;

 

16. Κι αποκρίθηκε ο Σίμων ο Πέ­τρος και είπε. Συ είσαι ο Χριστός ο υιός του ζωντανού Θε­ού.

 

 

 

 

 

17. Και ο Ιησούς απαντώντας του εί­πε. Μακάριος είσαι Σίμωνα γιε του Ιω­νά, γιατί σάρκα και αίμα δεν στο απο­κάλυψε, αλλά ο πατέρας μου που είναι στους ουρα­νούς.

 

 

 

18. Και εγώ σου λέω αυτό: ότι συ είσαι ο Πέτρος και πάνω σ’ αυτή την πέτρα θα οικοδο­μήσω την εκκλη­σία, και οι πύλες του Άδη δεν θα την νικήσουν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

19. και θα σου δώ­σω τα κλειδιά της βασιλείας των ου­ρανών και όποιο δέσεις στη γη, θα είναι δεμένο στους ουρανούς και ότι λύσεις πάνω στη γη θα είναι λυμένο στους ουρανούς.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

20. τότε έδωσε αυ­στηρή εντολή στους μαθητές του να μην πουν σε κα­νένα ότι αυτός εί­ναι ο Ιησούς ο Χρι­στός

 

 

 

 

 

 

21. Από τότε άρχι­σε να δείχνει στους μαθητές του ότι πρέπει να πάει στα Ιεροσόλυμα και να πάθει πολ­λά από τους πρεσ­βύ­τερους και τους αρχιερείς και γραμματείς και να θανατωθεί και την τρίτη ημέρα να σηκωθεί.

 

 

 

22. και αφού τον πήρε παράμερα ο Πέτρος, άρχισε να τον αποτρέπει λέ­γοντας. Λυπήσου τον εαυτό σου Κύ­ριε. Δεν πρέπει να σου συμβεί αυτό.

 

 

 

 

 

 

 

 

23. Ο Κύριος όμως γύρισε προς τα πί­σω και είπε στον Πέτρο. Πή­γαινε πί­σω μου σατανά. Με βάζεις σε δί­λημμα, γιατί δεν πιστεύεις τα αρε­στά στον Θεό, αλ­λά τα αρεστά στους ανθρώπους.

 

 

 

 

 

24. Τότε ο Ιησούς είπε στους μα­θη­τές του. Όποιος θέλει να με ακο­λουθήσει ας απ­αρνηθεί τον εαυτό του και ας ση­κώ­σει τον σταυ­ρό του και να με ακο­λουθήσει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

25. Διότι εκείνος που θέλει να σώ­σει την ζωή του, θα την χάσει. Όποιος χάσει την ζωή του για μένα, θα την βρει.

 

 

 

 

 

 

 

 

26. Σε τι ωφελείτε ο άνθρωπος αν κερδίσει όλο τον κόσμο και χάσει την ψυχή του. Ή τι αντάλλαγμα θα δώ­­­σει για την ψυ­χή του.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

27. γιατί πρόκειται ο υιός του αν­θρώπου να έρθει στην δόξα του πα­τέρα του, και τότε θα ανταμείψει τον καθένα κατά τις πράξεις του.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

28. Αλήθεια σας λέω, είναι μερικοί από αυτούς που βρίσκονται εδώ που δεν θα πε­θάνουν μέχρι να δουν τον γιο του ανθρώπου να έρ­χε­ται στην βασι­λεία του.

 

[Υποσημειώσεις στα ανωτέρω:

[1] Κάτι τόσο σπουδαίο θα έπρεπε να το αναφέρει στις επιστολές του, αλλά δεν το γράφει πουθενά αντίθετα γράφει άλλα λιγότερα σημαντικά.

[2] Δηλαδή: καλύτερα μιας ώρας … ή τι την θέλουμε τέτοια ζωή. (Ψυχή = ελευ­θε­ρία.).

[3] δόξει του πατρός = Θρόνο του πατέρα μου.]

 

Ο Ιησούς πίστευε ότι θα πετύχει επειδή τα είχε σχεδιάσει όλα καλά. Υπάρχουν στα Ευαγγέλια αναφορές του για την ανάγκη καλού σχεδιασμού της προσπάθειάς του. Τα περί προφητείας της ανάστασής του (όπως και πάρα πολλά άλλα) είναι κατοπινές παρεμβολές. Αλλιώς δεν εξηγείται το «Θεέ μου, Θεέ μου γιατί με εγκατέλειψες.».

 

Να ένα ακόμη απόσπασμα που υποδηλώνει την επαναστατική δράση του Ιη­σού καθώς και τον συνωμοτικό τρόπο με τον οποίο αναφέρεται στην επικείμενη επα­νάσταση την οποία ονομάζει άλλοτε θερισμό και άλλοτε γάμο. Στο απόσπασμα αυτό δηλώνει πως θα αντιμετωπιστούν την στιγμή της εξέγερσης, κατά την οποία θα γίνει και έκτακτη «επιστράτευση», όσοι θα βρεθούν ότι είναι απροετοίμαστοι ή εχθρικά προσκεί­με­νοι (δεν θα έχουν «ένδυμα γάμου»), αλλά και οι οργανωμένοι οπαδοί του που θα αρ­νηθούν την κατάλληλοι στιγμή την συμμετοχή τους στην εξέγερση. Μετά την εξα­κρί­βωση θα εκτελούνται, μαζί με αυτούς που κλήθηκαν αλλά δεν πήγαν. Πώς σχετίζεται αυτό με την «θρησκεία της αγάπης», μόνο θεολόγοι το καταλαβαίνουν. Την σχετική παραβολή της διατυπώνει όταν πήγε στην Ιερουσαλήμ λίγες μέρες πριν την σχε­δια­ζό­μενη εξέγερση. Έχομε: Κατά Ματθαίον (22) ΚΒ΄: 2-14

 

Κατά Ματθαίον (22) ΚΒ΄: 2-14.

Μετάφραση Κολιτσάρα

Μετάφραση Τρεμπέλα

Κατά Λέξη Μετάφραση

2. Ωμοιώθη η βα­σιλεία των ου­ρα­νών ανθρώ­πω βα­σιλεί, όστις εποί­ησεν γάμους τώ υιώ αυτού.

 

 3. και απέστειλεν τους δούλους αυ­του καλέσαι τους κεκλημένους εις τους γάμους, και ουκ ήθελον ελ­θείν.

 

 

4. πάλιν απέστει­λεν άλλους δού­λους λέγων, Είπα­τε τοις κεκλη­μέ­νοις, Ιδού το αρι­στόν μου ητοί­μα­κα, οι ταυ­ροί μου και τα σι­τι­στά τε­θυμένα, και πάν­τα ετοιμα· δεύ­τε εις τους γά­μους.

 

 

 

5. οι δε αμελή­σαν­τες απ­ήλθον, ος μεν εις τον ίδι­ον αγρόν, ος δε επί την εμπορίαν αυ­τού.

 

 

6. οι δε λοιποί κρατήσαντες τους δούλους αυτού ύβρισαν και απέ­κτειναν.

7. ο δε βασιλεύς ωργίσθη, και πέμ­ψας τα στρατεύ­ματα αυτού απώ­λεσεν τους φονείς εκείνους και την πόλιν αυτών ενέ­πρησεν.

 

 

 

 

 

 

 

 

8. τότε λέγει τοις δούλοις αυτού, Ο μεν γάμος ετοιμός εστιν, οι δε κεκ­λημένοι ουκ ήσαν άξιοι.

 

 

9. πορεύεσθε ούν επι τας διεξόδους των οδών, και όσους εάν εύρητε καλέσατε εις τους γάμους.

 

 

10. και εξελθόν­τες οι δούλοι εκείνοι εις τας οδούς συν­ήγαγον πάν­τας ους εύρον, πονηρούς τε και αγαθούς. και επ­λήσθη ο γάμος ανακειμένων.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

11 εισελθών δε ο βασιλεύς θεά­σασ­θαι τους ανακει­μένους είδεν εκεί άνθρωπον ουκ εν­δεδυμένον ένδυ­μα γάμου.

 

 

 

 

 

12 και λέγει αυτώ, Εταίρε, πώς εισήλ­θες ώδε μη έχων ένδυμα γάμου; ο δε εφι­μώθη.

 

 

 

 

 

 

 

13 τότε ο βασι­λεύς ειπεν τοις δι­α­κό­νοις· δή­σαν­τες αυτού πό­δας και χείρας εκβά­λετε αυτόν εις το σκότος το εξώ­τε­ρον. εκεί έσ­ται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων.

 

14 πολλοί γάρ εισιν κλητοι ολί­γοι δε εκλεκτοί.

2. Η «βασιλεία των ουρανών» είναι ομοία με βασιλέα, ο οποίος έκαμε μεγα­λοπρεπείς γά­μους εις το παιδί του.

3. Και έστειλε τους δούλους του να κα­λέση τους προσ­κα­λεσμένους του εις τους γάμους, αλλά εκείνοι δεν ήθελαν να έλθουν.

 

4. Πάλιν έστειλε άλ­λους δούλους λέ­γων: είπατε εις τους προσκαλε­σμέ­νους. Ιδού το συμ­πόσιον το έχω έτοι­μο έτοι­μο, οι ταύ­ροι μου και τα κα­λοθρεμένα θρεφτά­ρια έχουν σφα­γή και όλα είναι έτοι­μα. Ελάτε εις τους γάμους.

5. Αλλ’ εκείνοι επ­ε­ριφρόνησαν την πρόσκλησιν, αδια­φόρησαν και επή­γαν άλλος εις το κτήμα του, άλλος δε εις το εμπόριόν του.

6. Οι υπόλοιποι δε, αφού έπιασαν τους δούλους, τους ύβρι­σαν και τους εφό­νευσαν.

7. Ακούσας δε ο βα­σιλεύς εκείνος ωρ­γί­σθη διά την αχα­­ρα­κτήριστον συμπε­ριφοράν των προσκαλεσ­μένων, έστειλε τα στρατεύ­ματά του, εξωλό­θ­ρευσε τους φονείς εκείνους και κατέ­καυσε την πόλιν των.

 

 

 

 

8. Και λέγει εις τους δούλους του: Ο μεν γάμος είναι έτοιμος, αλλά οι προσκαλεσ­μένοι δεν ήσαν άξιοι να παρακαθήσουν εις το συμπόσιον.

9. Πηγαίνετε λοιπόν εκεί όπου βγάζουν οι δρόμοι και ξεχύ­νονται οι άνθρω­ποι, και όσους αν βρήτε καλέσατέ τους εις τους γά­μους.

10. Εξήλθαν οι δού­λοι εκείνοι εις τους δρόμους και συνε­κέντρωσαν όλους όσους ευρή­καν κα­λούς και κακούς. Και εγέ­μισε η με­γάλη αίθουσα του γαμη­λίου συμπο­σίου από συνδαιτημό­νας.

 

 

 

 

 

 

 

11. Όταν δε εισήλ­θε ο βασιλεύς να ίδη τους καθισμέ­νους εις το συμπό­σιο, πα­ρετήρησεν εκεί ένα άνθρωπον, ο οποίος δεν εφο­ρού­σε κα­τάλλη­λον διά γάμον ένδυμα

 

 

 

12. και λέγει εις αυτόν: Φίλε πως εμ­πήκες εδώ, χωρίς να έχης κατάλλη­λον έν­δυμα γάμου; (έπρε­πε να φιλο­τιμη­θείς από την τιμήν που σου έκανα και να προσπαθήσεις να βρης ένα τέτοιο ένδυμα)

13. Τότε είπε ο βασιλεύς εις τους υπηρέτας: δέστε του τα πόδια και τα χέρια, πάρτε τον και ρίψατέ τον εις το πυκνότατον σκότος. εκεί θα είναι ο καλ­θμός και ο τριγ­μός των οδόντων.

14. Διότι πολλοί εί­ναι οι προσκαλεσ­μέ­νοι εις την βασι­λεί­αν του Θεού, αλ­λά ολίγοι είναι οι εκλε­κτοί, που δέ­χονται με ευγνω­μο­σύνην την πρό­σ­­κλησιν και ετοι­μά­ζονται όπως πρέ­πει»

2. Η βασιλεία των ουρανών ομοιάζει προς άνθρωπον βα­σιλέα, που έκανε χα­ρές γάμου διά τον υιόν του.

 

3. Και απέστειλε τους δούλους του διά να καλέση αυ­τούς που είχαν προσ­­κληθεί εις τους γά­μους, και εκείνοι δεν ήθελαν να έλ­θουν.

4. Πάλιν απέστειλε άλ­λους άλλους δού­λους λέγων. Είπατε εις τους καλεσμέ­νους. Ιδού ετοίμασα το μεσι­μεριανό μου τραπέ­ζι. Οι ταύροι μου και τα θρεφ­τά­ρια είναι σφαγμένα και όλα είναι έτοιμα. Έλθετε εις τους γά­μους.

5. Αυτοί όμως αδια­φό­ρησαν και έφυ­γαν, άλλος μεν εις το χωράφι του, άλ­λος δε εις την εμπο­ρικήν του επι­χείρη­σιν.

 

6. Οι δε υπόλοιποι, αφού έπιασαν τους δούλους του, ύβρι­σαν και εφόνευσαν αυτούς.

7. Άλλ’ όταν ήκου­σε ταύτα ο βασι­λεύς εκείνος εθύ­μωσε, και αφού έστειλε τα στρα­τεύματά του, εξω­λόθρευσε τους φο­νείς εκείνους και κατεέκαυσε την πό­λιν τους. (Και την τιμωρίαν αυτήν έλα­βον οι Ιουδαίοι και τα Ιεροσό­λυμα, τους οποί­ους υπο­νοεί η παραβολή.).

8. Τότε λέγει εις τους δούλους του. Το τραπέζι του γά­μου είναι έτοιμο. Οι προσκαλεσμένοι όμως δεν ήταν άξιοι να λάβουν μέρος σε αυτό.

9. Πηγαίνετε λοιπόν εις τα σταυροδρόμια και τα τρίστρατα και όσους τύχει να εύρητε εκεί, καλέστε τους εις τους γά­μους.

10. Και αφού εβγή­καν οι δούλοι εκεί­νοι εις τους δρό­μους, εμάζευαν όλους όσους ηύ­ραν, κακούς και καλούς, και εγέ­μισεν η αί­θουσα του γάμου από ανθρώπους, που εκάθησαν εις το τραπέζι. (Και αυτό επραγμα­τοποιήθη εις την Εκκλη­σί­αν, εις την οποίαν εκ­λήθησαν και προσ­ήλθον οι ειδωλολά­τραι πιστεύσαντες)

11. Όταν δε εμβή­κεν ο βασιλεύς διά να ίδη τους καθισ­μέ­νους εις το τρα­πέζι, είδεν εκεί άνθρω­πον, που δεν εφο­ρούσεν ένδυμα γά­μου. Δεν είχε δηλ. μα­ζί με την πίστιν και καρπόν της πίστεως, τουτέστι αρετάς.

12. Και λέγει εις αυ­τόν. Φίλε, πως εμβή­κες εδώ, χωρίς να έχεις ένδυμα γάμου; Εύκολον ήτο να απευθυν­θείς, εις την υπη­ρεσία μου να σου προμηθεύσει τοιού­τον. Αυτός δε απε­στομώθει.

 

13. Τότε είπεν ο βα­σιλεύς εις τους υπη­ρέ­τας. Αφού του δέ­σετε χέρια και πόδια πάρτε τον και ρίψα­τέ τον μακρυά από την βασιλείαν του θε­ού. Εκεί θα είναι ο κλαυθός και το τρί­ξιμο των δοντιών.

14. Διότι πολλοί εί­ναι οι καλεσμένοι εις την βασιλείαν του θεού, ολίγοι όμως είναι εκλε­κτοί. που έχουν τας αρε­τάς, και θα κληρο­νομήσουν την βασι­λείαν αυτή.

2. Η βασιλεία των ουρανών παρο­μοι­άζετε μ’ άν­θρωπο βασιλιά, που έκανε τους γά­μους του γιου του.

 

3. Κι έστειλε τους δούλους του να καλέσουν τους κα­λεσμένους στο γά­μο, αυτοί όμως δεν ήθελαν να έρθουν.

 

 

4. Έστειλε πάλι άλλους δούλους λέγοντας: να πείτε στους καλεσμέ­νους: να, έχω ετοι­μάσει το τραπέζι, έχω σφάξει τους ταύρους και τα θρεφτάρια, κι όλα είναι έτοιμα. Ελά­τε στους γάμους.

 

 

5. Οι καλεσμένοι όμως αδιαφορών­τας έφυγαν, άλλος στο χωράφι, άλλος στο εμπορικό του.

 

 

 

6. κι οι υπόλοιποι έπιασαν τους δού­λους του τους έβ­ρισαν και τους σκότωσαν.

7. κι ο βασιλιάς θύμωσε και έστει­λε τα στρατεύματα του και σκότωσε τους φονιάδες εκείνους και την πόλη τους έκαψε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

8. τότε λέγει στους δούλους του. Ο μεν γάμος είναι έτοι­μος, καλεσμέ­νοι όμως δεν ήταν άξιοι.

 

 

9. πηγαίνετε λοι­πόν στα σταυρο­δρόμια, και όσους κι αν βρείτε καλέ­στε τους στους γά­μους.

 

 

 

10. Κι αφού βγή­καν εκείνοι οι δού­λοι στους δρόμους μάζεψαν όλους όσους βρήκαν, πο­νηρούς και κα­λούς. Και γέμισε ο γάμος από συνδαι­τυμόνες.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

11. Κι όταν μπήκε ο βασιλιάς να δει τους συνδαιτυμό­νες, εί­δε εκεί άνθρωπο που δεν φορούσε ρούχο γάμου.

 

 

 

 

 

12. και λέει σε αυ­τόν. Φίλε πως μπή­κες εδώ χωρίς να έχεις ρούχο γά­μου; Κι αυτός βουβά­θη­κε.

 

 

 

 

 

 

13. τότε ο βασι­λι­άς είπε στους υπη­ρέτες. Δέστε τα πόδια και τα χέρια, και ρίξτε τον στο έξω σκοτάδι. Εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών.

 

 

14 γιατί πολλοί εί­ναι οι καλεσμέ­νοι και λίγοι οι εκλε­κτοί.

 

 

 

            Τα ίδια προκύπτουν και από το παρακάτω απόσπασμα, αντιφατικό κι αυτό με την συνήθη ερμηνεία περί θρησκείας της αγάπης, αφού παρουσιάζει το Ιησού να όχι μό­­νο να μην ενδιαφέρεται για την σωτηρία αμαρτωλών, αλλά και να ικανο­ποι­εί­ται από την τιμωρία τους, αυτός ο οποίος διακηρύττει ότι οι μαθητές του πρέπει να πάνε σε όλους τους Εβραίους για να τους διδάξουν την «αλήθεια» ώστε να μετανοήσουν για να σωθούν. Αλλά και ζητά, σύμφωνα με την παραβολή, να μην κάνουν τίποτα με τους αμαρ­τω­λούς, π. χ. ούτε να τους απομονώνουν. Δηλαδή με τους αφορισμούς και τις μεθόδους του μεσαίωνα εναντίον ορθολογιστών, επιστημόνων, αιρετικών, κλπ, έχομε και παραβίαση και της «θεϊκής βούλησης»!

Περί «θερισμού» είναι πάλι η παραβολή, δηλαδή περί της σχεδιαζόμενης εξέ­γερ­σης και δίνει οδηγίες πώς να αντιμετωπίσουν τους πιθανούς πράκτορες της εξου­σίας, ώστε να μην αποτύχει η εξέγερση, λόγω της πρόωρης εκκαθάρισης των οργα­νώ­σε­ων του υιού Δαυίδ. Έχομε: Κατά Ματθαίον (13) ΙΓ ΄: 24-30

 

Κατά Ματθαίον (13) ΙΓ ΄: 24-30

Μετάφραση Κολιτσάρα

Μετάφραση Τρεμπέλα

Κατά λέξη μετάφραση

24. Αλλην παρα­βο­λήν παρέθηκεν αυ­­τοίς λέγων, Ωμοι­­ώθη η βασι­λεία των ουρανων ανθ­ρώπω σπείραν­τι κα­λόν σπέρμα εν τω αγρώ αυτού.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

25. εν δε τω κα­θεύ­δειν τους αν­θ­ρώ­πους ήλθεν αυ­τού ο εχθρός και επέσ­πειρεν ζιζάνια ανά μέσον του σί­του και απηλθεν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

26. ότε δε εβλάσ­τη­σεν ο χόρτος και καρπόν εποίησεν, τότε εφάνη και τα ζιζάνια.

 

 

27. προσελθόντες δε οι δούλοι του οι­κοδεσπότου εί­πον αυτώ, Κύριε, ουχί καλον σπέρμα εσπειρας εν τω σω αγρώ; πόθεν ουν έχει ζιζάνια;

 

 

28. ο δε εφη αυ­τοίς, εχθρός άν­θ­ρωπος τούτο εποί­ησεν. οι δε δούλοι λέγουσιν αυτώ, θέ­λεις ουν απελ­θόν­τες συλ­λέ­ξω­μεν αυ­τά;

29 ο δέ φησιν, Ου, μήποτε συλλέ­γον­τες τα ζιζάνια εκρι­ζώσητε αμα αυτοις τον σιτον.

 

 

 

 

 

 

 

30. άφετε συναυ­ξάνεσθαι αμ­φότε­ρα έως του θερισ­μού. και εν καιρώ του θερισ­μού ερώ τοις θερι­σταίς, συλλέ­ξατε πρώτον τα ζιζάνια και δή­σα­τε αυτα εις δέσ­μας προς το κατα­καύ­σαι αυτά, τον δε σίτον συνα­γά­γε­τε εις την απο­θή­κην μου.

24. Άλλην παρα­βολήν προσέφερεν εις αυ­τούς και είπεν. «η βα­σιλεία των ουρα­νών» (δηλαδή η εκ­κλησία) είναι όμοια με άνθρω­πον που έσπειρε κα­λόν σπόρον εις τον αγρόν του.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

25. Την ώραν όμως που εκοιμώντο οι άνθ­ρωποί του, ήλ­θεν ο εχ­θρός του, ο διάβο­λος, (που έχει ως έρ­γον του να αντιδρά εις το έργον του Θε­ού και να σπείρη αμ­φιβολίας, συγχύ­σεις και παρεξη­γή­σεις εις τους αν­θρώπους), έσ­πειρε ζι­ζάνια ανάμεσα εις το σιτάρι και έφυ­γε.

26. Όταν δε μετ’ ολί­γον εβλάστησαν τα στά­χυα και έκα­μαν καρπόν, τότε εφά­νη­καν και τα ζιζάνια ανά­μεσα εις αυτά.

27. Οι δε δούλοι του οικοδεσπότου προσ­ελ­θόντες του είπαν με απορίαν και λύπην: Κύριε, εσύ δεν έσπει­ρες εκλεκτόν σπόρον εις το χωράφι σου; Από πού λοιπόν έχει τα ζιζάνια;

28. Είπε δε εκείνος εις αυτούς. Ένας εχθρός άνθρωπος έκαμε τού­το. Οι δε δούλοι του είπαν. Θέλεις λοιπόν να πάμε να μαζέ­ψου­με τα ζιζάνια;

29. Εκείνος όμως είπε, όχι, μήπως τυχόν κα­θώς μα­ζεύετε τα ζιζά­νια, ξερριζώσετε μαζή με αυτά και το σιτάρι.

 

 

 

 

 

30. Αφήστε τα να με­γαλώνουν και τα δυο μαζί έως τον θερισμό. Και κατά τον καιρό του θερι­σμού θα πω εις τους θεριστάς: μα­ζεύσατε πρώτα τα ζι­ζάνια και δέσατέ τα σε δεμάτια, διά να τα κα­τακαύσετε. (Δηλα­δή κατά την Δευτέρα παρου­σίαν μου θα πω εις τους άγγελους μου να ξεχωρίσουν τους πονηρούς αν­θ­ρώπους και να τους ρίψουν εις το πυρ της κολά­σε­ως). Το δε σιτάρι μαζεύ­σατέ το εις την αποθή­κην μου (δηλαδή τους δι­καί­ους συνοδεύ­σατε τους εις την βασι­λεί­αν των ουρανών).

24. Άλλην παρα­βο­λήν τους δίδα­ξεν και είπεν. Έγι­νε όμοια η βασι­λεία των ουρανών, η Εκκλησία δη­λα­δή, που θα κα­τα­κτήση τον κόσ­μον ολόκ­ληρον, και δι’ αυ­τής κη­ρυτόμενος εις όλον τον κόσ­μον λογος της αλη­θεί­ας, προς άν­θ­ρω­πον, που έσ­πει­ρε κα­λόν σπό­ρον εις το χωράφι του. Έτσι και ο Κύ­ριος σπείρει πάν­τοτε εις τον κατα­κ­τώ­μενον υπό της Εκκλησίας κό­σ­μον τον καλόν της σωτηρίου αλη­­θείας σπόρον.

25. Την ώραν όμως που κοιμών­ται οι άνθρωποι του, ήλθεν ο εχθ­ρός του, ο διάβο­λος δηλαδή, και έσπειρεν ήραν ανάμεσα σίτον και έφυγεν.

 

 

 

 

 

 

 

26. Όταν δε εβλά­στησαν τα στάχυα και έκαμαν καρ­πόν, τότε εφάνη­σαν και τα ζιζάνια.

 

 

27. Και τότε οι δούλοι του οικοδε­σπότου ήλθαν προς αυτόν και του είπαν. Κύριε, δεν έσπειρες κα­λόν σπόρον εις το χωράφι σου; Από πουέχει τούτο ζι­ζάνια;

28. Εκείνος δε τους είπεν. Εχθρός άνθ­ρωπος το έκα­με. Και οι δούλοι του είπαν. Θέλεις λοι­πόν να πάμε και να τα μαζεύ­σωμε;

 

29. Εκείνος όμως είπεν. Όχι διότι αι ρίζαι των ζιζα­νί­ων είναι μπλεγ­μέ­ναι μέσα εις το χώ­μα με τας ρί­ζας του σίτου και υπάρχει φόβος μή­πως όταν θα συλ­λέγεται τα ζιζάνια, ξερρι­ζώ­σετε μαζή με αυτά και τον σίτον.

30. Αφήστε να με­γαλώσουν και τα δυο μέχρι της επο­χής του θερισμού. Και κατά τον και­ρό του θερισμού, ήτοι της έσχατης κρί­σεως, θα είπω εις τους θεριστάς αγ­γέλους μου. Μα­­­ζεύσατε πρώ­τον τα ζιζάνια, και δέσατέ τα σε χει­ρόβολα, διάνα τα κατακαύ­σατε, δη­λαδή ξεχ­ωρίσατε τους πο­νηρούς αν­­­θρώ­πους και ρί­­­ψα­τε τους όλους μα­ζή εις το πυρ της αι­ωνίου κολάσε­ως. Τον σί­τον δε, του­τέ­σ­τιν τους αγα­θούς και ενα­ρέ­τους, μα­ζαύσατέ τον εις την απο­θή­κην μου, δηλαδή εις την ουράνιον βα­σιλείαν.

24. Άλλη παρα­βο­λή τους παρέ­θεσε λέγοντας. Μοι­ά­ζει η βασι­λεία των ουρανών με άν­θρωπο που έσ­πειρε καλό σπό­ρο στο χωρά­φι του.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

25. Κι ενώ οι άν­θρωποι κοιμόν­ταν ήλθε ο εχθρός και έσπειρε ζιζά­νια ανά­μεσα στο σι­τά­ρι και έφυγε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

26. Μόλις φύτρω­σαν τα φυτά και έκα­ναν σπόρο, τό­τε φάνηκαν και τα ζιζάνια.

 

 

27. Πήγαν στον οικοδεσπότη οι δούλοι και του εί­παν. Κύριε δεν έσπειρες καλό σπόρο στο χωρά­φι σου; Από πού λοιπόν έχει ζιζά­νια;

 

 

28. κι αυτός τους είπε. Εχθρός άνθ­ρωπος το έκανε. Κι οι δούλοι του λένε. Θέλεις λοι­πόν να πάμε να τα μαζέ­ψουμε;

 

29. Κι αυτός είπε, όχι, μη τυχόν μα­ζεύοντας τα ζιζά­νια ξεριζώ­σετε μαζί και το σιτά­ρι.

 

 

 

 

 

 

 

30. Αφήστε τα να μεγαλώνουν και τα δυο μέχρι τον θερι­σμό. Και τον καιρό του θερι­σ­μού θα πω στους θεριστές. Μαζέψ­τε πρώτα τα ζιζά­νια και δέστε τα σε δεμάτια για να τα κατακάψετε, και το σιτάρι μα­ζέψτε το στην απο­­θήκη μου.

 

[Σημείωση Ι. Ν. Φ. Μ. Ρούσσου: Οι μαθητές ήταν τόσο αργόστροφοι ώστε ο Ιησούς να τους παραδώσει και την εξήγηση αυτής της ανήθι­κης παραβολής στους στίχους του Ματθαίου 13: 36-42 εντός των πλαισίων κάθε εκφοβισμού και άμεσης εσχατολο­γίας. Ειδικά λέγει, 13: 39-42, «ο δε εχθρός ο σπείρας αυτά εστιν ο διάβολος· ο δε θερισμός συντέλεια του αιώνός εστιν· οι δε θερισταί άγγελοί εισιν. ώσπερ ουν συλλέγεται τα ζιζάνια και πυρί καίεται, ούτως έσται εν τη συντελεία του αιώνος τούτου. αποστελεί ο υιός του ανθρώπου τους αγγέλους αυτού, και συλλέ­ξου­σιν εκ της βασιλείας αυτού πάντα τα σκάνδαλα και τους ποιούντας την ανομίαν, και βα­λούσιν αυ­τούς εις την κάμινον του πυρός· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόν­των.». Ίσως όμως να δικαιο­λογούνται διότι όσο απλοϊκοί κι’ αν ήταν, μάλλον δεν θα μπορούσαν να φανταστούν ότι ο θεός της αγάπης μπορούσε να είναι κάτι τέ­τοιο και η εσχατολογία για την οποία μιλούσε ήταν τόσο άμεση!

            Εδώ θέλει επίσης να μας πει να αποφεύγο­με αυτούς που επιχειρηματολο­γούν και εγείρουν ζητήματα – γίνονται ζι­ζάνια – και όταν έρθει η ώρα του θερισμού θα τους περιποιηθεί με κατάκαυση. Αυτός είναι ο θε­ός που είναι μόνο αγάπη! Αλλά και ο ίδιος ενώ είναι θεός, πολλές φορές αποφεύγει να δώσει ευθείς και σαφείς απαντή­σεις και καταφεύγει σε ανθρώπινα δι­κο­λαβίστικα τε­χ­νάσματα. Π. χ. Ματθαίος 21: 23-27 «Και ελθόντι αυτώ εις το ιερόν προ­σήλθον αυ­τώ διδάσκοντι οι αρχιερείς και οι πρε­σβύτεροι του λαού λέγοντες· εν ποία εξουσία ταύ­τα ποιείς, και τις σοι έδωκε την εξουσί­αν ταύτην; αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν αυτοίς· ερωτήσω υμάς καγώ λόγον ένα, ον εάν είητέ μοι, καγώ υμίν ερώ εν ποία εξουσία ταύ­τα ποιώ. το βάπ­τισμα Ιωάν­νου πόθεν ην, εξ ουρανού ή εξ ανθρώπων; οι δε διελογί­ζοντο παρ' εαυτοίς λέγοντες· εάν είπωμεν, εξ ουρανού, ερεί ημίν, διατί ουν ουκ επιστεύσατε αυτώ· εάν δε είπωμεν, εξ ανθρώπων, φο­βούμεθα τον όχλον, πάντες γαρ έχουσι τον Ιωάννην ως προ­φήτην. και αποκριθέντες τω Ιησού είπον· ουκ οίδα­μεν. έφη αυτοίς και αυτός· ουδέ εγώ λέγω υμίν εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ.», Μάρκος 11: 27-33, κλπ. Δηλαδή τους λέγει: «Αφού δεν μου απαντάτε ‘σείς δεν σας απαντώ και ‘γω.», ενώ αυτοί είχαν προ­ηγηθεί με ερώτηση και συνεπώς αυτός όφειλε να απαν­τήσει πρώτος. Όμως απέ­φυγε, λες και θα πάθαινε τίπο­τα αν διαφώτιζε ευθέως τον πο­νηρό κόσμο ακόμα και αν αυ­τοί αρνιόταν να δώσουν απάντηση στην εκ δευτέ­ρου τε­θείσα ερώτησή του! Δεν προ­σ­πα­θεί ως θεός να διαφω­τίσει τον αδαή, αδύναμο έστω και πονηρό κόσμο, αλλά προ­σπα­θεί διά δήθεν τεχνάσ­ματος «να τους την φέ­ρει», όπως λαϊκίστικα λέμε. Προσπαθεί να αποφύγει την απάν­τηση της τεθείσας αρχικής ερωτήσεως βρίσκοντας βολικό το γεγονός ότι  οι αρχιε­ρείς και οι πρε­σβύτεροι του λαού εφο­βούντο τον όχλον! Αυτά είναι πράγ­ματα εντελώς αν­άρ­μοστα προς το θείο και έναν θεό που ήλθε για να μας αποκαλείψει την αλήθεια και τον σκοπό του!  Ωραί­ος θεός αυτός!]

 

            Το παρακάτω αποτελεί την παραβολή με την οποία καταγγέλλει τους Ηρω­δια­νούς σαν σφετεριστές του θρόνου, αλλά και συνεργάτες των κατα­κτητών Ρω­μαί­ων. Δηλώνει ότι με τους Ηρωδιανούς στον θρόνο δεν έχουν ελπίδα απελευθέρωσης οι Ισ­ραηλινοί από τους κατακτητές Ρωμαίους και ότι η επαναφορά στον θρόνο του Ισραήλ είν­αι η μόνη ελπίδα για απελευ­θέ­ρω­ση.

            Η επιχειρούμενη ερμηνεία από τους μεταφραστές είναι πα­ρά­λογη εκδοχή, είτε γιατί ισοδυναμεί με παραδοχή από τον Ιησού της ύπαρξης και άλ­λων θεών αλλά όχι «καλών» θεών, είτε γιατί υποβιβάζει τον Ιησού σε απλό ιερέα για να έχει νόημα η αν­τιδιαστολή του από τους κακούς ιερείς. Αλλά δεν συμβιβάζεται η εκδοχή του ιερέα με την αναφορά περί υπακοής στο Ιησού-καλό ιερέα, αλλά όχι στους κακούς ιερείς. Η ιστορική αλήθεια είναι ότι ένα με­γάλο τμήμα του Εβραϊκού ιερατείου δεν απο­δέχ­τηκε την δυναστεία των Ηρω­διανών και αυτό είναι που κάνει το Ιησού να λέει ότι τα πρόβατα δεν θα ακο­λουθήσουν τον ποιμένα που πήδηξε από το τοίχο. Έχομε: Κατά Ιωάννην (10) Ι ΄: 1-21

 

Κατά Ιωάννην (10) Ι ΄: 1-21

Μετάφραση Κολιτσάρα

Μετάφραση Τρεμπέλα

Κατά Λέξη Μετάφραση

1. Αμήν αμήν λέ­γω υμίν, ο μη εισ­ερχό­μενος διά της θύ­ρας εις την αυ­λήν των προ­βάτων αλ­λά ανα­βαίνων αλ­λαχόθεν εκείνος κλέπτης εστιν και ληστής.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2. ο δε εισερχό­με­νος διά της θύρας ποιμήν εστιν των προβάτων.

 

 

 

3. τούτω ο θυρω­ρός ανοίγει, και τα πρόβατα της φω­νής αυτου ακούει, και τα ιδια πρό­βατα φωνει κατ' όνο­μα και εξάγει αυτά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

4. όταν τα ιδια πάν­τα εκβάλη, έμ­προ­σ­θεν αυτών πο­ρεύε­ται, και τα πρόβατα αυτώ ακολουθεί, οτι οί­δασιν την φωνήν αυτού.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

5. αλλοτρίω δε ου μη ακολου­θήσου­σιν αλλα φεύξον­ται απ' αυτου, οτι ουκ οιδασιν των αλ­λοτρίων την φω­­νήν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

6. Ταύτην την πα­ροιμίαν είπεν αυ­τοίς ο Ιησους. εκείνοι δε ουκ έγ­νω­σαν τίνα ην α ελάλει αυτοις.

 

 

7. Είπεν ουν πάλιν ο Ιησους, Αμην αμήν λέγω υμίν ότι εγώ ειμί η θύ­ρα των προβάτων.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

8. πάντες οσοι ήλ­θον προ εμου κλέ­πται εισιν και λη­σταί. αλλ’ ουκ ήκουσαν αυτών τα πρόβατα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

9. εγώ ειμί η θύρα. δι' εμου εάν τις ει­σ­έλθη σωθήσεται και εισελεύσεται και εξελεύσεται και νομην ευρή­σει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

10. ο κλέπτης ουκ ερχεται ει μη ινα κλέψη και θύση και απολέση. εγω ήλθον ινα ζωην έχωσιν και περισ­σόν έχωσιν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

11. Εγώ ειμί ο ποι­μήν ο καλός. ο ποι­μήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

12. ο μισθωτός και ουκ ων ποιμήν, ου ουκ εστιν τα πρό­βατα ιδια, θεωρει τον λύκον ερχό­με­νον και αφίησιν τα πρόβατα και φεύ­γει, και ο λύκος αρ­­πάζει αυτά και σκορπίζει,

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

13. ότι μισθωτός εστιν και ου μέλει αυτώ περί των προβάτων.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

14. Εγώ ειμί ο ποι­μήν ο καλός, και γι­νώσκω τα εμά και γινώσ­κουσί με τα εμά,

 

 

 

 

 

 

15. καθώς γινώσ­κει με ο πατήρ κα­γώ γινώσκω τον πατέ­ρα. και την ψυχήν μου τίθημι υπερ των προβά­των.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

16. και άλλα πρό­βατα εχω α ουκ εστιν εκ της αυλης ταύτης. κακείνα δει με αγαγείν, και της φωνής μου ακούσουσιν, και γε­νήσονται μία ποίμνη, εις ποι­μήν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

17. Διά τουτό με ο πατήρ αγαπά ότι εγώ τίθημι την ψυχήν μου, ινα πάλιν λάβω αυτήν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

18. ουδείς αίρει αυτήν απ' εμου, αλλ' εγω τίθημι αυτην απ' εμαυ­του. εξουσίαν εχω θειναι αυτήν, και εξουσίαν εχω πά­λιν λαβειν αυτήν. ταύτην την εντο­λην ελαβον παρα του πατρός μου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

19. Σχίσμα πάλιν εγένετο εν τοις Ιουδαίοις διά τους λόγους τούτους.

 

 

 

20. έλεγον δε πολ­λοί εξ αυτών. δαι­μόνιον έχει και μαίνεται. Τι αυτού ακούετε;

 

 

 

 

 

 

21. άλλοι έλεγον. Ταύτα τα ρήματα ουκ εστι δαιμο­νι­ζομένου. Μη δαι­μόνιον δύναται τυ­φλών οφθαλμούς ανοίγειν;

 

1. Σας διαβεβαιώ­νω, ότι εκείνος που δεν εισέρχεται εις την μάνδρα των προβάτων από την θύρα, αλλά ανε­βαί­νει και πηδά, διά να μη τον αντι­ληφ­θούν, από άλλο μέ­ρος, είναι κλέ­πτης και ληστής. (Εκεί­νος που γίνε­ται ποι­μήν των λο­γι­κών προβά­των αν­αξίως και πα­ρα­νό­μως είναι ιερό­συ­λος εκμετα­λευ­τής και των πι­στών της Εκκλη­σίας)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2. εκείνος όμως που εισέρχεται φανερά από την θύραν, εί­ναι ο πραγμα­τι­κός ποι­μήν των προβά­των.

 

3. Εις αυτόν ο θυ­ρωρός ανοίγει την θύραν, και τα πρό­βατα ακούουν και γνωρίζουν την φω­νήν του, και αυ­τός καλεί τα πρό­βατα το καθένα με το όνομά του και τα βγάζει διά την βοσ­κήν.

 

 

 

 

 

4. Και όταν βγάλει τα πρόβατα του από την μάνδρα, πη­γαίνει εμπρός από αυτά και τα πρό­βατα τον ακο­λου­θούν διότι γνωρί­ζουν την φωνήν του.

 

 

 

 

 

 

 

5. Ξένον όμως δεν θα το ακολου­θή­σουν, αλλά θα φύ­γουν από αυτόν, δι­ότι δεν αναγνω­ρί­ζουν την φωνήν των ξένων. Εμέ τον πραγματικόν και ιστορικόν ποιμένα, με γνωρίζουν και με ακολουθούν τα πρόβατα. (Τους ψευ­­δείς και ιδιο­τελείς ποιμένες δεν έχουν την διαθεσιν και δεν θέλουν να τους ακολου­θή­σουν, διότι δεν τους αναγνωρίζουν ποιμένας των).

 

 

6. Αυτή την παρα­βολή τους είπε ο Ιησούς. Εκείνοι όμως δεν εκατά­λα­βαν, τι εσήμαιναν αυτά που τους έλε­γε.

 

7. Διά τούτο και πά­λιν είπε προς αυ­τούς ο Ιησούς. «αληθινά και ειλικ­ρινά σας λέω, ότι εγώ είμαι η θύρα, από την οποία τα πρόβατα μπαίνουν εις την μάνδρα, διά να εύρουν ασφάλειαν και από την οποία βγαίνουν διά βοσκήν.

 

 

 

 

8. όλοι όσοι ήλθαν πριν από εμέ, χωρίς κανείς να τους αναθέση την ποί­μανσιν των προβά­των, αλλά αυθαι­ρέτως μόνοι των επήραν το αξίωμα, αυτοί ήσαν κλέπται και λησταί. Τα πρό­βατα όμως δεν τους ήκουσαν και ούτε τους ακολούθη­σαν.

 

 

 

 

 

 

 

 

9. Εγώ είμαι η θύ­ρα. Δι εμού εάν κα­νείς εισέλθει θα σω­θεί. Και θα εισ­έλ­θει εις την μάν­δρα, διά να εύρη ασφάλειαν και ανάπαυσιν, και θα βγεί όταν είναι και­ρός βοσκής και θα εύρη τροφήν.

 

 

 

 

10. Ο κλέπτης δεν έρχεται, ει μη μόνον διά να κλέψει και να σφάξει και να καταστρέψει. Τέ­τοι­οι ήσαν οι κα­κοί ποιμένες του Ισραήλ. Εγώ όμως ήλθα, διά να έχουν τα πρόβατα ζωήν, διά να έχουν με το παραπάνω την τρο­φήν των και κάθε τι καλόν και χρή­σιμον.

 

 

 

 

 

11. Εγώ είμαι ο ποι­μήν ο καλός και πο­νετικός. Ο ποι­μήν ο καλός και την ζωήν του ακόμη θυ­σιάζει διά να δια­φυ­λάξει τα πρόβατα από κάθε κίνδυνον.

 

 

 

 

 

 

12. Ο μισθωτός δε βοσκός, που δεν εί­ναι ιδικά του τα πρόβατα και τα βό­σκει μόνον και μό­νον διά τον μισθόν του, βλέπει τον λύ­κον να έρχε­ται και αφήνει τα πρό­βατα και φεύγει. Και τότε ανενόχλη­τος ο λύ­κος αρπά­ζει, κατασπαράσσει και διασκορπίζει τα πρόβατα. (Οι ανά­ξι­οι πνευματικοί ποι­μένες, που έχουν το έργον των μόνον και μό­νον ως προσοδο­φόρον επάγγελμα, δεν εν­διαφέρονται να φυ­λάξουν τα λο­γικά πρόβατα από τον διαβολον και τα όργανά του)

 

 

 

 

 

 

 

 

13. Ο μισθωτός βο­σκός φεύγει, ακρι­βώς διότι είναι μι­σ­θωτός και δεν έχει καμμίαν διά­θεσιν να εκθέση εις κύνδινον την ζωήν του διά τα πρόβατα διότι εν­διαφέρεται δι αυ­τά, παρά μόνο διά τον μισθόν του.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

14. Εγώ είμαι ο κα­λός ποιμήν και και γνωρίζω τα ιδικά μου πρόβατα και γνωρίζομαι από τα ιδικά μου.

 

 

 

 

 

15. Όπως με γνω­ρίζει και με αγαπά ο Πατήρ και εγώ επίσης γνωρίζω και αγαπώ τον Πατέ­ρα, και έτσι γνω­ρίζω και γνωρίζο­μαι από τα πρόβα­τα, διά τούτο και πα­ραδίδω την ψυ­χήν μου εις θάνα­τον χά­ριν των προβά­των.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

16 Έχω και άλλα πρόβατα, τα οποία δεν είναι από αυτή την μάνδρα, δεν ανή­­κουν εις το έθνος των Εβραί­ων. Και εκείνα πρέ­πει εγώ να τα οδη­γήσω και να τα ποι­­μάνω μαζή με τα άλλα ως καλός ποιμήν. Και εκείνα θα με γνωρίσουν και όταν τα καλώ θα ακούσουν την φωνήν μου, όπως και τα άλλα. Και θα γίνει έτσι μια ποίμ­νη, η Εκκλη­σία, και ένας ποι­μένας, Ο Χριστός.

 

 

 

 

 

17. Διά τούτο ο Πα­τήρ μου με αγαπά, διότι εγώ θυσιάζω την ζωήν μου προς χάριν των προβά­των, διά να την πάρω και πάλιν με την ανάσ­τασιν μου και να είμαι ο αιώνιος ποιμήν και αρχι­ε­ρεύς.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

18. Κανείς δεν έχει την δύναμιν να μου αφαιρέσει την ζω­ήν. Αλλά εγώ από τον ευατόν μου και με την θέλησίν μου θυσιάζω αυτήν. Έχω εξουσίαν να δώ­σω την ζωήν μου, και έχω εξου­σίαν να την πάρω πάλιν. Αυτήν την εν­τολήν και εξου­σίαν έχω λάβει και ως άνθρωπος από Τον Πατέρα μου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

19. Ύστερα λοιπόν, από τους λόγους αυ­τούς του κυρίου έγινεν αντιγνωμία και διαίρεσις μετα­ξύ των Ιουδαίων.

 

20. Πολλοί από αυ­τούς έλεγαν. Έχει δαιμόνιον, ένεκα του οποίου είναι εκ­τός του ευατού του και παραλογίζεται. Τι τον ακούετε;

 

 

 

21. Άλλοι έλεγον αυτά τα λόγια δεν είναι λόγια δαιμονι­ζομένου. Έπειτα ημείς τον βλέπομεν να κάνη θαύματα. Μήπως το δαιμό­νι­ον ημπο­ρεί να ανοί­γει μά­τια τυφλών.

1. Νομίζεται διά τον ευατόν σας, ότι είσθε οι ανεγνωρισμένοι οδηγοί και δι­δά­σ­καλοι του Ισρα­ήλ. Σας διαβε­βαιώ όμως εν πά­ση αλη­θεία, ότι είσθε εκ­μεταλ­λευταί του ποι­μνίου και κλέ­πται των προβά­των. Εκείνος που δεν εμβαίνει από την πόρταν εις την μάνδραν, εις την οποίαν φυ­λάττον­ται τα πρό­βατα, αλλ’ ανε­βαίνει από άλλο μέρος διά να πη­δήση μέσα κρυ­φίως, εκείνος εί­ναι κλέπτης και λη­στής. (Με άλ­λας λέξεις είναι κλέ­πτης και λη­στής εκείνος, που χωρίς να κληθή να ανα­βι­βασθή από τον θεόν εις το αξί­ω­μα του ποιμένος και οδηγού των προ­βάτων του Θε­ού, ζητεί να το σφετε­ρισθή και να το αρπάση, όπως το εκά­μα­τε σεις οι Φαρι­σαίοι και οι Γραμματείς, οι οποίοι μολονότι βλέπετε από τα θαύματά μου, ότι είμαι ο ανεγνω­ρισμένος από τον θεόν ποιμήν, σφε­τερίζεσθε τα δι­καιώματά μου και την εξουσίαν μου).

2. Τουναντίον εκεί­νος, που ανε­βαίνει εις την μάνδραν όχι λα­θραίως, αλ­λά φανερά από την πόρταν, είναι ποι­μήν προβάτων.

3. Εις αυτόν εκεί­νος, που φυλάττει την μάνδραν, ανοί­γει την πόρ­ταν, αλ­λά και τα πρόβατα ακούουν την φω­νήν του και γνωρί­ζουν αυτήν, και αυ­τός πάλιν γεμά­τος εν­δια­φέ­ρον διά τα πρόβατα του φω­νά­ζει το καθένα με το όνομά του και τα βγάζει από την μάν­δραν διά να τα βο­σ­κήση.

4. Και όταν από την μάνδρα, εις την οποίαν μέ­νουν και άλλα ποίμνια μαζί, βγάλη αυτός έξω τα ιδικά του πρό­βατα, πηγαίνει εμ­πρός από αυτά, και τα πρόβατα τον ακολουθούν, διότι γνωρίζουν την φω­νήν του και το σφύριγμά του, με το οποίον από και­ρού εις καιρόν τα φωνάζει.

5. Δεν θα ακολου­θήσουν όμως πο­τέ οποιον­δήπο­τε ξέ­νον, αλλά θα φύ­γουν μακράν από αυτόν, διότι γνω­ρίζουν την φωνήν των ξέ­νων. Έτσι και τα λογικά πρό­βατά μου θα με ανα­γνωρίσουν ως ποι­μένα των, θα ακούσουν την δι­δασκαλίαν μου, και θα αι­σθαν­θούν το δι’ αυτά ενδια­φέρον μου και την προς αυτά στορ­γήν μου και δεν θα παραπλα­νη­θούν από απα­τεώνες, οι οποί­οι θα επιζη­τή­σουν να τα απο­σπάσουν από εμέ.

6. Αυτόν τον αλ­ληγορικόν λόγον τους είπεν ο Ιη­σούς. Εκείνοι όμως δεν εννόη­σαν, ποί­αν ση­μα­σίαν εί­χον αυ­τά, που τους έλε­γε.

7. Αφού λοιπόν δεν εκατάλαβαν την έν­νοιαν της αλλη­γορίας ταύ­της, τους είπε πά­λιν ο Ιησούς κα­θα­ρώ­τε­ρα και σαφέ­στερα τα εξής. Αληθώς, αλη­θώς σας λέγω ότι εγώ είμαι η πόρ­τα, διά της οποίας τα πρό­βατα εμβαί­νουν εις την μάν­δραν διά να ασφα­λι­στούν και από την οποίαν βγαί­νουν διά να βο­σκήσουν.

8.Όλοι όσοι ήλθον κατά τους τελευ­ταίους αυτούς χρό­νους, προτού να έλ­θω εγώ, και επήραν μό­νοι τους το αξί­ω­μα του οδηγού των προ­βάτων, εί­ναι κλέ­πται και λη­σταί, διότι απο­βλέ­πουν εις το να εκ­μεταλ­λευτούν και κα­τάφάγουν τα πρό­βατα, είναι κλέ­­πται και λη­σταί, διότι από­βλέπουν εις το να εκμεταλ­λευ­τούν και κα-τά­φάγουν τα πρό­βατα. Αλλά τα πρό­βατα δεν τους ήκουσαν.

9. Εγώ είμαι η θύ­ρα. Δι εμού και μό­νον εάν έμβη κα­νείς, θα σωθεί. Και θα εισέλθει ως το πρόβατον εις την μάνδραν προς ανά­παυσιν και ασ­φά­λειαν εν και­ρώ νυ­κτός και θα εξ­έλθει κα­τά την πρωϊαν εκ της μάνδρας προς βο­σκήν και θα εύ­ρει τροφήν.

10. Ο κλέπτης δεν έρχεται, παρά διά να διά να κλέψη και διά να σφάξη και διά να παρα­δώσει εις την πλή­ρη κα­τα­στροφήν τα πρό­βατα. Αυτό κάνουν οι αυ­θαιρέτως κα­τα­­λα­βόντες τα πρώ­τα αξιώματα εις την συνα­γω­γήν του Ισ­ραήλ. Αντι­θέτως εγώ ήλθον διά να έχουν τα πρόβα­τα ζωήν και διά να έχουν εν αφθο­νία τροφήν πνευμα­τι­κήν και παν αγαθόν.

11. Εγώ είμαι ο ποι­μήν ο καλός και στοργικός που πο­νώ και ενδια­φέ­ρο­μαι ειλικρινώς διά τα πρόβατα. Ο ποι­μήν ο καλός πα­ρα­δίδει και την ζω­ήν του διά να απο­μα­κρύνει κά­θε κίν­δυ­νον από τα πρόβα­τά του και διά να υπε­ρα­σπι­στεί την ζωή αυ­τών.

12. Ο μισθωτός δε υπηρέτης, που δεν είναι ποιμήν, και δεν είναι τα πρό­βα­τα ιδικά του, βλέ­πει τον λύκον να έρχε­ται, και επει­δή έχει ούτε στορ­γήν διά τα πρόβα­τα, ούτε αυταπάρ­νησιν, αφί­νει αν­υ­περά­σπι­στα τα πρό­βατα και φεύ­γει να μην εκ­θέ­ση εις τον παρα­μικρόν κίνδυνον την ζωήν του. Και ελεύθε­ρος τότε ο λύκος αρ­πάζει και σκορ­πί­ζει τα πρό­βατα. Τέτοιοι μισ­θωτοί είσθε και εσείς οι σημερινοί λει­τουργοί του ιε­ρού και οι νο­μο­διδά­σκαλοι, που μόνον διά τα πρό­σκαιρα οφέλη έχε­τε προσ­κοληθεί εις το ποίμνιον του θε­ού, το οποίον επι­βου­λεύεται ως άλ­λος λύκος ο δια­βολος, καθώς και όσοι γίνον­ται όρ­γανά του.

13. Μη σας φαί­νεται δε παρά­δο­ξον, το ότι ο μι­σθωτός υπη­ρέτης με, όταν ίδη τον λύκον να εμπίπτει κατά του ποι­μνί­ου, φεύγει. Φεύ­γει, δι­ότι είναι υπη­ρέ­της με μισθόν και επει­δή δεν εί­ναι ιδικά του τα πρόβατα, δεν τα πονεί. Αυτός εν­διαφέρεται κυ­ρί­ως να πάρη τον μι­σθόν του και δεν διακιν­δυνεύ­ει πο­τέ την ζωήν του, όπως εκεί­νος, που πονεί και αισθά­νεται στοργήν διά τα πρόβατα.

14. Εγώ είμαι ο ποι­μήν ο καλός και στοργικός, που εν­διαφέ­ρο­μαι διά τα πρό­βατα. Και διό­τι έχω το ενδια­φέ­ρον αυτό, γνω­ρί­ζω κα­λά τα ιδικά μου πρόβατα, αλ­λά και γνωρίζομαι από τα ιδικά μου.

15. Και η γνωρι­μία αυτή προς τα πρό­βατά μου προ­έρ­χεται από δε­σμούς στορ­γής και οικοι­ό­τη­τα αγά­πης, διά των οποί­ων συνδέ­ομαι προς αυτά. Καθώς με γνωρίζει ως φυ­σικόν Υιό του ο Πατήρ και με αγα­πά, γνωρίζω δε και εγώ τον Πατέρα και τον αγαπώ, έτσι γνω­ρίζω και τα πρόβατά μου και γνωρίζομαι υπ’ αυτών, διότι συνε­δέθην στε­νώς και φυσι­κώς με αυτά διά της εναν­θρω­πί­σε­ώς μου. Λόγω δε της οι­κει­ότη­τος ταύτης, πα­ραδίδω την ζωήν μου χάριν των προ­βάτων.

16. Έχω όμως και άλλα πρόβατα, τα οποία δεν είναι από μάνδραν αυ­τήν της Ιουδα­ϊ­κής συνα­γω­γής, αλλ’ είναι διε­σκορπισμένα μεταξύ των ει­δω­λολατρικού κό­σ­μου. Και πρέ­πει εγώ να οδηγή­σω και εκείνα και να τα ενώσω με τα άλλα. Και όταν εγώ θα τα καλώ διά να τα συνα­θ­ροίσω, ωρι­σμέ­νως εκεί­να θα ακού­σουν την φω­νήν μου, και έτσι θα γίνει από τα εδώ πρόβατα και από εκείνα μια ποίμνη, η χρι­στι­α­νική Εκ­κλησία, και ένας ποιμήν ο Χριστός.

17. Δι αυτό δε ο Πατήρ με αγαπά, διότι εγώ μόνος μου και χωρίς κα­νείς να με αναγ­κά­ζει, παρα­δίδω την ζωήν μου εις θάνα­τον, διά να την λά­βω πάλιν και εξα­κο­λουθήσω ως αι­ώνιος αρχιερεύς και μετά την ανά­στασίν μου το έρ­γον της κα­θοδη­γήσεως των προ­βάτων μου και της σω­τηρίας αυ­τών διά της συνε­νώ­σεως των εις μίαν ποίμνην και εν σώμα.

18. Κανείς δεν έχει την δύναμιν να πά­ρη την ζωήν μου και να με θανα­τώ­σει παρά την θέ­λησίν μου. Αλλ’ εγώ από τον ευα­τόν μου και μόνος μου παρα­δίδω αυ­τήν. Έχω εξουσίαν να δώ­σω την ζωήν μου και έχω εξου­σίαν πάλιν να την λάβω. Αυτήν την εντολήν έλαβα από τον πατέρα μου, να θυσιάσω την ζωήν μου επί του σταυ­ρού και να την πά­ρω πάλιν διά της αναστάσεως διά να αναδειχθώ ού­τως ο αιώνιος αρ­χιερεύς και μεσί­της προς σωτη­ρί­αν των προβάτων μου.

19. ύστερα λοι­πόν από αυτά, που διε­κήρυξεν ο Ιησούς έγινε πάλιν διαί­ρε­σις μεταξύ των Ιου­δαίων εξ αιτίας των λόγων τού­των.

20. Πολλοί δε από αυτούς έλε­γον. Διά να τρέ­φει τοιαύ­τας ιδέ­ας διά τον εαυ­τόν του, πρέ­πει να έχει δαιμό­νιον και διά αυτό πα­ραλο­γί­ζεται. Δια­τί τον προ­σέχετε και ακούετε αυτά που λέει;

21. Άλλοι έλεγον. Αυτά τα λόγια δεν είναι λόγια δαιμο­νι­ζομένου. Και επί πλέον τα λό­για του συνο­δεύ­ονται και από τας υπερ­φυσι­κάς θερα­πεί­ας και τα θαύματά του. Μήπως μπο­ρεί δαι­μόνιον να ανοί­γει μάτια τυ­φλών.

1. Αλήθεια σας λέω, αυτός που δεν μπαίνει από την πόρτα στο μαντρί των προβάτων, αλ­λά πηδάει από αλ­λού, εκείνος είναι κλέφτης και λη­στής.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2. Αυτός όμως που μπαίνει από την πόρτα είναι ο βο­σκός των προβά­των.

 

 

3. Σε αυτόν ο θυ­ρω­ρός ανοίγει και τα πρόβατα υπα­κούουν στην φωνή του και φωνάζει τα πρόβατα με το όνο­μά τους και τα βγά­ζει έξω.

 

 

 

 

 

 

 

 

4. όταν βγάλει όλα τα δικά του έξω, προπορεύεται και τα πρόβατα τον ακολουθούν, γιατί γνωρίζουν την φω­νή του.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

5. ξένο δεν θα ακο­λουθήσουν, αλλά θα φύγουν από αυ­τόν, γιατί δεν ανα­γνωρίζουν την φω­νή των ξένων.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

6. Αυτήν την παρα­βολή είπε σε αυ­τούς ο Ιησούς. Εκείνοι όμως δεν κατάλαβαν τι ήταν εκείνα που τους έλε­γε

 

7. Τους είπε λοιπόν πάλι ο Ιησούς. Αλή­θεια σας λέω ότι εγώ είμαι η πόρτα για τα πρό­βατα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

8. Όλοι όσοι ήλθαν πριν από μένα ήταν κλέφτες και λη­στές. Αλλά δεν τους άκουσαν τα πρόβατα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

9. Εγώ είμαι η πόρ­τα. Από μένα εάν μπει κάποιος θα σωθεί και θα μπαί­νει και θα βγαίνει και θα βρί­σκει και βοσκή.

 

 

 

 

 

 

 

 

10. Ο κλέφτης δεν έρχεται παρά μόνο για να κλέψει και να σφάξει και να εξολοθρέψει. Εγώ ήρ­θα για να έχουν ζωή και με το πα­ρα­πάνω.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

11. Εγώ είμαι ο κα­λός ποιμένας. Ο κα­λός ποιμένας βά­ζει την ζωή του πά­νω από τα πρόβα­τα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

12. ο μισθωτός που δεν είναι ποιμένας, που δεν είναι δικά του τα πρόβατα, βλέπει τον λύκο να έρχεται και αφήνει τα πρόβατα και φεύγει, και ο λύκος τα αρπάζει και τα διασκορπίζει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

13. γιατί μισθωτός είναι και δεν νοιά­ζεται για τα πρό­βατα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

14. Εγώ είμαι ο κα­λός ποιμένας, και γνωρίζω τα δικά μου και με γνω­ρί­ζουν τα δικά μου πρόβατα.

 

 

 

 

 

15. Όπως με γνω­ρί­ζει ο πατέρας έτσι και εγώ γνω­ρί­ζω τον πατέρα. Και την ζωή μου βάζω πάνω από τα πρό­βατα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

16. Έχω κι άλλα πρόβατα που δεν είναι από αυτήν την αυλή. Κι εκεί­να πρέπει να τα οδηγήσω, και θα ακούσουν την φω­νή μου, και θα γί­νουν μια ποίμνη, ένας ποιμένας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

17. γι’ αυτό με αγα­πά ο πατέρας γιατί εγώ βάζω την ζωή μου, για να την λά­βω πάλι.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

18. κανείς δεν μου την παίρνει, αλλά εγώ την βάζω από μόνος μου. Έχω εξουσία να την βά­ζω και εξουσία έχω πάλι να την παίρ­νω. Αυτήν την εν­τολή πήρα από τον πατέρα μου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

19. Από τα λόγια αυτά σχίσμα έγινε ξανά ανάμεσα στους Ιουδαίους

 

 

 

20. έλεγαν δε πολ­λοί από αυτούς. Δαιμονισμένος εί­ναι και τρελαίνε­ται. Τι τον ακούτε;

 

 

 

 

 

 

21 άλλοι έλεγαν. Αυτά τα λόγια δεν είναι δαιμονι­σμέ­νου. Μήπως το δαι­μόνιο μπορεί να ανοίξει μάτια τυ­φλών.

 

 

Στο επόμενο απόσπασμα βλέπομε το εδώ και τώρα της βασιλείας και με όλες τις υλι­κές απολαύσεις και «εκα­τονταπλασίονα λή­ψε­ται»: Έχομε: Κατά Ματθαίον (19) ΙΘ΄: 27-30

 

Κατά Ματθαίον

(19) ΙΘ΄: 27-30

Μετάφραση

Κολιτσάρα

Μετάφραση Τρεμπέλα

Κατά Λέξη Μετάφραση

27. Τότε αποκρι­θείς ο Πέτρος ειπεν αυ­τώ, Ιδού ημείς αφή­καμεν πάντα και ηκο­­λου­θήσα­μέν σοι. τί άρα έσται ημίν;

28. ο δε Ιησους εί­πεν αυτοίς, Αμήν λέγω υμίν οτι υμείς οι ακολουθήσαντές μοι, εν τη παλιγγε­νε­σία, όταν καθίση ο υιός του ανθρώ­που επι θρόνου δό­ξης αυτού, καθί­σεσ­θε και υμεις επι δώ­δεκα θρόνους κρί­νοντες τας δώ­δε­κα φυλας του Ισρα­ήλ.

 

 

 

 

 

 

 

 

29. και πας όστις άφη­κεν οικίας ή αδελφούς ή αδελ­φας ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένε­κεν του ονόμα­τός μου εκα­τοντα­πλασίονα λή­ψε­ται και ζωήν αι­ώ­νιον κληρονομή­σει.

 

 

 

30. Πολλοί δε έσον­ται πρώτοι έσ­χα­τοι και έσχατοι πρώτοι.

27.Τότε απεκρίθει ο Πέτρος και του είπε. «Ιδού, ημείς αφήσαμεν όλα και σε ηκολου­θήσα­μεν. Ποία τάχα θα είναι η αμοιβή μας;»

28 Ο δε Ιησούς απάντησε εις αυ­τούς. «σας διαβε­βαιώνω ότι, σεις που με έχε­τε ακο­λουθήσει, εδώ εις την γην, όταν εις την συντέλεια των αιώνων ανα­δημι­ουργηθή νέος κό­σμος και ανα­σ­τη­θούν οι νεκ­ροί και ο υι­ός του αν­θρώ­που καθίση επ­ά­νω εις τον έν­δο­ξον θρό­νον του, τότε και σεις θα καθί­σε­τε επάνω εις δώ­δεκα θρό­νους για να κρί­ν­ετε τας δώ­δε­κα φυλάς του Ισ­ρα­ήλ.

29. Και κάθε ένας ό οποίος προς χά­ριν μου αφήκε οι­κί­ας ή αδελφούς ή α­δελφάς ή πα­τέρα ή μητέρα ή γυναί­κα ή παιδιά ή χω­ράφια θα λά­βη εδώ εις την γην εκατό φο­ρές πε­ρισ­σό­τερα και το σπουδαι­ό­τερον, θα κληρο­νομή­ση την αιώ­νι­ον ζωήν.

30. Πολλοί δε που εις τον κόσμον αυ­τόν πρώτοι, ένεκα των αξι­ω­μάτων τα οποία κατέχουν και όχι διά την αρετήν των, είναι πρώτοι, εις την βα­σιλείαν των ουρα­νών θα είναι τελευ­ταίοι και πολλοί που εις τον κό­σμον αυ­τόν θεω­ρούνται τε­λευταίοι θα είναι εκεί πρώ­τοι.

27.Τότε απε­κρί­θει ο Πέτρος και του είπεν. Ιδού, ημείς αφήκαμεν όλα και σε ηκολουθή­σα­μεν. Τι άρα γε θα δοθεί εις ημάς ως αμοιβή

28 Ο δε Ιησούς τους είπεν. Αλη­θώς σας λέγω, ότι σεις που με ακο­λουθή­σατε, όταν θα ξα­να­γεν­νηθεί ο κό­σμος και θα έχη συν­τελεστεί η εκ νε­κρών ανά­στα­­σις, οπότε θα καθί­σει ο υιός του αν­θρώπου εις θρό­νον λαμ­πρόν, αν­τά­ξι­ον της δόξης του, θα καθήσετε και σεις εις δώ­δε­κα θρό­­νους δι­κά­ζον­τες τας δώ­δε­κα φυ­­λάς του Ισ­ραήλ.

 

 

 

29. Και καθένας που αφήκε σπί­τια ή αδελφούς ή αδελ­φάς ή πατέ­ρα ή μη­τέρα ή γυναί­κα ή παιδιά ή χω­ράφια διά να μεί­νει ενω­μέ­νος και να μην χωρι­σθεί από εμέ, θα λά­βει πολλαπλά εις την παρού­σα ζωήν, θα κληρο­νομήσει δε και την αιώνιον ζω­ήν.

30. Πολλοί δε, που είναι εις τον κό­σμον αυτόν πρώ­τοι, θα είναι εις τον κόσμον τον μέλ­λον­τα τελευ­ταίοι, και πολλοί τελευ­ταίοι θα εί­ναι εκεί πρώτοι.

27 Τότε ο Πέτρος σηκώθηκε και του εί­πε. Να εμείς τα αφήσαμε όλα και σε ακολουθήσαμε. Τι έχουμε να κερ­δίσουμε λοιπόν;

28. και ο Ιησούς τους είπε. Αλήθεια σας λέω ότι εσείς που με ακολουθή­σατε, στην επανόρ­θωση, όταν καθίσει ο γιος του ανθρώ­που στο θρόνο της δόξας του, θα καθί­σετε και ‘σεις σε δώδεκα θρόνους για να κρίνεται τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ

 

 

 

 

 

 

 

 

29. και καθένας που άφησε σπίτια ή αδελφούς ή αδελ­φές ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή παιδιά ή χωράφια για το όνομά μου εκατό φορές ποιο πολλά θα πάρει και θα κληρονομήσει ζωή αιώνια.

 

 

 

30 και πολλοί θα γίνουν από πρώτοι τελευταίοι και από τελευταίοι πρώτοι.

 

 

Πολλά σημεία στα 4 Ευαγγέλια, στις Πράξεις, στις Επιστολές και στην Αποκά­λυψιν δείχνουν καθαρά ότι ο Ιησούς ο Γαλιλαίος ήταν ένας απόγονος από την βασιλι­κή γενιά Δαυίδ ο οποίος επιχείρησε να απελευθερώσει το Ισραήλ από την Ρωμαϊκή κατοχή και να πάρει τον θρόνο του Ισραήλ από τους σφετεριστές Ηρωδιανούς. Παρό­μοιες εξεγέρσεις έκανε ο πατέρας του Ιούδας από τα Γάμαλα, ο παππούς του, αλλά και άλλοι απόγονοι της γενιάς Δαυίδ μετά απ’ αυτόν που όλες καταπνίγηκαν μέχρι την τελική καταστροφή της Ιερουσαλήμ και τον διασκορπισμό των Εβραίων στα δι­ά­φορα σημεία της αυτοκρατορίας.

Ένα από τα σημεία αυτά είναι και το παραπάνω επεισόδιο που αναφέρουν οι 3 ευαγγελιστές. Ο Ιωάννης, αν δεχτούμε ότι είναι ο μαθητής του και όχι κάποιος άλλος, αν και το ξέρει δεν το αναφέρει. Μπορεί βέβαια αρχικά να το ανάφερε και κάποιος από τους αντιγραφείς-λογοκριτές καλόγερος να αφαίρεσε το επεισόδιο.

Οι λόγοι που αποδείχνουν την αποκλειστικά εγκόσμια δράση του Ιησού του Γαλιλαίου είναι οι έξης:

Ο μαθητής Πέτρος τον ρωτά τι θα ωφεληθούν αυτοί που τον ακολούθησαν και έχασαν περιουσίες, και ο Ιησούς ο Γαλιλαίος αντί να προσφέρει τις γνωστές μετα­φυσικές παροχές, μέλλουσα, ζωή, παράδεισο, κλπ, προσφέρει 100 φορές περισσότερα από όσα έχασαν, σπίτια, χωράφια, γυναίκες, κλπ, και μάλιστα όχι σε μέλλον απροσ­δι­ό­ριστο αλλά, όπως μας τα γράφει εδώ ο Ματθαίος και ο Μάρκος στο 10: 28-31, στον «καιρό αυτόν», όταν πετύχει και επικρατήσει και καθίσει στον «θρόνο της δόξης αυ­τού». Έχομε και εδώ δηλαδή να κάνομε με «χρι­στιανική».... ανιδιοτέλεια σε όλο της το μεγαλείο!!! Πιο μπροσ­τά υπόσχεται παροχές και σε όσους δώσουν ακόμη και ένα ποτήρι νερό στους δικούς του. Ότι ακριβώς και ένας οποιοσδήποτε ηγέτης εξέγερσης για να προ­σ­ελκύσει, φα­νατίσει και εμψυχώσει τους οπαδούς του.

            Όταν λέει «Όταν καθίσει στον θρόνο του», αναφέρεται στην αναγόρευσή του σε βασιλιά επίγειο γιατί αν δεχτούμε τα χριστιανικά δόγματα τότε το «όταν» σημαίνει ότι δεν είναι καθισμένος αλλά θα καθίσει, όμως ως «θεός» πάντα είναι καθισμένος στον θρόνο του, ενώ σαν άνθρωπος δεν επρόκειτο να καθίσει σε θρόνο αλλά να θυσι­αστεί, όπως μας λέει. Αν πάλι εννοεί θρόνο δόξης του την ίδρυση της χριστιανικής εκκλησίας, τί είναι οι 12 θρόνοι για τους μαθητές του; δεν διαψεύστηκε αφού κανένα ουσιώδη ρόλο δεν έπαιξαν; Και τότε θα έχουν τις 100πλασίονες γυναίκες; Πως; Σαν ... επίσκοποι; Δεν διαψεύστηκε ιδιαίτερα για εκείνους από τους μαθητές του που με­τά την σταύρωση του εγκατέλειψαν το κίνημά του, όπως ομολογούν και «πατέρες» της εκ­κλησίας. Μόνο επίγειος και κοσμικός θρόνος, που τον διεκδίκησε σαν απόγο­νος του Δαυίδ, ήταν ο θρόνος που επιχείρησε να κατακτήσει αλλά απέτυχε… Και οι 12 θρό­νοι για τους μαθητές του ήταν οι 12 «νομαρχίες» των 12 φυλών του Ισραήλ. Αν δεχτούμε ότι στη «μέλλουσα ζωή», θα είναι ο «θρόνος της δόξης αυτού», τότε προκύ­π­τει ότι εκεί θα πάνε μόνο οι 12 φυλές του Ισραήλ, και μάταια προσδοκούν «πάντα τα έθνη»!!!.

 

[Σημείωση Ι. Ν. Φ. Μ. Ρούσσου: Εδώ στον Ματθαίο 19: 28, ο Ιησούς, αν και θεός, δεν προέβλεψε ότι ο Ιούδας θα τον επρόδιδε και μετά θα αυτοκρεμαζόταν, όπως καθαρά μας περιγράφει ο ευ­αγγελιστής Ματθαίος, 26: 13-16, 47-50, 27: 3-5, που ήταν μέσα στην ομάδα των δώδεκα. Συνεπώς ή στην επίγεια ζωή ή στην μελλοντική ζωή ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, δεν θα καθότανε σε κανένα θρόνο, πολλώ μάλλον να κρίνει φυλή του Ισ­ρα­ήλ. Εδώ τώρα τί γίνεται; Άλλη μια μεγαλοπρεπής αντίφαση και ακα­τα­στασία! Άραγε, του θεού Ιησού ή του θεόπ­νευσ­του ευαγγελιστή Ματθαίου;]

 

Ο Πέτρος αλλά και άλλοι μαθητές θανατώθηκαν χωρίς να δουν γυναίκες, οι­κί­ες και αγρούς, κλπ. Αν αφορούσαν επίγεια ζωή, διαψεύστηκε ο Ιησούς, αν αφορού­σαν «επουράνια» ζωή, τότε θα έχει εκεί περιουσιακά στοιχεία, συγγενικές σχέσεις, απο­λαύσεις, π. χ. γυναίκες;. Και θα πάρουν, ακόμη και σπίτια, γυναίκες και αγρούς; !!! Θα γίνει διανομή ή αναδασμός αγρών στην μέλλουσα ζωή; θα υπάρχουν γυναίκες για σε­ξουαλική ικανοποίηση, θα χρειάζονται οι ένοικοι του παράδεισου ιδιόκτητα σπίτια; Και εμείς που περιμέναμε άλλη απάντηση, όπως για παράδειγμα δωρεάν λά­βα­τε, δω­ρεάν δώτε ή σηκώστε τον σταυρό σας και ακολουθήστε με.... ;

Αλλά πως 100 γυναίκες σε καθένα που θα τον ακολουθήσει; Αν με τέτοια αναλογία προς γυναίκες προς άνδρες μπαίνουν στον παράδεισο οι γυναίκες, τότε ή δεν γίνεται έλεγχος των αμαρτιών τους ή όλες είναι αναμάρτητες, ή 100 φορές πε­ρισ­σότερο αμαρτωλοί είναι οι άντρες!!!.

Κανείς τους δεν εκδηλώνει την αντίρρησή ή απορία του τουλάχιστον για τις γυναίκες, ενώ αλλού εκδηλώνουν αντίρρηση π. χ. Πέτρος

Αλλά πάλι που είναι εκείνο το ού μοιχεύσεις; Είναι αποδεκτή η πολυγαμία από τον Ιησού; Μήπως εδώ στηρίχθηκε ο Μωαμεθανισμός που ευλογεί την πολυ­γα­μία; Ή μήπως έτσι δικαιολογούνται τα «προνόμια», κλπ, των Μητροπολιτών.

Ο Πέτρος όμως που πήρε αυτή την προφητεία όπως και αρκετοί από τους άλ­λους, μαθητές δεν είδαν τίποτα από αυτά, εκτός από σταυρικό θάνατο, ενώ κανείς από τους πρώτους που τον ακολούθησαν δεν είδε τίποτα άλλο παρά, ταλαιπωρίες και βασανιστικό θάνατο.

Ο Πέτρος σύμφωνα με άλλη αναφορά των κειμένων άφησε, όπως και άλλοι μαθητές του, και το καΐκι του για τον Ιησού. Εδώ αναφέρει σπίτια αγρούς, αλλά λέξη καμιά για περιουσιακά στοιχεία που υποδηλώνουν επάγγελμα ψαρά π. χ. καΐκι, δίχ­τυα. Μήπως λοιπόν είναι το επάγγελμα του ψαρά είναι καμουφλάζ των παραχαρα­κ­τών κα­λογέρων, για να αποκρυφτεί το πραγματικό του «επάγγελμα» και η πραγμα­τι­κή κα­τα­γωγή του Πέτρου δηλ. ότι και αυτός καταγόταν από την βασιλική γενιά του Δαυίδ και ότι ήταν αδελφός του Ιησού;

Σε άλλα σημεία αντί για παροχές άλλα δυσάρεστα προφητεύει για τους μα­θη­τές του. Τί άραγε ισχύει από τα δύο. Μήπως οι λογοκριτές-διαστρεβλωτές των αρ­χι­κών κειμένων μόνο ξέρουν, ποια «προφητεία» είναι η πιο έγκυρη;

Αναφέρεται σε ανακατατάξεις εξουσίας «και πολλοί θα γίνουν από πρώτοι τε­λευταίοι και από τελευταίοι πρώτοι.». Αν δεν αναφέρεται σε ανακατατάξεις επίγειας εξουσίας, τότε θα πρέπει να υπάρχει ιεραρχία στην μέλλουσα ζωή ώστε άλλοι να είναι πρώτοι και άλλοι τελευταίοι, δηλαδή κρατικό αντίγραφο της επίγειας εξουσίας με ανακατατάξεις, ίσως και με πλατεία.... Κλαυθμώνος!!!.

Η αιώνιος ζωή «εν τω αιώνι τω ερχομένω», που θα κληρονομήσουν είναι η ιστορική μνήμη γιατί θα έχουν συμβάλει στην οικοδόμηση μιας νέας και δίκαιης κοι­νωνίας σύμφωνα με τις προσδοκίες του Ιησού. Οι 12 φυλές όμως του Ισραήλ δεν τους θυμούνται καν, ενώ τους θυμούνται «πάντα τα έθνη», ή μήπως είμαστε εμείς οι από­γονοι των 12 φυλών του Ισραήλ, δηλ. Εβραίοι, οπότε επαληθεύεται η προφητεία;

Ο λογοκριτής του Μάρκου, 10: 28-31, (δηλαδή, κατά την εποχή του Μεγάλου Κωνσταν­τίνου και Ευσε­βί­ου Καισαρείας), επειδή δεν του φαινόταν και πολύ «χριστι­ανικό» το κείμενο με τόσες υλικές παροχές, έβαλε αυτός και μόνο ένα παλαβό «μετά διωγμών» μα­ζί με τις εκατονταπλασίονες παροχές, «νύν εν τώ καιρώ τούτω», σε σπί­τια, αγρούς κλπ, και σβή­νον­τας την πα­ροχή περί γυναικών. Πρωτότυπες παροχές!! Δεν κατάλαβε βέβαια ότι έτσι αποκαλύ­πτει ότι οι παροχές αυτές αφορούν τον εδώ κό­σμο και όχι μέλλουσα ζωή, αφού εκεί οι ημέτεροι δεν θα υποστούν διώξεις αλλά μό­νο απολαβές.

Δυστυχώς για τους 12 μαθητές του, για τον Ελληνισμό και για όλο τον κόσμο ο Ιησούς ο Γαλιλαίος απέτυχε, όπως και ο ίδιος το ομολογεί πάνω στο σταυρό! Αν πε­τύχαινε θα είχε απαλλαγεί η ανθρωπότητα από την Εβραϊκή θρησκεία, δεν θα περ­νούσε η Ευρώπη διά του μεσαίωνος, ο Ελληνοκλασσικός Πολιτισμός-Ορθολογισμός θα είχε απλωθεί σε όλο τον κόσμο και ίσως ολόκληρος ο κόσμος σήμερα να μιλούσε Ελ­ληνικά!!! Αλλά και οι Εβραίοι θα είχαν απαλλαγεί από την καταπίεση της Παλαιάς Διαθήκης, - γιατί κι αυτό ήταν ένας από τους στόχους του εθνικού επαναστάτη Ιησού.

Με τα παραπάνω μπορεί να κάνει κανείς ένα τεστ στους πιστούς του ποιμνίου ρωτώντας τους, «τι νομίζεται ότι απαντά ο Ιησούς στον Πέτρο, όταν αυτός τον ρωτά : Να εμείς τα αφήσαμε όλα και σε ακολουθήσαμε. Τι έχουμε να κερδίσουμε λοιπόν;» Όλοι, επειδή δεν διαβάζουν την Καινή Διαθήκη, απαντούν «τον Παράδεισο», «την Μέλ­λουσα ζωή» και άλλα παρόμοια. Η έκπληξή τους είναι μεγάλη όταν ακούν την απάν­τηση. Ακόμη και οι θεολόγοι αγνοούν την απάντηση αυτή του Ιησού.

 

 

Λίγα λόγια για την ιστορία των μεταφράσεων από το βιβλίο:

«ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ»

του Ιωάννου Καραβιδοπούλου

καθη­γη­τή στην Θεολογική σχολή του Α.Π.Θ.,

σελ 44. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ:

 

1.2.4 Οι Νεοελληνικές μεταφράσεις της Καινής Διαθήκης

 

             ………Η ανάγκη για μετάφραση τής Γραφής στη νέα Ελληνική παρουσιά­στη­κε πολύ αργότερα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, τότε που ο υπόδουλος Ελληνικός λαός ήθελε να έλθει σε πιο άμεση και ζωντανή επαφή με το βιβλικό μήνυμα της ελ­πί­δας και ανάστασης. Βέβαια πρέπει να λεχθεί πως η μετάφραση σε ένα πιο κατανοητό ιδίωμα ούτε εύκολο έργο υπήρξε ούτε χωρίς αντιρρήσεις ορι­σ­μέ­νων εκκλησιαστικών παραγόντων προχώρησε. Είναι γνωστό ότι σε μερικές κρίσιμες περιστάσεις οι εκκλη­σιαστικές Αρχές απαγόρευσαν ρητώς την κυκλοφορία με­τα­φράσεων, κάποτε μά­λιστα και την απλή, χωρίς πατερική ερμηνεία, ανάγνωση αυτού τούτου του ιερού κειμένου από τους πιστούς για να αποφευχθούν παρα­νο­ή­σεις. Αυτό όμως έγινε για να προφυλαχτούν οι πιστοί από τον κίνδυνο ετερόδοξων προσηλυτιστικών ενεργειών.

………..                                     

            Η πρώτη νεοελληνική μετάφραση της Καινής Διαθήκης έγινε δύο αιώνες περί­που μετά την άλω­ση της Κωνσταντινούπολης, το 1636, από το μοναχό Μάξιμο Καλ­λι­ουπολίτη. Η εκτύπωση έγινε στη Γενεύη, με τη συμπαράσταση του Οικουμενικού Πατριάρχη Κυ­ρίλλου Λούκαρη, ο οποίος και αυτοπροσώπως έκανε διορθώσεις στο έργο μετά το θάνατο του μεταφραστή, που συνέβη το 1633. Ωστόσο η μετάφραση κυ­κλοφόρησε το 1645 από τον Πατριάρχη Παρθένιο Β΄. Το έργο φέρει τον τίτλο «Η Και­νή Διαθήκη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δίγλωττο, εν ή αντιπροσώπως το τε θείον πρω­τό­τυ­πον και η απαραλλάκτως εξ εκείνου εις απλήν διαλεκτον, διά του μα­καρίτου κυρίου Μαξίμου του Καλλιουπολίτου γενομένη μετάφρασις άμα ετυπώθη­σαν».

Στον πρόλογό του ο «ελάχιστος εν ιερομονάχοις» Μάξιμος λέγει...…., «διατί το αναγινώσκειν και μη γινώσκειν, καταγινώσκειν εστίν»…….και προσθέτει «Άπρε­πον πράγμα είναι οι βίοι και αι ομιλίαι των αγίων να είναι πολλά φανερές, οπού ήταν άν­θρωποι, και το του Χριστού θεανθρώπου θείον Ευαγγέλιον, οπού είναι αναγκαιό­τα­τον εις κάθε Χριστιανόν, να είναι κεκαλυμμένον.»

……. «ο σκοπός όλος εκείνων οπού αναγινώσκονται στην εκκλησία είναι διά οικοδομήν και η οικοδομή είναι διά της γνώσεως εκείνων οπού λέγονται. Διατί πως θέλει πιστεύσει τινάς ή να υπακούσει εκείνα που λέγονται, εάν δεν γρικά». Επίσης στρέ­φεται εναντίον των αιρετικών που εμποδίζουν την ανάγνωση των Γραφών και δι­δάσκουν πως αρκεί μόνο η πίστη…….

Η μετάφραση αυτή προκάλεσε τις αντιδράσεις ορισμένων εκκλησιαστικών ανδρών, ιδιαίτερα του γνωστού θεολόγου Μελέτιου Συρίγου, και τελικά καταδικά­στηκε από τη Σύνοδο των Ιεροσολύμων το 1672 όταν πατριάρχης ήταν ο Δοσίθεος. Η σύνοδος αυτή απάντησε αρνητικά στο ερώτημα «εί δεί την θείαν Γραφήν κοινώς παρά πάντων των Χριστιανών αναγινώκεσθαι

Η μετάφραση του Μάξιμου, διορθωμένη από τον μοναχό Σεραφείμ Μυτιλη­ναίο κυκλοφόρησε ξανά στο 1703 στο Λονδίνο …προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Οικουμενικού Πατριάρχη Γαβριήλ, ο οποίος έκαψε ένα αντίτυπο στην αυλή του Πατριαρ­χείου και έγραψε «Συνοδικό γράμμα», το έτος 1704, « Η έννοια και το βά­θος των νοημάτων των ιερών Γραφών ού πρόχειρος εστίν, ουδέ ευκατάληπτος και αυτοίς τοις επισταμένοις την Ελληνικήν διαλεκτον, πολλού γε και δει τω απ­λώ λαώ. Τω δε βουλομένω χριστιανώ αναγινώσκειν τα της Εκκλησίας ιερά βιβλία, η ανάγνωσις τούτων Ελληνιστί εκτεθειμένων, ει μετ’ ευλαβείας γίγνοιτο, καίτοι του βάθους των νοημάτων αγνοουμένου, αγιασμού πρόξενος τω αναγινώσκοντι καθί­σταται κατά την υποτύπωσιν της εκκλησιαστικής διδασκαλίας, ώστε περιττή και ανωφε­λής η εις κοινήν διαλεκτον μετάφρασις των Ιερών Γραφών» (Μ. ’Ι. Γε­δεών, Κα­νονικαί Διατάξεις, 1888, 1, 106) ………

Η μετάφραση αυτή επανεκδόθη το 1705 χωρίς τον προσβλητικό για τον Ελληνικό κλήρο πρόλογο και πάλι το 1710 διορθωμένη από τον Αναστάσιο Μιχαήλ. Λίγο αργότερα, το 1723, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας ο Γ΄ με σύμφωνη γνώμη των πατριαρχών Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων απαγόρευσε και αυτήν ακόμη την ανάγνωση των Γραφών, ή τουλάχιστον ορισμένων μερών τους και μά­λιστα της Παλαιάς Διαθήκης, επιτρέποντας την ανάγνωσή της «υπό μόνων των μετά της πρεπούσης ερεύνης τοις βάθεσιν εγκυπτότων του Πνεύματος και ει­δό­των οίς τρόποις η θεία Γραφή ερευνάται και διδάσκεται και όλως αναγι­γνώ­σ­κε­ται» (Μ. ’Ι. Γεδεών, όπ. Παρ. 2, 430-31) ………

Στις αρχές του19ου αιώνα η νεοϊδρυθείσα Βρετανική Βιβλική Εταιρία (1804) προ­­έβη σε επανειλημμένες εκδόσεις της διορθωμένης μετάφρασης του Μαξίμου με έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1810)………

Η ίδια Βιβλική Εταιρία το 1828 εξέδωσε μετάφραση του Σιναΐτη μοναχού Ιλα­ρίωνα (αργότερα Μητροπολίτη Τυρνόβου), η οποία είχε περιπετειώδη προϊστορία: Ενώ ήταν έτοιμη από το 1818 και είχε την έγκριση των πατριαρχών Κυρίλλου ΣΤ΄ και Γρηγορίου Ε΄ στη συνέχεια καταδικάστηκε από την Πατριαρχική Σύνοδο του 1823 επί Ανθίμου Γ΄, ο δε Οικονόμος ο εξ Οικονόμου, που αρχικά διάβασε και ενέ­κρινε τη μετάφραση των τριών πρώτων Ευαγγελίων, αργότερα έγινε πολέμιός της. ………

Η οξύτερη και δραματικότερη φάση της προσπάθειας για τη μετάφραση τής Καινής Διαθήκης συμπίπτει με τις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε είδαν το φως της δη­μοσιότητας δύο μεταφράσεις. Το 1900 η μετάφραση των Ευαγγελίων από την Ιουλία Σωμάκη (αργότερα Καρόλου) με φροντίδα της βασίλισσας Όλγας «προς αποκλει­σ­τι­κήν οικογενειακήν του Ελληνικού λαού χρήσιν» και το1901 στην εφημερίδα «Ακρό­πολις» η μετάφραση του Κατά Ματθαίον από τον Αλέξανδρο Πάλλη. Η αντίδραση που προκλήθηκε οδήγησε στα αιματηρά γεγονότα που είναι γνωστά ως «Ευαγγε­λικά» και είχαν σαν συνέπεια την παραίτηση του Μητροπολίτη Αθηνών Προκοπίου και της κυβερνήσεως Θεοτόκη, καθώς και την απαγόρευση κάθε μετάφρασης από την εκκλησία, η οποία σε εγκύκλιό της τόνισε ότι «αποκρούει και αποδοκιμάζει και κα­τακρίνει ως βέβηλον πάσαν διά μεταφράσεως εις απλουστέραν γλώσσαν αλ­λοί­ω­σιν ή μεταβολήν του πρωτοτύπου κειμένου…»

 ……...

 

Συνέπεια των «Ευαγγελικών» ήταν να προσθέσει η αναθεωρητική βουλή του 1911 στο Σύνταγμα (άρθρο 2, παράγραφος 2) την ακόλουθη φράση: «Το κείμενο των Αγίων Γραφών τηρείται αναλλοίωτον. Η εις άλλον γλωσσικόν τύπον απόδοσις τού­του άνευ της προηγουμένης εγκρίσεως και της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγά­λης του Χριστού Εκκλησίας απαγορεύεται απολύτως». Κατά την αναθεώρηση του Συν­τάγματος το 1927 η φράση τροποποιήθηκε ως εξής «άνευ της προηγουμένης εγ­κρί­σεως της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και εν Κωνσταντινουπόλει Με­γάλης του Χριστού Εκκλησίας». Η ίδια διάταξη διατηρήθηκε και στο τελευταίο Σύνταγμα του 1975 ( άρθρο 3, παράγραφος 3)………

 

 Οδυσσέας Επικουρίδης      

 

 

[ ΣΗΜΕΙΩΣΗ

 

Δωρ Ιωάννης, Νεοκλής Φιλάδελφος, Μάρκου Ρούσσος

 

Δεν θα υπεισέλθομε εδώ στην ανάπτυξη του ιδίου και μεγάλου κεφαλαίου της απαγορεύσε­ως τού διαβάσματος και της μεταφράσεως της Βίβλου στην Δύση από την Δυ­τι­κή Καθολική εκκλησία. Αυ­τό ετιμωρείτο με θάνατο! (Ιδού άλλο ένα μέσο διά την επικράτηση της Εβραιογνωστικοχρι­σ­τι­ανικής μάστι­γας. Η συσκότιση, η αμά­θεια, η αγ­ραμ­ματοσύνη και όλα τα παρεμ­φερή.). Αυτός ο κανόνας της Καθο­λι­κής Εκκλη­σίας έχασε την ισχύν του λίγο μετά το + 1500 Κ. Ε. με τους Προτεσ­τάντες και την τυπογ­ραφία. Τότε οι Δια­μαρ­τυρόμενοι για να πάνε εναντίον της Κα­θο­λι­κής Εκκ­λη­σί­ας, με πρώτο και καλλί­τε­ρο τον Μαρτί­νο Λούθηρο, με­τέφραζαν ξέφ­ρε­να την Βί­βλο στις εθ­νικές τους γλώσσες από την Λα­τινι­κή, τα χειρόγραφα και τη Μασόρα. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, όπως και οι Εβραίοι έτσι και αυτοί απέρριψαν όλα τα δευτερο­κανονικά βιβλία.

Ο Λουθήρος με­τεμφιέστηκε και κρύφτηκε για 15 χρόνια στον πύργο Wartburg της Θου­ριγ­γίας και έτσι γλίτωσε. Ο μορφωμένος Άγ­γλος έμπορος William Tyndale (1494 – 1536) όμως, το πλήρωσε με την ζωή του. Συνελήφθη στις Βρυ­ξέ­λ­λες και τον έκα­ψαν ζωντανό σε ηλικία 42 ετών επειδή ετόλμησε να μεταφράσει την Βίβλο στα Αγγλικά. Με την βοή­θεια της τυ­πογρα­φίας όμως, εξεδόθησαν τόσο πολλές μεταφρά­σεις σε και τόσο πολ­λά αν­τί­τυ­πα ώστε οι Καθολικοί έχασαν τον έλεγχο.

Οι Προτεστάντες τότε, με την καλή μελέτη της Βίβλου, βάλθηκαν να αποδεί­ξουν λογικώς και επιστημονικώς την αλήθεια της Βίβλου (αφού την είχε δώσει στον κόσμο ο ίδιος ο Θεός), την ιστορικότητα του Ιη­σού και το άμεμπτον της χριστιανικής θεολο­γί­ας. Δεν μπόρεσαν να επιτύχουν τίποτα απ’ όλα αυτά. Αν­τιθέτως διαπίστωσαν ότι επικρατούσε τό­ση ακαταστασία, αντίφαση, αντιε­πιστημονι­κό­τητα, ανοησία, κλπ, που δεν μπορούσε να αποδειχθεί τίποτα απολύτως. Το απο­τέ­λεσμα ήταν ότι πολλοί, ιδίως μορφωμένοι, απεσ­κίρ­τησαν από την Εβραιογνωστικοχρι­στια­νι­κή μάστιγα και άσκη­σαν κριτική και πόλεμο εναντίον της. Οι περισσότεροι όμως παρέμειναν πιστοί Χριστια­νοί και εδικαιολογή­θηκαν με το στερεότυπο: «Αυτά τα πιστεύομε επειδή έτσι μας αρέ­σει, και η πίστη δεν χρειάζεται δι­καιολόγηση!». Όντως καταπληκτική εξέλιξη πραγμά­των…!

Μια φορά αντιμετώπισα ο ίδιος το εξής καλοκαιρινό επεισόδιο στην Ελλάδα. Όπως κουβέντιαζα περί χριστιανικής Αγίας Γραφής και της θεοπνευστίας της με μια πολύ φανατική Χριστιανή, της είπα να μου φέρει την Καινή Διαθήκη για να τις δείξω μερικές από τις αντι­φάσεις, που ήταν παραπάνω από εξόφθαλμες, ώστε να της απο­δείξω ότι η Αγία Γραφή ούτε θεόπ­νευστη είναι ούτε μπορείς να της δίνεις καμιά απο­λύτως βάση. Της έδειξα στα γρήγορα μό­νο τρεις, αφού τις εξήγησα ότι οι κατάλογοί μας περιέχουν χιλιάδες, και την ρώτησα τι έχει να μου απαντήσει και πως εξηγεί το φαινόμενο αυτό, αφού σαν θεόπνευστη γραφή έπρεπε να έχει τέλεια αρ­μο­νία. Τις είδε και αυτή καλά - καλά και μου είπε ότι δεν μπορεί να μου απαντήσει τώ­ρα αλλά μετά από 15 μέρες αφού συμβουλευόταν πρώτα με­ρι­κούς θεολόγους συγ­γε­νείς και φίλους της. Είπα εν­τάξει και συμφώνησα να περιμένω. Πέρασαν 15 μέρες αλλά δεν μου απάν­τη­σε. Όταν πέρα­σαν 30 μέρες τότε την ρώτησα εγώ αν τελι­κά σκοπεύει να μου δώσει τις απαντήσεις της. Αντ’ αυτών όμως μου λέγει με δυνατή και ειρωνική φωνή: «Βλά­κα μου! Λέγε εσύ ότι θέλεις, εμείς αυτά θα τα πιστεύομε. Έτσι μας αρέ­σει και τα πιστεύομε.». Με­τά από λίγο καιρό και σε ανάλογο επεισόδιο έλαβα ακρι­βώς την ίδια απάντηση και από την κόρη της η οποία ήταν και είναι χρόνια θεολόγος κα­θηγητής γυμνασίου - λυκείου. Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν έληξε το θέμα. Άντε λοι­πόν σε τέ­τοιους πολίτες να βασίσεις κοινωνία, εκπαίδευση και κράτος...]

 


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2Ο

 

ΕΡΕΥΝΕΣ ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΝΙΚΙΑ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΚΗ ΣΤΗΝ ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΥΤΩΝ

 

Προεισαγωγική Εργασία του

Δρος Ιωάννου, Νεοκλέους Φιλαδέλφου, Μ. Ρούσσου

Καθηγητού Μαθηματικών

 

Περί της

Διεθνώς Δημοσιευμένης Επιστημονικής

Μαθηματικής Έρευνας και Βιβλιογραφίας

του Μαθηματικού Φυσικού Δρος Νικία Σταυρουλάκη

Καθηγητού Πανεπιστήμιου της Limoges,

Τομέας Επιστημών, Τμήμα Μαθηματικών,

Limoges, Γαλλία

 

Κριτική Εναντίον

 

(1) Του «Θεωρήματος του Birkhoff στην Σχετικότητα»

και της αδιακρίτου χρήσεως των πολικών συντεταγμένων

 

(2) Της Θεωρία των «Μαύρων Οπών» («Black Hole Theory»)

 

(3) Η Θεωρία των «Μαύρων Οπών» είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με την μεταφυσική Θεωρία της «Μεγάλης Εκρήξεως» («Big Bang Theory»), η οποία απαιτεί την δημιουργία του σύμπαντος εκ του μη­δενός, έτσι ώστε εάν οποιαδήποτε ζημία προκληθεί στην Θεωρία των «Μαύρων Οπών» αναποφεύκτως προκαλεί ισοδύναμη ζημία στην Θεωρία της «Μεγάλης Εκρήξεως» και αντιστρόφως. Ως εκ τούτου, τα αποτελέσματα του Δρος Σταυρουλάκη εναντίον της Θεωρία των «Μαύρων Οπών» εφαρμόζονται άμεσα και κατά της Θεωρίας της «Μεγάλης Εκρήξεως».

 

Όλες οι πληροφορίες που παρατίθενται εδώ έχουν συντεθεί από τον

Δρα Ιωάννη, Νεοκλέα Φιλάδελφον, Μ. Ρούσσο, Καθηγητή Μαθηματικών,

και υπό την επίβλεψη και την ευγενή άδεια του

Δρος Νικία Σταυρουλάκη, καθηγητού της Μαθηματικής Φυσικής.

 

 

 

Βιογραφικό Σημείωμα

 

Ο Νικίας Σταυρουλάκης γεννήθηκε στο χωριό Θρόνος του νομού Ρεθύμνης της νήσου Κρήτης, το έτος 1921. Εισήχθη στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθη­νών, το έτος 1938, όπου εσπούδασε Πολιτικός Μηχανικός.

Παρ’ όλον ότι ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος διέκοψε την ομαλή εξέλιξη των σπου­δών του, κατέστρεψε την χώρα του, και διέφυγε την εκτέλεση από τους να­ζι­στές για μόλις ολίγες ημέρες, αυτός συνέχισε τις σπουδές του μετά το τέλος του πο­λέ­μου το 1945. Απεφοίτησε από το Πολυτεχνείο Αθηνών το έτος 1947.

            Κατά τα έτη 1949 – 1963 εργάστηκε ως πολιτικός μηχανικός στην Ελλάδα. Τότε η δουλειά του γινόταν πολύ δύσκολα, κάτω από πολύ κακές συνθήκες, με­γάλες δυσκολίες, και υπό το καθεστώς της πολιτικής αναταραχής και καταπιέσεως που υπήρχε στην Ελλάδα τα χρόνια εκείνα.

            Το έτος 1963 πήγε στην Γαλλία για να ακολουθήσει μεταπτυχιακές σπουδές στα μαθηματικά. Τελικά απεφοίτησε με Διδακτορικό “Doctorat dEtat” από τον Το­μέα Επιστημών του Παρισιού “Faculté des Sciences de Paris” το 1969. Η διατρι­βή του είχε θέμα με τίτλο: «Υποδομή Διαφορικών Πολλαπλοτήτων και Ρημαννίων Χώ­ρων με Ανωμαλίες.».

            Αμέσως μετά την αποφοίτησή του, έλαβε θέση καθηγητού των μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο της πόλεως Limoges, της Γαλλίας, από το οποίο και αφυπηρέτησε το έτος 1990.

            Οι εργασίες που έγραψε και δημοσίευσε είναι επί των μαθηματικών κλάδων: Γεωμετρία, αλγεβρική τοπολογία, διαφορική γεωμετρία, βελτιστοποίηση, μαθηματι­κή φυσική και γενική θεωρία της σχετικότητος.

Αν και έχει αφυπηρετήσει εδώ και πολλά χρόνια, ακόμα το έτος 2008 σε ηλι­κία 87 ετών συνεχίζει την επιστημονική και μαθηματική έρευνα. Ο κύριος σκοπός του είναι να επιδιορθώσει την θεωρία του βαρυτικού πεδίου με το να καταδείξει τις εσφαλμένες κατανοήσεις, οι οποίες και πρέπει να απορριφθούν, και να διορθώσει τα μαθηματικά σφάλματα που διέπραξαν ή απεδέχθησαν, ήδη από το ξεκίνημα της θεω­ρίας της σχετι­κό­τητος, οι διάφοροι ειδικοί επί της θεωρίας αυτής.

 

 

Κατάλογος Επιστημονικών Δημοσιεύσεων του

Δρος Νικία Σταυρουλάκη

επί της Μαθηματικής Φυσικής

και της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητος

 

Σημείωση: Ο κατάλογος αυτών των άρθρων τίθεται εδώ με αντίστροφη χρονολογική σειρά.

 

  1. On the Stationary Charged Spherical Source. Progress in Physics. Volume 2, April 2009, pp. 66 – 71.

 

  1. Gravitation and Electricity. Progress in Physics, Volume 2, April 2008, pp. 91 – 96.

 

  1. On the Gravitational Field of a Pulsating Source. Progress in Physics, Volume 4, October 2007, pp. 3 – 8.

 

  1. On the Propagation of Gravitation from a Pulsating Source. Progress in Physics, Volume 2, April 2007, pp. 75 – 82.

 

  1. Non – Euclidean Geometry and Gravitation. Progress in Physics, Volume 2, April 2006, pp. 68 – 75.

 

  1. On a paper by J. Smoller and B. Temple. Annales de la Fondation Louis de Broglie, Volume 27 no 3, 2002, pp. 511 – 521.

 

  1. Matière cachée et relatitité générale. Annales de la Fondation Louis de Broglie, Volume 26, no spécial, 2001, pp. 411 – 427.

 

  1. Vérité scientifique et trous noirs (Quatrième partie). Determination de métriques Θ(4) – invariantes. Annales de la Fondation Louis de Broglie, Volume 26, no 4, 2001, pp. 743 – 764.

 

  1. Vérité scientifique et trous noirs (Troisième partie). Équations de gravitation relatives à une métrique Θ(4) – invariante. Annales de la Fondation Louis de Broglie, Volume 26, no 4, 2001, pp. 605 – 631.

 

  1. Vérité scientifique et trous noirs (deuxmième partie). Symétries relatives au groupe des rotations. Annales de la Fondation Louis de Broglie, Volume 25, no 2, 2000, pp. 223 – 266.

 

  1. Vérité scientifique et trous noirs (premième partie). Les abus du formalisme. Annales de la Fondation Louis de Broglie, Volume 24, no 1, 1999, pp. 67 – 109.

 

  1. On the principles of general relativity and the SΘ(4) – invariant metrics. Proceedings of the 3rd Panhellenic Congress of Geometry, Athens Greece 1997, pp. 169 – 182.

 

  1. Sur la function de propagation des ébranlements gravitationnels. Annales de la Fondation Louis de Broglie, Volume 20, no 1, 1995, pp. 1 - 31.

 

  1. Particules et particules test en relativité générale. Annales de la Fondation Louis de Broglie, Volume 16, no 2, 1991, pp. 129 – 175.

 

  1. Sur quelques points de la theorie gravitationnelle d’ Einstein. Tiré à part de Sinsularité, Lyon, France, Vol. 2, no 7, Aout – Septembre 1991 / 2461 pp. 4 - 20.

 

  1. Solitons et propagation d’ actions suivat la relativité générale. (Deuxième partie). Annales de la Fondation Louis de Broglie, Volume 13, no 1, 1988, pp. 7 – 42.

 

  1. Solitons et propagation d’ actions suivat la relativité générale. (Premième partie). Annales de la Fondation Louis de Broglie, Volume 12, no 4, 1987, pp. 443 – 473.

 

  1. Mathématiques et trous noirs. “Gazette des mathematiciens”, no 31 – Juillet 1986, pp. 119 – 132.

 

  1. Paramètres cachés dans les potentials des champs statiques. Annales de la Fondation Louis de Broglie, Volume 6, no 4, 1981, pp. 287 – 327.

 

  1. A Statical smooth extension of Schwarzschild’s metric. Lettere al Nuono Cimento, Vol 11, no 8, 26 October 1974, pp. 427 -430.

 

  1. More articles by professor emeritus Dr. Nikias Stavroulakis are submitted for publication and or in the making, 2009.

 

Ολίγα επί πλέον άρθρα γραμμένα από άλλους

επ’ αυτών των Θεμάτων

 

1)     Περισσότερες δημοσιευμένες επιστημονικές εργασίες επ’ αυτών των θεμάτων ευρίσκονται στις αναφορές των ανωτέρω άρθρων του Δρος Καθηγητού Νικία Σταυρουλάκη.

 

2)     Les trous noirs dans l’ obscurité, “Le Monde”, 12-8-1987. (Μικρό άρθρο της Γαλλικής εφημερίδος Le Monde.)

 

3)     La cosmologie: mythe ou science?. La Recherche, Volume 7, No 69, Juillet -Aout 1976, pp. 610 – 616. Άρθρο του τιμηθέντος διά βραβείου Nobel Σουη­δού Φυσικού: Hannes Alfvén.

 

 

Τα Κυκλοφορούντα Λάθη και Προτάσεις Διορθώσεων

 

υπό του

Δρος Ιωάννου Νεοκλέους Φιλαδέλφου Μάρκου Ρούσσου

Καθηγητού μαθηματικών

 

Εδώ παρουσιάζομε μερικά από τα λάθη που διέπραξαν οι μαθημα­τι­κοί φυσικοί και οι ειδικοί επί της σχετικότητος, τα οποία αφορούν το Θεώρημα του Birkhoff στην Σχετικότητα και την Θεωρία των «Μαύ­ρων Οπών» και τα οποία έχουν συνέπειες στην Θεωρία «της Μεγάλης Εκρήξεως». Αυτά και μερικά άλλα ακόμα έχουν κατα­δει­χ­θεί σαφώς και λεπτομερώς με παραδείγματα και αντιπαραδείγματα από τον Δρα Καθηγητή Νικία Σταυρουλάκη. Ημπορούν να μελετη­θούν και να ελεγχθούν από τους ειδικούς και τους ενδιαφερομένους μέσα στα ανωτέρω άρθρα. Οι κριτές των διεθνών και εγκρίτων πε­ρι­οδικών, εντός των οποίων τα άρ­θρα αυτά εμφανίστηκαν, ομολόγησαν ότι δεν έχουν βρει ούτε ένα μικρό ή μεγάλο μα­θηματικό λάθος. Παρ’ όλα ταύτα οι νυν κύριοι και καταξιωμένοι μαθηματικοί φυσικοί αρ­νούνται να δώσουν οποιαδή­ποτε προσοχή, να τα ελέγξουν και μετά να συμμορφωθούν αναλόγως. Όχι μόνο απαξιούν, αλλά και είχαν επιδεί­ξει πολύ κακή και αντισυναδελφική συμπεριφορά προς τον Δρα Νικία και ολί­γους άλλους που εσυμφώνησαν μαζί του.

 

  1. Έχουν δημιουργήσει της εξής αντίφαση: Από την μια, ισχυρίζονται ότι κάθε μεταβολή σε κατανομή ύλης δημιουργεί βαρυτικό αποτέλεσμα το οποίο δια­δί­δεται στον χώρο σύμφωνα με τον νόμο των μηδενικών γεωδεσιακών. Από την άλλη, ισχυρίζονται ότι εάν μια κατανομή ύλης είναι σφαιρικώς συμμετρι­κή, τότε οι ακτινικές κυμάνσεις (παλμώσεις) της παραδόξως δεν δημιουργούν κύμα­τα βαρύτητος.

 

  1. Έχουν κάνει κακή χρήση πολλαπλοτήτων με σύνορα, συνοδευομένη με λά­θος κατανόησή τους και εγκαταλείποντας τους Ευκλειδείους χώρους με τους οποίους άρχισαν.

 

  1. Έχουν εισαγάγει, καταχραστεί και κακομεταχειριστεί τις πολικές συντεταγ­μέ­νες των οποίων η αρχή ευρίσκεται σε σημεία ανωμαλιών τα οποία δεν ευρί­σκονται αναγκαίως επί των πολλαπλοτήτων. Έτσι εδημιούργησαν ανω­μαλίες που συχνά δεν είναι συμβατές με τα δεδομένα του προβλήματος.

 

  1. Έχουν εισαγάγει και καταχραστεί, αγνώστους, πεπλεγμένους και μη-επιτρε­πτούς μετασχηματισμούς οι οποίοι μπορεί είτε εξ αρχής να ήταν ανύπαρ­κτοι, εί­­τε με τη σειρά τους, αυτοί οι μετασχηματισμοί, έγιναν αιτίες δημιουργίας των ανωμαλιών.

 

  1. Έχουν επεκτείνει λύσεις διαφορικών εξισώσεων πέρα των σημείων ανωμα­λι­ών, και έτσι εδημιούργησαν εσφαλμένες λύσεις με ανωμαλίες.

 

  1. Έχουν χρησιμοποιήσει σημεία για τα οποία δεν εγνώριζαν εξ αρχής ότι άνη­καν στην θεωρουμένη πολλαπλότητα.

 

  1.  Έχουν χρησιμοποιήσει τις ταυτότητες του Bianchi σαν περιορι­σμούς για τις εξι­σώ­σεις του Einstein στο κενό, ώστε να πετύχουν τέσσερις βαθμούς ελευ­θερίας στις λύσεις, ενώ αυτές είναι γενικές ταυτότητες που ισχύουν ανε­ξάρ­τη­τα και για κάθε μετρικό τανυστή. Δεν προσάπτουν κανέναν περιορισμό.

 

  1. Οι συνθήκες που ορίζουν αυτές που ονομάζομε αρμονικές συντεταγμένες έχουν οδηγήσει σε αντιφάσεις.

 

  1. Η ομάς SO(3) ενεργεί επί του χώρου R3 κατά φυσικό τρόπο, πράγμα που δεν ισχύει για τον χώρο R4.

 

  1. Έχουν αυθαιρέτως απαλείψει συνιστώσες του μετρικού τανυστή.

 

  1. Έχουν συμπεράνει αποτελέσματα για τη λύση ή έχουν θέσει συνθήκες επ’ αυτής προτού η λύση βρεθεί.

 

  1. Η παράμετρος των Droste-Hilbert r δεν είναι ούτε ακτινική συντεταγμένη μήτε η αληθής απόσταση. Δεν έχει να κάνει καθόλου με συντεταγμένες, χαλάει τις συνοριακές συνθήκες και οδηγεί σε ανακολουθίες.

 

  1. Νομίζουν ότι οι εξισώσεις βαρύτητος παράγουν αναγκαστικά λύσεις μόνο για στατικές μετρικές.

 

  1. Έχουν θεωρήσει μετρικές να είναι ισοδύναμες ενώ δεν είναι.

 

  1. Έχουν εγκλωβισθεί σε κεκρυμμένους φαύλους κύκλους.

 

  1. Ανεξαρτήτως της καταστάσεως του πεδίου του κενού, οι λύσεις που αφορούν σφαιρικές μάζες δεν είναι συμβιβαστές με την έννοια της σημειακής πηγής.

 

  1. Όταν τα μαθηματικά δεν προχωρούν άλλο, τότε, όπως λένε, χρησιμοποιούν «ενόραση» (δηλαδή ευχολόγιο ή λαϊκώς μπαλαμούτι).

 

  1. Έχουν εσφαλμένως ονομάσει την λύση του Droste ή των Droste Hilbert ως λύση του Schwarschild! (Mικρό κακό.).

 

Οι Προτάσεις, Διορθώσεις και Συμπεράσματα τού

Δρος Νικία Σταυρουλάκη

 

(1)  Δεν υπάρχει καμία ανάγκη απολύτως να αλλάξομε τις φυσικές Ρημάννιες συν­τεταγμένες σε πολικές συντεταγμένες, ή να εισάγομε αυθαίρετους πεπλεγ­μέ­νους μετασχηματισμούς και ούτω να δημιουργήσομε ανωμαλίες που στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν. Η χρήση των Ρημαννίων συντεταγμένων είναι πλήρως επαρκής, δεν δημιουργεί κανένα εμπόδιο, δεν έχει ανωμαλίες και τε­λικά δεν οδηγεί στα ίδια απο­τελέσματα που οδηγεί η χρήση των πολικών συν­τεταγμένων.

 

(2)  Το Θεώρημα του Birkhoff στην σχετικότητα είναι ψευδό-θεώ­ρη­μα και πρέ­πει να απορριφθεί μαζί με τις λύσεις του Droste Hilbert Schwarzschild. Μετά δε, πρέπει να επανεξεταστεί εκ των έξω το πρόβλημα που αφορά τα βα­ρυτικά πε­δία που είναι αναλλοίωτα από την ομάδα SΘ(4).

 

(3)  Οι εξισώσεις του Einstein έχουν μη στατικές (και άρα δυναμικές) λύσεις άνευ ανωμαλιών που περιγράφουν το πεδίο βαρύτητος έξω από μια σφαιρική μάζα η οποία εμφανίζει ακτινική κίνηση ή πάλμωση. Αυτές οι λύσεις εξαρ­τώνται από δύο θεμε­λιώδεις έννοιες, συγκεκριμένα την βαρυτική διαταραχή και την συνάρτηση διαδόσεως.

 

(4)  Για να καθορίσομε τις μη στατικές λύσεις, πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσομε την διαδικασία διαδόσεως της βαρυτικής διαταραχής και έτσι οφείλομε να εισαγάγομε την καταλλήλως επιλεγμένη συνάρτηση διαδόσεως.

 

(5)  Η τιμή του συμβόλου 2μ, το οποίο έχομε συνηθίσει να το καλούμε βαρυτική ακτίνα, δεν ορίζει καμία ακτίνα και κανένα ορίζοντα, αλλά είναι το απρόσιτο κά­τω πέρας των τιμών της ακτίνας καμπυλότητας της σφαίρας που περικλείει την θεωρουμένη μάζα.

 

(6)  Η πηγή βαρύτητος είναι αναγκαστικώς ένα εκτεταμένο σώμα μάζας (και όχι σημείο).

 

(7)  Η επ’ άπειρον συρρίκνωση μιας μάζας είναι αδύνατη και έχει πάντοτε ένα κατώτατο πέρα συρρικνώσεως που εξαρτάται από την ποσότητα της θεωρου­μένης μάζας. (Αυτό το αποτέλεσμα συμφωνεί με τον ενορατικό ισχυρισμό του Einstein επ’ αυτού του ζητήματος, αλλά και κάθε άλλου.).

 

(8)  Η Γενική Θεωρία της Σχετικότητος είναι η πρώτη θεωρία της Φυσικής που μας απελευθερώνει από την αντιφατική και μη ευνόητη έννοια του υλικού σημείου.

 

(9)  Η Γενική Θεωρία της Σχετικότητος όχι μόνο δεν προβλέπει την ύπαρξη μαύ­ρων οπών, αλλά σαφώς αποκλείει τον σχηματισμό τους.

 

(10)    Οι εκφυλισμένες χώρο-χρονικές μετρικές δεν έχουν καμία φυσική έννοια.

 

(11)    Οι αστροφυσικοί επινόησαν τη μαύρη οπή σαν ένα υποθετικό αντικείμενο που παγιδεύει το φως. Στην πραγματικότητα όμως, η μαύρη οπή είναι ένας μύθος που συνεχώς παγιδεύει, εδώ και τόσα χρόνια τώρα, την ανθρώπινη σκέ­ψη.

 

 

 

Μερικές Φυσικές και Φιλοσοφικές Συνέπειες

 

υπό του

Δρος Ιωάννου, Νεοκλέους Φιλαδέλφου, Μ. Ρούσσου

Καθηγητού Μαθηματικών

 

Εφ’ όσον μία ποσότητα μάζας δεν ημπορεί να συρρικνωθεί αυθαιρέτως (φέρ’ ειπείν σε υλικό σημείο, ή κάτω από ένα κατώτερο πέρας) ο χώρος και χρόνος ενερ­γούν με μια σχετική ομοιομορφία εντός ορισμένων ορίων. Δεν ημπο­ρούν ούτε να μη­δενισ­τούν ούτε να ανα­δημιουργηθούν. Διά τούτο ο χώρος και ο χρό­νος είναι αιώνιοι, χωρίς αρχή και χωρίς τέλος και άπειροι σε μέγεθος. Εντός του χώ­ρου το συνολικό πο­σό ενεργείας και μά­ζας είναι σταθερό σε κάθε στιγμή του πα­ρελ­θόντος, παρόντος και μέλλοντος. Ενέρ­γεια και μάζα ημπορούν να μετασχη­μα­τί­ζονται εντός του χώρου και χρόνου, δη­λαδή ημπορούν να αλλάζουν μορφή, κλπ., αλ­λά πάν­τοτε εντός ορισμένων ορίων. (Π. χ., η κατάσταση του υλικού σημείου είναι αδύνατη, όπως και η συρρί­κνω­ση πέραν ενός κατωτέρω ορίου, κλπ.).

 

Ο Einstein, χωρίς να το έχει αποδείξει μαθηματικώς, δεν πίστευε στις μαύρες οπές και στα υλικά σημεία. Πίστευε σ’ αυτά που οι εργασίες του καθηγητού Δρος Νικία Σταυ­ρου­λάκη τελικά απέδειξαν. Ότι δηλαδή, η ύλη δεν μπορεί να συρρικνωθεί πέραν ενός κα­τωτέρου ορίου και ότι η Γενική Θεωρία της Σχετικότητος όχι μόνο δεν προ­βλέπει την ύπαρξη μαύ­ρων οπών, αλλά σαφώς αποκλείει τον σχηματισμό τους. Ο Einstein διατύ­πωσε τις εξισώσεις του βαρυτικού πεδίου, αλλά μόνο σε τοπικές συντεταγμέ­νες. Δεν μας είπε ποια είναι ολόκληρη η πολλαπλότητα επί της οποίας ισχύουν. Έκτο­τε έχομε τα διάφορα παρατράγουδα. Ο H. Weyl προσπάθησε να δώσει απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα αλλά δεν τα κατάφερε. Έτσι το θέμα παραμένει ανοικτό σαν το ερώτημα «έκανε η κότα το αυγό ή το αυγό την κότα;»! Η μετρική έρχεται πριν την πολλαπλό­τητα ή η πολλαπλότητα πριν την μετρική; !

 

Ο χώρος ως ολότητα είναι ο άπειρος τρισδιάστατος Ευκλείδειος χώρος, αλλά παρου­σι­άζει καμπυλώσεις εντός ορισμένων ορίων εκεί όπου υπάρχει συγκέντρωση ύλης. Το γνωστό πε­περασμένο σύμπαν κείται εντός αυτού του απείρου χώρου. Οι νό­μοι της Φυσικής, όπως τους ανακαλύπτομε, οι διαταραχές και οι καμπυλώσεις του χώρου που δημιουργούνται από τις τοπικές και σχετικά μικρές συσσωρεύσεις ύλης ισχύουν εντός του γνωστού σε μας σύμ­παντος. Για τον χώρο έξω του γνωστού σύμ­παντος δεν δυ­νά­μεθα να ισχυριστούμε ή να φανταστούμε παρά μόνο πολύ λίγα πράγ­ματα.

 

Ο χρόνος είναι μια συμπαντική παρά­μετρος η οποία κατανοείται βάσει των μεταβο­λών που συμβαίνουν εντός του χώρου, όπως τον εννόησε ο Αριστοτέλης και ο Newton. Οι νόμοι του χρόνου καθώς και οι δια­τα­ραχές του, όπως τους γνωρίζομε, ισ­χύουν εντός του γνω­στού σύμπαντος. Επειδή ο χρόνος νοείται μέσω των μεταβολών εν­τός του χώρου παρουσιάζει διαταραχές αλλά εντός ορισμένων ορίων.

 

Οι τετραδιάστατες δομές, όπως ο Χώρος του Minkowski, κλπ., που χρησιμο­ποιούνται στην Ειδική Σχετικότητα, είναι απλώς μαθηματικά αφηρημένα μοντέλα, τα οποία μεν είναι δυνατόν, υπό ορισμένη έννοια, να είναι τοπικώς ισόμορφα με την πραγμα­τι­κό­τητα, εντός του γνωστού σύμπαντος, αλλά δεν είναι ταυτόσημα με την πραγματι­κό­τη­τα. [Π. χ., στα μαθηματικά πολλές φορές αντιμετωπίζομε ένα (3) τρισδιάστατο πρό­βλημα με δύο (2) επί πλέον ανε­ξαρτήτους παραμέτρους, ας πούμε, αλλά για δια­φόρους λόγους ευκολίας και σκοπιμότητας, προτιμούμε να το θεωρήσομε σαν ένα (5=3+2) πεν­τα­διά­στατο πρόβλημα. Ή, σε άλλες περιπτώσεις έχομε ισομόρφους χώ­ρους αλλά ο καθένας τους αποτελείται από διαφορετικά στοιχεία, κλπ.]. Διά ταύτα χρειάζεται να ξεκαθαρίσομε αν έχομε να κάνομε με μαθηματικές ή με φυσικές διασ­τάσεις. Αυτές οι δύο έννοιες δεν είναι πάντοτε ταυτόσημες.

Ούτως, επί τη βάσει όλων των αποτελεσμάτων που εκθέσαμε εδώ, είτε κάνομε εκ των προτέρων ανεπιβεβαίωτες υποθέσεις «περί αρχής» και «αρχικών συνθηκών», κατά πάσαν πιθανότητα μεροληπ­τικές και της ορέξεώς μας και επομένως αντιεπιστημονι­κές, είτε ομολογούμε άγνοια και αδυναμία τουλάχιστον προς το παρόν, είτε οφείλομε να επισκεφτούμε και να θε­ωρήσομε την φιλοσοφική έν­νοια της κο­σμοθεάσεως (Welt­anschauung). Οι κοινοί θνητοί και τα μαθηματικά τους, τουλάχισ­τον μέχρι σή­μερα, δεν μπόρεσαν να καθο­ρί­σουν εκ των προτέρων την ολική πολλαπ­λότη­τα τού κόσμου, και πιθανόν να μην μπορέ­σουν να το κάνουν ποτέ.

 

Στην Αρχαία Ελληνική κοσμοθέαση η αρχή «εκ τού μηδενός, μηδέν», ή “ex nihilo, nihil” στην Λατινική, ευρίσκει την φυσική και μαθηματική της ισχύ και δικαί­ωση επί τη βάσει των ανωτέρω αποτελεσμάτων. Αυτή η ιδέα προε­τάθη από το τους Ελεάτες Φιλοσόφους το πρώτον, και δεύτερον διατυπώθηκε από τον Δη­μόκριτο και τον Διογένη τον Απολλωνιάτη {Testimonia 1319.001, από­σπασμα 1, γραμμή 8} ως η αρχή: «Ουδέν εκ τού μή όντος γίγνεσθαι ουδέ εις τό μή όν φθεί­ρε­σ­θαι» Η ίδια ιδέα και αρχή υιοθετήθηκε και υποστηρίχθηκε από τον Ανα­ξα­γό­ρα και όλους τους προσωκρα­τι­κούς φιλοσόφους οι οποίοι μάλιστα την εκφράσανε με διά­φο­ρες διατυπώσεις αλλά πάντοτε με την ίδια σημασία. Αυτή η ίδια αρχή ευρίσκει επι­σ­τη­μο­νική και μαθηματι­κή καταξίωση από τον Einstein και την θεωρία του, όπως απο­δεικνύει εδώ ο Καθηγη­τής Δωρ Νικίας Σταυρουλάκης.

 

Ο πατήρ της Θεωρίας της Μεγάλης Εκρήξεως ο Ρωμαιοκαθολικός ιερέας και κοσ­μο­λόγος G. H. J. É. Lemaitre (Βέλγος, 1894-1966) μπορεί να είχε θέσει αξι­ω­μα­τι­κά στο κοσμολογικό μοντέλο του, το έτος 1927, τις αρχικές συνθήκες ότι εν αρχή (οτιδήποτε μπορεί να σημαίνει αυτό, ή πώς ο ίδιος εγνώριζε ότι κάποτε υπήρχε αρχή και τί ήταν αυτή ;) ο χώρος, η μάζα, η ενέργεια και ο χρόνος ήταν μηδέν, δηλαδή εν αρχή δεν υπήρχε τίποτα. [Όμοιες ιδέες ευρίσκομε και στις εργασίες του Ρώσου A. A. Friedman (1888-1925) το έτος 1922, και του Ολλανδού W. de Sitter (1872-1934) το έτος 1932, κλπ.]. Για τον Lemaitre όμως, Θεός υπήρχε και πριν απ’ αυτή την αρ­χή, όπως και πάντοτε, και έτσι «αμέσως από την αρχή» διέπραξε τη λογική και φι­λο­σο­φική αντί­φαση με τις έννοιες του «τίποτα» και της «αρχής». (Λέγεται ότι, το Βατικανό ά­σκη­σε πίεση στον Lemaitre για να παραγάγει μια θεωρία που να ομοι­ά­ζει με την αρχή του βιβλίου της Εβραϊκής Γενέσεως, περί δημιουργίας! Φαίνεται ότι και ο Ρωσο-Εβραίος Friedman είχε τέτοιες προκαταλήψεις.). Εδώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, αν και ο Einstein ήταν Γερμανοεβραίος και αντιμετώπιζε το σύμπαν με θρησκευτiκότητα εν­τοσούτω είχε εγκα­τα­λείψει πλήρως την θρησκεία του Αβραάμ!

 

Αυτό το ίδιο λογικό και φιλοσοφικό σφάλμα ευρίσκεται και στη Ιουδαίο-Χρι­στιανική κοσμοθέαση, σύμφωνα με την οποία ο ένας εξωσυμπαντικός Θεός (οτιδή­πο­τε είναι αυτό) εδημι­ούργησε τον κόσμο εκ του μηδενός σε μια χρονική στιγμή, επειδή έτσι του κατέβηκε να κάνει για να μην βαριέται να κάθεται πια μόνος του. Αλλά πάλι σύμ­φωνα μ’ αυτή την κοσμοθέαση, ο Θεός αυ­τός υπήρχε ήδη πριν απ’ αυτή την χρο­νική στιγμή, όπως και πάντοτε, και επο­μένως η φράση «εκ του μηδενός» ή η λέξη «τί­ποτα» είναι «από την αρχή» ψευδής, διότι Θεός όμως υπήρ­χε! Θα ήταν πιο λογικό να ισχυρι­στούν ότι ο Θεός, που πάντο­τε υπήρχε όπως επιμένουν, εδημιούρ­γησε τον κό­σμο σε κάποια δική του χρονική στιγμή (όχι αρχική αφού ο Θεός τους ήταν επ’ άπει­ρον υπάρχων) από ένα μέρος του (π. χ. από ένας μέρος της ενέργειάς του ή της δυνάμεώς του). Οι αντι­φά­σεις αυτές, που έχουν αφετηρία στον εξωκοσμικό Θεό, δημιουργούν μια ατέρμονα αλυσί­δα αντιφάσεων. Π. χ., υποθέτουν ότι αυ­τός ο εξωσυμ­παντικός Θε­ός είναι ο άν­αρχος, ο αιώνιος, ο πανταχού παρών και τα πάντα πλη­ρών, ο παντοδύνα­μος, ο πάν­σο­φος, ο παντογνώστης, ο πανάγαθος και χίλι­ες δυο άλλες τέ­τοιες ιδιό­τη­τες που εκ­φρά­ζονται με το πρόσφυμα «παν...» κλπ., και συνεχώς υπονοούν την παν­τοδυναμία, παν­σοφία, αγα­θό­τη­τα και την καλοσύνη του. Παρ’ όλα ταύτα οι αμέτρη­τες ατέλειες αυ­τού του κόσμου, οι συνεχείς διαμάχες και αντιξοότητές του, η πανίσ­χυρη ύπαρξη του κακού που εμφανίζεται παντού και πάντο­τε, κλπ., αντιφάσκουν κραυγαλέα με όλες αυτές τις ιδιότητες. Δεν θα κάνομε εδώ έναν πλήρη κατάλογο όλων αυτών των πολύ γνωστών δεινών. Μόνο όσοι εθελοτυφλούν ή πάσχουν από αγ­κύλωση στην σκέψη δεν τα πα­ρατη­ρούν. Αυτή η κραυγαλέα αντίφαση εδη­μιούργησε πλείστες όσες αιρέ­σεις και δι­χογ­νωμίες τόσο στον Χριστιανισμό όσο και στον Ιουδα­ϊσμό καθ’ όλη την ιστορική δια­δ­ρομή τους. Εδώ θα αρκεστούμε στο να επανα­λά­βομε τα λόγια με τα οποία εξέ­φ­ρασε αυ­τή την κατάσταση ο Άγγλος φιλό­σοφος, συγ­γραφέ­ας, επιστήμων και μα­θη­μα­τι­κός Bertrand Russell (1872 – 1970) στο βι­βλίο του Why I am not a Christian, με­τα­φρα­σ­μέ­νο στα Ελληνικά με τίτλο Γιατί δεν εί­μαι Χρι­στιανός: «Αν ήμουν ένα ον με άπειρη γνώση, άπειρη δύναμη, άπειρο χρόνο, άπειρη σοφία, άπει­ρη ενέργεια, κλπ., τότε θα είχα φτιάξει έναν κόσμο πολύ καλλίτερο από αυτόν που υπάρχει σήμερα φτι­αγμέ­νος.». «Ο νοών νοησάτω...!».

 

Όλα αυτά τα αποτελέσματα έρχονται σε συμφωνία όχι μόνο με την Αρχαία Ελλη­νική και Λατινική φιλοσοφική, και ίσως ενορατική, μυστηριακή ή ιεροφαντική, αντί­ληψη περί δημιουργίας του κό­σμου, αλλά και με τις νέες ανα­καλύψεις περί του «πεδίου του κε­νού» και της ενεργείας που περιέχει. Αυτές οι νέες ανακαλύ­ψεις περί του «πεδίου του κενού» και της ενεργείας που περιέχει συμφωνούν επίσης και με την Αρχαία Ελ­λη­νι­κή κοσμοαντίληψη περί απείρου, ανάρχου και αιωνίου χώρου που δια­χέ­εται από μια παλ­λο­μέ­νη ου­σία, της οποίας μέρος έχει συνεχή μορ­φή και παράγει την ενέργεια και μέ­ρος έχει με­ριστή μορφή και παράγει την ύλη. Αυτή η ου­σία πα­ρά­γει τα πάντα και εί­ναι ακριβώς αυτή αύτη η ενέργεια του κενού. Τα πειράματα (εντός εργαστηρίου πλέ­ον) που εσχά­τως απέδειξαν επανειλημμένως την ύπαρξη της εν­ερ­γείας του κενού διά της υπάρξεως και μετρήσεως των δυνάμεων Casimir (Casimir Effect, από τον Ολ­λανδό θεωρητικό φυσικό Hendrik Brugt Gerhard Casimir, 1909-2000), καταδει­κ­νύ­ουν ότι το «πεδίο του κενού» περιέχει άπειρη και τρομερά συμπυ­κνωμένη ενέρ­γεια. Π. χ., η διάσπαση ενός κύβου ακμής 3 χιλιοστών του μέ­τρου (ήτοι, 27 κυβικών χι­λι­ο­στών) του πεδίου του κενού πα­ρά­γει όλη την ενέργεια και την μάζα που ευρί­σ­κονται εντός ολοκλήρου του γνωστού σε μας σύμπαντος.

 

Εξ άλλου δεν είναι η βαρύτητα η μόνη συμπαντική και δημιουργική δύναμη. Έχομε και τις ασυγκρίτως ισχυρότερες ηλεκτρομαγνητικές δυνάμεις. Π. χ. το φως είναι ηλε­κτρομαγνητική ακτινοβολία, κλπ. Κάθε προσπάθεια ενοποιήσεως της βαρύτητας με τις άλλες συμπαντικές δυνάμεις, δηλαδή να τεθούν όλες οι συμπαντικές δυνάμεις κά­τω από την ίδια αρχή, έχει αποτύχει μέχρι στιγμής. Δεν μπορεί μόνη της η βαρύτητα να εξηγήσει όλη την δημιουργία. Η πιθανή εύρεση μιας κατάλληλης Ρημάννιας μετ­ρι­κής που θα περιλαμβάνει όχι μόνο τον χώρο και τον χρόνο αλλά και τον ηλεκτρομα­γ­νητι­σμό και τα κβάντα να μπορέσει να πράξει αυτή την ενοποίηση. Ο Δωρ καθηγητής Σταυρουλάκης έχει ήδη δώσει τέτοιες νύξεις προς αυτή την κατεύθυνση στα τελευ­ταία άρθρα του αλλά πόρρω απέχει από ένα ποθητό αποτέλεσμα.

 

Αυτό το γεγονός μαζί με τα διά­φο­ρα, ακόμα άλυτα, φυσικά παράδοξα, όπως το πα­ρά­δοξο των EinsteinPodolskyRosen (EPR paradox or EinsteinPodolskyRosen paradox), το γεγονός ότι μέχρι τώρα δεν μπορέσαμε να έχομε καμία εμπειρία του 96% της ύλης και της ενεργείας του ορατού σύμπαντος ─ μόνο υπολογιστικώς το γνωρίζομε ─, κ. ά., φανερώνουν ότι κά­τι σοβαρό εισέτι διαφεύ­γει από την σημερινή επι­στήμη. Όπως φαίνεται η λύ­ση τους κείται εντός της Αρχαίας Ελ­λη­νι­κής κοσμοαν­τιλήψεως περί της παλ­λο­μένης συ­νε­χούς ουσίας που δι­αχέει το άπειρο σύμπαν και του πεδίου του κενού που εκθέσαμε παραπάνω εν συντο­μία. Παρά τα πειράματα των Α. Α. Mickelson (1852-1931) και Ε. W. Morley (1838-1923), να συμπίπτει άραγε αυτή η Αρχαία Ελληνική συνεχής ουσία ή η ενέργεια του πεδίου του κενού με τον «αιθέ­ρα» του διασήμου Σκοτσέζου φυσικού James Clerk Max­well (1831-1879), τον οποίον ουδέποτε εγ­κατέ­λειψε και ήταν η τελευταία λέ­ξη της ζωής του;

 

 

Επί τη ευκαιρία παραθέτομε μια Βασική Βιβλιογραφία

επί του Πεδίου του Κενού και των δυνάμεων Casimir

 

1.   Peter Miloni: "The Quantum Vacuum" (Acad. Press, 1993).

Εξαιρετικό βιβλίο επί της ενεργείας του κενού. Περιέχει έναν πολύ στρωτό υπο­λογισμό της δυ­νάμεως Casimir εντός του οποίου δεικνύει ότι πρέπει να αφαι­ρέ­σο­με από μια άπειρη ποσότητα μιαν άλλη άπειρη ποσότητα και το απο­τέλεσμα της αφαιρέσε­ως είναι πεπερασμένο. (Αυτό δεν πρέπει να ξενίζει, καθ’ ότι στα μαθη­ματικά τα όρια της μορφής «∞ - ∞» είναι ακαθόριστα, δη­λαδή κατά περίπτωση έχουν και ιδιαίτερο αποτέλεσμα το οποίο μπορεί να εί­ναι είτε πεπερασ­μένο είτε άπειρο ή να κυμαίνεται. Συνήθως, αλλά όχι πάντο­τε, χρησιμοποιούμε μια ειδική τροποποίηση του γνωστού κανόνος του M. De l’ Hospital για να τα καθορί­σομε.).

2.     H. B. G. Casimir, and D. Polder, "The Influence of Retardation on the London - van der Waals Forces", Phys. Rev. 73, 360-372 (1948).

3.   H. B. G. Casimir, "On the attraction between two perfectly conducting plates",

Proc. Kon. Nederland. Akad. Wetensch. B51, 793 (1948).

Αυτές οι δύο ανωτέρω εργασίες είναι οι αρχικές εργασίες επί της δυνάμεως Casimir.

4.   http: //physicsworld.com/cws/article/print/9747 :

Αυτός ο ιστοχώρος αποτελεί μια καλή πηγή πληροφοριών και εξαιρετικών ανα­π­τύξεων μερικών μεθόδων μετρήσεως της δυνάμεως Casimir, οι οποίες δεν εί­ναι πολύ τεχνικές και έτσι περισσότερο καταληπτές και από τους μη ει­δι­κούς.