ΙΣΤΟΡΙΑ 7 Μαρτίου 2021
Γαλάζια & Γαλανή Πατρίδα των Τούρκων [Ε΄ ΜΕΡΟΣ]
Εικόνα 1: Ο αιχμάλωτος σουλτάνος Βαγιαζήτ ενώπιον του Ταμερλάνου, μετά τη μάχη της Άγκυρας (1402)
Ιωάννης Βιδάκης[1] & Δημήτριος Γεωργαντάς[2]
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι συγγραφείς εξετάζουν συνοπτικά σε μία σειρά άρθρων, την περιοχή της Κεντρικής Ασίας, Μέσης Ανατολής και Μικράς Ασίας – Ανατολίας. Τα συμπεράσματα είναι σπουδαία: πιστοποιείται η συνθετότητα και πολυπλοκότητα των γεγονότων στον εξεταζόμενο χώρο. Παρατηρείται η σημαντική συσχέτιση των πολιτικών παραγόντων, των προσωπικών ζητημάτων, της θρησκείας και των στοιχείων του πολιτιστικού τομέα. Επεξηγείται η σημασία του χώρου της Κεντρικής Ασίας, ως τόπου διέλευσης «βαρβαρικών» φυλών, η διασπορά τουρκικών φυλών στην περιοχή καθώς και η ύστερη ανάκτηση της δύναμης των Βυζαντινών. Διαπιστώνεται ο παρεξηγημένος ρόλος των Μογγόλων στις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, οι αρχικές τους δράσεις εναντίον του μουσουλμανισμού, η ανακοπή της επέκτασης των Σελτζούκων και στη συνέχεια η προσωρινή αναχαίτηση των Οθωμανών. Τα κείμενα επιχειρούν να διερευνήσουν συγκεκριμένα στερεότυπα και μπορούν να συνδράμουν τον αναγνώστη στην κατανόηση του μωσαϊκού της περιοχής στη σύγχρονη περίοδο.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Στο Α΄ Μέρος εξετάστηκε συνοπτικά ο ρόλος των Ελλήνων στην Κεντρική Ασία και στη συνέχεια ο ρόλος νομάδων – εισβολέων, Ιρανών και Τουρκογενών φυλών, [βλ. ΕΔΩ , 25 Ιανουαρίου 2021].
Ο ρόλος των Ελλήνων και των Περσών/Ιρανών στην εν λόγω περιοχή μαρτυρείται ως ανώτερος πολιτισμικά, ενώ των εισβολέων – νομαδικών φύλων περιγράφεται περισσότερο αν όχι ως καταστροφικός, τουλάχιστον ως στάσιμος.
Στο Β΄ Μέρος [βλ. ΕΔΩ] αναφέρθηκε περιληπτικά η έναρξη των αραβικών εισβολών στη συγκεκριμένη περιοχή, από την αντίθετη κατεύθυνση τη νοτιοδυτική. Στη συνέχεια οι Σαμανίδες γνώρισαν μια περίοδο πολιτικής σταθερότητας, οικονομικής ευημερίας και πολιτιστικής εξέλιξης κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 9ου αιώνα και το πρώτο μισό του 10ου αιώνα. Οι Σαμανίδες προστάτευσαν με επιτυχία μεγάλο μέρος του πυρήνα της Κεντρικής Ασίας από εξωτερικές επιδρομές. Αυτή η ειρήνη συνέπεσε με μεγάλη παραγωγικότητα στους τομείς της λογοτεχνίας, τέχνης και επιστήμης: μεγάλο μέρος αυτής της εξέλιξης επικεντρώθηκε στην περσική γλώσσα, την ταυτότητα και την ιστορία. Ακολούθησαν οι Γαζνεβίδες, κατά την διάρκεια των οποίων η εθνοτική πολιτική ήταν μια πηγή έντασης στην πολιτεία τους: αυτή είχε ιδρυθεί και στηριχθεί από τουρκογενείς στρατιωτικούς αλλά η διοίκηση της κυβέρνησης βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην ιρανική γραμματειακή τάξη, οι οποίοι ήταν μέρος μιας παράδοσης που χρονολογείται από τους Σασσανίδες. Αυτή η εξάρτηση από τα ιρανικά ιδρύματα, σε συνδυασμό με την έμφαση των ηγεμόνων στη νομιμότητα του χαλιφάτου, φαίνεται ότι άφησε λίγο χώρο ή ενδιαφέρον για την προώθηση της τουρκικής ταυτότητας μεταξύ της ελίτ των Γαζνεβίδων. Τα ιστορικά αρχεία περιγράφουν ιρανικούς και ισλαμικούς εορτασμούς, αλλά μη-συσχετιζόμενους με την τουρκική ταυτότητα.
Στη συνέχεια εξετάστηκε το ζήτημα των Σελτζούκων, μίας σημαντικής φατρίας στα μέσα του 10ου αιώνα, των τουρκόφωνων φυλών των Ογούζων: αυτοί περιγράφονται από Άραβες και Ιρανούς ιστορικούς, ως περιπλανώμενοι, όπως τα ζώα, χωρίς πραγματική θρησκεία. Οι Σελτζούκοι διατηρούσαν ακέραιες τις νομαδικές τους συνήθειες και κατόρθωναν να επιβιώνουν ως μισθοφόροι, από τα λάφυρα τα οποία αποκόμιζαν από τις διάφορες επιδρομές, καθώς και από την κτηνοτροφία. Τον 11ο αιώνα οι Σελτζούκοι μετανάστευσαν στην ηπειρωτική Περσία, στο Χορασάν και στην Χορεσμία, αφού νίκησαν τους Γαζνεβίδες. Ύστερα από μια επιτυχημένη πολιορκία του Ισφαχάν το 1050/51, ίδρυσαν μια αυτοκρατορία που αργότερα ονομάστηκε η Μεγάλη Αυτοκρατορία των Σελτζούκων. Στη συνέχεια έφθασαν έως την Βαγδάτη, νικώντας τον σιίτη κυβερνήτη της το 1055, επικυρώνοντας τον σουννίτη Χαλίφη ως πνευματικό και ιδεολογικό επικεφαλής της Κοινοπολιτείας των Αββασιδών.
Το αποκορύφωμα της εξουσίας των Σελτζούκων υπήρξε το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα, κατά την διάρκεια της βασιλείας του Αλπ Αρσλάν [1063–73] και του Μαλίκ Σαχ [1073–92]. Το 1089, ο Μαλίκ Σαχ (αντιγράφοντας τους Άραβες) εισέβαλε στη Σογδιανή (Υπερωξιανή – Transoxiana). Το 1092, το εβδομαδιαίο θρησκευτικό κήρυγμα γινόταν στο όνομα του Μαλίκ Σαχ, από την βόρεια Συρία έως το Ανατολικό Τουρκεστάν.
Στο Γ΄ Μέρος [βλ. ΕΔΩ], περιγράφεται συνοπτικά η μετέπειτα πορεία των Σελτζούκων, έως τη Μικρά Ασία. Οι Σελτζούκοι κατόρθωσαν στην περιοχή της Κεντρικής Ασίας να αξιοποιήσουν την Αραβική Θρησκεία (Ισλάμ) και τον Ιρανικό Πολιτισμό. Ωστόσο παρά τη στρατηγική κατάκτηση και διαφύλαξη του περάσματος της Σογδιανής, έπεσαν και οι ίδιοι θύματα νεότερων εισβολών, αρχικά από τουρκογενείς και στη συνέχεια από μογγολικές φυλές.
Επιπλέον αξιοποίησαν πολιτικά και στρατιωτικά τη νέα θρησκεία, το Ισλάμ, διασυνδέοντας με επιδέξιους διπλωματικούς χειρισμούς, τον σελτζουκικό με τον χαλιφικό δυναστικό οίκο, ώστε κάθε επεκτατική επιχείρηση των Σελτζούκων να είχε το ”ηθικό” επίχρισμα της νόμιμης επιχείρησης αποκατάστασης της μουσουλμανικής ενότητας, υπό την αιγίδα του Ορθόδοξου (σουννιτικού) χαλιφάτου της Βαγδάτης. Ο Αλπ Αρσλάν (1063-1073), ξεκίνησε μια σειρά κατακτήσεων με απώτατο στόχο την διάλυση του μουσουλμανικού (σιιτικού) Χαλιφάτου των Φατιμιδών της Αιγύπτου, ενώ η εισβολή στην Αρμενία το 1064, κατέληξε στην βυζαντινή συμφορά στη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071. H τελευταία μάλλον πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της προσπάθειας αποφυγής πιθανής διαμόρφωσης βυζαντινο-φατιμιδικής συμμαχίας.
Ο Αλπ Αρσλάν προσπαθώντας να βρει λύση στο πρόβλημα με τους Τουρκομάνους που συνέρρεαν και λεηλατούσαν τα πάντα, τους οδήγησε το 1063-64 στις παρυφές της πολιτείας του, στην Αρμενία, μια περιοχή μακρινή για την Κωνσταντινούπολη, χωρίς εθνικοθρησκευτική ομοιογένεια την εποχή εκείνη, για να τη λαφυραγωγήσουν: μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ, οι Τουρκομάνοι εισέβαλαν στη Μικρά Ασία και την δεκαετία 1071-80, εγκαταστάθηκαν στα παραβιασμένα ανατολικά σύνορα των Βυζαντινών. Εκτός τους ληστρικούς Τουρκομάνους, οι Σελτζούκοι είχαν να αντιμετωπίσουν και τους Ογούζους στα ανατολικά: δυσαρεστημένοι με την πολιτική τους μεταχείριση και την φορολογία από τους Σελτζούκους, οι Ογούζοι συνέλαβαν τον σουλτάνο τους Σαντζάρ το 1153 και στη συνέχεια σάρωσαν το Χορασάν.
Η ανικανότητα του Βυζαντίου στην αναγνώριση του πραγματικού κινδύνου των Σελτζούκων του Ρουμ, [το σουλτανάτο αυτό από εδαφική άποψη ήταν μικρό, σε σχέση με τις εκτάσεις των Μεγάλων Σελτζούκων, αποτέλεσε όμως το συνεκτικότερο και μακροβιότερο από τα σελτζουκικά κράτη, ανεξαρτήτως των μορφών υποτέλειας ή διακυβέρνησής του], στην επίτευξη κατάλληλων και αποδοτικών συμμαχιών και στην εφαρμογή κατάλληλων πολιτικών, είχε ως παράγωγο την επόμενη μάχη του Μυριοκέφαλου (1176), μεταξύ Βυζαντινών και των νικητών Σελτζούκων του Ικονίου.
Στο Δ΄ Μέρος [βλ. ΕΔΩ], καταγράφεται η εμφάνιση των Μογγόλων στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και ο σημαντικός ρόλος τους στην ιστορική της εξέλιξη. Η έλευση των Μογγόλων στο προσκήνιο της Ιστορίας, ανέτρεψε τις ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής που εξετάζουμε: ανέκοψε αρχικά την επέκταση του Ισλάμ, διέλυσε το Κράτος των Μεγάλων Σελτζούκων, εμπόδισε και περιόρισε την δύναμη των Σελτζούκων του Ρουμ/Ικονίου, συνέδραμε ακούσια στην επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς της Νίκαιας και προστάτευσε την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας.
Το Βυζάντιο αλλά και η Δύση δεν κατάφεραν να αξιοποιήσουν τα κοινά τους συμφέροντα με το μογγολικό χανάτο του Ιράν, για να καταπολεμήσουν αποτελεσματικά, τους Τουρκομάνους στη Μικρά Ασία – Ανατολία και τους Μαμελούκους στην Αίγυπτο και στην Εγγύς Ανατολή/Λεβάντε. Η εντυπωσιακότερη συνέπεια των μογγολικών κατακτήσεων από εθνοτική άποψη, ήταν η ευρεία διασπορά τουρκικών φύλων στην Δυτική Ασία. Ο Τζένγκις Χαν [Genghis Khan] φρόντισε έγκαιρα να εντάξει στο στρατό του αφοσιωμένα σ΄ αυτόν τουρκικά φύλα, καθώς οι Μογγόλοι δεν ήταν πολυάριθμοι, (λόγω του άγονου εδάφους), με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να ξεπερνούν τους ιθαγενείς Μογγόλους στις μογγολικές στρατιές. Έτσι διαδόθηκαν οι τουρκικές διάλεκτοι στις κατακτημένες περιοχές.
Στο Ε΄ Μέρος που ακολουθεί, συνεχίζεται η περιληπτική εξιστόρηση, αναφέροντας τις συμμαχίες και τις αντιπαλότητες στην περιοχή της Μικράς Ασίας – Ανατολίας και στην ευρύτερη περιφέρεια, των Μογγόλων, των Λατίνων, των Βυζαντινών και των Σελτζούκων, με την παρακμή των τελευταίων, την παρεπόμενη ανάδειξη των ανεξάρτητων – αυτόνομων εμιράτων και την εξέλιξη του οθωμανικού σε κυρίαρχη δύναμη.
Πίνακας 1: Ανεξάρτητες Διοικήσεις (στρατιωτικές) σε Μικρά Ασία-Ανατολία, μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ (1071) – (με χρονολογική σειρά ίδρυσης)
Χάρτης 1: Το Σελτζουκικό Σουλτανάτο του Ρουμ, με σύνορα περί το 1190, πριν την Γ΄ Σταυροφορία
Σημ.: στον χάρτη σημειώνονται οι ακόλουθες μάχες:
Μάχη του Μαντζικέρτ (1071)
Μάχη Δορύλαιου [Dorylaeum (1097)], Σελτζούκων & Σταυροφόρων Α΄ Σταυροφορίας
Μάχη στο Μυριοκέφαλο [Myriokephalon, 1176]
Κατάληψη Αττάλειας από τους Σελτζούκους (1207)
Μάχη Δορύλαιου (1147), Σελτζούκων & Γερμανών Σταυροφόρων Β΄ Σταυροφορίας
Κατάληψη Σινώπης στον Πόντο από τους Σελτζούκους (1214)
ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ, ΜΟΓΓΟΛΟΙ, ΤΟΥΡΚΟΙ: ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ & ΑΝΤΙΠΑΛΟΤΗΤΕΣ
Όταν οι Μογγόλοι νίκησαν τους Σελτζούκους και κατέλαβαν την Ανατολία, οι Τούρκοι έγιναν υποτελείς των Ιλ-Χαν που ίδρυσαν την δική τους αυτοκρατορία στην τεράστια περιοχή που εκτείνεται από το σημερινό Αφγανιστάν έως την Τουρκία. Καθώς οι Μογγόλοι κατέλαβαν περισσότερα εδάφη στη Μικρά Ασία, οι Τούρκοι μετακινήθηκαν περαιτέρω δυτικά και εγκαταστάθηκαν στα σύνορα Σελτζούκων-Βυζαντινών, έως τα παράλια του Αιγαίου. Στις 10 Απριλίου 1262, ο Χιουλεγκιού έστειλε νέα επιστολή στον Λουδοβίκο Θ΄ της Γαλλίας, προσφέροντας ξανά μία συμμαχία. Η επιστολή ανέφερε την πρόθεση του Χιουλεγκιού να καταλάβει την Ιερουσαλήμ προς όφελος των Χριστιανών (!) και ζήτησε από τον Λουδοβίκο Θ’ να αποστείλει στόλο εναντίον των Μαμελούκων της Αιγύπτου: στην επιστολή διευκρινιζόταν ότι στο παρελθόν, οι Μογγόλοι είχαν την εντύπωση ότι ο Πάπας ήταν ο ηγέτης των Χριστιανών, αλλά πλέον συνειδητοποίησαν ότι η αληθινή δύναμη ανήκε στην γαλλική μοναρχία[3]. Δεν είναι σαφές εάν η επιστολή έφθασε στον Λουδοβίκο Θ΄ στο Παρίσι, αλλά ο Πάπας Ουρβανός συνεχάρη τον Χιουλεγκιού για την έκφραση καλής θέλησης προς την χριστιανική πίστη και τον ενθάρρυνε να μεταστραφεί στον χριστιανισμό.
Ο Χιουλεγκιού συγκέντρωσε στράτευμα για να επιτεθεί στους Μαμελούκους και να εκδικηθεί για την ήττα στην Αιν-Τζαλούτ, ωστόσο, αντ’ αυτού σύρθηκε σε εμφύλιο πόλεμο με τον αδελφό του Μπατού Χαν (1227-1255), τον Μπέρκ [Berke, διάδοχος Χαν της Χρυσής Ορδής: 1257-1266]. Ο Μπέρκ Χαν, έστρεψε για πρώτη φορά στο μουσουλμανισμό το Χανάτο που κληρονόμησε. Ως μουσουλμάνος από το 1252, είχε ορκιστεί εκδίκηση μετά την καταστροφή της Βαγδάτης από τον Χιουλεγκιού και συμμάχησε με τους Μαμελούκους, (διάσπαση των Μογγόλων). Αρχικά ο Μπέρκ αντιστάθηκε στην ιδέα του πολέμου κατά του Χιουλεγκιού και φέρεται να είχε δηλώσει: «Οι Μογγόλοι σκοτώνονται από ξίφη Μογγόλων. Εάν ήμασταν ενωμένοι, τότε θα είχαμε κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο». Όμως, η οικονομική κατάσταση της Χρυσής Ορδής, λόγω των ενεργειών του Ιλ-Χανάτου, που κατείχε τον πλούτο του βόρειου Ιράν και εξαιτίας των αιτημάτων του να μην πουλήσουν σκλάβους στους Μαμελούκους, τον οδήγησε να κηρύξει ιερό πόλεμο (τζιχάντ). Αλλά υπήρχε και μία άλλη αιτία γι΄ αυτήν τη σύγκρουση: η περιοχή του Αζερμπαϊτζάν ενώ αρχικά είχε δοθεί στην κυριαρχία της Χρυσής Ορδής, ο νέος Μεγάλος Χαν (Χαγάνος) Μέγκε-κε, την παραχώρησε στον αδελφό του Χιουλεγκιού. Ο Μπέρκ παράβλεψε υπομονετικά αυτές τις δυσάρεστες καταστάσεις, έως τον θάνατο του Μέγκε-κε. Στη συνέχεια ξεκίνησε μια μεγάλη σειρά επιδρομών στα εδάφη του Χιουλεγκιού, με επικεφαλής τον ανεψιό του Νογκάι [Nogai]. Ο Χιουλεγκιού υπέστη σοβαρή ήττα το 1263, σε μια απόπειρα εισβολής βόρεια του Καυκάσου.
Ο Χιουλεγκιού επιχείρησε να επικοινωνήσει με τους Φράγκους, σε μια προσπάθεια να διαμορφώσει μία συμμαχία Λατινο-Μογγόλων εναντίον των Μουσουλμάνων. Το 1262, έστειλε τον γραμματέα του Ριχάλδο [Rychaldus], ως πρεσβεία σε “όλους τους βασιλιάδες και πρίγκιπες στο εξωτερικό”. Προφανώς, η αποστολή σταμάτησε στη Σικελία από τον Μανφρέδο [Manfred, βασιλιά της Σικελίας, 1258-1266], ο οποίος ήταν σε σύγκρουση με τον Πάπα, σύμμαχος με τους Μαμελούκους και ο γραμματέας-αγγελιοφόρος επέστρεψε άπρακτος.
Μετά την ανάδειξη του Κιλίτζ Αρσλάν Δ΄ το 1257 ως μοναδικού σουλτάνου του Ικονίου υπό μογγολική επικυριαρχία, εμφανίζεται στο προσκήνιο η δυναμική προσωπικότητα του «Περβανέ», (τοποτηρητή των Μογγόλων Ιλ-Χανιδών στο Ικόνιο), Μουϊνεδδίν Σουλεϊμάν, [Muineddin Süleyman], ο οποίος το 1265 παραγκώνισε από την εξουσία τον σουλτάνο τον οποίο και εκτέλεσε. Ο Μουϊνεδδίν Σουλεϊμάν αποκατέστησε ισχυρή συγκεντρωτική διακυβέρνηση στις πόλεις και στις επαρχίες του σουλτανάτου, υπό μογγολική πλέον κυριαρχία και έλαβε μέτρα για την διατήρηση του περσο-ισλαμικού πολιτισμού (Σαββίδης, 2006, σελ. 126). To 1260 o Καϋκαούς Β΄ διέφυγε από το Ικόνιο στην Κριμαία, όπου πέθανε το 1279. Μετά την εκτέλεση του Κιλίτζ Αρσλάν Δ΄ ο ανήλικος γιος του, Καϋχοσρόης Γ΄ (1265-1284) έγινε κατ’ όνομα ηγεμόνας της Μικράς Ασίας, με την πραγματική εξουσία να ασκείται από τους Μογγόλους, ή τους σημαίνοντες αντιβασιλείς.
Στο Βυζάντιο ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, μετά την αποκατάσταση της κυριαρχίας του, συμμάχησε με τους Μογγόλους, οι οποίοι ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκοί για τον Χριστιανισμό, καθώς μια μειονότητα από αυτούς ήταν Νεστοριανοί Χριστιανοί. Υπέγραψε συνθήκη το 1263 με τον Μογγόλο Χαν του Κιπτσάκ (Χρυσή Ορδή) και δύο πριγκίπισσες, η Ευφροσύνη και η Μαρία νυμφεύτηκαν Μογγόλους: τον κυβερνήτη Νογκάι της Χρυσής Ορδής και τον ηγεμόνα Άμπακα Χαν [Abaqa Khan, 1265-1282] του Ιλ-Χανάτου, αντίστοιχα.
Χάρτης 2: Βυζαντινή Αυτοκρατορία & Φραγκικά κράτη στην Ελλάδα το 1265
Map from William R. Shepherd’s Historical Atlas (1911)
Στις τελευταίες δεκαετίες του 13ου αιώνα, οι κυβερνήτες του Ιλ-Χανάτου και οι υποτελείς τους Σελτζούκοι έχασαν τον έλεγχο σε μεγάλο μέρος της Ανατολίας. Οι Μογγόλοι ενεπλάκησαν σε εμφύλιες συγκρούσεις. Ιδιαίτερα μετά το 1277, η πολιτική σταθερότητα στα εδάφη των Σελτζούκων διαλύθηκε γρήγορα, οδηγώντας στην ενίσχυση Τουρκομάνων αρχηγών στα δυτικά και νότια τμήματα της Ανατολίας και την διαμόρφωση κρατιδίων, που ονομάστηκαν «Εμιράτα» ή “Beyliks”, (Μπεηλίκια). Πολλοί Τουρκομάνοι άρχοντες κατάφεραν να καθιερωθούν ως κυβερνήτες σε διάφορες ηγεμονίες. Ανάμεσα σ΄ αυτά τα εμιράτα κατά μήκος της ακτής του Αιγαίου, από βορρά προς νότο, απλώνονταν τα εμιράτα των Karasi, Aydin, Menteşe, Teke.
Πίνακας 2: Ανεξάρτητα Εμιράτα (Beyliks) σε Μικρά Ασία – Ανατολία, μετά τη μάχη του Κιοσέ-Ντάγ (1243) – (με χρονολογική σειρά ίδρυσης)
Μετά τη μάχη στο Κοσέ-Νταγ [Kösedağ] το 1243, την εισβολή των Μογγόλων το 1256 στην καρδιά της Ανατολίας, την εκτέλεση του σουλτάνου τους Κιλίτζ Αρσλάν Δ΄ το 1265, οι Σελτζούκοι για να αντιμετωπίσουν τους Μογγόλους της Περσίας (Ιλ-Χανάτο), κάλεσαν τους Μαμελούκους στην Ανατολία: ανταποκρινόμενος ο Μαμελούκος σουλτάνος Μπαϊμπάρς [Baibars] αναχώρησε από το Κάιρο στις 25 Φεβρουαρίου 1277, έφθασε στην Δαμασκό στις 24 Μαρτίου 1277 και μετά στο Χαλέπι. Μόλις πληροφορήθηκε ότι ο Μογγολικός στρατός ήταν στον ποταμό Τσεϊχάν και τους πλησίαζε, ο στρατός του σουλτάνου προσέγγισε την περιοχή του Ελμπιστάν [Elbistan]. Η μάχη έλαβε χώρα στις 15 Απριλίου 1277, μεταξύ Μαμελούκων και Μογγόλων: οι τελευταίοι είχαν τη στήριξη των Γεωργιανών, των Αρμενίων και φαινομενικά και των υποτελών τους Σελτζούκων. Οι Μογγόλοι επιτέθηκαν πρώτα, αλλά τελικά ηττήθηκαν. Φαίνεται ότι και οι δύο πλευρές περίμεναν βοήθεια από τον στρατό του Περβανέ [Pervâne] και τους Σελτζούκους του: ο ίδιος είχε προσπαθήσει να συμμαχήσει και με τις δύο πλευρές για να διατηρήσει ανοιχτές τις επιλογές του, και ο στρατός του ήταν κοντά στο πεδίο της μάχης, αλλά δεν συμμετείχε. Μετά τη μάχη πολλοί στρατιώτες του αιχμαλωτίστηκαν, ενώ άλλοι προσχώρησαν πρόθυμα στους Μαμελούκους.
Μετά τη νίκη του Μπαϊμπάρς, οι Μαμελούκοι βάδισαν προς την Καισάρεια, στην καρδιά της Ανατολίας, όπου εισήλθαν θριαμβευτικά στις 23 Απριλίου 1277. Στο μουσουλμανικό πανηγύρι, ο Μπαϊμπάρς απαγόρευσε το χτύπημα τυμπάνων, καθώς φοβήθηκε τις εξελίξεις. Τότε περίπου επιβλήθηκε η τουρκική, ως γλώσσα της διοίκησης. Υπό το πρίσμα της νίκης, ο Περβανέ επιχείρησε να προσελκύσει τους Μαμελούκους σε μια αντιπαράθεση μ΄ έναν νέο στρατό της Μογγολίας, υπό τον ηγεμόνα τους, Άμπακα Χαν. Ωστόσο η πιθανότητα μιας νέας σύγκρουσης έπεισε τον Μπαϊμπάρς να επιστρέψει στη Συρία, καθώς ήταν τόσο μακριά από τις βάσεις του, εγκαταλείποντας τον διοικητή της εμπροσθοφυλακής του, στους Μογγόλους. Ο Περβανέ έστειλε επιστολή στον Μπαϊμπάρς ζητώντας του να καθυστερήσει την αναχώρησή του, αλλά ο Μπαϊμπάρς τον τιμωρούσε, επειδή δεν τον βοήθησε κατά την διάρκεια της μάχης του Ελμπιστάν. Ο Μπαϊμπάρς του είπε ότι έφευγε για τη Σεβάστεια, για να τον παραπλανήσει μαζί με τους Μογγόλους. Συνεπώς ο Μαμελούκος σουλτάνος Μπαϊμπάρς επέδραμε στη Μικρά Ασία, νίκησε τους Μογγόλους και τους υποκατέστησε προσωρινά ως επικυρίαρχος του Σελτζουκικού βασιλείου. Ωστόσο καθώς οι εγχώριες δυνάμεις που τον είχαν καλέσει, δεν ενδιαφέρθηκαν για την υπεράσπιση της χώρας τους, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην βάση του στην Αίγυπτο και η Μογγολική κυριαρχία αποκαταστάθηκε επίσημα και βίαια.
Έτσι ο Μογγόλος Άμπακα Χαν, επαναβεβαίωσε την εξουσία του στο Ρουμ. Μετά την έρευνά του στο πεδίο της μάχης, διέταξε τον θάνατο του μουσουλμανικού πληθυσμού της Καισάρειας και του ανατολικού Ρουμ – μεγάλος αριθμός ανθρώπων σκοτώθηκαν. Ο στρατός του έπρεπε να καταστείλει και την εξέγερση των Καραμανίδων, που δήλωσαν πίστη στον Μπαϊμπάρς. Έστειλε στρατό προς τη Συρία, αλλά αφού έμαθε το μέγεθος του αντίπαλου στρατού, ανακάλεσε τις δυνάμεις του. Οι Μογγόλοι είχαν τα δικά τους υλικοτεχνικά προβλήματα. Ο Άμπακα τελικά δολοφόνησε και τον Περβανέ.
ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΩΝ ΟΘΩΜΑΝΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ
Στην άλλη άκρη, στα βορειοδυτικά της Μικράς Ασίας, γύρω από το Söğüt [Θηβάσιο, Thebasion, έως το 1231), υπήρχε το μικρό και, σε αυτό το στάδιο, ασήμαντο, οθωμανικό εμιράτο (μπεηλίκ) – αποτελώντας τη μικρότερη απειλή για την βυζαντινή κυριαρχία. Οι Βυζαντινοί γνώριζαν το Θηβάσιο, ως ένα σταθμό στον «Δρόμο του Μεταξιού», [Silk Road], ανάμεσα στις παράκτιες πόλεις στη νότια ακτή της Θάλασσας του Μαρμαρά και στην ενδοχώρα της Ανατολίας. Το οθωμανικό εμιράτο ήταν ασφυκτικά περιορισμένο μεταξύ των Βυζαντινών (βόρεια) και των εμιράτων: Karasids (δυτικά), Germiyanids (νότια), Jandarids (ανατολικά). Καθώς το Βυζάντιο ήταν εξασθενημένο, οι πόλεις του στη Μικρά Ασία δεν μπορούσαν να αντισταθούν στις επιθέσεις των εμιράτων και πολλοί τουρκόφωνοι σταδιακά εγκαταστάθηκαν στα δυτικά μέρη της Μικράς Ασίας -Ανατολίας.
Αναλυτικότερα η φυλή Kayi των Ογούζων [Oghuz] Τούρκων, με επικεφαλής τον Ερτογούλ [Ertuğrul, 1280], έφυγε από το χάος που έφεραν οι Μογγόλοι στην πατρίδα τους στην Κεντρική Ασία κατά τον 13ο αιώνα. Όπως πολλές από τις συγγενείς φατρίες, μετανάστευσαν μέσω του Χορασάν στην Ανατολία, την οποία τότε κυβερνούσε το Σελτζουκικό Σουλτανάτο του Ρουμ, που ιδρύθηκε από συγγενείς φυλές. Πρώτα έστησαν στρατόπεδο, (με την κυριολεκτική έννοια, με τις παραδοσιακές τους σκηνές, όπως στις στέπες της Κεντρικής Ασίας), στο Ahlat στη λίμνη Βαν, το οποίο ήταν τότε στο ανατολικό άκρο του Σουλτανάτου. Αργότερα τους παραχωρήθηκε η περιοχή γύρω από το Söğüt, στο αντίθετο άκρο του σουλτανάτου, στα βορειοδυτικά του σύνορα. Η πολιτική των Σελτζούκων του Ρουμ απέναντι στις φυλές που ξεχύνονταν από τα ανατολικά, ήταν να τις εγκαταστήσουν στα σύνορα του Σουλτανάτου, για να κρατήσουν αυτούς τους άτακτους νομάδες μακριά από τα αστικά κέντρα και να διατηρήσουν τα σύνορα ασφαλή, από την χρήση τους ως πρώτη γραμμή άμυνας έναντι ανεπιθύμητων εισβολών. Τους δόθηκε επίσης αυτονομία στις φυλετικές τους υποθέσεις, αρκεί να είχαν αποδεχθεί την επικυριαρχία του σουλτάνου των Σελτζούκων στο Ικόνιο.
Προς το τέλος της βασιλείας του ο Σελτζούκος σουλτάνος Καϋχοσρόης Γ΄ (1265-1284), μπορούσε να ασκεί κυριαρχία μόνο σε περιοχές γύρω από το Ικόνιο. Ορισμένοι από τους Μπέηδες, (περιλαμβανομένων των Οθωμανών στο ξεκίνημά τους) και οι Σελτζούκοι κυβερνήτες εξακολουθούσαν να αναγνωρίζουν, έστω και κατ’ όνομα, την κυριαρχία του σουλτάνου στο Ικόνιο και οι σουλτάνοι συνέχιζαν να αυτοαποκαλούνται «Φαρεντίν», (“Περηφάνια του Ισλάμ”). Όταν ο Καϋχοσρόης Γ΄ εκτελέσθηκε το 1284, (όπως και ο πατέρας του το 1265), η σελτζουκική δυναστεία υπέστη άλλο ένα πλήγμα από εσωτερικές διαμάχες που κράτησαν μέχρι το 1303: αρχικά ο Μασούντ Β΄ [Masud ΙΙ] αυτοανακηρύχθηκε σουλτάνος στην Καισάρεια και όχι στο Ικόνιο (1284-1296). Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Καϋκαούς Β΄. Πέρασε μέρος της νεανικής του ζωής ως εξόριστος στην Κριμαία και έζησε για ένα διάστημα στην Κωνσταντινούπολη. Εμφανίστηκε στην Ανατολία το 1280 ως διεκδικητής του θρόνου. Ο Ιλ-Χαν σουλτάνος Αχμάντ [Ahmad] τον έχρισε νέο σουλτάνο των Σελτζούκων.
Η βασιλεία του σηματοδοτεί την οριστική άνοδο στην εξουσία των συνοριακών τουρκμένων ηγεμόνων, ιδίως των Καραμανίδων, των Ashrafids και των Germiyanids. Ο διάδοχος του Αχμάντ, Arghun, διαίρεσε τα εδάφη των Σελτζούκων και παραχώρησε το Ικόνιο [Konya] με το δυτικό ήμισυ του σουλτανάτου του Ρουμ στους δύο γιούς του Καϋχοσρόη Γ΄. Τότε ο Μασούντ Β΄ εισέβαλε στο Ικόνιο, τους δολοφόνησε και εγκαταστάθηκε αυτός ως κυρίαρχος στην πόλη το 1286. Ηγήθηκε αρκετών εκστρατειών, ενάντια στις αναδυόμενες τουρκμενικές ηγεμονίες, τα εμιράτα, για λογαριασμό των Μογγόλων και συνήθως με Μογγολικά στρατεύματα. Αξιοσημείωτη ανάμεσά τους είναι η αποστολή που ξεκίνησε στα τέλη του 1286, εναντίον των Germiyanids. Οι τελευταίοι ήταν μια πολεμική ομάδα τουρκμενικής καταγωγής, που είχε εγκατασταθεί από τους Σελτζούκους μια γενιά πριν στη νοτιοδυτική Ανατολία, για να διατηρήσει υπό έλεγχο τους πιο απείθαρχους Τουρκμένιους νομάδες. Ο Μασούντ διεξήγαγε την εκστρατεία υπό την επίβλεψη του βεζίρη και πρεσβύτερου, Φακρ αλ-Ντιν Αλί [Fakhr al-Din Ali]. Αν και υπήρξαν μερικές επιτυχίες στο πεδίο της μάχης, οι εξαιρετικά ευκίνητοι Germiyanids, παρέμειναν μια σημαντική δύναμη στην περιοχή.
Το 1291–92 οι Μογγόλοι παρενέβησαν και πάλι άμεσα για να αποκαταστήσουν την τάξη. Το 1296 σε μια ατμόσφαιρα που χαρακτηρίζεται από ίντριγκα και σχεδόν συνεχή εξέγερση εναντίον της μακρινής αρχής του Ιλ-Χανάτου, από την πλευρά των Μογγόλων στρατιωτικών διοικητών και από τους ντόπιους τουρκμένιους ισχυρούς, ο άτυχος Μασούντ ενεπλάκη σε μια συνωμοσία εναντίον του Ιλ-Χανάτου: το 1298 ο Μασούντ αναγκάστηκε να ταξιδέψει στην πρωτεύουσα του Ιλ-Χανάτου, (Ταμπρίζ), για να ζητήσει στρατιωτική βοήθεια για να ανακτήσει τον έλεγχο. Απαλλάχθηκε των καθηκόντων του, του δόθηκε χάρη και περιορίστηκε στην Ταμπρίζ [Tabriz] του Ιράν. Αντικαταστάθηκε από τον Καϋκοβάδη Γ΄ [Kayqubad III] ως σουλτάνος του Ρουμ, μεταξύ των ετών 1298 και 1302: ήταν ανιψιός του εκτοπισμένου Καϋκαούς Β΄ και είχε ισχυρή υποστήριξη μεταξύ των Τουρκμένων. Ως σουλτάνος ήταν υποτελής των Μογγόλων και δεν ασκούσε καμία πραγματική εξουσία. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά γύρω στο 1283, ως διεκδικητής του θρόνου των Σελτζούκων. Αναγνωρίστηκε από τους Τουρκμένιους Καραμανίδες, αλλά ηττήθηκε από τον βεζίρη Φακρ αλ-Ντίν Αλί και τον Καϋχοσρόη Γ΄ και αναζήτησε καταφύγιο στην Αρμενία της Κιλικίας. Τίποτα δεν είναι γνωστό για τις κινήσεις του ξανά μέχρι το 1298, όταν διορίστηκε σουλτάνος από τον Ιλ-Χαν Mahmud Ghazan, μετά την αποπομπή του Μασούντ Β΄. Εκκαθάρισε την διοίκηση των Σελτζούκων από τους άνδρες του προκατόχου του με ακραία βία και έγινε βαθύτατα δημοφιλής. Ως αποτέλεσμα, όταν επισκέφτηκε το Ιλ-Χανάτο το 1302, εκτελέστηκε από τον σουλτάνο Mahmud Ghazan και αντικαταστάθηκε από τον προγενέστερο σουλτάνο Μασούντ Β΄. Έτσι ο Μασούντ επέστρεψε στον θρόνο το 1303. Η παρέμβαση των Μογγόλων και η αντίσταση των Τουρκομάνων ηγεμόνων εξακολούθησαν να κυριαρχούν τις τελευταίες δεκαετίες της κυριαρχίας των Σελτζούκων. Ο Μασούντ και οι σύμμαχοί του Μογγόλοι πραγματοποίησαν παρόμοιες μάταιες αποστολές εναντίον των Καραμανίδων και των Eshrefids.
Από το 1306 περίπου ο Μασούντ Β΄ και το σελτζουκικό σουλτανάτο, φέρεται να εξαφανίζονται από τις ιστορικές καταγραφές. Ο σουλτάνος δολοφονήθηκε το 1307 με εντολή του Ghazan και νεότερα ευρήματα του 2015 δείχνουν ο τάφος του να έχει εντοπιστεί στη Σαμψούντα. Σύμφωνα με τον Rustam Shukurov, ο Μασούντ Β΄ “είχε διπλή χριστιανική και μουσουλμανική ταυτότητα, μια ταυτότητα που περιπλέχθηκε περαιτέρω από τη διπλή τουρκο-περσική και ελληνική εθνική ταυτότητα”. Τον διαδέχθηκε ο γιός του Μασούντ Γ΄, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί το τελευταίο μέλος της δυναστείας που άσκησε κυριαρχία. Αν και ορισμένες πηγές αναφέρουν την ύπαρξη των Σελτζούκων στα επόμενα χρόνια σε διάφορα μέρη της Ανατολίας, πιθανόν δολοφονήθηκε και ο Μασούντ Γ΄. Ένας μακρινός συγγενής της σελτζουκικής δυναστείας εγκαταστάθηκε ως εμίρης του Ικονίου, αλλά νικήθηκε και τα εδάφη του καταλήφθηκαν από τους Καραμανίδες το 1328. Ο σουλτάνος του Ιλ-Χανάτου Αμπού Σάιντ (1316-1335) υπέγραψε εμπορική συνθήκη με τη Βενετία το 1320, βελτίωσε τις σχέσεις με τους Μαμελούκους της Αιγύπτου και με το Σουλτανάτο του Δελχί. Το 1335 με τον θάνατό του, η μογγολική εξουσία στην περιοχή κατέρρευσε, επικυρώνοντας την οδό για τον πολιτικό κατακερματισμό σε εμιράτα στην Μικρά Ασία – Ανατολία και την άνοδο των Οθωμανών. Η νομισματική σφαίρα επιρροής του σουλτανάτου του Ρουμ επέζησε κάπως περισσότερο και σελτζουκικά νομίσματα θεωρούμενα γενικά αξιόπιστα, συνέχισαν να χρησιμοποιούνται για όλον τον 14ο αιώνα μεταξύ άλλων και από τους Οθωμανούς.
Χάρτης 3: Μικρά Ασία & Μέση Ανατολή μετά την κατάρρευση του Ιλ-Χανάτου, 1345
Το νεοσυσταθέν οθωμανικό κράτος ήταν πιο τυχερό σε σχέση με τα άλλα μικρά βασίλεια, που σχημάτιζαν ένα συνονθύλευμα στον χάρτη της Μικράς Ασίας – Ανατολίας, όπως ήταν στα συνοριακά εδάφη (Θέματα) της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία είχε εξασθενίσει πολύ εκείνη την εποχή. Χρησιμοποιώντας το Söğüt ως βάση, οι Οθωμανοί κατέλαβαν γρήγορα τα βυζαντινά κάστρα στην περιοχή, αλλά χρειάστηκε μέχρι το πρώτο έτος της βασιλείας του Ορχάν Α΄(1324–1362), γιού του Οσμάν Α΄, που ανέλαβε τον έλεγχο της Προύσας [Bursa], της πρώτης μεγάλης πόλης που υπαγόταν στην οθωμανική κυριαρχία. Η έδρα του εμιράτου μετακινήθηκε γρήγορα στην Προύσα της Βιθυνίας. Ο Ανδρόνικος Γ΄ του Βυζαντίου, αποφάσισε να ανακουφίσει τις πολιορκημένες πόλεις της Νικομήδειας και της Νίκαιας, ελπίζοντας να αποκαταστήσει τα σύνορα σε σταθερή θέση. Μαζί με τον Μεγάλο Δομέστιχο Ιωάννη Καντακουζηνό, οδήγησε ένα στρατό περίπου 4.000 ανδρών, κατά μήκος της Θάλασσας του Μαρμαρά προς τη Νικομήδεια. Ακολούθησε η μάχη της Πελεκάνου [Pelecan], στις 10 έως 11 Ιουν 1329, μεταξύ των Βυζαντινών και του οθωμανικού στρατού, υπό τον Ορχάν Α΄. Ο βυζαντινός στρατός ηττήθηκε.
Η μάχη αυτή, ήταν η πρώτη εμπλοκή στην οποία ένας Βυζαντινός Αυτοκράτορας συνάντησε έναν Οθωμανό Μπέη: η επίδραση της μάχης στο ηθικό ήταν πιο σημαντική από την ίδια τη μάχη, καθώς οι βαριά οπλισμένοι και πειθαρχημένοι Βυζαντινοί είχαν υποχωρήσει απέναντι σε ελαφρώς οπλισμένους Τούρκους. Οι πρώην αυτοκρατορικές πρωτεύουσες της Νικομήδειας και της Νίκαιας δεν ανακουφίστηκαν και η διατήρηση του αυτοκρατορικού ελέγχου στον Βόσπορο δεν ήταν πλέον δυνατή. Οι Οθωμανοί κατέλαβαν τη Νίκαια το 1331 και τη Νικομήδεια το 1337, δημιουργώντας έτσι μια ισχυρή βάση. Οι κάτοικοι της Νίκαιας και της Νικομήδειας ενσωματώθηκαν γρήγορα στο αναπτυσσόμενο οθωμανικό κράτος, και πολλοί από αυτούς είχαν ήδη προσεγγίσει το Ισλάμ μέχρι το 1340. Με την κατάληψη αυτών των πόλεων και την προσάρτηση του εμιράτου του Καράσι το 1336, οι Οθωμανοί είχαν ολοκληρώσει την κατάκτηση της Βιθυνίας και την βορειοδυτική γωνία της Ανατολίας, (Μυσία).
Για αιώνες αφότου μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα στην Προύσα, το Söğüt λησμονήθηκε, αν και βρισκόταν ακόμη σε μια σημαντική διαδρομή που κατευθυνόταν προς το οροπέδιο της Ανατολίας. Αργότερα, κατά την εποχή του εθνικισμού τον 19ο αιώνα, όταν η οθωμανική εξουσία ήταν σε σταθερή παρακμή και σε αποσάθρωση στις απομακρυσμένες περιοχές της αυτοκρατορίας που κατοικούνταν από μη-τουρκικό πληθυσμό, το Söğüt έλαβε μια ώθηση, ειδικά με την «επιστροφή στις ρίζες», (‘back to the roots’) του Αβδούλ-Χαμίτ Β΄ [Abdülhamid II (1876-1909)], ο οποίος διέταξε την επισκευή των παλαιότερων οθωμανικών κατασκευών, την ανακατασκευή ενός τζαμιού και επέλεγε τα μέλη του προσωπικού του συντάγματος σωματοφυλακής, από την φατρία Karakeçili – η οποία θεωρείτο ως οι πιο κοντινοί συγγενείς της δυναστικής οικογένειας – της αρχικής φυλής Kayı, που κατοίκησε γύρω από το Söğüt.
Χάρτης 4: Ανεξάρτητα Εμιράτα (Beyliks) σε Μικρά Ασία – Ανατολία το 1301
Αν και οι Οθωμανοί αποτελούσαν μόνο ένα μικρό πριγκιπάτο μεταξύ των πολυάριθμων Τούρκων Beyliks, και έτσι αποτελούσαν τη μικρότερη απειλή για τη βυζαντινή αρχή, η θέση τους στη βορειοδυτική Ανατολία, στην πρώην βυζαντινή επαρχία της Βιθυνίας, έγινε μια τυχερή θέση για τις μελλοντικές κατακτήσεις τους. Οι Λατίνοι, που είχαν κατακτήσει την πόλη της Κωνσταντινούπολης το 1204 κατά τη διάρκεια της Δ΄ Σταυροφορίας, ίδρυσαν μια Λατινική Αυτοκρατορία (1204–61), διαίρεσαν τα πρώην βυζαντινά εδάφη στα Βαλκάνια και το Αιγαίο μεταξύ τους, και ανάγκασαν τους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες να εξορίσουν στη Νίκαια (σημερινή Ίζνικ). Από το 1261 και μετά, οι Βυζαντινοί ασχολήθηκαν σε μεγάλο βαθμό με την ανάκτηση του ελέγχου τους στα Βαλκάνια. Προς το τέλος του 13ου αιώνα, καθώς η Μογγολική δύναμη άρχισε να μειώνεται, οι Τουρκομάνοι ανέλαβαν μεγαλύτερη ανεξαρτησία.
Στα τέλη του 13ου αιώνα, τούρκοι γαζήδες (“ιεροί πολέμαρχοι του ισλαμικού τζιχάντ”), εκμεταλλεύθηκαν την κατάρρευση του βυζαντινού αμυντικού συστήματος στη Μικρά Ασία για να ιδρύσουν μια σειρά από τουρκομανικά χανάτα στο δυτικό της τμήμα. Μεγάλη ευθύνη γι’ αυτό φέρει ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (1261 – 1282), καθώς μετά την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης (1261), η Μικρά Ασία παραμελήθηκε από την κεντρική εξουσία με αποτέλεσμα οι Τουρκομάνοι να καταλάβουν το μεγαλύτερο μέρος της. Το οθωμανικό κρατίδιο, ιδρύθηκε κατά το τρίτο τέταρτο του 13ου αιώνα στη σελτζουκική μεθόριο με το Βυζάντιο, στην περιοχή του Σογκούτ, βορειοδυτικά του Δορύλαιου (Εσκί Σεχίρ). Ιδρύθηκε από ένα γένος της ογουζικής φυλής Καγί, το οποίο αργότερα αποκλήθηκε “οθωμανικό” από το όνομα του ηγεμόνα του Γαζή Οσμάν (ή Οθμάν, 1281-1326). Οι πρόγονοι των Οθωμανών ήταν ένα από τα νέα τουρκομανικά γένη, που είχαν εισβάλλει στην Αρμενία και έπειτα στη Μικρά Ασία, κατά τον 13ο αιώνα, ξεφεύγοντας από τη μογγολική εισβολή. Η τουρκική παράδοση περιλαμβάνει μια γενεαλογία του Οσμάν, η οποία δεν είναι έγκυρη, αλλά γράφηκε εκ των υστέρων, για να δώσει ένα ένδοξο παρελθόν στον ιδρυτή της αυτοκρατορίας. Η οθωμανική ιστορία αρχίζει με τον Οσμάν. Το 1289 κατέλαβε το Δορύλαιο και το έκανε πρωτεύουσά του. Ο Οσμάν Α΄ συγκέντρωσε Τούρκους πολεμιστές απ΄ όλη τη Μικρά Ασία καθώς και Βυζαντινούς, εχθρούς των Παλαιολόγων, οι οποίοι εξισλαμίστηκαν σταδιακά. Αυτό το «σύνολο», ονομάστηκε «Οθωμανοί». Το οθωμανικό κρατίδιο, ενισχυόταν συνεχώς από μουσουλμάνους πολεμιστές οι οποίοι ερχόταν στα εδάφη του από διάφορα μέρη. Υπήρχε γι’ αυτούς η προοπτική του διαρκούς «ιερού πολέμου» και η απόσπαση λαφύρων και γαιών από το γειτονικό Βυζάντιο.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν μια τουρκική δεσποτεία, που διατηρήθηκε από το 1299 έως το 1922, (623 έτη). Υπό τον ιδρυτή της, Οσμάν Α΄ [Osman I, 1299-1324], το νομαδικό οθωμανικό εμιράτο επεκτάθηκε κατά μήκος του ποταμού Σαγγάριου [Sakarya] και δυτικά προς την θάλασσα του Μαρμαρά. Το 1301 ο Οσμάν κατέλαβε τη Μελάγχεια (Γενισεχίρ) και την έκανε στρατιωτικό ορμητήριο. Το 1302 έπεσε η Πέργαμος, το 1304 καταλήφθηκαν η Έφεσος, τα Θύραια και το Πυργί(ον). Μια μικρή ανάσα έλαβε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, από τις επιτυχίες των Καταλανών μισθοφόρων εναντίον των Οθωμανών. Η δολοφονία όμως του αρχηγού των Καταλανών Ροζέ ντε Φλορ, στοίχισε πολύ ακριβά στο Βυζάντιο.
Στη συνέχεια ο γιος του Οσμάν, Ορχάν Α΄, (1324-1360), επιτέθηκε και κατέκτησε το 1326, το σημαντικό αστικό κέντρο της Προύσας, ανακηρύσσοντας την ως οθωμανική πρωτεύουσα. Το 1331 καταλήφθηκε η Νίκαια και το 1337 η Νικομήδεια. Η κατάρρευση του Ιλ-Χανάτου το 1335 τους έσωσε από τη μογγολική απειλή. Το 1354, οι Οθωμανοί διέσχισαν την Ευρώπη, παγίωσαν την θέση τους στην χερσόνησο της Καλλίπολης, ενώ ταυτόχρονα κατευθύνθηκαν και ανατολικά, καταλαμβάνοντας την Άγκυρα. Σταδιακά η Δυτική Μικρά Ασία απόκτησε πληθυσμό τουρκόφωνων νομάδων, με ισλαμική πίστη. Πολλοί τουρκόφωνοι από την Ανατολία άρχισαν να εγκαθίστανται σε περιοχές, που είχαν εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους, οι οποίοι είχαν φύγει από την Θράκη, πριν από την οθωμανική εισβολή. Ωστόσο, οι Βυζαντινοί δεν ήταν οι μόνοι που υπέφεραν από την οθωμανική εισβολή, καθώς στα μέσα της δεκαετίας του 1330, ο Ορχάν προσάρτησε και το τουρκικό εμιράτο του Καράσι, (Αιολία στην αρχαιότητα).
Αυτή η πρόοδος διατηρήθηκε από τον Μουράτ Α΄, (1360-1389), ο οποίος υπερδιπλασίασε τα εδάφη υπό την εξουσία του, προσεγγίζοντας τα 100.000 τετραγωνικά μίλια (260.000 χλμ.), κατανεμημένα ομοιόμορφα στην Ευρώπη και τη Μικρά Ασία. Οι Οθωμανοί κατέκτησαν στην Θράκη την Αδριανούπολη (Εντιρνέ), η οποία έγινε νέα τους πρωτεύουσα το 1365, και άνοιξαν τον δρόμο σε Βουλγαρία και τη Μακεδονία το 1371 με τη μάχη του Έβρου. Ο Μουράτ Α΄ σκοτώθηκε στη νικηφόρα για τους Οθωμανούς μάχη του Κοσσυφοπεδίου το 1389, απέναντι στους Σέρβους. Σουλτάνος των Οθωμανών ανέλαβε ο Βαγιαζήτ Α΄ (1389-1402), αφού προηγουμένως είχε στραγγαλίσει τον νεότερο αδερφό του Γιακούμπ (Yakub) για να μην διεκδικήσει τον θρόνο. Το 1390 υποχρέωσε τον Σέρβο βασιλιά να καταστεί υποτελής του και να του δώσει την κόρη του για σύζυγο και τον Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο να καταβάλλει ετήσιο φόρο και να καταστεί υποτελής του, ενώ το 1393 κατέκτησε την Βουλγαρία. Ο ιστορικός Δούκας αναφέρει την καταστροφή της Θεσσαλονίκης το 1391 από τον Βαγιαζήτ με αιτία την δραπέτευση του Μανουήλ Β´ από τη σουλτανική αυλή και την ανάδειξή του σε αυτοκράτορα. Από την εποχή εκείνη υπάρχει και η πρώτη σε ελληνικές πηγές αναφορά για παιδομάζωμα, τον αναγκαστικό εξισλαμισμό παιδιών. Αυτό έγινε το 1395 και αναφέρεται σε παρηγορητική ομιλία του τότε αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ισιδώρου προς τους γονείς των παιδιών. Θεωρείται ότι η Θεσσαλονίκη ήταν η πρώτη μεγάλη ελληνική πόλη που πλήρωσε αυτόν τον “φόρο του αίματος“. Με τις κατακτήσεις περιοχών της Θράκης, της Μακεδονίας και της Βουλγαρίας, ένας αριθμός τουρκόφωνων νομάδων εγκαταστάθηκε σ΄ αυτές. Αυτή η μορφή οθωμανικού αποικισμού ήταν μια πολύ αποτελεσματική μέθοδος για την εδραίωση της θέσης και της εξουσίας τους στα Βαλκάνια. Οι άποικοι αποτελούνταν από στρατιώτες, νομάδες, αγρότες, τεχνίτες, δερβίσηδες, ιεροκήρυκες και άλλους θρησκευτικούς λειτουργούς και διοικητικό προσωπικό. Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1396 ο Βαγιαζήτ νίκησε στη μάχη της Νικόπολης τα στρατεύματα της Γαλλο-Ουγγρικής συμμαχίας και το επόμενο έτος πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη, αλλά απέτυχε εξαιτίας της ορμητικής Μογγολικής εισβολής στη Μικρά Ασία: το ύστατο ξέσπασμα των Μογγόλων παρατηρήθηκε περὶ το 1400 υπό τον Ταμερλάνο/Τιμούρ, τον τελευταίο Μογγόλο κατακτητή. Στα επιτεύγματά του περιλαμβάνεται μια σαρωτική προέλαση έως την Ανατολία, όπου στη μάχη της Άγκυρας (20/28η Ιουλίου του 1402) κατανίκησε και αιχμαλώτισε τον Οθωμανό σουλτάνο[4]. Τα εμιράτα ισχυροποιήθηκαν, οι Οθωμανοί διαιρέθηκαν και άρχισαν εμφύλιες συγκρούσεις και το σουλτανάτο τους κατατμήθηκε. Το Βυζάντιο και πάλι εξαιτίας των Μογγόλων, λάμβανε παράταση ζωής για δεύτερη φορά.
Στην Τουρκία παραμένουν λείψανα της πολιτιστικής κληρονομιάς της Μογγολίας, συμπεριλαμβανομένων τάφων ενός κυβερνήτη της Μογγολίας και ενός γιου του Χιουλεγκιού. Ο Βαγιαζήτ οκτώ μήνες μετά την αιχμαλωσία του, στις 8 Μαρτίου του 1403, αυτοκτόνησε σε ηλικία 49 ετών, μη μπορώντας να αντέξει τον εξευτελισμό τον οποίο είχε υποστεί. Ο θάνατός του θεωρήθηκε ως παράδειγμα προς αποφυγή από τους επόμενους ηγεμόνες, μιας και θεωρείται ότι ο Θεός τον τιμώρησε για όλες τις πράξεις του που έρχονταν σε αντίθεση με τον ιερό νόμο. Τότε κάποιοι πίστεψαν ότι η οθωμανική αυτοκρατορία «έσβησε», οριστικά και αμετάκλητα. Μετά τη μάχη της Άγκυρας οι γιοί του σουλτάνου, (με εξαίρεση τον Μουσταφά, που συνελήφθη μαζί με τον πατέρα του και μεταφέρθηκαν στη Σαμαρκάνδη), διασώθηκαν από το πεδίο της μάχης, ενώ ο Μωάμεθ διασώθηκε από τον Μπαγιέζιντ Πασά και μετακινήθηκαν στην πατρίδα του δεύτερου, την Αμάσεια. Ο Μωάμεθ αργότερα έκανε τον Μπαγιέζιντ Πασά, μεγάλο βεζίρη (1413–1421).
Συμπερασματικά, η έλευση των Μογγόλων στο προσκήνιο της Ιστορίας, ανέτρεψε τις ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολή που εξετάζουμε: ανέκοψε αρχικά την επέκταση του Ισλάμ, διέλυσε το Κράτος των Μεγάλων Σελτζούκων, εμπόδισε και περιόρισε την δύναμη των Σελτζούκων του Ρουμ/Ικονίου, συνέδραμε ακούσια στην επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς της Νίκαιας και προστάτευσε την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας.
Το Βυζάντιο αλλά και η Δύση δεν κατάφεραν να αξιοποιήσουν τα κοινά τους συμφέροντα με το μογγολικό χανάτο του Ιράν, για να καταπολεμήσουν αποτελεσματικά, τους Τουρκομάνους στη Μικρά Ασία – Ανατολία και τους Μαμελούκους στην Αίγυπτο και στην Εγγύς Ανατολή/Λεβάντε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Δρ. Τμήματος Ναυτιλίας & Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Σχολής Επιστημών της Διοίκησης, Πανεπιστημίου Αιγαίου (Χίος), MA, MSc., Αρχιπλοίαρχος Οικονομικού Σώματος ΠΝ ε.α.
[2] ΜΑ, Msc., Υποναύαρχος Οικονομικού Σώματος ΠΝ ε.α.
[3] https://hal.archives-ouvertes.fr/hal-00381967/document
[4] Ο Μογγόλος κατακτητής, Ταμερλάνος κατέλαβε δυο φορές την Βαγδάτη (το 1393 και το 1401 οπότε και τη λεηλάτησε – επανάληψη του 1258), το Χαλέπι (1400) και την Δαμασκό. Προηγουμένως εισέβαλε στην Ινδία (1398-1399), ενώ νίκησε επανειλημμένα το μογγολικό Χανάτο της Χρυσής Ορδής στη νότια Ρωσία (1385-1386, 1391,1395). Η σύγκρουσή του με τους Οθωμανούς του Βαγιαζήτ, προήλθε από την εμπλοκή του τελευταίου στον χώρο επιρροής του Ταμερλάνου και από τις αιτιάσεις των εξόριστων Τουρκομάνων εμίρηδων που είχαν καταφύγει στην αυλή του Μογγόλου ηγεμόνα μετά την προσάρτηση των εμιράτων τους στο οθωμανικό κράτος. Ο Ταμερλάνος κατέλαβε τη Σεβάστεια, (26 Αυγούστου 1400, υπό οθωμανικό έλεγχο): ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, γράφει ότι οι άμαχοι ποδοπατήθηκαν από το ιππικό του, ενώ ο Δούκας αναφέρει ότι οι ηγέτες της πόλης είχαν φρικτό τέλος: καθένας τους δέθηκε κουβάρι και στη συνέχεια ρίχτηκαν ανά δέκα σε λάκκους, που καλύφθηκαν με σανίδες και χώμα. Μετά την πτώση της Σεβάστειας, ο Ταμερλάνος στράφηκε προς τη Συρία. Κατόπιν προχώρησε προς την Άγκυρα και ξεκίνησε την πολιορκία της (1402). Ο Οθωμανός σουλτάνος Βαγιαζήτ Α΄ αποφάσισε να δώσει τη μάχη στις 28 Ιουλίου 1402 μπροστά στην πόλη. Η μάχη κράτησε σχεδόν όλη μέρα: όμως τα τουρκομανικά στρατεύματα του Βαγιαζήτ αυτομόλησαν στο αντίπαλο στρατόπεδο και η πλάστιγγα έγειρε προς τον Ταμερλάνο. Ο Βαγιαζήτ, αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο του Ταμερλάνου, όπου κρατήθηκε υπό αξιοπρεπείς συνθήκες. Μεταγενέστερες φήμες, υποστηρίζουν ότι κλείστηκε σ’ ένα κλουβί και ακολουθούσε τον Ταμερλάνο στις μετακινήσεις του.
Η συντριβή του Βαγιαζήτ στην Άγκυρα, βύθισε το οθωμανικό κράτος στο χάος. Οι τέσσερις γιοι του, αφού κατόρθωσαν να ξεφύγουν από το πεδίο της μάχης, σκόρπισαν έντρομοι σε απομακρυσμένα σημεία του οθωμανικού κράτους και δήλωσαν υποταγή στον Ταμερλάνο. Οι Μογγόλοι πέντε μέρες μετά την Άγκυρα, κατέλαβαν την Προύσα, πρωτεύουσα του Βαγιαζήτ και πήραν όλους τους θησαυρούς του. Στη συνέχεια λεηλατήθηκαν η Νίκαια, η Νικομήδεια, η Λάμψακος, το Αδραμύττιο, η Άσσος, η Πέργαμος, οι Σάρδεις, η Μαγνησία, η Έφεσος, η Φιλαδέλφεια, η Πέργη, η Αττάλεια, το Ικόνιο και η Καισάρεια. Οι κάτοικοι των περιοχών αυτών ανεξαρτήτως θρησκεύματος ή φυλής υπέστησαν τα πάνδεινα. Αποκορύφωμα της εκστρατείας ήταν η καταστροφή του παραθαλάσσιου φρουρίου της Σμύρνης που βρισκόταν υπό την κατοχή των Ιωαννιτών ιπποτών της Ρόδου από το 1344. Στη Σμύρνη, υπήρχε και δεύτερο φρούριο-ακρόπολη στην κορυφή του όρους Πάγος που κατείχαν οι Τούρκοι.
Ο Ταμερλάνος σε μία επίδειξη δύναμης προς την Δύση, κατέλαβε μέσα σε δύο εβδομάδες το φρούριο των Ιωαννιτών, (η πολιορκία άρχισε στις 2 Δεκεμβρίου 1402). Οι ιππότες πρόλαβαν να φύγουν με τις γαλέρες τους. Ωστόσο 1.000-4.000 Έλληνες πρόσφυγες από τις γειτονικές περιοχές της Εφέσου και του Νυμφαίου εμποδίστηκαν από τους Ιωαννίτες να επιβιβαστούν σ’ αυτές. Οι άνδρες του Ταμερλάνου τους έφεραν μπροστά του. Εκείνος διέταξε να τους αποκεφαλίσουν με ξίφη και κατασκεύασε έναν πύργο, τοποθετώντας ανά μια πέτρα και ένα κεφάλι ώστε τα πρόσωπα να είναι στη σειρά. «Παράξενη, τερατώδης και απάνθρωπη επινόηση», γράφει για τη βάρβαρη ενέργεια του Μογγόλου ο Δούκας που την εξιστορεί. Οι Μογγόλοι σύντομα αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Ανατολή, καθώς ο Ταμερλάνος ετοιμαζόταν να επιτεθεί στην Κίνα. Τελικά όμως ο θάνατός του δεν του το επέτρεψε. Η νίκη των Μογγόλων στη μάχη της Άγκυρας είχε ιδιαίτερη σημασία και για τους Βυζαντινούς, καθώς καθυστέρησε την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Οι Βυζαντινοί όμως δεν εκμεταλλεύτηκαν αυτήν την ευκαιρία.
Γαλάζια & Γαλανή Πατρίδα των Τούρκων [Δ΄ ΜΕΡΟΣ]
Γαλάζια & Γαλανή Πατρίδα των Τούρκων [Δ΄ ΜΕΡΟΣ]
skal
Ιωάννης Βιδάκης[i] & Δημήτριος Γεωργαντάς[ii]
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι συγγραφείς εξετάζουν συνοπτικά σε μία σειρά άρθρων, την
περιοχή της Κεντρικής Ασίας, Μέσης Ανατολής και Μικράς Ασίας – Ανατολίας. Τα
συμπεράσματα είναι σπουδαία: πιστοποιείται η συνθετότητα και πολυπλοκότητα των
γεγονότων στον εξεταζόμενο χώρο. Παρατηρείται η σημαντική συσχέτιση των
πολιτικών παραγόντων, των προσωπικών ζητημάτων, της θρησκείας και των στοιχείων
του πολιτιστικού τομέα. Επεξηγείται η σημασία του χώρου της Κεντρικής Ασίας, ως
τόπου διέλευσης «βαρβαρικών» φυλών, η διασπορά τουρκικών φυλών στην περιοχή
καθώς και η ύστερη ανάκτηση της δύναμης των Βυζαντινών. Διαπιστώνεται ο
παρεξηγημένος μάλλον ρόλος των Μογγόλων στις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή,
οι αρχικές τους δράσεις εναντίον του μουσουλμανισμού, η ανακοπή της επέκτασης
των Σελτζούκων και στη συνέχεια των Οθωμανών. Τα κείμενα επιχειρούν να
διερευνήσουν συγκεκριμένα στερεότυπα και μπορούν να συνδράμουν τον αναγνώστη
στην κατανόηση του μωσαϊκού της περιοχής στη σύγχρονη περίοδο.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Στο Α΄ Μέρος εξετάστηκε συνοπτικά ο ρόλος των Ελλήνων στην
Κεντρική Ασία και στη συνέχεια ο ρόλος νομάδων – εισβολέων, Ιρανών και
Τουρκογενών φυλών, [βλ. ΕΔΩ, 25
Ιανουαρίου 2021].
Ο ρόλος των Ελλήνων και των Περσών/Ιρανών στην εν λόγω
περιοχή μαρτυρείται ως ανώτερος πολιτισμικά, ενώ των εισβολέων – νομαδικών
φύλων περιγράφεται περισσότερο αν όχι ως καταστροφικός, τουλάχιστον ως
στάσιμος.
Στο Β΄ Μέρος [βλ. ΕΔΩ] αναφέρθηκε περιληπτικά η έναρξη των
αραβικών εισβολών στη συγκεκριμένη περιοχή, από την αντίθετη κατεύθυνση τη
νοτιοδυτική. Στη συνέχεια οι Σαμανίδες γνώρισαν μια περίοδο πολιτικής
σταθερότητας, οικονομικής ευημερίας και πολιτιστικής εξέλιξης κατά τις
τελευταίες δεκαετίες του 9ου αιώνα και το πρώτο μισό του 10ου αιώνα. Οι
Σαμανίδες προστάτευσαν με επιτυχία μεγάλο μέρος του πυρήνα της Κεντρικής Ασίας
από εξωτερικές επιδρομές. Αυτή η ειρήνη συνέπεσε με μεγάλη παραγωγικότητα στους
τομείς της λογοτεχνίας, τέχνης και επιστήμης: μεγάλο μέρος αυτής της εξέλιξης
επικεντρώθηκε στην περσική γλώσσα, την ταυτότητα και την ιστορία. Ακολούθησαν
οι Γαζνεβίδες, κατά την διάρκεια των οποίων η εθνοτική πολιτική ήταν μια πηγή
έντασης στην πολιτεία τους: αυτή είχε ιδρυθεί και στηριχθεί από τουρκογενείς
στρατιωτικούς αλλά η διοίκηση της κυβέρνησης βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην
ιρανική γραμματειακή τάξη, οι οποίοι ήταν μέρος μιας παράδοσης που
χρονολογείται από τους Σασσανίδες. Αυτή η εξάρτηση από τα ιρανικά ιδρύματα, σε
συνδυασμό με την έμφαση των ηγεμόνων στη νομιμότητα του χαλιφάτου, φαίνεται ότι
άφησε λίγο χώρο ή ενδιαφέρον για την προώθηση της τουρκικής ταυτότητας μεταξύ
της ελίτ των Γαζνεβίδων. Τα ιστορικά αρχεία περιγράφουν ιρανικούς και
ισλαμικούς εορτασμούς, αλλά μη-συσχετιζόμενους με την τουρκική ταυτότητα.
Στη συνέχεια εξετάστηκε το ζήτημα των Σελτζούκων, μίας
σημαντικής φατρίας στα μέσα του 10ου αιώνα, των τουρκόφωνων φυλών των Ογούζων:
αυτοί περιγράφονται από Άραβες και Ιρανούς ιστορικούς, ως περιπλανώμενους, όπως
τα ζώα, χωρίς πραγματική θρησκεία. Οι Σελτζούκοι διατηρούσαν ακέραιες τις
νομαδικές τους συνήθειες και κατόρθωναν να επιβιώνουν ως μισθοφόροι, από τα
λάφυρα τα οποία αποκόμιζαν από τις διάφορες επιδρομές, καθώς και από την
κτηνοτροφία. Τον 11ο αιώνα οι Σελτζούκοι μετανάστευσαν στην ηπειρωτική Περσία,
στο Χορασάν και στην Χορεσμία, αφού νίκησαν τους Γαζνεβίδες. Ύστερα από μια
επιτυχημένη πολιορκία του Ισφαχάν το 1050/51, ίδρυσαν μια αυτοκρατορία που
αργότερα ονομάστηκε η Μεγάλη Αυτοκρατορία Σελτζούκων. Στη συνέχεια έφθασαν έως
την Βαγδάτη, νικώντας τον σιίτη κυβερνήτη της το 1055, επικυρώνοντας τον
σουννίτη Χαλίφη ως πνευματικό και ιδεολογικό επικεφαλής της Κοινοπολιτείας των
Αββασιδών.
Το αποκορύφωμα της εξουσίας των Σελτζούκων υπήρξε το δεύτερο
μισό του 11ου αιώνα, κατά την διάρκεια της βασιλείας του Αλπ Αρσλάν [1063–73]
και του Μαλίκ Σαχ [1073–92]. Το 1089, ο Μαλίκ Σαχ (αντιγράφοντας τους Άραβες)
εισέβαλε στη Σογδιανή (Υπερωξιανή – Transoxiana). Το 1092, το εβδομαδιαίο
θρησκευτικό κήρυγμα γινόταν στο όνομα του Μαλίκ Σαχ, από την βόρεια Συρία έως
το Ανατολικό Τουρκεστάν.
Στο Γ΄ Μέρος [βλ. ΕΔΩ], περιγράφεται συνοπτικά η μετέπειτα
πορεία των Σελτζούκων, έως τη Μικρά Ασία. Οι Σελτζούκοι κατόρθωσαν στην περιοχή
της Κεντρικής Ασίας να αξιοποιήσουν την Αραβική Θρησκεία (Ισλάμ) και τον
Ιρανικό Πολιτισμό. Ωστόσο παρά τη στρατηγική κατάκτηση και διαφύλαξη του
περάσματος της Σογδιανής, έπεσαν και οι ίδιοι θύματα νεότερων εισβολών αρχικά
από τουρκογενείς και στη συνέχεια από μογγολικές φυλές.
Επιπλέον αξιοποίησαν πολιτικά και στρατιωτικά τη νέα
θρησκεία, το Ισλάμ, διασυνδέοντας με επιδέξιους διπλωματικούς χειρισμούς, τον
σελτζουκικό με τον χαλιφικό δυναστικό οίκο, ώστε κάθε επεκτατική επιχείρηση των
Σελτζούκων να είχε το ”ηθικό” επίχρισμα της νόμιμης επιχείρησης αποκατάστασης
της μουσουλμανικής ενότητας, υπό την αιγίδα του Ορθόδοξου (σουννιτικού)
χαλιφάτου της Βαγδάτης. Ο Αλπ Αρσλάν (1063-1073), ξεκίνησε μια σειρά
κατακτήσεων με απώτατο στόχο την διάλυση του μουσουλμανικού (σιιτικού) Χαλιφάτου
των Φατιμιδών της Αιγύπτου, ενώ η εισβολή στην Αρμενία το 1064, κατέληξε στην
βυζαντινή συμφορά στη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071. H τελευταία μάλλον
πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της προσπάθειας αποφυγής πιθανής διαμόρφωσης
βυζαντινο-φατιμιδικής συμμαχίας.
Ο Αλπ Αρσλάν προσπαθώντας να βρει λύση στο πρόβλημα με τους
Τουρκομάνους που συνέρρεαν και λεηλατούσαν τα πάντα, τους οδήγησε το 1063-64
στις παρυφές της πολιτείας του, στην Αρμενία, μια περιοχή μακρινή για την
Κωνσταντινούπολη, χωρίς εθνικοθρησκευτική ομοιογένεια την εποχή εκείνη, για να
τη λαφυραγωγήσουν: μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ, οι Τουρκομάνοι εισέβαλαν στη
Μικρά Ασία και την δεκαετία 1071-80, εγκαταστάθηκαν στα παραβιασμένα ανατολικά
σύνορα των Βυζαντινών. Εκτός τους ληστρικούς Τουρκομάνους, οι Σελτζούκοι είχαν
να αντιμετωπίσουν και τους Ογούζους στα ανατολικά: δυσαρεστημένοι με την
πολιτική τους μεταχείριση και την φορολογία από τους Σελτζούκους, οι Ογούζοι
συνέλαβαν τον σουλτάνο τους Σαντζάρ το 1153 και στη συνέχεια σάρωσαν το
Χορασάν.
Η
ανικανότητα του Βυζαντίου στην αναγνώριση του πραγματικού κινδύνου των
Σελτζούκων του Ρουμ, [το σουλτανάτο αυτό από εδαφική άποψη ήταν μικρό, σε σχέση
με τις εκτάσεις των Μεγάλων Σελτζούκων, αποτέλεσε όμως το συνεκτικότερο και
μακροβιότερο από τα σελτζουκικά κράτη, ανεξαρτήτως των μορφών υποτέλειας ή
διακυβέρνησής του], στην επίτευξη κατάλληλων και αποδοτικών συμμαχιών και στην
εφαρμογή κατάλληλων πολιτικών, είχε ως παράγωγο την επόμενη μάχη του
Μυριοκέφαλου (1176), μεταξύ Βυζαντινών και των νικητών Σελτζούκων του Ικονίου.
Στο Δ΄
Μέρος που ακολουθεί, καταγράφεται περιληπτικά η εμφάνιση των Μογγόλων στην
ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και ο σημαντικός ρόλος τους στην ιστορική
της εξέλιξη.
Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΩΝ ΜΟΓΓΟΛΩΝ
Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Λατίνους το 1204,
οι Βυζαντινοί της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας στράφηκαν στην ανάκτησή της, την
οποία και κατόρθωσαν το 1261.Το σελτζουκικό σουλτανάτο του Ρουμ στη Μικρά Ασία,
που είχε ήδη εδραιωθεί στην περιοχή μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ (1071), [αρχικά
στη Νίκαια, (περί το 1080) και στη συνέχεια στο Ικόνιο], επεδίωκε την εξάπλωσή
του σε όλη την Μικρά Ασία και την Ανατολία, ερχόμενο σε σύγκρουση και με τους
Βυζαντινούς. Οι Σελτζούκοι του Ρουμ, γνώρισαν ακμή επί βασιλείας του Κιλίτζ
Αρσλάν Β΄ (1156-1192), κατά την διάρκεια της οποίας έλαβε χώρα και η μάχη του Μυριοκέφαλου μεταξύ Βυζαντινών και
Σελτζούκων, (17 Σεπτεμβρίου 1176), κοντά στην πόλη Λαοδίκεια της Φρυγίας. Η
μάχη αυτή καταγράφηκε στην ιστορία ως “συντριπτική νίκη” του Σουλτάνου του
Ικονίου και ως “πανωλεθρία” του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού. Το Μυριοκέφαλο είχε
περισσότερο ψυχολογικό παρά στρατιωτικό αντίκτυπο, διότι όπως αποδείχθηκε η
Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να καταστρέψει την δύναμη των Σελτζούκων στην
κεντρική Ανατολία, παρά τις προόδους που πραγματοποιήθηκαν κατά την βασιλεία
του Μανουήλ. Οι Σελτζούκοι όμως από τα μέσα του 13ου αιώνα μετέπεσαν σε
σταδιακή παρακμή, μέχρι που το σουλτανάτο τους καταλύθηκε το 1308. Από τις
αρχές του 14ου αιώνα, τη Μικρά Ασία είχαν κατακλύσει πλήθος κρατιδίων
(εμιράτων), με κυριότερο αυτό του Τουρκομάνου ηγέτη Οσμάν, που εξελίχθηκε στα
μέσα του 14ου αιώνα, στη μετέπειτα Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ωστόσο οι αυτοκρατορίες της Νίκαιας και της Τραπεζούντας, θα
ευνοούνταν από τις επιδρομές και την έλευση των Μογγόλων, τη «μάστιγα του
Θεού», στην Ανατολία.
Tα φύλα που μιλούσαν μογγολικές διαλέκτους κατοικούσαν επί
αιώνες την ευρύτερη περιοχή που σήμερα ονομάζεται Μογγολία. Όμως μόνο ένας
σπουδαίος ηγέτης θα μπορούσε ύστερα από μακροχρόνιο αγώνα, να τα ενώσει το
1206, και να μεταμορφώσει τους Μογγόλους σε παγκόσμια δύναμη. Ο ηγέτης αυτός ήταν ο Τεμουτζίν που
αναγορεύθηκε σε Τζένγκις Χαν [Genghis Khan: παγκόσμιος ηγέτης], όνομα με το
οποίο έμεινε γνωστός στην ιστορία.[3] Οι Μογγόλοι, νομαδική φυλή κτηνοτρόφων
από τις στέπες της Κεντρικής Ασίας, σημάδεψαν με τις καταστροφικές τους
επιδρομές την παγκόσμια ιστορία. Οι αχανείς κατακτήσεις τους εκτείνονταν από τα
σημερινά, ανατολικά σύνορα της Γερμανίας έως την Κορέα και από τον Αρκτικό
Ωκεανό έως την Τουρκία και τον Περσικό Κόλπο, ενώ επιχείρησαν και ναυτικές
αποβάσεις σε Ιαπωνία και Ιάβα. Ο Τζένγκις Χαν αρχικά το 1211 εισέβαλε στην
βόρεια Κίνα, υποδούλωσε την αυτοκρατορία των Τσιν και άλωσε το Πεκίνο το 1215, διαπερνώντας το
Σινικό Τείχος. Στη συνέχεια στράφηκε στην Δύση, εκστρατεύοντας κατά σειρά
εναντίον των αυτοκρατοριών, του Καρα-Χιτάι [Qara ή Kara Khitai (1124-1220)] και
του Κουαρέζμ [Khwarezmian Empire, Χορεσμιανή αυτοκρατορία (1077-1220)], των
πρώτων ισλαμικών κρατών που γνώρισαν την αγριότητα της μογγολικής
επιθετικότητας. Παρά την δριμύτατη αντίσταση, στην οποία απάντησαν με
αποτρόπαιες σφαγές, οι Μογγόλοι διέσχισαν το Ιράν νότια της Κασπίας και έφθασαν
δια πυρός και σιδήρου, έως τον Καύκασο το 1223.[4]
Η εντυπωσιακότερη συνέπεια των μογγολικών κατακτήσεων από
εθνοτική άποψη, ήταν η ευρεία διασπορά τουρκικών φύλων στην Δυτική Ασία: ο
Τζένγκις Χαν είχε έγκαιρα φροντίσει να εντάξει στο στρατό του αφοσιωμένα σ΄
αυτόν τουρκόφωνα φύλα, καθώς οι Μογγόλοι δεν ήταν πολυάριθμοι, (λόγω του άγονου
εδάφους και των μεταξύ των συγκρούσεων), με αποτέλεσμα τα τουρκικά φύλα να
ξεπερνούν αριθμητικά τους ιθαγενείς Μογγόλους στις στρατιές τους. Έτσι
διαδόθηκαν και οι τουρκικές διάλεκτοι στις κατακτημένες περιοχές.
Αξίζει να επισημανθεί ότι οι κατακτητές, όντας παγανιστές,
ήλθαν σε επαφή με τρεις θρησκείες: τον βουδισμό, τον ισλαμισμό, τον
χριστιανισμό, και φυσικά προσελκύστηκαν από την προηγμένη πολιτιστική τους
έκφραση. Στην αρχή μάλιστα εναντιώθηκαν στο Ισλάμ: πολέμησαν σθεναρά,
μουσουλμανικά κράτη την περίοδο 1216- 1260. Το 1258 στην πτώση της Βαγδάτης η
αιματοχυσία ήταν φρικτή, ο χαλίφης σφαγιάστηκε και προσωρινά οι Μογγόλοι της
Περσίας προάσπισαν το νεστοριανισμό[5] και τον βουδισμό. Όμως στις αρχές του
14ου αιώνα οι αρχηγοί τους είχαν πλέον εξισλαμιστεί και υποστήριζαν φανατικά
τον περσικό πολιτισμό. Ανάλογα οι Μογγόλοι στην Κίνα ευνόησαν τον βουδισμό που
εδραιώθηκε στην Άπω Ανατολή.
Στην Δύση οι ηγέτες των Ευρωπαϊκών κρατών ευελπιστούσαν
μάταια, στην ανάδυση μιας χριστιανικής Μογγολικής Αυτοκρατορίας που θα τους
συνέδραμε στην πάλη, με τους Μαμελούκους σουλτάνους της Αιγύπτου και τους
άλλους μουσουλμάνους στους Άγιους Τόπους (σταυροφορίες). Γνώριζαν ότι στην
Αυτοκρατορική Αυλή των Μογγόλων υπήρχαν χριστιανές πριγκίπισσες. Η αρχική
εναντίωση των Μογγόλων στο Ισλάμ υποστήριξε αυτές τις ελπίδες. Οι βλέψεις αυτές
διαμόρφωσαν έναν θρύλο που διαδόθηκε με ενθουσιασμό και αφορούσε έναν ήρωα
χριστιανό βασιλέα, τον Ιωάννη, ο οποίος θα ερχόταν από την Ανατολή για να σώσει
την Δύση …
Επίσης ως αποτέλεσμα των μογγολικών κατακτήσεων ήταν και η
προσωρινή διάνοιξη μιας εμπορικής οδού που συνέδεε την Ανατολή με την Δύση –
αυτήν την οδό διέτρεξε αργότερα, το 1271 και ο Ενετός έμπορος-εξερευνητής Μάρκο
Πόλο.
Στη συνέχεια στο κείμενο παρουσιάζονται και αναλύονται
ορισμένα βασικά ιστορικά στοιχεία και γεγονότα, στοχεύοντας να αποσαφηνίσει
συγκεκριμένα ζητήματα, ίσως και μύθους, που αναφέρονται στην ευρύτερη περιοχή
της Μικράς Ασίας και τα οποία είχαν και πιθανώς να έχουν ακόμη επιδράσεις στην
εξέλιξη των κοινωνιών των σύγχρονων
κρατών.
ΟΙ ΜΟΓΓΟΛΟΙ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ & ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ – ΑΝΑΤΟΛΙΑ
Μετά τον θάνατο του Τζένγκις Χαν το 1227, οι διάδοχοί του
συνέχισαν την επέκταση[6]: ο εγγονός του Μπατού [Batu] ηγήθηκε της εισβολής
στην Ευρώπη (1237-1241)[7].
Στη Μικρά Ασία μετά τον θάνατο του Καϋχοσρόη Α΄, [Σελτζούκος Σουλτάνος του Ρουμ (1192 –
1196)], το 1211, ο γιός του Καϋκοβάδης και ο μεγαλύτερος αδελφός του Καϋκαούς,
συγκρούστηκαν για τον θρόνο. Ο Καϋκοβάδης κέρδισε την υποστήριξη ισχυρών
γειτόνων του σουλτανάτου, όπως του Λέοντα Β΄ της Αρμενίας και του θείου του
Τουγκρίλ-σαχ, κυβερνήτη του Ερζερούμ. Ο Καϋκαούς είχε ωστόσο την υποστήριξη των
αξιωματούχων του σουλτανάτου και με έδρα τη Μαλάτεια κατέκτησε την Καισάρεια
και το Ικόνιο, αναγκάζοντας τον Λέοντα Β΄ να αλλάξει την υποστήριξή του. Ο
Καϋκοβάδης δραπέτευσε στο κάστρο του στην Άγκυρα και ζήτησε βοήθεια από τους
Τουρκομάνους στην Κασταμονή. Ωστόσο ο Καϋκαούς Α΄ ενώ εξασφάλισε αρχικά τον
θρόνο, πέθανε πρόωρα (1220), ήταν άτεκνος και τον διαδέχθηκε τελικά στον θρόνο
ο αδελφός του. Είχε προλάβει όμως το 2014, να καταλάβει από τους Κομνηνούς το
ποντιακό λιμάνι της Σινώπης.
Επισημαίνεται ότι η ίδρυση της Αυτοκρατορίας της
Τραπεζούντας από τους Μεγάλους Κομνηνούς Δαβίδ (1204-1212) και Αλέξιο Α΄
(1204-1222) είχε προκαλέσει την αντίδραση των Σελτζούκων του Ικονίου, οι οποίοι
είδαν μια νέα στρατιωτική και πολιτική δύναμη να απειλεί σοβαρά τις επαρχίες
της επικράτειάς τους που βρίσκονταν στον Πόντο. Για να εξαλείψουν τον κίνδυνο
που δημιουργούσε στην περιοχή η ύπαρξη του νεοσύστατου σχηματισμού, οι
Σελτζούκοι προσπάθησαν με αλλεπάλληλες πολεμικές επιχειρήσεις να την θέσουν υπό
τον έλεγχό τους και μερικώς το πέτυχαν κατά τα έτη 1214-1223 και 1231-1243. Στο
πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η αποτυχημένη εκστρατεία του 1222-1223, υπό τον
Καϋκοβάδη Α΄, με στόχο την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας Τραπεζούντα[8].
Σημαντικές επίσης ήταν οι στρατιωτικές επιτυχίες του
Καϋκαούς Α΄ κατά των Αρμενίων της Κιλικίας την περίοδο 1212-1217, οι οποίες του
δημιούργησαν την ψευδαίσθηση για δυνατότητες περαιτέρω εξάπλωσης σε βόρεια
Συρία όπου κυριαρχούσαν οι απόγονοι του Σαλαδίνου, οι Αγγιουμπίδες της
Αιγύπτου. Ο αδελφός και διάδοχος του Καϋκαούς, Καϋκοβάδης Α΄ [Kayqubad Ι,
1220-1237 – βλ. Ένθετο 1], υπήρξε κατά κοινή ομολογία ο σημαντικότερος και ισχυρότερος
ηγεμόνας του σουλτανάτου του Ρουμ κατά τον 13ο αιώνα και – μαζί με τους Αλπ
Αρσλάν, Μαλίκ Σαχ της Βαγδάτης και Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ του Ικονίου – ένας από τους
σπουδαιότερους Σελτζούκους μονάρχες της ιστορίας, (Σαββίδης, 2006, σελ. 123).
Χάρτης 1: Σουλτανάτο του Ρουμ κατά την βασιλεία του
Καϋκοβάδη Α΄ (1220-1237) (εκστρατείες, μάχες, πολιορκίες)
Πηγή: wikimedia
Στο μεταξύ οι Δυτικοευρωπαίοι ηγεμόνες, στο πλαίσιο μιας
κοντόφθαλμης πολιτικής, συνέχιζαν την οργάνωση χιμαιρικών σταυροφοριών για την
απελευθέρωση των Αγίων Τόπων: την παράδοξη «σταυροφορία των παιδιών» του 1212,
ακολούθησε με παταγώδη επίσης αποτυχία η Ε΄ Σταυροφορία του 1217-1221. Στη
συνέχεια με την ΣΤ΄ Σταυροφορία (1227-28), ο άξιος Φρειδερίκος Β’ έγινε κύριος
της Ιερουσαλήμ, την οποία έμελλε να
κρατήσουν οι σταυροφόροι έως το 1244.
Οι Μογγόλοι δεν παρέμειναν αδρανείς: το 1225, εισέβαλαν στην
Αρμενία, κατακτώντας την πρωτεύουσά της, και έφθασαν ως την πόλη της Τιφλίδας
στην Γεωργία. Η Μογγολική Αυτοκρατορία το 1230 κατέκτησε την Περσία και ο
Χορμακάν [Chormaqan] έγινε στρατιωτικός κυβερνήτης της Περσίας, Ανατολίας και
της Γεωργίας. Δεν υπήρξαν τότε εχθροπραξίες με τους Σελτζούκους του Ρουμ. Ο
σουλτάνος Καϋκοβάδης Α΄ και ο διάδοχός του Καϋχοσρόης Β΄ [Kaykhusraw ΙΙ,
1237-1246] έδωσαν όρκο φόρου υποτέλειας στον Μεγάλο Χαν των Μογγόλων Ογκεντέι
[Ögedei]. Μετά την κατάρρευση της Χορεσμιανής αυτοκρατορίας του Τζελάλ αντ-Ντιν
Μινγκμπουρνού το 1231, στην οποία
συνεισέφεραν κατά τραγική ειρωνεία οι ίδιοι οι Σελτζούκοι, τα ανατολικά τους
σύνορα έμειναν χωρίς «ενδιάμεση» περιοχή, απέναντι στους Μογγόλους. Έτσι όταν
οι τελευταίοι άρχισαν να κινούνται δυτικά, παρασύροντας στο διάβα τους τα
ερείπια διαφόρων μουσουλμανικών δυναστειών του Ιράν και της Μεσοποταμίας, ήρθαν
αναπόφευκτα σε σύγκρουση και με το σουλτανάτο του Ρουμ, το οποίο είχε σοβαρά
αποδυναμωθεί από την θρησκευτική και κοινωνική εξέγερση των «μπαμπαΐδων», το
1239-40. Ήδη από το 1235, το ηγετικό συμβούλιο των Μογγόλων στην πρωτεύουσα
Καρακορούμ, είχε αποφασίσει να εξαπολύσει εισβολή κατά της Ρωσίας και των
περιοχών της Ανατολικής Ευρώπης, με επικεφαλής τον Χαν Μπατού. Ο Ογκεντέι
πέθανε το 1241 (διασώζοντας από αναμενόμενη μογγολική εισβολή, Μικρά Ασία,
Κωνσταντινούπολη και Ευρώπη), και ο σουλτάνος Καϋχοσρόης Β΄ έλαβε την ευκαιρία
να αποκηρύξει την υποτέλειά του, πιστεύοντας ότι ήταν αρκετά ισχυρός για να
αντισταθεί στους Μογγόλους. Ο διάδοχος του Χορμακάν, Μπαϊτζού [Baiju] τον
κάλεσε να την ανανεώσει: να προσέλθει αυτοπροσώπως στη Μογγολία, να παραδώσει
ομήρους και αποδεχθεί στο σουλτανάτο ένα Μογγόλο αξιωματούχο.
Όταν ο σουλτάνος αρνήθηκε, ο Μπαϊτζού του κήρυξε πόλεμο:
μία εντυπωσιακή δύναμη στρατολογημένη απ΄ όλους τους υπόδουλους λαούς πέρασε τα
σύνορα του σελτζουκικού σουλτανάτου (του Ικονίου), από την περιοχή του Καυκάσου
και υπό τον στρατηγό Μπαϊτζού, το 1242. Το Καρίν ήταν η πρώτη πόλη που
κατέκτησαν και ισοπέδωσαν. Στη συνέχεια οι Μογγόλοι με συμμετοχή Γεωργιανών και
Αρμενίων επιτέθηκαν τον χειμώνα 1242-1243, πρώτα στο Ερζερούμ. Οι κάτοικοι της
πόλης αποφάσισαν να αντισταθούν και οι Μογγόλοι αφού την πολιόρκησαν δύο μήνες
με καταπέλτες, την κατέλαβαν και τιμώρησαν τους κατοίκους της. Ωστόσο έχοντας επίγνωση
της ισχύος των Σελτζούκων στην Ανατολία, ο Μπαϊτζού με φρόνηση, επέστρεψε στο
Ιράν.
Όταν πληροφορήθηκε για την επίθεση εναντίον του Ερζερούμ, ο
σουλτάνος Καϋχοσρόης Β΄ αυτάρεσκα και δεσποτικά, συγκέντρωσε τις δυνάμεις του
στο Ικόνιο. Αποδέχθηκε την πρόκληση στέλνοντας ένα μήνυμα πολέμου, αψηφώντας
τον Μπαϊτζού επειδή ο στρατός του κατέλαβε μόνο μία από τις πολλές πόλεις του.
Ο σουλτάνος κάλεσε τους γείτονές του να συνεισφέρουν στρατεύματα για να
αντισταθούν στην εισβολή: έλαβε στρατιωτική υποστήριξη από την Αυτοκρατορία της
Τραπεζούντας, τον Σουλτάνο των Αγγιουμπιδών[9] στο Χαλέπι και Φράγκοι
μισθοφόροι συμμετείχαν στην εκστρατεία. Ο Βασιλιάς του Αρμενικού Βασιλείου της
Κιλικίας υποσχέθηκε να στείλει ενισχύσεις. Ωστόσο, δεν είναι σίγουρο ότι συμμετείχε
στον αγώνα. Μερικοί ευγενείς από την Γεωργία τον ακολούθησαν, αλλά οι
περισσότεροι Γεωργιανοί αναγκάστηκαν να πολεμήσουν στο πλευρό των Μογγόλων.
Λόγω ελάχιστων αξιόπιστων πληροφοριών, είναι δύσκολο να αναφερθούν τα μεγέθη
των στρατευμάτων. Η δύναμη των Σελτζούκων όμως ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτή
των Μογγόλων.
Ο Καϋχοσρόης προχώρησε από το Ικόνιο περίπου 200 μίλια μέχρι
το Κιοσέ-Ντάγ [Köse Dağ (Σάταλα), 60 χλμ. ανατολικά της Sivas, μια τοποθεσία
μεταξύ Erzincan και Gümüşhane στη σύγχρονη βορειοανατολική Τουρκία]. Ο
Μογγολικός στρατός εισήλθε στην περιοχή τον Ιούνιο του 1243 και περίμενε την
πορεία των Σελτζούκων και των συμμάχων τους. Ο Μπαϊτζού παράβλεψε μια
ανησυχητική ειδοποίηση από γεωργιανό αξιωματικό του σχετικά με το μέγεθος του
αντίπαλου στρατού, δηλώνοντας ότι οι Μογγόλοι δεν μετρούν τους αριθμούς των
εχθρών τους, αλλά τη λεηλασία που θα εξασφαλίσουν(!) Από την άλλη πλευρά ο
Καϋχοσρόης Β΄ απέρριψε αλαζονικά, την πρόταση των έμπειρων διοικητών του να
περιμένουν την επίθεση. Αντ’ αυτού, έστειλε μια δύναμη 20.000 ανδρών, με
επικεφαλής άπειρους διοικητές: ο μογγολικός στρατός προσποιούμενος μια
υποχώρηση, αντέστρεψε, περικύκλωσε τους
Σελτζούκους και τους κατανίκησε. Ο Μπαϊτζού είχε διαιρέσει τους Μογγόλους
σε πολυάριθμες ομάδες, διασπείροντάς τους μέσα σε μονάδες από τις άλλες
εθνότητες. Οι ανάμεικτες ομάδες που διοικούσαν Γεωργιανοί και Αρμένιοι
πρίγκιπες νίκησαν τον σελτζουκικό στρατό. Όταν ο υπόλοιπος στρατός των
Σελτζούκων αντιλήφθηκε την ήττα, πολλοί διοικητές και στρατιώτες, περιλαμβανομένου
του Καϋχοσρόη, άρχισαν να εγκαταλείπουν το πεδίο της μάχης. Ο ίδιος ο σουλτάνος
μόλις που κατάφερε να ξεφύγει. Τότε οι Μογγόλοι καταδίωξαν και έσφαξαν όσους
δεν κατάφεραν να τραπούν σε φυγή. Ανατριχιαστικές αναφορές της φοβερής
μογγολικής αγριότητας και ωμότητας κατέκλυσαν τον κόσμο.
Προελαύνοντας ο Μπαϊτζού ανέλαβε τον έλεγχο των περιοχών
Arzenjan (Erzincan Ερζιντζάν), Divriği (Τεφρική) και Sivas (Σίβας, Σεβάστεια).
Οι Μογγόλοι έστησαν το στρατόπεδο τους κοντά στη Σεβάστεια – ήταν η επόμενη
πόλη που καταστράφηκε από τους Μογγόλους μετά το Ερζερούμ. Αν και οι κάτοικοι
παρέδωσαν τα πάντα στους κατακτητές, η πόλη ερημώθηκε μαζί με τα τείχη της. Η
Καισάρεια [Kayseri], δεύτερη πρωτεύουσα των Σελτζούκων, επέλεξε να τους
αντισταθεί, αλλά μετά από μικρή αντίσταση, έπεσε στους εισβολείς, ισοπεδώθηκε
εκ θεμελίων και ο πληθυσμός της αποδεκατίστηκε. Ο Σελτζούκος σουλτάνος κατέφυγε
για βοήθεια στον Ιωάννη Βατάτζη της Νικαίας, συναντώντας τον στον ποταμό
Μαίανδρο της Φρυγίας, όπου και υπέγραψαν συνθήκη συμμαχίας: ο Βυζαντινός
ηγεμόνας προσέφερε απλή εμψύχωση στους Σελτζούκους, χωρίς να συνεισφέρει
πραγματική βοήθεια. Ακολούθως ο σουλτάνος κατέφυγε στη μακρινή Αττάλεια, αλλά
στη συνέχεια αναγκάστηκε να κάνει ειρήνη με τους Μογγόλους: απέστειλε
αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον βεζίρη του στον
Μπαϊτζού, συνειδητοποιώντας ότι περαιτέρω αντίσταση θα προκαλούσε μόνο
καταστροφή. Ο Μπαϊτζού προσέφερε όρους υποτέλειας και ο σουλτάνος δεσμεύτηκε
να καταβάλλει ετήσιο φόρο υποτέλειας, σε χρυσό, μετάξι, καμήλες και πρόβατα.
Ωστόσο, η περιοχή που είχε καταλάβει η στρατιωτική δύναμη παρέμεινε κατεχόμενη
από τους Μογγόλους. Σχεδόν το ήμισυ του Σουλτανάτου του Ρουμ έγινε κατεχόμενη
χώρα. Μεγάλα εμπορικά κέντρα όπως η Καισάρεια και η Σεβάστεια παρήκμασαν.
Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας κατέστη και αυτή υποτελής
στον Χαγάνο, φοβούμενη πιθανά αντίποινα, επειδή συμμετείχε στη μάχη του
Κιοσέ-Ντάγ. Ο Καϋχοσρόης Β΄ πέθανε το 1245 και ακολούθησε εμφύλιος πόλεμος
ανάμεσα στους γιούς του. Ο μεγαλύτερος Καϋκαούς Β’ [Kaykaus ΙΙ, (1246-1260)], υποστηριζόμενος
από τους Βυζαντινούς έγινε κύριος των εδαφών του σουλτανάτου δυτικά του ποταμού
Άλυος, ενώ ο Κιλίτζ Αρσλάν Δ΄(1248-1265), ο οποίος ήταν «πιόνι» των κατακτητών
Μογγόλων έγινε κύριος των ανατολικών εδαφών του σουλτανάτου του Ρουμ, με τον
αδελφό του Καϋκοβάδη Β΄ (1249-1257): το κράτος κυβερνιώταν από Μογγόλους
διοικητές-επικυρίαρχους.
Η Αυτοκρατορία της Νίκαιας διατήρησε τα εδάφη της αυτήν την
δύσκολη περίοδο, όπου οι Μογγόλοι κατέκτησαν ολόκληρη τη Μικρά Ασία έως τη
Σιδώνα της Συρίας. Ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας
Βατάτζης (1222-1254) προετοιμάστηκε για την επικείμενη απειλή των Μογγόλων.
Είχε στείλει απεσταλμένους στους Χαγάνους Güyük και Möngke [Μέγκε-κε],
κερδίζοντας χρόνο. Ωστόσο η Μογγολική Αυτοκρατορία δεν τον εμπόδισε στο σχέδιό
του να ανακτήσει την Πόλη από τους Λατίνους, που έστειλαν επίσης απεσταλμένο
στους Μογγόλους. Οι διάδοχοι του Βατάτζη, οι Παλαιολόγοι της αποκατεστημένης
πλέον Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, έκαναν συμμαχία με τους Μογγόλους, δίνοντας
χριστιανές πριγκίπισσες σε γάμο με τους Μογγόλους Χαν.
Οι Μογγόλοι ίδρυσαν την δική τους αυτοκρατορία στην περιοχή
που εκτείνεται σήμερα από το Αφγανιστάν έως την κεντρική Τουρκία, το Ιλ-Χανέτ
(Ilkhanate). Το Ιλ-Χανάτο (“μικρό χανάτο”) ήταν υποταγμένο στη Μογγολική Αυτοκρατορία, ιδρύθηκε από τον εγγονό
του Τζένγκις Χαν, Χιουλεγκιού [Hulagu], ο οποίος το κυβέρνησε ως Ιλ-Χαν
(Ilkhan: υφιστάμενος Χαν), με έδρα την Περσία.
Το Ιλ-Χανάτο αρχικά αγκάλιασε πολλές θρησκείες, αλλά ήταν ιδιαιτέρως
ευνοϊκό στον Βουδισμό και τον Χριστιανισμό[10]. Μεταγενέστεροι Ιλχανίδες
ηγέτες, ξεκινώντας από τον Γαζάν [Ghazan] το 1295, ενστερνίστηκαν το Ισλάμ.
Οι Μογγόλοι νικώντας τους μουσουλμάνους Σελτζούκους,
κατέλαβαν την Ανατολία και έγιναν οι νέοι ηγέτες της, με τους Σελτζούκους να
γίνονται υποτελείς τους [μέχρι την πτώση του Ιλ-Χανάτου το 1335]. Μετά τη
νικηφόρο μάχη του Κιοσέ-Ντάγ, ο Μπαϊτζού το 1244 ζήτησε φόρο και από το
Πριγκιπάτο της Αντιόχειας. Η Μικρή Αρμενία ήταν η επόμενη χώρα που απειλείτο
από τους Μογγόλους. Οι ηγέτες της έστειλαν απεσταλμένους στον Μπαϊτζού για
ειρήνη. Οι διαπραγματεύσεις έλαβαν χώρα στην Καισάρεια, με αποτέλεσμα η Μικρή
Αρμενία να παραμείνει ανεξάρτητη, αλλά υποχρεωμένη να συνεισφέρει σε στρατιώτες
όποτε θα της ζητείτο. Μερικά χρόνια μετά (1245-7), οι διαπραγματεύσεις
συνεχίσθηκαν στο Καρακορούμ. Στα 1253-1254, ο ηγεμόνας της χώρας Χέθουμ Α΄
[Hethum I], παρουσιάσθηκε στην Αυλή του Μογγόλου Χαγάνου. Στο μεταξύ ο
Μογγολικός στρατός συνέχισε τις επιδρομές του στη Μέση Ανατολή: έκανε επιδρομή
στο Χαλιφάτο των Αββασιδών το 1245 και επίθεση στη Συρία το 1246. Ο Μπαϊτζού
δέχθηκε πρέσβεις από τον Πάπα Ιννοκέντιο Δ΄ [Innocent IV] το 1247. Φαίνεται ότι
εκείνη την εποχή ο Μογγόλος στρατηγός είχε εγκατασταθεί στη Μουγκλάν (Ιράν),
όταν ο Μογγόλος διοικητής του Ιράν και ιδρυτής της Ιλχανιδικής δυναστείας στο
Ιράν — ο Χιουλαγκιού — έφθασε το 1256. Οι επόμενες δύο προσπάθειές του να
εισβάλει στο Χαλιφάτο των Αββασιδών στο Ιράκ σημείωσε λιγότερη επιτυχία το
1249-50. Το διάστημα 1240 – 1250, οι Μογγόλοι διατήρησαν την εξουσία τους στη
σύγχρονη περιοχή του Ιράν και ανέχθηκαν την αυτονομία του Σουλτανάτου, της
Γεωργίας και των μικρών κρατών στο Ιράν, παρεμβαίνοντας στις δυναστικές
διαδοχές και λαμβάνοντας φόρο. Ήδη μετά την εκλογή του Γκουγιούκ [Güyük] το
1246, ο Ελτζιγκιντέι [Eljigidei], αντικατέστησε τον Μπαϊτζού, ως προσκείμενο
στον Μπατού. Ο Ελτζιγκιντέι αναχώρησε από τη Μογγολία τον Σεπτέμβριο του 1247
και έφθασε στην Ταλάς [Talas, Κιργιστάν] τον Απρίλιο του 1248. Κατά την άφιξή
του στο Χορασάν [Khorasan], στρατοπέδευσε στην περιοχή της Βαγδάτης. Φέρεται να
είχε συμπάθεια στον χριστιανισμό. Διατάχθηκε να προωθηθεί σε Συρία και Βαγδάτη.
Αυτή η επιχείρηση στην ιδανική περίπτωση, θα διεξαγόταν σε συμμαχία με τον
βασιλιά Λουδοβίκο Θ΄[Louis IX] της Γαλλίας, στο πλαίσιο της Ζ΄ σταυροφορίας
(1248 – 1254).
Χάρτης 2: Η Μογγολική Αυτοκρατορία κατά την κυριαρχία του
Μέγκε-κε Χαν (1251–1259)
Πηγή: wikipedia
Στο μεταξύ το 1244, οι μουσουλμάνοι του Κουαρέζμ
(Χορεσμίας), που είχαν εκτοπιστεί από την προώθηση των Μογγόλων, κατέλαβαν την
Ιερουσαλήμ, στην προσπάθειά τους να συμμαχήσουν με τους Αιγύπτιους Μαμελούκους.
Η πτώση της Ιερουσαλήμ στους μουσουλμάνους δεν ήταν πλέον ένα κρίσιμο γεγονός
για τους Ευρωπαίους, καθώς η πόλη είχε αλλάξει κυρίαρχο πολλές φορές τους
τελευταίους δύο αιώνες. Παρά τις εκκλήσεις του Πάπα, υπήρχαν πολλές διενέξεις
στην Ευρώπη που εμπόδιζαν τους ηγέτες της να ξεκινήσουν νέα σταυροφορία. Ο
μόνος βασιλιάς που ενδιαφερόταν ήταν ο Λουδοβίκος Θ΄ της Γαλλίας. Μια πολύ
μικρότερη δύναμη των Άγγλων συμμετείχε, με επικεφαλής τον William Longespée.
Από το 1245 και για τα επόμενα τρία έτη ο Λουδοβίκος προετοιμαζόταν και το 1248
στράτευμα 15.000 ανδρών (περιελάμβανε 3.000 ιππότες και 5.000 τοξότες με
βαλλίστρες), απέπλευσε με 36 πλοία από τα λιμάνια Aigues-Mortes και Μασσαλίας.
Κατέπλευσαν στην Κύπρο, όπου διαχείμασαν, διαπραγματευόμενοι με διάφορες άλλες
δυνάμεις στα ανατολικά. Η Λατινική Αυτοκρατορία, (που ιδρύθηκε μετά την Δ΄
σταυροφορία), ζήτησε την βοήθειά τους εναντίον των Βυζαντινών, (Αυτοκρατορία
της Νίκαιας) και του Πριγκιπάτου της Αντιόχειας, και οι Ιππότες την βοήθειά
τους στη Συρία, όπου οι μουσουλμάνοι είχαν πρόσφατα καταλάβει τη Σιδώνα.
Ο Λουδοβίκος κατέπλευσε το 1249 στη Νταμιέτα [Damietta] της
Αιγύπτου, ως βάση για την επίθεσή του στην Ιερουσαλήμ και εναντίον των
μουσουλμάνων της Συρίας. Τον Νοέμβριο, ο Λουδοβίκος κατευθύνθηκε εναντίον του
Καΐρου, και σχεδόν ταυτόχρονα, πέθανε ο Αγγιουμπίδης σουλτάνος της Αιγύπτου, ο
as-Salih Ayyub. Μια δύναμη σταυροφόρων επιτέθηκαν στο εχθρικό στρατόπεδο στην
Gideila και προχώρησαν στην Al-Mansurah, όπου ηττήθηκαν σε μάχη το 1250. Η
κύρια δύναμη δέχθηκε επίθεση από τον Μαμελούκο Μπαϊμπάρς [Baibars], διοικητή
του στρατού και μελλοντικού σουλτάνου, και ηττήθηκε. Στη συνέχεια ο Λουδοβίκος
προσπάθησε τελικά να επιστρέψει στη Νταμιέτα, αλλά ο στρατός του εκμηδενίστηκε
στη μάχη της Φαρίσκουρ [Fariskur] και ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε. Κατέβαλε λύτρα,
απελευθερώθηκε και έφυγε από την Αίγυπτο για την Άκρα [Acre], ένα από τα λίγα
εναπομείναντα μέρη των σταυροφόρων στη Συρία.
Ο Λουδοβίκος συμμάχησε με τους Μαμελούκους, αντίπαλους τότε
του Σουλτάνου της Δαμασκού, και από τη νέα του βάση στην Άκρα άρχισε να
ανοικοδομεί πόλεις των σταυροφόρων, ιδιαίτερα την Χάιφα και τη Σιδώνα. Αν και
το Βασίλειο της Κύπρου (1192-1489) διεκδίκησε την εξουσία στην περιοχή, ο
Λουδοβίκος ήταν ο «de facto» κυβερνήτης. Το 1254 τα χρήματά του εξαντλήθηκαν,
και η παρουσία του ήταν απαραίτητη στην Γαλλία. Πριν αποχωρήσει συγκρότησε
μόνιμη γαλλική φρουρά στην Άκρα, (πρωτεύουσα του «Βασιλείου της Ιερουσαλήμ»,
μετά την απώλεια της ίδιας της πόλης), η οποία παρέμεινε εκεί μέχρι την πτώση
της, το 1291. Η σταυροφορία του τελικά ήταν μια αποτυχία, αλλά θεωρήθηκε άγιος
από πολλούς, και η φήμη του απλώθηκε στην Ευρώπη. Το 1270 προσπάθησε για μια
άλλη σταυροφορία, η οποία κατέληξε επίσης σε αποτυχία.
Χάρτης 3: Το Μογγολικό Ιλ-Χανάτο την περίοδο 1256–1353
Πηγή: wikimedia
Το 1248 πεθαίνει ξαφνικά ο Μεγάλος Χαν Γκουγιούκ, γιός του
Ογκεντέι (1189-1241) και ο Ελτζιγκιντέι αναβάλει τα σχέδιά του. Ο Μεγάλος Χαν
Μενγκ-κε [Möngke Khan, εγγονός του Τζένγκις Χαν και τέταρτος Χαγάνος της
Μογγολικής Αυτοκρατορίας], κυβερνώντας από το 1251 έως το 1259, ήταν αποφασισμένος
να επεκτείνει τις μογγολικές κτήσεις σε Ανατολή και Δύση. Ο ίδιος ηγήθηκε
εναντίον της Κίνας και ο αδελφός του Χιουλεγκιού [Hulagu] κατά των Ασσασίνων
και του Χαλιφάτου στη Μέση Ανατολή. Οι Αββασίδες στην Βαγδάτη και οι Ασσασίνοι
στα όρη Elbruz διατήρησαν την ανεξαρτησία τους, μέχρι την έλευση του
Χιουλεγκιού το 1255. Ο Μενγκ-κε του είχε δώσει εντολή να επιτεθεί στην Βαγδάτη
και να την καταστρέψει, εάν ο Χαλίφης Αλ-Μουστασίμ [Al-Musta’sim] απέρριπτε την
υποταγή στον Χαγάνο και την καταβολή φόρου με τη μορφή στρατιωτικής υποστήριξης
για τις δυνάμεις της Μογγολίας στην Περσία. Ο Ελτζιγκιντέι και η οικογένειά του
εκτελέστηκαν από τον Μπατού, για την αντίθεσή του στην εκλογή του Μενγκ-κε το
1251 και επαναφέρθηκε ο Μπαϊτζού, (μογγολικές οικογενειακές δυναστικές
διαμάχες). Ωστόσο και ο τελευταίος φέρεται να κατηγορήθηκε από τον Χιουλεγκιού,
επειδή δεν επέκτεινε περαιτέρω τη μογγολική εξουσία και αντικαταστάθηκε απ΄
αυτόν ως ανώτατος διοικητής το 1255, αλλά υπηρέτησε στις εκστρατείες, το 1256
εναντίον του Σουλτανάτου του Ρουμ (για την αντικατάσταση του σουλτάνου), το
1258 στην επίθεση κατά της Βαγδάτης, και στην προώθηση στη Συρία και την
Αίγυπτο τον Σεπτέμβριο του 1259. Δεν είναι ξεκάθαρο τι συνέβη στον Μπαϊτζού:
σύμφωνα με διάφορες πηγές, ο Μπαϊτζού εκτελέστηκε από τον Χιουλεγκιού, λίγο
πριν την αναχώρηση του τελευταίου από την Περσία το 1260.
Αναλυτικότερα επειδή ο Σουλτάνος των Σελτζούκων του Ρουμ,
Καϋκαούς Β΄[11] εξεγέρθηκε το 1255 και
ήλθε σε μυστικές συνεννοήσεις με τους τουρκόφωνους Μαμελούκους της Αιγύπτου και
με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα, οι Μογγόλοι πέρασαν από την ανατολική και την
κεντρική Ανατολία και νίκησαν τους Σελτζούκους το 1256, (προκαλώντας εκτεταμένη
καταστροφή), με την φρουρά τους να στρατοπεδεύει πλέον κοντά στην Άγκυρα.
Πρόσθετα το 1257 ξέσπασε εμφύλιος μεταξύ των Σελτζούκων και ο Κιλίτζ Αρσλάν Δ΄,
που υπερίσχυσε έδιωξε τον αδελφό του από τις κτήσεις του, παραμένοντας ως μόνος
σουλτάνος του Ικονίου, αποκαθιστώντας φαινομενικά την ενότητα της σελτζουκικής
επικράτειας. Έτσι η Αυτοκρατορία της Νίκαιας απαλλαγμένη προσωρινά από τους
Σελτζούκους, κατόρθωσε το 1261 να ανακτήσει την Κωνσταντινούπολη από τους
Λατίνους. Ωστόσο καθώς οι Μογγόλοι κατέλαβαν περισσότερα εδάφη στη Μικρά Ασία,
τουρκικά φύλα μετακινήθηκαν περαιτέρω ως νομάδες, στην Δυτική Ανατολία και
εγκαταστάθηκαν αρχικά στα σύνορα Σελτζούκων-Βυζαντινών.
Οι δυνάμεις του Χιουλεγκιού συμπληρώθηκαν από χριστιανούς,
περιλαμβανομένου του βασιλιά της Αρμενικής Κιλικίας και του στρατού του, ενός
φραγκικού σώματος από το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας και μια Γεωργιανή δύναμη,
επιδιώκοντας οι χριστιανοί εκδίκηση εναντίον των μουσουλμάνων Αββασιδών[12].
Περίπου 1.000 Κινέζοι, εμπειρογνώμονες πυροβολικού [ή/και μηχανικοί
πολιορκίας], συνόδευαν το στρατό, καθώς και βοηθητικά σώματα Τούρκων (!) και
Περσών. Ο Χιουλεγκιού οδήγησε το στρατό
του πρώτα εναντίον των Ισμαηλιτών στο Ιράν, συνθλίβοντας την τελευταία μεγάλη
αντίσταση εκεί μέχρι τα τέλη του 1256, νίκησε εχθρικά φύλα και τους Ασσασίνους
και κατέλαβε το προπύργιο του Αλάμουτ.
Η Βαγδάτη αλώθηκε το 1258.
Όταν ο Χιουλεγκιού κατέκτησε την πόλη, οι Μογγόλοι κατέστρεψαν κτήρια,
έκαψαν ολόκληρες γειτονιές, σκότωσαν άνδρες, γυναίκες, παιδιά. Ο ίδιος ο
Χαλίφης σφαγιάστηκε. Με την παρέμβαση της χριστιανής βασίλισσας Doquz Khatun,
(συζύγου του Χιουλεγκιού), οι χριστιανοί κάτοικοι γλίτωσαν. Η Βαγδάτη διατήρησε
ακόμη συμβολική σημασία και παρέμεινε μια πλούσια και πολιτισμένη πόλη, αλλά η
κατάκτησή της θεωρείται ότι σηματοδοτεί το τέλος της «Ισλαμικής Χρυσής Εποχής»,
κατά την οποία οι χαλίφηδες είχαν επεκτείνει την κυριαρχία τους από την Ιβηρική
Χερσόνησο έως περιοχές του Πακιστάν, και η οποία σημαδεύτηκε επίσης από πολλά
πολιτιστικά επιτεύγματα σε διάφορους τομείς. Ο Χιουλεγκιού έστειλε στον
Μενγκ-κε μερικές από τις λείες του πολέμου με τα νέα για την κατάκτηση της
Βαγδάτης.
Οι χριστιανοί Γεωργιανοί ήταν οι πρώτοι που έσπασαν τα
τείχη, και όπως περιγράφεται από τον ιστορικό Στίβεν Ράνσιμαν [Steven
Runciman], «ήταν ιδιαίτερα σκληροί στην καταστροφή τους». Για τους Χριστιανούς,
η πτώση της Βαγδάτης ήταν αιτία γιορτής. Ο Χιουλεγκιού και η χριστιανή
βασίλισσα θεωρήθηκαν απεσταλμένοι του Θεού ενάντια στους εχθρούς του
χριστιανισμού, και συγκρίθηκαν με τον αυτοκράτορα του 4ου αιώνα, τον Μέγα
Κωνσταντίνο και τη μητέρα του Αγία Ελένη. Ο Αρμένιος ιστορικός Κυράκος του Γκάντζακ
[Kyrakos of Gandzak] επαίνεσε το μογγολικό βασιλικό ζεύγος σε κείμενα για την
Αρμενική Εκκλησία και ο Gregory Bar Hebraeus, επίσκοπος της Συριακής Ορθόδοξης
Εκκλησίας, τους παρομοίασε επίσης ως «Κωνσταντίνος και Ελένη» και έγραψε για
τον Χιουλεγκιού ότι τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον «βασιλιά των
βασιλιάδων» στη σοφία, το μυαλό και στις υπέροχες πράξεις. Μετά την Βαγδάτη, οι
δυνάμεις της Μογγολίας ενώθηκαν μ΄ εκείνες των χριστιανικών υποτελών τους στην
περιοχή, περιλαμβανομένου του στρατού του Αρμενικού Βασιλείου της Κιλικίας υπό
τον βασιλιά της Χέθουμ Α΄ και των Φράγκων της Αντιόχειας, υπό τον Βοημόνδο ΣΤ΄
[Bohemond VI]. Αυτό το στράτευμα εισέβαλε στη μουσουλμανική Συρία, (περιοχή της
δυναστείας των Αγγιουμπιδών). Κατέλαβαν το Χαλέπι με πολιορκία και, υπό τον
χριστιανό στρατηγό Κιτμπούκα [Kitbuqa], άλωσαν την Δαμασκό την 1η Μαρτίου 1260.
Οι τρεις χριστιανοί ηγέτες, (Χέθουμ, Βοημούνδος, Κιτμπούκα) περιγράφεται να
εισέρχονται στην Δαμασκό θριαμβευτικά, ενώ υπήρξαν γιορτασμοί από τους
χριστιανούς κατοίκους.
Εικόνα 1: Ο Χιουλεγκιού και η βασίλισσα Doquz Khatun
απεικονίζονται ως οι νέοι Άγιοι «Κωνσταντίνος και Ελένη», σε μια Συριακή Βίβλο
Πηγή: wikipedia
Η εισβολή κατέστρεψε τους Αγγιουμπίδες, δυναστεία η οποία
μέχρι τότε ήταν ισχυρή και είχε κυριαρχήσει σε μεγάλα μέρη του Λεβάντε
[Levant], της Αιγύπτου και της Αραβικής Χερσονήσου. Ο τελευταίος σουλτάνος τους
ο Αν-Νάσιρ Γιουσούφ [An-Nasir Yusuf], σκοτώθηκε από τον Χιουλεγκιού την ίδια
χρονιά. Με την Βαγδάτη να καταστρέφεται και την εξασθενημένη πλέον Δαμασκό, το
κέντρο της ισλαμικής δύναμης μετατοπίστηκε στο Κάιρο, την πρωτεύουσα των
Μαμελούκων. Με την καταστροφή των δυναστειών των Αββασιδών και Αγγιουμπιδών, η
Εγγύς Ανατολή, όπως περιγράφεται από τον ιστορικό Steven Runciman, “δεν θα
κυριαρχούσε ποτέ ξανά στον πολιτισμό”.
Ο Χιουλεγκιού σκόπευε να επιτεθεί νότια, μέσω της
Παλαιστίνης προς την Αίγυπτο. Με μια απειλητική επιστολή στον Μαμελούκο
σουλτάνο Κουτούζ [Qutuz] στο Κάιρο, του ζήτησε να του παραδώσει την πόλη,
αλλιώς θα καταστρεφόταν όπως η Βαγδάτη. Ωστόσο επειδή τα τρόφιμα και οι
ζωοτροφές στη Συρία ήταν σε ανεπάρκεια, ο Χιουλεγκιού απέσυρε την κύρια δύναμη
στο Ιράν κοντά στο Αζερμπαϊτζάν, αφήνοντας
δύο τμήματα (20.000 άνδρες) υπό τον Κιτμπούκα. Στη συνέχεια, ο
Χιουλεγκιού αναχώρησε για τη Μογγολία για τη σύγκρουση διαδοχής, που είχε
προκληθεί από τον θάνατο του Μεγάλου Χαν Μενγκ-κε το 1259.
Ωστόσο όταν πληροφορήθηκε ο Κουτούζ το μέγεθος της δύναμης των
Μογγόλων στην περιοχή, συγκέντρωσε γρήγορα στρατό και εισέβαλε στην Παλαιστίνη,
συμμαχώντας μ΄ έναν Μαμελούκο διοικητή τον Μπαϊμπάρς, ο οποίος ήταν πρόθυμος να
εκδικηθεί για το Ισλάμ τη μογγολική κατάληψη της Δαμασκού, τη λεηλασία της
Βαγδάτης και την κατάκτηση της Συρίας. Όταν έφτασαν οι ειδήσεις ότι οι Μογγόλοι
υπό τον Κιτμπούκα διέσχισαν τον ποταμό Ιορδάνη το 1260, ο σουλτάνος Κουτούζ και
οι δυνάμεις του, κυρίως Μαμελούκοι τουρκικής καταγωγής, προχώρησαν
νοτιοανατολικά προς την «Άνοιξη του Γολιάθ», (γνωστή στα Αραβικά ως Αΐν-Τζαλούτ
– «Ain Jalut») – κοντά στη Ναζαρέτ. Ο διοικητής των Μαμελούκων Μπαϊμπάρς και ο
Κουτούζ είχαν κρύψει το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών τους στους λόφους – ως
ενέδρα για το μογγολικό στράτευμα. Ο Κιτμπούκα αποφάσισε να προελάσει,
καταδιώκοντας τους εχθρούς που βάσει τακτικής, υποχωρούσαν. Όταν οι Μογγόλοι
έφτασαν στους λόφους βρέθηκαν περιτριγυρισμένοι από εχθρικές δυνάμεις και τα
κρυμμένα στρατεύματα τους επιτέθηκαν από τις πλευρές και ο Κουτούζ στην
οπισθοφυλακή τους. Όταν η μάχη τελείωσε, ο αιγυπτιακός στρατός είχε επιτύχει
αυτό που δεν είχε γίνει ποτέ πριν, νικώντας και εκμηδενίζοντας μία μογγολική
στρατιά, και μάλιστα σε στενά. Η μάχη αυτή στις 3 Σεπτεμβρίου του 1260
αποτέλεσε μία συντριπτική νίκη κατά των «απίστων» Μογγόλων, (ανακόπτοντας τη
μογγολική προέλαση και διαψεύδοντας το μύθο για το αήττητο). Τα υπολείμματα της
μογγολικής στρατιάς υποχώρησαν στην Αρμενική Κιλικία, φιλοξενούμενα από
τον βασιλιά της Χέθουμ Α΄.
Οι Μογγόλοι προσπάθησαν να σχηματίσουν μία συμμαχία Φράγκων-Μογγόλων
με το εναπομείναν σταυροφορικό βασίλειο της Ιερουσαλήμ, το κέντρο εξουσίας του
οποίου βρισκόταν πλέον στην παράκτια πόλη Άκρα, αλλά ο Πάπας Αλέξανδρος IV είχε
αντιρρήσεις. Παρά τη συνεργασία μεταξύ των Μογγόλων και των χριστιανών στην
Αντιόχεια, άλλοι Χριστιανοί στο Λεβάντε ανησύχησαν με την προσέγγιση των
Μογγόλων. Το 1255, ο Πάπας Αλέξανδρος Δ΄ (1254-1261) έχρισε τον Jacques
Pantaléon ως Λατίνο Πατριάρχη Ιεροσολύμων, ο οποίος θεώρησε τους Μογγόλους
(μάλλον εσφαλμένα), ως κύρια απειλή και προειδοποίησε εγγράφως τον Πάπα, το
1256. Αυτό έχει τη σημασία του, καθώς ο ίδιος εξελέγη νέος Πάπας με το όνομα
Ουρβανός Δ΄, (1261-1264), αλλά οι Μογγόλοι το 1258 είχαν καταστρέψει την
Βαγδάτη. Οι Φράγκοι απέστειλαν έναν
Δομινικανό μοναχό στον Χιουλεγκιού το 1260 – ο οποίος παρέμεινε στην Αυλή των Μογγόλων έως
το 1274! Οι εντάσεις και η δυσπιστία μεταξύ Φράγκων και Μογγόλων αυξήθηκαν,
όταν σ΄ ένα επεισόδιο σκοτώθηκε ένας συγγενής (ανεψιός ή εγγονός) του
Κιτμπούκα. Θυμωμένος, ο τελευταίος πολιόρκησε και εισέβαλε στην πόλη της
Σιδώνας. Οι Λατίνοι της Άκρας έχοντας επαφές με τους Μογγόλους, είχαν επίσης
προσεγγιστεί από τους Μαμελούκους, οι οποίοι τους ζήτησαν στρατιωτική βοήθεια
εναντίον τους. Αν και οι μουσουλμάνοι Μαμελούκοι ήταν παραδοσιακοί εχθροί των
Φράγκων, οι τελευταίοι θεώρησαν τους Μογγόλους ως την πιο άμεση απειλή. Αντί να
λάβουν θέση, οι Σταυροφόροι επέλεξαν μια θέση παθητικής ουδετερότητας μεταξύ
των δύο: σε μια ασυνήθιστη κίνηση, επέτρεψαν στους Μαμελούκους να βαδίσουν
βόρεια χωρίς εμπόδια μέσω του εδάφους τους, και μάλιστα τους άφησαν να
στρατοπεδεύσουν κοντά στην Άκρα για ανεφοδιασμό, έναντι μιας συμφωνίας που
επέτρεπε στους Φράγκους την αγορά μογγολικών αλόγων σε χαμηλή τιμή.
Ωστόσο στην δεκαετία του 1260, φέρεται να μεταβλήθηκε η
ευρωπαϊκή αντίληψη για τους Μογγόλους, και θεωρήθηκαν ως πιθανοί σύμμαχοι κατά
των μουσουλμάνων. Αν και μόλις το 1259, ο Πάπας Αλέξανδρος Δ΄ ενθάρρυνε μια νέα
σταυροφορία εναντίον τους και είχε απογοητευτεί όταν πληροφορήθηκε ότι οι
μονάρχες της Αντιόχειας και της Αρμενικής Κιλικίας είχαν υποταχθεί στην κυριαρχία τους. Ο Πάπας ωστόσο πέθανε το 1261
λίγους μήνες πριν από τη σύγκληση του Συμβουλίου και πριν ξεκινήσει η
σταυροφορία και το έργο ανέλαβε ο νέος Πάπας Ουρβανός Δ΄, γνώστης των
τεκταινομένων στην περιοχή. Όμως οι ιστορικοί αμφισβητούν το ακριβές νόημα των
ενεργειών του: ο Peter Jackson, υποστηρίζει ότι θεωρούσε τους Μογγόλους ως
εχθρούς, με την αλλαγή να επέρχεται με τον επόμενο Πάπα Κλήμη Δ΄ (1265–1268). Ο
Jean Richard υποστηρίζει ότι ο Ουρβανός σηματοδότησε μια καμπή στις σχέσεις
Ιλ-Χανάτου & Ευρώπης ήδη από το 1263, μετά την οποία οι Μογγόλοι θεωρούνταν
σύμμαχοι. Ο Richard ισχυρίζεται ότι ο σχηματισμός συνασπισμού μεταξύ Φράγκων,
Μογγόλων του Ιλ-Χανάτου και των Βυζαντινών, έγινε όταν οι Μογγόλοι της Χρυσής
Ορδής συμμάχησαν με τους Μαμελούκους, (διάσπαση των Μογγόλων). Ωστόσο, η
κυρίαρχη άποψη των ιστορικών είναι ότι αν και υπήρξαν πολλές απόπειρες
σχηματισμού συμμαχίας Φράγκων-Μογγόλων, οι προσπάθειες αποδείχθηκαν
ανεπιτυχείς.
Χάρτης 4: Βυζαντινή Αυτοκρατορία & Φραγκικά κράτη στην
Ελλάδα το 1265
Πηγή: Map
from William R. Shepherd’s Historical Atlas (1911), wikimedia
Αφού αποκαταστάθηκε η διαδοχή και ο Κουμπλάι Χαν [Kublai
Khan] αναδείχθηκε ως Μεγάλος Χαν, ο Χιουλεγκιού το 1262 επέστρεψε στα εδάφη
του. Όμως ο θάνατος του Μενγκ-κε (1259) είχε θέσει τέλος στην βραχύβια ενότητα
της μογγολικής αυτοκρατορίας και διαμορφώθηκαν τέσσερα ανεξάρτητα πλέον Χανάτα:
Αυτοκρατορία του Μεγάλου Χαν (Κίνα), της Χρυσής Ορδής (Ρωσσία, έως το 1502),
του Τσαγκατάι (Chagatai Khanate, σημερινό Ουζμπεκιστάν & Κεντρική Ασία έως
το 1680), της Περσίας (Ιλ-Χανάτο, έως το 1335). Οι αρχικές οικογενειακές
διαμάχες κατέληξαν σε εμφύλιες συγκρούσεις σε μεγαλύτερη έκταση. Ο Κουμπλάι Χαν
ήταν ο πρώτος Μεγάλος Χαν που επιβλήθηκε με στρατιωτική ρήξη, όμως κατέληξε να
αφοσιωθεί πεισματικά στον πόλεμο με την Κίνα των Σουγκ που κράτησε έως το 1279
και στις ατυχείς του απόπειρες να καταλάβει την Ιαπωνία.
**
Συμπερασματικά, η έλευση των Μογγόλων στο προσκήνιο της
Ιστορίας, ανέτρεψε τις ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολή που
εξετάζουμε: ανέκοψε αρχικά την επέκταση του Ισλάμ, διέλυσε το Κράτος των
Μεγάλων Σελτζούκων, εμπόδισε και περιόρισε την δύναμη των Σελτζούκων του
Ρουμ/Ικονίου, συνέδραμε ακούσια στην επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους
Βυζαντινούς της Νίκαιας και προστάτευσε την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας.
Το Βυζάντιο αλλά και η Δύση δεν κατάφεραν να αξιοποιήσουν τα
κοινά τους συμφέροντα με το μογγολικό
χανάτο του Ιράν, για να καταπολεμήσουν αποτελεσματικά, τους Τουρκομάνους στη
Μικρά Ασία – Ανατολία και τους Μαμελούκους στην Αίγυπτο και στην Εγγύς
Ανατολή/Λεβάντε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Δρ. Τμήματος Ναυτιλίας & Επιχειρηματικών Υπηρεσιών,
Σχολής Επιστημών της Διοίκησης, Πανεπιστημίου Αιγαίου (Χίος), MA, MSc.,
Αρχιπλοίαρχος Οικονομικού Σώματος ΠΝ ε.α.
[2] ΜΑ, Msc., Υποναύαρχος Οικονομικού Σώματος ΠΝ ε.α.
[3] Ο τίτλος Χαν σημαίνει «Μέγας Κύριος των Αρχόντων».
[4] Σύμφωνα με την παράδοση, ένας σοφός της φυλής του,
φέρεται να του έδωσε την εξής συμβουλή: «Για να επιβιώσουμε πρέπει να
βασιστούμε στα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμά μας. Είμαστε νομάδες και νομάδες
πρέπει να παραμείνουμε. Το μεγάλο μας πλεονέκτημα είναι ότι κουβαλούμε όλα τα
εφόδια πάντοτε μαζί μας. Χτυπάμε – ληστεύουμε και φεύγουμε. Αν χτίσουμε πόλεις
και χωριά θα γίνουμε μαλθακοί. Τον κόσμο όμως τον κυβερνούν οι σκληροί,
πολεμοχαρείς και αιμοδιψείς».
[5] Ο όρος «Νεστοριανισμός» περιγράφει το δόγμα σύμφωνα με
το οποίο ο Ιησούς Χριστός υπήρξε ως δύο πρόσωπα, ο άνθρωπος Ιησούς και ο θεϊκός
Γιος του Θεού ή Λόγος, και όχι ως ενιαίο πρόσωπο. Αυτό το δόγμα έχει ταυτιστεί
με τον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Νεστόριο (περ. 386–περ. 451). Αυτή η
θεολογική θέση αναφορικά με τον Χριστό καταδικάστηκε στη Σύνοδο της Εφέσου το
431 και η σφοδρή αντιπαράθεση σχετικά με το ζήτημα αυτό οδήγησε στο
Νεστοριανικό σχίσμα, κατά το οποίο διασπάστηκε η Ασσυριακή Εκκλησία της
Ανατολής από την Βυζαντινή Εκκλησία. Όμως, ούτε η Σύνοδος της Εφέσου δεν
διευθέτησε το ζήτημα καθώς σύντομα υπήρξε και πάλι διάσπαση όσον αφορά το αν ο
Χριστός είχε μία ή δύο φύσεις, γεγονός που οδήγησε στο Χαλκηδόνειο σχίσμα.
Η Ασσυριακή Εκκλησία της Ανατολής αρνήθηκε να διακόψει την
υποστήριξή της προς τον Νεστόριο και να τον αποκηρύξει ως αιρετικό, και
συνεχίζει να αποκαλείται «Νεστοριανή» στην Δύση ώστε να διακρίνεται από τις
υπόλοιπες Ανατολικές εκκλησίες.
Οι Νεστοριανοί καταδιωκόμενοι από τους Ορθόδοξους, κατέφυγαν
στην Περσία, όπου ίδρυσαν Εκκλησία. Το 498 αποσχίστηκε η Νεστοριανή Περσική
Εκκλησία από την ορθόδοξη και επεκτάθηκε στη Συρία, την Αραβία, την Αίγυπτο,
τις Ινδίες και την Κίνα. Οι Νεστοριανοί διακρίθηκαν σε όλους τους τομείς της
επιστήμης και δημιούργησαν αξιόλογα πνευματικά κέντρα σε διάφορες πόλεις. Επί
Ταμερλάνου, διώχτηκαν και περιορίστηκαν στο Κουρδιστάν. Το 1898 αποπειράθηκε
επανένωση μεταξύ Νεστοριανών και Ορθόδοξων. Μετά τους δυο παγκόσμιους πολέμους
οι Νεστοριανοί περιορίστηκαν στο ελάχιστο. Οι σύγχρονοι Νεστοριανοί προτιμούν
να αποκαλούνται Ασσύριοι, ενώ το επίσημο όνομα της εκκλησίας τους είναι Αγία
Αποστολική Καθολική Ασσυριακή Εκκλησία της Ανατολής, ή, εν συντομία, Εκκλησία
της Ανατολής ή Ασσυριακή Εκκλησία.
[6] Ο Τζένγκις Χαν είχε χωρίσει την αυτοκρατορία του σε
Χανάτα [khanates] μεταξύ των τεσσάρων επιζώντων γιων του κατά την διάρκεια της
ζωής του, μ΄ έναν διάδοχο-επικυρίαρχο σ΄ όλα: ο πρωτότοκος Τζότσι [Jochi,
(1182-1227)] – ήταν επιφορτισμένος με το δυτικότερο τμήμα της αυτοκρατορίας
(εδάφη βόρεια της λίμνης Αράλης και της Κασπίας Θάλασσας), ο Τσαγκατάι
[Chagatai] έλαβε την Υπερωξιανή (την περιοχή μεταξύ των ποταμών Αμού Ντάρια και
Συρ Ντάρια στο σημερινό Ουζμπεκιστάν), καθώς και την περιοχή γύρω από την πόλη
Κασγκάρ (Κασγκαρία), και ο μικρότερος Τολούι [Tolui] την Βόρεια Μογγολία. Ο
Τζένγκις Χαν ανησυχώντας ότι η φιλονικία των δύο μεγαλύτερων γιών του θα δίχαζε
την αυτοκρατορία, στις αρχές του 1223 επέλεξε τον Ογκεντέι [Ögedei], τον τρίτο
γιο του, ως κύριο διάδοχό του. Ο Ογκεντέι, αν και τριτότοκος, έλαβε το χρίσμα
του Μεγάλου Χαν από τον πατέρα του: αυτό σήμαινε ότι είχε υπό άμεσο έλεγχο τα
εδάφη ανατολικά της λίμνης Βαϊκάλης μέχρι τη Μογγολία (με πρωτεύουσα το
Καρακορούμ), διατηρώντας όμως και την επικυριαρχία επί των εδαφών των αδερφών
του. Για λόγους διατήρησης της αυτοκρατορίας, ο Jochi και ο Chagatai
συμφώνησαν, αλλά η διαφορά μεταξύ τους δεν επουλώθηκε ποτέ. Το φθινόπωρο του
1223 ο Τζένγκις Χαν ξεκίνησε για τη Μογγολία μετά την ολοκλήρωση της
εκστρατείας στο Khwarezm. Ο Ögedei, ο Chagatai και ο Tolui πήγαν μαζί του, αλλά
ο Jochi αποσύρθηκε στα εδάφη του, βόρεια της θάλασσας Αράλης και της Κασπίας.
Τελικά καθώς ο ίδιος ο Τζότσι είχε πεθάνει έξι μήνες πριν
από τον Τζένγκις Χαν, η κληρονομιά του μοιράστηκε μεταξύ των γιων του: ο Orda
ανέλαβε την Λευκή Ορδή και ο Batu τη Μπλέ Ορδή. Αργότερα τα εδάφη τους θα
ενωθούν στο Χανάτο της Χρυσής Ορδής. Οι απόγονοι του Τζότσι επέκτειναν την
αυτοκρατορία τους κυρίως με τη συνδρομή επικουρικών στρατευμάτων από τους
υποταγμένους πληθυσμούς που ήταν τουρκόφωνοι. Αυτός ήταν ο κύριος λόγος για τον
οποίο η Χρυσή Ορδή απέκτησε μια τουρκική ταυτότητα.
[7] Τα πριγκιπάτα της Βόρειας Ρωσσίας συντρίφθηκαν με μια
κεραυνοβόλο χειμερινή εκστρατεία το 1237-8, η αρχαία πόλη του Κιέβου αλώθηκε
και ισοπεδώθηκε το 1240, ενώ το ίδιο έτος εξαπολύθηκαν επιθέσεις κατά της
Πολωνίας και της Ουγγαρίας. Ο μογγολικός στρατός πέρασε τον ποταμό Όντερ στο
Ρατσιμπούζ, παράκαμψε το Μπρεσλάου στις 9 Απριλίου 1241 και εκμηδένισε μια
γερμανο-πολωνική στρατιά στη Λέγκνιτσα. Λίγες ημέρες αργότερα η δεύτερη
μογγολική στρατιά αντιμετώπισε τους Ούγγρους στο Μόχι, αλλά η Ευρώπη σώθηκε
λόγω του θανάτου του Μεγάλου Χαν Ογκεντέι τον Δεκέμβριο του 1241, καθώς
ξέσπασαν διαμάχες για την διαδοχή του, αναγκάζοντας τον Μπατού να οδηγήσει
το στρατό πίσω στην βάση του Κάτω Βόλγα,
τον χειμώνα του 1242-43.
[8] Την περίοδο εκείνη στο θρόνο βρισκόταν ο γαμπρός και
διάδοχος του Αλεξίου Α΄ Ανδρόνικος Α΄ Γίδος ή Γίδων. Στο δεύτερο έτος της
βασιλείας του Ανδρονίκου Α΄ Γίδου, ο Σελτζούκος ηγέτης Μελίκ (Melik), γιος του
σουλτάνου Καϋκοβάδη Α΄ (‘Alā al-Dīn Kayqubād bin Kaykā’ūs, 1220-1237), υπέγραψε
συνθήκη με την αυτοκρατορία. Το φθινόπωρο του 1222, ένα πλοίο της Τραπεζούντας
που μετέφερε στον Ανδρόνικο τους φόρους από την Χερσώνα και από το υπόλοιπο
θέμα προσάραξε στη Σινώπη λόγω θαλασσοταραχής. Ο Ραΐς, διοικητής της Σινώπης
και υποτελής του σουλτάνου του Ικονίου, κατέλαβε το πλοίο, αιχμαλώτισε το
πλήρωμα και τους επιβαίνοντες και έστειλε στόλο κατά της Χερσώνος. Σε
αντίποινα, ο Ανδρόνικος διέταξε το στόλο του να επιτεθεί κατά της Σινώπης, όπου
οι σελτζουκικές δυνάμεις κατατροπώθηκαν. Ο Ραΐς συνθηκολόγησε και τα πλοία
επέστρεψαν στην βάση τους μαζί με τη λεία της ναυμαχίας και το πλοίο που είχε
αιχμαλωτισθεί. Στη συνέχεια ο Μελίκ ανέλαβε την κατάκτηση της Τραπεζούντας.
Ο Σελτζούκος ηγέτης έθεσε την πόλη υπό στενή πολιορκία, ενώ
οι δυνάμεις του Ανδρονίκου, έχοντας ως βάση το ναό της Παναγίας Χρυσοκεφάλου,
πραγματοποίησαν πολλές επιτυχημένες εξόδους εναντίον των πολιορκητών. Ο Μελίκ
αποφάσισε να επιχειρήσει νυκτερινή έφοδο εναντίον των τειχών της πόλης. Το αποτέλεσμα
ήταν καταστροφικό για τους Σελτζούκους, διότι η επίθεση συνέπεσε με ραγδαία
επιδείνωση του καιρού (θυελλώδεις άνεμοι και χαλαζόπτωση), την οποία οι
κάτοικοι της Τραπεζούντας απέδωσαν σε θαυματουργή παρέμβαση του Αγίου Ευγενίου.
Το σελτζουκικό στράτευμα διαλύθηκε και μεγάλος αριθμός στρατιωτών έχασαν την
ζωή τους. Ο Μελίκ κατέφυγε με τους σωματοφύλακές του στο Κουρατόρειον, όπου το
πρωί της επομένης συνελήφθη αιχμάλωτος από ελαφρά οπλισμένους κατοίκους της
Ματζούκας και οδηγήθηκε στην Τραπεζούντα. Με απόφαση του Ανδρονίκου, πολλοί
αιχμάλωτοι στρατιώτες απελευθερώθηκαν, ενώ ο Μελίκ αναγκάσθηκε να συνάψει νέα
συνθήκη ειρήνης με την Τραπεζούντα πριν του επιτραπεί να επιστρέψει στο Ικόνιο.
Αποτέλεσμα της συνθήκης ήταν να απαλλαγεί η Τραπεζούντα από την υποτέλεια στο
σουλτανάτο του Ικονίου, στην οποία είχε περιέλθει τον Νοέμβριο του 1214, μετά
την κατάληψη της Σινώπης από τους Σελτζούκους, και να εξαπλωθεί εδαφικά από τη
Σινώπη έως τα σύνορα με τη Λαζική, και στα νότια έως την Κολώνεια. Στο σημείο
όπου συνελήφθη αιχμάλωτος ο Μελίκ ανεγέρθηκε ναός του Αγίου Ευγενίου σε
ανάμνηση του γεγονότος. Η επικρατούσα αντίληψη ότι η πόλη είχε σωθεί χάρη στη
θαυματουργή παρέμβαση του Αγίου Ευγενίου συνέβαλε σημαντικά στην ευρύτατη
διάδοση της λατρείας του αγίου στην Τραπεζούντα, (Πηγή: Στάθη Αγγελική,
«Εκστρατεία Σελτζούκων εναντίον Τραπεζούντος 1222-1223», 2003, Εγκυκλοπαίδεια
Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία, URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4186>
[9] Αγιουμπίδες: μουσουλμανική δυναστεία σε Συρία και
Αίγυπτο (1169-1240). Ιδρυτής ο Κούρδος Σαλαντίν.
[10] Η μητέρα του Χιουλεγκιού Σοργκαγκτάνι [Sorghaghtani,
1190-1252] ήταν σύζυγος του τέταρτου γιού του Τζένγκις Τολούι [Tolui].
Κατεύθυνε με επιτυχία στην πολιτική των Μογγόλων, φροντίζοντας να γίνουν όλοι
οι γιοι της ηγέτες. Ήταν χριστιανή της Εκκλησίας της Ανατολής
(«Νεστοριανισμός») και ο Χιουλεγκιού διέκειτο ευνοϊκά στον Χριστιανισμό. Η
αγαπημένη σύζυγος του Χιουλεγκιού, Doquz Khatun , ήταν επίσης χριστιανή, όπως
και ο στενότερος φίλος και στρατηγός του, Κιτμπούκα. Η Σοργκαγκτάνι αναδείχθηκε
σ΄ ένα από τα πιο ισχυρά πρόσωπα στην Μογγολική Αυτοκρατορία και συνεπώς μια
από τις πιο ισχυρές γυναίκες στην ιστορία. Έλαβε πολιτικές αποφάσεις που
οδήγησαν στη μετάβαση της αυτοκρατορίας σ΄ ένα πιο κοσμοπολίτικο και
εκλεπτυσμένο πλαίσιο διοίκησης. Ανάθρεψε τους γιους της για να γίνουν ηγέτες
και κατόρθωσε με ευελιξία και προσαρμοστικότητα ώστε και οι τέσσερις γιοι της,
Möngke Khan, Hulagu Khan, Ariq Böke και Kublai Khan, να κυβερνήσουν την
κληρονομιά του παππού τους. Τάφηκε σε χριστιανική εκκλησία στην επαρχία Gansu
της Κίνας.
[11] Σουλτάνος των Σελτζούκων του Ρουμ (1246 – 1262). Ο
μεγαλύτερος από τους τρεις γιους του Καϋχοσρόη Β΄. Η μητέρα του ήταν η Ελληνίδα
(κόρη ιερέα) Πρόδουλια και ήταν οι Έλληνες της Νίκαιας από τους οποίους πάντα
ζητούσε βοήθεια. Ήταν νέος όταν πέθανε ο πατέρας του το 1246 και δεν μπορούσε
να δράσει για να αποτρέψει τη μογγολική κατάκτηση της Ανατολίας. Στο μεγαλύτερο
μέρος της θητείας του ως σουλτάνου, μοιράστηκε τον θρόνο μ΄ έναν ή και τους δύο
αδελφούς του, τον Κίλιζ Αρσλάν Δ΄ [Kilij Arslan IV] και τον Καϋκοβάδη
Β΄[Kayqubad II]. Ο Μογγόλος διοικητής Μπαϊτζού τον απείλησε και τον
προειδοποίησε ότι αργούσε να αποτίσει φόρο τιμής και ζήτησε νέα λιβάδια στην
Ανατολία για το μογγολικό ιππικό. Οι Μογγόλοι τον νίκησαν και κατέφυγε στα
Βυζαντινά Βαλκάνια το 1256. Πέθανε εξόριστος το 1279-1280 στην Κριμαία. Σύμφωνα
με τον Ρουστάμ Σουκούροφ, ο Καϋκαούς Β’ “είχε διπλή χριστιανική και
μουσουλμανική ταυτότητα, μια ταυτότητα που περιπλέχθηκε περαιτέρω από τη διπλή
τουρκική / περσική και ελληνική εθνική ταυτότητα”.
Αν και εξορίστηκε, ο Καϋκαούς παρέμεινε δημοφιλής μεταξύ των
Τούρκων της Ανατολίας και απειλή για τη σταθερότητα της εύθραυστης σχέσης
Σελτζούκων-Μογγόλων. Ο βεζίρης Φαχρ αλ-Ντιν Αλί [Fakhr al-Din Ali ] φυλακίστηκε για ένα διάστημα το 1271 επειδή
αλληλογραφούσε μαζί του. Από τον Καϋκαούς Β’ ο Karamanoğlu Mehmed Bey το 1276
ζήτησε βοήθεια στην εξέγερσή του εναντίον των Μογγόλων. Δεδομένου ότι ο
Καϋκαούς δεν ήταν σε θέση να βοηθήσει, ο Mehmed Bey θεώρησε καλό να έχει έναν
εκπρόσωπο του Kaykaus στο πλευρό του και ονόμασε τον Jimri ως επικεφαλής της
εξέγερσης.
[12] Οι Αββασίδες κυβέρνησαν το Ισλάμ ως χαλίφες με κέντρο
το Ιράκ (750-1258). Παρά την εξασθένισή τους το 945 διατήρησαν αξιώσεις
επικυριαρχίας.
Ένθετο 1: Καϋκοβάδης Α΄ [Kayqubad Ι (1220-1237)]
Ο Καϋκοβάδης Α΄ (τουρκικά : I. Alaeddin Keykubad, 1188 –
1237) ήταν Σελτζούκος Σουλτάνος του Ρουμ. Δεύτερος γιος του Καϋχοσρόη Α΄.
Επέκτεινε σημαντικά τα σύνορα του Σουλτανάτου, ιδιαίτερα σε βάρος των Αγγιουμπιδών
και απέκτησε πρόσβαση στη Μεσόγειο. Έμεινε γνωστός για τα πολυτελή
αρχιτεκτονικά κτίσματα και τη λαμπρή του αυλή. Στην εποχή του οι Σελτζούκοι με
έδρα το Ικόνιο έφθασαν στο απόγειο της δύναμής τους. Το 1225 κατόρθωσε να
πετύχει νέες κτήσεις με εκστρατεία του στην ταυρική χερσόνησο της Κριμαίας!
Ο Καϋκοβάδης Α΄ προχώρησε ανατολικά (1228) όπου τοποθέτησε
Τουρκομάνους κατά μήκος της οροσειράς του Ταύρου, [στα τέλη του 13ου αιώνα θα
γίνουν γνωστοί ως Καραμανίδες].
Ο Καϋκοβάδης Α΄ νίκησε τους Ορτοκίδες [τουρκομανική
δυναστεία που κυβέρνησε την Ανατολική Ανατολία, Βόρεια Συρία και Βόρειο Ιράκ –
περιφέρεια του Ντιγιαρμπακίρ – κατά τον 11ο και τον 12ο αιώνα], τους
Αγγιουμπίδες και το εμιράτο που κυβερνούσαν οι Μεντζουκίδες ενσωματώθηκε στο
Σουλτανάτο. Κατέστειλε μία εξέγερση που ξέσπασε στην Αυτοκρατορία της
Τραπεζούντας και ανάγκασε την Δυναστεία των Κομνηνών να δώσει νέους όρκους
υποτέλειας.
Ο Καϋκοβάδης Α΄ αναζήτησε συμμαχία με τον Σάχη (Χορεσμιανό
ηγεμόνα της τουρκο-περσικής δυναστείας της Κεντρικής Ασίας) Τζελάλ αντ-Ντιν
Μινγκμπουρνού [Jalal ad-Din Mingburnu, (1221-1231)] εναντίον των Μογγόλων, αλλά
ο Τζελάλ αντ-Ντιν κατέλαβε την Χαλάτα, [Ahlat] από τους Αγγιουμπίδες. Τελικά ο
Καϋκοβάδης τον νίκησε ανάμεσα στη Σεβάστεια και το Ερζιντζάν, (βυζαντινή Κελτζηνή),
το 1231 σε συμμαχία με τον Αγγιουμπίδη πρίγκιπα της Αιγύπτου, Συρίας και
Παλαιστίνης αλ-Ασράφ.
Ατυχώς ο ηγεμόνας της Τραπεζούντας Ανδρόνικος Α΄ ο Γίδων (122-1235), είχε συμμαχήσει άκαιρα με
τον Χορεσμιανό ηγεμόνα.
Μετά την νίκη ο Καϋκοβάδης Α΄ προχώρησε ανατολικότερα,
κατέλαβε το Ερζερούμ, (βάζοντας τέλος στην αντίζηλη ανεξάρτητη σελτζουκική
δυναστεία της) και την Χαλάτα. Η τελευταία κατάληψη οδήγησε στην επιδείνωση των
σχέσεών του με τους Αγγιουμπίδες, με αποτέλεσμα ο αλ-Ασράφ να συγκροτήσει ογκώδη
συνασπισμό δεκαέξι μουσουλμάνων πριγκίπων Συρίας και Μεσοποταμίας εναντίον του.
Επικεφαλής ήταν ο Αγγιουμπίδης σουλτάνος της Αιγύπτου Μαλίκ αλ-Καμίλ. Διχόνοιες
και δυσκολίες ματαίωσαν την εκστρατεία και ο
Καϋκοβάδης Α΄ εξαπλώθηκε ανατολικά, στην περιοχή γύρω από τη λίμνη Βαν
και κατασκευάζοντας μία σειρά από κάστρα στην Γεωργία. Ενίσχυσε την άμυνα και
τα κάστρα στα ανατολικά σύνορα του βασιλείου για να τα προστατεύσει από την
απειλή των Μογγόλων.
Πέθανε δηλητηριασμένος στην Καισάρεια το 1237, σε ηλικία
μόλις 47 ετών, κληροδοτώντας ένα πραγματικά ισχυρό κράτος. Ωστόσο στις
συνοριακές επαρχίες οι Τουρκομάνοι φύλαρχοι αρνούνταν να υποταχθούν, στο
πλαίσιο μιας συγκεντρωτικής διακυβέρνησης, συνηθισμένοι σε επιχειρήσεις
λεηλασίας κατά των βυζαντινών χριστιανικών επαρχιών, πιστοί στα δικά τους ήθη
και έθιμα, που σε πολλές περιπτώσεις είχαν και ειδωλολατρικό χαρακτήρα, μακριά
από κάθε επιροοή του Ισλάμ, (Σαββίδης, 2006, σελ. 125).
Ο Καϋκοβάδης Α΄ απέκτησε τρεις γιους: με την πρώτη Ελληνίδα
σύζυγο Μαχ Πάρι Χατούν τον Καϋχοσρόη Β΄ και με την δεύτερη την πριγκίπισσα των
Αγγιουμπιδών Γκαζίγια Χατούν, τον Ιζαλντίν και τον Ρουκναντίν. Ο ίδιος επέλεξε
ως διάδοχο του τον Ιζαλντίν, αλλά οι εμίρηδες προτιμούσαν τον Καϋχοσρόη Β΄, με
αποτέλεσμα να ξεσπάσουν σκληρές συγκρούσεις για την διαδοχή.
[i] Δρ. Τμήματος Ναυτιλίας & Επιχειρηματικών Υπηρεσιών,
Σχολής Επιστημών της Διοίκησης, Πανεπιστημίου Αιγαίου (Χίος), MA, MSc.,
Αρχιπλοίαρχος Οικονομικού Σώματος ΠΝ ε.α.
[ii] ΜΑ, Msc., Υποναύαρχος Οικονομικού Σώματος ΠΝ ε.α.
σχετικά άρθρα
ενημέρωση
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
17/02 - Video, Αναλύσεις - Γνώμες, Απόψεις, Εθνική Άμυνα,
Εξωτερική Πολιτική, Σάββας Καλεντερίδης, Τουρκία
Σάββας Καλεντερίδης στο Καλημέρα Ελλάδα στον ANT1: «Η Ελλάδα
πρέπει να απαντάει όταν προσβάλλεται!»
17/02 - Video, Κουρδιστάν (Κουρδικό Ζήτημα, Αμπντουλλάχ
Οτζαλάν), Σάββας Καλεντερίδης, Τουρκία
Σάββας Καλεντερίδης: Για την επιχείρηση της Τουρκίας στο
Βόρειο Ιράκ
17/02 - ΗΠΑ, Τουρκία
Howard Eissenstat: “Η Τουρκία βλέπει την Ουάσιγκτον έναν
παρακμάζοντα αντίπαλο”
06/12/2020 - Εκδόσεις Ινφογνώμων
Ο εγκλεισμός είναι πιο ανώδυνος όταν έχεις συντροφιά ένα
βιβλίο – Επισκεφθείτε το ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Ινφογνώμων
10:35 - Αιγαίο, Εθνική Άμυνα, Εξωτερική Πολιτική, ΝΑΤΟ,
Τουρκία
Τουρκία : Τι κρύβει η πρόκληση με το «Τσεσμέ»
10:26 - Ιστορία, Τουρκία
Γαλάζια & Γαλανή Πατρίδα των Τούρκων [Δ΄ ΜΕΡΟΣ]
10:20 - Γαλλία, Γερμανία, Εθνική Άμυνα, Εξοπλισμοί,
Εξωτερική Πολιτική, Ισραήλ, Ρωσία, Τουρκία
Η επίθεση Ερντογάν σε Μητσοτάκη – Οι ισορροπίες Τουρκίας με
Ευρώπη – Ο «ψυχρός πόλεμος» με Αμερική – Οι διερευνητικές και οι S-400
10:03 - Κορωνοϊός - Covid-19
Εκατοντάδες διαβητικοί της Πιερίας δεν εξυπηρετούνται στο
νοσοκομείο ή στο κέντρο υγείας, λόγω εμβολιασμών
10:01 - ΗΠΑ, Ιράκ, Κουρδιστάν (Κουρδικό Ζήτημα, Αμπντουλλάχ
Οτζαλάν), Συρία, Τουρκία
Οι προκλήσεις του Μπάιντεν: Κουρδική αυτονομία και τουρκικός
επεκτατισμός
απόψεις
17/02 - ΧΑΚ
Σάββας Καλεντερίδης στο Καλημέρα Ελλάδα στον ANT1: «Η Ελλάδα
πρέπει να απαντάει όταν προσβάλλεται!»
17/02 - Κριστιάν
Θεωρίες συνωμοσίας, άκρα δεξιά και πυρηνική τρομοκρατία
17/02 - Κριστιάν
Αμερική η πρώτη επανάσταση συμβαίνει τώρα
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ
εκδόσεις
Οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες στην υπηρεσία του Ερντογάν
στην Ευρώπη
Ντελχάζ, ο Έλληνας που πολέμησε τους τζιχαντιστές στο ηρωικό
Κομπάνι
Κυκλοφόρησε το βιβλίο του Αλέξανδρου Χάχαλη “Πλησιάζουν τα
200, 1821-2021”
«MIT – Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών της Τουρκίας. Πόλεμος σε
όλα τα μέτωπα.» Κυκλοφόρησε στη Γαλλία, τώρα και στην Ελλάδα (στα γαλλικά)
Νέα έκδοση: «Ο εχθρός στην πόρτα μας – Νεοοθωμανισμός
διαχρονικά σημαίνει Εκτουρκισμός»
εκδηλώσεις
Δεν υπάρχουν προσεχείς εκδηλώσεις αυτήν τη στιγμή.
Πολιτική Εξωτερική Πολιτική Εθνική Άμυνα Εθνικά Θέματα
Διεθνή Γεωπολιτική Ενεργειακά Οικονομία Αναλύσεις – Γνώμες Κοινωνία Ιστορία
Πολιτισμός Τεχνολογία Περιβάλλον Υγεία Auto
© 2020 Infognomon Politics
Όροι Χρήσης | Επικοινωνία