Πιπίνα Δ.Έλλη
Τόμος Α’
Σύδνεϋ 2014
1
2
3
(Studies And other works... Volume A’)
Typed, Presented and Published
by the Author, Pipina D. Elles (Limited edition)
Sydney 2013-2014
*All rights reserved. No part of this publication may be reproduced, stored in a retrieval system or transmitted in any form, or by any means, electronic, mechanical, photocopying, recording or otherwise without the prior written permission of the publisher.
ISBN 978 0 9873766 4 0
©Πιπίνα Δ. Έλλη (Elles)
Μελέτες
Kαι άλλα κείμενα...
Τόμος Α’
4
Τιμώντας το ελληνικό πνεύμα, απανταχού...
5
Περιεχόμενα Ο τόμος ετούτος συμπεριλαμβάνει μελέτες ανά κεφάλαια:
Α’. Για την Ελληνική Γλώσσα Α’.1. Ιστορία της Νεοελληνικής Γλώσσας (Σύδνεϋ 1995), σελίδα 8. Α’.2.Μία απάντηση σε εκείνους που εξακολουθούν να αντιτίθενται στην αποδεδειγμένη συνέχεια της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας ως τον 4ο μ. Χ., την εξέλιξη και συνοχή της με τη Νέα Ελληνική ως τον 21ο αι. (Σύδνεϋ 2008), σελ. 17.
Β’. Οι Έλληνες, και η προσαρμογή τους στην Αυστραλία Β’.1. Παράγοντες και Θεσμοί που έχουν συμβάλλει στη διατήρηση και στην πτώση της Ελληνικής Γλώσσας στους Έλληνες της πρώτης γενιάς στην Αυστραλία (Σύδνεϋ 1995), σελ. 47. Β’.2. Κοινωνικές - Πολιτικές Επιδράσεις - Ζυμώσεις στις σχέσεις γονέων-παιδιών στην Ελληνική Παροικία της Αυστραλίας (Σύδνεϋ 1995), σελ. 67.
Γ’.Ι. Έλληνες Συγγραφείς της ευρύτερης Διασποράς Γ’.Ι.1. Ο Αλεξανδρινός ποιητής Κ. Καβάφης, σελ. 86. Γ’.Ι.2.Το ποίημα του Κ. Καβάφη, Άννα Κομνηνή, σελ. 104.
Γ’.ΙΙ. Έλληνες συγγραφείς στην Αυστραλία Γ’.ΙΙ.1. Γεωργία Ξενοφού, Τα βήματα των Ξενητεμένων, σελ. 116. Γ’.ΙΙ.2. Έρμα Βασιλείου, Η Έρμα Βασιλείου και «ο Εμφύλιος Πόλεμος της Κορνηλίας Τρέππα», σελ. 122. Γ’.ΙΙ.3. Διονυσία Μούσουρα – Τσουκαλά, Ο Άνθρωπος, η φύση και ο ανθόκοσμος, στο έργο της Διονυσίας Μούσουρα –Τσουκαλά, σελ. 129. Γ’.ΙΙ.4. Πιπίνα Δ. Έλλη (Elles) Πρόσφυγες και Λαθρομετανάστες, Ημερολόγια απαξίωσης, σελ. 142. Γ’.ΙΙ.5. Εξομολόγηση ενός ποιητή, Η Πιπίνα Δ. Ιωσηφίδου-Έλλη (Elles) εξομολογείται για κάποιες από τις εμπειρίες της και τις από ετούτες, παρορμήσεις της... Εισαγωγή στην ποιητική συλλογή, «Μοίρα μου Αρμούρισσα», σελ. 153.
6
Γ’.ΙΙ.6. Λίγα λόγια για την ποίηση του 2ου βιβλίου μου: «Κραυγές Σιωπής» (Π. Δ. Έλλη [Elles]), σελ. 185. Γ’.ΙΙ.7. «Μία Αγγελία», παρουσίαση της Νουβέλας από τη συγγραφέα της, (Π. Δ. Έλλη [Elles]), σελ. 190. Γ’.ΙΙ.8. Τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά και τα Φώτα, τέλος δεκαετίας του 1950 και ως τα μέσα της δεκαετίας του 1960, Από τη βιογραφία μου (Π. Δ. Έλλη [Elles]), σελ. 192. Γ’.ΙΙ.9. Πρωτομαγιά, Γράφει ο «Φυσιολάτρης» (Π. Δ. Έλλη [Elles]), σελ. 202. Γ’.ΙΙ.10. “Ted and Katina”, Μία αληθινή Ιστορία Αγάπης Π. Δ. Έλλη (Elles), σελ. 207. Γ’.ΙΙ.11. Πιπίνα Δ. Ιωσηφίδου - Elles, Απόσπασμα από τη νουβέλα μου, «Ω Λίλη!..», σελ. 217. Γ’.ΙΙ.12. Ήπειρος-σύντομη γεωφυσική γνωριμία (Απόσπασμα από την ομιλία της Πιπίνας Δ. Ιωσηφίδου Elles, στο Σύδνεϋ, Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου, 2006, για την ‘Ηπειρωτική Εβδομάδα’, σελ. 222. Γ’.ΙΙ.13. Στον Άη-Γιάννη, Λευκάδας, καλοκαίρι 1965, Γράφει ο «Φυσιολάτρης» (ή η συγγραφέας, Πιπίνα Δ. Έλλη-Elles), σελ. 227.
7
Α’. Για την Ελληνική Γλώσσα
Α’. 1. Ιστορία της Νέο-Ελληνικής Γλώσσας (History of the Greek language) Sydney, April 1995
Η νεοελληνική γλώσσα δεν αποτελεί φαινόμενο γλωσσικού στρώματος απομονωμένου ή ανεπηρέαστου από τις προηγούμενες μορφές της ελληνικής.
Η χρήση διαφορετικών μορφών της γλώσσας σε διαφορετικές καταστάσεις ή περιπτώσεις1, είναι χαρακτηριστική ακόμη και για τα πρώιμα στάδια της ελληνικής γλώσσας, από τότε δηλαδή, που παρουσιάζεται σα γραπτός λόγος. Στην αρχαία ελληνική, δίγλωσσος2 είναι εκείνος που έχει την ικανότητα να ομιλεί δύο γλώσσες.
Μέχρι τα μέσα του 4ου αι. μ. Χ. οι ελληνικές κοινότητες χρησιμοποιούν για τις πολιτικές και θρησκευτικές υποθέσεις τη διάλεκτο των μελών τους, αλλά η λογοτεχνία είτε ήταν γραπτή είτε προφορική, χρησιμοποιεί διαφορετικό γλωσσικό ιδίωμα. Στα ομηρικά έπη για παράδειγμα, χρησιμοποιείται ένα γλωσσικό μείγμα που είναι αποτέλεσμα της μακράς εξέλιξης της γλώσσας και πιθανόν να ανάγεται στα μυκηναϊκά χρόνια. Το ομηρικό γλωσσικό ιδίωμα διατηρήθηκε στην επική ποίηση, κυρίως σε εκείνη η οποία ήταν γραμμένη σε εξάμετρα και μεταγενέστερα, άσχετα με την ιδιάζουσα γλώσσα ή ντοπιολαλιά των ελληνικών πολιτειών, από όπου προέρχονταν οι επικοί ποιητές.
Η χορική ποίηση τον 17ο αι., διακρίνεται για την ομηρική υποδομή της, αν και είναι γραμμένη σε ακαθόριστη δωρική γλωσσική μορφή. Η δε αττική τραγωδία δεν χρησιμοποιεί την αττική διάλεκτο αλλά μείγμα, δηλαδή, τα μεν διαλογικά μέρη γράφονται σε γλωσσικό ιδίωμα που πλησιάζει την αττική διάλεκτο με κάποια ιωνικά στοιχεία (στη φωνολογία, τη μορφολογία και το
1 Ψυχάρης. 2 Η λέξη διγλωσσία δεν φαίνεται να απαντά στην αρχαία ελληνική.
8
λεξιλόγιο), ενώ τα λυρικά μέρη της γράφονται, πλησιέστερα στη γλώσσα της χορικής λυρικής ποίησης .
Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Μακεδόνων, καλλιεργήθηκε μια κοινή ελληνική γλώσσα, που απέβη το βασικό μέσο επικοινωνίας και προσχώρησε βαθμηδόν και στις αγροτικές περιοχές. Στα σχολεία του ελληνόγλωσσου κόσμου και προς το τέλος του 1ου π. Χ. αι., παρατηρείται ένα κίνημα προς τον κλασικισμό. Σύνθημα ετούτου του κινήματος είναι η στροφή και η μίμηση προς τους αττικούς συγγραφείς του 5ου και του 4ου αι. Τον 2ο αι μ. Χ., παρατηρείται διάκριση ανάμεσα στην αττική γλώσσα που έχαιρε εκτίμησης και στην απλή ελληνική ή ελληνιστική κοινή, της οποίας οι αναφορές στα λεξικά της εποχής, χαρακτηρίζονται για την περιφρόνησή τους προς αυτή. Και ενώ οι επίσημες ομιλίες και όλη η λογοτεχνία παρουσιάζονται σε αττικίζουσα ελληνική γλώσσα, τα συγγράμματα για θέματα τεχνικής φύσης ή άλλες επίσημες επικοινωνίες, εντός της ρωμαϊκής πλέον επικράτειας, χρησιμοποιούν την ελληνιστική κοινή γλώσσα. Τα απολογητικά συγγράμματα που απευθύνονται στους μορφωμένους ειδωλολάτρες είναι σε αττικίζουσα ελληνική, ενώ η γλώσσα των μικρών χριστιανικών κοινοτήτων είναι στην κοινή ελληνιστική και σε επίπεδο της καθομιλουμένης.
Όταν τον 4ο μ. Χ. αι. άρχισε να διαδίδεται ο Χριστιανισμός και να εξαπλώνεται στην ανώτερη κοινωνική τάξη, μέλη της τα οποία είχαν αττικίζουσα εκπαίδευση, καταλάμβαναν όλο και περισσότερες θέσεις στην εκκλησία, η οποία εκ τούτου απέβη βαθμηδόν, πολύ ισχυρή. Τα δογματικά και τα ποιμενικά συγγράμματα, αλλά και το κήρυγμα των Μεγάλων Πατέρων, είναι γραμμένα στην κλασικίζουσα λογοτεχνική ελληνική γλώσσα, που αποκτά έτσι ιδιαίτερη αίγλη και ιερότητα, ιδιαίτερα στα λαϊκά πλήθη που δεν έχουν εκπαιδευτεί σε αυτή και επομένως τους είναι δυσνόητη.
Ετούτη λοιπόν την περίοδο παρατηρούνται δύο ιδιώματα: α. εκείνο της αττικίζουσας ελληνικής, και β. το ιδίωμα της κοινής ελληνικής, που χρησιμοποιείται συχνά σε καθομιλουμένη και παραλογοτεχνική ιδιωματική μορφή,
9
από την εκκλησία, για λαϊκά έργα ευλάβειας και η προέλευσή της είναι περισσότερο επαρχιακή.
Ως τον 7ο αι. οι δομικές αλλαγές στη μορφολογία και στη σύνταξη της ελληνικής γλώσσας, προμηνύουν τη ρήξη ανάμεσα στην αρχαία και στη νέα ελληνική γλώσσα.
Οι Βυζαντινοί κληρονόμησαν τρεις διαφορετικές γλωσσικές ομάδες: α. την κλασικίζουσα αττική ελληνική
β. τα λογοτεχνικά της κοινής ελληνικής (τεχνικά και επίσημα έγγραφα), και
γ. την ομιλούμενη κοινή ελληνική των εκλαϊκευμένων έργων. Στη δεκαετία του 640 και ως το τέλος της Εικονομαχίας, δηλαδή στα μέσα του 9ου αι., παρατηρείται ότι η αττικίζουσα ελληνική έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί και χρησιμοποιείται μόνο από την εύπορη τάξη, ως διακριτικό γνώρισμά της. Τον 9ο αι. που έχει πλέον εγκαθιδρυθεί το Βυζαντινό κράτος, παρατηρείται μία νέα παλινδρόμηση προς την αρχαιότητα στους πνευματικούς κύκλους. Με τη βοήθεια λεξικών και εγχειριδίων οι συγγραφείς αναλαμβάνουν τη δεξιοτεχνία των προγόνων τους. Αυτός ο νεοκλασικισμός δεν είναι μίμηση των κλασσικών Αθηναίων, αλλά μίμηση των γλωσσικών στοιχείων στα λογοτεχνικά κείμενα και δεν έχει σχέση όπως είναι κατανοητό, με την ομιλούμενη. Το μεγαλύτερο μέρος της πεζογραφίας, που δεν ήταν λογοτεχνία, χρησιμοποιεί την κοινή ελληνική των τεχνικών συγγραφέων της αρχαιότητας. Και παρόλο που διέφεραν τα γλωσσικά στοιχεία της από εκείνα της κοινής ομιλούμενης, δεν γίνεται ενσυνείδητη προσπάθεια αποφυγής της. Έτσι πολλά έργα όπως συγγράμματα ιατρικής, τα μαθηματικά, οι νόμοι, οι εγκυκλοπαίδειες, απομνημονεύματα και αυτοκρατορικά εγχειρίδια για την εξωτερική πολιτική, γράφονται σε ετούτη τη γλώσσα.
Η καθημερινή ωστόσο μορφή της κοινής ελληνικής, έμεινε έξω από τη γραμματεία της εποχής. Στα μέσα του 10ου αι., πολλά λαϊκο-θρησκευτικά έργα γράφονται στην κλασικίζουσα ελληνική. Έτσι παρατηρείται μία νέα παραλλαγή της διγλωσσίας, δύο επίπεδα της λόγιας ελληνικής:
10
α. για τη λογοτεχνία χρησιμοποιείται η κλασικίζουσα και β. για τον επίσημο προφορικό λόγο η μη κλασικίζουσα. Η ομιλούμενη δε χρησιμοποιήθηκε στον γραπτό λόγο, εκτός από ένα σατιρικό επίτευγμα, τον 12ο αι.
Η γλωσσική κατάσταση πήρε τροπή στους τελευταίους αιώνες της βυζαντινής περιόδου (1261-1453). Το μεγαλύτερο μέρος της λογοτεχνικής πεζογραφίας γράφεται σε κλασικίζουσα γλωσσική μορφή ενώ ταυτόχρονα εμφανίζονται παραλλαγές κειμένων, αποκλασικοποιημένες, δηλαδή παραφράσεις, όπου ασυνήθιστες λέξεις και σπάνιοι συντακτικοί τύποι αντικαθίστανται από πιο οικεία στοιχεία. Παρά το γεγονός ότι στο Βυζάντιο υπάρχει η τάξη των πολύ μορφωμένων, δε φαίνεται να είναι πρόθυμοι ετούτοι ή δεν δύνανται να καταβάλλουν την απαιτούμενη προσπάθεια να κατανοήσουν την κλασικίζουσα αττική γλώσσα.
Τον 14ο αι. στην Ευρώπη, παρουσιάζεται γραπτή λογοτεχνία σε γλωσσική μορφή που πλησιάζει την ομιλούμενη. Είναι ένα φαινόμενο φυσικό και παράλληλο προς εκείνο που λάβαινε χώρα στην Ιταλία. Στο Βυζάντιο όμως παρατηρείται μία ανάμειξη γλωσσικών στοιχείων της ομιλούμενης γλώσσας και της κλασικής παράδοσης, και σε αναλογία η οποία ποικίλλει. Η μεν δημώδης λογοτεχνία πραγματεύεται ελαφρά θέματα, η δε πεζογραφία χρησιμοποιεί την κλασικίζουσα γλώσσα. Έτσι η δημώδης λογοτεχνία δεν επικρατεί ούτε σε ετούτη την χρονολογική φάση.
Στην ελληνική χερσόνησο και στην περίοδο της τουρκικής κατοχής (1453-1821), η πορεία της γλώσσας ως ζωντανού οργανισμού εν εξελίξει, δεν παύει να υφίσταται. Στην Κρήτη παρατηρείται η ανάπτυξη μίας τοπικής δημώδους λογοτεχνίας, η οποία είναι απαλλαγμένη από αρχαϊκά στοιχεία. Το γλωσσικό ιδίωμα της δημώδους λογοτεχνίας, χρησιμοποιείται στα θεατρικά έργα και σε περισσότερο ευαίσθητες, αλλά δυναμικές μορφές της, στην ποίηση. Οι Κρητικοί, όπως και αλλού στον ελληνόφωνο πληθυσμό, στον πεζό λόγο χρησιμοποιούν την κλασικίζουσα γλώσσα. Στην Κύπρο παρατηρείται ένα ανάλογο φαινόμενο με εκείνο στην Κρήτη, μόνο που η τοπική διαλεκτική μορφή της γλώσσας χρησιμοποιείται και στις δύο μορφές του λόγου: στον
11
πεζό και στον ποιητικό λόγο. Ετούτη η λογοτεχνία παραμένει απομονωμένη και τον 16ο αι. παύει να υφίσταται.
Ο 18ος αι., είναι ο αιώνας των Φαναριωτών. Σημειώνεται η ακμή του δημοτικού τραγουδιού και η διάσταση ανάμεσα στην εκκλησιαστική και στην λαϊκή παιδεία. Είναι η εποχή που το δημοτικό τραγούδι στην ελληνόφωνη γη, απαλλαγμένο από «λόγια αττικιστικά στοιχεία», συνεχίζει την παράδοση του αρχαίου ελληνικού τραγουδιού. Παράλληλα διαμορφώνεται μία τάση για τη λόγια επεξεργασία του δημοτικού τραγουδιού σε μικτή μορφή. Τελικά παρουσιάζεται μία λόγια μορφή η οποία αποβλέποντας στον λαό, αναγκαστικά χρησιμοποιεί τη γλώσσα του. Αντιπρόσωποι αυτών των τριών ρευμάτων είναι ο Κοραής, ο Κάλβος και ο Σολωμός3.
Το γλωσσικό ζήτημα στο τέλος του 18ου αι., παίρνει νέα μορφή υπό την επίδραση του Διαφωτισμού, την αφύπνιση της συνείδησης του ελληνικού λαού σε σχέση με την καταγωγή τους, και με την ίδρυση των ελληνικών σχολείων σε πόλεις της Οθωμανικής Ελλάδας4, στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και στα αστικά κέντρα της δυτικής Ευρώπης, όπου διαπρέπει η ελληνική παροικία.
Σκύβοντας ωστόσο αναλυτικότερα στο φαινόμενο της εξέλιξης της γλώσσας, είναι φανερό ότι το γλωσσικό πρόβλημα εξακολουθεί να υφίσταται, καθώς οι Έλληνες είναι διηρημένοι ως προς το γλωσσικό θέμα, εφόσον υπάρχει μία ομάδα Ελλήνων οι οποίοι επηρεασμένοι από τη Γαλλική επανάσταση, επιθυμούν και επιδιώκουν την αφύπνιση των σκλαβωμένων Ελλήνων και την επανάστασή του για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού5, και μία άλλη οι οποίοι δεν θέλουν την ουσιαστική και ριζική αυτή αλλαγή, αλλά θέλουν τα πράγματα να παραμείνουν ως έχουν. Κέντρο ετούτων των τελευταίων υπήρξε το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και η εύπορη κοινωνία των Φαναριωτών, που όντως απολάμβαναν της εξουσίας και της δύναμης και εύλογα,
3 Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, 3η έκδοση Ίκαρος 1964, σ. 2. 4 Ευαγγελίδης, 1938. 5 Κοραής και Ζωσιμάδες.
12
είχαν αντιρρήσεις σχετικά με ετούτο το πολύ σπουδαίο ζήτημα. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ αντιμετώπισε ως σατανική την παραμέληση της γραμματικής της κλασσικής γλώσσας, η οποία στόχο είχε να αποτρέψει κατά τη γνώμη του τον πιστό από την οδό της σωτηρίας6 και προς τούτο εξέδωσε σχετική εγκύκλιο.
Το 1774 αρχίζει να ανεβαίνει η αστική τάξη και να εκφράζει τις πνευματικές της ανάγκες. Η εκκλησία περνά στη συντηρητικότητα και στη συνέχεια αντιδρά. Η περίοδος που προηγείται του 1821, σημαδεύεται από τριμερή γλωσσική διαίρεση. Η γλώσσα του λαού, η απλή δημοτική, θεωρήθηκε από τους Έλληνες, ότι είχε ανάγκη στοιχείων της κλασικίζουσας ελληνικής, ως μέσον έκφρασης της λογοτεχνίας αλλά και μεταφράσεων επιστημονικών ή φιλοσοφικών βιβλίων από τη Δύση. Η ελληνική πνευματική κίνηση εξασθενεί προφανώς στα χρόνια του Αγώνα. Διατηρείται όμως και ανθεί εκτός των ελληνικών συνόρων, σε άλλες ελληνόφωνες αποικίες της Ευρώπης. Μετά από τον αγώνα του 1821, παρατηρείται νοσταλγία για την περασμένη ακμή του Έθνους και ενισχύεται η μνήμη της αρχαίας δόξας. Το νεοελληνικό κράτος που συστάθηκε το 1830, υιοθετεί την κλασικίζουσα δημοτική ή καθαρεύουσα, ως την επίσημη γλώσσα και ως τη γλώσσα που έπρεπε να διδαχτεί στη δημόσια εκπαίδευση. Η λογοτεχνία και η εκπαίδευση με τον τρόπο αυτό απομακρύνονται και πάλι από τον μέσο Έλληνα. Τελικά η κατάσταση φτάνει στο απροχώρητο όταν πολλοί χρησιμοποιούν στην γραφή τους έναν ακραίο κλασικισμό. Φτάνει στην αποκορύφωσή της με τα έργα του Παναγιώτη Σούτσου (1806- 1868) και του Αλέξανδρου Ραγκαβή (1809-1892), αλλά και με το έργο του Κ. Κόντου7 (1834-1909), Γλωσσικαί παρατηρήσεις. Τα Επτάνησα που ήταν για αιώνες υπό την ενετική κυριαρχία και κατόπιν βρετανικό προτεκτοράτο (ως το 1864), τα καθιστούσε απρόσβλητα από το γλωσσικό πρόβλημα που επικρατούσε στο νεοελληνικό κράτος. Είχαν κάποια αδύνατη σύνδεση με την
6 Κορδάτος, 1973. 7 Κ. Κόντος, μαθητής του Ολλανδού C. G. Cobet (1813-1889).
13
Κρητική σχολή του 17ου αι. και όφειλαν πολλά στην Ιταλία, αφού η γλώσσα της και η ποίησή της ιδιαίτερα, ήταν γνωστές στις ανώτερες τάξεις και στον αστικό πληθυσμό των νήσων γενικά. Αντιπρόσωποι αυτής της γλώσσας είναι ο Ι. Τυπάλδος (1814-1883), ο Διονύσιος Σολωμός (1798-1857), ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879), που υπήρξαν περαιτέρω και οι θεμελιωτές της ποίησης στην Ελλάδα.
Το 1880 το γλωσσικό θέμα παίρνει πλέον καθαρά πολιτική χροιά. Οι νέοι ποιητές, όπως ήταν ο Κωστής Παλαμάς, γράφουν ποίηση στη δημοτική, ενώ η πεζογραφία είναι περισσότερο συντηρητική. Παράδειγμα μικτής γλώσσας παρουσιάζει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο οποίος γράφει τους διαλόγους του στην ομιλούμενη και το κείμενό του στην καθαρεύουσα, ενώ οι περιγραφές ή οι παρεκβάσεις είναι στην αττικίζουσα καθαρεύουσα. Το 1888 ο Ι. Ψυχάρης δημοσιεύει το περίφημο κείμενό του: Το Ταξίδι μου που αποτελεί δημοτικιστικό μανιφέστο. Το 1901 ο οπαδός του Ψυχάρη, Αλέξανδρος Πάλλης, μεταφράζει στη δημοτική την Καινή Διαθήκη και την δημοσιεύει. Τότε όμως συμβαίνουν τα εξής παράδοξα: 1.καταδικάζεται με εγκύκλιο από τον πατριάρχη Ιωακείμ 2. επαναστατούν οι φοιτητές 3. πέφτει η κυβέρνηση του Θεοτόκη.
Ο Μιστριώτης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1908, θεωρεί τους δημοτικιστές ως όργανα ξένων δυνάμεων. Μετά από το κείμενο του Ψυχάρη: Το ταξίδι μου και είκοσι χρόνια αργότερα, όλοι οι λογοτέχνες γράφουν στην δημοτική. Η καθαρεύουσα παρέμεινε η γλώσσα του κράτους, των δικαστηρίων, του επιστημονικού και τεχνικού λόγου, της πολιτικής, τη δημοσιογραφίας και της εκπαίδευσης.
Το γλωσσικό θέμα συνδέθηκε και με το Μακεδονικό ζήτημα. Ο Ίων Δραγούμης διανοούμενος και ανήκων στο διπλωματικό σώμα της τότε Ελλάδας, πέτυχε να συνδέσει την προσπάθεια της γλωσσικής και εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης με τα εθνικά όνειρα της εποχής του. Αγωνιστής για την αναγνώριση από την ελληνική κυβέρνηση, του αγώνα των ελληνοφώνων πληθυσμών της Μακεδονίας, της Θράκης, της Ηπείρου, του Πόντου και της
14
Μικράς Ασίας, κυρίως όμως των Μακεδόνων και των Θρακών, αγωνίστηκε μαζί με πολλούς άλλους για την εγκαθίδρυση της δημοτικής γλώσσας στο ελληνικό έθνος. Το 1905, συμμετείχε στην ίδρυση της «Εταιρείας της Εθνικής Γλώσσας», μαζί με τους Σ. Ραμά, Α. Καρκαβίτσα, Κ. Χατζόπουλο, Ι. Κονδυλάκη, Φ. Μάτσα, Λ. Πορφύρα, Γ. Σωτηριάδη και Δ. Πετροκόκκινο, που στόχο είχε την μεταρρύθμιση της παιδείας και την χρήση της δημοτικής γλώσσας. Μαζί με τα επίλεκτα μέλη του «Αδερφάτου» που δημιουργήθηκε αρχικά στην Κωνσταντινούπολη και ύστερα απέκτησε «πανελλήνια εμβέλεια», έπαιξε καταλυτικό ρόλο σε ετούτο το σώμα της Κωνσταντινούπολης, αλλά και στο δεύτερο σκέλος της, στην Αθήνα (1909). Ιδρυτικό μέλος του «Εκπαιδευτικού ομίλου» (1910), απέβη η ψυχή του νέου ετούτου οργάνου και ο «φυσικός αρχηγός», όπως τον χαρακτήρισε ο Α. Πάλλης8.
Ο δημοτικισμός του Ίωνα σχετιζόταν άμεσα με το καλό του Έθνους. Οι οπαδοί της καθαρεύουσας χαρακτηρίζονται από τον Δραγούμη ως οπισθοδρομικοί και βολεμένοι, στην καθημερινότητα. Τη δημοτική γλώσσα την χαρακτηρίζει με αρρώστια: «χρυσή και αξιαγάπητη... που δεν έρχεται μόνη, φέρνει μαζί της χίλια μύρια καλά, σέρνει σωρούς και αρμαθιές ιδέες, αντίληψες, σκέψες, αισθήματα καινούργια, δροσερά, ανοιξιάτικα, τέτοια, που μόνο να τα συγκρίνης με τους σωρούς και τους όγκους τους μεγαλόπρεπους της αρχαιοπρέπειας των περασμένων γενεών, αμέσως διαγνώνεις πως ετούτα είναι ψόφια, ενώ τα σημερινά είναι ζωντανά»9. Τονίζει ότι «η γλώσσα που μιλεί ο λαός και μεις είναι γλώσσα μας», και θεωρεί την καθαρεύουσα «απομεινάρι της ζωής».
Πολλά ήταν τα επεισόδια που διαγράφησαν εναντίον των δημοτικιστών, στο διάστημα που ήταν καθιερωμένη η καθαρεύουσα. Το 1917 ο Βενιζέλος στις 11 Μαΐου, όριζε με διάταγμα, τα αναγνωστικά των τεσσάρων πρώτων τάξεων και τα βιβλία της αριθμητικής της τρίτης, μέχρι και την έκτη τάξη, να
8 Κ. Α. Βακαλόπουλος, Ίων Δραγούμης, Μαρτύρων και ηρώων αίμα, Εκδοτικός οίκος αδερφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 108-109. 9 Κ. Α. Βακαλόπουλος, Ίων Δραγούμης, Μαρτύρων και ηρώων αίμα, ο. π., σ. 109.
15
είναι στην κοινή ομιλούμενη. Η διάταξη του Βενιζέλου καταργήθηκε το 1921 και τα βιβλία που είχαν συσταθεί το 1917, εκδόθηκε διάταγμα να συγκεντρωθούν και να καούν. Στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου (1945-1949), η δημοτική γλώσσα οπισθοδρόμησε, καθώς συνδέθηκε με τον κομμουνισμό και φιλοσλαβισμό. Ωστόσο από το 1945 έως το 1949, η δημοτική υπήρξε η γλώσσα της εκπαίδευσης για τα τέσσερα πρώτα χρόνια εκπαίδευσης (στοιχειώδους εκπαίδευσης).
Από το 1967-1974 επαναφέρθηκε η καθαρεύουσα σα μέσο διδασκαλίας στα κρατικά σχολεία, ενώ τιμωρήθηκαν με εξορία οι δάσκαλοι που δίδασκαν τη δημοτική. Η λογοτεχνία εξακολούθησε να γράφεται στη δημοτική και ήταν η γλώσσα που είχε καθιερώσει το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ως επίσημη. Μετά από την κατάρρευση της Χούντας το 1974, η νέα κυβέρνηση αποβαίνει ένθερμος υποστηρικτής της δημοτικής. Την άνοιξη του 1976, νομοθεσία, για πρώτη φορά, καθιστά τη δημοτική ως την επίσημη γλώσσα, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Η καθαρεύουσα μελετάται στα σχολεία ως αντικείμενο μελέτης και όχι ως διδακτέα γλώσσα. Το 1976 κηρύσσεται ως η επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους. Ο πρώτος νόμος που συντάχτηκε στη δημοτική, εκδόθηκε το καλοκαίρι του 1977 και σε σχέση με τους γεωργικούς συνεταιρισμούς.
Οι νόμοι είναι γραμμένοι σε καθαρεύουσα γλώσσα και η εκκλησία τη χρησιμοποιεί στις επίσημες επικοινωνίες της, όπως πάντα, και κατ’ αντίθεση προς το κήρυγμα ή το ποιμενικό της έργο στα οποία εφαρμόζεται η ομιλούμενη.
Βοηθήματα Κ. Α. Βακαλόπουλος, Ίων Δραγούμης, Μαρτύρων και ηρώων αίμα, Εκδοτικός οίκος αδερφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1991, σσ.108-110.
Robert Browning, Η ελληνική γλώσσα μεσαιωνική και νέα, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1991, σελ. 244-259.
Κ. Θ. Δημαράς. Η ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, τρίτη έκδοση, Ίκαρος 1964, πρόλογος σ. ζ-ιε’, σ. 2.
16
Α’. 2. Μία απάντηση σ’ εκείνους που εξακολουθούν να αντιτίθενται στην συνέχεια της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας ως τον 4ο μ. Χ., την εξέλιξη και συνοχή της με την Νέα Ελληνική ως τον 21ο αι. Σύδνεϋ 2008
Γενικά: «Θέλεις να μιλήσουμε δια την γλώσσα’ μήγαρις έχω άλλο στον νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;» ρωτά ο Ποιητής τον Φίλο στον Διάλογο του Σολωμού10. Δε θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη εισαγωγή στο παρόν πόνημα, από ετούτα τα λόγια του Δ. Σολωμού, καθώς ανταποκρίνονται άμεσα σχεδόν στο περιεχόμενό του.
Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός η άμεση σύνδεση της ελληνικής γλώσσας με την έννοια της ελευθερίας. Μόνο ένας λαός που λάτρεψε την ελευθερία του όσο ο Έλληνας, θα μπορούσε να διατηρήσει τη γλώσσα του μέσα στους αιώνες. Οι Έλληνες δοκιμάστηκαν με τη σκλαβιά ποικίλων κατακτητών και με τις οδύνες εμφυλίων, και δη του ειδεχθέστερου και αδελφοκτόνου11 εν ονόματι ‘σκοτεινής’ ιδεολογίας. Ετούτη η τελευταία κατά βάση διεθνιστική και ως εκ τούτου αντεθνική12, (σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι διακρίνονται όχι σε εθνότητες, αλλά σε οικονομικές τάξεις και άλλα επώδυνα13), ακολούθησε ως γνωστόν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τις συνέπειες ετούτων των παραλόγων κινήσεων14 τις πληρώνει ακόμα ο Νεοέλληνας και δεν χρειάζεται
10 Σολωμού Άπαντα, εισαγωγή, κείμενα, μεταφράσεις γλωσσάριο, Ν.Β. Τωμαδάκη, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1969, σ. 15. 11 Σπήλιος Φ. Δημόπουλος,, Η Επαρχία Καλαβρύτων 1940-1949, Χρόνια Τρόμου, Ιστορικό διήγημα, Μελβούρνη 2008, σ.37. Σχετικά με το παραπάνω θέμα γράφει και ο Φίλιππος Κρομμύδας, Ο ‘Μύθος’ της εθνικής Αντίστασης, άρθρο στον Πρωινό Λόγο, Καθημερινή Εφημερίδα της Ηπείρου (στις 26/11/2008). 12 E. kofos, The Making of Yugoslavia’s People’s Republic of Macedonia, Institute for Balkan Studies, Macedonia Past and Present, Thessaloniki 1992, pp. 147-168 (ή σσ. 376-396, αυτόθι). 13 Φίλιππος Κρομμύδας, ο. π. 14 E. kofos, The Making of Yugoslavia’s People’s Republic of Macedonia, ο.π., σ.164 (ή σ.392).
17
να πάμε μακριά, καθότι έχει ‘γείτονα’ τη ΦΥΡΟΜ15, που είναι το προϊόν της άλλοτε επεκτατικής πολιτικής της Βουλγαρικής Κουμμουνιστικής Μηχανής και της αντίστοιχης, της Σερβίας.
Πέρα από τον Εθνικό μας ποιητή Δ. Σολωμό, ο Ν. Καζαντζάκης, αναφέρεται επίσης στο πολυσυζητημένο θέμα της γλώσσας. Ο Κρητικός την υμνεί με τον δικό του ιδιάζοντα γοητευτικό τρόπο. Προφανώς η δημιουργική επιτυχία του οφείλεται αφενός στην ανυπέρβλητη ικανότητά του, ως προς τον χειρισμό της ελληνικής γλώσσας και του πλούσιου λεξιλογίου της, και αφετέρου στην καθ’ όλα μεγαλειώδη τεχνική ως προς την κατάθεση των φιλοσοφικών του πιστεύω, την απαράμιλλη σκιαγράφηση των χαρακτήρων του16 και την πλούσια γνώση και τεχνική των όποιων περιγραφών του17. Οι εικόνες που δημιουργούνται από τις περιγραφές του Καζαντζάκη, συντείνουν στην περαιτέρω σύλληψη συναρπαστικών, ανάγλυφων σχεδόν εικόνων, τις οποίες ο Έλλην αναγνώστης οραματίζεται εύκολα, ενώ παράλληλα αισθάνεται δικαιωμένος για τη γλώσσα του, την αιωνιότητα του πολιτισμού του και για τις πίστεις του.
Παρατίθενται κάποια ανεπανάληπτα λογοτεχνικά χωρία από το έργο του Ν. Καζαντζάκη, συγκεκριμένα από την μυθιστορηματική βιογραφία του, Αναφορά στον Γκρέκο18, μεταξύ των σελίδων 155 – 167, ώστε ο αναγνώστης να γευτεί άμεσα την
15 E. kofos, The Making The Making of Yugoslavia’s People’s Republic of Macedonia, ο.π., σ.154 (ή σ.382). 16 Ο Παππά-Φώτης και ο Μανολιός, στο μυθιστόρημα, Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, ο Ζορμπάς και η μαντάμ Ορτάνς στο έργο του, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Ο Νουρή και ο καπετάν Μιχάλης, στο μυθιστόρημα, ο Καπετάν Μιχάλης, ο Αλέκος και η Μαρίκα στο θεατρικό του Ο Οθέλλος ξαναγυρίζει κτλ. 17Τα περίφημα ταξίδια του, τα οποία κατέθεσε σε τομίσκους με τον τίτλο, Ταξιδεύοντας και τη χώρα, στην οποία εκάστοτε αναφέρεται (Ταξιδεύοντας Αγγλία / ... Ισπανία/ ... Ρωσία /... Κίνα, κτλ. ) Ο Καζαντζάκης (είχε σπουδάσει νομικά), εκτός από μεγάλος λογοτέχνης ήταν και άριστος δημοσιογράφος και υπό αυτή την ιδιότητα εργάστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα για την Καθημερινή και είχε την ευκαιρία να επισκεφτεί τις χώρες ετούτες και επιπλέον να γνωριστεί με σημαντικές προσωπικότητές τους. 18 Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, Εκδόσεις Καζαντζάκη, ΙΑ’ επανεκτύπωση 1997, Περιστέρι-Αθήνα, Κεφ. ΙΖ’ Προσκύνημα στην Ελλάδα σσ. 155 – 167.
18
μαγεία που εκπέμπει ο ικανός χειρισμός της ελληνικής γλώσσας από τον Κρητικό και να πληροφορηθεί επιπλέον τους λόγους που ο συγγραφέας προβάλλει, για να ερμηνεύσει την αγάπη του Έλληνα προς αυτήν. Ο Καζαντζάκης θεωρεί δικαιολογημένη την υπερηφάνεια του Έλληνα, για τη γλώσσα του, καθώς ετούτος είναι άρρηκτα δεμένος με τις μνήμες του παρελθόντος, αναγνωρίζει την συνέχισή της και την ιδιάζουσα δύναμή της, να μπορεί να αντισταθεί στις επιδράσεις όλων εκείνων που πέρασαν με μάνητα πάνω από τη γη του, την ελληνική χερσόνησο, προσπαθώντας να την σαρώσουν. Τελικά αισθάνεται ευτυχής, καθώς οι σκοτεινές δυνάμεις της Ελλάδας εκπροσωπημένες από τα παραπλανημένα παιδιά της, δεν πέτυχαν να την ξεπουλήσουν σε αλλότριες χώρες, με αλλότρια ιδεολογία προς την ελληνική, και που καλλιεργήθηκε έντονα όσο οι υπέρμαχοί της αγωνίστηκαν γι’ αυτή, για να γκρεμιστεί ωστόσο τελικά και εντός της κοιτίδας της.
Γράφει λοιπόν ο Κρητικός διανοούμενος: «Γι’ αυτό όποιος ταξιδεύει στην Ελλάδα κι έχει μάτι να βλέπει και νου να στοχάζεται, ταξιδεύει από μια νίκη πνεματική σε άλλη πνεματική νίκη, σε αδιάσπαστη μαγική ενότητα. Είναι, το βεβαιώνεσαι εδώ στην Ελλάδα, το πνέμα συνέχεια κι ανθός της ύλης, κι ο μύθος η απλή, συνθετική έκφραση της πιο θετικής πραγματικότητας. Χρόνια περπάτησε το πνέμα απάνω στις ελληνικές πέτρες, κι απ’ όπου κι αν περάσεις θα ξεκρίνεις τα θεϊκά του αχνάρια»19.
«Το καταλάβαινα κάθε μέρα και καλύτερα περπατώντας στην ελληνική γης, ο ελληνικός πολιτισμός δεν ήταν μετέωρος, υπερφυσικός ανθός, ήταν ένα δέντρο που είχε ριζώσει βαθιά στη γη κι έτρωγε λάσπη και την έκανε ανθούς. Κι όσο πιο πολλές λάσπες έτρωγε τόσο κατεργάζουνταν και πιο πλούσια την άνθισή του. Η περίφημη αρχαία απλότητα, η ισορρόπηση κι η γαλήνη δεν ήταν οι φυσικές ακοπίαστες αρετές μιας απλής ισορροπημένης ράτσας’ ήταν δύσκολοι άθλοι, λάφυρα από οδυνηρούς επικίντυνους αγώνες. Πολύπλοκη και τραγική είναι η ελληνική γαλήνη, ισορρόπηση από άγριες αντιμαχόμενες δυνάμες, που κατόρθωσαν, ύστερα από πολύμοχτη πάλη, να φιλιώσουν. Να
19 Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, ο. π., σ.157.
19
φτάσουν εκεί που λέει ένας Βυζαντινός μυστικός, στην απροσπάθεια, δηλαδή στην κορφή της προσπάθειας».20
«Όλα στην Ελλάδα, βουνά, ποταμοί, θάλασσες, πεδιάδες, ‘ανθρωπίζουνται’ και μιλούν στον άνθρωπο μια σχεδόν ανθρώπινη γλώσσα. Δεν τον καταπλακώνουν, δεν τον τυραννούν’ γίνουνται φίλοι του και συνεργάτες. Η θολή, ακαταστάλαχτη κραυγή της Ανατολής, περνώντας από το φως της Ελλάδας, καθαρίζει, ανθρωπίζεται, γίνεται Λόγος. Η Ελλάδα είναι το φίλτρο που λαγαρίζει με αγώνα πολύ το κτήνος σε άνθρωπο, την ανατολίτικη σκλαβιά σ’ ελευτερία και τη βάρβαρη μέθη σε νηφάλιο λογισμό. Να δώσει πρόσωπο στο απρόσωπο, μέτρο στην αμετρία, ισορροπώντας τις συγκρουόμενες τυφλές δυνάμες, τέτοια η αποστολή της πολυβασανισμένης στεριάς και θάλασσας που λέγεται Ελλάδα.
Είναι αληθινή χαρά, και πλούτος μεγάλος να τριγυρνάς την Ελλάδα. Τόσο το ελληνικό χώμα είναι ποτισμένο με δάκρυα, ιδρώτα κι αίμα, τόσο τα ελληνικά βουνά είδαν ανθρώπινο αγώνα, που ανατριχιάζεις λογιάζοντας πως στα βουνά ετούτα και τ’ ακρογιάλια παίχτηκε η μοίρα της λευκής φυλής. Παίχτηκε η μοίρα του ανθρώπου»21.
«Κι όσο έμπαινε μέσα μου η Ελλάδα, τόσο ένιωθα και πιο βαθιά πως η μυστική ουσία της ελληνικής στεριάς και θάλασσας είναι μουσική. Κάθε στιγμή το ελληνικό τοπίο, ενώ μένει το ίδιο, αλλάζει ανάλαφρα, κυματίζει την ομορφιά του, ανανεώνεται. Έχει βαθιά ενότητα και συνάμα ακατάπαυστα ανανεούμενη ποικιλία. Τάχα ο ίδιος ρυθμός δεν κυβερνάει και την αρχαία τέχνη, που γεννήθηκε κοιτάζοντας, αγαπώντας, νογώντας και διατυπώνοντας τον ορατό γύρα της κόσμο; Κοιτάχτε ένα ελληνικό έργο της μεγάλης κλασικής εποχής’ δεν είναι ακίνητο, μια αδιόρατη ανατριχίλα ζωής το διαπερνάει, παίζει σαν τις φτερούγες του γερακιού όταν σταθεί στην κορφή του αγέρα και μας φαίνεται ακίνητο. Όμοια και το αρχαίο άγαλμα ζει, κινιέται αδιόρατα’ συνεχίζοντας την παράδοση, ετοιμάζοντας τη μελλούμενη που δεν
20 Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, ο. π., σ. 163. 21 Αυτόθι, σσ. 165-166.
20
μπορεί πορεία της τέχνης, ισορροπεί, σε αθάνατη μια στιγμή την τρισυπόστατη ροή του καιρού»22 «Ώρες πολλές κοίταζα το ιερό τοπίο της Ολυμπίας...»
Ο Καζαντζάκης συνεχίζει στην ίδια σελίδα, παρασυρμένος πάντα από ένα ιερό πάθος θαρρείς, που το υπαγορεύει η λατρεία του προς κάθε τι ελληνικό παλιό ή νέο:
«Ζήλιες, έχτρες, εμφύλιοι πόλεμοι σπάραζαν την Ελλάδα, δημοκρατίες, αριστοκρατίες, τυραννίες αλληλοεξοντώνουνταν, οι κλειστές λαγκάδες, τ’ απομονωμένα νησιά, τα ξεμοναχεμένα ακρογιάλια, οι μικρές ανεξάρτητες πολιτείες δημιουργούσαν ένα πολυκέφαλο ενιαίο και αλληλομισούμενο οργανισμό, και τα πάθη έβραζαν στο κάθε στήθος. Και ξαφνικά, κάθε τέσσερα χρόνια, το καλοκαίρι, κήρυκες στεφανωμένοι, οι σπονδοφόροι, ξεκινούσαν από την ιερή τούτη κοιλάδα, έτρεχαν ως τα πέρατα του ελληνισμού, διαλαλούσαν την ιερομηνία των αγώνων, την ανακωχή, προσκαλώντας φίλους κι εχτρούς στην Ολυμπία να παίξουν. Απ’ όλη την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα, από την Μακεδονία, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Θράκη, από τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, της Μικράς Ασίας, της Αίγυπτος, της Κυρήνης, από τη μεγάλη Ελλάδα και τη Σικελία, έτρεχαν αθλητές και προσκυνητές στην πανελλήνια ιερή κοιτίδα του παιχνιδιού. Δούλοι δεν μπορούσαν να πατήσουν εδώ, μήτε εγκληματίες, μήτε βάρβαροι, μήτε γυναίκες. Μονάχα ελεύτεροι Έλληνες»23.
Η πορεία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, και η συνοχή της με τη νέα ελληνική: Αφήνοντας τον ελληνόπληκτο Κρητικό, προχωρούμε στην εξέταση κάποιων στοιχείων σχετικά με την πορεία της αρχαιοελληνικής γλώσσας και της συνοχής της με την νεοελληνική των ημερών μας, τα οποία οφείλουμε να καταθέσουμε με τη σωστή τους πορεία. Θα μπορέσουμε έτσι να δούμε γιατί αδικείται η ιστορική πραγματικότητα της ελληνικής
22 Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, ο. π., σ. 166. 23 Αυτόθι, σ. 167.
21
γλώσσας. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο το θέμα εξακολουθεί να υφίσταται και επομένως είναι επιτακτικό να εξεταστεί.
Η αρνητική θέση στο θέμα της εξέλιξης της Ελληνικής γλώσσας και της συνοχής της την περίοδο που ακολουθεί την κατάκτηση της Ελληνικής χερσονήσου από τους Ρωμαίους, η συνέχισή της στη διάρκεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στην Βυζαντινή και κυρίως τη μεταβυζαντινή περίοδο (δηλαδή την περίοδο της υποτέλειας των Ελλήνων στους Τούρκους για μία μακραίωνο περίοδο -πέραν των τεσσάρων αιώνων στην Μακεδονία, Θράκη, Ήπειρο, Κρήτη σε νήσους του Αιγαίου-), αίρεται σε μείζον, εξαιτίας της εμμονής -ανησυχητικής ομολογουμένως-, που οξύνεται όταν υφίσταται εκτός Ελλάδας και μάλιστα στους κύκλους -ας τους καλέσουμε ‘της διανόησης’-, της Ελληνικής παροικίας, του Σύδνεϋ.
Η συνέχιση και η ενότητα της Ελληνικής γλώσσας μέσω των αιώνων ως την εποχή μας, είναι το μάλλον προσφιλές θέμα προς συζήτηση, ιδιαίτερα όταν πολλοί από εμάς συχνά δεν είμαστε βέβαιοι, καθόσον επικρατούν θέσεις και αντιθέσεις, σε βαθμό που να μας καθιστούν αβέβαιους ως προς αυτή.
Τα πολυπληθή κείμενα και οι μελέτες επί του αντικειμένου, επιβεβαιώνουν ότι το ζήτημα της συνέχισης και ενότητας της Ελληνικής γλώσσας μέχρι των ημερών μας, αποτελεί δημοφιλές αντικείμενο μελέτης. Ο λόγος είναι ο γνωστός: η αρχαιοελληνική διανόηση εξακολουθεί να είναι επίκαιρη και ως εκ τούτου αποτελεί το αέναα προσφιλές αντικείμενο μελέτης. Εδώ άλλωστε έγκειται η συνάφεια του ερωτηματικού για τη θέση της Νεοελληνικής καλούμενης γλώσσας, έναντι της ελληνικής της κλασσικής περιόδου.
Προτού όμως ετούτη η μελέτη προχωρήσει στις θέσεις μερικών από τους παγκόσμια γνωστούς ερευνητές, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η γλώσσα ως μέσον επικοινωνίας, αποτελεί ζωντανό όργανο που εξελίσσεται με το πέρασμα χρόνου, και ετούτη η αλλοίωση αποτελεί φυσικό φαινόμενο. «Τα πάντα ρει» λέει ο Ηράκλειτος και ο Μπερξόν λέει πως η κάθε νέα στιγμή είναι ξένη, προς εκείνη που ήδη πέρασε.
22
Η γλώσσα επιδρά στις ομάδες εκείνων που τη χειρίζονται ως μέσον επικοινωνίας, ανάλογα με τη προσφορά της. Η Ελληνική γλώσσα προσέφερε στην ανθρωπότητα ακόμη και στους αιώνες της υποτέλειάς της στους Τούρκους, με την συνέχιση της ελληνικής γλώσσας στη Δημοτική ποίηση και επομένως της ελληνικής παράδοσης και παρά τις δυσμενείς συνθήκες, της βάρβαρης και αλλόθρησκης κατοχής της. Η καταγραφή του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, αποτελεί σπουδαίο μέρος των μνημείων του λόγου του ελληνικού λαού24.
Την άποψη ετούτη τη συμμερίζονται Έλληνες25 και ξένοι μελετητές26. «Όταν απαντήσουμε πανάρχαιους μύθους ή
24 Στην εισαγωγή του βιβλίου του ο Νίκος Πολίτης Το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι, τονίζει τη σημασία του: «Εξαίρετον αναντιρρήτως θέσιν μεταξύ των μνημείων του λόγου του ημετέρου λαού κατέχουν τα τραγούδια' όχι μόνον ως ισχυρώς κινούντα την ψυχήν δια το απέριττον κάλλος, την αβίαστον απλότητα, την πρωτοτυπίαν και την φραστικήν δύναμιν και ενάργειαν, αλλά και ως ακριβέστερον παντός άλλου πνευματικού δημιουργήματος του λαού εμφαίνοντα τον ιδιάζοντα χαρακτήρα του έθνους. Εις τάλλα είδη του λόγου, τας παροιμίας και τους μύθους, τα παραμύθια και τα αινίγματα, ων η μετάδοσις από λαού εις λαόν είναι ευχερής και συνήθης, τα παρειδύσαντα πολυπληθή ξένα στοιχεία καθιστούν δύσκολον την διάκρισιν του οθνείου από του ιθαγενούς. Αλλ’ εις τα τραγούδια και τας παραδόσεις ο εθνικός χαρακτήρ αποτυπώνεται ακραιφνής και ακίβδηλος», Ν. Πολίτης, Το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι, Π. Ιωάννου, Αθήνα 1989, σ. 7. 25Ο Κ. Θ. Δημαράς συμμερίζεται ετούτη την άποψη, Κ. Θ. Δημαράς, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΡΙΖΕΣ ΩΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ, Νέα έκδοση, Τρίτη Έκδοση, ΙΚΑΡΟΣ 1964, σσ. 5-18. 26 Έναντι του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, παρόμοια με εκείνη του Νίκου Πολίτη, θέση, έλαβε και ο Γάλλος μελετητής Φωριέλ, γνωστός φιλέλλην, τον 19ο αιώνα. Ο Φωριέλ υποστήριξε τις ελληνικές θέσεις στην κρίσιμη περίοδο των αγώνων των Ελλήνων για την αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού –που οδήγησαν τελικά στην επανάσταση του 1821- σχετικά με το θέμα της συνέχειας της ελληνικότητας των κατοίκων της ελληνικής χερσονήσου, έναντι του Γερμανού ιστορικού Φαλμεράγιερ, ο οποίος υποστήριζε σοβαρή ποσοστιαία -αν όχι κυρίαρχη- παρουσία του σλαβικού στοιχείου, στην Ελληνική χερσόνησο. Ο Φωριέλ τόνισε ότι το ελληνικό δημοτικό τραγούδι, αυτούσιο, αποτελεί αδιάσειστη απόδειξη της ελληνικότητας του λαού της ελληνικής χερσονήσου. Χαρακτήρισε μάλιστα τη γλώσσα των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, ως την ωραιότερη ανάμεσα στις γλώσσες της Ευρώπης (κείμενο: Πιπίνα Δ. Ιωσηφίδου-Ελλη, ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, Τραγούδια-Μοιρολόγια του Κάτω Κόσμου και του Χάρου, Ιστορικά Άσματα, Τραγούδια της Ξενιτιάς (Το παρόν πόνημα
23
πανάρχαια μορφολογικά στοιχεία να σώζονται μέσα στα δημοτικά μας τραγούδια, θα πρέπει να θεωρήσουμε το φαινόμενο τούτο φυσική συνάρτηση της επιβίωσης των αρχαίων μορφών πολιτισμού» τονίζει ο Κ. Θ. Δημαράς27. Ο ίδιος επισημαίνει και τα ακόλουθα: «Σε καμιά περίπτωση δεν μας επιτρέπεται να μιλήσουμε για βαθιές τομές που να έσπασαν οριστικά την ελληνική ιστορική συνοχή, δημιουργώντας πολιτισμό χωρίς ελληνικές ρίζες. Αλλαγές που να έχει υποστεί ο εδραίος ελληνικός πληθυσμός από το πέρασμα του ξένου, συναντούμε συχνά· αλλά τα ποικίλα χνάρια της αρχαιότητας που απαντούμε σε όλες τις σχετικές έρευνες, βεβαιώνουν πως οι μεταβολές αυτές δεν άλλαξαν και την κατεύθυνση της ελληνικής παράδοσης»28.
Η Ελλάδα υπό τους Ρωμαίους: Βρισκόμαστε στα χρόνια του Καλιγούλα, μία περίοδο κατά την οποία η υποταγμένη Ελλάδα έχει κατακτήσει τον κατακτητή της. Η στροφή προς την αρχαιότητα η οποία θα ολοκληρωθεί έναν αιώνα αργότερα, έχει ήδη αρχίσει να διαγράφεται. Στα βόρεια της Βοιωτίας, ένας γαιοκτήμονας επιθυμεί να αναστήσει τα παλαιά έθιμα του τόπου του, να παλινδρομήσει στην παράδοση. Μνημείο αυτής της προσπάθειας διασώζεται, και πρόκειται για μία επιγραφή η οποία μεταξύ άλλων αναφέρει: «και την των συρτών πάτριον όρχησιν θεοσεβώς επετέλεσε». Πρόκειται για τον συρτό χορό που είναι τόσο λαοφιλής επί των ημερών του όσον και επί των ημερών μας. Φανερά συνεπάγεται μουσική και τραγούδι όπως και σήμερα.
Στο εργατικό τραγούδι το αρχαίο μυλικό, που έχει σωθεί και αρχίζει ως ακολούθως: «άλει, μύλε, άλει», θυμίζει το νεοελληνικό: «άλεθε, μύλε, άλεθε». Επίσης ο ιστορικός Θεόγνις αναφέρει ότι στο νησί της Ρόδου, υπάρχει έθιμο δεμένο με τις παραδόσεις για τον Κλεόβουλο, τα παιδιά μια ορισμένη γιορταστική ημέρα γυρίζουν στα σπίτια τραγουδώντας και μαζεύουν μικρά δώρα. Το τραγούδι εκείνο άρχιζε ως εξής: «Ήλθε, ήλθε χελιδών».
παρουσιάστηκε ως ομιλία στις εκδηλώσεις της Ηπειρωτικής Εβδομάδας (24 Φεβρουαρίου -ημέρα Τετάρτη- 1999). 27 Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ο. π., σ. 4. 28 Αυτόθι, σ. 5.
24
Παρόμοιο έθιμο, τα χελιδονίσματα, απαντά στο Βυζάντιο με το ίδιο τραγούδι. Παρατηρείται όμως ότι αυτό το τραγούδι έχει επιζήσει μέχρι των ημερών μας και με τα ίδια λόγια: «Ήρθεν, ήρθε χελιδόνα». Το έθιμο κρατά και γίνεται την πρώτη του Μάρτη σε διάφορες περιοχές, όπου τα παιδιά γυρίζουν ψάλλοντας το ίδιο τραγούδι και μαζεύοντας ταυτόχρονα δωράκια. Ένας τέτοιος τόπος είναι η Ρόδος, γεγονός που αποδεικνύει την διάσωση της συνήθειας και της παράδοσης της γλώσσας29. Επομένως οι αρχαίοι εξακολουθούν να ζουν στον τόπο τους, στην Ελλάδα, και μας το θυμίζει η γλώσσα τους, η γλώσσα που εξακολουθεί να ομιλείται στην Ελλάδα, η ελληνική.
Το αλφάβητο της αρχαιοελληνικής γλώσσας: Πώς και πότε δημιούργησε και χρησιμοποίησε το αλφάβητό της, η αρχαιοελληνική γλώσσα; Είναι ένα ερώτημα στο οποίο πολλοί απλοί άνθρωποι δεν γνωρίζουν πώς να απαντήσουν.
Λέγεται ότι η αρχαία ελληνική γλώσσα υιοθέτησε το φοινικικό αλφάβητο -επί του ο μυθικού Βασιλιά των Αθηνών, Κόδρου- και ότι το προσάρμοσε στους ήχους της γλώσσας της. Οι Ετρούσκοι δανείστηκαν το ελληνικό το «επονομαζόμενο χαλκιδικό (της Εύβοιας)» τον 8ο περίπου αι. π. Χ. Από αυτό, με μεταβολές κατάλληλες για τις γλωσσικές τους ανάγκες, σχημάτισαν το δικό τους αλφάβητο, το οποίο περιελάμβανε είκοσι έξι (26) γράμματα αρχικά και αργότερα, ως το τέλος του 5ου π. Χ. αι., περιορίστηκε στα είκοσι (20). Οι Ετρούσκοι το μετέδωσαν αργότερα στους Ρωμαίους30.
Παρόμοια συνέβη και με το κυριλλικό31 αλφάβητο της Βουλγαρικής, της Σερβικής, της Ρωσικής κτλ., που προέρχεται από την ελληνική μεγαλογράμματη γραφή του 9ου αι., πλην μερικών
29 Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ο. π., σσ. 6-7. 30 Γιώργος Καναράκης, Διαγλωσσικές Επιδράσεις στην Αγγλική και η Συμβολή της Ελληνικής Γλώσσας, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 2005, σσ. 46-47. 31 Κύριλλος (827-869) άγιος, κληρικός, λόγιος και ιεραπόστολος από τη Θεσσαλονίκη που εκχριστιάνισε τους Σλάβους, Τεγόπουλος – Φυτράκης, Ελληνικό Λεξικό, Εκδόσεις Αρμονία, Γ’ έκδοση, 1990, σ. 900.
25
λατινικών στοιχείων, παρόμοια όπως και με τη γραφή άλλων σλαβικών λαών32.
Στη συνέχεια σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν και οι μεταφράσεις από τα ελληνικά κείμενα στις σλαβικές γλώσσες κυρίως σε σχέση με τη διάδοση του Χριστιανισμού, και την ομαλοποίηση των σχέσεων του Βυζαντίου με τους Σλάβους, κυρίως τους προς Βορρά οι οποίοι το παρενοχλούσαν συστηματικά. Ο Samuel N. C. Lieu33 αναφέρεται στη σημασία της μετάφρασης των θεολογικών έργων από την ελληνική στη σλαβική για τη διάδοση του χριστιανισμού, από φωτισμένους Έλληνες μοναχούς, όπως η μετάφραση από τα ελληνικά της ζωής του Ευθύμιου (955-1028) στη γλώσσα των Γεωργιανών, από τον Γεώργιο τον Αγιορείτη.
Επιδράσεις της ελληνικής γλώσσας: Έχει διαπιστωθεί ότι η Ελληνική επέδρασε τα μέγιστα αρχικά στους Λατίνους όταν αυτοί κατέκτησαν την ελληνική χερσόνησο. Υπό την επίδραση του πολιτισμού των Ελλήνων έγραψε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κλαύδιος34 τα απομνημονεύματά του στην ελληνική.
Η Ελληνική γλώσσα, ως ζωντανό όργανο είχε τα γλωσσικά δάνειά της από τις γείτονες χώρες της Ελλάδας και εξαιτίας των κατακτητικών επιδρομών ή χρονικών περιόδων υπό την κατοχή της σε ξένους λαούς. Ετούτο ενισχύεται με τα ακόλουθα παραδείγματα: στην αρχαία ελληνική εποχή η χώρα δέχτηκε επιδρομές από τους Πέρσες και ενεπλάκη σε πολεμικές συρράξεις μαζί τους. Το 14635 π. Χ. κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους36. Τον 6ο
32 Γιώργος Καναράκης, ο. π., σ. 47. 33 Samuel N. C. Lieu, The Holy Men and their Biographers in early Byzantium and Medieval China A preliminary comparative study in hagiography, essay in Maistor, Classical, Byzantine and Renaissance Studies for Robert Browning, published by The Australian Association for Byzantine Studies Canberra, 1984, pp. 145-146. 34 Κλαύδιος Τιβέριος Νέρων Γερμανικός, αυτοκράτορας (41-54) και ιστορικός, Τεγόπουλος-Φυτράκης, Ελληνικό Λεξικό, εκδ. Αρμονία, Γ’ Έκδοση, Αθήνα 1990, σ. 896. 35 Σολωμού Άπαντα, εισαγωγή, κείμενα, μεταφράσεις γλωσσάριο, Ν. Β. Τωμαδάκη, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1969, σ. 15. 36 Όταν ο Φίλιππος ο V νικάται στον δεύτερο Μακεδονικό πόλεμο από τους Ρωμαίους (202-197 π. Χ. ), και τους παραδίδει την Ελλάδα. Ύστερα από τον Αχαϊκό πόλεμο (147-
26
αι. μ. Χ. και εξής, δέχτηκε επιδρομές από τους Σλάβους και Άβαρους. Τον 15ο αι. υποδουλώθηκε από τους Τούρκους και τον εικοστό αι. δέχτηκε επιθέσεις από διάφορους ευρωπαϊκούς λαούς και ενεπλάκη σε πολεμικές επιχειρήσεις με αυτούς και πάντα με μεγάλο κόστος, με τη Γερμανία, την Ιταλία, τη Βουλγαρία, τη Σερβία (Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913) Α’ (1914-1918) και Β’ (1940-1944) Παγκόσμιοι Πόλεμοι37).
Κατά συνέπεια διείσδυσαν στο λεξιλόγιο της εξελισσόμενης ομιλούμενης ελληνικής, λέξεις από την αρχαιότητα ως σήμερα από τους Πέρσες (σατράπης κ.α.), από τους Εβραίους (μεσσίας κ.α.), από τους Ιταλούς (πόρτα κ.α.), από τους Σλάβους (κοτέτσι κ.α.), από τους Τούρκους (ντολμάς κ.α.), από τους Γάλλους (λικέρ κ.α.), από τους Άγγλους (μπάσκετ κ.α.)
Η Ελληνική όμως είχε και τους δανειστές της και μάλιστα σε πολύ μεγάλο βαθμό. Σε 45.729 λέξεις αριθμούν για παράδειγμα, τα δάνεια της αγγλικής γλώσσας από την ελληνική. Στον γενικό κανόνα των δανείων αποτελεί εξαίρεση το φαινόμενο των δανείων από την ελληνική, της αγγλικής, καθώς ετούτη υιοθετεί λέξεις από την ελληνική38, για τις οποίες έχει ήδη αντίστοιχες δικές της: π.χ. αntithesis - opposition, melancholy – sadness κ.α.39 Η χαρακτηριστική δύναμη της ελληνικής γλώσσας, συνετέλεσε ώστε αυτή να έχει εισχωρήσει και σε άλλες ξένες γλώσσες πλην της αγγλικής και με άλλους, διαφορετικούς τρόπους, με τη μετάφραση όπως ο Μαρτίνος Λούθηρος, ο οποίος αντέγραψε την αρχαία ελληνική γραμματική για να φτιάξει την Γερμανική40.
146 π. Χ.) όπου οι Ρωμαίοι καταστρέφουν την Κόρινθο μετά από μία επανάσταση εναντίον τους, των Μακεδόνων, και αποβαίνουν οι κυρίαρχοι της Ελλάδας. Jane Chisholm, Lisa Miles and Struan Reid, The Usborne Internet - Linked Encyclopedia of Ancient Greece, p.133. 37 Νικόλαος Τσουγανάτος, Επίτομος Γενική Ιστορία, νεώτεροι Χρόνοι, Τόμος Β’ Έκδοσις Τρίτη Βελτιωμένη, Εν Αθήναις, Βιβλιοπωλείον της Εστίας σσ. 129-134. 38 Aπό την αρχαία ελληνική αλλά και από τη νέα σε πολλές περιπτώσεις: π.χ. hyperbolic – exaggerated - υπερβολικός, νοσοκομειακή- nosocomial, κτλ. 39 Αριστείδης Ε. Κωνσταντινίδης, Οι ελληνικές λέξεις στην αγγλική γλώσσα, Β’ έκδοση, Θεσσαλονίκη, 1991, Πρόλογος, σσ. Ι-ΙΙΙ. 40 Αυτόθι, σ. ΙΙΙ.
27
Ο Αριστείδης Ε. Κωνσταντινίδης, συγγραφέας του Βιβλίου Οι ελληνικές λέξεις στην αγγλική γλώσσα, Έλληνας ο ίδιος, εκφράζει την ανησυχία του για τη στάση των Ελλήνων έναντι του πολιτισμού τους, ο οποίος προφανώς συνδέεται άμεσα με τη γλώσσας τους. Αναρωτιέται και προσπαθεί να προειδοποιήσει για τις συνέπειες της ακατάλληλης και επιζήμιας στάσης τους έναντι της πολιτιστικής τους κληρονομιάς, που φυσικά εκφράζεται με την ελληνική γλώσσα. Γράφει λοιπόν στον Πρόλογο του βιβλίου του: «Κάθε προσπάθεια διατήρησης ή ανάπτυξης της γλώσσας μας, αντιμετωπίζεται από ορισμένους με ειρωνεία και με χαρακτηρισμούς της μομφής του ‘καθαρευουσιανισμού’, του ‘εθνικισμού’ ή της ‘έλλειψης προοδευτικότητας’. Προσπαθούν να περάσουν μέσα από εφήμερες πολιτικές συντεταγμένες, θέματα που έχουν επιβιώσει, ανεξάρτητα από τα ισχύοντα πολιτικά συστήματα και καθεστώτα»
»Γιατί όμως αυτά τα άτομα δέχονται τα εθνικά και πολιτιστικά στοιχεία των άλλων χωρών σα στοιχεία της ταυτότητας των χωρών αυτών (π.χ. Γαλλίας, Γερμανίας) και μόλις γίνει μνεία των δικών μας πολιτιστικών στοιχείων, ξαφνικά θυμούνται τις διεθνιστικές τους αρχές;»
»Όταν εμείς οι ίδιοι υποβαθμίζουμε και χλευάζουμε κάθε τι το Ελληνικό, θα πρέπει να αναμένεται παρόμοια συμπεριφορά από τους ξένους και τους γείτονές μας. Είτε αυτό είναι υποβάθμιση της Ελληνικής παρουσίας στην Ιστορία της Ευρώπης, είτε η προσπάθεια σφετερισμού και παραχάραξης της ιστορίας μας από τους γείτονές μας, για να θεωρηθούν κληρονόμοι της –επειδή δεν έχουν δική τους, ανάλογη προς τη δική μας.»
»Αναμφισβήτητα, πολλές λανθασμένες επιλογές έχουν επενδυθεί το μανδύα της εθνικότητας και έχουν γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης. Αυτά όμως τα λάθη δεν επιτρέπεται να μας οδηγούν στην απεμπόληση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Ούτε βέβαια, επιτρέπεται να αρκούμαστε στην επίκληση αυτής της κληρονομιάς παραμένοντας αδρανείς, τόσο για το παρόν όσο και για το μέλλον μας» 41
41 Αριστείδης Ε. Κωνσταντινίδης, Οι ελληνικές λέξεις στην αγγλική γλώσσα, ο. π., σ. IV.
28
Η «αδιάκοπη συνέχεια» της ελληνικής γλώσσας: Μέσω των αιώνων η ελληνική γλώσσα παρουσιάζει μία «αδιάκοπη συνέχεια» η οποία διαρκεί περισσότερο από τρεισήμισι χιλιετηρίδες και σε αυτό το φαινόμενο οφείλεται πιθανόν η βραδύτητα αλλαγής της ελληνικής γλώσσας. Και σήμερα όπως και χρόνια πριν, αναγνωρίζουμε ότι η ομιλούμενη ελληνική είναι η ίδια με εκείνη των ομηρικών επών (700 π. Χ. περίπου), παρά το γεγονός ότι η παραδοσιακή ορθογραφία κρύπτει πολλές φωνολογικές αλλαγές42. Ένα άλλο σπουδαίο χαρακτηριστικό της δυναμικής που παρουσιάζει η ελληνική γλώσσα, είναι ότι εκπροσωπεί έναν πολιτισμό που έχει την ικανότητα να απορροφά τους πολιτισμούς εκείνων οι οποίοι υπεισέρχονται στην επήρειά της. Αυτό συνέβη στους Ισραηλίτες λέει ο Michael Baigent43, στο βιβλίο του The Jesus Papers, όταν τα σύνορα μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ είχαν καταλυθεί την περίοδο μεταξύ του 302 π. Χ. και 198 π. Χ., και το Ισραήλ είχε αποβεί μέρος της ελληνικής αυτοκρατορίας των Πτολεμαίων. Αυτοί οι Ισραηλίτες, ως νέοι μετανάστες, απορροφήθηκαν από τον αναπτυσσόμενο ελληνικό πολιτισμό. Δηλαδή έμαθαν ελληνικά, πήραν ελληνικά ονόματα και υιοθέτησαν πολλές ελληνικές συνήθειες εμπορικές και κοινωνικές, όπως την δημιουργία εμπορικών οργανισμών των οποίων οι συναντήσεις γίνονταν στις συναγωγές τους. Η εβραϊκή είχε σχεδόν ξεχαστεί καθώς η ελληνική απέβη η γλώσσα της εκλογής τους. Σε πολλές συναγωγές μάλιστα οι λειτουργίες των Εβραίων γίνονταν στην Ελληνική. Όλα αυτά μπορούν κάλλιστα να αποδοθούν στην επίδραση του Μ. Αλεξάνδρου, ο οποίος κατάλαβε την Αίγυπτο το 332 π. Χ. Αυτή την κατάληψή του την είχε ακολουθήσει η επίσκεψή του στο ναό του Άμωνος (Temple of Amun) στην όαση της Σίβα ( Siwa Oasis), όπου είχε ανακηρυχτεί ‘Υιός του Θεού’ και Φαραώ.
42 Robert Browning, Η Ελληνική Γλώσσα Μεσαιωνική και Νέα, Εκδ. Παπαδήμα, 1991, Εισαγωγή, σσ. 12-13. 43 Michael Baigent, The Jesus Papers, Harper Elements (Harper Collins Publishers), Hammersmith, London W68JB, 2006.
29
Παρά το γεγονός ότι ο Μ. Αλέξανδρος υπήρξε και ο ιδρυτής της Αλεξάνδρειας, δεν είχε την τύχη να γνωρίσει το μεγαλείο της, ως της μεγαλύτερης Ελληνικής Πόλης στον Ελληνιστικό κόσμο, την περίοδο που ακολούθησε, καθώς πέθανε μυστηριωδώς το 323 π. Χ.44 ως γνωστόν.
Η ‘χιλιετία’ του Βυζαντίου: Ο Hans-Georg Beck45, αναφέρεται εκτεταμένα στην χιλιετία του Βυζαντίου. Στο βιβλίο του, Η Βυζαντινή Χιλιετία, θεωρεί ότι το Βυζάντιο προβάλλει στην Ιστορία ανεπαίσθητα, ως αργότερο στάδιο του ελληνισμού και των γειτονικών λαών, που «σφραγίστηκε από τις μορφές της ρωμαϊκής κυριαρχίας». Το Βυζάντιο εκπροσωπεί, μία ιστορική περίοδο που ανατέλλει στο σημείο ακριβώς όπου ο ιστορικός της προηγούμενης περιόδου, συνηθίζει να χρησιμοποιεί, «ως έσχατη έκφραση της κατάπληξης και της απογοήτευσής του, τη λέξη «παρακμή». Για ολόκληρες γενιές, η έννοια «παρακμή» απέβη η «λέξη-κλειδί για την κατανόηση του Βυζαντίου». Ο ιστορικός που συνήθως θεωρείται «υπεύθυνος για την «αντοχή» αυτής της έννοιας σε σχέση με το Βυζάντιο, είναι ο Edward Gibbon (παρόλο που δεν φέρει μόνος του την ευθύνη)»46 τονίζει. Ο Beck συνεχίζοντας επί του θέματος λέει: «Ο στοχασμός γύρω από την ιστορία αυτή καθ’ εαυτή αρχίζει αργά και είναι παράδοξο ότι πρωτοεκδηλώνεται στην εποχή του Διαφωτισμού, που σε γενικές γραμμές, όπως είπε κάποτε Christopher Dawson σε μια διάλεξη για τον Gibbon, ελάχιστα μπορεί να θεωρηθεί ως ‘historically minded age’ ενώ αντίθετα χαρακτηρίζεται από μια ‘anti-historical quality»47.
Ο ενθουσιασμός του Edward Gibbon για το ρωμαϊκό μεγαλείο, δεν του επέτρεπε τη θέα προς οτιδήποτε χριστιανικό, μεσαιωνικό και βυζαντινό48. Γι’ αυτό και χρησιμοποίησε τον όρο: «decline=παρακμή». Ουσιαστικά όμως είναι φυσικό κάθε παλιά
44 Michael Baigent, The Jesus Papers, ibid, p. 140. 45 Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, μετάφραση, Δημοσθένης Κουρτόβικ, Γ’ έκδοση, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2000. 46 Αυτόθι, Εισαγωγή, σσ. 15-16. 47 Αυτόθι, ο. π., σ. 16. 48 Αυτόθι, ο. π., σ. 17.
30
γενιά, να χαρακτηρίζει τη νέα περίοδο παρακμασμένη. Έτσι όταν υπάρχει μία συγκεκριμένη ιδέα για την «κλασσική εποχή» δεν μπορεί να έχει μεγάλη ιδέα για την επόμενη που ακολουθεί. Έτσι όταν αναφερόμαστε στην χρονολογία 476 μ. Χ. ως ορόσημο της οριστικής κατάρρευσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, πιστεύουμε ότι η συνεχής ολίσθησή της οδήγησε στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Το ίδιο κάνουμε και με την χρονολογία 1453, χρονολογία κατάληψης της πρωτεύουσας του Βυζαντίου, Κωνσταντινούπολης. Μπορεί να θεωρηθεί αυτή η θέση ως επιπόλαια, αφού στηρίζεται σε «προκατασκευασμένα σχήματα» από μία αντίληψη που συγκρούεται επιπλέον μα τη θεωρία της «συνεχούς προόδου»49.
Σε αυτή λοιπόν την αποκαλούμενη προφανώς λανθασμένα «παρακμή» -την περίοδο δηλαδή του Βυζαντίου-, οφείλεται η ιταλική Αναγέννηση50. Είναι μάλιστα πολύ περίεργο το ακόλουθο: πώς παρουσιάζεται το Βυζάντιο να μην έχει προϊστορία ή πρωτοϊστορία; Στο ακόλουθο απόσπασμα ο Hans-Georg Beck, απαντώντας σε ετούτα τα ερωτηματικά, τονίζει : «Ό,τι προηγείται είναι η ελληνιστική εποχή και η συνέχισή της με την ύστερη ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα των πρώτων μεταχριστιανικών χρόνων. Το Βυζάντιο πρέπει να το δούμε ως σχεδόν άρρηκτη συνέχεια αυτού του κόσμου. Ο Gustav Droysen, που έπλασε τον όρο hellenismus (ελληνισμός, ελληνιστική περίοδος) για τον γερμανόγλωσσο χώρο –οι Αγγλοσάξωνες έχουν άλλη ορολογία-, εννοούσε αυτό το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στην κλασική αρχαιότητα και την εμφάνιση του χριστιανισμού, το χρονικό διάστημα της ‘συγχώνευσης’ του ανατολικού πολιτισμού με τον δυτικό κάτω από την επίδραση της ελληνικής παιδείας. Αυτή η χρονική περίοδος, δηλαδή οι τρεις τελευταίοι αιώνες πριν από τον Χριστό, συνεχίζεται χωρίς κανένα σοβαρό ρήγμα με την ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο –μια εποχή που μπορεί ίσως να ονομαστεί ύστερη ελληνιστική εποχή»51.
49 Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, ο. π., Εισαγωγή, ο. π., σ. 17. 50 Αυτόθι, σ. 18. 51 Αυτόθι, σ. 18.
31
Συνεχίζοντας την θεωρία του ο Hans-Georg Beck, ερωτά: ‘Τι χαρακτηρίζει την ελληνιστική εποχή στο ξεκίνημά της;’ και απαντά: «Η τεράστια διεύρυνση του κόσμου χάρη στις κατακτητικές εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που έρριξαν τους Έλληνες ανάμεσα σε ξένους λαούς και πολιτισμούς, μπόρεσε να οδηγήσει σε έναν ελληνιστικό (δηλαδή κατά βάθος ελληνικό) κόσμο για έναν μόνο λόγο: επειδή ο Έλληνας, παρά τον συγχρωτισμό του με άλλους λαούς, δεν έχασε και δεν εγκατέλειψε ποτέ το αίσθημα της μοναδικότητάς του. Δεν ξέχασε ποτέ την υποχρέωσή του να ανταποκρίνεται στην εικόνα που είχε μπροστά του για τον ελληνικό άνθρωπο και την αρετήν, δηλαδή την ηθική ποιότητά του. Οπωσδήποτε η διάκριση ανάμεσα σε Έλληνες και βαρβάρους έγινε λιγότερο σαφής. Διαμορφώθηκε ένα είδος κοσμοπολιτισμού, αλλά διατηρήθηκε ωστόσο η συνείδηση του Έλληνα ότι ‘ως Έλληνας ήταν κάτι περισσότερο, από τους άλλους’ (C. Schneider), και ότι είχε μια ξεχωριστή αποστολή»52.
Το αίσθημα της αυτοσυντήρησης των Ελλήνων: ετούτο το συναίσθημα μέσα σε ένα ευρύτερο κόσμο, έσπρωχνε τον Έλληνα «να στηρίζεται ακόμη περισσότερο στον πολιτισμό και στην παιδεία του»53. Και παρά το γεγονός ότι ο «πανελληνισμός» δεν μπόρεσε να παραμείνει πολιτική κινητήρια δύναμη, παρέμεινε ωστόσο μία πολιτιστική κινητήρια δύναμη. Η διακήρυξη: «Το μόνο αξιομνημόνευτο στην Ελλάδα είναι η παιδεία και η τέχνη του λόγου», αποκάλυπτε ότι ο κατ’ εξοχήν Έλληνας, είναι ο μορφωμένος Έλληνας και η ελληνική αυτοσυνείδηση αυτή την περίοδο, είναι κατά κυριότητα μορφωτική συνείδηση. Το πολιτικό καθεστώς στην Ελλάδα, επιβάλλεται από έξω54.
Το μεγάλο «πρόβλημα των εθνοτήτων» του Βυζαντινού κράτους ανάγκαζε τους Έλληνες να διατηρούν ακμαία τη συνείδηση ότι σαν Έλληνες, και εξαιτίας του πολιτισμού και της
52 Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, Εισαγωγή, ο. π., σσ. 18-19. 53 Αυτόθι, σ. 19. 54 Αυτόθι, σ. 19.
32
παιδείας τους, ήταν κάτι περισσότερο από τους άλλους που δεν ήταν Έλληνες55.
Την ελληνιστική εποχή στο Βυζάντιο την διαδέχεται η καλούμενη ύστερη ελληνιστική παιδεία που εκπροσωπείται κυρίως από τους ρήτορες και τους σοφιστές. Ο σοφιστής ως ελληνιστής, παραμένει απρόσβλητος κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής χιλιετίας. Είναι ο βασικός παράγων διάσωσης της ουσίας του ελληνισμού και εκπρόσωπός της. Στην αρχαιότητα η κωμωδία παρουσιάζει τον Σωκράτη ως σοφιστή και στην εποχή του Πλάτωνα, οι λόγιοι αλληλοκατηγορούνται ως σοφιστές και αυτό θα επαναληφθεί ως ένα βαθμό και στο Βυζάντιο.
Ο Ισοκράτης εκπροσωπεί τη σοφιστική: ήταν σοφιστής ρήτορας. Αργότερα στο Βυζάντιο η ιδιότητα αυτή εξελίχθη σε τέχνη εκμετάλλευσης ή απάτης. Οι λόγιοι οι οποίοι έφεραν έντονες τις επιδράσεις των σοφιστών υπήρξαν το αντίβαρο της εκτεταμένης καλογεροποίησης, της κληρικοποίησης και του ενθεοκρατισμού. Η ελληνιστική παιδεία ετούτων διατήρησε τις αξίες ενός τρόπου ζωής που αμφισβητούσαν οι ασκητές και εκείνοι οι οποίοι απομακρύνονταν από αυτή την τάξη των λογίων. Έκαναν τα ιδανικά τους ελκυστικά σε ανθρώπους της εκκλησίας και κάποτε και σε καλογέρους. Οι γνώσεις που παρείχαν, βοηθούσαν για παράδειγμα κάποιον να γίνει Επίσκοπος, περισσότερο από του αν είχε θεολογικές γνώσεις. Ο κοσμικός διανοούμενος είχε απεριόριστη σχεδόν ελευθερία κινήσεων. Την διακινδύνευε ωστόσο ετούτη, αν απομακρυνόταν από τον εκκλησιαστικό και εν γένει τον θρησκευτικό χώρο56.
Τελικά η τεχνοτροπία της ρητορικής-σοφιστικής τεχνικής, αποκτά περιεχόμενο. Ο διαχωρισμός της μορφής από το περιεχόμενο ισχύει περισσότερο στο Βυζάντιο, το οποίο υιοθετεί τον κλασικισμό, την κληρονομιά από την αυτοκρατορική περίοδο ή και από την ελληνιστική Αλεξάνδρεια. Κλασικισμός είναι η έντονη τάση συντήρησης των κλασικών πολιτιστικών αγαθών και στη συνέχεια η σχολαστική μίμησή τους. Έτσι κάποια στιγμή
55 Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, ο. π., Εισαγωγή, ο. π., σ. 19. 56Αυτόθι, σσ. 24-25.
33
συνυπάρχουν τα έργα μίμησης σε μία ελαφρότερη μάλλον μορφή και τα άλλα τα οποία παράγονται από τους καλούμενους λυρικούς ποιητές. Τελικά οι δημιουργοί, επιδιώκουν να δώσουν έργα τα οποία να μπορούν να συγκριθούν με τα μεγάλα πρότυπα. Δεν πρόκειται για δουλική μίμηση αλλά για μία τάση προς το ιδανικότερο. Όμως η νέα λογοτεχνία γεννιέται στην διασπορά. Λείπουν επομένως τα ιδεώδη στοιχεία της κλασικής περιόδου, δηλαδή η πόλις και η αγορά μαζί με όλα τα συνακόλουθά τους. Ως εκ τούτου ο ελληνισμός συντελεί στη δημιουργία δύο γλωσσών: την ομιλούμενη ελληνική, η οποία έχει εξελιχθεί ως ζωντανός οργανισμός και την άλλη, η οποία δημιουργεί στηριζόμενη στη γλώσσα της κλασσικής περιόδου, χωρίς ωστόσο να είναι αυτή ακριβώς η γλώσσα της κλασσικής περιόδου. Συμπεραίνεται λοιπόν ότι το πρόβλημα της διγλωσσίας είναι προβυζαντινό57.
Στα νεώτερα χρόνια, και ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός, εξετάζει ετούτο το γλωσσικό πρόβλημα, στο Διάλογό58 του. «Θέλεις να μιλήσουμε δια την γλώσσα’ μήγαρις έχω άλλο στον νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;» ρωτά ο Ποιητής τον Φίλο στον Διάλογο59, όπου τρεις, οι δύο προηγούμενοι και ο Σοφολογιώτατος, παίρνουν μέρος στη συζήτηση για την ελληνική γλώσσα, την κληρονομιά της, τη διττή μορφή της60 (Δημοτικίζουσα και Καθαρεύουσα).
Η προνομιακή θέση των Ελλήνων στο νέο κόσμο του Βυζαντίου. Ο Θεμίστιος και ο Λιβάνιος: Χάρη της ελληνικής παιδείας ο Έλληνας κατακτά προνομιακή θέση στο νέο κόσμο του Βυζαντίου. Ήδη οι πολιτικές ιδέες του ρωμαϊκού κράτους το οποίο εξελίχθηκε στο Βυζαντινό, είχαν περάσει από το χωνευτήρι της
57 Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, ο. π., Εισαγωγή, ο. π., σ. 26. 58 Από το οριστικό, κείμενο Β’ του Διαλόγου του Δ. Σολωμού σσ. 199-217, Σολωμού Άπαντα, εισαγωγή, κείμενα, μεταφράσεις γλωσσάριο, Ν.Β. Τωμαδάκη, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1969, σ.15. 59 Σολωμού Άπαντα, ο. π., σ. 200. 60 Η ελληνική γλωσσική κληρονομιά, δηλαδή η απλή ομιλούμενη, με όλες τις διαλέκτους της όπως μιλιούνται στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας, και η καθαρεύουσα.
34
ελληνικής σκέψης. Ο Έλληνας είχε εξοικειωθεί με την μοναρχία61 στο παρελθόν του.
Αξιοσημείωτη είναι η αποδοχή από την ελληνική αυτοσυνείδηση του ρωμαϊκού στοιχείου, στην παιδεία και στον πολιτισμό, με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, γεγονός το οποίο καταργεί τον όρο της πόλης, όπως αυτή είναι γνωστή στην ελληνική αρχαιότητα62. Δημιουργείται λοιπόν μία νέα προοπτική με την οποία καταγίνονται δύο σημαντικοί σοφιστές της εποχής, ο Θεμίστιος και ο Λιβάνιος.
Ο Λιβάνιος, ο πολυγραφότερος συγγραφέας της αρχαιότητας, «ο μεγαλύτερος ρήτορας και σοφιστής του αιώνα του’ το ‘σταθερό πρότυπο ύφους για όλους τους μεταγενέστερους (βυζαντινούς) ρήτορες, δασκάλους και ανθρώπους των γραμμάτων’ άφησε έργο που ‘αποτελεί μία από τις σημαντικότερες ιστορικές πηγές της ύστερης Αρχαιότητας»63. Γεννημένος στην Αντιόχεια το 314 μ. Χ., έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει. Αφού δασκαλεύει στην Κωνσταντινούπολη και στην Νικομήδεια, το 354 μ. Χ. επιστρέφει στην γενέτειρά του Αντιόχεια, όπου ιδρύει σχολή η οποία για σαράντα χρόνια έχει τους περισσότερους σπουδαστές και την μεγαλύτερη φήμη σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Ανάμεσα στους μαθητές του διακρίνονται οι: Αμμιανός Μαρκελίνος, ο Μ. Βασίλειος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ο Λιβάνιος ήταν φιλόλογος, όπως θα λέγαμε σήμερα. Ήταν δάσκαλος της ρητορικής και σοφιστής, αλλά όχι φιλόσοφος με την αρχαιοελληνική έννοια. Έγραψε αμέτρητα ρητορικά γυμνάσματα από τα οποία σώζονται 44, με θέματα εμπνευσμένα από την ιστορία, τη μυθολογία και τα ομηρικά έπη, καθώς και πλήθος μικρών δοκιμίων.
61 Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, Εισαγωγή, ο. π., σ. 28. 62 Αυτόθι, ο. π., σ. 32. 63 Λιβάνιος, Υπέρ των ελληνικών ναών, Θρήνος για τον Ιουλιανό, Προς αυτούς που τον είπαν βαρετό, Από τη σειρά, ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΘΝΙΚΟΙ, Θύραθεν Εκδόσεις, 5η έκδοση, Πρόλογος, σ. 9. Σύμφωνα με το Βυζαντινό Λεξικό Σουΐδα (10ος αι. μ. Χ. ) ο Λιβάνιος «έγραψεν άπειρα», Λεξικό Σουΐδα, Θύραθεν Εκδόσεις, Θεσσαλονίκη, Εισαγωγή Β. Κατσαρός, σ. 710.
35
Οι μεγαλύτερες έγνοιες του Λιβανίου ήταν η παράδοση, και η ελληνική παιδεία και γλώσσα. Υποτιμούσε οτιδήποτε εξωελληνικό, είτε λατινικό είτε ιουδαϊκό-χριστιανικό, διατηρώντας έτσι βαθιά την πίστη στις αξίες του ελληνικού πολιτισμού. Δεν καταδέχτηκε «να μάθει ή να χρησιμοποιήσει ούτε μία λατινική λέξη»64. Ο Λιβάνιος ήταν οπαδός του νεοπλατωνισμού. Ήταν ευσεβέστατος, και ως Έλληνας διανοούμενος δεν διακατεχόταν από κανένα είδος αποστολικού ζήλου65.
Ο Θεμίστιος ο οποίος γεννήθηκε το 317 μ. Χ. περίπου, κατάγεται από την Παφλαγονία. Το 345 ανοίγει φιλοσοφική Σχολή στην Κωνσταντινούπολη, όπου έχει κάνει κάποιες σπουδές. Ερμηνεύει κυρίως Αριστοτέλη. Αργότερα στρέφεται στη ρητορική και μέσω αυτής επικοινωνεί με την αυλή του αυτοκράτορα. Το 355 ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος τον αναγορεύει συγκλητικό, ο δε αυτοκράτορας Θεοδόσιος, χριστιανός, τον διορίζει παιδαγωγό του διαδόχου του και τον αναγορεύει έπαρχο της Κωνσταντινούπολης66. Από ετούτη τη θέση του, το κοινό στο οποίο μπορεί να διδάξει τη φιλοσοφία του, είναι οι ιθύνοντες κύκλοι του ρωμαϊκού κράτους. Από τον κύκλο των ελληνιστών των προσκολλημένων στο ιδανικό της ελληνικής «πόλεως», ετούτο θεωρείται προδοσία εναντίον του ελληνισμού.
Ο Μ. Κωνσταντίνος εχθρός της ελληνικής «πόλεως», με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης είχε καταφέρει το σοβαρότερο χτύπημα εναντίον της «πόλεως», με την αρχαιοελληνική της έννοια. Η Κωνσταντινούπολη που επιδιώκει σκοπούς, ξένους προς την ελληνική παράδοση, συντελεί στον μαρασμό της ελληνιστικής πόλης. Ο Θεμίστιος δεν πείθει πλέον ότι είναι εκπρόσωπος του
64 Λιβάνιος, Υπέρ των ελληνικών ναών, Θρήνος για τον Ιουλιανό, Προς αυτούς που τον είπαν βαρετό, Πρόλογος, ο. π., σ. 12. 65 Ο αποστολικός ζήλος είναι χαρακτηριστικό του ιουδαϊσμού και των αιρέσεών του. «Τα διάφορα ρεύματα και οι εκφάνσεις του ελληνισμού μπορεί να αντιπαρατίθενται και να μάχονται μεταξύ τους, όμως ο ελληνισμός, ως κοσμοθεώρηση και στάση ζωής, δεν προπαγανδίζεται ώστε να γίνει αντικείμενο μαζικής πίστης. Με αυτήν την αλήθεια στάθηκε αδύνατο να συμβιβαστεί ο Ιουλιανός...» αυτόθι, σ. 13. 66 Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, Εισαγωγή, ο. π., σ. 32.
36
ελληνισμού67. Όταν μάλιστα ανακηρύσσεται έπαρχος της Κωνσταντινούπολης, θεωρείται από τον Λιβάνιο, ότι διαφοροποιήθηκε και ότι απομακρύνθηκε από τον ελληνιστικό κόσμο. Ο «εστεμμένος φιλόσοφος» Ιουλιανός, είχε προτρέψει τον Θεμίστιο να συγκεντρωθεί στα καθήκοντά του, στη σχολή του και να φροντίσει με τους μαθητές του την διαφύλαξη της ελληνιστικής παράδοσης. Ο ίδιος ενδιαφερόταν να είναι επικεφαλής των φιλοσόφων, χωρίς ωστόσο να προτίθεται να τους παραχωρήσει ηγεύοντες ρόλους του κράτους68. Αντίθετα από τον Ιουλιανό, ο θείος του Κωνστάντιος, αναγορεύοντας τον Θεμίστιο συγκλητικό, θεωρεί ότι αυτός ως Έλληνας, μπολιάζει τη σύγκλητο, η οποία είναι ρωμαϊκός θεσμός, με ελληνική σοφία69.
Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός εναντιώνεται στην αντίληψη του Ιουλιανού, για τον ελληνισμό. Σύμφωνα με αυτόν Έλληνας δεν σημαίνει «είμαι εθνικός», αλλά ότι «μιλώ ελληνικά», ότι καταγίνομαι με την ελληνική γλώσσα, με την μητρική μου γλώσσα. Οι περισσότεροι επίσκοποι του 4ου αι. δεν ήταν απαίδευτοι. Τουναντίον, είχαν εκπαιδευτεί παρόμοια όπως ο Λιβάνιος και ο Θεμίστιος. Υποστήριζαν λοιπόν ότι μπορούσε να διαχωριστεί «η παγανιστική βάση από τις υφολογικές και αισθητικές αρετές της ελληνικής γραμματείας»70.
Με την αλλαγή της σημασίας της λέξης «πόλις» και την εκπροσώπησή της από την Κωνσταντινούπολη, σοφιστές όπως ο Λιβάνιος, δεν επηρεάζουν πλέον τους επισκόπους, οι οποίοι με τη σειρά τους δεν προσκολλώνται στην πόλη, αλλά κινούνται εκτός αυτής και σε ευρύτερους χώρους. Οι πληθυσμοί αυτών των χώρων, δεν ευθυγραμμίζονται με τους επισκόπους.
Καθώς οι μάζες οι οποίες συγκεντρώνονται στην Κωνσταντινούπολη, προέρχονται κυρίως από τα ανατολικά τμήματα της αυτοκρατορίας, δεν αργεί ετούτη να εξελιχθεί σε ελληνική πόλη, όπου το λατινικό στοιχείο, είναι εξ αρχής
67 Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, Εισαγωγή, ο. π., σ. 33. 68 Αυτόθι, σ. 34. 69 Αυτόθι, σ. 35. 70 Αυτόθι, σ. 36.
37
περιορισμένο. Αποβαίνει μάλιστα η κληρονόμος της Ρώμης του Τίβερη, η οποία είχε γίνει η λεία των Γότθων και των Βανδάλων71. Στο πανεπιστήμιο του Θεοδοσίου Β’ (ίδρυμα το οποίο προοριζόταν, κυρίως για την εκπαίδευση των μελλοντικών δικαστών και κρατικών λειτουργών) δίπλα στις δέκα διδασκαλικές θέσεις για τη λατινική γραμματική, υπήρχαν άλλες δέκα για την ελληνική, γεγονός που επεσήμανε το ‘άνοιγμα προς την ελληνική παιδεία’72.
Λογοτεχνία: Ο Μ. Βάλσας73 μας πληροφορεί ότι το πρώτο μνημείο νεοελληνικής δραματικής λογοτεχνίας μετά από τον Μανουήλ Φιλή74 (1270 - 1350 περίπου), είναι η Νέαιρα, έργο που συντίθεται εκτός Ελλάδας, από έναν συγγραφέα, τον Δημήτριο Μόσχο από τη Λακωνία, καθηγητή των ελληνικών στην Ιταλία. Το έργο παίζεται μερικά χρόνια πριν από το 1478, στη Μάντοβα, υπό την αιγίδα του Λουδοβίκου Γκονζάγκα και μπορεί να θεωρηθεί ως ένα ‘ύστατο δείγμα’ του μεσαιωνικού θεάτρου. Συγγενεύει περισσότερο με το Βυζαντινό θέατρο και το θέμα του μεταφέρει τον αναγνώστη, άμεσα στην Αρχαιότητα. Θα μπορούσε λοιπόν να αποδοθεί στην έμπνευση συγγραφέα συγχρόνου του Μενάνδρου. Τα ήθη που παρουσιάζει το έργο, είναι δεκαοκτώ αιώνες προγενέστερα της κοινωνίας στην οποία ζει ο συγγραφέας. Το κείμενο συμμορφώνεται με τη μυθοποιία του έργου, καθώς τα πρόσωπα που υποτίθεται ότι δρουν σε μία τόσο παλιά εποχή, μιλούν διαφορετική γλώσσα από εκείνη που μιλούσαν οι Έλληνες του 15ου αι. Ο Βάλσας, παρατηρεί ότι ετούτο το έργο είναι αξιόλογο κυρίως επειδή αποτελεί γέφυρα ανάμεσα σε δύο κόσμους: αυτόν που έφευγε και σε μία περίοδο αναγέννησης.
71 Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, Εισαγωγή, ο. π., σ. 37. 72 Αυτόθι, σ. 38. 73 Μ. Βάλσας, Το Νεοελληνικό Θέατρο από το 1453 έως το 1900, Μετάφραση – Εισαγωγή - Σημειώσεις Χαρά Μπακονικόλα – Γεωργοπούλου, Εκδόσεις ‘Ειρμός’, Αθήνα 1994, σ. 57. 74 Βυζαντινός ποιητής και γόνος γνωστής οικογένειας στην Κωνσταντινούπολη, Διακρίθηκε μεταξύ των ποιητών του Βυζαντίου κυρίως για την ποσότητα του έργου του και για το ιστορικό ενδιαφέρον που αυτό παρουσιάζει..
38
Η θέση της Ελληνικής γλώσσας σήμερα: Από το 1981 η Ελληνική γλώσσα συμπεριλαμβάνεται στις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, είναι επομένως είναι ισότιμη με τη γλώσσα των χωρών μελών της. Η μακραίωνη ιστορική ύπαρξη της ελληνικής γλώσσας, με γραπτά μνημεία που ανάγονται στα 4.700 χρόνια, την καθιστά ιστορικά ενοποιητική μέσα στην ευρωπαϊκή κοινωνία75.
Επίλογος Η παρούσα προσπάθεια δε θα κατατίθετο ως είδος πειθούς, όπως θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ένας ετούτο το κείμενο, που αφορά τη συνέχιση και την ενότητα της ελληνικής γλώσσας μέσω των αιώνων, και μέχρι σήμερα, αν όλοι οι Έλληνες ήταν ομόψυχοι και πατριώτες. Κάποτε αναρωτιέται κανείς αν οι Έλληνες είναι ‘Έλληνες’ και στην Ψυχή. Ίσως αυτό να είναι το ερώτημα που πρέπει τελικά να απασχολεί τον απανταχού Έλληνα, και κυρίως τον Ελλαδίτη Έλληνα.
Το σκεπτικό πίσω από ετούτο το ερώτημα παραμένει ολοζώντανο και ταλανίζει εκείνους που ενσυνείδητα υποστηρίζουν την Ελλάδα και τον Έλληνα σε καιρούς, όπου ανύπαρκτα ζητήματα δημιουργούνται εις βάρος τους, και από ανθρώπους που όχι μόνο δεν σέβονται τον εαυτό τους αλλά υποτιμούν και την καταγωγή τους στην προσπάθειά τους να σφετεριστούν κάποια άλλη. Προσπαθούν, κινούν γη και ουρανό, πληρώνουν Πανεπιστημιακούς σε διάφορες χώρες της γης, αφαιρούν βιβλία Ελλήνων κλασσικών από τις παγκόσμιες βιβλιοθήκες, φέρουν τίτλους και ονόματα που δεν τους ανήκουν και δε χάνουν την ευκαιρία να αποκαλύπτουν τις επιδιώξεις και τους στόχους τους, επιβλαβείς μόνο για την ακεραιότητα των ελληνικών εδαφών, της ελληνικής ιστορίας, της ελληνικής παράδοσης και του ελληνικού πολιτισμού.
75 Γιώργος Καναράκης, Διαγλωσσικές Επιδράσεις στην Αγγλική και η Συμβολή της Ελληνικής Γλώσσας, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 2005, σ. 273.
39
Για την θέση αυτών των so called ‘Ελλήνων’ που απαξιώνουν την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά τους και που εκπροσωπείται τα μέγιστα από τη γλώσσα τους, έχει γίνει ετούτη η μικρή προσπάθεια. Και αναρωτιέται κανείς: γιατί άραγε κάποιοι ‘Έλληνες’ ενοχλούνται τελικά από την κληρονομιά τους, τον ελληνισμό, που είναι αμάλγαμα του διττού: γλώσσα-πολιτισμός, αντί να τα υποστηρίζουν και να τα υπερασπίζονται; Γιατί αντιδρούν εναντίον της ελληνικής γλώσσας και παίρνουν θέσεις, αξιολύπητες για την ελληνική τους οντότητα, για την ελληνική τους συνείδηση, αν τελικά είναι ελληνική!
Το ερώτημα που επίσης απασχολεί τον καθαυτού Έλληνα είναι η μη αποδοχή του Ορθόδοξου Χριστιανισμού καθώς η διασύνδεσή του με τον ελληνισμό, αποτελεί φαινόμενο που επετεύχθη στη γέννηση του Βυζαντίου και στην περεταίρω εξέλιξή του. Μην ξεχνάμε τη συνέχιση και εδώ της ελληνικής γλώσσας! Ωστόσο είναι ζωτικό και δίκαιο να παραδεχτεί ο απανταχού Έλληνας, ότι στις μέρες μας η Ορθοδοξία ως δόγμα και πέρα από τις απαράδεκτες κάποτε συμπεριφορές των εκπροσώπων της εκκλησίας της, είναι ίσως από τα πλέον φιλελεύθερα θρησκεύματα, καθώς δεν επιχειρεί να επιβάλει στον ακόλουθό του κανόνες (εξαιρουμένων των τριών μυστηρίων: βάπτισης, γάμου και ταφής, για τα οποία είναι άγνωστο αν θα αναθεωρηθούν ή θα αλλάξουν στην πορεία του χρόνου υπό την κοινωνική πίεση), αλλά απεναντίας του επιτρέπει να ενεργήσει υπό την επίδραση του θρησκευτικού του συναισθήματος, της πνευματικής του ανάγκης και οπωσδήποτε της συνείδησής του.
Ανέκαθεν Ελληνικός Πολιτισμός σήμαινε: Πατρίδα – Θρησκεία- Οικογένεια και φέρεται ως παράδειγμα εδώ, ένα μόνο, από την εποχή της αρχαίας ελληνικής πίστης: ο Μ. Αλέξανδρος το σύμβολο της συνετής νεότητας, της ανδρείας, της ευφυΐας και προ πάντων της ελληνικότητας, παρά το νεαρό της ηλικίας του, και ο οποίος αναγνώριζε τις υποχρεώσεις του έναντι του θρόνου που τιμούσε, έναντι των Ελλήνων -που τον είχαν εμπιστευτεί ως αρχηγό τους στην εκστρατεία εναντίον των εχθρών τους, τους Πέρσες-, και έναντι του εαυτού του, πήγε στους Δελφούς για να συμβουλευτεί τον Θεό Απόλλωνα για την έκβαση της εκστρατείας
40
εναντίον των Περσών, της οποίας ηγείτο. Δεν υπήρχε λοιπόν περιφρόνηση προς τα θεία της ελληνικής πραγματικότητας της εποχής του, μήτε αλαζονεία έναντι του θρησκευτικού συναισθήματος: το δικό του και εκείνο των συμπατριωτών του76.
Ωστόσο σκοπός αυτής της εργασίας δεν είναι να συγκεντρωθούμε στο θέμα αυτό. Αναφέρεται παρεμφερώς μόνο σε ετούτο. Το σημαίνον εδώ είναι ότι ο Έλληνας έχει ανάγκη έκφρασης του θρησκευτικού του συναισθήματος και η Ορθοδοξία είναι άρρηκτα δεμένη με την παράδοσή του: γλώσσα-πολιτισμό από την χιλιετία του Βυζαντίου. Ελλάδα-γλώσσα-πολιτισμός και Ορθοδοξία συμβαδίζουν στην ελληνική γη και η απάλειψη του ενός συνεπάγεται απρόβλεπτες συνέπειες για τα άλλα.
Παραμένει λοιπόν περίεργη η συμπεριφορά κάποιων, ‘οργισμένων’ προφανώς νέων, στην Ελλάδα, όταν αυτοί καίνε το σύμβολο του ελληνισμού την ελληνική σημαία, που φέρει τον σταυρό, του κατ’ εξοχήν ελληνικού θρησκεύματος. Τα τελευταία χρόνια οι αντιδράσεις αυτού του είδους οξύνονται όλο και περισσότερο, όταν εορτάζονται οι εθνικές επέτειοι. Υπάρχει λοιπόν ακόμη ένα σοβαρό ερώτημα για το μάλλον άκρως ανησυχητικό φαινόμενο σε σχέση με τον θεσμό αυτό και τις παρελάσεις που αποτελούν μέρος του εορταστικού προγράμματος στις εθνικές αυτές μνήμες - γιορτές, στην Ελλάδα. Είναι γνωστό –μαρτυρείται στη διεθνή ειδησιογραφία- ότι οι λαοί εξακολουθούν να τηρούν τη μνήμη γεγονότων που επηρέασαν καταλυτικά την ιστορική πορεία τους, και εξακολουθούν να τιμούν εκείνους που αγωνιζόμενοι συνέβαλαν σε αυτή. Στο Σύδνεϋ στο ANZAC Day, που ως γνωστόν εορτάζεται ενιαύσια και ανελλιπώς, η μνήμη των Αυστραλών και των Νεοζηλανδών θυμάτων και των μετόχων των Πολέμων απανταχού, με μία παρέλαση που διαρκεί μέχρι και τέσσερις ώρες. Προηγούνται μνημόσυνα και καταθέσεις στεφάνων, τα χαράματα, από πολίτες και συνδέσμους.
76 Plutarch’s Lives, Alexander, The Dryden Translation, Great Books of Western World, William Benton, Publisher, Encyclopaedia Briatannica, Inc. The University of Chicago, 26th printing, 1984, σ. 546.
41
Στην Ελλάδα, κάποιοι -αυτοαποκαλούμενοι πάντα Έλληνες- με τις ιδιάζουσες αντιλήψεις τους, διαμαρτύρονται στην ελληνική -διαπράττοντας έτσι μία επιπλέον ιεροσυλία- για πολλά και διάφορα που αν δεν ήταν υφής εθνικής αιδούς, θα ήταν ευτράπελα. Κανένα έθνος δεν σβήνει τις αναμνήσεις του, αλλά αντίθετα κτίζει εποικοδομητικά και μεγαλώνει πάνω σε αυτές, παρόμοια όπως και ένας άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τις προσωπικές του μνήμες.
Ο εορτασμός των εθνικών επετείων αποτελεί φόρο τιμής προς τους ανθρώπους που με τον αγώνα τους και τη ζωή τους περισσότερο από συχνά, κάποτε, διασφάλισαν κάποιες ζωτικές ελευθερίες για τις μεταγενέστερες γενιές των Ελλήνων. Δεν νοείται λοιπόν ποιοι είναι αυτοί που αντιδρούν τόσο έντονα και γιατί προωθούν τους γνωστούς κουκουλοφόρους ή και άλλους αντιδραστικούς. Είναι βέβαιο ότι δεν διαμαρτύρονται, έτσι απλά, αλλά ενεργούν με καλυμμένα πρόσωπα, ώστε να μην αποκαλύπτουν την ταυτότητά τους. Είναι γνώστες-ένοχοι αποτρόπαιων πράξεων -έτσι είναι τελικά-, όταν αποτολμούν να καίνε την ελληνική σημαία, τα εθνικά χρώματα της χώρας στην οποία ζουν και την οποία φανερά δεν θεωρούν πατρίδα τους, πιθανόν μεταξύ πολλών άλλων συσχετικών πίστεων. Αναρωτιέται ο ξένος κυρίως παρατηρητής: αφού είναι τόσο βέβαιοι για το δίκαιο των πράξεών τους γιατί φοβούνται ν’ αποκαλύψουν τα πρόσωπά τους; Πού πήγε λοιπόν ο ανδρισμός των συγκεκριμένων ή παρομοίων με αυτούς που αποκαλούν τον εαυτό τους ‘Έλληνες’ ή ‘φιλοπάτριδες’; Αναμφίβολα, αν είχαν αξιοπρέπεια και ‘φιλότιμο’77 θα έπρεπε τουλάχιστον να μην παίζουν το επικίνδυνο παιχνίδι του ποντικού που προσπαθεί ν’ αρπάξει το τυρί της φάκας χωρίς να τιμωρείται για την πράξη του.
Όμως οι πολιτικές πεποιθήσεις, η ασυνήθιστη επαγγελματική αντιπαράθεση των κομμάτων και των επαγγελματιών ταγών - εκπροσώπων διαφόρων σωματείων, και επιπλέον οι συχνά ακατανόμαστες συμπεριφορές Δημοσιογράφων
77 Μία όμορφη ελληνική λέξη η οποία χρησιμοποιείται σπάνια, μάλλον επειδή η ιδιότητα την οποία εκπροσωπεί, δεν απαντά τόσο συχνά πλέον, όπως συνέβαινε άλλοτε.
42
‘τινών’, στρατευμένων σε διαφορετικά κομματικά στρατόπεδα, τείνουν με την πεποίθησή τους (οφείλεται στα οικονομικά και άλλα συμφέροντά τους), χρησιμοποιώντας τη σεπτή ελληνική γλώσσα, στον Τύπο, στην οθόνη ή στο μικρόφωνο, να παρασύρουν τους αδαείς νέους. Ατυχώς για τον ταλαιπωρημένο, τον πολύπαθο ελληνικό λαό, συγκυβερνούν με την όποια κυβέρνηση, πιέζοντας επιζήμια με το αισχροκερδές –σπάνια ίσως- αντίβαρό τους, τους ‘κατακαημένους Έλληνες’ και το ελληνικό περιβάλλον, που κατέληξε να είναι και κατακαμένο τελικά, αναμφίβολα από τα εγκλήματα παρομοίων ‘κουκουλοφόρων’ και εδώ, αφού δρουν ‘εν κρυπτώ’ και όχι ‘υπό τον ήλιον’, ως γενίτσαροι και όχι ως Έλληνες που σέβονται την δημόσια ή την ιδιωτική περιουσία. Έφτασαν τελικά και στο έγκλημα, όταν το 2007 κατακάηκαν όχι μόνο γης αλλά και αθώες ζωές.
Κυβέρνησε και εξακολουθεί να κυβερνά η ασυνειδησία, εξαιτίας της έλλειψης της διαλεκτικής και περεταίρω συνεργασίας όλων για την πάταξη τέτοιων αποτρόπαιων φαινομένων και της κατά συνέπεια, αχαλίνωτης ασυδοσίας. Έτσι λοιπόν λύνουν τα όποια προβλήματά τους και καθησυχάζουν τις αγωνίες τους οι απόγονοι του Σωκράτη και του Αριστοτέλη; Τελικά θύματα αυτής της κατάστασης είναι αναμφίβολα τα παιδιά των Ελλήνων78. Πού πήγαν λοιπόν ο ειλικρινής διάλογος - αντίλογος, η σύλληψη και η κατανόηση, παράγοντες της ελληνικής διαλεκτικής που είναι χαρακτηριστική κληρονομιά της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού που εκπροσωπεί;
Πρόκειται λοιπόν για ένα ελληνικό αίσχος και εκείνοι που αυτοαποκαλούνται Έλληνες και πράττουν ανθελληνικά, θα μπορούσαν να χαροποιήσουν μόνο κάποιον... ‘Κίσινγκερ’, που ήθελε κάποτε να καθαρίσει την ελληνική χερσόνησο από αυτή τη
78 ‘Οι καιροί... πονηροί για τους Έλληνες μαθητές!’ όπως σωστά αναφέρει στο άρθρο του στο ΑΠΟΨΕΙΣ, αν και το περιεχόμενο του άρθρου σχολιάζει περισσότερο τις συμπεριφορές δασκάλων έναντι των μαθητών (εντός της τάξης και σε σχέση με τον αδικαιολόγητο φόρτο μαθημάτων, σε βαθμό που θα έλεγε κανείς ότι όχι μόνο δεν προετοιμάζουν τα παιδιά για το αύριο αλλά κουράζονται και ταλαιπωρούνται) στην καθημερινή εφημερίδα της Ηπείρου: Πρωινός Λόγος (Παρασκευή 28/11/2008) ο Βασίλης Λέττας.
43
φυλή ‘των αντιδραστικών’, αυτόν τον άλλοτε λίγο περισσότερο αντάρτη, Έλληνα πατριώτη, για τα σωστά δίκαιά του και ‘κόντρα’ στα συμφέροντα των ΗΠΑ και τινών Ευρωπαίων.
Και μιλώντας για αντιδράσεις που ενοχλούν, είναι άκρως επιτακτικό να επιστηθεί η προσοχή του Έλληνα στο θέμα της γλώσσας του και επίσης να μάθει να αντιδρά –πάντα ειρηνικά- όταν οι διάφοροι ξενομανείς συμπατριώτες τους, τη στολίζουν με περίσσια ξενόγλωσσα καρυκεύματα, ή ακόμα όταν κάποιοι εκ του πονηρού ισχυρίζονται ότι αυτή, δηλαδή ο σημερινός ελληνικός πολιτισμός - γλώσσα, δεν είναι η συνέχιση από τον αντίστοιχο αρχαιοελληνικό κόσμο. Αν η ελληνική γλώσσα εξέλιπε πώς θα μπορούσε ο Έλληνας να αποδείξει την ελληνικότητά του; Αυτό είναι ένα σοβαρό ερώτημα και είναι ανάγκη να απασχολήσει τους σημερινούς Έλληνες. Είναι λοιπόν καθήκον των απανταχού Ελλήνων να αγωνιστούν ώστε να διαφυλαχτεί ετούτη η γλώσσα, η Ελληνική, ως το ιερότερο δώρο που τους κληροδότησαν οι αρχαίοι Έλληνες, οι πρόγονοί τους, μέσω των αιώνων.
Τέλος
Βιβλιογραφία Βάλσας Μ., Το Νεοελληνικό Θέατρο από το 1453 έως το 1900, Μετάφραση-Εισαγωγή-Σημειώσεις Χαρά Μπακονικόλα – Γεωργοπούλου, Εκδόσεις ‘Ειρμός’, Αθήνα 1994. Browning Robert, Η Ελληνική Γλώσσα Μεσαιωνική και Νέα, Εκδ. Παπαδήμα, 1991, Εισαγωγή. Baigent Michael, The Jesus Papers, Harper Elements (Harper CollinsPublishers), Hammersmith, London W68JB, 2006, p. 140. Beck Hans-Georg, Η Βυζαντινή Χιλιετία, μετάφραση Δημοσθένης Κουρτοβικ, Γ’ έκδοση, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2000, Εισαγωγή. Chisholm Jane, Miles Lisa and Reid Struan, The Usborne Internet - Linked Encyclopedia of Ancient Greece. Δημαράς Κ. Θ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Νέα έκδοση, Τρίτη Έκδοση, ΙΚΑΡΟΣ 1964.
44
Δημόπουλος Σπήλιος Φ., Η Επαρχία Καλαβρύτων 1940-1949, Χρόνια Τρόμου, Ιστορικό διήγημα, Μελβούρνη 2008. Ιωσηφίδου – Ελλη (Elles) Πιπίνα Δ., ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, Τραγούδια-Μοιρολόγια του Κάτω Κόσμου και του Χάρου, Ιστορικά Άσματα, Τραγούδια της Ξενιτιάς (το κείμενο το οποίο παρουσιάστηκε ως ομιλία στις εκδηλώσεις της Ηπειρωτικής Εβδομάδας (24 Φεβρουαρίου -ημέρα Τετάρτη- 1999) συμπεριλαμβάνεται στον Β’ Τόμο της σειράς: Μελέτες, της συγγραφέα Π. Δ. Ελλη). Καζαντζάκης Νίκος, Αναφορά στον Γκρέκο, Εκδόσεις Καζαντζάκη, ΙΑ’ επανεκτύπωση 1997, Περιστέρι-Αθήνα, Κεφ ΙΖ’ Προσκύνημα στην Ελλάδα. Καναράκης Γιώργος, Διαγλωσσικές Επιδράσεις στην Αγγλική και η Συμβολή της Ελληνικής Γλώσσας, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 2005. kofos Evangelos (Ευάγγελος Κωφός), The Making of Ugoslavia’s People’s Republic of Macedonia, Institute for Balkan Studies, Macedonia Past and Present, Thessaloniki 1992. Κωνσταντινίδης Αριστείδης Ε., οι ελληνικές λέξεις στην αγγλική γλώσσα, Β’ έκδοση, Θεσσαλονίκη, 1991 Πρόλογος. Λιβάνιος, Υπέρ των ελληνικών ναών, Θρήνος για τον Ιουλιανό, Προς αυτούς που τον είπαν βαρετό, Από τη σειρά, ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΘΝΙΚΟΙ, Θύραθεν Εκδόσεις, 5η έκδοση, Πρόλογος. Plutarch’s Lives, Alexander, The Dryden Translation, Great Books of Western World, William Benton, Publisher, Encyclopaedia Briatannica, Inc. The University of Chicago, 26th printing, 1984. Πολίτης Νικόλαος, Το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι, Π.Ιωάννου, Αθήνα 1989. Βυζαντινό Λεξικό Σουΐδα (του 10ου αι.), Θύραθεν Εκδόσεις, Θεσσαλονίκη, Εισαγωγή Β. Κατσαρός. Σολωμού Άπαντα, εισαγωγή, κείμενα, μεταφράσεις γλωσσάριο, Ν. Β. Τωμαδάκη, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1969. Τεγόπουλος – Φυτράκης, Ελληνικό Λεξικό, Εκδόσεις Αρμονία, Γ’ έκδοση, Αθήνα 1990.
45
Τσουγανάτος Νικόλαος, Επίτομος Γενική Ιστορία, νεώτεροι Χρόνοι Τόμος Β’, Έκδοσις Τρίτη, Βελτιωμένη, Εν Αθήναις, Βιβλιοπωλείο της Εστίας.
Άρθρα από εφημερίδες Κρομμύδας Φίλιππος, Ο ‘Μύθος’ της εθνικής Αντίστασης, άρθρο στον Πρωϊνό Λόγο, Καθημερινή Εφημερίδα της Ηπείρου (στις 26/11/2008). Λέττας Βασίλης, ‘Οι καιροί... πονηροί για τους Έλληνες μαθητές!’ όπως σωστά αναφέρει στο άρθρο του στο ΑΠΟΨΕΙΣ, στην Καθημερινή Εφημερίδα της Ηπείρου: Πρωϊνός Λόγος (Παρασκευή 28/11/08).
46
Β’. Οι Έλληνες, και η προσαρμογή τους στην Αυστραλία
Β’. 1. Παράγοντες και Θεσμοί που έχουν συμβάλλει στη διατήρηση και στην πτώση της Ελληνικής Γλώσσας, στους Έλληνες της πρώτης γενιάς στην Αυστραλία
( Sydney, April 1995) Μία ελάχιστη εισαγωγή: Το θέμα αφορά συνισταμένη πολλών επί μέρους θεμάτων, τα οποία έχουν ως επίκεντρο τους παράγοντες ή θεσμούς που συνέβαλαν στην διατήρηση ή στην πτώση της Ελληνικής γλώσσας στους Έλληνες της πρώτης γενιάς στην Αυστραλία.
Η γλώσσα και ο πολιτισμός των Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία: Η Γλώσσα είναι ένα χώρος ευρύτατος και πολύ- μελετημένος. Γλώσσα σημαίνει λόγος, πολιτισμός, παιδεία, σημαίνει άνθρωπος που τη χειρίζεται ανάλογα με τις ανάγκες του τις προσωπικές και ακόμη περισσότερο τις επαγγελματικές. Με τη γλώσσα ο άνθρωπος εκφράζει σκέψεις, έννοιες, αισθηματικές και κοινωνικές ανάγκες, με απώτερο σκοπό την επικοινωνία με τον απέναντι. Η γλώσσα είναι το εργαλείο-ταυτότητα ενός λαού, «Η γλώσσα του λαού είναι η Αγία Ανάσταση» λέει χαρακτηριστικά ο Πρεβελάκης79. Χωρίς γλώσσα ο άνθρωπος απομονώνεται, καθώς αυτή είναι συνυφασμένη με αυτόν τον εαυτό του, την προσωπικότητά του, τα βιώματά, τα βιώματα της φυλής του και τον πολιτισμό της. Αλλάζοντας τρόπο ζωής, αλλάζοντας τον χώρο όπου διαβιώνει και κυρίως τη γλώσσα, δεν σημαίνει ότι αυτόματα ο άνθρωπος υποχρεώνεται ως μονάδα να αποβάλλει πολλά από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, ν’ αλλάξει ολικώς ή έστω μερικώς τον τρόπο της σκέψης του, για να υιοθετήσει το νέο-ξένο με στόχο την επικοινωνία του και περαιτέρω την προσωπική του ικανοποίηση. Απλά χρειάζεται να οπλιστεί με επιπλέον γνώσεις και
79 Παντελής Πρεβελάκης, Ο ήλιος του θανάτου, Αθήναι, Βιβλιοπωλείον της ‘Εστίας’, Αθήνα 1989.
47
να εκπαιδευτεί, έστω και μετά την άφιξή του στον όποιο ξένο τόπο, ώστε να καταστεί εύκολη και ευχάριστη η ζωή του.
Με την άφιξή του στην Αυστραλία ο Έλληνας μετανάστης, συχνά χωρίς την απαραίτητη εκπαίδευση στη δική του γλώσσα, αναγκάστηκε να υποστεί και να ανεχθεί την οδυνηρή διάκριση, καθώς η νέα γλώσσα ως άγνωστη αρχικά και αργότερα μέχρι ενός σημείου, εργαλείο επικοινωνίας, αποτελούσε εμπόδιο για την πλήρη και εφ’ όλης της ύλης, επικοινωνία του με τον Αγγλο - Αυστραλό κυρίως, συνάνθρωπό του. Υπό την πίεση της καθημερινότητας αναγκάστηκε να αλλάξει πολλά από τα κεκτημένα του και να προσαρμοστεί όσο μπορούσε καλύτερα στη νέα γη της παραμονής του.
Το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον της Αυστραλίας επεδίωκε την πολιτική του melting pot, παρόμοια όπως και οι ΗΠΑ. Παράλληλα όμως είναι επιβεβαιωμένη και η αρνητική τάση του μετανάστη εν γένει, να δεχτεί μια τέτοια αλλαγή, πρώτον γιατί είναι αδύνατη και δεύτερον γιατί είναι ώριμος και επομένως είναι αδύνατον να ταυτιστεί με τους Αγγλο-Αυστραλούς, με τον τρόπο που η χώρα θα ήθελε, επεδίωκε και προφανώς θα επιδιώκει μεθοδικά στο διηνεκές.
Ο Έλληνας μετανάστης κουβαλά μέσα του αδιάσειστα χαρακτηριστικά: την παράδοσή του και άσχετα με την κοινωνική τάξη ή την εκπαίδευσή του. Έχει γνώση της καταγωγής του και γνωρίζει την ιστορία του, τουλάχιστον των δύο τελευταίων αιώνων. Είναι δεδομένο ότι η ιδεολογία για την ελευθερία και την ανεξαρτησία, είναι δεμένα άρρηκτα με τη γλώσσα, το λόγο.
Τη δύναμη της γλώσσας την αισθάνεται ο Έλληνας σαν κάτι έμφυτο μέσα του, περισσότερο ίσως από κάθε άλλον μετανάστη σε ετούτη την ήπειρο. Η γλώσσα του διατηρήθηκε ακατάλυτη στους αιώνες, δοκιμάστηκε από τον Τουρκικό ζυγό των τεσσάρων αιώνων (αλλού όπως στην Ήπειρο, στη Μακεδονία ή στην Κρήτη για πέντε αιώνες) και αναδύθηκε αλώβητη και νικήτρια μέσω της Δημοτικής ποίησης. Και ενώ η μεγαλουργούσα Ευρώπη πίστευε ότι ο Ελληνισμός κατά την τουρκική κατοχή, διέρχονταν σκοτεινούς αιώνες αφανισμού του ‘πάλαι’ μεγαλείου της,
48
αποδείχτηκε ότι αυτοί οι ‘σκοτεινοί’ αιώνες, ήταν αιώνες συσπείρωσης του Γένους και προσπάθεια διάσωσης του Ελληνισμού, όπως αποδεικνύει ο μεταφερόμενος προφορικός Λόγος στη Δημοτική Ποίηση.
Η λέξη διάλογος ‘λέξη ελληνικής καταγωγής’80 είναι αληθινά προϊόν της Ελληνικής ιδιοφυΐας. Ο Έλληνας αγαπά το λόγο, τη συζήτηση- διάλογο, και δεν χρειάζεται την όποια είδους μόρφωση για να εκφράσει τις απόψεις του σε όλα τα θέματα, αρχίζοντας από τα οικιακά, τον κήπο, τη μαγειρική ή τον πολιτισμό εν γένει, και επεκτείνεται στην πολιτική ζωή, ακόμη και στην επιστήμη. Και το έχει ήδη αποδείξει τελικά με το αυτούσια δικό του δημιούργημα, τη δημοτική ποίηση.
Στην Αυστραλία το πρόβλημα επικοινωνίας με τους αγγλόφωνους, δεν κατέβαλε τον Έλληνα μετανάστη. Μπορεί να πληγώθηκε κάπως η υπερηφάνεια του, στάθηκε όμως ορθός και απτόητος στις αντιξοότητες που αντιμετώπιζε, σε όλα τα μέτωπα και κυρίως στο θέμα της γλώσσας, που αποτελούσε εφαλτήριο βάση για την πρόοδό του στο αγγλόφωνο περιβάλλον της νέας Γης. Προσπάθησε να βοηθήσει τον εαυτό του χρησιμοποιώντας και πάλι την πολιτιστική κληρονομιά του. Ότι λοιπόν δεν μπορούσε να προφέρει ή να κατανοήσει πλήρως, το μετέφερε στο δικό του λεξιλόγιο, με την προσθήκη μίας ελληνικής κατάληξης στις αγγλόφωνες λέξεις που αντιμετώπιζε. Για παράδειγμα τις αγγλικές λέξεις: bus, beach, sandwich, τις έκανε δικές του προσθέτοντας ελληνικές καταλήξεις μπάσι, μπίτσι, σέμιτζα (η λέξη sandwich αλλάζει και φωνητικά).
Σύντομο ιστορικό της άφιξης, της εγκατάστασης και του επίπεδου διαβίωσης των Ελλήνων μεταναστών Down- Under: Κατά την περίοδο της εγκατάστασης των πρώτων Ευρωπαίων στην Αυστραλία το 1788 και μέχρι την έναρξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, οι περισσότεροι μετανάστες στην
80 Josef Vodra, The History of Greeks in Australia, Greek translation by George Psarros, 1979, Widescope International Publishers P/L (p.144).
49
Αυστραλία ήρθαν από την Αγγλία. Το 1945, πάνω από το 90% του πληθυσμού της ήταν Βρετανοί81
Τα πρώτα χρόνια της μετανάστευσης στην Αυστραλία δεν υπήρχε κανένα πρόγραμμα που να ανταποκρίνεται στις ικανότητες ή τις ανάγκες του μετανάστη. Την περίοδο όμως της ελληνικής μαζικής μετανάστευσης 1950-1960, οι Έλληνες μαζί με τους μετανάστες από άλλες χώρες, αποτέλεσαν το εργατικό υλικό, ανθρώπινη μάζα τύπου ρομπότ, για τα εργοστάσια ή άλλες δύσκολες ή βαριές εργασίες εκεί όπου υπήρχε έλλειψη χεριών, και όπου δεν απαιτείτο η Αγγλική στο βαθμό δεξιότητας. Με τον τρόπο αυτό αγνοήθηκαν εντελώς οι ανάγκες των μεταναστών, μεταξύ των οποίων και η ανάγκη εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας, που ήταν απαραίτητο εργαλείο εκτός του εργοστασίου, όχι μόνο για την επικοινωνία αλλά και για την εξέλιξη της προσωπικότητας του μετανάστη. Η άγνοια της γλώσσας ήταν ένα σοβαρό μειονέκτημα, που έφερνε τους μετανάστες σε δύσκολη θέση, σε κάθε βήμα της καθημερινότητας και τους υποβίβαζε στα μάτια των αγγλόφωνων συμπολιτών τους. Η πρόνοια, η στέγαση, η στοιχειώδης βοήθεια σε οποιοδήποτε χώρο, απαιτούσε την παρουσία διερμηνέα, υπηρεσία που δεν ήταν διαθέσιμη παντού και πάντα, για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι Αγγλο-Αυστραλοί κατείχαν τις θέσεις των αφεντικών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Έλληνες μαζί με τους άλλους, διαφορετικής προέλευσης μετανάστες, επέκειντο την καθοδήγηση ή την όποια είδους χειραγώγηση, της οποιασδήποτε προσωπικότητας που κατείχε την αγγλική γλώσσα. Έχει διαπιστωθεί και καταγραφεί η επιδεικτική περιφρόνηση των Αγγλο-Αυστραλών προς τους μετανάστες, επειδή μειονεκτούσαν ως προς τη γλώσσα, και πολύ περισσότερο, όταν επρόκειτο για πρόβλημα, όπως μία άδικη συμπεριφορά. Ο μετανάστης δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τέτοιου είδους συμπεριφορές, καθώς
81 Reginald Appleyard, The Greeks of Australia, A new Diasporic Hellenism, p.363 from the Book of Sp. Vryonis, Greece on the Road to Democracy: From the Junta to Pasoc 1974-1986, Aristides D. Karatzas, New Rochelle (New York).
50
δεν ήταν σε θέση να διατυπώσει τα προβλήματά του ή τα όποια παράπονά του. Τα προβλήματα λοιπόν ‘μποτιλιάζονταν’ μέσα του. Το ηθικό του ήταν διαρκώς μειωμένο -‘πεσμένο’- και η μόνη ανακούφισή του ήταν η καλή απόδοσή του στον χώρο της εργασίας του για την εξασφάλιση του μισθού του, η οικογένειά του εφόσον υπήρχε, η επικοινωνία και οι συναντήσεις του με τους συγγενείς ή φίλους, αν και εφόσον υπήρχαν αυτοί.
Τα σπορ αλλά και τα παιχνίδια τράπουλα ή τάβλι και σπανιότερα το σκάκι, τον βοηθούσαν να ξεφεύγει από τη θέση του, του ‘ρομπότ’ του εργοστασίου και να επανέρχεται στην κοινωνικότητά του. Την περίοδο 1950-1960, ο Έλληνας αγαπούσε το σπορ της πάλης και το ποδόσφαιρο και ετούτα τα δύο, τον βοηθούσαν ουσιαστικά στη διέξοδό του από το άγχος και την απομόνωσή του, από την Αυστραλιανή κοινωνία, που απλά ήταν και αφιλόξενη απέναντί τους, πέρα από την εκμετάλλευσή τους. Ο απόγονος του Οδυσσέα δεν αισθανόταν ότι σε ετούτη τη χώρα, μπορούσε να αποδεχτεί εκείνο που πίστευε ανέκαθεν, δηλαδή ‘όπου γης πατρίς’. Υπό την απάνθρωπη πολιτική της ‘αγγλοκρατούμενης’ Αυστραλίας, αδυνατούσε να γίνει μέρος της κοινωνίας της, αφού του απαγόρευαν να είναι ο εαυτός του, τελικά. Η όποια βοήθεια, από το αυστραλιανό κράτος απέβλεπε την συγχώνευση των μεταναστών με τον προϋπάρχοντα Αγγλο- Αυστραλιανό πληθυσμό. Όμως ετούτο το ‘μακάβριο’ πείραμα, παρά την επίμονη εφαρμογή του, απέτυχε παταγωδώς.
Η παιδεία των Ελλήνων μεταναστών και η αγγλική γλώσσα: Χαρακτηριστικό είναι επίσης και ένα άλλο φαινόμενο, που καταγράφτηκε την περίοδο 1950-1960, και ενωρίτερα. Η μάζα των μεταναστών από τον ελλαδικό χώρο, υστερούσε εκπαίδευσης πριν από την περίοδο των πολέμων και στην διάρκεια αυτών. Αργότερα με την άφιξη Ελλήνων προσφύγων, εξαιτίας της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922, πολλοί μορφωμένοι Έλληνες πρόσφυγες και μη βρήκαν το δρόμο τους για την Αυστραλία. Πολλοί από τους Έλληνες πρόσφυγες πέρασαν στην Αίγυπτο όπου και παρέμειναν, κάποιοι όμως από αυτούς έφυγαν από την Αίγυπτο, και πήραν το δρόμο της μετανάστευσης στην
51
μακρινή από την Μεσόγειο, χώρα της Αυστραλίας. Στο μεσοδιάστημα τα παιδιά των πρώτων Ελλήνων μεταναστών, που είχαν καταφτάσει στην Αυστραλία πολύ πριν, από τον Δεύτερο κυρίως Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαν αρχίσει να παίρνουν τη νοοτροπία των Αυστραλών. Έχουν γεννηθεί και έχουν εκπαιδευτεί εδώ, επομένως ομιλούν την αγγλική που είναι η μητρική τους γλώσσα, άπταιστα. Είναι Αυστραλοί υπήκοοι από Έλληνες γονείς. Ετούτα τα παιδιά βαδίζουν την οδό που ακολουθούν οι Αγγλο- Αυστραλοί της ίδια γενιάς, στην ίδια χώρα, ως ισότιμοι πλέον πολίτες της και όμοιοί τους.
Οι μορφωμένοι Έλληνες μετανάστες και επιπλέον τα Αυστραλο-Ελληνόπουλα της πρώτης γενιάς είναι σε θέση να βοηθήσουν, με τις σπουδές που έχουν κάνει και με τις ειδικότητες που έχουν αποκτήσει, τους ομογενείς, οι οποίοι έχουν έρθει στην Αυστραλία την περίοδο του 1950-1960. Κάποιοι από ετούτους τους μορφωμένους νέους αναλαμβάνουν να εργαστούν ως διερμηνείς. Έτσι οι ομογενείς που είχαν διέλθει καταστάσεις απορίας, βαθμηδόν μεν, αλλά σίγουρα, αποκτούν ένα προνόμιο που καθιστά τη ζωή τους ευκολότερη.
Μέχρι το 1960 οι Αυστραλοί εκπαιδευτικοί παραβλέπουν συστηματικά και εν γνώσει τους αρνούνται τα προβλήματα των μεταναστών στη χώρα τους. Παραβλέπουν τις ανάγκες εκείνων που προέρχονται από περιβάλλοντα όπου η αγγλική είναι ως επί το πλείστον, άγνωστη και επομένως όχι ομιλούμενη γλώσσα. Με συγκεκριμένα προγράμματα σπρώχνουν τους μετανάστες συστηματικά, στη γλωσσική και πολιτιστική απομόνωση. Πιστεύουν πως ετούτη η μέθοδος θα αναγκάσει τον μετανάστη να ενδώσει στην ασκούμενη απέναντί του, πολιτική της χώρας. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί στις Η.Π.Α.
Ο τρόπος επιβολής της Αγγλικής γλώσσας, εγείρει εμπόδια στη ζωή του στον μετανάστη, καθώς απαιτεί περισσότερα από ένα ουσιαστικά στοιχεία: την άρνηση του παρελθόντος του και της πολιτιστικής κληρονομιάς του. Αυτά από μόνα τους, εγκλείουν τεράστιο φορτίο στοιχείων, συνυφασμένων με την αυτή καθαυτή ύπαρξη του μετανάστη. Ο νιόφερτος μετανάστης δεν μπορεί ούτε
52
είναι έτοιμος για μία τέτοιου είδους ριζική θα έλεγε κανείς μεταμόρφωση. Απλά γιατί δεν είχε καν προβλέψει το αίτημα της ξένης χώρας, ούτε και προέβη εξαιτίας του στην προετοιμασία για μία τέτοια ριζική μεταβολή της προσωπικότητάς του σε όλες τις διαβαθμίσεις της. Η τέτοια κατεύθυνση για την επιβίωσή του σε μία χώρα σαν την Αυστραλία, που συν τοις άλλοις, είναι πολύ μακρινή και απομονωμένη από την Ευρώπη, αποτελεί συντελεστή ψυχικής του καταπίεσης και επομένως είναι καταστροφική. Τα εμπόδια που ορθώνονται εξαιτίας της γλώσσας του, αποκλείουν την ομαλή εξέλιξη της διαβίωσής του. Η υπόσχεση για εργασία και η μέσω αυτής αποκόμιση αγαθών, δεν αρκούν. Ο μετανάστης σπρώχνεται στο διχασμό της προσωπικότητάς του. Διαπιστώνει όμως και εάν άλλο σπουδαίο στοιχείο: ο Αυστραλός συμπολίτης του δεν έχει την εκπαίδευση να κατανοήσει το δράμα και τα αδιέξοδα του μετανάστη. Αν και η εκπαίδευση από μόνη της δε φτάνει. Η παιδεία οφείλει να βοηθά στην κατανόηση του ψυχισμού των συνανθρώπων τους, και τις αντιδράσεις τους κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Ατυχώς και ο Έλληνας μετανάστης δεν έχει εκπαιδευτεί επαρκώς στη μητρική του, γλώσσα ώστε να δυνηθεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες του κράτους και να μπορέσει να μάθει εύκολα την Αγγλική. Τελικά τα παιδιά των μεταναστών παρά τις αντιξοότητες που οι γονείς τους είχαν αντιμετωπίσει ή και αντιμετωπίζουν, κατορθώνουν και να εκπαιδευτούν και επάξια να καταλάβουν τη θέση τους στην Αυστραλιανή κοινωνία, αποκτώντας επαγγελματικούς τίτλους: του ιατρού, δικηγόρου, λογιστή κτλ., οι οποίοι δικαίως τους ανεβάζουν στα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα της αυστραλιανής κοινωνίας.
Γέφυρα μετανάστευσης ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Αυστραλία: αποδοχή των εδώ πραγμάτων και προσπάθεια βελτίωσης: Οι Έλληνες μετανάστες της δεκαετίας 1950-60, αποτέλεσαν γέφυρα μετανάστευσης ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Αυστραλία, καθώς άνοιξαν το δρόμο για την υποδοχή συγγενών: γονέων, αδερφών, εξαδελφών, ανιψιών, αρραβωνιαστικών (μνηστήρων), στην Αυστραλία. Ετούτη την
53
περίοδο γίνονται γάμοι ‘δι’ αλληλογραφίας’ ή μέσω συγγενών. Οι περισσότεροι Έλληνες καταφθάνουν σε ετούτη τη μακρινή χώρα με πολυσχιδείς τρόπους και πολλοί από αυτούς με την άφιξή τους, ενισχύουν οικονομικά τις οικογένειές τους. Για τους Έλληνες της Ελλάδας η Αυστραλία ήταν μία χώρα, τόσο μακρινή, που θεωρείτο πραγματική εξορία ή είδος καταδίκης στη λησμονιά και στον μαρασμό. Ήταν δύσκολα ετούτα τα χρόνια και μεγάλη η ταλαιπωρία των πρωτοπόρων, στην περιπέτεια ετούτης, της πραγματικά ‘Οδύσσειας’, μετανάστευσης.
Οι Έλληνες μετανάστες αποδεχόμενοι τη μοίρα τους προσπαθούν να βρούνε τρόπους να βελτιώσουν μόνοι τους τις συνθήκες της ζωής τους, στην αφιλόξενη γλωσσικά και πολιτιστικά, Αυστραλία. Οι άσχημες, οι υβριστικές εκφράσεις διάκρισης, εκ μέρους μερίδας εντοπίων Αυστραλών, χαμηλής εκπαίδευσης κυρίως, (όπως, go back home, μεταξύ άλλων), δεν λαμβάνονται υπόψη από τους Έλληνες μετανάστες. Υπάρχει η ελπίδα ότι στο μέλλον, θα υπάρξει βελτίωση συμπεριφοράς απέναντί τους, εκ μέρους των Αγγλοαυστραλών. Καθώς όμως δεν είναι διατεθειμένοι να ανεχτούν ετούτου του είδους τις καταπιέσεις στη γλώσσα τους ή στην έκφραση του πολιτισμού τους, δραστηριοποιούνται, συναντώνται, συζητούν, ανταλλάσσουν απόψεις και προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τα ποικίλα προβλήματά τους, από κοινού. Στην πορεία του χρόνου, οι αριθμοί τους μεγαλώνουν, δημιουργούνται οι πρώτες ομάδες, οι αδελφότητες, οι ενώσεις ή τα σωματεία, τα οποία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο ως προς την διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμικών της στοιχείων. Καταβάλλεται προσπάθεια προβολής των αιτημάτων των μεταναστών από την κοινωνία εντός της οποίας δραστηριοποιούνται και από την οποία, αν και είναι ενεργά μέλη της, αγνοούνται. Κτίζονται εκκλησίες, ιδρύονται καφενεία, εστιατόρια, θέατρα και αργότερα απογευματινά σχολεία, που φιλοξενούνται, από τις πρώτες κιόλας ημέρες, στους χώρους των εκκλησιών της Αρχιεπισκοπής ή των ελληνικών κοινοτήτων κυρίως, και τα οποία εξακολουθούν να είναι πολυπληθή και να προσφέρουν στην ελληνική παροικία.
54
Δημιουργούνται επίσης εθελοντικοί οργανισμοί, που δυναμώνουν το ηθικό των Ελλήνων, όπως η Ελληνική Κοινωνική Πρόνοια στο Redfern του Σύδνεϋ, στην Αδελαΐδα δύο οργανισμοί Πρόνοιας, στη Μελβούρνη ο Οργανισμός Αυστραλο-Ελληνικής Πρόνοιας (1972). Οι χώροι όπου οι Έλληνες μετανάστες συναντούν τους ομογενείς τους και επιτρέπουν στον εαυτό τους, να επικοινωνεί ελεύθερα στη γλώσσα τους, εξελίσσονται σε κέντρα, όπου κυκλοφορούν αρχικά, χειρόγραφα δελτία ειδήσεων, και αργότερα εκτυπώνονται στην Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα του Σύδνεϋ και της Μελβούρνης. Εκτυπώνονται επίσης εγκύκλιοι διαφόρων αδελφοτήτων, συλλόγων και λεσχών. Αυτά τα πρώτα δελτία ειδήσεων υπήρξαν η βάση για την ανάπτυξη του Ελληνόφωνου Τύπου στην Αυστραλία.
Ο Ελληνικός Τύπος στην Αυστραλία: Το 1913, ιδρύεται η πρώτη Ελληνική εφημερίδα στη Μελβούρνη, Αυστραλία. Ιδρυτής και ιδιοκτήτης της, είναι ο Ευστράτιος Βενλής από τη Μυτιλήνη, γιος της οικογενείας λογίων, Βερναρδάκη82. Το 1914 ιδρύεται στο Σύδνεϋ, η εφημερίδα Ωκεανίς. Το 1922 η εφημερίδα Αυστραλία πωλείται στο Σύδνεϋ, όπου συνεχίζεται να εκδίδεται από τους αδερφούς Μαρινάκη, και με νέο τίτλο: Το Εθνικό Βήμα. Η εφημερίδα αποβαίνει ζωτικός κρίκος συνδέσμου, των αποδήμων Ελλήνων με την Ελλάδα. Ενημερώνει τον Έλληνα για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αργότερα για τη Μικρασιατική καταστροφή και για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στη συνέχεια. Το 1925 (στις 16 Νοεμβρίου), κυκλοφορεί στο Σύδνεϋ, ο Πανελλήνιος Κήρυκας. Το Εθνικό Βήμα είναι συντηρητική εφημερίδα. Τα συνθήματά της «πίστη, πατρίδα, οικογένεια», έρχονται να ενισχύσουν ετούτη τη θέση. Αντίθετα ο Πανελλήνιος Κήρυκας, υποστηρίζει την Ελληνική Κοινότητα και τα δημοκρατικά της
82 George Kanarakis, A Contribution Towards the Study of the Greek Press in Australia, Modern Greek studies (Australia and New Zealand), Vol. 1 1993 pp.79-96. Επίσης στο περιοδικό Αντίποδες, Καναράκης Γ., Ο Ελληνικός Τύπος της Αυστραλίας και η Λογοτεχνική του Προσφορά, Αριθ. 25/26, 1989, σσ., 15 - 26.
55
δικαιώματα. Το 1930 οι δύο ετούτες εφημερίδες, αλλάζουν στρατόπεδα ιδεολογίας και υποστήριξης. Το 1930 κυκλοφορεί στην Αδελαΐδα η Αγγλο-Ελληνική εικονογραφημένη επιθεώρηση: Ο ανθρωπισμός, το 1932 ο Αγγελιοφόρος της Κουηνσλάνδης, το 1936 το Φως, και το 1957 ξεκινά η εφημερίδα Νέος Κόσμος της Μελβούρνης. Από το 1950 μέχρι σήμερα εμφανίστηκαν περισσότερες από σαράντα εφημερίδες και περιοδικά, και τα περισσότερα από αυτά στη Μελβούρνη.
Η εφημερίδα αποτελεί πνευματική τροφή για τον Έλληνα. Οι στόχοι της όπως λέει στην πρώτη σελίδα της, η εφημερίδα Πανελλήνιος Κήρυκας, είναι «η φώτιση και η μόρφωση». Αλλά δε σταματά εκεί. Βοηθά τον λογοτέχνη να δημοσιεύσει την ύλη του, που διαφορετικά θα ήταν αδύνατο να την επικοινωνήσει στην ελληνική παροικία και κυρίως για οικονομικούς λόγους. Η εφημερίδα στοχεύει στη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας εντός των ελληνικών κύκλων, εντός της οικογένειας και φυσικά στη διατήρηση του ελληνικού πολιτισμού. Άσχετα λοιπόν με το ποια είναι η πολιτική μερίδα που υποστηρίζουν οι ελληνικές εφημερίδες, ή αν ακολουθούν διαφορετική τροχιά, παραμένουν ενωμένες στην προσπάθειά τους να ενθαρρύνουν τους Έλληνες, ως προς τη διατήρηση της εθνικής τους κληρονομιάς.
Η οικογένεια: τα παιδιά των Ελλήνων μεταναστών: Τον ζήλο των Ελλήνων μεταναστών για πρόοδο, σε ετούτη τη χώρα, τη σκίαζε πάντα μία ανησυχία: το μέλλον των παιδιών τους και το πολιτιστικό μέρος της αγωγής τους. Τους απασχολούσε έμμονα η έγνοια αν θα κατορθώσουν να μεταλαμπαδεύσουν τα δικά τους πιστεύω, την αγάπη τους και την φροντίδα για τη διατήρηση της γλώσσας και της κουλτούρας που με τόσο πάθος και ευλάβεια φύλαγαν πάντα για τα παιδιά τους.
Τα παιδιά των μεταναστών πήγαιναν στα κρατικά σχολεία, που όμως δεν είχαν να προσφέρουν πολλά από όλα εκείνα (που ελπίζει ο Έλληνας γονιός για τα παιδιά του), στα Ελληνόπουλα της πρώτης γενιάς. Στο σπίτι τους μιλούν ελληνικά και ως την ημέρα της έναρξης της εκπαίδευσής τους στο σχολείο, δεν ομιλούν καθόλου την Αγγλική ή την ομιλούν ελάχιστα. Επομένως τα
56
ελληνόπαιδα όταν αρχίζουν το σχολείο, μειονεκτούν ως προς την Αγγλική γλώσσα, έναντι των αγγλόφωνων παιδιών, τα οποία ανώριμα ως είναι λόγω ηλικίας, εύκολα παρασύρονται στο να τα ταπεινώνουν με αναξιοπρεπή επώνυμα και χλευασμούς. Συχνά δε βοηθά και το οικογενειακό τους, αγγλοσαξωνικό περιβάλλον.
Σύμφωνα με τη μελέτη Appleyard and Aniera, to 1978, η πρόοδος των Ελληνοπαίδων στα σχολεία, υπήρξε χαμηλότερη του μέσου όρου. Πολλά παιδιά χωρίς να παρουσιάζουν εμφανή τα σημάδια του ψυχολογικού τραυματισμού τους, δε φαίνεται να ξεπερνούν τις δυσκολίες, όταν ολοκληρώνουν τη στοιχειώδη εκπαίδευσή τους, κυρίως σε σχέση με την εκμάθηση της γλώσσας. Είναι όμως γεγονός, ότι ο τρόπος διδασκαλίας στο αυστραλιανό εκπαιδευτικό σύστημα, δεν προσφέρει καμία βοήθεια στα ξενόγλωσσα παιδιά των μεταναστών. Εξακολουθεί να επικρατεί μία εσκεμμένη αμέλεια και παραγκώνιση τυχόν προβλημάτων εκ μέρους του εκπαιδευτικού συστήματος. Οι Αυστραλοί περίμεναν από τα παιδιά των μεταναστών να αρπάξουν την αγγλική γλώσσα μέσα στην τάξη, χωρίς ιδιαίτερα μαθήματα προσαρμογής στο ξενόγλωσσο περιβάλλον, μόνο με την τριβή τους με τα αγγλόφωνα παιδιά. Τα παιδιά υπέφεραν υπό το βάρος των πολλαπλών προβλημάτων τους, όπως αποκαλύπτεται από τις έρευνες. Πρόκειται για την πίεση που δέχονται από τους γονείς τους ως προς τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας, παράλληλα με την εκμάθηση της αγγλικής -την επιτακτική επιβολή μιας άγνωστης σε αυτά γλώσσας-, από την Αγγλο-Σαξωνική επικράτεια στη σχολείο και επιπλέον την κατά συνέπεια ταπείνωση και τον χλευασμό. Το πολύμορφο για τα παιδιά, πρόβλημα, οξύνεται περαιτέρω με την ολοσχερή απουσία της κατανόησης των εκπαιδευτικών.
Αποτέλεσμα όλων ετούτων των καταστάσεων είναι η διαίρεση της κοινωνίας της Αυστραλίας σε άνισα μεταξύ τους κομμάτια. Η ανισότητα που επικρατεί σε όλα τα επίπεδα δυσχεραίνει την επικοινωνία ανάμεσά τους. Το μόνο βέβαιο είναι, ότι οι οικογένειες των μεταναστών υποφέρουν. Επόμενη και ακόμη πιο τραγική συνέπεια, είναι το αγεφύρωτο συχνά χάσμα παρεξήγησης, που δημιουργείται ανάμεσα στους γονείς και στα παιδιά τους. Τα συναισθήματα απελπισίας, θυμού, άγχους και το
57
από αυτά αδιέξοδο, τυλίγουν, πνίγουν τους γονείς με το σκεπτικό ότι θα χάσουν τα παιδιά τους.
Το πολυσήμαντο, το πολύτιμο σκέλος της τραγικής κατάστασης, τα παιδιά, συγχυσμένα από την κατάσταση στην οποία κλειδώνονται ακούσια, αισθάνονται το δίπολο της πίεσης που είναι αφενός η οικογένεια και αφετέρου το περιβάλλον. Αυτή η διπλή πίεση την οποία πολλά από τα παιδιά αδυνατούν να τη χειριστούν, εξελίσσεται σε μίσος που επιστρέφεται στους δύο παράγοντες που την προξενούν, δηλαδή στην οικογένεια και στο περιβάλλον. Σε πολλές περιπτώσεις μερίδα από ετούτα τα παιδιά αποκηρύττει αυτό που φαίνεται ευκολότερο ή λιγότερο οδυνηρό: την εθνικότητά τους, για να γίνουν αποδεκτά στους κύκλους των αγγλόφωνων συμμαθητών ή φίλων, στη γειτονιά, στο σχολείο ή και αλλού. Με το σύστημα που επικρατεί στην Αυστραλία την περίοδο, στην οποία αναφερόμαστε μέχρι στιγμής (1950-1960), τα παιδιά αποβαίνουν ένα είδος πειραματόζωων στη αγγλόφωνη κοινωνία της.
Εργοστάσια και εκπαίδευση, ψυχολογικά προβλήματα των μεταναστών ελλείψει γνώσης της αγγλικής: Στα εργοστάσια της Αυστραλίας την περίοδο του 1950-1960, επιχειρείται ήδη, μία προσπάθεια για τάξεις διδασκαλίας της Αγγλικής στους εργαζόμενους, με τη βοήθεια του Οργανισμού Αυστραλο - Ελληνικής Πρόνοιας. Αναγκαστικά πλέον, καταβάλλονται προσπάθειες για την ελάττωση των ψυχολογικών προβλημάτων του μετανάστη. Διαπιστώνεται ότι οι Ελληνίδες μετανάστριες παρουσιάζουν υψηλότερο ποσοστό ψυχολογικών προβλημάτων, από εκείνο των αρρένων Ελλήνων μεταναστών. Η μελαγχολία και οι νευρώσεις κατέχουν μεγαλύτερο ποσοστό στις Ελληνίδες μετανάστριες, από εκείνο του μεσαίου όρου του λοιπού αυστραλιανού πληθυσμού83. Εξάλλου το γεγονός και μόνο ότι οι
83 Krupinski S. and Allan Stoller, 1965, Incidence of Mental illness in Victoria, ref. Appleyard R.: The Greeks in Australia: A New Diasporic Hellenism, Sp. Vryonis, Jr. Greece on the Road to Democracy, Ar. Karadzas, From the Junta to Pasok 1974-1986, New Rochelle (N. York) p. 372, (the herein info, from the Resource Booklet of the Modern Greek Department of UNE).
58
μετανάστες δυσκολεύονται να μιλήσουν για τα όποια προβλήματά τους, συχνά δημιουργεί αξεπέραστο άγχος, σε μεγάλη μερίδα μεταναστών αμφοτέρων των φύλων.
Ενέργειες για την προάσπιση των δικαιωμάτων των μεταναστών. Γλώσσα και πολιτισμός: Το 1970 ξεκινά στην Αυστραλία το κίνημα για την ώθηση των γλωσσών και του πολιτισμού διαφόρων μεταναστευτικών ομάδων. Η επίσημη θέση της κυβέρνησης ως προς το πρόγραμμα αφομοίωσης (Opperman 1966)84 πάντων των μεταναστευτικών ομάδων στον αγγλόφωνο τρόπο διαβίωσης, αντικαθίσταται επί Κυβέρνησης Whitlam (1972- 1975). Το Υπουργείο Παιδείας, διοργανώνει έρευνα τo 1976, σύμφωνα με την οποία, 84.000 παιδιά υστερούντο κατάλληλου εκπαιδευτικού υλικού. Για πρώτη φορά διαρρέει από την πολιτική αρχή της χώρας η υποστήριξη των γλωσσών και του πολιτισμού που αντιπροσωπεύουν. Υφίσταται μία ευρέως δυναμική αλλαγή στο σύστημα της χώρας, που επιτρέπει την ελεύθερη καλλιέργεια και επίδειξη γλώσσας και του αντίστοιχου πολιτισμού. Κατά συνέπεια ο Οργανισμός της Αυστραλο - Ελληνικής Πρόνοιας85 θέτει σε εφαρμογή τους στόχους της. Το 1977 ο Οργανισμός απαρτίζεται από δέκα άτομα που πληρώνονται από την Πολιτειακή Κυβέρνηση.
Τα παιδιά επηρεασμένα από τις ενέργειες και εν γένει τις προσπάθειες των γονέων τους, βαθμηδόν αποδέχονται την παράδοσή τους και κατανοούν τη νοοτροπία τους, με σεβασμό πλέον. Αποδέχονται τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα αλλά και το ρόλο τους των συνεχιστών της οικογένειας και των εθιμοτυπιών, όπως για παράδειγμα, τον γάμο μεταξύ μελών της ίδιας ομάδας. Καθώς ο Έλληνας αντιπροσωπεύεται πλέον στην πολιτεία, αποκτά αριθμό ευυπόληπτων μελών στην αυστραλιανή κοινωνία. Οι αγώνες και οι προσπάθειες των πρωτοπόρων αγωνιστών, να
84 A. Tamis, Language in Australia, from the book Greeks in English Speaking Countries, Hellenic Studies Forum Incorporate Melbourne, 1992, p. 283. 85Ο Οργανισμός ιδρύεται από ομάδα Ελλήνων εκπαιδευμένων στην Αυστραλία, υπεύθυνων για την ίδρυση του Ελληνικού Συνδέσμου Επιστημόνων, με στόχο την ίδρυση με εράνους, της έδρας Νεοελληνικών στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης.
59
πολεμήσουν και να νικήσουν το κατεστημένο και να αλλάξουν την πολιτική της Αυστραλίας, τελικά αποδίδουν καρπούς.
Ο Έλληνας με την ίδια διάθεση, εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει τη γλώσσα του, τον εαυτό του, την πατρίδα του, την ιστορία του λαού του86. Ελληνικές διάλεκτοι, όπως η Ποντιακή και η Κυπριακή, παρουσιάζουν ισχυρή, ζωντανή εθνολογική υπόσταση, και καλλιεργούνται με πάθος ως πολύτιμη κληρονομιά της ελληνικής ιστορίας και της αντίστοιχης παράδοσης. Δώδεκα θεατρικοί όμιλοι παίζουν στη Νεοελληνική γλώσσα (κωμωδία- ηθογραφικό) στην Ποντιακή και Κυπριακή Διάλεκτο, ιδιαίτερα στην Μελβούρνη87.
Η Ελληνική γλώσσα ως ξένη προς την Αγγλική, αριθμητικώς, έρχεται δεύτερη μετά την Ιταλική: Ο Clyne (1982, 1991) και ο Α. Τάμης (1986, 1991) απέδειξαν με ισχυρά επιχειρήματα ότι η Ελληνική γλώσσα στην Αυστραλία, είναι αριθμητικώς η δεύτερη γλώσσα μετά την Ιταλική και εξαιρουμένης της Αγγλικής88. To 1986 οι στατιστικές έδειχναν, ότι το 99.7% από τους Έλληνες της πρώτης γενιάς, μιλούσαν Νέα Ελληνικά, σε καθημερινή βάση. Ότι το 62% των Ελλήνων, χρησιμοποιούσαν μόνο την Ελληνική γλώσσα, το 34% των Ελλήνων, χρησιμοποιούσαν την Ελληνική και την Αγγλική γλώσσα και το 4% ομιλούσαν αποκλειστικά σχεδόν, την Αγγλική. Τον ίδιο χρόνο, το 1986, οι στατιστικές έδειχναν πως από 227.161 Έλληνες που ερωτήθηκαν και που είχαν έρθει πριν από είκοσι ή περισσότερα χρόνια, από την Ελλάδα, το 90% μιλούσαν ως πρώτη γλώσσα στο σπίτι τους, την Ελληνική, 96% μιλούσαν την Ελληνική σε
86 ‘Ethnodialect’ instead of ‘Ethnolect’, στον Α. Τάμη, αποκαλείται η διαδικασία που οδηγεί τα Νεοελληνικά στην απλοποίησή τους και αφομοίωσή τους από την Αγγλική, με κατάληξη το θάνατο της γλώσσας), A.Tamis, A. Investigation Into the Current State of the Greek Language and its Dialects in Australia, Paris, June 1992, pp. 64-65, (Resource Booklet: The Greek Presence in Australia). 87 Ibid, p. 67. 88 Ibid, p. 67.
60
κοινωνικό περιβάλλον και το 44%, μιλούσαν την Αγγλική στην εργασία τους89.
Το 1989 οι στατιστικές έδειξαν ότι τα Νέα Ελληνικά ήταν η 2η προτιμητέα γλώσσα μετά την Αγγλική, στο επίπεδο του H.S.C./V.C.E., στην Βικτώρια, μεγαλώνοντας έτσι την ανάγκη της επέκτασής της στο Πανεπιστήμιο90. Οι τελευταίες αποφάσεις της κυβέρνησης να υιοθετηθεί στο σχολείο η διδασκαλία μίας δεύτερης γλώσσας (το 199291 ), ενδυνάμωσε ακόμη περισσότερο την επιθυμία ή τους λόγους για τη μελέτη της μητρικής γλώσσας, η οποία σταμάτησε να παίζει δευτερεύοντα ρόλο στην Αυστραλία. Ωστόσο και σήμερα ακόμα και παρά την πρόοδο ως προς την αποδοχή της Ελληνικής γλώσσας και την ελεύθερη μελέτη της, υπάρχουν περιπτώσεις όπου παρουσιάζεται να διακινδυνεύει η γλώσσα όχι πλέον από Κυβερνητικούς παράγοντες, αλλά από την Αρχιεπισκοπή της Ορθόδοξης Ελληνικής Εκκλησίας, σύμφωνα με τον Α. Τάμη. Ο τελευταίος ισχυρίζεται ότι η Αρχιεπισκοπή έχει πάρει τη θέση, να υιοθετήσει την Αγγλική για προσελκύσει τα Ελληνόπαιδα. Κάτι παρόμοιο συνέβη και στις ΗΠΑ, με καταστρεπτικές συνέπειες για την πρόοδο της Ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού. Γιατί αυτός ο τρόπος υποβοηθά την αφομοίωση του Ελληνισμού από τον Αγγλο-Αυστραλιανό πληθυσμό, υποστηρίζει ο Α. Τάμης. Αν ετούτη η υπόθεση αποβεί το κατεστημένο στην Αυστραλία, είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει ανάλογη αντίδραση εκ μέρους των ελληνικών πληθυσμών.
Το όργανο της γλώσσας: Παρά το γεγονός ότι η ελληνική γλώσσα ως ζωντανός οργανισμός, έχει δεχτεί φωνολογικές αλλαγές εξαιτίας του περιβάλλοντος στο οποίο εξελίσσεται, το κατ’ εξοχήν λεξικό της παραμένει σχετικά αναλλοίωτο. Είναι βέβαιο ότι στον Ελλαδικό χώρο η γλώσσα ως εργαλείο επικοινωνίας δέχεται
89 A. Tamis, Language in Australia, from the book Greeks in English Speaking Countries, Hellenic Studies Forum Incorporate Melbourne, 1992, p. 286. 90 A. Tamis, Investigations Into the Current State of the Greek Language and its Dialects in Australia, Paris, June 1992, ibid, p.68, (Resource Booklet: The Greek Presence in Australia). 91 A. Tamis, ibid.
61
πιθανόν λιγότερες επιδράσεις αφ’ εαυτής. Το γεγονός ότι επιτρέπεται η διείσδυση στο λεξιλόγιό της πολλών ξένων στοιχείων και η συγχώνευσή τους με αυτή, δεν βοηθά στην διατήρηση της γλώσσας ως ατόφιου μηχανισμού επικοινωνίας και μεγαλώνει το γλωσσικό χάσμα ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες και ανάμεσα στις ομάδες των νέων και στις ομάδες των μεγαλύτερων σε ηλικία, ατόμων.
Η γλώσσα των εφημερίδων δέχεται επιδράσεις, οι οποίες σχετίζονται κυρίως με τη μετάφραση κειμένων, από την ενημέρωση στην αγγλική. Παρουσιάζονται οι εξ’ ανάγκης μεταφράσεις αγγλικών εκφράσεων και όχι πάντα με απόλυτη επιτυχία, ή οι εξ ανάγκης νεολογισμοί, οι οποίοι εισχωρούν στο λεξιλόγιό τους και από στην ευρύτερη ελληνική όπου και ακολουθεί η από την τακτική χρήση τους -εξ εθισμού- συγχώνευσή τους.
Η ελληνική μητρόπολη αναγνωρίζει τη σημασία της όσο το δυνατόν καλύτερης διατήρησης της γλώσσας, στην Αυστραλία, καθώς ετούτη έχει σχέση με τη διατήρηση του ελληνικού φρονήματος: Η διαδικασία βοηθά ώστε ο Έλληνας εν γένει να διατηρεί στη συνείδησή του, το ελληνικό του φρόνημα, να αισθάνεται Έλληνας και να δρα ως Έλληνας. Ως τέτοιος επιδιώκει τη διατήρηση των δεσμών του με την Ελλάδα, και το πετυχαίνει ετούτο μέσω της επαφής του με την οικογένειά του ή με τους παλιούς φίλους του, με τις επισκέψεις του στην Ελλάδα. Αγοράζει ίσως ένα κομμάτι γης ή χτίζει σε κάποιο χωράφι που του κληροδοτήθηκε, θέτει τις βάσεις για το χτίσιμο μιας επιχείρησης στην οποία ή και δίνεται προσωπικά, ή αφήνει δικούς του ανθρώπους στη θέση του, όταν καλείται πίσω στην Αυστραλία για διαφόρους λόγους, κτλ. Οι κινήσεις ετούτες προϋποθέτουν διάθεση και κυκλοφορία χρήματος ή συναλλάγματος. Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα έχει ανάγκη αυτή της σχέσης με τον Έλληνα επιχειρηματία, τον επιστήμονα ή τον επισκέπτη της Διασποράς.
Ο τρόπος ετούτος ενδυναμώνει τους δεσμούς της Μητρόπολης με την ελληνική παροικία της Αυστραλίας. Σύμφωνα με τον R. Appleyard, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, συνέβαλε ως προς
62
την ενίσχυση των σχέσεων της Μητρόπολης (Ελλάδας) και της ελληνικής παροικίας στην Αυστραλία92.
Το κράτος της Αυστραλίας και ο Έλληνας μετανάστης: Στις περιπτώσεις στις οποίες οι εν ανάγκη (σύνταξη, αποζημίωση, ιατρική περίθαλψη κτλ. ) Έλληνες, δεν ομιλούνε την Αγγλική γλώσσα, το κράτος συνδράμει με τη διάθεση διερμηνέων.
Για την διατήρηση της ελληνικής παιδείας, εκεί όπου υπάρχει σύνολο Ελλήνων, λειτουργούν τα απογευματινά σχολεία της Ελληνικής Κοινότητας ή της Αρχιεπισκοπής, για τα παιδιά του Δημοτικού και οι ώρες διδασκαλίας κυμαίνονται. Οι μαθητές διδάσκονται ανάγνωση, γραφή, ιστορία, γεωγραφία και παίρνουν επιπλέον μία γεύση Θρησκευτικών εδώ, ή στα Κατηχητικά σχολεία όπου ακούνε τις ερμηνείες του Ευαγγελίου ή μαθαίνουν τραγούδια που αφορούν ποικίλα θέματα.
Οι μαθητές του Γυμνασίου παρακολουθούν τα ελληνικά μαθήματά τους το Σάββατο (9-11, πρωινές ώρες), με τη χορήγηση του Υπουργείου Παιδείας του Αυστραλιανού κράτους καθώς το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας συμπεριλαμβάνει και το μάθημα των Ελληνικών στα λοιπά μαθήματα του Γυμνασίου. Η Ελληνική γλώσσα περνά βαθμηδόν στο στάδιο της ελεύθερης καλλιέργειας και με την ίδρυση του Νεοελληνικού Τμήματος στα Πανεπιστήμια της Αυστραλίας, αναγνωρίζεται ως γλώσσα μεγάλου τμήματος του πληθυσμού της.
Δίπλα σε ετούτες τις προσπάθειες για τη διατήρηση του ελληνικού πολιτισμού στην Αυστραλία, οι διάφορες ελληνικές οργανώσεις, σωματεία ή αδελφότητες, συμβάλλουν τα μέγιστα με διαλέξεις φιλολογικού, ιστορικού ή γεωγραφικού περιεχομένου, με την οργάνωση εκδρομών εντός και εκτός της πολιτείας τους, με χορούς και σχετικό φαγοπότι, με πανηγύρεις και παραδοσιακά εδέσματα, με απογευματινά τσάγια, εράνους, εκθέσεις καλλιτεχνικού και άλλου περιεχομένου, με το θέατρο (με έργα
92 Division of Modern Greek-Resource booklet (UNE): The Greek Presence in Australia, R. Appleyard, The PASOK Government and Greeks Abroad. R. Appleyard, Greeks of Australia, A New Diasporic Hellenism, p. 378.
63
κλασσικά ή σύγχρονα) κτλ. Είναι γνωστό το Ελληνικό Φεστιβάλ που οργανώνει η Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα (άρχισε πριν από 13 χρόνια93) ενιαύσια και με επιτυχία, από της ιδρύσεώς της στοχεύει στην αποδοχή της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού από την ελληνική νεολαία και ευρύτερα στην κοινωνία της Αυστραλίας.
Επίλογος Σε ετούτο το κείμενο έγινε μία προσπάθεια σύνοψης τινών παραγόντων και θεσμών, στοιχείων που έχουν συμβάλλει στη διατήρηση ή στην πτώση της ελληνικής γλώσσας στους Έλληνες της πρώτης γενιά στην Αυστραλία. Το θέμα είναι μεγάλης σημασίας καθώς ακόμη και σε ετούτη τη φάση ετούτη την χρονική περίοδο (1995), οι ανησυχίες για τη διατήρηση και τη συνέχιση και διατήρηση της ελληνικής γλώσσας επιμένουν να είναι παρούσες. Οι μελλοντικές γενιές θα πρέπει να αγαπήσουν τον ελληνικό πολιτισμό, να αισθανθούν την ανάγκη να γίνουν μέρος της, να ταυτιστούν μαζί της, να διατηρήσουν επομένως την ελληνική γλώσσα. Σήμερα, έτος 2013, η ελληνική παροικία της Αυστραλίας διατηρείται ακμαία και οι προσπάθειες συνεχίζονται ακατάβλητες με την ίδια επιμονή και επαγρύπνηση, πάντα με τους ίδιους στόχους, που στοχεύουν στα κάλλιστα αποτελέσματα.
93 Η εργασία ετούτη γράφτηκε το 1995. Οπότε τα έτη παρουσίασης του Ελληνικού Φεστιβάλ της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας, σήμερα 18/11/2013 (η ημερομηνία που ολοκληρώνεται ετούτο το κείμενο, στις Κριτικές Μελέτες), αισίως είναι 41 χρονών.
64
Βιβλιογραφία 1. (UNE) Division of Modern Greek –Resource Booklet The Greek presence in Australia (Sydney yr. 1995).
1. 1. Appleyard Reginald, The Greeks in Australia, A new
Diasporic Hellenism, pp. 363-381. 2. 1. Harvey J., The Social Impact of migrant Women. Greek Women: Some Observations, in D.J. Phillips and J. Houston (eds.), Australian Multicultural Society: Identity, Communication, Decision Making, Dove Communications, Melbourne, 1984, pp.163-168. 3. 1.Καναράκης Γιώργος, Ο Ελληνικός Τύπος της Αυστραλίας και η Λογοτεχνική του Προσφορά, Αντίποδες Αρ. 25/26. 1989, σσ. 15-26. 4. 1. Kanarakis George, A Contribution towards the Study of the Greek Press in Australia, Modern Greek Studies (Australia, New Zealand), Vol. I, 1993, pp.79-96.. 5. 1. Hearst S., Greek Families, Ethnic Family Values in Australia, D.Storer (ed) Prentice - Hall of Australia, P/L Sydney, 1985, pp.121-142. 6. 1. Machalias Ruth, First Generation Greek Migrant Woman in Australia, S. Gamage (ed), A Question of Power and Survival? Studies of Assimilation, Pluralism and Multiculturism in Australia, UNE Publishing Unit, Armidale, 1993, pp.171-178. 7. 1. Tamis Anastasios, Investigation into Current State of the Greek Language and its Dialects in Australia: Linguistic, Psychological and Sosiological (Pluralingualisme Socioliquistique De La Grecque, Sorbone University, Paris, June 1992, pp.56-82). 2. Gilchrist Hugh, Australians and Greeks, Vol. I, The Early years, (Church and Community pp. 261-295), Halstead Press, 1992, (The View From the Press, pp. 337-364). 3. Hellenic Studies Forum inc. Greeks in English Speaking Countries, Melbourne 1992.
65
1. 2. Harry J. Psomiades, Greeks and the Diaspora, Problems and Prospects, pp. 139-147. 1. 3. Dounis Konstandina, A Portrait of Greek Women in Australia as perceived Through the Interplay of Social Writings, Oral History and the Imperative of Personal Experience, pp. 117-129. 2. 3. Kanarakis George, The Literature of Greek Australians as a Shaper of Community Attitudes on Greek, pp. 273-278. 3. 3. Nickas Helen, The Literary Contribution of Greek
Australian Women Writers, pp. 273-278. 4. 3. Tamis Anastasios, Language in Australia: Linguistic and Social Investigations on the State and Future of the Greek Language, pp.283-305. 4. Vodra Josef, The History of Greeks in Australia, Translation in Greek by George Psaros, Widescope Publishers, Melbourne, Australia, 1979.
66
Β’. 2. Κοινωνικές - Πολιτικές Επιδράσεις - Ζυμώσεις στις σχέσεις γονέων-παιδιών στην Ελληνική Παροικία της Αυστραλίας
(Sydney, June 1995) Γενικά: Οι Έλληνες της πρώτης γενιάς ακόμη ίσως και της δεύτερης ή ίσως θα μπορούσαμε να πούμε όλοι εκείνοι οι Έλληνες οι οποίοι αισθάνονται ως Έλληνες και άσχετα με το χώρο στον οποίο ζουν ή δρουν προσπαθούν να διατηρήσουν τον πολιτισμό τους, τουτέστιν την ελληνική γλώσσα, την ορθοδοξία, τα ήθη και τα έθιμα αισθάνονται την επίδραση των αυστραλιανών κοινωνιών και πολιτικών ηθών καθημερινά στις σχέσεις τους με τα παιδιά τους και επιδρούν ανάλογα, άσχετα αν αυτό είναι σωστό ή όχι. Ωστόσο θα επιχειρηθεί εδώ κάποια προσπάθεια για αναλυτικότερη επιχειρηματολογία και επιδεκτικότητα επί του θέματος.
Είναι γνωστό ότι οι Έλληνες της πρώτης γενιάς επηρεάστηκαν κατά διαφορετικό τρόπο βρίσκοντας τον εαυτό τους εντός του Αυστραλιανού περιβάλλοντος, από εκείνον των Ελλήνων της δεύτερης γενιάς. Σημαντικό ρόλο προς ετούτο, διαδραμάτισαν ο χρόνος διαμονής στην Αυστραλία, η οποία επηρεάστηκε αντίστοιχα από τους μετανάστες κοινωνικά και πολιτικά. Η μακροχρόνια διαμονή επιτρέπει στον οποιονδήποτε μετανάστη να προσαρμοστεί ταχύτερα και ομαλότερα από τον μετανάστη της πρώτης γενιάς, που ίσως καταφθάνει στην χώρα της υποδοχής σε κάποια ηλικία. Η δεύτερη γενιά αντιμετωπίζει τις όποιες καταστάσεις στο περιβάλλον του, με περισσότερη άνεση και προσαρμόζεται περισσότερο θετικά ως προς τις όποιες απαιτήσεις του.
Πολλοί από τους νέο-αφιχθέντες Έλληνες στερούμενοι επαγγελματικών προσόντων αποδέχονται τις συνθήκες της Αυστραλίας αδιαμαρτύρητα. Η Αυστραλία χρειάζεται μεν ανεκπαίδευτους ή ανειδίκευτους μετανάστες, δεν διατίθεται όμως να τους παραχωρήσει ανθρώπινα προνόμια. Μερικοί από τους μετανάστες ήταν ήδη παντρεμένοι όταν κατέφθαναν στην Αυστραλία. Έρχονταν με τη διάθεση να εργαστούν μερικά χρόνια, να συγκεντρώσουν χρήματα κάνοντας οικονομία και να
67
επιστρέψουν κάποια στιγμή στο μέλλον, πίσω στην Ελλάδα. Αν όμως είχαν παιδιά τα πράγματα ήταν δυσκολότερα. Οι γυναίκες αναγκάζονταν να εργάζονται αφήνοντας τα παιδιά τους σε συγγενείς, εφόσον υπήρχαν, στη γιαγιά ή στον παππού ή ακόμη σε κάποια γειτόνισσα. Γυρνώντας από την πληρωμένη δουλειά, όφειλαν να καταπιάνονται με τα οικιακά, τον σύζυγο και τα παιδιά τους. Όχι σπάνια είχαν να αντιμετωπίσουν την κριτική των γερόντων γονέων, τις συμβουλές ή τις υποδείξεις τους. Όχι σπάνια οι μετανάστες, για λόγους οικονομίας, αναγκάζονταν να νοικιάζουν ένα δωμάτιο και να ζούνε εκεί μέσα όλη η οικογένεια. Το μεγαλύτερο ωστόσο πρόβλημά τους παρέμενε η εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας. Η έρευνα του Krupinski and Stroller, 196594, πρόβαλε κάποιες συγκεκριμένες αλήθειες για τις γυναίκες μετανάστριες-Ελληνίδες και το γλωσσικό πρόβλημα. Σύμφωνα με αυτή οι γυναίκες υπέφεραν από νευρώσεις και μελαγχολία σε μεγαλύτερο ποσοστό από τις λοιπές γυναίκες της Αυστραλίας εξαιτίας της γλωσσικής τους ανεπάρκειας.
Είναι γεγονός ότι οι γονείς προσπαθούν να μεταλαμπαδεύουν τις αξίες που τους κληροδότησαν οι πατέρες τους και να τις μεταλαμπαδεύσουν στα παιδιά τους. Να γίνουν δηλαδή άξιοι άνθρωποι να εργαστούνε σκληρά και να διακριθούν στην κοινωνία τους. Σύμφωνα με τον Έλληνα πατέρα, όλα ετούτα τα ιδεώδη πραγματοποιούνται μόνο δια μιας οδού: την οδό των σπουδών και δη των Πανεπιστημιακών. Να αποκτήσουν έτσι ένα δίπλωμα ή ένα πτυχίο που θα τα βοηθήσει να πετύχουν χωρίς να βασανίζονται όπως εκείνοι, και να μπορέσουν να ανυψώσουν το βιοτικό τους επίπεδο.
Το σπουδαιότερο τελικά και πάλι παραμένει η εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας, η Ορθοδοξία και η προσκόλληση στα ελληνικά ήθη και έθιμα, με μία λέξη η προσκόλληση στον ελληνικό πολιτισμό. Και εδώ όμως αντιμετωπίζονται πολλά προβλήματα. Αρκετά Ελληνόπουλα απομακρύνονται από ετούτα τα ευχολόγια
94 R. Appleyard, The Greeks of Australia, A New Diasporic Hellenism. Sp. Vrionis Jr., Greece on the Road to Democracy from the Junta to PASOK 1974 – 1986. Aristides D. karatzas, New Rochelle ( New York), 1991, p. 372.
68
και καταφεύγουν σε άλλα θρησκευτικά δόγματα, καθώς δεν είναι σε θέση να συλλάβουν τα ελληνικά θρησκευτικά κείμενα που είναι γραμμένα στην Ελληνιστική, την οποία δεν καταλαβαίνουν. Η προς ετούτη την κατεύθυνση των νέων, πιεστική συμπεριφορά των γονέων, ενισχύει τις αντιδράσεις ετούτων των νέων ανθρώπων. Το Αυστραλιανό περιβάλλον υποβοηθά αυτήν του είδους την απομάκρυνση των παιδιών από την οικογένεια. Το 1970 δεν βοηθείται το παιδί του μετανάστη ώστε να αισθάνεται υπερήφανο για την καταγωγή του, τη γλώσσα του ή το θρήσκευμά του. Η ελληνική γλώσσα υποβαθμίζεται με τη σύσταση άλλων γλωσσών στην εκπαίδευση, όπως τα Γερμανικά και τα Γαλλικά. Από το 1975 ως τις αρχές του 1980, αρχίζει να διδάσκεται η ελληνική γλώσσα. Ειδικά προγράμματα ESL έχουν εισχωρήσει στο εκπαιδευτικό σύστημα και προσπάθειες καταβάλλονται για τους Έλληνες γονείς να καταλάβουν τα εκπαιδευτικά προγράμματα95 που επιβάλλονται από την Κυβέρνηση.
Επιπλέον οι Έλληνες γονείς έχουν την απαίτηση από τα παιδιά τους να τους βοηθούν στις μικροεπιχειρήσεις τους όταν υπάρχουν, ή και οτιδήποτε άλλο όπως τις δουλειές του σπιτιού (το χόρτο, βάψιμο, πλύσιμο αυτοκινήτου κτλ.) Οι θυγατέρες οφείλουν να βοηθούνε τις μητέρες τους και όταν έρθει η ηλικία του γάμου οι γονείς απαιτούν να βρούνε για σύντροφό τους Έλληνα και το ίδιο ισχύει τους νέους δηλαδή να βρούνε για σύζυγό τους μία Ελληνίδα. Είναι φανερό ότι οι Έλληνες ερχόμενοι σε ένα άγνωστο περιβάλλον σε μία ξένη χώρα, απαίτησαν από τον εαυτό τους να μεταμορφωθούν σε υπεράνθρωπους ώστε να μπορέσουν να προσαρμοστούν και να αισθανθούν ικανοποίηση στο Αυστραλιανό περιβάλλον. Αυτό απαιτούν και από τα παιδιά τους τα οποία συγχύζονται, προβληματίζονται και τραυματίζονται από τον τρόπο ζωής εντός και εκτός της οικογένειας. Παράλληλα τα περισσότερα ίσως από αυτά τα παιδιά στερούνται των γονέων τους ενόσω μεγαλώνουν, καθώς ετούτοι εργάζονται ολημερίς κάποτε.
95 A. Kapardis and A. Tamis, Greeks In Australia (Greeks in Victoria: Policies Diderctions and initiatives, Victorian Etnhic Affairs Commission, p. 198), River Seine Press N. Melbourne, Victoria.
69
Τα ‘μεγαλώνουν’ τρόπον τινά, συγγενείς η τα συντροφεύει η τηλεόραση ή μία ξένη οικογένεια. Αυτός όμως ο τρόπος δεν συμβάλλει ούτε στην αγωγή τους ούτε στην καλή εκμάθηση της αγγλικής. Μέχρι το 1970, η κυβέρνηση δεν ήταν βοηθητική. Το 1972 Η Κυβέρνηση Whitlam υιοθέτησε τον όρο Multiculturalism και με ετούτον όλα τα συναφή για την πραγματοποίησης του σχετικού προγράμματος. Πριν από ετούτη την περίοδο η εκμάθησης των Ελληνικών επιδιώκονταν με τη λειτουργία των απογευματινών σχολείων της Κοινότητας ή της Αρχιεπισκοπής. Το κύμα μετανάστευσης του 1950-1960, ενίσχυσε την ανάγκη για καλύτερη οργάνωση, μία πολύ μεγάλη προσπάθεια που είχε ξεκινήσει πολλά χρόνια ενωρίτερα, το 1916.
Ως το 1940 είχαν δημιουργηθεί στην Αυστραλία, πάνω από εβδομήντα ελληνικοί οργανισμοί και οι περισσότεροι ήταν στις πέντε μεγάλες πόλεις της Αυστραλίας: Μελβούρνη, Σύδνεϋ, Αδελαΐδα, Περθ και Βρισβάνη. Το 1940 υπήρχαν μόνο 20.000 Έλληνες στην Αυστραλία. Οι 8.000 είχαν έρθει πριν από το 1920. Πριν από το 1911 το 90% των Ελλήνων ήταν άρρενες και πριν από το 1940 το 10% ήταν επίσης άρρενες. Τα τρία τέταρτα του ελληνικού πληθυσμού προέρχονταν από τις ελληνικές νήσους (το 42% προέρχονταν από τα Κύθηρα, από την Ιθάκη και από το Καστελλόριζο). Το 40% των Ελλήνων επέστρεψε στην Ελλάδα αφού προηγουμένως δοκίμασαν την τύχη τους. Μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, κατέφθασαν στην Αυστραλία 300.000 περίπου Έλληνες από όλες τις περιοχές της Ελλάδας, 30% ήρθαν με τα έξοδα της Αυστραλιανής Κυβέρνησης για την ενίσχυση του εργατικού δυναμικού της χώρας. Οι περισσότεροι ήταν νέοι άνθρωποι και των δύο φύλων και νεαρές οικογένειες από όλες τις περιοχές της Ελλάδας. Το 1971οι στατιστικές έδειχναν ότι υπήρχαν 300.000 μόνιμοι Έλληνες στην Αυστραλία. Το 1986 έδειχναν ότι ήταν 293.000 – 337.000 περίπου μόνιμος ελληνικός πληθυσμός στην Αυστραλία. Το Σύδνεϋ είχε 100.000 Έλληνες η Μελβούρνη 160.000, η Αδελαΐδα 29.000, η Περθ 9.000, η
70
Βρισβάνη 7.500, και το υπόλοιπο 9% ζούσε σε μικρές πόλεις ή χωριά της Αυστραλίας96.
Οι αλλαγές από το 1970 υπήρξαν σημαντικές, κυρίως γιατί σε ετούτες συνέβαλαν και οι ίδιοι οι Έλληνες μετανάστες. Η Αυστραλιανή Πολιτεία αναγκάστηκε να αναγνωρίσει τα αιτήματα των μεταναστών αν πράγματι ήθελε να κρατήσεις αυτούς κα τα παιδιά τους στη Αυστραλία. Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία και οι εφημερίδες ενίσχυσαν με την επιρροή τους τα αιτήματα των Ελλήνων μεταναστών και επηρέασαν αποφασιστικά την αλλαγή των αντιλήψεων για τους settlers και τους migrants. Επίσης η επιρροή στα πολιτικά κόμματα της χώρας, συνετέλεσε στην αλλαγή της περί αφομοιώσεων, πολιτικής (ήδη από το 1950). Η έντονη κίνηση των σωματείων των μεταναστών, επιπλέον, και εκείνων της πολιτειακής κυβέρνησης, και της Κοινοπολιτειακής, συνετέλεσαν στην υιοθέτηση τελικά του καλούμενου πολυπολιτισμού. Το 1970 υιοθετείται η νέα πολιτική από όλα ανεξαίρετα τα κόμματα ως κύριο συστατικό του προγράμματός των. Εξαιτίας αυτής της ενισχυμένης από το πολιτικό φάσμα κυρίως, υιοθέτησης, αρχίζει η χρηματοδότηση των Ελληνικών Σχολείων τα Κέντρα Κοινωνιολογίας, τα Γηροκομεία, τα ραδιοφωνικά προγράμματα, η διδασκαλία των ελληνικών σε όλες τις διαβαθμίσεις της Ελληνικής Εκπαίδευσης του Δημοσίου Συστήματος.
Την περίοδο 1970-1980 η Ελληνική παροικία βρίσκεται στην θέση να επηρεάζει τις αποφάσεις των Κυβερνήσεων. Χρηματοδοτούνται οι Έδρες των Ελληνικών στα Πανεπιστήμια, οι βιβλιοθήκες εμπλουτίζονται με ελληνικά βιβλία, και διατίθενται ποσά για την υποστήριξη των Ελλήνων Καλλιτεχνών και της Ελληνικής Τέχνης.
Την ίδια επίσης περίοδο, 1970-1980, και ενώ οι Έλληνες έχουν τεράστια επίδραση στην Αυστραλιανή Κοινωνία οι ίδιοι, ως μέλη της αυστραλιανής κοινωνίας δεν μένουν ανεπηρέαστοι. Το 40% περίπου παντρεύονται αλλόφυλους. Παρατηρείται επιπλέον
96 Michael Tsounis, Greek Community ‘Paroikia Formations’ in Australia, 1880’s- 1980’s, Hellenic Forum Inc. Melbourne, 1993, pp. 25-26.
71
η ελάττωση των μαθητών των Ελληνικών και παρά την κυβερνητική βοήθεια, και επίσης η μείωση των αναγνωστών Ελληνικών Εφημερίδων και παράλληλα την αύξηση των Αγγλικών στις Ελληνικές Εκκλησίες. Οι στατιστικές του 1986 αναφέρουν ότι παρά το γεγονός ότι πάνω από το 90% Έλληνες μιλούν την Ελληνική στο σπίτι τους και ισχυρίζονται ότι είναι Έλληνες Ορθόδοξοι, μόνο το 5% πηγαίνουν στην Ελληνική Εκκλησία της Κυριακής97.
Είναι γεγονός ότι οι Έλληνες μετανάστες επηρεάζονται από το αγγλο-αυστραλιανό περιβάλλον εκ των πραγμάτων. Από την εποχή εκείνη της άφιξης των εφτά καταδίκων (κατηγορουμένων για πειρατεία) το 1829 μέχρι ετούτη την χρονολογία 1986, η ελληνική παροικία έζησε μία μακροχρόνια περιπέτεια στην προσπάθειά της να αναπνεύσει ως ελεύθερη μειονότητα σε αγγλοκρατούμενη παροικία.
Οι Έλληνες παρά την αναγνώριση ων επιτεύξεών τους σε όλους τους τομείς, διατηρούν τις βάσεις τους σε όλα όσα αφορούν την Ελληνικότητά τους. Επιμένουν στη διατήρηση της γλώσσας τους, στη θρησκεία τους, στα ήθη και στα έθιμά τους. Ένας αποτελεσματικός τρόπος προς ετούτη την κατεύθυνση είναι η διατήρηση των δεσμών τους με τα πάτρια, έστω και αν είναι δαπανηροί. Επισκέπτονται την Ελλάδα και ενθαρρύνουν τα παιδιά τους να την επισκέπτονται και επίσης τους Ελλαδίτες συγγενείς τους να τους επισκέπτονται στην Αυστραλία παρά την απόσταση ή το κόστος. Υπάρχει όμως ένα αρνητικό στοιχείο που αφορά τους νέους άρρενες και που είναι η επιβεβλημένη με νόμο, στρατιωτική θητεία σε οποιονδήποτε, άρρενα και μέχρι το 45ο χρόνο της ηλικίας του, όταν έχει οικογενειακή μερίδα στην Ελλάδα. Μπορεί να παραμείνει στην Ελλάδα έως έξι μήνες, μόνο. Ή αν θέλει να υπηρετήσει η θητεία για τον Έλληνα Μετανάστη είναι έξι μήνες (τα τελευταία ετούτα ισχύουν μέχρι σήμερα). Οι Έλληνες- Αυστραλοί, νεαροί και οι νεαρές παραμένοντας για ένα διάστημα στην Ελλάδα επωφελούνται τα μέγιστα ως προς την εκμάθηση της
97 Michael Tsounis, Greek Community ‘Paroikia Formations’ in Australia, 1880’s- 1980’s , ibid, pp. 25-34.
72
Ελληνικής Γλώσσας, και κατανοούν το περιβάλλον και τον πολιτισμό, τον οποίο αποχωρίστηκαν (εικονικά μόνο) οι γονείς τους. Οι νέες Ελληνο-Αυστραλέζες ταξιδεύοντας στην Ελλάδα αισθάνονται ελεύθερες και ασφαλείς μακριά από την Αυστραλία, τον τόπο όπου γεννήθηκαν. Βρίσκουν την επικοινωνία με τους συνομηλίκους των ευκολότερη από ότι στην Αυστραλία και τον ελληνικό τρόπο διαβίωσης περισσότερο προσιτό. Κατανοούν επιπλέον την υπερπροστασία τους στην Αυστραλία, από τους γονείς τους.
Οι Έλληνες της Αυστραλίας ενθαρρύνουν τα παιδιά τους, την Ελληνική Νεολαία, να συμμετέχουν ή να αναμειγνύονται στα πράγματα της Ελληνικής παροικίας αλλά ταυτόχρονα να συνεργάζονται με τους νέους των άλλων φυλών της χώρας στα σχολεία, στον εργασιακό χώρο, στους χώρους διασκέδασης. Ετούτο ωστόσο που θεωρητικά τουλάχιστον παρουσιάζεται ως φυσικό, λογικό και ανθρώπινο, στις στενές σχέσεις (σχέσεις των Ελλήνων νέων με αλλόφυλα πρόσωπα, φιλίες, αισθηματικές, σεξουαλικές σχέσεις ή γάμος) στην πραγματικότητα προκαλεί οικογενειακές προστριβές και διενέξεις, επομένως και προβληματισμούς. Ο φόβος τέτοιων «παθημάτων», ωθεί κάποτε τους γονείς σε κινήσεις απεγνωσμένες όπως ο επαναπατρισμός. Το φαινόμενο δεν διακρίνεται για την επίλυση των προβλημάτων της οικογενείας, απλά γιατί η Ελλάδα δεν διέθετε τότε, καθώς και σήμερα, τους μηχανισμούς αναπροσαρμογής επαναπατρισθέντων μεταναστών. Η οικογένεια που έχει επιχειρήσει το τέτοιο διάβημα όχι μόνο ταλαιπωρείται οικονομικά αλλά αντιμετωπίζει άλλα χειρότερα σε σχέση με την προσαρμογή των παιδιών τους σε ένα estranged περιβάλλον. Μερικοί επαναπατρισθέντες Έλληνες καταστρέφονται οικονομικά. Επενδύουν τα χρήματά τους σε αγορές με τις οποίες ελπίζουν ότι τα παιδιά τους θα ικανοποιηθούν στην πατρίδα των γονιών τους, και παρόμοια όπως εκείνοι. Επομένως αναρωτιέται κανείς αν τέτοιες κινήσεις στηρίζονται αποκλειστικά σε αισθηματικούς λόγους. Οι Έλληνες που ζούνε πολλά χρόνια στην Αυστραλία δεν σκέπτονται την επιστροφή τους στην Ελλάδα. Κυρίως όταν έχουν παιδιά που έχουν σπουδάσει ή έχουν φτιάξει τη ζωή τους εδώ και έχουν αποκτήσει τη δική τους
73
οικογένεια. Οι Έλληνες που έχουν φτάσει σε ετούτο το στάδιο, δεν προβληματίζονται πλέον εξαιτίας της απομόνωσης. Το έχουν ξεπεράσει με επιτυχία κυρίως με την εφαρμογή της πολιτικής των Κυβερνήσεών της Αυστραλίας.
Και ενώ οι Έλληνες ενθαρρύνουν τα παιδιά τους να αναμειγνύονται σε οτιδήποτε ελληνικό, στο διάστημα της δικτατορίας (1967 - 1974) δεν υποστηρίζουν κάτι παρόμοιο. Οι ίδιοι είχαν ζήσει παρόμοιες καταστάσεις (δικτατορία Μεταξά, Παγκόσμιος Πόλεμος και Ανταρτοπόλεμος 1946-47 έως 1949) και δεν θέλουν τα παιδιά τους να γνωρίσουν κάποιο είδος διάκρισης σε περίπτωση που θα επισκέπτονταν την Ελλάδα. Αξιοσημείωτο παραμένει το γεγονός ότι η Αυστραλία η οποία έδειχνε αδιαφορία για τους ανειδίκευτους Έλληνες μετανάστες, το 1973 πήρε θέση κατά της Κυβέρνησης του Παπαδόπουλου, προειδοποιώντας να μην ανακατεύεται στα θέματα των ελληνικών οργανισμών Αυστραλίας, δημιουργώντας προβλήματα διχασμού ανάμεσά τους. Και επίσης ενώ η Αυστραλία είχε υιοθετήσει πλέον τον πολυπολιτισμό, η Ελλάδα δεν βοηθούσε τους παλιννοστούντες Έλληνες. Αργότερα η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ υιοθέτησε προγράμματα βοηθείας για τα παιδιά των αλλοδαπών με εκπαιδευτικές μεθόδους. Υιοθέτησε επιπλέον προγράμματα αποστολής Ελλήνων εκπαιδευτικών στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης για την καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας στο εξωτερικό ταυτόχρονα με κάποιες σχετικές υποδείξεις από το Ελληνικό Υπουργείο Παιδείας. Ενθαρρύνονται επίσης οι νέοι επιστήμονες της ελληνικής παροικίας του εξωτερικού, να επιδιώκουν εργασία στην Ελλάδα όπου αναγνωρίζονται τα πτυχία τους.
Παρά τις προσπάθειες ωστόσο όλων των πλευρών, των Ελλήνων μεταναστών αφενός, των κυβερνήσεων της Αυστραλίας και της Ελλάδας αφετέρου, τα προβλήματα που αφορούν τη συνέχιση και διατήρηση της γλώσσας, του θρησκεύματος και του πολιτισμού του Έλληνα μετανάστη παραμένουν ζωντανά. Και ενώ οι Έλληνες μετανάστες ασκούν πίεση στα παιδιά τους ώστε να παραμείνουν Έλληνες, εκείνα καθώς δέχονται παράλληλα και την πίεση του αγγλο-αυστραλιανού περιβάλλοντος, δεν μεγαλώνουν με τους ίδιους εθνικούς, πολιτικούς, πνευματικούς ή οικονομικούς
74
στόχους. Για να αισθάνονται άνετα στον τόπο όπου, τα περισσότερα από αυτά, γεννήθηκαν, ζουν, μεγαλώνουν και σπουδάζουν στο παιδαγωγικό σύστημά του και στο παντοδύναμο περιβάλλον του, αποδέχονται όλα αυτά συμβατικά και συγχωνευμένα, στον δικό του μεικτό πλέον πολιτισμό του, στη δική του κουλτούρα, που τώρα διαμορφώνεται σε ελληνο- αυστραλιανή. Πριν από το 1970 αισθάνονταν εντροπή για την καταγωγή τους τη γλώσσα τους τον πολιτισμό τους εν γένει, χάριν όμως των αγώνων των πατέρων και πάππων τους, έχουν ξεπεράσει τους φόβους των πρώτων μεταναστών και τους δικούς τους και δεν έχουν ενδοιασμούς ως προς την αποδοχή και έκφραση της κληρονομιάς τους. Με την αναγνώριση και την υιοθέτηση των πολιτισμών των μεταναστών της, η Αυστραλία, πέτυχε στο να φέρει πιο κοντά της τους μετανάστες και να τους κερδίσει, ώστε ετούτοι να μην σκέφτονται την φυγή. Όλοι ελεύθεροι πλέον, λαμβάνουν μέρος στις πολυπολιτισμικές εκδηλώσεις . Οι Έλληνες προσελκύουν τους άλλους μετανάστες στις πολιτιστικές εκδηλώσεις τους, στις πανηγύρεις, στις εορτές, στους γάμους, σε εκδηλώσεις τέχνης, λογοτεχνίας, στο θέατρο κτλ. Οι οικογένειες επικοινωνούν και στις δύο γλώσσες ελεύθερα, ελληνική και αγγλική, όπως εκλέγουν ή ανάλογα με τις περιστάσεις. Μιλούν ελεύθερα στο δρόμο, στο σχολείο, ή σε άλλους ανοιχτούς ή κλειστούς χώρους, όπου τέλος πάντων τους έρχεται φυσικό να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα τους, την ελληνική. Και παρά το γεγονός ότι πολλά αλλοιώνονται στη ζωή τους, στην ουσία παραμένει ίδια ως προς τις επιδιώξεις τους, τους στόχους ή τις επιθυμίες τους. Πάντα αγωνίζονται και προσπαθούν με την ίδια ζέση, όμως δεν αντιτίθενται πλέον στην Αυστραλιανή τους ταυτότητα.
Σήμερα η ελληνική παροικία δέχεται τη βοήθεια της χώρας χωρίς ενδοιασμούς ή εντροπή. Απαντά και η φτώχεια, τα οικογενειακά προβλήματα υπάρχουν και δίπλα σε ετούτα υπάρχουν οι ασθένειες και τα ιατρικά προβλήματα ή η περίθαλψη. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση υιοθέτησε με referendum98 να βοηθά τις εργαζόμενες μητέρες που εγκυμονούν ώστε να μη χάνουν την
98 Colin Howard Australia’s Constitution, Penguin Books, 1985.
75
εργασία τους (Maternity Allowance), τις χήρες με μία μικρή σύνταξη (Window’s Pension), βοηθούν τους γονείς με λίγα χρήματα για τα παιδιά (Child Endowment), τους ανέργους ( Unemployment Benefits), τους φοιτητές με ιατρική και οδοντιατρική περίθαλψη (AUSTUDY) και δίνουν χρήματα στις φτωχές οικογένειες (Family Allowance).
Το 1980 οι ανησυχίες των νέων είναι οι συνηθισμένες, αλλά κυριαρχούν εκείνες του επαγγελματικού προσανατολισμού, οι αντιθέσεις τους με τους γονείς τους, οι κακοί εθισμοί (ναρκωτικές ουσίες, αλκοόλ και άλλα) στοιχεία που δημιουργούν άγχος και είναι αναγκαία η δημιουργίας ομάδων ή οργανώσεων, για την επίλυσή τους (Equity : Victorian Ethnic Affairs Commission : Greeks in Australia : Policies, Direction and Initiatives99). Για να βοηθηθούν τα παιδιά να διατηρήσουν την επαφή με τους γονείς τους σε υγιεινό επίπεδο, θα πρέπει να προωθηθεί η διδασκαλία της αγγλικής στους Έλληνες της πρώτης γενιάς και να μη ξεχνιέται η τρίτη ηλικία, οι γέροντες οι οποίοι θα απομονωθούν, αν δεν κατέχουν την αγγλική γλώσσα. Με την ανάμειξη όλο και περισσοτέρων Ελλήνων στην πολιτική της Αυστραλίας, πολλά περισσότερα επιτυγχάνονται και θα επιτευχθούν στο μέλλον αν και κάποιοι όπως ο Raymond Sestito ισχυρίζονται ότι ο πολυπολιτισμός και η υποστήριξή του είναι ένας τρόπος των πολιτικών για να κερδίζουν ψήφους100.
Ενδιαφέρουσα είναι η έρευνα101 με την οποία διαπιστώνονται οι διαθέσεις των νέων της ελληνικής παροικίας σε σύγκριση με τους Αγγλο-Αυστραλούς της ιδίας ηλικίας. Σύμφωνα με ετούτη την έρευνα οι νέοι όταν αντικαθίστανται οικονομικά, δεν αφήνουν την οικογενειακή εστία (Το 84 % είπαν όχι σε σύγκριση με το 53% των Αγγλο-Αυστραλών). Η παραπάνω έρευνα αποκαλύπτει επίσης πως όταν οι νέοι εργάζονται δεν βοηθούν οικονομικά τους γονείς τους. (Το 70% απάντησε όχι, σε σύγκριση με το 8% των Αγγλο-Αυστραλών). Στην ερώτηση αν θα κοιτάξουν
99 A. Kapardis & A. Tammis, Greeks in Australia : Policies Direction and Initiatives, River Seine Press, 1988, p. 181. 100 ibid. 101 ibid, (Gillian Bottomley, Multiculturalism in Practice), ibid p.156.
76
τους γονείς τους όταν γεράσουν, το 86% από τους ερωτηθέντες Έλληνες απάντησαν καταφατικά, καθώς καταφατικά απάντησε και το 66% των Αγγλο-Αυστραλών, υψηλό ποσοστό και παρά τις δοξασίες για το αντίθετο στις αγγλο- αυστραλιανές οικογένειες.
Η επίδραση του Αυστραλιανού κοινωνικού περιβάλλοντος στις οικογένειες των Ελλήνων μεταναστών σε σχέση με τον τρόπο αποκατάστασης των γόνων τους (αρραβώνες, γάμοι, σεξουαλική και εξώγαμη σχέση) : Όταν κάποιος μιλά για τους Έλληνες της Αυστραλίας, παράλληλα οφείλει να υπολογίζει και την παράδοσή τους. Ο πατέρας είναι ο αρχηγός της οικογένειας και κανονίζει κατά το δυνατόν, την πορεία της στο αλλόφυλο και αλλόγλωσσο περιβάλλον της Αυστραλίας. Προστατεύει την οικογένειά του και φροντίζει ώστε όλα να γίνουν με τη σειρά τους παρόμοια όπως εκείνος έμαθε από τον δικό του πατέρα, Όταν υπάρχουν αγόρια και κορίτσια στην οικογένεια, πρώτα υπανδρεύονται τα κορίτσια και κατόπιν οι γιοι. Πρώτα και δεύτερα εξαδέλφια, δεν επιτρέπεται να υπανδρεύονται μεταξύ τους, ενθαρρύνεται όμως η σχέση και η συντροφιά102 ανάμεσά τους. Σημαντικό ρόλο στη ελληνική οικογένεια αναλαμβάνουν και οι νουνοί ή οι κουμπάροι, οι οποίοι αποβαίνουν είδος συγγενών.
Το θέμα του γάμου είναι πολύ σπουδαίο και οι γονείς βοηθούν όσο μπορούν από την αρχή ως εκεί που μπορούν. Μερικές ομάδες Ελλήνων είναι αυστηρότερες από άλλες στην εκλογή του γαμπρού ή της νύφης. Όπως οι Πόντιοι, οι Κρητικοί ή οι Κύπριοι. Ωθούν τα παιδιά τους να παντρευτούν «δικούς τους» και είναι προσκολλημένοι στη διάλεκτό τους, τα ήθη τους και τα έθιμά τους περισσότερο από τους άλλους Έλληνες.
Παλαιότερα στην Ελλάδα ίσχυε εν γένει ο θεσμός της προίκας και οι προξενιές ήταν συχνά μέρος ετούτου του κατεστημένου. Οι Έλληνες ερχόμενοι στην Αυστραλία ως μετανάστες, αναγκάζονταν να καταφεύγουν στους μεικτούς
102 Suzan Hearst, Greek Families (Stavrakis, 1978: p. 2. a) p. 127 (Resource Booklet: The Greek Presence in Australia, Modern Greek, p. 380).
77
γάμους, γιατί δεν υπήρχαν Ελληνίδες. Αργότερα άρχισαν να παντρεύονται με Ελληνίδες από την Ελλάδα, χρησιμοποιώντας ένα είδος προξενιού και ανταλλαγή φωτογραφιών. Συνήθως, σε ετούτο τον τρόπο σύναψης γάμου, δεν γεννιόταν θέμα προίκας. Αν οι Ελληνίδες αυτές είχαν προίκα, δεν υπήρχε πιθανόν λόγος να μη παντρευτούν στην Ελλάδα, τελικά.
Οι γάμοι αυτού του είδους λιγοστεύουν στη δεκαετία του 1970. Η συνήθεια ωστόσο να παντρεύονται με Έλληνες ή Ελληνίδες από την ίδια ομάδα (με κοινό τόπο καταγωγής), ισχύει και δεν αλλάζει. Αν οι Ελληνίδες με την βοήθεια αδερφών, έρχονταν εδώ παντρεμένες ή έφερναν άντρα από την Ελλάδα, παράλληλα εξασφαλίζονταν και το μέλλον του συζύγου τους επαγγελματικά.
Οι γονείς της πρώτης γενιάς δεν εννοούν να αποβάλουν τις ιδέες τους ή τις αξίες τους και σε σχέση με τα παιδιά τους. Δεν ευνοούν τους μεικτούς γάμους, μολονότι είναι αναπόφευκτο πολλές φορές. Φοβούνται την αφομοίωση και τη δική τους μελλοντική απομόνωση. Με ένα γάμο μεταξύ Ελλήνων όλα φαίνονται να είναι τέλεια, εξασφαλίζονται δηλαδή η συνέχιση της ελληνικής γλώσσας, της Ορθοδοξίας, του πολιτισμού τους, με μία τέτοια κίνηση. Και εδώ υπολογίζεται και στηρίζεται και η καλή σχέση μεταξύ των συμπεθέρων καθώς είναι από την ίδια φυλή. Αν ο γάμος επιτευχθεί ανάμεσα σε αλλόφυλους νέους, επέρχεται μία σύγχυση από ετούτη την ένωση, ιδιαίτερα στη γλώσσα και στη θρησκεία των νέων, ακόμη και όταν υπάρχει καλή διάθεση.
Για τους νέους ο γάμος και η επιδίωξή του, είναι θέματα διαφορετικής αντίληψης, από εκείνη των γονέων τους. Από το 1970 η μόρφωση και η εξασφάλιση εργασίας για τη γυναίκα εξασφαλίζει ένα είδος σιγουριάς για την οικονομική ευημερία του ζεύγους. Είναι γεγονός ότι οι νέες της δεύτερης γενιάς έχουν καλύτερη και περισσότερο μακροχρόνια εκπαίδευση από τις Ελληνίδες μητέρες τους της πρώτης γενιάς103. Ωστόσο ο ρόλος τους
103 A. Kapardis, A. Tammis, A. Kapardis & A. Tammis, Greeks in Australia : Policies Direction and Initiatives, ibid.
78
στην οικογένεια, παραμένει περιφερειακός και παρασκηνιακός104. Ετούτο όμως δεν απαντά σε όλες τις ομάδες των Ελλήνων στην Αυστραλία. Οι γυναίκες προεδρεύουν του γυναικείου τμήματος των σωματείων μόνο, εφόσον ετούτα υπάρχουν και οργανώνουν τους ομίλους κυριών, νεολαίας, χορευτικών συγκροτημάτων, τμήματα ηλικιωμένων κτλ. Με ετούτο τον τρόπο φέρνουν τις ομάδες των νέων πιο κοντά στην οικογένεια και στους οργανισμούς ή τα σωματεία τους και ταυτόχρονα τους παροτρύνουν να βοηθούν και τους ηλικιωμένους.
Όταν οι νέοι παντρεύονται με αλλόφυλα άτομα ο μη Έλλην σύζυγος ή η σύζυγος, μαθαίνει την ελληνική (κυρίως όταν πρόκειται για τη σύζυγο), δέχεται να γίνει Ελληνικός Ορθόδοξος γάμος και τα παιδιά του – της, να βαπτιστούν στην Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία. Με ετούτο τον τρόπο οι Έλληνες προσπαθούν να εξελληνίσουν το αλλόφυλο πρόσωπο, ώστε να το νιώσουν δικό τους. Ετούτο το ιδεώδες δεν γίνεται πάντα αποδεκτό οπότε ή επέρχεται ρήξη στην οικογένεια ή υποχώρηση.
Αντίθετα προς τους Αγγλο-Αυστραλούς και τα κατεστημένα τους, οι Ελληνίδες είναι περιορισμένες (ετούτο δεν ισχύει για τα αγόρια). Δεν έχει σημασία αν εργάζονται ή αν φοιτούν στο Πανεπιστήμιο και αλλού, ή αν είναι επιστήμονες. Οι γονείς επιμένουν στο θέμα της αξιοπρέπειας της θυγατέρας τους και η μητέρα προσδοκά από ετούτη τη βοήθειά της στο νοικοκυριό του σπιτιού, σύμφωνα με την ελληνική παράδοση.
Ένα άλλο σοβαρό θέμα είναι η επέμβαση των γονέων στην προσωπική ζωή των νέων. Οι Έλληνες γονείς θεωρούν φυσικό να επεμβαίνουν σε ότι αφορά τα παιδιά τους. Δεν πρόκειται για είδος επίθεσης ή επιδρομής με στόχο την μείωση της προσωπικότητας των νέων. Σχετίζεται με τη βαθιά αγάπη και πίστη, ότι οφείλουν να γνωρίζουν τα πάντα ώστε να μπορούν να προλάβουν να τα προστατέψουν από οτιδήποτε επιβλαβές στη ζωή τους. Αντίθετα οι Αυστραλοί αποδοκιμάζουν ένα τέτοιου είδους κοντρόλ αυτό που
104 Σύμφωνα με τη Μαρία Ηροδότου, στην αναφορά της στην Κυπριακή Κοινότητα στη Μελβούρνη και τον ρόλο της Ελληνίδας γενικά στην Αυστραλία, Μαρία Ηροδότου, Οι Κυπριακές κοινότητες στη Μελβούρνη και η Συμμετοχή της Γυναίκας, Hellenic Studies Forum, p.111.
79
αποκαλούν privacy. Έτσι στην περίπτωση της θυγατέρας, σύμφωνα με την ελληνική πίστη, καλός σύζυγος γι’ αυτήν είναι αυτός που φροντίζει να εξασφαλίσει την οικογένειά του οικονομικά. Οι Ελληνίδες ωστόσο της δεύτερης γενεάς, προσπαθούν να αλλάξουν ετούτο το κατεστημένο, καθώς μεγαλώνοντας στην Αυστραλία, υιοθετούν τις πίστεις που επικρατούν στο περιβάλλον τους. Επιδιώκουν ο σύντροφός τους να είναι μορφωμένος και να υπάρχει ισότητα ανάμεσά τους. Καθώς όμως γνωρίζουν τις ιδέες των γονιών του καλύπτουν τις κινήσεις τους. Ετούτο το τελευταίο στοιχείο αφορά και τα αγόρια, ιδιαίτερα όταν οι συναναστροφές τους δεν ταιριάζουν στο αίτημα των γονέων τους. Οι γονείς επιμένουν και συχνά δεν επιτρέπουν στους φίλους των παιδιών τους, να μπαινοβγαίνουν στα σπίτια τους και πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για φίλες ή φίλους της θυγατέρας τους. Όχι σπάνια, οι γονείς αποφασίζουν σωστά και προλαμβάνουν δυσάρεστες κατά τα άλλα, εμπειρίες.
Οι νέες ενδιαφέρονται για το μέλλον τους και για την οικογενειακή οργάνωση. Στη Μελβούρνη φοιτήτριες του Πανεπιστημίου τόνισαν ότι η καριέρα τους προηγείται του γάμου. Ετούτη η άποψη ενισχύθηκε από πρόσφατες στατιστικές (1994- 1995), σύμφωνα με τις οποίες οι γυναίκες της Αυστραλίας παντρεύονται και αποκτούν παιδί, μετά τα τριάντα χρόνια τους, όταν εργάζονται με στόχο την καριέρα τους.
Σε σχέση με τις δικές τους θυγατέρες στο μέλλον, οι νέες, Αυσταλο-Ελληνίδες τώρα πλέον, υποστηρίζουν ότι αν ποτέ στο μέλλον αποκτούσαν θυγατέρα, θα απέβλεπαν στη στενή σχέση μητέρας-θυγατέρας, χωρίς ωστόσο την υπαγόρευση σχετικά με το σεξ, ή σε σχέση με την προστασία της, επί του θέματος. Η αντίληψη ότι η νέα θα έχει διαβάσει ή θα έχει πληροφορηθεί σχετικά, ενισχύει ετούτη την πίστη. Σε όλες τις περιπτώσεις και άσχετα με το επίπεδο της εκπαίδευσής τους ή με το επίπεδο της ενασχόλησής τους, οι Ελληνίδες δεν επιδοκιμάζουν την ολοκληρωτική ερωτική ελευθερίας της νέας, όπως συμβαίνει με την αγγλο-αυστραλιανή οικογένεια (Οι Αγγλο-Αυστραλοί επιτρέπουν στα παιδιά τους να συζούν με τους συντρόφους τους κάτω από την ίδια στέγη και να αποκτούν εξώγαμα παιδιά)
80